
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΣΗΜΕΡΑ 26 Ὀκτωβρίου εἶνε ἑορτὴ μεγάλη. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὄχι μόνο στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ παντοῦ, τὴν τιμᾷ. Διότι παντοῦ ὑπάρχουν Δημήτριοι, ἀκόμη καὶ γυναῖκες Δήμητρες, καὶ ἑορτάζουν τὸν μεγαλομάρτυρα ἅγιο Δημήτριο.
Σχόλιο Τ.Ι.: Πριν λίγο μόνο καιρό, στη σκλαβωμένη πατρίδα μας, έφηβοι δεκαπεντάχρονοι δούλοι μπορούσαν με τη βοήθεια της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδας να ορθώνουν ανάστημα, να ομολογούν την πίστη τους με σθένος χιλίων σημερινών "απελευθερωμένων ενηλίκων", και να στέφονται το στεφάνι του μάρτυρος. Σήμερα, καθ' υπόδειξη ξένων πατρόνων, οι ντόπιοι υπηρετούντες τον αρχαίο αρχέκακο όφι, "παρέχουν" στους δεκαπεντάχρονους "το δικαίωμα" να αυτοακρωτηριάζονται σωματικά, πνευματικά, και ψυχικά. Η μόνη φράση που ταιριάζει είναι "πλήρης εκφυλισμός, διαστροφή, αποστασία και πτώση". Τα Σόδομα και τα Γόμορα είναι παιδική χαρά μπροστά σε αυτό το κατάντημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας αποτελούν σπουδαία πρότυπα για τον κόσμο, ο οποίος «ὅλος ἐν πονηρῷ κεῖται». Ιδίως σε εποχές, όπου καταργείται κάθε κύρος και αξία και σφυροκοπούνται αδιάκοπα και με κάθε είδους πνευματικής βίας οι Χριστιανοί και ιδιαιτέρως η νεολαία μας, έτσι ώστε να συμπορεύονται με το ρεύμα του κόσμου. Σε τέτοιες εποχές ο βίος του δεκαπεντάχρονου Αγίου Νεομάρτυρα Ιωάννου του εκ Μονεμβασίας είναι πράγματι ένα δυνατό, σπουδαίο και φωτεινό πρότυπο προς μίμηση και ενθάρρυνση για τους νέους μας στον πνευματικό τους αγώνα. «Παράδειγμα υπομονής για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς», γράφει για τον Άγιο νεομάρτυρα Ιωάννη, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος συμπεριέλαβε το Μαρτύριο του Αγίου, μόλις 20 χρόνια μετά την ένδοξη κοίμησή του, στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Είναι επιτακτική η ανάγκη να προβάλλονται νεομάρτυρες, όπως ο Ιωάννης, για να αποτελούν το παράδειγμα της σταθερότητας για τους νέους μας για τα Όσια και τα Ιερά της Πίστης και της Πατρίδας μας, αγαθά για τα οποία πότισαν την Ελληνική γη με το τίμιο και αγνό αίμα τους, ήρωες της Πίστης μας.
Το Μαρτύριο του Αγίου και την Ιερή Ακολουθία του συνέγραψε ο χρηματίσας Αρχιδιάκονος του τελευταίου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας και Εθνομάρτυρα Χρύσανθου Παγώνη, Πανάρετος Αγγελόπουλος από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος διετέλεσε Ηγούμενος σε δύο Ιερές ιστορικές Μονές της Καλαμάτας. Στην Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία (1827 – 1834) και στην Ιερά Μονή Βαλανιδιάς (1834 – 1856), οπότε δολοφονήθηκε ενώ επέστρεφε στο μοναστήρι. Την προαναφερθείσα ιερή Ακολουθία «θεώρησε» ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ το 1820, και «ἐξεδόθη ἐπιμελείᾳ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γαρδικίου ἐν Καλάμαις, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἰω. Πολυμενάκη 1893».
Ο Άγιος του Θεού νεομάρτυς Ιωάννης γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γούβες της Μονεμβασίας και ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν ιερέας και καταγόταν από το χωριό Γεράκι, όπου ήταν τότε η έδρα της Επισκοπής Έλους της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Καλαμάτας. Χειροτονήθηκε ιερέας από τον Επίσκοπο Έλους Κύριλλο (1755 – 1769) και τοποθετήθηκε Εφημέριος της Ενορίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου Γουβών της Μονεμβασίας, τόπου καταγωγής της Πρεσβυτέρας του και μητέρας του Αγίου.
Ο μικρός Ιωάννης ήταν, όπως αναφέρει ο βιογράφος του, «πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα». Ο πατέρας του, ιερέας Δημήτριος, τον δίδασκε καθημερινά από τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας μας και έτσι ο μικρός Ιωάννης απέκτησε πίστη δυνατή και θέληση ισχυρή, μιμούμενος τις μορφές των μεγάλων Αγίων και Οσίων της Εκκλησίας μας. Διατηρούσε δε πάντα στην καρδιά του τη συνείδηση ότι είναι γιος ιερέα και αυτός ήταν ο λόγος για την καθ’ όλα προσεκτική ζωή του.
Το 1770, όταν άρχισαν τα «Ορλωφικά», εξαπολύθηκαν από την «Υψηλή Πύλη» στην Πελοπόννησο 60.000 Αλβανοί με σκοπό να λεηλατήσουν και να κατασφάξουν τους Πελοποννησίους. Πάνω από 20.000 κάτοικοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες σφαγιάστηκαν. «Η χερσόνησος ηρημώθη κατοίκων» γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Αυτή η πλημμύρα του αίματος έπνιξε και την οικογένεια του μικρού Ιωάννη. Ο πατέρας του, ιερέας Δημήτριος, σφαγιάστηκε μπροστά στο ποίμνιό του πρώτος απ’ όλους στην κεντρική πλατεία των Γουβών. Ήταν ένας από τους 6.000 κληρικούς οι οποίοι, κατά τη μαρτυρία του Γάλλου Πρόξενου Πουκεβίλ, θανατώθηκαν κατά την περίοδο του αγώνα.
Η μητέρα του μαζί με το δωδεκάχρονο Ιωάννη αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη Λάρισα, όπου πουλήθηκαν από τους Αλβανούς δύο και τρεις φορές ο καθένας σκλάβοι και αγοράστηκαν από Τούρκους. Έτσι χωρίστηκαν μητέρα και γιος. Μετά από δύο χρόνια πουλήθηκαν για ακόμα μια φορά και οι δύο και αγοράστηκαν, με θέλημα Θεού, από τον ίδιο πλούσιο Τούρκο, κάτοικο Λάρισας, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Τώρα η μητέρα και ο έφηβος γιος της ήταν πάλι μαζί και δόξαζαν το Θεό για αυτή την ευλογία. Ο πλούσιος Τούρκος, στου οποίου την κυριότητα ανήκαν ο Άγιος και η μητέρα του δεν είχε αποκτήσει παιδιά από το γάμο του. Θαύμαζε τον Άγιο για την αρρενωπότητα, την ευγένεια, την υπευθυνότητα, την υπακοή, αλλά και το αγέρωχο του χαρακτήρα του. Αυτός και η σύζυγός του σκέφτηκαν να υιοθετήσουν τον ευγενή νέο κι έτσι να πραγματοποιήσουν τον ως τότε ανεκπλήρωτο πόθο τους να αποκτήσουν ένα παιδί πιστό σε αυτούς. Αυτό όμως σήμαινε τον εκτουρκισμό και εξισλαμισμό του Ιωάννη, πράγμα το οποίο ο Ιωάννης δεν επρόκειτο να δεχτεί, επειδή μπροστά στα άγια μάτια του είχε την εικόνα του μάρτυρα πατέρα του και στα αυτιά του αντηχούσαν οι πατρικές νουθεσίες και διδασκαλίες περί της Ελληνορθόδοξης Πίστης μας.
Προετοιμαζόταν ο Τούρκος να κάνει την πρόταση της υιοθεσίας προς τον Άγιο και για αυτό «μαλάκωσε» τη συμπεριφορά του προς αυτόν και τη μητέρα του. Έφτασε η στιγμή όπου έκανε την πρόταση στον Ιωάννη και όπως ήταν φυσικό απέσπασε την άρνηση του Αγίου. Από τότε, σαν τύραννος, δεν έπαυε να ενοχλεί τον Ιωάννη να δεχτεί την παράλογη πρότασή του. Χρησιμοποίησε κάθε μέσο προκειμένου να δελεάσει τον Άγιο να αρνηθεί τα πατρώα δόγματα και να ομολογήσει στη θρησκεία του Ισλάμ. Ενίοτε τον πίεζε με κολακείες και υποσχέσεις για πλούτο και αξιώματα, ενίοτε με απειλές για τιμωρίες και βασανιστήρια. Ήταν τέτοια η μανία του άπιστου Αγαρηνού ζεύγους να παρασύρουν τον άγιο στα άνομα σχέδιά τους, ώστε χρησιμοποίησαν ακόμα και τη μαγεία. Ο βιογράφος του σημειώνει πως η σύζυγος του Τούρκου κάλεσε στο σπίτι της «άλλα κακογραΐδια Αγαρηνά», ώστε «με μαγείες και σατανικά γητεύματα να κάμουν έξω φρενών τον ευλογημένο Ιωάννη ή καν να τον ελκύσουν εις επιθυμίαν γυναικός, και ούτως να τον τουρκίσουν». Ο Ιωάννης όμως, ως πραγματικός στρατιώτης του Ιησού Χριστού ενδεδυμένος με την πανοπλία του Αγίου Πνεύματος, παρέμεινε στερεός και ανεπηρέαστος από «τας μεθοδείας του Διαβόλου», διατηρώντας την πίστη και την αγνότητά του. Αφού ο άπιστος Αγαρηνός είδε ότι ο Άγιος δεν πτοείτο από τα πλούτη και τα αξιώματα, τα οποία του έταζε και δε φοβόταν καθόλου από τις απειλές, αλλά παρέμενε ακλόνητος στην Πίστη του, οργίστηκε και μια μέρα του Ιουλίου οδήγησε τον Άγιο, υπό την απειλή του ξίφους του σε ένα από τα μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά) της Λάρισας. Εκεί έσπευσαν και άλλοι ομόδοξοι του Τούρκου και άρχισαν να εκφοβίζουν τον Ιωάννη και να τον απειλούν χτυπώντας τον και σπαθίζοντάς τον. Ο δούλος του Θεού Ιωάννης παρέμεινε, ως γνήσιος Χριστιανός και Έλληνας που ήταν, ακλόνητος και αμετακίνητος στην πίστη του χωρίς να φοβηθεί ή να δειλιάσει στο παραμικρό. Μάλιστα ομολόγησε με θάρρος:
› Δε γίνομαι Τούρκος∙ εγώ χριστιανός είμαι και χριστιανός θέλω να αποθάνω.
Όταν γύρισαν από το τζαμί, ο μεν Άγιος γεμάτος πληγές και αίματα, ο δε Αγαρηνός πολύ θυμωμένος και ντροπιασμένος από την ήττα του αναζητούσε αφορμή για να εκδικηθεί τον Άγιο. Και η αφορμή δόθηκε. Έφτασε η ευλογημένη νηστεία της Υπεραγίας Θεοτόκου για τη γιορτή της τον Δεκαπενταύγουστο. Ο Αγαρηνός, όπως και άλλοι ασεβείς διώκτες του Χριστού, επέμενε και πίεζε τον Άγιο να «χαλάσει» τη νηστεία και να αρτυθεί. Δεν του έδινε φαγητό παρά μόνο αρτύσιμο. Βλέποντας ότι ο Άγιος περιφρονούσε τα ελκυστικά εδέσματα τα οποία του προσέφερε, έκλεισε τον Ιωάννη στο στάβλο μαζί με τα άλογα, τον κρέμασε από ένα δοκό και συχνά έβαζε φωτιά σε άχυρα κάτω από τα πόδια του Αγίου, ώστε αυτός να ζαλίζεται από τον καπνό και έτσι, μέσω της δυσκολίας στην αναπνοή, η ταλαιπωρία του να είναι μεγαλύτερη και διά της βίας να αποσπάσει τη συγκατάθεσή του στα φληναφήματά του. Καθ’ όλο το διάστημα της ιεράς νηστείας ο Ιωάννης υπέμεινε το μαρτύριο αυτό, καθώς και την πείνα και τον ξυλοδαρμό. Ο μεγαλύτερος όμως πειρασμός τον οποίο υπέμεινε ο Άγιος ήταν η αντίδραση της μητέρας του. Πολλές φορές ο Αγαρηνός τον βασάνιζε μπροστά στα μάτια της. Ποια μητέρα αντέχει να βλέπει τον αργό και βασανιστικό θάνατο του παιδιού της; Βλέποντας λοιπόν την άκαρδη και ανάλγητη συμπεριφορά του Τούρκου προς το γιο της, τα φρικτά βασανιστήρια τα οποία καθημερινώς υπέμενε ο Άγιος, το αίμα το οποίο έρρεε από τις πληγές του, λύγισε και εκλιπαρούσε θερμά το παιδί της να υποχωρήσει και να φάει. Ισχυριζόταν πως αυτό δε θα λογιστεί ως δική του αμαρτία, αφού δεν θα καταλύσει τη νηστεία εκουσίως, αλλά κάτω από πίεση. Ο Ιωάννης παρέμεινε ανεπηρέαστος στα λόγια της μητέρας του. Αντιθέτως δε, την ενθάρρυνε και την ενδυνάμωνε λέγοντας:
› Διά τι κάμνεις έτσι μητέρα μου; Διά ποια αιτία κλαίεις; Διά τι δεν μιμείσαι κι εσύ τον Πατριάρχην Αβραάμ, ο οποίος διά την αγάπην του πλάστου του ηθέλησε να θυσιάσει τον μονογενή του υιόν, μόνον κλαίεις, και θρηνείς διά λόγου μου; Εγώ είμαι παπά υιός και πρέπει να φυλάττω καλύτερα από τους υιούς των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της αγίας μας Εκκλησίας, διά τι όταν τα μικρά δεν φυλάττομεν, πώς ημπορούμεν να φυλάξωμεν τα μεγάλα;
Δύο μήνες υπέφερε ο Άγιος νεομάρτυς Ιωάννης τα βασανιστήρια του τυράννου. Βλέποντας ότι δεν είχε άλλες αντοχές και αισθανόμενος το τέλος της επίγειας ζωής του εξέφρασε στη μητέρα του την τελευταία του επιθυμία. Παρακάλεσε λοιπόν τη μητέρα του να ενταφιάσει το σώμα του και να παραμείνει στη Λάρισα μέχρι τη στιγμή της εκταφής, για να παραλάβει τα οστά του και να τα μεταφέρει στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τα Γουβιά της Μονεμβασίας.
Καθώς δεν είχε άλλο τρόπο να βασανίσει τον Άγιο Ιωάννη, ο Τούρκος αφέντης του, θυμωμένος και απογοητευμένος από την άρνηση του και την «απειθή» συμπεριφορά του προς αυτόν, μαχαίρωσε τον Άγιο κοντά στην καρδιά, ο οποίος παρέδωσε την ψυχή του μετά από δύο μέρες στα χέρια του Θεού, σε ηλικία 15 ετών. Ήταν 21 Οκτωβρίου του έτους 1773. Μετά το μαρτυρικό τέλος του Αγίου ο άπιστος και ασεβής Αγαρηνός έριξε το καταπληγωμένο σώμα του μακριά από το σπίτι του για να καταφαγωθεί από σκυλιά και άγρια ζώα. Ομοίως, έδιωξε από το σπίτι του με περιφρόνηση και αναλγησία τη γηραιά μητέρα του Αγίου. Εκείνη κρατούσε στα χέρια της το τιμημένο Λείψανο του Μάρτυρος γιου της, αγκαλιάζοντάς και καταφιλώντας αυτό με στοργή, κλαίγοντας για τους πόνους και τις πληγές που αυτός είχε υπομείνει με θάρρος και ανδρεία. Έμεινε φύλακας και προστάτιδα του σκηνώματός του. Ο πόνος, η εξάντληση και το γήρας δεν της επέτρεπαν να το ενταφιάσει. Παρέμενε δίπλα του μη γνωρίζοντας πού να πάει και τι να κάνει. Ήταν σα να μην υπήρχε τίποτα γύρω της. Όλος ο κόσμος για αυτήν ήταν το κατασφαγμένο, γεμάτο αίματα σκήνωμα του ποθητού γιου της. Η γλυκύτητα του προσώπου του, η φωτεινότητα και η άρρητη ευωδιά την έκαναν τώρα να κλαίει όχι από λύπη για το χαμό του, αλλά από χαρά διότι ήξερε ότι αναπαύεται στις αγκάλες του Θεού. Επί δύο μέρες ουράνιο φως έλουζε την τοποθεσία εκείνη που κειτόταν το σώμα του νεομάρτυρα, γεγονός το οποίο παρατήρησαν όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι της Λάρισας. Όλοι υπέθεσαν ότι ο Θεός διά του σημείου αυτού θέλει να τους μηνύσει κάποιο σημαντικό γεγονός. Πήγαν στο σημείο του φωτός για να εξακριβώσουν περί τίνος πρόκειται. Εκεί βρήκαν τη μητέρα να κρατά στα χέρια το νεκρό γιο της. Επέστρεψαν συγκλονισμένοι στη Λάρισα και ειδοποίησαν το Μητροπολίτη Λαρίσης, ο οποίος ήδη από τρία χρόνια διέμενε στον Τύρναβο από φόβο για τη σκληρότητα των γενίτσαρων της Λάρισας. Όταν ο Μητροπολίτης Λαρίσης Μελέτιος ο Δ’ πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρε την άδεια κι έφτασε στη Λάρισα μεταμφιεσμένος και ενταφίασε με ευλάβεια το ιερό σκήνωμα. Η μητέρα του Αγίου παρέμεινε στη Λάρισα, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι ζητιανεύοντας τον επιούσιο και αναμένοντας την ημέρα της εκταφής για να κάνει πράξη την επιθυμία του μονογενούς της. Γαι αυτό δε δέχτηκε να ακολουθήσει τον αδελφό της, ο οποίος τη βρήκε μετά από αναζήτηση, πίσω στην πατρίδα τους.
Πέρασε ο καιρός και έφτασε η ώρα της εκταφής. Ο Μητροπολίτης Λαρίσης τέλεσε την εκταφή και παρέδωσε τα ιερά Λείψανα στη μητέρα του Αγίου για να τελέσει το χρέος της. Εκείνη τα πήρε και αφού περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο έφτασε κάποτε στην πατρίδα της, τις Γούβες, όπου έμεινε με τον αδελφό της. Κρατούσε τα ιερά Λείψανα κρυμμένα σαν πολύτιμο θησαυρό, επειδή φοβόταν μήπως τα ζητήσει ο τότε Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Ιγνάτιος (Τζαμπλάκος) και στερηθεί το ανεκτίμητο αυτό κειμήλιο. Όταν έφτασε η μέρα της δικής της κοίμησης, παρήγγειλε στους συγγενείς της κατά τον ενταφιασμό της να τοποθετήσουν μαζί της και τα ιερά Λείψανα του Μάρτυρα γιου της Ιωάννη, πράγμα το οποίο έπραξαν.
Δεκαπέντε (15) χρόνια μετά το θάνατό της πέθανε και η σύζυγος του αδελφού της και έπρεπε να ταφεί στον τάφο της οικογενείας. Την ώρα που έσκαβαν, άρρητη ευωδία κατέλαβε άπαντες τους παρευρισκόμενους. Τότε θυμήθηκαν ότι στο ίδιο σημείο βρίσκονταν ενταφιασμένα τα ιερά Λείψανα του Αγίου Μάρτυρα Ιωάννη. Έτσι, με ευλάβεια και μετά φόβου Θεού, τέλεσαν την ανακομιδή των οστών, τα οποία ήταν άθικτα, ακόμη και ο σάκος εντός του οποίου ήταν τοποθετημένα είχε διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση. Το δε σώμα της μητέρας του ήταν τελείως διαλυμένο. Τα ιερά λείψανα τα οικειοποιήθηκε κάποιος ιερέας, συγγενής τους, ονόματι Ιωάννης Καυσοκαλύβας. Λόγω των πολλών θαυμάτων που επιτελούσαν τα ιερά Λείψανα του Αγίου στους πιστούς και ευλαβείς προσκυνητές δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κρυφή η ύπαρξη τους ούτε η κατοχή τους από τον ιερέα συγγενή του Αγίου. Όταν ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθος Παγώνης πληροφορήθηκε τα άνωθεν, εξέφρασε την επιθυμία να τα δει και να τα προσκυνήσει. Ο ιερέας συγγενής του Αγίου ήταν κακότροπος και δεν επέτρεψε στο Μητροπολίτη να πραγματοποιήσει την ιερή αυτή επιθυμία του. Το έτος 1818 ο εν λόγω ιερέας πέθανε και ο Μητροπολίτης έσπευσε συνοδευόμενος από το Διάκονό του, Πανάρετο Αγγελόπουλο, το συγγραφέα του βίου του Αγίου, τέλεσε την εξόδιο Ακολουθία της Κηδείας του και κατόπιν παρέλαβε όσα από τα ιερά Λείψανα του Αγίου διασώθηκαν, αφού ο ιερέας Ιωάννης είχε δωρίσει την τιμία Κάρα του Αγίου στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Επισκοπής Έλους, όπου θεράπευσε το παράλυτο χέρι μιας γυναίκας. Ο Μητροπολίτης άφησε μέρος των ιερών Λειψάνων στη Μονεμβασία. Τα υπόλοιπα τα μετέφερε στην Καλαμάτα. Η οικογένεια Παγώνη δώρισε τα ιερά Λείψανα και τη χειρόγραφη ιερά Ακολουθία του Αγίου στην Ιερά Μονή του Γαρδικίου. Με την πάροδο του χρόνου η Μονή αυτή ερημώθηκε και για αυτό τα ιερά Λείψανα περιήλθαν στην ιστορική Ιερά Μονή του Βουλκάνου, στην οποία φυλάσσονται, σα διαμάντια σε ασημένια λειψανοθήκη, δύο μεγάλα τεμάχια από τα χέρια του Αγίου. Αναδίδουν μύρο και επιτελούν θαύματα στους πιστούς που προσέρχονται.
Με τα ιερά Λείψανα του Αγίου, ο νυν Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος (Θέμελης) τελεί κατά κόρον τα εγκαίνια Ιερών Ναών της Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον γόνον σέ, Μονεμβασία, ἀνεβλάστησε, καρποφοροῦντα, Ἰωάννη τᾶς τῆς πίστεως χάριτος, τῶν γὰρ πατρῴων θεσμῶν ἀντεχόμενος, τοὺς ἐκ τῆς Ἀγαρ ἀθλήσας κατήσχυνας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Ρωμηοσύνη, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο Λουκάς ήταν Ρωμαίος πολίτης, πράγμα που αποδεικνύει το ρωμαϊκό όνομά του, διότι μόνο Ρωμαίος πολίτης δικαιούνταν να έχει ρωμαϊκό όνομα. Το Λουκάς προέρχεται από την σύντμηση του λατινικού ονόματος Lucanus, Λουκανός. Το Lucanus παράγεται από το ουσιαστικό lux-lucis=φως και σημαίνει τον φωτεινό.
Υπήρξε κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, που μαρτυρείται από τα πρώτα χρόνια μέχρι σήμερα, ευαγγελιστής και ιστορικός της. Έγγραψε το κατά Λουκά ευαγγέλιο και τις Πράξεις των αποστόλων, που είναι η πρώτη εκκλησιαστική ιστορία του Χριστιανισμού. Σαν ευαγγελιστής ασχολείται με τους πτωχούς και καταφρονεμένους, τους περιθωριακούς και αμαρτωλούς. Οι παραβολές του Ασώτου, του Τελώνου και Φαρισαίου, του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, του άφρονος πλουσίου, του Ζακχαίου, του καλού Σαμαρείτη και άλλες πολλές είναι αποκλειστικά δικές του. Είναι ο μόνος ευαγγελιστής που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Χριστού, όπως και με σημαντικές στιγμές της ζωής της Παναγίας. Σαν ιστορικός θεωρείται έγκυρος και αμερόληπτος. Στα κείμενα του υπάρχει ιστορική και γεωγραφική ακρίβεια· ως προς δε τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις που εξιστορεί υπάρχει θαυμαστή συναισθηματική ουδετερότητα.
Όταν χρησιμοποιεί την Παλαιά Διαθήκη, δεν υστερεί έναντι των άλλων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης που είναι όλοι τους Ιουδαίοι. Την γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνωρίζει τέλεια και τα ήθη και έθιμα των Ιουδαίων. Απ’ αυτό συνάγουν μερικοί θεολόγοι ότι πριν γίνει Χριστιανός ίσως ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό. Δεν αποκλείεται όμως και ως εθνικός να γνώριζε τα της Παλαιάς Διαθήκης από προσωπική μελέτη και συναναστροφή με εξ Ιουδαίων αδελφούς Χριστιανούς.
Στην αγία Γραφή το όνομα του Λουκά αναφέρεται μόνο τρεις φορές, στις επιστολές του Παύλου. Ο ίδιος, απλός και ταπεινός όπως ήταν, δεν το αναφέρει ποτέ σε κανένα από τα συγγράμματά του. Αναφέρεται στον εαυτό του στις Πράξεις των αποστόλων, όμως μόνο αόριστα και σε πληθυντικό αριθμό μέσα από τη λέξη «ημείς» (Πρξ. 16,10-16· 20,5-28,31) με την οποία συμπεριλαμβάνει τον Παύλο και την συνοδεία του.
Οι περιπτώσεις που τον αναφέρει ο Παύλος είναι οι εξής:
α΄) «Ασπάζεται Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός» (Κολ. 4,14).
β΄) «Ασπάζεταί σε Επαφράς ο συναιχμάλωτός μου εν Χριστώ Ιησού, Μάρκος, Αρίσταρχος, Δημάς, Λουκάς οι συνεργοί μου» (Φιλημ. 23).
γ΄) «Λουκάς εστί μόνος μετ’ εμού» (Β΄ Τιμ. 4,11).
Από τα χωρία αυτά προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά για τον Λουκά. Από το α΄ προκύπτει ότι ο Λουκάς ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος, διότι εδώ ο Παύλος σαφώς κατατάσσει τον Λουκά στους Χριστιανούς που προέρχονται από τους εθνικούς (Επαφράς, Δημάς), γιατί πιο πάνω μιλώντας για τον Αρίσταρχο, τον Μάρκο και τον Ιησού (Ιούστο) αναφέρει ότι ήταν «οι όντες εκ περιτομής» (πρβλ. Κολ.4,10-11). Επίσης προκύπτει ότι ήταν μορφωμένος και μάλιστα επιστήμονας γιατρός και μάλιστα λίαν αγαπητός. Από το β΄ και από άλλα πολλά χωρία προκύπτει ότι δεν ήταν απλώς ο ιατρός της συνοδείας του Παύλου αλλά και στενός συνεργάτης του. Και από το γ΄ προκύπτει ότι ήταν ο πιο πιστός ακόλουθός του, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ενώ άλλοι συνεργάτες του λιποτάκτησαν.
Ο αρχαίος εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας γράφει ότι ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Νεώτεροι ιστορικοί και ερμηνευτές λένε ότι μπορεί να καταγόταν από τους Φιλίππους της Μακεδονίας, επειδή εκεί τον άφησε ο Παύλος ως επίσκοπο για επτά χρόνια, να διοργανώσει την Εκκλησία. Η πρώτη όμως άποψη είναι η επικρατέστερη.
Υπάρχει η θεωρία από μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς ότι ήταν από τους 70 μαθητές του Κυρίου και μάλιστα ο ένας από τους δύο συνοδοιπόρους του Χριστού καθώς βάδιζαν προς Εμμαούς (Λκ. 24, 13,35). Πάντως την θεωρία αυτή δεν την υποστηρίζουν όλοι οι πατέρες και οι γνώμες τους διίστανται.
Υμνογράφοι όπως ο Λέων ο Σοφός, ο Χριστόφορος ο Πατρίκιος και ο Θεοφάνης ο Γραπτός υπέλαβαν ότι ο συμπορευόμενος μετά του Κλεόπα μαθητής ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής, ο οποίος από ταπείνωση δεν φανέρωσε το πρόσωπό του, όταν εξιστόρησε το γεγονός στο ευαγγέλιό του. Αυτή η γνώμη έχει υπερισχύσει και διατηρείται ζωντανή μέσα στην ορθόδοξη υμνολογία, όπως φαίνεται από τους ακόλουθους ύμνους.
«Η ζωή και οδός Χριστός, εκ νεκρών τω Κλεόπα, και τω Λουκά συνώδευσεν, οις περ και επεγνώσθη, εις Εμμαούς κλων τον άρτον· ων ψυχαί και καρδίαι, καιόμεναι ετύγχανον, ότε τούτοις ελάλει, εν τη οδώ, και Γραφαίς ηρμήνευεν, α υπέστη· μεθ’ ων, Ηγέρθη, κράξωμεν, ώφθη τε και τω Πέτρω.» (Εξαποστειλάριον Ε΄)
«Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ! Πως Πέτρω μεν τοις οθονίοις μόνοις έδωκας εννοήσαι σου την ανάστασιν, Λουκά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλεις, και ωμιλών ουκ ευθέως σεαυτόν φανεροίς. Διό και ονειδίζη, ως μόνος παροικών εν Ιερουσαλήμ, και μη μετέχων των εν τέλει βουλευμάτων αυτής. Αλλ’ ο πάντα, προς το του πλάσματος συμφέρων οικονομών, και τας περί σου προφητείας ανέπτυξας, και εν τω ευλογείν τον άρτον εγνώσθης αυτοίς, ων και προ τούτου αι καρδίαι προς γνώσίν σου ανεφλέγοντο· οι και τοις μαθηταίς συνηθροισμένοις, ήδη τρανώς, εκήρυττόν σου την ανάστασιν, δι’ ης ελέησόν ημάς.» (Εωθινόν Ε΄ όρθρου Κυριακής, ήχος πλ. Α΄)
«Έγνωμεν εκ των λόγων των σων, καθάπερ έφης, την των λόγων ασφάλειαν, ων έθου ενθέως, μύστα· επείπερ γράψαι ημίν περί των πραγμάτων επεχείρησας, ων πεπληροφόρησαι και καθώς σοι παρέδωσαν οι πριν αυτόπται, ων και συ ίσος γέγονας υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον, μετά την ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες. Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον.» (Στιχηρόν προσόμοιον, ήχος πλ. Α΄)
Μεγάλοι όμως πατέρες όπως ο άγιος Χρυσόστομος (στον α΄ λόγο του στις Πράξεις και στην δ΄ ομιλία του στο κατά Ματθαίον), ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (στην αρχή της ερμηνείας στο κατά Λουκάν) κ. ά., λέγουν ότι ο Λουκάς δεν υπήρξε αυτόπτης και μαθητής του Κυρίου αλλά μαθητής του αποστόλου Παύλου από το κήρυγμα του οποίου πίστεψε. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Συναξαριστή του και ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Ευγένιος Βούλγαρις συμφωνούν με τη γνώμη των τελευταίων.
Αλλά εκτός των μεγάλων αυτών πατέρων και διδασκάλων, ο ίδιος ο Λουκάς στον πρόλογο του ευαγγελίου του, λέγει ότι γράφει όπως και άλλοι πολλοί «καθώς παρέδοσαν ημίν οι αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου». Επίσης στην προς Εβραίους η οποία ως νόημα και διδαχή είναι του Παύλου αλλά ως συγγραφή είναι του Λουκά λέγεται «πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι υπό του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη» (Εβρ. 2,3). Άρα δεν ήταν αυτόπτης και αυτήκοος ο ίδιος.
Ας σταθούμε στους χαρακτηρισμούς που προκύπτουν από το λατινογενές όνομά του και από όσα γράφει ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του που προαναφέραμε.
Α΄. Εθνικός και μάλιστα Ρωμαίος πολίτης. Είναι ο μόνος συγγραφέας των βιβλίων της αγίας Γραφής που ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος. Στο ευαγγέλιό του, που είναι για τους Χριστιανούς που κατάγονται από τους εθνικούς, ανάγει την γενεαλογία του Χριστού μέχρι τον Αδάμ, τον γενάρχη όλης της ανθρωπότητας, ενώ ο Ματθαίος που γράφει για τους Χριστιανούς εξ Ιουδαίων την ανάγει μέχρι τον Αβραάμ, τον γενάρχη των Εβραίων. Με τη γενεαλογία του αυτή διακηρύττει ότι ο Χριστός, σαν άνθρωπος, δεν ανήκει μόνο στους Εβραίους αλλά σε όλους τους ανθρώπους. Για την Αντιόχεια, που κατά την εγκυρότερη γνώμη ήταν ο τόπος καταγωγής του, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκθέτει πως διαδόθηκε το ευαγγέλιο, πως ιδρύθηκε η εκκλησία της και πως εδώ οι πιστοί ονομάσθηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί (Πρξ. 11,26). Για τους έξι από τους επτά διακόνους δεν αναφέρει καταγωγή. Για τον ένα που καταγόταν από την Αντιόχεια σημειώνει ότι ήταν προσήλυτος Αντιοχεύς (Πρξ. 6,5).
Β΄. Ιατρός. Ο Λουκάς είναι ο πρώτος χριστιανός επιστήμονας που γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Η ιατρική διδασκόταν στα πανεπιστήμια και θεωρείτο ισότιμη με την φιλοσοφία. Η Αντιόχεια που θεωρείτο η Αθήνα της Συρίας, «Συριάδες Αθήναι», είχε και πανεπιστήμια. Πιθανόν να σπούδασε και στην Αθήνα. Υπήρξαν οι μεγάλοι ιατροί Ιπποκράτης και Γαληνός των οποίων τα βιβλία θα μελέτησε ο Λουκάς. Σαν επιστήμονας χειριζόταν σωστά και με ακρίβεια την ελληνική γλώσσα και αυτό το μαρτυρούν τα συγγράμματά του, το ευαγγέλιο και οι Πράξεις των αποστόλων, όπως και η προς Εβραίους επιστολή, η οποία σαν νόημα και διδασκαλία είναι του Παύλου, αλλά -όπως υποστηρίζουν μερικοί ερμηνευτές- σαν συγγραφή είναι του μαθητού του, τού Λουκά. Από τις πληροφορίες που δίδει στις Πράξεις για τα ταξίδια του, τα δρομολόγια των πλοίων, τις καιρικές συνθήκες φαίνεται πολυταξιδεμένος και κοσμογυρισμένος.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων (27 & 28) ο Άγιος Λουκάς, ο αφοσιωμένος αυτός μαθητής του Αποστόλου Παύλου δίνει με ζωηρή και ακριβή περιγραφή την περιπετειώδη και επικίνδυνη αύτη θαλάσσια διαδρομή από την Καισαρεία μέχρι την αιώνια πόλη, την Ρώμη. Η Καισαρεία, η παραλιακή πόλη της Παλαιστίνης, από την οποία αποπλεύσανε δέσμιος ο Παύλος με τους συνεργάτες του, τον Λουκά και τον Αρίσταρχο απ' την Μακεδονία, και μαζί με 276 ακόμα συνταξιδιώτες, η Σιδώνα στην Φοινικική παραλία, τα Μύρα της Λυκίας, οι Καλοί Λιμένες στα νότια παράλια της Κρήτης, το προξενηθέν ναυάγιο του πλοίου, το νησί Μάλτα που παρέμειναν για τρεις μήνες, οι Συρακούσες της Σικελίας, το Ρήγιο και οι Ποτίολοι στην Κάτω Ιταλία υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αυτού του περιπετειώδους ταξιδιού. Στην τελευταία αύτη πόλη βρήκαν και χριστιανική παροικία. Η εξιστόρηση του Ευαγγελιστού Λουκά προκάλεσε ανέκαθεν το ενδιαφέρον των ιστορικών, γιατί απ΄ αυτήν διδασκόμαστε πολλά για την ναυτιλία στους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γ΄. Αγαπητός. Όπως ο Χριστός είχε «μαθητήν ον ηγάπα» (Ιω. 13,23 ·19,26 ·21,7.20) τον Ιωάννη, έτσι και ο Παύλος είχε τον αγαπημένο του μαθητή, που δεν τον εγκατέλειψε και δεν τον πρόδωσε ποτέ. Από τότε που συναντήθηκαν στην Τρωάδα, όπως εξιστορούν οι Πράξεις των αποστόλων, ο Λουκάς βρισκόταν συνέχεια κοντά του. Μόνο για μια περίοδο επτά ετών χωρίσανε, που παρέμεινε ο Λουκάς στους Φιλίππους για ιεραποστολικούς λόγους και περίμενε τον Παύλο εκεί.
Δ΄. Συνεργός. Ο χαρακτηρισμός αυτός τιμά τον Λουκά ιδιαίτερα. Διότι με τα προσόντα και τις προϋποθέσεις που είχε σαν ιατρός, επιστήμονας, κοσμογυρισμένος, συγγραφέας θα μπορούσε να διαπρέψει στην κοινωνία και να κερδίσει δόξα, πλούτο, ακόμη και ψυχές για τον Χριστό. Αλλά ο Λουκάς, χωρίς κανένας να του το ζητήσει, διάλεξε να θάψει τον εαυτό του και την σταδιοδρομία του την επαγγελματική. Παραιτήθηκε από κάθε προσωπικό δικαίωμα και όνειρο, για ν’ αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη διακονία του Παύλου. Πολύ μεγάλο επίτευγμα αυτό. Διότι στο διάβα της ιστορίας βρέθηκαν πολλές φορές άνθρωποι που θυσίασαν την περιουσία τους, την υγεία τους, την ζωή τους, τον εαυτό τους χάριν της Εκκλησίας, της πατρίδας, ή άλλων σπουδαίων σκοπών. Λίγες όμως φορές και πολύ σπάνια θυσίασαν το εγώ τους και την προσωπική τους προβολή. Η θυσία αυτή του Παύλου δεν έμεινε απαρατήρητη από το Θεό, ο οποίος τον αντάμειψε με την αιώνια προβολή και δόξα του συγγραφέως της Καινής Διαθήκης (ευαγγελιστού και ιστορικού), και τη δόξα του αποστόλου και συνεργάτη του Παύλου.
Αλλά ο Λουκάς ήταν ακόμα μαζί με τον Απόστολο Παύλο τόσο κατά την πρώτη φυλάκιση του, όσο και κατά την δεύτερη που αυτός υπήρξε μόνος μαζί με τον Απόστολο. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αποστόλου Παύλου στην Ρώμη κατά τον διωγμό του Νέρωνα το 64 μ.Χ. ο Άγιος Λουκάς αφού πρώτα του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τους αυτόπτες μάρτυρες και Απόστολους έρχεται στην Αχαΐα της Πελοποννήσου για να γράψει εκεί το περίφημο Ευαγγέλιό του. Τις πλούσιες και πολύτιμες εμπειρίες του τόσων χρόνων, από αυτά τα Θαυμάσια και κοσμοσωτήρια που άκουσε και είδε θέλει να τα καταγράψει λεπτομερώς για να διασωθούν και να μείνουν αναλλοίωτα εις τους αιώνες .
Εκθέτει λοιπόν τα σχετικά κοσμοϊστορικά και ανθρωποσωτήρια γεγονότα , με μεθοδικότητα και με χρονολογική ακρίβεια, σαν επιστήμονας που ήτανε και άνθρωπος των γραμμάτων, και κατέχοντας άριστα την ελληνική γλώσσα, ώστε δικαίως να θεωρείται ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού. Αλλά εκτός απο την μεθοδικότητα και την χρονολογική ακρίβεια που υπάρχουν στο ιερό Ευαγγέλιό του, αυτό συμπληρώνει ακόμα και τα δύο προηγούμενα ιερά Ευαγγέλια, διότι μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για ορισμένα σπουδαιότατα γεγονότα της Χριστιανικής Θρησκείας που δεν τα αναφέρουν στα ιερά κείμενά τους ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και ο Ευαγγελιστής Μάρκος.
Έτσι π.χ. αυτός διηγείται ζωηρότερα από τους άλλους την Γέννηση του Χριστού. Όταν διαβάζει κανείς από το Ευαγγέλιό του τα γεγονότα, νομίζει ότι βλέπει το Χριστό βρέφος, ξαπλωμένο στην φάτνη. Βλέπει τους ποιμένες να θαυμάζουν μπροστά στο μυστήριο της Θείας οικονομίας και τους Αγγέλους να ψάλλουν το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ...". Τις πληροφορίες αυτές ίσως να τις άκουσε από την Παναγία Μητέρα του Χριστού. Επίσης στο κείμενο των δύο υπέροχων βιβλίων του, γίνεται χρήση ιατρικών όρων και ιατρικών εκφράσεων, οι οποίες συνήθως βρίσκονται σε ιατρικούς συγγραφείς. Ολα αυτά δείχνουν ότι ο συγγραφέας αυτών των βιβλίων υπήρξε γιατρός. Και το Ευαγγέλιο του και τις Πράξεις των Αποστόλων ο Άγιος Λουκάς τα γράφει για χάρη κάποιου επίσημου προσώπου, του Θεόφιλου, τον όποίον ονομάζει "κράτιστον" και που [κατά μία άποψη] ήταν τότε ηγεμόνας της Αχαΐας.
Ο Θεόφιλος είχε κατηχηθεί στην χριστιανική θρησκεία από αποστολικούς άνδρες, της πρώτης χριστιανικής γενιάς. Είχε όμως ανάγκη για να στηρίξει και να εδραιώσει καλύτερα την πίστη του και από έγγραφες πηγές. Αυτές λοιπόν τις πηγές του τις προσφέρει ο Λουκάς πρώτα με το Ευαγγέλιο του, τον "πρώτον λόγον" όπως τον ονομάζει και αργότερα με το δεύτερο βιβλίο του προς τον Θεόφιλο, δηλαδή τις Πράξεις των Αποστόλων. Έτσι στην αρχή ο ηγεμόνας Θεόφιλoς και κατόπιν όλοι οι χριστιανοί εκείνης της εποχής, αλλά και μετέπειτα οι χριστιανοί όλων των αιώνων έμαθαν από τον Λουκά όλα τα θαυμάσια και εξαίσια που πραγματοποιήθηκαν από το Θεό για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους.
Oμως ο Άγιος Λουκάς δεν υπήρξε μόνον ο Ευαγγελιστής, αλλά και ο σπουδαίος Απόστολος, γιατί δεν αρκέστηκε μόνο να γράψει το ιερό Ευαγγέλιο του, αλλά θέλησε και να το κηρύξει με την ζωντανή παρουσία του σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Έτσι αφού ο Λουκάς κήρυξε πρώτα το Ευαγγέλιο στον Ελλαδικό χώρο όπως στην Αχαΐα, την Βοιωτία και την Μακεδονία, μετά πήγε σε μακρινά μέρη, όπως στην Δαλματία και την Γαλλία, μερικοί ακόμα υποστηρίζουν ότι πήγε και στην Ιταλία και την Αφρική.
Εκτός όμως από το θαυμάσιο συγγραφικό του έργο και την σπουδαία ιεραποστολική του δράση, ο Άγιος Λουκάς, είχε και ένα μεγάλο καλλιτεχνικό ταλέντο, είχε μεγάλη κλίση προς την ζωγραφική. Πηγές που του έδιναν εμπνεύσεις στην ζωγραφική του τέχνη ήταν οι μεγάλες προσωπικότητες της νέας αληθινής θρησκείας που τόσο τον είχε συγκλονίσει και τόσο πολύ είχε αφοσιωθεί ολόψυχα σ' αυτήν από την νεανική του ηλικία. Ο Σωτήρας Χριστός, ο λυτρωτής του κόσμου, που τόσο τον είχε αγαπήσει και είχε αφιερώσει την ζωή του σ' αυτόν, τον ενέπνευσε να ζωγραφίσει τον καλό Ποιμένα Χριστό που φέρει στους ώμους του το απολωλός πρόβατο.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μαρτυρείται ότι μαρτύρησε στην Θήβα της Βοιωτίας, όπου είχε έρθει για να κηρύξει το ευαγγέλιο μετά το μαρτύριο του αποστόλου Παύλου. Τον κρέμασαν σε μια ελιά όπως ιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αιών) στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Ο τόπος του μαρτυρίου του, κατά παράδοση, βρίσκεται στο σημερινό παλαιό νεκροταφείο των Θηβών (ανατολικά της πόλεως), η εκκλησία του οποίου είναι αφιερωμένη στον άγιο Λουκά. Μέσα στο ναό αυτό, στο δεξιό μέρος του ιερού, βρίσκεται αρχαία ρωμαϊκή λάρνακα, όπου είχε εναποτεθεί το άγιο λείψανο. Η αγία αυτή λάρνακα μυροβλύζει κατά καιρούς (π.χ. στις 22-12-1997) και είναι πολύ θαυματουργός. Υπάρχουν όμως και πληροφορίες άλλων συναξαριστών ότι κοιμήθηκε εν ειρήνη στην Θήβα ή ως επίσκοπος στην Αίγυπτο.
Το έτος 357 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, γιος του Αγίου Κωνσταντίνου, έδωσε εντολή στον Άγιο Αρτέμιο, τον μεγάλο Δούκα της Αιγύπτου και Μάρτυρα, να μεταφέρει τα τίμια λείψανα του Αγίου Λουκά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το εικοστό έτος της βασιλείας του Κωνσταντίου, που πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου και κατέθεσαν αυτά στο Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στα τίμια λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέα και Τιμόθεου. Σήμερα όμως το άγιο λείψανο του βρίσκεται στην Πάδουα της Ιταλίας, κοντά στη Βενετία.
Για το πώς έγινε η μεταφορά αυτή δεν υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις. Διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις εκ των οποίων οι επικρατέστερες είναι ότι επισυνέβη α) επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) ή β) κατά την περίοδο της εικονομαχίας (762-846 μ.Χ.). Επίσης υπάρχει και η άποψη μερικών ιστορικών ότι η μετακομιδή έγινε κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την έρευνα του Claudio Belinatti, διευθυντή των ιστορικών αρχείων της Πάδουας, ο οποίος δηλώνει ότι η παρουσία των οστών μαρτυρείται στα αρχεία αυτής της πόλεως ήδη από το 1177 (πριν δηλ. την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ.), όταν το μολύβδινο φέρετρο, το οποίο εξ αιτίας των βαρβαρικών επιδρομών είχε κρυβεί στο κοιμητήριο του περιβόλου της Αγίας Ιουστίνης, μαζί με άλλα σώματα που φυλάσσονταν στην εκκλησία, επανευρίσκεται, καταγράφεται και επανατοποθετείται μέσα στον ναό.
Απομένει προς συμπλήρωση ένα μικρό κομμάτι του παζλ που προκύπτει από τη μελέτη της διαχρονικής πορείας των ιερών λειψάνων του Ευαγγελιστού Λουκά. Το οστούν της δεξιάς ωλένης του Ευαγγελιστού, η απουσία του οποίου διαπιστώθηκε και από την Επιστημονική Επιτροπή της Πάδουας, διαφυλάχθηκε δια μέσου των αιώνων σε ένα ιστορικό μοναστήρι της περιοχής των Αγράφων της Ευρυτανίας, μακρινός «απόγονος» του οποίου είναι ο ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις, στο χωριό Κορίτσα – Κλειτσού του Δήμου Φουρνάς, του Νομού Ευρυτανίας.
Αν η «φήμη» του κειμηλίου της «χειρός» του αγίου Λουκά ήταν απλώς μια προφορική παράδοση, το γεγονός δεν θα είχε και πολύ μεγάλη σημασία, δεδομένης της «περίσσειας» και πλησμονής παρομοίων ευσεβών φημών για διάφορα λείψανα που έχουν έλθει μέχρι σε μας μέσω της Παράδοσης. Η περίσσεια αυτή, μαρτυρούμενη και από τον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο και δικαιολογημένη από τα δύσκολα, σκληρά και πικρά χρόνια που πέρασε ο Ελληνικός Λαός κατά τη διάρκεια του μακραίωνα Οθωμανικού ζυγού δεν στερείται ιστορικής βάσεως και επιστημονικής στήριξης.
Στην περίπτωση μάλιστα του κειμηλίου που φυλάσσεται στον άγιο Νικόλαο τον Νέο στην Κορίτσα-Φουρνάς υπάρχουν έγγραφα ιστορικά ντοκουμέντα, έστω και σχετικά πρόσφατα, που ισχυροποιούν τον ιστό της προφορικής παραδόσεως ο οποίος τα συνοδεύει. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου (1341), ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β΄(1335-1338 & 1356-1359), γαμβρός του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, εξεστράτευσε εναντίον των Αλβανών που λεηλατούσαν τα χωριά του Δεσποτάτου (στο οποίο υπαγόταν και η Ευρυτανία μετά της περιοχής των Αγράφων). Αλλά σε μάχη παρά τον Αχελώο (1359 μ.Χ.) φονεύθηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος έφερε μαζί του το ιερό κειμήλιο του Αγίου Λουκά και κατά την παράδοση ένας από τους ακολούθους του έφερε τον θησαυρό αυτόν στη Σταυροπηγιακή γυναικεία Μονή του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις στην Κορίτσα – Κλειτσού των Αγράφων.
Κατʼ άλλη εκδοχή το κειμήλιο μετέφεραν στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου του Νέου δύο μοναχές από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωσή της (1453) από τους Τούρκους. Ας σημειωθεί ότι η Κορίτσα ανήκε μεν στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων υπαγόταν όμως διοικητικά και εκκλησιαστικά τόσο κατά τους Βυζαντινούς όσο και κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στη Λάρισσα της Θεσσαλίας. Στρατιωτικός διοικητής της Λάρισσας υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος ο οποίος εμαρτύρησε στα Βούνενα τις Θεσσαλίας κατά το 720 μ.Χ. Άρχαιότερη έκφραση της τιμής της μνήμης του Αγίου Νικολάου του νέου που διαδόθηκε ταχύτατα στον περί τη Λάρισσα θεσσαλικό χώρο είναι η ομώνυμη ιερά μονή στον Υψηλάντη Βοιωτίας (10ος μ.Χ. αιώνας) για να επακαλουθήσουν σειρά όλη μονών όπως εκείνη στα Καμπιά της Βοιωτίας όπως και αυτή της Κορίτσας Ευρυτανίας.
Η παρουσία του λειψάνου του Ευαγγελιστού Λουκά στην τελευταία αυτή Μονή μαρτυρείται από δύο συγίλια γράμματα που φυλάσσονται στο Ναό. Το ένα του Δοσιθέου, Επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων (έδρα της Επισκοπής του οποίου πιστεύεται ότι ήταν εκ περιτροπής ο Κλειτσός και τα Άγραφα), με χρονολογία Απρίλιο του 1795, και δεύτερο του Νεοφύτου Ζ΄, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης (έτος 1799), το οποίο εξεδόθη προς υποστήριξη εράνου για την αποκατάσταση βλαβών του ιερού Ναού και στο οποίο ευκρινώς αναφέρεται ότι τον Ναόν «πλουτεί ιερόν κειμήλιον θαύματος άξιον τον εκ του αγκώνος πήχυν της ζωγραφικής χειρός του αγίου ενδόξου αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά».
Το ότι το ιερόν κειμήλιον είναι «θαύματος άξιον» δεν καταδεικνύεται από φοβερά, τρομερά, εξωπραγματικά ή υπερφυσικά γεγονότα αλλά από την απλή, λιτή και συγχρόνως σκληρή πραγματικότητα, αν αναλογιστεί κανείς τι φοβερούς κινδύνους εξαφανισμού και καταστροφής και τι περιπέτειες και τραγικές καταστάσεις πέρασε αυτό το κειμήλιο για να διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας μέσα από άγριο κυνηγητό αλλοεθνών, Τούρκων και Αλβανών που καταβασάνισαν τους καταφρονεμένους αλλά και σκληροτράχηλους ραγιάδες.
Ακόμη και η δική μας η γενιά έζησε το θαύμα της διάσωσης του κειμηλίου τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Όταν το χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους που μεταφέρθηκαν στην Καρδίτσα και ο καθένας κοίταζε να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του βρέθηκαν άνθρωποι (οικογένεια Κ. Σαμαρά) να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τον θησαυρό αυτόν και να τον επαναφέρουν σώον και ακέραιον στην αρχική του εστία.
Ας σημειωθεί ότι ο θησαυρός αυτός, είτε ως απλή και απέριττη περιέχουσα θήκη είτε ως το σεπτό οστούν δεν έχει ούτε την ελάχιστη οικονομική ή εμπορική αξία, σε αντίθεση με την τεράστια πνευματική αξία που απορρέει από την αφοσίωση και την απόδοση υψίστης τιμής από τους απλούς, βασανισμένους, αλλά μεγαλόψυχους πιστούς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά στις 18 Οκτωβρίου, την δε κατάθεση των τιμίων λειψάνων του στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως εορτάζει στις 20 Ιουνίου.
Oι πρώτες εικόνες της Παναγίας και ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Πολλοί έχουν τη γνώμη ότι οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι του Αποστόλου Λουκά. Δεν είναι σωστό αυτό. Οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι οι αχειροποίητες, δηλαδή χωρίς ανθρώπινο χέρι.
Η παράδοση λέει ότι όταν ζούσε η Παναγία, ο απόστολος Πέτρος και ο Ιωάννης έφτιαξαν μια εκκλησία για τη Παναγία χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, στη Λήδα – απέξω από το Τελ Αβίβ – που είναι η πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και υπάρχει ο τάφος του. Παρακάλεσαν τότε τη Παναγία να πάει εκεί και να ευλογήσει την Εκκλησία. Εκείνη τους είπε πηγαίνετε και θα με βρείτε εκεί. Οι Απόστολοι νόμισαν πως θα πήγαινε εκεί με κάποιο άλλο μέσο και από ευγένεια και ευσέβεια έσπευσαν γρηγορότερα για να την προλάβουν και να την υποδεχθούν. Όμως όταν μπήκαν μέσα παραδόξως είδαν σε μιά κολόνα στο Ιερό μια εικόνα της Παναγίας με το πρόσωπό της και το σώμα της ολόκληρο.
Αυτή ήταν η πρώτη και αχειροποίητη εικόνα της. Παρόμοια αχειροποίητη εικόνα ήταν και εκείνη του Ιερού Μανδηλίου με τη μορφή του προσώπου του Κυρίου που αποτυπωθηκε από τον ιδρώτα του Χριστού και θεράπευσε το βασιλιά της Εδέσσης Αύγαρο, όταν εκείνος είχε στείλει απεσταλμένους να τον βρούν για να προσευχηθεί γι’ αυτόν.
Υπήρξε και δεύτερη αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας: Οι πρώτοι χριστιανοί έφτιαξαν ένα πολύ ωραίο Ναό, αλλά κάποια στιγμή οι Εβραίοι ήθελαν να τον πάρουν. Μετά από διαμάχη τελικά το θέμα έφθασε στα δικαστήρια και επειδή ήταν δύσκολη απόφαση, ο δικαστής ζήτησε να σφραγίσουν τον Ναό και να περιμένουν όλοι κάποιο σημάδι εξ ουρανού. Όταν αργότερα άνοιξαν τον Ναό, είδαν παραδόξως στο αριστερό πάνω μέρος του Ιερού την εικόνα της Παναγίας. Ο δικαστής τότε ρώτησε τι είναι αυτό που βλέπει, και του απάντησαν οι χριστιανοί ότι είναι η μορφή της Παναγίας, της Μαρίας μητρός του Χριστού και Θεού μας και έτσι αποφάσισε να τη δώσουν στους χριστιανούς.
Μετά τις παραπάνω δύο εικόνες που αναφέραμε έρχονται οι εικόνες του Ευαγγελιστού Λουκά. Όμως μόνο τρείς εικόνες που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι του Ευαγγελιστού.
Η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα στο Μέγα Σπήλαιο και είναι από κερί και λιβάνι (κηρομαστίχα) ανάγλυφος, η δεύτερη είναι της Σουμελά κοντά στη Βέροια, είναι με χρώμα και η Τρίτη είναι στη Κύπρο της Παναγίας του Κύκκου και είναι φτιαγμένη με ψηφίδα. Όλες οι άλλες εικόνες που υπάρχουν είναι σύμφωνα με αυτές του Ευαγγελιστού Λουκά και όχι του ίδίου του Λουκά.
Από αυτές τις τρείς έχουν ξεσηκώσει οι αγιογράφοι, ο καθένας με τη τέχνη του, όλες τις άλλες που ανέρχονται κατ’ άλλους σε πενήντα και κατ’ άλλους σε εκατόν είκοσι ή και εκατό πενήντα.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε πως δημιουργήθηκαν αυτές εικόνες.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ερασιτέχης ζωγράφος και από ευχαρίστηση και σεβασμό ήθελε να φτιάσει σε μια εικόνα ένα πορτραίτο της Παναγίας. Πήγε μιά μέρα και ρώτησε τη Παναγία να της φτιάξει μια εικόνα και έλαβε την θετική της απάντηση.
Τότε εμφανίσθηκε ο αρχάγγελος Μιχαήλ μεταφέροντας τρία σανίδια και του τα έδωσε. Εκείνος από σεβασμό δεν τον ρώτησε γιατί του έδωσε τρία σανίδια, αφού μιά εικόνα ήθελε να φτιάξει.
Σε λίγο καιρό έφτιαξε μια εικόνα και αμέσως την παρουσίασε στη Παναγία μας.
Εκείνη όταν την είδε του είπε ότι ήταν ωραία, αλλά, πρόσθεσε ότι κάτι λείπει. «Μόνη μου είμαι; Δεν έχω γυιό;» Ο Λουκάς την είχε φτιάσει δεομένη, μόνη της.
Αυτή η εικόνα είναι στα Σουμελά στο συνοικισμό των Ποντίων. Κατόπιν έφτιασε άλλη μία με το Χριστό μαζί, είναι η σημερινή ευρισκόμενη στο Μέγα σπήλαιο στα Καλάβρυτα. Την αποκάλυψε και αυτή στη Παναγία. Εκείνη τον ενεθάρρυνε πως είναι πολύ καλή αλλά.. είχε βάλει το Χριστό μας δεξιά γι’ αυτό λέγεται δεξιοκρατούσα. Όπότε έφτιαξε τη τρίτη εικόνα που είχε βάλει το Χριστό στο άλλο κανονικό χέρι, την ευρισκομένη σήμερα στη Κύπρο και είναι που απεικονίζεται με κεκαλυμμένο το πρόσωπό της. Να λοιπόν τα τρία σανίδια που έφερε στον Ευαγγελιστή Λουκά ο αρχάγγελος που προαναφέραμε.
Τις τρείς αυτές εικόνες τις ευλόγησε η Παναγία μας με το πανάγιό της χέρι και είπε: «Η χάρις του εξ’ εμού γεννηθέντος Κύριού μου και Θεού μου, να είναι μετ’ αυτών» Αυτή η ευλογία, τις διασώζει μέχρι σήμερα μετά από τόση κακία είκοσι αιώνων, διότι είναι αλήθεια ότι δεν είναι τόσο εύκολο οι εικόνες αυτές να παραμένουν τόσους αιώνες, αν δεν υπάρχει η από άνωθεν βοήθειά της.
Με βάση αυτές τις εικόνες έχουμε τις άλλες αντίγραφες εικόνες και από διάφορα ιστορικά περιστατικά έχουμε επίσης πολλές άλλες εικόνες με εξακόσιες περίπου προσωνυμίες κάτω από διάφορα περιστατικά όπως είναι η Παναγία η Τριχερούσα, η Φανερωμένη, του Άξιον Εστί, η Πορταϊτισσα, της Τήνου, η Κανάλα, η Ελευθερώτρια και άλλες.
Συμπερασματικά, οι παραπάνω τρείς αχειροποίητες είκονες, μιά του Κυρίου και δύο της Παναγίας μας, και οι τρείς του Ευαγγελιστού Λουκά, απαντούν στους ασεβείς που δεν δέχονται τις εικόνες.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας, διὸ πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Πηγή: Ευγένιος Βούλγαρης, Νεκρός για τον κόσμο, Πνευματικά Θησαυρίσματα, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Η Αποστολική Εκκλησία των Αθηνών, της οποίας ιδρυτής είναι ο Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος, έχει να επιδείξει κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας του δυσχιλιετούς βίου της, πολυάριθμες μορφές αγίων, που τη λάμπρυναν και τη δόξασαν και αποτελούν σήμερα πολύτιμο πνευματικό θησαυρό για όλους τους φιλάγιους κατοίκους και επισκέπτες του περιωνύμου κλεινού Άστεως των Αθηνών. Ανάμεσα στο πλήθος των αγίων, που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της αγιοτόκου πόλεως των Αθηνών, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Ουρανοβάμων και Ιεροφάντωρ Άγιος Ιερόθεος, ο σοφός και ευκλεής αυτός πρώτος ιεράρχης της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών.
Ο Άγιος Ιερόθεος γεννήθηκε στην περιώνυμη πόλη των Αθηνών από επιφανή οικογένεια επί των ημερών του αυτοκράτορος Αυγούστου, λίγα μόλις χρόνια πριν τη Γέννηση του Ιησού Χριστού.
Σύμφωνα με την παράδοση υπήρξε ένας από τους εννέα βουλευτές, που αποτελούσαν τη Γερουσία του Αρείου Πάγου, που την εποχή εκείνη ήταν το ανώτατο δικαστήριο. Ο Ιερόθεος είχε σπουδάσει Πλατωνική φιλοσοφία στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών και είχε μυηθεί, όπως και οι άλλοι βουλευτές του Αρείου Πάγου, στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Όμως το 51 μ.Χ. η άφιξη στην Αθήνα του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου, που κηρύσσει Ιησούν Χριστόν Εσταυρωμένο και Αναστάντα, θέτει τη βάση για την ίδρυση μιας ολιγάριθμης χριστιανικής κοινότητας. Ανάμεσα στους πρώτους, που άκουσαν με προσοχή το πύρινο σταυροαναστάσιμο κήρυγμα και σαγηνεύτηκαν από τα μηνύματα του Ευαγγελίου του Χριστού ήταν και ο διαπρεπής πλατωνικός φιλόσοφος Ιερόθεος, που διακρινόταν για τη βαθιά του φιλοσοφική γνώση και την απέραντη σοφία. Η ευρεία του μόρφωση και η οξεία του αντίληψη όχι μόνο δεν στάθηκαν εμπόδια στο να ακολουθήσει και να ασπασθεί τη χριστιανική πίστη, αλλά αφού βαπτίσθηκε πρώτα χριστιανός, αναδείχθηκε αργότερα δυναμικός και χαρισματικός ιεράρχης και εξελέγη μάλιστα πρώτος επίσκοπος της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών. Η φλογερή του πίστη και ο ένθεος ζήλος του τον ανέδειξαν σε ένθερμο μυσταγωγό της χριστιανικής αλήθειας και των σωτήριων διδαγμάτων αυτής, αφού υπήρξε ο σοφός διδάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής δύο επιφανών Αθηναίων ανδρών, του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο οποίος τον διαδέχθη στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών και του Αγίου Αριστείδου, του ενδόξου αυτού Αθηναίου φιλοσόφου και απολογητού, ο οποίος γεννήθηκε, έζησε και μαρτύρησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στην περιώνυμη πόλη των Αθηνών.
Ο Άγιος Ιερόθεος ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση στην Αθήνα και αναδείχθηκε ευκλεής ιεράρχης, θείος διδάσκαλος και πολύτιμος εκκλησιαστικός συγγραφέας με βαθυστόχαστα συγγράμματα, που αποκαλύπτουν τη βαθύτατη σοφία και την πλούσια ευρυμάθειά του. Άξιο θαυμασμού είναι το θεώρημα του Αγίου Ιεροθέου περί της Αγίας Τριάδος, το οποίο βρίσκεται σε κώδικα στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και απεικονίζει την Τριαδική Θεότητα μέσα σε έξι κύκλους, όπου ο ένας είναι μκρότερος από τον άλλο.
Ο θεόληπτος πρώτος επίσκοπος των Αθηνών, Άγιος Ιερόθεος, αναδείχθηκε και χαρισματικός υμνολόγος, αφού σύμφωνα με την παράδοση αρπάχθηκε από νεφέλη και παρευρέθηκε μαζί με τους Αγίους Αποστόλους, τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τον Άγιο Τιμόθεο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο ίδιος μάλιστα προεξήρχε της κηδείας του θεοδόχου Σώματος της Θεομήτορος και έψαλλε εξαίσιους ύμνους προς τιμήν Της, οι οποίοι υπερείχαν σε περιεχόμενο και μελωδία από όλους τους άλλους ύμνους, που είχαν ποιήσει οι υπόλοιποι. Το γεγονός αυτό το μαρτυρεί και ο ίδιος ο μαθητής του, ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ενώ ο Μέγας Συναξαριστής του Βίκτωρος Ματθαίου αναφέρει ότι:
«... όταν οι άγιοι Απόστολοι έφθασαν στον Τάφο της Κυρίας Θεοτόκου και αποχαιρετώντας Την, έκαστος έλεγε εγκώμια θεία και ένθεα προς Αυτήν, όλοι δε είπαν διάφορα εγκώμια. Ο Ιερόθεος είπε τοιαύτα εγκώμια, προς την Παναγία μας, που υπερέβαιναν όλων των άλλων, και τολμώ ειπείν, ήσαν τόσο εξαίρετα και καταπληκτικά, ώστε αυτοί οι άγιοι Άγγελοι δεν θα μπορούσαν, καταλεπτώς (με κάθε λεπτομέρεια), καθώς τα είπεν εκείνος.»
Ο σοφός και θεόληπτος Άγιος Ιερόθεος, αφού πλούτισε το κλεινόν Άστυ των Αθηνών με τη θεία διδασκαλία του και το πολύπλευρο έργο του ως άξιος συνεχιστής του μηνύματος της χριστιανικής αλήθειας, που δίδαξε ο Απόστολος Παύλος στη μέχρι πρότινος ειδωλολατρική Αθήνα, εκοιμήθη εν ειρήνη σε βαθύτατα γηρατειά κατά το τελευταίο τέταρτο του 1ου μ.Χ. αιώνα. Η αγία του ψυχή μετέβη στον αγωνοθέτη Κύριο και έλαβε τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος και της δικαιοσύνης για να πρεσβεύει ακατάπαυστα στον Πανάγαθο Θεό για την ψυχική σωτηρία όλων μας. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 4 Οκτωβρίου και η τιμία κάρα του φυλάσσεται ως ασύλητος και πολυτίμητος θησαυρός στην ομώνυμη Ιερά Μονή στα Μέγαρα Αττικής, η οποία ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα και επανιδρύθηκε το 1930 μετά τη διάλυσή της επί των ημερών του βασιλέως Όθωνος.
(Σχόλιο σ.σ.: Η παράδοση θέλει τον Άγιο Μελέτιο να επιλέγει τον συγκεκριμένο τόπο για να αναγείρει το εν Μοναστήρι του τον 11ον αιώνα μ.Χ., λόγω των ασκητικών αγώνων που είχε δώσει ο Άγιος Ιερόθεος εκεί 10 αιώνες νωρίτερα. Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος (Ι. Μ. Αγ. Παύλου) καθώς και στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα.)
Πλούσια είναι και η εικονογραφία του Αγίου Ιεροθέου με παλαιές εικονογραφικές παραστάσεις στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους, στην ομώνυμη Ιερά Μονή των Μεγάρων και στις Ιερές Μονές Δαφνίου, Καισαριανής, Ασωμάτων Πετράκη, Οσίου Μελετίου και Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών. Το όνομα του πρώτου επισκόπου της πόλεως των Αθηνών, Αγίου Ιεροθέου, φέρει πολυπληθής συνοικία στο Περιστέρι, όπου με πρωτοβουλία του Συλλόγου «Άγιος Ιερόθεος» ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1927 – 1930 ο πρώτος ιερός ναός προς τιμήν του Αγίου. Στις 31 Μαΐου 1970 θεμελιώθηκε ο νέος μεγαλοπρεπής ιερός ναός του Αγίου Ιεροθέου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε με κάθε επισημότητα στις 8 Ιουνίου 1980. Επ’ ονόματι του Αγίου είναι αφιερωμένος επίσης ο Ενοριακός Ναός του χωριού Κομπωτή Αιτωλοακαρνανίας, καθώς και γραφικό εκκλησάκι στο χωριό Πύργος Σαντορίνης, το οποίο ανεγέρθηκε το 1957.
Η ολόθερμη ευχή όλων μας είναι να έχουμε στη ζωή μας τις ευχές και τις ευλογίες του Αγίου Ιεροθέου και να διδασκόμαστε από τη φιλόθεη βιοτή αυτού του θεολήπτου κήρυκος, κλεινού καθηγεμόνος και χαρισματικού ιεράρχου της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών, του οποίου το χαριτόβρυτο στόμα κατέστη «πηγή η αέναος η καταρδεύουσα άπαν της Εκκλησίας το πρόσωπον».
Βιβλιογραφία
- «Βίος και Ακολουθία του εν αγίοις πατρός ημών Ιεροθέου επισκόπου Αθηνών», Β΄ Έκδοσις, Αθήναι, 1980.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόῤῥητα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἱερόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου ἠλίευσαι, ταὶς θεηγόροις πλοκαίς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῶ, σοφὲ Ἰερόθεε, σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταὶς ἀκτίσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοὺς ὑποφήτης, δι' ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε, ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄῤῥητα, ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος. Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ. Ἱερόθεε, ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις Πάτερ Θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερογνωσίᾳ καταλαμφθείς, ἱερολογίας, μυστοδότης θεαρχικῆς, ὤφθης τοῖς ἐν κόσμῳ, ὡς Ἀποστόλων σύμπνους· διό σε Ἱερόθεε μεγαλύνομεν.
Πηγή: Πρόμαχος Ορθοδοξίας, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Μεταξύ των πρώτων Αθηναίων που εγκολπώθηκαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μετά το πύρινο σταυροαναστάσιμο κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου το 51μ.Χ. στον Άρειο Πάγο της ειδωλολατρικής Αθήνας με τους μεγαλόπρεπους μαρμάρινους ναούς και τα περίτεχνα αγάλματα, είναι και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο κορυφαίος αυτός δικαστής και πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο οποίος μετά τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό κατέστη «εὐάρμοστον δοχεῖον τοῦ Παναγίου Πνεύματος», αξιώθηκε τη θέα του αχράντου και ζωαρχικού σώματος της Υπεραγίας Θεοτόκου και με τον διά πυρός μαρτυρικό του θάνατο έγινε κληρονόμος της Ουρανίου Βασιλείας για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Θεό για τη σωτηρία όλων των χριστιανών.
Ο όσιος Ιωάννης ήταν γόνος αρχοντικής και πλούσιας οικογένειας και καταγόταν από τις Θήβες της Αιγύπτου. Ελαβε το μοναχικό Σχήμα από τον παππού του ο οποίος είχε στο μεταξύ καρεί μοναχός, και ξεκίνησε για τα Ιεροσόλυμα.
Η ξεχωριστή αυτή νεαρή κοπέλα καί παρθενομάρτυρας του Χρίστου Ακυλίνα γεννήθηκε, έζησε και μαρτύρησε στην επαρχία Ζαγκλιβερίου Θεσσαλονίκης στο β' μισό του 18ου αιώνα.
Ἕνας ἄλλος σπουδαῖος μαθητής τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, εἶναι καὶ ὁ βιογραφούμενος ἐδῶ ὅσιος Ρωμύλος. Αὐτὸς ἐγεννήθη περὶ τὸ 1310 μ.Χ. εἰς τὴν περίδοξο πόλι τῆς Βιδύνης, ὅπου εὑρίσκεται εἰς τὸ ΒΔ ἄκρο τῆς Βουλγαρίας. Ὁ πατέρας του «ρωμαῖος ἦν τὸ γένος», δηλαδὴ Ἕλληνας, καὶ ἡ μητέρα του «ἐκ τῶν βουλγάρων».
Ἡ νεανικὴ σύνεσι καὶ ἡ ἄρετὴ του γίνονται γνωστές εἰς ὅλους, ἀλλὰ οἱ γονεῖς του προσπαθοῦν νὰ τὸν νυμφεύσουν, ἔστω καὶ χωρίς τὴν συγκατάθεσί του. Οἱ ἀρνήσεις του γιὰ ἕνα ἐπίγειο γάμο δέν εὕρισκουν κατανόησι ἔτσι ἀποφασίζει νὰ ἀσπασθῆ τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως, ἔστω καὶ ἄνευ τῆς πατρικῆς συγκαταθέσεως, διότι ἐγνώριζε πὼς «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
Ἔρχεται ἀνατολικότερα εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ζαγορᾶς καὶ εἰς τὴν τότε πρωτεύουσα τοῦ κράτους, τὸ κάστρο τοῦ Τυρνόβου. Ὡς «ἡ διψητικοτάτη ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», ἔτσι καὶ αὐτὸς φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο πόθο, εἰσέρχεται εἰς τὸ ἐκεῖ μοναστήρι τῆς Θεομήτορος Ὁδηγητρίας καὶ λαμβάνει τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομαζόμενος ἀπὸ Ράϊκος εἰς Ρωμανό.
Εἰς ὀλίγο χρονικὸ διάστημα, οἱ πολλὲς ἀρετές του, καὶ προπαντός «ἡ ἐνοικοῦσα τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ταπείνωσις», τὸν καθιστοῦν ἀγαπητὸ εἰς ὅλους, ὅπου τὸν ὀνομάζουν πλέον Καλορώμανο. Εἶναι ἡ εὐλογημένη ἐποχὴ ὁποὺ ἦλθε εἰς τὰ Παρόρια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἡ φήμη του ἐξαπλώνεται παντοῦ καὶ ὁ θεῖος Ρωμανὸς ζητεῖ καὶ λαμβάνει τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντός του νὰ ὑποταχθῆ εἰς τὸν Ἕλληνα ἡσυχαστή.
Τὸ διακριτικὸ βλέμμα τοῦ ἱεροῦ Σιναΐτου πατρὸς διακρίνει ὅτι ὁ νέος μοναχὸς εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, γι ̓ αὐτὸ καὶ δέν ἀμελεῖ νὰ τοῦ προσθέση κοπιώδη διακονήματα. Εἰς ὅλα ἀνταποκρίνεται πλήρως πρὸς τὶς προσδοκίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, καὶ μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ, περὶ τὸ 1346 μ.Χ., «διὰ τόν πειρασμὸν τῶν ληστῶν», ἀναχωρεῖ «τῶν Παρορίων καὶ εἰς τὴν Ζαγοράν» πάλι ἐπιστρέφει.
Μετ' ὀλίγoν, μαθαίνοντας ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης Ἀλέξανδρος ἀπεδίωξε τούς ληστάς, ἐπανέρχεται εἰς «τὴν ἔρημο τῶν Παρορίων», συνεχίζων τὴν ἄκρως ἀσκητικὴ βιοτή του καὶ κοσμούμενος μὲ «τὴν τῶν δακρύων δωρεὰν καὶ χάριν». Ὁ φόβος, ὅμως τῶν ἀγαρηνῶν δὲν τοῦ ἐπιτρέπει ἐπὶ πολὺ νὰ ἀπολαύση τὴν ἐκεῖ ἡσυχία καὶ «ἄκων εἰς τὴν Ζαγορὰν ἀπέρχεται», ἀλλ ̓ ἐκ νέου «εἰς τὰ Παρόρια ἀφικνουται, ἐπειδὴ φιλέρημος ἦν».
Ἐδῶ λαμβάνει τὸ μέγα ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ «Ρωμύλος μετονομάζεται». Παραμένει ἐπὶ πενταετίαν «παλαίων μετὰ δαιμόνων», ἀλλ ̓ ἐπιστρέφει πάλι διὰ τελευταίαν φορὰν εἰς τήν Ζαγορά, ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδρομῶν «τῶν τῆς Ἄγαρ ἀπογόνων». Ἀπ ̓ ἐκεῖ συντόμως ἀναχωρεῖ διὰ «τὸ ἅγιον ὄρος τοῦ Ἄθωνος» καὶ ἐγκαθίσταται «πλησίον τῆς ἱερᾶς λαύρας», ὅπου ἤδη ἀνθεῖ ἡ ἡσυχαστικὴ κίνησι καὶ πολλοὶ «πατέρες ὁμότροποι oἰκοῦν».
Ἀλλὰ τώρα πλέον, οἱ ἀρετές του εἶναι πολλὲς καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κρυφθῆ, ὡς «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη». «Πεπειραμένος ὢν τὰ τῶν μοναχῶν» προσελκύει πλήθη «ἀναχωρητῶν καὶ μιγάδων», οἱ ὁποῖοι σαγηνεύoνται ἀπὸ τοὺς θείους λόγους του, «ὡς ἡ μαγνῆτις λίθος ἕλκει τὸν σίδηρον». Βλέπει κανεὶς «κατηφεῖς, ξηρούς, σκληρούς, ἐκ δαιμόνων ἢ ἐξ ἀνθρώπων τοῦτο πάσχοντας», καὶ διὰ τῆς πλήρους χάριτος καὶ δυνάμεως νουθεσίας του, ἀλλα καὶ τῆς νηπτικῆς διδασκαλίας του, νὰ φεύγουν «φαιδροὶ τῷ προσώπῳ καὶ τῇ ψυχῇ».
Οἱ τραγικές, ὅμως, ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, καθὼς πλέον ἡ χιλιετὴς Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία συνταράσσεται ἀπὸ τὶς μουσουλμανικὲς βαρβαρικὲς ὀρδές, δὲν ἀφήνουν ἀνεπηρεάστους οὔτε τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τότε, «οἱ πλείους τῶν ἀναχωρητῶν ἐξέφυγον», καὶ μαζί των οὗτος ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος φθάνει εἰς τὸν Αὐλῶνα τῆς Ἀλβανίας. Ἐδῶ, πρὸς χάριν τῶν «μυριοπαθῶν» ἐκείνων ἀνθρώπων, ἀναδεικνύεται «ἰσαπόστολος, πάντας εἰς ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως συγκαλῶν» μὲ τὸν «κεχαριτωμένον λόγον του».
Ἐπειδή, ὅμως, «μεγάλως ὑπερετίμων αὐτόν, εἰς τὴν Σερβίαν ἀπέρχεται», πλησίον τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ραβενίτσης, ὅπου τελειώνει τὸν πολύαθλο ἐπίγειο βίο του περὶ τὸ 1380. Ὁ Θεός, καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του, τὸν δοξάζει μέ «τὴν χάριν τοῦ ἰᾶσθαι πᾶσαν ἀσθένειαν καὶ πᾶν πάθος», ὥστε νὰ προσέρχωνται πλήθη ἀνθρώπων διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια αὐτοῦ λείψανα, τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερον φυλάσσονται εἰς τήν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ραβανίτσης.
Τὸ γεγονὸς τῆς συντάξεως Ἀκολουθίας πρός τιμήν του, ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Βιδυνίου Ἰωάσαφ, δεκαετία μόλις ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, δείχνει τὴν γρήγορο ἐξάπλωσι τῆς φήμης του ὡς θαυματουργοῦ καὶ τήν ἄμεσο ἀναγνώρισί του ὡς Ἁγίου ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ τῇ ιη ́ τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου. (Ἡ ἡμερoμηνία αὐτὴ ἀναφέρεται τὸ πρῶτον εἰς μίαν παράφρασι τοῦ Βίου ἐν ἔτει 1904 -ὅρα σχετικῶς κατωτέρω καὶ εἰς ὅλους τοὺς νεωτέρους Συναξαριστάς. Εἰς τὸν κώδικα 73, ὅμως, τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου σημειώνεται: «Μὴν Νοέμβριος κατὰ α ́». Ὁ μακαριστὸς Σέρβος π. Ἰουστίνος Πόποβιτς [ἅγιος] καταχωρεῖ τήν μνήμη του τῇ ιϛ ́Ἰανουαρίου, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δέν τὸν ἀναφέρει καθόλου).
Ἕνα ζήτημα τὸ ὅποιον θὰ ξενίση ἴσως τούς φιλοθέους ἀναγνωστας καὶ τὸ ὁποῖον ἀξιζει, ὅμως, νὰ ἐξετασθῆ εἶναι οἱ συχνὲς μετακινήσεις τοῦ βιογραφουμένου Ὁσίου. Καθ' ὅσον μάλιστα συνέβαιναν εἰς μίαν παλαιοτέρα ἐποχή, ὁπού οἱ μετακινήσεις ἦσαν δυσκολώτερες, ἀλλ ̓ ἰδίως ἐπειδὴ ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἀνῆκε εἰς τὴν χορεία τῶν ἡσυχαστῶν Ἁγίων. Τί νὰ εἴπη ὁ σημερινὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν δώσει ὑπόσχεσι νὰ «παραμείνη τῷ Μοναστηρίῳ ἕως ἐσχάτης του ἀναπνοῆς», ἀλλα τὸν δελεάζει ἡ εὐκολία τῆς μετακινήσεως ὁπού εἶναι πολὺ μεγάλη, καὶ δὲν τὸν ἐνισχύει ἡ ἡσυχαστικὴ πνευματικότης ὁποὺ εἶναι τόσο χαμηλή; Εἶναι βεβαίως γεγονὸς ὅτι σήμερον δὲν μᾶς «χωρὰ ὁ τόπος», καὶ ὅλοι μας, εἴτε μοναχοὶ εἴτε λαϊκοί, μετακινούμεθα συνεχῶς, εὑρισκόμενοι εἰς μίαν διαρκῆ καὶ ἄσκοπο περιπλάνησι.
Ὅμως, δεν μᾶς «χωρᾶ ὁ τόπος», ὄχι χάριν τῆς μεγάλης κινητικότητος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ διότι ἔχομε, κατὰ βάθος, ἕνα ἀνυπότακτο «Ἐγώ», ὅπου δὲν θέλει νὰ δεσμευθῆ εἰς ἕνα ὁρισμένο τόπο, νὰ σταθῆ εἰς ἕνα σημεῖο ἐφ ̓ὅρου ζωῆς. Νιώθομε τὸν χῶρο ὡς ἕνα ἀφηρημένο πεδίο καὶ ἡ ἀντίληψί μας γι ̓ αὐτόν, ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς φυσιοκρατικῆς παιδείας μας, εἶναι μηχανιστικὴ ἢ ἔστω συναισθηματική. Δὲν διανοούμεθα νὰ δημιουργήσωμε ἕνα τύπο σχέσεως μὲ τὸν χῶρο, νὰ δεθοῦμε μὲ ἕνα τόπο, νὰ περιορισθοῦμε εἰς ἕνα μέρος, ὅπως τὸ οἰκιακὸ δωμάτιο ἢ τὸ μοναχικὸ κελλί, τὸ ὁποῖο εἶναι ἱκανὸ νὰ «μᾶς διδάξη τὰ πάντα», κατὰ τὸν ἀββα Μωϋσῆ.
Ἀλλ' οἱ μετακινήσεις τοῦ βιογραφουμένου Ὁσίου εἶχαν ἕνα διαφορετικὸ χαρακτήρα ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἀενάως περιπλανώμενο τρόπο ζωῆς μας, γιατὶ δὲν συνδέονται τόσο μὲ τὴν ἐσωτερική του παρόρμησι, ὅσο μὲ τὶς ἐξωτερικὲς ἱστoρικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἴδιος ἦτο ἕνας μοναχὸς ἄκρας ἡσυχαστικῆς νοοτροπίας, μὲ πλήρη ἀποταγὴ τῶν ἐγκοσμίων, βαθὺ πόθο τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, μεγάλη διάθεσι ὑπακοῆς, συνεχῆ ἀποφυγὴ τῆς συγχύσεως καὶ τῶν ματαίων μεριμνῶν.
Εἶχε τὴν συνείδησι κάθε φορὼ πῶς, εἰς τὸν τόπο ὁποὺ ἐξ ἀνάγκης μετεκινεῖτο, θὰ διέμενε ἕως τέλους τῆς ζωῆς του, κάτι ὁποὺ ἀποτελεῖ ἀσφαλὲς κριτήριο ἀπλανοῦς ἀσκητικοῦ βίου. Ἀλλ ̓ οἱ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων, ὁποὺ ὁλοὲν καὶ περισσότερον εἰσέδυαν εἰς τὰ ἐδάφη τῆς ἐξησθενημένης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν ἐπέτρεπαν ἐπὶ πολὺ εἰς τοὺς κατοίκους, καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς μοναχούς, νὰ ἡσυχάζουν καὶ νὰ ζοῦν ἀπερισπάστως.
Μέσα εἰς τέτοιες τραγικὲς συνθῆκες ἀκουσίου ξερριζωμοῦ, ἡ μόνη μετὰ Θεὸν παρηγορία των ἦτο ἡ οἰκουμενικὴ συνείδησι, τὴν ὁποίαν ἐνέπνεαν οἱ ἀρχαὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἐνεθάρρυνε ἡ πανορθόδοξος ἔννοια τοῦ Ρωμαίου (Ρωμηοῦ ἢ Βυζαντινοῦ) πολίτου, ὥστε μετακινούμενοι εἰς ὅλο τὸ πλάτος τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου νὰ αἰσθάνωνται γνώριμοι καὶ οἰκεῖοι, ὡσὰν εἰς τὴν ἰδιαιτέρα πατρίδα των.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ [ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, ἡγουμ. Ἱ. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν] τοῦ βιβλίου: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΡΩΜΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΟΥ», σειρά «ΑΝΘΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ» τ. 6, Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ» ©)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βιδυνίου τὸν γόνον Βαλκανίων τὸ καύχημα, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἁπάντων, τὸν σεπτὸν ἀντιλήπτορα•Ῥωμύλον τοῦ Κυρίου ἀσκητήν, ὑμνήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, δι᾽ αὐτοῦ γὰρ φωτισθέντες τὸ ἡσυχάζειν ἐν Κυρίῳ ἐδιδάχθημεν. Δόξα τῷ ἀναδείξαντί σε ἡμῖν καθηγητῇ, δόξα τῷ σὲ χαριτώσαντι, δόξα τῷ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, κοινὸν προστάτην σε δείξαντι.
Μεταξύ των αρχαιότερων μαρτύρων της χριστιανικής πίστεως συγκαταλέγονται η αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστις, Ελπίς και Αγάπη, αφού πρόσφεραν την ζωή τους ως «λογική λατρεία» στον Ιησού Χριστό, κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας στην Ρώμη ήταν ο Αδριανός (117-138).
ΣΗΜΕΡΑ ἡ Ἐκκλησία μας ὑψώνει καὶ προβάλλει τὸν τίμιο σταυρό. Πρὸ Χριστοῦ ὁ σταυρὸς προκαλοῦσε φρίκη, διότι ἦταν ὄργανο θανατικῆς ἐκτελέσεως. Μὲ τὴ θυσία ὅμως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε τελείως· ἔγινε «κοσμοπόθητος» (ὑμνολογ.).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...