Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agios nikodimos agioritis 01


Ἐναντίον τῶν σαρκικῶν παθῶν θὰ πολεμᾷς, ἀδελφέ, μὲ ξεχωριστὸ καὶ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ πολεμᾷς μὲ τὴν τάξι, πρέπει νὰ σκέφτεσαι ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι καὶ τρεῖς πόλεμοι· πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, στὸ καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός.

Ὁ πόλεμος πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ θὰ εἶναι, κατὰ τῶν αἰτιῶν, ποὺ συνήθως γίνονται ἀφορμὴ αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ· δηλαδή, πρῶτα, ἐσὺ πρέπει νὰ πολεμᾷς κατὰ αὐτοῦ τοῦ πάθους· ὄχι ἀντιστεκόμενος σ᾿ αὐτό, ὅπως σου εἶπα νὰ κάνῃς στὰ ἄλλα πάθη, ἀλλὰ ἀποφεύγοντας μὲ ὅλη σου τὴ δύναμι ἀπὸ κάθε εἴδους ἀφορμὴ καὶ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο σοῦ προξενεῖ πειρασμὸ στὴ σάρκα. Καί, ἐὰν καμιὰ φορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσῃς μὲ κανένα τέτοιον, μίλησε μὲ συντομία καὶ μὲ πρόσωπο σεμνὸ καὶ σοβαρό· μάλιστα, τὰ λόγια σου, ἂς ἔχουν κάποια σκληρότητα περισσότερη, παρὰ γλυκύτητα.

«Μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἐχθρό σου ποτέ», λέγει ὁ Σειρὰχ (12,11). Καὶ σύ, μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ποτὲ στὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ, καθὼς ὁ χαλκὸς γεννάει ἀπὸ μόνος του τὴν σκουριὰ ἔτσι καὶ ἡ διεφθαρμένη φύσις σου γεννᾷ ἀπὸ μόνη της τὴν κακία· «ὅπως ὁ χαλκὸς σκουριάζει, ἔστι καὶ κακία του» (αὐτόθι)· μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη, πάλι σου λέω, στὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν μπορῇ νὰ εἰπωθῇ ἔτσι ὅτι καὶ ἐσὺ δὲν αἰσθάνεσαι, οὔτε ἀκόμη αἰσθανθῇς τόσο καιρὸ τὶς αἰχμὲς τῆς σάρκας· διότι αὐτὴ ἡ κατηραμένη κακία, ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔκανε σὲ πολλοὺς χρόνους, τὸ κάνει σὲ μία ὥρα καὶ πολλὲς φορὲς κάνει τὶς ἑτοιμασίες της κρυφὰ καὶ ὅσο περισσότερο κάνει τὸν φίλο καὶ δίνει λιγωτέρο ὑποψία γιὰ αὐτή, τόσο περισσότερο βλάπτει καὶ ἀθεράπευτα πληγώνει (1).

Γι᾿ αὐτό, πολλὲς φορὲς πρέπει νὰ φοβᾶται κανεὶς περισσότερο (καθὼς ἡ πεῖρα τὸ ἀπέδειξε καὶ τὸ ἀποδεικνύει), ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νομίζει εὔλογο νὰ συναναστρέφεσαι ἢ γιατὶ εἶναι συγγενεῖς του ἢ γιατὶ εἶναι εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετα (2) ἢ γιατὶ εὐεργετήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κρίνει σὰν ὑποχρέωσι νὰ τὰ συχνοχαιρετᾶ. Διότι μὲ τὴν ἀπερίσκεπτη αὐτὴ συναναστροφή, ἀνακατώνεται ἡ φαρμακερὴ εὐχαρίστησις τῆς αἰσθήσεως, ὥστε ἀνεπαίσθητα λίγο λίγο διαπερνᾷ ὡς καὶ στὸ νοῦ τῆς ψυχῆς καὶ σκοτεινιάζει τόσο τὴ λογική, μὲ τρόπο, ποὺ ἀρχίζουν ὕστερα νὰ μὴν ὑπολογίζουν καθόλου τὰ ἐπικίνδυνα αἴτια τῆς ἁμαρτίας· δηλαδή, τὰ ἐρωτικὰ βλέμματα, τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ ἕνα καὶ τοῦ ἄλλου μέρους· τὶς ἄσεμνες κινήσεις καὶ μορφασμούς· τὰ πιασίματα τῶν χεριῶν καὶ ἔπειτα καταντοῦν νὰ πέσουν ἢ στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἁμαρτία ἢ στὰ ἄλλα διαβολικὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύσκολα μποροῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν.

Γι᾿ αὐτό, πρέπει, ἀδελφέ, νὰ ἀποφεύγῃς τὴν φωτιά, γιατὶ εἶσαι πανὶ καὶ μὴν ξεθαρρέψης ποτὲ ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο καὶ καλὰ γεμάτο ἀπὸ νερὸ καλῆς καὶ δυνατῆς θελήσεως· ὄχι· ἀλλὰ πὼς εἶσαι στουπὶ ξερὸ καὶ ἀμέσως πλησιάζοντας τὴ φωτιά, κατακαίγεσαι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν Σαμψών, ὅτι «ἔσπασε τὰ νεῦρα ὅπως σπάει ἡ κλωστὴ τοῦ στουπιοῦ, ὅταν πλησιάση στὴ φωτιά» (Κρίτ. 16,9), οὔτε νὰ λογαριάσης ὅτι ἔχεις σταθερὴ ἀπόφασι καὶ προθυμία καλύτερα νὰ πεθάνης παρὰ νὰ λυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γιατὶ, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν συχνὴ συναναστροφὴ καὶ τὸ θέαμα, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν θερμότητά της ξηραίνει λίγο λίγο τὸ νερὸ τῆς καλῆς σου θελήσεως καὶ ἀνέλπιστα, τόσο θὰ προσκολληθῇς στὸ διαβολικὸ ἔρωτα, ὥστε νὰ μὴν ντραπῆς τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε νὰ σεβασθῇς συγγένεια ἢ φιλία, οὔτε νὰ φοβηθῇς τὸν Θεό, οὔτε νὰ ὑπολογίσῃς τὴν τιμή, οὔτε τὴν ζωή, οὔτε τὶς τιμωρίες ὅλες τῆς κολάσεως· ἀλλὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό, φεῦγε, φεῦγε ὅσο μπορεῖς.

Α´. Ἀπὸ τὶς συναναστροφὲς τῶν προσώπων ποὺ σκανδαλίζουν, ἂν ἀληθινὰ δὲν θέλῃς νὰ πιασθῇς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ θανατωθῇς (3)

Β´. Ἀπόφευγε τὴν ἀνεργία καὶ ὀκνηρία καὶ στάσου ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ τὰ ἔργα, ποὺ ταιριάζουν στὴ στάσι σου.

Γ. Μὴν παρακούσῃς ποτέ σου, ἀλλὰ ὑποτάξου εὔκολα στοὺς προεστῶτες καὶ Πνευματικούς σου Πατέρες, κάνοντας μὲ προθυμία καὶ γρήγορα ἐκεῖνα ποὺ σὲ προστάζουν καὶ μάλιστα, ἐκεῖνα ποὺ σὲ ταπεινώνουν καὶ εἶναι ἀντίθετα τῆς θελήσεώς σου καὶ τῆς φυσικῆς σου κλίσεως.

Δ´. Μὴ κάνῃς ποτὲ κρίσι ἀλαζονικὴ γιὰ τὸν πλησίον σου· δηλαδή, μὴν τὸν κατακρίνῃς καὶ μάλιστα, γι᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια σαρκικὴ ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ἂν καὶ εἶναι φανερὰ πεσμένος σὲ αὐτήν, ἀλλὰ συμπάθησέ τον καὶ μὴν ἀγανακτήσῃς ἐναντίον του, οὔτε νὰ τὸν κοροϊδέψης, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, ταπεινώσου ἐσὺ καὶ γνώρισε τὸν ἑαυτό σου, ὅτι εἶσαι ἀσθενὴς καὶ σκόνη καὶ στάχτη λέγοντας· ἐκεῖνος ἔπεσε σήμερα, ἐγὼ θὰ πέσω αὔριο. Γιατὶ, ἂν σὺ εὔκολα κρίνεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς καταφρονεῖς, ὁ Θεὸς παραδειγματικὰ θὰ σὲ ἐκπαιδεύσῃ, παραχωρώντας νὰ πέσῃς κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἐλάττωμα. «Νὰ μὴν κρίνετε, λέγει, καὶ δὲν θὰ κριθῆτε» (Ματθ.)· γιὰ νὰ γνωρίσῃς μὲ τὸ πέσιμό σου τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ νὰ ταπεινωθῇς καὶ ἔτσι νὰ ζητήσῃς θεραπεία καὶ γιὰ τὰ δυό· καὶ γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ γιὰ τὴν πορνεία σου. Ἐὰν ὅμως καὶ σὲ φυλάξη ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃς, οὔτε ἀλλάξεις λογισμό, ὅμως πάλι μὴ δώσῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντα νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ ἀμφιβάλῃς γιὰ τὴ στάσι σου.

Ε´. Πρόσεχε καλά, ἐὰν ἀπόκτησες κανένα χάρισμα θεϊκὸ ἢ βρίσκεσαι σὲ καλὴ κατάστασι, νὰ μὴ βάλῃς στὸ λογισμό σου κάποια περιττὴ ἰδέα καὶ φαντασία, πὼς εἶσαι κάποιος καὶ πὼς οἱ ἐχθροί σου δὲν θὰ σὲ πολεμήσουν πιά, μὲ τὸ νὰ φαίνεσαι ὅτι πρὸς τὸ παρὸν τοὺς μισεῖς καὶ τοὺς ἀποστρέφεσαι. Γιατὶ, ἂν σὲ αὐτὸ εἶσαι ἀπροφύλακτος, εὔκολα θὰ πέσῃς.

Αὐτά, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ φυλάξης πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ σαρκικοῦ πάθους.

Στὸν καιρὸ ὅμως τοῦ πειρασμοῦ, πρέπει νὰ σκεφθῇς ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸς ὁ πόλεμος· ἀπὸ ἐσωτερικὴ αἰτία, ἢ ἀπὸ ἐξωτερική. Ἐξωτερικὴ αἰτία εἶναι ἡ περιέργεια τῶν ὀφθαλμῶν, τὰ γλυκὰ στὴν ἀκοὴ λόγια καὶ τραγούδια· ἡ ἁπαλότητα καὶ ὁ στολισμὸς τῶν φορεμάτων, τὰ εὐωδιαστὰ μυριστικὰ τῆς ὀσφρήσεως· οἱ συνομιλίες καὶ οἱ κινήσεις καὶ τὰ πιασίματα, ποὺ παρακινοῦν στὴν ἁμαρτία αὐτή· ἡ θεραπεία σὲ αὐτὰ τὰ ἀπαντήματα εἶναι· ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ταπεινότητα τῶν φορεμάτων, τὸ νὰ μὴ θέλῃς οὔτε νὰ δῇς, οὔτε νὰ ἀκούσῃς, οὔτε νὰ μυρίσῃς, οὔτε νὰ μιλήσῃς ἢ νὰ πιάσης ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ παρακινοῦν σὲ αὐτὴ τὴν κακία καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀποφυγὴ τῆς συναναστροφῆς, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἡ ἐσωτερικὴ αἰτία προέρχεται ἢ ἀπὸ τὴν καλοζωία τοῦ σώματος ἢ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ νοῦ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὶς κακές μας συνήθειες καὶ τὰ πάθη ἢ ἀπὸ τὴν παρακίνησι τοῦ διαβόλου.

Καὶ ἡ μὲν καλοζωία τοῦ σώματος, πρέπει νὰ σκληραγωγῆται μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, χαμαικοιτίες καὶ μάλιστα γονυκλισίες καὶ ἄλλες παρόμοιες ταλαιπωρίες· καθὼς ἐξηγεῖ ἡ διάκρισις καὶ ἡ διδασκαλία τῶν θείων Πατέρων τῶν δὲ λογισμῶν, ἀπὸ ὅπου κι ἂν προέρχωνται, οἱ θεραπεῖες εἶναι αὐτές· τὸ νὰ ἀσχολῆσαι μὲ διάφορα γυμνάσματα, ἁρμόδια γιὰ τὴν κατάστασί σου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἱερῶν βιβλίων, καὶ μάλιστα, τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, τῆς Κλίμακας, τοῦ Εὐεργετινοῦ, τῆς Φιλοκαλίας καὶ ἄλλων παρόμοιων, ἡ μελέτη καὶ ἡ προσευχή· ἡ ὁποία ἂς γίνεται ἔτσι. Ὅταν ἀρχίσουν αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ τῆς πορνείας νὰ σὲ ἐνοχλοῦν, ἀμέσως θυμίσου μὲ τὸν νοῦ σου τὸν ἐσταυρωμένο καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς λέγε· «Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, βοήθησέ με γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐχθρό». Καὶ κάποιες φορὲς ἀγκαλιάζοντας (νοερά, ἢ αἰσθητά, ἂν εἶναι παρών), τὸν σταυρὸ στὸν ὁποῖο κρέμεται ὁ Κύριός σου, ἀσπάσου πολλὲς φορὲς τὶς πληγές του, λέγοντας μὲ ἀγάπη· «ὡραιότατες πληγές, πληγὲς ἁγιώτατες πληγὲς ἁγνότατες, πληγώσατε αὐτὴν τὴν ἀθλία καὶ ἀκάθαρτη καρδιά μου καὶ ἐμποδίστε με ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς βλάψω».

Ἡ δὲ θεραπεία σου κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ πληθαίνουν οἱ λογισμοὶ τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ἂς μὴ γίνεται κατ᾿ εὐθεῖαν ἐναντίον αὐτῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ μερικὰ βιβλία γράφουν ἔτσι (ὅπως εἶναι τὸ νὰ σκεφθῇς τὴν βρῶμα καὶ τὴν ἀηδία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς· τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ποὺ θὰ σοῦ προξενήσῃ, τὶς πίκρες ποὺ ἀκολουθοῦν, τοὺς κινδύνους, τὴν φθορὰ τῆς περιουσίας καὶ τῆς παρθενίας σου, τὴν κατηγορία τῆς τιμῆς καὶ ἄλλα παρόμοια)· ἡ μελέτη σου λέω, ἂς μὴν γίνεται σὲ αὐτά, γιατὶ αὐτὴ ἡ φροντίδα δὲν εἶναι πάντα μέσο ἀσφαλές, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό τῆς σάρκας· μάλιστα μπορεῖ νὰ προξενήσῃ βλάβη. Γιατὶ ἂν καὶ ὁ νοῦς ἀποβάλῃ τοὺς λογισμοὺς προσωρινὰ μὲ τὴν παρόμοια μελέτη, ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐμπαθής, ὅταν τὰ μελετᾷ αὐτά, ἀποτυπώνει καλύτερα τὴν εὐχαρίστησι καὶ εὐχαριστιέται καὶ συγκατατίθεται σὲ αὐτή. Ὁπότε ἡ ἀληθινὴ θεραπεία τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν εἶναι, τὸ νὰ ἀποφεύγουμε πάντα, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε τί ἄλλο (ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἐναντίον τους), ποὺ μᾶς τὶς ὑπενθυμίζει. Γι᾿ αὐτό, ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι σὲ ἄλλα· δηλαδή, στὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, στὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, στὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ στὰ διάφορα εἴδη τῆς κολάσεως.

Ἐὰν ὅμως καὶ οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ λογισμοὶ σὲ πολεμοῦνε περισσότερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο (ὅπως αὐτὸ συμβαίνει), μὴ δειλιάσης γι᾿ αὐτό, οὔτε νὰ ἀφήσῃς τὴν μελέτη τῶν παραπάνω, γιὰ νὰ στραφῆς σ᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀντισταθῇς, ὄχι, ἀλλὰ ἀκολούθησε ὅσο περισσότερο συνοπτικὰ μπορεῖς, τὴν μελέτη σου αὐτή, μὴ φροντίζοντας ἐντελῶς γιὰ τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, σὰν νὰ μὴν ἦταν δικοί σου. Γιατὶ, δὲν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σ᾿ αὐτούς, ἂν καὶ συνεχῶς σὲ πολεμοῦν, ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς καταφρονῇς καὶ νὰ μὴ θέλῃς καθόλου νὰ τοὺς θυμηθῇς· μετὰ ἀπὸ αὐτά, θὰ τελειώσῃς τὴν ἐνασχόλησί σου, μὲ αὐτὴν (ἢ παρόμοια δέησι).

«Ἐλευθέρωσέ με, πλάστη μου καὶ λυτρωτά μου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, στὴν τιμὴ τοῦ πάθους σου καὶ τῆς ἀνείπωτής σου ἀγαθότητας». Καὶ μὴ στρέψης τὸ νοῦ σου στὴ σαρκικὴ αὐτὴ κακία. Γιατὶ καὶ μοναχή της ἡ ἐνθύμησί της, δὲν εἶναι χωρὶς κίνδυνο. Ἀλλά, οὔτε νὰ στέκεσαι νὰ συνομιλῇς μὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ καὶ νὰ ἐρευνᾷς τὸν ἑαυτό σου ἂν συγκατατέθηκες σ᾿αὐτὲς ἢ ὄχι. Γιατὶ, αὐτὴ ἡ ἔρευνα, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι καλή, ὅμως στ᾿ ἀλήθεια εἶναι μία πλάνη τοῦ διαβόλου ἢ γιὰ νὰ σὲ ἐνοχλῇ καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ μικροψυχήσῃς ἢ γιὰ νὰ σὲ κρατάη πάντα μπλεγμένο σ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ σὲ κάνει νὰ πέσῃς καὶ σὲ αὐτὴ ἢ ἄλλη ἁμαρτία.

Γι᾿ αὐτό, σὲ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ (ὅταν ἡ συγκατάθεσις δὲν εἶναι φανερή) εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ τὸ ὁμολογήσῃς αὐτὸ μὲ συντομία στὸν πνευματικό σου, ἔχοντας ἀναπαύσει τὴν γνώμη σου, χωρὶς νὰ σκέφτεσαι πλέον τίποτα. Καὶ φανέρωσέ του ἀληθινὰ κάθε σου λογισμὸ σχετικὰ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ σὲ κρατάη ποτὲ καμμία συστολὴ ἢ ντροπή. Γιατὶ, ἂν μὲ ὅλους μας τοὺς ἐχθροὺς χρειαζώμαστε τὴν δύναμι τῆς ταπεινώσεως γιὰ νὰ τοὺς νικήσουμε, πόσο μᾶλλον τὴν χρειαζόμαστε στὸ σαρκικὸ αὐτὸ πόλεμο, περισσότερο παρὰ σὲ κάτι ἄλλο. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἡ κακία εἶναι σχεδὸν πάντα ποινὴ καὶ ἐπακόλουθο καὶ βλάστημα τῆς ὑπερηφάνειας (4). Ἔπειτα, ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός, ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις νὰ κάνῃς εἶναι αὐτό· ὅσο καὶ ἂν σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς σάρκας καὶ γιὰ ὅλα βέβαιος, πρέπει ὅμως νὰ στέκεσαι μὲ τὸ νοῦ μακρυὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἔγιναν αἰτία τοῦ πειρασμοῦ· καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι πρέπει νὰ τὰ συναναστρέφεσαι, γιατὶ εἶναι συγγενῆ ἢ ἐνάρετα ἢ καὶ εὐεργέτες σου· γιατὶ καὶ αὐτὴ εἶναι μία πλάνη τῆς κακῆς φύσεως καὶ παγίδα τοῦ πανούργου μας ἐχθροῦ διαβόλου, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ μᾶς βάλει στὸ σκοτάδι ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Β´ Κορινθ. 11,14).

 diakosmhtiko 08

1. Ὅταν ὁ μέγας ἐκεῖνος Νεῖλος εἶπε «Καὶ ἂν νομίζῃς ὅτι εἶσαι μὲ τὸν Θεό, νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, γιατὶ εἶναι πολὺ ἀπατεώνας καὶ φθονερὸς καὶ θέλει νὰ εἶναι πιὸ γρήγορος ἀπὸ τὴν κίνησι καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ σου» (Κεφ.γ´ σελ. 61, Φιλοκαλ.). Ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία πάντοτε μᾶς πειράζει, εἶναι, γιατὶ καθὼς ἕνας φυσικὰ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι φυσικὰ ἀγαπᾷ νὰ πολλαπλασιάση μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν κακία τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ νὰ κάνῃ ὅμοιον μὲ αὐτὸν ἔτσι ὅπως ἡ κενοδοξία πάντα μᾶς ἐξαπατᾷ ἔτσι καὶ ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ δύσκολα ἀπὸ αὐτὴ φυλασόμαστε.

2. Πολλοὶ πολλὲς φορὲς πλανήθηκαν ἀπὸ τὰ παρόμοια ἐνάρετα καὶ εὐλαβῆ πρόσωπα, εἴτε γυναικῶν, εἴτε ἀνδρῶν χωρὶς γένεια καὶ συγκατοίκησαν μὲ αὐτά, ἢ καὶ ἀπρόσεκτα συναναστράφηκαν, ἔπεσαν σὲ πάθη ντροπῆς, πλανηθέντες ἀπὸ τὰ δεξιά, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν σεμνότητά τους· ἐμεῖς ὅμως προσθέτουμε ἐδῶ, ὅτι, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὰ καταπιάνεται κάποιος σὲ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ σαρκικὸ ἔρωτα μὲ αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτά, μπορεῖ νὰ ὑποτεθῆ, εἶναι παιδιὰ πλουσίων γονέων, εὐγενῆ ἢ μὲ καλὴ ὁμιλία στὴ γλῶσσα ἢ καλόφωνα στὰ μουσικὰ ἢ ὡραῖα στὴν ὄψι ἢ ἐπιδέξια στὸ μυαλό, ἢ ἐπιδέξια στὰ χειρωνακτικὰ καὶ στὶς τέχνες ἢ ἔχουν ἄλλα τέτοια φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματα· γιατὶ ὅλα αὐτὰ αὐξάνουν τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἀγάπη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ νὰ προφυλασσώμαστε ἀπὸ τὰ παρόμοια.

3. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας, σοφὸ μὲν ὀνομάζει ἐκεῖνον ποὺ φοβᾶται καὶ ἀποφεύγει τὶς αἰτίες τῶν κακῶν, καὶ σώφρονα ἐκεῖνον, ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὶς ἀποφεύγει· «σοφὸς φοβηθείς, ἐξέκλινεν ἀπὸ κακοῦ, ὁ δὲ ἄφρων, ἑαυτῷ πεποιθώς, μίγνυται ἀνόμῳ» (Παρ. ι8´ 16). Σοφὸς ἦταν ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε τὸ ἱμάτιό του καὶ ἀπόφευγε τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ἀπέφυγε καὶ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἂν δὲν ἀπέφευγε, σίγουρα θὰ ἁμάρτανε μὲ τὴν κυρία του, ὅπως εἶναι ἡ ἄποψις πολλῶν διδασκάλων. Ἀσύνετος βρέθηκε ὁ μάρτυρας ἐκεῖνος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ποὺ ἔπαθε γιὰ τὸν Χριστό, εὑρισκόμενος στὴ φυλακὴ καὶ ὑπηρετούμενος ἀπὸ μία μοναχή, ἐπειδὴ πίστεψε στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἀπέφευγε τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν σκανδάλιζε, κύλησε μὲ αὐτὸ στὴν πορνεία, ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν ἀποφυγὴ αὐτὴ ὑπονοοῦσε ὅταν ἔλεγε «νὰ ἀποφεύγετε τὴν πορνεία» (Α´ Κορινθ. 6,18).

4. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει, ὅτι, ὅποιος ἔπεσε στὴν πορνεία ἢ ἄλλη σαρκικὴ ἁμαρτία, ἐκεῖνος ἀπὸ πρὶν εἶχε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πέσῃ γιὰ νὰ ταπεινωθῆ· «ὅπου πτῶμα κατέλαβεν, ἐκεῖ ὑπερηφάνεια προεσκήνωσεν». Καὶ πάλι, «παίδευσις ὑπερηφάνω, πτῶμα» (Λόγος, κβ´).

 

Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες

agios symewn o neos theologos 01


Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον, ἄφετέ με μετά Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου, ἀπόστητε, μακρύνατε, ἐάσατέ με μόνον ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντός με. Μηδείς τῇ θύρᾳ κρούσειε, μηδείς φωνήν ἀφήσῃ, μηδείς ἐπισκέψατω με τῶν συγγενῶν ἤ φίλων, μηδείς μου τήν διάνοιαν ἑλκύσας ἀποσπάσῃ τῆς θεωρίας τοῦ καλοῦ καί ὡραίου Δεσπότου, μηδείς μοι βρῶμα δώσειε, μή πόμα μοι κομίσῃ. Ἀρκέσει γάρ μοι τό θανεῖν ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ μου, Θεοῦ τοῦ ἐλεήμονος, Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου, τοῦ κατελθόντος ἐπί γῆς ἁμαρτωλούς καλέσαι καί σύν αὐτῷ εἰς τήν ζωήν εἰσαγαγεῖν τήν θείαν. Οὐ θέλω ἔτι κατιδεῖν τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου, οὐδέ αὐτόν τόν ἥλιον, οὐδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ˙ βλέπω γάρ τόν Δεσπότην μου, βλέπω τόν Βασιλέα, βλέπω τόν ὄντως ὄντα φῶς καί παντός φωτός κτίστην, βλέπω πηγήν παντός καλοῦ, βλέπω αἰτίαν πάντων, βλέπω ἀρχήν τήν ἄναρχον, ἐξ ἧς παρήχθη πάντα, δι᾿ ἧς ζωοῦνται καί τροφῆς ἅπαντα ἐμπιπλῶνται. Τούτου γάρ τῷ βουλήματι γίνονται καί ὁρῶνται Πῶς οὖν αὐτόν καταλιπών ἐξέλθω μου τῆς κέλλης; Ἄφετέ με, θρηνήσομαι καί κλαύσομαι ἡμέρας καί νύκτας, ἅς ἀπώλεσα ὁρῶν τό φῶς τοῦ κόσμου, τό αἰσθητόν καί σκοτεινόν, ὅ ψυχήν οὐ φωτίζει, οὗ καί τυφλοί τούς ὀφθαλμούς δίχα ἐν κόσμῳ ζῶσι καί μεταστάντες ἔσονται τῶν νῦν βλεπόντων ἴσοι˙ ἐν ᾧ κἀγώ πλανώμενος ὅλος ἐνευφραινόμην, ὅλως δέ εἶναι ἕτερον φῶς οὐκ ἐλογιζόμην, ὅ καί ζωή, ὡς εἴρηται, ὑπάρχει καί αἰτία τοῦ εἶναι, ὅ τι καί ἐστίν ἤ γνήσεται ὅλως, καί ἤμην ὥσπερ ἄθεος ἀγνοῶν τόν Θεόν μου. Νυνί δέ, ὡς ηὐδόκησεν ἄρρήτῳ εὐσπλαγχνίᾳ ὀφθῆναι τῷ ἀθλίῳ μοι καί ἀποκαλυφθῆναι, εἶδον καί ἔγνων ἀληθῶς Θεόν τῶν πάντων εἶναι, Θεόν, ὅν οὐδείς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ εἶδεν ἀνθρώπων. Ἔξω τοῦ κόσμου γάρ ἐστιν, ἔξω φωτός καί σκότους, ἔξω ἀέρος καί νοός καί αἰσθήσεως πάσης˙ διό οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν κατιδών ἐγενόμην. Οἱ οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν ὄντες ἐάσατέ με μή κέλλαν μόνον κλεῖσαί τε καί ἔνδοθεν καθίσαι, ἀλλά καί λάκκον ὑπό γῆν ὀρύξαντα κρυβῆναι˙ κἀκεί διάγων ἔσομαι ἔξω παντός τοῦ κόσμου, καί βλέπων τόν ἀθάνατον Δεσπότην μου καί Κτίστην πόθῳ θανεῖν αἱρήσομαι, εἰδώς ὡς οὐ θανοῦμαι. Τί οὖν μοι προσεγένετο ὄφελος ἐκ τοῦ κόσμου, τί δέ καί νῦν κερδαίνουσιν οἱ ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ; Ὄντως οὐδέν, ἀλλά γυμνοί ἐνοικήσουσι τάφοις καί ἀναστήσονται γυμνοί καί κριθήσονται πάντες, ὅτι ζωήν τήν ἀληθῆ, ὅτι τό φῶς τοῦ κόσμου, Χριστόν λέγω, ἐάσαντες ἠγάπησαν τό σκότος καί ἐν αὐτῷ περιπατεῖν ᾑρετίσαντο πάντες, οἱ μή τό φῶς δεξάμενοι τό λάμψαν ἐν τῷ κόσμῳ, ὅπερ ὁ κόσμος οὐ χωρεῖ οὐδέ ἰδεῖν ἰσχύει. Διό ἐγκαταλείψατε καί ἄφετέ με μόνον, παρακαλῶ, τοῦ κλαύσασθαι καί ἐκζητῆσαι τοῦτον, πλουσίως τοῦ δοθῆναί μοι καί ἀφθόνως ὀφθῆναι. Οὐ μόνον καθορᾶται γάρ, οὐ μόνον θεωρεῖται, ἀλλά καί μεταδίδοται καί κατοικεῖ καί μένει καί ἔστιν, ὥσπερ θησαυρός ἐν κόλπῳ κεκρυμμένος, ὅν ὁ βαστάζων ἥδεται καί βλέπων τοῦτον χαίρει, δοκεῖ καί πάντας καθορᾶν αὐτόν ἐγκεκρυμμένον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁρᾶται ἅπασιν, οὐ ψηλαφᾶται ὅλως, οὐ κλέπτης τοῦτον δύνασαι συλῆσαι, οὐ λῃστής τε ἁρπάσαι, εἰ καί κτείνειε τόν βαστάζοντα τοῦτον˙ ἄν ἀφελέσθαι βουληθῇ, εἰς μάτην κοπιάσει ἀνερευνῶν μαρσίππιον, ἀνερευνῶν χιτῶνας, τήν ζώνην λύων ἀσφαλῶς ἀναζητῶν ἐκεῖνον, κἄν τήν κοιλίαν τέμνειε, κἄν σπλάγχνα ψηλαφήσῃ, εὑρεῖν ἐκεῖνον ἤ λαβεῖν ὅλως οὐκ ἐξισχύσει. Ἔστι καί γάρ ἀόρατος, ἀκράτητος χερσί γε καί ἀψηλάφητος ὁμοῦ, ψηλαφώμενος ὅλως˙ κρατεῖται δ᾿ ὅμως ἐν χερσί καί τότε τῶν ἀξίων, τῶν δ᾿ ἀναξίων ἄπαγε, κεῖται καί ἐν παλάμῃ, τό τί, ὤ θαῦμα, τό οὐ τί, ὄνομα γάρ οὐκ ἔχει. Ἐκπλαγείς οὖν καί κατασχεῖν αὐτό ἐπιθυμήσας, σφίγξας τήν χεῖρα ἔδοξα κρατῆσαί τε καί ἔχειν, ἀλλά διέδρα μηδαμῶς κατασχεθέν χειρί μου, καί λυπηθείς ἀνέῳξα τήν πυγμήν τῆς χειρός μου καί εἶδον πάλιν ἐν αὐτῇ, ὅπερ πρῴην ἑώρων˙ ὤ θαῦμα ἀνεκλάλητον, ὤ μυστηρίου ξένου! Τί μάτην ταραττόμεθα, τί πλανώμεθα πάντες, τί πρός τό φῶς κεχήναμεν, τό ἀναίσθητον τοῦτο, οἱ ἐν αἰσθήσει νοερῷ τετιμημένοι λόγῳ; Τί πρός τάς ὕλας βλέπομεν, τάς φθειρομένας ταύτας, ἄϋλον ἔχοντες ψυχήν καί ἀθάνατον ὅλην; Τί δέ ταῦτα θαυμάζομεν ὅλως ἀναισθητοῦντες καί προτιμῶμεν ὡς τυφλοί τό βαρύ τοῦ σιδήρου καί μάζης τούτου μέγεθος ὑπέρ μικρόν χρυσίον, ἤ μαργαρίτην τίμιον ὡς ἀτίμητον χρῆμα, καί οὐ ζητοῦμεν τόν μικρόν τοῦ σινάπεως κόκκον, ὅ τιμιώτερόν ἐστι πάντων τῶν ὁρωμένων, μεῖζον τῶν ἀοράτων τε πραγμάτων καί κτισμάτων; Τί οὐ διδοῦμεν ἅπαντα καί λαμβάνομεν τοῦτον, τί δέ καί ζῆν βουλόμεθα μή κεκτημένοι τοῦτον; Κρεῖσσον θανεῖν, πιστεύσατε, πολλάκις, εἰς οἷόν τε, καί μόνον τοῦτον κτήσασθαι, τόν μικρόν λέγω κόκκον. Οὐαί γάρ τοῖς μή ἔχουσιν αὐτόν πεφυτευμένον ἐν κόλπῳ τῆς ψυχῆς αὐτῶν, λιμώξουσι σφοδρῶς γάρ. Οὐαί τοῖς μή βλαστήσαντα αὐτόν θεασαμένοις, ὅτι γυμνοί τε στήσονται ὡς δένδρα φύλλων δίχα. Οὐαί τοῖς μή πιστεύουσι τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου, ὡς τοῦτον δένδρον γίνεσθαι καί κλάδους ἀποπέμπειν, καί ἐκζητοῦσιν ἐν σπουδῇ καί νοός τῇ τηρήσει τήν καθ᾿ ἡμέραν αὔξησιν τοῦ μικροῦ τούτου κόκκου, ὅτι ζημιωθήσονται τούτου τήν ἐργασίαν, ὡς δοῦλος ὁ τό τάλαντον κατορύξας ἀφρόνως˙ ὧν εἷς ὑπάρχω δή κἀγώ, ἀμελῶν ἀσυγχύτως˙ ὦ φῶς τό τρισυπόστατον, Πάτερ, Υἱέ καί Πνεῦμα, ὦ τῆς ἀρχῆς ἡ ἄναρχος ἀρχή καί ἐξουσία, ὦ φῶς ἀκατονόμαστον ὡς ἀνώνυμον πάντῃ, ὦ αὖθις πολυώνυμον ὡς ἐνεργοῦν τά πάντα, ὦ δόξα μία καί ἀρχή, κράτος καί βασιλεία, ὦ φῶς ὡς ἕν καί θέλημα, γνώμη, βουλή, ἰσχύς τε, ἐλέησον, οἰκτείρησον ἐμέ τόν τεθλιμμένον! Πῶς γάρ ἵνα μή θλίβωμαι, πῶς ἵνα μή λυπῶμαι, τοσαύτης σου χρηστότητος, ἐλέους σου τοσούτου καταφρονῶν καί ῥᾳθυμῶν, ὁ ἀγνώμων καί τάλας καί χαύνως πορευόμενος ὁδῷ τῶν ἐντολῶν σου; Ἀλλά καί νῦν σπλαγχνίσθητι καί νῦν ἐλέησόν με καί θέρμην τῆς καρδίας μου ἐξάναψον, Χριστέ μου, ἥν ἔσβεσεν ἡ ἄνεσις σαρκός μου τῆς ἀθλίας, ὕπνος καί κόρος τῆς γαστρός καί οἴνου πολλοῦ πόσις. Ταῦτα καί φλόγα ἔσβεσαν εἰς ἅπαν τῆς ψυχῆς μου καί τήν πηγήν ἐξήραναν, τήν βρύσιν τῶν δακρύων˙ καί γάρ ἡ θέρμη πῦρ γεννᾷ, τό δέ πῦρ αὖθις θέρμην, καί ἐξ ἀμφοῖν ἀνάπτεται φλόξ, πηγή τῶν δακρύων. Ἡ φλόξ βλαστάνει νάματα, τά νάματα δέ φλόγα˙ ἐν οἷς ἀδολεσχία με ἀνήγαγε τῶν θείων, μελέτη σου τῶν ἐντολῶν αὖθις καί προσταγμάτων, ἡ τήρησις μετάνοιαν ὡς συνεργόν λαβοῦσα, καί ἔστησαν ἐν μέσῳ με τῶν ὄντων καί μελλόντων, ὅθεν ἐκ τῶν ὁρωμένων τε γεγονώς αἴφνης ἔξω εἰς φόβον περιέπεσον βλέπων, ὅθεν ἐρρύσθην. Τά μέλλοντα μακρόθεν δέ ὄντα πάντως ἑώρων, κἀκεινά μοι καταλαβεῖν ποθοῦντι πῦρ ἀνήφθη τοῦ πόθου, καί κατά μικρόν φλόξ ἀρρήτως ὡράθη - ἐν τῷ νοΐ μου πρότερον, ὕστερα δ᾿ ἐν καρδίᾳ - καί ἔβλυζε τά δάκρυα ἡ φλόξ τοῦ θείου πόθου καί ἄφθεγκτον τόν γλυκασμόν σύν αὐτοῖς μοι παρεῖχεν. Θαρρήσας οὖν ἐν ἐμαυτῷ, ὡς οὐ σβέννυται ὅλως, καλῶς καί γάρ ἐκκαίεται, εἶπον, καί ῥᾳθυμήσας ὕπνῳ καί κόρῳ τῆς γαστρός ἐδουλώθην ἀφρόνως, ὑποχαλάσας οἴνῳ τε πλειόνως ἐχρησάμην˙ οὐ μεθυσθείς, πλήν κορεσθείς, καί εὐθύς ἀπεσβέσθη τό θαῦμα τοῦτο τό φρικτόν, ὁ ἐγκάρδιος πόθος, ἡ φλόξ ἡ μέχρις οὐρανοῦ φθάνουσα καί ἐντός μου ἐκκαιομένη μέν σφοδρῶς, οὐ κατακαίουσα δέ τήν ἐν τοῖς σπλάγχνοις οὖσάν μου οὐσίαν τήν χορτώδη, ἀλλ᾿ ὅλην, ὤ τοῦ θαύματος, εἰς φλόγα μετεποίει, καί χόρτος ψαύων τοῦ πυρός οὐκ ἐκαίετο ὅλως, μᾶλλον δέ πῦρ ἐν ἑαυτῷ περιλαμβάνον χόρτον ἡνοῦτο καί ἀνάλωτον αὐτόν ὅλον ἐτήρει. Ὤ θείου δύναμις πυρός, ὤ ἐνεργείας ξένης! Ὁ λύων πέτρας καί βουνούς ἀπό μόνου τοῦ φόβου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου, ὤ Χριστέ, ὁ Θεός μου, πῶς χόρτῳ ἀναμίγνυσαι θείᾳ ὅλως οὐσίᾳ φωτί ὅλως ἀστέκτῳ τε ὁ ἐνοικῶν Θεός μου; Πῶς μένων ἀναλλοίωτος, ἀπρόσιτος εἰς ἅπαν φυλάττεις ἀκατάφλεκτον τοῦ χόρτου τήν οὐσίαν, καί ἀναλλοίωτον τηρῶν ἀλλοιοῖς ὅλον τοῦτον, καί μένων χόρτος ἔστι φῶς, οὐχί τό φῶς δέ χόρτος, ἀλλά τῷ χόρτῳ σύ τό φῶς ἀσυγχύτως ἑνοῦσαι, καί χόρτος γίνεται ὡς φῶς μεταβληθείς ἀτρέπτως; Οὐ φέρω σου τά θαύματα τῇ σιωπῇ καλύπτειν, οὐ δύναμαι τοῦ μή λαλεῖν τήν σήν οἰκονομίαν, ἥν μετ᾿ ἐμοῦ ἐποίησας, τοῦ ἀσώτου καί πόρνου˙ καί τῆς φιλανθρωπίας σου τόν ἀκένωτον πλοῦτον μή διηγεῖσθαι ἅπασιν οὐ στέγω, λυτρωτά μου! Βούλομαι γάρ τόν σύμπαντα κόσμον λαβεῖν ἐκ τούτου καί μή κενόν τούτου τινά ὅλως καταλειφθῆναι, πλήν πρῶτον, ὦ παμβασιλεῦ, ἐν ἐμοί πάλιν λάμψον, ἐνοίκησον καί φώτισον τήν ταπεινήν ψυχήν μου, δεῖξον θεότητος τῆς σῆς τρανῶς τό πρόσωπόν μοι καί ἀοράτως ὅλος μοι φάνηθι, ὤ Θεέ μου! Οὐδ᾿ ὅλως γάρ ὁρᾶσαί μοι, ὅλος δέ φαίνεσαί μοι˙ ἄληπτος ὤν ὅλος ληπτός θέλεις καί γίνεσαί μοι, ἀχώρητος ὤν τῷ παντί μικρόν οὖν ὄντως γίνῃ, καί ἐν χερσί μου οἱονεί καί ἐν τοῖς χείλεσί μου ὥσπερ μαζός φωτοειδής καί γλυκασμός ὁρᾶσαι, ἀστράπτων καί στρεφόμενος, ὤ μυστηρίου ξένου! Δός μοι σαυτόν οὕτω καί νῦν, ὅπως ἐμφορηθῶ σου, ὅπως καταφιλήσω σου καί κατασπάσομαί σου τήν δόξαν τήν ἀπόρρητον, τό φῶς τοῦ σοῦ προσώπου, καί ἐμπλησθῶ καί μεταδῶ τότε τοῖς ἄλλοις πᾶσι καί μεταστάς ἔλθω πρός σέ, ὅλος δεδοξασμένος, ἐκ τοῦ φωτός σου φῶς κἀγώ γεγονώς παραστῶ σοι καί τότε τούτων τῶν πολλῶν κακῶν ἀμεριμνήσω, φόβου ἀπαλλαγήσομαι τοῦ μή πάλιν τραπῆναι. Ναί, τοῦτο δός μοι, Δέσποτα, ναί, τοῦτο χάρισαί μοι, ὁ τἆλλα πάντα δωρεάν δούς μοι τῷ ἀναξίῳ. Τούτου γάρ χρεία μάλιστα, τοῦτο τό πᾶν καί ἔστιν˙ εἰ γάρ καί νῦν ὁρᾶσαί μοι, εἰ γάρ καί νῦν σπλαγχνίζῃ, εἰ γάρ καί νῦν φωτίζεις με καί μυστικῶς διδάσκεις καί σκέπεις καί φυλάττεις με τῇ κραταιᾷ χειρί σου καί συμπαρῇς καί δαίμονας τρέπεις καί ἀφανίζεις καί πάντα ὑποτάσσεις μοι καί πάντα μοι παρέχεις καί ἐμπιπλᾷς τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων, ὦ Θεέ μου, ἀλλά οὐδέν μοι ὄφελος τούτων, εἰ μή μοι δώσεις ἀνεπαισχύντως παρελθεῖν τοῦ θανάτου τάς πύλας. Εἰ μή ὁ ἄρχων ἔλθοιε τοῦ σκότους καί τήν δόξαν ἴδοι συνοῦσάν μοι τήν σήν καί αἰσχυνθῇ εἰς ἅπαν, ὁ σκοτεινός καταφλεχθείς ἀπροσίτῳ φωτί σου, καί αἱ δυνάμεις ἅπασαι σύν αὐτῷ ἐναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγῖδος σῆς ἰδοῦσαι, κἀγώ δέ διελεύσομαι θαρρῶν τῇ χάριτί σου, ἀτρέμας ὅλος, καί πρός σέ ἐγγίσω καί προσπέσω, τί μοι τῶν νῦν τό ὄφελος ἐν ἐμοί γινομένων; Ὄντως οὐδέν, ἀλλά τό πῦρ ἀναψουσί μοι πλέον. Ὁ γάρ ἐλπίζων ἀγαθῶν καί αἰωνίου δόξης ἐν μετοχῇ ὑπάρχειν με καί δοῦλόν σου καί φίλον, εἰ στερηθῶ πάντων ὁμοῦ καί σοῦ αὐτοῦ, Χριστέ μου, πῶς οὐχί χείρων ἔσται μοι τῶνἀπίστων ἡ θλῖψις, τῶν μή ἐπεγνωκότων σε, τῶν μή τό φῶς σου λάμψαν ἰδόντων καί γλυκύτητος τῆς σῆς ἐμφορηθέντων; Εἰ δέ τυχεῖν μοι γένηται τῶν ἀρραβώνων τούτων τά τέλη καί τά ἔπαθλα ἀπολήψεσθαι, Σῶτερ, ἅ ἐπηγγείλω τοῖς εἰς σέ, Χριστέ, πεπιστευκόσι, τότε κἀγώ μακάριος ἔσομαι καί αἰνέσω σέ, τόν Πατέρα καί Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν τόν ἕνα ἀληθῶς εἰς αἰῶνας αἰώνων, ἀμήν.

 

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

 

agios symewn o neos theologos 01


Ἀπέργασαι παλάτιον τόν τῆς ψυχῆς σου οἶκον, εἰς κατοικίαν τῷ Χριστῷ καί βασιλεῖ τῶν ὅλων δακρύων ταῖς ῥανίσι σου, ὀλολυγμοῖς καί θρήνοις καί τῶν γονάτων κάμψεσι καί στεναγμῶν τῷ πλήθει, εἰ ἀληθῶς, ὦ μοναχέ, μονάζων εἶναι θέλεις. Καί τότε οὐ μονάζων ἦς, τῷ βασιλεῖ συνῆς γάρ καί ἦς μονάζων καθ᾿ ἡμᾶς, ὡς ἐξ ἡμῶν ὑπάρχων καί χωρισθείς κόσμου παντός˙ τοῦτο μονάζων πάντως. Τῷ δέ Θεῷ καί βασιλεῖ ἑνωθείς οὐ μονάζων, ἀλλά ἁγίων γέγονας συναρίθμιος πάντων, ἀγγέλων ὁμοδίαιτος καί σύνοικος δικαίων καί πάντων τῶν ἐν οὐρανῷ συγκληρονόμος ὄντως. Πῶς οὖν μονάζων ὁ ἐκεῖ τό πολίτευμα ἔχων, ἔνθα ἐστίν ὁμήγυρις μαρτύρων καί ὁσίων, ἔνθα χορός τῶν προφητῶν καί θείων ἀποστόλων, ἔνθα ἡ ἀναρίθμητος πληθύς, ἡ τῶν δικαίων, ἱεραρχῶν, πατριαρχῶν καί τῶν λοιπῶν ἁγίων; Ὁ δέ καί ἔχων τόν Χριστόν ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα, πῶς μόνος εἶναι λέγεσθαι δύναται, εἴπατέ μοι; Τῷ γάρ Χριστῷ μου σύνεστιν ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα, καί πῶς μονάζων, ὁ τρισί ὡς ἑνί συνημμένος; Οὐκ ἔστι μόνος ὁ Θεῷ ἑνωθείς, κἄν μονάζῃ, κἄν ἐν ἐρήμῳ κάθηται, κἄν ἐν σπηλαίῳ ἔστιν˙ εἰ δέ μή τοῦτον εὕρηκεν, εἰ δέ μή τοῦτον ἔγνω, εἰ δέ μή τοῦτον ἔλαβεν ὅλον τόν σαρκωθέντα Θεόν Λόγον, οὐ γέγονε μοναχός, οἴμοι, ὅλως. Ὅθεν καί μόνος ἐστί τοῦ Θεοῦ κεχωρισμένος οὗτος, ἀλλά καί ὁ καθείς ἡμῶν ἐσμέν κεχωρισμένοι ἀνθρώπων ἄλλων πάντως γε καί ὀρφανοί δέ ἅπαντες μεμονωμένοι ὦμεν, εἰ καί δοκοῦμεν ἕνωσιν τῇ συνοικήσει ἔχειν καί μετ᾿ ἀλλήλων μίγνυσθαι τῇ τῶν πολλῶν συνάξει. Ψυχῇ γάρ καί τῷ σώματι ἐσμέν κεχωρισμένοι, ὅπερ καί εἶναι ἀληθές ὁ θάνατος δεικνύει, ἀποχωρίζων ἕκαστον συγγενῶν τε καί φίλων καί λήθην πάντων ἐμποιῶν τῶν νῦν ἀγαπωμένων. Οὕτω κάι νύξ καί ὕπνος τε καί πράξεις αἱ ἐν βίῳ τήν ἕνωσιν τήν τῶν πολλῶν ὡς εἰκός διαλύει. Ὁ δέ ποιήσας οὐρανόν δι᾿ ἀρετῆς τήν κέλλαν τήν ἑαυτοῦ, καί ἐν αὐτῇ καθήμενον τόν κτίστην τοῦ οὐρανοῦ τε καί τῆς γῆς κατανοεῖ καί βλέπει καί προσκυνεῖ καί σύνεστιν ἀεί φωτί ἀδύτῳ, φωτί τῷ ἀνεσπέρῳ τε, φωτί τῷ ἀπροσίτῳ, οὗ οὐδαμῶς χωρίζεται, οὐ μακρύνεται ὅλως, οὐκ ἐν ἡμέρᾳ ἤ νυκτί, οὐκ ἐν τροφῇ ἤ πόσει, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἐν ὕπνῳ ἤ ὁδῷ ἤ μεταβάσει τόπου, ἀλλ᾿ ὥσπερ ζῶν οὕτω θανών, μᾶλλον δέ τρανοτέρως ὅλως ἐκείνῳ σύνεστι τῇ ψυχῇ αἰωνίως. Πῶς γάρ καί χωρισθήσεται ἡ νύμφη τοῦ νυμφίου, ἤ ὁ ἀνήρ τῆς γυναικός, ᾗ συνηρμόσθη ἅπαξ; Ὁ νομοθέντης, λέγε μοι, τόν νόμον οὐ φυλάξει; Ὁ εἰρηκώς˙ Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς μίαν σάρκα, πῶς οὐ γενήσεται αὐτός σύν αὐτῇ πνεῦμα ὅλως; Ἐν τῷ ἀνδρί γάρ ἡ γυνή, ἐν γυναικί ἀνήρ δέ, καί ἡ ψυχή ἐν τῷ Θεῷ καί Θεός ἐν ψυχῇ δέ ἑνοῦται καί γνωρίζεται ἐν τοῖς ἁγίοις πᾶσιν. Οὕτως ἑνοῦνται τῷ Θεῷ οἱ διά μετανοίας τάς ἑαυτῶν καθαίροντες ψυχάς ἐν κόσμῳ τῷδε, καί μοναχοί καθίστανται τῶν ἄλλων ὄντες δίχα, οἵ νοῦν Χριστοῦ λαμβάνουσιν, ὅπερ καί στόμα ἔστι καί γλῶσσα ὄντως ἀψευδής, μεθ᾿ ἧς προσομιλοῦσι Πατρί τῷ παντοκράτορι, μεθ᾿ ἧς ἀεί βοῶσιν˙ Ὦ πάτερ, ὦ παμβασιλεῦ, ὦ κτίστα τῶν ἁπάντων! Τούτων ἡ κέλλα οὐρανός, ἥλιος δέ ἐκεῖνοι, καί τό φῶς ἐστιν ἐν αὐτοῖς, τό ἄδυτον καί θεῖον, ὅ καί φωτίζει ἅπαντα ἐρχόμενον ἐν κόσμῳ ἄνθρωπον καί γενόμενον ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Νύξ οὖν οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς˙ πῶς εἰπεῖν σοι οὐκ ἔχω, φρίττω γάρ ταῦτα γράφων σοι καί ἐννοῶν δέ τρέμω, ἀλλά διδάσκω σε τό πῶς ζῶσι καί ποίῳ τρόπῳ οἱ τῷ Θεῷ δουλεύοντες κἀκεῖνον ἀντί πάντων μόνον καί ἀγαπήσαντες, μόνῳ καί ἑνωθέντες καί γεγονότες μοναχοί ὡς μετά μόνου μόνοι, εἰ καί ἐν δήμῳ παμπληθεῖ εἰσίν ἀπειλημένοι. Οὗτοι γάρ ὄντως μοναχοί καί μονάζοντες μόνοι, γυμνοί καί ἐνθυμήσεων καί λογισμῶν παντοίων, μόνον ὁρῶντες τόν Θεόν ἐν νοΐ ἀνεννοίῳ, ἐμπεπηγμένῳ ἐν φωτί, ὥσπερ ἐν τοίχῳ βέλος, ἤ ὡς ἀστήρ ἐν οὐρανῷ, ἤ πῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχω. Ὅμως ὡς ἄλλον φωτεινόν νυμφῶνα κατοικοῦσι τάς κέλλας καί ἐν οὐρανῷ νομίζουσι διάγειν ἤ ἀληθῶς διάγουσι, βλέπε, μή ἀπιστήσῃς! Οὐ γάρ εἰσίν ἐπί τῆς γῆς, εἰ καί τῇ γῇ κρατοῦνται, ἀλλ᾿ ἐν φωτί διάγουσι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ᾧ κατοικοῦσιν ἄγγελοι, ἐφ᾿ ᾧ περιπατοῦσιν, ὑφ᾿ οὗπερ διαρπάζονται ἀρχαί καί ἐξουσίαι, θρόνοι καί κυριότητες πᾶσαι ἐνδυναμοῦνται. Εἰ γάρ καί ἐπαναπαύεται Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις, ἀλλ᾿ ἐν Θεῷ οἱ ἅγιοι ζῶσί τε καί κινοῦνται, βαδίζοντες ἐν τῷ φωτί ὥσπερ ἐπί ἐδάφους. Ὤ θαύματος, ὡς ἄγγελοι καί ὡς υἱοί ὑψίστου ἔσονται μετά θάνατον, θεοί Θεῷ συνόντες, τῷ φύσει ὄντι οἱ αὐτῷ θέσει ὁμοιωθέντες. Τούτων νυνί δέ λείπονται μόνῳ, ὅτι κρατοῦνται τῷ σώματι καί σκέπονται καί καλύπτονται, οἴμοι, ὡς δέσμιοι ἐν φυλακῇ τόν ἥλιον ὁρῶντες καί τάς ἀκτῖνας τάς αὐτοῦ δι᾿ ὀπῆς εἰσιούσας καί μή δυνάμενοι αὐτόν ὅλον κατανοῆσαι ἤ κατιδεῖν τῆς φυλακῆς ἔξωθεν γεγονότες, ἤ παρακύψαντες τρανῶς ἀπιδεῖν εἰς ἀέρα. Καί τοῦτο ἔστιν, ὅ αὐτούς ἀνιᾷ, ὅτι ὅλον οὐ καθορῶσι τόν Χριστόν, εἰ καί ὅλον ὁρῶσιν, οὐδέ δεσμῶν ἰσχύουσι τοῦ σώματος ἐκδῦναι, εἰ καί παθῶν ἀνείθησαν καί πάσης προσπαθείας, ἀλλά κρατοῦνται ὑφ᾿ ἑνός τῶν πολλῶν ἀνεθέντες˙ ὁ γάρ ὑπάρχων ἐν δεσμοῖς πολλοῖς συνδεδεμένος οὐδέ ἐλπίζει τῶν πολλῶν τήν λύσιν εὑρηκέναι, ὁ δέ τά πλεῖστα τῶν δεσμῶν δυνηθείς διακόψαι, κρατούμενος δέ ὑφ᾿ ἑνός πλέον ἀλγεῖ τῶν ἄλλων, καί ἐπισπεύδει καί αὐτοῦ ἀεί ζητεῖ τήν λύσιν, ὅπως ἐλεύθερος φανῇ, ὅπως βαδίζῃ χαίρων, ὅπως ἀπέλθῃ ἐν σπουδῇ, πρός ὅν τόν πόθον εἶχε, δι᾿ ὅν καί τήν ἀπόλυσιν τοῦ δεσμοῦ ἐπεζήτει. Ἐκεῖνον τοίνυν ἅπαντες ζητήσωμεν, τόν μόνον δυνάμενον ἐκ τῶν δεσμῶν ἡμᾶς ἐλευθερῶσαι. Ἐκεῖνον καί ποθήσωμεν, ἐκεῖνον οὗ τό κάλλος πᾶσαν ἐκπλήττει ἔννοιαν, πᾶσαν ἐκπλήττει φρένα, πᾶσαν τιτρώσκει τε ψυχήν καί πτεροῖ πρός ἀγάπην καί συγκολλᾷ καί συνενοῖ τῷ Θεῷ ἀενάως. Ναί, ἀδελφοί μου, δράμετε ταῖς πράξεσι πρός τοῦτον, ναί, φίλοι, διανάστητε, ναί, μή ἀπολειφθῆτε, ναί, μή λαλεῖτε καθ᾿ ἡμῶν ἑαυτούς ἀπατῶντες. Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό Θεῖον Πνεῦμα, μή λέγετε, χωρίς αὐτοῦ δυνατόν τό σωθῆναι, μή οὖν ἀγνώστως τούτου λέγετέ τινα μετέχειν. Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις, μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν, ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις. Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι, ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει, πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα˙ τοῖς δ᾿ ἄλλοις ὄντως τύφλωσις, ἁμαρτημάτων ῥύπος, ὅ καί ἐνταῦθα καί ἐκεῖ θείου φωτός στερήσει καί, μή πλανᾶσθε, τῷ πυρί καί σκότει παραπέμψει. Ἴδετε, φίλοι, ποταπός ὡραῖος ὁ Δεσπότης! Ναί, μή καμμύσητε τόν νοῦν πρός τήν γῆν ἀφορῶντες, ναί, μή φροντίσι τῶν ἐν γῇ πραγμάτων καί χρημάτων, ἐπιθυμίᾳ δόξης τε κρατηθῆτε καί τοῦτον ἐγκαταλείψετε, τό φῶς ζωῆς τῆς αἰωνίου! Ναί, φίλοι, δεῦτε μετ᾿ ἐμοῦ, συνεπάρθητε δή μοι, οὐ σώματι, ἀλλά νοΐ καί ψυχῇ καί καρδίᾳ, ἐν ταπεινώσει κράζοντες πρός τόν καλόν Δεσπότην, τόν φιλοικτίρμονα Θεόν, τόν φιλάνθρωπον μόνον. Καί πάντως εἰσακούσεται καί πάντως ἐλεήσει καί πάντως ἀποκαλυφθῇ καί πάντως ἐμφανίσει καί φῶς ἡμῖν τό ἑαυτόῦ φαιδρόν καθυποδείξει. Τί κατοκνεῖτε ταπεινοί, τί καταρρᾳθυμεῖτε, τί προτιμᾶσθε ἄνεσιν τοῦ σώματος καί δόξαν, τίν ἄτιμον καί ἄδοξον, τήν κενήν καί ματαίαν; Τί λέγετε ἀμέριμνον τόν ἐνάρετον βίον; Οὐκ ἔστιν οὕτως, ἀδελφοί, οὐκ ἔστι, μή πλανᾶσθε, ἀλλ᾿ ὡς οἱ βίον ἔχοντες καί γυναῖκα καί τέκνα καί πλούτου ἐφιέμενοι καί δόξης τῆς προσκαίρου σπουδάζουσι καί τρέχουσι τό δοκοῦν ἐκπληρῶσαι, οὕτω καί πᾶς μετανοῶν καί πᾶς Θεῷ δουλεύων ὀφείλει σπεύδειν καί ἀεί ἐμμέριμνος ὑπάρχειν, ὅπως εὐπρόσδεκτος αὐτοῦ ἡ μετάνοια ἔσται καί ἡ δουλεία γένηται εὐάρεστος τελεία, καί τότε ὅλως τῷ Θεῷ οἰκειωθείς ἐκ τούτων ὅλος ἑνοῦται καί αὐτόν κατά πρόσωπον βλέπει καί παρρησίαν πρός αὐτόν ἀναλόγως λαμβάνει, καθ᾿ ὅσον σπεύδει τό αὐτοῦ θέλημα ἐκπληρῶσαι, ὅπερ ἀξιωθείημεν καί ἡμεῖς τοῦ ποιῆσαι καί τοῦ ἐλέους μετασχεῖν μετά πάντων ἁγίων, νῦν μέν καθ᾿ ὅσον ἐφικτόν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἐκεῖ δέ ὅλον τόν Χριστόν, ὅλον τό Θεῖον Πνεῦμα, ἐν τῷ Πατρί ληψόμεθα εἰς αἰῶνας αἰώνων˙ ἀμήν.

 

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

 

agios symewn o neos theologos 01


Νῦν ἐν τοῖς ζῶσιν ὡς νεκρός, ὦ Δέσποτα, ὑπάρχω καί ἐν νεκροῖς ὡς ζῶν εἰμι, ἄθλιος ὑπέρ πάντας ἀνθρώπους τούς ἐπί τῆς γῆς, οὕς ἔκτισας, Θεέ μου. Τό γάρ νεκρόν ὑπάρχειν με ἐν τοῖς κατά σε ζῶσι τῶν μή κτισθέντων χείρω με ἀποδείκνυσι πάντως, τό δ᾿ ἐν νεκροῖς τήν ἄλογον ζωήν ζῆν ὡς τά κτήνη τῶν μή εἰδότων σε Θεόν ὅμοιον ὄντως πέλει. Πῶς γάρ οὐκ ἔστιν ὅμοιον, πῶς δέ οὐκ ἔστιν ἶσον; Εἰ καί δοκῶ εἰδέναι σε, εἰ καί δοκῶ πιστεύειν, εἰ καί δοκῶ σε ἀνυμνεῖν καί σέ ἐπικαλεῖσθαι- καί γάρ λαλεῖ τό στόμα μου λόγους, οὕς ἐδιδάχθην, καί ὕμνους ᾄδω καί εὐχάς, ἅς ἐγγράφως οἱ πάλαι τό Πνεῦμά σου τό Ἅγιον ἐξέθεντο λαβόντες,- καί λέγων ταῦτα καί δοκῶν μέγα τι πεπραχέναι ἀναισθητῶ καί ἀγνοῶ, ὅτι ὥσπερ οἱ παῖδες μανθάνοντες οὐκ ἴσασι τήν δύναμιν τῶν λόγων, οὕτως κἀγώ ταῖς προσευχαῖς καί ψαλμοῖς τε καί ὕμνοις ἐγκαρτερῶν καί ἀνυμνῶν σέ τόν εὔσπλαγχνον μόνον, τῆς σῆς δόξης καί τοῦ φωτός αἴσθησιν οὐ λαμβάνω, καί ὥσπερ οἱ αἱρετικοί, οἱ πολλά ἐκμαθόντες, ἐδόκουν τοῦ εἰδέναι σε, ἐδόκουν σέ γινώσκειν, ἐδόκουν οἱ πανάθλιοι καί βλέπειν σε, Θεέ μου, οὕτω κἀγώ πολλάς εὐχάς καί πολλάς ψαλμῳδίας λαλῶν ἐν μόνῃ γλώσσῃ μου, ἴσως δέ καί καρδίᾳ, ἐκ τούτων τό τῆς πίστεως ἄκρον ἔχειν νομίζω, ἐκ τούτων τήν ἐπίγνωσιν πᾶσαν τῆς ἀληθείας οἴομαι τό καταλαβεῖν καί μηδέν πλέον χρῄζειν˙ ἐκ τούτων κάί τό βλέπειν σε, τό φῶς τοῦ κόσμου, Σῶτερ, ἐκ τούτων καί κατέχειν σε καί συνεῖναί μοι λέγω καί συμμετέχειν φύσεως τῆς θείας σου νομίζω, καί κατ᾿ ἐμοῦ παραβολάς ἐφευρίσκω καί λόγους ἀνερευνῶν ἐκ τῆς γραφῆς προβάλλομαι καί λέγω˙ Ὁ Κύριος τούς τρώγοντας εἶπεν αὐτοῦ τήν σάρκα καί τούς τό αἷμα πίνοντας ἐν αὐτῷ καταμένειν, ἀλλά καί κατοικεῖν αὐτός ἐν αὐτοῖς ὁ Δεσπότης. Τοῦτο οὖν λέγων ὡς ληπτόν τόν ἄληπτον κηρύττω, ἐν τῷ ληπτῷ τοῦ σώματος τόν ἄληπτον ὑπάρχειν, καί κρατητόν καί ὁρατόν τόν ἀκράτητον πάντῃ. Καί ἀγνοῶ, ὁ δυστυχής, ὅτι ἐν οἷς ἄν θέλῃς, τῷ αἰσθητῷ καί κρατητῷ καί ὁρατῷ ὑπάρχεις, αἰσθητός τε καί κρατητός καί ὁρατός, ὁ κτίστης. Ἐν ἀκαθάρτοις δ᾿ ὡς ἐγώ καί ἀναξίοις μᾶλλον θεοποιεῖς τό αἰσθητόν σῶμα σοῦ τε καί αἷμα καί παντελῶς ἀκράτητον, ἄληπτόν τε εἰς ἅπαν ἀναλλοιώτως ἀλοιοῖς, μᾶλλον δ᾿ ἐν ἀληθείᾳ πνευματικόν μεταποιεῖς, ἀόρατον, ὡς πάλαι συγκεκλεισμένων τῶν θυρῶν εἰσῆλθες καί ἐξῆλθες καί ἄφαντος ἐξ ὀφθαλμῶν ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου ἐγένου σύ τῶν μαθητῶν, οὕτω καί νῦν τόν ἄρτον ἀποτελεῖς καί σῶμα σου πνευματικόν ἐργάζῃ. Κἀγώ δοκῶ κατέχειν σε, κἄν θέλῃς, κἄν μή θέλῃς, καί κοινωνῶν τῆς σῆς σαρκός καί σοῦ μεταλαμβάνειν νομίζω καί διάκειμαι ὡς ἅγιος, Χριστέ μου, καί κληρονόμος τοῦ Θεοῦ καί σός συγκληρονόμος καί ἀδελφός καί μέτοχος δόξης τῆς αἰωνίου. Ἐκ τούτου τοίνυν δείκνυμαι ἀναισθητῶν εἰς ἅπαν, ἐκ τούτου πάντως φαίνεται ἀγνοεῖν με, ἅ ψάλλω, καί ἅ λαλῶ καί ἅ ἀεί μελετῶ τε καί ᾅδω. Εἰ γάρ ὅλως ἐγίνωσκον, εἶχον πάντως εἰδέναι, ὅτι ἀτρέπτως ἄνθρωπος ἐγένου, ὁ Θεός μου, ἵνα τόν προσληφθέντα με ὅλον θεοποιήσῃς, οὐχί δέ ἵνα ἄνθρωπος σύ παχύτητι μείνῃς καί κρατηθῇς ἐν τῇ φθορᾷ, ὁ ἀκράτητος πάντῃ, ὁ ἄφθαρτος καί ἄληπτος φύσει Θεός ὑπάρχων. Τοῦτο εἰδώς ὡς ἄληπτον τό σῶμά σου τό θεῖον καί αἷμά σου τό ἅγιον πιστεύων γεγενῆσθαι καί πῦρ ὄντως ἀπρόσιτον ἐμοί τῷ ἀναξίῳ, φρίκῃ καί φόβῳ, τρόμῳ τε τούτων ἄν ἐκοινώνουν, ἐν δάκρυσι καί στεναγμοῖς ἐμαυτόν προκαθαίρων. Νῦν δέ ἐν σκότει κάθημαι καί ἀγνοίᾳ, πλανῶμαι, ἀναισθησίᾳ παντελεῖ κρατούμενος ὁ τάλας. Ἀλλ᾿ ὅμως ἱκευτεύω σε, ὅμως ἐκδυσωπῶ σε, προσπίπτων καί παρακαλῶν καί ζητῶν σου τό ἔλεος˙ Ἐπίβλεψον ὡς πάντοτε καί νῦν, παμβασιλεῦ μου, δεῖξον τήν εὐσπλαγχνίαν σου, δεῖξον τό συμπαθές σου, δεῖξον τό ἀμνησίκακον εἰς ἐμέ τόν τελώνην, μᾶλλον δέ τόν πανάσωτον, τόν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν ἀλόγων τε καί λογικῶν εἰς σέ ἐξαμαρτόντα. Εἰ γάρ καί πάντα πέπραχα ἄνομα ἐν τῷ βίῳ, ἀλλά Θεόν σε, ποιητήν ὁμολογῶ τῶν πάντων, Θεοῦ Υἱόν σε, τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιον σέβω, τόν γεννηθέντα ἐξ αὐτοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων καί ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν καιρῶν ἐξ ἁγίας Παρθένου, τῆς Θεοτόκου Μαριάμ γεννηθέντα ὡς βρέφος καί γεγονότα ἄνθρωπον, δι᾿ ἐμέ τε παθόντα καί σταυρωθέντα καί ταφῇ, Σῶτερ, παραδοθέντα καί ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν μετά τρίτην ἡμέραν καί ἀνελθόντα ἐν σαρκί, ὅθεν οὐκ ἐχωρίσθης. Οὕτως οὖν με πιστεύοντα, οὕτως σε προσκυνοῦντα καί πάλιν σε ἐλπίζοντα ἐλθεῖν καί κρῖναι πάντας καί ἀποδοῦναι ἑκάστῳ, Χριστέ, τά κατ᾿ ἀξίαν, ἡ πίστις ἀντί ἔργων μοι λογισθήτω, Θεέ μου, καί μή ζητήσῃς ἔργα με ὅλως τά δικαιοῦντα, ἀλλά ἡ πίστις μοι αὕτη ἀντί πάντων ἀρκέσει. Αὕτη ἀπολογήσεται, αὕτη με δικαιώσει, αὕτη με δείξει κοινωνόν δόξης σου αἰωνίου. Ὁ γάρ πιστεύων, εἴρηκας, εἰς ἐμέ, ὦ Χριστέ μου, ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον εἰς αἰῶνας. Εἰ οὖν ἡ πίστις ἡ εἰς σέ ἀπεγνωσμένους σῴζει, ἰδού, πιστεύω, σῶσόν με λάμψας φῶς σου τό θεῖον, καί τήν ἐν σκότει μου ψυχήν καί σκιᾷ τοῦ θανάτου κατεχομένην, Δέσποτα, ἐπιφανείς φωτίσῃς. Δός δέ μοι καί κατάνυξιν, πόμα τό ζωηρόν σου, πόμα πιαῖνόν μου σαρκός καί ψυχῆς τάς αἰσθήσεις, πόμα εὐφραῖνόν με ἀεί καί ζωήν μοι παρέχον, οὗ μή στερήσῃς με, Χριστέ, τόν ταπεινόν καί ξένον, τόν τάς ἐλπίδας ἐπί σέ ἀναθέμενον πάσας.

 

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

 

agios symewn o neos theologos 01


Πῶς διαγράψω, Δέσποτα, προσώπου σου τήν θέαν, πῶς εἴπω τήν ἀνέκφραστον θεωρίαν τοῦ κάλλους; Πῶς ὅν ὁ κόσμος οὐ χωρεῖ, γλώσσης φθογγή χωρήσει, πῶς τις ἐκφράσαι δυνηθῇ τήν σήν φιαλνθρωπίαν; Καθήμενος γάρ ἐν φωτί λαμπάδος μοι φαινούσης καί φωτιζούσης τῆς νυκτός τόν ζόφον καί τό σκότος ἐδόκουν εἶναι ἐν φωτί προσέχων ἀναγνώσει, λέξεις τε οἷα ἐρευνῶν καί σκοπῶν τάς συντάξεις. Ὠς οὖν ὑπῆρχον, Δέσποτα, ἀδολεσχῶν ἐν τούτοις, αἴφνης ἐφάνης ἄνωθεν πολύ μείζων ἡλίου καί ἔλαμψας ἐξ οὐρανῶν μέχρις ἐμῆς καρδίας. Τά δ᾿ ἄλλα πάντα ὡς βαθύ σκότος εἶναι ἐώρων, στῦλος δέ μέσον φωτεινός, ὅλον τεμών ἀέρα διῆκεν ἐκ τῶν οὐρανῶν ἕως ἐμοῦ τοῦ τάλα. Εὐθύς ἐπελαθόμην δέ φωτός τοῦ λυχνιαίου, οἰκίας ἠμνημόνησα ὅτι ἐντός ὐπάρχω, ἐν τῷ δοκεῖν ἀέρι δέ τοῦ σκότους ἐκαθήμην, πλήν καί τοῦ σώματος αὐτοῦ λήθην ἔσχον εἰς ἅπαν. Ἐλάλουν σοι καί νῦν λαλῶ ἐκ βάθους μου καρδίας˙ Ἐλέησόν με, Δέσποτα, ἐλέησόν με, μόνε, τόν μηδαμῶς μηδέποτε δουλεύσαντά σοι, Σῶτερ, ἀλλά σε παροργίζοντα ἐκ νέας ἡλικίας. Πᾶσαν μετῆλθον σαρκικήν καί ψυχικήν κακίαν καί ἁμαρτίας ἔπραξα ἀμετρήτους, ἀτόπους, ὑπέρ ἀνθρώπους ἅπαντας, ὑπέρ ἄλογα πάντα, ἑρπετά καί θηρία τε πάντα ὑπερνίκησας. Εἰς ἐμέ οὖν τό ἔλεος χρεία ἐνδείξασθαί σε, τόν καί ἐξαμαρτήσαντα ὑπέρ πάντας ἀφρόνως. Μή χρῄζειν γάρ ἐλάλησας σύ αὐτός ἰατρείας τούς ὑγιαίνοντας, Χριστέ, ἀλλά τούς ἀσθενοῦντας˙ διό ὡς ἀσθενοῦντά με πολλά καί ἀμελοῦντα οὕτως πολύ τό ἔλεος ἐπίχεέ μοι, Λόγε! Ἀλλ᾿ ὤ φωτός γαυρίαμα, ἀλλ᾿ ὤ πυρός κινήσεις ἀλλ᾿ ὤ φλογός περιδρομαί ἐν ἐμοί τῷ ἀθλίῳ παρά σῆς σῆς καί παρά σοῦ ἐνεργούμεναι δόξης! Δόξαν δ᾿ ἐγώ τό Πνεῦμά σου ἐπίσταμαι καί λέγω, τό Ἅγιον, τό συμφυές καί ὁμότιμον, Λόγε, ὁμογενές, ὁμόδοξον, ὁμοούσιον, μόνον τῷ σῷ Πατρί καί σοί, Χριστέ, ὦ Θεέ τῶν ἁπάντων. Σοί προσκυνῶν εὐχαριστῶ, ὅτι ἠξίωσάς με, κἄν ποσῶς ἐπιγνῶναί σου θεότητος τό κράτος. Εὐχαριστῶ, ὅτι αὐτός καθημένῳ ἐν σκότει ἀπεκαλύφθης μοι, ἔλαμψας, ἰδεῖν ἠξίωσάς με τό φῶς τό τοῦ προσώπου σου, τό ἄστεκτον τοῖς πᾶσιν. Ἔμεινα καθεζόμενος ἐν σκότει μέσον, οἶδα, μέσον δέ τούτου ὄντι μοι κεκαλυμμένῳ σκότει ἐφάνης φῶς, ἐφώτισας ὅλον ὅλῳ φωτί με καί γέγονα φῶς ἐν νυκτί, μέσον σκότους τυγχάνων. Οὔτε τό σκότος τό σόν φῶς κατέλαβεν εἰς ἅπαν, οὔτε τό φῶς ἐδίωξε τό ὁρώμενον σκότος, ἀλλ᾿ ἀναμίξ, ἀσύγχυτα πάντῃ μεμερισμένα μακράν ἀλλήλων, ὡς εἰκός, οὐ κεκραμένα ὅλως, πλήν ἐν ταὐτῷ τά σύμπαντα πληροῦσιν, ὡς νομίζω. Οὕτως εἰμί ἐν τῷ φωτί, μέσον τυγχάνων σκότους, οὕτως ἐν σκότει πάλιν δέ μέσον φωτός διάγων, ἰδού καί μέσον ἐν φωτί, ἰδού καί μέσον σκότους˙ καί λέγω˙ τίς ἐν σκότει μοι φῶς εὑρεῖν μέσον δώσει, ὅ οὐ χωρεῖ εἰσδέξασθαι; Πῶς γάρ χωρήσει σκότος φῶς ἐντός καί μή φεύξεται, ἀλλά μενεῖ ἐν μέσῳ φωτός τό σκότος; Ὤ φρικτοῦ θαύματος,ὁρωμένου διττῶς διττοῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς, σώματος καί ψυχῆς τε! Ἄκουε ἄρτι˙ τά φρικτά διττοῦ Θεοῦ σοι λέγω καί ὡς πρός ἄνθρωπον διττόν ἐμέ γεγενημένα! Ἀνέλαβε τήν σάρκα μου καί δέδωκέ μοι πνεῦμα, καί γέγονα κἀγώ Θεός τῇ χάριτι τῇ θείᾳ, θέσει υἱός πλήν τοῦ Θεοῦ, ὤ ἀξίας, ὤ δόξης! Ὡς ἄνθρωπος λυπούμενος ἐμαυτόν ταλανίζω καί τήν ἐμήν ἀσθένειαν κατανοῶ καί στένω, καί ζῆν ὅλως ἀνάξιος ὑπάρχω, ὡς εὖ οἶδα, ἐκείνου δέ τῇ χάριτι θαρρῶν, κατανοῶν τε τό κάλλος, ὅ μοι δέδωκεν, ἐπιτέρπομαι βλέπων. Ὡς μέν οὖν ἄνθρωπος οἶδα μηδέν ὁρᾶν τῶν θείων, καί ἀοράτων παντελῶς εἰμί κεχωρισμένος, τῇ δέ υἱοθεσίᾳ με Θεόν γεγενημένον καί καθορῶ καί κοινωνός γίνομαι τῶν ἀψαύστων. Ὡς ἄνθρωπος οὐδέν ἔχων τῶν ὑψηλῶν καί θείων, ὡς δέ Θεοῦ χρηστότητι νυνί ἐλεημένος ἔχω Χριστόν, τόν Κύριον, τῶν πάντων εὐεργέτην. Διό καί πάλιν, Δέσποτα, δεόμενος προσπίπτω˙ μή ἀποτύχω τῶν ἐν σοί ἐλπίδων μου μηδόλως, διαγωγῆς τε καί τιμῆς, δόξης καί βασιλείας, ἀλλ᾿ ὥσπερ νῦν ὁρᾶσθαί μοι κατηξίωσας, Σῶτερ, οὕτω καί μετά θάνατον παράσχου μοι σε βλέπειν. Οὐ λέγω πόσον, εὔσπλαγχνε, ἀλλ᾿ εὐμενῶς, εὐσπλάγχνως ἱλέῳ σου τῷ ὄμματι, ὡς καί νῦν καθορᾷς με καί τῆς χαρᾶς σου ἐμπιπλᾷς καί γλυκύτητος θείας. Ναί, ποιητά καί πλάστα μου, σκέπασόν με χειρί σου, καί μή ἐγκαταλίπῃς με, ναί, μή μνησικακήσῃς! Ἀγνωμοσύνην μου πολλήν, Δέσποτα, μή σταθμίσῃς, ἀλλά ἀξίωσον κἀμέ φωτί σου μέχρι τέλους καί τῇ ὁδῷ τῶν ἐντολῶν ἀόκνως πορευθῆναι καί ἐν αὐτῷ σου τῷ φωτί τῶν χειρῶν, πανοικτίρμον, παραθεῖναι τό πνεῦμά μου, λυτρούμενος ἐχθρῶν με, σκότους, πυρός, κολάσεων τῶν αἰωνίων, Λόγε! Ναί, ὁ πολύς ἐν οἰκτιρμοῖς, ἄφατος ἐν ἐλέει, ἀξίωσον εἰς χεῖράς σου παραδοῦναι ψυχήν μου, καθώς καί νῦν ἐν τῇ χειρί τῇ σῇ, Σῶτερ, τυγχάνω. Μή οὖν παρεμποδίσῃ μου τήν ὁδόν ἁμαρτία, μή περικόψῃ, μή τῆς σῆς ἀποσπάσῃ χειρός με, ἀλλ᾿ αἰσχυνθήτω ὁ δεινός ἄρχων καί ψυχοφθόρος ἐντός παλάμης, Δέσποτα, τῆς σῆς ὄντα με βλέπων, καθά καί νῦν οὐδέ τολμᾷ πλησίον μου γενέσθαι ὁρῶν ὑπό τῆς χάριτος τῆς σῆς σκεπόμενόν με! Μή κατακρίνῃς με, Χριστέ, μή εἰς ᾅδην ἀπώσῃ, μή καταγάγῃς εἰς βυθόν θανάτου τήν ψυχήν μου, ὅτι τολμῶν τό ὄνομα τό σόν κατονομάζειν, ὁ ῥυπαρός, ὁ μιαρός καί βέβηλος εἰς ἅπαν˙ μή χάνῃ γῆ καί καταπίῃ με, Λόγε, τόν παραβάτην, τόν μηδέ ζῆν, μηδέ λαλεῖν ὅλως ἄξιον ὄντα. Μή πῦρ κατέλθῃ ἐπ᾿ ἐμέ καί ἐκλείξῃ με ἄφνω, ὡς μή Κύριε ἐλέησον! εἰπεῖν συγχωρηθέντα, μή ὁ πολύς ἐν οἰκτιρμοῖς, ὁ φιλάνθρωπος φύσει, μή εἰσελθεῖν θελήσειας μετ᾿ ἐμοῦ τοῦ κριθῆναι. Τί γάρ καί ὅλως φθέγξομαι, ὑπάρχων ἁμαρτία, τί οὖν καί εἴποιμι ποσῶς, ὁ κατακεκριμένος, ὁ ἐκ κοιλίας μου μητρός ἀμέτρητά σοι πταίσας καί μέχρι νῦν ἀναισθητῶν πρός σήν μακροθυμίαν, ὁ μυριάκις εἰς βυθόν κατενεχθείς τοῦ ᾅδου κἀκεῖθεν ἀγαθότητι ἀνελκυσθείς σου θείᾳ, ὁ μέλη καί τάς σάρκας μου ψυχῆς καί σώματός τε καταρρυπώσας, ὡς οὐδείς ἄλλος τῶν ἐν τῷ βίῳ, ὁ μανικός τῶν ἡδονῶν ἐραστής ἀναίσχυντος καί πονηρός καί δόλιος τῇ ψυχικῇ κακίᾳ, ὁ μίαν σου ὅλως, Χριστέ, ἐντολήν μή φυλάξας; Τί σοι ἀπολογήσομαι, τί δέ σε καί προσείπω, ποίᾳ ψυχῇ βαστάσω σου ἐλέγχους, ὦ Θεέ μου; Εἰ ἀνομίας τάς ἐμάς καί τάς πράξεις γυμνώσεις, ὦ βασιλεῦ ἀθάνατε, μή δείξῃς πᾶσι ταύτας, ὅτι φρίττω ἐννοῶν ἔργα νεότητός μου, τό δέ εἰπεῖν φρίκης μεστόν, ἀνάπλεων αἰσχύνης. Εἰ γάρ ταῦτα θελήσειας ἐκκαλύψαι τοῖς πᾶσι, χεῖρον πάσης κολάσεως ἡ ἐντροπή μου ἔσται. Τίς γάρ τάς ἀσελγείας μου, τίς δέ τάς ἀσωτίας, τίς τούς βέβηλους ἀσπασμούς, τίς τάς αἰσχράς μου πράξεις, ἐν αἷς καί νῦν μολύνομαι, ταύτας ἐν νῷ λαμβάνων, ἰδών οὐκ ἐκπλαγήσεται, ἰδών ὅλως οὐ φρίξει, ἰδών οὐ κράξει, καί εὐθύς ἀποστραφῇ τάς ὄψεις καί˙ Ἆρον, εἴπῃ, Δέσποτα, τόν παμβέβηλον τοῦτον; Χεῖρας δεθῆναι πρόσταξον καί πόδας τοῦ ἀθλίου καί ἐμβληθῆναι εἰς τό πῦρ τό ζοφῶδες ἐν τάχει, μή καθορᾶται παρ᾿ ἡμῶν τῶν σῶν γνησίων δούλων. Ὄντως ἀξίως, Δέσποτα, ὄντως δικαίως τοῦτο κἀκεῖνοι πάντες φθέγξονται καί σύ αὐτός ποιήσεις, καί εἰς τό πῦρ βληθήσομαι, ὁ ἄσωτος καί πόρνος. Ἀλλ᾿, ὁ ἀσώτους κατελθών καί πόρνους σύ τοῦ σῶσαι, μή καταισχύνῃς με, Χριστέ, ἐν ἡμέρᾳ τῆς δίκης, ὅτε τά πρόβατα τά σά ἐκ δεξιῶν σου στήσεις κἀμέ καί τά ἐρίφια ἐκ τῶν ἀριστερῶν σου, ἀλλά τό φῶς τό ἄχραντον, τό φῶς τοῦ σοῦ προσώπου τά ἔργα καλυψάτω μου καί γύμνωσιν ψυχῆς μου καί στολισάτω με φαιδρῶς, ἵνα ἐν παρρησίᾳ ἀνεπαισχύντως δεξιοῖς καταλεγῶ προβάτοις καί σύν αὐτοῖς δοξάσω σε εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

 

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

 

agios symewn o neos theologos 01


Δίδου μοι, Χριστέ, καταφιλεῖν σούς πόδας. Δίδου μοι τάς σάς κατασπάζεσθαι χεῖρας, χεῖρας τάς ἐμέ λόγῳ παραγαγούσας, χεῖρας τάς πάντα κτισάσας ἀκαμάτως. Δίδου μοι βλέπειν τό πρόσωπόν σου, Λόγε, καί ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους καί κατανοεῖν καί τρυφᾶν σου τῆς θέας, θέας ἀρρήτου, θέας τῆς ἀθεάτου, θέας τῆς φρικτῆς, ὅμως δίδου μοοι λέγειν τάς ἐνεργείας αὐτῆς, οὐ τήν οὐσίαν. Ὑπέρ φύσιν γάρ, ὑπέρ ουσίαν πᾶσαν ἧς ὅλος αὐτός, ὁ Θεός μου καί κτίστης. Ἡ δέ ἀπαυγή τῆς δόξης σου τῆς θείας φῶς ἁπλοῦν ἡμῖν, φῶς γλυκύ καθορᾶται, φῶς ἀποκαλύπτεται, φῶς συνενοῦται ὅλον, ὡς οἶμαι, ὅλοις ἡμῖν σοῖς δούλοις, φῶς πνευματικῶς βλεπόμενον μακρόθεν, φῶς ἐντός ἡμῶν εὑρισκόμενον αἴφνης, φῶς ὡσεί ὕδωρ βρύον, ὡς πῦρ τε φλέγον τῆς, ἧσπερ πάντως καθάψεται, καρδίας˙ ἐξ οὗπερ ἔγνων προληφθεῖσαν, Σωτήρ μου, τήν ταλαίπωρον καί ταπεινήν ψυχήν μου καί φλεγομένην καί κατακαιομένην. Πῦρ προσλαβόν γάρ φρυγανώδους οὐσίας πῶς οὐ φλέξειε, πῶς ἄν οὐ καταναλώσῃ, πῶς οὐκ ἐμποιήσειεν ἀφύκτους πόνους; Ὅμως ἀνάψαν, δός μοι τοῦ λέγειν, Σῶτερ, ἄφραστον εἶδος κάλλους ὡραιοτάτου δείκνυσι καί τέρπει με καί πόθου φλόγα ἄστεκτον ἐργάζεται˙ καί πῶς ὑποίσω, πῶς ὑπενέγκω, πῶς ὅλως δέ βαστάσω, ἤ πῶς ἐξείπω τό μέγα θαῦμα τοῦτο, τό γινόμενον ἐν ἐμοί τῷ ἀσώτῳ; Οὐ γάρ σιωπᾶν ὑποφέρω, Θεέ μου, καί λήθης βυθοῖς συγκαλύπτειν τά ἔργα ἅ ἐποίησας καί ποιεῖς καθ᾿ ἑκάστην μετά τῶν θερμῶς ἀεί σε ἐκζητούντων καί μετανοίᾳ πρός σέ καταφευγόντων, ἵνα μή κἀγώ, ὡς τό τάλαντον κρύψας δοῦλος πονηρός, κατακριθῶ δικαίως, ἀλλ᾿ ἐκκαλύπτων ταῦτα τοῖς πᾶσι λέγω καί τά περί σοῦ καί τῆς σῆς εὐσπλαγχνίας γραφῇ παραδίδωμι καί διηγοῦμαι ταῖς μετέπειτα γενεαῖς, ὦ Θεέ μου, ὅπως μαθόντες τό πολύ ἔλεός σου, ὅ ἐνεδείξω εἰς ἐμέ καί δεικνύεις, τόν πρίν ἄσωτον, τόν ἀκάθαρτον μόνον, τόν ὑπέρ πάντας πλέον ἐξαμαρτάνοντα, μηδείς διστάσῃ, ἀλλά μᾶλλον ποθήσῃ, μή δειλιάσῃ, ἀλλά χαίρων προσέλθῃ, μηδέ φοβηθῇ, ἀλλά μᾶλλον θαρρήσῃ πέλαγος ὁρῶν τῆς σῆς φιλανθρωπίας καί προσδράμῃ τε καί προσπέσῃ καί κλαύσῃ, καί τῶν πταισμάτων ἀπολήψεται λύσιν λέγων ἐν αὐτῷ ὡς ἀληθῶς, Θεέ μου˙ Εἰ τόν πάγκακον καί παμπόνηρον τοῦτον καί πανάσωτον ἠλέησεν ὁ κτίστης, ὑπέρ ἅπαντας ἀνθρώπους ἁμαρτόντα, πῶς οὐκ ἄν ἐμέ μειζόνως ἐλεήσῃ, τόν φειδομένως ποςῶς ἐξαμαρτόντα καί τάς ἐντολάς οὐ πάσας παραβάντα; Ἵν᾿ οὖν εἰδῶσι καί πλῆθος τῶν κακῶν μου, ὧδε λέξοιμι, οὐ πάντα πάντως, Λόγε, ἀναρίθμητα καί γάρ ὑπέρ ἀστέρας, ὑπέρ σταγόνας ὑετοῦ καί θαλάσσης ψάμμον, κυμάτων πλῆθος κυμαινομένων, ἀλλ᾿ ἅπερ βίβλος φέρει τοῦ συνειδότος καί ἀποθῆκαι περιέχουσι μνήμης τά δ᾿ ἄλλα μόνος ἀριθμεῖν αὐτός οἶδας. Γέγονα φονεύς, ἀκούσατε οἱ πάντες, ἵνα κλαύσητε συμπαθῶς, τόν δέ τρόπον εἴασα, λόγου παραιτούμενος μῆκος. Γέγονα, οἴμοι, καί μοιχός τῇ καρδίᾳ καί σοδομίτης ἔργῳ καί προαιρέσει. Γέγονα πόρνος, μάγος καί παιδοφθόρος, ἐπίορκος ὀμότης καί πλεονέκτης, κλέπτης, ψεύστης τε καί ἀναιδής, ἅρπαξ – φεῦ μοι – φιλάργυρός τε, ἰταμός τε καί πάσης ἄλλης κακίας εἶδος διεπραξάμην. Ναί, πιστεύσατε, ἀληθῶς λέγω ταῦτα καί οὐ πλάσματι, οὐδέ σεσοφισμένως! Τίς οὖν ἀκούσας ταῦτα οὐκ ἐκπλαγείη, οὐ θαυμάσειε τήν σήν μακροθυμίαν, ὦ φιλάνθρωπε, οὐ θαμβηθῇ καί λέξει˙ Πῶς οὐ διέστη γῆ φυγοῦσα τοῦ φέρειν, ἐπί τοῦ νώτου μή στέγουσα τόν τάλαν, καί ζῶντα τοῦτον κατήγαγεν εἰς ᾅδην; Σκηπτός ἄνωθεν πως δέ οὐ κατενέχθη καί ἀνάλωσε τόν παραβάτην τοῦτον; Πῶς δέ οὐρανός οὐ συνέπεσεν ἅμα καί συνεσβέσθη ἥλιος καί τά ἄστρα ἐπί τῷ οὕτως καταπεφρονηκότι; Ὤ τῆς σῆς αὖθις ἀνοχῆς, εἴπῃ, Σῶτερ, καί τῆς ἀγαθότητος καί τοῦ ἐλέους! Ὄντως γάρ εἰσιν ὑπέρ συγγνώμην πᾶσαν αἱ πράξεις αὗται τοῦ παναθλίου τούτου, ἅς ὁ ἀκούων πᾶς τις ἀναβοήσει˙ τοῦτον ἡ δίκη ἄρα εἴασε ζῶντα; Καί πῶς δικαία οὖσα κἄν ὅλως τοῦτον εἶναι κατεδέξατο ἐν γῇ τῶν ζώντων; Εἰ δ᾿ ὑπολάβοι ψευδῆ με ἴσως γράψαι, τούτῳ τήν συγχώρησιν δός ὡς οἰκτίρμων˙ ἀγνοῶν γάρ σου τό μακρόθυμον, Σῶτερ, καί τήν ἄβυσσον τῆς σῆς φιλανθρωπίας, καί τῶν ἔργων μου τά ἄτοπα ἀκούσας τήν ψῆφον ἐξήνεγκε δικαίως ταύτην. Εἰ τοῦτον, λέγων, ἀνεύθυνον ἡ δίκη καταλέλοιπε, λοιπόν κρίσις οὐκ ἔστι. Σύ δέ μάλιστα, ὅτι μέλλεις τοῦ κρῖναι, νῦν μακροθυμεῖς διά τοῦτο, Θεέ μου˙ θέλεις γάρ πάντως τήν πάντων σωτηρίαν, τήν μετάνοιαν ἐκδεχόμενος τούτων τήν ἐκ τῶν ἔργων, ἀνοχῇ σου δικαίᾳ. Δικαίου καί γάρ οὐ τούς πίπτοντας παίειν, χεῖρα δέ μᾶλλον πάντως ὀρέγειν τούτοις, ὅπερ ποιῶν σύ, ὁ καλός μου Δεσπότης, οὐκ ἐνέλιπες οὐδέ ποτε ἐλλείψεις. Ὁ βίος πάλη πάντων ἀνθρώπων πέλει, δοῦλοι δέ πάντες ἄνθρωποι σοῦ, τοῦ κτίστου˙ ἔχομεν δ᾿ ὅμως μικροί τε καί μεγάλοι ἔχθρούς ἀσπόνδους, ἄρχοντας τούς τοῦ σκότους. Εἰ μή οὖν αὐτός ὀρέξεις μᾶλλον χεῖρα, ἀλλ᾿ αὐτούς ἡμῶν κατισχύσει ἀφήσεις, ποῦ τό δίκαιον, ποῦ τό φιλάνθρωπόν σου; Δοῦλοι γάρ ἡμεῖς γεγόναμεν ἐκείνου ἰδίᾳ γνώμῃ, ἰδίᾳ προαιρέσει, αὐτός δέ ἡμᾶς ἐλθών ἐξηγοράσω τῷ ἀχράντῳ σου αἵματι καί τιμίῳ καί τῷ σῷ Πατρί προσήγαγες, Θεέ μου, δῶρον, οὕς ὁρῶν ἐχθρός ὅλως οὐ στέγει, οὐχ ὑποφέρει τόν φθόνον, ὅνπερ ἔχει, ἀλλ᾿ ὠρύεται καθ᾿ ἡμῶν ὥσπερ λέων καί περιπατῶν καί βρύχων τούς ὀδόντας ἀπηνῶς ζητεῖ, ὅντινα καταπίῃ. Τούς οὖν ὑπ᾿αὐτοῦ θηρός τοῦ ἀνημέρου τιτρωσκομένους καί πληγάς δεχομένους καί τραυματίας, ὦ Χριστέ μου, κειμένους οὐκ ἐλεήσεις, οὐ συμπαθήσεις μᾶλλον καί τήν ὑγείαν τήν τούτων ἀναμείνεις, ἀλλ᾿ ἐπιπλήξεις, ἀλλά συντρίψεις ὅλως καί θανατώσεις τούς τοιούτους τελείως; Δίκαιον καί γάρ, ναί, κἀγώ τοῦτο λέγω, ὅτι ἄκοντες οὐ κατέχονται οὗτοι, ἀλλά ἑκόντες ἑαυτούς προδίδουσιν. Ὅμως πανοῦργος, σοφιστής τε καί κακίας, ὁ ἀνήμερος καί ποικίλος θήρ οὗτος προσποιεῖται οὖν τά τῶν φίλων, ὡς φίλος ὅλον με ζητῶν συλλαβεῖν καί θηρεῦσαι, τήν ὁρωμένην ζωήν ὑποδεικνύς μοι τῆς νοουμένης ζωῆς ἀποστερεῖ με. Τῇ αἰσθήσει κλέπτει με τῶν νῦν παρόντων καί τῶν μελλόντων ὑποσυλᾷ τόν πλοῦτον. Ἄλλο τῇ ἔξω φαίνεται θεωρίᾳ, ἄλλο δέ ἐστι τό κρυπτόμενον, Σῶτερ. Εἰ δέ ἄνθρωποι τοῦτο μεμαθηκότες δόλους σχηματίζονται τῇ ὑποκρίσει, τί ὁ κακίας εὑρετής οὐ ποιήσει, πῶς οὐ πλανήσει, καί μάλιστα τούς νέους, πῶς οὐκ ἀπατήσει δέ ἀκάκους ὄντας, ὅλως ἀπείρους, ὅλως ἀπανουργεύτους, ὁ προαιρέσει καί Σατᾶν καί πανοῦργος καί πάντα δόλον εὐμηχάνως εὑρίσκων; Ὅμως ἅπαντας ἀπατᾷ καί τιτρώσκει, οὐδείς τάς τούτου ὑπεξέφυγε χεῖρας, οὐδέ τῶν αὐτοῦ βελῶν καί τοῦ ἐν τούτοις ἰοῦ ἄγευστος καί ἄτρωτος διῆλθε. Πάντες ἐξημάρτομεν καί ὑστεροῦμεν δόξης σου, Χριστέ, τῆς ἀρρήτου καί θείας, καί δωρεάν σε δυσωποῦμεν τοῦ σῶσαι καί δικαιῶσαι χάριτι καί ἐλέει, ὅ ἐξέχεας ἐπ᾿ ἐμέ νῦν πλουσίως, περί οὗ λέγειν καί γράφειν οὐκ ὀκνήσω. Πῶς γάρ δυναίμην σιωπῇ ὑποφέρειν τά γινόμενα καθ᾿ ὥραν, ὦ Θεέ μου, καί πραττόμενα ἐν ἐμοί τῷ ἀθλίῳ; Ἄφραστα καί γάρ εἰσιν ἐν ἀληθείᾳ, ἀκατάληπτα ὑπέρ νοῦν, ὑπέρ λόγον˙ καί πῶς ἐξείπω ταῦτα ἤ πῶς ἐκφράσω; Ἀλλ᾿ οὖν, μή φέρων σιωπᾶν, ἄρτι λέξω˙ Θεός ἄναρχος, ἄκτιστος, μόνος πέλεις, ἐν Υἱῷ καί Πνεύματι Τριάς Ἁγία, ἀκτάληπτος, ἀπρόσιτος ὑπάρχεις, κτίστης ὁρωμένης τε καί νοουμένης κτίσεως καί Κύριος σύ καί Δεσπότης, ὑπεράνω τε τῶν οὐρανῶν καί πάντων τῶν ἐν οὐρανῷ, τοῦ οὐρανοῦ τυγχάνεις μόνος ποιητής, μόνος ἐξουσιάζων, μόνος τά πάντα φέρων προστάγματί σου καί θελήματι συνέχων πάντα μόνῳ. Ἔχεις περί σέ μυριάδας ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων τε χιλίας χιλιάδας, θρόνους, κυριότητας ἀναριθμήτους, ἔχεις δυνάμεις, Χερουβίμ Σεραφίμ τε πολυόμματα, ἀρχάς καί ἐξουσίας καί πλείους ἄλλους λειτουργούς τε καί φίλους, Ἔχεις τήν δόξαν ὑπερδεδοξασμένην, ὥστε μή τολμᾶς ἀδεῶς ἀτενίσαι τινάς ἐκ τούτων πρός αὐτήν, ὦ Θεέ μου, μηδέ δύνασθαι φαινομένην ἐνέγκαι τοῦ προσώπου σου τήν ἀστράπτουσαν αἴγλην. Πῶς γάρ ἰσχύσει τό ποίημα τήν κτίστην ὅλον κατιδεῖν, ὅλον κατανοῆσαι; Οὐδαμῶς οἶμαι δυνατόν εἶναι τοῦτο, ἀλλ᾿ ὁ ποιητής, καθ᾿ ὅσον ἄν ἐθέλῃ, φαίνεται καί βλέπεται, παρ᾿ ὧν ἐθέλει, καί γινώσκεται καί γινώσκει τό κτίσμα, καί καθορᾶται καί καθορᾷ τοσοῦτον ὅσον δώσειεν ὁ ποιητής τοῦ βλέπειν. Εἰ γάρ παρά σοῦ παρήχθησαν, Θεέ μου, ἔχουσιν ἐκ σοῦ τό εἶναι καί τό βλέπειν καί τό δύνασθαι λειτουργεῖν σοι ἀμέμπτως. Ἀλλ᾿ οὖν ἄνω σύ ὑπέρ ἀρχάς ἁπάσας, αὗται δέ πάλιν περί σέ, τόν Θεόν μου, ἡμεῖς δέ κάτω ἐν κατωτάτῳ λάκκῳ - λάκκον οὐ λέγω τόν ὁρώμενον κόσμον, ἀλλά τό σκότος τῆς ἁμαρτίας ὄντως -, λάκκῳ πονηρῷ, λάκκῳ ζεζοφωμένῳ, λάκκῳ καί τάφῳ δεινῶς ἐν κατωτάτῳ, ὅνπερ ἥλιος οὐ πέφυκε φωτίζειν. Ἔξω γάρ ἐστι τοῦ ὁρωμένου κόσμου καί τοῦ μέλλοντος ἡ νύξ τῆς ἁμαρτίας καί τούς ἐν αὐτῇ ἐμπίμποντας ἀφρόνως νῦν τε κατέχει καί θανόντας ὡσαύτως ἕξει δεσμίους εἰς αἰῶνας αἰώνων˙ ὧν ἐγώ πρῶτος, ὦ Χριστέ μου, ὑπάρχω, ὁ συσχεθείς καί καταχθείς ἐν ταύτῃ καί ἐν πυθμένι αὐτῆς τῷ κατωτάτῳ εὑρεθείς ἐβόησα˙ Ἐλέησόν με! Ἐν ἐπιγνώσει γεγονώς τῶν κακῶν μου – ἔγνων γάρ τό ποῦ δι᾿ αὐτῶν κατηνέχθην, οὗ χάριν καί ἔκλαυσα, δακρύων ὄμβρους ἐξ ὀφθαλμῶν μου κατήγαγον ἐμπόνως - , μετενόησα ἐξ ὅλης μου καρδίας καί ἐκέκραξα φωναῖς ταῖς ἀλαλήτοις. Καί ἐπήκουσας ἐκ τοῦ ἀφάτου ὕψους τοῦ ἐν πυθμένι κειμένου κατωτάτῳ, σκότους ἀπείρου, ἀτελοῦς ἐν τῷ τέλει, καί τάς περί σέ καταλιπών δυνάμεις ἀντιπαρελθών τά ὁρώμενα πάντα κατῆλθες ἐκεῖ, ἐν ᾧ κείμενος ἤμην. Ἔλαμψας εὐθύς, ἐδίωξας τό σκότος, ἤγειράς με σύ ἐμπνεύσει σου τῇ θείᾳ, ἔστησας εἰς πόδας με τῶν ἐντολῶν σου, ἔθελξας τῷ κάλλει σου, καί τῇ ἀγάπῃ ἔτρωσας, ἠλλοίωσας ὅλον με ὅλον. Εἶδόν σου τό πρόσωπον καί ἐφοβήθην, καίτοι εὐμενές, εὐπρόσιτόν μοι ὤφθη, ἡ δέ ὡραιότης σου ἐξέστησέ με καί ἐξέπληξεν, ὦ Τριάς, ὁ Θεός μου! Εἷς γάρ χαρακτήρ τῶν τριῶν ἐν ἑκάστῳ, καί τά τρία ἕν πρόσωπον, ὁ Θεός μου, ὅς καλεῖται Πνεῦμα, Θεός τῶν πάντων. Σύ οὖν ἐμφανίσθης ἐμοί, τῷ παναθλίῳ˙ πῶς οὐκ ἔμελλον ἐγώ φρίξαι καί δῦναι καί κατώτερον, οὗ ἤμην, γεγονέναι καί σκεπασθῆναι πάλιν ὑπό τοῦ σκότους, ἵν᾿ ἀποκρυβῶ σε, τόν ἄστεκτον πᾶσιν; Ἀλλά τοῦτο μέν ἔπραττον ἐκ δειλίας ἐγώ, σύ δέ, Θεέ μου, μᾶλλον περιεπλέκου, μᾶλλον κατησπάζου με, μᾶλλον ἐνηγκαλίζου ἔνδον τοῦ κρασπέδου σου τῶν ἱματίων εἰσάγων ὅλον καί σκέπων με φωτί σου, καί ἀμνημονεῖν ποιῶν τῶν ὁρωμένων καί τῶν κατεχόντων με δεινῶν τό πρῴην. Ὤ μυστηρίων βάθος, ὤ ὕψος δόξης, ὤ ἀναβασις, ὤ θέωσις, ὤ πλοῦτος, ὤ λαμπρότης ἄφραστος τῶν λεγομένων! Τίς καταλαβεῖν ἐκ τῶν λόγων ἰσχύσει ἤ τό μέγεθος κατανοῆσαι τῆς δόξης; Ὅς γάρ οὐκ εἶδεν, ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε, καί οὐκ ἤκουσεν, ἅ οὖς οὐκ ἠκηκόει καί εἰς καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, πῶς τῷ γράφοντι περί αὐτῶν πιστεύσει; Εἰ δέ καί πιστεύσειε, πῶς διά λόγου ἰδεῖν ἰσχύσει, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε; Πῶς δέ ἀξίως δι᾿ ἀκοῆς χωρήσει, ἅ οὐκ ἤκουσεν οὖς ποτε τῶν ἀνθρώπων, ἵνα καί καλῶς περί αὐτῶν νοήσῃ, ἐν περινοίᾳ δυνηθῇ τε γενέσθαι, ὧν ἀμήχανον τοῖς ὁρῶσι τό κάλλος καί τό εἶδος, τό ἀνείδεον ὑπάρχει καί ἀκατανόητόν ἐστι τοῖς πᾶσιν, οἷσπερ ὁρᾶται, ἵνα σοι πάλιν εἴπω; Τῷ λογισμῷ ταῦτα τίς ἀναπλάττων οὐκ ἄν ἐκπέσῃ τῆς ἀληθείας πόρρω καί πλανηθῇ πλάσματι καί φαντασίαις, εἰκόνας ψευδεῖς συλλογισμῶν οἰκείων, οἰκείου νοός ἀνιστορῶν καί βλέπων; Ὥσπερ γάρ ᾅδην καί τάς ἐκεῖ κολάσεις ἕκαστος φαντάζεται, ὡς ἄν ἐθέλοι, πλήν οὖν, ὡς εἰσίν, οὐδείς τῶν πάντων οἶδεν, οὕτως μοι νόει τά ἀγαθά ἐκεῖνα τά ἐν οὐρανοῖς ἀκατάληπτα πᾶσι καί ἀθέατα˙ μόνοις γνωστά δέ ταῦτα καί θεωρητά, οἷς Θεός ἐκκαλύψει κατά τό μέτρον τῆς ἀξίας ἑκάστου, μέτρον πίστεως, ἐλπίδος καί ἀγάπης, μέτρον φυλακῆς τῶν ἐντολῶν Κυρίου. Μέτρον ἄλλο δέ πνευματικῆς πτωχείας, μέτρον τέλειον οὐ μικρόν οὐδέ μέγα. Ταῦτα γάρ μισεῖ ὁ Θεός οὐκ ἀδίκως, ἀλλά δικαίως, ὡς οὐ δίκαια πάντως˙ τό μέν γάρ μικρόν λείπεται τοῦ δικαίου ἐν ἀμελείᾳ ἤ καί καταφρονήσει, μένον ἄχρηστον εὐλόγως καί δικαίως˙ τό δέ οὐ μικρόν, ἀλλά μέγα τυγχάνον εἰς ἀπόνοιαν φέρει τόν κεκτημένον καί πάντας ἄλλους βλάπτει τούτῳ χρωμένους. Δίκαιον μέτρον ταπεινώσεως ἔστι τό μήτε πάντῃ αὐτοῦ ἀπογινώσκειν, μήτε οἴεσθαι εἶναί τινα ἐν κόσμῳ χείρονα ἑαυτόῦ ἐν πράξεσιν ἀτόποις, κλαίειν τε ἀεί καί θρηνεῖν διά τοῦτο καί καταφρονεῖν πάντων τῶν ὁρωμένων. Τοῦτο γάρ ἐστι τεκμήριον τοῦ πένθους, τοῦ κατά Θεόν ἐκ ψυχῆς γινομένου. Εἰ δ᾿ ἀντέχεταί τινος τῶν ὁρωμένων, οὔπω ἑαυτόν ἔγνωκεν ἐν αἰσθήσει, οὐδέ φόβον ἔλαβεν ἐν τῇ καρδίᾳ κρίσεως θείας καί πυρός αἰωνίου, οὐδ᾿ ἐκτήσατο ταπείνωσιν τελεία, καί διά τοῦτο ἐκπίπτει καί τῆς θέας καί τῆς δωρεᾶς τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων, ὧνπερ ὀφθαλμός οὐδείς ἀνθρώπων εἶδεν. Σπεύσωμεν πάντες ταπείνωσιν εὑρέσθαι, τήν ἀνώνυμον τῶν ψυχῶν ἡμῶν χάριν, ἥτις οὐκ ἔχει ὄνομα, τῇ δέ πείρᾳ ἐνωνύμως γίνεται τοῖς κεκτημένοις. Πρᾷος ὁ Χριστός, ταπεινός τῇ καρδίᾳ˙ ἔνοικον τοῦτον ὁ κτησάμενος ἔγνω ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τήν ταπείνωσιν ἔχει, μᾶλλον δέ αὐτός ἡ ταπείνωσις ἔστι. Ψυχή ζητοῦσα δόξαν ἐκ τῶν ἀνθρώπων ταύτην τήν ταπείνωσιν ὅλως οὐκ ἔγνω˙ ὁ δέ οἴησιν κἄν ποσῶς κεκτημένος, πῶς ἐντός αὐτοῦ τήν ταπείνωσιν ἕξει; Οὐδαμῶς ὄντως! Οἴμοι τῷ παναθλίῳ, τῷ κενοδόξῳ καί κατεπαιρομένῳ καί μηδέ μίαν ἀρετήν κεκτημένῳ καί ἀναισθήτως πάσας παρερχομένῳ τάς ἡμέρας μου ἐν τῷ παρόντι βίῳ! Τίς μή κλαύσῃ με, τίς μή σφοδρῶς πενθήσῃ, ὅτι ἔφυγον κόσμον καί τά ἐν κόσμῳ, καί τῇ αἰσθήσει κόσμου οὐκ ἐχωρίσθην; Τό τῶν μοναχῶν περιβέβλημαι σχῆμα καί ὡς κοσμικός ἀγαπῶ τά ἐν κόσμῳ, δόξαν, πλοῦτόν τε καί ἡδονάς καί τέρψεις. Ἐπί τῶν ὤμων τόν σταυρόν Χριστοῦ φέρω καί ὑποφέρειν τά τοῦ σταυροῦ ὀνείδη ὅλως ἀπαναίνομαι, ὅλως οὐ θέλω, ἀλλά ἐνδόξοις ἐμαυτόν παρενείρω καί σύν ἐκείνοις τό δοξάζεσθαι θέλω. Ὤ τῆς συμφορᾶς, ὤ τῆς ἀναισθησίας! Διπλῆς ὑπάρχω ἄξιος κατάδίκης˙ πταίσας γάρ πολλά πρότερον ἐν τῷ βίῳ ἐπηγγειλάμην καλῶς μετανοῆσαι˙ νῦν ἐφάνην δέ παραβάτης ἀγνώμων πάντων τῶν καλῶν, ὧν μοι Θεός παρέσχε, καί τῶν συνθηκῶν ἀρνητής ἀπεδείχθην καί ἀνάξιος πάσης φιλανθρωπίας. Ἀλλ᾿ ὦ Θεέ μου, ὦ πανοικτίρμον μόνε, σπεῦσον, πρόφθασον, ἐπίστρεψόν με πάλιν πρός μετάνοιαν, πρός δάκρυα, πρός πένθος, ἵνα λούσωμαι καί καθαρθῶ καί ἴδω λάμψασαν τρανῶς ἐν ἐμοί τήν σήν δόξαν, ἥν μοι χάρισαι νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας δοξάζοντί σε φωναῖς ἀκαταπαύστοις, τόν τῶν εἰώνων Ποιητήν καί Δεσπότην.

 

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

 

agios symewn o neos theologos 01


Τί τό καινόν μυστήριον, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ὅ εἰς ἐμέ, τόν ἄσωτον ἐπεδείξω καί πόρνον; Τί τό κατανοούμενον μέγα θαῦμα ἐντός μου καί μή περινοούμενον, ἀλλά κεκαλυμμένον; Ὡς ἄστρον γάρ ὁρᾶταί μοι ἀνατέλλον μακρόθεν καί πάλιν ὥσπερ ἥλιος μέγας ἀποτελεῖται, μή ἔχων μέτρον ἤ σταθμόν ἤ ὅρον τῷ μεγέθει, καί αἴγλη γίνεται μικρά καί φλόξ πάλιν ὁρᾶται μέσον ἐν τῇ καρδίᾳ μου καί τοῖς ἐμοῖς ἐγκάτοις, περιστρεφόμενον συχνῶς καί περιφλέγον πάντα τά ἔνδοθεν τῶν σπλάγχνων μου καί φῶς ταῦτα ποιοῦντα καί οὑτωσί φθεγγόμενον καί φιλικῶς διδάσκον ἀπορουμένῳ παντελῶς καί μαθεῖν ἐκζητοῦντι. Ἐγώ τό ἄστρον τό γλυκύ, ὅπερ ποτέ ἀκούεις ἀνατελεῖν ἐξ Ἰακώβ, ὑπάρχω μή διστάσῃς, καί ἥλιός σοι δείκνυμαι μακρόθεν ἀνατέλλων, ὁ τοῖς δικαίοις ἅπασι φῶς ἀπρόσιτον εἶναι ἐν τῇ μελλούσῃ βιοτῇ καί ζωῇ αἰωνίᾳ. Ἐγώ καί αἴγλη δείκνυμαι καί φῶς σοι καθορῶμαι, ἀκαταφλέκτως φλέγων σου τά πάθη τῆς καρδίας καί δροσισμῷ γλυκύτητος καί χάριτός μου θείας ἀποπλύνων τόν ῥύπον σου καί εἰς ἅπαν σβεννύων ἄνθρακας τούς τοῦ σώματος, ἡδονῶν ἁμαρτίας, καί πάντα ἐργαζόμενος ἐμῇ φιλανθρωπίᾳ, ἅ καί πάλαι πεποίηκα ἐν πᾶσι τοῖς ἁγίοις. Ἐλέησον λυπούμενον, οἴκτειρον τεθλιμμένον, μή ὀργισθῇς, λαλῆσαί μοι καί πάλιν βουλομένῳ. Πῶς ἄστρον ἐκ τοῦ Ἰακώβ, ὁ ἀχώρητος πάντῃ, ὑπάρχεις τε καί γίνῃ σύ μέχρι τοῦ νῦν τοῖς πᾶσι; Πῶς δέ καί ὥσπερ ἥλιος δείκνυσαι ἀνατέλλων, ὁ μηδαμοῦ καί πανταχοῦ καί ὑπέρ πᾶσαν κτίσιν ὧν τε καί κηρυττόμενος ἀόρατος τοῖς πᾶσι; Πῶς δέ καί αἴγλη γίνῃ σύ καί φλόξ μοι καθορᾶσαι καί φλέγεις ὕλην, ἄϋλος ὑπάρχων κατ᾿ οὐσίαν; Πῶς δροσίζεις καί πλύνεις μου τοῦ σώματος τόν ῥύπον, ὅλος πῦρ ὤν ἀπρόσιτον καί ἄστεκτον ἀγγέλοις; Πῶς περιπλέκεσαι φθαρτῇ οὐσίᾳ σώματός μου καί ἀναμίγνυσαι ψυχῇ ἀμίκτως ἀνθρωπίνῃ; Πῶς δι᾿ αὐτῆς ἐν τῷ παντί σώματι ἀσυγχύτως γινόμενος, ὁ ἀναφής, ὅλον θεοποιεῖς με; Εἶπον καί˙ μή ἐκπέμψῃς με στυγνόν καί τεθλιμμένον, Ὤ τόλμη, ὤ παράνοια, ὤ ἀφροσύνης λόγοι! Πῶς οὕτως ταῦτα ἐρωτᾶν οὐ φρίττεις ἀποτόμως; Πῶς δέ καί οὐκ αἰσθάνῃ, ἐρωτῶν ἅ γινώσκεις, ἀλλά τολμᾷς μετά Θεοῦ λαλεῖν ὡς ἐκπειράζων, καί ἅ οἶδας, ὡς μή εἰδώς προσποιῇ ἐρωτᾶν με καί γράφειν θέλεις ἅπασιν ἐνδεικτικῶς σήν γνῶσιν; Ἀλλ᾿ ὅμως σοῦ ἀνέχομαι φιλανθρώπως ὑπάρχων καί πάλιν ἐκδιδάσκω σε, λέγων σοι ταῦτα οὕτως˙ ἐγώ τῇ φύσει ἄφραστος, ἀχώρητος ὑπάρχω, ἀνενδεής, ἀπρόσιτος, ἀόρατος τοῖς πᾶσιν, ἀναφής, ἀψηλάφητος, ἄτρεπτος τήν οὐσίαν, μόνος ἐν μόνῳ τῷ παντί καί μόνος μετά πάντων τῶν ἐπιγινωσκόντων με ἐν τῷ τοῦ βίου σκότει˙ ἔξω δέ κόσμου τοῦ παντός, ἔξω τῶν ὁρωμένων, ἔξω τοῦ φωτός τοῦ αἰσθητοῦ, ἡλίου τε καί σκότους, τόπου τε τῶν κολάσεων καί φρικτῆς καταδίκης, ἐν ᾧ περιπεπτώκασιν ὑπερήφανοι δοῦλοι κακῶς τραχηλιάσαντες κατ᾿ ἐμοῦ, τοῦ Δεσπότου. Ἐγώ ἀμετακίνητος – ποῦ γάρ καί οὐχ ὑπάρχω, ἵνα τῇ μεταστάσει μου τόν τόπον καταλάβω;- Ἐγώ καί ἀεικίνητος εἰμί ἀπεριγράτως – ποῦ γάρ ἐλθών ζητήσεις με, ἵνα ἐκεῖ με εὕρῃς; - Ὁ οὐρανός τῷ λόγῳ μου ὡς οὐδέν παρεισήχθη, ἥλιος, ἄστρα καί ἡ γῆ ὡς πάρεργον μικρόν μοι γεγένηνται καί τά λοιπά, ὅσα ὁρᾷς, ὡσαύτως. Οἱ ἄγγελοι μακρόθεν μοι πρό τούτων παραχθέντες δόξης τήν δόξαν βλέπουσιν, οὐχί δ᾿ αὐτήν τήν φύσιν˙ μόνον γάρ ἐνενόησα παραγαγεῖν δυνάμεις καί εὐθύς παρείστησαν ὑμνοῦσαί μου τό κράτος, Σύ κάτω δέ καθήμενος αὐτοῦ, ἐν ἐξορίᾳ, ὅπου πάντες πεπτώκασιν οἱ πρῶτοι παραβάται, ὅ τε Ἀδάμ καί σύν αὐτῷ Εὔα, ἡ σή προμήτωρ, καί ὁ κακός διάβολος, ὁ τούτους ἀπατήσας, ὅπου τό σκότος τό βαθύ, ὅπου λάκκος ὁ μέγας, ὅπου ὄφεις οἱ δάκνοντες ὑμῶν ἀεί τάς πτέρνας, ὅπου τό θρῆνος, τό οὐαί, τό ἄπαυστόν τε πένθος, ὅπου στένωσις ἅπασα, μέριμνά τε καί λύπη, θάνατος ἅμα καί φθορά πάντας ὑμᾶς κατέχει, πῶς ἀμεριμνεῖς, πῶς ἀμελεῖς, εἰπέ μοι; Πῶς οὐ φροντίζεις τῶν κακῶν, ὧν ἔπραξας ἐν κόσμῳ, καί μόνην τήν μετάνοιαν περί πολλοῦ ποιεῖσαι καί σπουδάζεις ἀληθινήν ἐπιδείξασθαι ταύτην καί ἐρωτᾷς περί αὐτῆς ἐν πολλῇ παρακλήσει καί ἀκριβῶς ἀνερευνᾷς, πῶς αὐτήν κατορθώσῃς, ὅπως ἰσχύσῃς δι᾿ αὐτῆς ἐμῇ φιλανθρωπίᾳ λαβεῖν μεγάλην ἄφησιν τῶν σῶν ἀνομημάτων; Ἀλλά ταύτην καταλιπών ζητεῖς τά ὑπέρ φύσιν, ἐρευνᾷς τά ἐν οὐρανοῖς, μᾶλλον δέ οὐδέ ταῦτα, ἀλλά ἐμοῦ τοῦ οὐρανόν, ὡς εἴρηται, καί πάντα παραγαγόντος ὡς οὐδέν, ἐξερευνᾷς τήν φύσιν καί βούλει τά περί ἐμοῦ, ὡς οὐδείς οἶδεν ἄλλος, μανθάνειν˙ ὤ τοῦ θαύματος, ὤ πρόθεσις ἀνθρώπου! Εἰ γάρ καί ἐμεμψάμην σε, ἀλλ᾿ ἐπαινέσω πάλιν, ὅτι καί σύ ἔργον ἐμόν καί ποίημα ὑπάρχεις. Πῶς ἀπό γῆς, ἀπό πηλοῦ, ἀπό χοός ἐπλάσθης καί ἐν αὐτῇ κρατούμενος καί μετ᾿ αὐτῆς διάγων πάντα οὐδέν λογίζῃ, ἀλλ᾿ ὡς σκιάν ἡγεῖσαι, καί παρατρέχεις ἅπαντα καί ἐμέ ζητεῖς μόνον; Περί ἐμοῦ θέλεις λαλεῖν, δι᾿ ἐμέ διηγεῖσθαι καί βλέπειν με, εἰ δυνατόν, διά παντός τοῦ βίου καί μήτε ὕπνου γεύεσθαι, βρώσεως, πόσεώς τε ἤ ἐνδύματος σώματος τό καθόλου φροντίζειν. Ἀλλ᾿ ὥσπερ δένδρα καθ᾿ ὁδόν ἱστάμενα καί ξύλα οὕτως λογίζῃ ἅπαντα τά ἔνδοξα τοῦ κόσμου, καί παρατρέχεις ὡς οὐδέν ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ βίου, μηδέ περιστρεφόμενος ὄμματι διανοίας μηδέ ψυχῆς τούς ὀφθαλμούς ἐῶν πρός ταῦτα βλέψαι, ἀλλ᾿ ἐμέ φαντάζεσαι καί μέμνησαί μου μόνου καί ἀγαπᾷς με ὡς οὐδείς τῶν μετά σοῦ συνόντων. Τίς γάρ μου τῷ ὀνόματι γάννυται τήν καρδίαν καί διεγείρεται εὐθύς πρός ἀγάπην ἤ πόθον; Τίς ἀκούσας τήν μνείαν μου πολλάκις λαλουμένην ἐδάκρυσεν ἀπό ψυχῆς ἐνθυμηθείς με μόνον; Τίς δέ τούς θείους λόγους μου ἤ τίς τάς ἐντολάς μου μετά σπουδῆς ἐζήτησε μαθεῖν τε καί φυλάξαι; Τίς ἐλογίσθη με ὡς σύ Θεόν ἐπάνω πάντων καί ἐπεθύμησεν εὐθύς ἐμοί μόνῳ δουλεύειν καί διά τοῦτο καί γονεῖς καί ἀδελφούς καί οἶκον, γῆν τε ὁμοῦ καί συγγενεῖς καί γείτονας καί φίλους οὕτως παρελογίσαντο καί οὕτως μοι προσῆλθεν, ὡς μηδέ θεασάμενος ποτέ τινα ἐκ τούτων, μηδέ γνωρίσας ἐπί γῆς ἄνθρωπον ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλ᾿ ὥσπερ ξένην ἐπιβάς χώραν τινά καί πόλιν ἑτερογλώσσους ἔχουσαν πάντας τε καί βαρβάρους, οὕτως ἐν τοῖς συνήθεσι γνωρίμοις τε καί φίλοις, ἰδίοις τε καί ἄρχουσι καί πλουσίοις τοῦ κόσμου διάγειν καί διακεῖσθαι μέσον τούτων τυγχάνων; Ἀλλά ψιλά ταῦτα λεγόμενα καί μικρά ἀναισθήτοις, μεγάλα δέ καί ὑψηλά ἐμοί ἐπόπτῃ τούτων. Τίς τῶν μεγάλων ἐπί γῆς ἐξουσιῶν καί θρόνων ἤ τῶν λεγόντων δι᾿ ἐμοῦ ἄρχειν καί βασιλεύειν ἤ τῶν ἐκπροσωπούντων μου τούς θείους ἀποστόλους τοῦτο ἤ ἐνενόησεν ἤ ἴσχυσε φυλάξαι, ἵν᾿ ἐν καιρῷ τηρήσεως ἐντολῆς μου καί νόμου ὡς ἕνα βλέπει ἅπαντας, συγγενεῖς τε καί ξένους, πλουσίους, πένητας ὁμοῦ, ἐνδόξους καί ἀδόξους, τούς δέ γε δυνατούς ἄρα μετά εὐτελεστέρων; Τίς ὁ δικάσας ἀπαθῶς, λεῖα βλέπων ἐν τούτοις; Ταῦτα ψυχήν εἰ εὕροιμι φυλάξασαν ἐν κόσμῳ, ἐν τῇ παρούσῃ μάλιστα γενεᾷ καί ἡμέρᾳ, ἴσα τῶν ἀποστόλων μου καί προφητῶν δοξάσω, καί συγκαθήσει μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῇ ἐμῇ ἐλεύσει, κρινεῖ γάρ ὡς ἐπί τῆς γῆς δικαίως ἄν καί τότε καί δόξαν ἀπενέγκηται κριτοῦ νεκρῶν καί ζώντων. Ταῦτα καλόν τό ἐκζητεῖν καί τά λοιπά σύν τούτοις καί τηρεῖν, ὅση δύναμις, καί ἀκριβῶς φυλάττειν˙ καί τήν ἐμήν μή ἐκζητεῖν φύσιν, υἱέ ἀνθρώπου, μηδέ τάς ἐνεργείας μου, Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, ὅπως δείκνυται ἥλιος, ὅπως ὁρᾶται ἄστρον καί μακρόθεν που φαινόμενον καί ὑπερβαῖνον ὄρη, ἐκ δέ τῷ ἀποκρύπτεσθαι ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν σου, θλῖψιν ἀπαραμύθητον προξενοῦν σοι καί λύπην, καί ἐν τῷ σέ λογίζεσθαι μηκέτι σοί ὀφθῆναι ἔνδοθεν εὑρισκόμενον ἐν τῇ σῇ καρδίᾳ καί ἔκπληξίν σοι καί χαράν νέμον ἀπροσδοκήτως˙ μηδ᾿ ὅτι φλόξ σοι δείκνυται, αἴγλη καί πῦρ ὁρᾶται, θαυμάζῃς ἤ ἐξερευνᾷς, οὐ γάρ καλόν σοι τοῦτο! Φῶς οὖν με εἶναι πίστευε ἀσχημάτιστον πάντῃ, ἁπλοῦν ὅλον, ἀσύνθετον, ἀμέριστον τῇ φύσει, ἀνεξερεύνητον ὁμοῦ, προσιτόν ἀπροσίτως˙ βλέπομαι γάρφ ὡς ἀληθῶς, δείκνυμαι φιλανθρώπως κατά τό ἐνεχόμενον ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων μετασχηματιζόμενος˙ οὐκ ἐγώ τοῦτο πάσχω, ἀλλ᾿ οἱ ὁρῶντες οὕτως με βλέπειν καταξιοῦνται. Ἄλλως γάρ οὐκ ἰσχύουσιν οὐδέ πλέον χωροῦσιν καί διά τοῦτο οἱ αὐτοί ποτέ μέν καθορῶσιν ἥλιον, ὅταν ἔχωσι τόν νοῦν κεκαθαρμένον, ποτέ δέ ἄστρον, ὅταν ὑπό τόν γνόφον ἄρα καί τήν νύκτα τοῦ σώματος εὑρεθήσονται τούτου. Πῦρ δέ καί αἴγλην ποιεῖ με τό ζέον τῆς ἀγάπης. Ὅταν γάρ ἀναφθῇ ἐν σοί ἄνθραξ ὁ τῆς φιλίας, τότε κἀγώ τό πρόθυμον ὁρῶν σου τῆς καρδίας εὑρίσκομαι ἑνούμενος αὐτῷ καί φῶς παρέχων καί ὥσπερ δεικνύμενος, ὁ τό πῦρ λόγῳ κτίσας. Αἱ ψυχικαί γάρ ἀρεταί ὑπόκεινται ὡς ὕλη, ἐν αἷς περιδρασσόμενον φῶς τοῦ Πνεύματος θεῖον κατά τό ὑποκείμενον τῆς ὕλης καί καλεῖται˙ ἴδιον γάρ οὐ κέκτηται ὄνομα ἐν ἀνθρώποις. Ὅταν οὖν κατανύσσηται ἄνθρωπος καί δακρύῃ, τότε καί τοῦτο λέγεται ὕδωρ, καί γάρ καθαίρει, τοῖς δάκρυσιν ἑνούμενον πάντα ῥύπον ἐκπλύνει. Ὅτε δέ σβέσῃ τόν θυμόν τῆς καρδίας τό πένθος τῇ συνεργείᾳ τῇ αὐτοῦ, ὠνόμασται πρᾳότης˙ πάλιν δέ ἀναπτόμενος κατά τῆς ἀσεβείας τοῦτο γίνεται δι᾿ αὐτοῦ, ὅπερ ζῆλος καλεῖται, εἰρήνη δ᾿ αὖθις καί χαρά λέγεται καί χρηστότης, ὅτι καί τά ἀμφότερα δωρεῖται τῷ πενθοῦντι καί ὡς πηγήν βλύζειν ποιεῖ τήν χαράν ἐν καρδίᾳ. Ἐξ ἧς πᾶσα συμπάθεια καί ἐλεημοσύνη ἐκχεῖται ἔξω ῥέουσα ἀπό ψυχῆς τοῖς πᾶσι, μάλιστα τοῖς μετανοεῖν θέλουσι καί σωθῆναι˙ καί γάρ τούς πάντας ἐλεεῖ, τούτοις δέ καί συντρέχει καί συνεργεῖ καί συγκροτεῖ καί συμπάσχει ἐν πᾶσιν, ἑνούμενος κατά ψυχήν αὐτῶν τῇ προαιρέσει καί τεκμαιρόμενος νοΐ κάλλος τῆς μετανοίας γνησιεστέραν κέκτηται πρός αὐτούς τήν ἀγάπην. Ταπείνωσις δέ λέγεται, ὡς τά τοῦ κόσμου πάντα, ἀλλά καί τήν ψυχήν αὐτήν καί τό ἴδιον σῶμα καί πρᾶξιν πᾶσαν ὡς οὐδέν ἡγεῖσθαι γινομένην ἄνθρωπον τόν γευσάμενον τῆς γλυκύτητος τούτου καί κατιδόντα τοῦ φωτός τό ἀμήχανον κάλλος. Ταῦτα εἰδώς μηκέτι μου περί τοιούτων λέγειν ἤ ἑρμηνεύειν σοι λεπτομερῶς δεηθῇς ὅλως! Φύσει γάρ ἄφθεγκτά εἰσιν, ἀνεκλάλητα πάντῃ, ἀνθρώποις τε ἀπόρρητα, ἄγνωστα καί ἀγγέλοις καί κτιστῇ πάσῃ ἄλλῃ τινί οὐσίᾳ ὅλως ἀκατανόητα. Γνῶθι δέ μόνον τά σαυτοῦ ἤ σαυτόν μᾶλλον πλέον καί τότε γνώσεις, ὡς ἐγώ ἀκατάληπτος πάντῃ μόνοις συνών, μόνους φιλῶν τούς ἐμέ ἀγαπῶντας καί τῶν ἐμῶν ἀεί θερμῶς ἐντολῶν μεμνημένους καί μηδαμῶς προσκρίνοντας αὐτῶν τι τῶν ῥεόντων˙ οἷς ὁμιλῶν συνέσομαι νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας, ἀμήν.

 

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

 

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...