Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Συνήθως λησμονούμε, όμως, – κάποιοι και αγνοούν – ότι ο Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε «από θαύμα», όπως ο ίδιος ομολογεί. Ας δούμε συνοπτικά πώς ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του στο μέτωπο και σε ποια ποιητικά του έργα αποτυπώθηκε αυτή η συγκλονιστική για τον ποιητή εμπειρία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.
Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία…
Από μια συνέντευξη του Οδυσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» το 1965, διαβάζουμε:
Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα; τον ρωτούν.
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια κα με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοτής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα.
Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην Αυτοπροσωπογραφία του:
Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. (…) έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά.
Ο Ελύτης έγραψε τρία εκτεταμένα ποιήματα με θέμα τον Αλβανικό πόλεμο, την άνοιξη του 1941 μόλις επέστρεψε από το μέτωπο: την Αλβανιάδα, τη Βαρβαρία και το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Η «Αλβανιάδα», έργο ημιτελές σε τρία μέρη, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1962 (μόνο ένα μέρος – τα υπόλοιπα καταστράφηκαν) στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», με εκτενή συνέντευξη του ποιητή και σχέδια του Γιάννη Μόραλη. Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη:
Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;
- Οχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος».
Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ’ ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα.
Με τράβηξε το «Αξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ’ έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.
Η Βαρβαρία, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και έχει καταστραφεί. Από τον Ήλιο τον Πρώτο, τρία κομμάτια έμειναν έξω από τη έκδοση των ποιημάτων της συλλογής τo 1943 και ενσωματώθηκαν στην Καλοσύνη στις Λυκοποριές, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1947 στο περιοδικό Τετράδιο. Το πρώτο σχέδιο για το Άξιον Εστί τοποθετείται στο 1950 και το ποίημα δημοσιεύεται το 1959.
Ο Ελύτης ως στρατιώτης στο Μέτωπο
Ο Ελύτης συνέθεσε την ελεγεία του για τον ανθυπολοχαγό με σκοπό να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία. Σημειώνει στην Αυτοπροσωπογραφία του: «Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως έγραψε το ποίημα αυτό για το φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε στην Αθήνα βαριά άρρωστος.
Σε μια επιστολή του στον Kimon Friar, ο Ελύτης αναφέρθηκε στον έλληνα ήρωα, ενσαρκωμένο στο πρόσωπο του ανθυπολοχαγού, με τα παρακάτω λόγια: «Χίλιες φορές τον είχανε σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσα απ’ τα ερείπια του θανάτου».
Στην ερώτηση δημοσιογράφου: Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο Επος του Σαράντα; ο Ελύτης απάντησε:
- Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Ετσι το έβλεπα εγώ.
Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.
Το Άξιον Εστι αποτελεί τη μετουσίωση της εμπειρίας του Ελύτη στην Αλβανία, σε μια ύψιστη ποιητική, που δεν έχει σχέση με συνθήματα ή παχιά λόγια.
Η Πορεία προς το μέτωπο είναι τόσο αληθινή σα μεταφυσική! Γράφει ο ποιητής:
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως…
Το Άξιον Εστι έχει θεολογική δομή (Η Γένεση – Ανάγνωσμα – Προφητικόν – Τα Πάθη – Το Δοξαστικό) μα στην ουσία του συνιστά μια ανθρωπολογική προφητεία – και τούτη η προφητεία είναι πειστική: των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω.
Στην πρόσφατη διάλεξή της στη Γεννάδειο (19.10.2011) για τον Ελύτη η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου αποκάλυψε ότι ετοιμάζεται μια μελέτη που θα περιλαμβάνει λεπτομερειακά την πορεία του ποιητή στην Αλβανία. Την περιμένουμε με ενδιαφέρον για να δούμε αυτή την άγνωστη στους πολλούς πλευρά της ζωής του Ελύτη.
Σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνάμε νομίζω πως ο λόγος του ποιητή είναι επίκαιρος παρά ποτέ. Μη, παρακαλώ σας, μη, μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ενδεικτικές πηγές:
- «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας»
- Άννα Ρόζενμπεργκ, Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας: Μια παράλληλη ανάγνωση
ΒΙΝΤΕΟ: Η «Πορεία προς το μέτωπο»
από το Άξιον Εστί του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη. Απαγγέλλει ο Μάνος Κατράκης.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση , Αβέρωφ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.
Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός είταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ‘ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωϊνό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη : Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδας χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χτές, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθειά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Κι’ ο πιο ταπεινός, έχανε τη σκέψη άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας είταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.
Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν, έλεγαν με λίγα, χτυπητά, λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα . Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει. Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο· μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά : «Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της… » Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου. Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται ατά κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.
Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιας περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενο της όμως είναι σύνθετο. Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική του αναξιοπρέπεια , ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα. Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Αλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων. Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χυτές κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας. Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των Ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβαθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό. Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.
Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει. Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες. Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα, στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές- χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έρριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα. Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός είταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.
Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας. Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς. Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό. Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα. Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε. Αυτά – εκεί, είτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του Έθνους , το φρόνηματου, τίποτ’ άλλο. Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.
Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία : «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.
[…]
Στο σπίτι του Αλέξανδρου Κορυζή το τηλέφωνο κουδούνισε χαράματα, στις πέντε και τέταρτο. Πήρε το ακουστικό η κυρία Κορυζή άκουσε να της μιλάνε γαλλικά. Της είπαν ότι ο πρεσβευτής της Γερμανίας θέλει να ιδεί επειγόντως τον πρωθυπουργό. Η συνάντηση ορίστηκε για μισή ώρα αργότερα. Δεν είταν δύσκολο να μαντέψει κανένας το λόγο ενός διπλωματικού διαβήματος σε τόσο ασυνήθιστη ώρα. Ο Κορυζής ειδοποίησε αμέσως το βασιλέα, τους υπουργούς. Ο Έρμπαχ, που ήρθε την ορισμένη ώρα, χαιρέτησε τυπικά τον πρωθυπουργό και του δήλωσε πως την ίδια αυτή στιγμή, στο Βερολίνο, γινόταν επίδοση από τη Γερμανική Κυβέρνηση στον εκεί Έλληνα πρεσβευτή ενός έγγραφου. Είταν μια διακοίνωση, που αντίγραφο της θα διάβαζε τώρα κι’ αυτός στον πρωθυπουργό.
Είταν μακρυά η διακοίνωση. Αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η γερμανική διπλωματία είχε κατορθώσει να συναρμολογήσει για δικαιολογία της ανανδρίας να χτυπηθεί στο πλευρό του ένας μικρός, μαχόμενος λαός . Είταν οι αιώνιες κατηγορίες: Πως είχε γίνει δεκτή από την Ελλάδα η αγγλική εγγύηση, πως είχαν αναληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση μεγάλες υποχρεώσεις απέναντι της Αγγλίας κι’ ότι, παρ’ όλα αυτά και παρά τις άλλες, συγκεκριμένες ελληνικές ενέργειες που παρεβίαζαν την ουδετερότητα, η κυβέρνηση του Ράιχ είχε επιδείξει «υπέρμετρη υπομονή και μακροθυμία». Πως η Ιταλία «εξαναγκάστηκε» να δράσει στρατιωτικώς στην Ελλάδα, γιατί είχαν παραχωρηθεί ελληνικές βάσεις στο αγγλικό ναυτικό. Πως η Αγγλία καταγίνεται να δημιουργήσει στην Ελλάδα νέο κατά της Γερμανίας μέτωπο, όπως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πως 200.000 αγγλικός στρατός είναι έτοιμος ν’ αναλάβει δράση στην Ελλάδα.
Και κατέληγε η διακοίνωση: «Δια τον λόγον τούτον η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματα της όπως εκδιώξουν τας βρεταννικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις προβαλλόμενη εις τον γερμανικόν στρατόν θα συντριβή αμειλίκτως.
«Η κυβέρνησις του Ράιχ καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη καθ’ εαυτόν τον ελληνικόν λαόν. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγχασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, προορίζεται δια την Αγγλίαν. Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρείσακτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα».
Και έτσι είναι που, ξαφνικά, ένα πρωί του Απρίλη 1941, το μικρό ελληνικό έθνος βρέθηκε να πολεμάει με τις δυο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά Δυνάμεις του κόσμου. Η στιγμή είταν πολύ μεγάλη, όλοι το ένιωσαν.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας είχε διακόψει την ταχτική μετάδοση της κυριακάτικης Λειτουργίας για ν’ αναγγείλει σημαντικά γεγονότα. Μεσολάβησε μια λιγόστιγμη σιωπή, εκατομμύρια κρατημένες ανάσες. Η είδηση είτανε πως στις πεντέμιση το πρωί, ο πρεσβευτής της Γερμανίας , κλπ. Ο πρωθυπουργός είχε απαντήσει πως η Ελλάς θ’ αντισταθεί.
Το αντίθετο, θα είταν αυταδιάψευση. Δεν είχαμε απαντήσει «όχι» στους Ιταλούς επειδή πιστεύαμε πως θα τους νικούσαμε. Είχαμε απαντήσει έτσι γιατί αυτή είταν η επιταγή της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής Ιστορίας. Πίστεψε άραγε κανένας, εκείνες τις στιγμές, στο ενδεχόμενο μιας νίκης ; Λογικά, όχι βέβαια. Στιγμές τέτοιες δεν μοιάζουν με τίποτα. Όταν η Ιταλία, τον περασμένο Οκτώβριο, είχε επιτεθεί, όλοι βαρούσαν πως ο αγώνας θα γίνει για την τιμή των όπλων και μόνο. Η ομορφιά εκείνης της ώρας δεν είταν η προσδοκία της νίκης, είταν η απόφαση για τέλος ταιριαστό. Η νίκη είχε έρθει από τον αποχαιρετισμό ακριβώς στη ζωή, από την απόφαση να κοπούν όλες οι γέφυρες που φέρνουν πίσω. Τώρα που η Γερμανία βροντούσε με ατσαλόφραχτη γροθιά την πόρτα της χώρας, κανένας δεν γελιόταν, η ώρα είταν πολύ δραματική για κομπασμούς. Κι’ όμως, ένας άνεμος τρελλής ελπίδας φύσηξε για μια στιγμή: —Που ξέρεις! Οι νίκες της Αλβανίας είταν ολοζώντανες, το Έθνος είχε αποκτήσει μια καινούργια επίγνωση γι’ αφανέρωτες δυνατότητές του, το θαύμα έμοιαζε χώρος οικείος… Ο επιπόλαιος παρατηρητής θα υποθέσει εδώ πως είταν υπερτίμηση φαντασμένη κι’ άκριτη. Λάθος. Είταν χαμογέλασμα φρεναπάτης. Η τραγική περηφάνεια έχει αντιδράσεις που μπορούν να ξεγελάσουν τον απρόσεκτο. Η λαϊκή συνείδηση, τον Απρίλη του 1941, αντιμετώπισε με περίσκεψη την ώρα που είχε σημάνει. Αναρωτιόνταν όλοι τι θα γίνει τώρα, πως αυτό θα τελειώσει, μήπως μαζί τελειώνει και η Ελληνική Ιστορία. Κανένας δεν ήξερε ό,τι ξέρουμε σήμερα: την έκβαση του πολέμου. Μια Γερμανία νικήτρια, με τη Βουλγαρία στο πλευρό της, είταν αυτόχρημα το τέλος και της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής φυλής.
Τέτοιες στιγμές, έχουν βάρος αιώνων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Σβησμένα βογγητά ἔκαναν τόν Κυριάκο νά κόψει τό γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε ἀπότομα τό ὅπλο του ἀπ᾽ τόν ὦμο καί πῆρε θέση μάχης. Προχωροῦσε σάν τό λαγωνικό. Κάτω ἀπό τίς βαριές ἀρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα καί τσαλιά.1 Κατέβαινε προσεκτικά τήν ἀπότομη πλαγιά ἀνοίγοντας δρόμο μέ τήν ξιφολόγχη του.
Τά βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πώς πλησίαζε σ᾽ ἄνθρωπο. Ἔριξε ἕνα γύρω τή ματιά ἐρευνητικά κι ἄγρια. Τούτη τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ δύσκολα ξεχώριζε τίς σκιές ἀπό τά πράγματα. Προχωροῦσε περισσότερο μέ τήν ἀκοή παρά μέ τήν ὅραση.
- Aqua! Aqua!2 ἰταλικό ἀναφιλητό κι ἔκκληση γιά νερό τόν ἔκανε νά σκύψει στή ρίζα ἑνός θάμνου. Ἀνάσκελα πεσμένος στίς λάσπες σάλευε –μ᾽ ὅσες δυνάμεις τοῦ εἶχαν ἀπομείνει– ἕνας Ἰταλός τῆς μεραρχίας τῶν Κενταύρων.
Οἱ δύο ἄντρες κοιτάχτηκαν στά μάτια. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τή γλώσσα τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίς προθέσεις τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίποτε γιά τόν ἄλλο, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἦταν ἐχθροί.
Ὥρα δειλινοῦ, ὁ βασιλιάς ἥλιος εἶχε στεφανώσει μέ πορφυρόχρυσα παχιά σύννεφα τίς κορυφές τῆς Πίνδου κι εἶχε ἀπό ὥρα χαθεῖ πέρα μακριά, μακριά, δυτικά, πρός τήν πατρίδα τοῦ πληγωμένου στρατιώτη.
Ὁ Κυριάκος στάθηκε ἀμήχανος μπροστά στόν Ἰταλό μέ τό διαπεραστικό γαλανό βλέμμα καί τή μεγάλη σχισμή στόν κρόταφο.
Ὕστερα ἔσκυψε ἀμίλητος κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τό γυλιό του ἕναν πρόχειρο ἐπίδεσμο καί λίγο ἰώδιο. Καθάρισε τήν πληγή κι ἔδεσε τό κεφάλι τοῦ «ἐχθροῦ». Ξέσφιξε ἀπό τή ζώνη του μιά μικρή μποτίλια κι ἔσταξε λίγο νερό στά φλογισμένα χείλη τοῦ Ἰταλοῦ.
Ὅση ὥρα τόν περιποιόταν, κανένας ἀπό τούς δυό δέν μιλοῦσε. Ὁ Κυριάκος ἔμοιαζε νά ἱερουργεῖ κάποιο μυστήριο κι ὁ Ἰταλός προσπαθοῦσε νά ἁρπάξει δυό τρεῖς μπουκιές ζωῆς.
Ὑποβαστάζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον κατηφόριζαν μέ δυσκολία στή γυμνή, γλιστερή, σκοτεινή βουνοπλαγιά. Κάπου μακριά κρότοι πολέμου τούς ἔκαναν νά γυρίζουν τά κεφάλια τους πότε πότε καί νά ἀγναντεύουν τόν σκοτεινό ὁρίζοντα.
Κατέβαιναν, κατέβαιναν... καί, κάθε φορά πού τούς φώτιζε τό φεγγάρι ἀνάμεσα ἀπό τά σύννεφα, ἔμοιαζαν γι᾽ ἀδελφικό σύμπλεγμα.
Κατέβαιναν καί ἦταν δυό σκέτοι ἄνθρωποι.
Ἔφτασαν στόν πρῶτο σταθμό «Πρώτων Βοηθειῶν. Ἱδρωμένος ὁ Κυριάκος καί ματωμένος ὥς τή φανέλα ἀπ᾽ τό γερμένο πάνω του κεφάλι τοῦ Ἰταλοῦ, εἰδοποίησε φωνάζοντας μιά νοσοκόμα.
Λίγο πρίν ἀφήσει τόν Ἰταλό στό φορεῖο, ἔνιωσε ἀτσάλινο χέρι νά σφίγγει τό δικό του. Ἀπόρησε μέ τή δύναμη τοῦ ἐξαντλημένου κορμιοῦ. Ἀπόρησε περισσότερο, ὅταν ὁ Ἰταλός ψαχουλεύοντας στό μέρος τῆς καρδιᾶς τράβηξε κι ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό ἕνα μενταγιόν κρεμασμένο ἀπό χρυσή καδένα. Τό χούφτωσε μέ τά δυό του χέρια, τό φίλησε καί μέ δάκρυα τό ἀπόθεσε στίς χοῦφτες τοῦ Κυριάκου. Οἱ κινήσεις του, ὅπως καί τό γεμάτο εὐγνωμοσύνη γαλανό βλέμμα του, δέν σήκωναν ἀντιρρήσεις.
- Μπαμπά, νά τό πουλήσουμε, γιά νά ἀγοράσουμε ψωμί.
- Ναί, μπαμπά, σέ παρακαλοῦμε.
Ἀμέτρητες φορές εἶχε ξεκρεμάσει ἀπ᾽ τό λαιμό του ὁ Κυριάκος τό παράξενο ἰταλικό μενταγιόν κι ἄλλες τόσες τό ξαναφόραγε. Δέν ἀποφάσιζε νά τό πουλήσει. Τό ἔ βγαζε πάνω στό ἀδειανό τραπέζι τους καί τό κοίταζαν ὅλοι στό φῶς τῆς γκαζόλαμπας. Μικρό ὀβάλ ἀπό ἀκριβή πορσελάνη μέ χρυσό στεφάνωμα καί δυό ἀκριβά πετράδια πάνω καί κάτω. Ἔμπηκτα στό κέντρο τῆς πορσελάνης δυό γράμματα σέ σύμπλεγμα ἀπό λευκή πλατίνα.
Πόσες ἱστορίες δέν εἶχαν πλέξει μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του γιά τά μυστικά πού ἴσως θά κρύβονταν ἀπό πίσω...
- Νά τό πουλήσουμε, Κυριάκο, μίλησε τρυφερά κι ἡ γυναίκα του. Ἕξι μῆνες τώρα, μέσα στή μαύρη κατοχή, λειώνουμε ἀπό τήν πείνα μέρα τή μέρα.
- Ἔχει ὁ Θεός, ψιθύρισε καί τό ξανάβαλε στό λαιμό του. Ἔχει ὁ Θεός, εἶπε ξανά. Καί τρίτωσε τό λόγο φωναχτά, χορταστικά: «Ἔχει ὁ Θεός».
Βγῆκε στό δρόμο, ἀνηφόρισε τήν ὁδό Κυδαθηναίων καί ἔστριψε ἀριστερά στή Φιλελλήνων. Ἀπέναντί του, σταματημένο μπροστά στή ρώσικη ἐκκλησία ἕνα καμιόνι ἰταλικό. Σάν ἀπό κάποια ξελογιάστρα δύναμη διέσχισε τό δρόμο καί βρέθηκε πίσω ἀπό τήν κλειστή καρότσα. Περπατοῦσε σάν ὑπνωτισμένος. Ἔβαλε τό χέρι του στό μουσαμά πού ἔφραξε τό ἄνοιγμα. Μόνο σάν ξεπρόβαλαν τά ζεστά ἀχνιστά καρβέλια ψωμί, κατάλαβε τήν ξελογιάστρα δύναμη πού τόν ὁδήγησε σέ τέτοια ἀποκοτιά. Πόσον καιρό εἶχαν νά μυρίσουν ζε στό ψωμί! Ὤ, νά μποροῦσε νά φωνάξει τά παιδιά του, νά φωνάξει ὅλα τά παιδιά τῆς Κατοχῆς νά μυρίσουν λιγάκι...
Δυό γεροδεμένοι Ἰταλοί τόν τσάκισαν τήν ὥρα πού μέ κλειστά τά μάτια ὀσφραινόταν καί ὀνειρευόταν. Τόν ἔσπρωξαν μέ βία τόν «κλέφτη», τόν ἔριξαν κάτω καί πρότειναν τά ὅπλα τους. Πίσω ἀπό τά κεφάλια τους πρόβαλε ὁ ἀξιωματικός τους. Ὁ Κυριάκος μέ συγκλονισμό ἀτένισε τά γαλανά μάτια. Ἔβαλε ἀργά τό χέρι στήν καρδιά καί τράβηξε ἔξω τό μενταγιόν.
Στό νεῦμα τοῦ ἀξιωματικοῦ οἱ δύο στρατιῶτες ἄνοιξαν δρόμο, καί ὁ Κυριάκος διατάχθηκε νά ἀ κολουθήσει τόν βλοσυρό βαθμοφόρο.
Χίλιες ἀπελπιστικές σκέψεις τόν ἔζωσαν. «Λές νά λάθεψε; Λές νά τοῦ στήσαν καμιά δουλειά; Λές νά τόν θεώρησαν δυό φορές κλέφτη; Λές...».
Τριακόσια μέτρα ἦταν ὅλα κι ὅλα ὥς νά στρίψουν παρακάτω στήν Ὄθωνος κι ὁ Κυριάκος νόμισε πώς ξαναπερπάτησε ὅλη τήν Πίνδο. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε νά σπάσει καί ἡ χρυσή καδένα μέ τό μενταγιόν χοροπηδοῦσε πάνω στό στῆθος του.
Μεῖναν μόνοι στήν πρώτη στοά τῆς Ὄθωνος. Ὁ Ἰταλός κοίταζε στό σημεῖο τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυριάκου. Ἄνοιξε ὁ Ἕλληνας τό σακάκι κι ἔπιασε τό κόσμημα.
Σύγκορμος τραντάχτηκε ἀπό τούς λυγμούς ὁ Ἰταλός κι ἔκλεισε στίς χοῦφτες του τά σκελετωμένα χέρια τοῦ Κυριάκου, τοῦ σωτήρα του.
Ἔβγαλε μέ ἀργές κινήσεις ὁ Κυριάκος τό ἀκριβό κόσμημα καί τό πέρασε στό λαιμό τοῦ ἀξιωματικοῦ. Χάιδεψε ὕστερα τόν χρυσό σταυρό του κι εἶπε «Ἔχει ὁ Θεός».
Ἔκανε νά φύγει, μά τά χέρια τοῦ Ἰταλοῦ δέν τόν ἄφηναν... τά χέρια τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἄφηναν.
- Πόσο κόστιζε τό μενταγιόν, παππού;
- Ὅσο ἡ ἀγάπη κι ἡ εὐγνωμοσύνη, παιδιά μου.
- Μά, ἦταν τόσο ἀκριβό, ὅσο λέει ἡ γιαγιά;
- Ναί, καί περισσότερο ἀκόμη. Ἔφτασε νά μᾶς θρέψει σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Ἄς τόν ἔχει καλά ὁ Θεός, ψιθύρισε ὁ παππούς Κυριάκος τελειώνοντας τούτη τήν ἀληθινή ἱστορία κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Η. Ν.
________
1. τσαλί = ἱερό χόρτο πού χρησιμεύει γιά προσάναμμα / φρύγανο
2. ἰταλική λέξη πού σημαίνει νερό
Πηγή:Ο Σωτήρ
Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940, δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.
Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί... θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας... Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν...».
Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.
Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.
Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α΄, ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του.
Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει. Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».
Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα. Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου». Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».
Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων... Ἅπαντες... εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος... Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους... φυλακιζομένους... τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».
Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.
Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας!
Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.
Περιοδικό “Απολύτρωσις”
Πηγή: Ακτίνες
Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει
πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές.
17 Οκτώβρη 1941 : οι Γερμανοί κύκλωσαν τα χωριά Ανω και Κάτω Κερδύλλια της επαρχίας Νιγρίτας του Νομού Σερρών και εκτέλεσαν 222 άρρενες κατοίκους από 15 έως 60 χρόνων.
23 Οκτώβρη 1941 : το Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης περικυκλώνεται από 40 αυτοκίνητα με άνδρες της Βέρμαχτ (Γερμανικός Στρατός). Οι Γερμανοί στρατιώτες συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους, διαχωρίζουν τους άντρες ηλικίας 16-69 χρόνων και δίνουν στα γυναικόπαιδα 2ωρη διορία να συγκεντρώσουν «όσα κινητά πράγματα δυνηθώσι».
Ακολουθεί η εκτέλεση, «ομαδικώς και δι' αυτομάτων όπλων», όλων των συλληφθέντων αντρών του χωριού. Η αναφορά του νομάρχη κάνει λόγο για 135 εκτελεσθέντες, ενώ αυτή της γερμανικής διοίκησης για 142.
28-29 Σεπτεμβρίου 1941 : Στο διάστημα αυτό, οι Βούλγαροι στρατιώτες με την ανοχή των Γερμανών συμμάχων τους εκτελούν στη Δράμα τουλάχιστον 1500 κατοίκους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόνο στο Δοξάτο, στις 29 Σεπτεμβρίου, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν τουλάχιστον 200 άνδρες ηλικίας 17-50 ετών.
22-25 Απριλίου 1944 : Γερμανοί περικυκλώνουν το χωριό Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης. Εκτελούν 150 κατοίκους και πυρπολούν όλα τα σπίτια τους.
16 Φεβρουαρίου 1943 :Οι Ιταλικές δυνάμεις μπαίνουν στο χωριό Δομένικο (που είναι κοντά στην Ελασσόνα), συλλαμβάνουν τους 117 άνδρες του χωριού και τους εκτελούν.
1 Μαρτίου 1943 :Οι κατακτητές εκτελούν 26 άτομα στη Θεσσαλονίκη στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά.
29 Μαρτίου 1943 : Οι Ιταλοί πυρπολούν πάνω από 200 σπίτια στα Φάρσαλα και εκτελούν 27 άτομα.
6 Ιουνίου 1943 : Οι Ιταλοί εκτέλεσαν 106 Έλληνες κρατουμένους του στρατοπέδου της Λάρισας.
25 Ιουλίου 1943 : Οι κατακτητές εκτελούν 154 άτομα στην Μουσιώτισα της Ηπείρου.
Αύγουστος 1943 : Οι Γερμανοί εκτελούν στο Κομμένο της Άρτας 317 κατοίκους και καίνε το χωριό. Μεταξύ των θυμάτων ήταν 74 παιδιά κάτω των 10 ετών.
4 Σεπτέμβρη 1943 : Οι Γερμανοί πολιόρκησαν το χωριό Λιγγάδες της Ηπείρου, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς 84 κατοίκους, απ' τους οποίους οι 40 ήταν παιδιά κάτω των 10 ετών.
21 Σεπτεμβρίου 1943 : Οι Γερμανοί σκότωσαν 44 κατοίκους του χωριού Ελευθέριον.
Δεκέμβριος 1943 : Οι Γερμανοί εκτελούν στα Καλάβρυτα Αχαΐας συνολικά 1104 άνδρες (από 14 χρονών και πάνω). Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου είχαν καταστρέψει 1000 σπίτια. Η συγκεκριμένη ναζιστική κτηνωδία έχει μείνει στην ιστορία.
16 Σεπτεμβρίου 1943 : Πραγματοποιούνται τα ολοκαυτώματα Βιάννου και Ιεράπετρας. Τα ναζιστικά στρατεύματα εκτελούν 451 άτομα στην επαρχία Βιάννου του Νομού Λασιθίου.
Νοέμβριος 1943 : Τα ναζιστικά στρατεύματα σκότωσαν 50 άτομα στο Άργος.
Νοέμβριος 1943 : Οι Γερμανοί σκοτώνουν 118 άτομα στο Μονοδέντρι Λακωνίας Από τους 118 εκτελεσθέντες οι 89 ήταν Σπαρτιάτες. Μέσα στα θύματα υπήρχαν και ανήλικα παιδιά και μια γυναίκα.
3 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν 50 πολίτες στην Πάτρα.
5 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα απαγχόνισαν 50 κρατουμένους από το στρατόπεδο της Τρίπολης (που ήδη λειτουργούσε ως κέντρο ομηρείας και προμηθείας θυμάτων «προς παραδειγματισμό») στο σιδηροδρομικό σταθμό Ανδρίτσας Άργους.
7 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν 40 ομήρους στις φυλακές του Γυθείου Λακωνίας.
Δεκέμβριος 1943 : Στο Νομό Λακωνίας οι Γερμανοί εκτελούν συνολικά 119 άτομα (στην Ανδρίτσα, στον Πασσαβά κ.α.).
3 Ιανουαρίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 30 άτομα στην Πάτρα.
8 Ιανουαρίου 1944 : Εκτελούνται 12 άτομα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
22 Ιανουαρίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν στην Πάτρα 30 άτομα.
Ιανουάριος 1944 : Εκτελέστηκαν 456 όμηροι από τις φυλακές της Τρίπολης.
23 Φεβρουαρίου 1944 : Οι κατακτητές εκτελούν στην Κατερίνη Πιερίας 40 άτομα.
24 Φεβρουαρίου 1944 : Εκτελέστηκαν στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας από τους Γερμανούς 204 ατομα από τις φυλακές της Τρίπολης.
31 Μαρτίου 1944 : Οι Γερμανοί σκότωσαν στην Κρανώνα 65 ομήρους.
Μάρτιος-καλοκαίρι 1944 : Εκτελούνται στο Μονοδέντρι Λακωνίας 50 άτομα το Μάρτιο, στη Σπάρτη 244 άτομα τον Απρίλιο-Μάρτιο,
στις περιοχές Α. Δημήτριος, Ζούπαινα, Σουστιάνοι (της Λακωνίας) 40 άτομα τον Ιούνιο, στις περιοχές Πάνιτσα -Σκαμνάκι-Γύθειο 77 άτομα το καλοκαίρι.
1942-1944 : Συνολικά περίπου 60,000 Εβραίοι της Ελλάδας εξοντώθηκαν από τους Γερμανούς με δόλιο και βίαιο τρόπο στην περίοδο της κατοχής. Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ εκτιμά ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων είναι 56.385. (Πηγή : Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. ’)
5 Απριλίου 1944 : Μονάδες των (γερμανικών) SS πυρπολούν το χωριό Κλεισούρα του Νομού Καστοριάς και σκοτώνουν 280 κατοίκους του που στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν γυναίκες και παιδιά. Τα SS και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισελ και Χίλντεμπραντ και την καθοδήγηση του Βούλγαρου Κάλτσεφ, άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους με αυτόματα, αμφίστομους πελέκεις και ξιφολόγχες και να πυρπολούν τα σπίτια. Ο σφαγέας της Κλεισούρας ήταν ο συνταγματάρχης Karl Schumers (Καρλ Σύμερς), διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS.
24 Απριλίου 1944 : Στο χωριό Κατράνιτσα (Πύργοι) που είναι κοντά στην Πτολεμαΐδα, οι Γερμανοί σκότωσαν 318 κατοίκους. Η ιστορική κωμόπολη στους πρόποδες του Βερμίου, καταστράφηκε ολοσχερώς από τη ναζιστική βαρβαρότητα.
Απρίλιος 1944 : Εκτελούνται στη Λαμία περίπου 150 άτομα και στη Λάρισα 64.
6 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται 50 άτομα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
6 Απριλίου 1944 : Οι Ναζί εκτελούν 50 άτομα στη Βέροια.
9 Απριλίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 50 άτομα στην Κόρινθο.
10 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται 6 πολίτες στη Λαμία.
14 Απριλίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν στο Αγρίνιο 120 άτομα.
24 Απριλίου 1944 : Οι κατακτητές πυρπολούν το Μέτσοβο και σκοτώνουν 150 άτομα.
25 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται στον Καρακόλιθο 134 κρατούμενοι των φυλακών Λιβαδειάς.
Απρίλιος-Ιούνιος 1944 : Γερμανοί καίνε σπίτια και εκτελούν χωρικούς στο Λεβίδι, τον Άγιο Πέτρο και τα Βούρβουρα της Αρκαδίας.
1 Μαΐου 1944 : Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής οι Γερμανοί εκτελούν 200 κρατούμενους του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Αυτές οι εκτελέσεις έγιναν ως αντίποινα για την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον Γερμανών στην Πελοπόννησο, στις 27-4-1944, που προκάλεσε τον τραυματισμό 5 Γερμανών και το θάνατο 4, ανάμεσά τους και ο διοικητής της 41ης Γερμανικής Μεραρχίας υποστράτηγος Krech.
3 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 57 κρατούμενους από τις φυλακές Χατζηκώστα και 18 γυναίκες από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
4 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται 16 δημόσιοι υπάλληλοι.
5 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται στη Χαλκίδα 46 άτομα.
10 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 92 άτομα Ανάμεσά τους ήταν 10 γυναίκες.
11 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται 100 άτομα στη Βοιωτία.
12 Μαΐου 1944 : Απαγχονισμός 24 κρατουμένων από το στρατόπεδο της Λάρισας στον Δοξαρά.
16 Μαΐου 1944 : Εκτέλεση 120 ατόμων από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
23 Μαΐου 1944 : Πυρπόληση του χωριού Λίμνη Αργολίδας και εκτέλεση 86 κατοίκων .
28 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 15 άτομα στο Βαθυτόπι Κορινθίας.
31 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί σκοτώνουν 40 άτομα στο Δασολοφο των Φαρσάλων.
2 Ιουνίου 1944 : Εκτέλεση 22 χωρικών στο Κοντομάρι Κυδωνίας, στην Κρήτη.
6 Ιουνίου 1944 : Εκτέλεση 101 ατόμων από το στρατόπεδο Παύλου Μελά στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Κιλκίς.
9 Ιουνίου 1944 : Σύλληψη των 1795 Ελληνοεβραίων της Κέρκυρας. Μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
10 Ιουνίου 1944 : Οι άντρες των SS σκοτώνουν 229 άτομα στο χωριό Δίστομο που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του Νομού Βοιωτίας. Επίσης σκοτώνουν 67 πολίτες στα γύρω χωριά, στα χωράφια και τους δρόμους. Η ναζιστική βαρβαρότητα σημείωσε νέο ρεκόρ. Οι δολοφόνοι των SS κατασφάξανε ακόμα και έγκυες γυναίκες, γέροντες, μικρά παιδιά και μωρά. Για αυτό το απάνθρωπο έγκλημα, ο Γερμανός Στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι που ήταν ο υπεύθυνος τιμωρήθηκε μόνο με 15 χρόνια φυλάκιση, από τα οποία εξέτισε μόνο τα 3.
26 Ιουνίου – 2 Ιουλίου 1944 : Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Γερμανών στην Κυνουρία Αρκαδίας και στο όρος Πάρνωνας . Εκτελούν 202 πολίτες και συλλαμβάνουν άλλους 500.
1 Ιουλίου 1944 : Οι Γερμανοί απαγχονίζουν 50 κρατουμένους του στρατοπέδου Χαϊδαρίου στο Χαρβάτι Αττικής.
2 Ιουλίου 1944 : Εκτέλεση 50 ατόμων στα Σφαγεία της Θεσσαλονίκης.
6 Ιουλίου 1944 : Γερμανοί εκτελούν 200 άτομα στα Λιόσια Αττικής.
21 Ιουλίου 1944 : Εκτέλεση 50 ομήρων από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
24 Ιουλίου 1944 : Σύλληψη περίπου 1700 Εβραίων των Δωδεκανήσων. Στη συνέχεια στάλθηκαν σε στρατόπεδα όπου εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
3-22 Ιουλίου 1944 : Οι Γερμανοί κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Πίνδο. Εκτέλεση 161 πολιτών, καταστροφή 4450 οικιών, 5500 καλυβιών, μαντριών και αχυρώνων. Απερίγραπτη λεηλασία και συλλήψεις 427 ομήρων.
31 Ιουλίου 1944 : Οι κατακτητές εκτελούν 59 άτομα στα Καλύβια Αγρινίου.
9 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι εκτέλεσαν 50 άτομα στα βόρεια της Μάνδρας.
13 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί πραγματοποιούν το μπλόκο της Καλαμαριάς. Εκτελούν 15 κατοίκους.
Δαμάστα, 21 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στις 21 Αυγούστου 1944 τους 30 πιο μάχιμους άνδρες του χωριού στη θέση «Κερατίδι». Στη συνέχεια εκκένωσαν και ισοπέδωσαν το χωριό.
8 Σεπτεμβρίου 1944 : Εκτελούνται στη Θεσσαλονίκη 8 Εβραίοι.
30 Σεπτεμβρίου 1944 : Οι Ιταλοί εκτελούν 49 άτομα στην Παραμυθιά της Ηπείρου.
Σεπτέμβριος 1944 : Γερμανικές μονάδες εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης. Το Τάγμα του Σούμπερτ σκόρπισε τον τρόμο. Συνολικά έκαψαν πυροβόλησαν ή έσφαξαν 146 άτομα, εκ των οποίων οι 109 ήταν γυναίκες. Οι περισσότεροι από τους δολοφονηθέντες κάηκαν ζωντανοί στο φούρνο του χωριού.
Πηγή: Η Ιστορία της Ελλάδας
ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ!
Βρείτε πλήθος από σπάνια ΚΕΙΜΕΝΑ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ, ΗΧΗΤΙΚΑ, VIDEO
ΚΑΙ ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ 1940, κατάλληλα για σχολικές γιορτές και
άλλες εκδηλώσεις.
Ένας από τους μεγάλους Ιεράρχες της Εκκλησίας και του Γένους μας, είναι και ο τελευταίος Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Χρύσανθος Φιλιππίδης. Μια μορφή πού αγωνίστηκε για τα δίκαια της Εκκλησίας, αλλά και αυτού του ευλογημένου Ρωμαίικου λαού μας. Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, κατά κόσμον Χαρίλαος, γεννήθηκε στην Κομοτηνή της όμορφης και ευλογημένης Θράκης μας το 1881.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Ξάνθη. Στην συνέχεια εισήχθη στην Περίφημη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1904, υποβάλλοντας εναίσιμο Διατριβή με τον τίτλο: “Τα υπό το όνομα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου φερόμενα συγγράμματα”. Κατά την διάρκεια των σπουδών του χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ναό της Σχολής λαμβάνοντας το όνομα Χρύσανθος.
Το 1907 ο Χρύσανθος μεταβαίνει στην Λειψία της Γερμανίας και την Λωζάννη της Ελβετίας για σπουδές με την άδεια και την ευλογία του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Κωνσταντίνου τον οποίο υπηρετεί.Το 1911 τελειώνει τις σπουδές του και επιστρέφει στην Πόλη, όπου ο Μεγάλος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ ο Μεγαλοπρεπής τον κρατά κοντά του και τον διορίζει Αρχειοφύλακα των Πατριαρχείων.
Στις 18 Μαΐου του 1913 ο Χρύσανθος εκλέγεται Μητροπολίτης Τραπεζούντος επι της Πατριαρχίας του Γερμανού του Ε’ (1913 – 1918). Η ενθρόνιση του Χρυσάνθου συμπίπτει με σημαντικά γεγονότα.Στις 3 Απριλίου 1916 δέχεται τον Ρωσικό Στρατό στην Τραπεζούντα. Οι Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής ζητούν από τον Χρύσανθο την προστασία του, και εκείνος ανταποκρίνεται με όλη του την καρδιά σε αυτό το αίτημα. Ένα χρόνο μετά όμως τα πράγματα αλλάζουν. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, αναγκάζει τον Ρωσικό στρατό να εγκαταλείψει τον Πόντο. Τώρα οι Ρώσοι είναι αυτοί πού ζητούν την προστασία του Χρυσάνθου, φοβούμενοι τις αντιδράσεις των Τούρκων.
Τον Δεκέμβριο του 1918 επισκέπτεται μαζί με τον Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου τον Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο, το Λονδίνο, το Παρίσι και τον Σαν Ρἐμο συζητώντας με τους ηγέτες τα θέματα της Εκκλησίας, αλλά και των Ρωμηών της Μικράς Ασίας.
Το 1919 στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι παραβρίσκεται και ο ίδιος μαζί με μια αντιπροσωπεία Ποντίων, προσπαθώντας να προωθήσουν την ανεξαρτησία του Ποντιακού ζητήματος, καταθέτοντας μάλιστα και ένα Υπόμνημα με ημερομηνία 2 Μαΐου 1919. Η καταστροφή της Σμύρνης και γενικά του Μικρασιατικού Ελληνισμού, βρίσκει τον Χρύσανθο, τον Τελευταίο Αργοναύτη και Άγγελο της Εκκλησίας της Τραπεζούντος πρόσφυγα στην Αθήνα. Εκεί το Πατριαρχείο μας, τον διορίζει Αποκρισάριό του.
Το 1926 στέλνεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Αλβανία για να διευθετήσει το θέμα της αναγνωρίσεως της Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το 1928 και το 1930 επισκέπτεται το Άγιον Όρος για την συγκρότηση της Πανορθοδόξου Συνόδου.
Το 1929 επισκέπτεται το Βελιγράδι, τη Σόφια και το Βουκουρέστι για την ενημέρωση των Εκκλησιών αυτών σχετικά με το θέμα της Εκκλησίας της Αλβανίας.
Το 1931 επισκέπτεται την Συρία και το Πατριαρχείο Αντιοχείας και μαζί με τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων διευθετούν το θέμα πού είχε προκύψει εκεί σχετικά με την αναγνώριση του Πατριάρχου Αντιοχείας Αλεξάνδρου του Γ’, ενώ την ίδια χρονιά επισκέπτεται και την Κύπρο για την επίλυση του προβλήματος, ύστερα από την εξορία των Μητροπολιτών Κιτίου Νικοδήμου και Κυρηνείας Μακαρίου από τις Αγγλικές Αρχές.
Το 1937 αναγορεύεται επίτιμος Διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πιο συγκεκριμένα στην Θεολογική Σχολή, για το συγγραφικό και κοινωνικό έργο του.
Στις 13 Δεκεμβρίου ο τελευταίος “Άγγελος” της Εκκλησίας της Τραπεζούντος Χρύσανθος εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Και ως Αρχιεπίσκοπος ξεδιπλώνει τα πολλά του προσόντα. Ρυθμίζει σε συνεργασία με την Πολιτεία πολλά Εκκλησιαστικά ζητήματα.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Ελληνικός λαός βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα.
Η Φασιστική Ιταλία με αρχηγό τον Μπενίτο Μουσολίνι κηρύττει τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς, αρνείται με το ηρωικό του “ΟΧΙ” την είσοδο των Ιταλικών Στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Σε αυτήν την κατάσταση δεν θα μπορούσε να απουσιάσει η Εκκλησία. Με διάγγελμά του προς τον λαό, ο Αθηνών Χρύσανθος αναφέρει τα εξής: “Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν οτι όλα τα τέκνα της Πατρίδος, ευπειθή εις το κέλευσμα αυτής και του Θεού, θα σπεύσωσιν εν μια ψυχή και καρδία να αγωνισθώσιν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και της τιμής και θα συνεχίσωσιν ούτως την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσωσι τον ωραίον θάνατον από την άσχημην ζωήν της δουλείας…”.
Στις 10 Νοεμβρίου τελεί Θεία Λειτουργία στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών υπέρ ενισχύσεως του Φιλοχρίστου Στρατού. Καθιερώνει καθημερινά συσσίτια, ενώ παραχωρεί το κτίριο το οποίο σήμερα στεγάζονται οι υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου, για την χρησιμοποίησή του από τον Στρατό ως Νοσοκομείο.
Η Γερμανική Κατοχή βρίσκει τον Χρύσανθο στην Αρχιεπισκοπή. Από το γραφείο του παρακολουθεί την υποστολή της Ελληνικής Σημαίας από την Ακρόπολη, και την έπαρση της Γερμανικής Σβάστιγγος.
Δέχεται τρία μηνύματα. Το ένα είναι να συμμετάσχει μαζί με τους άλλους προύχοντες στην επιτροπή παραδόσεως της πόλεως των Αθηνών. Η απάντησή του είναι μοναδική. “Οι Έλληνες Ιεράρχες δεν παραδίδουν τας πόλεις εις τον εχθρόν, αλλά καθήκον των είναι να εργασθούν δια την απελευθέρωσιν αυτών”.
Το δεύτερο μήνυμα λέει ότι θα πρέπει να μεταβεί στον Ναό για να τελέσει Δοξολογία. Και πάλι η απάντηση του Χρυσάνθου δείχνει την λεβέντικη και Ρωμαίϊκη ψυχή του: “Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας. Η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη”.
Το τρίτο μήνυμα είναι ότι ο Ανώτατος Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής θέλει να τον επισκεφτεί. Η απάντηση μονολεκτική. “Να έρθει”.
Ο Γερμανός Διοικητής βρίσκεται στο Γραφείου του Χρυσάνθου. Η συζήτηση έγινε στα Γερμανικά. Ο διάλογος είναι συγκλονιστικός.
-Χρύσανθος: “Κύριε Στρατάρχα, πρωτίστως ο στρατός σας εισέβαλεν εις ένα τόπον του οποίου ο λαός ηγωνίσθη δια την ελευθερίαν του και εξακολουθεί να πιστεύει εις τα ιδανικά του. Και έχω καθήκον, ως Αρχηγός της Εκκλησίας της Ελλάδος να σας συστήσω να σεβαστή η Γερμανική Διοίκησις τον ηρωϊκόν λαόν της χώρας αυτής δια να αποφευχθούν τα δυσάρεστα”.
-Φόν Στούμε: “Είμεθα βέβαιοι ότι, η Ελληνική Εκκλησία θα συνεργαστή αρμονικά και εγκάρδια με τας στρατιωτικάς αρχάς κατοχής, ακριβώς για να αποφευχθούν τα δυσάρεστα”.
-Χρύσανθος: “Να είστε βέβαιος ότι η Ελληνική Εκκλησία θα κάνει το καθήκον της και κατά την κρίσιμον αυτήν περίοδον”.
-Φόν Στούμε: “Κατερχόμενοι είδομεν τας καταστροφάς που επροξένησαν εις την χώραν σας οι Άγγλοι. Ποιός θα πληρώσει δια τας ζημίας αυτάς;”
-Χρύσανθος: “Θα πληρώσει εκείνος, ο οποίος θα χάσει τον πόλεμον”, είπε με νόημα.
Στην συνέχεια ο Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου λέγοντας: “Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνησιν προβληθείσαν υπό του εχθρού. Ημείς γνωρίζωμεν ότι τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός και ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα, ούτε ο λαός εψήφισεν την Κυβέρνησιν ούτε ο Βασιλεύς την όρισεν”.
Μετά από αυτό το γεγονός, ο Χρύσανθος επαύθη από τον θρόνο του στις 2 Ιουλίου του 1941. Αποτραβήχτηκε στο σπίτι του στην Κυψέλη στην οδό Σουμελά παρακολουθώντας τα γεγονότα, ενώ συγχρόνως λειτουργεί και παράνομο Ραδιοφωνικό Σταθμό, τον πρώτο αντιστασιακό Σταθμό στην Κατοχή με την ονομασία “Ασύρματος του Δεσπότη” . Ο Χρύσανθος υποβάλλει και επίσημα την παραίτησή του από τον θρόνο του στον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο τον Β’ με το τέλος της Κατοχής. Ο από Τραπεζούντος Αθηνών Χρύσανθος, πέθανε σε ηλικία 68 χρονών στις 28 Σεπτεμβρίου 1949. Στην κηδεία του πού έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών του απεδόθησαν οι τιμές Πρωθυπουργού εν ενεργεία. Η ταφή του έγινε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Το 1991 τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Νέα Ιερά Μονή της Παναγίας του Σουμελά στο Βέρμιο της Ημαθίας. Ο Χρύσανθος αποδείχτηκε ένας ΜΕΓΑΛΟΣ ΗΓΕΤΗΣ.
Σήμερα πού η ελληνική κοινωνία μας περνά μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις, αυτό οφείλεται πρωτίστως στην πνευματική κρίση και εν συνεχεία στην έλλειψη ηγετών που να εμπνέουν και να καθοδηγούν. Εμείς οι Ρωμηοί έχουμε μια μεγάλη και μια μοναδική κληρονομιά. Και αυτή είναι η Ιστορία, η Πίστη μας στην Εκκλησία και οι Παραδόσεις μας.
Ας ξαναδιαβάσουμε την ιστορία και ας επιστρέψουμε στις ρίζες μας, ας παραδειγματιστούμε από τα λάθη του παρελθόντος και από τις πολιτικές κάποιων “ηγετών” που μας οδήγησαν στην καταστροφή και την συρρίκνωση. Η μορφή του Χρυσάνθου και όλων εκείνων πού αγωνίστηκαν για του “Χριστού την πίστην την αγίαν και της Πατρίδος την ελευθερίαν” ας γίνουν φωτεινά παραδείγματα για όλους μας, Κλήρο και Λαό, Άρχοντες και Aρχομένους.
Πηγή: Amen
Έχει παρατηρηθεί ότι πάρα πολλοί πολέμιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, βάλλουν κατ’ αυτής με αθεμελίωτες κατηγορίες. Δηλαδή κατηγορίες και μομφές αναπόδεικτες, που εκστομίζονται και κατασκευάζονται μόνο και μόνο για να σπιλωθεί το ηθικό ανάστημα της Εκκλησίας.
Ήδη από την σχολική, την μαθητική αλλά κυρίως την φοιτητική περίοδο, ιδιαίτερα κατά τα τέλη του εικοστού αιώνος, πολλά τέτοια «ζητήματα» που απασχολούσαν τους ανθρώπους, εύκολα γίνονταν αντικείμενο κακεντρεχούς προπαγάνδας με ευτελείς στόχους. Ένας από αυτούς ήταν να αμαυρωθεί η ιστορικά τεκμηριωμένη παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας στο διάβα των αιώνων. Και εδώ ακολουθείται το παράδειγμα των αιρετικών. Απομονώνουν ένα «συμβάν», του προσδίδουν τις διαστάσεις που επιθυμούν αλλοιώνοντάς το και μετά το εντάσσουν σε έναν κανόνα γενίκευσης. Έτσι υποτίθεται ότι θεμελιώνουν υποδείγματα γενικής ισχύος. Μία από τις σαθρές και αναπόδεικτες κατηγορίες, που μετά λύσσας υιοθετούν οι πολέμιοι της Εκκλησίας μας, είναι και αυτή: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεργάστηκε με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα»! Αποσιωπούν ή σκόπιμα αγνοούν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας όχι μόνον αντετάχθη σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό, αλλά και ανέδειξε Αγίους με την σθεναρή της αυτήν στάση. Και ναι μεν στην περίπτωση του Σταλινικού ολοκληρωτισμού, οι περισσότεροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γνωρίζουν λαμπρά παραδείγματα Αγίων, Νεομαρτύρων και Ιερέων, που έδωσαν μαρτυρία αγωνιστικού πνευματικού ήθους κατά τόν εικοστό αιώνα. Στην χώρα μας, είναι γνωστή η περίπτωση του «από Τραπεζούντος» Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, ο οποίος κατά την άνοιξη του 1941 αντέταξε το σθεναρό του φρόνημα στις κατοχικές Αρχές των Γερμανών, όταν αρνήθηκε να ορκίσει την διορισμένη κυβέρνηση Τσολάκογλου. Σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται στο ζήτημα αυτό οι πολέμιοι της Εκκλησίας.
Εκείνο όμως, πιστεύω, που δεν έχει καταστεί γνωστό, είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, έχει αναδείξει Αγίους που μαρτύρησαν κατά του Ναζισμού.
Ένας από αυτούς είναι ο Άγιος Αλέξανδρος Schmorell, ο οποίος μάλιστα ήταν Γερμανός και μαρτύρησε τον Ιούλιο του 1943.
Ο Αλέξανδρος Schmorell είχε γεννηθεί στην Ρωσία το 1917 από Ρωσίδα μητέρα και Γερμανό πατέρα. Ο πατέρας του ο Hugo Schmorell ήταν γιατρός και είχε σπουδάσει στην Ρωσία κατά την προεπαναστατική περίοδο. Ο παππούς του Αλεξάνδρου από την πλευρά της μητέρας του, Nataliya Vvedenskaya, ήταν ιερέας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1918 η μητέρα του Αλεξάνδρου πέθανε από τύφο και δύο χρόνια αργότερα ο Hugo Schmorell νυμφεύθηκε την Γερμανίδα Elisabeth Hoffman που ήταν ρωμαιοκαθολική. Το 1921 για να αποφευχθούν οι διώξεις που ασκούσαν απηνώς οι Μπολσεβίκοι, η οικογένεια Schmorell κατέφυγε και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Μαζί τους είχαν παραλάβει και την «παραμάνα» του Αλέξανδρου, Θεοδοσία Lapschina. Αυτή ήταν που έδωσε Ορθόδοξη Χριστιανική αγωγή στον μικρό Αλέξανδρο, έστω και εάν η μητριά του στα δύο παιδιά της, που γεννήθηκαν στο Μόναχο, έδωσε ρωμαιοκαθολική αγωγή. Ο Αλέξανδρος από πολύ μικρή ηλικία αγάπησε την Ορθοδοξία και μάλιστα παρότρυνε την μητριά του καθώς και τα ετεροθαλή αδέλφια του να παρακολουθήσουν μαθήματα σε Ορθόδοξο Κατηχητικό Σχολείο στο Μόναχο. Αγαπούσε με έμφαση την Ορθόδοξη Εκκλησία και παρακολουθούσε κάθε Κυριακή την Θεία Λειτουργία. Ο Αλέξανδρος Schmorell ήταν ένας πιστός Χριστιανός, πλήρως συνειδητοποιημένος και με ευαίσθητη συνείδηση. Ένα χρόνο μετά την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σπούδαζε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Ludwig-Maximilian Universitat.
Υποχρεωτικά κατετάγη στον Γερμανικό Στρατό και εστάλη στο Ανατολικό Μέτωπο. Υπηρετούσε ως βοηθός στρατιωτικού ιατρού. Ο Αλέξανδρος κατ’ επανάληψιν δήλωνε ότι του ήταν αδύνατον να πυροβολεί και να σκοτώνει είτε Ρώσο είτε Γερμανό. Ήταν κάτι που ήταν αντίθετο στην Χριστιανική του αγωγή. Υπηρέτησε αποκλειστικά ως στρατιωτικός ιατρός και έτσι ήλθε σε επαφή με τον ανθρώπινο πόνο και μάλιστα βοηθούσε στην περίθαλψη (εκτός των Γερμανών) και Ρώσων αιχμαλώτων που είχαν τραυματισθεί. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα μετατέθηκε στο Μόναχο κατά τον Οκτώβριο του 1942.
Ο Αλέξανδρος με μερικούς του φίλους από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου όπου σπούδαζε Ιατρική, ίδρυσε μια μυστική αντιναζιστική οργάνωση με ειρηνικό χαρακτήρα, είχε τον τίτλο «Λευκό Ρόδο». Μπορεί να πει κανείς μετά βεβαιότητος ότι το «Λευκό Ρόδο» ήταν ίσως η πιο σπουδαία μορφή αντίστασης κατά του ναζιστικού ολοκληρωτικού καθεστώτος του Χίτλερ, μέσα στην Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Λευκό Ρόδο» δεν προέβαινε σε καμιάν απολύτως βίαιη δραστηριότητα και αποσκοπούσε μόνο στην εκτύπωση και κυκλοφόρηση ενημερωτικών φυλλαδίων που ενημέρωναν τον Γερμανικό λαό για τα εγκλήματα που διέπραττε το ναζιστικό καθεστώς. Μάλιστα τα συνέδεε με την σατανική φύση τόσο της ναζιστικής ιδεολογίας όσο και με την αντιχριστιανική του υστερία. Ψυχή και έμπνευση του «Λευκού Ρόδου» ήταν ο Αλέξανδρος. Αυτός συνέτασσε τα κείμενα των αντικαθεστωτικών φυλλαδίων. Και μόνον αυτό το τόλμημα, κάτω υπό τρομερές συνθήκες απόλυτου τρόμου και ειδεχθούς ζόφου, συνιστά πράξη απαράμιλλης γενναιότητος. Το «Λευκό Ρόδο» πρόλαβε και εκτύπωσε έξι ενημερωτικά φυλλάδια. Κατά την διάρκεια της διανομής του έκτου φυλλαδίου (24 Φεβρουαρίου 1943) η Γκεστάπο συνέλαβε τα μέλη της αντιστασιακής ομάδας. Τελικά καταδικάσθηκε εις θάνατο τον Απρίλιο του 1943 και εκτελέσθηκε δι’ αποκεφαλισμού στις 13 Ιουλίου 1943.
Έχει ιδιαίτερη αξία να σταχυολογηθούν κάποια αποσπάσματα από τα κείμενα του Αλεξάνδρου στα κείμενα που εκυκλοφορήθησαν.
(Απόσπασμα από την τέταρτη προκήρυξη)
«Κάθε λέξη από το στόμα του Χίτλερ είναι ένα ψέμα. Όταν μιλά για ειρήνη, εννοεί τον πόλεμο και όταν κατά τρόπο βλάσφημο χρησιμοποιεί το όνομα του Παντοδύναμου, εννοεί τη δύναμη του κακού, τον εκπεσόντα άγγελο, το Σατανά. Το στόμα του είναι το δύσοσμο στόμιο της Κολάσεως και η ισχύς του εκ βάθρων καταραμένη.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να αγωνιστούμε κατά του εθνικοσοσιαλιστικού τρομοκρατικού κράτους με ορθολογικά μέσα. Όμως, οποιοσδήποτε εξακολουθεί να αμφισβητεί την πραγματικότητα, την ύπαρξη δαιμονικών δυνάμεων, θα έχει αποτύχει σε μεγάλο βαθμό να αντιληφθεί τη μεταφυσική διάσταση αυτού του πολέμου. Πίσω από τα συγκεκριμένα, ορατά περιστατικά, πίσω από όλες τις αντικειμενικές και λογικές διαπιστώσεις, βρίσκουμε το υπερλόγο στοιχείο: Τον αγώνα ενάντια στο δαίμονα, ενάντια στους υπηρέτες του Αντιχρίστου.
Παντού και πάντοτε, οι δαίμονες παραμόνευαν στο σκοτάδι, περιμένοντας τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι αδύναμος: όταν με τη δική του βούληση εγκαταλείπει τη θέση του στην τάξη της Δημιουργίας, όπως δημιουργήθηκε γι’ αυτόν από το Θεό εν ελευθερία –όταν υποχωρεί στη δύναμη του κακού και αποχωρίζεται από τις άνωθεν δυνάμεις– κι αφού θεληματικά κάνει το πρώτο βήμα, οδηγείται ολοένα στο επόμενο με ραγδαία επιταχυνόμενο ρυθμό.
Παντού και σε όλους τους καιρούς της μεγαλύτερης κρίσης, έχουν εμφανισθεί άνθρωποι, προφήτες και άγιοι, που αγαπάνε την ελευθερία τους, κήρυξαν τον Μοναδικό Θεό, και με τη βοήθειά Του οδήγησαν το λαό στην αντιστροφή της πτωτικής του πορείας.
Ο άνθρωπος είναι, βέβαια, ελεύθερος, αλλά χωρίς τον αληθινό Θεό είναι ανυπεράσπιστος ενάντια στο κακό. Είναι σαν καράβι χωρίς πηδάλιο, στο έλεος της θύελλας, σαν μικρό παιδί χωρίς τη μητέρα του, σαν σύννεφο που διαλύεται στον αέρα. Και σε ρωτάω, σαν Χριστιανό που αγωνίζεσαι για τη διαφύλαξη του πιο πολύτιμου θησαυρού σου, μήπως διστάζεις, μήπως ξεπέφτεις στη δολιότητα, τον υπολογισμό και την αναβλητικότητα, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος θα σηκώσει το χέρι για να σε υπερασπίσει; Δεν σου έδωσε ο Θεός τη δύναμη και τη θέληση να αγωνιστείς; Πρέπει να χτυπήσουμε το κακό εκεί που είναι πιο δυνατό, και είναι πιο δυνατό στην εξουσία του Χίτλερ».
(Απόσπασμα από την δεύτερη προκήρυξη)
«Γιατί σας τα λέμε όλα αυτά, αφού τα ξέρετε πολύ καλά, κι αν όχι τα συγκεκριμένα, άλλα, το ίδιο σοβαρά εγκλήματα που διέπραξε αυτή η τρομακτική συμμορία υπανθρώπων;»
«Ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί να απαλλαγεί από μια τέτοιου είδους ενοχή, και ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του με την πιο ήρεμη και ήσυχη συνείδηση. Όμως, δεν μπορεί να απαλλαγεί: είναι ένοχος, ένοχος, ένοχος! Δεν είναι, όμως, αργά, να απαλλαγούμε από αυτή την εξόχως κατακριτέα και υπόλογη για όλες τις πλάνες κυβέρνηση, για να απαλλαγούμε από ακόμη μεγαλύτερη ενοχή…»
«Ποτέ μη ξεχνάτε το Θεό!…»
Στην τελευταία του επιστολή προς τους οικείους του έγραφε μεταξύ των άλλων:
«Με τη θέληση του Θεού, η επίγεια ζωή μου θα κλείσει, προκειμένου να μεταβώ σε μίαν άλλη, που ποτέ δεν θα τελειώσει, όπου όλοι μας θα συναντηθούμε… Δυστυχώς, το χτύπημα αυτό θα είναι πιο σκληρό για σας παρά για μένα, γιατί φεύγω με τη βεβαιότητα ότι υπηρέτησα την αλήθεια. Αυτό με αφήνει με ήσυχη τη συνείδηση, παρά το γεγονός ότι είναι κοντά η ώρα του θανάτου.
Και συνεχίζει
«Πρόσφατα διάβασα κάτι σ’ ένα πολύ καλό και με πολλά νοήματα βιβλίο, που ταιριάζει σε όλους εσάς: «Όσο μεγαλύτερη είναι η τραγωδία της ζωής, τόσο πιο δυνατή πρέπει να είναι η πίστη μας, όσο πιο καταδικασμένοι μοιάζουμε, με τόση μεγαλύτερη εμπιστοσύνη πρέπει να αφήνουμε τις ψυχές μας στα χέρια του Θεού Πατέρα.» Έγραφε ο Αββάς Θεόδωρος από το Βυζάντιο, [Θεόδωρος ο Στουδίτης] «Για το λόγο αυτό ευχαρίστησα το Θεό για τις δοκιμασίες μου, και άφησα τον εαυτό μου εντελώς στις ανεξερεύνητες βουλές της Προνοίας Του…»
Αυτό είναι το πνευματικό ηθικό ανάστημα αλλά και το απαράμιλλο σθένος του Αγίου Αλεξάνδρου Schmorell. Είναι δύσκολο στον εικοστό αιώνα να βρει κάποιος τέτοιες μορφές πνευματικής αντίστασης αλλά και ηθικής ανδρείας, που δεν μετακυλίουν σε πράξεις βίας. Μόνον το ήθος της Αγιότητος αναδεικνύει τέτοιες μορφές. Η Αγιοκατάταξη του Αλεξάνδρου έγινε από την Ρωσική Ορθόδοξη
Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται στις 13 Ιουλίου.
Βασίλης Μακρής, Μεταλλειολόγος
Η είδηση του τορπιλισμού προκάλεσε σοκ και αποτροπιασμό στην κοινή γνώμη λόγω της θρασύτητας του εγχειρήματος. Η επίσημη επιβεβαίωση από την ελληνική κυβέρνηση για την ταυτότητα του «δολοφόνου» θα ερχόταν στις 30 Οκτωβρίου 1940, δυο μέρες μετά την έναρξη του πολέμου στην Πίνδο. Κανείς Έλληνας ωστόσο δεν έτρεφε αυταπάτες.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι σειρήνες σήμαναν την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πραγματικότητα όμως, η χώρα μας είχε δεχθεί επίθεση δυόμιση μήνες νωρίτερα, όταν τρείς ιταλικές τορπίλες έσκισαν τα νερά του Αιγαίου βυθίζοντας το καταδρομικό «Έλλη» και σφραγίζοντας το πεπρωμένο της χώρας για πάντα.
Το διεθνές σκηνικό
Το καλοκαίρι του 1940 ήταν ιδιαίτερα θερμό και αγωνιώδες. Ο ευρωπαϊκός πόλεμος μετρούσε ήδη 11 μήνες από τότε που η εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία σήμανε την επίσημη έναρξη της δεύτερης πράξης του πολεμικού δράματος. Για τους λαούς της Ευρώπης η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου δεν ήταν το τέλος αλλά η αρχή μιας ιδιαίτερα οδυνηρής διαδικασίας όπου οικονομικό συμφέρον και γεωπολιτικά υποκινούμενοι εθνικισμοί παρήγαγαν την μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή της σύγχρονης εποχής. Οι συνθήκες ειρήνης του Μεγάλου Πολέμου αντί να αποτελέσουν την στέρεα βάση μιας διαρκούς και ειλικρινούς συνεννόησης μεταξύ των λαών προσέφεραν «μια ανακωχή είκοσι χρόνων» κατά τα προφητικά λόγια του στρατάρχη Φως μέχρι τη νέα αναμέτρηση[i].
Ειδικά η Ελλάδα, έχοντας βιώσει τα δεινά μιας μακράς πολεμικής αναμέτρησης που οδήγησε στον ξεριζωμό του μικρασιατικού ελληνισμού και πέρασε μια εικοσαετία οικονομικής κατάπτωσης και πολιτικού αναβρασμού, επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο την αποχή από μια νέα περιπέτεια. Η ελληνική οικονομία έδειχνε ενθαρρυντικά σημεία ανάκαμψης, οι εσωτερικές έριδες είχαν καταλαγιάσει ενώ η οργάνωση του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων παρουσίαζαν σημαντική βελτίωση, έστω και υπό καθεστώς προστασίας υπό τις διαταγές του Ιωάννη Μεταξά, που σαν παλιός στρατιωτικός διοικούσε από τον Αύγουστο του 1936 τη χώρα σαν μεγάλο στρατόπεδο. Έχοντας ζήσει στις δύσκολες πρώτες δεκαετίες του αιώνα τα γεγονότα του αποκλεισμού του Πειραιά και του Εθνικού Διχασμού, ο Μεταξάς είχε διαμορφώσει μια ξεκάθαρη άποψη για τον τρόπο που η Ελλάδα όφειλε να πολιτευτεί σε διεθνές επίπεδο. Η Ελλάδα δεν είχε συμφέροντα από την συμμετοχή της στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Αντιμετωπίζοντας τον αναθεωρητισμό των γειτονικών της κρατών αφενός και ούσα εκτεθειμένη στα πυροβόλα των θωρηκτών του βρεττανικού και γαλλικού στόλου αφετέρου, όφειλε να ακολουθήσει μια συγκρατημένη ουδετερόφιλη πολιτική ίσων αποστάσεων ελπίζοντας ότι θα παρέμενε εκτός του πεδίου σύγκρουσης των ισχυρών. Επρόκειτο σίγουρα για μια συνετή και ρεαλιστική πολιτική, η οποία όμως δεν είχε επαληθευτεί είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν το πεδίο ενδιαφέροντος των αντιμαχομένων εστιάστηκε στην περιοχή της νότιας βαλκανικής και οι αντίπαλοι στρατοί εκβίασαν την είσοδο της χώρας στον πόλεμο. Στο προσκήνιο είχε δυναμικά κάνει την παρουσία της η Ιταλία, η οποία στα πλαίσια της πολιτικής για έλεγχο της Μεσογείου και των Βαλκανίων, κατέφευγε από τη δεκαετία του 1920 σε ένταση των διπλωματικών και πολιτικών πιέσεών της προς την Ελλάδα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η στάση της Ιταλίας εκτραχύνθηκε βαθμιαία, ενθαρρυμένη τόσο από την ήπια πολιτική Αγγλίας και Γαλλίας όσο και τους οραματισμούς των Ελλήνων πολιτικών για μια βαλκανική συνενόηση. Μετά την ήττα όμως και της Γαλλίας (22 Ιουνίου 1940) οι προκλήσεις κατά της κυριαρχίας της Ελλάδος βάλλονται με ταχύτητα πολυβόλου. Μια σειρά σοβαρών διπλωματικών και πολεμικών επεισοδίων [ii] που έλαβαν χώρα από τα τέλη Ιουνίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου έδειχναν πέρα από κάθε αμφιβολία την επιθετική πολιτική της Ιταλίας που επεδίωκε είτε να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο είτε να την εξαναγκάσουν να υποκύψει χωρίς αγώνα στις υποδείξεις του ισχυρότερου.
Το «Έλλη» με ανεπτυγμένα τα επιστεγάσματα από καραβόπανο κάποια καλοκαιρινή ημέρα. Κάπως έτσι έστεκε το μοιραίο πρωινό της 15ης Αυγούστου 1940.
Το «Έλλη» στην Τήνο
Αντιμέτωποι με τον πόλεμο νεύρων της Ιταλίας, ο Μεταξάς και η στρατιωτική ηγεσία διέταξαν την διασπορά των μονάδων του στόλου ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε μια αιφνιδιαστική ενέργεια των Ιταλών είτε από τα Δωδεκάνησα, όπου διατηρούσαν ισχυρή αεροναυτική παρουσία, είτε από την ίδια την Ιταλία. Η διασπορά έγινε παρά τις αντιρρήσεις του στόλαρχου, υποναυάρχου Επαμεινώνδα Καββαδία, που έβλεπε τα πολύτιμα αντιτορπιλικά του να καταπλέουν σε έρημους και απροστάτευτους όρμους μακρυά από την κάλυψη των ναυτικών φρουρίων της Αττικής και της Εύβοιας. Ο Μεταξάς όμως ήταν ανένδοτος. Οι μνήμες του 1916, όταν οι Αγγλογάλλοι εισήλθαν στον Ναύσταθμο και αφόπλισαν τον ελληνικό στόλο, ήταν ακόμα νωπές. Με παρέμβαση του στόλαρχου ωστόσο, τα νεώτερα και ταχύτερα αντιτορπιλικά παρέμειναν στη Σαλαμίνα ενώ στη Μήλο στάλθηκαν το εύδρομο «Έλλη» [iii] και το αντιτορπιλικό «Αετός» [iv]. Τα πλοία τελούσαν σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας, ο ένας λέβητας του ευδρόμου ήταν διαρκώς σε λειτουργία, το πλοίο κινείτο μέσα στον όρμο και φυλακές (βάρδιες παρατήρησης) επιτηρούσαν το πέλαγος και τον αέρα [v]. Αν και η επιφυλακή του στόλου δεν άφηνε ελεύθερα πλοία για παρουσία στον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Τήνο, η ανάγκη να τονιστεί το αίσθημα ασφάλειας και περηφάνειας του λαού στις δύσκολες ώρες και το χρέος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στην τήρηση των παραδόσεών του, οδήγησε την ηγεσία του να εγκρίνει την αποστολή του ευδρόμου «Έλλη» στην Τήνο. Το βράδυ της 14/15 Αυγούστου το «Έλλη» απέπλευσε από τον όρμο Αδάμαντος της Μήλου με προορισμό την Τήνο. Κατά την πορεία τηρήθηκε αυστηρή επαγρύπνιση με τον κυβερνήτη και τον ύπαρχο να βρίσκονται στη γέφυρα και φυλακές περιμετρικά του σκάφους. Το «Έλλη» δεν διέθετε σύγχρονα μέσα κατάδειξης, όπως συσκευές radar ή sonar και η οπτική και ακουστική παρατήρηση ήταν τα μόνα μέσα του πλοίου. Στις 06:25 πρωινή της Πέμπτης 15 Αυγούστου 1940 το εύδρομο αγκυροβόλησε έξω από το λιμάνι της Τήνου σε μια συνάντηση με το πεπρωμένο του.
Η μοιραία ώρα
Ο ήλιος υψώθηκε μεγαλοπρεπής. Η προκυμαία της Τήνου έσφιζε από χιλιάδες προσκυνητές. Τα ατμόπλοια «Έσπερος» και «Έλση» κατάφορτα κόσμου γέμιζαν το μικρό λιμάνι ενώ δεκάδες βάρκες και ατμάκατοι πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας κόσμο. Πάνω στο σημαιοστολισμένο «Έλλη» το άγημα ναυτών ετοιμαζόταν να αποβιβαστεί για να συμμετάσχει στην περιφορά της εικόνας και το πλήρωμα αναπαυόταν μετά από μια νύχτα γεμάτη ένταση. Ξαφνικά, στις 08:25 μια ισχυρή δόνηση κάνει κάθε βλέμα στην προκυμαία να στραφεί προς το πολεμικό. Το θέαμα είναι συγκλονιστικό: «το πλοίο υψώθη ολόκληρον» από πλώρη ως πρύμνη αρκετά μέτρα πάνω από την θάλασσα. Κλονισμένο το «Έλλη» παλινδρόμησε βίαια μερικές φορές ενώ μια υπόκοφη βοή ακολουθούμενη από υπερπίεση το συντάραξε από άκρο σε άκρο. Στο πλοίο σήμανε συναγερμός. Η έκρηξη έδειχνε να έχει προέλθει από το λεβητοστάσιο καθώς τμήμα του καταστρώματος μεταξύ των καπνοδόχων είχε εκτιναχθεί στον αέρα αφήνοντας κρατήρα διαμέτρου δύο μέτρων, το μεσόστεγο είχε καταστραφεί και τμήμα του πρωραίου ιστού κατέπεσε. Στο κατάστρωμα κομματιασμένες λέμβοι και τραυματίες και συντρίμια συνέθεταν ένα χαοτικό σκηνικό. Μαύροι καπνοί έβγαιναν από την τρύπα πάνω από τους λέβητες. Πολλοί ναύτες είχαν εκσφενδονιστεί στη θάλασσα από το ωστικό κύμα, τα αυτιά όλων βούϊζαν και εκκωφαντικοί κρότοι από θραύσεις ελασμάτων, θυρών και εξαρτημάτων αντηχούσαν σε όλο το σκάφος. Το πλήρωμα γρήγορα συνήλθε και άρχισε να αντιδρά: Ο κυβερνήτης διέταξε αναφορά ζημιών και απωλειών. Ρωγμή πλάτους δέκα εκατοστών ανακαλύφθηκε στα δεξιά του πλοίου στο ύψος του λεβητοστασίου. Οργανώθηκαν ομάδες ερευνών που διέτρεξαν το εύδρομο σπάζοντας πόρτες και βοηθώντας εγκλωβισμένους ναύτες αφού οι περισσότερες είχαν στρεβλώσει από την έκρηξη. Δέκα λεπτά μετά το πλήγμα στο καταδρομικό δύο απανωτές εκρήξεις συγκλόνησαν το νησί. Η πρώτη τίναξε στον αέρα τον λιμενοβραχίονα δημιουργώντας ένα ρήγμα επτά μέτρων, θρυμμάτισε τα τζάμια των παραλιακών κτιρίων και «ψέκασε» με πέτρες και νερό το συγκεντρωμένο πλήθος. Σαν από θαύμα δεν σημειώθηκαν θάνατοι αλλά μόνο μικροτραυματισμοί. Πέντε δευτερόλεπτα μετά μία ακόμα έκρηξη μπροστά από τον λιμενοβραχίονα σε φυσικό εμπόδιο. Πανικός κατέλαβε το πλήθος των προσκυνητών που άρχισαν να τρέχουν προς τους λόφους στο εσωτερικό του νησιού.
Η στιγμή της έκρηξης της τορπίλης στον λιμενοβραχίωνα. Της τρομερής έκρηξης ακολούθησε βροχή από πέτρες και κομμάτια του που κατέπεσαν πάνω στο συγκεντρωμένο πλήθος των προσκυνητών. Το γεγονός ότι σημειώθηκαν μόνο μωλοπισμοί και μικροτραυματισμοί αποδόθηκε από τον Τύπο και απλούς πολίτες σε θαύμα της Παναγίας.
Στο μεταξύ, στο λαβωμένο πλοίο, οι προσπάθειες να κλείσει το ρήγμα απέτυχαν διότι με την καταστροφή των λεβήτων κάθε ηλεκτρομηχανική λειτουργία είχε πάψει, ενώ αν και ζητήθηκε βοήθεια για ρυμούλκηση από τα ατμόπλοια που ναυλοχούσαν στο λιμάνι, αυτά άργησαν υπερβολικά. Το «Έλλη» άρχισε να παίρνει κλίση 15-20 μοιρών και όταν το νερό έφτασε στο ύψος των φινιστρινιών ο κυβερνήτης πλοίαρχος Χατζόπουλος έδοσε εντολή εγκατάλειψης του πλοίου, η οποία έγινε με τάξη και με τη βοήθεια των αλιευτικών που είχαν φτάσει αφού μόνο μία λέμβος είχε γλυτώσει από την έκρηξη. Σε ένδειξη συναίσθησης του καθήκοντος και των παραδόσεων του ναυτικού μας ο κυβερνήτης έμεινε τελευταίος αρνούμενος να εγκαταλείψει το πλοίο. Μόνο με παρέμβαση των αξιωματικών αποβιβάστηκε σχεδόν δια της βίας. Το «Έλλη» βυθίστηκε στο σημείο αγκυροβολίας του 550 μέτρα από τον λιμενοβραχίονα σε πλήρη σημαιοστολισμό και με την σημαία να κυματίζει ακόμα στις 10:20 το πρωί και σε κλίμα απόγνωσης και τρομοκρατίας. Ένα ερωτηματικό πλανάτο πάνω από το αφρισμένο και μαύρο από τα καύσιμα και ορυκτέλαια νερό που το σκέπασε.
Ενέργειες μετά τη βύθιση
Ο ύπαρχος του ευδρόμου πλωτάρχης Κ. Δούσης έφτασε από τους πρώτους στο λιμάνι μετά το τριπλό χτύπημα και μέσα σε κλίμα γενικής σύγχισης και πανικού οργάνωσε τη βοήθεια στο πλοίο και την περίθαλψη των τραυματιών. Ήταν ο πρώτος που τηλεγράφησε στην Αθήνα τα νέα του τορπιλισμού. Αν και κανείς δεν αμφέβαλε για την ταυτότητα του δράστη, ο ίδιος ο Μεταξάς συνέστησε σιωπή και αυτοσυγκράτηση. Δεν είχε ακόμα εξασφαλίσει την υλική συνδρομή της Μεγάλης Βρεττανίας για έναν πόλεμο που θεωρούσε ήδη από μήνες αναπόφευκτο. Οι τραυματίες του «Έλλη» μεταφέρθηκαν σε πρόχειρα οργανωμένα νοσοκομεία και έτυχαν της φροντίδας όλου του πληθυσμού που συγκλονισμένος συνέπασχε μαζί τους. Η λιτανεία της εικόνας εκτελέστηκε κανονικά με τιμητικό απόσπασμα χωροφυλακής σε βαρύ κλίμα συγκίνησης πέρασε από την προκυμαία και κατέληξε στους θαλάμους τραυματιών του πολεμικού. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευσαν ότι το εύδρομο βυθίστηκε αιφνιδιαστικά από «υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητας». Ήδη όμως από το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ύπαρχος Δούσης είχε ανελκύσει με δική του πρωτοβουλία τα θραύσματα της τορπίλης που έπληξε τον λιμενοβραχίονα. Οι επιγραφές πρόδιδαν τορπίλες που χρησιμοποιούσε αποκλειστικά το ιταλικό ναυτικό. Τα θραύσματα όμως περέμειναν κλειδωμένα στον «Αβέρωφ» και οι εμπλεκόμενοι τηρούσαν σιγή. Μόνο την 30ή Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου αποκαλύφθηκε η πληροφορία στον Τύπο. Η Ελλάδα στο μεταξύ μετρούσε τις πληγές της: Ένα ελαφρύ καταδρομικό χαμένο, εννέα υπαξιωματικοί και ναύτες νεκροί [vi], εικοσιεπτά τραυματίες. Από τους χιλιάδες προσκυνητές και επισκέπτες μόνο μία γυναίκα πέθανε από καρδιακή προσβολή, ενώ αρκετοί τραυματίστηκαν ελαφρά από τις πέτρες, τα θρυμματισμένα τζάμια και τον πανικό [vii]. Στους νεκρούς του «Έλλη» απονεμήθηκε μεταθανατίως το μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων.
Τμήμα της ιταλικής τορπίλης τύπου 053 Whitehead Fiume, που προσέκρουσε στο λιμενοβραχίονα της Τήνου. Σήμερα εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, στη μαρίνα Ζέας. ©Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος
Ποιος βύθισε το «Έλλη»;
Ο πόλεμος κηρύχθηκε δυόμιση μήνες αργότερα και η υπόθεση του «Έλλη», αν και ποτέ δεν λησμονήθηκε από τους Έλληνες πέρασε στη λήθη στα χρόνια που ακολούθησαν, είτε διότι η Ιταλία πέρασε στο στρατόπεδο των Συμμάχων είτε η Ελλάδα έπεσε στη δίνη πιο σημαντικών βασάνων. Οι Ιταλοί τήρησαν σιγήν ιχθύος για τις ευθύνες του τορπιλισμού. Μάλιστα, εξουσιοδότησαν τον ναυτικό τους ακόλουθο στην Αθήνα να μεταφέρει τα συλλυπητήριά του στην ελληνική κυβέρνηση διαβεβαιώνοντας ότι κανένα ιταλικό υποβρύχιο δεν βρισκόταν τη χρονική εκείνη στιγμή στο κεντρικό Αιγαίο. Ο ιταλικός Τύπος, κυβερνητικά ελεγχόμενος από το 1927, προσπάθησε να αποπλανήσει το κοινό αίσθημα διαδίδοντας αρχικά ότι επρόκειτο για βρεττανική προβοκάτσια ώστε να σύρουν την Ελλάδα στον πόλεμο όπως το 1916. Χρησιμοποίησαν μάλιστα την περίπτωση του θανάτου του λόρδου Κίτσενερ το 1916, για να δείξουν ότι η βρεττανική πολιτική ηγεσία μετέρχεται μακιαβελικών μεθόδων για να πετύχει τους σκοπούς της [viii]. Διέρευσαν ακόμα το εξόφθαλμο ψεύδος ότι βρεττανικό υποβρύχιο βύθισε το «Έλλη» επειδή η κυβέρνηση δεν το είχε αποπληρώσει, παρά το γεγονός ότι το εύδρομο ήταν αμερικανικής ναυπήγησης και η Μεγάλη Βρεττανία δεν είχε καμία σχέση. Τέλος, υποδαύλισαν το ζήτημα της Τσαμουριάς στην Αλβανία με αφορμή τον θάνατο Αλβανού ληστή, τον οποίο προέβαλαν ως πατριώτη που δολοφόνησε το ελληνικό καθεστώς, σε μια προσπάθεια να αναστρέψουν το εχθρικό κλίμα εναντίον τους αλλά μάταια. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό κοινή είναι η πεποίθεση ότι οι Ιταλοί είναι οι δράστες του τορπιλισμού.
Οι λεπτομέριες πίσω από μυστήριο του τορπιλισμού παρέμειναν επί μακρον άγνωστες. Γεγονός είναι ότι οι ιταλικές προκλήσεις είχαν ενταθεί ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1940. Μάλιστα την ίδια μέρα του τορπιλισμού, δύο ιταλικά αεροπλάνα επιτέθηκαν εναντίον του ατμόπλοιου «Φρίντων» στη θέση Μπάλι της Κρήτης, επτά μίλια ανατολικά της Πανόρμου και δύο μόλις μίλια από την ακτή. Οι βόμβες των βομβαρδιστικών αστόχησαν αλλά εξεράγησαν τόσο κοντά που θρυμμάτισαν όλα τα τζάμια στο πλοίο. Άποψη πολλών ιστορικών κατατείνει ότι ο Μουσσολίνι μετά τις θεαματικές επιτυχίες της Γερμανίας στην Πολωνία και τη Γαλλία ένιωσε να επισκιάζεται από έναν μικρόσωμο ανθρωπάκο που θεωρούσε εν πολλοίς ότι είχε ο ίδιος εμπνεύσει. Η κατάληψη της Αλβανίας ήταν ασήμαντο τρόπαιο. Έτσι, μετά την εξάλειψη της απειλής του γαλλικού στόλου ξεκίνησε να εφαρμόζει το σχέδιο μεσογειακής επέκτασης προς την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Με τις προκλητικές ενέργειές τους οι Ιταλοί μετρούσαν τα περιθώρια αντίδρασης της Ελλάδας. Όταν είδαν την συγκρατημένη στάση της κυβέρνησης Μεταξά συμπέραναν ότι ούτε στρατιωτικά ισχυρή ούτε διπλωματικά καλυμένη ήταν η Ελλάδα. Υπολόγιζαν λοιπόν ότι με ένα χτύπημα εξαιρετικής σημασίας θα προκαλούσαν τόσο το δημόσιο αίσθημα, ώστε να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να βγεί στον πόλεμο εναντίον τους. Στον πόλεμο αυτό η Ελλάδα θα έχανε ως συνεπεία της καταθλιπτικής υπεροχής της Ιταλίας σε μέσα και ανθρωπινο δυναμικό. Αν πάλι δεν έβγαινε στον πόλεμο και ακολουθούσε πολιτική κατευνασμού, θα μετατρεπόταν σε κράτος-προτεκτοράτο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η Ιταλία θα κέρδιζε μια θεαματική εδαφική επέκταση, μετατρεπόμενη σε κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Αγγλία θα έχανε το αφανές πόδιο του ουδετέρου κράτους που της εξασφάλιζε βάσεις εναντίον της Ιταλίας και των κτήσεών της στη Βαλκανική. Έτσι, ο Μουσσολίνι θα εμφανιζόταν με ενδυναμωμένο γόητρο έναντι του Χίτλερ, όχι μόνο ως στρατηλάτης του Νότου αλλά και και ως σωτήρας, αφού θα του εξασφάλιζε τα νώτα «κλειδώνοντας» το μαλακό υπογάστριο της βαλκανικής χερσονήσου εν όψει της εκστρατείας στη Ρωσία. Όλα αυτά βέβαια βασίζονται στην ιταλική οπτική, η οποία, αν και δεν στερείται βάσης στα βασικά της σημεία, εμπνέεται από υπερβολική αισιοδοξία και το κατακτητικό πνεύμα της εθνικιστικής περιόδου της Ιταλίας, που διαψεύστηκε σε όλα τα πεδία των μαχών.
Τo υποβρύχιο “Delfino” πλέει κάπου στη Μεσόγειο. Προσέξτε τη βαφή παραλλαγής που συνηθιζόταν τότε.
Τί συνέβη;
Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ιταλική πλευρά αποσιώπησε τα στοιχεία γύρω από τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» σε σημείο που οι γνώσεις μας να είναι ελάχιστες. Ο Υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσσολίνι κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο αναφέρει στο ημερολόγιό του ότι η ιταλική ηγεσία αγνοούσε το παν και ότι η υπόθεση του τορπιλισμού του ελληνικού πολεμικού ήταν μια δολοπλοκία ανώτατου στελέχους του φασιστικού κόμματος, του κόμητος Ντε Βέκκι, ο οποίος την επίμαχη περίοδο είχε την διοίκηση της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου . Ωστόσο, από αρθρογραφία του τότε πρεσβευτή στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι το 1945 και του Ντε Βέκκι σε αντιπαραβολή με τον κυβερνήτη του υποβρυχίου «Delfino» υποπλοίαρχο Αϊκάρντι στον ιταλικό Τύπο το 1960 καταλήγουμε σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, ο Γκράτσι προβαίνει σε εκπληκτικές αποκαλύψεις σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα Giornale di Matino (φ. 19/08/1945) όπου αναπτύσει το σενάριο πως ο τορπιλισμός του ευδρόμου έγινε με αφορμή έκρηξη θυμού του Μουσσολίνι, συνέπεια δηλώσεων του Μεταξά περί θαλασσοκρατορίας της Βρεττανίας στη Μεσόγειο. Ο Μεταξάς είχε ζητήσει στις 13 Αυγούστου 1940 μέσω του Γερμανού πρεσβευτή φον Έρμπαχ την μεσολάβηση της Γερμανίας για να ανακουφιστεί η Ελλάδα από τις ιταλικές προκλήσεις. Ο φον Έρμπαχ μετέφερε τα όσα του είπε ο Μεταξάς στον Γκράτσι ώστε να μάθει τις προθέσεις της Ιταλίας, ο δε Γκράτσι επιφυλασσόμενος να απαντήσει μέχρι να λάβει οδηγίες από την Ρώμη μετέδοσε τις πληροφορίες στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών. Στο σημείο αυτό ο Γκράτσι θεωρεί ότι ο Τσιάνο ψεύδεται στο ημερολόγιό του και ότι ο Ντούτσε, που θεωρούσε τη Μεσόγειο de facto και de jure «ιταλική λίμνη», έδοσε εντολή στον De Vecchi να δράσει εν λευκώ και να αποδείξει σε όλους ποιός ήταν κυρίαρχος της Μεσογείου. Το γεγονός έλαβε χώρα κατά τον Grazzi στις 13/8/1940, δύο μέρες πριν τον τορπιλισμό. Η απόψη του Γκράτσι είναι ότι ο Ντε Βέκκι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δράσει αυτοβούλως αλλά έλαβε σαφή εντολή από την Ρώμη, η γνώμη του αυτή δε καταδεικνύεται από την κατάφωρη αναντιστοιχία των σκέψεων του Τσιάνο με το κρεσέντο των ιταλικών προκλήσεων από τα τέλη Ιουνίου. Ο ίδιος ο Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι, επιβίωσε του πολέμου και στα απομνημονεύματά του επιβεβαιώνει ότι το υποβρύχιο «Delfino» βύθισε το «Έλλη» και ότι η πράξη αυτή, «ατυχής στην πραγματικότητα», έβλαψε τα ιταλικά συμφέροντα. Ο κυβερνήτης του «Delfino» Γκιουζέπε Αϊκάρντι (Giuseppe Aicardi) υπέβαλε μήνυση κατά του Ντε Βέκκι και σε άρθρα του που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες φανερώνει το παρασκήνιο. Ο ίδιος ο Ντε Βέκκι κατέφτασε στις 14 Αυγούστου 1940 στην ναυτική βάση του ιταλικού στόλου στη Λέρο συνοδευόμενος από τον αντιναύαρχο Μπιανκέρι και επέδειξε στον Αϊκάρντι άκρως απόρρητο έγγραφο του αρχηγού του ιταλικού ναυτικού (Reggia Marina) αντιναυάρχου Ντομίνικο Καβανιάρι με ημερομηνία 11 Αυγούστου 1940. Στο έγγραφο γινόταν λόγος για πληροφορίες ότι εμπορικά πλοία υπό σημαία ουδετέρου ανεφοδίαζαν κρυφά τους Άγγλους μέσω Δαρδανελίων-Αιγαίου. Προκειμένου να αναχαιτιστούν με μια μυστική ενέργεια, ο Ντε Βέκκι έπρεπε να επιλέξει τον ικανότερο κυβερνήτη υποβρυχίων και να τον ενημερώσει προφορικά για την ανάληψη μιας επιθετικής περιπολίας «μέχρις εσχάτων» κατά του εχθρού στα ύδατα του Αιγαίου μεταξύ Δαρδανελίων-στενού του Ταινάρου. Στη διάρκεια της περιπολίας το πλήρωμα όφειλε να τηρήσει πλήρη σιγή ασυρμάτου και να παραμείνει απαρατήρητο από κάθε επαφή βυθίζοντας κάθε πλοίο το οποίο πίστευε ότι μετέφερε προμήθειες του εχθρού. Ενδεικτικό της μυστικότητας της αποστολής, κατά τον Αϊκάρντι, ήταν ότι ακόμα και η αναχώρηση και η επιστροφή του υποβρυχίου από τον ναύσταθμο έπρεπε να μείνει απαρατήρητη ενώ η φύση της αποστολής θα ανακοινωνόταν στο πλήρωμα μετά τον απόπλου. Επιπλέον, το έγγραφο δεν όριζε ημερομηνία έναρξης της αποστολής ενώ ο Ντε Βέκκι δεν διέκρινε μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών πλοίων ούτε του υπέδειξε να μην προσβάλει επιβατηγά. Αντίγραφο της επιστολής δεν δόθηκε στον Αϊκάρντι, ο οποίος όμως αναφέρει ότι ο Ντε Βέκκι του έδειξε ένα χαρτί όπου σημειωνόταν η Τήνος και η Σύρος με την πληροφορία ότι εκεί είχε επισημανθεί πρόσφατα ναυτική κίνηση. Ο Αϊκάρντι απέπλευσε κανονικά το ίδιο βράδυ και το επόμενο πρωί επισήμανε στο λιμάνι της Τήνου «δύο οπλιταγωγά» που έκαναν ελιγμούς μέσα στο λιμάνι, όταν ξαφνικά φάνηκε να καταφθάνει καταπάνω του και από πίσω του το «Έλλη». Φοβούμενος, ανέστρεψε και το τορπίλισε. Όπως είναι προφανές η ιστορία του Αϊκάρντι δεν γίνεται να επαληθευτεί. Αν είναι αλήθεια, ο ίδιος ανέλαβε μια εξαιρετικά ευαίσθητη και επικίνδυνη αποτολή πέρα από ηθικούς κανόνες και το δίκαιο του πολέμου. Την ανέλαβε δε χωρίς καμία εξασφάλιση αφού δεν του δόθηκε ούτε καν αντίγραφο της διαταγής ή έστω εξουσιοδότηση δράσης από τον Ντε Βέκκι. Στη συνέχεια, πέφτει σε περίεργες αντιφάσεις αφού ο άνθρωπος που κατά τον Ντε Βέκκι ήταν ο «ικανότερος» διοικητής υποβρυχίων του στόλου στα Δωδεκάνησα εξέλαβε τα σημαιοστολισμένα επιβατηγά για οπλιταγωγά και το αγκυροβολημένο εύδρομο για πολεμικό που κινήθηκε εναντίον του. Κατά τον δημοσιολόγο Μάριο Τσέρβι τα γεγονότα είναι αληθινά πλην όμως η αρχική εντολή παρανοήθηκε μεταφερόμενη από βαθμίδα σε βαθμίδα εξουσίας καταλήγοντας το μοιραίο πρωϊνό σε μια πρωτοβουλία του υποπλοιάρχου [x]. Ο Τσέρβι απορρίπτει τα περί ρητής διαταγής, θεωρώντας, βασισμένος στον επιθετικό και σκληρό χαρακτήρα του Αϊκάρντι, ότι ο υπερβάλων ζήλος και η ατμόσφαιρα της στιγμής ώθησαν τον κυβερνήτη του «Delfino» να ξεπεράσει τα όρια της αποστολής του και να αλλάξει πλήρως τον σκοπό της. Ο Γκράτσι, περισσότερο καυστικός, ξεκαθαρίζει ότι ο υποπλοίαρχος ήξερε πολύ καλά τί έκανε, γνώριζε εκ των προτέρων τί θα εύρισκε στο λιμάνι και την κατάλληλη στιγμή δεν δίστασε να κατευθύνει τις τορπίλες του. Ο Γκράτσι θεωρεί ότι ο Αϊκάρντι είχε λάβει σαφείς εντολές να βυθίσει το σκάφος και εκτέλεσε στην εντέλεια την αποστολή του [xi]. Ο ίδιος ο Αϊκάρντι μιλώντας σε συνέντευξη του περιοδικού «Ταχυδρόμος» στον δημοσιογράφο Ιωάννη Τσένη το 1980 (δημοσιεύτηκε στα τεύχη 42 και 43) δήλωσε ότι εκτέλεσε διαταγές για τις οποίες δεν ένοιωσε ούτε δισταγμό ούτε αβεβαιότητα, χαρακτήρισε δε το γεγονός δίκαιη τιμωρία για το «παιχνίδι» που έπαιζε η Ελλάδα με τους Εγγλέζους εκείνο το καλοκαίρι του 1940. Για τον τορπιλισμό του «Έλλη» αφήνει να εννοηθεί ότι υπήρξε δική του πρωτοβουλία διότι αν η Ιταλία οδηγείτο μοιραία σε πόλεμο με την Ελλάδα θα είχε βγάλει από τη μέση το μόνο σκάφος που θα μπορούσε να ενοχλήσει κάπως τις ιταλικές δυνάμεις στο Αιγαίο [xii].
Ελάχιστα έχουν απομείνει πλέον να θυμίζουν την τραγική κατάληξη του ευδρόμου με το ένδοξο όνομα, που προδόθηκε δύο φορές στην πορεία του. ©Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος
Νέμεσις και Ύβρις-ο διπλός θάνατος του «Έλλη»
Τα αινιγματικά λόγια του Αϊκάρντι φαίνεται να συμπληρώνουν τα κενά που αφήνουν οι επίσημες αναφορές. Ο τορπιλισμός δείχνει να είναι το τελικό προϊόν μιας αόριστης εντολής που σταδιακά ολοκληρώνεται σε μια αδίστακτη στρατιωτική ενέργεια, ενώ παράλληλα ενσωματώνει επιθυμίες του ιταλικού ναυτικού. Τα γεγονότα της 15/8/1940 δείχνουν ότι το «Delfino» κινήθηκε εξαρχής κατά του καταδρομικού επιζητώντας την καταβύθισή του. Το κενό των 10 λεπτών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης τορπίλης προδίδει ότι το υποβρύχιο περίμενε να επιβεβαιώσει την εξουδετέρωση του πολεμικού, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε εξοπλισμό εντοπισμού και αντιμετώπισης υποβρυχίων και να εκτελέσει διορθωτικό ελιγμό με στόχο την βύθιση των «Έλση» και «Έσπερος» μέσα στο λιμάνι πολλαπλασιάζοντας το θύματά του. Όσο για την απειλή που το «Έλλη», ένα πολεμικό 30 ετών και παρωχημένης τεχνολογίας, αποτελούσε για τους Ιταλούς, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε [xiii]. Το «Delfino» διέφυγε ανενόχλητο εκείνο το πρωϊνό. Η Νέμεσις όμως το πρόλαβε λίγα χρόνια αργότερα. Στις 23 Μαρτίου 1943, καθώς το υποβρύχιο έβγαινε από τον λιμένα του Τάραντα, συγκρούστηκε με το ρυμουλκό που το συνόδευε και βυθίστηκε σε λίγα λεπτά παίρνοντας και το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του μαζί στον υγρό τάφο. Ο Αϊκάρντι είχε μετατεθεί λίγο πριν και δεν επέβαινε στο σκάφος. Όσο για το «Έλλη», στην δεκαετία του 1980 μια κίνηση να το μετατρέψει σε μνημείο ανελκύοντας μέρος αυτού προσέκρουσε σε μια συγκλονιστική ανακάλυψη: δύτες που καταδύθηκαν ανακάλυψαν ότι το καταδρομικό των 2600 τόνων είχε εξαφανιστεί! Για χρόνια μετά τον πόλεμο, τοπικοί παράγοντες σε συνεργασία με δύτες ανέβαζαν κομμάτι-κομμάτι το βυθισμένο πολεμικό και το εκποιούσαν για μέταλλο. Επί σαράντα σχεδόν χρόνια το ελληνικό κράτος κατέθετε λουλούδια και στεφάνια στο… κενό! Μόνο στη μνήμη και την συνείδηση των κατοίκων της Τήνου και του ελληνικού λαού το «Έλλη», το «πλοίο της Παναγιάς», δικαιώθηκε σαν μνημείο της ιταλικής ανανδρίας και του δικαίου του αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους. Μιας συνείδησης που κάποιοι απέδειξαν ότι δεν είχαν.
Σημειώσεις:
[i] Ferdinard Foch, Maréshal de France, ανώτατος αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων το 1919.
[ii] Στις 26 Ιουνίου 1940 το Ιταλικό υπουργείο των εξωτερικών απαίτησε την αντικατάσταση του Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα κατηγορώντας τον για φιλοαγγλική δράση.
Στις 30 Ιουνίου η ιταλική μομφή επαναλαμβάνεται και από τον ίδιο τον υπουργό εξωτερικών κόμη Γκαλεάτσο Τσιάνο. Την ίδια μέρα ιταλικό αεροπλάνο υπερίπταται παράνομα πάνω από την Κρήτη.
Στις 3 Ιουλίου ο Τσιάνο ελέγχει τον Έλληνα πρέσβη στη Ρώμη, Νικόλαο Πολίτη για επεισόδιο επίθεσης βρεττανικών αεροπλάνων εναντίον τριών ιταλικών υποβρυχίων ανοιχτά των επτανήσων. Παρά το γεγονός ότι ο Πολίτης απέριψε τον ισχυρισμό περί χρήσης του ελληνικού εδάφους από βρεττανικά αεροσκάφη, ο Τσιάνο απείλησε μάλιστα με πόλεμο Ιταλίας και Γερμανίας κατά της Ελλάδας για παραβίαση της αρχής της ουδετερότητας.
Στις 12 Ιουλίου τρία βομβαρδιστικά με αλλοιωμένα τα διακριτικά εθνοσήμων επιτέθηκαν κατά του πλοίου ανεφοδιασμού φάρων «ΩΡΙΩΝ» του ελληνικού στόλου στον κόλπο του Κισσάμου. Σε βοήθειά του έσπευσε το αντιτορπιλικό «ΎΔΡΑ». Όταν τα αεροπλάνα στράφηκαν εναντίον του το «ΎΔΡΑ» άνοιξε πυρ διασκορπίζοντάς τα.
Στις 30 Ιουλίου Ιταλικό αεροπλάνο ρίπτει βόμβες εναντίον των αντιτορπιλικών «Βασιλεύς Γεώργιος» και « Βασίλισσα Όλγα» καθώς και δύο υποβρυχίων που προσορμίζονταν στη Ναύπακτο. Την ίδια μέρα δέκα ιταλικά βομβαρδιστικά προερχόμενα από την Αλβανία παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο πετώντας πάνω από το Καλπάκι και το Μέτσοβο.
Την 1η Αυγούστου ο πρέσβης Ν.Πολίτης διαμαρτύρεται στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών για την επίθεση αλλά λαμβάνει την απάντηση ότι τα ιταλικά αεροσκάφη επιτέθηκαν όχι σε ελληνικά αλλά βρεττανικά πλοία.
Στις 2 Αυγούστου ιταλικό αεροπλάνο προερχόμενο από τον Κορινθιακό ρίπτει έξι βόμβες εναντίον της καταδιωκτικής ακάτου Α6 της Οικονομικής αστυνομίας ένα μόλις μίλι από τον φάρο Λαγούσης μεταξύ Αίγινας και Σαλαμίνας.
Στις 3 Αυγούστου Ο Τσιάνο ζητά την άμεση ανάκληση του Έλληνα πρεσβευτή στην Τεργέστη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα προσβλητικές εκφράσεις.
Όλες οι ιταλικές προκλήσεις κατέτειναν στην εμπέδωση κλίματος αμφισβήτησης της ελληνικής κυβέρνησης και να καταδείξουν ότι τα ελληνικά πλοία δεν ήταν ασφαλή ακόμα και μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα.
[iii] Κατά την ορολογία του ελληνικού πολεμικού ναυτικού το «ΕΛΛΗ» αποδίδεται στην βιβλιογραφία ως «εύδρομον», εννοώντας το πλοίο που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά αντιτορπιλικού (υψηλή ταχύτητα και ευελιξία) και ελαφρού θωρηκτού (ισχυρό πυροβολικό και σημαντικό εκτόπισμα). Ο όρος άρχισε να ατονεί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα όταν εύδρομα χαρακτηρίστηκαν εξοπλισμένα εμπορικά πλοία που εκτελούσαν αποστολές επιτήρησης και συνοδείας. Έτσι πλοία όπως το «ΕΛΛΗ» χαρακτηρίζονταν ως ελαφρά καταδρομικά για αποφυγή σύγχισης.
[iv] Ναυπήγησης 1912 και 1909 αντίστοιχα.
[v] Αξίζει να σημειωθεί ότι ιταλικά αεροσκάφη παρατήρησης πετούσαν δύο φορές την ημέρα πάνω από το αγκυροβόλιο της Μήλου σε χαμηλό ύψος. Τα ελληνικά πλοία είχαν εντολή να μην ανοίξουν πυρ αν δεν δέχονταν επίθεση.
[vi] Οι αρχικές ανακοινώσεις έκαναν λόγο για ένα νεκρό, εικοσιεννέα τραυματίες και έξι αγνοουμένους. Μέσα στις επόμενες μέρες δύο απεβίωσαν από τα τραύματά τους. Από τους έξι που δηλώθηκαν αρχικά ως αγνοούμενοι, οι τέσσερις είχαν βάρδια στο λεβητοστάσιο Νο2 το οποίο εξεράγη δευτερόλεπτα μετά την έκρηξη της τορπίλης. Παρά το ότι άγημα έρευνας τους αναζήτησε σχολαστικά δεν βρέθηκαν ποτέ ίχνη τους.
[vii] Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 10.000 προσκυνητές, επισκέπτες και εντόπιοι βρίσκονταν εκείνο το πρωϊνό στο λιμάνι της Τήνου.
[viii] Ο στρατάρχης λόρδος Κίτσενερ (Horatio Herbert Kitchener), Γραμματέας του Υπουργείου Πολέμου της Μεγάλης Βρεττανίας στον Α΄Π.Π. πνίγηκε στις 5/6/1916 όταν το καταδρομικό HMS Hampshire που τον μετέφερε στην Ρωσία για συνομιλίες βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο ανοιχτά των ακτών της Σκωτίας. Αν και την δεκαετία του ’30 αποδείχθηκε ότι ευθυνόταν νάρκη γερμανικού υποβρυχίου, η ξαφνική βύθιση, η φήμη του Κίτσενερ και το γεγονός ότι το πτώμα του δεν ανευρέθη πυροδότησαν σωρεία από θεωρίες συνομωσίας.
[ix] «…κατ’ εμέ, η ενέργεια οφείλεται εις την προπέτειαν του Ντε Βέκκι. Συζητώ με τον Ντούτσε, ο οποίος θέλει να διακανονισθή ειρηνικώς αυτό το επεισόδιον, το οποίον θα ημπορούσε και να έλειπε…» “The Ciano Diaries, 1939-1943”, the complete unabridged diaries of Count Galeazzo Ciano, Italian Minister for Foreign Affairs, 1936-1943- NEW YORK, 1946 σελ. 284
[x] Τσέρβι Μάριο, «Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος», Alvin Redman Hellas -ΑΘΗΝΑ 1967
[xi] Γκράτσι Εμμαν., «Η Αρχή του Τέλους (η επιχείρηση κατά της Ελλάδος)» ΑΘΗΝΑ 1980, σελ. 204.
[xii] Η πληροφορία περιέχεται στην αναφορά του Αϊκάρντι προς τον Ντε Βέκκι. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Tempo» στις 15/3/1960 από τον Ντε Βέκκι, σελ. 170.
[xiii] Κατά τα έτη 1925-1927 κατ’εφαρμογήν του προγράμματος ανανέωσης του στόλου, το Θωρηκτό «Αβέρωφ» και το ελαφρύ καταδρομικό «Έλλη» πέρασαν από πρόγραμμα αναβάθμισης του οπλισμού τους και των συστημάτων διοίκησης και ελέγχου στα γαλλικά ναυπηγεία “La Seyne sur Mer”. Μετά την εκτέλεση των εργασιών το «Έλλη» απέκτησε δυνατότητα μεταφοράς 100 περίπου ναρκών μετατρεπόμενο σε ταχεία ναρκοθέτιδα. Συνδυάζοντας υψηλή ταχύτητα και μεταφορά μεγάλου αριθμού ναρκών, το «Έλλη» θα μπορούσε να φράξει τα κύρια δρομολόγια κίνησης του ιταλικού στόλου που ναυλοχούσε στα Δωδεκάνησα περιορίζοντας σημαντικά την δράση του στο Αιγαίο.
Πηγή: e-Amyna
Το ΟΧΙ του Ιωάννου Μεταξά και του ελληνικού λαού κατά του αυθάδους Μουσσολίνι ήταν μόνον η αρχή.
Ακολούθησαν πολλά ΟΧΙ από επώνυμα πρόσωπα και από απλούς Έλληνες αγωνιστές.
Μία μορφή που δεν προβάλλεται όσο θα έπρεπε από τα σχολικά βιβλία και τις τηλεοράσεις υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο οποίος κράτησε στάση εθνικώς αξιοπρεπή, όπως αρμόζει σε Ορθόδοξο Έλληνα Ιεράρχη.
Ας θυμηθούμε τα τρία ΟΧΙ που εξεστόμισε κατά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.
Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης γεννήθηκε στην Κομοτηνή και σε ηλικία 32 ετών εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντος του Πόντου. Μετά τη σφαγή του Ποντιακού Ελληνισμού από τους Τούρκους ήλθε στην Αθήνα και ορίσθηκε εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με σπουδές στη Χάλκη και σε ξένα πανεπιστήμια εκλέγεται το 1938 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Τον αγώνα των στρατιωτών μας στα βουνά της Βορείου Ηπείρου στήριξε και ο ίδιος και η Εκκλησία της Ελλάδος με κάθε τρόπο, ηθικό και υλικό.
Στις 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα ως κατακτητές. Ο Χρύσανθος εκλήθη να μετάσχει της επιτροπής, η οποία θα παρέδιδε επισήμως την πόλη στον Γερμανό Διοικητή. Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε και απήντησε: «Οι Έλληνες Ιεράρχες δεν παραδίδουν τας πόλεις εις τον εχθρόν, αλλά καθήκον των είναι να εργασθούν δια την απελευθέρωσιν αυτών». Ήταν το πρώτο ΟΧΙ του Χρυσάνθου.
Ο Δήμος Αθηναίων τον ειδοποίησε ότι θα τελεσθεί Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό κα τον καλούσαν να προσέλθει. Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε και πάλι λέγοντας: «Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας. Η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη». Ήταν το δεύτερο ΟΧΙ του Χρυσάνθου.
Υπήρξε στη συνέχεια άλλη απαίτηση: Να ορκίσει τη γερμανοπρόβλητη κυβέρνηση Τσολάκογλου. Και ο Αρχιεπίσκοπος απήντησε: «Δεν μπορώ να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσαν υπό του εχθρού. Ημείς γνωρίζομεν ότι τας Κυβερνήσεις ορίζει ο Λαός και ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο Λαός εψήφισεν την Κυβέρνησιν ούτε ο Βασιλεύς την ώρισεν». Ήταν το τρίτο ΟΧΙ του Χρυσάνθου.
Αντικαταστάθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος διεφύλαξε τα εθνικά συμφέροντα κατά την Κατοχή. Ο Χρύσανθος εκοιμήθη στις 28.9.1949. Το 1991 τα οστά του μεταφέρθηκαν από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών στη Μονή Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο.
Τα ΟΧΙ του εμψύχωσαν την αγωνιστικότητα των Ελλήνων.
Κ.Χ. 22.10.2013
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2013/10/ta-tria-ohi-tou-archiepiskopou-hrusanthou.html#ixzz2ixA0oXD0
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...