Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

byzantinos stolos 01


Αν ο πεζός στρατός ελέχθη ότι απετέλει την κεφαλήν και τα νεύρα του Βυζαντινού κράτους, το ναυτικόν υπήρξε «η δόξα της Ρωμανίας». Πολεμούμενον το Βυζαντινόν κράτος από πολλών σημείων είχε ανάγκην να μεταφέρει ταχέως και ασφαλώς τα στρατεύματά του, συγχρόνως δε να προστατεύη τα παράλιά του από εχθρικών και πειρατικών επιδρομών και να εξασφαλίζη τας θαλάσσιας εμπορικάς οδούς, τούτο δ’ εγίνετο δια του στόλου.

Εφ’ όσον ο Βυζαντινός στόλος ήτο ισχυρός, όλα τα παράλια ήσαν ασφαλή, η πειρατεία είχε παταχθή, το εμπόριον δεν συνήντα δυσκολίας και οι Δυτικοί δεν εζήτουν και δεν απέκτων προνόμια, τα οποία εδόθησαν εις βάρος της Βυζαντινής οικονομίας.

Την αξίαν του στόλου των καλώς εγνώριζον οι Βυζαντινοί. Ο Νικηφόρος Φωκάς καυχόμενος έλεγε προς τον πρεσβευτήν του Γερμανού αυτοκράτορος: «εγώ είμαι ο κύριος της θαλάσσης».

Αληθές είναι ότι οι Βυζαντινοί παλαιότερον, την Ρωμαϊκήν ακολουθούντες παράδοσιν, σημαντικότερον εθεώρουν το πεζικόν, όταν όμως ήλθον εις σύγκρουσιν με τους Άραβας, τότε απέδωκαν την δέουσαν σημασίαν εις το ναυτικόν.
Όταν ομιλούμεν περί Βυζαντινού στόλου, πρέπει να τον διακρίνομεν εις τον εμπορευματικόν τα εμπορικά πλοία. όπως λέγομεν σήμερον, και τα οποία ως στρογγύλα χαρακτηρίζονται, δια το σχήμα, και τα βασιλικά πλώιμα, το πολεμικόν τουτέστι στόλον, παρά τον οποίον υπήρχε και ο επαρχιακός πολεμικός στόλος, το θεματικόν πλώιμον.

Η συγκρότησις αξιομάχου πολεμικού στόλου εις το Βυζάντιον δεν ανάγεται εις τους πρώτους αιώνας της αυτοκρατορίας. Η πρώτη αρχή δημιουργίας αυτού συμπίπτει κατά τα μέσα του πέμπτου μετά Χριστόν αιώνος, όταν ο Αυτοκράτωρ Λέων ο Θράξ εζήτησε ν’ απαλλαγή των ενοχλήσεων των Βανδήλων εις την Αφρικήν. Επί Ιουστινιανού ακόμη δεν υπήρχον τα αναγκαία πλοία δια να μεταβιβάσουν από της Δαλματίας εις την Ιταλίαν δέκα έως δώδεκα χιλιάδας άνδρας. Την ατέλειαν τότε του στόλου δεικνύει ότι ο Βελισσάριος, ίνα τα πλοία του μετέχοντος της εκστρατείας στόλου γνωρίζουν ποίαν πορείαν έπρεπε ν΄ ακολουθούν, διέταξε ν’ αποβλέπουν εις τρία προπλέοντα μεγάλα πλοία, των οποίων επέβαινεν αυτός μετά του επιτελείου του και τα οποία είχον, προς τον σκοπόν τούτον, βάψει κόκκινα τα ιστία των, να παρατηρούν δε κατά την νύκτα τα φανάρια, τα οποία ήναπτον εις την πρύμνην των τα τρία εκείνα καράβια.

Τα εις πολεμικάς επιχειρήσεις κατά την εποχήν του Ιουστινιανού χρησιμοποιούμενα πλοία δεν ήσαν κρατικά, αλλ’ ιδιωτικά πακτωνόμενα κατά τας ανάγκας, πράγμα το οποίον είχεν ως αποτέλεσμα την κατά τας ναυμαχίας απροθυμίαν αξιωματικών και πληρωμάτων.

Στόλος πολεμικός αξιόλογος συγκροτείται επί Βασιλείου Α’ του Μακεδόνος κατά τον δεύτερον ήμισυ του ενάτου αιώνος, συντελούσης προς ανάπτυξιν αυτού και της υπό των Αράβων κατοχής της Κρήτης.

Το βασιλικόν πολεμικόν πλοίον κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο ο δρόμων, το εύδρομων θα ελέγομεν σήμερον, η μετέπειτα fregata. Δρομώνων υπήρχον τότε διάφορα μεγέθη με δύο ή τρεις σειράς κωπών, τα διτσέρια και τριτσέρια λεγόμενα. Υπήρχον και δρόμωνες με μίαν μόνον σειρά κωπών, αι γαλέαι λεγόμεναι, οι οποίοι όμως δεν ελάμβανον μέρος εις τας ναυμαχίας. Προς τούτοις υπήρχον και ιδιαίτεροι τύποι πλοίων οι πάμφυλοι, μικρότεροι των δρομώνων, αλλά στερεώτεροι με εκατόν είκοσι έως εκατόν τεσσαράκοντας ερέτας.

Οι δρόμωνες, αναλόγως του μεγέθους των, είχον δύο ή τρεις ιστούς, ύψος ουχί μέγα και μήκος το οποίον εππίκοιλεν από τριάκοντα εξ μέχρι πεντήκοντα και πέντε μέτρων με πλάτος το πολύ πέντε έως έξ μέτρων.

Το πλήρωμα, αναλόγως του μεγέθους του δρόμωνος, ήτο εκατόν, διακοσίων ή το πολύ τριακοσίων ανδρών, εις τους οποίους δέον να προσθέσωμεν και τους ωπλισμένους στρατιώτας, οίτινες εχρησιμοποιούντο κατά τας από του συστάδην συμπλοκάς.

Εκ των ερετών του πολεμικού πλοίου, οι οποίοι έπρεπε να είναι και καλοί κολυμβηταί, οι μεν εύτολμοι, οπλισμένοι όντες, ετοποθετούντο εις την άνω ελασίαν, οι δε ολιγότερον εύτολμοι εις την κάτω. Ας προσθέσωμεν ότι τα πολεμικά πλοία έφερον κατά την πρύμνην εκατέρωθεν υψηλούς φανούς και δύο πλατείας κώπας, τους αυχένας λεγομένους, οίτινες, χειριζόμενοι υπό του «επί των αυχένων», ως δυκνείουσιν αι εικόνες, εχρησίμευον ως πηδάλιον μέχρι της κατά τον ΙΒ αιώνα χρησιμοποιήσεως του σημερινού πηδαλίου.

Επειδή δε τα πολεμικά πλοία, τα οποία ήσαν πάντοτε με διπλά πολεμικά όργανα εφωδιασμένα είχον ανάγκην ανεφοδιασμού και μεταγωγικών πλοίων, δια τούτο τον πολεμικόν στόλον συνόδευον και πλοία ιππαγωγά και σκευοφόρα.

Η καθέλκυσις ενός πολεμικού πλοίου εγίνετο απαγγελομένης υπό κληρικών ειδικής ευχής δια της οποίας, πλην άλλων, παρεκαλείτο το Θείον να συμπλεύση μετά των μελλόντων να επιβιώσι του πλοίου του αποστελλομένου κατά των πορθούντων την χώραν παρέχων πράους τους ανέμους και ακύμαντον την θάλασσαν.

Προκείμένου περί των αξιωματικών και υπαξιωματικών του Βυζαντινού πολεμικού πλοίου λέγομεν ότι ο ανώτατος διοικητής του στόλου ελέγετο στρατηγός των καραβησανών έχων υπό τας διαταγάς του δύο υποναυάρχους δρουγγαρίους των πλωϊμων καλουμένους. Κατά τους μεταγενεστέρους αιώνας οι ναύαρχοι ελέγοντο αμιράλιοι, κατά δε τους τελευταίους ο αρχηγός του στόλου μέγας δουξ.

Προς τούτοις, ως είπον, εις το πλοίον υπήρχεν ο επί των αυχένων, ο πηδαλιούχος δηλαδή, ο βιγλεοφόρος, ο παρατηρών από τας κεραίας, αν φαίνονται εχθρικά πλοία και εξακριβώνων τους ανέμους, ο κελευστής, ο δι’ επιφωνημάτων κανονίζων τον ρυθμόν και την κίνησιν των κωπών, ο των αρχαίων τριηραύλης, ο πρωτοκάραβος ο ιστάμενος εις το μέσον του πλοίου και προτρέπων τους ερέτας και ο κένταρχος, ο κυβερνήτης του πλοίου, του οποίου ο θάλαμος, κράββατος καλούμενος, ήτο κατά την πρύμνην όπου ετοποθετείτο και το εικονοστάσιον του πλοίου με τας εικόνας των προστατών των ναυτικών αγίων, παλαιότερον του αγίου Φωκά και έπειτα του αγίου Νικολάου.

Η ευλάβεια των αξιωματικών και πληρωμάτων εξεδηλούτο δια της τοποθετήσεως σταυρού επί της κορυφής των ιστίων και αγίων εικόνων εις διάφορα μέρη των ιστών και κεραίων.

Εννοείτε δ’ ότι οι αξιωματικοί έπρεπε να έχουν μετ’ επιστήμης πείραν των ναυτικών, να γνωρίζουν τους ανέμους, τα ρεύματα και τα άστρα, να είναι δ’ επαρκώς ησκημένοι μετέχοντες γυμνασίων. Κατά τα γυμνάσια αυτά εγίνοντο ασκήσεις ελιγμών πλοίων και αντιμετωπίσεως ομάδος εχθρικών πλοίων, εδιδάσκοντο δε αξιωματικοί και άνδρες πως έπρεπε να γίνεται κανονικώς μία απόβασις ή εις εμβολισμός ως και πως ευκόλως να αναγνωρίζονται τα διδόμενα σήματα.

Επικειμένου απόπλου του στόλου προς ναυμαχίαν, αφ’ ου εγίνοντο προηγουμένως δεήσεις και ηγιάζοντο αι σημαίαι, ο Βασιλεύς, αν επρόκειτο περί του εν τη βασιλευούση ναυλοχούντος στόλου, επεσκέπτετο τους μέλλοντας ν’ αποπλεύσουν και διάνεμε φιλοδωρήματα προς τους αξιωματικούς και τους ναύτας. Τότε ο ναύαρχος ελάμβανεν ενσφραγίστους διαταγάς, τας οποίας ώφειλε ν’ αποσφραγίσει εις το πέλαγος.

Ο προς συνάντησιν του εχθρού αποπλέων στόλος έπρεπε να λαμβάνη όλα τα μέτρα τα οποία θα τον προεφύλασσον από αιφνιδίας επιθέσεως. Προς τούτο εις εξ μιλίων απόστασιν από του κυρίου τμήματος προέπλεον εξ ταχύπλοα μονήρη πλοία, γαλέαι, εις αρκετήν απ’ αλλήλων απόστασιν. Τούτων τα δύο πρώτα μετέδιδον τας συγκεντρομένας πληροφορίας εις τα δύο επόμενα, τα οποία με την σειράν των τας ανακοίνουν εις τα δύο επόμενα και ταύτα εις την ανωτάτην ναυτικήν αρχήν.

Τα προς συνάντησιν του εχθρού διευθυνόμενα πλοία έπλεον εις κανονικήν απ’ αλλήλων απόστασιν, ίνα μη συγκρούωνται, προπλεόντων των βαρυτέρων πλοίων με επικεφαλής τον δρόμωνα του ναυάρχου, όστις υπερείχε κατά το μέγεθος, ήτο ταχύτατος και είχεν εκλεκτούς ναύτας.

byzantinos stolos 02

Ελαφρύς Δρόμων. Οι μελέτες βασίστηκαν στα σχέδια του Βρετανού καθηγητή John Morrison. Κατασκευή: Δημήτρης Μάρας. ΦΩΤΟ: ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΣΤΟΥΝΤΙΟ


Προ της ενάρξεως της ναυμαχίας εγίνετο επί του δρόμωνος του στολάρχου πολεμικόν συμβούλιον, όλοι δ’ οι αρχηγοί των μονάδων ήσαν υποχρεωμένοι ν’ αποβλέπουν εις τα από της ναυαρχίδος εκπεμπόμενα σήματα, τα οποία έπρεπεν ούτοι πολύ να προσέχουν, ίνα μη γίνωνται παρεξηγήσεις.

Εγίνοντο δε τα σήματα ή με σημαίας ή με παννία λευκά, κόκκινα ή πράσινα ή και με αναλαμπάς σπάθης.

Επίσης προ της ναυμαχίας ανεγιγνώσκοντο επιτίμια κατ’ εκείνων οίτινες δεν ήθελον εκπληρώσει το καθήκον των, ο δε ναύαρχος απηύθυνε προς τους αξιωματικούς και τους άνδρας διάγγελμα εκφαυλίζων τους αντιπάλους, επαινών τα ιδία και τονίζων ότι ο πόλεμος είναι υπέρ της πίστεως και του βασιλέως, υπέρ βωμών και εστιών και υπέρ σωτηρίας των γυναικών και των τέκνων των.

Η συμπλοκή προς τα εχθρικά πλοία ήρχιζεν από αποστάσεως διακοσίων έως τριακοσίων μέτρων. Όταν τα πλοία πολύ επλησίαζον, τότε εγίνοντο εμβολισμοί και εισπήδησις μετ’ αλαλαγμών των πληρωμάτων και των στρατιωτών εις το εχθρικόν πλοίον. Συγχρόνως από τα ξυλόκαστρα, τους πυργίσκους εις ύψος ανδρός, οίτινες ευρίσκοντο επί των ιστών των ημετέρων πλοίων, ερρίπτοντο υπό ησκημένων ανδρών βαρείς λίθοι ή τεμάχια μολύβδου, ίνα ούτω καταθραύωνται τα καταστρώματα των εχθρικών πλοίων, προς δε και άσβεστος, ίνα ο δια της εμβροχής καπνός ταράσση τους εχθρούς και εντός χυτρών όφεις, οι οποίοι, θραυομένων των πηλίνων δοχείων, διασκορπιζόμενοι ενέβαλλον εις ταραχήν και αναστάτωσιν τους αντιπάλους. Εν τω μεταξύ οι της κάτω ελασίας ερέται με τα λογχοδρέπανά των προσεπάθουν να τρυπήσουν τα πλευρά του εχθρικού πλοίου ή να κόψουν τας πόδας των εχθρικών ερετών.

Από του τέλους του εβδόμου αιώνος εννοείεται ότι εγίνετο και χρήσις του υγρού πυρός, το οποίον εξεσφενδονίζετο από αποστάσεως διακοσίων ή τριακοσίων μέτρων δια σωλήνων, τους οποίους εχειρίζοντο οι λεγόμενοι σιφωνάτορες. Κατά την ναυμαχίαν προς τούτοις εχρησιμοποιούντο και χειροσίφωνες, αι σημεριναί περίπου χειροβομβίδες, και είδος πολυβόλων, τα οποία εις μικρά χρονικά διαστήματα εξετόξευον μικρά βέλη τας καλουμένας, δια την σμικρότητά των, μυίας.

Όταν η ναυμαχία δεν εγίνετο παρά ξηράν, εις τρόπος ναυμαχίας ήτο ο λεγομένος πελαγολιμήν· ο Βυζαντινός δήλαδή στόλος παρετάσσετο εις σχήμα ημικυκλίου εν τω κέντρω του οποίου ετοποθετείτο ο δρόμων του ναυάρχου, ίνα ευκόλως εκατέρωθεν μεταβιβάζωνται αι διαταγαί.

Ο ναύαρχος, δια να κερδίση την νίκην, έπρεπε ού μόνον να γνωρίζη τον αριθμό των πλοίων του αντιπάλου στόλου, αλλά και δια κατασκόπων να πληροφορήται ό,τι αφορά εις αυτόν, να συνάπτη δε τη ναυμαχίαν όταν είχεν υπεροχήν απέναντι του εχθρού ή ήτο απόλυτος ανάγκη να προστατεύση το απειλούμενον Ρωμαϊκό έδαφος. Προς τούτοις συνιστάτο να ναυμαχή παρά εχθρικήν ξηράν, ώστε, ως λέγουν τα κείμενα, να καταξηλώνονται οι ναύται του εχθρού, εγκαταλείποντες δήλα δή τα πλοία των, ν’ αποβιβάζωνται εις την ξηράν και να τρέπωνται εις φυγήν. Έπρεπεν ακόμη, κατά τας περιστάσεις, να προσποιήται ότι υποχωρεί, αίφνης όμως να επιστρέφη και να επιτίθεται ή, συλλαμβάνων εχθρικά πλοία, να εμβιβάζη εις αυτά ιδικά του πληρώματα και τοιουτοτρόπως να πλησιάζη ως φίλος, δήθεν, τους αντιπάλους και να καταλαμβάνει τα πλοία των.

Μετά την ναυμαχίαν ο ναύαρχος εμοίραζε τα λάφυρα εις τους άνδρας του, απένεμεν επαίνους και τιμάς εις τους αριστεύσαντας, παρέθετε δε πλούσια γεύματα εις τους μετασχόντας της ναυμαχίας.

Πλειστάκις κατά την ακμήν της ναυτικής δυνάμεως της αυτοκρατορίας η νίκη έστεψε τους Βυζαντινούς στόλους, όσον όμως κατερχόμεθα προς τα κάτω και το μοιραίον τέλος επλησίαζεν, η δύναμις και αξία του στόλου εξησθένιζε. Και έλαβε μεν πρόνοιαν Μιχαήλ Η’, ο Παλαιολόγος περί του στόλου κατασκευάσας εκατόν πεντήκοντα μεγάλα πλοία, Ανδρόνικος όμως ο Β’ ο Παλαιολόγος φρονών ότι η δια των στόλον δαπάνη επιτρίβη το δημόσιον ταμείον, περιέκοψε τα δι’ αυτόν κονδύλια, τούθ’ όπερ, ως λέγει ο χρονογράφος, «εγένετο δυστυχημάτων αρχή και θεμέλιος άσειστος».

Κατά τους τελευταίους χρόνους της αυτοκρατορίας τα ολίγα πολεμικά πλοία δεν ήσαν ετοιμοπόλεμα, εξωπλίζοντο δε οσάκις παρουσιάζετο ανάγκη. Κατά την άλωσιν της βασιλίδος των πόλεων όπισθεν της αλύσεως του Κερατίου κόλπου υπήρχαν υπήρχον δέκα και τρία μόνον πολεμικά πλοία απέναντι τριακοσίων πολεμικών καραβίων τα οποία διέθετε το κράτος κατά τον ένατον αιώνα.

 

Πηγή: (Δημοσιεύτηκε στη «Ναυτική Επιθεώρηση»,έτος Λ Ε’, τόμος LX, τεύχος 247, σελ. 305, Νοε-Δεκ 1954. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»), Περί Αλός, Αβέρωφ

agia sofia 04


Ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ γεγονὸς κοσμοϊστορικῆς σημασίας ὑπῆρξε ἡ ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τὸ 324 νὰ ἱδρύσει μία νέα πρωτεύουσα ἀντὶ τῆς γερασμένης καὶ εἰδωλολατρικῆς Ρώμης. Ἡ προτίμηση γιὰ τὴ νέα πρωτεύουσα δόθηκε στὸ Βυζάντιο μὲ τὴν προνομιοῦχο γεωγραφικὴ θέση. Κτισμένη σὲ μία φυσικὰ ὀχυρὴ θέση, στὸ σταυροδρόμι δύο ἠπείρων, ἐκεῖ ὅπου σμίγει ἡ Εὐρώπη μὲ τὴν Ἀσία, στὸ πέρασμα τῶν μεγάλων χερσαίων καὶ θαλασσίων ὁδῶν, ἡ ἀρχαία ἀποικία τῶν Μεγαρέων ἀπὸ τὸ 660 π.Χ. γνώρισε μία ἐμπορικὴ ἄνθηση καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ πολιτικὸ ρόλο στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια. Ἡ ἰδέα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης, ὅπως λέγει ὁ Κωνσταντῖνος σὲ νόμο του, τοῦ ὑποβλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 324 πραγματοποιήθηκε ὁ «πολισμός», δηλ. ἡ πανάρχαια ρωμαϊκὴ τελετὴ τῆς ἱδρύσεως, καὶ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τῆς πόλης.

Ἡ Νέα  Ρώμη κληρονόμησε τὶς δύο ἰδιότητες τῆς παλαιᾶς, τὴν aeternitas καὶ τὴν renovatio, τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀνανέωση. Οἱ δύο αὐτὲς ἰδιότητες θὰ περάσουν ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα στὴν ἴδια τὴν αὐτοκρατορία, θὰ ἀποκτήσουν μυστικιστικὴ σημασία καὶ θὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της ὡς τὸ τέλος. Ἡ πόλη τοῦ Κωνσταντίνου κοσμήθηκε μὲ μεγαλόπρεπα οἰκοδομήματα, ἔργα τέχνης ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ μεταφέρθηκαν στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου. Σὲ λίγα χρόνια ἡ Κωνσταντινούπολη θὰ ξεπεράσει σὲ μέγεθος καὶ εὐδαιμονία κάθε ἄλλη πόλη, θὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς οἰκουμένης, ὁ «ὀμφαλὸς τῆς γῆς».

Ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὴν Ἀνατολὴ σήμαινε ἀλλαγὴ τοῦ πολιτικοῦ της προσανατολισμοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ τρόπου σκέψης καὶ ζωῆς. Ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης συμβολίζει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, τὸ συνταίριασμα τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας μὲ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ. Στὰ χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου ἀναγνωρίζεται ὁ χριστιανισμὸς ὡς ἰσότιμη θρησκεία μὲ τὶς ἄλλες, ἐνῷ στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο τὸν Μέγα ὡς ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα θὰ ἐκτοπίσει τὴν λατινικὴ ἀπὸ τὸν κρατικὸ μηχανισμό. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ τὸν 6ο αἰ. οἱ νόμοι συντάσσονται στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὸν 7ο αἰ. ἡ ἑλληνικὴ ἔχει ἐπικρατήσει ὡς ἡ κατεξοχὴν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ παιδεία στηρίχθηκε ἡ πνευματικὴ δημιουργία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτὴ ἔδωσε τὰ ἐκφραστικὰ μέσα, γιὰ νὰ ἀποδώσει ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία τὰ δικά της νοήματα καὶ τὶς δικές της ἀλήθειες.

Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 σημαδεύει τὸ τέλος τῆς αὐτοκρατορίας. Τὰ πολιτιστικὰ ὅμως ἐπιτεύγματα ἐπέζησαν καὶ τοὺς μετέπειτα αἰῶνες, ὄχι μόνο στὰ ἐδάφη τῆς πρώην αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς ποὺ εἶχαν δεχθεῖ βαθιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου.

Στὴν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική του διαδρομή, ἀπὸ τὸν 4ο ὣς τὸν 15ο αἰ., τὸ Βυζάντιο εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ποικιλώνυμους ἐχθροὺς τόσο στὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὰ εὐρωπαϊκὰ ἐδάφη. Οἱ μετακινήσεις λαῶν στὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ τὸν Καύκασο ἀναγκάζουν ἄλλους λαοὺς νὰ μετακινηθοῦν πρὸς τὰ δυτικά. Τὸν 3ο καὶ 4ο αἰ. γοτθικὰ καὶ οὐννικὰ φύλα περνοῦν ἐπανειλημμένα τὸ βόρειο σύνορό της αὐτοκρατορίας, τὸν Δούναβη, λεηλατοῦν καὶ καταστρέφουν τὴν ὕπαιθρο χώρα. Ἡ περίοδος ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὸν 7ο αἰ. χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ μόνιμη ἐγκατάσταση ξένων φύλων, κυρίως σλαβικῶν, στὴ Βαλκανικὴ καὶ τὴν ἵδρυση κρατικῶν μορφωμάτων ποὺ ἀποξενώνουν σιγὰ σιγὰ τὴ Βαλκανικὴ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Τὸν 7ο αἰ. οἱ Σλάβοι ἀρχίζουν νὰ ἐγκαθίστανται στὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. Πρόκειται γιὰ ἐγκατεσπαρμένους ἀγροτικοὺς οἰκισμοὺς σὲ περιοχὲς δύσβατες, κοντὰ σὲ κοιλάδες ποταμῶν καὶ ἕλη ποὺ ὀνομάζονται στὶς πηγὲς Σκλαβηνίαι. Σταδιακὰ οἱ σλαβικοὶ πληθυσμοὶ ἀποδυναμώνονται καὶ μὲ διάφορα μέτρα, στρατιωτικά, διοικητικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐνσωματώνονται στὴ βυζαντινὴ κοινωνία ἐξελληνίζονται καὶ ἀφομοιώνονται. Διαφορετικὴ ὅμως ἦταν ἡ τύχη τῶν σλαβικῶν φύλων ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μεταξὺ Δούναβη καὶ Αἵμου. Στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. περνᾶ τὸν Δούναβη ἕνας λαὸς τουρκικός, οἱ Βούλγαροι, ὑποτάσσουν τοὺς Σλάβους, τοὺς χρησιμοποιοῦν ὡς «συμμάχους» καὶ ἐπιχειροῦν ἐπιδρομὲς στὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. Τὸ 681 τοὺς ἀναγνωρίζεται ἡ μόνιμη ἐγκατάσταση στὴ ΒΑ Θράκη μεταξὺ Δούναβη, Αἵμου καὶ Εὔξεινου Πόντου. Ἀπὸ τότε οἱ Βούλγαροι θὰ ἀποβοῦν ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρός της αὐτοκρατορίας στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Μὲ τὸν καιρὸ οἱ Βούλγαροι θὰ καμφθοῦν ἀπὸ τὸν καταθλιπτικὸ ὄγκο τῶν Σλάβων. Ἡ συγχώνευση γίνεται βαθμιαῖα. Στὸ νέο κράτος οἱ Βούλγαροι ἔδωσαν τὸ κρατικὸ πλαίσιο, τὴν κρατικὴ ὀργάνωση καὶ οἱ Σλάβοι τὴ λαϊκὴ βάση καὶ τὴ γλῶσσα. Ἔτσι προέκυψε τὸ σλαβικὸ βουλγαρικὸ κράτος καὶ ἔθνος. Στὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλείου (610- 641) χρονολογεῖται ἡ κάθοδος καὶ ἄλλων σλαβικῶν φύλων, τῶν Σλοβένων, Κροατῶν καὶ Σέρβων, καὶ ἡ ἐγκατάστασή τους στὴ ΒΔ Βαλκανική. Σταθμὸς στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ γενικότερη ἐξέλιξη τῶν Σλάβων ὑπῆρξε ὁ ἐκχριστιανισμός τους καὶ ἡ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου τὸν 9ο αἰ. Τὸ 862/3 ὁ ἡγεμόνας Μ. Θεοδόσιος Βασίλειος ὁ Β΄ 77 τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας Ραστισλάβος ζήτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ Γ’ τὴν ἀποστολὴ Ἑλλήνων κληρικῶν, ποὺ νὰ διδάξουν τὸν χριστιανισμὸ στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ του.

Τὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο ἀνέλαβαν οἱ δύο Ἕλληνες ἀδελφοὶ Κωνσταντῖνος, γνωστὸς μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Κύριλλος ποὺ τὸ πῆρε λίγο πρὶν πεθάνει στὴ Ρώμη, καὶ ὁ Μεθόδιος. Γεννημένοι στὴ Θεσσαλονίκη, γιοὶ ἀνώτερου στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου, μὲ ἐξαίρετη ἑλληνικὴ παιδεία συνέχισαν τὶς σπουδές τους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἀναλάβει διπλωματικὴ ἀποστολὴ στοὺς Ἄραβες καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο στοὺς Χαζάρους, ὅπου ὑπῆρχε ὀργανωμένη ἰουδαϊκὴ καὶ μουσουλμανικὴ κοινότητα. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Βυζαντίου, ἐμπνευστὴς τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ὁ Πατριάρχης Φώτιος-ὁ μεγαλύτερος λόγιος του 9ου αἰ.- προέβλεπε τὴ διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ γλῶσσα τῶν νεοφωτίστων καὶ ὄχι στὴ λατινική, ὅπως συνήθιζε ὁ δυτικὸς κλῆρος.

palaiologos 01

Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος


Ἡ μεγαλύτερη ὅμως προσφορὰ τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἡ ἐφεύρεση τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου. Ὣς τότε οἱ Σλάβοι δὲν εἶχαν γραφή. Οἱ δύο ἀδελφοὶ μετέφρασαν τὴ Βίβλο καὶ ἄλλα λειτουργικὰ βιβλία στὴ σλαβική. Ἡ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου εἶχε ὡς συνέπεια τὴ διαμόρφωση τῆς πρώτης φιλολογικῆς σλαβικῆς γλώσσας, τῆς παλαιοσλαβικῆς, καὶ ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς σλαβικῆς φιλολογίας. Δικαιολογημένα λοιπὸν οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀποκαλοῦνται «ἀπόστολοι τῶν Σλάβων», καὶ ὄχι, ὅπως λένε πολλοί, διαστρεβλώνοντας τὴν ἀλήθεια «Σλάβοι ἀπόστολοι». Τὸ 864 ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων Βόρις γιὰ πολιτικοὺς κυρίως λόγους βαπτίζεται καὶ παίρνει τὸ ὄνομα τοῦ ἀναδόχου του αὐτοκράτορα Μιχαήλ. Ἀπὸ τότε στὸ πρωτόκολλο τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ἀποκαλεῖται «πνευματικὸν τέκνον» τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Βουλγάρων προχώρησε ταχύτατα χάρη στὴ δραστηριότητα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, ποὺ διωγμένοι ἀπὸ τὴ Μοραβία ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν Βόρι, δίδαξαν τὸ σλαβικὸ ἀλφάβητο καὶ συνέβαλαν στὸν ἐκσλαβισμὸ τῶν Βουλγάρων. Ὣς τότε, στὰ ἐπίσημα κείμενα τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους καὶ σὲ ἐπιγραφὲς λίθινες ποὺ ἐξιστοροῦσαν τὰ κατορθώματα τῶν ἡγεμόνων τους χρησιμοποιοῦνταν ἡ ἑλληνική. Οἱ Σέρβοι ἐκχριστιανίστηκαν γύρω στὸ 867-874 στὰ χρόνια του Βασιλείου Α’, καὶ στὴν Κροατικὴ Παννονία ἑδραιώθηκε ὁ χριστιανισμὸς τὴν ἴδια ἐποχή, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ ἐργάστηκε ἐκεῖ ὁ Μεθόδιος. Οἱ χριστιανικὲς βίβλοι ποὺ διέδωσε τὸ Βυζάντιο στοὺς διάφορους αὐτοὺς λαούς, διαδόθηκαν μεταφρασμένες στὴ γλῶσσα τους καὶ ἀποτέλεσαν τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐθνικῆς τους λογοτεχνίας. Δημιουργήθηκε ἔτσι ἕνα ἑνιαῖο ὑπόβαθρο τοῦ πολιτισμοῦ τῶν βαλκανικῶν λαῶν κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ὅπως παρατήρησε ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος F. Dolger.

Ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἐμφανὴς στὴν πολιτικὴ ἰδεολογία. Βούλγαροι καὶ Σέρβοι ἡγεμόνες ἀποδύονται σὲ αἱματηροὺς πολέμους γιὰ τὴν κατάκτηση ἐδαφῶν καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἕδρας τῆς αὐτοκρατορίας, αὐτοτιτλοφοροῦνται αὐτοκράτορες. Ἡ αὐλικὴ ἐθιμοτυπία, οἱ τίτλοι, ἡ γραμματεία στὴ Βουλγαρία καὶ τὴ Σερβία μιμοῦνται τὰ βυζαντινὰ πρότυπα. Ἡ διοίκηση εἶναι ὀργανωμένη ὅπως ἡ βυζαντινὴ, καὶ ἡ ὁρολογία ἔχει παραληφθεῖ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἰδιαίτερα εἶναι φανερὴ ἡ ἐπίδραση στὸν τομέα τοῦ δικαίου. Ἡ «Ἐκλογὴ» τῶν Ἰσαύρων μεταφράστηκε πιστὰ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ἐνῷ τὸ νομοθετικὸ ἔργο τοῦ Σέρβου Στέφανου Δουσὰν τὸν 14ο αἰ. ἔχει δεχτεῖ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ Δίκαιο σὲ ὁρισμένους τομεῖς.

Ἡ πολιτιστικὴ ἑνότητα τῶν βαλκανικῶν λαῶν καὶ ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου εἶναι πιὸ ἔκδηλη στὸν τομέα τῆς φιλολογικῆς παραγωγῆς. Ἡ σλαβικὴ μεσαιωνικὴ φιλολογία ἀποτελεῖται σχεδὸν ἀπὸ μεταφράσεις καὶ ἐπεξεργασίες βυζαντινῶν ἔργων. Μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἀλλὰ καὶ προσωπικὲς ἐπεξεργασίες βυζαντινῶν ἔργων ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους διασκευαστὲς εἶναι τὰ δημιουργήματα τῆς τελευταίας ἄνθησης τῆς βουλγαρικῆς φιλολογίας τὸ δεύτερο μισό τοῦ 14ου αἰ. ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Τερνόβου Εὐθύμιο καὶ τῆς σχολῆς του. Διὰ μέσου αὐτῶν ἔγιναν  γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους σλαβικοὺς λαοὺς καὶ κυρίως στοὺς Ρώσους τὰ ἀντίστοιχα βυζαντινὰ ἔργα. Μυθιστορήματα καὶ ἄλλα λαϊκὰ ἀναγνώσματα, βίοι ἁγίων, βροντολόγια, ὀνειροκρίτες, σεισμολόγια κ.ἄ. εἶχαν εὐρεία διάδοση.

Ὁ μεγαλύτερος παράγοντας τῆς βυζαντινῆς ἀκτινοβολίας ὑπῆρξε ὁ μοναχισμός. Βαθιὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν βυζαντινό, ὁ σλαβικὸς μοναχισμὸς εἶναι γεμᾶτος μυστικισμό. Στὸ τέλος τοῦ 12ου αἰ. μονάζει στὴ μονὴ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ γιὸς τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Σάββας καὶ λίγο ἀργότερα καὶ ὁ πατέρας του Στέφανος Νεμάνια μονάζει μὲ τὸ ὄνομα Συμεών. Ἱδρύουν τὸ σερβικὸ μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου. Ἰδιαίτερα ἔντονη εἶναι ἡ βυζαντινὴ ἐπίδραση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ ζωγραφική, τὴν ὁποία ἀσκοῦν κυρίως ἐπιφανεῖς Ἔλληνες ζωγράφοι.

Τέλη τοῦ 13ου καὶ τὸν 14ο αἰ. παράλληλα μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Θεσσαλονίκη ἀποτελεῖ ἕνα δυναμικὸ καλλιτεχνικὸ κέντρο, μὲ τέσσερα ἢ πέντε τουλάχιστον σύγχρονα ἐργαστήρια μὲ ἐπώνυμους καλλιτέχνες. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς τέχνης ἐκδηλώνεται τόσο μὲ τὴν μετακίνηση τῶν καλλιτεχνῶν ὅσο καὶ μὲ τὴ μεταφορὰ κινητῶν ἔργων στὶς ἀκμαιότερες χῶρες ποὺ γειτόνευαν μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ τὰ πνευματικὰ δημιουργήματα τῶν σλαβικῶν λαῶν ἔχουν τὶς ρίζες τοὺς ἄμεσες ἢ ἔμμεσες στὸ Βυζάντιο, οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ δημιούργησαν καὶ πρωτοτύπησαν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ. Τὸ Βυζάντιο λοιπὸν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τόσο γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, καθὼς διέσωσε τοὺς πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς θησαυροὺς τῆς ἀρχαιότητας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ χριστιανισμοῦ ἀνέπτυξε νέα πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματα, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Νοτιανατολικῆς Εὐρώπης καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου τοὺς εἰσήγαγε στὴ χορεία τῶν πολιτισμένων λαῶν καὶ ἄσκησε βαθιὰ ἐπίδραση σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ βίου τους. Ὑπῆρξε τὸ πρότυπο γιὰ τὴν κρατικὴ καὶ ἐκκλησιαστική τους ὀργάνωση, τοὺς ἔδωσε τὰ μέσα ἔκφρασης. Ἡ βυζαντινὴ κληρονομία μαζὶ μὲ τὶς πρωτότυπες δημιουργίες τῶν λαῶν αὐτῶν συνέβαλε στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἰδιομορφία τους ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη.

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

manoyhl palaiologos b 01


Όταν γίνεται αναφορά στις σχέσεις του Οθωμανικού Εμιράτου και της Ρωμανίας κατά τον14ο και 15ο αιώνα, συνήθως μνημονεύεται ότι το Ισλάμ ήταν ένας πολιτικός παρά ένας θρησκευτικός εχθρός1, αν και μεταξύ αυτών των δύο εννοιών η διαφορά είναι δυσδιάκριτη.Αρκεί η υπενθύμιση ότι ο καινούριος εκλεκτός λαός, ο ρωμαϊκός λαός, ανήκει σε μια οικουμενική αυτοκρατορία υπό έναν οικουμενικό αυτοκράτορα και διαφέρει όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους Λατίνους, λόγω της χριστιανικής ορθοδοξίας και της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η ενίσχυση της διπλής αυτής ταυτότητας ήταν συνέπεια δύο θεμελιωδών γεγονότων, του Σχίσματος του 1054 και της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους λατίνους μετά την Δ΄ Σταυροφορία, και έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την τελευταία περίοδο. Η αβεβαιότητα του μέλλοντος έκανε πολλούς βυζαντινούς διανοούμενους να στραφούν στην ελληνική αρχαιότητα, να ανακηρυχτούν συνεχιστές της και ταυτόχρονα να απαιτήσουν να διαδραματίσει η Πόλη το ρόλο της «Νέας Ρώμης», σε αντιπαράθεση προς την «Παλιά Αιώνια Πόλη», αντίφαση που αποτελεί τη βάση του νεοελληνικού εθνικισμού και της ιδέας της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης2.

Η προσέγγιση, από πλευράς χριστιανών, των απόψεων του Ισλάμ δεν ευσταθεί ως πραγματικότητα. Δεν είναι η πρώτη φορά που θίγεται το θέμα της συγκεκριμένης θρησκείας που παρουσιάζει στο έργο του ο Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος (1391-1425). Πριν από μια δεκαετία και πλέον, ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγέλου επικεντρώθηκε στην ιδέα του κοινού δικαιώματος στον Παράδεισο χριστιανών και μουσουλμάνων3. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί και υπάρχει η δυνατότητα διαφόρων προσεγγίσεών του.

Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται σε δύο χρονολογίες, οι οποίες θεωρούνται κλειδιά στις σχέσεις Ρωμανίας και τούρκων, και στην ιδέα που επικρατούσε μεταξύ των Ρωμαίων-Βυζαντινών για τους Τούρκους κατά τον χειμώνα του 1391-1392 και το φθινόπωρο του 1396. Η πρώτη χρονολογία συμπίπτει με την συμμετοχή του Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου στην εκστρατεία που πραγματοποίησε ο Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός (1389-1403) στην Μικρά Ασία ως ανταμοιβή για την «ουδετερότητα» του εμίρη κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Ιωάννη Ζ΄ εναντίον του παππού του Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και του θείου του Μανουήλ Β΄4, και η δεύτερη συμπίπτει με την ήττα που υπέστησαν οι σταυρόφοροι του Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας στην Νικόπολη, στις 25 Σεπτεμβρίου 1396. Έχει επιλεγεί αυτή η περίοδος δεδομένης της κατάστασης υποτέλειας της Ρωμανίας σε σχέση με το οθωμανικό εμιράτο, που σημάδεψε την πολιτική γραμμή των ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Οι πηγές στις οποίες αναζητήθηκαν στοιχεία για την τεκμηρίωση της επιλεγείσας οπτικής γωνίας κατατάσσονται σε δύο μεγάλα σύνολα. Το πρώτο είναι, φυσικά, εκείνο που περιέχει τα έργα του αυτοκράτορα, ειδικότερα, τους 26 Διάλογους με έναν Πέρση5, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1391-1392, σε αττικίζουσα γλώσσα, γεγονός που επιβεβαιώνει τον ελληνίζοντα χαρακτήρα της ρωμαϊκής κουλτούρας, με την συχνότατη χρήση αρχαϊσμών. Οι συγκεκριμένοι Διάλογοι αποτελούν ένα ακόμη δείγμα της έντονης πολεμικής κατά του Ισλάμ, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αιώνα, και της οποίας, όπως καταφαίνεται στο έργο του, από τους πρώτους υποστηρικτές ήταν ο Ιωάννης Δαμασκηνός6.

Οι περιστάσεις που σχετίζονται με την συγγραφή των έργων των δύο προσωπικοτήτων, αν και με διαφορά αιώνων, είναι παρόμοιες. Είναι οι περίοδοι που η ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα απειλείται από τις δυνάμεις του Ισλάμ, δηλαδή, των αράβων τον 7ο και 8ο αιώνα, και των τούρκων τον 14ο και 15ο αιώνα. Ωστόσο, η διαχείριση των διαφορών μεταξύ του Ισλάμ και του Χριστιανισμού ποικίλουν από τη μία εποχή στην άλλη, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η προσέγγιση που επιχειρούμε, βασίζεται στην ερμηνεία κυρίως των ιδεών που παρουσιάζονται στους διάλογους σχετικά με την αιτία των νικών των τούρκων και με τον Ιερό Πόλεμο και το ισλαμικό ήθος.

Οι Διάλογοι δεν κατανοούνται χωρίς τις Επιστολές7 που ο Μανουήλ Παλαιολόγος απηύθυνε σε πολλές προσωπικότητες της αυτοκρατίας. Οι πιο σημαντικές επιστολές ίσως είναι εκείνες που έγραψε στον δάσκαλό του Δημήτριο Κυδώνη († 1397), o οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή της δυτικής παδείας στην Κωνσταντινούπολη με τη μετάφραση του έργου Summa Teologica του Θωμά Ακινάτη. Επίσης ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των υπερασπιστών της ένωσης των Εκκλησιών, που προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό μετά την εξορία του στην Ιταλία. Η επιρροή του στην ανανέωση της αντι-ισλαμικής πολεμικής οφείλεται στη μετάφραση στα ελληνικά του Improbatio Alcorani του Riccoldo de Monte Croce8. Οι Επιστολές μας φέρνουν αντιμέτωπους με την προσωπικότητα, με τις δοκιμασίες των καιρών που βίωσε και με την προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον Μανουήλ Β´. Για τον λόγο αυτό θεωρούνται ως μία από τις πλέον αξιόπιστες πηγές, όχι μόνο για τη γνώση της πολιτικής ατμόσφαιρας της Ρωμανίας, αλλά και για την ψυχολογία της προσωπικότητας που μας απασχολεί.

Το δεύτερο σύνολο πηγών αποτελείται από τα χρονικά. Δεν πρόκειται για καινοτομία, αν αναφερθεί ότι μετά την Ιστορία του Ιωάννη Καντακουζηνού (1347-1354), που περιλαμβάνει μέχρι και το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, υπάρχει έλλειψη αξιόπιστων πηγών που αναφέρονται στα γεγονότα του τελευταίου αιώνα της Ρωμανίας9. Πρέπει να βασιστούμε στις πληροφορίες που παρέχονται από συγγραφείς που έγραψαν το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, όταν η Πόλη είχε πέσει ήδη στα χέρια των τούρκων. Οι σημαντικότεροι ιστορικοί αυτής της περιόδου είναι τρεις: ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και ο Γεώργιος Σφραντζής, στους οποίους θα πρέπει να προστεθεί ο Ανώνυμος, ο οποίος τον 17ο αιώνα συνέγραψε την Historia Imperatorum Turcorum που συμπεριλαμβάνεται στο CodexBarberini 111. Η περίοδος από το 1355/1356, όταν ο Ιωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός αφοσιώθηκε στo μοναστικό βίο, και το 1425, έτος του θανάτου του Μανουήλ Β´, είναι από τις πλέον σκοτεινές, και πιθανές γνώσεις αυτής της περιόδου βασίζονται σε μεταγενέστερες μαρτυρίες, που σε πολλές περιπτώσεις προκαλούν σύγχυση. Για το λόγο αυτό, η πιστότερη πηγή των γεγονότων των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Μανουήλ Β´ είναι η Ιστορία 10 του Δούκα, η οποία συμβάλλει επίσης στην καλύτερη κατανόηση των Διαλόγων και τωνΕπιστολών. Σημαντική είναι η συνεισφορά του Codex Barberini 111 ο οποίος περιλαμβάνει επεξεργασμένη την Ιστορία του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη11, ενώ το αποδιδόμενο στον Γεώργιο Σφραντζή Χρονικό, πιθανότατα πρόκειται για επεξεργασμένη απόδοσή του από τον Μακάριο Μελισσηνό κατά τον 16ο αιώνα, με συνέπεια για την συγκεκριμένη περίοδο το Βραχύ Χρονικό να θεωρείται σημαντικότερη και πλέον αξιόπιστη πηγή σε σχέση με το Χρονικό 12.

Ένα από τα σημεία στα οποία βασίζεται η πολεμική κατά του ισλάμ, είναι εκείνη που το παρουσιάζει ως θρησκεία που επεκτείνεται μέσω της βιαιότητας13. Υπό αυτήν την έννοια είναι σημαντικό να εξεταστεί η Οθωμανική επέκταση, ως ένας ιερός πόλεμος, το Τζιχάντ, που πραγματοποιήθηκε από τους ghuzât, (ενικ. ghâzî), δηλαδή, εκείνους που πολεμούν εναντίον αιρετικών και απίστων, τίτλο που κατείχαν οι πρώτοι εμίρηδες, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ως όργανα του Θεού και του Προφήτη του για την εξάπλωση της αληθινής πίστης14. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι έγραψε υποκινουμένος από τα στερεότυπα που επικρατούσαν περί του μουσουλμανικού φανατισμού. Όπως αναφέρθηκε πριν, ο αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να πολεμήσει με τον Βαγιαζήτ κατά την διάρκεια της εκστρατείας του στην Μικρά Ασία εναντίον των σκυθών –μη τουρκικά φύλα15– και υπήρξε μάρτυρας της σκληρότητας και βαναυσότητας του Οθωμανικού στρατού, γεγονός που περιγράφει σε μια επιστολή του προς τον Κυδώνη τον χειμώνα του 1391. Δεν υπάρχει έλεος για κανέναν και όλα είναι δικαιολογημένα από τις θρησκευτικές αρχές της μαυλάνας16. Είναι η εκδίκησή τους για τα δεινά που υπέφεραν οι τούρκοι μουσουλμάνοι στα χέρια των χριστιανών17. Ο δε Δούκας περιγράφει τον οθωμανό εμίρη ως έναν τύπο βαθιά αντιχριστιανό: «[…] και φανατικό οπαδό του Μωάμεθ, του οποίου τις εντολές ακολουθούσε μέχρι του σημείου να ξενυχτά μηχανορραφώντας εναντίον του πνευματικού ποιμνίου του Χριστού»18.

Η συμμετοχή του Μανουήλ Β΄ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τούρκου εμίρη έγινε αιτία να αμφισβητηθεί παρά να θεωρηθεί προστάτης της Ορθοδοξίας, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη στάση του πρίγκιπα Βασιλείου Α΄ της Μόσχας (1389-1425) προς την αυτοκρατορική εξουσία. Δεδομένου επίσης ότι η απάντηση στην «επίθεση» του μοσχοβίτη δόθηκε από τον Πατριάρχη Αντώνιο και όχι από τον αυτοκράτορα, αποδεικνύει καθαρά την αναγνώριση και το κύρος που απολάμβανε μόνον ο εκκλησιαστικός θεσμός. Εν ολίγοις, ήταν το Πατριαρχείο που έσωσε –προς στιγμήν– την αυτοκρατορία από την κατάρρευση19.

Το πέρασμα των στρατευμάτων του Βαγιαζήτ από τη Μικρά Ασία περιγράφεται, στην ίδια επιστολή, ως ένα είδος ταξιδιού στην «καρδιά του σκότους», που ως μοναδικό στόχο είχε την καλλιέργεια τρόμου στους αντιπάλους και στους πιθανούς συμμάχους, και την αποτροπή από κάθε προσπάθεια προδοσίας20. Στον Διάλογο γίνεται αναφορά στην δυνατότητα επιλογής ενός εκ των τριών όρων που έδινε ο ισλαμικός στρατός στους κατακτημένους λαούς: τον προσηλυτισμό στο Ισλάμ, την αποδοχή του dhimma ή την εξολόθρευση. Το τελευταίο ο Μανουήλ το θεωρεί παράλογο, δεδομένου ότι ο Θεός των χριστιανών δεν ευχαριστείται με το αίμα21. Η βαναυσότητα του Θεού των ισλαμιστών που απαιτεί το αίμα ως φόρο τιμής, είναι αντίθετη προς την καλοσύνη του Θεού των χριστιανών. Ένας τρόπος να αναγνωρισθεί η ανωτερότητα του Χριστιανισμού απέναντι στο Ισλάμ είναι η σύγκριση του πολιτισμού της Ρωμανίας με την βαρβαρότητα των οθωμανών. Η βαρβαρότητα των τούρκων είναι παρούσα και στην αχαλίνωτη λαγνεία τους που φτάνει μέχρι την ομοφυλοφιλία και την ζωοφιλία, αλλά και στις παρά φύσιν σχέσεις με γυναίκες. Εκτός της βαναυσότητας της φύσης τους οι χρονικογράφοι τους αποδίδουν και λίγη ευαισθησία, όχι όμως εξαιρούμενη από το στίγμα του «ρατσισμού» –αν θα μπορούσε να λεχθεί αυτό–, την οποία εκφράζουν με το θαυμασμό τους προς την ομορφιά των ελληνίδων και ιταλίδων, η οποία δεν συγκρινόταν με αυτήν των γυναικών της Τουρκίας, τις οποίες και απεχθάνονταν22.

Η ιδέα του Μανουήλ περί της θεότητας δεν είναι εκείνη ενός εκδικητικού, αλλά ενός φιλάνθρωπου Θεού, που αγαπάει την ανθρωπότητα και την παραδειγματίζει με την διδασκαλία των Ευαγγελίων και με την επανάληψη της συγγνώμης μέχρι 70 φορές επί 723, όπως γράφει ο Ματθαίος24. Είναι μια ιδέα που απέχει από αυτήν του μεσαίωνα και προσεγγίζει την έννοια «Θεός», με τον ίδιο τρόπο που την προσέγγισαν μεταγενέστερες προσωπικότητες, όπως ο Έρασμος του Ρότερνταμ, αλλά και το ανθρωπιστικό ρεύμα της εποχής του, που τόσα οφείλει στους ρωμαίους της Ανατολής.. Ωστόσο, η ιδέα του εκδικητικού Θεού, χαρακτηριστική στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν αυτή που πίστεψε η πλειοψηφία του πληθυσμού. Για πολλούς, η κατάσταση που βίωναν προήλθε εξ αιτίας των αμαρτιών των ρωμαίων, ειδικότερα της δυναστείας των Παλαιολόγων, όπως τονίζει ο Δούκας25. Από την άλλη, οι τούρκοι δεν ήταν άμοιροι αυτής της ιδέας, όπως αναφέρει ο ρωμαίος ιστορικός και αποδείχτηκε από την ήττα του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στην μάχη της Άγκυρας το 140226.

Η ήττα των σταυροφόρων στην Νικόπολη προκαλεί την αλλαγή της συμπεριφοράς του Μανουήλ Β´27, που καταφαίνεται στην ερώτηση που απευθύνει στον δάσκαλο του σε μία από τις επιστολές του, όταν ο τελευταίος βρίσκεται ήδη στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1396: «Είναι αυτό έργο της κακής τύχης ή του Θεού, ο οποίος τα ορίζει όλα για το καλύτερο;»28. Η έναρξη της σταυροφορίας ήταν ανακούφιση για τους ρωμαίους, μια στιγμή ελπίδας που όμως έληξε με καταστροφή. Η αποστολή στρατού από τον Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας θεωρήθηκε ως η αρχή της διάσωσης «των χριστιανών από τη δουλεία» και από τη διαρκή πολιορκία των «ασεβών» εναντίον της «κληρονομιάς» των δίκαιων και πιστών ρωμαίων29. Αυτή την γραμμή της ιερής αυτοκρατορίας ακολουθεί ο Μανουήλ όταν εκφράζεται μέσω του δεύτερου ψαλμού του Δαβίδ30. Η απατηλή δόξα του οθωμανικού εμιράτου έπρεπε να καταστραφεί από το σιδηρούν ραβδί που ο Πατέρας θα παρέδιδε στον Υιό για την τιμωρία των βλασφήμων. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Μανουήλ Β´ στους τούρκους, ο οποίος με την χρήση καθαρά θρησκευτικών όρων προσπαθεί να καταδείξει την ταυτότητα του αντιπάλου μέσω της πίστης του, που είναι αντίθετη προς εκείνην των ρωμαίων, και να τονίσει τον ιερό χαρακτήρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επομένως, είναι αδιανόητος ο διαχωρισμός του πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα της αντιπαλότητας μεταξύ της Ρωμανίας και των οθωμανών.

Όμως, εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο τους Ρωμαίους είναι η ταχύτατη εδαφική εξάπλωση των τούρκων, αναμφίβολο θείο σημάδι. Και είναι πολύ σημαντικό το ότι ο Μανουήλ λαμβάνει υπ’ όψιν του το ότι οι τούρκοι είναι απλοί άνθρωποι και, κατά συνέπεια, είναι υποχρεωμένοι να αντικρούσουν την τρέλα, στην οποία έχουν περιπέσει εξ αιτίας της λανθασμένης διδασκαλίας του Μωάμεθ, τον οποίον ονομάζει «στρατηγό και μαθητή του Σατανά»31. Εν τούτοις, αν και μπορεί να φανεί περίεργο, ούτε σε αυτή την επιστολή ούτε στους Διάλογους χρησιμοποιεί την ζωή του Προφήτη, ως βάση των επιθέσεών του κατά της ισλαμικής πίστης, αλλά περιορίζεται να δηλώσει ότι ο Μωάμεθ έκανε κακή αντιγραφή του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού32.

Είναι πολλοί αυτοί που, προ της επέλασης των τουρκικών στρατευμάτων, παραδίδονται και δεν προστατεύουν την θρησκεία τους από τις επιθέσεις που υφίσταται33. Ο Μανουήλ επικαλείται την (αντί)δραση, επειδή είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Θεός τους βοηθάει εναντίον των βαρβάρων, οι οποίοι ακολουθούν έναν Προφήτη με προσωπείο της αλήθειας, πίσω από την οποία κρύβεται το ψέμα. Τον 14ο αιώνα στο πρόσωπο του Μωάμεθ βλέπουν ακόμη τον Αντίχριστο, τον οποίον πρέπει να πολεμήσουν, επειδή δεν υπάρχει κανείς ο οποίος προστατεύει με λογικό τρόπο το Ισλάμ.

Η συμπεριφορά των χριστιανών ηγεμόνων, τόσο των ρωμαίων όσο και αυτών των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών, κατά την περίοδο αυτή είναι υποτακτική απέναντι στον Βαγιαζήτ. Ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η στάση τους στη μάχη του Κόσοβο (15 Ιουνίου 1389), κατά τη διάρκεια της οποίας ο τούρκος με τη βοήθειά τους, δεδομένου ότι ήταν υποτελείς του, κατέστρεψε τη Βοσνία, την Αλβανία και την Ήπειρο. Οι μόνοι οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην εν λόγω εκστρατεία ήταν ο Μανουήλ και ο ανηψιός του Ιωάννης, γιος του Ανδρόνικου34.

Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση που καταγράφεται από δύο χρονικογράφους, τον Χαλκοκονδύλη και τον ανώνυμο «συνεχιστή» του του 17ου αιώνα. Παραλείποντας τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες που δίνονται κι από τους δύο, ο ουσιαστικός πυρήνας είναι μία ευγενής χήρα, η οποία διοικεί μια περιοχή, ερωτεύεται έναν κληρικό, αλλά όταν εμφανίζονται οι τούρκοι, δεν διστάζει να προχωρήσει σε γάμο η ίδια με τον εμίρη και η κόρη της με έναν ευγενή35. Δεν υπάρχει κάποιο είδος τιμωρίας για τους γάμους που συνάπτουν οι χριστιανοί ηγεμόνες, οι οποίοι, μάλιστα, δεν έχουν κώλυμα να παραδώσουν τις κόρες ή τις αδελφές τους στους τούρκους διοικούντες. Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτή του βούλγαρου ηγεμόνα Ιβάν Σισμάν (1371-1393), ο οποίος έδωσε μία από τις κόρες του στον εμίρη Μουράτ Α΄36, αλλά και αυτή του Ιωάννη Καντακουζηνού η κόρη του οποίου συνήψε γάμο με τον Ορχάν. Συμπεραίνεται σαφέστατα ότι χριστιανοί ηγεμόνες μέσω των γαμήλιων συμμαχιών προσπαθούσαν να διασώσουν τη δική τους εξουσία.

Τόσο η απειλή εκ Δύσεως, όσο και η προέλαση των τούρκων ενδυνάμωσαν τη λατρεία του λαού προς τα κειμήλια, γεγονός αισθητό από την αρχή της εξουσίας της δυναστείας των Παλαιολόγων37. Η στάση αυτή προβλημάτισε τον Μανουήλ Β΄, όπως φαίνεται στην επιστολή την οποία απέστειλε στον Καβάσιλα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης (1383-1387), και στην οποία αναφέρει ότι δεν πρέπει να ελπίζουν να συμβούν καταπληκτικά γεγονότα, όπως αυτά που περιγράφονται στα βιβλία της Ιστορία 38. Ωστόσο, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αυτό που καλείται «διπλωματία των κειμηλίων», για να κερδίσει την στήριξη των δυτικών δυνάμεων, και σε μεγάλο βαθμό της Vera Cruz39. Ήταν ένας τρόπος να ενισχύσει τους κοινούς δεσμούς μεταξύ των χριστιανών απέναντι στην τουρκική απειλή, δεδομένου ότι τα κειμήλια θεωρούνταν όργανα που επιβεβαίωναν την επικοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Ο Μανουήλ Β´ παρουσίασε ήδη στους Διάλογους του 1391-1392 τον ισλαμισμό ως μια πραγματιστική πίστη, συνυφασμένη με την ύλη, σε αντίθεση με την πνευματικότητα του Χριστιανισμού 40 . Σύμφωνα με την τριμερή διαίρεση της ανθρωπότητας που κάνει ο αυτοκράτορας, οι μουσουλμάνοι κατατάσσονται στην τρίτη κατηγορία, εκείνη των αμαρτωλών, στους οποίους δεν υπάρχει τίποτα καλό, αφού είναι αντίθετοι προς τις ανώτερες εντολές του Χριστιανισμού41 και κατά συνέπεια δεν θεωρούνται αληθινοί πιστοί. Μάλιστα, ο αυτοκράτορας καθιστά σαφείς τις ομοιότητες μεταξύ του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού, ενθυμίζοντας εντολές που ο Χριστός κατήργησε, όπως η ανταπόδοση ή Νόμος των αντιποίνων42. Παρουσιάζει το ισλάμ ως μία κανούρια θρησκεία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντιγραφή μιας παλαιότερης, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ιδεών: αν η ισλαμική θρησκεία είναι παρόμοια με την ιουδαϊκή κι αν ο Μωάμεθ αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Ευαγγελίου επί της Πεντατεύχου, τότε ο Χριστιανισμός είναι ανώτερος του Ισλάμ43.

Συνεπώς, το ισλάμ και οι τούρκοι, και η σύγκρουσή τους με την Ρωμανία είναι ταυτόχρονα πολιτική και θρησκευτική υπόθεση, σημαδεμένη από τα ιστορικά γεγονότα του τέλους του 14ου αιώνα, κατάσταση που θα άλλαζε ελαφρώς κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα. Αν και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ αναγνωρίζει ότι οι αντίπαλοι διαθέτουν μια σχετική παιδεία, πρόκειται για την αιώνια μάχη μεταξύ της βαρβαρότητας και του πολιτισμού, και τονίζοντας το χαρακτηριστικό του ρωμαϊκού λαού, ως εκλεκτός λαός του Θεού, δεν γίνεται προσπάθεια να μεταπεισθεί ο εχθρός, αλλά να επαναπροσδιοριστεί η στάση των ίδιων των ρωμαίων για την αντιμετώπιση των τούρκων που κάθε φορά γινόταν πιο περίπλοκη λόγω της απομόνωσης στην οποία βρισκόταν η Ρωμανία.

 

Βιβλιογραφία

Αθάνασιος Αγγέλου: «Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος και το Ισλάμ». Στο: Λόγια και Δημώδης
Γραμματεία του Ελληνικού Μεσαίωνα, Αφιέρωμα στον Εύδοξο Θ. Τσολάκη. Πρακτικά Θ΄ Επιστημονικής Συνάντησης (11/13 Μαΐου 2000), Θεσσαλονίκη 2003: 211-222.
Ahrweiler, Hélène: L’idéologie politique de l’Empire byzantine, Paris 1975.
Bádenas de la Peña, Pedro: «La percepción del Islam en Bizancio durante el siglo XIV». Στο: Επιεικεια. Homenaje al profesor Jesús Lens Tuero, Granada 2000: 27-35.
Barker, John W.: Manuel II Palaelogus (1391-1425): A Study in Late Byzantine Statesmanship, New Brunswick-New Jersey 1969.
Χαλκοκονδύλης, Λαόνικος: Άποδείξεις Ἱστοριῶν, ed. Migne, Patrologia Graeca, vol. 159, cols. 13-556.
Cirac Estopañán, Sebastián: Bizancio y España. La Unión, Manuel II Paleólogo y sus recuerdos en España, Barcelona 1957.
Dennis G. T. (επιμ. και μετάφρ.): The Letters of Manuel II Palaeologus, Washington 1977.
Δούκας: Ιστορία. Μετάφρ. Francisco J. Ortolá Salas & Fernando Alconchel Pérez, Ducas, Historia turco-bizantina, Madrid 2006.
Khoury, Théodore: Manuel II Paléologue, Entretiens avec un Musulman. 7e Controverse.
Introduction, texte critique, traduction et notes par Th. Khoury, Paris 1966.
Margoliouth, D. S.: «Mawlawiyya», Encyclopedia of Islam, 2nd edition, vol. 6, Leiden-London, 1991: 883-888.
Martínez Carrasco, Carlos: «La visión del Islam en la obra de Juan Damasceno». Byzantion Nea-Hellas 34 (2015) (στον τύπο).
Mélikoff, I.: «Ghâzî», Encyclopedia of Islam, 2nd edition, vol. 2, Leiden-London 1991: 1043-1045.
Ostrogorsky, Georg: Historia del Estado bizantino, Madrid 1985.
Philippides, Marios (μετάφρ.): Byzantium, Europe and the Early Ottoman Sultans, 1373-1513.
An Anonymous Greek Chronicle of the Seventieth Century (Codex Barberinus Graecus 111), New York 1990.
Shepard, Jonathan: «Imperial Constantinople: Rehes, Palaiologan Emperors and the Resilience of the exemplar Centre». Στο: Jonathan Harris, Catherine Holmes and Eugenia Russel, Byzantines, Latins and Turks in the Eastern Mediterranean world after 1150, Oxford 2012: 61-92.
Trapp, Erich (επιμ.): Manuel II Palaiologus, Dialoge mit einem «Perser», Viena 1966.

 

Ο Carlos Martínez Carrasco είναι υπότροφος έρευνας του Εθνικού Προγράμματος “Formación del Profesorado Universitario (F.P.U.)” του Υπουργείου Παιδείας της Ισπανίας, ενταγμένος στο Τμήμα Μεσαιωνικής Ιστορίας και Επιστημών και Τεχνικών της Ιστοριογραφίας του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, και υποψήφιος διδάκτορας του ίδιου τμήματος. Επίσης είναι συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα.

 

Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

byzantio 811 01


Το 681 το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη Βουλγαρικού κράτους σε εδάφη της αυτοκρατορίας, υπό τον χαγάνο Ασπαρούχ. Η αναγνώριση του κράτους αυτού, που είχε δημιουργηθεί στο χώρο μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου με πρωτεύουσα την Πλίσκα συνεπαγόταν συμμαχικές δεσμεύσεις από την πλευρά των Βουλγάρων, οι οποίοι όμως δεν τις τήρησαν. Οι επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων ηγεμόνων (κυρίως επί Κρούμμου) τον 8ο αιώνα παρενοχλούσαν τις βόρειες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας

Στις αρχές του 9ου αιώνα τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Βουλγαρία η εξουσία περιήλθε σε δύο ικανότατους ηγεμόνες, τον Νικηφόρο Ά(802-813) και τον Κρούμο(803-814).

Η πρώτη επίθεση του Κρούμου χρονολογείται το 808 και περιλάμβανε αιφνιδιαστική επίθεση στην περιοχή του Στρυμόνα. Οι βούλγαροι σκότωσαν το στρατηγό του βυζαντινού θέματος και λεηλάτησαν το στρατόπεδο και την περιοχή.

Οι στρατηγικοί στόχοι των Βούλγαρων ήταν η οργάνωση επιθέσεων σε βυζαντινά αστικά κέντρα της βαλκανικής. Προς την κατεύθυνση αυτή, την άνοιξη του 809 οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερδική (Σόφια). Η αντίδραση από την Κωνσταντινούπολη ήταν ανοργάνωτη και αποτυχημένη. Ο Νικηφόρος προσπάθησε να αποκρύψει την αποτυχία από το λαό διαδίδοντας την είδηση ότι <<γιόρτασε το Πάσχα στην αυλή του Βούλγαρου ηγεμόνα>>.

 

Την άνοιξη του 811 αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά του Κρούμου μαζί με το γιο του Σταυράκιο. Άυξησε τους φόρους σε εκκλησίες και μοναστήρια και συγκέντρωσε χρήματα από καθυστερημένες εισφορές διακινδυνεύουντας την υπονόμευσή του με τις αντιπάθειες που θα δημιουργούσε.

Τον Ιούνιο του 811 όταν οι Βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ο Κρούμος φαίνεται ότι, επειδή διαπίστωσε το μεγάλο όγκο του βυζαντινού στρατεύματος, ζήτησε ειρήνη. Από τον Θεοφάνη μαθαίνουμε ότι, όταν οι βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ένα στρατηγικό σημείο και σταυροδρόμι οδών προς τα βόρεια, ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη από τον αυτοκράτορα λέγοντας:<<νίκησες, πάρε ό,τι σού αρέσει και φύγε ειρηνικά από τη χώρα>>.

Οι Βούλγαροι δεν περίμεναν την βυζαντινή εκστρατεία. Η ολιγωρία όμως του Νικηφόρου τους έδωσε τη δυνατότητα να οργανωθούν και να κλείσουν κάποιες διαβάσεις προς το εσωτερικό. Ο Νικηφόρος αγνόησε τιες προτάσεις του Κρούμου και αποφάσισε να προσχωρήσει προς το εσωτερικό, παιρνώντας μέσα από δύσβατες περιοχές με κλεισούρες στα περάσματα του Αίμου που χώριζαν τη Θράκη από τη Βόρεια Βουλγαρία. Η αυτομόληση ενός συμβούλου του αυτοκράτορα, του Βυζάντιου, που έφυγε από το στρατόπεδο και πήγε στον Κρούμο παίρνοντας μαζί του χρυσάφι, θεωρήθηκε κακός οιωνός.

Ο βυζαντινός στρατός εύκολα κατέλαβε την Πλίσκα, την πρωτεύουσα του χαγανάτου με τους στρατιώτες να προχωρούν σε λεηλασίες και καταστροφές. Ο Κρούμος, μετά την απόρριψη της ειρήνης από το Νικηφόρο, κατέλαβε και έφραξε με ξύλινες οχυρώσεις όλες τις διόδους διαφυγής των Βυζαντινών, δηλαδή τις στενωπούς της Μοισίας. Οι βυζαντινοί εισήλθαν στην περιοχή ανυποψίαστοι.

Όταν στις 24 Ιουλίου οι στρατηγοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ήταν αργά για να αντιδράσουν. Υπήρξαν σκέψεις για άμεση επίθεση, ο Νικηφόρος όμως αρνήθηκε καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής «ακόμα κι αν μπορούσαν να πετάξουν».

Τελικά μετά από μια καλά σχεδιασμένη επιχείρηση (25 Ιουλίου) οι Βούλγαροι τσάκισαν στην κυριολεξία τους εισβολείς. Εισήλθαν μάλιστα στη σκηνή του αυτοκράτορα και τον εξόντωσαν μαζί με τους επιτελείς του. Οι Βούλγαροι αποκόμισαν επίσης πολλά λάφυρα.

Ο Κρούμος κρέμασε σε έναν πάσαλο για αρκετές μέρες το κρανίο του Νικηφόρου και στη συνέχεια το περιέβαλε με άργυρο, κατασκευάζοντας ένα κύπελλο. Ο χρονογράφος Θεοφάνης, που είναι αρνητικός απέναντι στον Νικηφόρο, γράφει ότι για όσους έχασαν τη ζωή τους σε αυτήν την εκστρατεία, ο θάνατος του Νικηφόρου ήταν μια παρηγοριά.

Ο γιος του αυτοκράτορα Σταυράκιος, αφού τραυματίστηκε σοβαρά στη σπονδυλική στήλη, κατάφερε να φτάσει στην Αδριανούπολη, όπου αναγορεύτηκε νέος αυτοκράτορας. Όμως λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, πολλοί αμφισβήτησαν την εκλογή του. Σε βαριά κατάσταση μεταφέρθηκε στην Κων/πολη, όπου το τέλος του ήταν θέμα ημερών.
Όλη η εκστρατεία του Νικηφόρου και η τραγική κατάληξή της περιγράφονται σε μια εξαιρετική πηγή, στο Ανώνυμο Χρονικό του 811.

« Το ένατο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου, ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εισήλθε στη Βουλγαρία θέλοντας να την καταστρέψει. Μαζί του είχε το γιο του Σταυράκιο, το γαμπρό του Μιχαήλ Ραγκαβή και όλους του αξιωματούχους και πατρικίους, το σύνολο του στρατού και τα παιδιά των αρχόντων που ήταν πάνω από 15 ετών, από τους οποίους σχημάτισε ένα ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα για το γιο του, τους «ικανότατους».

Όταν μπήκε στις κλεισούρες, και οι Βούλγαροι πληροφορήθηκαν το πλήθος του στρατού που είχε μαζί του, επειδή δήθεν δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, κατέφυγαν στα βουνά εγκαταλείποντας τα υπάρχοντά τους. Ο αυτοκράτωρ έστησε τη σκηνή του στην έδρα του ηγεμόνα Κρούμου και εξόντωσε 12000 βούλγαρους στρατιώτες που είχαν παραμείνει ως φρουρά. Επίσης σε μια δεύτερη μάχη νίκησε και εξολόθρευσε πενήντα χιλιάδες Βούλγαρους.

Αφού λοιπόν το ηθικό το ήταν πολύ υψηλό και θέλοντας να φανεί δίκαιος, μοίρασε στο στρατό του χρήματα. Ακόμη έδωσε στους στρατιώτες άφθονο κρασί που υπήρχε στις αποθήκες για να πιουν όσο θέλουν. Και αφού ήταν πλέον ο κύριος της βουλγαρικής αυλής, έλεγε χαρούμενος: «Να λοιπόν όλα αυτά που μου παρέδωσε ο Θεός, εδώ θέλω να κτίσω εδώ πόλη με το όνομά μου και να παραμείνω ονομαστός στις επόμενες γενιές».

Αφού λοιπόν έμεινε εκεί μερικές μέρες, έφυγε από την αυλή του Κρούμου καίγοντας όλα τα οικοδομήματα και το ξύλινο τείχος που τα περιέκλειε. Δίχως να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, προχώρησε μέσα στη βουλγαρική επικράτεια θέλοντας να φτάσει στη Σερδική, καθώς νόμιζε ότι υπέταξε όλη τη Βουλγαρία. Η πορεία του κράτησε 16 μέρες και στην πορεία του ο αυτοκράτορας αποδείχτηκε αλαζονικός, αφού ούτε έβγαινε από τη σκηνή του, ούτε έδινε την οποιαδήποτε διαταγή σε κανέναν. Και αφού κάποιοι αντέδρασαν και έστειλαν το γιο του να του ζητήσει να βγει, όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά τιμώρησε και το γιο του. Έτσι οι στρατιώτες βρήκαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε λεηλασίες. Πυρπολούσαν τους αθέριστους αγρούς και έσφαζαν τα ζώα, ενώ μερικοί, καθώς έβλεπαν την όλη κατάσταση, άρχισαν να λιποτακτούν.

Οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο φράγμα από ξύλα που ήταν αδιαπέραστο.Βλέποντας από τα γύρω βουνά την κατάσταση που επικρατούσε στο βυζαντινό στρατόπεδο, μίσθωσαν Άβαρους και Σλάβους και έδωσαν όπλα ακόμα και σε γυναίκες.

Το Σάββατο 23 Ιουλίου, τη δέκατη πέμπτη μέρα επιτέθηκαν στους κοιμώμενους βυζαντινούς. Καθώς οι στρατιώτες είχαν κατασκηνώσει σε μακρινή απόσταση μεταξύ τους, δεν αντιλήφθηκαν ταυτόχρονα τι ακριβώς συνέβαινε. Οι βούλγαροι άρχισαν να εξοντώνουν το στρατό του αυτοκράτορα. Όλοι οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Σε αυτό το μέρος υπάρχει ένας ποταμός, σχεδόν βάλτος, και δίχως διέξοδο. Και καθώς δεν έβρισκαν πέρασμα για να διαφύγουν, οι βυζαντινοί καταδιωκόμενοι έπεφταν στο ποτάμι. Επειδή μπήκαν στο τέλμα με τα άλογά τους και δεν μπορούσαν να βγουν, πατήθηκαν από αυτούς που ακολουθούσαν με αποτέλεσμα να γεμίσει το ποτάμι με ανθρώπους και άλογα. Οι βούλγαροι πατούσαν πλέον σε αυτή τη μάζα για να περάσουν απέναντι και να καταδιώξουν όσους νόμιζαν ότι είχαν σωθεί. Εκεί λοιπόν έχασαν τη ζωή τους όλοι οι πατρίκιοι και οι άρχοντες.

Όσοι είχαν διαφύγει από το ποτάμι, βρέθηκαν μπροστά στο ξύλινο φράγμα που είχαν δημιουργήσει οι βούλγαροι. Και καθώς δεν μπορούσαν να περάσουν να περάσουν με τα άλογά τους, τα άφηναν και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν με τα χέρια και τα πόδια, όμως έπεφταν κάτω και διαμελίζονταν, αφού υπήρχε βαθιά τάφρος. Όσοι δε σκοτώνονταν από την πτώση, συνέχιζαν αδύναμοι την πορεία τους και πέθαιναν από την πείνα και τη δίψα. Σε ένα άλλο σημείο κάποιοι έβαλαν φωτιά στο φράχτη, ο οποίος κατέρρευσε μέσα στην τάφρο και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν, έπεφταν σε αυτήν με τα άλογά τους και καίγονταν. Αυτή η συμφορά ήταν μεγαλύτερη από το ποτάμι.

Εκείνη τη μέρα έχασε τη ζωή του και ο βασιλιάς Νικηφόρος με φρικτό τρόπο. Τραυματίστηκε επίσης και ο γιος του Σταυράκιος στη σπονδυλική στήλη και πέθανε δυο μήνες αργότερα. Πολλοί από τους αιχμαλώτους εξαναγκάστηκαν να απαρνηθούν το χριστιανισμό και να γίνουν ειδωλολάτρες. Όσοι δεν το έκαναν θανατώθηκαν από τους Βούλγαρους. Έτσι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος από αδράνεια και αλαζονεία έχασε τη ζωή του και μαζί της τη δύναμη της αυτοκρατορίας, έχοντας βασιλέψει οκτώ χρόνια και επτά μήνες».

 

Πηγή: Περιοδικό  «Στρατιωτική Ιστορία»Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

constantine vi coin 01


Πορφυρή αίθουσα ονoμαζόταν η αίθουσα τοκετού των βυζαντινών ανακτόρων (επειδή είχε κτιστεί με πορφυρές πλάκες), και οι γεννηθέντες στην αίθουσα της Πορφύρας ονομάζονταν Πορφυρογέννητοι.

Το επίθετο Πορφυρογέννητος έλκει την καταγωγή του από την αίθουσα της Πορφύρας. Αυτή ήταν ένα ειδικά σχεδιασμένο δωμάτιο επενδυμένο με πορφυρίτη, τον πορφυρό πολύτιμο λίθο ή ντυμένο με πορφυρά μεταξωτά υφάσματα, που κατασκευάστηκε μέσα στο Μεγάλο Παλάτιο πριν το 750. Τη χρονιά εκείνη η Ειρήνη, σύζυγος του Κωνσταντίνου του Ε΄, γέννησε ένα αγόρι που πήρε το όνομα του παππού του, Λέοντα. Αργότερα του δόθηκε η προσωνυμία <<Πορφυρογέννητος>>. Ήταν το πρώτο αυτοκρατορικό παιδι που γεννήθηκε στην πορφυρή αίθουσα. Η κατασκευή του ήταν μια πρωτοβουλία του εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄. Η αίθουσα της Πορφύρας έγινε το δωμάτιο τοκετού και το επίθετο <<Πορφυρογέννητος>> χαρακτήριζε όλα τα παιδιά που γεννιόνταν μέσα σε αυτό. Ήταν ένα τέχνημα που λειτούργησε ως μέσο διασφάλισης της κληρονομικής εξουσίας, χάρη στη δημιουργία ενός νέου αυτοκρατορικού τίτλου.

Η γέννηση του μικρού Λέοντα έγινε μετά από πολυετή αναμονή και ένα χρόνο μετά, ο Λέοντας, γρήγορα και βιαστικά, στέφτηκε συναυτοκράτορας. Με τις δυο αυτές κινήσεις, την κατασκευή του δωματίου της Πορφύρας και την γρήγορη στέψη του γιου του, ο Κων/νος ο Ε΄ ήθελε να δημιουργήσει τετελεσμένα και να διασφαλίσει την διαδοχή μέσω της συγγένειας, κάνοντας τον τίτλο του αυτοκράτορα κληρονομικό αξιωμα.

Το πολιτευμα στο Βυζάντιο ήταν αιρετή μοναρχία. Ο αυτοκράτορας δεν κληρονομουσε το αξίωμα από τον πατέρα του, αλλά έπρεπε να τηρεί ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις: να είναι χριστιανός ορθόδοξος αλλά και αρτιμελής. Η εκλογή του γινόταν από το λαό, τη σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους, οι επευφημίες των οποίων αποτελούσαν και το μοναδικό στοιχείο παρέμβασης του λαού στην αναγόρευσή του. Στα μέσα του 5ου αιώνα μαρτυρείται για πρώτη φορά η στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη. Η στέψη, αν και δεν αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο της αναγόρευσης, με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό συνόδευε την αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα, η ύψωσή του πάνω στην ασπίδα, συνήθεια που κληροδοτήθηκε από τη ρωμαϊκή στρατιωτική παράδοση και είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς θύμιζε τη στρατιωτική προέλευση και την αποστολή του αυτοκράτορα.

Η αρχή της κληρονομικής βασιλείας είχε όμως αρχίσει να αντιμάχεται τον καθιερωμένο τρόπο εκλογής. Η γέννηση στην αίθουσα της Πορφύρας θα αποτελέσει ένα νέο στοιχείο για την εκλογή αυτοκράτορα, προσπαθώντας να παραμερίσει την εκλογη από τη Σύγκλητο, το στρατό και το λαό. Μπορούμε να πούμε ότι η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί το πέρασμα από την αρχαιότητα στο μεσαίωνα. Από δω και περα, οι πορφυρογέννητοι θα είχαν δικαίωμα να ανεβούν στο θρόνο και να ενδυθούν την πορφύρα.

Ο Λέοντας τελικά, όταν ο Κωνσταντίνος ο Ε΄πέθανε, κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων (775), έγινε αυτοκράτορας, ο πρώτος πορφυρογέννητος αυτοκράτορας.Φυσικά όλα αυτά, σε άλλες περιπτώσεις, δε θα εμποδίσουν τους ανταγωνιστές και σφετεριστές, που εποφθαλμιούσαν το θρόνο, να αντιδράσουν και να κάνουν τις κινήσεις τους για την κατάληψη του θρόνου.

Η «Πορφύρα»

Η «Πορφύρα», το δωμάτιο όπου γεννιόνταν τα παιδιά του εκάστοτε αυτοκράτορα, το περιγράφει η Άννα Κομνηνη ( Αλεξ. Ζ΄, II) : «Είναι δε η πορφύρα ένα δωμάτιο του παλατιού, από το δάπεδο ως το πάνω μέρος των τοίχων σχηματίζει ένα τέλειο τετράγωνο, ενώ η οροφή του έχει σχήμα πυραμίδας. Προς το μέρος της θάλασσας βλέπει στο λιμάνι, όπου είναι στημένοι οι πέτρινοι ταύροι και οι λέοντες. Το δάπεδο είναι όλο στρωμένο με μάρμαρο κι οι τοίχοι επίσης έχουν μαρμάρινη επένδυση. Και δεν είναι κοινό μάρμαρο ούτε καν από εκείνα τα πανάκριβα αλλά όχι και δυσεύρετα˙ είναι απ’ αυτά που οι βασιλείς προμηθεύονταν τον παλιό καιρό από τη Ρώμη. Για να μη τα πολυλογώ, η πέτρα αυτή είναι ολοπόρφυρη με κάποια λευκά στίγματα σπαρμένα σαν άμμος εδώ κι εκεί».

 

Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

meister der predigtsammlung des heiligen johannes chrysostomus 01


Τα διδακτικά βιβλία λένε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν μια θεοκρατική απολυταρχία ενώνοντας εκκλησία και κράτος κάτω από έναν παντοδύναμο αυτοκράτορα, ο οποίος θεωρούταν από τους Βυζαντινούς ο αντιβασιλέας και ο εφημέριος του Θεού. Δεν βγάζει νόημα αυτό, λέει ο Αντώνης Καλδέλλης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και της Ρωμαϊκής Πολιτείας (Republic). Η πολιτική της ιδεολογία ήταν θεμελιωδώς κοσμική και στηριζόταν στην αρχαία Ρωμαϊκή ρεπουμπλικανική πεποίθηση ότι η κυβέρνηση υπάρχει για να εξυπηρετεί το κοινό καλό. Οι άνθρωποί της δεν είχαν πλέον έννομο ρόλο στην εκλογή των ηγετών ή των νομοθετών, αλλά συχνά έπαιζαν έξω-νομικό ρόλο στην εκλογή ή καθαίρεση Αυτοκρατόρων, των οποίων η νομιμότητα εξαρτιότανε από την δημοτικότητά του, κι όχι στην απαίτηση μιας Θείας ή συνταγματικής ορθότητας. Ως εκ τούτου, οι Αυτοκράτορες κυβερνούσαν με ρεαλισμό κι όχι με φανατισμό, συχνά απογοητεύοντας την εκκλησία και ευχαριστώντας τους ανθρώπους.
 
Αυτό είναι κάτι καινούριο για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν την κατηγορία της Βυζαντινής θεοκρατίας περισσότερο από τους Δυτικούς Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν τις κατηγορίες των Σταυροφοριών και της Ιεράς εξετάσεως. Αλλά η «Βυζαντινή Πολιτεία» του Κύριου Καλδέλλη παρέχει χρήσιμες κριτικές στην μοντέρνα Δυτική πολιτική σκέψη, καθώς και δυσοίωνες, μέσω της ιδέας του για τον προοδευτικό δημοκρατικό τρόπο σκέψεως και που αυτός θα μας οδηγήσει.
 
Το βιβλίο του είναι μια ειλικρινώς ρεβιζιονιστική επίθεση στον τομέα των Βυζαντινών σπουδών, οι οποίες έχουν διαιωνίσει τις πανάρχαιες Δυτικές προκαταλήψεις σε αντίθεση με την ιστορική καταγραφή. Ο Καθηγητής Καλδέλλης στοχεύει κυρίως σε ακαδημαϊκούς της δεκαετίας του 1930 και των μιμητών τους, αλλά οι ρίζες της προκαταλήψεως πάνε πιο πίσω με την αντί-Ορθόδοξη προπαγάνδα στον Μεσαίωνα. Οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την υπεροχή του Πάπα της Ρώμης επί όλων των πραγμάτων (ιερών και κοσμικών), και επέτρεψαν στον Αυτοκράτορά τους να έχει πολλή περισσότερη εξουσία πάνω στην εκκλησία απ’ ότι οι Παπικοί υποστηρικτές μπορούσαν να ανεχτούν. Αργότερα, κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού, όταν η Δύση κινήθηκε με στόχο να αποκλείσει την Εκκλησία από την πολιτική, πιστευόταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν καθυστερήσει, και θεωρούνταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα του «Καισαροπαπισμού», λόγω της εσφαλμένης πεποιθήσεως ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ κυβερνούσε ως Βασιλέας και Πάπας μαζί, χωρίς διαχωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.
 
Όσο η Δυτική πολιτική σκέψη εξελισσόταν, περισσότερα σφάλματα βρισκόντουσαν στο Βυζαντινό μοντέλο. Από την Αυτοκρατορία έλειπε ένα γραπτό Σύνταγμα με την απαρίθμηση των δικαιωμάτων, ο διαχωρισμός των εξουσιών, οι δημοκρατικές διαδικασίες, ή όποια άλλα ρητά όρια στην εξουσία του Αυτοκράτορος, ο οποίος φαίνεται να κυβερνάει ελέω Θεού ως απόλυτος μονάρχης. Μέχρι τότε, η αυτοκρατορία είχε παύσει να υπάρχει, οπότε οι Δυτικοί χωρίς την γνώση της Ελληνικής ή την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την ιστορική πραγματικότητα ενάντια στις υποτιμητικές απόψεις του Edward Gibbon και άλλων, από τους οποίους οι Βυζαντινοί χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο εκκινήσεως για την Φιλελεύθερη (Whig) ιστορική σχολή -ο αρχέγονος εφιάλτης του προληπτικού δεσποτισμού, εκ του οποίου ο Δυτικός κόσμος ξύπνησε και προέκυψε. Κάποιοι λόγιοι του 20ου αιώνα έχουν κάνει ορισμένες διορθώσεις στην συμβατική αφήγηση, αρνούμενοι την κατηγορία του «Καισαροπαπισμού» και γιορτάζοντας την Βυζαντινή τέχνη και πολιτισμό, αλλά κανείς δεν έχει πάει τόσο μακριά όσο ο Καθηγητής Καλδέλλης στην επιβεβαίωση της κοσμικής βάσεως της Βυζαντινής πολιτικής ή και στην επίδειξη της τυφλώσεως των Δυτικών ιστορικών, που κατανοούν την πολιτική μόνο σύμφωνα με τον τρόπο σκέψεως του Διαφωτισμού.
 
Διαβάζοντας Ρωμαϊκή ιστορία, αλλά όχι σωστά, οι πρώιμοι σύγχρονοι Δυτικοί στοχαστές χώρισαν τα πολιτεύματα σε δύο βασικές κατηγορίες: μοναρχίες και δημοκρατίες, ορίζοντας την τελευταία ως αυτοδιοικούμενο πολίτευμα χωρίς μονάρχη και αντιλαμβανόμενοι το πρώτο ως απόλυτο ή συνταγματικό. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Καλδέλλης, οι Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά. Οι δύο βασικές τους κατηγορίες ήταν τα Βασίλεια και οι Κοινοπολιτείες (κοινότητες). Ένα Βασίλειο, από την εμπειρία τους, ήταν στην κατοχή του Βασιλέως ο οποίος μπορούσε να κυβερνήσει για την δική του ικανοποίηση. Μια Κοινοπολιτεία (κοινότητα) –Res Publica στα Λατινικά, Πολιτεία στα Ελληνικά- ήταν μια ανεξάρτητη πολιτεία η οποία κυβερνούταν ποικιλοτρόπως αλλά διοικούταν για το κοινό καλό. Οι Κοινοπολιτείες μπορούσαν να είναι μοναρχικές, αριστοκρατικές ή δημοκρατικές. Ο ίδιος ο Κικέρων το έλεγε αυτό, ενώ ακόμη θρηνούσε για την εξασθένηση της συγκλητικής εξουσίας.
 
Η συμβατική ιστορία, ότι η Ρωμαϊκή Πολιτεία τελείωσε όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος έγινε Αυτοκράτορας είναι απλώς λάθος, λέει ο κύριος Καλδέλλης. Η Πολιτεία έζησε, έστω σε μια νέα φάση, στην Αυτοκρατορία, στην θέση της παλιότερης Υπατείας. Οι ιστορικοί καλούν την συνέχεια της Πολιτείας, τρίτη φάση της Δεσποτείας –κατά την οποία οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες, κυβερνούσαν από στρατιωτική αναγκαιότητα αξιώνοντας να ονομαστούν για πρώτη φορά στην Ρωμαϊκή ιστορία ως Δεσπότες ή Κύριοι. Η τέταρτη, τέλος, και μεγαλύτερη φάση, ήταν η Βυζαντινή -που διαρκεί από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα-, κατά την διάρκεια της οποίας οι αυτοκράτορες κυβέρνησαν ως πολίτες από την πόλη η οποία επισήμως ονομαζόταν Νέα Ρώμη, αλλά συνήθως την έλεγαν Κωνσταντινούπολη (Κωνσταντίνου η πόλη) και ιδρύθηκε αρχικά ως Βυζάντιο (Byzantium στα Λατινικά).
 
Όλοι μαζί, οι άνθρωποι της Αυτοκρατορίας αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι. (Ο όρος Βυζαντινοί είναι νεότερη Δυτική εφεύρεση.) Και σε όλο το μήκος αυτοί οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την Αυτοκρατορία τους ως Πολιτεία, καθώς σε αντίθεση με τις άλλες Αυτοκρατορίες η δική τους δεσμευόταν για το κοινό καλό. Από την αρχή μέχρι το τέλος, οι «Βυζαντινοί»-Ρωμαίοι Αυτοκράτορες όφειλαν να δικαιολογούν τις πράξεις τους, κάνοντας επίκληση, όχι ελέω Θεού ή μέσω επίκλησης του Θείου νόμου, αλλά στο κοινό καλό. Και ο αδιαφιλονίκητος κριτής του κοινού καλού ήταν η Πολιτεία, η οποία περιλάμβανε τους πάντες –την αριστοκρατία, την διοίκηση, τον στρατό, τον κλήρο, και τις διάφορες κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων: εμπόρους, βιοτέχνες, αγρότες κ.λπ.
 
Ο κάθε ένας από αυτούς μπορούσε να αμφισβητήσει το δικαίωμα του Αυτοκράτορα να κυβερνάει επί τη βάση της αποτυχίας του να εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες ζούσαν, επομένως, με τον φόβο των ανθρώπων και έκαναν τα πάντα για να κρατάνε τους πολίτες χαρούμενους, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι εργάζονταν ακούραστα για κοινό συμφέρον.
 
Οι άνθρωποι δεν ζούσαν τόσο με τον φόβο των Αυτοκρατόρων, όμως. Ήταν συχνά ασεβείς και χωρίς πίστη στο πρόσωπό τους. Λεκτικά προσβάλλαν τον Αυτοκράτορα δημοσίως, ακόμη και εν παρουσία του, και αγνοώντας τους νέους νόμους που δεν τους άρεσαν. «Η Βυζαντινή ιστορία αφθονεί σε περιπτώσεις ανδρών και γυναικών που αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του Αυτοκράτορα, τις περισσότερες φορές για θρησκευτικούς λόγους», γράφει ο Κος Καλδέλλης. Με μια μόνο εξαίρεση, οι λαϊκές εξεγέρσεις πετυχαίναν εξαναγκάζοντας Αυτοκράτορες να κάνουν παραχωρήσεις αλλιώς θα καθαιρούνταν. Η μόνη εξαίρεση στην χιλιόχρονη ιστορία της Αυτοκρατορίας ήταν η Στάση του Νίκα το 532 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός ο Μέγας, μετά από παρότρυνση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έστειλε στρατιώτες οι οποίοι κατέσφαξαν και δολοφόνησαν τον κόσμο που είχε μαζευτεί στον Ιππόδρομο για να αναγορεύσει καινούριο Αυτοκράτορα. (Υπήρχαν προηγούμενες περιπτώσεις τέτοιας κτηνωδίας, αλλά σταμάτησαν μετά την Δεσποτεία του 3ου και του 4ου αιώνα.) 
 
Δυσκολότερο για τους μοντέρνους Δυτικούς είναι να εκτιμήσουν την σχέση/διαφορά μεταξύ των Αυτοκρατορικών Αρχών και των νόμων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι όλων των ηλικιών ήταν υπερήφανοι για τον σεβασμό τους στον νόμο, ο οποίος συνδεόταν στενά με την πίστη τους στο κοινό καλό, και ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της Ρωμαιοσύνης/Ρωμηοσύνης (ότι πίστευαν περισσότερο από άλλα έθνη). Οι Αυτοκράτορες τους, επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να σέβονται τους νόμους, όμως δεν υπήρχε νόμος που δεν μπορούσε να αλλάξει. Στα Δυτικά μάτια, αυτό έκανε τον αυτοκράτορα, όχι απλά δικτάτορα οπού ο λόγος του ήταν νόμος, αλλά έναν χωρίς όρια δικτάτορα –έναν απόλυτο μονάρχη.
 
Αυτή η κοινή Δυτική οπτική βασίζεται λιγότερο στο «Βυζάντιο» και περισσότερο στην «Νέα Απολυταρχία» της πρώιμης μοντέρνας Δύσεως, η οποία αναπτύχθηκε νωρίς από Δυτικούς πρίγκιπες οι οποίοι αξίωναν την «εθνική ανεξαρτησία» τους ενάντια στους ισχυρισμούς και τις απαιτήσεις του Πάπα. Με την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, αυτές οι ιδιόμορφες Δυτικές αξιώσεις για «εθνική ανεξαρτησία» έγιναν πιο επείγουσες και επιτακτικές, παράγοντας Καθολικές και Προτεσταντικές δικαιολογίες για την «ελέω Θεού Βασιλεία», σύμφωνα με τις οποίες ο Βασιλιάς, ως δεσπότης, δεν είναι υπόλογος παρά μόνον στον Θεό. Για τον Γάλλο Καθολικό Ζακ Μπενίν Μποσσυέ, ο βασιλέας ενσαρκώνει το κράτος: «Το κράτος είναι στο πρόσωπο του Πρίγκιπα», θα γράψει, ενώ ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ᾽ θα πει: «το κράτος είμαι εγώ».
 
Ενάντια στην «Νέα Απολυταρχία» ήρθαν ανταπαιτήσεις για υποβολή του Βασιλέως σε άλλους ηγεμόνες: το κοινό δίκαιο, φυσικό δίκαιο, Συντάγματα γραπτά ή άγραφα, η βούληση των ανθρώπων. Η συνεχής θρησκευτική και πολιτική διαμάχη οδήγησε τους Δυτικούς προς αντίθετους πόλους του πολιτικού ιδεαλισμού, φέρνοντας τον Μοναρχικό ιδεαλισμό του Θείου δικαίου ενάντια στην αντί-μοναρχική Πολιτεία που την συνέλαβαν με διάφορες μορφές. Τα επιχειρήματα υπέρ της τελευταίας σήμερα μας είναι πιο οικεία. Οι Εθνοπατέρες μας επωφελήθηκαν από όλα αυτά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τη συνοχή και χωρίς να έχει πραγματικά λυθεί το πρακτικό ή θεωρητικό πρόβλημα της περιορισμένης κυριαρχίας. Γιατί εάν οι άνθρωποι είναι πραγματικά κυρίαρχοι, τί είναι αυτό που θα μας προστατεύσει από την δημοκρατική απολυταρχία , αφού οι άνθρωποι αποφασίζουν τί νόμους θα κάνουν, τί δικαιώματα θα σεβαστούν, και ακόμη πώς να διαβάσουν-ερμηνεύσουν το Σύνταγμα; Ποιος είναι αυτός που θα πει στους ανθρώπους ότι κάνουν λάθος, και ποιος θα τους σταματήσει όταν αυτοί δεν ακούνε;
 
Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε. Η ανησυχία τους δεν ήταν η πηγή της κυβερνήσεως -κυριαρχίας-, αλλά, λέει ο Κος Καλδέλλης, ο σκοπός της κυβερνήσεως. Συνεπώς δεν ήταν απολυταρχικός ο Αυτοκράτωρ. Τον ήξεραν, ήταν ένας κοινός θνητός και ένας αμαρτωλός που λογοδοτούσε τόσο στον Θεό όσο και στην Πολιτεία. Δεν πίστευαν στην Θεία εξουσία («εξουσία ελέω Θεού»).
 
Πίστευαν ότι ο Θεός χειροτονούσε κυβερνώντες ως «εκδικητές για να εκτελέσουν την οργή εναντίον αυτών που πράττουν το κακό» (Ρωμ. 13:4), αλλά πίστευαν, επίσης, ότι ο Θεός συχνά καθαιρούσε κυβερνήτες για τους δικούς Του λόγους. Είχαν μπει στον πειρασμό πολλοί άνθρωποι να πιστέψουν στο βασιλικό αίμα, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να διώξουν ανίκανους Αυτοκράτορες που ήταν «γεννημένοι στα πορφυρά». Και αν οποιοσδήποτε Αυτοκράτορας δήλωνε ότι «το κράτος είμαι εγώ», όλοι θα τον θεωρούσαν τρελό κι ανόητο. 
 
Χωρίς μοναρχικές ιδέες, οι Βυζαντινοί ποτέ δεν χρειάστηκαν κάποιο αντί-μοναρχικό ιδανικό. Ποτέ δεν είχαν απολυταρχικά φυσικά δικαιώματα ή Ρωμαϊκούς νόμους ή ακόμη και απολυταρχικούς Ρωμαίους. Επίσης, ήταν απλά θνητοί και αμαρτωλοί, και αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν το καλό της Πολιτείας, όχι η βούληση των ανθρώπων. Βέβαια η θέλησή τους δεν ήταν η μόνη βούληση που είχε σημασία: υπήρχε το θέλημα του Θεού που εξεταζόταν, και ο Θεός γινόταν αντιληπτός συχνά ως αυτός που θα δώσει στους ανθρώπους όχι αυτό που ήθελαν αλλά αυτό που χρειάζονταν. Ασχολούταν με τους ανθρώπους, όχι σύμφωνα με τις σταθερές αρχές της δικαιοσύνης, αλλά με τρόπους που θα ήταν οι καλύτεροι για την σωτηρία της ψυχής τους. Ο Βυζαντινός όρος για αυτό ήταν η «οικονομία» (ενν. το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας), και εξακολουθεί να είναι σημαντική πτυχή της Ορθόδοξης Χριστιανικής ποιμαντικής θεολογίας.
 
Η Βυζαντινή προσέγγιση στην πολιτική ήταν παρομοίως «οικονομική». Ο υπέρτατος νόμος ήταν η ασφάλεια της Κοινοπολιτείας. Οτιδήποτε άλλο ήταν προς συζήτησιν. Η Θεία εγγύηση του Αυτοκράτορος ως «εκδικητή του κακού» ήταν κατανοητή στην λογική ότι θα μείωνε το κακό, δεν θα το εξάλειφε. Επιτράπηκαν προσαρμογές για «την ανθρωπότητα, την κοινή λογική και την δημόσια ωφέλεια» με τα λόγια του Ιουστινιανού, με την αντίληψη ότι ορισμένα κακά δεν είναι εύκολο να εξαλειφθούν. Οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες ήταν, επομένως, απρόθυμοι να απαγορεύσουν ορισμένα δεινά που καταδικάζονταν από την Εκκλησία αλλά ήταν δημοφιλή στους ανθρώπους όπως η δουλεία, η πορνεία, η πορνογραφία, και οι μονομαχίες.
 
♦  ♦  ♦
 
Ο Κος Καλδέλλης παραδέχεται ότι η Χριστιανική διδασκαλία υποστήριζε την Βυζαντινή Πολιτεία που στόχευε στο κοινό καλό, και ο ίδιος θεωρεί το Χριστιανικό Βυζάντιο πιο ρεπουμπλικανικό (κοινοτιστικό) από τις δύο προηγούμενές του φάσεις –του Υπατικού και του Δεσποτάτου. Αλλά στην προσπάθειά του να υποστηρίξει μια Βυζαντινή ιστορία αντίθετη στην συμβατική Θεοκρατική αντίληψη, ο ίδιος σφάλλει προς την αντίθετη κατεύθυνση προς μια ουσιαστικά κοσμική ανάγνωση. «Η Ρωμαϊκή Πολιτεία ήταν μόνο τυχαία Χριστιανική» γράφει, και το αποτέλεσμα ήταν μια θεμελιωδώς κοσμική μοναρχική Πολιτεία «μεταμφιεσμένη, για την ίδια και για τους άλλους, ως αυτοκρατορική Θεοκρατία». Οι Βυζαντινοί ήταν μπερδεμένοι, έμπαιναν σε αντικρουόμενους τρόπους σκέψεως και κινούνταν, ανάλογα με την κατάσταση, ανάμεσα στην κοσμική και την θρησκευτική σκέψη. Ο πραγματισμός τους και οι ρεπουμπλικάνοι ήταν και οι δύο προϊόντα της κοσμικής σκέψεως, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό και τον ιμπεριαλισμό του Χριστιανισμού.
 
Εδώ η εξάρτηση του Κύριου Καλδέλλη με τις σύγχρονες Δυτικές αντιλήψεις του Χριστιανισμού έρχονται σε επαφή με την ανάλυσή του. Γράφει, για παράδειγμα, ότι η κοσμική είναι μια θεμελιώδης κατηγορία της Χριστιανικής σκέψεως. Αυτό είναι αναμφισβήτητα πραγματικότητα του Δυτικού Χριστιανισμού, η οποία είναι επιρρεπής να διακρίνει κάθετα ανάμεσα σε κατηγορίες ιερού και βέβηλου, φυσικού και υπερφυσικού, κληρικών και λαϊκών, θρησκευόμενων και κοσμικών κληρικών, πνευματικού άρχοντος και παροδικού άρχοντος, η πόλη του Θεού και η πόλη του ανδρός. Αλλά προφανώς αυτή η αλήθεια δεν είναι της Ορθοδοξίας. Οι Ορθόδοξοι δεν έχουν ακριβές Θεολογικό ισοδύναμο του «κοσμικού» και πιστεύουν ότι οι Καθολικοί κάνουν πάρα πολλά από τις παραπάνω κατηγορίες.
 
Η χρήση του «κοσμικού» από τον Κύριο Καλδέλλη είναι ακόμη πιο μακριά από την Ορθόδοξη σκέψη. Φαίνεται να περιορίζει την Ορθόδοξη σκέψη στον στοχασμό σχετικά με την Ορθόδοξη θρησκεία, και σαν σε όλους τους άλλους στοχασμούς να μην είναι Χριστιανική και ως εκ τούτου «κοσμική». Έτσι, όταν αποδίδει μια Βυζαντινή πηγή την νίκη στην Θεϊκή παρέμβαση, σκέφτεται θρησκευτικά, ενώ όταν η ίδια πηγή αποδίδει την νίκη σε κάποιον ανώτερο στρατηγό σκέφτεται κοσμικά. Ο Κος Καλδέλλης, επομένως, δεν μπορεί να αντιληφθεί πώς οι Βυζαντινοί Χριστιανοί μπορούσαν να συμβιβάσουν την εναπόθεση ενός Αυτοκράτορος από τους ανθρώπους με την χειροτονία αυτού του Αυτοκράτορος από τον Θεό. Μπορεί μόνον να τους αντιληφθεί ως αντιφατικούς –και πιο σωστά, πιο κοσμικούς από Χριστιανούς.
 
Παραδόξως, ο Κύριος Καλδέλλης, θεωρεί τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ ως τον Δυτικό θεωρητικό που βρίσκεται πλησιέστερα στην Βυζαντινή παράδοση, επικαλούμενος αποσπάσματα από το Κοινωνικό συμβόλαιο που του ακούγεται κάπως Βυζαντινό. Ο Ρουσσώ ορίζει την Πολιτεία ως «οποιοδήποτε κράτος που κυβερνάται μέσω των νόμων, ανεξαρτήτως της μορφής της διοικήσεως». Αυτός εκχωρεί την κυριαρχία στον λαό και φτιάχνει κυβέρνηση. Και τονίζει την σημασία της ηθικής συναινέσεως και υποστηρίζει την ανάγκη για μια αστική θρησκεία. Όταν γράφει ότι οι σημαντικότεροι νόμοι δεν είναι αυτοί που είναι γραπτοί, αλλά αυτοί «που βρίσκονται στην καρδιά των πολιτών», ο Κύριος Καλδέλλης λέει, «ο Ρουσσώ αποκαλύπτεται ως κλασικός κι όχι ως σύγχρονος στοχαστής».
 
Αυτή μάλλον είναι μια επιφανειακή ανάγνωση του Ρουσσώ. Το Βυζάντιο ήταν μια αληθινή, ιστορική πραγματικότητα -συγκεκριμένοι άνθρωποι, με συγκεκριμένο παρελθόν, θρησκεία, και νομική, πολιτική και πολιτισμική παράδοση- ενώ η Πολιτεία του Ρουσσώ είναι μια ακόμη μοντέρνα Δυτική θεωρητική άποψη, βασισμένη πολύ στην μη-Ρωμαϊκή, μη-Χριστιανική και μη-Βυζαντινή αντίληψη της ανθρώπινης φύσεως και ιστορίας. Στην θεωρητική του Πολιτεία, όλα τα θέματα αξίας που καθορίζουν το κοινό καλό διευθετούνται μέσω της «γενικής βουλήσεως», η οποία δεν δεσμεύεται από καμία θρησκεία, παράδοση, θεσμό, Σύνταγμα, συμβόλαιο ή ακόμη και την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να χτίσουν έναν νέο πολιτισμό όπως αυτοί τον θέλουν: απλά χρειάζονται έναν φωτισμένο νομοθέτη να τους δείξει το πώς. (Ο Ρουσσώ είδε τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο και πραγματικά προσέφερε την βοήθειά του στην επανάσταση της νομοθεσίας στην Πολωνία και στην Κορσική.)
 
Αλλά αυτό που βλέπει ο Κύριος Καλδέλλης στον Ρουσσώ -η ιδέα ότι οι άνθρωποι που εκφράζουν την βούλησή τους στον Βυζαντινό τρόπο, εδραιώνουν την κυριαρχία τους πάνω από την κυβέρνηση εξωδικαστικά- είναι ο λόγος που ο Ρουσσώ εξακολουθεί να συναγωνίζεται τον Μαρξ ως ο σημαντικότερος προφήτης της προόδου, και ο λόγος που οι προοδευτικοί ακαδημαϊκοί μπορούν να πιστεύουν ότι μπορούν να εναγκαλιστούν τις αναδιατυπώσεις του Κύριου Καλδέλλη για το ότι οι Βυζαντινοί ήταν κοσμικοί δημοκράτες. Ο Κύριος Καλδέλλης δείχνει ότι η δημοκρατία μπορεί να εννοηθεί με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην Αμερική, οι συντηρητικοί την εννοούν ως ομαλές εκλογές και αυστηρή τήρηση του γραπτού νόμου και των νομικών κατασκευών., αλλά για πολλούς προοδευτικούς Αμερικάνους σημαίνει δημόσιες διαδηλώσεις, πολιτική ανυπακοή και συντονισμένος εκφοβισμός. Η αριστερά την αντιλαμβάνεται ως την βούληση των ανθρώπων οι οποίοι αφού μόνοι τους αποφασίζουν για το κοινό καλό, τότε η υψωμένη γροθιά δείχνει μια καλύτερη εκτίμηση του καλού από το σήκωμα των χεριών, όταν το σύστημα αποτυγχάνει να τους ικανοποιήσει, και τότε κάποιοι άνθρωποι θα εξεγερθούν και κάποιοι άλλοι όχι.
 
*Ο Brian Patrick Mitchell είναι συγγραφέας του βιβλίου «Eight Ways to Run the Country» και αρχιδιάκονος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική.
 
Πηγή: (Μετάφραση: Νίκος Παππάς, Φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), The American Conservative, Res Publical

zoe mosaic hagia sophia 01

 

Από το 1025, μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου, η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε μία περίοδο ανωμαλιών, συχνών αλλαγών και την έναρξι μιάς γενικής παρακμής. Η αυτοκράτειρα Ζωή επέτυχε να αναδείξη Αυτοκράτορες και τους τρεις της συζύγους, αλλά, το 1056, μετά το θάνατο της αδελφής της Ζωής, Θεοδώρας, η Μακεδονική Δυναστεία έπαψε να υφίσταται. Μία περίοδος ανωμαλιών άρχισε για κρατήση είκοσι πέντε χρόνια (1056 – 1081) και να τελειώση μόνον μετά την ανάρρησι στον θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, ιδρυτού της περίφημης Δυναστείας των Κομνηνών.

Η περίοδος αυτή, της οποίας το εξωτερικό χαρακτηριστικό ήτο η συχνή αλλαγή – ανικάνων – Αυτοκρατόρων, υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι κατά την διάρκεια των είκοσι πέντε αυτών ετών ανεπτύχθησαν οι συνθήκες εκείνες που προεκάλεσαν αργότερα στην Δύσι την κίνησι των Σταυροφοριών.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι εξωτερικοί εχθροί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήσκησαν πίεσιν απ’ όλες τις πλευρές: Οι Νορμανδοί εδρούσαν στην Δύσι, οι Πατσινάκοι στον Βορρά και οι Σελτζουκίδαι Τούρκοι στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να μειωθή, τελικά, σοβαρά η έκτασι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής υπήρξε ο αγών τον οποίον ανέλαβαν οι στρατιωτικοί παράγοντες και οι ευγενείς (κυρίως της Μικράς Ασίας) εναντίον της κεντρικής γραφειοκρατικής Κυβερνήσεως. Ο αγών αυτός, μεταξύ πρωτευούσης και επαρχιών ετελείωσε, ύστερα από μερικές διακυμάνσεις, με την νίκη του στρατού και των μεγαλο – γαιοκτημόνων, με την νίκη δηλαδή των επαρχιών εναντίον της πρωτευούσης. Αρχηγός της νικηφόρου πλευράς υπήρξε ο Αλέξιος Κομνηνός.

 

Όλοι οι αυτοκράτορες της περιόδου των ανωμαλιών του ενδεκάτου αιώνος υπήρξαν Ελληνικής καταγωγής.

Το 1056 η ηλικιωμένη Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ηναγκάσθη από τους αυλικούς της να εκλέξη ως διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ Στρατιωτικό ο οποίος μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, εβασίλευσε έναν περίπου χρόνο (1056 – 1057). Εναντίον του εκδηλώθηκε μία αντίδρασι, κάτω από την καθοδήγησι τους στρατού της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανεκήρυξε Αυτοκράτορα τον στρατηγό του Ισαάκιο Κομνηνό, μέλος μιάς μεγάλης οικογενείας μεγαλο – γαιοκτημόνων, που είχαν γίνει γνωστοί χάρι στους αγώνες τους με τους Τούρκους. Αυτή υπήρξε – κατά την εποχή των ανωμαλιών – η πρώτη νίκη του στρατιωτικού κόμματος εναντίον της Κεντρικής Κυβερνήσεως. Ο Μιχαήλ Στρατιωτικός υπεχρεώθη να περάση την υπόλοιπή του ζωή ως ιδιώτης.

Η νίκη όμως του στρατιωτικού κόμματος δεν εκράτησε πολύ. Ο Ισαάκιος Κομνηνός εβασίλευσε μόνον από το 1057 μέχρι το 1059, οπότε εγκατέλειψε τον θρόνο και έγινε μοναχός. Οι λόγοι της παραιτήσεώς του από τον θρόνο δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρισθή. Πιθανόν ο Ισαάκιος Κομνηνός να έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας εκ μέρους εκείνων που δεν ήταν ικανοποιημένη με την δραστήρια και ανεξάρτητη διοίκησή του. Είναι γνωστό ότι θέλοντας να αυξήση τα εισοδήματα του Κράτους, ο Κομνηνός δεν εδίστασε να βάλη χέρι στα κτήματα που είχαν αποκτήσει παρανόμως τόσον η Εκκλησία όσον και οι πλούσιοι καθώς και να ελαττώση τους μισθούς των ανωτέρων υπαλλήλων του Κράτους. Είναι πιθανόν ότι ο περίφημος λόγιος και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός ανεμίχθη, κατά κάποιον τρόπο, εις την εναντίον του Ισαακίου Κομνηνού συνωμοσία.

Ο Ισαάκιος αντικατεστάθη από τον Κωνσταντίνον Ι΄ Δούκαν (1059 – 1067), ο οποίος, διαθέτοντας το ταλέντο ενός καλού οικονομολόγου και την διάθεσι να υπερασπίζεται το δίκαιο, αφιέρωσε όλη του την προσοχή στις πολιτικές υποθέσεις του Κράτους. Ο στρατός και οι σχετικές μ’ αυτόν υποθέσεις τον απασχολούσαν πολύ λίγο. Η βασιλεία του μπορεί να χαρακτηρισθή σαν μία αντίδρασι της πολιτικής διοικήσεως προς τον στρατιωτικόν παράγοντα, που είχε θριαμβεύσει την εποχή του Ισαάκιου Κομνηνού, ή σαν μία αντιδρασι της πρωτευούσης κατά των επαρχιών. Η περίοδος αυτή υπήρξεν η ατυχής «εποχή της επικρατήσεως των γραφειοκρατών, των ρητόρων και των λογίων» (σ.1).

Οι απειλητικές όμως ενέργειες των Πατσινάκων και των Ούζων από τον Βορρά καθώς και των Σελτζουκιδών Τούρκων από την Ανατολή δεν εδικαίωσαν την αντιστρατιωτική του Κωνστναντίνου. Η Αυτοκρατορία είχε απόλυτη ανάγκη από έναν Αυτοκράτορα που θα ωργάνωνε καλά την στρατιωτικήν άμυνα του Κράτους. Ακόμη και ο αντιμιλιταριστής λόγιος του ενδεκάτου αιώνος Μιχαήλ Ψελλός έγραφε ότι «ο στρατός αποτελεί την σπονδυλική στήλη του Ρωμαϊκού Κράτους» (σ.2).

Όταν απέθανε ο Κωνσταντίνος το 1067, ο αυτοκρατορικός θρόνος ήλθε για λίγους μήνες στα χέρια της συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Το στρατιωτικό κόμμα την υπεχρέωσε να παντρευθή τον εκ Καππαδοκίας ικανό στρατηγό Ρωμανό Διογένη, ο οποίος έγινε Αυτοκράτωρ ως Ρωμανός Δ΄Διογένης για να βασιλεύση από το 1067 μέχρι το 1071.

Η ανάρρησί του στον θρόνο αποτελεί την δεύτερη νίκη του στρατιωτικού κόμματος. Η τετραετής όμως βασιλεία αυτού του στρατιώτου – Αυτοκράτορος ετελείωσε πολύ τραγικά με την σύλληψι και αιχμαλωσία του από τον Τούρκο Σουλτάνο. Μεγάλη ταραχή επεκράτησε στην πρωτεύουσα όταν έφτασε εκεί το νέο της αιχμαλωσίας του Αυτοκράτορος και, ύστερα από κάποιο δισταγμό, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ ο υιός της Ευδοκίας – από τον γάμο ης με τον πρώτο της άνδρα Κωνσταντίνο Δούκα – και μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού, Μιχαήλ Ζ΄Δούκας, Παραπινάκιος (σ.3).

Η Ευδοκία έγινε μοναχή και ο Ρωμανός, όταν εγύρισε από την αιχμαλωσία, παρά την υπόσχεσι που είχε πάρει ότι δεν εκινδύνευε από τίποτε, τυφλώθηκε βάρβαρα και απέθανε λίγο μετά την τύφλωσί του.

Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (1071 – 1078) είχε μεγάλη κλίσι προς την μάθησι, τις επιστημονικές συζητήσεις και τη συγγραφή ποιημάτων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεσι ν’ ασχοληθή με στρατιωτικά ζητήματα. Αποκατέστησε την γραφειοκρατία του πατέρα του Κωνσταντίνου Δούκα, η οποία δεν αντεπεκρίνετο προς την εξωτερική κατάστασι της Αυτοκρατορίας. Οι νέες επιτυχίες των Τούρκων και των Πατσινάκων απαιτούσαν, επιτακτικά, την διοίκησι της Αυτοκρατορίας από ένα στρατιώτη Αυτοκράτορα με ισχυρό στρατό, που θα μπορούσε να σώση την Αυτοκρατορία από την καταστροφή.

Από αυτή την πλευρά, ο καλάλληλος άνθρωπος, που θα εξεπλήρωνε τις ανάγκες του λαού (σ.4) υπήρξε ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός ενός θέματος της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ, υποχρεώνοντας τον Παραπινάκιο να αποσυρθή σ’ ένα μοναστήρι. Κατόπιν, ο Νικηφόρος εισήλθε στην πρωτεύουσα, όπου εστέφθη, από τον Πατριάρχη, Αυτοκράτωρ (1078 – 1081). Λόγω όμως της ηλικίας του και της φυσικής του αδυναμίας δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίση ούτε τις εξωτερικές ούτε τις εσωτερικές δυσκολίες. Συγχρόνως η αριστοκρατία των μεγαλο – κτηματιών των επαρχιών δεν ανεγνώριζε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Νικηφόρου. Πολλοί δε διεκδικηταί των δικαιωμάτων αυτών παρουσιάσθηκαν σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας.

Ένας απ’ αυτούς, ο Αλέξιος ο Κομνηνός, ανηψίος του Αυτοκράτορος Ισαάκιου Κομνηνού, ο οποίος ήταν συγγενής της οικογενείας Δούκα, έδειξε μεγάλη ικανότητα εκμεταλλευόμενος την κατάστασι, για να επιτύχη τον σκοπό του, την άνοδο δηλαδή στον θρόνο.

Ο Βοτανειάτης είχε αποσυρθή σ’ ένα μοναστήρι, όπου αργότερα έγινε μοναχός, ενώ, το 1081, ο Αλέξιος Κομνηνός εστέφθη Αυτοκράτωρ, τερματίζοντας την περίοδο των ανωμαλιών. Η ανάρρησι στον θρόνο αυτού του πρώτου άρχοντος της Δυναστείας των Κομνηνών, τον ενδέκατο αιώνα, αποτελεί μία ακόμη νίκη του στρατιωτικού κόμματος και των μεγαλο – κτηματιών των επαρχιών.

Ήταν πολύ φυσικό το γεγονός ότι, κατά την διάρκεια μιάς περιόδου συχνών αλλαγών Αυτοκρατόρων και αδιακόπων φανερών ή κρυφών αγώνων για τον θρόνο, η εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας υπέφερε πολύ, προκαλώντας την πτώσι του Βυζαντίου από την ανώτερη θέσι που κατείχε στον Μεσαιωνικό κόσμο. Η παρακμή αυτή προωθήθηκε από τις περίπλοκες και επικίνδυνες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την επιτυχή δράσι των κυρίων εχθρών της Αυτοκρατορίας: Των Σελτζουκιδών Τούρκων στην Ανατολή, των Πατσινάκων και των Ούζων στον Βορρά, και των Νορμανδών στην Δύσι.

 

Σημειώσεις/Παραπομπές

1. Gelzer “Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte” 1006.
2. Κ. Σάθα, «Bibliotheca gracea medii aevi» IV, 58.
3. Το επώνυμο Παραπινάκιος προήλθε από το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της κακής συγκομιδής που συνέβη την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Δούκα, ο μόδιος (σ.Π/Β: Βυζαντινή μονάδα μετρήσεως όγκου) του σίτου επωλείτο «παρά εν πινάκιον» (λιγώτερο, δηλαδή, κατά ένα τέταρτο).
4. Skabalanovich «Το Βυζαντινό Κράτος και η Εκκλησία κατά τον ενδέκατο αιώνα», 115 (Ρωσσικά).

 

Πηγή: (Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 435 – 438), Αβέρωφ

skylitzes basil II vs Georgians cropped 01


Η επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία, ηοποία έλαβε χώρα μεταξύ 1021 και 1022, διατάραξε την ισορροπία του Βυζαντίου στην Ανατολή κατά την τελευταία πενταετία της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) και αποτελεί ένα παράδειγμα εσωτερικής ρήξης που δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι φιλοδοξίες και τα κίνητρα των γειτόνων της αυτοκρατορίας (σ.1).

Οι πληροφορίες των βυζαντινών πηγών για το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά φειδωλές. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Ψελλός, ένας από τους σπουδαιότερους χρονογράφους και λογίους της εποχής, δεν αναφέρεται καθόλου στην επανάσταση (σ.2). Ωστόσο, όλες οι υπάρχουσες πηγές που αναφέρονται σε αυτή (ελληνικές, αραβικές, γεωργιανές και αρμενικές), ισχυρίζονται πως η επανάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή όχι μόνο επειδή ενεπλάκη μεγάλος αριθμός επαναστατών αλλά, προπαντός, επειδή, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, είχε άμεση σχέση με εξωτερικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του γεωργιανού ηγεμόνα Γεωργίου Α΄ (1014-1027) (σ.3).

Η επανάσταση τoυ Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία είναι η τρίτη και τελευταία σοβαρή εξέγερση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του Βασιλείου Β΄. Οι πρώτες δύο, αυτές του Βάρδα Σκληρού (976-979) και του Βάρδα Φωκά (987-989) παραλίγο να του στοιχίσουν τον θρόνο. Ο Βασίλειος Β΄ έχοντας τη σπάνια ικανότητα να στηρίζει και να εφαρμόζει τις αρχές του (σ.4), ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι δεν υπήρχε ομόνοια ανάμεσα στις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της αυτοκρατορίας (εν προκειμένω ανάμεσα στους Σκληρούς και τους Φωκάδες (σ.5)). Αν και αναδείχθηκε νικητής σε όλες τις εσωτερικές διαμάχες, ο Βασίλειος δεν προχώρησε στην οριστική εξόντωση των οικογενειών αυτών (σ.6).

Η επανάσταση ξέσπασε ξαφνικά και χωρίς να υπάρχουν προηγουμένως ενδείξεις, ωστόσο τα προβλήματα στο ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει να εντείνονται από το 1015. Για τον λόγο αυτόν ο Βασίλειος Β΄ το 1018, μόλις εξασφάλισε τη νίκη του εναντίον των Βουλγάρων, αντί να πραγματοποιήσει τη σχεδιαζόμενη εκστρατεία στη Σικελία, μετέφερε το στρατό από τα Βαλκάνια στα ανατολικά της αυτοκρατορίας (σ.7). Λίγους μήνες πριν, δηλαδή στις αρχές του 1021, η αυτοκρατορία είχε πολλά ανοιχτά μέτωπα, κυρίως στο ανατολικό της σύνορο:

  • προσάρτηση του νότιου αρμενικού βασιλείου του Βασπουρακάν (μεταξύ του 1015-1021),
  • επέκταση των συνόρων προς το βόρειο αρμενικό βασίλειο του Ανίου που ολοκληρώθηκε το 1042
  • και εκστρατεία του Βασιλείου Β΄ εναντίον του γεωργιανού ηγεμόνα Γεωργίου Α΄ (1014-1027).

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη, ο Βασίλειος Β΄ μετά την τελική νίκη του εναντίον των Βουλγάρων, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και ανακαίνισε τον αγωγό του Ουαλεντιανού (σ.8). Αυτή την περίοδο ο Γεώργιος Α΄, αναφερόμενος ως άρχοντας της Αβασγίας, παραβίαζε τα σύνορα των Ρωμαίων (τὰ ὅμορα κατατρέχοντος (σ.9)).

Ο Βασίλειος Β΄ με όλο τον στρατό του εξεστράτευσε εναντίον του (ἔξεισι κατ’ αὐτοῦ ὁ βασιλεὺς πανστρατί). Ο Νικηφόρος Ξιφίας και ο Νικηφόρος, γιός του Βάρδα Φωκά, που έφεραν αμφότεροι τον τίτλο του πατρικίου, ήταν απόντες (σ.10).

Ο Ιωάννης Σκυλίτζης ισχυρίζεται πως η επανάστασή τους προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο Βασίλειος δεν τους συμπεριέλαβε στην εκστρατεία. Σύμφωνα με τον Yahya της Αντιόχειας όμως, ο Φωκάς και ο Ξιφίας εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι ο Βασίλειος είχε εμπλακεί στη μάχη εναντίον της Γεωργίας και στασίασαν (σ.11).

Με τον άραβα χρονογράφο συμφωνεί και ο Ιωάννης Ζωναράς: (μετά την τελική καθυπόταξη της Βουλγαρίας) κατὰ Ἀβασγίας ἐκστρατεύει ὁ βασιλεύς, τοῦ ταύτης κρατοῦντος παρασπονδήσαντος. Ἐκεῖ δὲ τούτου γεγονότος, ὄπισθεν ἀποστατοῦσιν ὅ τε Ξιφίας καὶ Νικηφόρος ὁ υἱὸς Βάρδα τοῦ Φωκᾶ οἱ πατρίκιοι (σ.12).

Τελείως διαφορετική είναι η πληροφορία του αρμενίου χρονογράφου του 11ου αι. Aristakes του Lastivertsi, σύμφωνα με τον οποίο διάφοροι που είχαν αποπεμφθεί από την υπηρεσία και για τον λόγο αυτόν ήταν δυσαρεστημένοι με τον Βασίλειο Β΄, προετοίμασαν επανάσταση με σκοπό να ανεβάσουν στον θρόνο της αυτοκρατορίας επιθυμητό σε αυτούς πρόσωπο. Αυτοί οι άνθρωποι επικοινώνησαν με τον γιό του Φωκά ονόματι Tsavriz (σ.13), τον οποίο είχαν απομακρύνει από τον στρατό λόγω της δράσης του πατέρα του. Αρχικά ο γιός του Φωκά αρνήθηκε να συνεργαστεί, αλλά στο τέλος συμφώνησε (σ.14).

Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι οι αιτίες της επανάστασης ήταν πολύ βαθύτερες από μια απλή δυσαρέσκεια των στρατηγών εναντίον του αυτοκράτορα. Είναι πιθανόν ότι ήταν αποτέλεσμα μιας γενικής εσωτερικής κρίσης που άφηνε περιθώριο στον κάθε επίδοξο σφετεριστή να διεκδικήσει τον θρόνο. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι είχε τις ρίζες της στην αβεβαιότητα για το ποιος θα διαδεχόταν τον Βασίλειο Β΄, ο οποίος, όταν ξέσπασε η επανάσταση, ήταν περίπου 66 ετών και ο αδελφός του Κωνσταντίνος 63• οι ανιψιές του ήταν ανύπαντρες στα 40 τους, και έτσι δεν υπήρχε προφανής διάδοχος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον επίδοξο σφετεριστή (σ.15).

Η επανάσταση του Φωκά και του Ξιφία ξέσπασε όταν ο βυζαντινο γεωργιανός πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, αν και οι εχθροπραξίες είχαν ανασταλεί προσωρινά (σ.16). Σε αυτό το διάστημα ο Βασίλειος Β΄ είχε εγκατασταθεί στην Τραπεζούντα ενώ ο Γεώργιος Α΄ βρισκόταν στην ενδοχώρα της Γεωργίας, και οι δύο ηγεμόνες αντάλλαξαν πρεσβείες προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη (σ.17).

Οι γεωργιανές πηγές δεν μας πληροφορούν για τους όρους που έθετε η κάθε πλευρά. Η αυτοκρατορία, έχοντας εμφανές προβάδισμα, θα είχε λογικά περισσότερες απαιτήσεις, ενώ η θέση των Γεωργιανών ήταν εξαιρετικά δύσκολη και αδιέξοδη. Σύμφωνα με τον Yahya της Αντιόχειας, ο Γεώργιος Α΄ έστειλε πρεσβεία στον Βασίλειο Β΄ στην Τραπεζούντα, ζητώντας συγγνώμη και υποσχόμενος να παραχωρήσει την κτήση του Δαυίδ Γ΄ κουροπαλάτη με όλα τα κάστρα (σ.18), να παραδώσει τον γιο του, Bagrat ως όμηρο και να είναι στο εξής πιστός και αφοσιωμένος στον αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος Β΄ δέχτηκε τους όρους και έστειλε αντιπροσώπους για να λάβουν τους όρκους του γεωργιανού βασιλέα, των αριστοκρατών και του προκαθημένου της γεωργιανής Εκκλησίας ότι δεν θα αθετούσαν την υπόσχεσή τους (σ.19).

Οι διαπραγματεύσεις του 1022 στην Τραπεζούντα διεκόπησαν με την επανάσταση των Φωκά και Ξιφία. Τον Νικηφόρο Φωκά βοηθούσαν δύο παράγοντες: το ένδοξο παρελθόν του και η καταγωγή του από την οικογένεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (σ.20). Παρά ταύτα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας όχι ο Νικηφόρος Φωκάς αλλά ο Νικηφόρος Ξιφίας, ο οποίος δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή (σ.21). Ο ένδοξος στρατηγός του Βασιλείου Β΄ στον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας είχε λάβει μετά την κατάκτησή της το αξίωμα του στρατηγού του θέματος των Ανατολικών (σ.22).

Ο Νικηφόρος Ξιφίας διακρίθηκε για πρώτη φορά το έτος 1000. Είχε τιμηθεί με τον τίτλο του πρωτοσπαθαρίου και μαζί με τον πατρίκιο Θεοδωροκάνο εστάλη από τον Βασίλειο Β΄ ως αρχηγός του στρατού εναντίον των βουλγαρικών κάστρων (σ.23). Αργότερα τοποθετήθηκε στρατηγός Φιλιππουπόλεως (σ.24) και στη συνέχεια του απονεμήθηκε ο υψηλός τίτλος του πατρικίου (σ.25), σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία στο μέτωπο της Σερβίας (σ.26).

Ο Νικηφόρος Ξιφίας πιθανώς ήταν γιός του Αλεξίου Ξιφία, του κατεπάνω της Ιταλίας το 1006, ο οποίος πέθανε στο Μπάρι γύρω στο 1008 (σ.27). Οι δύο στασιαστές, διακεκριμένοι στρατηγοί, βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στους πληθυσμούς της Καππαδοκίας, όπου ο οίκος των Φωκάδων ήταν γνωστός, είχε κτήματα και πολλές διασυνδέσεις με τους εγχώριους γαιοκτήμονες. Οι επαναστάτες επέλεξαν τον κατάλληλο χρόνο και χώρο για να κηρύξουν την επανάσταση (σ.28). Ήταν η περίοδος που θα μπορούσαν να ελπίζουν στην ενεργή υποστήριξη του γεωργιανού και των αρμενίων ηγεμόνων.

Η είδηση για την ανταρσία έφτασε στον Βασίλειο Β΄ ενώ ετοιμαζόταν να διευθετήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της συμφωνίας με τον Γεώργιο Α΄. Το γεγονός αυτό τον προβλημάτισε σοβαρά (σ.29). Από την άλλη, οι Γεωργιανοί ενθαρρύνθηκαν και αποφάσισαν να μη δεχθούν τους όρους της συμφωνίας που χωρίς αμφιβολία ήταν βαρείς. Δεδομένου ότι στην επανάσταση του Ξιφία συμμετείχαν και οι Γεωργιανοί μπορούμε να υποθέσουμε πως η γεωργιανή ηγεσία ήταν καλά ενημερωμένη για τις εσωτερικές συγκρούσεις στο Βυζάντιο.

Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί και ο Σκυλίτζης: δεδοικυῖαν, μή πως ἐν μέσῳ Ἀβασγῶν τε καὶ τῶν ἀποστατῶν συνειλημμένοι (διεδέδοτο γὰρ καὶ λόγος, ὡς οἱ περὶ τὸν Ξιφίαν διεκηρυκεύσαντο περὶ τούτου πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἀβασγίας ἀνήκεστόν τι πάθωσιν (σ.30)).

Αυτή η πληροφορία του Σκυλίτζη και άλλες μαρτυρίες (σ.31), μας επιτρέπουν να υποθέσουμε πως ο Γεώργιος Α΄ διατηρούσε επαφές με τους Γεωργιανούς που ζούσαν στο Βυζάντιο και συμμετείχαν ή υποστήριξαν με οποιονδήποτε τρόπο την επανάσταση (σ.32). Εξάλλου, ήταν λογικό ο Γεώργιος Α΄ να στηρίξει τους στασιαστές βλέποντας την χώρα του κατεστραμμένη από τον Βασίλειο Β΄ (σ.33).

Η συμμετοχή των γεωργιανών ευγενών (σ.34) στην επανάσταση προφανώς ανησύχησε τον Βασίλειο Β΄, όπως άλλωστε μαρτυρούν και τα δύο γεωργιανά χρονικά. Η γεωργιανή ηγεσία ήλπιζε ότι η επανάσταση θα ανέτρεπε την εξουσία του. Στην πραγματικότητα όμως ούτε η συνεργασία με τον φατιμίδη χαλίφη al-Hakim (σ.35) ούτε η επανάσταση του Φωκά και του Ξιφία είχαν κάποιο θετικό αποτέλεσμα για τους Γεωργιανούς (σ.36). Η μόνη εμφανής συνέπεια ήταν οι ελπίδες που έδωσε το γεγονός στη γεωργιανή πλευρά (σ.37). Αυτό ανέβαλε την ειρήνευση μεταξύ των δύο δυνάμεων και έδωσε ώθηση στη νέα φάση των ένοπλων συγκρούσεων. Η εξέλιξη μόνο θετική δεν ήταν για τη γεωργιανή πλευρά.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Νικηφόρος Φωκάς πριν την επανάσταση είχε ορισμένες διασυνδέσεις με την αυλή της Γεωργίας. Σύμφωνα με τον Yahya, κατά την επανάσταση του 989 ο πατέρας του τον είχε στείλει στον ηγεμόνα του Ταώ (Tao), τον κουροπαλάτη Δαυίδ, για ζητήσει τη βοήθειά του. Ο Δαυίδ είχε στείλει χίλιους ιππείς και χίλιους πεζούς (σ.38). Ο Νικηφόρος Φωκάς στα γεωργιανά αναφέρεται με το όνομα/προσωνυμία «Tsarvez» και όχι ως Νικηφόρος. Στο ίδιο σημείο (δηλαδή μόνο στην αρχή) μνημονεύεται κάποιος με τον γεωργιανό τίτλο «spaspet» (αρχιστράτηγος) και εννοείται ο Ξιφίας (σ.39): «την εποχή εκείνη έλαβε χώρα η μεγάλη αποστασία στην Ελλάδα (σ.40), διότι ενώθηκαν ο αρχιστράτηγος του Βασιλείου και ο Tsarvez γιός του αποστάτη Φωκά και ο Ξιφίας (Xiphi) έγινε βασιλιάς» (στα γεωργιανά) (σ.41).

Με την ίδια προσωνυμία τον αναφέρει και ο Αρμένιος Aristakes. Η αρμενικής προέλευσης λέξη Tsarvez/Tsarviz σημαίνει άνθρωπος με στραβό αυχένα, δηλ. «βαρυτράχηλος», που ήταν το πιθανότερο η προσωνυμία του. Ο Yahya της Αντιόχειας επίσης τον αναφέρει ακριβώς με την ίδια προσωνυμία (σ.42).

Οι δύο στασιαστές κατάφεραν να προσεταιρισθούν τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας (σ.43). Δεν γνωρίζουμε από καμία πηγή ποιες ακριβώς οικογένειες στήριξαν την επανάσταση. Όπως προαναφέραμε, η σοβαρότητα και η ιδιαιτερότητά της έγκειτο στο γεγονός ότι οι επαναστάτες ήλπιζαν στη σύναψη επαφών με τις ξένες δυνάμεις (σ.44).

Ο Βασίλειος Β΄ στάθηκε τυχερός (σ.45), διότι αυτή η ένωση των στασιαστών δεν ήταν σταθερή. Η αποτυχία της επανάστασης οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο Ξιφίας φθόνησε τη δημοτικότητα του Φωκά (σ.46) και σύμφωνα με τα γεωργιανά χρονικά, προέβη στη δολοφονία του Tsarvez (σ.47). Το λεγόμενο Χρονικό των Βαγρατιδών του Sumbat, γιού του Δαυίδ, αναφέρει απλώς ότι ο Ξιφίας απομακρύνθηκε από τον Tsarvez και έχασε τους οπαδούς του, χωρίς να κάνει λόγο για δολοφονία (σ.48). Ο ανώνυμος συγγραφέας του Matiane Kartlisa δεν κρύβει την εμπάθειά του για τον Ξιφία, ο οποίος παγιδεύτηκε στο κάστρο από τους Δαλασσηνούς (σ.49), συνελήφθη και παραδόθηκε στον Βασίλειο Β΄ (σ.50), ο οποίος τον εξόρισε. Στα δύο χρονικά δεν διευκρινίζεται ο τόπος εξορίας, αναφέρεται απλώς ότι εξορίστηκε «σε κάποιο νησί». Είναι εμφανές πως στο σημείο όπου γίνεται λόγος για την επανάσταση του Ξιφία το Matiane Kartlisa είναι πιο πλήρες και ακριβές από το Χρονικό του Sumbat, γιού του Δαυίδ.

Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ο Βασίλειος Β΄ αναγνωρίζοντας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τις υπηρεσίες του Ξιφία στο παρελθόν και ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία (σ.51), δεν τον καταδίκασε σε θάνατο (σ.52), αλλά τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, στον πρωτονοτάριο Ιωάννη, ο οποίος τον έκειρε μοναχό και τον εξόρισε στο νησί τοῦ Ἀντιγόνου (σ.53). Φαίνεται ότι ο Ξιφίας ζούσε ακόμη στα χρόνια του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (σ.54).

Παρ’ όλο που η επανάσταση του Ξιφία τελείωσε με την καταστολή των ανταρτών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και αρκετοί Γεωργιανοί, ο συγγραφέας του Χρονικού των Βαγρατιδών θεωρεί τη νίκη του Βασιλείου Β΄ ως «χάρη του Θεού». Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μέσα στο πλαίσιο της γενικής κοσμοθεωρίας του. Δεν επικροτεί καμία προσπάθεια ευγενών εναντίον της βασιλικής εξουσίας, έστω και αν αυτοί εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Γεωργίας (σ.55).

Στην επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία συμμετείχε ο γεωργιανός ευγενής Φέρης, ο οποίος ίσως επιθυμούσε να απαλλάξει τη χώρα του από τη βυζαντινή επιρροή (σ.56). Ωστόσο, οι δικοί του προσωπικοί λόγοι που τον ώθησαν να στηρίξει τόσο ενεργά την επανάσταση, δεν είναι ξεκάθαροι. Ο Φέρης είναι ένα πρόσωπο γνωστό τόσο από τις γεωργιανές, όσο και από τις αρμενικές και βυζαντινές πηγές.

Ο αρμένιος χρονογράφος του 10ου αι. Asołik είναι ο πρώτος χρονογράφος που τον αναφέρει περιγράφοντας τα γεγονότα του 998. Ο Φέρης ή Φέρσης (Fersi, με το όνομα αυτό αναφέρεται ενίοτε στις αρμενικές και γεωργιανές πηγές) ηγείτο των έξι χιλιάδων εκλεκτών ιππέων που είχε στείλει ως στρατιωτική βοήθεια ο γεωργιανός ηγεμόνας του Klarjeti, Gurgen (994 – 1008), στον Δαυίδ Γ΄, κουροπαλάτη του Ταώ (σ.57). Οι Γεωργιανοί κέρδισαν τη μάχη. Λίγο αργότερα, μετά το 1001, αφού είχε πεθάνει ο Δαυίδ κουροπαλάτης, ο Βασίλειος Β΄ προσπάθησε να «απαλλάξει» την κτήση του Δαυίδ από αριστοκράτες που δεν θεωρούνταν άξιοι της εμπιστοσύνης του. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι αδελφοί Φέρης και Θευδάτος, γιοί του Jojik (σ.58).

Έτσι, ο Φέρης μαζί με τα αδέλφια του εκτοπίστηκε στο Βυζάντιο, όπου και παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα (σ.59). Ο αδελφός του Θευδάτος ή Θεβδάτος, αναφέρεται στη σημείωση ενός ελληνικού τετραευαγγελίου της Εκκλησίας του Χριστού. Το τετραευαγγέλιο (Oxford, Gr. 21) χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα (σ.60). Η σημείωση αφορά στον κάτοχο του ευαγγελίου: Ἀβραμίου τοῦ θεοφιλοῦς ἐκ προσώπου Θευδάτου πατρικίου. Η ταυτότητα του Αβραμίου δεν έχει διευκρινιστεί. Ο Φέρης και ο Θευδάτος είχαν ακόμη έναν αδελφό, τον Πακουριανό (σ.61). Λίγα γνωρίζουμε για την τύχη τους στην αυτοκρατορία. Περίπου το 1019 ο Φέρης επέστρεψε πάλι στη Γεωργία (σ.62(, αλλά αγνοούμε τι μεσολάβησε στη συνέχεια και κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε πάλι στην αυτοκρατορία (σ.63). Ένα χειρόγραφο μαρτυρεί πως ο πατρίκιος Πακουριανός ήταν στρατηγός Σάμου και ο πατρίκιος Θευδάτος στρατηγός Οψικίου (σ.64). Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στο θέμα Οψικίου, πιθανώς στην πρωτεύουσά του, τη Νίκαια (σ.65).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες των Θαυμάτων του αγίου Ευγενίου. Ο συγγραφέας των Θαυμάτων Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, χωρίς να προσδιορίζει χρονικά την εκτόπιση του Θευδάτου, γράφει χαρακτηριστικά: Θευδάτον δέ τινα καλούμενον, ἄνδρα μέγιστον καὶ τοῦ πρώτου Δαυὶδ ἔγγονον, καὶ ἑτέρους λαβὼν πρὸς τὴν κυρίαν ἐπανῆκε τῶν πόλεων καὶ τὸν Δαυὶδ τοῦτον πατρίκιον τετίμηκε καὶ ἄρχειν τῆς Βουλγαρίας προσέταξεν (σ.66). Η ταυτότητα αυτού του Θευδάτου είναι γνωστή, μας είναι όμως τελείως άγνωστο ποιος είναι ο Δαυίδ που αναφέρεται από τον Λαζαρόπουλο.

Στα δύο εξεταζόμενα γεωργιανά χρονικά, ο ρόλος του Φέρη στην επανάσταση του Ξιφία δεν διευκρινίζεται. Πάντως, ήταν ο μόνος Γεωργιανός που αποκεφαλίστηκε το 1022 (σ.67). Στο Βυζάντιο κάθε πράξη κατά του αυτοκράτορα εθεωρείτο ως έργο των εχθρών του Θεού και της πίστης. Ο Θεός και ο αυτοκράτορας τους τιμωρούσαν όπως τους άξιζε (σ.68). Σύμφωνα με τα δύο γεωργιανά χρονικά, εκτός από αυτόν, αποκεφαλίστηκαν και αρκετοί άλλοι, οι οποίοι ήσαν Έλληνες (Βυζαντινοί) (σ.69). Είναι μία πληροφορία που δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές. Από τους στασιαστές μόνο ο Φέρης αποκεφαλίστηκε, ενώ η τιμωρία των υπολοίπων συνωμοτών ήταν η κά θειρξη και η κατάσχεση των περιουσιών τους (σ.70). Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ο Φέρης ήταν από τους πρώτους που προσχώρησε στους επαναστάτες, και για τον λόγο αυτόν μόνο εκείνος καταδικάστηκε σε θάνατο (σ.71). Αυτή η εξήγηση δεν μας φαίνεται και πολύ πειστική δεδομένου ότι ο Ξιφίας, ο βασικός οργανωτής της ανταρσίας, τιμωρήθηκε σχετικά ήπια.

Όποιος και να ήταν ο ρόλος του γεωργιανού αριστοκράτη, η τιμωρία που του επιβλήθηκε ήταν βαριά σε σχέση με τους υπολοίπους. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους: ή ο Φέρης είχε παραβατική συμπεριφορά και πριν την επανάσταση και με τη συμμετοχή του στη στάση υπερέβη τα όρια, ή ο Βασίλειος είχε οργιστεί τόσο πολύ με την ανυπακοή του γεωργιανού βασιλέα, ώστε το πλήρωσε ο Φέρης. Τείνουμε να πιστεύσουμε τη δεύτερη πιθανότητα (σ.72).

Σύμφωνα με τον Aristakes, ο προβληματισμένος Βασίλειος Β΄ έστειλε ιππείς από τον στρατό των ειδωλολατρών για να συλλάβουν τον αντάρτη Φέρη. Ο ίδιος παρέμεινε πάνω από ένα μήνα σε ένα μέρος κάπου στην άκρη της Βασιανής. Ο Φέρης και ο γαμπρός του Ανδρόνικος (σ.73), που ήταν επίσης ένας από τους συνωμότες, αποκεφαλίστηκαν σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλέα. Οι στασιαστές Φέρης και Ανδρόνικος ήταν σύμμαχοι του βασιλέα Γεωργίου Α΄ και του είχαν υποσχεθεί να του παραχωρήσουν όλα τα εδάφη που παλαιά κρατούσε ο Δαυίδ, τα οποία είχαν περιέλθει σε αυτόν ως δωρεά για την αφοσίωσή του. Ο Δαυίδ ωστόσο είχε ορκιστεί ότι μετά το θάνατό του τα εδάφη θα μεταβιβάζονταν στην κυριαρχία του αυτοκράτορα Βασιλείου (σ.74).

Η σύζυγος του Φέρη μαζί με τους συνοδούς της εξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη (σ.75), όπου και παρέμειναν δώδεκα χρόνια (σ.76). Οι γιοί του (σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ανεψιοί του Θευδάτου (σ.77)) έδρασαν στη Βασιλεύουσα. Μετά από περίπου επτά χρόνια από την τιμωρία του πατέρα τους, κατηγορήθηκαν για συνωμοσία εναντίον του Ρωμανού Γ΄ και εξορίστηκαν μαζί με άλλους συνωμότες. Το 1034 η σύζυγος του Φέρη, η οποία είχε βιώσει πρώτα τη σκληρή τιμωρία του άνδρα της, και στη συνέχεια την εξορία των παιδιών της, επέστρεψε στην πατρίδα της, το Ταώ.

Για ποιον λόγο οι Γεωργιανοί συμμετείχαν τόσο ενεργά στις συνομωσίες εναντίον του βυζαντινού αυτοκράτορα πρώτα το 989 και μετά στο πρώτο μισό του 11ου αι., είναι ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, η άποψη ότι η πράξη τους αποσκοπούσε στο να απαλλάξουν τη Γεωργία από τη βυζαντινή πολιτική επιρροή (σ.78). Ήταν μέρος ενός γενικού σχεδίου που συσπείρωνε τη φεουδαρχική αριστοκρατία του Ταώ, τους επώνυμους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Άλλωστε είναι εμφανές πως κανένας από αυτούς δεν είχε προσωπικά συμφέροντα και οφέλη.

Το 1022, μετά την καταστολή της επανάστασης των Φωκά και Ξιφία και αφού είχαν αποτύχει οι προσπάθειες για ειρηνική επίλυση του ζητήματος, ο Βασίλειος επιχείρησε νέα εκστρατεία εναντίον της Γεωργίας. Ο βυζαντινός στρατός αφίχθη στη Βασιανή. Ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να συνάψει εκεχειρία, εάν του παρέδιδαν τα κάστρα και τις περιοχές που ζητούσε. Παρόλο που ο Βασίλειος είχε ξεπεράσει τις εσωτερικές διαφορές και οι Γεωργιανοί είχαν μείνει, ουσιαστικά, χωρίς σύμμαχο, φαίνεται ότι δεν έχαναν την ελπίδα για τη νίκη. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, η αποφασιστική μάχη έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1022 (σ.79) κοντά στον ποταμό Φάσι (σ.80). Ο Γεώργιος Α΄ υπέστη συντριπτική ήττα και αναγκάστηκε να δεχθεί διαπραγματεύσεις. Ο νικητής Βασίλειος Β΄ διέσχισε την Αρμενία και προωθήθηκε στη βόρεια όχθη της Ματιανής λίμνης (σημερινή Ourmia).

Μετά τον Ηράκλειο κανένας Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν είχε φτάσει σε αυτά τα προωθημένα σημεία (σ.81). Μπορούμε να υποθέσουμε πως ο πόλεμος Βυζαντίου -Γεωργίας έληξε οριστικά περίπου τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο του 1022. Οι δύο πλευρές συνήψαν εκεχειρία γύρω στις αρχές του 1023 (σ.82).

Εν κατακλείδι, πρέπει να τονίσουμε ότι η επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στο εσωτερικό μέτωπο κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του Βασιλείου Β΄. Έχει πολύ λίγα κοινά με τις δύο προηγούμενες επαναστάσεις του Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού. Αν και είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία μεγάλη και σοβαρή εσωτερική κρίση στην αυτοκρατορία (το 989), φαίνεται ότι η δυσαρέσκεια της αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας δεν είχε μειωθεί, κάτι που δείχνει ότι ο κίνδυνος για την ανατροπή της Μακεδονικής δυναστείας ουσιαστικά δεν ξεπεράστηκε ποτέ.

Ο Βασίλειος Β΄ μπόρεσε να αντιμετωπίσει την απειλή χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, χωρίς να χρειαστεί αυτή τη φορά τη συνδρομή ξένων δυνάμεων. Η νίκη του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, στο γεγονός ότι ο συνασπισμός Φωκά – Ξιφία διαλύθηκε σχεδόν αμέσως. Δεν γνωρίζουμε και ούτε μπορούμε να υποθέσουμε την έκβαση της επανάστασης σε αντίθετη περίπτωση. Αν και η ανατροπή της εξουσίας του Βασιλείου Β΄ επιχειρήθηκε πολλές φορές, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα είχε μεγάλες πιθανότητες να επιτευχθεί στο τέλος της βασιλείας του.

 

Σημειώσεις/Παραπομπές

1.C. Holmes, Basil II and the Governance of Empire (976-1025), Oxford – New York 2005, 32-33, 34. Αυτή η επανάσταση πρέπει να μας προβληματίσει προκειμένου να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό είχε υποτάξει ο Βασίλειος τις μεγάλες οικογένειες της αυτοκρατορίας μετά το 989.

2.Η Holmes αποδίδει τη «σιωπή» του Ψελλού στις ανάγκες της λογοτεχνικής αρμονίας του κειμένου, μια αρμονία που απαιτούσε η όποια εσωτερική φιλονικία (ρήξη) να ακολουθείται από εξωτερική επιτυχία. Το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του έργου του Μιχαήλ Ψελλού είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους γείτονες στα πρώτα δεκατρία χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ και καμία αναφορά στις εσωτερικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας μετά το 989. Βλ. Holmes, Basil II, 35, 516. Είναι γεγονός ότι η βασιλεία του Βασιλείου Β΄ είναι κακώς καταγεγραμμένη από τους Βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους. Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν το φαινόμενο στην έλλειψη ενδιαφέροντος του ίδιου του Βασιλείου να ακούει επαίνους για τον εαυτό του και στην έλλειψη επιθυμίας να ενθαρρύνει ή να χρηματοδοτεί αυλικούς ρήτορες. Βλ. P. Stephenson, The Legend of Basil the Bulgar-Slayer, Cambridge 2003, 67· M. Lauxtermann, Byzantine Poetry and the Paradox of Basil II’s Reign, στο: Byzantium in the Year 1000, εκδ. P. Magdalino [Peoples, Economies and Cultures, 400-1500, 45], Leiden-Boston 2003, 199-216. Ωστόσο αυτό φαίνεται εξαιρετικά αδύναμο επιχείρημα. Η παράλειψη κάποιου γεγονότος από τους συγγραφείς της εποχής μπορεί να οφείλεται στην κρίση του συγγραφέα που δεν το θεωρεί αξιοσημείωτο ή θεωρεί ότι το γεγονός δεν βοηθά στην ανάδειξη του πρωταγωνιστή αυτοκράτορα. Πάντως, το να υποθέσουμε ότι ο Ψελλός δεν είχε πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επανάσταση είναι λιγότερο πιθανόν.

3. Βλ. Holmes, Basil II, 517. Οι στασιαστές, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια της ανάλυσης, πιθανώς είχαν συνεννοήσεις με τον Γεώργιο Α΄. Η ίδια ερευνήτρια κάνει λόγο και για τη συνεννόησή τους με τον αιγύπτιο χαλίφη al-Hakim (996-1021), αγνοώντας ότι ο χαλίφης είχε πεθάνει μερικούς μήνες ενωρίτερα. Βλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) [Byzantina Sorbonensia 9], Paris 1990, 36-37• V. Rozen, Imperator Vasiliy Bolgoroboytsa. Izvlecheniya iz letopisi Yakhi Antiokhiyskogo, Αγία Πετρούπολη 1883, 62· P. A. Sanders, The Fatimid state, 969-1171, στο: Cambridge History of Egypt, τ. 1: Islamic Egypt, 640 – 1517, Cambridge 2008, 152. Με τον al-Hakim ο γεωργιανός ηγεμόνας είχε συνάψει συμμαχία πριν ξεσπάσει ο βυζαντινογεωργιανός πόλεμος (βλ. λεπτομέρειες παρακάτω).

4. P. Carelos, Bemerkungen zur Herrschaft Basileios’ II. Bulgaroktonos, BSl 53/1 (1992), 2.

5. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος της νίκης του, αν και αυτή επετεύχθη με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων και στις δύο περιπτώσεις. Βλ. Carelos, Bemerkungen, 7.

6. Carelos, Bemerkungen, 2, 8. Αναλυτικά βλ. Cheynet, Pouvoir, 333-336.

7. Carelos, Bemerkungen, 2.

8. Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, εκδ. I. Thurn [CFHB V], Berlin-New York 1973, 366.31-32.

9. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.32-34. Είναι προφανές ότι πρόκειται για το θέμα της Ιβηρίας που δημιουργήθηκε το 1001 μετά τον θάνατο του Δαυίδ Γ΄ κουροπαλάτη (966-1001) στα εδάφη της ηγεμονίας του Ταώ. Ωστόσο είναι άγνωστο από πού προκύπτει η πληροφορία που παραδίδει ο Carelos (Bemerkungen), 2, ότι ο Γεώργιος Α΄, εκτός από το Ταώ, κατέλαβε και την παραθαλάσσια πόλη Φασιανή (Φάσις;) και τα χαζαρικά λιμάνια.

10. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.35-36.

11. Rozen, Imperator Vasiliy, 63. Η εκδοχή του Yahya σαφώς και είναι πιο αληθοφανής. Η περιγραφή της επανάστασης αυτής, καθώς επίσης και η ανάλυση των αιτίων της είναι πιο πλήρης στο έργο του Yahya απ’ ό,τι του Σκυλίτζη. Βλ. F. Uspenskij, Istoriya Vizantiiskoy Imperii τ. 3, Moskva-Leningrad 1948, 133. Κατά πάσα πιθανότητα οι πληροφορίες του χριστιανού άραβα χρονογράφου προέρχονται από κάποιο τοπικό χρονικό της Αντιόχειας. Bλ. σχετικά Carelos, Bemerkungen, 13. Η νεότερη γαλλική σχολιασμένη μετάφραση του Yahya της Αντιόχειας (Histoire de Yahya ibn-Said d’Antioche, εκδ. I. Kratchkovsky – A. Vasiliev. γαλλική σχολ. μετ. F. Micheau – G. Troupeau, Turnhout 1997) δεν είναι προσβάσιμη σε εμένα.

12. Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum, M. Pinderi (εκδ.), T. Büttner-Woβst (επιμ.), Bonnae 1897, 567.10-15. Από την αναφορά αυτή είναι εμφανές πως η απουσία του Βασιλείου Β΄ και η εμπλοκή του με τον γεωργιανό βασιλέα ενεθάρρυναν τους στασιαστές να κηρύξουν την επανάσταση.

13. Βλ. παρακάτω τις λεπτομέρειες για την προσωνυμία αυτή.

14. K. N. Yuzbashyan (εκδ.), Povestvovanie Vardapeta Aristakesa Lastivertsi, Μόσχα 1968, 64 (στο εξής: Yuzbashyan, Povestvovanie). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ονομαστικά ποιοι ήταν αυτοί οι αριστοκράτες που είχαν δυσαρεστηθεί με τον Βασίλειο Β΄ και είχαν προβεί σε όλες αυτές τις ενέργειες. Επίσης, σύμφωνα με τον χρονογράφο, ο Νικηφόρος Φωκάς και όχι ο Νικηφόρος Ξιφίας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και μάλιστα παρά τη θέλησή του. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Aristakes είχε στη διάθεσή του κάποια άγνωστη πηγή, πιθανώς προφορική, συμπέρασμα που ενισχύεται από το ύφος της διήγησης στο συγκεκριμένο σημείο.

15. Holmes, Basil II, 519.

16. Ο βυζαντινογεωργιανός πόλεμος ξεκίνησε περίπου την άνοιξη του 1021 και έληξε το 1022. Προήλθε από τη σύγχυση που προέκυψε μετά την ανάμειξη του γεωργιανού ηγεμόνα Δαυίδ Γ΄ κουροπαλάτη στην επανάσταση του Βάρδα Φωκά εναντίον του Βασιλείου Β΄ το 989. Τις λεπτομέρειες για το θέμα αυτό και τις συνέπειες που είχε στις περαιτέρω σχέσεις Βυζαντίου-Γεωργίας, βλ. E. Tchkoidze, Μία πτυχή των πολιτικών σχέσεων Βυζαντίου-Γεωργίας το 10ο αιώνα: Βάρδας Φωκάς και Δαυίδ Κουροπαλάτης, Βυζαντιακά 28 (2009), 217-238.

17. Ο Βασίλειος Β΄ αντιμετώπισε με πόλεμο το πρόβλημα της Βουλγαρίας, αλλά σε άλλα μέτωπα προτίμησε, όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες, τα διπλωματικά μέσα. Βλ. Holmes, Basil II, 516. Γενικώς, η διπλωματική επίλυση των συγκρούσεων ήταν μια από τις προτεραιότητες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βλ. Ε. Χρυσός , Ο πόλεμος έσχατη λύση, στο: Βυζάντιο. Κράτος και κοινωνία, Μνήμη Νίκου Οικονομίδη, Α. Αβραμέα – Α. Λαΐου – Ε. Χρυσός (επιμ.) [ΙΒΕ/ΕΙΕ Ερευνητική Βιβλιοθήκη τ. 3], Αθήνα 2003, 543-563.

18. Tchkoidze, Μία πτυχή των πολιτικών σχέσεων, 228.

19. Rozen, Imperator Vasiliy, 63.

20.. Holmes, Basil II, 519.

21. Αυτή η πληροφορία προέρχεται από τα δύο γεωργιανά χρονικά (βλ. λεπτομέρειες παρακάτω) και τον άραβα χρονογράφο.

22. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366-7. Βλ. R. Guilland, Patrices du règne de Basile II, JÖB 20 (1971), 91 (= Ο Ιδιοσ, Titres et Fonctions de l’ Empire Byzantin, London 1976, αρ. XII)· Cheynet, Pouvoir, 213.

23.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 343.85-86.

24.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 345.38-39, 348.21.

25.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 352.24.

26.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 364.68.

27. Guilland, Patrices, 98• Cheynet, Pouvoir, 308.

28. Uspenskij, Istoriya, 133. Ας μην ξεχνάμε πως ο οίκος των Φωκάδων καταγόταν από την Καππαδοκία, που σημαίνει πως θα μπορούσαν πολύ άνετα να συγκεντρώσουν μεγάλο στρατό. Βλ. Carelos, Bemerkungen, 3.

29. Αυτή η πληροφορία των γεωργιανών χρονικών επιβεβαιώνεται από τον Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.38-39: οὗπερ ἀγγελθέντος τῷ βασιλεῖ ταραχὴ κατεῖχε τὴν παρεμβολὴν καὶ ἀγωνία.

30. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.40-43.

31. Ο Αρμένιος Ματθαίος επίσκοπος Εδέσσης υποστηρίζει πως οι στασιαστές είχαν συμμάχους τον Γεώργιο Α΄ και τους γιους του αρμενίου ηγεμόνα Gagik Α΄ (989-1020). Βλ. Κ. N. Yuzbashian, Skilitsa o zakhvate Aniyskogo tsarstva, VV 40 (1979), 79.

32. V. Kopaliani, Sakartvelosa da Bizantiis politikuri urtiertoba 970-1070 tslebshi (Πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στη Γεωργία και το Βυζάντιο το 970-1070), Τιφλίδα 1969, 111-112 .

33. J.-Cl. Cheynet, Basil II and Asia Minor, στο: Byzantium in the year 1000, 101.

34. Αν και στις πηγές εκτός από τον Φέρη δεν αναφέρεται κανένας άλλος γεωργιανός συνωμότης, είναι πρόδηλο πως υπήρχαν και άλλοι υποστηρικτές της επανάστασης μεταξύ των Γεωργιανών που ζούσαν στο Βυζάντιο. O J. H. Forsyth (The Byzantine-Arab Chronicle (938-1034) of Yahyā B. Sa‘īd Al-Antākī, Ph.D. Dissertation, University of Michigan 1977, 566), υποστηρίζει πως η συμμετοχή των Γεωργιανών και των Αρμενίων δεν έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο. Μπορεί ο αριθμός των Γεωργιανών και των Αρμενίων που συμμετείχαν όντως να μην ήταν μεγάλος. Αυτοί οι λίγοι, εντούτοις, φαίνεται πως ήταν τα κεντρικά πρόσωπα. Αυτό προκύπτει έμμεσα από το γεγονός ότι μετά την καταστολή της επανάστασης το πρώτο θύμα που τιμωρήθηκε με αποκεφαλισμό ήταν ο Γεωργιανός Φέρης.

35. Για τη συνεργασία αυτή μας πληροφορεί μόνο ο Yahya της Αντιόχειας ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Βασίλειος Β΄ μόλις είχε απαλλαγεί από το πρόβλημα με τους Βούλγαρους όταν ο Γεώργιος Α΄ «άρχισε να αλληλογραφεί με τον al-Hakim προτείνοντάς του να ενωθούν και να πολεμήσουν τον βασιλιά (= Βασίλειο Β΄), δηλαδή ο καθένας τους θα πραγματοποιούσε την επίθεση εναντίον του από τη δική του πλευρά». Ο φατιμίδης χαλίφης εξαφανίστηκε (πήγε στο βουνό για προσευχή και δεν ξαναγύρισε ποτέ) πριν ξεσπάσει οποιαδήποτε ένοπλη σύγκρουση. Βλ. Rozen, Imperator Vasiliy, 61. Είναι μία πληροφορία άκρως σημαντική, καθώς πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση που γεωργιανός ηγέτης προσπάθησε να συνάψει στρατιωτική συμμαχία με μουσουλμάνο ηγέτη εναντίον του βυζαντινού αυτοκράτορα. Η πράξη αυτή του Γεωργίου Α΄ αποδεικνύει το θάρρος αλλά και την εχθρότητα που έτρεφε ενάντια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όλα δείχνουν ότι ο Γεώργιος Α΄ δεν είχε καμία βοήθεια από την αιγυπτιακή πλευρά. Βλ. Carelos, Bemerkungen, 2.

36. Η Μ. Lortkipanidze, Sumbat Davitis-dze, Istoriya i povestvovanie o Bagratidakh, Τιφλίδα 1979, 58 πιστεύει πως η επανάσταση ενίσχυσε τη θέση των Γεωργιανών. Το αντίθετο φρονεί ο N. Adontz, ότι δηλαδή οι συνέπειες της επανάστασης ουσιαστικά δυσχέραναν την κατάσταση ακόμη περισσότερο. Βλ. N. Adontz, Notes Arméno – Byzantines, στο: N. Adontz, Études Armeno-Byzantines, Lisbonne 1965, 171.

37. Να σημειωθεί πως, αν και από τις πηγές δεν επιβεβαιώνεται, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον ότι η γεωργιανή πλευρά υποστηρίχθηκε και από το αρμενικό βασίλειο του Βασπουρακάν. Βλ. Kopaliani, Sakartvelosa, 104-105. Ας μην λησμονούμε ότι ο τελευταίος ηγεμόνας του, ο Senekerim Artsruni (1003-1021) ήταν ο πεθερός του Γεωργίου Α΄. Βλ. Kartlis Tskhovreba. Κριτική έκδοση των κειμένων με βάση όλα τα βασικά χειρόγραφα του S. Kaukhchishvili, τ. 1, Τιφλίδα 1955, 299.4. Nέα έκδοση του έργου με αγγλική μετάφραση, υπό την αιγίδα της Ακαδημίας των Επιστημών της Γεωργίας, είναι τώρα διαθέσιμη και στο διαδίκτυο: Kartlis Tskhovreba. A History of Georgia [Georgian National Academy of Sciences – Commission for the Study of Georgian Historical Sources], Tbilisi 2014). Για την προσάρτηση του αρμενικού βασιλείου στο Βυζάντιο το 1021, βλ. W. Seibt, Die Eingliederung von Vaspurakan in das byzantinische Reich (etwa Anfang 1019 bsw. Anfang 1022), Handes Amsorya 92 (1978), 49-66, κυρίως 58-60.

38. Rozen, Imperator Vasiliy, 61. Βλ. επίσης Tchkoidze, Μία πτυχή των πολιτικών σχέσεων, 223-225. Στην επανάσταση του 989 η υποστήριξη του γεωργιανού ηγεμόνα προς τον Βάρδα Φωκά δεν ήταν τυχαία. Το ότι οι γεωργιανοί άρχοντες είχαν στενές σχέσεις με τους Φωκάδες βλ. Cheynet, Basil II, 98-99. Πρόκειται λοιπόν για παραδοσιακούς συμμάχους.

39. E. Taqaishvili (εκδ), Zhizn i izvestiya o Bagratidakh, Τιφλίδα 1900, 164.

40. Όχι μόνο στις συγκεκριμένες γεωργιανές πηγές, αλλά γενικότερα στα μεσαιωνικά γεωργιανά κείμενα, οι όροι Ελλάδα και Έλληνας χρησιμοποιούνται για την απόδοση των όρων Βυζάντιο και Βυζαντινός αντίστοιχα. Βλ. E. Tchkoidze, Ένας Γεωργιανός προσκυνητής στον βυζαντινό κόσμο του 9ου αιώνα: ο Άγιος Ιλαρίων ο Γεωργιανός, Αθήνα 2011, 38-39.

41. Sumbat Davitis-dze, Tskhorebai da utskebai Bagratonianta, εκδ. G. Arakhamia, Τιφλίδα 1990, 55.8-10 (Βίος και πολιτεία των Βαγρατιδών • στο εξής: Sumbat Davitis-dze).

42. Rozen, Imperator Vasiliy, 61 και 63. Βλ. N. Adontz – H. Grégoire, Nicéphore au col roide, Byzantion 8 (1933), 203-212, κυρίως 211. Το γεγονός ότι ο Νικηφόρος δεν αναφέρεται στα βυζαντινά χρονικά με την προσωνυμία αυτή πρόσεξε ο Carelos, Bemerkungen, 7 σημ. 28, ο οποίος δίνει πολύ διαφορετική διάσταση στο ζήτημα αυτό και διατυπώνει την υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για λάθος απόδοση του ονόματος Φωκάς στα αρμενικά.

43. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.37-38, πρόκειται για τις περιοχές της Καππαδοκίας, της Ροδανδού και τα περίχωρά τους. Στο ανώνυμο γεωργιανό χρονικό του 11ου αι. Matiane Kartlisa δεν διευκρινίζεται για ποιες ακριβώς περιοχές πρόκειται, ενώ ο Sumbat γιος του Δαυίδ, χρονογράφος του πρώτου μισού του 11ου αι. κάνει λόγο για τις «χώρες όλης της Ανατολής». Βλ. Sumbat Davitis-dze, 55.11.

44. Cheynet, Basil II, 65.

45. Ο Αρμένιος Aristakes, διηγούμενος την αποτυχία της επανάστασης των Φωκά-Ξιφία αναφέρει με έκπληξη: «είδα με τα μάτια μου ότι όποιος προσπάθησε να του αντισταθεί [πρόκειται για τον Βασίλειο Β΄], όλοι πέθαναν με επαίσχυντο θάνατο». Βλ. Yuzbashyan, Povestvovanie, 64. Η φήμη για τον «καλότυχο» Βασίλειο Β΄ πρέπει να ήταν πλατιά διαδεδομένη την εποχή εκείνη και εκτός Βυζαντίου.

46. Rozen, Imperator Vasiliy, 64• Adontz, Notes arméno-byzantines, 165• Uspenskij, Istoriya, 133. Φαίνεται ότι οι δύο πρωτεργάτες της επανάστασης δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν για τις λεπτομέρειες της περαιτέρω δράσης τους.

47. Για τις λεπτομέρειες για τη δολοφονία, βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.43-367.49. Μετά τη δολοφονία του Φωκά η ένωση των στασιαστών διαλύθηκε αμέσως. Σύμφωνα με τον Yahya, ο Ξιφίας φυλάκισε τον Νικηφόρο Φωκά μετά από μία ψευδή πρόσκληση στις 15 Αυγούστου του 1022 και δολοφονήθηκε την ίδια μέρα. Αυτό προκάλεσε αναταραχή και διχόνοια στους επαναστάτες και ήταν φυσικό να ηττηθούν. Βλ. Rozen, Imperator Vasiliy, 63-64• Carelos, Bemerkungen, 5.

48. Στο γεωργιανό κείμενο Matiane Kartlisa δεν αναφέρεται ποιοι ακριβώς απομακρύνθηκαν μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου, αλλά μάλλον πρόκειται για τους οπαδούς του Νικηφόρου του Φωκά.

49. Στο πρωτότυπο γεωργιανό κείμενο το επίθετο απαντά ως «οι Δαλασανοί», βλ. Kartlis Tskhovreba, 298. Στο κείμενο του Sumbat δεν έχουμε κάποια πληροφορία σχετικά με την ταυτότητα αυτών που παγίδευσαν τον Ξιφία, τον οποίο φαίνεται ότι συνέλαβε ο γιός του Δαμιανού Δαλασσηνού, Θεοφύλακτος. Για τις λεπτομέρειες, βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 367.51-53. Ο Δαμιανός Δαλασσηνός υπήρξε κατεπάνω Αντιοχείας στα χρόνια 995-998. Βλ. επίσης Cheynet, Pouvoir, 226, 308.

50. Ο Σκυλίτζης ισχυρίζεται πως ο Θεοφύλακτος Δαλασσηνός παρέδωσε τον συλληφθέντα Νικηφόρο Ξιφία στον Ιωάννη τον Πρωτονοτάριο. Πιστεύουμε πως η πληροφορία του γεωργιανού κειμένου Matiane Kartlisa, ότι τον παρέδωσε στον Βασίλειο, είναι πιο λογική και αληθοφανής. Ο Ζωναράς δεν διευκρινίζει σε ποιον ακριβώς παραδόθηκε ο Ξιφίας. Βλ. Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 567.15-18: ταχέως ἡ τούτων ἐσβέσθη ἀποστασία, τοῦ μὲν Ξιφία τὸν Φωκᾶν ἀνελόντος, αὐτοῦ δὲ συλληφθέντος, καὶ δεσμίου ἀπαχθέντος εἰς τὴν τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.

51. Rozen, Imperator Vasiliy, 66.

52. Ίσως τον βοήθησε η χειρονομία του. Σύμφωνα με τον Yahya της Αντιοχείας, ο Ξιφίας όταν αντιλήφθηκε ότι η επανάσταση απέτυχε, για να εξιλεωθεί για το σφάλμα του, έστειλε στον Βασίλειο Β΄ το κομμένο κεφάλι του Νικηφόρου Φωκά. Από την πλευρά του ο Βασίλειος Β΄ το «δώρο» αυτό το έστειλε στον Γεώργιο Α΄, προφανώς για να τον τρομοκρατήσει. Βλ. Rozen, Imperator Vasiliy, 65.

53. Ο Σκυλίτζης αναφέρει αυτό το νησί και σε άλλο σημείο ως τόπο εξορίας: Βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 213.54-55: (ο Ρωμανός Α΄ Λακαπηνός) ἐξορίζει τὸν μάγιστρον Στέφανον εἰς τὴν Ἀντιγόνου νῆσον… καὶ μοναχὸν ἀποκείρει.

54. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.53-54. Πρβ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 376.74-76, όπου ο χρονογράφος αναφέρει πως ο Ξιφίας ντύθηκε το μοναχικό σχήμα εθελουσίως στη μονή Στουδίου: (ο Ρωμανός Γ΄ Αργυρός ανακάλεσε) δὲ καὶ τῆς χρονίας ὑπερορίας Νικηφόρον τὸν Ξιφίαν, ὃς ἐθελοντὴς ἐν τῇ μονῇ τῶν Στουδίου τὸ τῶν μοναχῶν ἠμφιέσατο σχῆμα. Φαίνεται πως πάλι ενσωματώνει πληροφορίες προερχόμενες από διαφορετική πηγή και έτσι υποπίπτει σε ορισμένες ανακρίβειες.

55. Lortkipanidze, Sumbat Davitis-dze, 58. Γενικότερα, για το πολιτικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου κειμένου και τις ιδεολογικές παραμέτρους βλ. St. H. Rapp Jr., Sumbat Davitis-dze and the Vocabulary of Political Authority in the Era of Georgian Unification, Journal of the American Oriental Society 120/4 (2000), 570-576.

56. Guilland, Patrices, 97.

57. N. Emin (εκδ), Vseobshaya istoriya Stepanosa Taronskogo Asokhika po prizvaniyu, Μόσχα 1861, 194.

58. Ο άρχοντας των αρχόντων Jojik μαζί με τον Τορνίκιο ήταν ο στρατηγός στη μάχη εναντίον του Σκληρού το 979, βλ. Vseobshaya istoriya Asokhika, 135. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 356.26, Τζοτζίκιος (Jojik) λεγόταν και ο γιός του Θεβδάτου. Αναφερόμενος στα γεγονότα του 1016 τον μνημονεύει με τον τίτλο του στρατηγοῦντος ἐν Δοροστόλῳ. Ο Jojik μνημονεύεται και σε ένα γεωργιανό χειρόγραφο, σε μια σύντομη προσευχή. Βλ. Actes d’Iviron I. Des origines au milieu du xie siècle, εκδ. J. Lefort, N. Oikonomidès, Denise Papachryssanthou, Hélène Métrévéli [Archives de l’Athos XIV], Paris 1985, 19.

59. Βλ τη λεπτομερή περιγραφή του τετραευαγγελίου στην I. Hutter, Scriptoria in Bithynia, στο: Constantinople and its Hinterland. Papers from the Twenty-seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, C. Mango and G. Dagron (εκδ.) with the assistance of G. Greatrex, Oxford 1995, 384.

60. 59. A. Ρ. Kazhdan, Armyane v sostave gospodstvuyuschego klassa Vizantiyskoy imperii v 11-13 vv., Ερεβάν 1975, 59.

61. Hutter, Scriptoria, 384. Υπενθυμίζουμε πως και οι τρεις είχαν συνοδεύσει τον Βασίλειο Β΄ όταν αναχώρησε το 1001 από τη Γεωργία. Από ορισμένους μελετητές αμφισβητείται το γεγονός ότι αυτός ο Πακουριανός είναι ο τρίτος γιός του Jojik, ο οποίος σύμφωνα με τη γνώμη τους είχε μόνο δύο γιούς, τον Θευδάτο και τον Φέρση. Βλ. Actes d’Iviron, I, 19.

62. Giorgi Mtsire, Tskhoreba giorgi mtatsmidelisa, στο: Dzveli kartuli agiografiuli literaturis dzeglebi, τ. 2, I. Abuladze (επιμ.), (1967), 117.16-27 (Βίος του Γεωργίου Αγιορείτου στο: Μνημεία της αρχαίας γεωργιανής αγιολογίας).

63. Σύμφωνα με τον Forsyth, The Byzantine-Arab Chronicle, 566, αυτή την περίοδο ο Φέρης ήταν διοικητής του φρουρίου του Khaltoyrich και κατείχε σημαντική θέση στη βυζαντινή στρατιωτική ηγεσία.

64. Ο 11ος αιώνας είναι μία περίοδος κατά την οποία ο αριθμός των Γεωργιανών στο Βυζάντιο και, ειδικά, στον βυζαντινό στρατό, αυξήθηκε κατακόρυφα. Βλ. A. P. Kazhdan – G. G. Litavrin, Ocherki istorii Vizantii I Yuzhnikh Slavyan, Μόσχα 1958, 58. Εκτός από τους Γεωργιανούς, αυτή την περίοδο και οι Αλανοί διέπρεπαν στον βυζαντινό στρατό. Βλ. A. Kazhdan – G. Constable, People and Power in Byzantium. Αn Introduction to Modern Byzantine Studies, Washington, D. C. 1982, 154.

65. Hutter, Scriptoria, 384.

66. N. Panagiotakes, Fragments of a Lost Eleventh Century Byzantine Historical Work?, στο: Φιλέλλην. Studies in Honour of Robert Browning, C. N. Constantinides – N. Panagiotakes – E. Jeffreys – A. Angelou (επιμ.), Venice 1996, 356. Το κείμενο του Ιωσήφ Λαζαρόπουλου εκδόθηκε από τον J. Ο. Rosenqvist, Τhe Hagiographical Dossier of St Eugenios of Trebizond in Codex Athous Dionysiou 154. A Critical Edition with Introduction, Translation, Commentary and Indexes [Studia Byzantina Upsaliensia 5], Upsala 1996, 258.236-240.

67. Αυτή η τιμωρία σαφώς και ήταν η έκφραση της οργής του Βασιλείου προς τους Γεωργιανούς, βλ. Cheynet, Basil II, 101.

68. Κ. Μπουρδάρα, Καθοσίωσις και τυραννίς κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Μακεδονική Δυναστεία (867-1056), Αθήνα-Κομοτηνή, 1981, 134.

69. Σύμφωνα με το Matiane Kartlisa: «ο Βασίλειος Β΄ μαζί τους [με τους στασιαστές] αποκεφάλισε πολλούς με ξίφος εκ των οποίων ήταν και ο Φέρης γιος του Jojik που καταγόταν από το Tao, και οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες». Βλ. Kartlis Tskhovreba, 287.5-8. Ο Sumbat, γιός του Δαυίδ, λέγει χαρακτηριστικά: «ο Βασίλειος Β΄ αποκεφάλισε πολλούς οπαδούς τους [των στασιαστών] εκ των οποίων ήταν και ο Φέρης γιος του Jojik». Βλ. Sumbat Davitis-dze, 55.17-18. Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με τα κείμενα των μαρτυριών, η πιο συνηθισμένη ποινή που επιβαλλόταν στους χριστιανούς ήταν ο αποκεφαλισμός με ξίφος, δηλαδή η ἀπότμησις τῆς κεφαλῆς ξίφει. Βλ. Κ. Μπουρδάρα, Το δίκαιο στα αγιολογικά κεί μενα [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 2], Αθήνα 1987, 84.

70. Μπουρδάρα, Καθοσίωσις, 102. Στο Βυζάντιο κατά τον 10ο-11ο αι. οι περιουσίες μεγάλων εγκληματιών (επαναστατών, καταδικασμένων για φόνο κτλ) δημεύονταν εξ ολοκλήρου. Βλ. επίσης G. G. Litavrin, Vizantiiskoe obschestvo I gosudarstvo v 10-11 vv., Μόσχα 1977, 199. Για τις τιμωρίες των υπολοίπων βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.64-70. Οι ποινές για το έγκλημα καθοσίωσης που προϋπέθετε δόλο, ήταν ποικίλες: κεφαλική, σωματικός σωφρονισμός, εξορία και χρηματική ποινή, καθώς επίσης τύφλωση και πιο σπάνια, θανάτωση. Πάντως, η τύφλωση εθεωρείτο πιο ήπια ποινή από τη θανάτωση. Βλ. Μπουρδάρα, Καθοσίωσις, 147, 159 και 165. Προκύπτει λοιπόν ότι στον Φέρη επιβλήθηκε η βαρύτερη ποινή.

71. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.65-67.

72. Με άλλα λόγια, ο Φέρης τιμωρήθηκε για παραδειγματισμό. Δεν αποκλείεται ωστόσο να συνέτρεχαν και οι δύο λόγοι.

73. Η ταυτότητα αυτού του Ανδρονίκου μάς είναι άγνωστη. Αν και από τις πηγές δεν αντλούμε καμία πληροφορία για την ύπαρξη είτε θυγατέρας είτε αδελφής του
Φέρη, μάλλον πρόκειται για τον άνδρα της αδελφής του. Ο Ανδρόνικος ήταν προφανώς βυζαντινός αξιωματούχος.

74. Yuzbashyan, Povestvovanie, 65-66.

75. Mtsire, Tskhoreba, 118.3.

76. Mtsire, Tskhoreba, 118.4. Αυτή η πληροφορία είναι αποκλειστική και εξαιρετικής σημασίας. Αναδεικνύεται μία άλλη μορφή τιμωρίας που δεν είναι γνωστή από άλλες πηγές. Ο Φέρης όχι μόνο αποκεφαλίστηκε, αλλά εκτοπίστηκαν όλη η οικογένεια και οι άνθρωποί του στη Βασιλεύουσα για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Κανένας γεωργιανός όμηρος δεν παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν ξέρουμε καν αν πρόκειται για ομηρία ή ήταν εξορία και κάτω από ποιες συνθήκες ζούσαν στη βυζαντινή πρωτεύουσα.

77. Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Σκυλίτζης τους αναφέρει ως ανεψιούς του Θευδάτου και όχι ως γιούς του Φέρη. Ο Θευδάτος μάλλον ήταν πιο γνωστός στην αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο. Βλ. E. Metreveli, Narkvevebi athonis kulturul-saganmanatleblo keris istoriidan (Δοκίμια για την ιστορία της πολιτιστικής και εκπαιδευτικής εστίας στον Άθωνα), Τιφλίδα 1996, 194.

78. Metreveli, Narkvevebi athonis kulturul-saganmanatleblo keris istoriidan, 104.

79. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.57-59.

80. H. Grégoire, The Amorians and Macedonians, 842-925, στο: Cambridge Medieval History τ. IV.I, Cambridge 1966, 189.

81. Δ. Ζακυθηνοσ, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Αθήνα 1969, 323.

82. I. Javakhishvili, Tkhzulebani τ. 2, Τιφλίδα 1983, 136 (Έργα).

 

* Το παρόν άρθρο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της ερευνητικής εργασίας με τίτλο «Ο Βασίλειος Β΄ (976-1025) στη μεσαιωνική γεωργιανή γραμματεία», η οποία υποστηρίχθηκε από την Πράξη «Ακαδημία Πλάτωνος: Ανάπτυξη της γνώσης και καινοτόμων ιδεών». Η Πράξη υλοποιείται από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, την ΑΜΚΕ Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης» και το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και Εθνικούς Πόρους. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τα ανωτέρω Ιδρύματα και το Πρόγραμμα για την ευκαιρία αυτή και τη στήριξη του έργου μου κατά την παραμονή μου στην Αθήνα (Οκτ. 2012 – Σεπτ. 2013), καθώς επίσης τον επιβλέποντα καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας, τον κ. Αθανάσιο Μαρκόπουλο (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), για την άριστη συνεργασία. Ευχαριστώ επίσης την κ. Βασιλική Τσαμακδά, καθηγήτρια Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Βυζαντινής Τέχνης του Πανεπιστημίου Mainz, για την αποστολή των απαραίτητων άρθρων.

Για τη συγγραφέα: Η Eka Tchkoidze σπούδασε Γεωργιανή και Νεοελληνική Φιλολογία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο I. Javakhishvili της Τιφλίδας. Συνέχισε τις σπουδές της στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεσαιωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από όπου έλαβε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα ειδίκευσης το 2001 και το διδακτορικό της δίπλωμα το 2006. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στην Ελλάδα υπήρξε υπότροφος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) και του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Princeton (ΗΠΑ). Από το 2008 κατέχει τη θέση της Επίκουρης Καθηγήτριας στο Ilia State University της Τιφλίδας και την παρούσα στιγμή είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Γενεαλογίας του Μοντερνισμού στο ίδιο Πανεπιστήμιο.

 

Πηγή: Βυζαντινά Σύμμεικτα, Αβέρωφ

megas kwnstantinos 02

 

[ΧLΙ] [1] Ὦ Πόλις, Πόλις, πόλεων πασῶν κεφαλή· ὦ Πόλις, Πόλις, κέντρον τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν· ὦ Πόλις, Πόλις, χριστιανῶν καύχημα καί βαρβάρων ἀφανισμός· ὦ Πόλις, Πόλις, ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρός δυσμάς, ἔχουσα ἔνδον φυτά παντοῖα βρίθοντα καρπούς πνευματικούς.

[2] Ποῦ σου τό κάλλος παράδεισε· Ποῦ σου ἡ τῶν χαρίτων τοῦ πνεύματος εὐεργετική ρώσις ψυχῆς τέ καί σώματος; Ποῦ τά τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μου σώματα τά πρό πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ἀειθαλεῖ παραδείσω, ἔχοντα ἐν μέσῳ τούτων τό πορφυροῦν ἱμάτιον, τήν λόγχην, τόν σπόγγον, τόν κάλαμον, ἅτινα ἀσπάζοντες ἐφανταζόμεθα τόν ἐν σταυρῷ ὑψωθέντα ὁρᾶν· ποῦ τά τῶν ὅσιων λείψανα; Ποῦ τά τῶν μαρτύρων; ποῦ τά τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν λοιπῶν βασιλέων πτώματα; αἱ ἀγυιαί, τά περίαυλα, αἱ τρίοδοι, οἱ ἀγροί, οἱ τῶν ἀμπέλων περιφραγμοί, τά πάντα πλήρη, μεστά λειψάνων ἁγίων, σωμάτων εὐγενῶν, σωμάτων ἀγενῶν, ἀσκητῶν, ἀσκητριῶν. Ὦ τῆς ζημίας «Ἔθεντο, Κύριε, τά θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τάς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς κύκλῳ τῆς Νέας Σιῶν καί οὐκ ἦν ὁ θάπτων».

[3] Ὦ ναέ, ὦ ἐπίγειε οὐρανέ, ὦ οὐράνιον θυσιαστήριον, ὦ θεῖα καί ἱερά τεμένη, ὦ κάλλος ἐκκλησιῶν, ὦ βίβλοι ἱεραί καί Θεοῦ λόγια, ὦ νόμοι παλαιοί τέ καί νέοι, ὦ πλάκαι γραφεῖσαι Θεοῦ δακτύλῳ , ὦ εὐαγγέλια λαληθέντα Θεοῦ στόματι, ὦ θεολογίαι σαρκοφόρων ἀγγέλων, ὦ διδασκαλίαι πνευματοφόρων ἀνθρώπων, ὦ παιδαγωγίαι ἡμιθέων ἡρώων, ὦ πολιτεία, ὦ δῆμος, ὦ στρατός ὑπέρ μέτρον τό πρίν, νῦν δ’ ἀφανισθεῖς ὡς ποντιζομένη ναῦς ἐν τῷ πλεῖν, ὦ οἰκίαι καί παντοδαπά παλάτια καί ἱερά τείχη, σήμερον συγκαλῶ πάντα καί ὡς ἔμψυχα συνθρηνῶ, τόν Ἱερεμίαν ἔχων ἔξαρχον τῆς ἐλεεινῆς τραγωδίας.

[4] «Πῶς ἔκαθισεν μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμένη λαῶν; Ἐγεννήθη ὡς χήρα ἡ πεπληθυμένη ἐν ἔθνεσιν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγεννήθη εἰς φόρον. Κλαίουσα ἔκλαυσεν ἐν νυκτί καί τά δάκρυα αὐτῆς ἐπί τῶν σιαγόνων αὐτῆς καί οὔχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτήν ἀπό πάντων τῶν ἀγαπώντων αὐτήν. Πάντες οἱ φιλοῦντες αὐτήν ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ, ἐγένοντο αὐτῇ εἰς ἐχθρούς. Μετῳκίσθη ἡ Ἀσία ἀπό ταπεινώσεως αὐτῆς καί ἀπό πλήθους δουλείας αὐτῆς. Ἐκάθισεν ἐν ἔθνεσιν, οὔχ εὖρεν ἀνάπαυσιν. Πάντες οἱ καταδιώκοντες αὐτήν κατέλαβον αὐτήν ἀνά μέσον τῶν θλιβόντων. Ὁδοί πόλεως πενθοῦσιν παρά τό μή εἶναι ἐρχόμενους εἰς ἑορτήν. Πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι. Οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἀναστενάζουσιν, αἱ παρθένοι αὐτῆς ἀγόμεναι καί αὐτή πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ. Ἐγένοντο οἱ θλίβοντες αὐτήν εἰς κεφαλήν καί οἱ ἐχθροί αὐτῆς εὐθηνοῦσιν, ὅτι Κύριος ἐταπείνωσεν αὐτήν ἐπί τό πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῆς. Τά νήπια αὐτῆς ἐπορεύθη ἐν αἰχμαλωσίᾳ κατά πρόσωπον θλίβοντος. Καί ἐξῆλθεν ἐκ θυγατρός Σιῶν πᾶσα ἡ εὐπρέπεια αὐτῆς. Ἐγένοντο οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ὡς κριοί οὔχ εὑρίσκοντες νομήν καί ἐπορεύοντο ἐν οὐκ ἱσχύϊ κατά πρόσωπον διώκοντος. Ἰδόντες οἱ ἐχθροί αὐτῆς ἐγέλασαν ἐπί μετοικεσίᾳ αὐτῆς. Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ διά τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο.

[5] Χεῖρα αὐτοῦ ἐξεπέτασεν ὁ θλίβων ἐπί πάντα τά ἐπιθυμήματα αὐτῆς, εἶδε γάρ ἔθνη εἰσελθόντα εἰς τό ἁγίασμα αὐτῆς, ἅ ἐνετείλω μή εἰσελθεῖν εἰς τήν ἐκκλησίαν σου. Πᾶς ὁ λαός αὐτῆς καταστενάζοντες, ζητοῦντες ἄρτον. Ἔδωκαν τά ἐπιθυμήματα αὐτῆς ἐν βρώσει, τοῦ ἐπιστρέψαι ψυχήν. Ἴδε, Κύριε, καί ἐπίβλεψον πάντες οἱ παραπορευόμενοι ὁδόν ἐπιβλέψατε καί ἴδετε εἰ ἐστίν ἄλγος κατά τό ἄλγος μου, δ’ ἐπεφύλλισέν μοί. Ἐξ ὕψους αὐτοῦ ἐξαπέστειλε πῦρ ἐν τοῖς ὀστέοις μου καί κατήγαγεν αὐτό ἐπ’ ἐμέ. Διεπέτασε δίκτυον τοῖς ποσί μου· ἀπέστρεψεν μέ εἰς τά ὀπίσω, ἔδωκέν με ἠφανισμένην, ὅλην τήν ἡμέραν ὀδυνωμένην.

[6] Ἐξῆρε πάντας τούς ἰσχυρούς μου ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου· ἐκάλεσεν ἐπ’ ἐμέ καιρόν τοῦ συντρῖψαι ἐκλεκτούς μου. Ληνόν ἐπάτησε Κύριος παρθένω θυγατρί Ἰούδα. Ἐπί τούτοις ἐγώ κλαίω. Ἐγένοντο οἱ υἱοί μου ἠφανισμένοι, ὅτι ἐκραταιώθη ὁ ἐχθρός.

[7] Δίκαιός ἐστι Κύριος, ὅτι τό στόμα αὐτοῦ παρεπίκρανα. Ἀκούσατε δή, πάντες λαοί, καί ἴδετε τό ἄλγος μου· αἵ παρθένοι μου καί οἱ νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ μου. Ἐκάλεσα τούς ἔραστάς μου, αὔτοι δέ παρελογίσαντό με· οἱ ἱερεῖς μου καί οἱ πρεσβύτεροί μου ἐν τῇ πόλει ἐξέλιπον.

[8] Ἀκούσατε δή, ὅτι στενάζω ἐγώ.

[9] Ἐγένετο Κύριος ὡς ἐχθρός καί ἐξέσπασεν ὡς ἄμπελον τό σκήνωμα αὐτοῦ, διέφθειρεν ἑορτήν αὐτοῦ. Ἐπιλαθέσθαι ἐποίησε Κύριος ἐν τῇ πόλει ἑορτῆς καί σαββάτου καί παρώξυνεν ἐν ἐμβριμήματι ὀργῆς αὐτοῦ βασιλέα καί ἱερέα. Ἀπώσατο Κύριος θυσιαστήριον αὐτοῦ, ἀπετίναξεν ἁγίασμα αὐτοῦ, συνέτριψεν ἐν χειρί αὐτοῦ τεῖχος βαρέων αὐτῆς. Φωνήν πολέμου ἔδωκαν ἐν οἴκῳ Κυρίου ὡς ψαλμόν Λευιτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς.

[10] Ἴδε, Κύριε, καί ἐπίβλεψον, τίνι ἐπεφύλλισας οὕτως. Ἐφονεύθησαν νήπια θηλάζοντα μασθούς. Εἰ ἀποκτενοῦσιν ἐν ἁγιάσματι Κυρίου ἱερέα καί προφήτην; Ἐκοιμήθησαν εἰς γῆν ἐξόδων παιδάριον καί πρεσβύτης· παρθένοι μου καί νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν εἰς αἰχμαλωσίαν.

[11] Συνετέλεσε Κύριος θυμόν αὐτοῦ, ἐξέχεεν θυμόν ὀργῆς αὐτοῦ καί ἀνῆψεν πῦρ ἐν τῇ πόλει καί κατέφαγε τά θεμέλια αὐτῆς.

[12] Μνήσθητι, Κύριε, τί ἐγένετο ἡμῖν. Ἐπίβλεψον καί ἴδε τόν ὀνειδισμόν ἡμῶν. Ἡ κληρονομιά ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοί ἐγενήθημεν ὡς μή ἔχοντες πατέρα, μητέρες ἡμῶν ὡς χῆραι.

[13] Ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαυσάμεθα.

[14] Οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον καί οὔχ ὑπάρχουσιν καί ἡμεῖς τά ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν. Δοῦλοι ἐκυρίευσαν ἡμῶν· λυτρούμενος οὐκ ἐστίν ἐκ τῆς χειρός αὐτῶν.

[15] Τό δέρμα ἡμῶν ὡς κλίβανος ἐπαλαιώθη, συνεσπάσθη ἀπό προσώπου καταιγίδος λιμοῦ.

[16] Ἐκλεκτοί ἐν μύλοις ἤλεσαν καί νεανίσκοι ἐπί ξύλοις ἀνεσκολοπίσθησαν. Πρεσβύται ἀπό πόλης κατέπεσον καί ἐκλεκτοί ἀπό ψαλμῶν αὐτῶν κατέπαυσαν. Κατελύθη χαρά καρδίας ἡμῶν, ἐξεστράφη εἰς πένθος ὁ χορός ἡμῶν, ἔπεσεν ὁ στέφανος τῆς κεφαλῆς ἡμῶν· Οὐαί ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν. Περί τούτου ἐγενήθη ὀδυνηρά ἡ καρδία ἡμῶν περί τούτου ἐσκότασαν οἱ ὀφθαλμοί ἠμῶν. Ἐπί τῇ Νέα Σιών, ὅτι ἠφανίσθη, ἀλώπεκες διῆλθον ἐν αὐτῇ. Σύ δέ Κύριε, εἰς τόν αἰώνα κατοικεῖς, ὁ θρόνος σου εἰς γενεάν καί γενεάν. Ἵνα τί εἰς νεῖκος ἐπιλήσῃ ἡμῶν, καταλείψης ἡμᾶς εἰς μακρότητα ἡμερῶν; Ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σέ καί ἐπιστραφησόμεθα· καί ἀνακαινισθῆ ἡμέρα ἡμῶν καθώς ἔμπροσθεν ὅτι ἀπωθούμενος ἀπώσω ἡμᾶς, ὠργίσθης ἐφ’ ἡμᾶς ἕως σφόδρα».

[17] Οὖτοι οἱ θρῆνοι καί οἱ κοπετοί τοῦ Ἱερεμίου, οὗς ἐκόψατο ἐν τῇ ἁλώσει τῆς παλαιᾶς Ἱερουσαλήμ, οἴομαι δέ καί περί τῆς νέας καλῶς τό πνεῦμα τῷ προφήτῃ ὑπέδειξεν.

[18] Ποία τοίνυν γλῶσσα ἐξισχύσει τοῦ εἰπεῖν καί λαλῆσαι τήν γενομένην ἐν τῇ Πόλει συμφοράν καί τήν δεινήν αἰχμαλωσίαν καί τήν πικράν μετοικίαν, ἥν ὑπέστη οὐκ ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Βαβυλώνα ἤ εἰς Ἀσσυρίους, ἀλλ’ ἀπό Κωνσταντινουπόλεως εἰς Συρίαν, εἰς Αἴγυπτον, εἰς Ἀρμενίαν, εἰς Πέρσας, εἰς Ἀραβίαν, εἰς Ἀφρικήν, εἰς Ἰταλίαν, σποράδην, ἐν τῇ Ἀσίᾳ τῇ Μικρᾴ καί ἐν ταῖς λοιπαῖς ἐπαρχίαις. Καί ταῦτα πῶς; Ἐν τῇ Παφλαγονίᾳ ὁ ἀνήρ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἡ γυνή καί τά τέκνα ἐν ἄλλοις τόποις σποράδην ἀλλοιούμενα ἀπό γλώττης εἰς γλώτταν καί ἀπ’ εὐσεβείας εἰς ἀσέβειαν καί ἀπό θείων Γραφῶν εἰς ἀλλόκοτα γράμματα.

[19] Φρῖξον, ἥλιε· καί σύ γῆ, στέναξον εἰς τήν παντελῆ ἐγκατάλειψιν τήν γενομένην ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ παρά τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν. Οὐκ ἔσμεν ἄξιοι ἀτενίσαι τό ὄμμα εἰς οὐρανόν, εἰ μή μόνον κάτω νενευκότες καί εἰς γῆν τά πρόσωπα θέντες κράξωμεν «Δίκαιος εἰ, Κύριε, καί δικαία ἡ κρίσις σου· ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν παρά πάντα τά ἔθνη. Καί πάντα ἅ ἐπήγαγες ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ καί δικαία κρίσει ἐπήγαγες. Πλήν φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, δεόμεθα».

 

Πηγή: Αποστολική Διακονία, Αβέρωφ

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...