
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πῶς σε ἐντός μου προσκυνῶ, πῶς δέ μακράν σε βλέπω, πῶς ἐν ἐμοί κατανοῶ, ἐν οὐρανῷ δ᾿ ὁρῶ σε; Σύ μόνος οἶδας, ὁ ποιῶν ταῦτα καί λάμπων ὥσπερ ἥλιος ἐν καρδίᾳ μου, τῇ ὑλικῇ, ἀΰλως. Ὁ διαυγάσας μοι τό φῶς τῆς δόξης σου, Θεέ μου, διά τοῦ ἀποστόλου σου καί μαθητοῦ καί δούλου, τοῦ παναγίου Συμεών, αὐτός καί νῦν μοι λάμψον καί δίδαξον ἐν Πνεύματι ὕμνους ἐκείνῳ ᾆσαι, καινούς ὁμοῦ καί παλαιούς, θείους καί κεκρυμμένους, ἵν᾿ ἐξ ἐμοῦ θαυμαστωθῇ ἡ γνῶσίς σου, Θεέ μου, καί ἡ σοφία ἡ πολλή παραδειχθῇ μειζόνως˙ καί πάντες σε αἰνέσουσιν ἀκούσαντες, Χριστέ μου, ὅτι καιναῖς ἐγώ λαλῶ γλώσσαις τῇ χάριτί σου. Ἀμήν, γένοιτο, Κύριε, κατά τό θέλημά σου. Ἐγώ πονῶ, ἐγώ ἀλγῶ τήν ταπεινήν ψυχήν μου, ὅταν φανῇ ἐντός αὐτῆς λάμψαν τρανῶς τό φῶς σου˙ ὁ πόθος πόνος παρ᾿ ἐμοί καί καλεῖται καί ἔστιν. Ἄλγος τῷ μή ἰσχύειν με ὅλον περιλαβεῖν σε καί κορεσθῆναι, ὡς ποθῶ, ὑπάρχει μοι καί στένω˙ ὅμως ὅτι καί βλέπω σε, ἀρκετόν μοι καί τοῦτο καί δόξα ἔσται καί χαρά καί στέφος βασιλείας, καί ὑπέρ πάντα τά τερπνά καί ποθεινά τοῦ κόσμου˙ τοῦτο καί τῶν ἀγγέλων με ὅμοιον ἀποδείξει, ἴσως καί μείζοντα αὐτῶν, Δέσποτά μου, ποιήσει. Εἰ γάρ ἀόρατος αὐτοῖς ὑπάρχεις τῇ οὐσίᾳ, τῇ φύσει τε ἀπρόσιτος, ἐμοί δέ καθορᾶσαι, πάντως καί τῇ τῆς φύσεώς σου μίγνυσαί μοι οὐσία˙ οὐ γάρ διΐσταται τά σά, οὐ τέμνονται δέ ὅλως, ἀλλ᾿ ἡ φύσις οὐσία σου καί ἡ οὐσία φύσις. Τῆς οὖν σαρκός σου μετασχών τῆς φύσεως μετέχω καί τῆς οὐσίας ἀληθῶς τῆς σῆς μεταλαμβάνω, συγκοινωνός θεότητος, ἀλλά καί κληρονόμος γινόμενος ἐν σώματι, μείζων τῶν ἀσωμάτων ὑπολαμβάνω, γίνομαι υἱός Θεοῦ, ὡς εἴπας, οὐ πρός ἀγγέλους, πρός ἡμᾶς δέ, θεούς οὕτω καλέσας˙ Ἐγώ εἶπα˙ Θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες. Δόξα τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου καί τῇ οἰκονομίᾳ, ὅτι ἄνθρωπος γέγονας Θεός ὤν κατά φύσιν, ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως τε μείνας τοῦτο κἀκεῖνο καί θεόν με πεποίηκας, βροτόν ὄντα τήν φύσιν, θέσει καί χάριτι τῇ σῇ διά τοῦ Πνεύματός σου τά διεστῶτα ὡς Θεός παραδόξως ἑνώσας.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Καθὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ φυλᾶμε τὸ νοῦ μας ἀπὸ τὴν ἀγνωσία, ὅπως εἴπαμε πρίν, ἔτσι παρομοίως εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν φυλᾶμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν πολυπραγμοσύνη, τὴν ἀντίθετή της ἀγνωσίας. Γιατὶ, ἀφοῦ τὸν γεμίσουμε ἀπὸ πολλοὺς λογισμοὺς μάταιους καὶ ἄτακτους καὶ βλαπτικούς, τὸν κάνουμε ἀδύνατο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴν ἀληθινὴ ἀπονέκρωσί μας καὶ τελειότητα. Γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ εἶσαι σὰν πεθαμένος ἐντελῶς, σὲ κάθε ἔρευνα τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέπωνται, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἀναγκαία. Καὶ μαζεύοντας πάντα τὸ νοῦ σου, ὅσο μπορεῖς μέσα στὸν ἑαυτό σου, κάνε τὸν ἀμαθῆ ἀπὸ τὰ πράγματα ὅλου τοῦ κόσμου τὰ πράγματα.
Τὰ μηνύματα, οἱ καινούργιες εἰδήσεις καὶ ὅλες οἱ μεταβολὲς καὶ οἱ ἀλλοιώσεις, μικρὲς καὶ μεγάλες του κόσμου καὶ τῶν βασιλείων, ἂς εἶναι γιὰ σένα τέτοιου εἴδους, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν καθόλου (1). Ἀλλὰ καὶ ἂν σοῦ προσφέρωνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐναντιώσου σὲ αὐτά, ἀπομάκρυνέ τα ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὴ φαντασία σου. Ἂς εἶσαι δὲ προσεκτικὸς ἐραστὴς στὸ νὰ καταλάβης τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ οὐράνια, μὴ θέλοντας νὰ γνωρίζῃς ἄλλο μάθημα στὸν κόσμο, παρὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴ ζωή του καὶ τὸν θάνατο καὶ τὸ τί ζητάει αὐτὸς ἀπὸ σένα· καὶ βέβαια θὰ εὐχαριστήσῃς πολὺ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔχει γιὰ ἐκλεκτοὺς καὶ ἀγαπημένους του ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ φροντίζουν νὰ κάνουν τὸ θέλημά του.
Ἐπειδή, κάθε ἄλλο ζήτημα καὶ ἔρευνα, εἶναι ἐγωισμὸς καὶ ὑπερηφάνεια, δεσμὰ καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος σὰν πανοῦργος, βλέποντας ὅτι ἡ θέλησις ἐκείνων ποὺ προσέχουν στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι δυνατὴ καὶ ἰσχυρή, γυρεύει νὰ νικήσῃ τὸ νοῦ τους μὲ τέτοιες περιέργειες, γιὰ νὰ κυριεύσῃ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ὁπότε, συνηθίζει πολλὲς φορὲς νὰ τοὺς δίνη σκέψεις δῆθεν ὑψηλές, λεπτὲς καὶ περίεργες καὶ μάλιστα στοὺς εὔστροφους στὸ νοῦ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι εὔκολοι νὰ ὑψηλοφρονήσουν.
Γιατὶ αὐτοὶ αἰχμαλωτισμένοι ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ συνομιλία ἐκείνων τῶν ὑψηλῶν σκέψεων, στὶς ὁποῖες νομίζουν ψεύτικα ὅτι ἀπολαμβάνουν τὸν Θεό, ξεχνοῦν νὰ καθαρίσουν τὴν καρδιά τους καὶ νὰ προσέχουν στὴν ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ στὴν ἀληθινὴ ἀπονέκρωσι· καὶ ἔτσι ἀφοῦ δεθοῦν μὲ τὸ δεσμὸ τῆς ὑπερηφάνειας, γίνονται εἴδωλο τοῦ ἴδιου τοῦ νοῦ τους· καὶ στὴ συνέχεια, λίγο λίγο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν, φθάνουν νὰ λογαριάσουν, ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη πλέον ἀπὸ τὴν συμβουλὴ καὶ τὴ νουθεσία τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ συνήθισαν νὰ προστρέχουν σὲ κάθε τους ἀνάγκη στὸ εἴδωλο τῆς δικῆς τους κρίσεως· πρᾶγμα, ποὺ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο καὶ δύσκολο νὰ ἰατρευθῇ· διότι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι πλέον περισσότερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ ἐκείνη τῆς θελήσεως.
Ἐπειδή, ἡ μὲν ὑπερηφάνεια τῆς θελήσεως, ὄντας φανερὴ στὸ νοῦ, εὔκολα θὰ μπορῇ καμιὰ φορὰ νὰ ἰατρευθῇ, ὑποτασσόμενη σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει. Ὁ νοῦς ὅμως ὅταν ἔχῃ σταθερὴ γνώμη ὅτι ἡ κρίσις του εἶναι καλύτερη ἀπὸ τῶν ἄλλων, ἀπὸ ποιόν θὰ μπορῇ νὰ ἰατρευθῇ καὶ πῶς νὰ ὑποταχθῆ στὴν κρίσι τῶν ἄλλων, ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὴν ἔχει τόσον καλὴ σὰν τὴν δική του; Ἂν ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ νοῦς, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ καθαρίσῃ τὴν ὑπερηφάνεια τῆς θελήσεως, εἶναι ὁ ἴδιος ἀσθενής, τυφλὸς καὶ γεμάτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ποιός ἔπειτα μπορεῖ νὰ τὸν γιατρέψει; καὶ ἂν τὸ φῶς εἶναι σκοτάδι καὶ ὁ κανόνας εἶναι λάθος, πῶς θέλει νὰ φωτίσῃ ἢ νὰ διορθώσῃ τὰ ἄλλα; Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀντισταθῇς τὸ γρηγορώτερο σὲ αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη ὑπερηφάνεια τοῦ μυαλοῦ, προτοῦ νὰ διαπεράση μέσα στὸ νοῦ τῶν κοκκάλων σου καὶ ἀντιστεκόμενος, βάλε χαλινάρι στὴν ὀξύτητα τοῦ νοῦ σου καὶ ὑπόβαλε τὴ δική σου γνώμη στὴ γνώμη τῶν ἄλλων καὶ γίνε ἀνόητος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ εἶσαι σοφώτερος ἀπὸ τὸν Σολομώντα· «Ὅποιος νομίζει ὅτι εἶναι σοφὸς μὲ τὰ μέτρα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ αἰῶνα, ἂς γίνῃ μωρός, γιὰ νὰ γίνῃ πραγματικὰ σοφός» (Α´ Κορινθ. 3,18).
1. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος προστάζει, νὰ εἶναι σὲ μᾶς, σὰν μιὰ πικρὴ γεῦσι ὅλα τὰ κοσμικὰ διηγήματα· «ἤτω σοι πικρὰ γεῦσις, ἡ τῶν κοσμικῶν διηγημάτων ἀκρόαση, κηρία δὲ μέλιτος, τὰ τῶν ὁσίων ἀνδρῶν διηγήματα» (Λόγος ἀσκητικὸς περὶ ἀποταγῆς)" καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, λέει· «Διηγήσαντό μοι παράνομοι ἀδολεσχίας, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ὁ νόμος σου Κύριε» (Ψαλμ. ριη᾿ 85).
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
«Τῶν ἁγίων ὁ χορὸς εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», τῶν ἁγίων ἡ χορεία ἀνεκάλυψε τὸν Χριστό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ ἔτσι ἔζησε ξεδιψῶντας ἀπὸ Αὐτόν, πέρασε δὲ διὰ τοῦ θανάτου τὴν θύρα τοῦ παραδείσου καὶ εἰσῆλθε στὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Ὁσιώτατοι ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὁ πολυσέβαστος Γέροντας Νεκτάριος ἔζησε σχεδὸν ἐννέα δεκαετίες, ξεδιψῶντας καθημερινὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό, καὶ εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν διὰ τῆς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ συνεπῶς «εἰς κρίσιν οὒκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ἡ ζωή του ταυτισμένη ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας μὲ τὴ βαθειὰ θλίψη, συνυφασμένη μὲ τὴν συνεχῆ θυσία, γεμάτη δάκρυα, κόπο καὶ ἀναστεναγμὸ ἦταν ἕνας καθ’ ἡμέραν θάνατος. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ πίστη του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἐλπίδα του, ἡ σχέση μὲ τὸν Ἅγιό του, τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ἦταν ἀείροη πηγὴ ζωῆς. Ἡ ζωὴ του, τὸ χαμόγελό του, ἡ ψυχή του, ἡ τεράστια καρδιά του ἕνας παράδεισος, ἕνα «σημεῖον», μιὰ σταθερὴ ἀναφορά. Οὔτε εἰς κρίσιν ἔρχεται οὔτε εἰς θάνατον, ἀλλὰ μεταβαίνει αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἐκ τοῦ θανάτου τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἰς τὴν ζωὴν τῆς αἰώνιας βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ νεκρὸς ποὺ ἔχουμε μπροστά μας εἶναι ἄπνους, ἀλλὰ ζεῖ• εἶναι ἀκίνητος, ἀλλὰ πορεύεται τὴν μακαρίαν ζωήν• εἶναι ἀμίλητος, ἀλλὰ ἡ φωνή του συνεχίζει νὰ ἀκούγεται• εἶναι ὡσεὶ ὑπνῶν, ἀλλὰ γρηγορεῖ• ἐπέλεξε τὸν μονήρη βίον, ἀλλὰ ἀγκάλιασε ὅλον τὸν κόσμο• σύντομα θὰ τοποθετηθεῖ ὑπὸ τὴν γῆν, ἀλλὰ ἐκ κοιλίας μητρὸς του «ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται». Πολὺ ἀνθρώπινος στὸν τρόπο, διαχειριζόταν οὐράνιες δυνάμεις.
Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἔζησε τὸν πόνο, τὴν περιφρόνηση, τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεως. Στὴν πρόκληση ὅλων αὐτῶν ἀπάντησε μὲ μιὰ ἀδιάκριτη καὶ ἀδιάπτωτη συμπόνοια πρὸς πάντας. Ἡ κραυγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἐγὼ ἀσθενῶ, τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β΄ Κορ. ια΄ 29) καθημερινὸ βίωμά του. Ποιός τὸν πλησίασε καὶ βρῆκε τὴν πόρτα του κλειστή; Ποιός τοῦ ζήτησε κάτι καὶ δὲν ἔφυγε μὲ γεμάτα τὰ χέρια καὶ πεπληρωμένη τὴν καρδιά; Ποιός ἀκούμπησε πάνω του καὶ δὲν βρῆκε κατανόηση; Ποιός τὸν ἄγγιξε μὲ θλίψη καὶ δὲν ξεχείλισε ἀπὸ παρηγοριά;
Ἡ ἐλεημοσύνη του ἀπαράμιλλη. Δὲν ἔδινε σὲ λίγους, οὔτε μόνο κάποιες φορές, οὔτε λίγα. Ἔδινε σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως, πάντοτε καὶ ὅ,τι εἶχε. Καὶ τὸ ἔδινε μὲ ὅλη τὴν μεγάλη του καρδιά. Δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτα. Ράσα παλιά, τριμμένα, φτωχικά, πολυκαιρισμένα, παρατημένα. Ὑγεία σπασμένη, σκόπιμα σὲ αὐτοεγκατάλειψη. Ἔφτιαξε θαυμάσιο οἴκημα καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε στὸ ἐνοίκιο. Τὸ δωμάτιό του σὰν ἀποθήκη, ἀκατάσταστο, γεμᾶτο ἀπὸ ὅσα τοῦ ἔφερναν καὶ τὰ ὁποῖα δεχόταν, μὲ μόνο σκοπὸ νὰ τὰ προσφέρει. Δὲν δέχθηκε ποτὲ νὰ τοῦ τὸ τακτοποιήσουμε. Ἐπίμονα ἀρνήθηκε νὰ τοῦ τὸ βάψουμε ἢ κάπως νὰ τοῦ τὸ κάνουμε πιὸ εὐχάριστο. Τοῦ εἴπαμε• ἄφησέ μας νὰ σὲ περιποιηθοῦμε, Γέροντα. Ἔτσι ποὺ ζεῖς ἐσένα θὰ σὲ ἐπαινοῦν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση κι ἐμᾶς θὰ μᾶς κατηγοροῦν γιὰ τὴν περιφρόνηση σὲ σένα. Οὔτε ἔτσι ὑπεχώρησε. Ἡ φιλοπτωχία καὶ ἡ ἀμεριμνία ἦταν βαθιὰ ριζωμένες μέσα του.
Τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔδιναν δὲν πρόφθαινε νὰ τὰ σκορπάει. Τὰ φύλαγε γιὰ νὰ τὰ δώσει. Ὅλα τὰ εἴδη τῶν νομισμάτων, ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸν Καναδᾶ, τὴν Αὐστραλία, τὴν Ἀμερική, τὴν Τουρκία, τὴ Σερβία, τὴ Ρουμανία, ἀπὸ ὅπου κανεὶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ, κυκλοφοροῦσαν στὸ δωμάτιό του. Εἶχε χρήματα μέσα σὲ ντουλάπια, στὸν κόρφο του, κάτω ἀπὸ τὰ σεντόνια του, μέσα στὴ μαξιλαροθήκη του γιὰ νὰ τὰ προσφέρει τὴν κατάλληλη ὥρα καὶ σὲ ὅποιον τὰ χρειαζόταν. Τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα, τὰ τρόφιμα ποὺ συγκέντρωνε καὶ συσκεύαζε ἦταν περισσότερα ἀπὸ ὅσα μάζευαν ὅλοι μαζὶ οἱ ὑπόλοιποι ναοὶ τῆς Μητροπόλεώς μας. Περίπου 7 τόνους λάδι μοίραζε τὸν χρόνο μόνο στὶς ἐνορίες καὶ ἄγνωστο πόσο σὲ συλλόγους, φτωχοὺς καὶ πεινασμένους. Ἡ ἀποθήκη τοῦ Προσκυνήματος εἶχε τρόφιμα, ροῦχα, παιγνίδια, εἴδη οἰκιακῆς χρήσεως, παπούτσια, εἶχε τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ νυφικά. Ἔδινε καὶ ποτὲ τὰ χέρια του δὲν ἦταν ἄδεια. Σκόρπιζε καὶ οἱ ἀποθῆκες του γέμιζαν.
Ἁπλὸς καὶ σοφός, ἀσθενικὸς στὴ φύση του καὶ δυνατὸς στὸ πνεῦμα. Εὔκολα τὸν κατατάσσεις στὰ «μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ στὰ ἀσθενῆ καὶ ἐξουθενημένα», ποὺ ὅμως καταισχύνουν τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς ἰσχυρούς. Ἕνα φαινομενικὸ τίποτα, ποὺ ὅμως «οὐκ ἦν ἄξιος αὐτοῦ ὁ κόσμος». Ἕνας ποταμὸς ἀγάπης καὶ παρηγορίας, μία πηγὴ δυνάμεως καὶ πίστης. Ἀγάπησε ἀδιακρίτως τοὺς πάντας, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀγαπητὸς ἀπὸ ὅλους, πραγματικὰ λατρευτός. Συνήρπαζε τὸν λαὸ καὶ ἔκλεβε τὶς καρδιὲς μὲ ἐξαιρετικὴ εὐκολία. Ἐξουδενώθηκε καὶ ἐλαττώθηκε ὑπερβολικά, γι’ αὐτὸ καὶ τιμήθηκε ὑπερβαλλόντως. Ἕνας ἱερομόναχος Δ΄ κατηγορίας, ἔγινε Μέγας Ἡγούμενος∙ ἕνας ἄσημος ὀλιγογράμματος παππούλης τράβηξε τὴν προσοχὴ Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων καὶ κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ δύσπιστου καὶ ἀπαιτητικοῦ λαοῦ. Ἔπεισε γιὰ τὴν αὐθεντικότητά του, γιατὶ ἦταν γνήσιος στὴν πίστη του. Πετάχθηκε στὴν ἄκρη τῆς Ἀττικῆς, στὴν Καμάριζα, καὶ ἐκεῖ μέσα σὲ λίγα χρόνια ἔφτιαξε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προσκυνήματα στὴν Ἑλλάδα, μὲ πανορθόδοξη ἀκτινοβολία. Ὅλη τὴ μέρα στὸν ναό, ὅλος ὁ χρόνος του στὴ διακονία, ὅλη του ἡ καρδιά στοὺς ἐλαχίστους ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα, γνώριζε ὁ ἴδιος τὰ ὀνόματα καὶ τὴν καρδιὰ χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Ὁ λόγος του «ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος», ζωντανός, μαγευτικός, ἀληθινός συναρπαστικός. Ἔξυπνος, χαριτωμένος, εὐχάριστος στὰ δύσκολα. Δὲν εἶχε χάρη μόνον ὁ λόγος του καὶ ἡ ὅλη πολιτεία του• ἦταν ὁ ἴδιος γεμᾶτος ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀναπαύθηκε ἐπάνω του.
Ἡ ζωή του, ἡ πορεία του, ἡ ὅλη ὕπαρξή του, ὅλα ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο. Ἡ εὐαρέσκεια, ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐμφανὴς στὸ ταπεινό του πρόσωπο. Σὰν νὰ ἀντλοῦσε τὴν ἀναπνοή του ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἐπέκεινα πραγματικότητος, σὰν νὰ ρουφοῦσε ἀέρα ἀπὸ τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ἀπέπνεε στὴν καθημερινότητα τοῦ καθενὸς ποὺ τὸν πλησίαζε. Ὄντως «θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Τὰ χνῶτα του, ἡ μυρωδιά του, ἡ ζωή του μᾶς προετοίμασαν γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ τώρα βρίσκεται καὶ ὄχι γι’ αὐτὸν ποὺ ὣς τώρα ζοῦσε• μᾶς ὑποψίασαν γιὰ τὸν Γέροντά μας, ὅπως τώρα εἶναι, καὶ ὄχι γι’ αὐτὸν ποὺ μέχρι τώρα γνωρίζαμε.
Ἴσως κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει λίγα ἐλαττώματα στὴ συμπεριφορά του, ποὺ ὅμως δὲν ἐνοχλοῦσαν. Ἡ χάρι του καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του ἦταν κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὰ λάθη καὶ τὶς τυχὸν ἀδυναμίες του. Ἔτσι τὸν ἀσφάλισε ὁ Θεός, ἔτσι προστάτευσε τὸν θησαυρό Του, ἔτσι διεφύλαξε τὸν ἄνθρωπό Του, ἔτσι μᾶς βεβαίωσε γιὰ τὸ μυστήριό του.
Πολυσέβαστε καὶ μακαριστέ μας, Γέροντα Νεκτάριε, ὄντως «μακαρία ἡ ὁδὸς ᾗ πορεύῃ σήμερον», ἀλλὰ καὶ μακαρία ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός, τὴν ὁποία ἀκολούθησες στὴ ζωή σου αἴρων τοὺς σταυροὺς πλήθους πιστῶν τέκνων σου μαζὶ μὲ τὸν δικό σου. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, μιμούμενος στοὺς τρόπους τὸν Ἅγιό σου Νεκτάριο, τὸν μιμήθηκες καὶ στὴ δόξα.
Συγχώρεσέ με ποὺ θὰ πῶ δυὸ λόγια πιὸ προσωπικά. Μοῦ ἐμπιστεύθηκες, ἴσως τὴν τελευταία σου γενικὴ ἐξομολόγηση. Ταξείδευσες μαζί μου στὶς γωνιὲς τῆς πολυτάραχης ζωῆς σου, ἀναμειγνύοντας τὶς λεπτομέρειες τῆς μνήμης σου μὲ τὸ ἄρωμα τῆς πηγαίας δοξολογίας σου. Φανέρωσες τοὺς μυστικοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς σου καὶ μίλησες γιὰ τοὺς βαθεῖς πόθους σου. Περιέγραψες ὁλοζώντανα τὶς λεπτὲς πινελιὲς τῆς ἀγάπης σου καὶ μὲ παιδικὴ ἀθωότητα ἐξέφρασες τὴν πολιὰ καὶ τὴ σοφία σου.
Τὸ χαμόγελό σου ἕνας ἀτέλειωτος παράδεισος.
Ἡ καρδιά σου μιὰ τεράστια ἀγκαλιά.
Ἡ πίστη σου ἕνας ἀκλόνητος βράχος.
Ἡ ζωή σου ἕνα διαρκὲς σημεῖο.
Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀναμεμειγμένα μὲ δοξολογικὸ πόνο σὲ ἀποχαιρετοῦμε, ὄχι γιατὶ ἐσὺ φεύγεις ἢ πηγαίνεις κάπου ἀλλοῦ, ἀλλὰ γιατὶ θὰ μᾶς λείψει ἡ ζεστὴ εἰκόνα σου, τὸ ἀντίκρυσμα τῆς μορφῆς σου, τὸ ἄκουσμα τῆς γλυκιᾶς φωνῆς σου. Ἐσὺ μένεις ἐκεῖ ποὺ πάντοτε ἤσουν, στὸν χῶρο τῶν ἁγίων καὶ πορεύεσαι στὴ γνωστή σου χώρα, αὐτὴν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σὲ ὑποδέχεται ὁ Ἅγιός σου, αὐτὸς ποὺ πάντοτε ἦταν κοντά σου• σὲ περιμένει ὁ Κύριός σου καὶ ἡ Παναγία μητέρα Του, αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐσὺ ποτὲ δὲν ἀπομακρύνθηκες• σοῦ ἀνοίγει τὴν ἀγκαλιά της ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία μας σὲ ἀποχαιρετᾶ, χωρὶς ὅμως νὰ αἰσθάνεται τὸν χωρισμό σου. Ἡ ἴδια καὶ σὲ ὑποδέχεται, χωρὶς πάλι νὰ νοιώθει πὼς τῆς ἔλειπες.
Μᾶς χάρισες τὴ χαρὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς σου. Τώρα μᾶς προσφέρεις καὶ τὴ μυστικὴ χαρὰ τοῦ μυστηρίου τῆς κοιμήσεώς σου. Γόνυ κλίνουμε στὸ ἱερὸ σκήνωμά σου καὶ ταπεινὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἀνάπαυσή σου καὶ ἀπὸ σένα τὶς αἰώνιες προσευχές σου.
Ἐμεῖς, ἡ ἐκκλησιαστική σου οἰκογένεια «ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως σὲ προσφέρουμε στὸν Φυτουργὸ τῆς κτίσεως». Αἰωνία νὰ εἶναι ἡ μνήμη σου, ἀξιομακάριστε καὶ ἀοίδιμε, Γέροντά μας, προσφιλέστατε παππούλη μας, πολυσέβαστε πατέρα μας Νεκτάριε.
Νῦν εὐκαίρως καλόν εἰπεῖν μετά τοῦ Δαυίδ καί οὕτω γεγωνότερον φθέγξασθαι· "Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν", εἶτα· "Πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός". "Ποῦ γάρ" ἵνα τοῖς εἰρημένοις καί τά τοῦ Ἀποστόλου συνείρω "σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου", διά τό μή δύνασθαί τινα δι᾿ αὐτῆς ἐπιγνῶναι τήν ἀληθινήν σοφίαν, τόν ὄντως ὄντα Θεόν; Εἰ γάρ διά γραμμάτων καί μαθημάτων ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἀληθοῦ σοφίας (273) καί τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως ἔμελλεν ἡμῖν, ἀδελφοί, δίδοσθαι, τίς ἦν ἄρα χρεία τῆς πίστεως ἤ τοῦ θείου βαπτίσματος ἤ τῆς τῶν μυστηρίων αὐτῶν μεταλήψεως; Οὐδεμία μενοῦν. "Ἐπεί δέ διά τῆς σοφίας οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός, φησί, διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας". Καί ταῦτα μέν ὁ κῆρυξ καί νυμφαγωγός τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἐγώ δέ εἰκότως θρηνήσω καί κλαύσομαι ἐπί τῇ συντριβῇ τῶν ἐμῶν μελῶν, τοῦ ἐμοῦ γένους, τῶν κατά σάρκα καί πνεῦμά μου ἀδελφῶν, ὅτι οἱ τόν Χριστόν διά τοῦ βαπτίσματος ἐνδυσάμενοι, τά τοῦ Χριστοῦ μυστήρια εἰς οὐδέν λογιζόμενοι, τήν ἐπίγνωσιν τῆς τοῦ Θεοῦ ἀληθείας διά τῆς τοῦ κόσμου σοφίας λαμβάνειν νομίζομεν καί τό μόνον ἀναγνῶναι τάς θεοπνεύστους συγγραφάς τῶν ἁγίων ὀρθοδοξίας εἶναι κατάληψιν τοῦτο οἰόμεθα καί τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀκριβῆ καί βεβαίαν εἴδησιν τοῦτο νομίζομεν· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων ἡμῶν οἱ σεμνότεροι θεωρίαν τήν διά μόνου τοῦ Πνεύματος γινομένην ἐν τοῖς ἀξίοις, αὐτήν τήν ἐν ταῖς διανοίαις αὐτῶν ἀνάπλασιν τῶν νοημάτων ἀφρόνως εἶναι ὑπολαμβάνουσιν. Ὤ τῆς εὐηθείας, ὤ τῆς πωρώσεως. Οἱ δέ καί ἐμβαθύνειν ἀνάγνως ἐθέλοντες εἰς τά τοῦ Θεοῦ βάθη καί θεολογεῖν ἐπειγόμενοι, ὅταν ἀκούσωσι περί Θεοῦ ὅτι, ὥσπερ ἐν τρισίν ἡλίοις μία φωτός ἐστι σύγκρασις, οὕτω καί ἐν τῇ Τριάδι μιᾶς θεότητος ἔλλαμψις, αὐτίκα τρεῖς ἡλίους ἐν τῷ νοΐ αὐτῶν ἀναπλάττουσι, τῷ μέν φωτί ἡνωμένους, ἤτοι τῇ οὐσίᾳ, ταῖς δέ ὑποστάσεσι διακεχωρισμένους, καί οἴονται ἀφρόνως ἐκείνην αὐτήν ὁρᾶν τήν θεότητα καί οὕτως εἶναι τήν ἁγίαν καί ὁμοούσιον καί ἀδιαίρετον Τριάδα ὁμοίαν τῷ παραδείγματι. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστι τοῦτο, οὐκ ἔστιν. Οὐδείς γάρ τά περί τῆς Ἁγίας Τριάδος νοῆσαι καλῶς (274) καί εἰπεῖν δύναται ἀπό μόνης τῆς τῶν Γραφῶν ἀναγνώσεως, πίστει δέ μόνῃ ταῦτα δεχόμενος, ἐμμένει μέν τοῖς γεγραμμένοις καί πλέον οὐδέν περιεργάζεται, τοῖς δέ περιέργοις καί πολυπραγμονεῖν τά θεῖα θρασέως κατατολμῶσιν, ἔξω τῶν γεγραμμένων καί ὧν ἐδιδάχθη, εἰπεῖν ὅλως οὐ δύναται.
Ὅτι δέ τοῦτό ἐστιν ἀληθές, ἄκουσον τί φησιν ὁ Χριστός· "Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἄν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι". Διά τούτων οὖν καί τῶν τοιούτων ῥημάτων ἀποφράττει τά ἀναίσχυντα καί ἀπύλωτα στόματα τῶν λεγόντων καί νομιζόντων διά τῆς ἔξωθεν σοφίας καί τῆς τῶν γραμμάτων μαθήσεως ἐπιγινώσκειν τήν ὄντως ἀλήθειαν, αὐτόν τόν Θεόν, καί τήν ἐπίγνωσιν κτᾶσθαι τῶν κεκρυμμένων μυστηρίων ἐν Πνεύματι τοῦ Θεοῦ. Εἰ γάρ τόν Υἱόν οὐδείς ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἄν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι τά βάθη τούτου καί τά μυστήρια – τό γάρ μυστήριόν μου ἐμοί καί τοῖς ἐμοῖς - , τίς ἄρα τῶν ἐπί γῆς ἀνθρώπων σοφῶν ἤ ῥητόρων ἤ μαθηματικῶν ἕτερος, πλήν τῶν κεκαθαρμένων τόν νοῦν ἐξ ἄκρας φιλοσοφίας τε καί ἀσκήσεως, καί γεγυμνασμένα τά τῆς ψυχῆς ἐπιφερομένων ἀληθῶς αἰσθητήρια, ἄνευ τῆς ἄνωθεν διά τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεως ἐκ μόνης γνῶναι δυνηθείη τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας τά κεκρυμμένα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἅ διά νοερᾶς θεωρίας, τῆς ὑπό τοῦ θείου Πνεύματος ἐνεργουμένης, ἀνακαλύπτονται οἷς ἐδόθη καί ἀεί δίδοται εἰδέναι ταῦτα διά τῆς ἄνωθεν χάριτος; Ἐκείνων ἐστίν ἡ τούτων γνῶσις, ὧν ὁ νοῦς καθ᾿ ἑκάστην ὑπό τοῦ Ἁγίου καταλαμπάνεται Πνεύματος διά τήν τῆς ψυχῆς καθαρότητα, ὧν οἱ ὀφθαλμοί ὑπό τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου τῆς (275) δικαιοσύνης τρανῶς ἠνεῴχθησαν, ὧν ὁ λόγος τῆς γνώσεως καί ὁ λόγος τῆς σοφίας διά μόνου τοῦ Πνεύματος, ὧν ἡ σύνεσις καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης τετήρηται ἐν τῇ ἀγαθωσύνῃ καί τῇ τῶν τρόπων χρηστότητι ἐγκρατῶς μετά πίστεως. Τούτων ἡ γνῶσις τῶν θείων, τούτοις καί λέγεται καθά δή καί τοῖς ἀποστόλοις παρά Χριστοῦ, ὡς μιμουμένους αὐτούς· "Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τοῖς δέ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς".
Οὗτοι τοιγαροῦν ἴσασιν, θείῳ κινούμενοι Πνεύματι, τήν πρός τόν Πατέρα τοῦ Υἱοῦ ἰσοτιμίαν καί ἕνωσιν. Ἐν γάρ τῷ Πατρί τόν Υἱόν καθορῶσι καί ἐν τῷ Υἱῷ τόν Πατέρα διά τοῦ Πνεύματος, ὡς γέγραπται· "Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί", τοῦ Πνεύματος τῷ Πατρί δηλονότι συνόντος· εἰ γάρ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ὁ δέ Πατήρ ὅλος ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἐστιν, ὅλον ἐν αὐτοῖς ἐστι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Πατήρ δέ καί Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα εἷς Θεός, ὁ ὑπό πάσης πνοῆς προσκυνούμενος. Καί πῶς τρεῖς ἡλίους ἕνα εἰπεῖν ἰσχύσεις; Εἰ γάρ ἑνώσεις αὐτούς, ἑνωθήσονται, καί εἰς ἕνα οἱ τρεῖς ἔσονται· εἰ δ᾿ οὖν, ἀλλά διήμαρτες τῆς ἑνότητος. Πατέρα δέ, Υἱοῦ καί Πνεύματος δίχα, οὐδαμῶς εὑρήσεις, ἀλλ᾿ οὐδέ Υἱόν, τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος, οὐδέ Πνεῦμα Ἅγιον τοῦ ἐξ οὗ ἐκπορεύεται ἀλλότριον τῆς ἑνώσεως. Ἐν μέν γάρ τῷ Πνεύματι τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῷ τον Πατέρα καί μετά τοῦ Πνεύματος, ἐν δέ τῷ Πατρί τόν Υἱόν συναϊδίως ἀεί ὄντα καί μένοντα καί συνεκλάμπον ἔχοντα τό Πνεῦμα τό Ἁγιον πίστευε. Εἷς ταῦτα Θεός καί οὐ τρεῖς, ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν ὁ ὤν καί ἀεί ὤν καί ὡσαύτως ὤν, τῇ μιᾷ συμφυΐᾳ καί βασιλείᾳ καί θεότητι ἀνυμνούμενος ὑπό ἀπείρων δυνάμεων. Εἰ γάρ καί ἐν ἑκάστῳ τούτων τά συμφυῆ τῆς (276) θείας ἰδιότητος καθορᾶται, ἀλλά τά τρία ἕν καί καθ᾿ ἕν τά τρία εἰσίν, ὅπερ ἐν ἡλίοις γενέσθαι ἀμήχανον.
Ἀλλά γάρ ἐβουλόμην καί εἰκόνα δοῦναί τινα ἀμυδρῶς παριστῶσαν τῶν λεγομένων τήν δύναμιν τοῖς θρασυνομένοις εἰδέναι διά μόνης τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καί ἄνευ τοῦ ἐρευνῶντος Πνεύματος τά βάθη καί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, εὐλαβοῦμαι δέ τόν εἰρηκότα Θεόν μή διδόναι τά ἅγια τοῖς ἀναιδέσι καί τολμηροῖς, μηδέ τούς μαργαρίτας βάλλειν ἔμπροσθεν τῶν ὡς κοινά τά θεῖα λογιζομένων καί οἱονεί διά τῶν χαμερπῶν νοημάτων καί ἀπλήστων ψυχῶν ἀτιμούντων καί καταπατούντων αὐτά· ὧν τετύφλωκε τόν νοῦν ὁ Θεός, καθώς φησιν ὁ προφήτης, καί πεπώρωκεν αὐτῶν τήν καρδίαν, ἵνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή συνιῶσι. Καί εἰκότως· ἐπειδή γάρ ἀναξίους διά τῆς οἰήσεως ἑαυτούς καί τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων ἐποίησαν, διά τοῦτο ἐάθησαν ὑπό τοῦ Θεοῦ τῷ σκότει τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἰδίας κακίας πορεύεσθαι, καθώς φησιν ὁ Δαυίδ· "Ἐξαπέστειλα αὐτούς κατά τά ἐπιτηδεύματα τῶν καρδιῶν αὐτῶν· πορεύσονται ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν". Οἱ γάρ τοσαῦτα ὑποδείγματα ἔχοντες τῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐκπληρώσεως, ἅ δι᾿ ἔργων οἱ πατέρες ἡμῶν τετελεκότες προὔθησαν τοῖς πιστοῖς ἡμῖν εἰς ἐκμίμησιν ἀρετῆς, καί συνιέναι μή θελήσαντες μηδέ ἐκείνους βουληθέντες μιμήσασθαι, ἀλλά τοὐναντίον καί διαλοιδοροῦντες αὐτούς καί τούς βίους τῶν κατά Θεόν ἀγωνισαμένων ὡς οὐ κατά Θεόν ὄντας ἐνδιαβάλλοντες, πῶς οὐχί μόνον ἀνάξιοί εἰσι θείας γνώσεως, ὡς ἀπειθείας καί ἀπωλείας υἱοί, ἀλλά καί πάσης ὑπεύθυνοι τιμωρίας καί κατακρίσεως, ὅτι ἑαυτούς ἀνακρίνειν, εἰ ἄρα καί εἰσιν ἐν τῇ πίστει, ὡσπερ ἐπιλαθόμενοι, τά ἀλλότρια κρίνουσι (277) καί τά ὑπέρ αὐτούς ἀσυνέτως ἐρευνῶσι καί ἐξετάζουσι, μηδαμῶς τόν οὕτω λέγοντα Θεόν δυσωπούμενοι· "Μή κρίνετε καί οὐ μή κριθῆτε" καί "Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε"· μηδέ τόν ἐκείνου λέγοντα μαθητήν· Μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, "σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; Τῷ ἰδίῳ κυρίῳ στήκει ἤ πίπτει" καί "Μή κρίνετε ἀλλήλους καί μή καταλαλεῖτε ἀλλήλων".
Οἱ γοῦν τοιοῦτοι πῶς ἄρα πιστοί καί χριστιανοί εἶναι γνωρισθήσονται, τά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων αὐτοῦ παρακρουόμενοι ῥήματα καί καθώς ἐκεῖνος καί οἱ τούτου νενομοθετήκασι μαθηταί μή φυλάσσοντες μηδέ τοῖς ἴχνεσι τοῦ διδασκάλου ἑπόμενοι καί βαδίζοντες; Πῶς τό τῶν ἐντολῶν φῶς ὅλως θεάσονται οἱ φανερῶς τάς θείας ἐντολάς παραβαίνοντες; Οὐδαμῶς. "Μηδείς ὑμᾶς, φησίν, ἀπατάτω κενοῖς λόγοις, ὦ ἀδελφοί". Ἀδελφούς δέ ἡμᾶς ὁ Παῦλος καλεῖ διά τήν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος πνευματικήν ἀναγέννησιν καί συγγένειαν, ἐπεί τοῖς ἔργοις καί σφόδρα ἀλλότριοι, ὡς ὁρῶ, τῆς τῶν ἁγίων ἀδελφότητος καθεστήκαμεν. Καί τοῦτο ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων παραστῆσαι πειράσομαι, μᾶλλον δέ αὐτά ἡμῶν τά ἔργα καί οἱ λόγοι ἡμᾶς ἀπελέγξουσιν· διό καί ὡς πρός ἕνα τόν λόγον ποιούμενος, ἔνθεν ἐρῶ.
Ἀπετάξω τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν κόσμῳ, ὦ ἀδελφέ; Γέγονας ἀκτήμων καί ὑποτακτικός καί τοῦ οἰκείου θελήματος ξένος; Καί πρᾳότητα ἐκτήσω καί ταπεινός γέγονας; Νηστείας εἰς ἄκρον καί εὐχήν καί ἀγρυπνίαν κατώρθωσας; Ἀγάπην ἐκτήσω πρός τόν Θεόν ὁλικήν καί ὡς ἑαυτόν τόν πλησίον σου κέκτησαι; Ὑπέρ τῶν μισούντων καί ἀδικούντων σε καί ἐχθρωδῶς ἐχόντων κατά σοῦ μετά δακρύων παρακαλεῖς καί ἀφεθῆναι αὐτοῖς ἀπό ψυχῆς πρῶτον αὐτός συμπαθήσας ἀξιοῖς, ἤ οὔπω εἰς τό ὕψος (278) τοῦτο ἀνηνέχθης τῶν ἀρετῶν; Εἰπέ. Εἰ δέ εἰπεῖν αἰσχύνῃ τό οὔ, ἤ πάλιν διά ταπεινοφροσύνην οὐ βούλει τό ναί προσειπεῖν, ἐγώ σοι προσθήσω τά εἰκότα, ὦ ἀδελφέ, καί δείξω ἐξ αὐτῆς ἐκ ποίων ἔργων καί κατορθωμάτων εἰς τοῦτο τό ὕψος πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος ἐν ἀληθείᾳ μετά πολλῆς τῷ ὄντι συνέσεως καί ἁγιότητος ἔρχεται. Εἰ μέν οὖν, ὡς εἴρηται, πέφθακας εἰς τά προειρημένα πάντα καί τούς ἐχθρούς σου ἠγάπησας καί μετά δακρύων ὑπέρ αὐτῶν πολλάκις ἀπό καρδίας ἐδάκρυσας, τήν ἐκείνων πάντως ἐπιστροφήν καί μετάνοιαν ἐξαιτούμενος, πάντα δηλονότι τά λοιπά προκατώρθωσας· οἷον γέγονας ἀπαθής ἐξ ἀγώνων, καθαράν ἐκτήσω τήν καρδίαν ἀπό παθῶν καί ἐν αὐτῇ καί δι᾿ αὐτῆς ἐθεάσω τόν ἀπαθῆ Θεόν. Ἄλλως γάρ οὐκ ἔνι μετά συμπαθοῦς καρδίας ἐξ ἀγάπης ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν εὔξασθαι, εἰ μή συναφείᾳ καί συνουσίᾳ καί θεωρίᾳ Θεοῦ διά συνεργείας τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος κτησαίμεθα ἑαυτούς καθαρούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος.
Εἰ οὖν εἰς τοῦτο χάριτι τοῦ σώσαντός σε Θεοῦ μετά χρηστότητος καί ταπεινοφροσύνης πολλῆς ἔφθασας, ἀδελφέ, τί τοῖς συνασκηταῖς καί τοῖς συναχθεῖσιν εἰς ταῦτα διαπιστεῖς καί φθονεῖς καί λοιδορίαις ἐνδιαβάλλεις αὐτούς, τήν χρηστήν αὐτῶν ὑπόληψιν πειρώμενος καθελεῖν; Οὐκ οἶσθα ὅτι οἱ ἀπό πρώτης ὥρας, τοῖς φθάσασι περί τήν ἑνδεκάτην διά τό ἐξ ἴσης ἐκείνοις λαβεῖν φθονήσαντες, ἕνεκεν τούτου εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον ἀπερρίφησαν; Καί πῶς σύ, τά αὐτά καί χείρονα τούτων ποιῶν καί λέγων κατά τῶν ἁγίων, ὧν ὁ βίος, ἡ ἀρετή καί ἡ σύνεσις λάμπει ὥσπερ ὁ ἥλιος, νομίζεις μή τῆς αὐτῆς ἤ καί χείρονος κολάσεως ταῖς τιμωρίαις ὑποβληθῆναι; Ἤ οὐκ οἶδας ὅτι φθόνος οὐδείς παρά ἁγίων ἁγίοις ἐστί, καθά γέγραπται· "Ἔνθα ὁ φθόνος, ἐκεῖ καί ὁ τοῦ φθόνου πατήρ διάβολος κατοικεῖ (279) καί οὐχί ὁ τῆς ἀγάπης Θεός"; Τόν οὖν φθόνον ὠδίνων, πῶς εἶναι ὅλως ἅγιος οἴεσαι, ὁ μηδέ πιστός ἤ χριστιανός ἐκ τῆς Θεοῦ ἀγάπης καί τοῦ πλησίον σου γνωριζόμενος; Ὅτι δέ οὕτως ἐστίν ἡ τῶν πραγμάτων τούτων ἀκολουθία καί ὁ τόν φθόνον ὠδίνων ἔχει μέν ἐντός αὐτοῦ τόν διάβολον, οὐ δύναται δέ εἶναι Χριστοῦ διά τό μή ἔχειν ἀγάπην πρός τόν πλησίον, παντί που δῆλον τῷ τάς θείας Γραφάς ἐπαΐοντι.
Εἰ δέ τῶν τοιούτων χαρισμάτων οὔπω ἠξίωσαι οὐδέ εἰς τοσοῦτον ὕψος ἀφίκου τοῦ θεοποιῶν ἀρετῶν, πῶς ἄρα κἄν ὅλως τολμᾷς ἀνοῖξαι τό στόμα καί φθέγξασθαι; Πῶς, κατηχούμενος ὤν, διδάσκειν ἐθέλεις καί περί ὧν οὐκ οἶδας ἤ ἤκουσας πολυπραγμονεῖν ἐπιχειρεῖς καί, ὡς εἰδώς τά θεῖα, περί τοιούτων πραγμάτων θρασύνῃ διαλέγεσθαι; Οὐκ οἶδας ὅτι ἔξω τῶν προθύρων τῆς ἐκκλησίας, οἷα δή κατηχούμενος, ἵστασαι, εἰ καί αὐθαδείᾳ γνώμης ἑαυτῷ τήν μετά πάντων τῶν πιστῶς καί καθαρῶς εὐχομένων προτρέπεις στάσιν, μή τοῖς ἀποστολικοῖς κανόσιν ἑπόμενος; Κατηχούμενος γάρ οὐχ ὁ ἄπιστος μόνος ἄρτι λέγεται, ἀλλά καί ὁ μή ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ νοός τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος. Ἐγώ δέ σου καί τήν ἄνοιαν λίαν θρηνῶ, ὅτι ἅγιον μέν εἶναί τινα τοιοῦτον ὡς πάλαι καί νῦν παντελῶς καί καθόλου διαπιστεῖς, τοῖς πᾶσι δέ συναριθμῶν ἑαυτόν οἷα κοινοῖς ὡς κοινόν, καθάπερ Πνεύματι Ἁγίῳ φθεγγόμενος ὥς τις ἅγιος καί θεοφόρος ἀνήρ, ἅ μηδ᾿ ὅλως γινώσκειν ὑπό τοῦ λόγου κεντούμενος ὡμολογήσας καί ἅ μηδέ ἰδεῖν μηδέ ἀκοῦσαι μηδέ καταξιωθῆναι λαβεῖν ἐν καρδίᾳ σου ἔφης, ταῦτα καί διερμηνεύειν καί ὡς εἰδώς σαφηνίζειν ὅλως οὐκ ἐπαισχύνῃ, οὐδέ πρός τόν τῶν ἀνθρώπων ἐρυθριᾷς γέλωτα. Εἰ γάρ μή ἀπαθής, ὡς εἴπομεν, γέγονας, μηδέ Πνεῦμα Ἅγιον (280) ἔχειν ἠξίωσαι, μηδέ ἅγιος εἶ, πῶς εἰδέναι λέγεις ὡς ἅγιος τά τοῦ Πνεύματος, "ἅ - ὡς γέγραπται - ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου χοϊκοῦ οὐκ ἀνέβη, τά ἀγαθά ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν";
Ἡμῖν δέ, ἵνα παραφρονῶν εἴπω, ὑπό σοῦ βιαζόμενος, διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ, ἐσχάτοις οὖσι καί ἠλεημένοις, κατά τήν ἄφατον πρός ἡμᾶς αὐτοῦ ἀγαθότητα ἀπεκάλυψεν ἱκεσίαις τοῦ μακαρίου καί ἁγίου πατρός ἡμῶν Συμεών, "ἵνα εἰδῶμεν" καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος "τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν· τό γάρ Πνεῦμα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ. Ἡμεῖς δέ – φησίν – οὐκ ἐλάβομεν τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ". Καί δι᾿ αὐτοῦ ἀπεκαλύφθη καί ἐπεγνώσθη ἡμῖν, ἁμαρτωλοῖς οὖσι καί ταπεινοῖς, ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί σωτῆρος, τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ καί Θεῷ, ὅν οὐδείς ἀνθρώπων εἶδεν οὐδέ ἰδεῖν δύναται. "Ὁ γάρ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, αὐτός ἐστιν ὅς καί ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν", τῶν εὐτελῶν καί ἀχρείων, τοῖς ὀστρακίνοις σκεύεσι τῶν σκηνωμάτων ἡμῶν ὥσπερ θησαυρός δηλονότι ἐμπεριεχόμενος, ὁ πάντῃ ἀπερίληπτός τε καί ἀπερίγραπτος, μικρός μέν ἐν ἡμῖν μορφούμενος, ὁ ἄμορφος καί ἀνίδεος, τά σύμπαντα δέ ἀπεριγράπτως πληρῶν, ὡς ὑπερμεγέθης καί ὑπερπλήρης.
Τό δέ μορφοῦσθαι ἐν ἡμῖν τόν ὄντως ὄντα Θεόν, τί ἐστιν εἰ μή τό ἡμᾶς αὐτούς πάντως μεταποιεῖν τε καί ἀναπλάττειν καί εἰς τήν τῆς θεότητος αὐτοῦ εἰκόνα μεταμορφοῦν; Οἷον ἔγνωμεν ἄρα γεγονότα καί τόν ἅγιον Συμεώνην τόν Εὐλαβῆ, (281) τόν ἐν τῇ μονῇ τῶν Στουδίου ἀσκήσαντα, τῇ πείρᾳ αὐτῇ τά περί τούτου βεβαιωθέντες. Τῇ γάρ ἀποκαλύψει τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος τήν εἰς αὐτόν πίστιν ἐπισφραγίσαντες, ἀναντίρρητον ταύτην φυλάττομεν· μᾶλλον δέ ἐκ τοῦ αὐτοῦ φωτός, ὡς ἐκ λαμπάδος τινός, τόν τῆς ψυχῆς ἡμῶν λύχνον μεταδοτικῶς ἀνάψαντες, ἄσβεστον διατηροῦμεν, ταῖς ἐκείνου εὐχαῖς καί πρεσβείαις φρουρούμενοι, ἐξ ὧν ἀρδουμένη αὐξάνει ἡ πίστις ἡμῶν ἡ πρός αὐτόν καί ἔτι αὐξήσει - ἐν Θεῷ θαρρῶν λέγω -, ἑκατονταπλασίονα τόν καρπόν φέρουσα ἐν αὐτῷ τῷ θείῳ φωτί. Καρπός γάρ πίστεως τό ἅγιον καί ἀνέσπερον φῶς, φῶς δέ ἅγιον προσθήκη καί αὔξησις πίστεως· καθόσον γάρ τό φῶς πηγάζει, ἡ πίστις αὐξάνει καί εἰς ὕψος ἀνέρχεται. Κατά δέ τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως ὁ καρπός ἀριδήλως βρίθει τοῦ Πνεύματος· "Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια", ἅπερ καθ᾿ ἕν ὁ ἔχων ἐπίσταται. Ὥσπερ γάρ ὁ μαργαρίτας ἔχων καί λίθους διαφανεῖς, σάπφειρον, ἀμέθυσον καί ἄλλους τινάς, οἶδεν, εἰ μή ἀπείρως ἔχει, ἑνός ἑκάστου αὐτῶν τό εἶδος, τό μέγεθος, οὕτω καί ὁ τάς ἀρετάς μετά πόνου καί δακρύων πολλῶν ἐν ἑαυτῷ φυτεύσας καί τούς καρπούς ἐνεγκών τούς τοῦ Πνεύματος, ἐπίσταται καί τό εἶδος καί τήν ποιότητα ἑνός ἑκάστου αὐτῶν καί τῆς ἁπάντων αὐτῶν γλυκύτητος ἀπογεύεται· καί τό δή μεῖζον καί θαυμαστότερον, ὅτι καί ἐν ἄλλοις ὄντα τόν αὐτόν ἐπιγινώσκει καρπόν.
Καθάπερ γάρ τά ἔθνη ἀπό τῆς στολῆς, τό δέ πλεῖστον ἀπό τῆς φωνῆς καί τῶν λόγων ἐπιγινώσκονται, οὕτω δή καί οἱ ἅγιοι γνωρίζονται μέν ἀπό τῆς κοσμιότητος αὐτῶν καί τοῦ εὐσχήμου βαδίσματος καί τῶν ἄλλων τῶν ἔξωθεν, τό δέ γνώρισμα μετά ἀκριβείας καί ἀληθείας τό ἴδιον αὐτῶν ὁ λόγος ὁ γεννώμενος ἐξ αὐτῶν παρίστησιν.
Ὅ γάρ οὐκ ἔχει ἡ καρδία, τό στόμα προφέρειν οὐ δύναται· εἰ δέ καί εἴπῃ, ὡς οὐ καλῶς λέγων εὐθύς ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν ἑαυτοῦ λόγων ἐλέγχεται. "Ὁ γάρ ἀγαθός, φησίν, ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας προφέρει τά ἀγαθά, ὁ δέ πονηρός ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας προφέρει τά πονηρά". Καί ὅρα μοι τά βάθη τοῦ Πνεύματος, πῶς οὐκ εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι "ἐκ τῆς ἀγαθῆς καρδίας προφέρει τά ἀγαθά" μόνον, ἀλλά προσέθετο εἰπεῖν "ἐκ τοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας", ἵνα μάθῃς ὅτι καρδίαν κενήν καί κούφην οὐδείς ἡμῶν ἔχειν δύναται, ἀλλά εἴτε διά ἀγαθοεργίας καί ἀληθινῆς πίστεως τήν χάριν ἔχει τοῦ Πνεύματος ἕκαστος, ἤ διά τῆς ἀπιστίας καί ἀμελείας τῶν ἐντολῶν καί τῆς τῶν φαύλων ἀποπληρώσεως τόν πονηρόν ἐν ἑαυτῷ περιφέρει διάβολον. Καί ἵνα μή νομίσῃς ὅτι οὐ τούς ἐν μέρει μέν φυλάσσοντας τάς τοῦ Χριστοῦ ἐντολάς, ἐν μέρει δέ τούτων καταφρονοῦντας, ἀλλά τούς φυλάσσοντας πάσας ταύτας μετά ἀκριβείας, τόν θησαυρόν λέγει τοῦ Πνεύματος ἔχειν,, ἐδίδαξεν εἰπών· "Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν· καί ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν".
Ὁρᾷς ὅπως ὁ ἀγαθήν καρδίαν κτησάμενος διά πόνων καί τῆς τῶν ἐντολῶν ἐργασίας ἔνοικον ἔσχε τήν ὅλην ἐν ἑαυτῷ θεότητα, ἥτις ἐστίν ὁ ἀγαθός θησαυρός; Ὅτι δέ εἰς τόν παραβαίνοντα μίαν καί τήν τυχοῦσαν ἐντολήν, ἤ ἀμελοῦντα καί μή ποιοῦντα αὐτήν, ὁ τοιοῦτος οὐ κατοικεῖ θησαυρός, ἄκουε αὐτοῦ πάλιν λέγοντος· "Ὁ λύσας μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καί διδάξας οὕτω τούς ἀνθρώπους ποιεῖν ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν". Ἐλαχίστας δέ ταύτας ὠνόμασεν ( 283) οὐχ οὕτως οὔσας, ἀλλά διά τό παρ᾿ ἡμῶν οὕτω ταύτας λογίζεσθαι· τό γάρ ἀργολογεῖν ἤ τι τοῦ πλησίον ἐπιθυμεῖν ἤ ὁρᾶν ἐμπαθῶς ἤ ἐξουθενεῖν καί ὑβρίζειν τινά ὡς οὐδέν ἡγούμενοι, ἀδιαφοροῦμεν, τοῦ ταῦτα ὑπό κρῖμα θεμένου ἐπιλαθόμενοι. Τί γάρ φησί; "Πάντα λόγον ἀργόν ὅν ἐαν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, λόγον δώσουσι περί αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως", καί ἄλλως· "Οὐκ ἐπιθυμήσεις τι τοῦ πλησίον σου", καί πάλιν· "Ὁ ἐμβλέψας πρός τό ἐπιθυμῆσαι ἤδη ἐμοίχευσεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. Ὅστις δέ εἴπῃ πάλιν τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακκᾶ, ἔνοχος ἔσται τῇ γεέννῃ τοῦ πυρός". Θέλων δέ καί ὁ Ἀπόστολος δεῖξαι ὅτι ἐν τοῖς τά τοιαῦτα πράσσουσιν ὁ διάβολος ἐνεργεῖ, ἔφη· "Τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία". Εἰ οὖν οὐδέν ἄλλον ἐστίν ἡ ἁμαρτία εἰ μή ἐντολῆς παράβασις, ἐντολή δέ ἐστι καί τό μή ἐπιθυμῆσαι καί τό μή ψεύσασθαι καί τό μή κλέψαι, ἀλλά μηδέ ἀργολογῆσαι μήτε τῷ ἀδελφῷ σου ἐρεῖν κακῶς, πᾶς ὁ ποιῶν ταῦτα ὑπό τοῦ κέντρου τοῦ θανάτου ἤτοι τῆς ἁμαρτίας τέτρωται, ἐν αὐτῇ δέ τῇ πληγῇ καί τῷ τῆς ἁμαρτίας δήγματι ὥσπερ σκώληξ εὐθύς ὁ διάβολος εἰσερχόμενος εὑρίσκεται κατοικῶν.
Εἶδες πῶς οἱ μή κτησάμενοι πάλιν τάς ἑαυτῶν καρδίας διά δακρύων καί μετανοίας κεκαθαρμένας ἔνοικον ἔχουσιν ἐν αὐτοῖς τόν διάβολον, ὅς ἐστιν ὁ πονηρός θησαυρός; Οὕτως ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐκφέρει τά ἀγαθά, ὁ δέ πονηρός ὁμοίως τά πονηρά. Ἡ δέ ἀληθής μετάνοια διά τῆς ἐξομολογήσεως καί τῶν δακρύων, ὥσπερ ὑπό ἐμπλάστρου καί φαρμάκου τινός, ἀποσμήχει καί ἐκκαθαίρει τῆς καρδίας τό τραῦμα καί τήν οὐλήν ἥν τό κέντρον ἐν αὐτῇ τοῦ νοητοῦ θανάτου διήνοιξεν, εἶτα τόν ἐμφωλεύοντα (284) σκώληκα ἔξω βάλλει καί θανατοῖ εἰς συνούλωσιν καί ὑγίειαν τελείαν τό τραῦμα ἀποκαθίστησι. Τοῦτο δέ ἄρα παρά τῶν καρδίαν ἐχόντων τήν ὑγίειαν ἐμπόνως ἐπιζητοῦσαν διά δακρύων καί μετανοίας μόνων ἐπιγινώσκεται ἐνεργούμενον. Τῶν ἄλλων γάρ οἱ λοιποί καί ἐνηδύνονται τούτοις τοῖς τραύμασιν· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί ἐπιξέειν ταῦτα καί ἕτερα τούτοις μᾶλλον ἐπιθεῖναι σπουδάζουσιν, ὑγίειαν τήν τοῦ πάθους ἐκπλήρωσιν λογιζόμενοι· διόπερ καί ἐγκαυχῶνται, ὅταν τι πονηρόν ἐργάσωνται ἁμαρτίας ἀτόπημα, καί τήν αἰσχύνην αὐτῶν ὡς δόξαν λογίζονται. Διά τί δέ πάσχουσι τοῦτο; Ἐπειδή ἀγνοοῦσι τῆς παντελοῦς καθάρσεως τό ἡδύ τε καί χαρίεν, μᾶλλον δέ ἀπιστοῦσι καί ἀδύνατον εἶναι ἑαυτούς πείθουσι τό καθαρεῦσαι ἄνθρωπον τελείως ἀπό παθῶν καί ὅλον οὐσιωδῶς ἐν ἑαυτῷ δέξασθαι τόν Παράκλητον.
Διά τοῦτο τοίνυν καί κατά τῆς ἑαυτῶν ἀεί σωτηρίας λαλοῦσι καί πράττουσι, κλείοντες ἐφ᾿ ἑαυτοῖς τάς πύλας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί πάντας ἄλλους τούς εἰσελθεῖν βουλομένους κωλύοντες. Εἴ που δέ καί ἀκούσουσι περί ἑτέρου τινός νομίμως ἀγωνισαμένου ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου καί ταπεινοῦ τῇ καρδίᾳ καί τοῖς φρονήμασι γενομένου, καθαρεύοντός τε ἀπό παντοίων παθῶν καί πᾶσι τά μεγαλεῖα κηρύττοντος τοῦ Θεοῦ - ὅσα δηλονότι ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτῷ ὁ Θεός κατά τάς ἀψευδεῖς ὑποσχέσεις αὐτοῦ καί ὅπως μέν, λέγοντος πρός ὠφέλειαν τῶν ἀκουόντων, κατηξιώθη φῶς ἰδεῖν Θεοῦ καί Θεόν ἐν φωτί δόξης, ὅπως δέ γνωστῶς ἔγνω ἐν ἑαυτῷ τήν ἐπιφοίτησιν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἅγιος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γέγονεν -, εὐθύς ὥσπερ κύνες λυσσῶντες καθυλακτοῦσιν αὐτοῦ καί κατεσθίειν, εἰ δυνατόν, τόν ταῦτα λέγοντα σπεύδουσι, "Παῦσαι, λέγοντες, πεπλανημένε καί ὑπερήφανε σύ. Τί ἄρα τοιοῦτος ἄρτι γέγονεν ὡς οἱ ἅγιοι πατέρες ἐγένοντο; (285) Τίς δέ Θεόν εἶδεν ἤ ἰδεῖν κἄν ὁπωσοῦν δύναται; Τίς Πνεῦμα Ἅγιον ἐπί τοσοῦτον ἔλαβεν, ὡς δι᾿ αὐτοῦ τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν ἀξιωθῆναι ἰδεῖν; Παῦσαι μή σε τοῖς λίθοις καταλευσθῆναι ποιήσωμεν".
Οἷς μή ἀνταποκριθῆναι ἀξίως τῆς αὐτῶν ἀφροσύνης οὐκ οἴομαι δεῖν· φησί γάρ ὁ σοφώτατος Σολομῶν· "Μή ἀποκρίνου ἄφρονι κατά τήν ἐκείνου ἀφροσύνην, ἵνα μή ὅμοιος γένῃ αὐτῷ, ἀλλά ἀποκρίνου ἄφρονι πρός τήν ἀφροσύνην αὐτοῦ, ἵνα μή φαίνηται σοφός παρ᾿ ἑαυτῷ". Ἐξ ὑμῶν μέν, ὦ οὗτοι, ὡς αὐτοί φατε, οὐδείς οὐδαμῶς· ἐκ δέ τῶν προαιρουμένων τόν σταυρόν ἆραι καί τήν στενήν ὁδεῦσθαι ὁδόν καί τάς ἑαυτῶν ἀπολέσαι ψυχάς ἕνεκεν τῆς αἰωνίου ζωῆς, πολλοί μέν εἶδον καί πρότερον, πλείους δέ, οἶμαι, ὁρῶσι καί νῦν, καί τῶν βουλομένων ἕκαστος ὄψεται, κἄν ὑμεῖς σκαιότητι γνώμης καί βασκανίας φαυλότητι τούτους ἰδεῖν οὐκ ἰσχύετε. Καί ὅρα τί φησιν ὁ εὐαγγελιστής· "Ὅσοι ἔλαβον αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι· οἵ οὐκ ἐξ αἱμάτων οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν". Εἰ οὖν οὐκ ἐγεννήθης ἐκ τοῦ Θεοῦ σύ, οὐδέ τέκνον ὑπάρχεις αὐτοῦ δηλονότι, οὐδέ προλαβών ἐδέξω αὐτόν, οὐδέ ἔλαβες αὐτόν ἐν σεαυτῷ, καί διά τοῦτο οὔτε ἐξουσίαν σοι δέδωκεν οὔτε δύνασαι τέκνον γενέσθαι Θεοῦ· τέκνον δέ Θεοῦ μή γενόμενος, πᾶς ἄρα τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς θεάσῃ Θεόν καί Πατέρα σου; Οὐδείς πρό τοῦ γεννηθῆναι τόν ἑαυτοῦ πατέρα ποτέ τεθέαται, καί οὐδείς ἀνθρώπων τόν Θεόν ὄψεται, ἐάν μή πρότερον ἐξ αὐτοῦ γεννηθῇ. Διά τοῦτο καί ὁ Κύριος ἔλεγεν· "Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν", καί πάλιν· "Τό γεννώμενον ἐκ τῆς σαρκός, (286) φησί, σάρξ ἐστι, τό δέ γεννώμενον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστιν", ἐξ ἁγίου ἅγιον δηλονότι· "τό δέ Πνεῦμα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ". Σύ δέ, εἰ ἀπό σαρκός μόνον γεγέννησαι καί οὔπω τήν ἐκ τοῦ Πνεύματος γέννησιν ἔγνως, οὐδέ Πνεῦμα αὐτός σύ γεννηθείς γέγονας, πῶς ἄρα δύνασαι τά βάθη τοῦ Θεοῦ ἐρευνᾶν, μᾶλλον δέ πῶς δύνασαι ὁρᾶν τόν Θεόν; Πάντως οὐδαμῶς, αὐτός σύ, καί μή βουλόμενος, καθομολογήσεις, ὦ ἀδελφέ.
Εἶεν. Τί δαί; "Ἀλλά σύ" φησί "τοιοῦτος ὑπάρχεις αὐτός; Καί πόθεν σε τοιοῦτον εἶναι ἐπιγνωσόμεθα;" Ἐγώ μέν ἄνευ τῆς ἄνωθεν χάριτος οὐχ οἷός τέ εἰμι τοῦτο εἰπεῖν, ἀλλ᾿ οὐδέ Παῦλος αὐτός, οἶμαι, καί Ἰωάννης· πλήν ὅμως στενάζω ἐπί τῇ πωρώσει τῶν καρδιῶν τῶν ταῦτα προτεινομένων μοι καί ζητούντων πόθεν ἐπιγνῶναι τόν εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας πεφθακότα τοῦ Ἰησοῦ. Ὅθεν, εἰ βούλει μαθεῖν, οἱ τυφλοί τούς ἄλλους τῶν ἀνθρώπων ἐπιγινώσκουσιν· ὅθεν ὁ Ἰσαάκ ἐπέγνω τόν Ἰακώβ, τήν στολήν ἐνδεδυμένον Ἡσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Ἴστε γάρ ἅπαντες πῶς ἐπαπορῶν ἔλεγεν· "Αἱ μέν χεῖρες χεῖρες Ἡσαῦ, ἡ δέ φωνή φωνή Ἰακώβ". Ὅθεν δείκνυται ὅτι τῆς μέν στολῆς τόν δόλον οὐκ ἔγνω – τυφλός γάρ ἦν -, τήν δέ συνήθη φωνήν ἐγνώρσιε τοῦ υἱοῦ· εἰ τοίνυν καί κωφός ἦν, πάντως οὐδέ τήν λαλιάν αὐτοῦ γνωρίσαι ἴσχυσεν ἄν. Οὕτως οὖν καί ὑμεῖς, οἵτινές ἐστε οἱ οὕτως ἐπαποροῦντες, οὐ μόνον τυφλοί ἀλλά καί κωφοί τυγχάνοντες, πῶς δύνασθε ἄνδρα γνωρίσαι πνευματικόν; Οὐδαμῶς δή. Ὅτι δέ τοῦτό ἐστιν ἀληθές, καί οἱ μή βλέποντες πνευματικῶς οὐδέ ἀκούειν πνευματικῶς δύνανται, ἄκουσον τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀπίστους τῶν Ἰουδαίων οὕτω λέγοντος· "Διά τί τήν λαλιάν τήν ἐμήν οὐ γινώσκετε; Διότι οὐ δύνασθε ἀκούειν τῶν λόγων τῶν ἐμῶν", καί μετ᾿ ὀλίγα· (287) "Ὁ ὤν ἐκ τοῦ Θεοῦ τά ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διά τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ Θεοῦ ἐστέ. Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ καί τάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν". Εἰ οὖν καί ὑμεῖς ὑπό τῆς ἀπιστίας καί πονηρίας καί τῆς τῶν ἐντολῶν ἀμελείας καί παραβάσεως σάρκες ἐστέ, παχεῖς, λέγω, τάς καρδίας, καί τά ταύτης ὦτα βεβυσμένα ἔχετε, τόν δέ ὀφθαλμόν κεκαλυμμένον τῆς ψυχῆς ὑπό τῶν παθῶν, πᾶς ἄρα πνευματικόν καί ἅγιον ἄνδρα ἐπιγνῶναι δυνήσεσθε;
Ἀλλά, παρακαλῶ, σπουδάσωμεν, πατέρες καί ἀδελφοί μου, παντί τρόπῳ ἑαυτούς ἡμῶν ἕκαστος ἐπιγνῶναι, ἵνα ἐκ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς τά ὑπέρ ἡμᾶς γνῶναί ποτε δυνησώμεθα. Ἀδύνατον γάρ τόν μή ἐπιγνόντα ἑαυτόν πρότερον, ὥστε δύνασθαι μετά τοῦ Δαυίδ λέγειν· "Ἐγώ δέ εἰ μι σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος", καί πάλιν, ὡς ὁ Ἀβραάμ· "Ἐγώ εἰμι γῆ καί σποδός", ἐπιγνῶναί τι τῶν πνευματικῶν καί θείων λογίων πνευματικῶς καί ἀξίως τοῦ ὑπερφυοῦς καί σοφοῦ Πνεύματος. Μηδείς ὑμᾶς πλανάτω κενοῖς καί σεσοφισμένοις λόγοις, ὅτι τά θεῖα τῆς πίστεως ἡμῶν μυστήρια δύναταί τις ὅλως καταλαβεῖν ἄνευ τοῦ μυσταγωγοῦντος καί φωτίζοντος Πνεύματος· ἀλλά γάρ οὐδέ πρᾳότητος καί ταπεινοφροσύνης χωρίς δύναται γενέσθαι δοχεῖον τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Χρή γάρ ἀναντιρρήτως τόν θεμέλιον τῆς πίστεως καλῶς πάντας ἡμᾶς καταβαλεῖν πρότερον εἰς τά τῆς ψυχῆς ἡμῶν βάθη, εἶτα τήν ἐντός εὐσέβειαν διά τῶν ποικίλων τῆς ἀρετῆς εἰδῶν ὡς τεῖχος ὀχυρόν ἀνυψῶσαι· καί οὕτω πάντοθεν τειχισθείσης τῆς ψυχῆς καί οἱονεί ἐμπαγείσης ἐν αὐτῇ ὡς ἐπί θεμελίῳ καλῷ τῆς ἀρετῆς, τότε δεῖ καί τήν σκέπην τῆς οἰκοδομῆς ταύτης, ἥτις ἐστίν ἡ γνῶσις ἡ θεία τοῦ Θεοῦ, (288) ἀνεγεῖραι καί ὁλόκληρον τόν οἶκον κατασκευάσαι τοῦ Πνεύματος.
Ἡνίκα γάρ κατά ἀναλογίαν τῆς μετανοίας καί τῆς τῶν ἐντολῶν ἐκπληρώσεως διά δακρύων ἐκκαθαρθῇ ἡ ψυχή, πρῶτον μέν τά κατ᾿ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος καί ἑαυτόν ὅλον ὑπό τῆς χάριτος ἐπιγνῶναι καταξιοῦται, εἶτα μετά πολλήν καί ἐπίμονον κάθαρσιν καί βαθεῖαν ταπείνωσιν ἀμυδρῶς πως κατ᾿ ὀλίγον καί τά περί Θεοῦ καί τῶν θείων νοεῖν ἄρχεται καί, καθ᾿ ὅσον νοεῖ, καταπλήττεται καί πλείονα κτᾶται ταπείνωσιν, ἀνάξιον ἑαυτόν παντάπασι τῆς τῶν τοιούτων μυστηρίων γνώσεως καί ἀποκαλύψεως λογιζόμενος. Διόπερ καί ὑπό τῆς τοιαύτης ταπεινώσεως, ὡς ὑπό τείχους ὀχυροῦ φρουρούμενος, ἔνδον μένει, ἀπό οἰήσεως λογισμῶν ἄτρωτος, αὐξάνων τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι καί τῇ εἰς Θεόν ἀγάπῃ τό καθ᾿ ἡμέραν, καί τήν προκοπήν μετά προσθήκης τῆς γνώσεώς τε καί ἀναβάσεως τρανῶς καθορῶν. Ὅταν δέ καί εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ καταντήσῃ καί Χριστόν αὐτόν καί νοῦν ἀληθῶς Χριστοῦ κτήσηται, τότε ὡς μηδέν ὅλως εἰδώς ἤ ἔχων διάκειται καί ὡς ἀχρεῖον ἑαυτόν καί εὐτελεῖ δοῦλον ἡγεῖται· τό δέ δή θαυμαστόν καί ὑπέρ φύσιν, μᾶλλον δέ κατά φύσιν ὄν, ἄνθρωπον ἐλαχιστότερον ἑαυτοῦ ἤ ἁμαρτωλότερον ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ οὐ λογίζεται εἶναι.
Τό δέ πῶς, εἰπεῖν οὐκ ἔχω, εἰ μή τοῦτο μόνον ἐν τῷ ἐπαινετῷ τούτῳ πάθει καταλαβεῖν ἠδυνήθην· ἔστι δέ τι τοιοῦτον· ποιωθείσης τῆς ψυχῆς καί ἐμβαφείσης διά τοῦ Πνεύματος εἰς τά βάθη τῆς ταπεινοφροσύνης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ τῆς διανοίας αὐτῆς, τόν κόσμον τε ἅπαντα καί τούς ἐν κόσμῳ ἐντεῦθεν ἀγνοησάσης, μόνην δέ ἑαυτήν ἀεί καθορώσης καί μόνα τά ἑαυτῆς, καί χρονισάσης ἐν τῇ τοιαύτῃ μελέτῃ καί ἐν ἕξει γενομένης αὐτῆς, μόνην (289) ἑαυτήν ἀληθῶς ἐξουθενημένην καί εὐτελεστάτην ὁρᾷ, οὐδένα δέ πείθεται τοιοῦτον εἶναι ἐν ἅπασι τοῖς ἀνθρώποις τοῦ κόσμου. Οὕτω τοίνυν καθ᾿ ὅσον ἑαυτόν ἔχει τις πάντων ἀνθρώπων ἐν αἰσθήσει ψυχῆς εὐτελέστερόν τε καί ταπεινότερον, κατά τοσοῦτον καί πρῶτος τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑπάρξει, ὥς φησιν ὁ Κύριος ἡμῶν καί Θεός· "Ὁ θέλων εἶναι πάντων πρῶτος ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος".
Σπουδάσωμεν οὖν καί ἡμεῖς, ὦ ἀδελφοί, εἰς τοιαύτην φθάσαι τάξιν τε καί κατάστασιν, καί τούς εἰς τοῦτο πεφθακότας ἁγίους ῥᾳδίως ἐπιγνωσόμεθα καί τῶν παρόντων καί τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Πρόλογος
O OΣIOΣ Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης εἶναι μία ἀπό τίς μεγαλύτερες σύγχρονες φυσιογνωμίες τοῦ ἁγιορειτικοῦ καί γενικότερα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.
Γεννήθηκε τό 1866 στή Ρωσία ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὕστερ' ἀπό διάφορες μεταπτώσεις τῶν πρώτων νεανικῶν του χρόνων, ἕνα ἀποκαλυπτικό ὅραμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τόν ἔκανε νά μετανοήσει βαθιά καί νά ποθήσει τήν ἰσάγγελη μοναχική πολιτεία.
Τό 1892 ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος, στή μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Μικρόσχημος μοναχός ἔγινε τό 1896 καί μεγαλόσχημος τό 1911.
Ἡ ζωή του στόν Ἄθωνα, διαποτισμένη ἀπό τή διαρκή μνήμη τοῦ Θεοῦ, ξεχώριζε γιά τή συνέπεια καί τήν ἀκρίβειά της τόσο στούς πνευματικούς ἀγῶνες ὅσο καί στίς μοναστηριακές διακονίες.
Ὑπομονετικός καί μακρόθυμος, πράος καί ἄκακος, ταπεινός καί ὑπάκουος ὁ ὅσιος Σιλουανός, κέρδισε τήν ἀγάπη καί τήν ἐκτίμηση τῶν συμμοναστῶν του, ἀλλά καί δέχτηκε πολλές ἐπιθέσεις ἀπό τούς φθονερούς καί μισόκαλους δαίμονες.
Ἔχοντας παραδώσει τόν ἑαυτό του ὁλοκληρωτικά στό Θεό, πολύ σύντομα ἀξιώθηκε νά λάβει τό δῶρο τῆς ἀκατάπαυστης εὐχῆς ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλά καί νά δεῖ τόν ζῶντα Χριστό μέσα στό ναό τοῦ προφήτη 'Ηλία, στό μυλώνα τῆς μονῆς.
Ἡ θεοφάνεια ἐκείνη ἦταν ὁ σημαντικότερος σταθμός τῆς ζωῆς του. Ἀπό τότε ἡ ὀξεία πνευματική αἴσθησή του ἔγινε ἀκόμα ὀξύτερη. Αἰσθανόταν ἀφόρητο πόνο γιά τήν ἁμαρτία. Λυπόταν καί ἔκλαιγε γιά τίς ψυχές πού βρίσκονται μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἀγαποῦσε τούς ἀνθρώπους καί τό Θεό χωρίς ὅρια. Μολονότι ὀλιγογράμματος, ἀπέκτησε σπάνια σοφία καί πείρα μέ τούς ἀγῶνες καί τίς μελέτες του. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί του ἦταν πηγή χαρᾶς. Ἡ παρουσία του χάριζε εἰρήνη καί ἀνάπαυση.
Μέσα στήν προσευχή καί τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ τελείωσε τήν ἐπίγεια πορεία του. Κοιμήθηκε στίς 11/24 Σεπτεμβρίου 1938 στή μονή τῆς μετανοίας του.
Ἡ διδασκαλία του, πού ἔχει ἀποτυπωθεῖ στίς γραφές του, εἶναι βαθιά βιωματική καί ἀναφέρεται σέ καίρια ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς – προσευχή, χάρη, δοκιμασίες, ταπείνωση, εἰρήνη, ἐλευθερία, μετάνοια, ἀγάπη, ὑπακοή, θεογνωσία.
Ἡ βιογραφία του, γραμμένη ἀπό τό μαθητή του γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ (†1993), καθώς καί οἱ θεόσοφες διδαχές του σαγήνευσαν πολλούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα ἀλλοδόξους, καί τούς ἔκαναν νά γνωρίσουν τόν ἀληθινό Θεό καί νά ἐπιστρέψουν στήν 'Ορθόδοξη Ἐκκλησία μας. Σ' αὐτήν ἀκριβῶς τή γνωριμία μέ τό Θεό –γνωριμία πού πραγματώνεται ὄχι μέ τόν ὀρθό λόγο καί τό στοχασμό, ἀλλά μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καί τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία– ἀναφέρονται τά ἀποσπάσματα πού ἀνθολογήθηκαν σ' αὐτό τό τεῦχος.
Ἡ γνωριμία μέ τό Θεό
Πῶς θά γνωρίσουμε τό Θεό
Πολύ μᾶς ἀγαπάει ὁ Κύριος· αὐτό τό ἔμαθα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μοῦ ἔδωσε Ἐκεῖνος κατά τό μέγα Tου ἔλεος. Γέρασα καί ἑτοιμάζομαι γιά τό θάνατο καί γράφω τήν ἀλήθεια ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους. Tό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος, θέλει νά σωθοῦν ὅλοι, νά γνωρίσουν ὅλοι τό Θεό.
Ἤμουνα χειρότερος κι ἀπό ἕναν βρωμερό σκύλο, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου· σάν ἄρχισα ὅμως νά ζητῶ συγχώρηση ἀπό τό Θεό, Aὐτός μοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο τή συγχώρηση ἀλλά καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, γνώρισα τό Θεό.
Bλέπεις ἀγάπη πού ἔχει ὁ Θεός γιά μᾶς; Ποιός, ἀλήθεια, θά μποροῦσε νά περιγράψει τήν εὐσπλαχνία Tου;
Ἀδελφοί μου, πέφτω στά γόνατα καί σᾶς παρακαλῶ, πιστεύετε στό Θεό, πιστεύετε πώς ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μαρτυρεῖ γιά τό Θεό σ' ὅλες τίς ἐκκλησίες μας, ἀλλά καί στήν ψυχή μου.
Tό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη αὐτή πλημμυρίζει ὅλες τίς ψυχές τῶν οὐρανοπολιτῶν ἁγίων. Καί τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι στή γῆ, στίς ψυχές ὅσων ἀγαποῦν τό Θεό. Ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οἱ οὐρανοί βλέπουν τή γῆ, ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί τίς προσκομίζουν στό Θεό.
❈
Zοῦμε στή γῆ καί δέν βλέπουμε τό Θεό, δέν μποροῦμε νά Tόν δοῦμε. Ἀλλά σάν ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν ψυχή, τότε θά δοῦμε τό Θεό, ὅπως Tόν εἶδε ὁ ἅγιος Στέφανος (Πράξ. 7:55-56). Ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς ἀναγνωρίζουν ἀμέσως μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι Aὐτός εἶναι ὁ Κύριος. Ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀναγνώρισε στό μικρό βρέφος τόν Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Ἔτσι καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Bαπτιστής, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης, ἀναγνώρισε τόν Κύριο καί Tόν ὑπέδειξε στούς ἀνθρώπους. Καί στόν οὐρανό καί στή γῆ ὁ Θεός γνωρίζεται μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μέ τήν ἐπιστήμη. Καί τά παιδιά πού δέν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τόν Κύριο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Xωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τό Θεό καί πόσο πολύ μᾶς ἀγαπάει. Ἀκόμα κι ἄν διαβάζουμε ὅτι μᾶς ἀγάπησε καί ἔπαθε ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς, σκεφτόμαστε γι' αὐτά μόνο μέ τό νοῦ, ἀλλά δέν καταλαβαίνουμε ὅπως πρέπει, μέ τήν ψυχή, τήν ἀγάπη τοῦ Xριστοῦ. Ὅταν ὅμως μᾶς διδάξει, τότε γνωρίζουμε μέ ἐνάργεια καί αἰσθητά τήν ἀγάπη· τότε γινόμαστε ὅμοιοι μέ τόν Κύριο.
❈
Καθένας μας μπορεῖ νά κρίνει γιά τό Θεό κατά τό μέτρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού γνώρισε. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά σκεφτόμαστε καί νά κρίνουμε γιά πράγματα πού δέν εἴδαμε ἤ δέν ἀκούσαμε καί δέν ξέρουμε; Oἱ ἅγιοι λένε πώς εἶδαν τό Θεό. Ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι πού λένε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Eἶναι φανερό πώς μιλοῦν ἔτσι, γιατί δέν Τόν γνώρισαν· αὐτό ὅμως δέν σημαίνει καθόλου πώς ὁ Θεός δέν ὑπάρχει.
Oἱ ἅγιοι μιλοῦν γιά πράγματα πού πραγματικά εἶδαν καί γνωρίζουν. Δέν λένε, γιά παράδειγμα, πώς εἶδαν ἕνα ἄλογο μήκους ἑνός χιλιομέτρου ἤ ἕνα πλοῖο δέκα χιλιομέτρων, πού δέν ὑπάρχουν. Κι ἐγώ νομίζω, πώς, ἄν δέν ὑπῆρχε Θεός, δέν θά μιλοῦσαν κάν γι' Aὐτόν στή γῆ. Oἱ ἄνθρωποι ὅμως θέλουν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό δικό τους θέλημα καί γι' αὐτό λένε πώς δέν ὑπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας ἔτσι μᾶλλον πώς ὑπάρχει.
Ὅλων τῶν λαῶν ἡ ψυχή αἰσθανόταν πώς ὑπάρχει ὁ Θεός, ἄν καί δέν ἤξεραν νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό. Tό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δίδαξε πρῶτα τούς προφῆτες, ἔπειτα τούς ἀποστόλους, ὕστερα τούς ἁγίους πατέρες καί ἐπισκόπους μας, κι ἔτσι ἔφτασε ὥς ἐμᾶς ἡ ἀληθινή πίστη. Ἐμεῖς γνωρίσαμε τόν Κύριο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὅταν Tόν γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ' Aὐτόν ἡ ψυχή μας.
Γνωρίστε, λαοί, ὅτι πλαστήκαμε γιά νά δοξάζουμε τόν οὐράνιο Θεό, καί μήν προσκολλάστε στή γῆ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας καί μᾶς ἀγαπάει σάν πολυπόθητα παιδιά Tου.
Ὅποιος δέν γνωρίζει τή χάρη, δέν τήν ἐπιζητεῖ. Oἱ ἄνθρωποι προσκολλήθηκαν στή γῆ, γι' αὐτό οἱ πιό πολλοί δέν ξέρουν πώς τίποτα τό γήινο δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
❈
Πολλοί φιλονικοῦν γιά τήν πίστη – καί δέν ὑπάρχει τέλος σ' αὐτές τίς φιλονικίες –, ἐνῶ, ἀντί νά φιλονικοῦμε, πρέπει νά προσευχόμαστε μόνο στό Θεό καί τήν Παναγία, καί ὁ Κύριος θά μᾶς δώσει τό φωτισμό χωρίς φιλονικίες, καί μάλιστα γρήγορα.
Πολλοί μελέτησαν ὅλες τίς θρησκεῖες, ἀλλά δέν γνώρισαν τήν ἀληθινή πίστη ὅπως πρέπει. Ὅποιος ὅμως προσεύχεται στό Θεό μέ ταπείνωση νά τόν φωτίσει, σ' αὐτόν ὁ Κύριος θά δώσει νά μάθει πόσο ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο. Oἱ ὑπερόπτες ἐλπίζουν νά μάθουν τά πάντα μέ τό νοῦ τους, ἀλλά ὁ Θεός τούς ἔθεσε ὅρια.
❈
Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται... ἵνα θεωρῇ τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν» (πρβλ. Ἰω. 12:26· 17:24). Oἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κατανοοῦν τίς Γραφές, τίς βρίσκουν σχεδόν ἀκατανόητες. Μόνο ὅταν τούς διδάξει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τότε ὅλα γίνονται κατανοητά καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται σάν νά εἶναι στούς οὐρανούς. Γιατί τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι καί στούς οὐρανούς καί στή γῆ καί στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ψυχές ὅσων ἀγαποῦν τό Θεό. Xωρίς Πνεῦμα Ἅγιο οἱ ἄνθρωποι πλανῶνται καί ἀδυνατοῦν νά γνωρίσουν ἀληθινά τό Θεό καί τήν ἀνάπαυση κοντά Tου, ἔστω κι ἄν μελετοῦν συνεχῶς.
❈
Ὦ ἀδελφοί, σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς ἱκετεύω στό ὄνομα τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ: Πιστεύετε στό Eὐαγγέλιο καί στή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, καί τότε θά γευθεῖτε, ἤδη ἀπ' αὐτή τή γῆ, τή μακαριότητα τοῦ παραδείσου. Ἀληθινά, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας: Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίζει στήν ψυχή τόν παράδεισο. Πολλοί πρίγκιπες καί ἄρχοντες ἐγκατέλειψαν τούς θρόνους τους, ὅταν γνώρισαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό εἶναι εὐνόητο, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι φλογερή. Mέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ χαρά τῆς ψυχῆς φτάνει ὥς τά δάκρυα, καί τίποτα ἐπίγειο δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μαζί της.
Πόσο εὐτυχισμένοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί! Tί Θεό ἔχουμε! Eἶναι ἀξιολύπητοι ὅσοι δέν γνώρισαν τό Θεό. Aὐτοί δέν βλέπουν τό αἰώνιο φῶς, καί μετά τό θάνατο πορεύονται στό αἰώνιο σκοτάδι. Aὐτό τό ξέρουμε, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα πληροφορεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία τούς ἁγίους γιά τό τί ὑπάρχει στόν οὐρανό καί τί στόν ἅδη.
Ὤ, πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ πλανεμένοι ἄνθρωποι! Aὐτοί δέν μποροῦν νά ξέρουν τί εἶναι ἡ ἀληθινή χαρά. Mερικές φορές διασκεδάζουν καί γελοῦν, ἀλλά τό γέλιο καί ἡ ἀπόλαυση, πού δοκιμάζουν, θά μεταβληθοῦν σέ θρῆνο καί θλίψη. Δική μας χαρά εἶναι ὁ Xριστός. Mέ τά πάθη Tου μᾶς ἔγραψε στό βιβλίο τῆς ζωῆς, καί στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά εἴμαστε αἰώνια μέ τό Θεό καί θά βλέπουμε τή δόξα Tου καί θά εὐφραινόμαστε μαζί Tου. Ἡ χαρά μας εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Eἶναι τόσο γλυκό καί εὐχάριστο! Aὐτό μαρτυρεῖ στήν ψυχή γιά τή σωτηρία.
❈
Tά ἐπίγεια μαθαίνονται μέ τήν ἐπίγεια διάνοια, ἐνῶ ὁ Θεός καί ὅλα τά ἐπουράνια γνωρίζονται μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι' αὐτό παραμένουν ἀπρόσιτα στό νοῦ πού δέν ἀναγεννήθηκε. Tί μᾶς ἐμποδίζει νά γνωρίσουμε τό Θεό
Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πώς θά γνωρίσει τά πάντα μέ τό νοῦ του καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι' αὐτόν, γιατί ὁ Θεός γνωρίζεται μόνο μέ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
❈
Ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στίς ταπεινές ψυχές. Σ' αὐτές δείχνει τά ἔργα Tου, πού εἶναι ἀκατάληπτα γιά τό νοῦ μας. Mέ τόν φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νά γνωρίσουμε μόνο τά γήινα πράγματα, κι αὐτά μερικῶς, ἐνῶ ὁ Θεός καί ὅλα τά οὐράνια γνωρίζονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Mερικοί μοχθοῦν σ' ὅλη τους τή ζωή γιά νά μάθουν τί ὑπάρχει στόν ἤλιο ἤ στή σελήνη ἤ κάτι παρόμοιο, ἀλλ' αὐτά δέν ὠφελοῦν τήν ψυχή. Ἄν ὅμως μπορούσαμε νά γνωρίσουμε τί ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε θά βλέπαμε στήν ψυχή τοῦ ἁγίου τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ στήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ σκοτάδι καί κόλαση. Καί εἶναι ὠφέλιμο νά τό ξέρουμε, γιατί θά εἴμαστε αἰώνια εἴτε στή βασιλεία εἴτε στήν κόλαση.
❈
Ὁ νωθρός στήν προσευχή ἐξετάζει μέ περιέργεια τά πάντα, ὅσα βλέπει στή γῆ καί στόν οὐρανό, ἀλλά δέν γνωρίζει ποιός εἶναι ὁ Κύριος οὔτε προσπαθεῖ νά τό μάθει. Κι ὅταν ἀκούει διδασκαλία γιά τό Θεό, λέει:
“Mά πῶς εἶναι δυνατό νά γνωρίσουμε τό Θεό; Κι ἐσύ ἀπό ποῦ Tόν γνωρίζεις;”.
Θά σοῦ πῶ: Mαρτυρεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, Aὐτό γνωρίζει καί μᾶς διδάσκει.
“Ἀλλά μήπως τό Πνεῦμα εἶναι ὁρατό;”.
Oἱ ἀπόστολοι Tό εἶδαν νά κατεβαίνει σέ πύρινες γλῶσσες, κι ἐμεῖς Tό αἰσθανόμαστε μέσα μας. Eἶναι γλυκύτερο ἀπό καθετί γήινο. Aὐτό γεύονταν οἱ προφῆτες καί μιλοῦσαν στό λαό, καί ὁ λαός τούς πρόσεχε. Oἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἔλαβαν Ἅγιο Πνεῦμα καί κήρυξαν σωτηρία στόν κόσμο χωρίς νά φοβοῦνται τίποτα, γιατί τούς ἐνίσχυε αὐτό τό Πνεῦμα. Tό ἴδιο καί οἱ μάρτυρες καί οἱ ἀσκητές πήγαιναν χαρούμενοι στό μαρτύριο καί τήν κακοπάθεια. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ἀγαθό καί γλυκύ, ἕλκει τήν ψυχή στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Κι ἔτσι ἡ ψυχή, χάρη στή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν φοβᾶται τά βασανιστήρια.
❈
Πολλοί ἄνθρωποι λένε σήμερα πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Mιλοῦν ἔτσι γιατί στήν καρδιά τους ζεῖ ὑπερήφανο πνεῦμα, πού τούς ὑποβάλλει ψέματα ἐναντίον τῆς Ἀλήθειας καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Nομίζουν πώς εἶναι σοφοί, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἀντιλαμβάνονται κάν ὅτι τέτοιοι λογισμοί δέν εἶναι δικοί τους, ἀλλά προέρχονται ἀπό τόν ἐχθρό. Ἄν ὅμως κανείς τούς δεχθεῖ στήν καρδιά του καί τούς ἀγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής μέ τό πονηρό πνεῦμα. Καί εἴθε νά μή δώσει ὁ Θεός σέ κανένα νά πεθάνει σέ τέτοια κατάσταση.
Ἀντίθετα, στήν καρδιά τῶν ἁγίων ζεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τούς κάνει συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι νιώθουν ὁλοκάθαρα πώς εἶναι πνευματικά παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα, καί γι' αὐτό λένε: “Πάτερ ἡμῶν...”.
❈
Ἡ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζει τήν ψυχή νά μπεῖ στό δρόμο τῆς πίστεως. Στόν ἄπιστο δίνω μιά συμβουλή. Ἄς πεῖ: “Κύριε, ἄν ὑπάρχεις, φώτισέ με, καί θά Σέ ὑπηρετήσω μ' ὅλη μου τήν καρδιά καί μ' ὅλη μου τήν ψυχή”. Καί ὁ Κύριος θά φωτίσει ὁπωσδήποτε μιά τέτοια ταπεινή σκέψη καί προθυμία γιά τήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ὅμως νά λέει: “Ἄν ὑπάρχεις, παίδεψέ με”. Γιατί ἄν ἔρθει ἡ τιμωρία, εἶναι δυνατό νά μή βρεῖ τή δύναμη νά εὐχαριστήσει τό Θεό καί νά μετανοήσει.
Ὅταν ὁ Κύριος σέ φωτίσει, τότε ἡ ψυχή σου θά Τόν αἰσθανθεῖ, θά αἰσθανθεῖ πώς τή συγχώρησε καί τήν ἀγαπάει. Θά τό μάθεις μέ τήν πείρα σου, καί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά μαρτυρεῖ στήν ψυχή τή σωτηρία, καί θά θέλεις τότε νά διακηρύσσεις σ' ὅλο τόν κόσμο: “Πόσο πολύ μᾶς ἀγαπάει ὁ Κύριος!”.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅσο δέν γνώριζε τόν Κύριο, Tόν καταδίωκε. Ὅταν ὅμως Tόν γνώρισε, τότε γύρισε σ' ὅλη τήν οἰκουμένη κηρύσσοντας τό Xριστό.
Γιά νά σωθεῖς, εἶναι ἀνάγκη νά ταπεινωθεῖς. Γιατί τόν ὑπερήφανο, καί μέ τή βία νά τόν βάλεις στόν παράδεισο, κι ἐκεῖ δέν θά βρεῖ ἀνάπαυση. Κι ἐκεῖ δέν θά εἶναι ἱκανοποιημένος καί θά λέει: “Γιατί δέν εἶμαι ἐγώ στήν πρώτη θέση;”. Ἀντίθετα, ἡ ταπεινή ψυχή εἶναι γεμάτη ἀγάπη καί δέν ἐπιδιώκει πρωτεῖα, ἀλλά ἐπιθυμεῖ γιά ὅλους τό καλό καί εὐχαριστιέται μέ ὅλα.
❈
Δείξαμε μεγάλη ἀμέλεια καί δέν καταλαβαίνουμε πιά ἄν ὑπάρχει ἡ κατά Xριστόν ταπείνωση καί ἀγάπη. Bέβαια, ἡ ταπείνωση αὐτή καί ἡ ἀγάπη γίνονται γνωστές μόνο μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐμεῖς ὅμως δέν ξέρουμε ὅτι, γιά νά προσελκύσουμε τή χάρη κοντά μας, πρέπει νά τήν ποθήσουμε μ' ὅλη μας τήν ψυχή. Ἀλλά πῶς θά ποθήσουμε κάτι πού δέν τό γνωρίζουμε καθόλου; Καί ὅμως, ὅλοι μας τή γνωρίζουμε τή χάρη, ἔστω καί λίγο, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα κινεῖ κάθε ψυχή στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
Ὤ, πῶς πρέπει νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά δώσει στήν ψυχή τό ταπεινό Ἅγιο Πνεῦμα! Ἡ ταπεινή ψυχή ἔχει μεγάλη ἀνάπαυση, ἐνῶ ἡ ὑπερήφανη βασανίζει ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της. Ὁ ὑπερήφανος δέν γνωρίζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί βρίσκεται μακριά Tου. Ὑπερηφανεύεται πώς εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμων ἤ ἔνδοξος, μά δέν ξέρει τήν τραγικότητα τῆς φτώχειας καί τῆς ἀπώλειάς του, ἀφοῦ δέν γνώρισε τό Θεό. Ἀπεναντίας, ἐκεῖνον πού ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς ὑπερηφάνειας, τόν βοηθάει ὁ Κύριος νά νικήσει αὐτό τό πάθος.
❈
Εἶναι ἀδύνατο ν' ἀγαπήσουμε καί νά γνωρίσουμε τόν Κύριο, ἄν δέν ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό μόνος του εἶναι ἀνίκανος νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Aἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7:7). Ἄν δέν ζητᾶμε, βασανίζουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας καί χάνουμε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
❈
Στόν ἀγώνα μας πρέπει νά εἴμαστε ἀνδρεῖοι. Ὁ Κύριος ἀγαπάει τήν ἀνδρεία καί συνετή ψυχή. Ἄν δέν ἔχουμε ἀνδρεία καί σύνεση, τότε πρέπει νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό καί νά ὑπακοῦμε στούς πνευματικούς, γιατί σ' αὐτούς ζεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος μάλιστα, πού ὁ νοῦς του ἔπαθε βλάβη ἀπό δαιμονική ἐνέργεια, ἰδίως αὐτός πρέπει νά ὑπακούει στόν πνευματικό καί νά μήν ἐμπιστεύεται καθόλου τόν ἑαυτό του.
Oἱ ψυχικές συμφορές μᾶς ἔρχονται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ τίς σωματικές τίς παραχωρεῖ πολλές φορές ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς, ὅπως ἔγινε μέ τόν πολύαθλο Ἰώβ.
Eἶναι πολύ δύσκολο νά διαγνώσεις μέσα σου τήν ὑπερηφάνεια. Nά ὅμως μερικά συμπτώματα: Ἄν σέ προσβάλλουν δαίμονες ἤ σέ βασανίζουν κακοί λογισμοί, αὐτό σημαίνει πώς δέν ἔχεις ταπείνωση. Γι' αὐτό, ἔστω κι ἄν δέν ἀντιλήφθηκες τήν ὑπερηφάνειά σου, ταπεινώσου.Ἄν εἶσαι ὀξύθυμος ἤ, ὅπως λένε, νευρικός, αὐτό εἶναι ἀληθινή συμφορά. Κι ἄν πάσχεις ἀπό παροξυσμούς καί φοβίες, θά γιατρευτεῖς μέ τή μετάνοια, μέ τό ταπεινό φρόνημα καί μέ τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό σου, ἀκόμα καί γιά τούς ἐχθρούς. Ὅποιος δέν ἀγαπάει τούς ἐχθρούς, σ' αὐτόν δέν ἔχει κατοικήσει ἀκόμα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
❈
Στήν πλάνη πέφτει κανείς εἴτε ἀπό ἀπειρία εἴτε ἀπό ὑπερηφάνεια. Κι ἄν εἶναι ἀπό ἀπειρία, ὁ Κύριος θεραπεύει γρήγορα αὐτόν πού πλανήθηκε. Ἄν ὅμως εἶναι ἀπό ὑπερηφάνεια, τότε θά ὑποφέρει γιά πολύν καιρό ἡ ψυχή, ὥσπου νά μάθει τήν ταπείνωση, καί τότε θά θεραπευθεῖ ἀπό τόν Κύριο.
Στήν πλάνη πέφτουμε, ὅταν νομίζουμε πώς εἴμαστε πιό συνετοί καί ἔμπειροι ἀπό τούς ἄλλους, ἀκόμα κι ἀπό τόν πνευματικό μας πατέρα. Ἔτσι σκέφτηκα κι ἐγώ μέ τήν ἀπειρία μου, καί γι' αὐτό ὑπέφερα. Eὐχαριστῶ βαθιά τό Θεό, γιατί ἔτσι μέ ταπείνωσε, μέ νουθέτησε καί δέν πῆρε τό ἔλεός Tου ἀπό μένα. Καί τώρα σκέφτομαι ὅτι χωρίς ἐξομολόγηση στόν πνευματικό δέν εἶναι δυνατό ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν πλάνη, γιατί στόν πνευματικό ἔδωσε ὁ Θεός τή χάρη τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν».
Ἡ κοινωνία μέ τό Θεό
Ὅποιος ἀγαπάει τόν Κύριο, σκέφτεται πάντα Ἐκεῖνον. Ἡ θύμηση τοῦ Θεοῦ γεννάει τήν προσευχή. Ἄν δέν θυμᾶσαι τόν Κύριο, τότε καί δέν θά προσεύχεσαι· καί χωρίς τήν προσευχή, δέν θά παραμείνει ἡ ψυχή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται μέ τήν προσευχή.
Ἡ προσευχή προφυλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί ὁ νοῦς, ὅταν προσεύχεσαι, εἶναι ἀπασχολημένος μέ τό Θεό καί στέκεται μέ ταπεινό πνεῦμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τόν Ὁποῖο γνωρίζει ἡ ψυχή τοῦ προσευχομένου.
Ὁ ἀρχάριος ὅμως χρειάζεται χειραγωγό, ἐπειδή ἡ ψυχή, πρίν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει μεγάλο πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν καί δέν μπορεῖ νά διακρίνει ἡ ἴδια, ἄν ἡ γλυκύτητα πού δοκιμάζει, προέρχεται ἀπό τόν ἐχθρό. Aὐτό μπορεῖ νά τό διακρίνει μόνο ἐκεῖνος πού γεύθηκε ὁ ἴδιος τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτός ἀναγνωρίζει τή χάρη κατά τή γεύση.
Ὅποιος θέλει νά ἀσκεῖ τήν προσευχή χωρίς χειραγωγό καί, μέσα στήν ὑπερηφάνειά του, φαντάζεται ὅτι μπορεῖ νά τή διδαχθεῖ ἀπό τά βιβλία, αὐτός βρίσκεται κιόλας στήν πλάνη. Tόν ταπεινό ὅμως τόν προστατεύει ὁ Κύριος· ἔτσι, ἄν πράγματι δέν ὑπάρχει ἔμπειρος ὁδηγός, αὐτός καταφεύγει στόν ὑπάρχοντα πνευματικό, καί ὁ Κύριος θά τόν σκεπάσει χάρη στήν ταπείνωσή του. Σκέψου ὅτι στόν πνευματικό ζεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί αὐτός θά σοῦ πεῖ τό ὠφέλιμο.Ἄν ὅμως σκεφτεῖς πώς ὁ πνευματικός ζεῖ μέ ἀμέλεια καί διερωτηθεῖς, “Πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα;”, θά ὑποστεῖς ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σκέψης σου μεγάλο πειρασμό, καί ὁ Κύριος θά σέ ταπεινώσει καί θά ἐπιτρέψει νά πέσεις σέ κάποια πλάνη.
Ἡ προσευχή δίνεται στόν προσευχόμενο. Ἡ προσευχή πού γίνεται μόνο ἀπό συνήθεια, χωρίς καρδιά συντριμμένη γιά τίς ἁμαρτίες της, δέν εἶναι ἀρεστή στό Θεό.
❈
Ὦ ἄνθρωπε, μάθε τήν κατά Xριστόν ταπείνωση, καί ὁ Κύριος θά σοῦ χαρίσει νά γευθεῖς τή γλυκύτητα τῆς προσευχῆς. Κι ἄν θέλεις νά προσεύχεσαι καθαρά, γίνε ταπεινός, γίνε ἐγκρατής, ἐξομολογήσου εἰλικρινά καί θά σέ ἀγαπήσει ἡ προσευχή. Γίνε ὑπάκουος, ὑποτάξου εὐσυνείδητα στίς ἀρχές, μεῖνε εὐχαριστημένος μέ ὅλα, καί τότε ὁ νοῦς σου θά καθαριστεῖ ἀπό μάταιους λογισμούς. Nά θυμᾶσαι πώς σέ βλέπει ὁ Κύριος, γι' αὐτό πρόσεχε, μήπως λυπήσεις μέ κάτι τόν ἀδελφό· μήν τόν κατακρίνεις καί μήν τόν στενοχωρήσεις οὔτε μ' ἕνα βλέμμα, καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο θά σέ ἀγαπήσει καί θά σέ βοηθήσει σέ ὅλα.
❈
Tό Ἅγιο Πνεῦμα μοιάζει πολύ μέ ἀγαπημένη, γνήσια μητέρα. Ἡ μητέρα ἀγαπάει τό παιδί της καί πονάει γι' αὐτό. Ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα σπλαχνίζεται, συγχωρεῖ, θεραπεύει, νουθετεῖ καί χαροποιεῖ. Καί ἀναγνωρίζεται τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν ταπεινή προσευχή.
❈
Ὅποιος ἀγαπάει τούς ἐχθρούς, αὐτός γρήγορα θά γνωρίσει τόν Κύριο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποιος ὅμως δέν τούς ἀγαπάει – γι' αὐτόν δέν θέλω οὔτε κάν νά γράψω. Ὅμως τόν λυπᾶμαι, γιατί βασανίζει τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους καί δέν θά γνωρίσει τόν Κύριο.
❈
Στίς ἐκκλησίες τελοῦνται οἱ ἱερές ἀκολουθίες καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σ' αὐτές. Ἡ ψυχή, ὡστόσο, εἶναι ὁ καλύτερος ναός τοῦ Θεοῦ, καί ὅποιος προσεύχεται ἐσωτερικά, γι' αὐτόν ὅλος ὁ κόσμος ἔγινε ναός τοῦ Θεοῦ. Aὐτό ὅμως δέν εἶναι γιά ὅλους.
Πολλοί προσεύχονται προφορικά ἤ προτιμοῦν νά προσεύχονται μέ βιβλία. Καί αὐτό καλό εἶναι καί ὁ Κύριος δέχεται τήν προσευχή τους. Ἄν ὅμως κανείς προσεύχεται καί σκέφτεται ἄλλα πράγματα, ὁ Κύριος δέν εἰσακούει αὐτή τήν προσευχή.
❈
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη καί χάνεται ἐξαιτίας τῆς κατακρίσεως, τῆς ἀργολογίας καί τῆς ἀκράτειας. Ὅποιος ἀγαπάει τό Θεό, αὐτός μπορεῖ νά Tόν σκέφτεται μέρα καί νύχτα, γιατί τό ν' ἀγαπᾶς τό Θεό καμιά ἐργασία δέν τό παρεμποδίζει. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία
Ὅλοι μας ταλαιπωρούμαστε στή γῆ καί ζητᾶμε ἐλευθερία, μά λίγοι ξέρουν τί εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ποῦ βρίσκεται.
Κι ἐγώ θέλω ἐπίσης ἐλευθερία καί τήν ἀναζητῶ μέρα καί νύχτα. Ἔμαθα πώς βρίσκεται κοντά στό Θεό καί δίνεται ἀπ' Αὐτόν σ' ὅσους ἔχουν ταπεινή καρδιά, σ' ὅσους μετανόησαν καί ἔκοψαν τό θέλημά τους ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Σ' ὅποιον μετανοεῖ, ὁ Θεός δίνει τήν εἰρήνη Tου καί τήν ἐλευθερία νά Tόν ἀγαπάει. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στόν κόσμο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον. Σ' αὐτά βρίσκει ἡ ψυχή ἀνάπαυση καί χαρά.
❈
Ἡ καρδιά μου πονάει γιά ὅλο τόν κόσμο καί προσεύχομαι μέ δάκρυα γι' αὐτόν, νά μετανοήσουν ὅλοι καί νά γνωρίσουν τό Θεό, νά ζήσουν μέ ἀγάπη καί νά γευθοῦν τή γλυκύτητα τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ.
Ὦ, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, προσευχηθεῖτε καί κλάψτε γιά τίς ἁμαρτίες σας, γιά νά σᾶς συγχωρήσει ὁ Κύριος. Ὅπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί ἡ ἀγάπη, ἔστω καί λίγη.
❈
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία: ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό καί τόν πλησίον. Ἐδῶ βρίσκεται καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἰσότητα. Στήν κοσμική τάξη εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρξει ἰσότητα – αὐτό ὅμως δέν ἔχει σημασία γιά τήν ψυχή. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ καθένας βασιλιάς ἤ ἄρχοντας, πατριάρχης ἤ ἡγούμενος ἤ διοικητής. Mπορεῖ ὅμως ὁ καθένας, σέ ὅποια τάξη κι ἄν ἀνήκει, ν' ἀγαπάει τό Θεό καί νά εἶναι εὐάρεστος σ' Ἐκεῖνον – κι αὐτό εἶναι τό σπουδαῖο. Καί ὅσοι ἀγαποῦν περισσότερο τό Θεό στή γῆ, θά ἔχουν περισσότερη δόξα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί θά εἶναι πιό κοντά στόν Κύριο. Ὁ καθένας θά δοξαστεῖ κατά τό μέτρο τῆς ἀγάπης του.
❈
Ἡ θεία χάρη δέν ἀφαιρεῖ τήν ἐλευθερία, ἀλλά συνεργεῖ μόνο στήν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδάμ βρισκόταν στήν κατάσταση τῆς χάριτος, ἀλλά δέν τοῦ ἀφαιρέθηκε τό αὐτεξούσιο. Oἱ ἄγγελοι παραμένουν ἐπίσης στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά δέν τούς ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἡ ἐλεύθερη βούληση.
❈
Ὁ Κύριος ἔδωσε στή γῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα· καί ὅσοι τό ἔλαβαν, αἰσθάνονται τόν παράδεισο μέσα τους.
Ἴσως πεῖς: “Γιατί λοιπόν δέν ἔχω κι ἐγώ μιά τέτοια χάρη;”. Ἐπειδή ἐσύ δέν παραδόθηκες στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζεῖς σύμφωνα μέ τό δικό σου θέλημα.
❈
Παρατηρῆστε ἐκεῖνον πού ἀγαπάει τό θέλημά του: Δέν ἔχει ποτέ εἰρήνη στήν ψυχή του καί δέν εὐχαριστιέται μέ τίποτα. Γι' αὐτόν ὅλα γίνονται ὅπως δέν θά ἔπρεπε. Ὅποιος ὅμως δόθηκε ὁλοκληρωτικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τήν καθαρή προσευχή καί ἡ ψυχή του ἀγαπάει τόν Κύριο.
❈
Ἔτσι δόθηκε στό Θεό ἡ Ὑπεραγία Παρθένος: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1:38).
Ἄν λέγαμε κι ἐμεῖς, «Ἰδοὺ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου», τότε τά εὐαγγελικά λόγια τοῦ Κυρίου θά ζοῦσαν στίς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά βασίλευε σ' ὅλο τόν κόσμο καί ἡ ζωή στή γῆ θά ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραία.
Ἀλλά μολονότι τά λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούγονται τόσους αἰῶνες σ' ὅλη τήν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι δέν τά καταλαβαίνουν καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Ὅποιος ὅμως ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά δοξαστεῖ καί στόν οὐρανό καί στή γῆ.
Πηγή: Ιερά Μονή Παρακλήτου στον Ωρωπό της Αττικής, Ορθόδοξοι Πατέρες
Εἰ δοκεῖ, τοίνυν ἀκούσωμεν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ διαρρήδην βοῶντος καί λέγοντος πρός ἡμᾶς· "Οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ ἐμοῦ". Καί δεῖξαι βουλόμενος τόν τρόπον τῆς σωτηρίας, φησίν· "Ἔπεμψεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον". Ταῦτα τοιγαροῦν ὁ πιστεύων ἀπό καρδίας καί πληροφορούμενος ὅτι οὐκ ἦλθεν ὁ Χριστός κρῖναι αὐτόν ἀλλά σῶσαι, καί οὐκ ἐξ ἔργων ἤ κόπων καί ἱδρώτων, ἀλλά διά μόνης τῆς εἰς αὐτόν πίστεως, πῶς, εἰπέ μοι, ἄρα μή ἀγαπήσῃ αὐτόν ἐξ ὅλης αὐτοῦ τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης αὐτοῦ τῆς διανοίας; Καί μάλιστα ὅταν ἀκούσῃ ὅσα ἐκεῖνος ἔπαθε, σῶσαι αὐτόν καί πάντας βουλόμενος, οἷον τήν ἐξ οὐρανῶν αὐτοῦ κάθοδον, τήν ἐν γαστρί τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου εἴσοδόν τε καί σύλληψιν καί τό ὅπως ἀτρέπτως γέγονεν ἄνθρωπος ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ὁ ἰσότιμος καί ὁμοούσιος τῷ Πατρί καί πᾶσαν τήν κτίσιν τῇ χειρί περικρατῶν αὐτοῦ τῆς δυνάμεως, ὁ ἄνω σύν τῷ Πατρί ὤν καί κάτω βρέφος γενέσθαι κατά τήν ἀκολουθίαν τῆς ἡμετέρας καταδεξάμενος φύσεως.
Καί σύν τούτοις, ὅταν εἰς νοῦν ἀναλάβῃ τά λοιπά τῆς οἰκονομίας αὐτοῦ μυστήρια, οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί ἅ ὑπέμεινε πάθη ὁ τῇ φύσει ἀπαθής δι᾿ αὐτόν, οἷον τόν τόκον αὐτοῦ τόν ἀπόρρητον, τά σπάργανα, τό σπήλαιον αὐτό, τήν φάτνην τῶν ἀλόγων ἐφ᾿ ᾗ πενιχρῶς ὁ βασιλεύς τοῦ παντός ἀνεκλίθη, τήν φυγήν τήν εἰς Αἴγυπτον, τήν ἐξ Αἰγύπτου ἐπάνοδον, τήν τοῦ Συμεών ὑποδοχήν, καί ὅπως ὡς εἷς τῶν κοινῶν ἀνθρώπων παρ᾿ αὐτοῦ ηὐλογήθη καί εἰσήχθη ἐν τῷ ναῷ, τήν τῶν γονέων ὑποταγήν, τήν παρά τοῦ Ἰωάννου βάπτισιν ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, τόν πειρασμόν τοῦ διαβόλου, τάς θαυματουργίας αὐτοῦ καί διά ταῦτα οὐ θαυμαζόμενον, ἀλλά φθονούμενον μᾶλλον καί λοιδορούμενον καί διακωμῳδούμενον ὑπό πάντων (τότε τίνων; πονηρῶν καί ἀθέων ἀνδρῶν ὧν φανερῶς τε καί ἀφανῶς ἐμφράξαι ἠδύνατο τά ἀπύλωτα στόματα καί ξηρᾶναι τάς γλώσσας αὐτῶν καί τήν ἐνοῦσαν αὐτοῖς φωνήν ἀποσβέσαι), τήν προδοσίαν τοῦ μαθητοῦ, τόν δεσμόν ὅν ὑπέστη παρά τῶν μιαιφόνων, καί ὅπως ὡς κακοῦργος ἤγετο παρ᾿ αὐτῶν, καί παρεδίδοτο τῷ Πιλάτῳ ὡς κατάκριτος, καί ῥάπισμα ἔλαβεν ὑπό δούλου, καί τήν τοῦ θανάτου σιωπήσας ἀπόφασιν ἔλαβεν (Ἐμοί γάρ, φησίν, οὐ λαλεῖς; Οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχων σταυρῶσαί σε καί ἐξουσίαν ἔχων ἀπολῦσαί σε;), εἶτα τόν φραγγελισμόν, τούς ἐμπαιγμούς, τά ὀνείδη, τήν πορφύραν, τόν κάλαμον, μεθ᾿ οὗ ἐπί τῆς ἀχράντου κεφαλῆς αὐτοῦ τάς μάστιγας παρά τῶν θεοκτόνων ἐδέχετο, τόν ἀκάνθινον στέφανον, τόν σταυρόν, ὅν καί ἐβάσταζεν ὁ διαβαστάζων λόγῳ τά σύμπαντα· καί ἁπλῶς εἰπεῖν, ὅταν ἐννοήσῃ ὅπως ἔξω τῆς πόλεως ἤγετο ἐπί τόν Κρανίου τόπον, τῶν δημίων καί τῶν στρατιωτῶν περιστοιχούντων αὐτόν μεθ᾿ ἅμα ὄχλων ἀπείρων ἐπί τήν θεωρίαν ἐφεπομένων, καί ἐπί τούτοις, ἀγγέλων μέν ἄνωθεν φριττόντων, τοῦ Θεοῦ δέ καί Πατρός ὁρῶντος τόν ὁμοούσιον Υἱόν καί ὁμόθρονον καί ὁμότιμον ταῦτα πάσχοντα παρά τῶν ἀσεβῶν Ἰουδαίων, καί γυμνόν ἐπί σταυροῦ ἀναρτώμενον καί ἥλοις τάς χεῖρας καί τούς πόδας ἡλούμενον, λόγχῃ τε τήν πλευράν τιτρωσκόμενον, καί χολήν ποτιζόμενον μετά ὄξους, καί πάντα οὐ μόνον μακροθύμως φέροντα, ἀλλά καί τῶν σταυρούντων ὑπερευχόμενον, πῶς οὐκ ἀγαπήσει αὐτόν ἐξ ὅλης ψυχῆς αὐτοῦ;
Ὅταν γάρ ἐνθυμηθῇ ὅτι, Θεός ὤν ἄναρχος ἐξ ἀνάρχου Πατρός, συμφυής καί ὁμοούσιος τοῦ παναγίου καί προσκυνητοῦ Πνεύματος, ἀόρατος καί ἀνεξιχνίαστος, κατελθών ἐσαρκώθη καί ἄνθρωπος γέγονε καί πάντα τά εἰρημένα καί πολλά ἕτερα ἔπαθε δι᾿ αὐτόν, ἵνα τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλάξῃ αὐτόν καί υἱόν Θεοῦ καί θεόν ὅμοιον αὐτοῦ ἀπεργάσηται, ἆρά γε, εἰ λίθου σκληρότερος ᾖ καί κρυστάλλου ψυχρότερος, οὐ μαλαχθήσεται τήν ψυχήν καί διαθερμανθήσεται τήν καρδίαν πρός ἀγάπην Θεοῦ; Ἐγώ οὕτω λέγω καί ὁμολογουμένως οὕτως ἐστίν ἡ ἀλήθεια ὅτι, ἐάν πιστεύσῃ τις ἀπό καρδίας ταῦτα πάντα καί ἐκ βαθέων ψυχῆς, εὐθύς ἕξει καί τήν πρός Θεόν ἀγάπην ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.
Ὥσπερ γάρ λέγουσιν ἐν τῇ κόχλῳ τόν μαργαρίτην, ἀνεῳγμένης ἐκείνης, ἐκ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ καί ἐκ τῆς ἀστραπῆς ἐν αὐτῇ συλλαμβάνεσθαι, οὕτω καί τήν πρός Θεόν ἀγάπην λογίζου ἐν ἡμῖν σπείρεσθαι. Ἀπό γάρ τῶν εἰρημένων αὐτοῦ παθημάτων ἀκούουσα ἡ ψυχή καί κατά μικρόν πιστεύουσα, ἀναλόγως τῆς πίστεως αὐτῆς διανοίγεται, ὑπό ἀπιστίας ἠσφαλισμένη πρότερον οὖσα· ἐπάν δέ διανοιχθῇ, ὥσπερ δρόσος οὐράνιος, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγάπη ἥτις ἐστίν ἀρρήτῳ φωτί συνημμένη, δίκην ἀστραπῆς νοερῶς ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐμπίπτουσα, ὡς μαργαρίτης ἀποτελεῖται φαεινός, περί οὗ καί ὁ Κύριος λέγει ὅτι, ὅν εὑρών ὁ ἔμπορος, ἀπελθών ἐπώλησε πάντα τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ καί ἠγόρασε τόν ἕνα μαργαρίτην ἐκεῖνον. Τοίνυν καί ὁ καταξιωθείς οὕτω πιστεῦσαι, καθώς εἴπομεν, καί τόν νοητόν μαργαρίτην ἐν ἑαυτῷ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης εὑρεῖν, οὐκ ἀνέχεται μή καταφρονῆσαι πάντων καί πάντα διαδοῦναι τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ πένησι καί τοῖς βουλομένοις ἄλλως ἀφῆσαι διαρπάσαι αὐτά, ἵνα τήν πρός Θεόν ἀγάπην ἄσυλόν τε καί ὅλως ἀμείωτον διαφυλάξῃ. Αὕτη γάρ καθ᾿ ἑκάστην αὐξανομένη ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀντί πάντων προτιμῶντος αὐτήν γίνεται θαῦμα θαυμάτων ἐν αὐτῷ, ἀνέκφραστόν τε πάντῃ καί παντάπασιν ἀδιήγητον, μήτε νῷ καταληπτόν μήτε λόγῳ ῥητόν· καί τῷ ἀνεκδιηγήτῳ καί ἀκατανοήτῳ τοῦ πράγματος ἐξιστάμενος καί πρός ἐκεῖνο ἔχων ἀδολεσχοῦντα τόν νοῦν, ὅλως ἔξω τοῦ κόσμου οὐ τῷ σώματι ἀλλά ταῖς αἰσθήσεσι πάσαις γίνεται· συναπίασι γάρ τῷ νῷ καί αὗται πρός τό ἐντός αὐτοῦ καθορώμενον.
Τοιγαροῦν καί κατανοεῖ τοῦ ἰδεῖν ὁ οὕτως ἔχων καί ὁρᾷ καί ἰδού φῶς· τό δέ φῶς ἄνωθεν ἔχειν δοκεῖ αὐτῷ τήν ἀρχήν. Ζητῶν οὖν εὑρίσκει τοῦτο μήτε ἀρχήν τέλους ἔχον μήτε μεσότητα κεκτημένον· ὡς δέ ἐπί τούτοις ἐξαπορεῖ, καί ἰδού τρία ἐν αὐτῷ, τό δι᾿ οὗ καί ἐν ᾧ καί εἰ ὅν. Καί ταῦτα ἰδών, μαθεῖν ἐρωτᾷ καί ἀκούει τρανῶς· "Ἰδού ἐγώ τό Πνεῦμα δι᾿ οὗ καί ἐν ᾧ ὁ Υἱός" καί "Ἰδού ἐγώ ὁ Υἱός εἰς ὅν ὁ Πατήρ". Ἐπί πλεῖον δ᾿ ἐπαποροῦντος αὐτοῦ, "Ἰδού" πάλιν φησίν "ὁρᾷς" ὁ Πατήρ. "Καί ἐγώ" φησίν ὁ Υἱός "ἐν τῷ Πατρί". Καί τό Πνεῦμα ἔλεγεν· "Ὄντως ἐγώ· δι᾿ ἐμοῦ γάρ τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν ὁ βλέπων ὁρᾷ καί ὁρῶν τῶν ὁρωμένων ἐξίσταται". Ποῦ ὄντας; "Ἐν ᾧ οὐδείς οἶδεν οὐκ ἀνθρώπων, οὐκ ἀγγέλων, πλήν αὐτῆς τῆς μιᾶς ἐμοῦ καί ἑνάδος καί ὑπέρ οὐσίαν οὐσίας καί φύσεως". Ἐν ἐμοί δέ, φησί, πῶς; "Ὅλη καθόλου· ἀχώριστος γάρ εἰμι πάντῃ καί ἄτμητος, τό ἕν κἀν ταῖς ὑποστάσεσιν ἔχουσα. Εἰ οὖν ἐν ἐμοί πως ἤ που πέλεις, μή εἰδέναι φαίης τινά. Καθό μέν ἄνθρωπος καί περιγραπτός εἷς, ὡς ἐν περιγραφῇ πέλω καί τόπῳ, περιγραπτός γάρ γέγονε βροτωθείς καί ὁ εἷς ἐξ ἡμῶν· κατά δέ τήν ἐνοῦσάν μοι φύσιν πάμπαν ἀόρατος, ἀπερίγραπτος, ἀσχημάτιστος, ἀναφής, ἀψηλάφητος, ἀκίνητος, ἀεικίνητος, πάντα πληροῦσα καί οὐδαμοῦ τό σύνολον οὖσα, οὐκ ἐν σοί, οὐκ ἐν ἄλλῳ τινί τῶν πάλαι ἤ τῶν νῦν ἐγγιζόντων ἀγγέλων ἤ προφητῶν, οἷς οὐδ᾿ ὡράθην ὅλως, οὐδ᾿ ὁρῶμαί ποτε".
Ὁ γοῦν ταῦτα μυστικῶς ὁρῶν καί μυούμενος τά ὑπέρ ἀγγέλους, τά ὑπέρ τήν ἀνθρωπίνην κατάληψιν, ἆρα μετά ἀνθρώπων εἶναι ὁ τοιοῦτος τῇ αἰσθήσει ἤ τῇ διανοίᾳ ὅλως ἰσχύσει; Εἰ γάρ ὁ βασιλεῖ προσομιλῆσαι θνητῷ καί παρεστάναι ποτέ καταξιωθείς, τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐπιλανθάνεται καί ὅλος τοῖς τοῦ βασιλέως ἀποκρέμαται ῥήμασι, πόσῳ γε μᾶλλον ὁ αὐτόν ἐκεῖνον τόν ποιητήν καί δεσπότην καί Κύριον τοῦ παντός "ὅν οὐδείς εἶδεν ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται" βλέπειν καταξιωθείς, ὡς ἀνθρώπῳ ἐφικτόν, καί προσομιλῆσαι αὐτῷ καί φωνῆς ἐκείνου ἀκούειν τοῦ μέλλοντος κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὐκ ἐκστήσεται ἑαυτοῦ καί ὅλος ἔξω κόσμου καί σαρκός ὄντως γένηται καί μετ᾿ αὐτοῦ ἐπιποθήσει συνέσεσθαι, ἀλλά ἀποστάς τοῦ τοιούτου καί τηλικούτου, τοῦ ὑπέρ πᾶν τοιοῦτον ὄντος καί τηλικοῦτον, ἐπί μερίμνας ἔλθῃ βιωτικάς καί φθειρομένων ὅλως ἤ παρερχομένων καί ῥεόντων πραγμάτων φροντίσειεν; Οὐδαμῶς οἶμαι τῶν εὖ φρονούντων τινά εἰς τοῦτο ὅλως ἐλθεῖν καταδέξασθαι.
Τά μέν γάρ ἐν τῷ βίῳ τούτῳ καλά συνεπομένων ὁμολογουμένως ἔχουσι καί συγκεκληρωμένην αὐτοῖς τήν λύπην καί τήν ἀθυμίαν καί τήν ὁδύνην, ἡ δέ μετά τοῦ Θεοῦ διαγωγή καί ἡ ὁμιλία καί ἡ θεωρία τῶν ἀπορρήτων αὐτοῦ ἀγαθῶν πᾶσαν ὑπερβαίνει μακαριότητα καί πάσης ὑπέρκειται δόξης καί εὐκληρίας καί χαρᾶς καί ἀνέσεως, ὡς πάσης ὑπεραίρουσα τιμῆς καί τρυφῆς καί ἀπολαύσεως τοῦ νομιζομένου παντός ἀγαθοῦ τῆς παρούσης ζωῆς. Καθόσον γάρ ὑπερέχει τό ἐν πολυτελεῖ καί ἁπαλῇ στρωμνῇ ἀναπαύεσθαι ὑπέρ τό ἐν ἐσχάρᾳ πεπυρακτωμένῃ ἀνακεῖσθαι, κατά τοσοῦτον ὑπερφέρει πάσης τοῦ βίου εὐφροσύνης καί ἀπολαύσεως ἡ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ συνουσίας καί ὁμιλίας ἐγγινομένῃ τῇ ψυχῇ χαρά καί ἀγαλλίασις. Διά δή τοῦτο καί ὁ τῶν κρειττόνων πολλάκις καί κατά ἄγνοιαν ἤ ῥαθυμίαν ἀποστάς καί πρός τάς φροντίδας τοῦ κόσμου γενόμενος, ἐφ᾿ ὅσον τῆς ἐν αὐτοῖς πικρίας καί ἀφορήτου βλάβης αἴσθηται, δρομαῖος πρός τά ἀφ᾿ ὧν ἐξελήλυθεν ἐπανέρχεται, πολλά ἑαυτόν μεμφόμενος ὅτι συγκατεσπάσθη ὅλως καί μέσον τῶν ἀκανθῶν τοῦ βίου καί τοῦ φλογίζοντος πυρός τάς τῶν ἀνθρώπων ψυχάς ἐγένετο, ὅμως φεύγει καί πρός τόν ἑαυτοῦ ἀνατρέχει Δεσπότην· καί εἰ μή ἦν φιλάνθρωπος, δεχόμενος ἐπανερχομένους ἡμᾶς καί μή μνησικακῶν ἤ ὀργιζόμενος, ἀλλά καί μᾶλλον τῆς πρός αὐτόν ἐπανόδου ἀποδεχόμενος, "οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα ψυχή" ἁγίου, εἴτε καί μέσως ἤ ἄλλως ἔχοντος. Διά τοῦτο πάντες οἱ τετελειωμένοι ἐν ἁγιωσύνῃ καί ἀρετῇ δωρεάν καί οὐκ ἐξ ἔργων δικαιοσύνης ἐσώθησαν· καί οὐχ οὗτοι μόνον, ἀλλά καί οἱ μετά ταῦτα τελειούμενοι, πάντες οὕτω σωθήσονται.
Ἐπεί δέ "οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, ἵνα μή τις καυχήσεται", κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον, ἡ σωτηρία ἡμῖν ἐπιγίνεται τοῖς πιστοῖς, οὐ χρή τοῖς ἔργοις, νηστείαις λέγω καί ἀγρυπνίαις ἤ χαμευνίαις καί λιμῷ καί δίψει, ὅλως θαρρεῖν, οὐ σιδήροις τό σῶμα καθηλοῦν, οὐ τρυχίνοις ἐνδύμασι τοῦτο ταλαιπωρεῖν. Οὐδέν γάρ ὅλως ταῦτά εἰσιν, ἐπειδή πολλοί καί τῶν κακούργων καί τῶν πενομένων αὐτῶν ταῦτα παθόντες οἱ αὐτοί διέμειναν, μηδέν τῆς κακίας ὑφιέντες αὐτῶν μηδέ τῆς πονηρίας βέλτιους γενόμενοι. Συμβάλλονται μέν καί ταῦτά τισι, καί τό σῶμα πρός ταπείνωσιν μᾶλλον δέ πρός ἀδυναμίαν καί ἀσθένειαν ἕλκουσιν· ἀλλ᾿ οὐ τοῦτο μόνον ζητεῖ ὁ Θεός, πνεῦμα δέ συντετριμμένον καί καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ἐπιποθεῖ καί τό ἀεί ἐν καταβεβλημένῳ φρονήματι λαλεῖν τήν καρδίαν ἡμῶν πρός αὐτόν· "Τίς εἰμι ἐγώ, Κύριέ μου δέσποτα καί Θεέ, ὅτι κατῆλθες καί ἐσαρκώθης καί ἀπέθανες δι᾿ ἐμέ, ἵνα με τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλάξῃς καί τῆς σῆς δόξης ὁμοῦ καί θεότητος κοινωνόν ἀπεργάσῃ καί μέτοχον;". Ὁπηνίκα γάρ οὕτως ἕξεις κατά τάς ἀφανεῖς κινήσεις τῆς καρδίας σου, εὐθύς εὑρήσεις αὐτόν ἐναγκαλιζόμενόν σε μυστικῶς καί κατασπαζόμενον καί χαριζόμενόν σοι πνεῦμα εὐθές ἐν τοῖς ἐγκάτοις, πνεῦμα ἐλευθερίας καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων σου, οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί τοῖς χαρίσμασιν αὐτοῦ καταστεφανοῦντά σε καί ἔνδοξόν σε διά σοφίας καί γνώσεως ἀπεργαζόμενον.
Τί γάρ ἕτερον οὕτω Θεῷ φίλον καί εὐαπόδεκτον, ὡς καρδία συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη καί φρόνημα καταβεβλημένον ἐν πνεύματι ταπεινώσεως; Ἐν γάρ τοιαύτῃ καταστάσει ψυχῆς οἰκεῖ μέν αὐτός ὁ Θεός καί ἐπαναπαύεται πᾶσα δέ μηχανή τοῦ διαβόλου εἰς ἅπαν ἄπρακτος διαμένει καί πάντα τά φθοροποιά πάθη τῆς ἁμαρτίας τέλεον ἀφανίζεται καί βρίθει μόνος ἐν αὐτῇ ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅς ἐστιν ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ χρηστότης, ἡς πίστις, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ περιεκτική ἐγκράτεια, οἷς ἀκολούθως ἕπεται ὡραίως ἡ γνῶσις ἡ θεία, ἡ σοφία τοῦ Λόγου (271) καί ἡ ἄβυσσος τῶν κεκρυμμένων νοημάτων καί μυστηρίων Χριστοῦ· ἐν οἷς ὁ φθάσας γενέσθαι καί ποιωθείς, τήν καλήν ἀλλοίωσιν ἀλλοιοῦται καί ἐξ ἀνθρώπων ἄγγελος γίνεται, ὦδε μέν τοῖς ἀνθρώποις συναναστρεφόμενος σώματι, ἐν οὐρανοῖς δέ περιπολεύων τῷ πνεύματι καί τοῖς ἀγγέλοις συνδιαιτώμενος καί ὑπό τῆς ἀφράστου χαρᾶς πλατυνόμενος εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· εἰς ἥν οὐδείς ἄν τῶν ἀνθρώπων ἐγγίσει ποτέ, εἰ μή διά μετανοίας πρότερον καί δακρύων πολλῶν τήν ἑαυτοῦ καθαριεῖ καρδίαν καί εἰς βυθόν ἐλάσει ταπεινοφροσύνης καί ἐγκύμων τοῦ παναγίου γένηται Πνεύματος, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρί δόξα, τιμή, κράτος, σύν Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζον, πῶς καί ὕδωρ εἶς δροσίζον, πῶς καί καίεις καί γλυκαίνεις, πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;
Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους, πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ, πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ᾅδου, πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;
Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἕλκεις, πῶς τήν νύκτα περιδράσσῃ, πῶς καρδίαν περιλάμπεις, πῶς με ὅλον μεταβάλλεις;
Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις, πῶς υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ, πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ, πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;
Πῶς ἀνέχῃ, πῶς βαστάζεις, πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως, πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων βλέπεις πάντων τά πρακτέα;
Πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν; Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις, μή καλύψῃ τούτους θλῖψις!
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Ἐπειδήπερ ὅσον ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος χριστιανούς ἡμᾶς ἑαυτούς δίχα τῶν ἔργων καί πιστούς λογιζόμεθα, εἰς τήν ὁμοούσιον καί ἀδιαίρετον Τριάδα πιστεύοντες καί εἰς τόν ἕνα ταύτης τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί Θεόν, καί δούλους ἑαυτούς ἐκ συνηθείας οὕτω πως ἁπλῶς ἐπιγραφόμεθα τοῦ Θεοῦ καί καλοῦμεν, καί γράφοντες πρός ἑτέρους τοῦτο αὐτοί ἑαυτούς ἄνωθεν γράφοντες ὀνομάζομεν , μή εἰδότες ἴσως αὐτό τοῦτο, τί ἐστι δουλεία Θεοῦ καί τίς ὁ ἀκούειν ἄξιος καί εἶναι δοῦλος Θεοῦ, τόν λόγον ὑπό τοῦ Λόγου κινοῦμαι γυμνάσαι καί εἰπεῖν ἐπείγομαι περί τῶν δουλευόντων Θεῷ τίνες τε εἶεν καί ὁποῖοι καί ποταποί, καί τίνα τά παρά τῶν τοιούτων διά Κύριον γινόμενα ἔργα, ὡς ἄν ἀπό τῶν ἑαυτοῦ πράξεων ἕκαστος γνώσεται ἑαυτόν, καί τίνα θεραπεύει διά τῶν ἑαυτοῦ ἐγχειρήσεων καί τίνι δουλεύει, ἤ τίνα ποτέ ἐθεράπευσε καί τίνι ἐδούλευσεν, εἴσεται, ἵνα μή ἑαυτῷ τις χαριζόμενος δοκῇ τῷ Κυρίῳ δουλεύειν καί οὐχ ἑαυτῷ. Ἀλλά περί μέν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ διαγόντων καί ὑπό ζυγόν ὄντων τοῦ βίου οὐδείς λόγος ἡμῖν, διαρρήδην τοῦ ἁγίου Παύλου βοῶντος· "Ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τά τοῦ Κυρίου πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ, ὁ δέ γαμίσας μεριμνᾷ τά τοῦ κόσμου πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί" καί τῷ κόσμῳ, περί δέ τῶν ἀποταξαμένων τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν κόσμῳ ἅπας ὁ λόγος ἔσται ἡμῖν.
Οἱ εἰς τό στάδιον ἄρτι τῆς μετανοίας ἐξ ἀκουσίου γνώμης καί αὐτοθελῶς εἰσερχόμενοι καί κατά τό ἐνόν εἰς τήν σωματικήν γυμνασίαν ἑαυτούς ἐγγυμνάζοντες, εἰσαγωγικοί τε, λέγω, καί οἱ ἐν ταύτῃ χρονίσαντες, οἴονται τῷ Κυρίῳ δουλεύειν καί ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι ἐλπίζουσι. Μή προσέχοντες γάρ τῷ φωτί τῶν θείων Γραφῶν, ἀλλ᾿ ἔξω τούτου ἀεί τῶν τοιούτων τινές πορευόμενοι καί ἐν σκότει τῶν πονηρῶν διανοιῶν αὐτῶν κατεχόμενοι, οὐ γινώσκουσιν ὅτι πολύ ὑπάρχει τό ἐν μέσῳ διάφορον τῶν τε μετανοούντων καί ἀγωνιζομένων εἰς τήν γυμνασίαν τῆς ἀρετῆς καί αὐτῶν τῶν τῷ δεσπότῃ δουλευόντων Χριστῷ. Οἱ μέν γάρ μετανοοῦντες, ὑπέρ ὧν κακῶς ἔπραξαν μεταμελόμενοι, συγχώρησιν τῶν ἐπταισμένων αἰτοῦνται λαβεῖν, οἷος ἦν ὁ τελώνης, ἡ πόρνη, ὁ Πέτρος αὐτός, ὅτε, πτοηθείς καί ἀρνησάμενος τρίτον, ἔκλαυσε πικρῶς, καί εἴ τις κατ᾿ ἐκεῖνον τόν ἄσωτον τόν μετά πορνῶν καί τελωνῶν καταδαπανήσαντα τόν κλῆρον τόν πατρικόν· οὗτοι γάρ καί οἱ τοιοῦτοι οὐχί δουλεύειν λέγονται τῷ Κυρίῳ, ἀλλά ἐχθροί καί προσκεκρουκότες ὑπάρχοντες, διά μετανοίας καί ἐξομολογήσεως καταλλάσονται αὐτῷ. Οἱ δέ τήν ἄσκησιν μετερχόμενοι καί ἄρτι πρός τήν γυμνασίαν τῆς ἀρετῆς ἐκθύμως ἐγγυμναζόμενοι τά πάθη μετά τήν μετάνοιαν νικῆσαι σπουδάζουσι, σπουδαίως αὐτήν καί θερμῶς δηλονότι πεποιηκότες ὑπέρ τῶν προημαρτημένων αὐτοῖς· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί τάς ἀρετάς ἀντί τῶν παθῶν κτήσασθαι ἀσφαλῶς ἀγωνίζονται.
Καί ὁ μέν ἄρτι μετανοῶν λυπεῖται, κλαίει, νηστεύει, ἀγρυπνεῖ, χαμευνεῖ, διακονεῖ καί πάσας ὑποφέρει τάς θλίψεις, ἀεί τά ἑαυτοῦ κακά λογιζόμενος καί ὡς μειζόνων κολάσεων ἄξιον ἑαυτόν ἔχων, ἀταράχως ὑπομένει πάντα τά ἐπερχόμενα, ἵνα διά τῆς τοιαύτης αὐτοῦ ὑπομονῆς ἀφεθῇ αὐτῷ τά ἐγκλήματα. Ὁ δέ ἀγωνιζόμενος ἄρτι καλός ἀσκητής οὐχί διά ἔκτισιν ἁμαρτημάτων, ἀλλά διά τόν πρός τά πάθη πόλεμον, ταῦτα πάντα καί ἕτερα τούτων πλείονα ἐπιτηδεύεται καί ποιεῖ· καί πᾶσαν θλῖψιν ἐπερχομένην αὐτῷ μετά χαρᾶς ἀποδέχεται, μή ἐπερχομένης δέ, αὐτός ἑαυτόν θλίβει· καί πᾶσαν πρᾶξιν πραχθεῖσαν, ἥν ἀκούσει παρά τῶν πάλαι ἁγίων ἤ καί παρά τῶν συνόντων πραττομένην θεάσεται, σπουδάζει τό κατά δύναμιν καί αὐτός ποιῆσαι αὐτήν, ἵνα τῇ ποικιλίᾳ τῶν ἀσκητικῶν ἀρετῶν τε καί πράξεων τά πολλά καί ποικίλα πάθη, δι᾿ ὧν τήν ἰσχύν καθ᾿ ἡμῶν οἱ δαίμονες κέκτηνται, ἐξαλείψῃ καί τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς ταῦτα ἐξαφανίσῃ, πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετάς ἀντ᾿ αὐτῶν ἐν ἑαυτῷ θησαυρίζων. Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ᾿ αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἕξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν, ἀλλ᾿ ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ᾿ ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ, ἀλλ᾿ ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται, οὐδέ ὁ τοῖς ἐχθροῖς τοῦ βασιλέως μή συντιθέμενος ἀλλ᾿ ὁ καί ὑπέρ αὐτοῦ κατ᾿ αὐτῶν ὁπλιζόμενός τε καί ἀντιμαχόμενος τήν ἀγάπην ἐνδείκνυται.
Καί μαρτυρεῖ τοῦτο αὐτός ὁ δεσπότης Χριστός οὕτω διαρρήδην βοῶν· "Ὁ μή ὤν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι· καί ὁ μή συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει". Τοῦτο δέ λέγων, δείκνυσιν ὅτι ὁ μή παντί τρόπῳ καί πάσῃ σπουδῇ τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶν καί ἀεί τάς ἀρετάς διά τῆς τῶν ἐντολῶν κτώμενος ἐργασίας καί εἰς τό πρόσω δι᾿ αὐτῶν ἀνερχόμενος, ἀλλά τῶν μέν πονηρῶν μόνων τῷ δοκεῖν ἀπεχόμενος, τῶν δέ γε ἀγαθῶν μή ἐπί πολύ ἀντεχόμενος, ἀλλ᾿ οἱονεί τοῦ συλλέγειν τάς ἀρετάς διά τῆς τῶν ἐντολῶν ἀμελείας παυσάμενος, οὐδέ ἅ δοκεῖ ἔχειν φυλάξαι δύναται· διά γάρ τῆς ἀργίας καί ταῦτα ἀπόλλυσι· καί δηλοῖ τοῦτο τό "ὁ μή συνάγων σκορπίζει". Ἐπί μέν γάρ τῶν αἰσθητῶν τοῦτο ἀδύνατον· ὁ γάρ μή συνάγων ἐκεῖ, ἀλλά ἀργός καθεζόμενος, οὐχί καί ὡς ὁ σκορπίζων ἐστίν. Ἐπί δέ τῶν πνευματικῶν οὐχ οὕτως, ἀλλά τόν μή ποιοῦντα τό ἀγαθόν ὡς ἁμαρτάνοντα ἔχει ἡ θεία Γραφή καί κατακρίνεσθαι αὐτόν ὑπεμφαίνει· "Τῷ γάρ εἰδότι καλόν, φησί, ποιεῖν καί μή ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν", καί πάλιν· "Ἐπικατάρατος πᾶς ἄνθρωπος ὁ ποιῶν τά ἔργα Κυρίου ἀμελῶς". Ὅπερ ἐμοί πάντως ἀρκέσει πρῶτον, τῷ χαύνῳ καί ἀμελεῖ, εἰς κατάκρισιν. Εἰ δέ ὁ ἀμελῶς ποιῶν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ κεκατήραται, πόσῳ μᾶλλον ὁ μερικῶς ποιῶν ἐξ ὧν ποιεῖν δύναται, ἤ καί μηδόλως ποιῶν, ἐπί πλεῖον κατακριθήσεται. Τοῦτο δέ καί ἐπί τῶν πολιτικῶν νόμων καί τῶν βιωτικῶν πραγμάτων εὑρήσεις γινόμενον· τόν γάρ βλέποντα δοῦλον διορυττομένην παρά τινων τήν οἰκίαν τοῦ κυρίου αὐτοῦ καί συλουμένην τήν περιουσίαν αὐτοῦ καί μήτε συνεργήσαντα τοῖς κλέπταις μήτε παρεμποδίσαντα αὐτοῖς ἤ κραυγάσαντα, ἀλλ᾿ ἐάσαντα τούτους, ἄραντας πάντα, λάθρα διαφυγεῖν, ἴσως ἐκείνοις ἐπίβουλον ἑαυτοῦ καί κλέπτην τόν δοῦλον ἐκεῖνον ὁ δεσπότης λογίζεται. Τί δαί; Οὐχί καί ὑμεῖς πάντες τά αὐτά κατά τοῦ πονηροῦ κατεψηφίσασθε;
Οὕτως ἔσται πάντως κἀμοί τῷ ἀθλίῳ πρῶτον καί ταπεινῷ, - ὀκνῶ γάρ εἰπεῖν καί πᾶσιν ὑμῖν - ἐάν πονηρῶν μέν ἔργων καί πράξεων ἀποσχώμεθα, τάς δέ ἀρετάς ἀντ᾿ αὐτῶν μή πάσῃ ἰσχύϊ κτησώμεθα ἐπί τοσοῦτον, ἕως οὗ ἄνδρες γενώμεθα τέλειοι καί καταντήσωμεν εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, καθώς ὁ Παῦλος ἐντέλλεται γενέσθαι πάντας ἡμᾶς. Καί εἰκότως· εἰ γάρ μή τοιοῦτοι γενοίμεθα, πῶς δουλεῦσαι τῷ Κυρίῳ ἰσχύσομεν; Πῶς στρατευθῆναι Χριστῷ δυνησόμεθα; Πῶς δέ καί πνευματικῶς ὁπλισόμεθα καί εἰς παράταξιν Θεοῦ ζῶντος καταριθμηθῶμεν καί τοῖς ἐχθροῖς φοβεροί φανησόμεθα; Οὐδαμῶς. Μή οὖν οἰέσθω τις νηστεύων ἤ ἀγρυπνῶν ἤ πεινῶν ἤ διψῶν ἤ χαμευνίᾳ συζῶν ἤ πενθῶν ἤ κλαίων ἤ ὕβρεις ἐπερχομένας αὐτῷ καί πειρασμούς ὑποφέρων, ὅτι τῷ Θεῷ δουλεύει ἤ ἑτέρῳ τινί διά τῶν τοιούτων χαρίζεταί τι. Ἀλλ᾿ ἑαυτόν μόνον ὠφελεῖ, καί ταῦτα, ἐάν ἐν ταπεινώσει καί γνώσει πνευματικῇ ὑπομένῃ αὐτά καί μετέρχηται· εἰ δέ μή, οὐδέ ἑαυτόν. Τό γάρ μή γινόμενον μετά ταπεινοφροσύνης καί γνώσεως πνευματικῆς, οἷον ἄν καί ἔστιν, οὐδέν ὀνίσησι τόν ποιοῦντα. Καί πῶς τοῦτο ἔστι, διά πάντων τῶν θείων Γραφῶν ὁ βουλόμενος διδαχθήσεται. Ἡμεῖς γάρ τοῦτο δεῖξαι μόνον κατεπειγόμεθα, ὅτι οὔτε οἱ ἐν τῇ μετανοίᾳ, οὔτε οἱ ἐν τῇ ἀσκήσει χρονίσαντες τῷ κυρίῳ δουλεύουσιν, ἀλλ᾿ ἑαυτούς ὠφελοῦσι καί ἑαυτοῖς μόνοις χαρίζονται· καί, εἰ δοκεῖ, ἀπό παραδειγμάτων πιστότερον τόν λόγον καί βεβαιότερον ἐργασώμεθα.
Τίνας λέγομεν εἶναι τούς τῷ ἐπιγείῳ δουλεύοντας βασιλεῖ; Τούς ἀναστρεφομένους ἐν τοῖς ἑαυτῶν οἴκοις, ἤ τούς συνακολουθοῦντας αὐτῷ πανταχοῦ; Τούς διάγοντας ἐν τοῖς ἑαυτῶν προαστείοις, ἤ τούς κατειλεγμένους ἐν τοῖς στρατεύμασι; Τούς ἀναπεπτωκότας καί τρυφῶντας καί οἴκαδε σπαταλῶντας, ἤ τούς ἐν πολέμοις ἀνδραγαθοῦντας (248) καί πληττομένους, ἔσθ᾿ ὅτε καί πλήττοντας καί τῶν ἐχθρῶν ἀναιροῦντας πολλούς καί τούς αἰχμαλωτισθέντας συνδούλους αὐτῶν ἀναρρυομένους καί τούς ἐχθρούς καταισχύνοντας; Τούς χρυσοχόους καί χαλκοτύπους καί λινοξόους, τούς ἀεί ἐργαζομένους καί μόλις ἑαυτοῖς καί τοῖς συνοῦσι τήν σωματικήν δυναμένους πορίσασθαι χρείαν, ἤ τούς στρατηγούς, τούς χιλιάρχους καί τούς λοιπούς ἄρχοντας καί αὐτούς τούς ὑπ᾿ αὐτῶν ἀρχομένους λαούς; Οὐ πρόδηλον τούτους εἶναι μᾶλλον τούς τῷ ἐπιγείῳ δουλεύοντας βασιλεῖ, ἤ ἐκείνους; Χαλκεύς γάρ καί χρυσοχόος καί τέκτων, εἴ τι ἔργον ἐργάσονται τῷ βασιλεῖ, παρά τῶν ὑπηκόων τόν συμφωνηθέντα λαμβάνουσι μισθόν καί ὡς ξένοι τινές καί ἀλλότριοι ἀναστρέφουσιν οἴκαδε, μήτε τόν βασιλέα ἰδόντες, μήτε γνῶσιν ἔχοντες φιλίας τῆς οἱασοῦν πρός αὐτόν· οἱ δέ καί φίλοι τοῦ βασιλέως εἰσί καί δι᾿ αὐτῶν ὁ ὑφ᾿ ἑνί ἑκάστῳ αὐτῶν ὑπάρχων λαός. Οὕτως οὖν καί ἐπί τοῦ ἐπουρανίου νόει μοι βασιλέως καί ἐπί τῶν δουλευόντων αὐτῷ. Δοῦλοι γάρ αὐτοῦ, ὡς ὑπ᾿ αὐτοῦ καί κτισθέντες καί παραχθέντες, οἱ πάντες ἐσμέν, πιστοί τε καί ἄπιστοι, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, πλούσιοι καί πένητες, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, βασιλεῖς τε καί ὁμοῦ καί ἄρχοντες· ἀλλ᾿ οἱ μέν εὐγνωμόνως καί ἐν πάσῃ ἰσχύϊ τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηροῦντες καί διά τούτων τήν εἰς αὐτόν πίστιν βεβαίαν ἐπιδεικνύμενοι ἀγαθοί καλοῦνται καί πιστοί λέγονται, οἱ δέ ἀμελῶς μέν καί ῥᾳθύμως ὅμως δέ δουλεύειν αὐτῷ προαιρούμενοι πονηροί καλοῦνται καί ὀκνηροί, οἱ δέ καί ἐναντία τῶν ἐκείνου προσταγμάτων ποιοῦντες ἤ λέγοντες ἐχθροί εἰσι καί πολέμιοι, εἰ καί ἀσθενεῖς εἰσι καί οὐδέν ὅλως ἰσχύοντες κατ᾿ αὐτοῦ.
Ἡμεῖς οὖν τοῦ Κυρίου ἀκούσαντες λέγοντος· "Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι" καί τοῦ Ἀποστόλου διδάσκοντος· "Τεκνία, μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ· ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ κόσμου ἔχθρα εἰς Θεόν ἐστί" καί ὅτι· "Ὁ ἀγαπῶν τόν κόσμον ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθέστηκεν", πάντα τῷ δοκεῖν ἀφέντες, τῷ Σωτῆρι ἡμῶν καί Θεῷ ἠκολουθήσαμεν, μᾶλλον δέ τόν κόσμον ὡς ἐμπόδιον ἡμῖν πρός ἀρετήν ὄντα, πρός τόν μονήρη βίον μετήλθομεν, οἱονεί τήν πολεμίαν καταλιπόντες γῆν, ἐν ᾗ αἰχμάλωτοι, ἑκουσίως ἀποφυγόντες, διήγομεν, καί πρός τήν χώραν τοῦ ἡμετέρου δεσπότου καί βασιλέως Χριστοῦ μετέβημεν, ἐνδυσάμενοι μόνον τό σχῆμα τοῦ ὑπ᾿ αὐτοῦ τελοῦντος λαοῦ, οὐ μέντοιγε διά τοῦ ἐνδύματος αὐτῷ στρατευθέντες ἤ δουλεύοντες, ὡς οὐδέ οἱ τήν ἴσην τοῖς στρατιώταις φοροῦντες στολήν στρατιῶται τοῦ βασιλέως τυγχάνουσιν, ἀλλ᾿ ὑπό τήν αὐτοῦ τέως γεγονέναι λέγομεν βασιλείαν, τό μοναχικόν ἐνδυσάμενοι ἔνδυμα, στρατευθῆναι δέ αὐτῷ διά τοῦτο οὐ λέγομεν, διότι τά ὅπλα ἡμῶν οὔκ εἰσι σωματικά ἀλλά πνευματικά· "Οὐ γάρ ἐστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις". Ὅταν οὖν ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός, ἀσπίδα καί περικεφαλαίαν καί τά λοιπά, ἅ Παῦλος ὁ ἅγιος ἀπηριθμήσατο, καί τήν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος ἠκονημένην λάβωμεν ἐν χερσί, τότε καί στρατευθῆναι λέγομεν καί πρός παράταξιν ἡμᾶς ἑαυτούς εὐτρεπίζομεν.
Τέως δέ, οἱ περιβαλόμενοι τό μοναχικόν ἔνδυμα καί εἰσελθόντες εἰς τό στάδιον τῆς μετανοίας καί τῆς ἀσκήσεως, σκοπήσωμεν, εἰ δοκεῖ, τί ἐργαζόμεθα. Κλαίομεν; Διά τί; Πάντως ἵνα τῶν ἁμαρτημάτων ἡμῶν τήν ἄφεσιν λάβωμεν, οὐ μόνον δέ, ἀλλ᾿ ἐκκαθαρθῶμεν καί τῶν ἐξ αὐτῶν μολυσμῶν. Νηστεύομεν; Πάντως ἵνα τάς τῆς σαρκός κινήσεις συστείλωμεν καί τήν καρδίαν μαλακωτέραν ποιήσωμεν. Ἀγρυπνοῦμεν καί ψάλλομεν; Ἵνα μή πονηρά διαλογιζώμεθα καί πρός μετεωρισμούς ἐκτρεπώμεθα. Εὐχόμεθα σωματικῶς; Ὡς ἄν μή ὑπό τοῦ ἐχθροῦ αἰχμαλωτιζώμεθα νοερῶς καί ὥστε εἰς τό τά χρηστά ἐννοεῖν καί κατά διάνοιαν πνευματικῶς ἀεί καί ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι φθάσωμεν. Πενθοῦμεν; Πάντως ἵνα τῆς χαρᾶς τοῦ πένθους ἐπαπολαύωμεν. Εὐτελῆ φοροῦμεν καί τρύχινα, χαμαικοιτοῦμέν τε καί σιδήροις τό σῶμα σφίγγομεν οἱ πολλοί; Διά τί; Ἵνα πάντως τό σφριγῶν τοῦτο σῶμα κατάγξωμεν καί φορτίσωμεν καί μή ἐάσωμεν αὐτό, ὥσπερ τινά πῶλον ἀδάμαστον, χαλινοῦ δίχα τοῦ αὐτόν ἄγχοντος, καί συνελάσαν εἰς κρημνόν, ἑαυτό καί τόν ἐπιβάτην νοῦν κατακρημνίσῃ εἰς βόθρον ἀπωλείας καί πυρός αἰωνίου. Ταῦτα δέ ποιοῦντες, τί ἄρα τοῖς ὁρῶσιν αὐτοῖς χαριζόμεθα; Πάντως οὐδέν. Εἰ δέ μή τοῖς ὁρῶσι, πολλῷ μᾶλλον τῷ καί σοφίαν καί δύναμιν χαρισαμένῳ εἰς τό ἑαυτούς ἡμᾶς διασώσασθαι.
Ἀλλά λοιδορίας καί θλίψεις ἐπερχομένας μετ᾿ εὐχαριστίας ἀμνησικάκως ὑποφέρομεν; Καί ἐν τούτῳ πάλιν ἡμᾶς αὐτούς καί οὐχ ἕτερον εὐεργετοῦμεν. Καί ἄκουσον τοῦτο λέγοντος τοῦ Κυρίου· "Ἐάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀφήσει ὑμῖν τά παραπτώματα ὑμῶν". Ἰδού οὖν, κἄν λοιδορίας, κἄν ῥαπίσματα, κἄν κολαφίσματα, κἄν ἐμπαιγμούς, κἄν ἐκπτύσματα, κἄν ὁτιοῦν πανθάνωμεν, εἰ μέν εὐχαρίστως ὑποφέρομεν καί τούς ταῦτα ἡμῖν ἐπιφέροντας ἀπό ψυχῆς συμπαθοῦμεν, ἡμῖν αὐτοῖς χαριζόμεθα, τῶν εἰς Θεόν ἁμαρτηθέντων ἡμῖν λαμβάνοντες ἄφεσιν· εἰ δέ μνησικακοῦμεν καί ἀνταποδιδόναι αὐτοῖς πολυτρόπως πειρώμεθα, ἑαυτούς ἡμᾶς βλάπτομεν, ἀσυγχώρητα ἡμῶν διατηρεῖσθαι ποιοῦντες τά ἁμαρτήματα. Καθεζόμεθα ἐν κελλίῳ, φεύγομεν εἰς τά ὄρη, ἐν σπηλαίοις κατοικοῦμεν καί ἐν στύλοις ὑψούμεθα; Διά τί; Σπεύδοντες πάντως διεκφυγεῖν τόν ὡς λέοντα περιπατοῦντα καί φρικτά ὠρυόμενον καθ᾿ ἡμῶν καί ζητοῦντα τίνα καταπίῃ. Εἰ οὖν δῴη ὁ Θεός - ἄνευ γάρ τῆς ἐκείνου βοηθείας ἐκφεύξασθαι οὐ δυνησόμεθα τούς ἐκείνου ὀδόντας καί τά ποικίλα δεσμά, ὅπου ἄν καί ἀπέλθωμεν – καί διασωθῶμεν, μή βρῶμα τῷ δεινῷ τούτῳ θηρίῳ γενόμενοι, πῶς δουλεύειν τῷ Κυρίῳ διά τῶν τοιούτων πράξεων εἴπομεν; Ἐμοί οὐ δοκεῖ τοῦτο εὔλογον, οἶμαι δέ, οὐδέ ὑμῖν.
Πῶς γάρ ὁ καταδιωκόμενος μέν ὑπό τινος, φεύγων δέ αὐτός ἰσχυρῶς, τόν εἰσδεξάμενον αὐτόν ἐν τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ καί στάντα πρό τῶν θυρῶν καί τοῦ διώκοντος αὐτόν ἐχθροῦ λυτρωσάμενον δουλεύσαι τούτου γε ἕνεκα εἴποι ἄν; Οὐδαμῶς, ἀλλ᾿ ὡς ὑπ᾿ αὐτοῦ μᾶλλον εὐεργετηθείς καί ῥυσθείς τοῦ ἐχθροῦ αὐτοῦ, ὀφείλει τήν εὐχαριστίαν αὐτῷ ἀποδιδόναι διηνεκῶς. Πῶς δέ, εἴπατέ μοι, οἱ προσαιτοῦντες πένητες, ἤ διά ἀσθένειαν σώματος ἤ διά ἀργίαν καί ὀκνηρίαν ἐργάζεσθαι μή βουλόμενοι, δουλεύειν τοῖς ἐλεημοσύνην διδοῦσι καί διακονοῦσιν αὐτοῖς λογισθήσονται, καί οὐχί μᾶλλον παρά τῶν ἐλεημόνων οἱ πτωχοί δωρεάν φανῶσι διακονεῖσθαι καί ἐκδουλεύεσθαι; Οὕτω τοιγαροῦν καί ἡμεῖς ἅπαντες, φτωχοί καί ἐπιδεεῖς ὑπάρχοντες ἐκ προγεγονότων ἀνομιῶν, τῷ ἡμᾶς ἐλεοῦντι Θεῷ οὕτω διακειμένους ἡμᾶς δουλεύειν οὐδέποτε ἄν εἴποιμεν, ἐπειδή, ὡς εἴρηται, οἱ μέν ἐκ προγεγονότων ἁμαρτημάτων, οἱ δέ ἐκ συνηθείας κακῆς, οἱ δέ ἐξ ὀκνηρίας καί ἀργίας τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ δέ ἐκ προαιρέσεως πονηρᾶς, οἱ δέ ἐκ προλήψεως ἡδονῶν, οἱ δέ ἀξ ἀγνοίας καί ἀπιστίας τῶν θείων Γραφῶν, ἄλλοι ἐξ οἰήσεως καί τοῦ δοκεῖν μηδέν πλέον χρῄζειν εἰς σωτηρίαν ψυχῆς, καί ἁπλῶς πάντες ὑπάρχομεν πένητες καί γυμνοί. Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί τραυματίαι, ποικίλαις κατεχόμενοι νόσοις καί ὡς ἐν διαφόροις ξενῶσι καί γηρωκομείοις ἐν αὐτοῖς τοῖς κελλίοις καί μοναστηρίοις ἡμῶν ἐλεεινῶς ἀνακεκλιμένοι ὄντες ἤ περιπατοῦντες ποσῶς, βοῶμεν καί θρηνοῦμεν καί κλαίομεν καί αὐτόν προσκαλούμεθα τόν ἰατρόν ψυχῶν τε καί σωμάτων - ὅσοι δηλαδή τῆς ἀλγηδόνος τῶν τραυμάτων ἤ τῶν παθῶν ἐλάβομεν αἴσθησιν, ἐπειδήπερ εἰσί καί ὡς φρενήρεις τινές, μηδέ ὅτι τίποτε ἀσθενοῦσιν εἰδότες ἤ ὅτι κατέχονται ὑπό τινος πάθους - , ἵνα ἐλθών ἰάσηται ἡμῶν τάς τετραυμαστισμένας καρδίας καί δῷ τήν ὑγίειαν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, κειμέναι ὑπό τήν κλίνην τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἅπαντες ἡμάρτομεν, κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον, καί δεόμεθα τοῦ ἐλέους αὐτοῦ καί τῆς χάριτος.
Τῷ οὖν ἡμᾶς ἐλεοῦντι, οὕτω διακειμένους ὡς λέλεκται, καί ἐφ᾿ ἡμᾶς σπλαγχνιζομένῳ καί τάς ψυχάς ἡμῶν ἰατρεύοντι καί τά πρός σωτηρίαν ἡμᾶς διδάσκοντι καί παρεχομένῳ κατά μικρόν ἡμῖν τήν ὑγίειαν τῶν τραυμάτων καί νοσημάτων ἡμῶν, δουλεύειν ὅλως εἰπεῖν τολμήσομεν; Οὔμενουν, ὡς οὐδέ ὁ ὑπό τῶν λῃστῶν συντριβείς τό σῶμα καί ἡμιθανής κείμενος τῷ ἐπί τοῦ ἰδίου κτήνους αὐτόν ἄραντι καί εἰς τό πανδοχεῖον ἀπαγαγόντι καί οἶνον ἐπιθέντι αὐτῷ καί ἔλαιον δουλεῦσαι λέγεται, ἀλλά μᾶλλον ἐλεηθῆναι ἰαθῆναι καί εἰς τήν προτέραν ὑγίειαν ἐπανελθεῖν δι᾿ αὐτοῦ. Τοιγαροῦν παρειμένοι καί λελωβησμένοι καί ἡμεῖς ὄντες καί τραυματίαι καί ἀμελοῦντες τῶν πρός ἰατρείαν ἡμῶν καί παντί τρόπῳ μή ποιεῖν, ὡς εἶπον, σπουδάζοντες, πῶς τολμήσομεν εἰπεῖν ἤ ἐννοῆσαι ὅτι τῷ Κυρίῳ δουλεύομεν; Οὐδαμῶς· ἀλλά τί; Παρακαλοῦμεν, ὡς ἔφθην εἰπών, εἰ ὅλως ἐν οἵοις ἐσμέν αἰσθανόμεθα, δεόμενοι ἰαθῆναι ἀπό τῶν νόσων ἡμῶν. Ὅτε δέ τοῦτο γένηται καί τήν νόσον ὡς ἱμάτιον πεπαλαιωμένον καί διερρωγός καί ῥερυπωμένον κατ᾿ ὀλίγον ἀποδυσόμεθα ἄνωθεν, καί τήν ὑγίειαν ὡς διπλοΐδα φωτεινήν ὅλῳ τῷ σώματι ἐνδυσόμεθα, ἤγουν ἀπό κορυφῆς ἕως ἄκρων ποδῶν, τότε ἄλλοις καί αὐτοί διακονοῦντες ἐν οἴνῳ καί ἐλαίῳ καί τοῖς λοιποῖς ἐμπλάστροις τε καί φαρμάκοις τούτους ἰατρεύοντες, αὐτῷ δουλεύειν τῷ Κυρίῳ λογισθησόμεθα τῷ οὕτως εἰπόντι· "Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε". Εἰ δέ οὐχ οὕτως πρῶτον ἕξομεν, ἀλλ᾿ ἔτι νοσοῦντες τοῦτο ποιῆσαι ἐπιχειρήσομεν, ἀποκριθείς ὁ Δεσπότης ἐρεῖ ἡμῖν· "Ἰατρέ, ἰάτρευσον σεαυτόν".
Διπλοΐδα δέ φωτεινήν εἰπόντας ἡμᾶς τήν ὑγίειαν τῆς ψυχῆς ἀκούσας, μή ἐξ ἀγνοίας καταγελάσῃς τοῦ ῥήματος μηδέ σωματικήν ὑγίειαν ὑπολαμβάνειν λέγειν ἡμᾶς, ἀλλ᾿ ἀσώματόν τινα καί θείαν νοεράν, ἥτις οὐκ ἀπό φαρμάκων καί βοτάνων εἴωθεν γίνεσθαι, "οὐδέ ἐξ ἔργων τινῶν, ἵνα μή τις καυχήσηται". Καθάπερ γάρ τις ὀστοῦν συντιθείς νεκρόν πρός ὀστοῦν καί ἁρμονίαν πρός ἁρμονίαν, ἅτινά μοι καί λάβοις εἰς ἔργα καί κτῆσιν τῆς ἀρετῆς, οὐδέν ὠφελεῖ, μή ὄντος τοῦ δυναμένου κρέας καί νεῦρα εἰς αὐτά ἐξυφᾶναι, ἀλλά καί τοῦτο ποιήσας καί τάς μέν ἁρμονίας συνδήσας τοῖς νεύροις, τά δέ νεκρά ἐκεῖνα ὀστᾶ κρέας ἐπενδύσας καί δέρμα καί εἰς σῶμα ἀποτελέσας αὐτά, οὐδέν ἔσται πάλιν ὄφελος, ἐστερημένον ὑπάρχον τοῦ ζωοποιοῦντος καί κινοῦντος αὐτό πνεύματος, τουτέστιν ἔρημον ψυχῆς ὄν, οὕτω καί ἐπί τῆς νεκρωμένης μοι νόει ψυχῆς καί ἐπί τά ἔνδοθεν τῶν ταύτης μελῶν μετάγαγέ σου τόν νοῦν καί ἰδέ πάσας συναγομένας τάς πράξεις, νηστείαν λέγω καί ἀγρυπνίαν, χαμευνίαν καί ξηροκοιτίαν, ἀκτημοσύνην καί ἀλουσίαν καί τά τούτοις ἀκόλουθα, ὡς ὀστᾶ νεκρά, καί συναρμολογουμένας ἀλλήλαις καί ἑτέραν τῇ ἑτέρᾳ συνακολουθούσας καί συντιθεμένας καί οἱονεί πως ἀκέραιον ἀποτελούσας τό τῆς ψυχῆς σῶμα. Τί οὖν τό ὄφελος, ἐάν ἄψυχον κεῖται καί ἄπνουν, μή ὄντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν αὐτῷ; Μόνον γάρ ἐκεῖνο ἐλθόν ἐν ἡμῖν καί ἐγκατοικῆσαν, ὡς ἄψυχα μέλη ἀπ᾿ ἀλλήλων διεσπασμένα, οὕτω νενεκρωμένας τάς ἐναρέτους πράξεις συνδεῖ νεύροις ἰσχύος πνευματικῆς καί συνενοῖ τῇ ἀγάπῃ τῇ πρός Θεόν, καί τηνικαῦτα καινούς ἡμᾶς ἀπό παλαιῶν καί ζῶντας ἐκ νεκρῶν ἀποδείκνυσιν· ἄλλως δέ οὐκ ἔνι ζῆσαι ψυχήν.
Ὥσπερ γάρ τό σῶμα ἡμῶν, κἄν ἀσθενῇ κἄν μή, δίχα ψυχῆς κινεῖσθαι τοῦτο, ἤ κἄν ὅλως ζῆν, τῶν ἀδυνάτων ἐστίν, οὕτω καί ἡ ψυχή, κἄν ἁμαρτήσῃ κἄν μή, ἄνευ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νεκρά ἐστι καί ζῆσαι τήν αἰωνίαν ζωήν ὅλως οὐ δύναται· εἰ γάρ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία ἐστίν, ὁ ἁμαρτήσας πάντως πληγείς ὑπ᾿ αὐτοῦ ἀπέθανεν· εἰ δέ οὐδείς ἀναμάρτητος – πάντες γάρ, φησίν, ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ - , πάντες δηλονότι οἱ ἁμαρτήσαντες ἀπεθάνομεν καί ἐσμέν νεκροί. Νόει οὖν μοι νεκρόν νοερῶς σεαυτόν. Εἰπέ τοίνυν πῶς ἐπαληθῶς ζήσειας, μή ἑνωθείς τῇ ἀληθινῇ ζωῇ, τουτέστι τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, δι᾿ οὗ πᾶς πιστός ἀναγεννᾶται καί ἀναζωοῦται ἐν Χριστῷ. "Ἐγώ γάρ, φησί, εἰμί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή". Οἱ δοῦλοι καί μαθηταί τοῦ Χριστοῦ φῶς εἰσι καί ἀλήθεια καί ζωή· "Ὁ δεχόμενος γάρ ὑμᾶς, φησίν, ἐμέ δέχεται· καί ὁ ἐμέ δεχόμενος δέχεται τόν ἀποστείλαντά με". Εἰ οὖν ἡμεῖς νεκροί, ἐκεῖνος δέ μόνος ἡ αἰώνιός ἐστι ζωή, πρό τοῦ ἑνωθῆναι αὐτῷ καί ζῆσαι, (255) μή λέγωμεν ὅτι τῷ Κυρίῳ δουλεύομεν. Νεκροί γάρ πῶς τινί ποτε ἐκδουλεύσουσιν; Εἰ μή ἐκεῖνον γνωστῶς ὡς διπλοΐδα περιβαλώμεθα, μή νομίσωμεν ὅτι τῶν νοσημάτων ἡμῶν ἤ τῶν ἐνοχλούντων παθῶν ὅλως ἠλευθερώθημεν.
Ὥσπερ γάρ τό σκότος οὐ φεύγει, εἰ μή τό φῶς παραγένηται, οὕτως οὐδέ ἡ νόσος τῆς ψυχῆς φυγαδεύεται, εἰ μή ὁ τάς ἀσθενείας ἡμῶν αἴρων ἐλεύσεται καί ἡμῖν ἑνωθῇ. Ἐρχόμενος δέ αὐτός, ἐπεί πᾶσαν νόσον και πᾶσαν ἀσθένειαν ψυχικήν ἀπελαύνει, καλεῖται ὑγίεια, τήν ὑγίειαν ἡμῖν χαριζόμενος τῆς ψυχῆς· φωτίζων δέ ἡμᾶς, λέγεται φῶς, ὑπέρ φῶς ἅπαν ὤν· καί ζωοποιῶν ἡμᾶς, λέγεται ζωή, ὑπέρ ζωήν ἅπασαν ὤν· περιλάμπων δέ ἡμᾶς ὅλους καί τῇ δόξῃ τῆς αὐτοῦ θεότητος περικυκλῶν καί ἐπιθάλπων, καλεῖται ἱμάτιον, καί οὕτως ἐνδιδύσκεσθαι τοῦτον λέγομεν τόν ἀναφῆ πάντῃ καί ἄληπτον· ἑνούμενος δέ ἀμίκτως ἡμῶν τῇ ψυχῇ καί ὅλην ποιῶν ταύτην ὡς φῶς, ἐνοικεῖν λέγεται ἐν ἡμῖν καί ἀπεριγράπτως περιγράφεσθαι. Ὤ τοῦ θαύματος! Οὕτω τοιγαροῦν γίνεται πάντα ἡμῖν ὁ ὑπεράνω πάντων ὤν, ἄρτος, σκέπη καί ὕδωρ, ὅ πάλαι τῇ Σαμαρείτιδι εἶπε τόν πιόντα μή διψῆσαί ποτε. Εἰ οὖν ἔτι διψᾷς, οὔπω ἐξ ἐκείνου τοῦ ὕδατος ἔπιες· ἀψευδής γάρ ἐστιν ὁ τοῦτο εἰπών. Ἐγώ γάρ τινος ἤκουσα λέγοντος, ὅτι ἀφ᾿ οὗ ἐκ τούτου τοῦ ὕδατος εἰς κόρον πιεῖν ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης μοι ἐχαρίσατο, εἰ συνέβη ἐπιλαθέσθαι με καί ὡς μή πιόντα ζητεῖν πάλιν δοθῆναί μοι παρ᾿ ἐκείνου πιεῖν, αὐτό ἐκεῖνο, ὅπερ δηλονότι ἔπιον ὕδωρ, ἔνδοθεν ἥλετο τῆς καρδίας μου καί ἐπήδα ὥσπερ ῥεῖθρον φωτοειδές καί εὐθύς ἑώρων αὐτό. Ἐκεῖνο δέ οἱονεί ἐλάλει διά τῶν παλμῶν ἐν ἐμοί καί ἔλεγειν· "Οὐχ ὁρᾷς με ὅτι ἐνταῦθά εἰμι μετά σοῦ; Καί πόθεν μοι δοθῆναί σοι ἤ ἄλλοθέν ποθεν παραγενέσθαι με ἐπιζητεῖς; Οὐκ οἶδας ὅτι ἀεί σύνειμι οἷς (256) ἅπαξ ἐμαυτό ἐπιδώσω πιεῖν με καί πηγή γίνομαι ἀθάνατος ἐν αὐτοῖς;".
Εἰ οὖν τοῦτο γεγονός ἔγνως καί ἐν σοί, ὦ ἀδελφέ, μακάριος εἶ. Εἰ δέ τόν Χριστόν μέν τεθέασαι, οὔπω δέ σοι τοῦτο τό πόμα πιεῖν ἐχαρίσατο, πρόσπεσον, κλαῦσον, δυσώπησον, θρήνησον, τύψον σεαυτοῦ τάς ὄψεις, ὥσπερ ποτέ ὁ Ἀδάμ, τίλλε σου τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς· μή ἀναπέσῃς ἐπί κλίνης, ἀλλά κλίνη γενέσθω σοι ἅπαν ἔδαφος· μή δῷς ὕπνον εἰς κόρον σοῖς ὀφθαλμοῖς, μή ὅλως νυσταγμόν τοῖς βλεφάροις σου· μή πρός τι τῶν ἐπί γῆς ἤ τῶν ἐν οὐρανῷ ἐπιστρέψῃς σου τό ὄμμα – τί γάρ σοι καί πρός ἄλλο τι, τόν ποιητήν τῶν ἁπάντων ὁρῶν σου πρό ὀφθαλμῶν; - μή ἐμπλήσῃς τήν γαστέρα σου τῶν ἐδωδίμων ποτέ· μή γλυκάνῃς σου τόν λάρυγγα ἐνηδόνῳ βρώσει ἤ πόσει εἰς πλησμονήν· μή περιεργάσῃ τά γινόμενα πράγματα, μηδέ πρός τούς ἀδιαφόρως καί καταφρονητικῶς βιοῦντας ἀποβλέψῃς, ἵνα μή εἰς οἴησιν ἐμπέσῃς ἤ καί κατακρίνῃς αὐτούς· ἀλλά γάρ μηδέ συγκαθεσθῇς πρός συντυχίας ἀκαίρους ποτέ μετ᾿ αὐτῶν· μή παριέλθῃς τούς ὀνομαστούς ζητῶν μοναχούς, μηδέ ἐρεύνα τούς βίους αὐτῶν, ἀλλ᾿ εἰ μέν πνευματικῷ πατρί Θεοῦ χάριτι ἐνέτυχες, αὐτῷ μόνῳ λέγε τά κατά σέ· εἰ δ᾿ οὖν, ἀλλά τόν Χριστόν ὁρῶν, εἰς ἐκεῖνον ἀπόβλεπε ἀεί καί διά παντός ἐκεῖνον μόνον τῆς σῆς κατηφείας καί θλίψεως ἔχε θεωρητήν.
Δείκνυε αὐτῷ, μᾶλλον δέ ἐκεῖνος ὁράτω σου τήν ἀλουσίαν, τήν ἄγαν ἀκτημοσύνην, τόν ἀφιλάργυρον τρόπον. Μηδέ, εἰ ῥέει ποθέν ἅπας ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου ἤ καί πλῆθος χρυσίου ἔρριπται πρό τῶν ποδῶν σου – γίνεται γάρ καί τοῦτο ἐκ τῆς τοῦ Πονηροῦ μηχανῆς καί τῶν ἐκείνου συνεργῶν καί ὑπασπιστῶν - , ἐπιστρέψαι κἄν ὅλως τόν ὀφθαλμόν καί ἀπιδεῖν πρός ταῦτα θελήσῃς, εἰ καί προφάσει τῶν πτωχῶν ἀναμαρτήτως δοκεῖ καί λαμβάνεσθαι καί διδόσθαι παρά σοῦ. Ἐκεῖνος βλεπέτω σε τυπτόμενον καί μή ἀντιτύπτοντα, ὑβριζόμενον καί μή ἀνθυβρίζοντα, λοιδορούμενον καί τούς λοιδοροῦντάς σε εὐλογοῦντα, μή δόξαν ζητοῦντα, μή τιμήν, μή ἀνάπαυσιν, καί ἁπλῶς πάντα ποιοῦντα καί πάντα διαπραττόμενον καί μηδόλως ἐνδιδοῦντα μήτε εἰς τά ὀπίσω στρεφόμενον, ἕως οὗ σπλαγχνισθείς ἐπιδώσει σοι τό φοβερόν ἐκεῖνο καί ἄρρητον καί ἀκατονόμαστον πόμα πιεῖν. Καί ὅταν τούτου ἀξιωθῇς, τότε γνώσεις ἅπερ λαλοῦμεν καί ἅπερ σοι ὑφηγούμεθα. "Λαλοῦμεν γάρ σοφίαν, φησίν, οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου τήν καταργουμένην, ἀλλά λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ, τήν ἀποκεκρυμμένην".
Εἰ δέ οὐδέ αὐτόν τόν Χριστόν ὅλως ἰδεῖν κατηξίωσαι, τί ὅτι καί δοκεῖς ζῆν; Τί ὅτι καί δουλεύειν νομίζεις αὐτῷ, ὅν οὐδέπω τεθέασαι; Μή θεασάμενος δέ μηδέ φωνῆς αὐτοῦ ἀκοῦσαι ἀξιωθείς, πόθεν τό θέλημα αὐτοῦ τό ἅγιον καί εὐάρεστον καί τέλειον διδαχθήσῃ; Εἰ δέ ἐκ τῶν ἁγίων εἴπῃς μαθήσεσθαι τοῦτο Γραφῶν, ἐρωτῶ πῶς αὐτό, νεκρός ὅλος ὤν καί ἐν σκότει κείμενος, ἀκοῦσαι δυνηθῇς ἤ ἐκπληρῶσαι, ἵνα καί ζῆσαι ἀξιωθῇς καί ἰδεῖν τόν Θεόν. Οὐδαμῶς. Τί οὖν; Εἰ νεκροί ἐσμεν, φησίν, ἐν σκότει διάγομεν, πῶς ζῆσαι ἰσχύσομεν ἤ πῶς τόν Χριστόν, τό ἀληθινόν φῶς, ἐλθόντα ἐπί τῆς γῆς θεασόμεθα; Ἄκουε νουνεχῶς καί μή θέλε δικαιοῦν σεαυτόν· ἀλλά ταπεινώθητι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί εἰπέ· "Κύριε, ὁ μή θέλων τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν, ὁ κατελθών διά τοῦτο ἐπί τῆς γῆς, ἵνα τους κειμένους καί τεθανατωμένους ὑπό τῆς ἁμαρτίας ἐξαναστήσῃς καί σέ κατιδεῖν αὐτούς, τό φῶς τό ἀληθινόν, ὡς ἰδεῖν ἀνθρώπῳ δυνατόν, καταξιώσῃς, πέμψον μοι ἄνθρωπον γινώσκοντά σε, ἵνα, ὡς σοί δουλεύσας αὐτῷ καί πάσῃ δυνάμει μοι ὑποταγείς καί τό σόν ἐν τῷ ἐκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, εὐαρεστήσω σοι τῷ μόνῳ Θεῷ καί καταξιωθῶ σου κἀγώ τῆς βασιλείας, ὁ ἁμαρτωλός".
Ἐάν οὖν οὕτως ἐπιμείνης ἐξ ὅλης ψυχῆς καί δυνάμεως κρούων, παρακαλῶν τε καί δεόμενος αὐτοῦ, οὐκ ἐγκαταλείψει σε, ἀλλά ἤ δι᾿ ἑαυτοῦ ἤ δι᾿ ἑνός τῶν δούλων αὐτοῦ, ὅσα δεῖ σε ποιῆσαι διδάξει σε καί διά τῆς αὐτοῦ χάριτος καί τῆς εὐχῆς τοῦ δούλου αὐτοῦ ἰσχύν σοι χαρίσεται τοῦ ἐκπληρῶσαι αὐτά. Χωρίς γάρ ἐκείνου οὐ δυνήσῃ ποιῆσαι οὐδέν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνος, καθώσπερ ἔφθην εἰπών, ἀπαραλείπτως γενήσεταί σοι τά πάντα· εἰ δέ μή πάντα τέως εὑρίσκῃ ἐν τῇ ἐξόδῳ σου τόν Χριστόν ἐκζητῶν, τέως τοῖς αὐτοῦ φίλοις καί ἄρχουσιν ὑποτασσόμενος εἶς καί δουλεύων εὑρίσκῃ διά τούτων ἐκείνῳ, τέως τῶν τοῦ Θεοῦ δούλων καί οὐχί τό σόν θέλημα ἐκ πληροῖς – Θεοῦ δέ θέλημα τό θέλημα τῶν ἐκείνου δούλων ἐστίν - , τέως ἐν ἐργασίᾳ καί οὐκ ἀργίᾳ, τέως ἐν ταπεινώσει καί οὐκ ἐν οἰήσει. Μνήσθητι ὧν εἶπον, ὅτι οἱ στρατηγοί καί οἱ ἄρχοντες πάντες οἱ μέν δοῦλοι, οἱ δέ φίλοι τοῦ βασιλέως εἰσί καί διά τούτων αὐτῶν καί ὁ ὑφ᾿ ἑνί ἑκάστῳ τούτων πέλων λαός· οἵ, εἰ καί μή τόν βασιλέα καθορῶσι καί συντυγχάνουσιν, ἀλλά τῷ στρατηγῷ αὐτῶν ἤ τῷ ἄρχοντι ὡς ἐκείνῳ αὐτῷ τῷ βασιλεῖ καλῶς ἐκδουλεύοντες δωρεάς τε καί ἀξιώματα λαβεῖν δι᾿ αὐτῶν ἀπό τοῦ βασιλέως ἐλπίζουσιν, οἱ δέ καί λαμβάνουσι μεσίτας τούς ἑαυτῶν ἄρχοντας προβαλλόμενοι. Εἰσί δέ οἵ καί διά τῆς οἰκείας ἀνδρείας καί ἀρετῆς ἀκουστοί γίνονται καί παρά τοῦ βασιλέως προσλαμβάνονται καί τιμῶνται καί ἄλλων ἄρχοντες καί μεσῖται ἀποκαθίστανται, καί τηνικαῦτα καταξιοῦνται καί αὐτῷ ἐκείνῳ τῷ βασιλεῖ τήν κατά πρόσωπον ὑπηρεσίαν ἀποπληροῦν καί αὐτῷ προσομιλεῖν καί τῆς ἐκείνου ἀκούειν φωνῆς.
Εἰ δέ σύ μέν, ὡς προείρηται, ζητῆσαι καί κροῦσαι οὐκ ἀνέχῃ, ἀλλά ὑπό στρατιώταις ἀνωνύμοις γενέσθαι, τουτέστιν ὑποτακτικός εὐτελής μετά εὐτελῶν καταταγῆναι προτεθύμησαι, καί ἄρχουσι πνευματικοῖς ἐκδουλεῦσαι οὐ βούλει, τί ἐμέ μέμφῃ λέγοντά σε νεκρόν ἤ τυφλόν ἤ ἀσθενῆ καί παρειμένον καί τῆς δουλείας ἀποκεχωρισμένον τοῦ βασιλέως Χριστοῦ; Ἀλλά κάθῃ, εἴποις, ἐν τῷ κελλίῳ, σεαυτῷ προσέχων καί μηδένα μηδαμῶς ἀδικῶν; Τοῦτο δέ αὐτό ἆρα ποιῆσαι καί αὐτός καταδέξῃ τόν σόν δοῦλον ἤ ὑπηρέτην, ἵνα καταφρονήσας σου τῆς ὑπηρεσίας, ἐν ἑτέρῳ καί αὐτός ἀπελθών κελλίῳ καθίσῃ, μηδένα μηδέν μηδέ σεαυτόν ἀδικῶν; Ἀλλά ἕτερος τίς ἀνθρώπων ὅλως ἀκοῦσαι τοῦτο ἀνέξεται; Πῶς οὖν, καθήμενον ἐν τῷ κελλίῳ καί παρ᾿ ἑτέρων ὑπηρετούμενος, σύ δουλεύειν λέγεις Θεῷ; Διά ποίων τῶν ἔργων; Εἰπέ. Εἰ γάρ σεαυτῷ διακόνεις εἰς πάντα καί ἐκ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν σου τά πρός χρείαν εἶχες πᾶσαν τοῦ σώματος, οὐδέ οὕτως τῷ Θεῷ δουλεύειν σε λέγειν ἐχρῆν. Ὁ γάρ δοῦλος οὐχί ἐν τῷ ἑαυτόν διατρέφειν καί ἐνδιδύσκειν ἐπαινεῖται, ἀλλ᾿ ἐάν μή καί τό κοινῶς λεγόμενον πάκτον ἐκ τοῦ ἔργου αὐτοῦ καθ᾿ ἑκάστην πρός τόν ἑαυτοῦ παρέχῃ κύριον, ὡς ἄχρηστος τιμωρεῖται καί κατακρίνεται. Πῶς οὖν ἡμεῖς, ὡς ἐλεύθεροι ζῶντες καί τῇ ἀνέσει καί ἀμελείᾳ καί ῥᾳθυμίᾳ ἑαυτούς ἐκδιδοῦντες καί μή μόνον μηδέν ἐργαζόμενοι μήτε διακονοῦντες καί καθ᾿ ὥραν γογγύζοντες, εἰ μή παρ᾿ ἑτέρων διακονούμεθα, τῷ Θεῷ δουλεύειν καί μηδένα ἀδικεῖν λέγομεν; Ὅσοις γάρ ἄν ὑπηρετεῖν δύναταί τις καί μή προαιρεῖται τοῦτο ποιεῖν, τοσούτοις ἀδικεῖ καί ὑπεύθυνον ἑαυτόν τοῦ κρίματος ἀποκαθιστᾷ καί τῆς Δεσποτικῆς ἀποφάσεως τῆς οὕτω λεγούσης· "Ἀπέλθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ (260) διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ" καί τά ἑξῆς ἀπαριθμησάμενος "ἐν ἀσθενείᾳ ἤμην, εἶπε, καί οὐ διακονήσατέ μοι". Πῶς οὖν ἤ ποίῳ προσώπῳ αὐτόν θεασώμεθα, τό ἑκάστου ἔργον ἐρχόμενον ἐπισκέψασθαι;
Μή πλανᾶσθε· ὁ Θεός πῦρ ἐστι καί πῦρ ἦλθε καί ἔβαλεν ἐπί τῆς γῆς· ὅ καί περιέρχεται ζητῶν ὕλην δράξασθαι, ἤτοι πρόθεσιν καί προαίρεσιν ἀγαθήν, καί ἐμπεσεῖν εἰς αὐτήν καί ἀναφθῆναι. Εἰς οὕς δέ ἀναφθῇ, αἴρεται εἰς φλόγα μεγάλην καί ἀφικνεῖται ἕως τῶν οὐρανῶν καί οὐκ ἐᾷ τόν ἐμπυρισθέντα ἀργεῖν ὅλως ἤ ἠρεμεῖν. Οὐδέ ἀγνώστως, ὥς τινες οἴονται τῶν νεκρῶν, κατακαίει τήν ἐμπρησθεῖσαν ψυχήν – οὐδέ γάρ ἀναίσθητος ὕλη ἐστίν - , ἀλλ᾿ ἐν αἰσθήσει καί γνώσει καί ὀδύνῃ ἀφορήτῳ τό καταρχάς· αἰσθητική γάρ ὑπάρχει καί λογική· μετά δέ ταῦτα, καθαράν τοῦ ῥύπου τῶν παθῶν τελείως ἡμᾶς, τίνεται τροφή καί πόσις, φωτισμός καί χαρά ἀδιαλείπτως ἐντός ἡμῶν, καί φῶς αὐτούς ἡμᾶς κατά μέθεξιν ἀπεργάζεται. Ὥσπερ γάρ ἐκκαιόμενος κλίβανος καταρχάς μέν ἐκ τοῦ τῆς ὕλης ἐκπεμπομένου καπνοῦ μᾶλλον μελαίνεται, ἐπάν δέ σφοδρῶς ἐκκαῇ, ὅλος διαυγής γίνεται καί τοῦ πυρός ὅμοιος καί οὐδεμίαν μελανίαν ἐκ τοῦ καπνοῦ ἔκτοτε κατά μέθεξιν προσλαμβάνει, οὕτω δή καί ψυχή ἡ τῷ θείῳ ἐναρξαμένη πόθῳ ἐκκαίεται πρῶτα μέν τόν τῶν παθῶν ζόφον ἐν τῷ πυρί τοῦ Πνεύματος ὡς καπνόν ἐν ἑαυτῇ ἐκπεμπόμενον καθορᾷ καί τήν προσοῦσαν αὐτῇ ἐξ αὐτοῦ μελανίαν ἐνοπτρίζεται καί θρηνεῖ καί τούς ἀκανθώδεις λογισμούς καί τάς φρυγανώδεις προλήψεις καταφλεγομένας καί ἀποτεφρουμένας τέλεον ἐπαισθάνεται· ἐπάν δέ ταῦτα ἐξαναλωθῇ καί ἡ τῆς ψυχῆς οὐσία μόνη χωρίς πάθους ἐναπομείνῃ, τότε οὐσιωδῶς καί αὐτῇ ἑνοῦται τό θεῖον καί ἄϋλον πῦρ· καί εὐθύς ἀνάπτεται καί διαυγάζει καί μεταλαμβάνει, ὥσπερ ὁ κλίβανος, τοῦ αἰσθητοῦ τούτου πυρός· οὕτω καί τό σῶμα, τοῦ θείου καί ἀρρήτου φωτός, καί αὐτό, πῦρ κατά μέθεξιν γίνεται.
Οὐκ ἄν δέ τοῦτό ποτε γένηται ἐν ἡμῖν, ἐάν μή τόν κόσμον καί τά ἐν τῷ κόσμῳ ἅπαντα βδελυξώμεθα καί αὐτάς ἡμῶν τάς ψυχάς κατά τήν τοῦ Κυρίου φωνήν ἀπολέσωμεν. Τό γάρ πῦρ ἐκεῖνο ἄλλως ἐν ἡμῖν οὐκ ἀνάπτεται· ὅ οἱ λαβόντες οὐ μόνον νοσημάτων ψυχικῶν παντελῶς ἀπηλλάγησαν, ἀλλά καί πολλούς ἄλλους, ἐκ τῶν δικτύων ἐξελθόντες τοῦ διαβόλου, νοσοῦντας ψυχικῶς καί ἀσθενοῦντας ἰάσαντο καί τῷ δεσπότῃ Χριστῷ ὡς δῶρα τούτους προσήγαγον. Ἐκ γάρ τοῦ πυρός ἐκείνου τοῦ θείου πᾶσαν ἐπιστήμην καί πᾶσαν τέχνην οὗτοι σοφῶς διδαχθέντες, διά πάντων ἐν παντί τῷ βίῳ καί ἐν πάσῃ αὐτῶν τῇ ζωῇ τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν, οἷος ἦν ὁ τάς κλεῖς τῆς βασιλείας λαβών Πέτρος ὁ θεῖος ἀπόστολος, οἷος ἦν Παῦλος ὁ εἰς τρίτον ἁρπαγείς οὐρανόν, καί καθεξῆς οἱ θεῖοι ἀπόστολοι· τοιοῦτοι δέ ὑπῆρχον καί οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες ἡμῶν καί διδάσκαλοι, οἱ τάς αἱρέσεις διά τοῦ πυρός τούτου τοῦ θείου ὡς ἀκάνθας ἐξαφανίσαντες, οἱ τοῖς δαίμοσιν ὡς δούλοις ἀχρείοις καί ἀσθενέσιν ἐπιτάσσοντες (κἀκεῖνοι, μετά φόβου αὐτοῖς ὑπακούοντες, τοιοῦτοι γεγόνασι καί ἀεί γίνονται), οἱ οὕτως τόν Θεόν ἀγαπήσαντες, ὡς μηδέ τῆς ἑαυτῶν φείσασθαι ψυχῆς. Οὗτοι τοιγαροῦν καί ὅσοι κατ᾿ αὐτούς τῷ Θεῷ δουλεῦσαι καί δουλεύειν ἀεί λέγονται, οἱ δέ ἁμαρτίαις ἔτι ὄντες ὑπεύθυνοι οὐχί, ἀλλά δούλοις ἐοίκασι πονηροῖς καί προσκεκρουκόσι τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ· οἱ δέ καί ὑπό παθῶν ἔτι ὀχλούμενοι, τοῖς ἀεί μαχομένοις καί τοῖς ἀντιπίπτουσιν ἤ παλαίουσιν· οἱ δέ τάς ἀρετάς ἀκμήν μή κτησάμενοι, ἀγωνιζόμενοι δέ ταύτας κτήσασθαι, τοῖς ἠκρωτηριασμένοις τά σώματα ἤ καί τοῖς λειπομένοις τῶν πρός ζωήν πένησι (262) παρεικάζονται, δεομένοις μᾶλλον ὧν ὑστεροῦνται μελῶν καί χρειῶν, οὐχί δέ παρέχουσιν ἄλλοις τά πρός τήν χρείαν ἤ ἀμισθί δυναμένοις δουλεύειν.
Χρεών δέ ἐστι κατά τήν τοῦ Ἀποστόλου φωνήν πᾶσαν ἀρετήν κατορθώσαντας ἄρτιον ἡμᾶς ἀποτελέσαι τόν κατά Θεόν ἡμῶν ἄνθρωπον, ἐν μηδενί μηδέν λειπόμενον δηλονότι, καί τήν τοῦ Πνεύματος χάριν ἀπό τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως Χριστοῦ, ὡς οἱ ἀπό τοῦ ἐπιγείου στρατιῶται τό σιτηρέσιον, λαβεῖν· καί τηνικαῦτα, ὡς ἤδη τέλειοι γεγονότες ἄνδρες, εἰς τήν ἡλικίαν τοῦ Χριστοῦ καί τό μέτρον ἀναδραμόντες αὐτῆς καί τοῖς στρατώταις καί δούλοις καταλεγέντες αὐτοῦ, ἐκστρατεύσομεν κατά τῶν πολεμίων ἐχθρῶν, ἐπειδή, ὥς φησι Παῦλος ὁ θεῖος ἀπόστολος, οὐδείς "στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ". Τί λέγων ὀψώνιον; Τό βασιλικόν σιτηρέσιον. Εἰ τοίνυν καί ἡμεῖς μή λάβοιμεν ἀπό Θεοῦ τόν ἄρτον τόν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνοντα καί διδοῦντα τῷ κόσμῳ ζωήν, ἤγουν τήν χάριν τοῦ Πνεύματος – τοῦτο γάρ ἐστι τό πνευματικόν σιτηρέσιον, ᾧ τρέφονται οἱ Χριστῷ στρατευθέντες καί ὅ ἀντί ὅπλων πνευματικῶς ἐπενδύονται -, πῶς εἰς παράταξιν, εἰπέ μοι, ἐξέλθωμεν τοῦ Θεοῦ ἤ πῶς καταταγῶμεν ἐν τοῖς δούλοις αὐτοῦ;
Ἀλλά δεῦτε καί διαναστῶμεν, ὅσοι ἀπό δουλείας τῆς τῶν παθῶν βούλεσθε φυγεῖν καί Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ προσδραμεῖν δεσπότῃ, ἵνα καί δοῦλοι αὐτοῦ χρηματίσητε· καί τοιοῦτοι σπουδάσωμεν καί ἡμεῖς γενέσθαι, οἵους ὁ λόγος προλαβών ἀνετάξατο. Μή οὖν καταφρονήσωμεν τῆς σωτηρίας ἡμῶν μηδέ ἀπατῶμεν ἡμᾶς ἑαυτούς καί προφασιζώμεθα προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις ἐν τῷ λέγειν· ἀδύνατον τοῦτό ἐστι κατά τήν παροῦσαν γενέαν τοιοῦτον γενέσθαι ποτέ. Μή δή φιλοσοφῶμεν κατά τῆς σωτηρίας (263) ἡμῶν μηδέ κατά τῶν ἰδίων ψυχῶν ῥητορεύωμεν· δυνατόν γάρ ἐστιν, ἐάν θέλωμεν, καί τοσοῦτον ὡς ἀρκεῖν προαίρεσιν μόνην εἰς τοσοῦτον ὕψος ἀνενέγκαι ἡμᾶς· ὅπου γάρ, φησίν, ἑτοίμη προαίρεσις, τό κωλῦον οὐδέν. Ὁ Θεός βούλεται θεούς ἐξ ἀνθρώπων ποιῆσαι ἡμᾶς, ἑκόντας δέ καί οὐκ ἄκοντας· καί ἡμεῖς ἀναδυόμεθα, τήν εὐεργεσίαν ἀποσειόμενοι; Καί πόσης τοῦτο εὐηθείας οὐκ ἔστιν ἤ παραπληξίας καί ἀφροσύνης ἐσχάτης; Τοσοῦτον γάρ βούλεται τοῦτο ὁ Θεός, ὅτι ἐκ τῶν κόλπων τοῦ εὐλογημένου Πατρός αὐτοῦ ἀνεκφοιτήτως ἐξελθών κατῆλθεν καί ἦλθεν διά τοῦτο ἐπί τῆς γῆς. Εἰ τοίνυν θελήσομεν καί ἡμεῖς, οὐδέν οὐδαμῶς εἰς τοῦτο ἡμᾶς ἐμποδίσαι δυνήσεται· μόνον ὁρμήσωμεν διά μετανοίας θερμῆς πρός αὐτόν καί αὐτός ἐγγίσας ἡμῖν καί ἐφαψάμενος τῶν καρδιῶν ἡμῶν μόνῳ τῷ ἀχράντῳ δακτύλῳ αὐτοῦ ἀνάψει τάς λαμπάδας τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί οὐκέτι ἐάσει σβεσθῆναι αὐτάς ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος καί ἐπ᾿ αἰώνων καί ἔτι, ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις νῦν καί εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Πολλοῖς τοῖς ἐν κόσμῳ πολλάκις προσομιλήσας καί τινων συζητήσεων ἀναμεταξύ κινηθεισῶν, περί ἐμπαθείας, φημί, καί ἀπαθείας, λεγόντων ἀκήκοα σχεδόν ἁπάντων, οὐ μόνον τῶν ἀτελῶν εἰς ἀρετήν καί εὐσέβειαν, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν δοκούντων εἶναι τελείων εἰς ἀρετήν καί τά ὀνόματα καί τήν φήμην μεγάλην ἐχόντων κατά τόν κόσμον, ὡς οὐκ ἐνδέχεται ἄνθρωπος εἰς τοσοῦτον ὕψος ἀπαθείας ἐλθεῖν, ὥσθ᾿ ὁμιλῆσαι καί συνεστιαθῆναι γυναιξί καί μηδεμίαν βλάβην ὑποστῆναι, μήτε τινά κίνησιν ἤ μολυσμόν ἐν τῷ λεληθότι παθεῖν. Τούτων αὐτήκοος ἐγώ γεγονώς, μεγάλης ἐπληρώθην τῆς ἀθυμίας καί θρηνεῖν ὑπέρ τῶν ταῦτα λεγόντων καί κλαίειν ἐκ πολλῆς συμπαθείας βιάζομαι, ἀκριβῶς εἰδώς ὤν μή ἄλλως ταῦτα λέγειν αὐτούς εἰ μή ἐκ πολλῆς ἀγνοίας τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. Εἰ μή γάρ ἐστερημένοι τῆς ὄντως ἀπαθείας ὑπῆρχον καί ἐν τῷ σκότει τῶν παθῶν ἐκαλύπτοντο καί δοῦλοι τῶν ἡδονῶν καί τῶν τῆς σαρκός θελημάτων ἐτύγχανον, οὐκ ἄν τήν ζωοποιόν τοῦ Ἰησοῦ καί Θεοῦ νέκρωσιν, (227) τοῖς μέλεσι τῶν ἁγίων αὐτοῦ χαρίζεται, ἠγνόουν καί ἠπίστουν περί αὐτῆς.
Πῶς γάρ καί πιστεύσουσιν οἱ τοιοῦτοί ποτε νεκρούς εἶναι καί γίνεσθαι τῷ κόσμῳ τινάς καί μόνην ζῶντας ζωήν τήν ἐν Πνεύματι, οἵτινες διά βίου παντός σπουδήν ἔθεντο ἐν ὑποκρίσει πάντα ποιεῖν, ἵνα ἀνθρώποις ἀρέσωσι καί θεοφιλεῖς παρ᾿ αὐτῶν ὀνομάζωνται; Ὡς γάρ ἐν πάθεσιν οἴονται κατορθοῦν τήν ἀπάθειαν, ὅλως ἁμαρτία ὄντες τε καί γενόμενοι, καί ὡς μόνους τούς τῶν ἀνθρώπων ἐπαίνους ἀρκεῖν εἰς ἀρετήν καί ἁγιότητα πείθουσιν ἑαυτούς, οὕτω καί τήν ἀπάθειαν ἀπαρνούμενοι, ἅγιοι εἶναι καί λέγεσθαι βούλονται ταύτης χωρίς, ὡς ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων ἐπαίνων τήν ἁγιωσύνην κτησάμενοι. Τόν γάρ μή ἐπαινούμενον ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε παρά τῶν πολλῶν οὐδενός λόγου ἄξιον εἶναι κρίνουσιν, ἀγνοοῦντες, ὡς εἰκός, ὅτι κρείσσων εἷς γινώσκων Θεόν καί ὑπ᾿ αὐτοῦ γινωσκόμενος ὑπέρ μυριάδας ἀπίστων τῶν μή εἰδότων Θεόν, κἄν παρά παντός τοῦ κόσμου ἐπαινῶνται καί μακαρίζωνται, ὥσπερ καί εἷς βλέπων ὑπέρ ἄπειρα πλήθη ἀμβλυωπούντων.Ὅτι γάρ ἔνι τινά τῶν ἐν ἀληθείᾳ ἀγωνιζομένων εἰς τοιαύτην ἐλευθερίαν ἐλθεῖν καί τόν ἅπαξ μέτοχον τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος γενόμενον εἰς ἀπάθειαν ψυχῆς καί σώματος καταντῆσαι, ὥστε, μή μόνον μετά γυναικῶν συνεσθίοντα καί αὐταῖς ὁμιλοῦντα, ἀνενόχλητον αὐτόν καί ἀπαθῆ διαμένειν, ἀλλά καί ἐν μέσαις στρεφόμενον πόλεσι, τραγῳδούντων τε καί κιθαρῳδούντων ἀκούοντα καί ὁρῶντα γελῶντας καί ὀρχουμένους καί παίζοντας, μηδέν παραβλάπτεσθαι, πᾶσα μέν συγγραφή μαρτυρεῖ, πᾶσα δέ ἱστορία καί τῶν ἁγίων αἱ πράξεις τοιαύτας τάς μαρτυρίας ἡμῖν διαγράφουσι, καί τούτου ἕνεκεν πᾶσα πρᾶξις ἐναγώνιος καί πᾶσα κακοπάθεια παρά τῶν εὐσεβούντων ἐπιτελεῖται.
Ὁ γάρ τῶν κατά Θεόν ἀγωνιζομένων σκοπός τοιοῦτός ἐστι, πρῶτον μέν ἐκφυγεῖν κόσμον ἅπαντα καί τά ἐν τῷ κόσμῳ. Κόσμον δέ λέγω τήν παροῦσαν ζωήν, ἤγουν τόν αἰῶνα τοῦτον τόν πρόσκαιρον, τά δέ ἐν τῷ κόσμῳ, τά περί ἡμᾶς πάντα ἅπερ καταλιμπάνειν ἡμᾶς ὁ Λόγος διακελεύεται, ἀφ᾿ ὧν καί φεύγειν ἐκ παντός χρή, οἷον ἀπό πατρός καί μητρός, ἀδελφῶν τε καί συγγενῶν καί φίλων, ἔτι δέ ἀπό κτημάτων καί χρημάτων καί περιουσίας καί πλούτου παντός, οὐχ ὡς ἀπηγορευμένων ὄντων αὐτῶν ἤ καί ἐπιβλαβῶν, ἀλλ᾿ ὡς μή δυναμένων ἡμῶν, ἐν μέσῳ αὐτῶν στρεφομένων, τῆς αὐτῶν προσπαθείας ἀπαλλαγῆναι· ὁ γάρ ἤδη ταῖς ἡδοναῖς συγκραθείς, εἰ μή τάς αἰτίας αὐτῶν ἐκφύγοι καί μακράν γένηται ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἄν τῶν ἐπιθυμιῶν αὐτῶν ἐλευθερωθήσεται. Μετά δέ τό γενέσθαι γυμνός πάντων τῶν προσόντων, τότε καί αὐτήν ἑαυτοῦ ὀφείλει, εἰ σπουδαῖός ἐστιν, ἀπαρνήσασθαι τήν ψυχήν· ὅπερ καί κατορθοῦται ἐν τῇ τοῦ οἰκείου ἀπονεκρώσει θελήματος, οὐ λέγω μόνου τοῦ ἔξωθεν, οἶον μή φαγεῖν, μή πιεῖν, μή προπετῶς τι διαπράξασθαι, μή ὑπνῶσαι, μή τι τῶν δοκούντων εἶναι καλῶν ἄνευ ἐπιταγῆς ποιῆσαι, ἀλλά καί τοῦ ἔσωθεν, φημί, τῆς καρδιάς κινήματος, οἳον μή βλέψαι ἐμπαθῶς, μή ὡσαύτως ἀσπάσασθαι, μή μέμψασθαι ἀφανῶς, μή κατακρῖναί τινα, μή ἐπιχαρῆναι πτώσει τινός, μή ὀργισθῆναι κατά διάνοιαν, μή φθονῆσαι κακῶς, μή ζηλῶσαι ἐν πονηρίᾳ.
Πῶς πάντα τά τῆς εὐσεβείας ἀπαριθμήσομαι ἰδιώματα, ἵνα καί δείξω σοι ἀκριβῶς τῶν χριστιανῶν τήν ἀκρίβειαν; Πλήν ἔτι τά τῆς ζωοποιοῦ νεκρώσεως μάνθανε, τοῦ μή κρῦψαι λογισμόν μηδέ τόν τυχόντα ποτέ, μή παρελθεῖν δακρύων χωρίς ἡμέραν μίαν τό κατά δύναμιν, μή τρῖψαι τήν ὄψιν κατά τήν συνήθειαν ὕδατι, μή τῆς κόμης κοσμῆσαι τάς τρίχας, ἤ καί τοῦ πώγωνος, μή λῦσαι τήν (229) ζώνην εἰς ὕπνον τρεπόμενος, ἵνα μή χαυνωθείς ὑπνώσῃ πλέον τοῦ δέοντος, μή βάλαι χεῖρα εἴσω καί κνῆσαι μέλος τοῦ σώματος, ἀλλά καί φυλάξασθαι ἀπό ἑτέρας ἀφῆς, μή ἐνατενίσαι ἁπλῶς μηδέ εἰς γηράσαντος ὄψιν - ὁ γάρ μεσάζων τοῖς κακοῖς πανταχοῦ πάρεστι -, μή ἐννεῦσαί τινι κατά ἑτέρου τινός, μή λαλῆσαι μηδέν ὅ μή συμφέρει καί σιωπῆσαι ὅ καί λαληθῆναι ἄξιον, μή καταλεῖψαι τόν συνήθη κανόνα μέχρι θανάτου ποτέ, μή κτήσασθαι μετά τινος μερικήν φιλίαν, εἰ καί ἁγίου δοκεῖ ἔχειν ὑπόληψιν, μή ἐν μέρει ἤ καθόλου καλλωπισμῶν φροντίσαι ἐνδύματος ἤ ὑποδήματος, εἰ μή μόνην τήν χρείαν σεμνήν ὁμοῦ καί εὐσχήμονα, μή ἐνηδόνως τινός γεύσασθαι μηδέ φαγεῖν ὅ τῇ ψυχῇ διά τῆς ὁράσεως ἤρεσεν. Ἐν τούτοις γάρ πᾶσι καί ἐν πλείοσιν ἄλλοις ὁ ἀγωνιζόμενος ἐγκρατεύεται· καί διά τούτων πάντως, εἰ χαύνως καί ῥᾳθύμως πορεύεται, τό οἰκεῖον καθ᾿ ὥραν ἐκπληροῖ θέλημα, εἰ και τοῖς ἀνθρώποις ὡς ἀποταξάμενος μακαρίζεται. Τῶν γάρ ἔξωθέν τις καί βλεπομένων τοῖς πᾶσιν ἐγκρατευόμενος παρά τῶν μή καλῶς εἰδότων ὁρᾶν ὡς ἐργάτης ἀνακηρύττεται, τά δέ κρύφια τῆς καρδίας θελήματα ἐκπληρῶν, ὡς ἀκάθαρτος παρά Θεῷ μισεῖται καί ἀποστρέφεται· κἄν εἰ χίλια ἔτη οὕτω ποιήσῃ ἀγωνιζόμενος, οὐδεμίαν εὑρήσει ἐκ τῶν ἔξωθεν μόνων ἀγώνων ὠφέλειαν.
Ὁ δέ εἰς πάντα ἐγκρατευόμενος καί τήν ψυχήν προπαιδεύων ἀτάκτως μή περιφέρεσθαι μηδέ ποιεῖν ἐν μηδενί ὧν ὁ Θεός ἀπαρέσκεται τό ἑαυτῆς θέλημα, ἀλλ᾿ ὅλην, ὥσπερ ἐπί κάλου τινός ἀεροβατοῦσαν, τοῖς τοῦ Θεοῦ ὁδεύειν θερμῶς ἀναγκάζων προστάγμασιν, οὗτος ἐν ὀλίγῳ καιρῷ ἐν αὐτοῖς αὐτόν εὑρήσει κεκρυμμένον τοῖς θείοις αὐτοῦ ἐντάλμασιν. Ὧ καί ἐντυχών, πάσης ἄλλης ἐργασίας ἐπιλαθόμενος ἐκπλαγήσεται προσπεσών αὐτόν καί μόνον ὁρᾶν ἀγαπήσει. Οὗ καί κρυβέντος ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, (230) ἀπορήσας οὗτος, πάλιν τήν ὁδόν ἄνωθεν ἀπαρξάμενος, τρέχει σφοδρότερον, ἐντονώτερον, ἀσφαλέστερον· ὁρᾷ κάτω, περιπατεῖ σύννους, τῇ μνήμῃ φλέγεται, τῷ πόθῳ καίεται, τῇ ἐλπίδι τοῦ πάλιν ἐκεῖνον ἰδεῖν ἀνάπτεται· καί, ὅταν πολλά δραμών κατάκοπος γένηται καί φθάσαι μή δυνηθῇ, ἀλλά καί παντελῶς καταπέσῃ, δραμεῖν μή δυνάμενος, τηνικαῦτα βλέπει τόν διωκόμενον καί τόν φεύγοντα φθάνει καί κρατεῖ τόν ποθούμενον καί γίνεται ὅλος ἔξω τοῦ κόσμου καί αὐτοῦ ὅλου τοῦ κόσμου ἐπιλανθάνεται, συνάπτεται τοῖς ἀγγέλοις, τῷ φωτί ἀναμίγνυται, ἀπογεύεται τῆς ζωῆς, τῇ ἀθανασίᾳ συμπλέκεται, ἐν ἀπολαύσει γίνεται τῆς τρυφῆς, εἰς τρίτον ἀνέρχεται οὐρανόν, ἁρπάζεται εἰς παράδεισον, ἀκούει ἄρρητα ῥήματα, εἰς τόν νυμφῶνα εἰσέρχεται, εἰς τόν παστόν παραγίνεται, τόν νυμφίον ὁρᾷ, τοῦ πνευματικοῦ γάμου ἐν μετοχῇ γίνεται, τοῦ μυστικοῦ κρατῆρος ἐμπίπλαται, τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, τοῦ ἄρτου τοῦ ζωηροῦ, τοῦ πόματος τῆς ζωῆς, τοῦ ἀμώμου ἀμνοῦ, τοῦ μάννα τοῦ νοητοῦ, πάντων τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων ἐν ἀπολαύσει γίνεται, εἰς ἅ οὐδέ τῶν ἀγγέλων αἱ δυνάμεις ἀδεῶς ἐνατενίσαι τολμῶσιν.
Οὕτως ἔχων πυροῦται τῷ πνεύματι καί πῦρ ὅλος γίνεται τῇ ψυχῇ, μεταδιδούς καί τῷ σώματι τῆς οἰκείας λαμπρότητος, δίκην τοῦ ὁρωμένου πυρός τήν οἰκείαν τῷ σιδήρῳ φύσιν μεταδιδοῦντος, καί γίνεται ἡ ψυχή τῷ σώματι ὅπερ γέγονε τῇ ψυχῇ ὁ Θεός, καθά φησιν ἡ θεολόγος φωνή· οὔτε γάρ ψυχή ζῆν δύναται, μή φωτιζομένη παρά τοῦ κτίσαντος, (231) οὔτε σῶμα, μή παρά τῆς ψυχῆς δυναμούμενον. Σκόπει ἀκριβῶς τῶν λεγομένων τήν δύναμιν. Σῶμα, ψυχή καί Θεός, τά τρία ταῦτα. Θεός ἄναρχος, ἀτελεύτητος, ἀπρόσιτος, ἀνεξιχνίαστος, ἀόρατος, ἄρρητος, ἀναφής, ἀψηλάφητος, ἀπαθής, ἀνεκδιήγητος, ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν φανείς ἡμῖν ἐν σαρκί δι᾿ Υἱοῦ καί γνωρισθείς διά τοῦ παναγίου αὐτοῦ Πνεύματος, ὡς πιστεύομεν, ἴσος ἡμῖν κατά πάντα χωρίς ἁμαρτίας, ψυχῇ νοερᾷ μίγνυται διά τήν ἐμήν ψυχήν, ὥς πού τις ἔφη, ἵνα καί τό πνεῦμα σώσῃ καί τήν σάρκα ἀθανατίσῃ. Ἀλλά μήν καί ἐπαγγέλεται λέγων· "Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω. Καί ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτοῖς ποιησόμεθα", δηλαδή τοῖς πιστεύουσι καί τήν πίστιν ἐκ τῶν προειρημένων ἔργων ἐνδεικνυμένοις. Ἀλλά πρόσεχε. Θεοῦ κατά τάς ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν τοῖς γνησίοις δούλοις αὐτοῦ καί διά τῶν ἐνεργειῶν καί ἐλλάμψεων τοῦ παναγίου Πνεύματος ἐμπεριπατοῦντος ἐν ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, ἀχωρίστους εἶναι τοῦ Θεοῦ τάς ἀξίας τῶν τοιούτων ψυχάς ὁμολογουμένως πιστεύομεν. Τῶν δέ ψυχῶν πάλιν διϊκνουμένων ἐν ὅλῳ τῷ σώματι καί μηδενί μέρει ἀπολιμπανομένων, ἀνάγκη πάντως καί αὐτήν τήν σάρκα, ἀχώριστον οὖσαν τῆς ψυχῆς, μᾶλλον δέ μηδέ ζῆν χωρίς αὐτῆς δυναμένην, ὅλην ἄγεσθαι τῆς ψυχῆς τῷ θελήματι· καί ὡς οὐκ ἔστι σῶμα ζῆν ἄνευ ψυχῆς, οὕτως οὐδέ θέλημα ἔνι τό σῶμα ἔχειν τότε παρεκτός τῆς ψυχῆς.
Ἀποδέδεικται τοίνυν ὅτι, ὥσπερ ἐν Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι εἷς Θεός ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως προσκυνεῖται, οὕτω πάλιν ἐν Θεῷ καί ψυχῇ καί σώματι ἀδιαιρέτως καί ἀσυγχύτως θεός κατά χάριν ὁ ἄνθρωπος γίνεται, (232) μήτε τοῦ σώματος εἰς ψυχήν μεταβαλλομένου, μήτε τῆς ψυχῆς εἰς θεότητα μεταποιουμένης, μήτε τοῦ Θεοῦ τῇ ψυχῇ συγχεομένου, μήτε τῆς ψυχῆς εἰς σάρκα μεταπηγνυμένης, ἀλλά μένων ὁ Θεός καθό Θεός ἐστι καί ἡ ψυχή καθώς ἔχει φύσεως καί τό σῶμα, καθώς ἐπλάσθη, πηλός. Ὁ παραδόξως συνδήσας αὐτά καί τό νοερόν τε καί ἄϋλον τῷ πηλῷ συγκεράσας, αὐτός ἀμφοτέροις τούτοις ἀσυγχύτως ἑνοῦται κἀγώ κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν ἐκείνου, ὡς ὁ Λόγος ἀπέδειξε, γίνομαι. Ἀλλά πάλιν, εἰ δοκεῖ, τόν λόγον ἐπαναλάβωμεν· ὑφ᾿ ἡδονῆς γάρ κινούμενος καί χαρᾶς, ἔτι τοῖς εἰρημένοις προσμένειν βούλομαι, ἵνα καί τόν νοῦν τῶν τοιούτων ἐκδηλότερον ἀνατάξωμαι. Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα εἷς Θεός ὅν σεβόμεθα. Θεός, ψυχή καί σῶμα, ὁ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ κτισθείς ἄνθρωπος καί θεός εἶναι καταξιούμενος.
Τί οὖν μοι ταῦτα καί πρός τί λεπτότερον εἴρηται καί διά τί μακρόν τόν λόγον ἐξέτεινα, ἤ ἵνα αἰσχυνθῶσι, μᾶλλον δέ οἱ τό κατ᾿ εἰκόνα μή ἔχοντες ἑαυτούς ἐπιγνώσωνται καί οἱ κεχωρισμένοι ἀπό τοῦ Θεοῦ ἑαυτούς ἀποκλαύσωνται καί τίνων ἐστέρηνται γνώσωσι καί ὑφ᾿ ὧν κατέχονται τῇ ἀκροάσει τοῦ λόγου διακρίνωσι και οἷον αὐτούς σκότος κατακαλύπτει νοήσωσι καί Θεόν διδάσκειν τρομάσωσι, μᾶλλον δέ, ἵνα συγκαταβατικώτερον εἴπω, τοῖς τήν χάριν ἐν ἑαυτοῖς ἔχουσι τοῦ Θεοῦ καί πάντα διδασκομένοις δι᾿ αὐτῆς καί πάντα ἰσχύουσιν ἐν αὐτῇ ἀντιλέγειν φρίξωσι καί παύσωνται λέγειν μή εἶναι δυνατόν τινα τῶν κατά Θεόν ζώντων, ἐν κόσμῳ ἀναστρεφόμενον καί μετά γυναικῶν συνεσθίοντα ἤ αὐταῖς ὁμιλοῦντα, ἀμόλυντον νοητῶς τε καί αἰσθητῶς διαμένειν; Θεός ἀπαθής ἐστι, μή προσπάσχων τοῖς ὁρωμένοις. Καί οἶδα πάλιν ὅτι οἱ μή ὁρᾶν ἰσχύοντες τοῖς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοῖς μηδέ τοῖς αἰσθητηρίοις αὐτῆς αἰσθανόμενοι, τοῦ λεγομένου τήν (233) δύναμιν μή νοήσαντες, οὕτω πως ἀνταποκριθήσονται· "Ὅτι μέν ὁ Θεός, φησίν, ἀπαθής ἐστιν, οἴδαμεν· ἀλλ᾿ οὐ περί Θεοῦ, περί δέ ἀνθρώπου πάντως ἡμεῖς ἀμφιβάλλομεν".
Ἀλλά καί ὁ λόγος διά τοῦτο προλαβών τά τούτων ἐνέφραξε στόματα, θεόν εἰπών καί τόν ἄνθρωπον κατά χάριν γινόμενον, ἤγουν τῇ δωρεᾷ τοῦ παναγίου Πνεύματος. Ὥσπερ γάρ οὐκ ἔνι τόν ἥλιον ἐν βορβόρῳ λάμποντα μολυνθῆναι τάς ἀκτῖνάς ποτε, οὕτως οὐδέ τοῦ Θεόν φοροῦντος κεχαριτωμένου ἀνθρώπου τήν ψυχήν ἤ τήν διάνοιαν μολυνθῆναι ἐνδέχεται, κἄν ἐν βορβόρῳ σωμάτων, εἰπεῖν, ἀνθρωπίνων ἐγκυλινδεῖσθαι τύχοι τό καθαρώτατον αὐτοῦ σῶμα, ὅπερ τοῖς θεοσεβέσιν ἀνοίκειον· οὐ μόνον δέ, ἀλλ᾿ οὐδέ, εἰ μετά μυρίων ἀπίστων καί ἀσεβῶν μεμιασμένων καθειρχθήσεται καί γυμνός τῷ σώματι γυμνοῖς αὐτοῖς ἑνωθήσεται, τήν πίστιν παραβλαβήσεται ἤ τοῦ ἰδίου δεσπότου χωρισθήσεται καί τοῦ κάλλους ἐκείνου ἐπιληφθήσεται. Πολλά γάρ ἐπί μαρτύρων καί ἁγίων τοιαῦτα ἐγένοντο, ὡς ἐν τῷ Χρυσάνθῳ μάρτυρι καί ἐν ἄλλοις τισί τῶν ἁγίων, καί ὅμως οὐδέν ἐκ τῆς μεθόδου ταύτης τοῦ διαβόλου ἐκεῖνοι παρεβλάβησαν, τόν Θεόν ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς οἰκοῦντα καί μένοντα.
Ὁ γάρ τό κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν ἤ τηρήσας ἑαυτῷ ἄνωθεν ἤ ἀνακαλεσάμενος καί ἀπολαβών, καί τό βλέπειν κατά φύσιν ἀπέλαβεν. Τοιγαροῦν καί ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως ὁ τοιοῦτος περιπατεῖ, βλέπει τά πράγματα πάντα καθώς ἔχουσι φύσεως· οὐ τάς χροιάς θαυμάζει καί τάς στιλπνότητας, ἀλλά τήν τούτων οὐσίαν τε καί ποιότητα καθορῶν, μένει ἀσάλευτος, μόνοις τοῖς ἑστῶσι προσέχων καί μένουσι. Ὁρᾷ τόν χρυσόν καί οὐ τήν λαμπρότητι τούτου προσέχει, ἀλλά κατανοεῖ τήν ὕλην ὅτι ἀπό τῆς γῆς καί χοῦς ἤ λίθος ἐστί, μηδέποτε εἰς ἕτερόν τι μεταβληθῆναι δυνάμενος. Βλέπει τόν ἄργυρον, (234) τόν μαργαρίτην, τούς λίθους ἅπαντας τούς τιμίους καί οὐ ταῖς εὐχροίαις τήν αἴσθησιν κλέπτεται, ἀλλά λίθους ἅπαντας ὡς ἕνα τῶν ἁπάντων λίθων ὁρᾷ καί πηλόν ἅμα ταῦτα λογίζεται. Ὁρᾷ ἱμάτια πολυτελῆ καί οὐ θαυμάζει τήν ποικιλίαν, ἀλλ᾿ ὅτι σκωλήκων κόπρος εἰσίν ἐννοεῖ, καί τούς τερπομένους εἰς αὐτά καί περιποιουμένους ταῦτα ὡς τίμια ἐλεεῖ. Ὁρᾷ τινα δοξαζόμενον, ἐπί θρόνου καθήμενον, ὑπό λαοῦ πολλοῦ κατά τάς ὁδούς πομπευόμενον ἤ καί φυσώμενον, καί ὡς ὄναρ βλέπων οὕτω διάκειται, γελῶν καί θαυμάζων τῶν ἀνθρώπων τήν ἄγνοιαν. Βλέπει τόν κόσμον καί ἐν μέσῳ πόλεως ὑπάρχει καί βαδίζει μεγάλης – μάρτυς ὁ ταῦτα ἐν ἡμῖν ἐνεργῶν Κύριος -, ὡς μόνος ὤν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ· καί ὡς ἐν ἐρήμῳ διάγων ἀνθρώποις ἀβάτῳ καί ὡς μηδέν μετά τινος ἔχων ἤ γνωρίζων τινά τῶν ἐπί γῆς ἀνθρώπων, οὔτω διάκειται.
Ὁ τοιοῦτος καί γυναῖκα τοίνυν ὁρῶν κάλλος ἔχουσαν σώματος, οὐ τῆς ὄψεως ὁρᾷ τήν ἐπανθοῦσαν εὐπρέπειαν, ἀλλ᾿ ὡς σαπρίαν ἤ βόρβορον καί ὡς ἤδη θανοῦσαν καί γεγονυῖαν ὅλην ὅπερ καί γίνεται, οὕτω ταύτην ὁρᾷ· ἧς οὐκ ἄν ποτε τό ἔξωθεν ἄνθος ὁ νοῦς περιβλέψῃ, ἀλλά τήν ἔνδοθεν ὑπάρχουσαν ὑλώδη φθοράν, ἐξ ἧς τό ὅλον σῶμα συνίσταται. Τί γάρ καί ἄλλο ἐστί σῶμα ἤ διαμασηθείσης τροφῆς χυλός; Εἰ δέ καί τό ἔξωθεν κάλλος καταμαθεῖν θελήσειεν, οἶδεν ἐκ τῶν κτισμάτων ἀναλόγως θαυμάζειν τόν γενεσιουργόν, οὐχί δέ λατρεύειν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα· οὕτω γάρ ἀπό τοῦ μεγέθους καί ἀπό τῆς καλλονῆς τῶν κτισμάτων ἐπιγινώσκει τόν δημιουργόν καί πρός τήν ἐκείνου θεωρίαν ὁ νοῦς ἀνάγεται καί τήν ψυχήν ἀνάπτει πρός τήν τοῦ ποιητοῦ κατανόησιν, δι᾿ ἧς ἄρα καί πρός θεῖον κινεῖται πόθον καί δάκρυα καί ὅλως ἔξω τῶν ὁρωμένων γίνεται καί ἀπό τῶν κτισμάτων ἀποχωρίζεται.
Καθάπερ γάρ τό φῶς τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν πανταχοῦ παρ᾿ ἡμῶν πέμπεται καί, τά προκείμενα πάντα τῇ ὀπτικῇ δυνάμει περιερχόμενον, τό σύνολον ἐξ αὐτῶν οὐ μολύνεται, κἄν ὦσι λίαν δυσειδῆ τά ὁρώμενα, ἀλλά πάλιν ἀμόλυντον αὐτό πρός ἕτερα περιφέρομεν, οὕτω καί ἡ τῶν ἁγίων διάνοια, κἄν εἰς βορβορώδη πάθη καί αἰσχρά παρακύψειεν, οὐ μολύνεται. Γυμνός γάρ ὑπάρχει ὁ νοῦς αὐτῶν καί πάσης ἐπιθυμίας ἐμπαθοῦς ἀλλότριος. Εἰ γάρ καί εἰς τήν τῶν τοιούτων θεωρίαν εἰσελθεῖν ποτε βουληθείη, οὐ δι᾿ ἕτερόν τι τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ᾿ ἤ ἵνα σκοπήσῃ καί καταμάθῃ τῶν παθῶν τάς ἐμπαθεῖς κινήσεις καί ἐνεργείας καί πόθεν λαμβάνουσι τάς αἰτίας καί διά ποίων φαρμάκων πάλιν ἐξαφανίζονται, καθά καί ἰατρούς ποιοῦντας ἀκούομεν καί περί τῶν παλαιῶν ἀκηκόαμεν. Ἀνέτεμον γάρ τούς νεκρούς, ἵνα τήν θέσιν κατανοήσωσι τοῦ σώματος, ὅπως ἐξ ἐκείνων γινώσκοντες ὦσι τῶν ζώντων ἀνθρώπων τά ἔνδοθεν καί ἰατρεύειν ἐν ἄλλοις ἐπιχειρῶσι τά μή ὁρώμενα πάθη. Τοιοῦτόν τι πάντως ἐργάζεται καί ὁ πνευματικός ἰατρός ὁ τά τῆς ψυχῆς πάθη ἐμπείρως ἰατρεύειν βουλόμενος· ἵνα δέ σοι τήν ἔντεχνον αὐτοῦ ἰατρείαν τῷ λόγῳ καθυποδείξω, πραγματικήν ποιήσομαι τήν διήγησιν.
Ἔρχεταί τις πρός τόν πνευματικόν ἰατρόν ἄρρωστος, κεκαρωμένος τῷ πάθει, τεταραγμένος ὅλος τόν νοῦν, ἀντί ἰατρείας τά βλάπτοντα ἐπιζητῶν, τά τό πάθος δηλονότι αὐξάνοντα καί τόν θάνατον ἐν ἀκαρεῖ ἐπισπώμενα. Βλέπει τοῦτον ὁ φιλάνθρωπος καί συμπαθής ἰατρός, κατανοεῖ τοῦ ἀδελφοῦ τήν ἀσθένειαν, τοῦ πάθους τήν φλεγμονήν, τόν ὄγκον, ὁρᾷ τόν νοσοῦντα ὅλον τοῦ θανάτου γινόμενον. Τοῦ τοιούτου δέ ἆρά τις ἐρασθήσεται, ἵνα πάλιν τῶν ἀναισθήτων λόγων ἐκείνων ἀναμνησθῶ; Οἶμαι, οὐδέ τῶν λίαν τις μαινομένων ἀνδρῶν τοιοῦτόν τι κατά τῆς ἀσθενούσης ἤ τοῦ ἀσθενοῦντος τήν πρός θάνατον ἀρρωστίαν ἐνθυμηθήσεται, μή ὅτι γε εὐσεβῶν καί φοβουμένων τόν Θεόν ἰατρῶν. Ἀλλά τῶν ὄντως (236) μαινομένων τούς λόγους χαίρειν εἰπόντες, ἐχώμεθα τοῦ λόγου τῆς διηγήσεως. Ὅταν οὖν ἴδῃ ὁ πνευματικός καί ἐπιστήμων ἰατρός ἐν οἷς εἴπομεν ὄντα τόν ἀδελφόν, οὐκ εὐθέως βοᾷ οὐδέ διαναβάλλεται οὐδέ λέγει· "Κακά καί θανατηφόρα εἰσίν ἅ ζητεῖς καί οὐ δίδωμί σοι ταῦτα τά βοηθήματα", ἵνα μή ἀκούσας φυγῇ χρήσηται καί πρός ἕτερον τῶν τοιούτων παθῶν ἄπειρον ἀπέλθῃ καί τῇ αὐτῇ ὥρᾳ τεθνήξεται· ἀλλά προσδέχεται, κατέχει, παρακαλεῖ, πᾶσαν δεικνύει ἀγάπην ὁμοῦ καί ἁπλότητα, ἵνα πληροφορήσῃ αὐτόν ὅτι καί δι᾿ ὧν φαρμάκων ᾐτήσατο, δι᾿ αὐτῶν καί τήν ἰατρείαν ποιήσηται καί τήν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἐκπληρώσῃ.
Εἰσί γάρ τινες οἱ χαλεπῶς νοσοῦντες κατά ψυχήν καί χαλεπά τά νοσήματα φέροντες καί τά ἐπαύξοντα τήν νόσον ἐπιζητοῦντες· καί τό μέν πάθος ἑκάστου τούτων ἴσως, ἵνα δέηται διαίτης καί τῆς τῶν ἡδέων ἀποχῆς, αὐτοί δέ μᾶλλον τρυφᾶν ζητοῦσι τά φθοροποιά βρώματα καί εἰς κόρον ἐμφορεῖσθαι αὐτῶν. Διά δή τοῦτο, ὡς ἔφθην εἰπών, ὁ ἔμπειρος ἰατρός οὐκ εὐθέως ἐπί τοῖς ζητουμένοις παρά τοῦ νοσοῦντος ἀνανεύει, ἀλλ᾿ ὑπισχνεῖται πάντα τά τῆς αἰτήσεως ἐκπληρῶσαι αὐτοῦ· ὁ νοσῶν, ὡς ἐπί καλοῖς, σπεύδει τοῖς καταθυμίοις αὐτοῦ, ὁ ἰατρός ὑποκρύπτει τά βοηθήματα· καί ὁ μέν ἐκδέχεται καί περιχαρῶς ἀναμένει, ὁ δέ, σοφός ὤν, τόν μέν φαινόμενον τῶν ζητουμένων δεικνύει παρόμοια, τό δέ κρυπτόμενον, ἄλλα μέν τῇ γεύσει, τῇ δέ δυνάμει τῆς ἐνεργείας παράδοξα. Μόνον γάρ τῶν φαρμάκων ὁ ἀσθενῶν ἅπτεται, καί τῇ ἁφῇ παρά πᾶσαν ἐλπίδα τήν ἰατρείαν λαμβάνει· καί καταπαύεται μέν εὐθύς τοῦ πάθους ὁ ὄγκος, τό δέ τραῦμα παντελῶς ἀφανίζεται, καί ὧν τῇ ἐπιθυμίᾳ πρῶτον ἐφλέγετο, τούτων οὐδέ μνημονεύειν ἀνέχεται τοῦ λοιποῦ. Καί ἔστιν ἰδεῖν καί θεάσασθαι λόγου παντός ὑψηλότερον θαῦμα γινόμενον· χωρίς γάρ ἄλλου τινός βοηθήματος, μόνῃ τῆ προσψαύσει καί θεωρίᾳ τῶν ἰατρικῶν φαρμάκων ὑγιαίνειν ποιεῖ τούς νοσοῦντας, (237) τά τραύματα καί τόν ὄγκον αὐτῶν καταστέλλεσθαι καί τήν φλόγαν τούτων τῆς δίψης παύεσθαι, καί τούς πεινῶντας τά φθοροποιά καί ἐπιβλαβῆ βρώματα τῶν ὠφελίμων μᾶλλον ἐπιθυμεῖν ἔκτοτε, καί πολλοῖς διηγεῖσθαι τούτους τά τοῦ ἰατροῦ θαύματα καί τήν θαυμασίαν μέθοδον τῆς ἐπιστήμης αὐτοῦ.
Ἀκουέτωσαν οἱ ὑγιαίνοντες καί τά αἰνιγματωδῶς ἡμῖν εἰρημένα νοείτωσαν, εἴ τε καί τῆς ἐνθέου γνώσεως τήν χάριν ἐδέξαντο. Ταῦτα γάρ οἱ νοσοῦντες οὐκ ἴσασι, μᾶλλον δέ οὐδέ ὅτι ἀσθενοῦσιν ἐπίστανται. Τούς δέ οὕτως ἔχοντας τίς ἄρα λόγῳ πείσει ποτέ ὅτι ἀσθενείᾳ καί νόσῳ κατέχονται; Ὑγείαν γάρ τούτην οἴονται, τό ποιεῖν τῆς σαρκός τά θελήματα καί πάντα πράσσειν τά τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς ἐφέσεως· καί ὥσπερ οὐδείς τούς ἔξω φρενῶν ὄντας καί παρακόπους ἔκφρονας εἶναι ποιήσει λογίσασθαί ποτε ἑαυτούς, οὕτως οὐδέ τούς ἐν πάθεσι κυλινδουμένους καί ὑπ᾿ αὐτῶν κεκρατημένους καί μή αἰσθανομένους τῆς κατασχέσεως τούτων ἐν κακοῖς εἶναι πείσει ποτέ τις ἤ μεταβαλέσθαι ποιήσει ἐπί τό βέλτιον. Τυφλοί γάρ ὄντες καί μηδέ ἄλλον τινά πιστεύοντες βλέπειν, οὕτως διάγουσιν ἐστερημένοι καί τοῦ ὁρᾶν, καί ὅτι οὐδέ ἀναβλέψαι αὐτούς δυνατόν εἶναι πείθονται· εἰ γάρ ἐπείθοντο, τάχα ἄν καί ἐζήτησαν ἀναβλέψαι, καί ἀναβλέψαντες εἶδον ἀκριβῶς καί ἐγνώρισαν τούς ἐσταυρωμένους τῷ κόσμῳ. Ἀλλά μή θέλοντες τῶν παθῶν ἀπαλλαγῆναι βύουσιν ἑκουσίως τά ὦτα καί τῷ Ἀποστόλῳ προσέχειν οὐ βούλονται οὕτω λέγοντι· "Ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός", καί πάλιν· "Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν καί τήν πλεονεξίαν". Ὁ οὖν τῷ κόσμῳ ἀποθανών – τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ σταυρός – καί ζῶν μηκέτι αὐτός, ζῇ δέ ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός, (238) ὁ νεκρωθείς τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, ἤγουν τάς ἐμπαθεῖς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ὥστε καί παντός πάθους καί πάσης ἐπιθυμίας κακῆς ἀμέτοχος γενέσθαι, πῶς, εἰπέ, κἄν ὁπωσοῦν πάθους αἴσθησιν δέξηται, ἤ ἡδονῆς ὑποστήσεται κίνησιν, ἤ σαλευθήσεται τήν καρδίαν τό σύνολον;
Εἰ δέ ἀπιστεῖς ἔτι καί ἀναβάλλεσαι, βλέπε πρός τίνα τάς κατηγορίας ἐκφέρεις καί τίνα λέγεις τῆς ἁμαρτίας συμμέτοχον. Ὤ τοῦ τολμήματος! Τούς τόν Χριστόν ζῶντα καί ἐνοικοῦντα ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς, πρός ἡδονήν λέγεις κλέπτεσθαι τήν καρδίαν; Λοιπόν κατά σέ κοινωνός ἁμαρτίας καθέστηκεν ὁ Χριστός, ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ δόλος εὑρέθη ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, ὁ τοῦ κόσμου αἴρων τάς ἁμαρτίας καί καθαίρων παντός πάθους τάς αὐτῷ συναφθείσας ψυχάς; Οὐκ ἐννοεῖς ἀκμήν ἅ μέν λαλοῦμεν ἡμεῖς, ἅ δέ σύ βλασφημεῖς; Οὐ φρίττεις καί τῷ στόματί σου τήν χεῖρα τιθεῖς καί μήν λαλεῖν παιδεύεις τή γλῶττάν σου περί ὧν οὔπω τήν πεῖραν εἴληφας, οὐδέ διανοίᾳ τήν γνῶσιν κατέλαβες τῶν τοιούτων, καί ταῦτα τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐχ ἑώρακας, οὐδέ ἡ ἀκοή σου τό μέγεθος αὐτῶν ἐχώρησεν; Οὐκ οἶδας ὅτι καταγελῶσί σου ὡς ἀναισθήτου, ὁπηνίκα λέγειν ἐπιχειρεῖς περί τῶν τοιούτων, ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων φθεγγόμενος, οἱ ἔργῳ καί λόγῳ τήν πεῖραν ἐσχηκότες αὐτῶν;
Εἰ μέν οὖν ἠξιώθης τῆς ἄνωθεν χάριτος, λέγε καί τά τῆς χάριτος ἐλευθεροστομῶν καί θεολογεῖν ἀκωλύτως περί τοῦ φύσει Θεοῦ· οὐ μήν δέ, ἀλλά καί περί τῶν θέσει υἱῶν τοῦ Θεοῦ καί, ὡς ἐφικτόν ἀνθρώπῳ, ὁμοίων αὐτοῦ διά τῆς χάριτος διηγοῦ ἀκωλύτως τοῖς πᾶσιν ὥς εἰσιν ἅγιοι δοῦλοι τῆς δόξης αὐτοῦ. Εἰ δέ ὁμολογεῖς, καλόν ποιῶν, μή μετασχεῖν τοῦ χαρίσματος μηδέ αἰσθανθῆναι σαυτόν νεκρόν τῷ κόσμῳ γενόμενον, μηδέ εἰς οὐρανόν ἔγνως ἑαυτόν (239) ἀνελθόντα ὡς κρυβῆναι μόνον ἐκεῖ καί μή φαίνεσθαι, μηδέ τοῦ κόσμου παντός ἔξω κατά τόν Παῦλον εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρίς ἐγένου τοῦ σώματος, μηδέ ἀλλοιωθέντα κατέμαθες ἑαυτόν ὅλον καί πνεῦμα οἱονεί γενόμενον ἐν τῇ τῆς σαρκός ἀποθέσει, πνευματικά συγκρίνοντα τοῖς πνευματικοῖς, τί οὐκ ἀσπάζῃ τήν καλήν σιωπήν καί ζητεῖς ἐν μετανοίᾳ καί δάκρυσι ταῦτα λαβεῖν καί μαθεῖν, ἀλλά κενῶς οὕτως λαλεῖν ἐθέλεις περί ὧν οὐκ ἔσχες τήν ἀληθινήν γνῶσιν καί ἅγιος τούτων χωρίς καλεῖσθαι φιλεῖς καί ὡς ἤδη σεσωσμένος διάκεισαι, λογισμούς τολμῶν ἀλλοτρίους ἀναδέχεσθαι καί διδάσκειν ἑτέρους; Οὐ φρίττεις ἄλλους ὁδηγεῖν πρός τό φῶς, αὐτός ὑπάρχων ἐστερημένος τοῦ θείου φωτός; Οὐ δέδοικας ποιμαίνειν ἀδελφούς, ὁ ἔτι ἐν σκότει καθήμενος καί μηδέ τόν ὀφθαλμόν ἐκεῖνον κτησάμενος τόν ὁρῶντα τό φῶς τό ἀληθινόν; Οὐκ αἰσχύνῃ ἄλλους ἰατρεύειν, ἀσθενής ὑπάρχων αὐτός καί μηδέ τῶν ἰδίων τραυμάτων λαβεῖν ἰσχύων τήν αἴσθησιν; Εἰπέ γάρ μοι, εἰ μή σεαυτόν ἀπαθῆ ἔγνωκας εἶναι καί τόν ἀπαθῆ Θεόν κατέμαθες οἰκοῦντα ἐν σεαυτῷ, ἐν τίνι ἄλλῳ θαρρήσας, τοῖς ἔργοις τῶν ἀπαθῶν καί ταῖς διακονίαις τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ δούλων ὑπηρετεῖν καί ὑπεισελθεῖν κατετόλμησας;
Ὅρα μή λάθῃς σεαυτόν ξένοις βαθμοῖς καί ἀλλοτρίαις διακονίαις ἐπιπηδῶν καί ὡς καταφρονητής τοῦ θείου θελήματος καί τολμηρός καί ἀχρεῖος οἰκέτης εἰς τό σκότος ἀποπεμφθῇς τό ἐξώτερον. Ὅρα μή εὑρεθῇς τοῦ συγκλητικοῦ ἐνδύματος καί ἀξιώματος γυμνός, ὅπερ οὐδέν ἄλλο εἶναι νοήσεις ἤ τήν χάριν τοῦ Πνεύματος, καί δεθείς, οὕτως ἔχων, χεῖρας ἅμα καί πόδας, εἰς τό πῦρ ἐμβληθῇς τό αἰώνιον. Βλέπε μή πρότερον ποιμαίνειν (240) ἐπιχειρήσῃς, πρίν ἄν τόν καλόν σε ποιμένα φίλον γνήσιον κτήσασθαι, ἐπεί οὐδέν κερδήσεις ἕτερον, γίνωσκε, ἤ δοῦναι λόγον τῷ Θεῷ, οὐ μόνον περί τῆς σαυτοῦ ἀναξιότητος, ἀλλά καί περί τῶν προβάτων, ὧν ἐξ ἀπειρίας καί ἐμπαθείας ἀπώλεσας. Βλέπε, παρακαλῶ, μή ἀναδέξῃ τό σύνολον χρέη ἀλλότρια ὑπόχρεως ὑπάρχων αὐτός ἔν τινι· μή ἄφεσιν δοῦ ναι τολμήσῃς, ὁ μή τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ἐν τῇ καρδίᾳ κτησάμενος. Ὅρα μή κρῖναι τόν ἕτερον, ἀδελφέ, καταδέξῃ, πρίν ἄν αὐτός ἀκριβής γένῃ καί τῶν οἰκείων σφαλμάτων ἐξεταστής καί δικαίαν τήν ψῆφον κατά σαυτοῦ διά δακρύων ἀπολύσῃς καί πένθους· καί τηνικαῦτα, Πνεύματος ἐμπλησθείς Ἁγίου, ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ τοῦ νόμου τῆς σαρκός καί τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας ὑπό τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος εἰς τήν τῶν ἄλλων κρίσιν δίκαιος ἀποκατασταθῇς κριτής, ὡς ὑπό Θεοῦ προχειρισθείς ἐν τούτῳ διά τοῦ Πνεύματος.
Ἴδε γάρ ὅτι οὐδείς τῶν κατά κόσμον ἀρχόντων τούτῳ τολμᾷ ἐπιπηδῆσαι τῷ ἀξιώματι, πρίν ἄν παρά τοῦ βασιλέως τῷ τῶν κριτῶν ἐγκαταλεγῇ τάγματι. Καί εἰ ἐπί τῶν ἀνθρωπίνων ἀξιωμάτων τοιαύτη τάξις ἐστί καί τοιοῦτος φόβος, ὡς μή τῷ ἐπιγείῳ βασιλεῖ προσκροῦσαι, πόση εὐλάβεια ὀφείλεται παρ᾿ ἡμῶν ἀπονέμεσθαι τοῖς τοῦ Θεοῦ ἀξιώμασιν, ὡς μή αὐτοχειροτόνητοι καί πρό τοῦ κληθῆναι ἄνωθεν ἐπιπηδᾶν τοῖς θείοις καί εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος ἐμπίπτειν. Φρίξον, ἄνθρωπε, καί τοῦ Θεοῦ σεβάσθητι τό μακρόθυμον καί μή ἔλαττον ἔχων φανῇς τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων τόν φόβον εἰς Θεόν, τόν ἐπουράνιον βασιλέα, ἤ ὅσον ἐκεῖνοι πρός τόν ἐπίγειον ἔχουσι· μηδέ καταφρονῶν ἔσῃ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος καί μακροθυμίας αὐτοῦ διά φιλοδοξίαν καί φιλαρχίαν, ὅτι αὐτός ἐστι (241) πάντων ἐξουσιαστής καί πάντων κριτής φοβερός, ἀποδιδούς ἑκάστῳ κατά τάς πράξεις καί τάς ἐνθυμήσεις αὐτοῦ· ἀλλ᾿ ὥσπερ οὗτοι τῷ ἐπιγείῳ, οὕτω καί σύ κἄν ὡσαύτως τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ καί Θεῷ τήν τιμήν καί τόν φόβον ἀπόνεμε, ἵνα τιμῶν καί φοβούμενος αὐτόν δυνηθῇς τηρῆσαι τάς αὐτοῦ ἐντολάς καί διά τῆς τῶν ἐντολῶν φυλακῆς ἑαυτόν προετοιμάσας οἶκος τῆς τριφεγγοῦς αἴγλης αὐτοῦ ἀξιωθείης γενέσθαι κατά τάς ἀψευδεῖς ὑποσχέσεις αὐτοῦ. Φησί γάρ· "Ὁ ἀγαπῶν με τάς ἐντολάς μου τηρήσει, κἀγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν", καί πάλιν· "Κἀγώ καί ὁ Πατήρ μου ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν".
Τοιοῦτος δέ γενόμενος οὐκ ἔσῃ ἔτι ἑαυτῷ ζῶν, ἀλλά νεκρόν ἴδῃς ἑαυτόν γεγονότα τῷ κόσμῳ, ὡς νεκράν περιφέρων τήν σάρκα καί ἀνενέργητον πάντῃ πρός ἁμαρτίαν, ζῶντα δέ μόνῳ τῷ Θεῷ, ὡς ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐνεργούμενος καί κινούμενος· καί ἐν τοιαύτῃ δόξῃ καταμαθών ἑαυτόν, βοήσεις τηνικαῦτα μετά τοῦ θείου Παύλου μεγαλοφώνως ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας καί εἴπῃς· "Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου, ὅτι ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς ἠλευθέρωσέ με ἀπό τοῦ νόμου καί τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας". Καί τοῦ λοιποῦ διαφοράν οὐχ ἕξεις ἄρρενος καί θηλείας, οὐδέ βλάβην ὑπομείνῃς ἐκεῖθεν, ὡς ἤδη τό κατά φύσιν λαβών καί μή παρά φύσιν ὁρῶν τά τοῦ Θεοῦ πλάσματα· ἀλλά, καί συνών καί ὁμιλῶν ἀνδράσι καί γυναιξί καί αὐτούς ἀσπαζόμενος, ἀβλαβής καί ἀκίνητος διαμείνῃς ἀπό τῆς κατά φύσιν ἕδρας καί στάσεως καί ὡς μέλη Χριστοῦ τίμια καί Θεοῦ ναούς ἴδῃς καί προσέξεις αὐτοῖς. Πρό δέ τοῦ ἐλάσαι εἰς μέτρον τοιοῦτον καί τήν ζωοποιόν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ καί Θεοῦ ἐν τοῖς μέλεσί σου θεάσασθαι, καλόν ποιήσεις, ἐάν τάς ἐπιβλαβεῖς ὄψεις φύγῃς, ἐν αἷς αἰτία μέν οὐκ (242) ἔστιν οὐδεμία κακοῦ, διά δέ τῆς ἐνοικούσης ἐν ἡμῖν προγονικῆς ἁμαρτίας ἐξελκόμεθα καί δελεαζόμεθα εἰς ἀτόπους ἐπιθυμίας.
Οὕτω γάρ ποιῶν, ἐν ἀσφαλείᾳ ὁ πᾶς ἔσται σοι βίος καί οὐ προσκόψεις πρός λίθον ἁμαρτίας τόν πόδα σου, Θεόν ἤ κτησάμενος ἤ ἀγωνιζόμενος κτήσασθαι, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Το κείμενο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...