
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ανάμεσα στους δημοφιλέστερους αγίους των πρώιμων χριστιανικών χρόνων συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος στις 17 Μαρτίου Άγιος Αλέξιος, ο οποίος διακρίθηκε για τη φιλόθεη βιοτή, τη βαθιά ευσέβεια και πίστη και την άκρα ταπείνωση, άσκηση και εγκράτεια. Η αφανής επίγειά του βιοτή, του εξασφάλισε κατά θεϊκή επιταγή τη θεόκλητη προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού», αφού ο ίδιος ο Κύριος με τη φωνή Του τον αποκάλυψε, τον ονόμασε και τον υπέδειξε στον χριστιανικό λαό της Ρώμης.
Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη το 357 επί των ημερών του βασιλιά Κωνστάντιου. Ήταν ο μονογενής γιος του υψηλού αξιωματούχου Ευφημιανού, του πρώτου της Συγκλήτου, και της Αγλαΐδας, που καταγόταν από αριστοκρατικό γένος. Οι πλούσιοι και ευγενείς γονείς του διακατέχονταν από βαθιά χριστιανική πίστη και από φιλάνθρωπα χριστιανικά αισθήματα. Γι’ αυτό και το σπίτι τους είχε καταστεί το καταφύγιο των ορφανών, των χηρών και των πενήτων. Ο Αλέξιος ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως, αλλά του προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα και κοσμική γνώση και σοφία.
Εκείνος όμως από μικρός άρχισε να ποθεί τα ουράνια αγαθά και σύντομα η ψυχή του άρχισε να πυρπολείται από θείο έρωτα. Γι’ αυτό και αφιερώθηκε εξ' ολοκλήρου στη μελέτη των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ενώ αποστρεφόταν κάθε τι το κοσμικό. Η επιθυμία όμως των γονέων του ήταν να δουν τον γιο τους άξιο και λαμπρό διάδοχο του πλούτου και της δύναμής τους. Η πιθανή αφιέρωση του γιου τους στον Θεό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν ποτέ. Γι’ αυτό και στην προσπάθεια της αποκατάστασης του Αλεξίου βρήκαν μία πανέμορφη κοπέλα με βασιλική καταγωγή, αλλά και με ένθεο ζήλο. Μόλις ο Αλέξιος έγινε δεκαέξι ετών, αποφασίστηκε ο πολυτελής γάμος του, ο οποίος τελέστηκε με κάθε λαμπρότητα.
Μετά το μυστήριο οι δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους και ο Αλέξιος έδωσε στη σύζυγό του το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη του ως σύμβολα της κοινής αφοσιώσεώς τους στον Χριστό, αφού η μεν κοπέλα είχε συναισθανθεί τον κρυφό πόθο του Αλεξίου για άσκηση και κατά Χριστόν ζωή, ο δε Αλέξιος είχε καταλάβει τη συγκατάθεση της συζύγου του για τον θείο του έρωτα και τη φυγή του από τη Ρώμη. Μετά τη συνομιλία των δύο συζύγων ο Αλέξιος παρακάλεσε έναν παράνυμφο της συνοδείας του να τον συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Ostia, που ήταν το επίνειο της Ρώμης. Έτσι μέσα στη νύχτα και ενώ η πόλη της Ρώμης διασκέδαζε ξέφρενα στο γαμήλιο γλέντι, ο Αλέξιος φτάνοντας στο λιμάνι ζήτησε από τον συνοδό του να τον αφήσει να κάνει έναν περίπατο. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Συρία. Στο μεταξύ ο παράνυμφος άρχισε να αναζητά τον Αλέξιο και μόλις πληροφορήθηκε ότι επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφυγε, ενημέρωσε τους γονείς του, οι οποίοι αναστατώθηκαν και πικράθηκαν. Μάλιστα ο πατέρας του, ο Ευφημιανός, άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα το παιδί του, ενώ η σύζυγος του Αλεξίου παρέμεινε στο σπίτι του για να συμπαρασταθεί στην απελπισμένη πεθερά της.
Ο Αλέξιος έφτασε με το πλοίο στη Σελεύκεια και αφού έβγαλε τα πολυτελή ενδύματά του και μοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, άρχισε να περιέρχεται τη χώρα σαν ζητιάνος. Από τη Σελεύκεια έφτασε στην Έδεσσα της Συρίας και μάλιστα τη χρονιά της κοιμήσεως του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, δηλαδή το 373. Εκεί επιδόθηκε στην προσευχή και τη νηστεία και καθημερινά κατέφευγε στον ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος κατέστη το κέντρο της κατά Χριστόν ζωής του. Ζούσε και κυκλοφορούσε σαν ζητιάνος και έμεινε αφανής και ξένος για όλους, ακόμη και για τους υπηρέτες του πατέρα του, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Έδεσσα αναζητώντας τον Αλέξιο χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν κατόρθωσαν να τον αναγνωρίσουν και μάλιστα του πρόσφεραν και την ελεημοσύνη τους ως ζητιάνος που ήταν. Στη Συρία ο άγιος έμεινε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια.
Το 390 όμως αρρώστησε ξαφνικά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από έναν χριστιανό φίλο του, που σεβόταν τον Αλέξιο ως άγιο. Το γεγονός αυτό τον ανησύχησε, γιατί θα του στερούσε την ασκητική του ζωή και την ταπείνωσή του. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Έδεσσα της Συρίας και επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ταρσό της Κιλικίας για να συνεχίσει εκεί τον ασκητικό του αγώνα.
Αλλά η Πρόνοια του Θεού τον μετέφερε στην πατρίδα του, τη Ρώμη και το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι της Ostia. Έτσι ο Αλέξιος επέστρεψε στον τόπο του, αλλά ξένος, άγνωστος και αφανής σε όλους. Προχώρησε προς την πατρική οικία, όταν ξαφνικά αντίκρισε από μακριά τον πρώτο άρχοντα της Συγκλήτου, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να δείξει τη φιλανθρωπία του και να τον δεχθεί στο σπίτι του. Ο φιλάνθρωπος Ευφημιανός δέχθηκε να τον κρατήσει. Γι’ αυτό και διάλεξε έναν δούλο και έδωσε εντολή να του φτιάξει κρεβάτι και να του προσφέρει φαγητό απ’ αυτό που έτρωγε και ο ίδιος. Ο Αλέξιος είχε επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά ξένος και φτωχός επαίτης, αφού κανείς δεν τον αναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο την αυστηρή ασκητική του ζωή και την αδιάλειπτη προσευχή του δεχόμενος καθημερινά τις ύβρεις, τις προσβολές και τα χτυπήματα από τους υπηρέτες του ίδιου του του σπιτιού. Κάποια ημέρα συναισθανόμενος το τέλος της επίγειας δράσης του, ζήτησε από τον δούλο, τον οποίο είχε ορίσει ο πατέρας του, χαρτί και γραφίδα για να εξιστορήσει την αφανή και άγνωστη σε όλους ζωή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανεχώρησε για την αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει στο ακέραιο την πλήρη αφιέρωσή του στον Κύριο. Ήταν Παρασκευή 17 Μαρτίου του 407.
Ένα θαυμαστό όμως γεγονός έλαβε χώρα πριν την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αλεξίου, το οποίο σηματοδότησε την εξ ουρανού αποκάλυψη της αγιότητός του. Το πρωί της Κυριακής 12 Μαρτίου του 407 και κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στην οποία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιννοκέντιος, μια ουράνια φωνή ακούστηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο να λέει τα ακόλουθα:
› Ζητήσατε τον Άνθρωπο του Θεού για να ικετεύσει υπέρ της Ρώμης. Όταν θα φανεί η Παρασκευή, παραδίδει το πνεύμα του στον Θεό του.
Μετά από μία τέτοια τρομακτική θεϊκή αποκάλυψη άρχισαν όλοι απεγνωσμένα να αναζητούν τον Άνθρωπο του Θεού. Στην προσπάθεια αυτή οι χριστιανοί προσευχήθηκαν με κατάνυξη και ευλάβεια και τότε ο Θεός πρόσφερε την επιζητούμενη αποκάλυψη, που ήταν η αναζήτηση του Ανθρώπου του Θεού στο σπίτι του Ευφημιανού. Ο Ευφημιανός έμεινε άναυδος και τότε ο Αυτοκράτορας Ονώριος μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιννοκέντιο πήγαν στο σπίτι του. Ο διακονητής του Αλεξίου είπε στον Ευφημιανό ότι πιθανόν ο Άνθρωπος του Θεού να είναι εκείνος ο ρακένδυτος ζητιάνος, που έμενε στο σπίτι, γιατί είχε διακρίνει μεγάλη ευσέβεια και ταπείνωση στο πρόσωπό του. Τότε ο Ευφημιανός αναζήτησε τον φτωχό επαίτη του σπιτιού του, αλλά τον βρήκε να κοιμάται μέσα σε λάμψη ουρανίου φωτός και να κρατά στο χέρι του ένα σημείωμα, το οποίο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει. Ερχόμενος ο Αρχιεπίσκοπος πήρε στα χέρια του το σημείωμα και μέσα από την ανάγνωσή του αποκαλύφθηκε όλο το μυστήριο και η πραγματική ταυτότητα του ξένου που ζούσε μέσα στο σπίτι. Η τρομακτική αποκάλυψη της αλήθειας προκάλεσε τον θρήνο, την απελπισία και την ψυχική συντριβή των γονέων του, ενώ εντελώς διαφορετική ήταν η αντίδραση της συζύγου του, αφού η ψυχή της είχε καταληφθεί από δέος και συγκίνηση.
Μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός αναγγέλθηκε στη Ρώμη ότι βρέθηκε ο Άνθρωπος του Θεού και πλήθος κόσμου κατέβηκε στο κέντρο της πόλης για να ασπασθεί το ιερό σκήνωμα και να λάβει από αυτό ευλογία. Στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας και ο Αρχιεπίσκοπος κατόρθωσαν να μεταφέρουν ανάμεσα σε χιλιάδες χριστιανούς το χαριτὀβρυτο ιερό λείψανο στον ναό του Αγίου Βονιφατίου, το οποίο και ενταφίασαν σε περίτεχνο μνημείο εντός του ναού, ο οποίος αργότερα μετονομάσθηκε σε ναό των Αγίων Βονιφατίου και Αλεξίου. Αργότερα η τιμία κάρα και μέρος των ιερών του λειψάνων μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1398 η χαριτόβρυτη τιμία κάρα του Αγίου Αλεξίου δωρήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα ως πολύτιμος θησαυρός και ως αέναος πηγή θαυματουργικών ιάσεων. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται ως πολιούχος και προστάτης άγιος των Καλαβρύτων. Την παραμονή της εορτής του Αγίου πλήθος πιστών από ολόκληρη την Αχαΐα προσέρχεται στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας για να παρακολουθήσει με ευλάβεια την ολονύκτιο αγρυπνία προς τιμήν του Αγίου. Την κυριώνυμο ημέρα της εορτής η τιμία κάρα μεταφέρεται στην κωμόπολη των Καλαβρύτων, όπου κλήρος και λαός την υποδέχεται με επισημότητα. Στη συνέχεια η πομπή κατευθύνεται στον Μητροπολιτικό Ναό των Καλαβρύτων, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται επίσης στην Πάτρα, όπου η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια μετόχιο με περικαλλή ιερό ναό επ’ ονόματι του Αγίου, αλλά και στο Αίγιο, όπου στην περιοχή Σταφιδάλωνα έχει ανεγερθεί ενοριακός ναός αφιερωμένος στη μνήμη του. Ναοί προς τιμήν του Αγίου Αλεξίου υπάρχουν επίσης στα χωριά Κλεισορεύματα Αιτωλοακαρνανίας, Γεωργίτσιο Λακωνίας και Λειβαδίτσα Πέλλης, στη Χίο, στην Πάτμο και στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας.
Η ολόθερμη ευχή όλων μας είναι ο Άγιος Αλέξιος, ο οποίος έλαβε εκ του ουρανού την προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού» να καταστεί πνευματικός οδοδείκτης και καθοδηγητής στην πορεία μας για την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία έχοντας πάντα ως πρότυπο την άκρα ταπείνωση και ασκητικότητά του και την εικόνα της αφανούς επίγειας βιοτής του.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
- Ακολουθία και Βίος του Οσίου πατρός ημών Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων 1997.
- Η εμφάνεια του αφανούς ή άλλως το συναξάρι του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού, Έκδοσις Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας 2005.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο επονομαζόμενος Άνθρωπος του Θεού», Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος, Εκπαιδευτικός, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
Έχει λεχθεί ότι η διαφορά της αληθινής αγάπης από την τρέλα είναι πολύ μικρή και τα σύνορα μεταξύ των δύο δυσδιάκριτα. Πράγματι αυτός που αγαπά πολύ, υπάρχει ενδεχόμενο να κάνη πράγματα που μοιάζουν στα μάτια των άλλων, κυρίως όσων έχουν μάθει να εξετάζουν τα πάντα με την ψυχρή λογική, υπερβολικά, τρελά. Μερικά από αυτά ίσως και να είναι, αλλά κάθε τι που δεν συμβιβάζεται με την δική μας λογική δεν είναι κατ’ ανάγκη παράλογο. Μπορεί να είναι καθ’ όλα λογικό ή και υπέρλογο, όπως λ.χ. η ζωή των αγίων.
Ό,τι έκανε στην ζωή του ο όσιος Αλέξιος είναι αδύνατο να εξηγηθή με την λογική του βολέματος και της καλοζωΐας. Εγκατέλειψε πλούσιους γονείς, συγγενείς και φίλους και πέρασε όλη την ζωή του απέναντι από το πατρικό του σπίτι, σε μια καλύβα, φτωχός και αγνώριστος από όλους, περιφρονημένος από τους δούλους και τους υπηρέτες του. Των αγίων όμως η τρέλα δεν είναι άλογη, αυτή είναι η μεγάλη διαφορά, αλλά είναι λογική τρέλα, δηλαδή τόλμη και ανδρεία πνευματική.
Ο Θεός είναι έρωτας, «Συ εί έρως» (Αναβαθμοί πλαγίου πρώτου ήχου), που μεθά όσους τον γεύονται, «και το ποτήριόν Σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον», αυτή όμως η μέθη είναι νηφάλια. Κάποτε ένας ερημίτης ασκητής στο άγιο Όρος, στην ερώτηση ενός προσκυνητή:
› Tι είναι αυτό που τον κάνει να κάθεται τόσα χρόνια μόνος του σε ένα κελί στην ερημιά;
Aπάντησε ότι:
› Eίναι ένα κρασί που σε γλυκαίνει και σε κάνει και μεθάς και δεν θέλεις με τίποτε να φύγης.
Στην παράκληση του επισκέπτη να του δώση να γευτή λίγο από αυτό το κρασί, ο γέροντας χαμογελαστά του είπε:
› Θα μεθύσης και θα σε ψάχνει η γυναίκα σου.
Ο όσιος Αλέξιος, ο πραγματικά άνθρωπος του Θεού, όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία μας, είχε όλες τις προϋποθέσεις να ζήση μια “πετυχημένη” ζωή. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, ήταν μοναχοπαίδι και νέος άνθρωπος, είχε όλη την ζωή μπροστά του, όπως συνηθίζουμε να λέμε, κι όμως έδειχνε να μην είναι ευχαριστημένος με όλα αυτά. Έψαχνε κάτι άλλο που θα γέμιζε τον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό το κάτι, το οποίο έκανε τον Απόστολο Παύλο να θεωρή όλα τα άλλα σκύβαλα, σκουπίδια, αυτό το κάτι που τον τραβούσε τόσο πολύ, ώστε έφθασε να λέγει «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι».
Ο Όσιος πήγε σε διάφορα προσκυνήματα και τέλος σκέφτηκε να ξαναγυρίση στον τόπο του και τελείως αλλαγμένος, έτσι που να μη τον αναγνωρίσουν ούτε οι ίδιοι οι γονείς του, έστησε, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, μια καλύβα απέναντι από το πλούσιο πατρικό του σπίτι και εκεί έζησε όλα του τα χρόνια φτωχός και περιφρονημένος.
Οι πρώην υπηρέτες του που τον σέβονταν και υποκλίνονταν μπροστά του, τώρα τον χλευάζουν γιατί τον θεωρούν έναν φτωχό ξένο.
Το πνευματικό επίπεδο ενός ανθρώπου και ενός λαού γενικότερα, έχει σχέση με την συμπεριφορά του προς τους απλούς ανθρώπους, που δεν διαθέτουν χρήματα και αξιώματα, αλλά και με την φιλοξενία, το πώς συμπεριφέρεται, δηλαδή, στους ξένους. Οι πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας.
Γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη ότι ο Αβραάμ εσώθη και μάλιστα έγινε τύπος των σωζομένων, επειδή ήταν φιλόθεος και φιλόξενος. Ακόμα, θα έλεγα ότι οι αληθινοί Χριστιανοί δεν κάνουν καν αυτή την διάκριση μεταξύ ξένων και μη, αφού γνωρίζουν ότι εδώ στην γη είμαστε όλοι ξένοι και πάροικοι.
Αληθινή πατρίδα μας είναι «η άνω Ιερουσαλήμ». Οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν, αλλ’ ως πάροικοι, αφού πάσα ξένη πατρίς αυτών εστί και πάσα πατρίς ξένη» (Προς Διόγνητον επιστολή).
Προφανώς οι δούλοι και οι υπηρέτες θα ήσαν άξεστοι και ο όσιος υπέφερε τα πάνδεινα, έκανε όμως μεγάλη υπομονή. Άλλωστε χωρίς υπομονή η ζωή δεν βγαίνει. Οι Πατέρες την ονομάζουν (την υπομονή) «δακρύβρεκτη πορφύρα των ασκητών», δηλαδή όσων προσπαθούν να εναρμονίζουν την ζωή τους με το Ευαγγέλιο.
Η ζωή του οσίου Αλεξίου είναι ειρηνική επανάσταση κόντρα στο κατεστημένο του βολέματος και της καλοπέρασης. Είναι πυρηνική βόμβα που κονιορτοποιεί την αυτάρκεια, την αξιοπρέπεια και τον καθωσπρεπισμό. Είναι λογική τρέλα «πού θεραπεύει την δική μας άλογη τρέλα».
(Πηγή: «Ο όσιος Αλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού», Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας)
Πως συνδέεται ο άγιος Αλέξιος με την Ελληνική Επανάσταση του 1821
Είναι γνωστό πλέον σε όλους, ότι η Ελληνική επανάσταση του 1821, στηρίχθηκε σε πάμπολλα, επί αιώνες προεπαναστατικά κινήματα – έστω και αποτυχημένα, στο διαφωτισμό των πατέρων του γένους, στις ρήσεις του Ρήγα, του Κοραή, στις άοκνες προσπάθειες του Καποδίστρια, του Υψηλάντη, της Φιλικής Εταιρείας, στους αγωνιστές των ορέων και της θάλασσας, στους εμπόρους και φυσικά στον απλό λαό, χωρίς να παραβλέπουμε τις ευρύτερες ευρωπαϊκές και οθωμανικές συγκυρίες και συμπτώσεις ή το κίνημα του Αλή Πασά κατά της Πύλης.
Παρότι η 25η Μαρτίου 1821 ήταν η ισχυρότερη ημερομηνία υλοποίησης της πανελλήνιας επανάστασης, εν τούτοις τα γεγονότα πρόλαβαν τους επαναστάτες και έτσι μιλάμε για επαναστατικά γεγονότα ήδη από τον Φεβρουάριο 1821 στην Μολδοβλαχία, όλο τον Μάρτιο σε Μοριά και Ρούμελη, όπως και τον Απρίλιο μέχρι να λάβει πανεθνική διάσταση η εξέγερση, η οποία αργότερα με διάταγμα του Οθωνα (1838) προσδιορίστηκε συγκεντρωτικά στην 25η Μαρτίου. Με την ημερομηνία αυτή – σε κάθε περίπτωση – συμφωνούσαν, η φιλική εταιρεία και οι αγωνιστές, ήδη από την προεπαναστατική περίοδο (σύναξη Βοστίτσας / Αιγίου, Ιανουάριος 1821), αλλά και οι ιερείς, μιάς και την ημέρα αυτή εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και επομένως:
› Θέλημα θεού να τουρκέψουμε, θέλημα Θεού να ελευθερωθούμε.
Άρα, το 1838, Κράτος, Εκκλησία, ζώντες καπεταναίοι, αγωνιστές «κατά ξηράν και θάλασσαν» και λαός, συμφώνησαν άτυπα και τυπικά, όπως όλα τα επιμέρους τοπικά γεγονότα τα συγκεντρώσουν και εντάξουν σε μία (1) ημερομηνία, αυτή της 25ης Μαρτίου ως εθνική εορτή!!
Εν τούτοις, το στρατιωτικό, μάχιμο σκέλος της επανάστασης του 1821 έχει τρείς στιγμές που σχετίζονται με την 17η Μαρτίου 1821 (εορτή του αγ.Αλεξίου), άξιες λόγου.
Συγκεκριμένα:
1. Ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο ποταμό στις 22 Φεβρουαρίου 1821. Στις 17 Μαρτίου 1821, εορτή του αγίου Αλεξίου, ο Υψηλάντης κάνει δοξολογία και υψώνει τη σημαία του στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας αργότερα το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο.
2. Την ίδια ημέρα, 17 Μαρτίου 1821, του αγίου Αλεξίου, στο Μοριά, στα Καλάβρυτα, πανηγύριζε η ιερά μονή αγ. Λαύρας, όπου και η κάρα του αγίου. Εκεί βρισκόταν πλήθος κόσμου ως προσκυνητές, μετά από ολονυχτία και δοξολογία. Στην μονή ήταν σχεδόν όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της βόρειας Πελοποννήσου και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Μετά την δοξολογία τελέσθηκε αυτό που αναφέρεται ως ορκωμοσία στην αγία Λαύρα.
3. Και τρίτη συγκυρία στις 17 Μαρτίου 1821, στην Αρεόπολη της Μάνης: Μετά την λειτουργία για την εορτή του αγ. Αλεξίου οι Μανιάτες υψώνουν επαναστατική σημαία και ξεκινούν για συνάντηση με τον Κολοκοτρώνη και κατάληψη της Καλαμάτας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η εορτή του αγ.Αλεξίου στις 17 Μαρτίου ήταν η αφορμή για να γίνουν συμπτωματικά (;) τρείς ταυτόχρονες ορκωμοσίες σε τρία διαφορετικά σημεία του ελληνισμού, που σχετίζονται άμεσα με το στρατιωτικό σκέλος της επανάστασης.
Έγινε όμως κάτι στις 25-26 Μαρτίου 1821;
Στις 25 Μαρτίου 1821 και μετά τη δοξολογία του Ευαγγελισμού, υλοποιήθηκε το διπλωματικό/πολιτικό σκέλος της επανάστασης του 1821, έγινε δηλαδή η Πολιτική εκδήλωση της επανάστασης, δηλ. η self determination/αυτοδιάθεση.
Πλέον συγκεκριμένα, στις 25 Μαρτίου του 1821 συγκροτήθηκε στην Καλαμάτα η Μεσσηνιακή Γερουσία από τοπικούς προκρίτους και υπό τον Πέτρο Μαυρομιχάλη, η ονομαζόμενη αργότερα ως «Γερουσία των Καλτετζών», ή «Πελοποννησιακή Γερουσία» η οποία άσκησε τα καθήκοντά της μέχρι την πτώση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριο 1821). Απετέλεσε και την πρώτη Πολιτειακή διοίκηση των Ελλήνων.
Παράλληλα, στις 25 και 26 Μαρτίου 1821, στην Πάτρα, ιδρύθηκε το Αχαϊκόν Διευθυντήριον από πρόκριτους και ιερωμένους της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, το οποίο επέδωσε στους προξένους των ξένων δυνάμεων δήλωση/declaration των επαναστατημένων Ελλήνων με τα αιτήματά τους και την αποσαφήνιση πως βρίσκονται σε επανάσταση αυτοδιάθεσης ως λαός και όχι ως ληστές σε ληστρικές λεηλασίες και δολοφονίες, όπως δηλ. παρουσίαζαν την επανάσταση οι Οθωμανοί.
Επομένως ο άγιος Αλέξιος, που εορτάζεται στις 17 Μαρτίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο άγιος των ορκωμοσιών της Ελληνικής επανάστασης του 1821, ενώ η ημέρα του Ευαγγελισμού, 25 Μαρτίου, ως η ημέρα των πολιτικών πράξεων της επανάστασης.
Όπως προαναφέρθηκε, όλα τα παραπάνω στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα, σπαρμένα από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάϊο του 1821, συγκεντρώθηκαν το 1838 με διάταγμα του Οθωνα σε μία ημέρα, αυτή της 25ης Μαρτίου, προκειμένου να εορτάζονται από κοινού πανελλήνια, χωρίς φυσικά να απαγορεύεται και ο τυχόν τοπικός εορτασμός σε πόλεις και χωριά. Καταφανώς το διάταγμα του Οθωνα για τον ορισμό της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής δεν ήταν αυθαίρετο, αλλά στηριζόταν και στην προεπαναστατική βούληση των αγωνιστών, αλλά και στη σύγχρονη του 1838 επαλήθευση της βουλήσεως Κράτους, εκκλησίας, καπεταναίων που ζούσαν ακόμα τότε, αλλά και του λαού.
(Πηγή: «Όσιος Αλέξιος – Ο Άγιος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821», Δημήτρης Σταθακόπουλος, Αντίβαρο)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους τους σοὺς Σοφέ, νοερῶς θεωροῦντες πάντες πιστοί, πάσης κατανύξεως τὰς ψυχὰς ἐμπιπλάμεθα, καὶ πρὸς θείους ὕμνους καὶ δόξαν καὶ αἴνεσιν, τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων, παμμάκαρ Ἀλέξιε, πόθῳ ἐγκαρδίῳ, ἑαυτοὺς συγκινοῦμεν, ᾠδαῖς σε γεραίροντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶντές σοι, ὡς Κυρίου θεράποντι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὶς τὰς σεπτάς σου ἀρετὰς ἀξίως εὐφημήσει, καὶ ἱκανῶς ὑμνήσει, Ἀλέξιε θεόφρον, τὴν σωφροσύνην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα, τὴν ἐγκράτειαν, τὸν ἀκατάπαυστον ὕμνον, τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν, καὶ ἄμετρον ταπείνωσιν, δι' ὧν Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος γενόμενος. Πρεσβεύεις ἀεὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός· διὸ ἀκούεις Ὅσιε, νῦν παρὰ πάντων Πιστῶν. Χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Αντίβαρο, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο άγιος ιεράρχης Πατρίκιος, Ο Απόστολος της Ιρλανδίας (†493)
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ (λατινικά: Patricius, ιρλανδικά: Naomh Pádraig) ήταν ένας Κέλτης Βρετανός και χριστιανός ιεραπόστολος, ο οποίος είναι γενικώς αποδεκτός ως ο προστάτης άγιος της Ιρλανδίας (παρόλο που η Μπρίγκιτ του Κίλνταρε και ο Κολούμπα είναι επισήμως επίσης προστάτες άγιοι). Η καταγωγή του ήταν ρωμαιοβρετανική. Πιθανόν γεννήθηκε το 390 στη σημερινή βορειοδυτική ακτή της Βρετανίας, σε ένα σήμερα άγνωστο μέρος ονόματι Bannavem Taburniae. Ο πατέρας του ήταν διάκονος και δεκουρίονας και ονομαζόταν Καλφουρίνος και ο παππούς του ιερέας και ονομαζόταν Πότιτος. Το όνομα της μητέρας του ήταν Κονκέσσα. Έχοντας το ρωμαϊκό όνομα Patricius, που σημαίνει ευγενής, μεγάλωσε μιλώντας λατινικά αλλά δεν έδινε καμία σημασία στις αρχές του Χριστιανισμού.
Όταν ήταν περίπου 15 χρονών απήχθη από Ιρλανδούς πειρατές. Όντας σκλαβωμένος εργάστηκε ως βοσκός για έξι χρόνια. Σαν βοσκός προσευχόταν συχνά και έτσι γνώρισε το Θεό. Μετά απ' αυτά τα έξι χρόνια είδε ένα όνειρο που τον πληροφορούσε ότι θα γυρνούσε στην πατρίδα του. Είναι άγνωστο εάν δραπέτευσε ή τον ελευθέρωσαν. Το 402 μ.Χ., κατάφερε να φύγει από εκεί, όπως του προείπε ο Θεός, αλλά η τρικυμία οδήγησε το πλοίο στις βορειοδυτικές ακτές της Γαλατίας, στην Αρμορική.
Αν και το πλοίο έφθασε στην Γαλατία, το πλήρωμά του δεν στάθηκε δυνατό να βρει τροφή. Τότε ο καπετάνιος παρακάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί στον Θεό, για να τους βοηθήσει. Ο Άγιος τους μίλησε για την παντοδυναμία και την φιλανθρωπία του Θεού, καλώντας τους να μεταστραφούν στον Κύριο και να μετανοήσουν και τους διαβεβαίωσε ότι την ίδια κιόλας ημέρα θα βρουν τροφή. Πράγματι, έτσι κι έγινε.
Η περιπλάνηση του Αγίου συνεχίζεται στα νησιά του Τυρρηνικού πελάγους. Πάντως τελικά κατάφερε να επιστρέψει στην οικογένειά του στη Βρετανία, αλλά ένα όραμα που είδε τον κάλεσε να γυρίσει και πάλι στην Ιρλανδία, για να βοηθήσει τους Χριστιανούς. Εκεί εκπαιδεύτηκε για να γίνει ιερέας. Μετέβη στην Γαλλία, στην πόλη της Ωξέρρης, όπου παρέμεινε επί πολλά έτη προετοιμαζόμενος για την ιεροσύνη. Ταξίδεψε σε μοναστήρια στη Γαλατία, όπου έμεινε για κάποιο καιρό. Ίσως σ' αυτά τα μοναστήρια συγκαταλέγεται και αυτό του Λερίν στα νότια της Γαλλίας, ένα φημισμένο μοναστήρι που ιδρύθηκε επηρεασμένο από τους μεγάλους Αιγύπτιους μοναχούς όπως ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας. Λέγεται ότι γνώρισε τον Άγιο Μαρτίνο και τον Άγιο Γερμανό, ο οποίος τον απέστειλε στην Ιρλανδία το 432 μ.Χ. ως Επίσκοπο. Το Άρμαγκ (Armagh) στα βόρεια της Ιρλανδίας έγινε έδρα της επισκοπής και ενθάρρυνε την μοναστική ζωή εκεί. Στο Άρμαγκ ίδρυσε και ένα σχολείο.
Από εκεί έκανε πολλά ιεραποστολικά ταξίδια, κηρύγματα, διδασκαλίες, βαπτίσεις και ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια. Το κήρυγμά του εκεί, είχε μεγάλη απήχηση στον λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστών, χειροτόνησε πολλούς ιερείς, ανήγειρε ναούς και επισκοπή. Ενθάρρυνε το μοναχισμό, ο οποίος μέχρι τότε είχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατά την διάρκεια των ιεραποστολικών περιοδειών του, ο Άγιος συνήθιζε να μην ταξιδεύει από το βράδυ του Σαββάτου έως το πρωί της Δευτέρας. Προετοιμαζόταν για την Θεία Λειτουργία της Κυριακής και αφιέρωνε το χρόνο αυτό στον Κύριο.
Ο επίσκοπος Πατρίκιος μας άφησε γραπτά που σώζονται ως σήμερα. Σώζεται η Ομολογία του, η αυτοβιογραφία του, ένα γράμμα που καταδικάζει τη δουλεία και ο αξιοσημείωτος ύμνος του (breastplate), όπου ομολογεί την απόλυτη πίστη του στο Χριστό. Ήταν ένας εξαιρετικός ποιμένας ψυχών. Σύμφωνα με την παράδοση έδιωξε όλους τους δαίμονες και όλα τα φίδια από την Ιρλανδία. Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί δηλητηριώδη φίδια στην Ιρλανδία.
Επίσης δίδαξε το μυστήριο της μίας και ομοουσίου Αγίας Τριάδος χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το τριφύλλι, ένα τοπικό φυτό του οποίου τα φύλλα αποτελούνται από τρία κομμάτια αλλά στην ουσία είναι ένα. Τιμώμενος πολύ, κοιμήθηκε εν Κυρίω περίπου το 461, ή κατ' άλλους το 493 μ.Χ., στο Σάουτ της Ουαλίας.
Σήμερα ο άγιος Πατρίκιος είναι ο προστάτης άγιος της Ιρλανδίας. Είναι ο πιο δημοφιλής από όλους τους Ιρλανδούς αγίους, καθώς θεωρείται ότι αυτός εισήγαγε με επιτυχία τον Χριστιανισμό στην Ιρλανδία. Διάφορα μέρη της χώρας είναι συνδεδεμένα μ' αυτόν, όπως το Άρμαγκ, Ντάουνπατρικ, Κρόαγκ Πάτρικ και Σάουλ, παρόλο που δεν είναι γνωστό πού βρίσκονται σήμερα τα λείψανά του. Τιμόταν ιδιαιτέρως ακόμη από τα ρωμαϊκά χρόνια και όχι μόνο στην Ιρλανδία αλλά και στις νοτιοδυτικές ακτές της Ουαλίας και τις βορειοδυτικές ακτές της Αγγλίας, για παράδειγμα στο Χεϊσάμ.
Η γιορτή του αγίου Πατρικίου τελείται στις 17 Μαρτίου.
(Πηγή: «Ο άγιος ιεράρχης Πατρίκιος, Ο Απόστολος της Ιρλανδίας (†493)», μετάφραση Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, από «The Holy Hierarch Patrick, the Apostle of Ireland (†493)», Orthodox Outlet for Dogmatic Enquiries, και «Άγιος Πατρίκιος», από Ορθόδοξος Συναξαριστής)
Σαρακοστή με τον άγιο Πατρίκιο της Ιρλανδίας
Ο Πατρίκιος, έχοντας γίνει πλέον μοναχός, ξέχασε όλα τα πράγματα που ανήκαν στο παρελθόν, ανταποκρίθηκε στο μέλλον και βιαζόταν να φτάσει σε ύψη τελειότητας. Με πολυήμερες νηστείες και με την εξάσκηση των άλλων αρετών του, ταλαιπωρούσε τον εαυτό του και συνεχώς έφερε μέσα στην καρδιά του και στο σώμα του την ταπείνωση του σταυρού την οποία φανέρωναν οι πράξεις του. Όμως ο Θεός, ο οποίος σκόπευε να τον υψώσει ψηλά, προκειμένου να του μάθει να σκέφτεται με ταπεινότητα για τον εαυτό του, να περπατά με τους ταπεινούς και να συμπάσχει με τους αδύναμους, επέτρεψε να αισθανθεί την ίδια του την κατωτερότητα, ώστε όσο περισσότερο θα ανακάλυπτε την πραγματική ταπεινότητα, τόσο ποιο σταθερά θα στεκόταν στο ύψος της τελειότητας.
Έτσι, του ήρθε μια επιθυμία να φάει κρέας, ώσπου, νικημένος από την επιθυμία του, αγόρασε χοιρινό κρέας και το έκρυψε σε ένα βάζο σκεπτόμενος πως θα ήταν σωστό να ικανοποιήσει την επιθυμία του στα κρυφά γιατί εάν το έκανε φανερά θα γινόταν αιτία διχόνοιας για την αδελφότητα.
Και δεν πέρασε πολύ ώρα από όταν άφησε το δωμάτιο όπου είχε κρύψει το βάζο όταν ξαφνικά κάποιος στάθηκε μπροστά του και είχε μάτια μπροστά και πίσω, τον οποίο, όταν τον είδε ο Πατρίκιος να έχει αυτά τα υπέροχα μάτια, αν και ήταν τόσο τρομακτικά, απόρησε για το ποιος ήταν και για ποιο λόγο είχε μάτια μπροστά και πίσω και τον ρώτησε με αγωνία. Και εκείνος απάντησε λέγοντας:
› Είμαι υπηρέτης του Θεού. Με τα μάτια που έχω μπροστά βλέπω τα πράγματα που είναι φανερά και με τα μάτια που βρίσκονται πίσω από το κεφάλι μου βλέπω έναν μοναχό που κρύβει χοιρινό κρέας σε ένα βάζο και σκοπεύει να ικανοποιήσει την επιθυμία του στα κρυφά.
Αυτά είπε και αμέσως εξαφανίστηκε. Όμως ο Πατρίκιος, χτυπώντας πολλές φορές το στήθος του, έπεσε στο πάτωμα και το πότισε με τόσα δάκρυα, σαν να ήταν ένοχος για όλα τα εγκλήματα. Και ενώ βρισκόταν στο πάτωμα, θρηνώντας και κλαίγοντας, του εμφανίστηκε ο άγγελος με ωραία μορφή (πριν, το ον με τα πολλά μάτια ήταν ο ίδιος άγγελος) και του είπε:
› Σήκω επάνω και άσε την καρδιά σου να παρηγορηθεί, γιατί ο Θεός διέγραψε το παράπτωμα σου και από εδώ και πέρα να μην ξαναπέσεις στο ίδιο παράπτωμα.
Έπειτα ο άγιος Πατρίκιος, αφού σηκώθηκε από το πάτωμα, απορρίπτοντας εντελώς την επιθυμία που είχε για να φάει κρέας για όλο το υπόλοιπο της ζωής του, με ταπεινότητα ικέτευσε τον Κύριο να του δώσει άφεση αμαρτιών. Έπειτα ο άγγελος είπε στον Πατρίκιο να φέρει μπροστά του το κρυμμένο κρέας και να το βάλει στο νερό και έκανε ότι του είπε ο άγγελος. Και τα κομμάτια του κρέατος αφού βουτήχτηκαν στο νερό και βγήκαν πάλι έξω έγιναν αμέσως ψάρια.
Αυτό το θαύμα έκανε τον άγιο Πατρίκιο να συμβουλεύει τους υποτακτικούς του να αντιστέκονται στις επιθυμίες τους. Όμως πολλοί από τους Ιρλανδούς, αντιλαμβανόμενοι με λανθασμένο τρόπο το θαύμα, συνηθίζουν, την ημέρα του αγίου Πατρικίου, η οποία πάντα πέφτει μέσα στην Σαρακοστή, να βουτάνε κρέας μέσα στο νερό και αφού το βγάλουν να το μαγειρεύουν και να το τρώνε λέγοντας πως αυτά είναι ψάρια του αγίου Πατρικίου. Όμως οι πιστοί άνθρωποι πρέπει να μάθουν να περιορίζουν τις επιθυμίες τους και να μην τρώνε κρέας σε απαγορευμένες περιόδους.
(Πηγή: «Σαρακοστή με τον άγιο Πατρίκιο της Ιρλανδίας», Αγγλικό κείμενο από Trias Thaumaturga - μετάφραση orthodoxy-rainbow, Διακόνημα)
Θαύματα του Αγίου Πατρικίου του φωτιστή της Ιρλανδίας
Ο άγιος Πατρίκιος είναι γνωστός στις μέρες μας σαν ο άγιος ο οποίος έδιωξε τα φίδια από την Ιρλανδία (δεν υπάρχουν φίδια στην Ιρλανδία μέχρι και σήμερα). Άλλοι υποστηρίζουν πως με τον όρο φίδια εννοούνται οι Δρυίδες , δηλαδή οι ιερείς των παγανιστών Κελτών, και πως o άγιος Πατρίκιος τους έδιωξε και οδήγησε την Ιρλανδία στον Χριστιανισμό. Τον θυμούνται επίσης και σαν τον δάσκαλο που χρησιμοποίησε το τριφύλλι για να εξηγήσει στον κόσμο το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.
Κάτι που είναι καλά γνωστό είναι το ότι ο άγιος Πατρίκιος ήταν ένας ιεραπόστολος με πολύ κουράγιο ο οποίος έκανε θαύματα ενώπιων των Ιρλανδών οι οποίοι ήταν εγκλωβισμένοι στον παγανισμό, στη μαγεία και στον μυστικισμό αποδεικνύοντας τους πως ο Χριστός ήταν ποιο ισχυρός από όλα αυτά.
Ο άγιος Πατρίκιος είχε γοητευτεί από τον Θεό, αγαπούσε την Αγία Γραφή, και προσευχόταν αδιαλείπτως. Συχνά προφήτευε. Κατέγραφε πολλά όνειρα τα οποία ήταν προσωπικά μηνύματα του Θεού προς αυτόν. Έλεγε:
› Αναγνωρίζω τον Θεό σαν κυρίαρχο μου, καθώς Εκείνος γνωρίζει όλα τα πράγματα πριν ακόμη να γίνουν.
Έγραψε:
«Με προειδοποιεί συχνά για πολλά πράγματα με την θεία ανταπόκριση του.»
Για παράδειγμα, ο Πατρίκιος έλαβε το κάλεσμα του για να διαδώσει το ευαγγέλιο στην Ιρλανδία μέσα από ένα όραμα. Έγραψε:
«Είχα ένα όραμα ενός άντρα ο οποίος φαινόταν να έρχεται από την Ιρλανδία και μαζί με άλλους φώναζε, απευθυνόμαστε σε εσένα άγιο αγόρι, να έρθεις και να περπατήσεις ανάμεσα μας. Αυτό με άγγιξε βαθειά στην καρδιά και έπειτα ξύπνησα.»
Το μεγαλύτερο μέρος της Ιρλανδίας ήταν ιδιαίτερα σκοτεινό και βαρβαρικό τον 5ο αιώνα μετά Χριστού. Μια γη Δρυίδων και παγανιστών. Το μήνυμα του Χριστιανισμού δεν είχε ακόμη φτάσει στην βόρεια και δυτική Ιρλανδία, έτσι ο άγιος Πατρίκιος ξεκίνησε από εκεί.
Έπεισε τους Ιρλανδούς για τη δαιμονική φύση των δυνάμεων με τις οποίες έρχονταν σε επαφή και τους έδειξε την υπεροχή των δυνάμεων του Χριστού. Για να γίνουν αυτά ποιο κατανοητά χρησιμοποίησε τις γραφές και συγκεκριμένα το εξής απόσπασμα από την επιστολή προς τους Εφεσίους:
« ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις.» (Εφ. 6,12)
(«Διότι ο αγών, που έχομεν αναλάβει, δεν είναι αγών προς ανθρώπους με αίμα και σάρκα, αλλά προς τας πονηράς αρχάς και εξουσίας, προς τα πλήθη των πονηρών πνευμάτων, προς τους καταχθονίους κοσμοκράτορας, που κυριαρχούν επί ανθρώπων ευρισκομένων στο βαθύ σκότος του αμαρτωλού τούτου αιώνος. Ο αγών μας διεξάγεται αναντίον των πνευματικών αυτών πονηρών όντων και γίνεται χάριν της κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών.»)
Η ευλάβεια που οι Ιρλανδοί έτρεφαν για αυτές τις αρχαίες δαιμονικές οντότητες μετατράπηκε σε απέχθεια. Ο Πατρίκιος αντιμετώπισε τις αντιδράσεις των Δρυίδων οι οποίοι ασχολούνταν με την μαγεία και ήταν οι σύμβουλοι των βασιλιάδων. Η ιστορία μας μιλάει για Δρυίδες που εύχονταν να σκοτώσουν τον άγιο Πατρίκιο. Ο Πατρίκιος έγραψε:
«Καθημερινά περιμένω να με δολοφονήσουν, να με αιχμαλωτίσουν, αλλά δεν φοβάμαι τίποτα από αυτά χάρη στις υποσχέσεις του Ουρανού. Έχω εμπιστευτεί τον εαυτό μου στα χέρια του παντοδύναμου Θεού ο οποίος κυβερνά τα πάντα.»
Ο άγιος Πατρίκιος γνώριζε πως οι δαιμονικές δυνάμεις με τις οποίες ασχολούνταν οι Δρυίδες ήταν αληθινές όμως έφερε νέα για μια ισχυρότερη δύναμη. Παρακάτω κάποιες ιστορίες με συγκρούσεις που είχε με τις δυνάμεις του σκότους.
Ένας βιογράφος που έζησε γύρω στα 600, ο Muirchoe, γράφει το εξής:
«Ένας βασιλιάς είχε διατάξει, το ότι όποιος τολμούσε να ανάψει μια φωτιά μπροστά του την ημέρα που οι Χριστιανοί γιόρταζαν το Πάσχα θα θανατωνόταν. Ο Πατρίκιος άναψε την Πασχαλινή φωτιά μπροστά στον βασιλιά στον λόφο Slane. Ο κόσμος είδε τη φωτιά του Πατρικίου από την πεδιάδα και ο βασιλιάς διέταξε 27 στρατιώτες να συλλάβουν τον Πατρίκιο. Βλέποντας πως οι ασεβείς ειδωλολάτρες ήταν έτοιμοι να του επιτεθούνε, ο Πατρίκιος φώναξε καθαρά:
› Μακάρι ο Θεός να διασκορπίσει τους εχθρούς Του και μακάρι αυτοί που τον μισούν να φύγουν από το πρόσωπό Του.
Εφτά άντρες έπεσαν αμέσως νεκροί και ο βασιλιάς φοβισμένος γονάτισε μπροστά στον άγιο.
Την επόμενη μέρα, σε μια επίδειξη μαγείας, ένας Δρυίδης κάλεσε δαίμονες και έφερε μια σκοτεινή ομίχλη που κάλυψε όλη την περιοχή. Ο Πατρίκιος είπε στον Δρυίδη:
› Διώξε την ομίχλη.
Όμως εκείνος δεν μπορούσε να το κάνει. Ο Πατρίκιος προσευχήθηκε και έδωσε την ευλογία του και η ομίχλη ξαφνικά εξαφανίστηκε και ο ήλιος έλαμψε. Έπειτα με τις προσευχές του αγίου φωτιές εξαφάνισαν τον Δρυίδη. Ο βασιλιάς συγκάλεσε το συμβούλιο του και είπε:
› Είναι καλύτερα για εμένα να πιστέψω παρά να πεθάνω.
Και πίστεψε και το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη την ημέρα.»
Σε μία άλλη περίπτωση ο Πατρίκιος γνώριζε πως τον καταδίωκαν σε μια προσπάθεια να τον σκοτώσουν, αυτόν και τη συνοδεία του καθώς πορεύονταν για τη βασιλική αυλή. Εκείνη την ώρα έψελναν την Lorica ή την Κραυγή του Ελαφιού, ή όπως είναι γνωστή σήμερα «Η ασπίδα του αγίου Πατρικίου» η οποία λέει σε κάποιο σημείο:
«Επικαλούμαι σήμερα όλες αυτές τις δυνάμεις, ενάντια σε κάθε βίαιη και άσπλαχνη δύναμη που μπορεί να βλάψει το σώμα και την ψυχή μου, ενάντια στις μαγείες των ψευδοπροφητών, ενάντια στους μαύρους νόμους των ειδωλολατρών, ενάντια στις λανθασμένες διδαχές των αιρετικών, ενάντια στη μαγεία και την ειδωλολατρία, ενάντια στα ξόρκια των μαγισσών και των μάγων, ενάντια σε κάθε γνώση που βάζει σε κίνδυνο το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου. Ο Χριστός να με προστατεύσει σήμερα από τη δηλητηρίαση, από τη φωτιά, από πνιγμό, από κάποια πληγή.
Ο Χριστός μαζί μου, ο Χριστός μπροστά μου, ο Χριστός πίσω μου, ο Χριστός μέσα μου, ο Χριστός από κάτω μου, ο Χριστός από πάνω μου, ο Χριστός δεξιά μου, ο Χριστός αριστερά μου, ο Χριστός γύρω μου, ο Χριστός στην καρδιά κάθε ανθρώπου που με σκέφτεται, ο Χριστός στο στόμα κάθε ανθρώπου που μιλά για εμένα, ο Χριστός σε κάθε μάτι που με βλέπει, ο Χριστός σε κάθε αυτί που με ακούει.»
Η ιστορία λέει πως καθώς οι Δρυίδες κρύφτηκαν έτοιμοι να σκοτώσουν, δεν είδαν τον Πατρίκιο και τους άντρες του, αλλά αντί αυτών είδαν ένα ελάφι ακολουθούμενο από είκοσι ελαφάκια.
Στη διάρκεια της ζωής του (έζησε μέχρι και τα 70) ο Πατρίκιος ίδρυσε περισσότερες από 300 εκκλησίες και βάπτισε περισσότερους από 120.000 ανθρώπους. Εν ολίγοις, χάρη σε αυτόν οι Ιρλανδοί ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό και έγινε γνωστός σαν ο Απόστολος των Ιρλανδών.
(Πηγή: «Θαύματα του Αγίου Πατρικίου του φωτιστή της Ιρλανδίας και άλλα», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Προσκυνητής)
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Της Ιρλανδίας τον φωστήρα τον υπέρλαμπρον και των αποστόλων μιμητήν και ισοστάσιον συνελθόντες ανυμνήσωμεν χαρμοσύνως· παρρησίαν γαρ ευράμενος προς Κύριον ικετεύει λυτρωθήναι πάσης θλίψεως τους κραυγάζοντας· Χαίροις, Πάτερ Πατρίκιε.
Ὁ Οἶκος
Άπασαν Ιρλανδίαν τω φώτι της Τριάδος κατηύγασας, σοφέ Ιεράρχα· όθεν σου την μνήμην την σεπτήν κατά χρέος χαίρουσα τελεί σήμερον τους πόνους σου γεραίρουσα και ποθώ μελωδούσα ταύτα·
Χαίρε, ο γόνος της Βρεττανίας· χαίρε η δόξα της Ιρλανδίας.
Χαίρε, Ορθοδόξων δογμάτων διδάσκαλε· χαίρε, Πελαγίου της πλάνης αντίπαλε.
Χαίρε, θείον εγκαλλώπισμα των σεπτών Ιεραρχών·
Χαίρε, τύπος και παράδειγμα διδασκάλων ευκλεών.
Χαίρε, ότι εκτήσω Αποστόλων τον ζήλον·
Χαίρε, ότι καθείλες των δρυΐδων τον λήρον.
Χαίρε, πολλούς της πλάνης ρυσάμενος·
Χαίρε, εχθρού το κράτος τρεψάμενος.
Χαίρε, πιστών προς Χριστόν μεσιτεία·
Χαίρε, ψυχών ασθενών θεραπεία.
Χαίρε, Πάτερ Πατρίκιε.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Διακόνημα, Προσκυνητής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὁ νεαρός Ἰωάννης διδάχθηκε ἀπό μικρός τὰ γράμματα καὶ ἐντρύφησε μὲ ζήλο στὴ μελέτη τῶν θείων γραφῶν. Ἀπό τὴν ἐφηβική του ἠλικία φλεγόταν ἀπό τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδό τοῦ μοναχικού βίου. Οὶ γονείς του‚ φοβούμενοι μήπως τὸν χάσουν ἀπό κοντά τους‚ ἐπέμεναν νὰ νυμφευθεί‚ ἀλλά πρὶν ἀπό τὸν γάμο ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφυγε κρυφά ἀπό τὸ χωριό του‚ καταφεύγοντας στὸ ὅρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας ὅπου υπήρχαν πολλά μοναστήρια καὶ κελλιά. Ἐκεί ὁ Ἰωάννης ἔγινε δόκιμος «τεθείς ὑπό τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν διαπαιδαγῶγησιν τοῦ Προηγουμένου τῆς ἱεράς ἐκείνης ποίμνης»‚ ὁ ὁποίος‚ βλέποντας τὸν ζήλο του‚ τὸν ἔκειρε μοναχό τὸ ἔτος 1043 καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὅνομα Χριστόδουλος‚ ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του ἀγάπης για τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Η ηρωική νεομάρτυς Ελένη, 36 ετών, ήταν κατηχούμενη στην ορθόδοξη πίστη. Αν και δεν πρόλαβε να βαφτιστεί σε νερό (δηλ. να λάβει το "βάπτισμα του ύδατος"), είναι πλέον βαφτισμένη, αφού λογαριάζεται γι' αυτήν το "βάπτισμα του αίματος". Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών και υπέρ του ρωσικού και του τουρκικού λαού, για την πίστη και τη σωτηρία τους.
Η Ελένη είναι μια ρωσίδα παντρεμένη με τούρκο, κάτι πολύ συνηθισμένο στην Αττάλεια, μιας και υπάρχουν 12.000 οικονομικοί μετανάστες, στην πλειοψηφία γυναίκες. Οι πιο τυχερές έχουν σύζυγο τούρκο θρησκευτικά αδιάφορο/κοσμικό. Μπορεί να είναι και οι ίδιες του ιδίου πνεύματος, αλλά μπορεί αντιθέτως οι ίδιες να είναι θρησκευόμενες, οπότε έχουν την ελευθερία να λατρεύουν το Θεό τους, αρκεί να μην προκαλούν με την έντονη θρησκευτικότητά τους.
Μερικές έχουν έρθει σε συναίσθηση και μετά τον (πολιτικό) γάμο τους με μουσουλμάνο αναζήτησαν την πόρτα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αν είχαν κάποια βιώματα από τις γιαγιάδες τους, και φυσικά η Εκκλησία τις αντιμετώπισε με αγάπη και κατανόηση ασκώντας άκρα οικονομία. Μερικές εξακολουθούν να ζουν κοσμική ζωή και να θυμούνται (εξ όσων μπορούμε να ξέρουμε τουλάχιστον) την Εκκλησία στις πολύ μεγάλες γιορτές.
Υπάρχει όμως και μια μεγάλη κατηγορία γυναικών που έρχονται στο ναό κάτω από δύσκολες συνθήκες, κρυφά, κάνοντας σκληρά «παζάρια» με το σύζυγό τους, παρακαλώντας, κλαίοντας, ικετεύοντας, διαφεύγοντας, κινδυνεύοντας… Τα παιδιά τους δεν μπορούν να τα βαφτίσουν, παρακαλούν τον ιερέα να το κάνει κρυφά, αλλά όπως ξέρετε αυτό δεν γίνεται όταν είναι εν ζωή και οι δύο γονείς. Ακόμα και το να φέρουν στο ναό τα παιδάκια τους για να γνωρίσουν το χώρο είναι μεγάλη ευλογία γι’ αυτές, πράγμα που γίνεται πολύ δύσκολα και σπάνια.
Μη βιαστείτε να πείτε «μα δεν το σκέφτηκαν πριν τον παντρευτούν;».
Πολλές από αυτές πήραν τη διαβεβαίωση «εσύ τη θρησκεία σου κι εγώ τη δική μου», πράγμα όμως που δεν εφαρμόστηκε στην πράξη. Άλλες είδαν ένα γάμο σαν σανίδα σωτηρίας, άλλες ερωτεύτηκαν και δεν σκέφτηκαν τίποτα κι άλλες απλά δεν πολυσκέφτηκαν ή δεν φαντάστηκαν τις συνέπειες που στη συνέχεια βρήκαν μπροστά τους. Όπως κι αν είναι τα πράγματα, για μας οι γυναίκες αυτές είναι παιδιά της Εκκλησίας κι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα για την τοπική Εκκλησία, που κάνει τα πάντα για να τις ανακουφίσει.
Κάθε Σάββατο βράδυ ο ιερέας του Αγίου Αλυπίου στην Αττάλεια δέχεται πληθώρα εξομολογήσεων και συχνά το πετραχήλι του βρέχεται από καυτά δάκρια. Υπάρχει και η ευλογημένη μερίδα – πολύ μικρή θα έλεγα – που με τη χάρη του Θεού έφεραν το σύζυγό τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον βοήθησαν να λάβει το άγιο Βάπτισμα, κάτι για το οποίο προσεύχονται και οι υπόλοιπες.
Η Ελένη ερωτεύτηκε τον άντρα της τόσο, που δέχτηκε ακόμα και να μιλήσει με έναν ιμάμη. Όχι ότι της πέρασε από το μυαλό να αλλαξοπιστήσει, αλλά να, είπε ότι, αν του κάνει το χατίρι να πάει μαζί του στο τζαμί μια φορά, θα σεβαστεί κι αυτός την πίστη της και θα την αφήνει να έρχεται στο ναό τις Κυριακές. Άλλωστε ξέρει ότι οι μουσουλμάνοι σέβονται τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Από την άλλη, ο άντρας της θεώρησε ότι η επίσκεψη αυτή στον ιμάμη σημαίνει αποδοχή του Ισλάμ κι ότι η γυναίκα του χρειάζεται απλά λίγο χρόνο μέχρι να συνηθίσει τη νέα θρησκεία.
Τα πράγματα ξεκαθάρισαν όταν η Ελένη πήγε ένα ταξίδι στη Ρωσία και γύρισε στην Τουρκία ενισχυμένη πνευματικά και με ένα εικονάκι του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ κρεμασμένο στο λαιμό της. Ο άντρας της έγινε θηρίο ανήμερο όταν το είδε, το άρπαξε βίαια, τράβηξε το αλυσιδάκι και το έσπασε και κατέστρεψε το εικονάκι λέγοντας: «Εσύ είσαι μουσουλμάνα! Τι πράγματα είναι αυτά; Άλλαξες θρησκεία;!!!????».
Η Ελένη του απάντησε ότι πάντα ήταν ορθόδοξη, δεν άλλαξε ποτέ θρησκεία κι ότι η κουβέντα της με τον ιμάμη δεν σήμαινε αλλαγή θρησκεύματος!».
Ο καβγάς άναψε για τα καλά, η Ελένη είδε μπροστά της ένα απειλητικό σύζυγο και χρειάστηκε οι γείτονες να καλέσουν την αστυνομία για να την γλυτώσουν από το ξύλο που έφαγε εκείνο το βράδυ. Φιλοξενήθηκε προσωρινά σε μια φίλη της, αλλά ο σύζυγός της την ενοχλούσε τηλεφωνικά λέγοντας την να γυρίσει πίσω και πρώτη τους δουλειά θα είναι να πάνε μαζί στον ιμάμη. Η Ελένη αρνούνταν και δεν γύριζε πίσω, σε σημείο να την απειλήσει ότι, αν δεν το κάνει, θα τη σκοτώσει.
Λίγες μέρες μετά, ένα πρωί η Ελένη ξύπνησε τη φίλη της που την φιλοξενούσε για να της διηγηθεί ένα υπέροχο όνειρο που είχε δει: ήταν μόνη της μπροστά σε μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, μπροστά της υπήρχε ένα απίστευτα όμορφο τοπίο και στην ψυχή της επικρατούσε βαθιά ειρήνη. Μια φωτεινή παρουσία την πήρε από το χέρι και της έδειξε απερίγραπτες ομορφιές που δεν εκφράζονται με λόγια. Μετά της είπε: «Παιδί μου, εσύ να ακολουθήσεις το δικό μου δρόμο». Η Έλενα ήξερε ότι αυτός ήταν ο Χριστός. Όταν ξύπνησε ήταν τόσο ευτυχισμένη όσο ποτέ στη ζωή της. Δεν υπήρχε καμιά ταλάντευση μέσα της. Ξύπνησε τη φίλη της και της τα διηγήθηκε πολύ έντονα όλα γεμάτη γαλήνη. Μετά της είπε ότι θα πάει στο σπίτι του άντρα της να πάρει τα πράγματά της και ότι θα χωρίσει για να ζήσει σωστή πνευματική ζωή. Η φίλη της τής είπε να μην πάει γιατί ο άντρας της την είχε απειλήσει ότι θα τη σκοτώσει. Εκείνη όμως ήταν αποφασισμένη να ζήσει με το Χριστό. Έφυγε από το σπίτι της φίλης της και κανένας δεν την ξαναείδε ζωντανή. Δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο διάλογος που έγινε με τον άντρα της, αλλά μάθαμε ότι την σκότωσε, όπως της είχε πει ότι θα κάνει αν εξακολουθήσει να ζει ως χριστιανή.
Η μάρτυς Ελένη είναι η πρώτη νεομάρτυρας της σύγχρονης εκκλησίας της Αττάλειας. Την ευχή της να έχουμε.
Τον περασμένο Ιούλιο μια μικρή ομάδα μαζί με τον Επίσκοπο, αφού ακούσαμε την διήγηση για την Ελένη, ψάλαμε ένα τρισάγιο για την ψυχή της, κοντά στην θάλασσα, κάτω από τα πεύκα, μέσα στα χαλάσματα ενός παλαιοχριστιανικού ναού με ωραία ψηφιδωτά που μόλις τα σκουπίσαμε και τα θαυμάσαμε.
Όλα τα Μικρασιατικά παράλια μαρτυρούν ζωή αιώνων με την δική μας πίστη και γλώσσα. Εκεί η φίλη της Άννα μας διηγήθηκε τις τελευταίες ημέρες της. Αργότερα ο ιερέας πρόσθεσε και αυτός την μαρτυρία του. Ας αποτελέσει η σύντομη διήγησή τους το Μνημόσυνο που οφείλουμε αυτές τις ημέρες στην Ελένη.
Η Ελένη Μαχάνκοβα γεννήθηκε στην μεγαλούπολη Μπαρναούλ της Σιβηρίας στις 18 Αυγούστου του 1977. Πήγε στην νότια Τουρκία να εργασθεί, όπως πολλοί συμπατριώτες της, στις τουριστικές εγκαταστάσεις που εκατομμύρια ρώσοι επισκέπτονται κάθε χρόνο. Ήταν λογίστρια και όμορφη. Εκεί γνωρίστηκε με έναν ντόπιο, που την παντρεύτηκε, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, στο τζαμί.
Η οικογένειά της, στην Ρωσία, ήταν άθεη. Ο άντρας της κατόπιν την λογάριαζε μουσουλμάνα και ήταν υπερήφανος γι' αυτήν, ενώ εκείνη τον αποστρεφόταν, όταν αυτός χαιρόταν ακούγοντας ότι μουσουλμάνοι φονεύουν Χριστιανούς στην Συρία.
Πολλές φίλες της ρωσίδες πήγαιναν τακτικά στην μοναδική Εκκλησία που λειτουργεί στην νότια Μικρασία, στην μεγάλη γειτονική τους πόλη. Η Άννα, μάλιστα, διευθύνει εκεί την χορωδία. Άρχισε λοιπόν να εκκλησιάζεται η Ελένη, ζητώντας να μάθει πώς να προσεύχεται και τι συμβαίνει κατά την θεία Λειτουργία.
Τότε, στις 6 Ιανουαρίου του 2013, ο άνδρας της την κτύπησε σοβαρά και εκείνη έφυγε από το σπίτι και πήγε και έμεινε στην Άννα. Μαζί πήγαιναν στην Εκκλησία και τότε ένοιωσε μια αλλαγή μέσα της, ενώ στεναχωριόταν που δεν ήταν βαπτισμένη. Θαύμαζε την αγάπη που της έδειχναν ο ιερέας και οι ενορίτες. Έβλεπε πια διαφορετικά όσους δεν ήταν χριστιανοί, χωρίς να τους μισεί.
Η Άννα της πρότεινε να βαπτισθεί και το δέχθηκε. Ο ιερέας της έδωσε οδηγίες για το πώς να εκκλησιάζεται, πώς να προσεύχεται και της όρισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Με τις φιλενάδες της συζητούσαν πολύ για την πίστη, τους άγιους μάρτυρες, και τα άκουγε όλα προσεκτικά.
Μετά ταξίδεψε στην Ρωσία, όπου έμεινε δύο εβδομάδες στην οικογένειά της. Πήγαινε και εκεί στην Εκκλησία, από όπου αγόρασε και έφερε μαζί της μικρές εικόνες. Παραπονέθηκε στους γονείς της γιατί δεν την βάπτισαν. Η μητέρα της τής είπε ότι αυτοί έζησαν ως άθεοι, αλλά εκείνη να βαπτισθεί, αφού το θέλει. Μάλιστα της έδωσε ένα μενταγιόν με την εικόνα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Στις 8 Μαρτίου του 2013 επέστρεψε και έμεινε στο σπίτι της Άννας. Την επόμενη ημέρα πηγαίνοντας στην δουλειά συνάντησε τον άνδρα της. Είδε το μενταγιόν και την ρώτησε: "Άλλαξες την πίστη σου;" Εκείνη του απάντησε: "Ναι". Αυτός άρχισε τότε να την προσβάλλει και να βλασφημεί επειδή πρόδωσε τον Αλλάχ. Το είπε στους φίλους του και εκείνοι του απήντησαν: "Νομίζεις ότι ένας γάμος στο τζαμί την έκανε μουσουλμάνα;".
Ο άντρας της άρχισε να την συναντά κάθε ημέρα μετά την δουλειά, ή να της τηλεφωνεί, και να απειλεί ότι θα την σκοτώσει. Η Άννα της εξέφρασε την χαρά της που ομολογεί τον Χριστό, αλλά της είπε ότι είναι επικίνδυνο.
Εκείνες τις ημέρες διάβαζε τον βίο της αγίας Ματρόνας και μαζί με την Άννα έπιναν κάθε πρωί αγιασμό. Έβλεπε τακτικά τον ιερέα, ήταν η εβδομάδα της Τυρινής και επρόκειτο να βαπτισθεί το Πάσχα.
Το πρωί της 15ης Μαρτίου διηγήθηκε στην Άννα το όνειρο που είδε την νύκτα: Πίσω από ένα μεγάλο ανοικτό παράθυρο στεκόταν ένας άνθρωπος με πολύ αγαθό και όμορφο βλέμμα. Πλησίασε η Ελένη και είδε πλάι του πολλά όμορφα ζώα και πίσω την θάλασσα. Της είπε ότι όλα αυτά του ανήκουν και αυτός τα δημιούργησε. Στην συνέχεια άνοιξε τα χέρια του λέγοντάς της: "Έλα σε μένα, κόρη μου". Την αγκάλιασε και της έδωσε την ειρήνη του και εκείνη ησύχασε, γιατί ο άνδρας της την είχε απειλήσει το βράδυ στο τηλέφωνο και φοβόταν να πάει στην δουλειά της.
Η Άννα μας διηγήθηκε ότι προσευχήθηκαν, ήπιαν αγιασμό και η Ελένη έφυγε κάνοντας τον σταυρό της. Στις 3.00 τηλεφώνησε στην Άννα ότι ο άνδρας της τής έστειλε ένα μήνυμα σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αργότερα στην ανηψιά του άνδρα της είπε ότι εκείνος της ζήτησε να συναντηθούν και πηγαίνει να τον συναντήσει. "Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει" είπε. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια. Εκείνος την δέχθηκε στο σπίτι και με ένα μαχαίρι την έσφαξε. Στην αστυνομία δήλωσε: "Αυτό είχα να προσφέρω στον Αλλάχ".
Η Ελένη ετάφη στην γενέτειρά της, στην Ρωσία. Ας είναι αιωνία η μνήμη της μαζί με όλους τους Νεομάρτυρες.
Πηγή: Μιχάλης Σπυρίδων
Στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πολλοὶ παρουσιάσθηκαν ὡς πηγὲς γνώσεως καὶ ἀναμορφωτὲς τῆς ἀνθρωπότητας.
Ανάμεσα στους νεομάρτυρες που αγωνίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας για τη στερέωση του χριστιανικού φρονήματος, επιδεικνύοντας ξεχωριστή γενναιότητα και ακλόνητη πίστη, είναι και ο εκ Σφακίων της Κρήτης Άγιος νεομάρτυς Μανουήλ, ο οποίος σφαγιάσθηκε υπέρ Χριστού στο μυροβόλο και αγιότοκο νησί της Χίου στις 15 Μαρτίου 1792.
«Χαίρε αυλή λογικών προβάτων» ΑΠΟΨΕ, αγαπητοί μου, λέγεται ό Ακάθιστος ύμνος, οι Χαιρετισμοί. Τι είναι οΐ Χαιρετισμοί; Ένα τραγούδι. Υπάρχουν τραγούδια του σατανά, πού εγκωμιάζουν το διάβολο και τους αισχρούς έρωτες κι ακούγονται σε διάφορα κέντρα ή μεταδίδονται από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, και τα τραγούδια του Θεού και της Εκκλησίας, πού ψάλλονται στους ναούς από τους ψάλτες και τους Ιερείς μας. Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια της Εκκλησίας μας είναι οι Χαιρετισμοί της υπεραγίας Θεοτόκου ή Ακάθιστος ύμνος. Αυτός ό ύμνος ψάλλετε σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Σερβία και στη Βουλγαρία και στη “Ρουμανία και στη Ρωσία, και παντού σ’ όλη τη γη όπου υπάρχουν ορθόδοξοι, από την Αυστραλία ως την Αμερική. Ψάλλονται οι Χαιρετισμοί και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια.
Ο άγιος πατέρας μας Βενέδικτος γεννήθηκε περί το 490 στη Νουρσία, μικρή επαρχιακή πόλη που βρίσκεται στα βουνά βόρεια της Ρώμης, και ήταν γόνος πλούσιας και ευσεβούς χριστιανικής οικογένειας. Σταλμένος στη Ρώμη για σπουδές, έχοντας από μικρός αποκτήσει σοφία γέροντα, με μόνη του επιθυμία να αρέσει στο Θεό, περιφρόνησε τις ηδονές του κόσμου και τις μάταιες υποσχέσεις του και έβαλε πλώρη για το μοναχικό Σχήμα.
Κάνοντας στάση στην κωμόπολη της Ενφίδης (σημ. Effide), η τροφός του, που τον είχε ακολουθήσει με την αφοσίωση μητέρας, δανείστηκε ένα πήλινο κόσκινο να περάσει το στάρι για να φτιάξει ψωμί. Το σκεύος όμως πέφτοντας κάτω έσπασε. Βλέποντας τη θλίψη της, το νεαρό αγόρι βάλθηκε να προσεύχεται γοερά και όταν σηκώθηκε της έδωσε το κόσκινο ανέπαφο. Απο το θαυμασμό τους γι’ αυτό το θαύμα οι κάτοικοι κρέμασαν το κόσκινο στην πόρτα της εκκλησίας. Φοβούμενος ότι θα χάσει την εύνοια του Θεού από τη μάταιη ανθρώπινη δόξα, ο Βενέδικτος έφυγε κρυφά και αποσύρθηκε στο Σουβιάκο, που βρίσκεται στις οροσειρές των Αβρούζων, σε μια σπηλιά ανοιγμένη σε ύψος εξήντα μέτρων, όπου παρέμεινε αγνοούμενος από τους ανθρώπους, εκτός από ένα κοινοβιάτη μοναχό, ονόματι Ρωμανό, που του φόρεσε το μοναστικό ένδυμα και του έφερνε κρυφά προμήθειες εξοικονομημένες από τη μερίδα του.
Μια μέρα, εκεί που ο άγιος προσευχόταν μόνος, του παρουσιάστηκε ο διάβολος με μορφή μαυροκότσυφα και αμέσως μετά δέχτηκε σφοδρή επίθεση από σαρκικούς πειρασμούς σε τέτοιο σημείο, που ήταν σχεδόν αποφασισμένος να εγκαταλείψει τη μόνωσή του, όταν παρακινούμενος από τη Χάρη, ρίχτηκε γυμνός σε μια βάτο με αγκάθια νικώντας έτσι την ηδονή οριστικά δια του πόνου. Ανταμοίβοντάς τον ο Θεός με την απάθεια της σαρκός, είχε στο εξής κάθε δικαίωμα να διδάξει στους άλλους την αρετή, σαν ένας ώριμος άντρας.
Όταν εκοιμήθη ο ηγόυμενος του παρακείμενου μοναστηριού του Βικοβάρο, οι μοναχοί με την επιμονή τους κατάφεραν να τον πείσουν να τον διαδεχθεί. Μόλις όμως αυτός πήγε να τους επιβάλει μια αυστηρή πειθαρχία με βάση το Ευαγγέλιο, που αντιμαχόταν την στρεβλή διαγωγή τους, άρχισαν να δυσανασχετούν εναντίον του, και δοκίμασαν μάλιστα να τον δηλητηριάσουν. Τη στιγμή ομως που ο άνθρωπος του Θεού έκανε το σημείο του σταυρού πάνω από την καράφα με το φαρμακερό ποτό, που του έφεραν, το γυαλί έγινε θρύψαλα. Με το πρόσωπο ατάραχο και ειρήνη στην ψυχή, ανεξίκακος απέναντί τους, άφησε τους ανεπίδεκτους διόρθωσης και επανήλθε στην έρημο.
Προοδεύοντας σε αρετή και θεωρία, προσήλκυσε ικανό αριθμό μαθητών. Τους οργάνωσε σε δώδεκα μοναστήρια γύρω στα περίχωρα, το καθένα με δώδεκα μοναχούς και χωριστό προεστό που τον ενημέρωνε για τη ζωή στο κοινόβιο και την πνευματική πρόοδο καθε μοναχού. Ο Βενέδικτος ήταν ταυτόχρονα ο πνευματικός τους πατέρας και ζώσα προσωποποίηση της τέλειας τήρησης των μοναστικών κανόνων. Μεριμνούσε για κάθε υλική τους ανάγκη με τη βοήθεια της θείας χάρης, και διακρίνοντας τους μύχιους λογισμούς τους δεν δίσταζε με πατρική αγάπη να τους διορθώνει, μεταχειριζόμενος κάποιες φορές σωματικά επιτίμια, για να τους αναγκάσει να αποτινάξουν τις κακές συνήθειες.
Περί το 529 άφησε το Σουβιάκο επικεφαλής μιας μικρής ομάδας μαθητών. Τέλος έφθασαν στο όρος Κασσίνο, που υψωνόταν στο μέσο μεταξύ Ρώμης και Νάπολης, και στην κορυφή του υπήρχε ναός αφιερωμένος άλλοτε στη λατρεία του Απόλλωνα. Ο άγιος άρχισε να σπάει το έιδωλο και αναποδογύρισε το θυσιαστήριο για να μεταμορφώσει το ναό σε εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Μαρτίνο της Τουρ (11 Νοεμ.). Έκοψε τα δέντρα όπου οι κάτοικοι επιδίδονταν ακόμη στη λατρεία των ειδώλων, και κατάφερε να τους μεταστρέψει με τον αποστολικό του λόγο.
Σε εποχή σιτοδείας, με τη προσευχή του έκανε να πλεονάζουν στο μοναστήρι το σιτάρι και το λάδι, έτσι ώστε να αφήνονται οι μοναχοί να ενδιατρίβουν αμέριμνοι στο θείο έργο, από το οποίο τίποτε άλλο δεν αξίζει να προτιμάται.
Μια μέρα, επιστρέφοντας από τους αγρούς, είδε στην πόρτα του μοναστηριού το άψυχο σώμα ενός παιδιού που ο πατέρας του είχε αποθέσει εκεί. Κινούμενος από ευσπλαχνία ο Βενέδικτος παρακάλεσε τον Κύριο στο όνομα της πίστης του πατέρα του που θρηνούσε και το παιδί ζωντάνεψε.
Στους καιρούς εκείνους των πολέμων και των εισβολών, προανήγγειλε ότι την πτώση της Ρώμης, της άλλοτε πρωτεύουσας του κόσμου, θα τη διαδεχθεί η καταστροφή της Μονής Μοντεκασίνο από τους Λομβαρδούς (583;). Έχοντας ίσως κατά νου αυτη την προφητεία λίγο πριν την εκδημία του, συνέταξε τον Κανόνα του, που απέβη αληθινή χάρτα των μοναχών της Δύσης. Με βάση τα γραπτά των αγίων Πατέρων Παχωμίου, Βασιλείου και Κασσιανού και τα μοναστικά θέσμια που είχε υιοθετήσει στο μοναστήρι του, εκθέτει τις αρχές και τους νόμους λειτουργίας μιας κοινοβιακής μονής.
Λίγο καιρό ύστερα από τη θαυμαστή και στερνή συνομιλία του αγίου με την αδελφή του την αγία Σχολαστική (10 Φεβρ.) και την εκδημία της, καθώς στεκόταν νύχτα στο παράθυρο του προσευχόμενος, είδε ξάφνου ένα αστραποβόλο φως να καταυγάζει τα σκότη, και στο μέσο του θεώρησε τον κόσμο ολόκληρο συναγμένο θαρρείς κάτω από μια μοναδική ηλιαχτίδα. Υψωμένος πάνω από τον κόσμο και εκτός εαυτού χάρη στην ένωσή του με τον Δημιουργό, ο Βενέδικτος μπορούσε όντως να θεωρεί την όλη δημιουργία, όλα όσα υπάρχουν κάτω από τον Θεό, μέσα στο θείο φως που ανάβλυζε από την καρδιά του. Εχοντας φθάσει στα όρια της μέλλουσας ζωής είδε τότε, μέσα σε αυτό το φως, την ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, που ανέβαινε στα ουράνια.
Από τότε ο άγιος Βενέδικτος ανήκε πιο πολύ στον ουρανό παρά στη γη, και έχοντας προαναγγείλει την ημέρα της τελευτής του, πρόσταξε να ανοίξουν το μνήμα του, όπου πριν λίγο καιρό είχαν ενταφιάσει την αδελφή του, και ύστερα παρουσίασε υψηλό πυρετό. Είπε να τον οδηγήσουν στο παρεκκλήσιο, κοινώνησε και στέκοντας όρθιος, στηριζόμενος από τους αδελφούς, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και παρέδωσε την ύστατη πνοή του ψιθυρίζοντας τα λόγια μιας στερνής προσευχής (περί το 560).
Πλήθος θαυμάτων ακολούθησαν, επιτελούμενα χάρη στα λείψανα του αγίου Βενεδίκτου. Ύστερα ομως από τη λεηλασία του μοναστηριού που προκάλεσαν οι Λομβαρδοί, τα λείψανα ξεχάστηκαν μέχρις ότου μοναχοί της Μονής του Φλερύ συρ Λουάρ ήλθαν και τα παρέλαβαν (673) για να τα μεταφέρουν στο μοναστήρι τους, που έλαβε το όνομα του αγίου (Άγιος Βενέδικτος συρ Λουάρ) και όπου μπορούμε και σήμερα ακόμη να τα προσκυνήσουμε.
(Πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Μάρτιος, Εκδόσεις Ορμύλια, Κοινωνία Ορθοδοξίας)
Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε:
«Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας»
(«Πίστει και αγάπη αληθεί, κόσμον αρνησάμενος, Πάτερ, εκ βρέφους, όσιε, χαίρων ηκολούθησας τω σταυρωθέντι Χριστώ∙ και πολλοίς αγωνίσμασι την σάρκα νεκρώσας, χάριν των ιάσεων πλουσίως έλαβες, παύειν ασθενείας ποικίλας, και της πονηρίας διώκειν πνεύματα»)
Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστης: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθιά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου. Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει:
«Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε.»
Και:
«Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους.»
Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα.
«Πάλαι ως Ηλίας υετούς, Πάτερ, ουρανόθεν εντεύξει θεία κατήγαγες∙ βλύζειν δε το έλαιον άγγος εποίησας, και νεκρόν εξανέστησας, και άλλα μυρία θαύματα ετέλεσας» (στιχηρό εσπερινού).
Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε,
«εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (το ίδιο).
Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσης μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους, να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους:
«Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου.»
Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο:
«Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου.»
(«Τας σας αγίας προσευχάς προσδεχόμενος Θεός τοις ενδεέσι διά σου εχορήγει τας προς το ζην αφορμάς, μεγάλως επί γης δοξάζων σε, ταις θαυματουργίαις, Βενέδικτε τρισμάκαρ») (ωδή η΄)
(Πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ (14 ΜΑΡΤΙΟΥ)», παπα Γιώργης Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν φερώνυμον κλῆσιν ἀληθεύουσαν ἔδειξας, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἀγῶσι, θεοφόρε Βενέδικτε· υἱὸς γὰρ εὐλογίας τεθηλώς, ἀρχέτυπον ἐγένου καὶ κανών, τοῖς ἐκ πόθου μιμουμένοις τὴν σὴν ζωήν, καὶ ὁμοφώνως κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀνατολῆς τῆς νοητῆς φωστὴρ γενόμενος
Τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναστῶν ὤφθης διδάσκαλος
Διὰ βίου τε καὶ λόγου τούτους παιδεύων.
Ἀλλ’ ἱδρῶσι τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου
Τῶν παθῶν ἡμῶν τὸν ῥύπον ἀποκάθαρον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Βενέδικτε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναζόντων ὁ χαρακτήρ· χαίροις θεοδρόμου, ζωῆς ὁ ὑποφήτης, Βενέδικτε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.
Χριστιανός καί Σταυρός,
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…
Εἰς Φιλιππησίους 13, ΕΠΕ 22, 8-10.
(Πηγή: «Χριστιανός καί Σταυρός», Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)
Σταυρωθέντα καί ταφέντα…,
Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
A. Εἶναι καύχημα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βέβαια τό καθετί πού ἔπραξε ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά τό καύχημα τῶν καυχημάτων εἶναι ὁ Σταυρός Του. Τοῦτο ἀσφαλῶς γνωρίζοντας ὁ Παῦλος, λέει: «ὅσο γιά μένα, ἄς μή γίνει νά καυχηθῶ γιά τίποτε ἄλλο, παρά μόνο γιά τό Σταυρό τοῦ Κυρίου μας, Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6, 14).
Ἦταν πραγματικά θαυμαστό πού ἀνέβλεψε ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ (πρβλ. Ἰωάν. 9, 7), ἀλλά τί εἶναι αὐτό μπροστά στήν ἀνάβλεψη τῶν πνευματικά τυφλῶν ὅλης τῆς οἰκουμένης; Θεωρεῖται μέγα θαῦμα καί ὑπερφυσικό πού ἀναστήθηκε ὁ Λάζαρος, ἐνῶ ἦταν τετραήμερος νεκρός, ἀλλά τότε ἡ χάρη τῆς Ἀναστάσεως σταμάτησε σ᾽ αὐτόν. Τί εἶναι ὅμως αὐτό μπροστά στήν ἀνάσταση τῶν νεκρωμένων ἀπό τήν ἁμαρτία, σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη; Εἶναι θαυμαστό πού ἀπό τούς πέντε ἄρτους πήγασε τροφή γιά πέντε χιλιάδες (πρβλ. Ματθ. 14, 21), ἀλλά τί εἶναι αὐτό μπρός στό ὅτι χόρτασε αὐτούς «πού πέθαιναν ἀπό πνευματική πείνα, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιάς τους, σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς»; (Πρβλ. Ἀμ. 8, 11). Εἶναι θαυμαστό πού ἐλευθέρωσε τή γυναίκα ἐκείνη, τή δεμένη ἀπό τό Σατανά δεκαοχτώ χρόνια, ἀλλά τί εἶναι αὐτό μπροστά στήν ἐλευθερία πού ἔδωσε σέ ὅλους ἐμᾶς, τούς σφιχτοδεμένους μέ βαριές ἁλυσίδες ἁμαρτημάτων; (πρβλ. Παρμ. 5, 22). Αὐτό λοιπόν, τό ὁλόφωτο στεφάνι τῆς δόξας τοῦ Σταυροῦ, ἀφενός φώτισε τούς τυφλωμένους ἀπό τήν ἀγνωσία καί ἀφετέρου ἐλευθέρωσε τούς δέσμιους τῆς ἁμαρτίας καί δυναμικά λύτρωσε ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλων τῶν αἰώνων.
Β’. Καί μή σοῦ φαίνεται παράξενο σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά δυσπιστεῖς, ἄν πραγματικά ἔδωσε τή λύτρωση δυναμικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων. Διότι δέν ἦταν ἄνθρωπος ἁπλός αὐτός πού πέθανε γιά μᾶς, ἀλλά ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ» ὁ Μονογενής. Καί μπόρεσε βέβαια ἡ ἁμαρτία ἑνός ἄνδρα, τοῦ Ἀδάμ, νά κάνει θνητούς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλων τῶν αἰώνων. Ἀλλά, ἄν μέ τό παράπτωμα τοῦ ἑνός βασίλευσε ὁ θάνατος στόν κόσμο, πῶς, πολύ περισσότερο, δέν θά βασιλεύσει ἡ ζωή μέ τή δικαιοσύνη τοῦ Ἑνός; (Πρβλ. Ρωμ. 5, 17). Καί ἄν τότε, ἐπειδή ἔφαγαν ἀπό τό «ξύλο τῆς ζωῆς» οἱ Πρωτόπλαστοι διώχτηκαν ἀπό τόν Παράδεισο (πρβλ. Γέν. 3, 24), ἄραγε τώρα, χάρη στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ, δέν θά μποῦν εὐκολότερα μέσα στόν Παράδεισο ὅσοι πιστέψουν; Ἄν ἐκεῖνος πού πρῶτος πλάστηκε ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς ἐπέφερε οἰκουμενικό θάνατο, ἄραγε δέν θά φέρει ζωή αἰώνια «Ἐκεῖνος πού τόν ἔπλασε ἀπό τή γῆ» (Γέν. 2, 7), ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή; (πρβλ. Ἰωάν. 14, 6). Ἄν ὁ Φινεές, δείχνοντας ζῆλο καί φονεύοντας τόν αἰσχροποιό ἐκεῖνον, κατέπαυσε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς ‒ ὄχι μέ τό φόνο κάποιου ἄλλου, ἀλλά μέ τό νά θυσιάσει τόν ἑαυτό Του ὡς ἀντίλυτρο ‒ δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψει τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους;
Γ’. Νά μή ντρεπόμαστε λοιπόν γιά τό Σταυρό τοῦ Σωτήρα μας, ἀλλά μᾶλλον νά καυχώμαστε. Εἶναι βέβαια ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ γιά τούς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιά τούς εἰδωλολάτρες ἀνοησία (πρβλ. Α’ Κορ. 1, 18. 23), ἀλλά γιά μᾶς εἶναι σωτηρία. Πραγματικά, «γιά ὅσους βαδίζουν τό δρόμο τῆς σωτηρίας εἶναι δύναμη Θεοῦ» (Α’ Κορ. 1, 18). Διότι δέ ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος αὐτός πού πέθανε γιά μᾶς, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά Υἱός Θεοῦ, Θεός πού ἐνανθρώπησε. Ἔπειτα, ἄν τό πρόβατο, τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ἔδιωχνε μακριά τόν ἐξολοθρευτή ἄγγελο (πρβλ. Ἔξ. 12, 23), «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (πρβλ. Ἰωάν. 1, 29), πολύ περισσότερο, δέν θά ἐλευθέρωνε τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες; Καί ἄν τό αἷμα ἑνός ἄλογου ζώου, ὅπως τόν πρόβατο, παρεῖχε τή σωτηρία, τό Αἷμα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν σώζει πολύ περισσότερο; Ἄν κάποιος δέν πιστεύει στή δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἄς πιστεύει στά ὁλοφάνερα γεγονότα. Γιατί πολλοί σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη σταυρώθηκαν, ἀλλά κανένα δέν τρέμουν οἱ δαίμονες. Τοῦ Χριστοῦ ὅμως, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς, καί μόνο τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ νά δοῦν, τρέμουν οἱ δαίμονες, ἐπειδή οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πέθαναν στό σταυρό ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, ὁ Χριστός ὅμως πέθανε γιά τίς ξένες ἁμαρτίες. «Διότι δέν ἁμάρτησε, οὔτε βρέθηκε δόλος στό στόμα Του» (Α’ Πέτρ. 2, 22. πρβλ. Ἡσ. 53, 9).
Καί δέν εἶναι μόνο ὁ Πέτρος πού τό λέει αὐτό ‒ γιατί θά μποροῦσε κανείς νά ὑποπτευθεῖ ὅτι χαρίζεται στό δάσκαλό του καί τό λέει ‒ ἀλλά τό εἶπε καί ὁ Ἡσαΐας, πού μπορεῖ νά μήν ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Ἰησοῦ μέ τό σῶμα, ἀλλά μέ τό πνεῦμα προεῖδε τήν ἔνσαρκη παρουσία Του. Καί γιατί φέρνω τώρα μάρτυρα μόνο τόν Προφήτη; Πάρε μάρτυρα τόν Πιλάτο, αὐτόν πού Τόν καταδίκασε καί εἶπε: «Δέν βρίσκω τίποτα τό κακό στόν ἄνθρωπο Αὐτόν» (Λουκ. 23, 14). Παραδίνοντας δέ Αὐτόν προδομένο καί νίπτοντας τά χέρια του εἶπε: «Εἶμαι ἀθῶος ἀπό τό αἷμα τοῦ δικαίου τούτου» (Ματθ. 27, 24). Ἀλλά ὑπάρχει κι ἄλλος μάρτυρας τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ πρωτοστάτης τοῦ Παραδείσου, ὁ ληστής, πού κατηγορεῖ τόν ἄλλο ληστή καί τοῦ λέει: «Ἐμεῖς ἀπολαμβάνουμε ἄξια ὅσων πράξαμε, αὐτός ὅμως δέν ἔκανε κανένα κακό» (Λουκ. 23, 41). Καί αὐτό τό γνωρίζουμε γιατί καί σύ καί ἐγώ ἤμασταν παρόντες στή δίκη Του.
Δ’. Ἔπαθε λοιπόν, στ᾽ ἀλήθεια, ὁ Ἰησοῦς γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων. Διότι δέν εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, διαφορετικά θά ἦταν φαντασία καί ἡ λύτρωση. Δέν εἶναι φαντασία ὁ θάνατος, ἀλλοιῶς θά ἦταν μύθος καί ἡ σωτηρία. Ἄν ἦταν φαντασία ὁ θάνατος, θά εἶχαν δίκιο αὐτοί πού εἶπαν: «Θυμηθήκαμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος ἔλεγε, ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ» (Ματθ. 27, 63). Εἶναι λοιπόν τό Πάθος τοῦ Κυρίου ἀληθές, διότι ἀληθινά σταυρώθηκε καί δέν ντρεπόμαστε γι᾽ αὐτό. Σταυρώθηκε καί δέν τό ἀρνούμαστε, ἀλλά μᾶλλον ἐγώ καυχῶμαι καί σᾶς λέω: Ἀκόμη καί νά ἤθελα νά τό ἀρνηθῶ, μέ ἐλέγχει αὐτός ἐδῶ ὁ Γολγοθάς, πλησίον τοῦ ὁποίου παρευρισκόμαστε ὅλοι τώρα. Μέ ἐλέγχει τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο λίγο-λίγο ἀπό ἐδῶ διαμοιράστηκε σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ὁμολογῶ τό Σταυρό ἐπειδή γνωρίζω τήν Ἀνάσταση. Διότι, ἄν ἀπέμενε μόνο Ἐσταυρωμένος ὁ Κύριος, χωρίς νά ἀναστηθεῖ, μπορεῖ νά μήν ὁμολογοῦσα. Θά τό ἔκρυβα ἴσως μαζί μέ τό δάσκαλό μου. Τώρα ὅμως πού διαδέχτηκε τό Σταυρό ἡ Ἀνάσταση, δέν ντρέπομαι νά τά διηγοῦμαι ὅλα αὐτά.
Ε’. Ἔχοντας λοιπόν ὅμοια μέ ὅλους μας ἀνθρώπινη φύση καί ὑπόσταση, σταυρώθηκε, ἀλλά ὄχι βέβαια γιατί εἶχε ὅπως ἐμεῖς ἁμαρτίες. Διότι δέν ὁδηγήθηκε στό θάνατο ἀπό φιλοχρηματία, ἀφοῦ ἦταν δάσκαλος τῆς ἀκτημοσύνης. Οὔτε καταδικάστηκε ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας, ἀφοῦ εἶναι Ἐκεῖνος πού λέει σαφῶς ὅτι «ὅποιος κοιτάξει γυναίκα μέ ἐπιθυμία φιλήδονη, ἤδη ἔχει πέσει στό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας μέ αὐτήν» (Ματθ. 5, 28). Οὔτε πάλι ἀπό ἀπερίσκεπτη ὁρμή χτύπησε κάποιον ἤ τόν πλήγωσε, διότι ἔστρεφε καί τό ἄλλο μάγουλο σ᾽ ὅποιον τόν χτυποῦσε (πρβλ. Ματθ. 5, 39. 26, 67). Οὔτε καταφρόνησε τό Νόμο, διότι Αὐτός ἦταν πού ὁλοκλήρωσε τό Νόμο. Οὔτε τούς Προφῆτες ὀνείδισε, γιατί Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος, γιά τόν Ὁποῖο κατά καιρούς προφήτευαν οἱ Προφῆτες. Οὔτε ἀρνήθηκε νά δώσει τό μισθό κανενός, διότι ἀμισθεί καί δωρεάν θεράπευε τούς πάντες. Δέν ἁμάρτησε οὔτε μέ λόγια, οὔτε μέ λογισμούς. «Αὐτός πού δέν ἔπεσε σέ καμιά ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε δόλος στό στόμα Του, πού, ἐνῶ χλευαζόταν καί ὀνειδιζόταν, δέν χλεύαζε οὔτε ὀνείδιζε κανέναν καί ἐνῶ ἔπασχε ἄδικα, δέν ἀπειλοῦσε κανέναν» (Α’ Πέτρ. 2, 22-23), Αὐτός πού ἦρθε πρός τό Πάθος, ὄχι ἀκούσια, ἀλλά ἑκούσια. Αὐτός ἀκόμα καί τώρα, ἄν κάποιος προσπαθοῦσε νά Τόν πείσει νά ἀλλάξει τρόπο ζωῆς καί τοῦ ἔλεγε, «ὁ Θεός νά σέ φυλάξει, Κύριε, ἀπ᾽ ὅλα τοῦτα τά φοβερά» (Ματθ. 16, 22), πάλι θά ἀπαντοῦσε σ᾽ αὐτόν, «πήγαινε πίσω μου, Σατανά» (Ματθ. 16, 23).
ΣΤ’. Θέλεις ὅμως νά πεισθεῖς ὅτι ἦρθε πρός τό πάθος ἑκούσια; Νά, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν τό θάνατό τους, πεθαίνουν χωρίς τή θέλησή τους. Αὐτός ὅμως προέλεγε γιά τό Πάθος Του: «Δές παραδίνεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά σταυρωθεῖ» (Ματθ. 26, 2). Καί ξέρεις πολύ καλά γιατί δέν ἀπέφυγε τό θάνατο ὁ Φιλάνθρωπος. Γιά νά μή χαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος μέσα στίς ἁμαρτίες. «Δές, ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα καί θά παραδοθεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 20, 18), «καί θά σταυρωθεῖ» (πρβλ. Ματθ. 20, 19). Καί πάλι: «Ἔστρεψε τό πρόσωπό Του καί προσήλωσε τό βλέμμα Του, μέ ἀπόφαση νά πορευθεῖ στά Ἱεροσόλυμα» (Λουκ. 9, 51). Θέλεις ἀκόμα νά μάθεις σαφῶς ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι δόξα γιά τόν Ἰησοῦ; Ἄκουσε Αὐτόν τόν Ἴδιο πού μιλάει καί ὄχι ἐμένα. Τόν πρόδωσε ὁ Ἰούδας, δείχνοντας ἔτσι τήν ἀγνωμοσύνη του πρός τόν οἰκοδεσπότη. Αὐτός λοιπόν ὁ προδότης, ἀφοῦ βγῆκε ἔξω ἀπό τό Δεῖπνο, εὐθύς ἀμέσως ‒ ἐνῶ εἶχε πιεῖ τό ποτήρι τῆς εὐλογίας ἀντί γιά τό πόμα τῆς σωτηρίας πού τοῦ ἔδωσε ‒ ἐπιθυμοῦσε νά χύσει τό δίκαιο Αἷμα τοῦ Κυρίου. «Αὐτός πού τόν εἶχε ὁμοτράπεζό Του καί ἔτρωγε τόν ἄρτο Του ὕψωσε πολύ ψηλά τή φτέρνα του καί τόν κλώτσησε, σάν ἀτίθασο καί ἀχάριστο ζῶο» (πρβλ. Ψαλμ. 40, 10). Μόλις πού εἶχαν δεχτεῖ τά χέρια του τίς εὐλογίες καί πάραυτα, χάρη τῶν χρημάτων, προμελετοῦσε προδοτικό θάνατο. Καί ἐνῶ ἐλέγχθηκε καί ἄκουσε τό «σύ τό εἶπες μόνος σου» (Ματθ. 26, 25), πάλι βγῆκε ἔξω γιά νά Τόν προδώσει. Ἔπειτα ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: «Ἔχει φτάσει ἡ ὥρα, γιά νά δοξαστεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 12, 23). Βλέπεις ὅτι θεωρεῖ δόξα δική Του τό Σταυρό; Ἀλλά καί τό ἄλλο: Ὁ Ἡσαΐας, ἐνῶ τόν πριόνισαν, δέν ντρέπεται, καί ὁ Χριστός πού πεθαίνει γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος, θά τό θεωρήσει ντροπή; «Τώρα πιά δοξάστηκε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 13, 31). Ὄχι, ὅτι προηγουμένως δέν εἶχε δόξα, διότι ἦταν δοξασμένος μέ τή δόξα πού εἶχε πρό κατά βολῆς κόσμου (πρβλ. Ἰωάν. 17, 5. 24). Ἦταν δοξασμένος πάντοτε ὡς Θεός, τώρα ὅμως δοξαζόταν ἐπειδή φόρεσε τό στεφάνι τῆς ὑπομονῆς. Δέν ἄφησε τή ζωή αὐτή ἀναγκαστικά, δέν θυσιάστηκε χωρίς νά τό θέλει, ἀλλά ἑκούσια. Ἄκου τί λέει: «Ἔχω ἐξουσία νά θυσιάσω τήν ψυχή μου καί ἔχω ἐξουσία νά τήν πάρω πάλι» (Ἰωάν. 10, 18). Ἐπειδή θέλω, συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου. Ἐάν δέν ἤθελα, δέν θά γινόταν ἡ θυσία. Ἦλθε ἑπομένως μέ τήν προαίρεσή Του πρός τό Πάθος, ὄντας χαρούμενος γιά τήν πράξη Του αὐτή, μειδιώντας γιά τό στεφάνι τῆς δόξας, πλήρης χαρᾶς γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά ντρέπεται γιά τό Σταυρό, διότι ἔσωζε τήν οἰκουμένη. Δέν ἦταν ὁ πάσχων τιποτένιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε καί ἀγωνίστηκε στό ἄθλημα τῆς ὑπομονῆς. (…)
Κ’. Τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ προφητικά προτύπωσε ὁ Μωυσῆς, τότε πού κρέμασε στό ξύλο τό χάλκινο φίδι, ὥστε ὅποιος δαγκωνόταν ἀπό τό ζωντανό φίδι (πού καί αὐτό προτύπωνε τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο ἀπό τήν ἁμαρτία) προσβλέποντας στό χάλκινο φίδι, νά σωθεῖ, δίνοντας ἔτσι τή σχετική πίστη του στόν Θεό καί στόν Προφήτη Του (πρβλ. Ἀριθ. 21, 9). Ἔπειτα τό χάλκινο φίδι σταυρωμένο σώζει καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός πού ἔγινε καί ἄνθρωπος, Σταυρωμένος δέν μπορεῖ νά σώζει; Ἀπό παλιά μέχρι σήμερα, ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου λειτουργήθηκε καί προστατεύθηκε σέ σχέση μέ τό ξύλο. Στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὡς γνωστό, μέ τήν ξύλινη κιβωτό σώθηκε ἡ ζωή τῶν δίκαιων ἀνθρώπων. Ἡ θάλασσα πάλι τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, μόλις εἶδε τήν ξύλινη ράβδο, πού καί αὐτή προτύπωνε τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, φοβήθηκε αὐτόν πού τήν ἄγγιξε. Λοιπόν, τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ ἔχει δύναμη, καί ὁ Σταυρός τοῦ Σωτήρα ἀδυνατεῖ; Ἀλλά ἀφήνω ὅσα πολλά ἄλλα θά μποροῦσα νά ἀναφέρω γιά τήν προτύπωση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά μή μακρύνω τό λόγο, καί περιορίζομαι νά σᾶς θυμίσω ὅτι τό ξύλο τότε ἐπί Μωυσῆ γλύκανε τό νερό (πρβλ. Ἔξ. 15, 25) καί «ὅτι ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰησοῦ τό νερό ἔρευσε πάνω στό ξύλο» (πρβλ. Ἰωάν. 19, 34).
ΚΑ’. Τά πρῶτα καταπληκτικά καί ἀξιοθαύμαστα γεγονότα πού ὁ Θεός ἔκανε μέ τή μεσολάβηση τοῦ Μωυσῆ, σχετίζονται μέ τό αἷμα καί τό νερό. Καί τό τελευταῖο ἀπό τά θαύματα πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε, σχετίζεται καί αὐτό μέ τό αἷμα καί τό νερό. Στό πρῶτο του θαῦμα ὁ Μωυσῆς «μετέβαλε τόν ποταμό σέ αἷμα» (πρβλ. Ἔξ. 7, 20) καί ὁ Ἰησοῦς στό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του ἔκανε νά ξεχυθεῖ ἀπό τήν πλευρά Του νερό καί αἷμα μαζί. Ἴσως ἔγινε αὐτό γιά ἐκεῖνες τίς δύο φωνές, τοῦ κριτῆ πού Τόν δίκαζε καί τοῦ λαοῦ πού κραύγαζε ἐναντίον Του. Ἤ καλύτερα γιά τούς πιστούς καί τούς ἄπιστους. Διότι, στ᾽ ἀλήθεια, ὁ Πιλάτος ἔλεγε: «Εἶμαι ἀθῶος καί μέ νερό ἔνιψε τά χέρια του» (πρβλ. Ματθ. 27, 24). Καί ὁ λαός, πού ἀπαιτοῦσε τήν καταδίκη Του, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τό αἷμα Του ἄς πέσει πάνω μας» (Ματθ. 27, 25). Καί τά δύο λοιπόν ἀνέβλυσαν ἀπό τήν πλευρά Του. Τό νερό ἴσως γιά τόν κριτή Του καί τό αἷμα γιά τό λαό πού κραύγαζε. Ἀλλά καί διαφορετικά μποροῦμε νά τό ἐννοήσουμε. Στούς Ἰουδαίους ἀναφέρεται τό αἷμα, στούς χριστιανούς τό νερό. Καί σ᾽ ἐκείνους βέβαια ὡς ἐχθρούς καί πονηρούς καί φονευτές τοῦ Χριστοῦ, θά ἐπέλθει ἡ σωτηρία μέ τό νερό τοῦ Βαπτίσματος. Δέν ἔχει γίνει τίποτα τυχαῖο. Οἱ ἑρμηνευτές ὅμως Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔδωσαν καί ἄλλη ἐξήγηση γιά τό θέμα αὐτό. Γιατί, σύμφωνα μέ ὅσα σχετικά μᾶς ἀποκαλύπτονται στά ἱερά Εὐαγγέλια, μέ δύο μόνο τρόπους μποροῦμε σίγουρα νά πάρουμε τή Χάρη τοῦ σωτηριώδους Βαπτίσματος. Ὁ πρῶτος εἶναι αὐτός μέ τόν ὁποῖο παρέχεται καί σέ σᾶς τούς Φωτιζόμενους, δηλαδή μέ τό βαπτισματικό νερό. Καί ὁ δεύτερος εἶναι ὁ τρόπος πού στόν καιρό τῶν διωγμῶν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες βαπτίζονται μέσα στό ἴδιο τό αἷμα τους. Βγῆκε λοιπόν ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰησοῦ αἷμα καί νερό (πρβλ. Ἰωάν. 19, 34). Διότι Αὐτόν τόν Ἴδιο Χριστό ὁμολογοῦμε ὡς Σωτήρα μας καί μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού κάναμε πρίν ἀπό τό Βάπτισμα καί μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού κάνουμε πρίν ἀπό τό μαρτύριο. Ὑπάρχει καί ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖο λογχεύθηκε ἡ πλευρά τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ γυναίκα πού πλάστηκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ ἁμάρτησε πρώτη καί προκάλεσε καί τόν ἄνδρα νά ἁμαρτήσει. Καί ὁ Ἰησοῦς ἦλθε μέν γιά νά χαρίσει τή συγχώρεση καί στούς ἄνδρες καί στίς γυναῖκες, ἀλλά λογχεύθηκε στήν πλευρά Του, εἰδικότερα χάρη τῶν γυναικῶν, γιά νά ἐξαλείψει αὐτή τήν ἰδιαίτερη ἐνοχή τους.
ΚΒ’. Ἀλλά ἄν ἤθελε κάποιος νά ἑρευνήσει περισσότερο, θά ἔβρισκε καί ἄλλους λόγους, γιά τούς ὁποίους λογχεύθηκε ὁ Ἰησοῦς στήν πλευρά. Ἄς ἀρκεστοῦμε ὅμως σέ ὅσα εἴπαμε, ἐπειδή εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος καί γιά νά μή σᾶς γίνει ὀχληρή καί δυσάρεστη ἡ ἀκρόαση. Ἄν καί δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κανείς νά ἀποκάμει ἀκούοντας νά λέγονται τά σχετικά μέ τή δόξα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ καί μάλιστα ἐδῶ, στόν Πανάγιο τοῦτο Γολγοθά. Διότι ἄλλοι ἀκοῦνε μόνο, ἐμεῖς ὅμως τά βλέπουμε καί τά ψηλαφοῦμε ὅλα αὐτά. Ἄς μήν κουραστεῖ κανείς λοιπόν. Πάρε τά ὅπλα καί ἔλα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, γιά νά ὑπερασπιστεῖς αὐτόν ἐδῶ τό Σταυρό. Στῆσε ὡς τρόπαιο τήν πίστη στό Σταυρό ἐναντίον αὐτῶν πού ἀντιλένε. Ὅταν, στ᾽ ἀλήθεια, πρόκειται νά συζητήσεις μέ τούς ἀπίστους γιά τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, σχημάτισε μέ τό χέρι σου, πρίν ἀρχίσεις, πρός τό μέρος πού εἶναι αὐτοί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί θά ἀποστομωθεῖ ὅποιος ἀντιλέγει. Μή ντραπεῖς νά ὁμολογεῖς τό Σταυρό. Διότι Ἄγγελοι καυχῶνται γιά τό Σταυρό τοῦ Κυρίου, λέγοντας: «Ξέρουμε τί ζητᾶτε, Ἰησοῦ τόν Ἐσταυρωμένο» (Ματθ. 28, 5). Ἄραγε, Ἄγγελε, δέν μπορεῖς νά πεῖς, ξέρω ποιόν ζητᾶτε, ζητᾶτε τόν δικό μου Δεσπότη; Ἀλλά ἐγώ, λέει μέ παρρησία, ξέρω, ζητᾶτε τόν Ἐσταυρωμένο. Τό εἶπε, διότι εἶναι δόξα ὁ Σταυρός, δέν εἶναι ἀτιμία.
ΚΓ’. Ἐμεῖς ὅμως ἄς ἐπανέλθουμε στό θέμα τῶν προφητικῶν ἀποδείξεων πού μοῦ ζητήσατε. Σταυρώθηκε ὁ Κύριος, ἔχεις ἀκούσει ὅλες τίς μαρτυρίες. Βλέπεις τόν τόπο τοῦ Γολγοθᾶ. Συμφωνεῖς καί τό ἐπικροτεῖς ἐπαινετικά καί δοξολογικά. Πρόσεξε μήπως καμιά φορά, σέ περίοδο διωγμοῦ, Τόν ἀπαρνηθεῖς . Νά μήν εὐφραίνεσαι μόνο σέ περίοδο εἰρήνης γιά τό Σταυρό, ἀλλά καί σέ καιρό διωγμοῦ νά ἔχεις τήν ἴδια πίστη. Νά μήν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ τόν καιρό τῆς εἰρήνης καί τόν καιρό τοῦ πολέμου νά γίνεσαι ἐχθρός. Παίρνεις τώρα ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων σου καί πνευματική δωρεά τά χαρίσματα τοῦ Βασιλιᾶ. Ὅταν ἔλθει ὁ πόλεμος, πολέμησε γενναῖα γιά τό Βασιλιά σου. Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε γιά σένα, ὁ ἀναμάρτητος. Καί σύ ὁ ἁμαρτωλός δέν θά σταυρωθεῖς γιά Ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά σένα καί τίς ἁμαρτίες σου; Δέν πρόκειται νά Τοῦ κάνεις χάρη. Τοῦ τό χρωστᾶς. Θά δώσεις αὐτό πού ἔχεις πάρει πιό μπροστά. Ὅταν θά σταυρωθεῖς γιά χάρη Ἐκείνου, εἶναι σάν νά ὁμολογεῖς ὅτι Ἐκεῖνος γιά χάρη σου σταυρώθηκε στό Γολγοθά . (…)
ΛΖ’. Καί ἄν ποτέ τύχεις σέ συζήτηση καί δέν ἔχεις ἐπιχειρήματα, ἄς μένει ἡ πίστη μέσα σου ἀκλόνητη καί ἀμετακίνητη. Καλύτερα ὅμως εἶναι νά προσπαθήσεις νά γίνεις πολυμαθής, ὥστε νά ἀποστομώνεις τούς Ἰουδαίους μέ τίς ρήσεις τῶν Προφητῶν καί τούς Ἕλληνες μέ τίς μυθολογίες τους. Αὐτοί οἱ Ἕλληνες προσκυνοῦν ἀκόμη καί τούς κεραυνόπληκτους, πού εἶναι φυσικό νά ἔχουν μείνει ἐκστασιασμένοι. Ὁ κεραυνός ὅμως, ὅταν πέφτει ἀπό τόν οὐρανό, δέν πέφτει τυχαῖα καί ἀδιάκριτα. Ἄν αὐτοί δέν ντρέπονται νά προσκυνοῦν τούς θεομίσητους κεραυνόπληκτους ἀνθρώπους, ἐσύ ντρέπεσαι νά προσκυνᾶς τόν προσφιλή στόν Θεό Υἱό Του, πού σταυρώθηκε γιά σένα; Ντρέπομαι νά φέρω στή συζήτηση τά ἀναφερόμενα στούς λεγόμενους θεούς τῶν Ἑλλήνων καί τά παραλείπω γιά τήν ὥρα. Αὐτοί ὅμως πού κατέχουν αὐτά τά πράγματα, ἄς τά λένε. Καί ἄς κλείσουν τό στόμα τους ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Ἄν κάποιος σοῦ πεῖ ὅτι εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, περιφρόνησέ τον. Καταφρόνησε αὐτούς πού λένε ὅτι κατά φαντασία σταυρώθηκε, διότι ἄν κατά φαντασία σταυρώθηκε ‒ καί ὅπως ξέρουμε ἡ σωτηρία προῆλθε ἀπό τό Σταυρό ‒ ἄρα καί ἡ σωτηρία μας εἶναι φαντασία. Ἄν εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, εἶναι φαντασία καί ἡ Ἀνάσταση. Ἄν ὁ Χριστός ὅμως δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, ἀκόμη βρισκόμαστε μέσα στίς ἁμαρτίες μας (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 17). Ἄν εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, φαντασία εἶναι καί ἡ Ἀνάληψη. Καί ἄν εἶναι φαντασία ἡ Ἀνάληψη, εἶναι φαντασία καί ἡ Δευτέρα Παρουσία Του καί ὅλα, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ἐξωπραγματικά καί παραμυθένια.
ΛΗ’. Νά παίρνεις λοιπόν πρῶτο καί ἀδιάσειστο θεμέλιο τό Σταυρό καί ἐκεῖ ἐπάνω νά οἰκοδομεῖς τά ὑπόλοιπα τῆς πίστεως. Μήν ἀρνηθεῖς τόν Ἐσταυρωμένο. Ἄν Τόν ἀρνηθεῖς, ἔχεις πολλούς πού θά σέ ἐλέγξουν γι᾽ αὐτό. Πρῶτος θά σέ ἐλέγξει ὁ Ἰούδας ὁ προδότης. Διότι αὐτός πού Τόν πρόδωσε ἤξερε ὅτι ἀπό τούς ἀρχιερεῖς καί πρεσβυτέρους καταδικάστηκε σέ θάνατο (πρβλ. Ματθ. 27, 3). Τό μαρτυροῦν τά τριάντα ἀργύρια (πρβλ. Ματθ. 26, 15). Τό μαρτυρεῖ ἡ Γεθσημανή, ὅπου ἔγινε ἡ προδοσία. Γιά νά μήν ἀναφέρω τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου ὅλοι παρόντες προσεύχονταν τή νύχτα. Τό μαρτυρεῖ ἡ σελήνη τῆς νύχτας. Τό μαρτυρεῖ ἡ ἡμέρα καί ὁ ἥλιος πού χάθηκε (πρβλ. Λουκ. 23, 44), διότι δέν μποροῦσε νά βλέπει τήν παρανομία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου. Σέ ἐλέγχει ἡ φωτιά, ὅπου παρευρέθηκε καί θερμαινόταν ὁ Πέτρος. Ἄν ἀρνηθεῖς τό Σταυρό, σέ περιμένει ἡ αἰώνια φωτιά. Μιλάω σκληρά, γιά νά μήν ἐπιχειρήσεις ἐσύ νά σκληρυνθεῖς. Θυμήσου τά μαχαίρια πού ἔφεραν ἐναντίον Του στή Γεθσημανή (πρβλ. Ἰωάν. 18, 3), γιά νά μή δοκιμασθεῖς ἀπό τήν αἰώνια ρομφαία. Θά σέ ἐλέγξει τό σπίτι τοῦ Καϊάφα, πού μέ τήν ἐρημιά πού τό δέρνει δείχνει τή δύναμη πού εἶχε ὁ τότε δικαζόμενος ἐκεῖ. Ὁ ἴδιος ὁ Καϊάφας, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, θά σοῦ φέρει σθεναρές ἀντιρρήσεις. Θά σοῦ ἐναντιωθεῖ καί ὁ δοῦλος πού ἔδωσε τό ράπισμα στόν Ἰησοῦ (πρβλ. Ἰωάν. 18, 22) καί αὐτοί πού τόν ἔδεσαν καί τόν ἔφεραν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Θά σοῦ ἐναντιωθοῦν καί ὁ Ἡρώδης καί ὁ Πιλάτος καί κάπως ἔτσι θά σοῦ μιλήσουν: Τί ἀρνεῖσαι Αὐτόν πού συκοφαντήθηκε ἀπό τούς Ἰουδαίους μπροστά σας, γιά τόν Ὁποῖο ξέρουμε ὅτι δέν ἁμάρτησε σέ τίποτα; (πρβλ. Λουκ. 23, 14-15). Διότι καί ἐγώ ὁ Πιλάτος «ἔνιψα τότε τά χέρια μου» (πρβλ. Ματθ. 27, 24). Θά σοῦ ἐναντιωθοῦν οἱ ψευδομάρτυρες καί οἱ στρατιῶτες πού Τοῦ φόρεσαν «τό κόκκινο ἔνδυμα καί τό ἀκάνθινο στεφάνι, Τόν σταύρωσαν στό Γολγοθά» (πρβλ. Ἰωάν. 19, 2. 17) καί γιά «τόν χιτώνα Του ἔβαλαν κλῆρο» (πρβλ. Ἰωάν. 19, 24). Θά σέ ἐλέγξει ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος πού σήκωνε τό Σταυρό πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ (πρβλ. Λουκ. 23, 26).
ΛΘ’. Θά σέ ἐλέγξει ἀπό τά ἀστέρια ὁ ἥλιος πού χάθηκε. Καί ἀπό τῆς γῆς τά πράγματα, τό κρασί τό ἀρωματισμένο μέ σμύρνα. Ἀπό τά καλαμοειδή τό καλάμι, ἀπό τά βότανα ὁ ὕσσωπος, ἀπό τά θαλάσσια τό σφουγγάρι, ἀπό τά δέντρα τό ξύλο ἀπ᾽ ὅπου ἔγινε ὁ Σταυρός. Οἱ στρατιῶτες, ὅπως εἴπαμε, πού Τόν σταύρωσαν καί ἔβαλαν κλῆρο γιά τά ἱμάτιά Του, ὁ στρατιώτης πού μέ τή λόγχη ἄνοιξε τήν πλευρά Του, οἱ γυναῖκες πού ἦταν τότε παροῦσες (πρβλ. Ματθ. 27, 55), τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ πού σχίστηκε τότε σέ δυό κομμάτια (πρβλ. Ματθ. 27, 51). Τό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, πού τώρα, ἔχει ἐρημωθεῖ μέ τή δύναμη Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος εἶχε τότε σταυρωθεῖ. Αὐτός ἐδῶ ὁ Γολγοθάς ὁ ἅγιος, ὁ ὑπερυψωμένος, πού μέχρι σήμερα ἐκπέμπει φῶς καί δείχνει μέχρι τώρα πῶς ράισαν οἱ πέτρες του γιά τόν Χριστό. Τό πλησίον μνῆμα ὅπου ἐνταφιάστηκε καί ἡ πέτρα πού ἔβαλαν στή θύρα (πρβλ. Ματθ. 27, 60) καί πού μέχρι σήμερα βρίσκεται δίπλα στόν τάφο. Οἱ Ἄγγελοι πού ἦταν τότε παρόντες. Οἱ γυναῖκες πού προσκύνησαν μετά τήν Ἀνάσταση. Ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης πού ἔτρεξαν στό μνῆμα καί ὁ Θωμᾶς, πού ἔβαλε τό χέρι του στήν πλευρά Του καί τά δάκτυλά του στά σημάδια ἀπό τά καρφιά (πρβλ. Ἰωάν, 20, 25-27). Διότι καί ἐκεῖνος γιά χάρη μας ψηλάφησε τήν πλευρά μέ προσοχή, ὥστε ἐκεῖνο πού ἐσύ, ὁ ὁποῖος δέν ἤσουν τότε παρών, ἔμελλες νά ζητήσεις γιά νά ἐρευνήσεις, αὐτό τό ἐρεύνησε ἐκεῖνος, ὄντας παρών, «κατ᾽ οἰκονομίαν».
Μ’. Ἔχεις δώδεκα Ἀποστόλους μάρτυρες τοῦ Σταυροῦ, καί τήν οἰκουμένη καί ὅλο τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Ἐσταυρωμένο. Νά σέ πείσει ἀκόμα γιά τή δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου αὐτό τό ἴδιο γεγονός τῆς τωρινῆς παρουσίας σου σ᾽ αὐτό τό χῶρο. Διότι ποιός σέ ἀνάγκασε νά ἔρθεις τώρα σ᾽ αὐτή τή συγκέντρωση; Ποιοί εἶναι οἱ στρατιῶτες πού τό ἔκαναν αὐτό; Μέ ποιά δεσμά σέ δέσανε γιά νά σέ φέρουν ἐδῶ, χωρίς νά τό θέλεις; Ποιοῦ δικαστηρίου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση σέ ὑποχρέωσε καί σέ βίασε νά βρίσκεσαι ἐδῶ; Ἑπομένως τό τρόπαιο τοῦ Ἰησοῦ τό σωτήριο, ὁ Σταυρός, ὅλους τούς συνάθροισε. Αὐτό εἶναι πού ταπείνωσε τούς Πέρσες καί τούς ἔκανε νά προσκυνοῦν δουλικά τόν Κύριο καί ἡμέρωσε τούς Σκύθες. Αὐτό χάρισε στούς Αἰγύπτιους τή θεογνωσία, ἀντί γιά τήν πίστη πού εἶχαν στίς γάτες, στά σκυλιά καί σέ ὅλη ἐκείνη τήν πολύμορφη πλάνη. Αὐτό μέχρι σήμερα θεραπεύει ἀρρώστιες. Αὐτό διώχνει τούς δαίμονες καί ἀνατρέπει τῶν γοήτων καί τῶν μάγων τίς μαγγανεῖες.
ΜΑ’. Τοῦτο, τό τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, πρόκειται μαζί μέ τόν Ἰησοῦ πάλι νά φανερωθεῖ ἀπό τόν οὐρανό (πρβλ. Ματθ. 24, 30). Διότι θά προηγηθεῖ τό τρόπαιο καί μετά θά ἔλθει ὁ Βασιλιάς, γιά νά δοῦν οἱ Ἰουδαῖοι Ποιόν κατατρύπησαν στήν πλευρά (πρβλ. Ἰωάν. 19, 37) καί ἀπό τό Σταυρό νά γνωρίσουν Αὐτόν πού ἀτίμασαν. Καί ὅσοι ἀπό τούς Ἰουδαίους ἔχουν μετανοήσει θά θρηνοῦν καί θά κόπτονται. Ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι ὅμως θά θρηνοῦν ἄκαρπα, χωριστά κάθε φυλή (πρβλ. Ζαχ. 12, 12), γιατί θά μετανοήσουν τότε πού δέν θά ὑπάρχει καιρός γιά μετάνοια. Ἐμεῖς ὅμως θά καυχηθοῦμε γιατί στηρίξαμε τή ζωή καί τίς ἐλπίδες μας πάνω στό Σταυρό καί θά προσκυνήσουμε τόν Κύριο πού ἀποστάλθηκε καί σταυρώθηκε γιά μᾶς. Θά προσκυνήσουμε καί τόν Πατέρα πού Τόν ἀπέστειλε μαζί καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, στό Ὁποῖο ἀνήκει δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: ἀπό το βιβλίο «Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου», Ρωμαίος Αντώνιος - επιμελητής, Ἐκδόσεις Ἑτοιμασία, Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1999, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Στην προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού,
Ομιλία Αγίου Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
«Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ. Ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλεν». Σήμερα το μεγαλήγορον στόμα του προφήτου Ησαϊου προσκομίζει στην εξ εθνών Εκκλησία τα χαρμόσυνα ευαγγέλια.
Και ακριβώς επειδή προέρχονται από γλώσσα πυρωμένην από την βρώση του θεοϋποστάτου άνθρακος, είναι λαμπρά και μεγαλειώδη, αλλά ταυτοχρόνως διαβόητα και βροντοηχή, επειδή κατέρχονται από το ουράνιον ύψος του Αγίου Πνεύματος. Διότι πράγματι τοιαύτη είναι η φωνή του Προφήτου, ώστε να διατρέχη τον ουρανόν και να περικυκλώνη την γήν.
«Άκου γαρ, λέγει, ουρανέ, και ενωτίζου η γη». Και όταν αρχίζει ο Προφήτης το θεόπνευστον κήρυγμά του, εκδηλώνεται αμέσως το βροντώδες του λόγου του. Όμως εδώ δεν κηρύττει μόνον, αλλά απαστράπτει φως υπέρλαμπρον και διαυγές, και προσκαλεί στον λιμένα της παρακλήσεως όσους πλέουν μέσα στο πέλαγος της νηστείας.
Προευαγγελίζομαι, βροντοφωνάζει ο Προφήτης, ότι ήδη έφθασε το φως της Αναστάσεως, προς την οποία σπεύδετε να καταπαύσετε, και για την οποία τρέχετε εναγωνίως. Και από πού καθίσταται φανερόν αυτό; Η δόξα Κυρίου ήδη ανέτειλε στην νέαν Ιερουσαλήμ. Και δόξα Κυρίου, αναντιρρήτως, είναι ο Θείος Σταυρός, ο οποίος ως φαεινός όρθρος εμφανίζεται σήμερα, και εξακοντίζει τις πρώτες ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης. Πράγματι, στην παρούσα εορτήν έχουμε μνήμην φωτός, και μάλιστα φωτός ανεσπέρου, που φωτίζει όσους ευρίσκονται στο σκότος της ακηδίας. Εκεί όμως, κατά την εορτήν της Αναστάσεως, πρόκειται για την μεγίστη πανήγυρη, για την εορτή των εορτών.
Ας μη σκυθρωπάζη κανείς από τους τροφίμους της νηστείας, ούτε να ανταλλάσση την ημερότητα του προσώπου του με την σκοτεινήν έκφρασιν της κατηφείας. Ας προσέλθωμε στην ανατολήν του τιμίου Σταυρού, και ας φωτισθούμε, και τα πρόσωπά μας δεν θα καταισχυνθούν. «Σημειωθήτω εφ' ημάς το φως του προσώπου Κυρίου», θα λάμψουν τα πρόσωπά μας όπως ο Ήλιος, και τότε οι σκοτεινόμορφοι δαίμονες θα φύγουν μακρυά μας, μή δυνάμενοι να μας ατενίσουν κατά πρόσωπον. Και εγώ με την σειρά μου, ο πρώτος της εκκλησιαστικής αυτής συναθροίσεως και χοράρχης της χάριτος, παρακαλώ να με καταυγάση πλουσίως αυτό το θείον φως του Σταυρού και εύχομαι να αναφλέξη την θρυαλλίδα της γλώσσης μου και να ανάψη εντός μου άσβεστον θείον πυρ. Αλλά με πληροφορεί και με πείθει συγχρόνως η θέρμη της πίστεως που κινείται μέσα μου, πως ήδη φέρω αυτό το άγιον πυρ. Και ιδού! Το πυρ και τα ξύλα του Σταυρού ευρίσκονται εμπρός στην γλώσσα μου για να χρησιμεύσουν ως υλικόν των επαίνων της σημερινής εορτής. Πού είναι λοιπόν το πρόβατον που θα θυσιάσωμε σήμερα προς δόξαν Θεού, για να παρατεθή στην συνέχεια προς βρώση σε όλους εσάς τους πνευματικούς συνδαιτυμόνες;
Ο Θεός θα χορηγήση αυτό το άθυτον θύμα και ζων σφάγιον, όπως εχορήγησε προς χάριν της ψυχικής ωφελείας μας γονιμότητα στην άκαρπο διάνοιά μου. Αυτός που δύναται να αναστήση από τους λίθους γνήσια τέκνα του πατριάρχου Αβραάμ, καθώς κάποτε ανέστησε τον Ισαάκ από την λιθώδη μήτρα της Σάρρας.
Πράγματι «εσημειώθη εφ' ημάς το φως του προσώπου Κυρίου» με την εμφάνιση και προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Αγιάζονται τα χείλη και οι οφθαλμοί μας, καθώς ατενίζουμε και ασπαζόμεθα το θεότευκτον όργανον της σωτηρίας μας. Εν τω μεταξύ, ας τολμήσωμε να μεταφερθούμε νοερώς στον πολυθρύλλητον Παράδεισον της Εδέμ. Είμαι βέβαιος ότι η φλογίνη ρομφαία θα υποχωρήση, αφού έχει σημειωθή επάνω μας η σφραγίς του Χριστού, επειδή ευλαβείται απολύτως το φως του Δεσποτικού προσώπου. Μάλιστα θα μεταστρέψη για λίγο το φλογερόν και απειλητικόν της φύσεώς της σε φωτεινόν και ήμερον.
Διότι πράγματι ο Δεσπότης Χριστός δεν ανέβη στoν Σταυρόν για να κρίνη τoν κόσμον, αλλά για να προσηλώση στο ξύλον το χειρόγραφον των αμαρτιών μας, και να σβήση τα παλαιά οφειλήματά μας με το πανυπέρτιμον Αίμα του. Και η φλογίνη ρομφαία θα στρέψη τα νώτα ενώπιόν μας, εφ’ όσον προς χάριν μας ο Δεσπότης Χριστός εδέχθη στα νώτα του μαστιγώσεις. Ούτε πάλι θα μας αποπέμψη ως βδελυκτούς και αχρήστους δούλους. Επειδή γνωρίζει πως όλοι ιατρευθήκαμε από τις πληγές του Χριστού, και ότι όσα στίγματα μας προξένησε ο εχθρός τα ανέλαβε όλα επάνω Του, ο μόνος αναμάρτητος. Αλλά ούτε καν θα μας εμποδίση στο ελάχιστο. Και αυτό για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως, διότι τα στόματα των πιστών είναι πεπληρωμένα από την χάρη της υμνολογίας του Σταυρού και την δόξα του Εσταυρωμένου. Αντιθέτως μάλιστα θα μας ασπασθή με άγιον φίλημα, εξ αιτίας της πίστεως και αφοσιώσεώς μας στoν κοινόν Δεσπότη μας Ιησούν Χριστόν.
Εξ άλλου είναι φιλάνθρωπες οι τάξεις των αγγέλων, και έχουν ως αφορμήν εορτής την μετάνοια των αμαρτωλών. Και αν ακόμη αναδίδουν δυσοσμία τα στόματα από την ασιτίαν, εν τούτοις προσφέρονται ως θυμίαμα εύοσμον, ευάρεστον ενώπιον του Θεού. Άλλωστε τούτο γίνεται φανερόν και από τα αντίθετα. Διότι, όταν οι προπάτορές μας εμασούσαν ακόμη τον καρπόν της παρακοής, και ενώ ο καρπός ήταν ευώδης, εν τούτοις το στόμα τους ήταν δύσοσμο και βρωμερόν, αφού περιείχε μέσα τους αρραβώνες της διαφθοράς μας. Όταν λοιπόν ετρυγήθη και κατεβροχθίσθη ο καρπός του ξύλου του Παραδείσου, τότε απεδείχθη πικρότερος και από την χολήν, και προεκάλεσε σ' εμέ τον άνθρωπον τέτοια σκοτοδίνη, ώστε να θεωρώ πως όλα περιστρέφονται. Και ενώ ευρισκόμουν στο μέσον του Παραδείσου, να νομίζω ότι ημπορώ να κρυφθώ, επειδή αντιλαμβανόμουν το θρόισμα των φύλλων ως βήματα ποδών.
Από τότε όμως που ο Χριστός εταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε υπήκοος στoν Θεόν Πατέρα«μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», τότε μετετράπη ο Σταυρός σε ξύλον υπακοής και φωτίζει την διάνοιά μας, αρωματίζει το στόμα, στηρίζει την καρδία μας, και μεταδίδει τον καρπόν της αιωνίου ζωής. Αναιρείται έτσι ο καρπός της παρακοής από τον καρπόν της υπακοής. Εκεί συμβαίνει απομάκρυνσις από τον Θεόν, και εξορία από το ξύλον της ζωής και το «επιστρέψεις εις γην, εξ ης ελήφθης». Εδώ πραγματοποιείται οικείωσις με τον Θεόν και η υπόσχεσις: «όταν υψωθώ, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Η πολυπόθητος όντως αυτή υπόσχεσις! Εκεί προηγήθη η ηδονή και ηκολούθησε η οδύνη. Αντιθέτως, εδώ την οδύνην, το εκούσιον Πάθος και την πικράν γεύση της χολής ακολουθεί η κατοικία των ευφραινομένων πρωτοτόκων στους ουρανούς, κατάπαυσις και άχραντος ηδονή. Εκεί επραγματοποιήθη κατάβασις από το ύψος στην κοιλάδα του κλαυθμώνος. Η φύσις εξέπεσε τόσο που δεν εσταμάτησε παρά μόνον αφού εστάθη και ανεκόπη η ορμή της επάνω στην αρραγή πέτρα του Χριστού και στο ξύλον του Σταυρού, σε αυτά τα δύο τόσο στερεά και ακράδαντα στηρίγματα. Και τα μεν παλαιά έτσι έχουν.
Όσον όμως για τα νέα και ιδικά μας, ή καλύτερα για την κατά Χριστόν οδό, την οποίαν ο ίδιος ως άνθρωπος εχάραξε, πρόκειται για πολύ απότομον και ανηφορικόν δρόμο. Διότι οδεύει τον τραχύν ανήφορο του Σταυρού, ταλαιπωρεί τα πόδια με την συνεχή ορθοστασία στην προσευχή, τα χέρια εντέλλεται να υψώνωνται ικετευτικώς όλην την ημέρα προς τον Θεόν, και το στόμα πάλι το καταξηραίνει με την νηστεία. Όλες αυτές οι φαινομενικές οδύνες έχουν γράψει το βιβλίο του Σταυρού. Όποιος δεν αναλαμβάνει στα χέρια του το βιβλίον αυτό και δεν ακολουθεί οπίσω από τον διδάσκαλο, και διδάσκαλος βεβαίως είναι ο Χριστός, τότε ως ράθυμος και οκνηρός μαθητής, θα διαγραφή από τον χορόν των υπολοίπων μαθητών. Όταν λοιπόν έτσι συμμορφωθούμε με το φρόνημα του Σταυρού, τότε κανένα εμπόδιο δεν θα μας παρουσιάση η φλογίνη ρομφαία, αλλά θα ημπορέσωμε να εισέλθωμε στο αρχαίον ενδιαίτημα των προπατόρων μας, τον Παράδεισον. Εκεί θα συλλέξωμε τα καταλληλότερα για την περίσταση, και αφού πλέξωμε στέφανον εγκωμίων, θα καταστέψωμε με αυτόν τον Τίμιον Σταυρόν. Ούτως ευρισκόμεθα κάποτε σε χώραν μακάρων και κατοικούσαμε τον θεοφύτευτον Παράδεισο, τόπον ατελευτήτου τρυφής. Εδώ ήσαν οι δοξολογικές φωνές και ο ήχος των εορταζόντων, και υμνολογίες ουρανίων αγγέλων οι οποίοι επευφημούσαν τον Θεόν. Ο άνθρωπος, ευρισκόμενος στον Παράδεισον, έψαλλε κατά αντιφωνία με τα αγγελικά τάγματα, και ολόκληρος η κτίσις εβοούσε δοξολογικώς: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Πράγματι, η αγαθότης του Θεού είχε πλουσίως υπερεκχυθή σε εμάς. Διότι χωρίς να έχη προσφέρει τίποτε ο άνθρωπος, εχειροτονήθη από τον Θεόν βασιλεύς όλων των επιγείων κτισμάτων Του. Γι' αυτό λέγει ο ψαλμωδός «Συ γαρ έπλασάς με, και έθηκας επ' εμέ την χείρα Σου». Γιατί όμως να παρασιωπώ τα θαυμαστότερα; Προτού να σχηματισθώ στην κοιλία της μητρός μου, και εννοώ την μεγάλη μητέρα όλων μας, την γην, συσκέπτεται ο Άγιος Θεός πώς να με πλάση. Και μόνον εμένα από όλα τα κτίσματά του με έπλασε «κατ' εικόνα» του, μου έδωσε την μοναδικήν αυτήν δυνατότητα γνώσεως της εν μιά Θεότητι μοναρχικής Τριάδος των προσώπων.
Αυτός που συνέστησε τα πάντα με μόνον το θέλημά του, για εμένα τον τρίπηχυ, τον βραχυδιάστατον, τον πεζόν, τον γυμνόν από οποιαδήποτε φυσικήν περιβολή, συσκέπτεται και προμελετά σε ποίον θα είναι όμοιος αυτός που πρόκειται να πλασθή, ποία κτίσματα θα εξουσιάζη και μέχρι πού θα φθάνη η εξουσία του. Τον καθιστά κεφαλήν όσων ίπτανται επάνω από την κεφαλή του. Υποτάσσει στον δίποδα τα τετράποδα. Όσα πλέουν στον βυθό της θαλάσσης υποδουλώνει στον πεζόν άνθρωπο. Και δεν είναι μεγάλα αυτά, μολονότι είναι τοιούτου είδους. Ας έλθω στο μεγαλύτερο. Τοποθετούμαι πλησίον του Θεού του Υψίστου, εγώ που είμαι πλήρης ακανθών και συνεχώς ρέπω προς τα κάτω, εγώ ο πήλινος γίνομαι συμμέτοχος στον δήμο των πυρίνων λειτουργών. Ιδικό μου ενδιαίτημα γίνεται ο Παράδεισος. Στα αμέτρητα αγαθά του Παραδείσου καθίσταμαι εγώ κύριος και δεσπότης.
Μου δίδεται λύχνος λαμπρός, για να βλέπω και να προστατεύω όλα αυτά τα καλά πράγματα, και παραλλήλως λαμβάνω την εντολή να επαγρυπνώ για την φύλαξη όλων αυτών των αγαθών. Εγώ όμως δεν γνωρίζω τι έπαθα και ενύσταξα στη φύλαξη των αγαθών. Τότε ο σκοτεινόμορφος Σατάν βλέπει με βλέμμα φθονερό τα αγαθά μου και με πλησιάζει πλήρης υποκρισίας, με το προσωπείον κάποιου από τους πολύ οικείους μου. Με πλησιάζει με ημερότητα, ενώ αποδεικνύεται δολιότατος, και καταφέρνει ο κακομήχανος με ευλογοφανείς λόγους να με ξεγελάση και να σβήση τον λύχνον μου. Διότι λύχνος είναι ο θείος νόμος, όπως ο Προφήτης Δαυίδ τον ονομάζει. Και αφού μου κατέστρεψε κάθε θεόσδοτον δωρεά, με συνέλαβε και απεμακρύνθη γελώντας με αναίδεια για την αφέλειά μου.
Κι έτσι εγώ ο οικοδεσπότης καθίσταμαι γυμνός και έρημος των φωτομόρφων ενδυμάτων μου, οι οφθαλμοί μου δεν ατενίζουν πλέον προς την δόξαν της ουρανίου Βασιλείας και την αγιότητα αυτής, αλλά μάλλον στρέφονται προς την ιδικήν μου αισχύνην, την οποίαν προσπαθώ δηθεν να καλύψω. Αυτό είναι η απαρχή των συμφορών μου. Αρχίζουν τα πάθη μου να θεριεύουν το ένα μετά το άλλο. Προηγείται η ήττα της γαστρός μου από την ηδονήν του καρπού, και ακολουθεί η εμπάθεια των υπογαστρίων. Διότι, όπως λέγουν, τα φύλλα της συκής κατά φυσικήν τους ιδιότητα είναι πρόξενα γαργαλισμού. Σ’ αυτό το πάθος όταν περιέπεσε ο Προφήτης και βασιλεύς Δαβίδ, εθρηνούσε με πόνον και έλεγε: «Αι ψόαι μου ενεπλήσθησαν εμπαιγμάτων» , εννοώντας κατ' αρχήν τον εαυτόν του, αλλά περισσότερον ερχόμενος στην θέση του προπάτορος Αδάμ. Πράγματι, εάν ο άνθρωπος δεν είχε εμπαιχθή από τον Σατάν, όταν αυτός τον απεπλάνησε με τις ελπίδες της ισοθεϊας, θα κατέληγε ο τόσο μεγάλος όγκος των ελπίδων του στην περιβολήν των φύλλων της συκής;
Και ο γενναίος Σαμψών έλαβε πείρα των εμπαιγμάτων της σαρκός, όταν ετυφλώθη στους οφθαλμούς του από την μαινάδα Δαλιδά, και περιπαιζόμενος αλυσοδέθη από τους αλλοφύλους. Διότι έτσι γνωρίζει να αμείβη τους εραστάς της η εμπαθής ηδονή. Κατ' αυτόν τον τρόπο και εγώ που έχω περιβληθή με αγγελικήν τιμή «παρασυνεβλήθην τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις». Εφόσον υπεβίβασα την ροπήν της προαιρέσεώς μου στην γαστέρα, και ακολούθως υπέκυψα στις εμπάθειες των υπογαστρίων. Και εμαρτυρούσαν την μωρία μου τα δέρματα των προβάτων που εφόρεσα. Δεν μου επιτρέπεται στο εξής να απολαμβάνω την χλόην του Παραδείσου, σύμφωνα με την κρίση του Θεού για μένα. Διότι, ως λογικόν πρόβατο, δεν ήκουσα την φωνήν του ποιμένος μου που με έβοσκε «εν τόπω χλόης» και ουδέποτε μου εστέρησε κάτι. Από όλα τα ξύλα του Παραδείσου μου επέτρεψε να τρώγω, όμως υπερέβην στην ανοησία και τα άλογα κτήνη, αφού δεν διέκρινα καμμίαν διαφορά μεταξύ αυτών που με βλάπτουν και αυτών που με ωφελούν. Αυτού του είδους λοιπόν είναι τα δυστυχήματά μου, όσα μου προεξένησε η βρώσις του χλωρού ξύλου. Και τώρα είμαι απόκληρος της φυσικής μου πατρίδος και εξόριστος της ανεκφράστου μακαριότητος.
Παρατήρησε όμως με πόσες δωρεές με γεμίζει το ξηρόν ξύλο του Σταυρού. Μου χαρίζει την ζωήν αντί για τον θάνατον. Με ενδύει με φωτεινήν στολή για να καλύψη την γυμνότητά μου. Αντί για την παλαιάν κατάρα, πηγάζει κάθε ευλογία στην ζωή μου. Με καθιστά σύντροφον των ουρανίων αγγέλων, αντί της καταδίκης της επιστροφής μου στην γη, και τέλος σβήνει την πυρκαγιά των ηδυπαθειών που άναψε εντός μου η βρώσις του χλωρού ξύλου. Εύστοχα θα ημπορούσε να ειπή κανείς ότι, όπως το δηλητήριον του ζωντανού όφεως εξουδετερώνεται από την νεκράν σάρκα άλλου όφεως, η οποία θεραπεύει οποιον επλήγη από εκείνον τoν ζωντανόν, έτσι και εγώ ανέζησα από τoν υψωθέντα στον Σταυρό νενεκρωμένον Χριστόν. Διότι και εγώ προηγουμένως δεν εθανατώθην από τoν νοητόν όφι στην Εδέμ; Προτύπωσις Του Εσταυρωμένου Χριστού ήταν και ο άψυχος εκείνος όφις των Ισραηλιτών, που ήταν χάλκινος και δεν είχε θανατηφόρο δηλητήριο. Πράγματι” ο Δεσπότης μου Χριστός, ο οποίος έγινε άνθρωπος κατά αλήθειαν και ανέλαβε την ανθρωπίνην φύση που είχε προσβάλει ο πονηρός όφις, ήταν αμέτοχος από το δηλητήριον της αμαρτίας και τελείως ελεύθερος. Και σε όλους εμάς που είχαμε κακοποιηθεί από τoν αρχέκακον όφι, και έχουμε αναθέσει όλες μας τις ελπίδες σ' Αυτόν που εκρεμάσθη στο Σταυρόν, χαρίζει την ζωήν και την αθανασίαν.
Αναμφιβόλως η ύψωσις του χαλκίνου όφεως στην έρημο ήταν προτύπωσις του μυστηρίου του Σταυρού. Και το λόγιον του Προφήτου Μωυσέως ότι «όψεσθε την ζωήν ημών κρεμαμένην απέναντι των οφθαλμών υμών» , προστάζει τους Ισραηλίτες να στρέφουν τους οφθαλμούς των προς τoν χάλκινον όφι, όχι διότι είχε κάποιαν δύναμη το άψυχον ίνδαλμα, αλλά μόνον επειδή ήταν τύπος του Χριστού, όπως ακριβώς και η βάτος έμενε απρόσβλητος από την καυστικήν δύναμη του πυρός, όχι από κάποιαν ιδικήν της ιδιότητα, αλλά επειδή προετύπωνε την Θεοτόκον Μαρίαν, η οποία εβάστασε μέσα στην θνητήν και ανθρωπίνη φύση της το πυρ της Θεότητος. Από αυτό ημπορεί να μάθη ο εικονομάχος ότι οι τύποι των μεγάλων πραγμάτων είναι άξιοι σεβασμού, ανεξαρτήτως του υλικού από το οποίον αποτελούνται.
Εάν λοιπόν το αποκρουστικόν αυτό ομοίωμα του όφεως, με την ανάρτησή του στο ξύλο προετύπωνε την σταυρικήν θυσία του Θεανθρώπου και έδιδε ζωήν σε όσους είχαν καταδικασθή σε πικρόν θάνατο, τότε ποία ωφέλεια, ποία ζωή και αφθαρσία δεν θα χαρίζη η αληθινή Θεανδρική μορφή του Εσταυρωμένου; Πράγματι, εάν δεν ήταν προτύπωσις του Χριστού αυτό το χάλκινον κατασκεύασμα και δεν έσωζε όσους έβλεπαν προς αυτό, δεν υπήρχε κανένας λόγος να κατασκευασθή.
Δικαίως θα απορήση κανείς, πώς όταν κατεσκευάσθη ο χρυσός μόσχος και εστήθη έντεχνα επάνω σε βάθρο, κατεδικάσθησαν στον διά ξίφους θάνατον οι χρυσοχόοι, ενώ εδώ κατασκευάζεται χάλκινος όφις και ο Θεός απαλλάττει από πικρόν θάνατον όσους στρέφουν την προσοχή τους σ' αυτό το άψυχο ξόανο . Ας σκεφθούμε λοιπόν ως εξής για να λύσωμε την εύλογον απορία. Κάθε θάνατος ο οποίος δεν επέρχεται από φυσικήν ασθένεια και δεν διαλύει ήρεμα το διφυές του ανθρώπου, αλλά προέρχεται από βία και επέρχεται πρόωρα, είναι επονείδιστος και υβριστικός. Επειδή όμως είχε ορισθή κατά την προαιώνιον βουλήν του Θεού να πραγματοποιηθή το κοσμωφελές μυστήριον του Σταυρού και ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, με το ξύλο να αναζωώση τον παλαιόν Αδάμ, αυτόν που ενεκρώθη από την βρώση του ξύλου, έπρεπε να αποκατασταθή η κοινή αντίληψις των ανθρώπων για όσους έχουν κακόν θάνατο, διότι αυτό γινόταν σοβαρόν εμπόδιο να αποδεχθούν οι άνθρωποι το υπέρλογον μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Ακόμη και ο Μωσαϊκός νόμος λέγει: «πας επί ξύλου κρεμάμενος επικατάρατος». Γι' αυτό λοιπόν ο Θεός κατά τα θαυμαστά κρίματά του έδωσε δύναμη ζωοποιό σε ένα ξύλον, επάνω στο οποίον εκρεμάσθη ένα απεχθές χάλκινον ομοίωμα όφεως . Εστήθη μάλιστα υψηλά, ώστε να στρέφουν οι Ιουδαίοι προς το άψυχον αυτό και νεκρόν κατασκεύασμα τις ελπίδες τους για ζωή, διότι κατά Θείαν οικονομίαν είχε εξουσία ζωής επάνω τους.
Επιτρέψτε μου οι παρόντες να μεταχειρισθώ και με άλλον τρόπο το νόημα της σταυρικής θυσίας. Διότι η δύναμις του τιμίου Σταυρού πλουτίζει τον νου μου. Ως ράβδος δυνάμεως ο σωτήριος Σταυρός πλήττει την λιθώδη διάνοιά μου και αναβλύζει προς χάριν σας πόσιμον ύδωρ σοφίας. Συναντώ λοιπόν σε πολλά σημεία της Γραφής να αποκαλούνται οι Ιουδαίοι «όφεις και γεννήματα εχιδνών», ακριβώς για να υποδηλωθή η εκδικητική τους μανία κατά των ευεργετών τους. Επειδή είχε προορισθή κατά θείαν βούληση να ανατείλη ο Κύριος από την οφιώδη φυλή των Ιουδαίων, τελείως αμέτοχος από το δηλητήριον της αμαρτίας και να γίνη πηγή αιωνίου ζωής διά του θανάτου Αυτού, μάλιστα δε θανάτου σταυρικού, σε όσους πιστεύουν σε Αυτόν, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε προορισθή η ανάρτησις του χαλκίνου όφεως επάνω στο ξύλον εκείνο. Σύρονται λοιπόν πάλι μέσα στην έρημο πλήθος δηλητηριωδών όφεων, που με τα δήγματά τους πλήττουν τους οδοιπόρους και τους θανατώνουν. Αυτοί είναι όσοι ταλαιπωρούν αυτούς που πορεύονται στον δρόμον του Χριστού, και τους εμποδίζουνν να προσέλθουν στον Δεσπότην Χριστό για να εύρουν σωτηρίαν αιώνιον. Αυτά όσον αφορά τους Ιουδαίους. Ακολούθως αναφέρεται σ' εκείνους που θέτουν εμπόδια στην πνευματικήν πρόοδο των αγωνιζομένων. «Φύλαξόν με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίζοντο του υποσκελίσαι τα διαβήματά μου». Σε αυτούς τους ανθρωπομόρφους όφεις απευθυνόμενος ο Χριστός έλεγε: «Όταν υψώσητε τον Υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι εγώ ειμί». Διότι κρεμάμενος νεκρός επάνω στον Σταυρόν, εζωοποίησε αυτούς που είχαν πληγεί από το κεντρί του θανάτου.
Αυτά που ελέχθησαν αφορούν την δογματικήν πλευρά του θέματος. Ας αναφερθούμε όμως και στην ηθικήν πλευρά. Όταν ο αρχηγός της ζωής μας Χριστός, ο πλούσιος σε έλεος, κατεδέχθη την εκούσιον πτωχεία και ετελείωσε όλο το μυστήριον της οικονομίας, πολλές μυριάδες των κακοτρόπων Ιουδαίων, αφού έμεσαν το δηλητήριον της κακίας και εγκατέλειψαν τις πονηρίες και τις δολιότητες, επέλεξαν δε την ευθείαν οδό, ανήλθαν σε υψηλήν και ενάρετον πολιτεία, και ανύψωσαν σε όμοιον ζήλο ένα πολύ μεγάλο μέρος των ομογενών τους. Έχω τον Παύλο που συνηγορεί στον λόγον μου. Διότι και αυτός κάποτε ήταν όφις και γέννημα εχιδνών κατά των μαθητών του Χριστού, και τους εβασάνιζε και τους εθανάτωνε, και είχε νύκτα και ημέρα τα μάτια του ανοικτά, επιβουλευόμενος ανύστακτα τους Χριστολάτρες. Κάποτε όμως ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, επειδή δεν έβλεπαν σωστά αλλά διεστραμμένα, και με τον τρόπον αυτόν εκένωσε το δηλητήριον της βλασφημίας, εξεδύθη την στολήν των Φαρισαίων και ενεδύθη διά του βαπτίσματος τον Χριστόν. Και καθώς έπεφταν οι λεπίδες των οφθαλμών του, ομοίαζαν με τα λέπια του όφεως. Δέχεται έτσι μέσα του όλον τον Χριστό και ανυψώνεται στην κατά Χριστόν πολιτείαν. Έτσι ανυψώνεται στον σταυρό, νεκρώνει τα μέλη, παύει πλέον να ζη, μεταδίδει τον ζήλο σ' εκείνους που θεωρεί σάρκα ιδικήν του, δηλαδή στους ομογενείς του και, ενώ είναι νεκρωμένοι από την αμαρτίαν, τους εμπνέει την ζωήν την αθάνατον.
Ενώ δηλαδή ο θανατηφόρος όφις έπληττε τα μέλη του Αποστόλου, έπαθε ο ίδιος αυτό το οποίο μανιωδώς απειλούσε να του προξενήση, επειδή η σάρκα του την οποίαν εγεύθη είχε συσταυρωθή με τον Χριστόν.
Έτσι ο Σταυρός θανατώνει συγχρόνως και ζωογονεί, όχι μόνον στην ξηρά, όπως παρέστησε το παράδειγμα, αλλά ακόμη και στην θάλασσα. Θυμήσου όσα συνέβησαν στην Ερυθρά. Εκεί εσχηματίσθη απλώς επάνω στα ύδατα ο τύπος του Σταυρού και έσωσε τον λαόν του Θεού, κατεπόντισε δε τους εχθρούς του Θεού.
Όλα αυτά είχαν προτυπωθή παλαιά από τους Προφήτες, εγράφησαν στον πίνακα του νοός των με τον δάκτυλο του αγίου Πνεύματος. Και οι προτυπώσεις παρεδόθησαν συμβολικώς σαν σε στηλογραφίαν, είχαν δε χαραχθή και σε ιερά βιβλία ως μάθημα για τις επερχόμενες γενεές επωφελέστατον. Ώστε όταν έλθουν τα πράγματα, να μη αμφισβητηθούν τα γράμματα, αλλά οι αναγνώστες παραβάλλοντας να αναγνωρίσουν τα σύμβολα, και από αυτά να δοξασθή ο υπερένδοξος, ο οποίος τόσο πολύ συγκατέβη και κατεδέχθη την φαινομενικήν ατιμίαν, για μας που έχουμε ατιμασθή εκ προαιρέσεως.
Πριν γίνη όμως αυτό, όλοι οι Προφήτες και οι δίκαιοι έχυναν δάκρυα συμπαθείας για τους προπάτορές μας. Και πώς να μην έχυναν, αφού εγνώριζαν οτι ο Χαμ, ο οποίος περιεγέλασε την γυμνότητα του πατρός του ευρίσκετο υπό κατάραν; Ο δε Δαβίδ έψαλλε περιπαθώς προς τους κειμένους μέσα στην γη γενάρχες την νεκρώσιμον ωδή: «Ως πρόβατα εν Άδη έθετο, θάνατος ποιμανεί αυτούς» και «ως πάχος γης ερράγησαν και διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον Άδην». Τότε και ο Ησαϊας, ακολουθώντας μεγαλοφωνότερα την θρηνωδίαν του Δαβίδ, κτυπούσε το στήθος του οικειοποιούμενος ως υιός τα παθήματα των πατέρων και έλεγε: «Πάντες ως πρόβατα επλανήθημεν. Άνθρωπος τη οδώ αυτού επλανήθη», ελεεινολογώντας ολόκληρον την Αδαμιαίαν φύση. Και άλλος εθρηνολογουσε άλλα. Και όλοι μαζί συνέβαλλαν με τον Δαβίδ, προκρίνοντας αυτόν ως χοράρχη, σεβασμιώτερον για το βασιλικόν του αξίωμα, αλλά και εξ αιτίας της θεοπατορίας που του είχε προαναγγελθή: «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ. Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ εμφάνηθι». Είναι προφανής και εδώ η ομοίωσις με τον Ιωσήφ. Εκεί Αίγυπτος σκοτεινή, εδώ Άδης ο ζοφερώτατος. Φαραώ εκεί, ο τύραννος του Ισραήλ. Εδώ Σατάν, ο ακοίμητος εχθρός ολοκλήρου του ανθρωπίνου πληρώματος. Εταλαιπωρούντο εκεί οι Ισραηλίτες συλλέγοντας άχυρα για την κατασκευήν των πηλίνων πλίνθων, εδώ χάριν του ερυθρού πηλού της σαρκός, πικρός ιδρώτας των φιλοσάρκων, γι' αυτήν όλος ο κόπος των φιλοκόσμων. Εδώ ο βαρύς και αμείλικτος επιστάτης της ζωής μας, ο ακοίμητος και τερατώδης μυρμηκολέων, ο οποίος μας εκβιάζει προς τα έργα του σκότους, άλλοτε αρπάζοντας και «ωρυόμενος και ζητών τίνα καταπίη», και άλλοτε κλέπτοντας τον σίτο των αρετών. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας πείση ότι το μόνο που αξίζει είναι να συνάγωμε άχυρα. Άχυρο είναι η αμαρτία, επειδή χρησιμεύει σαν προσάναμμα του ασβέστου πυρός.
Γι' αυτούς τους λόγους ο Κύριος, επειδή παρακολουθούσε την κακοποίηση της φύσεώς μας, επείγετο από την έμφυτο φιλανθρωπίαν του να πραγματοποιήση την προαιώνιον βουλήν, όπως προεγνώρισεν ο Ησαϊας, ο οποίος συγχαίροντας με όλον τον κατάλογον των Προφητών, ανέκραζε με την γλυκυτάτην του φωνήν εκ μέρους του Σωτήρος αυτό που είχε αφώνως ακούσει: «Νυν αναστήσομαι, νυν δοξασθήσομαι, νυν σωθήσομαι». Αυτά τα λόγια προμηνύουν την ανύψωση στον Σταυρόν, και την δόξαν με την οποίαν εδοξάσθη ο Μονογενής από τον Πατέρα επάνω στoν Σταυρόν αυτόν. Εγείρεται από τoν θρόνον του, κατέρχεται στην γην αμεταβάτως. Ενδύεται ως στολήν την φύσιν του πεπλανημένου προβάτου, από τα πάναγνα αίματα της Παρθένου, ώστε ο λύκος να επιτεθή και σ' αυτόν ως συνήθως, ξεγελασμένος από την ομοιότητα, και έτσι να συντριβούν τα δόντια του όντως αμαρτωλού, από την ορμήν με την οποίαν επέπεσε κατά του αναμαρτήτου.
Ήταν επείγουσα γι' αυτόν η αναζήτησις του απολωλότος προβάτου. Διότι μολονότι έγινε πρόβατο χάριν του προβάτου, ως Θεός όμως είναι και ποιμήν, που ανέλαβε την αποστολή να το επαναφέρη στην χλόη του Παραδείσου, όπου ήταν ο φυσικός και αρχικός του χώρος. Έρχεται να λάβη διά του ξύλου εκδίκηση για την ήττα που προήλθεν από το ξύλον, και να αποκρούση τον πάσσαλο με πάσσαλο, να εξαφανίση με όργανον κατάρας την κατάραν που εβλάστησεν από το ξύλο. Πλην όμως η νέα, η ιδική μας Ιαήλ, έτσι ονομάζω την Εκκλησίαν, προσκυνεί τoν νέον αυτόν πάσσαλον, ο οποίος κατετρόπωσε τoν πικρόν πολέμιον της φύσεώς μας. Έγινε με τoν τρόπον αυτόν όργανον της σωτηρίας, και συνέτριψε μεν την κακήν αυτού κεφαλήν, του δε Αδάμ την ανεζώωσεν, αφού μάλιστα εφυτεύθη ακριβώς επάνω από αυτήν. Έτσι εθεράπευσε την κεφαλαλγία που προήλθε από την επιβλαβή βρώση του ξύλου, επιφορτιζόμενος την κατάραν εκείνου, και καταργώντας την. Διότι δεν είναι πλέον όργανον κατάρας ο Σταυρός, αλλά ευλογίας. Επειδή έχει λεχθή ότι «ευλογείται ξύλον, δι' ου γίνεται σωτηρία». Τόσων αγαθών αίτιος μας έγινεν ο Σταυρός, και σωτήριον διαβατήριον προς την αρχικήν μακαριότητα.
Πόσον αγαπητόν είναι το θυσιαστήριόν σου, Κύριε των δυνάμεων, στο οποίον εθυσιάσθης μεν ως αμνός, επεφορτίσθης δε την αμαρτίαν του κόσμου. Εκείνο ως άνθρωπος, αυτό δε ως Θεός. Διότι αν και εσταυρώθης από αδυναμίαν, εξ αιτίας της φθαρτής και εμπαθούς σαρκός σου, αλλά κατά την φύσιν σου είσαι Κύριος των αύλων δυνάμεων. Και η τελειότης της θεϊκής σου δυνάμεως εφανερώθη, όταν ηνώθη με την ανθρωπίνην αδυναμία, και αχρήστευσε τα νεύρα του κοινού τυράννου του γένους μας.
«Ουκ αναβιβασθήσεται επί το θυσιαστηριον Κυρίου πάσα ζύμη και παν μέλι», λέγει κάπου σκιωδώς η Γραφή, και εδώ υποκρύπτεται λόγος φωτοειδής. Διότι αν και αυτό φαίνεται ότι έχει λεχθεί για την πολύσαρκο Λευϊτικήν λατρείαν, εγώ το αναβιβάζω στο ύψος του Σταυρού, αποδίδοντας το νόημα του ρητού ως ακολούθως. Τι θέλει δηλαδή να ειπή ο λόγος αυτός; Το ιερόν αυτό χωρίον διατάσσει να συσταυρωνόμεθα με τον Χριστόν, και να συναποθαίνωμε με αυτόν ως προς τον κόσμον . Πείθεσθε, λέγει, σ' αυτόν που σας καθοδηγεί στην τραχείαν οδό και υπακούετε, και τιμήσατε το θυσιαστήριόν του μη προσφέροντας τίποτε από αυτά που γλυκαίνουν την αίσθηση και παραλύουν προς ηδυπάθειαν. Διότι χαρακτηριστικόν του Σταυρού είναι η οδύνη, όχι η ηδονή. Η γεύσις της χολής, όχι του μέλιτος. Δεν δέχεται την Αιγυπτιακήν ζύμην το θυσιαστήριον του Χριστού. Είναι μεστή από ασέβειαν και αλαζονείαν. Ενώ ο Σταυρός είναι το σύμβολον της ταπεινώσεως και τρόπαιον της προς Θεόν ευσεβείας. Μετά δε την Ανάστασιν, έπαθλον της εμπίκρου διαγωγής και τραχείας διαβιώσεως είναι η βρώσις του μέλιτος, και η απόλαυσις της αφθόρου ηδονής. Έτσι λοιπόν ο Σταυρός είναι υπόθεσις ανδρείας και καυχήσεως, όχι εντροπής. Διότι το να θυσιάσει κάποιος τον εαυτόν του χάριν των δούλων του και να καταφρονήση τον θάνατον για την σωτηρίαν των πολλών είναι το μεγαλύτερο καύχημα. Αυτήν την έννοιαν έχει και το αναφερόμενον στην Γραφήν «άρσεν» σφάγιον το οποίον θυσιάζεται προς χάριν μας. Διότι ήλθε να τονώση την παράλυσιν αυτήν, η οποία αρχίζοντας από μίαν φιλήδονο γυναίκα μετεδόθη στον άνδρα, και εξεθήλυνε τον αρρενωπό χαρακτήρα του και το μικρό προζύμι, η μία πλευρά δηλαδή, εζύμωσε και εξωμοίωσε με τον εαυτόν της όλην την ανδρικήν ζύμη και της μετέδωσε την ιδικήν της μαλθακότητα. Από το οίδημα λοιπόν της αλαζονείας, που θα προέλθη από αυτού του είδους την ζύμωση, δεν θα αναβιβασθή τίποτε στο θυσιαστήριον του Χριστού, τον Σταυρόν. Διότι είναι παθοκτόνος ο ζωοποιός Σταυρός. Τι δε κοινόν υπάρχει μεταξύ νεκρότητος και τρυφής; Τι κοινόν μεταξύ χολής και ηδονής; Τι κοινόν μεταξύ του οίνου που ευφραίνει την σαρκίνην καρδία και της περιπαικτικής προσφοράς του όξους που τόσον ενοχλεί την αίσθησιν; Εκείνα ανήκουν στον παλαιόν Αδάμ και είναι εις βάρος μας, ενώ αυτά στο νέον και είναι προς όφελός μας. Εκείνα είναι του Αδάμ που έπεσε, αυτά του Χριστού που μας έσωσε.
Διδάσκομαι δε και να φιλοσοφώ σε παρόμοιες περιπτώσεις και να υπομένω εμπαιζόμενος. Διότι κακό δεν είναι το να υβρίζεσαι απλώς, αλλά το να υβρίζεσαι δικαίως . Ούτε είναι φοβερόν το να αποθάνης, αλλά το να αποθάνης εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας. Και αντιθέτως, το να ριψοκινδυνεύσης χάριν της αληθείας είναι άξιον του υπερτάτου μακαρισμού.
Αυτό λοιπόν το ξύλον έχοντας ως πηδάλιο να το προσκυνής, από το οποίο κυβερνώμενος, ω άνθρωπε, δεν θα φοβηθής τα κύματα της πολυταράχου θαλάσσης του βίου τούτου. Επειδή δεν σου επιτρέπει να είσαι βαρυφορτωμένος, αλλά σε διδάσκει να ταξιδεύης ελαφρός και ετοιμοπόλεμος, τρέφοντας το σώμα όσο το δυνατόν λιτότερα. Έτσι, και αν πνεύσουν σαν ενάντιοι άνεμοι τα πνεύματα της πονηρίας, και εγείρουν σφοδράν την τρικυμίαν των πειρασμών κατά του σκάφους της ψυχής, συ θα μείνης αμετακίνητα στερεωμένος στoν Σταυρόν, αφού θα έχης σταθεροποιηθή από τον αναλλοίωτον φόβον του Θεού του Εσταυρωμένου. Με τον τρόπον αυτόν θα ξεπεράσης την εναέριον απειλήν, θα αποφύγης τoν καταποντισμόν από τους επιτιθεμένους θηριώδεις και ανημέρους πειρατάς, τους δαίμονες, και θα προσορμισθής στoν ακύμαντο λιμένα της Βασιλείας, όπου θα λάβης αμύθητα κέρδη από την διάθεση των εμπορευμάτων σου.
Αλλά, ω Σταυρέ, βασιλική κλίνη του ιδικού μας Σολομώντος, του πράου και ειρηνικού, η ειρήνη του οποίου δεν έχει όριον, διότι και η παλαιά Ιερουσαλήμ, στην οποία εβασίλευσεν ο φιλόκοσμος Σολομών, ήταν περιωρισμένη σε έκταση και περιφραγμένη από τείχη σαν βασιλική κλίνη. Ω κλίνη, στην οποίαν ανεπαύθη ο Βασιλεύς της δόξης και έκλινε αυτοπροαιρέτως την κεφαλή για να κοιμηθή εκουσίως ύπνον ζωηφόρον, και κοιμώμενος εξεπόρθησε τον ακοίμητον πολέμιον, και ελαφυραγώγησε τα βασίλεια του Άδου. Διότι αν και κατά τoν νόμον της νεκρώσεως είχε κοιμηθή, η καρδία του όμως αγρυπνούσε, αφού επέβλεπε και προνοούσε για τα πάντα, επειδή Αυτός μαζί με τoν Πατέρα και το Πνεύμα επιβλέπει και επισκοπεί το παν. Καρδίαν εννοώ την ζωοποιόν δύναμη της θεότητός του, με την οποίαν «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» όλοι όσοι αποτελούμε το σώμα της Εκκλησίας. Εσέ, την βασιλικήν κλίνην, «κυκλούσιν εξήκοντα δυνατοί» από τους ισχυρούς του Ισραήλ. Τoν αριθμόν εξήκοντα τoν ανάγω στο υπεροχικώτατον σύστημα των εξαπτερύγων, διότι δια μέσου κάθε εξαπτερύγου υπερλάμπει το φως της τελειότητος, το οποίον εμμέσως υποδηλώνεται με την δεκάδα επειδή αυτός ο αριθμός είναι τέλειος, και επειδή έχουν αποστολή να παρίστανται στην δόξα που έχεις ως σκήπτρον βασιλικόν, συσχηματίζονται με σένα λαμβάνοντας νέαν δόξα από την μίμησί σου. Συστέλλουν δηλαδή τις επάνω και τις κάτω πτέρυγες, τις δε μεσαίες τις απλώνουν εκατέρωθεν, και ιπτάμενα σταυροτύπως αλαλάζουν ασιγήτως τα νικητήρια. Από εδώ ο θεόπτης Ησαϊας, οραματιζόμενος την δόξαν σου εδίδαξε και άλλο μυστήριον: «Και απεστάλη προς με», λέγει, «εν των Σεραφίμ, και εν τη χειρί αυτού είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν εκ του θυσιαστηρίου και ήψατο του στόματός μου και είπεν. Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου, και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Και τα δύο συγχρόνως, και τα της κλίνης και τα του θυσιαστηρίου, σε σένα συνέπεσαν. Το ένα για τoν εκούσιον ύπνον τoν οποίον εκοιμήθη και ύπνωσεν ο αθάνατος, και το άλλο για την σφαγήν που υπέστη προς χάριν μας, μα και για την υπερένδοξον Ιερουργίαν την οποίαν ο ίδιος ιερούργησε θυσιάζοντας τoν εαυτόν του υπέρ του κόσμου. Συ πιστεύουμε ότι είσαι το πλήρες διαπύρων ανθράκων θυσιαστήριον του αμνού του Θεού, διότι ξύλον το οποίον έχει καεί είναι και ο άνθρακας.
Όπως λοιπόν το πυρ της απαθούς Θεότητος του Αμνού, ο οποίος εθυσιάσθη επάνω σου, σε ανέφλεξε χωρίς να σε κατακαύση, έτσι και εμείς που σήμερα σε εγγίζουμε με τα χείλη, λαμβάνουμε από αυτό το πυρ κάθαρση των αμαρτημάτων, συμπτύσσοντας την λαβίδα των χειλέων φιληματικώς, και μεταδίδουμε το φως και τον αγιασμό στον έσω άνθρωπο που κατοικεί στο πήλινον αυτό σώμα.
Αλλά, ω Σταυρέ, και πάλι σε χαιρετίζω, αρνούμενος να αποσπάσω τα χείλη από τον ασπασμόν σου, ω Σταυρέ, θυσιαστήριον πάντιμον, δέξου αυτό το δώρον των ύμνων μου, και όλον ευλόγησέ το. Διότι το κατώτερον ευλογείται από το ανώτερον. Και το θυσιαστήριον είναι ανώτερον από το δώρον, όπως και αυτό που παρέχει τον αγιασμόν είναι ανώτερον από το αγιαζόμενον. Τώρα λοιπόν ως μεν θυσιαστήριον δώσε μου ως αντίδωρο την εξιλέωση, ως κλίνη δε βασιλική αναπαυσέ μου τον λόγο, που απέκαμε ήδη και θέλει να αποκοιμηθή, και στο εξής ανάλαβε την υπεράσπιση της ψυχής μου κατά των αοράτων και φιλοπολέμων δαιμόνων, προς δόξαν του Παντουργού και Παντοκράτορος Χριστού ο οποίος και με την εξάδα των διαστάσεών σου εφανέρωσε μυστικώς και παραδόξως την παντοκρατορίαν αυτού. Ότι δηλαδή κυριεύεις των άνω και ουρανίων, των κάτω και επιγείων, αλλά και αυτών των καταχθονίων, γι' αυτό και πιστεύω ότι οικονόμησε να κείται το κρανίον του Αδάμ κάτω από την βάση του Σταυρού, των δεξιών και των αριστερών, των δικαίων δηλαδή και των αμαρτωλών. Αυτός θα είναι ο Κριτής πάντων, αυτών που προηγήθησαν και αυτών που έπονται της Σταυρώσεώς Του.
Αυτό είναι γνώρισμα της αϊδίου Θεότητος. Διότι ο ίδιος και προϋπήρχε, και εισήλθε στον χρόνον, και εμπρός από αυτόν δεν υπήρξεν άλλος Θεός ούτε οπίσω θα υπάρξη άλλος. Αυτώ η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: από το βιβλίο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, σελίς 531 και εξής, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Λόγος στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως,
Αγίου Λουκά Συμφερουπόλεως
«Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν Μου εφ' υμάς και μάθετε απ' Εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών. Ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστίν» (Ματθ. ΙΑ.28 – 30).
Μεγάλη είναι η αγκαλιά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τόσο μεγάλη που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ο Κύριος έχει στην αγκαλιά του όλους όσους υποφέρουν στη ζωή τους από τις θλίψεις και τις στενοχώριες. Τί βάθος έχει η καρδιά Του και πόσο δυνατή είναι η αγάπη Του, αφού μπορεί όλους αυτούς που κοπιάζουν και είναι φορτωμένοι να τους αναπαύσει, να τους παρηγορήσει και να τους δώσει δύναμη να υπομένουν τις θλίψεις και να μην απελπίζονται όταν αδικούνται στη ζωή τους!
Είναι όμως παράξενος ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να το κάνει! Μας προτείνει να αφήσουμε τον ανυπόφορο για πολλούς ζυγό της ζωής και να σηκώσουμε επάνω μας έναν άλλο ζυγό: άγνωστο στον κόσμο, απαλό, αγαθό και ελαφρό, δικό του ζυγό. Όταν λέμε ζυγό, εννοούμε κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας δούλος. Την κατάσταση βέβαια αυτή δεν την θεωρούμε καθόλου ευχάριστη. Τον δικό του όμως ζυγό ο Κύριος τον ονομάζει απαλό και ελαφρό.
Πώς να το καταλάβουμε; Γιατί είναι απαλός και ελαφρός ο ζυγός του Χριστού; Μήπως επειδή ζυγό ονομάζει τον θείο νόμο της αγάπης του τον οποίο δίνει στον κόσμο, στον κόσμο ο οποίος σχεδόν καθόλου δεν σκέφτεται την αγάπη; Ή επειδή ο δικός του λόγος της αγάπης άνοιξε για την ανθρωπότητα, που ζούσε χωρίς αγάπη, έναν καινούριο κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο λάμπει το θείο φως της αγάπης, που διαλύει το οποιοδήποτε σκοτάδι; Δεν είναι μεγάλη χαρά να βγούμε από το σκοτάδι στο φως; Δεν θα σκιρτήσει η καρδιά του ανθρώπου όταν θα βγει από το σκοτάδι και θα καταλάβει ότι ο ίδιος ο Κύριος τον κρατά στην αγκαλιά Του;
Αλλά τί επιτέλους σημαίνει ζυγός του Χριστού; Σημαίνει να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του. Να είμαστε ταπεινοί και πράοι, να διψάμε και να πεινάμε την υψίστη αλήθεια. Να είμαστε ελεήμονες και καθαροί τη καρδία. Να μας κακολογούν και να μας διώκουν για την πίστη στον Υιό του Θεού και για την αγάπη του. Ναι, αυτό και μόνο αυτό σημαίνει ο απαλός ζυγός του Χριστού και το ελαφρό φορτίο του. Τη δύναμη για να τα σηκώσουμε μας τη δίνει ο Σταυρός του Χριστού, που υψώνεται πάνω από τον κόσμο και τον φωτίζει, ο Σταυρός πάνω στον οποίο ο Υιός του Θεού υπέφερε τα πάθη και έδωσε την ζωή Του για να ζει ο άνθρωπος.
Ας προσκυνήσουμε το υποπόδιο του Σταυρού του Χριστού με όλη την ψυχή μας. Αυτός είναι ο απαλός ζυγός του Χριστού, να ακολουθήσουμε τον δρόμο του μαρτυρίου και των διωγμών ο οποίος οδηγεί εκεί όπου αιώνια λάμπει ο Σταυρός του Χριστού μας . Ας ακολουθήσουμε τον Σωτήρα μας και ας θυμόμαστε πάντοτε ότι Αυτός που είναι αληθινός Θεός λέει για τον εαυτό Του ότι είναι πράος και ταπεινός τη καρδία. Να είμαστε και εμείς πράοι και ταπεινοί για να τον ακολουθήσουμε στον δρόμο προς την Βασιλεία της αιώνιας Δικαιοσύνης και του ανεσπέρου Φωτός. Αμήν.
(Πηγή: από την συλλογή «Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Συμφερούπολη κατά την περίοδο 1955-1957» τόμος Α, Μετάφραση από τα ρωσικά: Εκδόσεις Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Οἱ ΚΔ’ (24) Οἶκοι
Ἄγγελοι οὐρανόθεν ἀοράτως κυκλοῦσι, Σταυρόν τόν ζωηφόρον ἐν φόβῳ (τρίς) καί φωτοπάροχον χάριν λαμπρῶς παρεχόμενον, νῦν τοῖς πιστοῖς βλέποντες, ἐξίστανται καί ἵστανται βοῶντες πρός αὐτόν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, οἰκουμένης φύλαξ·
χαῖρε, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε, ὁ πηγάζων ἀφθόνως ἰάματα·
χαῖρε, ὁ φωτίζων τοῦ κόσμου τά πέρατα.
Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον, καί θαυμάτων θησαυρέ·
χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καί χαρίτων παροχεῦ.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις ὑποπόδιον θεῖον·
χαῖρε, ὅτι ἐτέθης εἰς προσκύνησιν πάντων.
Χαῖρε κρατήρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως·
χαῖρε, λαμπτήρ τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Χαῖρε, δι’ οὗ εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι’ οὗ προσκυνεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Βλέπουσα ἡ Ἑλένη ἑαυτήν ἐν ἐφέσει, φησί τῷ Βασιλεῖ θαρσαλέως· Τό παμπόθητόν σου τῆς ψυχῆς εὐχερέστατόν μου τῇ σπουδῇ φαίνεται· ζητοῦσα γοῦν τό κράτιστόν σοι τρόπαιον, ὡς λέγεις, κράζω·Ἀλληλούϊα.
Γνῶσιν ἄγνωστον πρώην ἡ Βασίλισσα γνοῦσα, ἐβόησε πρός τούς ὑπουργοῦντας· Ἐκ λαγόνων τῆς γῆς εὑρεῖν ἐν τάχει, καί δοῦναι τόν Σταυρόν σπεύσατε, πρός ὅν ἰδοῦσα ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλήν κράζουσα οὕτω·
Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως σημεῖον·
χαῖρε, ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον.
Χαῖρε, θησαυρός ἐν τῇ γῇ φθόνῳ κρυπτόμενος·
χαῖρε, ὁ φανείς ἐν τοῖς ἄστροις τυπούμενος.
Χαῖρε, τετρακτινοπύρσευτε καί πυρίμορφε Σταυρέ·
χαῖρε, κλῖμαξ ὑψοστήρικτε, προοραθεῖσά ποτε.
Χαῖρε, τό τῶν Ἀγγέλων γαληνόμορφον θαῦμα·
χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυστένακτον τραῦμα.
Χαῖρε, τερπνόν τοῦ Λόγου κειμήλιον·
χαῖρε, πυρός τῆς πλάνης σβεστήριον.
Χαῖρε, Σταυρέ, ἀπορούντων προστάτα·
χαῖρε, στερρέ εὐδρομούντων ἀλεῖπτα.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Δύναμις ἡ τοῦ Ξύλου, ἐπιδέδεικται τότε, πρός πίστωσιν ἀληθῆ τοῖς πᾶσι· καί τήν ἄφωνόν τε καί νεκράν πρός ζωήν ἀνέστησε, φρικτόν θέαμα τοῖς μέλλουσι καρποῦσθαι σωτηρίαν, ἐν τῷ μέλπειν οὕτως·Ἀλληλούϊα.
Ἔχουσα ἡ Ἑλένη, τὸ ἀήττητον ὅπλον, ἀνέδραμε πρός τόν ταύτης γόνον· ὁ δέ, μέγα σκιρτήσας εὐθύς, ἐπιγνούς τόν μέγιστον Σταυρόν ἔχαιρε, καί ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρός αὐτόν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, τοῦ φωτός δοχεῖον·
χαῖρε, Σταυρέ, τῆς ζωῆς ταμεῖον.
Χαῖρε, ὁ δοτήρ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος·
χαῖρε, ὁ λιμήν ποντοπόρων ἀχείμαστος.
Χαῖρε, τράπεζα, βαστάζουσα ὥσπερ θῦμα τόν Χριστόν·
χαῖρε, κλῆμα, βότρυν πέπειρον φέρον οἶνον μυστικόν.
Χαῖρε, ὅτι τά σκῆπτρα τῶν ἀνάκτων φυλάττεις·
χαῖρε, ὅτι τάς κάρας τῶν δρακόντων συνθλάττεις.
Χαῖρε, λαμπρόν τῆς πίστεως γνώρισμα·
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου διάσωσμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρός θνητούς εὐλογία·
χαῖρε, θνητῶν πρός Θεόν μεσιτεία.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ζῆλον ἔνδοθεν θεῖον, ἡ Ἑλένη λαβοῦσα, ἐζήτησε καί εὗρε σπουδαίως, τόν ἐν γῇ κρυπτόμενον Σταυρόν, καί δεικνύμενον ἐν οὐρανῷ Ἄνακτι· ὅν ὕψωσε· καί βλέπων τό πολίτευμα, ἐν πίστει ἔφη·Ἀλληλούϊα.
Ἡλιόμορφος ὤφθη, ὁ Σταυρός ἐν τῷ κόσμῳ, καί πάντες φωτισμοῦ ἐμπλησθέντες, καί δραμόντες ὡς πρός ἀστέρα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς καλῶν αἴτιον, ἐν ταῖς χερσί ταῖς θείαις ὑψωθέντα· ὅν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, αὐγή νοητοῦ Ἡλίου·
χαῖρε, πηγή ἀκενώτου μύρου.
Χαῖρε, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἀνάκλησις·
χαῖρε, τῶν ἀρχόντων τοῦ ᾅδου ἡ νέκρωσις.
Χαῖρε, ὅτι ἀνυψούμενος, συνανυψοῖς νῦν ἡμᾶς·
χαῖρε, ὅτι προσκυνούμενος, καθαγιάζεις τάς ψυχάς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος·
χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων εὐμενέστατον σθένος.
Χαῖρε Σταυρέ, Ἑβραίων ὁ ἔλεγχος·
χαῖρε, πιστῶν ἀνθρώπων ὁ ἔπαινος.
Χαῖρε, δι’ οὗ κατεβλήθη ὁ ᾅδης·
χαῖρε, δι’ οὗ ἀνατέταλκε χάρις.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Θεοβράβευτον Ξύλον, θεωρήσαντες πάντες, τῇ τούτου νῦν προσέλθωμεν σκέπῃ· καί ὡς ὅπλον κρατοῦντες αὐτό, δι’ αὐτοῦ τροποῦμεν τῶν ἐχθρῶν φάλαγγας, καί ψαύοντες τόν ἄψαυστον, τοῖς χείλεσιν αὐτῷ βοῶμεν·Ἀλληλούϊα.
Ἴδε φῶς οὐρανόθεν, Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, δεικνύμενον Σταυροῦ τό σημεῖον, δι’ ἀστέρων, ἐν ᾧ καί νικᾶν πολεμίων πληθύν, ἔσπευσε τό Ξύλον φανερῶσαι, καί βοῆσαι πρός αὐτό τοιαῦτα·
Χαῖρε, βουλῆς τῆς ἀρρήτου πέρας·
χαῖρε, λαοῦ εὐσεβοῦντος κέρας.
Χαῖρε, πολεμίων ὁ τρέπων τάς φάλαγγας·
χαῖρε, φλόξ καθάπερ φλέγων τούς δαίμονας.
Χαῖρε, σκῆπτρον ἐπουράνιον τοῦ Βασιλέως τοῦ στρατοῦ·
χαῖρε, τρόπαιον ἀήττητον τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ.
Χαῖρε, ὁ τῶν βαρβάρων τήν ὀφρύν καταβάλλων·
χαῖρε, ὁ τῶν ἀνθρώπων τάς ψυχάς περιέπων.
Χαῖρε, κακῶν πολλῶν ἀμυντήριον·
χαῖρε, καλῶν πολλῶν βραβευτήριον.
Χαῖρε, δι’ οὗ Χριστοφόροι σκιρτῶσι·
χαῖρε, δι’ οὗ Ἰουδαῖοι θρηνοῦσι.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Κλῖμαξ οὐρανομήκης, ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐγένετο, τούς πάντας ἀνάγων, ἀπό γῆς πρός ὕψος οὐρανοῦ, τοῦ χοροῖς Ἀγγέλων συνοικεῖν πάντοτε, ἀφέντας τά νῦν ὄντα ὡς μή ὄντα, καί εἰδότας ψάλλειν·Ἀλληλούϊα.
Λάμψας φῶς ἐπί πᾶσιν, ὁ Σωτήρ τοῖς ἐν ᾅδη, ἐφώτισας τούς κάτω κειμένους· πυλωροί δέ ᾅδου τήν αὐγήν μή ἐνέγκαντές σου, ὡς νεκροί πεπτώκασιν· οἱ τούτων δέ ρυσθέντες, νῦν ὁρῶντες τόν Σταυρόν βοῶσι·
Χαῖρε, ἀνάστασις τεθνεώτων·
χαῖρε, παράκλησις τῶν πενθούντων.
Χαῖρε, τῶν ταμείων τοῦ ᾅδου ἡ κένωσις·
χαῖρε, Παραδείσου τρυφῆς ἡ ἀπόλαυσις.
Χαῖρε, ράβδος ἡ ποντίσασα τόν Αἱγύπτιον στρατόν·
χαῖρε, αὖθις, ἡ ποτίσασα Ἰσραηλίτην λαόν.
Χαῖρε, ἔμψυχον Ξύλον, τοῦ Λῃστοῦ σωτηρία·
χαῖρε, εὔοσμον ρόδον, εὐσεβῶν εὐωδία.
Χαῖρε, τροφή πεινώντων ἐν πνεύματι·
χαῖρε, σφραγίς, ἥν ἔλαβον ἄνθρωποι.
Χαῖρε Σταυρέ, μυστηρίων ἡ θύρα·
χαῖρε, ἐξ οὗ ρεῖθρα χέονται θεῖα.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Μέλλοντος Μωϋσέως, τό πολύμοχθον γένος λυτρώσασθαι ἐκ τοῦ λυμεῶνος, ἐπεδόθης ὡς ράβδος αὐτῷ, ἀλλ’ ἐγνώσθης τούτῳ καί Θεοῦ σύμβολον· διόπερ κατεπλάγη σου Σταυρέ, τήν δυναστείαν κράζων·Ἀλληλούϊα.
Νόμον ὁ ἐν Σιναίῳ, τῷ Θεόπτῃ δούς πάλαι, Σταυρῷ ἐθελοντί προσηλοῦται, ὑπέρ ἀνόμων ἀνόμως ἀνδρῶν, καί κατάραν νόμου παλαιάν ἔλυσεν, ἵνα Σταυροῦ τήν δύναμιν ὁρῶντες, ἅπαντες νῦν βοῶμεν·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις πεπτωκότων·
χαῖρε, κατάπτωσις κοσμολάτρων.
Χαῖρε, Ἀναστάσεως Χριστοῦ τό ἐγκαίνισμα·
χαῖρε, μοναζόντων τό θεῖον ἐντρύφημα.
Χαῖρε, δένδρον εὐσκιόφυλλον, ὑφ’ οὗ σκέπονται πιστοί·
χαῖρε, Ξύλον προφητόφθεγκτον, πεφυτευμένον ἐν γῇ.
Χαῖρε, τῆς Βασιλείας κατ’ ἐχθρῶν συμμαχία·
χαῖρε, τῆς πολιτείας κραταιά προστασία.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου φανέρωσις·
χαῖρε, βροτῶν πταιόντων κατάκρισις.
Χαῖρε Σταυρέ, ὀρφανῶν ἀντιλῆπτορ·
χαῖρε Σταυρέ, πλουτιστά τῶν πενήτων.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ξένον θαῦμα ἰδόντες, ξένον βίον βιῶμεν, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν ἀνυψοῦντες· διά τούτο γάρ ἐν τῷ Σταυρῷ ὁ Χριστός ἐπάγη, καί σαρκί πέπονθε, βουλόμενος ἑλκῦσαι πρός τό ὕψος, τούς αὐτῷ βοῶντας·Ἀλληλούϊα.
Ὅλος ἦλθεν ἐξ ὕψους, τήν Θεότητα ἔχων, ὁ μόνος προαιώνιος Λόγος· καί τεχθείς ἐκ Παρθένου Μητρός, καί φανείς τῷ κόσμῳ ταπεινός ἄνθρωπος, Σταυρόν καταδεξάμενος, ἐζώωσε τούς αὐτῷ βοῶντας.
Χαῖρε Σταυρέ, τῆς εἰρήνης ὅπλον·
χαῖρε, βαλβίς τῶν ὁδοιπορούντων.
Χαῖρε, σωζομένων σοφία καί στήριγμα·
χαῖρε, ἀπολλυμένων μωρία καί σύντριμμα.
Χαῖρε, εὔκαρπον, ἀθάνατον καί ζωηφόρον φυτόν·
χαῖρε ἄνθος, ὅπερ ἤνθησε τήν σωτηρίαν ἡμῶν.
Χαῖρε, ὅτι συνάπτεις τά ἐν γῇ σύν τοῖς ἄνω·
χαῖρε, ὅτι φωτίζεις τάς καρδίας τῶν κάτω.
Χαῖρε δι’ οὗ φθορά ἐξωστράκισται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ λύπη ἠφάνισται.
Χαῖρε, καλῶν μυριάριθμος ὄλβος·
χαῖρε, πιστῶν μυριώνυμος εὖχος.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Πέπτωκε τῶν δαιμόνων ἡ παμβέβηλος φάλαγξ, καί γένος τῶν Ἑβραίων ᾐσχύνθη, προσκυνούμενον τόν Σταυρόν παρά πάντων, μετά πόθου βλέποντες, ἀεί δέ ἀναβλύζοντα ἰάματα τοῖς ἐκβοῶσιν·Ἀλληλούϊα.
Ρεύματα συνεστάλη, λογισμῶν κακοδόξων παγέντος σου Χριστέ ἐπί ξύλου· ἀποροῦσι γάρ ὄντως τό, Πῶς καί Σταυρόν ὑπέστης, καί φθοράν πέφευγας· ἡμεῖς δέ τήν Ἀνάστασιν δοξάζοντες ἀναβοῶμεν.
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ τό ὕψος·
χαῖρε, προνοίας Αὐτοῦ τό βάθος.
Χαῖρε, μωρολόγων ἀλόγων ἡ ἄγνοια·
χαῖρε, μαντιπόλων ἀφρόνων ἀπώλεια.
Χαῖρε, ὅτι τήν Ἀνάστασιν ἐμφανίζεις τοῦ Χριστοῦ·
χαῖρε, ὅτι τά παθήματα ἀνακαινίζεις Αὐτοῦ.
Χαῖρε, τῶν πρωτοπλάστων τήν παράβασιν λύσας·
χαῖρε, τοῦ Παραδείσου τάς εἰσόδους ἀνοίξας.
Χαῖρε Σταυρέ, τοῖς πᾶσι σεβάσμιε·
χαῖρε, ἐθνῶν ἀπίστων ἀντίπαλε.
Χαῖρε Σταυρέ, ἰατρέ τῶν νοσούντων·
χαῖρε, ἀεί βοηθέ τῶν βοώντων·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Σῶσαι θέλων τόν κόσμον, ὁ τοῦ κόσμου κοσμήτωρ, κατῆλθε πρός αὐτόν ἀπορρήτως· καί Σταυρόν ὑπέστη, Θεός ὤν, δι’ ἡμᾶς, τά πάντα καθ’ ἡμᾶς δέχεται· διό καί λυτρωσάμενος ἡμᾶς, ἀκούει παρά πάντων·Ἀλληλούϊα.
Τεῖχος τῆς οἰκουμένης, ὦ Σταυρέ ζωηφόρε, ἀπόρθητον καί θεῖον νοοῦμεν· ὁ γάρ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κατασκευάσας σέ Ποιητής τάννυσι τάς χεῖρας, ξένον ἄκουσμα· καί ἅπαντας ἐκφωνεῖν διδάσκει.
Χαῖρε, ἡ βάσις τῆς εὐσεβείας·
χαῖρε, τό νῖκος τῆς κληρουχίας.
Χαῖρε, Ἀμαλήκ νοητόν ὁ τροπούμενος·
χαῖρε, Ἰακώβ ταῖς χερσί προτυπούμενος.
Χαῖρε, σύ γάρ ἀνεμόρφωσας τάς παλαιτάτας σκιάς·
χαῖρε, σύ γάρ ἀνεπλήρωσας προφητοφθέγκτους φωνάς.
Χαῖρε, ὁ τόν Σωτῆρα τῶν ἀπάντων βαστάσας·
χαῖρε, ὁ τόν φθορέα τῶν ψυχῶν καταργήσας.
Χαῖρε, δι’ οὗ Ἀγγέλοις ἡνώθημεν·
χαῖρε, δι’ οὗ φωτί κατηυγάσθημεν.
Χαῖρε, σέ γάρ προσκυνοῦμεν τιμῶντες·
χαῖρε, σοί γάρ προσφωνοῦμεν, βοῶντες·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὕμνος ἅπας μειοῦται, συνακολουθεῖν θέλων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐγκωμίων πληθύν καί γάρ ἄν προσάξωμέν σοι, ὦ Σταυρέ τίμιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν· ἀλλ’ οὖν βοῶμεν·Ἀλληλούϊα.
Φωτοπάροχον αἴγλην, τοῖς ἐν σκότει δωρεῖται, Σταυρός ὁ ζωοδώρητος οὗτος· τό γάρ ἄϋλον δέδεικται φῶς, καί πρός γνῶσιν θείαν δᾳδουχεῖ ἅπαντας· ὑψοῖ δέ νῦν ὑψούμενος τόν νοῦν ἡμῶν, ἀναμέλπειν ταύτα·
Χαῖρε, φωστήρ, τοῖς ἐν σκότει φαίνων·
χαῖρε, ἀστήρ, τόν κόσμον αὐγάζων.
Χαῖρε, ἀστραπή, χριστοκτόνους ἀμβλύνουσα·
χαῖρε, ἡ βροντή τούς ἀπίστους ἐκπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι κατελάμπρυνας Ὀρθοδόξων τούς χορούς·
χαῖρε, ὅτι κατηδάφισας τῶν εἰδώλων τούς βωμούς.
Χαῖρε, οὗπερ ὁ τύπος οὐρανόθεν ἐφάνη·
χαῖρε, οὗπερ ἡ χάρις πονηρίας ἐλαύνει.
Χαῖρε, σαρκός σημαίνων τήν νέκρωσιν·
χαῖρε, παθῶν ὁ κτείνων ἐπέγερσιν.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ὁ Χριστός ἐσταυρώθη·
χαῖρε, δι’ οὗ πᾶς ὁ κόσμος ἐσώθη.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Χάριν δοῦναι θελήσας, ὁ Χριστός τοῖς ἀνθρώποις, τάς χεῖρας ἐπί Ξύλου ἐκτείνει, καί τά ἔθνη πάντα συγκαλεῖ, καί βασιλείαν πᾶσιν οὐρανῶν δίδωσι, τοῖς μέλπουσι τόν ὕμνον ἐπαξίως, καί πιστῶς βοῶσιν·Ἀλληλούϊα.
Ψάλλοντές σου τόν ὕμνον, εὐφημοῦμεν ἐκ πόθου, ὡς ἔμψυχον Κυρίου σε Ξύλον· ἐπί σοί γάρ παγείς ἐν σαρκί, ὁ δεσπόζων τῶν δυνάμεων, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοι ταῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, νοητή ρομφαία·
χαῖρε, Ἁγίων ἅγιον βλέμμα.
Χαῖρε, Προφητῶν καί Δικαίων προκήρυγμα·
χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ λαμπροφόρον στρατήγημα.
Χαῖρε, κάλλος καί διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν·
χαῖρε, κράτος καί ὀχύρωμα ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς ἀληθείας εὐκλεέστατος κόσμος·
χαῖρε, τῆς σωτηρίας εὐτυχέστατος ὅρμος.
Χαῖρε, φαιδρόν ἁπάντων ἀγλάϊσμα·
χαῖρε, υἱῶν τῆς Ἄγαρ φυγάδευμα.
Χαῖρε, φωτός ἀκηράτου λυχνία·
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς θυμηδία.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὦ πανύμνητον Ξύλον, τό βαστάσαν τόν πάντων ἁγίων, Ἁγιώτατον Λόγον (τρίς)· δεδεγμένον ἡμῶν τάς λιτάς, ἀπό πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καί αἰωνίου λύτρωσαι κολάσεως τούς σοί βοῶντας·Ἀλληλούϊα.
Πηγή: Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ορθόδοξος Συναξαριστής
Πολλοί κληρικοί και μοναχοί εξαιτίας της επιδρομής εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία, μεταφέροντας μαζί τους το βησιγοτθικό εκκλησιαστικό πνεύμα και το μοζαραβικό τυπικό. Παρ” όλα αυτά στην Ισπανία, η μοζαραβική Εκκλησία διατήρησε την παράδοση και την οργάνωση της μέχρι την εποχή της «πλήρους Επανακτήσεως» (ΙΕ” αιώνας), οπότε δυστυχώς η σχισματική Ρώμη είχε πια επιβάλει παντού στα επανακτώμενα μέρη, μαζί με τη λατινική παράδοση και το τυπικό και τα αιρετικά δόγματα της.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...