Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν ένα από κράτη που δημιουργήθηκαν μετά το πέρας των πολέμων των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για ένα διάστημα υπήρξε το μεγαλύτερο σε έκταση και ισχυρότερο ελληνιστικό βασίλειο, ελέγχοντας τα περισσότερα από τα εδάφη που κατέκτησε ο μέγας στρατηλάτης.

oplites 09

Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν ένα από κράτη που δημιουργήθηκαν μετά το πέρας των πολέμων των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για ένα διάστημα υπήρξε το μεγαλύτερο σε έκταση και ισχυρότερο ελληνιστικό βασίλειο, ελέγχοντας τα περισσότερα από τα εδάφη που κατέκτησε ο μέγας στρατηλάτης.

Σταδιακά όμως το βασίλειο συρρικνώθηκε, εδαφικά, συνεπεία εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων. Τον τελευταίο αιώνα της ζωής του, το Σελευκιδικό κράτος σε τίποτα δεν θύμιζε την πάλαι ποτέ μεγάλη αυτοκρατορία, έχοντας απομείνει μια περιφερειακή δύναμη που ήλεγχε τις σημερινές περιοχής της Συρίας, της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης.


Η γέννηση ενός βασιλείου

Το Σελευκιδικό κράτος γεννήθηκε, ανεπίσημα, το 312 π.Χ. μετά το πέρας της πρώτης φάσης των πολέμων των Διαδόχων του Αλεξάνδρου. Ο ιδρυτής του Σέλευκος ήταν ένας από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου, διοικητής Τάξης σαρισσοφόρων.

Αρχικά τάχθηκε στο πλευρό του Περδίκκα και έλαβε ως ανταμοιβή την σατραπεία της Βαβυλώνας. Αργότερα όμως τάχθηκε κατά του Περδίκκα. Συμμάχησε με τον Πτολεμαίο κατά του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου.

Το 312 π.Χ. όταν συμφωνήθηκε ανακωχή, πολέμησε κατά εντοπίων ηγεμόνων και έφτασε μέχρι τα σύνορα της Ινδίας. Το 306 π.Χ. ο Σέλευκος ανακήρυξε εαυτόν βασιλιά, ιδρύοντας και επίσημα το κράτος των Σελευκιδών. Ύστερα από άκαρπες συγκρούσεις δύο ετών συνομολόγησε συνθήκη ειρήνης με τους Ινδούς, με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες.

 

Το 301 π.Χ. μετείχε στην περίφημη μάχη της Ιψού όπου ο στρατός του Αντιγόνου συντρίφθηκε και ο ίδιος ο βετεράνος στρατηγός σκοτώθηκε. Η μάχη κερδήθηκε από τους πολεμικούς ελέφαντες του Σέλευκου. Το 281 π.Χ. σύντριψε και τον παλαιό του συμπολεμιστή Λυσίμαχο, στη μάχη στο Κούρου πεδίο, αλλά δολοφονήθηκε, μετά τη νίκη του, από τον Πτολεμαίο Κεραυνό της Μακεδονίας.


Εδραίωση

Τον διαδέχθηκε ο καθόλα άξιος γιος του Αντίοχος Α’ ο επονομασθείς Σωτήρ. Αυτός κατάφερε να αντιμετωπίσει τα διάφορα στασιαστικά κινήματα που ξέσπασαν, μετά τον θάνατο του πατέρα του και το 275 π.Χ. πέτυχε περιφανή νίκη κατά των Γαλατών που είχαν εισβάλει στη Μικρά Ασία. Το ίδιο έτος ήρθε σε σύγκρουση με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, ξεκινώντας μια σειρά συγκρούσεων που έμειναν γνωστές ως Συριακοί Πόλεμοι.

Ο Αντίοχος πέθανε το 262 π.Χ. μετά την ήττα του από τους Περγαμηνούς. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αντίοχος Β’, ο θεός. Αυτός ενεπλάκη στον Β’ Συριακό Πόλεμο με τους Πτολεμαίους, με αποτέλεσμα, λόγω της αγκίστρωσής του εκεί, να επαναστατήσουν οι ανατολικές επαρχίες.

Τότε χάθηκε η Βακτριανή, ο σατράπης της οποίας Διόδοτος, ανεξαρτητοποιήθηκε. Επαναστάσεις ξέσπασαν επίσης στις περσικές χώρες, με αποτέλεσμα, ελάχιστα χρόνια μετά τον θάνατο του Αντιόχου, να ιδρυθεί το Παρθικό κράτος. Το 246 π.Χ. που πέθανε τον διαδέχτηκε ο γιος του Σέλευκος Β’ Καλλίνικος, ο Πώγων.

Αυτός προκάλεσε τον Γ’ Συριακό Πόλεμο και κατάφερε, προσωρινά, να ανακτήσει ορισμένες από τις ανατολικές επαρχίες του κράτους. Παράλληλα όμως επαναστάτησε εναντίον το αδελφός του Αντίοχος Ιέραξ, με τη βοήθεια και του βασιλιά Αττάλου της Περγάμου.

Ο Σέλευκος ηττήθηκε στη μάχη της Άγκυρας, το 235 π.Χ. Αποτέλεσμα της ήττας ήταν η διάσπαση του κράτους, με τον Αντίοχο Ιέρακα να κρατά τα μικρασιατικά εδάφη του κράτους. Ο Σέλευκος υποχρεώθηκε παράλληλα να αναγνωρίσει το Παρθικό κράτος. Πέθανε το 225 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του Σέλευκος Γ’ Κεραυνός, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε το 223 π.Χ.


Απόγειο και παρακμή

Έτσι στον θρόνο ανέβηκε ο Αντίοχος Γ’, ο Μέγας. Ο Αντίοχος κατάφερε να ανακτήσει τις ανατολικές επαρχίες. Ενεπλάκη στον Δ’ Συριακό Πόλεμο, αλλά, το χειρότερο, ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Ρώμη, στον οποίο ηττήθηκε κατά κράτος. Μετά την ήττα αυτή και τον ολοκληρωτική καταστροφή του στρατού στη μάχη της Μαγνησίας, της Μικράς Ασίας, το 190 π.Χ. οι Πάρθοι ανέκτησαν και πάλι τις ανατολικές περιοχές που ο Αντίοχος είχε καταλάβει.

Πέθανε το 187 π.Χ. αφήνοντας το κράτος στα όρια της κατάρρευσης. Από το σημείο αυτό και μετά ξεκινά η μακρά περίοδος παρακμής του Σελευκιδικού Βασιλείου που διήρκεσε για περίπου 120 έτη, μέχρι την οριστική υποταγή στη Ρώμη. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Σέλευκος Δ’ Φιλοπάτωρ, ο οποίος και ξεκίνησε, ουσιαστικά, την σύγκρουση με τους Ιουδαίους, όταν αποπειράθηκε να αρπάξει τους θησαυρούς του Ναού του Σολομώντα.

Ο Σέλευκος Δ’ δολοφονήθηκε το 175 π.Χ. Η δολοφονία του, παρά τις όποιες εξάρσεις υπήρξαν κατόπιν, σηματοδότησε την αρχή του τέλους της αυτοκρατορίας η οποία διατηρήθηκε μόλις 100 χρόνια ακόμα, μετά τον θάνατό του.

Τον δολοφονημένο διαδέχθηκε ο Αδερφός του Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής, ο οποίος ξεκίνησε νέο πόλεμο με την Αίγυπτο των Πτολεμαίων – Έκτος Συριακός Πόλεμος – φτάνοντας, νικητής, μέχρι την Αλεξάνδρεια. Ωστόσο με επέμβαση των Ρωμαίων υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, ταπεινωμένος.


Πόλεμοι με Μακκαβαίους

Ο Αντίοχος επιχείρησε τότε να επιβάλει τις θελήσεις του στους Ιουδαίους, απαγορεύοντας την ιουδαϊκή λατρεία, το 167 π.Χ. Εισέβαλε επίσης στην Ιερουσαλήμ και βεβήλωσε τον Ναό του Σολόμωντα, προκαλώντας την εξέγερση των Μακκαβαίων. H πρώτη μάχη δόθηκε το 167 π.Χ. στο ρέμα Χαραμία, όπου 600 Ιουδαίοι ενέδρευσαν και κατέστρεψαν μια δύναμη 2.000 Σελευκιδών.

Ακολούθησε η μάχη του Μπείτ Χορόν. Ήταν μια μικρής κλίμακας σύγκρουση, μεταξύ 1.000 Ιουδαίων, υπό τον Ιούδα Μακκαβαίο και 4.000 άνδρες του Σελευκιδικού Στρατού. Οι Σελευκίδες έπεσαν σε ενέδρα και ηττήθηκαν. Ακολούθησε η μάχη στους Εμμαούς, όπου 3.000 Ιουδαίοι, πέτυχαν συντριπτική νίκη έναντι 5.000 Σελευκιδών, υπό τους Γοργία και Νικάνορα.

Οι μάχες του Μπετ Ζουρ και του Μπετ Ζακάρια ήταν σημαντικότερες, σαφώς. Στην πρώτη, το 164 π.Χ., 10.000 Ιουδαίοι συγκρούστηκαν με μια δύναμη 25.000 Σελευκιδών, υπό τον στρατηγό Λυσία. Ο Λυσίας διέθετε και 22 ελέφαντες και αδιευκρίνιστο αριθμό αρμάτων. Ωστόσο ηττήθηκε κατά κράτος, προφανώς λόγω κακής επιλογής εδάφους.

Στη δεύτερη, το 162 π.Χ. ο στρατηγός Λυσίας και πάλι, διαθέτοντας 50.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 30 ελέφαντες, νίκησε μια δύναμη 20.000 Μακκαβαίων. Αυτή τη φορά οι Σελευκίδες νίκησαν και κινήθηκαν κατά της Ιερουσαλήμ, αλλά λόγω της απειλής εμφυλίου πολέμου ο Λυσίας και ο στρατός του ανακλήθηκαν.

Το 160 π.Χ. δόθηκε η μάχη της Ελάσα. Μια στρατιά 20.000 πεζών και 2.000 Σελευκιδών ιππέων, υπό τον Βακχίδη, επιτέθηκε στις δυνάμεις του Ιούδα Μακκαβαίου. Οι περισσότεροι άνδρες του Ιούδα τράπηκαν σε φυγή ενώπιον της αριθμητικής υπεροχής των αντιπάλων. Ο ίδιος όμως με 800 άνδρες έμεινε, πολέμησε και μοιραία σκοτώθηκε, μαζί με τους περισσότερους από τους συμπολεμιστές του.

Ο Αντίοχος Δ’ πέθανε το 164 π.Χ. αφήνοντας το κράτος σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Μακκαβαίους και τους Πάρθους. Ο βασιλιάς εκστράτευσε ο ίδιος κατά των Πάρθων, αλλά πέθανε βαδίζοντας προς την Ανατολή. Ο θάνατος του Αντιόχου Δ’ προκάλεσε εμφύλιες συγκρούσεις.


Προσωρινή αναλαμπή

Ο γιος και διάδοχός του Αντίοχος Ε’ Ευπάτωρ, ανατράπηκε από τον εξάδελφό του Δημήτριο Α’ Σωτήρα. Το 161 π.Χ. ο Δημήτριος προσπάθησε και κατάφερε να επιβάλει την σελευκιδική επικυριαρχία στην Ιουδαία. Το 150 π.Χ. όμως και αυτός ανατράπηκε από τον Αλέξανδρο Βάλα, τον οποίον υποστήριζαν οι Πτολεμαίοι.

Επί της βασιλείας του δόθηκε η μάχη της Αζώτου (148 π.Χ.) με τους Ιουδαίους, υπό τον Ιωνάθαν, να πολεμούν, ως σύμμαχοι του Αλεξάνδρου Βάλα, κατά των δυνάμεων του διεκδικητή του θρόνου Δημητρίου. Αν και στη μάχη αυτή οι φίλα προσκείμενες στον Βάλα δυνάμεις νίκησαν, τελικά ο Δημήτριος νίκησε και, το 145 π.Χ. ανέβηκε στον θρόνο ως Δημήτριος Β’ ο Νικάτωρ.

Ωστόσο ο Δημήτριος ουδέποτε κατάφερε να ελέγξει το βασίλειό του καθώς οι υποστηρικτές του Βάλα συσπειρώθηκαν γύρω από τον διεκδικητή του θρόνου Αντίοχο Στ’ και κατόπιν του Διοδότου Τρύφωνος. Το κράτος κόπηκε στα δύο, αυτή την περίοδο, με τους σφετεριστές να ελέγχουν την πρωτεύουσα Αντιόχεια. Το 143 π.Χ. η Ιουδαία ανεξαρτητοποιήθηκε επισήμως και οι Πάρθοι προχώρησαν ακόμα περισσότερο προς Δυσμάς.

Ο Δημήτριος που προσπάθησε να τους αναχαιτίσει ηττήθηκε και αιχμαλωτίσθηκε. Τον Δημήτριο διαδέχθηκε ο αδερφός του Αντίοχος Ζ’ Σιδέτης, ο οποίος αποδείχθηκε ο τελευταίος μεγάλος βασιλιάς, κατορθώνοντας να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του κράτους, συμμαχώντας με τους Μακκαβαίους. Το 133 π.Χ. εκστράτευσε κατά των Πάρθων, έχοντας μαζί του το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους, έχοντας μαζί του και ιουδαϊκά τμήματα, υπό τον Ιωάννη Υρκανό.

Αρχικά η εκστρατεία εξελίχθηκε ιδιαίτερα ευνοϊκά. Η Μεσοποταμία, η Βαβυλωνία και η Μηδία κερδήθηκαν και πάλι. Στη Σελεύκεια επί του Τίγρη ποταμού πέτυχε περιφανή νίκη κατά των Πάρθων, σκοτώντας, σε προσωπική μονομαχία και τον στρατηγό τους. Τον χειμώνα του 130-129 π.Χ. ο Πάρθος βασιλιάς Φραάτης Β’ αντεπιτέθηκε.


Το τέλος

Έχοντας στείλει τα στρατεύματά του να διαχειμάσουν, ο Αντίοχος πιάστηκε εξαπίνης και προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον Παρθικό Στρατό με μικρό μόνο μέρος των δυνάμεών του, αυτών που είχε, δηλαδή, στην άμεση διάθεσή του.

Στη μάχη του ακολούθησε σκοτώθηκε, πολεμώντας πάντως ηρωικά, το 129 π.Χ. Ο αντίπαλός του Φράτης τίμησε τον νεκρό βασιλιά στέλνοντας την σωρό του πίσω στην Αντιόχεια να ταφεί με τις πρέπουσες τιμές.

Μετά τον θάνατο του Αντιόχου Ζ’ όλες οι ανατολικές επαρχίες χάθηκαν, οριστικά. Οι Ιουδαίοι αποτίναξαν την σελευκιδική επικυριαρχία και ξέσπασαν νέες εμφύλιες συγκρούσεις. Την ίδια ώρα οι Αρμένιοι άρχισαν να πλησιάζουν από τον Βορρά. Έτσι, μέχρι τα τέλη του 2ου και τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. η Σελευκιδική Αυτοκρατορία είχε περιοριστεί στην Αντιόχεια και μερικές ακόμα συριακές πόλεις.

Το 83 π.Χ. εισέβαλε στα υπολείμματα του κράτους ο Αρμένιος βασιλιάς Τιγράνης, ο οποίος και κατέλυσε το Σελευκιδικό Βασίλειο. Ωστόσο μετά την ήττα του Τιγράνη από τους Ρωμαίους μια σκιά του προηγούμενου κράτους ανασυστάθηκε υπό τον Αντίοχο ΙΓ’. Σύντομα ξέσπασε νέος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ αυτού και του διεκδικητή Φιλίππου Β’. Τελικά ο Πομπήιος, το 63 π.Χ. κατέλυσε οριστικά το Σελευκιδικό κράτος.

 

Πηγή: slpress.gr

oplites 11

Από την αρχή της εμφάνισής του ο οπλίτης δεν ήταν παρά ένας πολίτης, ο οποίος μετατρεπόταν σε στρατιώτη για τις ανάγκες μιας εκστρατείας, μετά το πέρας της οποίας, ακόμα και εν καιρό πολέμου, επέστρεφε για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα στο σπίτι του και στις ασχολίες του.

Αργότερα όμως φάνηκε ότι για λόγους κοινωνικούς, αλλά και στρατιωτικούς, οι πόλεις έπρεπε να εκπαιδεύσουν στρατιωτικά τους πολίτες – οπλίτες τους καθιστώντας τους ημιμόνιμους επαγγελματίες στρατιώτες.

Πέραν της πόλεως στρατόπεδο, της Σπάρτης, οι λοιπές πόλεις κράτη της Ελλάδας θέσπισαν ένα σύστημα στρατιωτικής θητείας, σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες υπηρετούσαν για ένα διάστημα στον στρατό της πόλης και κατόπιν εντάσσονταν στην εφεδρεία, έως τα 60 τους χρόνια.

Γνωρίζουμε ότι οι Αθηναίοι υπηρετούσαν δύο χρόνια στον στρατό. Στο διάστημα αυτό αναλάμβαναν τη φρούρηση συνοριακών οχυρών ή συμμετείχαν σε επιχειρήσεις του στόλου ως πεζοναύτες.

Μετά το πέρας της στρατιωτικής τους θητείας, οι έφεδροι φρόντιζαν να διατηρούν εαυτούς σε άριστη φυσική κατάσταση, γυμναζόμενοι στα δημόσια γυμνάσια. Κάθε τόσο βέβαια και η πόλη φρόντιζε να τους καλεί υπό τα όπλα, ώστε να διατηρούν την επαφή τους με τα στρατιωτικά έργα, ακριβώς ότι δεν συμβαίνει σήμερα δηλαδή.

 

Ο έφηβος οπλίτης άρχιζε την εκπαίδευση του με σύντονες πορείες κατά τις οποίες έφερε το σύνολο του οπλισμού του. με τον τρόπο αυτό αποκτούσε την απαραίτητη αντοχή και σωματική ρώμη. Στη συνέχεια εξασκείτο στη χρήση των όπλων του. Πολλοί, οι πλουσιότεροι συνήθως, εκπαιδεύονταν πριν την κατάταξή τους στον στρατό από επαγγελματίες οπλομάχους.

Έχοντας αποκτήσει σχετική άνεση στη χρήση του οπλισμού του, οι νέοι οπλίτες εκπαιδεύονταν κατά στίχο και κατόπιν κατά λόχο, μαζί με παλαιότερους και εμπειρότερους μαχητές. Οι οπλίτες μάθαιναν να εκτελούν αρχικά τα εξής παραγγέλματα: επί δόρυ κλίναι (κλίνατ’ επί δεξιά), επ’ ασπίδι κλίναι (κλίνατ’ επ΄ αριστερά), επί δόρυ ή επ’ ασπίδι μεταβάλου (σχηματισμός μετώπου επί δεξιά ή επ’ αριστερά), παράστηθι τα όπλα (παραπόδα), αναλάβατε δόρυ ή ασπίδι , καθές τα δόρατα (πρόταξη δοράτων σε χαμηλή λαβή), δόρυ ανασχέσθαι (πρόταξη δοράτων σε υψηλή λαβή), διάστηθι (αραιώσατε), στοίχει (στοιχηθείτε), πρόαγε (βάδην εμπρός) κ.α.

Η μεταβολή εκτελείτο με τρεις τρόπους, το λακωνικό, τον μακεδονικό και τον κρητικό. Βάση του λακωνικού ο τελευταίος ζυγός της φάλαγγας ανέστρεφε μέτωπο και όλοι οι άλλοι έσπευδαν και τάσσονταν μπροστά του, έτσι ώστε ο πρώτος ζυγός της αρχικής παράταξης να βρίσκεται και πάλι πρώτος μετά τη μεταβολή.

Στον μακεδονικό οι άνδρες έστρεφαν ανά ζυγό και σχημάτιζαν μέτωπο προς τα πίσω, με το παλαιό πρώτο ζυγό να ηγείται και πάλι. Στον παρεμφερή κρητικό ο επικεφαλής του στίχου κινείτο προς τα πίσω, παράλληλα με τον ουραγό που κινείτο προς τα εμπρός. Και πάλι ο πρώτος ζυγός πριν τη μεταβολή εμφανιζόταν και πάλι πρώτος επί του νέου μετώπου.

Κατά την πορεία ο οπλίτης κρατούσε το δόρυ επ’ ώμου – στον δεξιό ώμο – και αναρτούσε την ασπίδα στην πλάτη, εκτός και αν βάδιζε πλησίον εχθρικών δυνάμεων, οπότε κρατούσε την ασπίδα κανονικά και ήταν έτοιμος, με το ανάλογο παράγγελμα να μεταπέσει από τον σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης, σε οποιαδήποτε πλευρά και αν εμφανιζόταν η απειλή.

Τυπικό παράδειγμα της ευελιξίας της φάλαγγας και της άριστης εκπαίδευσης των οπλιτών αποτελεί η κάθοδος των Μυρίων, μέσω της Περσικής Αυτοκρατορίας. Κατά τις συνεχείς πορείες και μάχες τους, οι Μύριοι εφάρμοσαν με ακρίβεια πληθώρα ελιγμών, εξουδετερώνοντας με την πειθαρχία τους την συντριπτική υπεροχή του εχθρού, τόσο σε πλήθος, όσο και σε ιππικό και εκηβολιστές πεζούς.

Πάντως σύντομα έγινε αντιληπτό ότι πέραν των εκπαιδευμένων εφέδρων πολιτών κάθε πόλη χρειαζόταν και ένα σώμα μονίμων, επαγγελματιών στρατιωτών, το οποίο όμως θα λειτουργούσε συμπληρωματικά και όχι ανταλλακτικά του στρατού των στρατευσίμων.

Έτσι συγκροτήθηκαν επίλεκτα τμήματα, οι άνδρες των οποίων εξοπλιζόταν, μισθοδοτούνταν και διατρεφόταν με έξοδα της πόλης. Τέτοια τμήματα ήταν οι Αργείοι 1.000 επίλεκτοι, οι Αρκάδες επίλεκτοι (Επάρητοι), οι Φλοιάσιοι επίλεκτοι και οι Ήλειοι ομόλογοί τους και πάνω από όλους οι 300 Θηβαίοι Ιερολοχίτες.

Ο Ιερός Λόχος των Θηβών αποτελείτο από 150 ζεύγη μαχητών, διδασκάλων και μαθητών. Οι άνδρες του γυμνάζονταν καθημερινά στη χρήση των όπλων και κατά συνέπεια είχαν μετατραπεί σε πραγματικές πολεμικές μηχανές.

Ο Ιερός Λόχος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στις μάχες του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα. Οι άνδρες του έπεσαν μέχρις ενός στη μάχη της Χαιρώνειας, κερδίζοντας τον θαυμασμό και αυτών των νικητών τους. Οι άλλες ελληνικές πόλεις δεν ανέπτυξαν ίδιες επίλεκτες δυνάμεις. Οι πλέον οικονομικά εύρωστες κατέφυγαν στη στρατολόγηση μισθοφόρων από άλλες πόλεις.

 

Πηγή: slpress.gr

Οι Έλληνες στρατιώτες του σώματος των Μυρίων, έχοντας ξεφύγει, όπως πίστευαν από την εχθρική καταδίωξη, μετά την σφαγή των αξιωματικών τους, αντίκριζαν με αισιοδοξία το μέλλον. Είχαν στρατοπεδεύσει σε έναν τόπο όπου υπήρχε αφθονία τροφίμων. Εξάλλου άξιζαν λίγη ανάπαυση, καθώς είχαν περάσει τις τελευταίες επτά ημέρες βαδίζοντας σε κακοτράχαλα βουνά, πολεμώντας εναντίον πολύ σκληρών αντιπάλων, των Καρδούχων, φτάνοντας στα όρια της Αρμενίας.

oplites 10

 

Όταν το 431 π.Χ. ξέσπασε ο Πελοποννησιάκος Πόλεμος, κανείς από τους εμπολέμους δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα εμπλεκόταν στην μεγαλύτερη σε διάρκεια και πλέον άγρια εμφύλια διαμάχη.

Η αγριότητα του νέου εμφυλίου πολέμου, θα ξεπερνούσε πράγματι σε αγριότητα κάθε προηγούμενο. Για πρώτη φορά στην ως τότε ιστορία τους, οι Έλληνες θα αλληλοσφάζονταν με τέτοιο φανατισμό.


Οι πρώτες επιχειρήσεις

Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος εισέβαλε, επικεφαλής ισχυρού πελοποννησιακού στρατού, στην Αττική.

Αφού κατέλαβε το συνοριακό οχυρό της Οινόης, λεηλάτησε επί έναν μήνα την ύπαιθρο χώρα, μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης και επέστρεψε κατόπιν στην Πελοπόννησο. Στην επίθεση αυτή, οι Αθηναίοι απάντησαν με επιδρομή αντιποίνων στη Λακωνική.

Ισχυρότατη μοίρα του αθηναϊκού στόλου – 100 πλοία και οι ανάλογοι επιβάτες – κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο και λεηλάτησε τα παράλια της. Άλλη μοίρα κατευθύνθηκε βόρεια και επιτέθηκε στους συμμάχους των Σπαρτιατών Λοκρούς.

 

Στα τέλη δε του καλοκαιριού οι Αθηναίοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Αίγινα, ενώ τον Σεπτέμβριο επιτέθηκαν στη Μεγαρίδα και την ερήμωσαν.

Η ίδια κατάσταση επαναλήφθηκε και στο δεύτερο έτος του πολέμου, το σημαντικότερο γεγονός του οποίου ήταν η πρόκληση του λοιμού στην Αθήνα, από τον οποίο έχασαν τη ζωή τους 5.000 μάχιμοι άνδρες και πολλοί περισσότεροι άμαχοι.

Το τρίτο έτος του πολέμου οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στην Ποτίδαια και οι αντίπαλοι τους επιτέθηκαν στις Πλαταιές, ενώ μετέφεραν τον πόλεμο και στη δυτική Ελλάδα, με συμμάχους τους Αμβρακιώτες. Οι Αθηναίοι όμως χάρη στην ναυτική υπεροχή τους νίκησαν δύο φορές τον πελοποννησιακό στόλο σε ναυμαχίες στον Κορινθιακό.


Αν και νικητές όμως, ως τότε, οι Αθηναίοι, υπέστησαν το έτος αυτό (429 π.Χ.) την καταλυτική απώλεια που μάλλον τους στοίχισε και την απώλεια του πολέμου, την απώλεια του Περικλή.

Ο άριστος των ηγετών της, εκείνη την περίοδο, υπέκυψε στην επιδημική ασθένεια, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Μετά τον θάνατο του και ως την υπογραφή της ειρήνης του Νικία (421 π.Χ.), την πόλη κυβέρνησε μια σειρά ανθρωπαρίων, με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Κλέωνα.

Ο Κλέων αποτελούσε τυπικό δείγμα δημαγωγού της εποχής. Η μεγάλη επιτυχία της κατάληψης της Πύλου και της Σφακτηρίας, το 425 π.Χ. και η αιχμαλωσία 291 Σπαρτιατών διαφημίστηκε από τον ίδιο ως έργο δικό του, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε έργο του άξιου στρατηγού Δημοσθένη.

Ο δημαγωγός σκοτώθηκε στη μάχη της Αμφίπολης. Στην ίδια πάντως μάχη σκοτώθηκε και ο γενναίος Σπαρτιάτης αντίπαλος του Βρασίδας.


Η ασταθής ειρήνη

Η υπογραφή της Νικείου ειρήνης (421 π.Χ.) δεν ξεκαθάρισε το τοπίο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια μεγάλης διάρκειας ανακωχής, που υπεγράφη με σκοπό να προσφέρει την απαραίτητη ανάπαυλα στους αντιμαχόμενους , για να συνεχίσουν αργότερα τον πόλεμο. Ύστερα από συγκρούσεις 10 ετών κανένα άλλωστε στρατόπεδο δεν είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ήττα.

Οι Πελοποννήσιοι και οι Βοιωτοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών , από την πλευρά τους, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με τη σύναψη της. Ο πρωταρχικός τους σκοπός, η εξουδετέρωση της Αθήνας δεν είχε επιτευχθεί.

Οι Κορίνθιοι μάλιστα, μεγάλοι ανταγωνιστές, στον εμπορικό στίβο των Αθηναίων, δεν δίστασαν να συστήσουν ένα νέο δικό τους πλέγμα συμμαχιών, στο οποίο εντάχθηκαν και οι φανατικοί εχθροί των Σπαρτιατών Αργείοι.

Η κίνηση αυτή των Κορινθίων, πραγματοποιήθηκε ως μέτρο πίεσης προς τη Σπάρτη, για να καταστρατηγήσει τη Νικιείο ειρήνη. Όπως ήταν φυσικό η σύσταση της Κορινθιακής Συμμαχίας, θορύβησε τους Σπαρτιάτες, που απάντησαν με χωριστή συμφωνία με τους Βοιωτούς.

Οι Αθηναίοι από την πλευρά τους, με πρωτοβουλία του ανερχόμενου αστέρα της πολιτικής τους σκηνής, Αλκιβιάδη, σύναψαν συμμαχία με τους Αργείους, τους Ηλείους και τους Μαντινείς, συμμαχία που εξ ορισμού, στρεφόταν κατά της Σπάρτης.

Συνέπεια της συμφωνίας αυτής ήταν οι Κορίνθιοι να επιστρέψουν στο σπαρτιατικό άρμα. Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για την επανέναρξη του πολέμου, αρκούσε μόνο η σπίθα που θα άναβε τη φωτιά του.

Είναι μάλλον παράλογο να χρεώσουμε την επανέναρξη των συγκρούσεων στη φιλοδοξία ενός κα μόνο ανδρός, του Αλκιβιάδη. Άσχετα με τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες του, το γεγονός ήταν ότι βρέθηκε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια τους.

Το καλοκαίρι του 419 π.Χ. οι σύμμαχοι των Αθηναίων Αργείοι, εκστράτευσαν κατά της Επιδαύρου. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να μείνουν ασυγκίνητοι σε αυτή την απειλή. Ενίσχυσαν τη φρουρά της πόλης με 300 άνδρες τους, προσπαθώντας όμως να μη διαταράξουν, όσο ήταν δυνατό, τις σχέσεις τους με την Αθήνα.

Και οι σώφρονες όμως Αθηναίοι προσπάθησαν να αποφύγουν την εκ νέου έκρηξη γενικευμένου πολέμου. Ως πρώτο μέτρο αφαίρεσαν τη στρατηγεία από τον φιλοπόλεμο Αλκιβιάδη και ανέθεσαν την εξουσία στους στρατηγούς Νικία, Λάχητα και Νικόστρατο.

Οι Σπαρτιάτες όμως δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να επιτρέψουν τη συγκρότηση ισχυρού εναντίον τους συνασπισμού, εντός της Πελοποννήσου.


Πόλεμος στην Πελοπόννησο

Με αφορμή την επίθεση των Αργείων κατά της Επιδαύρου, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και εκστράτευσαν κατά των Αργείων, Ηλείων και Μαντινείων αντιπάλων τους. Με επικεφαλής τον βασιλιά της Σπάρτης Άγι συγκροτήθηκε ένας πανίσχυρος στρατός.

Περιελάμβανε περίπου 4.200 Λακεδαιμόνιους, 5.000 Βοιωτούς, 2.000 Κορινθίους και 1.500 Αρκάδες οπλίτες. Μαζί της ενώθηκαν και οι δυνάμεις των πόλεων Φλειούντος, Μεγάρων, Επιδαύρου, Σικυώνας και Πελλήνης.

Συνολικά συγκεντρώθηκαν 20.000 οπλίτες και τουλάχιστον άλλοι τόσοι ψιλοί και λίγοι ιππείς. Από την άλλη πλευρά οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν 16.000 οπλίτες και ανάλογο αριθμό ψιλών.

Καθώς οι δύο στρατιές ελίσσονταν για να καταλάβουν πλεονεκτικό έδαφος, η πελοποννησιακή στρατιά κατόρθωσε να κυκλώσει την αντίπαλη. Ο Άγις θα μπορούσε τότε να επιτύχει συντριπτική νίκη.

Δεν το επεδίωξε όμως, προσπαθώντας να αποφύγει την οριστική ρήξη. Προχώρησε μάλιστα και στη σύναψη τετράμηνης ανακωχής με τους Αργείους. Οι τελευταίοι πάντως, με τις προτροπές του Αλκιβιάδη, πρεσβευτή της Αθήνας τότε, αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά της Σπάρτης.

Όταν μάλιστα αφίχθησαν στο Άργος αθηναϊκές επικουρίες (1.000πεζοί και 300 ιππείς), οι Αργείοι πείσθηκαν να καταγγείλουν την ανακωχή και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στους εχθρούς.

Πρώτος στόχος των Αργείων και των συμμάχων τους ήταν η μικρή πόλη του Αρκαδικού Ορχομενού. Η πολίχνη σύντομα καταλήφθηκε και οι σύμμαχοι, ύστερα από την επιτυχία αυτή κατευθύνθηκαν προς την πιστή σύμμαχο των Σπαρτιατών Τεγέα. Οι Ήλειοι όμως διαφώνησαν με το συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων και αποχώρησαν από τον συνασπισμό των Αργείων.

Στο μεταξύ οι Σπαρτιάτες είχαν κινητοποιήσει τις δυνάμεις τους και μαζί με τους Τεγεάτες συμμάχους τους κινήθηκαν κατά των πολεμίων. Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους είχαν λάβει θέσεις στις πλαγιές του Αλησίου όρους, ιππαστί της οδού που ένωνε τον αρκαδικό Ορχομενό με την πόλη τους. Η θέση ήταν φύση οχυρή και οι Σπαρτιάτες δεν τόλμησαν καν να επιτεθούν, στους εκεί ταγμένους εχθρούς τους.

Σε μια προσπάθεια να παρασύρει τους αντιπάλους του να πολεμήσουν στην πεδιάδα της Μαντινείας, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις, διέταξε τους άνδρες του να αλλάξουν τη ροή του ποταμού Όφεως, ώστε να πλημμυρίσουν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις των Μαντινείων.

Ήλπιζε ότι με τον τρόπο αυτό, οι Μαντινείς που θα έβλεπαν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται, θα πίεζαν τους Αργείους συμμάχους τους να κατέλθουν στην πεδιάδα και να πολεμήσουν.


Η καταλυτική μάχη

Την επομένη οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους κατέβηκαν στην πεδιάδα. Ο στρατός τους αριθμούσε περί τους 7.500 άνδρες. Από αυτούς περίπου 3.000 ήταν Μαντινείς, Αρκάδες, Κλεοναίοι και Ορνεάτες, 3.000 ήταν Αργείοι και 1.300 Αθηναίοι.

Απέναντι τους τάχθηκαν περίπου 8.000 Σπαρτιάτες και σύμμαχοι τους. Αντιμέτωπες οι δύο στρατιές , άρχισαν να κινούνται μια κατά της άλλης . σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους κινήθηκαν με ταχύτητα κατά των εχθρών, αντίθετα με τους Λακεδαιμονίους ,οι οποίοι βάδισαν με κανονικό ρυθμό.

Τελικά οι δύο αντίπαλες στρατιές ήρθαν σε επαφή και οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν κατά κράτος τους αντιπάλους τους στο δεξιό και στο κέντρο του μετώπου τους και ηττήθηκαν στο αριστερό.

Η μάχη είχε όμως ήδη κερδηθεί αφού οι Αργείοι στρατιώτες, με εξαίρεση τους 1.000 επίλεκτους, είχαν τραπεί σε φυγή και στο άκρο αριστερό οι Αθηναίοι μόλις κατόρθωσαν να διασωθούν από πλήρη εξόντωση, με τη συνδρομή του ιππικού τους. Οι απώλειες των ηττημένων ξεπέρασαν τους 1.100 άνδρες.

Από αυτούς οι 700 ήταν Αργείοι, Ορνεάτες και Κλεωναίοι, οι 200 Μαντινείς και οι άλλοι 200 Αθηναίοι, μεταξύ των τελευταίων και οι δύο τους στρατηγοί Λάχης και Νικόστρατος. Οι νικητές απώλεσαν 300 άνδρες.

Η ήττα των συμμάχων στη Μαντινεία είχε καταλυτικές συνέπειες για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Πρώτα από όλα έθεσε τέρμα στο ζήτημα ηγεμονίας στην Πελοπόννησο. Δεύτερη και σημαντικότερη συνέπεια ήταν η έμμεση, έστω, ταπείνωση της Αθήνας.

 

Πηγή: slpress.gr

oplites 07

Ο Αγαθοκλής, αποτελεί μια από τις πλέον αντυπωσιακές προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Γνήσιος τυχοδιώκτης, κατόρθωσε από μισθοφόρος οπλίτης του στρατού των Συρακουσίων, να αναδειχτεί σε αυτοκράτορα, ηγέτη της ισχυρότερης ελληνικής πόλης στην Ιταλία, των Συρακουσών.

Από το 312 π.Χ. οι Συρακούσες πολεμούσαν κατά της πανίσχυρης Καρχηδόνας. Μετά από μια σειρά ελιγμών ο Αγαθοκλής βρέθηκε πολιορκημένος στις Συρακούσες από πολύ ισχυρές δυνάμεις των αντιπάλων του.

 

To 310 π.Χ. αποκλεισμένος από παντού, χωρίς συμμάχους, αποφάσισε να δοκιμάσει το ακατόρθωτο. Αφού οι Καρχηδόνιοι απειλούσαν την πόλη του γιατί αυτός να μην απειλήσει τη δική τους.

agathokles nomisma 01


Αμέσως μετά τη λήψη της παράτολμης αυτής απόφασης ο Αγαθοκλής άρχισε τις προετοιμασίες για την υλοποίηση της. Συγκέντρωσε 13.500 άνδρες και 60 πλοία και αφού άφησε τον αδερφό του Άντανδρο, επικεφαλής ισχυρής φρουράς, να υπερασπίζεται την πόλη αναχώρησε για την βορειοαφρικανική ακτή.

 

Εκμεταλευόμενος τη χαλάρωση του ναυτικού καρχηδονιακού αποκλεισμού, ο στόλος του εξήλθε του λιμένα των Συρακουσών και κατευθύνθηκε βόρεια, ώστε να παραπλανήσει τον εχθρό σχετικά με τις προθέσεις του. Τα καρχηδονιακά πλοία κατεδίωξαν τα ελληνικά γύρω από τις βόρειες και τις δυτικές ακτές της Σικελίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επτά ημέρες αργότερα οι Έλληνες αντίκρυσαν την αφρικανική ακτή.

oplites 08


Τα καρχηδονιακά πλοία που καταδίωκαν τον ελληνικό στόλο τον πρόλαβαν τελικά πρίν αποβιβάσει το εκστρατευτικό σώμα. Στη σύγκρουση όμως που ακολούθησε ο ελληνικός στόλος επικράτησε και έτσι η αποβίβαση του στρατού έγινε κανονικά. Αμέσως μετά ο Αγαθοκλής προέβει σε μία ακόμα παράτολμη ενέργεια, πυρπόλησε τα πλοία του.

Στην κίνηση αυτή προχώρησε όχι μόνο για να ξεκαθαρίσει στους άνδρες του πως όφειλαν είτε να νικήσουν, είτε να πεθάνουν εκεί, αλλά και γιατί, αν δεν έκαιγε τα πλοία θα έπρεπε να διαθέσει μεγάλες δυνάμεις για τη φρούρηση τους. Κανείς όμως άνδρας δεν περίσευε, ήταν όλοι απαραίτητοι για την πρόκληση του αντιπερισπασμού.

Αμέσως μετά την απόβαση των δυνάμεων του στην Αφρική, ο Αγαθοκλής επιτέθηκε και λεηλάτησε όλη την καρχηδονιακή επικράτεια, εκτός της ισχυρά οχυρωμένης Καρχηδόνας. Οι πολίτες της τελευταίας είχαν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό πανικοβληθεί από την εμφάνιση του ελληνικού στρατού στα εδάφη τους, που σκέπτονταν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τον Αγαθοκλή.

Πίστευαν ότι για να έχει φτάσει εκεί ο ελληνικός στρατός, το εκστρατευτικό σώμα τους στη Σικελία θα είχε αφανιστεί. Καρχηδονιακά πλοία από τη Σικελία έφτασαν όμως στην πόλη και η αλήθεια μαθεύτηκε. Ο πανικός των Καρχηδονίων μετατράπει τότε σε οργή κατά του θρασύτατου Έλληνα, ο οποίος αποτόλμησε να αμφισβητήσει την παντοδυναμία τους.

oplites 03


Αμέσως συγκεντρώθηκε μία επιβλητική στρατιά 30.000 πεζών και ιππέων, ενισχυμένη με 2.000 τέθριππα βαριά πολεμικά άρματα, η οποία τάχθηκε υπό τις διαταγές των Βομίλκα και Άννωνα. Η στρατιά αυτή κινηθήκε κατά των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες την ανέμεναν στη στενή πεδιάδα του Τύνητα (αναπτύγματος μόλις 2,4 Km).

Οι Καρχηδόνιοι στρατηγοί έταξαν στην πρώτη γραμμή τα πολυάριθμα βαριά τους άρματα με τα οποία φιλοδοξούσαν να διασπάσουν την ελληνική φάλαγγα. Πλάι στα άρματα ετάχθει το επίλεκτο βαρύ καρχηδονιακό ιππικό-1.000 περίπου άνδρες. Πίσω από τους εφίππους τάχθηκε το πεζικό, με τον επίλεκτό τους «Ιερό Λόχο» στο άκρο δεξιό, υπό τον ίδιο των Άννωνα.

Απένατι στις δυνάμεις αυτές η ελληνκή στρατιά αναπτύχθηκε ως εξής: στο ακρό αριστερό, απέναντι στον «Ιερό Λόχο», τάχθηκε ο Αγαθοκλής με 1.000 επίλεκτους οπλίτες, στο κέντρο τάχθηκαν 6.000 Έλληνες, αλλά και Ιταλοί και Κέλτες μισθοφόροι, έχοντας στο δεξιό τους 3.500 Συρακούσους οπλίτες. Το άκρο δεξιό σχημάτισαν 2.000 μισθοφόροι.

Άλλοι 500 περίπου ψιλοί, ακοντιστές, τοξότες και σφενδονήτες, τάχθηκαν, σε διάταξη ακροβολισμού εμπρός από το μέτωπο της στρατιάς. Επειδή οι άνδρες του Αγαθοκλή δεν επαρκόυσαν για να καληφθεί πλήρως το μέτωπο, τοποθετήθηκαν ναύτες του στόλου, οπλισμένοι με ασπίδες και στυλεούς δοράτων, για να καλύψουν το κενό στην ελληνική παράταξη.

Οι Καρχηδόνιοι επιτέθηκαν πρώτοι. Τα άρματα τους επέλασαν ορμητικά κατά των Έλληνων, σηκώνοντας νέφη σκόνης. Τα πληρώματα τους εξέπεμπαν φρικτές πολεμικές κραυγές κραδαίνοντας απειλητικά τα ακόντια τους. Ωστόσο οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν από το θέαμα. Με εκπληκτική ψυχραιμία ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά άρματα. Καθώς τα άρματα πλησίαζαν άρχισαν να δέχονται βροχή βλημάτων από τους Έλληνες ακροβολιστές.

oplites 04


Όσα από αυτά ξεπέρασαν με σχετική επιτυχία τον ελληνικό φραγμό εξουδετερώθηκαν από το ελληνικό και το μισθοφορικό βαρύ πεζικό. Πολλά άρματα με τα πληρώματα τους εξουδετερωμένα και τους ιππούς πληγωμένους, στράφηκαν προς τα πίσω και επέπεσαν στη φίλια παράταξη. Αυτό ακριβώς ανέμενε και ο Αγαθοκλής. Βλέποντας το εχθρικό πεζικό να αναμειγνύεται με τα άρματα και το ιππικό, διέταξε την στρατιά του να επιτεθεί.

Σε λίγα λεπτά η περίφανη βαρβαρική στρατιά είχε αφανιστεί. Μόνο ο «Ιερός Λόχος» αντιστάθηκε για λίγο, παρά τον θάνατο του αρχηγού του Άννωνα. Σύντομα όλα είχαν τελειώσει και μόνο τα σκονισμένα κουφάρια των αντιπάλων απέμεναν στο ματωμένο χώμα. Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική. Την ίδια ώρα, στη Σικελία, ο Αμίλκας Γίσκωνας επιχειρούσε γενική επίθεση κατά των Συρακουσών με 125.000 άνδρες.

Σύμφωνα μάλιστα με τους μάντεις του, μετά την επίθεση ο Καρχηδόνιος στρατηγός θα δειπνούσε στις Συρακούσες. Οι Έλληνες ωστόσο έστησαν ενέδρα στην πολυάριθμη εχθρική στρατιά και την αφάνισαν σε μία νύκτα, στα υψώματα των Επιπολών. Ο Αμίλκας συνελήφθει αιχμάλωτος και σύμφωνα με τον χρησμό έλαβε το -τελευταίο – γεύμα του στις Συρακούσες! Ο πόλεμος με τους Καρχηδονίους συνεχίστηκε ως το 305 π.Χ. με διάφορες διακυμάνσεις.

Ο Αγαθοκλής δεν κατόρθωσε να διατηρήσει τις αφρικανικές του κατακτήσεις. Κατόρθωσε όμως να θέσει υπό την εξουσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, περιορίζοντας τους Καρχηδόνιους στο δυτικό άκρο του νησιού και να καταστήσει την πόλη του την ισχυρότερη δύναμη της περιοχής. Όταν πέθανε, το 289 π.Χ. οι Συρακούσες διέθεταν στρατό 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων και στόλο 200 πολεμικών.

 

Πηγή: slpress.gr

Η ονομασία «Ιερός Λόχος» συνδέεται με την Ελλάδα. Διάσημη ήταν η ομώνυμη μονάδα των επίλεκτων Θηβαίων ή αργότερα των ανδρών του Αλ. Υψηλάντη. Ωστόσο «Ιερούς Λόχους» παρέτασσαν και άλλα κράτη με πρώτο αυτό της Καρχηδόνας.Ο καρχηδονιακός «Ιερός Λόχος» συγκροτήθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. προφανώς υπό την επιρροή του ομώνυμου θηβαϊκού τα κατορθώματα του οποίου έναντι των αήττητων, έως τότε, Σπαρτιατών διαδόθηκαν σε όλο τον αρχαίο κόσμο.

pyrrhus karxhdona 01


Η εκστρατεία του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου στην Σικελία, μεσούσης της εκστρατείας του στην Ιταλία, αποτελεί μια από τις πλέον άγνωστες πτυχές του εγχειρήματος. Στόχος του ήταν να σώσει τις ελληνικές πόλεις από τους Καρχηδόνιους και τους Μαμερτίνους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι ήταν πρώην μισθοφόροι που είχαν εγκατασταθεί στην Σικελία και είχαν συγκροτήσει ένα είδος κράτους.

Στα τέλη Μαΐου του 278 π.Χ. ο Πύρρος απέπλευσε από τις ιταλικές ακτές μαζί με 8.000 άνδρες του και τους πολεμικούς του ελέφαντες. Παρά την επιτήρηση των σικελικών ακτών από τον ισχυρό καρχηδονιακό στόλο ο Πύρρος κατόρθωσε να αποβιβάσει τη μικρή του δύναμη στον λιμένα του Ταυρομενίου, στην είσοδο του Σικελικού πορθμού.

Εκεί τον υποδέχθηκε ο τύραννος της Πόλης Τυνδαρίων, ο οποίος και του διέθεσε τις μικρές δυνάμεις που διέθετε. Έτσι ενισχυμένος ο Πύρρος κινήθηκε για την Κατάνη. Στο μεταξύ η είδηση της άφιξης του Πύρρου στην Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Έλληνες και τρόμο στους Καρχηδονίους και στους Μαμερτίνους. Μόλις μάλιστα ο Πύρρος κινήθηκε προς τις Συρακούσες οι Καρχηδόνιοι έντρομοι ήραν την πολιορκία της πόλης – αν και διέθεταν 50.000 άνδρες και 120 πολεμικά πλοία.

Ο Πύρρος εισήλθε νικητής στις Συρακούσες χωρίς να έχει χρειαστεί να πολεμήσει. Με το κύρος του κατόρθωσε να συνενώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες της πόλης και να τους στρέψει στον κοινό αγώνα κατά των βαρβάρων. Ευγνώμονες οι Συρακούσιοι διέθεσαν στον Πύρρο 10.000 στρατιώτες τους και 140 πολεμικά πλοία. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη και άλλοι ηγεμόνες πόλεων φέρνοντας και στρατιωτικές ενισχύσεις. Ένας από αυτούς ο τύραννος της πόλης των Λεοντείων Ηρακλείδης έθεσε εαυτόν και 4.500 πεζούς και ιππείς στη διάθεση του Πύρρου, ο οποίος ανακηρύχθηκε επίσης «Σικελίας Ηγεμών και Βασιλεύς».

Την επόμενη άνοιξη, έχοντας συγκεντρώσει 25.000 περίπου στρατιώτες και στόλο 200 πολεμικών, ο Πύρρος συνέχισε την εκστρατεία του στο εσωτερικό της νήσου. Με ταχεία προέλαση αιφνιδίασε τους Καρχηδονίους και κατέλαβε, χωρίς μάχη, τις πόλεις Έννα και Ακράγαντα. Ο στρατός του Ακράγαντος – 8.000 πεζοί και 800 ιππείς – ενώθηκαν μαζί του. Συνεχίζοντας την θριαμβευτική του πορεία έγινε κύριος των πόλεων Ηράκλειας, Σελινούντος, Άλαισας και Έγεστας. Οι Καρχηδόνιοι αποφάσισαν να προβάλουν αντίσταση στην ισχυρότατα οχυρωμένη πόλη Έρυκα. Σύντομα όμως είχαν σαρωθεί από την κεραυνοβόλο επίθεση των ανδρών του Πύρρου, τους οποίους καθοδηγούσε ο ίδιος.

Πρώτος αυτός ανέβηκε στο εχθρικό τείχος και εισήλθε στην πόλη. Η σαρωτική πορεία του Πύρρου είχε κατατρομάξει τους πολεμίους. Οι Καρχηδόνιοι, κύριοι πριν λίγους μήνες της νήσου, είχαν τώρα περιοριστεί στην κατοχή μόνο του Λιλυβαίου, του απόρθητου οχυρού στο νοτιοδυτικό άκρο της Σικελίας. Απέναντι όμως στις ισχυρές οχυρώσεις του Λιλυβαίου ο Πύρρος απέτυχε. Το οχυρό παρέμεινε απόρθητο, αποτελώντας προγεφύρωμα των Καρχηδονίων στη Σικελία.

Στο μεταξύ ο Πύρρος επετέθη και κατά των Μαμερτίνων ληστών, τους οποίους επίσης κατανίκησε και περιόρισε στα τείχη της Μεσσήνης. Ωστόσο ο Πύρρος δεν είχε παραιτηθεί από τον σκοπό της εκδιώξεως των Καρχηδονίων από την Σικελία. Συνέλαβε μάλιστα το παράτολμο σχέδιο μεταφοράς του πολέμου στην Αφρική. Στο σχέδιο του αυτό όμως αντιμετώπισε την αντίδραση των Ελλήνων της Σικελίας. Σημειώθηκαν μάλιστα ακόμα και αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Αηδιασμένος από τη συμπεριφορά των Ελλήνων ο Πύρρος αποφάσισε να εγκαταλείψει ο νησί και να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου οι σύμμαχοι του Ταραντίνοι και Σαυνίτες δέχονταν ασφυκτική πίεση από τους Ρωμαίους.

Κατά των πλου όμως προς την Ιταλία ο στόλος του δέχθηκε την επίθεση του καρχηδονικού και υπέστη πραγματική συντριβή. Τα λείψανα του στόλου αποβίβασαν τα λείψανα του στρατού στην Ιταλία. Και εκεί όμως νέα δυσάρεστη έκπληξη ανέμενε τον Πύρρο. Περισσότεροι από 10.000 Μαμερτίνοι είχαν επίσης περάσει στην Ιταλία και είχαν στήσει ενέδρα στον καταπονημένο στρατό του Πύρρου, θέλοντας να τον εκδικηθούν για τα πλήγματα που τους είχε καταφέρει. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις οι Μαμερτίνοι καταπονούσαν τους Έλληνες.

Σε μία από αυτές μάλιστα κατόρθωσαν να σκοτώσουν αρκετούς άνδρες και δύο ελέφαντες. Όταν ο Πύρρος έσπευσε να διασώσει τους άνδρες του, του επιτέθηκε ένας γιγαντόσωμος Μαμερτίνος. Ο Ιταλός κατόρθωσε να πλήξη τον Πύρρο στο κράνος με το ξίφος του. Το κράνος διαλύθηκε και ο Πύρρος πληγώθηκε. Τρόμος κατέλαβε τους άνδρες του που αντίκριζαν τον βασιλιά τους με το πρόσωπο του γεμάτο αίμα. Αμέσως τον αποτράβηξαν από τη μάχη και του έπλυναν την πληγή. Οι Μαμερτίνοι στο μεταξύ είχαν ενθουσιαστεί. Πιστεύοντας πως ο Πύρρος ήταν νεκρός.

Ο γιγαντόσωμος Μαμερτίνος βγήκε τότε μπροστά από τους ζυγούς και με θράσος φώναζε στον Πύρρο: «Αν ζεις και δεν φοβάσαι έλα». Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ο Πύρρος, αυτόματα θαρρείς, θεραπεύτηκε. Με το αίμα να κυλά στο πρόσωπο του, με μόνο το σπαθί του σφιχτά κρατημένο στο χέρι, ο Πύρρος, όρμησε εμπρός. Τρέχοντας επέπεσε με μανία κατά του σαστισμένου αντιπάλου του και του κατάφερε τέτοιο πλήγμα με το σπαθί του το τεράστιο σώμα του κόπηκε σχεδόν στα δύο.

Κατέρρευσε ο βάρβαρος γίγαντας και το άψυχο κουφάρι του σωριάστηκε στο έδαφος με πάταγο. Το κτύπημα του Πύρρου ήταν τόσο ισχυρό που ούτε η ισχυρή του πανοπλία δεν στάθηκε ικανή να αντέξει. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό οι Μαμερτίνοι δεν τόλμησαν να ξαναενοχλήσουν την ελληνική στρατιά. Τελικά μετά από πολλούς κόπους η στρατιά έφτασε στον Τάραντα. Τρία σχεδόν έτη είχαν περάσει από την αναχώρηση του για τη Σικελία.

 

Πηγή: history-point.gr

thermopyles 01


Το στενό των Θερμοπυλών αποτελούσε ανέκαθεν την κύρια αμυντική τοποθεσία στον άξονα εισβολής Βορρά- Νότου στην Ελλάδα. Στην περιοχή έχουν λάβει χώρα δεκάδες μάχες, αρχικά μεταξύ Θεσσαλών και Φωκέων, αργότερα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, Ρωμαίων και Ελλήνων, Ελλήνων και Τούρκων, Αυστραλών και Γερμανών, το 1941. Στο στενό αυτό λοιπόν οι Έλληνες επέλεξαν να σταματήσουν την περσική κάθοδο.

Η τοποθεσία προσφερόταν καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη, ειδικά εκείνη την εποχή, που το μικρότερο, από τα τρία στενά της τοποθεσίας, χωρούσε μόλις ένα άρμα, είχε δηλαδή πλάτος μικρότερο των 4 μέτρων ! Το όλο μήκος της στενωπού έφτανε τα 7 χλμ. Το πρώτο στενό βρισκόταν 2 χλμ. νοτιοανατολικά της σημερινής γέφυρας της Αλαμάνας. Το δεύτερο στενό 1χλμ. ανατολικά των σημερινών λουτρών και το τρίτο στην περιοχή των Αλπινών.

Στο δεύτερο στενό οι Φωκείς είχαν κτίσει, από τον 6ο αιώνα π.Χ. ένα τείχος, για να προστατεύονται από τις επιδρομές των Θεσσαλών. Το τείχος αυτό, γνωστό ως Φωκικό Τείχος, αποτέλεσε κατά τη μάχη των Θερμοπυλών, το σημείο στηρίγματος των δυνάμεων του Λεωνίδα. Το τείχος αυτό ανακαλύφθηκε τυχαία το 1897, όταν άνδρες του Μηχανικού εκτελούσαν οχυρωματικές εργασίες στην περιοχή. Τότε ανακαλύφθηκαν και οι τάφοι των νεκρών ανδρών του Λεωνίδα.


Άμυνα στα στενά

Μετά τη λήψη της απόφασης για άμυνα στα στενά των Θερμοπυλών συγκροτήθηκε μια μικτή ελληνική δύναμη, που είχε ως αποστολή των κατάληψη της οχυρής θέσης και την συγκράτηση εκεί των Περσών, για όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να επιστρατευθούν οι στρατοί και των άλλων ελληνικών πόλεων.

Η δύναμη λοιπόν που θα έπαιρνε θέση στις Θερμοπύλες δεν ήταν παρά μια προκαλυπτική δύναμη. Για τον λόγο αυτό δε χρειαζόταν να είναι και ιδιαιτέρως ισχυρή. Επικεφαλής της τάχθηκε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας.

Η δύναμη που διοικούσε περιλάμβανε 300 Σπαρτιάτες της βασιλικής φρουράς, δηλαδή την αφρόκρεμα του σπαρτιατικού στρατού, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 άλλους Αρκάδες, 80 Μυκηναίους, 200 Φλιάσιους, 400 Κορίνθιους, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίους, 1.000 Οπούντιους Λοκρούς και 1.000 Φωκείς, συνολικά 6.200 οπλίτες.

Πιθανότατα, στη δύναμη αυτή θα πρέπει να προστεθούν και 1.000 τουλάχιστον ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί – υπηρέτες, και ακόλουθοι των οπλιτών. Οι λιγοστοί Έλληνες έλαβαν θέσεις στο Φωκικό Τείχος, αφού πρώτα το επισκεύασαν. Απέναντί τους άρχισε σταδιακά να συγκεντρώνεται η τρομακτικά τεράστια στρατιά του Ξέρξη.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην πεδιάδα της Τραχίνας, στην σημερινή Λαμία, συγκεντρώθηκαν 3.000.000 άνδρες του Ξέρξη. Ενώπιον του πλήθους των εχθρών οι Έλληνες σκέφτηκαν αρχικά να αποχωρήσουν.

Οι Λοκροί και οι Φωκείς όμως ικέτευσαν τους συμπατριώτες τους να μην τους εγκαταλείψουν. Φαίνεται πάντως πως την τελική απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Λεωνίδας, συντασσόμενος με την προτροπή των Φωκέων και των Λοκρών, εξηγώντας προφανώς την αναγκαιότητα της παραμονής τους στα στενά των Θερμοπυλών.

Αμέσως μετά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ανέπτυξε το τμήμα του στο Φωκικό Τείχος, στέλνοντας μόνο τους 1.000 Φωκείς οπλίτες να φρουρούν την Ανοπαία οδό, ένα ημιορεινό μονοπάτι, το οποίο περνούσε από το όρος Καλλίδρομο και παρέκαμπτε, από δυτικά, τη στενωπό των Θερμοπυλών.

Οι Έλληνες, όταν έλαβαν θέσεις στα στενά, γνώριζαν ότι η τοποθεσία τους μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί, υπολόγιζαν όμως στην άγνοια της τοπογραφίας της περιοχής, από τους Πέρσες και στο ορεινό τους εδάφους.

Από τη θάλασσα η υπερφαλάγγιση της τοποθεσίας δεν ήταν δυνατή, εφόσον ο ελληνικός συμμαχικός στόλος είχε λάβει θέσεις στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, αποκλείοντας τον Μαλλιακό κόλπο για τα περσικά σκάφη.

Ο Λεωνίδας, με τους 5.000 περίπου οπλίτες που διέθετε κατέλαβε το δεύτερο στενό και περίμενε την εχθρική επίθεση. Σκόπευε να πολεμήσει έξυπνα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που του παρείχε το έδαφος, χρησιμοποιώντας κάθε φορά λίγους άνδρες στη μάχη και εναλλάσσοντάς τους τακτικά, ώστε να υπάρχει πάντα ένα ξεκούραστο, εφεδρικό τμήμα, έτοιμο να επέμβει, μόλις χρειαστεί. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες διαταγές οι Έλληνες άφησαν φρουρά στο τείχος και αναπαύθηκαν.


Περιμένοντας τους Έλληνες να λογικευτούν…

Ο Ξέρξης, την ίδια ώρα, έστειλε έναν ιππέα ανιχνευτή για να κατοπτεύσει τους Έλληνες. Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε ανενόχλητος τις ελληνικές θέσεις. Εκείνη την ώρα έτυχε να εκτελούν καθήκοντα φρουράς οι Σπαρτιάτες. Ο ιππέας πλησίασε και άλλο. Έκπληκτος είδε τους Σπαρτιάτες να μην ασχολούνται καθόλου μαζί του. Άλλοι ακόνιζαν τα όπλα τους, άλλοι γυάλιζαν τις ασπίδες τους και άλλοι λούζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους.

Ο Πέρσης, μη πιστεύοντας στα μάτια του, αποχώρησε σε λίγο και ανέφερε τα όσα είδε στον Ξέρξη. Όταν ο Ξέρξης άκουσε την αναφορά παραξενεύτηκε. Θεώρησε γελοιότητες όσα έκαναν οι Σπαρτιάτες και ζήτησε να παρουσιαστεί ενώπιόν του ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος, που τον συνόδευε.

Πράγματι ο Δημάρατος εμφανίστηκε, άκουσε τον Ξέρξη να του μεταφέρει τα όσα είδε ο ανιχνευτής και είπε: «Σου είχα μιλήσει για τους άνδρες αυτούς, αλλά εσύ τότε γελούσες. Τώρα άκουσέ με και πάλι. Οι άνδρες αυτοί έχουν έρθει εδώ για να πολεμήσουν για την κατοχή του περάσματος και για αυτό ακριβώς προετοιμάζονται. Είναι δε έθιμο να καλλωπίζονται όταν πρόκειται να πολεμήσουν μέχρι το θάνατο».

Ο Ξέρξης, στο άκουσμα των λόγων αυτών, εξέφρασε και πάλι τις αμφιβολίες του για το πως ήταν δυνατόν τόσο λίγοι άνδρες να του αντισταθούν. Ο Δημάρατος τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν όσα σου είπα δε βγουν αληθινά». Ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε και αποφάσισε να περιμένει λίγο, δίνοντας χρόνο στους Έλληνες να λογικευτούν.

Πέρασαν τρεις μέρες. Ο Ξέρξης, θεωρώντας ότι ήδη είχε αφήσει πολύ χρόνο στους Έλληνες φρουρούς των στενών, αποφάσισε να συντρίψει τη «γελοία» αντίστασή τους. Διέταξε μάλιστα τους άνδρες του να συλλάβουν ζωντανούς τους άνδρες του Λεωνίδα!

Αποφάσισε μάλιστα να αναθέσει την τιμή της πρώτης επίθεσης στους Μήδους και ειδικότερα στους απογόνους των πεσόντων στον Μαραθώνα. Οι Μήδοι, μαζί με τους Πέρσες ήταν οι πλέον επίλεκτοι πολεμιστές της αυτοκρατορίας. Ο χρόνος θα έδειχνε το εάν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τους Έλληνες οπλίτες.

Τρομερός θόρυβος κάλυψε ολόκληρη την πεδιάδα της Τραχίνας. Σάλπιγγες, τύμπανα, ιαχές, συντάρασσαν την ατμόσφαιρα. Οι Μήδοι ετοιμάζονταν. Λάμβαναν θέσεις για την επίθεση, υπό τις επευφημίες ολόκληρου του στρατού. Οι Έλληνες, χωρίς φωνές, ατάραχοι, απάντησαν συνασπιζόμενοι μπροστά από το τείχος.

Σύμφωνα με την παράδοση ο Ξέρξης είχε στείλει αγγελιαφόρο να ζητήσει από τους Έλληνες την παράδοση των όπλων τους, λέγοντας ότι μόνο από τα βέλη που θα ριχτούν εναντίον τους θα σκοτεινιάσει το φως του ήλιου. Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης απάντησε τότε: «Καλά νέα μας φέρνεις ξένε, γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά». Την τελική απάντηση όμως έδωσε ο ίδιος ο Λεωνίδας λέγοντας το περίφημο «Μολών Λαβέ».

Ύστερα από αυτό οι Μήδοι επιτέθηκαν. Αν και ήταν πολλές χιλιάδες, μόνο λίγες εκατοντάδες πέρασαν από το πρώτο στενό και πλησίασαν το δεύτερο. Οι Έλληνες τους περίμεναν με προτεταμένα τα δόρατα, με τις ασπίδες να εφάπτονται, με τα κράνη και τις κνημίδες να αστράφτουν στο λαμπερό φως του καλοκαιρινού ήλιου. Ένα χάλκινο τείχος ορθωνόταν ενώπιον των Μήδων. Οι Μήδοι προχώρησαν λίγο. Κατόπιν σταμάτησαν και άρχισαν να ρίχνουν βέλη μανιασμένα.


Σφαγή βαρβάρων

Ο ουρανός πραγματικά σκεπάστηκε, σύμφωνα με την «προφητεία» του Πέρση αγγελιαφόρου. Οι Έλληνες όμως δε λύγισαν. Υπέμειναν με θάρρος το μηδικό «μπαράζ». Αμέσως μετά εφόρμησαν. Οι Μήδοι ακολούθησαν και σε λίγες στιγμές είχαν εμπλακεί σε μάχη σώμα με σώμα με τους Έλληνες.

Οι τελευταίοι, με αργό, ρυθμικό βήμα προσέγγισαν. Ύψωσαν τα δόρατα σε υψηλή λαβή και σαν ένας άνθρωπος ρίχτηκαν με τις ασπίδες τους πάνω στους απέναντί τους Μήδους, από τους οποίους μόνο οι άνδρες του πρώτου ζυγού έφεραν μεγάλες ποδήρεις ασπίδες.

Με αυτές σχημάτιζαν ένα φράγμα, πίσω από το οποίο οι άνδρες των λοιπών ζυγών έβαλαν με τα τόξα τους. Οι Έλληνες, με την τεχνική του ωθισμού, διέσπασαν το εχθρικό φράγμα των ασπίδων και άρχισαν να θερίζουν τους άτυχους Μήδους.

Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (μικρά σπαθιά) των Μήδων ελάχιστη εντύπωση προκαλούσαν στους θωρακισμένους Έλληνες οπλίτες, τα δόρατα των οποίων σκόρπιζαν το θάνατο. Οι Μήδοι πολέμησαν γενναία, απεγνωσμένα γενναία. Τίποτα όμως δεν κατάφεραν. Σιγά – σιγά ένας μακάβριος σωρός από μηδικά κουφάρια άρχισε να σχηματίζεται, σε όλη την έκταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού.

Οι Έλληνες, απωθώντας συνεχώς τους αντιπάλους τους, πατώντας πάνω σε κομματιασμένες ανθρώπινες σάρκες, σε ακρωτηριασμένους Μήδους που σπαρταρούσαν, τους πέταξαν έξω από τη στενωπό. Υπό την πίεση της μάζας όμως οι Μήδοι δε σταμάτησαν τον αγώνα. Όσοι ήταν μπροστά δε μπορούσαν να υποχωρήσουν, πιεζόμενοι από τους χιλιάδες που βρίσκονταν πίσω τους.

Πίσω δε από όλους βρισκόταν αξιωματικοί με μαστίγια που κτυπούσαν κάθε ταλαίπωρο που προσπαθούσε να ξεφύγει από το σφαγείο αυτό. Ακόμα και υπό τις συνθήκες αυτές όμως οι Μήδοι τελικά τσακίστηκαν. Χιλιάδες έπεσαν από τα ελληνικά όπλα και χιλιάδες ποδοπατήθηκαν. Όσοι επέζησαν τράπηκαν τελικά σε φυγή.

Ο Ξέρξης φυσικά θορυβήθηκε, αλλά διέταξε τους Κίσσιους και τους Σάκες να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων. Οι Έλληνες, μετά την εξόντωση των Μήδων είχαν υποχωρήσει και πάλι στις αρχικές τους θέσεις, αφήνοντας και τα νέα κύματα των ορδών του Ξέρξη να παγιδευτούν στο στενό. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε. Και οι Κίσσιοι με τους Σάκες αφανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, στρώνοντας με τα νεκρά κορμιά τους την ελληνική γη.

Αυτή τη φορά ο Ξέρξης πετάχτηκε από το θρόνο του. Άφριζε μανιασμένος και ακατανόητες λέξεις έβγαιναν από το στόμα του. Φώναξε κοντά του τον Υδάρνη, τον διοικητή της προσωπικής του φρουράς, των 10.000 Αθανάτων, των καλύτερων πολεμιστών ολόκληρης της αυτοκρατορίας του.

Αυτή τη φορά θα νικούσε. Ήταν βέβαιος. Ο Υδάρνης παρέταξε τους άνδρες του και επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα προηγούμενα περσικά σώματα. Οι Έλληνες του απάντησαν επίσης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οι Αθάνατοι, οι καλύτεροι πολεμιστές της Περσικής Αυτοκρατορίας, φάνηκαν πολύ λίγοι απέναντι στους Έλληνες και ειδικά απέναντι στους Σπαρτιάτες Ομοίους, τους καλύτερους πολεμιστές του Αρχαίου Κόσμου.

Οι επίλεκτοι άνδρες των δύο στρατών συγκρούονταν για πρώτη φορά. Οι Σπαρτιάτες πραγματοποίησαν άθλους. Ωθούσαν, χτυπούσαν με τα δόρατα , σκότωναν, πατούσαν πάνω από τους νεκρούς και συνέχιζαν. Οι Αθάνατοι, με φανατισμό άντεχαν. Προσπαθούσαν να απαντήσουν. Έπεφταν όμως πάνω στο ορειχάλκινο τείχος των ασπίδων. Τσακίζονταν, καταπατούνταν.

Ο Ξέρξης έζησε την υπέρτατη ντροπή. Είδε τους φρουρούς του να κομματιάζονται. Τρόμαξε, φοβήθηκε, έβραζε από οργή. Τελικά με σκυμμένο κεφάλι διέταξε την υποχώρηση όσων Αθανάτων είχαν επιζήσει. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα της μάχης, της τιτανομαχίας των Θερμοπυλών.

Πίσω στα στενά ο Λεωνίδας, αφού εγκατέστησε τη συνήθη φρουρά, άφησε να αναπαυτούν οι κατάκοποι, αλλά νικητές άνδρες του. Το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν απλώς υψηλό. Οι στιγμές ήταν μεγαλειώδεις και οι Έλληνες το γνώριζαν. Μόνο ο Ακαρνάνας μάντης , ο Μεγιστίας, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, ο οποίος μαζί με τον γιο του συνόδευαν εθελοντικά το ελληνικό τμήμα, ήταν σκεπτικός.

Ο Λεωνίδας τον ρώτησε τι είχε και ο μάντης απάντησε ότι στις θυσίες που είχε τελέσει είχε δει μονάχα θάνατο. Ο Λεωνίδας, με απόλυτη ψυχραιμία δεν είπε τίποτα. Τον παρακάλεσε μόνο να μην αναφέρει σε κανέναν άλλον το γεγονός.

Την επομένη, 19η Αυγούστου, ο Ξέρξης διέταξε τους άνδρες του να εξαπολύσουν νέα επίθεση κατά των υπερασπιστών του περάσματος. Υπολόγιζε ότι οι λίγοι Έλληνες θα είχαν αποκάμει από την ολοήμερη μάχη της προηγούμενης ημέρας και πως εύκολα πια θα υπέκυπταν.

Ο Λεωνίδας όμως είχε διαφορετική άποψη. Εναλλάσσοντας συνεχώς τα διάφορα τμήματα, αντιμετώπισε με απόλυτη επιτυχία τις συνεχείς περσικές επιθέσεις. Οι Πέρσες, όπως και την προηγουμένη, σφαγιάστηκαν κατά χιλιάδες.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ξέρξης 3 φορές αναπήδησε από τον θρόνο του, ενώπιον του μεγέθους της καταστροφής. Οι Έλληνες πάντως, από κάποια στιγμή και έπειτα, αρνήθηκαν να εναλλάσσουν τους ζυγούς τους και όλοι μαζί ρίχτηκαν με φονική ορμή στους εχθρούς, “αποδιδόμενοι σε άμιλλα ανδρείας”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Έτσι έληξε και η δεύτερη μέρα της μάχης των Θερμοπυλών.


Προδοσία

Τον Ξέρξη ανέλαβε να βγάλει όμως από το αιματηρό αδιέξοδο, στο οποίο είχε παγιδευτεί, δυστυχώς ένας Έλληνας, ο Τραχίνιος Εφιάλτης. Αυτός, με αντάλλαγμα το περσικό χρυσάφι, υπέδειξε στους εχθρούς την Ανοπαία οδό, την ύπαρξη της οποίας έως τότε αγνοούσαν. Αμέσως ο Ξέρξης διέταξε τον Υδάρνη να βαδίσει με 20.000 άνδρες μέσα στη νύκτα, ώστε το επόμενο πρωί να βρίσκεται στα νώτα των Ελλήνων υπερασπιστών του στενού.

Έτσι και έγινε. Αλλά και ο Λεωνίδας ενημερώθηκε για την προδοσία από έναν Έλληνα αυτόμολο, τον Τυρραστιάδα, από την Αιολική Κύμη, «άνδρας φιλόκαλος τε και τον τρόπον αγαθός», κατά τον Διόδωρο.

Ο Τυρραστιάδας εξήγησε στο Λεωνίδα ότι μέχρι το επόμενο πρωί θα είχαν περικυκλωθεί. Αμέσως, ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Σπάρτης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, εξηγώντας στους επικεφαλής των τμημάτων την κατάσταση. Αφού άκουσε όλες τις γνώμες, ο Λεωνίδας έλαβε την απόφασή του.

Ο ίδιος με τους 300 Σπαρτιάτες θα έμενε στο στενό. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα αποχωρούσαν. Η απόφαση του Λεωνίδα ήταν απόλυτα λογική και πρακτική. Δεν είχε επίσης σε τίποτε να κάνει με τους σπαρτιατικούς νόμους, οι οποίοι, φυσικά, δεν απαγόρευαν την υποχώρηση, όταν δεν υπήρχε περίπτωση επιτυχίας.

Ο Λεωνίδας θα έμενε για να καλύψει την υποχώρηση των συμμάχων, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, με το πρώτο φως της ημέρας, το περσικό ιππικό θα προλάβαινε στην ανοικτή πεδιάδα τους Έλληνες που υποχωρούσαν και θα τους κατάκοβε. Αυτός είναι ο λόγος που ο Λεωνίδας αποφάσισε να παραμείνει και να θυσιαστεί, ως πραγματικός ηγέτης, με τους άνδρες του.

Με κοινή τους απόφαση, στο πλάι των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να πεθάνουν και οι 700 Θεσπιείς, έχοντας επικεφαλής τον Διθύραμβο. Ο Λεωνίδας κράτησε, με τη βία, μαζί του και τους 400 Θηβαίους.

Όλοι οι υπόλοιποι πολεμιστές άρχισαν να αποχωρούν από τις πρώτες βραδινές ώρες, ύστερα από έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό με τους μελλοθάνατους συμπολεμιστές τους. Επίσης, δίπλα στον Σπαρτιάτη βασιλιά παρέμεινε εθελοντικά ο μάντης Μεγιστίας, αφού έστειλε πίσω τον γιο του.

Το ίδιο βράδυ, όπως αναφέρει ο Διόδωρος, ένα επίλεκτο απόσπασμα Ελλήνων, επιτέθηκε κρυφά στο περσικό στρατόπεδο, με σκοπό να σκοτώσει τον Ξέρξη. Το επεισόδιο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά από τον πολύ κοντινότερο στα γεγονότα Ηρόδοτο, και γενικά η ιστορικότητά του αμφισβητείται. Σύμφωνα με την διήγηση του Διόδωρου πάντως, το εγχείρημα έγινε, αλλά απέτυχε, με τον Ξέρξη να γλιτώνει την τελευταία στιγμή.


Επί θανάτου έξοδος… μάχη μέχρι τελευταίας ρανίδος

Καθώς η νύκτα προχωρούσε οι δυνάμεις του Υδάρνη βάδιζαν, με οδηγό τον Εφιάλτη, στο μονοπάτι. Βαδίζοντας έφτασαν στις θέσεις των Φωκέων φρουρών του μονοπατιού. Οι τελευταίοι, βρέθηκαν ξαφνικά ενώπιον χιλιάδων εχθρών και αποτραβήχτηκαν λίγο ψηλότερα στο βουνό, όπου και έλαβαν θέσεις, έτοιμοι για τον μέχρις εσχάτων αγώνα.

Οι Πέρσες όμως τους αγνόησαν και ο όγκος τους συνέχισε να βαδίζει κατά μήκος του μονοπατιού. Γύρω στις 07.00 το πρωί της 20ης Αυγούστου ο Ξέρξης είχε επίσης ετοιμάσει τους άνδρες του για κατά μέτωπο επίθεση. Ο Λεωνίδας και οι άνδρες του ήταν, όμως, ήδη έτοιμοι.

Με απίστευτη ορμή οι 1.000 Έλληνες επιτέθηκαν, ψάλλοντας τον παιάνα, κατά των εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών, στο χώρο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού. Ήταν η «επί θανάτου έξοδος» που αναφέρει ο Ηρόδοτος.

Κάνοντας θραύση στους εχθρούς, οι Έλληνες κατόπιν υποχώρησαν μέσα στο στενό. Εκεί δέχτηκαν την περσική επίθεση, την οποία απέκρουσαν και καταδίωξαν μάλιστα τους εχθρούς και πάλι έξωθεν του στενού. Οι μελλοθάνατοι ήρωες πολεμούσαν με παραφροσύνη.

Τα δόρατα έσπασαν, τα σπαθιά σύρθηκαν από τα θηκάρια και σκόρπιζαν τον θάνατο. Τέσσερις φορές οι ζωντανοί νεκροί έστρεψαν τα περσικά ανθρώπινα κύματα σε φυγή. Μέσα στο χαλασμό ο μέγας της Σπάρτης βασιλιάς, ο Λεωνίδας, έπεσε. Οι Πέρσες προσπάθησαν να αρπάξουν το σώμα του. Οι άνδρες του όμως κατάφεραν και τράβηξαν τον νεκρό βασιλιά πίσω, αφού τσάκισαν την εχθρική απόπειρα, σκοτώνοντας και δύο αδελφούς του Ξέρξη.

Τότε όμως ήταν που φάνηκε ο Υδάρνης με το τμήμα του. Αμέσως όσοι Έλληνες ζούσαν ακόμα υποχώρησαν βιαστικά και πήραν θέσεις σε έναν μικρό λοφίσκο, πίσω από το Φωκικό Τείχος. Εκεί θα έδιναν την τελευταία τους μάχη, την τελευταία τους πνοή. Το γνώριζαν, αλλά δε δείλιασαν.

Με τα σπασμένα τους δόρατα, τις κατατρυπημένες τους ασπίδες, τα σπαθιά, με το καυτό αίμα των εχθρών ακόμα επάνω τους, με το δικό τους αίμα να τρέχει άφθονο από τις δεκάδες πληγές που ο καθένας τους έφερε στο σώμα, οι Έλληνες των Θερμοπυλών, τάχθηκαν για την τελική άμυνα. Οι Θηβαίοι μόνο έσπευσαν να παραδοθούν.

Οι Πέρσες, εκατοντάδες χλστιάδες από αυτούς, κύκλωσαν τους ήρωες. Εκείνοι τους κοιτούσαν με βλέμμα αγέρωχο. Τι είχαν να φοβηθούν. Ακόμα και το θάνατο είχαν νικήσει. Μια βροχή από βέλη και όλα τελείωσαν. Οι βάρβαροι δεν τόλμησαν καν να τους αποτελειώσουν με τα όπλα.

Η μάχη των Θερμοπυλών είχε λήξει. Οι βάρβαροι πέρασαν τελικά. Οι υπερασπιστές, έπεσαν όλοι, έχοντας σκοτώσει τουλάχιστον 20.000 από τους άνδρες του Ξέρξη. Ο ξεπεσμένος εκείνος βασιλιάς, για να μειώσει τις εντυπώσεις και τον τρόμο που είχε καταβάλει το στρατό του, διέταξε να γδυθούν οι νεκροί και παρουσίασε τους χιλιάδες δικούς του νεκρούς για Έλληνες και τους λίγους Έλληνες νεκρούς για Πέρσες.

Οι νεκροί ήρωες ενταφιάστηκαν εκεί που έπεσαν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης ότι ο Ξέρξης διέταξε την αποκοπή του κεφαλιού του Λεωνίδα, το οποίο κάρφωσε σε ένα κοντάρι. Μετά την οριστική εκδίωξη των Περσών οι ευγνώμονες Έλληνες ανέγειραν προς τιμήν τους μνημεία.

Στο κενοτάφιο των Σπαρτιατών αναγράφηκε το περίφημο επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ο ξείν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοίς κοίνων ρήμασι πειθόμενοι», δηλαδή «Ξένε, ανήγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, πιστοί στον κοινό μας Νόμο».

Ένα άλλο μνημείο δημιουργήθηκε για τον μάντη Μεγιστία. Το επίγραμμα στον τάφο του αναφέρει: «Το μνήμα αυτό κλείνει μέσα του τον Μεγιστία που τον σκότωσαν οι Μήδοι όταν πέρασαν το Σπερχειό. Αυτός, ως μάντης, γνώριζε τι θα συμβεί. Δεν εγκατέλειψε όμως της Σπάρτης τον ηγέτη».

Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης, ότι ο Σπαρτιάτης Εύρυτος, αν και είχε τυφλωθεί, ζήτησε από τον υπηρέτη του να τον οδηγήσει στη μάχη. Εκεί προσπάθησε να πολεμήσει, δια της ακοής και φυσικά σκοτώθηκε αμέσως. Δύο ακόμα Σπαρτιάτες επέζησαν της μάχης.

Ο πρώτος, ο Αριστόδημος, δεν βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, για άγνωστο λόγο. Επέστρεψε στη Σπάρτη, όπου αντιμετώπισε τη γενική περιφρόνηση. Εξιλεώθηκε μαχόμενος ηρωικά και πέφτοντας στη μάχη των Πλαταιών.

Ο δεύτερος, ο Παντίτης, αυτοκτόνησε από ντροπή. Και οι δύο πάντως δεν έλαβαν μέρος στην τελική φάση της μάχης, για λόγους πέραν της θέλησής τους. Σε ό,τι αφορά τον προδότη Εφιάλτη, οι Έλληνες τον επικήρυξαν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Τελικά τον σκότωσαν συντοπίτες του, για να ξεπλύνουν την ντροπή που αντιπροσώπευε για την πόλη τους.

 

Πηγή: defence-point.gr

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...