Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

byzantio hgetes 01


Ασχολούμενος κανείς με την πολιτική και τον πολιτικό πολιτισμό μίας χώρας, είναι αναγκαίο να εξετάσει ενδελεχώς την ιστορία της. Βιώματα του παρελθόντος, πόλεμοι, καθεστώτα, κρίσεις, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, θρησκείες και οικονομικές δομές, ακόμη και εάν χάνονται σε βάθος αιώνων, η επιρροή τους συχνά αντικατοπτρίζεται στις νοοτροπίες και την πρακτική του σήμερα. Αναλύοντας το φαινόμενο της ανόδου και συμπεριφοράς της μετασοβιετικής Ρωσίας, το βασικό σημείο αναφοράς για το τρέχον καθεστώς είναι ο μεγάλος παππούς της Ανατολικής Ευρώπης: η Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Η Ρωσία οφείλει ουσιαστικά ολόκληρο τον πολιτισμό της, την ύπαρξη της την ίδια, στην αλληλεπίδραση με την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Πρώτα από όλα οι Βυζαντινοί εκχριστιάνισαν τους Ρώσους, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τον εθνικό και κοινωνικό τους χαρακτήρα. Τους μετέδωσαν την εκκλησιαστική τέχνη και αρχιτεκτονική, την οποία οι Ρώσοι επεξεργάστηκαν δημιουργώντας τη δική τους καλλιτεχνική παράδοση. Τους έδωσαν αλφάβητο για να μπορέσουν να θέσουν γραπτά την ως τότε προφορική τους γλώσσα και σε αυτήν να διδάσκονται την Αγία Γραφή, θεμελιώνοντας έτσι τη σλαβική φιλολογία. Ως μαθητές των Βυζαντινών και μέλη της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας», βάσισαν στην εμπειρία και παράδοση της Κωνσταντινούπολης την πολιτική τους οργάνωση.

Όταν η Βασιλεύουσα κατελήφθη από τους Οθωμανούς Τούρκους, η Μοσχοβία κήρυξε εαυτόν Τρίτη Ρώμη και οικοδόμησε το ιδεολογικό αφήγημα του καθεστώτος της πάνω στην κληρονομιά της (πάλαι ποτέ κραταιάς, πλέον δούλης) Χριστιανικής Ανατολής. Η Ρωσική αυτοκρατορία χρησιμοποίησε κατά κόρον βυζαντινούς συμβολισμούς και εθιμοτυπίες, με πιο αναγνωρίσιμους την ονομασία του αυτοκράτορος ως καίσαρος (τσάρος) και την υιοθέτηση του δικεφάλου αετού ως δυναστικού και κρατικού εμβλήματος.

Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την επικράτηση των Μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, αυτή η βυζαντινοπρεπής συνέχεια μοιάζει να κόβεται. Πάνω στα ερείπια της Ρωσικής αυτοκρατορίας και το αίμα της σφαγιασθείσας τσαρικής οικογένειας οικοδομήθηκε το πρώτο μαρξιστικό κράτος, η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η Ορθοδοξία και η θρησκεία γενικότερα τέθηκε υπό σκληρή καταπίεση ως στήριγμα του παλαιού καθεστώτος και ανορθολογικό, οπισθοδρομικό κατάλοιπο αταίριαστο με τον νέο κόσμο που οραματίζονταν οι κομουνιστές. Η εθνική συνείδηση των Ρώσων παραγκωνίστηκε χάριν του προλεταριακού διεθνισμού, ενώ το πολιτικό σύστημα άλλαξε ολοκληρωτικά. Οι βυζαντινές σπουδές σταμάτησαν και ύστερα απαγορεύτηκαν, οι δε βυζαντινολόγοι κατεδιώχθησαν.

Φάνηκε όμως ότι όσο κι αν προσπάθησαν οι κομουνιστές να κόψουν τους δεσμούς με το παρελθόν, αυτό δε γινόταν. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ιωσήφ Στάλιν ήρε τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας και την έστειλε στο μέτωπο να δώσει κουράγιο στους στρατιώτες. Οι ήρωες και άγιοι της παλιάς Ρωσίας αξιοποιήθηκαν ως προπαγανδιστικά πρότυπα πατριωτισμού, αφού η επίκληση του κομουνισμού δεν έφτανε για να χαλυβδώσει το φρόνημα του έθνους. Και το εντυπωσιακότερο, το 1943, μεσούντος του πολέμου, η βυζαντινολογία αποκαταστάθηκε με προσωπική εντολή Στάλιν. Γιατί; Πολύ απλά διότι η σωστή θέαση της Ρωσίας, η κατανόηση του πολιτισμού της, η ερμηνεία της νοοτροπίας και συμπεριφοράς του λαού της και της δράσης του πολιτικού συστήματος είναι αδύνατη χωρίς γνώση του βυζαντινού πολιτισμού και της αλληλεπίδρασης του με το ρωσικό.

Μετά το 1990 η νέα Ρωσική Ομοσπονδία στράφηκε ξανά στο παρελθόν για να ορίσει την εθνική της συνείδηση και να συνθέσει την πολιτική της προσωπικότητα, τόσο προς το εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ακροατήριο. Υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία ανέκαμψε από τη μετασοβιετική αθλιότητα και επέστρεψε στην παγκόσμιο σκηνή ως υπολογίσιμη δύναμη με αξιώσεις οικουμενικού σεβασμού και πρωτείου στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον. Η επαναφορά αυτοκρατορικών και βυζαντινών παραδόσεων, είτε πρόκειται για τελετουργίες, είτε για συμβολισμούς, είτε για ρητορική, είναι εντυπωσιακή. Όμως ο βυζαντινισμός δεν σταματά εκεί. Η όλη ρωσική πολιτική φέρει πάνω της τα σημάδια του Βυζαντίου και αυτό είναι ένας από τους λόγους που μοιάζει τόσο παράξενη ή και απωθητική για τους Δυτικούς. Θα αναφερθούν τρία παραδείγματα: ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος, η αυτοκρατορική αντίληψη και η σχέση κράτους και θρησκείας.

Το ρωσικό πολιτικό σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί στο βαθμό αυτού των δυτικών δημοκρατιών, που έχουν τελειοποιήσει τον απρόσωπο γραφειοκρατικό μηχανισμό (κατά Webber η ανώτερη μορφή εξουσίας). Στηρίζεται πολύ στο χάρισμα του ισχυρού ηγέτη, την «ενός ανδρός αρχή» που χαράσσει πολιτική. Και καθώς η ρωσική δημοκρατία είναι πολύ νεαρή (λιγότερο από 30 ετών, εν συγκρίσει με τους αιώνες δημοκρατικής παράδοσης της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας ή των ΗΠΑ) στις πολιτικές ζυμώσεις δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η κοινωνία των πολιτών (κινήματα, ομάδες πίεσης, λόμπυ) και οι ανοικτές διαδικασίες αλλά το παρασκήνιο και η εύνοια του ηγέτη. Αυτές οι ιδιότητες θυμίζουν ξεκάθαρα το Βυζάντιο, που είχε μεν μία τεράστια και λειτουργική γραφειοκρατία, αλλά ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικά συγκεντρωτικό, με τα πάντα να εξαρτώνται απευθείας από το θρόνο του αυτοκράτορος, ενώ οι μηχανορραφίες της αυλής να επηρεάζουν καίρια την κρατική πολιτική. Αυτό βέβαια έχει πολλά μειονεκτήματα (διαφθορά, αστάθεια, ανασφαλής εναλλαγή εξουσιαστών), ιδίως στο σύγχρονο κόσμο, αλλά ταυτόχορνα κάνει το ρωσικό πολιτικό σύστημα δυσανάγνωστο μέσα στην ετερότητα του εν σχέσει με τη Δύση, και απρόβλεπτο λόγω του ότι τόσα πολλά εξαρτώνται απευθείας από το Κρεμλίνο και τον πρόεδρο προσωπικά.

Δεύτερον η βυζαντινή κληρονομιά έχει διαποτίσει βαθιά την οντολογική αντίληψη της Ρωσίας για τον εαυτό της. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο έχει επικρατήσει το αφήγημα του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, της άμβλυνσης της κρατικής ισχύος, των ανοικτών συνόρων, του πολυπολιτισμού, του «παγκοσμίου χωριού», της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης που θα φέρει την ενοποίηση κ.α. Η Ρωσία αντίθετα μοιάζει να κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Φυσικά και μετέχει της παγκοσμίου κοινότητος, εμπορεύεται με το εξωτερικό, μετέχει σε διεθνείς οργανισμούς κτλ, όμως ζηλότυπα διαφυλάσσει την κρατική εξουσία και καταστέλλει κάθε προσπάθεια εξωτερικών παραγόντων (π.χ. ΜΚΟ) να ασκήσουν την οιαδήποτε πολιτική επιρροή εντός της. Η Ρωσία δεν βλέπει το διεθνές σύστημα ως το «παγκόσμιο χωριό» όπου ανήκουν όλοι, αλλά ως την ηγεμονική σφαίρα των ΗΠΑ και της Δύσης, που μέσω της ένταξης της σε αυτήν επιθυμούν τη χειραγώγηση και την «εξημέρωση» της.

Αντίθετα, η Ρωσία αναπτύσσει το δικό της κοσμοσύστημα, πολιτικές αντιλήψεις δηλαδή πλήρως αυτόνομες και ενίοτε αντίθετες με αυτές της Δύσης. Απέναντι στο διεθνισμό παρουσιάζει μία αντίληψη αυτοκρατορική, ενός οργανισμού-συστήματος ο οποίος δε ζητά ενσωμάτωση αλλά αντιπροτείνει μία δική του αντίληψη από τον κόσμο, στον οποίο αξιώνει αξιοσέβαστη θέση. Η στάση αυτή θυμίζει τη «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία». Απέναντι στο Ισλαμικό Χαλιφάτο και την Λατινική Δύση, το Βυζάντιο συνέχισε να θεωρεί εαυτόν κέντρο του κόσμου και αρνήθηκε πεισματικά να υπονομεύσει τον πολιτισμό και την πολιτική του αυτοδιάθεση για να τεθεί υπό οποιαδήποτε ξένη δομή (γερμανορωμαϊκό αυτοκρατορικό σύστημα, Καθολική Εκκλησία κ.α.). Αντίθετα η αυτοκρατορική ιδεολογία επέτασσε διαρκή εξάπλωση, αν όχι εδαφικά (εδώ η Ρωσία και το Βυζάντιο έχουν ένα ακόμη κοινό ,το σύνδρομο επανάκτησης απολεσθέντων) τουλάχιστον με όρους έμμεσης ισχύος.

Τέλος, όπως το Βυζάντιο αξιοποίησε τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως υπ’ αριθμόν ένα εργαλείο ήπιας ισχύος και προβολής πολιτισμού και ηθικής νομιμοποίησης ανά την Ανατολή, έτσι και η Ρωσία έχει εναγκαλιστεί με το πολυτιμότερο ίσως βυζαντινό της κληροδότημα και το αξιοποιεί ποικιλοτρόπως. Επί Ψυχρού Πολέμου η ΕΣΣΔ ήταν ο πρύτανης της εκκοσμίκευσης και ο Δυτικός κόσμος ο προστάτης του χριστιανικού πολιτισμού. Σήμερα οι όροι έχουν εν πολλοίς αντιστραφεί, με την Δύση να βρίσκεται σε φάση προχωρημένης αποχριστιανοποίησης (κυρίως η Ευρώπη, λιγότερο οι ΗΠΑ) και να απομακρύνει την ηθική της αντίληψη από τις ιουδαιοχριστιανικές βάσεις, και τη Ρωσία να αυτοπροβάλλεται ως ο νέος φύλακας της Χριστιανοσύνης απέναντι στην ισλαμική τρομοκρατία και την άθεη μετανεωτερικότητα. Μετά το 1990 η Ρωσία, όπως και οι περισσότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, πέρασε μία διαδικασία έντονης αποεκκοσμίκευσης (desecularisation). Η Ορθοδοξία αναγεννήθηκε εντυπωσιακά και αυτό ενθαρρύνθηκε από το κράτος, που την είδε θετικά ως πυλώνα εθνικής ενότητος, εγγυητή της κοινωνικής συνοχής και φορέα ηθικής ανασυγκρότησης μετά το χάος που άφησε πίσω της η σοβιετική κατάρρευση.

Το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας συνεργάζονται αρμονικά και στην εξωτερική πολιτική, αφού η Ορθοδοξία αποτελεί κοινό και συνδετικό στοιχείο της Ρωσίας με πολλούς από τους λαούς του εγγύς εξωτερικού της. Η γενικότερη εργαλειοποίηση της Ορθοδοξίας θέτει ερωτήματα σχετικά με το αν μακροπρόθεσμα η κατάσταση αυτή θα τη βλάψει (όξυνση εκκλησιαστικού ανταγωνισμού Μόσχας-Φαναρίου, ιδεολογική και όχι βιωματική αντίληψη της θρησκείας κτλ) αλλά αυτό είναι θέμα άλλης ανάλυσης. Η Ρωσία πάντως έχει ιστορικό απολύτου κρατικού ελέγχου επί της Εκκλησίας, με την επιβολή ενός δυτικοτρόπου καισαροπαπισμού από τους τσάρους και κατάργηση του Πατριαρχείου (το επανέφεραν οι Σοβιετικοί), αντίθετα με τη βυζαντινή παράδοση της συναλληλίας των δύο οργανισμών.

Το βυζαντινογενές παρελθόν τη Ρωσίας θα την ακολουθεί πάντοτε, δίνοντας της δυνάμεις και ιδέες για το μέλλον, αλλά και αποτελώντας ίσως τροχοπέδη ή ανεπαρκές αναλυτικό εργαλείο για άλλους τομείς. Αυτή η ιδιαιτερότητα θα εξακολουθήσει να δίνει στο Κρεμλίνο τη δύναμη να ξαφνιάζει και να προκαλεί σύγχυση στη Δύση και να διαχειρίζεται με το δικό του τρόπο τις ανάγκες και προβλήματα της χώρας. Εάν η Δύση θέλει να ανακαλύψει τη Ρωσία, με σκοπό είτε την κατανόηση του εχθρού είτε το άνοιγμα οδών προσέγγισης και συμφιλίωσης, πρέπει να μάθει βυζαντινή ιστορία και να αναζητήσει τις βυζαντινές αξίες που σφυρηλάτησαν το Μεγάλο Ρους. Και ποιος ξέρει, ίσως φωτίσει πτυχές του δικού της εαυτού, που ούτε η ίδια φαντάζεται πλέον.

 

Πηγή: Αβέρωφ

vyzantio 01


Η συμβατική θεώρηση της διπλωματίας είναι αυτή που την θέλει ως διαπραγμάτευση και συμβιβασμό που οδηγεί στην τακτοποίηση των διαφορών. Ωστόσο, η ιστορία συχνά ανατρέπει αυτή την άποψη. Η διεξαγωγή των διεθνών σχέσεων είναι επίσης  πάλη ανάμεσα στα εθνικά συμφέροντα και η διπλωματία μπορεί ν’ αποδειχθεί αποτελεσματικότατο όπλο. Σε μια διασκευή της ρήσης του Κλαούσεβιτς θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι πόλεμος που διεξάγεται με άλλα μέσα.

Κανένα κράτος δεν προσέφερε περισσότερα στην πρόοδο της ενάσκησης της εξωτερικής πολιτικής περισσότερο από την Βυζαντινή αυτοκρατορία /Ρωμανία. Για πάνω από 1100 χρόνια επέζησε και εξαπλώθηκε μέσω δεξιότεχνων χειρισμών των αντιπάλων της κατά την άσκηση περίπλοκης διπλωματίας. Εκατοντάδες χρόνια πριν τον Μακιαβέλι, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος έγραψε: «Εφόσον πολλά και διαφορετικά μέσα οδηγούν στην επίτευξη ενός σκοπού, η νίκη είναι θέμα του ενδιαφέροντος που δείχνει κάποιος για να την πετύχει». Η εξέταση της τακτικής της βυζαντινής διπλωματίας θα μπορούσε να βοηθήσει τους σημερινούς διπλωμάτες να κατανοήσουν τα κίνητρα των συνομιλητών τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Το Βυζαντιο/Ρωμανία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.  Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε   την πρωτεύουσα του Κράτους στις ακτές του Βοσπόρου το 330, μετονομάζοντας το Βυζάντιο σε Κωνσταντινούπολη. Στρατηγικά η Πόλη βρίσκονταν στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης καθώς και στο θαλάσσιο άξονα Μαύρης θάλασσας-Μεσογείου. Η συνεχείς επιδρομές των βαρβάρων είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Δύση και την συνέχισή της από μόνο τον Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.    

Συν τω χρόνω πολλαπλά βαρβαρικά κύματα επέπεσαν στο σώμα της αυτοκρατορίας,  Ούνοι, Γοτθοι, Πέρσες, Σλάβοι, Άραβες, Βούλγαροι, Νορμανδοί κ.α. Όλοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν την αυτοκρατορία, αλλά όλοι αντιμετωπίστηκαν. Με μια στρατιωτική δύναμη που ποτέ δεν ξεπέρασε τους 140,000 άνδρες, οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν με ενεργό τρόπο την εξωτερική πολιτική, η οποία τους επέτρεψε να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και την Δυτική Ευρώπη, και να υπερασπίσουν την ρωμαίικη κληρονομιά για τις επόμενες γενεές. Την βυζαντινή διπλωματία αντέγραψαν αργότερα  οι επίγονες ανερχόμενες δυνάμεις της Βενετικής Δημοκρατίας και την Οθωμανικής και Ρωσικής αυτοκρατορίας.

Ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης δεν διατηρούσε μόνιμο διπλωματικό σώμα σε καμιά ξένη χώρα. Έστελνε έμπιστους ευγενείς ή κληρικούς στις διπλωματικές αποστολές του. Για πρακτικούς λόγους οι πρέσβεις αυτοί ήταν εξοικειωμένοι με τις χώρες τις οποίες επισκέπτονταν, είτε μέσω προηγούμενων ταξιδιών τους, είτε λόγω εθνικού υπόβαθρου. Παρόλα αυτά προηγούνταν εις βάθος ενημέρωση πριν την αποστολή τους. Όχι μόνο προετοίμαζαν και την παραμικρή λεπτομέρεια για την επίτευξη του σκοπού τους, αλλά ενημερώνονταν και για τις πρόσφατες εξελίξεις στην αυλή του ηγεμόνα που θα επισκέπτονταν. Συνεχείς επαφές διατηρούνταν με την Κωνσταντινούπολη και οι αποστολές μπορούσαν να διαρκέσουν και ένα χρόνο. Πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την τακτική της αποστολής διπλωματικών αναφορών στην κυβέρνησή τους.

Αυτό που διακρίνει το Βυζάντιο/Ρωμανία από άλλα κράτη της εποχής του είναι η ενεργή ανάμειξή του στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Σήμερα θεωρούμε δεδομένο την ύπαρξη κρατικών υπηρεσιών για την συλλογή και την επεξεργασία πληροφοριών, την καλλιέργεια  υποστήριξης σε ξένους κύκλους και ίσως την πρόκληση επανάστασης. Η ύπαρξη όμως, ενός τόσο εκλεπτυσμένου και καλοστημένου μηχανισμού τον Στ’ αι. είναι αξιοσημείωτη.

Ως βοήθεια στην αντιμετώπιση άλλων εθνών, οι Βυζαντινοί είχαν στήσει έναν οργανισμό που συνέλεγε πληροφορίες από κάθε δυνατή πηγή και κρατούσε αρχεία για το ποιος είχε επιρροή, ποιος ύποπτος δωροδοκίας, ποιες ήταν οι ιστορικές ρίζες ενός λαού, τι χρειαζόταν για να εντυπωσιαστούν, κ.τ.λ. Σε πολλές περιπτώσεις η πληροφορία που έφθανε στο «λογοθέσιο», ήταν η πρώτη γραπτή μαρτυρία γι’ αυτούς τους λαούς, καθώς οι ίδιοι οι βάρβαροι σπάνια να κρατούσαν γραπτά μνημεία για τους εαυτούς τους. Εξοπλισμένος με αυτή τη γνώση ο αυτοκράτορας και οι διπλωμάτες του κατανοούσαν πλήρως τις δυνατότητες των συμμάχων τους και τις αδυναμίες των εχθρών τους.

Οι βυζαντινοί εφάρμοζαν  πλήθος τακτικών, είτε εμφανώς είτε συγκεκαλυμμένα, για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους μέσω διπλωματικών οδών αντί ισχύος.  Μια τέτοια τακτική ήταν οι τελετές. Για έναν φύλαρχο κάποιας νομαδικής φυλής από τις στέπες της Ασίας, οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα με τα μυθικά δώρα και τις προσκλήσεις στην φανταχτερή αυλή της Κωνσταντινούπολης, η πολυτελής συνοδεία στην μοναδική Πόλη του κόσμου με μισό εκατομμύριο κατοίκους και έκταση μεγαλύτερη από όση καταλάμβανε όλη η φυλή, η θέα των θεοφρούρητων τειχών, των κατάφρακτων ιπποτών, των εξωτικών αγαθών, τα πολύβοα παζάρια, οι πανάρχαιοι επιβλητικοί ναοί και η εκστατική μυσταγωγία, ήταν παράγοντες με καταλυτική επίδραση.

Τα τεράστια πολυτελή παλάτια, η εθιμοτυπία της αυλής, οι καλοκουρδισμένοι αυλικοί, η αίθουσα του θρόνου με τα επιβλητικά λιοντάρια, τα χρυσά δέντρα, τα τιτιβίσματα των μηχανικών πουλιών, του αυτοκράτορα που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό με τον θρόνο του, τα πλούσια δώρα και οι υποσχέσεις για ακόμη περισσότερα, δεν άφηναν περιθώρια για διλήμματα και αναποφασιστικότητες. Ο φύλαρχος ήταν τώρα πια σύμμαχος και ο γενναιόδωρος αυτοκράτορας του επέτρεπε να κρατήσει όλη τη λεία από την λεηλασία. Από τη στιγμή αυτή οι εχθροί του αυτοκράτορα έτρεμαν, νικημένοι τις περισσότερες φορές από την διπλωματία του παρά από τις λόγχες του.

Μια άλλη τακτική ήταν η δωροδοκία. Το βυζαντινό νόμισμα ήταν το δολλάριο του Μεσαίωνα και εξασφάλιζε επιρροή. Τα κωνσταντινάτα ξοδεύονταν απλόχερα και πολλές φορές ένα πουγκί χρυσάφι απέτρεψε την στρατολόγηση ενός κατά πολύ ακριβότερου στρατού. Κανείς βάρβαρος δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην λάμψη του βυζαντινού χρυσού. Τον 11ο αι. ο Σελτζούκος σουλτάνος έστειλε έναν διπλωμάτη να διαπραγματευθεί τον καθορισμό των συνόρων με την αυτοκρατορία. Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός έκλεισε μυστική συμφωνία με τον απεσταλμένο του σουλτάνου κατοχυρώνοντας το φρούριο της Σινώπης. Μέχρι να καταλάβει ο σουλτάνος τι είχε γίνει, οι αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει το φρούριο.

Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο επίφοβος εχθρός της αυτοκρατορίας ήταν ο Κάρολος ο Ανδεγαυός, που έλεγχε την Σικελία και μέρος της ιταλικής ενδοχώρας. Ο Κάρολος φιλοδοξούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος με υποσχέσεις περί ενώσεως των Εκκλησιών χρησιμοποιούσε τον πάπα Νικόλαο τον Γ’, ο οποίος απαγόρευε στον Κάρολο να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Όταν και ο πάπας απηύδησε από την κωλυσιεργία και επέτρεψε στον Κάρολο να επιτεθεί, η βυζαντινή  διπλωματία υποκίνησε επανάσταση στη Σικελία (Σικελικός Εσπερινός) και έτσι η αυτοκρατορία σώθηκε για άλλη μια φορά από τις αρπακτικές διαθέσεις των Δυτικών.

Άλλη μια τακτική ήταν η διατήρηση μιας ισορροπίας στις σχέσεις με τους βάρβαρους λαούς. Αν οι Βούλγαροι προκαλούσαν προβλήματα, στρατολογούνταν οι Ρώσοι. Αν οι Ρώσοι ξεπερνούσαν τα όρια, καλούνταν οι Πατζινάκες. Οι Κομάνοι και οι Ούζοι ήταν εφεδρείες για ώρα ανάγκης. Οι βυζαντινοί πάντα είχαν σε ετοιμότητα κάποιον σύμμαχο να συνδράμει, όταν κάποιος άλλος μετατρέπονταν σε εχθρό.

Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, διατηρούσε σχέσεις με τον οποιοδήποτε υποψήφιο διεκδικητή ενός ξένου θρόνου. Έτσι αν για παράδειγμα κάποιος Σελτζούκος σουλτάνος εκδήλωνε πρόθεση να επιτεθεί, τότε το πιο πιθανό ήταν ότι θα αντιμετώπιζε την εξέγερση κάποιου νεώτερου αδελφού του, δυναμικού διεκδικητή του σουλτανάτου. Με το βυζαντινό χρυσό στις τσέπες του θα ανατάρασσε την τουρκική επικράτεια αρκετά, ώστε να εξασφαλίσει έναν ήσυχο ύπνο στην Κωνσταντινούπολη.

Σε περιπτώσεις που το μέλλον της αυτοκρατορίας διακυβεύονταν, αρκούσε ένα καλοστημένο τέχνασμα, η επιτυχία του οποίου εξασφάλιζε την σωτηρία των στρατιωτών και την εξοικονόμηση πόρων. Έτσι ο Ηράκλειος κάποια στιγμή υπέκλεψε ένα μήνυμα από τον Πέρση Σάχη Χοσρόη, στο οποίο διατάσσονταν η εκτέλεση του στρατηγού του  Σαρβαραζά. Ο Ηράκλειος προσέθεσε και τα ονόματα 400 ακόμη αξιωματούχων της περσικής αυλής και αναδρομολόγησε το μήνυμα στον Σαρβαραζά. Το στρατήγημα ήταν ευφυέστατο. Ο στρατηγός και οι αξιωματούχοι εξεγέρθηκαν κατά του Χοσρόη, τον ανέτρεψαν κι έκλεισαν ειρήνη με τον Ηράκλειο.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο εχθρικός βενετικός στόλος διαχείμαζε στην Χίο, απειλώντας την βυζαντινή επικράτεια. Οι Βενετοί έστειλαν πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις. Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός αρνήθηκε να τους συναντήσει. Οι πρέσβεις επέστρεψαν στην Χίο μαζί με έναν Βυζαντινό υπάλληλο, που πρότεινε την διενέργεια νέας αποστολής.  Ο Βενετός Δόγης, διοικητής του στόλου, συμφώνησε. Μετά την αναχώρηση της δεύτερης αποστολής ξέσπασε λοιμική νόσος στο στρατόπεδο των Βενετών. Παραπάνω από 1000 στρατιώτες και ναύτες πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες.

Οι φήμες έλεγαν ότι ο Βυζαντινός απεσταλμένος είχε δηλητηριάσει το νερό. Οι Βενετοί έστειλαν και τρίτη αποστολή στην αυτοκρατορική αυλή. Αλλά ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν ενήμερος για τις εξελίξεις και ήξερε ότι τώρα πια δεν χρειαζόταν να κάνει υποχωρήσεις. Έτσι μάκραινε τις διαπραγματεύσεις τόσο ώστε ο Δόγης αναγκάσθηκε να υποχωρήσει για να γλιτώσει την ανταρσία των πληρωμάτων του. Κατά τον απόπλου του βενετικού στόλου μια αυτοκρατορική ναυτική δύναμη επιτέθηκε απροειδοποίητα και αποδεκάτισε τους Βενετούς. Αμέσως μετά ο Μανουήλ έστειλε μήνυμα στον Δόγη που απλά προσέθετε προσβολή στην ήττα του : «Ο λαός σου έχει να επιδείξει μέχρι τώρα μόνο βλακεία»   

Όχι μόνο ο Ελληνισμός αλλά και όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χρωστάει ευγνωμοσύνη στις διπλωματικές ικανότητες των Βυζαντινών. Αν οι τελευταίοι δεν ήταν τόσο επιδέξιοι στους χειρισμούς τους ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία θα ήταν πολύ διαφορετική. Το χριστιανικό αυτό ανάχωμα απέτρεπε την εισβολή του Ισλάμ στην Ευρώπη  από τον Ζ’ ως τον ΙΕ’ αι. Όταν πια ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης είχαν ανδρωθεί αρκετά, μέσω της επαφής τους με τον βυζαντινό πολιτισμό, ώστε να αντισταθούν στην περαιτέρω εξάπλωση. Αν αυτό συνέβαινε νωρίτερα, όταν οι λαοί αυτοί βρίσκονταν ακόμη σε βάρβαρη κατάσταση, το μέλλον της  Ευρώπης θα ήταν αμφίβολο. Η συμβολή της βυζαντινής διπλωματίας είναι αναντίρρητη. Υπήρξε ένα επιτυχημένο, χαμηλού κόστους, χαμηλού ρίσκου, ευέλικτο και αποτελεσματικό όπλο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ιωάννης Κίνναμος, Ιστοριών Βιβλία Ζ’, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 13, Βόννη 1836.
2. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία,  Β2 867-1081, Βάνιας 19972.
3. Ιωαν. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας 20014.
4. Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Γαλαξίας-Ερμείας 1992.
5. Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025-1204, Παπαδήμας 20083.
6. Donald M. Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου 1261-1453, Παπαδήμας 20054.
7. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.Α’- Β’ , Μπεγαρδής χ.χ.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

agios iwannhs o batatzhs 01

ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΕ ΠΑΠΑΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ

Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό μας Απ. Βακαλόπουλο, ο Νέος Ελληνισμός απλώνει τις ρίζες του στην αυτοκρατορία τα Νίκαιας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204. Με την παρακάτω επιστολή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) απαντά σε προηγηθείσα του πάπα Γρηγορίου Θ’ (1227-1241). Η επιστολή μπορεί να εκληφθεί ως το μανιφέστο του Νέου Ελληνισμού, που διακηρύσσει παγκοσμίως τον ασίγαστο πόθο του για την απελευθέρωση του σκλαβωμένου εθνικού κέντρου και τον αγώνα των Ελλήνων για την διατήρηση της πολιτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς τους, αρχαίας και μεσαιωνικής. Ταυτόχρονα, δείχνει ποια είναι η πρέπουσα απάντηση από πλευράς Ελληνισμού στις προσπάθειες προσέγγισης και στις αξιώσεις του παπισμού.

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε το πρώτον υπό του Ι. Σακελλίωνος, Ανέκδοτος επιστολή του αυτοκράτορος Ιωάννου Δούκα Βατάτση προς τον πάπα Γρηγόριον, Αθήναιον τ. 1 (1872), 372-378. Περιλαμβάνεται στο Α. Βακαλόπουλος, Πηγές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Θεσ/νίκη 1965, 50-52.

*****

Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὁ Δούκας τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Γρηγορίῳ σωτηρίας καί εὐχῶν αἴτησιν.

Οι απεσταλμένοι της μακαριότητάς σου, όταν αφίχθηκαν προς την βασιλεία μου, παρέδωσαν σε αυτή γράμμα, για το οποίο αυτοί διατείνονταν ότι είναι της αγιότητός σου και ισχυρίζονταν ότι έχει σταλεί στην βασιλεία μου˙ η βασιλεία μου, όμως, βλέποντας με αποστροφή την ατοπία των γεγραμμένων, δεν το πολυπιστεύει ότι είναι δικό σου το γράμμα, αλλά κάποιου συντρόφου της εσχάτης ανοησίας, που έχει την ψυχή γεμάτη αλαζονεία και αυθάδεια. Πως θα μπορούσε να νομισθεί διαφορετικός, αυτός που θέλησε με γράμματα να φερθεί προς την βασιλεία μου με αυτό τον τρόπο, σαν να επρόκειτο για κανέναν των ανωνύμων και άδοξων, ή να πω καλύτερα των αγνώστων και αφανών, αυτός που δεν μπορεί να διδαχθεί το πρέπον, ούτε από την πείρα των πραγμάτων, ούτε από το μέγεθος της εξουσίας; Αντίθετα, η αγιότητά σου έχει στολισθεί με φρόνηση και διάκριση διαφορετική από των πολλών. Γι’ αυτό και με δυσκολία το είχε η βασιλεία μου να πιστεύει ότι είναι δικό σου το γράμμα, πολύ δε περισσότερο ότι γράφτηκε αυτό για να σταλεί στην βασιλεία μου.

Αυτό το γράμμα τόνιζε, ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία, και, ωσάν να πρόκειται για πηγή, από αυτήν παντού ανέβλυσαν σταγόνες˙ και είναι το σωστό για μας, που λάμπουμε από τέτοια διάκριση, να μην αγνοούμε την αρχαιότητα του θρόνου σου˙ σαν να πρόκειται για την απόδειξη κάποιου μεγάλου θεωρήματος που χρειάζεται μεγάλη σοφία για να το καταλάβει κανείς. Αν και ποιος από μας έχει ανάγκη της σοφίας, για να καταλάβει ποιος είσαι και τι είδους είναι ο θρόνος σου; Διότι αν ήταν και αυτός τοποθετημένος επάνω στα σύννεφα ή βρίσκονταν κάπου στα ψηλά, θα μας ήταν ίσως απαραίτητη κάποια μετεωρολογική γνώση, για ν’ αναγνωρίσουμε την φύση και σύστασή του, μαζί με τις θύελλες και τους κεραυνούς και όλα τα υπόλοιπα, όσα από την φύση τους φτιάχτηκαν για να βρίσκονται στα υψηλά˙ επειδή όμως είναι στηριγμένος στη γη, και δεν διαφέρει σε τίποτα από τους άλλους θρόνους, που φτιάχτηκαν ν’ αντέχουν αρχιερείς, πως λοιπόν να μην είναι πρόσφορη σε όλους; Ότι, βέβαια, από το δικό μας γένος άνθησε η γνώση και το αγαθό αυτής και διαδόθηκε στους άλλους, όσους φροντίζουν με επιμέλεια για την απόκτηση και την άσκησή της, αυτό σωστά ειπώθηκε. Εκείνο όμως πως αγνοήθηκε, ή και αν δεν αγνοήθηκε, πως παρασιωπήθηκε, το ότι μαζί με την σοφία που βασιλεύει σε μας, κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος η κοσμική αυτή βασιλεία από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος φρόντισε να προσθέσει στην εξουσία το σεμνό και το τίμιο, δια της ανταποκρίσεως στην του Χριστού κλήση; Διότι ποιος απ’ όλους αγνοεί ότι η κληρονομιά της διαδοχής του μεταβιβάστηκε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;

Έπειτα, εσύ ζητάς από μας να μην αγνοήσουμε τον δικό σου θρόνο και τα προνόμιά του˙ πως εμείς δεν θα ανταπαιτήσουμε από σένα να μην παραβλέψεις και ν’ αναγνωρίσεις το δικό μας δικαίωμα στην εξουσία και το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο έλαβε την αρχή από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και αφού πέρασε από πολλούς άρχοντες μετά από εκείνον του δικού μας γένους, και παρατάθηκε για μια ολόκληρη χιλιετία, έφθασε μέχρι εμάς; Για παράδειγμα οι ιδρυτές της δυναστείας μου, αυτοί από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για μην αναφέρω και τους άλλους, οι οποίοι κατάγονται από γένη ελληνικά˙ αυτοί λοιπόν της δικιάς μου γενιάς, κατείχαν την αρχή της Κωνσταντινουπόλεως επί εκατοντάδες ετών˙ τους οποίους δηλαδή και η εκκλησία της Ρώμης και οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της τούς αναγόρευαν αυτοκράτορες Ρωμαίων. Πως λοιπόν σου φαινόμαστε ότι από πουθενά δεν έχουμε την αρχή και τη βασιλεία, ενώ ο Ιωάννης της Πρετούνας [1] χειροτονήθηκε από σένα βασιλεύς; από πού το πρέπον στη βασιλεία του ευσεβούς και μεγάλου Κωνσταντίνου; ποιανού το επ’ αυτής δικαίωμα παρά αυτού που ήδη επικρατεί σ’ αυτή; Γιατί ούτε και η δική σου τίμια κεφαλή δεν επαινεί κάπου την άδικη γνώμη και την πλεονεκτική χείρα, και δεν τοποθετεί στη μοίρα του δικαίου την ληστρική και μιαιφόνο διάθεση, από την οποία διεφθάρησαν εξαρχής οι Λατίνοι και εκστράτευσαν εναντίον μας με ωμότητα τόση, όση δεν επέδειξαν ούτε οι Ισμαηλίτες στα μέρη της Συρίας και τη Φοινίκης˙ τους οποίους ο Θεός των εκδικήσεων τιμώρησε αξίως της ασεβείας τους. Εμείς δε, αν και αναγκαστήκαμε βίαια να μετακινηθούμε, κατέχουμε αμετακίνητα και αμετάπτωτα το δικαίωμα στην αρχή και το κράτος, με τη χάρη του Θεού˙ διότι αυτός που βασιλεύει, έθνους και λαού και πλήθους λέγεται ότι άρχει και εξουσιάζει και όχι λίθων και ξύλων, αυτών που συνιστούν τα τείχη και τους πύργους.

Περιείχε κι αυτό, τούτο το γράμμα˙ ότι δηλαδή οι κήρυκες της τιμιότητάς σου, περιτρέχοντες όλο τον κόσμο, ανακοίνωναν την σταυροφορία˙ και μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος αριθμού ανδρών πολεμιστών και μάχιμων, σε διεκδίκηση της αγίας γης˙ από τους οποίους θ’ αφανιστεί το πλήθος των εχθρών και θα λάμψει το καλό της ειρήνης. Όταν ακούσαμε εμείς αυτά, πληρωθήκαμε θυμηδίας και γίναμε έμπλεοι καλών ελπίδων, σκεπτόμενοι, όπως ήταν φυσικό, ότι οι εκδικητές αυτοί των Αγίων Τόπων θ’ αρχίσουν την εκδίκηση από την δικιά μας πατρίδα και θα υποβάλουν τους κατακτητές της σε ένδικη τιμωρία, επειδή βεβήλωσαν αγίους οίκους, επειδή σύλησαν αγία σκεύη, επειδή επέδειξαν κάθε είδους ανοσιούργημα κατά Χριστιανών. Επειδή όπως ήρθε το γράμμα, καλούσε βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως τον Ιωάννη, και τον ονόμαζε υιό αγαπημένο της δικής σας τιμιότητας˙ ο οποίος προ πολλού κατέλυσε αυτό τον βίο, για σένα όμως είναι ζωντανός και ενεργητικός, και σε βοήθεια και συνεργασία αυτού έλεγε [το γράμμα] ότι εξοπλίζονται οι νέοι αυτοί σταυροφόροι˙ γι’ αυτό παραιτούμαστε από το να σκεφτούμε κάτι καλό γι’ αυτά τα κηρύγματα και τις προετοιμασίες, και γελάμε, αναλογιζόμενοι την ειρωνεία κατά των Αγίων Τόπων και τα παιχνίδια εις βάρος του Σταυρού˙ τα οποία εξαιτίας ιδιοτελών πλεονεξιών, επινοήθηκαν από τους περισσότερους και είναι εύσχημη πρόφαση και συγκάλυψη φίλαρχης και φιλάργυρης διάθεσης.

Επειδή ήθελε να μας νουθετήσει η τιμιότητά σου μέσω αυτού του γράμματος, και μας παραινούσε να μην παρενοχλούμε του φίλου σου Ιωάννη τη βασιλεία (αυτό είναι το ωφέλιμο και σωτήριο για την δική μου βασιλεία, [έλεγε]), θα ήθελε η δική μου βασιλεία να γνωρίζει η δική σου τιμιότητα, ότι δεν ξέρει η δική μου βασιλεία που είναι η επικράτεια και η εξουσία αυτού του Ιωάννη, σε ποιο μέρος της γης ή της θάλασσας, ούτε και επιθύμησε ποτέ κάτι από τα δικά του συμφέροντα. Αλλά αν ο λόγος γίνεται για την Κωνσταντινούπολη, ως του άμεσου ενδιαφέροντος εκείνου, και ημών ως αδίκως ιδιοποιουμένων αυτήν, εκείνο διαβεβαιώνουμε και δηλώνουμε στην αγιότητά σου και σε όλους τους Χριστιανούς, ότι ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΥΣΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΟΥΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΘΑ ΑΔΙΚΟΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΓΙ’ ΑΥΤΑ. Αν κάποιος αγανακτεί μαζί μας επειδή πράττουμε αυτά και δυσχεραίνει και εξοπλίζεται εναντίον μας, έχουμε κι εμείς τα μέσα για ν’ αμυνθούμε από αυτόν˙ πρώτα τον Θεό της δικαιοσύνης, ο οποίος βοηθά όσους αδικούνται και αντιτάσσεται και είναι δυσμενής σε όσους αδικούν˙ έπειτα υπάρχουν και σε μας άρματα και ίπποι και πλήθος μάχιμων ανδρών και πολεμιστών, οι οποίοι πολλές φορές ανταγωνίστηκαν αυτούς τους σταυροφόρους και δεν βρέθηκαν δεύτεροι κανενός. Και συ, ως μιμητής του Χριστού και διάδοχος του κορυφαίου των αποστόλων, και γνώστης των θείων και των ανθρώπινων και των νομίμων θεσμών, θα πρέπει να μας επαινέσεις που ριψοκινδυνεύουμε και μαχόμαστε υπέρ της πατρίδος και της συγγενούς αυτής, ελευθερίας. Διότι πως θα μπορούσαμε να ανεχθούμε, βλέποντας έτσι περιυβρισμένη, να έχει χάσει ολότελα την πρώτη δόξα και να έχει καταντήσει άντρο φονιάδων και σπήλαιο ληστών;

Αλλά αυτά, αν θέλει ο Θεός, θα βρουν τέλος. Η βασιλεία μου επιθυμεί πολύ και ποθεί, να διατηρεί το απαιτούμενο σεβασμό για την εκκλησία της Ρώμης που είναι υπό σου, και να την τιμά ως θρόνο του κορυφαίου των αποστόλων, και με την αγιότητά σου να έχει σχέση και τάξη υιού και να πράττει όσα αποβλέπουν σε τιμή και περιποίηση αυτής, μόνο αν και η δική σου αγιότητα δεν θελήσει να αγνοήσει περαιτέρω το δίκαιο που ανήκει στη δική μου βασιλεία, ούτε ανεπίσημα έτσι και ιδιωτικά να κάνει επαφή μέσω γραμμάτων. Η μεν βασιλεία μου έφερε χωρίς λύπη την αμορφωσιά του γράμματος, για να ειρηνεύει με την αγιότητά σου και στους κομιστές συμπεριφέρθηκε με ήπιο τρόπο.

Μετάφραση κειμένου στα Νέα Ελληνικά: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

(η έμφαση δική μας)

1) Πρόκειται για τον Jean de Candia-Nevers, γιο του Erard II, κόμη de Brienne. Ο Jean de Brienne έγινε βασιλεύς της Ιερουσαλήμ το 1210, όταν παντρεύτηκε την Μαρία, κόρη του Κορράδου Μομφερατικού. Διατήρησε τον τίτλο μέχρι το 1225, οπότε και πέρασε στον Φρειδερίκο Β’ Βαρβαρόσσα, μέσω του γάμου του με την Ισαβέλλα (ή Γιολάντα εγγονή του Κορράδου). Το 1229 έλαβε πρόσκληση από τους Φράγκους της λατινοκρατούμενης Ελλάδος, ν’ αναλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, ως αντιβασιλέας (Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή §27). Αποδέχθηκε την πρόσκληση με την προϋπόθεση να παντρευτεί ο νόμιμος διάδοχος Βαλδουίνος Β, γιος του Πέτρου de Courtenay, την δεύτερη κόρη του Μαρία (από την τρίτη του σύζυγο, Berenguela της Λεόν). Πέθανε το 1237 terminus post quem για την επιστολή. Ο Ιωάννης Βατάτζης γνώριζε πολύ καλά ότι όταν ο Jean de Brienne ανέλαβε τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης είχε χάσει τον τίτλο του βασιλιά, κάτι που τονίζει στην απάντησή του στον πάπα.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Αβέρωφ

alwsh ths polhs apo toys fragkoys 01

800 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ
ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΟ 1204


Στο όνομα του Πάπα

Oχτακόσια χρόνια ακριβώς εφέτος (2004) από εκείνη την 13η Απριλίου του 1204, όταν οι Φράγκοι και Φλαμανδοί στην πλειονότητά τους, αλλά και Γερμανοί, Λομβαρδοί, Τοσκάνοι και φυσικά Βενετοί, που αποτελούσαν το σώμα της Δ΄ Σταυροφορίας, κατελάμβαναν και λεηλατούσαν την Κωνσταντινούπολη, στο όνομα του Πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ και σε παρέκκλιση της πορείας προς τους Αγίους Τόπους, επωφελούμενοι από τις εσωτερικές διαμάχες και τις δυναστικές έριδες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Δ΄ Σταυροφορία υπήρξε καταλυτική για την μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας αλλά πέρα από τις πολιτικές συνέπειές της, που θα μετρούνται για αιώνες, οι πολιτιστικές εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι και σήμερα, εδραιωμένες προ πολλού από το δίκαιο του κατακτητή. «Η Κωνσταντινούπολη άδειασε από κάθε πλούτο δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό».

«...Έβλεπε κανείς όχι μόνο τις ιερές εικόνες του Χριστού να θραύονται με αξίνες και να ρίχνονται στη φωτιά, αλλά και τα σεπτά και πανάγια σκεύη να αρπάζονται με θράσος από τους ναούς, να ρίχνονται στη φωτιά και να παρέχονται στα εχθρικά στρατεύματα ως απλούς άργυρος και χρυσός».

Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ο Νικήτας Χωνιάτης, ιστορικός της αλώσεως της Πόλης, περιγράφει με λεπτομέρεια τις δραματικές σκηνές της απογύμνωσης της Βασιλεύουσας από τους θησαυρούς της. Μιλάει για όσα χάθηκαν δια παντός, αλλά και για εκείνα που όδευσαν προς τη Δύση. Για τα χρυσά «βαρυτάλαντα» έπιπλα και τις αργυρές λυχνίες της Αγίας Σοφίας, που μετατράπηκαν σε άμορφη μάζα από τη φωτιά μαζί με την ολόχρυση και στολισμένη με πολύτιμες πέτρες Αγία Τράπεζα, που τεμαχίστηκε και διανεμήθηκε στους λαφυραγωγούς. Αλλά και για εκείνα -ιερά λείψανα και θρησκευτικοί θησαυροί, καθώς και έργα τέχνης- τα οποία μετά την διανομή της λείας έφθασαν στην Βενετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία.

Στη συνέχεια, άρχισε η λεηλασία της πόλης. Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ναύσταθμος τέθηκαν υπό φρούρηση, αλλά με εξαίρεση αυτά τα δύο, οι στρατιώτες και οι ναύτες είχαν το δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν ότι ήθελαν χωρίς διάκριση. Ποτέ στην Ευρώπη δεν είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο συστηματική και ανελέητη λεηλασία. Ποτέ ο στρατός ενός χριστιανικού κράτους δεν είχε λεηλατήσει μια πόλη με τόσο βάρβαρο τρόπο, όσο εκείνος με τον οποίο λεηλάτησαν την Πόλη· εκείνοι οι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν ορκιστεί να παραμείνουν αγνοί, είχαν υποσχεθεί ενώπιον του Θεού να μη χύσουν χριστιανικό αίμα και έφεραν πάνω τους το έμβλημα του Πρίγκιπα της Ειρήνης. Περιγράφοντας τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Σταυροφόροι, ο Χωνιάτης γράφει με οργή. «Πήρατε το σταυρό και ορκιστήκατε πάνω σ' αυτόν και στα ιερά ευαγγέλια, ότι θα περνούσατε από την επικράτεια των χριστιανών χωρίς να χύσετε αίμα και χωρίς να στραφείτε προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μας είπατε ότι είχατε πάρει τα όπλα μόνο εναντίον των Σαρακηνών και θα πνίγατε μόνο εκείνους στο αίμα τους. Υποσχεθήκατε να παραμείνετε αγνοί ενόσω φέρατε το σταυρό, όπως άρμοζε σε στρατιώτες που υπηρετούν τη σημαία του Χριστού. Αντί να υπερασπιστείτε τον τάφο του, βιαιοπραγήσατε σε βάρος των πιστών που είναι μέλη του. Φερθήκατε στους χριστιανούς χειρότερα απ' ότι οι Άραβες φέρονται στους Λατίνους, γιατί οι τελευταίοι σέβονται τουλάχιστον τις γυναίκες».

Η λαγνεία των στρατιωτών δεν φείσθηκε ούτε των κοριτσιών ούτε των αφιερωμένων στο Θεό παρθένων. Η βία και η ακολασία ήταν παρούσες παντού. Οι κραυγές, οι θρήνοι και τα βογκητά των θυμάτων αντηχούσαν σε ολόκληρη την πόλη και παντού η λεηλασία ήταν απεριόριστη και η λαγνεία αχαλίνωτη. Αυτοί οι ευσεβείς ληστές, όπως τους αποκαλεί προσφυώς ο Γκούντερ, ενεργούσαν σαν να είχαν άδεια να διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα. Κράδαιναν τα ξίφη τους και λεηλατούσαν κατοικίες κι εκκλησίες. Η θρησκεία των ηττημένων υφίστατο κάθε είδους προσβολή. Οι μοναχοί και οι ιερωμένοι υπέστησαν προσβλητική μεταχείριση. Οι Σταυροφόροι τοποθετούσαν τα άμφια των ιερέων στις ράχες των αλόγων τους. Οι εικόνες αποσπώνταν ανελέητα από τα πλαίσιά τους ή θρυμματίζονταν. Οι στρατιώτες βεβήλωσα το μέγιστο ναό της Χριστιανοσύνης. Μια πόρνη κάθισε στην πατριαρχική καθέδρα και χόρευε και τραγουδούσε ένα άσεμνο τραγούδι προς τέρψη των στρατιωτών. Η λεηλασία του ίδιου ναού το 1453 εκ μέρους του Μωάμεθ Β΄, δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο εκείνη εκ μέρους των Σταυροφόρων του Πάπα το 1204. Αυτούς τους ευσεβείς ληστές -νέο Σταυροφόρους- τους γνωρίσαμε πρόσφατα στην Σερβία και τώρα στη μαρτυρική Κύπρο μας, σαν Σχέδιο Ανάν!..

 

Πηγή: (Ελληνοκαναδική Ορθόδοξη Ιεραποστολική Αδελφότητα «Ορθόδοξη Φωνή», «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 30-04-2004), π.Μελέτιος, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

byzantium 1204


Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΝΕΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

Η Δ’ σταυροφορία που τέλειωσε με την κατάληψη και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε στην αποσύνθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το σχηματισμό (στα εδάφη της) ενός μεγάλου αριθμού κρατών, φράγκικων και ελληνικών, από τα οποία τα πρώτα οργανώθηκαν με βάση τον φεουδαρχισμό της Δ. Ευρώπης. Οι Φράγκοι δημιούργησαν τα εξής κράτη: τη Λατινική Αυτοκρατορία (ή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης), το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το πριγκιπάτο της Αχαΐας στον Μορέα και το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών στη Κεντρική Ελλάδα. Η κυριαρχία της Βενετίας εκτεινόταν στα νησιά του Βυζαντίου, του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, στην Κρήτη και σε μερικά παραλιακά ή μεσόγεια μέρη. Παράλληλα με τις λατινικές φεουδαλικές κτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιοχή της ανατολικής αυτοκρατορίας, που είχε αποσυντεθεί, ιδρύθηκαν και τρία ανεξάρτητα ελληνικά κέντρα: η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, στη Μικρά Ασία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στη βόρεια Ελλάδα. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός έγινε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, εξουσιάζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ (Champlitte) και μετά από αυτόν ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έγιναν πρίγκιπες του Μορέως [1] και ο Όθων de la Roche απέκτησε τον τίτλο του Δούκα ή (όπως τον ονόμαζαν οι Έλληνες) του «Μεγάλου Κυρίου» των Αθηνών και των Θηβών. Στα τρία ελληνικά κράτη βασίλεψαν οι εξής πρίγκιπες: ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α’ Άγγελος στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. [2]

Επιπλέον, τα δύο γειτονικά κράτη, η Β’ Βουλγαρική Αυτοκρατορία με τις ενέργειες των βασιλέων της Καλογιάννη και Ιωάννη Ασάν Β’ και το Σουλτανάτο του Ικονίου, στη Μικρά Ασία, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολύπλοκη διεθνή ζωή που διαμορφώθηκε, μετά το 1204, πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό αφορά ιδιαίτερα τη Βουλγαρία.
Όλος ο 13ος αιώνας υπήρξε πλήρης από συνεχείς και ποικίλους διαπληκτισμούς και αγώνες αυτών των κρατών. Οι Έλληνες αγωνίζονταν κατά των Φράγκων, των Τούρκων και των Βουλγάρων, αλλά και κατά των Ελλήνων, δημιουργώντας νέες αιτίες διαφωνιών μέσα σε μια χώρα της οποίας η οργάνωση είχε ήδη διασπαστεί αρκετά. Οι Φράγκοι πάλι πολεμούσαν κατά των Βουλγάρων και όλες αυτές οι στρατιωτικές περιπλοκές οδηγούσαν στον σχηματισμό ποικίλων και, ως επί το πλείστον, πρόσκαιρων διεθνών συμμαχιών που εύκολα δημιουργούνταν και εύκολα διαλύονταν.

Μετά την καταστροφή του 1204 το πρόβλημα του πού θα ετίθετο το πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, καθώς και πού θα δημιουργείτο και θα ενισχυόταν η ιδέα της ενότητας και της τάξης, ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Τα φεουδαλικά κράτη που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, με βάση δυτικά πρότυπα και η γενική κατάσταση, που σαν κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίαζε την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων και την αναρχία, οδήγησε σε μεγαλύτερη ανωμαλία, με δεδομένο μάλιστα ότι τα νέα κράτη δεν μπορούσαν καν να κατευθύνουν κατάλληλα εκείνο που κληρονόμησαν μετά την Δ’ Σταυροφορία. Όπως γράφει ένας ιστορικός, όλες αυτές οι ενέργειες της Δύσης στην Ανατολή δεν απέδωσαν δημιουργικά αλλά καταστρεπτικά και συνεπώς οι Δυτικοί καταστράφηκαν μόνοι τους, ενώ η Ανατολή έμεινε κύρια της Ανατολής. [3]

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΣΚΑΡΙΔΕΣ

Στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας σχηματίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της ελληνικής εθνικής ενότητας και της ανασυγκρότησης του Βυζαντινού κράτους. Από αυτήν την αυτοκρατορία προήλθε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος το 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη αποκαθιστώντας, αν και σε μικρότερη από την παλιά της έκταση, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Για ένα διάστημα μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι η υπόθεση της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας ήταν δυνατόν να αναληφθεί από ένα άλλο ελληνικό κέντρο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Για πολλούς όμως λόγους, οι δεσπότες της Ηπείρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην αυξανόμενη σπουδαιότητα της Νίκαιας και να αφήσουν τον ηγετικό ρόλο στα χέρια της χριστιανικής Ανατολής. Το τρίτο ελληνικό κέντρο, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, βρισκόταν πολύ μακριά και δεν μπορούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση της ενότητας των Ελλήνων. Η ιστορία της Τραπεζούντας, συνεπώς, αποτελεί θέμα ξεχωριστού ενδιαφέροντος με μια δική της πολιτική, πολιτιστική και οικονομική εξέλιξη και αξίζει να μελετηθεί και να ερευνηθεί ιδιαίτερα.

Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας («μιας εξόριστης αυτοκρατορίας») υπήρξε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, 30 ετών περίπου, συγγενής του οίκου των Αγγέλων, μέσω της συζύγου του Άννας, κόρης του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, και του οίκου των Κομνηνών μέσω του Αλέξιου Γ’. Η καταγωγή της οικογένειας και το όνομα της πόλης όπου γεννήθηκε ο Θεόδωρος δεν είναι γνωστά. Υπό τον Αλέξιο Γ’ ηγείτο του στρατού και πολέμησε δραστήρια κατά των Σταυροφόρων. [4] Πολύ πιθανόν θεωρείτο από τον κλήρο της Κωνσταντινούπολης ως πιθανός αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τη στιγμή όμως που καταλαμβανόταν η πρωτεύουσα, διέφυγε στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν και πολλοί εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Βυζαντίου, μερικά εκλεκτά μέλη της εκκλησίας, καθώς και άλλοι πρόσφυγες που δεν ήθελαν να υποταχθούν στον ξένο κατακτητή. Ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Καματηρός εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, πήγε στη Βουλγαρία και αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση του Θεόδωρου να πάει στη Νίκαια. Ο Μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Ακομινάτος, που είχε αποσυρθεί πριν από την εισβολή των Λατίνων, έγραψε ένα γράμμα με το οποίο συνιστούσε στον Θεόδωρο Λάσκαρη κάποιον από την Εύβοια. Στο γράμμα αυτό ο Μιχαήλ αναφέρει ότι ο άνθρωπος τον οποίο συνιστά διέφυγε κρυφά στη Νίκαια, προτιμώντας τη ζωή ενός εξόριστου, στο παλάτι ενός ελληνικού κράτους, από την παραμονή στη χώρα του, κάτω από την πίεση των ξένων. Στο ίδιο γράμμα ο Μιχαήλ τονίζει το γεγονός ότι, αν ο άνθρωπος αυτός βρει καταφύγιο στη Νίκαια, το γεγονός αυτό θα κάνει μεγάλη εντύπωση σ’ όλο τον πληθυσμό της Ελλάδας που θα έβλεπε τον Θεόδωρο σαν τον μοναδικό ελευθερωτή, έναν ελευθερωτή, δηλαδή, όλως της Ρωμανίας. [5]

Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε από το 1204 μέχρι το 1222, ανέβηκε στο θρόνο ο σύζυγος της κόρης του Ειρήνης, Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), [6] που είναι ο πιο ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας της Νίκαιας. Μετά τον θάνατό του, ο θρόνος ήρθε στην εξουσία πρώτον του γιου του Θεόδωρου Β’ (1254-1258) και, μετά, του εγγονού του Ιωάννη Δ’ (1258-1261) που ήταν ανήλικος στη διάρκεια της βασιλείας του. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, που αποκατέστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Η κατάσταση του νέου κράτους στη Βιθυνία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη: στην Ανατολή απειλείτο από τον ισχυρό Σουλτάνο του Ικονίου, που κατείχε όλο το εσωτερικό της Μ. Ασίας, έχοντας στην εξουσία του κι ένα τμήμα των ακτών της Μεσογείου, στο Νότο, και ένα τμήμα της Μαύρης Θάλασσας στο Βορρά. Στη Δύση, το κράτος της Νίκαιας πιεζόταν από τη Λατινική αυτοκρατορία, που είχε θέσει σαν έναν από τους κύριους σκοπούς της την καταστροφή του νέου κράτους της Νίκαιας. Το έργο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε τα 4 πρώτα χρόνια με τον τίτλο του δεσπότη και όχι του αυτοκράτορα, ήταν δύσκολο και πολύπλοκο. Στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσε αναρχία. Σε διάφορα μέρη του κράτους παρουσιάστηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες και η πόλη της Νίκαιας έκλεισε τις πύλες της στον Θεόδωρο.

Στο μεταξύ, οι Λατίνοι ιππότες, που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν, την ίδια χρονιά (1204), να κατακτήσουν τη Μ. Ασία και οι στρατιωτικές τους ενέργειες υπήρξαν πολύ επιτυχείς. Το κάθε τι φαινόταν να έχει χαθεί για τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Όπως λέει ο Βιλεαρδουίνος, «ο λαός της χώρας πήρε το μέρος των Φράγκων και άρχισε να τους πληρώνει φόρους». [7] Την κρίσιμη αυτή στιγμή, για το νέο κράτος, έγινε γνωστή η απροσδόκητη αγγελία ότι ο Λατίνος αυτοκράτορας, Βαλδουίνος, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Βούλγαρους.

Από το 1196 βρισκόταν στον βουλγαρικό θρόνο ο Καλογιάννης, ο οποίος, την εποχή των Αγγέλων υπήρξε τρομερός εχθρός του Βυζαντίου. Το Λατινικό κράτος που ιδρύθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο, περιέπλεξε πολύ την κατάσταση. Ήταν φανερό ότι οι Σταυροφόροι και οι Βούλγαροι θα διεκδικούσαν την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι μεταξύ τους σχέσεις οξύνθηκαν από την πρώτη στιγμή, επειδή οι Σταυροφόροι αντέδρασαν πολύ προσβλητικά στις φιλικές προτάσεις του Καλογιάννη, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να θεωρεί τον Λατίνο αυτοκράτορα ως ίσον του και ότι έπρεπε να τον βλέπει όπως ένας δούλος τον κύριό του. Επιπλέον, οι Λατίνοι απειλούσαν τον Καλογιάννη ότι αν δεν έδειχνε τον σεβασμό που έπρεπε, οι Σταυροφόροι θα καταλάμβαναν τη Βουλγαρία με τη βία, επαναφέροντάς την στην παλιά κατάσταση της υποτέλειας. [8]

Προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν τον θυμό του αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, οι Λατίνοι ερέθιζαν συγχρόνως τον ελληνικό πληθυσμό της Θράκης και της Μακεδονίας, προσβάλλοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες των Ελλήνων. Οι μυστικές σχέσεις των Ελλήνων με τον βασιλιά Καλογιάννη προετοίμαζαν στη Βαλκανική χερσόνησο μια επανάσταση προς όφελος των Βουλγάρων. [9] Είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Ιωάννης Καματηρός, που όπως είναι γνωστό, έζησε στη Βουλγαρία, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον σχηματισμό της Βυζαντινο-βουλγαρικής συμμαχίας του 1204-1205. [10]

Η συμμαχία αυτή. Όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι, «έδωσε τέλος στους δισταγμούς του Καλογιάννη, σταθεροποιώντας το σχέδιο της μελλοντικής του δράσης. Κύρια αιτία των ενεργειών του Καλογιάννη εναντίον των Σταυροφόρων υπήρξε η διάθεσή του να εμφανιστεί ως προστάτης της Ορθοδοξίας και του Ελληνο-βουλγαρικού πληθυσμού, εναντίον της κυριαρχίας των Καθολικών Λατίνων, και στη συνέχεια να αναλάβει τον αγώνα της αναζωογόνησης στο Βυζάντιο της εξασθενημένης αυτοκρατορικής δύναμης». [11] Ο τσάρος της Βουλγαρίας απέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά του Βυζαντίου.

Η Ελληνο-βουλγαρική επανάσταση, που ξέσπασε στη Βαλκανική χερσόνησο, εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να ανακαλέσουν στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν σταλεί στη Μ. Ασία για να πολεμήσουν κατά του Θεόδωρου Λάσκαρη. Στη μάχη της Αδριανούπολης, στις 15 Απριλίου του 1205, ο Καλογιάννης, με την υποστήριξη του ιππικού των Κομάνων, έδωσε ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Σταυροφόρους. Στη μάχη αυτή καταστράφηκε το άνθος του δυτικού ιπποτισμού, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους. Η τύχη του αιχμάλωτου αυτοκράτορα δεν είναι γνωστή. Είναι πολύ πιθανόν, ότι μετά από διαταγή του Βούλγαρου βασιλιά, ο Βαλδουίνος να δολοφονήθηκε με κάποιον τρόπο. [12] Λόγω έλλειψης ειδήσεων για το τέλος του Βαλδουίνου. Ο αδελφός του Ερρίκος εξελέγη αντιβασιλέας της Λατινικής αυτοκρατορίας για το διάστημα της απουσίας του Βαλδουίνου.

Πριν από 800 χρόνια περίπου, το 378, ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Ουάλης, είχε σκοτωθεί κοντά στην Αδριανούπολη, στη διάρκεια του αγώνα του με τους Γότθους.

Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, που πήρε μέρος στη μάχη, πέθανε λίγο μετά από την καταστροφή αυτή και θάφτηκε στην Αγία Σοφία. Όπως αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη παράδοση, το σώμα του έμεινε εκεί μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ διέταξε την καταστροφή του σώματος του Βενετού ήρωα. [13]

Η ήττα της Αδριανούπολης έφερε τους Σταυροφόρους σε απελπιστική κατάσταση, επειδή αποτέλεσε για τη Λατινική αυτοκρατορία ένα χτύπημα που υπέσκαψε, από την αρχή ακόμα της πολιτικής της ύπαρξης, όλο το μέλλον της. «Η κυριαρχία των Φράγκων επί της Ρωμανίας έληξε αυτή την τρομερή μέρα», [14] λέει ο Gelzer, και είναι αλήθεια ότι «η τύχη της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, για ένα χρονικό διάστημα, βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια του Βούλγαρου βασιλιά». [15]

Η μάχη της Αδριανούπολης υπήρξε εξαιρετικά σημαντική τόσο για το Βασίλειο των Βουλγάρων όσο και για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης, μη διαθέτοντας Εθνικό Κέντρο στην Ευρώπη και μη προβλέποντας σημαντική εξέλιξη της Νίκαιας, θεώρησαν σκόπιμο να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους με κοινό σκοπό την επίθεση κατά των Λατίνων. Έτσι ο Καλογιάννης αποκτούσε την πιο ωραία ευκαιρία για την εκπλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του, δηλαδή την ίδρυση στη Βαλκανική χερσόνησο ενός μεγάλου Ελληνο-σλαβικού κράτους, με κέντρο του την Κωνσταντινούπολη. Αλλά, όπως λέει ο V.G. Vasilievsky, οι Σλάβοι άρχοντες δεν μπορούσαν να παίξουν παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. «Η φιλοδοξία του Καλογιάννη να δημιουργήσει ένα Ελληνο-βουλγαρικό βασίλειο στη Βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε στον κόσμο των ονείρων». [16]

Στο μεταξύ, η αφύσικη Ελληνο-βουλγαρική φιλική επαφή, που οδήγησε στη νίκη της Αδριανούπολης, διασπάστηκε γρήγορα επειδή οι Έλληνες πατριώτες των Βαλκανίων είδαν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα της Νίκαιας έναν πιθανό ελευθερωτή από τους Λατίνους κατακτητές, καθώς κι ένα συνήγορο των εθνικών προσδοκιών και ελπίδων. Στη Βαλκανική χερσόνησο παρουσιάστηκαν έκδηλες αντι-βουλγαρικές τάσεις, εναντίον των οποίων ο βασιλιάς Καλογιάννης εκδικείτο τα κακά που είχε κάνει στους Βούλγαρους ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’. Ενώ ο τελευταίος είχε ονομαστεί Βουλγαροκτόνος, ο Καλογιάννης περήφανα ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο. Οι Έλληνες των ονόμαζαν Σκυλογιάννη, [17] και ένας Λατίνος αυτοκράτορας τον αποκαλεί, σε επιστολή του, «μεγάλο καταστροφέα της Ελλάδας» (magnus populator Graeciae). [18]

Όπως λέει ένας Βούλγαρος ιστορικός, στην περίπτωση αυτή εκδηλώθηκε «η καθαρά βουλγαρική εθνική τάση, που οδηγούσε την ιμπεριαλιστική τακτική του βασιλιά Καλογιάννη εναντίον των Ελλήνων. Εναντίον δηλαδή των άσπονδων εχθρών της εθνικής ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, που διατηρούσαν αυτά τα αισθήματα ακόμα και τη στιγμή της συμμαχίας με τις ελληνικές πόλεις της Θράκης, εναντίον της Λατινικής αυτοκρατορίας». [19]

Η αιματηρή εκστρατεία του Ιωάννη στη Θράκη και τη Μακεδονία, είχε μοιραίο γι’ αυτόν τέλος. Στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207) πέθανε από βίαιο θάνατο. Ένας ελληνικός θρύλος, καθώς αναφέρεται στα θαύματα του μάρτυρα Αγίου Δημητρίου, που υπάρχουν σε ελληνική και σλαβική μετάφραση, καθώς και στα Παλαιά Ρωσικά Χρονικά, μιλάει για τον Ιωάννη, τον οποίον χαρακτηρίζει εχθρό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που τον έπληξε ο προστάτης Άγιος της πόλης. Έτσι, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις τόσο ευνοϊκές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν μετά τη νίκη της Αδριανούπολης.

Μετά το θάνατο του Ιωάννη, λέει ο Nikov, «εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο ένας από τους μεγαλύτερους διπλωμάτες που παρουσίασε ποτέ η ιστορία». [20]
Αφετέρου, όμως, η μάχη της Αδριανούπολης, που κατέστρεψε τη δύναμη της κυριαρχίας των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, έσωσε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας από την καταστροφή, δίνοντας ελπίδες για μια νέα ζωή. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αφού διέφυγε τον κίνδυνο του δυτικού γείτονα, άρχισε με δραστηριότητα την οργάνωση του κράτους του. Πρώτα απ’ όλα, μόλις ο Θεόδωρος πέτυχε τη σταθερή του εγκατάσταση στη Νίκαια, προέκυψε το ζήτημα της ανακήρυξής του σε αυτοκράτορα. Επειδή ο Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (που μετά την εισβολή των Φράγκων κατέφυγε στη Βουλγαρία) αρνήθηκε να έρθει στη Νίκαια, εξελέγη εκεί νέος Πατριάρχης, το 1208, ο Μιχαήλ Αιτωρειανός, που την ίδια χρονιά έστεψε τον Θεόδωρο αυτοκράτορα. [21]

Το γεγονός αυτό του 1208 είχε πολύ σπουδαίες συνέπειες για τη μεταγενέστερη ιστορία του κράτους της Νίκαιας, η οποία έγινε το κέντρο της αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας. Συγχρόνως με τη Λατινική αυτοκρατορία αναπτυσσόταν και μια δεύτερη αυτοκρατορία, η οποία σιγά-σιγά απέκτησε μια μάλλον εκτεταμένη περιοχή στη Μ. Ασία, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο την προσοχή και τις ελπίδες των Ελλήνων της Ευρώπης. Στη συνθήκη που υπογράφηκε το 1220 μεταξύ του Θεόδωρου Λάσκαρη και του αντιπρόσωπου (στην Κωνσταντινούπολη) των Βενετών, ο Θεόδωρος εμφανίζεται με τον επίσημο τίτλο «Theodorus, in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus, Comnenus Lascarus». [22]

Ο σχηματισμός μιας νέας αυτοκρατορίας προκάλεσε τη δυσμένεια της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο αυτοκρατορίες, που είχαν δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια μιας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να ζουν μαζί ειρηνικά και φιλικά.

Η Νίκαια, η οποία βρισκόταν 40 περίπου αγγλικά ναυτικά μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, έγινε πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας. Η τοποθέτησή της στη διασταύρωση 5 ή 6 δρόμων της έδωσε ειδική πολιτική σημασία. Η Νίκαια είναι γνωστή στη Βυζαντινή ιστορία ως τόπος όπου διεξήχθηκαν οι δυο Οικουμενικές Σύνοδοι και οι κάτοικοί της ήταν περήφανοι για τα ισχυρά της τείχη, τους πύργους και τις πύλες που κατασκευάστηκαν κατά τον Μεσαίωνα και που έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί. Λίγο πριν από την Α’ Σταυροφορία, η Νίκαια υπέκυψε στους Σελτζουκίδες Τούρκους και οι Σταυροφόροι που επανέκτησαν την πόλη, υποχρεώθηκαν με μεγάλη δυσαρέσκεια να την επιστρέψουν στον Αλέξιο Κομνηνό. Επιβλητικά ανάκτορα και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, από τα οποία δεν διασώθηκαν ούτε ίχνη, κοσμούσαν τη Μεσαιωνική Νίκαια. [23]

Μιλώντας για τη Νίκαια και αναφερόμενος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ένας Άραβας ταξιδιώτης του 12ου αιώνα, ο al-Herewy, γράφει ότι στην «εκκλησία αυτής της πόλης μπορεί να δει κανείς την εικόνα του Μεσσία και τα πρόσωπα των Πατέρων, που κάθονται στους θρόνους τους. Η εκκλησία αυτή αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού». [24] Οι ιστορικοί του Βυζαντίου και της Δύσης (του 13ου αιώνα) τονίζουν τη μεγάλη έκταση και τον πλούτο της Νίκαιας. [25] Ένας συγγραφέας του 13ου, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τονίζει σ’ ένα του ποίημα ότι η Νίκαια είναι «μια πόλη με φαρδείς δρόμους γεμάτους από ανθρώπους, καλά οχυρωμένη, περήφανη για το περιεχόμενό της, το πιο εξαιρετικό αντικείμενο της αυτοκρατορικής συμπάθειας». [26]

Τελικά, στη φιλολογία του 13ου και 14ου αιώνα διασώζονται δύο πανηγυρικοί της Νίκαιας. Ο συγγραφέας του ενός από αυτούς, ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, απευθυνόμενος στη Νίκαια λέει ότι η πόλη αυτή ξεπέρασε όλες τις πόλεις. [27] Ο δεύτερος πανηγυρικός γράφηκε από έναν πολύ γνωστό πολιτικό του 14ου αιώνα, έναν διπλωμάτη, πολιτικό, θεολόγο, αστρονόμο, ποιητή και καλλιτέχνη, τον Θεόδωρο Μετοχίτη, [28] του οποίου το όνομα συνδέεται με τα περίφημα μωσαϊκά της μονής της χώρας, που είναι τώρα γνωστή ως Καχριέ τζαμί, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Στα μνημεία του Μεσαίωνα, που βρίσκονταν στη σημερινή πόλη Isnik (διεστραμμένη ονομασία της Νίκαιας) πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, εκτός από τα τείχη της πόλης, τη σεμνή μικρή εκκλησία της Ανάληψης, που χρονολογούμενη από τον 9ο αιώνα, είχε εξαιρετικά και πολύ σπουδαία, για τη μελέτη της βυζαντινής τέχνης, μωσαϊκά. [29]

Στη διάρκεια, όμως, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε η Νίκαια και κανένα σπίτι δεν έμεινε ανέπαφο. Η εκκλησία της Ανάληψης χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Στη διάρκεια του βομβαρδισμού μόνο η δυτική αυλή της, κάτω από τον τρούλο, καθώς και το νότιο τμήμα του Νάρθηκα, διασώθηκαν. Η άλλη περίφημη εκκλησία της Νίκαιας, ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας βρίσκεται επίσης σε αξιοθρήνητη κατάσταση. [30]

Ένα ενδιαφέρον κείμενο που έχει σωθεί, δείχνει κάπως τις σχετικές με την αυτοκρατορική εξουσία απόψεις του Θεόδωρου Λάσκαρη. Το κείμενο αυτό ονομάζεται Σελέντιον ή Σιλέντιον (Silentium), όπως ονομάζονταν την εποχή του Βυζαντίου οι δημόσιοι αυτοκρατορικοί λόγοι, τους οποίους εκφωνούσαν οι αυτοκράτορες, στα ανάκτορα, μπροστά στους ευγενείς της αυτοκρατορίας, στις αρχές της Τεσσαρακοστής. Το Σιλέντιον θεωρείτο σαν η ομιλία του Θεόδωρου Λάσκαρη με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, που έγινε το 1208, αμέσως μετά τη στέψη του. [31]

Η ομιλία του Θεόδωρου γράφτηκε από τον σύγχρονό του, γνωστό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, βρήκε ασφαλές καταφύγιο στη Νίκαια. Η ομιλία αυτή, γραμμένη σε ύφος ρητορικό, δείχνει ότι ο Θεόδωρος, σαν βυζαντινός βασιλιάς, θεωρούσε ότι η εξουσία του προερχόταν από τον Θεό. «Η αυτοκρατορική μου μεγαλειότητα έχει τοποθετηθεί άνωθεν ως πατέρας όλου του Ρωμαϊκού κράτους. Το θέλημα του Θεού μου έδωσε την εξουσία…». Ο Θεός παραχώρησε στον Θεόδωρο, σαν αμοιβή του ζήλου του «το χρίσμα και τη δύναμη του Δαβίδ». Η ενότητα της αυτοκρατορίας σήμαινε επίσης την ενότητα της Εκκλησίας. «Θα υπάρξει ένα ποίμνιο και ένας ποιμένας», τόνιζε ο Θεόδωρος στο τέλος του Σιλεντίου. [32]

Είναι αλήθεια ότι η ομιλία αυτή δεν γράφτηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, παρουσιάζει, όμως, τη γνώμη που επικρατούσε ανάμεσα στους εκλεκτούς και καλά μορφωμένους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, μια γνώμη που διέθετε σταθερή βάση, αφού έγινε στη Νίκαια «Ρωμαίος βασιλιάς» ο Θεόδωρος Λάσκαρης, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση ότι αποτελούσε συνέχεια της γραμμής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.

Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΤΩΝ ΛΑΣΚΑΡΙΔΩΝ

Μετά την ήττα των Λατίνων στην Αδριανούπολη, η κατάσταση του Θεόδωρου έγινε για ένα διάστημα λίγο καλύτερη. Παρόλα αυτά, όμως, ο αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνου Ερρίκος (ικανός και δραστήριος ηγέτης) μετά τη στέψη του στην Αγία Σοφία, ανέλαβε κάπως από τις αποτυχίες που υπέστη το κράτος από τους Βούλγαρους και άρχισε τις εχθρικές του ενέργειες κατά του Θεόδωρου, με σκοπό την προσάρτηση των κτήσεων της Νίκαιας στη Λατινική αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν μπορούσε με τη δύναμη των όπλων να πετύχει στον αγώνα του με τους Λατίνους, αλλά ο κίνδυνος των Βουλγάρων, τον οποίον αντιμετώπιζε ο Ερρίκος και οι Σελτζουκίδες που απειλούσαν τον Θεόδωρο, ανάγκασε και τους δύο να συνάψουν συμφωνία με βάση την οποία ο Θεόδωρος αναγκάστηκε να καταστρέψει αρκετά οχυρά. [33]

ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΔΕΣ ΤΟΥΡΚΟΙ

Ο πόλεμος του Θεόδωρου Α’ με τον Σελτζούκο Σουλτάνο, στον οποίον ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας, είχε μεγάλη σημασία για τη νέα Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η εμφάνιση ενός νέου κράτους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ήταν φυσικά πολύ δυσάρεστη για το τουρκικό Σουλτανάτο του Ικονίου, επειδή εμπόδιζε τους Τούρκους στην περαιτέρω προώθησή τους προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Στην κύρια αυτή αιτία της έντασης των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο πεθερός του Θεόδωρου Λάσκαρη. Αλέξιος Γ’ Άγγελος, κατέφυγε στον Σουλτάνο ζητώντας του βοήθεια για να επανακτήσει τον χαμένο του θρόνο.

Επωφελούμενος της ευκαιρίας της άφιξης του Αλεξίου ο Σουλτάνος έστειλε στον Θεόδωρο απειλητικό μήνυμα απαιτώντας τον θρόνο και εκδηλώνοντας έτσι τον πραγματικό του σκοπό να κατακτήσει όλη τη Μ. Ασία, Οι εχθροπραξίες άρχισαν και έλαβαν κυρίως χώρα στην Αντιόχειας, στον ποταμό Μαίανδρο. Η κύρια δύναμη του Θεόδωρου συνίστατο από τους 800 επίλεκτους Δυτικούς μισθοφόρους του, οι οποίοι στον αγώνα τους με τους Τούρκους έδειξαν μεγάλο ηρωισμό προκαλώντας στον εχθρό τρομερές απώλειες. Σχεδόν όλοι τους έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Με το προσωπικό του όμως θάρρος και την αντίληψή του ο Θεόδωρος Λάσκαρης έγινε και πάλι κύριος της κατάστασης και στην επόμενη συμπλοκή ο Σουλτάνος σκοτώθηκε πιθανώς από τον ίδιο τον Θεόδωρο.

Όπως λέει μια σύγχρονη πηγή, ο Σουλτάνος «έπεσε σαν από ένα πύργο», από τη φοράδα, δηλαδή, πάνω στην οποία βρισκόταν. [34] Στην ίδια μάχη συνελήφθηκε αιχμάλωτος ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’, που είχε ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους και ο οποίος, αφού έγινε μοναχός, πέθανε σ’ ένα μοναστήρι της Νίκαιας.

Ο πόλεμος αυτός δεν φαίνεται να είχε σαν αποτέλεσμα εδαφικές μεταβολές. [35] Η ηθική όμως σημασία της νίκης του Έλληνα χριστιανού αυτοκράτορα της Νίκαιας επί των Μουσουλμάνων υπήρξε πολύ μεγάλη: έδωσε κύρος στον νέο αυτοκράτορα, ανανέωσε τις παλιές παραδόσεις των αγώνων εναντίον του Ισλάμ και γέμισε χαρά και θάρρος τις καρδιές των Ελλήνων, όχι μόνον της Μ. Ασίας, αλλά και της Ευρώπης, οι οποίοι για πρώτη φορά είδαν στη Νίκαια ένα πιθανό κέντρο της μελλοντικής τους ενότητας. Ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε εξυμνώντας τη νίκη του Θεόδωρου ένα μακρύ και στομφώδη πανηγυρικό. [36] Ο αδελφός του Νικήτα Μιχαήλ Ακομινάτος (πρώην μητροπολίτης Αθηνών) έστειλε στον Θεόδωρο, από το νησί όπου περνούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ένα συγχαρητήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευχή του όπως ο Θεόδωρος αξιωθεί να αποκαταστήσει τον θρόνο του Μ. Κωνσταντίνου στη θέση που ο Κύριός μας είχε ανέκαθεν εκλέξει, [37] δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη.

Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Δεν ευχαριστήθηκαν όμως μόνον οι Έλληνες με τη νίκη του Θεόδωρου. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος ευχαριστήθηκε κι αυτός (έστω κι αν φαίνεται με μια πρώτη ματιά το γεγονός αυτό παράδοξο) επειδή οι γενναίοι δυτικοί μισθοφόροι του Θεόδωρου, τους οποίους φοβόταν ο Λατίνος αυτοκράτορας, είχαν σκοτωθεί σχεδόν όλοι στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Τούρκων με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Ερρίκου, την εξασθένηση του αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ένας ιστορικός της εποχής αυτής λέει ότι ο Ερρίκος δήλωσε ότι «ο Λάσκαρης δεν νίκησε, αλλά νικήθηκε». [38]

Ο Ερρίκος βέβαια δεν είχε δίκαιο επειδή λίγο μετά τον πόλεμο ο Θεόδωρος είχε και πάλι στη διάθεσή του αρκετούς Φράγκους και καλά οπλισμένους Έλληνες. [39]

Η εναντίον των Τούρκων νίκη έδωσε στον Θεόδωρο τη δυνατότητα να κτυπήσει τον Ερρίκο. Την εποχή αυτή ο Θεόδωρος έθεσε σαν ειδικό σκοπό την επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης με την υποστήριξη του ήδη αξιόλογου στόλου του.

Ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα που χαρακτηρίζεται από τον Gerland σαν «μανιφέστο» [40] και που γράφτηκε από τον Ερρίκο στην Πέργαμο, στις αρχές του 1212, στάλθηκε σε όλους τους φίλους του που θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του (universis amicis suis ad quos tenor presentium pervenerit). Το γράμμα αυτό αναφέρει ότι ο Ερρίκος θεωρεί τον Θεόδωρο σαν έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό και τονίζει ότι «ο πρώτος και μεγαλύτερος εχθρός είναι ο Λάσκαρης που κατέχει όλη την πέρα από το στενό του Αγίου Γεωργίου [41] χώρα… Ο Λάσκαρης συνέλεξε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τριήρεις με σκοπό να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και συνεπώς η πόλη έρημη τρέμει… και πολλοί από τους ανθρώπους μας σχεδιάζουν να διαφύγουν διαμέσου της θάλασσας, και αρκετοί έφτασαν στον Λάσκαρη υποσχόμενοι να τον βοηθήσουν εναντίον μας… Όλοι οι Έλληνες άρχισαν να παραπονούνται εναντίον μας και υποσχέθηκαν στον Λάσκαρη να τον υποστηρίξουν σε περίπτωση που θα χτυπούσε την Κωνσταντινούπολη». Το γράμμα τελειώνει με μια έκκληση προς τους Λατίνους να βοηθήσουν τον Ερρίκο. «Για να πετύχουμε μια πλήρη νίκη», γράφει, «και για να είμαστε κυρίαρχοι της αυτοκρατορίας μας έχουμε ανάγκη από πολλούς Λατίνους, στους οποίους θα δώσουμε τη χώρα που διαθέτουμε και που έχουμε αποκτήσει. Για μας, όπως ξέρετε, δεν αρκεί το ότι αποκτήσαμε τη γη, αλλά πρέπει να βρεθούν αυτοί που θα την συγκρατήσουν». [42] Το γράμμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Ερρίκος ήταν πολύ ανήσυχος, λόγω των εχθροπραξιών του Θεόδωρου Λάσκαρη, καθώς και ότι το πνεύμα των νέων του υπηκόων δεν ήταν σταθερό.

Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη αυτή προσπάθεια της Νίκαιας να επανακτήσει την παλιά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δεν πέτυχε, επειδή η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν ήταν ακόμα ούτε όσο έπρεπε ισχυρή ούτε προετοιμασμένη γι’ αυτό τον σκοπό. Η επιτυχία ανήκε στον Ερρίκο, ο οποίος κατόρθωσε να εισχωρήσει μάλλον βαθειά στο εσωτερικό της Μ. Ασίας.

Σ’ ένα γράμμα του, που χρονολογείται από το 1213, ο Ερρίκος δίνει μια σύντομη περιγραφή της νίκης του εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι «με τέτοια αυθάδεια και υβριστική διάθεση στράφηκαν κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας θεωρώντας όλα της τα τέκνα, δηλαδή τους αφοσιωμένους Λατίνους, σαν σκυλιά». [43]

Η ειρήνη που έγινε μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων καθόρισε ακριβώς τα σύνορα των δύο αυτοκρατοριών στη Μ. Ασία και το βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου παρέμεινε στα χέρια της Λατινικής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, αν δεν λάβουμε υπόψη μερικές ασήμαντες προσαρτήσεις που έγιναν στη Λατινική αυτοκρατορία, παρατηρούμε ότι οι λατινικές κτήσεις της Μ. Ασίας, μετά από αυτήν την ειρήνη, διαφέρουν πολύ λίγο από τις κτήσεις που διέθετε η αυτοκρατορία αμέσως μετά τη διανομή του 1204. [44]

Το 1216 πέθανε ο ικανός και δραστήριος Ερρίκος, που τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν ακόμα και οι Έλληνες. Ένα βυζαντινό χρονικό, μάλιστα, του 14ου αιώνα αναφέρει ότι ο Ερρίκος υπήρξε «ένας πραγματικός Άρης». [45] Αλλά και οι ιστορικοί του 20ου αιώνα εκτιμούν πολύ την προσωπικότητά του και τη δράση του. Όπως λέει ο Gerland «ο Ερρίκος υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της (Λατινικής) αυτοκρατορίας και οι αρχές του έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε η επικράτεια των Φράγκων». [46]

«Ο θάνατος του Ερρίκου», γράφει ο A. Gardner «υπήρξε ασφαλώς μια συμφορά για τους Λατίνους (πιθανόν όμως και για τους Έλληνες) εφόσον η δυναμική αλλά και συμβιβαστική του πολιτική μπορούσε να πετύχει (αν κάποια πολιτική μπορούσε να το κατορθώσει) τη γεφύρωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση». [47] Με το θάνατο του Ερρίκου εξαφανίστηκε ο πιο επικίνδυνος εχθρός της Νίκαιας. Οι διάδοχοί του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης δεν διακρίθηκαν ούτε για τις ικανότητές τους, ούτε για τη δραστηριότητά τους.

Το 1222 πέθανε ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης, ο οποίος δημιούργησε ένα ελληνικό κέντρο στη Μ. Ασία, ένωσε το κράτος του και έλκυσε προς αυτό την προσοχή των Ελλήνων της Ευρώπης. Έθεσε δηλαδή τις βάσεις πάνω στις οποίες ο διάδοχός του θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα μεγάλο οικοδόμημα. Στις εγκωμιαστικές επιστολές που έστειλε στον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο Μιχαήλ Ακομινάτος γράφει: «Η πρωτεύουσα εκτοπισμένη από την πλημμύρα των βαρβάρων έξω από τα τείχη του Βυζαντίου στις ακτές της Μ. Ασίας, στη χειρότερή της μορφή έγινε δεκτή, καθοδηγήθηκε και διασώθηκε από εσένα… Εσύ θα πρέπει να ονομάζεσαι για πάντα ο ανακαινιστής και οικιστής της πόλης του Κωνσταντίνου… Αποβλέποντας μόνο σ’ εσένα και αποκαλώντας σε σωτήρα και ελευθερωτή του κόσμου, όσοι ναυάγησαν μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό βρήκαν καταφύγιο στο κράτος σου σαν σ’ ένα ήρεμο λιμάνι… Δεν θεωρώ κανέναν από τους αυτοκράτορες που βασίλεψαν στην Κωνσταντινούπολη ίσον μ’ εσένα. Εκτός από τον μεγάλο Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τον (πιο παλαιό) ευγενή Ηράκλειο». [48]

ΙΩΑΝΝΗΣ Γ’ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ (1222-1254)

Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρη, ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, σύζυγος της κόρης του Θεόδωρου, Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο και βασίλεψε από το 1222 μέχρι το 1254. [49] Αν και ο προκάτοχός του θεμελίωσε κάπως την ανάπτυξη του κράτους της Νίκαιας, παρ’ όλα αυτά η διεθνής της θέση ήταν τέτοια που να απαιτεί επειγόντως τη διοίκηση ενός αποφασιστικού και δραστήριου ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Ιωάννη Βατάτζη.

Την εποχή αυτή διεκδικούσαν την κυριαρχία στην Ανατολή 4 κράτη: η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η Λατινική αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη Ασάν Β’. Συνεπώς, στην εξωτερική του πολιτική ο Ιωάννης Βατάτζης ασχολήθηκε αφενός με πολέμους και αφετέρου με συμμαχίες με το ένα ή το άλλο κράτος. Χάρη στην καλή του τύχη οι 3 αντίπαλοί του στη Βαλκανική χερσόνησο ποτέ δεν έδρασαν ενωμένοι και αποφασιστικά, αλλά εξασκούσαν αδύνατη και ασταθή πολιτική εσωτερικών εχθροπραξιών ή μια πολιτική παροδικών συμμαχιών. Ο Ιωάννης Βατάτζης πέτυχε σταθερά να εκμεταλλευτεί την πολύπλοκη διεθνή κατάσταση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για το Δεσποτάτο του Μορέως βλέπε και το αξιόλογο έργο του Δ. Ζακυνθηνού «Le Despotat Grec de Morèe» (δύο τόμοι), έκδοση «L’ Hellenisme Contemporaine», Αθήνα 1953.
[2] Ειδικά, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με ιδρυτή τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, εγγονό του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, περιλάμβανε όλη τα παράλια του Εύξεινου Πόντου μέχρι τον Καύκασο. Διήρκεσε μέχρι το 1461, οπότε καταλύθηκε από τους Τούρκους. Πρωτεύουσά της ήταν η Τραπεζούντα. Τον Αλέξιο Α’ τον διαδέχθηκαν 20 αυτοκράτορες, που λέγονταν Μεγάλοι Κομνηνοί.
[3] C. Neumann, «Die byzantinische Marine» (Historische Zeitschrift, LXXXI, 1898, 1-2).
[4] Βλέπε A. Gardner, «The Laskarids of Nicaea: The Story of an Empire in Exile» 53-54. Α. Μηλιαράκη, «Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του δεσποτάτου της Ηπείρου», 8. M.A. Andreeva «Δοκίμια σχετικά με τον Πολιτισμό της Βυζαντινής Αυλής κατά τον 13ο αιώνα», 82-85 (Ρωσικά).
[5] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Σ. Λάμπρου, ΙΙ, 276-277.
[6] Οι ιστορικοί αποκαλούν συνήθως τον Ιωάννη Βατάτζη, Ιωάννη Γ’, θεωρώντας ως δύο πρώτους τον Ιωάννη Τσιμισκή και τον Ιωάννη Κομνηνό.
[7] Villehardouin, «La Conquête de Constantinople», 323, έκδοση N. Wailly, 193.
[8] Nicetas Choniates, «Historia», στο «Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae», 808-809.
[9] Βλέπε V.N. Zlatarsky, «Η Ελληνο-βουλγαρική συμφωνία του έτους 1204-1205», 8-ii (Βουλγαρικά).
[10] Βλέπε P. Nikov, «Η Βουλγαρική διπλωματία από τις αρχές του 13ου αιώνα», (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ι, 1928, 103-104) (Βουλγαρικά).
[11] «Ο σχηματισμός του Β’ Βουλγαρικού Βασιλείου» (245-246) (Ρωσικά).
[12] Gardner, «Lascarids of Nicaea» (Αναφέρεται ότι ο Βαλδουίνος μεταφέρθηκε σαν αιχμάλωτος στο Τύρνοβο. Από τότε δεν τον είδε κανείς πια). E. Gerland «Geschichte des lateinischen Kaiserreiches von Konstantinopel», Ι, 92. (Φαίνεται ότι ο Καλογιάννης, σε μια στιγμή ξαφνικού θυμού, διέταξε τον θάνατο του αιχμαλώτου του). Nikov, «Βουλγαρική Διπλωματία» (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ι, 1928. 104-ο Βαλδουίνος συνελήφθηκε αιχμάλωτος, μεταφέρθηκε στο Τύρνοβο και κλείστηκε στη φυλακή όπου και πέθανε): η πληροφορία αυτή δίνεται με βάση το «Innocetii III Gesta», έκδοση J.P. Migne «Patrologia Latina» (CCXIV, 148).
[13] Βλέπε H. Kretschmayer, «Geschichte von Venedig» Ι, 321, 72.
[14] H. Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte» 1042.
[15] Θ. Ουσπένσκι, «Η Δημιουργία του Β’ Βουλγαρικού Βασιλείου» 250 (Ρωσικά).
[16] «Η Αναγέννηση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου υπό τον βασιλιά Ιωάννη Β’» (Επιθεώρηση του Υπουργείου Δημόσιας Διαφώτισης, CCXXXVIII, 1885, Ι, 9, Ρωσικά).
[17] Georges Acropolita, «Annales» xiii στην «Opera Omnia» έκδοση A. Heisenberg, 23-24.
[18] Βλέπε J.A. Bouchon, «Recherches èt matèriaux pour servir a une histoire de la domination francaise» ΙΙ, 211.
[19] P. Nikov, «Μελέτες σχετικές με τις ιστορικές πηγές της Βουλγαρίας και την Ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας», 8, (Ανάτυπο από τον τόμο ΧΧ των Πρακτικών της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών, Βουλγαρικά).
[20] «Βουλγαρική Διπλωματία» (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Ι, 1928, 108, Βουλγαρικά).
[21] Η χρονολογία αυτή, 1208, υποστηρίχθηκε από τον A. Heisenberg «Neue Quellen zur geschichte des lateinischen Kaisertums und die Kirchen Union» ΙΙ, 5-12. Η από κοινού δεκτή χρονολογία ήταν το 1206. Βλέπε επίσης Andreeva, «Ο Πολιτισμός της Αυλής του Βυζαντίου», 85, 180-181 (Ρωσικά).
[22] G.L.F. Tafel και G.M. Thomas, «Urkunden zur ältern Handels-und Staatsgeschichte der Republik Venedig» II, 205.
[23] Για τη Μεσαιωνική Νίκαια βλέπε πολύ καλές πληροφορίες και εξαιρετική βιβλιογραφία στον J. Sölch «Historische-geographische Studien über bithynische Siedlungen. Nikomedia, Nikäa, Prusa» (Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher, I, 1920, 263-286). Βλέπε και R. Jauin «Nicée, Étude historique et topographique» (Échos d’Orient, XXIV, 1925, 482-490). Andreeva «Ο Πολιτισμός της Αυλής του Βυζαντίου», 19-21, (Ρωσικά).
[24] «Indications sur les lieux de Pèlerinage», μετάφραση C. Schefer «Archives de l’orient latin», Ι, 590).
[25] Βλέπε π.χ. Nicetas Choniates «Historia» έκδοση Bonn, 318, Villehardouin «Conquête de Constandinople», 304.
[26] Nicephorus Blemmydes, «Curriculum vitae et carmina», έκδοση A. Heisenberg, 113, στ.22-21.
[27] Θ. Ουσπένσκι, «Περί των χειρογράφων της Ιστορίας του Νικήτα Ακομινάτου που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων» (Επιθεώρηση κλπ., CXCIV, 1877, 77, Ρωσικά).
[28] Βλέπε Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», I, 139 κ.ε.
[29] Βλέπε H. Grégoire, «Le véritable nom et la date de l’église de la Dormition à Nicée. Un texte nouveau et décisif» (Mélanges d’histoire offerts à Henri Plrenne I, 171-174). Βλέπε επίσης Charles Diehl, «Manuel d’art byzantin», ΙΙ, 520-521, 908. Το άρθρο του Grégoire παρουσιάστηκε αργότερα και δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ο Diehl. O.M. Dalton «East Christian Arts» 285.
[30] Βλέπε M. Alpatof και I. Brunov, «Σύντομη περιγραφή ενός ταξιδιού στην Ανατολή» (Vizantiysky Vremmenik, XXVI, 1923-1926 61, Ρωσικά). Diehl «Manuel d’art byzantin», ΙΙ, 908.
[31] Heisenberg, «Neue Quellen zur geschichte des lateinischen Kaisertums», ΙΙ, 11-12.
[32] Βλέπε Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», I, 99, 105, 107.
[33] Βλέπε E. Gerland, «Geschichte der Kaiser Baldwin I und Heinrich», 102-114. Μετά το βιβλίο του Gerland η διατριβή του L. Neuhaus «Die Rechsverwesenschaft und Politik des Grafen Heinrich von Anjou, des Zweiten Kaisers im Lateinnerreiche zu Byzanz» δεν έχει καμιά σημασία.
[34] George Acropolita, «Annales», κεφ. 10, έκδοση Heisenberg, 17.
[35] Βλέπε G. d’Jerphanion, «Les Inscriptions Cappadociennes et l’histoire de l’empire Grec de Nicée» (Orientalia Christiane Periodica, Ι, 1935, 242-243). P. Wittek «Das Fürstentum Mentesche. Studie zur Geschichte Westkleinasiens im 13-15 Jahrhundert», 1-21. M.F. Köprülü «Les Origines de l’Empire Ottoman», 35-37. P. Wittek «The Rise of the Ottoman Empire», 16-32.
[36] Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», Ι, 129-136.
[37] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Λάμπρου, ΙΙ, 353 κ.ε.
[38] George Acropolita, «Annales», κεφ. 15, έκδοση Heisenberg, 27.
[39] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 216.
[40] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 218.
[41] Σαν Brachium Sancti-Georgii εννοείται ο Βόσπορος.
[42] «Recueil des historiens des Gales et de la France» (δεύτερη έκδοση, 1879, VVIII, 530-533).
[43] Βλέπε M.P. Lauer, «Une Lettre inédite d’Henri 1er d’Angre, empereur de Constantinople, aux prêlats italiens(1213;)» (Melanges offerts a M. Gustav Schlumberger, Ι, 201). Δεν γνωρίζω γιατί ο Lauer τοποθετεί στο έτος 1213 (σελ. 194) το χρονολογημένο γράμμα του Ερρίκου (13 Ιανουαρίου 1212).
[44] Βλέπε Gardner, «The Laskarids of Nicaea» 85-86. Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich» 218-219. Μερικές φορές αναφέρεται ότι (βλέπε π.χ. N. Iorga, «Geschichte des Osmanischen Reiches», Ι, 120 και Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich I» Ι, 246) ο Θεόδωρος Α’ πέτυχε, όσον αφορά την πολιτική του προσπάθεια, και στη νότια Μ. Ασία όπου κατέλαβε την πόλη Αττάλεια, στις ακτές της Μεσογείου. Το γεγονός όμως αυτό δεν είναι σωστό. Πρόκειται για λάθος που οφείλεται στη λανθασμένη χρονολογία μιας επιγραφής που βρέθηκε στην Αττάλεια και που ανήκει στο έτος 915-916. Βλέπε H. Gregoire, «Receuil des inscriprions grecques chrétiennes d’Asie Mincure», Ι, 104. Βλέπε επίσης A.A. Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι Άραβες», ΙΙ, 153.
[45] Ephraemius Monachus, «Imperatorum et patriarcharum recensus», v. 7735, έκδοση Bonn, 312.
[46] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 251.
[47] «The Laskarids of Nicaea», 93.
[48] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Σ. Λάμπρου, 150-151, 276, 354.
[49] Οι περισσότεροι συγγραφείς θεωρούν το έτος 1254 σαν το έτος του θανάτου του Βατάτζη. Ο Μηλιαράκης στην «Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου», 412 και ο Gardner στο έργο του «Lascarids of Nicaea». 192, τονίζουν ότι πέθανε στις 13 Οκτωβρίου του 1255. Στη Μεσαιωνική Ιστορία του Cambridge (IV, 430) αναφέρεται το έτος 1254.

 

Πηγή: Αβέρωφ

skylitzes ouranos kills bulgarians 01

Το 996 μ.Χ. οι Βούλγαροι, υπό τον τσάρο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή του αυτοκράτορα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου με τους Άραβες, πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη. Αδυνατώντας όμως να καταλάβουν την καλά οχυρωμένη πόλη κινήθηκαν νότια και έφτασαν, λεηλατώντας, ως τη Λάρισα, την οποία ισοπέδωσαν, κυριολεκτικά και μέχρι την Κόρινθο.

Ο Νικηφόρος Ουρανός αντιμετωπίζει τους Βούλγαρους στον Σπερχειό


Το 996 μ.Χ. οι Βούλγαροι, υπό τον τσάρο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή του αυτοκράτορα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου με τους Άραβες, πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη. Αδυνατώντας όμως να καταλάβουν την καλά οχυρωμένη πόλη κινήθηκαν νότια και έφτασαν, λεηλατώντας, ως τη Λάρισα, την οποία ισοπέδωσαν, κυριολεκτικά και μέχρι την Κόρινθο.

Η ένταση της βουλγαρικής επιδρομής υποχρέωσε τον αυτοκράτορα να διαθέσει δυνάμεις στην Ελλάδα, τις οποίες έταξε υπό τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Καθώς οι Βούλγαροι κινούνταν πάλι προς Βορρά, φορτωμένοι λάφυρα και σέρνοντας μαζί τους χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που είχαν αρπάξει, ο Ουρανός τους ακολουθούσε προσεκτικά, πλήττοντας, όταν αυτό ήταν δυνατό, τις οπισθοφυλακές τους.

Το παιχνίδι αυτό της γάτας με το ποντίκι εξακολούθησε μέχρι τις Θερμοπύλες. Εκεί ο Ουρανός πέρασε με τον στρατό του τον ποταμό και βρέθηκε μπροστά από τους Βούλγαρους, που λόγω λαφύρων και αιχμαλώτων, κινούνταν αργά. Οι Βούλγαροι στρατοπέδευσαν στη νότια όχθη, έχοντας μπροστά τους, τους Βυζαντινούς.

Λόγω των έντονων βροχοπτώσεων ο ποταμός ήταν αδιάβατος και έτσι οι Βούλγαροι τοποθέτησαν μικρές φρουρές κατά μήκος της ελεγχόμενης από αυτούς όχθης. Αδυνατώντας να κινηθούν, οι δύο στρατοί έμειναν αντιμέτωποι μερικές μέρες, δίνοντας μια αίσθηση ασφάλειας στους Βούλγαρους, οι οποίοι θεωρούσαν πως οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ωστόσο οι περίφημοι Τραπέζιτοι ελαφροί ιππείς του Βυζαντινού στρατού, ανακάλυψαν έναν σημείο από όπου μπορούσε, με προσπάθεια, να περάσει ο στρατός. Αμέσως ο Ουρανός έσπευσε στο σημείο και αφού βεβαιώθηκε διέταξε να ετοιμαστεί το στράτευμα να περάσει μόλις νύχτωνε.

Έτσι και έγινε. Με απόλυτη τάξη οι Βυζαντινοί πέρασαν τον ποταμό τη νύχτα και πλησίασαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο. Δεν επιτέθηκαν όμως, περιμένοντας την αυγή, από το φόβο μήπως σκοτώσουν, μέσα στο σκοτάδι και την σύγχυση και τους Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων. Ξαφνικά, μόλις άρχισε να χαράζει οι Βυζαντινοί με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», εφόρμησαν. Οι αιφνιδιασμένοι Βούλγαροι δεν κατάφεραν να αντισταθούν, αλλά όσοι μπόρεσαν τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους λάφυρα και αιχμαλώτους. Περίπου 1.000 που προσπάθησαν να προβάλουν αντίσταση σκοτώθηκαν. Άλλοι 12.000 αιχμαλωτίστηκαν. Το σημαντικότερο όμως ήταν η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσαν τους στρατιώτες που τους έσωσαν.

Ο Σαμουήλ και ο γιος του Ραντομίρ που τον ακολουθούσε σώθηκε. Αλλά η ήττα αυτή ήταν η αρχή του τέλους του Α΄ βουλγαρικού κράτους.


Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...