
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πρός τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
κ. Σεραφείμ.
Μακαριώτατε,
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μου πατρός ἀναγκάζομαι, νά συντάξω αὐτό τό ὑπόμνημα καί μέ υἱκό σεβασμό νά τό στείλω σέ Σᾶς τόν πνευματικό «πατέρα καί ποιμένα» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Παρακολουθῶ τόσο στόν ἡμερήσιο τύπο ὅσο καί σέ θρησκευτικά φύλλα κατά καιρούς νά γίνεται λόγος γιά δεύτερο γάμο στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς. Πρόσωπα χωρίς ἄμεσο ἐνδιαφέρον ὡς πρός τό θέμα αὐτό, ποιός ξέρει ἀπό ποιές σκοπιμότητες κινούμενοι, κάνουν θεολογούμενα αὐτά πού ἡ κρυστάλλινη παραδοσιακή ἐκκλησιαστική ἀλήθεια ὀρθοτόμησε.
Μιά λοιπόν, πού ἀνήκω ἀπό παραχώρηση τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ στή μικρή χορεία τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, ἄς μοῦ ἐπιτραποῦν μερικές σκέψεις.
Ὅλοι μας γνωρίζουμε πρόσωπα λαϊκά, ἄνδρες ἤ γυναῖκες συζύγους, τά ὁποῖα μετά τή χηρεία τους ζοῦν ἕνα διαρκές «κατά Θεόν» πένθος. Ἡ συζυγική «ἐν Χριστῷ» ἀγάπη συνδέει βαθιά καί ὑπαρξιακά τά δύο πρόσωπα, ὥστε οὔτε μέ τόν θάνατο νά χωρίζουν πνευματικά. Ὁ ἕνας σύζυγος πού βρίσκεται στήν παροῦσα ζωή αἰσθάνεται ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη μαζί μέ τά παιδιά ὅσο μικρά καί νά εἶναι, νά ἐπισκέπτεται τακτικότατα τόν τάφο τοῦ μεταστάντος, νά τόν περιποιεῖται καί νά τροφοδοτεῖ μέσα του μιά πνευματική παρουσία καί ζωντανή τή μνήμη τοῦ ἐκλιπόντος.Ὁ «ἐν Χριστῷ» χῆρος ἤ ἡ χήρα ἀναζητοῦν μέσα στόν ἱερό χῶρο τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν νά κάνουν πιό αἰσθητή τήν πνευματική μορφή τοῦ ἑτέρου συζύγου πού ἄφησε τήν ἐπίγεια ζωή. Ἰδιαίτερα μέσα στή θεία Εὐχαριστία, ὅπου ὑπερβαίνεται ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος, ἐπιτυγχάνεται ἡ πνευματική ἐπικοινωνία μέ τούς μεταστά-ντας. Δύο φορές χαρά εἶναι γιά τό χῆρο σύζυγο ἤ τήν χήρα σύζυγο ἡ θεία Εὐχαριστία. Πρῶτα γιά τήν κοινωνία μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μέ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. Δεύτερα γιατί ἔχει κοινωνία μέ τόν ἀγαπημένο κοιμηθέντα σύζυγο.
Τό πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος πού ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς ποικίλες ἐνδοκοσμικές διασυνδέσεις σάρκα, ἁμαρτία, μέριμνα, κ.λ.π. γίνεται πιά ἡρωικό, μυθικό, ἅγιο πρόσωπο. Τά ἐλαττώματα καί οἱ ἀδυναμίες τοῦ ἐκλιπόντος ξεχνιοῦνται καί συγχωροῦνται. Ἔτσι στή μνήμη καί στήν καρδιά τοῦ χήρου συζύγου καί τῶν παιδιῶν ἀναπλάθεται ἡ ἀρχετυπική εἰκόνα τοῦ καλοῦ συζύγου. Μέ αὐτές τίς ἐκκλησιολογικές συνθῆκες δέν μπορεῖ νά πάρει εὔκολα ἄλλο πρόσωπο τή θέση τοῦ «μακαρίτη…». Τά ἄλλα πρόσωπα φαίνονται ὑποδεέστερα, ἀλλότρια κατά πάντα τῆς συζυγικῆς καί τῆς μητρικῆς κοινωνίας.
Ἐξ ἄλλου ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ζωή τοῦ ἐν χηρείᾳ συζύγου δέν ἔχει τήν ἴδια ἀξία ὅπως καί πρῶτα. Ὁ ἐσχατολογικός προορισμός ξεπερνάει τά ἐπίγεια δικαιώματα γιά ζωή. Τό πένθος κυριαρχεῖ καί χαρακτηρίζει τή σάρκα, τό συναίσθημα, τή λογική, τίς κοσμικές προοπτικές. Ἡ ἐγκάρδια λύπη εἶναι μόνιμος σύντροφος παραχωρημένος ἀπό τόν ἴδιο τό Δημιουργό γιά νά σφυρηλατεῖ στόν ἱερέα χῆρο σύζυγο μιά νέα παρθενική πραγματικότητα.
Βέβαια εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος ὁ χῆρος ἤ ἡ χήρα ἀπό τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν ἱερῶν κανόνων νά ξαναδημιουργήσουν, ἄν θέλουν, μιά δεύτερη συντροφικότητα ἑνός δευτέρου γάμου. Αὐτό βέβαια δέν ἰσχύει γιά τόν ἱερέα.
Γνωρίζουμε ὅμως πρόσωπα πού προτίμησαν τή χηρεία γιά ὅλη τους τή ζωή. Κράτησαν μάλιστα δυνατή τή μνήμη τοῦ ἀγαπημένου ἐκλιπόντος συζύγου. Ἄν καί πιέστηκαν νά συνάψουν νέο δεσμό, τόν ἀρνήθηκαν κατηγορηματικά μέ τή ρητή διαβεβαίωση, «μά ὁ σύζυγός μου ζεῖ».
Κάθε ἀλλότρια σκέψη γιά κάποιο ἄλλο πρόσωπο φαίνεται ὡς ἐπί τό πλεῖστον πειρασμός πού ξεπερνιέται μέ τήν ὑπερβολική λύπη τοῦ πένθους πού παραχωρεῖ ὁ Θεός καί τήν ὀρθόδοξη ἄσκηση καί προσευχή.
Ὅλα αὐτά πηγάζουν ἀπό τή γνωστή καταληκτική εὐχή τῆς ἱερολογίας τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου: «Παράλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας». Συζυγία ἀδιάλυτη εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων εὐλογεῖ ἡ ἐκκλησία! Μέ αὐτήν τήν Ἐκκλησιολογική ἐλπίδα τρέφεται ὁ ἐν χηρείᾳ σύζυγος ἱερέας. Στή πράξη ζεῖ μοναχικά. Μυστικά ὅμως ζεῖ συζυγικά. Καλεῖται δέ ἀπώτερα νά ζήσει πιό πνευματικά, Τριαδολογικά. Γιαυτό καί φοροῦν δύο βέρες (δακτυλίδια). Ἔτσι ἐπιβεβαιώνουν τήν «ηὐξημένη ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ δευτέρας συναντήσεως» στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἄν αὐτά, λοιπόν, τά διαπιστώνουμε στή ζωή τῶν πιστῶν λαϊκῶν, πόσο ἀνώτερα θά πρέπει νά τά συναντοῦμε στή ζωή τῶν κληρικῶν! Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου ἀγωνίζονται νά εἶναι οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καί ἄν μάλιστα εἶναι καί Πνευματικοί, ἑκούσια ἀγωνίζονται νά ὑποτάξουν «…τό χεῖρον τῷ κρείττονι» καί νά ἀναπτυχθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος. Πασχίζουν νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς νομοτελειακές ἐπιταγές τῆς φύσεως καί νά γίνουν ἁπλᾶ καί καθαρά Χριστοπρόσωπα. Βγαίνουν ἀναγεννημένοι πνευματικά μετά ἀπό τήν ἀπέραντη ὀδύνη καί τήν ὑπερβολική θλίψη τοῦ πένθους. Ἔτσι ἡ χηρεία μπορεῖ νά ἀποτελέσει χαρισματικό ὁρόσημο γιά τόν χῆρο κληρικό. Μέ τό ἐν Χριστῷ ἐνθουσιαστικό φρόνημα καί τή χειραγωγική συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ πατρός μπορεῖ νά γίνει ὁ κληρικός ὁ ἐν Χριστῷ νέος ἄνθρωπος. Χαρά καί ἀγαλλίαση πλημμυρίζει τήν ἱερατική καρδιά ὁσάκις μετά παρρησίας καί ἀκατακρίτως γίνεται λειτουργός τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Φάρος τηλαυγής, φωτεινό ἀστέρι, ἁλάτι χρήσιμο, ὄμορφη ἀξιοθέατη πόλη, ὡσεί κέδρος τοῦ Λιβάνου γίνεται ὁ κληρικός μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τή δραστική Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὀφθαλμός τῆς Ἐκκλησίας, πατέρας στοργικός καί πνευματικός τῶν ἐνοριτῶν του. Ἀνώτερος κάθε ὑποψίας. Ἀσκητής, λιτός, φτωχικός, ταπεινός, ἐλεήμων ἔχει σάν πρῶτο μέλημά του τήν ἐπιμέλεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Θερμά φιλόκαλλος, ἐπιδιώκει τήν ψυχική πολυτέ- λεια. Κατεργάζεται καί βαστᾷ τήν ὡραιότερη τέχνη, τήν τέχνη τῆς ἐν Χριστῷ παρθενίας κατά τούς ἁγίους Πατέρες Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσση, Ἰωάννη Χρυσόστομο, Μέγα Ἀθανάσιο, Μέγα Βασίλειο, Βασίλειο Ἀγκύρας, Μεθόδιο Ὀλύμπου κ.λ.π. Σταδιακά στήν ἱερατική ψυχή, κατά χάρη καί ἄπειρη συγκατάβαση ἀντιχαρίζεται ἡ θεία παρηγορία. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» διαβεβαιώνει ὄχι ὁ Ἀποστολικός καί Πατερικός λόγος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ αὐθεντικός Δεσποτικός λόγος τοῦ Κυρίου μας στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του (Ματθ. ε΄ 4).
Ἐφόσον ἀποδέχεται μέ ὑπακοή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ πρώην ἔγγαμος κληρικός, γίνεται ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλά χαρισματικά καί οἰκονομικά ἑκούσιος ἱερομόναχος. Αἰσθάνεται τήν τιμή καί τήν εἰδική ἐκλογή πού τοῦ προετοίμασε ὁ Οὐράνιος Πατέρας. Πρῶτος σταυροφόρος μέσα στά προβλήματα καί τίς πίκρες τῶν ἐνοριτῶν του μπορεῖ εὐκολότερα νά συμπονεῖ, νά κατανοεῖ, νά ἀγαπᾷ καί ὄχι νά καταπιέζει. Σάν ἀντίβαρο μάλιστα στά ἄπειρα οἰκογενειακά καί ποιμαντικά του προβλήματα, χαρίζει ὁ Θεός ἀκτῖνες ὁλόλαμπρες χάριτος μέσα στήν ἱερατική καρδιά. Ψήγματα χρυσοῦ ἀκόμα ἀπό τό θεομητορικό θησαυροφυλάκιο γιά νά καταφέρει νά παλέψει μέσα στό πέλαγος τῆς θλίψεως καί τῆς χηρείας.
Μή φανοῦν παραμύθια καί ὑπερβολές τά γραφόμενα. Ἀποτελοῦν τήν ἐμπειρία τῶν νέων ἤ γηραιότερων κληρικῶν πού ἔζησαν τήν ἐν Χριστῷ χηρεία (Παπα Νικόλας Πλανᾶς, Πατριάρχης τῶν Σέρβων Γερμανός κ.λ.π.). Τήν ἴδια ἄλλωστε ἐμπειρία ἐκφράζουν καί οἱ θεόπνευστοι καί ἀπαρασάλευτοι σχετικοί ἱεροί κανόνες 3ος Πενθέκτης , 24ος Μ. Βασιλείου.
Εἶναι ἀνόητος ὁ θεῖος Παῦλος, ὅταν προτείνει σ’ ὅλους, ὅσοι χηρεύουν νά μείνουν ἄγαμοι, ὅπως κι αὐτός, χωρίς βέβαια νά τούς ἐξαναγκάζει; Ὄχι βέβαια, διότι τούς προτείνει τά ἀνώτερα καί ὑψηλότερα ἀθλήματα.
Φαίνονται ἀναχρονιστικοί οἱ ἱεροί κανόνες γιά τήν κοσμική ὀρθολογική καί τήν εἰκονοκλαστική κανονομαχική σκέψη. Ἀναχρονισμός ἀσυγχώρητος ὅμως, ὀπισθοδρόμηση πρωτόγονη θά εἶναι ἡ διά νόμου κατάργηση ἤ ἡ ἀθέτηση τῶν σχετικῶν ἱερῶν κανόνων, αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τρόπου ζωῆς ἀπό τούς ἱερεῖς. Ἔκπτωση ἀβυσσαλέα θά εἶναι τό νά συνεχίζει νά εἶναι ἱερεύς καί νά παζαρεύει καί νά παζαρεύεται καί νά βολιδοσκοπεῖ γιά δεύτερη φορά τά συζυγικά προσόντα, τήν ἐξωτερική γυναικεία ἐμφάνιση, τήν προίκα, τή μόρφωση καί τή δουλειά, τήν κοινωνική θέση ἤ τό συναισθηματικό ταίριασμα, γιά νά παραλείψουμε… τά λοιπά…
Εἶναι δυνατόν νά διανοηθεῖ τό κοινό λαϊκό Ὀρθόδοξο αἴσθημα καί πολύ περισσότερο ἡ ἀκμαία ἱερατική συνείδηση, νέες συναισθηματικές δοκιμές στόν ποιμένα; Ὑψιπέτη πνευματικῶν λειτουργικῶν ἐμπειριῶν τόν θέλει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ τόν ποιμένα του.
Ἔπειτα πῶς εἶναι δυνατόν ἡ εὐαίσθητη καί καλλιεργημένη ἱερατική ψυχή νά λησμονήσει τίς ἐκλεκτές ἐμπειρίες τοῦ ὄμορφου συζυγικοῦ κοινοβιακοῦ βίου; Εἶναι δυνατόν νά νεκρώσει ἕνα τόσο ζωντανό κομμάτι τῆς ζωῆς του, τήν περίοδο τῆς συζυγικῆς ζωῆς; Ἄν τό πετύχει αὐτό, ἀναπηρία ψυχική θά καταφέρει νά δημιουργήσει στό εἶναι του.
Ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα κατά τοῦ δευτέρου γάμου ἀποτελεῖ ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν καί ἡ ἀνατροφή τους. Ποιός θά μεγαλώσει τά ὀρφανά; Ποιός θά τά περιποιηθεῖ;
Ἄν ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου πιστεύει στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐστέρησε ἀπό τήν πρεσβυτέρα καί βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ του, πολύ περισσότερο θά πρέπει νά πιστεύει στήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν θεία οἰκονομία, γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν του. Ἡ προσωπική ἀγαπητική πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ θά ἐμπνεύσει στόν πατέρα ἱερέα διακριτικούς τρόπους ἀγωγῆς καί προσφορᾶς μητρικῆς στοργῆς. Ἄπειρες περιπτώσεις, ἀπίθανους τρόπους μπορεῖ νά μεθοδεύει ὁ Ἅγιος Θεός γιά τήν προστασία, τήν ἀγωγή καί τήν πρακτική περιποίηση τῶν ὀρφανῶν, «ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται…» διαβεβαιώνει ὁ ψαλμῳδός στόν 145ο ψαλμό του. Μητέρα φιλόστοργη γίνεται ἡ ἴδια ἡ Παναγία πού γλυκαίνει καί μαλακώνει τά βαθιά τραύματα. Ἄλλωστε ἀπό τήν κοινή πεῖρα τῆς ζωῆς φαίνεται ὅτι πολύ σπάνια καταφέρνουν τά παιδιά νά δεχθοῦν γιά μάνα μιά ἄλλη, δεύτερη, ἐκτός ἀπό τήν πραγματική τους μάνα. Μία μάνα ἔχει καθένας μας. Εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἡ μάνα. Ἡ δεύτερη εἴτε τό θέλει εἴτε δέν τό θέλει, θά εἶναι πρόκληση ζήλειας καί διαφόρων ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων. Ποτέ δέν μπορεῖ νά καταλάβει τή μοναδική θέση, τή φυσική καί ἰδιάζουσα θέση ἡ θετή μάνα μέσα στήν ὑπερευαίσθητη παιδική ψυχή.
Ἔχουν τά παιδιά δυνατή ἀναπληρωτική μνήμη γιά τή μάνα τους. Ἔχουν τά παιδιά ἐξαιρετική μνημονική ἱκανότητα, ὥστε νά κρατοῦν ὁλοζώντανη τή μορφή, τά λόγια, τή στοργή καί τήν προσωπικότητα τῆς μάνας. Κάθε στιγμή μποροῦν νά ἀναπαραστήσουν ἀγαπητικές μητρικές σκηνές τοῦ παρελθόντος, νά τίς κάνουν χορταστικό παρόν καί νά τρέφονται συνέχεια μέ αὐτόν τόν ἀστείρευτο μητρικό πλοῦτο. Προτέρημα ἑπομένως εἶναι καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τό ὅτι ἔστω καί τυπικά ἐμποδίζεται ὁ παπᾶς νά πάρει δεύτερη γυναίκα.
Καλύτερα ἀπό μικρά τά παιδιά νά παιδαγωγοῦνται καί νά ψήνονται στήν πραγματικότητα πού τούς δημιούργησε ἤ παραχώρησε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ἡ ἀρετή θέλει σκληρότητα μᾶς λέγει ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού δοκίμασε τά δεινά τῆς χηρείας, ἀλλά καί χάρηκε τήν ὀμορφιά τῆς παρθενίας.
Αὐτά τά παιδιά ἤδη τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός. Τά ἔχει σταυρώσει ἰδιαίτερα μέ τόν Σταυρό τό δικό Του, μέ τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου ἀλλά καί τή ζωντανή ἐλπίδα στή ζωή πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπ’ αὐτήν. Τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός μέ τή γνώση τοῦ ζωηφόρου θανάτου Του πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Σέ ἀνάσταση τῶν προσώπων τους βαθιά καί ὑπαρξιακή θέλει νά μυήσει ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας τούς μικρούς καρπούς τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας πού οἱ διαστάσεις της ἁπλώνονται στήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία μέ τή μετάσταση σ’ αὐτήν τῆς μητέρας καί πρεσβυτέρας. Μεγάλη φιλοσοφία, μεγάλη θεολογία τοῦ θανάτου καί τῆς θεολογίας τῆς Ἀναστάσεως! Ταυτόχρονα ἑτοιμάζονται ρεαλιστικά γιά τό μεγάλο βιωτικό ἀγώνα, γιά τόν ἀγώνα τῆς καθημερινῆς σκληρῆς ζωῆς.
Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
πρωτοπρεσβύτερος Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀρρώστια του βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς ταπεινώσεως. Ὁ Θεός ὑποφέρει ὅλες τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑποφέρει ὅμως ἐκεῖνον πού γογγύζει. Αὐτός πού εὐχαριστεῖ πάντοτε τόν Θεό γιά τ’ ἀγαθά καί τίς εὐεργεσίες πού τοῦ χαρίζει, δέχεται τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί στήν καρδιά του κατοικεῖ ἡ χάρη Του.
Ὅποιος ὑπερηφανεύεται, παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτει στή βλασφημία. Ὅποιος κομπάζει γιά τίς ἀρετές του, πάλι κατά παραχωρήση Θεοῦ πέφτει στήν πορνεία. Ὁ ἐγωιστής μπορεῖ νά πέσει σέ πολλές ἀκόμη σκοτεινές παγίδες τοῦ πονηροῦ.
Αὐτός πού δέν θυμᾶται καί δέν σκέφτεται τόν Θεό, κρατάει μίσος κατά τοῦ πλησίον. Ἀντίθετα ὅποιος θυμᾶται τόν Θεό, δέν μνησικακεῖ καί ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος βοηθάει τόν ἀδικούμενο ἔχει σύμμαχο τόν Θεό. Ὅποιος βοηθάει τόν πλησίον, τόν βοηθάει ὁ Θεός. Ὅποιον κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του, τόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν ἀδελφό του κρυφά, δείχνει φανερά στόν Θεό τή δύναμη τῆς ἀγάπης του. Αὐτός πού κάνει παρατηρήσεις στόν ἀδελφό του μπροστά σε ἄλλους, πραγματικά τόν ἐξουθενώνει καί τόν ἐμπαίζει. Ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἄλλου, φροντίζει πάντοτε νά γίνεται αὐτό μέ ἀγάπη. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ Θεός. Δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο πάντοτε μέ ἀγάπη, προκειμένου νά θεραπευθεῖ ἡ ἔμψυχη εἰκόνα Του. Γιατί δέν παιδεύει τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιά νά τόν γιατρέψει.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τελειοποιεῖται στήν ἀρετή, τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό καί Τόν ἀκολουθεῖ. Ὅπως ὅταν ρίχνει κανείς ξερά ξύλα στή φωτιά, αὐτή δύσκολα σβήνει, ἔτσι κι αὐτός πού ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό· ἡ ἀγάπη τοῦ ὅλο καί αὐξάνει, ὅσο προοδεύει στήν ἀρετή.
Ὅπως ὁ ἔμπορος ὅταν πουλήσει τό ἐμπόρευμά του θέλει νά γυρίσει στό σπίτι του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅταν τελειώσει τήν ἐργασία του, θέλει ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό καί τήν ψυχή του. Καί ὅπως ὁ ἔμπορος, ὅταν βρίσκεται στή θάλασσα, φοβᾶται μήπως ἔρθει τρικυμία καί βυθισθεῖ ἡ ἐλπίδα τῆς ἐργασίας του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅσο βρίσκεται στόν κόσμο αὐτό, φοβᾶται μήπως ἔρθει ὁ χειμώνας τῶν παθῶν καί χάσει τόν καρπό τοῦ ἀγώνα του.
Ὅπως ὁ ναύτης ὅταν πλέει στή θάλασσα βλέπει τή θέση τῶν ἀστεριῶν καί ἀνάλογα διευθύνει τό πλοῖο, ἔτσι καί ὁ χριστιανός μέ τήν προσευχή προχωράει στόν δρόμο τῆς ζωῆς του, ἕως ὅτου φτάσει στό λιμάνι τῆς αἰωνιότητος. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι δέν τρέχουν καί δέν ἐμπορεύονται, ὅπως στή ζωή αὐτή, ἀλλ’ ἀναπαύονται στόν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν πού ἀπέκτησαν μέ τόν ἀγώνα τούς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πραμάτεια δέν χάθηκε στή θάλασσα τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τό πλοῖο δέν βυθίστηκε, ἀλλ’ ἀξιώθηκε νά φτάσει μέ χαρά στό ἀχείμαστο λιμάνι τῆς αἰωνιότητος.
Ὅποιος θέλει νά βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη μπαίνει γυμνός στή θάλασσα. Ἔτσι καί ὁ συνετός ἄνθρωπος περνᾶ ἀπ’ τή ζωή αὐτή χωρίς πολλά χρήματα καί περιουσίες, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί ὅταν τόν βρεῖ δέν ἀγαπάει τίποτε ἄλλο στόν κόσμο αὐτό.
Ὅπως τό φίδι σέ κάθε κίνδυνο φυλάει τό κεφάλι του, ἔτσι κι ὁ σοφός χριστιανός, σέ κάθε δύσκολη περίπτωση, φυλάει τήν πίστη του, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιό της ζωῆς του.
Ὅπως τό δέντρο, ἄν δέν πετάξει τά παλιά του φύλλα δέν βγάζει νέα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει καρπό πνευματικό, ἄν δέν βγάλει ἀπό μέσα του τή θύμηση τῶν κακιῶν καί τῶν παθῶν του.
Ὁ ἄνεμος τρέφει τούς καρπούς τῆς γῆς καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τούς καρπούς τῆς ψυχῆς.
Ὁ σκύλος, ὅταν γλείφει τή λίμα, ματώνει τή γλώσσα του, πίνει τό ἴδιο του τό αἷμα καί χωρίς νά τό αἰσθάνεται προξενεῖ βλάβη στόν ἑαυτό του. Ἔτσι κι ὁ περήφανος, αἰσθάνεται γιά λίγο γλυκύτητα, ἀλλά μετά νοιώθει τά ἀποτελέσματα τῆς ψυχικῆς φθορᾶς.
Ἡ κοσμική δόξα μοιάζει σάν τήν πέτρα πού εἶναι σκεπασμένη ἀπό τά νερά μέσα στή θάλασσα, κι ἔτσι δέν τήν βλέπει ὁ κυβερνήτης καί χτυπάει πάνω της τό πλοῖο. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία εἶναι κρυμμένες κι αὐτές μέσα στήν ψυχή καί τῆς προξενοῦν κακό.
Μή ζητήσεις πότε νά καταλάβεις τούς λόγους τῶν θείων μυστηρίων, πού περιέχονται στίς Ἅγιες Γραφές, χωρίς προηγουμένως νά προσευχηθεῖς θερμά στόν Θεό. Τό κλειδί πού θά καταλάβουμε τά θεία νοήματα εἶναι ἡ προσευχή.
Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι χωρίς κόπο σωματικό δέν πλησιάζεται ὁ Θεός. Ὅλοι οἱ Πατέρες κόπιασαν πολύ γιά νά κατοικήσει μέσα τους τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μόλις τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει στήν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει πραότητα καί εἰρήνη, καί φεύγει κάθε σκέψη ἀκολασίας. Μή νομίσεις ὅτι μπορεῖς μέ τήν προσευχή νά πλησιάσεις τόν Θεό, ἄν προηγουμένως δέν καθαρίσεις τήν καρδιά σου ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας πού τή μολύνουν.
Ὅπως τό λάδι τρέφει τό φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει τήν ψυχή. Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη πράξη μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Πόσο γλυκειά εἶναι ἡ συναναστροφή μέ πνευματικούς ἀδελφούς, ἄν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη! Ἀγάπη στόν Θεό καί στούς ἀδελφούς. Ἀγάπη στούς ἀδελφούς καί στόν Θεό. Αὐτά εἶναι δεμένα μαζί καί δέν μπορεῖς νά τά ξεχωρίσεις.
Αὐτός πού θέλει νά τρυγήσει χαρά καί καρπό πνευματικό πρέπει νά δουλέψει στήν προσευχή. Ὅπως ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, ἔτσι καί ἡ προσευχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.
Μεγάλη δύναμη παίρνει κανείς ἀπό τίς μικρές πνευματικές ἀσκήσεις, ὅταν γίνονται τακτικά καί σταθερά, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σταγόνες τοῦ ἁπαλοῦ νεροῦ μποροῦν νά βαθουλώσουν τή σκληρή πέτρα.
Ὅταν νεκρωθοῦν τά πάθη, τότε ἡ ψυχή θερμαίνεται ἀπό τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς χαρᾶς, καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή εἶναι ἔντονη. Χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας καί πολλή ὑπομονή γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος τή χάρη τῆς παρηγοριᾶς ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ Θεός μπεῖ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τά πάθη ὑποχωροῦν.
Καταστροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀργία καί ἡ ἀπραξία. Ἡ χειρότερη κακία εἶναι ἡ ἀκηδία. Ἀκηδία σημαίνει νά μή φροντίζουμε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας μέ τήν προσευχή, τή νηστεία καί τ’ ἀλλά ἁγιαστικά μέσα της Ἐκκλησίας μας. Μήν ὑπολογίσεις τό σῶμα στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, γιατί θ’ ἀντιδράσει ὁπωσδήποτε. Ὁ σατανᾶς κάνει τό πᾶν, ὥστε νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πνευματική ἐργασία ἀπαιτεῖ προσοχή καί ἡσυχία τῆς καρδιᾶς. Δέν μπορεῖ νά καθαρισθεῖ κανείς μόνο μέ τά καλά πού κάνει γιά τόν ἄλλο. Πρέπει νά δουλέψει καί μέσα στήν ψυχή του, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας καί τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λογισμῶν. Γιατί εἶναι εὔκολο νά κάνει κανείς ἐλεημοσύνη, δύσκολο ὅμως νά κόψει τά πάθη του καί τίς κακές του συνήθειες.
Τήν ἐλεημοσύνη τή δέχεται ὁ Θεός ὅταν συνοδεύεται ἀπό καθαρή καρδιά. Δέν μποροῦμε νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τό πρῶτο καί νά ἐγκαταλείψουμε τό δεύτερο. Ἀλλιώτικα ξεπέφτουμε στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
Στά πνευματικά ἔργα νά προχωρᾶς σιγά-σιγά, γιατί τά μεγάλα καί ἀπότομα ἅλματα εἶναι ἐπικίνδυνα. Ὅταν ἡ ψυχή γλυκαθεῖ ἀπό τήν πνευματική χαρά, αὐτό θά τήν κάνει νά προχωρήσει περισσότερο, ὅπως συμβαίνει μ’ αὐτόν πού πίνει λίγο κρασί, καί ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει, πίνει περισσότερο, ἕως ὅτου μεθύσει. Οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες ἀντιμετωπίζονται μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα στόν Θεό.
Δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στήν ψυχή μας. Πρέπει προηγουμένως νά τήν καθαρίσουμε ἀπό κάθε σαρκικό μολυσμό καί νά γίνει δοχεῖο καθαρό. Ἔτσι θά ἔρθει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ἀλλά δέν φτάνει αὐτό. Γιά νά πάρουμε τό θεϊκό δῶρο πρέπει νά λυγίσουν πολλές φορές τά γόνατά μας στήν προσευχή. Καί ἡ προσευχή μας θά πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ταπείνωση γιά νά γίνει δεκτή ἀπό τόν Θεό.
Νά φυλᾶς τή γλώσσα σου νά μή λέει ἀπρόσεκτα καί περιττά λόγια. Γιατί ἀπό τήν πολυλογία προέρχεται ἡ ἁμαρτία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀσκοῦσαν πολύ τή σιωπή, γιά νά μπορέσουν νά πλησιάσουν τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦν μαζί Του. Μόνο ὅταν προσέχουμε τή γλώσσα, εἶναι δυνατό νά ἔρθει στήν ψυχή μας ἡ κατάνυξη. Ὁ μακάριος ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶπε, ὅτι τό καθαρό στόμα καθαρίζει καί τήν καρδιά. Καί στήν καθαρή καρδιά κατοικεῖ ὁ ἅγιος Θεός. Ἄν ὅμως σέ νικήσει ἡ γλώσσα σου, πίστεψέ με, δέν πρόκειται νά προκόψεις ποτέ στήν ἀρετή καί ἡ ψυχή σου θά εἶναι ἄδεια, σάν τό στάχυ πού δέν ἔχει καρπό.
Ὅταν θέλεις νά συμβουλέψεις κάποιον στό καλό, πρῶτα νά τοῦ δείξεις τήν ἀγάπη σου καί μετά μέ λεπτότητα καί προσοχή νά τοῦ κάνεις τήν παρατήρηση, προσέχοντας νά μήν τόν πληγώσεις. Γιατί αὐτός θά παρατηρήσει πρῶτα τήν ἀγάπη πού θά τοῦ δείξεις, κι ὕστερα θά προσέξει τήν παρατήρηση πού θά τοῦ κάνεις. Ἔτσι θά τόν ὠφελήσεις χωρίς νά βλαφτεῖ ἡ ψυχή του.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀποτραβιέται ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό.
Νά μή λυπᾶσαι ὅταν συναντᾶς στενοχώριες καί δυσκολίες στή ζωή σου, γιατί ὀλ’ αὐτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιά τήν ψυχική σου ὠφέλεια. Ἀκόμη οὔτε τόν θάνατο νά φοβᾶσαι. Γιατί βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή σου, θά σέ βοηθήσει νά φτάσεις στή νίκη, ἐκεῖ ὅπου θ’ ἀπολαύσεις τά αἰώνια ἀγαθά, πού ἑτοίμασε γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν ἀληθινά.
Πηγή: Αγία Ζώνη, Η άλλη όψη
Σεβασμιώτατε,
Ἀσπάζομαι εὐλαβῶς τήν Δεξιά Σας.
Τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατρός, ὁ ὁποῖος τυγχάνει Πνευματικός φάρος τηλαυγής, ὀφθαλμός τῆς Ἐκκλησίας, πατέρας στοργικός, ἀσκητής, λιτός, φτωχικός, ταπεινός καί ἐλεήμων, θερμά φιλόκαλος, Σᾶς ὑποβάλλω τό παρόν ὑπόμνημά μου, ἀφοῦ κατά παραχώρηση τοῦ Παντοκράτορος Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνήκω, ἀνάξιος ὤν, στήν τιμιωτάτη χορεία τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν.
Ὡς κληρικός τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί ὡς ἐν χηρείᾳ κληρικός Αὐτῆς αἰσθάνομαι βαρύτατα προσβεβλημένος, γιατί πληροφοροῦμαι ὅτι ἡ Σεπτή Διοίκησή μας συζητεῖ τό θέμα τοῦ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Ἔχει μάλιστα συστήσει «εἰδική ἐπιτροπή» πού «μελετᾷ» τό θέμα αὐτό ὡς καί γενικότερα τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν.Ἀπορῶ ὅμως καί ἐξίσταμαι γιά τό θράσος νέου κληρικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος προτρέχων δημοσιεύει στόν Ἐλεύθερο Τύπο τῆς Κυριακῆς 14 Νοεμβρίου 2004 ἄρθρο του μέ ἐπικεφαλίδα «Ἔγκυρος καί κανονικός ὁ δεύτερος γάμος κληρικῶν».
Δέ θά παρασυρθῶ στήν προσπάθεια νά ἀναιρέσω τά γραφόμενα τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ, ἀφοῦ ἀκόμα καί οἱ ἱεροσπουδαστές τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς εἶχαν τήν ἑτοιμότητα νά διακρίνουν τήν ἀταξία τοῦ κειμένου, τήν παντελῆ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων, τήν πρωτοφανῆ περιφρόνηση τῆς μακροτάτης Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας καί τήν ἀγωνία του νά ἐπιδείξει ἐκσυγχρονισμένη τήν Ἐκκλησία μας, σύνδρομο νεόπλουτου ὑβριστοῦ.
Πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέδωσε καί ἀπέστειλε σ’ ὅλους τούς κληρικούς τά πρακτικά τοῦ πρό διε-τίας συνεδρίου στόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσο μέ θέμα τό Γάμο. Στήν περι-σπούδαστη εἰσήγησή του ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανε-πιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γ. Φίλιας ἀπέδειξε ἐπιστημονικῶς καί ἐκκλησια-στικῶς ὅτι μόνο ἕνα Γάμο γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας ἀκόμη καί γιά τούς λαϊκούς καί ὅτι ὁ δεύτερος γάμος δέν ἀποτελεῖ μυστήριο, ἀλλά οἰκονο-μία τῆς Ἐκκλησίας μέ σκοπό τήν πολυπόθητη γιά τό χριστιανό μετάνοια.
Τί μεσολάβησε μέσα σέ λιγότερο ἀπό δύο χρόνια, ὥστε ἡ σεπτή δι-οίκησή μας νά μᾶς στείλει ἀνατροπή τῶν ἐκλεκτῶν ἐπιστημονικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς τεκμηριωμένων θέσεων τοῦ κ. Γ. Φίλια; (Οἱ θέσεις ὅμως τοῦ κ. Καθηγητοῦ εἶναι λίγο ὡς πολύ γνωστές σ’ ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα).
Ἐπιτρέπεται ἀπό ἕνα τόσο σοβαρό σῶμα, τό σῶμα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας νά βγαίνει πρός τά ἔξω τέτοια ἀφερεγγυότητα μέ μιά δίγλωσση στάση ἐντός τῆς τελευταίας διετίας γιά ἕνα τόσο καίριο θέμα;
Πῶς ἐπιτρέπει σέ νέο κληρικό νά ἐκθέτει καί νά προσβάλλει τό τίμιο πρεσβυτέριο, τούς μάχιμους ἐφημερίους πού σηκώνουν τό φορτίο τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, μέ τήν ἀπειρία του καί τήν ἄγνοια τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας μας;
Αὐθόρμητα λοιπόν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ρωτήσω τή Σεπτή Διοίκησή μας: Πιστεύουμε ἤ ὄχι στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, πού μᾶς κατέστησε, ἐγγάμους ἤ ἀγάμους κληρικούς, στό ὕψος τῆς Ἱερατικῆς Διακονίας;
Ὡς μάχιμοι ἐφημέριοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού βρισκόμαστε στήν πρώτη γραμμή τῆς ποιμαντικῆς ἐν Χριστῷ διακονίας, προσπαθοῦμε, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, νά παρηγοροῦμε τούς τραχέως ἀγωνιζομένους πιστούς μας. Ἐπικαλούμαστε φανερά καί ρητά ἀλλά καί μυστικά τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά ἀντιμετωπίζουν ἡγεμονικά, ἡρωϊκά καί μαρτυρικά τίς ἀενάως ἀναφυόμενες μικρές, μεγάλες ἤ ἀδιέξοδες δοκιμασίες, οἱ ὁποῖες συντελοῦν στήν ἐν Χριστῷ τελείωσή τους.
Αὐτονοήτως καί στή δική μας (ἡμῶν τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν) τήν ἐν Χριστῷ τελείωση δέ συντελεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί συνέβη τώρα ὥστε ἡ Σεπτή Διοίκησή μας νά ἀλλάζει τά δεδομένα τῆς πίστεώς μας δηλώνοντας ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὅτι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἄπιαστος ὅρος Θεολογικός καί ὄχι ἁπτή σωστική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία μας, μέσα στούς πιστούς, γιατί ὄχι καί στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς;
Ταπεινῶς φρονῶ καί υἱκῶς παρακαλῶ,
Σεβασμιώτατε,
Νά λάβετε ὑπ’ ὄψη Σας τά ἑξῆς:
Οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας βγαλμένοι ἀπό τή συνολική Συνοδική Ἁγιοπνευματική καί φιλανθρωπότατη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐπιτρέπουν γάμο στούς κληρικούς μετά τή χειροτονία τους, οὔτε πολύ περισσότερο τό δεύτερο γάμο.
Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι πιά ριζωμένος στίς συνειδήσεις τῶν (συνειδητῶν-πιστῶν) κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν. Ἀπ’ ὅσο ὡς παθών γνωρίζω, δέν ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν χηρείᾳ κληρικοί, πού νά μή στέκονται στό ὕψος τῆς πατρικῆς εὐθύνης καί τῆς ποιμαντικῆς ἐν Χριστῷ διακονίας. Σπάνιες ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα τῶν ἐντίμων κληρικῶν. Ἐξ ἄλλου τό πλήρωμα τῶν λαϊκῶν ποτέ δέν θά μποροῦσε νά διανοηθεῖ παντρολογήματα σέ κληρικούς.
Ὁ μακαριστός Γέροντας π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος ἔχει ἀπαθανατίσει στά Ἀπομνημονεύματά του ὑποθετική στιχομυθία συζύγων πού βρίσκονται μέσα στή Θεία Λειτουργία καί ἐνδιαφερόμενοι γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἄγαμης θυγατέρας τους σιγοψιθυρίζουν σχολιάζοντας μεταξύ τους τά ἱκανά συζυγικά προσόντα τοῦ Λειτουργοῦ, πού τόν θεωροῦν ὑποψήφιο γαμπρό γιά τήν κόρη τους. Ὀμορφιά, λεβεντιά, πιθανή συζυγική πιστότητα, χρηματικές ἀποδοχές, κουλτούρα, ἐνδιαφέροντα, μόρφωση, κοινωνικό πρεστίζ, ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο τῆς κρυφιοσυζητήσεως τοῦ ζεύγους ἐντός τῆς… θείας Λατρείας…
Πόσα ἄλλα δεινά μποροῦν νά προκύψουν προβλέψιμα ἤ ἀπρόβλεπτα, ἄν κάποιοι προχωρήσουν στό ξεκοίλιασμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων;
Ἀπό ὅλα αὐτά τά δεινά τόσο τόν ἴδιο τόν ἱερέα (τήν οἰκογένειά του) ὅσο καί ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γλυτώνουν οἱ θεόπνευστοι Ἱεροί Κανόνες: ΙΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Γ΄ καί ΜΗ΄ τῆς Πενθέκτης, ΙΒ΄ καί ΚΔ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ζ΄ Νεοκαισαρείας. Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες ἀπορρέουν ἀπό τίς ποιμαντικές ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Α΄ Τιμοθ. 3,1-10, Γαλ. 6,1-11. Τό κείμενο τῶν παραπάνω ἱερῶν Κανόνων, ἡ ἑρμηνεία καί τά θεόπνευστα σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀποδεικνύουν πόσο συνετοί, προσγειωμένοι, θεωμένοι καί εὐφυέστατοι ἦταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, πού πῆραν αὐτά τά μέτρα γιά τούς κληρικούς.
Κάποιοι ἐκ τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πολύπειροι καί βαθυνούστατοι δέν βιάζονται νά χειροτονήσουν νεόνυμφους ὑποψήφιους κληρικούς. Περιμένουν νά τούς δοῦν μέ ἕνα ἤ δύο παιδάκια, νά δοκιμάσουν δηλ.τήν ἱκανότητά τους ὡς οἰκογενειαρχῶν κατά τήν ἀπαίτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί κατόπιν νά προχωρήσουν στή χειροτονία. Ἔτσι ἔχουν περισσότερα ἐχέγγυα ἐπιτυχίας στήν καλή διοίκηση τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας, τῆς ἐνορίας, στήν ὁποία πρέπει νά ἀναδειχθοῦν καλοί προϊστάμενοι.
Οὐδείς ἐκ τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἔχει ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία νά ἔλθει εἰς δευτέρου γάμου κοινωνίαν μετά τήν κοίμηση τῆς πρεσβυτέρας του. Ὅλοι οἱ ἐν χηρείᾳ κληρικοί πιστεύουν καί ἐπικαλοῦνται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ, νά τούς ἀξιώσει νά φθάσουν νικητές στό τέλος, στήν ἐν Χριστῷ θέωση. Ἔπειτα πῶς εἶναι δυνατόν ἡ εὐαίσθητη καί καλλιεργημένη ἱερατική ψυχή νά λησμονήσει τίς ἐκλεκτές ἐμπειρίες τοῦ ὄμορφου συζυγικοῦ κοινοβιακοῦ βίου; Εἶναι δυνατόν νά νεκρώσει ἕνα τόσο ζωντανό κομμάτι τῆς ζωῆς του, τήν περίοδο τῆς συζυγικῆς ζωῆς; Ἄν τό πετύχει αὐτό, ἀναπηρία ψυχική θά καταφέρει νά δημιουργήσει στό εἶναι του.
Ἀκόμη καί λαϊκοί – ἄνδρες καί γυναῖκες – μετά τήν κοίμηση τοῦ συντρόφου τους δέν ἐπιδιώκουν δεύτερο γάμο, ἐπειδή πιστεύουν, ὅτι ὁ σύντροφός τους δέν ἔχει ἀφανισθεῖ, δέν ἔχει ὑπαρξιακά μηδενισθεῖ, ἀλλά ζεῖ στίς καλύτερες πνευματικές συνθῆκες τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας. Ἀναμένουν Χριστοκαρτερικά τή δεύτερη συνάντηση μετά τοῦ μεταστάντος συντρόφου τους στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔνθα οὔκ ἐστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή (μετά τοῦ δοξασθέντος Χριστοῦ) ἀτελεύτητος, πανευφρόσυνος, χριστοδικαιωμένη, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες Καινοδιαθηκικές ρήσεις. Ἡ μοναδικότητα τοῦ συζυγικοῦ προσώπου πάντοτε ἦταν ὁ ἐπιδιωκόμενος στόχος γιά ὅλους τούς συνειδητούς χριστιανούς μέ ἀπόλυτη χριστοθεσμική κατοχύρωση γιά τούς κληρικούς τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος κληρικός ζεῖ μυστηριακά καί εὐχαριστηριακά τή μοναδικότητα τοῦ συζυγικοῦ προσώπου καί τή διδάσκει στό ποίμνιό του. Ἄν καταργηθεῖ αὐτή ἡ μοναδικότητα, φαντάζεσθε τί θά συμβεῖ στό σῶμα τῶν λαϊκῶν;
Ὅσοι πιστεύουν καί ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ἐν τῷ σεμνῷ γάμῳ ζωῆς, λαϊκοί καί κληρικοί, πιστεύουν στήν κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός τόν χηρεύοντα ἤ τή χηρεύουσα γιά ἕνα ἀνώτερο, πνευματικότερο, παρθενικό τρόπο ζωῆς, τόν ὁποῖο ἀκριβῶς ἐνε-καινίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς δεύτερος Ἀδάμ μέ τόν ὑψηλό καί ἀξιοζή-λευτο παρθενικό βίο Του. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ εὐφυέ-στατος, θεοφώτιστος καί πολυχαρισματοῦχος κήρυκας τῆς μετανοίας ἐγκωμιάζει στόν περί Παρθενίας λόγο του τόν ἀναβιβαζόμενο ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν τιμή καί στό στέφανο τῆς χηρείας. Εὔχεται ὁ Χρυσορρόας ρήτορας νά ἀξιοποιηθεῖ τό χάρισμα ἀπό τόν ἐν Κυρίῳ χηρεύσαντα. Ὅλα αὐτά διατυπώνονται σέ μιά ἐποχή πολύ πλησιέστερη πρός τή σαρκολατρική εἰδωλολατρεία συνδυασμένη μέ τήν πλάνη τῆς πολυθεΐας.
Ἄν αὐτά, λοιπόν, τά διαπιστώνουμε στή ζωή τῶν πιστῶν λαϊκῶν, πόσο ἀνώ τερα θά πρέπει νά τά συναντοῦμε στή ζωή τῶν κληρικῶν. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ὑψί στου εἶναι (ἤ ἀγωνίζονται νά εἶναι) οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καί ἄν μάλιστα εἶναι καί Πνευματικοί, ἑκούσια ἀγωνίζονται νά ὑποτάξουν τό χεῖρον τῷ κρείτ τονι, τήν ἁμαρτωλή ροπή πρός τόν ἡγεμονικό πνευματικό χριστοάνθρωπο. Πασχί ζουν νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς νομοτελειακές ἐπιταγές τῆς φύσεως καί νά γίνουν ἁ πλᾶ καί καθαρά Χριστοπρόσωπα. Βγαίνουν ἀναγεννημένοι πνευματικά μετά ἀπό τήν ἀπέραντη ὀδύνη καί τήν ὑπερβολική θλίψη τοῦ πένθους. Ἔτσι ἡ χηρεία μπο ρεῖ νά ἀποτελέσει χαρισματικό ὁρόσημο γιά τόν χῆρο κληρικό. Μέ τό ἐν Χριστῷ ἐνθουσιαστικό φρόνημα καί τή χειραγωγική συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ πατρός μπορεῖ νά γίνει ὁ κληρικός ὁ ἐν Χριστῷ νέος ἄνθρωπος. Χαρά καί ἀγαλλίαση πλημμυρίζει τήν ἱερατική καρδιά ὁσάκις «μετά παρρησίας καί ἀκατακρίτως» γίνε ται λειτουργός τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Δέν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις τῶν ἐν χηρείᾳ λαϊκῶν πιστῶν πού ζοῦν τό θαῦμα τῆς ἑνότητος τῆς στρατευομένης μετά τῆς θριαμβευ-ούσης Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἕνα μέλος τῆς συζυγίας μεθίσταται στή θριαμβεύουσα, ἀπελευθερωμένο πιά ἀπό τή συμβατικότητα καί ματαιότητα τοῦ παρόντος ρευστοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου, εὔχεται στόν Ὕψιστο γιά τήν οἰκογένεια πού ἄφησε. Ἀπό τά ἀγαθά καί λίαν εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς τοῦ κεκοιμημένου, ἀντιλαμβανό-μαστε τίς ἀσύλληπτες ἐκκλησιολογικές διαστάσεις πού παίρνει ἡ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια. Ζεῖ καί κινεῖται καί χριστοκαταξιώνεται μέσα στή στρατευομένη μας Ἐκκλησία καί φθάνει μέχρι τά κράσπεδα τῆς θριαμβευούσης. Βιώνουμε αὐτήν τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῆς στρατευ-ομένης Ἐκκλησίας μέ τή θριαμβεύουσα μέσα στή θεία Λειτουργία, ἐφόσον ἐνώπιον τοῦ παρόντος Θυσιαζομένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μας, ἐμεῖς προσευχόμαστε γι’ αὐτούς καί ἐκεῖνοι γιά μᾶς. Τό καταληκτικό λόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου «Παράλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας» ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὑπερβατική ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου, πού γεννιέται μέσα στή στρατευομένη Ἐκκλησία μας καί ὁλοκληρώνεται στήν ἔνδοξη ἀπέραντη οἰκογένεια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μέ κανένα ζεῦγος ὁ φιλανθρωπότατος Σωτήρας μας, Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δέν ὑπέγραψε συμβόλαιο ταυτόχρονης ἐξόδου τῶν συζύγων ἀπό τόν παρόντα κόσμο. Αὐτό τό γνωρίζουν ἅπαντες οἱ λαϊκοί πιστοί καί πολύ εὐκρινέστερα τό γνωρίζουν οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι πρό τῆς χειροτονίας τους γνωρίζουν τίς πιθανότητες ἐξόδου τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο συζύγων καί παρά ταῦτα ἀποφασίζουν. Ἀγωνίζονται μέσα στόν ἱερό στίβο τοῦ γάμου, ἁγιάζονται, δίνουν κραταιούς ἀγῶνες μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ, αὐξάνεται καί πληθύνεται ἡ οἰκογένεια καί σέ κάποια στιγμή πρώιμη ἤ ὄψιμη καλεῖται τό ἕνα μέλος τῆς οἰκογένειας στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί πανηγύριζαν τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου ὡς diesnatalis (=ὡς ἡμέρα γενέθλιο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν). Αὐτά ἐμεῖς τά διδάσκουμε στούς πιστούς μας καί ἡ παρηγοριά τους εἶναι ἀφάνταστη. Τά ἴδια ἀκριβῶς δέν ἰσχύουν γιά τόν ἱερέα καί τήν οἰκογένειά του; Ὄχι μόνο τά ἴδια, ἀλλά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγεῖ διπλῆ, τριπλῆ, πολλαπλῆ παρηγορία στόν πενθοῦντα κληρικό, ὥστε νά ἀποτελεῖ ἀρχέτυπο ἄνωθεν παρηγορουμένου. Γιαυτό καί ὁ λόγος τῆς παρηγορίας του πρός τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς εἶναι πειστικός, ἀφοῦ βγαίνει ἀπό ἐμπειρία ὀδύνης συνδυασμένης μέ τήν ἄκτιστη θεοχαρίτωτη παρηγορία.
Ἀπό τήν τριακονταετῆ ἐμπειρία μου ὡς τοῦ ἐλαχίστου τῶν πνευματικῶν – ἐξομολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχω διαπιστώσει ὅτι παραπλήσια εἶναι ἡ κατάσταση τῶν κληρικῶν πού βρίσκονται σέ διάσταση ἤ σέ διάζευξη μέ τίς πρεσβυτέρες τους.
Σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες Καινοδιαθηκικές πληροφορίες, μετά τή νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δεινῶς ἐπειράσθη ἀπό τό Σατανᾶ στό Σαραντάριο ὄρος …καί τελέσας πάντα πειρασμόν ἀπέστη ἀπ’ Αὐτοῦ ὁ Διάβολος, μᾶς λέγει ἡ Καινή Διαθήκη. Ἀντίστοιχα καί ἀνάλογα μέ τίς ἀντοχές μας ἐπιτρέπει ὁ πειρασθείς Κύριός μας καί μεῖς νά πειραζόμαστε γιά μείζονες πνευματικές ἐπιδόσεις. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς εἶναι ἡ χηρεία ἤ ἡ ἀδυναμία τῆς πρεσβυτέρας ἤ καί τῶν δύο γιά νά κρατήσουν ἀδιάσπαστη τή συζυγία. Ὁ σύν Θεῷ πολυμέτωπος τιτάνιος ἀγώνας πού διεξάγει ὁ κληρικός γιά νά κρατήσει ἀμείωτη τήν Ἱερατική του ποιμαντική προσφορά καί παράλληλα νά διευθετεῖ τά πελώρια οἰκογενειακά του προβλήματα «εὐσχημόνως καί κατά τάξιν» τόν καθιστοῦν ἐμπειρότερο, διακριτικότερο καί συμπαθέστερο στό ποίμνιό του.
Σηκώνει τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἐν χηρείᾳ κληρικός καί ὁ διαζευγμένος κληρικός καί κατά μυστικό, θαυματουργικό καί χαρισματικό τρόπο παρηγορεῖται ἀπό τόν Παράκλητο, κραταιώνεται καί γίνεται, σταυρούμενος τύπος τῶν πιστῶν. Ὁ λόγος τοῦ δεινοπαθοῦντος κληρικοῦ ἔχει μερικές φορές μεγαλύτερη ἀπήχηση στίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἀλλά καί τῶν ἀπίστων, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἔμφυτης συμπαθείας, λυποῦνται τόν πάσχοντα κληρικό, ἔρχονται χωρίς νά τό πολυκαταλα-βαίνουν πιό κοντά στήν Ἐκκλησία καί τελικά συμπάχοντας μέ τόν πάσχοντα κληρικό, συμπαθοῦν τήν Ἐκκλησία μας, ἐξομολογοῦνται, μετανοοῦν, ὀρθοδοξοῦν, ὀρθοπρακτοῦν, σῴζονται.
Μεγαλεῖα κατασκευάζει ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Κυρίου μας. «Ποιῶν θαυμάσια μεγάλα μόνος». Γιατί αὐτά τά θαύματα τῆς πίστεώς μας θέλει ὁ ἀρθρογράφος ἱερέας νά μᾶς τά στερήσει…; Ἀφοῦ δέν ἔχει ἐμπειρία ἀπό τό εἶδος αὐτῆς τῆς ἐν Κυρίῳ Σταυρώσεως καί Χριστοπαρακλήσεως, γιατί θέλει νά μᾶς ἐμβάλει στά κοφτερά γρανάζια τοῦ κοσμικοῦ, δηλαδή τοῦ δαιμονικοῦ φρονήματος;
Ὄχι μόνο δαιμονικό φρόνημα ἀλλά καί πραγματική κόλαση ζοῦν οἱ περισσότεροι λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά «ξαναφτιάξουν τή ζωή τους» καί ἔπεσαν στά χειρότερα, στά πολυπλοκότερα, στά ἀδιέξοδα.
Μέ τίποτα δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι ἡ εἰδική ἐπιτροπή παρασυρόμενη ἀπό τόν ἄπειρο ἱερέα θά μᾶς μπλέξει τούς ἐν Χριστῷ χήρους κληρικούς, μακαριζομένους ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, σέ λογισμούς καί ἐξευτελισμούς τοῦ τύπου πού περιέχονται στόν Ἐλεύθερο Τύπο. Μέ τίποτα δέν μπορῶ νά πιστέψω ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς μας θά ψηφίσουν τήν κόλαση καί ὄχι τόν ἀγώνα πού ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο γιά κάθε κληρικό πού τοῦ συμβαίνει ἡ ὡς ἄνω δοκιμασία.
Ἄν, παρά ταῦτα, ἡ εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος παρακινημένη ἀπό τόν νέο κληρικό ἤ ταυτισμένη μαζί του «θεσμοθετήσει» ἄλλα, ἀλλότρια, μή «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις ἡμῶν Πατράσι» εἶναι σά νά βροντοφωνεῖ στό σύγχρονο κόσμο, ὅτι στέρεψε πιά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καί τά πάντα εἶναι sex, sex, sex, … καί τίποτα ἄλλο.
Πολύ φοβοῦμαι ὅτι καί πάλι ἡ Νέα Ἐποχή ἁπλώνει τά πλοκάμια της στά ἱερά μας Μυστήρια, πού εἶναι γεμάτα Θεία Χάρη καί πλούσια ἀνθρωπιά. Ἡ Νέα Ἐποχή βομβαρδίζοντας τόν καίριο θεανθρώπινο θεσμό τοῦ γάμου καί τήν κατ’ οἶκον Ἐκκλησία ἀποβλέπει στήν πλήρη διάλυση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἐκκλησιολογικά καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας τεκμηριωμένο ὅτι ἡ ἁπλῆ ἱερατική σύνεση, συνδυασμένη μέ τήν εὐθύνη τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν, καθώς ἐπίσης ἡ ἀκοίμητη φροντίδα τοῦ ἱεροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ ἐπιβραβεύονται ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ θεϊκή ἀρχοντιά προσφέρει κτιστές καί ἄκτιστες εὐεργεσίες.
Ἐπώνυμος διαζευγμένος κληρικός καθώς καί ἡ ἐλαχιστότητά μου μετά ἀπό μακροχρόνια δοκιμασία βιώνουμε μαζί μέ τίς πάμπολλες πίκρες, ἀπίστευτη ἐσωτερική, ἄνωθεν ἄκτιστη παρηγορία μαζί μέ τήν πλουσιότατη εὐλογία στά παιδιά πού ἔμειναν χωρίς μητέρα.
Ἀντιλαμβάνεσθε,
Σεβασμιώτατε,
Πόσο σφυρηλατεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἐν Χριστῷ πενθοῦντος κληρικοῦ ἀνάμεσα στήν ὀδύνη καί στό ἱερό θυσιαστήριο, ἀνάμεσα στίς ἀναρρίθμητες ποιμαντικές ὑποχρεώσεις καί στήν ἄβυσσο τῶν οἰκογενειακῶν προβλημάτων πού χρειάζονται ἀκατάπαυστα ἄμεσες καί ἐναλλακτικές λύσεις. Ἕνα μόνο ἔτος χηρείας εἶναι, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἐμπειρία ὁλόκληρης ζωῆς.
Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό τόση καί τέτοια περιπέτεια ζωῆς, ὁ ἀκατάπαυστα ἀπείρῳ ἐλέει Κυρίου προσεδρεύων στό ἱερό θυσιαστήριο νά διανοεῖται παντρολογήματα, προῖκες, γαμπρίσματα, ὑπολογισμούς, ἐρωτοτροπίες, πού μόνο στά νέα παιδιά – ἀγόρια καί κορίτσια – ταιριάζουν, μέχρι νά ταιριάξουν;
Ποῦ μυαλό γιά δεύτερη σύζυγο! ποῦ ἔγνοια γιά ἔρωτες καί γιά σέξ! Ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ποιεῖ σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν«. Μεταποιεῖ τό ἐρωτικό, συναισθηματικό, σεξουαλικό, σαρκικό φρόνημα, σέ ἀγάπη μείζονα καί ἐνδιαφέρον ἀνώτερο γιά τήν ἐν Χριστῷ προσφορά πρός τήν Ἐκκλησία.
Ἱεροσυλία καί προδοσία πρός τό Χριστό, πρός τήν Ἐκκλησία καί πρός τό πρόσωπο τῆς μεταστάσης πρεσβυτέρας θά ἦταν, νά ἐπέτρεπε ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία καί ἡ συνείδησή μας νά σχεδιάζουμε δεύτερο γάμο.
Ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα ἴσως ἀποτελεῖ ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν καί ἡ ἀ νατροφή τους. Ποιός θά μεγαλώσει τά ὀρφανά; Ποιός θά τά περιποιηθεῖ;
Ἄν ὅμως ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου πιστεύει στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐστέρησε ἀπό τήν πρεσβυτέρα καί βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ του, πολύ περισσό τερο θά πρέπει νά πιστεύει στήν « πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν » θεία οἰκονομία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν του. Ἡ προσωπική ἀγαπητική πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ θά ἐμπνεύσει στόν ἱερέα διακριτικούς τρόπους ἀγωγῆς καί προσφορᾶς μητρικῆς στορ γῆς. Ἄπειρες περιπτώσεις, ἀπίθανους τρόπους μπορεῖ νά μεθοδεύει ὁ Ἅγιος Θεός γιά τήν προστασία, τήν ἀγωγή καί τήν πρακτική περιποίηση τῶν ὀρφανῶν. « Ὀρφα νόν καί χήραν ἀναλήψεται ..» διαβεβαιώνει ὁ ψαλμωδός στόν Ι45 ον ψαλμό του. Μη τέρα φιλόστοργη γίνεται ἡ ἴδια ἡ Παναγία πού γλυκαίνει καί μαλακώνει τά βαθιά τραύματα. Ἄλλωστε ἀπό τήν κοινή πεῖρα τῆς ζωῆς φαίνεται ὅτι πολύ σπάνια καταφέρνουν τά παιδιά νά δεχθοῦν γιά μάνα μιά ἄλλη δεύτερη, ἐκτός ἀπό τήν πραγμα τική τους μάνα. Μία μάνα ἔχει ὁ καθένας μας. Εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἡ μάνα. Ἡ δεύτερη εἴτε τό θέλει εἴτε δέν τό θέλει θά εἶναι πρόκληση ζήλειας καί διαφόρων ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων. Γιατί ποτέ δέν μπορεῖ νά καταλάβει τή μοναδική θέση, τή φυσική καί ὑπερφυσική θέση ἡ θετή μάνα μέσα στήν ὑπερευαίσθητη παιδική ψυχή. Καί μόνο ἡ λέξη μητριά ἠχεῖ δυσάρεστα στά αὐτιά ὅλων μας.
Ἔχουν τά παιδιά δυνατή ἀναπληρωτική μνήμη γιά τή μάνα τους. Ἔχουν τά παιδιά ἐξαιρετική μνημονική ἱκανότητα ὥστε νά κρατοῦν ὁλοζώντανη τή μορφή, τά λόγια, τή στοργή καί τήν προσωπικότητα τῆς μάνας. Κάθε στιγμή μποροῦν νά ἀ ναπαραστήσουν ἀγαπητικές μητρικές σκηνές τοῦ παρελθόντος, νά τίς κάνουν χορταστικό παρόν καί νά τρέφονται συνέχεια μέ αὐτό τόν ἀστείρευτο μητρικό πλοῦτο. Προτέρημα ἑπομένως εἶναι καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τό ὅτι ἔστω καί τυπικά ἐ μποδίζεται ὁ παπᾶς νά πάρει δεύτερη γυναίκα.
Καλύτερα ἀπό μικρά τά παιδιά νά παιδαγωγοῦνται καί νά ψήνονται στήν πραγματικότητα πού τούς δημιούργησε ἤ παραχώρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ἀρετή θέ λει σκληρότητα μᾶς λέγει ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού δοκίμασε τά δεινά τῆς χηρείας, ἀλλά καί χάρηκε τήν ὀμορφιά τῆς παρθενίας.
Αὐτά τά παιδιά ἤδη τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός. Τά ἔχει σταυρώσει ἰδιαί τερα. Μέ τό Σταυρό τό δικό Του. Μέ τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου ἀλλά καί τή ζω ντανή ἐλπίδα στή ζωή πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπ’ αὐτόν. Τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός μέ τή γνώση τοῦ ζωηφόρου θανάτου Του πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Σέ ἀνάσταση τῶν προσώπων τους βαθιά καί ὑπαρξιακή θέλει νά μυήσει ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας τούς μικρούς καρπούς τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας, πού οἱ διαστάσεις της ἁπλώνονται στή θριαμβεύουσα Εκκλησία μέ τή μετάσταση σ’ αὐτήν τῆς μητέρας καί πρεσβυτέ ρας. Μεγάλη φιλοσοφία, μεγάλη θεολογία, μεγάλη παιδαγωγία μέ τόν τρόπο Του κατεργάζεται ὁ Θεός στά μικρά παιδιά Του: Τή θεολογία τοῦ θανάτου καί τή θεολογία τῆς Ἀναστάσεως. Ταυτόχρονα ἑτοιμάζονται ρεαλιστικά γιά τό μεγάλο βιωτικό ἀγώνα, γιά τόν ἀγώνα τῆς καθημερινῆς σκληρῆς ζωῆς.
Καταλήγοντας ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ξανατονίσουμε: Στό χῆρο ἱερέα καί στά παιδιά, ἀγάπη γίνεται ὁ Χριστός. Συντροφικότητα ὁ Χριστός. Φιλία ἄρρηκτη ὁ Χριστός. Οἰκειότητα καλλιεργεῖται ἀκατάπαυστα μέ τό Χριστό. Στή χήρα ἱερατική οἰκογένεια πού πυρώνεται μέσα στή θεία Εὐχαριστία ἀναγκαία καί ζωντανή ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι μετά τό πένθος καί τήν τραγικότητα ἀναβλύζει ἡ δοξολογία.
Τά παραπάνω ἀναλογικῶς ἰσχύουν καί γιά τά παιδιά τοῦ διαζευγμένου κληρικοῦ, τά ὁποῖα θά ἀποκτήσουν πολλαπλές ἐμπειρίες ἀπό τή δοκιμασία πού καρτερικά μαζί μέ τόν κληρικό πατέρα τους ὑπομένουν.
Ἄς πάψουν λοιπόν τά βέβηλα χείλη νά ζητοῦν ἀνεύθυνα τήν κατάλυση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου καί ἱεροπρεποῦς τρόπου ζωῆς. Ἄν μποροῦν νά σταθοῦν μέ λίγο σεβασμό μπροστά στήν πενθοῦσα ἤ πολυτραυματισμένη ἱερατική οἰκογένεια, ἄς ποῦν μόνο εἰλικρινά γι’ αὐτήν ἕνα: Κύριε ἐλέησον…
Σεβασμιώτατε,
Σᾶς παρακαλῶ νά διαβιβάσετε τό παρόν ὑπόμνημα, ἀπόσταγμα βαθιᾶς ψυχικῆς ὀδύνης συνδυασμένης μέ ἄφατη δοξολογία πρός τόν Πάνσοφο Τριαδικό Θεό γιά τήν ἐκλεκτή Του Πρόνοια πρός τήν ἱερατική οἰκογένειά μου καί οἰκογένειά Του, πρός τό Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, γιά νά μεταφέρει τήν ἐμπειρία μας στήν εἰδική ἐπιτροπή καί νά ἀποτρέψει τόν εὐτελισμό καί τή διακωμώδηση καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καί τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τά Μ.Μ.Ε. πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει νά διαφαίνεται.
Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Ὅπως ἔχει ὑποχρέωσι ἀναπόφευκτη κάθε χριστιανός, ὅταν χάση τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του νὰ κάνῃ τὸ ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὴν ξαναποκτήσῃ, ἔτσι πάλι πρέπει νὰ γνωρίζῃ, ὅτι κανένα γεγονὸς ποὺ συμβαίνει στὸν κόσμο, ποὺ θὰ τοῦ συνέβαινε, δὲν εἶναι σωστὸ καὶ φρόνιμο νὰ τοῦ στερῇ ἢ νὰ τοῦ κλονίζῃ τὴν παρόμοια εἰρήνη. Πρέπει ναί, νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ μὲ ἕναν πόνο εἰρηνικό, κατὰ τὸν τρόπο, ποὺ προηγουμένως ἔδειξα σὲ πολλὰ σημεῖα· καὶ ἔτσι, χωρὶς ἐνόχλησι τῆς καρδιᾶς, νὰ συμπονᾶμε μὲ εὐλαβῆ διάθεσι ἀγάπης κάθε ἄλλο ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ κλαῖμε ἐσωτερικὰ τὸ λιγότερο· δηλαδή, ἂς πενθοῦμε γιὰ τὰ σφάλματά του. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ συμβαίνουν, τὰ βαρειὰ καὶ βασανιστικά, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ὅπως ἀσθένειες, πληγές, θάνατοι τῶν συγγενῶν μας, ἐπιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιὲς καὶ ἄλλα παρόμοια κακά, ἂν καὶ οἱ κοσμικοὶ τὰ ἀποστρέφωνται τὶς περισσότερες φορές, ὡς ἐνοχλήσεις τῆς φύσεως, παρόλα αὐτά, μποροῦμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νὰ τὰ ὑποφέρουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ θέλουμε καὶ νὰ τὰ ἀγαπᾶμε, σὰν δίκαιη τιμωρία στοὺς παράνομους καὶ σὰν ἀφορμὲς τῶν ἀρετῶν στοὺς καλούς· ἐπειδὴ σὲ αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἀποβλέπουμε, καὶ αὐτὸ ἀρέσει ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸν τὸν Κύριό μας καὶ Θεό, ποὺ ἂς τὰ στέλνει· τοῦ ὁποίου τὸ θέλημα ἀκολουθώντας ἐμεῖς, θὰ περάσουμε μὲ καρδιὰ ἥσυχη καὶ ἀναπαυμένη ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς τωρινῆς ζωῆς. Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι κάθε παρενόχλησις καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, δὲν ἀρέσει στὰ θεϊκὰ μάτια· γιατὶ ὅποια καὶ νἆναι αὐτή, πάντα εἶναι συντροφιασμένη ἀπὸ ἀτέλεια καὶ πάντα προέρχεται ἀπὸ κάποια κακιὰ ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ἄγρυπνη μία σκοπιὰ παρατηρήσεως, ἡ ὁποία ἀμέσως μόλις δεῖ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ σὲ ταράξη, ἂς σοῦ κάνῃ νόημα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς γιὰ τί πρόκειται καὶ νὰ πιάνεις τὰ ὅπλα στὸ νὰ διοικῆσαι σκεπτόμενος, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ ἄλλα παρόμοια πολλά, ἂν καὶ φαίνονται ἐξωτερικὰ κατὰ τὴν αἴσθησι κακά, δηλαδὴ βλαβερά, ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινὰ κακά, οὔτε μποροῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὰ πραγματικὰ καλὰ καὶ ὅτι ὅλα τὰ διατάζει καὶ τὰ παραχωρεῖ ὁ Θεός, γιὰ τοὺς σωστοὺς σκοποὺς ποὺ εἴπαμε πρὶν καὶ μᾶς συμφέρουν καὶ γιὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι γνωστὰ σὲ μᾶς, ἀλλὰ πολὺ δίκαια καὶ πολὺ ἅγια χωρὶς ἀμφιβολία. Καί, ἂν σὲ κάθε θλιβερὸ καὶ ἀντίθετο γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, παραμένῃ ἡ καρδιά σου ἔτσι ἀναπαυμένη καὶ εἰρηνική, μπορεῖ νὰ ἔχῃς πολὺ κέρδος· ἂν ὅμως ταράζεται, γνώριζε ὅτι κάθε ἄσκησι ποὺ κάνεις, σοῦ ἀποδίδει ἢ καμία ἢ πολὺ μικρὴ ὠφέλεια.
Ἐπιπλέον λέω καὶ αὐτό, ὅτι ὅταν ἡ καρδιὰ ἐνοχλῆται καὶ ταράσσεται, εἶναι πάντα κάτω ἀπὸ τὰ διάφορα χτυπήματα καὶ τοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅταν εἴμαστε ταραγμένοι δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε καλὰ καὶ νὰ διακρίνουμε τὸν ἴσιο δρόμο καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς ἀρετῆς· ὁ ἐχθρός μας λοιπὸν διάβολος ποὺ μισεῖ πολὺ αὐτὴν τὴν εἰρήνη (ἐπειδὴ εἶναι μέρος, ποὺ κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ μεγάλα πράγματα), πολλὲς φορὲς ἔρχεται σὰν φίλος καὶ δοκιμάζει νὰ μᾶς τὴν πάρη, χρησιμοποιώντας διάφορες ἐπιθυμίες (1), οἱ ὁποῖες μας φαίνονται πὼς εἶναι καλές· ἀλλὰ πόσο αὐτὲς εἶναι ἀπατηλὲς καὶ ψεύτικες, μπορεῖς μεταξὺ τῶν ἄλλων στοιχείων νὰ τὸ γνωρίσῃς κι ἀπὸ αὐτό· δηλαδή, ἐπειδὴ μᾶς κλέβουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.
Γι᾿ αὐτό, ἂν θέλῃς νὰ ἐμποδίσῃς τὴν τόση μεγάλη ζημιά, ὅταν ὁ παρατηρητής, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ, σὲ προειδοποιήσῃ ὅτι κάποια νέα ἐπιθυμία κάποιου καλοῦ ζητεῖ νὰ μπῆ μέσα σου, μὴν τῆς ἀνοίξης τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς, ἂν δὲν ἐλευθερωθῇς πρῶτα ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ τὴν παρουσιάσης στὸ Θεὸ καὶ ὀμολογώντας τὴν τυφλότητα καὶ ἀγνωσία σου, νὰ τὸν παρακαλέσῃς θερμὰ νὰ σὲ φωτίσῃ μὲ τὸ δικό του φῶς, γιὰ νὰ δῇς, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία προέρχεται ἀπὸ ἀντίδικο ἐχθρό· καὶ γι᾿ αὐτό, τρέξε στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἄφησέ το, ὅσο μπορεῖς, στὴν κρίσι ἐκείνου. Ὅμως, ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει ἐσύ, πρὶν νὰ τὴν ἐπιχειρήσῃς, νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ θανατώσῃς τὴν μεγάλη σου προθυμία καὶ θερμότητα, ποὺ ἔχεις γι᾿ αὐτή· διότι τὸ ἔργο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου προηγεῖται αὐτὴ ἡ δική σου ταπείνωσις, ἀρέσει πολὺ περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ νὰ γίνῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς φύσεως - μάλιστα καμιὰ φορὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ περισσότερο ἐκείνη ἡ δική σου ταπείνωσις, παρὰ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀφοῦ ἀποβάλλεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν εἶναι καλὲς καὶ μὴ κάνονας τὶς καλές, ἂν δὲν καθησυχάσης πρῶτα τὶς φυσικές σου κινήσεις, θὰ κρατήσῃς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀκρόπολι τῆς καρδιᾶς σου.
Γιὰ νὰ διαφυλάξης ἀκόμη τὴν καρδιά σου εἰρηνική σε κάθε πρᾶγμα, πρέπει νὰ τὴν ἐλέγχῃς καὶ νὰ τὴν φυλᾷς ἀπὸ κάποιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐσωτερικοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς σου, οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς εἶναι τοῦ διαβόλου, μολονότι φαίνονται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ σὲ κατηγοροῦν γιὰ κάποιο λάθος· τοὺς παρόμοιους ἐλέγχους, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃς ἀπὸ ποῦ προέρχονται. Γιατὶ, ἂν σὲ ταπεινώνουν καὶ σὲ κάνουν ἐπιμελῆ στὸ νὰ ἐργάζεσαι καὶ δὲν σοῦ ἀφαιροῦν τὴν ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὸν Θεό, πρέπει νὰ τοὺς δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῆς· ἂν ὅμως σὲ συγχύζουν καὶ σὲ κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, ἀμελῆ καὶ ὀκνηρὸ στὸ καλό, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό· καὶ μὴ τοὺς δίνης σημασία, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν δρόμο σου καὶ τὴν ἐξάσκησί σου. Γιατὶ, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, πλέον ἀπὸ κοινοῦ, γεννιώνται στὴ καρδιά μας οἱ παρενοχλήσεις καὶ οἱ συγχύσεις, ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ἐσύ, γιὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χτυπήματα τῆς συγχύσεως, μπορεῖς νὰ κάνῃς δυὸ πράγματα· τὸ ἕνα εἶναι νὰ σκεφθῇς σὲ ποιὸ εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνα τὰ περιστατικά· στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή; ἢ στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας; Γιατὶ, ἂν εἶναι ἀντίθετα στὶς ἐπιθυμίες σου καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου (ὁ ὁποῖος εἶναι γενικὰ ὁ πρῶτος ἐχθρός σου), δὲν πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζῃς ἀντίθετα, ἀλλὰ νὰ τὰ ἔχῃς γιὰ εὐεργεσίες καὶ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁπότε καὶ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ εὐχαριστία νὰ τὰ ἀποδέχεσαι· ἐὰν ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν πρέπει οὔτε γι᾿ αὐτὸ νὰ χάνῃς τὴν εἰρήνη τῆς καρδίας σου, ὅπως θὰ μάθης στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο· τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ὑψώσῃς τὸν νοῦ σου στὸ Θεό, καὶ μὲ μάτια κλειστὰ (χωρὶς νὰ θέλῃς νὰ γνωρίζῃς κάτι ἄλλο), νὰ δέχεσαι κάθε περιστατικὸ ἀπὸ τὸ σπλαγχνικὸ χέρι τῆς θείας πρόνοιάς του, σὰν πρᾶγμα γεμάτο ἀπὸ διάφορα ἀγαθά (2).
1. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὄχημα καὶ ἁμάξι τοῦ διαβόλου ὀνομάζει τὴν σύγχυσι, πάνω στὸ ὁποῖο καθήμενος εἰσέρχεται στὴ ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν καταποντίζει (Λόγος λγ´ ). καὶ ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Καμμία κακία δὲν εἶναι τόσο εὔκολη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἡ σύγχυσις (Φιλοκαλία).
2. Γι᾿ αὐτό, ἄξιο μνήμης εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγῃ πάντα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ κάθε περίστασι ποὺ τοῦ συνέβαινε, καλὴ καὶ κακή, δυστυχῆ καὶ εὐτυχῆ· εἶναι δὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (ἐκ τῶν πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα ἐπιστολῶν ια´)· τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος μιμούμενος, αὐτὸ τὸ ἴδιο συνήθιζε καὶ ἔλεγε, ὅπως βλέπουμε στὸ βίο του.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Την αγάπη του Θεού ν’ αναπολούμε συνέχεια, να τη ζούμε την αγάπη του Θεού, και αυτή η αγάπη του Θεού θα μας δώσει κουράγιο στη ζωή, να την αντιμετωπίζουμε με ευκολία. Όταν νοιώθει ένας άνθρωπος ότι ένας μεγάλος άρχοντας τον αγαπά, όταν νοιώθει ότι τον προστατεύει, ότι τον βοηθά, ότι έχει ανά πάσα στιγμή την υποστήριξή του, περπατά στο δρόμο με άνεση και ασφάλεια. Και καλλωπίζεται και ομορφαίνει, ότι ο άρχοντας είναι δικός του. Εάν έτσι σκέφτεται ένας άνθρωπος για έναν άνθρωπο μεγάλο, πόσο πρέπει εμείς οι Χριστιανοί, όταν πιστεύουμε απόλυτα, ακράδαντα και αμετάκλητα, ότι ο Χριστός μας είναι ο Θεός μας, είναι Αυτός που σταυρώθηκε, αυτός που είναι ο Μεσίτης μεταξύ του Θεού και ανθρώπων. Να δώσουμε εξ ολοκλήρου στον Χριστό μας την καρδιά μας. Είναι ο Θεάνθρωπος. Αυτός που μας αγάπησε με τέλεια αγάπη. Κανένας δεν μας αγαπά όπως ο Χριστός.
Απόδειξη ότι μας αγαπά ο Χριστός είναι ότι, όταν μετανοήσει ένας άνθρωπος, δίνει το σήμα στα αγγελικά τάγματα να πανηγυρίσουν. «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 5:10). Μόνον να σκεφθούμε ότι η χαρά των αγγέλων είναι, όταν ακούσουν, όταν πληροφορηθούν, ότι κάποιος μεγάλος αμαρτωλός μετάνοιωσε και γύρισε στον δρόμο του Θεού. Η χαρά τους είναι ανέκφραστη! Τόση είναι η αγάπη των αγγέλων σε μας τους αμαρτωλούς! Σκεφτείτε την χαρά του αγγέλου που ετάχθη από το ιερό Βάπτισμα να φυλάττει αυτόν τον άνθρωπο, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Βέβαια απομακρυσμένο για την αμαρτία, αλλά ουδέποτε τον έχει εγκαταλείψει. Πάντα προσεύχεται ο άγγελος, ο φύλακας της ψυχής του ανθρώπου και παρακαλεί τον Θεό.
Όπως βλέπουμε πάλι στο ιερό Ευαγγέλιο με την συκή που δεν έκανε καρπό, και έρχεται ο αμπελουργός και λέει στον υπηρέτη:
«Έρχομαι κάθε χρόνο και δεν βρίσκω καρπό, κόψτε την να φυτέψουμε τίποτε άλλο».
Και ο υπηρέτης λέγει:
«Άφησέ την και αυτό το χρόνο, θα βάλω κοπριά, θα σκάψω, θα ποτίσω, και ίσως καρπίσει».
«Θα περιμένω», είπε το αφεντικό πάλι. Έτσι κι ο άγγελος ο φύλακας. Φαίνεται πολλές φορές, φτάνει το δρεπάνι του θανάτου, να θερίσει τον άνθρωπο τον αμαρτωλό, για την αμαρτία, και ο άγγελος να παρακαλεί και να λέει:
«Κύριε, άφησε αυτή την ψυχή, δώσε της χρόνο, ίσως να μετανοήσει, ίσως επιστρέψει, ίσως αναγνωρίσει το λάθος και γυρίσει κοντά Σου».
Και περιμένει ο Θεός. Αυτό φανερώνει αγάπη αγγέλου προς τον άνθρωπο. Και αν ο άνθρωπος βρωμάει από την αμαρτία, ο άγγελος ακολουθεί από κοντά.
Όπως ένας άγιος άνθρωπος που κατέβηκε από την έρημο σε μία πολιτεία. Κατέβηκε για λόγο πνευματικό. Είδε ένα νεαρό έξω από μία αυλή να κάθεται να κλαίει. Κατάλαβε ότι είναι άγγελος Θεού και του λέει:
«Πιστεύω ότι δεν είσαι άνθρωπος, ότι είσαι άγγελος Θεού. Εφόσον είσαι άγγελος, γιατί κλαις;»
«Δεν είμαι άνθρωπος καθώς το εννόησες, είμαι άγγελος, είμαι φύλακας της ψυχής ενός ανθρώπου, ενός Χριστιανού. Κάθομαι και κλαίω γιατί ο άνθρωπος, που μου δόθηκε να φυλάξω, αυτή την στιγμή αμαρτάνει μέσα σ’ αυτό το σπίτι και τον περιμένω εδώ για να συνεχίσω την προστασία, κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να τον συγχωρήσει, να τον φωτίσει να μην ξαναπράξει αυτό το αμάρτημα».
Και θαύμασε ο άγιος του Θεού την αγάπη του αγγέλου προς τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό τα τάγματα των αγγέλων, που δεν έχουν αριθμό, όλα αυτά πανηγυρίζουν στην επιστροφή ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
Βλέπετε τι Θεό έχουμε; Βλέπετε τι Χριστό έχουμε; Και τι μεγάλη ελπίδα πρέπει να έχουμε σ’ αυτή την αγάπη του Θεού και των αγγέλων; Γι’ αυτό ας μην απελπιζόμαστε, ας μη χάνουμε το θάρρος, αλλά μετά παρρησίας να ευχόμαστε στον Θρόνο της Χάριτος του Θεού, ζητώντας έλεος και συγνώμη, όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά για κάθε άνθρωπο πάνω στην γη. Διότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού, όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού, για όλους σταυρώθηκε ο Χριστός.
Αλλά έχουμε και τα πλανεμένα πρόβατα, που πρέπει και αυτά να επιστρέψουν και χρήζουν προσευχής. Ποιοι θα προσευχηθούν γι’ αυτά τα πλάσματα; Θα προσευχηθούν αυτοί που δέχτηκαν το έλεος του Θεού, αυτοί που έχουν ελεηθεί από την αγάπη του Θεού, που έχουν την επίγνωση του Θεού. Είμαστε υπόχρεοι ενώπιον του Θεού, να προσευχόμαστε για κάθε άνθρωπο.
Δεν είναι αμαρτία μόνο αυτό που κάνουμε σαν αμαρτία, την παράβαση των εντολών του Θεού, αλλά αμαρτία είναι και όταν δεν προσευχόμαστε για τους άλλους ανθρώπους, γιατί δεν εκπληρώνουμε την αγάπη μας προς κάθε ψυχή. Ενώ ο Χριστός αγαπά όλο τον κόσμο και για όλο τον κόσμο σταυρώθηκε, εμείς προσευχόμαστε μόνο για τον εαυτό μας και για τους δικούς μας και ίσως ξεχνούμε όλους τους άλλους. Αλλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ξεχασμένοι από τον Σταυρό του Χριστού. Να γονατίζουμε, να σηκώνουμε τα χέρια μας και να κάνουμε θερμοτάτη προσευχή για κάθε άνθρωπο. Και δεν ξέρουμε οι προσευχές τι δύναμη έχουν. Έρχονται άνθρωποι στη μετάνοια, δεν τους είπε κανείς για μετάνοια και επιστροφή, κάτι συμβαίνει στη ζωή και γυρίζει ο άνθρωπος και επιστρέφει. Κάποια προσευχή έπιασε. Γι’ αυτό πρέπει να προσευχόμαστε και να εκφράζουμε την αγάπη μας. Να γινόμαστε ελάχιστες εικόνες και αντίτυπα της αγάπης του Θεού προς τον πλησίον. Ας δώσουμε τιμή και δόξα στην φιλανθρωπία του Θεού. Δόξα στην φιλανθρωπία Σου, Κύριε, την οποία άπλωσες τόσο απειροπλούσια πάνω στην γη και κάλυψες με τη δόξα Σου και με τη συγνώμη Σου τα αμαρτήματα της ανθρωπότητος. Αμήν.
Πηγή: (Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου” 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο «Περί αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού”, σελ. 137 (απόσπασμα).), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.
Σήμερα ἡ Ἄννα θερίζει τὸν καρπὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῆς ἀτεκνίας καὶ ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνει τὰ καρποφόρα στάχυα τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἰωακεὶμ ὀνομάζεται πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἐμεῖς παίρνουμε ὡς ἀρραβώνα τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Σήμερα ἡ Παρθένος προβάλλει ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, καὶ ἡ στειρότητα διαδέχεται τὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ σύνολο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων χηρεύει, καὶ τὰ παιδιὰ προβάλλουν ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν καὶ πληθαίνουν κατὰ τρόπο θεϊκὸ γιὰ τὸν νυμφίο Χριστό. Ἡ Παρθένος προέρχεται ἀπὸ ἄγονη μήτρα, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι γόνιμη ἡ γέννηση εἶναι παράδοξη. Ὢ πόσο μεγάλο θαῦμα! Ὅταν ἐξέλειπε ὁ χρόνος τῆς σπορᾶς, τότε ἔφτασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὅταν σβήσθηκε ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, τότε ἄναψε ἡ λαμπάδα τῆς τεκνοποιΐας. Ἡ νεότητα δὲν ἔδωσε ἄνθος, καὶ προβάλλουν βλαστὸ τὰ γηρατειά· δὲν φάνηκε ἐξόγκωση τῆς κοιλιᾶς ὅταν ἦταν ἡ φύση στὴν ἀκμή της, καὶ προβάλλει ἀειπάρθενο βρέφος ὡς γέννημα ὑπερήλικης μήτρας.
Αλλ’ ἀπορεῖς, ἄνθρωπε, ἂν γέννησε ἡ στείρα, καὶ πολυερευνᾶς αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προκαλοῦν θαυμασμό, παρὰ νὰ θεωροῦμε μηδαμινὸ αὐτὸ ποὺ θαυμάζεται, καὶ λογομαχεῖς, πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσει στείρα; Ἂν εἶναι στείρα δὲν γεννᾶ, κι ἂν γεννᾶ δὲν εἶναι στείρα. Καὶ πῶς στήθη ποῦ στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγὴ γάλακτος; Ἂν τὸ γῆρας δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ θησαυρίζει αἷμα, πῶς αὐτὸ ποῦ δὲν ἔλαβαν οἱ θηλὲς τὸ λευκαίνουν σὲ γάλα; Καὶ πῶς μήτρα ποὺ ἀδρανοποιήθηκε λειτουργεῖ καὶ ζωογονεῖ καὶ συγκροτεῖ καὶ τρέφει τὸ ἔμβρυο; Αὐτὰ ἐσὺ μηχανορραφεῖς κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου καὶ τῆς σωτηρίας σου. Καὶ ποιὸς εἶσαι; Γιατί δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἄξιούς του θαύματος· οὔτε βέβαια, οὔτε θὰ παρασυρθεῖ νὰ ἀπιστήσει ὁ πιστὸς μὲ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος.
Ἡ Σάρα δηλαδὴ πῶς ἢ ποῦ σὲ παρακαλῶ ἐξέπεσε στὶς ἐλπίδες της; Ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ υἱὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τῆς στειρότητάς της; Ἂν ἡ Ἄννα σου προκαλεῖ σύγχυση καὶ ταράζει τοὺς λογισμούς σου, πιὸ πολὺ πρέπει ἡ Σάρα, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συνέβη σ’ αὐτήν. Ἂν αὐτό σε κάνει νὰ ἀμφιβάλλεις, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι παραγράφεις τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ συγγένειά σου καὶ κόβεις τὶς ρίζες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχεις κλάδο, καὶ δὲν ἐλέγχεσαι ὅτι ἔχεις καταπέσει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς νόμους;
Ἀπὸ παλαιὰ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποδουλωμένη στὴ δύναμη τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων, ἡ γέννηση τῆς ἀπογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, ὑποσαλπίζοντας ὅτι ὁ καθαιρέτης τους θὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὴν τυραννίδα καὶ θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δουλεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὕα, ἀφοῦ καθάρθηκαν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς ρύπους τῆς παράβασης καὶ ἀπέρριψαν τὴν κατήφεια καὶ τὴ σκυθρωπότητα, μὲ ἐλεύθερη φωνὴ καὶ βλέμμα χοροστατοῦν χαρούμενοι στὴν πανήγυρη τῆς Παρθένου καὶ μᾶλλον ἔχουν γίνει οἱ κορυφαῖοι του χοροῦ. Γιατί αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ φύτρωσε σὰν παράσιτο στὸ γένος καὶ τὸ νόθευσε, αὐτοὶ μᾶλλον εἶναι δίκαιο τώρα ποὺ ξεριζώνεται, αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χοροστασίας καὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ συγκαλοῦν τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε τὸ ἀρρώστημα τῆς παράβασης σὲ ὅλους καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὅμοιας θεραπείας, κι ἀφοῦ ἡ παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα μὲ τὴ γέννηση τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ ὀργανώσουμε κοινὴ καὶ πάνδημη τὴν πανήγυρη, καὶ νὰ ἀνακρούσουμε δημόσιες καὶ ὑπερκόσμιες τὶς εὐχαριστήριες ὠδές· γιατί ἡ παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας ἀπαιτεῖ ὑπερκόσμια τὴν εὐχαριστία.
Ἃς ἀναπέμψουμε λοιπὸν εὐχαριστήριες ὠδές, ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀναδημιουργεῖται καὶ ἡ Εὕα ἀνακαινίζεται, μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ κατάρα διαλύεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἀποβάλλοντας τὸ νεκρὸ καὶ δερμάτινο πρόσωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀναμορφώνεται στὴν ἀρχαία τιμὴ τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας. Ἃς ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδὲς καὶ ἃς συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, ἐπειδὴ προερχόμενη ἡ Παρθένος ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, ἁγιάζει τὴν ἄγονη μήτρα τῆς φύσης, ἐμβολιάζοντας τὴν ἀκαρπία της μὲ τὴν πλούσια καρποφορία ἀρετῶν. Γιατί γιὰ ὅσα χρειάστηκαν στὸν Κύριο ὅλων καὶ γεωργό τα ρεῖθρα τῶν ἀχράντων αἱμάτων της γιὰ τὴν ἄρδευση ὅλης της καταξηραμένης ζύμης, μὲ αὐτὰ ἀναδέχεται εὔλογα καὶ τὴν εὐλογία τῆς καρποφορίας.
Ἡ κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς κατασκευάζεται καὶ ἡ γήινη φύση, ὑπερπηδώντας τὰ ὅριά της, ἐγκαθίσταται στὶς οὐράνιες κατοικίες. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος ἑτοιμάζεται ἐπάνω στὴ γῆ, τὰ ἐπίγεια ἁγιάζονται, τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν συναναστρέφονται μαζὶ μέ μας, καὶ ὁ πονηρός, ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἀπάτησε κι ἔγινε ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς ἐναντίον μᾶς ἐπιβουλῆς, δέχεται τὴ συντριβὴ τῶν δόλων καὶ τῶν τεχνασμάτων του ποὺ ἔχουν ἀποσαθρωθεῖ χάνοντας τὴν ἰσχύ τους.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς λόγος θὰ ἐκφράσει τὴ δύναμη τῶν πέρα ἀπὸ τὸ λόγο πραγμάτων; Καὶ πῶς κάθε νοῦς δὲν θὰ παραλύσει προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῶν ἔργων; Κατ’ ἀρχὰς ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κινούμενος ἀπὸ ἄφατο πλοῦτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στὸ πλάσμα τὴ χάρη νὰ φέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δήλωνε τὴν εὐγένεια τῆς σάρκας, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοῦ πνεύματος. Ὁ παράδεισος, πράγμα εὐχάριστο κι ἀγαπητό, φυτευόταν στ’ ἀνατολικά, μοσχοβολώντας ἀπὸ ἄνθη λειβαδιῶν καὶ ὄντας κατάμεστος ἀπὸ ὡραίους καὶ ποικίλους καρποὺς δένδρων· ποτάμια ἐπίσης κυλώντας ἐνδιάμεσα καὶ ποτίζοντας μὲ καθαρὰ νερὰ τὴν ἔκταση, προσέδιδαν ἀπίθανη ὀμορφιὰ στὸν τόπο.
Σ’ αὐτὸν ὁ πλάστης ἐγκαθιστᾶ τὸ φιλοτέχνημα τῆς δεσποτικῆς παλάμης, κάνοντάς το κύριο ὅλων καὶ παρουσιάζοντάς το νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἄφθονα ἀγαθά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε σύζυγο ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ γέννα ἀνέκφραστη, ὥστε, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ληφθεῖ, αὐτὸν νὰ ἀναγνωρίζει, τὸν δανειστή της, ὡς κεφαλὴ καὶ νὰ εἶναι προσηλωμένη, ἔχοντας στὴ σκέψη τῆς τὴν ὑποχρέωσή της καὶ μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς φύσης νὰ δημιουργηθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμόνοιας.
Ἀλλ’ ἀφοῦ χάρισε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν κυριαρχία σὲ ὅλα τα ἀγαθά του παραδείσου, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτὸς στὸν ὁποῖον εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης ἐξουσίας νὰ παιδαγωγηθεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ καὶ μὲ κάποια ἐντολή, τοῦ δίνει ἕνα νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οὔτε δύσκολο ἦταν νὰ ζήσει, οὔτε εὐκολότατο νὰ τὸν φυλάξει στὸ σύνολό του, καὶ μὲ βάση αὐτὸν θὰ κέρδιζε τὴν ἀμοιβὴ ἢ τὴν καταδίκη του. Χωρίζοντας, δηλαδὴ μὲ τὸ λόγο του, κάποιο φυτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀπὸ ὅσα ἀνθοῦσαν ὡραιότητα, τοῦ δίνει τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀπαγόρευε νὰ φάει ἀπὸ αὐτὸ μόνο.
Θηρίο ὅμως πονηρὸ καὶ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἡ πράξη ὀνόμασε διάβολο, βάζοντας στὸ μάτι τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως ἀπὸ τὴ δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σὰν ὄργανό του ἄλλο θηρίο ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπευθύνοντας στὴ γυναίκα λόγο ἀπατηλὸ καὶ θελκτικὸ καὶ ρίχνοντας στὸ νομοθέτη πολλὴ βλασφημία, πείθει τὴ γυναίκα καὶ μέσω αὐτῆς τὸ σύζυγό της, νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ νὰ μὴ φᾶνε. Κι αὐτοί, τὴν ἴδια στιγμή, καὶ τὴν προσταγὴ παρέβαιναν καὶ ἔχαναν ὅλα τα χαρίσματα, πράγμα ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐπίβουλου. Γιατί γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ μηχανορραφία. Κι ἀπὸ τότε, μεταφερόμενο τὸ παράπτωμα ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους, εἶχε ὁ ἐπιβουλευτὴς μᾶς ὑποδουλωμένο στὴν ἐξουσία τοῦ ὅλο το γένος.
Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ πλάστης καὶ κηδεμόνας μας; Ἄφησε ἄραγε μέχρι τὸ τέλος τὸ πλάσμα του νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ μένει δουλός των παθῶν; Ὄχι βέβαια. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἀνεχόταν, αὐτὸ ποὺ ἔπλασε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, νὰ τὸ βλέπει μ’ εὐχαρίστησή του νὰ μένει αἰχμάλωτο καὶ νὰ ζεῖ στὴν πλάνη; Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνεδρίασε μὲ τὸν ἑαυτό της, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας (εἶναι ὅμως θεμιτὸ νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὴν ἀνάπλαση, ἐπειδὴ καί το, «ἃς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μας καὶ ὅμοιο μὲ μᾶς» ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀρχικὴ πλάση) μὲ τὴν ἑνιαία θέλησή της διευθέτησε τὴν ἀνάπλαση τοῦ πλάσματός του ποὺ εἶχε συντριβή.
Κι αὐτὴ (γιατί εἶχαν ἐξαγριωθεῖ καὶ ρημαχτεῖ φοβερὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἐπέστρεφαν οὔτε μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ ποινὲς οὔτε μὲ νόμους οὔτε μὲ προφῆτες), ζητοῦσε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, στὸν ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δεῖ ἀπαράβατη τὴν τήρηση τῆς νομοθεσίας, ὥστε καὶ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅσα ἔβλεπαν τοὺς συνανθρώπους τους νὰ πράττουν, νὰ τοὺς μιμοῦνται, καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὴ δύναμή του ἐναντίον μᾶς αὐτὸς ὁ μηχανορράφος, μὲ τὸ ἴδιο νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν κυριότητα μὲ νόμιμη νίκη καὶ ἀγώνισμα.
Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε, ὅποιας φύσης ἦταν τὸ δημιούργημα, αὐτῆς νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀναδημιούργημα· καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο νὰ γίνει κάτω Υἱὸς καὶ νὰ μὴν ἀτιμάσει τὸ ἄνω ἀξίωμά του, ποὺ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὸ εἶχε καὶ δοξαζόταν μ’ αὐτό. Ἀλλὰ νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δυνατὸ χωρὶς τὴ σάρκωση. Γιατί ἡ σάρκωση εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴ γέννηση, καὶ γέννηση εἶναι ἡ κατάληξη τῆς κυοφορίας. Κι αὐτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητοῦσε εὔλογα νὰ γίνει ἀπὸ πρὶν ἡ ἑτοιμασία της. Ἔπρεπε ἄρα νὰ ἑτοιμαστεῖ κάτω μητέρα τοῦ πλάστη γιὰ τὴν ἀνάπλαση ἐκείνου ποὺ εἶχε συντριβεῖ, κι αὐτὴ νὰ εἶναι παρθένος, ὥστε, ὅπως ἀπὸ παρθένα γῆ πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάπλαση, καὶ καμιὰ παρέμβαση ἡδονῆς οὔτε νόμιμη, οὔτε καὶ νὰ ἐπινοηθεῖ στὴ γέννηση τοῦ δημιουργοῦ· γιατί ἦταν αἰχμάλωτός της ἡδονῆς αὐτὸς ποὺ ὁ Δεσπότης θέλησε νὰ ἐλευθερώσει καὶ καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ.
Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει διάκονος τοῦ μυστηρίου; Ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σάρκα σ’ ἐκεῖνον ποῦ πλουτίζει τὰ σύμπαντα; Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἄξια; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα βλάστησε μὲ τρόπο παράδοξο ἀπὸ τὴν ἄκαρπη ρίζα, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ γέννησή της καὶ τῆς ὁποίας ἡ γέννηση κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ θαύματος τοῦ μεγίστου μυστηρίου, ἐννοῶ τῆς ἔνσαρκης γέννησης τοῦ Σωτήρα καὶ γιὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε αὐτὴ ἡ θεία καὶ πάνδημη σύναξη; Γιατί ἔπρεπε, ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ σπάργανα διατήρησε ἁγνό το σῶμα της, ἁγνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἁγνούς τους λογισμοὺς μὲ ἀνώτερο λόγο, νὰ προοριστεῖ αὐτὴ μητέρα τοῦ πλάστη.
Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ βρέφος προσφέρθηκε στὸ ναὸ καὶ εἰσῆλθε στοὺς ἄβατους χώρους, νὰ φανεῖ ἔμψυχος ναὸς ἐκείνου ποὺ τῆς ἔδωσε τὴ ψυχή. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἄγονη μήτρα μὲ λόγο παράδοξο καὶ ἐξάλειψε τὸ ὄνειδος τῶν γονέων της, νὰ ἀνακαλέσει καὶ τὸ σφάλμα τῶν προπατόρων. Γιατί εἶχε τὸν προορισμὸ ἡ ἀπόγονος νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἥττα τὴν προγονικὴ γεννώντας μὲ γέννα χωρὶς ἄνδρα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους καὶ δίνοντας σῶμα σ’ αὐτόν. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς ἔδωσε ὡραία στὸν ἑαυτὸ τῆς μορφή, νὰ ἐμφανισθεῖ ξεχωριστὴ νύμφη ποὺ νὰ ταιριάζει στὸν οὐράνιο νυμφίο. Ἔπρεπε αὐτή, ποὺ μὲ τὶς σὰν ἄστρα ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν της, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τῆς οὐρανό, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλους τους πιστούς. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μία φορὰ ἔβαψε τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τῶν παρθενικῶν αἱμάτων της, νὰ γίνει ἁλουργίδα (βασιλικὸ ἔνδυμα) τοῦ Βασιλιὰ τῶν πάντων.
Πῶ πῶ θαῦμα! αὐτὸν ποὺ ἡ φύση ὅλη δὲν χωρεῖ, τὸν κυοφορεῖ ἄνετα ἡ παρθενικὴ μήτρα. Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν τὰ Χερουβίμ, ἡ Παρθένος τὸν κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ πήλινα χέρια της. Τὸ ὅρος τὸ ἅγιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημη καὶ ἄγονη μήτρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποκόπηκε χωρὶς σύμπραξη χεριῶν λίθος πολύτιμος ἀκρογωνιαῖος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, συνέτριψε τοὺς ναοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία. Ὁ ἔμψυχος καὶ οὐράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στὴ γῆ, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πλάστης, ἀφοῦ ἕψησε τῆς δικῆς μου ζύμης τὴν ἀπαρχὴ καὶ κατέκαψε μαζὶ καὶ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν, καθαρὴ ὅλη τὴ ζύμη τὴν κάνει ἄρτο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί δὲν θὰ πάθει διαπλέοντας τὸ πέλαγος τῶν χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων τῆς Παρθένου; Δειλιάζει καὶ χαίρεται καὶ ἠρεμεῖ κι ἀναπήδα ἀπὸ χαρά. Καὶ πάλι σωπαίνει καὶ βρίσκει τὴ μιλιά του, συστέλλεται καὶ πλατύνεται, συρόμενος ταυτόχρονα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ τὸ φόβο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν πόθο.
Ἐγὼ ὅμως παραδίδοντας τὸν ἑαυτό μου στὸν πόθο μᾶλλον παρὰ στὸ φόβο, μὲ εὐχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ἦρθα καὶ πολλὰ λέγοντάς σας, ἂν καὶ εἶναι ἄχρηστα, μὲ τὸν σὰν ποτάμι λόγο μου, καθὼς τὰ παρθενικὰ αἵματα μὲ κάνουν νὰ λιμνάζω (νὰ ἀκινητοποιοῦμαι) καὶ νὰ πλημμυρῶ, καὶ μάλιστα βλέποντας καὶ ἐσὰς νὰ ἀνοίγετε πρόθυμα τὶς ἀκοές σας καὶ ὅλο σας τὸ νοῦ νὰ τὸν ἔχετε στρέψει στὸν ὕμνο τῆς Ἀειπάρθενου, καὶ συνάμα νὰ ἑξαγνίζεσθε, ἂν ἐγὼ ἔχω μυηθεῖ κάπως στὰ παρθενικὰ μυστήρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ περίσταση σὲ ἄλλα μᾶς παρακινεῖ, σὲ ἄλλου εἴδους τιμὴ τῆς Παρθένου· ἐννοῶ νὰ ἀρχίσουμε τὴ μυστικὴ καὶ ἀναίμακτη θυσία (γιατί τιμὴ τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἑκούσιων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ), πρὸς τὴν ὁποία ἕλκομαι στὴ συνέχεια καὶ τὴν ὁποία εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο νὰ τελέσω ὡς ἱερουργός.
Ἀλλὰ ἐσύ, Παρθένε καὶ μητέρα τοῦ Λόγου, ὁ δικός μου ἐξιλασμὸς καὶ ἡ καταφυγή, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο καλλιεργήθηκες ἀπὸ τὴ στείρα καὶ ποὺ καρποφόρησες γιὰ μᾶς ἀκόμα πιὸ παράδοξά το στάχυ τῆς ζωῆς, πρεσβεύοντας καὶ μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Υἱό σου καὶ Θεό μας γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ὑμνητές σου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ κάθε μόλυσμα, ἀνάδειξέ μας ἄξιους γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα πρὸς αἰώνια ἀνάπαυση καὶ καταφωτιζόμενους ἀπὸ τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὑπερούσιας Τριάδας καὶ ἐντρυφώντας μέσα στὰ ὑπερφυσικὰ καὶ ἄρρητα θεάματα αὐτῆς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (ἀποσπάσματα).
Λόγος Εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου,
Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡγουμένου Μονῆς Στουδίου
Λαμπρῶς πανηγυρίζει ἡ κτίσις σήμερον, καινὸν οὐρανὸν τὴν Παρθένον λαμβάνουσα.
Κόρη ἐπὶ γῆς γεγέννηται, τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανῶν ἐψυχώμενος θάλαμος.
Νεᾶνις εἰς φῶς ἐλήλυθε τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος φανότερον ἀστράπτουσα.
Βρέφος ἐκ στείρας ἀνέλαμψε, τῆς παρθενίας τέμενος ἱερώτατον.
Τίς οὐχ ὑπαντήσει πρὸς τὴν πανήγυριν;
τίς οὐ δωροφορήσει ἑόρτια, καὶ τῇ Παρθένῳ φιλούμενα;
∆ῶρον κάλλιστον παρθενεύουσιν ἡ ἀφθαρσία, γήμασι σωφροσύνη, πλουσίοις μετάδοσις, πένησιν ἡ εὐχαριστία, ἄρχουσιν ἡ ἡμερότης,βασιλεῦσιν ἡ δικαιοσύνη, ἱερεῦσιν ἡ ὁσιότης, τοῖς πᾶσιν ἐν ἅπασιν ἡ εὐνομία.
Ἐπεὶ δὲ τοιαῦτα τὰ δῶρα, καὶ μετὰ τοιούτων ἡ λαμπροφορία, δεῦτε σκιρτήσωμεν εὐφρόσυνα.
Ἄσωμεν χαριστήρια, μετὰ ∆αβίδ·
Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.
Τῷ Κτίστῃ τῶν ἁπάντων, ναὸς ὑποδοχῆς ᾠκοδόμηται·
ὅτι τῷ δημιουργῷ Λόγῳ καταγώγιον ξενισμοῦ ἡτοίμασται·
ὅτι τῷ Ἡλίῳ τῆς δικαιοσύνης νεφέλη φωτὸς ἐξήπλωται·
ὅτι τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, θεοϋφάντου περιβολαίου ἱστὸς ἀνίσταται·
ὅτι τῷ κιρνῶντι ταῖς ὥραις τοὺς καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς συνακτήριον νυμφικὸν ἀναδέδεικται.
* * * * * *
Χορεύσατε, νεάνιδες·
παρθενικὸν γὰρ τὸ γενέθλιον.
Σκιρτήσατε, μητέρες·
μητρικὸς γὰρ καρπὸς ἡ παρθενεύουσα.
Στεῖραι, εὐέλπιδες ἔστε πρὸς τὴν πρὶν στειρεύουσαν, εἶτα θεόπαιδα γεννήσασαν ἀποσκοπεύουσαι.
Μηδέ γε κόραι τῆς χορείας ἀπολειπέσθωσαν, τῆς μόνης κορῶν κορωνίδος ὁμοῦ καὶ βασιλίδος τὸ γενέσιον πανηγυρίζουσαι.
Σαλπίσατε σάλπιγγι ἐπὶ τοὺς βουνούς·
ἠχήσατε ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν·
κηρύξατε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δι’ Ὠσηὲ ἡμῖν κἀνταῦθα τὸ προσταττόμενον. ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, εὐφράνθητι·
Ἡσαΐας ὁ προφητοκράτωρ, φαιδρύνθητι.
Καὶ ὁ μὲν, ὅτι ἐξ ὀσφύος σου κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν ἡ βασιλὶς προέρχεται, ἐξ ἧς θήσειν ἐπὶ τὸν θρόνον σου τὸν καρπόν σου Θεὸς ἐπηγγείλατο·
ὁ δὲ, ὅτι ἡ προφητεία σου πέρας εἴληφεν, Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.
Ῥάβδος ἡ Παρθένος, ἐξ ἧς ἀπειρόγαμος τὸ ἀνθηρὸν καὶ ἀένναον Χριστὸς ἄνεισιν.
* * * * * *
Ἀλλὰ τί μοι τῷ δεῖνι, καὶ τῷ δεῖνι τὸ χαίρειν περιγράφειν, καὶ μὴ φωνῇ περιληπτικῇ διασημᾶναι τὴν ἀγαλλίασιν;
Εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσύνην.
Ἀνατειλάτω ἡ γῆ, καὶ βλαστησάτω ἔλεος, καὶ δικαιοσύνην ἀνατειλάτω ἅμα.
∆ιὰ τί;
ὅτι σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακὼβ πεφανέρωται·
ὅτι τόπος ἅγιος τῷ παναγίῳ Λόγῳ ὑποδέδεικται.
Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος, βοάτω Ἰακὼβ ὁ πατριαρχικώτατος, οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ!
Ὢ ἀποῤῥήτων ἀκουσμάτων!
ὢ παραδόξων ἀποτελεσμάτων!
Τί τοῦτο τὸ καινὸν διήγημα;
τίς αὕτη ἡ ξενίζουσα παραβολὴ καὶ ἀπόῤῥητος;
Εἰ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἐξαρκέσουσί σοι, ὡς ὁ Λόγος, καὶ τίς ἡ ἐξαρκοῦσα αὐτῷ φυσικὴ κατοίκησις;
Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ, λέγει Κύριος;
Καὶ ποῦ τῷ τοιούτῳ, καὶ τηλικούτῳ, καὶ ὑπεραίροντι πάσης καταληπτικῆς ὑποθέσεως;
οὐ γὰρ ἐν ποσότητι τὸ ἄπειρον, περιληπτικὸν χωρίον ἐξευρηθήσεται.
Ὁ οὐρανός μοι, φησὶν, θρόνος, καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου.
Καὶ ποῖος οἰκοδομηθήσεται οἶκος τῷ ἐρωτῶντι;
ἢ τίς ἐξευρεθείη τόπος τῆς καταπαύσεως αὐτοῦ;
ἀλλ’ ὅμως εὕρηται, καὶ πεφανέρωται.
Πῶς, καὶ τίνι τρόπῳ;
Ὧδε γὰρ τὸ ζητούμενον.
Μικρὸν ἀναμείνας, ἀγαπητὲ, λήψῃ τοῦ ποθουμένου τὴν ἐπίλυσιν.
* * * * * *
Μέλλοντος ἀνθρώπου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παράγεσθαι δι’ ἄπειρον Θεοῦ ἀγαθότητα, πρότερον οὐρανὸς ἐκτείνεται, γῆ ὑπεστόρεσται, θάλασσα περιώρισται, καὶ ὅσα ἀμφοτέρων συμπληρωτικὰ, ἐν ταυτῷ τῆς ὅλης διακοσμήσεως εἴληπται.
Εἶθ’ ὕστερον ὁ ἄνθρωπος βασιλικῶς εἰς γυμνάσιον ἀρετῆς ἐν παραδείσῳ τίθεται·
ἀλλ’ εἰ μὴ ἡ παράβασις προὐχώρησεν, οὐκ ἂν τοῦ ζωηροῦ χωρίου ἐξωρίζετο.
Ἐξοστρακισθεὶς δὲ τοῦ ἐνδύματος, εἰ μὴ ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο, οὐκ ἂν εἰς τὴν πολυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο, ἀντὶ Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος.
∆ιά τοι ταῦτα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, τῇ φθορᾷ κατεσχημένων ἁπάντων, καὶ Θεοῦ κατοικτιζομένου μὴ εἰς παντελῆ ἀνυπαρξίαν χωρῆσαι τὸ τῶν οἰκείων χειρῶν πλάσμα, ἄλλου καινοῦ οὐρανοῦ, γῆς τε καὶ θαλάσσης ποίημα, ἐν οἷς χωρηθῆναι εὐδοκεῖ δι’ ἀνάπλασιν τοῦ γένους ὁ ἀχώρητος. Καὶ ταῦτά ἐστιν ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητος Παρθένος.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Οὐρανὸς μὲν, ὡς ἐκ τῶν ἀδύτων θησαυρῶν, τὸν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον ἀνίσχουσα·
γῆ δὲ, ὡς ἐκ τῶν ἀχράντων λαγόνων τῆς ἀφθαρσίας, τὸν στάχυν τῆς ζωῆς βλαστήσασα·
θάλασσα, ὡς ἐκ τῶν κοιλιακῶν κόλπων, τὸ νοητὸν μαργαρίτην προφέρουσα.
Ἤδη τοιγαροῦν παρήχθη ἡ νεοφανὴς κτίσις τοῦ ἀχωρήτου.
Ηὐτρεπίσθη ἡ βασίλειος αὐλὴ τοῦ Παμβασιλέως.
Ἡτοιμάσθη τὸ λογικὸν καταγώγιον τοῦ ἀκαταλήπτου.
Ὡς μεγαλοπρεπὴς ὅδε ὁ κόσμος!
ὡς ἀξιάγαστος ἡ δημιουργία, φυτοῖς ἀρετῶν ὡραΐζουσα, ἄνθεσιν ἁγνείας εὐωδιάζουσα, λαμπρότησι θεωριῶν ἀγλαΐζουσα, πᾶσιν ἄλλοις ἀμφιλαφέσιν ἀγαθοῖς ἀνενδεῶς ἔχουσα, ἀξία, τὸ δὴ λεγόμενον, τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐνοικήσεως!
Καίτοι γε καὶ ὁ πρὶν κόσμος, θαυμαστὸς ὅτι μάλιστα·
ὅτε γὰρ, φησὶν, ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου, καὶ ὕμνησαν.
Ἀλλ’ οὔ τί πω οὕτω θεοπρεπὲς, ὡς ἡ μακαρία αὕτη καὶ πανθαύμαστος Παρθένος.
Καὶ ὅτι ἀληθὲς, ἄκουσον τοῦ πολύτλα Ἰὼβ λέγοντος·
Οὐρανὸς μὲν οὐ καθαρὸς, ἄστρα δὲ οὐκ ἄμεμπτα ἐναντίον αὐτοῦ.
Τῆς δὲ τί καθαρώτερον;
τί δὲ ἀμεμπτότερον;
ἧς τοσοῦτον ἠράσθη Θεὸς, τὸ ἀκρότατον φῶς καὶ καθαρώτατον, ὡς δι’ ἐπελεύσεως ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς αὐτῇ συγκραθῆναι, καὶ ἐξ αὐτῆς προελθεῖν τέλειος ἄνθρωπος, μετὰ τῆς ἀμεταβόλου καὶ ἀσυγχύτου τῶν οἰκείων ἱδρύσεως.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Τὴν ἰδίαν δούλην, μητέρα κτήσασθαι οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ φιλανθρωπότατος.
Ὢ τῆς συγκαταβάσεως!
Τοῦ ἰδίου πλάσματος γέννημα χρηματίσαι οὐκ ἀπῃνήνατο ὁ ὑπεράγαθος, ἐκείνης ἐρασθεὶς δηλαδὴ τῆς ὡραιοτέρας πάσης κτίσεως, ἐκείνης ἐπιλαβόμενος τῆς ἀξιωτέρας τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Περὶ ταύτης τοίνυν ὁ Ζαχαρίας ὁ θαυμασιώτατος, Τέρπου, φησὶ, καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιὼν, διότι ἰδοὺ ἔρχομαι, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριος.
Περὶ ταύτης γε καὶ Ἰωὴλ ὁ μακαριώτατος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὧδέ πως κεκραγὼς φαίνεται·
Θάρσει, γῆ, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαί σοι.
Γῆ γάρ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ Μωϋσῆς ὁ ἱερώτατος λῦσαι τὸ ὑπόδημα τοῦ σκιώδους νόμου εἰς ἐξαλλαγὴν χάριτος προσετάττετο.
Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ τεθεμελιῶσθαι τῇ σαρκὶ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ᾄδεται, ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς.
Γῆ ἐστιν, ἡ σπορᾶς ἀνεπίδεκτος, καὶ ἁπάντων καρποτροφοῦσα τροφοδότην.
Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ἣν τῆς ἁμαρτίας ἄκανθα οὐκ ἀνέτειλε.
Τοὐναντίον δὲ μᾶλλον διὰ τοῦ ταύτης ἔρνους πρόῤῥιζος ἐκτέτιλται.
Γῆ ἐστιν, οὐχ ὡς ἡ πρότερον κατηραμένη, καὶ ἧς καρποὶ πλήρεις ἀκανθῶν καὶ τριβόλων·
ἀλλ’ ἐφ’ ἣν εὐλογία Κυρίου, καὶ ἧς εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, ὥς φησιν ὁ ἱερὸς λόγος.
* * * * * *
Ἀλλ’ ἐπεὶ ταῦτα οὕτως, φέρε, ἴδωμεν ὅθεν εὐθυδρόμησεν ὁ ἀείζωος ὄρπηξ τῆς παρθενίας·
τίς ὁ φύσας, καὶ τίς ἡ τεκοῦσα.
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, ἡ διαφανὴς καὶ πανεύφημος τοῦ Λόγου ξυνωρὶς, ἡ πασῶν συζυγιῶν θεσπεσιωτέρα ἁρμονία.
Ἧς γὰρ ὁ κλάδος ὑπερφερὴς ἁπάντων, οὐ δήπου ταύτης ἡ ῥίζα μὴ προσφερεστέρα;
Ἀλλ’ ἡμῖν εὔριζος φυὰς οὕτω μεγαλοφυής τε καὶ ἐξοχωτάτη, καρποῦ δὲ τέως ἄγονος. Καθαρωτάτη ἡ πηγὴ, ἀλλὰ ῥεῖθρον οὐ φέρουσα.
Ξυμφορὰ ἡ ἀπευκταία.
Εὐληπτικὰ καὶ ἐπώδυνα τὰ παριστάμενα.
Τί οὖν;
Ἐκέκραξαν δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτούς.
Πόῤῥωθεν ∆αβὶδ ἐνθεαστικώτατα διεσήμανε τοιάδε·
Ἐκέκραξαν, φησὶν, οἱ δίκαιοι.
Τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος πρόσωπον εἰσφέρειν μοι ἡ δυὰς αὕτη τεθεώρηται.
Ἐθεώρουν τοιγαροῦν θεογνωσίας τὴν ἀνθρωπότητα ἔρημον, ἐξ ἀπιστίας τὸν κόσμον χηρεύοντα·
ἐπείπερ, Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, κατὰ τὸ ᾀδόμενον.
Ὀδυνηρὰ ἡ ἀταξία, κατηφὴς ἀκαρπία.
Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, ἐν τῷ οἰκείῳ δηλαδὴ παραδείσῳ.
Ὅτου ἕνεκα;
Ἐπειδήπερ ἐκ παραδείσου ἡ λυπηρὰ ἁμαρτία ἐξελήλυθεν, ἐκεῖ φησι τῇ προμήτορι ὁ τῶν ὅλων Θεός·
Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου, καὶ τὸν στεναγμόν σου.
Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου.
Τί ἐκέκραξαν;
Καρπὸν κοιλίας, ἤγουν εὐκαρπίαν θεογνωσίας ἐξαιτούμενοι, καὶ ταῦτα εἰκὸς προσευχόμενοι.
Ἀδωναῒ Κύριε Ἐλωῒ Σαβαὼθ, οἶδας τῆς ἀπαιδίας ὄνειδος.
Γινώσκεις τῆς ἀκαρπίας τὸ ἄθυμον.
Ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων σου, καὶ δῷς τοῖς δούλοις σου σπέρμα παιδὸς, δώσομεν αὐτὸ ἐνώπιόν σου δοτόν.
Καί γε ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, ὁ ταχὺς εἰς ἔλεον, βραδὺς δὲ εἰς ὀργὴν, δοὺς τὴν κυριώνυμον Μαρίαν λύτρον οὕτως ἀγλαὸν καὶ μεγαλοφυὲς ἀντὶ τῆς Εὔας.
Θυγάτηρ ἴαμα μητρικὸν γεγένηται·
τὸ νέον φύραμα τῆς θείας ἀναπλάσεως, ἡ παναγία ἀπαρχὴ τοῦ γένους, ἡ ῥίζα τοῦ θεοφράστου κλάδου, τὸ τοῦ προπάτορος ἀγαλλίαμα.
Ὢ τῆς εὐεργεσίας!
ὢ τῆς μεγαλοδωρεᾶς!
Ἆρα οὐχὶ καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος φαιδροτέρας νῦν τὰς ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς περιχαρείας πως αἰσθόμενος;
Ἆρα οὐχὶ καὶ πᾶσα ἡ κτίσις οἷον ἐναβρύνεται ἐπ’ ἐλπίδι τῆς ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίας, ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθόρως κυούσης τὸν ἐλευθερωτὴν τοῦ κόσμου;
Σκόπει καὶ τὰ ἑξῆς·
φιλακροάμων ἔσο, ἀγαπητὲ, καὶ μὴ ἀποκνῇς πρὸς τὴν ἔρευναν.
Ἄμελγε, φησὶ, γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον.
Κατάλληλος ὁ τόπος τῆς δικαίων προσευχῆς.
Ἐν παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ τοῦ προτέρου μακαριώτερον.
Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας, εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν.
Ἐνταῦθα Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, διετάραξεν, ἀλλ’ οὐκ ἐξηπάτησεν.
Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν.
Ἐνταῦθα ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώποις ἀντεισήγαγεν.
Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ παρακοῆς τικτούσῃ·
ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς τὰς λυπικὰς ὠδῖνας.
Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττομένων!
ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων!
Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά.
Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεωρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.
* * * * * *
Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.
Ἀπέλαβεν τῆς ὑποσχέσεως τὸ χρέος.
∆εῦρο, λέξον καὶ αὐτὸς σὺν Ἡσαΐᾳ τὰ Ἡσαΐου·
Κύριε ὁ Θεός μου, δοξάσω σε·
ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐποίησας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀληθινήν.
Μικροῦ μὲν οὖν καὶ ὄψει τὴν μακαρίαν εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσιοῦσαν, ὡς ἤδη τῷ παναγεστάτῳ Θεῷ ἀφιερωμένην·
ἔπειτα συλλαμβάνουσαν ἐν γαστρὶ τὸν ἀπερίληπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Εἰς μικρὸν σώματος ἐνοικῆσαι τὸν περιέχοντα δρακὶ τὰ σύμπαντα.
Καὶ πῶς οὐ περιγραπτὸς, ὦ Χριστομάχε (ἵνα μικρὸν παραθεωρήσω);
Ὅτι, εἰ καὶ καθ’ ἡμᾶς, φησὶν, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμᾶς.
Καὶ τί τοῦτο;
Οὐ γὰρ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν μορφὴν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεότητος φύσιν ἡ διαφορὰ καὶ ἐξαλλαγή·
οἷον ἐγαλουχεῖτο μαζοῖς μητρικοῖς ἀνθρωπικῶς·
ἀλλὰ παρεῖχε τὸ ζῇν μητρὶ θεοπρεπῶς.
Ἐλάλει φωνῇ ἐνάρθρῳ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλὰ παρηγγυᾶτο ἐξουσίᾳ θεϊκῇ ὑπὲρ ἡμᾶς, δι’ ὧν τὰ θαύματα.
Ὡδοποίει γεηροῖς ποσὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ εἰς νῶτα θαλάσσης ὑπὲρ ἡμᾶς.
Ἐσταυροῦτο σαρκὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ ἐτροποῦτο ἐν σταυρῷ τὰς ἐναντίας δυνάμεις ὑπὲρ ἡμᾶς·
ὧν τὰ μὲν περιγραπτῆς φύσεως·
τῆς καθ’ ἡμᾶς γάρ·
τὰ δὲ ἀπεριγράπτου, τῆς ὑπὲρ ἡμᾶς·
οὐ λυμηναμένης θατέρας θάτερα τῇ οὐσιώδει συνόδῳ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἀλλ’ εἴσω τῆς οἰκείας ὁροθεσίας ἑκατέρας ἑστώσης.
Σὺ δὲ φεύγων τὸ περιγράφειν, ἤτοι εἰκονίζειν·
ταυτὸν γὰρ ἀμφότερα, καὶ τὰς φύσεις φύρεις σὺν Ἀκεφάλοις, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποσκευάσῃ σὺν Μανιχαίοις.
Ἧττον ἦν σοι εἰς ἀνοίας λόγον, ἵνα τὸ ἀληθὲς εἴπω, Ἰουδαΐζειν, ἢ τὴν προσηγορίαν Χριστιανοῦ ἔχοντι κατὰ Χριστοῦ φέρεσθαι.
Ὅτι ὁ μὲν οὐ προσιέμενος Θεὸν σεσωματῶσθαι, οὔτε εἰκονίζει, ἀκόλουθα ἑαυτῷ πράσσων·
σὺ δὲ προσηκάμενος μὲν, μὴ εἰκονίζων δὲ, ἀνακόλουθος σεαυτῷ γίνῃ, γέλωτα ὀφλισκάνων καὶ τῷ Ἰουδαΐζοντι.
Καὶ οὔπω λέγω τὴν ὕβριν, ἀλλὰ πρὸς μὲν ἐκείνους τοσοῦτος ὁ λόγος, ὅτι μὴ δογματικῶς, ἀλλ’ ἑορταστικῶς συνηθροίσθημεν.
Ἡμεῖς δὲ ἔτι βραχέα προσειπόντες τῇ Παρθένῳ, καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ὠνόμασται ἐν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ ἀνελίττοντες, συμπερανοῦμεν ἐν τούτοις, εἰ καὶ ἀναξίως, τὸν λόγον.
* * * * * *
Χαῖρε, Μαρία, ἤτοι μυρία, διὰ τὸ ἀπειροπληθὲς τῶν ἐγκωμίων.
Μυρία γὰρ εἰπὼν περὶ σοῦ τις, οὐκ ἂν ἐφίκοιτο τῆς ἀξίας.
Χαῖρε, Κυρία, ὡς τοῦ τῶν ὅλων Κυρίου μητροπρεπῶς τὴν κυρείαν εἰληφυῖα, ἧς τὰ σύμπαντα δοῦλά τις φήσας, οὐκ ἀπὸ σκοποῦ βάλλοι τὸν λόγον.
Χαῖρε, σμύρνα θαλασσία, ἡ ἐν τῇ ἁλμυρᾷ τοῦ βίου ῥοπῇ τὴν σάρκα νεκροφοροῦσα τῇ ἁμαρτίᾳ, ἐξ ἧς γλυκασμὸς, καὶ ὅλως ἐπιθυμία, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν, Ἐτρύγησα σμύρναν μετὰ ἀρωμάτων μου.
Χαῖρε, βάτε, τὸ πυρίπλοκον θαῦμα, ἡ κατὰ στέρησιν ἄβατος τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἐπεὶ καὶ φυτὸν ἀθιγὲς, καὶ βατὸν οὐρανὸν δεδειχυῖα γηγενέσιν ἐκ θεογονίας σου.
Χαῖρε, κιβωτὲ, τὸ θεόδμητον στέγος, ἡ τοῦ νεοκτίστου κόσμου ταμία, ἀφ’ ἧς ἔξεισι Χριστὸς, ὁ νέος Νῶε, πληρῶν τὸν ἄνω κόσμον τῇ ἀφθαρσίᾳ.
Χαῖρε, ῥάβδος, τὸ θεόφυτον ἔρνος, ἡ μόνη πασῶν παρθένων τεκνοφόρος, ἐξ ἀσπορίας ἀνθήσασα υἱέα τὸν τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ ἱεράρχην.
Χαῖρε, στάμνε, τὸ χρυσόπλαστον ἄγγος, ἡ παντὸς ἄγγους ἐξῳκισμένη, ἀφ’ ἧς μανναδοτεῖται ἅπας ὁ κόσμος, τὸν ἐν πυρὶ τῆς Θεότητος ἐξοπτηθέντα τῆς ζωῆς ἄρτον.
Χαῖρε, σκηνὴ, ὁ θεότητος πόλος, οὐρανοῦ τῶν ἀψίδων προφερεστέρα, ἀφ’ ἧς αὐτοπροσώπως ὡμίλησε Θεὸς ἀνθρώποις, καὶ ἐξ ἧς εἰς τὸν κόσμον ἱλασμὸς ἐπεδήμησεν αἰώνιος.
Χαῖρε, θυμιατήριον, τὸ σκεῦος τὸ χρυσόνουν, ἡ τὸν θεῖον ἄνθρακα ἔνδον φέρουσα, ἀφ’ ἧς διέπνευσεν εὐωδία τοῦ Πνεύματος, τὴν μυδῶσαν φθορὰν ἐκ κόσμου ἀπελαύνουσα.
Χαῖρε, τράπεζα, τὸ θεόθετον κρᾶμα ἡ πᾶσιν ἀγαθοῖς ἀρετῶν πλήθουσα μέθεξις, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κράματος.
Χαῖρε, ναὲ, τὸ καθαρότευκτον Κυρίου δῶμα, περὶ οὗ φησιν ὁ ∆αβίδ·
Ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ·
ἐξ οὗ ναουργῶν Χριστὸς ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ναοὺς δείκνυσι τοὺς βροτοὺς Θεοῦ ζῶντος.
Χαῖρε, ἁγίασμα, ἡ κρήνη ἡ θεόβρυτος ἡ πάσης ἁγιστείας ἀνάπλεως, ἐξ ἧς πρόεισι τῶν ἁγίων Ἅγιος, ὁ ἐξ ἐναγείας ἀποκαθαίρων κόσμον.
Χαῖρε, τόπος Κυρίου, ἡ θεοστιβὴς γαῖα, ἡ τὸν ἔξω τούτου παντὸς τῇ Θεότητι τοπώσασα τῇ σαρκώσει, ἐξ ἧς ὁ ἁπλοῦς, σύνθετος·
καὶ ὁ ἀΐδιος, ἔγχρονος·
καὶ ὁ περιγραπτὸς, ὁ ἀπερίγραπτος.
Χαῖρε, οἶκος Θεοῦ, ὁ θείαις ἀγλαΐαις ἐκλάμπων δόμος, οὗ τὸ ὑπέρθυρον ἀναφαίρετον τῆς ἁγνείας·
ἡ πλήρης δόξης Κυρίου, καὶ τῶν πυρίνων Σεραφὶμ φωτοειδεστέρα ἐν πνεύματι.
Χαῖρε, πύλη, ἡ ἀνατολόβλεπτος, ἐξ ἧς ἡ τῆς ζωῆς ἀνατολὴ τοῖς ἀνθρώποις τὴν τοῦ θανάτου δύσιν μειοῦσα·
ἡ θεόδευτος βάτος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς παρθενίας φέρουσα.
Χαῖρε, οὐρανὲ, τὸ τοῦ περικοσμίου χώρου ἐνδιαίτημα τιμιώτερον·
ἡ ταῖς τῶν ἀρετῶν λαμπηδόσι κατάστερος, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνέτειλεν, ἡμέραν ἀδύτου σωτηρίας ἀνθρώποις δημιουργησάμενος.
Χαῖρε, θρόνε.
ὁ μετεωροπόρητος ἐν δόξῃ, ὁ ἔμψυχος θῶκος ἡ τοῦ Θεοῦ καθέδραν ἐν ἑαυτῇ διαγράφουσα, καὶ ὑπὲρ νοερὰς δυνάμεις Θεὸν ἀναπαύουσα.
Χαῖρε, Χερουβὶμ, ὁ πυροειδὴς νοῦς, ἡ ὡς ὄμματα τὰ θεῖα νοήματα πλήθουσα, καὶ πολυφάτους χάριτας ἀναστράπτουσα, καὶ δι’ ἧς τὸ ἀνέσπερον φῶς ἀνθρώποις διαπορθμεύεται.
Χαῖρε, Μήτηρ ἄνανδρε, ἡ ἐν μητράσι μόνη ἁγνεύουσα, καὶ τὰ μητέρων κατὰ παρθένους ἔχουσα, θαυμάτων ἁπάντων τὸ καινότατον θαῦμα.
Χαῖρε, Παρθένε γεννήσασα, ἡ ἐν παρθένοις μόνη τοκεύουσα, καὶ τὰ παρθένων κατὰ μητέρας φέρουσα·
τεράτων ἁπάντων τὸ φρικωδέστατον λάλημα.
Χαῖρε, σφραγὶς βασιλικὴ, ἡ τὸν ἐκ σοῦ οὐσιωθέντα Βασιλέα τῶν ἁπάντων ἀποτυποῦσα μητρομοίῳ σώματι·
εἴπερ οἵα ἡ γεννῶσα, τοιοῦτον δηλαδὴ καὶ τὸ γέννημα.
Χαῖρε, βιβλίον ἐσφραγισμένον, ἡ πάσῃ φθοροποιῷ ἐπινοίᾳ ἀπήμαντος, ἐξ ἧς ὁ θεοχαράκτου νόμου κύριος πρὸς αὐτοῦ μόνου παρθενικῶς ἀναγινώσκεται. Χαῖρε, τόμος καινοῦ μυστηρίου, ἡ τῇ ἀφθαρσίᾳ παντάπασιν ἄθικτος, ἐν ᾗ ὁ ἀνείδεος Λόγος γραφίδι ἀνθρωπικῆς ἰδέας ἐζωγράφηται, εἴτουν σεσωμάτωται, ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν πλὴν ἁμαρτίας γενόμενος.
Χαῖρε, πηγὴ ἐσφραγισμένη, ὁ βρυτὴρ τῆς ἀφθαρσίας, ἡ τὸ ῥεῖθρον τῆς ζωῆς Χριστὸν ἐκβλύσασα, τῶν σημάντρων μηδαμῶς τῆς παρθενίας λυμανθέντων.
Οὗ τῇ μεθέξει ἀπαθανισθέντες, παλινδρομοῦμεν, εἰς τὸν ἀγήρω παράδεισον.
Χαῖρε, κῆπος κεκλεισμένος, ἡ τῇ παρθενίᾳ ἀδιάνοικτος εὐκαρπία, ἧς ἡ ὄσφρησις ὡς ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησεν ὁ ἐκ σοῦ προελθὼν Κύριος.
Χαῖρε, ῥόδον ἀμάραντον, ἡ τὸ ἀμήρυτον εὐωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο, καὶ δι’ ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπεμάρανε.
Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρπὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν Ἄσμασιν, Ἐν μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι.
Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς, εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέουσαν.
Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.
Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ’ ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.
Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.
Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;
Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.
Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;
Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.
Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ’ οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα.
Χαῖρε, θυμίαμα, τὸ ὑπὲρ κόσμου παντὸς ἐνώπιον Κυρίου κατευθυνόμενον προσευκτήριον, ἡ ἀποπεπληρωμένη ἐξ εὐωδίας τοῦ Πνεύματος, περὶ ἧς που θαυμαστικῶς βεβόηται·
Τίς αὕτη ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου, ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη;
Χαῖρε, χρυσίον καθαρὸν, ἡ ἐν χωνείᾳ τοῦ Θεοῦ δοκιμασθεῖσα τῷ πυρὶ τοῦ Πνεύματος, καὶ μηδαμοῦ ῥυτίδα κακίας φέρουσα·
ἐξ οὗ ἥ τε λυχνία, καὶ ἡ τράπεζα, καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον χρύσεα κατ’ ἔμφασιν ἀλληγορικὴν, ἐπὶ σὲ τὸν χρυσώνυμον καὶ πολυώνυμον μεταλαμβάνεται.
Χαῖρε, ξύλον ἄσηπτον, ἡ φθορᾶς ἁμαρτικῆς μὴ προσηκαμένη σκώληκα, ἐξ ἧς τὸ νοητὸν θυσιαστήριον, οὐκ ἐκ ξύλων ἀσήπτων κατεσκευασμένον, ἀλλ’ ἐξ ἀχράντων λαγόνων Θεῷ δεδομημένον.
Χαῖρε, πορφύρα βασιλικὴ, ἡ ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων σου ἐξυφάνασα ἁλουργίδα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασι·
Πλοκίον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα·
βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.
Τί ὡραιώθης, ἢ τί ἡδύνθης;
Χαῖρε, βύσσος κεκλωσμένη, ἡ βάθος θείων νοημάτων ἐν διανοίᾳ κλώσασα, καὶ ταῖς ἐναντίαις θέλξεσιν ἄχαυνος·
Πῶς γὰρ, φησὶν, ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;
∆ι’ ἧς ἡ ἐπωμὶς πορφυροχρυσόμικτος τῷ ἱεραρχοῦντι τῶν ἄνω ∆υνάμεων.
Χαῖρε, ὑάκινθος, τὸ φλογοφανὲς τῆς παρθενίας ἔριον ἐξ οὗ μυστικῶς τῷ Θεῷ ἱερούργηται ἄμφιον σωματώσεως.
Χαῖρε, κούφη νεφέλη, ἡ τὸ γεῶδες καὶ βρίθον σκῆνος, κοῦφόν πως, ὡς ἀερῶδες, ἔχουσα, καὶ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς ὡς ἐν θυσιαστηρίῳ καλύπτουσα, ἐν ᾗ καθῆσθαι Κύριον Ἡσαΐας προσηγόρευσε.
Χαῖρε, ἅχραντε, τὸ ἀνέπαφον τῆς παρθενίας κειμήλιον, ἡ τὸν ἄχραντον Λόγον γεννήσασα, ἀφ’ ἧς ἡ παρθενία ἐξέλαμψε τὸν κόσμον συντέμνουσα.
Χαῖρε, ἁγνὴ, ἡ μόνη τὴν καρδίαν ἁγνὴν αὐχηματικῶς ἔχουσα.
Τὸ ὄρος ἀληθῶς τὸ θεόδεκτον, ἀφ’ οὗ ἁγνίζεται ὁ νέος Ἰσραὴλ τοῦ πάλαι τιμαλφέστερον καὶ χρονιώτερον.
Χαῖρε, ἀλόχευτε, βρεφοτρεφῆ γαλουχίαν μητροπρεπῶς φέρουσα, ἀφ’ ἧς ἀμέλγει γάλα παρθενικὸν, ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, ἀμόλυντε, ἡ μόνη Θεῷ εἰς ἐνοίκησιν εὐπρόσιτος, καὶ Θεοῦ ἀξίωμα ἐκ γεννήσεως ἔχουσα·
διὸ σὺ προσκυνητὴ καὶ πάσαις οὐρανίαις ∆υνάμεσι.
Χαῖρε, πόκε, τὸ περὶ τὸν Γεδεὼν νίκης σύμβολον, ἐξ ἧς ἀπεῤῥύη τροπικῶς ἡ δρόσος ἡ ἀθάνατος, ὁ αὐτολέκτως φάμενος·
Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.
Χαῖρε, χωρίον Θεοῦ, τὸν ἐν πᾶσιν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα·
οὗ τὰ πάντα ἐν δρακὶ, καὶ σοῦ παρόντος ἐν χερσίν·
ὃ καὶ λεγόμενον ἀδιανόητον, καὶ διανοούμενον ἀσυνείκαστον.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ, ἡ μόνη τοῦ ἰδίου Υἱοῦ δούλη, καὶ ἄμφω φύσει, μεθ’ ἣν οὐκ ἔστι μήτηρ παρθένος τῆς μακαρίας παρθενίας εἰς τὴν πρὶν ἐν παραδείσῳ ἀναδραμούσης ἀφθαρσίαν.
Χαῖρε, Θεοδόχε, φωτοειδὲς στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέρατα.
Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι’ ἧς τὰ οὐράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα.
Χαῖρε, παστὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη.
Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα ἐπάγεται·
Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.
Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον, καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν.
Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδήμησε.
Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα·
ἀφ’ ἧς τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρσίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, λυχνία, τὸ χρυσοῦν τῆς παρθενίας σκεῦος καὶ εὔριζον, οὗ θρυαλλὶς, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἔλαιον, τὸ ἐξ ἀχράντων σαρκῶν ληφθὲν σῶμα ἅγιον, ἐξ ὧν φῶς Χριστὸς τὸ ἀνεπίδυτον·
ἡ τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις τὴν ἀΐδιον ζωὴν παράψασα.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη, τὸ πάσης χαρᾶς χαριέστερον καὶ πρᾶγμα, καὶ ὄνομα, ἐξ ἧς χαρὰ ἀδιάδοχος εἰς τὸν κόσμον Χριστὸς γεγέννηται, τῆς Ἀδαμιαίας λύπης τὸ ἰατρεῖον.
Χαῖρε, παράδεισε, τῆς Ἐδὲμ χωρίον μακαριώτερον, οὗ φυτὸν ἀρετῆς ἅπαν ἀνατέθηλε, καὶ ἐφ’ ᾧ ξύλον τῆς ζωῆς πεφανέρωται·
οὗ τῇ μεθέξει εἰς τὴν ἀρχαίαν δίαιταν ἀνατρέχομεν, τῆς φλογίνης ῥομφαίας νῶτα διδούσης, ὡς γέγραπται.
Χαῖρε, πόλις, τὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως, ∆αβιτικῶς εἰπεῖν, περιήχημα, ἐν ᾖ τὰ βασίλεια τῶν οὐρανῶν ἀνέῳκται, καὶ γηγενεῖς πολιτογραφούμενοι γήθουσιν·
ἧς ἐξαίσια καὶ τεθαυμασμένα πάσαις γλώσσαις τε καὶ διανοίαις τὰ διηγήματα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ διὰ σοῦ ἱλεουμένῳ μοι, ἐφ’ οἷς ὤφλησα ὁ οἰκτρὸς καὶ ἄλογος, ἐκθειάζων τὰς ἀπείρους αἰνέσεις σου ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης
Ἀφοῦ μιλήσαμε σχετικὰ γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν αἰσθήσεών μας, ἐπακόλουθο εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ καὶ πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησί μας, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν γνώμη ὅλων σχεδὸν τῶν φιλοσόφων, ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησις, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ μία ἀποτύπωσις ὅλων ἐκείνων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ποὺ εἴδαμε, ἀκούσαμε καὶ μυριστήκαμε καὶ γευτήκαμε καὶ πιάσαμε. Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, ἡ φαντασία καὶ ἐνθύμησις, εἶναι μία ἐσωτερικὴ κοινὴ αἴσθησις, ἡ ὁποία φαντάζεται καὶ θυμᾶται καθαρὰ ὅλα, ὅσα οἱ ἐξωτερικὲς πέντε αἰσθήσεις μας πρόλαβαν νὰ προαισθανθοῦν. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ μὲν αἴσθησις καὶ τὰ αἰσθητά, παρομοιάζονται μὲ τὴν σφραγίδα, ἐνῷ ἡ φαντασία, μὲ τὸ ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας.
Ἡ φαντασία αὐτὴ καὶ ἡ ἐνθύμησις μᾶς δόθηκε μετὰ τὴν παράβασι γιὰ νὰ τὴν μεταχειρισθοῦμε, ὅταν οἱ ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις ἡσυχάζουν καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε μπροστά μας παρόντα τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖνα πράγματα, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τυπώθηκαν σὲ αὐτήν. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχουμε πάντα παρόντα ὅλα ὅσα γνωρίσαμε καὶ ἀκούσαμε καὶ μυρίσαμε καὶ γευθήκαμε καὶ πιάσαμε, γι᾿ αὐτὸ τὰ φέρνουμε μπροστά μας μὲ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι, ποὺ τὰ ἔχει τυπωμένα καὶ ἔτσι μιλοῦμε γι᾿ αὐτὰ καὶ σκεπτόμαστε, σὰν νὰ τὰ εἴχαμε καὶ μπροστά μας.
Γιὰ παράδειγα· ἐσὺ πῆγες μία φορὰ καὶ εἶδες τὴν Σμύρνη, ἔπειτα ἔφυγες ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πλέον δὲν τὴν βλέπεις μὲ τὴν ἐξωτερικὴ αἴσθησι τῶν ματιῶν, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ αἴσθησι δηλαδή, μὲ τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησι, ὅταν θέλῃς, φέρνεις τὴν Σμύρνη μπροστά σου καὶ τὴν βλέπεις, σὰν νὰ ἦταν καὶ παρόν, μὲ τὸ ἴδιο σχῆμα καὶ διάστημα καὶ μέγεθος καὶ τοποθεσία, ποὺ ἔχει· ὄχι πὼς τότε πηγαίνεις καὶ βλέπεις τὴν Σμύρνη, (καθὼς νομίζουν μερικοὶ ἀμαθεῖς). Ἀλλὰ βλέπεις τὴν εἰκόνα τῆς Σμύρνης, τὴν ὁποία ἔχει τυπωμένη μέσα ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησίς σου. Αὐτὴ ἡ φαντασία τῶν αἰσθητῶν εἶναι, ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ μέσα στὸν ὕπνο καὶ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε τὰ διάφορα καὶ πολυποίκιλα ὄνειρα, στὰ ὁποῖα πρόσεχε νὰ μὴ πιστεύῃς ποτέ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φαντασία αὐτή, εἶναι μιὰ παράλογη καὶ χοντρὴ ἀποτύπωσις τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ φαντάζεται τὰ αἰσθητὰ μὲ τὸ σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ τὸ μέγεθός τους, ὅπως εἴπαμε.
Α. Νὰ γνωρίζῃς, δὲ ὅτι ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἔξω ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μαζὶ καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ διάστημα καὶ τόπο, ὡς ἐντελῶς ἀσχημάτιστος καὶ ἄμορφος καὶ ὑπάρχει παντοῦ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἔτσι εἶναι καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασία. Καὶ στὴ συνέχεια, γνώριζε, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν ἔχει ἐπιδεξιότητα νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, γιὰ αὐτὰ τῆς τὰ ἐλαττώματα (Βλέπε στὴ Φιλοκαλία, ποὺ λέγει, ὅτι «καμία φαντασία δὲν ἔχει θέσι στὴν περίπτωσι τοῦ Θεοῦ. Διότι γενικὰ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια»).
Β´. Γνώριζε, ὅτι καὶ ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ πρῶτος τῶν Ἀγγέλων, ὄντας πρὶν ἀνώτερος τῆς παράλογης φαντασίας καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ αἴσθησι ὡς νοῦς λογικὸς καὶ ἄϋλος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀσώματος, ὕστερα ἀφοῦ φαντάσθηκε καὶ ἐσχημάτισε μὲ τὸ νοῦ του τὴν ἰσοθεΐα, ἔπεσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη καὶ ἀπαθῆ καὶ ἑνιαία, ἀσώματη κατάστασι τοῦ νοῦ, κάτω στὴ πολυσχημάτιστη καὶ πολυμέριστη καὶ παχυλὴ αὐτὴ φαντασία, ὅπως εἶναι γνώμη πολλῶν θεολόγων καὶ ἔτσι, ἀπὸ ἄγγελος ἀσχημάτιστος, ἄϋλος καὶ ἀπαθής, ἔγινε διάβολος, ὑλικός, κατὰ κάποιο τρόπο, πολύσχημος καὶ ἐμπαθής (1). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς θείους Πατέρες ζωγράφος ποὺ μιμεῖται τὰ πάντα καὶ φίδι πολύμορφο καὶ τρώει τὴν γῆ τῶν παθῶν, φαντασιοκόπος καὶ ἄλλα παρόμοια ὀνόματα. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ παρομοιάζεται ὡς δράκος μὲ σῶμα, μὲ οὐρά, μὲ νεῦρα, μὲ πλευρά, μὲ ράχη, μὲ μύτη, μὲ μάτια, μὲ στόμα, μὲ χείλη, μὲ δέρμα, μὲ σάρκα καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια μέλη. Καὶ βλέπε στὸ μ´καὶ μα´ κεφάλαιο τοῦ Ἰώβ. Ὁπότε, ἀπὸ αὐτὰ μάθε, ἀγαπητέ, ὅτι ἡ φαντασία μὲ διάφορες μορφές, καθὼς εἶναι ἐφεύρεσι καὶ καρπὸς τοῦ διαβόλου, ἔτσι τοῦ εἶναι καὶ πολὺ ἐπιθυμητή. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους (2) αὐτὴ εἶναι τὸ γεφύρι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περνώντας οἱ δολοφόνοι δαίμονες, ἑνώνονται μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ἔτσι τὴν κάνουν κατοικητήριο αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν καὶ βλάσφημων λογισμῶν καὶ ὅλων τῶν ἀκαθάρτων ψυχικῶν καὶ σωματικῶν παθῶν.
Γ. Γνώριζε, ὅτι κατὰ τὸν θεολογικώτατο Ἅγιο Μάξιμο καὶ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς φαντασία. Ἐπειδή, ὁ νοῦς ἐκείνου, καθαρός, μοναδικὸς καὶ πράγματι νοῦς ὤν, δὲν τυπωνόταν, οὔτε σχηματιζόταν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰσθητῶν. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταχειρισθῆ τὴν κατώτερη δύναμι τῆς φαντασίας καὶ νὰ φαντασθῇ σχήματα καὶ χρώματα καὶ εἴδη καὶ διαστήματα, παρατηροῦσε μὲ τὴν ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὴν διάνοια, μόνους γυμνοὺς καὶ ψιλούς τους λόγους τῶν ὄντων, ἄϋλα, καθαρὰ καὶ πνευματικά (3). Ἀλλὰ ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, καθὼς αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν φαντασία, ἔτσι ἔκανε καὶ τὸν Ἀδάμ, νὰ σχηματίσῃ τὸν νοῦ του μὲ τὴν ἰσοθεΐα καὶ νὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν ἰδία αὐτὴ τὴν φαντασία καὶ ἔτσι ἀπὸ ἐκείνη τὴν νοερά, ἰσάγγελο, ἑνιαία, λογικὴ καὶ ἀσχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ὁ ταλαίπωρος, στὴν αἰσθητική, πολυμέριστη καὶ πολυσχημάτιστη φαντασία αὐτὴ καὶ τὴν κατάσταση τῶν ἀλόγων ζῴων. Ἐπειδὴ ἡ φαντασία εἶναι κυρίως ἰδίωμα τῶν ἀλόγων ζῴων καὶ ὄχι τῶν λογικῶν.
Ἀφοῦ γιὰ μία φορὰ ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι, ποιὸς μπορεῖ νὰ πῇ, σὲ πόσα πάθη, σὲ πόσα κακὰ καὶ σὲ πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα ἀπὸ τὴν φαντασία; Γέμισε τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία ἀπὸ διάφορες ἀπάτες (4). Γέμισε τὴ φυσικὴ ἀπὸ πολλὲς ψευτοδοξασίες (5), καὶ γέμισε τὴν θεολογία ἀπὸ ψεύτικα καὶ σάπια δόγματα. Γιατὶ, πολλοί, καὶ μεγάλοι καὶ νεώτεροι, θέλοντας νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ μιλήσουν σχετικὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τῶν σχετικῶν, τῶν ἁπλῶν, ἀσχημάτιστων καὶ ἀφάνταστων μυστηρίων, ὅπου ἐνεργεῖ ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, δηλαδή, ὁ νοῦς, πρὶν ἀκόμη νὰ καθαρίσουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ σχήματα καὶ εἰκόνες τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια βρῆκαν τὸ ψέμα. Καὶ τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶναι, ὅτι καὶ τὸ ψέμα αὐτό, τὸ ἀσπάστηκαν καὶ τὸ κρατοῦν δυνατὰ σὰν ἀλήθεια καὶ ὄντως ὄν· ἀντὶ γιὰ θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σὲ ἀδόκιμο νοῦ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο.
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ, ἐὰν ἀγαπᾷς νὰ ἐλευθερωθῇς μὲ εὐκολία ἀπὸ τὶς πλάνες αὐτὲς καὶ τὰ πάθη, ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ νὰ ξεφύγης ἀπὸ τὶς διαφόρες παγίδες καὶ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ πετύχης τὸν θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, πολέμα, ἀλλὰ μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις πολέμα, νὰ ξεγυμνώσῃς τὸν νοῦ σου ἀπὸ τὰ σχήματα καὶ τὰ χρώματα καὶ τὰ διαστήματα, καὶ γενικὰ ἀπὸ κάθε φαντασία καὶ ἐνθύμησι τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, καὶ καλῶν καὶ κακῶν.
Ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶναι σὰν μολυσμοὶ καὶ λάσπες καὶ σκοτεινιά, ποὺ μολύνουν τὴν καθαρότητα καὶ εὐπρέπεια καὶ λαμπρότητα τοῦ νοῦ καὶ παχαίνουν τὴν ἀϋλία του. Καὶ σχεδόν, κανένα πάθος (6) ψυχικὸ ἢ σωματικὸ δὲν μπορεῖ νὰ πλησίαση τὸν νοῦ, παρὰ διὰ μέσου τῆς φαντασίας αὐτῆς τῶν αἰσθητῶν. Ἀγωνίσου λοιπὸν νὰ φυλάξης αὐτὸ τὸ νοῦ σου ἀχρωμάτιστο, ἀσχημάτιστο, ἄμορφο καὶ καθαρό, καθὼς τὸ ἔπλασε ὁ Θεός.
Αὐτὸ βέβαια μὲ ἄλλο τρόπο δὲν γίνεται, παρὰ ἂν τὸν ἐπιστρέφῃς καὶ τὸν μαζέψης μέσα στὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς σου καὶ ὅλου τοῦ ἐσωτερικοῦ ἄνθρωπου· καὶ ἐκεῖ μέσα νὰ τὸν συνηθίζῃς νὰ βρίσκεται πότε μὲν προσευχόμενος μὲ πένθος, μὲ τὸν ἐσωτερικὸ λόγο τῆς καρδιᾶς, καὶ λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»· καὶ νὰ προσέχῃ μόνον τὰ λόγια τῆς προσευχῆς αὐτῆς, (ὅπως σχετικὰ μὲ αὐτό σου λέω στὸ κς´ κεφάλαιο), ἄλλοτε παρατηρώντας τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, μᾶλλον διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ σου κατανοώντας τὸν Θεὸ καὶ ἀναπαυόμενος (7)· αὐτὴ ἡ θεωρία καὶ ἡ μελέτη λέγεται κυκλικὴ καὶ ἀπλανής (8). Γιατὶ, ὅπως τὸ φίδι, ὅταν θέλῃ νὰ βγάλη τὸ παλιό του δέρμα, πηγαίνει καὶ περνάει ἀπὸ στενὸ τόπο, ὅπως λένει οἱ φυσιολόγοι, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μέσα ἀπὸ τὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, φιλτράρεται, βγάζει τὸ φόρεμα τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν καὶ κακῶν προλήψεων καὶ γίνεται καθαρός, λαμπρὸς καὶ κατάλληλος στὴν ἕνωσι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁμοιότητα ποὺ παίρνει μὲ αὐτόν. Καὶ πάλι, καθὼς τὸ νερό, ὅσο ἑνώνεται καὶ περνάει στριμωγμένο μέσα ἀπὸ τοὺς στενοὺς σωλῆνες, τόσο λεπταίνει καὶ δυναμώνεται καὶ ἀνεβαίνει σὲ ὕψος· ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅσο ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀκριβῆ μελέτη τῆς καρδιᾶς καὶ τὴ δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται καὶ ψηλότερος ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐπίθεσι λογισμῶν καὶ ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ εἶδος, ὄχι μόνον τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν νοητῶν, μὲ τὸ νὰ μένουν ὅλα αὐτὰ ἔξω διότι ἐκεῖ μέσα δὲν μποροῦν νὰ μποῦν (9). Ἐὰν καμμιὰ φορὰ πάῃ ὁ νοῦς σου στὰ ἐξωτερικὰ ποὺ βλέπεις καὶ στὶς φαντασίες τοῦ κόσμου, πάλι ξαναγύρισε τὸν μέσα στὸν θάλαμο τῆς καρδιᾶς, ἕως ὅτου νὰ συνηθίσει.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κυριώτερος τρόπος, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἔχῃς παντοτεινὸ ἔργο γιὰ νὰ διορθώσῃς, ἀγαπητέ, τὴν φαντασία καὶ τὴν θύμησί σου· τί λέω; Νὰ διορθώσῃς καὶ νὰ ἐξαφανίσῃς ἀπὸ τὴν ρίζα, τὶς κακὲς προλήψεις αὐτῆς καὶ τὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρόπος, ὅσο εἶναι καρποφόρος καὶ ὠφέλιμος, τόσο εἶναι καὶ κουραστικός· καὶ ὅσο εἶναι κουραστικός, τόσο εἶναι καὶ δυσκολοεπιχείρητος (γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ δυσκολοπίστευτος), κοντὰ στοὺς πολλοὺς καὶ μάλιστα στοὺς δικούς μας σοφοὺς καὶ διδασκάλους τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν στὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τόσων καὶ τόσων θεοφόρων Πατέρων, ποὺ διδάσκουν αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ νεοτύπωτο βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας, τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ κάθε βαρύτιμο πετράδι, στεροῦνται δίκαια τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς ὁποίους ἀπολαμβάνουν πολλοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀγράμματοι: «Τὰ ἀπέκρυψε αὐτὰ ὁ Θεός, κατὰ τὸ λόγιο, ἀπὸ σοφοὺς καὶ συνετοὺς καὶ τὰ φανέρωσε στὰ νήπια» (Λουκ. 10,21). Γιατὶ, ὅσοι δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτὴ τὴ νοερὴ ἐργασία, οὔτε νὰ καταλάβουν μποροῦν τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τό· «Ἂν δὲν πιστεύσετε, δὲν θὰ καταλάβετε» (Ἡσ. 7,9).
Ὅταν βλέπῃς ὅτι ὁ νοῦς σου κουράζεται καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μείνη μέσα στὴν καρδιὰ καὶ στὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ ποὺ γίνεται μέσα σὲ αὐτή, τότε χρησιμοποίησε καὶ τὸν β´ τρόπο, δηλαδή, ἄφησε τὸ νὰ βγαίνῃ ἔξω καὶ νὰ ἀσχολῆται μὲ μελέτες καὶ παρατηρήσεις καὶ σὲ νοήματα θεῖα καὶ πνευματικά, τόσο σὲ αὐτὰ ποὺ περιέχονται μέσα στὶς Γραφές, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ κτίσματα, ἰδιαίτερα στὰ νοητά, τὰ ὁποῖα λέγονται στὴν καθομιλουμένη μεταφυσικὰ καὶ ἀφηρημένα τῆς ὕλης. Γιατὶ, αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νοήματα, συγγενῆ μὲ τὸν νοῦ ἔχουν καὶ τὴν λεπτότητα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄϋλου, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ παχαίνῃ, ἀλλὰ τὸν κάνουν μὲ εὐκολία νὰ ἐπιστρέψη στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὴν νοερὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει, ὁ Θεῖος Μάξιμος, «ὅτι μόνη ἡ πρᾶξις δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸν νοῦ ἀπαθῆ, ἂν δὲν τὸν διαδέχονται πολλὲς καὶ ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε ὅμως, νὰ μὴ ἀσχολῆσαι στοὺς λόγους τῶν ὑλικῶν σωμάτων καὶ ζῴων, δηλαδὴ στὰ λεγόμενα φυσικά, ἀφοῦ εἶσαι ἀκόμη ἐπαθῇς. Γιατὶ μὴ ὄντας ὁ νοῦς σου ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς μοχθηρὲς φαντασίες τῶν αἰσθητῶν, πρὶν νὰ διαπεράση μέσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ ἄϋλους λογισμούς, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ σώματα καὶ στὰ ζῷα, πιάνεται ἀπὸ μόνο τὴν ἐξωτερικὴ μορφή τους καὶ τὴν ἐπιφάνεια· καὶ εὐχαριστημένος σὲ αὐτή, ἀποκτᾷ ψεύτικες δοξασίες καὶ πάθη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀντὶ νὰ βρῇ ἀπάθεια καὶ ἀλήθεια, καθὼς τὸ ἔπαθαν τόσοι καὶ τόσοι φιλόσοφοι, ποὺ καλοῦνται φυσικοί.
Ἢ χρησιμοποίησε καὶ τὸν γ´ τρόπο γιὰ ἀνάπαυσι καὶ παρηγοριὰ τοῦ νοῦ σου· δηλαδή, φαντάσου τὰ μυστήρια της ζωῆς καὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν Γέννησί του στὸ σπήλαιο, τὴν Ὑπαπαντή του στὸ Ναό· τὴν Βάπτισί του στὸν Ἰορδάνη, τὴν Σαρανταήμερη νηστεία του στὴν ἔρημο· τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου του, τὰ διάφορα θαύματα ποὺ ἔκανε· τὴν Μεταμόρφωσί του στὸ Θαβώρ, τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν τῶν μαθητῶν του, τὴν παράδοσι τῶν μυστηρίων, τὴν προδοσία του, τὰ πάθη του· τὸν Σταυρό του, τὸν Ἐπιτάφιό του· τὴν Ἀνάστασί του καὶ τὴν Ἀνάληψί του· τὰ κάθε εἴδους βάσανα τῶν Μαρτύρων καὶ τὶς μακροχρόνιες ἀσκήσεις τῶν Ὁσίων.
Τὸ ἴδιο, μπορεῖς, ἀκόμη γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς σου καὶ τὴν μετάνοια, νὰ φαντάζεσαι τὸ μυστήριο καὶ τὴν φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, τὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰωνίων κολάσεων, δηλαδή, τὶς λίμνες τῆς αἰώνιας φωτιᾶς· τὶς κατασκότεινες καὶ ὑπόγειες φυλακές· τοὺς πολὺ κρύους τάφους· τὰ σκουλίκια ποὺ πίνουν αἷμα, τὴν συντροφιὰ μὲ τοὺς δαίμονες· φαντάσου ἀκόμη καὶ τὴν ἀπόλαυσι τῆς ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ τὴν οὐράνια ἐκείνη βασιλεία τῶν δικαίων τὴν αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα· τὸν ἦχο ἐκείνων ποὺ ἑορτάζουν τὴν ἕνωσι μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν παντοτεινὴ γνωριμία καὶ συγκατοίκησι ὅλων τῶν Ἁγίων (10).
Ἀλλά, γνώριζε, ὅτι δὲν σοῦ λέω νὰ ἀσχολῆσαι πάντα μὲ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε καὶ μερικὲς φορές, ὥς που νὰ ξεκουρασθῆ ὁ νοῦς σου καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ καὶ ἐκεῖ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀφάνταστο καὶ ἀσχημάτιστο, διὰ μέσου τῆς καρδιακῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ, ὅπως ὅλα τὰ φερέοικα ζῷα, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ κουβαλᾶνε μαζὶ τὸ σπίτι τους (σὰν τὰ σαλιγκάρια καὶ τὶς χελῶνες) καὶ τὰ ὄστρακα, δὲν ἀναπαύονται πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μέσα στὰ ὄστρακα, ποὺ εἶναι ντυμένα καὶ μέσα στὶς τρῦπες τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μὲ φυσικὸ τρόπο, σὲ τίποτα ἄλλο δὲν ἀναπαύεται τόσο, ὅσο, στὸ νὰ βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα ποὺ φοράει, δηλαδή, μέσα στὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν ἀπὸ καμία πολεμήστρα, νὰ πολεμᾷ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἐκεῖ μέσα εἶναι κρυμμένα, ἂν καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν (11).
Πάνω ἀπὸ ὅλα σου λέω, ὅτι γιὰ νὰ πολεμᾷς καὶ νὰ προφυλάγεσαι καλά, μὴν ἀφίνης τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησί σου νὰ θυμᾶται ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶδες ἢ ἄκουσες ἢ μυρίστηκες ἢ γεύτηκες ἢ ἔπιασες καὶ ἰδιαιτέρως, τὰ ἄσεμνα καὶ κακά. Γιατὶ ἔχει ἐπιβεβαιωθῆ μὲ τὴν δοκιμή, πὼς περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι ἑνὸς πράγματος, παρὰ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν αἴσθησί του. Ἐπειδὴ τὸ νὰ ἰδῆ κανεὶς - ὑποθετικὰ λέμε - ἢ νὰ μὴν ἰδῆ ἕνα πρόσωπο μὲ πάθος, αὐτὸ εἶναι εὔκολο καὶ πόλεμο τόσο δὲν ἔχει· ὅταν ὅμως τὸ ἰδῆ καὶ τὸ περιεργασθῆ, δὲν εἶναι πλέον εὔκολο, ἀλλὰ χρειάζεται πόλεμος καὶ ἀγῶνας, γιὰ νὰ βγάλη τὴν ἐνθύμησι τοῦ προσώπου ἐκείνου ἀπὸ τὴν φαντασία του.
Καὶ πολλὲς φορές, μία μονάχα, ἐμπαθὴς καὶ περίεργη ματιά, ποὺ ρίξαμε σὲ ἕνα ὄμορφο πρόσωπο, μᾶς ἐντυπώνει στὴ φαντασία τόσο βαθιὰ τὴν ἐνθύμησί του, ποὺ πολεμοῦμε σαράντα ἢ πενήντα χρόνια, μέχρι καὶ αὐτὰ τὰ γηρατειά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξαλείψουμε ἐκείνη τὴν ἐνθύμησι καὶ φαντασία. Καὶ εἶναι ἄξιο γιὰ γέλια, ὅτι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο γερνάει καὶ ἀσχημαίνει ἢ πεθαίνει καὶ γίνεται χῶμα· καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας τὰ ὀστᾶ του στὸν τάφο, ἀλλὰ ἡ φαντασία μας κρατεῖ τόσο σφικτὰ καὶ δυνατὰ τὴν εἰκόνα του, ποὺ πάντα τὸ νομίζει γιὰ νέο καὶ γιὰ ζωντανό· καὶ ἔτσι σὰν παράλογη καὶ τυφλή, μᾶς κάνει νὰ ἁμαρτάνουμε μὲ αὐτὸ στὴ καρδία, σὰν νὰ ἦταν καὶ ἀληθινό, τόσο ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι, ὅσο καὶ ὅταν κοιμώμαστε (12).
Ἀκόμη σοῦ ὑπενθυμίζω, νὰ φυλαχθῇς καλὰ καὶ νὰ μὴ πιστεύῃς ἢ τελείως νὰ δέχεσαι ὡς ἀληθινό, ἂν δῇς ξύπνιος ἢ ἐνῷ κοιμᾶσαι, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἢ ἔξω κανένα σχῆμα, ὅπως φῶς ἢ φωτιὰ ἢ σὰν εἶδος ἀγγέλου ἢ ἁγίου ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, ὅ,τι κι ἂν εἶναι.
1. Ὁπότε καὶ ὁ Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, ἔτσι λέγει περὶ τῶν Δαιμόνων. «Ὄντας κάποτε καὶ αὐτοὶ νοερὰ ὄντα, ἀφοῦ ἐξέπεσαν τῆς ἀϋλίας καὶ τῆς λεπτότητος ἐκείνης, κάθε ἕνας ἀπόκτησε κάποιο ὑλικὸ πάχος, ἔχοντας σῶμα ἀνάλογο μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἐνέργεια τὴν ὁποία ἔχει κάνει ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν» (Κεφ. ρκγ´ Φιλοκαλ.). Καὶ συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν, ἔγιναν κάπως ὑλικοί» (οἱ δαίμονες δηλαδή).
2. Βλέπε στὸ ξδ´ κεφάλαιο Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.
3. Ὁπότε καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἂν καὶ εἶχε τὴν φυσικὴ τῶν ὄντων φιλοσοφία καὶ γνῶσι (σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία βλέπε στὸ νβ´ κέφ.), δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸν παθητικὸ αὐτὸν καὶ σύμφωνο νοῦ, δηλαδὴ τὴν φαντασία τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ τὸν ἐνεργείᾳ καὶ ἀπαθῆ, αὐτὸν ποὺ ἐπιβάλλεται ἀμέσως στοὺς ἀσώματους λόγους τῶν ὑπάρξεων, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τῶν θεολόγων. Ὁπότε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος, Γεώργιος ὁ Κορέσσιος, σὲ μία ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπορίες καὶ λύσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶπε τὰ ἑξῆς· «Ἦταν ἄξιος μισθοῦ ὁ Κύριος... ἐξ αἰτίας τῆς αὐξανομένης ἐπιστήμης (δηλαδὴ τῆς δυσικῆς γνώσεως τῶν ὄντων) ποὺ ὑπάρχει ἀμέσως στὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἐμποδίζοταν ἀπὸ τίποτε (ἢ ἀπὸ τὸν ὕπνο), δηλαδὴ ἀπὸ τὶς φαντασίες τοῦ ὕπνου ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων διότι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαρτόταν ἀπὸ τὶς φαντασίες, πρᾶγμα ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὴν μετάδοσι τῶν νοητῶν στοὺς ἄϋλους λόγους)». Σὲ ἀπόδειξι αὐτοῦ οὔτε λίγο συντείνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ἐρμην. τοῦ δ´ τοῦ κατὰ Λουκ.) ὅτι ὁ Κύριος δὲν φανταζόταν τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου ποὺ τοῦ φανέρωνε ὁ ἐχθρός.
4. Βλ. στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.
5. Βλέπε πιὸ μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κεφάλαιο.
6. Γιατὶ ἂν καὶ τύχη καὶ συναρπασθῆ κανεὶς ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δῇ μὲ ἐμπάθεια κανένα ὄμορφο πρόσωπο, πολεμήσῃ ὅμως καὶ δὲν τυπώσῃ στὴν φαντασία του τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου ἐκείνου, βυθίζοντας τὸν νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του, γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἡδονικὸ συνδυασμὸ τῶν λογισμῶν, γλυτώνει ἀπό τὴν πάλη, γλυτώνει ἀπό τὴν συγκατάθεσι καὶ τελευταῖα γλυτώνει καὶ δὲν πέφτει στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε τὰ ἑξῆς: «Μὲ συνήρπασε ὁ ὄφις, ἀλλὰ δὲν μὲ συνέλαβε. Δὲν ἔστησᾳ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πεῖρα εἶναι εἴδωλο, ἀποφύγαμε τὴν διάπραξι. Αὐτὰ εἶναι τὰ στάδια τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ». Ἐὰν ὅμως ἀφήσῃ κάποιος νὰ τυπωθῆ στὴν φαντασία του ἡ εἰκόνα καὶ ἐνθύμησις τοῦ προσώπου ἐκείνου, εὔκολα μπορεῖ νὰ πέσῃ στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἕως καὶ στὴν διάπραξι αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας· ὥστε τὸ κάθετι στὴ φαντασία μένει.
7. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δὲν σκορπίζεται στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, οὔτε ἁπλώνεται στὸ κόσμο ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γυρίζει στὸν ἑαυτό του καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ τῶν αἰσθητηρίων εἰς τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι μὲν πρὸς ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ, πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει» (ἐπιστολ. α´).
8. Γιατὶ τρεῖς εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο· α´) μὲν ἡ κυκλική, ἡ ὁποία γίνεται ὅταν ἡ ψυχὴ γυρίζῃ ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ ἔξω πράγματα, πρῶτα μαζεύεται στὸν ἑαυτό της, ἔπειτα ἑνώνεται μὲ τὶς ἑνιαῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὸν χωρὶς ἀρχή καὶ τέλος ἀγαθό, δηλαδὴ τὸν Θεό, β´) ἡ ἑλικοειδής, ἡ ὁποία γίνεται, ὅταν ἡ ψυχὴ κινῆται καὶ παίρνῃ τὶς θεῖες γνώσεις, ὄχι τελείως νοερὰ καὶ ἑνιαῖα καὶ ἀμετάβατα, ἀλλὰ μεταβατικὰ καὶ μὲ σκέψι, ἀπὸ ἕνα νόημα σὲ ἄλλο φερομένη, μὲ ἐνέργειες, μὲ κάποιο τρόπο ἀνακατεμένη ἀπὸ τὴν κυκλικὴ κίνηση καὶ ἀπὸ τὴν εὐθεία, γ´) εὐθεία κίνησις εἶναι, ὅταν ἡ ψυχὴ βγαίνῃ στὴ θεωρία τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὴν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ ἀπὸ τὰ ἀπὸ ἔξω καὶ αἰσθητά, ὡσὰν ἀπὸ κάποιες εἰκόνες διάφορες καὶ πολλές, ἀναβαίνει στὶς ἁπλὲς καὶ ἑνιαῖες θεωρίες. (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. δ´). Λέγεται κυκλικὴ ἡ ἀνωτέρα καὶ πρώτη κυρία κίνησις τῆς ψυχῆς, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, ὅταν οἱ δυὸ ἄκρες μιᾶς βέργας ἑνωθοῦν, γίνεται στεφάνι καὶ κύκλος, ἔτσι καὶ ὅταν ἡ νοερὰ καὶ γνωστικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐξαίρετα στὸν ἐγκέφαλο, ὡς σωματικὸ ὄργανο, ἑνωθῆ μὲ τὴν νοερὴ οὐσία τῆς ψυχῆς ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐκεῖ καθαρώτατο ζωτικὸ πνεῦμα, ὅπως σὲ ἕνα σωματικὸ ὄργανο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες (Φιλοκαλία)· ἀπὸ τὴν ἕνωσι καὶ ἐπιστροφὴ τῶν δυὸ αὐτῶν, κάποιος κύκλος γίνεται καὶ μὲ τὸν κύκλο αὐτὸν ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν θεία χάρι, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ μέσο της καρδιᾶς.
9. Γιὰ νὰ ἀναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ τὸ μέσον τοῦ γυαλιοῦ, ποὺ ἀνάβει τὴν ἴσκα, τόσο ἀσθενέστερες, ἀραιότερες καὶ σκοτεινότερες γίνονται, καὶ ὅσο συμμαζεύονται στὸ κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες καὶ λαμπρότερες γίνονται, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ νοῦς καὶ οἱ γνωστικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅσο μαζεύονται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, τόσο δυνατώτερες καὶ λαμπρότερες γίνονται.
10. Ἂν μὲ αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα καὶ τὶς μελέτες ζωγράφιζες, ἀδελφέ, τὸν χάρτη τῆς φαντασίας σου, ὄχι μόνο θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπαινεθῇς μὲ παρρησία σὲ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως· γιατὶ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος στὸν λόγο περὶ Παρθενίας, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὸ σῶμα του, παρομοιάζεται μὲ ἕνα ζωγράφο, ποὺ ζωγραφίζει κάποια εἰκόνα μέσα σὲ ἀπόκρυφο τόπο. Καθὼς λοιπὸν ὁ ζωγράφος ἐκεῖνος, ὅταν βγάλη ἔξω στὸ θέατρο τὴν εἰκόνα του, ἐπαινεῖται μὲν ἀπὸ τοὺς θεατές, ἂν ζωγράφησε ἀπάνω σὲ αὐτὴ χαρακτῆρες ἁγίων καὶ ἄλλα ὡραῖα καὶ ἀξιοθέατα πράγματα, κατηγορεῖται ὅμως, ἂν ζωγράφησε σὲ αὐτὴ συχαμερά, ἄσεμνα καὶ ἀξιομίσητα πράγματα, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν μετὰ τὸ θάνατον βρεθῆ στὴν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπαινεθῇ καὶ θὰ μακαρισθῆ ἀπὸ Θεὸ καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους, ἂν στόλισε τὸν νοῦ του καὶ τὴν φαντασία του μὲ λαμπρά, θεῖα καὶ πνευματικὰ νοήματα. Καὶ πάλι, θὰ ντραπῆ καὶ θὰ κατακριθῆ, ἂν γέμισε τὴν φαντασία του μὲ πάθη, μὲ ἄσεμνα καὶ αἰσχρὰ εἴδωλα καὶ εἰκόνες. Καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει πῶς ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ μὲ τὴν φαντασία ἢ νοητὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει ζωὴ αἰώνια ἢ νοητὸ καὶ σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).
11. Καὶ ὅτι μὲν τὰ πάθη καὶ οἱ λογισμοὶ βρίσκονται κρυμμένα στὴ καρδιὰ καὶ ἀπὸ κεῖ βγαίνουν καὶ μᾶς πολεμοῦν, τὸ μαρτυρεῖ ὁ Κύριος, λέγοντας· «Ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ὅτι ὅμως καὶ οἱ ἐχθροὶ δαίμονες τριγύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ κρύβονται καὶ βρίσκονται (κατ᾿ ἐνέργεια ὅμως καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Κυριακ. Δ´ Νηστειῶν)· καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος, λέγοντας ὅτι πρὸ μὲν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ θεία χάρις παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο στὰ καλὰ ἀπὸ μέσα, ὁ δὲ σατανᾶς παραφυλάει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς· ἀφοῦ δὲ ὁ βαπτισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά, ἐνῷ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος´). Πλὴν καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ´), παραχωροῦνται νὰ βρίσκωνται στὰ βάθη τοῦ σώματος (καὶ μπορεῖ νὰ πῇ κάποιος στὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιὰ δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἀπὸ κεῖ ἐρεθίζουν τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δὲν ἀγαποῦν νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοὶ βρίσκονται μέσα τους, γιὰ νὰ μὴν διώχνουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοὺς πολεμοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο λέγεται μέσα στὴ καρδιά, ὅπως προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, πὼς τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἀφ᾿ οὗ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτὰ ἄλλα πνεύματα καὶ εἰσέρχονται καὶ κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αὐτό, λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετὰ τὸ Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ Θεοῦ νὰ μπαίνουν οἱ δαίμονες στὸν βαπτισθέντα, γιὰ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ θὰ κάνῃ μετὰ τὸ Βάπτισμα (Λόγ. εἰς τὰ Φῶτα· βλ. καὶ τὸ κ´ κεφάλ. τοῦ β´ μέρους).
12. Βλέπε ὅτι σοῦ ἔφερα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φαντασία ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὅρασι. Γιατὶ γνώριζε, πὼς ἄλλη αἴσθησι δὲν μᾶς πολεμάει τόσο, ὅσο ἡ ὅρασι. Καὶ καθὼς αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλικώτερη, ἡ λεπτότερη, ἡ καθαρώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἡ συγγενὴς μὲ τὸ νοῦ κατὰ τὴν λαμπρότητα καὶ τὸ ἀσώματο, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἔτσι καὶ οἱ φαντασίες ποὺ γίνονται ἀπὸ αὐτή, πολὺ δύσκολα σβύνουν. Κατὰ δεύτερο τρόπο μᾶς πολεμοῦν οἱ φαντασίες ἐκείνων τῶν αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν λόγων, ποὺ ἀκούσαμε· καὶ αὐτὸ γνώριζε, ὅτι καθώς, ὅταν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, τὰ μάτια δὲν εὐχαριστοῦνται, ἂν δὲν βλέπουν καὶ αὐτὰ ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνονται οἱ λοιπὲς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ φαντασία, δὲν εὐχαριστεῖται, ἂν ἴσως δὲν κάνῃ ὁρατά, ὅλα ὅσα ἀκούγονται καὶ γεύονται καὶ μυρίζονται καὶ πιάνονται κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Σχόλιο Τ.Ι.: Ύβρις, μέγιστη Ύβρις, θα ακολουθήσει και η Νέμεσις; (Σχετικό με την πρόσφατη είδηση της απόφασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου για δεύτερο γάμο Ιερέων)
Μαρούσι 20-12-2006
Μακαριώτατε,
Ἀσπάζομαι τήν Δεξιά Σας,
Στό ἐπισημότερο περιοδικό τῆς Ἐκκλησίας μας στήν «Ἐκκλησία» εἶναι δημοσιευμένη ἡ ἀπόφαση* τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιά τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν.
Στό πρῶτο μέρος τῆς Ἐπιστολῆς – ἀποφάσεως αὐτοεγκωμιάζεται ἡ Δ.Ι.Σ. ὡς φορέας ὁ ὁποῖος ἀπαρασάλευτα τηρεῖ τήν ὀρθόδοξη Παράδοση καί τούς Ἱερούς Κανόνες. Στό δεύτερο μέρος, στό «διά ταῦτα» κατάφορα παραβιάζεται αὐτή ἡ θεανθρώπινη, ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση. Γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 2000 χρόνια παίρνεται ἡ ἀπόφαση νά ἐπιτραπεῖ ὁ δεύτερος γάμος στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς, «κατά περίπτωση καί κατ’ ἄκραν οἰκονομία».
Ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς καταθέσω ταπεινά τήν ἔκπληξή μου γιά τούς παρακάτω λόγους:
1. Πρό διετίας μέ ἀπόφαση τῆς Δ.Ι.Σ. εἶχε συσταθεῖ ἐπιτροπή ἀπό τούς κ. Τρωγιᾶνο, π. Χρυσ. Σαββάτο, π.… πολύτεκνο καταξιωμένο, πρόσφατα χηρεύσαντα κληρικό πρός ἐξέταση τοῦ θέματος: δεύτερος γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ καί διαζεύξει κληρικῶν. Ἡ ἐπιτροπή ὁμόφωνα ἀποφάσισε νά μή κάνει δεκτή τήν πρόταση, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς κανόνες καί τή μακρά παράδοση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τί συγκλονιστικό ἄλλαξε ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ὥστε νά κάνει δεκτή τήν πρόταση γιά δεύτερο γάμο στούς ἐν χηρείᾳ (μόνο;) κληρικούς;
2. Ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, καί γνωρίζετε ὅτι γνωρίζω τήν πλειονότητα τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν ὑπάρχουν χῆροι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τή διάθεση καί τά κουράγια νά ριψοκινδυνεύσουν μιά δεύτερη περιπέτεια μετά ἀπό τήν πρώτη, πού παρεχώρησε, οἰκονόμησε ἤ εὐδόκησε ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Γιατί ἡ Δ.Ι.Σ. σπεύδει;
3. Στό λόγο Του περί Παρθενίας ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πλήρως θεοφώτιστος καί βαθύς γνώστης τῶν ἀληθινῶν ἀναγκῶν τῆς ψυχῆς τῶν πιστῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους, ἀλλά καί ὁ ἴδιος παθών καί μαθών τά τῆς ὀρφανείας καί τῶν ἀκτίστων δωρεῶν πού ἀπήλαυσε ἀπό τή σεμνή χήρα μητέρα του, θεωρεῖ τή χηρεία ὡς τιμητική κλήση τοῦ φιλανθρωποτάτου Κυρίου πρός τόν πιστό τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δυνατόν νά μή γνωρίζει αὐτά ἡ Δ.Ι.Σ.;
4. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό ἀλλά καί στούς ὑποψηφίους κληρικούς ὅτι κατά τήν ὑπέρλαμπρη ἡμέρα τοῦ γάμου μας δέ μᾶς δόθηκε οὔτε μυστική οὔτε φανερή ὑπόσχεση ὅτι θά μᾶς πάρει ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί τούς δύο συζύγους μαζί ἤ θά μᾶς ἀφήσει καί τούς δύο μαζί νά ἀναπτύξουμε ὁμαλά τή μικρή ἤ μεγάλη ἱερατική οἰκογένειά μας ὁ καί νεκρῶν καί ζώντων τήν ἐξουσίαν ἔχων Κύριός μας.
5. Τά παραπάνω γνωρίζοντας ἀπό τήν τρέχουσα ἐμπειρία τῆς ζωῆς καί τά λαϊκά πιστά μέλη τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, δέν ἔχουν ἀπαιτήσεις κοινῆς μέχρι τό θάνατο συζυγικῆς συμβιώσεως ἀπό Τόν καί νεκρῶν καί ζώντων ἐξουσιάζοντα Χριστό. Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ ποιμένες νά ἔχουν ἀπαιτήσεις πού ξεπερνοῦν τίς περιορισμένες ἐνδοκοσμικές ἀξιολογήσεις καί ἐκτιμήσεις … Ἐκτός ἄν καί ἡ Δ.Ι.Σ. ἔχει κάποιο ἄλλοθι ἀλαθήτου παπικοῦ τύπου.
6. Εἶναι πάγια ἀντιληπτό ἀκόμα καί στούς ἁπλοϊκούς λαϊκούς ὀρθοδόξους πιστούς, ὅτι δέν ἔχει καμία σχέση ἡ δική μας ἡ Δ.Ι.Σ. μέ τήν παπική μοναρχική ἀπολυταρχία. Ἡ ὀρθόδοξη Δ.Ι.Σ. ἐκφράζει τή διαχρονική ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ξαφνιάζονται λοιπόν οἱ ἁπλοῖ πιστοί μας ὅταν πληροφοροῦνται ὅτι ἀπό τώρα θά μποροῦν οἱ χῆροι κληρικοί νά «ξαναπαντρεύονται».
7. Ἐπώνυμος κληρικός σέ δημόσια ὁμιλία του ὑπεστήριξε, ὅτι ὑπάρχει μυστική – κρυφή συμφωνία τῶν δικῶν μας ταγῶν μέ τόν Ποντίφηκα τῆς Ρώμης. Φιλόφρονα δηλ. ἐπιθυμοῦμε νά διευκολύνουμε τόν πάπα νά θεσπίσει καί αὐτός τόν πρῶτο γάμο τῶν παπικῶν κληρικῶν, ἀφοῦ ἀποσχηματίζονται καί «παντρεύονται» ἀρκετοί παπικοί κληρικοί, ἐπειδή μέχρι σήμερα ἡ ἀγαμία στούς παπικούς κληρικούς εἶναι ὑποχρεωτική. Σύμφωνα μέ τό παραπάνω σενάριο ἐφόσον πρωτοφανῶς ἡ ὀρθόδοξη Δ.Ι.Σ. θά θεσμοθετήσει τό δεύτερο γάμο τῶν κληρικῶν, εὔκολο ἄλλοθι ἐκσυγχρονιστικό θά δοθεῖ καί στούς παπικούς νά θεσμοθετήσουν τόν πρῶτο γάμο. Εἶναι δυνατόν νά φτάσει ἡ Δ.Ι.Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ … ποιότητος ὑποτέλεια ἔναντι τῆς Παπικῆς ὑπεροψίας; (ἄν βέβαια ἰσχύει τό παραπάνω σενάριο;)
8. Ὅσα γράφονται στήν ἀπόφαση τῆς Δ.Ι.Σ. περί φιλανθρωπίας ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι δέν ἰσχύουν. Φιλανθρωπία εἶναι νά «εὐλογήσει» ἡ Δ.Ι.Σ. τό χῆρο κληρικό νά ρίξει τόν ἑαυτό του, τό ποιμαντικό λειτούργημα, τά ὀρφανά παιδιά του καί τή νέα μητριά στή δυστυχία, πού ὡς ἐπί τό πλεῖστον ζοῦν οἱ διπλοπαντρεμένοι καί ἡ «νέα» τους οἰκογένεια; Πρίν ἀξιωθεῖτε τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος τοῦ μέλους τῆς Δ.Ι.Σ. ἀσφαλῶς εἴχατε τήν ἐμπειρία τοῦ ἐξομολόγου πνευματικοῦ καί ἀσφαλῶς θά εἴχατε πονέσει ἀπό τά πολλά βάσανα, ψυχολογικά προβλήματα, τραύματα, ἀντιζηλίες τίς ἀξεπέραστες καί μύρια ἄλλα δεινά πού συνήθως τυραννοῦν τίς οἰκογένειες τῶν διπλοπαντρεμένων λαϊκῶν, ἀντί πινακίου φακῆς (τῆς ἀμφίβολης σεξουαλικῆς ἀπολαύσεως). Φαντασθεῖτε σεβαστοί πατέρες πόσο αὐξημένα θά εἶναι τά προβλήματα τῶν (μή γένοιτο!) διπλοπαντρεμένων κληρικῶν ἀφοῦ μέ τίς εὐλογίες τῆς Δ.Ι.Σ. θά ἔχουν ξεκοιλιάσει τούς ἱερούς κανόνες καί θά ἔχουν περιφρονήσει τίς σωτήριες ὁδηγίες τῶν ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου.
9. Ἄς λάβουμε σοβαρά ὑπ’ ὄψη τίς ποιμαντικές Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, πρός Τίτον καί πρός Τιμόθεον.[1] Ἐπιμένει ὁ θεῖος Παῦλος ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος θά πρέπει νά εἶναι μιᾶς γυναικός ἀνήρ. Γιατί ἐπιμένει σ’ αὐτό τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ (καί μή μισθωτοῦ) ποιμένος; Γιατί ἡ μονογαμία, ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τό πιό σοβαρό δεῖγμα ὡρίμου ἀνδρός μέ ἑνοποιημένη προσωπικότητα. Συναισθηματικές διαρροές, φλερταρίσματα, γελοιότητες καί γλυκόλογα, κοπλιμέντα καί λουλούδια σέ διάφορα πρόσωπα δέ συνιστοῦν καί κατά Παῦλο καί κατά τούς ἀνδρώδεις ἁγίους Πατέρες ἐγγάμους καί ἀγάμους, δέ συνιστοῦν ὡρίμους ποιμένες τούς ὁποίους μπορεῖ νά ἐμπιστευθεῖ τό χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ἐκτός βέβαια καί θεωρήσουμε τό θεῖο Παῦλο καί τούς πνευματικούς υἱούς του Τῖτο καί Τιμόθεο, πού ἀποδέχονται τίς συμβουλές του, κολλημένους, ἀναχρονιστές, φονταμενταλιστές, ἀπροσάρμοστους στά μετανεωτερικά δεδομένα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Νέας Ἐποχῆς.
10. Μέ τήν ἴδια λογική, τή μετανεωτερική τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού ἐπιβάλλει μετανεωτερική χριστιανική πίστη, λατρεία και μετανεωτερικό χριστιανικό ἦθος, θά δεχθοῦμε σέ πολύ λίγο χρονικό διάστημα πρόταση γιά δεύτερο γάμο μετά ἀνδρῖδος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν τῶν διαζευγμένων ἤ καί τῶν τέως ἀγάμων, ὅπως γίνεται στούς πάστορες τοῦ Π.Σ.Ε. μέ τούς ὁποίους χαριεντιζόμαστε.
11. Τά προβλήματα πού θά ἀνακύψουν, ἄν καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐνδώσει στίς μετανεωτερικές ἀπαιτήσεις τῶν σχεδιαστῶν τῆς Ν. Ἐποχῆς πάνω στό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν θά εἶναι πολλά καί ἀπρόβλεπτα. Ὁ σκανδαλισμός τῶν πιστῶν θά εἶναι ὀξύτατος καί θά δυναμιτίσει ἐκρηκτικά τό πάντοτε ἰσχῦον κήρυγμα τῆς μετανοίας πρός τούς πιστούς σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Μέ τί καρδιά, μέ τί σθένος μέ ποιά ἐμπειρία ἀγώνων μέχρις αἵματος θά μιλοῦμε καί θά καθοδηγοῦμε τόσο ἐντός τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, ὅσο καί ἐκτός αὐτῆς καί τούς νέους καί τίς νέες και τούς ὡρίμους καί τίς ὥριμες, καί τούς γεροντοτέρους και τίς γερόντισσες περί τῆς χαρᾶς τῆς λαμπρότητος τῆς μονογαμικῆς πιστότητος τῶν συζύγων; Πῶς θά τολμᾶμε νά μιλᾶμε γιά τά φοβερά ἠθικά, πνευματικά καί ψυχολογικά προβλήματα πού ἐπιφέρουν οἱ ἀνευλόγητες προγαμιαῖες σχέσεις, ὅταν θεσμικά, πρακτικά, κοινωνικά καί ἐκκλησιολογικά, πλέον, μέ τόν «κατ’ ἄκρα οἰκονομία» δεύτερο γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἰσοπεδώνουμε κάθε ἔννοια καί κάθε προσπάθεια ἀγώνων πνευματικῶν γιά τή διαφύλαξη τῶν θησαυρῶν τῆς παρθενίας, πού κατά χάριν προσφέρει καί σέ μᾶς τούς πρώην ἐγγάμους ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὁ καί νεκρῶν καί ζώντων τήν ἐξουσίαν ἔχων; Τό μήνυμα πού θά πάρουν οἱ πιστοί μας μέ μιά τέτοια ἀντίχριστη θεσμοθέτηση εἶναι ὅτι τά πάντα ἀνάγονται (φροϋδικά) στό sex. Μή μᾶς κοροϊδεύετε, Ἅγιοι Πατέρες, θά μᾶς ποῦν οἱ «πιστοί» μας. Ἐσᾶς Σᾶς ἐνδιαφέρει στό βάθος τό sex.
12. Ἄν μάλιστα συνδυάσουν οἱ πιστοί μας καί τήν ὑπ’ ἀριθμό …… γνωμοδότηση πού διαβιβάζεται στήν ἀνεξάρτητη ἀρχή προστασίας προσωπικῶν δεδομένων μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Δ.Ι.Σ., οἱ πιστοί μας (ὄχι βέβαια καί οἱ ἄπιστοι) θά ἀπαγοητευθοῦν, ἀφοῦ θά συνειδητοποιήσουν, ὅτι ἡ Δ.Ι.Σ. ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τούς σχεδιασμούς τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού ἀλλοτριώνει καί εὐτελίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
13. Ἡ ἀπόφαση αὐτή τῆς Δ.Ι.Σ. θά ἀνάψει τό πράσινο φῶς γιά νά χωρίσουν τίς πρεσβυτέρες τους ὅλοι οἱ δυσαρεστημένοι μέ αὐτές, θά ἀνοίξει ἡ εὐνοϊκή προοπτική γιά γάμο ὅλων τῶν ἀσταθῶν στή μοναχική πιστότητα μοναχῶν καί μοναζουσῶν καί εὐνόητο εἶναι ὅτι δέ θά ὑπάρχει καμιά πλέον ἀναστολή γιά θεσμοθέτηση καί τοῦ τρίτου κτλ. Γάμου.
14. Ἐφ’ ὅσον εἶναι γνωστό ἀκόμα καί στούς λαϊκούς ὅτι ὁ δεύτερος γάμος θεωρεῖται οἰκονομία, διαβάζεται εἰδική ἀκολουθία στούς δίγαμους, δίδεται εἰδικός κανόνας καί κανονικά δέν στεφανώνονται οἱ δίγαμοι …… , γεννῶνται ἀδυσώπητα τά ἐρωτήματα:
v Μέ ποιά ἀκολουθία οἱ δίγαμοι ἱερεῖς θά παντρεύονται;
v Ποιός θά τούς παντρεύει; Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἡ Δ.Ι.Σ. ἕνας ἤ πολλοί;
v Θά φοροῦν τά ράσα τους οἱ ἱερεῖς γαμβροί;
v Ἄν εἶναι ἀρχιμανδρῖτες θά φοροῦν καί τό ἐπανωκαλύμαυχο;
v Θά ἐπιτρέπεται στούς γαμβρούς ἱερεῖς νά διαλέγουν νύφη ἀπό τίς πνευματοκόρες τους;
v Πῶς θά ἀντιμετωπίσει ὁ παντρεμένος πνευματικός πατέρας τίς πολλές ἄλλες ἀντίζηλες πνευματικοθυγατέρες ἐλεύθερες καί παντρεμένες δυσαρεστημένες πού θά εἶναι ἕτοιμες νά τόν κατασπαράξουν γιατί δέν τίς προτίμησε;
v Μήπως θά προσπαθήσει «κατ’ ἄκρα οἰκονομία» νά ἱκανοποιήσει διαδοχικά καί τίς ἄλλες «ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ» ὑπήκοντας στίς ἀδυσώπητες ἐρωτικές πιέσεις τους;
v Μήπως ἡ Δ.Ι.Σ. θά βάλει ὅριο ἡλικίας τῆς ὑποψήφιας νέας δεύτερης πρεσβυτέρας γιά νά περιορίσει τό σκανδαλισμό τῶν πιστῶν;
v Θά ἐπιτρέψει ἡ Δ.Ι.Σ. στόν ὑποψήφιο γαμβρό ἱερέα νά βελτιώσει τήν οἰκονομική του κατάσταση διαλέγοντας τήν ὡραιότερη, τήν καλύτερη καί τήν πλουσιώτερη γιά νά ἀντιμετωπίσει τά νέα ἔξοδα γάμου, ἄλλων παιδιῶν κτλ; Μήπως ἡ Δ.Ι.Σ. θά ζητάει φορολογική δήλωση καί τό Ε9 γιά νά ἀναχαιτίζει τήν πλεονεξία τῶν ὑποψηφίων ἱερέων;
v Πῶς θά ἀντιμετωπίσει τό ποίμνιο τῶν ἀνδρῶν συζύγων ὁ φερόμενος ὡς ὑποψήφιος γαμβρός καί ταυτόχρονα πνευματικός πατέρας, ὅταν θά διαπιστώνει(ἤ δέ θά εἶναι εὔκολο νά διαπιστώνει) τούς φοβερούς ζηλότυπους λογισμούς καί τά ἀδηφάγα αἰσθήματα ἐναντίον του, ἀφοῦ θά τρομάζουν (ἄν ἀγαποῦν τίς συζύγους τους) οἱ σύζυγοι μήπως ξελογιασθοῦν αὐτές μέ τόν πνευματικό τους πατέρα;
15. Εἶναι προφανέστατο ὅτι ἄν θεσμοθετηθεῖ ὁ δεύτερος γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν κατά μείζονας εὔλογους λόγους θά θεσμοθετηθεῖ καί γιά τούς διϊσταμένους διαζευγμένους. Ἀναλογίζεσθε τά μαχαίρια πού θά βγάλει ἡ «ἀδικημένη» πρώην πρεσβυτέρα ἐνάντια στήν καινούργια καί τανάπαλι; Ἡ Δ.Ι.Σ. δέ γνωρίζει τά μίση πού δημιουργοῦνται στούς χωρισμένους; Ἡ Δ.Ι.Σ. ζεῖ σέ ἄλλον πλανήτη;
16. Ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος ἔχουν ὡς πρότυπο στή θεολογία καί δογματική διδασκαλία, στό ὀρθόδοξο ἦθος κληρικῶν καί λαϊκῶν, τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί σ’ ὅλους τούς θεανθρώπινους θεσμούς, ἤθη καί ἔθιμα πού ἐνέπνευσε καί ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία. Ὅταν ἀργά ἤ γρήγορα πληροφορηθοῦν τήν ἀλλοτρίωση πού θεωρητικά καί πρακτικά διδάσκει ἡ Δ.Ι.Σ. τῆς Ἑλλάδος στό πιό ἱερό κύτταρο τῆς ζωῆς, τῆς κοινωνίας καί τῆς Ἐκκλησίας, τί θά ποῦν, τί θά σκεφθοῦν, τί θά κάνουν, πῶς θά ἀντισταθοῦν στίς θανατηφόρες ἀθεϊστικές-ἀγνωστικιστικές-πανθρησκειακές-παγκοσμιοποιητικές πιέσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς πού σαρώνει μέ κάθε τρόπο ὅλες τίς ἀξίες, ὅλες, τίς συνειδήσεις, ὅλους τούς θεσμούς; Εἶναι τόση ἀνάγκη νά δείξει ἡ Δ.Ι.Σ. τό «ἐκσυγχρονιστικό» της πρόσωπο σέ τόσο νευραλγικό πόστο τῆς Ἐκκλησίας πού σχετίζεται καί ἀλληλοπεριχωρεῖται μέ τή φλέγουσα (πυρός φλόγα) ἱερωσύνη, μέ τή χριστιανική οἰκογένεια καί μέ τήν εὐρύτερη οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας πού μᾶς προετοιμάζει γιά τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία;
17. Ὕψιστη φιλανθρωπία τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας ἀποτελοῦν οἱ διακριτικότατοι ἱεροί κανόνες, πού δέν ἐπιτρέπουν στόν ἱερέα τό δεύτερο γάμο. Τόν προφυλάσσουν ἀπό μιά ἀτέλειωτη δυστυχία καί ἀπό μιά κόλαση, πού παραπάνω τολμήσαμε χωρίς φόβο καί πάθος νά περιγράψουμε ὡς πολλά παθόντες, ἀπό τήν πρώιμη χηρεία ἀλλά καί μέγιστα εὐεργετηθέντες καί ἀπίστευτα δικαιωθέντες τόσο ἡ ἐλαχιστότητά μου, ὅσο καί τά ἀπορφανισθέντα τέκνα μου. Ζήσαμε βαθύτατη ὀδύνη ἐκ τοῦ πένθους τῆς γήινης στερήσεως τῆς ἁγίας πρεσβυτέρας, μητέρας καί συζύγου, πού ἡ μνήμη της παραμένει καί θά παραμένει ἄσβεστη τόσο στά μεγάλα πλέον παιδιά, ὅσο καί στή δική μου ἀσημαντότητα. Δέν εἶναι φιλάνθρωποι οἱ ἱεροί κανόνες πού μᾶς ἐκπαιδεύουν ἔτσι, ὥστε τό πολίτευμά μας νά μήν καρφώνεται μόνο ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά λίγο λίγο νά γίνεται καί πολίτευμα κατά τό θεῖο Παῦλο, ἐν Οὐρανοῖς; Πάθαμε, ἀλλά καί μάθαμε, χῆρος ἱερέας πατέρας καί ὀρφανά παπαδοπαίδια, ὅτι ἡ μητέρα πρεσβυτέρα βρίσκεται ἐν οὐρανοῖς καί ὅτι ἡ οἰκογένειά μας ἐκτείνεται, ὡς ἔδοξε τῷ Κυρίῳ, στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἐν Οὐρανοῖς.
Αὐτά δέν τά πιστεύει ἡ Δ.Ι.Σ. ; Γιατί θέλει νά ἀλλάξει αὐτόν τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς πού ἑτοιμάζει πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ καί ὄχι κυνηγούς τῶν χαμαιρπῶν δαιμονιωδῶν ἡδονῶν;
Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
__________________________________
*Ἀριθμ. Πρωτ. 3782
Ἀριθμ. Διεκπ. 2753
Ἀθήνῃσι 21η Νοεμβρίου 2006
Παναγιώτατε καί θειότατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος, κύριε Βαρθολομαῖε, τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Κομισάμενοι τά ὑπ’ ἀριθμ. 757 καί ἀπό 10ης παριππεύσαντος μηνός Αὐγούστου ἐ. ἐ. Τίμια Γράμματα τῆς Ὑμετέρας πεφιλημένης ἡμῖν Θειοτάτης Παναγιότητος, δι’ ὧν διαπυνθάνεσθε περί τῆς θέσεως τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας περί τοῦ θέματος τοῦ μετά τήν χηρείαν δευτέρου Γάμου τῶν Κληρικῶν, καί διεξελθόντες αὐτά ἐν τῇ Συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 1ης ὑπερμεσοῦντος μηνός Νοεμβρίου ἐ. ἔ., ἤχθημεν εἰς τήν Ἀπόφασιν ἵνα γνωρίσωμεν Ὑμῖν ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἡ ἀείποτε σεβομένη καί τηροῦσα τήν θεόσδοτον διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἥτις ἐστίν ὁ ἀκλόνητος στῦλος καί τό ἀδιάσειστον ἑδραίωμα τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας, καί ἡ ἀπαρασαλεύτως φυλάττουσα τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, τούς θεσπίζοντας ὅρια ἀμετακίνητα, ἅτινα οἱ πατέρες ἡμῶν ἔθεντο ἀλλά καί φιλανθρώπως προμηθευομένη ὑπέρ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τῶν ψυχῶν, ὑπέρ ὧν ὁ Θεῖος τῆς Ἐκκλησίας Δομήτωρ ἀπέθανε καί ἀνέστη, ἔγνω ὅτι ἡ χορήγησις ἀδείας διά τήν τέλεσιν δευτέρου Γάμου εἰς τούς ἐν χηρείᾳ Κληρικούς, δέον ὅπως γίγνηται μόνον κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Ὀργάνου τῆς οἰκείας αὐτοῦ Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἐξετασάσης, ἐνδελεχέστατα, κεχωρισμένως καί κατά περίπτωσιν ἕκαστον σχετικόν αἴτημα, μή δυναμένης τῆς οἱασδήποτε ληφθησομένης Ἀποφάσεως ἵνα λάβῃ καθολικήν ἰσχύν, μηδέ εἰς αὐτάς ταύτας τάς ὁμοίας αὐτῇ περιπτώσεις. Τοῦτο δ’ ὅλον δύναται νά κυρωθῇ μόνον μετά ὁμόφωνον Ἀπόφασιν Πανορθοδόξου Συνόδου, ἐπί τῷ τέλει τῆς κοινῆς ἐφαρμογῆς αὐτῆς ὑφ’ ἁπασῶν τῶν ὑπ’ οὐρανόν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, τῶν συνηρμοσμένων, ὥσπερ χορδαί, κιθάρα εἰς τήν ἄρρηκτον ἑνότητα τῆς Πίστεως.
Ἐπί δέ τούτοις καί αὖθις τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα κατασπαζόμενοι φιλήματι ἀγάπης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ καί Σωτῆρι ἡμῶν διατελοῦμεν,
Ὁ Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Πρόεδρος.
Να κρατάς αδιάκοπα την ψυχή σου σε κατάσταση μετανοίας και πένθους. Διαπίστωσε και τις πιο ασήμαντες αδυναμίες σου και πολέμησέ τες. Αν αδιαφορήσεις για τις μικρές πτώσεις και τα μικρά αμαρτήματα, να είσαι βέβαιος ότι θα δεις κάποτε τον εαυτό σου ν’ αδιαφορεί και για τα μεγάλα. Από την πιο φευγαλέα και λεπτή αμαρτωλή σκέψη γεννιέται κάποτε το πιο σοβαρό αμάρτημα.
Αρχή της σωτηρίας είναι η αρχή της μετανοίας. Αρχή της μετανοίας είναι η αποχή από την αμαρτία. Αρχή της αποχής από την αμαρτία είναι η καλή πρόθεση, η αγαθή προαίρεση.
Ή αγαθή προαίρεση γεννά τους κόπους. Οι κόποι γεννούν τις αρετές. Οι αρετές γεννούν την πνευματική εργασία. Η πνευματική εργασία, τέλος, όταν είναι συνεχής και επίμονη, μονιμοποιεί στην ψυχή την αρετή και την κάνει φυσική κατάστασή της. Όταν φθάσεις σ’ αυτή την τελευταία βαθμίδα, λίγο θ’ απέχεις από την ψηλάφηση του Θεού!
Άκουσε με πολλή προσοχή πώς ορίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος την αληθινή μετάνοια: Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή. Μετάνοια σημαίνει οριστική αποχή από την αμαρτία. Μετάνοια σημαίνει βαθιά συντριβή και ταπείνωση. Μετάνοια σημαίνει μόνιμη απομάκρυνση από κάθε σωματική απόλαυση. Μετάνοια σημαίνει διαρκής αυτοκατάκριση. Μετάνοια σημαίνει αδιαφορία για τα πάντα και ενδιαφέρον μόνο για τη σωτηρία της ψυχής σου. Μετάνοια σημαίνει έργα αρετής αντίθετα προς τις προηγούμενες αμαρτίες. Μετάνοια σημαίνει κάθαρση της σκοτισμένης συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλίψεων, από ανθρώπους και από δαίμονες. Μετάνοια σημαίνει αυτοτιμωρίες και συνεχείς ταλαιπωρίες της σάρκας. Μετάνοια σημαίνει κάψιμο των αμαρτιών με τη φωτιά της αδιάλειπτης δακρύρροης προσευχής.
Όλα αυτά αποτελούν την αληθινή μετάνοια. Είναι όμως γνωρίσματα της δικής σου μετανοίας;
Αυτός ο κόσμος, που ξέχασε τον Θεό, δεν είναι παρά κοιλάδα της αμαρτίας και λαβύρινθος του θρήνου. Δεν έχει τίποτε καλό, τίποτε αξιέπαινο. Παντού βασιλεύει η αμαρτία, η παρανομία, η αποστασία· αλλά και οι άφευκτες συνέπειές τους: ο πόνος, η θλίψη, ο στεναγμός. «Πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην. Από ποδών έως κεφαλής ουκ εστίν εν αυτώ ολοκληρία… ουκ εστί μάλαγμα επιθήναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους» (Ησ. 1:5). Γι αυτό εσύ, αδελφέ μου, «κατάγαγε ως χείμαρρους δάκρυα ημέρας και νυκτός· μη δως έκνηψιν σεαυτώ, μη σιωπήσαιτο ο οφθαλμός σου» (Θρήν. Ιερ. 2:18).
Όλοι οι άγιοι έκλαψαν και πένθησαν πολύ, μετανοώντας για τις αμαρτίες τους, κι ας ήταν λιγότερες από τις δικές σου. «Εγενήθησαν τα δάκρυα αυτών αυτοίς άρτος ημέρας και νυκτός» και «το πόμα αυτών μετά κλαυθμού εκίρνων» (Ψαλμ. 41:4, 101:10). Και ο Κύριος έκλαψε, όχι γιατί είχε ανάγκη από τα δάκρυα της μετανοίας, αλλά για να θρηνήσει την αμετανοησία και τη σκληροκαρδία των ανθρώπων: «Ιδών την πόλιν (την Ιερουσαλήμ) εκλαυσεν επ’ αυτή, λέγων ότι ει έγνως και συ, και γε εν τη ήμερα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου! νυν δε εκρύβη από οφθαλμών σου» (Λουκ. 19:41-42).
Πώς να μην κλάψεις όταν ή ζωή σου είναι γεμάτη από δοκιμασίες, θλίψεις, πόνο, συμφορές; «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος; Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα· μία ροπή, και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Πώς να μη θρηνήσεις όταν και την άλλη ζωή, την αιώνια, κινδυνεύεις να τη χάσεις; Αυτή θα είναι η πιο μεγάλη συμφορά. Κανείς δεν ξέρει τι θα του συμβεί εκεί.
Καμιά είδηση, καμιά πληροφορία… Θα έρθει σαν κλέφτης ο θάνατος, θα χωρισθεί ή ψυχή από το σώμα και θ’ ακολουθήσει ο φοβερός τελωνισμός της από τα πονηρά πνεύματα. Ω, ποία ώρα τότε! θα πάει η ψυχή εκεί που ποτέ δεν ήταν. Θα δει εκείνα που ποτέ δεν γνώρισε. Θ’ ακούσει όσα ποτέ δεν άκουσε.
Κλάψε, λοιπόν. Μετανόησε και προσκόμισε στον Κύριο τα δάκρυά σου σαν μύρο μετανοίας. Το δάκρυ καθαρίζει την ψυχή και την ξεπλένει από κάθε κηλίδα, λαμπικάρει τη συνείδηση, φωτίζει τον νου, σπάζει τα δεσμά των παθών, σχίζει τα χειρόγραφα της αμαρτίας.
Κλάψε και θρήνησε με μετάνοια, για να ξεπλυθείς κι εσύ από τις αμαρτίες σου, για να καθαρίσεις τον ρύπο της ψυχής σου, για να θεραπευθείς από την πνευματική τύφλωση, για να πνίξεις στη θάλασσα των δακρύων τον νοητό διώκτη Φαραώ, για να σβήσεις με τους κρουνούς των ματιών σου τη φλόγα της γεένης και ν’ αξιωθείς της αιωνίας ζωής εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
Πηγή: (Από το βιβλίο: Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 49.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου! Αλλοίμονο, αλλοίμονο! Με ποιους ποταμούς δακρύων θα εξαγνίσω την ατιμία μου εγώ, ο ακόλαστος; Με ποιους βαρείς στεναγμούς θα καθαρίσω την αδικία μου; Αληθώς, αλλοίμονό μου, επειδή αρνήθηκα τρεις φορές τον Χριστό, αλλοίμονό μου! Φοβήθηκα την ασήμαντη δούλη και λησμόνησα όλα τα δώρα, που έλαβα από Αυτόν, ο οποίος είναι ζωή και φως των όλων, ο Δημιουργός μου, ο Ζωοποιός και Κύριος, που ήλθε άνωθεν για να μας σώσει και για χάρη μου παρέδωσε την ζωή Του στον θάνατο. Αλλοίμονό μου! Τι έπαθα και τι αναπάντεχο συνέβη; Πόσο μεγάλη απιστία και αχαριστία έδειξα σε Σένα, Σώτερ, και αποδείχθηκα πολύ χειρότερος από τον προδότη Σου! Αξιώθηκα από Εσένα πολύ μεγαλύτερης τιμής από όλους τους άλλους μαθητές Σου, ώστε μου εμπιστεύτηκες τα ίδια τα κλειδιά της ουράνιας βασιλείας, και αναγνωρίστηκα από Σένα, Σωτήρα μου, αρχηγός και επί κεφαλής τους, και τώρα πώς να κλάψω και τι να πω; Αλλοίμονό μου, του ακόλαστου! Με ποιες δικαιολογίες να ικετεύσω και να λάβω έλεος από τον αυστηρό Κριτή;
Γνωρίζω όμως την μεγάλη γενναιοδωρία Σου, Κύριε, και ότι συγχωρείς αμέσως όλα τα αμαρτήματα σε αυτούς που δείχνουν θερμή μετάνοια. Γνωρίζω ότι ακόμη και την μιασμένη πόρνη και τον άσωτο υιό τους ευεργέτησες γενναιόδωρα· εκείνη, επειδή έβρεξε με τα δάκρυά της τα πάναγνα πόδια Σου και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, και αυτόν, επειδή ανέκραξε, «ήμαρτον, ήμαρτον, δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός σου». Ξέρω ότι και ο άδικος τελώνης αθωώθηκε αμέσως, όταν φώναξε: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ». Και εμένα, Κύριε, που φωνάζω σαν αυτόν, ήμαρτον, «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», Θεέ μου, δέξου και δώσε μου την γενναιοδωρία Σου και συγχώρησε την ασέβεια της καρδιάς μου. Σε παρακαλώ! Σου προσφέρω συντετριμμένος με την προσευχή μου, όχι ροές από νερό, αλλά ποτάμι από δάκρυα και πικρούς στεναγμούς και παρακαλώ. Μην περιφρονήσεις, Κύριε, τον ποταμό των δακρύων μου και τον πικρότατο πόνο της καρδιάς μου, που τρώει μέσα μου σαν πυρ την ψυχή, τα οστά και το μυαλό μου, επειδή για χάρη των αμαρτωλών και των ασεβών κατέβηκες από τον ουρανό και δέχθηκες τον βασανιστικό θάνατο.
Πηγή: (Αγίου Μαξίμου Γραικού «Λόγοι», Ιερά Μονή Βατοπαιδίου), Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...