Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

vyzantio paidi 01


Όπως σε όλες τις μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στη Βυζαντινή, το παιδί δεν αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της οικογένειας και η θέση του δεν είναι προνομιακή μεταξύ των μελών της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ενασχόληση της επιστήμης με το παιδί και η φροντίδα της υγείας του δε διαχωρίζεται από εκείνη των ενηλίκων. Οι πληροφορίες από τις ιστορικές, αγιολογικές και ιατρικές πηγές συνηγορούν στην έλλειψη της Παιδιατρικής ειδικότητας, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν τη στάση της Εκκλησίας προς τον ανήλικο πληθυσμό σχετικά με τη ζωή του (απαγόρευση εκτρώσεων και έκθεσης βρεφών σε σύμφωνη νομοθετική ρύθμιση από την Πολιτεία) και την υγεία του (σωματική, ψυχική και κοινωνική) θέτοντας τη φιλανθρωπία στην κορυφή των αρετών και υλοποιώντας την με τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και με την αφιέρωση αρκετών αγίων αποκλειστικά στην προστασία των παιδιών και τη θαυματουργική θεραπεία τους από τις αρρώστιες.


ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Η νομική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως αυτοτελές έννομο αγαθό είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μόνο στους τελευταίους αιώνες επιχειρείται να καλυφθεί το κενό με το έργο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος». Στο κεφάλαιο «Περί άνηβων και αφηλίκων», του ανωτέρω συγγράμματος, ορίζεται η ανηλικότητα από τη γέννηση μέχρι το 25ο έτος και καταγράφονται οι ειδικότερες διακρίσεις.
«Ίμφαντες» ή «νήπιοι» ονομάζονται οι ανήλικοι μέχρι 7 ετών. «Άνηβοι» καλούνται τα αγόρια μέχρι το 14ο και τα κορίτσια μέχρι το 12ο έτος της ηλικίας τους και «αφήλικες» από τα όρια αυτά μέχρι το 25ο έτος.

 


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ

Η διάθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον παιδικό πληθυσμό από κάθε επιβουλή εναντίον του είναι εμφανής στην αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των ανηλίκων. Η μέριμνα αυτή επεκτείνεται στα έμβρυα, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρούνται αναπτυσσόμενες ψυχοσωματικές οντότητες. Ο σεβασμός προς το έμβρυο επιβάλλει την αναστολή κάθε καταδίκης της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμα και την υποχρεωτική αφαίρεση του κυήματος από την αποθανούσα έγκυο λόγω πιθανότητας να είναι ζωντανό. Η Πολιτεία φροντίζει επίσης σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή διαζυγίου να αναλάβει την προστασία του παιδιού που θα γεννηθεί διορίζοντας «κουράτορα» (επίτροπο) που οφείλει να μεριμνήσει για την ανατροφή του.

Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού παγιώνεται η απαγόρευση των εκτρώσεων και καταδικάζονται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον γίνονται (κληρονομικά δικαιώματα, διαζύγιο, αντίδραση προς το σύζυγο, δωροδοκίες συγγενών, προσωπική επιθυμία της μητέρας), της οικογενειακής κατάστασης της μητέρας (νόμιμο ή νόθο έμβρυο) και της χρονικής στιγμής (πρώιμη ή πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη). Η ποινή περιλαμβάνει τη μητέρα αλλά και το συνεργό της στην πράξη που ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή τον ιατρό, τη μαία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και κυμαίνεται από εξορία, σωματικές ποινές, δήμευση περιουσίας, ακόμα και θάνατο. Η Εκκλησία προσθέτει και 10ετές επιτίμιο.

Η μέριμνα της Πολιτείας επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής και στον τοκετό. Καταλογίζονται ευθύνες στη μητέρα αν χάσει το νεογνό από αμέλεια. Αποφασιστική είναι και η παρέμβαση της νομοθεσίας στο ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο στις κοινωνίες της αρχαιότητας, την έκθεση βρεφών: εκείνος που εκθέτει ένα νεογέννητο, όποια έκβαση και αν προκύψει (αν επιζήσει ή όχι το νεογνό) χαρακτηρίζεται ως φονιάς. Ο νόμος θεωρεί ένοχο όποιον πνίγει, εκθέτει σε δημόσιο χώρο ή αρνείται την τροφή σε βρέφος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατάργησε το δικαίωμα του πατέρα να απορρίπτει τα παιδιά του, απόρροια ενός αρχαίου δικαιώματος που διαιωνιζόταν μέχρι τότε. Ωστόσο η διαρκής ανανέωση της απαγόρευσης αυτής σε όλες τις νομοθεσίες είναι ενδεικτική ότι δεν ήταν εύκολο να καταργηθούν αντιλήψεις αιώνων παρά το πνεύμα του Χριστιανισμού που κυριαρχεί στο Βυζάντιο.


ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ

Το θέμα αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί ριζικά παρά τις συνεχείς νομικές ρυθμίσεις και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται για τους ενόχους. Στη Βυζαντινή εποχή οι νόμοι παρακάμπτονταν με ποικίλους νομότυπους τρόπους ή και καταπατούνταν τόσο συχνά, ώστε να απαιτείται η επανάληψη των διαταγμάτων και η αδιάλειπτη εφαρμογή τους. Ένας «ευέλικτος» τέτοιος νόμος επέτρεπε το γάμο από την ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια και μια ακόμα πιο «ευέλικτη» τροποποίηση ευλογούσε τους αρραβώνες από την ηλικία των 7 ετών και για τα δύο φύλα. Ο σύζυγος αναλάμβανε την υποχρέωση να περιμένει τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη σχέσεων, αλλά το πλήθος των ακυρώσεων γάμων και αρραβώνων λόγω της παραβίασης αυτής είναι ενδεικτικό της κατάχρησης. Οι υποθέσεις που έφταναν μέχρι τους τοπικούς επισκόπους και το Πατριαρχείο αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αναφέρονται κατηγορίες για γονείς που παραποιούν ή αποκρύπτουν την ηλικία των θυγατέρων τους και επιπλέον δωροδοκούν τους ιερείς για την εκτέλεση του γάμου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε ηλικία προεφηβική ή και νηπιακή. Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για τα νεαρά κορίτσια: 12χρονη, που βιάστηκε από τον μνηστήρα της ήδη από την ηλικία των 7 ετών, ζητούσε επίμονα διαζύγιο διότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε τη θέα του» και αν δεν κατόρθωνε να διαζευχθεί απειλούσε ότι «θα έπεφτε στον γκρεμό». Άλλο 7χρονο κορίτσι, που ο πατέρας τη δήλωσε ψευδώς 12χρονη, βιάστηκε από τον μνηστήρα κατά τρόπο απάνθρωπο: επειδή δυσανασχετούσε της έφραξε το στόμα ώστε «αίμα εξήλθε από τα αυτιά» και έκτοτε κατατρόμαζε και μόνο «στη θέα ανδρός». Οι τιμωρίες όπως η διαπόμπευση, η δήμευση περιουσίας ή η χρηματική αποζημίωση, η εξορία, η ρινοκοπία και άλλες ανάλογα με τις περιστάσεις δε συνετίζουν τους παραβάτες.

Η νομική προστασία επεκτείνεται και στα μικρά αγόρια με θέσπιση αυστηρών ποινών για τους ενόχους σε ασέλγεια. Ο νομοθέτης είναι αυστηρός για όσους παρασύρουν παιδιά με δώρα και υποσχέσεις και η Εκκλησία καταδικάζει κάθε τέτοια πράξη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει τον κίνδυνο να δελεαστούν οι ανήλικοι από τους παιδεραστές «με γλυκά και λιχουδιές» και να βιαστούν ή να απαχθούν για να πουληθούν σε μακρινές αγορές. Η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη νομοθεσία: από τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε η ποινή της θανάτωσης με ξίφος που τυπικά διατηρήθηκε σε ισχύ για πολλούς αιώνες. Όμως στην πράξη η συνήθης ποινή ήταν η κοπή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχουν μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων για μια ομάδα παιδεραστών το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και οι επίσκοποι Ησαΐας ο Ρόδιος και Αλέξανδρος Διοσπόλεως Θράκης. Όλοι υποβλήθηκαν σε αποκοπή των γεννητικών οργάνων και διαπομπεύτηκαν «περιφερόμενοι γυμνοί στην αγορά» προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αρσενοκοιτών. Φαίνεται μάλιστα, ότι ο φόβος που κατέλαβε μεγάλο μέρος των επιθυμούντων νεαρά αγόρια απέτρεψε την επέκταση του φαινομένου και, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό «σωφρονίστηκαν». Η διαρκής ανάγκη όμως ανανέωσης των απαγορεύσεων στη νομοθεσία αποδεικνύει μάλλον το αντίθετο. Πρόνοια λαμβάνεται μόνο για το ανήλικο θύμα, το οποίο είτε εισάγεται σε μοναστήρι είτε εξακολουθεί και παραμένει στην οικογένεια απαλλασσόμενο από κάθε ευθύνη «διότι η ηλικία του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που υπέστη».

Η παιδική πορνεία αποτελεί συνηθισμένη εκδήλωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών από τους μαστροπούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχονται από την ίδια την οικογένεια. Άποροι και εξαθλιωμένοι γονείς δέχονται να πουλήσουν μικρά κορίτσια στους μαστροπούς έναντι 5 χρυσών νομισμάτων, παρά την απειλή του νόμου που τιμωρεί αμφότερους. Αναφέρονται πόρνες ηλικίας ακόμα και 10 ετών που αμείβονται όσο και οι μεγαλύτερες.

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών κορυφώνεται σε καιρούς πολέμων και ιδιαίτερα σε εμπλοκές αμάχων, όπως συμβαίνει σε αλώσεις μικρών ή μεγαλύτερων πόλεων. Στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σταυροφόρους το 1185 ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει: «πρώτους στα πλοία μετέφεραν τους νέους και τις νέες» και ακόμα ότι «η φύση των αγοριών μετατράπηκε σε γυναικεία χρήση». Στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από Σταυροφόρους το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι γονείς «με λάσπη άλειφαν τα πρόσωπα των κοριτσιών τους ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους και προκαλούν τους θεατές αρχικά και μελλοντικά βιαστές ύστερα». Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι σκηνές επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη από Οθωμανούς, σύμφωνα με την περιγραφή του Μιχαήλ Δούκα: «μπορούσε κανείς να δει αυτά τα τέρατα (τους κατακτητές) να σέρνουν πίσω τους νέους και ανήλικες παρθένους και μικρά βρέφη, τραβώντας τους». Τέλος, το δράμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε τραγικές συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον ανήλικο. Οι σκηνές που περιγράφονται από τους ιστορικούς είναι χαρακτηριστικές για τη βιαιότητα που άσκησαν οι κατακτητές στα παιδιά που έπεσαν στα χέρια τους: «Ο καθένας από αυτούς άρπαζε ένα κορίτσι και καθώς το διεκδικούσε άλλος και το τραβούσε, το ξεμάλλιαζαν και το ξεγύμνωναν… παρθενικά πλάσματα που δεν τα είχε δει ο ήλιος ούτε καλά – καλά ο ίδιος πατέρας τους, τα τραβολογούσαν, τα έσπρωχναν με τη βία, χτυπώντας τα συγχρόνως με ραβδί».


ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ

Η έλλειψη φροντίδας από τους γονείς προς τα παιδιά τους επισύρει νομικές κυρώσεις. Το κράτος υποχρεώνει γονείς και κηδεμόνες να παρέχουν τροφή και υγειονομική περίθαλψη στα τέκνα και να τα προστατεύουν, αν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Στο θέμα όμως της βίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, η νομοθεσία διαφοροποιεί τις ευθύνες των σωματικών βλαβών που επιφέρονται στους ανήλικους από γονείς, δασκάλους και συγγενείς, αν ο σκοπός είναι ο σωφρονισμός. Αντίθετα δεν δικαιολογούνται και τιμωρούνται οι πράξεις βίας ενήλικων κατά παιδιών που δεν συνδέονται με συγγενική ή παιδαγωγική σχέση μαζί τους. Στο σχολείο η παράδοση της σωματικής βίας συνεχίζεται από την αρχαιότητα με στόχο τη φιλομάθεια και την υπακοή. Η ρήση του Ορειβάσιου «από την ηλικία των 6-7 ετών αγόρια και κορίτσια να παραδίδονται σε δασκάλους με πράο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα» απηχεί τη γνώμη ενός φωτισμένου ιατρού και φιλοσόφου για τη σωστή μεταχείριση των παιδιών στην πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν κάποια χρησιμότητα στις σωματικές ποινές διότι συχνά τα απρόσεκτά παιδιά μετά τις πληγές που υπέστησαν «άνοιξαν τα αυτιά τους και διατήρησαν στη μνήμη τους τα μαθήματα». Η βιαιότητα των δασκάλων μερικές φορές λειτουργεί ως στοιχείο διαφήμισης, διότι οι γονείς τους προτιμούν και τους θεωρούν ως ικανότερους στην εκπαίδευση. Τα όργανα σωφρονισμού (ράβδος και μαστίγιο) είναι παρόντα και συνεχώς σε χρήση κατά των αμελών μαθητών, ενώ δεν υπάρχουν αντίθετες φωνές που να καταδικάζουν υπερβάσεις στην εξουσία των διδασκόντων.

Έτσι ο Μιχαήλ Ψελλός αποδέχεται ότι «η ήπια σωματική τιμωρία ευοδώνει τη μάθηση», ενώ δεν λείπουν περιγραφές (Ιωάννης Χρυσόστομος) μαθητή που τρέμει από το φόβο του για την επικείμενη τιμωρία μπροστά στο δάσκαλο που κρατάει απειλητικά το μαστίγιο ή (Γρηγόριος Νύσσας) ήδη τιμωρημένου μαθητή που έχει πρηστεί από τα κτυπήματα του μαστιγίου. Σ’ αυτή τη μορφή βίας προστίθενται, στο σχολείο και στο σπίτι, ραπίσματα, τραβήγματα μαλλιών, άλλες ταπεινώσεις όπως εμπτυσμός και μουτζούρωμα του προσώπου με μελάνι. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία της βίας κατά των παιδιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια: ο αυτοκράτορας Αρκάδιος γιος και διάδοχος του Μεγάλου Θεοδοσίου, έφερε σε όλη του τη ζωή τα σημάδια των πληγών που του είχε προξενήσει ο παιδαγωγός του Άγιος Αρσένιος για να τον τιμωρήσει για κάποιο σφάλμα του. Τα παιδιά των αυτοκρατόρων αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά της σωματικής τους ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής τους από αντιπάλους και σφετεριστές του θρόνου. Περιγράφεται ο θάνατος του 6χρονου Τιβέριου, γιου του Ιουστινιανού Β’, τον οποίο οι έμπιστοι του νέου αυτοκράτορα Φιλιππικού άρπαξαν μέσα από την εκκλησία των Βλαχερνών, όπου είχε καταφύγει «και του έστριψαν το λαρύγγι σαν πρόβατο». Ο ίδιος ο πατέρας του προηγουμένως είχε διατάξει να θανατωθούν όλα τα παιδιά της πόλης Χερσώνας και διέταξε νέα εκστρατεία για να εκτελεστεί η διαταγή του.


ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα διδάγματα του Χριστιανισμού είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε θέματα προστασίας της παιδικής ηλικίας, ιδίως ορφανών και περιπλανώμενων παιδιών, που ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος, όχι μόνο λόγω φυσικού θανάτου των γονέων, αλλά και των ποικίλων περιπετειών της αυτοκρατορίας (αλώσεις, αιχμαλωσίες, εκστρατείες) και των φυσικών καταστροφών (λοιμοί, λιμοί, σεισμοί). Το πνεύμα της φιλανθρωπίας υπαγόρευε τη δημιουργία ορφανοτροφείων και την εκπαίδευση των τροφίμων στα γράμματα ή σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και την αποκατάσταση των κοριτσιών με γάμο. Ο αυτοκράτορας είχε υπό τη σκέπη του τα ορφανά των ευαγών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα μαζί με τον διευθυντή (ορφανοτρόφο), έψαλλαν μαζί, μοίραζε δώρα και τα φιλούσε ένα – ένα χωριστά κατά την αναχώρησή του, δίνοντας το καλό παράδειγμα για τους άλλους εύπορους πολίτες.

Μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δημιουργία ορφανοτροφείων και βρεφοκομείων υπάρχουν σε πλήθος πηγών ενδεικτικές για τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της Βυζαντινής κοινωνίας. Η Εκκλησία με τη σειρά της υλοποιεί τη χριστιανική διδασκαλία με τα ευαγή ιδρύματα και τις προσπάθειες να οικοδομηθούν συνθήκες δικαιοσύνης επίγειες, εναρμονίζοντας το κοσμικό με το υπερβατικό στοιχείο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής λατρείας εκδηλώνεται σε πλήθος αποσπασμάτων των ιερών κειμένων, όπως το κατωτέρω από τη Θεία Λειτουργία: «τα νήπια έκθρεψον, τη νεότητα παιδαγώγησον, ορφανών υπεράσπισον, νοσούντας ίασαι».


ΑΤΕΚΝΙΑ – ΓΕΝΝΗΣΗ – ΥΙΟΘΕΣΙΑ – ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Κάθε βυζαντινή οικογένεια θεωρούσε ύψιστο σκοπό τη συνέχειά της μέσω της απόκτησης απογόνων. Η τεκνοποίηση όχι μόνο ήταν αυτονόητη, αλλά και πηγή μεγάλης χαράς και ευλογίας για το ζευγάρι. Τα παιδιά αποτελούσαν στήριγμα για τους γονείς στα γηρατειά τους, αλλά και ελπίδα διατήρησης και διεύρυνσης των κοινωνικών οριζόντων τους είτε με την επαγγελματική τους άνοδο, είτε με επωφελείς γάμους. Η ατεκνία αποτελεί αιτία λύπης, αλλά και ντροπής για την οικογένεια, ως κοινωνικό στίγμα που προϋποθέτει αμαρτία, αλλά και «μέγιστο κακό διότι σβήνει εντελώς τη μνήμη των γονέων που απεβίωσαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος παραθέτει μαρτυρία για την προμήθεια φαρμάκων από μάγους για να χορηγηθούν στους εχθρούς τους με σκοπό να μείνουν άκληροι. Αντίθετα κάθε άτεκνη γυναίκα κατέφευγε στην επιστήμη, στη θρησκεία και στη μαγεία για να αποφύγει τη μειονεκτική θέση στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο. Οι ιατροί συνιστούν ορισμένες τροφές με συλληπτικές ιδιότητες και μερικά θεραπευτικά της ατεκνίας φυτά, όπως «την ιεράν βοτάνην ελελίσφακος, επειδή η γυναίκα εάν πιεί το χυμό της και έχει σεξουαλική επαφή θα συλλάβει οπωσδήποτε» (Αέτιος ο Αμιδηνός). Ο Συμεών Σηθ προτείνει διατροφή με γαρίδες «οι οποίες έχουν κάποια ιδιότητα που συντελεί στην εγκυμοσύνη» και επίσης εφαρμόζονται πεσσοί συλληπτικοί με σκοπό κυρίως τη μηχανική συγκράτηση του σπέρματος στο γυναικείο οργανισμό.

Οι Βυζαντινοί ιατροί γνωρίζουν ότι τα βιολογικά όρια τεκνοποίησης στις γυναίκες είναι περιορισμένα και δεν επιχειρούν να υποβοηθήσουν με οποιαδήποτε μέθοδο όποια έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της. Ο τοκετός, πέρα από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, θεωρείται «θαυμαστός» και «πολύ σπάνια συμβαίνει», άποψη που υιοθετεί και η νομοθεσία: «η γυναίκα μετά το 50ο έτος της δεν δύναται πλέον να παιδοποιήσει».

Στον τομέα της σύλληψης (αλλά και της αντισύλληψης και των αμβλώσεων) κυριαρχεί η πρακτική ιατρική και η μαγεία. Αναφέρονται τα πιο παράδοξα αντικείμενα ως συλληπτικά: αίμα λαγού, λίπος χήνας, τερεβινθίνη, οστό από ελάφι, αετίτης λίθος, σαρδόνυξ λίθος (ο τελευταίος επιπλέον αποτρέπει και τις αποβολές). Οι γοητείες, οι μαγγανείες, τα φυλακτήρια και άλλες μορφές μαγείας ήταν η κατάληξη της απεγνωσμένης αναζήτησης τεκνοποίησης από τις άτυχες συζύγους. Ακόμα και απάτες μεταχειρίζονταν για την απόκτηση του πολυπόθητου απογόνου κάποιες άτεκνες παρουσιάζοντας στο σύζυγό τους ξένο παιδί, αφού προηγουμένως είχαν προσποιηθεί εγκυμοσύνη, πράξη αξιόποινη για το νομοθέτη. Ακόμα και η προτίμηση για το φύλο του παιδιού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χορήγηση ειδικών βοτάνων για αρρενοτοκία, όπως «ρίζα σατυρίου και σεραπιάδος».

Σχετικά με την εξέλιξη του εμβρύου διατυπώνονταν ποικίλες αντιλήψεις κυρίως για το χρόνο εμφάνισης ανθρώπινης μορφής. Υπήρχε η άποψη ότι ο χρόνος αυτός ήταν διαφορετικός στα άρρενα έμβρυα (η 40η ημέρα της κύησης) από ό,τι στα θήλεα (80η ημέρα). Προοδευτικά όμως ενοποιήθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στον επιστημονικό κόσμο το χρονικό όριο των 40 ημερών και για τα δυο φύλα, πιθανότατα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του αριθμού αυτού στη φιλοσοφία των αριθμών και στη χριστιανική θρησκεία. Τις απόψεις αυτές εκφράζει ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Το σπέρμα μέσα στην κοιλιά την 3η ημέρα από τη σύλληψη αιματώνεται και σχηματίζεται η καρδιά, την δε 9η αποκτά σάρκα και συμπυκνώνεται, κατά δε την 40η αποκτά τέλεια μορφή. Ανάλογη είναι και η αναλογία και στους μήνες. Τον μεν 3ο μήνα κινείται το έμβρυο μέσα στη μήτρα και τον 9ο ολοκληρώνεται και ετοιμάζεται για την έξοδο». Ο Ορειβάσιος διατυπώνει την ιατρική άποψη σχετικά με τη διαμόρφωση του εμβρύου ως εξής: «Ο πρώτος σχηματισμός των εμβρύων λαμβάνει χώρα στις 40 ημέρες. Έως την 9η ημέρα σχηματίζονται τα μεγάλα αγγεία, έως τη 18η όργανα μυϊκά και οστικά και ανευρίσκεται πλέον ο καρδιακός σφυγμός. Περί την 27η ημέρα διαφαίνεται αμυδρά η ράχη και η κεφαλή, την 36η είναι ορατό πλέον ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και μέχρι την 40η ημέρα». Είναι σαφής η αναφορά στον αριθμό 9 και τα πολλαπλάσιά του και σύμφωνη με προγενέστερες αντιλήψεις (Εμπεδοκλής, Διοκλής, Αθηναίος).

Αν μελετηθούν τα αγιολογικά κείμενα της πρώτης και μέσης Βυζαντινής περιόδου, παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την υγεία αλλά και τη ζωή των παιδιών της αυτοκρατορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Η Εκκλησία αφιερώνει ορισμένους από τους αγίους της στη φροντίδα της παιδικής ηλικίας, μερικοί δε αποκτούν εξειδικεύσεις στην αντιμετώπιση νοσημάτων είτε διαθέτοντας ιατρικές σπουδές, είτε με τη δύναμη της θαυματουργικής χάρης. Από τις ιδιαίτερες ενασχολήσεις του καθενός μπορεί να ανασυντεθεί ο χάρτης των νοσολογικών προβλημάτων της εποχής και των σημαντικότερων θεμάτων παιδικής νοσηρότητας που απασχόλησαν τους ιατρούς και την κοινωνία της εποχής. Υπάρχουν άγιοι που θεραπεύουν τη στειρότητα των ζευγαριών, άλλοι που ειδικεύονται στις συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, άλλοι που χορηγούν νέα βρέφη σε όσες μητέρες χάσουν τα δικά τους και άλλοι που χορηγούν γάλα στις μητέρες που θηλάζουν καλύπτοντας τα ιατρικά κενά της βρεφικής ηλικίας: υψηλή περιγεννητική και βρεφική θνησιμότητα, έλλειψη υποκατάστατου του μητρικού γάλακτος, αδυναμία επέμβασης σε συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση. Η Εκκλησία εκτιμά το μητρικό θηλασμό και παροτρύνει τις μητέρες να μην προσλαμβάνουν τροφούς…

Η υιοθεσία είναι συνηθισμένη στη Βυζαντινή κοινωνία, αλλά την πρώιμη νομοθεσία διέπουν αυστηροί κανόνες που η νεότερη απαλύνει ή και αναιρεί, όπως την άρση της απαγόρευσης σε ευνούχους ή μόνες γυναίκες να υιοθετούν παιδιά. Ακόμα πιο ευνοϊκή είναι η νομοθεσία των Ύστερων χρόνων επιτρέποντας να υιοθετούν παιδιά και όσοι «προτίμησαν την παρθενία» και όσοι έχουν δικά τους παιδιά ήδη και αδιακρίτως φύλου και επιπλέον και οι ευνούχοι.

Όπως σε όλες τις κοινωνίες των Μεσαιωνικών χρόνων, έτσι και στο Βυζάντιο, η βρεφική κι η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν την εμπειρία θανάτου τουλάχιστον ενός από τα παιδιά τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης. Η απόκτηση πολλών παιδιών αποτελούσε ένα τρόπο εξορκισμού του κακού και κάποια διασφάλιση της οικογενειακής συνέχειας και είναι χαρακτηριστικός ο αριθμός που καθιστούσε πολύτεκνο έναν πατέρα: 16 παιδιά. Επιπλέον παρηγοριά εξασφάλιζε η χριστιανική πίστη με τη μέλλουσα ζωή και τη βεβαιότητα ότι τόσο πρόωρη αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν άφηνε περιθώρια να γνωρίσουν πολλούς από τους πειρασμούς της ζωής. Τα επιτύμβια επιγράμματα και οι επιτάφιοι μαζί με τις παραμυθητικές επιστολές προς τους γονείς απεικονίζουν τις ηλικίες, τις αιτίες θανάτου (συχνά μητέρας – παιδιού κατά τον τοκετό), τη συχνότητα του φαινομένου, τη θλίψη που προξενεί το γεγονός και τις προσπάθειες επανόδου στη φυσιολογική ζωή μετά μια περίοδο πένθους. Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η συχνότητα των παιδικών θανάτων εξοικείωνε τους γονείς με το φαινόμενο και ίσως τους συγκρατούσε στα συναισθήματα που επένδυαν σ’ ένα τόσο «εφήμερο» πλάσμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός αντίθετων απόψεων βασισμένων σε κείμενα και ταφικά ευρήματα που δε συνηγορούν στη «φειδωλή» αγάπη των γεννητόρων στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Όσο και αν η «παιδοκεντρική» οικογένεια είναι φαινόμενο που γεννήθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, σήμερα έχουν απορριφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί οι θεωρίες ότι σε όλες τις προηγούμενες εποχές το παιδί δεν απολάμβανε τη στοργή και τις φροντίδες των γονέων του.

Οι σύγχρονοι προβληματισμοί προσανατολίζουν τις έρευνες στην αναζήτηση της εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων για την παιδική ηλικία εντάσσοντας τους ανηλίκους στο χώρο και στο χρόνο που ανήκουν και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των πολέμων, των πολιορκιών, των φυσικών καταστροφών, των λιμών και των λοιμών. Οι σύνθετες αυτές έρευνες προϋποθέτουν εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πηγών, των γραπτών, αλλά και των εικονογραφικών που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και απαντούν σε πολλά από τα ερωτήματα του παρελθόντος.

 

Πηγή: Βυζαντινή Ιστορία, Αβέρωφ

Όπως σε όλες τις μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στη Βυζαντινή, το παιδί δεν αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της οικογένειας και η θέση του δεν είναι προνομιακή μεταξύ των μελών της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ενασχόληση της επιστήμης με το παιδί και η φροντίδα της υγείας του δε διαχωρίζεται από εκείνη των ενηλίκων. Οι πληροφορίες από τις ιστορικές, αγιολογικές και ιατρικές πηγές συνηγορούν στην έλλειψη της Παιδιατρικής ειδικότητας, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν τη στάση της Εκκλησίας προς τον ανήλικο πληθυσμό σχετικά με τη ζωή του (απαγόρευση εκτρώσεων και έκθεσης βρεφών σε σύμφωνη νομοθετική ρύθμιση από την Πολιτεία) και την υγεία του (σωματική, ψυχική και κοινωνική) θέτοντας τη φιλανθρωπία στην κορυφή των αρετών και υλοποιώντας την με τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και με την αφιέρωση αρκετών αγίων αποκλειστικά στην προστασία των παιδιών και τη θαυματουργική θεραπεία τους από τις αρρώστιες.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Η νομική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως αυτοτελές έννομο αγαθό είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μόνο στους τελευταίους αιώνες επιχειρείται να καλυφθεί το κενό με το έργο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος». Στο κεφάλαιο «Περί άνηβων και αφηλίκων», του ανωτέρω συγγράμματος, ορίζεται η ανηλικότητα από τη γέννηση μέχρι το 25ο έτος και καταγράφονται οι ειδικότερες διακρίσεις.
«Ίμφαντες» ή «νήπιοι» ονομάζονται οι ανήλικοι μέχρι 7 ετών. «Άνηβοι» καλούνται τα αγόρια μέχρι το 14ο και τα κορίτσια μέχρι το 12ο έτος της ηλικίας τους και «αφήλικες» από τα όρια αυτά μέχρι το 25ο έτος.

 

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ

Η διάθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον παιδικό πληθυσμό από κάθε επιβουλή εναντίον του είναι εμφανής στην αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των ανηλίκων. Η μέριμνα αυτή επεκτείνεται στα έμβρυα, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρούνται αναπτυσσόμενες ψυχοσωματικές οντότητες. Ο σεβασμός προς το έμβρυο επιβάλλει την αναστολή κάθε καταδίκης της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμα και την υποχρεωτική αφαίρεση του κυήματος από την αποθανούσα έγκυο λόγω πιθανότητας να είναι ζωντανό. Η Πολιτεία φροντίζει επίσης σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή διαζυγίου να αναλάβει την προστασία του παιδιού που θα γεννηθεί διορίζοντας «κουράτορα» (επίτροπο) που οφείλει να μεριμνήσει για την ανατροφή του.

Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού παγιώνεται η απαγόρευση των εκτρώσεων και καταδικάζονται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον γίνονται (κληρονομικά δικαιώματα, διαζύγιο, αντίδραση προς το σύζυγο, δωροδοκίες συγγενών, προσωπική επιθυμία της μητέρας), της οικογενειακής κατάστασης της μητέρας (νόμιμο ή νόθο έμβρυο) και της χρονικής στιγμής (πρώιμη ή πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη). Η ποινή περιλαμβάνει τη μητέρα αλλά και το συνεργό της στην πράξη που ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή τον ιατρό, τη μαία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και κυμαίνεται από εξορία, σωματικές ποινές, δήμευση περιουσίας, ακόμα και θάνατο. Η Εκκλησία προσθέτει και 10ετές επιτίμιο.

Η μέριμνα της Πολιτείας επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής και στον τοκετό. Καταλογίζονται ευθύνες στη μητέρα αν χάσει το νεογνό από αμέλεια. Αποφασιστική είναι και η παρέμβαση της νομοθεσίας στο ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο στις κοινωνίες της αρχαιότητας, την έκθεση βρεφών: εκείνος που εκθέτει ένα νεογέννητο, όποια έκβαση και αν προκύψει (αν επιζήσει ή όχι το νεογνό) χαρακτηρίζεται ως φονιάς. Ο νόμος θεωρεί ένοχο όποιον πνίγει, εκθέτει σε δημόσιο χώρο ή αρνείται την τροφή σε βρέφος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατάργησε το δικαίωμα του πατέρα να απορρίπτει τα παιδιά του, απόρροια ενός αρχαίου δικαιώματος που διαιωνιζόταν μέχρι τότε. Ωστόσο η διαρκής ανανέωση της απαγόρευσης αυτής σε όλες τις νομοθεσίες είναι ενδεικτική ότι δεν ήταν εύκολο να καταργηθούν αντιλήψεις αιώνων παρά το πνεύμα του Χριστιανισμού που κυριαρχεί στο Βυζάντιο.

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ

Το θέμα αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί ριζικά παρά τις συνεχείς νομικές ρυθμίσεις και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται για τους ενόχους. Στη Βυζαντινή εποχή οι νόμοι παρακάμπτονταν με ποικίλους νομότυπους τρόπους ή και καταπατούνταν τόσο συχνά, ώστε να απαιτείται η επανάληψη των διαταγμάτων και η αδιάλειπτη εφαρμογή τους. Ένας «ευέλικτος» τέτοιος νόμος επέτρεπε το γάμο από την ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια και μια ακόμα πιο «ευέλικτη» τροποποίηση ευλογούσε τους αρραβώνες από την ηλικία των 7 ετών και για τα δύο φύλα. Ο σύζυγος αναλάμβανε την υποχρέωση να περιμένει τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη σχέσεων, αλλά το πλήθος των ακυρώσεων γάμων και αρραβώνων λόγω της παραβίασης αυτής είναι ενδεικτικό της κατάχρησης. Οι υποθέσεις που έφταναν μέχρι τους τοπικούς επισκόπους και το Πατριαρχείο αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αναφέρονται κατηγορίες για γονείς που παραποιούν ή αποκρύπτουν την ηλικία των θυγατέρων τους και επιπλέον δωροδοκούν τους ιερείς για την εκτέλεση του γάμου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε ηλικία προεφηβική ή και νηπιακή. Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για τα νεαρά κορίτσια: 12χρονη, που βιάστηκε από τον μνηστήρα της ήδη από την ηλικία των 7 ετών, ζητούσε επίμονα διαζύγιο διότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε τη θέα του» και αν δεν κατόρθωνε να διαζευχθεί απειλούσε ότι «θα έπεφτε στον γκρεμό». Άλλο 7χρονο κορίτσι, που ο πατέρας τη δήλωσε ψευδώς 12χρονη, βιάστηκε από τον μνηστήρα κατά τρόπο απάνθρωπο: επειδή δυσανασχετούσε της έφραξε το στόμα ώστε «αίμα εξήλθε από τα αυτιά» και έκτοτε κατατρόμαζε και μόνο «στη θέα ανδρός». Οι τιμωρίες όπως η διαπόμπευση, η δήμευση περιουσίας ή η χρηματική αποζημίωση, η εξορία, η ρινοκοπία και άλλες ανάλογα με τις περιστάσεις δε συνετίζουν τους παραβάτες.

Η νομική προστασία επεκτείνεται και στα μικρά αγόρια με θέσπιση αυστηρών ποινών για τους ενόχους σε ασέλγεια. Ο νομοθέτης είναι αυστηρός για όσους παρασύρουν παιδιά με δώρα και υποσχέσεις και η Εκκλησία καταδικάζει κάθε τέτοια πράξη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει τον κίνδυνο να δελεαστούν οι ανήλικοι από τους παιδεραστές «με γλυκά και λιχουδιές» και να βιαστούν ή να απαχθούν για να πουληθούν σε μακρινές αγορές. Η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη νομοθεσία: από τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε η ποινή της θανάτωσης με ξίφος που τυπικά διατηρήθηκε σε ισχύ για πολλούς αιώνες. Όμως στην πράξη η συνήθης ποινή ήταν η κοπή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχουν μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων για μια ομάδα παιδεραστών το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και οι επίσκοποι Ησαΐας ο Ρόδιος και Αλέξανδρος Διοσπόλεως Θράκης. Όλοι υποβλήθηκαν σε αποκοπή των γεννητικών οργάνων και διαπομπεύτηκαν «περιφερόμενοι γυμνοί στην αγορά» προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αρσενοκοιτών. Φαίνεται μάλιστα, ότι ο φόβος που κατέλαβε μεγάλο μέρος των επιθυμούντων νεαρά αγόρια απέτρεψε την επέκταση του φαινομένου και, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό «σωφρονίστηκαν». Η διαρκής ανάγκη όμως ανανέωσης των απαγορεύσεων στη νομοθεσία αποδεικνύει μάλλον το αντίθετο. Πρόνοια λαμβάνεται μόνο για το ανήλικο θύμα, το οποίο είτε εισάγεται σε μοναστήρι είτε εξακολουθεί και παραμένει στην οικογένεια απαλλασσόμενο από κάθε ευθύνη «διότι η ηλικία του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που υπέστη».

Η παιδική πορνεία αποτελεί συνηθισμένη εκδήλωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών από τους μαστροπούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχονται από την ίδια την οικογένεια. Άποροι και εξαθλιωμένοι γονείς δέχονται να πουλήσουν μικρά κορίτσια στους μαστροπούς έναντι 5 χρυσών νομισμάτων, παρά την απειλή του νόμου που τιμωρεί αμφότερους. Αναφέρονται πόρνες ηλικίας ακόμα και 10 ετών που αμείβονται όσο και οι μεγαλύτερες.

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών κορυφώνεται σε καιρούς πολέμων και ιδιαίτερα σε εμπλοκές αμάχων, όπως συμβαίνει σε αλώσεις μικρών ή μεγαλύτερων πόλεων. Στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σταυροφόρους το 1185 ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει: «πρώτους στα πλοία μετέφεραν τους νέους και τις νέες» και ακόμα ότι «η φύση των αγοριών μετατράπηκε σε γυναικεία χρήση». Στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από Σταυροφόρους το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι γονείς «με λάσπη άλειφαν τα πρόσωπα των κοριτσιών τους ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους και προκαλούν τους θεατές αρχικά και μελλοντικά βιαστές ύστερα». Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι σκηνές επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη από Οθωμανούς, σύμφωνα με την περιγραφή του Μιχαήλ Δούκα: «μπορούσε κανείς να δει αυτά τα τέρατα (τους κατακτητές) να σέρνουν πίσω τους νέους και ανήλικες παρθένους και μικρά βρέφη, τραβώντας τους». Τέλος, το δράμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε τραγικές συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον ανήλικο. Οι σκηνές που περιγράφονται από τους ιστορικούς είναι χαρακτηριστικές για τη βιαιότητα που άσκησαν οι κατακτητές στα παιδιά που έπεσαν στα χέρια τους: «Ο καθένας από αυτούς άρπαζε ένα κορίτσι και καθώς το διεκδικούσε άλλος και το τραβούσε, το ξεμάλλιαζαν και το ξεγύμνωναν… παρθενικά πλάσματα που δεν τα είχε δει ο ήλιος ούτε καλά – καλά ο ίδιος πατέρας τους, τα τραβολογούσαν, τα έσπρωχναν με τη βία, χτυπώντας τα συγχρόνως με ραβδί».

ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ

Η έλλειψη φροντίδας από τους γονείς προς τα παιδιά τους επισύρει νομικές κυρώσεις. Το κράτος υποχρεώνει γονείς και κηδεμόνες να παρέχουν τροφή και υγειονομική περίθαλψη στα τέκνα και να τα προστατεύουν, αν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Στο θέμα όμως της βίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, η νομοθεσία διαφοροποιεί τις ευθύνες των σωματικών βλαβών που επιφέρονται στους ανήλικους από γονείς, δασκάλους και συγγενείς, αν ο σκοπός είναι ο σωφρονισμός. Αντίθετα δεν δικαιολογούνται και τιμωρούνται οι πράξεις βίας ενήλικων κατά παιδιών που δεν συνδέονται με συγγενική ή παιδαγωγική σχέση μαζί τους. Στο σχολείο η παράδοση της σωματικής βίας συνεχίζεται από την αρχαιότητα με στόχο τη φιλομάθεια και την υπακοή. Η ρήση του Ορειβάσιου «από την ηλικία των 6-7 ετών αγόρια και κορίτσια να παραδίδονται σε δασκάλους με πράο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα» απηχεί τη γνώμη ενός φωτισμένου ιατρού και φιλοσόφου για τη σωστή μεταχείριση των παιδιών στην πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν κάποια χρησιμότητα στις σωματικές ποινές διότι συχνά τα απρόσεκτά παιδιά μετά τις πληγές που υπέστησαν «άνοιξαν τα αυτιά τους και διατήρησαν στη μνήμη τους τα μαθήματα». Η βιαιότητα των δασκάλων μερικές φορές λειτουργεί ως στοιχείο διαφήμισης, διότι οι γονείς τους προτιμούν και τους θεωρούν ως ικανότερους στην εκπαίδευση. Τα όργανα σωφρονισμού (ράβδος και μαστίγιο) είναι παρόντα και συνεχώς σε χρήση κατά των αμελών μαθητών, ενώ δεν υπάρχουν αντίθετες φωνές που να καταδικάζουν υπερβάσεις στην εξουσία των διδασκόντων.

Έτσι ο Μιχαήλ Ψελλός αποδέχεται ότι «η ήπια σωματική τιμωρία ευοδώνει τη μάθηση», ενώ δεν λείπουν περιγραφές (Ιωάννης Χρυσόστομος) μαθητή που τρέμει από το φόβο του για την επικείμενη τιμωρία μπροστά στο δάσκαλο που κρατάει απειλητικά το μαστίγιο ή (Γρηγόριος Νύσσας) ήδη τιμωρημένου μαθητή που έχει πρηστεί από τα κτυπήματα του μαστιγίου. Σ’ αυτή τη μορφή βίας προστίθενται, στο σχολείο και στο σπίτι, ραπίσματα, τραβήγματα μαλλιών, άλλες ταπεινώσεις όπως εμπτυσμός και μουτζούρωμα του προσώπου με μελάνι. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία της βίας κατά των παιδιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια: ο αυτοκράτορας Αρκάδιος γιος και διάδοχος του Μεγάλου Θεοδοσίου, έφερε σε όλη του τη ζωή τα σημάδια των πληγών που του είχε προξενήσει ο παιδαγωγός του Άγιος Αρσένιος για να τον τιμωρήσει για κάποιο σφάλμα του. Τα παιδιά των αυτοκρατόρων αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά της σωματικής τους ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής τους από αντιπάλους και σφετεριστές του θρόνου. Περιγράφεται ο θάνατος του 6χρονου Τιβέριου, γιου του Ιουστινιανού Β’, τον οποίο οι έμπιστοι του νέου αυτοκράτορα Φιλιππικού άρπαξαν μέσα από την εκκλησία των Βλαχερνών, όπου είχε καταφύγει «και του έστριψαν το λαρύγγι σαν πρόβατο». Ο ίδιος ο πατέρας του προηγουμένως είχε διατάξει να θανατωθούν όλα τα παιδιά της πόλης Χερσώνας και διέταξε νέα εκστρατεία για να εκτελεστεί η διαταγή του.

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα διδάγματα του Χριστιανισμού είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε θέματα προστασίας της παιδικής ηλικίας, ιδίως ορφανών και περιπλανώμενων παιδιών, που ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος, όχι μόνο λόγω φυσικού θανάτου των γονέων, αλλά και των ποικίλων περιπετειών της αυτοκρατορίας (αλώσεις, αιχμαλωσίες, εκστρατείες) και των φυσικών καταστροφών (λοιμοί, λιμοί, σεισμοί). Το πνεύμα της φιλανθρωπίας υπαγόρευε τη δημιουργία ορφανοτροφείων και την εκπαίδευση των τροφίμων στα γράμματα ή σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και την αποκατάσταση των κοριτσιών με γάμο. Ο αυτοκράτορας είχε υπό τη σκέπη του τα ορφανά των ευαγών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα μαζί με τον διευθυντή (ορφανοτρόφο), έψαλλαν μαζί, μοίραζε δώρα και τα φιλούσε ένα – ένα χωριστά κατά την αναχώρησή του, δίνοντας το καλό παράδειγμα για τους άλλους εύπορους πολίτες.

Μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δημιουργία ορφανοτροφείων και βρεφοκομείων υπάρχουν σε πλήθος πηγών ενδεικτικές για τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της Βυζαντινής κοινωνίας. Η Εκκλησία με τη σειρά της υλοποιεί τη χριστιανική διδασκαλία με τα ευαγή ιδρύματα και τις προσπάθειες να οικοδομηθούν συνθήκες δικαιοσύνης επίγειες, εναρμονίζοντας το κοσμικό με το υπερβατικό στοιχείο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής λατρείας εκδηλώνεται σε πλήθος αποσπασμάτων των ιερών κειμένων, όπως το κατωτέρω από τη Θεία Λειτουργία: «τα νήπια έκθρεψον, τη νεότητα παιδαγώγησον, ορφανών υπεράσπισον, νοσούντας ίασαι».

ΑΤΕΚΝΙΑ – ΓΕΝΝΗΣΗ – ΥΙΟΘΕΣΙΑ – ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Κάθε βυζαντινή οικογένεια θεωρούσε ύψιστο σκοπό τη συνέχειά της μέσω της απόκτησης απογόνων. Η τεκνοποίηση όχι μόνο ήταν αυτονόητη, αλλά και πηγή μεγάλης χαράς και ευλογίας για το ζευγάρι. Τα παιδιά αποτελούσαν στήριγμα για τους γονείς στα γηρατειά τους, αλλά και ελπίδα διατήρησης και διεύρυνσης των κοινωνικών οριζόντων τους είτε με την επαγγελματική τους άνοδο, είτε με επωφελείς γάμους. Η ατεκνία αποτελεί αιτία λύπης, αλλά και ντροπής για την οικογένεια, ως κοινωνικό στίγμα που προϋποθέτει αμαρτία, αλλά και «μέγιστο κακό διότι σβήνει εντελώς τη μνήμη των γονέων που απεβίωσαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος παραθέτει μαρτυρία για την προμήθεια φαρμάκων από μάγους για να χορηγηθούν στους εχθρούς τους με σκοπό να μείνουν άκληροι. Αντίθετα κάθε άτεκνη γυναίκα κατέφευγε στην επιστήμη, στη θρησκεία και στη μαγεία για να αποφύγει τη μειονεκτική θέση στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο. Οι ιατροί συνιστούν ορισμένες τροφές με συλληπτικές ιδιότητες και μερικά θεραπευτικά της ατεκνίας φυτά, όπως «την ιεράν βοτάνην ελελίσφακος, επειδή η γυναίκα εάν πιεί το χυμό της και έχει σεξουαλική επαφή θα συλλάβει οπωσδήποτε» (Αέτιος ο Αμιδηνός). Ο Συμεών Σηθ προτείνει διατροφή με γαρίδες «οι οποίες έχουν κάποια ιδιότητα που συντελεί στην εγκυμοσύνη» και επίσης εφαρμόζονται πεσσοί συλληπτικοί με σκοπό κυρίως τη μηχανική συγκράτηση του σπέρματος στο γυναικείο οργανισμό.

Οι Βυζαντινοί ιατροί γνωρίζουν ότι τα βιολογικά όρια τεκνοποίησης στις γυναίκες είναι περιορισμένα και δεν επιχειρούν να υποβοηθήσουν με οποιαδήποτε μέθοδο όποια έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της. Ο τοκετός, πέρα από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, θεωρείται «θαυμαστός» και «πολύ σπάνια συμβαίνει», άποψη που υιοθετεί και η νομοθεσία: «η γυναίκα μετά το 50ο έτος της δεν δύναται πλέον να παιδοποιήσει».

Στον τομέα της σύλληψης (αλλά και της αντισύλληψης και των αμβλώσεων) κυριαρχεί η πρακτική ιατρική και η μαγεία. Αναφέρονται τα πιο παράδοξα αντικείμενα ως συλληπτικά: αίμα λαγού, λίπος χήνας, τερεβινθίνη, οστό από ελάφι, αετίτης λίθος, σαρδόνυξ λίθος (ο τελευταίος επιπλέον αποτρέπει και τις αποβολές). Οι γοητείες, οι μαγγανείες, τα φυλακτήρια και άλλες μορφές μαγείας ήταν η κατάληξη της απεγνωσμένης αναζήτησης τεκνοποίησης από τις άτυχες συζύγους. Ακόμα και απάτες μεταχειρίζονταν για την απόκτηση του πολυπόθητου απογόνου κάποιες άτεκνες παρουσιάζοντας στο σύζυγό τους ξένο παιδί, αφού προηγουμένως είχαν προσποιηθεί εγκυμοσύνη, πράξη αξιόποινη για το νομοθέτη. Ακόμα και η προτίμηση για το φύλο του παιδιού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χορήγηση ειδικών βοτάνων για αρρενοτοκία, όπως «ρίζα σατυρίου και σεραπιάδος».

Σχετικά με την εξέλιξη του εμβρύου διατυπώνονταν ποικίλες αντιλήψεις κυρίως για το χρόνο εμφάνισης ανθρώπινης μορφής. Υπήρχε η άποψη ότι ο χρόνος αυτός ήταν διαφορετικός στα άρρενα έμβρυα (η 40η ημέρα της κύησης) από ό,τι στα θήλεα (80η ημέρα). Προοδευτικά όμως ενοποιήθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στον επιστημονικό κόσμο το χρονικό όριο των 40 ημερών και για τα δυο φύλα, πιθανότατα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του αριθμού αυτού στη φιλοσοφία των αριθμών και στη χριστιανική θρησκεία. Τις απόψεις αυτές εκφράζει ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Το σπέρμα μέσα στην κοιλιά την 3η ημέρα από τη σύλληψη αιματώνεται και σχηματίζεται η καρδιά, την δε 9η αποκτά σάρκα και συμπυκνώνεται, κατά δε την 40η αποκτά τέλεια μορφή. Ανάλογη είναι και η αναλογία και στους μήνες. Τον μεν 3ο μήνα κινείται το έμβρυο μέσα στη μήτρα και τον 9ο ολοκληρώνεται και ετοιμάζεται για την έξοδο». Ο Ορειβάσιος διατυπώνει την ιατρική άποψη σχετικά με τη διαμόρφωση του εμβρύου ως εξής: «Ο πρώτος σχηματισμός των εμβρύων λαμβάνει χώρα στις 40 ημέρες. Έως την 9η ημέρα σχηματίζονται τα μεγάλα αγγεία, έως τη 18η όργανα μυϊκά και οστικά και ανευρίσκεται πλέον ο καρδιακός σφυγμός. Περί την 27η ημέρα διαφαίνεται αμυδρά η ράχη και η κεφαλή, την 36η είναι ορατό πλέον ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και μέχρι την 40η ημέρα». Είναι σαφής η αναφορά στον αριθμό 9 και τα πολλαπλάσιά του και σύμφωνη με προγενέστερες αντιλήψεις (Εμπεδοκλής, Διοκλής, Αθηναίος).

Αν μελετηθούν τα αγιολογικά κείμενα της πρώτης και μέσης Βυζαντινής περιόδου, παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την υγεία αλλά και τη ζωή των παιδιών της αυτοκρατορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Η Εκκλησία αφιερώνει ορισμένους από τους αγίους της στη φροντίδα της παιδικής ηλικίας, μερικοί δε αποκτούν εξειδικεύσεις στην αντιμετώπιση νοσημάτων είτε διαθέτοντας ιατρικές σπουδές, είτε με τη δύναμη της θαυματουργικής χάρης. Από τις ιδιαίτερες ενασχολήσεις του καθενός μπορεί να ανασυντεθεί ο χάρτης των νοσολογικών προβλημάτων της εποχής και των σημαντικότερων θεμάτων παιδικής νοσηρότητας που απασχόλησαν τους ιατρούς και την κοινωνία της εποχής. Υπάρχουν άγιοι που θεραπεύουν τη στειρότητα των ζευγαριών, άλλοι που ειδικεύονται στις συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, άλλοι που χορηγούν νέα βρέφη σε όσες μητέρες χάσουν τα δικά τους και άλλοι που χορηγούν γάλα στις μητέρες που θηλάζουν καλύπτοντας τα ιατρικά κενά της βρεφικής ηλικίας: υψηλή περιγεννητική και βρεφική θνησιμότητα, έλλειψη υποκατάστατου του μητρικού γάλακτος, αδυναμία επέμβασης σε συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση. Η Εκκλησία εκτιμά το μητρικό θηλασμό και παροτρύνει τις μητέρες να μην προσλαμβάνουν τροφούς…

Η υιοθεσία είναι συνηθισμένη στη Βυζαντινή κοινωνία, αλλά την πρώιμη νομοθεσία διέπουν αυστηροί κανόνες που η νεότερη απαλύνει ή και αναιρεί, όπως την άρση της απαγόρευσης σε ευνούχους ή μόνες γυναίκες να υιοθετούν παιδιά. Ακόμα πιο ευνοϊκή είναι η νομοθεσία των Ύστερων χρόνων επιτρέποντας να υιοθετούν παιδιά και όσοι «προτίμησαν την παρθενία» και όσοι έχουν δικά τους παιδιά ήδη και αδιακρίτως φύλου και επιπλέον και οι ευνούχοι.

Όπως σε όλες τις κοινωνίες των Μεσαιωνικών χρόνων, έτσι και στο Βυζάντιο, η βρεφική κι η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν την εμπειρία θανάτου τουλάχιστον ενός από τα παιδιά τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης. Η απόκτηση πολλών παιδιών αποτελούσε ένα τρόπο εξορκισμού του κακού και κάποια διασφάλιση της οικογενειακής συνέχειας και είναι χαρακτηριστικός ο αριθμός που καθιστούσε πολύτεκνο έναν πατέρα: 16 παιδιά. Επιπλέον παρηγοριά εξασφάλιζε η χριστιανική πίστη με τη μέλλουσα ζωή και τη βεβαιότητα ότι τόσο πρόωρη αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν άφηνε περιθώρια να γνωρίσουν πολλούς από τους πειρασμούς της ζωής. Τα επιτύμβια επιγράμματα και οι επιτάφιοι μαζί με τις παραμυθητικές επιστολές προς τους γονείς απεικονίζουν τις ηλικίες, τις αιτίες θανάτου (συχνά μητέρας – παιδιού κατά τον τοκετό), τη συχνότητα του φαινομένου, τη θλίψη που προξενεί το γεγονός και τις προσπάθειες επανόδου στη φυσιολογική ζωή μετά μια περίοδο πένθους. Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η συχνότητα των παιδικών θανάτων εξοικείωνε τους γονείς με το φαινόμενο και ίσως τους συγκρατούσε στα συναισθήματα που επένδυαν σ’ ένα τόσο «εφήμερο» πλάσμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός αντίθετων απόψεων βασισμένων σε κείμενα και ταφικά ευρήματα που δε συνηγορούν στη «φειδωλή» αγάπη των γεννητόρων στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Όσο και αν η «παιδοκεντρική» οικογένεια είναι φαινόμενο που γεννήθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, σήμερα έχουν απορριφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί οι θεωρίες ότι σε όλες τις προηγούμενες εποχές το παιδί δεν απολάμβανε τη στοργή και τις φροντίδες των γονέων του.

Οι σύγχρονοι προβληματισμοί προσανατολίζουν τις έρευνες στην αναζήτηση της εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων για την παιδική ηλικία εντάσσοντας τους ανηλίκους στο χώρο και στο χρόνο που ανήκουν και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των πολέμων, των πολιορκιών, των φυσικών καταστροφών, των λιμών και των λοιμών. Οι σύνθετες αυτές έρευνες προϋποθέτουν εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πηγών, των γραπτών, αλλά και των εικονογραφικών που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και απαντούν σε πολλά από τα ερωτήματα του παρελθόντος.

xarths kwnstantinoypolh 01

 

Ημέρες μνήμης είναι οι τελευταίες ημέρες του Μαΐου. Είναι οι ημέρες που ο Ελληνισμός έζησε την τραγωδία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από βάρβαρο κατακτητή. Έτσι ολοκληρώθηκε ο κύκλος της ρωμαίικης αυτοκρατορίας, που για πάνω από 1100 χρόνια φώτιζε  με τον πολιτισμό της την οικουμένη και ταυτόχρονα τον προστάτευε από τις βαρβαρικές ορδές.

Απότοκο της τραγωδίας της αλώσεως και της πάνω από 400 χρόνια δουλείας ήταν να επιτελεσθεί το θαύμα της επιβιώσεως και της ανάπτυξης του Νέου Ελληνισμού, συνέχεια του οποίου είναι η γενιά μας. Ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης γράφει σχετικά στο προλογικό του σημείωμα, στο εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημά του «Οι Μαυρόλυκοι»:

«Ακαταμέτρητα, χιλιάδες – μυριάδες – ιερά των Ελλήνων κόκαλα  στρώθηκαν και λίπαναν το φτωχό ελληνικό χώμα, για να βαστηχτεί στη ζωή Ζωή Ελληνική, Φυλή Ελληνική. Ελληνισμός. Κι’ από τ’ άσαρκο, το σκελεθρωμένο σώμα, από ετούτα τα κόκαλα φύτρωσε, βγήκε, άνθισε ο Καινούργιος Ελληνισμός, ο δικός μας Ελληνισμός, που έφτιασε το 21, το 12 και το 40. Στ’ αλήθεια, κατεβήκαμε ως το τελευταίο σκαλί, για ν’ αρχίσουμε το βαρύ, το κοπιαστικό ξανανέβασμα. Γιατί το θαύμα δε γίνηκε ωσάν τα θαύματα: μονοστιγμή. Ορίμασε λίγο – λίγο, δούλεψε δειλά – δειλά, κουφά σα φλόγα μες τη χόβολη, κομματιασμένη δύναμη, πολύν καιρό, πολλά, πολλά τραγικά χρόνια, μες στο σκοτάδι, στο διωγμό, στη φοβέρα στη φτώχεια και στην τύφλα της αγραμματοσύνης. Και λίγο – λίγο πάλι μα όχι πια δειλά, όχι κούφια ... ο Ελληνισμός ξέσπασε και νίκησε και φωτίζει».  

Στο επιτελεσθέν θαύμα της επιβίωσης και της ανάπτυξης εκ της τέφρας του Νέου Ελληνισμού σπουδαία θέση κατέχει ο Θρακικός Ελληνισμός. Το μεγαλούργημα του είναι αξιοθαύμαστο, γιατί ήταν δυσκολότερο  από των άλλων περιοχών του Ελληνισμού, αφού ήταν δίπλα στο κέντρο  και άμεσα οι Οθωμανοί  αντιδρούσαν. Γι’ αυτό ο φόρος αίματος και θυσιών που πλήρωσε από το 1361, όταν υποδουλώθηκε, έως το 1920 που απελευθερώθηκε ήταν βαρύτατος. Λεηλασίες, δηώσεις και σφαγές στις περιοχές Αδριανούπολης, Σωζοπόλεως, Διδυμοτείχου, Σαμοθράκης, Σηλυβρίας,  Ραιδεστού, Καλλίπολης, Μυριόφυτου. Εκατόμβη ολόκληρη κληρικών Νεομαρτύρων, με πρώτο τον Πατριάρχη Κύριλλο Στ΄, που απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, και σειρά μεγάλη λαϊκών, που τους ακολούθησαν στο μαρτύριο.

Οι Θρακιώτες είχαν συμμετοχή και στους εκτός της Θράκης διεξαχθέντες αγώνες για την απελευθέρωση της Πατρίδας και συνέβαλαν στην πνευματική άνθηση του Έθνους. Μεταξύ των άλλων, από τη Θράκη κατάγονταν ο Άγιος Νεκτάριος ο Κεφαλάς, οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος  Παπαδόπουλος και Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, ο συγγραφέας Γεώργιος Βιζυηνός, και ο ονομαστός μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή.

Σήμερα η ελευθερία της Θράκης υπονομεύεται εσωτερικά και απειλείται εξωτερικά. Σήμερα, για να ζει ασφαλής και ευημερών στις πατρογονικές εστίες του και να μην υποστούμε μια νέα άλωση ο Θρακικός Ελληνισμός χρειάζεται να του ανταποδοθούν λίγα από αυτά που μας προσέφερε και μας προσφέρει.-

 

Πηγή: Ακτίνες

kwnstantinoypolh 01


Τον 5ο ήδη αιώνα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, χωρίς τα προάστειά της, πρέπει να ήταν περίπου ένα εκατομμύριο και ο αριθμός αυτός διατηρήθηκε κατά προσέγγιση ως τη λατινική κατάκτηση. Μετά τη λατινική κατάκτηση όμως άρχισε να λιγοστεύει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου το 1453 αυτοί που έμεναν δεν ήταν ούτε εκατό χιλιάδες.


Η έκταση της Πόλης ήταν πολύ πιο μεγάλη και από όσο θα δικαιολογούσε ένας τέτοιος αριθμός. Η βάση του Τριγώνου, όπου ήταν χτισμένη, είχε περίπου εφτάμιση χιλιόμετρα μήκος και εκεί, σε διπλή γραμμή, από τον Μαρμαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, εκτείνονταν τα χερσαία τείχη, που είχε χτίσει ο Θεοδόσιος Β', με τις έντεκα πύλες τους, εκ περιτροπής μια στρατιωτική και μια πολιτική. Από τις δύο άκρες τους άρχιζαν τα θαλάσσια τείχη, που το καθένα είχε δέκα περίπου χιλιόμετρα μήκος, για να συναντηθούν στην αμβλεία κορυφή του τριγώνου στο Βόσπορο.

Μέσα στα τείχη υπήρχαν διάφορες πολυάνθρωπες πόλεις και χωριά, που τα χώριζαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και κήποι. Όπως η παλιά Ρώμη έτσι και η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να υπερηφανεύεται για τους εφτά της λόφους. Οι λόφοι αυτοί ορθώνονταν απότομοι πάνω από το Βόσπορο και τον Κεράτιο κόλπο, προς τη θάλασσα όμως του Μαρμαρά οι πλαγιές ήταν πιο μαλακές και οι χώροι ανάμεσά τους πιο μεγάλοι.

Ο ταξιδιώτης που ερχόταν από τη θάλασσα, από το νότο ή από τη δύση, καθώς πλησίαζε την Πόλη, έβλεπε στο δεξί του χέρι τους θόλους και τις σκεπασμένες με κεραμίδια στοές του Μεγάλου Παλατίου, την Αγία Σοφία να υψώνεται από πίσω και κήπους να απλώνονται ως κάτω στο Βόσπορο. Ύστερα έβλεπε τον πελώριο κυρτό τοίχο, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει το νότιο άκρο του ιπποδρόμου, να υψώνεται πάνω από το κομψό λιμάνι του παλατιού, την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, και πιο χαμηλά μια συνοικία με παλάτια μικρότερα. Στα αριστερά το θαλάσσιο τείχος, με τους αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα κομμένο, και στα σημεία αυτά υπήρχαν μικρά τεχνητά λιμάνια για τα πλοία που δεν ήθελαν να κάμουν το γύρο ως τον Κεράτιο κόλπο. Γύρω από τα λιμάνια αυτά ήταν ένα πλήθος σπίτια πυκνοχτισμένα.

Από πίσω, κυρίως στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, υπήρχαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, ακόμα και χωράφια με σιτάρι, στην κορυφή όμως του λόφου δέσποζε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άλλα μεγάλα κτίρια. Λίγο αριστερώτερα το τοπίο γινόταν πιο ομαλό. Στην όχθη βρισκόταν η πολυάνθρωπη συνοικία του Στουδίου με το ξακουστό μοναστήρι της. Από πίσω έβλεπε κανείς το απάνω μέρος των χερσαίων τειχών καθώς κατέβαιναν προς τη θάλασσα. Και έξω όμως από τα τείχη τα σπίτια των προαστείων ήταν πυκνά σε μια απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής.

Από την πλευρά του Κερατίου κόλπου η όψη της Πόλης ήταν τελείως διαφορετική. Εκεί, μπρος από τα τείχη, έβλεπε κανείς μια ακτή που, με την πάροδο των αιώνων, συνεχώς μεγάλωνε, γεμάτη προβλήτες, αποθήκες και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα εμπορικά πλοία, και λίγο πιο πέρα έβλεπε κανείς και σπίτια χτισμένα μέσα στο νερό απάνω σε πασσάλους. Από πίσω ένα πλήθος πύλες έβγαζαν στις εμπορικές συνοικίες. Εκεί δεν έβλεπε κανείς πολλή πρασινάδα. Οι πιο απότομες πλαγιές, που ανέβαιναν στην κεντρική κορυφή, ήταν γεμάτες σπίτια, εκτός από τη συνοικία του φρουρίου στην ανατολική άκρη και την ακόμα μεγαλύτερη περιοχή των Βλαχερνών, στο ακρότατο δυτικό σημείο, όπου ένα αυτοκρατορικό παλάτι και μια πολύ ιερή εκκλησία έδιναν σε όλη τη συνοικία έναν τόνο αρχοντιάς.

Στον ενδιάμεσο χώρο βρισκόταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης, τα γραφεία των πλοιοκτητών και των εξαγωγέων και τα καταστήματα των ξένων εμπόρων. Σ' αυτό το μέρος επιτρέψανε στους Ιταλούς εμπόρους να εγκατασταθούν για πρώτη φορά.

Η συνοικία με τα κομψά μαγαζιά βρισκόταν στο εσωτερικό. Ξεκινώντας από την είσοδο του παλατιού και του Ιπποδρόμου η οδός που λεγόταν Μέση, ο κυριότερος δρόμος, προχωρούσε κατά μήκος του κεντρικού λόφου σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων προς τα αριστερά. Ήταν δρόμος πλατύς με στοές και από τις δύο πλευρές, και περνούσε μέσα από δύο φόρους ή αγορές (forum) - μεγάλες εκτάσεις στολισμένες με αγάλματα - το φόρο του Κωνσταντίνου κοντά στο παλάτι και τον ακόμα μεγαλύτερο του Θεοδοσίου. Τελικά χωριζόταν σε δύο μεγάλους δρόμους, που ο ένας, περνώντας από το φόρο του Βοός και του Αρκαδίου, πήγαινε στη συνοικία του Στουδίου, στη Χρυσή Πύλη και στην πύλη των Πηγών, ενώ ο άλλος περνούσε μπρος από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και έφτανε στις Βλαχέρνες και στη Χαρισία πύλη ή πύλη του Πολυανδρίου.

Στις στοές της Μέσης ήταν τα πιο σπουδαία μαγαζιά, κατά ομάδες, ανάλογα με τα εμπορεύματα που πουλούσαν - Τα χρυσοχοεία και δίπλα τους τα αργυροχοεία, τα καταστήματα των υφασμάτων, τα επιπλοποιεία κ.ο.κ. Τα πολυτελέστερα ήταν κοντά στο παλάτι, στα λουτρά του Ζευξίππου. Εκεί ήταν τα καταστήματα των μεταξωτών, στη μεγάλη αγορά που την έλεγαν Λαμπτήρα ή Λαμπτήρων Οίκο γιατί τα παράθυρά της ήταν φωτισμένα τη νύχτα.

Ιδιαίτερη αριστοκρατική συνοικία δεν υπήρχε. Παλάτια, καλύβες και σπιτάκια ήταν όλα στριμωγμένα κοντά - κοντά. Οι πλούσιοι έχτιζαν τα σπίτια τους κατά τον παλιό ρωμαϊκό τρόπο: διώροφα, με πρόσοψη γυμνή, και με μια εσωτερική αυλή που πότε - πότε ήταν σκεπασμένη και που συνήθως την στόλιζαν με καμιά δεξαμενή, αλλά και με ό,τι άλλο εξωτικό στολίδι τους περνούσε από τη φαντασία τους. Τα φτωχότερα σπίτια είχαν μπαλκόνια ή παράθυρα, που εξείχαν πάνω από το δρόμο, και από κει οι πιο αργόσχολες νοικοκυρές παρακολουθούσαν την καθημερινή ζωή των γειτόνων τους. Οι δρόμοι αυτοί με τις κατοικίες είχαν χτιστεί κυρίως από ιδιώτες και εργολάβους, ένας νόμος όμως του Ζήνωνος προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη.

Οι δρόμοι έπρεπε να έχουν 3,60 μέτρα πλάτος, τα μπαλκόνια έπρεπε να απέχουν τουλάχιστον 3 μέτρα από τον απέναντι τοίχο και να βρίσκονται σε 4,50 μέτρα ύψος από το έδαφος. Οι εξωτερικές σκάλες απαγορεύονταν και εκεί που οι δρόμοι ήταν κιόλας χτισμένοι και ήταν στενώτεροι από 3,60 μέτρα, δεν επιτρέπανε μεγάλα παράθυρα για θέα, μονάχα δικτυωτά για αερισμό. Αυτός ο νόμος έμεινε ως το τέλος ο καταστατικός χάρτης της βυζαντινής πολεοδομίας. Υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί για τους υπονόμους, που όλοι έβγαζαν στη θάλασσα. Κανένας, εκτός από πρόσωπα αυτοκρατορικά, δεν μπορούσε να ταφεί μέσα στην Πόλη. Σε κάθε ενορία υπήρχαν υγειονομικοί υπάλληλοι που η δουλειά τους ήταν να φροντίζουν με κάθε λεπτομέρεια για τη δημοσία υγεία.

Σε αντίθεση με τους δρόμους που ήταν στενοί, υπήρχαν μεγάλα δημόσια πάρκα που τα συντηρούσε με έξοδά του ο δήμος. Το Μέγα Παλάτιον και ο περίβολός του έπιαναν ολόκληρη την νοτιοανατολική γωνία της Πόλης και τα διάφορα κτίριά του ήταν απλωμένα σε μια έκταση σχεδόν ενάμιση χιλιομέτρου. Δίπλα ήταν το παλάτι του πατριάρχη με τα παραρτήματά του και σε όλη την Πόλη υπήρχαν και πολλά άλλα αυτοκρατορικά παλάτια. Σε κάθε σχεδόν γωνία έβλεπε κανείς εκκλησίες. Υπήρχαν οι μεγάλες εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων και η Νέα του Βασιλείου Α' και πλήθος άλλες μικρότερες. Σε πολλές άπ' αυτές ήταν προσαρτημένα μοναστήρια, μέσα σε πελώριους σκυθρωπούς περιβόλους, καθώς και νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και πανδοχεία. Υπήρχαν τα κτίρια του πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, δεξαμενές, δημόσια λουτρά, και πάνω από όλα ο μεγάλος ιππόδρομος. Ένα άγαλμα της Αφροδίτης έδειχνε το μοναδικό οίκο ανοχής της Πόλης, στη συνοικία που λεγόταν Ζεύγμα, στον Κεράτιο κόλπο.

Οι κυριότεροι δρόμοι, και προπαντός οι φόροι, ήταν αληθινά μουσεία, όπου ήταν τοποθετημένα τα ωραιότερα έργα της αρχαίας γλυπτικής. Στους πρώτους αιώνες υπήρχε ένα πραγματικό μουσείο, το σπίτι του Lausus, κάηκε όμως μαζί με όλους τους θησαυρούς του το 476. Τα αγάλματα ωστόσο των δρόμων επιζήσανε ώσπου τα κατάστρεψαν ή τα έκλεψαν οι Λατίνοι σταυροφόροι.

Γύρω από την Πόλη ήταν τα προάστεια, που άλλα, όπως η Χαλκηδών και αργότερα ο ιταλικός Γαλατάς, ήταν πολυάσχολες εμπορικές πόλεις, και άλλα, όπως το Ιερόν, όπου η Θεοδώρα είχε το αγαπημένο της παλάτι, και τα χωριά του Βοσπόρου, ήταν κυρίως έξοχές όπου πήγαιναν το καλοκαίρι οι πλούσιοι. Στις Πηγές, έξω ακριβώς από τα τείχη, υπήρχε μια ονομαστή εκκλησία της Παναγίας. Στο Έβδομον, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το μίλιον, τον χιλιομετρικό δείχτη της πύλης του Μεγάλου Παλατίου, υπήρχε ένας περίφημος χώρος παρελάσεων, όπου διαδραματίστηκαν πολλά σημαντικά επεισόδια της βυζαντινής ιστορίας.

Για την εξωτερική όψη της Πόλης, την εποχή της ακμής της, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Οι φανταστικοί θόλοι και τα αετώματα και οι χρωματιστές αψίδες, που αποτελούν το φόντο στις μικρογραφίες των ιστορημένων χειρογράφων, μας δίνουν μια εικόνα πιο λαμπρή άπ' την πραγματική, γιατί οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες τις ωραιότερες δημιουργίες τους τις φύλαγαν για τα εσωτερικά. Ακόμα όμως και επί Παλαιολόγων, όταν τεράστιες εκτάσεις της Πόλης κείτονταν σε ερείπια και το ίδιο το Μέγα Παλάτιον δεν ήταν πια κατοικήσιμο, εξακολουθούσε και τότε να κάνει εντύπωση στους ταξιδιώτες η μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης.

Πηγή: e-ΙΣΤΟΡΙΑ, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Τον 5ο ήδη αιώνα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, χωρίς τα προάστειά της, πρέπει να ήταν περίπου ένα εκατομμύριο και ο αριθμός αυτός διατηρήθηκε κατά προσέγγιση ως τη λατινική κατάκτηση. Μετά τη λατινική κατάκτηση όμως άρχισε να λιγοστεύει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου το 1453 αυτοί που έμεναν δεν ήταν ούτε εκατό χιλιάδες.

Η έκταση της Πόλης ήταν πολύ πιο μεγάλη και από όσο θα δικαιολογούσε ένας τέτοιος αριθμός. Η βάση του Τριγώνου, όπου ήταν χτισμένη, είχε περίπου εφτάμιση χιλιόμετρα μήκος και εκεί, σε διπλή γραμμή, από τον Μαρμαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, εκτείνονταν τα χερσαία τείχη, που είχε χτίσει ο Θεοδόσιος Β', με τις έντεκα πύλες τους, εκ περιτροπής μια στρατιωτική και μια πολιτική. Από τις δύο άκρες τους άρχιζαν τα θαλάσσια τείχη, που το καθένα είχε δέκα περίπου χιλιόμετρα μήκος, για να συναντηθούν στην αμβλεία κορυφή του τριγώνου στο Βόσπορο.

Μέσα στα τείχη υπήρχαν διάφορες πολυάνθρωπες πόλεις και χωριά, που τα χώριζαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και κήποι. Όπως η παλιά Ρώμη έτσι και η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να υπερηφανεύεται για τους εφτά της λόφους. Οι λόφοι αυτοί ορθώνονταν απότομοι πάνω από το Βόσπορο και τον Κεράτιο κόλπο, προς τη θάλασσα όμως του Μαρμαρά οι πλαγιές ήταν πιο μαλακές και οι χώροι ανάμεσά τους πιο μεγάλοι.

Ο ταξιδιώτης που ερχόταν από τη θάλασσα, από το νότο ή από τη δύση, καθώς πλησίαζε την Πόλη, έβλεπε στο δεξί του χέρι τους θόλους και τις σκεπασμένες με κεραμίδια στοές του Μεγάλου Παλατίου, την Αγία Σοφία να υψώνεται από πίσω και κήπους να απλώνονται ως κάτω στο Βόσπορο. Ύστερα έβλεπε τον πελώριο κυρτό τοίχο, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει το νότιο άκρο του ιπποδρόμου, να υψώνεται πάνω από το κομψό λιμάνι του παλατιού, την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, και πιο χαμηλά μια συνοικία με παλάτια μικρότερα. Στα αριστερά το θαλάσσιο τείχος, με τους αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα κομμένο, και στα σημεία αυτά υπήρχαν μικρά τεχνητά λιμάνια για τα πλοία που δεν ήθελαν να κάμουν το γύρο ως τον Κεράτιο κόλπο. Γύρω από τα λιμάνια αυτά ήταν ένα πλήθος σπίτια πυκνοχτισμένα.

Από πίσω, κυρίως στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, υπήρχαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, ακόμα και χωράφια με σιτάρι, στην κορυφή όμως του λόφου δέσποζε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άλλα μεγάλα κτίρια. Λίγο αριστερώτερα το τοπίο γινόταν πιο ομαλό. Στην όχθη βρισκόταν η πολυάνθρωπη συνοικία του Στουδίου με το ξακουστό μοναστήρι της. Από πίσω έβλεπε κανείς το απάνω μέρος των χερσαίων τειχών καθώς κατέβαιναν προς τη θάλασσα. Και έξω όμως από τα τείχη τα σπίτια των προαστείων ήταν πυκνά σε μια απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής.

Από την πλευρά του Κερατίου κόλπου η όψη της Πόλης ήταν τελείως διαφορετική. Εκεί, μπρος από τα τείχη, έβλεπε κανείς μια ακτή που, με την πάροδο των αιώνων, συνεχώς μεγάλωνε, γεμάτη προβλήτες, αποθήκες και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα εμπορικά πλοία, και λίγο πιο πέρα έβλεπε κανείς και σπίτια χτισμένα μέσα στο νερό απάνω σε πασσάλους. Από πίσω ένα πλήθος πύλες έβγαζαν στις εμπορικές συνοικίες. Εκεί δεν έβλεπε κανείς πολλή πρασινάδα. Οι πιο απότομες πλαγιές, που ανέβαιναν στην κεντρική κορυφή, ήταν γεμάτες σπίτια, εκτός από τη συνοικία του φρουρίου στην ανατολική άκρη και την ακόμα μεγαλύτερη περιοχή των Βλαχερνών, στο ακρότατο δυτικό σημείο, όπου ένα αυτοκρατορικό παλάτι και μια πολύ ιερή εκκλησία έδιναν σε όλη τη συνοικία έναν τόνο αρχοντιάς.

Στον ενδιάμεσο χώρο βρισκόταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης, τα γραφεία των πλοιοκτητών και των εξαγωγέων και τα καταστήματα των ξένων εμπόρων. Σ' αυτό το μέρος επιτρέψανε στους Ιταλούς εμπόρους να εγκατασταθούν για πρώτη φορά.

Η συνοικία με τα κομψά μαγαζιά βρισκόταν στο εσωτερικό. Ξεκινώντας από την είσοδο του παλατιού και του Ιπποδρόμου η οδός που λεγόταν Μέση, ο κυριότερος δρόμος, προχωρούσε κατά μήκος του κεντρικού λόφου σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων προς τα αριστερά. Ήταν δρόμος πλατύς με στοές και από τις δύο πλευρές, και περνούσε μέσα από δύο φόρους ή αγορές (forum) - μεγάλες εκτάσεις στολισμένες με αγάλματα - το φόρο του Κωνσταντίνου κοντά στο παλάτι και τον ακόμα μεγαλύτερο του Θεοδοσίου. Τελικά χωριζόταν σε δύο μεγάλους δρόμους, που ο ένας, περνώντας από το φόρο του Βοός και του Αρκαδίου, πήγαινε στη συνοικία του Στουδίου, στη Χρυσή Πύλη και στην πύλη των Πηγών, ενώ ο άλλος περνούσε μπρος από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και έφτανε στις Βλαχέρνες και στη Χαρισία πύλη ή πύλη του Πολυανδρίου.

Στις στοές της Μέσης ήταν τα πιο σπουδαία μαγαζιά, κατά ομάδες, ανάλογα με τα εμπορεύματα που πουλούσαν - Τα χρυσοχοεία και δίπλα τους τα αργυροχοεία, τα καταστήματα των υφασμάτων, τα επιπλοποιεία κ.ο.κ. Τα πολυτελέστερα ήταν κοντά στο παλάτι, στα λουτρά του Ζευξίππου. Εκεί ήταν τα καταστήματα των μεταξωτών, στη μεγάλη αγορά που την έλεγαν Λαμπτήρα ή Λαμπτήρων Οίκο γιατί τα παράθυρά της ήταν φωτισμένα τη νύχτα.

Ιδιαίτερη αριστοκρατική συνοικία δεν υπήρχε. Παλάτια, καλύβες και σπιτάκια ήταν όλα στριμωγμένα κοντά - κοντά. Οι πλούσιοι έχτιζαν τα σπίτια τους κατά τον παλιό ρωμαϊκό τρόπο: διώροφα, με πρόσοψη γυμνή, και με μια εσωτερική αυλή που πότε - πότε ήταν σκεπασμένη και που συνήθως την στόλιζαν με καμιά δεξαμενή, αλλά και με ό,τι άλλο εξωτικό στολίδι τους περνούσε από τη φαντασία τους. Τα φτωχότερα σπίτια είχαν μπαλκόνια ή παράθυρα, που εξείχαν πάνω από το δρόμο, και από κει οι πιο αργόσχολες νοικοκυρές παρακολουθούσαν την καθημερινή ζωή των γειτόνων τους. Οι δρόμοι αυτοί με τις κατοικίες είχαν χτιστεί κυρίως από ιδιώτες και εργολάβους, ένας νόμος όμως του Ζήνωνος προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη.

Οι δρόμοι έπρεπε να έχουν 3,60 μέτρα πλάτος, τα μπαλκόνια έπρεπε να απέχουν τουλάχιστον 3 μέτρα από τον απέναντι τοίχο και να βρίσκονται σε 4,50 μέτρα ύψος από το έδαφος. Οι εξωτερικές σκάλες απαγορεύονταν και εκεί που οι δρόμοι ήταν κιόλας χτισμένοι και ήταν στενώτεροι από 3,60 μέτρα, δεν επιτρέπανε μεγάλα παράθυρα για θέα, μονάχα δικτυωτά για αερισμό. Αυτός ο νόμος έμεινε ως το τέλος ο καταστατικός χάρτης της βυζαντινής πολεοδομίας. Υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί για τους υπονόμους, που όλοι έβγαζαν στη θάλασσα. Κανένας, εκτός από πρόσωπα αυτοκρατορικά, δεν μπορούσε να ταφεί μέσα στην Πόλη. Σε κάθε ενορία υπήρχαν υγειονομικοί υπάλληλοι που η δουλειά τους ήταν να φροντίζουν με κάθε λεπτομέρεια για τη δημοσία υγεία.

Σε αντίθεση με τους δρόμους που ήταν στενοί, υπήρχαν μεγάλα δημόσια πάρκα που τα συντηρούσε με έξοδά του ο δήμος. Το Μέγα Παλάτιον και ο περίβολός του έπιαναν ολόκληρη την νοτιοανατολική γωνία της Πόλης και τα διάφορα κτίριά του ήταν απλωμένα σε μια έκταση σχεδόν ενάμιση χιλιομέτρου. Δίπλα ήταν το παλάτι του πατριάρχη με τα παραρτήματά του και σε όλη την Πόλη υπήρχαν και πολλά άλλα αυτοκρατορικά παλάτια. Σε κάθε σχεδόν γωνία έβλεπε κανείς εκκλησίες. Υπήρχαν οι μεγάλες εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων και η Νέα του Βασιλείου Α' και πλήθος άλλες μικρότερες. Σε πολλές άπ' αυτές ήταν προσαρτημένα μοναστήρια, μέσα σε πελώριους σκυθρωπούς περιβόλους, καθώς και νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και πανδοχεία. Υπήρχαν τα κτίρια του πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, δεξαμενές, δημόσια λουτρά, και πάνω από όλα ο μεγάλος ιππόδρομος. Ένα άγαλμα της Αφροδίτης έδειχνε το μοναδικό οίκο ανοχής της Πόλης, στη συνοικία που λεγόταν Ζεύγμα, στον Κεράτιο κόλπο.

Οι κυριότεροι δρόμοι, και προπαντός οι φόροι, ήταν αληθινά μουσεία, όπου ήταν τοποθετημένα τα ωραιότερα έργα της αρχαίας γλυπτικής. Στους πρώτους αιώνες υπήρχε ένα πραγματικό μουσείο, το σπίτι του Lausus, κάηκε όμως μαζί με όλους τους θησαυρούς του το 476. Τα αγάλματα ωστόσο των δρόμων επιζήσανε ώσπου τα κατάστρεψαν ή τα έκλεψαν οι Λατίνοι σταυροφόροι.

Γύρω από την Πόλη ήταν τα προάστεια, που άλλα, όπως η Χαλκηδών και αργότερα ο ιταλικός Γαλατάς, ήταν πολυάσχολες εμπορικές πόλεις, και άλλα, όπως το Ιερόν, όπου η Θεοδώρα είχε το αγαπημένο της παλάτι, και τα χωριά του Βοσπόρου, ήταν κυρίως έξοχές όπου πήγαιναν το καλοκαίρι οι πλούσιοι. Στις Πηγές, έξω ακριβώς από τα τείχη, υπήρχε μια ονομαστή εκκλησία της Παναγίας. Στο Έβδομον, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το μίλιον, τον χιλιομετρικό δείχτη της πύλης του Μεγάλου Παλατίου, υπήρχε ένας περίφημος χώρος παρελάσεων, όπου διαδραματίστηκαν πολλά σημαντικά επεισόδια της βυζαντινής ιστορίας.

Για την εξωτερική όψη της Πόλης, την εποχή της ακμής της, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Οι φανταστικοί θόλοι και τα αετώματα και οι χρωματιστές αψίδες, που αποτελούν το φόντο στις μικρογραφίες των ιστορημένων χειρογράφων, μας δίνουν μια εικόνα πιο λαμπρή άπ' την πραγματική, γιατί οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες τις ωραιότερες δημιουργίες τους τις φύλαγαν για τα εσωτερικά. Ακόμα όμως και επί Παλαιολόγων, όταν τεράστιες εκτάσεις της Πόλης κείτονταν σε ερείπια και το ίδιο το Μέγα Παλάτιον δεν ήταν πια κατοικήσιμο, εξακολουθούσε και τότε να κάνει εντύπωση στους ταξιδιώτες η μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης.

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα e-ΙΣΤΟΡΙΑ

alwsh ths kwnstantinoypolhs 01

Από την εποχή του χαλίφη Ομάρ και των πρώτων μεγάλων κατακτήσεων για την πίστη, η ισλαμική παράδοση έχει καθορίσει το είδος της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στους κατακτημένους λαούς. Εάν μια πόλη ή περιοχή παραδίνεται στον κατακτητή με τη θέλησή της δεν πρέπει να λεηλατείται, αν και ίσως χρειαστεί να καταβάλει μια αποζημίωση. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι κάτοικοί της μπορούν να διατηρήσουν τους τόπους λατρείας τους, υποκείμενοι σε συγκεκριμένους κανονισμούς σχετικά με τα ίδια τα κτίρια. Ακόμη και αν η συνθηκολόγηση οφείλεται σε αναπότρεπτη ανάγκη, επειδή η άμυνα δεν μπορεί να αντέξει άλλο, ο κανόνας εξακολουθεί να θεωρείται ότι ισχύει, αν και ο κατακτητής τώρα μπορεί να επιμείνει σε σκληρότερους όρους, επιβάλλοντας βαρύτερα πρόστιμα και απαιτώντας την τιμωρία των πιο αμετανόητων εχθρών του.

Όταν όμως μια πόλη καταληφθεί εξ εφόδου, οι κάτοικοι της δεν έχουν δικαιώματα. Στο στρατό των κατακτητών δίνεται το δικαίωμα τριών ημερών απεριόριστης λαφυραγωγίας, και οι πρώην τόποι λατρείας, μαζί με κάθε άλλο κτίριο, καθίστανται περιουσία του κατακτητή ηγέτη, που μπορεί να τα διαθέσει όπως θέλει.

Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Μετά τη διάσπαση των τειχών από τα πρώτα στρατεύματά του επέμεινε σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία. Τα συντάγματα βάδιζαν μέσα το ένα μετά το άλλο, με τη μουσική να παίζει και τις σημαίες να κυματίζουν. Μόλις όμως βρίσκονταν μέσα στην πόλη, όλοι συμμετείχαν στο άγριο κυνήγι της λείας. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα.Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια στους κατηφορικούς δρόμους από τα υψώματα της Πέτρας προς τον Κεράτιο. Αλλά σύντομα η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους προσπόριζαν μεγαλύτερο κέρδος.

 Από τους στρατιώτες που πέρασαν μέσα από το φράχτη ή από την Κερκόπορτα πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Κατέβαλαν τη βενετική φρουρά του και άρχισαν να αρπάζουν όλους τους θησαυρούς του, καίγοντας βιβλία και εικόνες μόλις αποσπούσαν τα καλύμματα και τα πλαίσια με τα κοσμήματα, και σπάζοντας τα ψηφιδωτά και τα μάρμαρα στους τοίχους. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη, τον Άγιο Γεώργιο κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωμένη εκκλησία της μονής του Σωτήρα στη Χώρα, για να τις απογυμνώσουν από τα άφθονα καλύμματά τους, τα άμφια και ότι άλλο ήταν δυνατό να αφαιρεθεί από αυτές.

Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Θεομήτορος, της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς.Την είχαν μεταφέρει εκεί από την εκκλησία της πλάι στο παλάτι στην αρχή της πολιορκίας, ώστε η ευεργετική της παρουσία να είναι διαθέσιμη για να εμπνέει τους αμυνόμενους επάνω στα τείχη.Την έβγαλαν από τη βάση της και την έσπασαν σε τέσσερα κομμάτια.Έπειτα άλλοι από τους στρατιώτες έσπευσαν να μπουν στα κοντινά σπίτια, άλλοι προς τις αγορές και τα μεγάλα κτίρια στην ανατολική απόληξη της πόλης. Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά μήκος των τειχών.Σύντομα μερικοί από αυτούς συνάντησαν μια συγκινητική λιτανεία γυναικών που πήγαιναν προς την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, για να προσευχηθούν για την προστασία της αυτή την ημέρα, της γιορτής της. Οι γυναίκες περικυκλώθηκαν και μοιράστηκαν από τους άνδρες που τις συνέλαβαν, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν για να λεηλατήσουν την ανθοστόλιστη εκκλησία και να πιάσουν τους πιστούς εκεί.

Άλλοι ανέβηκαν στο λόφο για να συνενωθούν με τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη στην απογύμνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των μοναστικών κτισμάτων που ήταν προσαρτημένα σ' αυτό, όπως και της γειτονικής εκκλησίας του Παντεπόπτη. Άλλοι, που είχαν μπει από την Ωραία Πύλη, σταμάτησαν για να λεηλατήσουν τη συνοικία της αγοράς προτού ανεβούν στο λόφο προς τον Ιππόδρομο και την ακρόπολη. Στο μεταξύ οι ναύτες από τα πλοία στην Προποντίδα είχαν ανοίξει δρόμο μέσα από το παλιό Ιερό Παλάτιο. Οι διάδρομοί του ήταν εγκαταλελειμένοι και μισοερειπωμένοι, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν λαμπρές εκκλησίες εκεί, όπως η Νέα Βασιλική την οποία είχε κτίσει ο Βασίλειος Α' περίπου πέντε αιώνες νωρίτερα. Λεηλατήθηκαν όλες εντελώς. Έπειτα οι ναύτες και από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη συνέκλιναν στη μεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, τη μητρόπολη της Αγίας Σοφίας.

Η εκκλησία εξακολουθούσε να είναι γεμάτη με κόσμο. Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και έψαλλαν τη λειτουργία του Όρθρου. Με τους θορύβους της φασαρίας απέξω οι τεράστιες μπρούντζινες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασμα προσευχόταν για το θαύμα που μόνο αυτό μπορούσε να τους σώσει. Προσεύχονταν μάταια. Δεν πέρασε πολλή ώρα προτού γκρεμιστούν οι πόρτες από τα σφυροκοπήματα. Οι πιστοί είχαν παγιδευτεί. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επιτόπου, αλλά οι περισσότεροι δέθηκαν ή αλυσοδέθηκαν μαζί. Τα πέπλα και τα μαντήλια των γυναικών σκίστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως σχοινιά. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους και πολλοί από τους πιο πλούσια ντυμένους ευγενείς σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι' αυτούς. Σύντομα μια μακριά πομπή από αταίριαστες μικροομάδες ανδρών και γυναικών δεμένων σφιχτά μεταξύ τους συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών, για να γίνουν εκεί για μία ακόμη φορά αντικείμενα φιλονικιών. Οι ιερείς συνέχισαν να ψάλλουν στο Ιερό μέχρις ότου συνελήφθησαν και εκείνοι. Αλλά την τελευταία στιγμή, έτσι πίστευαν οι πιστοί, μερικοί από αυτούς άρπαξαν τα πιο ιερά σκεύη και κινήθηκαν προς το νότιο τοίχο του Ιερού. Εκείνος άνοιξε γι' αυτούς και έκλεισε πίσω τους, και εκεί θα παραμείνουν μέχρις ότου το ιερό κτίριο ξαναγίνει πάλι εκκλησία.

Η λεηλασία συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια παραβιάστηκαν και οι κάτοικοι τους συνελήφθησαν. Μερικές από τις νεώτερες καλόγριες προτίμησαν το μαρτύριο από την ατίμωση και ρίχτηκαν σε πηγάδια, αλλά οι μοναχοί και οι πιο ηλικιωμένες καλόγριες συμμορφώθηκαν τώρα με την παλιά παράδοση παθητικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν προέβαλαν αντίσταση. Τα ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά. Κάθε ομάδα λεηλασίας άφηνε στην είσοδο μια μικρή σημαία για να δείχνει πότε ένα σπίτι είχε εκκενωθεί εντελώς. Οι ένοικοι μεταφέρονταν μαζί με τα υπάρχοντά τους.Όποιος κατέρρεε από αδυναμία σφαζόταν, μαζί με έναν αριθμό παιδιών που θεωρήθηκε ότι δεν είχαν αξία. Γενικά όμως τώρα δεν θυσίαζαν τις ζωές των αιχμαλώτων. Υπήρχαν ακόμη σπουδαίες βιβλιοθήκες στην πόλη, μερικές κοσμικές και πολύ περισσότερες σε μοναστήρια. Τα περισσότερα βιβλία κάηκαν, υπήρξαν όμως Τούρκοι αρκετά οξυδερκείς για να αντιληφθούν ότι αποτελούσαν αντικείμενα με εμπορική αξία και διέσωσαν έναν αριθμό ο οποίος αργότερα πουλήθηκε για λίγα νομίσματα σε όποιον ενδιαφερόταν.

Στις εκκλησίες γίνονταν σκηνές αίσχους. Πολλοί εσταυρωμένοι με πολύτιμες πέτρες μεταφέρθηκαν με τουρκικά σαρίκια να τους περιβάλλουν έκλυτα. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές.  Το βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να λεηλατηθούν και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε όταν ο σουλτάνος κήρυξε ότι η λεηλασία έπρεπε πια να σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν πολλά για να τους κρατούν απασχολημένους για τις επόμενες δύο ημέρες, με το να μοιράζονται τη λεία και να μετρούν τους αιχμαλώτους. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι υπήρχαν περίπου πενήντα χιλιάδες από αυτούς, από τους οποίους μόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Ο υπόλοιπος χριστιανικός στρατός είχε χαθεί, με εξαίρεση τους λίγους άνδρες που είχαν ξεφύγει δια θαλάσσης. Οι νεκροί, συμπεριλαμβανομένων των αμάχων θυμάτων της σφαγής, λέγεται ότι έφθαναν τους τέσσερις χιλιάδες.

Ο ίδιος ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους εκλεκτότερους γενίτσαρους της φρουράς του και ακολουθούμενος από τους υπουργούς του προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του ως πράξη ταπεινοφροσύνης προς το Θεό του. Μπήκε στην εκκλησία και έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. Έπειτα, καθώς προχωρούσε προς το Ιερό, παρατήρησε έναν Τούρκο στρατιώτη που προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι από το μαρμάρινο δάπεδο. Γύρισε σ' αυτόν θυμωμένα και του είπε ότι στην άδεια για λεηλασία δεν συμπεριλαμβανόταν η καταστροφή των κτιρίων. Αυτά τα κρατούσε για τον εαυτό του. Υπήρχαν ακόμη μερικοί Έλληνες που κρύβονταν σε γωνίες και τους οποίους οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη δέσει για να τους πάρουν. Διέταξε να τους αφήσουν να πάνε στα σπίτια τους με την ησυχία τους. Έπειτα βγήκαν μερικοί ιερείς από τα μυστικά περάσματα πίσω από το Ιερό και ζήτησαν το έλεός του. Κι αυτούς τους απομάκρυνε υπό προστασία. Επέμεινε όμως ότι η εκκλησία θα έπρεπε να μετατραπεί αμέσως σε τζαμί. Ένας από τους ουλεμάδες του ανέβηκε στον άμβωνα και προσκύνησε το νικηφόρο Θεό του.

Φεύγοντας από τη μητρόπολη ο σουλτάνος πήγε στην απέναντι πλευρά της πλατείας, στο παλιό Ιερό Παλάτιο. Καθώς περνούσε από τους μισοερειπωμένους διαδρόμους και τις αίθουσές του λέγεται ότι μουρμούρισε τα λόγια ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τις κουρτίνες στο παλάτι των Καισάρων, η κουκουβάγια κρώζει στις περιπόλους, στους πύργους του Αφρασιάμπ».  Με την περιοδεία του σουλτάνου μέσα από την πόλη η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεσθεί από λάφυρα και η στρατονομία του μερίμνησε ώστε οι άνδρες να επιστρέψουν στους καταυλισμούς τους. Ο ίδιος επέστρεψε στο στρατόπεδό του μέσα από έρημους δρόμους.

Την επομένη διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιόν του όλα τα λάφυρα και από αυτά διάλεξε το ποσοστό που εδικαιούτο ως αρχηγός. Μερίμνησε να δοθεί επίσης ένα δίκαιο μερίδιο στους στρατιώτες του τα καθήκοντα των οποίων δεν τους είχαν επιτρέψει να λάβουν μέρος στη λεηλασία. Για τον εαυτό του κράτησε όλα τα αιχμάλωτα μέλη των μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου και όσους από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους είχαν διαφύγει από τη σφαγή. Απελευθέρωσε αμέσως τις περισσότερες από τις ευγενείς αρχόντισσες, παρέχοντας σε πολλές από αυτές χρήματα ώστε να μπορέσουν να απελευθερώσουν τις οικογένειές τους. Αλλά κράτησε τους πιο όμορφους από τους νεαρούς γιους και τις κόρες τους για το σεράι του. Σε πολλούς άλλους νέους δόθηκε ελευθερία και αξιώματα στο στρατό του, υπό τον όρο ότι θα αποκήρυσσαν τη θρησκεία τους. Μερικοί από αυτούς αποστάτησαν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος προτίμησε να δεχθεί την ποινή για την πίστη στο Χριστό.

Μεταξύ των Ελλήνων αιχμαλώτων ανακάλυψε το Λουκά Νοταρά, το Μέγα Δούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος από τους δεσμώτες τους και τους δέχθηκε ευγενικά, απελευθερώνοντας το Μέγα Δούκα και δύο ή τρεις άλλους. Πολλοί όμως από τους άλλους αξιωματούχους του Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέμειναν στην αιχμαλωσία. Στους Ιταλούς αιχμαλώτους δεν επιδείχθηκε παρόμοιος οίκτος. Ο Μινόττο, ο Βενετός βάιλος, θανατώθηκε μαζί με έναν από τους γιους του και επτά από τους κυριότερους συμπατριώτες του. Μεταξύ τους ήταν ο Καταρίνο Κονταρίνι, ο οποίος είχε ήδη εξαγοραστεί από τα στρατεύματα του Ζαγανός πασά, αλλά ο οποίος συνελήφθη και πάλι και ζητήθηκαν άλλες επτά χιλιάδες χρυσά νομίσματα για την απελευθέρωσή του. Αυτό ήταν ένα ποσό το οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει κανείς από τους φίλους του. Ο Καταλανός πρόξενος, ο Περέ Χούλια, επίσης εκτελέστηκε, μαζί με πέντε ή έξι συμπατριώτες του. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος είχε αιχμαλωτιστεί, αλλά δεν αναγνωρίστηκε και σύντομα εξαγοράστηκε από εμπόρους του Πέραν οι οποίοι είχαν σπεύσει στο τουρκικό στρατόπεδο για να σώσουν Γενοβέζους συμπατριώτες τους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν ακόμη πιο τυχερός. Είχε πετάξει τα εκκλησιαστικά του άμφια, δίνοντάς τα σε ένα ζητιάνο και φορώντας αντί γι' αυτά τα ράκη του ζητιάνου. Ο ζητιάνος συνελήφθη και θανατώθηκε, και το κεφάλι του επιδεικνυόταν ως το κεφάλι του καρδιναλίου, ενώ ο Ισίδωρος πουλήθηκε για ένα μηδαμινό ποσό σε έναν έμπορο του Πέραν που τον είχε αναγνωρίσει. Ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν είχε επίσης προσπαθήσει να διαφύγει μεταμφιεσμένος. Είχε δανειστεί το ράσο ενός Έλληνα μοναχού, ελπίζοντας ότι η τέλεια γνώση του των Ελληνικών θα τον γλίτωνε από υποψίες. Αλλά αιχμαλωτίστηκε, προδόθηκε από ένα συγκρατούμενό του και αποκεφαλίστηκε επιτόπου. Η γενοβέζικη γαλέρα στην οποία είχε μεταφερθεί ο τραυματισμένος Τζουστινιάνι ήταν μία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο. Ο Τζουστινιάνι αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε εκεί μία ή δύο ημέρες αργότερα. Για τους οπαδούς του παρέμεινε ήρωας, αλλά οι Έλληνες και οι Βενετοί, όσο και αν είχαν θαυμάσει πολύ την ενεργητικότητα, τη γενναιότητα και την ηγεσία του σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, θεώρησαν ότι στο τέλος είχε φανεί λιποτάκτης. Θα έπρεπε να είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον πόνο και το θάνατο παρά να διακινδυνεύσει την ολοκληρωτική κατάρρευση της άμυνας με τη φυγή του. Πολλοί, ακόμη και μεταξύ των Γενοβέζων, αισθάνονταν ντροπή γι' αυτόν. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος τον κατηγόρησε σφοδρά για τον άκαιρο τρόμο του.

Η τύχη των Ελλήνων αιχμαλώτων ποίκιλε. Μετά από τρεις ημέρες, όταν η επίσημη περίοδος της λεηλασίας είχε τελειώσει, ο σουλτάνος εξέδωσε μία προκήρυξη που έλεγε ότι όσοι Έλληνες είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία ή είχαν εξαγοραστεί μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, όπου η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμεναν πλέον ανενόχλητα. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί από αυτούς, ούτε πολλά από τα σπίτια τους ήταν κατοικήσιμα. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ έστειλε τετρακόσια Ελληνόπουλα ως δώρα σε καθέναν από τους τρεις κυριότερους μωαμεθανούς δυνάστες της εποχής, το σουλτάνο της Αιγύπτου, το βασιλιά της Τυνησίας και το βασιλιά της Γρανάδας.

Πολλές ελληνικές οικογένειες δεν επρόκειτο να ξαναενωθούν. Ο Ματθαίος Καμαριώτης, στο θρήνο του για την πόλη, αφηγείται την απεγνωσμένη έρευνα που έκαναν αυτός και οι φίλοι του για να βρουν τους συγγενείς τους. Ο ίδιος έχασε γιους και αδελφούς. Για μερικούς έμαθε αργότερα ότι είχαν σκοτωθεί. Άλλοι απλά εξαφανίστηκαν, ενώ ένοιωσε τη ντροπή της ανακάλυψης ότι ο ανιψιός του είχε επιζήσει αποκηρύσσοντας την πίστη του.Η καλοσύνη που είχε δείξει ο Μωάμεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα είχε μικρή διάρκεια. Είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Λουκά Νοταρά κυβερνήτη της κατακτημένης πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγματική του πρόθεση, σύντομα άλλαξε γνώμη. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία, και κάποιοι σύμβουλοι τον προειδοποίησαν να μην εμπιστεύεται το Μέγα Δούκα. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιμασία. Πέντε ημέρες μετά την άλωση της πόλης παρέθεσε ένα συμπόσιο.Στη διάρκειά του, όταν είχε βαρύνει για τα καλά από το κρασί, κάποιος του ψιθύρισε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά ήταν ένα παιδί με εξαιρετική ομορφιά. Αμέσως ο σουλτάνος έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του Μέγα Δούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του. Ο Νοταράς, του οποίου οι δύο μεγαλύτεροι γιοι είχαν σκοτωθεί μαχόμενοι, αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε μια τέτοια τύχη.Στη συνέχεια στάλθηκε η αστυνομία να φέρει το Νοταρά με το γιο του και το νεαρό γαμπρό του, το γιο του Μεγάλου Δομέστιχου Ανδρόνικου Καντακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο, δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια. Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, μήπως το θέαμα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν. Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιμό του στο δήμιο. Την επομένη συνελήφθησαν άλλοι εννέα Έλληνες ευγενείς και στάλθηκαν στο ικρίωμα. Αργότερα λέγεται ότι ο σουλτάνος μετάνιωσε για τους θανάτους τους και ότι τιμώρησε τους συμβούλους που είχαν εγείρει τις υποψίες του. Είναι όμως πιθανό ότι η μετάνοιά του ήταν επίτηδες καθυστερημένη. Είχε αποφασίσει να εξοντώσει τους κυριότερους κοσμικούς αξιωματούχους της παλαιάς αυτοκρατορίας .  Οι γυναίκες τους περιέπεσαν και πάλι στην αιχμαλωσία και αποτέλεσαν τμήμα της μακράς πομπής των αιχμαλώτων που συνόδευσε την Αυλή κατά την επιστροφή της στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ' οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ήταν από αυτοκρατορική γενιά και η σπουδαιότερη δέσποινα στο Βυζάντιο μετά το θάνατο της βασιλομήτορος, ενώ απολάμβανε βαθύτατου σεβασμού ακόμη και από τους αντιπάλους του άνδρα της για την αξιοπρέπεια και τη φιλανθρωπία της. Μία από τις κόρες της, η Άννα, είχε ήδη διαφύγει στην Ιταλία με μερικούς από τους θησαυρούς της οικογένειας.

Ο Φραντζής, του οποίου το μίσος για το Μέγα Δούκα δεν είχε κατευναστεί ούτε από τις αμοιβαίες δυστυχίες τους και ο οποίος παρέθεσε μια πικρόχολη, σκληρή και αναληθή περιγραφή του θανάτου του, χρειάστηκε να υποστεί ο ίδιος μια παρόμοια τραγωδία. Ήταν σκλάβος επί δεκαοκτώ μήνες στο υπηρετικό προσωπικό του επικεφαλής των αλόγων του σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του. Τα δύο παιδιά του όμως, και τα δύο βαφτισμένα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, κλείστηκαν στο σεράι του σουλτάνου. Το κορίτσι, η Θάμαρ, πέθανε εκεί σε παιδική ηλικία, ενώ το αγόρι θανατώθηκε από το σουλτάνο επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις ακόλαστες επιθυμίες του.


Πηγή: (Steven Runciman, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453, Μετάφραση – Επιμέλεια Νίκος Νικολούδης), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

dikefalos aetos 02


«Στίς 29 Μαΐου 1453, ἕνας πολιτισμός σαρώθηκε ἀμετάκλητα. Εἶχε ἀφήσει μία ἔνδοξη κληρονομιά στά Γράμ­ματα καί στήν Τέχνη. Εἶχε βγάλει χῶρες ὁλόκληρες ἀπό τή βαρβαρότητα καί εἶχε δώσει σέ ἄλλες τήν ἐκλέπτυνση τῶν ἠ­θῶν. Γιά 11 αἰῶνες ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν τό κέντρο ἑνός κόσμου φωτός», ἀποφαίνεται ἐπιγραμματικά ὁ κορυφαῖ­ος ἄγγλος βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μνήμης τῆς ἁ­λώσεως ἀξίζει νά θυμηθοῦμε μέ ἁδρές πινελιές τί ὄντως προσέφερε τό Βυζάντιο στόν παγκόσμιο πολιτισμό.

Καταρχήν ἡ Ρωμανία -τό 1562 ἐφευρέθηκε ὁ ὅρος Βυζάντιο ἀπό τόν Ἰερεμία Βόλφ- διέσωσε τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τήν πολιτιστική κληρονομιά. Χρησιμοποιώντας τήν Ἑλληνική ἔδωσε στόν κόσμο ἕνα πλῆρες καί ἀκριβές ὄργανο ἐπικοινωνίας, κατάλληλο νά ἐκφράσει καί τίς πιό λεπτές ἰδέες. Ἡ Πόλη ὑπῆρξε ὁ ἱερός φύλακας τοῦ παλαιοῦ θησαυροῦ, τό μεγάλο κέντρο τῆς ἐκπολιτιστικῆς δημιουργίας, πού ἐμψύχωσε τήν κληρονομιά τῆς ἀρχαιότητας μέ τή νέα πνοή τοῦ χριστιανισμοῦ καί ἔδωσε νέα ὤθηση, καθώς ἀποτέλεσε δυναμογόνο κοίτασμα γιά τόν πολιτισμό.

Ὁ μητροπολίτης Καισαρείας Ἀρέθας φρόντισε νά ἀντιγραφοῦν ὀρθά καί νά διασωθοῦν πολλά ἔργα τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων. Τό παράδειγμά του βρῆκε πολλούς μιμητές. Στά πε­ρισ­σότερα μοναστήρια τοῦ Βυζαντίου ὑ­πῆρχαν ἐπιτελεῖα καλλιγράφων μονα­χῶν, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς ἀντέγραφαν ἀρ­χαῖα συγγράμματα σέ παπύρους καί περγαμηνές. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν χάθη­κε ὁ πνευματικός θησαυρός τῶν ἀρ­χαί­ων προγόνων. Τό 75% περίπου τῶν γνω­στῶν σήμερα ἀρχαίων ἑλλήνων συγ­γραφέων μᾶς ἔγινε γνωστό μέσῳ βυζαντινῶν χειρογράφων.

Ἀλλά ἡ Ρωμανία δέν ἦταν ἁπλός θεματοφύλακας· ἦταν διαμορφωτής καί δημιουργός. Ποιητές καί ἱστορικοί, φιλόσοφοι καί ρήτορες στή Βασιλεύουσα, «τόν προμαχώνα τοῦ πολιτισμοῦ», βρῆ­καν ἄσυλο. Ἡ Θεολογία, ἡ Φιλοσοφία, τό Δίκαιο, ἡ Ποίηση, ἡ Ὑμνογραφία καί ἄλ­λες ἐπιστῆμες γνώρισαν καταπληκτική ἄνθηση. Ρωμανός ὁ Μελωδός, Ἰ­ωάννης Δαμασκηνός, Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, Ἀνδρέας Κρήτης, Παῦλος Σιλεντιάριος, Μιχαήλ Ἰταλικός καί ἄλ­λοι ἀκόμη μέ τήν ἄνωθεν φώτιση χάρισαν στή βυζαντινή ποίηση ἀπαρά­μιλ­λους στίχους. Γιά τή μεγαλόπνοη τέ­χνη γενικά αὐτῆς τῆς περιόδου ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν δήλωνε μέ θαυμασμό: «Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό Βυζάντιο δέν εἶχε τέχνη... Η βυζαντινή τέχνη ἦταν ἀ­πό τίς μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως.
Κανένας ἀρχαῖος Ἕλληνας δέ θά μποροῦσε νά χτίσει τήν Ἁγία Σοφία, αὐ­τό ἀπαιτοῦσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, ξέρετε, ὑποστηρίζουν ὅ­τι ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι στατική. Δέν ἦταν καθόλου στατική, ἀλλά ἦταν μία σχολή τέχνης ἀπό τίς σημαντικότερες στόν κό­σμο, πού ὅσο περνᾶ ὁ καιρός ἐ­κτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο, κι ὅσοι ἕλ­ληνες διανοούμενοι σᾶς λένε ὅτι τό Βυζάντιο δέ δημιούργησε τίποτε, εἶναι τυφλοί».

Ἀναπτύχθηκαν ἐπίσης μεγάλα μοναστικά κέντρα, ἐμφανίσθηκαν μεγάλες μορφές ἁγίων Πατέρων. Τό Βυζάντιο ὑ­πῆρξε ὁ κυριότερος ἐκπολιτιστικός παράγων τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ ἱεραπό­στολοι μέ ἀπίστευτο ἡρωισμό καί αὐταπάρνηση ἐξορμοῦσαν ἀπό τίς ἐρήμους τῆς Σιβηρίας μέχρι τίς ἐσχατιές τῆς Αἰ­θιοπίας καί ἐξημέρωναν τούς λαούς μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπό τήν Ἰρλανδία μέχρι τήν Κίνα ἐντοπίζουμε ἐπιδράσεις τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Καί εἶναι γνωστό ὅτι τό Βυζάντιο δημιούργησε τή γλῶσσα καί τή φιλολογία τῶν σλαβικῶν λαῶν.

Ἐπίσης κατά τή βυζαντινή περίοδο τά μαθηματικά, ἡ ἀστρονομία, ἡ ἰατρική, ἡ βοτανολογία, ἡ ζωολογία παρουσιάζουν ἰδιαίτερη ἄνθηση. Ὁ φιλόσοφος Λέ­ων, ὁ Γεώργιος Παχυμέρης, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς προσέφεραν ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στίς φυσικομαθηματικές ἐπιστῆμες. Ὁ Ὀρει­βά­σιος τελειοποίησε τήν ἱπποκρατική ἰα­τρική. Ὁ Ἀέτιος ὁ Ἀμιδηνός, ὁ Ἀλέξανδρος ἀπό τίς Τράλλεις, ὁ Θεόφιλος ὁ πρωτοσπαθάριος συνέβαλαν τά μέγιστα στόν τομέα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Ἡ χειρουργική πρακτική ἔφτασε σέ μεγάλο βαθμό αὐτοτέλειας, ἐνῶ μέ ἐντυπωσι­ακό τρόπο οἱ γιατροί καταγίνονταν μέ θέματα παθολογίας καί θεραπευτικῆς.

Ἀναπτύχθηκε ἐπίσης ὑψηλή κοινωνική πρόνοια καί φιλανθρωπία γιά πρώτη φορά μέ ὀργανωμένη μορφή. Μέ τή στοργική φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας ἱδρύθηκαν νοσοκομεῖα μέ ἀποκορύφω­μα τό περίφημο ἵδρυμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἰω­άννη Β΄ Κομνηνοῦ στό συγκρότημα τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Διέθετε συνολι­κά 50 κρεβάτια, κλινικές εἰδικοτήτων, ὅπως χειρουργική, ὀφθαλμολογική, γυναικολογική, ἐξωτερικά ἰατρεῖα καί φαρμακεῖο.

Σέ κάθε μικρό ἤ μεγάλο βυζαντινό μοναστήρι ἔβρισκαν καταφύγιο καί περίθαλψη οἱ ταξιδιῶτες, οἱ πτωχοί καί οἱ ἄρρωστοι. Σέ ὅλες τίς πόλεις τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ὑπῆρχαν νοσοκομεῖα, πού φρόντιζαν γιά τήν ἀνακούφιση καί τή θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό ἐπάγγελμα, ἐθνότητα ἤ φύλο. Ἱδρύματα γιά πτωχούς γέρους, λεπρούς, τυφλούς, ὀρφανά, χῆρες, πρόσφυγες, ναυ­αγούς καί ὁδοιπόρους ὑπῆρχαν σέ ὅλα τά σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας, στίς πόλεις, στήν ὕ­παιθρο καί κυρί­ως μέσα στά μοναστήρια. Κάθε πόλη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας εἶχε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ πλη­θυσμοῦ τά ἀπαραίτητα εὐαγῆ ἱδρύματα καί τούς γιατρούς της.

Ἀκόμη καί σέ δύσκολες ἱστορικές συν­θῆκες, ὅ­πως μετά τήν ἅλωση ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, ἐνῶ ἡ αὐτοκρατορία ἔφθινε καί κατέρρεε πολιτικά, οἰ­κονομικά καί στρατιωτικά, παρουσιάσθηκε ἕνας ἀξιοσημείωτος πνευματικός δυναμισμός μέ θαυμαστές ἀναλαμπές σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ πολιτισμοῦ, γνωστός ὡς «Παλαιολόγεια Ἀναγέννηση».
Χαρακτηριστικότερη καί δυναμικότερη παρουσία ὑπῆρξε ὁ Ἡσυχασμός τοῦ ΙΔ' αἰώνα μέ κύριο ἐκπρόσωπό του τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.

Ἄς σταθοῦμε καί σέ μία ἄλλη παράμετρο: Πόσοι στήν Εὐρώπη ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ρωμανία λειτούργησε ὡς ἀσπίδα καί ὀχυρό γιά τούς ἐξ ἀνατολῶν ἐπίβουλους, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Δύση νά ἐφησυχάζει, νά ὀργανώνεται, νά ἐκπολιτίζεται; Οὗννοι (5ος αἰώ­νας), Σλάβοι (6ος), Πέρσες, Ἄβαροι, Ἄραβες (7ος), Κου­μάνοι, Πετσενέγοι, Σελτζοῦκοι (8ος-10ος), Ὀ­θωμανοί (15ος) δοκίμασαν νά πλήξουν τή δύναμή της καί νά μεταβάλουν -«εἰς μάτην»- τά σύνορα τῆς Εὐρώπης!

Τό Βυζάντιο ἀναμφισβήτητα εὐεργέτησε πολλαπλῶς καί πολυτρόπως τήν ἀν­θρω­πό­τητα. Εἶναι τόσο πολλά τά ἐπιτεύ­γματα καί τά εὐεργετήματά του, ὥστε νά καταντᾶ ἄδικο σύγχρονοι Γραικύλοι νά λησμονοῦν ὅτι τοῦ χρωστοῦμε εὐγ­νωμοσύνη καί νά ἐπιδιώκουν ἀπευθείας διασύνδεση μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὑποτιμώντας τή φωτεινή τροχιά του.


Πηγή: Ακτίνες

panagia odhghtria 01


Μαθαίνοντας πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅτι πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀνακαλύφθηκε ἕνα ἁγίασμα στὸν ὑπόγειο χῶρο ἑνὸς καταστήματος θελήσαμε δοθείσης τῆς εὐκαιρίας μαζὶ μὲ γνώριμο μοναχὸ νὰ ἐξερευνήσουμε τὸν χῶρο. Βεβαίως νομίζαμε ὅτι θὰ εἴχαμε νὰ παρακάμψουμε πολλὰ προβλήματα στὴν προσπάθειά μας αὐτή, ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα ἀπεδείχθη τελείως διαφορετική. Ἀφοῦ βρεθήκαμε στὴν ὁδὸ Mimar Mehmet Aga εἰσήλθαμε ἐντός του καταστήματος πώλησης χαλιῶν Sedir. Ἐκεῖ ἀφοῦ συστηθήκαμε στὸν ὑπάλληλο καὶ τοῦ εἴπαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς μας αὐτὸς ἀφήνοντας τὴν ἐργασία του, ἀφοῦ μᾶς εἶπε νὰ περιμένουμε, χάθηκε κάπου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καταστήματος. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἐμφανίστηκε μία ὑπάλληλος ἡ ὁποία ἀνοίγοντας μία πόρτα εἰσῆλθε ἀπὸ τὸ ἀκριβῶς διπλανὸ τουριστικὸ γραφεῖο τὸ ὁποῖο συστεγάζεται στὸ ἴδιο κτήριο μὲ τὸ κατάστημα χαλιῶν.

Ἡ ὑπάλληλος, νεότατη στὴν ἡλικία, ἀνήκουσα σὲ μία νέα γενιὰ Τούρκων οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ γνωρίσουν καὶ δὲν φοβοῦνται τὸ παρελθόν τους ὑπῆρξε μία ἄριστη ξεναγὸς σὲ ἕναν χῶρο τὸν ὁποῖον δὲν μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι θὰ μᾶς ἀποκάλυπτε τόσα πολλά. Ἀκολουθῶντας την κατήλθαμε στοὺς ὑπόγειους χώρους τοῦ οἰκήματος, τουλάχιστον στὰ τέσσερα μέτρα κάτω ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἐπίπεδο τῆς γῆς τῆς Κωνσταντινούπολης. Μὲ τὸ γύρισμα ἑνὸς διακόπτη ἡ ξεναγός μας φώτισε τὸν χῶρο ἀνοίγοντας ἀρκετοὺς προβολεῖς· ἄλλους μικρότερους καὶ ἄλλους μεγαλύτερους. Ἀκριβῶς μπροστὰ στὰ πόδια μας ξεδιπλώθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ κομμάτια τοῦ παρελθόντος τῆς Βασιλεύουσας. Ἕνα ἐκπληκτικὸ δάπεδο ἀποτελούμενο ἀπὸ χιλιάδες ψηφῖδες καὶ ὑπέροχα διακοσμητικὰ μοτίβα προερχόμενα ἀπὸ τὸν φυτικὸ κόσμο τοποθετημένα χρονολογικὰ μεταξὺ τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰ. μ.Χ.

Ἦταν δεδομένο ὅτι βρισκόμασταν στὸν αὔλειο χῶρο ἢ στὴν εἴσοδο κάποιας οἰκίας ἢ ναοῦ τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἔκπληξή μας συνεχίστηκε, ὅταν στὴν ἐρώτησή μας γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ ἁγίασμα, ἡ συνοδός μας, μᾶς ἔκανε νόημα νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε. Ἔτσι κατεβαίνοντας ἕναν ἀκόμα ὄροφο στὰ ἔγκατα τῆς βυζαντινῆς Κωνσταντινούπολης, τουλάχιστον ὀκτὼ μὲ δέκα μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, βρεθήκαμε σὲ ἕναν μεγάλο πλινθόκτιστο ἁψιδωτὸ χῶρο στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ ὁποίου βρισκόταν τὸ ἁγίασμα μὲ τὴν σὲ ὄχι σὲ τόσο καλὴ κατάσταση εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας. Πρὸς ἀκόμα μεγαλύτερη ἔκπληξή μας, χάρη στὸν πατέρα ποὺ μὲ συνόδευε, διότι ἐγὼ δὲν τόλμησα νὰ κάνω τὴ δοκιμὴ, διαπιστώσαμε ὅτι τὸ νερὸ τοῦ ἁγιάσματος ἦταν ἀπολύτως καθαρὸ πρὸς πόση. Ὁ ναὸς στὸν ὁποῖο βρισκόμασταν ἦταν ἡ ἱερὰ μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Κτήτορας ὑπῆρξε ἡ βασίλισσα Πουλχερία (399-453), κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου. Σκοπὸς τῆς κατασκευῆς ἦταν ἡ στέγαση μιᾶς ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου ποὺ ἁγιογράφησε ὁ Ἀπ. Λουκᾶς καὶ ἡ ὁποία μόλις εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.

Ὁ ναὸς αὐτὸς ἐπρόκειτο νὰ μετατραπεῖ στὸ καθολικό τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Ὁδηγῶν, ἡ ὁποία ἔδωσε καὶ τὸ ὄνομά της σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἁγιογραφικοὺς τύπους τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέχρι καὶ σήμερα, αὐτὸν τῆς Ὁδηγητρίας. Ὅταν ὁ ὑμνωδὸς ἀναφέρει «τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτὴν τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου τὴν Ὁδηγήτριαν» αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εἰκόνα ἐννοεῖ. Τὰ θεμέλια καὶ οἱ ὑπόγειοι χῶροι τοῦ ναοῦ ἔχουν διασωθεῖ στὰ ὑπόγεια καταστημάτων στοὺς παρακείμενους δρόμους. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ τύπου τοῦ ναοῦ. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ναὸ σταυροειδῆ μὲ τροῦλλο μὲ μῆκος περίπου 25 μ. καὶ πλάτος 20 μ. Σὲ παραπλήσιο χῶρο τοῦ ἁγιάσματος ἐκεῖ ποὺ κάποτε βρίσκονταν τὸ ἐπίπεδο τῆς γῆς ὑπῆρχε καὶ κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἐδῶ βρέθηκαν σπαράγματα ἀπὸ νωπογραφία ποὺ ἀπεικόνιζε τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ἕνας μεταλλικὸς σταυρὸς μὲ ἐγχάρακτο Χριστὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΙC.ΧC. ΝΙΚΑ στὴ μία του πλευρὰ ἐνῷ στὴν ἄλλη ὑπάρχει ἐγχάρακτη ἡ Παναγία μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΜΗΡΘV καθὼς καὶ ἕνα ὑάλινο βραχιόλι. Ἡ νεαρὴ Τουρκάλα ξεναγός μας, ἀφοῦ μᾶς ρώτησε κάποια πράγματα περὶ τῆς πίστεώς μας, τὰ ὁποῖα σπάνια πλέον στὴν πατρίδα μας οἱ Ἕλληνες ρωτοῦν ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐξέπληξε μὲ τὶς γνώσεις της πάνω σὲ πολιτισμικὰ στοχεῖα τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς ἀποχαιρέτησε δηλώνοντάς μας ὅτι εἴμαστε εὐπρόσδεκτοι σὲ μελλοντική μας ἐπίσκεψη.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἄρθρο θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὴν ἀπαραίτητη διευκρίνιση, ὅτι παρόλο ποὺ τὰ γενικὰ ἀρχαιολογικὰ στοιχεῖα εἶναι ὡς ἔχουν, εἶναι δυνατὸν στὸ μέλλον οἱ ἑρμηνεῖες νὰ ἀλλάξουν. Αὐτὸ διότι πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι:

1. Τὰ περισσότερα στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε δὲν προέρχονται ἀπὸ ἐκτεταμένες ἀνασκαφές.

2. Οἱ ἐργασίες τῶν ἐπιστημόνων εἶναι γιὰ εὐνόητους πολεοδομικοὺς λόγους ἰδιαίτερα δύσκολες.

3. Ὁ χῶρος συντηρήθηκε ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ κτηρίου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐπίσημο φορέα.

1. Walking Thru Byzantium, Byzantium 1200, Tayfun Oner

2.Iustinianus doneminde Istanbul’da yapilar, Arkeoloji ve Sanat Yayinlari


Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

salantin 01


α. Το χρονικό του Άγγλου σταυροφόρου Ριχάρδου

Το Χρονικό του Ριχάρδου (ITINERARIUM PEREGRINORUM RICARDI) αποτελείται από έξι συνολικά βιβλία και διασώζεται σε εννιά χειρόγραφα. Ο Γερμανός καθηγητής HANS MAYER έχει εκφράσει την άποψη ότι το αρχικό χρονικό του Ριχάρδου είχε γραφτεί από έναν άγνωστο Άγγλο στρατιωτικό ιερέα ο οποίος συμμετείχε στην Γ' Σταυροφορία. Ο Ριχάρδος διαβεβαιώνει πως συμμετείχε στη Σταυροφορία και ότι πολλά από τα γεγονότα που περιγράφει τα έχει βιώσει ο ίδιος. Σχετικά με την τελετή του Μεγάλου Σαββάτου του 1192, ο Άγγλος χρονογράφος αναφέρει τα εξής:

«Την παραμονή του Πάσχα, ο Σαλαντίν, συνοδευόμενος από την ακολουθία του, μετέβη στον σεβάσμιο Τάφο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. Εκεί πήγε με σκοπό να ανακαλύψει την αλήθεια σχετικά με την ουράνια φωτιά η οποία κατ’ εξακολούθηση κατέρχεται διά της θεϊκής δυνάμεως κάθε χρόνο εκείνη την ημέρα και ανάβει μια κανδήλα. Για κάποιο χρονικό διάστημα ο Σαλαντίν και άλλοιΤούρκοι παρακολουθούσαν προσεκτικά την ευλάβεια πολλών αλυσοδεμένων χριστιανών αιχμαλώτων, καθώς εκλιπαρούσαν για το έλεος του Θεού με δάκρυα. Ξαφνικά, μπροστά στα μάτια τους, η θεϊκή φωτιά κατήλθε και άναψε την κανδήλα. Αμέσως άρχισε να καίει απαστράπτουσα. Όταν όλοι οι παριστάμενοι το είδαν αυτό, συγκινήθηκαν πολύ.

vizantinoi hgemones 01


Ὁ βυζαντινὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία δὲν ἔχει μέχρι σήμερα μελετηθεῖ ἀρκετὰ οὔτε σὲ βάθος ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ ἔκταση. Καὶ βασικὰ δὲν ἔχει ἀντιμετωπισθεῖ μὲ τὴν προσήκουσα εὐρύτητα σκέψεως. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἕνα εἰδικὸ πολιτισμικὸ φαινόμενο, ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμὸς ποὺ πέρασε μέσα ἀπὸ διάφορα στάδια. Εἶναι μία συνεκτικὴ ὁλότητα καὶ ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἀνόμοιων πραγμάτων, ὅπως γίνεται προσπάθεια ἐνίοτε νὰ παρουσιασθεῖ ἢ ὅπως παρατηρεῖται σὲ ἄλλους πολιτισμούς. Δὲν ἀποτελεῖ μεῖγμα ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ ἀνατολικῶν παραδόσεων, ἀλλὰ εἶναι ἡ συνεχὴς ἀνέλιξη καὶ σύνθεση τῆς κλασσικῆς σοφίας καὶ τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν. Ἡ ὁποιαδήποτε μελέτη τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἰδεῶδες, ὅπως αὐτὸ προτείνεται ἀπὸ τοὺς πολῖτες καὶ τοὺς ἄρχοντες τῆς αὐτοκρατορίας.

Ὡστόσο, ἡ μελέτη τοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς του παρουσιάζει ὄχι λιγότερο ἐνδιαφέρον. Ἐπίσης, ἡ στάση τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ἀπέναντι στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο, στὴν οἰκουμένη, στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, στὴν ἠθικὴ καὶ στὶς αἰσθητικὲς ἀξίες συνιστοῦν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον μελέτης καὶ ἀξιολογήσεως. Ὅμως, ἐδῶ θὰ παραθέσουμε συνοπτικὰ τὶς ἀναγκαῖες ἀρετὲς ποὺ θὰ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὸν καλὸ καὶ ἐπιτυχημένο βυζαντινὸ αὐτοκράτορα. Ἡ ἄποψη τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἰδεῶδες ἔχει προφανῶς βάση στὴν Πλατωνικὴ καὶ Ἀριστοτελικὴ ἠθική. Ἡ κλασσικὴ ἄποψη τῶν ἀναγκαίων ἀρετῶν γιὰ ἕναν κυβερνήτη περιλαμβάνει τέσσερις βασικὲς ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νὰ κοσμοῦν τὸν ἰδεώδη ἡγεμόνα. Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς εἶναι: ἡ ἀνδρεία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σωφροσύνη καὶ φρόνηση. Πάνω σὲ αὐτὲς τὶς ἰδιότητες στήθηκε τὸ βυζαντινὸ αὐτοκρατορικὸ ἰδεῶδες. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ διάφορα ἔργα βυζαντινῆς ρητορικῆς αὐτὸ συνίσταται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες ἰδιότητες:

• Ἡ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καί, συνεπῶς, ὁ ἡγεμόνας ὀφείλει νὰ κυβερνᾶ μὲ φόβο Θεοῦ.

• Ὁ αὐτοκράτορας ὀφείλει νὰ φροντίζει καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τοὺς ὑπηκόους του. Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ριψοκινδυνεύει τὴ ζωὴ τῶν ὑπηκόων του γιὰ προσωπικὸ πολιτικὸ ὄφελος.

• Πρέπει νὰ εἶναι δίκαιος καὶ νὰ διασφαλίζει τὴν ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης.

• Πρέπει νὰ εἶναι γενναιόδωρος, ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπος – νὰ ἔχει δηλαδὴ κοινωνικὴ εὐαισθησία.

• Πρέπει νὰ εἶναι σώφρων καὶ εὐφυής.

• Οὐσιαστικά, ὁ ἡγέτης θὰ πρέπει νὰ ἔχει σωφροσύνη καὶ εὐφυΐα, καὶ νὰ διακρίνεται γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰλικρίνειά του ἀπέναντι στοὺς ὑπηκόους του.

• Συγκρίνοντας τὸ πρότυπο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἰδεώδους μὲ διάφορους βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες καὶ πάντοτε σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα καὶ ἐπικαλούμενα τῶν βυζαντινῶν λογίων κρίνονται θετικὰ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ Μιχαὴλ Δ΄, ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος, ὁ Ρωμανὸς Δ΄ Διογένης, ὁ Νικηφόρος Βοτανειάτης καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, ἀρνητικὰ κρίνονται ὁ Μιχαὴλ Ε΄, ὁ Κωνσταντῖνος Θ’, ὁ Κωνσταντῖνος Γ΄ Δούκας, ὁ Μιχαὴλ Ζ΄ καὶ ὁ Ἰσαὰκ Α΄ Κομνηνός. Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἐπικρίνεται ἰδιαίτερα γιὰ τὴ δημοσιονομικὴ πολιτική του. Ἦταν, δηλαδή, ἀδηφάγος στὴν εἴσπραξη φόρων. Χαρακτηρίζεται ὡς ἄδικος. Οἱ δημεύσεις του, τόσο ἰδιωτικῆς ὅσο καὶ μοναστηριακῆς περιουσίας, ἦταν κατὰ τὸ πλεῖστον παράνομες. Ὁ Ἰσαὰκ περιγράφεται συνήθως ὡς πλεονέκτης καὶ ὡς ἀνελέητος κυνηγὸς φόρων.

• Γενικά, μπορεῖ νὰ καταγραφεῖ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες ποὺ περιγράφονται ἀρνητικὰ ὡς πρὸς τὸ ἰδεῶδες αὐτοκρατορικὸ πρότυπο, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, ἀνοησία, τυφλὲς τυραννικὲς πράξεις καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὸν λαό.

• Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀρνητικὰ κρινόμενους αὐτοκράτορες ἄρχισαν τὴν σταδιοδρομία τους ὡς ἐνάρετοι καὶ χρηστοί, ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου τὰ προτερήματά τους ἐκφαυλιζόντουσαν. Ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀνδρείας, δικαιοσύνης, σωφροσύνης καὶ εὐφυΐας καὶ προπάντων ἡ ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὸ κύρος τοῦ κράτους καὶ τοῦ λαοῦ, ἐθεωροῦντο ὡς ἄκρως ἀρνητικὰ στοιχεῖα πρᾶγμα ποὺ καὶ σήμερα εἶναι ἀπολύτως ἀποδεκτό.

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...