Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πολλές φορές εἶχα ἀκούσει τούς Δωδεκανήσιους συμφοιτητές μου νά μιλοῦνε μέ πολύ σεβασμό γιά τόν ἄγνωστο σέ μένα, π. Ἀμφιλόχιο, τόν
Γέροντα τῆς Πάτμου, ὅπως τόν ἔλεγαν. Ἀλλά καί ἡ καθηγήτρια τῶν Παιδαγωγικῶν τῆς Σχολῆς μας, μακαριστή Μαρία Πετρούτσου, πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῶν παραδόσεών της ἀνέφερε γνῶμες τοῦ κληρικοῦ αὐτοῦ. Αὐτά ἄναψαν τήν ἐπιθυμία μου νά τόν γνωρίσω.
Ἡ εὐκαιρία δέν ἄργησε νά ρθεῖ. Μιά μέρα στό διάλειμμα μέ πλησίασε ὁ Ροδίτης συμφοιτητής μου Λουκᾶς καί μοῦ λέγει: «ἦρθε στή Ρόδο γιά ἰατρικές ἐξετάσεις ὁ π. Ἀμφιλόχιος, θέλεις νά πᾶμε νά τόν γνωρίσεις;» Δόξασα τό Θεό γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ ἔδωσε νά ἰκανοποιήσω μιά ἐπιθυμία μου. «Κανόνισε, τοῦ λέγω, νά πᾶμε».
Πράγματι τό ἀπόγευμα τῆς ἄλλης ἡμέρας βρεθήκαμε μπροστά σέ μιά σιδερένια πόρτα τῆς ὁποίας τό κουδούνι ἔγραφε: «Μετόχιον ῾Ι. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου». Μιά μοναχή μᾶς ἄνοιξε καί μᾶς ὁδήγησε στό ἀρχονταρίκι ὅπου μᾶς περίμενε ὁ Γέροντας π. Ἀμφιλόχιος. Ὁ Γέροντας ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, σωστό κυπαρίσσι. Ἀφοῦ τόν χαιρετίσαμε, καθήσαμε κι ἀκούγαμε τά, πράγματι, σοφά του λόγια. Ἀρχισαν κι οἱ ἐρωτήσεις. Τήν περίοδο ἐκείνη εἶχαν ἀρχίσει τά ἀλισβερίσια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τό Βατικανό, ἦταν φυσικό νά πάρουμε τή γνώμη τοῦ Γέροντα: «Ὁ Χριστός, παιδιά μου, ἴδρυσε μία ἐκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία μας, τήν ᾽Ορθοδοξία μας. Μόνο αὐτή κρατάει ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι κάτι πρόσθεσαν ἤ κάτι ἀφαίρεσαν, γι᾽ αὐτό εἶναι σχηματικοί ἤ αἰρετικοί. Πάντως οἱ παπικοί θέλουν μέ κάθε τρόπο νά μᾶς ὑποτάξουν καί νά μᾶς ἀφομοιώσουν. Τό τί ὑπέφεραν οἱ ᾽Ορθόδοξοι Ἕλληνες κατά τήν κατοχή τῶν Δωδεκανήσων ὄχι μόνον ἀπό τούς Ἰταλούς στρατιῶτες ἀλλά καί ἀπό τούς Ἰταλούς μισιονάριους πού εἶχαν ἔλθει στά Δωδεκάνησα γιά νά μᾶς παρασύρουν στόν παπισμό˙ χρειάζεται πολλή προσοχή καί προσευχή ἐκ μέρους μας. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι τό σκάφος τῆς ᾽Εκκλησία μας δέν τό κυβερνοῦν ἄνθρωποι ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος Χριστός.
- Γέροντα, πῶς θά καταλάβουμε ἄν ἕνας κληρικός εἶναι εὐλαβής, ἄν φοβᾶται τό Θεό; τόν ρώτησα.
- Παιδί μου, αὐτό εἶναι πολύ εὔκολο. ᾽Εσύ πᾶς μέσα στό ἱερό. Τό ἱερό θά σέ βοηθήσει νά καταλάβεις ἄν ὁ ἱερέας εἶναι εὐλαβής κι ἔχει πάνω του φόβο Θεοῦ. Δές πῶς συμπεριφέρεται, ὄχι μόνον τήν ὥρα πού λειτουργεῖ ἀλλά καί τίς ἄλλες ὧρες πού βρίσκεται μέσα σ᾽ αὐτό. Ἄν γελάει, ἄν ἀστειεύεται, ἄν φωνάζει, ἄν δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι βρίσκεται στά ῞Αγια τῶν ῞Αγίων, ἄν δέν πιστεύει ὅτι τό ἱερό εἶναι γεμάτο ἀπό Ἀγγέλους πού ἀκατάπαυστα δοξολογοῦν τόν Κύριο πού εἶναι πάνω στήν ῾Αγία Τράπεζα, τότε ὁ κληρικός αὐτός ἔχει ἐξοικειωθεῖ μέ τό ῾Ιερό. Οἱ κληρικοί αὐτοί θά δώσουν γιά τή συμπεριφορά τους αὐτή μιά μέρα λόγο στό Θεό. Τούς κληρικούς αὐτούς νά τούς ἀποφεύγετε. Ἡ ἐξοικείωση μέ τά ῞Αγια εἶναι πολύ εὔκολη, εἶναι μεταδοτική.
Ἡ ἄλλη μου ἐρώτηση ἦταν: -Γέροντα, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ᾽Επίσκοπο;
- Τά παραπάνω ἰσχύουν καί γιά τούς ᾽Επισκόπους καί γιά ὅλους ὅσοι μπαίνουν μέσα στό ῾Ιερό. Μόνο γιά τόν ᾽Επίσκοπο πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἄλλο. Ὁ ᾽Επίσκοπος κρίνεται καί ἀπό τόν ὁδηγό του, μή σᾶς φαίνεται παράξενο. Ὁ ὁδηγός εἶναι ὁ καθρέπτης του.
Δυστυχῶς ἠ ὥρα εἶχε περάσει κι ἔτσι ἀφοῦ πήραμε τήν εὐχή του καί ἀσπασθήκαμε τή δεξιά του ξεκινήσαμε νά φύγουμε. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντα μᾶς ἔκανε νά σταματήσουμε:
- Λουκᾶ, παιδί μου πρόσεξε μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἀναλόγιο κι ἐσύ, Γιῶργο, μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἱερό. Ἄντε στήν Εὐχή τοῦ Θεοῦ καί πεῖτε καί κανένα Κύριε ἐλέησον καί γιά μένα, τό ἔχω μεγάλη ἀνάγκη.
Σιωπηλοί καί μέ αἰσθήματα χαρμολύπης φύγαμε ἀπό τό ῾Ιερό Μετόχιο.
Τέκνον τῆς Πάτμου
Τήν ἄλλη μέρα ὁ συμφοιτητής μου Λουκᾶς μοῦ ἔδωσε τίς πρῶτες πληροφορίες γιά τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Τόν γνώριζε καλά. ᾽Εξάδελφος του, ὁ νῦν Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας Ἀμφιλόχιος, ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, κατά κόσμον Ἀθανάσιος Μακρῆς, γεννήθηκε στό ἱερό νησί τῆς ἀποκάλυψης, τήν Πάτμο τό 1889. Οἱ γονεῖς του, ᾽Εμμανουήλ καί Εἰρήνη, ἄνθρωποι εὐλαβείς καί ἐνάρετοι, τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» καί φρόντισαν νά ἀποκτήσει ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Τοῦ μιλοῦσαν μέ πολλή εὐλάβεια γιά τήν ἁγία μας ᾽Ορθοδοξία καί γιά τήν πατρίδα μας, τήν ῾Ελλάδα. Ὁ Γέροντας εἶχε τρία ἀδέλφια: τόν Νικόλαο, πού κοιμήθηκε σέ μικρή ἡλικία, τήν Αἰκατερίνα, μετέπειτα Μαγδαληνή μοναχή καί τήν Καλλιόπη, μετέπειτα Μάρθα μοναχή.
Ἀπό μικρός βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς γεωργικές ἐργασίες καί στό ψάρεμα. Τοῦ ἔμαθαν ἀκόμα τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τήν ὑποχρέωσή του νά ἐφαρμόζει στή ζωή του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τακτικά μέ τούς γονεῖς του πήγαινε γιά προσκύνημα στό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ἤ ἀνέβαιναν στό καστρομονάστηρο τοῦ ῾Αγίου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Στά προσκυνήματα αὐτά γνώρισε καί συνδέθηκε μέ ὁσιακές μορφές πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ. Οἱ πατέρες δίδασκαν στούς πιστούς ὅτι πρέπει νά ἀγαποῦν τήν ᾽Ορθόδοξη πίστη μας καί ὅτι ἡ ᾽Ορθοδοξία εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Κύριός μας καί ὅτι μόνον αὐτή κρατᾶ ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του, «ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν ἀλήθεια διότι ἥ πρόσθεσαν σ᾽ αὐτά πού δίδαξε ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤ ἀφαίρεσαν δογματικές ἀλήθειες». Αὐτά καί ἄλλα πού τοῦ ἔλεγαν οἱ μοναχοί ὁ Ἀμφιλόχιος τά ἔβαζε μέσα του καί σιγά σιγά ἄναψε ἡ ἐπιθυμία του νά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο.
Ἀργότερα ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ἀπό μικρό παιδί ἔβλεπα τόν ἄγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο τόν ὁποῖο ἀγαποῦσα πάρα πολύ, προσευχόμουν σ᾽ αὐτόν καί τόν παρακαλοῦσα νά γίνω μαθητής του καί ὁπαδός του». Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔδωσε ἀπάντηση στίς προσευχές του. Ἔτσι σέ ἡλικία 17 ἐτῶν, τό Μάρτιο τοῦ 1906 μέ τήν εὐχή τῶν γονέων του περνᾶ τήν κεντρική πύλη τῆς Μονῆς τοῦ ἡγαπημένου Μαθητή τοῦ Κυρίου μας ὄχι γιά προσκύνημα, ἀλλά γιά νά γίνει μέλος τῆς ἀδελφότητος. Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς μέ χαρά τόν δέχτηκε, τόν γνώριζε ἀπό πολλά χρόνια, καί τόν ἔγραψε στόν κατάλογο τῶν δοκίμων τῆς Μονῆς. Μέ τήν ὑπακοή, τήν προσευχή καί τή μελέτη πατερικῶν κειμένων γρήγορα ξεπέρασε στήν ἀρετή πολλούς μοναχούς πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ ἀπό χρόνια καί γι᾽ αὐτό τόν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου χρόνου κείρεται μικρόσχημος μοναχός καί παίρνει τό ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Οἱ νέοι ἀγῶνες, τά νέα παλαίσματα καί ὁ μεγαλύτερος πόλεμος ἀπό τόν μισόκαλο διάβολο δέν πτοοῦν τόν στρατιώτη τοῦ Κυρίου μας. Στό στόμα καί τό νοῦ του ἔχει συνεχῶς τήν εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Τὸ 1911 μὲ λαχτάρα ἐπισκέπτεται τὸ ῞Αγιον ῎Ορος κι ἔτσι ἐκπληρώνει μιά παλαιά του ἐπιθυμία.
Ὁ ἡγούμενος καί ἡ γεροντία τῆς Μονῆς βλέποντας τήν πνευματική του πρόοδο ἀποφάσισαν νά γίνει μεγαλόσχημος μοναχός. Στὶς 23 Μαρτίου 1913 στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἀπολλοῦ κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν εὐλαβή καί αὐστηρὸ Πνευματικό, Ἱερομόναχο Μακάριο Ἀντωνιάδη. Μετά τή μεγασχημία του μέ τήν εὐλογία τῶν Πατέρων πηγαίνει γιά προσκύνημα στούς ῾Αγίους Τόπους.
Τήν ἴδια χρονιά γνωρίζει τόν ταπεινό, μαρτυρικό καί σοφό Ἀρχιθύτη Μητροπολίτη Πενταπόλεως ῞Αγιο Νεκτάριο μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά κι ἔγινε μαθητής του. Ὁ σύνδεσμος αὐτός δέν διακόπηκε ποτέ καί σήμερα συνεχίζεται εἰς τούς οὐρανούς ὅπου καί οἱ δύο ἀπολαμβάνουν τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Στίς 27 Ἰανουαρίου 1919 μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς χειροτονεῖται Διάκονος στόν ἱερό Ναό ῾Αγίου Νικολάου Κῶ καί στίς 5 Ἀπριλίου τοῦ ἰδίου ἔτους στό Βαθύ τῆς Σάμου στόν ἰερό ναό τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος παίρνει τό δεύτερο βαθμό τῆς ἱεροσύνης
Ἀπό τό 1920-1926 ὑπηρετεῖ τήν ἐκκλησία ἀπό διάφορες ἐπάλξεις.
Στίς 14 Νοεμβρίου 1935 ψηφίζεται, ἀπό τή Πατμιακή Ἀδελφότητα, Καθηγούμενος καὶ Πατριαρχικός Ἔξαρχος Πάτμου. Τό ὑψηλό του ἀξίωμα δέν τόν ἔκανε, ὅπως δυστυχῶς γίνεται, ἐγωιστή καί ἀλαζόνα ἀλλά ὑπηρέτησε τό μοναστήρι μέ ταπείνωση, σύνεση καί αὐταπάρνηση. Σύντομα, τό 1937, ἦρθε σέ ρήξη μέ τούς Ἰταλούς κατακτητές. Ἀντιστάθηκε μέ γενναιότητα καί σθένος στὰ σχέδια τους γιὰ τὸν ἐξιταλισμό τῶν Δωδεκανήσων, τήν αὐτονόμηση τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τήν ὑπαγωγή τους στὸν Πάπα τῆς Ρώμης. Τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα του ἦταν νά χάσει τήν ἡγουμενία καί νά ἐξορισθεῖ ἀπό τήν Πάτμο στήν ἡπειρωτική ῾Ελλάδα.
Κατά τήν ἐξορία του δέν τόν κυρίεψε ἡ κατάθλιψη καί ἡ μελαγχολία, οὔτε ἔπεσε στήν ἀδράνεια, ἀλλά θεώρησε ὅτι αὐτή ἦταν δῶρο ἀπό τό Θεό γιά νά ἐργαστεῖ γιά τή δόξα Του καί γιά τήν Πατρίδα. Δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά ἐργαστεῖ κι ἐδῶ μέ ἱεραποστολικό ζῆλο. Οἱ κατακτητές νόμισαν ὅτι φεύγοντας ἀπό τήν Πάτμο ὁ γέροντας θά διαλυόταν τό τεράστιο πνευματικό του ἔργο. Πόσο ἀπατήθηκαν! Μπορεῖ νά ἔφυγε γιά λίγο ἀπό τήν ἀγαπημένη του Πάτμο, ἀλλ᾽ ὠφέλησε πολύ τήν ὑπόλοιπη ῾Ελλάδα μέ τήν ἱεραποστολική του δράση.
Μέσα του κυριαρχοῦσε τό ἐρώτημα «πῶς θά σωθοῦν οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν ἐξιταλισμό καί τούς μισιονάριους τοῦ Πάπα». «Μέ τήν ἵδρυση μοναστηριῶν» ἀπαντᾶ ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Πάτμο ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὸ ἱερὸ γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ τὴν ἄμεση συνεργασία τῆς πνευματικῆς του κόρης, τῆς δασκάλας ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Καλλιόπης Γούναρη, τῆς μετέπειτα πρώτης Ἡγουμένης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχίας μοναχῆς.
Τό 1939 τοῦ ἀνατέθηκαν καθήκοντα ἐφημερίου στό ναό «Παναγία Διασώζουσα» καί τό 1940 ἱδρύει τό ἱερό Κάθισμα τοῦ ῾Αγίου Ἰωσήφ στή θέση Κουβάρι.
Οἱ Πατέρες ἐκτιμῶντας τίς ἰκανότητές του καί τήν πνευματικότητά του τό 1942 τοῦ ἐμπιστεύονται τά καθήκοντα τοῦ ἐφημερίου τοῦ ῾Ιεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Κι ἐδῶ φάνηκαν τά τάλαντά του καί τά προσόντα του. Καλλώπισε τό ναό τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τοιχογραφίες καί ἀνακαίνισε τό δάπεδο τοῦ ναϊδρίου τῆς ῾Αγίας Ἄννης.
Τό Μάρτιο τοῦ 1947 μετά ἀπό πολλούς ἀγῶνες καί θυσίες στά Δωδεκάνησα κυματίζει ξανά ἡ Γαλανόλευκη. Στή Ρόδο στά χρόνια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς οἱ παπικές καλόγριες εἶχαν ἱδρύσει ὀρφανοτροφεῖο στό ὁποῖο προσπαθοῦσαν νά ὡθήσουν στόν παπισμό τίς ὀρθόδοξες κοπέλες πού ἀνέτρεφαν. Ὅταν οἱ καθολικές καλόγριες ἔφυγαν μαζί μέ τά στρατεύματα κατοχῆς, ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Τιμόθεος καί ὁ διοικητής Δωδεκανήσων κάλεσαν τόν π. Ἀμφιλόχιο νά ἀναλάβει τό ὀρφανοτροφεῖο. Ὁ Γέροντας παρά τά προβλήματα ὑγείας πού εἶχε, πῆγε στήν Κάλυμνο νά βρεῖ τή δασκάλα ῾Ερασμία, μετέπειτα μοναχή ᾽Εμμέλεια γιά νά ἀναλάβει μαζί μέ τή μοναχή Εὐστοχία τό ὀρφανοτροφεῖο. Οἱ δυό αὐτές ἀδελφές ἐργάσθηκαν ἀφιλοκερδῶς καί μέ αὐταπάρνηση στό μετερίζι πού τίς ἀνατέθηκε καί μάλιστα βραβεύθηκαν ἀπό τήν βασίλισσα Φρειδερίκη.
Ὁ Γέροντας πίστευε ὅτι οἰ μοναχοί εἶναι οἱ εὔζωνοι τῆς ἐκκλησίας γι᾽ αὐτό προσπάθησε νά ἱδρύσει πολλά μοναστήρια. «Τά μοναστήρια, ἔλεγε, θά διαφυλάξουν ἀνόθευτη τήν πίστη μας. Αὐτά θά ἀγωνισθοῦν γιά νά ἐπικρατήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή γῆ». Ἔτσι ἵδρυσε τό 1950 τό ῾Ιερό Γυναικεῖο Κοινόβιο τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ Αἰγίνης καί τό 1954 ἀνέλαβε τήν πνευματική ἐπιστασία τῆς ἀνασυσταθείσης ῾Ιεράς Γυναικείας Μονῆς Ευαγγελισμοῦ Ἰκαρίας.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος σέ ὅλη του τή ζωή βασανίζονταν ἀπό διάφορες ἀσθένειες καί ἦταν εὐαίσθητος στά κρυολογήματα. Τέλη Μαρτίου 1970 προσβλήθηκε ἀπό πνευμονία, κατάλαβε ὅτι σύντομα θά ἀφήσει τό μάταιο τοῦτο κόσμο καί ὅτι θά φύγει ἀπό τή στρατευομένη ᾽Εκκλησία καί θά γίνει πολίτης τῆς Θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας.
Ἡ ὁσιακή του κοίμηση
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι βαριά ἄρρωστος διαδόθηκε ἀστραπιαία παντοῦ. Τά πνευματικοπαίδια του ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ πλανήτη κατέφθασαν στό ἱερό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἄν καί δέν εἶχε δυνάμεις δέν ἔπαψε νά δίνει τίς τελευταῖες του συμβουλές.
Ἔδωσε σέ ὅλους τίς συμβουλές πού ὁ καθένας εἶχε ἀνάγκη. Ὁ π. Ἀμφιλόχιος εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Στήν προσπάθεια τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν νά τόν κρατήσουν μέ ὀρούς λίγες μέρες στή ζωή, παρακαλοῦσε κι ἔλεγε: -ἀφῆστε με, καλά μου παιδιά, νά φύγω, ἦρθε ἡ ὥρα μου.
- Γιατί, Γέροντα, τούλεγαν, δέ μένεις μαζί μας καί τοῦτο τό Πάσχα; Δίσταζε νά ἀπαντήσει. Μετά ἀπό ἐπίμονες ἐρωτήσεις εἶπε, στόν π. Παῦλο: -Εἶδα τήν Παναγία καί τόν Θεολόγο πρό ὁλίγου καί τούς παρεκάλεσα νά μείνω κοντά σας κι αὐτό τό Πάσχα, ἀλλά μοῦ εἶπαν δέ γίνεται ἄλλο, ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση, Πάσχα θά κάμεις στούς Οὐρανούς μαζί μας. Αὐτό τό λέγω σάν ἐξομολόγηση, ἐπειδή μέ πιέζετε, μήν τό πεῖτε σέ ἄλλους.
Λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του χρειάσθηκε νά κάνει μία ἐξέταση αἵματος. Μικροβιολόγος δέν ὑπῆρχε στήν Πάτμο καί ἔτσι τοῦ πῆραν αἷμα καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μικροβιολόγο στή Λέρο γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐξέταση. Ὅταν ἔφθασε τό αἷμα στό ἰατρεῖο καί ὁ ἰατρός τό ἄνοιξε, βρέθηκε πρό ἐκπλήξεως τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί αὐτός πού τό μετέφερε. Τό αἷμα εὐωδίαζε, ἀνεξήγητα γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, ὄχι ὅμως καί γιά τή θεία, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ὥστε νά μαρτυρεῖ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀναδεικνύει ὅλους τούς ἐκλεκτούς δούλους του, μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος γνωρίζει.
Ὁ ἀλησμόνητος Γέροντας στίς 16 Ἀπριλίου 1970 μέ πλήρη διαύγεια τῶν αἰσθήσεών του ἔφυγε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο γιά τήν οὐράνια πατρίδα πού τόσο ποθοῦσε κι ἐπιθυμοῦσε καί πῆγε νά πάρει ἀπό τά χέρια τοῦ ἀδέκαστου Κριτή τό στεφάνι τῆς ἁγιότητος.
Ἔφυγε ὁ Γέροντας ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφοῦ ἔδωσε ὅλη του τή ζωή γιά τούς ἄλλους,τούς ἀδελφούς του καί ἀδελφούς τοῦ Κυρίου μας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ὡς δόκιμος ἐργάτης στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τήν ᾽Εκκλησία καί τήν Πατρίδα σάν καλός χριστιανός καί γνήσιος ῾Ελληνας.
Τό λείψανό του, ὅπως ὁμολογοῦσαν ὅλοι ὅσοι παρευρέθηκαν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία, πῆρε μορφή οὐράνια, ὅψη χαρούμενη κι εἰρηνική. Ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση, πού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω....
Ἄς δοῦμε τώρα τούς τομεῖς στούς ὁποίους ἐργάσθηκε μέ αὐταπάρνηση καί θεϊκό ζῆλο ὁπ. Ἀμφιλόχιος.
῾Ιδρύει τήν ῾Ιερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος, «ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός του» γιά μοναχός εἶναι φυσικό νά ἤθελε κι ἄλλοι νά ἀκολουθήσουν τό δρόμο του. Πέρασε κατά τήν ἐπίγεια ζωή του ἀπό ὅλα τά στάδια τοῦ μοναχισμοῦ. Ἔκανε δόκιμος στό Μοναστήρι, ὑποτακτικός, μικρόσχημος καί μεγαλόσχημος μοναχός, ἱερομόναχος, ἡγούμενος καί τέλος Γέροντας μοναστικῶν ἀδελφοτήτων. Ὁ παππούλης θεωροῦσε τό μοναχισμό ὡς μαρτύριο καί ὄχι σάν ἐφαλτήριο γιά δόξες, τιμές, ἀνέσεις καί ἀξιώματα. Ἔλεγε: «Τὸ νὰ παραμένεις πιστὸς στὸ Μοναχισμὸ θεωρεῖται μαρτύριο».
Ἡ προσεκτική καί ἁγία ζωή του ἔγινε μαγνήτης νά συγκεντρωθοῦν γύρω του κοπέλες πού ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουν τόν ἰσάγγελο βίο. Ἔτσι τό 1937 ἀποφάσισε νά δώσει ζωή στό ἐρημητήριο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού βρισκόταν στό νοτιοδυτικό τμῆμα τοῦ νησιοῦ καί ἔχει ἐκπληκτική θέα πρός τόν κόλπο τῶν Κήπων, ἀφοῦ εἶναι χτισμένο στήν ἄκρη τοῦ βράχου. Τή χρονιά αὐτή μετά τίς ἀπαραίτητες διαδικασίες τό ἐρημητήριο ἔγινε γυναικεία Μονή ἀφιερωμένη στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου. Στά ὑπάρχοντα ἐρειπωμένα κτήρια πού ἀνακαινίσθησαν προστέθηκαν καί νέα καί στό χῶρο ἐγκαταστάθηκαν οἱ πρῶτες μοναχές ὑπό τήν καθοδήγηση τῆς Γεροντίσσης Εὐστοχίας. Ἡ Μονή, πού πῆρε μεγάλη πνευματική ἀνάπτυξη χάρη στό ἄγρυπνο καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τοῦ π. Ἀμφιλοχίου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τήν Ἰταλική κατοχή, καθῶς οἱ μοναχές στήν προσπάθειά τους νά διατηρήσουν τήν ῾Ελληνική γλώσσα ἵδρυσαν «κρυφά σχολεῖα» σέ ὅλους τούς συνοικισμούς τῆς Πάτμου καί παράλληλα ἀσχολήθηκαν μέ τή διδασκαλία της στά μικρά παιδιά.
Ἡ ἐθνική του δράση
Τό 1923 τά Δωδεκάνησα περνοῦν στήν κυριαρχία τῶν Ἰταλῶν μέ πρῶτο κυβερνήτη τόν Μάριο Λάγκο. Ὁ Ἰταλός κυβερνήτης τά πρῶτα διατάγματα πού ἔβγαλε εἶχαν ὡς στόχο τήν ἀπόπειρα ἀλλοίωσης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης καί ἐξιταλισμοῦ τῶν Δωδεκανησίων. Σύμφωνα μέ διάταγματοῦ 1925, οἱ κάτοικοι θεωροῦντανἸταλοί πολίτες , ἐνῶ τό 1926 ὁρίστηκε σχολικός κανονισμός βάσει τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία τῆς ἰταλικῆς γλώσσας ἦταν υποχρεωτική, ἱδρύθηκε δέ Διδασκαλεῖο γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν δασκάλων. Ἀπό τό 1929 γιά τήν ἄσκηση ἑνός ἐπαγγέλματος πού ἀπαιτοῦσε πανεπιστημιακές σπουδές, ἔγινε ὑποχρεωτική ἡ φοίτηση ἤ τουλάχιστον ἡ μετεκπαίδευση στό Πανεπιστήμιο τῆς Πίζας˙ γιά νά διευκολύνει τή φοίτησή τους τούς ἔδινε ὑποτροφίες.
Παράλληλα, ἔγινε προσπάθεια νά ἀποδυναμωθεῖ ἡ ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία. Στήν ἀρχή μέ διάταγμα τοῦ 1926 ἡ ᾽Ορθόδοξη ἐκκλησία ἔχασε τήν ἐποπτεία τῶν κοινοτικῶν σχολείων. Τό 1928 ἱδρύθηκε ἀρχιεπισκοπή τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας μέ ἕδρα τή Ρόδο κι ἀμέσως ἐνισχύθηκε ὁ ρόλος της στήν εκπαίδευση. Τήν ἐποχή ἐκείνη στά Δωδεκάνησα ὅπως εἶναι φυσικό ἡ διδασκαλία στά σχολεία γινόταν στήν ἰταλική γλώσσα μέ ἀποτέλεσμα τά ἑλληνόπουλα νά κινδυνεύουν νά μή μιλοῦν τά ἑλληνικά.
Τό γεγονός αὐτό δέν ἄφησε ἀμέριμνο τόν π. Ἀμφιλόχιο. Ἡ ἑλληνική του συνείδηση δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μείνει ἀδρανής γι᾽ αὐτό ἀποφάσισε νά κάνει ὅ,τι ἔκανε ἡ ἐκκλησία κατά τήν τουρκοκρατία˙ ἵδρυσε κρυφά σχολεῖα.
Μέ τήν προτροπή του δημιουργήθηκαν σέ ὅλα τά νησιά κατηχητικά σχολεῖα στά ὁποία τά ἑλληνόπουλα μαζί μέ τήν ὀρθόδοξη κατήχηση διδάσκονταν τήν ἐλληνική γλώσσα καί τήν ἱστορία.
Ἡ μακαριστή Παιδαγωγός Μαρία Πετρούτσου γράφει γιά τήν περίοδο αὐτή:
«Συνδεθήκαμε ἰδιαίτερα μέ τόν π. Ἀμφιλόχιο καθῶς συνεργαστήκαμε στό «Κρυφό Σχολειό» ὅταν τό 1937 ἡ Ἰταλική Κυβέρνηση κατάργησε τήν ῾Ελληνική Παιδεία καί στά σχολεῖα τά ῾Ελληνόπουλα τῆς Δωδεκανήσου διδάσκονταν μόνο τήν Ἰταλική γλώσσα.
Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε τότε γιά μένα τό στήριγμα, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεού κι ὁ σοφός συμπαραστάτης. Ὅταν ἡ δική μου συνείδηση ἐπαναστατοῦσε γιά τά ὅσα ἤμουν ὑποχρεωμένη νά λέω ἤ νά κάνω στό δημόσιο τότε Σχολεῖο, ὅταν ἄγρια τρικυμία ἀναστάτωνε τό εἶναι μου, ἔτρεχα στό Γέροντα νά βρῶ ἀνακούφιση.«Δέν ἀντέχω ἄλλο, Γέροντα!», τοῦ ἔλεγα μέ λυγμούς, «θά παραιτηθῶ!». ᾽Εκεῖνος, μέ ἄκουγε ψύχραιμος, ἀλλά κατά βάθος ὑπέφερε μαζί μου. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔ, ἔ! Νά παραιτηθεῖς, Μαρία! Νά μείνουν τά ἑλληνόπουλα μόνα τους μαζί μέ τούς Ἰταλούς δασκάλους (ἤμουν ἡ μοναδική ἑλληνίδα στό δημόσιο σχολεῖο). ᾽Εσύ θά ἡσυχάσεις κι ἐκείνα δέν θά βλέπουν πιά ἕναν ἄνθρωπο δικό τους νά βρίσκεται κοντά τους!». Ἔτσι, μέ βοηθοῦσε νά βλέπω τό βαθύτερο νόημα τοῦ σταυροῦ μου καί νά τόν αἰσθάνομαι ἐλαφρύτερο. Ὅταν ἦταν ἀργία, πήγαινα μέ τά παιδιά στήν ἐξοχή γιά νά μαζέψουμε χόρτα καί ἀγριολούλουδα, μέ σκοπό νά περάσουμε κι ἀπό τήν Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιά νά τόν συναντήσουμε, νά τά συμβουλέψει, νά τά ἐξομολογήσει. Ἡ Γερόντισσα τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχία, μᾶς μάθαινε τραγούδια ἐθνικοῦ καί θρησκευτικοῦ περιεχομένου καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Μερικοί τούς ἔλεγαν ὅτι οἱ ἐπισκέψεις μας ἐκεῖ στό Μοναστήρι ἦταν ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Ἀλλά ἐκείνοι δέν λογάριαζαν τίποτα.
Ἡ πατρίδα μας ὀφείλει πολλά στόν Γέροντα τῆς Πάτμου, π. Ἀμφιλόχιο, γιά τή δράση του κατά τήν περίοδο τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς. Ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο μέ τήν ἵδρυση «κρυφῶν σχολείων» ἀλλά καί μέ τίς συμβουλές καί κυρίως μέ τό παράδειγμά του κράτησε ζωντανό τό ἐθνικό φρόνημα τῶν κατοίκων τῶν Δωδεκανήσων καί ἀναπτέρωσε τίς ἐλπίδες τους ὅτι σύντομα τά νησιά θά ἑνωθοῦν μέ τή μητέρα πατρίδα, τήν ῾Ελλάδα.
Πολύ θλίβονταν ὅταν ἀντίκριζε ἀπό τήν Πάτμο τά βουνά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὅπου ὑπάρχουν οἱ ἑπτά σβησμένες Λυχνίες τῆς Ἀποκαλύψεως, δηλαδή ἡ Ἔφεσος, ἡ Σμύρνη, ἡ Πέργαμος, τά Θυάτειρα, οἱ Σάρδεις, ἡ Φιλαδέλφεια καί ἡ Λαοδίκεια. Ἡ μόνη Λυχνία πού ἦταν ἀναμμένη ἤτανε ἡ Λυχνία τῆς Ἀποκαλύψεως (στήν Πάτμο).
Σέ ὁμαδα προσκυνητῶν εἶπε: «Ἔχουμε ἕνα ἀνεξόφλητο χρέος πρῶτα πρός τούς κρυπτοχριστιανούς ἀπέναντι οἱ ὁποίοι περιμένουν μέχρι τώρα κάτι ἀπό ἐμᾶς καί δεύτερο στόν τουρκικό λαό ὁ ὁποῖος στό σύνολό του μάλλον περίπου κατά τό 50% εἶναι Ἕλληνες ἐξισλαμισθέντες.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος πίστευε ἀκράδαντα πώς ἡ ῾Ελλάδα μποροῦσε νά παίξει σπουδαῖο ρόλο στίς μέρες μας, διότι ἡ πανοπλία της εἶναι ἡ ᾽Ορθόδοξη πίστη μας ἡ ὁποία, μόνον αὐτή, μπορεῖ νά δώσει ζωή στήν πεθαμένη πνευματικά Εὐρώπη καί στήν ταλαιπωρημένη Μικρά Ασία καί ὄχι ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός.
Πρωτότυπο ἐπιτίμιο
Ἡ ἱερά νῆσος τῆς Πάτμουἔχει ἔδαφος βραχῶδες καί ἄγονο καί τόπράσινό της ἀκόμα καί σήμερα εἶναι ἐλάχιστο. Ὁ μακαριστός π. Ἀμφιλόχιος γνωρίζοντας τήν ἀξία πού ἔχει γιά ἕνα τόπο ἕνα δένδρο ἄρχισε νά φυτεύει δένδρα καί νά τά περιποιεῖται. Τήν ἀγάπη του αὐτή πρός τά φυτά προσπάθησε νά τήν περάσει καί στά πνευματικά του παιδιά. Αὐτό τό κατόρθωσε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Ὅταν τά πνευματικοπαίδια του πήγαιναν νά καταθέσουν στό πετραχήλι του τίς πτώσεις τους, ἄν ἔπρεπε σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ἐκκλησίας νά τούς βάλει κάποιο ἔπιτίμιο, αὐτός γιά κανόνα τούς ἔβαζε νά φυτέψουν ἕνα ἤ δύο δένδρα καί νά τά περιποιοῦνται μέχρι νά μεγαλώσουν. Μ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό τρόπο ἄρχισε νάπρασινίζει τό νησί καί νά ἀλλάζει ἡ ὅψη του.
῾Ιεραπόστολος
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος, ὅπως προαναφέραμε, ἔδρασε σέ ὅλη του τή ζωή καί σέ ὅλους τούς τομεῖς πού τοῦ ἀνέθεσε ἡ ᾽Εκκλησία ἱεραποστολικά. Δεχόταν μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί τούς ᾽Ορθόδοξους καί τούς ἑτερόδοξους, χωρίς αὐτό, φυσικά, νά σημαίνει ὅτι ἔκαμνε ὁποιαδήποτε ὑποχώρηση δογματική ἤ στά τῆς πίστεως. Οἱ ἑτερόδοξοι μπροστά του ἔκλιναν τό γόνυ τους καί ἀρκετοί μεταστράφηκαν στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Ορθοδοξία μας.
Ἕνα, ἀπό τά πολλά, παράδειγμα εἶναι καί τό παρακάτω. Μία Ἀγγλίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου χάρι στόν Γέροντα βαπτίσθηκε ᾽Ορθόδοξη˙ ὅταν τή ρώτησαν -τί ἦταν αὐτό, πού τήν ἔκανε νά ἔρθει στήν ᾽Ορθοδοξία, ἀπάντησε: «Δύσκολη ἡ ἐρώτησή σας. Ἄν, ὅμως ἐπιμένετε νά σᾶς ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιά μένα ᾽Ορθοδοξία εἶναι αὐτός ὁ Γέροντας».
Ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Καλλίστος Γουέαρ μετεστράφη στήν ᾽Ορθοδοξία μετά τή γνωριμία του μέ τόν Γέροντα. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβονίου κ. Ἀμφιλόχιος (Ράντοβιτς) ὁμολογεῖ ὅτι ἀποφάσισε νά γίνει κληρικός μετά τήν ἐξομολόγηση πού ἔκανε στό Γέροντα καί τήν προτροπή του νά εἰσέλθει στίς τάξεις τοῦ κλήρου.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος συμβούλεψε τόν μακαριστό ἱεραπόστολο π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο νά πάει στήν Οὐγκάντα καί νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά.
Ὁ Σεβ. κ. Ἀμφιλόχιος (Τσούκος) πού διακόνησε τήν ᾽Εκκλησία ὡς ἱεραπόστολος στήν Ἀφρική, μέ τήν προτροπή τοῦ Γέροντα, καί σήμερα εἶναι Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας ὅπου καί ἐργάζεται στήν εὐρύτερη περιοχή της ἀθόρυβα ἱεραποστολικά ἦταν, πνευματικοπαίδι τοῦ π. Ἀμφιλοχίου.
Ἡ μοναχή ᾽Εμμέλεια, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τή γνωρίσουμε, πού γιά χρόνια ἐργάστηκε μέ αὐταπάρνηση καί θεῖο ζῆλο στό ᾽Ορφανοτροφεῖο θηλέων τῆς Ρόδου, ἐκτός ἀπό τή διοίκηση τοῦ ᾽Ορφανοτροφείου, ἀνέπτυξε παράλληλα μεγάλη ἱεραποστολική δραστηριότητα στή Ρόδο κάνοντας κατηχητικά καί κύκλους συμμελέτης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Οἱ Ροδίτες ἀκόμα τήν ἐνθυμοῦνται καί τή φέρνουν σάν παράδειγμα πρός μίμηση.
Νέος ῞Αγιος τῆς ᾽Εκκλησίας
Ὅσοι γνώρισαν τό σεμνό καί φωτισμένο κληρικό, τόν π. Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, ὁμολογοῦν ὅτι ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Οἱ πιστοί ὅταν εἶχαν προβλήματα καί δυσκολίες κετέφευγαν σ᾽ αὐτόν νά τά ξεπεράσουν. Μ᾽ ἕνα τηλέφωνο ἤ μ᾽ ἕνα γράμμα γνώριζαν στό Γέροντα τό πρόβλημά τους καί τόν παρακαλοῦσαν νά προσευχηθεῖ γι᾽ αὐτούς. Οἱ προσευχές του πάντα ἔφερναν τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, ἀρκεῖ νά ἦταν σύννομο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι πολλές φορές μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ διάβαζε τή σκέψη τους, εἶχε δηλαδή τό προορατικό χάρισμα. Μέ τίς κατάλληλες συμβουλές πολλούς ἔσωσε ἀπό ἐπικίνδυνα μονοπάτια καί ἀπό βέβαιες πτώσεις. Διάβαζε τόν συνομιλητή του καί ποτέ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἔπεφτε ἔξω.
Ἀλλά καί τό λείψανό του μετά τήν κοίμησή του πῆρε μορφή οὐράνια, ὅψη χαρούμενη κι εἰρηνική, ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση, πού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω....
Ὁ ἱερομόναχος π. ᾽Ηλίας Καλατζῆς ἔγραψε: -Τὀ 1981, στίς 19 Σεπτεμβρίου, κατόπιν πιέσεων πολλῶν πιστῶν καί τῶν ὑπευθύνων τῆς Μεγάλης Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πραγματοποιήθηκε ἡ ἐκταφή τῶν λειψάνων τοῦ Γέροντος. Ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μέσα στά πεῦκα, ὅλη ἡ γύρω περιοχή εὐωδίασε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ παρευρισκόμενοι νά ἀρχίσουν νά ἀναρωτιοῦνται τί συμβαίνει. Ἡ εὐωδία διαρκοῦσε καί μετά τήν πλύση τῶν ἁγίων λειψάνων. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου Ἰσίδωρος -ὁ μετέπειτα μακαριστός ἐπίσκοπος Τράλλεων - ὁ ὁποῖος παρευρισκόταν στήν ἐκταφή, χρειάστηκε νά φύγει γιά λίγο ἀπό τό νησί γιά ἀνάγκες τῆς Μονῆς μας. Ὅταν ἐπέστρεψε μοῦ εἶπε: -Μύρισε τά χέρια μου, ἀκόμη εὐωδιάζουν μετά τό ἄγγιγμα τῆς κάρας τοῦ Γέροντα.
Γιά τήν κατάταξη τοῦ π. Ἀμφιλοχίου στό ἁγιολόγιο τῆς ᾽Εκκλησίας μας οἱ ἀδελφές τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ὑπέβαλλαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως εἶναι καθιερωμένο, τεκμηριωμένο φάκελο μέ ὅλες τίς ἀποδείξεις ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι σήμερα κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ὅτι συναγάλλεται καί δοξολογεῖ τόν ῞Υψιστο μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς ἄλλους ῾Αγίους. Πιστεύουμε ὅτι σύντομα ἡ ᾽Εκκλησία μας θά τόν ἀνακηρύξει ὡς ἅγιο καί θά ὁρίσει τήν ἡμέρα πού τόν κάλεσε ὁ Θεός κοντά Του ὡς ἡμέρα πού θά ἑορτάζουμε τή μνήμη του.
Ἀπό τίς νουθεσίες του
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος, ἄν καί ἦταν ἀσθενικῆς κράσεως, δέν ἔπαυε νά νουθετεῖ καί νά συμβουλεύει ὅσους τοῦ τό ζητοῦσαν. Μέ συγκίνηση οἱ πιστοί θυμοῦνται ἀκόμα τίς συμβουλές του. Μερικές ἀπό αὐτές θά δοῦμε στή συνέχεια. Ἔλεγε:
Ἀπευθυνόμενος στίς μοναχές εἶπε: -Τή Γερόντισσα νά τἠν ἀγαπᾶτε. Στή συνέχεια λέγει στή Γερόντισσα: -Ὁ Θεός νά σᾶς ἐνισχύει νά ὁδηγήσετε καλῶς τό ποίμνιον πού σᾶς ἔδωκε νά διευθύνετε. Θά αἰσθάνομαι πολλή χαρά ὅταν σᾶς βλέπω νά προχωρεῖτε. Νά παρακαλεῖτε νά μέ βάλει καί μένα ὁ Κύριος εἰς τήν θέση σας. Πάντα θά εὔχομαι νά ζήσουμε ἀενάως εἰς τήν δόξαν τοῦ Παραδείσου. Θέλω νά συνέχισεις πιστά τό ἔργον μου ὅταν θά φύγω. Θά χαίρομαι ὅταν θά βλέπω ὅτι προχωρεῖτε εἰς τίς ἅγιες γραμμές τοῦ Μοναχισμοῦ....
Θαύματα
Ἕνα ἀπό τά τεκμήρια ὅτι ἕνας πιστός εἶναι κοντά στό Θεό, δηλαδή εἶναι ἅγιος, εἶναι ἡ θαυματουργία. Ὁ μακαριστός Γέροντας ἔκανε, μέ τίς προσευχές του, πολλά θαύματα ὅταν ζοῦσε καί κάνει καί σήμερα ἀρκεῖ νά τοῦ τό ζητήσουμε μέ πίστη καί ταπείνωση. Ἀπό τό πλῆθος τῶν θαυμάτων του θά μεταφέρουμε ἐδῶ ὁρισμένα.
Θαύματα πού ἔγιναν ὅταν ζοῦσε. Ὁ Γέροντας ἐνῶ βρισκόταν στό κελί του, στή Μονή τῆς Πάτμου, ἀκούει κάποια ῾Ελένη ἀπό τήν Ἰκαρία νά τόν φωνάζει νά πάει νά τή σώσει.
Δέ χάνει καιρό, κατεβαίνει στό λιμάνι τοῦ νησιοῦ καί ὡς ἐκ θαύματος βρίσκει ἰστιοφόρο πού ἔφευγε γιά τήν Ἰκαρία. Θαλασσοδαρμένος φθάνει στόν προορισμό του κι ἀμέσως ρωτᾶ ἄν ὑπάρχει κάποια ῾Ελένη χήρα καί πληροφορεῖται ὅτι πρό ἡμερῶν ἔχασε τόν ἄνδρα της˙ ἀμέσως ρώτησε νά μάθει ποῦ μένει. Ὅταν ἐνημερώθηκε σπεύδει χωρίς καθυστέρηση, ἡ φωνή τῆς ῾Ελένης σριφογυρίζει στό μυαλό του. ᾽Εκεῖ πού βάδιζε βλέπει μιά ἔξαλλη γυναίκα νά τρέχει ἀπελπισμένη, τή φωνάζει μέ τό ὄνομα της καί τῆς λέγει: «῾Ελένη, ποῦ πηγαίνεις, γιά σένα ἦλθα». Ἡ πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τόν πνευματικό, σκέπτεται αὐτό πού θά ἔκανε καί ἐξομολογεῖται ὅτι πήγαινε νά πνιγεῖ στή θάλασσα. Ἡ γυναίκα σώθηκε, τό θαῦμα ἔγινε, ὅπως ἡ ἴδια τό ὁμολόγησε.
Πνευματικό του τέκνο, ἡ Μ.Κ., διηγήθηκε ὅτι τό Νοέμβριο τοῦ 1954 ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα στήν Πάτμο καί τή φιλοξένησε στό ῾Ι. Κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιά δύο μερες παρέμενε στόν πῦργο τῆς Μονῆς˙ τήν τρίτη μέρα ὁ ἀείμνηστος ἐπέμενε νά μή κοιμηθεῖ πλέον στό μέρος αὐτό, πρᾶγμα πού ἔγινε. Τή νύκτα ἐκείνη ἔπεσε ἀκριβῶς σ᾽ αὐτό τό κρεβάτι κεραυνός. Εἶναι τυχαῖο γεγονός ἡ σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου μέ τήν ἐπιμονή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός;
Θαύματα μετά τήν κοίμησή του. Μία πιστή ἐξιστορεῖ. «1η Μαΐου 1991. Πρωί πρωί παίρνω ἕνα τηλεφώνημα ἀπό τήν ῾Ι. Μονή Εὐαγγελισμοῦ Πάτμου, μέ τό ὁποῖο μέ εἰδοποιοῦν, ὅτι ἡ νύμφη τοῦ π. ᾽Ηλία, Εἰρήνη Καλαντζῆ εἶχε εἰσαχθεί ἐπειγόντως στόν «Εὐαγγελισμό» μέ συμπτώματα ὀξείας παγκρεατίτιδας κι ὅτι ἡ κατάστασή της ἦταν πολύ κρίσιμη˙ μοῦ εἶπαν νά μεταφέρω στήν ἀσθενή ἀπό τό ἁγιασμένο νερό μέ τό ὁποῖο πλύθηκαν τά ἱερά λείψανα τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀμφιλοχίου -μετά τήν ἐκταφή-, τό ὁποῖο φύλαγα ὡς ἁγίασμα στό σπίτι μου. Ἀμέσως πῆγα στό νοσοκομεῖο ὅπου βρίσκω τήν Εἰρήνη σέ κωματώδη σχεδόν κατάσταση˙ στά χέρια της ὀροί, στή μύτη σωληνάκια, μόλις καἰ μιλοῦσε˙ γεμάτη πίστη τῆς λέω: ὁ π. ᾽Ηλίας μοῦ παρήγγειλε νά σοῦ φέρω τό νεράκι τοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου, αὐτό θά σέ κάνει καλά˙ πράγματι ἀμέσως μέ τή βοήθεια συγγενοῦς της, πού παρεστέκετο στήν ἀσθενή, ἀλείψαμε μέ τό νεράκι τήν περιοχή τοῦ σώματός της, ὅπου ἦταν τό πάσχον ὄργανον. Τήν ἄλλη μέρα οἱ δικοί της μοῦ εἶπαν ὅτι μετά τήν ἐπάλειψη μέ τό ἁγιασμένο νερό παρουσίασε μία ἀπροσδόκητη γιά τούς ἰατρούς βελτίωση, πού συνεχίστηκε στίς ἐπόμενες μέρες ὡς τήν τελεία ἀποθεραπεία της».
-Ἡ Νίκη Τραχανίδου, κόρη τοῦ ᾽Εμμανουήλ Γαμπιεράκη ἀπό τόν Κάμπο τῆς Πάτμου, διηγήθηκε. «῏Ηλθα ἀπό τόν Πειραιά, πού μένω, στήν Πάτμο. Ἡ πρώτη μου δουλειά, ἦταν νά πάω νά προσκυνήσω τόν τάφο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου. Ἀπό τό καντήλι τοῦ τάφου του πῆρα λαδάκι καί τό ἔφερα στόν Πειραιά. Μιά μέρα συνάντησα μιά γνωστή μου κυρία ἡ ὁποία μοῦ εἶπε ὅτι ἑτοιμαζόταν νά κάνει ἐγχείρηση στό πόδι, διότι κινδύνευε. Τῆς εἶπα νά ἔλθει νά τήν ἀλείψω μέ τό λάδι τοῦ τάφου τοῦ Γέροντα. Πράγματι ἦλθε σπίτι μου κι ἀφοῦ κάναμε παράκληση στήν Παναγία, τήν ἄλειψα μέ λαδάκι στό πονεμένο πόδι καί σέ ὅλο τό σῶμα. Τό βράδυ στόν ὕπνο μου βλέπω τό Γέροντα ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε, ὅτι θά γίνει καλά καί νἄρθει στήν Πάτμο νά προσκύνησει τόν τάφο μου καί νά ὁμολογήσει τό θαῦμα. Ἡ ἀσθενής κυρία ἔγινε καλά, ἀπόφυγε τήν ἐγχείρηση καί πῆγε στήν Πάτμο νά ἐκπληρώσει τήν ὑποχρέωσή της. Ὁμολόγησε τό θαῦμα μπροστά στίς Μοναχές καί τούς προσκυνητές πού ἦταν ἐκεῖ».
Τέλος ὁ ῾Ιερομόναχος Ἀμφιλόχιος Διακάκης ἐνημέρωσε τή Μονή γράφοντας: -Πρό ἐτῶν, ξαφνικά στίς 2.30 τό πρωί, μέ ἔπιασε ἕνας ὀξύς πόνος, ὅπως λέμε κολικός. Μή γνωρίζοντας ὅμως τί σημαίνει κολικός καί πῶς ἐκδηλώνεται, νόμιζα ὅτι πεθαίνω ἐκείνη τήν ὥρα. Λέγω τότε· «Γέροντά μου, σῶσε με». Αὐτομάτως σταμάτησε ὁ πόνος καί τό πρωί διαπίστωσα τήν πτώση μιᾶς πέτρας στό μέγεθος τοῦ κριθαριοῦ. ᾽Εδῶ ἦταν τό θαυμαστό σημεῖο. Εἴχαμε θεραπεία κολικοῦ. Οἱ γιατροί μάλιστα ἀπόρησαν γιά τό γεγονός, γιατί στίς ἐξετάσεις ποῦ ἔγιναν φάνηκε ἡ ἀποβολή πέτρας. Δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τήν ἐπίκληση τοῦ Γέροντα καί αὐτόματα παρενέβη.
Ὁμολογοῦν
Τήν ἁγιότητα τοῦ Γέροντα δέν τήν φανερώνουν μόνον τά θαύματά του, τήν τονίζουν καί τήν παραδέχονται κι ὅσοι τόν γνώρισαν. Ἄς δοῦμε τίς γνῶμες τους καί πῶς τόν σκιαγρφοῦν.
-Ὁ ᾽Επίσκοπος Διοκλείας κ. Κάλλιστος Ware, Καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς ᾽Οξφόρδης καί γνωστός συγγραφέας, γράφοντας σ᾽ ἕνα βιβλίο του γιά τήν πνευματική ζωή στήν ῾Ελλάδα λέει ὅτι ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ὑπήρξε ὁ μεγαλύτερος πνευματικός τῆς ῾Ελλάδας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
-Ὁ μακαριστός Καρδιολόγος καί Καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γ. Παπαζᾶχος ἔλεγε: ᾽Επρόκειτο πραγματικά γιά ἕναν ἅγιο Γέροντα. Τόν συναντοῦσα στήν Πάτμο, ὅπου μόναζε, ἀλλά καί στήν Ἀθήνα. Μιά φορά πού εἶχε ἔρθει, εἶχα τήν εὐλογία νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου. ῏Ηταν γαλήνιος, ἤπιος, χαιρόσουν καί μόνο νά τόν βλέπεις. Τήν πρώτη φορά, πού τόν συνάντησα στήν Πάτμο, μόλις μέ εἶδε ἀπό μακριά, χωρίς νά μέ γνωρίζει, ἄνοιξε τά χέρια του καί μοῦ φώναξε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος». Μ᾽ ἀγκάλιασε ὕστερα καί μέ φίλησε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν Γερόντων˙ σ᾽ ἀγκαλιάζουν καί ζεσταίνουν πραγματικά τήν ψυχή σου. Μετά μέ πῆρε καί μοῦ εἶπε: -Ἔλα νά καθίσουμε ἔξω στόν πρωτογιό μου. -Ποιό πρωτογιό σας, Γέροντα; -Αὐτό, πού βλέπεις ἐδῶ πέρα, εἶναι ὁ πρωτογιός μου. -Ποιό, παππούλη; -Αὐτό τό πεῦκο. ῏Ηταν ἕνα πεῦκο, κάτω ἀπό τό ὁποῖο εἶχε βάλει ἕνα μακρόστενο τραπέζι, ὅπου ἔτρωγε μέ διάφορους ἀνθρώπους, πού πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Καί συνέχισε: -Βλέπεις; ᾽Επάνω στόν κορμό του ἔχω καρφώσει αὐτό τό σιδερένιο σταυρό. Τό πεῦκο, λοιπόν, αὐτό εἶναι ὁ πρωτογιός μου καί τόν ἔχω κάνει καί μεγαλόσχημο. Ἔλα τώρα νά κάνουμε τό ἑξῆς. Νά μή μιλήσεις καθόλου καί ν᾽ ἀκούσεις πῶς ὁ πρωτογιός μου μιλᾶ μέ τή θάλασσα. Πραγματικά, φυσοῦσε ὁ ἀέρας μέσα ἀπό τά κλαδιά τοῦ πεύκου ἀκουγόταν τό θρόισμα τᾶν πευκοβελόνων κι ἀπό κάτω ἀκουγόταν τό κῦμα τῆς θάλασσας. ῏Ηταν μιά σκηνή ἀπερίγραπτης εὐδαιμονίας «νά κάθομαι κοντά σ᾽ ἕνα τέτοιο ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν μιλοῦσε, ἀλλά προσευχόταν, ἐπικοινωνοῦσε μέ τό Θεό. Κάποια στιγμή μοῦ εἶπε:
-Αὐτή ἡ πλαγιά, πού τώρα εἶναι γεμάτη πεῦκα, ἦταν ἐντελῶς ξερή. Ὅποιος, λοιπόν, ἐρχόταν κοντά μου γιά ἐξομολόγηση, τοῦ ἔβαζα μετά «κανόνα» νά φυτέψει δέντρα. -Πολύ ὡραῖο αὐτό, νά πρασινίσει μία κατάξερη πλαγιά ἀπό τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Γέροντας ὑπέφερε ἀπό σάκχαρο, ἦταν διαβητικός. Ὅταν ἔμεινε στό σπίτι μας, ἡ γυναίκα μου ἀντιμετώπισε κάποια δυσκολία ὅσον ἀφορούσε τό διαιτολόγιό του. Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: -Κόρη μου, καμιά στενοχώρια, ὅ,τι ἔχεις ἐτοιμάσει. Ὁ Ἀμφιλόχιος εἶναι ἁπλός. Πράγματι, ἦταν τόσο ἁπλός, πού σ᾽ ἔβγαζε ἀμέσως ἀπό τή δύσκολη θέση κι ἔμπαινε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέσα στήν καρδιά σου. ῏Ηταν τόσο ἐξαγιασμένος ἄνθρωπος, πού προσωπικά δέν ἔχω ἀμφιβολία ὅτι ἡ διοικοῦσα ᾽Εκκλησία θά τόν ἀνακηρύξει καί ἐπίσημα ἅγιο.
Ὁ εὐπατρίδης τῆς ᾽Εκκλησίας
Ὅλοι ὅσοι τόν γνώρισαν ὁμολογοῦν ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας τῆς Πάτμου ἦταν μιά χαρισματική καί δυσεύρετη μορφή μέσα στή νεώτερη ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Τοῦ ταιριάζει ἀπόλυτα ὁ τίτλος τοῦ εὐπατρίδη. Τόν Γέροντα τόν διέκρινε μία σπάνια πνευματική ἀρχοντιά καί εὐγένεια καί ὑπῆρξε ὁμολογουμένως ἕνας ἀπό τούς βασικούς πρωτεργάτες τῆς ἀναγέννησης τοῦ μοναχισμοῦ,«τοῦ εὐζωνικοῦ τάγματος τῆς ᾽Εκκλησίας»,ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε. Ἄν ἡ ζωή μᾶς φέρει στήν Πάτμο ἄς μήν ἀμελήσουμε νά πᾶμε στό μοναστήρι του νά προσκυνήσουμε τόν τάφο του καί νά τοῦ ποῦμε τούς καημούς καί τά προβλήματά μας. Ὁ Γέροντας πάντα ἀκούει ὅτι τοῦ ζητοῦνε οἱ πιστοί, τρέχει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἐναποθέτει στά πόδια Του τά αἰτήματά μας καί παρακαλεῖ γιά τήν ἐκπλήρωσή τους.
Ας ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς προσευχές του. Ἀμήν.
Γεώργιος Θ. Μηλίτσης, διδάσκαλος
(Πηγή: Γεώργιος Θ. Μηλίτσης, διδάσκαλος, Άγια Μετέωρα)
Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής: Την αγιοκατάταξη του αποφάσισε σήμερα, Τετάρτη, 29 Αυγούστου 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνεδριάζει στο Φανάρι, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε την Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018, την αγιοκατάταξη του Γέροντος της Πάτμου Αμφιλοχίου Μακρή (1889-1970).
(Πηγή: Τράπεζα Ιδεών)
(Πηγή: Eastern Orthodoxy)
(Πηγή: Άπαντα Ορθοδοξίας)
Σοφαί νουθεσίαι του αγιασμένου Πατρός Αμφιλοχίου Μακρή...
(νουθεσίαι του αγιασμένου Πατρός Αμφιλοχίου Μακρή προς Μοναχές)
Ερώτησις: Αφού βλέπετε, Γέροντα, τόσο καθαρά τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας, γιατί δεν μας τα υποδεικνύετε;
Απάντησις: Λυπούμαι για όσα βλέπω ως πατέρας, αλλά ελπίζω εις την καλλιτέρευσιν. Υποδεικνύω όσα πρέπει, αλλά πιο κερδισμένος είσαι, όταν χύσης δυο ή τρία δάκρυα εμπρός εις τον Χριστόν δι' αυτά, παρά να πης πολλά λόγια. Εκείνος είναι ο ιατρός και παιδαγωγός μας. Ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός, αλλά εμείς εκλείσαμε τα μάτια μας και βλέπομε σκοτεινά. Αφού προχωρούμε έτσι άλλοι λασπώνονται και άλλοι σκοτώνονται.
Πολλές φορές την ήμερα έρχεται ο Χριστός και σου χτυπά, αλλά εσύ έχεις δουλειές...
Εκείνος που ταράσσεται δεν σκέπτεται λογικά, ορθά. Κάμνε υπομονήν και θα βραβευθής με στέφανον. Θέλω να είσθε ήρεμες για να συναντώμεθα. Άμα είσθε κουρασμένες δεν λειτουργούν οι ασύρματοι.
Ερώτησις: Πώς κατορθώνετε να έχετε τέτοια υπομονή και καρτερία εις τα διάφορα;
Απάντησις: Η χάρις του Θεού βοηθά. Πάντα πιστεύω παιδί μου εις την δύναμιν του Θεού που όλα τα μεταβάλλει και τα ρυθμίζει προς το συμφέρον της ψυχής μας.
Ερώτηση: Πώς πρέπει, Γέροντα, να σκεπτώμεθα τον Χριστό;
Απάντησις: Πάντα με αγάπη, πρέπει να φέρνωμε στη μνήμη μας το Χριστό. Μπορεί να κρατούμε στα χέρια μας μια φωτογραφία ενός ανθρώπου αλλά επειδή δεν τον γνωρίζομεν, ή μάλλον δεν αγαπούμεν δεν μας συγκινεί. Ενώ όταν πάρωμε την φωτογραφία της μάννας μας αμέσως η ψυχή μας σκιρτά και κλαίει από αγάπη.
Ερώτησις: Θα σωθούμε, Γέροντα;
Απάντησις: Μα γι' αυτό βάλαμε τα ράσα για να σωθούμε. Ο πνευματικός αγώνας θα μας οδηγήση εις τον Παράδεισον. Το ότι πολεμούμε τους λογισμούς, ο κόπος αυτός θα μας βάλη εις τον Παράδεισο.
(Πηγή: (Αναδημοσίευσις από το περιοδικόν «Άγιος Νεκτάριος» Θεσ/νίκης του 1982), (Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Ακολουθία του Αγίου Αμφιλοχίου Μακρή
Η ακολουθία ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή
Πηγή: (Ιωάννης Παναγόπουλος)
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 14 Απριλίου 2024.
Η απόφαση πάρθηκε στο πλαίσιο διευθέτησης αγωγής για παραβίαση της ιδιωτικότητας περιήγησης στο διαδίκτυο
Στις 15 Απριλίου του 1941 (Μεγάλη Τρίτη) όσα αεροπλάνα δίωξης είχαν απομείνει, δώδεκα όλα κι όλα, βρίσκονταν στο πεδίο προσγείωσης της Βασιλικής. Ήταν πέντε Gladiator της 21ης με τους Σμηναγούς Ιωάννη Κέλλα (Μοίραρχο), Κων/νο Χόνδρο, Δημήτριο Σκαλτσογιάννη, Ιωάννη Παπαδημητρίου και τον Υποσμηναγό Ιωάννη Κατσαρό. Υπήρχαν πέντε PZL P24. Τέσσερα της 22ας με τον Ανθυποσμηναγό Βασίλειο Κοντογεώργο, τον Αρχισμηνία Επαμεινώνδα Δάγγουλα και τους Επισμηνίες Παναγιώτη Αργυρόπουλο και Λεωνίδα Κατσαρέλη. Το πέμπτο PZL P24 ανήκε στην 23η και είχε χειριστή τον Επισμηνία Περικλή Κουτρουμπά. Τέλος υπήρχαν και δύο MB-151 με τον Υποσμηναγό Παναγιώτη Οικονομόπουλο και τον Επισμηνία Γεώργιο Μόκκα.
Αξημέρωτα οι χειριστές είχαν καθίσει στα cockpits, είχαν ζεστάνει τους κινητήρες και περίμεναν την εντολή για απογείωση. Αυτή δεν άργησε να φτάσει. Είχαν γίνει αντιληπτά γερμανικά αεροπλάνα, λέγεται ότι ήταν Ju-87 Stuka, να πλησιάζουν. Τα Ελληνικά καταδιωκτικά απογειώθηκαν. Δεν άργησαν να συναντήσουν τα γερμανικά που όντας αργοκίνητα και καθόλου ευέλικτα αποτελούσαν εύκολη λεία. Όμως ενώ έπαιρναν θέση να τους επιτεθούν, δέχτηκαν επίθεση από είκοσι περίπου Bf-109E, την συνοδεία των Ju-87 Stuka, που πετούσε ψηλότερα και δεν είχε γίνει αντιληπτή.
Η αερομαχία δεν κράτησε πάνω από 10 λεπτά. Το αποτέλεσμά της ήταν η πλήρης επικράτηση των Γερμανών, όχι όμως χωρίς τίμημα!Ένα Ju-87 Stuka σίγουρα και ένα δεύτερο πιθανώς, καταρρίφθηκαν. Οι δυνατότητες των Bf-109E ήταν κατά πολύ υπέρτερες των Ελληνικών.
Ο Κουτρουμπάς και ο Μόκας θα σκοτωθούν! Ο Κατσαρέλης θα εγκαταλείψει τραυματισμένος σοβαρά. Ο Κέλλας θα προσγειώσει ένα Gladiator "κόσκινο" όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Ο Κοντογεώργος θα καταφέρει και αυτός να προσγειώσει το δικό του PZL P24, αν και τραυματίας.
Η μάχη αυτή έμεινε στην ιστορία σαν η "Αερομαχία των Τρικάλων".
****
Τα εναπομείναντα Bloch MB-151 της 24ης Μοίρας, μεταστάθμευσαν στις 10-4-1941 στο αεροδρόμιο Βασιλικής Τρικάλων, εκτελώντας καθημερινά πλήθος αποστολών κάλυψης των Ελληνικών και Βρετανικών στρατευμάτων που υποχωρούσαν. Στην επική αερομαχία πάνω από το αεροδρόμιο στις 15-4-1941, όπου επιτέθηκαν περί τα 20 βομβαρδιστικά Ju-87 συνοδευόμενα από ισάριθμα Bf-109, ο Επισμηνίας Μόκκας έπληξε και πιθανώς κατέρριψε 2 γερμανικά Ju-87 Stuka, πριν αυτός καταρριφθεί από το Bf-109 του Γερμανού άσσου Gustav Rudel. Το άλλο Bloch του σχηματισμού με χειριστή τον Υποσμηναγό Οικονομόπουλο υπέστη σοβαρές ζημιές.
****
Επισμηνίας Περικλής Κουτρουμπάς
Γεννήθηκε το 1917 στο Χρισσό Φωκίδας.
Τον Οκτώβριο του 1935 εισήλθε στο Τμήμα Υπαξιωματικών Χειριστών της Σχολής Αεροπορίας και αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1937 με τον βαθμό του Σμηνία.
Σκοτώθηκε στις 15 Απριλίου 1941 κατά την διάρκεια αερομαχίας με γερμανικά αεροσκάφη διώξεως, λόγω καταρρίψεως του αεροσκάφους του PZL της 23ης Μοίρας Διώξεως στην περιοχή του Λιτοχώρου.
Ένα Hs-126 κατέρριψε στις 14-6-1941 ο Επισμηνίας Κουτρουμπάς, πριν καταρριφθεί και ο ίδιος.
Επισμηνίας Γεώργιος Μόκκας
Γεννήθηκε το 1917 στο Σιδηρόκαστρο Σερρών.
Τον Οκτώβριο του 1935 εισήλθε στο Τμήμα Υπαξιωματικών Χειριστών της Σχολής Αεροπορίας και αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1937 με τον βαθμό του Σμηνία.
Σκοτώθηκε στις 15 Απριλίου 1941 κατά την διάρκεια αερομαχίας με γερμανικά αεροσκάφη διώξεως, λόγω καταρρίψεως του αεροσκάφους του Bloch MB-151 της 24ης Μοίρας Διώξεως βόρεια των Τρικάλων.
Ο Μόκκας υπήρξε ο τελευταίος νεκρός αεροπόρος κατά τις επιχειρήσεις του 1940-41, που έπεσε στην τελευταία και πιο μεγαλειώδη αερομαχία στον Ελληνικό ουρανό.
Επισμηνίας Κουτρουμπάς Περικλής
Επισμηνίας Μόκκας Γεώργιος
Α Θ Α Ν Α Τ Ο Ι
Πηγή: Περί Πάτρης
Την νύκτα της 14ης προς 15η Απριλίου, κατευθύνθηκε η 1η Μεραρχία SS Leibstandarte SS Adolf Hitler – LSSAH από την οδό Κλεισούρα – Κορησσό και στις 5.30 πμ ενήργησαν επίθεση στην αμυντική γραμμή.Στην επίθεση αυτή αποκρούστηκαν από τους Έλληνες και είχαν σημαντικές απώλειες σε άνδρες κι έχασαν 25 άρματα και λοιπά οχήματα. Από αυτή την επίθεση οι γερμανοί διέγνωσαν την αδυναμία της Ελληνικής άμυνας, στους πρόποδες του Σινιάτσικου κι εκεί επικέντρωσαν τις ενέργειές τους...
Η Ελληνική Διοίκηση ενίσχυσε τον τομέα αυτό με 2 τάγματα του 23 Συντάγματος (οι άνδρες αυτοί ήταν κατάκοποι μετά από νυκτερινή πορεία και δεν είχαν υψηλό ηθικό). Ο Υποστράτηγος Μουτούσης τους μίλησε και διέταξε την ανάπαυσή τους σε περιοχή βόρεια της γέφυρας Μανιάκους.
Στην επακολουθήσασα μάχη πυροβολικού, οι Ελληνικές δυνάμεις καθήλωσαν τις δυνάμεις των γερμανών και υπερίσχυσαν των περισσοτέρων γερμανικών πυροβόλων. Στο χωριό Μηλίτσα, με την ενίσχυση ενός τάγματος Π/Ζ, οι γερμανοί ανανέωσαν την επίθεσή τους, αλλά κι εδώ απέτυχαν.
Στη 1.30μμ εξαπολύθηκε νέα γερμανική επίθεση, στην οποία οι γερμανοί είχαν μεγάλες απώλειες, αλλά οι ισχνές Ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στην μάχη αυτή έπεσε ο ίλαρχος Κλείτος Χατζηλιάδης, ενώ την στιγμή εκείνη, τμήματα του 4ου τάγματος Πολυβόλων έφτασαν στις απειλούμενες περιοχές. Η γερμανική επίθεση ήταν αφόρητη στις μάχες που ακολούθησαν· χτυπήθηκαν τα πυροβόλα της 13β Ελληνικής Μοίρας και καταστράφηκαν, ενώ ο Διοικητής τους Ταγματάρχης Παπαρρόδου έπεφτε μαχόμενος επί των όπλων του...
Στις 3μμ, η ίλη (λόχος) ιππικού που μαχόταν στο ύψωμα 680 (Σπαιλίκια) υποχώρησε. Ο Μέραρχος (Σωτήρης Μουτούσης), πάνω σε μοτοσυκλέτα, συνάντησε στο Αρμενοχώρι την ανατραπείσα ίλη ιππικού και τους διέταξε (αφού τους επίπληξε) να επανέλθουν στις θέσεις τους.
Ο Υπίλαρχος Γερασιμίδης με την μονάδα του, κατευθύνθηκε στα υψώματα, σύντομα όμως διαλύθηκαν λόγω του πεσμένου τους ηθικού. Ο Μέραρχος έστειλε το κατάκοπο από συνεχή πορεία (μειωμένης δύναμης) 3ο Τάγμα του 22ου Συντάγματος Λέσβου με Διοικητή τον Ταγματάρχη Δέτση και στις 4.30 κατέλαβε τις θέσεις που είχαν εγκαταλείψει οι ιππείς.
(Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Σ. Μουτούσης έβγαζε λόγους στους στρατιώτες, φέρνοντας τους στο φιλότιμο, για να συνεχιστεί η Ελληνική άμυνα. Ένας τραυματισμένος λοχίας, την στιγμή που παρότρυνε τους άνδρες ο Μέραρχος, άρχισε να φωνάζει «Αδέλφια, οι Γερμανοί είναι χειρότεροι από τους Ιταλούς χωρίς τα άρματά τους, τους πολέμησα και τους είδα». Πραγματικά, σε τέτοιες στιγμές η θέληση ενός Υπαξιωματικού και ενός ψυχωμένου Διοικητή κάνουν θαύματα).
Στις 5μμ, ολόκληρη η επίλεκτη γερμανική ταξιαρχία έκανε σφοδρή επίθεση (την τέταρτη), στην οποία συμμετείχαν 40 στούκας και πολλά βαρέα πυροβόλα.
Στην αρχή, οι Ελληνικές θέσεις έμειναν ακλόνητες, όμως η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε ανενόχλητη και πολυβολούσε από μικρό ύψος το 3/22 τάγμα. Ο βομβαρδισμός αποδιάρθρωσε το Ελληνικό πυροβολικό, καταστρέφοντας 4 πυροβολαρχίες και πυρπολώντας βυτιοφόρα του στρατού.
Σ’ αυτή την κατάσταση προήλασαν τα τεθωρακισμένα ανενόχλητα από το Ελληνικό πυροβολικά και διέσπασαν τις γραμμές μας, φτάνοντας πίσω από τις θέσεις των πυροβόλων μας.
Ακολούθησε το γερμανικό πεζικό, που εξουδετέρωνε τις εστίες αντίστασης. Οι Έλληνες πυροβολητές έδωσαν απεγνωσμένο αγώνα και πολλοί έπεσαν επί των πυροβόλων τους, βάλλοντας μέχρι την τελευταία στιγμή κατά των γερμανικών αρμάτων.
Τα μηχανοκίνητα προήλασαν προς Άργος Ορεστικό. Στις 6μμ, η Ελληνική Διοίκηση διέταξε την ανατίναξη της γέφυρας στους Μανιάκους.
Οι δυνάμεις που βρισκόταν ανατολικά της γέφυρας, είτε πολέμησαν, είτε ανασυγκροτούνταν και προσπάθησαν να διαφύγουν βορειοδυτικά, υπό την κάλυψη των μαχόμενων πυροβολαρχιών, που εξαντλούσαν τα πυρομαχικά τους κατά των γερμανικών αρμάτων. Μέχρι την είσοδο των γερμανών στο Άργος Ορεστικό, ο Σ Μουτούσης παρακολουθούσε την άνιση μάχη από μια ταράτσα στην ανατολική παρυφή της πόλης για να επικοινωνεί με τις μαχόμενες μονάδες.
Λίγο πριν την είσοδο των γερμανών, παίρνει τηλεφωνικό μήνυμα από τον λοχαγό Μανωλέσο, που του φώναζε:
«Στρατηγέ αυτή είναι η τελευταία επαφή μας, αιχμαλωτίζομαι, βρίσκομαι κυκλωμένος εγώ και η μονάδα μου, δεν έχουμε πια βλήματα, ούτε σφαίρες. Τα αδειάσαμε όλα. Γεια χαρά! Ζήτω η αιωνία Ελλάς!»
Στις 7.30 μμ οι γερμανοί κατέλαβαν το Άργος Ορεστικό, όπου συνέλαβαν ασύντακτους στρατιώτες της Ελληνικής μεραρχίας. Η μάχη συνεχίστηκε στην παραλίμνια περιοχή, όπου Ελληνικά τμήματα εξακολουθούσαν να αντιστέκονται. Η γερμανική προέλαση από Δισπηλιό προς Καστοριά, συγκρατήθηκε από άνδρες του 2ου Τάγματος Πυροβόλων Θέσεως. Οι γερμανοί υποχρεώθηκαν σε σφοδρές συγκρούσεις, που έδωσαν όμως την δυνατότητα σε Ελληνικά τμήματα να διαφύγουν και να περάσουν την ξύλινη γέφυρα του Αλιάκμονα και να κατευθυνθούν προς Σκαλοχώρι, όπου και μεταφέρθηκε ο Σταθμός Διοικήσεως της Μεραρχίας.
Στις 8μμ οι γερμανοί κατέλαβαν την Καστοριά κι εκεί σταμάτησαν τις όποιες ενέργειές τους.
Στην διάβαση της Φωτεινής, τμήματα του 3ου Συντάγματος της μεραρχίας Ιππικού (απόσπασμα του Συνταγματάρχη Δέδε), παρ όλο που βαλόντουσαν από τα γερμανικά στούκας, πολέμησαν με πείσμα αποκρούοντας διαδοχικές εφόδους μανάδων του γερμανικού πεζικού και των τεθωρακισμένων τους. Ιδιαίτερα, μεταξύ 1 και 4μμ, τα Ελληνικά πυροβόλα προξένησαν βαριές απώλειες στους γερμανούς και μέχρι το τέλος της ημέρας έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης.
Τα βράδυ της 15ης προς 16 Απριλίου, η Ελληνική διοίκηση, υπό το βάρος των εξελίξεων, υποχρέωσε και το νικηφόρο Σύνταγμα Ιππικού και το σύνολο του υποχωρούντος ΤΣΔΜ σε αναδίπλωση στους ορεινούς όγκους του Τρικλάριου και μετά στα ορεινά της Πίνδου.
Η πίεση υπό την οποία βρέθηκαν οι γερμανοί, φαίνεται από την σχετική αναφορά της 12ης Στρατιάς, την νύκτα της 15ης Απριλίου: «Οι Έλληνες προβάλουν πεισματώδη αντίσταση δυτικά της Φλώρινας και στην Καστοριά…».
Πηγή: Περί Πάτρης
Yπ’ αριθμόν 173 πολεμικό ανακοινωθέν:
Ο Παπαρρόδου ξεκίνησε την ίδρυση του πρώτου τάγματος χιονοδρόμων στον Ελληνικό και βρήκε ηρωικό θάνατο μαχόμενος μέχρις εσχάτων!
Θεολόγος στην θεωρία και την πράξη
Η Ιωσηφίνα γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1980, ημέρα που η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του οσίου Νικολάου Πλανά, του οποίου πολύ αγαπούσε να διαβάζει τον βίο.
Κατά την βάπτισή της πήρε το όνομα του μνήστορος Ιωσήφ.
Από την ηλικία των 3 1/2 ετών άρχισαν να εκδηλώνονται τα συμπτώματα της ασθενείας «Μυοδυστροφία»: έπεφτε πολύ εύκολα κάτω, δεν μπορούσε να ανέβει σκάλες, ένα πετραδάκι που βρίσκονταν κάτω από τα πόδια της ήταν ικανό να την ρίξει κάτω.
Κι όμως, ποτέ δεν έκλαιγε όταν έπεφτε, παρόλο που κάθε φορά σχεδόν που έπεφτε χτυπούσε πρώτα τα γόνατα κι αμέσως μετά το κεφάλι της, γιατί ήταν βαρύ και δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.
Από την ηλικία των 5 1/2 ετών σταμάτησε και να περπατάει.
Έτσι σαν παιδί, δεν έτρεξε, δεν έπαιξε μ' άλλα παιδιά, κι όμως από μικρή είχε μια πηγαία καλοσύνη κι ένα αυθόρμητο, χαμόγελο.
Στο Δημοτικό σχολείο, την πήγαινε η μητέρα της σχεδόν αγκαλιά στις πρώτες τάξεις. Μετά συνέχισε Γυμνάσιο στο ΕΛΕΠΑΑΠ (Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων) και συνέχισε σε Νυκτερινό Λύκειο. Αναπηρικό καρότσι χρησιμοποιούσε από την ηλικία των 12 ετών. Όταν διάβαζε, γυρνούσε τις σελίδες των βιβλίων μ' ένα μολύβι. Όταν καθόταν στο καρότσι ακουμπούσε το κεφάλι της σε μια προέκταση που υπήρχε πίσω από την πλάτη της, επειδή το κεφάλι της ήταν βαρύ και επειδή είχε μία κλίση προς τα πίσω. Όταν της έφερναν το σώμα της μπροστά για να ξεκουράζεται, αυτό στηριζόταν σε μια ζώνη.Να πώς την θυμάται μία καθηγήτρια από το Λύκειο: «Συνάντησα την Ιωσηφίνα στην Α' Λυκείου το 1994. Πάντα ήταν με ένα καλό λόγο για όλους, με απέραντη καλοσύνη και ένα γλυκό χαμόγελο.
Μπορούσε να γράφει μόλις μετά βίας σέρνοντας το χεράκι της. Ποτέ όμως δεν επικαλέστηκε την φυσική της αδυναμία για να αποφύγει τις σχολικές της υποχρεώσεις. Πάντα διαβασμένη, πρώτη μαθήτρια, χωρίς να της χαρίζεται τίποτα. Οι συμμαθητές της την λάτρευαν, το ίδιο και οι καθηγητές της.
Όταν την ρωτούσες, τι κάνεις; η απάντηση ήταν, Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά!
Την ίδια απάντηση μου έδωσε και μια μέρα πριν από το τέλος, στο Νοσοκομείο».
Μετά συνέχισε στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. από όπου πήρε πτυχίο με άριστα και λόγω μεγαλυτέρου βαθμού είπε αυτή τον όρκο στις 12.12. 2003. Το περιοδικό ΛΥΔΙΑ (Ιανουάριος 2004) έγραψε:
«Της Ιωσηφίνας το αναπηρικό καρότσι είναι άμβωνας που μας λέει πως η ζωή με τον Θεό δεν μπορεί να είναι μεμψίμοιρη. Η ζωή με τον Θεό γίνεται δημιουργική, δυναμική, έχει στόχους, γίνεται στίβος αρετών. Με τον Θεό δεν μπορεί η γκρίνια, το παράπονο, η μιζέρια να γίνει τρόπος ζωής.
Συγκινήθηκα όταν έσφιξα το χέρι της για να την συγχαρώ για το άριστα... μα και ντράπηκα. Γιατί εγώ κλαίω σε ασήμαντα εμπόδια, κατσουφιάζω, όταν για λίγες μέρες μένω ακίνητη στο κρεβάτι, χάνω τον έλεγχό μου όταν δεν γίνεται όπως το προγραμματίζω».
Πώς έβλεπε η ίδια την ασθένεια της
Έγραφε σ' ένα γράμμα στον πατέρα Αυγουστίνο Καντιώτη (το 2002): «Ο Θεός επέτρεψε εδώ και μερικά χρόνια, 10 και πλέον, να είμαι ακινητοποιημένη σε καρότσι. Το πρόβλημα εξελίσσεται συνεχώς. Ανθρωπίνως δεν θεραπεύεται. Με την βοήθεια του Θεού δεν θλίβομαι προς το παρόν για την κατάστασή μου, αφού ούτε και προσεύχομαι για να γίνω καλά. Αυτό που με φοβίζει είναι η έλλειψη υπομονής σε πιο δυσμενείς συνθήκες, όπως η υγεία της μητέρας μου, η επιδείνωση της ασθένειας μου. Γι' αυτό εύχεσθε να μας επισκιάζει η χάρις του Θεού, ώστε να υπομείνουμε εις τέλος...».
Σ' ένα άλλο γράμμα της σε ένα γέροντα γράφει:«Κατάλαβα με τη χάρι του Θεού και την βοήθεια ενός βιβλίου ότι όλοι έχουμε μέσα μας ένα οχυρό που λέγεται εγωισμός και όταν επιτίθεται σ' αυτό ο πόνος, όσο αρνείται να παραδοθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που δέχεται. Πόσο μάλλον σε μένα που έχω το οχυρό Ρούπελ!...
Ευχηθείτε, γέροντα, να προσθέτει ο Θεός πίστη και χάρη για να υπομείνουμε εις τέλος...».
Από απάντηση που της έστειλε ο Γέροντας Εφραίμ από πολύ μακριά, 2 μέρες αμέσως μετά από το φαξ που του είχε στείλει: «παιδί μου Ιωσηφίνα... Αγωνίζου πολύ στην προσευχή. Μίλα με τον Θεό συνεχώς και θα νοιώσεις όμορφα και δυναμικά. Χωρίς προσευχή παραλύει ο άνθρωπος και παθαίνει ψυχική αναιμία και τότε τον σφίγγουν τα ψυχικά άσχημα αισθήματα. Την ευχή του Ιησού να μην την σταματάς καθόλου και θα έχεις την καλύτερη και άγια συντροφιά. Την μελέτη του Ευαγγελίου και άλλων πνευματικών βιβλίων να την έχεις κάθε μέρα· έστω και λίγη, αρκεί να παίρνεις κάτι μέσα σου αγιογραφικό.
Εύχομαι να σου δίνει συνέχεια ο Κύριος υπομονή και προσευχή για να τα βγάλεις πέρα. Να έχεις τις ελπίδες στην Παναγία μας. Γονάτιζε και προσεύχου παιδί μου. Η προσευχή κάνει θαύματα. Στηρίξου στον Χριστό μας με πίστη...».
Η ίδια της, θέλοντας να παρηγορήσει μια μητέρα που έχασε το παιδί της μεταξύ άλλων έγραφε:«Ο γιος σας φέρει το στεφάνι της νίκης και του μαρτυρίου, όπως τόσα εκατομμύρια αγίων... Ο θάνατός του εκφράζεται ως αγάπη του Θεού προς εσάς, διότι έτσι εργάζεται την σωτηρία της ψυχής σας. Πιστεύω ότι και η δική μου αναπηρία όσο κι αν φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων αδικία ή καταδίκη είναι το αποκορύφωμα της αγάπης Του, διότι έτσι μ' έχει ασφαλίσει κατά ένα τρόπο. Κι εσείς μόνο με τα μάτια του Θεού κι όχι των ανθρώπων, αν δείτε την απουσία του παιδιού σας, θα νικήσετε τον πόνο σας και θα ειρηνεύσει η καρδιά σας. Μην επιτρέψετε στην ψυχή σας να εναντιωθεί στον Θεό, αλλά εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία να τον προσεγγίσετε περισσότερο και σίγουρα θα αναπαυθείτε».
Αυτά τα έγραψε περίπου 3 μήνες πριν πεθάνει.Η Ιωσηφίνα συνδύαζε στην ζωή της την βίωση του Ευαγγελίου του Χριστού με την μετάδοση της αγάπης προς τους άλλους μέσω της προσευχής της.
Τής έλεγαν: κάνε προσευχή κι εκείνη έγραφε ονόματα... πολλλά ονόματα....Μόνο αυτή γνωρίζει τι προσευχές έκανε, γιατί δεν έλεγε τίποτα γι' αυτό το έργο της.Όμως τα αποτελέσματα φαίνονταν από τον τρόπο που ακτινοβολούσε τη Χάρι του Θεού στους άλλους και από την παρηγοριά και ανακούφιση που ένοιωθε οποίος είχε συνάντηση μαζί της.
Μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί ζητούσαν την προσευχή της. Ένας γέροντας της είχε πει:-Ένα κόμπο από το κομποσχοίνι σου και για μένα....
Και εκείνη χωρίς να έχει καμιά ιδέα μεγάλη για τον εαυτό της, από υπακοή, και την λίγη κίνηση που είχε στα χέρια της την αξιοποιούσε, και όταν άκουγε ότι κάποιος έχει ανάγκη, έκανε την ευχούλα έστω αργά - αργά.
Κήρυττε τον Χριστό με την χάρη που εξέπεμπε το πρόσωπο της, τα διακριτικά της λόγια. Το χαμόγελο, που δεν έλειπε από το πρόσωπό της που έλαμπε, δεν ανταποκρίνονταν στην φυσική της κατάσταση. Γιατί τις πιο πολλές μέρες και πονούσε και είχε δυσκολίες πολλές.
Η Ιωσηφίνα με την φίλη της Κλεονίκη την ήμερα της ορκωμοσίας της. Η Ιωσηφίνα την ημέρα που ως αριστούχος απήγγειλε τον όρκον εξ ονόματος των αποφοίτων.
Τι αναφέρουν όσοι την γνώρισαν
Μία εθελόντρια: «Στην αρχή είχα την ψευδαίσθηση, ότι την βοηθούσε η συντροφιά μου όταν την επισκεπτόμουν. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι εκείνη με βοηθούσε. Βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα. Την αγαπούσα πολύ γιατί σου μετέδιδε χαρά. Ήταν πανέξυπνη και δεν σ' άφηνε να την λυπηθείς. Μπροστά της ένοιωθες εσύ σαν άτομο με ειδικές ανάγκες. Ήταν δυναμική, με χιούμορ. Εγώ είχα απορίες διαβάζοντας διάφορα βιβλία κι εκείνη μου τις έλυνε.
Το τελευταίο διάστημα της ζωής της ήταν δύσκολα, υπήρξαν στιγμές που σαν άνθρωπος λύγισε, όμως και στο νοσοκομείο έδειχνε καρτερία. Όταν πήγα μου είπε να της πιέσω λίγο την κοιλιακή χώρα για να μπορεί να αναπνέει. Έχει χαραχτεί στη μνήμη μου αυτή η στιγμή. Το ένοιωσα σαν ευλογία. Φεύγοντας με αποχαιρέτησε μ' ένα χαμόγελο που γλύκανε ιδιαίτερα την ψυχή μου. Ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Ήταν το τελευταίο! Εγώ την αισθάνομαι δίπλα μου. Ελπίζω να με θυμάται και εκείνη εκεί που βρίσκεται».
Μια άλλη φίλη που της συμπαραστάθηκε στα κινητικά προβλήματα, αλλά δέχτηκε την συμπαράσταση της Ιωσηφίνας στα πνευματικά μας αναφέρει:
«Δεν είχε τίποτα κατά κόσμον κι όμως είχε τα πάντα. Είχε ακέραιο πνεύμα. Μετέδιδε Χριστό σε όσους την συναντούσαν, ήταν σαν πνευματικός καθοδηγητής. Μου έδιδε και δεν έπαιρνε τίποτα. Ώρες ολόκληρες κουβεντιάζοντας μαζί της, δεν βαριόσουν. Δεν φοβόταν τον θάνατο, ήθελε να αντέχει. Δεν έβγαζε αρνητική διάθεση σε άλλους. Ζούσε για την αγάπη. Μερικοί όταν την έβλεπαν στο δρόμο, έκαναν τον σταυρό τους, για να ξορκίσουν (;) δήθεν το «κακό» (;) ή για ό,τι άλλο, κι όμως αυτή σημασία δεν έδινε, γελούσε. Σε καθοδηγούσε και με την σιωπή της. Ένιωθες αν και ήταν μικρότερη σε ηλικία, πολύ σεβασμό απέναντι της.
Δεν έκανε συγκρίσεις, δεν γκρίνιαζε, ήταν πρόσχαρη και προσιτή. Την ασθένειά της την αντιμετώπιζε με υπομονή και πρωτόγνωρο δυναμισμό.Τα πρώτα χρόνια έκανε και χειροτεχνήματα, σελιδοδείκτες, συνθήματα με χαντρούλες και πλαστικό σπάγγο».
Ένας εθελοντής έγραψε:«Η Ιωσηφίνα μας, περισσότερο έδινε, παρά έπαιρνε. Περισσότερο ωφελούσε παρά ωφελούνταν κι ενώ θα περίμενε κανείς να ζητεί παρηγοριά, γινόταν η ίδια παραμυθία και παρηγοριά για τους άλλους, απλόχερα, χωρίς όρους και χωρίς όρια.
Όταν ήσουν κοντά της αναλογιζόσουν πόσο αχάριστοι είμαστε όλοι εμείς που έχουμε όλα τα καλά του Θεού και παρόλα αυτά πάντα κάτι μας φταίει... γιατί πάντα κάτι μας λείπει... κάτι που δεν έλειπε από την Ιωσηφίνα, δηλαδή η πίστη στον Θεό και η εκούσια παράδοση της ανθρώπινης ζωής στα χέρια Του».
Η γειτόνισσα και φαρμακοποιός Ευαγγελία Τ., γράφει τα εξής:
«Ιωσηφίνα... Ένας επίγειος άγγελος απ' αυτή την ζωή. Το μαρτύριο της αναπηρίας την ανέβασε σε πνευματικά ύψη.
Υπάκουη στους γονείς της και δεχόταν υπομονετικά ό,τι θα της προσφερόταν. Δεν παραπονιόταν, ήταν χαρούμενη. Υπομονετική στους πόνους, καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα, μια άμορφη μάζα σάρκας που κρατιόταν μ' έναν ιμάντα στην αναπηρική καρέκλα, αλλά αυτό το κάθισμά της είχε τόση αρχοντιά. Η ματιά της σε δίδασκε την υπομονή, η σιωπή της την σοφία. Το κάθισμά της την υπομονή, και η όλη στάση της δίδασκε την ταπείνωση.
Δεν αγάπησε αυτό τον μάταιο κόσμο, αλλά τις ουράνιες μονές της βασιλείας του Θεού.Δεν την ενδιέφερε να γίνει καλά, γιατί δεν είχε θέ-λημα, αλλά την ενδιέφερε να κάνει το θέλημα του Θεού.
Κι ο Θεός οικονομούσε η Ιωσηφίνα να προχωρεί ταπεινά προς την αγιότητα. Το πνεύμα της στηλωμένο στον Κύριο, στις εντολές Του.
Ο Κύριος της χάρισε να Τον γνωρίσει καλύτερα με το να σπουδάσει Θεολογία. Αλλά η Ιωσηφίνα βίωνε όλα τα άγια πράγματα. Είχε κοινωνία με τον Κύριο γιατί ζούσε στην ταπείνωση κι ο Κύρος την πήρε κοντά Του και την ανάπαυσε την ήμερα του Λαζάρου για να αναστηθεί στην κοινή ανάσταση το ταλαιπωρημένο σώμα της μαζί με την γενναία ψυχή της.
Με την Ιωσηφίνα κάναμε το απόδειπνο, διαβάζαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε συμπροσευχόμασταν, πηγαίναμε μαζί σ' αγρυπνίες, την ζούσα καθημερινά στο σπίτι της -καθόσον είμαι γειτόνισσα της- στην ίδια πολυκατοικία. Την αγαπούσα και την αγαπώ. Ήμουν η φαρμακοποιός της. Αφέθηκε στον Κύριο κι έφυγε από την γη ταπεινά για να λάμψει στους ουρανούς.
Η Ιωσηφίνα μας δίδαξε την υπομονή, την ταπείνωση, ήταν τύπος Χριστού, ας εύχεται στον Θεό γι' εμάς, για να ζούμε εν αληθεία, ταπείνωση, πίστη και αγάπη για τον Κύριο...».
Τώρα που με αφήνουν οι σωματικές μου δυνάμεις, συ Κύριε, μη με εγκαταλείψεις (Ψαλμ. 70) Από το Σεπτέμβριο του 2005, 7 μήνες σχεδόν πριν από την κοίμησή της, παρουσιάστηκαν δυσκολίες κατά την κατάποση της τροφής. Ειδικοί γιατροί έκαναν λόγο για ασυνέργεια μυών κατάποσης, άλλοι το απέδωσαν σε νευρομυϊκή εξασθένιση.... άλλοι σε άλλα αίτια.
Δεν μπορούσε να κατεβάσει παρά λίγο ζεστό νερό μερικές μέρες και τις τροφές τις πολτοποιούσε η μητέρα της. Περνούσε η Ιωσηφίνα το μαρτύριο της πείνας και δίψας. Επειδή δεν μπορούσε να μείνει καθισμένη σε ορθή γωνία, το κεφάλι έφευγε προς τα πίσω και δεν μπορούσε ούτε το σάλιο της να καταπιεί. Αισθανόταν ότι έχει ένα κόμπο στο λαιμό. Είχε αδυνατίσει τόσο πολύ που είχε μείνει πετσί και κόκκαλο. Άρχισε πλέον να μην μπορεί να κάθεται στο καρότσι, διότι πονούσαν τα κόκκαλα και είχε δυσκολία στην αναπνοή. Ήθελε να μένει ξαπλωμένη και πότε -πότε να την πιέζουν στην κοιλιά για να αναπνέει καλύτερα. Είχαν αλλοιωθεί οι μυς των ζωτικών οργάνων.
Η μητέρα της μάς μεταφέρει στις τελευταίες ώρες της: «Λίγες μέρες πριν την κοίμηση της είχε έντονη δυσφορία, ταχυσφυγμία, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Από τις εξετάσεις βρέθηκε ότι υπολειτουργούσαν όλα τα συστήματα. Την 2η ήμερα έπεσε σε κώμα. Όταν την έβαλαν σε οξυγόνο, χαμογέλασε με βαθειές αναπνοές. Φωτίστηκε το δωμάτιο από το χαμόγελό της. Για λίγο ανένηψε - καλά είμαι είπε. Σε λίγο, σαν να είδε κάποιον, προσήλωσε το βλέμμα της και χαμογελούσε. Ανοιγόκλεινε το στόμα της, όμως μιλούσε την άλλη γλώσσα, δεν ακουγόταν αυτά που έλεγε... Καταλάβαινα ότι ζει απ' την φλέβα που χτυπούσε στο λαιμό της. Άρχισε να μιλάει πνευματικά, να μιλάει με κάποιον που έβλεπε... Χαμογελαστά έσβησε».Μόλις μία γνωστή, τοποθέτησε στο χέρι της ένα Σταυρό, ενώ η Ιωσηφίνα είχε τόση αδυναμία, έσφιγγε τον σταυρό.
Όλη την νύκτα δεν κινήθηκε. Την άλλη μέρα 11 η ώρα το πρωί πέρασε στην άλλη ζωή.Ήταν του Λαζάρου (15 Απριλίου 2006). Ήταν 26 ετών.
Η κηδεία της έγινε μέσα στην στολισμένη με βάγια εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Ήταν άσπρο το φέρετρο και τα πολλά άσπρα λουλούδια με τα βάγια έδιναν μια παραδείσια ομορφιά. Όσοι την έβλεπαν μέσα στο φέρετρο ήταν σαν να κοιμόταν κι ακόμη διεπίστωναν ότι ήταν μαλακή, σαν κερί, σαν να ήταν μοναχή.Ήταν σαν να έλεγε «συ ει η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητας μου... εν σοι η ύμνησίς μου διαπαντός».
Πηγή: (Γίνονται θαύματα Σήμερα; Φωτεινά υποδείγματα αρετής Εκδόσεις "Ορθόδοξες Κυψέλη"), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Οι ραγδαίες εξελίξεις που μας κατακλύζουν μοιάζουν ότι δύνανται να αποβούν καταστροφικές...
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες Mνήμες)
Σχόλιο Τ.Ι.: Ακολουθεί κείμενο σχετικό με το Ιστορικό, Πολιτισμικό, και Θεολογικό υπόβαθρο της εποχής κατά την οποία εμφανίστικε το Κολλυναδικό Κίνημα τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για την εργασία του Νικολάου Ντανυλέβιτς, Ρώσου Φοιτητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, «νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ» (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν «Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ «Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις» (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν «νέων φιλοσόφων» (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος:
«Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές (5).»
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν «δογματικὸν ἀγῶνα». Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ «Κολλυβάδες». Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου «Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως» (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν:
«... νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον» (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783).
Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ «ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία». Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως. Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ
«οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς «καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς «Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους», ἀκόμη δὲ καὶ «Φραγμασόνους» (8).»
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: «Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων»(10). Ἦταν «φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος , κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης «Φιλοκαλίας». Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς «Φιλοκαλίας» καὶ τοῦ «Εὐεργετινοῦ» καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν «Ὁμολογία πίστεως» (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν «Φιλοκαλία» σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε «πολυγραφότατος» ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία.
«Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα (13).»
Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα «Τούλιος» καὶ ὑπογράφεται ὡς «Πάριος». Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε «ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη»(14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ «Πηδαλίου» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο «ψευδάδελφο». Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν «ἐνσαρκώσεων» καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
«Ναί, ὑπάρχει», ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ «κανόνας τῆς λατρείας» τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι:
«... ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (16).»
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι «ἀνοίκειον», δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ «ἁμαρτιῶδες» γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: «Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου» (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν «Ὁμολογία πίστεώς» του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων:
α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ
β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται «μετὰ κολλύβων», καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ «θρῆνος εἰσάγεται». Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: «Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς».
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι:
«... ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι (18).»
Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται,
«... καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους (19)».
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν «οὐράνιο Ἄρτο».
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν:
«... τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς (20)».
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας». Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ
«... ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων (21).»
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε «Φιλοκαλία». Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν «θησαυρὸ», νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν».
«Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο (22).»
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν» στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία» ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε
«... ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ (24).»
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ «Φιλοκαλικὸ κίνημα» ἀντὶ γιὰ «κολλυβαδικὸ», λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ «... νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος (25)». Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος «κολλυβαδικό» κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν «φιλοκαλικὴ» ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο.
«Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον" (27).»
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ «νέο μοναστῆρι», ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του «νέος κοινοβιάρχης», γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, «τοῦ Λογιωτάτου», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης:
«Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος (29).»
Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς «ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων (30)».
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον «μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Τὸ Χατζόπουλο», μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά:
«Οὗτοι... ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί; (31).»
Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: «Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!», ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους» Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη...
Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, «ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα (33)».
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός:
«Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο...
Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας (34).»
Ἰούνιος 2001.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988.
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν).
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν).
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον).
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Πηγή: Αγιορείτικες Mνήμες, Η Άλλη Όψις, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες μνήμες http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2013/07/3386-18.html )
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, "νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ" (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν "Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας", τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ "Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις" (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν "νέων φιλοσόφων" (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. " Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές" (5).
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: "Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει). Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν "δογματικὸν ἀγῶνα". Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ "Κολλυβάδες". Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου "Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως" (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν "νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον" (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783). Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ "ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία". Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως.
Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ «οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς "καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας". Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς "Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους", ἀκόμη δὲ καὶ "Φραγμασόνους"» (8).
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: "Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων" (10). Ἦταν "φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος", κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης "Φιλοκαλίας". Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς "Φιλοκαλίας" καὶ τοῦ "Εὐεργετινοῦ" καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν "Ὁμολογία πίστεως" (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν "Φιλοκαλία" σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε "πολυγραφότατος" ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία. "Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα" (13). Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα "Τούλιος" καὶ ὑπογράφεται ὡς "Πάριος". Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε "ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη" (14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ "Πηδαλίου" τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο "ψευδάδελφο". Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ.
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν "ἐνσαρκώσεων" καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
"Ναί, ὑπάρχει", ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ "κανόνας τῆς λατρείας" τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν "κανόνα τῆς πίστεως". Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι "ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας" (16).
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι "ἀνοίκειον", δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ "ἁμαρτιῶδες" γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: "Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου" (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν "Ὁμολογία πίστεώς" του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων: α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται "μετὰ κολλύβων", καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ "θρῆνος εἰσάγεται". Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: "Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς".
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι "ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι" (18). Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται, "καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους" (19).
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν "οὐράνιο Ἄρτο".
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν "τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα", καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ "ποτήριο τῆς ζωῆς" (20).
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς "Φιλοκαλίας". Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ "ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων" (21). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε "Φιλοκαλία". Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν "θησαυρὸ", νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν".
"Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο" (22).
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν "Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν" στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία" ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε "ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ" (24).
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ "Φιλοκαλικὸ κίνημα" ἀντὶ γιὰ "κολλυβαδικὸ", λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ "νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος" (25). Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος "κολλυβαδικό" κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν "φιλοκαλικὴ" ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο. «Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον"» (27). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ "νέο μοναστῆρι", ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του "νέος κοινοβιάρχης", γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, "τοῦ Λογιωτάτου", ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης: "Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος" (29). Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς "ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων" (30).
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον "μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος". Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του "Τὸ Χατζόπουλο", μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά: "Οὗτοι...ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;" (31). Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: "Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!", ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ "σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους" Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη... Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, "ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα" (33).
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός: " Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο... Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας" (34).
Ἰούνιος 2001.
* * * * * *
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις http://www.alopsis.gr/alopsis/kolybade.htm )
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Πηγή: , , Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/4361/saint.aspx
Με την Συνθήκη του Λονδίνου το 1913 οι μεγάλες δυνάμεις αναγνώρισαν το κράτος της Αλβανίας. Με το δε Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας η ελληνική Βόρεια Ήπειρος παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο κρατικό μόρφωμα. Οι δυνάμεις πίεσαν την Ελλάδα να παραχωρήσει την Βόρεια Ήπειρο, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση δεν θα αναγνώριζαν κυριαρχία σε νησιά του Αιγαίου
Μόλις είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου – διηγείται ο κ. Ιωάννης Μακρυγιάννης –, αμέσως βρήκα εργασία, και μάλιστα μου δώσανε πολύ υπεύθυνη θέση από την πρώτη στιγμή και σε λίγο θα γινόμουν προϊστάμενος. Είχα τρομερό άγχος για να μπορέσω να μάθω σε λίγο διάστημα τόσα πολλά πράγματα.
Yπ’ αριθμόν 172 πολεμικό ανακοινωθέν:
«Εις την Δυτικήν Μακεδονίαν αγών τεθωρακισμένων μονάδων εις περιοχήν Πτολεμαΐδος. Αι γερμανικαί δυνάμεις προωθήθησαν προς Κλεισούραν, προς Κοζάνην, προς Σιάτισταν.
Συνεπεία της υπό γερμανικών δυνάμεων καταλήψεως της Νοτίου Γιουγκοσλαυίας και της εκ τούτου διανοίξεως των κατευθύνσεων, αίτινες εκ Γιουγκοσλαυικού εδάφους άγουσι εις τα πλευρά και τα νώτα του εις το βόρειον Αλβανικόν μέτωπον στρατού μας, διετάχθη διά λόγους επιχειρήσεων η σύμπτυξις των δυνάμεών μας και η εκκένωσις της περιοχής Κορυτσάς. Ο εχθρός αντιληφθείς την σύμπτυξιν μετά εικοσιτετράωρον από της ενάρξεως ταύτης, επεχείρησεν επί ματαίω να την παρενοχλήση προωθήσας μοτοσυκλετιστάς. Συνελάβομεν μερικάς δεκάδας εκ τούτων.
Ὁ τόπος μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε φτωχός· οἱ πόροι ἐλάχιστοι. Πῶς νὰ ζήσουμε, πῶς νὰ ἀναπτυχθοῦμε; Σπάζουν τὰ κεφάλια τους οἱ εἰδικοὶ καὶ προτείνουν διάφορα σχέδια· ἕνας τὸ ἕνα, ἄλλος τὸ ἄλλο, καθένας τὸ δικό του.
Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Ἑβδομάδα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νά «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ». Αὐτό ἀκριβῶς παριστάνει μιά τοιχογραφία στήν ἱ. Μονή Διονυσίου στό ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Ἑσταυρωμένος μοναχός.
Η ημικατεχόμενη Κύπρος για να έχει αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα έναντι της Τουρκικής επιθετικότητας που συνεχίζεται, είναι απαραίτητο να συνάψει αμυντική συμμαχία με την Ελλάδα , με την οποία έχει κοινά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο(ΑΜ) και αντιμετωπίζουν κοινό εχθρό, την Τουρκία
Yπ’ αριθμόν 171 πολεμικό ανακοινωθέν:
«Περιωρισμέναι τινές τοπικαί ενέργειαι«
Ἆσμα, ἀγαπηγοί μου, ᾆσμα δηλαδὴ τραγούδι, ποὺ ἔψαλαν οἱ πρόγονοί μας, οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Βυζαντίου, εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Περιλαμβάνει ἑκατὸν σαραντατέσσερα (144) «Χαῖρε», μὲ τὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβάνει τὸν χαιρετισμὸ ποὺ εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρὸς τὴν Θεοτόκο «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ…» (Λουκ. 1,28).
Διαδικτυακή Σύναξη «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» με θέμα «Η Παλαιά Διαθήκη σε διαρκές ερμηνευτικό σταυροδρόμι»
Οι νέες γυναίκες και τα ζευγάρια αναβάλλουν συνήθως την δημιουργία οικογένειας όταν τα παιδιά έρχονται άνετα και φυσικά, σε νέα ηλικία. Χρησιμοποιούν αντισύλληψη, προχωρούν σε εκτρώσεις, σκέπτονται να καταψύξουν γενετικό υλικό για «αργότερα».
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...