Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η εορτή της Πεντηκοστής του έτους 1916 συνέπεσε να είναι την 29η Μαΐου, αποφράδα ημέρα της αλώσεως της των πόλεων Βασιλίδος, της «Θεοτοκουπόλεως και αγιοτόκου» Κωνσταντινουπόλεως. Ο εκ Κομοτηνής καταγόμενος και ορμώμενος, αοίδιμος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) κατ’ εκείνη την μεγάλη Κυριακή της Πεντηκοστής λειτουργούσε στον Μητροπολιτικό ναό της Τραπεζούντος και εξεφώνησε εμπνευσμένο λόγο για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως εν είδει «επιμνημοσύνου προσλαλιάς» υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των βιαίω και μαρτυρικώ τω τρόπω πεσόντων και τελειωθέντων υπερασπιστών της Κωνσταντίνου Πόλεως και ιδιαιτέρως του τελευταίου μάρτυρος και μεγαλομάρτυρος Αυτοκράτορος αυτής, του Κωνσταντίνου ΙΑ’ του Παλαιολόγου.
Η ομιλία αυτή εξεδόθη στο περιοδικό «Κομνηνοί» του έτους 1916, υπό τον τίτλο: «Λόγος Επιμνημόσυνος ρηθείς τη 29η Μαΐου». Ο μνημειώδης αυτός λόγος του Τραπεζούντος Χρυσάνθου άρχεται με το ρητό: «Ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος» (Θουκ. Βιρλ. Β΄. Κεφ. 43 εδαφ. 3) και έχει ως εξής: «Όταν ο μέγας της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητος ρήτωρ και πολιτικός Περικλής εξεφώνησε τον λαμπρό εκείνο επιτάφιο λόγο στους πεσόντες υπέρ πατρίδος Αθηναίους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο είπε πλην άλλων και τους υψηλούς τούτους λόγους: « ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος», ότι δηλ. τάφος των ηρώων είναι πάσα γη και χώρα και όχι κάτωθεν στηλών και μαρμάρων φορτωμένων από μεγαλοπρεπείς και πολυτελείς επιγραφές. Και στα πέρατα της οικουμένης η ανάμνηση των κατορθωμάτων τους χαράσσεται στον νου και τις καρδιές των ανθρώπων βαθύτερα παρά στους τάφους και στα μνημεία.
Αν υπάρχει περίσταση κατά την οποία εφαρμόζεται το ρητό τούτο σε όλη του την έννοια, είναι ακριβώς η παρούσα σεμνή και εύσημη ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία συνήγαγε όλους εμάς υπό τον ιερό θόλο του Μητροπολιτικού ναού, προκειμένου, αφού δεηθούμε με κλίση αυχένος και γονάτων υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των Πατέρων και αδελφών μας, να αναπέμψουμε ευχές και διά μνημοσύνου να τιμήσουμε τους επί των επάλξεων των τειχών του Βυζαντίου κατά την αποφράδα ταύτη ημέρα της 29ης Μαΐου ενδόξως πεσόντες προγόνους μας, ηγουμένου του γενναίου αυτοκράτορος της Κων/πόλεως Κωνσταντίνου και Παλαιολόγου του οποίου η ηρωικός θάνατος επεσφράγισε τον μακρόν βίον και την ιστορίαν του βυζαντινού κράτους.
Αδελφοί, όσους η μνήμη των ηρώων τούτων και μαρτύρων του καταρρέοντος κράτους εκάλεσε εδώ, ας ανοίξουμε προς στιγμήν την φωτεινή και ένδοξη ταύτη σελίδα της περιπετειώδους ιστορίας του βυζαντίου και ας θαυμάσουμε την απαράμιλλη ψυχική ρώμη και τον ηρωισμό, ο οποίος έθαλε κατά τις τελευταίες φθινοπωρινές ημέρες του φθίνοντος βυζαντινού κράτους καθ’ όν χρόνο βαρύς επήρχετο ο βαρύς και παγερός χειμώνας της τουρκικής βαρβαρότητας και τυραννίας, ο οποίος επάγωσε το αίμα της ζωής και της ελευθερίας και του πολιτισμού των Ελλήνων. Αφού δε εξετάσουμε τα πραγματικά αίτια της παρακμής και πτώσεως του βυζαντίου, θα πορισθώμε τα προσήκοντα μαθήματα για το παρόν και το μέλλον.
Μετά από μακρά πολιορκία κι αντίσταση των γενναίων υπερασπιστών της Πόλεως ανέτειλε η 29η Μαΐου 1453 και εκυμάτιζε ακόμη επί της πύλης του Ρωμανού η σημαία του δικεφάλου αετού. Ο Βασιλεύς ακούραστος έτρεχε ενθαρρύνοντας τον στρατό και λέγοντας: «ημών εστί η νίκη, ο Θεός υπέρ ημών πολεμεί». Οι Τούρκοι πολεμούσαν λυσσαλέως, ενώ οι ημέτεροι ανθίσταντο ερρωμένως (με ρώμη). Ένα Αλλάχ! Ακουγόταν με άγρια φωνή και οι ορμητικές επιθέσεις στρατιωτών, σοφτάδων, γενιτσάρων επέρχονταν ως κύματα θαλάσσης, συντριβόμενα επάνω στον βράχο του ηρωισμού των ημετέρων.
Παντού αντηχεί βοή, κρότοι, αλληλοσπαραγμοί. Ο αυτοκράτορας με πέδιλα χρυσά φέροντα τον δικέφαλο αετό και με την σπάθη στα χέρια εμάχετο ηρωικότατα στην πύλη του Ρωμανού. «Συστρατιώται αδελφοί», εφώνει, «στήτε ανδρείως διά τους οικτιρμούς του Θεού!». Οι ιερείς έκαναν λιτανείες, τα γυναικόπαιδα προσεύχονταν, και οι μοναχοί και μετ’ αυτών και άλλοι πολλοί λησμονούντες το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ανέμεναν τον Άγγελο Κυρίου, προκειμένου με πύρινη ρομφαία να συντρίψει το θηρίο της αποκαλύψεως.
Επί τέλους ήλθε η φοβερά και φρικώδης στιγμή. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος επί τέσσερις ήδη ώρες είχε αποκρούσει τέσσερις μεγάλες εφόδους και έλπιζε ότι θα κατίσχυε της επιμονής του Μωάμεθ του Β΄, είδε απροσδοκήτως να εισβάλλουν εντός των τειχών οι πολέμιοι και να περικυκλώνεται πανταχόθεν και άκουσε την απαίσια κραυγή του πλήθους «η Πόλις εάλω, εάλω η Πόλις».
Απελπισμένος εκέντησε τον ίππο και όρμησε στο πυκνότερο μέτωπο του εχθρού, αγωνιζόμενος ως ο έσχατος των στρατιωτών «και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και χειρών αυτού έρρεεν». Μαζί με τον αυτοκράτορα και αξίως αυτού μάχονταν οι λοιποί ήρωες καθώς έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Πολλούς εν τω μεταξύ είχε θερίσει η σπάθη του βασιλέως έως ότου εθραύσθη και κατέστη άχρηστη. Βλέποντας δε και για τον εαυτό του τον κίνδυνο και φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια του εχθρού ανέκραξε: «δεν υπάρχει Χριστιανός να λάβει την κεφαλήν μου;» είπε και θηριώδης άραψ ορμήσας όπισθεν αποκόπτει την κεφαλήν του.
Έτσι διά του μαρτυρικού αυτού αίματος επισφραγίζει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Δραγάτσης την ιστορία του Βυζαντίου, της οποίας και η τελευταία αυτή σελίδα θα παραμείνει για την Ελληνική φυλή χρυσή και αθάνατη ιδιαιτέρως για την ηρωική αντίσταση κάποιων χιλιάδων γενναίων ανδρών, προ πάντων και κατά το πλείστον Ελλήνων, οι οποίοι επί δύο μήνες διά μόχθων ατελευτήτων επολεμούσαν εναντίον εχθρού είκοσι φορές υπερτέρου κατά τον αριθμό, εναντίον των πρώτων στρατευμάτων του κόσμου κατά την εποχή εκείνη, και μέχρι τελευταίας πνοής υπεράσπισαν τα φρούρια της βασιλίδος των πόλεων, του θεοφρουρήτου βασιλείου, της ακροπόλεως ταύτης του χριστιανικού πολιτισμού στην Ανατολή. Και την αθανασία της τελευταίας ταύτης χρυσής σελίδος της βυζαντινής ιστορίας επιστέφει ο ένδοξος θάνατος του ήρωος μάρτυρος αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, ηρωικώς υπέρ της πατρίδος πεσόντος κοντά στην πύλη του Ρωμανού την πρωία της 29 Μαΐου 1453, σε ηλικία 49 ετών, τριών μηνών και είκοσι ημερών.
Ο τάφος του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου παραμένει άγνωστος, «αλλ’ ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος», το δε ευκλεές αυτού όνομα περιφέρεται από γενεάς σε γενεά στη διάνοια και την καρδία πάντων και παραμένει αθάνατο. Με την ζωή του Βασιλέως έσβησε και η ζωή του κράτους του και έκτοτε αρχίζει η μακρά και ζοφερά και ασέληνη νύκτα της τουρκικής τυρρανίας!
Υπέρ τα δύο χιλιάδες έτη είχαν παρέλθει αφ’ ότου ήλθαν εκ Μεγάρων οι πρώτοι άποικοι του Βυζαντίου και έκτοτε πόσας πολέμους είδε, πόσες πολιορκίες, πόσες δόξες! Και κατόπιν επειδή ο Ρωμαίος αυτοκράτορας απογοητεύθηκε από την λιγόψυχη Ρώμη, ανέδειξε το Βυζάντιο ως πρωτεύουσα της Ανατολής, προορισμένο να αναστηλώσει την ελληνική δόξα. Ο Ρωμαϊκός αετός ολοένα και έφθινε και έσβυνε και φαεινή ανέτειλε η ελληνική πολιτεία με τον σταυρό επί του μετώπου. Ενίκησε η ζωτικότητα και ηθική δύναμη της ελληνικής φυλής, υπεχώρησε ο Ρωμαϊκός πολιτισμός και εδημιουργήθη και άνθισε και εμεγαλούργησε ο ελληνικός Χριστιανικός πολιτισμός, έως ότου ήλθε η μόρσιμος ημέρα της πτώσεως αυτών.
Περί των ΑΙΤΙΩΝ της παρακμής και της πτώσεως του βυζαντινού κράτους ποικίλες εξηνέχθησαν και εκφέρονται γνώμες. Οι επιπολαίως και εκ προκαταλήψεως τα πράγματα κρίνοντες ζητούν να εύρουν μία μόνον αιτία φαινομένου τόσο πολυπλόκου. Προβάλλουν λόγους ηθικούς και θρησκευτικούς. Κατά την γνώμη τους ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι η αιτία της παρακμής του Βυζαντίου.
Αν θέλουμε να είμαστε αμερόληπτοι και εντός της επιστημονικής αλήθειας, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Χριστιανισμός όχι ως θρησκεία αγνή, αλλ’ ως δεισιδαιμονία, στην οποία εκφυλίσθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες, είχε κάποια επίδραση στην επιτάχυνση της παρακμής ταύτης. Εφ’ όσον ο Χριστιανισμός ήταν γνησία και ενεργός εκδήλωση αισθημάτων ζωηρών του λαού, εδημιούργησε τον θαυμάσιο βυζαντινό πολιτισμό και ανέπτυξε ανδρεία και ρώμη ψυχής στον βυζαντινό λαό, και για να πεισθούμε περί τούτου, αρκεί να ενθυμηθούμε όλα τα ευώδη και αθάνατα άνθη, τα οποία παρήγαγε ο βυζαντινός πολιτισμός, την απαράμιλλη εκκλησιαστική ρητορεία του Χρυσοστόμου, Βασιλείου και Γρηγορίου, την θαυμάσια εκκλησιαστική ποίηση και μουσική και το εξαίσιο θαύμα της αρχιτεκτονικής τέχνης, τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας και η εντός αυτού ψαλείσα εκκλησιαστική ποίηση και βυζαντινή μουσική τοσούτο εγοήτευσαν τους αδελφούς Ρώσσους, όταν κατ’ εντολήν του αυτοκράτορός τους επεσκέφθησαν και την Κωνσταντινούπολη προς εύρεση της καταλληλότερης θρησκείας, η οποία καλύτερα θα προσαρμοζόταν στην σλαυϊκή ψυχή, ώστε αφού παρατήρησαν τα αριστουργήματα αυτά του βυζαντινού πολιτισμού ως στοιχεία ζωτικότητας της Χριστιανικής Θρησκείας, αυτήν ασπάσθηκαν αμέσως και αυτή διεδόθη στον ευσεβή ρωσσικό λαό. Έτσι ο βυζαντινός πολιτισμός έγινε πατήρ του νεωτέρου ρωσσικού πολιτισμού. Υπό της αγνής Χριστιανικής θρησκείας εμπνεόμενοι οι βυζαντινοί διέπραξαν και εν πολέμω θαυμάσια ηρωικά κατορθώματα ιδιαίτερα κατά τους οκτώ πρώτους αιώνες.
Όταν όμως τα αισθήματα αυτά άρχισαν να μαραίνονται και η θρησκεία έπαυσε να είναι ενεργός εκδήλωση αυτών, ο Χριστιανισμός περιορίσθηκε σε εξωτερικούς μόνον τύπους και κατάντησε δεισιδαιμονία και ασκητισμός, έχοντας ως συνέπεια και την αύξηση των μοναστηριών κατά τους τελευταίους αιώνες του βυζαντινού κράτους στα οποία κατά χιλιάδες συνέρρεαν κατ’ έτος μοναχοί δαπανώντες άφθονο τον πλούτο του κράτους και ουδέν παράγοντες.
Η δε ιστορία μαρτυρεί ότι ουδέποτε οι πολλοί ασκητές συνετέλεσαν στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική πρόοδο μιας χώρας. Η αγνή θρησκεία και εν γένει πάσα πίστη σε κάτι το ιδεώδες, είτε πατρίδα λέγεται τούτο, είτε έθνος, είτε κράτος, είτε φιλανθρωπία, είτε πρόοδος, είτε αλληλεγγύη, που είναι απαύγασμα ζωντανών αισθημάτων είναι απαραίτητη στον βίο και την πρόοδο των λαών και μόνον εκείνοι οι λαοί ανεδείχθησαν στην ιστορία μεγάλοι, ισχυροί, μεγαλουργοί, στους οποίους τα αισθήματα αυτά ήταν βαθέα και ενεργά. Όλοι δε οι λαοί στους οποίους τα αισθήματα αυτά εξασθενούν και μαραίνονται, περιπίπτουν σε παρακμή.
Τέτοια ζωντανά αισθήματα πίστεως του λαού εδημιούργησαν το μεγαλείο των Αθηνών, της Σπάρτης και κατόπιν της Ρώμης, τον πολιτισμό και το μεγαλείο της κραταιάς Ρωσσίας, η οποία εκ μακρών ορμηθείσα διά των αισθημάτων αυτών του λαού της ανεδείχθη μεγάλη και κραταιά. Τουναντίον δε όπου τα αισθήματα αυτά εμαράνθησαν και επεκράτησαν η δεισιδαιμονία και η δουλεία των τύπων… εκεί οι λαοί παρήκμασαν και έγιναν λεία του πρώτου ελθόντος κατακτητού, όπως ακριβώς συνέβη στο βυζαντινό κράτος.
Και η ίδρυση δε απολυταρχικότατης κυβερνήσεως και η άρση κάθε ελευθερίας υπήρξε αιτία και συγχρόνως αποτέλεσμα της εξασθενήσεως των χαρακτήρων και έτσι εκλείπουν εντελώς οι ανδρικές εκείνες αρετές, οι οποίες αποτελούσαν την δύναμη και το μεγαλείο της αρχαίας ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πλην τούτων και ο βαθμιαίος εκφυλισμός και εξαφανισμός της τάξεως των αρίστων οι οποίοι δεν αντικαθίσταντο από νέα αριστοκρατία μεστής δυνάμεως και σφρίγους, συνετέλεσε στην παρακμή και κατάλυση του βυζαντινού κράτους.
Αλλ΄ «αν είμαι χάρος χαλαστής είμαι και χάρος πλάστης», ψάλλει η μούσα ενός εθνικού μας ποιητού και ό,τι είναι θαυμαστό στη μακρά ιστορία του ημετέρου έθνους είναι ότι εκ της τέφρας του βυζαντινού κράτους ανέστη ως ο φοίνιξ της μυθολογίας νέο και ακμαίο Βασίλειο, το Βασίλειο της Ελλάδος και υπό την κραταιά σκέπη και προστασία της κραταιάς προστάτιδος των πιεζομένων λαών Ρωσσίας ελευθερούται και αναγεννάται ο υπό την πτέρνα του τυρράνου στενάζων υπόδουλος ελληνικός λαός.
Ήδη σε εμάς τους νεωτέρους απόκειται να αναδειχθούμε άξιοι των προγόνων και των προσδοκιών των άλλων εθνών. Και αφήνοντας την ύλη μέσα στην οποία είμεθα βυθισμένοι να εξιδανικευθούμε, ιπτάμενοι υψηλά στον κόσμο των ιδεωδών και γινόμενοι δημιουργού νέου πολιτισμού ανταξίου των προγενεστέρων. Ανδριζόμενοι δε και κραταιούμενοι κατά πάντα και στην αρετή θα δικαιούμεθα με θάρρος να λέμε προς τους προγόνους το: «άμμες δε γ’ εμές, ην δε λης πείραν λάβε»… Και αφού παρασκευάσουμε το έδαφος στις επερχόμενες γενεές και δημιουργήσουμε υγιές περιβάλλον, οπότε οι παίδες μας μόνον υγιείς αρχές και αγνά φρονήματα θα προσλαμβάνουν, θα ακούσουμε παρ’ αυτών το «άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες»… Τότε θα σκιρτήσουν εκ χαράς εν τάφω τα οστά των ενδόξων μας προγόνων, οι οποίοι κλείσαντες την ιστορία δικαίως τιμώνται και γεραίρονται περιφερόμενοι στη διάνοια και την καρδιά πάντων, «ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος».
Λόγος Επιμνημόσυνος, ρηθείς τη 29η Μαΐου του 1916
Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου
Ο αθέατος πόλεμος των ονομάτων...
Το ερώτημα του τίτλου δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται εν πρώτοις, παρόλο που η απάντηση του, βεβαίως, είναι εύκολη. Αν για παράδειγμα, μπορούσαμε ποτέ να ρωτήσουμε έναν υπήκοο της Αυτοκρατορίας, για την ταυτότητα του, θα μας απαντούσε, δίχως περιστροφές, πως είναι «Ρωμαίος» και ότι το κράτος του ονομάζεται «Ρωμανία». Αν πάλι του λέγαμε πως είναι «Βυζαντινός» και πως η Αυτοκρατορία αποκαλείται πλέον «Βυζάντιο», τότε σίγουρα θα έμενε με το στόμα ανοικτό. Διότι αυτός ο όρος, θα του ήταν ελάχιστα γνωστός. Ίσως, να του θύμιζε μόνο το όνομα της αρχαιοελληνικής αποικίας των Μεγαρέων, μιας μικρής πόλης που πήρε το όνομα της από τον πρώτο της οικιστή τον Μεγαρέα Βύζαντα και έτσι ονομάστηκε Βυζάντιο.
Σίγουρα θα γνώριζε, αν τύχαινε να είναι και μορφωμένος, πως η Κωνσταντινούπολη κτίστηκε από τον ιδρυτή της πάνω στα ερείπια αυτής της μικρής πόλης. Ένα κόσμημα με πετράδια ανάμεσα σε δύο ηπείρους και σε δύο θάλασσες. Για αυτό και ο Δικέφαλος αετός που κοιτά σε ανατολή και δύση. Που σημαίνει, ότι ο αετός ο ίδιος, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη, συμβόλιζε το διαχωριστικό άξονα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Τόσο
σημαντική ήταν για περισσότερα από 1000 χρόνια, που οριοθετούσε τα δύο ημισφαίρια του τότε γνωστού κόσμου, Έτσι, κάθε μονομερής ισχυρισμός, από άλλους ότι ανήκουμε στη δύση και από άλλους στην ανατολή, θα έπρεπε να απορρίπτεται ως περιοριστικός και αφαιρετικός της αληθινής ταυτότητας του Έθνους μας. Διότι το Ελληνικό Έθνος ανήκει τόσο στη δύση, όσο και στην ανατολή. Είναι στο κέντρο του διαφορισμού και ταυτόχρονα σημείο αναφοράς των όσων χωρίζει, αλλά και των όσων ενώνει. Σαν το φως, που είναι εκείνο που ορίζει τις σκιές στο χώρο, και που όλα σε αυτό αναφέρονται προκειμένου να βρουν τη θέση τους και την ταυτότητα τους, ως ετερόφωτες πνευματικές υπάρξεις.
Το ελληνικό πνεύμα, είχε φτάσει μέχρι τις Ινδίες και από την άλλη πλευρά μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, να θέλει να περιορίσει κάποιος τον οικουμενικό Έλληνα σε μια μονοσήμαντη διάσταση, που τον θέλει να είναι, είτε το ένα, είτε το άλλο; Σα να αναγκάζεται κάποιος, δηλαδή, να βάλει τα δύο πόδια του σε ένα παπούτσι. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς, ότι μια τέτοια αφύσικη μονομέρεια, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια κρίση ταυτότητας; Γιατί, άραγε, εγκαταλείψαμε τη σύνθεση, εμείς που είμασταν πάντα οι καλύτεροι «συνθέτες»; Διότι και η Αυτοκρατορία τότε, μια σύνθεση ήταν, η μεγαλύτερη από όλες, έπειτα από τη σύνθεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Δύο οικουμενισμοί στην τελειότερη των συνθέσεων!
Από την άλλη, αν ο κάτοικος της Αυτοκρατορίας, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, τότε σίγουρα, θα ήταν ελληνικής καταγωγής και θα μας απαντούσε αφοπλιστικά, πως εκτός από «Ρωμαίος» είναι Έλληνας και επίσης Γραικός. Όλα αυτά, όμως, που για τον μεσαιωνικό Έλληνα της Αυτοκρατορίας, έμοιαζαν τόσο απλά και ξεκάθαρα, στη δική μας εποχή, 6 αιώνες μετά, μοιάζουν τόσο μπερδεμένα, που ευκολότερα θα κατανοούσε κανείς το Πυθαγόρειο θεώρημα, παρά τους όρους «Ρωμαίος», «Ρωμανία», «Έλλην», «Γραικός», «Βυζάντιο», «Βυζαντινός» και τη μεταξύ τους σχέση. Ξεχάσαμε πως γίνονται πια οι συνθέσεις.
Ας επιχειρήσουμε, όμως, να βρούμε την άκρη του ιστορικού νήματος. Πολύ πριν από τον Μ. Κωνσταντίνο, η ιδέα της «Ρώμης» είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι, μετά από την απόδοση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων σε κάθε κάτοικο της αυτοκρατορίας, το «Ρωμαίος» σήμαινε πια τον Ρωμαίο πολίτη, ό,που και αν ζούσε και ανεξάρτητα από την εθνική του καταγωγή (1). Μετά από χρόνια, οι άνθρωποι στον ελλαδικό χώρο, αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία, άρχισαν να χρησιμοποιούν όλο και πιο σπάνια (το Λατινικό) «Imperium Romanorum» (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το «Ρωμανία» (Χώρα των Ρωμαίων), έχοντας επίγνωση πως ο όρος «Ρωμαίος», είναι δηλωτικός μόνο της κρατικής-πολιτικής τους οντότητας και ότι οι ίδιοι δεν ήταν Ρωμαίοι στην καταγωγή, αλλά εθνικά Έλληνες.
Ωστόσο, η χρήση του ονόματος «Ρωμαίοι» δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, για ευνόητους γεωπολιτικούς λόγους. Ήταν μια δήλωση κατοχύρωσης προς κάθε αποδέκτη, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κληρονομιάς, που είχε από πολύ παλιά περάσει στα χέρια των Ελλήνων. Και αυτό, παρόλο που το όνομα «Έλληνες», άρχισε αργότερα να χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά, παράλληλα προς το «Ρωμαίος», ιδιαίτερα μετά τον 9ο αιώνα, οπότε είχε πλέον αποσυνδεθεί από τον χαρακτήρα του παγανιστικού. Πάντως, η εξέλιξη του ονόματος «Έλληνες» ήταν αργή και ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως το «ρωμαϊκό» όνομα. Στην ελληνικότατη Αυτοκρατορία της Νικαίας, μετά από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι βασίλευσε ὁ γαμβρός του, ο ελεήμων και γενναίος Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης. Αυτός, το 1237, απάντησε σε μία θρασεία επιστολή του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ και μεταξύ άλλων του έγραφε:
«…Μᾶς γράφεις ὅτι ἀπό τό δικό μας, τό Ἑλληνικό γένος, ἄνθησε ἡ σοφία καί τά ἀγαθά της καί διαδόθηκε στούς ἀλλους λαούς… Οἱ γενάρχες τῆς βασιλείας μου εἶναι ἀπό τό γένος τῶν Δουκῶν καί τῶν Κομνηνῶν, γιά νά μήν ἀναφέρω ἐδῶ καί ὅλους τούς ἄλλους βασιλεῖς πού εἶχαν ἑλληνική καταγωγή και γιά πολλές ἑκατοντάδες χρόνια κατεῖχαν τή βασιλική ἐξουσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτούς ὅλους καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί οἱ αὐτοκράτορες τούς προσκυνοῦσαν ὡς αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων» (2). Έχουμε, λοιπόν, εδώ, μία τρανταχτή ομολογία αυτής της διπλής ιδιότητας. Κρατικά ένιωθαν Ρωμαίοι, αλλά εθνικά ήταν Έλληνες και το διεκήρυτταν.
Την ελληνικότητά του βροντοφώναξε και ο γιός του Βατάτζη Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, που επιθυμούσε να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με πραγματικό εθνικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι:
«η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών» και υπερηφανευόταν πως: «κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων… Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;». (3)
Κομβικό σημείο, λοιπόν, για την εθνική συνειδητότητα, υπήρξε η τραυματική εμπειρία της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, οπότε άρχισε να αναδύεται ο ελληνικός πατριωτισμός. Η οδύνη που προκάλεσε η Άλωση, συμπληρούμενη και από την κακή ανάμνηση του Σχίσματος, είχαν ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει ολοκληρωτικά η πλάνα εικόνα της αμοιβαίας χριστιανικής αδελφοσύνης, που είχαν οι Έλληνες για τον Πάπα και τους δυτικούς. Ο ιστορικός του 1204, Νικήτας Χωνιάτης και πολλοί άλλοι, εξιστόρησαν τα αίσχη των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες στην Πελοπόννησο (4). Ενώ, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως «Έλληνες» τους Ρωμανούς αυτοκράτορες (5). Ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης στην επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, αναφέρεται στη «φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος» (6)
Υποστήριζε, ακόμη, ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον, παρά από γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους Λατίνους που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Υποστήριζε, ότι η κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταβιβάσθηκε στους Έλληνες, και πως αυτοί μόνοι ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοί του. Έχει σημασία, πως εθνικά «Ρωμαίος» εθεωρείτο μόνο ο ελληνόφωνος υπήκοος και όχι ο Αρβανίτης ή ο Βλάχος ή ο Βούλγαρος ή ο Σέρβος κάτοικος της Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο Δούκας διέκρινε σαφώς τις διάφορες χριστιανικές εθνότητες που ζούσαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, διαχωρίζοντας τους «Ρωμαίους» από τους υπόλοιπους, που ήταν Χριστιανοί μεν, βάρβαροι δε: «[...] ως κακείνος εν τη Αδριανού προς Ρωμαίους, Ούννους, Βλάχους, Σέρβους, Βουλγάρους δόρυ κινών» [TLG, Δούκας, 22, 9, 11-12]
Ακόμη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς ονόμασε το ιστορικό έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία». Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, μέγας υποστηρικτής της Ελληνικής παιδείας, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται πάντα στους Βυζαντινούς με τον όρο «Ρωμαίοι». Εν τούτοις, σε μια επιστολή που του απέστειλε ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Νάσερ Χασάν μπεν Μοχάμεντ, τον μνημονεύει ως: «Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Ασάνων, Βλάχων, Ρώσων και Αλανών», όχι όμως των «Ρωμαίων» (7). Ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης συνηγορούσε υπέρ της ολοσχερούς αντικατάστασης του όρου «Ρωμαίοι» με τον όρο «Γραικοί» (Greek) (8). Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τελικά, ανακήρυξε την Κωνσταντινούπολη, ως το «καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και αγάπη όλων των Ελλήνων» (Hellenes). Στο ύστερο Βυζάντιο, όπως βλέπουμε, τα ονόματα Ρωμαίοι-Γραικοί-Έλληνες, είχαν σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί. Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα:
Τον 15ο αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων ονόμαζε το Γένος πότε των «Ελλήνων» και πότε των «Ρωμαίων»:
«του ημετέρου τούτου του των Ρωμαίων γένους» [P.G. 160, 953A]. Ο ίδιος πάλι Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, υπέδειξε στον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο, ότι ο λαός, του οποίου ηγείται, είναι «Έλληνες», όπως πιστοποιεί η φυλή, η γλώσσα και η παιδεία τους (9), Ο δε Γεννάδιος Σχολάριος, γράφει κάπου χαρακτηριστικά: «όσοι των Ελλήνων ή Ρωμαίων του πράγματος ύστερον συναισθήσονται». [«Παραμυθητικός τω βασιλεί Κωνσταντίνω επί τη μεταστάσει της δεσποίνης της μητρός αυτού»]. Ενώ, σε «Πανηγυρικό προς Μανουήλ και Ιωάννην Παλαιολόγους» συνδέονται τα δύο ονόματα και παρουσιάζεται η ιδέα της διπλής καταγωγής του Γένους: Γίνεται λόγος δηλ. για ανάμειξη των «δύο επισήμων γενών», των Ελλήνων και των Ρωμαίων, από την οποία προήλθε
«γένος εν(α) το επισημότατον τε και κάλλιστον, ούς και εί τις Ρωμέλληνας είποι, καλώς αν είποι» (10).
Έπειτα από τα όσα ιστορικά στοιχεία παρέθεσα, γίνεται απόλυτα κατανοητό, πως για τον μεσαιωνικό Έλληνα, οι όροι «Ρωμαίος», «Έλληνας» και «Γραικός» ταυτίζονταν, χωρίς αυτό να του δημιουργεί πρόβλημα συνείδησης σχετικά με την εθνική του ταυτότητα. Γίνεται επίσης σαφές, ότι ο όρος «Ρωμανία» ήταν σε πλήρη χρήση και πως ήταν αποδεκτός από όλους, ως το επίσημο όνομα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Άρα, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου, είναι σαφώς «Ρωμανία» και όχι «Βυζάντιο». Ήταν, όμως, για όλους έτσι; Από ό,σα αποδεικνύουν τα ιστορικά στοιχεία, δεν ήταν! Η αμφισβήτηση της «ρωμαϊκότητας» και κατ΄επέκταση του κληρονομικού δικαιώματος των Ελλήνων, επί του θρόνου του Μ. Κωνσταντίνου, μεθοδεύτηκε συστηματικά εκ μέρους των Φράγκων και του Πάπα, που βρίσκονται πίσω από την καθιέρωση, εκ των υστέρων, του όρου «Βυζάντιο» αντί για «Ρωμανία» για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Ας κάνουμε, λοιπόν, ένα τελευταίο συλλογισμό, που θα φωτίζει επαρκώς την αιτία αυτού του ιστορικού νεολογισμού, σχετικά με τον αδόκιμο και τεχνητό όρο «Βυζάντιο» και από ποια πιθανά κίνητρα να δημιουργήθηκε.
«Σύμφωνα με τη ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός κατάλληλα «μετέφερε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητος του, του Καρόλου (σ.σ. του Καρλομάγνου)» (11). Στο εξής, και από την εποχή της στέψης του Καρλομάγνου από τον Πάπα, το 800 μ.Χ, ως Ρωμαίου αυτοκράτορα, αναδύεται η νέα διεκδικήτρια του θρόνου «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» των Γερμανών, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας οι δυτικοί να αρνηθούν, ότι υπήρχε ένας Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν με το να τον αποκηρύσσουν ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με το επιχείρημα, ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Τα στοιχεία αυτής της επιδιωκόμενης αποδόμησης είναι πολλά. Για παράδειγμα: Ο Πάπας Νικόλαος Α΄ έγραφε στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄: «Παύσατε να αποκαλείστε «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων», αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά τη γνώμη σας» (12).
Ανάλογα προκλητική ήταν και η στάση του Γερμανού Επισκόπου Λιουτπράνδου (Cremon Liutprand) (13,) που αποκαλεί τον Γερμανό Όθωνα τον Α’ με το προσωνύμιο: «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων), ενώ την ίδια στιγμή, ονομάζει τον Ρωμανό αυτοκράτορα ως: «Imperatore Grecorum ή Argivorum», δηλαδή (Αυτοκράτορα Ελλήνων ή Αργείων), με αποτέλεσμα να φυλακισθεί για ένα διάστημα στην Πόλη. Επίσης τον 11ο αιώνα, ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσα, σε επιστολή του στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, τον αποκαλεί «REX GRAECORUM», δηλαδή «ΒΑΣΙΛΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ». Με την ιδιότητα του Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο Γερμανός Φρειδερίκος ζητούσε από τον Μανουήλ, ως Έλληνα βασιλιά, να του αποδώσει την οφειλόμενη υπακοή (14). Διαπιστώνουμε, λοιπόν, την διπλή αιτία της εχθρότητας, που δεν είναι άλλη από την προσπάθεια σφετερισμού εκ μέρους των δυτικών, της ρωμαϊκής κληρονομιάς της Κωνσταντινούπολης και της διακαούς επιθυμίας του Πάπα, να αναγνωριστεί το Πρωτείο του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό που απομένει, είναι να δούμε με ποιον τρόπο επιχειρήθηκε αυτό.
Κατά αρχήν, εγκαταλείποντας τελικά την Κωνσταντινούπολη στο έλεος των Οθωμανών, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα και την ανεκπλήρωτη υπόσχεση βοήθειας (15). Στη συνέχεια, 104 χρόνια έπειτα από την κατάρρευση της Πόλης και της Αυτοκρατορίας, το επίσημο όνομα «Ρωμανία» όλως τυχαίως παρακάμπεται, και αντί αυτού, εμφανίζεται στην ιστορία ο όρος «Βυζάντιο». Γιατί όμως; Τολμώ να πω, εξαιτίας μιας σκόπιμης παραποίησης και απόπειρας διαγραφής και κατά συνέπεια μιας συσκότισης της ιστορικής αλήθειας. Στην πραγματικότητα, ο όρος «Βυζάντιο», είναι ένας νεολογισμός μιας ιστορικής κατά τα άλλα αυθαιρεσίας, τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1557 για πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), αλλά και άλλοι αργότερα ανθρωπιστές, όπως ο Γάλλος λόγιος και εκδότης, Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός Κάρολος Δουκάγγιος, και τον 18ο αιώνα ο Γάλλος Μοντεσκιέ, κ.α (16). Ανθρωπιστές και Διαφωτιστές, εκτός ελαχίστων, επί το έργον της αποδόμησης της Ελληνικής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας.
Όταν έπειτα από την Εθνική μας Επανάσταση, το νεοσυσταθέν κράτος έπρεπε να ονομαστεί, επιβλήθηκε όχι τυχαία, το όνομα Ελλάδα και Έλληνες. Όχι επειδή τα ίδια δεν είναι απολύτως ελληνικά και αγαπητά σε όλους, αλλά περισσότερο, διότι κανέναν από τους δυνατούς δε συνέφερε η αναγέννηση ενός κράτους με το όνομα «Ρωμανία», ως διάδοχη πολιτική οντότητα της βιαίως διακοπείσας Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος λαός είμαστε άλλωστε. Για αυτό, ονόματα όπως «Ρώμη» και «Ρωμανία», υιοθετήθηκαν από τον λαό και ως ανάμνησή τους μένουν και σήμερα ακόμη οι όροι «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη». Πίσω όμως, από τον προβαλλόμενο ρομαντισμό και την εξειδανικευμένη εικόνα των Ευρωπαίων σχετικά με την αρχαία Ελλάδα και τη δήθεν αναγέννηση της, υπήρχαν πιστεύω, άλλα κίνητρα και υπολογισμοί, που είχαν ως κύριο σκοπό τους, να ιδρύσουν ένα κρατίδιο μέχρι την Λαμία και τον Βόλο. Το όνομα Ελλάδα ταίριαζε καλύτερα σε μια τέτοια προοπτική, μιας και η φυλή των Ελλήνων κατοικούσε στην ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας. Όμως, το όνομα «Ρωμανία»;;
Αυτό, ήταν πολύ διαφορετικό! Αυτό, από μόνο του, θα συμβόλιζε πολλά περισσότερα πράγματα! Θα έκφραζε περισσότερες απαιτήσεις και θα ξύπναγε συνειδήσεις και πόθους. Θα έκφραζε την επιθυμία αποκατάστασης της διαταραγμένης συνέχειας της ιστορικά ελεύθερης ύπαρξης μας. Θα προκαλούσε εντάσεις και θα πρότασσε δικαιώματα. Έτσι, απορρίφθηκε. Μάλιστα, επειδή η Ορθοδοξία είχε άμεση ιστορική και θρησκευτική συνάφεια με την Αυτοκρατορία, της οποίας εξακολουθεί να είναι το μόνο ζωντανό μέρος, θεωρήθηκε πως θα έπρεπε και αυτή επίσης να απαλειφθεί, ή τουλάχιστον να περιοριστεί ή να «μεταρρυθμιστεί», ώστε να διασφαλιστεί η καταστολή και η πλήρης ιστορική αμνησία. Από την Βαυαροκρατία έως σήμερα, η Ορθοδοξία δέχεται έσωθεν και έξωθεν βολές και σκληρή κριτική. Λίγες φορές δίκαια και πολλές φορές άδικη.
Αν κάποιος αμφισβητεί την τεράστια δύναμη που κρύβουν πίσω από το συμβολισμό τους τα ονόματα, αρκεί να σκεφτεί, για ποιο λόγο καταβάλλουν τα Σκόπια, επί τόσα χρόνια, τον άδικο αγώνα τους, προκειμένου να σφετεριστούν το όνομα της Μακεδονίας μας; Ταυτόχρονα, άρχισε εδώ και 200 χρόνια να προβάλλεται μετά επιμονής, ακόμη και στην Ελλάδα, ο όρος «Βυζάντιο», αντί του «Ρωμανία», που μόνο οι Πόντιοι ακόμη τον χρησιμοποιούν στα πονεμένα τραγούδια τους. Έτσι, λοιπόν, «γράφεται» η ιστορία. Για αυτό δολοφονούνται άνθρωποι σαν τον Ρήγα Φεραίο και τον Καποδίστρια. Έτσι, καταστέλλονται οι εθνικοί πόθοι των λαών, και έτσι ναρκώνεται η εθνική τους συνείδηση, ώστε να είναι εύκολα χειραγωγήσιμοι και βολικοί. Ιδίως μετά από τη Μικρασιατική καταστροφή, που ήταν και η «ταφόπλακα» του πόθου της εθνικής μας ολοκλήρωσης.
Όμως, όπως βλέπουμε στην εποχή μας, οι «παλιές» ιδέες και τα «όνειρα», δεν πεθαίνουν ποτέ και ας δίνουν άλλη εντύπωση. Εξακολουθούν ακόμη και σήμερα, να είναι ζωντανά κάτω από την παραπλανητική αμφίεση της σύγχρονης φαινομενικότητας. Και σήμερα η Γερμανία, εξακολουθεί να προσπαθεί να εκπληρώσει το όραμα της Καρολίγγειας, Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και το έχει σχεδόν καταφέρει να ηγεμονεύει στην οικονομία της Ευρώπης και στη δική μας. Και σήμερα η Ελλάδα παλεύει με τα θεριά. Σκεφτείτε, πως και γιατί, οι παλαιότεροι λαοί της Αυτοκρατορίας, έχουν ακόμη και σήμερα στις σημαίες τους τον Δικέφαλο Αετό της Αυτοκρατορίας, και γιατί η Βλαχία πήρε το όνομα Ρουμανία, ενώ θα έπρεπε κανονικά να λέγεται Δακία.
Οι λαοί, έχουν όνειρα, εθνικούς πόθους και οράματα, που κοιμούνται μέσα στο συλλογικό τους υποσυνείδητο, αναμένοντας την θεία σπίθα της αφύπνισης. Ακόμη και αν γίνεται προσπάθεια να καταπνιγούν, αυτά τελικά ανασταίνονται.
Όλα είναι ζωντανά και όλα κινούνται μέσα στους κύκλους της ιστορίας, όπου 200, ή και 600 χρόνια, πολύ συχνά δεν είναι τίποτα. Μοιάζουν, μόλις σαν χθες…
Παραπομπές-σημειώσεις:
1. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων.
2. «Γράφεις στο γράμμα σου ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει… ότι, λοιπόν, από τον δικό μας γένος άνθησε η σοφία και τα αγαθά της και διεδόθησαν στους άλλους λαούς, αυτό είναι αληθινό. Αλλά πως συμβαίνει να αγνοείς, ή αναφέρεται δεν τον αγνοείς πως και τον απεσιώπησες ότι μαζί με την βασιλεύουσα Πόλη και η βασιλεία σε αυτόν τον κόσμο κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο όποιος εδέχθη την κλήση από τον Χριστό και κυβέρνησε με σεμνότητα και τιμιότητα; Υπάρχει μήπως κανείς που αγνοείς ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής (σ.σ. του Μ. Κωνσταντίνου) πέρασε στο δικό μας γένος κι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοι του; Απαιτείς να μην αγνοούμε τα προνόμια σου. Κι εμείς έχουμε την αντίστοιχη απαίτηση να δεις και να αναγνωρίσεις το δίκαιο μας, όσον άφορα την εξουσία μας στο κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, τον όποιο αρχίζει από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έζησε επί χίλια χρόνια, ώστε έφθασε μέχρι και την δική μας βασιλεία. Οι γενάρχες της βασιλείας μου από τις οικογένειες των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην αναφέρω τους άλλους, κατάγονται από ελληνικά γένη. Αυτοί λοιπόν οι ομοεθνείς μου επί πολλούς αιώνες κατείχαν την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη. Και αυτούς η Εκκλησία της Ρώμης και οι προϊστάμενοι της τους αποκαλούσαν Αυτοκράτορες Ρωμαίων… Διαβεβαιούμε δε την αγιότητα σου και όλους τους Χριστιανούς ότι ουδέποτε θα παύσουμε να αγωνιζόμαστε και να πολεμούμε κατά των κατακτητών τής Κωνσταντινουπόλεως θα ασεβούσαμε και προς τους νόμους της φύσεως και προς τους θεσμούς της πατρίδος και προς τους τάφους των πατέρων μας και προς τους ιερούς ναούς του Θεού, εάν δεν αγωνιζόμασταν γι’ αυτά με όλη μας την δύναμη… Έχουμε μαζί μας τον δίκαιο Θεό, ο όποιος βοηθεί τους αδικουμένους και αντιτάσσεται στους αδικούντας…»
3. Ιωάννης Βατατζής, “Unpublished Letters of Emperor John Vatatzes”, Athens I, σ.369 – 378, (1872)
4. Νικήτας Χωνιάτης “The Sack of Constantinople”, 9 ’¦Å, Bonn, σ.806
5. Nicephorus Blemmydes, “Pertial narration”, 1, 4
6. Theodore Alanias, “PG 140, 414″
7. Ιωάννης Κατακουζηνός, “History”,
8. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, “History I”, 6 ’¦Å’¦Å
9.Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός “Paleologeia and Peloponessiaka”, σ.247
10. Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια, τομ. Γ’, σελ. 152
11. Πάπας Ιννοκέντιος, “Decretalium”, “Romanourm imperium in persona magnifici Caroli a Grecis transtuli in Germanos.”,
12. Epistola 86, of year 865, PL 119, 926Ο
13. Liutprand, “Antapodosis”. Ο Λιουτπράνδος επιπρόσθετα, κατηγορεί το Βυζάντιο ότι δεν τηρεί τη ρωμαϊκή παράδοση (ήθη, έθιμα, λατινική γλώσσα) και βρίσκεται μακριά από εκείνα τα οποία επιτάσσει αυτή. Ακόμη, το γεγονός ότι δεν συγκαλούνται σύνοδοι στη Δύση αποδεικνύει ότι εκεί τηρούν τις χριστιανικές διδαχές και δεν παρεκκλίνουν σε αιρετικά κηρύγματα. Επιπλέον, αντικρούει τις ερμηνείες των Βυζαντινών σχετικά με τις προφητείες που κυκλοφορούν με το να υποστηρίζει ότι αναφέρονται στην τελική νίκη του Δυτικού αυτοκράτορα (και όχι του βυζαντινού), ο οποίος πρεσβεύει το Δίκαιο.
14. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Georg Ostrogorsky, εκδόσεις Βασιλόπουλος, τόμος 3, σελ. 59.
15. Μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς από τη στάση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ (1198-1216), όταν μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους Έλληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας». Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως». «Ιστορία των Σταυροφοριών», Σερ Στήβεν Ράνσιμαν.
16. Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), Βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ (1607-1667), ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: “De Byzantinae historiae scriptoribus…”. Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» επινοήθηκε και διαδόθηκε από Γάλλους ανθρωπιστές σαν τον Montesquieu, μία σημαντική μορφή της διανόησης του 18ου αιώνα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας του γόνιμου έργου “Το Πνεύμα των Νόμων” που τόσο πολύ ενέπνευσε τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύνταξη του Αμερικανικού Συντάγματος. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα «Ελληνική» ή «Ρωμαϊκή». Από το αρχαίο όνομα «Βυζάντιον», ο Montesquieu χρησιμοποίησε τη λέξη «Βυζαντινή»
Πηγή: http://olympia.gr
Αγιορείτες Γέροντες λένε πως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, ο Αυτοκράτορας δηλαδή Νικαίας, ο οποίος βρέθηκε παντελώς άφθαρτος στον τάφο του στην Μικρασία, τόσο ο ίδιος, όσο και τα βασιλικά του ενδύματα!
Όμως με τις αλώσεις των Φράγκων και των Τούρκων, χάθηκαν τα ίχνη του αγίου άφθαρτου και ολόσωμου λειψάνου, το οποίο βρίσκεται όπως φαίνεται στην Κωνσταντινούπολη, κεκρυμμένο, σε μυστικό σπήλαιο, το οποίο γνωρίζουν μόνο λίγοι κρυπτοχριστιανοί, που φυλούν το ιερό μυστικό για αιώνες, αναμένοντας την έγερση του μαρμαρωμένου!
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Την πρώτη βάσιμη και αξιόπιστη μαρτυρία την έχουμε διά στόματος του μεγάλου Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής, τέως Καθηγουμένου της Ι. Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, ο οποίος έχει διηγηθεί ότι....
την πληροφορία για την ύπαρξη του Ιωάννη, τους την μετέφερε πριν το 1955 στο Άγιον Όρος ο Αρχιερεύς Ιερόθεος εκ Μικρασίας, ο οποίος μάλιστα τον είχε χειροτονήσει! Αυτός ο Αρχιερέας Ιερόθεος τους είπε πως είχε δεί με τα ίδια του τα μάτια τον κοιμώμενο Βασιλέα Ιωάννη! Να τι είχε διηγηθεί συγκεκριμένα ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής, το οποίο πρωτακούσαμε άφωνοι πριν 14 σχεδόν χρόνια στο Άγιον Όρος από κασέτα με τη φωνή του ίδιου του γέροντα:
" …Υπάρχει κοιμώμενος Στρατηγός ονόματι Ιωάννης, ο οποίος, τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θα υποδείξει εις τους Χριστιανούς ότι αυτός θα βασιλεύσει τώρα. Θα τους υποδείξει με το δάχτυλό του τον τόπο και θα τον καλέσουν να ηγηθεί και να βασιλεύσει εις τον ελληνικό και ορθόδοξο λαό. Καί θα γίνει αυτό.
Πριν από χρόνια εις το Άγιον Όρος ήταν ένας Αρχιερέας ονόματι Ιερόθεος. Αυτός ήρθε από την Μικρά Ασία. Καί το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έβαλε στο Άγιον Όρος να κάνει χειροτονίες, μνημόσυνα, Λειτουργίες, κλπ. Ήταν ένας άγιος Αρχιερέας, στον τύπου του Αγίου Νικολάου. Από αυτόν τον άγιον Αρχιερέα αξιώθηκα της Ιεροσύνης. Από την Μικρά Ασία. Ευλογημένος άνθρωπος του Θεού!
Ένα θα σας πω. Αγρυπνίες που κάμναμε! Δεκαπέντε ώρες αγρυπνία, αυτός ο άνθρωπος, ογδοηκοντούτις γέρων, δεν εκάθετο καθόλου στο κάθισμα. Από το θρόνο κατέβαινε στο στασίδι πάλι όρθιος. Καί στην Λειτουργία τρεις ώρες που ακολουθούσε μετά την πολύωρη Ακολουθία του Όρθρου, όρθιος! Τον βάζαμε μία καρέκλα να καθίσει και δεν ήθελε. Έλεγε «ακόμη η Παναγία μας δεν με κούρασε» και ας έτρεμε όλος από την κούραση.
Αυτός ο άγιος Αρχιερέας, αυτός μας είπε. Αυτός είδε τον κοιμώμενο αυτόν Στρατηγό Ιωάννη, που θα αναστηθεί όταν θα γίνει ο 3ος μεγάλος αυτός Παγκόσμιος Πόλεμος! Τον είδε!. Διότι χείλη αρχιερέως και ιερέως ου ψεύδονται.
Λοιπόν μας είπε την αλήθεια. Καί τον ρωτήσαμε. Διότι ζούσε τότε και ο μακαριστός μου και ο άγιος γέροντάς μου (σ.σ. ο περίφημος Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπηλαιώτης) και όλοι μαζί συνοδεία, τον είχαμε πάρει στο εκκλησάκι μας και εκεί καθίσαμε και τον κάμναμε τις ερωτήσεις. Καί μας τα έλεγε. Τα ακούσαμε με τα αυτιά μας.
Λέει «υπάρχει αυτός ο κοιμώμενος βασιλεύς και θα αναστηθεί»!
Τού λέμε «ποτέ Γέροντα; Πότε άγιε Αρχιερέα του Θεού»;
Λέει, «όταν θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος»!
Καί επίσης μας είπε ότι «το δεξί του χέρι είναι στη λαβή του σπαθιού! Το οποίο σπαθί είναι μες στην θήκη».
Καί μας έλεγε «όταν το σπαθί βγεί από τη θήκη του, τότε θα αρχίσει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος».
Καί εμείς από την περιέργειά μας του λέγαμε:
«Σεβασμιότατε πόσο απέχει το σπαθί από την θήκη»;
«Ολίγοι πόντοι εναπέμειναν για να βγεί» λέει…"!
Η αποκάλυψη αυτή του Αρχιερέως Ιεροθέου έγινε λίγο πριν τα γεγονότα του Πογκρόμ του 1955 σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ζώντος του οσίου Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή του Σπηλαιώτη, ο οποίος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1959 μ.Χ..
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ - δεκαετία 1970
Η παρακάτω μαρτυρία έχει δημοσιευθεί στο διαδίκτυο: "Η διήγηση που ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη ενός Καθηγητού του Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη μέσα στη δεκαετία του 70.
Εκεί είχε φίλους δύο Τούρκους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κων/πόλης. Σε συζήτηση που είχε μαζί τους για τα επερχόμενα ήρθε και το θέμα της επανάκτησης της Πόλης.
Τότε οι Τούρκοι καθηγητές (που απ΄ τη συνέχεια φαίνεται ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί) του είπαν:
"Θέλεις να σε πάμε να δείς κάτι μοναδικό, με την προϋπόθεση ότι θα σού δέσουμε τα μάτια καθ΄όλη την διαδρομή, ώστε να μην μπορείς να εντοπίσεις το μέρος. Γιατί αυτό που θα αντικρύσεις, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό"!
Εκείνος δέχτηκε και ξεκίνησαν με ένα τζιπ, αυτός με δεμένα τα μάτια, αλλά από την ώρα που έκαναν να φτάσουν στον προορισμό τους, υπολόγισε πως πρέπει να ήταν περί τα 10 χιλιόμετρα έξω απ΄ την Κων/πόλη. Τον κατέβασαν με δεμένα μάτια και τον οδήγησαν σε ένα μέρος που απ΄ την υγρασία κατάλαβε ότι ήταν σπήλαιο.
Προχώρησαν αρκετά μέσα στο σπήλαιο και όταν έφθασαν σε μία εσωτερική στοά του σπηλαίου του άνοιξαν τα μάτια. Αυτό που αντικρυσε υπερέβαινε ο,τι μπορούσε να είχε πριν φανταστεί! Η στοά ήταν αρκετά μεγάλη και σε κάποιο σημείο υπήρχε ένας ανοικτός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό. Μέσα στον τάφο είδε ένα άνδρα ντυμένο με ρούχα βασιλικά της Ρωμαίκης αυτοκρατορίας, διέκρινε δύο πορφυρούς σταυρούς στους ώμους, αλλά το συγκλονιστικό ήταν ότι ο άνδρας αυτός ήταν σαν ζωντανός που κοιμάται, είχε δηλαδή ροδαλό χρώμα σαν ζωντανός. Έφερε πλήρη πολεμική εξάρτιση της εποχής και είχε το χέρι του στο ξίφος το οποίο ήταν βγαλμένο σχεδόν όλο απέμεναν δε λίγα εκατοστά για να αποσπαστεί από τη θήκη του. και ενώ παρατηρούσε άναυδος, οι φίλοι του του είπαν:
"Αυτός είναι ο δούξ Ιωάννης Βατάτζης, βασιλεύς της Νίκαιας, αυτός θα ηγηθεί του γένους των Ρωμιών. Το μυστικό αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε κάποιους έμπιστους και η παράδοση λέει ότι όταν θα βγεί το σπαθί του τελείως απ΄ το θηκάρι, οι Έλληνες θα πάρουν πίσω ότι έχασαν τότε. Καί είναι γεγονός, το έχουμε παρατηρήσει ότι το ξίφος μετακινέιται κατά ένα-δύο χιλιοστά την πενταετία" (δεν είναι βέβαιο το διάστημα).
Τού έδεσαν τα μάτια πάλι και επέστρεψαν. Φίλος φίλου του καθηγητού και αυτοπτου μάρτυρος, το έχει διηγηθεί γύρω στο 1992 απ' ευθείας σε αδελφικό μου φίλο, γιατρό, αναπληρωτή διευθυντή κλινικής, πιστό και σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος μου το μετέφερε.
Τότε ήμασταν πολύ δύσπιστοι. Μάλιστα εγώ το είπα στον γέροντά μου που είναι δυσκολόπιστος σ΄αυτά και έχει διάκριση και το άκουσε με προσοχή. "Γιατί όχι;" τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει, "το κρατάμε στην καρδιά μας αφού είναι προσδοκία μας και εφ΄ όσον οι άγιοί μας έχουν πεί ότι θα γίνουν αυτά, δεν ψεύδονται". Ναί αλλά είναι ο Βατάτζης ο αγαθός βασιλεύς και θα αναστηθεί; τον ρώτησα. "Πολύ πιθανόν" μου απήντησε. Ξέροντας τον γέροντά μου κι εγώ κι ο φίλος μου θεωρήσαμε την απάντησή του σαν απόλυτη επιβεβαίωση. Παρ΄ όλα αυτά ήμασταν ακόμα επιφυλακτικοί.
Πολύ αργότερα το διασταυρώσαμε με ένα βίντεο όπου μιλάει ο γέρων Εφραίμ, κτήτωρ πολλών μοναστηριών στην Αμερική και λέει πως στο Αγ. Όρος είχε γνωρίσει έναν άγιο αρχιερέα τον Μηλιτουπόλεως Ιερόθεο που ζούσε τότε μονάζοντας στο Αγ. Όρος και του είχε διηγηθεί ότι σε επισκεψή του το 1952 στην Κων/πόλη είχε δεί (κάτω από ποιές συνθήκες δεν ξέρω) ακριβώς τα ίδια που περιγράψω πιο πάνω. Μάλιστα έλεγε "στον γ. Εφραίμ ότι "...λίγα εκατοστά παιδάκι μου είχε για να βγεί το σπαθί απ΄το θηκάρι του...". Τού το διηγήθηκε το 1955 και φοβόταν (με την εκδίωξη των Ελλήνων απ΄την Πόλη) μήπως είχε έρθει η ώρα του μεγάλου πολέμου. Στο βίντεο αυτό ο γέρων Εφραίμ τονίζει:"...και χείλη Αγίου Αρχιερερέως ου ψεύδονται..."
Καί η παραπάνω μαρτυρία επικαλείται την αποκάλυψη του Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ - δεκαετία 1980
Η επόμενη μαρτυρία δημοσιεύθηκε σε άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Κυπραίου – πρώτης παρουσιάστριας της Ελληνικής Τηλεόρασης - παραμονή της Αλώσεως, 28 Μαίου του 1990. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει μία συνταρακτική αποκάλυψη:
Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από δεκαετία, υπηρετούσαν, απ’ τη μία κι’ από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του.
«Τόσον καιρό», του είπε, «περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας , μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι’ εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σού το αποδείξω».
Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητό του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να να πλησίασαν στις παρυφές της, Ύπνος βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.
Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.
Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να ’ναι και κακές οι προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δύο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τούς βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Πού πήγαιναν, έτσι στα τυφλά; Πού κατευθύνονταν; Ανάστροφα στο χρόνο. Σε ποιόν χρόνο; Τον ανθρώπινο η τον Θεικό;
Ο Τούρκος ήξερε. Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση. Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακολουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα ’χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει. Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε; Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς; Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό.
Είχαν φτάσει στο τέρμα. Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της ύστατης ώρας. Πού ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου.
Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο; Καί τότε, τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος: «Εσείς οι Έλληνες, δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως δεν τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου».
Στο πάτωμα, μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ. Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια μου. Θαμπώθηκε η όρασή του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.
Μίλησε και πάλι ο Τούρκος: «Πριν μερικά χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά – σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε».
Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελένια πόρτα.
Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δεί. Μπήκαν στο αυτοκίνητο πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα. Δεν είχε ακόμη ξημερώσει σαν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά.
Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο.
«Γυρίζει πίσω το ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».
Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο.
Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγιάς. Κάναμε και μείς το σταυρό μας μουρμουρίζοντας «Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΑΛΩ»"!
Ο Στρατηγός αναφέρεται πως κοιμήθηκε το 2001 και τη μαρτυρία επιβεβαίωσε η αδελφή του Ελένη, η οποία ανέφερε επιπρόσθετα πως ο αδερφός της είχε δεί και μία επιγραφή πάνω από το κεφάλι του Μαρμαρωμένου Βασιλέα, που έγραφε το όνομα "Ιωάννης"!
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ
Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες (πολλά στενάκια - ελληνικά γράμματα) ο Μαρμαρωμένος πρέπει να βρίσκεται κάπου στην Κωνσταντινούπολη και το όνομά του είναι πράγματι ΙΩΑΝΝΗΣ!
Αφού υπάρχουν και διάφοροι Βυζαντινοί Χρησμοί και Προφητείες Αγίων μας, που μιλούν επακριβώς για αυτόν, αναφέροντας το όνομα "Ιωάννης" και προσδιορίζουν το μέρος που βρίσκεται:
1. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΑΤΑΡΩΝ γράφει: "απέλθετε επί τα δεξιά μέρη της Επταλόφου, και εκεί ευρήσεται άνθρωπον επί δύο κίονας, ιστάμενον εν κατηφεία πολλή (έσται δε λαμπρός το είδος, δίκαιος, ελεήμων, φορών πενιχρά, τη όψει αυστηρός και τη γνώμη πράος) έχοντα επί τον δεξιόν αυτού πόδα καλάμου τύλωμα, και φωνή υπό του αγγέλου κηρυχθήσεται, συνήσατε αυτόν Βασιλέα, και δώσουσιν αυτώ εις την δεξιάν χείρα ρομφαίαν, λέγοντες αυτώ, ανδρίζου Ιωάννη, και ίσχυε και νίκα τους εχθρούς σου, και επάρας την ρομφαίαν παρά αγγέλου, πατάξει τους Ισμαηλίτας Αιθίοπας, και πάσαν γενεάν άπιστον"!
2. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΑ ΣΎΜΦΩΝΩΝ (χωρίς φωνήεντα) ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (την οποία αποκωδικοποίησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος) γράφει: "σπεύσατε πολλά σπουδαίως εις τα δεξιά μέρη άνδρα εύρητε γεναίον θαυμαστόν και ρωμαλέον τούτον έξετε δεσπότην"!
3. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ αναφέρει: " Εν γαρ ταίς εσχάτοις ημέραις αναστήσει Κύριος ο Θεός βασιλέα από πενίας και πορεύεται εν δικαιοσύνη πολλή..."
4. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ γράφει σχετικά: "Καί τότε εξυπνήσει ο Άγιος Βασιλεύες, ο εν αρχή μεν του ονόματος αυτού το ι, και εν δε τω τέλει σ, έχων, α σημαίνουσι σωτηρίαν...." δηλαδή το όνομα Ιωάννης.
5. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ-ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ:
"Περί του θρυλουμένου πτωχού και εκλεκτού βασιλέως, τοϋ γνωστού και άγνωστου, τοϋκατοικοϋντος εν τη άκρα της Βυζαντίδος. Ο αληθινός βασιλεύς... ον εδίωξαν της οικίας αύτοϋ οι άνθρωποι... εις το τέλος των Ίσμαηλιτων αποκαλυφθήσεται... εν ήμερα Παρασκευή, ώρα τρίτη... αποκαλυφθήσεται..."
Καί σε άλλο σημείο: "Ερωτώσι δε τον Βασιλέα, γέλοντες πως ακούει το όνομά σου; ο δε αποκριθείς λέγει, ο πτωχός, ο πτωχολέων, το όνομά μου Ιω, των πάντων ήμην δραπέτης, και ήλθον να πληρώσω μόνον τας λστ' ημέρας. εγώ ειμί ο ο βασιλεύς ο πένης. π ελεών πτωχούς και πένητας, το δε όνομά μου, ιώτα και ω, συν τη μακρά, ο λέγεται Ιω, και ελήλυθα εις τον κόσμον εις Χριστιανών πρεσβείαν, ίνα φυλάττω χρόνους λστ'. Έπειτα πορεύομαι, όθεν εξήλθον, είτα έρχεται και ο λύκος ολόγας τινάς ημέρας"! "Ιω" όμως σημαίνει "Ιωάννης" και ως "λύκος" νοείται ο "Αντίχριστος", ο οποίος θα έρθει μετά τον Άγιο Βασιλέα, επειδή πρέπει να προηγηθεί ο ευαγγελισμός στην Ορθοδοξία όλης της ανθρωπότητας! Όσης απομείνει από τον φονικό Πόλεμο...
6. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ γράφει: "Τότε άγγελος εξ ουρανού καταβήσεται διά νεύσεως Θεού, έχων εν τη χερί αυτού σκήπτρον και ξίφος του Αγιωτάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, και τον ειρηνικόν στέψει βασιλέα. Ος και αυτόν μέσον πάντων εστίν εν τω πολέμω, δώσει δε αυτώ το σκήπτρον και το ξίφος, και το όνομα αυτού Ελεήμονα καλέσει"! Αυτό είναι όμως το προσωνύμιο του Αγίου Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, Αυτοκράτορος Νικαίας!
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΗΜΩΝ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΗ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΕΤΗ. ΑΜΗΝ!
Τελικά είχε άδικο ο Κώστας Γαβράς και είχε δίκιο η Εκκλησία. Θυμίζω την αντίδραση που προκάλεσε ανιστόρητη παρερμηνεία του γνωστού σκηνοθέτη, ο οποίος ανέλαβε να δημιουργήσει ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ για τους επισκέπτες του Μουσείου της Ακροπόλεως το 2009. Ο Γαβράς παρουσίαζε ανθρωπάκια με μαύρα ράσα -άμεση αναφορά σε ορθοδόξους ιερείς- να καταστρέφουν το αέτωμα του Παρθενώνα λόγω θρησκευτικού φανατισμού. Κι όμως ένα τέτοιο γεγονός ουδέποτε συνέβη ή τουλάχιστον δεν μαρτυρείται από τις ιστορικές πηγές. Και επειδή ιστορία είναι η μελέτη και τεκμηρίωση βάσει των κειμένων και των μνημείων της κάθε εποχής, έχουμε πλέον μία επιστημονική καταγραφή της βυζαντινής ιστορίας του Παρθενώνα. Πρόκειται για το βιβλίο του Αντώνη Καλδέλλη με τίτλο «Ο Βυζαντινός Παρθενώνας – Η Ακρόπολη ως σημείο συνάντησης χριστιανισμού και ελληνισμού», το οποίο κυκλοφορήθηκε στα αγγλικά το 2009 και τώρα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός (Αθήνα 2013). Ο συγγραφεύς, που διδάσκει Βυζαντινή Ιστορία στο Πολιτειακό πανεπιστήμιο του Οχάϊο των ΗΠΑ, καταγράφει την ιστορία του Παρθενώνα ως χριστιανικού ναού. Επί χίλια περίπου χρόνια η Θεοτόκος λατρεύθηκε στην Αθήνα με επίκεντρο τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε Ορθόδοξο Ναό, την Παναγία την Αθηνιώτισσα. Το 1205 οι Σταυροφόροι τον μετέτρεψαν σε Ρωμαιοκαθολικό Ναό. Ο Καλδέλλης παρατηρεί βάσει των πηγών ότι μεγαλύτερη και γεωγραφικά ευρύτερη φήμη είχε ο ναός κατά τη χριστιανική περίοδο παρά κατά την αρχαία και ελληνιστική. Χιλιάδες ταξιδιώτες έρχονταν ως προσκυνητές από όλη την Οικουμένη για να προσκυνήσουν το ιερό της Θεοτόκου, τον Παρθενώνα. Μεταξύ αυτών ο Όσιος Νίκων, πολιούχος της Σπάρτης, ο Όσιος Λουκάς που έκτισε το σπουδαίο μοναστήρι του στη Βοιωτία και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών (ο Βουλγαροκτόνος). Αυτό το προσκύνημα του Βασιλείου το 1018, μετά τη συντριβή των Βουλγάρων, καταγράφει και ο Κωστής Παλαμάς στο επικό ποίημά του «Η Φλογέρα του βασιλιά». Από το επιστημονικό πόνημα του καθηγητή Καλδέλλη αντιγράφω το συμπέρασμά του για την καταστροφή του αετώματος. Γράφει στη σελίδα 80: «Η αφαίρεση αυτού του τμήματος του ανατολικού αετώματος δεν είχε ασφαλώς να κάνει με τις βλάβες που υπέστη ο ναός κατά τη φωτιά. Σχετιζόταν μάλλον με αρχιτεκτονικές τροποποιήσεις παρά με θρησκευτικά ζητήματα. Ούτε όμως και η ζωφόρος που περιέτρεχε τον σηκό βανδαλίστηκε για θρησκευτικούς λόγους -τα παράθυρα ανοίχτηκαν μόνο για να περάσει το φως». Το βιβλίο προβάλλει τον Μητροπολίτη Μιχαήλ Χωνιάτη ως εκφραστή της συνάντησης Χριστιανισμού και Ελληνισμού, η οποία επετεύχθη στο Βυζάντιο με δυσκολίες αρχικά, αλλά με θαυμαστά αποτελέσματα στη συνέχεια. Η ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας έχει τις ρίζες σε εκείνη την περίοδο, γι’ αυτό μόνον φανατικοί ή αγράμματοι επιχειρούν να απορρίψουν το Βυζάντιο (Ρωμανία). Παραθέτω τις σχετικές επισημάνσεις από το Επίμετρο του Καλδέλλη (σελ. 348-349): «Η ειρωνεία είναι εντυπωσιακή. Οι βυζαντινοί Αθηναίοι, οι οποίοι ως χριστιανοί βρίσκονταν στον αντίποδα του «Ελληνισμού» και οι οποίοι παρεμπιπτόντως δεν είχαν καμία υποχρέωση να διασώζουν μνημεία, διατήρησαν τον Παρθενώνα σχεδόν ανέπαφο και του επιφύλαξαν μία εξιδανικευμένη θέση στη χριστιανική λατρευτική τους πρακτική. Αντίθετα το σύγχρονο κράτος και οι λειτουργοί του κατά τον 19ο αιώνα… εξάλειψαν σκόπιμα κάθε ίχνος στην Ακρόπολη που ανήκε στη μακρά περίοδο της «βάρβαρης» ιστορίας, που θεωρούσαν προσβλητική -δηλαδή τα 2000 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το έτος 1821 μ.Χ. ….. Παρομοίως κατεδαφίστηκαν πολλές από τις βυζαντινές εκκλησίες της πόλης και τούτο έγινε με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό. Η νεωτερικότητα έχει παρουσιαστεί παντοιοτρόπως ως η νόμιμη κληρονόμος του κλασικού κόσμου και στο όνομά της έχουν στηθεί αφηγήσεις που δεν συμπεριλαμβάνουν το Βυζάντιο». Ο Βυζαντινός Παρθενώνας είναι κομμάτι της Ιστορίας μας και της ψυχής μας.
Κωνσταντίνος Χολέβας – Πολιτικός Επιστήμων
ΠΗΓΗ: www.antibaro.gr/article/8820
- O Clifton R. Fox Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, USA επισημαίνει:
“Οι άνθρωποι που ζούσαν στη ‘Βυζαντινή Αυτοκρατορία’ ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη ‘Βυζαντινός’. Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία.
Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της ‘Ρώμης’ είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. (σ.σ. και άρα και στους υπόλοιπους Έλληνες της Μ. Ελλάδος).
Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) ‘Imperium Romanorum’ (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το ‘Ρωμανία’ (Χώρα των Ρωμαίων)” (http://www.tc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/, «Celator», Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996. Μετάφραση στα Ελληνικά, του ξενόγλωσσου άρθρου, στο: www.romanity.org ).
- Ο Lorenz Gyomorey, λέει:
“Στην ονομασία της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη ‘ελληνορωμαϊκή’ κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την ‘Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους’ ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμηοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψη κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών” (Lorenz Gyomorey, «Η δύση της Δύσης», εκδ. Παπαζήση).
- Ο ιστορικός Otto Mazal, γράφει:
“Οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum,ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης, αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως ‘βασίλειο των Γραικών’ (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση” (“Byzanz und das Abendland”, Wien 1981, s. 8,11).
Στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, διαβάζουμε:
“Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέεται κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες της Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romano rum. Η σύνδεση της ονομασίας Βυζάντιο με την αυτοκρατορία έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των Βυζαντινών ιστορικών (“Corpus Byzantinae Historiae”, 1562) και καθιερώθηκε γενικά, αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος).
Μερική επίσης, ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικού σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) (…) και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος. Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής, συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου αυτοκράτωρ Ρωμαίων (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη” (Εγκυκλ. Britannica, «Βυζάντιο»).
Λέει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:
“Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) εσκοτώθη, δεν έκαμε καμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.” (Θ. Κολοκοτρώνη, «Aπομνημονεύματα», εκδ. Αφών Τολίδη).
“Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιέννης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος ‘βυζαντινισμός’ δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger, ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ ‘Byzantinistik’ και ‘Neogrzistik’, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο (σ.σ διάβαζε: Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα”» («Επομένοι τοις θείοις πατράσι, αρχές και κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”», εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 1997).
“Δεν είναι εκκλησία αυτό που νομίζουμε”.
“Μας πήραν μωρά παιδιά από το μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση. Μας απομάκρυναν από το σπίτι μας. Μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας. Βάλθηκαν να μας ξεμάθουν τη μητρική μας γλώσσα, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου. Ποιοί; Όσοι θέλησαν δια της βίας να μας σώσουν: οι διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι… μέχρι σήμερα. Μαζί μ’ αυτούς όλοι όσοι θεωρήσαμε τα φώτα τους φώτα, τον πολιτισμό τους πρόοδο. Και έτσι στα τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική, πήραμε το κάθετί απ’ αυτούς σαν ανώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σε τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωής, αρχιτεκτονική, μουσική…). Και βασανίζεται το ΄είναι΄ μας. Απορρίπτει ο οργανισμός μας ένα ένα τα μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Και συνέχεια μας μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τα οποία αποβάλλονται και φανερώνεται με την προσωπική συμπεριφορά ποιός είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας του λειτουργημένου λαού μας.
Δεν είναι η Εκκλησία αυτή που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψωμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με ‘μεσαιωνισμούς’, ‘μυστικισμούς’, ‘κληρικαλισμούς’, ‘σχολαστικισμούς’ που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν, ότι σε Δύση και Ανατολή, όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστιες που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.
Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν και υπάρχουν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπήρξαν και υπάρχουν αδύνατοι, με πτώσεις και ελαττώματα. Αυτό κάνει ακόμα πιο συμπαθή την ίδια την Ορθοδοξία και αναδεικνύει την ανοχή της αγάπης της και την αλήθεια του μηνύματός της”».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
O Victor Berard ήταν Γάλλος περιηγητής, ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου και πολιτικός, ο οποίος κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνος (δηλαδή έναν ακριβώς αιώνα μετά τον θάνατο του Pήγα Φεραίου στο Βελιγράδι (24-6-1798)) ταξίδεψε στα Βαλκάνια. Τις εντυπώσεις του και τα σχόλιά του για τα τότε ανακινούμενα ζητήματα, όπως το Mακεδονικό, η εμφάνιση αλβανικού έθνους, ο Πανσλαβισμός κ.ά. κατέγραψε σε βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1987 και στα ελληνικά με τίτλο: “Τουρκία και Ελληνισμός – Οδοιπορικό στη Μακεδονία” (Εκδ. Tροχαλία). Από την σελίδα 211 της ελληνικής εκδόσεως, διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο μας δείχνει πως οι ιδέες του Pήγα Φεραίου, δεν ήταν ουτοπία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό διαδεδομένες:
“(…) Mέ την ιδιότητά μας ως Γάλλων, είμαστε στο Mοναστήρι προστατευόμενοι του Έλληνα προξένου. Aπ’ αυτό ίσως να υποφέρει λίγο η εθνική μας φιλοτιμία αλλά ωφελείται η παιδεία μας. Zούμε παρέα με τον Mεγαλέξανδρο και τον Aριστοτέλη, γνήσιους Mακεδόνες. Σήμερα το πρωί ο πρόξενος μας διάβαζε τον Θούριο του Pήγα, του μέν Pήγα του Mακεδόνα (σημ. ο Bernard προφανώς δέχεται την ερμηνεία ότι ο Pήγας γεννήθηκε στο Bελεστίνο, αλλ’ από γονείς προερχομένους από το χωριό Περιβόλι της Δυτικής Mακεδονίας), του εταιριστή του περασμένου αιώνα, που ήθελε να ξεσηκώσει τις παραδουνάβιες επαρχίες και πέθανε προδομένος από την Aυστρία στον Tούρκο δήμιο” (http://www.perivoli.gr/istoria.html):
Σουλιώτες και Mανιάτες, λιοντάρια ξακουστά…
Mαυροβουνιού καπλάνια, Oλύμπου σταυραετοί…
Kι Aγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή!…
Aνδρείοι, Mακεδόνες, ορμήσατ’ ως θεριά…
Tου Σάβου και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί…
Nα σφάξωμεν τους λύκους, που τόν ζυγόν βαστούν,
καί Έλληνας τολμώσι σκληρά να τυραννούν.
Ήταν ένας καιρός όπου, από τον Kάβο - Mαταπά μέχρι το Δούναβη και από την Aδριατική ως τη Mαύρη Θάλασσα, Xριστιανός και Έλληνας ήταν λέξεις συνώνυμες. Oι σταυραετοί της Mάνης και τα καπλάνια του Mαυροβουνιού, τα ξεφτέρια του Σάβου και οι Mακεδόνες δέχονταν το όνομα Έλληνες πολύ καιρό ακόμη μετά τον θάνατο του Pήγα, του οποίου τους στίχους παραθέσαμε πιό πάνω…”
Η περιγραφή του Γάλλου (ιστορικού και περιηγητή) που μιλάει για την Oρθόδοξη Kοινοπολιτεία των Βαλκανικών λαών είναι χαρακτηριστική. Αυτή η κατάσταση είχε διαμορφωθεί υπό την εθναρχική και πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στα πλαίσια του Γένους των Ρωμηών (Pούμ μιλλέτ). Αυτή την Ελληνιστική υπερδύναμη ήθελε να αναστήσει και ο Καποδίστριας, αλλα και ο Μακρυγιάννης, ο οποίος έλεγε: “Να αναλάβομεν και να γένομεν και ένα όλοι οι ομόθρησκοι” (Στρατηγού Μακρυγιάννη “Οράματα και Θάματα”, Αθήνα 1983, σελ 177) καθώς και “Θα κάμωμεν το Ρωμαίικο” («Απομνημονεύματα», εκδ Μπάϋρον, σ.174).
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ “ΕΛΛΗΝ” ΚΑΙ “ΕΛΛΑΔΑ”
Οι λέξεις “Ελλην” και “Ελλάδα”, ήταν πλέον περιγραφικές της εθνότητας ΟΛΩΝ των κατοίκων των Βαλκανίων! Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν ελληνιστικό υπόβαθρο, αλλά εμείς, με την εμμονή στον εθνικισμό (λόγω της ηγεμονίας των ξένων, οι οποίοι δεν ήθελαν αναβίωση της Ρωμανίας), αναγκάσαμε τους υπόλοιπους λαούς να αυτονομηθούν, χάνοντας ίσως για πάντα την πολιτισμική ηγεσία των Βαλκανίων. Το όνομα Ελλάδα στην αρχή της επανάστασης του 1821 βεβαίως ουδεμία σχέση είχε με τις φαντασιώσεις των σημερινών “αρχαιόπληκτων”. Ελλάδα σήμαινε τα Βαλκάνια. “Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, εν ένι λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα δια να αποτινάξει τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων”, λέει στην προκήρυξή του στο Ιάσιο (24-2-1821) ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είναι “Έλληνες”. Το ίδιο λέει κι ο Θ. Νέγρης στο “Ανάπτυξις του νόμου της Επιδαύρου” στα 1824».
Από το υπό έκδοση βιβλίο: ΦΡΑΓΚΟCΥΝΗ←«ΜΝΗΜΟΝΙΟ»→ΡΩΜΗΟCΥΝΗ του Ρωμανού Ξενοφάνους Ανδρούτσου
Προσμένοντας την ανάσταση του μαρμαρωμένου βασιλιά
Στις 29 του Μάη του 1453 σίγησαν τα αηδόνια, πήραν να κλαίνε τα πουλιά. Πήραν να αποπαίρνουνε τα οργισμένα χρόνια. Ημέρα Τρίτη:
«Εκειν’ η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη,
της Τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης…»
Μελαγχόλησαν οι καιροί. Μέσα στον θρήνο των πουλιών μαρμάρωσε ο βασιλιάς. Δεν πέθανε, κοιμάται. Τον κρύψανε οι άγγελοι σε μια θεόχτιστη σπηλιά. Εκεί την μέρα καρτερεί, να του μιλήσει ο ουρανός, να αναστηθεί…
Με θρύλους και με όνειρα έντυσε ο πόνος των ψυχών τις πόλεως το πάρσιμο ο κόσμημα του κόσμου. 560 χρόνια κύλησαν με δάκρυ ποτισμένα. Πολλά για μας. Λίγα για Κείνον, που αφανώς τον κόσμο κυβερνάει και αλλιώς μετράει το χρόνο: «Χίλια έτη εν οφθαλμοις σου ως η ημέρα η εχθες, ήτις διήλθε, και φυλακή εν νυκτί » Στα μάτια σου τα χίλια χρόνια δεν είναι παρά μια μέρα μόνο, η χθεσινή, και σαν μια αλλαγή νυχτερινής φρουράς. (Ψαλμ. πθ[89] 4)
Κάποτε ωστόσο έρχεται και Κείνος στα μέτρα μας . Συντέμνει το χρόνο, περιμαζεύει τους καιρούς. Το κάνει συνήθως τότε που η κακία πνιγεί τον κόσμο και ωριμάζουν από ώρα σε ώρα οι ψυχές.
Ωρίμασαν;
Στους καιρούς μας ο κόσμος είναι πνιγμένος στο κακό. Η ίδια η Πόλη έχει πνιγεί στων άλλων φύλων τις ορδές. 20 ίσως και πάνω από 20, εκατομμύρια τα πλήθη που τώρα την καταπατούν.
Δυο ολόκληρες Ελλάδες! Και μέσα εκεί σταγόνα στον ωκεανό ,οι λίγοι οι αληθινοί ιδιοκτήτες της. Μια χούφτα μόνο, οι απροσκύνητοι Ρωμιοί. Και κει ακλόνητος σε όλους τους δίσεκτους καιρούς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αγωνία κάνει τον πόνο προσευχή «Έως πότε Κύριε; δεν συντάμεις τον καιρό;».
Έτσι ξεχείλισε κάποτε και του προφήτη Δανιήλ η εναγώνια κραυγή στη Βαβυλώνα : Πότε η αιχμαλωσία του λαού θα πάρει τέλος; Αλλά η απάντηση του Θεού τον μετέφερε σε άλλο επίπεδο : από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, στην αιχμαλωσία της αμαρτίας και του θανάτου. Η πρώτη θα τελείωνε σε λίγο με τη συμπλήρωση 70 χρόνων όπως είχε ο προφήτης Ιερεμίας προφητευσει. Η δεύτερη σε εβδομήντα εβδομάδες ετών, 490 χρόνια! Στα 490 ακριβώς χρόνια, όπως είχε ορίσει ο Θεός ,προσφέρθηκε η λυτρωτική θυσία του Γολγοθά και η Ανάσταση του Χριστού άλλαξε την πορεία του κόσμου. Περισσότερες από 70, εβδομήντα μια ακριβώς εβδομάδες ετών- 560 χρόνια- συμπληρώνονται φέτος από την μαγιάτικη μέρα του 1453. Η αιχμαλωσία παρατάθηκε πολύ. Καιρός οι μύθοι να γίνουν ιστορία και να αντηχήσει επιτέλους γρήγορος και θριαμβικός ο καλπασμός του αλόγου του μαρμαρωμένου βασιλιά
Βλέπετε ότι πάμε από το κακό στο χειρότερο, θα παρατηρήσει απορημένος κάποιος. Ο τόπος έχει βουλιάξει στα χρέη, οι δανειστές τον πνίγουν. Και η Κύπρος, ολόλαμπρη διαμαντόπετρα της Μεσογείου βυθίζεται σε νέα κατοχή. Που ακούτε καλπασμούς αλόγων; Το σκοτάδι πυκνώνει απελπιστικά. Από πού αντλείτε την αισιοδοξία σας;
Την αντλούμε ακριβώς από αυτό το υπερπυκνο σκοτάδι. Διότι το πιο πυκνό σκοτάδι είναι λίγο πριν απ την αυγή. Τότε που σβήνουν όλα τα άστρα και χάνεται το χλωμό φως του μισού φεγγαριού. Κι άρα και τούτη την ώρα που έσβησαν τα χλωμά φώτα του κόσμου, τούτη την ώρα που οι ανθρώπινες ελπίδες μας έγιναν σκόνη και κουρνιαχτός, τούτη την ώρα προσμένουμε να ροδίσει η αυγή, να ανατείλει ο ήλιος. Τούτη η ώρα είναι η ώρα του Θεού και προσδοκούμε τη μεγάλη αλλαγή: να λάμψει το φως της μεγάλης εκκλησίας σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης.
Και μακάριοι όσοι τη σκοτεινή ώρα της μεγάλης αναμονής μείνουν πιστοί κι αλύγιστοι προσμένοντας την ανάσταση του μαρμαρωμένου βασιλιά.
Πηγή: Περιοδικό «ο Σωτήρ» Μάιος 2013
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
(Ἀπόκριση Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου πρὸς Μωάμεθ Β΄ τὸν Πορθητή).
Οἱ κυριότεροι βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ χρονογράφοι, οἱ ὁποῖοι κατέγραψαν καὶ διέσωσαν αὐθεντικὰ καὶ τεκμηριωμένα τὰ γεγονότα, πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ Δούκας, ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ὁ Γεώργιος Φραντζὴς καὶ ὁ Μιχαὴλ Κριτόβουλος. Μὲ γνώμονα τὴν ἱστορικὴ γραφὴ τῶν παραπάνω χρονογράφων συντίθεται τὸ «Χρονικόν τῆς ἁλώσεως» μέχρι τὴν 29η Μαΐου τοῦ 1453, ἡμέρα ποὺ σφράγισε ἐπὶ αἰῶνες τὴν πορεία τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1448 ἐκοιμήθη ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Ἡ΄ Παλαιολόγος καὶ διάδοχος αὐτοῦ ὁρίσθηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ὁ Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος ἐστέφθη στὸ Δεσποτάτο τοῦ Μυστρὰ καὶ «ἐγένετο παρὰ πάντων δεκτὸς» στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, κατὰ τὸ ἔτος 1451, εἶχε πεθάνει ὁ Σουλτάνος τῶν ὀθωμανῶν Μουρὰτ Β΄ καὶ διάδοχός του ἀνεδείχθη στὴν Ἀνδριανούπολη ὁ υἱός του, Μωάμεθ Β΄ ὁ μετέπειτα πορθητὴς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπὸ τὸν Μάρτιο μέχρι καὶ τὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 1452 οἰκοδομεῖται ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐπίβλεψη τοῦ Μωάμεθ τὸ νέο φρούριο τῶν ὀθωμανῶν στὸ πιὸ στενὸ καὶ...
δυσπλευτο σημεῖο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου νὰ ἐλέγχεται ἀπολύτως ὑπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς ἡ δίοδος τοῦ Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οἱ ὀθωμανοὶ προβαίνουν σὲ σκληρὲς λεηλασίες στὸν εὐρύτερο χῶρο τοῦ νέου φρουρίου καὶ δημιουργοῦν τὰ πρῶτα σοβαρὰ πλήγματα στοὺς βυζαντινούς. Τότε ἀκριβῶς (Ἰούλιος τοῦ 1453) ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ἀναγκάζεται νὰ σφραγίσει τὶς πύλες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ἀγωνιᾶ καὶ ὑποφέρει βλέπει ὅτι οἱ Ρωμηοὶ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ Γένους. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὴ τῶν τότε ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι ὁ Μωάμεθ στὴν Ἀνδριανούπολη «οἶκοι διάγων οὐκ ἐδίδου ἀνάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, ἀλλὰ καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρα τὴν πάσαν φροντίδαν τῆς πόλεως εἶχε, πῶς αὐτὴν καταλάβοι, πῶς κύριος αὐτῆς γένοιτο». Τότε συμβαίνει ἀναπάντεχα ἀκόμη ἕνα κακό. Κάποιος ἰκανότατος μηχανικὸς –πιθανότατα Οὖγγρος- μεταπηδᾶ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς στοὺς ὀθωμανοὺς ἔναντι ἀδρᾶς ἀμοιβῆς καὶ ἀναλαμβάνει νὰ κατασκευάσει ἕνα τεράστιο σὲ μέγεθος κανόνι, τοῦ ὁποίου ἡ ἀποτελεσματικότητα νὰ καταστρέφει τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπεδείχθη ἐφιαλτικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους οἱ βυζαντινοὶ μὲ τὴν ἀποστολὴ πρέσβεων ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Οὐγγαρία, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης Οὐνυάδης γιὰ τὴν παροχὴ στρατιωτικῆς ἐνισχύσεως ὑπὲρ τῶν βυζαντινῶν ζητεῖ ὡς ἀντάλλαγμα τουλάχιστον τὴν πόλη τῆς Μεσημβρίας στὸν Εὔξεινο Πόντο.
Κατὰ τοὺς μῆνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο τοῦ 1452 ἐνεργοποιοῦνται στοιχειωδῶς καὶ βαθμιαία ἡ Βενετία καὶ ἡ Γένοβα ὕστερα ἀπὸ σειρὰ σοβαρῶν ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων τῶν ὀθωμανῶν ἐναντίον δικῶν τους ὑπηκόων. Ὑποβάλλουν αἰτήσεις γιὰ παρέμβαση τοῦ Πάπα Νικολάου Ε΄ πρὸς τοὺς Δυτικοὺς ἡγεμόνες καὶ τελικῶς ἀποφασίζουν τὴν στρατιωτικὴ ἐνίσχυση μόνον τῶν δικῶν τους ἐγκαταστάσεων στὸν Εὔξεινο Πόντο καὶ στὴ συνοικία Πέραν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅλα αὐτὰ πρὸς ὑπεράσπιση τῶν οἰκονομικῶν τους συμφερόντων καὶ ὄχι ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1452 γίνονται στὴν Κωνσταντινούπολη δεκτοὶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐξωμότης Ἐπίσκοπός τοῦ Κιέβου Ἰσίδωρος ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα καὶ ὁ Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης. Οἱ δύο αὐτοὶ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι στὶς 12 Δεκεμβρίου 1452 μὲ συναίνεση καὶ παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στὴν Ἁγία Σοφία ἡ ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν προκαλώντας τὴν ἐντονότατη δημόσια ἀντίδραση τῆς μερίδος τῶν ὀρθοδόξων ἀνθενωτικῶν, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν ὅτι τίποτε δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναμένουν ὡς βοήθεια ἀπὸ τοὺς Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ὅτι τὸ ἀνοσιούργημα τῆς ψευδοενώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἐθεωρήθη ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς Πόλεως ὡς πράξη ἀσυγχώρητη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπο αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς καὶ ἡ Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων ὀθωμανῶν.
Στὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1452 ἀποφασίζεται νὰ παραμείνουν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἄμυνά της ὅσα πλοῖα εἶχαν ἐλλιμενισθεῖ γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους, ἀλλὰ ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ αὐτὰ –κυρίως βενετικὰ- δὲν πειθαρχεῖ καὶ ἀποχωρεῖ φυγαδεύοντας καὶ ἑκατοντάδες ἐνόπλους ἄνδρες.
Στὰ τέλη Φεβρουαρίου μὲ ἀρχὲς Μαρτίου τοῦ 1453 οἱ ὀθωμανοὶ μεταφέρουν τὸ μεγάλο κανόνι ἀπὸ τὴν Ἀνδριανούπολη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεντρώνουν σταδιακὰ τὰ στρατιωτικὰ σώματα τοῦ Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις ἀπέναντι ἀπὸ τὰ χερσαία τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σταδιακὰ ἀποκλείουν τὴν Πόλη ἀπὸ ξηρᾶς.
Οἱ βυζαντινοὶ ἐνισχύουν μὲ κάθε μέσο τὰ τείχη, χερσαῖα καὶ θαλάσσια, καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου κλείουν μὲ τὴν μεγάλη ἁλυσίδα τὴν εἴσοδο τοῦ Κερατίου κόλπου. Παρὰ τὴν κρισιμότητα τῶν στιγμῶν ἡ ἀντιπαράθεση ἑνωτικῶν καὶ ἀνθενωτικῶν εἶναι πάντοτε αἰσθητή. Γράφεται μάλιστα ὅτι ὁ Μέγας Δούκας Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὅταν εἶδε τὸν ἀναρίθμητο στρατὸ τῶν ὀθωμανῶν, εἶπε: «κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέση τῆ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν». (Εἶναι καλύτερο νὰ δεῖ κάποιος στὴ μέση τῆς Πόλεως νὰ βασιλεύει τουρκικὸ φρακιόλιο παρὰ παπικὴ τιάρα).
Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ὑπερασπίζει μάχιμες θέσεις καὶ κυρίως τὴν κεντρικὴ χερσαία Πύλη, τὴν γνωστὴ ὡς Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἐνῶ σῶμα ἐνόπλων κινεῖται σὲ διάφορα σημεῖα στὸ ἐσωτερικο τῆς Πόλεως. Τὸ σύνολο τῶν τότε κατοίκων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέρχονταν στὶς 50.000 καὶ ἀπὸ αὐτούς, οἱ μὲν ἔνοπλοι βυζαντινοὶ ἦταν περίπου 7.000, ἐνῶ 2.000 ἦταν οἱ Βενετοὶ καὶ οἱ Γενουάτες. Στὸ πεδίο τῆς μάχης δηλαδὴ ἡ ἀναλογία ἦταν ἕνας Ρωμηὸς πρὸς εἴκοσι ὀθωμανούς.
Στὶς 5-7 Ἀπριλίου ἔχουμε τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας τῆς Πόλεως καὶ στὶς 12 Ἀπριλίου ἀρχίζουν συνεχεῖς κανονιοβολισμοὶ τῶν χερσαίων τειχῶν, ἡμέρα καὶ νύκτα, ἀπὸ τοὺς ὀθωμανούς. Οἱ βυζαντινοὶ μὲ ἐπινοητικότητα προσπαθοῦν μὲ εἰδικὲς κατασκευὲς νὰ ἐξουδετερώσουν τὶς βολές, νὰ κλείσουν μὲ κάθε μέσο τὰ ρήγματα στὰ τείχη καὶ νὰ δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα καὶ προμαχῶνες.
Στὶς 18 Ἀπριλίου, κατὰ τὰ ξημερώματα, γίνεται ἡ πρώτη ἐπίθεση τῶν ὀθωμανῶν στὰ τείχη, ἀλλὰ ἀπωθοῦνται ἐπιτυχῶς ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν μεγάλη του ἀλαζονεία ὁρμᾶ στὴν θάλασσα καὶ τὴν ραβδίζει ὡς παρανοϊκός, ἐνῶ ἀντικαθιστᾶ καὶ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ στόλου του. Στὶς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ τεχνάζεται ἕνα πρωτοφανὲς σόφισμα. Διατάζει τὴν μεταφορὰ διὰ ξηρᾶς τῶν πολεμικῶν πλοίων του μέσα στὸν κεράτιο κόλπο. Ἡ μεταφορὰ τῶν πολεμικῶν πλοίων γίνεται πανηγυρικὰ καὶ μὲ τυμπανοκρουσίες μέσω εἰδικὰ διαμορφωμένης διόδου στὴν περιοχὴ τοῦ Γαλατὰ ἀπὸ τὸ Διπλοκιόνιον ἕως ἀπέναντι στὸ Κοσμίδιον.
Στὶς 7 Μαΐου γίνεται ἀποτυχημένη ἐπίθεση κατὰ τῶν χερσαίων τειχῶν μὲ 30.000 ἄνδρες καὶ ἰσχυρὲς ἀπώλειες γιὰ τοὺς ὀθωμανούς. Στὶς 12 Μαΐου ὁ Μωάμεθ τυφλωμένος ἀπὸ τὸ πάθος νὰ κατακτήσει τὴν Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη ἐπίθεση μὲ δύναμη 50.000 ἀνδρῶν κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Σὲ μάχη ἐπὶ τῶν τειχῶν κοντὰ στὰ ἀνάκτορα σημειώνονται μεγάλες ἀπώλειες καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη. Ὁ αὐτοκράτωρ ἐκείνη τὴ νύκτα παρὰ τὶς πιέσεις καὶ τὶς προτροπὲς ἀπὸ τὸ στενὸ περιβάλλον του δὲν ἐδέχθη νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Πόλη.
Ἄξιο ἰδιαίτερης μνείας εἶναι ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) ἡ πρόταση τοῦ Μωάμεθ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραδώσει τὴν Πόλη μὲ ἀντάλλαγμα τὴν περιουσία τοῦ ἰδίου, τῆς οἰκογένειας καὶ τῶν ἀρχόντων του. Τότε ὁ γενναῖος καὶ μαρτυρικὸς Ρωμηὸς αὐτοκράτορας ἀποκρίνεται στὸ Μωάμεθ: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Μεταξὺ 25ης καὶ 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα ἐντυπωσιακὰ δυσοίωνα, ὅπως ἡ πτώση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν λιτάνευσή της καὶ «τοῦτο παρὰ δόξαν γεγονὸς φρίκην τε πολλὴν καὶ ἀγωνίαν μεγίστην καὶ φόβον πάσιν ἀνέβαλεν». Παράλληλα, ἰσχυρὴ καταιγίδα μὲ ἀστραπὲς καὶ χαλάζι ἀναστατώνει τοὺς βυζαντινούς, ἐνῶ τὴν ἑπομένη «νέφος βαθὺ τὴν πόλιν πάσαν περιεκάλυψε ἀπὸ πρωίας βαθείας ἕως ἑσπέρας». Ὁρισμένοι μάλιστα ἱστορικοὶ χρονογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀναφέρουν ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς πολιορκίας μέχρι καὶ τὴν 27η Μαΐου, τρεῖς δηλαδὴ ἡμέρες πρὸ τῆς ἁλώσεως, ὁλόκληρη τὴν Πόλη ἐκάλυπτε περιφερόμενη οὐράνια φωτεινὴ νεφέλη, ἡ ὁποία ὅταν ἐξαφανίστηκε προκάλεσε τὸν τρόμο τῶν Ρωμηῶν, ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶχε πλέον ἀφήσει ἀπροστάτευτη τὴν Πόλη της στὰ χέρια τῶν ὀθωμανῶν.
Κατὰ τὶς δύο τελευταῖες ἡμέρες (26/27 Μαΐου) πρὸ τῆς ἁλώσεως ὁ ὀθωμανικὸς στρατὸς προετοιμαζόταν μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Φωτοχυσίες καὶ θορυβώδεις νυκτερινοὶ ἑορτασμοὶ στὸ ὀθωμανικὸ στρατόπεδο ἔσπερναν τὸν πανικὸ στοὺς πολιορκουμένους Ρωμηούς. Τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἐπιθέσεως (28 Μαΐου) ὁ Μωάμεθ ἀνακοινώνει στὰ στρατεύματά του ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ γίνει ἡ μεγάλη καὶ τελικὴ ἐπίθεση. Ἐπακολουθεῖ γενικὴ κινητοποίηση μὲ ὑποσχέσεις ἀνταμοιβῶν στοὺς στρατιῶτες, προσευχὲς καὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση, ἐνεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικῶν κατασκευῶν καὶ ἀλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.
Κατὰ τὰ ξημερώματα τῆς 29ης Μαΐου, ἡμέρα τῆς μάρτυρος Ἁγίας Θεοδοσίας, ἀρχίζει ἡ ἐπίθεση τῶν ὀθωμανῶν μὲ κύριο στόχο τὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Γίνονται ἀλλεπάλληλες προσπάθειες εἰσόδου διὰ μέσου τῶν τειχῶν, ἐνῶ ἐξακολουθοῦν οἱ κανονιοβολισμοί. Παρὰ τὴν σθεναρὴ ἀντίσταση τῶν πολιορκουμένων σχεδὸν ταυτόχρονα ἐπιτυγχάνεται ἡ διείσδυση τῶν ὀθωμανῶν γενιτσάρων ἀπὸ τὴν κερκόπορτα καὶ ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Χαρισίου. Ἡ κερκόπορτα ἦταν ὑπόγεια, κρυφή, παλαιὰ εἴσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον τοῦ παλατίου ποὺ εἶχαν ἀνοίξει προσφάτως γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες οἱ βυζαντινοί. Διαθρυλεῖται ὅτι τὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ εἶχαν ἀνοίξει στοὺς ὀθωμανοὺς γενιτσάρους γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν Πόλη ὁρισμένοι Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι συνεργάζονταν μαζί τους.
Ἐπικρατεῖ παντοῦ πανικὸς καὶ ὅλοι, κατακτητὲς καὶ μή, κατευθύνονται στὸ κέντρο τῆς Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, ἀγριότητα καὶ βιαιοπραγίες γιὰ τοὺς κατακτητές. Σφαγή, αἰχμαλωσία καὶ κάθε εἴδους ἀτίμωση γιὰ τοὺς κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὸ ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο καταγράφει ὁ χρονογράφος Φραντζὴς καὶ ἀφορᾶ τὴν πίστη καὶ τὴν ταπεινότητα τοῦ αὐτοκράτορος. Ἡ διήγησή του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐρχόμενος ὁ αὐτοκράτορας στὸν πάνσεπτο ἱερὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας γιὰ τὴν τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας καὶ γονυπετὴς μετέλαβε τὰ Ἄχραντα καὶ Θεία μυστήρια. Ἔπειτα μετέβη στὰ ἀνάκτορα, σταμάτησε γιὰ λίγο καὶ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τοὺς πάντες. Ποιὸς νὰ διηγηθεῖ τὰ κλάματα καὶ τοὺς θρήνους στὸ παλάτι ἐκείνη τὴν ὥρα; Ἀκόμη καὶ ἂν ὑπῆρχε ἄνθρωπος καμωμένος ἀπὸ ξύλο ἢ πέτρα ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ θρηνήσει».
Οἱ χρονογράφοι ἀναφέρουν ἐπίσης ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος βλέποντας τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως εἶπε γοερὰ τὶς ἑξῆς φράσεις: «Δὲν ὑπάρχει κανεὶς χριστιανὸς νὰ πάρει τὸ κεφάλι μου; Χίλιες φορὲς νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζήσω καὶ νὰ δῶ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης».
Τέτοιες ἦταν οἱ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες σφαγές, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες, ὥστε ὁ χρονογράφος Φραντζὴς δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ὅταν γράφει ὅτι: «σὲ ὁλόκληρη τὴν Κωνσταντινούπολη δὲν φαινόταν σπιθαμὴ χῶμα ἀπὸ τὶς σωροὺς τῶν νεκρῶν». Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔπαυσε ἡ λεηλασία καὶ ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ πορθητής, ἀφοῦ εἰσῆλθε ἔφιππος στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν νίκη του, μετέβαλε τὴν «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται σὲ τέμενος.
Ἡ Πόλη ἑάλω καὶ ἦταν Μάϊος τοῦ 1453. Κατὰ μήνα Μάϊο εἶχαν γίνει τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πάλι κατὰ μήνα Μάϊο «ἐπάρθεν ἡ Ρωμανία». Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας τὴν ἔχτισε καὶ ἐπὶ Κωνσταντίνου ἑάλω. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν καὶ παραμένει ἡ πόλη τῆς Θεοτόκου, ἡ πόλη τῶν θρύλων, τῶν δακρύων καὶ τῶν στεναγμῶν τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας. Τελικά, ἡ Πόλη τῶν πόλεων διαχρονικὰ ἀποτελεῖ τὴν «κιβωτὸ τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Τοῦ Ἰωάννου Ἐλ. Σιδηρᾶ, Θεολόγου – Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ – Νομικοῦ
Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος υπήρξε Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θάνατό του το 337 μ.Χ.. Υπήρξε αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. έως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.[1] .
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μόνο αυτός ο χαρισματικός ηγέτης, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και όχι κάποιος άλλος, καθιέρωσε αμετάκλητα τη χριστιανική διδασκαλία ως την επίσημη θρησκεία και αφιέρωσε όλη του την πολιτική δραστηριότητα υπέρ της επικρατήσεως του χριστιανισμού, τον οποίο ισχυροποίησε και ενδυνάμωσε. Η μεγάλη του βέβαια προσφορά – η οποία δέχεται και την σκληρότερη κριτική – ήταν να αντιληφθεί το μεγαλείο του Χριστιανισμού, για τον οποίο πίστεψε πως μπορεί να διαδραματίσει μέγιστο ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, γιατί ο Χριστιανισμός μαζί με τον Ελληνισμό, τον Ανθρωπισμό, την Αναγέννηση, τη Γαλλική Επανάσταση και τις άλλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, δημιούργησαν τον σύγχρονο πολιτισμό του λεγόμενου Δυτικού κόσμου.
Ο Κωνσταντίνος ενώ ζούσε στην αυλή του Διοκλητιανού, γνώριζε όλα τα αίτια καθώς και την έκταση των άγριων διωγμών εναντίον των χριστιανών. Το τέλος αυτών των διωγμών άρχισε μόνο μετά το όραμα του Κωνσταντίνου πριν από τη μάχη της Μαλβίας γέφυρας το 312 μ.Χ., όταν είδε (Κωνσταντίνο) στον ουρανό σχηματισμένο το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού, με την προτροπή: «εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: hoc signo victor eris)[2].
Αρχές του έτους 313 μ.Χ. αρχίζει η εποχή του Χριστιανισμού με το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (σημερινό Μιλάνο), με το οποίο δόθηκε στη χριστιανική θρησκεία απόλυτη ελευθερία και το οποίο δικαίως θεωρείται ως η Magna Charta της χαρακτηριστικής ομολογίας του Χριστιανισμού. Η ευνοϊκή και θετική στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στο Χριστιανισμό, από πολλούς θεωρήθηκε ως καιροσκοπισμός και ως ένας πολιτικός ελιγμός για την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Αυτό όμως δεν ευσταθεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Ήδη σπέρματα συμπάθειας του προς τον Χριστιανισμό υπήρχαν από το οικογενειακό του περιβάλλον. Όπως είναι γνωστό η μητέρα του Ελένη ήταν Χριστιανή. Αλλά και ο πατέρας του Κωνστάντιος Χλωρός αν και ειδωλολάτρης διάκειτο ευμενώς προς τους Χριστιανούς και όπως μας διασώζει και ο Ευσέβιος, όχι μόνο δεν τους κατεδίωκε αλλά συμβούλεψε τον Κωνσταντίνο, να πράξει και αυτός το ίδιο: « Ο βασιλεύς Κωνστάντιος, αφού πέρασε όλη του την ζωή πραότατα, φέρθηκε ευνοϊκά προς τους υπηκόους του και φιλικά προς τον θείο λόγο»[3]. Την ειλικρινή μεταστροφή του στο Χριστιανισμό δείχνει και το εξής γεγονός. Το 326 μ.Χ. μετέβη ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη για να γιορτάσει τα Βικενάλια, τα εικοσάχρονα δηλ. της βασιλείας του. Όταν κλήθηκε από την Σύγκλητο να συμμετάσχει σε ειδωλολατρική γιορτή, με θυσίες στους θεούς, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και τις ειρωνεύτηκε, με αποτέλεσμα ο οργισμένος όχλος να λιθοβολήσει το άγαλμά του. Όπως μας μαρτυρεί ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος, όχι μόνο δεν τιμώρησε τους ενόχους, αλλά χαριτολογώντας ρώτησε τους αυλικούς του, αν βλέπουν κάποια σημάδια στο πρόσωπό του και όταν έλαβε αρνητική απάντηση, άφησε ελεύθερους τους ενόχους[4].
Επιπλέον όσων έχουμε αναφέρει, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας και τούτο, ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στέλνει επιστολή στον βασιλιά των Περσών, Σαπώρ, στην οποία εκθειάζει το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης[5] . Περιττό, βέβαια, θεωρούμε να αναφερθούμε στα γνωστά μέτρα που πήρε υπέρ του Χριστιανισμού και τα οποία προκάλεσαν τη μήνιν των Εθνικών (ειδωλολατρών), π.χ. ανέγερση Ναών, σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, καθιέρωση Πάσχα και Κυριακής αργίας και τόσων άλλων που μπορεί να βρει ο αναγνώστης, στον «Βίον Κωνσταντίνου» του Ευσέβιου.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, έπειτα από τέσσερα χρόνια διωγμών, όμως, άρχισε να δείχνει ανοχή στους σχισματικούς, γιατί αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας και η ομόνοια μεταξύ των θρησκευτικών λειτουργών.
Από όλα τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος στην Ανατολή, το μεγαλύτερο ήταν η διαμάχη του Αλεξάνδρου, επισκόπου Αλεξανδρείας, με τον πρεσβύτερο Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου έως τον 7ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση και πέρα από τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού. Σε πολλές τοπικές συνόδους η διδασκαλία αυτή όπως και οι οπαδοί της είχαν καταδικαστεί και αναθεματιστεί, ωστόσο η επιρροή της αυξανόταν. Τον Φεβρουάριο του 325, ο Άρειος καταδικάστηκε ακόμα μία φορά στην Αντιόχεια, σε άλλη μια τοπική σύνοδο. Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα, ο Άρειος προσπάθησε να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη Νικομήδεια για να τον πείσει για το θεμιτό της διδασκαλίας του. Ο αυτοκράτορας, όμως, λόγω της δυσάρεστης πείρας του από το δονατιστικό σχίσμα της Βόρειας Αφρικής – για το οποίο αν και προηγείται χρονικά θα αναφερθούμε παρακάτω – εγκατέλειψε τα διπλωματικά μέσα και τα ημίμετρα και συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Σύνοδο της Εκκλησίας. H Σύνοδος αυτή δεν συγκλήθηκε ως «οικουμενική». Ο όρος αυτός είναι μεταγενέστερος, έχει θεολογικό και κυρίως δογματικό περιεχόμενο. Μία σύνοδος χαρακτηρίζεται οικουμενική από κάποια επόμενη που αποδέχεται τις αποφάσεις της προηγούμενης ως δογματικό θέσφατο και κυρίως για να αποδείξει ότι δέχεται το κύρος της προηγούμενης. Έτσι κατά τη Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος της Νίκαιας του 325 χαρακτηρίστηκε «Α΄ Οικουμενική».
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, 250 επίσκοποι και αναρίθμητοι πρεσβύτεροι, διάκονοι και ακόλουθοι συνέρρευσαν στη Νίκαια προς το τέλος της άνοιξης του 325 από κάθε άκρη της χριστιανοσύνης: «Καί Πέρσης ἐπίσκοπος τῇ συνόδῳ παρῆν, οὐδέ Σκύθης ἀπελιμπάνετο τῆς χορείας»[6]. Παρόλο που ο αυτοκράτορας ήταν αβάπτιστος και τότε ήταν ακόμα κατηχούμενος, ο ίδιος κήρυξε την έναρξη της Συνόδου και προήδρευε στις συνεδριάσεις της[7]. Η έναρξη οργανώθηκε, έτσι ώστε να συντελέσει στην προβολή του αυτοκρατορικού αξιώματος με τονισμό της υπόστασης του ηγεμόνα ως pontifex maximus του ρωμαϊκού κράτους. Όταν μαζεύτηκαν όλοι και δόθηκε το σύνθημα, οι πύλες άνοιξαν και εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος «οἵα Θεοῦ ἄγγελος, λαμπράν μεν ὣσπερ φωτός μαρμαρυγαῖς ἐξαστραπῶν περιβολήν, ἀλουργίδος πυρωποῖς καταλαμπόμενος ἀκτῖσι, χρυσοῦ τε καί λίθων πολυτελῶν διαυγέσι φέγγεσι κοσμούμενος»[8].9 Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος αποκρυστάλλωσε την ιερατική εικόνα του ηγεμόνα για ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή,10 τονίζοντας τον καισαροπαπισμό του κρατικού συστήματος κατά το Μεσαίωνα στην Ανατολή. Υποβάλλοντας όμως στους επισκόπους την ιδέα για το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος, ο Κωνσταντίνος θέλησε να επιδείξει στο κοινό και τη χριστιανική ταπεινότητα, που τυπικά τη θεωρούσε απαραίτητο χαρακτηριστικό του ηγεμόνα. Έτσι αρνήθηκε το κάθισμα που του πρότειναν, περιμένοντας ευλαβικά να πάρουν θέση πρώτα οι ιερείς, ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων προσπαθούσε συνέχεια να δημιουργεί κλίμα εγκαρδιότητας, εκφράζοντας με σπασμένα ελληνικά τη γνώμη του πάνω σε κάθε θέμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσέβιου.11 Τον εναρκτήριο λόγο του εκφώνησε στα λατινικά και τόνισε το θέμα της ειρήνης και της ομόνοιας μέσα στην Εκκλησία. Μετά τον εναρκτήριο λόγο του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: «Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του»[9].
Η Σύνοδος τελικά συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως[10]με τον κρίσιμο χαρακτηρισμό του Υιού ως «ομοουσίου» με τον Πατέρα, καθώς και 20 κανόνες που καθόριζαν θέματα θρησκευτικής προτεραιότητας και συμπεριφοράς. Επίσης ορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα. Αποφασίστηκε επίσης, σχεδόν ομόφωνα, να εξοριστεί ο Άρειος από την Αίγυπτο[11] – ενώ στην εξορία και την ταπείνωση τον ακολούθησαν οι οπαδοί του Ευσέβιου Νικομήδειας και του Θεόγνιδος Νικαίας. Είναι σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί ακριβής γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν οι συνεδριάσεις, επειδή τα πρακτικά αυτής της συνόδου δεν έχουν διασωθεί.[12] Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Κωνσταντίνος με τον ενεργό και αποφασιστικό ρόλο του σε όλη τη διαδικασία θεμελίωσε την αρχή της ανάμειξης της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά.
Το 313 ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε, όπως είδαμε, μαζί με τον συνάρχοντά του Λικίνιο το διάταγμα εκείνο που χάρισε την ειρήνη στην Εκκλησία. Μετά από το διάταγμα εκείνο ακολούθησαν και άλλα με τα οποία παραχωρήθηκαν διάφορα προνόμια στην Εκκλησία. Η συνεννόηση όμως των δύο αρχόντων δεν κράτησε για πολύ. Ο Λικίνιος άρχισε πάλι να υποστηρίζει την εθνική (ειδωλολατρική) θρησκεία. Έτσι ο πόλεμος μεταξύ των δύο αρχόντων (το 323) ήταν πόλεμος ανάμεσα σε δύο θρησκείες. Ο Χριστιανισμός νίκησε στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος από τότε πλέον αναδείχτηκε μονοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε τον Χριστιανισμό με όλη του την δύναμη, χωρίς όμως να εμποδίσει την εθνική θρησκεία. Μέχρι τον θάνατό του διατήρησε τον τίτλο του «μέγιστου ποντίφικα» της εθνικής θρησκείας, ενώ ταυτόχρονα ήταν κατηχούμενος στον Χριστιανισμό. Επάνω στα νομίσματά του ήταν αποτυπωμένες οι εικόνες του Χριστού και του ήλιου. Αλλά αυτά μονάχα ήταν τα κοινά σημεία που συνέδεαν ακόμη τον Κωνσταντίνο με την αρχαία πίστη, γιατί ήταν φανερό ότι είχε εγκαταλείψει όλα τα υπόλοιπα εθνικά θρησκευτικά έθιμα. Στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ανατολής ανήγειρε χριστιανικούς ναούς. Επάνω στον πανάγιο τάφο οικοδόμησε το ναό της Αναστάσεως του Χριστού. Τότε, κατά την παράδοση, βρήκε η μητέρα του, η αγία Ελένη, τον τίμιο Σταυρό. Το 330 μετέφερε την έδρα του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο, το οποίο μετονόμασε Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη και κατέστησε πρωτεύουσα του χριστιανικού Ελληνισμού. Βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του που συνέβη στην Νικομήδεια στις 21 Μαΐου του 337.
Ο Κωνσταντίνος διείδε με το αλάθητο της διορατικότητας, στην πειθαρχική αρμονία την οποία διέθετε η χριστιανική θρησκεία ότι επρόκειτο για ένα ζωντανό οργανισμό, γεμάτο σφρίγος και έτοιμο να διαδραματίσει ένα παγκόσμιο θετικό για το σύνολο του κράτους σκοπό. Έβλεπε παράλληλα, ότι η χριστιανική Εκκλησία αποτελούσε τον εγγυητή μιας εσωτερικής γαλήνης και ασφάλειας και με δοσμένη από το Θεό ελπίδα και βεβαιότητα θα συντελούσε στη στερέωση μιας διαρκούς ειρήνης. Μπορεί, στην ενέργειά του να αναγνωρίσει επίσημα τη χριστιανική θρησκεία, να συντέλεσαν και λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας. Όμως η ρίψη όλου του βάρους της αυτοκρατορικής του ιδιότητας υπέρ της θρησκείας αυτής, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη εκτεθεί, θα αποτελούσε έναν επικίνδυνο πειραματισμό, εάν δεν συνοδεύονταν από την προσωπική του πίστη, ότι αυτή είναι από Θεού δοσμένη θρησκεία.
Ο Χριστιανισμός, από τις πρώτες ώρες της επίσημης αναγνωρίσεώς του, έτυχε πολλαπλών προνομιών και άρχισε έτσι η επίσημη στερέωσή του με την κρατική συμπαράσταση, την ενεργητικότητα των επισκόπων, την πίστη των χριστιανών.
Ο όρος Καθολική Εκκλησία, αποτελούσε απ’ αρχής για τον Κωνσταντίνο έναν πολύ σπουδαίο ρόλο. Επιθυμούσε να είναι η Εκκλησία ενωμένη και αδιαίρετη, καθολική σε όλο του το κράτος. Την επιθυμία του και πρόθεσή του για το σκοπό αυτόν, εξέφρασε σε μία του επιστολή προς τον επίσκοπο Ελάφιο το 314 μ.Χ., στην οποία γράφει τα εξής παρακάτω: «Μόνο τότε θα είμαι ευτυχής και απόλυτα βέβαιος, ότι θα τύχω της ευτυχίας και της θεραπείας του παντοδύναμου Θεού, εάν διαπιστώσω ότι όλοι υπό την προκαθορισθείσα μορφή της καθολικής Εκκλησίας του Παναγίου Θεού τον τιμούν εν αδελφική ειρήνη».
Η επιστολή του αυτή γράφτηκε επ’ ευκαιρία του γενόμενου σχίσματος στην Αφρικανική εκκλησία, εξαιτίας των Δονατιστών. Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε σε εκκλησιαστικό δικαστήριο υπό την προεδρεία του επισκόπου Ρώμης Μιλτιάδη, ο οποίος συγκάλεσε σχετική επ’ αυτού Σύνοδο. Όταν οι Δονατιστές διαμαρτυρήθηκαν για την εκδοθείσα απόφαση, η οποία ήταν εναντίον τους, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε το 314 μια νέα Σύνοδο στην Άρλη και για την οποία και πάλι οι Δονατιστές διαμαρτυρήθηκαν. Τότε ο Κωνσταντίνος έγραψε και απέστειλε σ’ όλους του συνοδικούς επισκόπους μια επιστολή, στην οποία επισήμανε ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τους ιερωμένους σαν να είναι παρών ο Κύριος. Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος ήθελε να καθιερώσει και στη πράξη το θεσμό των Συνόδων, στον οποίο προσέδωσε μια ιδιαίτερη αρμοδιότητα Κανονικού Δικαίου, παράλληλα όμως ανέθεσε στους διοικητικούς υπάλληλους του κράτους του την παρακολούθηση της πιστής εφαρμογής των Συνοδικών αποφάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση των Δονατιστών σε μια επιστολή του προς τον αναπληρωτή επίσκοπο της Αφρικανικής Εκκλησίας Κέλσο έγραφε ότι θα μεταβεί ο ίδιος στην Αφρική με την απόφαση να διασκορπίσει και να εξαφανίσει τους ανυπότακτους, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πόσο μεγάλη σημασία έδινε στην ενότητα της εκκλησίας.
Σε ένδειξη της μεγαλοσύνης του και προκειμένου να επιτύχει την ενότητα στην εκκλησία της Αφρικής, ακύρωσε τις αποφάσεις του περί εξορίας πολλών Δονατιστών και τους επέτρεψε να επανέλθουν στις έδρες τους. Θα ήταν λάθος αν θεωρούσε κάποιος, ότι οι ενέργειές του αυτές αποτελούσαν μια παρέκκλιση της αρχής να αναμιγνύεται στην αυτονομία της εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ότι, η εκκλησία, με δεδομένη την παραχωρηθείσα ειρήνη και την απελευθέρωσή της σε μεγάλο βαθμό από την κρατική εξουσία, θα έπρεπε να αποδείξει έμπρακτα την αρμονική της συνεργασία με τις Διοικητικές Αρχές, ώστε Εκκλησία και κράτος να παγιώσουν τη γενική ειρήνη.
Παράλληλα η εκκλησία, απελευθερωμένη από τις διώξεις απολάμβανε σε πολύ μεγάλο βαθμό μια ελευθερία στην αυτοδιοίκησή της και ήταν πρόθυμη να αναγνωρίσει στον Κωνσταντίνο την ιδιαιτερότητα της χάρης του Θεού και προς το συμφέρον των πιστών της. Το χωρίς αντίρρηση αναγνωρισθέν από την εκκλησία στον Κωνσταντίνο δικαίωμα να συγκαλεί Συνόδους, βασιζόταν στην πεποίθηση της ηγεσίας της, ότι δια του ορθοδόξου αυτού τρόπου, η δική της πλειοψηφία αποφάσιζε και για θέματα καθαρά δογματικά για την ενότητα και την στερέωση της υπαρξής της. Δημιουργήθηκε έτσι, εκ των πραγμάτων, μια ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή, κυρίως μετά την εμφάνιση της Αρειανής αιρέσεως, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες και είχε αρμοδιότητα να αποφασίζει η ίδια η εκκλησία για την τύχη της. Στη λειτουργία αυτής της Αρχής, έγινε απ’ αρχής ολοφάνερο, ότι αδιάκοπη μέριμνα της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν να καθορισθεί, σύμφωνα με τις Αγίες Γραφές, μια ενιαία μορφή πίστης, η οποία θα θωράκιζε όλη την εκκλησία από τις προσπάθειες των αιρετικών να τη διασπάσουν και να καταστήσουν τον αυτοκράτορα προμαχώνα και παλλάδιο στην υπεράσπιση της πίστης αυτής.
Κατ’ εφαρμογή αυτής της αρχής και σαν απότοκο της Συνόδου της Νίκαιας, συντάχθηκε το σύμβολο της Πίστεως και άλλοι Εκκλησιαστικοί Κανόνες, που υπογράφτηκαν τη 19η Ιουλίου του 325. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, με την ενέργεια αυτή και την προσωπική του συμμετοχή στη Σύνοδο, κατόρθωσε να φέρει την ενότητα στην Εκκλησία και στο κράτος του.
Άλλωστε και ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας», αναφέρει για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ως θεμελιωτή της ενότητας της Εκκλησίας, τα εξής παρακάτω: «Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού – τους θεμελιωτές της φανέρωσης – Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας».
[1] The Oxford History of the Biblical World, OxfordUniversity Press, 2001, σ. 424.
[2] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία (Historia ecclesiastica).
[3] Ευσέβιος, «Εκκλ. Ιστ.»,βιβλίο 8, 13».
[4] Κυρ. Σιμόπουλος, «Βασανιστήρια και Εξουσία», σ. 276.
[5] N.H. Baynes, «Constantine the Great and the Christian Church», σ. 26.
[6] Ευσέβιος, Vita Constantini, βιβλ. 3, 7, 1.
[7] Βλάσιος Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, σ. 427.
[8] Ευσέβιος, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 3-4.
[9] Charles Matson Odahl, Constantine and the Christian Empire, 2004, Routledge, σ. 196. Επίσης, ο ιστορικός Foakes-Jackson αναφέρει: «Οι επίσκοποι άρχισαν να παρουσιάζουν τα πολυάριθμα αιτήματά τους στον Αυτοκράτορα αναφέροντας τις πικρίες τού ενός προς τον άλλον· αλλά ο Κωνσταντίνος τα συγκέντρωσε όλα μαζί και τα έκαψε στις φλόγες, έτσι ώστε ο κόσμος να μην γνωρίσει ότι χριστιανοί επίσκοποι είχαν διαφορές μεταξύ τους». (F.J. Foakes-Jackson, A History of the Christian Church: From the Earliest Times to A.D. 461, Cosimo Classics, 1891/2005, σ. 306). Ο Σωζόμενος αναφέρει: «Οἷα δὲ φιλεῖ γίνεσθαι, πολλοὶ τῶν ἱερέων, ὡς ὑπὲρ ἰδίων πραγμάτων ἀγωνίσασθαι συνελθόντες, καιρὸν ἔχειν ἐνόμισαν τῆς τῶν λυπούντων διορθώσεως· καὶ περὶ ὧν ἕκαστος τὸν ἄλλον ἐμέμφετο, βιβλίον ἐπιδοὺς βασιλεῖ τὰ εἰς αὐτὸν ἡμαρτημένα προσήγγελλεν. Επεὶ δὲ ἐφ΄ ἑκάστης εὐχερῶς τοῦτο συνέβαινε, προσέταξεν ὁ βασιλεὺς εἰς ῥητὴν ἡμέραν ἕκαστον περὶ ὧν ἐνεκάλει δῆλον ποιεῖν. Αφικομένης δὲ τῆς προθεσμίας τὰ ἐπιδοθέντα βιβλία δεξάμενος αὗται μέν, ἔφη· «Αἱ κατηγορίαι καιρὸν οἰκεῖον ἔχουσι τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης κρίσεως, δικαστὴν δὲ τὸν μέλλοντα πᾶσι τότε κρίνειν· ἐμοὶ δὲ οὐ θεμιτὸν ἀνθρώπῳ ὄντι τοιαύτην εἰς ἑαυτὸν ἕλκειν ἀκρόασιν, ἱερέων κατηγορούντων καὶ κατηγορουμένων, οὓς ἥκιστα χρὴ τοιούτους ἑαυτοὺς παρέχειν, ὡς παρ΄ ἑτέρου κρίνεσθαι. ἄγε οὖν μιμησάμενοι τὴν θείαν φιλανθρωπίαν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους συγγνώμῃ ἀπαλειφθέντων τῶν κατηγορουμένων σπεισώμεθα καὶ τὰ περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν, οὗ ἕνεκεν δεῦρο συνεληλύθαμεν». Ταῦτα εἰπὼν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑκάστου γραφὴν ἀργεῖν καὶ τὰ βιβλία καυθῆναι προσέταξε». (Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία 1.17.3-5) Βλέπε επίσης The Papacy and the Civil Power υπό Richard Wigginton Thompson, σ. 306.
[10] Η ονομασία είναι μεταγενέστερη.
[11] Μόνο δύο επίσκοποι ψήφισαν κατά. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορία Α΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σ. 137.
[12] Η έκδοση του Revillont στα κόπτικα των πρακτικών της Α΄ Συνόδου θεωρείται πλαστή από τη σύγχρονη έρευνα. Για τα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων βλ. Mansi, J.D., Sacrorum conciliorum, nova et amplissima I (Florentiae 1759, επανεκτύπωση 1960-1961)· Schwartz, E., Acta conciliorum oecumenicorum (ACO), τόμ. I-IV 2 (Berolini et Lipsiae 1913-1940), κ.α.
Του Κυριάκου Παππακυριάκου, καθηγητή - Θεολόγου
Ο νομός Σερρών υπήρξε το προπύργιο άμυνας και το κέντρο εξορμήσεων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά των Σλάβων. Οι Σέρρες υπήρξαν η πιο οχυρωμένη πόλη της περιοχής λόγω της στρατηγικής και γεωγραφικής της θέσης.
Τα βυζαντινά της τείχηάρχιζαν από την Ακρόπολη, περνούσαν από το λόφο Μηχανικού, κατέβαιναν πίσω από το κτίριο του Ι.Κ.Α. και νότια δίπλα από τη σημερινή οδό Αντίστασης, συνεχίζονταν μέχρι το παλαιό Νοσοκομείο. Από εκεί άλλαζαν κατεύθυνση προς το παλιό κτίριο του Ορφέα και πίσω από τον ιερό ναό του Προδρόμου σκαρφάλωναν στην Ακρόπολη, στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου.
Υπήρχε και δεύτερο τείχος στις απότομες παρυφές της νότιας και δυτικής πλευράς της Ακρόπολης, όπου σώζονται ακόμη οι πύργοι. Και τρίτο τείχος, πεντάγωνο, υπήρχε πάνω στην κορυφή της Ακρόπολης.
Αν καταλαμβάνoνταν το πρώτο εξωτερικό τείχος , αμυνόταν η πόλη από το δεύτερο στις παριφές του λόφου της Ακροπόλεως και σε δύσκολες στιγμές κατέφευγαν στο τρίτο, πάνω στη κορυφλη του λόφου . Ήταν συγχρονισμένο για την εποχή του τείχος , με πολλούς πύργους, με μεγάλες δεξαμενές, με κινητές ξύλινες γέφυρες για να απομονώνουν τον εχθρό σε περίπτωση οπισθοχώρησης.
Μέρη των τειχών σώζονται διάσπαρτα σε κατάσταση ερειπίων. Βρέθηκαν στη θεμελίωση των πολυκατοικιών της οδού Εθν. Αντίστασης μεγάλες εκτάσεις τειχών θεμελιωμένων σε πασσάλους, επειδή το υπέδαφος ήταν μαλακό.
Το τείχος είχε από δύοπύλεςκαι παραπόρτια στις τρεις πλευρές, εκτός από τη βόρεια. Οι δύο πύλες στη δυτική πλευρά ανακαλύφθηκαν πίσω από το Ι.Κ.Α. Από τους πύργους του σώθηκαν ένας κοντά στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και ένας στην Ακρόπολη, ο πύργος του Ορέστη. Αυτός από μια επιγραφή του δισάγνωστηέγινε σημείο αντιλεγόμενο στους αρχαιολόγους.
Αξιόλογα Βυζαντινά τείχη και πύργοι σώζονται και σε άλλα μέρη του νομού Σερρών, όπως στο γρανιτένιο λόφο του Σιδηροκάστρου,στο λόφο της Αγίας Μαρίνας, στη Δάφνητης Νιγρίτας, έξω από την Ευκαρπία,και σε διάφορα άλλα μέρη που δεν επιτρέπει ο χώρος να τα αναφέρουμε.
Αξιόλογοι ναοί του νομού Σερρών:
1) Η παλαιά Μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρωνείναι ξακουστός αυτός ναός για το αρχιτεκτονικό του κάλλος, όπως περιγράφει ο Σερραίος Παδιάσιμος στο έργο του «Έκφρασις περί του ιερού των Σερρών» τον 14ο αιώνα. Περιλαμβάνεται μεταξύ των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος. Λέγεται ότι κτίστηκε το 1224 μ. Χ,. αλλά ο Αναστάσιος Ορλάνδος, που τον αναστήλωσε, αποφάνθηκε ότι προϋπήρχε παλαιοχριστιανικός ναός και στα θεμέλια αυτού κτίστηκε ο ναός που αναφέρει ο Παδιάσιμος. Αυτός ο ναός δέχτηκε πάρα πολλές καταστροφές, ανακαινίσεις, μετατροπές και προσθήκες μέχρι που κάηκε εξ ολοκλήρου στις 28-6-1913 από τους Βουλγάρους. Έμεινε ερείπιο και αναστηλώθηκε το 1935 στη μορφή που είναι σήμερα. Το 1992 επισκευάστηκε από την Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης και χρησιμοποιείται ως προσκυνηματικός ναός. Υπάγεται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία
2) Ο Ιερός ναός Αγίου Νικολάου της Ακρόπολης, έργο του 12ου αιώνα. Είναι διώροφος. Το υπόγειο χρησιμοποιούνταν ως κοιμητήριο για την ταφή των στρατιωτών της φρουράς και το ισόγειο για τον εκκλησιασμό τους. Πολλοί συγγραφείς κατά καιρούς έγραψαν γι’ αυτό το ναό. Αναστηλώθηκε από μια ομάδα Χριστιανών το 1937 πάνω στα ερείπια που ήταν κατεστραμμένος από τον 17ο αιώνα. Δεν ζήτησαν τη γνώμη της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του άλλαξαν το αρχικό του αρχιτεκτονικό σχέδιο.
3) Ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτου. Βρίσκεται ανατολικά των Σερρών και αποτελείται από δύο ναούς προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Μνημονεύεται σε χρυσόβουλα του αυτοκράτορα του Ανδρονίκου του πρεσβύτερου το 1298 μ.Χ. Το 1344 δωρήθηκε από τη μοναχή Υπομονή Σακελαρίου στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, όπου και υπάγεται σήμερα. Προϋπήρχε ο ναός του Αγίου Δημητρίου πριν από τον 13ο αιώνα και ξανακτίστηκε το 1340 μ.Χ.
4) Ιερός ναός του Αγίου Νικολάου του Χωρίου Ελαιώνα, έργον του 14ου αιώνα με μεταγενέστερες προσθήκες. Κινδύνευσε να καταρρεύσει, υποστυλώθηκε και συντηρήθηκε από τη βυζαντινή αρχαιολογική υπηρεσία Καβάλας. Ανακηρύχθηκε διατηρητέα μνημείο.
5) Στις Σέρρες υπήρχαν πολλοί βυζαντινοί ναοί, αλλά κάηκαν το 1913 και δεν ξανακτίστηκαν. Κτίστηκαν προσκυνητάρια στο χώρο που υπήρχαν, π.χ. Παναγία των Βλαχερνών, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Βλάσιος, Αγία Επίσκεψη, Άγιος Αθανάσιος, Δώδεκα Απόστολοι, Αγία Ελεούσα, Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, οι Τρεις Παίδες, το Ταξιαρχούδι. Μερικοί από τους πυρπολυθέντες ναούς ξανακτίστηκαν πρόχειρα, χωρίς να διατηρήσουν το βυζαντινό σχήμα τους και ρυθμό, π.χ. Παναγία Λιόκαλη, Αγία Παρασκευή, Άγιος Συμεών, Αγία Κυριακή, Αγία Φωτεινή, Μεγάλοι Ταξιάρχες πριν από την ανέγερση του σημερινού ναού, Άγιος Παντελεήμονας.
6) Σώθηκαν μερικοί ναοί στις ακραίες συνοικίες της πόλεως Σερρών του 18ου και του 19ου αιώνα, όπως π.χ. των Αγίων Αναργύρων του 1817 και του Τιμίου Προδρόμου το 1819, ο οποίος ανήκει στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου και ανακαινίζεται με δωρεές ευσεβών και δαπάνες της Ιεράς Μονής. Επίσης ο Ιερός ναός του Ιωάννου του Θεολόγου κτίστηκε το 1835 σε ανάμνηση της διάσωσης των κατοίκων των Σερρών από την προγραμματισμένη σφαγή από τους Τούρκους στις 8 Μαΐου 1821, την ημέρα της εορτής του Αγίου.
Στη θέση του ιερού ναού του Αγίου Αντωνίου υπήρχε ο ναός της Αγίας Μαρίνας και απέναντι υπήρχε βυζαντινός ναός του Αγίου Βασιλείου.
7) Στην επαρχία σώζονται ναοί του 18ου και 19ου αιώνα, π.χ. στο Αηδονοχώρι ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που χρονολογείται το 1763, με ωραιότατο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1773. Ο ναός των Αγίων Αναργύρων στο Χιονοχώρι, ο οποίος υπήρχε σαν σκήτη από την εποχή του κτίτορος της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου στην Άνω Βροντού με το καλλιτεχνικότατο ξυλόγλυπτο τέμπλο του. Οι ιεροί ναοί του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στον Αχινό, που άλλοτε ήταν μετόχια των Ιερών Μονών Κουτλουμουσίου και Βατοπεδίου του Αγίου Όρους καθώς και της Εικοσιφοινίσης. Ναοί των αρχών του 19ου αιώνα είναι και της Αγίας Παρασκευής στο Άγιο Πνεύμα (1805) και του Αγίου Αθανασίου στον Εμμανουήλ Παπά.
8) Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου
Το αξιολογότερο βυζαντινό μνημείο του νομού μας είναι η ιερά Μονή του Τίμιου Προδρόμου. Είναι εφάμιλλη με τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Είναι διεθνώς γνωστή, διότι σ’ αυτή έμεινε και πέθανε ο πρώτος μετά την άλωση της Κων/πολης Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Το φυσικό περιβάλλον της, η μακραίωνη πνευματική της δράση και η μεγάλη της ιστορία απέσπασε την εκτίμηση των βυζαντινών αυτοκρατόρων και όλων των κατακτητών, πλην των Βουλγάρων, οι οποίοι το 1918 τη λεηλάτησαν και της αφαίρεσαν κειμήλια ανεκτίμητης αξίας, αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, κώδικες, χειρόγραφα Ευαγγέλια και τριακόσια πενήντα πέντε χειρόγραφα σε μεμβράνη και χαρτί καθώς και πολλά αναντικατάστατα συγγράμματα. Νομίζω ότι πρέπει οι ελληνικές κρατικές υπηρεσίες να ενεργήσουν για την επιστροφή τους. Παρ’ όλες τις καταστροφές η Μονή διατηρεί τη μεγαλοπρέπειά της με το θαυμάσιο καθολικό ναό και τα πολλά παρεκκλήσια της. Με την αξιόλογη εικονογραφία της και τα παμπάλαια κελιά της που υψώνονται μέσα στην καταπληκτική εκείνη χαράδρα ανάμεσα στην άγρια φύση.
Η ανδρική αυτή Σταυροπηγιακή Μονή κινδύνεψε να ερημώσει και έγινε σε γυναικεία το 1987, παρότι άλλοτε ήταν άβατη για τις γυναίκες. Επανήλθε στη παλαιά του αίγλη και φήμη. Η γυναικεία αδελφότητα έδειξε μεγάλη δραστηριότητα ως προς την αναδιοργάνωση και την αναστύλωση της Μονής με την καθοδήγηση της ηγουμένης Φεβρωνίας –Μοναχής .
ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στις αρχαιότητες του νομού πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα αξιολογότερα μνημεία της Τουρκοκρατίας, το Μπεζεστένι και τα μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά).
Το Μπεζεστένι, όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο, κτίστηκε στα τέλη του 15ου ή αρχές του 16ου αιώνα. Είναι διαστάσεων 31Χ20 μέτρα και μοναδικό στο είδος του στα Βαλκάνια. Έχει άριστη αρχιτεκτονική γραμμή εσωτερικά και εξωτερικά΄, με τα τεθλασμένα τόξα του, με τους δύο μεγάλους πεσσούς, με τους έξι τρούλλους, με τις διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις ανθεμίων και με την εναλλαγή των κεραμιδιών και των κροκάλων.
Το Σιντζιρλί Τζαμί. Βρίσκεται στον οδό Ανατολικής Θράκης, Σερρών, είναι αξιόλογο οικοδόμημα με βυζαντινή τεχνοτροπία. Δίνει την εντύπωση χριστιανικού ναού με τα τρία κλίτη του και με άμβωνα παρόμοιο με αυτόν που υπήρχε άλλοτε στην Παλιά Μητρόπολη Σερρών. Το μνημείο αυτό, αν συντηρηθεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Τζαμί του Αχμέτ Πασά ή της Αγίας Σοφίας.Βρίσκεται ανατολικά της πόλη των Σερρών. Πρόκειται για μεγάλο τζαμί, ξακουστό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί το εγκωμιάζει ως το καλύτερο της Ρούμελης και της Περσίας. Είναι πραγματικά μεγάλο έργο αρχιτεκτονικής τέχνης που άσκοπα δεν το ονόμασαν Τζαμί της Αγίας Σοφίας. Όσοι αρχιτέκτονες το μελέτησαν, το θαύμασαν για την ακουστική του και πρότειναν να γίνει αίθουσα μουσικής. Έχει ανάγκη άμεση συντήρησης, διότι σε λίγα χρόνια θα καταρρεύσει. .
Κάνε κλικ εδώ
Πηγή: http://www.360tr.com/34_istanbul/ayasofya/english/
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...