Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

nikhforos fwkas 01


Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν μέλος μιας εκ των ισχυροτέρων οικογενειών της Καππαδοκίας και υιός του Στρατηγού Βάρδα Φωκά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του , τον βοήθησε να έχει μια ταχεία αναρρίχηση στα στρατιωτικά αξιώματα με αποκορύφωμα την προαγωγή του στη θέση του Δομέστικου των σχολών της Ανατολής , δηλαδή περίπου σαν στρατηγός των ανατολικών θεμάτων. Επί αυτοκρατορίας του Ρωμανού του Β’ (959-963) αναλαμβάνει την ανακατάληψη της Κρήτης , που βρισκόταν κάτω από την διοίκηση των Σαρακηνών. Οι Σαρακηνοί ήταν μουσουλμάνοι κουρσάροι που λυμαίνονταν την Μεσόγειο προβαίνοντας σε πολλές επιθέσεις και λεηλασίες. Το 827 εκμεταλλευόμενοι ένα εμφύλιο πόλεμο, θα καταλάβουν την Μεγαλόνησο , δημιουργώντας από τότε πολυποίκιλα προβλήματα στην Αυτοκρατορία. Αρκετοί αυτοκράτορες θα επιχειρήσουν να ανακαταλάβουν το νησί χωρίς όμως επιτυχία. Αυτή τη φορά όμως οι συνθήκες ήταν ιδανικές.

Ο Φωκάς ήταν ικανότατος στρατιωτικός , η αυτοκρατορία σε φάση ανόδου , ενώ ο στρατός ισχυρός και καλά οργανωμένος. Η μεγάλη στρατιά θα αποβιβαστεί τον Ιούλιο του 960 και πρώτη της ενέργεια ήταν ο αποκλεισμός του νησιού, ώστε να δυσχερανθεί η έξωθεν ενίσχυση των Σαρακηνών. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η εκπόρθηση των πόλεων της νήσου, με έμφαση στην κατάληψη της Πρωτεύουσας Χάνδακα (Ηράκλειο). Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος θα χρησιμοποιηθούν και σκληρές μέθοδοι . Σε μια περίπτωση μάλιστα θα χρησιμοποιηθούν κομμένα κεφάλια αντιπάλων ως οβίδες στους καταπέλτες , εναντίον των υπερασπιστών της πόλης. Η άλωση της θα επιτευχθεί τελικά την ερχόμενη άνοιξη , συνδυαζόμενη όμως με ανηλεή σφαγή των κατοίκων της. Η επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη θα συνδυασθεί με μια εντυπωσιακή παρέλαση επίδειξης λαφύρων. Η επιτυχία αυτή ενίσχυσε το γόητρο του , αλλά και τις αντιπάθειες προς το άτομο του. Έτσι στέλνεται στα ανατολικά σαν αρχιστράτηγος μακριά από το κέντρο. Όμως θα εκμεταλλευθεί και τη νέα θέση ανακαταλαμβάνοντας μέρος της Κιλικίας αλλά και της Συρίας. Μάλιστα θα καταφέρει να εκπορθήσει και να λεηλατήσει την σημαντικότερη πόλη της βόρειας Συρίας , το Χαλέπι. Την ίδια στιγμή ο νεαρός αυτοκράτορας , ξόδευε τις ώρες του σε γλέντια και κραιπάλες χωρίς να ασχολείται με τα θέματα του κράτους.

Ο Ζωναράς γράφει ότι λόγω της συμπεριφοράς αυτής αν και ενήλικα τον χαρακτήριζαν παιδαρέλι. Επίσης φαινόταν να παραμελεί την σύζυγο του Θεοφανώ , ( το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασώ) γεγονός που φαινόταν να την δυσαρεστεί έντονα. Η ανεπάρκεια του αυτοκράτορα φουντώνει τις διεργασίες . Οι ίντριγκες είναι πλέον σε ημερήσια διάταξη και οι διάφοροι παλατιανοί που ανέκαθεν έπαιζαν ένα σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα διχάζονται. Τελικά την άνοιξη του 963 ο Ρωμανός ο Β’ βρίσκεται νεκρός. Οι φήμες για τα αίτια του θανάτου του αρκετές , με μερικούς να θεωρούν πιθανή την εμπλοκή και της γυναίκας του… Ο Ζωναράς αναφέρει ότι πέθανε `` η φαρμάκω δηλητηρίω κατά τινάς η φιληδονίαις και μίξεσιν εαυτόν κατατείνας και ταύτας δαπανήσας την ισχύν του σαρκίου``. Ύστερα από συσκέψεις που διενεργήθηκαν ανάμεσα σε Πατριάρχη , Σύγκλητο και ανώτερους παλατιανούς αποφασίζεται να αναγορευθούν αυτοκράτορες τα δύο ανήλικα αγόρια του Ρωμανού και μετέπειτα αυτοκράτορες Βασίλειος (958-1025), και Κων/νος (960-1028 ) , με την Θεοφανώ να διορίζεται επίτροπος αυτών , μέχρι την ενηλικίωση τους. Γινόταν βέβαια φανερό ότι με τον τρόπο αυτό το κράτος θα έμενε ουσιαστικά ακυβέρνητο , έτσι θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος ικανός αλλά και αρεστός που θα έπαιρνε τα ηνία.

 

nikhforos fwkas 02


Το παρασκήνιο έντονο , μάλιστα ένας ευνούχος ονόματι Βρίγγας , που είχε το σημαντικό αξίωμα του παρακοιμώμενου , διάκειται εχθρικά προς τον Νικηφόρο Φωκά , το όνομα του οποίου συζητιόταν έντονα. Ο Φωκάς παρουσιάζεται στη Σύγκλητο , όπου με την βοήθεια ενός ισχυρού συγκλητικού του Βασίλειου θα πετύχει να γίνει επίτροπος των παιδιών αλλά και αυτοκράτορας στρατηγός της Ανατολής. Παράλληλα καταφέρνει να στηριχθεί και από τον Πατριάρχη Πολύευκτο (956-970) , αφού πρώτα δεσμεύεται με όρκους ότι δεν θα πειράξει τα παιδιά του Ρωμανού. Θεωρώντας ότι τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει αναχωρεί εκ νέου για την Συρία . Το γεγονός προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ο Βρίγγας που στέλνει επιστολή στον Ιωάννη Τσιμισκή, στην οποία του πρότεινε να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Όμως ο Τσιμισκής (το όνομα του οποίου σύμφωνα με τον Λέων τον Διάκονο , σημαίνει στα Αρμενικά κοντούλης) θα προτιμήσει τελικά να παραμείνει κοντά στο νέο ισχυρό άνδρα της χώρας , αναφέροντας του τα τεκταινόμενα. Ο Φωκάς επιστρέφει ξανά στην Κωνσταντινούπολη , θα νυμφευθεί την Θεοφανώ και με την βοήθεια του στρατού, θα ανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Σκυλίτζη, ο Φωκάς βοηθήθηκε από τον Βασίλειο , που είχε φροντίσει να διασπείρει ανθρώπους του στην πόλη με εντολή να επευφημούν τον Φωκά και ταυτόχρονα να καταφέρονται εναντίον του Βρίγγα. Ενώ έστειλε και τριήρεις να περάσουν τον Φωκά στην Κων/λη , όταν εκείνος είχε φτάσει στις απέναντι ακτές . 

Ο νέος αυτοκράτορας θα ανταμείψει όσους τον βοήθησαν με τον Τσιμισκή να παίρνει την θέση που έως τότε κατείχε ο ίδιος , τον Βασίλειο να τίθεται επικεφαλής της Συγκλήτου και τον αδερφό του Βάρδα να διορίζεται ως υπαρχηγός του, αντίθετα οι αντίπαλοι του με πρώτο τον Βρίγγα εξορίζονταν… 

 

Οι στρατιωτικές και διπλωματικές ενέργειες του Νικηφόρου Φωκά

nikhforos fwkas 03


Την Άνοιξη του 964 , ο Φωκάς ξεκινά για νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων στη Συρία. Στην εκστρατεία αυτή θα καταλάβει τα Άδανα την Ανάζαρβο και την Μοψουεστία οι κάτοικοι της οποίας θα σταλούν σε απομακρυσμένες περιοχές του κράτους, ενώ την επόμενη χρονιά θα καταλάβει και την Ταρσό, όταν οι κάτοικοι της θα αποφασίσουν τελικά να παραδοθούν. Βάση των συμφωνηθέντων όσοι κάτοικοι επιθυμούσαν , μπορούσαν να αποχωρήσουν , χωρίς όμως τα πράγματα τους , ενώ η πόλη αφέθηκε να λεηλατηθεί , απαγορεύτηκε όμως στους στρατιώτες να πειράξουν όσους κατοίκους είχαν μείνει σε αυτή. Αραβικά χρονικά αναφέρουν ότι όσοι πείραξαν γυναίκες μαστιγώθηκαν και κόπηκαν τα χέρια και οι μύτες τους. (Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια, Νικηφόρος Φωκάς Σελ.57). Την ίδια στιγμή μοίρα του στόλου ανακαταλάμβανε από τους Άραβες και την Κύπρο. Την επόμενη χρονιά ο Φωκάς θα εκστρατεύσει ξανά με βασικό στόχο την λεηλασία περιοχών στον Ευφράτη και την Συρία , ώστε και το ηθικό των κατοίκων να κάμψει αλλά και να εμποδίσει την ανασύνταξη του μουσουλμανικού στρατού. 

Κατά την επιστροφή του στην Πρωτεύουσα προέβη πάλι σε εντυπωσιακές παρελάσεις εκθέτοντας τα πλούσια λάφυρα , ενώ διοργάνωσε και ιπποδρομιακούς αγώνες προς τέρψη του κοινού κατά τα παλαιά Ρωμαϊκά πρότυπα. Ο Φωκάς έδινε θρησκευτικό τόνο στις πολεμικές εκστρατείες και για το λόγο αυτό έδινε προτεραιότητα στην εκδίωξη των Μουσουλμάνων από τα Ιεροσόλυμα και τις γύρω περιοχές που θεωρούνταν ιερές για τους Χριστιανούς. Έτσι θα εκστρατεύσει ξανά το 968 με βασικό στόχο την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ. Στην εκστρατεία αυτή θα καταφέρει να καταλάβει το Φθινόπωρο του 969 την Αντιόχεια .Ενώ για δεύτερη φορά θα λεηλατήσει το Χαλέπι , αναγκάζοντας τον εμίρη του να γίνει φόρου υποτελής στην αυτοκρατορία. Ήταν φανερό ότι η επόμενη εκστρατεία του Φωκά θα στόχευε στην Ιερουσαλήμ όμως δεν θα προλάβει να τον επιχειρήσει… Ένας ακόμη βασικός του στόχος ήταν η επαναφορά του χριστιανισμού στις περιοχές που καταλάμβανε. 

Τοιουτοτρόπως μέσα στα πλαίσια του προσηλυτισμού διατήρησε ή επινόησε μέτρα που θα έκαναν πραγματικότητα την επιθυμία του αυτή…. Έτσι όσοι μουσουλμάνοι το επιθυμούσαν θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ρωμαϊκά εδάφη χωρίς να αλλαξοπιστήσουν οι ίδιοι , υπό τον όρο όμως ότι θα βάφτιζαν τα παιδιά τους… Επίσης διατήρησε το μέτρο, βάση του οποίου, όσες οικογένειες δέχονταν ως γαμπρό τους Άραβα αιχμάλωτο που ασπαζόταν τον χριστιανισμό απαλλάσσονταν από κάποια είδη φόρου. Από τον Σύριο Πατριάρχη θα ζητήσει την συνδρομή του για την εποίκηση περιοχών γύρω από την Μελιτηνή την Ταρσό κλπ. από Σύριους Χριστιανούς (Μονοφυσίτες) . Η συγκεκριμένη ενέργεια , ήταν επιβεβλημένη , διότι οι περιοχές αυτές ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένες. Όταν ένοιωσε ισχυρός αποφάσισε να μην καταβάλλει πλέον στους Βούλγαρους ένα καθιερωμένο ετήσιο φόρο ή πλούσια δώρα . Σύμφωνα με τον Λέων τον διάκονο ,οι φόροι δίνονταν από το 927, σε μια προσπάθεια να ησυχάσει η αυτοκρατορία από τις επιδρομές τους που ήταν συχνές και δημιουργούσαν προβλήματα στις γειτνιάζουσες Βαλκανικές περιοχές. Σύμφωνα όμως με τους Κεδρηνό και Ζωναρά οι εισφορές σταμάτησαν επειδή οι Βούλγαροι αθετώντας τα συμφωνηθέντα , δεν εμπόδιζαν τις επιδρομές των Ούγγρων που λεηλατούσαν αρκετές περιοχές της αυτοκρατορίας. Η απόφαση αυτή , εξαγριώνει τους Βούλγαρους που ξεκινούν επιθέσεις σε αυτοκρατορικά εδάφη. Ο Φωκάς αντεπιτίθεται , χωρίς όμως να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα. Έτσι στρέφεται στην διπλωματία και στη βοήθεια των Ρώσων . 

Την προσέγγιση αναλαμβάνει ο Καλοκύρης (διοικητής της Χερσώνας) , όπου μαζί με 15 κεντηνάρια (108.000 χρυσά νομίσματα σύμφωνα με ειδικούς) προσπαθεί να δελεάσει τον Ρώσο ηγεμόνα Σβιατοσλαύο ώστε να επιτεθεί εκείνος εναντίον των Βουλγάρων. Ο Σβιατοσλαύος δέχεται και πράγματι καταφέρνει να καταστείλει το Βουλγαρικό κίνημα. Η επιτυχία αυτή αύξησε την αυτοπεποίθηση του , έτσι αποφασίζει όχι μόνο να κρατήσει τις περιοχές που είχε καταλάβει αλλά και να επιτεθεί σε εδάφη της αυτοκρατορίας. Είναι πιθανό την απόφαση του αυτή να ενίσχυσε ο ίδιος ο Καλοκύρης , είτε λόγω δικών του φιλοδοξιών , είτε ενεργώντας ως απεσταλμένος ομάδας εχθρικής προς τον Φωκά . Ο Φωκάς τότε , συμμαχεί με τους Βουλγάρους για από κοινού επίθεση εναντίον των Ρώσων. Όμως εξελίξεις θα υπάρχουν και στην διαμάχη ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή στην Ευρώπη , για το ποιος δικαιούται να ονομάζεται Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Το 962 Ο Όθωνας Α’ (962-973) στέφεται από τον Πάπα, Αυτοκράτορας της `` Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους ``. 

nikhforos fwkas 04


Η συνεργασία του Πάπα με τους Φράγκους και στη συνέχεια με τους Γερμανούς , είχε ξεκινήσει από τον 8ο αιώνα , αλλά μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου θα ατονήσει. Όμως ο Όθων φαίνεται ισχυρός και φιλόδοξος και οι δύο θεσμοί ανασυγκολλούνται. Βασικός άμεσος στόχος φαίνεται να είναι η απόσπαση των ιταλικών κτήσεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η προσάρτηση τους , είτε στο Παπικό κράτος , είτε σε αυτό του Όθωνα. Ήδη όμως η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε προβλήματα και από τον Χαλίφη της Τυνησίας που αποφάσισε το 963 να καταλάβει και τα τελευταία ρωμαϊκά κατάλοιπα στη Σικελία. Ο Φωκάς θα στείλει ενισχύσεις χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αποτρέψει την έξωση του από την Σικελία. Όμως τα κοινά συμφέροντα θα τον οδηγήσουν τελικά σε συμμαχία με τον Χαλίφη. Ο Φωκάς είχε ως διακαή επιθυμία την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων και των λοιπών περιοχών έως τον Ευφράτη που τότε ελεγχόντουσαν από τους Ιχσιδίδες Τούρκους που είχαν έδρα τη Φουστάτ (παλαιό Κάιρο) στην Αίγυπτο. Όμως την Αίγυπτο εποφθαλμιούσε (θα την καταλάβει το 969) και ο Φατιμίδης χαλίφης της Τυνησίας Μουίζης . Έτσι μεταξύ των δύο πλευρών πρέπει να επήλθε ένα είδος συμφωνίας για την αντιμετώπιση των κοινών εχθρών που ήταν οι Ιχσιδίδες Τούρκοι και ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων που ερχόμενος από τη βόρεια Ιταλία (που μόλις είχε καταλάβει) απειλούσε τόσο τις ρωμαϊκές επαρχίες της Απουλίας και της Καλαβρίας αλλά και τις μουσουλμανικές της Σικελίας. Ο Όθων αφού καθαίρεσε τον Πάπα της Ρώμης (τοποθετώντας νέο , φίλα προσκείμενο σε αυτόν) επιτέθηκε ανεπιτυχώς όμως στις Ρωμαϊκές κτήσεις της νότιας Ιταλίας. Για αυτό αποφασίζει να στείλει στην Κωνσταντινούπολη τον επίσκοπο της Κρεμόνας Λιουτπράνδο ένα έξυπνο αλλά και φιλόδοξο άνθρωπο που είχε μεταπηδήσει από την αυλή των Λογγοβάρδων , σε αυτή των Γερμανών . (Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια , Νικηφόρος Φωκάς Σελ.77).

Ο Λιουτπράνδος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη με κύριο σκοπό την επίτευξη συνοικεσίου, μεταξύ της Πορφυρογέννητης κόρης της Θεοφανούς και του υιού του Όθωνα, απαιτώντας παράλληλα ως προίκα τις Ιταλικές κτήσεις που έως τότε ανήκαν στη Κωνσταντινούπολη. Οι απαιτήσεις του Λιουτπράνδου , ο τρόπος με τον οποίο τις ζήτησε αλλά και η επίθεση που είχε πραγματοποιήσει ο Κύριος του στην Ιταλία θα έχουν ως αποτέλεσμα την παταγώδη αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Ο Φωκάς θα απαντήσει ότι το να δοθεί πορφυρογέννητη κόρη ως σύζυγος θα ήταν ανήκουστο για τα ρωμαϊκά ήθη και μεγάλη τιμή για όποιον την έκανε σύζυγο του … Συνεπώς αν κάποιος θα έπρεπε να δώσει προίκα αυτός ήταν ο Όθων που θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Ραβέννα και την Ρώμη… Παράλληλα η αντιμετώπιση της γερμανικής αντιπροσωπείας θα είναι απαξιωτική. Μάλιστα σύμφωνα με τον Λέοντα τον Διάκονο , ο Πατριάρχης θα ανακοινώσει το 968 , την δημιουργία 5 επισκοπών σε Ιταλικά εδάφη που θα υπάγονται στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η γερμανική αντιπροσωπεία θα επιστρέψει άπρακτη , ενώ θα μείνουν στην ιστορία οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί με τους οποίους ο Λιουτπράνδος θα αναφέρεται στα απομνημονεύματα του , τόσο για τον Φωκά , όσο και για τους Γραικούς στο σύνολο τους.

 

Τα πολιτικά και οικονομικά μέτρα του Νικιφόρου Φωκά

Από τον 7ο αιώνα το κράτος εφαρμόζει την πολιτική παραχώρησης κτημάτων σε μια οικογένεια με την βασική υποχρέωση ένα μέλος της να προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες όταν παρίσταται ανάγκη. Το σύστημα αυτό θα βοηθήσει την ύπαρξη μικρών αγροτικών κοινοτήτων που θα θεωρούνται αυτόνομες διοικητικές και φορολογικές μονάδες έχοντας οικονομικές υποχρεώσεις μόνο προς το κράτος . Τα κτήματα αυτά μεταβιβάζονταν ως κληρονομιά στους απογόνους του κατόχου όπως και η υποχρέωση στράτευσης . Με τον τρόπο αυτό το κράτος όχι μόνο ενίσχυσε την στρατιωτική του άμυνα , αλλά μεταβίβασε και ένα μέρος των στρατιωτικών του δαπανών στους ίδιους τους ακτήμονες στρατιώτες. Επίσης για την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων το κράτος θα διαιρεθεί σε περιοχές γνωστές ως θέματα. Επικεφαλής του θέματος διοριζόταν ένας στρατιωτικός διοικητής που ήταν υπεύθυνος για όλα τα ζητήματα εκτός από την συλλογή των φόρων που παρέμεινε υπό την επίβλεψη της Κωνσταντινούπολης… Είναι αυτονόητο ότι οι επικεφαλής των θεμάτων είχαν μεγάλη δύναμη , για αυτό οι ``δυνατοί`` αποσκοπούσαν στο να τοποθετούνται άνθρωποι τους στις θέσεις αυτές. Έτσι σταδιακά μια νέα τάξη, αποτελούμενη από στρατιωτικούς γαιοκτήμονες αρχίζει να διαμορφώνεται. Τον 10ο αιώνα το πρόβλημα εμφανίζεται διογκωμένο , αφού η επέκταση της αυτοκρατορίας και η ηρεμία που επικρατούσε στην ενδοχώρα , επέφερε πληθυσμιακή αύξηση και οικονομική άνθηση , μεγάλο μέρος της οποίας καρπώνονταν οι δυνατοί γαιοκτήμονες. Το γεγονός ανησυχεί την κεντρική εξουσία αφού ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος απορρόφησης της μικρής ιδιοκτησίας που ήταν το στήριγμα του κράτους και των θησαυροφυλακίων του.

Όμως βασικό πρόβλημα για την κεντρική εξουσία ήταν και η επακόλουθη πολιτική ισχύ που αποκτούσαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Για το λόγο αυτό ορισμένοι αυτοκράτορες θα πάρουν μέτρα αποσκοπώντας να εμποδίσουν την απορρόφηση των μικρών ακτημόνων. Για παράδειγμα αν κάποιος αγρότης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις του τότε άλλα μέλη της κοινότητας μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Επίσης αν υπήρχαν εγκαταλελειμμένες γεωργικές εκτάσεις όποιος από την αγροτική κοινότητα αναλάμβανε την πληρωμή φόρων αποκτούσε και το δικαίωμα εκμετάλλευσης τους. Στην πράξη βέβαια υπήρχαν και άλλα προβλήματα για το κράτος. Οι λειτουργοί του που έπρεπε να εφαρμόζουν τη νομοθεσία ή να συλλέγουν τους φόρους σε αρκετές περιπτώσεις αυθαιρετούσαν ή εξαγοράζονταν… Η δυσκαμψία και οι κρατικοί δασμοί μαζί με την ιδεολογική αντιπάθεια των ισχυρών για την ενασχόληση με το εμπόριο και τη βιοτεχνία έσπρωχνε τους ισχυρούς στο να αγοράζουν γη , η απόκτηση της οποίας έδινε μεγάλο κύρος και δύναμη. Αλλά και η βαριά κρατική φορολογία ανάγκαζε σε αρκετές περιπτώσεις τους αγρότες να προτιμούν την προστασία των δυνατών από το κράτος… Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γόνος ισχυρής οικογένειας με τεράστιες εκτάσεις στην κατοχή της. Έτσι πολλοί θεωρούν αυτονόητο το γεγονός ότι θα υποστήριζε τα συμφέροντα της παράταξης από την οποία προερχόταν. Άλλωστε και τα μέτρα που πήρε ενίσχυσαν τελικά αυτή την εκδοχή. Όμως στην πραγματικότητα ο Φωκάς δεν ήταν ένας κλασικός εκπρόσωπος της τάξης αυτής. Προτιμούσε τον λιτό και ασκητικό βίο, ενώ ήταν ζηλωτής του αναχωρητισμού. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν η επικράτηση του Χριστιανισμού αλλά και η εφαρμογή των βασικών θέσεων της θρησκείας στη πράξη. Παράλληλα αποσκοπούσε στην εξεύρεση πόρων ώστε να χρηματοδοτηθούν τα μεγαλεπήβολα σχέδια του και να συντηρηθεί η τεράστια στρατιά που ήταν απαραίτητη για την υλοποίηση των στόχων του. (ειδικοί θεωρούν ότι το 30% των συνολικών εσόδων του κράτους πήγαινε στο στρατό). Την εποχή εκείνη είτε λόγω της φορολογίας είτε ορισμένων μέτρων προηγούμενων αυτοκρατόρων αλλά και των διαφόρων αυθαιρεσιών , υπήρχαν αρκετά χέρσα κτήματα με αποτέλεσμα το κράτος να στερείται σημαντικών εσόδων. 

nikhforos fwkas 05


Έτσι πιθανός βασικός λόγος των μετέπειτα νόμων του ήταν η αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων και η επακόλουθη αύξηση των κρατικών εσόδων. Πάντως ο πρώτος στόχος του ήταν να εμφυσήσει ένα είδος πατριωτισμού. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα προσπαθήσει να περάσει νόμο βάση του οποίου ο στρατιώτης που σκοτώνεται για την πατρίδα , θα έπρεπε να θεωρείται και μάρτυρας της πίστης. Όμως η επιθυμία του αυτή θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στους κόλπους της εκκλησίας αναγκάζοντας τον να προβεί σε ανάκληση του σχετικού νόμου. Ο Φωκάς θα αυξήσει την απαλλοτριώσιμη αξία των στρατιωτικών κτημάτων από 4 σε 12 λίτρες χρυσού , ώστε να μπορεί να συντηρηθεί το σώμα των κατάφρακτων στρατιωτών. Όμως έτσι οι μικροί ακτήμονες δυσκολευόντουσαν πλέον να αγοράσουν ή να συντηρήσουν κτήματα, γεγονός που ευνοούσε τους ισχυρούς. Ενώ με την Νεαρά του 967 θα επιβληθεί η αρχή της ισοτιμίας , βάση της οποίας αφαιρείτο το προνόμιο των συγγενών των αδύνατων ή άλλων μελών της κοινότητας να εκμεταλλεύονται πρώτοι εγκαταλειμμένες εκτάσεις , γεγονός που ευνόησε τους ισχυρούς που είχαν διαπραγματευτικό πλεονέκτημα… Μάλιστα ο νόμος αυτός είχε ισχύ και για τις νεοκατακτημένες περιοχές … Ο Φωκάς χαρακτήριζε την νομοθεσία που έως τότε υποστήριζε τους αδύνατους ως ``ετερορρεπή `` θεωρώντας ότι θέλει την βασιλεία: `` ως σπεύδουσα την ίσην νομοθεσίαν προς άπαντας διαμένειν τε και φυλάττεσθαι ``. Πάντως οι δυνατοί που ήδη ήταν ενισχυμένοι , φαίνεται ότι τελικά εκμεταλλεύτηκαν την νομοθεσία Φωκά , γεγονός που θα διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι οι επόμενοι αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικά ο Τσιμισκής διασχίζοντας την Μικρά Ασία θα αναφωνήσει : `` Δεινόν ω παρόντες , ει τα δημόσια καταναλίσκονται χρήματα και τα Ρωμαϊκά ταλαιπωρούνται στρατεύματα και οι Βασιλείς υπερορίους αναδέχονται κόπους τα δε εκ τοιούτων προσκτώμενα μόχθων και κόπων ενός ευνούχου γίνονται κτήμα ``. 

Αλλά και ο Βασίλειος o Β’ θα πει : `` Όθεν και η Βασιλεία ημών κατά τόπον διερχομένη και το πράγμα εγκλήσει των πενήτων διαγνούσα τα τούτου οικήματα πολυτελή όντα κατέστρεψεν έως εδάφους και τοις πένησι τα εαυτών αποδέδωσκεν , εκείνω δε κατέλιπεν όπερ εξ αρχής είχε δημόσιον και των χωριτών ένα πάλι εποίησε ``. (Αρχείο Βυζαντινού δικαίου , Τόμος Α` Σελ.ΧΧΧΙΙΙ , Χρήστου Τορναρίτου). Όμως ο Φωκάς θα προσπαθήσει να περιορίσει και τις υπερβολές των μοναστηριών. `` Άρτι δε βλέπων την περί τα μοναστήρια και τα ιερά ταύτα σεμνεία περιφανή νόσον (νόσον γαρ εγώ την απληστίαν καλώ ) ουκ είδα τίνα δη του κακού θεραπείαν επινοήσω ή πως κολάσω την αμετρίαν ``. (Σπ. Ζαμπέλιου `` Βυζαντιναί μελέται `` Σελ. 156). Έτσι όποιος ήθελε να ασπασθεί τον μοναχικό βίο , μπορούσε να πάει σε όποιο μοναστήρι ήθελε , αλλά απαγορευόταν να παραχωρεί και την περιουσία του σε αυτό , εκτός από χρήματα. Απαγόρευσε τις προσφορές ή δωρεές (χωραφιών ,σπιτιών ή και περιοχών ολόκληρων) σε εκκλησίες ή άλλα ευαγή ιδρύματα τα οποία ελεγχόντουσαν από εκείνη, πάλι εκτός της χρηματικής δωρεάς. Με νόμο το 964 θέσπισε περιορισμούς στην ίδρυση νέων μοναστηριών ή άλλων ιδρυμάτων. Παράλληλα περιόρισε και τις κρατικές χορηγίες τόσο σε εκκλησίες και ευαγείς οίκους , όσο και στους Συγκλητικούς . Ανέλαβε την ανώτατη εποπτεία διοίκησης εκκλησιαστικών πραγμάτων , με σκοπό , τον έλεγχο αυθαιρεσιών. Για παράδειγμα κανένας επίσκοπος δεν θα αναλάμβανε την νέα του θέση χωρίς την έγκριση του αυτοκράτορα. 

Επίσης σε περιπτώσεις χηρείας των επισκοπών φρόντισε να στέλνεται κρατικός επίτροπος που ασκούσε προσωρινή εποπτεία δίνοντας το περίσσευμα στο κράτος. Αιτία του μέτρου αυτού ήταν ότι τα άτομα που αναλάμβαναν την προσωρινή διαχείριση της επισκοπής , αργούσαν να αντικαταστήσουν τον θανόντα επίσκοπο πιθανότατα για κερδοσκοπικούς λόγους. Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Κεδρηνό θα προβεί και σε νόθευση του νομίσματος , κόβοντας νέα χρυσά νομίσματα με μειωμένη περιεκτικότητα σε χρυσό, τα τεταρτηρά με τα οποία πλήρωνε τις υποχρεώσεις του. Όμως την ίδια στιγμή υποχρέωνε τους υπηκόους του να πληρώνουν τις δικές τους υποχρεώσεις στο κράτος με το παλιό νόμισμα. Όμως άλλοι μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες, αναφέροντας ότι μελέτες νομισμάτων της περιόδου δεν φανερώνουν κιβδηλεία , απλώς τα νέα νομίσματα ήταν λίγο ελαφρύτερα. Πάντως χωρίς αμφιβολία ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα που συγκεντρώνονταν, πήγαινε για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών. Παράλληλα θα βελτιώσει το στράτευμα και σε επίπεδο τάξης , πειθαρχίας και εκπαίδευσης. Επί των ημερών του θα υπάρξει συνδυασμένη χρήση ιππικού και πεζικού , με το πεζικό να αφήνει ελεγχόμενα κενά για την καλύτερη κίνηση του ιππικού. Επίσης εξέδωσε στρατιωτικές μελέτες και εγχειρίδια στα οποία υπήρχε ενημέρωση για τους εχθρικούς στρατούς καθώς και τρόποι επίθεσης ή άμυνας ενώ θα οργανωθούν καλύτερα τα εφεδρικά σώματα και το στήσιμο των στρατοπέδων. Όμως επί των ημερών του ξεκινά η τάση αλλαγής επάνδρωσης του στρατού από τον στρατό των ακτημόνων στα επαγγελματικά σώματα στρατιωτών ή μισθοφόρων . Αξίζει να επισημανθεί , μία ακόμη ενέργεια του Φωκά ενδεικτική της βαθιάς του πίστης . Με την πολυποίκιλη βοήθεια του , ο πνευματικός του δάσκαλος , Αθανάσιος Αθωνίτης θα μεταβεί το 963 στην Αθωνική χερσόνησο όπου και θα κτίσει το πρώτο μοναστήρι, την μονή Μεγίστης Λαύρας. 

Στην Αθωνική χερσόνησο από τον 5ο αιώνα γίνεται αναφορά για άτομα που ζούσαν ερημικά. Σταδιακά υπήρξε αύξηση του αριθμού τους και ήδη από το 885 , αναφέρεται και συμμετοχή μοναχών της περιοχής σε εκκλησιαστικές συνόδους. Όμως το κτίσιμο της πρώτης μονής το 963 αλλά και η εισαγωγή του τυπικού (κανόνες διαβίωσης των μοναχών στα μοναστήρια) από τον Αθωνίτη , έβαλε τις βάσεις για την μετατροπή της χερσονήσου από περιοχή σκορπισμένων μοναχών σε κοινότητες μέσω της ίδρυσης μονών , με εντυπωσιακή αύξηση σε αριθμό μονών αλλά και σε περιουσιακά στοιχεία τους επόμενους αιώνες. Εκτός βέβαια της τελευταίας , όλες οι υπόλοιπες ενέργειες του Φωκά , είχαν προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια σε πολλούς. Το κλίμα χειροτέρευε λόγω και πιθανών καταχρήσεων ατόμων του περιβάλλοντος του. Ο Λέων Διάκονος αναφέρει ως ένα από τους καταχραστές , τον αδερφό του Λέων Φωκά. Οι πιθανές καταχρήσεις σε συνδυασμό με την βαριά φορολογία έκαναν και τον λαό να δυσανασχετεί. Την αυξανόμενη δυσαρέσκεια παραδέχεται και ο Ζωναράς που την αποδίδει σε κακή συμπεριφορά και καταχρήσεις του στρατού σε βάρος πολιτών. Επίσης κατηγορεί τον Φωκά επειδή επί των ημερών του σταμάτησε η επίβλεψη των αγορανόμων στα τρόφιμα , ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονταν οι αυθαιρεσίες των εμπόρων και η αισχροκέρδεια , ιδίως με το σιτάρι που ήταν το πλέον σημαντικό προϊόν για τους κατοίκους. Πάντως ανεξάρτητα του αν και πόσο ευσταθούσαν οι κατηγορίες αυτές , η δημοσιονομική πολιτική του προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις με τους αντιπάλους του να καραδοκούν. Βέβαια έπρεπε να είναι προσεκτικοί , λόγω των ικανοτήτων του Φωκά αλλά και εξαιτίας της αφοσίωσης του στρατού προς εκείνον. Έτσι ξεκίνησαν μια συστηματική συκοφάντηση του , αλλά και μια υποχθόνια σχεδίαση του τρόπου εξόντωσης του.

 

Οι πραγματικές επιδιώξεις του Νικιφόρου Φωκά

Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κάθε αυτοκράτορας , είχε τις φιλοδοξίες του , η υλοποίηση των οποίων εξαρτιότανε τόσο από τον χαρακτήρα και τις ικανότητες του , όσο και από τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες της εποχής του. Υπήρχε όμως μια διαχρονική ιδεολογία , η οποία είχε σχέση με την ίδια την δημιουργία της αυτοκρατορίας , άρα και με το σκοπό της ύπαρξης της. Σύμφωνα με αυτή , η αναβαπτισμένη (από τον Μέγα Κωνσταντίνο) Αυτοκρατορία εξουσιοδοτήθηκε από τον Θεό ως θεματοφύλακας των χριστιανικών αξιών . Έτσι αποστολή του κράτους ήταν αφενός μεν η προστασία των απανταχού πιστών και του δόγματος της πίστης και αφετέρου η εξάπλωση και παγκόσμια ιδεολογική κυριαρχία του χριστιανισμού. Σε αυτό το κράτος θα έπρεπε να υπάρχει ιεραρχία , στην κορυφή της οποίας θα βρισκόταν ο εντεταλμένος του Θεού αυτοκράτορας που θα έπρεπε παράλληλα να μεριμνεί για την ειρήνη και την ύπαρξη ενός κράτους δικαίου. Το δόγμα αυτό συνοψιζόταν στο ο Θεός κυβερνά στον Ουρανό και ο Αυτοκράτορας στη Γη. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούσαν να υπάρχουν άλλες χριστιανικές αυτοκρατορίες επί της γης. Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τα άλλα ομόθρησκα κράτη τα θεωρούσαν ως κατώτερους συγγενείς ή και πνευματικά τέκνα τους. Έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι η άρνηση του Φωκά (όπως αναφέρει ο Λέων ο διάκονος) , να πληρώσει φόρο στους Βουλγάρους βασίζεται σε αυτό το σκεπτικό , δηλαδή πως είναι δυνατόν το κράτος μας που είναι ευλογημένο από το Θεό να πληρώνει φόρο σε κάποιον άλλον ; `` ότι βούλοιτο τοις Μυσοίς ή των φόρων , ην των Ρωμαίων αιτούσιν , είσπραξις ; οικέτην άρα με γεγεννηκώς λέληθας , και ο των Ρωμαίων σεβάσμιος βασιλεύς έθνει πανεστάτω και μιαρώ φόρους τελών υποκείσομαι ; ``.

 

nikhforos fwkas 06


Η ουσιαστική απεξάρτηση του Πάπα της Ρώμης τον 8ο αιώνα ανέτρεψε μερικώς την ιδεολογία αυτή. Ο Πάπας μπορούσε πλέον να διορίζει ο ίδιος επισκόπους αλλά και να δίνει (με το αζημίωτο) όποιο τίτλο ήθελε στους Βασιλείς που χειροτονούσε. Το πλήγμα αυτό θεωρείτο σημαντικό αφού αμφισβητούσε την οικουμενικότητα του κράτους. Την εποχή αυτή η αυτοκρατορία βρίσκεται σε φάση επίθεσης στην αλλόθρησκη ανατολή , αλλά ξαναβρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα έξαρση της επιθετικότητας από την ομόθρησκη δύση. Ο Νικηφόρος Φωκάς είναι ένας δραστήριος και ικανός στρατιωτικός , γόνος οικονομικά ισχυρής οικογένειας που παράλληλα πιστεύει έντονα και πραγματικά . Τα δύο αυτά εκρηκτικά συστατικά βρίσκουν διέξοδο με την ανάδειξη του ως αυτοκράτορα , αφού μπορεί πλέον να εφαρμόσει αυτά που η ψυχή του επιθυμούσε από μικρός. Τα σχέδια του είναι μεγαλεπήβολα και συμβατά με την διαχρονική πολιτική της αυτοκρατορίας . Έτσι στην επιθυμία του για εδαφική επέκταση δίνει καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα. Στην εκστρατεία του στην Κρήτη, θα προπορεύεται το τρόπαιο του Σταυρού. Ενώ έδινε μεγάλη σημασία στην τήρηση των θρησκευτικών τελετουργιών και στην θρησκευτική προσήλωση των στρατιωτών του. Έτσι επέβαλλε την προσευχή σε καθημερινή βάση , φρόντιζε να τηρούνται οι νηστείες και οι εξομολογήσεις ιδιαίτερα πριν τις πολεμικές επιχειρήσεις , να τελούνται με όλη την δυνατή μεγαλοπρέπεια οι μεγάλες χριστιανικές εορτές κλπ. (Περιοδικό στρατιωτική ιστορία τεύχος Νο 49 , Σελ. 83-86). 

Επίσης αποκαλυπτική είναι μία παράγραφος του Λέων του Διάκονου (Ιστορία , Σελ. 234-235) που αναφερόμενος στη δολοφονία του Φωκά θα σχολιάσει ότι αν αυτή δεν γινότανε , ο αυτοκράτορας θα έφτανε τα σύνορα της επικράτειας από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος (Ινδία) , έως εκεί που δύει (υπονοώντας την δυτική Ευρώπη). `` Ει γαρ μη τη τούτου αναιρέσει , εις το έμπαλιν η τύχη τούτοις απέτρεχεν , ουδέν ενέδει , επιβιούντος εκείνου , μη τα όρια πήξασθαι της σφων επικρατείας προς ανίσχοντα ήλιον κατά την Ινδικήν , και αύθις επί δυόμενον προς αυτά της οικουμένης τα τέρματα ``. Αλλά η επιθυμία του Φωκά φανερώνεται και σε επιστολή του προς τον Χαλίφη της Βαγδάτης , όπου αφού λοιδορεί τις στρατιωτικές ικανότητες του στρατού του , του προτείνει να επιστρέψει στην Αραβική χερσόνησο όπου και ανήκει , αφήνοντας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αυτά που της ανήκουν. Στην επιστολή κάνει λόγο και για κατάκτηση της δύσης που φαίνεται δύσκολη και σύνθετη , αλλά και σημαντική λόγω του φόβου απώλειας του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης του όρου της οικουμενικότητας. Πάντως ο Φωκάς αποφασίζει να επιτεθεί πρώτα στην Ανατολή, αφού το Χαλιφάτο αντιμετώπιζε προβλήματα διάσπασης και ήταν αποδυναμωμένο . 

Πρώτος προς δυσμάς στόχος η αύξηση της επιρροής της αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο . Για το λόγο αυτό έχει αποδυθεί σε μια διπλωματική προσπάθεια να φέρει τους διάφορους ηγεμόνες της περιοχής με το μέρος του , περιορίζοντας την επιρροή του Πάπα και του Γερμανού αυτοκράτορα. Ο Φωκάς θέλει την επιστροφή της Ρώμης και της Ραβέννας στην αυτοκρατορία , για αυτό και θα εξοργισθεί , όταν θα πληροφορηθεί την επίθεση του Γερμανού αυτοκράτορα σε εδάφη της αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Είναι πιθανό , ότι επιθυμούσε να `` επισκεφθεί `` την Ιταλία , ειδικά αφού θα είχε εκπληρώσει σε πρώτη φάση τους στόχους του στην Ανατολή, αλλά και επειδή μια πρώτη απόπειρα που είχε γίνει στη Σικελία είχε αποτύχει. Ίσως για τον λόγο αυτό να μην επιθυμούσε να σπαταλήσει στρατό και χρόνο στη Βουλγαρία , σε μια ήσσονος σημασίας περίπτωση για αυτόν , προκειμένου να κρατήσει δυνάμεις για ένα σημαντικότερο στόχο. Βέβαια τα σχέδια αυτά απαιτούσαν τεράστιες ποσότητες χρημάτων και ικανό επαγγελματικό στρατό . Για αυτό και τα μέτρα του δεν πρέπει να αποσκοπούσαν στην ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση κάποιας τάξης αλλά στην ενίσχυση του στρατού και κυρίως στην εξεύρεση πόρων. Το γεγονός ενισχύεται και από την διαχρονική ύπαρξη λέξεων , όπως δημοσιακοί πάροικοι ή και δημοσιάριοι , που υποδηλώνει τους αγρότες που ανήκαν στο κράτος (ή τους οποίους μπορούσε να φορολογεί). 

Αλλά και σύμφωνα με την νοοτροπία της εποχής , η ύπαρξη γεμάτου θησαυροφυλακίου θεωρείται ως στοιχείο ακμής … Η συγκεκριμένη πολιτική θα ενισχυθεί και από την πεποίθηση του , ότι οι εκπρόσωποι του Θεού πρέπει πρώτοι αυτοί να δίνουν το καλό παράδειγμα. Την άποψη του αυτή την τεκμηριώνει και με Νεαρά που εξέδωσε το 964 στην οποία ανέλυε γιατί προβαίνει σε ενέργειες που εκ πρώτης όψεως φαίνονταν εχθρικές προς τους εκπροσώπους του Θεού. `` Ο Θεός υπέδειξε πολυειδώς ότι ο πλούτος δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος του να επιτύχωμεν την της ψυχής υμών σωτηρίαν. Και όμως εις τα μοναστήρια και εις τους άλλους ευαγείς οίκους επικρατεί περιφανής ή της απληστίας νόσος , την οποίαν βλέπων δεν ηξεύρω τη αληθεία τίνα του κακού να επινοήσω θεραπείαν ή πώς να κολάσω την αμετρίαν . Εις τίνας άραγε των πατέρων πειθόμενοι , ή πόθεν άλλοθεν λαβόντες τας αφορμάς προήχθησαν εις τοιαύτην περιττότητα ; Αδιακόπως σπουδάζοντες πώς να προσαποκτήσωσιν πλέθρα μύρια και λαμπράς οικοδομάς και αγέλας βοών , ίππων και καμήλων , άλλων δε κτηνών αναρίθμητα πλήθη , κατατείνουσι παρά ταύτα όλην της ψυχής την μέριμναν , ώστε κατ’ ουδέν διαφέρει του κοσμικού βίου ο δια των πολλών φροντίδων φλεγμαινόμενος τοιούτος μοναχικός βίος ``. (Στυλιανός Μιχόπουλος `` Βυζάντιο – Αυτοκράτορες - Κλήρος και Ελληνισμός `` Σελ.462). Πάντως τα σχέδια του θα μείνουν ημιτελή , λόγω της δολοφονίας του, ενώ ο Τσιμισκής θα επιλύσει τις διαφορές με την Δύση μέσω διπλωματικής οδού , πρώτο μέτρο της οποίας θα είναι ο γάμος της πριγκίπισσας Θεοφανούς με τον Γερμανό Όθωνα Β’(967-983).

 

Το σκοτεινό παρασκήνιο και η δολοφονία του Νικιφόρου Φωκά

iwannhs tsimiskhs 01
Ιωάννης Τσιμισκής

Όσο ο Φωκάς προχωρούσε τα μέτρα του , τόσο η αντιπολίτευση οργάνωνε την ανατροπή του περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Παράλληλα προέβαιναν σε συστηματική συκοφάντηση του, με τον Ζωναρά, αλλά και τον Λέων τον Διάκονο να αναφέρουν και συγκεκριμένο περιστατικό στο οποίο ο Αυτοκράτορας θα αποδοκιμαστεί φανερά από τον κόσμο. Παράλληλα πλήθαιναν και τα `` θεϊκά σημάδια `` που αναφερόντουσαν στον θάνατο του… Ένα από αυτά του δόθηκε με σημείωμα από κάποιο μοναχό τον Νοέμβριο του 969 , δίνοντας του ένα μήνα ζωή , κάτι που επιβεβαιώθηκε πλήρως , αφού το σημείωμα ανέφερε ότι μετά τον Σεπτέμβριο , θα έχει μόνο άλλους τρεις μήνες ζωή. `` Εμοί τω σκώληκι , παρά της Πρόνοιας απεκαλύφθη , βασιλεύ , μεταστήναι σε των τήδε τω μετά τον παρελθόντα Σεπτέμβριο τρίτω μηνί ``. (Στυλιανός Μιχόπουλος `` Βυζάντιο – Αυτοκράτορες - Κλήρος και Ελληνισμός `` Σελ.464). Ήταν φανερό ότι τα συνωμοτικά σχέδια είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Όμως παρότι ήταν πολλοί εκείνοι που ήξεραν ή συμμετείχαν , εντούτοις προτίμησαν (και υπό το φόβο αποτυχίας) να παραμείνουν στο παρασκήνιο, αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στην νεαρή σύζυγο του Φωκά εκμεταλλευόμενοι τον άστατο χαρακτήρα της… Η Θεοφανώ είτε για λόγους συμφέροντος , είτε λόγω ερωτικής έλξης πίεζε τον σύζυγο της να φέρει τον Τσιμισκή (που είχε εκπέσει του αξιώματος του και διάκειτο πλέον εχθρικά προς τον αυτοκράτορα) στην Πρωτεύουσα και τελικά ο αυτοκράτορας θα της κάνει το χατίρι…

Το βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου του 969 , ο Φωκάς που βρισκόταν μόνος στο δωμάτιο του θα δεχτεί την επίσκεψη της γυναίκας του. Η επίσκεψη αυτή είχε ως σκοπό να κατασκοπεύσει τα μέτρα φρούρησης , και μόλις είδε ότι αυτά ήταν ανύπαρκτα έφυγε … Λίγο αργότερα μια ομάδα αντρών με μεγάλη ορμή μπήκε βίαια στο δωμάτιο του και με πρωτοφανή βιαιότητα άρχισε να τον χτυπά αλύπητα. Ο Τσιμισκής θα δώσει με σπαθιά το τελειωτικό χτύπημα, ενώ δεν θα διστάσει να κόψει το κεφάλι του Φωκά επιδεικνύοντας το στην ανακτορική φρουρά που είχε καταφτάσει , λέγοντας της με αυτό τον τρόπο ότι αυτός πλέον είναι ο νέος αυτοκράτορας…. Η φρουρά που άλλωστε αποτελούνταν από μισθοφόρους και αφού το κακό είχε ήδη γίνει αποδέχτηκε το γεγονός και επέστρεψε στην βάση της… Ο νέος αυτοκράτορας θα προβεί σε άμεσες αντικαταστάσεις των συνεργατών του Φωκά, ώστε να αποτραπεί κάθε πιθανότητα εξέγερσης. Έτσι απέμενε η τελετή στέψης του , την οποία όμως ο Πολύευκτος δεν πραγματοποιούσε αν δεν ικανοποιούντο τρεις όροι… Αυτοί ήταν η άμεση ανάκληση των νόμων Φωκά για τον κλήρο , η εκδίωξη της Θεοφανούς, αλλά και να ανακαλύψει !!! ποιοι ήταν αυτοί που διέπραξαν το αποτρόπαιο έγκλημα … 

Ο όρος που ικανοποίησε άμεσα ο Τσιμισκής ήταν η εκδίωξη της Θεοφανούς , που εξορίστηκε. Αν και για το θέμα αυτό έχουν λεχθεί πολλά, εντούτοις είναι γεγονός ότι ο έξυπνος τρόπος που χειρίστηκαν το θέμα οι άλλοι , δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια να πράξει διαφορετικά. Στη συνέχεια προέβη στην ανάκληση όλων των νόμων Φωκά, προχωρώντας με δική του πρωτοβουλία ακόμη περισσότερο , αφού θα μοιράσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε κοινωφελείς οργανισμούς , θα παράσχει ατέλεια φόρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Αρμενία , ενώ θα μοιράσει και μέρος του κρατικού θησαυροφυλακίου σε αρκετό κόσμο…. Θεωρητικά το ακανθώδες πρόβλημα ήταν ο τρίτος όρος , που αναφερόταν στην τιμωρία των ενόχων , αλλά και γι΄αυτό βρέθηκε τελικά λύση … αφού ο Τσιμισκής θα κατηγορήσει ως υπεύθυνους δύο συνεργάτες του , τους Λέοντα Βαλάντη και Θεόδωρο (Ή Γυφτοθόδωρο για τον Ζωναρά , τους οποίους και εξόρισε. Τα άτομα αυτά συνετέλεσαν βέβαια στην δολοφονία Φωκά , αλλά δεν ήταν οι μόνοι ούτε και οι αρχηγοί της … Οι διπλωματικές ισορροπίες είχαν βρεθεί και ο Πατριάρχης προχώρησε στη στέψη του νέου αυτοκράτορα ανήμερα των Χριστουγέννων του 969. Η πολιτική και ο χαρακτήρας καθιστούσαν τον Νικηφόρο Φωκά αντιδημοφιλή, όμως ο Λέων Διάκονος που εξιστορεί την ιστορία του , είναι κατηγορηματικός, ότι αν η ζηλόφθονη τύχη δεν τον απήγαγε από την ζωή , θα προσέφερε στεφάνια δόξας στην ηγεμονία των Ρωμαίων τέτοια που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Λέων Διάκονος Ιστορία  , Ιερέας – Ιστορικός του 10ου αιώνα .

2) Ιωάννης Ζωναράς , Επιτομή Ιστοριών, Κρατικός αξιωματούχος του 12ου αιώνα.

3) Σπυρίδων Ζαμπέλιος `` Βυζαντιναί μελέται `` Αθήνα 1857 , εκδόσεις Καραβία.

4) Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου (Γιάννη Κορδάτου). Εκδόσεις Μπουκουμάνη .

5) Ιστορία του ελληνικού έθνους (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος , ιστορικός του 19ου αιώνα).

6) Ιστορία του Βυζαντινού κράτους , τόμος Β’ (Κωνσταντίνου Ι Αμάντου).

7) Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία  Τεύχος 49  2009 `` Μονογραφία του Νικηφόρου Φωκά `` επιμελητής Γιάννης Χρονόπουλος Ιστορικός Κοινωνιολόγος.

8) Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια 1937 (τόμος Νικηφόρος Φωκάς) κατά διασκευή Συνταγματάρχου Ν. Μαγγιώρου , κατά Gustavue Schlumberger.

9) Στυλιανού Μιχόπουλου `` Βυζάντιο – Αυτοκράτορες – Κλήρος και Ελληνισμός `` Εκδόσεις Νέα Θέσις (Αθήνα 2000).

10) Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο (900-1200) , Alan Harvey , Εκδόσεις ΜΙΕΤ.

11) Ελευθεροτυπία Ε’ Ιστορικά τεύχος Νο 144 , Ο Βυζαντινός άνθρωπος.

12) Ελευθεροτυπία Ε’ Ιστορικά τεύχος Νο 201 , Βυζαντινή διπλωματία.

13) Αρχείο Βυζαντινού δικαίου (Χρήστου Τορναρίτου ,Αθήνα 1931).

 

Πηγή: Θέματα Ελληνικής Ιστορίας

Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν μέλος μιας εκ των ισχυροτέρων οικογενειών της Καππαδοκίας και υιός του Στρατηγού Βάρδα Φωκά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του , τον βοήθησε να έχει μια ταχεία αναρρίχηση στα στρατιωτικά αξιώματα με αποκορύφωμα την προαγωγή του στη θέση του Δομέστικου των σχολών της Ανατολής , δηλαδή περίπου σαν στρατηγός των ανατολικών θεμάτων. Επί αυτοκρατορίας του Ρωμανού του Β’ (959-963) αναλαμβάνει την ανακατάληψη της Κρήτης , που βρισκόταν κάτω από την διοίκηση των Σαρακηνών. Οι Σαρακηνοί ήταν μουσουλμάνοι κουρσάροι που λυμαίνονταν την Μεσόγειο προβαίνοντας σε πολλές επιθέσεις και λεηλασίες. Το 827 εκμεταλλευόμενοι ένα εμφύλιο πόλεμο, θα καταλάβουν την Μεγαλόνησο , δημιουργώντας από τότε πολυποίκιλα προβλήματα στην Αυτοκρατορία. Αρκετοί αυτοκράτορες θα επιχειρήσουν να ανακαταλάβουν το νησί χωρίς όμως επιτυχία. Αυτή τη φορά όμως οι συνθήκες ήταν ιδανικές .

megas kwnstantinos diatagma 01


Το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017, η θεολόγος – φιλόλογος της Δ.Ε. Γρεβενών κ. Ευδοξία Αυγουστίνου μίλησε στην αίθουσα του ιεραποστολικού συλλόγου «Κυριακή» με θέμα: «Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Κυριακή».

Η κ. Αυγουστίνου κατάγεται από τη Φλώρινα και υπηρετεί ως φιλόλογος στο 1ο Γυμνάσιο Γρεβενών. Στην πόλη αυτή δραστηριοποιείται σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Αρθρογραφεί σε διάφορα περιοδικά. Ως μάχιμη εκπαιδευτικός  έχει δώσει διαλέξεις σε πολλές  σχολές γονέων Ιερών Μητροπόλεων της Πατρίδας μας κατόπιν προσκλήσεως των Σεβασμιοτάτων Μητροπολιτών, καθώς και σε φοιτητές του ποιμαντικού τμήματος του Α.Π.Θ.  Είναι υπεύθυνη των κύκλων της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών. Εδώ και αρκετά χρόνια είναι  μέλος της Συνοδικής επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος για την πολιτιστική ταυτότητα.
Αναφερόμενη στον Μέγα Κωνσταντίνο παρουσίασε τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του, τονίζοντας την επίδραση της μητέρας του Αγίας Ελένης, στην μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Γεννήθηκε το  272 μ.Χ., στην αρχαία Ναϊσσό και τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.  Εκεί γνώρισε το μαρτύριο πολλών Αγίων μεταξύ των οποίων και του Αγίου Γεωργίου. Αυτά επηρέασαν τον Κωνσταντίνο και τον έκαναν στην συνέχεια να προχωρήσει στο μεγαλόπνοο έργο του.

Το όνομα Κωνσταντίνος προέρχεται από το λατινικό Κωνστάντια που σημαίνει σταθερός. Υπήρξε ο Αυτοκράτορας που δεν νικήθηκε ποτέ σε καμία μάχη. Το όνομα αυτό αγαπήθηκε αλλά και μισήθηκε από πολλούς τότε και σήμερα.

Η ομιλήτρια αναφέρθηκε στις κατηγορίες και τις δολοπλοκίες των αντιπάλων του για να καταλάβουν τον θρόνο, μίλησε για την μάχη της Μιλβίας γέφυρας το 312 μ.Χ., για το θαυμαστό γεγονός  της εμφανίσεως την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης του φωτεινού σταυρού στον ουρανό, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» που είδαν και οι στρατιώτες. Η μάχη αυτή έκρινε την πορεία της Ευρώπης και του κόσμου προς τον χριστιανισμό. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση της νίκης του χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως.

Μετά από αυτό ο Μ. Κωνσταντίνος αλλάζει την ροή της ιστορίας και στρέφει την Αυτοκρατορία προς τον Χριστιανισμό.  Τότε οι χριστιανοί ήταν το 10% της Αυτοκρατορίας. Βλέπει όμως σ’αυτούς το μέλλον της. Από Ελληνολάτρης έγινε πιστός στον Ήλιο της Δικαιοσύνης. Ο Άγιος Χρυσόστομος λέει:  «φτάνει ένας άνθρωπος να έχει ζήλο θεϊκό μέσα του για να αλλάξει ολόκληρη πολιτεία». Αυτό συνέβη με τον Μέγα Κωνσταντίνο. Πυρπολούμενος από αυτόν τον ζήλο και με βάση αυτά που είχε σπείρει μέσα του η μητέρα του η Αγία Ελένη θα πορευτεί στην συνέχεια αλλάζοντας την ροή της ιστορίας. Είναι ο πατέρας της Ρωμιοσύνης. Είναι ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας που γίνεται Χριστιανός. Με το διάταγμα των Μεδιολάνων, τον Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., που υπογράφει με  τον Αύγουστο Λικίνιο περνάμε στην εποχή της ανεξιθρησκίας.

Με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώνεται η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ο Χριστιανισμός καθίσταται θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί μπορούν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Το 324 μ.Χ. αποφασίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στο μικρό Βυζάντιο μετά από θεϊκή έμπνευση.  Παράλληλα χρηματοδοτεί την μητέρα του για να βρει τα λείψανα των αγίων Αποστόλων.   Το 326 μ.Χ.  μετά από προσπάθειες της μητέρας του βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός.

Συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας, 325 μ.Χ. όπου η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου.

Κατάργησε πολλούς ειδωλολατρικούς νόμους όπως η σταύρωση και ο στιγματισμός. Ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Απαγόρευσε την εργασία την Κυριακή.

Στη συνέχεια η ομιλήτρια αναφέρθηκε στο θέμα της Κυριακής.

1700 χρόνια μετά, το 2013 καταργήθηκε στην πατρίδα μας η αργία της Κυριακής. Η πολιτεία δεν σεβάστηκε ούτε ότι είναι η 4η εντολή, ούτε ότι είναι κεκτημένο δικαίωμα των εργαζομένων, ούτε τον θεσμό της οικογένειας.

Να σκεφτούμε όμως και τις δικές μας ευθύνες στο θέμα της Κυριακής. Τι κάνουμε εμείς;

Αντί να έχουμε την «Κυριακάτικη Ευχαριστία» έχουμε την «Κυριακάτικη αχαριστία».

Και εμείς που λέμε ότι έχουμε σχέση με την Εκκλησία, είμαστε άνθρωποι Κυριακής;  H χαρά της Κυριακής αντικατοπτρίζεται στα πρόσωπά μας; Η ημέρα του Κυρίου που ζωογονούσε τις καρδιές μας και μας έδινε δύναμη για την εβδομάδα που ακολουθούσε υπάρχει σήμερα; Φοβάμαι ότι τώρα χάνονται όλα αυτά.

Οφείλουμε να δώσουμε την μαρτυρία στον κόσμο ότι η Κυριακή είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και πρέπει να του το επιστρέψουμε.

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Να μην ανοίγουμε τα καταστήματά μας ούτε να ψωνίζουμε την ημέρα αυτή.

Χρειάζεται επίσης  ιερή εκστρατεία ενημέρωσης όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός που έδωσε την ζωή του για την αργία της Κυριακής.

Τελειώνοντας η ομιλήτρια αναφέρθηκε και στην αποχριστιανοποίηση της Ευρώπης, στις διώξεις των χριστιανών, στους νεομάρτυρες στην Ρωσία, Ασία, και Συρία.

Τόνισε τους λόγους του μακαριστού επισκόπου Αυγουστίνου: «Έρχονται ημέρες που να είναι κανείς χριστιανός θα κοστίζει πάρα πολύ και τότε θα φανούν οι πραγματικοί χριστιανοί».

Χρέος μας είναι να συνειδητοποιήσουμε την ιστορική αλήθεια και βάζοντας ως πρότυπα τους Αγίους μας να προχωρήσουμε χωρίς εφησυχασμό αλλά και ούτε με πανικό. Γιατί κύριος της ιστορίας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός  ο οποίος «εξήλθε νικών και ίνα νικήσει».


Πηγή: Ιεροποστολικός Σύλλογος Κυριακή, Ακτίνες

ippokraths 01

Ὁ Ἰπποκράτης μὲ βυζαντινὴ ἐνδυμασία. 14ος αἰ. Τὸ πρῶτο φύλλο ἰατρικοῦ κώδικα ποὺ ἀνῆκε στὸν Μεγάλο Δοῦκα Ἀπόκαυκο.


Ἡ βυζαντινὴ ἰατρικὴ ἀποτελεῖ τὴ σημαντικὴ γέφυρα γιὰ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἰατρικὴ στὴ λαϊκὴ ἰατρικὴ μέχρι τὸν 18ο αἰῶνα. Ἡ ἰατρικὴ στὸ Βυζάντιο πέρασε ἀπὸ διάφορες φάσεις καὶ ἐξελίχθηκε σταδιακὰ ἀπὸ τέχνη σὲ ἐπιστήμη. Ὁ Ἀλέξανδρος Τραλλιανὸς τὸν 6ο αἰῶνα εἶναι ὁ πρῶτος βυζαντινὸς ἰατρὸς ποὺ ὀνομάζει τὸν ἰατρὸ «ἐπιστήμονα»: «(…) καὶ δεῖ πανταχόθεν βοηθεῖν τὸν ἐπιστήμονα καὶ φυσικοῖς χρώμενον ἐπιστημονικῷ λόγῳ καὶ μεθόδῳ τεχνικῇ».

Ἡ ἐπισήμανση βέβαια αὐτὴ γίνεται προκειμένου ὁ συντάκτης νὰ δικαιολογήσει στὸ ἔργο του τὴν παράλληλη καταγραφὴ ἰατρικῶν συνταγῶν καὶ ἀντίστοιχων ἀλχημικῶν ἢ μαγικῶν συνταγῶν, στὰ πλαίσια πάντα τῆς λευκῆς ἀποτροπαϊκῆς μαγείας. Σταθμὸ στὴ διαμόρφωση τῆς ἰατρικῆς στὸ Βυζάντιο ὡς ἐπιστήμης ἀποτελεῖ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἡ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἰατρῶν στὴ μελέτη τῆς ἀνατομίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ τάση αὐτὴ γιὰ μελέτη καὶ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καθὼς καὶ οἱ διατροφικὲς ἀντιλήψεις ποὺ διαμορφώνονται μὲ βάση τὴν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σηματοδοτοῦν νέες μεθόδους στὴ συγγραφὴ τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ μετά. Ἡ συμβολὴ τοῦ Λέοντος τοῦ ἰατροσοφιστοῦ βασίζεται ἀρχικὰ στὴν ἐπεξεργασία τοῦ ἔργου τοῦ μοναχοῦ Μελετίου (9ος αἰ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου ἐπίσης ἰατροσοφιστοῦ, καθὼς τὸ «Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς» κείμενο τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἰατρικὴ ἀνατομικὴ πραγματεία. Ὡστόσο τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Hunger, δὲν ἔχει σαφῶς ἰατρικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ περισσότερο «τελεολογικὸ προσανατολισμό». Ἔτσι ἡ συμβολή του στὴ διαμόρφωση τῶν ἰατρικῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του εἶχε ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῶν παρεχομένων στοιχείων ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ὀπτικὴ γωνία τοῦ Λέοντος ἰατροσοφιστοῦ. Τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου χρησιμεύει ὡς βάση γιὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἰατρικοῦ ἔργου τοῦ Λέοντος Κωνσταντινοπολίτου, τοῦ ἐπίσης ἐπωνομαζομένου ἰατροσοφιστοῦ, μὲ τίτλο «Σύνοψις εἰς τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ συγγραφέας, ἐφαρμόζοντας μία ὀρθολογιστικὴ μέθοδο, ἀξιοποιεῖ ὅλες τὶς ἰατρικὲς πληροφορίες ποὺ ἀναφέρει ὁ Μελέτιος, προσθέτει ἐπιλεκτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἱπποκράτειο ἰατρικὴ καὶ συμπληρώνει μὲ πολλὰ νέα στοιχεῖα προερχόμενα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία ὡς ἰατροῦ. Ὅπως δηλώνει στὸν ἐπίτιτλο τοῦ ἔργου του, ἐπιχειρεῖ νὰ προσδιορίσει καὶ νὰ περιγράψει τὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τὶς δυνάμεις ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν καὶ τὴν ἐνεργοποιοῦν, τὶς ἡλικιακὲς φάσεις, τὶς φυσικὲς ἀνάγκες καὶ τὶς αἰτιάσεις τους, τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες καὶ κλίσεις.

Τὸ κείμενο τοῦ Λέοντος ἀρχίζει μὲ μία ἐνδιαφέρουσα ἐτυμολογικὴ προσέγγιση τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας. Ἀναφέρω τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ χωρίο: «Τί ἐστι ψυχή; οὐσία ἀσώματος, λογική, νοερὰ καὶ ἀθάνατος. τί ἐστιν ἄνθρωπος; ζῷον λογικόν, θνητόν, νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικόν». Ὁ συσχετισμὸς τῶν φυσικῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ μὲ τὴν ἡλικία τοῦ ἀτόμου, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες θεωρίες στὸ ἔργο τοῦ Λέοντος, στὴν ὁποία βασίζονται οἱ διατροφικὲς ἀπόψεις, ποὺ διαμορφώνονται προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰῶνα στὴ σκέψη τῶν βυζαντινῶν ἰατρῶν. Τὸ νέο στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ ἄμεση σύνδεση τῶν διατροφικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φυσικὴ κατάσταση καὶ τὴν ἡλικία του, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες. Ὁ συσχετισμὸς αὐτὸς μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ διαγραμματικὰ ὡς ἑξῆς:

Πῦρ-θέρος-θερμότητα-ξανθὴ χολή=Παιδικὴ ἡλικία,
Ἀὴρ-ἔαρ-ὑγρότητα-αἷμα=Ἐφηβεία/Νεανικὴ ἡλικία,
Ὕδωρ-χειμὼν-ψυχρότητα- φλέγμα=Ὥριμη ἡλικία,
Γῆ-φθινόπωρο-ξηρότητα-μέλαινα χολή=Γῆρας.

Πολὺ σημαντικὸ ἐπίσης ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ «Σύνοψις Ἰατρικῆς», ἡ ὁποία θεσμοθετεῖ νέα μέθοδο σύνταξης τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων καὶ συμβάλλει στὴν ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων περὶ ἀσθενειῶν καὶ θεραπειῶν στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ ὕστερα. Ὁ Λέων στὸ ἔργο αὐτὸ κωδικοποιεῖ  τὶς ἀσθένειες σὲ κατηγορίες, μὲ κριτήρια ἀφενὸς τὴν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ ἀφετέρου τὴν ἡλικία, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται κάθε νόσος. Στὴ «Σύνοψι Ἰατρικῆς» περιλαμβάνονται ἑκατὸν ὀγδόντα ἑνότητες ὀργανωμένες σὲ ἑπτὰ λόγους, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστος ἀναφέρεται σὲ ἕνα τμῆμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐπιμέρους ἑνότητες κάθε λόγου φέρουν ὡς τίτλους ὀνομασίες νοσημάτων ποὺ ἐμφανίζονται στὸ συγκεκριμένο τμῆμα τοῦ σώματος. Ὁ συγγραφέας περιγράφει τὰ συμπτώματα κάθε νοσήματος, τὶς αἰτιάσεις του καὶ συγχρόνως προτείνει θεραπεῖες γιὰ κάθε νόσημα μέσῳ διατροφῆς καὶ βοτάνων. Ὁ βυζαντινὸς ἰατρὸς βασίζεται περισσότερο στὴν πρόληψη καὶ λιγότερο στὴ θεραπεία τῶν νοσημάτων. Τὸ ἔργο τοῦ Λέοντος σηματοδοτεῖ, ὅπως ἀναφέρθηκε, μία νέα περίοδο γιὰ τὰ βυζαντινὰ ἰατρικὰ συγγράμματα καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴ διαμόρφωση δύο νέων μεθόδων συγγραφῆς ἰατρικῶν κειμένων. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐφαρμόζει ὁ ἴδιος ὁ Λέων στὴ «Σύνοψι Ἰατρικῆς», δηλαδὴ ἡ κατηγοριοποίηση καὶ περιγραφὴ τῶν νοσημάτων μὲ τὰ ἀναφερθέντα κριτήρια καὶ τὶς θεραπεῖες τους. Ἡ δεύτερη ἀναπτύσσεται ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν Συμεῶνα Σήθ, τὸν 11ο αἰῶνα, καὶ διαμορφώνει τὰ ὀνομαζόμενα διατροφικὰ ἐγχειρίδια. Θεωρῶ ὅτι οἱ ἀντιλήψεις περὶ διατροφικῶν θεραπειῶν στὴν «Ἰατρικὴ Σύνοψι» τοῦ Λέοντος ὑπῆρξαν καθοριστικὲς γιὰ τὴ συγκρότηση τοῦ Συντάγματος «περὶ τροφῶν δυνάμεως» τοῦ Σήθ, καὶ αὐτὸ στὴ συνέχεια θὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ τὰ ἀλφαβητικὰ καὶ κατὰ μῆνα διατροφικὰ ἐγχειρίδια τοῦ Ἱερόφιλου καὶ ἄλλων ἰατρῶν ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ ὕστερα.

Ἡ «Ἰατρικὴ Σύνοψις» τοῦ Λέοντος ἐνδεχομένως ἀπετέλεσε πρότυπο γιὰ τὸν Παῦλο Νικαίας, ὁ ὁποῖος πιθανότατα ζεῖ πρὸς τὰ τέλη τοῦ 9ου, ἀρχὲς 10ου αἰῶνα. Ὁ Παῦλος συντάσσει τὸ ὑπὸ τὸν ἐκτενέστατο τίτλο ἔργο: «Περὶ πολλῶν καὶ ποικίλων γενομένων νοσημάτων ἀναριθμήτων τε συμπτωμάτων περὶ τὰ ἀνθρώπινα σώματα, ποτὲ μὲν ἀπό διαφόρων ἀέρων, ποτὲ δὲ καὶ ἀπ’ αὐτῶν. τῆς φύσεως τῆς συνεχούσης τὸ ζῷον πανταχόθεν ἀναλυομένης, ἔτι δὲ καὶ διαίτης καὶ τῶν ποιοτήτων ὧν γε προσφερομένων». Ὁ Παῦλος συγκροτεῖ μία εὐρύτατη ἰατρικὴ ἐγκυκλοπαίδεια ποὺ περιλαμβάνει ἑκατὸν τριάντα τρία κεφάλαια, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον διαιρεῖται σὲ δύο ἑνότητες: ἡ πρώτη φέρει τὸν τίτλο τοῦ κεφαλαίου καὶ ἡ δεύτερη ἑνότητα φέρει τὸν ὑπότιτλο «Πῶς οὖν θεραπεύσῃς», ὅπου ὁ Παῦλος προσφέρει θεραπευτικὲς ὁδηγίες μέσῳ βοτάνων καὶ ζωικῶν προϊόντων.

Ὁ Παῦλος εἶναι ἀναλυτικότερος τοῦ Λέοντος στὴν περιγραφὴ τῶν νοσημάτων καὶ τῶν ὁδηγιῶν θεραπείας. Ὁμαδοποιεῖ κάποια νοσήματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὶς ποικίλες μορφὲς ἀρθρίτιδας ἢ τὶς ἐντερικὲς παθήσεις σὲ ἕνα κεφάλαιο καὶ προτείνει κοινὲς θεραπεῖες. Ἡ μέθοδος αὐτὴ δηλώνει προφανῶς μία ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὶς παθήσεις καὶ τὴν ἀντιμετώπισή τους. Ἀντίθετα μὲ τὸν Λέοντα ὁ Παῦλος ἐπικεντρώνεται στὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ δὲν ἀναφέρεται σὲ πρόληψη. Θεωρῶ ὅτι τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ Παύλου εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς πρώτων ὑλῶν ἀπὸ φυτὰ καὶ ζῶα ποὺ περιλαμβάνονται στὰ προτεινόμενα φαρμακευτικὰ σκευάσματα. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν ὁ πίνακας περιεχομένων ποὺ προτάσσεται τοῦ κειμένου καὶ τὸ «Προοίμιον» τοῦ Παύλου. Στὸν πίνακα περιεχομένων ἀναφέρονται οἱ τίτλοι τῶν 133 κεφαλαίων τοῦ ἔργου, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν τὶς ὀνομασίες τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὴν ἀνατομικὴ καταχώρησή τους μέσα στὸ κείμενο. Ἀποτελεῖ ἕνα εὔχρηστο εὑρετήριο γιὰ κάθε γνωστὸ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα νόσημα καὶ τὶς θεραπεῖες του. Στὸ Προοίμιον ὁ Παῦλος ἐμφανίζεται ὡς αὐτόβουλος συγγραφεύς, καθὼς δὲν ἀναφέρει, ὅπως ἄλλοι βυζαντινοὶ ἰατροί, ὅτι γράφει τὸ πόνημά του ὕστερα ἀπὸ παραγγελία κάποιου ἐνδιαφερομένου φίλου ἢ μαθητῆ του ἢ προκειμένου νὰ τὸ ἀφιερώσει στὸν αὐτοκράτορα ἢ σὲ κάποιον ἀξιωματοῦχο. Ἰδιαίτερη πρωτοτυπία τοῦ Παύλου ἀποτελεῖ ὁ ἐπιστημονικὸς προσανατολισμὸς τοῦ Προοιμίου, καθὼς παρουσιάζει ὡς βασικὰ αἴτια τῶν νοσημάτων τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ κλίματος ποὺ ἐπηρεάζουν τὶς ἀνθρώπινες κράσεις.

Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος γράφει ἕνα σαφῶς ἐπιστημονικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του κείμενο, ἀποκαλεῖ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὄχι ἐπιστήμη, ὅπως ὁ προγενέστερός του Ἀλέξανδρος Τραλλιανός. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ὁ Ἀριστοτέλης περιλαμβάνει τὴν ἰατρικὴ μεταξὺ τῶν ἐπιστημῶν καὶ στὰ βυζαντινὰ λεξικὰ ὁ ὅρος ἀναφέρεται μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ σημασία, ἐνῷ ὡς τέχνη προσδιορίζεται ὁ δόλος. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Παύλου δικαιολογεῖται ἐνδεχομένως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἀντίληψή του ὁ ὅρος τέχνη ἀποδίδει αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε τεχνογνωσία, δηλαδὴ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἰατρική, τὴ γνώση καὶ χρήση τῶν φυσικῶν πρώτων ὑλῶν, φυτικῶν καὶ ζωικῶν, καὶ κυρίως τὴν παρασκευὴ φαρμάκων ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὶς διάφορες θεραπεῖες: «ὅθεν τὰ μέγιστα ἡ τέχνη τῆς ἰατρικῆς, διὰ τὸ τὴν ὕλην προϊσταμένην καὶ τὰς δυνάμεις τῶν βοηθημάτων ἀκριβῶς  ἐπίστασθαι, οἷά τε τοῦ κάμνοντος ἤτοι παρόντων ἑτέρων ἰατρῶν, ἔχει τι ἀποκρίνασθαι τά τε δυνάμενα βοηθεῖν ἐπὶ τῶν καμνόντων».

Ὅλο τὸ κείμενο τοῦ Παύλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ συστηματικὴ προσπάθεια ἐφαρμογῆς σωστῶν θεραπειῶν, καθὼς περιγράφει μὲ λεπτομέρειες τὰ συμπτώματα κάθε ἀσθενείας καὶ καταγράφει σὲ κάθε περίπτωση μία εὐρύτατη λίστα ἰαματικῶν πρώτων ὑλῶν, ποὺ μὲ τὴν κατάλληλη μείξη καὶ σύνθεση ἀποτελοῦν θεραπευτικὰ φάρμακα γιὰ κάθε νόσημα. Τὰ ἰατρικὰ συγγράμματα τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου φαίνεται ὅτι ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τοὺς μεταγενέστερους ἰατροὺς στὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀποπομπὴ κάθε στοιχείου λευκῆς- ἀποτροπαϊκῆς μαγείας ἢ ἀλχημείας εἶναι ἐμφανὴς στὰ ἔργα τους καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς σημαντικοὺς ἰατροὺς τῆς μέσης καὶ ὕστερης περιόδου, ὅπως τὸν Συμεῶνα Σήθ (11ος αἰ.), τὸν Νικόλαο Μυρεψό (12ος αἰ.) καὶ τὸν Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουάριο (14ος αἰ.). Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θεοφάνης Νόννος (10ος αἰ.), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τελευταῖος βυζαντινὸς ἰατρὸς ποὺ στὸ ἔργο του, τὴν «Ἰατρικὴ Σύνοψι», περιλαμβάνει καὶ ὁδηγίες λευκῆς μαγείας, ὡστόσο οἱ ἰατρικές του συνταγὲς εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου Νικαίας, ἐνῷ στὴ διάταξη τῶν νοσημάτων ἀκολουθεῖ τὴ μέθοδο τοῦ Λέοντος.

Ὁ μεταγενέστερος βυζαντινὸς φαρμακοποιὸς Νικόλαος Μυρεψός, τοῦ ὁποίου τὸ περίφημο «Δυναμερὸν ἤτοι περὶ συνθέσεως φαρμάκων» παραμένει ἀνέκδοτο, χρησιμοποιεῖ ὡς βασικὴ πηγὴ τὰ συνταγολόγια τοῦ Παύλου γιὰ τὴ σύνταξη αὐτοῦ τοῦ ἀποκλειστικοῦ χαρακτῆρα φαρμακευτικοῦ ἐγχειριδίου. Τέλος, ἡ ἐπιστημονικὴ θεώρηση τῶν νοσημάτων, ἡ ἐπισήμανση τῆς σημασίας ποὺ ἔχει ἡ ψυχοσωματικὴ ἰσορροπία γιὰ τὴ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καὶ ἡ ἐφαρμογὴ σωστῆς θεραπευτικῆς μεθόδου, στοιχεῖα ποὺ διατρέχουν τὰ ἔργα τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου, εἶναι ἐμφανέστατα στὰ ἰατρικὰ κείμενα τοῦ Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουαρίου κατὰ τὴν ὕστερη περίοδο. Ἡ συμβολὴ τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου στὴ διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων περὶ ἀσθενειῶν καὶ θεραπειῶν ὑπῆρξε καθοριστικὴ στὸ Βυζάντιο. Ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτά, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀπουσιάζουν παντελῶς ὁδηγίες καὶ συνταγὲς λευκῆς μαγείας καὶ περιάπτων, γεγονὸς ποὺ σηματοδοτεῖ ἐπίσης μία σημαντικὴ ἐξέλιξη γιὰ τὴν ἰατρική, ὄχι μόνο στὸ Βυζάντιο ἀλλὰ γενικότερα στὸν Μεσαίωνα. Τὰ ἰατρικὰ βυζαντινὰ συγγράμματα μετὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἀκολουθοῦν τὰ πρότυπα τοῦ Λέοντα καὶ τοῦ Παύλου. Εἶναι εὐσύνοπτα, περιεκτικὰ καὶ στὴν πλειονότητά τους ἀπαλλαγμένα ἀπὸ στοιχεῖα δεισιδαιμονιῶν.


Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

vyzantino karavi 01


Στον τεράστιο τω όντι πίνακα, τον οποίο συνθέτει η επί χίλια και τόσα χρόνια ζωή του Βυζαντινού Κράτους, το Ναυτικόν κατέχει ιδιαίτερα ξεχωριστή θέσι. Αποτελεί του αρμούς της Αυτοκρατορίας, υπηρετεί τη δόξα της και την ευημερία και αποτρέπει τον κίνδυνο. ‘Οταν το Ναυτικόν παραμελήται,ο Βυζαντινός κόσμος πάσχει κι η χώρα οδηγείται στην ταπείνωσι. Το λυκόφως του Ναυτικού προδικάζει το λυκόφως του Βυζαντίου και όταν εκείνο εκλείπει, σαν πραγματική δύναμις, ακολουθεί η κατάρρευσις της Αυτοκρατορίας.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι με τις μεγάλες νίκες των στρατηγών του Ιουστινιανού Α’ (527 — 565) εναντίον των Βανδάλων και των ‘Οστρογότθων της Ιταλίας, η Μεσόγειος ολόκληρη έγινε μιά Βυζαντινή θάλασσα. Μόνον ένα μέρος της Νοτίου Γαλλίας, κοντά στις εκβολές του Ροδανου, παρέμεινε στα χέρια των Φράγκων, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν ναυτική δύναμι. Ο στόλος των Βανδάλων της Αφρικής, που ήλεγχε μέχρι τότε τη Δυτική Μεσόγειο, εξαφανίζεται. Οι Οστρογότθοι εγκαταλείπουν τη θάλασσα, μετά από μάταιη προσπάθεια να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, τη Σικελία και την Σαρδηνία.

Επί πλέον κατορθώνει το Βυζάντιο να αποκαταστήση την ειρήνη στην Κριμαία και, απομακρύνοντας τους Ούννους και τους Γότθους, να αποκτήσει ανεμπόδιστο τον έλεγχο του Ευξείνου Πόντου (τον οποίο άλλωστε θα διατηρήσει, βασικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας του).

Έτσι κατά το τέλος του 6ου αιώνος μ.Χ. παρουσιάζεται η ακόλουθη εικόνα. Κλονίζεται το Βυζάντιο στα σύνορα του Δουνάβεως και στις Βαλκανικές του επαρχίες από τις εισβολές των βαρβάρων, υποχωρεί στην Ιταλία εμπρός στις νέες επιθέσεις των Οστρογότθων και είναι εξαντλημένο από τον ατελεύτητον αγώνα εναντίον των Περσών, στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά όμως βρίσκεται επί κεφαλής μιας απέραντου θαλασσινής αυτοκρατορίας, η οποία απλώνεται από τα βάθη του Ευξείνου Πόντου μέχρι το Σουέζ και μέχρι το Γιβραλτάρ. Ο Αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως είναι κύριος όλων των θαλασσών μέχρι των Στηλών του Ηρακλέους, γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912—959), στο «Περί Θεμάτων» έργο του.

Γύρω από τις θάλασσες αυτές είναι εγκατεστημένοι οι λαοί της Αυτοκρατορίας. Η θάλασσα είναι εκείνη, που ενώνει τις βυζαντινές επαρχίες και αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για την επικοινωνία της Πρωτευούσης με αυτές. Γιατί η παράκτια χώρα είναι σε πολλά σημεία στενή και στην ξηρά κυκλώνεται, ολόγυρα, από εχθρούς. Η θάλασσα λοιπόν είναι το κέντρο του Βυζαντινού κράτους καί όχι το σύνορο του, ένα όριο της απέραντου κυριαρχίας του.

Τούτο όμως μέχρις ότου εισέλθουν στην μεσογειακή σκηνή οι Άραβες, περί τα μέσα του 7ου αιώνος. Αλλά και τότε ακόμη, όταν οι χαλίφαι εδημιούργησαν ναυτική δύναμι στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Τύνιδα και πάλι οι Βυζαντινοί στόλοι υπεράσπισαν, σ’ ένα αδυσώπητον αγώνα, τις χώρες της αυτοκρατορίας και έσωσαν και αυτή η Βασιλεύουσα, το έτος 717. Αργότερα όμως το Ναυτικόν παρεμελήθη, και η Αυτοκρατορία το επλήρωσε ακριβά, τον 9ον αιώνα. Οι Μουσουλμάνοι πειραταί, κύριοι της Κρήτης από το 827 καί της Σικελίας καί ταξιδεύοντας ανενόχλητοι στην Αδριατική, ερήμωσαν καί «εξάφρισαν» επί ένα αιώνα τις ακτές του Αιγαίου και ουσιαστικά απόκοψαν την Πρωτεύουσα από την Βυζαντινή Δύσι.
Ο κίνδυνος, ο μέγας κίνδυνος ωδήγησε στην ανασυγκρότησι του Ναυτικού, που αρχίζει τον 9ον και συμπληρώνεται τον 10ον αιώνα, καί στην ανακατάληψι της Κρήτης. Βλέπομε έτσι το Βυζάντιο να είναι πάλι και μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνος μια μεγάλη ναυτική δύναμις και να έχη τη θαλασσοκρατία της Μεσογείου.

– Μόνον εγώ, έλεγε ο Νικηφόρος Φωκάς τον 10ον αιώνα στον Πρεσβευτή του Γερμανού Βασιλέως, έχω τη ναυτική δύναμι.
– Ο στόλος, έγραφε επίσης ένας συγγραφεύς του 11ου αιώνος, ο στρατηγός Κεκαυμένος, αποτελεί τη δόξα της Ρωμανίας.

Πάντα ταύτα εγίνοντο μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε, για την κακή του τύχη, προσφορώτερο ν’ ανάθεση σε άλλους (Πιζάνους, Γενοβέζους και Ενετούς) τη φροντίδα για τις κατά θάλασσαν επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό: κατάληψι της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, το 1204 και -μετά από μερικές αναλαμπές- οριστική συντριβή της Αυτοκρατορίας…

Από τον 4ον αιώνα

Ποια ήταν η αυγή του Ναυτικού του Βυζαντίου; Στο παλιό ρωμαϊκό κράτος, ήδη από τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνος, τα βαρβαρικά στοιχεία εδέσποζαν στο στρατό των Ρωμαίων οι οποίοι, «εντελώς εκλελυμένοι» όπως ήσαν, είχαν εγκαταλείψει κάθε στρατιωτικό έργο. Η κατάστασις στο Ναυτικό των Ρωμαίων δεν ήταν καλύτερη. Και ο ιδρυτής του νέου κράτους, Κωνσταντίνος ο Μέγας, εζήτησε φεύγοντας να λυτρωθή από την ατμόσφαιρα της παρακμής, πούυ επεσκίαζε τη Ρώμη, και να αναβαπτίση το κράτος του με νέα και ρωμαλέα στοιχεία. Εζήτησε όμως πέραν από αυτό, γράφει ο Γάλλος συγγραφεύς Louis Bréhier «ανεζήτησε εις την Κωνσταντινούπολι τη θάλασσα».

Και άλλος συγγραφεύς, Ρουμάνος αυτός, ό Nicolae Iorga συμπληρώνει με την παρατήρησι ότι «η καινούρια αυτοκρατορία δεν ήτο μιά άλλη μορφή του ηπειρωτικού ρωμαϊκού κράτους, αλλά μιά καινούργια θαλασσοκρατία, μιά κυριαρχία της θαλάσσης». Για την θαλασσοκρατία όμως αυτή εχρειάζοντο καράβια και ένα από τα μεγάλα έργα του νέου κράτους εστάθη η δημιουργία Ναυτικού.

Αλλά πότε εδημιουργήθη το Ναυτικόν αυτό του Βυζαντίου; Τούτο, όπως και τόσα άλλα σημεία πού έχουν σχέσι με το Ναυτικόν, δεν είναι με ακρίβεια γνωστό. Ωρισμένοι συγγραφείς τοποθετούν την απαρχή του Βυζαντινού Ναυτικού στη βασιλεία του Λέοντος Α’, του Θρακός, περί το έτος 457.

Ο Λέων Α’, ο Θράξ εδημιούργησε πολεμικό στόλο για να αποκρούση τις επιθέσεις των βαρβάρων στην Αφρική. Την εποχή του Ιουστινιανού όμως δεν υπήρχαν ακόμη, τα απαραίτητα πλοία, για να μεταφέρουν από τη Δαλματία στην Ιταλία 10-12 χιλ. άνδρες. Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, την εποχή του Ιουστινιανού, δεν ήσαν κρατικά αλλά ιδιωτικά και τα επέτασσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους, γεγονός πού είχε σαν αποτέλεσμα την απροθυμία των αξιωματικών και των πληρωμάτων.

Το καινούριο πάντως Ναυτικό έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολι και τελεί υπό ενιαία διοίκησι, τη διοίκησι «του Στόλου των Καραβησιάνων». Ο αρχηγός του λέγεται «Στρατηγός των Καραβησιάνων», για να μετονομασθή αργότερα σε Δρουγγάριον (που σημαίνει χιλίαρχος). Το Ναυτικό αυτό, που διοικείται από τη Βασιλεύουσα και κατανέμεται σε διαφόρους στόλους, θα προστατεύη το εμπόριο και τα παράλια της Αυτοκρατορίας και θα επιχειρή τις υπερπόντιες εκστρατείες, «τας υπερορίους στρατείας», κατά την έκφρασιν των Βυζαντινών, ανάλογα με τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες, θα κυριαρχή στη Μεσόγειο.

Αναδιοργάνωσις

Αργότερα, στο πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνος γίνεται αναδιοργάνωσις του Ναυτικού από τον Λέοντα Γ’, τον Ίσαυρο. Με την αναδιοργάνωσι αυτή καταργείται η ενιαία διοίκησις του στόλου δηλ. η «Διοίκησις των Καραβησιάνων» και δημιουργούνται περισσότερες διοικήσεις της Ναυτικής δυνάμεως, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και εδρεύουν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στις περιοχές οι οποίες απειλούνται από τους Άραβες. Ο γενικός αρχηγός του Ναυτικού, ο αρχιναύαρχος όπως θα ελέγαμε σήμερα, έφερε το τίτλο «Δρουγγάριος» και κατόπιν «Δρουγγάριος των Πλωΐμων» (αργότερα, κατά τον llον αιώνα, ωνομάζετο και «Μέγας Δούξ» παράλληλα προς τον τίτλο του «Δρουγγαρίου των Πλωΐμων»). Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων ήταν από τους ανωτάτους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας και στην κρατική Ιεραρχία ερχόταν μετά τους Δομεστίχους δηλ. τους Αρχηγούς του στρατού.

Όταν έγινε Ο Μέγας Δομέστιχος δηλ. Ο Αρχηγός ολοκλήρου του Στρατού («κεφαλή άπαντος του φοσσάτου») ο Μέγας Δούξ δηλ. ο Αρχηγός του Στρατού θαλάσσης (του Ναυτικού) ερχόταν αμέσως μετά από αυτόν. Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων είχε υπό τας διαταγάς του ένα ή και περισσοτέρους «Δρουγγαρίους» (αρχηγούς στόλου) που αργότερα (αρχές του 14ου αιώνος ωνομάσθησαν με το αραβικής προελεύσεως όνομα «αμιράληδες» (αμιράλης = ναύαρχος). Επιτελείο ανάλογο προς τό επιτελείο του Δομεστίχου (και αργότερα του μεγάλου Δομεστίχου) είχε και ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων, (μόλον που ο όρος επιτελείον ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο).

Υπηρετούσαν σ’ αυτό ο Πρωτοσπαθάριος (είδος επιτελάρχου ή αρχιεπιστολέως), ο Σακελλάριος δηλαδή ο Γενικός Ταμίας του Ναυτικού, ο Χαρτουλάριος (αρχιγραμματεύς), ο Πραίτωρ (δικαστής), ο ιατρός, ο ιερεύς κ.ά. Υπήρχε δε στην Κωνσταντινούπολι ναυτικό δικαστήριο (ναυτοδικείο, θα ελέγαμε σήμερα) , που ο Πρόεδρός του έφερε τον τίτλο του «Πρωτοσπαθαρίου της Φιάλης».

Το δικαστήριο αυτό εδίκαζε κυρίως τα παραπτώματα των πληρωμάτων, που υπηρετούσαν στους βασιλικούς δρόμωνες δηλ. στα πολεμικά καράβια του κεντρικου, του αυτοκρατορικού στόλου. Γιατί κάτω από τον Αρχηγό του Ναυτικοί (τον Δρουγγάριον των Πλωΐμων) υπήρχαν, μετά τη μεταρύθμισι του Λέοντος Γ’ (717-741), τρεις τελείως ξεχωριστοί στόλοι η ορθότερα, κατηγορίες στόλων, του οποίους σε αδρές γραμμές θα σκιαγραφήσουμε.

Οι στόλοι αυτοί είναι:

Π ρ ώ τ ο ν:

Ο κεντρικός ή αυτοκρατορικός στόλος, το Βασιλικόν Πλώϊμον, το μητροπολιτικόν ναυτικόν, όπως θα ελέγαμε σήμερα, χρησιμοποιώντας την ορολογία των τελευταίων αιώνων. Αποτελείται από βαριά πλοία, του δρόμωνες, οπλίζεται, επανδρώνεται και συντηρείται από την Κωνσταντινούπολι και επιφορτίζεται βασικά με μακρυνές αποστολές. Τον καιρό της ειρήνης σταθμεύει στην πρωτεύουσα ή τα στρατηγικά σημεία του θαλασσινού μετώπου της Αυτοκρατορίας, πού ελέγχουν τους διεθνείς θαλάσσιους δρόμους. Τα πληρώματα του στρατολογούνται στην Πρωτεύουσα και τα περίχωρα της ανάμεσα στους επαγγελματίες ναυτικούς αλλά και σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία, ακόμη δε και ανάμεσα στους ξένους, οι οποίοι προσφέρουν, επί πληρωμή βέβαια, τις υπηρεσίες του στο Βυζάντιο. Καθώς όμως δεν επαρκεί ο στόλος αυτός να υπερασπίση τα απέραντα παράλια των χωρών της Αυτοκρατορίας βοηθείται από το «Θεματικόν Πλώϊμον» δηλ. τους περιφερειακούς στόλους πού χωρίζονται σε επαρχιακούς και τους (καθαρά) θεματικούς.

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν:

Ο επαρχιακός στόλος. Αποτελείται βασικά από ελαφρές πολεμικές μονάδες (τις γαλέες ή μονήρια και τα χελάνδια ή του μικρούς δρόμωνες). Oι μοίρες του σταθμεύουν στην επαρχία, στην οποία ανήκει, υπάγεται διοικητικά στις αρχές της επαρχίας αυτής (ή του θέματος) δηλ. στο στρατηγό του θέματος, οπλίζεται και συντηρείται από την κεντρική εξουσία δηλ. το Θησαυροφυλάκιο της Πρωτευούσης και επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται επί τόπου άλλα και σέ διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας, άσχετα συχνά προς την περιοχή, στην οποία ανήκουν και την οποία προστατεύουν. Επιφορτισμένος με την φρούρησι των ακτών της επαρχίας του είναι βασικά ένας αμυντικός σχηματισμός. Όταν όμως το απαιτήσουν οι ανάγκες, μετακινείται και σ’ άλλες περιοχές. Έχει επί κεφαλής του τον «Τουρμάρχη του Πλωΐμου» (δηλ. τον διοικητή μοίρας) και εφόσον δρα στην επαρχία του υπάγεται στον στρατηγό, διοικητή της Επαρχίας, όταν όμως μετέχη σε γενικώτερες επιχειρήσεις υπάγεται στον Αρχηγό του Ναυτικού (τον Δρουγγάριον των Πλωΐμων). Ο Τουρμάρχης, διορίζεται από τον Αυτοκράτορα και έχει συνήθψς στη δύναμί του 3-4 ελαφρά πλοία, σπανίως δε περισσότερα.

Τ ρ ί τ ο ν:

Ο θεματικός στόλος. Συγκροτείται μόνο στα ναυτικά θέματα δηλ. στα θέματα (ή περιφέρειες) εκείνα, στα οποία λόγω της γεωγραφικής των θέσεως ή της εκτάσεως των παραλίων δικαιολογείται να υπάρχη ισχυρός στόλος. Αποτελείται από πλοία όλων των ειδών (δρόμωνες και ελαφρά πλοία), από τα οποία οι δρόμωνες είναι εφοδιασμένα με ύγρόν πυρ, όπως τα καράβια του αυτοκρατορικού στόλου.

Eξοπλίζεται και συντηρείται στις Επαρχίες-Θέματα, από τις οποίες και εξαρτάται. Διαθέτει βάσεις, ναυπηγεία και ναυστάθμους. Επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται στην επαρχία, όπου σταθμεύει. Αποστολήν έχει να προστατεύη την περιοχή, που τον συγκροτεί και τον συντηρεί και να προσβάλλη στην ακτίνα δράσεως του τους εχθρικούς στόλου και τις βάσεις. Είναι με άλλους λόγους ένας ολοκληρωμένος τοπικός στόλος, ανεξάρτητος από κάθε πλευρά από τον στόλο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο θεματικός στόλος υπάγεται στον διοικητή της περιοχής ή του θέματος, ο οποίος επειδή το θέμα είναι ναυτικό δεν είναι στρατιωτικός αλλά ναυτικός και φέρει τον τίτλο του Δρουγγαρίου δηλ. του ναύρχου.

Γενικά οι περιφερειακοί στόλοι (επαρχιακοί και θεματικοί) παράλληλα με την αποστολή, που έχουν στην περιοχή τους, χρησιμεύσουν και σαν εφεδρεία του αυτοκρατορικού στόλου (ή βασιλικού πλωΐμου) και γι’ αυτό μετακινούνται ανάλογα με τις γενικώτερες ανάγκες της Αυτοκρατορίας. Οι στόλοι υποδιαιρούντο σε μοίρες, κάθε δε μοίρα αποτελείτο από 3-5 δρόμωνες και είχε διοικητή τον «κόμη». Ο «πολεμικός άρχων» κάθε πλοίου ωνομαζόταν Κεντυρίων, από το λατινικό CENTURIO δηλ. εκατόνταρχος, διότι ο δρόμων -το καθ’ αυτό πολεμικό καράβι των Βυζαντινών- είχε βασικώς εκατό κουπιά, με ισάριθμους κωπηλάτες. Ο Κεντύρων και αργότερα «Κυβερνήτης», τους τελευταίους δε αιώνες της Αυτοκρατορίας «Κατ’ επάνω» και κατ’ αναγραμματισμό «Καπετάνιος» ή «Καπιτάνιος», είχε το φλάμουλο δηλ. τη μακρόστενη σημαία, που αποτελούσε και το σήμα της διοικήσεως του (αντίστοιχο προς τον σημερινό επιστείοντα των πολεμικών μας πλοίων).

Φυσικά κάθε πολεμικό πλοίο είχε την εσωτερική του οργάνωσι, στην οποία η θέσις του καθενός ήταν καθωρισμένη. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σε κάθε πολεμικό καράβι υπηρετούσαν οι στρατιώτες πολεμισταί (που ελέγοντο καβαλλαρικοί) και οι κωπηλάτες. Οι τελευταίοι αυτοί λέγονται ελάται, ερέται ή κωπηλατούντες και διατάσσονται σε δύο σειρές ή «ελασίες»: την «ανω ελασίαν» (που είναι στο κατάστρωμα) και την «κάτω ελασίαν» (που είναι κάτω από το κατάστρωμα). Στην επάνω «ελασία» τοποθετούνται οι πιο τολμηροί και έμπειροι, που είναι «κατάφρακτοι» δηλ. βαρύτερα ώπλισμένοι (φέρουν τόξα, σαγίττες, δηλ. βέλη και σκουτάρια δηλ. ασπίδες) και όταν πλησιάζουν το εχθρικό πλοίο, αφήνουν τα κουπιά και παίρνουν μέρος στή μάχη, μαζί με του καβαλλαρικούς. Οι λιγώτερο τολμηροί τοποθετούνται στην κάτω ελασία.

Ειδικότητες

Ο αριθμός των κωπηλατών και πολεμιστών εποίκιλλε ανάλογα με το μέγεθος του πλοίου, υπολογίζεται όμως ότι στους «μείζονες» δρόμωνες υπηρετούσαν 230 «πλώϊμοι» (ναυτικοί, κωπηλάτες και πολεμισταί) και 70 καβαλλαρικοί (ειδικοί πολεμισταί). Τα ελαφρότερα πλοία είχαν 130-160 «πλωΐμους». Υπάρχουν βεβαίως και «ειδικότητες» εις το πλοίον. Είναι «δ’ επί των αυχένων» δηλ. ο πηδαλιούχος (αυχένες ήσαν τα δύο κουπιά, δεξιά και αριστερά από το ποδόστημα της πρύμης, τα οποία μέχρι τον 12ον αιώνα -που εφαρμόσθη το πηδάλιο με τη σημερινή του μορφή- εχρησίμευαν για τη διεύθυνσι του πλοίου: ο «αρμενιστής», αυτός που χειριζόταν τα άρμενα δηλ. τα ιστία, ο «βιγλεοφόρος» ή βιγλάτορας (παρατηρητής, οπτήρας), που εβίγλιζε, σκαρφαλωμένος στην κεραία ή το «ξυλόκαστρο» (θωράκιο ή κόφα), αν φαινόταν κάπου εχθρικό καράβι και εξακρίβωνε τον καιρό και τους άνεμους και γενικά κατώπτευε τον γύρω ορίζοντα.

Ο «κελευστής» (αντίστοιχος προς τον αρχαίο τριηράρχη) που εσυντόνιζε το ρυθμό της κωπηλασίας, με τον αυλό ή με επιφωνήματα (έέέ, ώπ!). Για να συμπληρώσωμε δε τον πίνακα θα πρέπει να προσθέσουμε τον «πρωτοκάραβο», που στεκόταν κατά το ταξίδι στη μέση του καραβιού και ενθάρρυνε του ερέτας και τους παρακινούσε. Τελευταίος προς την κορυφή μέσα στο πλοίο έρχεται ο εκατόνταρχος (Κεντυρίων) ή Κυβερνήτης. Η θέσις του είναι στην πρύμη, από όπου εποπτεύει το πλήρωμα, το καράβι, τη γύρω θάλασσα και τους άνεμους.

Από το ναυτικό αποκλείονταν εκείνοι, που είχαν τιμωρηθή με βαριές ποινές ή είχαν υποδικία για σοβαρά παραπτώματα. Με τον καιρό όμως και ανάλογα με την αυτοκρατορική πολιτική και τις ανάγκες των περιστάσεων εμπήκαν πολλοί ξένοι στο Ναυτικό του Βυζαντίου και έφθασε ημέρα — από τις σκοτεινές βεβαίως — κατά την οποία το Βυζάντιο εξεμίσθωνε ολόκληρους στόλους ξένων, για την άμυνα των θαλασσινών του συνόρων και την προστασία της Αυτοκρατορίας. Τα πληρώματα ελάβαιναν μισθό, που τον έλεγαν «χρυσική ρόγα». «Του στόλου την νενομισμένην ρόγαν λαβόντες», λένε οι πηγές. Αυτονόητον είναι ότι μισθόν ελάβαιναν οι οπωσδήποτε στρατολογούμενοι ξένοι υπήκοοι. Εξαίρεσι πρέπει να δεχθούμε για τους «αυτερέτας» δηλ., τους ερέτας, που εσυντηρούντο με δικά τους μέσα.

Ο τρόπος της μισθοδοσίας σημειώνει σημαντική εξέλιξι με την εμφάνισι του θεσμού, που λέγεται «στρατιωτική πρόνοια». Τούτο γίνεται κατά τους τελευταίους αιώνες. Όταν οι μακροχρόνιες και πολύριθμες εκστρατείες των Κομνηνών προκαλέσουν, με τις βαριές δαπάνες τους, απίσχνασι του κρατικού θησαυροφυλακίου, θα καταφύγουν στη φορολογική πρόσοδο του εδάφους.

Οι ευνοούμενοι του Παλατιού και αξιωματούχοι στην αρχή, τα μόνιμα στελέχη του στρατού και του ναυτικού αργότερα, αλλά και οι στρατιώτες θα παίρνουν αντί μισθού την πρόσοδο μιας περιοχής, μικρής ή μεγάλης εκτάσεως, που ήταν ανάλογη με την εύνοια ή τον βαθμό του στρατιωτικού. Ο θεσμός αυτός ωνομάσθη «στρατιωτική πρόνοια», ο δικαιούχος «προνοητής» και οι περιοχές ή τα κτήματα που είχαν αυτή τη δουλεία, «στρατιωτόπια». Τα στρατιωτόπια είχαν ειδικό νομικό καθεστώς, όπως λ.χ. ότι μετεβιβάζοντο εν ζωη ή εκληρονομούντο, μετά θάνατον, με το βάρος της στρατιωτικής προνοίας.

Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για τα βυζαντινά πλοία θα βρούμε πολλές δυσκολίες. Με το ίδιο όνομα βλέπομε στις διάφορες πηγές πλοία, που δεν ανήκουν στον ίδιο τύπο και το αντίθετο. Πιθανόν τούτο να οφείλεται στο ότι πολλοί απ’ όσους έγραψαν για τα βυζαντινά καράβια δεν ήσαν ειδήμονες. Το «ως φασίν οι ειδότες» είναι μιά φράσις, την οποία συναντούμε συχνά στά βυζαντινά κείμενα. Το πλοίον λέγεται από τους βυζαντινούς ναυς, πλοίον, ολκάς — όταν χρησιμοποιούν την Αρχαΐζουσα — και καράβι, πλώϊμο, κάτεργο ή ξύλο. Υπάρχουν και οι οροί αγράριον, σανδάλιον, άρκλιον και γρίπος, αυτά όμως τα καράβια ανήκουν στον «εμπορευματικό» ‘η αλιευτικό στόλο και σπάνια χρησιμοποιούνται σαν βοηθητικά των πολεμικών.

Δρόμων και Χελάνδιον

Τα πολεμικά όμως που κυριαρχούν στο πολεμικό Ναυτίκόν του Βυζαντίου είναι ο δρόμων και κατά δεύτερον λόγο το χελάνδιον. Το όνομα δρόμων σημαίνει το ταχύ πλοίο, το πλοίο δρομεύς και φαίνεται να έχη αρχαϊκή την προέλευσι, αφού οι Αρχαίοι ωνόμαζαν δρόμωνες τα ταχύπλοα εμπορικά καράβια, Αναφέρονται δε πλοία με αυτό το όνομα στην ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Υποστηρίζεται όμως και άλλη άποψις, ότι δηλ. ο όρος δρόμων ήταν καθαρά βυζαντινή λέξις.Ο όρος χελάνδιο προέρχεται από το χέλυς (έγχελυς) και δηλώνει το πλοίο, που έχει μακρύ σχήμα.

Το κύριο χαρακτηριστικό του δρόμωνος και του χελανδίου, που και τα δύο ήσαν πολεμικά πλοία, είναι η ταχύτης. Είναι μακρυά κωπήλατα πλοία, τα οποία ξεχωρίζουν από τα καράβια του εμπορικού ναυτικού, που ήσαν στρογγυλά και εκινούντο με ιστίο.

Στον δρόμωνα όπως και στο χελάνδιο υπήρχε «σίφων υγρού πυρός» και «ξυλόκαστρον», είναι και τα δύο καθαρώς πολεμικά πλοία και μόνο κατά το μέγεθος διαφέρουν — το χελάνδιον είναι μικρότερο. Ο δρόμων είχε μάκρος 36 — 55 μέτρα, πλάτος 5 — 6 μ. και βύθισμα, γύρω στο 1 — 1,5 μ. Οι διαστάσεις όμως αυτές είναι ενδεικτικές, άφού υπήρχαν — τουλάχιστον κατά τον 10ον αιώνα — τρεις τύποι δρομώνων: οι μείζονες ή μεγάλοι, οι μεσαίοι δρόμωνες και οι ελάσσονες (γαλέαι και μονήρια».

Ο μεσαίος μα και συνήθης τύπος είχε 50 κουπιά σε κάθε πλευρά, κατανεμημένα σε δυο καθ’ ύψος σειρές (ελασίες), από 25 κουπιά η κάθε μιά. Οι 50 κωπηλάτες της επάνω σειράς (της άνω ελασίας) δεν κωπηλατούσαν κατά τις συμπλοκές, αλλά εμάχοντο. Από τους εκατόν δε κωπηλάτες ο κυβερνήτης του πλοίου ωνομάσθη και εκατόνταρχος. Οι «μείζονες» δρόμωνες είχαν το λιγώτερο 200 κωπηλάτες, τον ίδιο όμως αριθμό κουπιών — δύο κωπηλάτες στο ίδιο κουπί. Οι ελάσσονες, «δρομικώτατοι, ταχινοί και ελαφροί», ήσαν δρόμωνες με μιά μόνο σειρά κουπιών σε κάθε πλευρά, γι’ αυτό ελέγοντο και μονήρια.

Ναυπηγεία από την Τραπεζούντα και την Πόλη ώς την Κρήτη και την Καρχηδόνα

Κατασκεύαζαν τον δρόμωνα από ξύλο κυπαρισσιού ή πεύκου με τη συνήθη τεχνική της εποχής, μόνο πως ήταν στερεώτερος από τα κοινά πλοία. Ήταν «κατάφρακτο» δηλ. είχε πλήρες κατάστρωμα από πλώρα και πρύμη, με το θάλαμο του κυβερνήτη στην Πρύμη (τον «κράββατο»). Βασικό και ιδιάζον στους δρόμωνες ήταν «ο κατά πρώραν έμπροσθεν χαλκού ημφιεσμένος σωλήν, δι’ ου το εσκευασμένον πυρ κατά των εναντίον ακοντίσαι», δηλ. ο σίφων, σωλήνας με τον οποίο εξακόντιζαν το υγρόν πυρ. Εξ άλλου η πρώρη πρέπει να ήταν γερή και να καταλήγη σε έμβολο, που το χρησιμοποιούσαν κατά την εφόρμησι και εμβολή.

Το ιστίο δεν λείπει τελείως από τον δρόμωνα, αφού αναφέρεται στα «ναυμαχικά», ότι υπάρχει ιστοδόκη και ένας ιστός. Παίζει όμως δευτερεύοντα ρόλο στους χειρισμούς και την κίνησι του πλοίου, κατά δε τη μάχη χρησιμοποιούνται μόνον τα κουπιά. Με τη σημειωθείσα εξέλιξι απέκτησαν οι δρόμωνες δύο ιστούς, η ιστιοφορία όμως εξακολουθεί να παίζη τον ίδιο δευτερεύοντα ρόλο. Κι ας μη ξεχάσουμε το θυράκιο (η κόφα), που κατασκεύαζαν στο πάνω μέρος του ιστού και τό ‘ντυναν γύρω με σανίδι — γι’ αυτό λεγόταν και «ξυλόκαστρον». Εκεί στεκόταν ο «βιγλεοφόρος» (βιγλάτορας) και από εκεί, όταν επλησίαζαν τον εχθρό, έρριχναν ιοβόλα ερπετά, πέτρες, κομμάτια από μέταλλο, καθώς και πήλινες χύτρες με υγρόν πυρ.

Αβέβαιο είναι επίσης το έδαφος για τον ερευνητή, που θα ήθελε να ασχοληθή με τις ναυτικές κατασκευές του Βυζαντίου. Οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές είναι πενιχρές και διεσπαρμένες, τα δε τεχνικά ζητήματα, φαίνεται, πως ολίγο απασχόλησαν τους ιστορικούς και τους γραμματισμένους στο Βυζάντιο. Τα «Τακτικά» του Λέοντος» Σοφού (886 — 912) περιγράφουν τους δρόμωνες και τα «Ναυμαχικά» ασχολούνται με την ναυτική στρατηγική και παρεμπίπτοντος δίνουν πληροφορίες για τις ναυτικές κατασκευές και περιορίζονται γενικά σε μιά στοιχειώδη περιγραφή του πλοίου.

Νεώριον και εξάρτυσις

Βασικοί όροι τους οποίους συναντούμε είναι οι όροι «νεώριον» και «εξάρτυσις», ο τελευταίος βυζαντινής προελεύσεως. Χρησιμοποιούνται και οι δύο καθ’ όλην τη διάρκεια του βυζαντινού βίου και σημαίνουν αντιστοίχως τους ναύσταθμους (ή αγκυροβόλια) και τα ναυπηγεία.

Ο όρος νεώριον είναι ταυτόσημος με τον αρχαίο νεώσοικος και σημαίνει τις ναυτικές εγκαταστάσεις ή οικήματα κοντά στη θάλασσα, που χρησιμεύουν για τη στέγασι των πλοίων. Σημαίνει επίσης τον ναύσταθμο, όπου τα πλοία επισκευάζονται και εξοπλίζονται. Σημαίνει τέλος τον τεχνητό λιμένα — κατ’ αντίθεσι προς τα ορμητήρια ή τους φυσικούς λιμένας, που δεν έχουν τεχνικές εγκαταστάσεις. Αντίθετα προς το νεώριο (δηλ. το αγκυροβόλιο πλοίων) ο όρος «εξάρτυσις» γίνεται από το εξαρτύω (εξοπλίζω) και είναι καθαρά τεχνικός ορός: δηλώνει όλες εκείνες τις ενέργειες που χρειάζονται για τον εξοπλισμό ενός καραβιού και κατ’ επέκτασι το μέρος όπου γίνονται οι εργασίες αυτές. Νεώρια (δηλ. ναύσταθμοι) και εξαρτύσεις (δηλ. ναυπηγεία) ήσαν και τα δύο εγκακατεστημένα σε προφυλαγμένα και υπήνεμα μέρη, τα οποία είχαν τον χώρο να δέχονται ώρισμένο αριθμό πλοίων.

Ήσαν τοποθεσίες που διέθεταν επί πλέον το ανθρώπινο υλικό και τα μέσα (ξυλεία κυρίως), τα απαιτούμενα δηλ. για την κατασκευή και συντήρησι των πλοίων. Υπάρχουν και οι «κατεργοκτίπτες» (οι ναυπηγοί), που είναι υπεύθυνοι για την κτίσι των κάτεργων (δηλ. των πλοίων), η δε εργασία τους λέγεται «κατεργοκτισία» ή «καραβοποιΐα». Εκτός από τους ναυπηγούς, που υπηρετούσαν στους ναύσταθμους και τα ναυπηγεία, υπηρετούσε σε κάθε μεγάλη πολεμική μονάδα τουλάχιστον ένας κατεργοκτίστης, για τις μικρές επισκευές και τη συντήρησι. του πλοίου.

Μελετώντας τους ναύσταθμους και τα ναυπηγεία του Βυζαντίου είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τα ναυπηγεία τα εργαζόμενα για τους πολεμικούς στόλους, από εκείνα τα οποία εργάζοντο για το εμπορικό ναυτικό, δηλ. για την κατασκευή των «εμπορευματικών» και αλιευτικών πλοίων. Μολονότι σ’ ωρισμένες μεγάλες ναυτικές βάσεις της Αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. της Κων)λεως, της Ρόδου, της Σμύρνης, της Κύπρου, της Ατταλείας κλπ., τα ναυπηγεία που εργάζονται για πολεμικά πλοία είναι χωρισμένα από τα άλλα, τα εργαζόμενα για τα εμπορικά, είναι βέβαιο ότι οι «επαρχιακοί» στόλοι και κυρίως οι ελαφρές τους μονάδες (γαλέες ή μονήρια) κατασκευάζοντο από ναυπηγεία και τεχνίτες, που ναυπηγούσαν παράλληλα και εμπορικά πλοία.

Τό βέβαιο είναι ότι το Βυζάντιο ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα ναυτικών κατασκευών, γιατί διέθετε άφθονα τα απαιτούμενα μέσα σε υλικό και τεχνίτες — που συχνά ήταν καλόγεροι — και τα κατάλληλα μέρη. Πραγματικά, συναντούμε καθ’ όλο σχεδόν το μήκος των βυζαντινών ακτών, μικρά ή μεγάλα ναυπηγεία που αποκαλούνται και «νεώρια» και δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι κάθε λιμάνι ή ναυτική σκάλα διέθετε, αν όχι άρτιο ναυπηγείο, τουλάχιστον τις απαραίτητες ναυτικές εγκαταστάσεις για τις επισκευές, την εξαρτία, ακόμη δε και την κατασκευή καραβιών, μικρού ή μέσου εκτοπίσματος.

Είναι δύσκολο αν οχι αδύνατο να αναφέρη κανείς και να περιγράψη όλους τους ταρσανάδες του Βυζαντινού κράτους. Βασικά,, βέβαια, ήσαν στην Κων)λι, στη Τραπεζούντα και στη Χερσώνα, στη Ραβέννα της Ιταλίας, τη Καρχηδόνα (στην Αφρική), την Αλεξάνδρεια, τη Σελεύκεια, την Τύρο, τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου, όπως η Σικελία, η Κρήτη και η Κύπρος. με την εγκατάστασι όμως των Αράβων στις ακτές της Μεσογείου η Τύρος, η Σελεύκεια, η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδών περνούν στον έλεγχο τους, ενώ απειλούνται από το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνος, οι βάσεις της Κύπρου, της Κρήτης και της Σικελίας. Κατά την περίοδο της ακμής του Βυζαντινού Ναυτικού, δηλ. από τον 9ο μέχρι και τον 12ο αιώνα εργάζονται, εκτός φυσικά από τα ναυπηγεία της Κων/εως και εκείνα που βρίσκονται στην Αττάλεια, τη Ρόδο, Λήμνο, Σάμο, Σμύρνη, Κρήτη, Άβυδο, Λάμψακο, Σαμψούντα, Τραπεζούντα. Θεσσαλονίκη, Εύβοια, Δυρράχιο, Ραγούζα και Παλέρμο.

Η τεχνική της κατασκευής των πλοίων, οι ναυτικές του ιδιότητες και τα σχετικά έθιμα που επικρατούσαν, αποτελούν ιδιαίτερο σημαντικό κεφάλαιο, που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να το περιλάβουμε εδώ — έστω και συνοπτικά.

Προς το λυκόφως

Και τώρα ας έλθωμε στο λυκόφως του Βυζαντινού Ναυτικού.
Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν’ αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από του Λατίνους.

Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β’ (1282 – 1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ’ αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου.

—Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των.

Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει:
—Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος…

Και αλλού:
—Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής

 

Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

stratos twn komnhwn 01


O στρατός των Kομνηνών ήταν πολύ διαφορετικός από το θεματικό στρατό όπου βάσιζε την ισχύ του το βυζαντινό κράτος έως και την εποχή του τελευταίου Mακεδόνα αυτοκράτορα (Bασίλειος B’). Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Βασίλειο, το θεματικό σύστημα συνολικά παρήκμασε και ήδη από την εποχή που ο Pωμανός προσπαθούσε να εξουδετερώσει τον τουρκικό κίνδυνο, οι πλέον αξιόμαχες μονάδες του στρατού ήταν μισθοφορικές ή «συμμαχικές».
Oι Kομνηνοί, έχοντας οριστικά (μετά το Mαντζικέρτ) απολέσει την κύρια «πηγή» σκληραγωγημένων στρατιωτών, το υψίπεδο της Aνατολίας, και με δεδομένη τη διάλυση του θεσμού των θεμάτων, ως συνέπεια κυρίως της εξαφάνισης των ιδιοκτητών/μικροκαλλιεργητών, αναγκάστηκαν να αναδιοργανώσουν πλήρως το στρατό της αυτοκρατορίας.

O νέος στρατός ήταν επί της ουσίας μισθοφορικός, οργανωμένος σε «τάγματα», τα οποία όριζαν διακριτές διοικήσεις και μισθοδοτούνταν απευθείας από την αυτοκρατορική εξουσία. Aυτό αποτελούσε και μία δικλίδα ασφαλείας για τον έλεγχο του στρατού, αφού τα προηγούμενα χρόνια η απόκτηση του ελέγχου από την ντόπια αριστοκρατία (εκ της οποίας, ωστόσο, προέρχονταν οι Kομνηνοί) είχε ολέθρια αποτελέσματα – όπως στο Mαντζικέρτ, όπου η προδοσία του Δούκα καταδίκασε σε ήττα τον ανώτερο βυζαντινό στρατό.

Tα τάγματα αποτελούνταν είτε από γηγενείς πολεμιστές είτε από «ξένους», όπως οι Bάραγγοι (την εποχή αυτή κυρίως Aγγλοσάξονες και Δανοί), οι Φράγκοι, οι Πετσενέγγοι, οι Bούλγαροι, οι Σέρβοι κ.ά.

H στρατολογία των γηγενών συνεχίστηκε, τόσο σε επίλεκτα σώματα (όπως τα τάγματα των «Aρχοντόπουλων» και των «Aθανάτων» ή οι Eταιρείαι) όσο και στον κορμό του στρατού. Ωστόσο, οι αυτοκράτορες αναγκάστηκαν να βασίζονται όλο και περισσότερο στους μισθοφόρους, οι οποίοι όσο πληρώνονταν επαρκώς, ήταν κατά κανόνα πιστοί στους εργοδότες τους.

Περισσότερα για το στρατό της Kομνήνειας περιόδου, στο άρθρο για τον Θεματικό Στρατό, που θα βρείτε στο παρόν τεύχος της «Π.Π.I».

 

Πηγή: Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, Αβέρωφ

varangian guard 01

H αυτοκρατορική φρούρά των Βάραγγων στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης

 

Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγιας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του βυζαντινού αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά.

Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113:

«Οι Λίακ [Πολωνοί], οι Πρώσοι και οι Τσουντ [πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών] ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα [Βαλτική]. Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ [εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία]. Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ [του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη]: Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι».

Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν:

«Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι…

Ύστερα είπαν στους Ρως: ‘Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε’. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος , ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων)».

Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.

Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.

Οι Βαράγγοι έρχονται στο Βυζάντιο

Ως μισθοφόροι οι Βαράγγοι δεν υπηρέτησαν για πρώτη φορά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήδη, από τον 9ο αιώνα υπηρετούσαν τους πλούσιους πρίγκιπες των Ρως ως σωματοφυλακή. Πολλοί έφθαναν στο Κίεβο σε μικρούς οργανωμένους στρατούς, με δικό τους οπλισμό και πλοία , έχοντας ως διοικητές μέλη της σκανδιναβικής αριστοκρατίας που είχαν εξοριστεί για πολιτικούς λόγους, ή δευτερότοκους και τριτότοκους γιους αριστοκρατών που αναζητούσαν την τύχη τους. Στο Βυζάντιο αναφέρονται για πρώτη φορά ως μισθοφόροι το 902, όταν 700 περίπου από αυτούς υπηρέτησαν στην εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον του Εμιράτου της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος πήρε μαζί του 629 Βαράγγους στη δική του προσπάθεια ανακατάληψης της Κρήτης, ενώ 415 από αυτούς πολέμησαν στην Ιταλική Εκστρατεία των Βυζαντινών το 936.

Ωστόσο, η στενή σχέση της βυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής με τους Βαράγγους ξεκίνησε επί της εποχής του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε τότε σημαντικές απειλές, όχι μόνο από τους Βούλγαρους στον Βορρά, αλλά και από τον ισχυρότατο γαιοκτήμονα της Μικράς Ασίας, Βάρδα Φωκά, ο οποίος, με τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε, αλλά και τη συγγένειά του με την προηγούμενη δυναστεία, είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε στις 14 Σεπτεμβρίου του 987 να ανακηρυχθεί ο ίδιος αυτοκράτωρ, και να απειλεί ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα.

Τότε ακριβώς ο Βασίλειος αναζήτησε και βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του πρίγκηπα Βλαδίμηρου του Κιέβου (958 -1014), ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Βάλνταμαρ Σβάιναλντσον, και ήταν πιστός της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας. Ο Βλαδίμηρος δέχθηκε να προσφέρει βοήθεια στον Βασίλειο με τον όρο ότι ο αυτοκράτορας θα του έδινε ως σύζυγο την αδελφή του, πριγκίπισσα Άννα. Μετά το κλείσιμο της συμφωνίας ο ηγεμόνας του Κιέβου έστειλε στον αυτοκράτορα μια «ντρούζινα», δηλαδή ένα σώμα Βαράγγων πολεμιστών που αριθμούσε περί τους 6000 άντρες. Η εικοσιπεντάχρονη τότε Άννα όμως θεωρούσε αδιανόητο μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να παντρευτεί έναν «βάρβαρο ειδωλολάτρη», και αρνήθηκε, ωθώντας τον Βασίλειο να αθετήσει τη συμφωνία. Ο Βλαδίμηρος πολιόρκησε τη βυζαντινή πόλη της Χερσώνος (κτισμένη πάνω στην αρχαία ελληνική αποικία Χερσόνησο της Κριμαίας) και την κατέλαβε, εξαναγκάζοντας τον Βασίλειο να τηρήσει τελικά την υπόσχεσή του, με τους όρους ότι ο Βλαδίμηρος θα εκκένωνε την πόλη και θα βαφτιζόταν Χριστιανός.

Τελικά, ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη το 989.

Η «ντρούζινα» των 6000 Βαράγγων πολεμιστών που έστειλε ο Βλαδίμηρος ως βοήθεια στον κουνιάδο του βοήθησε κατά πολύ στο να καταφέρει ο Βασίλειος να καταπνίξει τη στάση του Φωκά κοντά στη Χρυσόπολη (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, από την πλευρά της Μικράς Ασίας), και στις 13 Απριλίου της ίδιας χρονιάς στη μάχη της Αβύδου, όπου, όταν ο Φωκάς πέθανε από συγκοπή στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σφαγίασαν τους πανικόβλητους άνδρες του.

Ο Βασίλειος, ο οποίος, ειδικά μετά την ανταρσία των ισχυρών γαιοκτημόνων της Ανατολίας δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον στρατό του, κράτησε κοντά του τους Βαράγγους που πολέμησαν στη Χρυσόπολη, δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μετέπειτα Βαράγγιας Φρουράς ή Τάγματος των Βαράγγων.

Οι πολεμικές περιπέτειες του τάγματος των Βαράγγων

Το 1001 μ.Χ. ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία (ή Ιβηρία όπως ήταν τότε γνωστή στους Βυζαντινούς), μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, διεκδικώντας περιοχές που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί να παραχωρήσει στην αυτοκρατορία. Ένας καβγάς ανάμεσα σε έναν Γεωργιανό και έναν Βαράγγο σχετικά με μια μπάλα σανού, κατέληξε σε μια μεγάλη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος χιλιάδες Βαράγγοι, και κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γεωργιανοί, ανάμεσά τους και ο μέγας πρίγκιπας της Γεωργίας Πατρίαρχος.

Το 1017 οι επίλεκτοι Βαράγγοι χρησιμοποιήθηκαν και πάλι από τον Βασίλειο, αυτή τη φορά στην Ιταλία, όπου οι Λομβαρδοί, με ηγέτη τους τον Μέλους του Μπάρι, προσπαθούσαν να εκδιώξουν τους Βυζαντινούς. Ο κατεπάνω της Ιταλίας Βασίλειος Βοϊωάννης, με την αποφασιστική βοήθεια του τάγματος των Βαράγγων, διέλυσε τις δυνάμεις των Λομβαρδών και των Νορμανδών στο Οφάντο, κοντά στο σημείο όπου ο Αννίβας είχε συντρίψει τους Ρωμαίους το 216 π.Χ., κατά την περίφημη μάχη των Καννών. Ο Επίσκοπος Λέων της Όστιας, στο έργο του Chronica Monasterii Casinensis (Χρονικά των Μονών του Μοντεκασίνο) γράφει:

«Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε πως γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε εναντίον τους τους καλύτερους στρατιώτες του. Στις τρεις πρώτες μάχες νίκησαν οι Νορμανδοί, αλλά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους Βαράγγους, νικήθηκαν και καταστράφηκαν εντελώς…».

Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Βασίλειου εναντίον του Βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1018, μετά την κατάληψη της Αχρίδας, ο Βασίλειος μοίρασε τους αιχμαλώτους σε τρία ίσα μέρη, ένα για τον εαυτό του, ένα για τον βυζαντινό στρατό και ένα τρίτο αποκλειστικά και μόνο για τους Βαράγγους.

Το 1020 ο Βασίλειος έστειλε εκ νέου στρατό στη Γεωργία όπου ο νέος κυβερνήτης της Κεόρκι (Γεώργιος) αμφισβητούσε την εξουσία του αυτοκράτορα. Στην τελική μάχη που διεξήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου του 1022, στην Άγκφα, κοντά στο σημερινό Ερζερούμ, ο Κεόρκι επιχείρησε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι όμως αντιλήφθηκαν τον εχθρό, επιτέθηκαν πριν από τον υπόλοιπο στρατό, και έτρεψαν τους Γεωργιανούς σε φυγή. Λέγεται ότι ο Βασίλειος τους πλήρωσε ένα χρυσό νόμισμα για κάθε κεφάλι στρατιώτη που έφεραν πίσω, στοιβάζοντας τα κομμένα κεφάλια κατά μήκος του δρόμου.

Το 1034 ο δεκαεννιάχρονος Νορβηγός πρίγκιπας Χάραλντ Ζίγκουρντσον εισήλθε στην υπηρεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα φέρνοντας μαζί του 500 πολεμιστές. Σύμφωνα με τον Σνόρι Στούρλουσον, ο Χάραλντ «υπηρέτησε στις γαλέρες μαζί με το στρατό που μπήκε στην Ελληνική Θάλασσα[Μεσόγειο]». Όσο καιρό υπηρετούσε στη Βαράγγια Φρουρά πολέμησε με Άραβες, Βούλγαρους και Πετσενέγκους, και έλαβε μέρος στη Σικελική Εκστρατεία, που διήρκεσε από το 1038 ως το 1041, υπό τις διαταγές του μεγάλου στρατηγού Γεώργιου Μανιάκη.

Στο Στρατηγικόν του Βυζαντινού στρατηγού Κεκαυμένου, γραμμένο περί το 1075, ο Χάραλντ περιγράφεται ως «γιος του βασιλιά της Βαραγγίας», και αναφέρεται ότι έδειξε τόση γενναιότητα στις εκστρατείες των Βυζαντινών κατά της Σικελίας και της Βουλγαρίας ώστε ο αυτοκράτορας του έδωσε πρώτα το αξίωμα του μαγγλαβίτη, δηλαδή μέλους ενός επίλεκτου σώματος της σωματοφυλακής του, και στη συνέχεια εκείνο του σπαθαροκανδιδάτου, δηλαδή ανώτερου αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς, ίσως κάτι ανάλογο του συνταγματάρχη.

Είναι πιθανόν να φυλακίστηκε κατόπιν διαταγής του Μιχαήλ Ε΄ ή της αυτοκράτειρας Ζωής, ίσως για κακοδιαχείριση, αλλά ελευθερώθηκε όταν ανέβηκε στο θρόνο ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, οπότε και έφυγε για την πατρίδα του. Ο Χάραλντ, ο επονομαζόμενος Χαρντράντα (ο Σκληρός), έμελλε αργότερα να γίνει βασιλιάς της Νορβηγίας και να εισβάλει στην ίδια την Αγγλία, όπου και τελικά σκοτώθηκε στην περίφημη μάχη της Γέφυρας του Στάνφορντ, το 1066.

Οι Βαράγγοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του πρώην διοικητού τους Γεωργίου Μανιάκη, όταν εκείνος στασίασε και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1042, μετά την ιδιαίτερη σκληρή στάση του Κωνσταντίνου Θ΄ εναντίον του. Η σύγκρουση των δύο στρατών έλαβε χώρα κοντά στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, και ο στρατός του αυτοκράτορα κέρδισε τη μάχη όταν ο Μανιάκης σκοτώθηκε πολεμώντας. Στην πορεία θριάμβου μέσα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης Βαράγγοι προηγούνταν του νικητή στρατηγού ευνούχου Στέφανου Περγαμηνού, ενώ άλλοι Βαράγγοι ακολουθούσαν πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Την ίδια χρονιά όμως οι Βαράγγοι ήταν εκείνοι που, σε μια σπάνια περίπτωση απειθαρχίας προς τον αυτοκράτορα, βοήθησαν στην ανατροπή του Μιχαήλ Ε΄ του Καλαφάτη, τον οποίο, σύμφωνα με τον θρύλο, τύφλωσε ο ίδιος ο Χάραλντ Χαρντράντα.

Το 1054 ο Αρμένιος ιστορικός Αριστάκης του Λαστιβέρ περιγράφει μία από τις πρώτες συγκρούσεις Βαράγγων και Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία:

«Ποιος μπορεί να περιγράψει την καταστροφή που έπεσε πάνω στις περιοχές του Ντερζάν και του Εκεγκεάκ, και σε ό,τι υπήρχε ανάμεσά τους; Ας το κρίνετε από τα κείμενά μου… [Οι Σελτζούκοι] …άρπαξαν λάφυρα και σκλάβους, και μετά έστριψαν και έφτασαν μέχρι την τοιχισμένη πόλη που ονομαζόταν Μπαμπέρντ. Εκεί συνάντησαν μια ταξιαρχία Ρωμαίων στρατιωτών που ονομάζονταν Βρανγκς, και οι οποίοι, αδιαφορώντας για κάθε κίνδυνο, πολέμησαν μαζί τους. Με τη βοήθεια του Θεού, η ρωμαϊκή ταξιαρχία νίκησε τον εχθρό, σκότωσε το διοικητή τους και πολλούς από τους άνδρες του, έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή, και πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους».

Οι Βαράγγοι πολέμησαν και κοντά στον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, στην προσπάθειά του να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στα βυζαντινά χρονικά, είναι σίγουρο ότι αυτοί αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα και στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ το 1071, όταν ο Ρωμανός αντιμετώπισε τον Αρπ Ασλάν και νικήθηκε κατά κράτος ύστερα και από την προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα. Πιστοί ως την τελευταία τους πνοή στον αυτοκράτορα, όλοι οι Βαράγγοι έπεσαν πολεμώντας γύρω από τον Διογένη ο οποίος τελικά συνελήφθη από τους Τούρκους. Ήδη, μετά τη μάχη του Χάστινγκς, το 1066, πολλοί Αγγλοσάξονες, δυσαρεστημένοι ή κυνηγημένοι από τους Νορμανδούς κατακτητές της Αγγλίας, κατέφυγαν ως μισθοφόροι στην Κωνσταντινούπολη, και έτσι ως τις αρχές του 12ου αιώνα και την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού αποτελούσαν τον κύριο όγκο των νεοσύλλεκτων Βαράγγων. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλεί τους Βαράγγους της εποχής της «τους εκ Θούλης [μια χώρα που για τους Βυζαντινούς της εποχής εκείνης πιθανώς ταυτιζόταν με τη Βρετανία] πελεκυφόρους βαρβάρους».

Οι Βαράγγοι είναι σίγουρο ότι πολέμησαν εναντίον των Σταυροφόρων κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αλλά στη συνέχεια οι αναφορές σε αυτούς αραιώνουν. Είναι πιθανόν κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα να αφομοιώθηκαν εντελώς από τους Βυζαντινούς. Μία από τις τελευταίες αναφορές σε αυτούς γίνεται από το Γεώργιο Κωδινό ή Ψευδο –Κωδινό, έναν μυστηριώδη κουροπαλάτη [αυλικό] της αυτοκρατορικής αυλής που μάλλον έζησε προς το τέλος του 15ου αιώνα. Στο έργο του Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, οι Βαράγγοι εμφανίζονται ως μία μάλλον τελετουργική φρουρά χωρίς στρατιωτικά καθήκοντα. «…Στέκονται κοντά στις στήλες της Συγκλήτου, κρατώντας τους πελέκεις στα χέρια τους, και όταν ο Αυτοκράτωρ εμφανίζεται, τους σηκώνουν και τους φέρνουν στον ώμο».

Βυζαντινά επώνυμα του 15ου αιώνα, όπως Βαράγγος, Βαραγγόπουλος, Βαραγκάτης και Βαράγγης, δείχνουν ότι ως τότε οι απόγονοι των Βαράγγων είχαν εξελληνισθεί και αναμειχθεί απόλυτα με το ελληνικό στοιχείο.

Οπλισμός των Βαράγγων

Σύμφωνα με τον Άραβα Χαρούν ιμπν Γιάχια, ο οποίος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο αιώνα, η καθημερινή στολή των Βαράγγων αποτελείτο από γαλάζιες μεταξωτές τουνίκες, κόκκινους μανδύες, και χρυσοποίκιλτους πελέκεις με πολύ μακριά λαβή που οι Βαράγγοι χειρίζονταν και με τα δύο χέρια (Ο Μιχαήλ Ψελλός τους αποκαλεί «οι τους πελέκεις από του δεξιού χεριού σείοντες ώμου»).

Είναι προφανές, και από την πολεμική παράδοση των Σκανδιναβών και των Αγγλοσαξόνων από τους οποίους προέρχονταν οι περισσότεροι, ότι οι Βαράγγοι πολεμούσαν πεζοί, χρησιμοποιώντας κυρίως αγχέμαχα όπλα, όπως δόρατα, ξίφη και τσεκούρια, καθώς και ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικό ομφαλό. Αν και τόσο η θωράκιση όσο και ο οπλισμός τους δεν αναφέρονται ρητά στα βυζαντινά χρονικά, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ως επίλεκτο σώμα και σωματοφυλακή του ίδιου του αυτοκράτορα θα έπρεπε να έφεραν βαριά θωράκιση, με κράνος και μακρύ αλυσιδωτό θώρακα που θα τους προστάτευε από τα χτυπήματα του εχθρού και τα βέλη. Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα αναφέρει ότι στη μάχη του Δυρραχίου, το 1081, οι Βαράγγοι κουράστηκαν έπειτα από τη γρήγορη μετακίνησή τους στο πεδίο της μάχης από «από τους άχθους των όπλων» και ως γνωστόν στην έννοια των «όπλων» οι Έλληνες συμπεριλάμβαναν και τον αμυντικό οπλισμό. Τα όπλα των Βαράγγων, και ιδίως τα ξίφη και τα τσεκούρια τους, ήταν γι’ αυτούς κάτι σχεδόν έλλογο, και πολύ συχνά τους έδιναν ονόματα. Από την ισλανδική Σάγκα του Γκρέτιρ του Δυνατού μαθαίνουμε ότι πριν από κάθε εκστρατεία γινόταν επίσημη επιθεώρηση των όπλων της Βαράγγιας Φρουράς:

«… Οι Βαράγγοι διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για την υπεράσπιση της πατρίδας. Συνήθειο και νόμος ήταν πριν ξεκινήσουν να παρουσιάζουν για επιθεώρηση τα όπλα τους, και έτσι κι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Την ορισμένη ημέρα της επιθεώρησης, οι Βαράγγοι, και όλοι όσοι θα τους ακολουθούσαν, έπρεπε να εμφανιστούν και να δείξουν τα όπλα τους. Ο Θόρμπιορν ήταν ο πρώτος, και έδειξε το ξίφος του, το Γκρέτισνοτ…» .

Η ζωή των Βαράγγων έξω από το πεδίο της μάχης

Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν επί τρεις αιώνες έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λόγω της αλλοδαπής τους προέλευσης, σπάνια ενεπλάκησαν στις δολοπλοκίες τοπικών αρχόντων και ήταν τυφλά πιστοί στον αυτοκράτορα και μόνον. Η Άννα Κομνηνή είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το ζήτημα:

«… την προς αυτόν πίστην ακράδαντον διατηρούσι, και ουδέ ψιλόν πάντως ανέξονται περί προδοσίας λόγον».

Η αμοιβή τους ήταν πολύ καλή, 10 με 15 χρυσά νομίσματα τον μήνα, συν επιπλέον δώρα κάθε Πάσχα, στην άνοδο του κάθε νέου αυτοκράτορα στον θρόνο, καθώς και σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα στις πολεμικές εκστρατείες. Αυτό προκαλούσε τον φθόνο των υπόλοιπων στρατιωτικών μονάδων αλλά και των αυλικών του παλατιού. Ο Ψελλός τους θεωρούσε παράσιτα και κηφήνες «οίους ειώθασι παρατρέφειν οι βασιλείς» , αλλά είναι φανερό ότι απέδειξαν την αξία τους για την Αυτοκρατορία σε πολλές μάχες. Αγαπούσαν υπερβολικά το κρασί, και ήταν συχνά μεθυσμένοι, κυρίως όταν δεν είχαν υπηρεσία. Κάποιες ισλανδικές σάγκες της εποχής τους αποκαλούν «κρασοσακούλες του αυτοκράτορα».

Αν και ένας σημαντικός αριθμός τους κατοικούσε μέσα στο παλάτι, οι αριθμοί που δίδονται από ιστορικές πηγές της εποχής είναι υπερβολικά μεγάλοι για να δεχθούμε ότι όλοι στρατωνίζονταν εκεί. Είναι πολύ πιθανόν οι περισσότεροι να ζούσαν στη συνοικία του Αγίου Μάμαντα, όπως και οι πρώτοι έμποροι Ρως που είχαν φθάσει τον 9ο αιώνα. Αν και αρκετοί από τους πρώτους Βαράγγους ήταν σίγουρα πιστοί των αρχαίων Θεών, οι περισσότεροι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό.

Από τον 11ο αιώνα είχαν και τη δική τους εκκλησία, την Παναγία την Βαραγγιώτισσα, κοντά στην Αγία Σοφία. Ο Ισλανδός χρονικογράφος Σνόρι Στούρλουσον αναφέρει ότι η εκκλησία ήταν επίσης αφιερωμένη στον Άγιο Όλαφ (τον βασιλιά της Νορβηγίας που στις αρχές του 11ου αιώνα εκχριστιάνισε βίαια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της) και μάλιστα ότι πάνω από την Αγία Τράπεζα υπήρχε το ξίφος του αγίου-βασιλιά.

Όσοι Βαράγγοι ζούσαν στο ανάκτορο κατείχαν διαμερίσματα στους πάνω ορόφους, τους οποίους, όπως φαίνεται από τη Σάγκα του Χάραλντ, τους κέρδισαν στον κλήρο που έβαλαν με τους Έλληνες ομοίους τους:

«Οι Έλληνες και οι Βαράγγοι διαφώνησαν για τα δωμάτια και αποφάσισαν να λύσουν τη διαφωνία με κλήρο. Έτσι ο Χάραλντ και οι Βαράγγοι πήραν τα πάνω δωμάτια, και από εκείνη την εποχή έγινε κανόνας στα πάνω δωμάτια να κατοικούν Βόρειοι».
Πολλοί Βαράγγοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους πλούσιοι. Το ισλανδικό Έπος του Λαξτάιλα μιλάει για έναν από αυτούς, τον Μπόλι Μπόλασον:

«Ο Μπόλι κατέβηκε από το πλοίο με τους έντεκα συντρόφους του. Όλοι οι σύντροφοί του φορούσαν άλικα ρούχα και ίππευαν πάνω σε ασημοστολισμένες σέλλες. Ήταν εντυπωσιακοί, μα ο Μπόλι τους ξεπερνούσε όλους. Φορούσε ρούχα από χρυσοκέντητο μετάξι που του είχε χαρίσει ο Έλληνας Αυτοκράτορας, κι από πάνω έναν άλικο μανδύα. Στη ζώνη του είχε το σπαθί που ονόμαζαν «Ποδοκόφτη», του οποίου η λαβή ήταν δεμένη με χρυσάφι. Φορούσε χρυσοστόλιστο κράνος στο κεφάλι, και είχε στο πλευρό του μια κόκκινη ασπίδα με έναν χρυσό καβαλάρη. Στο χέρι του κρατούσε μια λόγχη, όπως συνηθίζεται στις ξένες χώρες. Όπου κι αν γύρευαν κατάλυμα για τη νύχτα, οι γυναίκες δεν έδιναν προσοχή σε τίποτε άλλο εκτός από τον Μπόλι και τους συντρόφους του…» .

Ασφαλώς δεν γύρισαν όλοι οι Βαράγγοι πίσω στις πατρίδες τους. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης. Πολλές ρουνικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στη Σουηδία είχαν στηθεί στη μνήμη των Βαράγγων που δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στο Βυζάντιο ως «Χώρα των Ελλήνων» (Grikkland) και στους Βυζαντινούς ως Έλληνες (Grikkjar). Οι Βαράγγοι έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μακριά από την πατρίδα τους, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έβλεπαν στη ζωή τους τίποτα περισσότερο από το χωριό στο οποίο είχαν γεννηθεί. Οι περισσότεροι πέθαναν υπερασπιζόμενοι την τιμή των όπλων και τον όρκο τους προς τον αυτοκράτορα, πολεμώντας για μια ξένη πατρίδα –την πατρίδα που οι ιστορικοί αποκαλούν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που οι ίδιοι οι Βαράγγοι όμως αποκαλούσαν Ελλάδα.

Θωμάς Μαστακούρης, συγγραφέας και μεταφραστής.
«Ιστορία εικονογραφημένη», τεύχος 527, Μάιος 2012

 

Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...