
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Διαβάζω κι ακούω κάποιους που θρηνολογούν για την οριστική απώλεια της απλότητας και της ποίησης στη ζωή μας και στο περιβάλλον μας έτσι, όπως το μεταμορφώσαμε. Τους διαβάζω, ακούω τα θρηνολογήματά τους και… σ’ ένα μέρος τους συμμερίζομαι. Προσπαθώ όμως να γίνω και κάπως κριτικός.
Ομολογώ πως κάθε δρομάκι και κάθε γειτονιά της Σκιάθου της εποχής του Παπαδιαμάντη μπορούσε να γίνει πίνακας ζωγραφικής, ενώ στις μέρες μας λιγόστεψαν τα γραφικά τοπία. Το ίδιο λιγόστεψε η γραφικότητα του κάθε διαβάτη, που βαδίζει βιαστικός στους δρόμους της σύγχρονης πόλης αλλά και των χωριών μας. Και πολλά πάρα πολλά κατασκευάσματα της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας δεν μπορούν να δώσουν θέμα στους παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Στους μοντέρνους καλλιτέχνες κάπως μπορούν να δώσουν θέμα, αλλά το αποτέλεσμα δεν συγκινεί, απλώς κινεί την περιέργεια και οι μοντέρνοι επισκέπτες των μουσείων μοντέρνας τέχνης υποκρίνονται πως τους αρέσουν, για να μη θεωρηθούν καθυστερημένοι.
Από δω αρχίζει η ανίχνευση της νοσηρότητας και του λάθους. Γιατί το καθυστερημένο δεν είναι καλό και άξιο; Γιατί η σμίλη και ο χρωστήρας του Θεού επιμένει να είναι τόσο καθυστερημένος αψηφώντας τον χλευασμό μας; Μας δίνει όμως μια πειστική απάντηση άκρως χαρακτηριστική της θεϊκής αγαθότητάς του. Μας αναγνωρίζει παιδιά του και μας σκεπάζει με τη χάρη του.
Μπορεί οι ανάγκες μιας πληθωρικής ανθρωπότητας να μας επιβάλλουν σχήματα και χρώματα μοντέρνα στις κατασκευές μας, αλλά να συντηρούμε και να εξακολουθούμε ν’ αγαπούμε και τα παραδοσιακά μας. Μπορούμε δηλαδή να δεχόμαστε τα μοντέρνα στο βαθμό της ανάγκης χωρίς να τα θεωρούμε αξίες ούτε αισθητικές ούτε βιοτικές. Μπορούμε δηλαδή να κατασκευάζομε πολυώροφα οικοδομήματα, όπου υπάρχει ανάγκη, χωρίς όμως να αξιολογούμε αισθητικά και πολιτιστικά ακόμη τα κατασκευάσματα αυτά ως αντιπροσωπευτικότερα της ανθρώπινης προόδου.
Η ιστορία μας επιβάλλει άλλα σχήματα και άλλα μεγέθη σε σύγκριση προς τα παλιά, αλλά δεν πρέπει να μας ενθουσιάζουν επειδή είναι άλλα. Η αμαρτία του καινούργιου σχήματος έγκειται στο ότι θεωρείται και γίνεται δεκτό όχι μόνο ως αναγκαίο αλλά ως καλύτερο. Άλλωστε αυτό γίνεται αισθητό από την αδυναμία του να γίνει δεκτό από την τέχνη. Αυτό, νομίζω, έγινε και αιτία της αφηρημένης τέχνης. Επειδή τα μοντέρνα σχήματα είναι άμουσα, η αφαίρεση στην τέχνη φέρνει μια ασάφεια, για ν’ αποφύγει τη γελοιοποίηση.
Αν ο σύγχρονος άνθρωπος ξυπνούσε με την προσευχή του και συνέχιζε την ημέρα του με το «Κύριε ελέησον», ό,τι μοντέρνο επινοούσε και κατασκεύαζε, για να θεραπεύσει τις ανάγκες ενός τόσο πολυπληθέστερου κόσμου, θα το αισθανόταν ως δωρεά του Θεού, και όχι ως θρίαμβο του αλλοτριωμένου ανθρώπου, ως άλλον πύργο Βαβέλ δηλαδή. Πιστεύω ότι είναι άνετα δυνατόν ένας πιλότος να οδηγεί ένα Μπόινγκ πάνω στα 30000 πόδια δοξάζοντας το Θεό για τα μεγαλεία του καθώς θα βλέπει από κάτω του τα Ιμαλάϊα και καθώς θ’ απολαμβάνει την ευκολία να νικάει τις αποστάσεις. Έτσι δεν θα ‘κανε κι ο απόστολος Παύλος, αν πήγαινε στην Ιταλία με ένα ελικόπτερο; Γιατί όμως όταν απολαμβάνουμε τις πιο υψηλές δωρεές του Θεού, τις κλέβουμε απ’ τα χέρια του και τις αισθανόμαστε «δικές μας» χωρίς κι εμείς να είμαστε «δικοί του»; Εδώ συναντώ την αμαρτία του πολιτισμού.
Ένας πολιτισμός της ευχαριστίας, της αναφοράς κάθε πρωτοβουλίας στη φώτιση του Θεού με την επικοινωνία της προσευχής, θα κάνει αμέσως τους ανθρώπους αθώους και εγκρατείς. Ίσως να κάνει λίγο βραδύτερους τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά θα καθιστά την ανάπτυξη προσιτή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, δεν θα πετά στο περιθώριο τόσο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να γίνει και δαίμονας με την αλαζονεία του. Γι’ αυτό ο κάθε χαρισματικός άνθρωπος εύκολα κυριεύεται από την τάση να ξεπεράσει κάθε όριο και να αισθανθεί ένα προσωπικό θρίαμβο. Αυτός είναι ο ανθρώπινος εωσφορισμός. Μπορεί κανείς να ιδεί αυτή την τάση εκφρασμένη σαφέστατα στον Επιτάφιο του Περικλή.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επισημάνει καίρια τη σημασία της κάθε προκοπής και κάθε πρωτοβουλίας του ανθρώπου και γι’ αυτό έχει εφαρμόσει τον «αγιασμό» ως προϋπόθεση επιτυχίας. Κάθε σπίτι εγκαινιάζεται με αγιασμό, αλλά κάθε κατάστημα, εργοστάσιο, νοσοκομείο, αυτοκίνητο, μηχανάκι, καράβι και γενικά κάθε κατασκεύασμα του ανθρώπου, για να γίνει και να λειτουργεί με την ευλογία του Θεού. Και κάθε σχολικό έτος ξεκινάει με αγιασμό, όπως και κάθε κυβέρνηση της χώρας.
Ας εμβαθύνουμε λοιπόν το νόημα του αγιασμού, που εγκαινιάζει κάθε βήμα του πολιτισμού, για να καταλάβουμε γιατί αποτυγχάνουμε ή επιτυγχάνουμε στα έργα μας σ’ αυτή τη ζωή.
Πηγή: Η άλλη όψη
Παιδί μου, σε βλέπω, σε παρακολουθώ, είμαι δίπλα σου, σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, να προσέχεις! Από τι να προσέχεις άραγε; Από όλα εκείνα που γεννούν το φόβο στην καρδιά μου για σένα; Να προσέχεις όλα ετούτα που φοβάμαι εγώ; Άραγε τα φοβάσαι κι εσύ; Δε σε ρώτησα ποτέ; Αναρωτιέμαι εδώ τώρα που σου γράφω σαστισμένος, άραγε κατάφερα να σε κάνω να φοβηθείς τις δικές μου Ερινύες; Πέτυχα στόχο σε τούτο το έγκλημα; Αν ναι παιδί μου, σου ζητώ ταπεινά να με συγχωρέσεις κάποτε στη ζωή σου. Αν δεν τα κατάφερα, άραγε τι να σε φοβίζει, τι να σε τρομάζει εσένα;
Παιδί μου, σε βλέπω, σε παρακολουθώ, είμαι δίπλα σου, σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, μα δεν ακούς. Η ζωή μου από τη ζωή σου χωρίζονται πέρα ως πέρα με ένα διάφανο αδιαπέραστο πέτασμα, σα τζαμαρία που αγγίζει τον ουρανό. Όσες φορές κι αν νόμισα πως σου συμπαραστάθηκα, πως ήμουν δίπλα σου, πως ήμουν μαζί σου, κάλυψα τι δική μου ανάγκη ως γονιός, αλλά τη δική σου ανάγκη ως παιδί, άραγε την κάλυψα;
Η ζωή μου από τη ζωή σου χωρίζονται πέρα ως πέρα με ένα διάφανο αδιαπέραστο πέτασμα, σα τζαμαρία που αγγίζει τον ουρανό. Σε τούτο το διάφανο πέτασμα που μας χωρίζει, καθρεφτίζονται τα πάθη μου, τα λάθη και τα ελαττώματά μου, η χοϊκή μου φύση, το πάθος της σάρκας, η φυλαργυρία, η λαιμαργία, η απληστία, η αχαριστία, η μνησικακία... η ροπή σε κάθε μορφή αμαρτίας. Νόμιζα δε φαίνομαι, πως είμαι καλά κρυμμένος, μα όλα ήταν στο φως, όλα μπροστά στα αθώα ματάκια σου, ποτίσανε αδιάκριτα την παιδική σου ψυχούλα με τις δικές μου αμαρτίες. Πως να σταθώ μπροστά σου; Τι να σε συμβουλέψω;
Η ζωή μου από τη ζωή σου χωρίζονται πέρα ως πέρα με ένα διάφανο αδιαπέραστο πέτασμα, σα τζαμαρία που αγγίζει τον ουρανό. Παιδί μου, σε βλέπω, σε παρακολουθώ, είμαι δίπλα σου, σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, μα δεν ακούς. Γονατίζω, κοιτάζω μέσα στην καρδιά μου. Κλαίω σαν μικρό παιδί, Παναγία Μητέρα του γλυκύτατου Ιησού, το παιδί μου Παναγία μου, σώσε το παιδί μου από τα δικά μου λάθη, από τα δικά μου πάθη και τους φόβους μου. Την πάσαν ελπίδα μου για το παιδί μου Παναγία μου, είς σε ανατίθημι...
Τότε άκουσα τη φωνή σου παιδί μου:
- Μπαμπά! σ’ευχαριστώ
Έτρεξα με δύναμη να σ’ αγκαλιάσω μα το διάφανο πέτασμα δεν υποχωρούσε.
- Παιδί μου, αγάπη μου, σπλάχνο μου, ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη, μα πάλι δε με άκουγες.
Κόντεψα να τρελαθώ, κολλημένος στο διάφανο τζάμι που μας χώριζε, κάρφωσα το βλέμμα μου στα ματάκια σου και ψιθύρισα με απόγνωση...
- Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου,
- Σ’ακούω μπαμπά, σ’ ακούω καθαρά, ξέρω πως αγωνιάς, ξέρω πως με στηρίζεις, μα πάνω από όλα ξέρω πως με αγαπάς...
- Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου,
- Σ’ακούω μπαμπά, σ’ ακούω καθαρά, σε ευχαριστώ μπαμπά!
Υ.Γ. Αφιερωμένο
- στην κορούλα μου την “Κωνσταντίνα μου”, ήταν είναι και θα είναι η μούσα μου. (στο Νίκο και τη Μαριγούλα επίσης αλλά θαρρώ τραβήξαν πολύ λιγότερα από την αδερφούλα τους)
- στην ανεψιά Δωροθέα, που μαζί με την Κωνσταντίνα ήταν η επιβεβαίωση του βιβλίου “ο ασθενής που θεράπευσε τον θεραπευτή του” στην περίπτωσή μου
- σε όλα τα “παιδιά μου” που με τίμησαν φέτος με την εμπιστοσύνη τους
- πάνω από όλα στους γονείς και διδασκάλους, που δεν ανακάλυψαν ακόμα τη δύναμη της προσευχής στη χάρη της Παναγίας, ή που παρασύρθηκαν και την ξέχασαν
Πηγή: Κατάνυξις
Ἡ ἄποψη ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀμφίεσης τῆς γυναικός, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς, δὲν εἶναι καὶ τόσο σημαντικό, εἶναι λανθασμένη.
Ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἀκόμη ὑπῆρχε ἡ γνώμη ὅτι ὅταν ἡ γυναίκα δὲν προσέξη τὴν σεμνὴ ἐνδυμασία ἀποβάλλει καὶ τὴν αἰδώ: «Ἅμα δὲ κιθῶνι (χιτῶνι) ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή» (Ἡροδότου, Ἱστορία, 1, 8, 14).
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπουμε ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Δημιουργός μας Θεὸς φρόντισε νὰ ἐνδύση τὰ γυμνὰ σώματα τῶν πρωτοπλάστων μετὰ τὴν πτώση τους: «Καὶ ἐποίησεν κύριος ὁ θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γέν. 3, 21). Ἡ ἐνδυμασία ἐδόθη στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν παρακοή του, γιὰ νὰ καλύπτη τὸ σῶμα του καὶ νὰ ἐνθυμῆται τὴν πτώση του καὶ τὴν ἀπογύμνωσή του ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ τὸ ἔκαμε ὁ Θεὸς «πρὸς τὸ μὴ γυμνοὺς εἶναι καὶ ἐνασχημονεῖν», κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο (βλ. PG 53,149).
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἐνδυμασία ὑφίσταται ὡς κάλυψη τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ σώματός μας (πρβλ. Α´ Κορ. 3, 16. 6, 19. Β´ Κορ. 6, 16), ἀλλὰ καὶ ὡς σφραγίδα ἁγνότητος, συνεχοῦς νήψεως καὶ ὑγείας πνευματικῆς ( Πρβλ. Μάρκ. 5, 15. Λουκ. 8, 35).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τὴν σημασία, τὴν ὁποία ἔχει ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν χριστιανὴ γυναίκα ποὺ θέλει νὰ εἶναι θεοσεβής: «Ὡσαύτως [καὶ] γυναῖκας ἐν καταστολῇ (δηλ. ἐνδυμασία) κοσμίῳ μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν καὶ χρυσίῳ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ, ἀλλ᾽ ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν» (Α´ Τιμ. 2, 9-10). Στὸ χωρίο αὐτὸ δηλώνεται ἐμφανέστατα ὅτι ἡ ἐνδυμασία δὲν εἶναι δευτερευούσης σημασίας, ἀλλὰ φανερώνει τὴν σεμνότητα ἢ μὴ τῆς ψυχῆς: «Τῇ περιβολῇ μηνυούσῃ τῶν ψυχῶν τὴν σεμνότητα» (PG 82, 801).
Ἔτσι, λοιπόν, ὅποιοι καὶ ὅποιες «ἀναισχύντως ἀπογυμνοῦν, ἃ συγκαλύπτειν εὐσχημονέστερον» (Μ. Βασιλείου), δὲν καλύπτουν, δηλαδή, τὸ σῶμα τους καὶ τὸ ἀποκαλύπτουν στὰ μάτια τῶν ἄλλων, αὐτοὶ εἶναι ἄσεμνοι - ἀσεβεῖς. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἀσεβοῦν σὲ κάτι ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκει, ἀφοῦ τὸ σῶμα μας ἀνήκει στὸν Δημιουργό μας Θεό: «ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α´ Κορ. 6, 20). Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος εἶναι κατηγορηματικός: «Εἰ γὰρ ἀλλότριόν ἐστι τὸ σῶμα, οὐκ ἔχετε ἐξουσίαν ἀλλότριον σῶμα ὑβρίζειν, φησὶ, καὶ μάλιστα ὅταν ᾖ Δεσποτικόν, οὐδὲ ναὸν μολύνειν τοῦ Πνεύματος» (PG 61,147). Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶναι ἀπόλυτος στὸ ζήτημα τῆς σεμνότητος: «Οὐκ ἐκδύσῃ γυμνός· νυκτὸς δὲ καὶ ἡμέρας τὸ ἱμάτιόν σου ἔστω καλύπτον τὴν σάρκα σου» (Πρβλ. PG 28, 264C).
Καταφαίνεται, λοιπόν, ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅτι ἡ σεμνὴ ἐνδυμασία φανερώνει τὴν ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ ψυχή, διότι ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ὁπωσδήποτε ἐπιδρᾶ οὐσιαστικῶς στὴν ψυχή. Εἴτε τὴν ξιπάζει, τὴν φέρνει σὲ κενοδοξία καὶ ἔπαρση μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς ἀσέμνου περιβολῆς εἴτε τὴν φέρνει σὲ κατανυκτικὴ ὑποταγὴ καὶ ταπείνωση μὲ τὴν σεμνὴ καὶ μεμετρημένη περιβολή. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπισημαίνει ὅτι τὸ «πανταχόθεν περιστέλλεσθαι καλῶς, ὅπερ ἐστὶ πολλοῦ φόβου σημαντικόν», δηλαδὴ ὅτι ἡ σεμνὴ ἐνδυμασία δηλώνει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. (Βλ. PG 95, 1005).
Ἡ ἄσεμνος ἐνδυμασία, «τὸ πάθος τοῦ καλλωπισμοῦ τῆς περιβολῆς τῶν ἱματίων», κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁδηγεῖ στὴν πορνεία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἄμεσο ἢ ἀπώτερο κίνητρο γιὰ τὴν χρήση της. Ἡ σεμνότητα, ἀντιθέτως, τὴν ἀποτρέπει καὶ ἑλκύει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἄσεμνη, ὅμως, εἶναι καὶ ἡ χρήση τῆς ἀνδρικῆς ἐνδυμασίας (πανταλόνι) ἀπὸ τὶς γυναῖκες. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ σέβεται τὴν προσωπικὴ ταυτότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετη στὴν ἰσοπέδωση τῶν δύο φύλων, ἡ ὁποία μετὰ μανίας ἐπιχειρεῖται κυρίως στὴν ἐποχή μας μὲ τὴν ἀνδρικὴ ἀμφίεση τῶν γυναικῶν. Ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός μας ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀκόμη ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ στὸ θέμα αὐτό. Διαβάζουμε στὸ Δευτερονόμιο: «Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ τῷ θεῷ σού ἐστιν πᾶς ποιῶν ταῦτα» (22, 5). Ὁ ὅρος «βδέλυγμα» δηλαδὴ «ἀηδία, σιχασιά, ἀποστροφή, βδελυγμία», δηλώνει πόσο σοβαρῶς λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ Δημιουργός μας Θεὸς τὴν ἐναλλαγὴ τῆς ἐνδυμασίας μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Δὲν θέλει νὰ διαταράσσεται ἡ φυσικὴ τάξη διαχωρισμοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἑρμηνεύοντας τὸ προηγούμενο χωρίο, ἐπισημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ ἀκαλλέστατο, ἄσχημο θέαμα καὶ βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡ ἔνδυση τῆς γυναικὸς μὲ ἀνδρικὸ ἔνδυμα, ἐνῶ ἡ χρήση γυναικείων συνηθειῶν στὴν ἔνδυση ἐκ μέρους τῶν ἀνδρῶν ἀποτελεῖ ἔσχατο σημεῖο ἐκθηλυσμοῦ (Βλ. PG 68, 368A).
Ἐπειδή, ὅπως κατανοοῦμε, τὸ ζήτημα τῆς ἐναλλαγῆς τῆς ἐνδυμασίας μεταξὺ τῶν δύο φύλων δὲν εἶναι παρωνυχίδα, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀσχολήθηκαν καὶ οἱ Πατέρες στηλιτεύοντάς το. Οἱ Πατέρες οἱ συγκροτήσαντες τὴν ἐν Γάγγρᾳ Σύνοδο (340) εἶναι τόσο κατηγορηματικοί στὸ θέμα αὐτό, ὥστε μὲ τὸν ΙΓ´ κανόνα τους ἀναθεματίζουν τὴν γυναίκα, ἡ ὁποία θὰ ἐνδυθῆ μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα, ἔστω καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ πρόθεση τῆς μοναστικῆς ἀσκήσεως: «Εἴ τις γυνὴ διὰ νομιζομένην ἄσκησιν μεταβάλλοιτο ἀμφίασμα, καὶ ἀντὶ τοῦ εἰωθότος γυναικείου ἀμφιάσματος ἀνδρῷον ἀναλάβοι, ἀνάθεμα ἔστω» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα 3, 109). Στὸν κανόνα αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ διαχωρισμὸς μεταξὺ γυναικείου καὶ ἀνδρικοῦ ἀμφιάσματος καὶ «κατάλληλος τῇ γυναικείᾳ φύσει στολή» (Βαλσαμών, ὅπ.π.). Ἡ Ἐκκλησία ἐντοπίζει γρήγορα τὸν κίνδυνο ποὺ ἐλλοχεύει μὲ αὐτὴ τὴν καινοτομία καὶ τὴν καταδικάζει πρὶν ἐξαπλωθῆ στὸ σύνολο τοῦ γυναικείου κόσμου.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (691) μὲ τὸν ΞΒ´κανόνα ἐπανέρχεται στὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἐπιβάλλει ἐπιτίμιο ἀφορισμοῦ σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔστω καὶ χάριν ἀστειότητος θὰ ἐνδυθοῦν τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀντιθέτου φύλου: «Μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολὴν ἐνδιδύσκεσθαι, ἢ γυναῖκα τὴν ἀδράσιν ἁρμόδιον... τοὺς οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν τι τῶν προειρημένων ἐπιτελεῖν ἐγχειροῦντας... ἀφορίζεσθαι» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα 2, σ. 448). Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, σχολιάζοντας τὸν κανόνα αὐτόν, λέγει μεταξὺ ἄλλων: «Καὶ ὄντος (sic) βδελύγματα εἶναι ταῦτα εἰς τὸν Θεόν, καὶ τῶν χριστιανῶν ἀλλότρια, τὰ ὁποῖα πρέπει οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιμεληθοῦν μὲ ὅλα τὰ δυνατά των, νὰ τὰ ἐμποδίσουν, ὡς κατηγορίαν ὄντα τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ ἐπιτίμιον ἀφορισμοῦ» (Πηδάλιον [1976], σ. 276). Στὸν κανόνα αὐτὸ διαφαίνεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ αὐστηρὴ προσήλωση τῶν Πατέρων στὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ περὶ ἀπαγορεύσεως ἐνδύσεως τῶν γυναικῶν μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ τὸ ἀντίθετο.
Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ὡς ἄνω κανόνος δὲν ἀναφέρεται στὴν ἐνδυμασία τῆς γυναικὸς μόνον ὅταν αὐτὴ εὑρίσκεται στὸν Ἱερὸ Ναό, ἀλλὰ «ὁτεδήποτε», σὲ ὅλη τὴν καθ᾽ ἡμέραν ζωή της, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Βαλσαμών.
Τὰ φεμινιστικὰ κινήματα προσπάθησαν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐξισώσουν τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα. Πῶς ὅμως; Κατὰ τὴν γνώμη μας ἀλλοπρόσαλλα καὶ συμπλεγματικά, ἀρνούμενα τὶς πνευματικὲς ἀξίες καὶ παραθεωροῦντα τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ γυναικός. Ὅμως, ἡ τρομερὴ ἐξάπλωση τῶν γυναικείων νευρώσεων καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς τους ἰσορροπίας ἀπέδειξαν περίτρανα ὅτι στὴν πραγματικότητα ὁδήγησαν τὴν γυναίκα σὲ ἀπαράδεκτο σχιζοφρενικὸ ἀδιέξοδο.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει τὶς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν τὴν ἐξεζητημένη καὶ ἄσεμνη ἐνδυμασία, χαρακτηρίζοντάς την ὡς μανία. Συνιστᾶ δὲ νὰ μεταθέσουν τὴν φροντίδα ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τοῦ σώματος στὴν ἐσώτερη ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ὁ ἐξωτερικὸς στολισμὸς δὲν τὴν ἀφήνει νὰ φανῆ ὡραία ἐσωτερικῶς. Λέγει συγκεκριμένα: «Παῦσαι τῆς μανίας, γύναι, ἐπὶ τὴν ψυχὴν μετάγαγε τὴν τοιαύτην σπουδὴν, ἐπὶ τὴν ἔσω ἐμπρέπειαν· οὗτος γὰρ ὁ κόσμος ὁ ἔξωθεν περικείμενος οὐκ ἀφίησι τὸν ἔνδον γενέσθαι καλόν» (PG 62, 542).
Ἴσως, ὅμως, ἀντείπει κάποιος ὅτι ἠμπορεῖ νὰ κινῆται ἐλεύθερα, ὡς ἐλεύθερο ὄν. Στὴν Ἁγία Γραφή, ὡστόσο, βλέπουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ εἶναι ὀντολογική, πρέπει νὰ ἔχη κέντρο της τὴν ἀγάπη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει: «Ὑμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. 5, 13). Συνεπῶς ἡ ἐλευθερία δὲν χαρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο στὸν ἄνθρωπο, «ἵνα ἀδεῶς ἁμαρτάνει» (PG 82, 496B). Κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς δουλείας καὶ μᾶς κατέστησε κυρίαρχους τῶν πράξεών μας, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε αὐτὴν τὴν ἐξουσία γιὰ τὴν διάπραξη τῆς κακίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν θεωρήσουμε ὡς ἀφορμὴ πνευματικοῦ κέρδους καὶ νὰ ζήσουμε μὲ πραγματικὴ φιλόσοφο διάθεση (PG 61, 669).
Kαταλήγοντας, ὑπογραμμίζουμε ὅτι ἡ διάκριση τῶν φύλων ἔχει τὴν καταβολή της στὴν δημιουργία καὶ πρέπει νὰ γίνη σεβαστὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ γυναίκα ποὺ ἐνδύεται τὸ ἀνδρικὸ ἔνδυμα – πανταλόνι ἀντιστρατεύεται στὴν διάκριση αὐτὴ καὶ ἄρα στρέφεται κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ της.
Πρέπει νὰ κατανοήση ἡ γυναίκα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως περὶ ἐνδυμασίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινη γνώμη καὶ ἄποψη, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ της Θεοῦ. Καὶ τὸ Θεῖο θέλημα πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστεώς της καὶ τῆς ὅλης ζωῆς της.
Πηγή: Ακτίνες
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παντοδύναμο ὅπως ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ, ἐμψυχώνει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ πλάσματα.
Αὐτὸ δίνει στὰ ζῶα τὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους τὸ νοῦ καὶ στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἀνώτερη ζωή, τὴν πνευματική. Αὐτὸ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βοηθάει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνεται στὸν καθένα μας ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία τῶν καλῶν ἔργων του, ἀλλὰ δωρεάν, σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ σωτηρία του.
Στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε τί χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
1. Ὅταν κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ δίνει πίστη καὶ φωτισμό. Χωρὶς Αὐτό, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀληθινὴ καὶ ζωντανὴ πίστη. Χωρὶς τὸ φωτισμό Του, καὶ ὁ πιὸ σοφὸς καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁλότελα τυφλὸς ὡς πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κτίση Του. Ἀπεναντίας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ φωτίσει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν πιὸ ἀμόρφωτο καὶ ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἄμεσα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ γλυκειὰ γεύση τῆς βασιλείας Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰσθάνεται στὴν ψυχή του ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, ποὺ τοῦ ἦταν ὁλότελα ἄγνωστο μέχρι τότε.
2. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γεννάει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι σὰν μία καθαρὴ φωτιά, μία πηγὴ θερμότητας, ποὺ ζεσταίνει τὴν καρδιά. Εἶναι μία ρίζα, ποὺ βλαστάνει μέσα στὴν καρδιὰ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, φοβερὸ ἢ ἀδύνατο. Γι’ αὐτὸν κανένας νόμος δὲν εἶναι βαρύς, καμιὰ ἐντολὴ δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστη. Ὅλα του εἶναι εὔκολα.
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι τόσο μεγάλα καὶ δυνατὰ ὄπλα στὰ χέρια του, πού, ἂν τὰ ἔχει, μπορεῖ εὔκολα, ἄνετα, μὲ χαρὰ καὶ γαλήνη νὰ βαδίσει τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός.
3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ἀκόμα στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ ν’ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου. Ἔτσι, χρησιμοποιεῖ βέβαια τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ σὰν περαστικὸς ταξιδιώτης, χωρὶς νὰ κολλάει σ’ αὐτὰ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο μορφωμένος καὶ ἔξυπνος κι ἂν εἶναι, μένει πάντα δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ κόσμου.
4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ σοφία. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, πού, πρὶν λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἦταν ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ὅμως κανεὶς δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου τους.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει σοφία ὄχι μόνο στὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις του. Ἔτσι, λ.χ., ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα, πάντα θὰ βρεῖ τὸ χρόνο καὶ τὸν τρόπο νὰ φροντίσει γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀκόμα καὶ μέσα στὸ θόρυβο τοῦ κόσμου.
5. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν καρδιακὴ εὐτυχία καὶ τὴν ἀσάλευτη εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ ἀληθινά, νὰ εὐχαριστηθεῖ καθαρά, νὰ νιώσει τὴν εἰρήνη ποὺ γλυκαίνει τὴν ψυχή. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάπου κάπου χαίρεται. Μὰ ἡ χαρά του εἶναι στιγμιαία καὶ ὄχι καθαρή. Κάπου-κάπου διασκεδάζει. Μὰ οἱ διασκεδάσεις του εἶναι πάντα κενές, ἀνούσιες, καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὲς τὸν κυριεύει μία ἀκόμα μεγαλύτερη στενοχώρια. Κάπου-κάπου εἶναι ἤρεμος. Μὰ ἡ ἠρεμία του δὲν εἶναι ἡ πνευματικὴ εἰρήνη, εἶναι νάρκη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν προσπαθεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ ξυπνήσει ἀπ’ αὐτὴ τὴ νάρκη!
6. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει καὶ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ γνωστικός, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του ὅσο πρέπει, ἂν δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί χωρὶς τὴ θεία βοήθεια, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν πραγματικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του. Ἂν εἶναι τίμιος καὶ κάνει κανένα καλὸ στοὺς συνανθρώπους του, νομίζει πῶς εἶναι δίκαιος ἢ καί, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, τέλειος καὶ πῶς δὲν τοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο!
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν κατοικήσει μέσα μας, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν ἐσωτερική μας φτώχια καὶ ἀδυναμία. Καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετές μας, προβάλλει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, τὴν ἀμέλειά μας, τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, τὴν ἰδιοτέλειά μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ φαινόμαστε μεγαλόψυχοι, τὴν παχυλὴ φιλαυτία μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν ὑποπτευόμασταν. Κοντολογίς, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μας τὰ δείχνει ὅλα, ὅπως πραγματικὰ εἶναι. Καὶ τότε ἀρχίζουμε ν’ ἀποκτᾶμε τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Τότε ἀρχίζουμε νὰ χάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἀρετές. Τότε ἀρχίζουμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ταπεινωμένοι μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀρχίζουμε νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ ἐλπίζουμε μόνο σ’ Ἐκεῖνον.
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει, τέλος, τὴν ἀληθινὴ προσευχή. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ πραγματικὰ εὐάρεστη στὸ Θεό, πρὶν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ἂν ἀρχίσει νὰ προσεύχεται, χωρὶς νὰ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ δεῖ τὸ νοῦ του νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ. Ἐπιπλέον, δὲν γνωρίζει, ὅπως πρέπει, οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὶς ἀνάγκες του οὔτε τί νὰ ζητήσει οὔτε πῶς νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό. Καλὰ-καλὰ δὲν ξέρει οὔτε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζει τὸ Θεό, βλέπει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας του καὶ ξέρει πῶς νὰ Τὸν πλησιάσει, πῶς νὰ Τὸν παρακαλέσει καὶ τί νὰ Τοῦ ζητήσει. Οἱ σκέψεις του στὴν προσευχὴ εἶναι εὔτακτες, καθαρές, προσηλωμένες μόνο στὸν Κύριο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴν προσευχή του νὰ πετύχει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ βουνὰ νὰ μετακινήσει.
Νά, λοιπόν, τί χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ’ ἐκεῖνον ποὺ Τὸ ἔχει λάβει. Βλέπετε ὅτι, χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ κι ἕνα βῆμα νὰ κάνουμε στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ποθοῦμε καὶ νὰ ζητᾶμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ Τὸ ἔχουμε πάντα μέσα μας, ὅπως Τὸ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι.
Πηγή: Σημεία Καιρών
Άμα είμαστε ετοιμασμένοι, δεν θα ταραχθούμε όταν έρθει η φοβερή ώρα του θανάτου. Θα ‘ρθει η φοβερή ώρα. Ο θάνατος είναι πάρα πολύ φοβερός, δεν τον έχουμε γευτεί και δεν ξέρουμε. Όταν θα έρθει δεν θα μπορούμε να το ομολογήσουμε, μόνο θα το υποστούμε. Έρχεται ο αρχάγγελος και ποτίζει και από την πίκρα η ψυχή εξέρχεται. Γι’ αυτό βλέπουμε και καταπίνει ο ετοιμοθάνατος, γι’ αυτό βλέπουμε και δακρύζει, γι’ αυτό βλέπουμε το απλανές βλέμμα του ετοιμοθάνατου. Δεν έχει έλεγχο του περιβάλλοντος, αυτός βλέπει άλλα. Τα μάτια χάνουνε τη φυσικότητα. Είναι ανοιχτά, αλλά βλέπουνε τα από μέσα μάτια, βλέπουν τους αγγέλους, βλέπουν τους δαίμονες. Και βλέπουμε να δακρύζουν· γιατί δακρύζουν; Ικετεύει η ψυχή εκείνη την ώρα, εκεί μιλούν οι άνθρωποι, αυτός όχι. Αυτόν τον θάνατο όλοι θα τον περάσουμε μηδενός εξαιρουμένου. Επομένως όλοι τώρα χαιρόμαστε, γελάμε, κάνουμε, φτιάχνουμε, αλλ’ όμως θα έρθει η ώρα αυτή.
Λοιπόν ας ετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον συνειδητά τον θάνατο. Να έχουμε τη συνείδηση να μη μας κατηγορεί δυνατά. Θα φύγουμε πάλι με πταίσματα, δεν θα είμαστε λευκή περιστερά, αλλά αυτά που θα έχουμε να μην είναι αυτά που θα μας βουλιάξουν. Διότι θα έχουμε και αντιστάθμισμα, θα έχουμε και καλά έργα, τα οποία να είναι δυνατά, τα οποία θα τεθούν στο άλλο μέρος της πλάστιγγος κι έτσι να υπερακοντίσουν τα αμαρτήματα τα απλά, διότι τα άλλα θα τα έχουμε ξεκαθαρίσει με το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Θα έχουν φύγει, θα είναι τα απλά, τα οποία τα έχει και ο άγιος άνθρωπος. Και μια σκέψη, και ο θυμός είναι αμάρτημα, «το εκ συναρπαγής ουκ αφαιρεί την αγιότητα του ανθρώπου». Υπάρχουν αμαρτήματα που είναι τόσο ελαφρά και δεν προσβάλουν την αγιότητα ενός αγίου ανθρώπου, αλλά απλώς επιτρέπονται από τον Θεό για να τον κρατάει τον άγιο στην ταπείνωση. Διότι καμία αρετή δεν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως. Η μετάνοια ποτέ δεν τελειώνει, αλλά πάντα είναι ανοιχτή, γιατί είναι άνθρωπος κι ενδέχεται να πέσει.
Επομένως, επειδή αυτά όλα είναι αλήθειες αναντίρρητες, θεμελιωμένες μέσα στον λόγο του Θεού, πρέπει να μας γίνουν ζωή, να μας γίνουν πίστη, να μας γίνουν το μεγαλύτερο μέλημα της υπάρξεώς μας. Όπως τώρα έχουμε το πώς θα ζήσουμε, το πώς είναι τα παιδιά μας και η υγεία μας. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, αυτό που θα με συνέχει είναι αν είμαι έτοιμος. Κι όπου βλέπετε ότι κάπου κουτσαίνετε, κάτι δεν πάει καλά, μην το αφήνετε, βάλετε φάρμακο να γίνει καλά. Διότι όλους κάπου πάει να μας πιάσει, κι όταν το δούμε, τα γόνατα έτοιμα στην προσευχή μετά δακρύων: «Κύριε, πρόφθασον, διόρθωσέ με σ’ αυτό, διόρθωσέ με σ’ εκείνο». Όταν δεν θα έχουμε βασικά σφάλματα –θανάσιμα αμαρτήματα–, τα πλημμελήματα και τα μη θανάσιμα δεν μας απειλούν άμεσα με τον κίνδυνο της κολάσεως. Διότι βοηθά η μετάνοια, τα καλά έργα, η Εκκλησία.
Πηγή: (Απόσπασμα ομιλίας), (Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 17, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, άρθρο «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην», σελ. 178.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Το βασικό και ουσιαστικό χαρακτηριστικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η χρήση, η τιμή και η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Διότι με αυτές εκφράζεται τόσον ο εγκόσμιος, όσον και ο υπερκόσμιος χαρακτήρας της. Την πραγματικότητα αυτή θέλησαν να τονίσουν οι εκκλησιαστικοί εκείνοι πατέρες, οι οποίοι ονόμασαν την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής «Κυριακήν της Ορθοδοξίας». Κάτω αυτήν εορτάζεται η επέτειος της αποφασισθείσης αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το 843, σύμφωνα με την απόφαση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Βεβαίως την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων επιβάλλουν και υπαγορεύουν διάφοροι λόγοι.
Πρώτος είναι η ανάγκη να προσηλωθή η σκέψη και η ψυχή των πιστών στους αποδέκτες των προσευχών, των δεήσεων και των παρακλήσεών τους, αλλά και των αίνων και των ευχαριστιών τους, δηλαδή στους εικονιζόμενους Αγίους. Οι πιστοί προσευχόμενοι ενώπιον των ιερών εικόνων αναπαύονται ψυχικά, βλέποντες τις συγκεκριμένες μορφές των εικονιζομένων Αγίων, έστω και όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «εν εσόπτρω και εν αινίγματι», και τούτο διότι έτσι αισθάνονται την παρουσία εκείνων στη μεσιτεία και στις πρεσβείες τους προς τον Θεόν και τους εμπιστεύονται στις δεήσεις και στα αιτήματα των προσευχών τους.
Δεύτερος ουσιαστικός λόγος είναι η μεγάλη διδακτική αξία των ιερών εικόνων, ως εκ της θέσεώς τους στους ιερούς ναούς και στη θεία λατρεία. Με αυτές διδάσκεται κάθε χριστιανός, πόσον επιβραβεύει ο Θεός και η Εκκλησία του όλους εκείνους, οι οποίοι έμειναν στη γη πιστοί στο θέλημά Του και αναδείχθηκαν άξιοι του σταυρικού θανάτου και του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου. Την επιβράβευση αυτή εκφράζουν στις εικόνες ιδιαίτερα ο φωτοστέφανος των Αγίων.
Τρίτος λόγος είναι η πολυμερής ιερότητα των ιερών εικόνων, η οποία απορρέει από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων σημαντικότεροι είναι η θέση των ιερών εικόνων στους ιερούς ναούς και τη θεία λατρεία, η θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι κάθε τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων, «επί το πρωτότυπον διαβαίνει» και τα διάφορα ιστορικά θαύματα, τα οποία απεδόθησαν σ' αυτές.
Ο προσευχόμενος ενώπιον των εικόνων αισθάνεται ότι βρίσκεται σε ένα ζωντανό προσωπικό διάλογο με τους εικονιζόμενους αγίους του Θεού. Η εικόνα θα μπορούσε να παρομοιασθεί με τον θεοφιλή διερμηνέα του διαλόγου αυτού και τον μεσάζοντα εκείνον, ο οποίος καθηλώνει όλη την ύπαρξη του προσευχομένου.
Γι' αυτό και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος εχαρακτήρισε την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων ως «έγκριτον θεάρεστον θεσμοθεσίαν και παράδοσιν της Εκκλησίας, ευσεβές αίτημα και ανάγκην του πληρώματος αυτής».
Με τις εικόνες αυτές δεν παραβιάζεται ούτε απογυμνώνεται το απερίγραπτον της Θεότητος, αλλα απλώς περιγράφεται μόνον η ιστορική θεναδρική παράσταση της επί γής παρουσίας και ζωής του Ιησού Χριστού. Δεδομένου ότι όλοι οι εικονιζόμενοι Άγιοι είναι «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού» εκτυπώματα της μιάς Θεότητος, οι ιερές εικόνες τους είναι εκτυπώματα της πνευματικής τελειώσεώς τους στον κόσμο, σύμφωνα πάντοτε με την διακήρυξη του Μεγάλου Βασιλείου «η τιμή και η προσκύνησις των ιερών εικόνων επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Οι πρώτοι εικονομάχοι, παρακινούμενοι συστηματικά από τις κατηγορίες των Ιουδαϊστών, περί ειδωλολατρείας των χριστιανών εκείνων που τιμούσαν και προσκυνούσαν τις ιερές εικόνες, μεγαλοποιούσαν κάποιες παρεκκλίσεις και ακρότητες και εξεμεταλλεύονταν, δυσφημιστικά, καάποια μεμονωμένα περιστατικά απλοϊκών, αγραμμάτων και ενίοτε θρησκολήπτων χριστιανών που εκτρέπονταν σε υπερβολές και καταχρήσεις της τιμής των ιερών εικόνων.
Η Εκκλησία με την ορθόδοξη διδασκαλία της που ανέπτυξε για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων, αντιμετώπισε εγκαίρως τα φαινόμενα αυτά των μεμονωμένων περιστατικών καταχρήσεων. Η ορθή διδασκαλία της είχε ήδη διατυπωθεί από τον Μέγα Βασίλειο. Κατά το πνεύμα δε των αποφάσεων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και οι εικόνες διδάσκουν την κατά χάρη εξομοίωση των εικονιζομένων Αγίων με το Θεό, διά της αγιότητος του βίου τους, γι' αυτό και αρμόζει σ' αυτές τιμή και προσκύνηση. Σχετικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «ο μη προσκυνών εχθρός εστί του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των Αγίων, εκδικητής δε του διαβόλου και των δαιμόνων, έργω επιδεικνύμενος την λύπην, ότι οι άγιοι του Θεού τιμώνται και δοξάζονται, ο δε διάβολος καταισχύνεται. Η γαρ εικών θριάμβωσίς εστι και φανέρωσις και στηλογραφία εις μνήμην της νίκης των αριστευσάντων και της αισχύνης των ηττηθέντων και καταβληθέντων».
Οι πιστοί «βλέποντες τας αναζωγραφήσεις», δηλαδή τις εικόνες, ανάγονται «εις έννοιαν και τιμήν του εικονισθέντος». Επομένως η εικόνα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον, με το οποίο ο πιστός ανάγεται εις έννοιαν, μνήμη του θεαρέστου βίου του εικονιζομένου αγίου και έτσι προτρέπεται σε ομοίωσή του, που αποτελεί και την τιμή του εικονιζομένου αγίου ή μάρτυρος.
Με όλα αυτά, συμπεραίνεται ότι η ομοιότητα, σχετική ή απόλυτη, της ιστορικής, πραγματικής μορφής του πρωτοτύπου και της εξεικονιζομένης στην εικόνα, είναι κάτι το δευτερεύον στις εκκλησιαστικές εικόνες. Το πρωτεύον και κύριον σ' αυτές είναι η ιδιότητα και η ικανότητά τους να ανάγουν στα πρωτότυπά τους και σ' αυτό συμβάλλει σημαντικά η επιγραφή, δηλαδή η αναγραφή επάνω τους του ονόματος του εικονιζομένου. Και βέβαια η μορφή του κάθε εικονιζομένου δεν είναι επινόηση των ζωγράφων, αλλά όπως παρατηρεί ο ιερός Φώτιος «της γαρ ανέκαθεν αποστολικής τε και πατρικής παραδόσεως το θείον και αδιάπτωτον κήρυγμα, και κατά τους ιδίους και ιερούς θεσμούς εργαζομένη ταύτην και τεχνιτεύουσα, εικονίζει τε και μορφοποιεί ουδέν της υλικής ακοσμίας, ή της ανθρωπίνης περιεργείας, εν αυτοίς εώσα παρρησιάζεσθαι. Όλον δε το έργον εαυτής δεικνύσα και αποφαίνουσα, καθαράς ημίν και ακιβδήλους εν τοις σεπτοίς εικονίσμασι τας των πρωτοτύπων εμφάσεις ιεροπρεπώς τε και ιεροτύπως παρέχεται».
Η εικόνα είναι, κατά τον ιερό Φώτιο, «αυτόχρημα αρχέτυπον» κατά την μορφή, την κλήση, τα ινδάλματα του αρχετύπου, κυρίως όμως κατά το βαθύτερο θεολογικό της περιεχόμενο και την αγιαστική χάρη και ευλογία του εικονιζομένου, η οποία επιφοιτά σ' αυτή αδιαλείπτως, ως και στο αρχέτυπο, και με την οποία κοινωνούν με κάθε τρόπο όσοι τιμούν το πρωτότυπον και όσοι προσκυνούν τιμητικά την εικόνα του.
Kύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, ἡ Σοφία τοῦ Πατέρα πού δέν ἔχει ἀρχή, ἡ Πηγὴ καὶ ὁ Χορηγὸς τῆς γνώσεως∙ Ἐσύ πού δημιούργησες μὲ Σοφία ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στή γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο∙ Ἐσύ πού γέμισες μὲ σοφία τοὺς ἀγραμμάτους Μαθητές Σου καὶ τοὺς ἀνέδειξες Κήρυκες καὶ Ἀποστόλους τοῦ Εὐαγγελίου Σου σὲ ὁλόκληρη τὴν Οἰκουμένη ∙
Ἐσύ πού ἔδωσες στούς Μάρτυρες καὶ στούς Ἁγίους Σου λόγο ἀγαθό πού ἄνοιξε τὰ στόματά τους∙ Ἐσύ πού γνωρίζεις καθέναν ἀπὸ ἐμᾶς ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του∙ Ἐσύ πού ὁδηγεῖς ὀρθὰ καὶ σωστὰ τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ συμφέρον του∙ Ἐσύ πού εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεὸς μας, σκύψε αὐτὴν τὴν ὥρα μὲ μάτι συμπαθείας σὲ ὅλους ἐμᾶς πού ἀποτελοῦμε τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν τῆς Πατρίδος μας καὶ Σὲ παρακαλῶ ἰδιαιτέρως καὶ γιά μένα πού αὐτὴν τὴν ὥρα στέκομαι μπροστά Σου λαχταρώντας καὶ περιμένοντας τὴν ἐπιτυχία στίς ἐξετάσεις, φώτισε με καὶ δυνάμωσέ με.
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμένα κάθε κακὴ σκέψῃ, τὸ θόλωμα τοῦ μυαλοῦ πού ὁδηγεῖ στήν ἀγνωσία καὶ διῶξε μακριά μου τὴν τεμπελιὰ, τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία.
Φώτισε τὸ νοῦ μου, ἔτσι ὥστε νά μπορῶ νά καταλάβω σωστὰ καὶ ὀρθὰ αὐτά πού σκέφτομαι καὶ αὐτά πού χρειάζεται νά γράφω στίς ἐξετάσεις. Δέν ζητῶ ἀπὸ Σένα Θεέ μου μόνο τὴν δική μου ἐπιτυχία, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ καὶ γιά ὅλους τοὺς συμμαθητές μου πού αὐτές τίς ἡμέρες συναγωνίζονται γιά νά πετύχουν στίς ἐξετάσεις τους νά τοὺς κάνεις ἀξίους τοῦ Θελήματός Σου καὶ σωστοὺς ἐργάτες τῶν δικῶν Σου Ἐντολῶν.
Διότι γνωρίζω πολὺ καλὰ ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ πιστὸς Φίλος καὶ ὁ Ἀδελφὸς ὅλων τῶν νέων ἀνθρώπων πού ἐλπίζουμε στό δικό Σου Ἔλεος καὶ στήν δικὴ Σου Ἀγάπη. Γι’ αὐτό ὅλοι δοξάζουμε καὶ Σένα τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στούς ἀτελείωτους αἰῶνες.
Ἀμήν.
Καλὴ δύναμη καὶ καλή ἐπιτυχία στούς κόπους καὶ στίς προσπάθειές σου.
Πηγη: http://ekdoseisxrysopigi.blogspot.gr/2014/05/blog-post_380.html?spref=bl
Τυπώστε και διαδώστε και σε άλλους την προσευχή αυτή (ΕΔΩ εκτυπώσιμη μορφή Pdf )
Εκπομπή "Εκκλησία και Κόσμος" της Μητροπόλεως Κασσανδρείας στο κανάλι Atlas TV που θα μεταδοθεί την Κυριακή 28 Μαΐου 2017.
Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι καὶ αὐτοὶ δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους. Γί’ αὐτὸ ἄφησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Νὰ φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.
Ἐμπιστευτεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη. Μὴ λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.
Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα στὴ θέλησή σας, ὅσο δίκαιη κι ἂν εἶναι αὐτή. Μία τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωϊσμοῦ. Προσέχετε τὸν ἐγωϊσμό, ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη, δημιουργεῖται ὕστερ’ ἀπὸ ἕναν δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας. Ὅλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιά σας τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὸ φαρμάκι του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ παράδεισος, ποὺ ὑπάρχει μέσα σας, μετατραπεῖ σὲ κόλαση.
Πηγή: (Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ἐν Πειραιεῖ 20-5-2017
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Μέ τήν Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας ἑορτάζουμε σήμερα τήν μνήμη τῶν ἁγίων θεοστέπτων Βασιλέων καί Ἱσαποστόλων Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί Ελένης, τῆς μητρός αὐτοῦ.
Ἠ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας προσέδωσε στόν ἅγιο Κωνσταντῖνο τήν προσωνυμία, τό ἐπίθετο «Μέγας». Σέ ἐλάχιστες μόνο περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία δίνει αὐτό τόν τίτλο. Στό σύνολο τῶν ἁγίων, δέν ὑπάρχουν πολλοί μέ τό ἐπίθετο «Μέγας». Εἶναι ἐλάχιστοι. Ὀκτώ τόν ἀριθμό. Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Εὐθύμιος, Μέγας Ἰωαννίκιος, Μέγας Φώτιος, Μέγας Ἰλαρίων καί ὁ σήμερον ἑορτάζων Μέγας Κωνσταντῖνος.
Γιατί, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτήρισε τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο «Μεγάλο»; Ποιά εἶναι ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δικαιολογεῖ τόν τίτλο «Μέγας»;
α) Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Χριστιανός αὐτοκράτορας.
β) Τοῦ ἀποκαλύφθηκε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μέ τό ὁποῖο νικοῦσε ὅλους τούς ἐχθρούς. «Ἐν τούτῳ νίκα».
γ) Παραμέρισε καί κατέρριψε τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας, ἐνῶ ἀνέδειξε τόν Χριστιανισμό.
δ) Ἐξέδωσε τό περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» τό 313 μ.Χ. Στήν προοδευτική στροφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου πρός τόν Χριστιανισμό, μέχρις ὅτου καταλήξει προστάτης καί εὐεργέτης τῆς Ἐκκλησίας καί καταστήσει τόν Χριστιανισμό ἐπίσημη θρησκεία τῆς μεγάλης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μέχρις ὅτου δηλ. θεμελιώσει τό πρῶτο στήν ἱστορία χριστιανικό κράτος, σημαντικό σταθμό σ᾽ αὐτήν τήν πορεία ἀπετέλεσε τό λεγόμενο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων». Τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» θεράπευσε τήν ἄνιση μεταχείριση τῶν Χριστιανῶν, σέ σχέση μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐνέταξαν κατ᾽ ἰσονομία καί τόν μέχρι τότε διωκόμενο Χριστιανισμό στά πλαίσια μιᾶς θεσμικά κατοχυρωμένης ἀνεξιθρησκίας καί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας[1] , καί ἄνοιξαν πλέον τόν δρόμο, μέσα στά ἑπόμενα δέκα ἔτη, γιά νά θεμελιωθεῖ τό πρῶτο καί μοναδικό σέ πολιτισμική καρποφορία καί χρονική διάρκεια χριστιανικό κράτος. Ἄνοιξαν τόν δρόμο ἐπίσης γιά τήν πλήρη ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία τώρα δυστυχῶς ἔχει σχεδόν ἀποχριστιανισθεῖ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σύγχρονη Εὐρώπη, διά τῶν ἡγετῶν της, μέ τήν «Χάρτα γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα», πού ψηφίσθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 2000 στή Νίκαια τῆς Γαλλίας, ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε ἀναφορά στό χριστιανικό παρελθόν της καί τίς χριστιανικές ρίζες της[2] . Χωρίς ἀμφιβολία τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, μέ τήν ἐπίσημη νομική κατοχύρωση τῶν δύο ἀρχῶν, δηλ. τῆς ἐντάξεως καί τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλά καί τῆς ἐλευθερίας συνειδήσεως τῶν Ρωμαίων γιά τήν ἐπιλογή ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστεως καί εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς, εὐνοοῦσε κυρίως τόν Χριστιανισμό[3] καί ἄνοιγε τόν δρόμο γιά τό μεγαλειῶδες χριστιανικό κράτος τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, γιά τήν χριστιανική Οἰκουμένη καί τήν χριστιανική Εὐρώπη[4] .
ε) Συνεκάλεσε τήν Α΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε καί ἀναθεμάτισε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τόν πρωτομάχο καί θεομάχο Ἄρειο, ὁ ὁποῖος πρέσβευε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα. Ἡ Σύνοδος ἀνακήρυξε τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα.
στ) Ἔκτισε, μετά ἀπό θεϊκό ὅραμα, τήν Κων/πολη, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
ζ) Ἔστειλε τήν μητέρα του, ἁγία Ἐλένη, στούς Ἁγίους Τόπους, ἡ ὁποία, μετά ἀπό ἀνασκαφές, ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό, στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Κύριός μας, ὅπως ἐπίσης καί τούς σταυρούς τῶν δύο συσταυρωθέντων ληστῶν καί τά τέσσερα τίμια καρφιά, μέ τά ὁποία κάρφωσαν τόν Χριστό.
η) Διακρινόταν γιά τά θεάρεστα ἔργα του, ὅπως κτίσιμο Ἱερῶν Ναῶν καί πλουτισμός τους μέ βασιλικά εἰσοδήματα, χρυσάφι καί ἀσήμι καί φροντίδα πτωχῶν.
θ) Εἶχε χριστιανικό χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν φιλοτιμία, τήν εὐσπλαγχικότητα, τήν γενναιοδωρία του κ.ἄ., πρίν ἀκόμη βαπτισθεῖ χριστιανός. Ἧταν δηλ. Χριστιανός πρίν βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ζοῦσε χριστιανικά, πρίν ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό.
ι) καί τελευταῖο, ἀφοῦ μετενόησε εἰλικρινῶς γιά τά ἐγκλήματα τοῦ φόνου, πού εἶχε διαπράξει ὡς εἰδωλολάτρης, βαπτίσθηκε Χριστιανός στό τέλος τῆς ζωῆς του ὕστερα ἀπό δική του ἐκζήτηση. Τήν βάπτισή του θεωροῦσε ὡς τήν μεγαλύτερη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν καί ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἐπισφράγισμα τῆς ἀκλόνητης καί ἀκράδαντης πίστεώς του.
Ἀπό τα προαναφερθέντα, θά σταθοῦμε μόνον στά ἐξῆς σημεία.
Πρῶτον, ο Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναγνώρισε τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί στήριξε στήν Ἐκκλησία ὅλες του τίς ἐλπίδες, ἐπειδή αυτή θά ἀποτελοῦσε τήν συνεκτική καί πνευματική δύναμη τῆς αὐτοκρατορίας. Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα ἀχανές, οἰκουμενικό, παγκόσμιο κράτος, πού ἀπλωνόταν στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία. Τό κράτος, ὅμως, αὐτό δέν εἶχε ἐσωτερική ἑνότητα. Κυριαρχοῦσε ἡ πολυθεΐα, ἡ πολυαρχία, ἡ εἰδωλολατρεία, ὁ συγκρητισμός καί ὁ κόσμος ἦταν πνευματικά διεσπασμένος. Ἄλλος πίστευε ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, στοῦ κόσμου τούς θεούς καί τίς θεότητες. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἰδιαίτερα φωτισμένος, μετά τήν ἀποκάλυψη τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν οὐρανό καί ἀφοῦ νίκησε τόν Μαξέντιο καί τόν Λικίνιο, στή συνέχεια, φωτισμένος ἀπό τόν Θεό, σκέφθηκε πώς μόνο μία πνευματική δύναμη ὑπάρχει, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἑνώσει τό κράτος, νά δώσει πνευματική δύναμη καί νά ἑνοποιήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους˙ νά πιστεύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν ἴδια πίστη, νά ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια πίστη. Καί αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὁποία ἤδη εἶχε δοκιμασθεῖ κατά τή διάρκεια τῶν τριῶν αἰώνων τῶν διωγμῶν. Ἀπέδειξε ὁ Χριστιανισμός πώς δέν φοβᾶται τίποτε˙ οὔτε τό μαρτύριο, οὔτε τόν θάνατο. Καί ἀποδείχθηκε ἐκείνη ἡ δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἰκανή νά ἰκανοποιήσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἑνωτική γιά τούς ἀνθρώπους.
Σέ σχετικό μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο βιβλίο, μέ τίτλο : «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ μικροί τῶν καιρῶν μας», ὑπάρχει ἡ ἐξῆς πολύ ἐνδιαφέρουσα τοποθέτηση. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν Μέγας, γιατί ἦταν φωτισμένος καί ἀντιλήφθηκε τήν ἑνοποιό καί σωστική δύναμη, πού ἔχει τό χριστιανικό κήρυγμα καί τό Εὐαγγέλιο. Οἱ σημερινοί πολιτικοί ηγέτες ἀπανταχοῦ τῆς γῆς εἶναι μικροί. Τί εἶναι οἱ ἡγέτες τῶν Η.Π.Α., τῆς Ε.Ε. καί τῆς Ἀνατολῆς; Θά περίμενε κανείς ἀπ’ αὐτούς ν’ ἀντιληφθοῦν ὅτι πρέπει νά δώσουν στόν κόσμο μιά ἑνοποιό δύναμη, νά εἰρηνεύσουν τόν κόσμο, νά ἑνωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως τό ἀντιλήφθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Αὐτοί, ὅμως, ἀντί νά εἰρηνεύσουν καί νά ἑνοποιήσουν τόν κόσμο κάτω ἀπό μιά σωτηριώδη καί ὑπερφυσική δύναμη, διαιροῦν τόν κόσμο μέ τούς πολέμους καί δημιουργοῦν τοῦ κόσμου τίς πίστεις. Μέγας, λοιπόν, ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος καί μικροί, νάνοι ἀκόμη καί οἱ δικοί μας πολιτικοί ἡγέτες, οἱ κληρονόμοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ πολιτικοί ἡγέτες στήν Ἑλλάδα μας, ἡ ὁποία κληρονόμησε αὐτή τή Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, εἶναι κι αὐτοί μικροί, γιατί δέν καταλαβαίνουν τήν δύναμη, πού ἔχει ἡ Χριστιανική πίστη, ὅπως τό ἀντιλήφθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καί ἀντί νά ἐνισχύουν αὐτή τήν πίστη τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων, διαρκῶς παίρνουν μέτρα ἐναντίον της, πειθαρχώντας σέ ἐντολές ξένων καί ἀντίχριστων κέντρων. Μάλιστα εἶναι πασιφανές ὅτι ὑπάρχει διακομματική συμφωνία ἀσκήσεως ἐκκλησιομάχου καί ἀντιχριστιανικῆς πολιτικῆς.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅμως, στήριξε στό Εὐαγγέλιο καί στόν Χριστιανισμό τήν ἐλπίδα νά ἐπικρατήσει στόν κόσμο ἡ ἑνότητα, νά μεταβληθεῖ ἡ PAX ROMANA σέ PAX CHRISTIANA, ἡ ρωμαϊκή εἰρήνη νά μεταβληθεῖ σέ χριστιανική εἰρήνη.
Δεύτερον, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν εἶδε ὅτι ἕνας αἱρετικός, ὁ Ἄρειος, δημιουργεῖ προβλήματα καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία στηριζόταν, ἔχει ἐσωτερικές διενέξεις καί ἔριδες καί κινδύνευε νά διασπαθεῖ ἡ ἑνότητα, συνεκάλεσε τήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία καταδίκασε καί ἀναθεμάτισε τόν αἱρετικό Ἄρειο, τήν αἵρεσή του καί τούς ὀπαδούς του, καί μ’αὐτόν τόν τρόπο ἐπῆλθε ἡ γαλήνη στό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἐποχή μας, ὑπάρχει ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖες ἐπευλάνουν καί ἔχουν αἰχμαλωτήσει τούς περισσοτέρους διοικητικούς ἡγέτες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Μάλιστα εἶναι γνωστό ὅτι ὁ μέν αἱρεσιάρχης «Πάπας» τῆς Ρώμης νόθευσε τό πνεῦμα τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, μέ σκόπο τήν προβολή τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ἐξουσίας του καί τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐφηῦρε τήν μεγάλη ἱστορική ἀπάτη τῆς «ψευδοκωνσταντίνειας δωρεᾶς», τῶν «ψευδοϊσιδωρείων διατάξεων» καί τῆς «ψευδοπιπίνιας δωρεᾶς». Σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς, «καμμία ἄλλη νοθεία στήν παγκόσμια ἱστορία δέν συντελέσθηκε μέ τόση τέχνη καί καμμία ἄλλη δέν εἶχε τόσο μεγάλα ἀποτελέσματα»[5] . Σύμφωνα μέ τήν «ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά», ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀναχωρώντας ἀπό τήν Δύση, γιά να μεταφέρει τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή, παρεχώρησε δῆθεν στόν αἱρεσιάρχη «Πάπα» τήν πολιτική καί ἐκκλησιαστική διοίκηση τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Μέ βάση τό μεγάλο ἱστορικό αὐτό ψέμμα, ἡ Δύση συνταράχθηκε ἐπί αἰῶνες ἀπό τόν παποκαισαρισμό, τούς ἀγῶνες δηλ. τοῦ «Πάπα» νά ἐπιβληθεῖ καί ἐπί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔναντι τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων. Πολλές φορές, ὅμως, ὁ «Πάπας» ἐπεχείρησε, μέ πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἐπεμβάσεις του, νά ἐπιβληθεῖ καί στήν Ἀνατολή.
Ὀ δέ Οἰκουμενισμός, σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, εἶναι παναίρεση καί ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὄλες τίς θρησκείες καί τίς πίστεις σέ μία πανθρηκεία.
Καί τίθεται τό ἀδυσώπητο ἐρώτημα : Ποιός θά τολμήσει σήμερα νά βρεῖ τό θάρρος ὥστε νά συγκληθεῖ μία Πανορθόδοξη Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά καταδικασθοῦν καί νά ἀναθεματισθοῦν αὐτές οἱ δύο τρομερές καί φοβερές αἱρέσεις καί τόσες ἄλλες, ὥστε νά γαληνέψει τό θαλασσοδαρμένο σκάφος τῆς Ἐκκλησίας; Δέν θά ἔπρεπε νά ἔχει πρό πολλοῦ ξεκαθαρίσει αὐτό τό θέμα μέ μία Πανορθόδοξη Οἰκουμενική Σύνοδο; Ἀντί, ὅμως, νά συνέλθει ἡ Ἐκκλησία σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί νά καταδικάσει τόν Πάπα, τόν Παπισμό, τόν Οἰκουμενισμό καί τίς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως παλαιότερα καταδίκαζε ὅλους τούς αἱρετικούς καί τίς αἱρέσεις μέ Οἰκουμενικές Συνόδους, δυστυχῶς, τόν περασμένο Ἰούνιο τοῦ 2016, γίναμε μάρτυρες μιᾶς ἄλλης, ξένης καί ἀλλοτρίας στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας «Συνόδου», τῆς λεγομένης καί θεωρουμένης ἀπό τούς Οἰκουμενιστές «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης. Οὐσιαστικά αὐτή δέν ἦταν οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος, ἀλλά μία ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῶν λατινοφρόνων και οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων. Ὁπως φάνηκε ἀπό τήν μεθοδολογία, τόν κανονισμό λειτουργίας καί τά τελικά ἐπίσημα κείμενά της, αὐτή ἐδράστηκε ὄχι σέ ὀρθόδοξα, ἁγιοπατερικά, ἱεροκανονικά καί παραδοσιακά κριτήρια, ἀλλά σέ αἱρετικά, παπικά καί βατικάνεια τοιαύτα. Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀπέκλεισε τήν συμμετοχή ὅλων τῶν ἀπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, κατέλυσε τήν ὀρθόδοξη συνοδικότητα, δέν ἐνημέρωσε ἀντικειμενικά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα, κλῆρο καί λαό, διακρίθηκε γιά τίς θεολογικές ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις της, ἀπέδωσε στόν ἑαυτό της ἀποκλειστικό ρόλο «ἀρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ» σέ θέματα πίστεως, ἐπέβαλλε καί κατοχύρωσε «ἀλάθητες» ἀποφάσεις, δημιούργησε ἀλλοιωμένη ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, καθιέρωσε τήν μεταπατερική αἵρεση, τίς θεωρίες τῆς «Μιᾶς καί Διηρημένης Ἐκκλησίας» καί τῆς «ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπολεσθεῖσης ἑνότητος», τούς μικτούς γάμους μέ τούς αἱρετικούς, ἐπέβαλλε ὡς ἐπίσημη πλέον γραμμή τῆς Ἐκκλησίας τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες καί Μονοφυσῖτες καί τήν μόνιμη συμμετοχή στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) δηλ. αἱρέσεων, τό ὁποῖο οὐσιαστικά εἶναι ἕνας παμπροτεσταντικός ὁμογενοποιητικός ὀργανισμός, ξένος καί ἀλλότριος πρός τήν Ὀρθοδοξία.
Γι’αὐτό θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀδήριτη ἡ ἀνάγκη οἱ Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί μάλιστα ὅσες δέν ἔλαβαν μέρος σ’αὐτήν, ἀλλά καί μία νέα Πανορθόδοξη Σύνοδος α) νά καταδικάσουν τήν λεγομένη «σύνοδο» τῆς Κρήτης ὡς ληστρική, αἱρετική καί οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο, β) νά ἀπορρίψουν τά κείμενά της ὡς αἱρετικά, ἰδιαίτερα τό κείμενο γιά τίς σχέσεις μέ τούς ἑτεροδόξους, γ) νά καταδικάσουν τούς διοργανωτές, τούς πρωταγωνιστές, τούς συμμετέχοντες σ'αὐτήν, τούς ὑπογράψαντας καί ἀποδεχομένους τά αἱρετικά κείμενά της, δ) νά καταδικάσουν τόν διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση, ε) νά ἀποφασίσουν τήν ἀποχώρηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, στ) νά τερματίσουν κάθε κοινή ἐμφάνιση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἀλλοθρήσκους καί αἱρετικούς, καί ζ) νά ἀποχωρήσουν ἀπό τόν ἄγονο διάλογο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς.
Ἑορτάζοντας, λοιπόν, σήμερα τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων θεοστέπτων Βασιλέων καί Ἱσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἐλένης θά πρέπει ἐν πρώτοις νά μᾶς μείνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός καί δή ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη, ἡ ὁποία ἑνώνει καί ἡ ὁποία πρέπει καί στό νεοελληνικό κράτος μας νά ἀποτελέσει τήν συνεκτική καί πνευματική δύναμη, πού πρέπει ὅλους νά μᾶς ἑνώνει.
Καί πρέπει, ἐπίσης, νά μᾶς μείνει καί τό γεγονός ὅτι, ὅταν παρατηρεῖται αἵρεση, πλάνη καί ἑτεροδιδασκαλία, θά πρέπει νά εἴμαστε αὐστηροί˙ νά μήν τά θεωροῦμε ὅλα τίποτε, ἐφησυχάζοντας, καλοπερνώντας, μή προβληματιζόμενοι γιά πνευματικά θέματα καί ἐπιδεικνύοντας ἀδιαφορία γιά θέματα πίστεως. Ἀλλά, νά μιλᾶμε γιά τήν ἀλήθεια, γιά τήν Ὀρθοδοξία μας, νά ὑπερασπιζόμαστε καί νά ἀκολουθοῦμε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἔκαναν οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι Μέγας Κωνσταντῖνος καί ἁγία Ἐλένη.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
[1] ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 334.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἀπό τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας στή Νίκαια τῆς Γαλλίας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ μικροί τῶν καιρῶν μας, Θεσ/κη 2001.
[3] ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σ. 330.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Πρός «Κοινόν Ποτήριον» Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν εἰς τάς ἐκδηλώσεις διά τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων; 25-1-2013,https://katanixis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_7793.html
[5] ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1959, σσ. 299-300.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...