
Στον πρόσφατα διεξαχθέντα στη Βουλή των Εφήβων διάλογο των μαθητών με τον υπουργό Παιδείας, οι μαθητές, μεταξύ άλλων, άσκησαν έντονη κριτική στον κ. Φίλη για το θέμα των αλλαγών στα Αρχαία Ελληνικά και τα Θρησκευτικά, θέτοντας τα προβλήματα που δημιουργούνται με τα πειράματα του υπουργού σε θέματα διαμόρφωσης ταυτότητας. Ο ίδιος ισχυριζόταν -εκτός των άλλων- θέματα πλουραλισμού.
Ο πλουραλισμός όμως, ως τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, αποτελεί μια προσωπική, κοινωνική, πολιτισμική και, θα έλεγε κανείς, θρησκευτική αρετή, διότι προϋποθέτει βαθιά αισθήματα αποδοχής, σεβασμού και αγάπης του «άλλου», ανεξάρτητα από το φύλο, το θρήσκευμα, την εθνικότητα ή άλλες διαφορές.
Στις μέρες μας υπάρχουν δύο μορφές πλουραλισμού. Ο ψεύτικος, προσχηματικός και υποκριτικός πλουραλισμός, που είναι και ο επικρατέστερος, αποτελεί ένα πάθος όσων αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν τι σημαίνει προσωπική, κοινωνική, θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα και ετερότητα. Το συγκεκριμένο πάθος, έχοντας ως αφετηρία τον ατομικισμό, δεν επιτρέπει σε όσους ασθενούν από αυτό να υπερβούν το εγώ τους και, κατά συνέπεια, στερούνται ένα βασικό χαρακτηριστικό του αληθινού ανθρώπου: να είναι και να συμπεριφέρεται ως συνάνθρωπος. Πρόκειται για την έλλειψη της αληθινής αγάπης προς τον «άλλον», η οποία καθιστά τους ανθρώπους αδύναμους να αγαπήσουν και να σεβαστούν αληθινά, αφού, στην ουσία, δεν αγαπούν αληθινά τον ίδιο τον εαυτό τους, επιτρέποντάς του να ζει στο πλαίσιο της κοινωνικής βαρβαρότητας.
Ο αληθινός πλουραλισμός αποτελεί χαρακτηριστικό ολοκληρωμένων και ενάρετων ανθρώπων, που προσφέρουν απλόχερα τον σεβασμό τους στον διαφορετικό, με μοναδικό κριτήριο ζωής το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Στις μέρες μας πολλοί χρησιμοποιούν κατά κόρον, λεκτικά και τυπικά, τον όρο «πλουραλισμός», χωρίς όμως να συνειδητοποιούν την ουσιαστική σημασία του. Και αυτό διότι πλουραλισμός σημαίνει τρόπος ειρηνικής, δημιουργικής και αγαπητικής συμβίωσης με ανθρώπους που είναι διαφορετικοί. Στην ουσία όμως όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, ως «άλλοι» των «άλλων». Ο πλουραλισμός, επομένως, ως τρόπος ζωής, είναι μια αναγκαία μορφή πολιτισμικής συνύπαρξης εντός της κοινωνίας, που, έτσι κι αλλιώς, συνίσταται -σε απόλυτη ποσόστωση- από διαφορετικούς ανθρώπους. Η συζήτηση που γίνεται τον τελευταίο καιρό για τον πλουραλισμό σκέψης και ζωής στην ουσία προέκυψε από τα «κενά» που, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, «ζητούν πλήρωση». Η διαπίστωση της έλλειψης αρχών, αρετών και αξιών κατά τα τελευταία χρόνια, που κάνει δύσκολη την κοινωνική ή πολιτισμική συμβίωση, είναι εκείνη που έστειλε το σήμα κινδύνου πρωτίστως στις οικογένειες και έπειτα στο σχολείο για την επιβεβλημένη ανάγκη μιας πιο επιμελημένης ανάπτυξης και καλλιέργειας των αρετών που συνθέτουν την κοινωνική δεξιότητα του πλουραλισμού. Ουσιαστικά, στην περίπτωση αυτή, εκείνα που απουσιάζουν από τη σημερινή κοινωνία για να βλέπει και να αντιμετωπίζει με αληθινό πλουραλισμό τον διαφορετικό είναι το ήθος, η ευαισθησία, ο σεβασμός, η έγνοια της αγαπητικής αυτοπροσφοράς που εκπέμπει ως ορθόδοξο εκκλησιαστικό μήνυμα ο «καλός Σαμαρείτης». Εκείνο που κινεί ψυχικά, ανιδιοτελώς, τον εκάστοτε «καλό Σαμαρείτη» προς τον εκάστοτε έχοντα ανάγκη και τον κάνει να μην υπολογίζει ούτε τον κίνδυνο ούτε τον χρόνο ούτε την οικονομική επιβάρυνση είναι η αγάπη. Δεν πρέπει, μάλιστα, να ξεχνά κανείς ότι ο «καλός Σαμαρείτης» της παραβολής συμβολίζει το πρόσωπο και το έργο του ίδιου του Χριστού. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια μπορεί οι αποστάσεις να μειώθηκαν και οι επικοινωνίες να διευκολύνθηκαν αφάνταστα με τη βοήθεια της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά οι ψυχές των ανθρώπων, πτωχές από τα στοιχεία της αγάπης και άλλων βασικών πνευματικών αρετών, βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Η απουσία του προτύπου του «καλού Σαμαρείτη», δηλαδή του Χριστού, από τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική ζωή είναι εκείνη που δημιουργεί τα κοινωνικά και πνευματικά κενά. Το ερώτημα όμως είναι: πώς ξαναβρίσκει η κοινωνία μας τον αληθινά κοινωνικολειτουργικό πλουραλισμό; Μήπως με τα Θρησκευτικά που σχεδιάζει να επιβάλει το υπουργείο Παιδείας; Με ή χωρίς την καλλιέργεια του προτύπου του «καλού Σαμαρείτη»; Είναι βέβαιο ότι στη βελτίωση ή την αλλαγή της συμπεριφοράς συντελούν η ανάλογη αγωγή και η μόρφωση του πλουραλισμού, όταν βέβαια μέσω αυτών καλλιεργείται μια μορφή υγιούς συμβίωσης, με τη διατήρηση των ταυτοτήτων και των διαφορών. Η παιδεία μας όμως, νοσούσα πότε από μαρξιστικά και πότε από νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά σύνδρομα, καταντά να μη σέβεται, αλλά να επιβουλεύεται, να αλλοιώνει ή και να καταργεί με διάφορες μεθοδεύσεις τη θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα των νέων του τόπου μας, προσπαθώντας να τους αποχρωματίσει και να εμφυτεύσει στην ψυχή τους μια νέα, «πολλαπλή» ταυτότητα.
Ωστόσο όλοι μας γνωρίζουμε ότι στο όνομα του αποχρωματισμού του «διαφορετικού», με στόχο τη μετατροπή των ταυτοτήτων, έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται οι μεγαλύτερες γενοκτονίες και τα στυγνότερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η αγωγή του αληθινού πλουραλισμού προϋποθέτει, καταρχάς, την πρόθεση διατήρησης της ταυτότητας, της ιδιαιτερότητας και, φυσικά, της διαφοράς και της ετερότητας. Η αγωγή του «καλού Σαμαρείτη», μέσα από τη χριστιανική σχολική αγωγή, εκφράζει, καταρχάς, την αγάπη και τον σεβασμό στο διαφορετικό και, συνεπώς, την καλλιέργεια του αληθινού πλουραλισμού. Όσον αφορά τον θρησκευτικό πλουραλισμό, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια οι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων του ελληνικού σχολείου στο υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, δηλαδή των προγραμμάτων που δομούν το πνευματικό μέλλον των νέων του τόπου μας, για άγνωστους λόγους στοχεύουν και μεθοδεύουν με διάφορους τρόπους την αλλοίωση της ορθόδοξης συνείδησης και διαφοράς μόνο μιας κατηγορίας μαθητών, των ορθοδόξων. Ο πλέον ύπουλος και επικίνδυνος τρόπος που έχει επιλεγεί για να αποχρωματιστούν οι μαθητές από την ορθόδοξη συνείδηση και ταυτότητά τους είναι μια -αριγκάτειας μορφής- μείξη (ομογενοποίηση) της ορθόδοξης διδασκαλίας με τις διδασκαλίες των θρησκειών, των χριστιανικών ομολογιών και των κοσμοθεωριών. Το πολυθρησκειακό κοκτέιλ που προκύπτει από αυτή τη μείξη αποτελεί ένα δηλητήριο, το δραστικότερο στοιχείο του οποίου είναι η θρησκευτική σύγχυση, που μπορεί να προκαλέσει αλλοίωση ή και εξάλειψη της ορθόδοξης ταυτότητας και συνείδησης. Το εγχείρημα πραγματοποιείται μεθοδευμένα, με πρόφαση έναν ψεύτικο πλουραλισμό, που, στην πραγματικότητα, αποδομεί τον αληθινό και μαζί του όλες τις ποιοτικές πτυχές της πνευματικής κληρονομιάς μας, της προίκας των νέων μας. Όμως το περίεργο και αντιδημοκρατικό αυτό πνευματικό έγκλημα σε βάρος τόσο των ορθόδοξων μαθητών όσο και γενικότερα της ορθόδοξης πολιτισμικής κληρονομιάς ως ιδιαιτερότητας του ελληνικού λαού ήδη έχει αρχίσει να αποκαλύπτεται και, φυσικά, μαζί με αυτό και οι δράστες του.
Πηγή: Ακτίνες

Δημοσιοποιήθηκε ἡ πρόθεσι τοῦ Ὑπουργείου Σας νά περιληφθῆ στις ἀλλαγές τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος ἡ ἀποποινικοποίησι τοῦ ἀδικήματος τῆς βλασφημίας πού προβλέπεται ἀπό τά ἄρθρα 198 καί 199 ἀντιστοίχως καί εἰς ἀνακοίνωσι Σας γνωστοποιεῖται ὅτι ἡ ἀποποινικοποίησι τοῦ ἐγκλήματος τῆς βλασφημίας «ἔχει τεθῆ ὑπό τήν κρίσι τῆς Νομοπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς γιά την ἀναθεώρησι τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833, Fax +30 210 4518476e-mail: impireos@hotmail.com
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Ἰουλίου 2016
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Δημοσιοποιεῖται ἡ ἐπιστολή την ὁποίαν ἀπέστειλε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ προς τόν Ἐξοχώτατον κ. Νικόλαον Παρασκευόπουλον Ὑπουργόν Δικαιοσύνης, Διαφάνειας καί Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων περί τῆς ἀποποινικοποιήσεως τοῦ ἐγκλήματος τῆς βλασφημίας πού διασαλεύει ἐγκληματικῶς τήν κοινωνική συνοχή καί τήν θρησκευτική εἰρήνη.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Ἀριθμ. Πρωτ. 781
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Ἰουλίου 2016
Προς τόν
Ἐξοχώτατο Κύριο
Νικόλαο Παρασκευόπουλο
Ὑπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
καί Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων
Εἰς ΑΘΗΝΑΣ
Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ,
Δημοσιοποιήθηκε ἡ πρόθεσι τοῦ Ὑπουργείου Σας νά περιληφθῆ στις ἀλλαγές τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος ἡ ἀποποινικοποίησι τοῦ ἀδικήματος τῆς βλασφημίας πού προβλέπεται ἀπό τά ἄρθρα 198 καί 199 ἀντιστοίχως καί εἰς ἀνακοίνωσι Σας γνωστοποιεῖται ὅτι ἡ ἀποποινικοποίησι τοῦ ἐγκλήματος τῆς βλασφημίας «ἔχει τεθῆ ὑπό τήν κρίσι τῆς Νομοπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς γιά την ἀναθεώρησι τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα». Προσθέτετε δε καί μίαν νομικήν ἄποψι πού προϊδεάζει γιά τήν «πρότασι» τῆς Νομοπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἰσχυριζόμενος ὅτι «Κατά τό Ποινικό Δίκαιο ἡ ποινή προϋποθέτει την τέλεσι πράξης. Ὁ προσδιορισμός τῆς τελευταίας χωρεῖ μέ στάθμιση τῶν ἐμπειρικῶν-ἀποδείξιμων ἀποτελεσμάτων της. Ὡστόσο, στήν περίπτωση τῆς βλασφημίας λείπει ὁποιαδήποτε ἀποδείξιμη ἐνώπιον δικαστηρίου βλαπτική συνέπεια τῆς πράξης. Ἑπομένως, ἡ ἔννοια τοῦ ἐγκλήματος δέν διακρίνεται».
Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ,
Ἐάν δέν εἴσαστε ἐπαΐων Νομικός καί δή Καθηγητής τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου θά ὑπῆρχε τό ἐνδεχόμενο νά ἔχετε παραπληροφορηθεῖ ἐπί τοῦ θέματος. Ἀτυχῶς ὅμως ἡ ἐγνωσμένη νομική Σας ἐπάρκεια δέν Σᾶς χορηγεῖ μίαν τοιαύτη δυνατότητα διαφυγῆς ἐκ τῆς πραγματικότητος. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ νομική πραγματικότης ἡ ὁποία ἐντέχνως διαστρέφεται μέ την ἀνωτέρω ἀνακοίνωσι;
Ἡ κατάργησις τῶν ἄρθρων 198 καί 199 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος πού ἀφοροῦν στήν κακόβουλη βλασφημία τῶν θείων πάσης γνωστῆς κατά τό Σύνταγμα, θρησκείας δηλ. ἐκείνης πού δέν ἔχει κρύφια δόγματα καί τῆς ὁποίας ἡ λατρεία δέν ἀντίκειται στήν δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη, ὑπό τόν τίτλον τοῦ Ποινικοῦ Νόμου «Ἐπιβουλή θρησκευτικῆς Εἰρήνης» προσβάλλει καί θέτει σέ ἄμεση διακινδύνευσι τό ἔννομον ἀγαθόν πού προσδιορίζεται ὑπό τοῦ τίτλου «Ἐπιβουλή θρησκευτικῆς εἰρήνης». Ὁ ποινικός μας νομοθέτης δέν τιμωρεῖ την ἄρνησι ἤ τήν κριτική τοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος ἀλλά την δημοσίᾳ κακόβουλη βλασφημία, την δολία δημοσίᾳ γενομένη καθύβριση τοῦ θείου πού στοχεύει ὄχι στήν κριτική ἄρνησι ἤ θεώρησι, ἀλλά στήν χυδαία ἀπομείωση τοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος πού ἀναποδράστως προκαλεῖ την ὀργή καί τόν βαθύτατο παραπικρασμό τῶν πιστευόντων στήν ὑβριζομένη θρησκευτική παραδοχή. Ὅπως εὐχερῶς ἀντιλαμβάνεσθε, ἡ αἰτιολογική βάσι τῶν συγκεκριμένων ποινικῶν διατάξεων καί ἡ στόχευσι τοῦ ποινικοῦ νομοθέτου ὁρίζεται ἀπό τό νομικό προσδιορισμό τῶν ἄρθρων «ἐπιβουλή Θρησκευτικῆς Εἰρήνης» καί εἶναι ἡ διατήρησι τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς μέσα στό κοινωνικό σύνολο καί ἡ προστασία αὐτῆς τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς ἀπό τήν διάρρηξη πού θά προκαλέσει ἀναπότρεπτα ἡ δολία δημοσίᾳ ἐξύβρισι τοῦ θρησκεύματος κάποιων συμπολιτῶν πού ἀναγνωρίζεται στή Χώρα. Συνεπῶς μέ τίς προβλέψεις τοῦ ποινικοῦ μας νομοθέτου δέν προστατεύεται ὁ Θεός, ἀλλά τό ἔννομο ἀγαθό τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἡ δημοκρατική εὐστάθεια τῆς χώρας, διότι τό πρόσωπο τοῦ κάθε συναθρώπου μας πού θρησκεύεται ταυτίζεται καί συγκροτεῖται πνευματικά μέ τήν θρησκευτική του παραδοχή καί κατά ταῦτα ἡ κακόβουλος βλασφημία τοῦ θείου πού λατρεύει ὡς ὀντολογικό του θεμέλιο, προσβάλλει τό ἴδιο τό πρόσωπο καί προκαλεῖ εὔλογα τό θυμικόν του συναίσθημα μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας διά τό κοινωνικόν σύνολον.
Ἡ βλαπτική ἑπομένως συνέπεια τῆς βλασφημίας πού εἶναι σαφῶς ἀποδείξιμη ἐκ τῶν συνεπειῶν καί ἀποτελεσμάτων της ἐνώπιον τῆς Δικαιοσύνης, εἶναι adhoc ἡ διακινδύνευσις τῆς διατηρήσεως τῆς θρησκευτικῆς Εἰρήνης καί τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἡ ἀποτροπή τῆς κακουργηματικῆς θρησκευτικῆς αὐτοδικίας.
Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ,
Μέ την ἀποποινικοποίησι τῆς κακόβουλης βλασφημίας ὁδηγεῖτε ἀναποδράστως στήν κακουργηματική θρησκευτική αὐτοδικία διότι δέν θά ὑφίσταται πλέον ἔννομος τρόπος ἀντιδράσεως καί ἱκανοποιήσεως τοῦ πλησσομένου θρησκευτικοῦ συναισθήματος πού δολίως καί χυδαίως θά καθυβρίζεται καί θά ἀπομειώνεται μέ πρόδηλο ἀποτέλεσμα την βαρυτάτη προσβολή τοῦ θρησκευομένου προσώπου πού ὅπως ἀνέφερα συγκροτεῖται καί νοηματοδοτεῖται ἠθικά, πνευματικά καί ὀντολογικά ἀπό τήν θρησκευτική του παραδοχή.
Τά πολύ οὐσιώδη αὐτά ἐνδεχομένως νά μην ἔχουν τύχει ἀναλόγου μελέτης καί προσεγγίσεως ἀπό διαφόρους Διεθνεῖς Ὀργανισμούς ὅπως ἡ Διεθνής Ἀμνηστία καί ἄλλοι πού ἐσφαλμένα ἐκλαμβάνουν τίς ἀνωτέρω ποινικές διατάξεις ὡς δῆθεν «καταδίκη τῆς ἐλεύθερης ἔκφρασης» διότι ἐπαναλαμβάνω δέν τιμωρεῖται ἡ ἔλλειψι σεβασμοῦ προς τά θεῖα ἤ ἡ ἄρνησιτοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος ἤ ἡ κριτική τοῦ δόγματος οἱασδήτινος θρησκευτικῆς παραδοχῆς, ἀλλά ἡ δημοσίᾳ κακόβουλος βλασφημία ἡ ὁποία καιρίως πλήττει τόν θρησκευόμενον ἄνθρωπον. Ἄλλωστε εἶναι ἐντελῶς ἀντιφατικόν ἡ Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ ΟΗΕ νά θεωρεῖ ὅτι πρέπει νά ποινικοποιεῖται ἡ περίπτωσι «ἐθνικοῦ, θρησκευτικοῦ ἤ φυλετικοῦ μίσους πού ἀποτελεῖ ὑποκίνησι διακρίσεων, ἐχθρότητας ἤ βίας» (ἄρθρο 20 παρ. 2 τοῦ Διεθνούς Συμφώνου) καί την ἴδια στιγμή νά προτείνεται ἡ ἀποποινικοποίησι τοῦ γενεσιουργοῦ αἰτίου πού εἶναι ἡ κακόβουλος βλασφημία, γιά την πρόκλησι καί ὑποκίνησι θρησκευτικοῦ μίσους.
Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ,
Διά νά μην στιγματισθῆτε Ἐσεῖς καί ἡ Κυβέρνησι ὡς ἠθικοί αὐτουργοί τῆς κακουργηματικῆς θρησκευτικῆς αὐτοδικίας γεγονός πού εἰλικρινῶς ἀπευχόμεθα καί ἐκ προοιμίου ἐντόνως καταδικάζομεν, στήν ὁποία ἀναποδράστως θά ὁδηγήσετε τά πράγματα, συντρίβοντες τήν θρησκευτική Εἰρήνη τῆς Χώρας καί την διατήρησι τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς προβάλλετε μέ την ἐγνωσμένη Σας νομική γνῶσι τήν νομική ἀλήθεια τοῦ θέματος καί μη χωρήσητε στό τραγικό ἔγκλημα ἀποσαθρώσεως τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς.
Μετά τιμῆς
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Σᾶς ἀποστέλλω, εὐλαβῶς, μιά περιεκτική ἀποτίμηση γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» καί Σᾶς παρακαλῶ, νά κάνετε τόν κόπο νά τήν μελετήσετε, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσε νά βοηθήσει, κάπως, στήν ὑπεύθυνη συζήτηση πού θά γίνει στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν αὐτή συνέλθει. Ἡ ἀποτίμησή μας θά κινηθεῖ σέ δύο ἐπίπεδα. Τό πρῶτο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό τυπικό καί Κανονικό μέρος τῆς Συνόδου, ἐνῶ τό δεύτερο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό οὐσιαστικό μέρος της.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Θεσσαλονίκη 20/7/2016
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:
σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (19-26/7/2016)
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,
Σᾶς ἀποστέλλω, εὐλαβῶς, μιά περιεκτική ἀποτίμηση γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» καί Σᾶς παρακαλῶ, νά κάνετε τόν κόπο νά τήν μελετήσετε, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσε νά βοηθήσει, κάπως, στήν ὑπεύθυνη συζήτηση πού θά γίνει στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν αὐτή συνέλθει.
Ἡ ἀποτίμησή μας θά κινηθεῖ σέ δύο ἐπίπεδα. Τό πρῶτο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό τυπικό καί Κανονικό μέρος τῆς Συνόδου, ἐνῶ τό δεύτερο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό οὐσιαστικό μέρος της.
Ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική τυπικότητα καί Κανονικότητά της, ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» -θεολογικά κρινόμενη- δέν εἶναι «Ἁγία», κατά κυριολεξία. Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι», οὔτε τυπικῶς οὔτε οὐσιαστικῶς, ὅπως θά γίνει φανερό μέ ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια. Δέν εἶναι ὅμως καί «Μεγάλη», ὄχι μόνον ἐπειδή δέν ἦταν παροῦσες ὅλες οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀλλά κυρίως, γιατί ἦταν σέ αὐτήν πολύ μικρή καί ἐπιλεγμένη ἡ ἀντιπροσώπευσή τους ἀπό τούς κατά τόπους Ἀρχιερεῖς. Τό σημαντικότερο, ὅμως, ἐν προκειμένῳ εἶναι, ὅτι ἡ «Σύναξη» αὐτή τῶν Ἀρχιερέων δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ -μέ αὐστηρά θεολογικά κριτήρια- οὔτε κἄν ὡς μία Τοπική Σύνοδος. Πρόκειται, μᾶλλον, γιά μιά ἰδιότυπη, διηυρυμένη, «Προσυνοδική Διάσκεψη Ἀρχιερέων» μέ δέκα Προκαθημένους, ἤ γιά ἕνα «Συνέδριο» δέκα συγκεκριμένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἀντιπροσωπεύτηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους τους καί τό πολύ ἀπό 24 κατ’ ἐπιλογήν Ἀρχιερεῖς.
Εἴπαμε, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ «Διάσκεψη» ἤ τό «Συνέδριο» αὐτό δέν εἶναι κἄν μία Τοπική Σύνοδος, γιατί στήν Τοπική Σύνοδο συνέρχονται καί ψηφίζουν ὅλοι οἱ μετέχοντες σ’ αὐτήν Ἀρχιερεῖς. Στήν παροῦσα ὅμως «Διάσκεψη-Συνέδριο», σύμφωνα μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας της, ψῆφο εἶχαν μόνο οἱ παρόντες δέκα Προκαθήμενοι. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι πρωτοφανής στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία καί αὐθαίρετη καί δέν συνάδει καθόλου μέ τήν ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα πρακτική τῶν ἕως σήμερα Ὀρθοδόξων Συνόδων, οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν τήν ἁγιοπνευματική ἰσότητα ὅλων τῶν Ἀρχιερέων, πρᾶγμα πού ἐμφαίνεται στήν ἰσότιμη ψῆφο τους. Κανείς ἀπολύτως Ἐπίσκοπος –μηδέ τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου ἐξαιρουμένου– δέν εἶναι «ἄνευ ἴσων» συνεπισκόπων του. Αὐτό πού ἴσχυσε στήν παροῦσα «Διάσκεψη» παραπέμπει ἐμμέσως σέ μία σαφῆ μορφή Παπισμοῦ, ἔστω κι ἄν ἡ ψῆφος τῶν Προκαθημένων ἔχει συλλογικό χαρακτῆρα.
Κατά συνέπεια, οἱ ἀποφάσεις τῆς παραπάνω «Προσυνοδικῆς Διάσκεψης», ἤ τοῦ παραπάνω «Ἀρχιερατικοῦ Συνεδρίου», δέν ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα. Ἄρα καί καμμία ἰσχύ, ὄχι μόνο γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν στό «Ἀρχιερατικό» αὐτό «Συνέδριο» -ὅλως ἀθέσμως-, ἀφοῦ οἱ μετέχοντες Ἀρχιερεῖς δέν εἶχαν δικαίωμα ψήφου. Ἀλλά οἱ ἀποφάσεις εἶναι ἄκυρες καί γιά τόν πρόσθετο λόγο τῆς ἀρχῆς τῆς Ὁμοφωνίας, ἡ ὁποία παραβιάστηκε μέ τήν μή παρουσία τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας).
Ἐπιπροσθέτως οἱ ἀποφάσεις τῆς ἰδιόρρυθμης «Συνόδου» τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶναι δεσμευτικές γιά τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία καί γιά ἕναν πρόσθετο λόγο. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντί νά ὑποστηρίξει τήν ὁμόφωνη θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας στό Στ΄ Κείμενο, εἰσηγήθηκε ἄλλη θέση, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τίς ἐννέα ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Πρακτικῶς, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ θέση τοῦ Σώματος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἱεραρχίας δέν ἐκπροσωπήθηκε, ὁπότε μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Διάσκεψης», στό Στ΄ Κείμενο δέν ὑπῆρξε ὁμοφωνία. Ἄρα, τό Κείμενο εἶναι ἄκυρο.
Καί τώρα, ἡ ἀποτίμηση τοῦ οὐσιαστικοῦ μέρους τῆς ἰδιότυπης «Συνόδου». Κατ’ ἀρχήν, ὀφείλουμε νά ποῦμε γενικῶς, ὅτι στή λεγόμενη «Σύνοδο» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε μιά θεσμικοῦ χαρακτῆρα πνευματική ἔκπτωση ἀπό τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. [Λέμε, ὅτι ἐπιχειρήθηκε, ἐπειδή –μέ βάση ὅσα εἴπαμε νωρίτερα– δέν προσδίδουμε θεσμικό ρόλο στίς ἀποφάσεις τῆς παραπάνω «Ἀρχιερατικῆς Διασκέψεως»]. Στήν Κρήτη ὄχι μόνο δέν καταδικάσθηκε καμμία ἑτεροδοξία (αἵρεση), ἀλλά καί ἐπιχειρήθηκε μιά φοβερή, θεσμικῶς, ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μιά ἔκπτωση οὐσιαστικά ἀπό τόν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται γιά τήν ἔκπτωση ἀπό τήν δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ἑαυτήν.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὅμως, στή «Διάσκεψη» τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούςΜαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Ἀποτελεῖ πνευματική παραφροσύνη καί πνευματικό πραξικόπημα ἡ πράξη τῆς ἀπόπειρας γιά Συνοδική ἀπόφαση στό Κολυμπάρι πρός ἀναγνώριση ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτό, στήν πράξη, εἶναι συγκρητισμός καί Οἰκουμενισμός. Δέν κινήθηκε ὁ θυμός –τό ἔλλογο νεῦρο τῆς ψυχῆς- τῶν «Συνοδικῶν» Ἀρχιερέων πρός τούς νοητούς λύκους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπεναντίας, οἱ «λύκοι» ὀνομάστηκαν «πρόβατα» τῆς μίας καί μόνης λογικῆς ποίμνης, τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος συμπεραίνουμε, ὅτι στήν Κρήτη δέν ἔγινε ἡ ἀναμενόμενη ἀπό τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας «σύσκεψη» τῶν «Συνοδικῶν» Ἀρχιερέων μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε καί λειτούργησε ἡ «σφενδόνη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τήν ἐκ νέου καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Εἰδικότερα, γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, λεκτικῶς, ὁμολογήσαμε τήν πίστη μας στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρακτικῶς ὅμως ἀκυρώσαμε αὐτήν τήν πίστη, ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες, ὄχι μόνον αὐτούς, ἀλλά καί ἄλλες Χριστιανικές Κοινότητες, πού ἀντίκεινται στόν Ὅρο αὐτό, διά τοῦ filioque. Ὡς γνωστόν, ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως -ἀκόμη καί ἡ ἑρμηνευτικῶς σωστή- καταδικάζεται ἀπό ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους μετά τήν Γ΄ (συμπεριλαμβανομένης) καί ὅσοι τό κάνουν, ὁρίζεται νά καθαιροῦνται καί νά ἀφορίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Σαφῶς, λοιπόν, τό filioque, ὡς προσθήκη, καταδικάζεται -ἔμμεσα, αὐτομάτως καί ἑτεροχρονισμένα- ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς αἵρεση, ἀφοῦ ἐκπίπτουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσοι τό υἱοθετοῦν, ὡς προσθήκη, κατά τήν ἀπόφαση τῶν ἀνωτέρω Συνόδων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑτεροδοξία τοῦ filioque τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί ὅλων τῶν Προτεσταντῶν εἶναι κατεγνωσμένη αἵρεση.
Ἄλλωστε, ἡ προσθήκη τοῦ filioque καταδικάστηκε ἐπί Μεγάλου Φωτίου στήν Σύνοδο τοῦ 879/80 (Η΄ Οἰκουμενική), ὅπου μετεῖχε καί ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῶ καταδικάστηκαν καί ἄλλες κακοδοξίες τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ γιά τήν ταύτιση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Τριαδικό Θεό καί γιά τόν κτιστό χαρακτῆρα τῆς θείας Χάριτος, στίς Συνόδους τοῦ 1331 καί 1351. Ἀλλά καί ὁ Προτεσταντισμός καταδικάστηκε ἀπό σειρά Συνόδων στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή (1638, 1642, 1691).
Κατά συνέπεια, δέν εἶναι δυνατόν σέ ἕνα Συνοδικό δογματικοῦ χαρακτῆρα Κείμενο νά μήν ὑπάρχει θεολογική ἀκρίβεια καί οἱ ἑτερόδοξοι νά ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησίες. Αὐτό θά σήμαινε, ἤ ὅτι γίνεται συνειδητή ἔκπτωση στό ἐκκλησιολογικό δόγμα, ἤ ὅτι ὑπάρχει διγλωσσία, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Μέ τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου, πού χαρακτηρίζεται γιά τίς σκόπιμες ἀσάφειες καί ἰδιαίτερα γιά τίς θεολογικές ἀντιφάσεις του, ἡ «Ἀρχιερατική Διάσκεψη» στήν Κρήτη κατοχύρωσε θεσμικά τόν Οἰκουμενισμό, εἰσάγοντας ἔτσι καί προωθώντας τήν ἐκκλησιολογική σύγχυση στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ὑπενθυμίζω συγκεκριμένα τήν παράγραφο 16, ὅπου σημειώνονται τά ἑξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)... Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΚΕΚ), τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καί τό «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετά τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου».
Τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία», γιά τούς ἑτεροδόξους καί ἰδιαίτερα γιά τούς Προτεστάντες, συναντοῦμε κατά κόρον καί στίς παραγράφους 19 καί 21, στό ἴδιο Κείμενο. Ἡ παραπάνω διατύπωση σημαίνει, ὅτι ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συμφωνοῦμε πώς οἱ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοί συμβάλλουν σημαντικά στήν προώθηση τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀπό ἐδῶ πιστοποιεῖται, ὅτι, ὅσοι ψήφισαν καί ὅσοι ὑπέγραψαν αὐτό τό Κείμενο, δέν συνειδητοποίησαν σίγουρα, ὅτι «ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα», κατά τήν χαρισματική ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη. Ἡ θεμελιακή θέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ δογματικός πλουραλισμός. Αὐτό σημαίνει, πρακτικά, τήν δογματικά νομιμοποιημένη συνύπαρξη διαφορετικῶν δογματικῶς πίστεων. Ὅποιος ἀμφισβητεῖ τόν δογματικό αὐτό πλουραλισμό, χαρακτηρίζεται φανατικός καί φονταμενταλιστής. Παράλληλα, οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἐπιτρέπουν ἀξιολογικές κρίσεις γιά τήν ὀρθότητα, τήν ἀνωτερότητα ἤ τήν κατωτερότητα τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Στόν Οἰκουμενισμό ὅλοι χωροῦν. Γιατί ἡ ἑνότητα σ’ αὐτόν δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν ποικιλία τῶν διαφορετικῶν πίστεων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀπαράδεκτο ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη.
Ὡς δογματολόγος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχω τήν βαθύτατη πεποίθηση, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση, ἀλλά καί ἡ ἐπικινδυνότερη πολυαίρεση, πού ἐμφανίστηκε ποτέ στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιατί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐξαιτίας τοῦ συγκρητιστικοῦ χαρακτῆρα του, συνιστᾶ τήν πιό δόλια ἀμφισβήτηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν πιό σοβαρή νόθευσή της. Ἀμβλύνει σέ ἀπαράδεκτο βαθμό τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί δημιουργεῖ σύγχυση γύρω ἀπό τήν ταυτότητα τῆς Πίστεώς μας. Κενώνει πονηρά τήν ἀκεραιότητα τῆς σώζουσας Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας -πρᾶγμα πού ἔχει ὀλέθριες σωτηριολογικές συνέπειες- μέ τό νά θεωρεῖ ὅλες τίς θρησκευτικές πίστεις νόμιμες σωτηριολογικῶς, ὅταν ὑποστηρίζει, ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες καί ἑτερόθρησκες πίστεις εἶναι ὁδοί, πού ὁδηγοῦν στήν ἴδια σωτηρία.
Ἀλλά, μέ ὅσα ἀντιφατικά, ὡς πρός τήν Ἐκκλησιολογία, γράφονται στό Στ΄ Κείμενο, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί ἐμπαίζονται, ἀφοῦ στήν ἀρχή κατονομάζονται ὡς «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες», δηλαδή αἱρετικοί, καί στή συνέχεια ὀνομάζονται Ἐκκλησίες. Δέν ἐπιτρέπεται νά ὑποτιμοῦμε τή νοημοσύνη τους. Καταλαβαίνουν καλῶς, ὅτι δέν τούς ἀγαποῦμε ἀληθινά, γιατί δέν τούς λέμε τήν ἀλήθεια καθαρά. Τούς λέμε ψέματα, πώς εἶναι Ἐκκλησίες. Καί μέ τόν τρόπο αὐτό δέν τούς βοηθοῦμε, γιατί δέν τούς καλοῦμε σέ μετάνοια καί ἄρνηση τῶν δογματικῶν πλανῶν τους, ὥστε νά ἐνταχθοῦν στήν μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία, την Ὀρθόδοξη. Εὐτυχῶς, ἀρκετοί Ἀρχιερεῖς δέν ὑπέγραψαν αὐτό τό Κείμενο γιά δογματικούς λόγους.
Στό Κείμενο γιά «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ», δέν θά ἐπαναλάβω, ὅσα σχετικά ἔγραψα στήν πρώτη μου Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, στίς 3-2-2016, γιά νά μή Σᾶς κουράζω. Θά προσθέσω μόνο, ὅτι, ἐνῶ ὁ 72ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θέτει τίς ἐκκλησιολογικές–δογματικές προϋποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἡ ἀπόφαση τῆς «Διασκέψεως» τῶν Ἀρχιερέων στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης -ὅλως ἀντι-Κανονικῶς καί ἀναρμοδίως- δίνει την δυνατότητα στίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νά ἀποκλίνουν ἀπό τήν περί τῶν μυστηρίων δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ προταθεῖσα εἰσήγηση τῶν μικτῶν γάμων ὡς οἰκονομία -πέρα ἀπό τήν ἀντικανονικότητα καί τήν παρανομία της, ἀλλά καί τό ὀξύμωρο τῆς σχετικοποιήσεως ἑνός Κανόνα (72) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Πενθέκτης) ἀπό ἥσσονα «Σύνοδο», στήν ὁποία παραπέμπει τό θέμα- εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη, ἐκκλησιολογικῶς. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνιστᾶται αὐστηρῶς ἀπό τόν 72ο Κανόνα ἡ ἀκύρωση καί ἡ διάλυση αὐτοῦ τοῦ γάμου, ὡς παράνομη ἐκκλησιολογικῶς συμβίωση. Ἡ περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση τοῦ Κανόνα, δέν ἀφήνει καθόλου περιθώρια γιά ὁποιαδήποτε οἰκονομία. «Οὐ γάρ χρή τά ἄμικτα μιγνῦναι», σημειώνει ὁ Κανόνας, «οὐδέ τῷ προβάτῳ τόν λύκον συμπλέκεσθαι, καί τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τόν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δε παραβῇ τις τά παρ’ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δέν εἰσηγεῖται, δηλαδή, ὁ 72ος Κανόνας οἰκονομία, ἀλλά ἐφιστᾶ τήν προσοχή γιά τήν σοβαρότατη παρανομία. Ἡ παρέκκλιση ἀπό τόν συγκεκριμένο Κανόνα συνιστᾶ σοβαρότατη Κανονική παρανομία καί «παραοικονομία», πού ἔχει, ἐπίσης, σοβαρότατες ἐκκλησιολογικές συνέπειες, ἀφοῦ ἀναμειγνύει τά ἄμικτα σέ «ἄμικτη μίξη», «συμπλέκει» ἐκκλησιολογικῶς τό «πρόβατο» μέ τόν «λύκο» καί τήν «μερίδα» τοῦ Χριστοῦ μέ τόν «κλῆρο» τῶν ἁμαρτωλῶν. Τέτοια, ὅμως, μίξη εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητη καί θεολογικῶς καί πνευματικῶς ἀπαράδεκτη.
Στό Κείμενο: «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον», δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἐπιχειρεῖται ὁ ἐγκιβωτισμός Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἐνίοτε καί ἑτεροθρήσκων. Τοῦτο εἶναι ἐμφανές, ὅταν τά σχετιζόμενα μέ τήν εἰρήνη, ἡ ὁποία βιώνεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγονται ἀπροϋπόθετα καί γιά τούς ἐκτός αὐτῆς. Αὐτό, ὅμως, κενώνει στήν πράξη τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ἐνόσῳ ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ, ὅτι ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἄκτιστη ἐνέργειά Του, μπορεῖ νά κατορθώνεται καί νά οἰκειώνεται καί ἐκτός αὐτῆς ἀπό ἑτεροδόξους, ἑτεροθρήσκους καί ἀνθρώπους ἁπλῶς «καλῆς θελήσεως», ἐνδεχομένως τότε καί ἀπό ἀθέους. Αὐτό ὄχι μόνο μαρτυρία δέν συνιστᾶ, ἀλλά προκαλεῖ καί σύγχυση ἀνάμεσα στούς πιστούς γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δεδωρημένης σ΄ αὐτήν «ἄνωθεν εἰρήνης».
Ὡς πρός τό ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι μέ τήν ἐν λόγῳ «Ἀρχιερατική Διάσκεψη» ἐπιχειρήθηκε ἡ ἀντικανονική -ἔστω καί πρόσκαιρη- λύση τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο δέν θεραπεύουν, ἀλλά διαιωνίζουν τόν ἤδη συνοδικῶς καταδικασμένο ἐθνοφυλετισμό (1872).
Μετά τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐκδόθηκε ἡ «Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Κρήτη, 2016), ἡ ὁποία παρουσιάζει θεολογικές ἀντιφάσεις. Γι’ αὐτό καί θά ἀναφερθοῦμε ἐπιγραμματικά σ’ αὐτές. Συγκεκριμένα, στήν δεύτερη παράγραφο σημειώνεται τό ἑξῆς: «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν θεάνθρωπον Χριστόν...». Ἐδῶ, γεννᾶται εὔλογα τό λογικό καί θεολογικό ἐρώτημα: Πῶς «ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν θεάνθρωπον Χριστόν», ὅταν αὐτή ἀναγνωρίζει τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες, τούς Ἀντιχαλκηδονίους καί τούς Μονοθελῆτες ὡς Ἐκκλησίες, ἐνόσῳ αὐτοί ἔχουν καταδικασμένη ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους Χριστολογία;
Στήν τρίτη παράγραφο μνημονεύονται Σύνοδοι καθολικοῦ «κύρους», ὅπως εἶναι ἡ ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1484, μέ τήν ὁποία ἀποκηρύσσεται ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας. Ἀκόμη καί οἱ Σύνοδοι, πού ἀποκηρύσσουν τίς Προτεσταντικές δοξασίες. Πῶς συμβιβάζονται, ὅμως, ὅλα αὐτά μέ τήν ἀναγνώριση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν ὡς Ἐκκλησιῶν;
Στήν παράγραφο 20 σημειώνονται τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι ἐλειτούργησαν ὡς εὐκαιρία διά τήν Ὀρθοδοξίαν, διά νά ἀναδείξῃ τό σέβας πρός τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων καί διά νά δώσῃ ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς γνησίας παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγώμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας...». Ἡ δήλωση αὐτή, ὅμως, διαψεύδεται ἀπό τά κοινά Κείμενα, τά ὁποῖα ὑπεγράφησαν καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως εἶναι τοῦ Balamand, τοῦ Porto Alegre, τῆς Ραβέννας καί τοῦ Pussan. Καί ἡ Συνοδική Ἐγκύκλιος κατακλείεται ὡς ἐξῆς: «Ταῦτα ἀπευθύνονται ἐν συνόδῳ πρός τά ἐν τῷ κόσμῳ τέκνα τῆς ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί πρός τήν οἰκουμένην πᾶσαν, ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι πρός διαφύλαξιν τῆς πατροπαραδότου πίστεως». Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι» δέν ἀναγνώρισε ποτέ στό παρελθόν, ὡς Ἐκκλησία, τούς αἱρετικούς, ὅπως ἐπιχείρησε νά κάνει ἡ ἐν λόγῳ «Συνέλευση τῶν Ἀρχιερέων» στήν Κρήτη.
Ὡς πρός τό «Μήνυμα» τῆς «Ἀρχιερατικῆς Διασκέψεως», αὐτό συνοψίζει τίς ληφθεῖσες ἀποφάσεις καί παράλληλα προκαλεῖ τή νοημοσύνη τῶν ἐνημερωμένων πιστῶν. Συγκεκριμένα, στήν πρώτη παράγραφο τοῦ «Μηνύματος»σημειώνονται τά ἑξῆς: «Βασική προτεραιότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπῆρξε ἡ διακήρυξη τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στηριγμένη στή θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀποστολική διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ὑφισταμένη ἑνότητα εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύεται καί νά φέρει νέους καρπούς». Τό εὔλογο ἐρώτημα τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ «Μηνύματος» αὐτοῦ εἶναι: Πῶς διακηρύσσεται ἔτσι πανηγυρικά ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν εἶναι γνωστό, ὅτι σ’ αὐτήν τήν «Σύναξη» δέν παραβρέθηκαν τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού ἀντιπροσωπεύουν συντριπτικά περισσότερους πιστούς, ἀπ’ ὅσους ἀντιπροσωπεύτηκαν ἀπό τούς δέκα Προκαθημένους, πού συμμετεῖχαν σ’ αὐτήν; Καί πῶς γίνεται μέ τόση ἄνεση ἡ ἀναφορά στή Θεία Εὐχαριστία, ὡς θεμέλιο τῆς ἑνότητας, τή στιγμή πού ὑφίσταται ἡ διακοπή τῆς διαμυστηριακῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στά δύο πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀντιοχείας; Καί στήν ἴδια παράγραφο σημειώνεται: «Ἡ Συνοδικότητα διαπνέει τήν ὀργάνωση, τόν τρόπο πού λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις καί καθορίζεται ἡ πορεία της». Ὑπάρχει, ὅμως, κάποια μαρτυρία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπου οἱ ἀποφάσεις νά λαμβάνονται μόνον ἀπό τούς Προκαθημένους καί χωρίς τήν ψῆφο τῶν συμμετεχόντων Ἀρχιερέων;
Στήν τρίτη παράγραφο γίνεται λόγος γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους καί σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Οἱ διάλογοι, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν σημαίνει ποτέ συμβιβασμό σέ ζητήματα Πίστεως». Ἐδῶ, ὑπενθυμίζουμε ἐνδεικτικά καί πάλι τά Κείμενα τοῦ Balamand, τοῦ Porto Alegre, τῆς Ραβέννας, τοῦ Pussan, τά ὁποῖα ἔχουν σοβαρές ἐκκλησιολογικές αἱρέσεις.
Ὅλα τά παραπάνω λέγονται μέ ἔμπονη ἀγάπη καί σεβασμό στήν Ἀρχιερωσύνη Σας, χωρίς καμμία ἄλλη ἐπιδίωξη, παρά μόνο, ἐπειδή θέλουμε νά μένουμε πάντοτε, ὡς ζῶντα μέλη, στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία Του.
Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε αυτή την ονομασθείσα Μεγάλη Σύνοδο που διέψευσε πολλές ελπίδες και απεδείχθη όχι μόνο Μικρή αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρετικά επικίνδυνη. Μέσα σε αυτές τις δυσάρεστες εκπλήξεις είναι και η εισήγηση του Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλυρίας κ. Νικηφόρου στην Αγία Σύνοδο, σχετικά με το Μυστήριο του Γάμου και τα Κωλύματα Αυτού.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στο θέμα του ορθόδοξου χριστιανικού γάμου δημιουργούν μια πλήρη ανατροπή της υπερδισχιλιετούς κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Αλλά και η σιωπηρή παραδρομή πληθώρας αντικανονικών πρακτικών που έχουν παραμορφώσει το μυστήριο του γάμου σήμερα καθιστούν την Εισήγηση αυτή ιδιαίτερα προβληματική.
Ειδικώτερα:
1.Επί όσων προτάθηκαν.
Α. Μεθοδολογικοί κίνδυνοι.
Πριν δούμε τις προτάσεις και την επιχειρηματολογία που στηρίζεται δήθεν στους Ιερούς Κανόνες πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει κατά γράμμα ή κατά πνεύμα προσέγγιση των ιερών κειμένων, αγίας Γραφής, ιερών Κανόνων, λόγων Πατέρων κλπ. Η επί συγκεκριμένω σκοπώ συρραφή ιερών ενταλμάτων όχι μόνον δεν αποδίδει το πνεύμα αλλά οδηγεί και σε παράλογα συμπεράσματα, όπως π.χ. αν απομονώσουμε την φράση του Ευαγγελίου «και απελθών απήγξατο» και την συνδυάσουμε με την άλλη επίσης φράση «πορεύου και σύ ποίει ομοίως» καταλήγουμε σε ένα χαρακτηριστικά παρανοϊκό παράγγελμα. Στην εισήγηση υπάρχουν τέτοιοι λανθασμένοι συνδυασμοί ιερών Κανόνων, όχι όμως τόσο προφανείς ώστε να γίνονται εύκολα αντιληπτοί..
Β. Η θεματολογία.
Αν και αναγνωρίζει η Εισήγηση αρχικά ότι «Τό θέμα τό ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ στήν παροῦσα συνεδρία ἔχει πρώτιστα ποιμαντικό ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνο γιατί στό Οἰκογενειακό Δίκαιο τῶν κρατῶν τοῦ λεγομένου Δυτικοῦ κόσμου συντελοῦνται ἐσχάτως ραγδαῖες μεταβολές, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες ἀντίκεινται στή σχετική χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί γιατί γενικότερα τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης ἀπειλεῖ, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τή σταθερότητα τοῦ γάμου καί τή συνοχή τῆς οἰκογένειας» εντούτοις στη συνέχεια συγκατατίθεται σε πρακτικές που εκφράζουν το «πνεύμα της εκκοσμίκευσης» και ευθύς αμέσως σπεύδει να πανηγυρίσει ότι « Ἐπιτέλους ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐξέλθουμε ἀπό τήν αὐτοάνοσο ἐσωστρέφεια .. και νά ἀντιμετωπίσουμε μέ ἀποφασιστικότητα καί ρεαλισμό χρονίζοντα προβλήματα, καί ταυτόχρονα νά θέσουμε ἀρχές γιά τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας».Ποιά είναι η εσωστρέφεια και ποια τα χρονίζοντα προβλήματα και ποιές οι καινούργες «Αρχές» που δεν είχε μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Πίστη; Ας δούμε ποια θεωρεί προβλήματα η περιώνυμη εισήγηση.
Β α. Τα κωλύματα του γάμου. Προκειμένου να στηρίξει μια αλλαγή στα κωλύματα του γάμου χρησιμοποιεί τα ακόλουθα επιχειρήματα:
• Οἱ Συνοδοί καί οἱ κανονολόγοι πατέρες δέν ἀποφάνθησαν συστηματικά καί συνολικά περί τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καθ’ ὅσον οἱ σχετικοί κανόνες θεσπίστηκαν, σέ τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο, κυρίως μέ ἀφορμή τήν ἀντιμετώπιση συγκυριακῶν ζητημάτων, τά ὁποῖα παραπέμπονταν εἴτε πρός συνοδική διαβούλευση εἴτε πρός διατύπωση λύσεων ἀπό ἔγκριτους περί τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς ἐπισκόπους.
• Τό νομικό περιβάλλον τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας εὐνοοῦσε τότε τόν κανονικό νομοθέτη νά διατυπώνει τίς ἀρχές τῆς κανονικῆς διδασκαλίας, τίς περισσότερες φορές σέ συνάρτηση πρός τόν πολιτικό νομοθέτη. Ἔτσι, οἱ ἀμφίδρομες ἐπιδράσεις καθίσταντο γόνιμες καί ἐπιθυμητές. Οἱ νόμοι τῶν αὐτοκρατόρων καί οἱ ἱεροί κανόνες διαμόρφωναν ἀπό κοινοῦ τό χριστιανικό δίκαιο τοῦ γάμου.
• Σήμερα, ὅμως, εἶναι γνωστό ὅτι τό περιρρέον πνεῦμα τοῦ πολιτικοῦ νομοθέτη ἀνέτρεψε τά παραδεδομένα καί ἐν πολλοῖς υἱοθέτησε ἀρχές, πού ἀντιβαίνουν πρός τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, τό κοσμικό δίκαιο εἶναι ἀπρόσφορο γιά σύζευξη μέ τό κανονικό. Ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξακτινώνεται πλέον σέ ὅλη τήν ὑφήλιο, ὀφείλουμε νά ἀποφασίσουμε μέ ποιμαντικό ρεαλισμό, χωρίς νά ἀγνοοῦμε καί τό ἰσχῦον Οἰκογενειακό Δίκαιο τῶν κρατῶν, ὅπου διαβιοῦν τά μέλη της, ὑπό τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι δέν θά ἀναιροῦνται οἱ ἀρχές πού ἔθεσε ὁ κανονικός νομοθέτης.
Εδώ τώρα τίθεται ένα μεγάλο ερώτημα: Ποίες είναι οι αρχές που έθεσε ο κανονικός νομοθέτης που πρέπει να σεβαστούμε; Αντί άλλης εξηγήσεως η εισήγηση αποφαίνεται με πλήθος γενικοτήτων και με μεγαλοστομίες όπως «Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πλέον, ἅγιοι Ἀδελφοί, νά λαμβάνουμε ὑπόψη τά νέα δεδομένα καί κυρίως νά ἀντιλαμβανόμαστε, ποιά ἀπόφαση εἶναι ποιμαντικά πρόσφορη. Δέν μπορεῖ καμιά Ἐκκλησία νά ἐπιβληθεῖ σέ ἄλλη, ἀγνοώντας τίς ἰδιαιτερότητες τῶν σέ κάθε τόπο ποιμαντικῶν ἀναγκῶν.
Ἡ κάθε μία Ἐκκλησία, σέ ἐπιμέρους θέματα, θά πρέπει νά ἔχει τήν ἐλευθερία νά ἐνεργεῖ αὐτόνομα κατά τέτοιο τρόπο πού νά προάγεται πνευματικά τό ποίμνιό της. Ἄν δεσμεύσει μία Ἐκκλησία τήν ἄλλη, μέ βάση τίς ἰδιαιτερότητες πού συντρέχουν σέ αὐτήν, θά προκληθοῦν μεγαλύτερα προβλήματα.» Πουθενά δεν αναφέρεται κάποια γενική αρχή που έθεσε ο Κανονικός Νομοθέτης στο θέμα των κωλυμάτων του Γάμου. Αυτό γίνεται εσκεμμένα για να καταλήξει η εισήγηση στο συμπέρασμα ότι « Ὡς πρός τούς βαθμούς τῶν διαφόρων μορφῶν συγγενείας, τούς καθοριζόμενους ἀπό τούς ἱερούς κανόνες, σέ ἁρμονία καί πρός τούς νόμους τῶν αὐτοκρατόρων, στή διαχρονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς διεύρυνσης αὐτῶν, ἰδίως ἀπό τῆς Εἰκονομαχίας καί ἐντεῦθεν, καί ἐν τέλει στίς μέρες μας τῆς παλινδρομίας». Αυτή η διαπιστούμενη παλινδρομία από πιο κανονικό κείμενο προκύπτει; Παραβάσεις των Ι. Κανόνων γίνονται στην πράξη αλλά αυτό δεν έχει θεσμικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελέσει καλό προηγούμενο και παράδειγμα. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Η Εικονομαχία και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας έχουν σφραγίσει βαθιά την όλη Ορθόδοξη πνευματικότητα. Όχι μόνον γιατί ανανέωσε το Ορθόδοξο φρόνημα, όχι μόνον γιατί με την δυναμική της μετέστρεψε στον χριστιανισμό Ρώσους, Σλάβους, Βούλγαρους, ορισμένους Τούρκους κα. αλλά γιατί κυρίως όλο το λειτουργικό τυπικό και η ορθόδοξη πνευματικότητα, που σήμερα υπάρχει, έκτοτε έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτη.
Και συνεχίζει η Εισήγηση: «Ἡ ἔκταση τῶν βαθμῶν συγγένειας συνήθως προέκυπτε, ὕστερα ἀπό ἀποφάσεις ἐλασσόνων, σέ σχέση πρός τίς Οἰκουμενικές, συνοδικῶν ὀργάνων, εἴτε ἀκόμα καί ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα Πατριαρχῶν, χωρίς ὅμως νά τίθεται θέμα ἀθετήσεως τῶν κανονικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.» Δηλαδή θεωρεί η Εισήγηση ότι δεν είναι απόλυτα δεσμευτικά αυτά τα κείμενα που η επί εκατονταετίες η συνείδηση της Εκκλησίας τα θεώρησε ισόκυρα των Οικουμενικών Συνόδων; Θα συμπορευτούμε με το σχολαστικισμό της Δύσης και την αποδόμηση της Ι. Παράδοσης;
Διαπιστώνει ακόμη η Εισήγηση ότι «Ἡ πρός τό αὐστηρότερο ροπή δέν δημιουργοῦσε ποτέ θέμα ἀντικανονικότητος, ἐνῶ ἡ πρός τό ἐπιεικέστερο ροπή πάντοτε δημιουργοῦσε θέμα». Να λοιπόν μια γενική αρχή του κανονικού νομοθέτη! Η τάση μείζονος αυστηρότητας στα κωλύματα του γάμου με την πάροδο των ετών. Και βέβαια αυτό έχει να κάνει με την συνεχώς διευρυνόμενη δυνατότητα επιλογής λόγω βελτιώσεως των μέσων μεταφοράς και επικοινωνιών των λαών, που έσπαζε συνεχώς τις κλειστές κοινωνίες αλλά και με την περαιτέρω διάδοση του Ευαγγελίου και την αλλαγή των ηθών των ανθρώπων προς το ασκητικότερον. Αντί όμως η Εισήγηση να βγάλει αυτό το συμπέρασμα αποφαίνεται ότι « ὅσο οἱ βαθμοί διευρύνονταν, τόσο περιοριζόταν ἡ δυνατότητα συνάψεως ἀκωλύτου γάμου, ἰδίως στίς κλειστές τοπικές κοινωνίες. Ἔτσι ἡ διεύρυνση τῶν κωλυμάτων συνετέλεσε στήν ἀνάπτυξη τοῦ φαινομένου τῆς παλλακείας». Το πανάρχαιο φαινόμενο της παλλακείας το έλυσε η Εισήγηση τόσο απλά. Φταίει η διεύρυνση των κωλυμάτων, λέει. Μπράβο! Όσο για τις κλειστές κοινωνίες που αναφέρει δεν απασχολούν κανένα σήμερα και μόνο ενδεχομένως ιστορική αξία θα είχε μια τέτοια παρατήρηση. Το ζήτημα είναι τι δέον γενέσθαι σήμερα, που όλοι ανήκουμε σε ένα «πλανητικό χωριό» και οι γάμοι κλείνονται συχνά μέσω facebook και internet ,με άπειρες δυνατότητες επιλογής χωρίς κωλύματα συγγενείας ή και εθνικότητας ακόμη.
Στη συνέχεια η Εισήγηση επιχειρεί και μια «αφελή απάτη». Επικαλούμενη τό σχετικό κείμενο τῆς Β’ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης (Γενεύη 1982), θά αναφέρει δύο παραδείγματα.
"Το ένα είναι ο κανόνας 54 τῆς Πενθέκτης που ὁρίζεται τό κώλυμα τοῦ τετάρτου βαθμοῦ συγγενείας ἐξ αἵματος, ἐνῶ ἀργότερα στόν τόμο τοῦ Πατριάρχη Σισινίου Β’ ὁρίζεται ὁ ἕκτος βαθμός συγγενείας ἐξ αἵματος, καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα κωλύεται καί ὁ ἕβδομος, χωρίς βεβαίως νά προηγηθεῖ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση μείζοντος συνοδικοῦ ὀργάνου γιά τήν ἀναθεώρηση τῆς κανονικῆς ἀποφάσεως τῆς Πενθέκτης.
Και το άλλο ὁ κανόνας 53 τῆς ἴδιας Συνόδου, τῆς Πενθέκτης, πού ἀναφέρεται στήν πνευματική συγγένεια. Ἡ Πενθέκτη ἀπαγόρευσε τόν γάμο μεταξύ τοῦ ἀναδόχου καί τῆς ἀναδεκτῆς ἤ τῆς μητέρας τῆς ἀναδεκτῆς.
Ὅμως ἡ εἰσαγωγική πρόταση τοῦ κανόνα ὅτι: «μείζων ἡ κατά τό πνεῦμα οἰκειότης τῆς τῶν σωμάτων συναφείας», ἔγινε ἡ αἰτία νά ἐπεκταθεῖ τό κώλυμα τῆς πνευματικῆς συγγένειας, ὑπερβαίνοντας τόν ἀντίστοιχο κωλυόμενο βαθμό τῆς συγγενείας ἐξ αἵματος. Έφθασε, δηλαδή, τό κώλυμα τῆς πνευματικῆς συγγένειας μέχρι καί τοῦ ἑβδόμου καί κάποιες φορές τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ."
Με όλα αυτά τα παραδείγματα βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι έχουμε συνεχή επέκταση κατά την διαδρομή του χρόνου των κωλυμάτων γάμου για λόγους φυσικής ή πνευματικής συγγένειας. Αλλά έδώ η Εισήγηση … παρακάμπτει τη λογική. Συμπεραίνει ότι η Εκκλησία τώρα ξαφνικά έχει το δικαίωμα όχι μόνον να διευρύνει αλλά και να … «περιστείλει» τα κωλύματα του γάμου αναλόγως των περιστάσεων. Αυτό το ονομάζει «ελαστικότητα» και το στηρίζει στους πιο πάνω κανόνες, που βέβαια λένε τα αντίθετα. Το θεωρεί μάλιστα αυτό σαν τη «λυδία λίθο» που θα λύσει το θέμα της πολυγαμίας στην Ιεραποστολή. Δεν μας εξηγεί όμως περαιτέρω αν αυτό σημαίνει ανοχή της πολυγαμίας και μετά την βάπτιση των εκεί πιστών .
Στη συνέχεια επικαλούμενη η Εισήγηση το «πολιτισμικό περιβάλλον» του Πατριαρχείου Αντιοχείας, καθώς και Αλεξανδρείας- Ιεροσολύμων, θεωρεί ακόμη αναγκαίο να επιτραπεί γιαυτούς ο γάμος μεταξύ προσώπων τετάρτου βαθμού (πρώτα ξαδέλφια) λησμονεί όμως το γεγονός ότι όλα αυτά τα ήθη που έφερε ο χριστιανισμός στον κόσμο αναπτύχθηκαν και επικράτησαν σε ένα αφιλόξενο και πολλές φορές εχθρικό «πολιτισμικό περιβάλλον». Δεν έχουμε υποχρέωση να αλλάξουμε την πίστη μας χάριν του κόσμου αλλά να αλλάξουμε τον κόσμο χάριν του Χριστού.
2. Επί όσων αποσιωπήθησαν
Α. Εδώ τώρα ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο παραλείψεων σημαντικών κανονικών ζητημάτων που η Εισήγηση παρακάμπτει. Ξεκινάει με μια διαπίστωση κοινωνιολογικού περιεχομένου « Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τῆς διαφορᾶς πνεύματος ἀνάμεσα στίς Ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ὑπῆρχε ὁ τύπος τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου καί σέ ἐκεῖνες πού μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ὁ τύπος τοῦ ὑποχρεωτικοῦ θρησκευτικοῦ γάμου.
Οἱ πρῶτες πολύ πιό εὔκολα δέχονται, ὅτι οἱ μικτοί γάμοι πρέπει νά συνάπτονται ἐνώπιον τῶν ἁρμόδιων πολιτικῶν ὀργάνων, ἐνῶ οἱ δεύτερες θεωροῦν τή θέση αὐτή ἀδιανόητη καί ὑποστηρίζουν τή σύναψη γάμου μέ ἱερολογία». Αν κατανοούμε καλά την προτεινόμενη άποψη, εδώ δεν μιλάμε για μυστήριο του γάμου αλλά για πλήρη αποδοχή της θρησκευτικής διάσπασης της οικογένειας. Την αναγνώριση του πολιτικού γάμου ως αδιάφορου γεγονότος για την Εκκλησία. Τα μέλη της κατά μία νέα εκκλησιολογία (περίπου Προτεσταντική) μπορούν να είναι μέλη Χριστού απορρίπτοντας στην πράξη το μέγα μυστήριο του θρησκευτικού Γάμου, ως μη αναγκαίο.
Β. Στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν μερικά όντως αγκανθώδη προβλήματα αλλά με αδόκιμο τρόπο. Ξεκινώντας από την διαπίστωση ότι «Παράλληλα, δέν εἶναι ἀκόμα σαφές στίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἄν πρέπει νά προσμετροῦνται οἱ πολιτικοί γάμοι. Σέ ὅσες Ἐκκλησίες προσμετρᾶται, ἐνίοτε παρουσιάζονται ποιμαντικά προβλήματα.
Πρόσωπο π.χ. τό ὁποῖο ἔζησε ἐκκοσμικευμένα καί σύναψε τρεῖς πολιτικούς γάμους, ὅταν στή συνέχεια μετανοήσει καί θέλει νά ζήσει μέ συνέπεια τήν ἐκκλησιαστική ζωή, δέν μπορεῖ νά συνάψει ἐκκλησιαστικό γάμο, γιατί θεωρεῖται τέταρτος» για να καταλήξει στην περίεργη πρόταση:«Τά παραπάνω παραδείγματα θέτουν ἐπιτακτικά τήν ἀνάγκη νά δοθεῖ περισσότερη ἐλευθερία στίς τοπικές Ἐκκλησίες νά διαρρυθμίζουν, κατά τήν ποιμαντική δεοντολογία καί κατά περίπτωση, αὐτά τά θέματα. Αὐτές ἐξάλλου γνωρίζουν καλύτερα τό περιβάλλον τους»
Ας ξεκινήσουμε από την τοποθέτηση αυτή για να καταλάβουμε το παράλογον της προτάσεως. Ας υποθέσουμε ότι κάθε Επίσκοπος, Μητροπολίτης ή Πατριάρχης καθιερώνει, με τις ευλογίες μιάς Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου, το δικό του Κανονικό Δίκαιο του Γάμου. Κάποιος δεν προσμετρά τους πολιτικούς γάμους και ακόμη δέχεται τέταρτο θρησκευτικό γάμο. Άλλος τους προσμετρά και δεν δέχεται τέταρτο θρησκευτικό κτλ. Αν τώρα μια νύφη που έκανε καμμιά 10ριά πολιτικούς γάμους και 2-3 θρησκευτικούς θελήσει να κάνει τη «φιέστα» ενός 4ου θρησκευτικού και 14ου γενικώς γάμου, όχι στην περιοχή που μένει ο αυστηρός Επίσκοπος αλλά στον χαλαρό ή με πρόσωπο που ζει στην βολική εκκλησιαστική περιοχή ποιος θα της το απαγορεύσει; Ξέρετε τι ωραίος «εκκλησιολογικός» παράδεισος θα γίνει εκεί; Θα μπορούν όσοι στην πατρίδα τους δεν τους επιτρέπουν οι εκκλησιαστικές αρχές κάποιο γάμο γιατί αντιβαίνει στους Ι. Κανόνες να πάνε εκεί που υπάρχει… άλλος Χριστός.
Όσον αφορά δε τον αριθμό των γάμων πολιτικών ή θρησκευτικών από μόνο απλή ανάγνωση των Ι. Κανόνων κατανοούμε ότι ένα και μοναδικό γάμο δέχεται η Εκκλησία του Χριστού. Όπως ένας είναι ο Χριστός και μία η Εκκλησία και νύμφη Του. Όλα τα άλλα είναι περιστολή της ανοιχτής πορνείας , που καθιερώθηκαν «για την σκληροκαρδία» των ανθρώπων, όπως είπε ο Χριστός.
Αν κάποτε, που οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και η επικοινωνία μεταξύ απομεμακρυσμένων λαών δύσκολη και για το λόγο αυτό , οι Κανόνες αναγνώριζαν κάποια μικρή ελαστικότητα και οικονομία σε κάποια περιοχή σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σε μια Παγκοσμιοποιημένη κοινωνία δεν μπορούμε να διαφοροποιούμαι τις υποχρεώσεις των πιστών κατά Εκκλησίες και Κράτη. Άλλωστε ο Χριστός είναι ο Αυτός και χθές και σήμερον και εις τους αιώνας. Ο ίδιος για όλους. Πάντα ο ίδιος.
Γ. Δεν αντιμετωπίζει η Εισήγηση το προσβλητικό για τον θρησκευτικό γάμο γεγονός ότι στα περισσότερα Κράτη ο δικαστής λύνει και το θρησκευτικό γάμο σε περίπτωση διαζυγίου και ο Επίσκοπος τρέχει μετά να λύσει και αυτός «πνευματικά» το γάμο χωρίς ούτε να ενημερωθεί προηγουμένως και να σχηματίσει γνώμη, αν πρέπει να προβεί σε αυτή την ενέργεια,ούτε να μπορεί να αρνηθεί μετά. Υπογράφουν έτσι οι Επίσκοποι – που κατά τα άλλα στην Εισήγηση παρουσιάζονται ως παντοδύναμοι εκφραστές του θείου θελήματος- παράνομα και αντικανονικά διαζύγια … «χωρίς να βγάλουν άχνα».
Από εδώ και εμπρός ο «χορός καλά κρατεί». Δηλαδή: Ενώ σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες δεν λύεται ο γάμος παρά μόνον αν υπάρχει υπαιτιότητα από τον ένα των συζύγων και την υπαιτιότητα την επικαλείται ο αναίτιος σύζυγος η εμπλοκή της κοσμικής δικαιοσύνης ανατρέπει αυτή την βασική αρχή. Ο κοσμικός νομοθέτης συνήθως επιτρέπει την λύση του γάμου και κατόπιν αιτήσεως του υπαιτίου συζύγου και χωρίς ακόμη να διαπιστώσει υπαιτιότητα αλλά μόνον μια αναίτια «ισχυρή διαταραχή της έγγαμης συμβίωσης». Δίνει πανηγυρικά το διαζύγιο στον υπαίτιο. Υπόγραψε λοιπόν Δεσπότη και …σιωπή!
Ενός κακού μύρια έπονται! Τι γίνεται μετά, όταν ο υπαίτιος της λύσεως του γάμου θελήσει να ξαναπαντρευτεί με θρησκευτικό γάμο ως πιστός χριστιανός και μια και δυό φορές; Με τη γυναίκα μάλιστα που του διέλυσε το προηγούμενο θρησκευτικό γάμο. Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της κανονικότητας Επίσκοπος θα δώσει βέβαια την άδεια σε πείσμα όσων είπε ο Χριστός στο Ευαγγέλιο και σε όσα οι Απόστολοι και Θεοφόροι Πατέρες διατύπωσαν σε Οικουμενικές Συνόδους.
Αυτά και πολλά άλλα ( όπως ο εξευτελισμός των δύο μυστηρίων γάμου και βαπτίσεως τέκνου μαζί, ο θρησκευτικός γάμος σαν φολκλορικό γεγονός μετά τον πολιτικό, τα επιτίμια για αυτές τις αντικανονικότητες κλπ) είναι τα θέματα που περιμέναμε να λύσει μια Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Με ανατριχίλα τέλος διαβάζουμε ότι « ζῶσα Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν ἀποφασιστικότητα νά ἀντιμετωπίζει καί τίς δύσκολες περιπτώσεις», Αυτό το «ζώσα Εκκλησία» μας θυμίζει την ονομασία που δόθηκε από τους Μπολσεβίκους στη διορισμένη από το Κομμουνιστικό Κόμμα κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης Εκκλησία της Ρωσίας.
Πάρα πολλά μπορεί να παρατηρήσει κανείς στην τόσο προβληματική Εισήγηση που υπερβαίνουν το σκοπό του παρόντος σημειώματος. Θα σταματήσουμε εδώ και θα επανέλθουμε με νεότερο σημείωμα για να δούμε το έτι περισσότερο επικίνδυνο ζήτημα του Γάμου των Κληρικών που θέτει η περιώνυμη Εισήγηση.
Πηγή: Νομοκανών

Στοιχεία σοκ για το πραγματικό κόστος του Brain drain από την Ελλάδα φέρνει στο φως της δημοσιότητας η έρευνα του μη κερδοσκοπικού οργανισμού στήριξης της επιχειρηματικότητας, Endeavor Greece.
Στην επίμαχη έρευνα καταγράφεται η προστιθέμενη αξία και τα φορολογικά έσοδα που δημιουργούν στις χώρες υποδοχής οι Έλληνες που έφυγαν για το εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης (2008-2016). Σύμφωνα με στοιχεία από τις χώρες υποδοχής και εγχώριες έρευνες, η εκτιμώμενη φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου από τον Ιανουάριο 2008 μέχρι σήμερα είναι μεταξύ 350.000 (εκτίμηση Endeavor) και 427.000 (εκτίμηση ΤτΕ). Βάσει υπολογισμών την Endeavor, οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως ανώτερης/ανώτατης εκπαίδευσης, συνεισφέρουν ετησίως €12,9 δισ. στο ΑΕΠ των χωρών υποδοχής (κυρίως Γερμανία και Αγγλία) και €9,1 δισ. σε φορολογικά έσοδα, εκ των οποίων €7,9 δισ. σε φόρους εισοδήματος και εισφορές και €1,2 δισ. σε ΦΠΑ. Αθροιστικά, από το 2008 μέχρι και σήμερα, οι Έλληνες του brain drain έχουν παραγάγει περισσότερα από €50 δισ. ΑΕΠ στις νέες «πατρίδες» τους. Είναι ενδιαφέρον στοιχείο ότι το ποσό που έχει δαπανήσει το ελληνικό κράτος για την εκπαίδευση των ανθρώπων αυτών υπολογίζεται στα €8 δισ. Είναι εντυπωσιακό ότι σήμερα, μεταξύ όλων των εξαγόμενων «προϊόντων» της χώρας, το ανθρώπινο δυναμικό κατέχει την πρώτη θέση σε αξία με €12,9 δισ. Ακολουθούν τα προϊόντα πετρελαίου (€7,2 δισ.), τα προϊόντα αλουμινίου (€1,3 δισ.), τα φάρμακα (€0,7 δισ.), το ελαιόλαδο (€0,5 δισ.), τα ψάρια, οι ελιές, τα προϊόντα καπνού, τα πληροφοριακά συστήματα και τα τυροκομικά προϊόντα με €0,4 δισ., το βαμβάκι και τα ροδάκινα (€0,3 δισ.). Προφανώς, ενώ στις εξαγωγές προϊόντων, το παραγόμενο εισόδημα συγκεντρώνεται στην Ελλάδα, η δραστηριότητα των Ελλήνων του εξωτερικού ωφελεί κατά κύριο λόγο και βραχυ/μεσο-πρόθεσμα τις χώρες υποδοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότεροι εργαζόμενοι (49%) παρά άνεργοι (43%) επιθυμούν να φύγουν από τη χώρα αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες εξέλιξης και ένα σταθερότερο περιβάλλον. Η διαρροή ταλέντου αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις εταιρείες στη χώρα με επιτυχημένη πορεία και προοπτική ανάπτυξης καθώς έχουν ανάγκη για καταρτισμένο προσωπικό αλλά αντιμετωπίζουν αυξανόμενη δυσκολία να κρατήσουν τα ταλέντα στην Ελλάδα ή να τους δώσουν κίνητρα για να επιστρέψουν. Οι βασικοί λόγοι είναι κυρίως το υψηλό μη μισθολογικό κόστος που συμπιέζει περισσότερο τους ήδη χαμηλούς μισθούς, η απουσία προοπτικής επαγγελματικής εξέλιξης αλλά και η απουσία ευρύτερου αναπτυξιακού πλάνου, θετικού «αφηγήματος» και προοπτικής σε επίπεδο χώρας. Μακροπρόθεσμα, το ανθρώπινο δυναμικό που φεύγει από τη χώρα μπορεί να φέρει πίσω τεχνογνωσία και καινοτόμες ιδέες και να βοηθήσει στην εξέλιξη της εγχώριας αγοράς. Για να γίνει αυτό πρέπει να αναστραφούν οι αιτίες μετανάστευσής τους και να δοθεί η δυνατότητα να απορροφηθούν σε υγιείς εταιρείες με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή να δημιουργήσουν δικές τους εταιρείες αξιοποιώντας την εμπειρία και τις γνώσεις που απέκτησαν διεθνώς. 
Πηγή: http://www.tribune.gr/greece/news/article/267096/grothia-sto-stomachi-posa-chani-i-ellada-apo-to-brain-drain-ton-neon.html
ΣΕΒ: Δύο δισ. ευρώ το χρόνο χάνει το κράτος από τη μετανάστευση των ελλήνων

Δύο δισ. ευρώ το χρόνο κοστίζει στη χώρα η μετανάστευση των ελλήνων λόγω της κρίσης σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΣΕΒ.
Η αποχώρησή τους από την εγχώρια αγορά εργασίας έχει οδηγήσει σε ετήσια απώλεια φόρων και εισφορών 2 δις ευρώ το έτος για το ελληνικό κράτος, ποσό που αντιστοιχεί στα 2/3 περίπου του ΕΝΦΙΑ που βεβαιώνεται ή στο 20% των εισφορών που εισπράττει το ΙΚΑ. Οπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτιο του ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία η Ελλάδα εχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που έχουν υπερβάλλουσες δεξιότητες σε σχέση με αυτές που απαιτεί η εργασία τους (28% αντί 10% για τον μ.ο. του ΟΟΣΑ) ενώ το 41,4% (αντί 39,6% στον ΟΟΣΑ) εργάζεται σε άλλο αντικείμενο από αυτό που σπούδασε. Την ίδια ώρα ωστόσο ένα ασυνήθιστα -σε σχέση με άλλες χώρες- μεγάλο μέρος του ενήλικου πληθυσμού στην Ελλάδα φαίνεται να στερείται σημαντικών δεξιοτήτων κατανόησης κειμένων (26,5%), μαθηματικών εννοιών, (28,5%) και πληροφορικής (47,9%). «Προβάλλει, συνεπώς, από αρκετές πλευρές η εικόνα μιας οικονομίας που δεν εκπαιδεύει τους εργαζόμενους στις δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας: παρόλο που επενδύεται χρήμα και χρόνος, η εκπαίδευση αυτή δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα αυξημένες δεξιότητες. Μια τέτοια αγορά εργασίας που αξιολογεί τυπικά προσόντα και όχι τις πραγματικές ικανότητες, είναι συμβατή με μια οικονομία που φαίνεται να αδυνατεί να μεταφράσει την εκπαίδευση σε αυξημένη παραγωγικότητα, ατομικά και συλλογικά», αναφέρει ο ΣΕΒ. «Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να προσφέρει, και η αγορά εργασίας να ανταμείβει, τυπικά, και όχι ουσιαστικά, προσόντα», προσθέτει, συνδέοντας το θέμα με το τρίτο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα, εργαζομένων συνήθως υψηλής εξειδίκευσης και αυξημένων δεξιοτήτων. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφει ότι λόγω της κρίσης έχουν μεταναστεύσει 427.000 έλληνες που είναι άτομα υψηλής εξειδίκευσης, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα κύματα μετανάστευσης της περιόδου 1903-17 και 1960.

Η προπαγάνδα – απάτη για την πάταξη της φοροδιαφυγής και η πραγματικότητα
Η λαϊκή παροιμία λέει «τρώγοντας έρχεται η όρεξη». Κάπως έτσι «κυβέρνηση» και «τερατόικα» αφού επέβαλαν τα capital controls επεξεργάζονται νέες μεθόδους για να μείνουν μόνιμα σε εφαρμογή, στο «πειραματόζωο» που λέγεται Ελλάδα και ελληνικός λαός. Με αφορμή την αυξημένη χρήση του πλαστικού χρήματος μετά την επιβολή των capital controls και με το πρόσχημα της πάταξης της φοροδιαφυγής ξεκινούν το νέο «προαπαιτούμενο» την «υποχρεωτική αποδοχή καρτών πληρωμών από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, μέσω της χρήσης τερματικών αποδοχής καρτών (POS)».
Όπως γράφει ο κ. Παπαδημούλης (στο www.euro2day.gr στις 15/10/2015) «Αυτή η “βίαιη” -ώς ένα βαθμό- στροφή των Ελλήνων καταναλωτών και εμπόρων στη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και τραπεζικών καρτών θα πρέπει τώρα να συμπληρωθεί από μια ολοκληρωμένη κυβερνητική πολιτική που θα ενισχύει αυτές τις τάσεις και θα δίνει τα κατάλληλα κίνητρα και αντικίνητρα για την επέκταση της χρήσης εναλλακτικών, έναντι των ρευστών, μέσων πληρωμών». Έτσι, λοιπόν, γράφει και επιχειρηματολογεί για την «επιλογή της κυβέρνησης για επέκταση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και πιστωτικών καρτών, ως ένα σημαντικό μέτρο περιορισμού της φοροδιαφυγής».
Για το σκοπό αυτό συστήνεται ομάδα εργασίας στο υπουργείο Οικονομικών να επεξεργαστεί το θέμα με σαφή εντολή την «υποχρεωτική χρήση καρτών». Το σχέδιο αυτό, αφού εγκριθεί από τους πιστωτές θα πάει προς τυπική «έγκριση» στη «Βουλή».
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Υποχρεωτική χρήση καρτών στις συναλλαγές κατ’ αρχήν των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων. Το μέτρο αφορά περίπου 3,2 εκατομμύρια άτομα. Η «σύλληψη» του σχεδίου είναι να περικοπεί στις παραπάνω κατηγορίες η εβδομαδιαία λήψη μετρητών από τις τράπεζες στα 150 ευρώ από τα 420 που είναι σήμερα και τα υπόλοιπα χρήματα μισθοδοσίας ή σύνταξης θα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο μέσω χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας.
Να σημειώσουμε ότι η προηγούμενη προσπάθεια της «κυβέρνησης» Σαμαρά με την αντίστοιχη κάρτα αποδείξεων, που θα ίσχυε «υποχρεωτικά» από την 1/1/2014, για την πάταξη της φοροδιαφυγής, απέτυχε παταγωδώς. Τα σχέδια αυτά σε νέα πιο συστηματική μορφή επεξεργάζεται πλέον η «κυβέρνηση» Τσίπρα.
Πολλές παγίδες
Tι σημαίνει η γενικευμένη-υποχρεωτική χρήση καρτών στις συναλλαγές.
Πλήρης, απόλυτη καταγραφή όλων των συναλλαγών κάθε πολίτη, συνεπώς ένα ανεκτίμητης αξία εργαλείο για πολιτικές marketing. Όποιος έχει στη διάθεσή του αυτά τα στοιχεία (οι τράπεζες) έχει κατά τεκμήριο ένα πολύ ισχυρό όπλο για τη χάραξη της δικής του πολιτικής σε επίπεδο marketing. Όμως, επειδή στην Ελλάδα όλα αυτά πωλούνται, αρκεί να βρεθεί η σχετική τιμή, τα πολύτιμα αυτά στοιχεία θα μπορούν να διατεθούν σε διάφορα «συμφέροντα» στην «αγορά» για αξιοποίηση. Τι είπατε; Προστασία προσωπικών δεδομένων; Για κάντε έναν έλεγχο, πόσες εταιρίες σας παίρνουν τηλέφωνο για να σας πουλήσουν προϊόντα; Από πού σας βρήκαν, σας ξέρουν με το όνομά σας και γνωρίζουν π.χ. ότι είστε ήδη πελάτης του ανταγωνιστή τους (εταιρίες τηλεφωνίας). Έτσι, λοιπόν, θα «ανοίξει» μια νέα «αγορά» για να έχουμε «ανάπτυξη».
Η χρήση των καρτών, είτε πρόκειται για πιστωτικές είτε για χρεωστικές, θα διαμορφώσει ένα νέο καταναλωτικό πρότυπο για τους νέους χρήστες που στις περισσότερες φορές δεν θα τους «βγει» σε καλό καθώς, παρά την κρίση και το αίσθημα αυτοσυγκράτησης, αφού δεν θα είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση τους μπορεί να βρεθούν είτε υπερ-χρεωμένοι (πιστωτικές) είτε χωρίς υπόλοιπο στο λογαριασμό (χρεωστικές) πολύ πριν λήξη ο μήνας…, για μην ξεχνάμε τη γνωστή φράση «γιατί περισσεύει τόσος πολύς μήνας μετά το τέλος του μισθού-σύνταξης;».
Οι συναλλαγές αυτές δεν παρέχονται από τις τράπεζες δωρεάν. Συνδέονται με προμήθειες οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις (όσο μικρότερος ο τζίρος) είναι ιδιαίτερα «τσουχτερές». Για μία ακόμα φορά το «σύστημα» λειτουργεί υπέρ των τραπεζών και διαμορφώνει συνθήκες για να αυξήσουν τα έσοδα και να βελτιώσουν την αποτελέσματά τους (κερδοφορία). Είναι γνωστό ότι οι σχετικές χρεώσεις των τραπεζών στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες, συγκριτικά με ό,τι ισχύει στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Όπως, επίσης, είναι γνωστό ότι, στην παρούσα δύσκολη συγκυρία για την ελληνική οικονομία λόγω των capital controls, οι τράπεζες, με το δικαιολογητικό της εγκριτικής διαδικασίας από την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου, έχουν τουλάχιστον δεκαπλασιάσει το τελικό κόστος των επιχειρήσεων για πληρωμές στο εξωτερικό, με ό,τι αυτό σημαίνει αφενός για τη βιωσιμότητά τους σε αυτούς τους καιρούς αλλά και για τους καταναλωτές, στους οποίους τελικά θα φτάσει αυτή η χρέωση μέσω της αύξησης των τιμών (για όσους μπορούν να το κάνουν).
Αφανισμός των «μικρών»
Όμως το σημαντικότερο θέμα που θα δημιουργηθεί από τη γενικευμένη χρήση του πλαστικού χρήματος θα είναι ο αφανισμός όλων των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών («μικροί»). Πώς θα γίνει αυτό; Φυσικά όχι από μόνο του, αλλά σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη νομοθεσία και την άμεση εφαρμογή νέου πλαισίου για τις κατασχέσεις λογαριασμών τόσο από το κράτος και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης όσο και από τις ίδιες τις τράπεζες. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: α) Οι λογαριασμοί των «μικρών» που θα πηγαίνουν τα χρήματα από το πλαστικό χρήμα δεν θα είναι λογαριασμοί «μισθοδοσίας» ή «σύνταξης» αλλά «επιχείρησης». Άρα δεν θα ισχύει το ακατάσχετο μέχρι το ελάχιστο ποσό των 1.000 ευρώ. Είναι γνωστό ότι σήμερα όλοι οι «μικροί», σε μια προσπάθεια να μην κλείσουν, προσπαθούν να επιβιώσουν καθυστερώντας πληρωμές προς Δημόσιο και ασφάλιση που έχει ως συνέπεια να συσσωρεύουν χρέη. Με τις διαδικασίες κατασχέσεων-«εξπρές» από λογαριασμούς, που ετοιμάζει το υπουργείο, το αποτέλεσμα θα είναι οι λογαριασμοί αυτοί μόλις πιστώνεται ένα ποσό, ανεξάρτητα από το ύψος του (ακόμα και λίγων ευρώ) να κατάσχεται αυτομάτως από το δημόσιο. Έτσι ο «μικρός» δεν θα έχει ούτε την ελάχιστη δυνατότητα όχι να του μείνει κάτι για να ζήσει, αλλά ούτε για να εξοφλήσει τους προμηθευτές του για να συνεχίσει να λειτουργεί. Και απ’ ό,τι μείνει ως υπόλοιπο από την κατάσχεση του Δημοσίου, θα ακολουθεί ή ίδια η τράπεζα, που έπεται στο σχετικό δικαίωμα, και θα κατάσχει το υπόλοιπο για κάθε ληξιπρόθεσμη οφειλή του «μικρού» προς αυτήν… Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι ποιο θα είναι το μέγεθος της καταστροφής στην ελληνική οικονομία από το κλείσιμο των «μικρών» αλλά σε πόσο λίγο χρόνο, πόσο απότομα θα γίνει αυτό. Το ότι θα κλείσουν όλοι με αυτά τα δεδομένα είναι το μόνο σίγουρο. Ας σκεφτούμε, δε, ότι το σύνολο των επιχειρήσεων αυτού του μεγέθους είναι το 93% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας.
Τέλος στο θέμα της φοροδιαφυγής που αποτελεί το μεγάλο «ατού» της κυβερνητικής προπαγάνδας. Ναι, στην αρχή θα εισπραχθούν με αυτό το βίαιο τρόπο οι αναλογούντες φόροι, που σήμερα ένα μέρος τους είτε είναι φοροδιαφυγή είτε αδυναμία πληρωμής ακόμα και του ΦΠΑ. Μετά από λίγο όμως με το κλείσιμο και τις αλυσιδωτές επιδράσεις στην οικονομία το αποτέλεσμα θα είναι η ουσιαστική μείωση της φορολογητέας ύλης και κατά συνέπεια των φόρων. Ποιοι θα ωφεληθούν από αυτό. Είναι γνωστό, οι «μεγάλοι». Πόση είναι η πραγματική συμμετοχή τους στη φορολογία; Όπως έχουν αποδείξει μελέτες επί μελετών και στοιχεία επί στοιχείων, εδώ και δεκαετίες, εκεί γίνεται η πραγματική φοροδιαφυγή, με την έννοια της ποσότητας. Συνεπώς τελικά: α) Ούτε περισσότερα έσοδα θα υπάρξουν, επί της ουσίας, β) η οικονομική και κοινωνική καταστροφή θα είναι μεγάλη με αποτέλεσμα αυξημένες δαπάνες πρόνοιας (αν το επιτρέψουν οι δανειστές), γ) οι μεγάλοι θα γίνουν ακόμα μεγαλύτεροι και θα συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν (με μεγαλύτερο πλέον τζίρο) αφού η δική τους φοροδιαφυγή είναι «επιστημονικού χαρακτήρα». Να θυμίσουμε μόνο την περίπτωση του φορολογικού «παράδεισου» στο Λουξεμβούργο, που δημιούργησε ο κ. Γιούνκερ, πρόεδρος της Κομισιόν (υπόθεση LuxLeaks) τις υπηρεσίες του οποίου «παραδείσου» αξιοποίησαν και ελληνικές μεγάλες επιχειρήσεις και μάλιστα με την βοήθεια ειδικών. Όπως π.χ. η σημερινή γ.γ. Δημοσίων Εσόδων κυρία Σαββαΐδου η οποία με την προηγούμενη ιδιότητά της, ως φορολογικός σύμβουλος, ανώτατο στέλεχος στην PwC (Price water House) έστηνε συστήματα φοροαποφυγής για τις μεγάλες ελληνικές πολυεθνικές. Έτσι, λοιπόν, η «κυβέρνηση» με αιχμή του δόρατος την κυρία Σαββαϊδου θα πατάξει τη φοροδιαφυγή… Δηλαδή ο λύκος που φυλάει τους λύκους ή αλλιώς «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος…».
Πηγή: e-dromos , ID-on't renounce my freedom

Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κάποιος τη σημασία των εξελίξεων στη γειτονική μας χώρα. Η αποτυχία του πραξικοπήματος των κεμαλιστών σίγουρα αποτελεί θετικό γεγονός, μιας και ο φορέας της στρατοκρατικής, επεκτατικής πολιτικής εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου υπήρξε η στρατιωτική ελίτ. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι ο τουρκικός στρατός δεν αποτελεί ένα θεσμό δυτικού τύπου, αλλά το δημιουργό και θεματοφύλακα της εθνικιστικής-κοσμικής Τουρκίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την συντριπτική νίκη που κατήγαγε κατά των Ελλήνων την περίοδο 1919-1922.
Το επόμενο θύμα του τουρκικού εθνικισμού, μετά από τις χριστιανικές κοινότητες που εξόντωσε συστηματικά από το 1914, υπήρξε το Ισλάμ. Η συστηματική και σκληρή καταστολή βιώθηκε ως τραύμα που μεταφέρεται έως σήμερα στους πολιτικούς απογόνους του οθωμανικού Ισλάμ. Αυτή η ιστορική παράδοση και αυτό το τραύμα αποτελούν τη βάση της σύγχρονης διαίρεσης της τουρκικής κοινωνίας και ενός εμφύλιου διχασμού που φαίνεται ότι οδηγείται στα άκρα.
Κλείνει ο κύκλος: 1908-2016
Με την αποτυχία του πραξικοπήματος και το ξήλωμα κάθε μορφής κεμαλικής-κοσμικής έκφρασης από τον Ερντογάν φαίνεται να κλείνει ο ιστορικός κύκλος 100 και πλέον ετών. Ένα κύκλος που άνοιξε το 1908 με την άνοδο των εθνικιστών στην εξουσία (Νεότουρκοι) που πολιτεύτηκαν κατά των Οθωμανών (αλλά και κατά των φιλελεύθερων Τούρκων και των μειονοτήτων) και κορυφώθηκε με την επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ, και σήμερα οι μεταμοντέρνοι απόγονοι των παλιών Οθωμανών επιχειρούν να πάρουν -και την παίρνουν όπως φαίνεται- τη ρεβάνς…
Ας θυμηθούμε σε αυτή την πρώτη ανάρτηση κάποια στοιχεία του μεγάλου ηττημένου, του τουρκικού εθνικισμού, γνωρίζοντας παράλληλα ότι σημαντικά στοιχεία του έχουν ενσωματωθεί πλέον και στην κοσμοαντίληψη των ισλαμιστών, που φαίνεται να κυριαρχούν πλήρως στην Τουρκία. Τα παρακάτω στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο μου που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος υπό τον τίτλο «Μικρά Ασία. Ένας οδυνηρός μετασχηματισμός (1908-1923)»: Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού και η απόφαση για τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών.
Η εμφάνιση του επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα και η αυτονόμηση του νησιού, όπως επίσης οι ελληνικές και βουλγαρικές επαναστάσεις στη Μακεδονία, θα ευνοήσουν την ισχυροποίηση των εθνικιστικών απόψεων στο εσωτερικό του οθωμανικού στρατού. Παράλληλα, η κοινωνική θέση των αστών των ραγιάδων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα τροφοδοτήσει με ανασφάλεια και μίσος τα παραδοσιακά μουσουλμανικά κυρίαρχα στρώματα της.
Έτσι θα εμφανιστεί ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός στο πρόσωπο των Νεότουρκων στρατιωτικών. Το ενδιαφέρον στην τουρκική περίπτωση είναι ότι εξαιτίας της απουσίας μουσουλμανικών αστικών στρωμάτων, οι στρατιωτικοί επιφορτίστηκαν το ρόλο της αστικής τάξης. Η διεκδίκηση της οικονομικής ισχύος από τους αστούς των ραγιάδων ήταν μια από τις βασικές αιτίες της στρατιωτικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας.
Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία».
Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων.
Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body). Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια».
Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν βρεθεί στη Γαλλία, και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού. Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα». Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, επηρεάζει και τις συνθήκες στον Πόντο.
Στο άρθρο με τίτλο «Οθωμανοί εις τα όπλα» που δημοσιεύτηκε στις 13 Οκτωβρίου 1911 στην τουρκική εφημερίδα της Σαμψούντας Ηχώ διακηρύσσεται:
«Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος… Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των.»
Τον Οκτώβριο του 1911 αποφασίστηκε και επισήμως, σε συνέδριο των Νεότουρκων που έγινε στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, η εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού «The Times of London» με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σωβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Η αφομοίωση δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα. Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι Μουσουλμάνοι. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η σοσιαλιστική εφημερίδα «Ο Λαός», που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Λούξεμπουργκ VS Λένιν
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση του τουρκικού εθνικισμού από το σοσιαλδημοκρατικό (κομμουνιστικό) κίνημα και τους πολιτικούς του ηγέτες. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστήριζε ότι η «Τουρκία» δεν μπορούσε να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελούνταν από διαφορετικές χώρες. Η Λούξεμπουργκ κατέληγε με τη διαπίστωση: «Η κρίση της ιστορίας για την Τουρκία είχε βγει: βάδιζε πια προς τη διάλυση…» Καλούσε τους σοσιαλιστές να υποστηρίξουν τα χριστιανικά κινήματα που διεκδικούσαν την πολιτική τους χειραφέτηση με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Όσον αφορά τους Νεότουρκους, η Λούξεμπουργκ -σε αντίθεση με τον Βλαδίμηρο Ίλιτς Λένιν που τους θεωρούσε υπόδειγμα επαναστατών- είχε καταγγείλει «την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα». Αλλά και οι σοβιετικοί θα αλλάξουν αργότερα άποψη. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα καταχωρηθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως «πλαστογράφοι της ιστορίας» και εμπνευστές του «σωβινιστικού δόγματος» του παντουρκισμού.
Η σκλήρυνση της πολιτικής των Νεοτούρκων εξαφάνισε κάθε αυταπάτη για δυνατότητα ειρηνικής μετεξέλιξης σ’ ένα νέο δημοκρατικό κράτος. Η συνεννόηση των βαλκανικών λαών και η καλή πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας -λόγω της ανάληψης της εξουσίας από τον Βενιζέλο, που ερχόταν από τον επαναστατημένο εξωελλαδικό ελληνισμό- θα οδηγήσει στη συντριπτική ήττα των Νεοτούρκων, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να πάρουν τη ρεβάνς με τη συμμετοχή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία ήρθε η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων.
Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «…το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές…»
Εσωτερική καταστολή και εθνικές εκκαθαρίσεις
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει:
«Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gökalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ένα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η δράση της Επιτροπής θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Ελληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει:
«Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού.
O Taner Aksam αναφέρει: «Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Έλληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Έλληνες… Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας».
Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον Δυτικό Πόντο. Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini (Παλαβιτσίνι) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: «Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.»
Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχίπ πασά (Vehib pacha), ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης. Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατόφσκι (Kwiatkowski) ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεοτούρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.
Οι φόβοι του Κβιατόφσκι εδράζονταν στη διαπίστωσή του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού. Εξάλλου του είχε ειπωθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους ότι: «Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.» Και ο ίδιος ο Tαλαάτ (ο οποίος είχε λάβει τους τίτλους του πασά και του μεγάλου βεζύρη) είχε αναφέρει ότι: «βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα, να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμένιους.»
Οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από «… τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.»
Έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)». Η «Μαύρη Βίβλος», συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών. Εκδόθηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά.
Η συνέχεια θα καθοριστεί στα Συνέδρια Ειρήνης των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και στις εσωτερικές αντιδικίες της Αθήνας. Η εμπλοκή της Ελλάδας με την Μικρασιατική Εκστρατεία θα διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο. Με τη Συνθήκη των Σεβρών στους Έλληνες -που το 1914 το ποσοστό τους με τις διάφορες εκτιμήσεις κυμαινόταν από το 13% έως 25% – θα αποδοθεί το 6% περίπου του πάλαι ποτέ κοινού οθωμανικού εδάφους.
Σημαντικά εδάφη της Ανατολίας θα αποδοθούν στους Αρμένιους, ενώ θα υπάρξει και κουρδική αυτονομία. Οι Τούρκοι διατηρούσαν την κυριαρχία τους στο μεγαλύτερο μέρος του παλιού οθωμανικού εδάφους, καθώς και στην έδρα του ισλαμικού Χαλιφάτου, την Κωσταντινούπολη. Με τον τρόπο αυτό διαμορφωνόταν ο γεωπολιτικός χάρης της επόμενης μέρας και στη θέση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που πλέον διαλυόταν οριστικά, δημιουργούνταν εθνικά κράτη με τη γνωστή επώδυνη διαδικασία που είχε γνωρίσει η Ανατολή από το 1821 και εντεύθεν.
Επίλογος
Η περίοδος που ακολούθησε την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν η πλέον αποφασιστική ιστορική στιγμή για τη διαμόρφωση του μεταοθωμανικού γεωπολιτικού κόσμου. Όμως ο ελληνικός Διχασμός, η αντίδραση και το αντιμικρασιατικό πνεύμα που κυριαρχούσαν στο Λαϊκό Κόμμα και τη φιλομοναρχική παράταξη, μαζί με την ασυνέπεια του βενιζελισμού που προκήρυξε εκλογές εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου και τη διαμόρφωσης μιας μικρής ντεφετιστικής Αριστεράς (ΣΕΚΕ) που συνεργάστηκε με τους μοναρχικούς σε μια αντιμικρασιατική πλατφόρμα, οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στο σύνολο των παλιών οθωμανικών πολυεθνικών εδαφών.
Πηγή: Defence-Point.gr

Η Σύνοδος της Κρήτης τελείωσε όμως οι συνέπειες της αρχίζουν τώρα να φαίνονται. Πολλοί από τους αγωνιούντες για την πορεία της Εκκλησίας κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς ανέμεναν την Σύνοδο αυτή για να βγάλουν σημαντικά συμπεράσματα και να πάρουν θέση απέναντι στην παναίρεση του Οικουμενισμού που εξαπλώνεται όλα τα τελευταία χρόνια.
Όπως πληροφορούμαστε ήδη στο Άγιον Όρος επικρατεί αναβρασμός καθώς πολλοί μοναχοί θεωρούν ότι με τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, κυρίως δε με την υιοθέτηση του όρου "εκκλησίες" για τις αιρέσεις των Παπικών και των Προτεσταντών, υπάρχει πλέον αποδοχή στην πράξη, καταγεγραμμένη στα κείμενα της Συνόδου, βασικών αρχών του Οικουμενισμού. Στη Μονή Χιλανδαρίου, το σερβικό μοναστήρι του Αγίου Όρους, με συνοπτικές διαδικασίες ανακοινώθηκε σε τέσσερις μοναχούς και ένα δόκιμο η απόφαση να φύγουν από το μοναστήρι επειδή απέρριψαν τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης και δεν αναπαύονταν με τη συνέχιση της μνημόνευσης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Εξάλλου περίπου δέκα λαϊκοί μετά το πέρας της Συνόδου απέστειλαν στους Μητροπολίτες των περιοχών τους επιστολές με τις οποίες γνωστοποιούσαν την απόφασή τους να αποτειχισθούν. Αλλά και σε πολλά αγιορείτικα κελλιά οι πατέρες διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου -χωρίς να ανήκουν στις παλαιές ομάδες των ζηλωτών που δεν μνημόνευαν ποτέ τον Πατριάρχη- ενώ μερικοί από αυτούς διέκοψαν ταυτοχρόνως και οποιαδήποτε εκκλησιαστική κοινωνία με όσους μοναχούς συνεχίζουν να μνημονεύουν τον Πατριάρχη. Σε πολλές ενορίες οι πιστοί εκφράζουν την αγωνία τους για την πορεία που τείνουν να πάρουν τα πράγματα και στις Μητροπόλεις των "Νέων Χωρών" με δυσφορία ακούνε τους Μητροπολίτες να μνημονεύουν το όνομα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Στις απλές ενορίες της Βορείου Ελλάδος οι κληρικοί μνημονεύουν τους επισκόπους τους και έτσι η απουσία του ονόματος του Πατριάρχη από τις ακολουθίες αναπαύει τους ίδιους τους κληρικούς και το εκκλησίασμα. Άλλοι πιστοί αποφεύγουν τον εκκλησιασμό σε ενορίες που μνημονεύονται επίσκοποι με οικουμενιστικές αντιλήψεις.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος σε πρόσφατο κείμενό του μας πληροφορεί ότι κατά τις εργασίες της εν Κρήτη Συνόδου "γινόταν λόγος εναντίον του ορθόδοξου "φονταμενταλισμού"". Συμπληρώνει ωστόσο ο Μητροπολίτης ότι "τελικώς δεν εξεδόθη κάποιο κείμενο εναντίον του ευσεβισμού και του ζηλωτισμού". Το σημαντικότερο ωστόσο που μεταφέρει ο Μητροπολίτης Ιερόθεος είναι ότι κατά τη σχετική συζήτηση "ο Αρχιεπίσκοπος Πολωνίας και πάσης Βαρσοβίας κ. Σάββας υποστήριξε ότι στην Πολωνία και σε πολλές άλλες βόρειες και ανατολικές χώρες αυτοί οι λεγόμενοι ζηλωτές ήταν εκείνοι που κράτησαν την πίστη κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου, φυλακίσθηκαν και μαρτύρησαν".
Οπωσδήποτε το ημερολογιακό ζήτημα με όλα τα δεινά που επέφερε, άφησε στην Εκκλησία θησαυρισμένη την πείρα αγίων μορφών για την στάση που θα πρέπει να τηρούμε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επειδή οι καταστάσεις στις οποίες οδηγούμαστε αρχίζουν να ομοιάζουν εκπληκτικά με την περίοδο εκείνη είναι αναγκαίο να μελετήσουμε εν νέου τις σχετικές προτροπές των αγιασμένων μορφών των χρόνων εκείνων.
Η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου από Ιεράρχες των λεγόμενων "Νέων Χωρών" είναι πράξη που αναμένουν πολλοί κληρικοί και λαϊκοί και θα αποτελούσε οπωσδήποτε σημαντικό μοχλό ανάσχεσης της οικουμενιστικής πορείας των Φαναριωτών. Οι ίδιοι όμως οι Ιεράρχες έχουν την ευθύνη για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, μάλιστα δε σε συνεννόηση μεταξύ τους ώστε μια τέτοια εκκλησιαστική αντίδραση να είναι αποτελεσματικότερη. Προς το παρόν κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο. Ωστόσο οι Ιεράρχες οφείλουν να διαμηνύσουν στο Φανάρι ότι τα πράγματα δεν θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα όσο συνεχίζεται η προέλαση του οικουμενισμού.
Οι αποτειχίσεις που αποτελούν την οδό που υιοθέτησαν λίγα πρόσωπα τα τελευταία χρόνια δεν πέτυχαν την ανάσχεση της δράσης των οικουμενιστών ούτε υιοθετήθηκαν στην παρούσα φάση ως τακτική αντίδρασης από σημαντικά πρόσωπα που ηγούνται του αγώνα υπέρ της πίστεως και εναντίον της παναίρεσης του οικουμενισμού. Μάλιστα μερικοί αποτειχισμένοι στράφηκαν με μανία περισσή εναντίον όσων δεν τους ακολουθούν στην επιλογή τους αυτή, ώστε να διερωτάται κανείς αν αντίπαλοί τους είναι οι οικουμενιστές ή όσοι πολεμούν την αίρεση του οικουμενισμού, για τους οποίους εφηύραν πλείστους όσους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
Η προτροπή του Γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου για αποφυγή των δύο άκρων ισχύει και στις μέρες μας. Αγιασμένοι ασκητές εντός και εκτός του Αγίου Όρους, κληρικοί και Ιεράρχες αλλά και λαϊκοί πιστοί σε κάθε γωνιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα χαράξουν το δρόμο της υπεράσπισης της πίστης. Ας μην σπεύδουν κάποιοι να καταστούν βασιλικότεροι του βασιλέως και παίρνουν βιαστικές αποφάσεις. Όσιοι Γέροντες την περίοδο του ημερολογιακού ζητήματος έλαβαν πληροφορία μέσω της προσευχής για το τι δέον να πράξουν περί της μνημόνευσης ή όχι του Πατριάρχου. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Διότι όσο η αίρεση γιγαντώνεται, όσο ο οικουμενισμός εξαπλώνεται, τόσο και ο θείος φωτισμός θα δίνεται πλουσιοπάροχα στους προσευχομένους καθαρά ώστε να διανοίξουν σωτήριες οδούς και για εμάς του απλούς πιστούς.
Λίγο πριν την αποστολή προς δημοσίευση του παρόντος άρθρου δημοσιοποιήθηκε επιστολή 60 Αγιορειτών προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους με την οποία ζητείται η διακοπή της μνημόνευσης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Εάν η Κοινότητα δεν λάβει την απόφαση αυτή, γράφουν οι Αγιορείτες, θα το πράξουμε εμείς άμεσα. Προφανώς θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο θέμα.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 15/7/2016), Θρησκευτικά
Στην νοτιοδυτική Πελοπόννησο, στην επαρχία Τριφυλίας, υπάρχει μία γραφική πόλις με 9.000 κατοίκους, τα Φιλιατρά. Πολιούχος της πόλεως είναι ο Αγιος Χαράλαμπος, και κάθε χρόνο στις 10 Φεβρουαρίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι προς τιμήν του, και κατεβαίνουν σ’ αυτό και οι Φιλιατρινοί που μένουν στην Αθήνα.

Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει τελικά ούτε ιερό ούτε όσιο και το αποδεικνύει καθημερινά με τις αποφάσεις που παίρνει για την θρησκεία μας, για τη σημαία μας, για το σταυρό μας , την προσευχή στα σχολεία . Όλα θέλει να τα εξαφανίσει και τώρα φτάνει να αποφασίσει και την αποποινικοποίηση για όσους προσβάλουν τα θεία.
ΜΕΓΑΛΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΤΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ ΩΣ ΕΘΝΟΣ ΜΕ ΤΟΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΚΙΟ!
ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΥΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΣΕ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΧΩΡΑ!
Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει τελικά ούτε ιερό ούτε όσιο και το αποδεικνύει καθημερινά με τις αποφάσεις που παίρνει για την θρησκεία μας, για τη σημαία μας, για το σταυρό μας , την προσευχή στα σχολεία . Όλα θέλει να τα εξαφανίσει και τώρα φτάνει να αποφασίσει και την αποποινικοποίηση για όσους προσβάλουν τα θεία.
Τι είναι αυτοί ; από που ήρθαν ; πως επιβιώνουν και δεν τους έχουμε ακόμη τελειώσει; Τι έχουμε πάθει ως έθνος ; δεν νιώθουμε τη σκιά του βάρβαρου να μας ακολουθεί; δεν βλέπουμε ότι ήρθαν να αποτελειώσουν ότι ελληνικό, ότι πνευματικό; ότι ανθρώπινο έχουμε μέσα μας; Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά τους και θέλουν να ελευθερώσουν το στόμα όσων επιθυμούν να προσβάλουν τα θεία;
Δολοφονούν καθημερινά τις αξίες μας , τα ήθη και τα έθιμά μας, τις ευαισθησίες μας σαν λαός κι εμείς μόνο παρακολουθούμε την αποσύνθεση της κοινωνίας μας. Είναι δυνατόν ;
Σήμερα, Πέμπτη 21 Ιουλίου, το υπουργείο Δικαιοσύνης γνωστοποίησε την πρόθεσή του να αποποινικοποιήσει τη βλασφημία, η οποία μέχρι σήμερα διώκεται ποινικά.
Ήδη το θέμα αυτό έχει τεθεί υπό την κρίση της αρμόδιας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα.
Διαβάστε τι λέει η σχετική ανακοίνωση :
«Παράλληλα με τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ρητορικής του μίσους, η Πολιτεία οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την πλήρη κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων γνωστοποιεί πως η αποποινικοποίηση του εγκλήματος της βλασφημίας έχει τεθεί υπό την κρίση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα. Τη θέση αυτή θα εκφράσει προσεχώς και κατά την εξέταση της χώρας μας από την Επιτροπή των ΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων (3-4 Αυγούστου στη Γενεύη).
Κατά το Ποινικό Δίκαιο η ποινή προϋποθέτει την τέλεση πράξης. Ο προσδιορισμός της τελευταίας χωρεί με στάθμιση των εμπειρικών – αποδείξιμων αποτελεσμάτων της. Ωστόσο, στην περίπτωση της βλασφημίας λείπει οποιαδήποτε αποδείξιμη ενώπιον δικαστηρίου βλαπτική συνέπεια της πράξης. Επομένως, η έννοια του εγκλήματος δεν διακρίνεται».
Δημιουργούν έδαφος έτσι στις παγκόσμιες κυβερνητικές τακτικές να προσβάλλουν και να κομματιάσουν την Ελληνική κοινωνία. Θέλουν να μας βάλουν στο στόμα του λύκου ανήμπορους να αντιδράσουμε από τα απάνθρωπα ανθελληνικά μέτρα τους. Δολοφονούν το έθνος μας , την θρησκεία μας , την διαφορετικότητά μας και εμείς δεν αντιδρούμε σε τίποτα από όλα αυτά. Έχουμε αφεθεί ζαλισμένοι από τον ωχαδερφισμό μας στα χέρια του κατακτητή, που μας ποδοπατά καθημερινά με τη βοήθεια και τις ανέσεις που του παραχωρεί η ανθελληνική αυτή κυβέρνηση.
Αν δεν αντιδράσουμε δεν θα μας λυπηθεί ούτε ο Θεός κάποια στιγμή .
Ας ελπίσουμε ότι η επίσημη εκκλησία θα αντιδράσει εγκαίρως
Πηγή: Briefing News

Εκκλησία και ομοφυλοφιλία είναι δύο έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες και ασυμβίβαστες, τις οποίες ο ισοπεδωτικός συγκρητισμός της εποχής μας και η αναθεώρηση των αξιών του ανθρώπου τείνουν, αναλόγως, να προσεγγίσουν ή να καταστήσουν ανεξάρτητες ή και παράλληλες έννοιες για τον άνθρωπο. Μέσα στη σύγχυση που επικρατεί, οι σύγχρονοι ομοφυλόφιλοι, επικαλούμενοι και την παρουσία ομοφυλοφίλων στους κόλπους της, διεκδικούν τον χώρο της Εκκλησίας, εκ μέρους της οποίας επισήμως τηρείται απόλυτη σιγή περί του θέματος, ενώ ακούονται δημοσίως και ασθενείς φωνές της περί κατανοήσεως και ανοχής των ομοφυλοφιλικών προβλημάτων, σαν να πρόκειται για ατομική υπόθεση και ευθύνη των ομοφυλοφίλων, η οποία δεν αφορά το σώμα της Εκκλησίας. Η ακολουθούσα σύντομη, αλλά πηγαία συνοπτική έκθεση περί αυτών αποδεικνύει το απαράδεκτο των ανωτέρω ισχυρισμών [Η παρούσα μελέτη αφορά μόνον στο ασυμβίβαστο Εκκλησίας και ομοφυλοφιλίας και δεν θίγει το μεγάλο και αναγκαίο θέμα της διαφωτίσεως και μάλιστα της έγκαιρης αγωγής των μελών της προς αποφυγή της σοδομικής αμαρτίας]. Ομοφυλοφιλία καλείται η αναζήτηση του ερωτικού συντρόφου μέσα στο ίδιο φύλο. Το φαινόμενο αυτό της ερωτικής ζωής παρατηρείται και στον άνδρα και στη γυναίκα, είναι δε πανάρχαιο και πανανθρώπινο στον αρχαίο εθνικό κόσμο.
…
Η μυθολογία, η ποίηση, η λογοτεχνία γενικώς και η ζωγραφική των αρχαίων Ελλήνων είναι γεμάτη από ομοφυλοφιλικές αναφορές, οι οποίες εκφράζουν με ενθουσιασμό, αλλά και αποτροπιασμό και σάτιρα την πράξη του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Από τον Όρκο του Ιπποκράτη συμπεραίνεται ότι η ομοφυλοφιλία των αρχαίων είχε ένα απροσπέλαστο χώρο, αυτόν της ασκήσεως της Ιατρικής. Ο νέος ιατρός ορκιζόταν να μη συνάψει γενετήσιες σχέσεις με ασθενείς του άρρενες ή θήλεις. Ο όρκος αυτός αποτελεί την αδιάψευστη ιστορική μαρτυρία ότι η ομοφυλοφιλική πράξη ήταν γεγονός και όχι φήμη ή εικασία στην αρχαία Ελλάδα. Η διαπίστωση αυτή είναι παλαιοτάτη, επισημαινομένη προς αποστροφή από τα ιερά κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Ο Μέγας Αθανάσιος, αναφερόμενος στην κατάσταση του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, σημειώνει ότι «ουκ ην δε τούτων μακράν ουδέ τα παρά φύσιν», τα οποία προσδιορίζει με την ομοφυλοφιλική πράξη [Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου].
…
Ο Πλάτων, οι διάλογοι του οποίου μεταξύ άλλων απηχούν σαφώς την ομοφυλοφιλική παρουσία στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνον απομυθοποιεί την αχαλίνωτη ερωτική ηδονή της ομοφυλοφιλίας, αλλά και την τοποθετεί εκτός των φυσιολογικών ορίων της σεξουαλικής ζωής του ανθρώπου, ως διαστροφή της. Ως λέγει επακριβώς, «η ηδονή, η οποία υπάρχει στη γυναίκα και στον άνδρα, όταν συνέρχωνται με σκοπό την παιδοποιΐα, είναι κατά φύση. Η των ανδρών με άνδρες και των γυναικών με γυναίκες συνεύρεση είναι παρά φύση, το τόλμημα δε αυτών οφείλεται σε ακράτεια ηδονής» [Νόμοι]. Για τη διαστροφική αυτή σεξουαλική κατάσταση ο Πλάτων θεωρεί υπεύθυνες τη Σπάρτη, την Κρήτη και άλλες πόλεις, που ασχολούνται πολύ με τη γυμναστική [Νόμοι], η οποία δημιουργεί κλίμα κατάλληλο για την προσέγγιση των ανδρικών σωμάτων. [Πλάτωνος, “Συμπόσιον”] …
Η συγκεκριμένη αυτή απληστία για ηδονή, η ομοφυλοφιλική, σήμερα έχει λάβει άλλες διαστάσεις και έχει εξελιχθή σε κοινωνιολογικό και ψυχολογικό ατύχημα, καθ’ όσον επικαλείται πλέον το ελεύθερο δικαίωμα του ανθρώπου να διαμορφώσει νέο ψυχολογικό φύλο και να το εντάξει στους κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι έχουν ως βάση τα δύο φύλα. Άνδρες «μεταποιημένοι» σε γυναίκες και γυναίκες «μεταποιημένες» σε άνδρες προσπαθούν να «μεταλλάξουν» τεχνητά το ομόφυλο ζευγάρι σε άρσεν και θήλυ, με τελική διεκδίκηση τον γάμο και τη βιοτεχνολογική παιδοποιΐα, χωρίς βεβαίως να αλλάζουν ουσιαστικώς τη φύση και την ιδιοσυγκρασία της. Όπως παλαιότερα, επιχειρείται και σήμερα η δημιουργία θρησκευτικού προτύπου, το οποίο να νομιμοποιεί θρησκευτικώς το συγκεκριμένο πάθος, και γράφονται «μύθοι» για τα πρόσωπα της ιεράς ιστορίας απεικονιζόμενα στον ασπασμό της χριστιανικής αγάπης «εν φιλήματι αγίω» (Ρωμ. 16, 16). Σε πρόσφατο σχετικώς ομοφυλοφιλικό βιβλίο επρόκειτο να δοθεί ο τίτλος «Οι Άγγελοι δεν έχουν φύλο», τον οποίο ο συγγραφέας του ανήγγειλε δημοσίως, για να υποστηριχθεί προφανώς ότι δεν υπάρχει φυσικό φύλο, αλλ’ ο καθένας διαμορφώνει το δικό του φύλο κατά προτίμηση. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι μόνον ανίερο, αλλά και άστοχο. Οι Άγγελοι δεν έχουν φύλο, διότι είναι ασώματοι, ενώ οι άνθρωποι έχουν σώμα διακρινόμενο από τη φύση του σε άρσεν και θήλυ με αμετάβλητους τους γενετικούς χαρακτήρες του. Ο πάντοτε επίκαιρος χαρακτηρισμός του ιερού Χρυσοστόμου εφαρμόζεται άριστα στο ομόφυλο ζευγάρι: «ουδέ γαρ τούτο λέγω μόνον, ότι γέγονας γυνή, αλλ’ ότι απώλεσας και το είναι ανήρ, και ούτε εις ταύτην μετέστης την φύσιν, ούτε ην είχες διετήρησας… εκάτερον αδικήσας το γένος» [Εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν].
Αυτή είναι η διαχρονική αντίληψη και πρακτική για τις ομοφυλοφιλικές γενετήσιες ικανοποιήσεις του ανθρώπου του κόσμου, του εκτός του χώρου του Θεού ανθρώπου, οι οποίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη κοσμική νομιμότητα.
Στον χώρο του Θεού, στην Εκκλησία, αντιθέτως, «ο χθές και σήμερον, ο αυτός και εις τους αιώνας» θείος Νόμος του Χριστού είναι ο Κώδικας, ο οποίος ρυθμίζει τη γενετήσια συμπεριφορά του ανθρώπου του Θεού, χωρίς να αναγνωρίζει ανθρώπινα δικαιώματα στην αμαρτία, και ο οποίος είναι αδύνατο να υποκατασταθεί από την ψυχιατρική επιστήμη, η οποία μετατρέπει το αμάρτημα σε ανωμαλία ή παρέκκλιση ή παραλλαγή από κάποιο κανόνα [Ντ. Μουστερή, «Ψυχολογική άποψη της ομοφυλοφιλίας», Σεμινάριο «Η Ομοφυλοφιλία» της Παγκύπριας Εταιρείας Ψυχικής Υγιεινής, Λευκωσία 1982]. Η ομοφυλοφιλία είναι ανθρώπινο δικαίωμα όντως, εφ’ όσον το άτομο που τη διεκδικεί δεν είναι «συντεταγμένο στον Χριστό». Με την ελεύθερη σύνταξή του σε αυτόν επαναλαμβάνει το «ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26, 39), «αλλ’ ου τι εγώ θέλω, αλλά τι συ» (Μάρκ. 14, 36).
Στον χώρο της Εκκλησίας ο «υγιής» νους και το «υγιές» σώμα δεν σηματοδοτούν την ανθρώπινη σοφία, η οποία μπορεί να αποβεί μωρία (Ρωμ. 1, 22), και το σωματικό κάλλος των αρχαίων αγαλμάτων, το οποίο ενέπνεε την παιδεραστία, αλλά προσδιορίζουν τον νουν Χριστού και το ενάρετο σώμα. Το αξίωμα αυτό δεν είναι υπερβολή ή ξεπερασμένη ηθικολογία, αλλά δεδομένο για τον άνθρωπο του Θεού: «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. 2, 16)· «τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν» (Α’ Κορ. 6, 15). Τον χριστιανό δεν τον διακρίνει από τον εκτός της Εκκλησίας κόσμο μόνον η χριστιανική πίστη, αλλά και η χριστιανική άσκηση προς αποφυγή «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορ. 7, 1). Τα σώματα των χριστιανών είναι ενώπιον του Θεού «θυσία ζώσα, αγία τω Θεώ ευάρεστος», διότι ο νους αυτών δεν «συσχηματίζεται τω αιώνι τούτω», αλλά διακρίνει «τι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12, 1-2). Αντί των αρχαίων γυμνασίων και των νεωτέρων γυμναστηρίων για τη σφυρηλάτηση του σώματος, ή των παντοίων ινστιτούτων ομορφιάς ανδρών και γυναικών, η Εκκλησία προβάλλει τη νέκρωση του σώματος (Κολ. 3, 5) και επιδιώκει τη δουλαγωγία του (Α’ Κορ. 9, 27), για να συγκρατούνται και να καταστέλλωνται οι πορνικές επαναστάσεις της σαρκός και να ελέγχεται το πορνικό πνεύμα από το θέλημα του Θεού και όχι του κόσμου.
Τα ποικίλα ερεθίσματα της σαρκός του άνδρα και της γυναίκας έχουν μόνον μια διέξοδο, τον γάμο. «Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω και έκαστη τον ίδιον άνδρα εχέτω» (Α’ Κορ. 7, 2), «ουχ ίνα ασελγώμεν, ουδ’ ίνα πορνεύωμεν, αλλ’ ίνα σωφρονώμεν» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το αποστολικόν ρητόν Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω]. Ο γάμος μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας είναι, μεταξύ άλλων, και «πορνείας αναιρετικόν φάρμακον», «την αμετρίαν εκκόπτων» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το αποστολικόν ρητόν Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω]. Κάθε σεξουαλική σχέση εκτός του γάμου ονομάζεται πορνεία και είναι θανάσιμο αμάρτημα. Με την παράνομη μείξη ο πορνεύων αμαρτάνει επάνω στο ίδιο του το σώμα (Α’ Κορ. 6, 18), ώστε ο όλος άνθρωπος να αμαρτάνει: και ο νους, με την αθέμιτη επιθυμία, και το σώμα, ως αποδέκτης αυτής. Η εντολή του Θεού είναι σαφής και ρητή: «φεύγετε την πορνείαν» (Α’ Κορ. 6, 18)· «δοξάσατε δη τον θεόν εν τω σώματι υμών» (Α’ Κορ. 6, 20)· «ο νυν ζώμεν εν σαρκί, εν πίστει ζώμεν τη του Υιού του Θεού» (Γαλ. 2, 20). Δηλαδή, το σώμα «ου διά τούτο κατεσκευάσθη, ίνα ασώτως ζη και πορνεύη, αλλ’ ίνα τω Χριστώ έπηται ως κεφαλή» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Α’ Προς Κορινθίους Επιστολήν].
Επόμενον είναι, σε μία τέτοια θεοδίδακτη αντίληψη και νομοθέτηση περί του σώματος και της γενετήσιας συμπεριφοράς του, η ομοφυλοφιλία να αποτελεί αισχύνη της φύσεως και καταπάτηση του θείου νόμου [«Και την φύσιν ήσχυναν και τους νόμους επάτησαν», Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν], την εσχάτη και βδελυρωτάτη μορφή πορνείας, μάλιστα δε «τοσούτον πορνείας χείρων» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΓ’, όπου εισάγει τον Λωτ να προκρίνει την ασέλγεια των Σοδομιτών επί των θυγατέρων του, ως μικρότερη, έναντι της επί των δύο φιλοξενουμένων του ανδρών απειλουμένης ασελγείας, όχι βεβαίως μόνον λόγω των κρατούντων περί φιλοξενίας: «μηδέ αθέσμους επινοήσητε μίξεις· αλλ’ εί και βούλεσθε της μανίας υμών (της ομοφυλοφιλικής) τον οίστρον παραμυθήσασθαι. εγώ τούτο παρέξω, ώστε κουφότερον υμών γενέσθαι το τόλμημα»]. Στην πορνεία, «ει και παράνομος, αλλά κατά φύσιν η μίξις», ενώ στην ομοφυλοφιλία «και παράνομος και παρά φύσιν». Στην Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) αναφέρεται ως παροιμιώδης η τιμωρία των πόλεων Σοδόμων και Γομόρρας, των οποίων «αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» υπήρξαν (Γεν. 18, 20) και «ουχ αι τυχούσαι, αλλά και μεγάλαι, και σφόδρα μεγάλαι. Ξένον γαρ τρόπον παρανομίας επενόησαν και αλλοκότους και αθέσμους των μίξεων νόμους εφεύρον», δηλαδή, «ανέτρεψαν τους της φύσεως νόμους και ξένας και παρανόμους επενόησαν μίξεις» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ’]. Η τιμωρία τους υπήρξε παραδειγματική, επειδή τα ομοφυλοφιλικά τους πάθη είχαν πλέον καταστή καθολικά, «ως άπαντας της λύμης αναπλησθήναι πάσης», και «ανίατα» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ’], ως «μηδεμίαν θεραπείαν επιδέξασθαι βουλομένους» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΓ’]. Η σοδομική τιμωρία αποτέλεσε και «υπόμνημα διηνεκές ταις μετά ταύτα γενεαίς, ώστε μη τοις αυτοίς επιχειρείν, ίνα μη τοις αυτοίς περιπέσωσι» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ’, Στις μεγάλες αμαρτίες των Σοδομιτών συμπεριλαμβάνονται ασφαλώς και άλλες, όπως η καταδυνάστευση των «ασθενεστέρων» από τους δυνατωτέρους και των «πενήτων» από τους πλουσίους (Ομιλία MB’), η αναφερομένη όμως έκτοτε ως «σοδομική» αμαρτία της ομοφυλοφιλίας υπήρξε «η άφατος και πάσης συγγνώμης απεστερημένη» (αυτόθι), ώστε «αφανισμού δείσθαι παντελούς» (αυτόθι). Σε αυτήν αποκλειστικώς αναφέρεται το κείμενο της Γενέσεως με το παράδειγμα, το οποίο παρατίθεται προ της αποφασισμένης και ήδη επικειμένης καταστροφής, της προσπαθείας των Σοδομιτών, «από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου, άπας ο λαός άμα» (Γεν. 19, 4), να αποσπάσουν από τον Λωτ τους δύο ανθρώπους (Αγγέλους), λέγοντας «τα της ασελγείας εκείνα ρήματα» (αυτόθι, Ομιλία ΜΓ’): «εξάγαγε αυτούς προς ημάς, ίνα συγγενώμεθα αυτοίς» (Γεν. 19, 5). Τις ασελγείς προθέσεις τους διευκρινίζει πλήρως η ανωτέρω απάντηση του Λωτ, να τους εκδώσει τις δύο θυγατέρες του αντ’ αυτών προς απόλαυση (Γεν. 19, 7-8), και αποσαφηνίζει δεόντως ο ιερός Χρυσόστομος ως «άφατον της παρανομίας υπερβολήν», «ασύγγνωστον επιχείρησιν», «τόλμαν αναιδή και αναίσχυντον» (αυτόθι), «πονηράν πράξιν», «παραδειγματισμόν (διαπόμπευση) της φύσεως», «αθέσμους μίξεις», «μανίας οίστρον», «παρανομίαν», «ύβριν» (αυτόθι), «πονηράν και ακόλαστον επιθυμίαν» (αυτόθι). Φαίνεται σαφώς ότι η σοδομία δεν είναι μεταγενέστερη της καταστροφής των Σοδόμων επίνοια και ότι ουδείς έχει δικαίωμα να παρερμηνεύει τα βιβλικά κείμενα με νεότερες τοποθετήσεις, οι οποίες διευκολύνουν την είσοδο της ομοφυλοφιλίας στην Εκκλησία, όπως λέγεται ότι συμβαίνει επισήμως με την Αγγλικανική Εκκλησία [Σεμινάριο «Η Ομοφυλοφιλία» της Παγκύπριας Εταιρείας Ψυχικής Υγιεινής, Λευκωσία 1982]. Αυθαίρετη και αντιφατική είναι επίσης και η φημολογουμένη αντίληψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ότι επιτρέπεται μεν να είναι κάποιος ομοφυλόφιλος, απαγορεύεται όμως να ενδώσει στην τάση του και να προβεί σε ομοφυλοφιλική πράξη (αυτόθι). Η ομοφυλοφιλική κατάσταση είναι, το λιγότερο, διάθεση και επιθυμία, η οποία όμως ταυτίζεται με την πράξη (πρβλ. Ματθ. 5, 27-28)]. Το Λευιτικό αναφέρεται δύο φορές στο «βδέλυγμα» της αρσενοκοιτίας: «και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν (δεν θα συνευρεθείς με άρρενα, όπως με γυναίκα), βδέλυγμα γαρ εστιν» (18, 22)· «και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι» (20, 13). Στην απαγόρευση αυτή του θείου Νόμου αναφερόμενες οι Αποστολικές Διαταγές εντέλλονται: «Ουκέτι δε και η παρά φύσιν βδελυκτή μίξις… εχθρά γαρ Θεού υπάρχουσα· και γαρ παρά φύσιν εστίν η Σοδόμων αμαρτία», την οποία δεν ονομάζουν απλώς αμαρτία, αλλά «ασέβημα», οι φορείς του οποίου «διάλυσιν κόσμου μηχανώνται, τα κατά φύσιν παρά φύσιν επιχειρούντες ποιείν» [Βιβλ. IV, κεφ. κη’, PG 1.984Α. Τη διάλυση του κόσμου στοχάζονται ασφαλώς σήμερα και οι μελετητές του θέματος, όταν αντιμετωπίζουν την απελευθέρωση της ομοφυλοφιλίας «σε βαθμό που θα απειλεί τη βάση του θεσμού της οικογενείας και την αναπαραγωγή της κοινωνίας» (Μ. Ατταλίδη. μν. έργ., σ. 31), ή ως «σοβαρή απειλή» για το κοινωνικό οικοδόμημα, «γιατί ανατρέπει σε κάποιο βαθμό τις βάσεις του οικοδομήματος και ιδιαίτερα το θεσμό της ετεροφυλικής οικογένειας που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στη συντήρηση των κοινωνικών αξιών» (Ντ. Μουστερή, μν. έργ., σ. 114 καί 160)].
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, απευθυνόμενος σε χριστιανούς προερχομένους κατά πλειοψηφία από τον εθνικό κόσμο, είναι ιδιαιτέρως σαφής και κατηγορηματικός με το ομοφυλοφιλικό βδέλυγμα της ειδωλολατρικής πλάνης, το οποίο ως εκ προοιμίου αφορίζει από την Εκκλησία της Ρώμης: Αυτοί, οι οποίοι «ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου», παραδόθηκαν (εγκαταλείφθηκαν) «εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν εαυτοίς» (1, 23-24). Αυτοί, οι οποίοι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (1, 25), παραδόθηκαν «εις πάθη ατιμίας· αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως τε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν, ην έδει της πλάνης αυτών, εν εαυτοίς απολαμβάνοντες» (1, 26-27), δηλαδή, «εν αυτή τη ηδονή ταύτην την κόλασιν ούσαν» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν]. Κατά την ερμηνεία του Μ. Αθανασίου, «εις γαρ την των παθών και ηδονών αλογίαν πεσόντες οι άνθρωποι και πλέον ουδέν ορώντες ή ηδονάς και σαρκός επιθυμίας, ως εν τούτοις τοις αλόγοις την διάνοιαν έχοντες», περιέπεσαν στην ειδωλολατρία, δηλαδή, «εν αλόγοις και το θείον ανεπλάσαντο κατά την ποικιλίαν των παθών εαυτών». Η ειδωλολατρία στη συνέχεια τους ωδήγησε στα υπό του Παύλου αναφερόμενα «πάθη ατιμίας», τα ομοφυλοφιλικά πάθη. Το συμπέρασμα του κειμένου για την ασχημοσύνη της ομοφυλοφιλίας μας το δίνει ο ιερός Χρυσόστομος: «Και όπερ αν είποις αμάρτημα, ουδέν ίσον έρεις της παρανομίας ταύτης· και ει επησθάνοντο των γινομένων οι πάσχοντες, μυρίους αν κατεδέξαντο θανάτους, ώστε μη τούτο παθείν».
Στην επικρατούσα σήμερα πλάνη γύρω από το θέμα αυτό και στην προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Θεός δεν ασχολείται με τα γενετήσια προβλήματα των ανθρώπων, η φωνή του Παύλου, επίκαιρη και αποκαλυπτική, αποκαθιστά την αλήθεια: «μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται… βασιλείαν θεού κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6, 9- 10). Και οι μαλακοί, δηλαδή οι παθητικοί στην ομοφυλοφιλική πράξη, οι «αισχροπαθούντες» [Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής Εξήγησις], οι εκθηλυσμένοι και οι κίναιδοι, οι «ηταιρηκότες» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Α’ Προς Κορινθίους Επιστολήν], αυτοί που εκδίδουν τα σώματά τους στα γυναικεία πάθη, οι μολυσμένοι «τοιούτω γυναικείω μολυσμώ» [Ωριγένους, παράθεση Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Καινής Διαθήκης, τόμ. Α’, Αθήναι 1956], και οί «αρσενοκοίται», δηλαδή οι ενεργητικοί, οι «αισχροποιούντες» [Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής Εξήγησις], αυτοί που κρατούν τον ρόλο του άνδρα, ομοίως εκπίπτουν της Βασιλείας του Θεού. Την αρσενοκοιτία και τον κιναιδισμό, ως επιθυμία και έργα της σαρκός, πέρα της πορνείας, συμπεριλαμβάνει ο Παύλος στην «ακαθαρσίαν» και την «ασέλγειαν» (Γαλ. 5, 19), ως «τρόπους αισχρούς [μίξεις]… ους ουδέ ηνέσχετο ονομάσαι» [Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Της Προς Γαλάτας Επιστολής Εξήγησις]. «Ακαθαρσία δε η ανδρομανία και ει τις άλλη τοιαύτη αρρητουργία. Ασέλγεια δε η εκάστη των παραχρήσεων τούτων κατάχρησις και εμμονή», ερμηνεύει ο Ζιγαβηνός [Παράθεση Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Καινής Διαθήκης, τ. Β’, Αθήναι 1956]. Εναντίον δε αυτών «νόμος κείται», επιβεβαιώνει ο Παύλος (Α’ Τιμ. 1, 10), ο νόμος που ο Θεός ώρισε κατά της παρά φύση ασελγείας των Σοδομιτών και Γομορριτών, οι οποίοι «πρόκεινται δείγμα πυρός αιωνίου δίκην υπέχοντες» (Ιούδα 7) και «υπόδειγμα μελλόντων ασεβείν» (Β’ Πέτρ. 2, 6). Ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη (21, 8) λέγει, επίσης, «τοις δειλοίς» και «εβδελυγμένοις» ότι «το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω» υπάρχει (υπαινιγμός στα σοδομικά της Γεν. 29, 4), δειλούς δε «καλεί τους εκουσίω ασθενεία προς τα απολαυστικά του παρόντος αιώνος αποκλίναντας, τω μηδέν αιρήσασθαι ανδρικόν επανελέσθαι, των θηλυπρεπών ατιμάζων ούτω το έκλυτον της ναυσίας» [Αρέθα, Συλλογή εξηγήσεων εκ διαφόρων Αγίων Ανδρών εις την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, ΞΣΤ’]. Ο οραματιστής της άνω Ιερουσαλήμ γίνεται ακόμη σαφέστερος στην κατακλείδα του βιβλίου του: «έξω…και οι πόρνοι» (22, 15), δηλαδή, «ου μόνον τους αναιδείς απίστους, αλλά και τους ηταιρηκότας (γενικώς τους ομοφυλοφίλους) διά το αναιδές αυτών και ακάθαρτον απελαύνει».
Η σύντομη αυτή ανασκόπηση υπό την έγκριτη καθοδήγηση της πατερικής ερμηνείας ουδεμία αμφιβολία επιτρέπει περί του ότι η ομοφυλοφιλία για την αλήθεια του Θεού και την Εκκλησία του δεν είναι φυσική νόσος [Πολλοί, σε δήλωση του αντιθέτου, επικαλούνται το γεγονός του ερμαφροδιτισμού, ο οποίος είναι μεν συγγενής φυσική γενετήσια ανωμαλία, όχι όμως μη αναστρέψιμη. Πρόκειται, ως γνωστόν, για διπλούς γενετικούς χαρακτήρες στο ίδιο άτομο, εκ των οποίων η έγκαιρη απελευθέρωση του λανθάνοντος, αλλ’ υπερισχύοντος και φυσικού χαρακτήρος. και η αποβολή του εταίρου αποκαθιστά τη γενετήσια φυσική τάξη, είναι δε καθ’ όλα νόμιμη και επιβεβλημένη]. Άλλως, οι ομοφυλόφιλοι δεν θα ήσαν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την κατάστασή τους και δεν θα ανέμενε ο Θεός τη μετάνοια και την επιστροφή τους στη φυσική χρήση των γενετησίων, «το της εμπαθούς λύσσης της περί τας τοιαύτας ηδονάς καθαρόν εκ μεταμελείας γενέσθαι τον άνθρωπον» [Κανών δ’ Γρηγορίου του Νύσσης. Α. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί Κανόνες. Αθήνα 1997], αλλ’ ούτε και θα τιμωρούσε για απείθεια και απάρνηση του νόμου του, ο οποίος αφορά τη φυσική χρήση των γενετησίων, τους άνδρες εκείνους και, κατά συνεκδοχή, τις γυναίκες, που «την φύσιν αρνούμενοι και μηκέτι είναι θέλοντες άρρενες, την γυναικών πλάττονται φύσιν», ή την ανδρών, αντιστοίχως [Μ. Αθανασίου, Κατά Ελλήνων]. Η πορνεία και η ασέλγεια ενεργούνται με τη σάρκα, δεν είναι όμως πάθη της σαρκός, αλλά «της διεφθαρμένης εστί προαιρέσεως. Ει δε σαρκός ήσαν, φυσικώς ημίν προσόντα, πώς αν βασιλείας Θεού ημάς εξέβαλλον; Ου γαρ φύσεως, αλλά προαιρέσεως και αι κολάσεις και οι στέφανοι» [Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας. Αξιοσημείωτη και η συνεχομένη παρατήρησή του: «Ει φύσεως ήσαν τα πάθη, ουκ αν είπεν (ο Παύλος) “οι τα τοιαύτα πράσσοντες”, αλλά πάσχοντες· το γαρ πράσσειν προαίρεσιν εμφαίνει»]. Η ομοφυλοφιλία είναι νόσος πνευματική, εκουσία ασθένεια της προαιρέσεως εκάστου για το είδος και τον τρόπο ικανοποιήσεως των σεξουαλικών απαιτήσεών του και γι’ αυτό ακριβώς λογίζεται από τον Θεό ως αμαρτία. Αυτός ο δείκτης πορείας της ομοφυλοφιλίας απ’ αρχής μέχρι σήμερα με κανένα τρόπο δεν επικροτεί τη θεωρία περί ευθύνης των γονιδίων. Από την ευρεία επικράτηση των αρχαίων χρόνων περιορίσθηκε σε μεμονωμένες μονάδες, για να επανακτήσει ταχύτατη ανοδική πορεία παγκοσμίως σήμερα. Τρελλάθηκαν τα γονίδια, ή μήπως και πάλι σήμερα σκοτίσθηκε ο νους των ανθρώπων και η αλόγιστη ερωτική ηδονή και η ποικιλία των σεξουαλικών ερεθισμών, που διεγείρουν το άτομο, «μετήλλαξαν» τη φυσική χρήση στην παρά φύση; Η απάντηση του ιερού Χρυσοστόμου είναι κατηγορηματική: «ου γαρ την φύσιν αιτιώμαι του σώματος, αλλά την άμετρον της ψυχής ασωτίαν» [Εις την Προς Κορινθίους Επιστολήν, ΙΖ’]. Η Ομολογία Πίστεως του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, η οποία ανήκει στα δογματικοσυμβολικά κείμενα της Εκκλησίας, ορίζει ότι η «παιδεραστία» (ομοφυλοφιλία) είναι «θανάσιμος αμαρτία», η οποία «υπό μοχθηράς προαιρέσεως εναντίον τη θεία θελήσει γίνεται, ουχ υπό φύσεως» [Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β’]. Να σημειώσουμε ότι και δυο έγκριτοι άνδρες των αρχαίων χρόνων, ο Ηρόδοτος και ο Ιπποκράτης, αναφερόμενοι στο ζήτημα της υπογεννητικότητος των Σκυθών, λόγω θηλυπρεπείας των ανδρών τους, δέχονται και οι δύο ότι αυτή η διαστροφή της φύσεως είναι νόσος επίκτητη. Ο Ηρόδοτος την ονομάζει «θήλειαν νούσον», την οποία παραχωρεί ο Θεός ως τιμωρία λόγω ιεροσυλίας και αμαρτίας γενικώτερα, είναι, δηλαδή, άσχετη με τη φυσική τους καταβεβλημένη κατάσταση, και ενίοτε κληρονομείται για τον ίδιο λόγο [Ηροδότου, Ιστορία, I (Κλειώ), 105, έκδ. I. και Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1939]. Ο Ιπποκράτης, έχοντας ως βασική αρχή ότι «ουδέν άνευ φύσιος γίνεται», υποστηρίζει ότι η «ανανδρία», η νόσος των «ανανδριών», η «επίκτητη γενετήσια ανικανότητα με παρενδυσία (γυναικεία περιβολή) και θηλυπρεπή συμπεριφορά» [Π. Αποστολίδου, Ερμηνευτικό Λεξικό πασών των λέξεων του Ιπποκράτους, Αθήνα 1997] των ανδρών, οφείλεται σε διαφθορά της φύσεως από την εφαρμοζομένη θεραπεία (φλεβοτομία στο πίσω μέρος των αυτιών) στις παθήσεις, τις οποίες προκαλεί η μακροχρόνια ιππασία [Άπαντα του Ιπποκράτους, Περί αέρων, υδάτων, τόπων, έκδ. «Duphar», Αθήναι 1979]. Και στις δύο εκδοχές πρόκειται για νόσο επίκτητη και όχι συγγενή, η οποία μπορεί να αποφευχθεί. Άλλωστε, και το επίσημο πόρισμα των ερευνητών του θέματος είναι ότι η ομοφυλοφιλία «δεν είναι νόσος», αλλά «τρόπος έκφρασης» [Σεμινάριο «Η Ομοφυλοφιλία» της Παγκύπριας Εταιρείας Ψυχικής Υγιεινής, Λευκωσία 1982], και οι ίδιοι οι ομοφυλόφιλοι συμφωνούν ότι η περίπτωσή τους δεν είναι νόσος, αλλά προσωπική επιλογή τους [Βλ. Κ. Παπαδημητρακοπούλου, Ομοφυλοφιλία, Αθήνα 1992].
Το συμπέρασμα, στο oποίο οδηγούμεθα, είναι, ως εκ τούτου, ότι η συνύπαρξη ομοφυλοφίλων μέσα στο σώμα της Εκκλησίας με οποιαδήποτε ιδιότητα είναι ανεπίτρεπτη. Κατ’ αναλογία προς την περίπτωση του αιμομίκτη (Α’ Κορ. δ, 1-5), η ανοχή καθιστά την ομοφυλοφιλία «εις το κοινόν διαβολή της Εκκλησίας», «κοινόν πάντων το έγκλημα» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Κορινθίους Επιστολήν, ΙΕ’], για το οποίο η Εκκλησία πρέπει να «πενθεί» και να κινητοποιείται προς άρση των ομοφυλοφίλων εκ μέσου αυτής, όπως απαιτούσε ο ΙΙαύλος από την Εκκλησία της Κορίνθου για τον αιμομίκτη. Την ανάγκη αυτή θεραπεύουν και οι θεσπισθέντες από την Εκκλησία σχετικοί Κανόνες, όπως ο ζ’ «Περί αρρενοφθόρων» και ο ξβ’ «Περί αρσενοκοίτου» του Μ. Βασιλείου, ο δ’ του Γρηγορίου Νύσσης «Περί πόρνων», στους οποίους εντάσσει και τους παιδεραστές, την «παρά φύσιν» αδικία και «άθεσμον ηδονήν», ο «Περί αρρενομανίας» Ιωάννου του Νηστευτού, οι οποίοι ορίζουν την αποβολή των ομοφυλοφίλων από το σώμα της Εκκλησίας και την υπό όρους επανένταξή τους σε αυτό. Είναι πλέον σαφές ότι τα μέλη της Εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν «το δικαίωμα του σεξουαλικού αυτοκαθορισμού», το οποίο ψήφισε το Συμβούλιο της Ευρώπης [Πρόκειται για τη «σύσταση» 924 (1-10-1981), με την οποία προτρέπει τις Κυβερνήσεις των Κρατών-Μελών «να καταργήσουν “κάθε μορφή διάκρισης ενάντια στους ομοφυλοφίλους ”», στο όνομα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Βλ. το κείμενο στα Πρακτικά του Σεμιναρίου «Η Ομοφυλοφιλία», τελευταίο αναρίθμητο φύλλο], και ακόμη σαφέστερο ότι για τους τυχόν ομοφυλόφιλους κληρικούς επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, η απομάκρυνσή τους λόγω πορνείας, την οποίαν ορίζουν οι Κανόνες κε’ Αποστολικός, κζ’ Καρθαγένης, γ’ και λβ’ του Μ. Βασιλείου, α’ Νεοκαισαρείας. Εάν ο κατά φύση ασχημονών καθαιρείται, πολύ περισσότερο αρμόζει τούτο στον παρά φύση ασχημονούντα. Για τη βαρύτητα της ομοφυλοφιλίας των κληρικών πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη ότι «ει τις κατηγορία γένηται κατά πιστού πορνείας ή μοιχείας ή άλλης τινός απηγορευμένης πράξεως και ελεγχθείη, εις κλήρον μη προαγαγέσθω» [Κανών ξα’ Αποστολικός], και μάλιστα ότι «ου δει τον άπαξ πορνεύσαντα χειροτονείσθαι, ει και του πάθους απέστη· φησί γαρ ο Μ. Βασίλειος· Ει και νεκρούς ανιστά ο τοιούτος, ιερεύς ου γενήσεται» [Κανών λστ’ Νικηφόρου του Ομολογητού], ότι δε ακόμη και «παιδίον προς τινος φθαρέν εις ιερωσύνην ουκ έρχεται», καίτοι «κακείνο διά το ατελές της ηλικίας ουχ ήμαρτεν» [Κανών Περί αρρενομανίας Ιωάννου του Νηστευτού]. Εάν ο λαϊκός για τη μία και μόνη φορά, που υπέπεσε στο αμάρτημα της κατά φύση πορνείας, όσο και αν μετανοήσει και εάν ακόμη αγιασθεί τόσο, ώστε και νεκρούς να ανιστά, δεν μπορεί να γίνει ιερέας, και εάν ακόμη το παιδί, που διεφθάρη από κάποιον άνδρα δεν μπορεί νε ιερωθεί, παρ’ ότι αυτό το ίδιο δεν αμάρτησε, τούτο πέρα πάσης αμφηβολίας και αμφισβητήσεως δηλώνει ότι στην πράξη της Εκκλησίας ουδέποτε υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει κατανόηση και ανοχή ή άσκηση οικονομίας για τους παρά φύση ασχημονούντες κληρικούς.
(Εκτενές απόσπασμα από την μελέτη της κας Αμαλίας Σπουρλάκου – Ευτυχιάδου, Δρ. Θεολογίας, “Εκλησία και Ομοφυλοφιλία”, Επιστημονική επετηρίς της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. Επεξεργασία κειμένου www.alopsis.gr)
Πηγή: Η άλλη όψη