Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

ΠΡΟΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

 
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ!!! ΟΣΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΡΚΙΚΙΑ Ή ΕΧΟΥΝ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΥΣ, ΑΣ ΤΟΥΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥΝ!
ΝΑ ΤΟΥΝ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ, ΟΤΙ ΕΝΩ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΛΟΥΝ ΓΙΟΥΝΑΝΗΔΕΣ (ΙΩΝΕΣ), ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑ !!!!!

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η  ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ?

Αν δεν ξέρετε ορίστε η  απάντηση

 Είναι γνωστό ότι η  Τούρκικη σημαία, και το αντίστοιχο "εθνικό σύμβολο" των Τούρκων,  προέρχεται από ένα σύμβολο του Βυζαντίου, όχι της αυτοκρατορίας, αλλά  της αρχαιοελληνικής πόλης που υπήρχε στην θέση της  Κωνσταντινούπολης....
Αυτό το σήμα είναι πανάρχαιο και απαντάται  ως λατρευτικό σύμβολο της θεάς Εκάβης. Έγινε σύμβολο της πόλης του  Βυζαντίου όταν ο Φίλιππος, πατέρας του Μεγαλέξανδρου, προσπάθησε να  καταλάβει αυτή την πόλη, και μια νύχτα με συννεφιά, έστειλε πολεμιστές  (σαν καταδρομική επιχείρηση) να περάσουν τα τείχη, για να αλώσουν την  πόλη. Και ξαφνικά, εμφανίστηκε το φεγγάρι, οι εισβολείς έγιναν  αντιληπτοί, και αποκρούστηκε η επίθεση.... Από τότε, και επειδή  θεωρήθηκε ως θεϊκή βοήθεια προς την πόλη, έγινε σύμβολο της πόλης του  Βυζαντίου. Από εκεί έμεινε ως σύμβολο παραδοσιακά και στην  Κωνσταντινούπολη, το βρήκε και ο Μωχάμεντ ο πορθητής (και οι επόμενοί  του), και όπως χρησιμοποίησε τα πάντα που βρήκε από την Αυτοκρατορία,  για να δώσει αυτοκρατορική χρειά στην πλιατσικολογική Οθωμανική  κατάκτηση, έγινε ένα σύμβολο της Οθωμανικής κυριαρχίας, και επεκτάθηκε  ως μουσουλμανικό σύμβολο....
Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι από  ένα κέρμα των Βυζαντίων, και αν θα προσέξετε, το γράφει....  ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ....
Αν ξέραμε την ιστορία μας, τουλάχιστον δεν θα  ανεχόμασταν τα σημερινά ξεφτιλίκια..... Θα είχαμε τις απαιτούμενες  απαντήσεις για τις χαζομάρες που μας σερβίρουν  καθημερινά......

Normal 0

Ποια σχέση έχει το Λουξεμβούργο, η Ευρωπαική Πρωτεύουσα 2007 με την Κωνσταντινούπολη, την Βασιλεύουσα του 330

Αντίβαρο, Ιούνιος 2007 - Ειρήνη Γρυπάρη

Φέτος οι εκδηλώσεις της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας του 2007 διοργανώνονται από το κράτος του Λουξεμβούργου, την γύρω περιοχή της Ρηνανίας/Παλατινάτου, και την γερμανική πόλη Τρίερ, και είναι αφιερωμένες στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μεγάλο. Η Τρίερ (Treveris), η „Augusta Treverorum“ (πόλη του Αυγούστου στην χώρα των Treverer - κελτική φυλή), ήταν από το 312 η πόλη του Κωνσταντίνου. Από την Τρίερ το 307 εξόρμησε ο Κωνσταντίνος και υπέταξε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ως ηγεμών επέβαλλε την μετάβαση από την Αρχαιότητα των Εθνικών στον Μεσαίωνα των Χριστιανών.

Σήμερα, 1700 χρόνια αργότερα, η πόλη της Τρίερ σε συνεργασία με 160 μουσεία του κόσμου – βεβαίως και του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών - και των μουσείων του Λούβρου, του Βατικανού, του Καπιτωλίου της Ρώμης και του Βρεταννικού Μουσείου του Λονδίνου, αναφέρεται στον Κωνσταντίνο, ως ευρωπαϊκή μορφή με σημασία για το ευρωπαϊκό παρόν.

Το συνοδευτικό πρόγραμμα και η όλη παρουσίαση είναι υψιλότατου επιπέδου.

Ιδιαίτερο κατόρθωμα η ανακαίνιση της κεφαλής του κολοσσιαίου αγάλματος του Κωνσταντίνου που στήθηκε το 312 στην Βασιλική του Μαξεντίου στο Forum Romanum της Ρώμης. Πρόκειται για ένα από τα κολοσσιαία αγάλματα της ‘Υστερης Αρχαιότητας, ανάλογο του Κολοσσού της Ρόδου, του αγάλματος του Νέρωνα στο Κολοσσαίο της Ρώμης, και του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία της Αρχαίας Ολυμπίας. Η κεφαλή του αγάλματος που έχει 12 μέτρα ύψος, ανακαινίστηκε με βάση τις διαστάσεις των σωζομένων τμημάτων της κεφαλής και του αριστερού πέλματος με την βοήθεια Laser και ψηφιακής τεχνολογίας.

Με σκοπό την προετοιμασία του Ευρωπαϊκού έτους 2007, έλαβε χώρα το 2005 στο Πανεπιστήμιο της Τρίερ ένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα την ιστορική και πολιτισμική σημασία του Κωνσταντίνου και της εποχής του για την σημερινή Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν πολλαπλές απόψεις, τις οποίες αναφέρουμε μόνο σε σχέση με το θέμα, γιατί ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο, πρώην αποικία των Μεγάρων περί το 658 π.Χ., και αργότερα από το 479 π.Χ. υπό σπαρτιατική αρχή.

Ποιοί ήταν οι λόγοι της ιδρύσεως μιάς ευρωπαϊκής πρωτεύουσας το 330 στην Ανατολή;

Στις 11 Μαίου του 330 εορτάστηκαν τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης. Η λαμπρότητα της τελετής και το ότι η επέτειος της εορτάζετο ετησίως στις 11 Μαϊου, είναι γνωστά από ιστορικές πηγές του 8ου αιώνα. Το μεγαλειώδες έργο άρχισε το 326 υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αυτοκράτορα. Η απόφαση για την θέση του Βυζαντίου ελήφθη το 325 κατά την διάρκεια της Συνόδου της Νικαίας και την επομένη της νίκης της Χρυσοπόλεως της Βιθυνίας, όπως αποδεικνύουν αναμνηστικά νομίσματα. Η ίδρυση μιάς νέας πρωτεύουσας βασίζετο σε μια παλαιότερη ιδέα. Ήδη ο Πλωτίνος εμπνέετο από την ιδέα της ιδρύσεως μιας πόλης των φιλοσόφων. Σύμφωνα με τον Σωζόμενο, ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει κατ΄αρχάς την περιοχή της Τροίας. Αλλά και η πόλις Σέρδικα στο Δούναβη, η σημερινή Σόφια, περιήλθε περί το 317 στην στενότερη επιλογή του, όπως αποδεικνύει το απόφθευγμα του: „ Η Σέρδικα είναι η Ρώμη μου“.

Ο μύθος της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως, γνωστός στην Δύση από την διήγηση του μοναχού Gunther de Pairis „Historia Consmopolitana“(1220), αναφέρεται στο ενύπνιο του Κωνσταντίνου. Μια γηραιά γυναίκα με πορφυρό ένδυμα μεταβάλεται σε μια ωραία νέα. Την ερμηνεία του ενυπνίου την έδωσε στον Κωνσταντίνο ο Πάπας Σίλβεστρος :Η γηραιά γυναίκα είναι το Βυζάντιο, η νεαρά είναι η Κωνσταντινούπολη.

Οράματα και όνειρα ήταν συχνά στοιχεία της θρησκείας, της πολιτικής και της ιστοριογραφίας. Για την βιογραφία του Κωνσταντίνου είναι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος γιατί είναι ένα κράμα ειδωλατρικών και χριστανικών, λογικών και παράλογων, ψυχολογικών και προπαγανδιστικών στοιχείων. Αυτό το τελευταίο, γιατί ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έκανε προπαγανδιστικά λόγο για το ενύπνιο του.

Το χριστιανικό αστικό κέντρο, η Κωνσταντινούπολη, αντί της εθνικής μητροπόλεως, της Ρώμης, ήταν από θρησκευτικοπολιτικής απόψεως έργο πρωτοποριακό και μεταρρυθμιστικό. Το πολεοδομικό κατόρθωμα είναι και από σημερινής απόψεως πρωτοποριακό.

Μία σειρά νόμων συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού της Πόλης:

Το Ius italicum - απαλλακτικό δiκαιο για τους κατοίκους από τον φόρο ακινήτου περιουσίας.
Γαι τους αριστοκράτες, παραχώρηση γαιών στην Μικρά Ασία, εφόσον θα κατοικούσαν στην Πόλη.
Για τον λαό δωρεάν ψωμί από κρατικούς φούρνους, εφόσον θα κατοικούσαν στην Πόλη.

Απαλλαγή των χριστιανών κατοίκων από τους φόρους munera (περιουσιακός φόρος) και lustralis collatio (φόρος μεγάλης περιουσίας).

Χωροταξικοί νόμοι για τις κυκλοφοριακές αρτηρίες, τις ιδιωτικές οικοδομές και την διαμόρφωση των δημοσίων χώρων.

Ο Ευσέβιος Καισαρείας(265 - 339) στο έργο του „Βίος Κωνσταντίνου του Βασιλέως“ τονίζει ότι η „Νέα Ρώμη“ ήταν χριστιανική πρωτεύουσα προς δόξαν Θεού. Στην παράδοση του Ευσέβιου, ο Θεοδοσιανός Κώδικας σε ένα νόμο του αναφέρει ότι ο Κωνσταντινος, θελήματος Θεού (deo iubente XII 5,7), ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το θεωρεί ο εθνικός ιστορικός Ζώσιμος του 5ου αιώνα εξιδανίκευση του Κωνσταντίνου στους πανηγυρικούς του Ευσέβιου. Και οι αρχαιολογικές ανασκαφές και οι αναφορές του Ζώσιμου επιβεβαιώνουν ότι παράλληλα συνυπήρχαν στην νέα πόλη, παγανιστικά μνημεία και ιερά ως απόδειξη της λατρείας της Αθηνάς, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και κυρίως του Ηλίου, όπως το άγαλμα του ίδιου του Κωνσταντίνου ως „»’Ηλιος/Απόλλωνας“ στο Forum της Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τον Ζώσιμο η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως ήταν πράξη εξαϋλωτική και λύτρωση μετά από τα αιματηρά εγκλήματα του Κωνσταντίνου κατά του Λικίνιου, της συζύγου του Φαύστας και του γιού του Κρίσπου.

Γνωστά είναι τα πολιτισμικά κριτήρια που υπαγόρευσαν την ίδρυση της νέας πόλης.Το γεγονός δηλαδή ότι εγειτόνευε με της ελληνιστικές πόλεις Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Πέργαμο, τα κυρίως πνευματικά κέντρα της εποχής με ακαδημίες και βιβλιοθήκες.

Από γεωπολιτικής απόψεως η τοπογραφική θέση του Βυζαντίου είχε αμυντική και ενωτική σημασία για το κράτος. Εξασφάλιζε την κυριαρχία στην Ανατολή , από την οποία η απειλή για την αυτοκρατορία στο παρελθόν ήταν πιο έντονη απ ότι από την Δύση. Συγχρόνως η Κωνσταντινούπολη εξασφάλιζε την ενώτητα του κράτους και τα δυναστικά δικαίωματα των απογόνων του Κωνσταντίνου στον αυτοκρατορικό θρόνο.

Η πολιτικοϊστορική ερμηνεία της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως ακολουθεί στην Δύση λίγο πολύ μία γραμμή, αυτή του Ουμανισμού μέχρι και τον Γαλλικό Διαφωτισμό. Αρχίζει από τον 15ον και 16ον αιώνα και αποκορυφώνεται στον 18ον αιώνα.

Κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Ουγενόττων και Καθολικών στην Γαλλία του 17ου αιώνα, η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως κατανοείται πολιτικοθρησκευτικά ανάλογα με την πολιτικοθρησκευτική παρούσα κατάσταση. Ο Ουγενόττος Francois de la Nou εκθειάζει το 1630 τον Κωνσταντίνο. O Καθολικός Bénigne Bossuet (1627 1704) παραδέχεται τον Ευσέβιο, αλλά θεωρεί την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως υπεύθυνη για την πτώση της Δύσης. Τα επιχειρήματα σφετερίζονται τον Κωνσταντίνο πολιτικοθρησκευτικά, ανάλογα με τα εκάστοτε καθολικά ή ουγενοττικά συμφέροντα. Ton 18ο αιώνα ο Montesquieu και ο Voltaire τελικά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ή Κωνσταντινούπολη κατέστρεψε την Ρώμη. Ως σύντομη αναφορά στο θέμα, το έργο του Montesquieu „Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur decadence” και το έργο „Dictionaire philosophique” του Voltaire: Η ίδρυση της Νέας Ρώμης ήταν γέννημα της φιλοδοξίας του Κωνσταντίνου και είχε ως συνέπεια τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της Ιταλίας, την καταστροφή των οικονομικών θεμελίων της Δύσεως και την διάλυση του κρατικού οργανισμού της Αυτοκρατορίας.

Ο Voltaire σε ηλικία 83 ετών το 1771 γράφει την τραγωδία „Ειρήνη“ που αναφέρεται στο Βυζάντιο των Κομνηνών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά της αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή είναι η αιτία της συμφοράς του κόσμου... „pour le malheur du monde“.

Μία άλλη γραμμή επιχειρημάτων είναι αυτή του άγγλου Edward Gibbon (1737-1794) στο έργο του „History of the decline and fall of the Roman Empire“, και του γερμανού Jacob Burckhardt. (1818 – 1897) στο έργο του „ Die Zeit Constantins des Großen“. Ο Gibbon έχει μια διαφοροποιημένη άποψη για τον Κωνσταντίνο, διότι κατ’αυτόν η άνοδος της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αυτομάτως υπεύθυνη για τήν πτώση της Ρώμης. Και για τον Burckhardt ο Κωνσταντίνος ήταν μέγας, διότι σε μια μεταβατική εποχή ανεγνώρισε ότι η ισχύς του κράτους έγκειται στην ένωση θρησκείας και κράτους. Αυτό βεβαίως χωρίς να σημαίνει ότι και για το πολιτικό μέλλον, αυτή η πολιτικοθρησκευτική λύση θα μπορούσε να ισχύει. Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν μόνο πολεοδομικό έργο, αλλά νομοθετικό έργο. ‘Ηταν δηλαδή η ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου του Κωνσταντίνου.

Είναι ασύλληπτο, όχι το ότι ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη, αλλά το ότι διανοήθηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο. Οι επιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν ότι κατ’ αρχάς η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε μόνο ως αστικό κέντρο. Πρωτεύουσα έγινε αργότερα. Η ίδρυσή της ανήκει στην παράδοση των αστικών ιδρύσεων του παρελθόντος. ’Ετσι π.χ. περί το 293 μ.Χ. οι Καίσαρες Γαλέριος και Κωνστάντιος Χλωρός διέμεναν στην Θεσσαλονίκη και στην Τριέρ, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι αυτά τα αστικά κέντρα διεκδικούσαν το τίτλο „Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας“.
Την εποχή του Κωνσταντίνου, η Πόλη ήταν μόνο αστικό κέντρο. Η ονομασία „Νέα Ρώμη“ της εδόθηκε μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου. Και „Κωνσταντινούπολη“ εν αντιθέσει προς τις ιδρύσεις των Τετραρχών προηγουμένως, εσήμαινε πόλη του Κωνσταντίνου και κυριαρχία του ενός και μόνου αυτοκράτορα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τους αιώνες της ‘Υστερης Αρχαιότητας, η Ρώμη παρέμεινε „Caput mundi“ δηλαδή „Κεφαλή του κόσμου“.

Πρατηρούμε ότι το πνευματικό κλίμα της Ενωμένης Ευρώπης συνειδητοποιεί την αξία του παρελθόντος για την ταυτότητα του μέλλοντος της Ενώσεως. Είναι αισθητό, ότι αυτή η απασχόληση με το παρελθόν, φέρνει στην επιφάνεια κενά στην αντίληψη ακριβώς αυτού του παρελθόντος.

‘Ετσι γίνεται εμφανής η ανάγκη να ενσωματωθεί στην μνήμη του ευρύτερου ευρωπαϊκού κοινού η βυζαντινή παράδοση, ως κεφάλαιο του κοινού παρελθόντος. Και βεβαίως πρόκειται για την κοινή συνείδηση και το ευρύτερο κοινό, και όχι για τις σχολές Βυζαντινολογίας στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το θέμα της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας 2007 είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και χριστιανική θρησκεία. Την αντίθεση αυτή μεταξύ Αρχαιότητας και Χριστιανισμού, την υπερέβη ο Imperator Caesar Flavius Constantinus.
Ο Κωνσταντίνος είναι κατά την γνώμη του μεγάλου προτεστάντη θεολόγου Johann Erst Gerhard(1582 - 1637), η „Σφιγξ“ στο κατώφλι της βυζαντινής ιστορίας. Eίναι δηλαδή φρουρός στην αρχή των βυζαντινών αιώνων. Και το Βυζάντιο με τις αντιφάσεις του, ως Χριστιανική Αυτοκρατορία και εξέλιξη του Imperium Romanum, είναι κατά τον βυζαντινολόγο Ralph-Johannes Lilie πολύ πιο μοντέρνο από όλα τα άλλα χριστιανικά κράτη του Μεσαίωνα.

 

 
 
ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΠΗΡΑΝ  ΤΗΝ

Σημαινει ο Θεός , σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι
που ‘χε τρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Σιμά να βγούνε τα Άγια κι ο Βασιλεύς του κόσμου,
φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού Αγγέλων απ’ το στόμα:
«Αφήτ’ αυτή τη ψαλμουδιά να χαμηλώσουν τα Άγια,
και στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ’ρθουν τρία καράβια.
Να πάρουν το Χρυσό Σταυρό και τΆγιο το Ευαγγέλιο
και την Αγία Τράπεζα να μην την Αμολύνουν.»
Σαν τα ’κουσε η Δέσποινα δακρύζουν οι εικόνες.

Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις.
Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ναι..
 

Normal 0

Λέων ο Μαθηματικός  ο μεγαλύτερος επιστήμονας του Βυζαντίου (Δημήτριος Ντούρτας)

Ο μεγάλος Βυζαντινός λόγιος και «πρύτανης» του Πανδιδακτηρίου της Κωνσταντινουπόλεως Λέων, ήταν γνωστός στην εποχή του ως Λέων ο φιλόσοφος ή μαθηματικός. Γεννήθηκε κάπου στη Θεσσαλία, γύρω στο 790 μ.Χ. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβε στην Άνδρο, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Κατόπιν, σπούδασε γραμματική στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και φιλοσοφία. Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν οι θετικές επιστήμες. Γι’ αυτό ξαναγύρισε στην Άνδρο και, υπό την καθοδήγηση κάποιου σοφού δασκάλου – μοναχού, άρχισε την αναζήτηση σπάνιων χειρογράφων μαθηματικών και αστρονομίας.


Ένας χρονογράφος της εποχής αναφέρει τα εξής για τη δίψα του Λέοντος για γνώση: «Ενώ τον θαύμαζαν πολλοί για τη σοφία του και τον τρόπο κατά τον οποίο έφθασε στο ύψιστο σημείο όλων των επιστημών, λέγεται ότι είπε (ο Λέων) σε κάποιο φίλο του, πως τη γραμματική και την ποιητική την έμαθε όταν έμενε στην Κωνσταντινούπολη, τη δε ρητορική και τη (φυσική) φιλοσοφία και τη γνώση των αριθμών, την απέκτησε όταν ήρθε στην Άνδρο. Διότι εκεί, αφού συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο και διδάχθηκε απ’ αυτόν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, επειδή η ποσότητα της γνώσης που βρήκε δεν τον ικανοποίησε, άρχισε να τριγυρίζει στα μοναστήρια και ερευνούσε τα βιβλία που υπήρχαν και προσπαθούσε να τα αποκτήσει. Ανέβαινε κατόπιν στις κορυφές των βουνών και, με μεγάλη προσοχή, αφού εμβάθυνε στη μελέτη των βιβλίων, ανυψωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ύψος της γνώσης. Όταν χόρτασε πλέον να μαθαίνει, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και άρχισε να σπέρνει τα σπέρματα των επιστημών στη σκέψη όσων επιθυμούσαν». Από το παραπάνω απόσπασμα συμπεραίνεται αβίαστα, πέρα από τη μεγάλη μόρφωση του Λέοντος και το ότι πολλές μονές, ακόμη και απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα περιοχών, φύλασσαν σπάνια επιστημονικά συγγράμματα στις βιβλιοθήκες τους και γίνονταν πόλοι έλξης και σημεία συνάντησης διαφόρων μορφωμένων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών.

Μετά την επιστροφή του στην Πόλη το 835, ο λέων εργάστηκε ως ιδιωτικός δάσκαλος, «μαϊστωρ» των θετικών επιστημών. Ζούσε μία πολύ ταπεινή και φτωχική ζωή μέχρι τη γνωριμία του με τον τότε εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο (829 – 843 μ.Χ.). Ο Λέων, αν και φημισμένος στους κύκλους των λογίων της πρωτεύουσας, έγινε διάσημος χάρη σε τυχαίο περιστατικό. Ένας μαθητής του που ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, σε συμπλοκή με Άραβες στρατιώτες, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές της Βαγδάτης, της τότε περίφημης πρωτεύουσας του πανίσχυρου Χαλιφάτου των Αββασιδών. Εκεί κατόρθωσε να γίνει δεκτός από τον φιλομαθή χαλίφη Αλ – Μαμούν (ανιψιό του γνωστού χαλίφη Χαρούν - αλ – Ρασίντ, πρωταγωνιστή στη συλλογή παραμυθιών «Χίλιες και μία νύχτες»). Ο χαλίφης εντυπωσιάστηκε από τις μαθηματικές γνώσεις του νεαρού Έλληνα που αποστόμωσε τους Άραβες μαθηματικούς. Αφού ελευθέρωσε αμέσως το νεαρό στρατιώτη και τον έκανε καθηγητή στο πανεπιστήμιο των ανακτόρων της Βαγδάτης, ζήτησε πληροφορίες για το επιστημονικό επίπεδο των Βυζαντινών. Ο Έλληνας, αφού τον διαβεβαίωσε ότι στη Ρωμανία υπήρχαν χιλιάδες νέοι που ασχολούνταν με τις επιστήμες (ενδεικτικό του γεγονότος ότι η γνώση στο Βυζάντιο ήταν προσιτή σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λαϊκών που το επιθυμούσαν άσχετα από την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση, πράγμα αδιανόητο ακόμα στη Δύση), του μίλησε για το Λέοντα. Τότε ο Αλ – Μαμούν εντυπωσιασμένος, στέλνει με το νεαρό μαθηματικό μία επιστολή στο Λέοντα θέτοντάς του διάφορα μαθηματικά προβλήματα. Ο Λέων τα επιλύει χωρίς δυσκολία. Κατενθουσιασμένος τότε ο χαλίφης στέλνει δύο ακόμα επιστολές, μία στο Λέοντα ζητώντας του να έρθει να διδάξει στη Βαγδάτη και μία στο Θεόφιλο ζητώντας του να επιτρέψει να έρθει ο σοφός δάσκαλος στο Χαλιφάτο, τάζοντας 2.000 λίτρες χρυσού και αιώνια ειρήνη! Και καταλήγει με τα εξής : «Αν γίνει αυτό (δηλαδή η αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη), όλο το γένος των Σαρακηνών θα υποκλιθεί μπροστά σου και πλούτου θα αξιωθείς τόσου, όσον δεν είδαν μάτια ανθρώπου!». Ο Θεόφιλος, όμως, αρνήθηκε.


Από τότε ξεκινά για το Λέοντα μία λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Θεόφιλος τον χρηματοδοτεί και του παραχωρεί το ναό των Αγίων Σαράντα μαρτύρων για να διδάσκει. Οι διαλέξεις του παραδίδονταν δωρεάν. Το 840 μ.Χ., κατόπιν ταχείας, αντικανονικής ανάβασης στις βαθμίδες της ιεροσύνης, ο Λέων χειροτονείται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Γρήγορα, όμως, καθαιρείται, ως εικονομάχος επίσκοπος από τη θρόνο του το 843 μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων και επιστρέφει στην Βασιλεύουσα. Εκεί, με την αμέριστη συμπαράσταση της αυτοκράτειρας  αγίας Θεοδώρας (η οποία ήταν που τον καθαίρεσε από τον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης), του γιου της αυτοκράτορα Μιχαήλ ΄Γ (του Μέθυσου) και του Καίσαρα (πρωθυπουργού) Βάρδα, ανασυγκροτεί το «Πανδιδακτήριον» της Μαγναύρας και το 855 μ.Χ. αναγορεύεται σε «Ύπατο των φιλοσόφων», δηλαδή σε ένα είδος πρύτανη. Στο νέο κρατικό «παιδευτήριον της σοφίας» συρρέουν χιλιάδες φοιτητές δωρεάν και παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδει ο Λέων (μαθηματικά – άλγεβρα και γεωμετρία – αστρονομία και μουσική), η «τετρακτίς» των Βυζαντινών και εν συνεχεία το “quadrivium” των Δυτικών). Μαθητές του ήταν μεγάλα ονόματα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» (867 – 1081), όπως ο Μέγας Φώτιος. Ο Αρέθας Πατρών, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο αστρονόμος Θεοδήγιος που τον διαδέχθηκε στην «πρυτανεία» κ.α.).

Το έργο του Λέοντος ως μαθηματικού – αστρονόμου αλλά και μηχανικού ήταν πολυτιμότατο. Πρώτος παγκοσμίως εισήγαγε τα γράμματα αντί των αριθμών τόσο στη θεωρητική αριθμητική όσο και στην άλγεβρα (π.χ. στις εξισώσεις) και όχι οι Άραβες (οι οποίοι εισήγαγαν ως αριθμητικά σημεία τους ινδικούς αριθμούς που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα). Διέσωσε όλα τα συγγράμματα μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων όπως του Απολλωνίου, του Περγαίου, του Θεωνά του Αλεξανδρέως, του μεγάλου Ευκλείδη – με ερμηνευτικά σχόλια του ιδίου, χρησιμοποιημένα κατόπιν κατά κόρον στη Δύση – του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου και φρόντισε για τη μεταφορά πολλών εξ αυτών των έργων στην αυλή του χαλίφη. Επίσης, συνέταξε αστρονομικούς πίνακες και διόρθωσε ένα λάθος του αστρονόμου Πορφυρίου σχετικά με την κίνηση των πλανητών. Δυστυχώς από το μεγάλο συγγραφικό του έργο δεν σώζεται τίποτα, με την εξαίρεση των σχολίων του Ευκλείδη, λόγω του χρόνου και, κυρίως, του θρησκευτικού φανατισμού κάποιων εικονολατρών, που μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την επικράτηση της λατρείας των εικόνων, «εξαφάνισαν» τα έργα του εικονομάχου επιστήμονα, μετά το θάνατό του.

Πιο γνωστός ,όμως, κατέστη για την τελειοποίηση του αρχαίου συστήματος τηλεπικοινωνίας, του οπτικού τηλέγραφου. Ως γνωστόν φρυκτωρικούς πύργους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα για να προειδοποιούν για επικείμενες επιδρομές. Οι «αλυσίδες», όμως, των φρυκτωριών είχαν μήκος μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Ο Λέων δημιούργησε μία αλυσίδα μόλις επτά φρυκτωρικών πύργων – σταθμών, μήκους περίπου δύο χιλιάδων χιλιομέτρων (!) από την Κωνσταντινούπολη ως την Ταρσό της Κιλικίας, τους οποίους και έκτισε στις ψηλότερες κορυφές των οροσειρών που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο πόλεων, ώστε η φωτιά τους να είναι ορατή από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Το σύστημα μετέδιδε όχι ένα αλλά δώδεκα διαφορετικά μηνύματα (όπως επιδρομή, νίκη ή ήττα, υποχώρηση του εχθρού, πυρκαγιά, σεισμό ή πλημμύρα κ.α.). αυτό ήταν δυνατό χάρη σε δύο τέλεια συγχρονισμένα μηχανικά ρολόγια (τα πρώτα μηχανικά ρολόγια στην ιστορία!) τοποθετημένα στα δύο άκρα της φρυκτωρικής αλυσίδας, που λειτουργούσαν με βάση μία διαίρεση της ημέρας σε σταθερές ώρες με αντίστοιχα συμφωνημένα 12 μηνύματα. Με το παραπάνω σύστημα, το αυτοκρατορικό επιτελείο στην Κωνσταντινούπολη μπορούσε να πληροφορηθεί για το τι συνέβαινε στο καίριας σημασίας ανατολικό μεθοριακό μέτωπο από μία έως το πολύ έντεκα ώρες! Αυτή η ταχύτητα μετάδοσης μηνυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις ξεπεράστηκε μόλις το 19ο αιώνα με την ανακάλυψη του τηλέγραφου! Δυστυχώς, το σύστημα λειτούργησε για πολύ λίγο γιατί, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Ταρσό μερικές δεκαετίες αργότερα, κατέστρεψαν και το μηχανικό ρολόι της πόλης.

Τέλος, ο Λέων, βαθύς γνώστης της αλεξανδρινής τεχνολογίας, δημιούργησε διάφορα «αυτόματα» μεταλλικά αντικείμενα για τα βυζαντινά ανάκτορα, αξιοποιώντας την υδροστατική και αεροστατική πίεση. Έτσι, κατασκεύασε και τοποθέτησε στην αίθουσα του θρόνου, στον «Χρυσοτρίκλινο» (ανάκτορο του 6ου αι.), έναν επιχρυσωμένο πλάτανο που στα κλαδιά του κουνούσαν τα φτερά τους και κελαηδούσαν χρυσά πουλιά, ενώ στην κορυφή του ένας αυτόματος χρυσός άγγελος έπαιζε σάλπιγγα. Κάτω το δένδρο ολόχρυσοι αυτόματοι οινοχόοι κερνούσαν κρασί τους καλεσμένους του αυτοκράτορα! Στη μαρμάρινη βάση του θρόνου, ορειχάλκινα επιχρυσωμένα λιοντάρια, όποτε κάποιος πλησίαζε το θρόνο, σηκώνονταν όρθια, άνοιγαν το στόμα και βρυχιόνταν! Παρόμοια μηχανήματα είχε κατασκευάσει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς για τους Πτολεμαίους, ενώ άλλα αυτόματα προϋπήρχαν στα βυζαντινά ανάκτορα και στην αυλή του Άραβα χαλίφη για τον εντυπωσιασμό των ξένων.

Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Λέοντος στον τομέα του αυτοματισμού υπήρξε κατά το «Περί βασιλείου τάξεως», έργο του Κωνσταντίνου ΄Ζ  Πορφυρογέννητου (912 – 949) το «μηχανικόν σάρωθρον», δηλαδή μια μηχανική χελώνη που καθάριζε τους δρόμους της Βασιλεύουσας, ίσως χρήσιμη και για τους σύγχρονους οδοκαθαριστές! Όλα αυτά τα εντυπωσιακά μηχανήματα, σύμφωνα με τις πηγές αχρηστεύτηκαν από τους ίδιους τους Βυζαντινούς σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, οπότε  είτε τα έλιωναν για να κόψουν χρυσά και χάλκινα νομίσματα, είτε επειδή δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν, τα πετούσαν.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·  Ε. Λ. Μπουρδάκου : «Αρχαία ρομπότ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα, 2002.
·  P. Lemerle : «Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1981.
· Β. Σπανδάτου κ.λ.π. : «Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής», εκδ. «Αίθρα», Αθήνα, 1996.


* Ο Δημήτριος Ντούρτας είναι Δικηγόρος Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στον Τομέα  Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Κοινωνιολογίας και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Συγγραφέας του άρθρου: Δημήτριος Ντούρτας

 

Normal 0

Απονομή δικαιοσύνης στα βυζαντινά διοικητικά πλαίσια

"Quod principi placuit legis habet vigorem"
«όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν»

"Princeps legibus solutus est"
«ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται»

Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο στηρίχθηκε στο ρωμαϊκό δίκαιο και δέχθηκε την επιρροή της ελληνιστικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Στη παρούσα έρευνα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη δικαιοσύνη στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας που συνδέεται άμεσα με τον αυτοκράτορα, ως αποκλειστικό νομοθέτη και ερμηνευτή των νόμων, την κωδικοποίηση του δικαίου, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα συνήθη εγκλήματα και τις ποινές που επιβάλλονταν. Τέλος, θα ανιχνεύσουμε την παρέμβαση της Εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη, μέσω των επισκόπων της, για υποθέσεις, κυρίως, του οικογενειακού δικαίου, που οδήγησε τελικά στον πλήρη έλεγχο αυτής.

Γιώτα Μαδούρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Ο Αυτοκράτορας και οι νόμοι
όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν

«Κυριαρχία χωρίς ιδεολογία είναι σχεδόν αδιανόητη»[1]. Οι μονάρχες, όλων των εποχών, προσπαθώντας να στηρίξουν την απόλυτη εξουσία τους τοποθετούν τον εαυτό τους έξω από τα πλαίσια της συνταγματικής πραγματικότητας ενδύοντάς τον με γνωρίσματα και χαρίσματα ξεχωριστά. Η ελληνιστική πολιτική φιλοσοφία, ο χριστιανισμός και η ιδέα του θείου ανδρός διαμόρφωσαν την κυρίαρχη ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τρία συμπλέγματα ιδεών οριοθετούν αυτή την ιδεολογία: οι αρετές και η χαρισματική προσωπικότητα του ηγεμόνα, η μεταφυσική κάλυψη της απόλυτης μοναρχίας (θείος άνδρας) και η αξίωση του αυτοκράτορα να ενσαρκώνει τον νόμο και να είναι υπεράνω αυτού[2]. Το αίσθημα της δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει τον ηγεμόνα συμβάλλει στην παγίωση της αντίληψης ότι είναι ανώτερος και ξεχωριστός και ενσαρκώνει τον νόμο γιατί τον κουβαλά μέσα του. Η αξίωση του αυτοκράτορα να ασκεί απόλυτη εξουσία και να μην δεσμεύεται από κανένα θεσμό θεωρείται επακόλουθο της θείας εύνοιας[3].

Στο κείμενο των Πανδεκτών και αργότερα στα Βασιλικά (βλ. σ. 6) δηλώνεται για πρώτη φορά ότι ο αυτοκράτορας είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης του κράτους και συγχρόνως ότι εξαιρείται των νόμων, με συνέπεια την εδραίωση της απολυταρχίας. Στο πρωτότυπο λατινικό κείμενο αναφέρεται: quod principi placuit legis habet vigorem = όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν. Αυτό, βέβαια δεν μεταφράζεται «ότι επιθυμεί ο ηγεμών» ή «ότι αρέσει στον βασιλέα», αλλά «ότι εντέλλεται ή αποφασίζει ή ορίζει ή επιτάσσει ο ηγεμών έχει ισχύ νόμου»[4]. Ο αυτοκράτορας είναι δικαστής, νομοθέτης και ερμηνευτής του νόμου. Οι νόμοι δεν τον δεσμεύουν, γιατί έχει το δικαίωμα να τους καταργήσει, να τους τροποποιήσει ή να συντάξει καινούριους. Στους Πανδέκτες, επίσης, καταγράφεται: princeps legibus solutus est = ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται, και στο Στρατηγικό του Κεκαυμένου[5] αναφέρεται: «Κάποιοι λένε ότι ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται στον νόμο, αλλά είναι νόμος ο ίδιος … [όμως] ο αυτοκράτορας καθώς είναι άνθρωπος, υπόκειται στους ευσεβείς νόμους»[6]. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αρχή καθολικά αναγνωρισμένη που μοιάζει, όμως, να μεταχειρίστηκαν οι αυτοκράτορες με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Οι αρχές του χριστιανισμού και το κοινό αίσθημα του δικαίου αποτελούν ηθικούς φραγμούς στην απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, ο οποίος οφείλει να προσεγγίζει τους νόμους με πνεύμα φιλάνθρωπο και επιεικές. «Το κύρος του δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας»[7].

Η συμμόρφωση του αυτοκράτορα με τους νόμους δεν σημαίνει άρνηση της απόλυτης εξουσίας του. Είναι πρέπον να διακηρύσσει ότι υπόκειται στους νόμους και θαυμάσια προβολή της αυτοκρατορικής πολιτικής, αλλά το πράττει εκ του ασφαλούς. Το δημόσιο δίκαιο τον τοποθετεί στην κορυφή της εξουσίας και έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει και να θεσπίσει νέους νόμους ή να ερμηνεύσει τους ήδη υπάρχοντες κατά το δοκούν, γιατί είναι ο μόνος που έχει την εξουσία να το κάνει[8]. «Έχει επιλεγεί από το Θεό να κυβερνά ως έμψυχος νόμος»[9].

Ο κοινός πολίτης δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει αν θα υπακούσει στους νόμους ή όχι. Η συνειδητή ή ακούσια παράβαση των αυτοκρατορικών εντολών ή νόμων ισοδυναμεί με ιεροσυλία. Ας μην ξεχνάμε, ότι, όλα όσα ήταν συνδεδεμένα με τον αυτοκράτορα είχαν τον μανδύα του θρησκευτικού κύρους: το παλάτι, η αυλή, η διοίκηση, η νομισματοκοπεία και οι νόμοι του (ιερόν παλάτιον, ιερόν κουβούκλειον, ιερόν κονσιστώριο, θεία οφφίκια, θείοι θησαυροί κ.ο.κ.). Αυτή όμως η ιδεολογία «υποχρεώνει τον αυτοκράτορα , αν θέλει να την κάνει αποδεκτή, να συμβιβάζεται αδιάκοπα με την κοινωνία που τον περιβάλλει»10.

Corpus juris civilis

Ήδη από τον 4ο αι., ούτε οι δικαστές ούτε οι συνήγοροι ήταν σε θέση να γνωρίζουν με βεβαιότητα ποιοι νόμοι ίσχυαν ή πως έπρεπε να εφαρμόζονται. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να εξαλείψει κάθε αμφιβολία, συγκροτώντας ένα corpus (σώμα) υλικού, το οποίο θα διατύπωνε με κάθε σαφήνεια τους κανόνες του δικαίου που θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Έτσι το ρωμαϊκό δίκαιο κωδικοποιήθηκε στο corpus juris civilis[11] (Σώμα, πλήρης συλλογή, του Αστικού Δικαίου)[12]. Το τεράστιο αυτό έργο χωρίστηκε σε τέσσερα μέρη: τον Κώδικα (Codex Iustianius)[13], τους Πανδέκτες (Digesta)[14], τις Εισηγήσεις (Instituta)[15] και τις Νεαρές (Novellae)[16]. Στις τελευταίες γίνεται προσπάθεια προσαρμογής του δικαίου στις χριστιανικές αρχές με τα πολυάριθμα χωρία που αναφέρονται ειδικά στην χριστιανική Εκκλησία, αλλά και τους νόμους που απέβλεπαν στην προστασία των γυναικών, των αδυνάτων και των φτωχών[17]. Το Corpus Iuris Civilis καταργείται οριστικά και αντικαθίσταται από τα Βασιλικά[18] τον 12 αι., κυρίως, λόγω της αδυναμίας των νομικών, που δεν γνώριζαν πια λατινικά, να το χρησιμοποιήσουν.

Σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του δικαίου αποτελεί η έκδοση της Εκλογής των Νόμων[19], που περιγράφεται ως ο πρώτος χριστιανικός κώδικας νόμων[20]. Η αντικατάσταση της θανατικής ποινής με τον ακρωτηριασμό, για τα ποινικά αδικήματα, ωστόσο, συνιστά οπισθοδρόμηση ως προς την ιουστινιάνεια νομοθεσία η οποία προέβλεπε, αντίστοιχα, χρηματικές ποινές. Διακρίνουμε, σ’ αυτή τη στροφή, την επίδραση της Ανατολής και του είδους των ποινών που ήταν εκεί συνηθισμένες[21]. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έκδοση της συλλογής νόμων γνωστής ως Μικρά Σύνοψις[22], μέρη της οποίας διαπνέονται από πνεύμα φιλανθρωπίας και φιλελευθερισμού: η αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «εν τοις αμφιβόλοις το φιλάνθρωπον επικρατεί», οι δηλώσεις «η ελευθερία πράγμα εστίν αδιατίμητον» και, «πλέον παντός πράγματος θάλπομεν την ελευθερίαν» και η ρήση του Ευαγγελίου «μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε» (Ιωάννης Ζ΄, 24). Σε αυτή την τελευταία βυζαντινή περίοδο το νομοθετικό έργο επικεντρώνεται σε θέματα, όπως η απονομή δικαιοσύνης ή οργάνωση δικαστηρίων[23].

Η δικαιοσύνη στα διοικητικά πλαίσια: oι λειτουργοί του δικαίου

Όπως ήδη αναφέραμε, ο αυτοκράτορας, είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης και ερμηνευτής των νόμων, αλλά ως κύριος ρυθμιστής των πάντων είναι και ο μοναδικός αρμόδιος για την απονομή δικαίου. Διορίζει τους δικαστές αλλά δικάζει και ο ίδιος. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εφεσιβάλλονται στον αυτοκράτορα και μπορούν να επικυρωθούν, τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν. Έτσι ο αυτοκράτορας και δικάζει αυτοπροσώπως υποθέσεις σε πρώτη εκδίκαση (εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και ανώτατων αξιωματούχων) και δέχεται εφέσεις εναντίον αποφάσεων άλλων δικαστηρίων. Εκδικάζει στο consistorium principis, μέλη του οποίου είναι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους[24].

Οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη αποκλειστικά και μόνο γιατί ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να παραβρίσκεται σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλη την επικράτεια. Δικάζουν, όμως, έπειτα από ρητή εντολή και εξουσιοδότησή του και απονέμουν δίκαιο εξ ονόματός του και σύμφωνα με τους νόμους του[25]. Οι τακτικοί δικαστές (judices ordinarii) έχουν την γενική δικαιοδοσία (βοηθούμενοι από νομομαθείς συνεργάτες) και ο καθορισμός τους έχει ως βάση την υποδιαίρεση του κράτους σε επαρχίες, διοικήσεις και υπαρχίες[26]. Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους (και ένα είδος υπουργού της δικαιοσύνης συγχρόνως) ήταν ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (quaestor sacri palatii). Είχε δικαιοδοσία σε θέματα οικογενειακού δικαίου και συνέτασσε τις αυτοκρατορικές απαντήσεις σε κάθε είδους προσφυγή προς τον αυτοκράτορα. Δικαστική αρμοδιότητα για δίκες αστικού και ποινικού περιεχομένου στην πρωτεύουσα και στην γύρω περιοχή είχε ο έπαρχος της πόλεως (praefectus urbi), που δίκαζε πρωτοβάθμια και εκτελούσε τις επιβαλλόμενες ποινές και του οποίου οι αποφάσεις μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκράτορα[27]. Στην πρωτοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη μνημονεύονται ακόμη οι curators regeonum, αστυνομικοί δηλαδή επιτηρητές των συνοικιών της Κωνσταντινούπολης, με μικρή δικαστική αρμοδιότητα και ο ερευνάς (quaesitor), αξίωμα που ίδρυσε ο Ιουστινιανός (539), με αποστολή την παρακολούθηση των υποθέσεων των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα[28].

Οι διοικητές των επαρχιών (ηγεμόνες, άρχοντες), των διοικήσεων (βικάριοι) και των υπαρχιών (ύπαρχοι) διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για ένα χρόνο με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους, ως τακτικοί δικαστές. Ως κατώτεροι δικαστές στις πόλεις κάθε επαρχίας χρησίμευαν οι άρχοντες της πόλεως (αστικές μικροδιαφορές) και οι έκδικοι (φορολογικά), που με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Λόγω του όγκου των υποθέσεων οι άρχοντες των επαρχιών αλλά και της πρωτεύουσας, ανέθεταν την εκδίκασή τους σε εντεταλμένους δικηγόρους (pedanei = κατώτεροι δικαστές)[29]. Αρμόδιοι για την εκδίκαση των εφέσεων ήταν είτε ο βικάριος (που σταδιακά καταργήθηκε) είτε ο ύπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων ήταν εφέσιμες προς το αυτοκρατορικό δικαστήριο, όχι όμως και οι αποφάσεις του υπάρχου γιατί θεωρούνταν ισοδύναμες με του αυτοκράτορα[30].

Οι δικαστές, όπως και όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνταν από το κράτος, αλλά τα κύρια έσοδά τους προέρχονταν από τα έξοδα της δίκης, που πλήρωναν οι διάδικοι και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Αντίθετα οι χαμαιδικασταί (judices pedanei), δικηγόροι - συνήγοροι, κατά κανόνα, δεν είχαν υπαλληλική ιδιότητα. Ενίοτε, λόγω του φόρτου των δικαστηρίων, οι διοικητές των επαρχιών τους διαβίβαζαν ορισμένες υποθέσεις για εκδίκαση[31]. Εφέσεις στις αποφάσεις τους δίκαζαν οι θεματικοί κριτές. Οι συνήγοροι που ονομάζονταν αβοκάτοι (και στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας αβανπαρλιέρηδες ‘avan parleurs’ και φαρμπαλιέροι) έπρεπε να είναι τουλάχιστον 17 χρονών και χριστιανοί. Συχνά παράπονα εναντίον τους εξέφραζαν οι δικαστές για την πολυλογία τους και οι κατηγορούμενοι για την υψηλή αμοιβή τους - τα σπόρτουλα - , το ανώτατο όριο των οποίων ρυθμίστηκε τελικά με νόμο[32]. Οι τακτικοί δικαστές συνήθως δεν είχαν ειδικές νομικές γνώσεις. Το κενό κάλυπταν οι πάρεδροι (adsessores), που είχαν συμβουλευτική ψήφο και ενίοτε αναπλήρωναν τον δικαστή σε διαδικαστικά θέματα. Επί Ζήνωνος (474-475, 476-491), έγινε κάποια προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν νομικοί στην απονομή της δικαιοσύνης (ορίζονταν με παραπομπή συνήγοροι για εκδίκαση υποθέσεων) που δεν απέδωσε γι αυτό και ο Ιουστινιανός (539) κατάρτισε ένα σώμα από 12 δικαστές (4 ανώτατους λειτουργούς και οκτώ δικηγόρους) και έναν πάρεδρο και τους έθεσε στη διάθεση όλων των δικαστηρίων της χώρας, στα οποία δίκαζαν ο καθένας ιδιαίτερα και όχι σαν συλλογικό σώμα[33].

Οι αλλαγές που παρατηρούνται ήδη από τον 6ο αι., είχαν αντίκτυπο και στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης. Ο αυτοκράτορας αποτελεί πάντα το κέντρο της δικαιοσύνης. Παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη των δικαστηρίων που αντικατοπτρίζει τις αυξημένες ανάγκες (κοινωνικές, οικονομικές) αυτής της περιόδου που αποσκοπεί στην βελτίωση και την απονομής του δικαίου και ισχύει και μέχρι την κατάλυση του Βυζαντίου. Το δικαστήριό του μετονομάζεται σε αυτοκρατορικό και βασιλικό κριτήριον ή βήμα, και προεδρεύεται, όταν απουσιάζει ο αυτοκράτορας, από τον έπαρχο ή το δρουγγάριο της βίγλης. Τέσσερα είναι τα κύρια δικαστήρια της πρωτεύουσας: του δρουγγαρίου της βίγλης, του επάρχου, του κοιαίστωρος και του επί των κρίσεων[34]. Κατ’ εξοχήν δικαστής της πρωτεύουσας αναδεικνύεται, κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, ο έπαρχος της πόλεως (διάδοχος του επάρχου του πραιτωρίου), η δικαστική αρμοδιότητα του οποίου θα περιοριστεί με τη σειρά της τους επόμενους αιώνες[35]. Ο δρουγγάριος της βίγλης αντικαθιστά τον αυτοκράτορα στην προεδρία του βασιλικού κριτηρίου και προάγεται σε μέγα δρουγγάριο[36]. Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε και ο κοιαίστωρ[37], οι αποφάσεις του οποίου μπορούσαν να προσβληθούν μόνο στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Υπήρχαν επίσης και πολλοί κριταί (οι οποίοι διορίζονταν και στην επαρχία για περιορισμένο χρόνο) και διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: οι κριταί του βήλου (αυτοκρατορικό δικαστήριο) και οι κριταί του ιπποδρόμου (δικαστήριο σκεπαστού ιπποδρόμου)[38]. Το δικαστήριο του επάρχου περιορίζεται σε υποθέσεις των συντεχνιών εξαιτίας, ίσως, της αύξησης των εμπορικών δραστηριοτήτων. Τον 11ο και 12ο αι., παρατηρούνται συνεχείς αναβολές δικών[39] αλλά και δυστοκία στην εκτέλεση του έργου των δικαστών. Έτσι ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός δημιουργεί τέσσερα νέα δικαστήρια για να επιταχύνει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης: το δικαστήριο του μεγάλου δρουγγαρίου της βίγλης, το δικαστήριο του προκαθημένου (ποινικό εφετείο), το δικαστήριο του πρωτασκρήτου (γραμματεία του αυτοκρατορικού ‘βήματος’) και τέλος το δικαστήριο του δικαιοδότου (πολιτικό εφετείο)[40]. Το 1296 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος[41] θα αναδιοργανώσει τα δικαστήρια της Βασιλεύουσας ιδρύοντας 12μελές ανώτατο δικαστήριο από κληρικούς (σημαντικός νεωτερισμός) και λαϊκούς της συγκλητικής τάξης και το 1329 ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος προχωρεί στον σχηματισμό ενός ανώτατου δικαστικού οργάνου που το αποτελούσαν οι τέσσερις καθολικοί κριταί των Ρωμαίων[42]. Γύρω στα μέσα του 14ου αι., λόγω των αυξημένων αναγκών, εμφανίστηκε και ο θεσμός των τοπικών καθολικών κριτών[43]. Την δικαστική αρμοδιότητα στα κάστρα και τις μικρές περιφέρειες είχαν οι κεφαλικεύοντες βοηθούμενοι από κατάλληλα πρόσωπα που ασκούσαν χρέη κριτών.

Στα πλαίσια του κράτους δικαίου
Μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε

Όπως ήδη αναφέραμε ο αυτοκράτορας θεωρείται ο εκλεκτός του Θεού και οι αρετές του απορρέουν από την προσπάθεια μίμησις Θεού. Εξ ορισμού, λοιπόν, έπρεπε να είναι, δίκαιος, φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος, αγνός, φιλαλήθης, ευσεβής και πρώτιστα να διαπνέεται από ευνομία. Επομένως, η θέσπιση νόμων δεσμευόταν από την αρχή της δικαιοσύνης, καθώς, και από πνεύμα επιείκειας και φιλανθρωπίας. Οφείλει, όμως, να φροντίζει και για τη σωστή και δίκαιη εφαρμογή αυτών των νόμων[44]. Στην πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας «οι αυτοκράτορες είχαν τη διπλή φροντίδα να ασκείται η δικαιοσύνη τακτικά και εκ μέρους ικανών και ακέραιων δικαστών»[45]. Σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας καταγράφονται προσπάθειες για τη δίκαιη απονομή δικαιοσύνης, είτε με τους ανάλογους νόμους, είτε με μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, αλλά κυρίως με την δυνατότητα που είχε ο κάθε πολίτης - ανεξάρτητα από κοινωνική ή οικονομική κατάσταση - να προσφύγει στον ίδιο τον αυτοκράτορα[46]. Οι αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της επικράτειας ήταν εφέσιμες και μόνο η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν μη αναστρέψιμη. Επίσης, αν οι διάδικοι θεωρούσαν ότι οι δικαστές θα μεροληπτήσουν εναντίον τους ή ανησυχούσαν για τον ισχυρό αντίπαλό τους, μπορούσαν πριν τη δίκη να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να επιληφθεί της υπόθεσής τους.

Οι εφέσεις υποβάλλονταν στο αυτοκρατορικό δικαστήριο με αναφορά ή υπόμνηση (relatio) των ενδιαφερομένων, με έκκληση (apellatio) ή με δέηση (supplicatio). Εκεί «μπορούσαν να επικυρωθούν, να τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν»[47] από τον αυτοκράτορα. Οι πολίτες παρέδιδαν την έγγραφη δέησιν ή το υπομνηστικόν σε έναν από τους δύο ιππείς που συνόδευαν τον αυτοκράτορα στις εξόδους του, ακριβώς για να συλλέγουν αυτά τα έγγραφα. Τα έγγραφα παράπονα κατέληγαν στον επί των δεήσεων ο οποίος τα μελετούσε και τα προωθούσε στον αυτοκράτορα ή απαντούσε απευθείας. «Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν ένας ανεξάρτητος έλεγχος στις πράξεις της διοικήσεως και της τακτικής δικαιοσύνης»[48]. O Λέοντας Γ΄ (726), στην Εκλογή Νόμων, δίνει εντολή στους λειτουργούς της δικαιοσύνης να αποβάλλουν κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν δίκαιες αποφάσεις και για διασφαλίσει την ακεραιότητά τους, τους επιδοτεί με επαρκείς μισθούς, ώστε να τους προφυλάξει από δωροδοκίες και άλλους πειρασμούς. Τέλος παραπέμπει στη ρήση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: μην κρίνετε κατ΄όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε[49]. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος εγκαινίασε το 1047 την επίσημη διδασκαλία του δικαίου από τον νομοφύλακα, ο οποίος έλεγχε την νομιμότητα των αποφάσεων των δικαστηρίων, είτε είχε υποβληθεί έφεση είτε όχι, έλεγχος που προστάτευε κυρίως τους πένητες, για τους οποίους μια μετακίνηση στην πρωτεύουσα ήταν συχνά αδύνατη[50].

Οι συχνές αναδιοργανώσεις του δικαστικού συστήματος, πέρα από τις κοινωνικές εξελίξεις, δηλώνουν και τη δυστοκία στην άσκηση δίκαιης απονομής του δικαίου. Σ΄ αυτό συνηγορούν και οι νόμοι που συχνά εκδίδονταν με παραινέσεις προς τους λειτουργούς. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, ακόμη και φυσικές καταστροφές ή πολεμικές ήττες, αποδίδονταν στην διαφθορά των δικαστών. Ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο «η αστική δικαιοσύνη βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, εφόσον οι κριτές δεν στέκονταν στο ύψος του έργου τους και γενικά πωλούσαν τη δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι άπληστοι, αφήνονταν να αγοραστούν, έτοιμοι να προδώσουν τους πελάτες τους»[51]. Στα νέα δικαστήρια που ίδρυσαν οι Παλαιολόγοι, σε μια προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήματος, «οι δικαστές κρίθηκαν ένοχοι κατάχρησης, αφού δέχονταν δώρα χωρίς ντροπή και από τα δύο μέρη»[52].

Έγκλημα και τιμωρία

Εγκλήματα

Με δεδομένη την έκταση της αυτοκρατορίας, την πολυφυλετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, τις κοινωνικές ανισότητες και τις εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι η εγκληματικότητα, σε όλες τις μορφές της, ανθούσε. Σ’ αυτό συνηγορεί και η θέσπιση πάμπολλων νόμων που κατέγραφαν τα εγκλήματα και τις επιβαλλόμενες ποινές. Ιδιαίτερα τη νύχτα οι βυζαντινές πόλεις δεν ήταν ασφαλείς, λόγω της ανεπαρκούς αστυνόμευσης, του ελλιπή φωτισμού, αλλά και του πλήθους των κλεφτών, επαιτών και δολοφόνων. Η μεγαλύτερη, ίσως, κατηγορία εγκληματιών, που την συναντάμε στις πόλεις, την ύπαιθρο και το στρατό, είναι αυτή των κλεφτών. «Θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι μιας και είναι δεδομένος ο πολύ μεγάλος αριθμός των φτωχών στο Βυζάντιο, ο αριθμός των κλεφτών θα πρέπει να είναι εξίσου μεγάλος»[53]. Η μεγάλη αυτή «κοινότητα» αποτελείτο από πολλές συντεχνίες. Χοντρικά διαιρούνταν σε κλέπτας, γενικά, και νυχτοκλέπτας[54], αυτοί, δηλαδή, που έκλεβαν τη νύχτα και τιμωρούνταν αυστηρότερα. Έκλεβαν τα πάντα: χρήματα, ρούχα (που για να μην τα γνωρίσουν τα φορούσαν ανάποδα), οικιακά σκεύη, κοσμήματα, αλλά και κότες, αιγοπρόβατα, αγελάδες, άλογα και μουλάρια (μερικοί τα χρωμάτιζαν για να αποφύγουν τη σύλληψη), όπλα από τα στρατόπεδα, δεμάτια σταχυών και σταφύλια[55]. Δίπλα τους ανθούσαν οι κλεπταποδόχοι (που επίσης τιμωρούνταν αυστηρά από το νόμο). Οι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν σκυλιά-φύλακες για να προστατευτούν και το κράτος προσπαθούσε να μειώσει την εγκληματικότητα με επαρκή φωτισμό των δρόμων, αλλά και με περιπολίες στρατιωτικών σωμάτων (εξέρκετον, κέρκετον ή βίγλα)[56], τα οποία συλλάμβαναν και μαστίγωναν όσους δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους[57]. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επιφορτισμένος με τη νυχτερινή ασφάλεια ήταν ο praefectus vigilum (ο λαμπρότατος της αγρυπνίας άρχων), τον οποίο αντικατέστησε ο νυκτέπαρχος, που επί Ιουστινιανού ονομάστηκε πραίτορας των δήμων. Προσλάμβανε στην υπηρεσία του «ληστογνώμονας τε και βενιφικαλίους και βαλαντιονόμους»[58], οι δε πολιτικοί και στρατιωτικοί άρχοντες «ληστοδιώκτας ή βωκολύτας ή τριβούνους»[59]. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις πηγές για τους εμπρηστές από πρόθεση - κλέφτες συνήθως - που απειλούσαν με καταστροφή ολόκληρες συνοικίες και οι οποίοι, μέσα στη σύγχυση, προσπαθούσαν να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούσαν από τα φλεγόμενα νοικοκυριά.

Πλήθος εγκλημάτων καταγράφεται στις πηγές εκτός από την κλοπή, τη ληστεία και τον εμπρησμό. Ανθρωποκτονία, παραχάραξη, στάση, νοθεία, καταπάτηση, συκοφαντία, απαγωγή, μοιχεία, πορνεία, ομοφυλοφιλία, ιεροσυλία, αιμομιξία, ασέλγεια, φαρμακεία (δηλητηριασμός), μαγεία, λιποταξία, κτηνοβασία, αποπλάνηση, ψευδορκία, βασκανία κ.α. Ακόμη θεωρούνταν εγκληματίες οι οπαδοί αιρέσεων όπως ο Μανιχαϊσμός και ο Μοντανισμός. Για όλα αυτά τα εγκλήματα υπήρχαν και οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές.

Οι ποινές

«Χωρίς αμφιβολία πρωταρχικός σκοπός της ποινής ήταν η αποκατάσταση της διαταραγμένης έννομης τάξης»[60]. Η ποινή επιβάλλεται για να σωφρονίσει, αλλά και να παραδειγματίσει. Ενδεικτική της ποινικής φιλοσοφίας ήταν η ρήση του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου: «τιμωρούμε αυτούς… για να γίνουν οι ίδιοι από εδώ και πέρα καλύτεροι ή για να είναι σε άλλους παραδείγματα για αυτοσυγκράτηση». Δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι αυτό το πνεύμα επιβολής των ποινών είχε και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί δεν παρατηρούμε με το πέρασμα των χρόνων μείωση της εγκληματικότητας, το αντίθετο μάλλον. Θα έπρεπε μάλλον να συνδέσουμε αυτή την επίδραση - στο ποινικό δίκαιο-, στα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας, με τον χριστιανισμό και την ιδέα της φιλανθρωπίας που επικρατούσε τότε. Αργότερα «ο σκοπός της ποινής περιλαμβάνει την κάθαρση, την βελτίωση και τον εκφοβισμό»[61]. Τα παιδιά, χωρίς να είναι προσδιορισμένη ακριβής ηλικία, συνήθως απαλλάσσονταν από ποινές.

Οι ποινές διακρίνονταν σε κεφαλικές (έσχατες τιμωρίες για τους Βυζαντινούς) και μη. Στις πρώτες συμπεριλαμβάνονταν ο θάνατος (αποκεφαλισμός, λιθοβολισμός, πνίξιμο ή κάψιμο), η εξορία, ο μεταλλισμός (εξορία σε μεταλλεία) και η δουλεία, ενώ αργότερα προστέθηκαν η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός. Στις δεύτερες περιλαμβάνονταν το χρηματικό πρόστιμο ή η σωματική τιμωρία[62]. Παρά το γεγονός ότι στην ιουστινιάνεια νομοθεσία έγιναν προσπάθειες περιορισμού της θανατικής ποινής, αυτή εξακολούθησε να ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. « Η σταύρωση, η ρίψη στη θάλασσα ή σε ποταμό μέσα σε σάκο με φίδια και άλλα ζώα, η θηριομαχία, ο διαμελισμός από άλογα, το γδάρσιμο με σιδερένιους όνυχες, ο ενταφιασμός (εν ζωή)»[63] ήταν μερικές από τις μεθόδους που επιβάλλονταν συχνά. Οι Ίσαυροι (8ος αι.) προχώρησαν σε ποινική μεταρρύθμιση (η οποία έγινε αποδεκτή και από τη δυναστεία των Μακεδόνων) για τον καθορισμό του ύψους της ποινής για κάθε μεμονωμένη πράξη[64]. Η Εκλογή προέβλεπε την ποινή του θανάτου για μεγάλο αριθμό εγκλημάτων: αιμομιξία, ασέλγεια (ομοφυλοφιλία), δηλητηριασμό, μαγεία, ανθρωποκτονία κ.ά.

Παρά το γεγονός ότι ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος στην Εκλογή καυχάται ότι αναθεώρησε τους προγενέστερους νόμους «εις το φιλανθρωπότερον», εισήγαγε πολλές ποινές ακρωτηριασμού (ως υποκατάστατα της θανατικής ποινής) , που δεν απαντώνται στο ρωμαϊκό δίκαιο[65] και, μάλλον, οφείλουν την προέλευσή τους σε ανατολικές επιδράσεις. «Η αποκοπή της γλώσσας για ψευδορκία, η τύφλωση για κλοπή πραγμάτων αφιερωμένων στη λατρεία, η αποκοπή του ενός χεριού για παραχάραξη και μερικές άλλες μορφές ‘διακεκριμένης’ κλοπής, τη ρινότμηση για αποπλάνηση μοναχής… μοιχεία ή αιμομιξία και αποκοπή του γεννητικού μορίου για κτηνοβασία»[66]. Οι ερμηνείες που δίνονται για την επιβολή ακρωτηριασμών ποικίλουν: ανταποδοτική αφαίρεση του μέλους με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, μέτρο ειδικής πρόληψης για την μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, οφθαλμοφανής στιγματισμός για συνεχή τιμωρία του ενόχου και παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ίσως ίσχυαν όλα τα ανωτέρω, το σημαντικό, όμως, είναι ότι γινόταν εκτεταμένη χρήση των ποινών ακρωτηριασμού μέσα και έξω από τα δικαστήρια και «έξω από τα προβλεπόμενα από τους νόμους πλαίσια»[67].

Η ποινή του σωματικού κολασμού εφαρμοζόταν ως κύρια τιμωρία ή ως συμπληρωματική άλλων ποινών. Ήταν ο ροπαλισμός (fuctis) για τους ελεύθερους και το μαστίγωμα (fragelum) για τους δούλους[68]. Το κούρεμα επιβαλλόταν ως συμπληρωματικό του σωματικού κολασμού και θεωρείτο ιδιαίτερα ταπεινωτικό. Συχνά συναντάμε την ποινή της εξορίας, κατάλοιπο του ρωμαϊκού δικαίου[69], με παρεπόμενες ποινές, αυτές του σωματικού κολασμού και του κουρέματος. Διακρινόταν σε πρόσκαιρη και μόνιμη εξορία και στον περιορισμό (ο περιοριζόμενος έχανε την περιουσία του και τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά δεν στερείτο της ελευθερίας του και του δικαιώματος να συναλλάσσεται οικονομικά)[70]. Στις κεφαλικές ποινές περιλαμβάνονταν τα καταναγκαστικά δημόσια έργα και ο μεταλλισμός, η δια παντός εξορία σε μεταλλεία ο οποίος είχε δύο διαβαθμίσεις: α) εις μέταλλον και β) εις έργον μεταλλείου και επιβαλλόταν σε ελεύθερους και δούλους, ακόμη και σε γυναίκες. Ιδιαίτερα αυστηρές ποινές μιας και οι ένοχοι μετατρέπονταν σε δούλους, στιγματίζονταν (στην αρχή στο πρόσωπο και αργότερα στα χέρια ή στα πόδια), αλυσοδένονταν και με τη συνοδεία των μαστιγίων των μεταλλαρχών δούλευαν όλη μέρα σε σκοτεινές σήραγγες[71]. Η ποινή της δήμευσης (εισκομίζεσθαι) αφορούσε την αφαίρεση ολόκληρης της περιουσίας του ενόχου ή τα συγκεκριμένα είδη που συνδέονταν με την κολάσιμη πράξη και περιορίζεται, κατά την ύστερη περίοδο, στους υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους.

Στερητικές ποινές της ελευθερίας, ουσιαστικά, δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο. Ο εγκλεισμός ήταν υπαρκτός, αλλά δεν χρησιμοποιείτο ως τιμωρία. Τα οικήματα στα οποία περιορίζονταν οι παραβάτες ονομάζονταν: φυλακαί, δεσμωτήρια, δεσμά, δεσμοφυλακεία και ειρκταί. Διακρίνονταν σε δημόσιες (όπου φυλακίζονταν οι καταδικασθέντες από τα δικαστήρια και τους άρχοντες) και σε ιδιωτικές (όπου ιδιώτες φυλάκιζαν όσους θεωρούσαν ένοχους για πράξεις εναντίον τους) και οι οποίες απαγορεύονταν από τους νόμους και επέσυραν αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εκτός από αυτές αναφέρονται και οι σακέλλαι ή αφορίστριαι για παραβάτες κληρικούς και μοναχούς. Τέλος σαν γυναικείες φυλακές χρησιμοποιούντο τα μοναστήρια. Στις ενδότερες και εξώτερες φυλακές περιορίζονταν οι ένοχοι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους και οι τιμωρημένοι μέχρι την εφαρμογή της ποινής τους. Κοινό τους γνώρισμα το βαθύ σκοτάδι και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης[72] με συνέπεια τη μεγάλη θνησιμότητα των φυλακισμένων[73].

Στην μακραίωνη βυζαντινή ιστορία πάμπολλες ήταν οι φορές που το σωφρονιστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Για λόγους προνοίας η εξορία χρησιμοποιείτο για την αποδυνάμωση ατόμων θεωρούμενων επικίνδυνων λόγω της πολιτικής ή θρησκευτικής δραστηριότητάς τους. Αναφέρεται συχνά η απομάκρυνση υψηλά ιστάμενων προσώπων, διαδόχων επίδοξων διαδόχων αλλά και πατριαρχών, ανώτερων κληρικών ή κρατικών λειτουργών[74], όπως και ακρωτηριασμοί αυτών[75]. Οφείλουμε, τέλος, να επισημάνουμε τον ταξικό χαρακτήρα επιβολής των ποινών. Για το ίδιο έγκλημα ή αδίκημα οι τιμωρίες ήταν διαφορετικές για τους ευτελείς (humiliores) και διαφορετικές για του έντιμους (honestiores). Παρότι στην Εκλογή γίνεται προσπάθεια κατάργησης των ταξικών ανισοτήτων, τέτοιες διακρίσεις διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας[76].

Ο ρόλος της Εκκλησίας

Οι επίσκοποι στα πλαίσια του ρόλου τους, ως καθοδηγητές και προστάτες του ποιμνίου της περιοχής τους, καλούνται από πολύ νωρίς να διευθετούν τα μικροπροβλήματα και τις διαφορές τους, για να περάσουν αργότερα (με απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου) στην εκδίκαση υποθέσεων του ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο)[77]. Στα πλαίσια, λοιπόν, της audientia episcopalis (επισκοπικής ακροάσεως), θεσμού με καθαρά διαιτητικό χαρακτήρα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του εξέλιξης, επιλύονταν ιδιωτικές διαφορές και μάλιστα ο λαός τους εμπιστευόταν περισσότερο από τους πολιτικούς άρχοντες. Επί Ιουστινιανού (6ος αι.), διευρύνεται ο πολιτικός ρόλος των επισκόπων και καθιερώνεται μια, κατά κάποιο τρόπο, εποπτεία τους για την αμεροληπτική εκδίκαση των υποθέσεων στα άλλα δικαστήρια[78]. Ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) διευρύνει την ανάμιξη της εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη προσδιορίζοντας το πατριαρχικό δικαστήριο ως ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο του οικογενειακού δικαίου. Έτσι όταν το 1329 καθιερώθηκε ο θεσμός των καθολικών κριτών των Ρωμαίων, υπήρχε και το ανώτατο δικαστήριο της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που εκδίκαζε υποθέσεις κληρικών αλλά και λαϊκών (ακόμη και υποθέσεις τοκογλυφίας, ερμηνείας συμβολαίων κ.α.)[79].

Από την έλλειψη σχετικής νομοθεσίας συνάγεται ότι ουδέποτε οι αυτοκράτορες ενοχλήθηκαν από την εθιμική αυτή επέκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων (η οποία μεταβαλλόταν όσο παράκμαζε το κράτος και η κοσμική δικαιοσύνη). Επί πλέον η αποσυμφόρηση που δημιουργούσαν στα κοσμικά δικαστήρια ήταν ευνοϊκά αποδεκτή. Οι ποινές που επέβαλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορισμός, αποχή από τη μετάληψη, επιτιμία κ.ά) λειτουργούσαν περισσότερο ανασταλτικά από τις ποινές των κοσμικών, με δεδομένη τη θρησκευτικότητα και ευλάβεια του βυζαντινού ανθρώπου[80]. Η εμπέδωση της εκκλησιαστικής δικαστικής αρμοδιότητας επέτρεψε ώστε η εκκλησία να βρεθεί προετοιμασμένη για τον εθναρχικό ρόλο της, μετά την κατάλυση του Βυζαντίου.

Η απονομή της δικαιοσύνης στα διοικητικά πλαίσια του Βυζαντίου συναρτάται όχι μόνο από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε περιόδου, αλλά και από την κυρίαρχη πολιτειακή ιδεολογία , που φέρνει στην κορυφή της εξουσίας τον αυτοκράτορα και τον αποδέχεται ως έμψυχον νόμον. Μέσω της θείας εύνοιας ενσαρκώνει το νόμο και μόνο αυτός έχει δικαίωμα να τον καταρτίσει, τροποποιήσει και ερμηνεύσει. Παρότι εξαιρείται των νόμων και δεν δεσμεύεται από αυτούς υπόκειται σ’ αυτούς και οφείλει κατά μίμησιν θεού να είναι φιλάνθρωπος και δίκαιος, ενισχύοντας έτσι το κύρος της εξουσίας του. Ακόμη και σήμερα η κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου, στην οποία προχώρησαν μια σειρά αυτοκρατόρων με κορυφαίο τον Ιουστινιανό, θεωρείται μεγαλειώδες επίτευγμα. Με μία σειρά νόμων, αποφάσεων και διατάξεων επηρεασμένων από την ελληνιστική φιλοσοφία, τον χριστιανισμό και την Ανατολή, γίνεται προσπάθεια να περιληφθούν όλα τα σύγχρονα αδικήματα και να ορισθούν οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές. Οι ποινές, πολλές από τις οποίες θεωρούνται αρκετά σκληρές (θανατική, ακρωτηριασμός), επιβάλλονται αρχικά για να συνετίσουν και να παραδειγματίσουν ενόχους και μη και στη συνέχεια με σκοπό την κάθαρση, τη βελτίωση και τον εκφοβισμό. Η στέρηση της ελευθερίας δεν υφίσταται ως ποινή και οι φυλακές χρησιμοποιούνται για την κράτηση των ενόχων πριν τη δίκη τους ή μέχρι την εκτέλεση της ποινής τους. Η απονομή δικαίου χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις για να εξυπηρετήσει πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς και διακρίνεται για τις «ταξικές» διακρίσεις της. Η Εκκλησία συμμετέχει στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης (το οποίο σε όλες τις περιόδους χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια των λειτουργών του), ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα των λαϊκών δικαστηρίων, προετοιμαζόμενη έτσι για την αποκλειστική διαχείριση του δικαίου, των υπόδουλων Ελλήνων, στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης.

Βιβλιογραφία

Ανάστος Μ. «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄ και Η’ Αθήνα: 1978.
------------- «Δίκαιο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Θ΄. Αθήνα: 1978.
Beck, H.G., Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990)
Ευθυμιάδης Σ. «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Gerar, W., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970)
Gillou, A. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982) Καραγιαννόπουλος Γ. Το Βυζαντινό κράτος. Αθήνα: 1993.
Κεκαυμένος. Στρατηγικόν,μτφρ. Τσαγκαράκης Δ. Αθήνα: 1993.
Κουκουλές Φ. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. Γ΄. Αθήνα 1957.
----------------. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. ΣΤ΄. Αθήνα 1957.
Οικονομίδης Ν. «Πολιτεία – Οικονομία – Κοινωνία. Το νέος κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Η΄. Αθήνα: 1978.
Πέννα Β. «Βυζαντινοί θεσμοί», στο Ελληνική Ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός. Τόμ. Β΄. Πάτρα: 1999.
------------ «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Τρωϊανός Σ. (επιμ.). Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο. Αθήνα 20012.
Χριστοφιλοπούλου Α. «Πολιτεία – Κοινωνία – Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄. Αθήνα: 1978.

Παραπομπές-σημειώσεις

[1] H.G. Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990): 106.
[2] Στο ίδιο: 108-109.
[3] Στο ίδιο: 109.
[4]. Μ. Ανάστος, «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ’ (Αθήνα 1978): 317.
[5] Συμβουλευτικό εγχειρίδιο πατέρα προς τα παιδιά του με νουθεσίες και προς τον αυτοκράτορα. Γραμμένο ανάμεσα στα 1075 – 1078, χωρίς να είναι ιστορική πηγή, αποτελεί ένα γνήσιο πορτρέτο της βυζαντινής κοινωνίας.
[6] Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, μτφρ. Δ. Τσαγκαράκης (Αθήνα 1993): 262.
[7] Γ. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, (Αθήνα 1983): 26.
[8] Ανάστος: 320.
[9] Στο ίδιο: 321.
[10] Beck: 109.
[11] Η κωδικοποιημένη αυτή εκδοχή του ρωμαϊκού δικαίου παραμένει η βάση των νομικών συστημάτων της Ελλάδας, του μεγαλύτερου μέρους της Ηπειρωτικής Ευρώπης, της Σκωτίας, τμημάτων της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της καναδικής επαρχίας του Quebec και της πολιτείας της Λουϊζιάνας των Η.Π.Α. (Ανάστος: 324)
[12] Ανάστος: 324, 325.
[13] Αναδιατύπωση, σύντμηση και ανάπτυξη των ρωμαϊκών νόμων, ώστε να προσαρμοστούν στο πνεύμα της εποχής. Περιελάμβανε νόμους διατάγματα, αντιγραφές, αποφάσεις κ.α, που είχαν εκδώσει οι αυτοκράτορες. (Στο ίδιο: 325)
[14] Συλλογή ανθολογημένων αποσπασμάτων από έργα νομικών. Διαφέρει από τον Κώδικα ο οποίος περιελάμβανε αποκλειστικά αυτοκρατορικές διατάξεις. Λειτούργησε ως εγκυκλοπαίδεια της ρωμαϊκής νομολογίας και αποτελείτο από 20 τόμους και 20.000 περίπου σελίδες. (Στο ίδιο: 326)
[15] Εγχειρίδιο που συνόψιζε τους κυριότερους θεσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά είχε και καθαυτό ισχύ νόμου. Αποτελούσε βασικό εγχειρίδιο των σπουδαστών των σχολών νομικής (Στο ίδιο: 326)
[16] Αυτό το όνομα έλαβε η νομοθεσία που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση του Κώδικα. Οι Νεαρές (Νέες Διατάξεις) γράφτηκαν στην ελληνική, σε αντίθεση με τα τρία προηγούμενα που είχαν γραφτεί στη λατινική, καταδεικνύοντας έτσι το βαθμό εξελληνισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον 6ο αι. (Στο ίδιο: 327)
[17] Στο ίδιο: 327.
[18] Νομοθετικό έργο των Μακεδόνων που αντικατέστησε την Εκλογή και επανέφερε την ιουστινιάνεια νομοθεσία, επεξεργασμένη γλωσσικά και νοηματικά, και εισήγαγε την έννοια των δύο εξουσιών: ο αυτοκράτορας θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του κράτους και ο Πατριάρχης για την περιφρούρηση της ορθοδοξίας. (Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί», στο: Ελληνική ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός, τ. Β΄ (Πάτρα 1999): 56)
[19] Εκδόθηκε πιθανόν το 741 από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.
[20] Κυρίως γιατί αναφέρεται στον πρόλογο, ότι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν οι υπάρχοντες νόμοι προς το φιλανθρωπότερον και γιατί παρατίθενται πολλά χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. (Στο ίδιο: 55).
[21] Στο ίδιο: 55.
[22] Εκδόθηκε στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Γ΄Βατάτζη (1222-1254).
[23] Πέννα: 58.
[24] Καραγιαννόπουλος: 104.
[25] Στο ίδιο: 104.
[26] Β. Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. ΙΙ (Πάτρα 2001):94.
[27] Α. Χριστοφιλοπούλου, «Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄ (Αθήνα 1978): 269.
[28] Καραγιαννόπουλος: 105.
[29] Στο ίδιο: 105.
[30] Χριστοφιλοπούλου: 269.
[31] Στο ίδιο: 269.
[32] Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. ΣΤ΄ (Αθήνα 1957): 50.
[33] Χριστοφιλοπούλου: 270.
[34] Ν. Οικονομίδης, «Πολιτεία-Οικονομία-Κοινωνία. Το νέο κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο υποσ. 27 , τ. Η΄ (Αθήνα 1978): 162.
[35] Καραγιαννόπουλος: 106.
[36] Η αρμοδιότητά του , κατά τον 12ο αι., περιορίζεται σε ζητήματα συντεχνιών και άλλα και αργότερα χάνει κάθε αρμοδιότητα και πέφτει στην αφάνεια. (Στο ίδιο: 106)
[37] Μαζί με τους συνεργάτες του αντιγραφείς, σκρίβας κ.α. ασχολούνταν γενικότερα με θέματα οικογενειακού δικαίου, είχε ειδική δικαιοδοσία σε θέματα πλαστογραφίας και γνησιότητας εγγράφων, επέβλεπε τις δραστηριότητες των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα και ήταν ένας από τους κύριους συντάκτες των νόμων. (Οικονομίδης: 162).
[38]. Στα δικαστήρια αυτά υπηρετούν , από τον 10 αι., διάφοροι υπάλληλοι του δικαστικού: ο μυστικός (που από έμπιστος σύμβουλος του αυτοκράτορα κατέληξε να γίνει δικαστής), οι μυθογράφοι, ο ύπατος, ο κένσωρ, ο θεσμοφύλαξ και από τον 11ο αι., οι μυστολέκτες και οι θεσμογράφοι. (Στο ίδιο: 164).
[39] Τα βυζαντινά δικαστήρια αργούσαν τις Κυριακές και τις άπρακτες ημέρες που τελικά πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, που ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός εξέδωσε Νεαρά, με την οποία ορίσθηκαν ακριβώς οι μέρες αργίας και ημιαργίας και πολλές άπρακται ημέρες (όπως οι σχετικές με τον αυτοκράτορα) ορίσθηκαν ως έμπρακτες. (Πέννα: 94).
[40] Ανάστος, «Δίκαιο», στο υποσ. 27, τ. Θ΄: 344.
[41] Τη χρονιά εκείνη μεγάλος σεισμός έπληξε την πρωτεύουσα προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Ο ευσεβής αυτοκράτορας ερμήνευσε το γεγονός σαν εκδήλωση της θείας οργής για την αδικία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα για τη διαφθορά των δικαστών. Λίγα χρόνια αργότερα ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος θα δώσει την ίδια ερμηνεία για τις στρατιωτικές συμφορές της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 345).
[42] Είχαν αρμοδιότητα σε όλα τα κάστρα και τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Αρχικά δίκαζαν όλοι μαζί και εξέδιδαν τις αποφάσεις τους από κοινού. Λόγω των αυξημένων αναγκών, όμως, δόθηκε στον καθένα το δικαίωμα να εκδικάζει μόνος του, αλλά η απόφαση εκδιδόταν το όνομα και των τεσσάρων. (Καραγιαννόπουλος: 107).
[43] Αναφέρονται καθολικοί κριταί Θεσσαλλονίκης, Λήμνου, Μορέως, Τραπεζούντος.
[44] Πέννα, υποσ. 26: 45-52.
[45] A. Gillou, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982): 176.
[46] Αυτή η απόφαση δημοσιεύθηκε σε μία Νεαρά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (842-867) και θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 175).
[47] Πέννα.: 94.
[48] Οικονομίδης: 163.
[49] Ανάστος: 216.
[50] Οικονομίδης: 164.
[51]. Gillou: 181.
[52] Στο ίδιο: 181, 182.
[53] W. Gerar, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970): 163.
[54] Ονομάζονταν, ακόμη, περσικάριοι, βαρτόβαροι αλλά και σκωπτικά «παιδιά του αρχιερέως». (Κουκουλές: 210).
[55] Στο ίδιο: 210-212.
[56] Οι νυχτοφρουροί είχαν άμεσου σχέση με τους Ρωμαίους vigiles που απέτρεπαν τις κλοπές αλλά φρόντιζαν και για την κατάσβεση των πυρκαγιών. (Στο ίδιο: 214).
[57] Στο ίδιο: 212-214.
[58] Στο ίδιο: 216.
[59] Στο ίδιο: 216.
[60] Πέννα: 98.
[61] Κουκουλές: 63.
[62] Τρωϊανός (επιμ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (Αθήνα 20012): 27,28.
[63] Στο ίδιο: 29,30.
[64] Αν και στο βιβλίο Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (βλ. παραπ.:62: 32) διατυπώνεται η άποψη ότι αυτές οι ποινές δεν αποτελούν νεωτερισμό μιας και απαντώνται συχνά στα χρόνια του Ιουστινιανού.
[65] Ανάστος: 217.
[66] Τρωϊανός: 33-35.
[67] Στο ίδιο: 36.
[68] Εμφανιζόταν με δύο μορφές: ως relegatio (ελαφρά με συνέπεια την αναγκαστική παραμονή του ενόχου σε συγκεκριμένο τόπο) και ως deportatio (βαριά που περιελάμβανε δήμευση της περιουσίας του και απώλεια της ιδιότητας του πολίτη). (Στο ίδιο: 39).
[69] Κουκουλές: 57, 58.
[70] Η ζωή τους ήταν τόσο σκληρή που οι ¶γιοι Απόστολοι προτρέπουν τους φιλεύσπλαχνους χριστιανούς να τους επισκέπτονται και να τους στέλνουν χρήματα για τη διατροφή τους ή τους μισθούς των φυλάκων τους. (Στο ίδιο: 66-68).
[71] Πέννα: 98.
[72] Στον αιώνα των Κομνηνών εμφανίζεται η τάση εξανθρωπισμού των φυλακών. Επιτρέπονται οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας, επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και ελέγχουν την σίτιση των κρατουμένων και ακόμα επιτρεπόταν η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη αργούσε πολύ και δεν κατηγορείτο για φόνο. ( Gerar: 167).
[73] Στο ίδιο: 224-232.
[74] Τα Πριγκιποννήσια έγιναν έτσι γνωστά γιατί χρησιμοποιούντο ως σωφρονιστήριο για εκθρονισμένους αυτοκράτορες ή πρίγκιπες. (Guillou: 184).
[75] Για παράδειγμα ο ακρωτηριασμός του Μαξίμου του Ομολογητή και δύο μαθητών του (662), η ρινότμηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (695) ή η τύφλωση του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από την μητέρα του Ειρήνη (797), γιατί ήθελε να κυβερνήσει μόνη της. (Ανάστος: 217).
[76] Τρωϊανός: 39.
[77] Σ. Ευθυμιάδης, «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο υποσ. 26: 243, 244.
[78] Χριστοφιλοπούλου: 270, 271.
[79] Ανάστος: 345.
[80] Στο ίδιο: 345.

© Γιώτα Μαδούρα 2006

Normal 0

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ   (Δ1)

 

 

 

          Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της Ελλάδος, που η λαμπρότητα των προσδίδει ένα απίστευτο μεγαλείο. ΄Ενα ακτινοβόλο πέρασμα που όμοιο δεν έχει ξαναγίνει.

 

          Υπάρχουν μορφές (Δ2) κάπου στο παρελθόν της ιστορίας μας, που είναι τόσο ζωντανές, ώστε το σύγχρονο παρόν να είναι στενά επηρεασμένο από αυτές.

 

          Στιγμές και μορφές της ιστορίας των Ελλήνων. Γεγονότα και ήρωες, ενδόξου παρελθόντος, γεμάτες τιμή και θυσία. Για αυτές θα σας μιλήσω. Για τη θύμηση μίας ακτινοβόλου στιγμής που λαμπαδιάζει ακόμη και σήμερα τις ψυχές μας. Μιας στιγμής που η αίγλη της είναι προσευχή και ύμνος.  Παιάνας και ψαλμός, ιαχή και υπερήφανος ανύψωση της ψυχής. Ανύψωση του πνεύματος, του ηρωισμού και της θυσίας.

 

          Ναί πριν αιώνες, στο μαρτυρικό χώρο της Ελληνικής βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ΄Οταν  (Δ3) ο δικέφαλος αετός έβλεπε σ’ ανατολή και δύση. ΄Οταν  η άγια πίστης της ορθοδοξίας, γαλήνευε τα βάθη της ανατολής. ΄Οταν εξανθρωπισμός  σήμανε Ελλάδα. ΄Οταν ο πολιτισμός λεγόταν Ελλάδα. ΄Οταν η ανδρεία και η τιμή κυριαρχούσε υπερήφανος παντού. Μια εποχή που η ευγένεια της ψυχής είχε κλειστεί στον χώρο του Ομήρου και του Λεωνίδα, (Δ4)  του Περικλή (Δ5) και του Αλεξάνδρου. (Δ6)  Σε έναν κόσμο που το μίσος κυριαρχούσε δίπλα στην διαφθορά και την ακολασία. Σε έναν κόσμο που το αίμα χαροποιούσε, η λεηλασία έτρεφε, ο θάνατος θεοποιούταν.

 

          Η θύμηση πικραμένη έρχεται σε αυτήν την εποχή (Δ7)  και τα λόγια που βγαίνουν αντλούν από τις στιγμές εκείνες την δύναμη.  Ηρωική εποχή  το τέλος κάποτε θα ερχόταν. ΄Ομως και εάν ήλθε, ποτέ η θλίψη δεν αξίζει να γεμίζει την ψυχή μας.

 

 

ΘΥΜΙΣΗ    (Δ8)

 

 

         -  Τον είδες με τα μάτια σου γιαγιά, τον Βασιλέα

         ή μήπως και σε φάνηκε σαν όνειρο να πούμε στα

         παραμύθια !

 

         -   Τον είδα με τα μάτια μου ωσάν και εσένα νέα

         μα να γενώ εκατό χρονών κι ακόμη το θυμούμαι

         σαν νάταν χθές μονάχα.

 

-         Απέθανε γιαγιά  ;

 

          - Ποτέ, παιδάκι μου ! Κοιμάται ! Κοιμάται μόνο!

          Την χρυσή του κορώνα στο κεφάλι, το σκήπτρο

          του στο χέρι.

 

-         Διπλό τριπλό θα πάρουμε αυτό που μας επάρθη

          κι η Πόλη κι η (Δ9) Αγιά Σοφιά δική θε να γίνει.

 

-         Πότε γιαγιά μου, πότε ;

 

                    - ΄Οταν τρανέψεις, γιόκα μου κι αρματωθείς

          και κάμεις τον όρκο (Δ10) στην ελευθερία, συ και όλοι

          η νέοι,  να σώσετε τη χώρα.

 

          Κι ο Βασιλεύς θα σηκωθεί τον Τούρκο να κτυπήσει

          πίσω στην κόκκινη  μηλιά και πίσω  από τον ήλιο

          μακριά θα τον πετάξει.»

 

 

          Η σημερινή επέτειος της Αλώσεως (Δ11)  της Πόλης, είναι μία ξεχωριστή σελίδα της ιστορίας μας. ΄Ενας σταθμός της ζωής των Ελλήνων, της μεγαλοπρέπειας του ΄Εθνους μας, της δύναμης της φυλής μας, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό της γνώρισμα, να θυμάται όχι μόνο τις μεγάλες, αλλά και τις τραγικές ώρες της ιστορίας μας.

 

          Η σημερινή επέτειος δεν έχει να επιδείξει νίκες, αλλά δόξα και λαμπρότητα. Συμβολίζει το αίμα που χύθηκε για τα ιδανικά του ΄Εθνους και την Ελευθερία. Είναι μία επέτειος ξεχωριστή από τις άλλες, μία επέτειος που μας θυμίζει (Δ12)  περασμένα μεγαλεία και διηγόντας τα να κλαις. Είναι ένας σταθμός κάπου στο παρελθόν, για να θυμίζει σε εμάς το σύγχρονο παρόν, το πόσο μεγάλοι ήμασταν κάποτε πόσο τρανοί κυριαρχούσαμε στον τότε κόσμο και πόσο συρρικνωθήκαμε στις σύγχρονες  ημέρες.

 

          Το αφιέρωμα της Αλώσεως (Δ13)  της Πόλης, απευθύνεται από την ιστορία των Ελλήνων σε όλους μας. Δεν είναι απλή ημερολογιακή σήμανση, ούτε δύο ή τρεις σελίδες από τα σημερινά σχολικά  βιβλία, η 29η Μαίου 1453. Είναι μία υπερήφανη κραυγή   αλλά και μια ευλαβική σελίδα της ιστορίας, στους θρύλους του παρελθόντος.

 

          Ποτέ στην ψυχή των Ελλήνων μία ήττα, δεν υπήρξε καταστροφή. Ποτέ δεν θεωρήσαμε εμείς οι ΄Ελληνες  τον εαυτό μας ηττημένο. Οι Θερμοπύλες (Δ14)  έμειναν μοναδικό παράδειγμα ηρωισμού. Δεν ήταν μία μάχη, που η έκβαση της, ήταν η ήττα. ΄Ήταν μία νίκη των αθανάτων νεκρών, για να τονίζει, πώς πολλές φορές  ο δοξασμένος θάνατος είναι και η μεγαλύτερη νίκη.

 

(Δ15) « Την Πόλη δε σου δίνω, γιατί δεν είναι δική μου. Και απόφαση όλων μας είναι  να πεθάνουμε χωρίς να σκεφτούμε την ζωή μας.»

         

          Αυτή ήταν η απάντηση του  Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στον Μωάμεθ (Μεχμέτ το πραγματικό όνομα ), όταν τα στίφη των Μογγόλων περικύκλωναν την Βασιλεύουσα. (Δ16)   Με αυτά τα λόγια, με αυτήν  την προσευχή και ύμνο, τρέφουμε τις  ψυχές μας.

         

       29η  Μαίου  1453. (Δ17) Είμαστε υπερήφανοι εγκατελειμένοι στην θύμηση σου βασιλεύουσα. Μας πήρες στα ατσάλινα φτερά, του δικέφαλου   αετού  σου και μας περιτριγύρισες στην ηρωική σου πραγματικότητα. Είσαι το ένδοξο λυκόφως (Δ18) του Δεύτερου Ελληνικού πολιτισμού.

 

          Καμία φυλή, κανένα (Δ19)  Έθνος δεν μπόρεσε  να δώσει αυτό που έδωσε η Ελληνική. Δύο αυτοκρατορίες  σε διάστημα χιλίων χρόνων και τούτες με ένα μοναδικό, ηρωικό και ακτινοβόλο πέρασμα. Με ένα πέρασμα από την ανθρωπότητα και έναν πολιτισμό, που καμία άλλη δεν τόλμησε να αγγίξει.

 

          ΄Όταν οι αυτοκρατορίες της Ανατολής διαλυόταν κατά τον πιο ευτελέστερο τρόπο .... ΄Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Δ20)    χανόταν μέσα στην ανηθικότητα της κραιπάλης και της παρακμής...... ΄Όταν η Ισπανική  (Δ21)    χανόταν  το ίδιο αθόρυβα όπως έζησε... ΄Όταν η Γαλλική  Αυτοκρατορία (Δ22)  κατέρρεε  στην Ρωσία με τον Αυτοκράτορα της επιστρέφοντα με ψευδώνυμο........ ΄Όταν η Αγγλική (Δ23) διασκορπιζόταν όπως συνετέθη, αφήνοντας  στο διάβα της  αγχόνες και  κηλίδες του αίματος....΄Όταν η Ρωσική (Δ24) έπεφτε από την εσωτερική της σαπίλα, με το Τσάρο να παραθερίζει και ας μη μιλάμε καθόλου για την διάδοχο Σοβιετική,  που ούτε κατάλαβε πώς έσβησε ....

 

          Εσύ Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Δ25) διέκοπτες της ιστορική σου διαδρομή, μαζί με το σπασμένο σπαθί του αγωνιζομένου  σου τελευταίου στρατιώτη, που ήταν και Αυτοκράτορας σου. Του μαχόμενου Βασιλιά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

 

          Μα ας επιτρέψουμε στην σκέψη μας (Δ26) να ξεστρατίσει  στο παρελθόν. Η Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η πιο ένδοξη αυτοκρατορία  της γης, στάθηκε  για χίλια και πλέον χρόνια στο σταυροδρόμι δύο διαφορετικών κόσμων και διάσωσε τα ιερά και τα όσια  από ποικιλώνυμους και αναρίθμητους βαρβάρους, πους σε αλλεπάλληλα κύματα απειλούσαν να καταλύσουν ολόκληρη τη Δύση.

 

 Ας παρακολουθήσουμε τον Παλαιολόγο, σαν νεότερο Φίλιππο  να συλλαμβάνει την ιδέα της ισχυράς (Δ27)  και ενωμένης Ελλάδος. Την πόλη που τρεμόσβηνε μέσα πνιγηρό κουρνιακτό, των βαρβαρικών στιφών που περιτριγυρίζουν την γη μας.

 

          Με στόχο την ένωση των Ελλήνων, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απελευθερώνει, το 1429 (Δ28) την Πάτρα από τους Φράγκους. Το 1444 κυριεύει ολόκληρο την Πελοπόννησο και οχυρώνει με τείχος (Δ29) τον Ισθμό, εμποδίζοντας έτσι τον Μουράτ Πασά, να κατέλθει στην νοτιότερη Ελλάδα.

 

          Στις 31 Οκτωβρίου 1448, λαός (Δ30)  και εκκλησία, μαζί με τους άρχοντες με τον θάνατο του Ιωάννου Παλαιολόγου, ορίζουν  νέον αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.  Και αυτός ο πολέμαρχος αφήνει τον Μυστρά  (Δ31)  για να έλθει στην Κωνσταντινούπολη, να παίξει τον ρόλο που η ιστορία της φυλής μας του έχει αναθέσει.

 

          Μάιος 1453 . (Δ32)  Οι βάρβαροι με 180.000 πολεμιστές και 400 πλοία, περικυκλώνουν την Βασιλεύουσα. Η Πόλη (Δ33)   με 7000 στρατιώτες και 26 πλοία (Δ34) με μεγάλη καλόγερους στα μοναστήρια, την τότε πληγή του Ελληνισμού, αντικειμενικά ανυπεράσπιστη, γυρίζει την τελευταία σελίδα της ιστορίας.

 

Με ανδραγαθίες αντιδρά στο κάλεσμα του πεπρωμένου ο Ελληνισμός. Ο ανδρείος (Δ35) ΄Ελληνας πλοίαρχος Φλαντανελάς, καταναυμαχεί το Τουρκικό στόλο, μέσα στον αποκλεισμένο Κεράτιο κόλπο. ΄Ηταν μία στερνή επικύρωση του Ελληνικού σθένους από την ιστορία και πρακτική απάντηση στις Τουρκικές ονειροπολήσεις, που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.

 

          Νεκρά μάτια (Δ36) που τα σώματα θωριασμένα κείτεστε στο χώμα. Ματωμένα χέρια που βαστάτε τα ξίφη της θυσίας ! Ηρωικό παρελθόν μίας εποχής αθάνατης!  ΄Ελα στη θύμηση μας. ΄Ασε μας να νιώσουμε  τις στιγμές εκείνες. Να νιώσουμε την αγωνία και τον ιδρώτα της μάχης. (Δ37) Να αναβαπτιστούμε στην μεγαλοπρέπεια  των στιγμών εκείνων. Να φανταστούμε τους εαυτούς μας, δίπλα στα λαμπρά παλικάρια, που έπιπταν το ένα μετά το άλλο, για την ελευθερία.

 

          Ασε  μας να αντλήσουμε την δύναμη της φυλής μας, κάτω από τα φτερά του δικέφαλου αετού της. Να  βαδίσουμε τον δρόμο της τιμής και της θυσίας.

 

......Να κάπου δίπλα μας ένας (Δ38)  Βυζαντινός  πολεμάει. Δεν έχει σημασία εάν βαστάει ακόντιο και ακόμη πιο πολύ, εάν έχει διαφορετική στολή από εμάς. Μέσα του καίει, η ίδια φλόγα. Η φλόγα της Ελλάδος.

 

          Αυτός αγωνίζεται σε πολεμίστρες (Δ39) για ιδανικά, που λέγονται  φίλοι και γονείς, παιδιά και Πατρίδα, θρησκεία και τιμή ....

         

         Χύνει το αίμα του (Δ40)  θεματοφύλακας ιδανικών που η αθανασία ποτίζει με το άρωμα της.

 

Κοντά σ’ αυτόν και εμείς. Επάνω στις πολεμίστρες με τους ίδιους εχθρούς και τα ίδια πιστεύω.... (Δ41)  Κάπου πιό δίπλα μιά μάνα, προσεύχεται  για τον βυζαντινό πολεμιστή, θύμηση γλυκειά που το αγιοκάνδηλο, της αγάπης, ποτίζει η Μητρότης. (Δ42)   Οι ίδιες μάνες παντού, οι ίδιες προσευχές  και πόθοι. Αιώνιες μητέρες του Ελληνισμού, που τα παιδιά σας γαλουχείτε με το  «ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ», μην κλάψτε τον θάνατο των παιδιών σας. Είναι  γλυκός ο θάνατος για την Πατρίδα. Η μεγάλη μητέρα τα αγκαλιάζει στοργικά

 

........Πάνω στις πολεμίστρες υπερασπιστές του ΄Εθνους (Δ43) αγωνίζονται για την ελευθερία. Το αίμα κυλάει, μα η αποφασιστικότητα οπλίζει τις καρδιές. Δεν μετράνε οι αριθμοί στις αναμετρήσεις. Τα πιστεύω μετράνε. Ο θάνατος αναγεννά την θέληση για αγώνα. Και αγωνίζονται. Αγωνίζονται υπέρ βωμών και εστιών, για την Ελευθερία και την τιμή.

 

          Εμπρός παιδιά του Βυζαντίου, (Δ44) αγωνιστείτε ! Μήν αφήσετε τους βαρβάρους να συλήσουν έργα πολιτισμού αιώνων.

 

.......Το αίμα κυλάει. Γέροντες και παιδιά, (Δ45) γυναίκες και ανάπηροι αγωνίζονται. Οι Τούρκοι αφρισμένοι ορμούν από παντού. Σαν λυσσιασμένοι σκύλοι που προσπαθούν να δαγκώσουν, χύνονται στις επάλξεις του ΄Εθνους μας.

 

          Βυζαντινή δόξα, ηρωικά νιάτα του βυζαντίου, αγωνιστείτε, μην αφήστε τους Μογγόλους να σας  νικήσουν. Γκρεμίστε τους, δεν μπορεί, είναι ψέμα, δεν μπορούν οι βάρβαροι να μολύνουν την Βασιλεύουσα.

 

......΄Αμοιρη Πατρίδα (Δ46) λίγες ψυχές σ’ απέμειναν ακόμη. Λίγα κορμιά, με τα σπαθιά  στο χέρι οι υπερασπιστές σου. Σπαθιές και κραυγές πόνου απλώνονται  παντού. Οι απόγονοι του Αττίλα, πολεμούν με τους γόνους του Αλεξάνδρου. Η βαρβαρότητα με τον πολιτισμό.

 

          Στις πολεμίστρες επάνω (Δ47) συναντιούνται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο κόσμος της τιμής και του πολιτισμού  του Βυζαντίου και  οι άρπαγες του Τουρκεστάν.

 

......... Ηρωικά νιάτα, εσείς που αγωνίζεστε στους αιώνες  για θερμοπύλες,

και πύλες Ρωμανού, όσοι λίγοι και (Δ48) αν είστε είμαστε κοντά σας. Η καρδιά μας, τα πιστεύω μας, η ίδια η ζωή μας.

 

Κάθε θύμηση σας είναι για εμάς, αφύπνιση. Κάθε κραυγή αγώνος, πολεμική έγερση. Δεν (Δ49) αγωνίζεστε σε κάποια εποχή και δεν πεθάνατε κάπου στη ιστορία. Ο αγώνας σας είναι αιώνιος γιατί είναι αγώνας του ΄Εθνους. Και το ΄Εθνος χθές ήσασταν εσείς, σήμερα εμείς  και αύριο οι αγέννητοι νεκροί.

 

          Αυτός είναι ο  προορισμός μας. Ο συνεχής αγώνας. Αυτή είναι η πορεία του Έθνους μας να αγωνίζεται στις Θερμοπύλες και στις Πύλες του Ρωμανού. Αυτή είναι η δύναμη της φυλής μας, ο αγώνας για την μεγαλοσύνη.

 

                                   ΧΘΕΣ , ΣΗΜΕΡΑ , ΑΥΡΙΟ.

 

 

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΘΕΡΙΕΥΕΙ

 

 

          18 Μαίου 1453. (Δ50) Μία ισχυρότατη επίθεση των Τούρκων αποκρούεται. Τις ρωγμές στα τείχη, φράζουν με πέτρες στήθη και χέρια οι γέροντες, οι γυναίκες και τα παιδιά της βασιλεύουσας, γιατί οι στρατιώτες πολεμούν ακατάπαυστα , στα τείχη τον αιμοσταγή εισβολέα.

 

          Τότε ο Μωάμεθ (Δ51) στέλνει τον Ισμαήλ, αγγελιοφόρο  στον Κωνσταντίνο  με την πρόταση :

 

«Να φύγει από την πόλη και να πάει όπου θέλει, μαζί με τους άρχοντες και τα υπάρχοντα τους.»

                                              

Και η φυλή με τα χείλη του γνήσιου τέκνου της Αυτοκράτορα απαντά (Δ52):

 

« Την πόλη δεν σου δίνω , γιατί δεν είναι δική μου , ούτε κανενός άλλου των κατοίκων. Και κοινή απόφαση όλων μας είναι αυτοπροαιρέτως να πεθάνουμε, χωρίς να σκεφτούμε  την ζωή μας.»

 

          Αυτές είναι οι απαφάσεις των Ελλήνων ηγητόρων, να πολεμούν για το ΄Εθνος, μέχρι την τελευταία στιγμή και να θυσιάζονται για το καθήκον όταν χρειάζεται.

 

          Και ενώ ξημερώνει η 29η Μαίου, ο Μωάμεθ (Δ53) ομιλεί στους στρατιώτες του λέγοντας τα παρακάτω :

 

          «Σας παρακαλώ και σας προτρέπω στο όνομα του Αλλάχ και του προφήτου Μωάμεθ και στο δικό μου όνομα, που είμαι δούλος του. Αύριο θα κάνετε ένα έργο, που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως μέχρι τώρα  είναι φανερό, ότι έχουν κάνει οι πρόγονοι μας. Να περάσετε πάνω από τα τείχη με τις σκάλες σαν πουλιά, με προθυμία, με γενναιότητα και με θάρρος. Ας ευχηθούμε να μην χάσουμε εμείς την δόξα, που κέρδισαν οι πρόγονοι μας . Και αν ακόμη μερικοί από εμάς σκοτωθούν όπως γίνεται φυσικά στον πόλεμο και έχει οριστεί από το ΚΙΣΜΕΤ, γνωρίζετε πολύ καλά από το ΚΟΡΑΝΙ , σε τέτοιες στιγμές πηγαίνετε κατ’ ευθεία ολόσωμοι  στον παράδεισο. Εκεί τρώτε, πίνετε  μαζί με τον Μωάμεθ και αναπαύεστε επάνω στους καταπράσινους και ανθισμένους τόπους , μαζί με τα παιδιά, τις ωραίες γυναίκες  και όμορφα κορίτσια και λούζεστε μέσα σε πάρα πολύ όμορφα λουτρά. Και όλα  αυτά θα τα χαρίσει ο Αλλάχ σε εκείνο τον τόπο.

Εδώ όμως στην γη αν νικήσουμε (Δ54), θα δώσω σε όλους τους στρατιώτες μου και στους αρχηγούς του παλατιού μου , τον διπλάσιο μισθό  που παίρνουν τώρα. Και αυτό θα αρχίσει από τώρα και μέχρι το τέλος της ζωής τους.

 

          Τρεις ημέρες όλη η πόλη θα είναι στη διάθεση σας, για να την λεηλατήσετε . Οτιδήποτε δε βρείτε  και αρπάξετε, είτε αυτό είναι πράγμα από χρυσό, ή από ασήμι, είτε είναι ενδύματα ή αιχμάλωτοι, άνδρες ή γυναίκες, μικροί ή μεγάλοι, κανείς δεν θα έχει δικαίωμα να σας το πάρει πίσω, ή να σας ενοχλήσει σε κάτι».

         

 

 

ΛΟΓΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ  (Δ55)

 

Ο Αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος Παλαιολόγος  τις λίγες στιγμές που έμειναν ακόμη  μέχρι την τελική αναμέτρηση, τον παρακάτω  λόγο εκφώνησε προς τους αγωνιζόμενους ΄Ελληνες:

 

« Ευγενέστατοι άρχοντες και λαμπρότατοι δήμαρχοι, στρατηγοί και γενναιότατοι στρατιώτες μου, όλος ο τιμημένος και ευσεβής λαός, εσείς γνωρίζετε πολύ καλά πως ήλθε η ώρα. Ο εχθρός της πίστεως μας, θέλει να  μας περισφίξει πιό πολύ και με όλα τα τεχνάσματα και τα πολεμικά μέσα

 

.....Σας εμπιστεύομαι την λαμπρή και ένδοξη αυτή Πόλη και Πατρίδα μας, που είναι η Βασιλεύουσα όλων των πόλεων .......

 

…..Γνωρίζετε πολύ καλά  αδελφοί μου ότι είμαστε υποχρεωμένοι όλοι για τέσσερα πράγματα να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου, παρά να ζήσουμε δούλοι. Πρώτον για την Πίστη μας και την Θρησκεία μας....Δεύτερον για την Πατρίδα μας.....Τρίτον για τον Βασιλέα που είναι εκπρόσωπος του Κυρίου μας.... Τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους μας.

 

          Λοιπόν αδελφοί μου, εάν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε την ζωή μας και για τα τέσσερα μαζί, αν ο θεός θελήσει να χαρίσει την νίκη  στους απίστους, για τις δικές μας αμαρτίες.

 

          Διατρέχουμε τον κίνδυνο για την Άγια πίστη μας. Και αυτή η πίστης είναι το σπουδαιότερο  από όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του ;

 

          Δεύτερον θα χάσουμε τέτοια ένδοξη Πατρίδα και την ελευθερία μας.

 

          Τρίτον θα χάσουμε το κράτος μας , που άλλοτε ήταν ένδοξο, τώρα όμως είναι ταπεινωμένο και θα το κυριεύσει ο άπιστος τύραννος.

 

          Τέταρτον θα στερηθούμε τα αγαπημένα μας παιδιά, τις γυναίκες και τους συγγενείς μας.

 

          Τον πόλεμο με τους  εχθρούς μας να τον θεωρήσετε ιερό και με αποφασιστικότητα να αγωνιστείτε εναντίον των άνευ λογικής κτηνών  Τούρκων. Για να καταλάβουν ότι πολεμούν με εξουσιαστές ζώων και μάλιστα με απογόνους Ελλήνων.»

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΦΘΑΣΕ (Δ56)

 

 

          29η Μαίου 1453, πρωτού ακόμη ανατείλει ο ήλιος, ο Μωάμεθ λυσσιασμένος από την οργή καλπάζει με τα άγρια στίφη του κατά των τειχών. Οι ΄Ελληνες αποκρούουν δύο επιθέσεις στην πύλη του Ρωμανού.Και όταν η κερκόπορτα επιτρέπει στους βαρβάρους εισβολείς να πλευροκοπήσουν τους αμυνόμενους ΄Ελληνες, όταν η τύχη της Βασιλευούσης έχει κριθεί, ο Παλαιολόγος κεντήσας το άλογο του όρμισε  στο πυκνότερο των αντιπάλων τμήμα, αγωνιζόμενος ως ο  τελευταίος των στρατιωτών και το αίμα ποταμηδόν από τα πόδια του και τα χέρια του έρεε.

 

« Η Πόλη  αλίσκεται και εγώ ακόμη ζώ; Δεν υπάρχει Χριστιανικό χέρι να μου πάρει το κεφάλι ;»

 

Ορμά και πέφτει στον σωρό των μαρτύρων νεκρών συμπολεμιστών του.

 

          Δαφνοστεφανωμένη Δόξα, ποτισμένη με το αίμα της θυσίας, ορθώσου. ΄Απλωσε τα φτερά της τιμής. Ο αυτοκράτορας έπεσε. Γύρω του ηρωικά κορμιά με το χαμόγελο στα χείλη.

 

          Είναι γλυκός ο θάνατος για την Πατρίδα. ΄Ομορφα χορτάρια ας ανθίσουνε στο χώμα. Και κοντά σε αυτά η τιμή. Η τιμή της θυσίας.

 

          Όχι δεν πρέπει η θλίψη ! Ο Βασιλεύς δεν πέθανε, δεν έπεσε από το άλογο του ! Ακόμη πολεμάει. Πολεμάει στις ψυχές μας, σπαθίζει της ορμές μας. Είναι ψέμα πώς πέθανε  ! Ζεί παντοτινά, στην σκέψη μας, στα πιστεύω μας, στην θύμηση μας.

 

          Τέτοιοι νεκροί δεν πεθαίνουν ποτέ. Η δόξα τους στεφανώνει με την αθανασία των αιώνων. Ο θάνατος είναι κάτι το άγνωστο, για τους ημιθέους του Ελληνικού μεγαλείου.

 

          Ποτέ μα την αλήθεια δεν πέθανε ο Αυτοκράτορας. Αυτός βαστάει ακόμη τα όνειρα μας, τις ελπίδες μας, τα πιστεύω μας. Αυτός οδηγεί τις καρδιές μας, δυναμώνει τις ψυχές μας, μας δίνει τις προσδοκίες του μέλλοντος.

 

          Ποτέ δεν θα πεθάνει η θύμηση εκείνη, τα κορμιά περνούν στο χώμα και χάνονται. Οι μορφές όμως των ηρώων μέσα στην ιστορία  ζούν αιώνια. Μήν κλάψτε απόγονοι Σαλαμινομάχων και  Μαραθωνομάχων. Δίπλα στούς Σπαρτιάτες του Λεωνίδα  και  τους Μακεδόνες του Αλεξάνδρου,  κείτονται οι ηρωικοί Βυζαντινοί ήρωες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τέτοιοι  νεκροί  ζούν αιώνια. Αυτοί μας δείχνουν τον προορισμό μας.

 

          Ποτέ δεν πέθανες Κωνσταντίνε Παλαιολόγε ! Ποτέ δεν υπήρξες  ένα κορμί, που κάποιος τάφος σε δέκτηκε. Ο τάφος του κορμιού σου είναι οι ψυχές των Ελλήνων. Αυτές σε κοίμησαν, ζωντανό μέσα τους.

 

           Δεν πέθανες ποτέ αθάνατε ήρωα. Ποτέ οι ήρωες δεν πεθαίνουν. Είναι μία ζωντανή κραυγή του παρελθόντος, για να ξυπνάει το παρόν.

 

          Ως  άγγελο η φυλή τον άρπαξε και τον φύλαξε  στην χρυσή πύλη. Πάνω στο λευκό του άλογο, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς  περιμένει το πλήρωμα χρόνου. Την στιγμή που η φυλή θα ξαναπάρει την πρωτοπορία του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Και τότε θα ανοίξει η πύλη για να ηγηθεί με το σπαθί στα χέρια διώχνοντας τους  βαρβάρους, πέρα στην κόκκινη μηλιά.

 

                                                    ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ

 

 

          Τα χρόνια πέρασαν, από εκείνη την αποφράδα ημέρα. Δεν ήσαν προύχοντες, ούτε λόγιοι  αυτοί που ονειρεύτηκαν να ξαναγίνει η Πόλη Ελληνική. Ο ίδιος ο λαός (Δ57) έπλασε τον θρύλο, ενώ στέναζε κάτω από τον βάρβαρο Τούρκο κατακτητή. Ενώ οι γενεές διαδεχόταν η μία την άλλη, ο μυστικός πόθος μεταβιβαζόταν ψιθυριστά από τους γονείς στα παιδιά, από τις γιαγιάδες στα εγγόνια . Η  Πόλη ! Η Βασίλισσα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.....

 

          Σώπασε κυρά Δέσποινα, σώπασε και μην κλαίς. (Δ58) Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι !

 

          Στην ψυχή του λαού μας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζούσε πάντα. Δεν σκοτώθηκε στην άλωση, τον έσωσε ένας άγγελος και τώρα κοιμάται, εκεί κοντά στην χρυσόπορτα, περιμένοντας πάλι την ώρα του.... Ο θρύλος αυτός του Μαρμαρωμένου Βασιλιά εμψύχωνε αιώνες ολόκληρους το δουλωμένο ΄Εθνος, (Δ59) που πάντα περίμενε να απελευθερώσει  την Κωνσταντινούπολη, πολεμώντας πίσω από το σπαθί του.

 

          Η μεγάλη ιδέα κράτησε πάντοτε υψηλό το φρόνημα του Ελληνικού λαού. Και αυτή τον προετοίμασε και τον εμψύχωσε στη ηρωική επανάσταση του 1821. (Δ60) ΄Ενας ολόκληρος  λαός 400 χρόνια υπόδουλος στον πιό βάναυσο και αγροίκο κατακτητή, δεν έπαυσε  να ονειρεύεται πάντα, όχι μόνον την ελευθερία του, μα και την επανίδρυση της Μεγάλης του Αυτοκρατορίας. Αυτό το πνεύμα οδήγησε (Δ61) τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αρχίσει την  επανάσταση από την βορινή Μολδοβλαχία, αφού μέχρι εκεί έπρεπε να φθάνουν τα σύνορα της νέας Ελληνικής Αυτοκρατορίας.

 

          Μα και αφού η Ελλάς απελευθέρωσε το νότιο τμήμα της, (Δ62) δεν έπαυσε να εμφορείται από τον ίδιο ζωογόνο μεγαλοιδεατικό πνεύμα. Ο αγώνας δεν είχε τελειώσει. Εκεί μόλις άρχιζε. Η ένωση των Επτανήσων το 1864 λύτρωσε ένα ακόμη τμήμα του Ελληνισμού. Και ο ενθουσιασμός του λαού που ακολούθησε (1868) ήταν μέγας, όταν γεννήθηκε ο νέος διάδοχος του θρόνου, . (Δ63) που πήρε σύμφωνα με την λαϊκή απαίτηση το όνομα Κωνσταντίνος. Ακατάβλητες δυνάμεις ωθούσαν το ΄Εθνος μας προς την πραγματοποίηση του αιωνίου του πόθου.

 

          Στα σχολικά βιβλία οι μαθητές διάβαζαν « Αθήνα, η προσωρινή πρωτεύουσα της Ελλάδος - Η Κωνσταντινούπολις, έμελλε να γίνει η πραγματική πρωτεύουσα.»

 

Και ήλθε το θαύμα του 1912-13. (Δ64) Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος, με την βοήθεια του φλογερού Ελευθερίου Βενιζέλου, ελευθέρωνε την θεσ/νίκη, τα Ιωάννινα, την Μακεδονία, την Κρήτη, τα νησιά. Ο ενθουσιασμός σε αυτόν τον αξέχαστο πόλεμο ήταν απερίγραπτος. Μέχρι που έφθασαν κατά χιλιάδες οι ομογενείς μας από την Αμερική, καλεσμένοι από την Ελληνική φωνή τόσων αιώνων, για να μεταβούν στο μέτωπο. (Δ65) Η Ελλάς διπλασιάστηκε. Η Μεγάλη Ιδέα  εύρισκε ολίγο κατ’ ολίγο την πραγματοποίηση της.

 

          Πριν περάσουν μάλιστα λίγα χρόνια, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, (Δ66)  οι συνθήκες του Νειγύ και ιδίως των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920)  κατακύρωναν στην Ελλάδα όλη την Θράκη, όπως και την πόλη Σμύρνη με ενδοχώρα 120 χιλιομέτρων  περί  αυτήν  στην Ιωνία (κάτωθεν του Μαιάνδρου ποταμού ).

 

          Η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε μεν στην Τουρκία, υπό τον όρο όμως να μη  φέρει αυτή αντίσταση  στις ληφθείσες αποφάσεις. Την οποία όμως αντίσταση έφερε......

 

          Παραλήρημα ενθουσιασμού. (Δ67) Ο βασιλεύς Αλέξανδρος εισήρχετο στην ελευθερωμένη Θράκη και έφθανε μέχρις αποστάσεως 30 χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη. Η Σμύρνη καταλαμβάνετο από τον Ελληνικό Στρατό και (Δ68)  συναντώντας αντίσταση  αναγκαζόταν να προχωρήσει μέχρι βάθους 900 χιλιομέτρων. Ολίγο πρό της ΄Αγκυρας.

 

          Το όνειρο τόσων αιώνων εγένετο πραγματικότητα. Πλησιάζαμε πλέον στην Δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος.

 

          Αλλά εάν ο λαός μας διετήρησε την ψυχή του άψογα Ελληνική και αγωνιστική, η διχόνοια  τον πρόδωσε. Αντί να μοιράζονται σφαίρες στα χαρακώματα, άρχισαν μοιράζονταν  προεκλογικά ψηφοδέλτια.

 

          Τα θεμέλεια του ανεγειρομένου περίλαμπρου οικοδομήματος, κατετρωγόταν  τον χρόνο που ο Στρατός μας έδινε (Δ69)   στην Μικρά Ασία έναν μεγάλο αγώνα, τον αγώνα της Ελλάδος. Ενώ διεξαγόταν ο μέγιστος των Ελληνικών πολέμων, ο πόλεμος τον οποίο γενεές γενεών ποθούσαν, ονειρευόταν  και τραγουδούσαν, δημιουργούταν εκλογές και διχαζόταν ο λαός. Ξεχνιόταν ο Στρατός (Δ70)  και αλλάζονταν κυβερνήσεις. Ξοδευόταν πολύτιμο δημόσιο χρήμα για προεκλογικούς αγώνες, την στιγμή που χρειάζεταν μέχρι και η τελευταία σφαίρα στο μέτωπο. Οι εφημερίδες, τα πεζοδρόμια, απασχολούνταν  πλέον σε άλλους τομείς και ο αγώνας  του ΄Εθνους ξεχνιώταν. Σε διάστημα δύο ετών μικρασιατικού αγώνος 6 κυβερνήσεις διαδέχθηκαν η μία την άλλη. Και (Δ71) οι αλλαγές των Κυβερνήσεων έφερναν μεταθέσεις των Αξιωματικών κατά  τα εκάστοτε  κομματικά συμφέροντα. Ο πόλεμος της Μεγάλης Ελλάδος είχε (Δ72) εγκαταληφθεί και η καταστροφή επακολούθησε .

 

          Μετά την συνθήκη της Λωζάνης που ακολούθησε (1923), απαγορεύτηκε αυστηρώς η υπόμνηση του θρύλου της Μεγάλης Ιδέας. (Δ73) Τα αναγνώσματα των μαθητών έπαψαν να γράφουν για τον μαρμαρωμένο Βασιλιά, οι δάσκαλοι να δακρύζουν μιλώντας για την Αγιά  Σοφιά, οι γιαγιάδες να διηγούνται « πάλι με χρόνους με καιρούς »....

 

Μαρασμός βαρύς έπεσε στην ψυχή του λαού. Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη μας, ανεγνωρίστηκε από τους κυβερνώντες ως Τουρκική. Η Ελληνική νεολαία έμεινε χωρίς ιδανικά. Το ΄Εθνος χωρίς αύριο.

 

          Και ευτυχώς μετά από 20 χρόνια η Ελλάς  βρήκε την εθνική της υπερηφάνεια. Το υπερήφανο ΟΧΙ (Δ74) του Ιωάννου Μεταξά και οι επακολουθείσες  νίκες εναντίον της Ιταλικής Αυτοκρατορίας, (Δ75) θύμισαν στους ΄Ελληνες τον προορισμό τους   και η Ελλάς απέκτησε δικαιώματα σε δύο υπόδουλα ακόμη τμήματα της χώρας, στα Δωδεκάνησα και την Β. ΄Ηπειρο. Ο αγώνας δε για την τελευταία ακόμη δεν έχει δικαιωθεί.

 

                                         

                                                 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

 

          Με (Δ76)  άπειρο σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Με μοναδικό  μας δικαίωμα την ζεστή μας Ελληνική καρδιά, ας μας επιτρέψει το Μεγαλείο  Σου, Μαρμαρωμένε Θρύλε, να τολμήσουμε σήμερα να αφιερώσουμε αυτή την απλή γραφή μας, σε εσένα και τα αρχοντογεννημένα νειάτα της προσωπικής σου φρουράς. (Δ77)  Σε εκείνα τα τραγικά παλικάρια που λεοντόθυμα, έπεσαν μαζί Σου, μέχρι το τελευταίο στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ακολουθώντας σε.

 

          Να την εφιερώσουμε σαν κλαρί αμάραντο πάνω στις χορταριασμένες πολεμίστρες της Πόλης Σου, που περιμένει υπομονετικά  της ανάσταση Σας. Και κοντά σε αυτά, να Σου υποσχεθούμε ότι  δεν ξεχνάμε τους Θρύλους  Σου, μαρμαρωμένε Βασιλιά, που τόσο έντονα έζησες και ζείς στα όνειρα μας και συνεκλόνησες τις ψυχές μας.

 

          29η Μαιου 1453. (Δ78) ΄Ενα σύμβολο που ξυπνά τις ψυχές μας και αναζωγονεί το είναι μας. ΄Ενας σταθμός από τον οποίο αναπνεύει ο λαός μας, δοκιμάζει την ίδια πηγαία υπερηφάνεια, δονείται από τα ίδια συναισθήματα.

 

          Ας αναβαπτιστούμε σήμερα (Δ79) στις ηρωικές εκείνες στιγμές και ας αντλήσουμε από εκεί τα ιδανικά μας.          Οι στρατιές τα αθανάτων νεκρών οδηγούν.  Τα όνειρα της φυλής δεν πρέπει να λησμονούνται.

 

 

«ΔΙΠΛΟ ΤΡΙΠΛΟ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΠΑΡΘΗ

ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΛΙ ΘΑ ΓΕΝΕΙ».

 

Παρουσιάσεις:

29 Μαϊου (ppt, 16mb)

29 Μαϊου -2 (ppt, 63mb)

 

Αγία Σοφία

 

  [Εισαγωγή (προαιρετική): η παρουσίαση περιλαμβάνει τρία μέρη: βασικά ιστορικά στοιχεία, στοιχεία αρχιτεκτονικής και κατασκευής, και μία μικρή περιήγηση στο εσωτερικό της ΑΣ]   

Η εξωτερική εμφάνιση της ΑΣ (Αγ. Σοφίας) δεν είναι εντυπωσιακή. Γι αυτό άλλωστε έχει γραφεί ότι η ΑΣ είναι όπως ο καλός χριστιανός, απλός και απέριττος, αφήνοντας να διαλάμψει ο εσωτερικός του πλούτος.   

Ο ναός της ΑΣ είναι κάτι μοναδικό. Αποτελεί το πρώτο τετράγωνο κτίριο που σκεπάστηκε με ένα τόσο μεγάλο τρούλου. Ενώ σε σειρά μεγέθους ναού είναι το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά από το Άγ. Πέτρο στη Ρώμη ο οποίος χτίστηκε 1000 χρόνια μετά και η κατασκευή του διήρκησε 120 χρόνια (πολύ μεγαλύτερος όμως σε μέγεθος), και τον Άγ. Παύλο του Λονδίνου που χτίστηκε 200 χρόνια μετά τον Άγ. Πέτρο και χρειάστηκε 34 χρόνια για να τελειώσει, αρκετά περισσότερα από τα 6 περίπου χρόνια που χρειάστηκαν για την ΑΣ.  

 Η ιστορία της ΑΣ αρχίζει μαζί σχεδόν με αυτή της Κων/πολης και του Βυζαντίου. Το 325 ο Μ. Κων/νος χτίζει την πρώτη «Μεγάλη Εκκλησία», στο ίδιο μέρος, πολύ μικρότερη όμως. Το 381 όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μ. Θεοδόσιος γίνεται η 2η Οικ. Σύν. η οποία επικυρώνει τις αποφάσεις της 1ης και συμπληρώνει το Σύμβολο της Πίστεως, καταλύοντας οριστικά την αίρεση του αρειανισμού.

Τότε όμως ξεσηκώνονται οπαδοί του Αρείου καταστρέφοντας εκτός των άλλων και την εκκλησία αυτή. Επιδιορθώνεται και λειτουργεί αμέσως μετά. Καταστρέφεται για 2η φορά στις 20 Ιουνίου του 404 επί Αρκαδίου, από οπαδούς του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου που διαμαρτύρονταν για την εξορία του ιερού πατρός. Επισκευάζεται και ξαναλειτουργεί από τις 10 Οκτωβρίου του 415. Καταστρέφεται για 3η και τελευταία φορά το 532 κατά τη στάση του Νίκα στον Ιππόδρομο. Την ίδια χρονιά ο Ιουστινιανός ο Α΄ αρχίζει την ανέγερση της ΑΣ.   

(Ας δούμε τώρα ορισμένα στοιχεία αρχιτεκτονικής)  

Είναι ναός ρυθμού τριτόκλιτης βασιλικής μετά του τρούλου (αν χρειάζεται εξήγηση βάσει της κάτοψης). Τα σχέδια και η αρχιτεκτονική επιμέλεια του ναού ανατέθηκαν στον μαθηματικό Ανθέμιο από τις Τράλλεις (σημερινό Αιδήνιο) και στον Ισίδωρο από την Μίλητο, 2 από τους καλλίτερους αρχιτέκτονες της εποχής, οι οποίοι κατάφεραν –γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- να σχεδιάσουν την ΑΣ σε 4 μήνες. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ιστορίας της ΑΣ ο απλός λαός περιέβαλλε το ναό αυτό σύμβολο με πολλούς θρύλους και παραδόσεις. Να τι λέει μία θρακιώτικη παράδοση για το αχειροποίητο σχέδιο της ΑΣ: «μετά τη λειτουργία, το αντίδωρο έπεσε από του Βασιλιά το χέρι και το πήρε μια μέλισσα και το πήγε στην κυψέλη και όταν άνοιξαν το μελίσσι βρέθηκε σε μελίπηκτη κερήθρα το πρόπλασμα (μακέτα) του ναού».   Τα νούμερα και μόνο όμως της ΑΣ είναι ενδεικτικά του μοναδικού της κατασκευής. Διαστάσεις ναού: Νάρθηκας 60μ μήκος  - 5,75μ πλάτος Κυρίως ναός 78,16μ - μήκος 71,82μ πλάτος Ύψος μέχρι κορυφή τρούλου 55,60μ δηλ. όσο περίπου μία πολυκατοικία 17 ορόφων (4+3*17=55) Σήμα κατατεθέν της ΑΣ αποτελεί ο τρούλος της. Διαστάσεις τρούλου: Διάμετρος 33μ -Ύψος από τη βάση του 13,80μ όσο δηλ. μία τριώροφη με τετραώροφη πολυκατοικία. Εκείνο όμως που προσδίδει λάμψη στον τρούλο είναι τα 42 παράθυρα που βρίσκονται στο κατώτερο μέρος του σε σύνολο 180 που έχει όλος ο ναός.   Για την κατασκευή της ΑΣ χρειάστηκαν 5χρ. &10μήν. & 4ημ., σαφώς λιγότερα, όπως είδαμε, απ’ ότι στον Αγ. Πέτρο και τον Αγ. Παύλο.

Ο ναός καταλαμβάνει έκταση περίπου 8 στρέμ., όσο περίπου ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, ενώ τα ψηφιδωτά γύρω στα 16 στρέμ. καλύπτοντας κάθε καμπύλη, όλη τη στέγη και μέρος των περιμετρικών τοίχων του ναού. (να σημειωθεί ότι ήταν ολόχρυσα). Κόστος κατασκευής 3,6 εκατ. χρυσές λίρες, δηλ. περίπου 1,5 δις. δρχ., δηλ. περίπου 4,4 εκατ. € - και να ληφθεί υπόψιν τα χαμηλά ημερομίσθια της εποχής, δεν υπήρχε ασφάλιση των εργαζομένων, και πολλά από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν δώρα διαφόρων ηγεμόνων. Συνολικά εργάστηκαν 10000 άνθρωποι 100 μάστορες που ο καθένας είχε 100 εργάτες.   Οι εργασίες αρχίζουν… ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 532 όταν Πατριάρχης Κων/πόλεως ήταν ο Επιφάνιος. 5000 εργάτες έχτιζαν από δεξιά και άλλοι 5000 από αριστερά. Ο Ιουστινιανός όμως ήθελε να δει γρήγορα τον μεγάλο του πόθο να πραγματοποιείται.

Γι αυτό λοιπόν έκρυβε κάθε μέρα 2500 μιλιαρίσια (αργυρά Βυζαντινά νομίσματα) στο χώρο των εργασιών, τα οποία έψαχναν και έβρισκαν οι εργάτες μόλις τέλειωναν την δουλειά τους.   Από την αρχή είχε γραφτεί στη συνείδηση του λαού ότι το έργο αυτό ήταν θεάρεστο. Δύο παραδόσεις μας δείχνουν τη πίστη του αυτή. «το μεσημέρι της 7ης ημέρας δόθηκε εντολή να σταματήσουν οι εργασίες για φαγητό. Ο πρωτομάστορας Ιγνάτιος άφησε το γιο του να φυλάει τα εργαλεία. Όπως λοιπόν καθόταν το παιδί και φύλαγε, ξάφνου του φανερώθηκε κάποιος λευκοντυμένος, και το ρώτησε: -«για ποιο λόγο σταμάτησαν οι εργάτες και δεν τελειώνουν γρήγορα το έργο του Θεού, αλλά το ‘ριξαν στο φαγητό;» και τότε ο ξένος ,που ήταν άγγελος, του είπε παίρνοντας όρκο: -«πήγαινε φώναξέ τους. Κι εγώ δεν θα φύγω από εδώ ώσπου να γυρίσεις, μα την Αγία Σοφία, τον Λόγο του Θεού, που τώρα κτίζεται.» Σαν άκουσε τον όρκο του αγγέλου το παιδί πήγε στα γρήγορα και βρήκε τον πατέρα του. Μόλις άκουσε ο Ιουστινιανός αυτά που είπε το παιδί χάρηκε πολύ, και δόξασε το Θεό που έδειξε την ευδοκία Του για το έργο. Από τότε κάλεσε την εκκλησία Αγία Σοφία, λύνοντας έτσι την απορία του τι όνομα να της δώσει.» Από τότε η προστασία του αγγέλου ήταν εμφανής, και δυναμική. Κάποτε κάποιος ταλαίπωρος, λέει μία άλλη παράδοση, δεν άντεξε και παρέβη την εντολή του αυτοκράτορα να μη βλαστημήσει κανείς, και έπεσε επιτόπου καταγής νεκρός.   

Για την συντήρηση και τη λειτουργία του ναού με νόμο ο Ιουστινιανός παραχωρεί ως ιδιοκτησία του ναού 365 κτήματα και ορίζει 1000 κληρικούς, ψάλτες και νεωκόρους να τον υπηρετούν.   Ο ναός της του Θεού Σοφίας… Στις 27 Δεκεμβρίου του 537 όταν Πατριάρχης Κων/πόλεως ήταν ο Μηνάς, εορτάζονται λαμπρώς και πανηγυρικώς τα εγκαίνια της ΑΣ. Τότε έκθαμβος ο Ιουστινιανός, αν και δεν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες διακόσμησης του ναού, φώναξε: «Δόξα τῷ Θεῷ τῷ καταξιώσαντί με τελέσαι τὸ τοιοῦτον ἔργον. Νενίκηκά σε, Σολομῶν»   Δυστυχώς όμως, 20 χρόνια μετά, στις 7 Μαΐου του 558, ο τρούλος πέφτει, κατά μία ιστορική πηγή από ισχυρό σεισμό, σύμφωνα όμως με μία παράδοση, όταν ο Ιουστινιανός έβγαζε τις σκαλωσιές του τρούλου τα δοκάρια έπεφταν με δύναμη στο πάτωμα προκαλώντας ισχυρές δονήσεις. Έτσι λοιπόν, όταν τον επισκεύασαν γέμισαν, σύμφωνα με την παράδοση πάντα, τον ναό μέχρι τα πρώτα κατηχούμενα, περίπου σε ύψος 10-15μ., οπότε όταν έπεφταν τα δοκάρια στο νερό δεν δονούσαν την κατασκευή. Τα 2α εγκαίνια της ΑΣ εορτάζονται και αυτά πανηγυρικώς στις 24 Δεκεμβρίου του 563. Ο τρούλος ξαναπέφτει για 2η φορά, το 989, επισκευάζεται από τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο το 995.   

29 Μαΐου 1453… η Πόλις εάλω… 1 Ιουνίου 1453… και η ΑΣ εάλω.   

Αμέσως οι Οθωμανοί, την μετατρέπουν σε τζαμί, μαγαρίζοντας και λεηλατώντας το κόσμημα και σύμβολο ιερό ναό της ΑΣ. [εδώ γίνεται περιγραφή των αλλαγών που έκανα οι Τούρκοι. Αξίζει να τονισθούν: -καλύφθηκαν με άσπρο επίχρισμα (σοβά) όλα τα ολόχρυσα ψηφιδωτά (το κίτρινο χρώμα είναι από μεταγενέστερη ανακαίνιση που αναφέρεται στην επόμενη διαφάνεια), -κρεμάστηκαν τα στρογγυλά τελάρα από δέρμα καμήλας (τα μεγαλύτερα στον κόσμο) στα οποία αναγράφονται χωρία του κορανίου, -αφαιρέθηκαν τέμπλο, Αγία Τράπεζα, άμβωνας, -κρεμάστηκαν τα πολυκάνδηλα (τα έχει κάθε μουσουλμανικό τζαμί) {είναι αυτά που φαίνονται στο κάτω μέρος της φωτογραφίας}, -και τέλος προστέθηκαν  το θεωρείο του Σουλτάνου {στα αριστερά του κεντρικού κλίτους}, η πύλη στο βάθος  «το ιερό» τους Μιχράμπ, και η θέση του Ιμάμη {το ψηλό σαν καμπαναριό στα δεξιά της κόγχης του ιερού}]   Συμπερασματικά λοιπόν, έχουμε: η ΑΣ λειτούργησε ως ναός από το 537 έως το 1453, για 916 δηλ. χρόνια, ως τζαμί χρησιμοποιήθηκε από το 1453 έως το 1935, δηλ. για 482 χρόνια. Εν τω μεταξύ το 1847-49, οι αδελφοί Fossati από την Ιταλία ανακαίνισαν την ΑΣ, βάφοντας το άσπρο σοβά με το κίτρινο αυτό χρώμα όπως είπαμε, προσπαθώντας ανεπιτυχώς βέβαια να αποδώσουν πως ήταν η ΑΣ πριν. Τέλος την 1η Φεβρουαρίου του 1935, μετά από απαίτηση του Κεμάλ Ατατούρκ που θεωρείται ο αναγεννητής και αναμορφωτής των Τούρκων, η ΑΣ εγκαινιάζεται ως «Μουσείο ΑΣ»… μέχρι σήμερα… για 68 χρόνια.   Πριν τελειώσουμε, θα κάνουμε μία μικρή περιήγηση στην ΑΣ. [μπορεί να εξηγηθεί λίγο ο χάρτης:βλέπουμε μέρος της Δυτικής Ευρωπαϊκής Κων/πολης, θάλασσα Μαρμαρά (κάτω), Κεράτειος Κόλπος (πάνω αριστερά), Βόσπορος (πάνω δεξιά). Εκεί που δείχνει το βέλος ΑΣ, αριστερά Μπλε Τζαμί, δεξιά Τοπ Καπί – το παλάτι του Σουλτάνου. Μεταξύ της ΑΣ και του Μπλε Τζαμιού ήταν ο Ιππόδρομος και το παλάτι του αυτοκράτορα στο Βυζάντιο, σήμερα δε σώζεται σχεδόν τίποτα.]   Κάτοψη, τομή και όψη κατά τον 7ο αι. της ΑΣ.   Νάρθηκας. Μπαίνει κανείς στον κυρίως ναό από 9 πύλες – 3 στο βάθος, άλλες 3 στα δεξιά (φαίνεται μόνο η μία), από τις 6 αυτές πύλες έμπαινε ο λαός, και οι άλλες 3 στο κέντρο ήταν για τον αυτοκράτορα και την συνοδεία του. Η κεντρική που λέγεται και Βασίλειος Πύλη ήταν μόνο για τον Βασιλιά. Χαρακτηριστικά τα μάρμαρα τα οποία έχουν κατασκευαστεί με την τεχνική της ορθομαρμάρωσης δημιουργώντας συμμετρικά σχέδια, η τεχνική αναλύεται καλλίτερα παρακάτω. Επίσης φαίνονται τα πολυκάνδηλα των Τούρκων και τα περίπτερα για σουβενίρ που έχουν εγκατασταθεί για την εξυπηρέτηση των τουριστών.   Μόλις κάποιος μπει στον κυρίως ναό το πρώτο πράγμα που τραβάει το βλέμμα του είναι το ύψος και το μέγεθος , η λάμψη του τρούλου και των πολλών καμπύλων που κοσμούν τον ναό.   Μία λεπτομέρεια του τρούλου, όπου φαίνονται τα πολλά παράθυρα στη βάση του τρούλου, αλλά κυρίως ο μεταλλικός δίσκος που καλύπτει τον Παντοκράτορα, τον οποίο έβαλαν οι Οθωμανοί και πάνω στον οποίο γράφει χωρία του Κορανίου. Οι σκαλωσιές είναι της UNESCO, ενός διεθνή οργανισμού, στην προσπάθεια αφαίρεσης ενός τετάρτου του δίσκου ώστε να φανεί μέρος του ψηφιδωτού του Παντοκράτωρος. Χαρακτηριστικό είναι το ψηφιδωτό της Πλατυτέρας στην κόγχη του ιερού.    Στον μωαμεθανισμό, στην ώρα της προσευχής δεν πρέπει να περνάει κανείς μπροστά από τον προσευχόμενο, ούτε και να υπάρχει εικόνα ανθρώπου, γι αυτό άλλωστε σοβαντίστηκαν όλα τα ψηφιδωτά της ΑΣ. Όταν λοιπόν πήγαν να σοβαντίσουν το ψηφιδωτό αυτό, ο σοβάς συνέχεια έπεφτε, δεν κολλούσε. Έτσι σώζεται έως σήμερα ανέπαφο, ενώ όταν ήθελαν να προσευχηθούν οι Τούρκοι το κάλυπταν με ένα λευκό πανί που κρέμαγαν από πάνω.   Λεπτομέρεια της βάσης του τρούλου. Τα εξαπτέρυγα έχουν ύψος 11μ και πλάτος 7μ, ενώ είχαν πρόσωπο ανθρώπου, αετού, βοδιού, λιονταριού που συμβολίζουν τους 4 Ευαγγελιστές, τα οποία όμως καλύφθηκαν με χρυσά αστέρια κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.   Λεπτομέρεια της τεχνικής της ορθομαρμάρωσης. Φαίνεται η συμμετρία ως προς τον κεντρικό άξονα. Έπαιρναν το κομμάτι του μαρμάρου, το έκοβαν στη μέση και το άνοιγαν, οπότε προέκυπτε η εικόνα αυτή των συμμετρικών σχημάτων.   Λεπτομέρεια των «καλαθόπλεκτων» κιονόκρανων των κολώνων. Το στρογγυλό στη δεξιά φωτογραφία είναι το μονόγραμμα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας.   2 από τα ελάχιστα ψηφιδωτά που έχουν σωθεί. Κάτω αριστερά: ο ΧΡ και το αυτοκρατορικό ζεύγος (όχι ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα). Πάνω δεξιά: η Βρεφοκρατούσα Παναγία, αριστερά της ο Μ. Κων/νος που προσφέρει την Κων/πολη (διακρίνονται τα τείχη), και δεξιά της ο Ιουστινιανός που προσφέρει την ΑΣ.   

Λεπτομέρεια του πατώματος, εκεί που περίπου είναι σήμερα το δεσποτικό. Εκεί γινόταν η στέψη του Αυτοκράτορα, και γύρω-γύρω στεκόταν η συνοδεία του.   Ο διάδρομος αυτός οδηγεί στον γυναικωνίτη (η είσοδός του είναι έξω στον νάρθηκα). Στον γυναικωνίτη ανέβαινε η γυναίκα του αυτοκράτορα και τα γυναικόπαιδα του παλατιού, και επειδή την γυναίκα του αυτοκράτορα την ανέβαζαν με άμαξα δεν έχει σκαλοπάτια.   

Φωτογραφία από το γυναικωνίτη, ο οποίος έχει διαστάσεις γηπέδου βόλεϊ.   Ένα αν όχι το πιο γνωστό ψηφιδωτό της ΑΣ. Η Δέηση. Δέηση λέγεται η εικόνα του Κυρίου, δεξιά του η Παναγία και αριστερά του ο Άγ. Ιωάν. ο Πρόδρομος. [πού συναντάμε την εικόνα αυτή; -Στην Καινή Διαθήκη του ΣΩΤΗΡΟΣ]   Λεπτομέρεια από τα ψηφιδωτά που έχουν αποκαλυφθεί από τις εργασίες της  UNESCO όπως αναφέραμε και προηγουμένως. Φανταστείτε την ΑΣ μόνο με τέτοια ολόχρυσα ψηφιδωτά.   Κατασκευαστική αξιοσημείωτη λεπτομέρεια. Οι κολώνες είναι εγκιβωτισμένες σε μεταλλικούς δακτυλίους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και σήμερα, λίγο πιο εξελιγμένοι βέβαια, για αντισεισμική προστασία της κατασκευής.  

 Τέλος θα αναφερθούμε σε 3 χαρακτηριστικές παραδόσεις που αναφέρονται στην ΑΣ. Το χέρι αυτό που είναι αποτυπωμένο πάνω στην κολώνα, (στο ύψος του κιονόκρανου δηλ. σε ύψος περίπου 3 με 4μ.) λέει μία παράδοση ότι είναι του Μωάμεθ του Β΄ Πορθητή. Όταν μπήκε ο σουλτάνος στην ΑΣ την 1 Ιουνίου του 1453, εκείνη ήταν γεμάτη από τα πτώματα των χριστιανών που είχαν καταφύγει εκεί και σφαγιάστηκαν κατά την άλωση. Έφιππος λοιπόν ο σουλτάνος διέσχισε την ΑΣ μέχρι το ύψος του ιερού (βλέπε κάτοψη), εκεί όμως το άλογό του τρόμαξε και για να κρατηθεί άπλωσε το χέρι του, το οποίο, κατά την παράδοση, επειδή ήταν βουτηγμένο στο αίμα των χριστιανών αποτυπώθηκε στην κολώνα. Στη κολώνα αριστερά (δυστυχώς δεν υπάρχει φωτό), υπάρχει και σημάδι από πέταλο αλόγου καθώς και από σπαθιά.   

[Σύμφωνα με μία άλλη καθόλου βέβαια χριστιανική παράδοση, στην κολώνα της φωτογραφίας, αν βάλλει κανείς το δάκτυλό του στην τρύπα το γυρίσει και κάνει μία ευχή, θα πραγματοποιηθεί. Τα πραγματικά αίτια δημιουργίας της τρύπας αυτής τα αγνοώ] – μπορεί να παραληφθεί.  

 Η 3η παράδοση αναφέρεται σ’ αυτήν την κακοχτισμένη πόρτα. Κάτω από την Κων/πολη υπάρχει ένα δίκτυο στοών και σηράγγων με το οποίο συνδέονται όλοι οι ναοί της Πόλεως με την ΑΣ. Αυτή η πόρτα, κατά την παράδοση, οδηγεί σε μία τέτοια στοά. Από αυτήν την πόρτα λοιπόν λέγεται ότι έφυγε μετά την τελευταία λειτουργία ο ιερέας με τα Τίμια Δώρα, για να μη πέσουν στα βάρβαρα χέρια των Οθωμανών. Και τελειώνει η παράδοση λέγοντας ότι όταν ανοιχτεί η πόρτα αυτή η Πόλι θα γίνει και πάλι δικιά μας.  

 

Κινδυνεύουμε σήμερα από ένα νέο Μαντζικέρτ; 
 

ΕΘΝΟΣ 14.10.08. Το Ματζικέρτ και το σήμερα 

Η ήττα του Βυζαντινού Στρατού στο Μαντζικέρτ, τον Αύγουστο του 1071, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την επιβεβαίωση της παρακμής της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας, πενήντα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο ενός κορυφαίου αυτοκράτορα, του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Ποια ήταν, όμως, τα αίτια που οδήγησαν την αυτοκρατορία στην πτώση και άνοιξαν την πόρτα της Μικράς Ασίας στα τουρκικά φύλα;

Το Βυζάντιο είχε γνωρίσει στα μέσα του 11ου αιώνα τη μεγαλύτερη ασφάλεια στα εξωτερικά του σύνορα. Στη Μικρά Ασία οι κάτοικοι δεν είχαν γνωρίσει επιδρομές ξένων φυλών. Τότε η άρχουσα τάξη διέπραξε ένα τεράστιο σφάλμα, εγκαταλείποντας την άμυνα της χώρας για να ασχοληθεί μόνο με την εσωτερική πολιτική. «Οι εξωτερικοί πόλεμοι και οι στάσεις έχουν τερματισθεί. Οι εχθροί έχουν ειρηνεύσει και οι υπήκοοί μας έχουν συμφιλιωθεί. Τα ζητήματα των Ρωμαίων βρίσκονται τώρα σε μεγάλη ηρεμία. Τίποτε δεν αποσπά την προσοχή μας. Με την ευχή του Θεού επικεντρώνουμε όλες μας τις προσπάθειες στη μεταρρύθμιση της πολιτείας», δήλωνε αυτάρεσκα και με σιγουριά ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος το 1047. Ηταν τόσο εμπεδωμένη η ψευδαίσθηση της ασφάλειας από τους εξωτερικούς εχθρούς, ώστε όταν το μικρασιατικό οροπέδιο συγκλονίστηκε από τις τουρκικές επιδρομές ο Μιχαήλ Ψελλός σημείωσε, το 1063: «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι τα έθνη γύρω μας διεξήγαγαν τις ξαφνικές επιδρομές κατά των συνόρων μας, τις απροσδόκητες αυτές επιδρομές, για πρώτη φορά στις ημέρες μας». Οι Βυζαντινοί είχαν λησμονήσει τι σήμαινε απειλή και θα το πλήρωναν ακριβά.

Οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης στην Κωνσταντινούπολη διεπίστωσαν ότι η συντήρηση ενός ισχυρού στρατεύματος απαιτούσε μεγάλα κονδύλια και αποφάσισαν, όπως είπαμε, την αισθητή μείωση των στρατιωτικών δαπανών. Ο Ψελλός έδωσε το στίγμα της πολιτικής του θρόνου: «Τα έσοδα που είχαν συγκεντρωθεί για τις στρατιωτικές δαπάνες διοχετεύθηκαν χωρίς λόγο προς όφελος άλλων ατόμων, ένα πλήθος συκοφαντών…ωσάν ο Βασίλειος Β’ να είχε γεμίσει το θησαυροφυλάκιό του με πλούτους για τον σκοπό αυτό…». Η αριστοκρατία της πρωτεύουσας δεν άργησε να συγκρουσθεί με την αντίστοιχη στρατιωτική της Μικράς Ασίας. Ο αγώνας εξελίχθηκε υπέρ των πρώτων, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους το κρατικό θησαυροφυλάκιο και, κυρίως, προστατεύονταν από τα «θεοφύλακτα τείχη». Ετσι σταδιακά οι θεματικοί στρατοί παρήκμασαν, η στρατολογία υπονομεύθηκε, η μισθοδοσία περικόπηκε. Οταν ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης συγκέντρωσε το 1068 στρατεύματα για την πρώτη του εκστρατεία κατά των Σελτζούκων, αυτοί ήταν «λιγοστοί άνδρες…καταπονεμένοι από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς οπλισμό…φέροντας κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια», σύμφωνα με τον χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό. Οι θεματικοί στρατοί δεν αποτελούσαν πλέον τα αξιόμαχα στρατεύματα διότι «…οι μισθοί και οι παραδοσιακές τους προμήθειες είχαν κοπεί». Οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν περισσότερο ξένους μισθοφόρους, θεωρώντας τους λιγότερο επικίνδυνους για στάση.

Οπως τότε έτσι και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, οι Ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε πορεία παρακμής, χωρίς την απαιτούμενη ανανέωση στους εξοπλισμούς και με συνεχή μείωση του αριθμού των στρατευσίμων και της θητείας. Η παρακμή της οικονομίας οδηγεί στην παρακμή του στρατεύματος. Οι πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών έχουν καταστήσει τους στρατιωτικούς έρμαια των κομματικών ελέγχων, αναγκάζοντάς τους να αποδέχονται όποιες «ρυθμίσεις» και αλλαγές έχουν αποφασίσει. Η συνεχής μείωση των κονδυλίων για την άμυνα, συμβαδίζει με την απαξίωση των εννοιών του έθνους, της πατρίδας και της σημαίας. Η κοινωνία θεωρεί ότι είναι εξασφαλισμένη από εξωτερικές απειλές και απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις όποιες προειδοποιήσεις ως κινδυνολογίες, ας έχει γνωρίσει την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο και την κρίση στα Ιμια το 1996, ας υφίσταται την επιδρομική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο και ας ζει συνεχώς υπό την απειλή του πολέμου από τη «φίλη και σύμμαχο».

Σήμερα η Ελλάδα έχει την ίδια συμπεριφορά με το Βυζάντιο, μειώνοντας συνεχώς την ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι πολιτικοί όπως και οι απλοί πολίτες, οφείλουν να διδάσκονται από την Ιστορία για να μην επαναλαμβάνουν ολέθρια σφάλματα. Ο εφιάλτης του Μαντζικέρτ δεν έχει σβήσει από το συλλογικό ασυνείδητο του Ελληνισμού. Ας μη συνεχίσουμε να συμβάλλουμε με τις αποφάσεις μας στην επάνοδό του με νέα μορφή.

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Διευθυντής Σύνταξης
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...