Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

ekklhsia ths servias 01

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την τακτικήν συνεδρίασίν Της του παρελθόντος Μαΐου ε.ε. εξήτασε την έκθεσιν των εκπροσώπων τής καθ΄ ημάς Τοπικής Εκκλησίας, που αφορούσε εις την  τρίτην  συνάντησιν της Ειδικής Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και αποφάσισεν όπως κοινοποιήση τας προτάσεις Αυτής διά την Πέμπτην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, εν ταυτώ ειπείν διά την μέλλουσα Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας.

 
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

     Αρ. πρωτ.  439              Εν Βελιγραδίω την 24ην Ιουλίου 2015

 

Τω Παναγιωτάτω Αρχιεπισκόπω
Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης
και Οικουμενικώ Πατριάρχη
Κυρίω ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΩ
Εις Κωνσταντινούπολιν.

Παναγιώτατε,

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την τακτικήν συνεδρίασίν Της του παρελθόντος Μαΐου ε.ε. εξήτασε την έκθεσιν των εκπροσώπων τής καθ΄ ημάς Τοπικής Εκκλησίας, που αφορούσε εις την  τρίτην  συνάντησιν της Ειδικής Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και αποφάσισεν όπως κοινοποιήση τας προτάσεις Αυτής διά την Πέμπτην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, εν ταυτώ ειπείν διά την μέλλουσα Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας.

Η απόφασις και αι προτάσεις της ημετέρας Συνόδου της Ιεραρχίας κοινοποιούνται εις τους Προκαθημένους πασών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών επί κεφαλής όντος του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού  Πατριαρχείου.

Η απόφασις και αι προτάσεις αι αφορώσαι εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον έχουν ως ακολούθως:

«Μετά πλήρους συναισθήσεως της εξαιρέτου ιστορικής σπουδαιότητος της προετοιμαζομένης Μεγάλης Συνόδου διά την μαρτυρίαν και αποστολήν της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, η Σύνοδος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν  όψει της προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου, η οποία επρογραμματίσθη όπως συνέλθη το 2016, γνωρίζει εις τους Προκαθημένους και τας Ι. Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τας επισήμους απόψεις και προτάσεις Της:

1. Είναι εις όλους γνωστόν, ότι η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία συμμετέχει ενεργώς και απ’ αρχής εις τας προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου καθώς και ότι έχει λάβει μέρος  εις όλας τας Πανορθοδόξους Προπαρασκευαστικάς Επιτροπάς από της πρώτης εν έτει 1961  έως και σήμερον. Το γεγονός αυτό διατρανώνει την επιθυμία Της διά την σύγκλησιν της Συνόδου και την συναίσθησιν των ευθυνών δια την καλυτέραν προετοιμασίαν του οροσήμου τούτου διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την υλοποίησιν της  ευαγγελικής αποστολής Της.

Προκαλεί όμως ανησυχίαν εις την καθ’ ημάς Τοπικήν Εκκλησίαν το γεγονός ότι ενώ η Σύνοδος συνέρχεται λίαν προσεχώς, τα προγραμματισθέντα θέματα της Συνόδου δεν απαντούν εις ουσιαστικά ζητήματα, με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος η σημερινή Ορθόδοξος Εκκλησία. Ως γνωστόν, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι και άπασαι αι της αυτής σπουδαιότητος Σύνοδοι εν τη ιστορία της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν εν πρώτοις τα εμφανισθέντα δογματικά ζητήματα και ακολούθως, εν συσχετισμώ προς αυτά, και τα ζητήματα διοργανώσεως και κανονικής ευταξίας εν τη Εκκλησία.

Αδιαμφισβητήτως το κεντρικόν δογματικόν ζήτημα από του Μεγάλου Σχίσματος (1054 μΧ) και εντεύθεν, μετά την εμφάνισιν της Διαμαρτυρήσεως (από του 16ου αι.) έως και της σήμερον, είναι το εκκλησιολογικό ζήτημα: το περί Εκκλησίας ερώτημα.

Συνεπώς το προβλεπόμενον θέμα της Συνόδου, προερχόμενον από τον συγκερασμόν δύο πρώην θεμάτων (περί Οικουμενισμού και περί του Διαλόγου μετά των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών) υπό τον τίτλον Η σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού Χριστιανικού κόσμου, αναποφεύκτως απαιτεί προκαθορισμόν τινά της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής, εν η πιστεύομεν, εν τω Συμβόλω της Πίστεως ομολογούντες, ότι αύτη εστίν η Ορθόδοξος Εκκλησία - η Εκκλησία του Συμβόλου. Μόνον υπό το φως τοιαύτης προκαθορισμένης αυτογνωσίας της Εκκλησίας δύναται το προβλεπόμενον θέμα, ήτοι «Η σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού Χριστιανικού κόσμου», να εύρη την πραγματικήν αυτού θέσιν. Τούτο ακριβώς το ουσιώδες δογματικο-εκκλησιολογικό ζήτημα έχουσα υπ’  όψιν η καθ’ ημάς Τοπική Εκκλησία προέτεινε διά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με απόφασιν της Συνάξεως αυτής (υπ’ αριθμ. 771/зап. 160 της 26ης Μαΐου 2011), επικύρωσιν τινά της οικουμενικής σπουδαιότητος της Συνόδου του Φωτίου (879/890), ειδικώς δε της διδασκαλίας αυτής περί του Filioque, το οποίο και ήτο ο κύριος λόγος διά τον χωρισμόν της Εκκλησίας της Ρώμης από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Διά τον αυτόν λόγον, η ημετέρα Σύναξις προέτεινε, και πάλιν προτείνει, διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, την επικύρωσιν υπό της Μεγάλης Συνόδου των Ησυχαστικών Συνόδων του 14ου αι., και την αποδοχήν της διδασκαλίας των εξ ολοκλήρου ορθοδόξου περί της θείας Ουσίας και των αιωνίων Θείων Ενεργειών ως μίαν ουσιώδη διαφοράν εν σχέσει με την Ρωμαιοκαθολικήν διδασκαλίας  περί της Θείας Χάριτος,  τουτ’  έστιν εν γένει περί της σχέσως του Θεού προς την κτίσιν Αυτού, διδασκαλίαν από της οποίας οργανικώς συνάγεται η ρωμαιοκαθολική κατανόησις του Filioque, καθώς και η υπερτροφία, η ρωμαϊκή κατανόησις της θέσεως του Πρώτου εις την Εκκλησίαν (πρωτείον) - αφ’ ης η απουσία του Αγίου Πνεύματος ανταλλάσσεται από το αλάθητον ανθρώπου τινός.

Θεωρούμεν επίσης ως ουσιώδες η Μεγάλη Σύνοδος να επικυρώση τας αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1282-84), διά της οποίας η ένωσις της Λυώνος ηκυρώθη, και της Μεγάλης Συνόδου (1484) διά της οποίας αι αποφάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας ηκυρώθησαν. Εις τα πλαίσια αυτά θα ήτο εξαιρετικής σημασίας να ορισθή η θέσις της Εκκλησίας επί του (Πετρείου) Πρωτείου, και επί της σφαλεράς διδασκαλίας των Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, και Βατικανής Ι και ΙΙ, επί του θέματος αυτού, καθώς επίσης και η θέσις του Πρώτου εις την Εκκλησίαν.

Η καθ΄ ημάς Εκκλησία έχει έτοιμον σχέδιόν τι επί του θέματος «Περί της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», και είναι ετοίμη να το αποστείλη διά την Πέμπτην Προσυνοδικήν Διάσκεψιν προς μελέτην και προετοιμασίαν διά την τελικήν μορφήν εις την Σύνοδον.

Μόνον υπό το φως της Εκκλησιολογίας θα λάβουν άπαντα τα άλλα θέματα την θέσιν την οποίαν δικαιούνται.

2.  2α.  Τα επεξεργασθέντα θέματα: «Περί της αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μαρτυρίας αγάπης εν διακονία» και  «Περί της σπουδαιότητος της νηστείας και της τηρήσεως αυτής σήμερον», θεωρούμεν ότι έχουν ολοκληρωθεί  διά την ημερησίαν διάταξιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

2β. Προκειμένου να δικαιολογηθή η προώθησις του θέματος «κωλύματα γάμου» εις την Μεγάλην Σύνοδον, είναι αναγκαίον πρώτον μεν να εξετασθή το υπαρξιακόν ζήτημα  της συγχρόνου  ανθρωπότητος και της Εκκλησίας - το ζήτημα του ιερού μυστηρίου του Γάμου  και της χριστιανικής Οικογενείας, η οποία απειλείται την σήμερον  περισσότερον από ποτέ (εδώ πρέπει να υπογραμμισθή:  βιοηθική, ο «γάμος» συντρόφων του αυτού φύλου, το πρόβλημα της εκτρώσεως, αντισύλληψις, τεχνητή γονιμοποίησις, κλωνοποίησις κ.α.). Μόνον εις τα πλαίσια αυτά δύναται να δικαιολογηθή η συμπερίληψις του θέματος «κωλύματα γάμου». Και επί του θέματος αυτού η καθ’ ημάς Εκκλησία είναι ετοίμη να προσφέρη σχέδιόν τι προς μελέτην και προετοιμασίαν διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Ει δε μη, ελλείψει τούτου, η γνώμη της Εκκλησίας ημών είναι ότι τούτο δεν είναι  ζήτημα διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, αλλά μάλλον διά μίαν άλλην Πανορθόδοξον Κανονικήν Επιτροπήν.

 Το αυτό ισχύει και επί του ζητήματος του Ημερολογίου. Επικεντρώνοντες το ζήτημα αυτό περί την ερώτησιν του ενδεχομένου εορτασμού του ΠΑΣΧΑ ουδέν επιλύεται (η Εκκλησία έχει λύσει το ζήτημα αυτό διά της οικονομίας), δύναται δε να προκαλέση μόνον νέαν αντίδρασιν και σκάνδαλον εντός της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, αυτά τα θέματα καθ’ αυτά θα πρέπει να αφαιρεθούν από τον κατάλογον των θεμάτων διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.

3. Η καθ’ ημάς  Εκκλησία θεωρεί άκρως σημαντικόν όπως εισαχθή εις την Σύνοδον το ήδη προετοιμασμένο θέμα «Περί του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου»,  ως αυτό προετάθη εις την Προσυνοδική Διάσκεψιν (2009). Δεν είναι φρόνιμον να αφαιρεθή διά τυπικούς λόγους (τρόπος υπογραφής του Τόμου) το καθοριστικόν τούτο θέμα διά την οργάνωσιν, αποστολήν και κανονικήν ευταξίαν της Εκκλησίας.

Εις το ανωτέρω πλαίσιον, συμφώνως προς την πρότασιν της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (αρ. πρωτ. 1365 της 25ης Σεπτεμβρίου 2014), το οποίο επεδόθη εις τον Πρόεδρον της Ειδικής Επιτροπής Μητροπολίτην Περγάμου κ. Ιωάννην Ζηζιούλαν το 2014, η Σύνοδος της Ιεραρχίας εκτιμώντας ως ιδιαίτερα σημαντικό, προέτεινε όπως εντός του πλαισίου του θέματος «Αυτοκέφαλον» συμπεριληφθή και εξετασθή πρώτον το ζήτημα της επικυρώσεως πάντων των αυτοκεφάλων, των χορηγηθέντων υπό μόνης της Μητρός Εκκλησίας (αι Οικουμενικαί Σύνοδοι έχουν επικυρώσει μόνο τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και την Εκκλησίαν της Κύπρου). Εκ των νεωτέρων Εκκλησιών μόνον ο Τόμος Ανακηρύξεως του Πατριαρχείου Μόσχας έχει υπογραφεί υπό των τεσσάρων Προκαθημένων των πρεσβυγενών Πατριαρχείων.  Η πρότασις αύτη είναι σύμφωνος προς την  εισήγησιν  της Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως εν Σαμπεζύ, ότι το Αυτοκέφαλον δεν χορηγεί, αλλά προτείνει η Μήτηρ Εκκλησία, επικυρώνει δε αυτό το ορθόδοξον πλήρωμα εκδίδοντας τον Τόμον από κοινού.

Η επικύρωσις αύτη θα αποτρέψει δύο μελλοντικούς κινδύνους:

α) Την επανάληψιν του ιστορικού προηγουμένου (το οποίο τελούσε εν συναρτήσει συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών) σύμφωνα με το οποίο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως Μήτηρ Εκκλησία έχει απονείμει μόνο του το αυτοκέφαλον, ενώ έχουν παρατηρηθεί νεώτερες απόπειρες Μητέρων Εκκλησιών να απονείμουν αυτές μόνες αυτοκέφαλα (πχ. το Πατριαρχείο Μόσχας εις την «Αμερικανικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν»).

β) Θα αποφευχθή ο πειρασμός της καταργήσεως αυτοκεφάλων εκ μέρους της Μητρός Εκκλησίας (πχ. περίπτωσις του Πατριαρχείου Ιπεκίου το 1463 και το 1766, και του Πατριαρχείου Τυρνόβου το 1767 και της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος).

Θα πρέπει να συνεκτιμήσωμεν ότι εις την εποχή μας η Ορθόδοξος Εκκλησία, διά πρώτην φοράν εν τη δισχιλιετή ιστορία Της εξαπλούται εις όλην την Οικουμένην όχι πλέον ως Πενταρχία ή Τετραρχία. Έχει οργανωθεί εις δεκατέσσαρας Τοπικάς Αυτοκεφάλους Εκκλησίας με την προοπτική εις το άμεσον ή απώτερον μέλλον όπως προκύψουν νέαι τοπικαί Εκκλησίαι εις την σημερινήν διασποράν εν Ευρώπη, Βορείω και Νοτίω Αμερική, Καναδά, Αυστραλία εκ των υπαρχουσών κατά περιοχάς σημερινών Επισκοπικών Διασκέψεων. Όθεν καθίσταται αναγκαίον όπως το ζήτημα της απονομής τού Αυτοκεφάλου εδρασθή επί υγειών, συνοδικών, κανονικών θεμελίων, ούτως ώστε να αποτραπούν και να θεραπευθούν σχίσματα τα οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά το παρελθόν αντιμετώπισε και, δυστυχώς, αντιμετωπίζει και την σήμερον ημέρα.

4. Διά την τελικήν προετοιμασίαν και διεξαγωγήν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καθίσταται απαραίτητος, το ταχύτερον δυνατόν, η συμμετοχή εις την σύνθεσιν της Γραμματείας Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Σαμπεζύ, ενός, τουλάχιστον, εκπροσώπου εκάστης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, κατόπιν προτάσεως των ιδίων Τοπικών Εκκλησιών.

Η Πανορθόδοξος Γραμματεία Προπαρασκευής και Οργανώσεως της Συνόδου  καλείται όπως αναλάβη τις αρμοδιότητες των άχρι του νυν Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων και των Ειδικών Διορθοδόξων Επιτροπών, μετά την ολοκλήρωσιν του έργου των, ώστε η διεξαγωγή της Συνόδου να τελεσφορήση.

5. Συμφώνως τη ημετέρα προτάσει, διατυπωθείσα εν τη τελευταία Διασκέψει των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν Κωνσταντινουπόλει, η καθ’ ημάς Σύνοδος της Ιεραρχίας εισηγείται όπως η Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις εξετάση την σύστασιν Μονίμου Ειδικού Ταμείου ώστε μέσω ετησίων εισφορών εκ μέρους όλων των Εκκλησιών εις το Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Σαμπεζύ ή αλλού, συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κεφάλαια όχι μόνον διά την κάλυψιν των εξόδων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά και διά την μελλοντικήν εκκλησιαστικήν διακονίαν εις την προαγωγήν  της Πανορθοδόξου Ενότητος, της ανά τον κόσμον Πανορθοδόξου Ιεραποστολής, εις την βοήθειαν εις ενδεείς Εκκλησίας, εις την προαγωγήν της θεολογικής εκπαιδεύσεως, του επιστημονικού έργου πανορθοδόξως, των κοινών εκδόσεων κοκ.

Η καθ’ ημάς Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην της προς την πανορθόδοξον διακονίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας εν ταυτώ ότι η Πρωτόθρονος Εκκλησία, ευρισκομένη επί αιώνες επί μεγάλου Σταυρού, δεν υποχρεούται μόνη αύτη να επωμίζεται το οικονομικό βάρος της πανορθοδόξου Διακονίας, συμφώνως προς το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσετε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2).

Αι αποφάσεις και προτάσεις να διαβιβασθούν αρμοδίως εις τους Προκαθημένους όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών».

Όθεν, διαβιβάζοντες τας αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, διατελούμεν,

Εν Χριστώ αδελφός της Υμετέρας Παναγιότητος

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιπεκίου,
Μητροπολίτης Βελιγραδίου και ΚΑρλοβικίου
και Πατριάρχης Σερβίας

+Ειρηναίος

Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου

της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

patriarxhs gewrgias 01


Μετὰ τὴνπρόσφατη ἀντίδραση τοῦ Μητροπολίτη Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου σχετικὰ μὲ κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, μία ἀκόμη διαμαρτυρία ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γεωργία.

Συγκεκριμένα ὁ Καθολικὸς Πατριάρχης Τιφλίδας καὶ πάσης Γεωργίας κ. Ἠλίας Β΄, ἐξέφρασε γιὰ ἀκόμη μία φορὰ τὴν ἔντονη διαμαρτυρία γιὰ ἔγγραφο τῆς Πανορθοδόξου Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, σὲ πρόσφατη συνεδρία της ἀπέρριψε τὸκείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸ κόσμο».
Τέλος νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ἔχει ἐκφράσει ἐνστάσεις καὶ...
παράπονα, καὶ γιὰ ἄλλα ἔγγραφα τῆς Μεγάλης Συνόδου.

romfea.gr, Αἰμίλιος Πολυγένης

 

 

Πηγή:Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

mhtropoliths naypaktoy ierotheos 03


Ὁ Μητροπόλίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος μέ δύο ἐπιστολές του πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀσκεῖ κριτική στά κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἀναδεικνύει τά θεολογικά καί δογματικά προβλήματά τους καί κάνει λόγο γιά ἔλλειψη ἐνημέρωσης τοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

 

Επιστολή 1

 

Επιστολή 2

 

Πηγή:Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

panorthoksh synodos lemesoy 01


Σοβαρὰ κενὰ θεολογικῶν καὶ νομοκανονικῶν ζητημάτων στὴν ἐπερχόμενη σύγκληση τῆς Πανορθόδοξης Συνόδου διαπιστώνει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος.

Σὲ ἐπιστολή του ὁ ἔγκριτος ἱεράρχης θεωρεῖ πὼς δὲν τίθεται κανένα ζήτημα νὰ ἐπανέλθει ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν ἀφοῦ δὲν διασπάστηκαν, κατὰ τὴν ἄποψή του, οἱ χριστιανοὶ ἁπλῶς κάποιοι ἐπέλεξαν μία διαφορετικὴ ὁδὸ ἀπὸ τὴν γνήσια Ὀρθόδοξη ἀλήθεια ποὺ ἀκολουθοῦμε.
Δὲν ὑπάρχουν Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, ἁπλῶς ἀποκόπησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πρέπει νὰ θεωροῦνται αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Σεβασμιώτατος ἐκφράζοντας ἀπορία γιὰ ποιὸν λόγο ἔχουν ἀγνοηθεῖ τόσο σοβαρὰ ζητήματα.
Ἡ θέση τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται τὸ δικαίωμα τοῦ ἑκάστου ἱεράρχη νὰ ἐκφράσει τὴν ἄποψή του ἐνόψει του τόσο σπουδαίου γεγονότος εἶναι βέβαιο πὼς θὰ...
προκαλέσει προβληματισμὸ καὶ συζητήσεις στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας.

«Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν ἀποσταλέντα σὲ μᾶς κανονισμὸ ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ συγκεκριμένα στὸ ἄρθρο 12 καὶ παραγράφους 2 καὶ 3 ἀναφέρεται ὅτι μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε τὶς ἀπόψεις μας στὴν τοπική μας Σύνοδο πρῶτα, κατόπιν ἐπιταγῆς τῆς συνείδησής μου ταπεινὰ ὑποβάλλω στὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας τὶς ἀπόψεις μου καὶ τὶς πεποιθήσεις μου πάνω στὰ πιὸ κάτω θέματα» ὑπογραμμίζει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ἀθανάσιος.

Ὁ κ. Ἀθανάσιος στὴν ἐπιστολή του, μιλώντας γιὰ τὸ κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διάσκεψης ποὺ ἔγινε στὸ Σαμπεζὺ τὸν Ὀκτώβριο μὲ τίτλο «Ἀπόφασις – Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸ κόσμο ἀνέφερε τὰ ἑξῆς:
 


«Συμφωνῶ ἀπόλυτα μὲ τὰ πρῶτα τρία ἄρθρα τοῦ κειμένου. Στὰ ἄρθρα ὅμως 4 καὶ πιὸ κάτω ἔχω νὰ παρατηρήσω τὰ ἑξῆς: "Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσευχόμενη πάντοτε «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» πιστεύω ὅτι ἐννοεῖ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ ἕνωση μαζί της ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀπεκόπηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ αὐτήν, αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, ἀφοῦ ἀπαρνηθοῦν τὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα τους καὶ φύγουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ μὲ μετάνοια καὶ μὲ τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες διαδικασία ἐνσωματωθοῦν καὶ ἐνταχθοῦν -ἑνωθοῦν - μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» ἀναφέρει ὁ κ. Ἀθανάσιος.

Ὁ Πανιερώτατος συνεχίζει χαρακτηριστικά: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπώλεσε τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ δὲν δέχεται τὴ Θεωρία τῆς ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας τῶν «εἰς Χριστὸν πιστευόντων», γιατί πιστεύει ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων ὑπάρχει ἤδη στὴν ἑνότητα ὅλων τῶν βαπτισμένων τέκνων της μεταξύ τους καὶ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ ὀρθῇ πίστη της, πού δὲν ὑπάρχει στοὺς αἱρετικοὺς ἢ σχισματικοὺς καὶ γι' αὐτὸ εὔχεται γι' αὐτοὺς τὴν ἐν μετανοία ἐπιστροφή τους στὴν Ὀρθοδοξία.»

«Πιστεύω ὅτι αὐτὸ πού ἀναφέρεται στὸ ἄρθρο 5 γιὰ «τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν» εἶναι λάθος, γιατί ἡ Ἐκκλησία ὡς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἑνωμένος μεταξὺ του καὶ μὲ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν ἑνότητά του αὐτὴν καὶ δὲν ἔχει ἄρα ἀνάγκη νὰ τὴν ἐπανεύρη ἢ καν νὰ τὴν ἀναζητήσει γιατί πάντοτε ὑπῆρχε καὶ ὑπαρχὴ καὶ θὰ ὑπαρχὴ ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἔπαυσε ἢ θὰ παύση νὰ ὑπάρχει» συμπληρώνει στὴν ἐπιστολὴ του ὁ Πανιερώτατος.

Ἐνῶ ὁ κ. Ἀθανάσιος προσθέτει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἐκεῖνο πού συνέβη εἶναι ὅτι ὁμάδες ἢ λαοὶ ἢ μεμονωμένα ἄτομα ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς 'Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται καὶ πρέπει νὰ προσπαθεῖ Ἱεραποστολικὰ νὰ ἐπιστρέψουν αὐτοὶ ὅλοι ἐν μετανοία διὰ τῆς κανονικῆς ὁδοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄλλες Ἐκκλησίες ἀλλὰ μόνον αἱρέσεις καὶ σχίσματα, ἐὰν θέλουμε νὰ ἀκριβολογοῦμε στοὺς ὁρισμούς μας.»
«Ἡ διατύπωση «πρὸς ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας» εἶναι λάθος γιατί ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν -μελῶν τῆς 'Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ - δὲν ἔχει διασπασθεῖ ποτέ, ἐφ' ὅσον αὐτοὶ μένουν ἑνωμένοι μετὰ τῆς 'Ἐκκλησίας. Χωρισμὸς ἀπὸ τὴν 'Ἐκκλησία καὶ φυγὴ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ἀλλὰ ποτὲ ἀπώλεια ἐσωτερική τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» συνεχίζει ὁ Πανιερώτατος στὴν ἐπιστολή του.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ κ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει: «Διερωτῶμαι γιατί στὸ κείμενο γίνεται πολλαπλὴ ἀναφορὰ σὲ «Ἐκκλησίες» καὶ «Ὁμολογίες»; Ποιὰ ἡ διαφορά τους καὶ ποιὸ στοιχεῖο τὶς χαρακτηρίζει ὥστε ἄλλες νὰ ὀνομάζονται Ἐκκλησίες καὶ ἄλλες Ὁμολογίες; Ποιὰ εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ ἢ αἱρετικὴ καὶ ποία ἢ σχισματικὴ ὁμάδα ἢ ὁμολογία; Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε μία Ἐκκλησία καὶ ὅλα τὰ ἄλλα αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Θεωρῶ ὅτι Θεολογικὰ καὶ δογματικὰ καὶ νομοκανονικὰ ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «Ἐκκλησία» σὲ αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη γιατί μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ ἄρθρο 1, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ ἀπὸ ἐμᾶς μία αἱρετικὴ ἢ σχισματικὴ κοινότητα ἢ ὁμάδα ὡς Ἐκκλησία, ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.»

Δὲν ἀναφέρεται καθόλου στὸ κείμενο αὐτὸ ὅτι ἡ μόνη ὁδὸς πού ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι μόνον ἡ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ἐν μετανοία εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 1 εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ ἀναφορὰ στὴν «κατανόηση τῆς παράδοσης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ ὀντολογικὴ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ στὴν γνήσια συνέχεια αὐτῆς μέχρι σήμερα, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Πιστεύουμε ὅτι καμιὰ ἀπολύτως διαφορὰ δὲν ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πρώτου αἰώνα, γιατί ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς πού ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεως ὅτι αὔτη εἶναι Ἀποστολική.» τονίζει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ.

Ὁ Πανιερώτατος στὴ συνέχεια ὑπογραμμίζει χαρακτηριστικὰ ὅτι στὸ ἄρθρο 12, δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ψάχνουν τὴν ἀποκατάσταση στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ἑνότητα, κάνοντας λόγο γιὰ ἀπαράδεκτη θεωρία.
«Στὸ ἄρθρο 12 ἀναφέρεται ὅτι κοινὸς σκοπὸς τῶν Θεολογικῶν διαλόγων εἶναι «ἡ τελικὴ ἀποκατάσταση τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστη καὶ τῇ ἀγάπη ἑνότητος». Δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ψάχνουμε τὴν ἀποκατάστασή μας στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ στὴν ἑνότητα τῆς ἀγάπης, ὡσὰν νὰ ἀπωλέσαμε τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ψάχνουμε νὰ τὴν βροῦμε διὰ τῶν Θεολογικῶν διαλόγων μετὰ τῶν ἑτεροδόξων. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ ἡ Θεωρία εἶναι Θεολογικὰ ἀπαράδεκτη ἀπὸ ὅλους μας» ὑπογραμμίζει ὁ Μητροπολίτης Ἀθανάσιος.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Πανιερώτατος ἐκφράζει ἐνστάσεις πάνω στὸ κείμενο, τονίζοντας ὅτι «ἡ ἀναφορὰ τοῦ κειμένου στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ διατυπώσω τὴν ἔνστασή μου ἀπέναντι σὲ κατὰ καιροὺς διάφορα συγκριτιστικὰ ἀντικανονικὰ γεγονότα πού ἔγιναν σ’ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὴν ταύτη τὴν ὀνομασία του, ἀφοῦ σ' αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν» ἢ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας πού ψάχνει καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πραγμάτωσή της στὸ παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Ἀλλὰ γιὰ μᾶς μία καὶ μοναδικὴ εἶναι ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ὄχι πολλές.»

Ἀκόμη ὁ Πανιερώτατος ἀναφέρει: «Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διὰ τὸν συνοδικοῦ συστήματος ὡς τὸν μόνον «ἁρμόδιο καὶ ἐσχάτου κριτοῦ τῶν Θεμάτων τῆς πίστεως» ἔχει δόση ὑπερβολῆς καὶ ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας καθότι στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πολλὲς συνόδοι ἐδίδαξαν καὶ ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καὶ αἱρετικὰ δόγματα καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τὶς ἀπέρριψε καὶ διεφύλαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐθριάμβευσε τὴν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαὸς ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νὰ θεωρήσουν ἑαυτοὺς σῶμα Χριστοῦ καὶ 'Ἐκκλησία Χριστοῦ καὶ νὰ ἐκφράσουν σωστὰ τὸ βίωμα καὶ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.»

Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου καὶ τὰ Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ τονίζει: «Δὲν μποροῦν σὲ σύγχρονα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα αὐτοῦ τοῦ εἴδους νὰ διατυπώνονται σκληρὲς ἢ προσβλητικὲς ἐκφράσεις, οὔτε καὶ κανένας νομίζω θέλει αὐτοῦ τοῦ τύπου τὶς ἐκφράσεις. Ἡ ἀλήθεια ὅμως πρέπει νὰ ἐκφράζεται μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια, πάντοτε, βέβαια, μὲ ποιμαντικὴ διάκριση καὶ ἀγάπη πραγματικὴ πρὸς ὅλους. Ἔχουμε χρέος καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σὲ αἱρέσεις ἢ σχίσματα νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα εἰλικρινεῖς μαζί τους καὶ μὲ ἀγάπη καὶ πόνο νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.»

«Ταπεινὰ θεωρῶ ὅτι τέτοιας σπουδαιότητας καὶ τέτοιου κύρους κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικὰ καὶ διατυπωμένα μὲ πάσα ἀκρίβεια Θεολογικὴ καὶ νομοκανονικὴ ὥστε νὰ μὴν ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὰ ἀσάφειες ἢ ἀδόκιμοι θεολογικὰ ὄροι καὶ διατυπώσεις λανθασμένες πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ παρερμηνεῖες καὶ ἀλλοιώσεις τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου μία Σύνοδος γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρη καὶ κανονικὴ πρέπει νὰ μὴν ἀφίσταται καθόλου ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν διδασκαλία τῶν πρὸ αὐτῆς ἁγίων Συνόδων, τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἁγίων Γραφῶν καὶ νὰ μὴν ἔχει καμιὰ σκιὰ στὴ διατύπωση ἐπακριβῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως» συμπληρώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Πανιερώτατος κ. Ἀθανάσιος.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ κ. Ἀθανάσιος ἐπικαλούμενος τούς Ἁγίους Πατέρες ἀναφέρει: «Πότε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καὶ πότε καὶ ποῦ στὰ κείμενα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν ἢ Τοπικῶν Ἱερῶν Συνόδων ἀπεκλήθησαν οἱ αἱρετικὲς ἢ οἱ σχισματικὲς ὁμάδες ὡς ἐκκλησίες; Ἐὰν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις τότε ποῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων;»

Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοὺ ἐκφράσει τὴν ἔντονη διαφωνία του, ἐνῶ τονίζει ὅτι ὅσοι δὲν ἔχουν δικαίωμα ψήφου καὶ συμμετέχουν στὴν Σύνοδο εἶναι διακοσμητικὰ στοιχεῖα.
«Ταπεινὰ διατυπώνω τὴ διαφωνία μου καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι καταργεῖται ἡ πρακτικὴ ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν Συνόδων τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καὶ τὴ δική του ψῆφο καὶ οὐδέποτε αὐτὸ τὸ σχῆμα, μία Ἐκκλησία μία ψῆφος, ποὺ καθιστὰ τὰ μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πλὴν τῶν προκαθημένων, διακοσμητικὰ στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ΄ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος τῆς ψήφου» τονίζει χαρακτηριστικὰ στὴν ἐπιστολὴ του ὁ κ. Ἀθανάσιος.

Κλείνοντας ὁ πολιὸς Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀναφέρει ὅτι «δὲν θέλω μὲ αὐτὰ ποὺ ἔγραψα νὰ λυπήσω κανένα καὶ δὲν θέλω νὰ θεωρηθῶ ὅτι διδάσκω ἢ κρίνω τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου καὶ πατέρες μου. Ἁπλῶς αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω αὐτὰ ποὺ ἡ συνείδησή μου μοῦ ἐπιβάλλει.»


Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

dhmhtrios tselegidhs 02

Ἐν ὄ­ψει τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου, θά ἤ­θε­λα νά θέ­σω γιά ἀ­κό­μη μί­α φο­ρά, εὐ­λα­βῶς, ἐ­νώ­πιόν Σας κά­ποι­ες θε­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα σκέ­ψεις μου, πού ἐλ­πί­ζω νά Σᾶς φα­νοῦν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σι­μες.


Ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης με νέα επιστολή του προς τους Ιεράρχες της Εκκλησίας μας εντοπίζει και αναδεικνύει τα προβληματικά σημεία του Κανονισμού λειτουργίας της Μεγάλης Συνόδου, καθώς και άλλων κειμένων της.

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Πρό­ε­δρε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,

Ἐν ὄ­ψει τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου, θά ἤ­θε­λα νά θέ­σω γιά ἀ­κό­μη μί­α φο­ρά, εὐ­λα­βῶς, ἐ­νώ­πιόν Σας κά­ποι­ες θε­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα σκέ­ψεις μου, πού ἐλ­πί­ζω νά Σᾶς φα­νοῦν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σι­μες.

Ἀ­πό μί­α ἔ­ρευ­να, πού πραγ­μα­το­ποί­η­σα, δι­α­πί­στω­σα μέ δυ­σά­ρε­στη ἔκ­πλη­ξη, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος -ἀ­πό τό 1961 πού ἄρ­χι­σαν οἱ Πα­νορ­θό­δο­ξες Προ­συ­νο­δι­κές Δι­α­σκέ­ψεις γιά τήν πα­ρα­πά­νω Με­γά­λη Σύ­νο­δο- δέν ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Δι­α­σκέ­ψε­ων αὐ­τῶν σέ ἐ­πί­πε­δο Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Τοῦ­το εἶ­χε ὡς συ­νέ­πεια, νά φτά­σου­με στήν δυ­σχε­ρῆ ση­με­ρι­νή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή κα­τά­στα­ση. Νά ἔ­χου­με δη­λα­δή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἀ­πο­φά­σεις γιά τά κρί­σι­μα θέ­μα­τα μιᾶς Με­γά­λης Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου, γιά τίς ὁ­ποῖ­ες, ὅ­μως, ὑ­πάρ­χει σο­βα­ρό ἔλ­λειμ­μα συ­νο­δι­κῆς κα­λύ­ψε­ώς τους ἀ­πό τήν Το­πι­κή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὅ­πως προ­βλέ­πε­ται, ἄλ­λω­στε, ἀ­πό τίς Προ­συ­νο­δι­κές Δι­α­σκέ­ψεις.
Αὐ­τήν τή στιγ­μή βρι­σκό­μα­στε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς στό προ­τε­λευ­ταῖ­ο στά­διο τῶν ὁ­ρι­στι­κῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῆς Με­γά­λης Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου. Φρο­νῶ, ὅ­τι τά πράγ­μα­τα –πα­ρά τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή σο­βα­ρό­τη­τά τους– εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἰ­ά­σι­μα. Ὡς γνω­στόν, τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή λει­τουρ­γί­α, ὄ­χι μό­νο γιά τά θέ­μα­τα τῆς δι­οι­κή­σε­ως καί τῆς ζω­ῆς της, ἀλ­λά καί γιά τήν ἀ­κρι­βῆ δι­α­τύ­πω­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας της. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, φρο­νῶ, ὅ­τι τό συ­νο­δι­κό ἔλ­λειμ­μα τῶν πα­ρελ­θόν­των 55 ἐ­τῶν μπο­ρεῖ σί­γου­ρα νά θε­ρα­πευ­θεῖ τώ­ρα, ἐ­φό­σον οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς ἐ­πι­κει­μέ­νης Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, σχε­τι­κά μέ τά θέ­μα­τα τῆς μελ­λού­σης Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, θά εἶ­ναι σύμ­φω­νες μέ τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ώς της.
Καί κά­τι ἄλ­λο, συ­να­φές, καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά σο­βα­ρό. Δι­ά­βα­σα, προ­σε­κτι­κά, τόν δη­μο­σι­ευ­μέ­νο προ­σφά­τως «Κα­νο­νι­σμό Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου» καί­ ἔ­χω νά Σᾶς κα­τα­θέ­σω μί­α θε­ο­λο­γι­κοῦ-δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα πα­ρα­τή­ρη­σή μου.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, στό Ἄρ­θρο 12, μέ θέ­μα «ΨΗ­ΦΟ­ΦΟ­ΡΙΑ ΚΑΙ ΕΓ­ΚΡΙ­ΣΙΣ ΤΩΝ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΩΝ», ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξῆς ση­μαν­τι­κά: «Ἡ ψη­φο­φο­ρί­α ἐ­πί τῶν συ­ζη­τη­θέν­των καί ἀ­να­θε­ω­ρη­θέν­των ὑ­πό τῆς Συ­νό­δου κει­μέ­νων ἐ­πί τῶν θε­μά­των τῆς ἡ­με­ρη­σί­ας δι­α­τά­ξε­ως,

1. συν­δέ­ε­ται πρός τάς αὐ­το­κε­φά­λους Ὀρ­θο­δό­ξους Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὄ­χι πρός τά κα­θ’ ἕ­κα­στον μέ­λη τῶν ἐν τῇ Συ­νό­δῳ ἀν­τι­προ­σω­πει­ῶν αὐ­τῶν, συμ­φώ­νως πρός τήν ὁ­μό­φω­νον σχε­τι­κήν ἀ­πό­φα­σιν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νά­ξε­ως τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν,
2. ἡ κα­τά Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὄ­χι κα­τά τά μέ­λη αὐ­τῶν ψή­φι­σις ἐν τῇ Συ­νό­δῳ τῶν κει­μέ­νων δέν ἀ­πο­κλεί­ει τήν ἀρ­νη­τι­κήν θέ­σιν ἑ­νός ἤ καί πλει­ό­νων ἀρ­χι­ε­ρέ­ων μιᾶς ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας αὐ­το­κε­φά­λου τι­νός Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­πί τῶν γε­νο­μέ­νων τρο­πο­λο­γι­ῶν ἤ καί ἐ­πί ἑ­νός κει­μέ­νου γε­νι­κώ­τε­ρον, ἡ δι­α­φω­νί­α τῶν ὁ­ποί­ων κα­τα­χω­ρί­ζε­ται εἰς τά Πρα­κτι­κά τῆς Συ­νό­δου, καί
3. ἡ ἀ­ξι­ο­λό­γη­σις τῶν δι­α­φω­νι­ῶν αὐ­τῶν εἶ­ναι πλέ­ον ἐ­σω­τε­ρι­κόν ζή­τη­μα τῆς εἰς ἥν ἀ­νή­κουν αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α δύ­να­ται νά ὑ­πο­στη­ρί­ξῃ τήν θε­τι­κήν ψῆ­φον αὐ­τῆς ἐ­πί τῇ βά­σει τῆς ἀρ­χῆς τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς πλει­ο­νο­ψη­φί­ας, ἐκ­φρά­ζε­ται δέ ὑ­πό τοῦ Προ­κα­θη­μέ­νου αὐ­τῆς, διό καί δέ­ον ὅ­πως προ­βλε­φθῇ εἰς αὐ­τήν ὁ ἀ­ναγ­καῖ­ος χῶ­ρος καί χρό­νος δι᾽ ἐ­σω­τε­ρι­κήν συ­ζή­τη­σιν ἐπ᾽ αὐ­τοῦ».
Στό Ἄρ­θρο αὐ­τό βλέ­που­με, ὅ­τι ἡ ὁ­μο­φω­νί­α τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στή μί­α ψῆ­φο κά­θε Το­πι­κῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ ἐ­πι­μέ­ρους δι­α­φω­νί­ες -ἐ­φό­σον αὐ­τές συμ­βαί­νει νά ἀ­πο­τε­λοῦν μει­ο­ψη­φί­α, στό πλαί­σιο τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν- ἀ­φή­νον­ται ὡς «ἐ­σω­τε­ρι­κή ὑ­πό­θε­σή τους», πρᾶγ­μα πού εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτο γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο, ὅ­ταν μά­λι­στα συμ­βαί­νει τό θέ­μα τῆς δι­α­φω­νί­ας νά εἶ­ναι γιά δογ­μα­τι­κή ὑ­πό­θε­ση. Καί ἡ πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ πι­θα­νή. Λό­γου χά­ρη, τό θέ­μα τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας καί τῆς ταυ­τό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού πραγ­μα­τεύ­ε­ται τό Κεί­με­νο: «ΣΧΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΥ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙ­ΠΟΝ ΧΡΙ­ΣΤΙ­Α­ΝΙ­ΚΟΝ ΚΟ­ΣΜΟΝ», εἶ­ναι θέ­μα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό, δη­λα­δή κα­τε­ξο­χήν δογ­μα­τι­κό. Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἐ­πι­τρε­πτό, ἕ­να Κεί­με­νο πού προ­ω­θεῖ­ται πρός ἔγ­κρι­ση, ἀ­πό τή μί­α με­ριά νά εἰ­ση­γεῖ­ται οὐ­σι­α­στι­κά τήν Προ­τε­σταν­τι­κή θε­ω­ρί­α τῶν «κλά­δων» -νο­μι­μο­ποι­ών­τας μέ τήν ἀ­πο­δο­χή του τήν ὕ­παρ­ξη πολ­λῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν μέ πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα- καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὁ «Κα­νο­νι­σμός Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου» αὐ­τῆς νά ἀ­γνο­εῖ στήν πρά­ξη τούς ἐν­δε­χό­με­νους μει­ο­ψη­φοῦν­τες Ἱ­ε­ράρ­χες τῶν ἐ­πι­μέ­ρους Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί νά μήν λαμ­βά­νει σο­βα­ρώ­τα­τα ὑ­πό­ψη τίς θε­ο­λο­γι­κές το­πο­θε­τή­σεις τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς συ­νει­δή­σε­ώς τους.
Καί ἐ­δῶ γεν­νᾶ­ται τό εὔ­λο­γο θε­ο­λο­γι­κό-δογ­μα­τι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: Πῶς θά ὁ­μο­λο­γη­θεῖ στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἡ μί­α πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «ἐν ἑ­νί στό­μα­τι καί μιᾷ καρ­δί­ᾳ»; Πῶς θά μπο­ρέ­σουν οἱ Συ­νο­δι­κοί Πα­τέ­ρες νά ποῦν: «ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν»; Πῶς θά ἀ­πο­δεί­ξουν ὅ­τι ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ», ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζουν οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,

Στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ὡς γνω­στόν, ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια κα­θε­αυ­τήν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή, για­τί στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται κα­τά πε­ρί­πτω­ση. Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ἀ­φή­σει σέ κα­τώ­τε­ρα συ­νο­δι­κά σώ­μα­τα τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κά σο­βα­ρό θέ­μα τῆς ἐν­δε­χό­με­νης δι­α­φω­νί­ας τῶν μει­ο­ψη­φούν­των ἐ­πι­σκό­πων σέ δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται, ὡς ἀ­νώ­τα­το συ­νο­δι­κό σῶ­μα, νά ἐ­πι­λη­φθεῖ αὐ­τοῦ τοῦ θέ­μα­τος ἄ­με­σα, για­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά ὑ­πάρ­χει ὁ­ρα­τός ὁ κίν­δυ­νος τοῦ Σχί­σμα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τήν στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς, πού ἡ Με­γά­λη αὐ­τή Σύ­νο­δος φι­λο­δο­ξεῖ νά ἐ­πα­να­βε­βαι­ώ­σει τήν ὁ­ρα­τή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό
ἀ­σπά­ζο­μαι τήν δε­ξιάν Σας

Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης

Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ.


Πηγή: Θρησκευτικά

dhmhtrios tselegidhs 01


Ὁ Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἀπέστειλε πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς τὶς πρῶτες θεολογικὲς παρατηρήσεις του ἐπὶ τοῦ κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον».
Θεσσαλονίκη 3/2/2016

Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐμφανίζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, στὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτὴ –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς».
Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες.
Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς...
«Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσω οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
 
Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα».
Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
 
Θεολογικὴ σύγχυση προκαλεῖ μὲ τὴν ἀσάφειά του καὶ τὸ ἄρθρο 20, τὸ ὁποῖο λέγει: «Αἱ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β  καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».
Ὅμως, οἱ κανόνες 7 τῆς Β  καὶ 95 τῆς Πενθέκτης κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος συγκεκριμένων αἱρετικῶν, ποὺ ἐκδηλώνουν ἐνδιαφέρον γιὰ προσχώρηση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλά, ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θεολογικῶς κρινομένου κειμένου ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι δὲν γίνεται καθόλου λόγος γιὰ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη καὶ μόνη Ἐκκλησία. Ἀντίθετα, στὸ κείμενο θεωρεῖται τὸ Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων ἐκ προοιμίου –καὶ χωρὶς Πανορθόδοξη ἐπ’ αὐτῆς ἀποφαση– ὡς δεδομένο. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ κείμενο υἱοθετεῖ τὴν «βαπτισματικὴ θεολογία». Ταυτόχρονα, ἀγνοεῖται σκοπίμως τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι τῆς Δύσεως (Ρ/λικοὶ καὶ Προτεστάντες) ἔχουν ὄχι ἕνα, ἀλλὰ σωρεία δογμάτων, ποὺ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἐκτός τοῦ filioque, κτιστὴ χάρη τῶν μυστηρίων, πρωτεῖο, ἀλάθητο, ἄρνηση τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κ.α.).
 
Εὔλογα ἐρωτηματικὰ ἐγείρει καὶ τὸ ἄρθρο 21, ὅπου σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς (ἔνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα... δία τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἐδῶ, θὰ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε, ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν κρίθηκαν ἀπὸ τὶς Ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
 
Τέλος, στὸ ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπικύρωσε ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο του δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὅποτε ὡς συν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
 
ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Μὲ ὅσα γράφονται καὶ ὅσα ὑπονοοῦνται σαφῶς στὸ παραπάνω κείμενο, εἶναι προφανές, ὅτι οἱ ἐμπνευστὲς καὶ οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μία θεσμικὴ νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, μὲ μία ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἦταν καταστροφικὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ προτείνω, ταπεινῶς, τὴν καθολικὴ ἀπόσυρσή του.
 
Καὶ μία θεολογικὴ παρατήρηση στὸ κείμενο: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ». Στὸ ἄρθρο 5, i σημειώνεται: «ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν, μὴ δυνάμενος νὰ εὐλογηθῆ (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλω συνόδου) δυνάμενος ὅμως νὰ εὐλογηθῆ κατὰ συγκατάβασιν καὶ διὰ φιλανθρωπίαν, ὑπὸ τὸν ρητὸν ὄρον ὅτι τὰ ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καὶ ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία».
Ἐδῶ, ὁ ρητὸς ὅρος ὅτι «τὰ ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καὶ ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία» ἀντιστρατεύεται τὴν θεολογικὴ κατοχύρωση τοῦ γάμου ὡς μυστηρίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐμφανίζεται ἡ τεκνογονία -σὲ συνάρτηση μὲ τὴ βάπτιση τῶν τέκνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- νὰ νομιμοποιεῖ τὴν ἱερολογία τῶν μικτῶν γάμων, πράγμα σαφῶς ἀπηγορευμένο ἀπὸ Κανόνα (72 τῆς Πενθέκτης) Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μὲ ἄλλα λόγια, μία μὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως εἶναι ἡ Μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σχετικοποιεῖ ρητὴ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο.
 
Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἂν ὁ ἱερολογημένος γάμος δὲν ἀποδώσει τέκνα, νομιμοποιεῖται θεολογικῶς αὐτὸς ὁ γάμος ἀπὸ τὴν πρόθεση τοῦ ἑτεροδόξου συζύγου νὰ ἐντάξει τὰ ἐνδεχόμενα παιδιά του στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Κατὰ θεολογικὴ συνέπεια, ἡ παρ. 5, i πρέπει νὰ ἀπαλειφθεῖ.
 
 

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...