Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ8
ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ9


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Στις αρχές του 13ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στα 1204, η πρωτεύουσα της Ρωμανίας[1] , η Κωνσταντινούπολη ¨η πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σ΄ όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη και η πιο καλά οχυρωμένη¨[2] πέφτει, λόγω των δυναστικών ερίδων και της κυβερνητικής ανεπάρκειας των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αγγέλων, στα ανίερα χέρια των Φράγκων της Δ΄ σταυροφορίας. Η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία, διαιρείται και διασπάται, κυρίως, σε 5 Λατινικά και σε 3 Ελληνικά κράτη. Οι Ελληνικές εστίες αντίστασης που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση ήταν: το βασίλειο-αυτοκρατορία της Νίκαιας (στη Μικρά Ασία) η μετέπειτα ονομασθείσα αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (στον Εύξεινο Πόντο) και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Από τα τρία νεοσύστατα κράτη, η Νίκαια και η Ήπειρος ανέλαβαν άμεσα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, και την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, αντιμαχόμενα όμως μεταξύ τους. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός αναφέρει σχετικώς: ¨Το θεμελιώδες μειονέκτημα της ελληνικής αντιστάσεως συνίστατο εις το ότι αύτη είχε διασπασθεί εις πολλάς εστίας, όχι μόνον αυτονόμους, αλλά και φερομένας προς σκληράς συγκρούσεις¨[3]. Δυστυχώς οι προστριβές και οι διαμάχες των Λασκαριδών της Νίκαιας και των Αγγέλων-Κομνηνών της Ηπείρου, δεν άφηναν περιθώρια για μία ενιαία αντιμετώπιση των Λατίνων.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ
ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ1


Γεγονός είναι πάντως πως τα δύο ελληνικά κράτη, παρόλο που ενεργούσαν αυτόνομα, κατάφεραν να περιορίσουν τους Λατίνους και να απελευθερώσουν μεγάλα τμήματα της αυτοκρατορίας. Από τα πρώτα χρόνια η Ήπειρος με τον Θεόδωρο Άγγελο, φάνηκε πιο επιθετική και εδραίωσε την κυριαρχία της από τη δυτική Ελλάδα μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1224 απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη η οποία αποτέλεσε μέχρι το 1230, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου και γι΄ αυτό το λόγω οι ιστορική ονομάζουν το κράτος της Ηπείρου και δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ2
ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ3


Η υπέρμετρη όμως φιλοδοξία του δεσπότη της Ηπείρου (Θεόδωρου Άγγελου), είχε ως αποτέλεσμα να ηττηθεί από τους Βουλγάρους το 1230, στη μάχη της Κλοκοτνίτσας ή Κλοκοτινίτζας (Περιοχή κοντά στο σημερινό Χάσκοβο της Βουλγαρίας) και να μειωθεί η ισχύς του δεσποτάτου. Την ήττα αυτήν εκμεταλλεύτηκε το αντίπαλο δέος της Ηπείρου, το βασίλειο της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος ιστορεί τα εξής  : ¨Η ήττα της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης (Δεσπ. Ηπείρου) άφηνε την πρώτη θέση στον αγώνα για ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως στην αυτοκρατορία της Νίκαιας¨
[4]. Την εποχή εκείνη βασιλιάς στη Νίκαια ήταν ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης[5] (1222-1254), για τον οποίο ο πατριάρχης της Ελληνικής Ιστορίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ιστορεί : ¨Η κατάλυση της εν Θεσσαλονίκη αυτοκρατορίας και η συνένωση του μεσαιωνικού ελληνισμού, υπό την αυτοκρατορία της Νίκαιας, μαρτυρεί ότι αυτός (ο ελληνισμός) όσο και αν είχε παρακμάσει, διατηρούσε κάποια συστατικά πολιτικής εμπειρίας, δεξιότητας και δυνάμεως περισσότερα από όσα με τον καιρό προσέλαβε ο προ μικρού σε νέο πολιτικό βίο ανακύψας νέος ελληνισμός. Η δε ένωσης αυτή υπήρξε το κυριότατο κατόρθωμα του Ιωάννη Βατάτζη αλλά όχι και το μόνο¨[6].

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ4 ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ5


Ο Ιωάννης Βατάτζης ο οποίος ανήκει στη χορεία των αγίων της εκκλησίας μας, υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους αυτοκράτορες της Ρωμανίας. Ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ κάνοντας ένα απολογισμό του έργου του, παραθέτει τα παρακάτω : ¨Ο Ιωάννης Βατάτζης υπήρξε πολύ ικανός και πολύ δραστήριος πολιτικός, και ήταν αυτός ο κύριος δημιουργός της αποκατασταθείσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας¨. ….. ¨Η εξωτερική δράση του Βατάτζη υπήρξε εξαιρετικά σημαντική, διότι εξαλείφοντας βαθμιαίως όλους τους υποψηφίους αποκαταστάτας της αυτοκρατορίας τους άρχοντες δηλαδή της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου και της Βουλγαρίας απέκτησε υπό την εξουσία του τόση έκταση, όση ουσιαστικώς αρκούσε για την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο κύριος ρόλος της αποκαταστάσεως ανήκει στον Ιωάννη Βατάτζη και το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, απλώς, επωφελήθηκε από τα αποτελέσματα της επιμονής και της δραστηριότητας του καλύτερου αυτοκράτορα της Νίκαιας. Οι μετά τον Ιωάννη Βατάτζη γενεές τον θυμούνται ως  Πατέρα των Ελλήνων ¨
[7].

Επί της εποχής του Ιωάννη Βατάτζη έγιναν κάποιες προσπάθειες ώστε να ομονοήσουν τα δύο ελληνικά κράτη. Επιστέγασμα των ενεργειών αυτών ήταν το συνοικέσιο της εγγονής του Ιωάννη Βατάτζη, Μαρίας με τον πρωτότοκο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο, Νικηφόρο, το 1249.

Από την πλευρά της Ηπείρου πρωτοστάτης για την επίτευξη του συνοικεσίου και της ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πλευρών, υπήρξε μία άλλη αγία μορφή της εκκλησίας μας, η σύζυγος του δεσπότη Μιχαήλ και μητέρα του Νικηφόρου, Θεοδώρα Πετραλείφα[8], για την οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Έτσι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δύο άγιες μορφές της Ορθοδοξίας, συνεργάζονται για το κοινό όφελος της Ρωμηοσύνης.

Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών γίνετε μνεία στο ήθος και στην υστεροφημία των δύο προαναφερθέντων αγίων, παραθέτοντας τα εξής : ¨Ο Ιωάννης Γ΄ (Βατάτζης) κατέχει τιμητική θέση ανάμεσα στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Επιπλέον υπήρξε, αντίθετα με τους αντιπάλους του της Ηπείρου, ένας τίμιος άνθρωπος, που ενέπνευσε αγάπη στους υπηκόους με αποτέλεσμα να τιμάται ως τοπικός άγιος στο Νυμφαίο, όπου πέθανε, και στη Μαγνησία, όπου τάφηκε. Το μόνο μέλος της ηγεμονικής οικογένειας της Ηπείρου, που «λατρεύθηκε» κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρξε η βασίλισσα Θεοδώρα, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄, που η μνήμη της τιμάται ακόμη και σήμερα στην Άρτα, και που ανάλωσε τη ζωή της στην προσπάθεια να συνεργασθούν όλοι οι Έλληνες για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης¨[9].

 

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΤΡΑΛΕΙΦΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ6


Το επώνυμο Πετραλείφας συναντάται στις ιστορικές πηγές από τον 11o μέχρι τον 13o αιώνα. Αναφορικά με τον ιδρυτή της οικογενείας (στη Ρωμανία), Πέτρο Πετραλείφα, από την εγκυκλοπαίδεια Δομή διαβάζουμε τα παρακάτω : ¨Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της κάτω Ιταλίας Ροβέρτο Γυισκάρδο στην εκστρατεία του στην Αλβανία, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτομόλησε μαζί με άλλους προς τους Βυζαντινούς και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θράκη. Έτσι έγινε ο γενάρχης της οικογένειας που εξελληνίστηκε και που κατά παραφθορά του ονόματός του ονομάστηκε Πετραλείφας¨
[10]. Η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στην πολιορκία του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου, στις αρχές του 12ου αιώνα, χαρακτηρίζει τον Πέτρο Πετραλείφα περιβόητο πολεμιστή και έμπιστο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Ενδεικτικά η σοφή πριγκίπισσα ιστορεί τα κατωτέρω : ¨Θέλοντας να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους κόμητες και στον Βοημούνδο (ο Αλέξιος Α΄) και να κλονίσει κάπως ή και να διαρρήξει τον μεταξύ τους συνασπισμό, στήνει το εξής τέχνασμα.

Καλεί κοντά του τον σεβαστό Μαρίνο από τη Νεάπολη και μαζί τον Ρογέρη, έναν επιφανή Φράγκο, και τον Πέτρο Αλίφα, πολεμιστή περιβόητο, που είχε κρατήσει ακράδαντη την πίστη του προς τον αυτοκράτορα¨[11].

Περί της εγκαταστάσεως του Πέτρου Πετραλείφα στην Θράκη και πιο συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο, ο Αθανάσιος Γουρίδης (πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος, διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) παραθέτει τα εξής : ¨Από το Διδυμότειχο καταγόταν και οι Πετραλείφες, οικογένεια Νορμανδών, ορμώμενων από το Pierre d’ Aulps της γαλλικής Προβηγκίας ή από την ιταλική Alifa, παρά της Caserta. Ο ιδρυτής της, Πέτρος, εγκαταστάθηκε στο Διδυμότειχο γύρω στα 1108, όπου απέκτησε εκτεταμένες γαίες σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στον Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό, κυρίως κατά τις νικηφόρες μάχες εναντίον των Νορμανδών του Βοημούνδου στο Δυρράχιο¨[12]. Σχετικά με την εγκαθίδρυση των Πετραλείφα στο Διδυμότειχο γίνετε μνεία και στο συναξάρι της αγίας Θεοδώρας : ¨Η Αγία Θεοδώρα υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα¨[13].

Όσον αφορά τον εξελληνισμό του ονόματος Πέτρος ντ’ Άλφια σε Πετραλείφας, παρενθετικά να αναφέρω ότι, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστοριογραφίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τα νεότερα ο εξελληνισμός των ξένων ονομάτων αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο. Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Κωνσταντίνος Χολέβας αναφέρει σχετικώς : ¨Διαβάζοντας τους Αρχαίους Έλληνες και τους Βυζαντινο-Ρωμηούς συγγραφείς θαυμάζουμε την επιμονή τους να εξελληνίζουν τα ξένα ονόματα. …… Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι συνεχίζουν με πάθος και με αντίστοιχη ευρηματικότητα (αντίστοιχη με τους αρχαίους Έλληνες για τους οποίους αναφέρει παραπάνω αλλά για την οικονομία του χώρου δεν το παραθέτω), θα έλεγα και με μια ευτράπελη διάθεση, τον πλήρη εξελληνισμό των ονομάτων ξένων, πολιτικών ή στρατιωτικών. Η εμμονή αυτή δείχνει τον μεγάλο σεβασμό των Ελλήνων συγγραφέων στη γλώσσας μας καθ΄ όλη τη μακρόχρονη πορεία και διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού¨[14].

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ7

Επανερχόμενοι στην ιστορική διαδρομή της οικογενείας Πετραλείφα, από το υπέροχο πόνημα του Αθανασίου Γουρίδη ανασύρουμε τα παρακάτω : ¨Η οικογένεια παρουσιάζει μια συνεχή και ουσιαστική συμμετοχή στην ιστορία των μέσων και ύστερων χρόνων του Βυζαντίου. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει τέσσερις αδελφούς Πετραλείφα περί τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό οι οποίοι «κατά το Διδυμότειχον την οίκησιν έχοντες», επέδειξαν μοναδική ανδρεία κατά την πολιορκία της Κέρκυρας στα 1149. Άλλα μέλη της οικογενείας, όπως ο Νικηφόρος, ο Αλέξιος ή ο Ιωάννης ξεχωρίζουν κατά το ταραγμένο δεύτερο μισό του 12ου  αιώνα.

Στο τέλος του αιώνα αυτού ο Ιωάννης Πετραλείφας λαμβάνει τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και τη διοίκηση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Τότε τμήμα της οικογενείας εγκαθίσταται στα Σέρβια. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα 1204, η οικογένεια εγκαταλείπει το Διδυμότειχο και μοιράζει τις υπηρεσίες της ανάμεσα στις δυναστείες της Νίκαιας και της Ηπείρου¨[15].

Ο Ιωάννης Πετραλείφας ήταν ο πατέρας της αγίας Θεοδώρας, κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός ο οποίος : ¨Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου, τον οποίο το 1195 ακολούθησε στην εκστρατεία του εναντίον των Βλαχοβουλγάρων. Στη διάρκεια της εκστρατείας εκείνης πήρε μέρος σε συνωμοσία, που κατέληξε στην ανατροπή του αυτοκράτορα και στην άνοδο στον θρόνο του Βυζαντίου του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου¨[16]. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης αναφερόμενος στην οικογένεια της αγίας Θεοδώρας γράφει τα εξής : ¨Ο πατήρ της Θεοδώρας Ιωάννης ήτο σεβαστοκράτωρ, άρχων Μακεδονίας και Θεσσαλίας και γυναικάδελφος του Θεοδώρου Αγγέλου. Είχε δε η Θεοδώρα και αφελφόν Θεόδωρον, έχοντα σύζυγον την θυγατέρα του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού¨[17]. Από το συναξάρι της αγίας, αντλούμε για τον πατέρα της, τις παρακάτω πληροφορίες : ¨Ο δε Ιωάννης Πετραλείφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος (πιθανότατα ο Γ΄ Άγγελος και όχι ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός που αναφέρει το συναξάρι) έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μιαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλα, θυγατέρα άρχοντος τινος του παλατιού του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγα αυθέντην, ίνα εξουσιάζει όλην τη Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν¨[18].

Ο Θεόδωρος Πετραλείφας (ο αδελφός της αγίας) ήταν συγγενής και αξιωματούχος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ B΄ Άγγελου. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιωάννη Βατάτζη το 1251 στη Μακεδονία εναντίον του αποστάτη[19] Μιχαήλ Β΄ ο βασιλιάς της Νίκαιας, ενώ ήταν σε δυσχερή θέση, δέχθηκε απρόσμενη βοήθεια από τον Θεόδωρο Πετραλείφα, ο οποίος αυτομόλησε στο στρατόπεδο του Βατάτζη. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας βρισκόταν σ΄ αυτήν την (δυσχερή) κατάσταση, ήρθε απρόσμενα πρόσφυγας από την Καστορία ο Γλαβάς και στη συνέχεια ο Θεόδωρος Πετραλείφας, ο γαμπρός του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού, συνεργάτης στη διοίκηση του αυτοκράτορα Ιωάννη¨[20]. Η πράξη αυτή του Θεόδωρου ήταν ευεργετική για τον Ιωάννη Βατάτζη, διότι ο στρατός του δοκιμαζόταν από την έλλειψη τροφίμων και τον βαρύ χειμώνα. Λίγο αργότερα η Καστοριά και η γύρω περιοχές προσχώρησαν στην επικράτεια της Νίκαιας.

Την ίδια εποχή που στο δεσποτάτο της Ηπείρου δρα ως αξιωματούχος ο Θεόδωρος Πετραλείφας (που προαναφέραμε) στο στρατό της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη, υπηρετεί επίσης ως αξιωματούχος ο Ιωάννης Πετραλείφας. Αυτός διακρίθηκε κυρίως στους πολέμους εναντίον των Λατίνων κατακτητών της Κωνσταντινούπολης. Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει  : ¨Με τη φρούρηση της πόλης (της Τζουρουλού πόλη της Ανατολικής Θράκης) ήταν επιφορτισμένος ο Ιωάννης Πετραλείφας, που ο αυτοκράτορας Ιωάννης τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του μεγάλου Χαρτουλαρίου[21], άνδρας γενναίος και έμπειρος στα πολεμικά από μικρό παιδί. …… Οι Λατίνοι λοιπόν κατέλαβαν την Τζουρουλού (το 1240) και οδήγησαν δέσμιους τους κατοίκους της μαζί με τον Πετραλείφα στην Κωνσταντινούπολη και τους επέστρεψαν, αφού έλαβαν λύτρα, πίσω στους δικούς τους¨[22]. Το 1242 ο στρατός της Νίκαιας πέρασε στη Μακεδονία με σκοπό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη η οποία ανήκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Μεταξύ των αξιωματούχων, τους οποίους ο Ακροπολίτης τους αποκαλεί επιφανείς άνδρες[23],  ήταν και ο Ιωάννης Πετραλείφας.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ

Η συμβολή της αγίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.

Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ¨[24].

¨Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι¨[25]. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο.

Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής : ¨Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων¨[26]. Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του ¨Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα¨ (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει : ¨Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη[27]. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV¨[28].

Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα : ¨Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει[29], επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο¨[30]. Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλείφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά¨[31].

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ10

Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.  Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της αγίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : ¨Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά[32], πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της¨[33]. Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι : ¨Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη¨[34]. Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα ο A. Heisenberg ταυτίζει με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη), αναφέρει τα εξής : Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257»[35] (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών του Νομού Έβρου). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος¨[36]

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ11


Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.

Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι : ¨Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια.¨[37]. Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής : Επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264. Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω : ¨ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄¨[38]. Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους¨[39]

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ12


Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες
Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Λαμβάνοντας υπόψη, τα παρατιθέμενα στοιχεία του παρόντος κειμένου καθώς βεβαίως και άλλες πηγές, που αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι, ο Άγιος Αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης και η Αγία βασίλισσα Θεοδώρα, δικαιωματικά ανήκουν στις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής αυτής. Μιας ταραγμένης εποχής, η οποία σημαδεύτηκε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Φράγκους, και θεωρείται ως μία από τις κρισιμότερες (αν όχι η κρισιμότερη) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ13

 

Ο νεόδμητος ναός του αγίου Ιωάννη Βατάτζη του ελεήμονος στο Διδυμότειχο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση των καταστάσεων και των γεγονότων που συνδέουν και συσχετίζουν τα δύο πρόσωπα. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα κοινά σημεία που προκύπτουν από τους βίους, τους χαρακτήρες και τις πράξεις των δύο αγίων :

α.    Πρώτο και κυριότερο κοινό τους σημείο, είναι ότι ανήκουν στη χορεία των αγίων της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Και οι δύο κατάφεραν κάτι πολύ δύσκολο, να κερδίσουν την αγιοσύνη, όντες κάτοχοι εξουσίας και πλούτου[40]. Αντιμετώπισαν με υπομονή τις πρόσκαιρες δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή τους, και αναδείχθηκαν ελεήμονες, προσφέροντας ολόψυχα την αγάπη τους στο λαό που κυβέρνησαν.

β.    Υπήρξαν κτήτορες, δωρητές και αναστηλωτές πολλών ναών και μοναστηριών. Ενδεικτικά αναφέρουμε για το Άγιο Ιωάννη Βατάτζη ότι : ¨ Έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια όχι μόνο της Μικράς Ασίας, αλλά και τα μοναστήρια του Σινά, της Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και της Κύπρου. Δεν μπορούσε βέβαια να αγνοήσει το περιβόλι της Παναγίας, στην Ιερά Μονή Χελανδαρίου έκανε δωρεά δύο  σταυρούς με Τίμιο Ξύλο. Στη περιοχή της Μικράς Ασίας, στη Μαγνησία ο Ιωάννης Βατάτζης κατασκεύασε ναό και τον ονόμασε Σώσανδρα, αφιερωμένο στην Παναγία, επίσης στη Νίκαια ανέγειρε ναό στη μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου¨[41]. Η Αγία Θεοδώρα : ¨Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα (σύζυγό της) και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείο Μοναστήριον¨[42].

γ.    Η οικογενειακή καταγωγή τους έλκει από το Διδυμότειχο, όπως προαναφέραμε οι πρόγονοι της Αγίας Θεοδώρας, εγκαταστάθηκαν στην παραπάνω καστροπολιτεία της Θράκης, όπου στις αρχές του 12ου αιώνα : ¨εξελίχθηκε σε ένα οχυρό πολύ σημαντικό για την περιοχή μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αδριανούπολης¨[43]. Όπως πολλές Λατινικές οικογένειες, έτσι και η οικογένεια Πετραλείφα διαμένοντας στο Διδυμότειχο, αφομοιώθηκε διά μέσου της Ορθοδοξίας και του Ελληνικού πολιτισμού. Από το Διδυμότειχο βεβαίως κατάγεται και ο άγιος Ιωάννης Βατάτζης, γεγονός που μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές : ¨και τότε ο αυτοκράτορας (Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης) έκανε γαμπρό του τον Ιωάννη Δούκα, που τον αποκαλούσαν Βατάτζη. Αυτός καταγόταν από το Διδυμότειχο και έφερε το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίτη¨[44]. ¨Η οικογένεια Βατάτζη ήτο θρακική, γενέτειρα είχε την Αδριανούπολιν και το Διδυμότειχον¨[45].

δ.    Διά μέσω του συνοικεσίου του υιού της Θεοδώρας, Νικηφόρου και της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας, στο οποίο αναφερθήκαμε εκτενώς, οι δύο άγιοι συνδέθηκαν με μια εξ αγχιστείας συγγένεια. Απώτατος σκοπός αυτού του συνοικεσίου ήταν η επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών που τόσο επιθυμούσαν.

ε.    Και οι δύο όπως προαναφέραμε προσπάθησαν να επιφέρουν ειρήνη ανάμεσα στα δύο ελληνικά κράτη (Νίκαια – Ήπειρος). Ο Ιωάννης Βατάτζης βέβαια, ως έχων τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αποσκοπούσε στην ένωση των δύο κρατών, κάτω από το δικό του σκήπτρο. Όταν όμως κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1244 και το 1246 και όταν νίκησε τα στρατεύματα της Ηπείρου το 1252, δεν έδειξε καμιά μνησικακία προς τους δεσπότες της Ηπείρου και της Θεσσαλονίκης, τους οποίους άφησε να κατέχουν τον τίτλο του δεσπότη δίχως να χρησιμοποιούν τα αυτοκρατορικά διάσημα[46]. Επίσης και η αγία Θεοδώρα, πάντοτε ήταν παρούσα στις προσπάθειες σύναψης ειρήνης, λαμβάνοντας μέρος η ίδια και προσπαθώντας διά μέσω του προαναφερθέντος συνοικεσίου να ευοδωθούν.

στ.  Λαμβάνοντας υπόψη τη φράση του Γουίλιαμ Μίλλερ που παραθέσαμε ανωτέρω ότι : ¨η Θεοδώρα ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη¨, βρίσκουμε ακόμη ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο αγίων, διότι οι ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη χαρακτηρίζουν και τον Ιωάννη Βατάτζη. Ενδεικτικά αναφέρουμε : ¨Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης φάνηκε πιο ικανός και είχε μεγαλύτερες επιτυχίες ως πολιτικός και διπλωμάτης από τον πεθερό του και μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες¨[47].

Ο λόγος που προσπάθησα να αναδείξω τα κοινά σημεία του ¨πατέρα των Ελλήνων¨ Αγίου Ιωάννη Βατάτζη του ελεήμονα και της ¨ειρηνοποιού¨ αγίας Θεοδώρας βασίλισσας της Άρτας (και της υπομονής), είναι διότι, υπήρξαν για τη ρωμιοσύνη του 13ου αιώνα, δύο φωτεινότατοι φάροι σε ανατολή και δύση. Ως άγιοι βέβαια, εξακολουθούν να λάμπουν διαχρονικά και να καθοδηγούν με το παράδειγμα του βίου τους όλους εμάς στο δρόμο του Θεού. Πιστεύω ότι οι δύο Μητροπόλεις (Διδυμοτείχου Ορεστιάδος και Σουφλίου) και (Άρτης) μπορούν να θεσμοθετήσουν ένα κοινό εορτασμό των δύο αγίων (αρχής γενομένης από τα φετινά «Βατάτζεια 2013» τα οποία ήταν αφιερωμένα στους δύο αγίους), ο οποίος δύναται να συνδυαστεί και με την ανάδειξη της ιστορίας των δύο πόλεων κατά την περίοδο της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας καθώς και την ανάδειξη των θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων τους. Επιπροσθέτως σε πολιτειακό επίπεδο και με βάση πάντα τους δύο αγίους μας, νομίζω ότι οι δύο δήμοι Διδυμοτείχου και Άρτας θα μπορούσαν να προβούν σε μια διαδικασία αδελφοποίησης των πόλεων Διδυμοτείχου και Άρτας. Πέραν της σχέσεως των δύο αγίων, οι δύο πόλεις χαρακτηρίζονται από το «Βυζαντινό-Ρωμαίικο» υπόβαθρό τους και μπορούν να καταστούν δύο κέντρα μελέτης και προβολής της ένδοξης υπερχιλιετούς ιστορίας της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Ρωμανίας.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ14

 


[1]. Ρωμανία ή Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία είναι η ορθή ονομασία του κράτους το οποίο οι δυτικοί ιστορικοί μας ¨επέβαλαν¨ να ονομάζουμε Βυζάντιο. Διά του λόγου το αληθές παραθέτουμε μία φράση από την Χρονογραφία του Αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού : ¨Τούτω τω έτει επεστράτευσαν οι Άραβες κατά Ρωμανίας ……¨ Μετάφραση Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης Εκδόσεις Αρμός Τόμος Γ΄ σελ 942.

[2]. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου «Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης» Εκδόσεις Χατζηνικολή σελ 119.

[3]. Διονύσιος Ζακυθηνός « Βυζάντιον Κράτος και Κοινωνία Ιστορική Επισκόπησις» Εκδόσεις Ίκαρος σελ 128.

[4]. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος «Το Βυζαντινό Κράτος» Εκδόσεις Βάνιας σελ 192.

[5]. Γαμπρός του πρώτου βασιλιά της Νίκαιας Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως ο οποίος εκοιμήθη το 1222.

[6]. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Τόμος ΙΓ΄ Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας σελ 82. 

[7]. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Εκδόσεις Πελεκάνος σελ 659-660.

[8]. Στις ιστορικές πηγές το επίθετο Πετραλείφας το συναντάμε να γράφεται και με (ι) και (ει).

[9]. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών «Από την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261) σελ 91.

[10]. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια «Δομή» Λήμμα Πετραλείφας.

[11]. Άννα Κομνηνή ¨Αλεξιάς¨ Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε. Τόμος Β΄ σελ 127-128.

[12]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μία άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 46.

[13]. Γιαννούλης Δημήτριος «Η αγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας» Έκδοση Ι.Μ. Άρτης σελ 21.

[14]. Κωνσταντίνος Χολέβας «Ο γλωσσικός αφελληνισμός» Περιοδικό ΕΡΩ Τεύχος 7 σελ 48-49.

[15]. Όπως σημείωση 12 σελ 46. 

[16]. Όπως σημείωση 10.   

[17]. Αντώνιος Μηλιαράκης « Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου» Εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας σελ 326-325.

[18]. Επισκόπου Οινόης Ματθαίου Λαγγή «Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας» σελ 228.

[19]. Έτσι ονομάζουν τον Μιχαήλ Β΄ Άγγελο οι χρονικογράφοι της Ρωμανίας, οι οποίοι συνέγραψαν την ιστορία της εποχής, φίλα προσκείμενοι στο βασίλειο της Νίκαιας από το οποίο και προερχόταν.

[20]. Γεώργιος Ακροπολίτης «Χρονική Συγγραφή» Εκδόσεις Κανάκη σελ 157.

[21]. Τίτλος πολιτικού αξιώματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο καθιερώθηκε κατά τον 5ο αι. 

[22]. Όπως σημείωση 20 σελ 107.

[23]. Όπως σημείωση 20 σελ 119 (Τον αυτοκράτορα εξάλλου συνόδευαν επιφανείς άνδρες, όπως ο Δημήτριος Τορνίκης, …………. και ο μέγας χαρτουλάριος Πετραλείφας).    

[24]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.

[25]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη σελ 73.

[26]. Όπως σημείωση 17 σελ 376.  

[27]. Και ο Βατάτζης ένωνε τις δύο ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη (υπόμνηση του συγγραφέα του παρόντος κειμένου). 

[28]. Γουίλιαμ Μίλλερ «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σελ 144-145.

[29]. Το στρεβλόν ξύλον ουδέποτ΄ ορθόν, και ο Αιθίοψ ουκ οίδε λευκαίνεσθαι (εκ του πρωτοτύπου κειμένου). Διά μέσω των παροιμιών αυτών, παρατηρούμε τη γλωσσική και εθνολογική συνέχεια του Ελληνισμού.

[30]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.   

[31]. Όπως σημείωση 20 σελ 159.    

[32]. Στο σημείο αυτό ο Γρηγοράς χρησιμοποιεί αστρονομική ορολογία, διότι εκτός από ιστορικός ήταν λόγιος, θεολόγος, ρήτορας, μαθηματικός και βεβαίως αστρονόμος, ήταν αυτός που έκανε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου το οποίο υιοθέτησε διακόσια χρόνια αργότερα ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄. Τα σχετικά με την επιστημοσύνη του Γρηγορά αξίζει να αναφερθούν παρενθετικά, για να αποδειχθεί ότι καθόλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να σπουδάζουν και να προάγουν τις θετικές επιστήμες.

[33]. Όπως σημείωση 25 σελ 81.     

[34]. Όπως σημείωση 20 σελ 225.     

[35]. Στο σημείο αυτό ο Μηλιαράκης παραθέτει ως υποσημείωση ότι : Τον τόπον της συναντήσεως της Θεοδώρας και του βασιλέως ορίζει μόνον ο Ανώνυμος, σ. 526, ουχί δε και ο Ακροπολίτης. Η θέσης της χώρας του Λεντζά, εν τη περιοχή πάντως κειμένη του Βολερού, άγνωστος. Πιθανώς έκειτο περί το σημερινόν χωρίον Λουτζιά-κιοϊ, του νομού Φερών, βρεχομένου υπό του Έβρου, εν ω υπάρχουσι και ύδατα θερμά. Μ. Μελιρρύτου, Περιγρ. Μαρωνείας, σ. 52. Επ’ ίσης ο Ανώνυμος ορίζει και τον χρόνον, καθ’ ον εν Λεντζά ευρίσκοντο ο βασιλεύς και η Θεοδώρα, την ημέραν της εορτής του ζωοποιού Σταυρού. Ο Γρηγοράς, σ. 57, ορίζει τον χρόνον «άρτι του ηλίου περί τροπάς τυγχάνοντος φθινοπωρινάς (11 Σεπτεμβρίου)», ο Ακροπολίτης, σ. 141, «επεί δε και ο Σεπτέμβριος εφεστήκει μην».

[36]. Όπως σημείωση 17 σελ 454.      

[37]. Όπως σημείωση 20 σελ 257.     

[38]. Γκιόργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλου σελ 137.  

[39]. Όπως σημείωση 25 σελ 111-112.      

[40]. Ευκοπώτερον γαρ εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Κατά Λουκά κεφ. 18 στ. 25.

[41]. Ιωάννης Σαρσάκης «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη σελ 59.

[42]. Όπως σημείωση 18 σελ 233.      

[43]. Ντίνος Χριστιανόπουλος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου» Θεσσαλονίκη 1993 σελ 12.

[44]. Όπως σημείωση 20 σελ 57.     

[45]. Κωνσταντίνου Άμαντου «Η Οικογένεια Βατάτζη» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών έτος κα΄ Αθήναι 1951 σελ 174.

[46]. Πλην της τραγικής περιπτώσεως του Δημητρίου Αγγέλου, δεσπότη της Θεσσαλονίκης, ο οποίος στο σύντομο χρονικό διάστημα που κυβέρνησε είχε καταφέρει να δυσαρεστήσει το σύνολο των Θεσσαλονικέων.  

[47]. Όπως σημείωση 9 σελ 83.

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

shmaia vyzantio 01


Πολλοί νομίζουν πώς το filioque [δήλ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό σύμβολο τῆς πίστεως] ἀποτέλεσε αἰτία τοῦ σχίσματος ἀνάμεσα στή «Ρωμαιοκαθολική» καί τήν Ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἱστορία αὐτή, εἶναι ἕνας μύθος πού πρέπει ἐπιτέλους κάποτε νά ἐκλείψει. Στήν πραγματικότητα οἱ Ρωμαῖοι Πάπες πολέμησαν το filioque μόλις αὐτό προστέθηκε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τούς Φράγκους. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (796-816), ἐπειδή γνώριζε ἀπό πρῶτο χέρι τίς πιέσεις τῶν Φράγκων σ’ αὐτό τό ζήτημα, προχώρησε σέ μιά πράξη πού φανερώνει τό πλῆρες μέγεθος τῆς παπικῆς ἀντίδρασης στίς φράγκικες αὐθαιρεσίες. Φρόντισε ὥστε τό ὀρθόδοξο Σύμβολο τῆς Πίστεως (χωρίς τό filioque ) νά ἀναγραφεῖ σέ δύο ἀσημένιες πλάκες (μιά στά λατινικά καί μιά στά ἑλληνικά) τίς ὁποῖες ἀνήρτησε σέ ψηλό σημεῖο στό ναό τοῦ Ἁγίου Πέτρου γιά νά εἶναι εὐανάγνωστες ἀπό ὅλους τους πιστούς. Οἱ μεγάλες ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΠΛΑΚΕΣ πού ἔγραφαν τό Ὀρθόδοξο σύμβολο τῆς πίστης εἶχαν τήν ἐπιγραφή: «HAEC LEO POSUI AMORE ET CAUTELA ORTHODOXAE FIDEI»δηλαδή: «Ἐγώ, ὁ Λέων βάζω ἐδῶ (τίς πλάκες) γιά τήν ἀγάπη καί τήν προστασία τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.» Σχετική ἀναφορά μπορεῖτε νά βρεῖτε στό: VITA LEONIS, LIBER PONTIFICALIS (Ed.Duchene, TII, p.26 -ἡ πηγή εἶναι ἀπό βιβλιογραφία τῶν Παπικῶν!)

Λέων πίστεψε ὅτι οἱ Φράγκοι δέ θά τολμοῦσαν νά προσβάλουν τό ἱερότερο κέντρο τῆς δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Τό 809 οἱ τελευταῖοι προχώρησαν στήν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ filioque μέ τή σύνοδο τοῦ Ἄαχεν. Μιά καί ὁ Πάπας ἐξακολουθοῦσε νά διατηρεῖ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ Καρλομάγνος ἔστειλε μιά ἀντιπροσωπεία στή Ρώμη ὑπό τόν μοναχό Σμάραγδο γιά νά τόν μεταπείσει. Στά πρακτικά της συνάντησης, πού διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Λέων ἀρνήθηκε κατηγορηματικά. Οἱ διάδοχοί του συνέχισαν νά εἶναι ἀντίθετοι στό filioque μέχρις ὅτου οἱ Φράγκοι κατέλαβαν διά τῆς βίας τό Πατριαρχεῖο Ρώμης καί ἐγκατέστησαν ὁριστικά δικό τους Πάπα (πιθανόν ἀπό τό 1009 καί μετά).

Ἄλλη μία ΑΠΑΤΗ τῶν Φράγκων ἀποκαλύφθηκε τό 1948 ἀπό τόν μεγάλο ἱστορικό F. Dvornik στό ἔργο τοῦ «The Photian Schism», τό ὁποῖο πλέον εἶναι κλασσικό. Διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό, κάθε Ρωμηός θά σοκαριστεῖ ἀπό τίς μηχανορραφίες τῆς δύσης, ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν. Σέ αὐτό μαθαίνουμε πώς τόν 12ο αἰώνα οἱ Φράγκοι πλαστογράφησαν κάποιον δῆθεν ἀφορισμό τοῦ Φωτίου ἀπό τόν Ρωμαῖο Πάπα Ἰωάννη Η΄. Βεβαίως κάτι τέτοιο δέν συνέβη ποτέ! Σέ αὐτόν τόν ψεύτικο ἀφορισμό στηρίχτηκαν οἱ θεωρίες τῶν Φράγκων παπικῶν, γιά τό Σχίσμα, μέχρι καί τόν εἰκοστό αἰώνα.

Ὁ Ρωμαῖος Πάπας Ἰωάννης Ἡ΄, δείχνει μέ τόν βίο του, τήν ἀγάπη του στήν Ρωμηοσύνη καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Τό 873 πίεσε τόν Φράγκο αὐτοκράτορα Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ καί κατάφερε νά τόν κάνει νά ἀπελευθερώσει τόν Ρωμηό ἱεραπόστολο τῶν Σλάβων Μεθόδιο, πού ἦταν φυλακισμένος στή Μοραβία ἀπό τούς Φράγκους γιά τρία χρόνια [ObolenskyDimitri, «Ἡ Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, τόμ. Ά΄, σ. 242]. Ἐπίσης, ἀγωνίστηκε γιά τό δικαίωμα τῶν Σλάβων νά τελοῦν τίς ἀκολουθίες στή γλώσσα τους. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἦρθε σέ ὀξύτατη σύγκρουση μέ τούς Φράγκους πού ὑποστήριζαν τή θεωρία τῶν τριῶν ἱερῶν γλωσσῶν (ἑβραϊκή, ἑλληνική, λατινική) [Obolensky σ. 244]. Συμμετεῖχε δέ, τό 879, (ὅταν Πατριάρχης ἦταν ὁ Μ Φώτιος) στήν Ἡ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (ἡ ὁποία σήμερα δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Φράγκους Παπικούς), στήν ὁποία καταδικάστηκαν ὅσοι δέν ἀποδέχονταν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας, δηλαδή οἱ Φράγκοι (πού τήν ἀπέρριψαν ἐπί Καρλομάγνου τό 794) [περισσότερα στό βιβλίο: «Ρωμηοσύνη Ἤ Βαρβαρότητα», τοῦ Ἀναστ. Φιλιππίδη, σέλ. 162].

Διαβάζουμε:

«Τήν γέννησιν τοῦ Φραγκικοῦ Πολιτισμοῦ περιγράφει εἰς ἐπιστολήν τοῦ ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος πρός τόν Πάπα τῆς Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) [Δηλαδή γέννημα τῆς Magna Graecia τῆς Κάτω Ἰταλίας.] τό 741. Οἱ Φράγκοι εἶχαν ἀπαλλάξει τήν Ἐκκλησίαν τῆς Φραγκίας ἀπό ὅλους τους Ρωμαίους ἐπισκόπους καί εἶχον αὐτοκατασταθῆ ἐπίσκοποι καί κληρικοί διοικηταί της. Ἤρπασαν τήν περιουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐχώρισαν εἰς τιμάρια, τῶν ὁποίων τήν ἐπικαρπίαν διένειμαν ὡς Φέουδα, συμφώνως πρός τόν βαθμόν πού κατεῖχε ἕκαστος εἰς τήν πυραμίδα τῆς στρατιωτικῆς φεουδαρχικῆς ἱεραρχίας. Αὐτοί οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι δέν εἶχον Ἀρχιεπίσκοπον καί δέν εἶχον συνέλθει εἰς σύνοδον ἐπί 80 χρόνια. Συνήρχοντο διά τά ἐθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί μέ τούς βασιλεῖς καί λοιπούς συναδέλφους ὁπλαρχηγούς. Κατά τόν Ἅγιον Βονιφάτιον, ἤσαν «ἀδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί καί μέθυσοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι μάχονται εἰς τόν στρατόν μέ πλήρη πολεμικήν ἐξάρτησιν καί μέ τάς χείρας τῶν σφάζουν χριστιανούς καί εἰδωλολάτρας.» [ Migne P L, 89, 744; Mansi 12, 313-314 ]

Μόλις πενηντατρία χρόνια ἀργότερα οἱ διάδοχοι αὐτῶν τῶν ἀγραμμάτων βαρβάρων προσέθεσαν το filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί κατεδίκασαν τήν Ἀνατολικήν Ρωμαϊκήν Αὐτοκρατορίαν ὡς αἱρετικήν καί «Γραικικήν,» εἰς τάς Συνόδους τῶν τῆς Φραγκφούρτης τό 794 περί εἰκόνων καί τῆς Ἀκυϊσγράνου τό 809 περί τῆς προσθήκης τοῦ filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί εἰς ἐποχήν μάλιστα πού δέν ἐγνώριζον οὔτε ἕνα Πατέρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπί 215 χρόνια, ἀπό τό 794 μέχρι τό 1012 οἱ Ρωμαῖοι Ὀρθόδοξοι Πάπαι ἠρνήθησαν νά ὑποταχθοῦν εἰς τούς Φράγκους κυρίους τούς εἰς τά θέματα τοῦ Filioque καί τῶν εἰκόνων. Ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Ρωμαῖος Πάπας πού μνημονεύεται στά δίπτυχά των ὑπολοίπων τεσσάρων Ρωμαίων Πατριαρχείων εἶναι ὁ Ἰωάννης ΙΗ΄ (1003-1009) καί ὁ πρῶτος αἱρετικός Ρωμαῖος Πάπας πού ἐξέπεσε ἀπό τά δίπτυχα, ἀφοῦ προσέθεσε τό filioque στήν ὁμολογίαν πίστεώς του, ἦτο ὁ Σέργιος Δ΄ (1009-1012), δηλαδή 42 χρόνια πρίν ἀπό τό λεγόμενον σχίσμα τοῦ 1054».

[π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, «Ὀρθοδοξος   και   Βατικάνιος   συμφωνία   περί   Οὐνίας», http://www.antibaro.gr/religion/rwmanidhs_ounia.htm]

Ἡ κίνηση ἑπομένως τῶν Φράγκων νά καταλάβουν τήν παλαιά Ρώμη καί νά ἐπιβάλλουν τίς ἀπόψεις τους δέν ἦταν τυχαία. Ἡ παλαιά Ρώμη περιεβάλετο μέ μία αἴγλη. Ἄν καί ἡ πόλη τῆς Ρώμης εἶχε ὁλόκληρη μεταφερθεῖ, ὡστόσο, ἡ κατάληψη τῆς παλαιᾶς Ρώμης θά ἔδινε τό (ψευτο)νομικό ἔρισμα πού χρειαζόντουσαν οἱ Φράγκοι γιά νά προβληθοῦν ὡς συνεχιστές τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπίσης ἡ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας, τούς βοηθοῦσε γιατί σήμαινε ἀποκοπή τῆς δύσης ἀπό τήν ἀνατολή καί ἄρα ἀποκοπῆ της ἀπό τήν Νέα Ρώμη. Ἦταν μία πολύ ἔξυπνη κίνηση.

Δρίτσας Θ.

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

kwnstantinato 01


Μετά το θάνατο του Μωάμεθ (632), ο συγγενής του Abu-Bakr εξελέγη αρχηγός των Μουσουλμάνων με τον τίτλο του χαλίφη (Khalifa). Οι τρεις μεταγενέστεροι χαλίφες, ο Ομάρ, ο Οτμάν και ο Αλή, εξελέγησαν επίσης αρχηγοί, αλλά δεν δημιούργησαν δυναστεία. Οι τέσσερις αυτοί άμεσοι διάδοχοι του Μωάμεθ είναι γνωστοί ως οι «ορθόδοξοι χαλίφες». Οι πιο σπουδαίες κατακτήσεις, τις οποίες έκαναν οι Άραβες στην περιοχή του Βυζαντίου, συμπίπτουν με την εποχή του χαλίφη Ομάρ.

Το ότι ο Μωάμεθ έγραψε στους αρχηγούς των άλλων κρατών, και στον Ηράκλειο, να δεχθούν τον Ισλαμισμό, και ότι ο Ηράκλειος απάντησε ευνοϊκά, θεωρείται τώρα ως μεταγενέστερο δημιούργημα το οποίο στερείται ιστορικής βάσης. Παρόλα αυτά όμως ακόμα και σήμερα υπάρχουν επιστήμονες που δέχονται την αλληλογραφία αυτή ως ιστορικό γεγονός.
Όσο ζούσε ο Μωάμεθ μόνο μεμονωμένες ομάδες των Βεδουίνων διέσχισαν τα βυζαντινά σύνορα. Την εποχή όμως του δεύτερου χαλίφη, Ομάρ, τα γεγονότα διεξήχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα.

Η χρονολογική σειρά των στρατιωτικών γεγονότων του 7ου αιώνα είναι σκοτεινή και πολύπλοκη. Είναι όμως πιθανόν τα γεγονότα να εξελίχθηκαν ως εξής: Το 634 οι Άραβες κατέλαβαν το βυζαντινό οχυρό Bothra, πέρα από τον Ιορδάνη, το 635 έπεσε η πόλη της Συρίας Δαμασκός, το 636 η μάχη του ποταμού Yarmuk είχε σαν αποτέλεσμα να καταληφθεί όλη η Συρία και το 637 ή το 638 παραδόθηκε η Ιερουσαλήμ ύστερα από πολιορκία δύο ετών.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής έπαιξαν ρόλο κυρίως ο χαλίφης Ομάρ, από τη μια πλευρά και ο Πατριάρχης Σωφρόνιος από την άλλη. Το κείμενο της συμφωνίας, με βάση το οποίο ο Σωφρόνιος παρέδωσε την Ιερουσαλήμ στον Ομάρ και που καθιέρωσε ορισμένες θρησκευτικές και κοινωνικές εγγυήσεις για τους Χριστιανούς της πόλης, έχει διασωθεί με μερικές δυστυχώς μεταγενέστερες μεταβολές. Οι Χριστιανοί είχαν πετύχει να απομακρύνουν τον Τίμιο Σταυρό από την Ιερουσαλήμ και να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη πριν μπουν οι Άραβες στην πόλη.

Η κατάκτηση της Μεσοποταμίας και της Περσίας, που συνέβη συγχρόνως με τις κατακτήσεις των περιοχών του Βυζαντίου, τερματίζει την πρώτη περίοδο των αραβικών επιτυχιών στην Ασία. Κατά τα τέλη των 30 πρώτων χρόνων του αιώνα αυτού ο αρχηγός των Αράβων, Άμβρος, παρουσιάστηκε στα ανατολικά σύνορα της Αιγύπτου και άρχισε την κατάκτησή της. Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, το 641 ή το 642, οι Άραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, ενώ ο θριαμβευτής Άμβρος έστελνε το εξής μήνυμα στον Ομάρ στη Μεδίνα:

«Κατάκτησα μια πόλη της οποίας θα αποφύγω την περιγραφή. Αρκεί μόνο να πω ότι κατέσχεσα σ’ αυτήν 4.000 βίλες με 4.000 λουτρά, 40.000 Ιουδαίους που πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως».

Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων.

Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Γρήγορα οι Άραβες κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης κι ο διοικητής της Συρίας και μελλοντικός χαλίφης Μωαβίας, άρχισε να κατασκευάζει αρκετά πλοία το πλήρωμα των οποίων αρχικά αποτελείτο από ντόπιους Ελληνο-Σύριους, οι οποίοι ήταν ειδικοί στη ναυσιπλοΐα.

Σύγχρονες μελέτες των παπύρων αποκαλύπτουν ότι κατά τα τέλη του 7ου αιώνα η κατασκευή των πλοίων και η επάνδρωσή τους με πεπειραμένους ναυτικούς ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα της διοίκησης της Αιγύπτου.


ΚΩΝΣΤΑΣ Β’ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ

Την εποχή του Κώνστα Β’, τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο, το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας νίκησαν το στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο (654), κατέστρεψαν εκεί τον περίφημο Κολοσσό του νησιού και έφτασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο πέλαγος και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, και ιδίως αυτοί από τη Σικελία, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δαμασκό.

Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό κυρίως, αν και όχι πλήρως, όπως πιστεύεται από μερικούς επιστήμονες.

Οι περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν η Μ. Ασία με τα γειτονικά της νησιά του Αιγαίου Πελάγους και η Κωνσταντινούπολη με την κοντινή της επαρχία. Την εποχή αυτή η Βαλκανική χερσόνησος, μαζί με την Πελοπόννησο, είχε εθνογραφικά αλλάξει πολύ χάρη στην εμφάνιση μεγάλων εγκαταστάσεων Σλάβων.

Στη Δύση η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ακόμα τα χωριστά εκείνα τμήματα της Ιταλίας που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο των Λογγοβάρδων: το νότιο κομμάτι της Ιταλίας, με τη Σικελία, και αρκετά άλλα γειτονικά νησιά της Μεσογείου, τη Ρώμη και το εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο ελληνικός πληθυσμός, που συγκεντρώθηκε κυρίως στο νότιο τμήμα αυτών των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας, αυξήθηκε πολύ τον 7ο αιώνα, όταν η Ιταλία έγινε το καταφύγιο πολλών κατοίκων της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής που δεν ήθελαν να γίνουν υποτελείς των Αράβων κατακτητών.

Μπορεί να πει κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε, την περίοδο αυτή, σε μια Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας τα προβλήματα έγιναν πιο περιορισμένα χάνοντας την παλαιά τους έκταση. Μερικοί ιστορικοί, όπως για παράδειγμα ο Gelzer, πιστεύουν ότι οι μεγάλες απώλειες υπήρξαν εμμέσως ευνοϊκές για το Βυζάντιο, γιατί απομάκρυναν τους ξένους παράγοντες, ενώ «ο λαός της Μ.Ασίας και εκείνα τα μέρη της Βυζαντινής χερσονήσου που ακόμα αναγνώριζαν την εξουσία του αυτοκράτορα, σχημάτιζαν, με τη γλώσσα τους και την πίστη τους, μις τελείως ομοιογενή και συμπαγή πειθαρχημένη μάζα».

Από τα μέσα του 7ου αιώνα η προσοχή της αυτοκρατορίας έπρεπε να στραφεί κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στη Μ. Ασία και στη Βαλκανική χερσόνησο. Αλλά και αυτές οι κτήσεις ακόμα απειλούνταν συνεχώς από τους Λογγοβάρδους, τους Σλάβους, τους Βουλγάρους και τους Άραβες. Ο L. Brehier γράφει ότι «η περίοδος αυτή έδωσε στην Κωνσταντινούπολη τον ιστορικό εκείνο ρόλο της συνεχούς άμυνας, που κράτησε μέχρι τον 15ο αιώνα με εναλλασσόμενες περιόδους υποχώρησης και εξάπλωσης».

Σχετικά με τον αντίκτυπο των αραβικών κατακτήσεων είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα των βυζαντινών αγιογραφικών κειμένων, που έχουν παραμεληθεί ή παραβλεφθεί. Η βυζαντινή αγιογραφία δίνει μια ζωντανή και ζωηρή εικόνα της ομαδικής μετανάστευσης που έγινε κάτω από την πίεση της εισβολής των Αράβων από τις συνοριακές περιοχές στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Η αγιογραφία επιβεβαιώνει, επαυξάνει και χρωματίζει καλά όλες τις εξαιρετικά σύντομες πληροφορίες τις οποίες δίνουν οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι. Η μεγάλη σημασία του αραβικού κινδύνου για τη συγκέντρωση και τη συμπύκνωση του πληθυσμού στις κεντρικές περιοχές της αυτοκρατορίας μπορεί πλέον να θεωρείται ως τελείως αποδεδειγμένη.

Η περαιτέρω επέκταση των κατακτήσεων των Αράβων στη Β. Αφρική σταμάτησε, για ένα διάστημα, από την ενεργό αντίσταση των Βέρβερων. Η στρατιωτική δράση των Αράβων σταμάτησε επίσης λόγω των εσωτερικών αγώνων που ξέσπασαν μεταξύ των τελευταίων «ορθόδοξων χαλιφών» του Αλή και του διοικητή της Συρίας Μωαβιά. Ο αιματηρός αυτός αγώνας τέλειωσε το 661 με το θάνατο του Αλή και τον θρίαμβο του Μωαβιά, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο εγκαινιάζοντας τη νέα δυναστεία των Ομεϊάδων και ορίζοντας ως πρωτεύουσα του βασιλείου του τη Δαμασκό.

Μετά την επιτυχημένη ενίσχυση της δύναμής του στη χώρα του, ο Μωαβιά ανανέωσε τους επιθετικούς πολέμους εναντίον του Βυζαντίου στέλνοντας το στόλο του κατά της Κωνσταντινούπολης και επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις του προς τη Δύση, στην περιοχή της Β. Αφρικής.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ’ – Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Την πιο μεγάλη της δοκιμασία αντιμετώπισε η Βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή του δραστήριου Κωνσταντίνου Δ’ (668-685), όταν ο αραβικός στόλος διέσχισε το Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, μπήκε στην Προποντίδα και κατέφυγε στην Κύζικο, χρησιμοποιώντας το λιμάνι της πόλης αυτής για βάση τους οι Άραβες πολλές φορές, χωρίς όμως επιτυχία, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη (673-677), επαναλαμβάνοντας την πολιορκία τους κάθε χρόνο, κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι Άραβες δεν κατέκτησαν την πρωτεύουσα κυρίως γιατί ο αυτοκράτορας γνώριζε πώς να ετοιμάσει την πόλη για την απαραίτητη άμυνα.

Η επιτυχημένη όμως αντίσταση του στρατού του Βυζαντίου οφείλεται κυρίως στη χρήση του «υγρού ή ελληνικού πυρός» ή (όπως απλά ονομάζεται) «του θαλασσίου πυρός», το οποίο εφεύρε ο Καλλίνικος, μηχανικός από τη Συρία. Το κοινό όνομα αυτής της εφεύρεσης οδήγησε σε μερικές παρανοήσεις. Το «ελληνικό πυρ» ήταν ένα είδος εύφλεκτων ουσιών, το οποίο το εκσφενδόνιζαν με μακρούς σωλήνες «σίφωνες» ή «χειροσίφωνες», προκαλώντας πυρκαγιά στα εχθρικά πλοία.

Ο στόλος του Βυζαντίου ήταν εξοπλισμένος με ειδικά «σιφωνοφόρα» πλοία, τα οποία προκάλεσαν τρομερή σύγχυση στους Άραβες. Υπήρχαν επίσης και άλλες μέθοδοι για τη μετάδοση του πυρός στον εχθρό. Η ιδιορρυθμία του πυρός ήταν κυρίως το γεγονός ότι έκαιε ακόμα και πάνω στο νερό. Για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα η σύνθεση του πυρός κρατήθηκε προσεκτικά μυστική και το νέο όπλο οδήγησε πολλές φορές το στόλο του Βυζαντίου στην επιτυχία.

Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο στόλος των Αράβων για την κατάκτηση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου απέτυχαν και το 677 ο εχθρικός στόλος απέπλευσε κατευθυνόμενος προς τις ακτές της Συρίας. Ενώ όμως κατευθυνόταν προς τα εκεί καταστράφηκε από μια τρομερή τρικυμία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αράβων στη Μ. Ασία απέτυχαν επίσης και ο ηλικιωμένος Μωαβιάς αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, υπό τον όρο να του πληρώνει κάθε χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό.

Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθήκη ειρήνης, ο Κωνσταντίνος δεν πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία μόνο στην αυτοκρατορία του, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, η οποία με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή των Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία του Κωνσταντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα των επιτυχιών του Κωνσταντίνου έφτασαν στον Χαν των Αβάρων και στους άλλους ηγέτες της Δύσης, «οι τελευταίοι έστειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και ειρήνης… και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση».


ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Β’ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’, διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ’, συνέβη ένα γεγονός στα ανατολικά αραβικά σύνορα που ήταν πολύ σημαντικό για τις μετέπειτα σχέσεις Αράβων και Βυζαντίου. Τα βουνά του Λιβάνου και της Συρίας κατοικούνταν για αρκετό διάστημα από τους Μαρδαΐτες (που μπορούν να ονομαστούν «αντάρτες», «επαναστάτες» ή «αποστάτες»), που ήταν οργανωμένοι στρατιωτικά και χρησιμοποιούνταν στην περιοχή αυτή ως ένα είδος επάλξεων του Βυζαντίου.

Μετά την κατάκτηση της Συρίας από τους Άραβες, οι Μαρδαΐτες αποσύρθηκαν προς τα βόρεια, στα αραβο-βυζαντινά σύνορα, ενοχλώντας τρομερά τους Άραβες με τις διαρκείς επιδρομές τους στις γειτονικές περιοχές. Σύμφωνα με όσα γράφει ένα χρονικό οι Μαρδαΐτες αποτελούσαν «ένα ορειχάλκινο τείχος» που προστάτευε τη Μ. Ασία από τις εισβολές των Αράβων.

Με βάση μια συνθήκη που έγινε την εποχή του Ιουστινιανού Β’, ο αυτοκράτορας συμφώνησε να υποχρεώσει τους Μαρδαΐτες να εγκατασταθούν στις εσωτερικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον όρο να πληρώσει ο χαλίφης κάποιο χρηματικό ποσό. Το διάβημα αυτό του αυτοκράτορα «κατέστρεψε το ορειχάλκινο τείχος».

Αργότερα βρίσκουμε τους Μαρδαΐτες ως θαλασσοπόρους στην Παμφυλία (νότια Μ. Ασία), στη Πελοπόννησο, στην Κεφαλληνία και σε αρκετές άλλες περιοχές. Η απομάκρυνσή τους από τα σύνορα της Αραβίας ασφαλώς ενίσχυσε τη θέση των Αράβων στις επαρχίες που κατέκτησαν και διευκόλυνε τις μεταγενέστερες επιθετικές κινήσεις τους στη Μ. Ασία. Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό ως μια πράξη στην οποία παρακινήθηκε ο αυτοκράτορας «από εκτίμηση των Χριστιανών που διοικούνταν από ανθρώπους μιας ξένης πίστης». Τα αίτια της μεταφοράς των Μαρδαϊτών υπήρξαν καθαρά πολιτικά.

Τον 7ο αιώνα, συγχρόνως με τις προσπάθειες που γίνονταν για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή, οι Άραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις κινήσεις τους προς τη δύση. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Άραβες πήραν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα του εξαρχάτου της Αφρικής και στις αρχές του 8ου αιώνα κατέλαβαν το σημερινό οχυρό της Ισπανίας Θέουτα, κοντά στις Στήλες του Ηρακλέους.

Σχεδόν συγχρόνως οι Άραβες, υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και γρήγορα πήραν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου. Από το όνομα του Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία του Γιβραλτάρ που σημαίνει «το βουνό του Ταρίκ». Έτσι στις αρχές του 8ου αιώνα η Μουσουλμανική απειλή παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από διαφορετική κατεύθυνση, δηλαδή από τη χερσόνησο των Πυρηναίων.

Αξίζει να σημειώσουμε πόσο γρήγορη και έντονη ήταν η διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού των Αράβων στην Ισπανία. Ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών των πόλεων δέχθηκε τον αραβικό πολιτισμό χωρίς να γίνουν Μουσουλμάνοι, και μερικοί από αυτούς δημιούργησαν μια κοινωνική τάξη που ονομάστηκε με το αραβικής προέλευσης όνομα Mazarabs. Τον 9ο αιώνα ο επίσκοπος Κορδούης, Alvaro, ανέφερε σ’ αν κήρυγμά του τα εξής:

«Πολλοί από τους ομόθρησκούς μου διαβάζουν κείμενα και ιστορίες των Αράβων και μελετούν τα έργα των Μουσουλμάνων φιλοσόφων και θεολόγων όχι με το σκοπό να τα ανασκευάσουν, αλλά θέλοντας να μάθουν να εκφράζονται στην αραβική γλώσσα πιο σωστά και γλαφυρά. Ποιος από αυτούς μελετά τα Ευαγγέλια, τους Προφήτες και τους Αποστόλους; Αλλοίμονο! Όλοι οι ικανοί Χριστιανοί νέοι γνωρίζουν μόνο τη γλώσσα και τη φιλοσοφία των Αράβων και διαβάζουν, μελετώντας τα με προσοχή, τα αραβικά βιβλία… Εάν κανείς τους μιλήσει για χριστιανικά βιβλία απαντούν με περιφρόνηση ότι δεν αξίζει να τα προσέχει κανείς. Ουαί! Οι Χριστιανοί ξέχασαν τη γλώσσα τους και μόλις υπάρχει ένας στους χίλιους που μπορεί να γράφει σ’ ένα φίλο λατινικά ένα χαιρετιστήριο γράμμα. Όμως υπάρχουν πολλοί που εκφράζονται πολύ ωραία στα αραβικά και που γράφουν ποιήματα στη γλώσσα αυτή, ωραιότερα και με περισσότερη τέχνη από τους ίδιους τους Άραβες».

Κάτι παρόμοιο μπορεί να σημειωθεί και στην Αίγυπτο. Το 699, οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για το λαό, αποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος της ελληνικής και αιγυπτιακής φιλολογίας. Μετά από αυτήν τη χρονολογία έχουμε την περίοδο της μετάφρασης των έργων των Κοπτών στα αραβικά.

Οι σχέσεις μεταξύ των Αράβων και του πληθυσμού της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου διαφέρουν πολύ από τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν στη Β. Αφρική στις περιοχές της σύγχρονης Λιβύης, Τυνησίας, Αλγερίας και Μαρόκου.

Στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο οι Άραβες δεν αντιμετώπισαν καμιά ισχυρή αντίσταση από τον πληθυσμό, αλλά μάλλον γνώρισαν την υποστήριξη και τη συμπάθεια του πληθυσμού που κατέκτησαν. Σε απάντηση της συμπάθειας αυτής οι Άραβες συμπεριφέρθηκαν στους νέους υπηκόους τους με μεγάλη ανοχή. Με λίγες εξαιρέσεις άφησαν στους Χριστιανούς τις εκκλησίες τους και το δικαίωμα να κάνουν τις θρησκευτικές τους ακολουθίες, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα την τακτική μόνο πληρωμή ενός φόρου και την εξασφάλιση πολιτικής πειθαρχίας των Χριστιανών στους Άραβες διοικητές τους.

Η Ιερουσαλήμ, που ήταν ένα από τα πιο ιερά μέρη των Χριστιανών, παρέμεινε ανοιχτή στους προσκυνητές που έρχονταν στην Παλαιστίνη από τα μακρινά σημεία της Δ. Ευρώπης για να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους και διατήρησε τα πανδοχεία και τα νοσοκομεία που είχε για τους προσκυνητές. Πρέπει επίσης να μη ξεχνάμε ότι στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, οι Άραβες ήρθαν σε επαφή με το βυζαντινό πολιτισμό και ότι η επιρροή του γρήγορα έγινε αισθητή ανάμεσα στους κατακτητές.

Με λίγα λόγια, στη Συρία και στην Παλαιστίνη οι κατακτητές δημιούργησαν ειρηνικές σχέσεις που κράτησαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στην Αίγυπτο, αλλά και εκεί ακόμα η συμπεριφορά προς τους Χριστιανούς βασιζόταν τελείως στην ανεκτικότητα, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της αραβικής κατοχής.

Μετά την αραβική επικράτηση τα Πατριαρχεία των κατακτημένων επαρχιών ήρθαν στα χέρια των Μονοφυσιτών. Παρόλα αυτά όμως οι Μουσουλμάνοι έδωσαν ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο πληθυσμό της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και ύστερα από λίγο καιρό τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας αποκαταστάθηκαν και πάλι μέχρι τις ημέρες μας.

Ο Άραβας ιστορικός και γεωγράφος Masudi λέει ότι κάτω από την αραβική κυριαρχία και τα τέσσερα ιερά βουνά: το όρος Σινά, το Χωρήβ, το όρος των Ελαιών, κοντά στην Ιερουσαλήμ και το όρος Θαβώρ, παρέμειναν στα χέρια των Ορθοδόξων. Μόνο που σιγά-σιγά, οι Μονοφυσίτες και άλλοι «αιρετικοί», συμπεριλαμβανομένων και των Μουσουλμάνων, πήραν από τους Ορθοδόξους τους Αγίους Τόπους. Αργότερα η Ιερουσαλήμ αναγνωρίστηκε (μαζί με τη Μέκκα και τη Μεδίνα) ως ιερή μουσουλμανική πόλη. Για τους Μουσουλμάνους η ιερότητα της Ιερουσαλήμ έγκειται στο γεγονός ότι ο Μωαβίας έγινε εκεί χαλίφης.

Τελείως διαφορετική ήταν η κατάσταση στη Β. Αφρική. Εκεί η μεγάλη πλειονότητα των Βέρβερων, παρά την επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού, παρέμενε στην παλιά κατάσταση του βαρβαρισμού και αντιστεκόταν πολύ ισχυρά στον αραβικό στρατό, ο οποίος για αντίποινα λεηλατούσε και ερήμωνε τις περιοχές των Βέρβερων. Χιλιάδες αιχμαλώτων μεταφέρονταν στην Ανατολή όπου και τους πουλούσαν ως δούλους.

«Στις νεκρές πόλεις της Τύνιδας», λέει ο Diehl, «οι οποίες είναι σήμερα, στην πλειοψηφία τους, στην ίδια κατάσταση στην οποία είχαν μείνει μετά την εισβολή των Αράβων, μπορεί κανείς να βρει σε κάθε στροφή ίχνη των τρομερών αραβικών επιδρομών».

Όταν τελικά οι Άραβες πέτυχαν να κατακτήσουν τις επαρχίες της Β. Αφρικής, πολλοί από τους ντόπιους μετανάστευσαν στην Ιταλία και τη Γαλατία. Η Εκκλησία της Αφρικής, που κάποτε υπήρξε τόσο φημισμένη στα χρονικά της χριστιανικής ιστορίας, δέχτηκε ένα πολύ δυνατό χτύπημα. Σχετικά με τα γεγονότα της περιόδου αυτής, ο Diehl λέει τα εξής:

«Δύο αιώνες η Βυζαντινή αυτοκρατορία διατήρησε στις περιοχές αυτές τη δύσκολη κληρονομιά της Ρώμης, δύο αιώνες η αυτοκρατορία πέτυχε τη μεγάλη και σταθερή πρόοδο των επαρχιών αυτών χάρη στη δυναμική αντίσταση των οχυρών τους, δύο αιώνες διατήρησε στο τμήμα αυτό της Β. Αφρικής τις παραδόσεις του κλασικού πολιτισμού και μετέστρεψε τους Βέρβερους σ’ έναν ανώτερο πολιτισμό, με βάση τη θρησκευτική προπαγάνδα. Μέσα σε 50 χρόνια η εισβολή των Αράβων κατέστρεψε όλες αυτές τις επιτυχίες».

Παρά τη γρήγορη διάδοση του Ισλαμισμού ανάμεσα στους Βέρβερους, ο Χριστιανισμός συνέχισε να υπάρχει ανάμεσά τους και ακόμα και τον 14ο αιώνα, ακούμε για «μερικά μικρά χριστιανικά νησιά της Β. Αφρικής».


Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ Μ. ΑΣΙΑ

Στα 50 τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα, οι Σλάβοι δε χτυπούσαν ή λεηλατούσαν μόνον τις βαλκανικές κτήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και έφτασαν μέχρι τον Ελλήσποντο, τη Θεσσαλονίκη, τη Ν. Ελλάδα και τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας, όπου και εγκαταστάθηκαν αρκετοί από αυτούς. Η Άβαρο-Σλαβική επιδρομή εναντίον της πρωτεύουσας έγινε το 626, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από σλαβικές φυλές, οι οποίες έφεραν την πόλη σε πολύ δύσκολη θέση.

Με τα πλοία τους οι Σλάβοι κατέβηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος κτυπώντας το στόλο του Βυζαντίου κι αποκόπτοντας συχνά την ενίσχυση της πρωτεύουσας σε τρόφιμα. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ αναγκάστηκε να αναλάβει μια εκστρατεία «εναντίον της Σκλαβωνίας».

Από την εποχή αυτή αρχίζει η μετανάστευση μεγάλων μαζών Σλάβων στη Μ. Ασία και στη Συρία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού Β’ μια ορδή 80.000 Σλάβων το λιγότερο, όπως αναφέρει ο V. I. Lamansky, μεταφέρθηκε στο Οψίκιο, ένα από τα «θέματα» της Μ. Ασίας. Περίπου 30.000 από αυτούς χρησιμοποίησε ο αυτοκράτορας στους αγώνες του εναντίον των Αράβων, με τους οποίους όμως τελικά συντάχθηκαν, εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα.

Για την τρομερή τους αυτή πράξη, οι υπόλοιποι Σλάβοι του Οψικίου υπέστησαν φοβερή σφαγή. Μια σφραγίδα της σλαβικής στρατιωτικής αποικίας της Βιθυνίας, που ανήκε στο Οψίκιο, υπάρχει ακόμα από την περίοδο εκείνη και αποτελεί μνημείο μεγάλης αξίας: «Ένα νέο κομμάτι της φυλετικής ιστορίας των Σλάβων», το οποίο (όπως αναφέρει ο B. A. Panchenko, που δημοσίευσε κι εξήγησε τη σφραγίδα αυτή) ρίχνει «μια φωτεινή αχτίδα στην αμυδρά φωτισμένη ιστορία των μεγάλων μεταναστεύσεων». Από τις αρχές του 7ου αιώνα το πρόβλημα των σλαβικών εγκαταστάσεων στη Μ. Ασία παρουσιάζει πολύ εξαιρετικό ενδιαφέρον.


Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα έχουν επίσης το χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους σχηματίστηκε το νέο Βουλγαρικό βασίλειο, στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά μήκος των ακτών του κάτω Δούναβη. Ένα βασίλειο, του οποίου η μεταγενέστερη ιστορία υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Την περίοδο αυτή κυρίως αναφέρονται οι παλαιοί Βούλγαροι, ένας λαός ουννικής (τουρκικής) προέλευσης, που ήταν πολύ συγγενικός με τη φυλή των Ονογουνδούρων.

Την εποχή του Κώνστα Β’, μια ορδή Βουλγάρων, με αρχηγό τον Ασπαρούχ, αναγκάστηκε από τους Χαζάρους να μετακινηθεί δυτικά, να εγκατασταθεί στο Δούναβη και αργότερα να μετακινηθεί νοτιότερα και να μπει στο τμήμα εκείνο του Βυζαντίου που σήμερα είναι γνωστό ως Δοβρουτσά. Οι Βούλγαροι αυτοί, όπως αναφέρει ο V. N. Zlatarsky, είχαν κλείσει προηγουμένως μια συμφωνία με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με βάση την οποία, ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, θα υπερασπίζονταν τα σύνορα στο Δούναβη από τις επιθέσεις άλλων βαρβάρων.

Είναι δύσκολο να πούμε αν η άποψη αυτή είναι σωστή ή όχι, επειδή γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την ιστορία των πρώτων Βουλγάρων. Και αν όμως υπήρχε πράγματι μια τέτοια συμφωνία δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι απασχολούσαν πολύ τον αυτοκράτορα και το 679 ο Κωνσταντίνος Δ’ ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον τους, η οποία όμως τέλειωσε με πλήρη ήττα του στρατού του Βυζαντίου και με υποχρέωση του αυτοκράτορα να πληρώνει στους Βουλγάρους ετήσιο φόρο και να τους παραχωρήσει ορισμένα εδάφη. Το Δέλτα του Δούναβη και μέρος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας παρέμεινε στα χέρια των Βουλγάρων. Το νεοσχημάτιστο βασίλειο, αναγνωρισμένο με τη βία από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, έγινε ένας επικίνδυνος γείτονας.

Αφού οι Βούλγαροι αναγνωρίστηκαν πολιτικά, άρχισαν σιγά-σιγά να αυξάνουν τις κτήσεις τους και να συγκρούονται με το σλαβικό πληθυσμό των γειτονικών επαρχιών. Οι νεοελθόντες Βούλγαροι εισήγαγαν τη στρατιωτική οργάνωση και την πειθαρχία ανάμεσα στους Σλάβους. Ενεργώντας ως ενωτικός παράγοντας ανάμεσα στις φυλές των Σλάβων της χερσονήσου, που ζούσαν μέχρι τότε σε χωριστές ομάδες, οι Βούλγαροι ανέπτυξαν σιγά-σιγά ένα δυναμικό κράτος που φυσικά αποτελούσε μεγάλη απειλή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Αργότερα χρειάστηκε να οργανωθούν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες κατά των Βουλγάρων και των Σλάβων. Αριθμητικά μικρότεροι από τους Σλάβους, οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ, σύντομα βρέθηκαν κάτω από την έντονη επιρροή των Σλάβων. Μεγάλες φυλετικές αλλαγές έγιναν ανάμεσα σ’ αυτούς τους Βουλγάρους, οι οποίοι ενώ περνούσε ο καιρός, έχαναν την ουννική (τουρκική) τους εθνικότητα για να γίνουν σχεδόν τελείως Σλάβοι, στα μέσα του 9ου αιώνα, αν και σήμερα ακόμα φέρουν το παλιό τους όνομα: Βούλγαροι.

Το 1899 και το 1900 το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης έκανε ανασκαφές στην υποτιθέμενη παλαιά θέση της Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν εξαιρετικής αξίας ευρήματα. Στη θέση της παλιάς πρωτεύουσας του βασιλείου (Pliska ή Pliskova) κοντά στο σημερινό χωριό Aboba, στη ΒΑ Βουλγαρία, κάπου ΒΑ της πόλης Shumla, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα θεμέλια των ανακτόρων των παλαιών Χάνων της Βουλγαρίας καθώς και μέρος των τειχών της με πύργους και πύλες, τα θεμέλια μιας μεγάλης εκκλησίας, επιγραφές, πολλά καλλιτεχνικά και διακοσμητικά αντικείμενα, χρυσά και ορειχάλκινα νομίσματα καθώς και σφραγίδες.

Δυστυχώς όλα αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να εξηγηθούν όσο πρέπει, επειδή οι σχετικές πηγές με την περίοδο αυτή είναι πολύ σπάνιες. Προς το παρόν πρέπει κανείς να περιοριστεί σε υποθέσεις και εικασίες. Ο Θ. Ουσπένσκυ, ο οποίος διηύθυνε τις ανασκαφές, λέει ότι «οι ανακαλύψεις που έγιναν από το Ινστιτούτο στην πλευρά της πεδιάδας που είναι κοντά στη Shumla, έφεραν στο φως πολύ σημαντικά δεδομένα, που δίνουν αρκετές βάσεις για το σχηματισμό μιας καθαρής ιδέας για τη βουλγαρική ορδή που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια, καθώς και για τις βαθμιαίες μεταμορφώσεις που προκλήθηκαν από την επιρροή των σχέσεών της με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία».

«Όπως αποδεικνύεται από παλαιά μνημεία που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών της παλαιάς πρωτεύουσας και που δείχνουν τις βουλγαρικές συνήθειες και τρόπους ζωής», λέει ο ίδιος επιστήμονας, «οι Βούλγαροι γρήγορα υπέστησαν την επίδραση του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Χάνοι τους σιγά-σιγά εισήγαγαν στις Αυλές τους συνήθειες και τελετές της Αυλής του Βυζαντίου». Το μεγαλύτερο μέρος των μνημείων που ανακαλύφθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών, ανήκει σε μια εποχή μεταγενέστερη της εποχής του Ασπαρούχ, και κυρίως στον 8ο και 9ο αιώνα.


ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ

Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα. Οι αραβικές κατακτήσεις των ανατολικών και ΝΑ επαρχιών του Βυζαντίου, οι συχνές αραβικές επιθέσεις στις επαρχίες της Μ. Ασίας, οι επιτυχημένες επιδρομές του αραβικού στόλου στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος και η δημιουργία του βουλγαρικού βασιλείου στα βόρεια σύνορα, καθώς και η βαθμιαία κάθοδος των Σλάβων των Βαλκανίων προς την πρωτεύουσα, το Αιγαίο και την Ελλάδα, δημιούργησαν νέες και μοναδικές στο είδος τους συνθήκες για την Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν μπορούσε να αισθάνεται καθόλου ασφαλής.

Η πρωτεύουσα αντλούσε πάντοτε τη δύναμή της από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ τώρα ένα μεγάλο μέρος τους είχε κατακτηθεί και το υπόλοιπο τμήμα ήταν εκτεθειμένο σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές. Μόνο με βάση αυτή τη νέα κατάσταση των πραγμάτων μπορούμε να αναλύσουμε, όπως πρέπει, την επιθυμία του Κώνστα Β’ να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταθέσει την πρωτεύουσα πίσω στην Παλαιά Ρώμη ή σε κάποιο άλλο σημείο της Ιταλίας. Οι χρονογράφοι εξηγούν την αναχώρηση του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα σαν φυγή, στην οποία αναγκάστηκε να καταφύγει λόγω του μίσους που προκάλεσε στο λαό με τον φόνο του αδελφού του. Η εξήγηση αυτή όμως είναι δύσκολο να γίνει δεκτή από ιστορικής πλευράς.

Η πραγματικότητα είναι ότι ο αυτοκράτορας δεν θεωρούσε πλέον ασφαλή την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από αυτό όμως, είναι πολύ πιθανόν να αντιλήφθηκε την αναπόφευκτη προσέγγιση του κινδύνου των Αράβων από τη Β. Αφρική στην Ιταλία και τη Σικελία, και να αποφάσισε να ενισχύσει τη δύναμη της αυτοκρατορίας στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου, με την παρουσία του, που θα του έδινε τη δυνατότητα να πάρει όλα τα μέτρα για να εμποδίσει τους Άραβες να επεκτείνουν τις κτήσεις τους πέρα από τα σύνορα της Αιγύπτου.

Είναι πιθανόν ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει για πάντα την Κωνσταντινούπολη και ότι επιθυμούσε μόνο να δημιουργήσει ένα δεύτερο κεντρικό σημείο της αυτοκρατορίας στη Δύση, όπως ακριβώς συνέβαινε τον 4ο αιώνα, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε να σταματήσει η επέκταση της κυριαρχίας των Αράβων. Όμως, οι σύγχρονοι ιστορικοί εξηγούν την επιθυμία του Κώνστα Β’ να κατευθυνθεί προς τη Δύση, με βάση πολιτικά και όχι προσωπικούς λόγους.

Στο μεταξύ η κατάσταση στην Ιταλία δεν προμήνυε ειρήνη. Οι Έξαρχοι της Ραβέννας, έχοντας πάψει να αισθάνονται την ισχυρή θέληση του αυτοκράτορα λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε από την Κωνσταντινούπολη και λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ανατολή, έτειναν επίσημα προς την αποστασία. Οι Λογγοβάρδοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Ιταλίας, αν και η εξουσία του αυτοκράτορα αναγνωριζόταν ακόμα στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Σικελία, καθώς και στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως ελληνικός.

Αφήνοντας την Κωνσταντινούπολη ο Κώνστας Β’ ξεκίνησε, μέσω της Αθήνας, για την Ιταλία και ύστερα από μια παραμονή στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τα νότια μέρη της Ιταλίας, εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Πέρασε τα 5 τελευταία χρόνια της βασιλείας του στην Ιταλία, χωρίς να πετύχει να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο αγώνας του με τους Λογγοβάρδους απέτυχε, η Σικελία απειλείτο ακόμα από τους Άραβες και μια συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα είχε σαν αποτέλεσμα το φόνο του μέσα σ’ ένα από τα λουτρά των Συρακουσών.

Μετά το θάνατό του, εγκαταλείφθηκε η ιδέα της μεταφοράς της πρωτεύουσας στη Δύση και ο γιος του Κώνστα, ο Κωνσταντίνος Δ’, έμεινε στην Κωνσταντινούπολη.

 

Πηγή: Βυζαντινή Ιστορία, Αβέρωφ

Δεν ξεχνώ

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...