Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ από την Αθήνα για την Πόλη ένας ποιητής, θα ένοιωθε γονιμότητα· σαν από βρύσες κρυφές θα ανάβρυζαν μέσα του παλιές ιστορίες, και λέξεις «θα μουρμούριζαν διαβαίνοντας. Η γνώση πως ταξιδεύει κατά την Ανατολή, θα του έλεγε λόγια χρυσά και παραμύθια. Εγώ είμαι γυμνός από αντιλαλιές, ξερός από αναβρυστικά νερά, και άδειος, και άγονος. Εγώ βλέπω πως όταν ο ήλιος πέφτει κατεπάνω τους, τα νησιά και η Αττική είναι τριανταφυλλιά και η θάλασσα πολύ βαθειά χρωματισμένη. Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ’ έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής. Άμα τον αντίκρυσα, στάθηκε· φώτιζε χαϊδευτικά τα νερά που κουνούσαν, και τα περνούσε με στενώτατα φύλλα χάλκινα, και αγάλι βούλιαζε από το πολύ βάρος.
Μια μέρα ύστερα είμαι στην Ιωνία, κ’ επειδή ήταν άλλοτε λεπτός και πλούσιος ο πολιτισμός της, το όνομά της έχει μάγια. Εκείνη την ημέρα μόνο η Ιωνία υπάρχει στον κόσμο, τα νησιά της, τα βουνά της, και η θάλασσά της. Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ.
***
Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι!
Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο. Με τι άλλο πλοίο μπορούσα να μπαίνω στην Πόλη, για να νοιώσω τελειότερα το ταπείνωμά μου; Στην πρώρη είναι ο δικέφαλος αητός, ο ρωσικός· το πλοίο είναι φορτωμένο Ρώσους στρατιώτες και πεζοναύτες Ρώσους που γυρίζουν, φαίνεται, από την Ιαπωνία στην Οδέσσα. Τα χώματα αυτά και τα δέντρα της Θράκης θέλουν να τα βιάσουν σλαυικοί τράγοι, και τα λερώνουν οι αβάσταχτοι πόθοι τους. Ποιος θα τα φυλάξει; Έλληνες ελεεινοί, μήπως θα τα φυλάξετε σεις; Χωρίς πίστη, ακούω και μουρμουρίζει στ’ αυτί μου μια φωνή: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική μας θάναι»
Ήμουν στην πλώρη και φυσούσε υγρασία στο πρόσωπό μου ο πρωινός αέρας. Κάτι Τούρκοι πίσω μου, κοίταζαν. Περπάτησα στο κατάστρωμα και είδα μερικούς Έλληνες, που είχαν ξυπνήσει να δουν, με κανέναν πόθο ίσως, τα Δαρδανέλια και την Πόλη (3). Ήταν και μια Ρωσίδα φουσκωμένη, που κοίταζε με βουλιμία. Κοίταζαν και δυο Αμερικάνοι με απλοϊκή περιέργεια. Ένας Γερμανός στάθηκε κοντά μου και είπε: «Οι Ρώσοι από πάνω την θέλουν, αν τους αφήσουν οι Άγγλοι από κάτω». Και, Έλληνες, επειδή είστε ελεεινοί και άκαρδοι, ντράπηκα να του πω πως θα την πάρουμε μεις. Μέσα μου μονάχα είπα: «Και όμως, είναι δική μας».
Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος.
***
Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ’ έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα! Γυρίζω τα μεσημέρια στους δρόμους και δεν ξέρω τις ώρες. Από έναν ανηφορικό δρόμο, που έχει αριστερά πύργους αραδιασμένους βυζαντινούς, κ’ έχουν χτισμένα σπίτια, αναμεταξύ, διαφόρων χρωμάτων, ανεβαίνω προς την Άγια Σοφιά. Μόλις μπήκα, ― δεν κοίταζε ούτε ο Εβραίος που θέλησε κ’ έγινε οδηγός μου, ούτε ο Χότζας Τούρκος, ― κ’ έκαμα, χωρίς να θέλω, το σταυρό μου.
Μπαίνω σε κάθε τζαμί, που ήταν πρώτα εκκλησιά! Τι δροσιά που είναι μέσα και τι θύμησες αλάλητες. Μπαίνω και σε τζαμιά που έχτισαν, με βυζαντινό πάντα σχέδιο, οι Τούρκοι. Αντί ψηφιδωτά, έχουν συχνά χρωματιστές πλάκες στους τοίχους, με κλαδιά, φύλλα και λουλούδια, άσπρα και μαβιά και πράσινα. Τα παράθυρα έχουν κάποτε γιαλιά χρωματιστά, όμορφα, με σχέδια απλά ή λουλούδια. Η Άγια Ειρήνη είναι κλειστή και ποτέ δεν την ανοίγουν για τους ξένους οι Τούρκοι, που την έχουν κάμει τζαμί· ο τρούλλος της όμως φαίνεται καλά απ’ έξω.
Περίεργη είναι η ανάγκη του προσκυνήματος. Μόνο να πάγω ως στο μέρος που με συγκινεί, μόνο αυτό με φτάνει. Αλλού είναι κάτι αρχαιότερα πράματα· η στήλη του Θεοδοσίου, και σ’ άλλη μεριά η καμένη στήλη. Στον Ιππόδρομο είναι ένας οβελίσκος, και των Πλαταιών το χάλκινο τριπλό φίδι, που δεν το είδα στους Δελφούς, όταν διάβαζα τον Παυσανία. Τι να θυμηθώ πρώτα στον Ιππόδρομο;
Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου. Όταν ξέπεφτε το κράτος και ο Ιππόδρομος, βασίλευαν οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι και ήταν οι ελληνικότεροι από τους βασιλιάδες. Πολεμούσαν, οι άτυχοι, πολεμούσαν να βαστάξουν κάτι, κοίταζαν να βρουν αλλού βοήθεια, και Φράγκοι να γίνουν ίσως για να σώσουν το κράτος θέλησαν, την αδυναμία τους την έβλεπαν, τη δύναμη την ένοιωθαν, και τίποτε δεν έκαναν. Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων.
***
Σκύλοι κοιμούνται στους δρόμους, σκύλους βλέπω στα πόδια μου μπροστά, και είναι μερικοί άσπροι και οι περισσότεροι κιτρινωποί. Και κάθε τόσο παραμερίζω για να τους αφήσω να κοιμηθούν.
Οι Τούρκοι νοιώθουν τα ερείπια και τη σχέση τους με τη ζωή. Στους τοίχους τους αρχαίους, τους βυζαντινούς, ακουμπούν τα σπίτια τους, κι απάνω στους πύργους αφήνουν να φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα. Δεν τους μέλλει, τους ζωντανούς ποιος έχει χτίσει τα ερείπια, ούτε γιατί, και η αδιαφορία αυτή είναι η ζωή. Αντί να γκρεμίζουν και να ξαναχτίζουν τοίχους, μεταχειρίζονται τους παλιούς. Έτσι και στα νεκροταφεία τους περνοδιαβαίνουν σκύλοι και άνθρωποι και πατούν τα μνήματα· γυναίκες κάποτε κάθονται ώρες εκεί, όταν ο καιρός είναι καλός, και κουβεντιάζουν και λέγουν. Και τα κυπαρίσσια δεν είναι πένθιμα και οι πέτρινες στήλες των τάφων πέφτουν μία μία και σκεπάζονται, από των ανθρώπων τα βήματα και από το χώμα της βροχής και των άνεμων.
***
Την ώρα που περπατεί ο κόσμος ο Ελληνικός, ο Τούρκικος, ο Αρμένικος και των Φραγκολεβαντίνων η σάρα, ― ανακατωμένοι σαν τα νερά μεγάλου λασπωμένου ποταμού, ― στο Σαυροδρόμι, το Φανάρι, είναι ήσυχο και λίγες είναι στις πόρτες οι γυναίκες, λιγοστοί στους δρόμους οι άντρες. Βλέπω κάποιους παπάδες. Οι πλούσιοι έφυγαν· τους τράβηξε η ζωή και πήγαν κ’ έφτειασαν καινούρια σπίτια στο Πέρα του Γαλατά. Γι’ αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ’ απόγεμα είναι πληχτικά κ’ η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο. Τις ανηφορικές, τις άλλες στράτες, όμως και τα στενά σοκάκια, εκείνα πού και πού τα βλέπει η θάλασσα. Για να νοιώσω λίγη ζωή Ελληνική, τρέχω στα σχολεία· αλλ’ είναι κλειστά γιατί είναι καλοκαίρι κ’ έχουν τελειώσει τα μαθήματα. Ο καλόγερος, ο διευθυντής, μόνος μ’ ένα παιδί φυλάγει τη μεγάλη Σχολή του Γένους. Κ’ επειδή είμαι ξένος, ο νέος μ’ έδειξε το σχολείο, και ανεβαίνουμε μαζύ στον πύργο τον υπερήφανο, που περνά και σπίτια και μιναρέδες· βασιλεύει ο ήλιος μέσα στους ατμούς, και η φορτωμένη μέρα είναι γεμάτη ζέστη. Και είπα στο νέο: «Ποτέ να μην ξεχάσεις πως ζεις για το Γένος». Μαζί του έπειτα πήγα στην Παναγία τη Μουχλιώτισσα και στο αγίασμα του Άη Γιώργη του Ποτηρά. Ο καντηλανάφτης με πήγε σ’ ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ’ ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν’ ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».
***
Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ’ έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ’ ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ’ εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη. Θέλεις, λες, να γίνεις καλογριά, μα θα ήσουν πιο σύμφωνη με μένα αν ήθελες να μείνεις δασκάλισσα, όπως είσαι, και να δώσεις νέα ζωή, πνοή ελληνική στις Ελληνίδες». Φεύγοντας, με ρώτησε αν θα μπορούσε να με ξαναϊδεί προτού φύγω από την Πόλη. Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε… χαίρε….» και πέρασε. Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι.
***
Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο. Είναι κάτι πύργοι εδώ κ’ εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ’ έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω. Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ’ έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.
Όταν βγήκα από κει μέσα, ηύρα τον παπά, χωρίς ράσα, και σκαρφάλωνε σ’ έναν άλλο πύργο· σκαρφάλωσα και γω· ήταν ψηλός κι από μέσα είχε μαυρισμένους τους τοίχους· φως έπεφτε από το χαλασμένο καμαρωτό ταβάνι· στον τοίχο φαίνουνταν οι τρύπες δυο πατωμάτων και κάτι ντολάπια μικρά, λίγο ψηλότερα απ’ το καθένα. Πριν πάγω στο Πατριαρχείο, πέρασα από το λόφο που ήταν τα υστερινά παλάτια των αυτοκρατόρων, τα παλάτια των Βλαχερνών.
***
Σ’ ένα σπίτι Ελβετικού ρυθμού, είδα τον Πατριάρχη, και φαίνουνταν σα να φοβάται τους Τούρκους, να σέβεται τους Ρώσους, και να μην του πολυαρέσει να μπλέκει με τους Έλληνες. Αλλά και σα να μην πρέπει να τα χαλάσει με κανένα. Δεν είδα το μέγα Λογοθέτη· θα είναι κανένας κύριος με φράγκικα. Ο Μέγας Χαρτοφύλαξ όμως, ο μικροκαμωμένος, με τα μακριά τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά του και την ποντικίσια μύτη του και το μουστάκι και τη γυναικεία του φωνή, ψευδίζει, και μου λέγει πράγματα βυζαντινά στο δρόμο καθώς πηγαίναμε.
― «Αυτά τα σπίτια είναι το πολύ διακοσίων χρόνων. Να, τούτο δω είναι του Παναγιώτη Νικουσίου, του διερμηνέως, τον ξέρετε; Μου έδειξαν ένα σπίτι εκεί πάνω στο λόφο του Φαναριού, και μου είπαν πως είναι πολύ παλιό. Θα είναι μόλις τριακοσίων χρόνων. Μη νομίσετε πως τα παλαιότερας βυζαντινά σπίτια ήταν έτσι. Ζούσαν κλεισμένες οι γυναίκες, χειρότερα από τις Τούρκισσες· ένα δυο παράθυρα μικρά, και όλο το άλλο τοίχος.. ..»
― «Ναι, τέτοιο είναι του Μπάμπουρα ή Φλάμπουρα το σπίτι, στο Μελένικο. Το είδα· λεν πως είναι 500 χρόνων».
― «Οι δρόμοι αυτοί είναι οι ίδιοι των Βυζαντινών. Οι Τούρκοι δεν τους έχουν αλλάξει. Αυτός όμως ο μεγάλος δρόμος· του Φαναριού, βλέπετε, είναι έξω από τα τείχη· πριν ήταν θάλασσα εδώ· ύστερα έγινε και ο δρόμος και τα σπίτια τούτα. Δεν ήταν όμως έτσι στρωμένοι οι δρόμοι, ήταν στρωμένοι με μεγάλες πέτρες. Θα σας δείξω ένα πλακόστρωμα τέτοιο έξω από τα τείχη, στο δρόμο της Σηλυμβρίας. Τον έστρωσε, λέγουν, ο Ιουστινιανός».
― «Τι είναι, δω;»
― «Α, αυτό είναι έμβολος».
― «Δηλαδή;»
― «Σκεπαστή αγορά, με θολωτά καμαρωτά ταβάνια, καθώς βλέπετε, η μόνη που μας απέμεινε· μοναδικό δείγμα τέτοιου χτιρίου. Οι Τούρκοι αυτούς τους έμβολους μιμήθηκαν κ’ έκαμαν τα παζάρια τους. Τίποτε δεν ανεκάλυψαν οι Τούρκοι· όλα τα έχουν πάρει από κείνους, αρχιτεκτονική, υδραγωγεία, κάστρα, δρόμους. Εδώ κοντά είναι και η παλαιότερη από τις εκκλησίες που μένουν ακόμη όρθιες στην Πόλη. Την έχουν κάμει και αυτήν τζαμί οι Τούρκοι».
Από το παλιό γεφύρι γύρισα στο Πέρα· στο δρόμο πουλούσαν, σε καλαθάκια, χαμοκέρασα, σμέουρα, φραγκοστάφυλα και βερύκοκα. Άλλοι πουλούσαν παγωτά του δρόμου και λεμονάδες παγωμένες, γιατί ήταν μεγάλη ζέστη.
***
Ύστερα πήγα στο Ζάππειο. Είναι κει για την τελετή ο Πατριάρχης και η Πρεσβεία· και η Σύνοδος, σε δυο αράδες, δεξιά κι αριστερά τους. Ο άλλος κόσμος είναι, χαμηλότερα καθισμένος, αναρίθμητος, στολισμένος και ανακατωμένος. Τα κορίτσια τραγούδησαν από μακριά, σ’ ένα μέρος μισοφωτισμένο από κίτρινα παραπετάσματα. Τραγουδούσαν οι Ελληνίδες, οι βυζαντινές· ένοιωθα πως ήταν δροσερές και καλοκαμωμένες οι αδερφές μου αυτές. Και η κόρη εκείνη της Ιωνίας εδώ ανατράφηκε· είναι το μεγαλύτερο σχολείο των κοριτσιών του Γένους. Την είδα μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο, μαυροφόρα και χλωμή, σαν την Παναγία στον τάφο του Γιου της.
***
Τότε με πήραν οι γνώριμοι μ’ ένα καΐκι στο Βόσπορο, και τράβηξα κουπί. Περάσαμε ανάμεσα σε παλάτια, σπίτια και περιβόλια. Είναι πάρα πολύ η ζωή που γεμίζει αυτά τα μέρη και δεν έχω καιρό να ξεκαθαρίσω τις καλλονές από τα ξένα βάρη, από τα φράγκικα και ασιατικά στολίδια. Το βράδι- βράδι μόνο, όταν βασίλεψε ο ήλιος κ’ έγιναν όλα λεπτότερα και περασμένα, και μαλάκωσε το φως, και μεγάλωσαν οι ίσκιοι, οι καλλονές αυτές καθάρισαν μόνες τους και στέκουνταν σαν ανάγλυφα μπροστά μου. Διά μιας κοίταξα κατά την Ασία· είχαν ανάψει και άστραφταν όλα τα γυαλιά της Χρυσοπόλεως.
***
Έφαγα σ’ ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ’ έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ’ άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά. Και αργότερα, στο θέατρο, που μια έπαιζε με όλου του κορμιού τη δύναμη τον γυναικείο έρωτα, αυτός έλεγε με ηρεμία πως το στόμα της είναι πολύ μεγάλο.
***
Πέρασαν τα μεσάνυχτα, και τώρα χορεύουν μέσα μου χορό σατανικό, όλες οι ταραχές της μέρας. Η μια, κουτρώντας με την άλλη, την ανάβει περισσότερο, και τσούζουν και καίουν σα λαβωματιές, και όλο ξετρελλαίνουνται και ζωντανότερες γίνονται, και θέλει η κάθε μια να γεμίσει τον κόσμο και τις άλλες να τις πνίξει. Κοντεύει να φέξει η αυγή και να χαράξει άλλη μέρα, κ’ εγώ μένω άγρυπνος, με μια θέρμη υπεράνθρωπη, και τόσο σκληρός που ο ύπνος δε με πιάνει.
***
Πώς ξέρουν και μπερδεύουν τη ζωή οι άνθρωποι! Θα ήταν τόσο απλό χωρίς αυτούς, και τόσο βαθύτερη, και τόσο πιο αληθινή! Θα ήμουν σαν το κύμα, θα ήμουν σαν το χορτάρι και σαν τον άνεμο και σαν το βράχο. Δεν είμαι άνθρωπος, αφού οι άνθρωποι δε μ’ αρέσουν. Μα ενώ έπρεπε να είμαι κάτι άλλο, έχω του ανθρώπου τη μορφή, και όλα τα πράματα με αναγκάζουν να πάγω στη θέση μου, να κάνω τον άνθρωπο, να ζω σαν άνθρωπος, να είμαι άνθρωπος.
***
Παθαίνουμαι στην Πόλη· αν και δεν ενδιαφέρει τους άλλους, όμως παθαίνουμαι· πρέπει να έβγω απ’ αυτή την πυρωμένη κατάσταση και να νοιώσω τι θέση έχω στην Πόλη … Θα ιδώ την Πόλη, το πρωί, από τον Άγιο Στέφανο.
***
Πρωί ― πρωί ήμουν εκεί, κι από το χωριό πήγα στους λόφους, όπου έχουν χτίσει οι Ρώσοι το μνημείο τους για τη νίκη του 1878. Από κείνους τους λόφους φαίνουνται κάπου κάπου, μακριά, ύστερ’ από τα κίτρινα χωράφια, στην καταχνιά της ζέστης, ο τοίχος της Πόλης, οι πύργοι, και μερικοί σβησμένοι μιναρέδες. Ας φύγουν μιαν ώρα αρχήτερα οι Τούρκοι, γιατί δεν μπορώ να νοιώθω από πάνω μου, σα Μοίρα, τη Σλαυική επιδρομή. Ας πάρουν δεύτερη φορά την Πόλη, ας την πάρουν Σλαύοι, όποιος άλλος θέλει, για να έρθει γρηγορώτερα η μέρα που θα την ξαναπάρουμε μεις. Γιατί θα ζήσει το Γένος ως εκείνη την ημέρα. Ίσως νοιώσουν τίποτα οι Έλληνες, άμα καταλάβουν πως την πήραν δεύτερη φορά ξένοι. Κι αν είναι ν’ αποκοιμηθούν οι νυσταγμένοι, μόλις δουν στην Πόλη χριστιανούς, κι ορθόδοξους μάλιστα, τότε ας πάγει να πνιγεί το Γένος μας στα νερά της Άσπρης θάλασσας. Αρκετά ζήσαμε, κι αν δεν μπορούμε να επιθυμήσουμε τίποτε άλλο, παρά μια βρωμοζωή, καλλίτερα να μην υπάρχουμε.
Είναι σκληρή η ιδέα πως χάνεται η Πόλη, αλλά δε με ταράζουν βυζαντινά όνειρα τόσο, όσο η γνώση πως είτε έχουμε είτε δεν έχουμε την Πόλη, είμαστε μέτριοι, ψόφιοι, κακομοιριασμένοι, κοιμισμένοι και μέτριοι, μέτριοι. Οι λέξεις «Να πάρουμε την Πόλη», είναι σύμβολο, που δεν σημαίνει «Να ξαναφτειάσουμε τη βυζαντινή αυτοκρατορία», αλλά «Να είμαστε δυνατοί». Πρέπει να νοιώθω την Πόλη, όπως πρέπει να νοιώθω την αρχαία Ελλάδα. Δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε αρχαίοι Έλληνες, ούτε Βυζαντινοί. Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.
***
Το μεσημέρι είχα φτάσει στα τείχη απ’ έξω από την Πόλη· ο πρώτος πύργος είναι μαρμαρένιος, και πλένει τα πόδια του γλυκά η θάλασσα. Καλοί είναι οι Τούρκοι που άφησαν και δεν εχάλασαν τα τείχη και τους πύργους. Και δούλεψε μόνη, όσο θέλησε, η πολυκαιρία. Πίσω, προς την Πόλη, είναι ο μεγάλος τοίχος με τους μεγάλους τετράγωνους πύργους, αραιά χτισμένους. Μπροστά είναι ο δεύτερος τοίχος, μικρότερος, με μικρότερους και πυκνότερα χτισμένους πύργους στρογγυλούς. Και πιο μπροστά είναι το χαντάκι· ο όχτος του φαίνεται σαν τρίτος τοίχος, χαμηλότερος. Σε πολλά μέρη το χαντάκι γέμισε χώμα, και οι άνθρωποι έχουν φυτέψει μέσα ζωηρούς λαχανόκηπους. Στα τείχη επάνω φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα, που οι ρίζες τους χώνουνται στο ασβέστι, αναμεταξύ στις πέτρες, σα να πεισμάτωσαν να διαλύσουν και καλά τους τοίχους. Πότε θα νικήσει τάχα τα βυζαντινά κάστρα η ζωή; Προχώρεσα και ηύρα την πρώτη πόρτα, και ύστερα άλλη, και ως στον Κεράτειο κόλπο άλλες πέντε· απ’ αυτές τις πόρτες βγαίνουν από την Πόλη οι δρόμοι οι μεγάλοι, προς όλα τα θέματα της Ευρώπης. Είδα και κείνη την αγιασμένη πόρτα, που κοντά εκεί πολέμησε κ’ έπεσε ο τελευταίος Κωνσταντίνος.
***
Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια. Κοντά στο δρόμο ήταν ένας τάφος, χαμόκλαδα γεμάτος και χορτάρια σκονισμένα, και είχε γύρω κάγκελα και κυπαρίσσια· μόλις μπήκα μέσα, ξαφνίστηκε και ούρλιασε ένας σκύλος άγρια· σταμάτησα, και με κατεβασμένη την ουρά ο σκύλος έφυγε. Ήταν μέσα στα χαμόκλαδα και στα χορτάρια πέντ’ έξη βαμένες στήλες, με σαρίκια, όρθιες, αλλά γερμένες λίγο από διάφορες μεριές. Εκεί είναι θαμένος ο Αλή Πασσάς από το Τεπελένι. Πάρα πέρα, τριγυρισμένη από τα Τούρκικα απέραντα νεκροταφεία, είναι η Ζωοδόχο Πηγή, εκεί που ζωντάνεψαν τα ψάρια που τηγάνιζε ο καλόγερος στις 29 του Μάη του 1453, ημέρα Τρίτη. Όταν γύρισα απ’ αυτού, ανέβηκα και περπατούσα επάνω στον τοίχο· μέσα κοίτουνταν η Πόλη, απέραντη, μπερδεμένη με τη ζωή και γεμάτη σπίτια· απ’ έξω ερημιά και νεκροταφεία· απότομα κόβεται η ζωή. Από μέσα οι Γύφτοι έχουν κολλήσει στους τοίχους τα σανιδένια χάρβαλά τους, που τα στολίζουν τενεκέδες. Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα.
Απ’ έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ’ απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς. Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα. Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω. Πήγα στο Κεχριέ τζαμί, άλλοτε εκκλησία, που στον πρόναο έχουν αφήσει οι Τούρκοι τα μωσαϊκά. Έχουν ανοιχτά χρώματα, πολλή ζωή και όχι πολύ σωστήν ανατομία. Τα άλλα ψηφιδωτά της εκκλησίας τα χάλασαν οι Τούρκοι, αλλά ο χότζας λέγει πως τα χάλασε η πυρκαϊά. Από κει φαίνεται ψηλότερα έν’ άλλο τζαμί, μεγάλο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία και ραγισμένο από τους σεισμούς, κλειστό και με γυαλιά και παράθυρα σπασμένα. Παλαιά σπίτια, σχεδόν ακατοίκητα, παλαιοί δρόμοι, πεσμένοι τοίχοι, ερημιά και ανωμαλία, τέτοιο είναι το μέρος εκείνο. Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ’ ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα. Για να φανεί από την άλλη του πλευρά, πέρασα, από μια ξύλινη σκεπαστή είσοδο, από μιαν αυλή γεμάτη γυαλιά σπασμένα, χώματα, σανίδια και κάρβουνα· δεξιά, κοντά στα τείχη, ήταν ένας φούρνος πυρωμένος κ’ έφτειαναν μπουκάλες, εργάτες που ψήνονταν κ’ έλυωναν στην ανθρακιά. Αφού πέρασα την αυλή είδα το χαριτωμένο παλάτι, ολόκληρο, σχεδόν κολλημένο στο μεγάλο τοίχο. Είχε δυο πατώματα και δυο σειρές καμαρωτά παράθυρα. Το επάνω πάτωμα εφτά και το κάτω έξ. Το ισόγεια είχε στην αράδα έξ καμαρωτές πόρτες. Ο τοίχος ήταν στολισμένος με κεραμιδένια σχέδια. Βυζαντινές πριγκήπισσες και βασιλιάδες ξύπνησαν πάλι μέσα μου. Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα.
***
Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο. Πέρασα, ήταν καταπράσινος ο τόπος από άλλα δέντρα. Δεξιά είδα μιαν άλλη θάλασσα, τον κόλπο τον Κεράτειο. Οι πύργοι ήταν πολυγωνικοί κι ο τοίχος μονός, τώρα, ψηλός και καλοχτισμένος· πέρασα αρκετά μακριά από τους πύργους του Ισαακίου Αγγέλου και του Ανεμά, επειδή ανάμεσα στο δρόμο και στον τοίχο, σε κείνο το μέρος, φυτρώνουν περιβόλια. Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ’ έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.
Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ’ ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ’ έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω.
Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα. Η Πόλη δεν είναι η Χάλκη, η Πρίγκηπο, τα Θεραπιά, δεν είναι τα Γλυκά Νερά της Ασίας. Η Πόλη δεν είναι οι δερβίσηδες, που άλλοι γυρίζουν σα σβούροι, άλλοι ουρλιάζουν σα λύκοι. Δεν είναι οι χοτζάδες, οι χαμάληδες, οι χανούμισσες, ούτε η πολύχρωμη ανακατωσούρα, που αρέσει μερικών ζωγράφων. Η Πόλη δεν είναι ο Σουλτάνος, το Γιλδίζ, το προσκύνημα, και τα παλάτια του στο Βόσπορο, και οι θησαυροί του στο Σταμπούλ. Ούτε οι Αρμένηδες, ούτε οι Λεβαντίνοι. Η Πόλη δεν είναι ίσως ούτε καν οι Έλληνες οι τωρινοί με το εμπόριό τους, ούτε οι Ελληνίδες που περιφέρουν την παχουλή τους χάρη και τα στολίδια τους στο Σταυροδρόμι, στα θέατρα και στα καφενεία. Ακόμης λιγώτερο είναι η Πρεσβεία και το Προξενείο, που έχουν μεταφερθεί εκεί με άπειρη πεζότητα και γραφειοκρατική ανοστιά από την Ελλάδα. Η Πόλη είναι άραγε πια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ’ εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά. Τις εκκλησιές, τις πέτρες και τους πύργους, τα φίλησα, τα τείχη τα αγάπησα μέσα στο λιοπύρι του μεσημεριού. Και σκληρά σκληρά στάθηκα στους ρωσικούς τους λόφους του Άγιου Στέφανου, εκεί που δεν είναι άλλο καλλίτερο μέρος για να σταθεί το Γένος όλο, να κοιτάζει την παρμένη Πόλη. Σκληρότατα οι Ρώσοι ξεδιάλυσαν τα όνειρά μου τα βυζαντικά και μ’ έδεσαν αλύπητα με την τωρινή κατάστασή μου. Η Πόλη, δεν είναι η Πόλη όπως την ήξερα· είμαι ε γ ώ. Δεν υπάρχει πια η Πόλη. Στην Πόλη ξύπνησαν και άναψαν μέσα μου όλες οι παλιές οι ταραχές μου και αποκάηκαν, και δεν απόμεινε μέσα μου παρά η στάχτη.
Ήμουν κουρασμένος και ψυχρός, και κοίταζα με απονιά την Πόλη, όταν έβγαινε το πλοίο μου από το Βόσπορο· και ίσως ήμουν έτοιμος να θελήσω μεγάλα έργα ελληνικά για τα ερχόμενα χρόνια.
Πηγή: Αβέρωφ
Οι κυριότεροι σταθμοί στην Βυζαντινή ιστορία του 11ου αιώνος με χρονική σειρά. Πρόκειται για τον κρίσιμο 11ο αιώνα, κατά τον οποίο στο τέλος του τόσο η όψη στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους όσο και η θέση του στην διεθνή σκηνή είναι τελείως διαφορετικές από τις αντίστοιχες στις αρχές του. Το Βυζάντιο δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Ξεκινά η μακρά και αργόσυρτος παρακμή του που θα τερματιστεί το 1453 με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς. Κι όμως! Μέσα από τις ωδίνες του παλαιού που πεθαίνει γεννιέται, ταυτόχρονα, η ιδιοσυστασία του νεωτέρου ελληνισμού. Ουδέν κακόν αμιγές καλού λοιπόν.
Αλλά ας δούμε τις βασικές χρονικές στιγμές του βυζαντινού 11ου αιώνος:
1014: Η καθοριστική μάχη στο Κλειδί. Ο βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας συντρίβει τον βουλγαρικό στρατό.
1018: Οριστική ήττα των Βουλγάρων από τον Βασίλειο Β’ και υπαγωγή τους στο Βυζάντιο ως επαρχία του.
1025: Θάνατος Βασιλείου Β’ και αναγόρευση σε αυτοκράτορα του ανίκανου αδερφού του Κωνσταντίνου Η’ (1025-1028).
1040-1041: Επανάσταση του Βούλγαρου Πέτρου Δελεάνου κατά των Βυζαντινών με αφορμή τα φορολογικά μέτρα του Ιωάννου του Ορφανοτρόφου, με τα οποία τους ζητούσε να αποδίδουν τους φόρους σε χρήμα και όχι σε είδος, όπως το είχε καθορίσει ο Βασίλειος ο Β’. Η επανάσταση καταπνίγεται.
1041-1042: Εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη στην Σικελία για την ανακατάληψη όλης της νήσου από τους Βυζαντινούς Δεν τα καταφέρνει γιατί τον ανακάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη με την κατηγορία της στάσεως.
1042: Ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ζέντα υπό τον Στέφανο Βοϊσθλάβο. Η πρώτη ανεξαρτητοποίηση κράτους στην Βαλκανική.
1043: Πληγώνεται θανάσιμα ο Γεώργιος Μανιάκης κατά την διάρκεια της στάσης του εναντίον του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1055). Επρόκειτο για ικανότατο στρατηγό.
1045: Προσάρτηση του αρμενικού κράτους του Ανίου από τον Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο στο Βυζάντιο.
Τέλη δεκαετίας 1040: Έναρξη των επιδρομών των Πετσενέγκων (ή Πατσινάκων), τουρκικού φύλου από τον Βορρά.
1054: Οριστικό Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης. Ο απεσταλμένος του Πάπα Καρδινάλιος Ουμβέρτος καταθέτει ανάθεμα πάνω στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας.
1059: Άνοδος στον βυζαντινό θρόνο του Κωνσταντίνου Ι’ του Δούκα, ενός εντελώς ανίκανου αυτοκράτορα που αδιαφόρησε για τον στρατό, με μοιραία αποτελέσματα για την αυτοκρατορία.
Τέλη δεκαετίας 1050: Ξεκινούν επιδρομές οι Σελτζούκοι Τούρκοι.
1071: Μάχη του Μαντζικέρτ. Οι βυζαντινοί ηττώνται και ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης (1068-1071) αιχμαλωτίζεται από τον Σελτζούκο Αρλπ Ασλάν. Η Μικρά Ασία απροστάτευτη στο έλεος των Σελτζούκων. Την ίδια χρονιά οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν το Μπάρι στην Νότιο Ιταλία, τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην περιοχή.
1080: Ο Σουλεϊμάν ιδρύει το Σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ με πρωτεύουσα αρχικά την Νίκαια της Βιθυνίας, σχεδόν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτεροι μέρος της Μικράς Ασίας βρίσκεται στα χέρια των Σελτζούκων, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από τους βυζαντινούς στασιαστές στρατηγούς της δεκαετίας του 1070 (Νικηφόρος Βρυέννιος, Νικηφόρος Μελισσηνός κ.λ.π) και όσες περιοχές κατέλαβαν ουδέποτε τις απέδωσαν.
1081: Άνοδος στον Βυζαντινό θρόνο του Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-1118), ιδρυτή της Δυναστείας των Κομνηνών και ανορθωτή του βυζαντινού κράτους που ήταν στα πρόθυρα καταρρεύσεως.
1082: Ο Αλέξιος Α’ εκδίδει το μοιραίο Χρυσόβουλο, με το οποίο έδιδε υπέρογκα προνόμια στους Βενετούς. Αναγκάστηκε να προκρίνει αυτή την λύση προκειμένου να αντιμετωπίσει την εισβολή των Νορμανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου στην Βαλκανική. Με την βοήθεια των Βενετών ο Αλέξιος νικά και εκδιώκει τους Νορμανδούς από τα ευρωπαϊκά εδάφη του Βυζαντίου.
1091: Μάχη του Λεβουνίου, κατά την οποία οι Βυζαντινοί και οι σύμμαχοί τους Κουμάνοι συντρίβουν τους Πετσενέγκους (ή Πατσινάκους), εκμηδενίζοντας έτσι την απειλή τους από τον Βορρά.
1092: Νομισματική Μεταρρύθμιση του Αλεξίου του Α’. Εκδίδει νέο Χρυσό Νόμισμα, το «Υπέρπυρον», το οποίο είναι αξίας 20 ½ με 21 ½ Καρατίων.
1095: Σύνοδος στην πόλη Κλερμόν της Γαλλίας κατά την οποία ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ κηρύσσει την Α’ Σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους.
1096-1099: Α’ Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι μετά από λυσσαλέες μάχες με τους Σελτζούκους καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ. Ο Αλέξιος ο Α’ με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς πετυχαίνει την δέσμευση των Σταυροφόρων να αποδώσουν στην Βυζαντινή αυτοκρατορία τις περιοχές που κατελάμβαναν. Με τον τρόπο αυτό ανακατέλαβε την δυτική και την βόρεια Μικρά Ασία καθώς και μέρος από τα νότια παράλιά της. Οι Σελτζούκοι, όμως, και οι Δανισμενίδες κρατούσαν ακόμη την κεντρική Μικρά Ασία και τα οροπέδια της Ανατολίας. Τότε οι Σελτζούκοι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από την Νίκαια (την οποία ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί) στο Ικόνιο.
Πηγή: Ιστορίας Αλήθεια, Αβέρωφ
Ενώ οι διάφορες πληροφοριακές πηγές, ασχολούνται με τις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις, ξαφνικά αρχίζουν να ομιλούν για την πρώτη επιδρομή των Ρώσσων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Μέχρι τον τελευταίο, σχεδόν, καιρό το γεγονός αυτό ετοποθετείτο από τους περισσότερους ιστορικούς το 865 ή το 866 και συχνά συνδέετο με την εκστρατεία των Ρώσσων πριγκήπων Ascold και Dir.
Αλλά από το 1894, οπότε ευρέθη στις Βρυξέλλες ένα σύντομο και ανώνυμο χρονικό, που δημοσιεύθηκε από τον Βέλγο επιστήμονα Franz Cumont, η γνώμη αυτή θεωρείται λανθασμένη. Το χρονικό αυτό μας δίδει πολύ ακριβείς πληροφορίες: Οι Ρώσσοι επλησίασαν στην Κωνσταντινούπολι με διακόσια πλοία στις 18 Ιουνίου, το 860, αλλά ηττήθησαν, χάνοντας πολλά από τα πλοία τους (σ.1).
Μερικοί επιστήμονες αμφέβαλαν για την τοποθέτησι της επιθέσεως ενωρίτερα• αρκετά πριν από τη δημοσίευσι του ανωνύμου χρονικού και, βάσει διαφόρων υπολογισμών, έτειναν να πιστεύσουν ότι το 860 ήταν η σωστή χρονολογία. Έτσι ο γνωστός Ιταλός λόγιος του δεκάτου ογδόου αιώνος Assemani, αναφέρει ότι η πρώτη επίθεσι των Ρώσσων έλαβε χώραν στα τέλη του 859 ή στις αρχές του 860, αν και οι μεταγενέστεροι επιστήμονες εξέχασαν τελείως τ’ αποτελέσματα των ερευνών του (σ.2).
Δέκα τέσσερα χρόνια πριν από την εμφάνισι του ανωνύμου χρονικού των Βρυξελλών και τελείως ανεξάρτητα από το Assemani, ο Ρώσσος εκκλησιαστικός ιστορικός Golubinsky έβγαλε επίσης το συμπέρασμα ότι η επίθεσι έγινε ή το 860 ή στις αρχές του 861 (σ.3).
Σε μία από τις ομιλίες του ο Πατριάρχης Φώτιος, που έζησε την εποχή της επιθέσεως, αναφέρει τους Ρώσσους ως «Σκύθας, τραχείς κι βαρβάρους», χαρακτηρίζοντας την επίθεσί τους σαν μία βάρβαρη, επίμονη και τρομερή (σ.4).
.
Σημειώσεις:
1. Anecdota Bruxellensia, I. Chroniques Byzantines du Maruscrit 11376, έκδοσι F. Cumont, 33.
2. «Kalendaria Ecclesiae Universae» I, 240-243, IV, 9.
3. «Ιστορία της Ρωσσικής Εκκλησίας» I (i), 21-22 (δεύτερη έκδοσι, 1901) II (1), 40. (Ρωσσικά).
4. «In Rossorum incursionem Homilae» I-II. Lexicon Vindobonese (έκδοσι A. Nauck, 201, 209, 221)
Πηγή: Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 345 – 346, Αβέρωφ
Μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 15ου αιώνος, οι μεταξύ του Μανουήλ και του διαδόχου του Βαγιαζήτ, Μωάμεθ Α΄ – ευγενούς εκπροσώπου του Οθωμανικού Κράτους – σχέσεις, εχαρακτηριζοντο, παρά το γεγονός ότι ο Αυτοκράτωρ έκαμε ωρισμένα σφάλματα, από ειρήνη και εμπιστοσύνη.
Κάποτε, εν γνώσει του Αυτοκράτορος, ο Σουλτάνος επέρασε από ένα προάστειο της Κωνσταντινουπόλεως όπου και συνηντήθη με τον Μανουήλ. Και οι δύο ηγεμόνες έμειναν στα πλοία τους και συζητούσαν, από αυτά, σε φιλικό τόνο• κατόπιν διέσχισαν τα Στενά κατευθυνόμενοι προς ην Ασιατική ακτή, όπου εστρατοπεύδευσε ο Σουλτάνος, ο δε Αυτοκράτωρ παρέμεινε στο πλοίο του. Την ώρα του γεύματος οι μονάρχαι αντήλλαξαν τα πιό εκλεκτά φαγητά που διέθετε ο καθένας στο τραπέζι του (σ.1). Την εποχή όμως του διαδόχου του Μωάμεθ, Μουράτ Β΄, τα πράγματα ήλλαξαν.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μανουήλ απεσύρθη από την διοίκησι των υποθέσεων του Κράτους, τις οποίες ενεπιστεύθη στον υιό του Ιωάννη, που δεν είχε ούτε την πείρα ούτε τον ευγενικό χαρακτήρα του πατέρα του. Ο Ιωάννης εθέλησε να υποστηρίξη έναν από τους διεκδικητάς του Σουλτανικού θρόνου• αλλά η προσπάθεια της εξεγέρσεως απέτυχε και ο Μουράτ Β΄ ωργισμένος, απεφάσισε να πολιορκήση την Κωνσταντινούπολι και να καταλάβη αμέσως την πόλι αυτή, που για πολύ καιρό την εποφθαλμιούσε.
Αλλά η δύναμι των Οθωμανών, που δεν είχε προλάβει να αναλάβη μετά την ήττα της Άγκυρας και που είχε εξασθενήσει λόγω των εσωτερικών ανωμαλιών, δεν ήτο ακόμη επαρκής για να δώση ένα τέτοιο κτύπημα. Το 1422 οι Τούρκοι πολιώρκησαν την Κωνσταντινούπολι. Στην Βυζαντινή φιλολογία βρίσκεται ένα ειδικό έργο, γραμμένο από τον Ιωάννη Κομνηνό, υπό τον τίτλο «Διήγησι των πολέμων της Κωνσταντινουπόλεως του 6930 (1422) όπου ο Αμουράτ Μπέης επετέθη κατά της πόλεως, την οποίαν θα είχε καταλάβει, αν δεν την βοηθούσε η ευλογημένη Μητέρα του Θεού» (σ.2).
Ένας ισχυρός στρατός Μωαμεθανών, εξωπλισμένος με διάφορες πολεμικές μηχανές, επεχείρησε να καταλάβη αιφνιδιαστικά την πόλι, αλλά απωθήθη χάρι στις ηρωικές προπάθειες του πληθυσμού της πρωτευούσης. Μερικές ανωμαλίες που επαρουσιάσθησαν στα εσωτερικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ηνάγκασαν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Η σωτηρία της πρωτευούσης από τον κίνδυνο συνδέεται, όπως πάντοτε, στην λαϊκή παράδοσι, με την επέμβασι της Θεοτόκου που εθεωρείτο ως η μόνιμος προστάτις της Κωνσταντινουπόλεως.
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι, οι οποίοι δεν ήσαν ικανοποιημένοι από την πολιορκία της πρωτευούσης, ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη, εβάδισαν προς την Νότιο Ελλάδα, όπου κατέστρεψαν τα τείχη του Ισθμού της Κορίνθου, τα οποία είχε χτίσει ο Μανουήλ και ελεηλάτησαν τον Μορέα (σ.3).
Ο συν – αυτοκράτωρ του Μανουήλ, Ιωάννης Η΄, επέρασε ένα χρόνο περίπου στη Βενετία, το Μιλάνο και την Ουγγαρία, ζητώντας βοήθεια. Βάσει της ειρήνης που έγινε με τους Τούρκους, ο Αυτοκράτωρ ήτο υποχρεωμένος να πληρώνη στον Σουλτάνο φόρο και να του παραχωρήση αρκετές πολιτείες της Θράκης. Η περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως περιωρίζετο όλο και περισσότερο. Μετά από αυτήν την πολιορκία, η πρωτεύουσα ζούσε μια αξιοθρήνητη ζωή, περιμένοντας τριάντα χρόνια, ανήσυχα, την αναπόφευκτη πτώσι της.
Το 1425 ο Μανουήλ απέθανε. Ο πληθυσμός της πόλεως ηκολούθησε, μ’ ένα αίσθημα μεγάλου πένθους, την κηδεία του νεκρού Αυτοκράτορος. Τέτοιο πλήθος λυπημένου λαού δεν είχε ποτέ παρουσιασθεί σε καμιά κηδεία των προκατόχων του Μανουήλ (σ.4). Ένας ειδικός μελετητής της δράσεως του Μανουήλ, ο Berger de Xivrey, γράφει ότι «το αίσθημα αυτό (του λαού) θα φανή ειλικρινές σε όποιον θυμηθή ολες τις δοκιμασίες τις οποίες ο Άρχων αυτός αντιμετώπισε, από κοινού, με τον λαό του, όλες τις προσπάθειές του να βοηθήση τον λαό, όλη την ειλικρινή του συμπάθεια, καθώς και τα αισθήματα που είχε πάντοτε για τους υπηκόους του» (σ.5).
Το πιο αξιόλογο γεγονός της εποχής του Μανουήλ ήτο η μάχη της Άγκυρας, η οποία ανέβαλε την πτώσι της Κωνσταντινουπόλεως για πενήντα χρόνια. Αλλά και αυτή η μικρή απαλλαγή από τον κίνδυνο των Οθωμανών, δεν έγινε χάρι στη δύναμι του Αυτοκράτορος του Βυζαντίου, αλλά χάρι στη δύναμι των Μογγόλων, οι οποίοι παρουσιάσθηκαν, τυχαίως, στην Ανατολή.
Το κύριο γεγονός στο οποίον απέβλεπε ο Μανουήλ, η δημιουργία δηλαδή μιάς
Σταυροφορίας, δεν έγινε πραγματικότης. Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεος από τους Τούρκους το 1422 ήτο, απλώς, ο πρόλογος της πολιορκίας και της επιθέσεως του 1453. Κρίνοντας κανείς τις μεταξύ Τούρκων και Μανουήλ σχέσεις, δεν πρέπει να παραβλέψη την προσωπική επιρροή, την οποία ασκούσε ο Αυτοκράτωρ στους Τούρκους Σουλτάνους και που, αρκετές φορές, ανέβαλε το τελευταίο κτύπημα της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
.
Σημειώσεις
1. Γεωργίου Φραντζή, «Annales» I, 37, έκδοσι Boon, 111–112.
2. John Gananus, «De Constantinopoli anno 1422 oppugnata narratio», έκδοσι Bonn, 457.
3. Ο Γεμιστός, ως αυτόπτης μάρτυς, περιέγραψε τις θηριωδίες των Τούρκων στην Ελλάδα. Το εκτενές του ποίημα «Ad S.D.N. Leonem X. Pout. Maximi Joannis Gemisti Graeci a secretis Anconae Protrepticon et Promosticon» ευρίσκεται εις Σάθα, «Documentis inedits relatifs a l’ historie de la Grece au moyen age» VIII, 546-591 κυρίως 548-550. Βλέπε επίσης ενθ. ανωτ. IX, vii.
4. Γεωργίου Φραντζή, «Annales» I, 40, έκδοσι Boon, 121.
5. «Memoire sur Manuel Paleologue», (Memoires de l’ Institut de France, XIX, 2, 180).
.
Πηγή: Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 796 – 798, Αβέρωφ
Είναι πολύ παρήγορο, αλλά και τιμητικό για τον Λαό μας, που δεν ξεχνά ποτέ την Πόλη του και τον Αυτοκράτορά του και που κάθε χρόνο, στις 29 Μαΐου, τιμά και μνημονεύει με ιδιαίτερη ευλάβεια τους μάρτυρες της Άλωσης.
Εκείνο , όμως, που, όταν γίνεται, γίνεται κάπως δειλά και συγκαλυμμένα, είναι η αναφορά στον ρόλο που έπαιξαν οι Δυτικοί σε σχέση με τα λυγμικά γεγονότα της πτώσης, όπως επίσης και η ανάδειξη της οντολογίας αυτών των γεγονότων, που δεν είναι άλλη από το Πνεύμα της Ρωμηοσύνης. (1)
Σε ό, τι αφορά στον ρόλο των Φράγκων, τα πράγματα είναι απλά, αλλά, δυστυχώς, αποσιωπούνται σκοπίμως.
Διακόσια πενήντα χρόνια πριν από την Άλωση της Πόλης, οι λεγόμενοι Σταυροφόροι –οι τότε δυτικές συμμαχικές δυνάμεις- αναδεικνύονται, με την δράση τους, ως οι πλέον πολύτιμοι πρώιμοι σύμμαχοι των Τούρκων. Διότι, με την παρότρυνση και τις ευλογίες του τότε πάπα και με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων, καταλύουν την Ρωμανία/Βυζαντινή αυτοκρατορία, εγκαθιστούν Φράγκους ηγεμόνες στα διάφορα τμήματά της, καταστρέφουν ολοσχερώς την Κωνσταντινούπολη, την λεηλατούν και φορτώνουν στα καράβια τους όλα της τα τιμαλφή.
Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της λεηλασίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους το 1204, περιγράφει λεπτομερώς την καταστροφή και τις αρπαγές των θησαυρών της Βασιλεύουσας: ’’...Έβλεπε κανείς όχι μόνον τις ιερές εικόνες του Χριστού να θραύονται με αξίνες και να ρίπτονται στο χώμα και τα στολίδια τους να αποσπώνται χωρίς φειδώ και προσοχή και να ρίχνονται στη φωτιά, αλλά και τα σεπτά και πανάγια σκεύη να αρπάζονται με θράσος από τους ναούς, να ρίχνονται στη φωτιά και να παρέχονται στα εχθρικά στρατεύματα ως απλός άργυρος και χρυσός’’. (2)
Η καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κυρία Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, παρουσιάζοντας τον απολογισμό της δραματικής αυτής απογύμνωσης της Κωνσταντινουπόλεως από τους θησαυρούς της, γράφει:
’’Η Κωνσταντινούπολη άδειασε από κάθε πλούτο δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό... τεράστια απώλεια για την τέχνη ήταν η καταστροφή σημαντικού αριθμού χάλκινων αγαλμάτων και συμπλεγμάτων, τα οποία οι νέοι κύριοι της Αυτοκρατορίας τεμάχισαν και έλιωσαν, για να τα μετατρέψουν σε νομίσματα’’ (2). Τουτέστιν, τα ιδρυτικά κεφάλαια των Τραπεζών των σημερινών μας εταίρων.
Από τότε και μετά, η Ρωμανία, ποτέ δεν μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια της. Η καταστροφή, που υπέστη στα 1204 από τους Φράγκους σταυροφόρους, ήταν τόσο μεγάλη, που, στην κυριολεξία, την παρέλυσε εντελώς.
Έτσι λοιπόν , όταν οι Τούρκοι το 1453 φτάνουν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και την πολιορκούν, δεν βρίσκονται πλέον απέναντι σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, αλλά μπροστά σε μια Πόλη αδύναμη και απομονωμένη.
Όπως γίνεται κατανοητό, στην πραγματικότητα, η Ρωμανία δεν καταλύθηκε το 1453 από τους Τούρκους, αλλά το 1204 από τα παποκίνητα δυτικά συμμαχικά στρατεύματα. Το 1453, με την Άλωση της Πόλης, ζήσαμε απλώς το τελευταίο επεισόδιο ενός πολυχρόνιου δράματος.
Αυτά τα πράγματα ας τα θυμόμαστε καλά, διότι μονάχα έτσι θα μπορούμε να ερμηνεύουμε σε βάθος και τα σημερινά καμώματα των Δυτικών και αναλόγως να προφυλαγόμαστε.
4/6/2015
(1)
(α). Το Πνεύμα της Ρωμηοσύνης είναι το Πνεύμα των ησυχαστών Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δηλαδή, των εραστών της Φιλοκαλίας και των αθλητών του σωτηρίου αθλήματος της κάθαρσης, του φωτισμού και της θέωσης.
(β). Ρωμηοσύνη = Ορθόδοξος Ελληνισμός. ( Καθηγητής, π. Γεώργιος Μεταλληνός)
(γ). Οι Ρωμηοί της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας είναι όσοι δεν ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων, που εφράγκευσαν και ετούρκευσαν. (Καθηγητής, π. Ιωάννης Ρωμανίδης)
(2).
http://users.uoa.gr/~nektar/history/2romanity/sacking_constantinople.htm
ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 18-04-2004, Κωδικός άρθρου Β14142C081
Πηγή: Θρησκευτικά
Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἀποτελεῖ γιά ἐμᾶς τούς Νεοέλληνες καί Ρωμηούς φυσικά, ἡμέρα θρήνου καί μνήμης. Ἡμέρα θρήνου, διότι ἡ Βασιλίδα τῶν πόλεων, ἡ Θεοφύλακτος πόλη, ἡ Κωνσταντινούπολη, κατελήφθη (ἤ ἁλώθηκε) ἀπό χέρια ἐχθρικά γιά δεύτερη φορά. Εἶναι ὅμως καί ἡμέρα μνήμης, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τήν εἴσοδο τοῦ Γένους μας σέ μία ἀπό τίς μελανότερες σελίδες τῆς μυριόχρονης ἱστορίας μας: τήν Τουρκοκρατία.
Γιά πάνω ἀπό χίλια χρόνια, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποτέλεσε πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς πιό μακροχρόνιας ἴσως ἀπό ὅλες ὅσες δημιουργήθηκαν στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὑπῆρξε τό λίκνο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Προσέφερε τά μέγιστα στή διαμόρφωση ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας ρωμαίικης εὐσυνειδησίας καί ταυτότητας, ἀλλά καί στήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι πολύ δύσκολο νά φανταστοῦμε πῶς θά ἦταν ἡ Εὐρώπη σήμερα, ἄν δέν ἦταν τό Βυζάντιο σέ ρόλο κυματοθραύστη ἀπέναντι στίς βαρβαρικές ἐπιδρομές. Βασιλεῖς ὑποχώρησαν, αὐτοκρατορίες λύγισαν καί ἐχθροί κατατροπώθηκαν, δοκιμάζοντας τήν ἰσχύ καί τό μεγαλεῖο της Ρωμηοσύνης. Ἡ ἴδια ἡ Πόλη πολιορκήθηκε 29 φορές ἀπό βάρβαρους ἐπιδρομεῖς καί ἐπίδοξους σφετεριστές, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, παρέμεινε ὄρθια καί λαμπρή, ἀποδεικνύοντας συνεχῶς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν Θεοφρούρητος Πόλη.
Ἡ μνησικακία ὅμως τῶν Φραγκολατίνων καί τό ζηλόφθονο μῖσος τους γιά μία πόλη καί μία αὐτοκρατορία πού συγκέντρωνε τόσο πλοῦτο, ὑλικό καί πνευματικό, ὁδήγησαν τά στίφη τῶν Σταυροφόρων τῆς Δ’ Σταυροφορίας μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως καί στήν ἅλωσή της στίς 13 Ἀπριλίου 1204, κατακερματίζοντας οὐσιαστικά τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία σέ μικρότερα κρατίδια, ἑλληνικά καί φραγκικά. «Ἦταν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα στήν ἱστορία», θά ἐπισημάνει ὁ ἔγκριτος βρετανός βυζαντινολόγος σέρ Στήβεν Ράνσιμαν.
Ἄν καί ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλευθερώθηκε τό 1261 καί ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ξαναγεννήθηκε ἀπό τίς στάχτες της, ἐν τούτοις ὅμως, ἀποτελοῦσε μία τραγική σκιά τοῦ ἑαυτοῦ της. Κυβερνητικά λάθη καί ἐμφύλιοι σπαραγμοί στά χρόνια τῶν Παλαιολόγων, τῆς τελευταίας δυναστείας πού κυβέρνησε στό θρόνο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἄνοιξαν τόν δρόμο στούς Ὀθωμανούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν ἀργά ἀλλά σταθερά τά τελευταία ἀπομεινάρια τῆς πάλαι ποτέ κραταιᾶς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Λίγο πρίν τό 1453, ἡ ἔκταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας περιοριζόταν μόλις στήν ἴδια τήν Πρωτεύουσα μέ μερικά παραθαλάσσια φρούρια καί πόλεις τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἐνῶ ὁ πληθυσμός τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ξεπερνοῦσε τούς 50.000 κατοίκους.
Τό 1451 πεθαίνει ὁ Μουράτ Β’ καί τόν διαδέχεται ὁ Μωάμεθ Β’, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Πορθητής, ἀφοῦ πρῶτα ἐξόντωσε κάθε ὑποψήφιο διεκδικητή τοῦ θρόνου τοῦ πατέρα του. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή ἐπιδόθηκε σέ συνεχεῖς προετοιμασίες γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ πιό σημαντικοῦ του στόχου: τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀρχικά ἔσπευσε νά κτίσει ἕνα ἰσχυρό φρούριο στό στενότερο σημεῖο τῆς εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς τοῦ Βοσπόρου, τό Ρούμελη Χισάρ ἤ ἀλλιῶς ¨Λαιμοκοπίη¨. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔκοβε κάθε πρόσβαση στήν Πόλη ἀπό τήν θάλασσα. Ἔπειτα παρήγγειλε στόν Οὖγγρο μηχανικό Οὐρβανό τήν κατασκευή πυροβόλων γιά τήν πολιορκία τῆς Πόλεως. Τέλος, γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε πιθανή ἀποστολή βοήθειας ἀπό τό Δεσποτᾶτο τοῦ Μυστρᾶ πρός τήν Πόλη, ὁ Μωάμεθ ἔστειλε τόν Τουραχάν μπέη νά λεηλατήσει τόν Μοριά. Στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1453 ὁ Μωάμεθ ἐπικεφαλῆς ἄνω 150.000 ἀντρῶν ἔφθασε μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως, ἀρχίζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν πολιορκία της, ἡ ὁποία κράτησε 57 ἡμέρες.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, τελευταῖος Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, προσπάθησε νά ὀργανώσει ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἐνισχύοντας τά τείχη, ἐμψυχώνοντας τούς ὑπερασπιστές της καί ζητώντας μάταια βοήθεια ἀπό τήν οὐσιαστικά ἀδιάφορη Δύση. Ἐκτός ἀπό τούς λιγοστούς ξένους μισθοφόρους καί τά ἀπόρθητα μέχρι τότε Θεοδοσιανά τείχη, ὁ Κωνσταντῖνος καί οἱ σύν αὐτῶ πολιορκούμενοι ἤλπιζαν στήν θαυμαστή ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας, ἡ Πόλη σώθηκε πολλές φορές στό παρελθόν.
Οἱ Τοῦρκοι ἀρχίζουν νά βομβαρδίζουν τά τείχη καθημερινά, ἐνῶ οἱ ὑπερασπιστές προσπαθοῦν νά τά ἐπιδιορθώσουν ὅπως μποροῦν καλύτερα. Ἦταν ἡ πρώτη πόλη στήν παγκόσμια ἱστορία πού βομβαρδίστηκε ἀπό βολές ὀργανωμένου πυροβολικοῦ. Ὑπολογίζεται πώς ἀπό τήν ἀρχή τῆς πολιορκίας της Πόλης ἕως τήν ἅλωσή της τά τούρκικα πυροβόλα ἔριξαν στά τείχη 3.231 τόνους λίθινων βλημάτων!
Στίς 18 Ἀπριλίου οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν τήν πρώτη τους ἔφοδο, ἡ ὁποία ἀποκρούστηκε μέ μεγάλες ἀπώλειες. Στίς 20 Ἀπριλίου ἕνας μικρός στολίσκος 4 πλοίων μέ ἐπικεφαλῆς τόν θαρραλέο Φλαντανελᾶ διέσπασαν τόν τούρκικο κλοιό καί εἰσῆλθαν στήν Πόλη μεταφέροντας τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Στίς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ διέταξε τήν μεταφορά μέσω ξηρᾶς μέρους τοῦ στόλου του ἐντός τοῦ Κερατίου κόλπου, ἀποκόπτοντας ὁλοκληρωτικά τήν πόλη ἀπό τίς θαλάσσιες ὁδούς. Ὁ βομβαρδισμός ἐντείνεται καθημερινά. Τά τείχη σωριάζονται οἱ ἀμυνόμενοι μέ μεγάλη δυσκολία ἀποκρούουν τίς τουρκικές ἐπιθέσεις, ἐνῶ ἡ πολυπόθητη βοήθεια ἀπό τούς «χριστιανούς» τῆς Δύσεως δέν ἔρχεται. Στίς 23 Μαΐου ὁ Μωάμεθ προτείνει τήν ὑπό ὅρους παράδοση τῆς Πόλεως. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὡς νέος Λεωνίδας, δίνει τήν ἱστορική ἀπάντηση, ἀντάξια ἑνός Βασιλέως μέ ἐπίγνωση τοῦ ρόλου καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἐξουσίας του: «Τό δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι, οὐτ’ ἐμόν ἐστιν οὐτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη. Κοινῆ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Τελικά ὁ Μωάμεθ ἀποφασίζει ἡμέρα γενικῆς ἐπίθεσης ἀπό ξηρά καί θάλασσα τήν 29η Μαΐου 1453. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ κρισιμότερη μάχη πού θά κρίνει τήν σωτηρία τῆς Πόλεως πλησιάζει. Γι΄ αὐτό καί ἀποφασίζει νά πραγματοποιηθεῖ τήν παραμονή τῆς ἐπίθεσης Θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, μέ καθολική συμμετοχή κλήρου καί λαοῦ σέ μία ὕστατη προσπάθεια σύμπνοιας καί ὁμόνοιας τοῦ διχασμένου λαοῦ. Ἤλπιζε πώς ἄν ὁ λαός ἐπιδείκνυε μετάνοια ἀπέναντι στόν Θεό ἡ νίκη θά ἔστεφε γιά μία ἀκόμη φορά τά ὅπλα τους. Ἐκεῖνος, ὡς πραγματικός ἥρωας, ζήτησε ἀπό ὅλους νά τόν συγχωρέσουν γιά τυχόν λάθη καί ἀδικίες πού προκάλεσε. Ἔπειτα κατευθύνθηκε πρός τήν πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, τοῦ πιό εὐαίσθητου σημείου τῆς ἄμυνας.
Λίγο μετά τά μεσάνυχτα, ὁ Μωάμεθ στέλνει τό πρῶτο κῦμα ἐπίθεσης. Τά Τμήματα αὐτά τῶν ἀτάκτων ἀποσκοποῦσαν στήν καθήλωση καί ἀποδυνάμωση τῶν ἤδη ἐξαντλημένων ὑπερασπιστῶν. Μετά ἀπό πολύωρη τειχομαχία, οἱ ἐπιτιθέμενοι ἀποχωροῦν ἡττημένοι. Ὁ Μωάμεθ στέλνει τό δεύτερο κύμα ἐπίθεσης πού ἀποτελεῖται ἀπό πιό ὀργανωμένα καί ξεκούραστα τμήματα τά ὁποῖα ὅμως δέν πετυχαίνουν τίποτα περισσότερο ἀπό τούς ἀτάκτους. Παρόμοια τύχη εἶχε καί ἡ ἀπό θαλάσσης ἐπίθεση κατά τῆς Πόλεως. Ὁ Μωάμεθ ἀναγκάζεται νά στείλει τό τρίτο κῦμα ἐπίθεσης: Τά ἐπίλεκτα σώματα τῶν γενιτσάρων. Οἱ ὑπερασπιστές, μέ τόν αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς, ἀμύνονται λυσσαλέα, γνωρίζοντας ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπιλογή ὑποχώρησης. Στό κρισιμότερο σημεῖο τῆς μάχης, τραυματίζεται ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ξένων μισθοφόρων καί ὅλης της ἀμυντικῆς γραμμῆς, ὁ Γενοβέζος κοντοτιέρος Ἰωάννης Ἰουστινιάνης καί μεταφέρεται ἀπό τούς συμπολεμιστές του στά μετόπισθεν. Οἱ ὑπόλοιποι μισθοφόροι βλέποντας τήν φυγή του, ἐγκαταλείπουν τή μάχη καί κατευθύνονται πρός τά πλοῖα γιά νά σωθοῦν. «Ἑάλω ἡ Πόλις» ἦταν ἡ μοιραία κραυγή πού διαχέονταν στόν ἀέρα ἀπό στόμα σέ στόμα. Μάταια ὁ βασιλιᾶς προσπαθοῦσε νά ἀποτρέψει τήν τραγική αὐτή ἐξέλιξη. Οἱ Τοῦρκοι, λίγοι στήν ἀρχή τμηματικά ἀργότερα εἰσέρχονται ἀπό τά χαλάσματα τῶν τειχῶν συντρίβοντας κάθε ἀντίσταση καί ξεχύνονται μανιωδῶς πρός τήν Πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἐπιτίθεται μέ τούς λιγοστούς πιστούς συντρόφους του πρός τούς εἰσερχόμενους Ὀθωμανούς καί βρίσκει ἡρωικό θάνατο ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων.
Ἀμέσως μόλις ἔσπασε καί ἡ τελευταία ἀντίσταση στά τείχη, οἱ Τοῦρκοι ξεχύθηκαν στούς δρόμους μέ σκοπό τήν τριήμερη λαφυραγώγηση πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Μωάμεθ. Ὅ,τι ἀπέμεινε σέ πλοῦτο καί κάλος ἀπό τήν λεηλασία τοῦ 1204 ἀπό τούς σταυροφόρους λεηλατήθηκε ἀνηλεῶς ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Πόλη, πού στή μέγιστη ἀκμή τῆς εἶχε περίπου μισό ἑκατομμύριο κατοίκους, ἐρημώθηκε τελείως. Ἀμέτρητοι σκοτώθηκαν, χιλιάδες σύρθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ὅσοι γλίτωσαν τήν ἐγκατέλειψαν. Ἐκκλησιές καί μοναστήρια βεβηλώθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν, ἔργα τέχνης καί μνημεῖα καταστράφηκαν ὁλοσχερῶς.
Μέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ἁλώσεως, ἕνα ὁλόκληρο Ἔθνος, τό Γένος τῶν Ρωμηῶν, κράτησε ἄσβεστη τήν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας καί τήν πίστη στόν Χριστό, ἀρνούμενο νά προσκυνήσει τόν Τοῦρκο δυνάστη. Χρέος λοιπόν ὅλων ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, εἶναι νά μήν ξεχνᾶμε πρόσωπα καί γεγονότα πού σχετίζονται μέ τήν ἴδια μας τήν ταυτότητα. Ἡ ταυτότητά μας εἶναι ἡ ὕπαρξή μας. Ἡ λήθη καί ἡ ἐσκεμμένη ἀπώλεια μνήμης, ὁδηγοῦν μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ κρίσεις καί ἁλώσεις πού συνεχῶς θά ἐπαναλαμβάνονται. Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἱστορία μας ἔχει μία ἐκπληκτική εἰλικρίνεια τόσο στήν ἀντικειμενικότητά της ὅσο καί στά διδάγματά της. Καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν δέν δείχνουμε τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό ἀπέναντί της, τότε, ὅπως ἡ φύση ἔτσι καί ἐκείνη μᾶς «ἐκδικεῖται»…
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Αψηφώντας τις στρατιές των Οθωμανών έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποφασίζει πως προτιμά να πεθάνει μαζί με τους στρατιώτες του, παρά υποταχθεί και να παραδώσει γη και ύδωρ. Το κείμενο είναι του Γεώργιου Φραντζή.
Πρωτότυπο κείμενο:
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ' ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ' ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»
Ὁ βασιλεὺς δ' ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ• «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ' ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ' ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ' ἐμόν ἐστιν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Απόδοση:
(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ' όλη τη γη;»
Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».
Πηγή: Εφημερίδα "Δημοκρατία"
Ο Ιωσήφ Βρυένιος , ονομαστός διδάσκαλος του Γένους μας, σε λόγο του ενώπιον του αυτοκράτορα, τριανταπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, όρισε την αιτία, της διαφαινόμενης πτώσης της Πόλης, με τα παρακάτω λόγια:
«Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι. Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι και οι πάντες αχρείοι. Χάθηκε ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία».
Στο τέλος της ομιλίας του, ως ανάχωμα στην επερχόμενη Άλωση, πρότεινε, σε όλους, μετάνοια και υπακοή στις εντολές του Θεού.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ήταν μαθητής του Ιωσήφ Βρυένιου και ως επίσκοπος Εφέσου, συμμετείχε και αυτός σ’ εκείνη την ψευτοσύνοδο της Φερράρας, στην οποία, δεκαπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, σύρθηκαν οι Έλληνες κάτω από την απειλή των Τούρκων και τις εκβιαστικές απαιτήσεις του πάπα, να ζητήσουν βοήθεια από την Δύση.
Τελικά, την δυσσεβή εκείνη συμφωνία περιφρόνησης της Ανατολικής Ορθόδοξης παράδοσης και της υποταγής μας στην παπική αίρεση, την υπέγραψαν όλοι, πλην ενός. Του Μάρκου του Ευγενικού.
Θα μου πείτε, και τι θα μπορούσε να πετύχει η αντίσταση του ενός; Και όμως! Τα αποτελέσματα της αντίστασης, του ενός και μόνον, προέκυψαν καθοριστικά.
Πρώτον, ανάγκασε τον τότε πάπα να παραδεχθεί την πλήρη αποτυχία του, στην προσπάθειά του να υποτάξει την Ορθοδοξία, λέγοντας την γνωστή φράση: «Ει Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν». Εάν ο Μάρκος δεν υπέγραψε, δεν κάναμε τίποτε.
Και δεύτερον, η αντίσταση του ενός παραδειγμάτισε τόσο δυνατά τους Ρωμηούς, που πίστεψαν ακράδαντα, ότι τα Έθνη χάνονται, όχι όταν απωλέσουν την κρατική τους οντότητα, αλλά όταν χάσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, δηλαδή, την ψυχή τους.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος, εξέχων λόγιος, μαθητής του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και πρώτος Πατριάρχης του υπόδουλου Γένους, μέσα από τις διασωθείσες επιστολές του, παραδίδει υψηλής πνευματικής και πολιτικής στάθμης μαθήματα, όχι μόνον για τους Ρωμηούς των ημερών του, αλλά και για ολόκληρη την σύγχρονη Ρωμηοσύνη, που όλο και ανθεί σε ολόκληρη την οικουμένη.
Ανάμεσα στα άλλα γράφει ο Γεννάδιος:
«Οι ηγέτες πρέπει να ξυπνήσουν την Πόλη, που φαίνεται ότι κοιμάται.
Οι περισσότεροι νομίζουν, ότι θα σωθούν χωρίς θυσίες, διότι πιστεύουν στην σκιά και στο παραμύθι της παπικής βοήθειας, αφού προηγηθεί η προδοσία της Πίστεως.
Αυτό, που απαιτείται, είναι η τόνωση του φρονήματος του λαού και όχι μοιρολατρική εγκαρτέρηση και ηττοπάθεια. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και την ζωή μας ακόμη να θυσιάσουμε.
Όσες φορές η Πόλη εναπέθετε τις ελπίδες της στον Θεό και όχι σε δυσσεβείς συμμαχίες ανθρώπων, εσώζετο.
Πώς, όμως, να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστέψει στην σωτηρία της Βασιλεύουσας, όταν βλέπει τους πλουσίους και τους μορφωμένους να φεύγουν στην Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φροντίζουν να στείλουν βοήθεια» ;
Η Πόλις εάλω. Η Ρωμιοσύνη, όμως, δεν έσβησε ποτέ.
Το Πνεύμα της Ρωμηοσύνης, παρά τα μύρια εμπόδια, κατάφερε να φτάσει, μέχρι και τις ημέρες μας, ακέραιο και ρωμαλέο.
Είναι το πνεύμα των ησυχαστών Πατέρων της Εκκλησίας μας, που οι δυνάμεις του σκότους το τρέμουν και το πολεμάνε με μανία, από τότε μέχρι και σήμερα.
Είναι εκείνο το Πνεύμα, που σαν ωριμάσει στις ψυχές μας, θα φέρει και την πολυπόθητη λύτρωση του Γένους μας από την σημερινή «κάμινο του πυρός, την καιομένη επταπλασίως».
29/5/2015
Πηγή: Αβέρωφ
«Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.» (Επίγραμμα στον τάφο του Ιωάννη Ιουστινιάνη).
ΠΡΟΣΩΠΟ θρύλος ή μήπως ένας απλός πολεμιστής; Άνθρωπος περιλάλητος ή μήπως ένας απλός τυχοδιώκτης; Μιλάμε ασφαλώς για τον Τζιάνι Τζουστινιάνι Λόνγκο ή, πιο ελληνικά, Ιωάννη Ιουστινιάνη. Ας διαβάσουμε τι λένε εμπεριστατωμένα ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές γι' αυτόν τον άνθρωπο-μυστήριο, ο οποίος σήκωσε στους ώμους του ένα βαρύ φορτίο, όπως ήταν η απόκρουση των ορδών του Μωάμεθ τού πολιορκητή. Διαβάζουμε:
Ιωάννης Ιουστινιάνης
Στις 26 Ιανουαρίου 1453 δύο γαλέρες αποβίβασαν 700 άνδρες στην Κωνσταντινούπολη. Η παρέλασή τους στους δρόμους της πόλης προκάλεσε τον ενθουσιασμό των κατοίκων. Οι σιδηρόφρακτοι στρατιώτες του Ιωάννη Ιουστινιάνη εθεωρούντο άτρωτοι και η άφιξή τους τροφοδότησε ελπίδες για ενίσχυση από τη Δύση. Αλλά ο Ιουστινιάνης ήταν μόνος.
Ο Ciovani Giustiniani Longo αδικήθηκε από την Ιστορία. Ήταν ένας συνεπής πολεμιστής, γενναίος τυχοδιώκτης ενθουσιώδης υπερασπιστής. Ωστόσο, η υποχώρησή του λίγο πριν από την είσοδο των Τούρκων στην Πόλη έδωσε ερείσματα στην ιστορική καταγραφή για να του απευθύνει μομφή ως προς τη γενναιότητα που επέδειξε.
Για τον Ιουστινιάνη δεν γνωρίζουμε πολλά. Αντλούσε την καταγωγή του από μεγάλη εμπορική οικογένεια της Γένοβας, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της τη Χίο. Γεννήθηκε το 1400. Ο Κωνσταντίνος του έδωσε τον τίτλο του πρωτοστράτορα, του υπευθύνου για την άμυνα της πόλης. Αν κατάφερνε να κρατήσει τους Οθωμανούς έξω από την Κωνσταντινούπολη, θα λάμβανε ως αμοιβή το νησί της Λήμνου.
Η παρουσία του δεν ενθουσίασε όλους τους παράγοντες της Πόλης. Ο μέγας λογοθέτης Λουκάς Νοταράς δεν έκρυβε τη δυσφορία του και οι δύο άνδρες έφτασαν πολύ κοντά στην ένοπλη σύγκρουση. Χρειάστηκε η παρέμβαση του αυτοκράτορα για να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Ο Ιουστινιάνης ήταν υπέρμαχος των ρεαλιστικών λύσεων, αλλά και διόλου φειδωλός ως προς το θάρρος και τη μαχητικότητα που επέδειξε. Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν στην πρώτη γραμμή των τειχών, ακούραστος μαχητής και εμψυχωτής δυτικών και Βυζαντινών. Ταυτόχρονα προέτρεπε τον αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την πόλη για να αναζητήσει βοήθεια από τη Δύση.
Ο πρωτοστράτορας εγκατέλειψε την άμυνα της Πόλης την ύστατη στιγμή, όταν τραυματίστηκε, λίγο πριν το λάβαρο του σουλτάνου στηθεί στα τείχη. Κατά το Φραντζή δεν δέχθηκε τις παρακλήσεις του Κωνσταντίνου «προς τον αδελφό του» για να παραμείνει στη μάχη αν και το τραύμα του δεν ήταν σοβαρό. Αλλες πηγές αναφέρουν πως πληγώθηκε σοβαρά, στο στέρνο, στο πρόσωπο ή στο πόδι. Αποσύρθηκε μαζί με τους άνδρες του και ουσιαστικά επιταχύνθηκε το αναπόφευκτο. Βενετσιάνοι χρονικογράφοι υποστηρίζουν ότι ο Ιουστινιάνης δείλιασε όταν τραυματίστηκε.
Πρόκειται για μία εκδοχή που μάλλον αδικεί την αλήθεια και το ανάστημα του σπουδαίου αυτού άνδρα. ΄Ανδρες αντίστοιχου ηθικού αναστήματος δεν κυριεύονται από πανικό. Επί πενήντα ημέρες πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Γνώριζε τον συσχετισμό των δυνάμεων. Αν σκόπευε να διαφύγει, θα το επιχειρούσε νωρίτερα. Ο ίδιος θα μπορούσε να διαπραγματευτεί με τον σουλτάνο και απάντησε αρνητικά σε όλες τις προτάσεις για δωροδοκία.
Βέβαια, επρόκειτο για έναν επαγγελματία που όταν διαπίστωσε πως η μάχη είχε κριθεί, ίσως αποφάσισε πως έφτασε η ώρα της αποχώρησης. Ο Κορδάτος επικαλείται πηγές και εκτιμήσεις που δεν αποκλείουν ο Ιουστινιάνης να χτυπήθηκε πισώπλατα, από βυζαντινό βόλι των ανθενωτικών που προτιμούσαν την κυριαρχία του σουλτάνου από την επιρροή της Δύσης. Αν συνέβη αυτό, η αποχώρηση αποτελεί φυσιολογική αντίδραση. Αλλωστε ο Ιουστινιάνης δεν έκρυβε την καχυποψία του για το ρόλο των ανθενωτικών στοιχείων.
Πέθανε λίγο αργότερα, από γάγγραινα. Ετάφη στη Χίο, στο Ναό του Αγίου Δομίνικου.» ( Επιμέλεια: Κώστας Γιαννακίδης - Λαμπρινή Χ. Θωμά)
Πάνω στον τάφο του έγραψαν το εξής επίγραμμα:
«Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.»
Με σεβασμό και τιμή
Πηγή: Σακκέτος Άγγελος
Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ
Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477
Ἐμεῖς μέν, εὐγενέστατοι Ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλὸς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ Ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τὸν Ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερά τινα ὀφείλεται κοινῶέ ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὅπερ πατρίδος, τρίτον ὅπερ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὅπερ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλὰ μᾶλλον ὅπερ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.
Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὅπερ τῆς...
πίστεως ἡμῶν τῆς Ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τις καὶ τῶν ψυχῶν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχῦος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνῃς ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἐλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὖτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλεότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρῦος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καί οὐ χρῇ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαῖαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαίαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐνάντιοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.
Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὦ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πὼς τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῷα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρὰς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινος τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὦ ἀνόητα ζῷα, καὶ τὰ ἐξῇς.
Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν Θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρα πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὖτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιήσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυριτανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλώσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῷ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...