Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

papas 06


Βρίσκεται το χιλιόχρονο ρήγμα μεταξύ της Καθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας πιο κοντά στο να αποκατασταθεί;

Έχοντας υπ’ όψιν το ιστορικό της καχυποψίας, της εχθρότητας, των πολιτικών παιχνιδιών και της θεολογικής αδιαλλαξίας που σημάδεψαν την έως τώρα πορεία, αυτό φαίνεται απίθανο. Έπειτα όμως από μια σημαντική συνάντηση μεταξύ θεολόγων από τις δύο πλευρές υπάρχουν ενδείξεις ότι πνέει άνεμος αλλαγής.

Η 14η Συνεδρίαση της Ολομέλειας της Μεικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έγινε στο Κιέτι της Ιταλίας και μόλις ολοκλήρωσε τις εργασίες της.

Το σημαντικό είναι ότι έχει εγκρίνει ένα κοινό έγγραφο πάνω στη βασική αιτία της διαίρεσης μεταξύ των Εκκλησιών. Ο τίτλος του δεν είναι πολλά υποσχόμενος -Συνοδικότητα και Πρωτείο κατά την Πρώτη Χιλιετία: Στην Πορεία προς Κοινή Κατανόηση στην Υπηρεσία της Ενότητας της Εκκλησίας– αλλά ασχολείται με ένα θέμα ύψιστης σημασίας: ποιος είναι υπεύθυνος; Σύμφωνα με τους Ρωμαιοκαθολικούς αυτός είναι ο πάπας· σύμφωνα με τους Ορθοδόξους αυτός μπορεί να είναι πρώτος μεταξύ ίσων αλλά δεν έχει καμία εξουσία πάνω τους Πατριάρχες των άλλων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου, το ερώτημα του πώς έβλεπαν οι Χριστιανοί το αξίωμα του πάπα στα πρώτα χρόνια της Χριστιανικής Εκκλησίας, πριν από το σχίσμα που δίχασε Ανατολή και Δύση το 1054, είναι απολύτως ζωτικής σημασίας.

Το έγγραφο Κιέτι είναι μια εργασία που θα επιστραφεί στις Εκκλησίες για συζήτηση και – ενδεχομένως με τον καιρό – για έγκριση. Αποτελεί τη συνέχεια μιας προηγούμενης εκδοχής που εγκρίθηκε σε μια συνεδρίαση στη Ραβέννα το 2007, η οποία διαπίστωσε ότι -με διαφορετικές αποχρώσεις στην αντίληψη της λέξης μεταξύ Ανατολής και Δύσης- το παπικό πρωτείο ήταν αποδεκτό από όλους τους Χριστιανούς. Σε εκείνη όμως την περίπτωση οι εκπρόσωποι της Ρωσσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας αποχώρησαν από τις συζητήσεις πριν καν ξεκινήσουν και δεν συμμετείχαν στην τελική συμφωνία. Τώρα όμως συμμετέχουν.

Αυτή είναι μόνο η αρχή στο επόμενο στάδιο του ταξιδιού, και δεν θα ήταν φρόνιμο να προβλέψουμε οτιδήποτε όσον αφορά την «επανένωση» των δύο κοινοτήτων στο άμεσο μέλλον. Το παπικό πρωτείο είναι ένα πράγμα, η ακριβής όμως μορφή αυτού του πρωτείου είναι εντελώς άλλο πράγμα- και στο δρόμο υπάρχουν τρία μεγάλα εμπόδια για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το πρώτο είναι το status των Ουνιτών ή των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών που είναι Ορθόδοξες στη θεολογία και στη λειτουργία, αλλά βρίσκονται σε κοινωνία με τη Ρώμη. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αυτό το θεωρούν απαράδεκτο. Ο ‘Υπουργός Εξωτερικών’ της Ρωσσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Μητροπολίτης Ιλαρίων δήλωσε μετά τη συνάντηση στο Κιέτι: «Μπορώ να προβλέψω ότι θα υπάρξουν πολλά διχαστικά ζητήματα και ότι δεν θα συμφωνήσουμε σε κάθε σημείο. Ωστόσο, ο στόχος του διαλόγου μας δεν είναι απλώς να συμφωνήσουμε στα θέματα όπου συμφωνούμε ούτως ή άλλως, αλλά θα πρέπει επίσης να διερευνήσουμε τα σημεία διαφωνίας. Και το θέμα της Ουνίας είναι ένα από αυτά τα εξαιρετικά φλέγοντα ζητήματα.» Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο σε σχέση με τους Ουκρανούς Έλληνες Καθολικούς οι οποίοι έχουν εξοργίσει τους Ρώσσους, αφενός από την ένθερμη αφοσίωσή τους στην Ουκρανία και αφετέρου από την επιμονή τους ότι αποτελούν έγκυρη Εκκλησία χωρίς καμία διάθεση να υποταχθούν στην εκκλησιαστική αρχή της Μόσχας.

Το δεύτερο είναι αυτό που κάποιος επιφανής Ορθόδοξος θεολόγος, ο Μητροπολίτης Περγάμου Ζηζιούλας, αναφέρεται ως «Ορθόδοξοι Ταλιμπάν». Ενοχλητικά εθνικιστικές και θεολογικά φονταμενταλιστές αυτοί οι ιερείς και οι ακαδημαϊκοί είναι κατηγορηματικά αντίθετοι σε οποιαδήποτε μορφή διαλόγου ή συμβιβασμό με τη Ρώμη ή με Προτεσταντικές Εκκλησίες, τις οποίες δεν αναγνωρίζουν καν ως Εκκλησίες. Η Γεωργιανή Εκκλησία αποχώρησε από την πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδο διότι πίστευε ότι έδωσε πάρα πολλά στον οικουμενισμό. Την Τετάρτη αυτής την εβδομάδος Γεωργιανοί Ορθόδοξοι υπερεθνικιστές και ιερείς διαδήλωσαν έξω από την πρεσβεία του Βατικανού στην Τιφλίδα για να διαμαρτυρηθούν εν όψει της επικείμενης επίσκεψης του Πάπα Φραγκίσκου: οι διοργανωτές δήλωσαν ότι η επίσκεψη ισοδυναμεί με «πνευματική επιθετικότητα του Βατικανού και απόπειρα της Καθολικής Εκκλησίας να αποικίσει τη Γεωργία» .

Είναι δύσκολο να μην το δει αυτό κανείς ως ξενοφοβική παράνοια, αντιπροσωπεύει όμως μια βαθιά καχυποψία που είναι αισθητή και αλλού στον Ορθόδοξο κόσμο. Μπροστά σε μία τέτοια αντίσταση, η πρόοδος προς την κατανόηση πιθανώς να χρειαστεί δεκαετίες και όχι χρόνια.

Το τρίτο είναι το ευρύτερο πολιτικό τοπίο, ιδιαίτερα όταν αυτό επηρεάζει την Ρωσσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Επισκιάζει τους άλλους αριθμητικά και με τον πλούτο της και συνδέεται στενά με το καθεστώς του Βλαδίμηρου Πούτιν. Εκτός από τους θεολογικούς παράγοντες υπάρχουν και άλλοι που είναι καθαρά πολιτικοί: πώς θα ‘παίξει’ οποιαδήποτε προσέγγιση μεταξύ της Ορθόδοξης Ανατολής και της Καθολικής Δύσης στην εγχώρια και εξωτερική πολιτική της Ρωσσίας; [σ.σ.: ενώ οι ΗΠΑ που ανακατεύονται συνεχώς και μας έκαναν άνω κάτω με την ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης για την ψυχή της μάνας τους το κάνουν !!]

Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μπροστά μας. Όπως είπε και ο γνώστης του Βατικανού Gianni Valente, είναι καλύτερο να αποφεύγουμε τόσο «την ζαχαρούχα αισιοδοξία όσο και την ηττοπαθή απαισιοδοξία όταν κρίνουμε τις αναγκαίες στάσεις, τις αναστροφές και τις απότομες επανεκκινήσεις στο ταξίδι που ξεκίνησαν η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία για να ξεπεράσουν τις πολύχρονες διαιρέσεις και να αποκαταστήσουν τη μυστηριακή ενότητα». Αλλά αυτή η συμφωνία είναι κάτι και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.

 

Πηγή: Christian Today, Αβέρωφ

mhtropoliths telmisoy iwv me patriarxh 01


Λίαν προσφάτως πληροφορηθήκαμε τήν τοποθέτηση-ἐπιβολή τοῦ Πανιερωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ Getcha στήν θέση τοῦ παραιτηθέντος Σεβ. Μητρ. Γέροντος Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὡς συμπροέδρου, ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο.

Ὁ κ. Βαρθολομαῖος, λειτουργώντας ὡς Πάπας τῆς Ἀνατολῆς, ἐπέβαλε τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο στήν συγκεκριμένη θέση, καταπατώντας κάθε ἔννοια Συνοδικότητος, ὅπως ἐπίσης καί τόν Κανονισμό τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ ὁποῖος υἱοθετήθηκε τό 1980, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο κάθε πλευρά ἐκλέγει συμπρόεδρο ἀπό τά μέλη της. Ἀπέστειλε ἐκ τῶν προτέρων ἐπιστολές, μέ τίς ὁποῖες ἀνακοίνωσε τόν διορισμό τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας του Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σέ ἀντικατάσταση τοῦ Σεβ. Μητρ. Γέροντος Περγάμου κ. Ἰωάννου. Ὅμως, ἡ πρόταση ἐκλογῆς τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Ἰώβ ὡς συμπροέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς δέν ἔτυχε τῆς ὑποστηρίξεως τῆς πλειοψηφίας τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν της.

Ἡ πιθανή αἰτία ἦταν ἡ ἀμφιλεγόμενη δράση τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ, ὁ ὁποῖος παύθηκε ἀπό τή θέση τοῦ προϊσταμένου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῶν ἐν τῇ Δυτικῇ Εὐρώπῃ Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσικῆς Παραδόσεως, λόγῳ σκληρῆς συγκρούσεως μεταξύ τοῦ ἰδίου καί τῶν κληρικῶν, τοῦ Συμβουλίου Ἀρχιεπισκοπῆς, καθώς καί τοῦ Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Ἁγίου Σεργίου. Ἐπιπλέον, ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ ποτέ δέν ἦταν γνώστης ἐξ ἀρχῆς τῶν προβλημάτων τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Γι'αὐτό ἡ πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς πρότεινε νά ἐκλεγεῖ συμπρόεδρος ὁ Σεβ. Μητρ. Σασίμων κ. Γεννάδιος.

Ὑπέρ τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ μίλησαν μόνο οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν Ρουμανίας καί Πολωνίας.

Λόγῳ ἀδιεξόδου, ἀποφασίσθηκε νά διακοπεῖ ἡ συνεδρία γιά μία ὥρα, προκειμένου νά ζητηθεῖ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά ἀλλάξει τήν ἀπόφασή του, ἀλλά ὁ τελευταῖος ἐπέμεινε στήν ἀπόφασή του, ἐπικαλούμενος ὅτι ὁ Σεβ. Μητρ. Σασίμων κ. Γεννάδιος δέν εἶναι μέλος της Ἐπιτροπῆς ἀπό τό Πατριαρχεῖο, ἀλλά εἶναι Γραμματέας της, ἐνῶ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι ὁ Σεβ. Μητρ. Διοκλείας  κ. Κάλλιστος Γουέαρ καί ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, ἀπό τούς ὁποίους καί πρέπει νά γίνει ἐπιλογή. Ὁ Σεβ. Μητρ. κ. Κάλλιστος προέβη σέ οἰκειοθελή ἀπόσυρση, ἐπικαλούμενος τήν ἡλικία καί τήν ὑγεία του. Ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ ἀνακοίνωσε στά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τήν συνομιλία του μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ὡς ἀποτέλεσμα, καί μή ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογή, τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τόν ἐπικύρωσαν ὡς συμπρόεδρο. Ὡστόσο, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁμιλητῶν τόνισαν ὅτι κατ'αὐτόν τόν τρόπο ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐκ τῶν πραγμάτων περιφρόνησε τή βούληση τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς[1].

Ποιός εἶναι, ἀλήθεια, ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, τόν ὁποῖο τόσο πολύ στηρίζει ὁ  Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος;

Ὁ  Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ εἶναι καθηγητής στό Ἰνστιτοῦτο Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης. Ἄφησε τόσο ἀρνητικές ἀναμνήσεις, ἐξαιτίας τῆς συμπεριφορᾶς καί τῶν ἀπολυταρχικῶν του μεθόδων στήν Ἀρχιεπισκοπή Ρωσικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ὅπου ἐνθρονίστηκε τό 2013, ὥστε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης  κ. Βαρθολομαῖος ἀναγκάστηκε ὕστερα ἀπό δύο χρόνια νά τόν μεταθέσει στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» - αἱρέσεων. Μέχρι σήμερα εἶναι ὁ μόνιμος ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό «Π.Σ.Ε.». Ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, τό ὁποῖο προσπάθησε νά διαλύσει, ἐνῶ παράλληλα εἶναι ἕνας ἀπό τούς παράγοντες τῆς ἀποστασιοποίησης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ρωσικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τό Ρωσικό Πατριαρχεῖο. Διατηρεῖ στενές σχέσεις μέ τήν σημερινή ἐθνικιστική κυβέρνηση τῆς Οὐκρανίας. Ἡ συμπάθεια τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. πρός τήν χειραγωγούμενη ἀπό τίς Η.Π.Α. οὐκρανική κυβέρνηση συνδέονται μέ τήν καταγωγή καί τόν τόπο γεννήσεώς του, ἀφοῦ μεγάλωσε στόν Καναδά σέ οὐκρανική οἰκογένεια[2]. Σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στίς 2-8-2016 σέ Οὐκρανικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων, εὑρισκόμενος στό Κιέβο ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τούς ἑορτασμούς τοῦ βαπτίσματος τῶν Ρώς, ὅπου ἔλαβε μέρος στή λιτανεία τῆς κανονικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, πού ἔχει Ἀρχιεπίσκοπο τόν Ὀνούφριο, δήλωσε ὅτι «ἡ Κωνσταντινούπολη ἀνέκαθεν πίστευε ὅτι ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικό ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει δηλώσει ἐπανειλημμένα ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία της Οὐκρανίας. Ὁ ἴδιος ἔχει τονίσει ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός πατέρας τῆς Οὐκρανίας. Γι'αὐτό καί παρακολουθεῖ συνεχῶς καί ἀνησυχεῖ γιά τήν κατάσταση τῆς Ὀρθοδόξης Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία»[3]. Οἱ παραπάνω δηλώσεις του δημιούργησαν σάλο καί προκάλεσαν τήν δικαιολογήμενη ἀντίδραση ἀπό πλευρᾶς Πατριαρχείου Μόσχας[4]. Μετά ἀπό δύο μέρες ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ ἀνέκρουσε πρύμνα καί διέψευσε τά λεγόμενα, δηλώνοντας σέ συνέντευξή του σέ ἱστολόγιο ὅτι «τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, παρά τίς φῆμες, δέν πρόκειται νά δημιουργήσει δικαιοδοσία στήν Οὐκρανία. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο δέν σχεδιάζει νά δημιουργήσει μιά ἄλλη παράλληλη δικαιοδοσία στήν Οὐκρανία, ἐπειδή μιά τέτοια μή κανονική κατάσταση θά ἐπιδεινώσει τό πρόβλημα. Ὁ κύριος σκοπός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία καί ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι ἔτοιμος νά βοηθήσει τή θεραπεία τῆς διαίρεσης τῆς ἐκκλησίας μετά τό πρόσφατο παράδειγμα στή βουλγαρική Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῆς Τσεχίας καί τῆς Σλοβακίας. Ὁ καθένας, οἱ Οὐκρανοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σέ ὅλο τόν κόσμο, ἔχουν κουραστεῖ ἀπό αὐτή τή διαίρεση»[5]. 

Σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στό Ἀθηναϊκό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων στίς 7-6-2016, ἐρωτώμενος ἄν θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε τίς αἱρετικές κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ἀπάντησε : «Ἔχοντας κατά νοῦν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὀντολογικά Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό ἔγγραφο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, πού δέν εἶναι σέ κοινωνία μαζί της, καί τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τῆς συμμετοχῆς σέ ἕνα θεολογικό διάλογο μαζί τους, προκειμένου νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα. Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ' ἔθεσε ἤδη ἀπό τό 1902 τό ζήτημα τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων καί τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μέ μή Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Σέ αὐτή τήν ἐγκύκλιο, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες ἀντιμετωπίζονται ὡς Ἐκκλησίες. Μάλιστα, ἡ κανονιστική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παραδέχεται περιπτώσεις, ὅπου ἀναγνωρίζει ὅτι τά μυστήρια θά μποροῦσαν νά γιορτάζονται ἔξω ἀπό τά αὐστηρά κανονιστικά της ὅρια»[6].

Ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ ἦταν ἐκπρόσωπος Τύπου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης (16/23-6-2016). Πρόκειται γιά ἕναν ἐκ τῶν πλέον ἀρνητικῶν πρωταγωνιστῶν τῆς «Συνόδου», τόν Ἱεράρχη, πού προκάλεσε πολλαπλές ἀντιδράσεις καί δυσμενέστατα σχόλια, τόσο μέ τίς ἀνακρίβειες γιά τά τέσσερα ἀπόντα Πατριαρχεῖα (Ἀντιοχείας, Βουλγαρίας, Γεωργίας καί Γεωργίας) ὅσο καί τήν ἀντιπαράθεση μέ Ρῶσο δημοσιογράφο[7].

Στίς 28/29-6-2016 ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ μετεῖχε ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας, πού ἔστειλε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά παραστεῖ στήν «θρονική» ἑορτή τοῦ Βατικανοῦ στή Ρώμη, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Φραγκῖσκο καί παρέστη στούς ἑορτασμούς συμπροσευχόμενος ἀντικανονικῶς[8].

Στίς 7/10-9-2016 ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ ἔλαβε μέρος στό 24ο Συνέδριο «Ὀρθόδοξης Πνευματικότητος» στό οἰκουμενιστικό, μεικτό μοναστήρι τοῦ Bose τῆς Ἰταλίας μέ θέμα : «Μαρτύριο καί Κοινωνία», ὅπου ἀνέπτυξε τό θέμα : «Ἡ μαρτυρία καί ἡ διακονία κοινωνίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», ἀναφερόμενος στήν πορεία πρός τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ὡς τήν πραγματοποίησή της τόν περασμένο Ἰούνιο στήν Κρήτη, καί στήν καθοριστική συμβολή τοῦ πρωτεύθυνου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν προετοιμασία καί τήν διεξαγωγή της[9]. Ἐκεῖ ἔκανε λόγο γιά «οἰκουμενισμό τῆς μετανοίας», γιά «οἰκουμενισμό τοῦ αἵματος», ἀναγνώρισε τούς αἱρετικούς Παπικούς ὡς Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες ὡς Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀνέφερε ὅτι «οἱ μάρτυρες μᾶς ἑνώνουν μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου θά μποροῦσε νά εἶναι οἱ σπόροι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας», ἐξέφρασε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἰδέα τῆς δημιουργίας ἑνός κοινοῦ μαρτυρολογίου, τόνισε ὅτι «ἡ μνήμη τῶν χριστιανῶν μαρτύρων θά μποροῦσε νά εἶναι πράγματι ἕνα βῆμα παραπέρα πρός τήν χριστιανική ἑνότητα» καί ὅτι «ὁ στόχος τοῦ μαρτυρίου εἶναι ἡ κοινωνία. Ἡ Κοινωνία εἶναι αὐτή, πού διακρίνει τό μαρτύριο ἀπό τήν σφαγή». Τέλος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἀδελφούς καί άδελφές τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Bose, τούς εὐχαρίστησε καί τούς ἐπήνεσε, διότι «ἀποτελοῦν ἔκφραση ἑνός «οἰκουμενισμοῦ τῆς φιλοξενίας καί τῆς ἀδελφοσύνης», καθιστώντας δυνατή γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἀπό διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες τή συνάντηση μεταξύ τους, καθώς καί μέ τά «χωρισμένα ἀδέρφια» τους τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[10].

Ἀπό τίς 16 ἕως τίς 22-9-2016 ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ προήδρευσε ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων γιά πρώτη φορά στίς ἐργασίες τῆς 14ης Ὁλομέλειας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ στό Κιέτι τῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία συνῆλθε, γιά νά ἐξετάσει σχέδιο ἐγγράφου μέ τίτλο «Πρός μιά κοινή κατανόηση τῆς Συνοδικότητας καί τοῦ Πρωτείου στήν ὑπηρεσία γιά τήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας δέν ἀπέστειλε ἀντιπροσωπεία στόν Διάλογο[11], ἐνῶ ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας προέβη σέ δήλωση, μέ τήν ὁποία ἐξέφρασε τή διαφωνία της μέ ἐπιμέρους παραγράφους τοῦ τελικοῦ ἐπισήμου κειμένου τοῦ Διαλόγου, ἡ ὁποία καταγράφτηκε σέ ὑποσημείωση στό τελικό κείμενο[12]. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ Διαλόγου στό Κιέτι δέν ἔχουν πανορθόδοξη ἀποδοχή καί ἰσχύ.

Κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐπιτροπῆς ὁ Πναιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ ὑποστήριξε τήν παπική θεωρία περί δύο πνευμόνων καί δήλωσε ὅτι «Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί εἴμαστε οἱ δύο πνεύμονες τῆς Μίας Ἐκκλησίας»[13] .

Τήν Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου, στό Ναό τοῦ Manoppello, τελέστηκε διορθόδοξη Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, στήν ὁποία, κατά παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές μέ αἱρετικούς, παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οἱ Ὀρθόδοξοι καί Παπικοί κληρικοί καί καθηγητές, πού συμμετεῖχαν στόν Διάλογο. Τήν προηγούμενη μέρα παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οἱ Ὀρθόδοξοι στήν «Θεία Λειτουργία» τῶν Παπικῶν.

Στήν ὁμιλία του, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀποκάλεσε τόσο τούς Ὀρθοδόξους ὅσο καί τούς Παπικούς κληρικούς ὡς Σεβασμιωτάτους καί Σεβαστούς Πατέρες καί τούς Ὀρθοδόξους καί Παπικούς λαϊκούς ὡς ἀγαπητούς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς καί ἀδελφές, ἀναγνώρισε τούς αἱρετικούς Παπικούς ὡς Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ἀπεκάλεσε τόν τοπικό Καρδινάλιο Bruno Forte ὡς Σεβασμιώτατο Ἀρχιεπίσκοπο.

Μεταξύ ἄλλων εἶπε : «Προσκυνώντας αὐτό τό ἱερό λείψανο τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πού ἑνώνει Ἀνατολή καί Δύση, τήν Ἱερουσαλήμ καί τό Manopello, καλούμαστε νά Τόν δεχθοῦμε στήν Εὐχαριστία. Ὡστόσο, ἡ θλιβερή κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε ἐμεῖς, οἱ διηρημένοι Χριστιανοί, πού δέν μποροῦμε νά μοιραστοῦμε τό Κοινό Ποτήριο, ὅπως συμβαίνει σήμερα σ' αὐτή τή Θεία Λειτουργία, εἶναι ἕνα σκάνδαλο καί μιά πληγή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού πρέπει νά θεραπευθεῖ.

 Ἕνα πολύ σημαντικό γεγονός στήν προοπτική αὐτή ἦταν ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινούπολης στή λήξη τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου στίς 7 Δεκεμβρίου 1965. Ἀπό τότε, οἱ Ἐκκλησίες μας βρίσκονται τώρα στήν κατάσταση, πού  ἦταν πρίν ἀπό τήν ἐπιβολή τῶν ἀναθεμάτων, ἡ ὁποία εἶναι μιά κατάσταση ρήξης τῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία), λόγῳ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί τῶν θεολογικῶν διαφορῶν. Αὐτή ἡ κατάσταση ρήξης τῆς κοινωνίας πρέπει νά ἐπιλυθεῖ, μέσῳ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, πού οἱ Ἐκκλησίες μας ἔχουν ἀρχίσει ἀπό τό 1980, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀκριβῶς ὡς στόχο τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας, μέσα ἀπό τήν ἐπίλυση τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν.

 Ὅπως ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔχει δηλώσει τόν περασμένο Ἰούνιο, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, (...) ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, (...) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν (Σχέσεις, 4-5). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἔχει ἐπίσης ὑπογραμμίσει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας» (ὅ.π., 22).

Σεβασμιώτατοι, Ἐξοχώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί ἀδελφές ἐν Χριστῷ,

Εἶναι σέ αὐτό τό πνεῦμα, πού ἐμεῖς, τά μέλη Ὀρθόδοξοι τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχουμε ἔρθει μαζί μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς μας ἀδελφούς καί ἀδελφές στό Κιέτι, καί τώρα ἐργαζόμαστε ἀπό κοινοῦ πρός μιά κοινή κατανόηση τῆς συνοδικότητας καί τοῦ πρωτείου, ἕνα ἀπό τά πιό εὐαίσθητα ζητήματα στή σχέση μεταξύ δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας»[14] .

Στό ἐπίσημο κοινό ἀνακοινωθέν τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γράφεται ὅτι «οἱ δύο συμπρόεδροι ὑπογράμμισαν τή θέληση νά συνεχίσουν τό ταξίδι πρός τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ἐνισχυθεῖ ἡ χριστιανική μαρτυρία στόν κόσμο καί νά φέρει τό μήνυμα τῆς θεραπείας τοῦ Εὐαγγελίου στήν πονεμένη ἀνθρωπότητα»… «Ἡ Ἐπιτροπή συνεδρίασε σέ ὁλομέλεια, γιά νά ἐξετάσει τό κείμενο τοῦ Ἀμμᾶν γιά τήν ἄσκηση τῆς συνοδικότητας καί τῆς ὑπεροχῆς στήν πρώτη χιλιετία, ἡ ὁποία εἶχε ἀναθεωρηθεῖ ἀπό τήν Ἐπιτροπή Σύνταξης τόν Ἰούνιο τοῦ 2015, καί ἀναθεωρήθηκε περαιτέρω ἀπό τή Μικτή Συντονιστική Ἐπιτροπή τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2015. Μιά πρώτη ἀνάγνωση τοῦ κειμένου ἔφερε πολλές προτεινόμενες τροποποιήσεις καί ἀναθεωρήσεις, οἱ ὁποῖες στή συνέχεια ἐπεξεργάστηκαν ἀπό μιά συντακτική ἐπιτροπή, ἀπαρτιζόμενη ἀπό τρία Ὀρθόδοξα καί τρία Καθολικά μέλη. Αὐτό τό ἀναθεωρημένο κείμενο ὑποβλήθηκε στή συνέχεια στήν ὁλομέλεια, ἡ ὁποία τό συζήτησε λεπτομερῶς καί κατέληξε σέ συμφωνία σχετικά μέ τό ἔγγραφο, πού ὀνομάζεται «Συνοδικότητα καί Πρωτεῖο στήν Πρώτη Χιλιετία. Γιά μιά κοινή ἀντίληψη στήν Ὑπηρεσία γιά τήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας»«Ἡ συζήτηση ἐπικεντρώθηκε στή σημασία καί τό ἀλληλένδετο τῆς συνοδικότητας καί τοῦ πρωτείου στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία στίς ποικίλες καί μεταβαλλόμενες καταστάσεις σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ἄν καί ἀναγνωρίζει τήν ποικιλομορφία, πού ὑπάρχει στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐπιτροπή ἀναγνώρισε τή συνέχεια τῶν θεολογικῶν, κανονικῶν καί λειτουργικῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τόν δεσμό τῆς κοινωνίας μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης. Αὐτή ἡ κοινή ἀντίληψη εἶναι τό σημεῖο ἀναφορᾶς καί μιά ἰσχυρή πηγή ἔμπνευσης γιά τούς Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, δεδομένου ὅτι ἐπιδιώκουν τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας σήμερα. Σέ αὐτή τή βάση, καί οἱ δύο πρέπει νά ἐξετάσουν πώς ἡ συνοδικότητα, τό πρωτεῖο καί ἡ ἀλληλοσυσχέτιση μεταξύ τους μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί νά ἀσκηθεῖ σήμερα καί στό μέλλον»… «Τό μαρτύριο καί ἡ ἀπαγωγή πολλῶν ἀνθρώπων, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μητροπολίτης Χαλεπίου Παῦλος, μέλος αὐτῆς τῆς Ἐπιτροπῆς, καί τοῦ Μητροπολίτη Χαλεπίου Yohanna Ibrahim, ἔγινε βαθειά αἰσθητή ὡς μιά μαρτυρία γιά τή βαθιά ἑνότητα ὅλων τῶν χριστιανῶν καί ὡς ἕνα κίνητρο, γιά νά ἐργαστοῦμε ἀκόμη περισσότερο γιά τήν πρόοδο στήν πορεία πρός τήν πλήρη κοινωνία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»…  «Τά μέλη τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς πιστεύουν ὅτι τό ἔργο τους θά συμβάλει στήν ἐπίσπευση τῆς ἡμέρας, ὅταν θά ἐκπληρωθεῖ ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ στό Μυστικό Δεῖπνο «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ζητοῦν ἀπό ὅλους τούς πιστούς νά προσευχηθοῦν γι' αὐτόν τόν σκοπό»[15] .

Μετά τά ἀνωτέρω ἀποκαλυπτικά ἀποροῦμε πῶς μπορεῖ ὁ σύγχρονος Διάλογος μέ τούς Παπικούς νά εἶναι εἰλικρινής καί ἀληθής καί νά ἔχει θετικά καί καρποφόρα ἀποτελέσματα γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν ὁ πρόεδρος ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων διακατέχεται ἀπό τήν ὡς ἄνω καταγραφεῖσα προβληματική συμπεριφορά, ἀναξιοπιστία καί οἰκουμενιστική κακοδοξία; Μήπως ὄντως ὁ Διάλογος γίνεται γιά τόν διάλογο καί ἀποβαίνει ἀλυσιτελής, συνεχιζομένου τοῦ Βατερλώ καί τοῦ ναυαγίου του, παρά τίς δηλώσεις περί αὐτοῦ ἀπό τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης[16];




 

[1] 17-9-2016 Ἔνταση στήν ἐκλογή συμπροέδρου τῆς 14ης συνεδρίας Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων – Ρ/Καθολικῶν, http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/10470-entasi-stin-eklogi-sumproedrou-tis-14is-sunedrias-epitropis-orthodojon-rkatholikon

 

 

[2] 27-6-2016 Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ δέ μπορεῖ νά μᾶς κάνει μαθήματα Δημοκρατίας, http://www.vimaorthodoxias.gr/oikpa/item/84216-o-αρχιεπίσκοπος-τελμησσού-δε-μπορεί-να-μας-κάνει-μαθήματα-δημοκρατίας)

 

 

[3] 2-8-2016 "Ρουκέτα" κατά τῆς ἑνότητος ἀπό τόν Τελμησσοῦ Ἰώβ : ''Ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικό έδαφος τῆς Κωνταντινούπολης'', http://www.romfea.gr/diafora/9657-telmissou-iob-i-oukrania-einai-kanoniko-edafos-tis-kontantinoupolis

 

 

[4] 4-8-2016 Πατρ. Μόσχας : Δημοσιογραφική φαντασία τά περί δηλώσεων Ἀρχ. Τελμησσοῦ πώς ἡ Οὐκρανία ἀνήκει στό Φανάρι, http://www.vimaorthodoxias.gr/rosiki/item/86129-patr-mosxas-dimosiografiki-fantasia-ta-peri-diloseon-arx-telmissou-pos-i-oukrania-anikei-sto-fanari

 

 

[5] 4-8-2016 Tό Φανάρι διαψεύδει τά περί δικαιοδοσίας στήν Ουκρανία, http://www.vimaorthodoxias.gr/oikpa/item/86240-to-fanari-diapseidei-ta-peri-dikaiodosias-stin-oukrania

 

 

[6] 7-6-2016 «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ», http://www.amen.gr/article/telmissou-iov-i-ekklisia-einai-i-ekdilosi-tis-enotitas-en-xristo, http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=512648&catID=3

 

 

[7] 1-7-2016 Καί μή χειρότερα! Ὁ Τελμησσοῦ Ἰώβ ὡς ἀντι-Περγάμου στήν ἐπιτροπή διαλόγου μέ τούς Ρ/Καθολικούς, http://www.vimaorthodoxias.gr/all/item/84493

 

 

[8] 29-6-2016 Ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν θρονική γιορτή τῆς Ρώμης (ΒΙΝΤΕΟ), http://fanarion.blogspot.gr/2016/06/blog-post_509.html

 

 

[9] 7-9-2016 Ὁ  Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ Ἰώβ στό συνέδριο τοῦ Bose γιά τήν μαρτυρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/bose_7.html

 

 

[10] 16-9-2016 Ὁ  Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ Ἰώβ γιά τό συνέδριο ὀρθόδοξης πνευματικότητος  στό Bose / Τά συμπεράσματα τοῦ συνεδρίου, http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/bose_16.html

 

 

[11] 17-9-2016 Ἄρχισαν οἱ ἐργασίες στό Chieti τῆς 14ης Ὀλομέλειας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπικῶν, http://aktines.blogspot.gr/2016/09/chieti-14-xiv.html

 

 

[12] 22-9-2016 Ὀλοκληρώθηκαν οἱ ἐργασίες τῆς 14ης συνεδρίας τῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων – Ρ/Καθολικῶν, http://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-mosxas/10475-oloklirothikan-oi-ergasies-tis-14is-sunedrias-epitropis-orthodojon-rkatholikon

 

 

[13] 17-9-2016 Ἡ παπική θεωρία τῶν "δύο πνευμόνων" ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Τελμησσοῦ Ἰώβ, http://aktines.blogspot.gr/2016/09/blog-post_651.html

 

 

[14] 21-9-2016 Ἡ Διορθόδοξη Λειτουργία κατά τήν διεξαγωγή τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στην Ἰταλία (ΦΩΤΟ), http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/chieti_21.html

 

 

[15] 23-9-2016 Τό ἐπίσημο ἀνακοινωθέν γιά τό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, http://www.amen.gr/article/to-episimo-anakoinothen-gia-to-dialogo-orthodokson-kai-romaiokatholikon, http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/ciheti.html, https://www.scribd.com/document/325028055/Final-Communique-Joint-International-Commission-21-09-2014#download&from_embed

 

[16] Σχ. βλ. §§ 5 ἕως 15 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR

 

Πηγή: Ακτίνες

papas 05


Πως ανακάλυψαν οι Παπικοί την κακοδοξία του Παπικού αλάθητου; Που βρήκαν οι Παπικοί να αναφέρεται η Αγία Γραφή στο Παπικό αλάθητο; Ποιά Σύνοδος Οικουμενική αναφέρει τέτοια θεολογική πλάνη; Η παπική εξουσιαστική μάνητα, το παπικό εξουσιαστικό πρωτείο θέλησε να κάνει ακόμα πιο ισχυρό, με την κακοδοξία του «αλάθητου». Το παπικό δόγμα του «αλάθητου», θεσπίστηκε αυθαίρετα κατά την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, με τη σημείωση «εκ καθέδρας». Ο παραλογισμός του «αλάθητου» στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, βρήκε τη μεγαλύτερη εδραίωσή του, με την υπόδειξη μάλιστα, ότι όποιος «αντείπει, ανάθεμα έστω». Δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός περί αλάθητου στην Αγία Γραφή, ούτε ποτέ η Εκκλησία αναφέρθηκε συνοδικά σε κάτι τέτοιο. Αποτελεί μια ακόμη αυθαίρετη θεολογική πλάνη των Παπικών.

Δεν αντιλαμβάνονται οι Παπικοί την θεολογική πλάνη του παπικού αλάθητου; Το περί Παπικού αλάθητου δόγμα, καταρρίπτεται από τη στάση κάποιων Παπών πριν το Σχίσμα. Ο Πάπας Λιβέριος (352-366 μ.Χ), είχε καθαιρεθεί επειδή υπέγραψε την αρειανίζουσα ομολογία περί «ομοιουσίου». Αλίμονο αν η Εκκλησία δεχόταν το αλάθητο για τον Πάπα Λιβέριο. Ο Πάπας Ονώριος ο Α΄ (625-638 μ.Χ.) καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή ασπάστηκε τον Μονοθελητισμό. Τι θα γινόταν αν η Εκκλησία δεχόταν το αλάθητο του Πάπα; Θα δεχόταν τον Μονοθελητισμό, που υπόγραψε ο Πάπας Ονώριος ο Α΄;

Ο Πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012 μ.Χ.) έβαλε την αιρετική προσθήκη του «filioque», ενώ προηγουμένως ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816 μ.Χ.) Ορθοδόξως το πολέμησε. Τι έπρεπε να ακολουθήσει η Εκκλησία, εφόσον σύμφωνα με την παπική πλάνη θα ήταν και οι δύο αλάθητοι. Ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816 μ.Χ.) δεν δέχθηκε την αιρετική προσθήκη του «filioque», σύμφωνα με τη Συνοδική στάση της Εκκλησίας στο θέμα τούτο. Δεν τα γνωρίζουν αυτά οι Παπικοί; Φυσικά τα γνωρίζουν, ‘’αλλ’ ου συμφέρει’’.

Αντί άλλων αναφορών παραθέτομε τα λόγια του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς: «Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύχθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας-άνθρωπος, κατέλαβε τη θέση του Θεανθρώπου. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και ‘’ο δεύτερος θάνατος’’ (Αποκ. 20,14. 21,8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνο αίρεσις, αλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα – ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία· το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Το δόγμα αυτό είναι φευ! Η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην» (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς – Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).

Μετά από αυτά που αναφέρει ο Ομολογητής Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μπορούμε να συνηγορήσουμε και στην αθεολόγητη αδιαφορία του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, για το παπικό αλάθητο; Να θυμίσουμε ότι ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα ‘’Έθνος’’ 20 Μαρτίου 1970, ανέφερε το ατυχέστατο για το αλάθητο : «Αφήστε τον Πάπα να το έχει (εννοεί το αλάθητο) αν θέλει». Μπορούμε να συνηγορήσουμε σε τέτοια αθεολόγητη αδιαφορία; Ο Άγιος Ιουστίνος έχει δώσει πιστεύομε την απάντηση, ότι η πλάνη αυτή αποτελεί την «πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην».

 

Πηγή: Ακτίνες

mhtera teresa 02

 

Ἐν Πειραιεῖ 30-9-2016

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΕΡΕΖΑΣ  


Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλοςἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κρατᾶ τά αὐθεντικά στοιχεῖα ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων της.

Πιστεύει στό δόγμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο, ὡς Θεός, ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους. Στήν Ὀρθοδοξία τηροῦνται ὁρισμένες ἁγιολογικές προϋποθέσεις καί κριτήρια, μέ τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, προχωρᾶ στήν ἁγιοκατάταξη, ὅπως εἶναι : α) ἡ πράξη ἀνακήρυξης ἀπό τήν τοπική κοινωνία, ἡ ὁποία ὀμολογεῖ ὡς σῶμα ὅτι ὁ ὑποψήφιος πρός ἁγιοκατάταξη ἔχει φτάσει στόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στή θέωση, δηλ. ἡ ἀναγνώρισή του ἀπό τόν πιστό λαό, ἡ φωνή τοῦ λαοῦ (vox populi), β) τό ὀρθόδοξο φρόνημα, δηλ. ἡ Ὀρθοδοξία του, γ) ὁ ἅγιος καί ἐνάρετος βίος, δηλ. ἡ ὀρθοπραξία του, δ) τό μαρτύριο,                       ε) τό λείψανο καί ἡ κατάσταση τοῦ λειψάνου, δηλ. κατά πόσο εἶναι αὐτό ἀκέραιο, ὑπερβαίνοντας τήν φθορά τοῦ χρόνου. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μπορεῖ νά διαλυθεῖ τό λείψανο, ἀλλά νά ὑπάρχει ἐκπομπή εὐωδίας. Αὐτά εἶναι ἔκτακτα στοιχεῖα, πού μαρτυροῦν περί τῆς ἁγιότητας. Χωρίς λείψανο μέ αὐτές τίς ἰδιότητες καί χωρίς τήν ὕπαρξη θαυμάτων δέν ἀνακηρύσσεται κάποιος Ἅγιος, καί στ) ἡ τέλεση θαυμάτων. Ἅγιος, πού δέν θαυματουργεῖ, δέν θεωρεῖται Ἅγιος. Δέν ἔχει σημασία, ἐάν εἶναι κάποιος εὐσεβής, καλός καί ὑπάκουος, ἀλλά ἄν φανερώνει τήν Χάριν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού ἐνοικεῖ μέσα του, ἄν ἔχει γίνει ὁ ἄνθρωπος Ναός τοῦ Θείου Πνεύματος. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά ἀναγνώριση καί ἀνακήρυξη τῆς ἤδη ὑπαρχούσης ἁγιότητος ἑνός κεκοιμημένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν ὅρο «ἀναγνώριση» ἐννοοῦμε τήν ἰδιαίτερη ἐν Χριστῷ ἀποδοχή καί τιμή, πού αὐθόρμητα ἀποδίδει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σέ ὁρισμένα κεκοιμημένα μέλη της, τά ὁποία ξεχώρισαν γιά τήν ἀφοσίωσή τους στόν Θεό. Μετά τήν ἀναγνώριση, ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐγγράφει τά μέλη αὐτά στό ἑορτολόγιο, τά προβάλλει στούς πιστούς καί τούς προτρέπει νά τά τιμοῦν καί νά τά μιμοῦνται[1] .

Ἀντιθέτως, ἡ ἀνακήρυξη ἁγίων στήν αἱρετική θρησκευτική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τό Σχίσμα κι ἔπειτα ἔχει χάσει τά στοιχεῖα καί τά κριτήρια τῆς ἀρχαίας πατερικῆς παραδόσεως. Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ εἶναι ὅτι ἀποδίδει στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό κτιστές ἐνέργειες. Οἱ Παπικοί (καί οἱ Προτεστάντες) πιστεύουν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κτιστή (κτιστή Χάρις). Αὐτό ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἄλλης δεινῆς αἱρέσεως τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque). Ὅμως, κτιστές ἐνέργειες ἔχουν μόνο τά κτίσματα. Ὁ ἄκτιστος Τριαδικός Θεός ἔχει ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἐφόσον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κτιστή, τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά ἀναδεικνύει Ἁγίους. Γι'αὐτό τούς Ἁγίους στό Βατικανό τούς ἀναδεικνύει μόνο ὁ Πάπας, ἀντικαθιστώντας τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στόν Παπισμό συγκροτεῖται ἕνα δικαστήριο, στό ὁποῖο προεδρεύει ὁ ἑκάστοτε Πάπας, ὅπου βάσει αὐτοῦ κρίνεται, ἐάν πρέπει νά ἁγιοποιηθεῖ ἕνα πρόσωπο ἤ ὄχι. Ἀπό τή μιά πλευρά βρίσκεται ὁ δικηγόρος τοῦ διαβόλου (advocatus diavoli), ὁ ὁποῖος παρουσιάζει ὅλα τά ἀρνητικά στοιχεῖα, πού τυχόν ὑπάρχουν γιά τό συγκεκριμένο πρόσωπο, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ συνήγορος ὑπεράσπισης. Στό τέλος, βεβαίως, ἐπιβάλλεται πάντοτε ἡ θέληση τοῦ Πάπα. Σύμφωνα μέ τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, στόν Παπισμό ἰσχυρίζονται ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν ἅγιοι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μετά τό Σχίσμα, διότι μετά ἀπ'αὐτό ἡ θεία Χάρις ἐγκατέλειψε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, καί ὅτι μόνο ὁ Πάπας ἔχει τήν ἐξουσία νά ἀνακηρύττει ἁγίους[2] . Τά τελευταῖα χρόνια παρουσιάστηκε ἡ παπική ἄποψη ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά περάσουν ἑκατό ἤ τουλάχιστον πενήντα χρόνια ἀπό τήν κοίμηση κάποιου, γιά νά ἀναγνωριστεῖ ὡς ἅγιος. Ἡ ἄποψη αὐτή ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως δέν εἶναι ὀρθή καί δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν παράδοση. Τέλος, στόν Παπισμό γίνεται λόγος γιά «ἁγιοποίηση» ἑνός κεκοιμημένου μέλους ἀπό τόν Πάπα. Ὅμως, ὁ ὄρος «ἁγιοποίηση» εἶναι ἀπαράδεκτος γιά τούς Ὀρθοδόξους, δεδομένου ὅτι προϋποθέτει δικανικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις, πού εἶναι ξένες πρός τήν Ὀρθόδοξη παράδοση. Μόνον ὁ Θεός ἁγιοποιεῖ. Ὄχι ὁ  Πάπας. Ὁ ἄνθρωπος στή συνέχεια ἀναγνωρίζει καί ἀνακηρύττει αὐτή την ἁγιότητα.

Τήν ἀνωτέρω μηχανή ἁγιοποιήσεων τοῦ Βατικανοῦ ἔβαλε σέ λειτουργία στίς ἡμέρες μας ἡ πρόσφατη «ἁγιοποίηση», πού ἔκανε ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Φραγκίσκος, στίς 4-9-2016, τῆς Μητέρας Τερέζας, μιᾶς παπικῆς μοναχῆς, πού ἔδρασε στήν Καλκοῦτα.

Ἐπ’εὐκαιρίᾳ τῆς ἀναφορᾶς στόν μοναχισμό, θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι τόσο ὁ μοναχισμός ὅσο καί ὁ ἐρημιτισμός στήν Δύση δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν ὀρθόδοξο ἀνατολικό μοναχισμό καί ἐρημιτισμό. Ὁ Παπισμός εὐνόησε τήν διαμόρφωση μοναχικῶν ταγμάτων (Δομινικανῶν, Φραγκισκανῶν κ.ἄ.), τά ὁποία εἶναι διασκορπισμένα σέ διάφορες περιοχές, ἀλλά ἔχουν ἑνιαία ὀργάνωση καί ὑπάγονται στήν κεντρική ἐξουσία. Ἀκόμη, χαρακτηρίζονται συνήθως γιά τήν ἐξειδίκευσή τους σέ κάποια ἰδιαίτερη ἀποστολή (π.χ. φιλανθρωπική δράση) καί διακρίνονται ἐξωτερικά ἀπό τήν διαφορετική ἐνδυμασία τους. Τά μοναχικά τάγματα ἦταν καί παραμένουν ἄγνωστα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἡ ὅλη δομή τους προϋποθέτει ἐντελῶς διαφορετική θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας. Γενικά ὁ μοναχισμός στή Δύση τοποθετεῖται στήν ὑπηρεσία κάποιου κοινωνικοῦ σκοποῦ, δηλαδή εἶναι κυρίως ὀργανωτικός, ἐνῶ στήν Ἀνατολή εἶναι κυρίως ἐκφραστικός καί ἔχει ὡς κύριο σκοπό τήν προσευχή, τήν ὑπακοή, τήν ἀκτημοσύνη, τήν παρθενία, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό, τήν θέωση, τήν ὁμολογία καί τήν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν ποικίλλων αἱρέσεων. Στό ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καί ὁ ἐρημιτισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει μεταλλαχθεῖ σέ κάποιο εἶδος κοινωνικοῦ ἐρημιτισμοῦ. Οὐσιαστικά ὁ ἐρημιτισμός στή Δύση, ἄν δέν ἔχει ἐκλείψει, ἔχει ἐξασθενήσει[3] . Θά πρέπει, ἐπίσης, νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ μοναχοῦ στόν Παπισμό δέν θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἰσόβια, ἀλλά ἐπιτρέπεται ὁ παπικός μοναχός ὅποτε θέλει νά ἀποποιηθεῖ τήν μοναχική του ἰδιότητα καί ἐν συνεχεία νά ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν, χωρίς καθόλου συνέπειες, πράγμα ἐντελῶς ἀπαράδεκτο ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως.   

Ἐπανερχόμενοι στήν Μητέρα Τερέζα, θά πρέπει νά τονισθεῖ μέ ἔμφαση ὅτι πολλοί ἐρευνητές, ἱστορικοί ἀκόμα καί πανεπιστημιακοί ἔχουν ἐκφράσει τίς ἀμφιβολίες τους γιά τίς μεθόδους, πού χρησιμοποιοῦσε, ἀλλά καί γιά τίς σχέσεις, πού διατηροῦσε μέ πολιτικούς καί οἰκονομικούς παράγοντες[4] , οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν ὡς σήμερα διαψευσθεῖ.

Κατά τη διάρκεια της ζωῆς της ἀλλά καί μετά τόν θάνατό της, ἡ Μητέρα Τερέζα εἶχε ἐπικριθεῖ, ἐπειδή δέν χρησιμοποίησε τήν ἐπιρροή της στούς πολιτικούς ἡγέτες καί δέν ἐπιτέθηκε στίς ρίζες τῆς φτώχειας στόν κόσμο. Γραπτά της, πού δημοσιεύτηκαν τά τελευταία χρόνια, ἀποκάλυψαν ὅτι, κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς της, αἰσθανόταν ὅτι ὁ Θεός τήν εἶχε ἀπορρίψει καί ἡ πίστη της εἶχε κλονιστεῖ τόσο, πού εἶχε φτάσει στό σημεῖο νά ἀμφισβητεῖ τήν ὕπαρξη Του[5] .

Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση τοῦ Βατικανοῦ περί ἁγιοποιήσεως τῆς Μητέρας Τερέζας ἔχει προκαλέσει ἀντιδράσεις, καθώς δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι, πού θεωροῦν ὅτι ἡ Μητέρα Τερέζα καί το κίνημά της «Missionaries of Charity» δέν βοήθησαν τήν ἐξάλειψη τῆς φτώχειας, ἀλλά ἔφεραν τά ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Ἀκόμα, ἡ ἴδια ἔχει κατηγορηθεῖ ὅτι βάπτιζε ἑτοιμοθάνατους ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀναλογίζεται τήν πίστη τους σέ ἄλλη θρησκεία. Ὑπενθυμίζεται ὅτι τό 2003 εἶχε ἐκδοθεῖ βιβλίο μέ τίτλο «Μητέρα Τερέζα : Ἡ τελευταία ἐτυμηγορία», τό ὁποῖο βασιζόταν σέ μαρτυρίες ἀνθρώπων, πού συνεργάστηκαν μέ τήν Μητέρα Τερέζα, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι ὁ Μή Κερδοσκοπικός Ὀργανισμός (ΜΚΟ) «Missionaries of Charity» παρεῖχε ἐλλειπή ἰατροφαρμακευτική φροντίδα στούς φτωχούς, ἐπαναχρησιμοποιώντας ἀκόμα καί σύριγγες. Ὁ Christopher Hitchens, στό βιβλίο του «Ἱεραποστολική Στάση», ἀποκαλεῖ τήν Μητέρα Τερέζα «θρησκόληπτη» καί τήν κατηγορεῖ γιά συνεργασία μέ πολιτικούς. Στόχος της ἦταν, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο, ἡ δημιουργία μιᾶς αἵρεσης καί ὄχι ἡ παροχή βοήθειας στούς φτωχούς[6] .

Μιά νέα ἔρευνα Καναδῶν ἀκαδημαϊκῶν βάζει φωτιά στό Βατικανό καί ἀπειλεῖ νά γκρεμίσει τόν μύθο τῆς Μητέρας Τερέζας, καθώς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἁγιοποίηση τῆς εἰκόνας της ἦταν περισσότερο ἐπικοινωνιακό κόλπο παρά πραγματικότητα. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἔρευνα, ἡ Μητέρα Τερέζα ἔβρισκε «ὄμορφο» θέαμα τό νά ὑποφέρουν οἱ καταπιεσμένοι καί προτιμοῦσε περισσότερο νά προσεύχεται γιά τούς ἀρρώστους, παρά νά τούς προσφέρει πραγματική ἰατρική βοήθεια. Προσθέτουν, ἐπίσης, ὅτι τό Βατικανό «ἔριξε κάτω ἀπό τό χαλί» ὁρισμένες αἰτιάσεις γιά ὕποπτες συναλλαγές καί ἐπαφές, ὥστε νά παραμερίσει τήν ἀναγκαῖα χρονική περίοδο τῶν πέντε ἐτῶν μέχρι νά τήν «ἁγιοποιήσει». Ἕνας ἀπό τούς ἐρευνητές, ὁ Σέρζ Λαριβέ ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Μόντρεαλ, ἐκφράζει συγκεκριμένες ἀπορίες, καθώς διερωτᾶται : «Δεδομένης τῆς φειδωλῆς διαχείρισης τῶν ἔργων τῆς Μητέρας Τερέζας μπορεῖ κανείς νά ἀναρωτηθεῖ ποῦ πῆγαν τά ἑκατομμύρια δολλάρια, πού προορίζονταν γιά τούς φτωχότερους τῶν φτωχῶν»; Ἡ ἐρευνητική αὐτή ἐργασία ὑποστηρίζει ὅτι ἡ φημισμένη καλόγρια εἶχε 517 ἀποστολές σέ 100 χῶρες, ἀλλά ἡ πλειοψηφία τους δέν εἶχε τή σωστή ἰατρική φροντίδα καί ἀρκετοί ἀφέθηκαν νά πεθάνουν. Προσθέτει, ἐπίσης, ὅτι τό Βατικανό ἀγνόησε τούς ἰσχυρισμούς ἑνός γιατροῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκφράσει σοβαρές ἀντιρρήσεις γιά ἕνα θαῦμα τῆς Μητέρας Τερέζας, ὅταν θεράπευσε μιά γυναίκα, πού εἶχε φυματίωση καί κύστη στίς ὠοθῆκες. Οἱ ἐρευνητές Κάρολ Σενεσάλ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀτάβα καί Ζενεβιέν Σενάρ ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Μόντρεαλ ἔφτασαν, μαζί μέ τόν Λαριβέ, σέ αὐτά τά συμπεράσματα, ἐξετάζοντας τό 96% των ἔργων, πού ἔχουν δημοσιευθεῖ μέχρι τώρα γιά τή Μητέρα Τερέζα.

Σύμφωνα μέ τήν ἔρευνα, περίπου τό ἕνα τρίτο ἀπό τούς ἀσθενεῖς, πού πήγαιναν στά ἱδρύματά της, ἀφήνονταν στή μοίρα τους καί τελικά πέθαιναν, ἐνῶ ἀρκετοί ἐπιστήμονες διαπίστωναν σοβαρές ἐλλείψεις σέ πραγματικές ὑπηρεσίες φροντίδας, ἀνεπαρκή τροφή καί καθόλου παυσίπονα. Τό πρόβλημα, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, δέν ἦταν τά χρήματα, καθώς στά ταμεῖα τῶν ἱδρυμάτων συνέρρεαν ἑκατομμύρια δολλάρια, ἀλλά μιά περίεργη ἀντίληψη περί θανάτου καί βασάνων. «Ὑπάρχει κάτι ὄμορφο στό νά βλέπεις τούς φτωχούς νά ἀποδέχονται τή μοίρα τους, νά ὑποφέρουν ὅπως στά Πάθη τοῦ Ἰησοῦ», ἦταν ἡ ἀπάντηση τῆς Μητέρας Τερέζας στήν κριτική, πού δεχόταν. Παρουσιάζονται ἀκόμη καί ὁρισμένες κατηγορίες, ὅπως, ὅταν στήν περίπτωση μιᾶς σειράς ἀπό μεγάλες πλημμύρες στήν Ἰνδία ἤ στήν περίπτωση μιᾶς ἔκρηξης σέ ἕνα ἐργοστάσιο, ἡ Μητέρα Τερέζα πρόσφερε ἀναρίθμητες προσευχές καί φυλαχτά τῆς Παναγίας, ἀλλά καθόλου χρήματα. Ὡστόσο, δέν εἶχε κανένα πρόβλημα νά ἀποδεχθεῖ τό μετάλλιο τῆς Λεγεώνας τῆς Τιμῆς ἀπό τόν δικτάτορα τῆς Ἀϊτῆς Ντουβαλιέρ.

Οἱ ἐρευνητές ἀκόμη καταγράφουν τό γεγονός πώς, παρ' ὅλ’ αὐτά τά σκοτεινά σημεῖα στή ζωή καί τήν πορεία της, ἔφτιαξε μιά εἰκόνα ἁγιότητας καί ἀπέραντης καλοσύνης, κάτι πού ὀφείλεται σέ μιά χρήσιμη, ὅπως ἀποδείχθηκε, γνωριμία. Τό 1968 γνώρισε στό Λονδίνο τόν τότε ἐπικεφαλῆς τοῦ BBC Μάλκομ Μαγκέριτζ, ὁ ὁποῖος, ἐκτός ἀπό φανατικός πολέμιος τῶν ἐκτρώσεων, ὑποστήριζε τίς συντηρητικές ἀπόψεις τῆς διάσημης καλόγριας καί ἀποφάσισε νά προωθήσει τό ἔργο της. Τήν ἑπόμενη χρονιά γύρισε ἕνα ἀποθεωτικό ντοκιμαντέρ γιά τήν ἱεραποστολική της δράση καί κάπου ἐκεῖ ἀπογειώθηκε ἡ φήμη της, γιά νά ἐξελιχθεῖ σέ φιγούρα παγκόσμιας ἐμβέλειας. Ἀκόμη καί τό Βατικανό φαίνεται πώς βάπτισε τήν ἀμφιλεγόμενη θεραπεία μιᾶς κοπέλας ἀπό τή μητέρα Τερέζα ὡς θαῦμα, ὥστε νά ἐπιταχύνει τίς διαδικασίες ἁγιοποίησής της[7] .

Ὁ πιό σφοδρός ἐπικριτής της ἦταν ὁ δημοσιογράφος, συγγραφέας καί ἐρευνητής Κρίστοφερ Χίτσενς. Στό βιβλίο του «Μητέρα Τερέζα, Θεωρία καί Πράξη» καί στό ντοκιμαντέρ του «Οἱ Ἄγγελοι της Κολάσεως» παρουσιάζει τήν μοναχή, ὄχι ὡς τήν «Ἁγία τῆς Καλκούτας», ἀλλά ὡς διπλωμάτη τοῦ Βατικανοῦ. «Ἡ Μητέρα Τερέζα καί ἡ αἵρεσή της δέν ἐπεδίωκε τήν καταπολέμηση τῆς φτώχειας. Ἀντίθετα, παρότρυνε τους φτωχούς νά ἀποδεχτοῦν τη μοίρα, ἐνῶ παρουσίαζε τούς πλούσιους ὡς τούς εὐλογημένους τοῦ Θεοῦ», ἔγραφε. Ἡ Μητέρα Τερέζα κατηγορήθηκε ὅτι ἐκμεταλλεύτηκε τίς δωρεές, πού προορίζονταν γιά τήν ἵδρυση νοσοκομείων στίς χῶρες τοῦ Τρίτου Κόσμου, γιά νά ἱδρύσει μοναστήρια σέ 150 χῶρες. Πολλά ἀπό τά χρήματα, πού προορίζονταν γιά τούς φτωχούς, κατέληγαν σέ «μυστικούς» τραπεζικούς λογαριασμούς, τούς ὁποίους διαχειριζόταν ἡ ἴδια ἡ μοναχή. Ἐπίσης, τῆς ἔχει ἀσκηθεῖ κριτική γιά τήν ὑποστήριξη ἀκραίων ἀπόψεων κατά τῶν ἀμβλώσεων καί τῆς ἀντισύλληψης. «Ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή γιά τήν εἰρήνη σήμερα εἶναι ὁ χαμός τοῦ ἀθώου ἀγέννητου παιδιοῦ. Ἄν μιά μητέρα μπορεῖ νά δολοφονήσει τό ἴδιο της τό παιδί, τί θά σταματήσει ἐσᾶς κι ἐμένα ἀπό το νά σκοτώσουμε ὁ ἕνας τον ἄλλον»; εἶχε ἀναφέρει. Διακήρυττε ὅτι δέν τήν ἐνδιέφερε ἡ πολιτική, ἀλλά εἶχε στενές ἐπαφές μέ τόν Ντιβαλιέ, πρώην δικτάτορα τῆς Ἀϊτῆς, πού συναναστρεφόταν μέ πόρνες, παραβατικούς καί δολοφόνους, καθώς καί τόν Χότζα, πρώην ἡγέτη τῆς κομμουνιστικῆς Ἀλβανίας. Ἐπίσης, οἱ κρατικοί ἀρχηγοί εἶχαν ὑπεξαιρέσει μεγάλα ποσά ἀπό τά ταμεῖα τῆς χώρας, τά ὁποία τέθηκαν στή διάθεσή της.  Ἀκόμα κανείς δέν μποροῦσε νά δικαιολογήσει τή στάση της ἀπέναντι στόν τραπεζίτη Τσάρλς Κίτινγκ, ὁ ὁποῖος, μεταξύ ἄλλων ξεπλυμάτων, εἶχε παραχωρήσει στή Μητέρα Τερέζα ποσό μεγαλύτερο τοῦ 1 ἐκ. δολλαρίων. Μεγάλη ἀγανάκτηση προκάλεσε ἡ στάση της στό μεγαλύτερο βιομηχανικό δυστύχημα τοῦ κόσμου, πού ἔγινε στή Μποπάλ τῆς Ἰνδίας καί κόστισε τήν ζωή χιλιάδων ἀνθρώπων. Ὅταν οἱ ἀγανακτισμένοι Ἰνδοί βγῆκαν στό δρόμο, ἀντιδρώντας στά ἐλλιπή μέτρα ἀσφαλείας τῆς πολυεθνικῆς ἑταιρείας Union Carbide, ἡ Μητέρα Τερέζα τούς ζήτησε νά συγχωρέσουν τήν πολυεθνική[8] .

Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, εἶναι πολύ σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ἡ Μητέρα Τερέζα ἐμφοροῦνταν ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς παρακάτω φωτογραφίες. Στίς 7 Ὀκτωβρίου 1975 στήν Καλκούτα ἡ Μητέρα Τερέζα συμπροσευχήθηκε μέ Βουδδιστές μέσα σέ Βουδδιστικό Ναό στό ἄγαλμα τοῦ Βούδδα. Ἄλλοτε, προσευχήθηκε μπροστά στόν τάφο καί τήν τεράστια φωτογραφία τοῦ Μαχάτμα Γκάντι. Καί ἄλλοτε δήλωσε ὅτι «ὅποια θρησκεία κι ἄν εἴμαστε, πρέπει νά προσευχόμασθε μαζί». Ἡ ἀγάπη τῆς Μητέρας Τερέζας γιά τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί ἡ ἔκφραση αὐτῆς κυρίως μέσῳ τῆς πνευματικῆς καί σωματικῆς φιλανθρωπίας συνδέθηκε μέ τήν ἀποστασία της ἀπό τόν Χριστό. Ἡ Μητέρα Τερέζα θυσίασε τήν πίστη της στόν Χριστό γιά χάρη τῆς κοσμικῆς ἀγάπης καί τῶν ἔργων φιλανθρωπίας. Ἄλλο εἶναι τό νά ἀκολουθεῖ κάποιος τό παράδειγμα τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη καί ἄλλο τό νά γίνει ἀποστάτης τῆς πίστεως χάριν αὐτοῦ, προσευχόμενος, θυσιάζοντας στά εἴδωλα καί συμμετέχοντας σέ παγανιστικά τελετουργικά. Βεβαίως, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι οὔτε οἱ Ἅγιοί μας ἔπραξαν ποτέ κάτι τέτοιο. Ἀντιθέτως, ἐπειδή ἀρνήθηκαν, ἐτελειώθησαν μέ μαρτυρικό τρόπο.

Τό συμπέρασμα ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στήν περίπτωση τῆς Μητέρας Τερέζας δέν συντρέχουν παντελῶς τά κριτήρια τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἐφόσον οὔτε τήν ἔξωθεν καλή μαρτυρία εἶχε, οὔτε ὀρθόδοξη ἦταν, ἀλλά αἱρετική παπική (στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει ἁγιότητα, ἀλλά ἠθικισμός καί εὐσεβισμός), οὔτε ὀρθοπραξία εἶχε, οὔτε ἀφθαρσία τοῦ λειψάνου της καί εὐωδία ὑπῆρξε, οὔτε καί πραγματικά θαύματα ἔγιναν. Γιά τούς παραπάνω λόγους ὄχι μόνο ἁγία δεν εἶναι, ἀλλά ψευδοαγία καί ἡ ψυχή της, δυστυχῶς, ἔχει καταταχθεῖ στό ἀντίπαλο τοῦ Χριστοῦ στρατόπεδο, ὅπου προγεύεται τά τῆς κολάσεως, ἀπ’ὅπου οὔτε ὁ ἁγιοποιήσας αὐτήν Πάπας Φραγκῖσκος, σύμφωνα μέ τήν δεινή πραγματικότητα, δέν μπορεῖ νά τήν σώσει. Εἶναι μεγάλη πλάνη ἕνας τόσο διαβεβλημένος ἄνθρωπος νά προβάλλεται ὡς «ἅγιος» ἀπό τόν Παπισμό καί νά παρασέρνει τούς «πιστούς» του νά τόν προσκυνοῦν ὡς «ἅγιο». Χρέος μας εἶναι νά προσευχόμαστε στήν ἀτομική μας προσευχή ἡ Μητέρα Τερέζα νά τύχει τῆς συγχωρήσεως καί τοῦ ἐλέους τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.   


[1] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΑΜΗΣ, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 127-133.

[2] ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Πρός Πέτρον τόν Κλαίρκιον ἐπιστολή περί τῶν μετά τό σχίσμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ θαυμάτων, Ἀθήνα 1844, σσ. 13 ἐ., 18 ἐ.

[3] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκηκη 1999, σσ. 128-132.

[4] 4-9-2016 Χιλιάδες πιστῶν στήν τελετή ἁγιοποίησης τῆς Μητέρας Τερέζας στή Ρώμη (VIDEO), http://www.amen.gr/article/xiliades-piston-stin-teleti-agiopoiisis-tis-miteras-terezas-sti-romi-video

[5] Γιορτάζουν σέ ὅλη τήν Ἰνδία τήν ἁγιοποίηση τῆς Μητέρας Τερέζας, http://www.newsit.gr/kosmos/Giortazoyn-se-oli-tin-India-tin-agiopoiisi-tis-Miteras-Terezas/646753

[6] 2-9-2016 Ἀντιδράσεις μέ τήν ἁγιοποίηση τῆς Μητέρας Τερέζας στό Βατικανό, http://www.huffingtonpost.gr/2016/09/02/diethnes-mitera-tereza-vatikano_n_11834112.html

[7] 7-3-2013 ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ  ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΗΣ, Ἡ Μητέρα Τερέζα τῶν φτωχῶν τελικά ἦταν πλούσια, τσιγκούνα καί  ἄκαρδη, http://www.iefimerida.gr/news/93917/η-μητέρα-τερέζα-των-φτωχών-τελικά-ήταν-πλούσια-τσιγκούνα-και-άκαρδη

[8] 12-9-2016 Μητέρα Τερέζα, ἡ «Ἁγία τῶν Φτωχῶν». Οἱ κατηγορίες γιά σχέσεις μέ δικτάτορες, γιά κατάχρηση χρημάτων, καί ὅτι ἄφηνε τούς φτωχούς νά ὑποφέρουν. Ἡ ἁγιοποίηση μέ ἀμφισβητούμενο θαύμα καί ὁ ἀντίλογος, http://www.mixanitouxronou.gr/mitera-tereza-i-agia-ton-ftochon-i-katigories-gia-schesis-me-diktatores-gia-katachrisi-chrimaton-ke-oti-afine-tous-ftochous-na-ipoferoun-i-agiopiisi-me-amfisvitoumeno-thavma-ke-o-antilogos/

 

Πηγή: Θρησκευτικά

mhtropolh peiraiws logo 01

mhtropolh peiraiws header 01


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 16η Σεπτεμβρίου 2016

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΔΟΞΟ ΠΑΠΙΚΟ ΔΟΓΜΑ «ΠΕΡΙ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΣΤΟ ΔΟΓΜΑ «ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»   

Δεν είναι εύκολο να απαριθμήσει κανείς πρόχειρα, τις κακοδοξίες τις οποίες εφεύρε ο Παπισμός και εισήγαγε στην παρασυναγωγή του, αφότου αποσχίστηκε από την μία και αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού, τον 11ο αιώνα. Μέχρι σήμερα, δεν έπαψε να εισάγει πλάνες και κακοδοξίες, πολλές από τις οποίες επισημάναμε σε κατά καιρούς δημοσιεύσεις μας και οι οποίες βέβαια, είναι άγνωστες στην δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Μια τέτοια καινοφανής πλάνη είναι και αυτή της «Ενσώματης Μετάστασης της Παναγίας στους Ουρανούς». Πρόκειται για ένα κακόδοξο «δόγμα», το οποίο εισήγαγε, εντελώς αυθαίρετα ο Πάπας Πίος ΙΒ΄, το 1950. Ιδού και η διατύπωση του «δόγματος»: «Ομολογούμε, δηλώνουμε και ορίζουμε τη μετάσταση της Παναγίας ως θεϊκώς αποκεκαλυμμένο δόγμα πίστεως, ότι δηλαδή η Άμωμος Μητέρα του Θεού, η Αειπάρθενος Μαρία, αφού ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή της, ανέβηκε με την ψυχή και το σώμα της στην αιώνια δόξα»!

Αφορμή στην παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από σχετικό δημοσίευμα κάποιου παπικού «κληρικού» W. Saunders, στο εν Αθήναις περιοδικό «ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» των παπικών Ιησουιτών, με τίτλο: «15 Αυγούστου: Εορτή της Μετάστασης της Παναγίας στους Ουρανούς» (τ.1100, Ιούλιος Αύγουστος 2016). Ο συντάκτης του αναφέρει πως «η Μετάσταση της Αειπαρθένου Μαρίας στους ουρανούς με το σώμα της, αποτελεί δόγμα πίστεως της Καθολικής Εκκλησίας». Αρχίζει με την επισήμανση ότι το καινοφανές αυτό παπικό «δόγμα», για πολλούς είτε «είναι θέμα χωρίς ενδιαφέρον» και για άλλους «η πιο ζωντανή απόδειξη της υποτιθέμενης τάσης που έχει η Καθολική Εκκλησία να επινοεί νέα δόγματα, χωρίς κάποιο στήριγμα στην Αγία Γραφή, και να τα επιβάλλει, στη συνέχεια, στους πιστούς ως αληθινά». Γι’ αυτόν, «η Μετάσταση της Παναγίας δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον, όπως κάποιοι πιστεύουν, ούτε και αυθαίρετη, όπως υπαινίσσονται ορισμένοι άλλοι. Είναι μια αλήθεια μεγάλης σημασίας, η οποία διόλου δεν μειώνει την τιμή του Χριστού, ούτε και επιβάλλει στους πιστούς κάτι αντίθετο από την Αγία Γραφή».

Στο άρθρο είναι ολοφάνερη η προσπάθεια του συντάκτη να κατοχυρώσει το παπικό δόγμα, χωρίς ωστόσο να παραθέτει καμία μαρτυρία από την αγία Γραφή και την αποστολική παράδοση. Γι’ αυτό και καταφεύγει σε σοφιστείες και φθηνά θεολογικά επιχειρήματα, που δεν πείθουν κανένα, αλλά μόνο τους αφελείς. Διηγήσεις περί ενσωμάτου, μεταστάσεως, με διάφορες παραλλαγές, βρίσκουμε μόνο στα «απόκρυφα», που εμφανίστηκαν από τον 4ο αιώνα και εντεύθεν, οι οποίες βέβαια δεν μπορούν να αποτελέσουν δογματική βάση για την θέσπιση του εν λόγω παπικού δόγματος. Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής κ. Ιωάννης Καρμίρης αναφέρει σχετικά: «Κατά την ομόφωνον γνώμην πάντων σχεδόν των μεγάλων δογματικών θεολόγων, ανεξαρτήτως της εις ην ανήκουσιν εκκλησίας και ομολογίας, το νέον θεομητορικόν δόγμα είναι αστήρικτον αγιογραφικώς τε και ιστορικοδογματικώς τουλάχιστον διά τους πέντε πρώτους αιώνας». (Περιοδικό «Εκκλησία» αριθ. 1-2, σελ. 24, Ιανουάριος 1951). Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επισημαίνει την σιγήν της Αγίας Γραφής ως προς την παράδοσιν της μεταστάσεως της Θεοτόκου: «Τη αγία και θεοπνεύστω Γραφή ουκ εμφέρεται τα κατά την τελευτήν της αγίας Θεοτόκου Μαρίας». (Λόγος δεύτερος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου,Sourses Chretiennes, No 80, p 170). O άγιος Επιφάνιος Κύπρου γράφει: «Εσιώπησεν η Γραφή διά το υπερβάλλον του θαύματος, ίνα μη εις έκπληξιν αγάγη την διάνοιαν των ανθρώπων. Εγώ γαρ ου τολμώ λέγειν, αλλά διανοούμενος σιωπήν ασκώ… Υπερέβαλε γαρ η Γραφή τον νουν τον ανθρώπινον και εν μετεώρω είασε, διά το σκεύος το τίμιον και εξοχώτατον…». (Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 3,2,11, PG 42, 716BC). Γύρω από το θέμα αυτό δεν έχουμε επίσης καμιά μαρτυρία, ούτε από την αποστολική παράδοση ούτε και από τους Πατέρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Οι άγιοι Πατέρες της Ανατολής, από του 7ου αιώνος και εντεύθεν, κάνουν λόγο περί της μεταστάσεως της Θεοτόκου, αναφέρονται όμως ρητά και στον θάνατο, την κηδεία και την ταφή της Θεοτόκου. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σημειώνει: «Οίαι αποστόλων θεηγορίαι την κηδείαν του θεοδόχου σώματος μακαρίζουσι. Πως ο του Θεού Λόγος ο ταύτης Υιός δι’ ευσπλαγχνίαν γενέσθαι καταδεξάμενος, δεσποτικαίς παλάμαις τη παναγία ταύτη και θειοτάτη οία μητρί λειτουργών την ψυχήν υποδέχεται;» (Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, ομιλία 1,4, PG 96,705Β). Ο ίδιος ιερός Πατήρ ομιλεί επίσης και περί της μεταστάσεως της Θεοτόκου: «Ουκ απελείφθη εν γη το σον άχραντον και πανακήρατον σώμα, αλλ’ εν ουρανών βασιλείοις μοναίς η βασιλίς, η κυρία, η δέσποινα, η Θεομήτωρ, η αληθής Θεοτόκος μετατεθείσα» (Λόγος δεύτερος εις την Κοίμησιν, PG 96, 740D, 741A). Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης γράφει με ποιητικό τρόπο γύρω από το θέμα: «Γη επικρότησον ανευφήμησον, διήγησαι της Παρθένου τα ένδοξα, του τόκου τα σπάργανα, του τάφου τα θαύματα. Πως ετάφη, πως μετετέθη, πως ο τάφος οράται κενός προσκυνούμενος» (Λόγος ΙΔ εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, PG97, 1101C). Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη η μετάστασις της Θεοτόκου είναι «δόγμα μυστικόν» και δεν «δημοσιεύεται επ’ εκκλησίαις», διότι δεν μαρτυρείται υπό της Αγίας Γραφής. (Εορτοδρόμιον, σελ.653, Βενετία 1836). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ενώ καταγράφει την περί Μεταστάσεως παράδοση ως «αληθεστάτην», εν τούτοις δεν αναφέρει τίποτε γύρω από το θέμα αυτό στο κλασικό δογματικό σύγγραμμα του «Ακριβής έκθεσις της Ορθοδόξου πίστεως». Η Εκκλησία μας, καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13), ουδέποτε κατέφυγε σε υποθέσεις, και ευσεβείς παραδόσεις, για να ορίσει τα δόγματά της, τα οποία δεν είναι θεωρητικά σχήματα και ιδεολογήματα, αλλά μέσα σωτηρίας. Ανέχτηκε και εν πολλοίς καλλιέργησε όσες ευσεβείς παραδόσεις, αμάρτυρες στα επίσημα κείμενά της, δεν ήταν αντίθετες με τα δόγματά της, ως βοηθητικά μέσα για την πνευματική προκοπή των πιστών. Αυτό έκαμε και σχετικά με την ευσεβή παράδοση της εις ουρανούς μεταστάσεως της Θεοτόκου, μετά την κοίμησή της και την ταφή της, η οποία στηρίχτηκε σε μια ακόμη ευσεβή παράδοση: Κατά την κηδεία της απουσίαζε ο απόστολος Θωμάς, όταν δε έφθασε μετά τρεις ημέρες στα Ιεροσόλυμα, άνοιξαν, για χάρη του, τον τάφο της Παναγίας. Και τότε όλοι με έκπληξη διαπίστωσαν ότι έλειπε το τίμιο σκήνος της. Επειδή ακριβώς η παράδοση αυτή δεν έχει ισχυρή ιστορική βάση, η Εκκλησία μας την αντιπαρήλθε και την ανέχθηκε, επειδή δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δογματική διδασκαλία της σωτηρίας μας. Θεώρησε το γεγονός της ενσώματης μετάστασης της Θεοτόκου στους ουρανούς, ως ένα «πρώιμο» εσχατολογικό γεγονός, το οποίο θα συμβεί κατά την ανάσταση των νεκρών σε όλους τους πιστούς. Η «Τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα των Σεραφείμ», της οποίας καθαγιάστηκε το πάναγνο σώμα της, από τη θεία κυοφορία της, αξιώθηκε να μην υποστεί φθορά και να δοξασθεί ευθείς αμέσως μετά την κοίμησή της και όχι στο τέλος του κόσμου.

Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, εξήντλησαν μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας όλα, όσα αφορούν τη θέση της Θεοτόκου στη διδασκαλία της Εκκλησίας και τη συμβολή της στο σχέδιο της θείας οικονομίας, και δεν θεώρησαν σκόπιμο να θεσπίσουν τέτοιο δόγμα. Θεώρησε όμως σκόπιμο ο Πάπας της Ρώμης να το θεσπίσει στα μέσα του περασμένου αιώνος με προφανή σκοπιμότητα. Αλλά τι ήταν εκείνο που τον οδήγησε να θεσπίσει αυτό το δόγμα; Μα τί άλλο, από το να ισχυροποιήσει και να εδραιώσει, στην πράξη, ένα άλλο κακόδοξο δόγμα, που εισήγαγε ο Παπισμός, μερικές δεκαετίες νωρίτερα κατά την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού το 1870, το δόγμα περί του «αλαθήτου του επισκόπου Ρώμης», ως «διαδόχου του αποστόλου Πέτρου». Σύμφωνα με το δόγμα αυτό ο Πάπας γίνεται «αλάνθαστος διδάσκαλος της εκκλησίας» και ανυψώνεται υπεράνω και αυτών των Οικουμενικών Συνόδων! Λαμβάνει απεριόριστη δύναμη και εξουσία, ώστε όχι μόνο να διορθώνει και να τροποποιεί τα δόγματα και τις αποφάσεις των αγίων Συνόδων, αλλά και αυτήν ακόμα την Αγία Γραφή! Έπρεπε να δείξει ο Πάπας αυτή την «υπέρτατη εξουσία» του, να θεσπίζει και δόγματα. Έτσι, ο φιλόδοξος Πάπας Πίος ΙΒ΄, έψαξε και βρήκε την ευσεβή παράδοση για τη μετάσταση της Θεοτόκου, την οποία θέσπισε σε δόγμα, πράγμα που σημαίνει ότι για τους παπικούς, η πίστη στο δόγμα αυτό είναι υποχρεωτική και όποιος δεν την δέχεται …πάει στην κόλαση! Αυτό σημαίνει επίσης ότι ο Πάπας εμμένει στο δαιμονικό «αλάθητό» του και προσπαθεί να το ασκήσει στους άτυχους παπικούς με το φόβο της κολάσεως!

Κλείνοντας, διαπιστώνουμε με θλίψη και απογοήτευση ότι ο Παπισμός δεν παραμένει απλώς απόλυτα «ταμπουρωμένος» στις μέχρι τώρα δεκάδες κακοδοξίες του, αλλά εφευρίσκει και νέες. Το δαιμονικό δόγμα «Περί αλαθήτου» του «Ρωμαίου Ποντίφικα» είναι η ακένωτη πηγή πλανών και αιρέσεων για τον αμετανόητο Παπισμό. Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει ότι, «το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός». Αντίθετα «το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα είναι όχι μόνο αίρεσις, αλλά παναίρεσις.  Διότι καμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο Παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του Πάπα – ανθρώπου.  Δεν υπάρχει αμφιβολία· το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού». Ιδού λοιπόν γιατί το καινοφανές παπικό δόγμα για την «μετάσταση της Θεοτόκου», είναι απότοκο του αιρετικού παπικού δόγματος «περί αλαθήτου» του «Ρωμαίου Ποντίφικος», της εωσφορικής ανταρσίας κατά του Θεανθρώπου Χριστού!

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

 

mhtera teresa 01


Μια νέα έρευνα Καναδών ακαδημαϊκών βάζει φωτιά στην Καθολική Εκκλησία και απειλεί να γκρεμίσει τον μύθο της Μητέρας Τερέζας, καθώς υποστηρίζει ότι η αγιοποίηση της εικόνας της ήταν περισσότερο επικοινωνιακό κόλπο παρά πραγματικότητα.

Σύμφωνα με αυτή την αμφιλεγόμενη έρευνα που πρόκειται να εκδοθεί τον επόμενο μήνα στον Καναδά, η Μητέρα Τερέζα έβρισκε «όμορφο» θέαμα το να υποφέρουν οι καταπιεσμένοι και προτιμούσε περισσότερο να προσεύχεται για τους αρρώστους παρά να τους προσφέρει πραγματική ιατρική βοήθεια.

Προσθέτουν, επίσης, ότι το Βατικανό «έριξε κάτω από το χαλί» ορισμένες αιτιάσεις για ύποπτες συναλλαγές και επαφές ώστε να παραμερίσει την αναγκαία χρονική περίοδο των πέντε ετών μέχρι να την «αγιοποιήσει».

Ενας από τους ερευνητές ο Σερζ Λαριβέ από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ εκφράζει συγκεκριμένες απορίες, καθώς διερωτάται «δεδομένης της φειδωλής διαχείρισης των έργων της Μητέρας Τερέζας μπορεί να αναρωτηθεί πού πήγαν τα εκατομμύρια δολάρια που προορίζονταν για τους φτωχότερους των φτωχών»;

Η ερευνητική αυτή εργασία υποστηρίζει ότι η φημισμένη καλόγρια είχε 517 αποστολές σε 100 χώρες, αλλά η πλειοψηφία των δεν είχε τη σωστή ιατρική φροντίδα και αρκετοί αφέθηκαν να πεθάνουν. Προσθέτει επίσης ότι το Βατικανό αγνόησε τους ισχυρισμούς ενός γιατρού ο οποίος είχε εκφράσει σοβαρές αντιρρήσεις για ένα θαύμα της Μητέρας Τερέζας, όταν θεράπευσε μια γυναίκα που είχε φυματίωση και κύστη στις ωοθήκες.

Οι ερευνητές Κάρολ Σενεσάλ του Πανεπιστημίου της Οτάβα και Ζενεβιέν Σενάρ από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ έφτασαν μαζί με τον Λαριβέ σε αυτά τα συμπεράσματα εξετάζοντας το 96% των έργων που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα για τη Μητέρα Τερέζα.

Τα ευρήματα

Σύμφωνα με την έρευνα περίπου το ένα τρίτο από τους ασθενείς που πήγαιναν στα ιδρύματά της αφήνονταν στη μοίρα τους και τελικά πέθαιναν, ενώ αρκετοί επιστήμονες διαπίστωναν σοβαρές ελλείψεις σε πραγματικές υπηρεσίες φροντίδας, ανεπαρκή τροφή και καθόλου παυσίπονα.

Το πρόβλημα σύμφωνα με τους ερευνητές δεν ήταν τα χρήματα, καθώς στα ταμεία των ιδρυμάτων συνέρρεαν εκατομμύρια δολάρια, αλλά μια περίεργη αντίληψη περί θανάτου και βασάνων.

«Υπάρχει κάτι όμορφο στο να βλέπεις τους φτωχούς να αποδέχονται τη μοίρα τους, να υποφέρουν όπως στα Πάθη του Ιησού» ήταν η απάντηση της Μητέρας Τερέζας στην κριτική που δεχόταν.

Παρουσιάζονται ακόμη και ορισμένες κατηγορίες όπως όταν στην περίπτωση μιας σειράς από μεγάλες πλημμύρες στην Ινδία ή στην περίπτωση μιας έκρηξης σε ένα εργοστάσιο, η Μητέρα Τερέζα πρόσφερε αναρίθμητες προσευχές και φυλαχτά της Παναγίας, αλλά καθόλου χρήματα.

Ωστόσο, δεν είχε κανένα πρόβλημα να αποδεχθεί το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής από τον δικτάτορα της Αϊτής Ντουβαλιέρ.

Το θαύμα του μάρκετινγκ

Οι ερευνητές ακόμη καταγράφουν το γεγονός πως παρά όλα αυτά τα σκοτεινά σημεία στη ζωή και την πορεία της έφτιαξε μια εικόνα αγιότητας και απέραντης καλοσύνης, κάτι που οφείλεται σε μια χρήσιμη όπως αποδείχθηκε γνωριμία.

Το 1968 γνώρισε στο Λονδίνο τον τότε επικεφαλής του BBC Μάλκομ Μαγκέριτζ ο οποίος, εκτός από φανατικός πολέμιος των εκτρώσεων, υποστήριζε τις συντηρητικές καθολικές απόψεις της διάσημης καλόγριας και αποφάσισε να προωθήσει το έργο της.

Την επόμενη χρονιά γύρισε ένα αποθεωτικό ντοκιμαντέρ για την ιεραποστολική της δράση και κάπου εκεί απογειώθηκε η φήμη της για να εξελιχθεί σε φιγούρα παγκόσμιας εμβέλειας.

Ακόμη και το Βατικανό φαίνεται πως βάπτισε την αμφιλεγόμενη θεραπεία μιας κοπέλας από τη μητέρα Τερέζα ως θαύμα ώστε να επιταχύνει τις διαδικασίες αγιοποίησής της .

Οταν ο μύθος γίνεται «αναγκαίο κακό»

Ωστόσο, οι επιστήμονες στην έρευνά τους που θα δημοσιευθεί στο γαλλόφωνο περιοδικό «Studies in Religion/Sciences» αποφαίνονται ότι παρά την αμφιλεγόμενή της προσωπικότητα και πορεία ο μύθος της Μητέρας Τερέζας τείνει να έχει θετικές συνέπειες στις συνειδήσεις των ανθρώπων προωθώντας τα ιδεώδη του ανθρωπισμού, της γενναιοδωρίας και τις δράσεις ενάντια στη φτώχεια.

Ποια ήταν η Μητέρα Τερέζα

Η Μητέρα Τερέζα γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1910 στα Σκόπια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σήμερα πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ). Είχε, ωστόσο, καταγωγή από την Σκόδρα της Αλβανίας. Πήγε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας το 1929 και ορκίστηκε ως μοναχή το 1931. Το 1937 δούλεψε σαν δασκάλα σε ένα σχολείο στην Καλκούτα. Το 1950, πήρε την άδεια από το Βατικανό για να ξεκινήσει το ιεραποστολικό της έργο. Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό στην Καλκούτα σε κτίριο για την ίαση των ανθρώπων που πεθαίνουν. Επίσης, το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο στην Καλκούτα. Στη συνέχεια άνοιξε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία σε ολόκληρη την Ινδία αλλά και στην Ρώμη, την Τανζανία και την Αυστρία.

Το 1979 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο προκειμένου να βοηθήσει τους φτωχούς και τους αρρώστους. Ενδεικτικά, βοήθησε τους πεινασμένους στην Αιθιοπία, τα θύματα της πυρηνικής έκρηξης στο Τσερνομπίλ καθώς και τα θύματα ενός σεισμού στην Αρμενία. Το 1983, κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β', έπαθε καρδιακή προσβολή και έκτοτε κυκλοφορούσε με βηματοδότη. Η Μητέρα Τερέζα πέθανε το 1997 στην Καλκούτα της Ινδίας και, αμέσως μετά τον θάνατό της, αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β'.

oikoymenikh synodos d 01

[Ἐν ὄψει τῆς ΙΔ΄ συναντήσεως τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν στό Chieti τῆς Ἰταλίας (15 - 22 Σεπτεμβρίου 2016)]

Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ καθορίσουμε τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἐπισκόπου της στὴν κοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:


Α. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης.

1. Εἶναι σαφὲς τὸ αὐξημένο κῦρος καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ ἀπονεμόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Συνακόλουθα, στὸν ἐπίσκοπό της ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει πρωτεῖο τιμῆς καὶ προκαθεδρίας στὴν τάξη τῶν τιμηθέντων μὲ πρεσβεῖα Πατριαρχικῶν Θρόνων. Οἱ λόγοι εἶναι σαφεῖς: α) ἦταν ἡ Ἐκκλησία τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας, β) ἦταν δραστήρια στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν συναντίληψη ἄλλων ἐμπεριστάτων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γ) ἦταν ἡ μοναδικὴ πόλη στὸ δυτικὸ-λατινικὸ κόσμο ποὺ δέχθηκε τὴν παρουσία καὶ τὸ κήρυγμα τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μαρτύρησαν καὶ ἡ ὁποία διατηροῦσε τοὺς Τάφους τους.

2. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκαυχάτο ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἀποστολικὴ καταγωγή της ἀπὸ τοὺς Πρωτοκορυφαίους, τὴν ὁποία, προϊόντος τοῦ χρόνου, περιόρισε καὶ διαμόρφωσε σὲ «πέτρειο». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ κανένα κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἀπόδοση πρεσβείων τιμῆς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ προέλευσή της, ἡ ὁποία κατὰ τὰ ἄλλα θεωρεῖται δεδομένη.

3. Στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἔννοια τῆς ἀποστολικότητος νοηματοδοτήθηκε διαφορετικὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπέκτησε ἄλλη βαρύτητα. Ταυτόχρονα ὅμως σύνολη ἡ Ἐκκλησία ἀποδεχόταν ὅτι ἡ ἀποστολικότητα δὲν ἦταν ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἀφοροῦσε καὶ στοὺς τιμηθέντες μὲ ἐξαιρετικὰ προνόμια θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.

4. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία - σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση - εἶχε ἀναγνωρίσει στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης πρωτεῖο τιμῆς καὶ πρωτοκαθεδρίας . ὄχι ὅμως πρωτεῖο ἐξουσίας (ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κατὰ καιροὺς προσπάθεια ρωμαίων παραγόντων νὰ δώσουν στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τὴ διάσταση πρωτείου ἐξουσίας, «πέτρειας» μάλιστα προελεύσεως, δὲν ἀφοροῦσε στὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καὶ φυσικὰ δὲν ἦταν ἡ πάγια καὶ σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση σύνολης τῆς Δυτικῆς-Λατινικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

5. Ὅταν προέκυπτε μεῖζον θέμα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, κάθε ἐπίσκοπος, πολλῷ μᾶλλον ὁ τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», εἶχε ὄχι μόνο τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τό ἐπιτακτικὸ καθῆκον ἐπεμβάσεως ἀκόμα καὶ σὲ ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν ὑφίστατο ὑποχρεωτικὰ στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἔχοντα τὴν προκαθεδρία ἢ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς θρόνο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἐξέφραζε τὴν ἀληθῆ πίστη καί διέθετε τὸ «πρωτεῖο ἀληθείας». Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν Ἃγ. Κύριλλο στὴν Γ΄ ἢ τὸν πάπα Ἃγ. Λέοντα στὴν Δ΄ Οἰκουμενική. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρὰ, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δὲν ἀποδεικνυόταν ἀντάξιος τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ἡ κοινωνία μὲ αὐτὸν διακοπτόταν ὄχι μὸνο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοπικὲς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.

Β. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.

1. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀπετέλεσαν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία κορυφαῖες στιγμὲς φανερώσεως τῆς ἐν τῇ Ἀληθείᾳ ἑνότητός Της. Παράλληλα, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατέστησε ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ὑπέρτατη Ἀρχὴ καὶ Αὐθεντία στήν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ὑποχρεοῦνται ὅλοι νὰ σέβονται.

2. Ἡ εὐθύνη τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ στὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος καθόριζε καὶ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Ἀσφαλῶς, ἡ συνεννόηση μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν καὶ κυρίως μὲ τὸν Ρώμης καὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἐπιβεβλημένη. Ὅμως ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης δὲν τοῦ παρεῖχε τὸ δικαίωμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν διαδικαστικῶν θεμάτων τῶν Συνόδων, οὔτε δικαίωμα ἀρνησικυρίας.

3. Σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν παρέστη προσωπικὰ ὁ ἴδιος ὁ πάπας, ἀλλὰ στὶς περισσότερες ἐκπροσωπήθηκε. Ἐπίσης, σὲ καμία Σύνοδο δὲν προήδρευσαν οἱ τοποτηρητές του. Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ρόλο τοῦ πάπα Ρώμης στὴ κοινωνία τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία, ἐκτός τοῦ θεολογικοῦ ζητήματος τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἀπεφάνθη καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καταδικάζοντας τὸν πάπα Βιγίλιο μετὰ τὴν ἀδικαιολόγητη ἄρνησή του νὰ συνεδρεύσει μὲ τοὺς ἄλλους Πατριάρχες. Γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία – στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση – ὁ πάπας ὑπόκειται στὴ συνοδικὴ δικαστικὴ κρίση καὶ ἐξουσία σὲ θέματα ὄχι μόνο πίστεως ἀλλὰ καὶ κανονικῆς τάξεως.

4. Τὸ κύριο ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὡς πρωτοθρόνου τῶν Πατριαρχῶν ἦταν νὰ διατυπώσει στὴ δογματική του ἐπιστολή, ποὺ τρόπον τινὰ ἐπεῖχε θέση κεντρικῆς εἰσηγήσεως στὴ Σύνοδο, τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐπὶ τοῦ ἀνακύψαντος θεολογικοῦ ζητήματος βάσει τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς διεξάγονταν καί οἱ συνοδικὲς συζητήσεις. Συνεπῶς, ἡ θέση τοῦ πάπα Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐντὸς τῶν Συνόδων καὶ ὄχι ὑπεράνω αὐτῶν. Μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς στὶς συνοδικὲς διαδικασίες ὁ πάπας ἀναγνωριζόταν ὡς «κεφαλὴ καὶ πατέρας καὶ πρῶτος» τῶν συνεδρευόντων αὐτῷ ἐπισκόπων καὶ πατριαρχῶν . δὲν ἀποφαινόταν αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκουαν, ἀλλὰ «διασκέπτεται … μαζὶ μὲ ὅλους».

Γ. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

1. Ἡ Ἐκκλησία ἐπεδίωκε μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴ διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ποὺ προκαλοῦσε ἡ δράση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ συμμετοχή, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συμπόρευση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ συνακόλουθα τῆς «μέχρι τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» Ἐκκλησίας του στὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις ἦταν ἀπαραίτητη, κυρίως γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἑνότητος μὲ τὴν ἀποτροπὴ τῆς δημιουργίας σχίσματος. Ἔτσι, ὅταν αὐτὸ ἐπιτυγχανόταν, ἦταν ἰδιαίτερα ἔκδηλη ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν συνοδικῶν Πατέρων τά ὁποῖα ἐκφράζονταν μὲ ἔντονο τρόπο.

2. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφαίνεται ὡς ἀπόλυτη ἐξουσία ἔχουσα χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση ἢ τὶς ἀποφάσεις μεμονωμένων προσώπων. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἔτσι, λήφθηκαν ἀποφάσεις ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἢ ἀκόμα καὶ παρὰ τὴν κατηγορηματικὴ ἀντίθεσή του. Ἐπιπλέον, ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις πού γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις του, εἶχε προηγηθεῖ ἡ βάσανος τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου μὲ βάσει τὴν μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ, ἐφ’ ὅσον ἐξασφαλιζόταν ἡ συνοδικὴ συμφωνία, τότε γίνονταν οἱ προτάσεις τοῦ Ρώμης ἀποδεκτὲς.
Στὴ «συνοδικὴ ψῆφο», τὸν Ὃρο τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς, ἔχει καταγραφεῖ μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἡ θέση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας : «κατὰ τὰς κοινάς συνδιασκέψεις τὸ φῶς τῆς ἀληθείας διαλύει τὰ σκότη τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἐκεῖ τίθενται ὑπὸ κρίσιν τὰ ἐξ ἑκατέρου μέρους προτεινόμενα πρὸς συζήτησιν. Διότι εἰς τὰ ζητήματα πίστεως κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προδικάσει κάτι διὰ λογαρισμὸ τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ὅλοι μας ἔχομεν τὴν ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας». Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προεῖδε τὴν ἐξέλιξη τῆς Δύσεως καὶ δογμάτισε καταδικάζοντας ρητῶς καὶ ἀπεριφράστως τὸ περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Α΄ Βατικανῆς: Γιὰ τὴ Σύνοδο ὁ πάπας δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλάθητος οὔτε ex sese, οὔτε ex consensu Ecclesiae.

3. Ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα καὶ ἡ ἰσότητα τῶν πέντε Πατριαρχῶν ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς «τύπους ὑπογραφῆς» τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Ὅλοι οἱ πατριάρχες καθὼς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὑπογράφουν στὸν αὐτὸ «τόπο» καὶ μὲ ἑνιαῖο τρόπο σύμφωνα μὲ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πατριαρχικῶν Θρόνων. Ἀσφαλῶς ὡς πρωτόθρονος ὑπογράφει πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὁ πάπας οὐδέποτε διεκδίκησε, καὶ οὔτε θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ χορηγήσουν ἰδιαίτερο τύπο ὑπογραφῆς.


Δ. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες.

1. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὡς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπηχοῦν ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ διαμορφώνουν τὸ ἦθος καὶ τὴν πράξη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ περιφρόνηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους καὶ τῆς ἰσχύος τῶν κανόνων.

2. Βασικοὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πρωτοθρόνων πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι οἱ A-6, A-7, Β-3, Δ-28 καὶ Στ-36. Ὁ πλέον καθοριστικὸς γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Δ-28, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τὸν Β-3 καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ Στ-36. Ἡ σπουδαιότητα τοῦ Δ-28 ἔγκειται στὸ περιεχόμενό του ἀλλὰ καὶ στὴ διαδικασία ἐκδόσεως.

α) Ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο : περιβάλλει μεν μὲ κανονικὸ κῦρος τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Ρώμης, χορηγώντας στὸν Κωνσταντινουπόλεως «τὰ ἴσα πρεσβεῖα» μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα προσβάλλει τὸ καιριότερο σημεῖο ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ – κατὰ τὴ Ρώμη – ὑπεροχὴ τοῦ παπικοῦ θρόνου ἔναντι τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων: τὴν «πέτρεια» ἀποστολικότητα καὶ τὴν «θείῳ δικαίῳ» χορήγηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας.

β) Ὡς πρὸς τὴ διαδικασία ἐκδόσεως: Ἡ ὑπὸ τὸν Μ. Λέοντα κατηγορηματικὴ ἀντίθεση καὶ οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὄχι μόνο δὲν ἀκύρωσαν τὸν Δ-28, ἀλλὰ οὔτε καὶ μείωσαν τὸ κῦρος, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν οἰκουμενικότητά του. Καὶ αὐτὸ ἦταν αὐτονόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, διότι ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀκύρωση συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία ἢ ἕνα πρόσωπο. Δὲν ἀναγνωριζόταν οὔτε στὸν πάπα τῆς Ρώμης κάποιο δικαίωμα ἐγκρίσεως ἢ ἀπορρίψεως τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων. ἀντιθέτως αὐτὸς ὑποχρεωνόταν σὲ συμμόρφωση.

3. Οἱ ρωμαϊκὲς ἀντιλήψεις πού μὲ ἰδιαίτερο σθένος ὑποστήριξε ὁ πάπας Μ. Λέων περὶ «πετρείου» ἀποστολικότητος τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τῆς, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποστολικότητος, χορηγήσεως σέ αὐτές πρεσβείων δὲν ἀπέκτησαν κανένα κανονικὸ ἔρεισμα καὶ οὔτε ἄσκησαν κάποια ἐπίδραση στὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ Ρώμη δὲν τὶς ἀποδέχθηκε ἐν τῇ πράξει καὶ σύντομα τὶς ἐγκατέλειψε.

4. Ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ πέντε κανόνες καταδικάζει ἔθιμα ποὺ εἶχαν ἐπικρατήσει στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.


Ε. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση . «ἡ ἀρ­χὴ τῆς ποι­κι­λί­ας ἐν τῇ ἑνό­τη­τι».

Στὸν ἐπίσημο Θεολογικὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴ Ρώμη ἔχει κατατεθεῖ ὡς πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου ποὺ δημιουργοῦν τὰ παπικὰ δόγματα στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ περίφημη «ἀρ­χὴ τῆς ποι­κι­λί­ας ἐν τῇ ἑνό­τη­τι». Ἡ πρόταση αὐτὴ, κατά τοὺς εἰσηγητές της, βασίζεται στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 879-880[1], ἀλλὰ μέ τόν τρόπο πού προτείνεται, οὐσιαστικὰ ὑλοποιεῖ τὸ «περὶ Οἰκουμενισμοῦ»[2] Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς[3] καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ τῶν δογμάτων. Δηλαδή, οἱ μὲν Δυτικοὶ νὰ ἀποδέχονται τὸ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου δόγμα καὶ τὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ὅπως ἔχουν διατυπωθεῖ στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαίτηση νὰ τὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἀνατολή, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ μποροῦν νὰ μὴν τὰ ἀποδέχονται, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὰ χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πίστη καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τή διατύπωση τοῦ τότε Καρδιναλίου J. Ratzinger καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου XVI[4]! Σύμφωνα μέ τήν πρόταση αὐτή καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἔτσι πολιτεύτηκε: ἡ μὲν Δύση ἀποδεχόταν τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβάλει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἀνατολὴ ἀνεχόταν τὴ διαφοροποίηση αὐτὴ τῆς Δύσεως χωρὶς νὰ τὴν καταδικάζει ὡς ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ . διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἴμαστε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία[5] . ἢ μὲ ἄλλα λόγια «ἡ νόμιμη διαφορὰ δὲν εἶναι καθόλου ἀντίθετη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὸ κόσμημά της καὶ συντελεῖ ὄχι λίγο στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της»[6].

Πρὶν προβοῦμε στὴν ἀπαραίτητη σύντομη κριτικὴ στὴν πρόταση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὴν πραγματικὴ διάστασή της. Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἦταν ὁ λόγος τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ στοὺς Καθολικοὺς Ἀνατολικοὺς Πατριάρχες (Οὐνίτες) τὴν 29.9.1998.

Εἶπε μεταξὺ ἄλλων ὁ πάπας στοὺς Οὐνίτες Πατριάρχες: «Σᾶς ζητῶ νὰ παράσχετε τὴ βοήθειά σας στὸν πάπα ἐν ὀνόματι τῆς ὑπευθυνότητας στὴν ἐπανασύσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (OL § 24). Εἶσθε ὑπεύθυνοι διότι εἶσθε οἱ Πατριάρχες τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μοιράζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἕνα μεγάλο μέρος τῆς θεολογικῆς, λειτουργικῆς, πνευματικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπιθυμῶ οἱ Ἐκκλησίες σας νὰ εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν συνεργάτες στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο, εἴτε σὲ τοπικὸ εἴτε σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο» καὶ συνέχισε ὁ πάπας «Ὁ ἰδιαίτερος ρόλος τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (σημ. συντ: Οὐνιτῶν) ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτὸν πού παραμένει κενὸς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως πλήρους κοινωνίας μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τόσο τὸ διάταγμα Orientalium Εcclesiarum τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὅσο καὶ ἡ Ἀποστολικὴ Διάταξη Sacri Canones (σ. ΙΧ-Χ) μὲ τὴν ὁποία δημοσιεύθηκε ὁ CCEO κατέστησαν σαφὲς πόσο ἡ ὑφιστάμενη κατάστασις καὶ οἱ κανόνες οἱ ὁποῖοι τὴν διέπουν εἶναι προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πλήρη κοινωνία τὴν τόσο ἐπιθυμητὴ μεταξύ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἡ συνεργασία σας μὲ τὸν πάπα θὰ ἀποδείξει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅτι ἡ παράδοση τῆς ‘’συνεργείας’’ μεταξὺ Ρώμης καὶ τῶν Πατριαρχείων συνεχίζει νὰ ὑφίσταται – ἂν καὶ περιορισμένη καὶ τετρωμένη – καὶ μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναπτυχθεῖ γιὰ τὸ καλό τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ»[7].

Τὰ ἀνωτέρω καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ Ρώμη ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει – παρὰ τὶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις[8] – ἡ πλήρης κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἐπιτευχθεῖ βάσει μιᾶς βελτιωμένης ἐκδόσεως τῆς Οὐνίας[9] πού νὰ μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους[10]. Πρὸς αὐτὴ τὴ στόχευση ἡ συμβολὴ τῆς ἀρχῆς τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» εἶναι καθοριστική[11], παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἱστορικὰ ἐπιβεβαιώνεται, οὔτε θεολογικὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή, ὅπως παρουσιάζεται.

Ἡ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὡς ἱστορικὰ ἀνεπέρειστο τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς α΄ χιλιετίας διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση ἀναφορικὰ μὲ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἀντίθετα προκύπτει μὲ σαφήνεια ὅτι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωριζόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἐκ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καταγωγή, ἐν τούτοις ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια τὴ Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία δὲν ἦταν ἀποδεκτὴ καμία μορφὴ παπικῆς ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας (πρωτεῖο ἐξουσίας) ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἀναγνωριζόταν στὸν πάπα ἀποκλειστικὸ δικαίωμα στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως, καὶ μάλιστα ἀλάθητο. Ὑπενθυμίζουμε ἐπιγραμματικὰ :

1. Τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους καὶ τῶν παπικῶν λεγάτων τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου τῶν δογματικῶν ἐπιστολῶν τῶν παπῶν Μ. Λέοντος, Ἁγ. Ἀγάθωνος καὶ Ἁγ. Ἀδριανοῦ μὲ τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.

2. Τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος τοῦ Μεγάλου ἐναντίον τοῦ Δ-28, οἱ ὁποῖες δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς οὔτε ἀπὸ διαδόχους του καὶ σύντομα ἐγκαταλή-φθηκαν καὶ στὴ Δύση μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Σχίσματος.

3. Τὴν ἄρνηση κατ’ ἀρχήν τῶν δυτικῶν λατίνων ἐπισκόπων νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς περὶ πίστεως ἀποφάσεις τοῦ πάπα Ρώμης Βιγιλίου καὶ συνακόλουθα τὶς κατ’ ἐπανάληψιν καταδικαστικὲς ἀποφάσεις Δυτικῶν Συνόδων (πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ) ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου πάπα.

4. Τὴν κατ’ ἐπανάληψιν ἐκφρασθεῖσα αὐτοσυνειδησία τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα Βιγιλίου, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διεκδίκησε κάποια, δῆθεν θείῳ δικαίῳ, ὑπερέχουσα ἐξουσία ἢ «πέτρειο» αὐθεντία βάσει τῆς ὁποίας ὑπεχρεοῦτο ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες νὰ πειθαρχήσουν σ’ αὐτόν. Ἐπίσης, ὁ πάπας Βιγίλιος δὲν ἔθεσε θέμα ἀντικανονικότητος ἢ ἀκυρότητος τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λόγῳ τῆς διαφωνίας καὶ ἀπουσίας του. Ἀντίθετα, ὑποσχέθηκε ρητῶς ὅτι θὰ συμμορφωθεῖ στὴν ὅποια περὶ πίστεως ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ θεώρησε δίκαιη τὴν κατ’ αὐτοῦ καταδικαστικὴ ἀπόφασή της.

5. Τό ὅτι ἡ σύγκληση ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πάπα Ἁγ. Ἀγάθωνα τῆς Συνόδου τῶν 125 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς περιοχὲς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης γιὰ τὴ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση καὶ ἀπόφανση ἐπὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ μονοθελητισμοῦ δείχνει τὴν πράξη καὶ τὸ στέρεο ἐκκλησιολογικὸ ἦθος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἐνδεικτικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης ὅτι «ἐμεῖς μὲ πολὺ κόπο συγκεντρωθήκαμε» ἀπὸ «τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» μὲ σκοπὸ νὰ συνδιασκεφθοῦμε ἐν Συνόδῳ «ἵνα ἐξ ὅλης τῆς κοινότητος τῆς δουλικῆς ἡμῶν συνόδου ἡ ἡμετέρα ἀναφορὰ γενήσoιτο. μήπως ἐὰν μονομερῶς τὸ πραττόμενον γνωσθήσηται, τὸ μέρος λάθῃ».

6. Τὴ σύμπραξη τῆς Ρώμης στὴν καταδίκη τοῦ πάπα Ὁνωρίου στὴν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

7. Ὅτι ἡ Δύση ἀποδέχονταν τὸν καθοριστικό ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα στὸ διαδικαστικὸ μέρος τῆς Συνόδου καὶ ποτέ δέν ἐπέμεινε στὴ ἀνάληψη τῆς προεδρίας τῶν Οἰκουμενικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Δύσεως ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ἀποκρισαρίους.

8. Ὅτι μία σειρὰ κανόνων τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων ἐπικυρωμένων ἀπὸ τὸν Στ-2 καὶ Ζ-1 ἐπιμαρτυροῦν ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ στὸν ἐπίσκοπό της καὶ ἡ ἀρχαία Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώριζε, ὅπως καὶ ἡ Ἀνατολή, μεγάλο σεβασμὸ καὶ πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλὰ ὄχι πρωτεῖο δικαιοδοσίας ἢ καὶ ἀλαθήτου καθορισμοῦ τῆς πίστεως . τὰ πρακτικὰ τῶν ἐν Καρθαγένῃ Συνόδων τῆς λατινικῆς βορειοαφρικανικῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀποφάσεις τους γιὰ ἀπαγόρευση τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς στὴ Ρώμη ἢ ἡ διένεξη μεταξύ τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου καί τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρχηδόνος γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν αὐτὸ ὑποδηλώνουν.

9. Τέλος, ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης εἶναι ὁ πλέον ἐκφραστικός τοῦ κινδύνου πού διέβλεπαν οἱ λατῖνοι Πατέρες τῆς Β. Ἀφρικῆς κάτω ἀπὸ τὴν, ἐν τῇ γενέσει της, ἀπαίτηση τῆς Ρώμης γιὰ ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της στὴν κρίση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀφρικῆς: «Ἐκβιβαστάς τοίνυν κληρικοὺς ὑμῶν τινῶν αἰτούντων μὴ θέλετε ἀποστέλλειν, μήτε παραχωρεῖν, ἵνα μὴ τὸν καπνώδη τῦφον τοῦ κόσμου δόξωμεν εἰσάγειν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ, ἣτις τὸ φῶς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης τὴν ἡμέραν τοῖς τὸν Θεὸν ἰδεῖν ἐπιθυμοῦσι προσφέρει».

Τὰ ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνουν ὅτι καί στή Δυτικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀναγνωριζόταν στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης «πέτρειο πρωτεῖο» ἢ «πέτρειο λειτούργημα ἑνότητος», οὔτε κάποια ὑπερέχουσα ἐξουσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὸ δικαίωμα τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς πίστεως. Ἔτσι, οἱ σποραδικὲς ἐκφράσεις παπικῶν ἀντιπροσώπων ἢ ὁρισμένων ἐπιστολῶν καὶ ἂν ἀκόμα ἑρμηνευθοῦν ὡς δηλωτικὲς ἀπαιτήσεως κάποιου πρωτείου ἐξουσίας δὲν ἐξέφραζαν σύνολη τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία, οὔτε ἀπηχοῦσαν τὴ δυτικὴ θεολογία σὲ ὅλη τὴν ἔκταση δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Συνεπῶς, κατά τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸν ρόλο τῶν ἐπισκόπων τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑπῆρχε ταυτότητα ἀπόψεων μεταξὺ Ἀνατολῆς καί Δύσεως.

Ἐπὶ πλέον δέ, καὶ ἂν ἀκόμα θεωρήσουμε ὅτι ὑπῆρχε σημαντικὴ διάσταση ἀπόψεων Ἀνατολῆς - Δύσεως κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες, ἀναφορικὰ μὲ τὴν οὐσία καὶ τὸ ρόλο τοῦ τιμητικοῦ πρωτείου τοῦ Ρώμης – γεγονὸς ποὺ ὅπως καταδείξαμε δέν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων – θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ διαφορὰ μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα εἶναι ἀβυσσαλέα μετὰ τὴ δογματοποίηση τῆς δῆθεν ὑπεροχικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἀπ. Πέτρου ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους! Τότε εἴχαμε ἀντιμέτωπες ἁπλὲς δηλώσεις ἢ ἑρμηνεῖες . σήμερα, μετὰ τίς δύο αὐτές Βατικανές Συνόδους, ἔχουμε – κατά τή Ρώμη – κεφαλαιώδη δόγματα πίστεως πού ἀνήκουν στὴν «οὐσιαστικὴ καὶ ἀμετάκλητο δομὴ τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἡ ἄρνηση τῶν ὁποίων, ὡς ἐκ τούτου, ἐπισύρει ἀναθεματισμοὺς τῆς «οἰκουμενικῆς» Α΄ Βατικανῆς, ποὺ παραμένουν σὲ ἰσχὺ καὶ μέ τὴ Β΄ Βατικανὴ «οἰκουμενικὴ» Σύνοδο.

Κατά συνέπεια, ἡ προσπάθεια κύκλων τινῶν νὰ παρουσιάσουν τὰ παπικὰ δόγματα τῆς Α΄ Βατικανῆς ὡς τῆς αὐτῆς βαρύτητος μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν παπικῶν λεγάτων ἢ τῶν παπικῶν ἐπιστολῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι σαφῶς παραπειστική.

Ἐπίσης, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀρχῆς τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» ὄχι σὲ ἥσσονος σημασίας ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα, ἀλλὰ σὲ βασικὰ ἐκκλησιολογικὰ δόγματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἴδιας τῆς δομῆς καὶ ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας[12] εἶναι καὶ ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἀπαράδεκτη. Ἐὰν, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησιο-λογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ἄρνηση τῶν παπικῶν δογμάτων καταδεικνύει σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα[13] τότε δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησίας μὲ ἐκκλησιολογικὲς ἐλλείψεις! Ἐπιπλέον, εἶναι ἀδιανόητο τὸ δυτικὸ μέρος τῆς ὑπὸ σύσταση(;) νέας «ἑνωμένης Ἐκκλησίας» νὰ θεωρεῖ ὡς ἐκκλησιολογικῶς θεμελιώδη δόγματα τὰ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου (σύμφωνα μέ τήν Α΄ καί τή Β΄ Βατικανή) καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα νὰ τὰ ἀρνεῖται. Οὐδέποτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τὰ δόγματα πίστεως ἦσαν ὑποχρεωτικά γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς μόνο μιᾶς συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιοχῆς (ἢ ρυθμοῦ!), ἐνῶ σὲ ἄλλη περιοχή ὑπῆρχε ἡ δυνατότητά μὴ ἀποδοχῆς τους. Δὲν νοεῖται νὰ ἀνήκουμε στὴν ἴδια «ἑνωμένη Ἐκκλησία» καὶ οἱ μὲν Δυτικοί νὰ δέχονται ὡς δόγμα πίστεως ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται ex cathedra, οἱ δὲ λοιποί κατηγορηματικὰ νὰ τὸ ἀρνοῦνται.
Καθίσταται λοιπόν προφανὲς ὅτι εἶναι ἀδιανόητη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀρχὴ τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως ἐσχάτως ἔχει νοηματοδοθεῖ, καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα πρόταση τοῦ καρδιναλίου, τότε, καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου ΧVI.

Ἂν λοιπὸν ἡ «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως παρουσιάζεται τελευταῖα, δὲ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ γιὰ τὴν πολυπόθητη ἕνωση Ἀνατολῆς-Δύσεως, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἐνδεδειγμένη πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς διαιρέσεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν; Νομίζω πώς μοναδική ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, ἡ ὁποία προϋποθέτει - καὶ ταυτόχρονα πραγματώνεται μὲ - τὴν ἐν ταπεινώσει ἐπιστροφὴ στὶς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ταπείνωση θὰ ἑλκύσει τὴ θεία Χάρη και τότε θὰ πραγματοποιηθεῖ ὄχι ἕνας ἀδόκιμος διπλωματικὸς συμβιβασμὸς μὲ ἀμφίσημες διατυπώσεις, ὁ ὁποῖος θὰ προσθέσει μόνο πικρία καὶ προβλήματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ καὶ γνήσια «ἑνότητα πίστεως καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Πάτρα 1 Σεπτεμβρίου 2016

* Τό παρόν ἄρθρο εἶναι τά ἐπιλεγόμενα τῆς διπλωματικῆς ἐργασίας (master) τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ὁ ἐπίσκοπός της στά πρακτικά καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, 2016, σ.σ. 400. Γιά τήν ἀπαραίτητη τεκμηρίωση στίς πηγές παραπέμπουμε στήν ἔκδοση.
[1] MANSI 17, 489B : «Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν . ἕκαστος θρόνος ἔχει ἀρχαῖά τινα παραδεδομένα ἔθη. καὶ οὐ χρὴ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους διαφιλονικεῖν καὶ ἐρίζειν. φυλάττει μὲν γὰρ ἡ τῶν Ρωμαίων ἐκκλησία τά ἔθη αὐτῆς καὶ προσῆκον ἐστι. φυλάττει δὲ καὶ ἡ Κωνσταντινοπολιτῶν ἐκκλησία ἴδιά τινα ἔθη ἄνωθεν παραλαβοῦσα . ὡσαύτως καὶ οἱ τῆς Ἀνατολῆς θρόνοι». Ἡ Σύνοδος ὅμως, ὅπως στὴ συνέχεια ἀναφέρε-ται, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀθρόον χειροτονία καὶ ὄχι γιὰ κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἅπτονται τῆς ἴδια τῆς δομῆς καὶ τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πίστεως ὅπως εἶναι τὰ παπικὰ δόγματα γιὰ τὴ Ρώμη.
[2] Ἀναλυτικότερα γιά τήν ἐκκλησιολογία τοῦ UR ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, βλ. Π. Χίρς, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης 2014.
[3] «Μποροῦμε ἀνεπιφύλακτα νά ποῦμε ὅτι στὴν “καρδιὰ” τοῦ Διατάγματος συναντοῦμε τὸ θέμα τῆς ἑνότητας καὶ τῆς διαφορετικότητας. Καὶ παρόλο ποὺ τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἐκτίθεται ἔκδηλα στὰ τρία κεφάλαια τοῦ κειμένου, ὡστόσο αὐτὸ διαφαίνεται ὡς τρόπος ἀναγνώσεως καὶ συνοχῆς ὅλου τοῦ κειμένου», βλ. W. Henn, «At the Heart of Unitatis Redintegratio. Unity in Diversity», Gregorianum 88(2007) 2, 330 κἑ. «Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ», §16-18, στὸ Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 483: «Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχές, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀκολουθοῦσαν δική τους κανονικὴ τάξη, ἐπικυρωμένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ἀπὸ τὶς Συνόδους, ἀκόμα καὶ τὶς Οἰκουμενικές. Μία κάποια διαφορετικότητα ἐθίμων καὶ συνηθειῶν, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀντιβαίνει στὸ ἐλάχιστο στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὴν ὡραιότητά της καὶ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη βοήθεια στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της. Γι’ αὐτὸ ἡ ἱερὴ Σύνοδος, γιὰ νά ἐκλείψει κάθε ἀμφιβολία, δηλώνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀναγκαίας ἑνότητας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ ρυθμίζουν τὴ δική τους κανονικὴ τάξη, ὡς περισσότερο ἁρμόζουσα στὸν χαρακτήρα τῶν πιστῶν τους καὶ καταλληλότερη γιὰ νὰ προάγει τὸ καλὸ τῶν ψυχῶν. Ἡ τέλεια τήρηση αὐτῆς τῆς παραδοσιακῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀλήθεια δὲν τηρήθηκε πάντοτε, ἀνήκει σὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπολύτως ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε πρὶν γιὰ τὴ νόμιμη διαφορετικότητα πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὴ διαφορετικὴ διατύπωση τῶν θεολογικῶν διδασκαλιῶν», βλ. καί Παπικὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» («Ut unum sint») τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου 1995, Libreria Editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦ, § 57. Ἡ πρόταση τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ» ἐτέθη ὡς βάση γιά τὴν ἕνωση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄, στόν ὁποῖο ἀπάντησε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1895, στό Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 2, ἐν Ἀθήναις 1953, σ. 934 κἑ. Στὸ ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καὶ τὸ «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες» (Orientalium Ecclesiarum), βλ. Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 491.
[4] Κατά τον J. Ratzinger: «Ἀναφορικὰ μὲ τὴν περὶ πρωτείου διδασκαλία, ἡ Ρώμη δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε καθοριστεῖ καὶ εἶχε βιωθεῖ κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία… Ἡ ἐπανένωση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ πάνω στὴ βάση ὅτι ἡ Ἀνατολὴ θὰ παρῃτεῖτο ἀπὸ τὸ νὰ πολεμᾶ τὴ δυτικὴ ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας ὡς αἱρετικὴ καὶ θὰ ἀναγνώριζε τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ ἐκείνη τὴ μορφὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ ἀπὸ ἄποψη πίστης, στὴν ὁποία ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας, ἐνῶ ἀντίστροφα ἡ Δύση θὰ ἀναγνώριζε τὴν Ἀνατολὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ στὴν πίστη σὲ ἐκείνη τὴ μορφὴ τὴν ὁποία αὐτὴ διατήρησε στὴν ἱστορία της» (J. Ratzinger, Theologische Prinzipienehre : Bausteine zur Fundamentaltheologie, Munich 1982, σ. 209). Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου (τότε) Ἐλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ («Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 508, D. Papandreou, “Ein Beitrag zur Uberwindung der Trennung zwischen der romisch-katholischen und der orthdoxen Kirche” στὸ Vasilios von Aristi, Das Papsamt: Dienst oder Hindernis für die Ökumene ? Regensburg 1985, σ. 162, 166-167), τοῦ H. Scutte, στὸ Χρ. Σαββᾶτος (νῦν Μητρ. Μεσσηνίας), Τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, Ἀθήνα 2006, σ. 14 καὶ τοῦ E. Lanne, στό Δαμασκηνοῦ, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 516-517.
Ἂς ἐπιτραπεῖ μία διαπίστωση μὲ πολὺ πόνο στὰ ὑπὸ τοῦ Ratzinger λεχθέντα: εἶναι ἰδιαίτερα τραγικὸ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ μεγαλύτερη, ἡ ἐνδοξότερη καὶ εὐκλεέστερη τῆς α΄ χιλιετίας νὰ ἔχει περιέλθει σὲ τέτοια σύγχυση, ὥστε:
νὰ θεωρεῖ θετικὴ θεολογικὴ ἐξέλιξη καὶ πρόοδο τὰ ὅσα ἔχουν συντελεστεῖ στὴ β΄ χιλιετία ἀναφορικὰ μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο!
νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὴν ἄρνηση τῆς θεόπνευστης, κανονικῆς, ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ παραδόσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὸ θεμελιωμένο πάνω στὶς πλαστογραφίες τοῦ ζοφεροῦ Μεσαίωνα (τὴν ψευδο-Κωνσταντίνειο Δωρεὰ καὶ τὶς ψευδο-Ἰσιδώρειες Διατάξεις) παπικὸ θεσμὸ (Προσχέδιο Κρήτης, § 15)!
Παρακαλῶ ἂς μὴν ἐκληφθεῖ ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὡς ἐχθρικὴ ἢ πολεμικὴ κατὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλὰ μόνο ὡς ἔκφραση θλίψεως καὶ πόνου καί ταυτόχρονα καὶ ἀνησυχίας καὶ ἐγρηγόρσεως γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους!
[5] Ἡ θέση αὐτὴ ρητὰ ἔχει διατυπωθεῖ στὸ «Προσχέδιο τῆς Κρήτης» στὶς §§ 15, 22 καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τελευ-ταία § 32 : «Ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς πρώ­της χι­λι­ε­τί­ας ἐ­πη­ρέ­α­σε βα­θειὰ τὴν πο­ρεί­α τῶν σχέ­σε­ων με­τα­ξὺ τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Ἀ­να­το­λῆς καὶ τῆς Δύ­σε­ως. Πα­ρὰ τὴν ἀ­να­πτυσ­σό­με­νη δι­ά­στα­ση καὶ τὰ προ­σω­ρι­νὰ σχί­σμα­τα κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου, ἡ κοι­νω­νί­α ἀ­κό­μη δι­α­τη­ρεῖ­το με­τα­ξὺ Δύ­σεως καὶ Ἀνα­το-λῆς. Ἡ ἀρ­χὴ τῆς ποι­κι­λί­ας ἐν τῇ ἑνό­τη­τι, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ δε­κτὴ στὴ Σύ­νο­δο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ποὺ ἔ­γι­νε τὸ 879-80, ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α γιὰ τὸ θέ­μα στὸ πα­ρὸν αὐ­τὸ στά­διο τοῦ δι­α­λό­γου μας. Σα­φεῖς δι­α­στά­σεις στὴν ἀν­τί­λη­ψη καὶ ἑρ­μη­νεί­α δὲν ἐμ­πό­δι­σαν Ἀ­να­το­λὴ καὶ Δύ­ση νὰ πα­ρα­μεί­νουν σὲ κοι­νω­νί­α. Ὑ­πῆρ­χε δυ­να­τὴ αἴ­σθη­ση ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μί­α Ἐκ­κλη­σί­α, καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα νὰ πα­ρα­μέ­νου­με σὲ ἑ­νό­τη­τα ὡς ἕ­να ποί­μνιο μὲ ἕ­να ποι­μέ­να (Ἰ­ω­άν. 10, 16). Ἡ πρώ­τη χι­λι­ε­τί­α ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ἐ­ξε­τα­σθεῖ σ’ αὐ­τὸ τὸ στά­διο τοῦ δι­α­λό­γου μας, εἶ­ναι ἡ κοι­νὴ πα­ρά­δο­ση ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν μας. Στὶς βα­σι­κὲς θε­ο­λο­γι­κὲς καὶ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὲς ἀρ­χὲς οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν συν­ταυ­τι­σθεῖ ἐ­δῶ, αὐ­τὴ ἡ κοι­νὴ πα­ρά­δο­ση θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ ὡς πρό­τυ­πο γιὰ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς πλήρους κοινωνίας». Παρόμοια ἔχει ὑποστηρίξει καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Τρανουπόλεως, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 508.
[6] Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (ut unum sint) τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου 1995, § 50, Liberia editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦ, σ. 62.
[7] «Le rôle particulier des Églises orientales catholiques correspond à celui qui est resté vacant à cause du manque de communion complète avec les Églises orthodoxes. Aussi bien le Décret Orientalium Ecclesiarum du Concile Vatican II que la Constitution apostolique Sacri canones (p. IX-X) qui a accompagné la publication du Code des canons des Églises orientales, ont mis en évidence combien la situation présente, et les règles qui la régissent, sont dirigées vers la pleine communion tant souhaitée entre l'Église catholique et les Églises orthodoxes. Votre collaboration avec le Pape et entre vous pourra montrer aux Églises orthodoxes que la tradition de la «synergie» entre Rome et les Patriarcats s'est maintenue - bien que limitée et blessée -, qu'elle s'est peut-être même développée pour le bien de l'unique Église de Dieu, répandue par toute la terre», La documentation catholique, no 2192, 15.11.1998. σ. 951-953 καί στό διαδικτυακό τόπο : http://www.la-croix.com/Urbi-et-Orbi/Documents/%20Actes-du-Pape/Aidez-l-eveque-de-Rome-dans-sa-reflexion-sur-son-ministere-d-unite-2013-04-09-935467
[8] «Ἡ Ἁγία (Β΄ Βατικανὴ) Σύνοδος πολὺ χαίρεται γιὰ τὴν καρποφόρα καὶ δραστήρια συνεργασία τῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης καὶ ταυτόχρονα δηλώνει : ὅλες αὐτὲς οἱ κανονικὲς διατάξεις καθορίστηκαν γιὰ τὶς παροῦσες συνθῆκες, ἕως ὅτου ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ διαιρεμένες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ἑνωθοῦν στὴν πληρότητα τῆς κοινωνίας» (ΟΕ § 30, στὸ B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 504. Πάντως ἡ Σύνοδος «πολύ χαίρεται» γιὰ τὸ μέχρι τώρα ἔργο τῆς Οὐνίας …
[9] Γιὰ τὴν Οὐνία στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τὴ Ρώμη βλ. Θ. Ζήση, Οὐνία, Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, Γ. Καψάνη, «Οὐνία, Ἡ μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Παρακαταθήκη, 60(2008), 3-10. Ἱστορικὴ προσέγγιση τῆς Οὐνίας, βλ. Γ. Μεταλληνός, Δ. Γόνης, Η. Φρατσέας, Εὐ. Μοράρου, Ἐπισκ. Βανάτου Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), Ἡ Οὐνία, χθὲς καὶ σήμερα, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1992. Ἐκτενέστερη βιβλιογραφία γιὰ τὴν Οὐνία, βλ. Κ. Κωτσιόπουλος, Ἡ Οὐνία στὴν Ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993.
[10] Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ρώμη προβάλει τίς διατάξεις τοῦ «Διατάγματος γιὰ τὶς Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες» ὡς «ἕνα εἶδος “ἐγγύησης” ὅτι ἡ ἐπανεύρεση τῆς κοινωνίας μὲ τὴ Ρώμη δὲν συνεπάγεται καμιὰ ἀποποίηση τῶν ἴδιων στοιχείων τῶν μὴ λατινικῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων»! (B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 491.
[11] Θ. Ζήση, «Ἡ οὐνία ὡς πρότυπο ψευδοῦς ἑνότητος. Τὰ ὅρια τῆς ποικιλομορφίας ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἑνότητα», - «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, ἔκδ. Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σ. 107-114.
[12] Congregatio pro Doctrina Fidei, Letter Communionis notio, § 17. 3 (28.5.1992), στή διαδυκτιακή τοποθεσία http://www.vatican.va/roman_curia/congregations/cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_28051992_communionis-notio_en.html.
[13] «Unitatis Redintegratio» («Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ») Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου § 3, στὸ B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 471. Ἰ. Μαραγκοῦ, Οἰκουμενικὰ Α΄, Ἀθήνα 1986, σ. 33, καὶ ἡ ἀπὸ 29.6.2007 ἀπάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ Διδασκαλία τῆς Πίστεως (Congregatio pro Doctrina Fidei) τῆς Ρωμαϊκῆς Κουρίας, στή διαδικτυακή τοποθεσία http://www.vatican.va/system/sling/cqform/defaultlogin.html?resource=%2Froman_curia%2Fcongregations%2F%2520cfaith%2Fdocuments%2Frc_con_cfaith_doc_200%252070629_responsa-quaestiones_en.html&$$login$$=%24%24login%24%24.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ καθορίσουμε τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἐπισκόπου της στὴν κοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:
1. Εἶναι σαφὲς τὸ αὐξημένο κῦρος καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ ἀπονεμόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Συνακόλουθα, στὸν ἐπίσκοπό της ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει πρωτεῖο τιμῆς καὶ προκαθεδρίας στὴν τάξη τῶν τιμηθέντων μὲ πρεσβεῖα Πατριαρχικῶν Θρόνων. Οἱ λόγοι εἶναι σαφεῖς: α) ἦταν ἡ Ἐκκλησία τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας, β) ἦταν δραστήρια στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν συναντίληψη ἄλλων ἐμπεριστάτων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γ) ἦταν ἡ μοναδικὴ πόλη στὸ δυτικὸ-λατινικὸ κόσμο ποὺ δέχθηκε τὴν παρουσία καὶ τὸ κήρυγμα τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μαρτύρησαν καὶ ἡ ὁποία διατηροῦσε τοὺς Τάφους τους.
2. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκαυχάτο  ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἀποστολικὴ καταγωγή της ἀπὸ τοὺς Πρωτοκορυφαίους, τὴν ὁποία, προϊόντος τοῦ  χρόνου, περιόρισε καὶ διαμόρφωσε σὲ «πέτρειο».  Θὰ πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ κανένα κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἀπόδοση πρεσβείων τιμῆς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ προέλευσή της, ἡ ὁποία κατὰ τὰ ἄλλα θεωρεῖται δεδομένη.
3. Στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἔννοια τῆς ἀποστολικότητος νοηματοδοτήθηκε διαφορετικὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπέκτησε ἄλλη βαρύτητα. Ταυτόχρονα ὅμως σύνολη ἡ Ἐκκλησία ἀποδεχόταν ὅτι ἡ ἀποστολικότητα δὲν ἦταν ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἀφοροῦσε καὶ στοὺς τιμηθέντες μὲ ἐξαιρετικὰ προνόμια θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.
4.  Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία - σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση - εἶχε ἀναγνωρίσει στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης πρωτεῖο τιμῆς καὶ πρωτοκαθεδρίας .  ὄχι ὅμως πρωτεῖο ἐξουσίας (ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κατὰ καιροὺς προσπάθεια ρωμαίων παραγόντων νὰ δώσουν στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τὴ διάσταση πρωτείου ἐξουσίας, «πέτρειας» μάλιστα προελεύσεως, δὲν ἀφοροῦσε  στὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καὶ φυσικὰ δὲν ἦταν ἡ πάγια καὶ σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση σύνολης τῆς  Δυτικῆς-Λατινικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
5. Ὅταν προέκυπτε μεῖζον θέμα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, κάθε ἐπίσκοπος, πολλῷ μᾶλλον ὁ τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», εἶχε ὄχι μόνο τὸ  ἀναφαίρετο δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τό ἐπιτακτικὸ καθῆκον ἐπεμβάσεως ἀκόμα καὶ σὲ ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία.  Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν ὑφίστατο ὑποχρεωτικὰ στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἔχοντα τὴν προκαθεδρία ἢ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς θρόνο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἐξέφραζε τὴν ἀληθῆ πίστη καί διέθετε  τὸ «πρωτεῖο ἀληθείας». Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν Ἃγ. Κύριλλο στὴν Γ΄ ἢ τὸν πάπα Ἃγ. Λέοντα στὴν Δ΄ Οἰκουμενική. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρὰ, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δὲν ἀποδεικνυόταν ἀντάξιος τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ἡ κοινωνία μὲ αὐτὸν διακοπτόταν ὄχι μὸνο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοπικὲς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.
1. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀπετέλεσαν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία κορυφαῖες στιγμὲς φανερώσεως τῆς ἐν τῇ Ἀληθείᾳ ἑνότητός Της.  Παράλληλα, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατέστησε ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ὑπέρτατη Ἀρχὴ καὶ Αὐθεντία στήν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ὑποχρεοῦνται ὅλοι νὰ σέβονται. 
2. Ἡ εὐθύνη τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ στὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος καθόριζε καὶ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Ἀσφαλῶς, ἡ συνεννόηση μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν καὶ κυρίως μὲ τὸν Ρώμης καὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἐπιβεβλημένη. Ὅμως ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης δὲν τοῦ παρεῖχε τὸ δικαίωμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν διαδικαστικῶν θεμάτων τῶν Συνόδων, οὔτε δικαίωμα ἀρνησικυρίας.
3. Σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν παρέστη προσωπικὰ  ὁ ἴδιος ὁ πάπας, ἀλλὰ στὶς περισσότερες ἐκπροσωπήθηκε. Ἐπίσης, σὲ καμία Σύνοδο δὲν προήδρευσαν οἱ τοποτηρητές του. Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ρόλο τοῦ πάπα Ρώμης στὴ κοινωνία τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία, ἐκτός τοῦ θεολογικοῦ ζητήματος τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἀπεφάνθη καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καταδικάζοντας τὸν πάπα Βιγίλιο μετὰ τὴν ἀδικαιολόγητη ἄρνησή του νὰ συνεδρεύσει μὲ τοὺς ἄλλους Πατριάρχες. Γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία – στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση – ὁ πάπας ὑπόκειται στὴ συνοδικὴ δικαστικὴ κρίση καὶ ἐξουσία σὲ θέματα ὄχι μόνο πίστεως ἀλλὰ καὶ κανονικῆς τάξεως. 
4. Τὸ κύριο ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὡς πρωτοθρόνου τῶν Πατριαρχῶν ἦταν νὰ διατυπώσει στὴ δογματική του ἐπιστολή, ποὺ τρόπον τινὰ ἐπεῖχε θέση κεντρικῆς εἰσηγήσεως στὴ Σύνοδο, τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐπὶ τοῦ ἀνακύψαντος θεολογικοῦ ζητήματος βάσει τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς διεξάγονταν καί οἱ συνοδικὲς συζητήσεις. Συνεπῶς, ἡ θέση τοῦ πάπα Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐντὸς τῶν Συνόδων καὶ ὄχι ὑπεράνω αὐτῶν. Μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς στὶς συνοδικὲς διαδικασίες ὁ πάπας ἀναγνωριζόταν ὡς «κεφαλὴ καὶ πατέρας καὶ πρῶτος» τῶν συνεδρευόντων αὐτῷ ἐπισκόπων καὶ πατριαρχῶν . δὲν ἀποφαινόταν αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκουαν, ἀλλὰ «διασκέπτεται … μαζὶ μὲ ὅλους». 
 
1. Ἡ Ἐκκλησία ἐπεδίωκε μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴ διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ποὺ προκαλοῦσε ἡ δράση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ συμμετοχή, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συμπόρευση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ συνακόλουθα τῆς «μέχρι τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» Ἐκκλησίας του στὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις ἦταν ἀπαραίτητη, κυρίως γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἑνότητος μὲ τὴν ἀποτροπὴ τῆς δημιουργίας σχίσματος. Ἔτσι, ὅταν αὐτὸ ἐπιτυγχανόταν, ἦταν ἰδιαίτερα ἔκδηλη ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν συνοδικῶν Πατέρων τά ὁποῖα        ἐκφράζονταν μὲ ἔντονο τρόπο.
2. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφαίνεται ὡς ἀπόλυτη ἐξουσία ἔχουσα χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση ἢ τὶς ἀποφάσεις μεμονωμένων προσώπων. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἔτσι, λήφθηκαν ἀποφάσεις ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἢ ἀκόμα καὶ παρὰ τὴν κατηγορηματικὴ ἀντίθεσή του. Ἐπιπλέον, ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις πού γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις του, εἶχε προηγηθεῖ ἡ βάσανος τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου μὲ βάσει τὴν μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ, ἐφ’ ὅσον ἐξασφαλιζόταν ἡ συνοδικὴ συμφωνία, τότε γίνονταν οἱ προτάσεις τοῦ Ρώμης ἀποδεκτὲς.
Στὴ «συνοδικὴ ψῆφο», τὸν Ὃρο τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς, ἔχει καταγραφεῖ μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἡ θέση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας : «κατὰ τὰς κοινάς συνδιασκέψεις τὸ φῶς τῆς ἀληθείας διαλύει τὰ σκότη τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἐκεῖ τίθενται ὑπὸ κρίσιν τὰ ἐξ ἑκατέρου μέρους προτεινόμενα πρὸς συζήτησιν. Διότι εἰς τὰ ζητήματα πίστεως κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προδικάσει κάτι διὰ λογαρισμὸ τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ὅλοι μας ἔχομεν τὴν ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας». Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προεῖδε τὴν ἐξέλιξη τῆς Δύσεως καὶ δογμάτισε καταδικάζοντας ρητῶς καὶ ἀπεριφράστως τὸ περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Α΄ Βατικανῆς:  Γιὰ τὴ Σύνοδο ὁ πάπας δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλάθητος οὔτε ex sese, οὔτε ex consensu Ecclesiae.
3.  Ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα καὶ ἡ ἰσότητα τῶν πέντε Πατριαρχῶν ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς «τύπους ὑπογραφῆς» τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Ὅλοι οἱ πατριάρχες καθὼς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὑπογράφουν στὸν αὐτὸ «τόπο» καὶ μὲ ἑνιαῖο τρόπο σύμφωνα μὲ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πατριαρχικῶν Θρόνων. Ἀσφαλῶς ὡς πρωτόθρονος ὑπογράφει πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὁ πάπας οὐδέποτε διεκδίκησε, καὶ οὔτε θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ χορηγήσουν  ἰδιαίτερο τύπο ὑπογραφῆς.
1. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὡς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπηχοῦν ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ διαμορφώνουν τὸ ἦθος καὶ τὴν πράξη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ περιφρόνηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους καὶ τῆς ἰσχύος τῶν κανόνων.
2. Βασικοὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πρωτοθρόνων πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι οἱ A-6, A-7, Β-3, Δ-28 καὶ Στ-36. Ὁ πλέον καθοριστικὸς γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Δ-28, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τὸν Β-3 καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ Στ-36. Ἡ σπουδαιότητα τοῦ Δ-28 ἔγκειται στὸ περιεχόμενό του ἀλλὰ καὶ στὴ διαδικασία ἐκδόσεως.                             α) Ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο : περιβάλλει μεν μὲ κανονικὸ κῦρος τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Ρώμης, χορηγώντας στὸν Κωνσταντινουπόλεως «τὰ ἴσα πρεσβεῖα» μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα προσβάλλει τὸ καιριότερο σημεῖο ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ – κατὰ τὴ Ρώμη – ὑπεροχὴ τοῦ παπικοῦ θρόνου ἔναντι τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων: τὴν «πέτρεια» ἀποστολικότητα καὶ τὴν «θείῳ δικαίῳ» χορήγηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας.                                     β) Ὡς πρὸς τὴ διαδικασία ἐκδόσεως: Ἡ ὑπὸ τὸν Μ. Λέοντα κατηγορηματικὴ ἀντίθεση καὶ οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης  ὄχι μόνο δὲν ἀκύρωσαν τὸν Δ-28, ἀλλὰ οὔτε καὶ μείωσαν τὸ κῦρος, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν οἰκουμενικότητά του. Καὶ αὐτὸ ἦταν αὐτονόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, διότι ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀκύρωση συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία ἢ ἕνα πρόσωπο. Δὲν ἀναγνωριζόταν οὔτε στὸν πάπα τῆς Ρώμης κάποιο δικαίωμα ἐγκρίσεως ἢ ἀπορρίψεως τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων . ἀντιθέτως αὐτὸς ὑποχρεωνόταν σὲ συμμόρφωση.
3. Οἱ ρωμαϊκὲς ἀντιλήψεις πού μὲ ἰδιαίτερο σθένος ὑποστήριξε ὁ πάπας Μ. Λέων περὶ «πετρείου» ἀποστολικότητος τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τῆς, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποστολικότητος, χορηγήσεως σέ αὐτές πρεσβείων δὲν ἀπέκτησαν κανένα κανονικὸ ἔρεισμα καὶ οὔτε ἄσκησαν κάποια ἐπίδραση στὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ Ρώμη δὲν τὶς ἀποδέχθηκε ἐν τῇ πράξει καὶ σύντομα τὶς ἐγκατέλειψε.
4. Ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ πέντε κανόνες  καταδικάζει ἔθιμα ποὺ εἶχαν ἐπικρατήσει στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
Στὸν ἐπίσημο Θεολογικὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴ Ρώμη ἔχει κατατεθεῖ ὡς πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου ποὺ δημιουργοῦν τὰ παπικὰ δόγματα στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ περίφημη «ἀρ­χὴ τῆς ποι­κι­λί­ας ἐν τῇ ἑνό­τη­τι». Ἡ πρόταση αὐτὴ, κατά τοὺς εἰσηγητές της, βασίζεται στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 879-880[1], ἀλλὰ μέ τόν τρόπο πού    προτείνεται, οὐσιαστικὰ ὑλοποιεῖ τὸ «περὶ Οἰκουμενισμοῦ»[2] Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς[3] καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ τῶν δογμάτων. Δηλαδή, οἱ μὲν Δυτικοὶ νὰ ἀποδέχονται τὸ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου δόγμα καὶ τὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ὅπως ἔχουν διατυπωθεῖ στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαίτηση νὰ τὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἀνατολή, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ μποροῦν νὰ μὴν τὰ ἀποδέχονται, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὰ χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πίστη καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τή διατύπωση τοῦ τότε Καρδιναλίου J. Ratzinger καὶ  μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου XVI[4]!  Σύμφωνα μέ  τήν  πρόταση αὐτή καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἔτσι πολιτεύτηκε: ἡ μὲν Δύση ἀποδεχόταν τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβάλει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἀνατολὴ ἀνεχόταν τὴ διαφοροποίηση αὐτὴ τῆς Δύσεως χωρὶς νὰ τὴν καταδικάζει ὡς ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ . διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἴμαστε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία[5] . ἢ μὲ ἄλλα λόγια «ἡ νόμιμη διαφορὰ δὲν εἶναι καθόλου ἀντίθετη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὸ κόσμημά της καὶ συντελεῖ ὄχι λίγο στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της»[6].
Πρὶν προβοῦμε στὴν ἀπαραίτητη σύντομη κριτικὴ στὴν πρόταση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὴν πραγματικὴ διάστασή της. Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἦταν ὁ λόγος τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ στοὺς Καθολικοὺς Ἀνατολικοὺς Πατριάρχες (Οὐνίτες) τὴν 29.9.1998.
Εἶπε μεταξὺ ἄλλων ὁ πάπας στοὺς Οὐνίτες Πατριάρχες: «Σᾶς ζητῶ νὰ παράσχετε τὴ βοήθειά σας στὸν πάπα ἐν ὀνόματι τῆς ὑπευθυνότητας στὴν ἐπανασύσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (OL § 24). Εἶσθε ὑπεύθυνοι διότι εἶσθε οἱ Πατριάρχες τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μοιράζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἕνα μεγάλο μέρος τῆς θεολογικῆς, λειτουργικῆς, πνευματικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπιθυμῶ οἱ Ἐκκλησίες σας νὰ εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν συνεργάτες στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο, εἴτε σὲ τοπικὸ εἴτε σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο» καὶ συνέχισε ὁ πάπας «Ὁ ἰδιαίτερος ρόλος τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν  Ἐκκλησιῶν (σημ. συντ:  Οὐνιτῶν) ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτὸν πού παραμένει κενὸς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως πλήρους κοινωνίας μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τόσο τὸ διάταγμα Orientalium Εcclesiarum τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὅσο καὶ ἡ Ἀποστολικὴ Διάταξη Sacri Canones (σ. ΙΧ-Χ) μὲ τὴν ὁποία δημοσιεύθηκε ὁ CCEO κατέστησαν σαφὲς πόσο ἡ ὑφιστάμενη κατάστασις καὶ οἱ κανόνες οἱ ὁποῖοι τὴν διέπουν εἶναι προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πλήρη κοινωνία τὴν τόσο ἐπιθυμητὴ μεταξύ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἡ συνεργασία σας μὲ τὸν πάπα θὰ ἀποδείξει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅτι ἡ παράδοση τῆς ‘’συνεργείας’’ μεταξὺ Ρώμης καὶ τῶν Πατριαρχείων συνεχίζει νὰ ὑφίσταται – ἂν καὶ περιορισμένη καὶ τετρωμένη – καὶ μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναπτυχθεῖ γιὰ τὸ καλό τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ»[7].
Τὰ ἀνωτέρω καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ Ρώμη ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει – παρὰ τὶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις[8] – ἡ πλήρης κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἐπιτευχθεῖ βάσει μιᾶς βελτιωμένης ἐκδόσεως τῆς Οὐνίας[9] πού νὰ μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους[10]. Πρὸς αὐτὴ τὴ στόχευση ἡ συμβολὴ τῆς ἀρχῆς τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» εἶναι καθοριστική[11], παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἱστορικὰ ἐπιβεβαιώνεται, οὔτε θεολογικὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή, ὅπως παρουσιάζεται.
Ἡ μελέτη τῶν πρακτικῶν  καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὡς ἱστορικὰ ἀνεπέρειστο τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς α΄ χιλιετίας διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση ἀναφορικὰ μὲ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἀντίθετα προκύπτει μὲ σαφήνεια ὅτι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωριζόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἐκ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καταγωγή, ἐν τούτοις ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια τὴ Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία δὲν ἦταν ἀποδεκτὴ καμία μορφὴ παπικῆς ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας (πρωτεῖο ἐξουσίας) ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἀναγνωριζόταν στὸν πάπα ἀποκλειστικὸ δικαίωμα στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως, καὶ μάλιστα ἀλάθητο. Ὑπενθυμίζουμε ἐπιγραμματικὰ  :
1.                         Τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους καὶ τῶν παπικῶν λεγάτων τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου τῶν δογματικῶν ἐπιστολῶν τῶν παπῶν Μ. Λέοντος, Ἁγ. Ἀγάθωνος καὶ Ἁγ. Ἀδριανοῦ μὲ  τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
2.                         Τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος τοῦ Μεγάλου ἐναντίον τοῦ Δ-28, οἱ ὁποῖες δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς οὔτε ἀπὸ διαδόχους του καὶ σύντομα ἐγκαταλή-φθηκαν καὶ στὴ Δύση μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Σχίσματος.
3.                         Τὴν ἄρνηση κατ’  ἀρχήν  τῶν δυτικῶν λατίνων ἐπισκόπων νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς περὶ πίστεως ἀποφάσεις τοῦ πάπα Ρώμης Βιγιλίου καὶ συνακόλουθα τὶς κατ’ ἐπανάληψιν καταδικαστικὲς ἀποφάσεις Δυτικῶν Συνόδων (πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ) ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου πάπα.
4.                         Τὴν κατ’ ἐπανάληψιν ἐκφρασθεῖσα αὐτοσυνειδησία τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα Βιγιλίου, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διεκδίκησε κάποια, δῆθεν θείῳ δικαίῳ, ὑπερέχουσα ἐξουσία ἢ «πέτρειο» αὐθεντία βάσει τῆς ὁποίας ὑπεχρεοῦτο ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες νὰ πειθαρχήσουν σ’ αὐτόν. Ἐπίσης, ὁ πάπας Βιγίλιος δὲν ἔθεσε θέμα ἀντικανονικότητος ἢ ἀκυρότητος τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λόγῳ τῆς διαφωνίας καὶ ἀπουσίας του. Ἀντίθετα, ὑποσχέθηκε ρητῶς ὅτι θὰ συμμορφωθεῖ στὴν ὅποια περὶ πίστεως ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ θεώρησε δίκαιη τὴν κατ’ αὐτοῦ καταδικαστικὴ ἀπόφασή της.
5.                         Τό ὅτι ἡ σύγκληση  ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πάπα Ἁγ. Ἀγάθωνα  τῆς Συνόδου τῶν 125 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς περιοχὲς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης γιὰ τὴ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση καὶ ἀπόφανση ἐπὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ μονοθελητισμοῦ δείχνει τὴν πράξη καὶ τὸ στέρεο ἐκκλησιολογικὸ ἦθος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἐνδεικτικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης ὅτι «ἐμεῖς μὲ πολὺ κόπο συγκεντρωθήκαμε» ἀπὸ «τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» μὲ σκοπὸ νὰ συνδιασκεφθοῦμε ἐν Συνόδῳ «ἵνα ἐξ ὅλης τῆς  κοινότητος τῆς δουλικῆς ἡμῶν συνόδου ἡ ἡμετέρα ἀναφορὰ γενήσoιτο. μήπως ἐὰν μονομερῶς τὸ πραττόμενον γνωσθήσηται, τὸ μέρος  λάθῃ».
6.                         Τὴ σύμπραξη τῆς Ρώμης στὴν καταδίκη τοῦ πάπα Ὁνωρίου στὴν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
7.                         Ὅτι ἡ Δύση ἀποδέχονταν τὸν καθοριστικό ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα στὸ διαδικαστικὸ μέρος τῆς Συνόδου καὶ ποτέ δέν ἐπέμεινε στὴ ἀνάληψη τῆς προεδρίας τῶν Οἰκουμενικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Δύσεως ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ἀποκρισαρίους.
8.                         Ὅτι μία σειρὰ κανόνων τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων ἐπικυρωμένων ἀπὸ τὸν Στ-2 καὶ Ζ-1 ἐπιμαρτυροῦν ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ στὸν ἐπίσκοπό της καὶ ἡ ἀρχαία Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώριζε, ὅπως καὶ ἡ Ἀνατολή, μεγάλο σεβασμὸ καὶ πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλὰ ὄχι πρωτεῖο δικαιοδοσίας ἢ καὶ ἀλαθήτου καθορισμοῦ τῆς πίστεως τὰ πρακτικὰ τῶν ἐν Καρθαγένῃ Συνόδων τῆς λατινικῆς βορειοαφρικανικῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀποφάσεις τους γιὰ ἀπαγόρευση τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς στὴ Ρώμη ἢ ἡ διένεξη μεταξύ τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου καί τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρχηδόνος γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν αὐτὸ ὑποδηλώνουν.
9.                         Τέλος, ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης εἶναι ὁ πλέον ἐκφραστικός τοῦ κινδύνου πού διέβλεπαν οἱ λατῖνοι Πατέρες τῆς Β. Ἀφρικῆς  κάτω ἀπὸ τὴν, ἐν τῇ γενέσει της, ἀπαίτηση τῆς Ρώμης γιὰ ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της στὴν κρίση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀφρικῆς: «Ἐκβιβαστάς τοίνυν κληρικοὺς ὑμῶν τινῶν αἰτούντων μὴ θέλετε ἀποστέλλειν, μήτε παραχωρεῖν, ἵνα μὴ τὸν καπνώδη τῦφον τοῦ κόσμου δόξωμεν εἰσάγειν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ, ἣτις τὸ φῶς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης τὴν ἡμέραν τοῖς τὸν Θεὸν ἰδεῖν ἐπιθυμοῦσι προσφέρει».
Τὰ ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνουν ὅτι καί στή Δυτικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀναγνωριζόταν στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης «πέτρειο πρωτεῖο» ἢ «πέτρειο λειτούργημα ἑνότητος», οὔτε κάποια ὑπερέχουσα ἐξουσία ἐφ’  ὅλης τῆς  Ἐκκλησίας ἢ τὸ δικαίωμα τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς πίστεως. Ἔτσι, οἱ σποραδικὲς ἐκφράσεις παπικῶν ἀντιπροσώπων ἢ ὁρισμένων ἐπιστολῶν καὶ ἂν ἀκόμα ἑρμηνευθοῦν ὡς δηλωτικὲς ἀπαιτήσεως κάποιου πρωτείου ἐξουσίας δὲν ἐξέφραζαν σύνολη τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία, οὔτε ἀπηχοῦσαν τὴ δυτικὴ θεολογία σὲ ὅλη τὴν ἔκταση δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Συνεπῶς, κατά τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸν ρόλο τῶν ἐπισκόπων τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑπῆρχε ταυτότητα ἀπόψεων μεταξὺ Ἀνατολῆς καί Δύσεως.
Ἐπὶ πλέον δέ, καὶ ἂν ἀκόμα θεωρήσουμε ὅτι ὑπῆρχε σημαντικὴ διάσταση ἀπόψεων Ἀνατολῆς - Δύσεως κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες, ἀναφορικὰ μὲ τὴν οὐσία καὶ τὸ ρόλο τοῦ τιμητικοῦ πρωτείου τοῦ Ρώμης – γεγονὸς ποὺ ὅπως καταδείξαμε δέν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων – θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ διαφορὰ μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα εἶναι ἀβυσσαλέα μετὰ τὴ δογματοποίηση τῆς δῆθεν ὑπεροχικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἀπ. Πέτρου ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους! Τότε εἴχαμε ἀντιμέτωπες ἁπλὲς δηλώσεις ἢ ἑρμηνεῖες . σήμερα, μετὰ τίς δύο αὐτές Βατικανές Συνόδους, ἔχουμε – κατά τή Ρώμη – κεφαλαιώδη δόγματα πίστεως πού ἀνήκουν στὴν «οὐσιαστικὴ καὶ ἀμετάκλητο δομὴ τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἡ ἄρνηση τῶν ὁποίων, ὡς ἐκ τούτου, ἐπισύρει ἀναθεματισμοὺς τῆς «οἰκουμενικῆς» Α΄ Βατικανῆς, ποὺ παραμένουν σὲ ἰσχὺ καὶ μέ τὴ Β΄ Βατικανὴ «οἰκουμενικὴ» Σύνοδο.
Κατά συνέπεια, ἡ προσπάθεια κύκλων τινῶν νὰ παρουσιάσουν τὰ παπικὰ δόγματα τῆς Α΄ Βατικανῆς ὡς τῆς αὐτῆς βαρύτητος μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν παπικῶν λεγάτων ἢ τῶν παπικῶν ἐπιστολῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι σαφῶς παραπειστική.
Ἐπίσης, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀρχῆς τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» ὄχι σὲ ἥσσονος σημασίας ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα, ἀλλὰ σὲ βασικὰ ἐκκλησιολογικὰ δόγματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἴδιας τῆς δομῆς καὶ ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας[12] εἶναι καὶ ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἀπαράδεκτη. Ἐὰν, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησιο-λογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ἄρνηση τῶν παπικῶν δογμάτων καταδεικνύει σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα[13] τότε δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησίας μὲ ἐκκλησιολογικὲς ἐλλείψεις! Ἐπιπλέον, εἶναι ἀδιανόητο τὸ  δυτικὸ μέρος τῆς ὑπὸ σύσταση(;) νέας «ἑνωμένης Ἐκκλησίας» νὰ θεωρεῖ ὡς ἐκκλησιολογικῶς θεμελιώδη δόγματα τὰ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου (σύμφωνα μέ  τήν Α΄ καί τή Β΄ Βατικανή) καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα νὰ τὰ ἀρνεῖται.  Οὐδέποτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τὰ δόγματα πίστεως ἦσαν ὑποχρεωτικά γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς μόνο μιᾶς συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιοχῆς (ἢ ρυθμοῦ!), ἐνῶ σὲ ἄλλη περιοχή ὑπῆρχε ἡ δυνατότητά μὴ ἀποδοχῆς τους.  Δὲν νοεῖται νὰ ἀνήκουμε στὴν ἴδια «ἑνωμένη Ἐκκλησία» καὶ οἱ μὲν Δυτικοί νὰ δέχονται ὡς δόγμα πίστεως ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται ex cathedra, οἱ δὲ λοιποί κατηγορηματικὰ νὰ τὸ ἀρνοῦνται.
Καθίσταται λοιπόν προφανὲς ὅτι εἶναι ἀδιανόητη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀρχὴ τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως ἐσχάτως ἔχει νοηματοδοθεῖ, καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα πρόταση τοῦ καρδιναλίου, τότε, καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου  ΧVI.
Ἂν λοιπὸν ἡ «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως παρουσιάζεται  τελευταῖα, δὲ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ γιὰ τὴν πολυπόθητη ἕνωση Ἀνατολῆς-Δύσεως, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἐνδεδειγμένη πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς διαιρέσεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν; Νομίζω πώς μοναδική ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, ἡ ὁποία προϋποθέτει - καὶ ταυτόχρονα πραγματώνεται μὲ - τὴν ἐν ταπεινώσει ἐπιστροφὴ στὶς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἔζησε ἡ  Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ταπείνωση θὰ ἑλκύσει τὴ θεία Χάρη και τότε θὰ πραγματοποιηθεῖ ὄχι ἕνας ἀδόκιμος διπλωματικὸς συμβιβασμὸς μὲ ἀμφίσημες διατυπώσεις, ὁ ὁποῖος θὰ προσθέσει μόνο πικρία καὶ προβλήματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ καὶ γνήσια «ἑνότητα πίστεως καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
 
   Πάτρα  1 . 9 . 2016




* Τό παρόν ἄρθρο εἶναι τά ἐπιλεγόμενα τῆς διπλωματικῆς ἐργασίας (master) τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ὁ ἐπίσκοπός της στά πρακτικά καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν  Συνόδων, 2016,  σ.σ. 400.  Γιά τήν ἀπαραίτητη τεκμηρίωση στίς πηγές παραπέμπουμε στήν ἔκδοση.
[1]   MANSI 17, 489B : «Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν ἕκαστος θρόνος ἔχει ἀρχαῖά τινα  παραδεδομένα ἔθη. καὶ οὐ χρὴ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους διαφιλονικεῖν  καὶ ἐρίζειν. φυλάττει μὲν γὰρ ἡ τῶν Ρωμαίων ἐκκλησία τά ἔθη αὐτῆς  καὶ προσῆκον ἐστι. φυλάττει δὲ καὶ ἡ Κωνσταντινοπολιτῶν ἐκκλησία ἴδιά τινα ἔθη ἄνωθεν παραλαβοῦσα . ὡσαύτως καὶ οἱ τῆς Ἀνατολῆς θρόνοι». Ἡ Σύνοδος ὅμως, ὅπως στὴ συνέχεια ἀναφέρε-ται, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀθρόον χειροτονία καὶ ὄχι γιὰ  κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἅπτονται τῆς ἴδια τῆς δομῆς καὶ τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πίστεως ὅπως εἶναι τὰ παπικὰ δόγματα γιὰ τὴ Ρώμη.
[2] Ἀναλυτικότερα γιά τήν ἐκκλησιολογία τοῦ UR ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς,  βλ. Π. Χίρς, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης 2014.
[3] «Μποροῦμε ἀνεπιφύλακτα νά ποῦμε  ὅτι στὴν “καρδιὰ” τοῦ Διατάγματος συναντοῦμε τὸ θέμα τῆς ἑνότητας καὶ τῆς διαφορετικότητας. Καὶ παρόλο ποὺ τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἐκτίθεται ἔκδηλα στὰ τρία κεφάλαια τοῦ κειμένου, ὡστόσο αὐτὸ διαφαίνεται ὡς τρόπος ἀναγνώσεως  καὶ συνοχῆς ὅλου τοῦ κειμένου», βλ. W. Henn, «At the Heart of Unitatis Redintegratio. Unity in Diversity», Gregorianum 88(2007) 2, 330 κἑ«Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ», §16-18, στὸ Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ.  483:  «Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχές, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀκολουθοῦσαν  δική τους κανονικὴ τάξη, ἐπικυρωμένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ἀπὸ τὶς Συνόδους, ἀκόμα καὶ τὶς Οἰκουμενικές. Μία κάποια διαφορετικότητα ἐθίμων καὶ συνηθειῶν, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀντιβαίνει στὸ ἐλάχιστο στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὴν ὡραιότητά της καὶ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη βοήθεια στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της. Γι’ αὐτὸ ἡ ἱερὴ Σύνοδος, γιὰ νά ἐκλείψει κάθε ἀμφιβολία, δηλώνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀναγκαίας ἑνότητας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ ρυθμίζουν τὴ δική τους κανονικὴ τάξη, ὡς περισσότερο ἁρμόζουσα στὸν χαρακτήρα τῶν πιστῶν τους καὶ καταλληλότερη γιὰ νὰ προάγει τὸ καλὸ τῶν ψυχῶν. Ἡ τέλεια τήρηση αὐτῆς τῆς παραδοσιακῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀλήθεια δὲν τηρήθηκε πάντοτε, ἀνήκει σὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπολύτως ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε πρὶν γιὰ τὴ νόμιμη διαφορετικότητα πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὴ διαφορετικὴ διατύπωση τῶν θεολογικῶν διδασκαλιῶν», βλ. καί Παπικὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» («Ut unum sint») τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου 1995, Libreria Editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦ,   § 57. Ἡ πρόταση τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ» ἐτέθη ὡς βάση γιά τὴν ἕνωση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄, στόν ὁποῖο ἀπάντησε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως  τοῦ  1895, στό Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 2, ἐν Ἀθήναις 1953, σ. 934 κἑ.  Στὸ ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καὶ τὸ «Διάταγμα γιά τίς  Ἀνατολικές  Καθολικές Ἐκκλησίες» (Orientalium Ecclesiarum), βλ. Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ.  491.
[4]  Κατά τον J. Ratzinger: «Ἀναφορικὰ μὲ τὴν περὶ πρωτείου διδασκαλία, ἡ Ρώμη δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε καθοριστεῖ καὶ εἶχε βιωθεῖ κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία… Ἡ ἐπανένωση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ πάνω στὴ βάση ὅτι ἡ Ἀνατολὴ θὰ παρῃτεῖτο ἀπὸ τὸ νὰ πολεμᾶ τὴ δυτικὴ ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας ὡς αἱρετικὴ καὶ θὰ ἀναγνώριζε τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ ἐκείνη τὴ μορφὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ ἀπὸ ἄποψη πίστης, στὴν ὁποία ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας, ἐνῶ ἀντίστροφα ἡ Δύση θὰ ἀναγνώριζε τὴν Ἀνατολὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ στὴν πίστη σὲ ἐκείνη τὴ μορφὴ τὴν ὁποία αὐτὴ διατήρησε στὴν ἱστορία της» (J. Ratzinger, Theologische PrinzipienehreBausteine zur Fundamentaltheologie, Munich 1982, σ. 209). Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου (τότε) Ἐλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ («Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 508, D. Papandreou, “Ein Beitrag zur Uberwindung der Trennung zwischen der romisch-katholischen und der orthdoxen Kirche” στὸ Vasilios von Aristi, Das Papsamt: Dienst oder Hindernis für die Ökumene ? Regensburg 1985, σ. 162, 166-167),  τοῦ H. Scutte, στὸ Χρ. Σαββᾶτος (νῦν Μητρ. Μεσσηνίας), Τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, Ἀθήνα 2006, σ. 14 καὶ τοῦ E. Lanne, στό Δαμασκηνοῦ, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως»,  Στάχυς, 52-67(1977-1981) 516-517.    
Ἂς ἐπιτραπεῖ μία διαπίστωση μὲ πολὺ πόνο στὰ ὑπὸ τοῦ Ratzinger λεχθέντα: εἶναι ἰδιαίτερα τραγικὸ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία, μεγαλύτερη, ἐνδοξότερη καὶ εὐκλεέστερη τῆς α΄ χιλιετίας  νὰ ἔχει περιέλθει σὲ τέτοια σύγχυση, ὥστε:
νὰ θεωρεῖ θετικὴ θεολογικὴ ἐξέλιξη καὶ πρόοδο τὰ ὅσα ἔχουν συντελεστεῖ στὴ β΄ χιλιετία ἀναφορικὰ μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο!
νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὴν ἄρνηση τῆς θεόπνευστης, κανονικῆς, ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ παραδόσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὸ θεμελιωμένο πάνω στὶς πλαστογραφίες τοῦ ζοφεροῦ Μεσαίωνα (τὴν ψευδο-Κωνσταντίνειο Δωρεὰ καὶ τὶς ψευδο-Ἰσιδώρειες Διατάξεις) παπικὸ θεσμὸ (Προσχέδιο Κρήτης,  § 15)!
Παρακαλῶ ἂς μὴν ἐκληφθεῖ διαπίστωση αὐτὴ ὡς ἐχθρικὴ πολεμικὴ κατὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλὰ μόνο ὡς ἔκφραση θλίψεως καὶ πόνου καί  ταυτόχρονα καὶ ἀνησυχίας καὶ ἐγρηγόρσεως γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους!
[5]  θέση αὐτὴ ρητὰ ἔχει διατυπωθεῖ στὸ «Προσχέδιο τῆς Κρήτης» στὶς §§ 15, 22 καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τελευ-ταία  § 32 :  « ἐμ­πει­ρί­α τῆς πρώ­της χι­λι­ε­τί­ας ­πη­ρέ­α­σε βα­θειὰ τὴν πο­ρεί­α τῶν σχέ­σε­ων με­τα­ξὺ τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς ­να­το­λῆς καὶ τῆς Δύ­σε­ως. Πα­ρὰ τὴν ­να­πτυσ­σό­με­νη δι­ά­στα­ση καὶ τὰ προ­σω­ρι­νὰ σχί­σμα­τα κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου, κοι­νω­νί­α ­κό­μη δι­α­τη­ρεῖ­το με­τα­ξὺ Δύ­σεως καὶ Ἀνα­το-λῆς. ἀρ­χὴ τῆς ποι­κι­λί­ας ἐν τῇ ἑνό­τη­τι, ­ποί­α ­γι­νε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ δε­κτὴ στὴ Σύ­νο­δο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ποὺ ­γι­νε τὸ 879-80, ­χει ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α γιὰ τὸ θέ­μα στὸ πα­ρὸν αὐ­τὸ στά­διο τοῦ δι­α­λό­γου μας. Σα­φεῖς δι­α­στά­σεις στὴν ἀν­τί­λη­ψη καὶ ἑρ­μη­νεί­α δὲν ἐμ­πό­δι­σαν ­να­το­λὴ καὶ Δύ­ση νὰ πα­ρα­μεί­νουν σὲ κοι­νω­νί­α. ­πῆρ­χε δυ­να­τὴ αἴ­σθη­ση ­τι ­πάρ­χει μί­α Ἐκ­κλη­σί­α, καὶ ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα νὰ πα­ρα­μέ­νου­με σὲ ­νό­τη­τα ὡς ­να ποί­μνιο μὲ ­να ποι­μέ­να (­ω­άν. 10, 16). πρώ­τη χι­λι­ε­τί­α ­ποί­α ­χει ­ξε­τα­σθεῖ σαὐ­τὸ τὸ στά­διο τοῦ δι­α­λό­γου μας, εἶ­ναι κοι­νὴ πα­ρά­δο­ση ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν μας. Στὶς βα­σι­κὲς θε­ο­λο­γι­κὲς καὶ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὲς ἀρ­χὲς οἱ ­ποῖ­ες ­χουν συν­ταυ­τι­σθεῖ ­δῶ, αὐ­τὴ κοι­νὴ πα­ρά­δο­ση θὰ πρέ­πει νὰ ­πη­ρε­τεῖ ὡς πρό­τυ­πο γιὰ τὴν ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς πλήρους κοινωνίας». Παρόμοια ἔχει ὑποστηρίξει καὶ Δαμασκηνὸς  Τρανουπόλεως, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως»,  Στάχυς, 52-67(1977-1981)  508.
[6] Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (ut unum sint) τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου 1995, § 50,  Liberia editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦσ. 62. 
[7] «Le rôle particulier des Églises orientales catholiques correspond à celui qui est resté vacant à cause du manque de communion complète avec les Églises orthodoxes. Aussi bien le Décret Orientalium Ecclesiarum du Concile Vatican II que la Constitution apostolique Sacri canones (p. IX-X) qui a accompagné la publication du Code des canons des Églises orientales, ont mis en évidence combien la situation présente, et les règles qui la régissent, sont dirigées vers la pleine communion tant souhaitée entre l'Église catholique et les Églises orthodoxes. Votre collaboration avec le Pape et entre vous pourra montrer aux Églises orthodoxes que la tradition de la «synergie» entre Rome et les Patriarcats s'est maintenue - bien que limitée et blessée -, qu'elle s'est peut-être même développée pour le bien de l'unique Église de Dieu, répandue par toute la terre»,  La documentation catholique, no 2192, 15.11.1998. σ. 951-953 καί στό διαδικτυακό τόπο : www.la-croix.com/Urbi-et-Orbi/Documents/ Actes-du-Pape/Aidez-l-eveque-de-Rome-dans-sa-reflexion-sur-son-ministere-d-unite-2013-04-09-935467
[8] « Ἁγία (Β΄ Βατικανὴ) Σύνοδος πολὺ χαίρεται γιὰ τὴν καρποφόρα καὶ δραστήρια συνεργασία τῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης καὶ ταυτόχρονα δηλώνει : ὅλες αὐτὲς οἱ κανονικὲς διατάξεις καθορίστηκαν γιὰ τὶς παροῦσες συνθῆκες, ἕως ὅτου Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ διαιρεμένες  Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ἑνωθοῦν στὴν πληρότητα τῆς κοινωνίας» (ΟΕ  § 30, στὸ B΄ ΒατικανῆςΚείμενα,  σ. 504. Πάντως ἡ Σύνοδος «πολύ χαίρεται» γιὰ τὸ μέχρι τώρα ἔργο τῆς Οὐνίας …
[9]  Γιὰ τὴν Οὐνία στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τὴ Ρώμη βλ. Θ. Ζήση, Οὐνία, Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, Γ. Καψάνη, «Οὐνία, Ἡ μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Παρακαταθήκη, 60(2008), 3-10.  Ἱστορικὴ προσέγγιση τῆς Οὐνίας,  βλ. Γ. Μεταλληνός, Δ. Γόνης, Η. Φρατσέας, Εὐ. Μοράρου, Ἐπισκ. Βανάτου Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), Ἡ Οὐνία, χθὲς καὶ σήμερα, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1992. Ἐκτενέστερη βιβλιογραφία γιὰ τὴν Οὐνία,   βλ.  Κ. Κωτσιόπουλος, Ἡ Οὐνία στὴν Ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993.
[10]  Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ρώμη προβάλει τίς διατάξεις τοῦ «Διατάγματος  γιὰ τὶς Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες» ὡς «ἕνα εἶδος “ἐγγύησης”  ὅτι ἡ ἐπανεύρεση τῆς κοινωνίας μὲ τὴ Ρώμη δὲν συνεπάγεται καμιὰ ἀποποίηση τῶν ἴδιων στοιχείων τῶν μὴ λατινικῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων»! (B΄ Βατικανῆς,  Κείμενα, σ. 491.
[11]  Θ. Ζήση, «Ἡ οὐνία ὡς πρότυπο ψευδοῦς ἑνότητος. Τὰ ὅρια τῆς ποικιλομορφίας ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἑνότητα», - «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, ἔκδ. Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς  2011, σ. 107-114.
[12]  Congregatio pro Doctrina Fidei, Letter Communionis notio,  § 17. 3  (28.5.1992),  στή διαδυκτιακή τοποθεσία www.vatican.va/roman_curia/congregations/cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_28051992_communionis-notio_en.html.
[13]  «Unitatis Redintegratio» («Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ») Διάταγμα  τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου § 3, στὸ B΄ Βατικανῆς,  Κείμενα, σ. 471.  Ἰ. Μαραγκοῦ, Οἰκουμενικὰ Α΄, Ἀθήνα 1986,  σ. 33,   καὶ ἡ ἀπὸ 29.6.2007 ἀπάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ Διδασκαλία τῆς Πίστεως (Congregatio pro Doctrina Fidei) τῆς Ρωμαϊκῆς Κουρίας, στή διαδικτυακή τοποθεσία www.vatican.va/roman_curia/congregations/ cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_200 70629_responsa-quaestiones_en.html.

oynia 02


Επειδή το θέμα των ανταλλαγεισών επιστολών μεταξύ του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του πριμάτου των ουνιτών της Ουκρανίας Σβιάτοσλαβ είναι σοβαρότατο, κληρικοί και λαϊκοί εζήτησαν από τον υπογράφοντα να πληροφορηθούν περισσότερα γι’ αυτές. Προς τον σκοπό αυτό παρουσιάζουμε σε μετάφραση όλη την είδηση, όπως την έγραψε η ιστοσελίδα της Υπηρεσίας Θρησκευτικών Ειδήσεων της Ουκρανίας – ΥΘΕΟ (Religious Information Service of Ukraine - UGCC) την 1η Αυγούστου 2016, στις 10.33:

«Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ευχαρίστησε τον πριμάτο της Ουκρανικής Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας, Πατριάρχη Σβιάτοσλαβ (Σέβτσουκ) για την υποστηρίξη του στην Πανορθόδοξη Σύνοδο, την οποία εξέφρασε στην επιστολή του. Αυτή (η επιστολή) δημοσιεύεται από τη Διεύθυνση Ειδήσεων της ΥΘΕΟ:

“Έχουμε την ευχαρίστηση να επωφεληθούμε της ευκαιρίας να εκφράσουμε την ειλικρινή μας ευγνωμοσύνη για την επιστολή σας και για τις αδελφικές ευχές σας για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η οποία – με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη συνέργια των αδελφών μας Προκαθημένων και ιεραρχών των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών από όλο τον κόσμο – συνήλθε στις 19 Ιουνίου και επιτυχώς ετελείωσε στις 26 Ιουνίου 2016 στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης” γράφει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πατριάρχης συνεχίζει στην επιστολή του:

Μπορούμε να σας διαβεβαιώσουμε Σεβασμιώτατε (Your Eminence) η δέσμευσή μας στον διάλογο με την Αδελφή μας Εκκλησία υπερβαλλόντως υποστηρίχθηκε στις Συνοδικές Επιτροπές και επισήμως αναφέρεται στο τελικό ανακοινωθέν. Αυτή, κατά την άποψή μας, είναι βεβαίως κρίσιμη για την αξιόπιστη και ενωτική μαρτυρία του Ευαγγελίου στον ταραγμένο κόσμο της εποχής μας”. (Σημ. Η υπογράμμιση του γράφοντος)

Επίσης ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος διαβεβαίωσε (Σημ. τον ουνίτη πατριάρχη) για τις προσευχές του “για ειρήνη και σταθερότητα στην Ουκρανία”. “ Είθε ο Παντοδύναμος Θεός να προστατεύει και να φυλάσσει την πληγωμένη χώρα σας” ευχήθηκε (Σημ. στην επιστολή του ) ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Σημειώνεται ότι τον Μάϊο του 2016 ο (Σημ. ουνίτης) πατριάρχης έγραψε επιστολή στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, στην οποία εξέφρασε την υποστήριξή του στη Σύνοδο της Κρήτης.

Πολλοί από τους ιεράρχες που συλλογίζονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία ίσως να εκπλήσσονται όταν πληροφορούνται ότι η Κεφαλή της (Σημ. ουνίτικης) εκκλησίας, η οποία συχνά αναφερόταν ως το μέγιστο εμπόδιο στον οικουμενικό διάλογο, σας υποστηρίζει με τις ειλικρινείς προσευχές της, ο Θεός να είναι παρών στις συζητήσεις σας, διότι “ όπου είναι δύο ή τρεις συνηγμένοι στο όνομά μου εκεί είμαι ανάμεσά τους (Ματθ. ιη΄ 20)”, έγραψε ο Πατριάρχης Σβιάτοσλαβ.

Στην επιστολή του ο Πατριάρχης της Ουκρανικής Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας υπενθυμίζει επίσης ότι πριν από 21 χρόνια μέλη της Ομάδας Μελέτης της Εκκλησίας του Κιέβου πραγματοποίησαν επίσκεψη στο Φανάρι.

Σας διαβεβαιώ ότι το ίδιο πνεύμα οικουμενικής δεκτικότητας και ειλικρίνειας που τότε είδατε στους Ουκρανούς Ελληνες Καθολικούς ιεράρχες και κληρικούς διατηρείται ζωντανό σήμερα. Εν τούτοις, υπάρχει ένα ζήτημα, θα ήθελα να προτείνω στη Σύνοδο να μελετήσει – να συζητήσει τη δυνατότητα εφαρμογής κοινών σχεδίων για την ιστορία, για τον “καθαρισμό της μνήμης και την επούλωση των πληγών του παρελθόντος” έγραψε η κεφαλή της Ουκρανικής Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας στην επιστολή του».

Αυτό είναι το ρεπορτάζ του εκκλησιαστικού πρακτορείου ειδήσεων της Ουκρανίας την 1η Αυγούστου 2016, χωρίς σχόλια. Λένε τόσα πολλά τα όσα αναφέρονται στις επιστολές του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του ουκρανού ουνίτη Πατριάρχη, ο οποίος μάλιστα δίνει και συμβουλές στη Σύνοδο της Κρήτης, ώστε περιττεύει κάθε περαιτέρω σχόλιο.-

papes 01


Μόνο ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ κατά τη θητεία του είχε προτείνει συνολικά 1.351 αποθανόντες, στους οποίους «είδε» θεία χαρίσματα

Στην πιο επιτυχημένη μονάδα... αθρόας παραγωγής αγίων έχει μετεξελιχθεί το Βατικανό τις τελευταίες δεκαετίες. Αναφερόμαστε, ασφαλώς, στην περίοδο όπου στην έδρα της Καθολικής Εκκλησίας βρισκόταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ (1920-2005), ο οποίος δεν είχε ενδοιασμούς κατά τη θητεία του να προτείνει συνολικά 1.351 ανθρώπους για αγιοποίηση.

Εν τέλει, ανακηρύχθηκαν άγιοι μόλις 464. Ούτως ή άλλως, ο αριθμός αυτός παραμένει εντυπωσιακός, αφού την περίοδο που ηγείτο της Αγίας Εδρας -από το 1978 έως το 2005- ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ οι αγιοποιήσεις ήταν σχεδόν κατά 55% περισσότερες σε σχέση με εκείνες που είχαν γίνει τα προηγούμενα 500 χρόνια! Ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά στα στατιστικά στοιχεία, βλέπουμε ότι από το 1588 έως το 1700 έγιναν 25 αγιοποιήσεις, μέσα στον 18ο αιώνα 29, τον 19ο αιώνα οι αγιοποιήσεις έφτασαν τις 79, ενώ από το 1900 έως το 1978 σημειώθηκαν 168. Στη θητεία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ οι ανακηρύξεις των αγίων έφτασαν τις 460!

Μετά τον θάνατό του ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ανακηρύχθηκε άγιος στις 27 Απριλίου 2014 (είχε προηγηθεί η οσιοποίησή του το 2011), ενώ στις αρχές του 2011 η Καθολική Εκκλησία τού είχε αποδώσει επίσημα το πρώτο του θαύμα. Αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι το θαύμα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ έγινε ενώ είχε... αποβιώσει. Η Γαλλίδα καλόγρια Μαρί Σιµόν Πιερ, η οποία έπασχε από τη νόσο Πάρκινσον -από την οποία έπασχε και ο Πάπας- προσευχήθηκε στη µνήµη του δύο μήνες μετά τον θάνατό του. Και, όπως δήλωσε η καλόγρια, ξαναγεννήθηκε, θεραπεύτηκε από τη νόσο και μπόρεσε και πάλι να περπατήσει, να γράψει και να οδηγήσει! Εντός του 2016 είναι πολύ πιθανό να ανακηρυχθεί αγία και η Μητέρα Τερέζα (1910-1997), η οποία οσιοποιήθηκε το 2003, αν και έχουν διατυπωθεί σοβαρές ενστάσεις από διάφορες πλευρές για την προσωπικότητα και το έργο της.

Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή σε παλαιότερους αιώνες, διαπιστώνουμε πως, όταν η Εκκλησία βάδιζε σε συνθήκες ενότητας και σύμπνοιας, οι κανόνες ήταν εξίσου σεβαστοί και από τους Δυτικούς. Δεν χρειαζόταν όμως να συμβεί το Σχίσμα του 1054 για να εξακριβωθεί και επισήμως η ριζική διαφοροποίηση της Καθολικής Εκκλησίας. Από τον 9ο αιώνα ο Πάπας παρενέβαινε είτε από μόνος του είτε έπειτα από αίτημα των επισκόπων, προκειμένου να επισημοποιήσει τις αποφάσεις των τελευταίων περί αγιοποιήσεων.

Μετά το 1230 η ευθύνη των αγιοποιήσεων περνά αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του εκάστοτε Πάπα, επισημοποιώντας στην πράξη το χάσμα που είχε ανοίξει με το Σχίσμα ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. Για να μετονομαστεί ένας απλός θνητός σε άγιο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, διαμορφώνεται το σκηνικό μιας διαδικασίας -που δεν απέχει και πολύ από το να χαρακτηριστεί δίκη-, όπου με πολύ σχολαστικό τρόπο γίνεται λεπτομερής αναφορά στις συνθήκες ζωής, στις αρετές και στα θαύματα του εν λόγω προσώπου. Την αρμοδιότητα για τις «δίκες» αυτές έχει αναλάβει αποκλειστικά από το 1588 έως σήμερα ένας ρωμαϊκός οργανισμός, ο οποίος δεν χάνει τον χρόνο του με το να ασχολείται συγχρόνως και με άλλα ζητήματα! Πέραν της αγιοκατάταξης, τους καθολικούς απασχολεί και το θέμα των «μακαρίων» της, οι οποίοι επίσης αναμένουν με τη σειρά τους να λάβουν θέση στο πάνθεον των αγίων! Αλλά και στην περίπτωση των «μακαρίων» έχουμε... ρεκόρ ανακηρύξεων. Τον 17ο αιώνα είχαμε 77, τον 18ο και 19ο αιώνα 269, ενώ τον 20ό αιώνα και έως το 1978 είχαμε 799. Από τη χρονιά όμως εκείνη έως το 2003 -επί Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄- οι «μακάριοι» εκτοξεύτηκαν στους 1.291! Βέβαια, όλες αυτές οι αγιοποιήσεις δεν γίνονταν πάντοτε δεκτές με τα πιο επιδοκιμαστικά σχόλια στην τάξη των αξιωματούχων του Βατικανού. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι συγκεκριμένες αποφάσεις συνδέθηκαν με πολιτικά και άλλα «κοσμικά» κριτήρια, που κάθε άλλο παρά έχουν σχέση με τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Στο ίδιο πάνω κάτω πνεύμα κινείται και ο σημερινός Πάπας Φραγκίσκος, ο οποίος συνεχίζει τις αγιοποιήσεις.

 

Ο καρδινάλιος που κατηγορήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων Σέρβων

papes 02

Η απόφαση για την αγιοποίηση το 2014 τόσο του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ (ηγήθηκε των καθολικών από το 1958 έως το 1963) όσο και του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ την ίδια χρονιά προκάλεσε προβληματισμό και διαφωνίες. Ωστόσο μεγαλύτερες αντιδράσεις προκάλεσε και η αγιοποίηση πριν από δύο χρόνια του Κροάτη καρδινάλιου Αλοΐσιους Στέπινατς, ο οποίος έχει κατηγορηθεί ότι συνέδραμε στην εξόντωση χιλιάδων Σέρβων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το γεγονός αυτό, μάλιστα, δεν πέρασε απαρατήρητο από την Εκκλησία της Σερβίας, καθώς ο Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος είχε δηλώσει τότε με αφορμή το γεγονός αυτό: «Με την αγιοποίησή του η σχέση μας με το Βατικανό δεν θα απειληθεί, αλλά θα ρίξει μια σκιά πάνω από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία».

Διόλου απαρατήρητη δεν πέρασε και η αγιοποίηση πριν από έναν χρόνο του ιεραπόστολου Χουνιπέρο Σέρα (18ος αιώνας), τον οποίο πολλοί ιστορικοί θεωρούν υπεύθυνο για δολοφονίες Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής. Το φθινόπωρο του 2015 τη «σκυτάλη» της αγιοποίησης πήραν οι γονείς της Αγίας Τερέζας του Λιζιέ, ο Λουίς Μαρτίν και η Μαρί Αζελιέ Γκερίν. Πρόκειται για το πρώτο παντρεμένο ζευγάρι το οποίο ανήκει στις τάξεις των αγίων στη σύγχρονη ιστορία. «Το ιερό ζεύγος Λουίς Μαρτίν και Μαρί Αζελιέ Γκερίν ήταν πρότυπο χριστιανικής οικογένειας. Καθημερινά οικοδομούσαν ένα περιβάλλον πίστης και αγάπης στην οικογένεια» ανέφερε ο Πάπας Φραγκίσκος την ημέρα της ανακήρυξής τους. Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η αγιοποίηση του ζεύγους από τη Σύνοδο αναδεικνύει τον εξέχοντα ρόλο που έχουν οι γονείς στην πνευματική ανατροφή των παιδιών τους. Ωστόσο το έργο των αγιοποιήσεων δεν σταματά εκεί, αφού στη συνέχεια αγιοποιήθηκαν ο Ιταλός ιερέας Βιτσέντζο Γκρόσι, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του σε φιλανθρωπικά έργα, και η Ισπανίδα καλόγρια Μαρία Ιζαμπέλ Σαλβάτ Ρομέρο.

 

Οι μεγάλες διαφορές με την Ορθοδοξία και τα κριτήρια που έχουν τεράστιες αποκλίσεις

«Δεν έχουμε μόνο κατά συρροήν ανακηρύξεις αγίων στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τον ευκολότερο τρόπο, αλλά και... εκπτώσεις αγίων» σημειώνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός και συμπληρώνει: «Το 1969 είχα γράψει ένα άρθρο με αφορμή την καθαίρεση από το Βατικανό -με απόφαση του ΠάπαΠαύλου ΣΤ΄- του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Αικατερίνης και άλλων Αγίων με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν επαρκή ιστορικά στοιχεία υπέρ αυτών. Το απόλυτο κέντρο και η πηγή κάθε εξουσίας στη δυτική χριστιανοσύνη είναι ο Πάπας. Επομένως, η εκεί ανακήρυξη αγίων από το Σχίσμα και έπειτα έχει χάσει τα στοιχεία και τα κριτήρια της αρχαίας πατερικής παράδοσης. Σε εμάς, αντιθέτως, η Εκκλησία έχει κρατήσει τα στοιχεία αυτά διά των Αγίων της. Τηρούμε ορισμένες αγιολογικές προϋποθέσεις, με τις οποίες προχωρά ως σώμα η Εκκλησία στο θέμα της αγιοκατάταξης. Πρώτη φορά που Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναμειγνύεται στο θέμα της αγιοκατάταξης ήταν το 1368 για τον Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

Η πράξη της ανακήρυξης γινόταν τότε από την τοπική κοινωνία. Στην περίπτωση του Αγίου Σπυρίδωνος (5ος αιώνας) έχουμε στοιχεία πως ίσχυε ότι οι μόνοι που μπορούσαν να ομολογήσουν ως σώμα ότι έχει φτάσει κοντά στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και στη θέωση ήταν οι επιχώριοι: για "τα θαυμάσια αυτού (τα θαύματά του) είσασι οι επιχώριοι", οι ντόπιοι κάτοικοι, δηλαδή, μιας περιοχής που ζούνε κάθε θαύμα του». Ο π. Γεώργιος αναφέρεται και στη συγκρότηση ενός δικαστηρίου στο οποίο προεδρεύει ο εκάστοτε Πάπας, όπου βάσει αυτού κρίνεται εάν πρέπει να αγιοποιηθεί ένα πρόσωπο ή όχι. Από τη μια πλευρά βρίσκεται ο advocatus diavoli, ο οποίος παρουσιάζει όλα τα αρνητικά στοιχεία που τυχόν υπάρχουν για το συγκεκριμένο πρόσωπο, και από την άλλη ο συνήγορος υπεράσπισης.

Υπενθυμίζει, μάλιστα, και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Υπήρξε κάποτε η περίπτωση ενός Πάπα υποψήφιου για αγιοποίηση, στον οποίο καταλογίστηκε ότι... έτρωγε πολλά μακαρόνια! Καταλαβαίνετε πού φτάνουμε..» Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός τονίζει ότι σήμερα έχουμε χάσει την επαφή με τους Αγίους μας, ενώ συγχρόνως χάνουμε και τα ορθόδοξα κριτήρια. «Πάντοτε εζητούντο δύο στοιχεία: το λείψανο και η κατάσταση του λειψάνου. Κατά πόσο είναι αυτό ακέραιο, υπερβαίνοντας τη φθορά του χρόνου, όπως στην περίπτωση του Αγίου Σπυρίδωνος, του Αγίου Διονυσίου κ.ά. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να διαλυθεί το λείψανο, αλλά να υπάρχει εκπομπή ευωδίας. Αυτά είναι στοιχεία έκτακτα, που μαρτυρούν περί της αγιότητας. Χωρίς λείψανο με αυτές τις ιδιότητες και χωρίς την ύπαρξη θαυμάτων δεν ανακηρύσσεται κάποιος Αγιος» λέει ο π. Γεώργιος και συμπληρώνει:«Αγιος που δεν θαυματουργεί δεν θεωρείται Αγιος. Την παροιμία "Αγιος που δεν θαυματουργεί δεν τιμάται ως Αγιος" τη βρήκα, μάλιστα, στη Σουηδία, σε κάποια έρευνα που διεξήγαγα εκεί. Δεν έχει σημασία εάν είναι κάποιος ευσεβής, καλός και υπάκουος, αλλά αν φανερώνει τη χάρη του Θεού που ενοικεί μέσα του. Αν έχει γίνει ο άνθρωπος Ναός του Θείου Πνεύματος».

Το 1988 στην τότε επέτειο της Ρωσικής Εκκλησίας υπήρξε η περίπτωση της ανακήρυξης 12 Αγίων μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί μια σχετική εντύπωση. Από αυτούς που αναγνωρίστηκαν ως Αγιοι μόνο δύο συγκέντρωναν τεκμηριωμένα τα στοιχεία της αγιότητας. Η Οσία Ξένη η διά Χριστόν σαλή και ο Αγιος Μάξιμος ο Αγιορείτης. Με βάση την αγιολογική παράδοσή μας γίνονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι ανακηρύξεις Αγίων, ωστόσο παραμένουν τα ερωτήματα για κάποιες περιπτώσεις από την περίοδο μετά την Τουρκοκρατία έως σήμερα. «Ως προς τα θαύματα του Αγίου Παϊσίου και του Αγίου Πορφυρίου, του Αγίου Νεκταρίου, αυτά δεν μπορεί να αμφισβητηθούν. Εκείνο που χρειάζεται είναι το "μη αμφισβητείν τοις Αγίοις", που έλεγε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτοί έχουν την εμπειρία της αγιότητας» επισημαίνει ο π. Γεώργιος και καταλήγει: « Η κρίση των σοφών που αμφισβητούν τα θαύματα δεν έχει καμία αξία, αξία έχει μόνο η κρίση των Αγίων, που έχουν την εμπειρία της θέωσης. Μπορεί να αμφισβητεί καθένας ό,τι θέλει. Αυτός βρίσκεται όμως εκτός της Εκκλησίας και του Σώματος του Χριστού».

 

Πηγή: (Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια), Δημοκρατία

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...