
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο π. Ιωάννης (Ιβάν) Ίλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε την 18/10/1829, μέρα γιορτής του μεγάλου Σλαύου Οσίου Ιωάννη της Ρίλας (Βουλγαρίας), του οποίου πήρε το όνομα. Το χωριό του λέγεται Σούρα στο νομό Αρχάγγελσκ στη βορεινή Λευκή θάλασσα της Ρωσίας.
ΣΗΜΕΡΑ ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἄγνωστος δυστυχῶς στοὺς πολλούς. Εἶνε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Γι᾿ αὐτὸν θὰ σᾶς πῶ λίγες λέξεις.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐπεισόδια τῶν Εὐαγγελίων εἶνε τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα πλησίασαν τὸ Χριστὸ κάτι φτωχὲς μανάδες μὲ τὰ παιδιά τους στὴν ἀγκαλιά, γιὰ νὰ τὰ εὐλογήσῃ. Οἱ μαθηταὶ τὶς διώχνανε, νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με»· ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ᾿ ρθοῦν κοντά μου (Μᾶρκ. 10,14). Καὶ τὰ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῶν ψαράδων, τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε λόγια πατρικά.
Γιατί τὰ λέω αὐτά; Γιατὶ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα, ποὺ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χριστός, ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Τότε ὁ Κύριος εἶπε· «Ὅστις ταπεινώσῃ ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῶ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται»· ὅποιος ταπεινωθῇ σὰν αὐτὸ τὸ παιδί, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀνώτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· κι ὅποιος δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται (Ματθ. 18,4-5).
Πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ πηγαίνῃ ἡ μάνα τὰ παιδιά της στὸ Χριστό! Ἄλλοτε εἶχαν χαρὰ νὰ βλέπουν τὸ παιδί τους στὸ ἀναλόγιο νὰ λέῃ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω». Τώρα ἀλλάξανε τὰ πράγματα. Yπάρχουν γονεῖς ποὺ ἐμποδίζουν τὰ παιδιά τους ν᾿ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Φοβοῦνται μὴ γίνουν καλόγεροι, μὴ μείνουν «καθυστερημένα». Μάνα, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ παιδί της νὰ πάῃ κοντὰ στὸ Χριστό, κάνει τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα. Για τὶ παιδί, ποὺ δὲ γνωρίζει καὶ δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, εἶνε δυστυχισμένο, ἔστω καὶ ἂν αὔριο γίνῃ ἐπιστήμονας καὶ πάρῃ προῖκες καὶ μάθῃ γλῶσσες.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ μεγάλωσε κοντὰ στοὺς ἀποστόλους. Γνώρισε τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ ἔγινε μαθητής του. Ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους χειροτονήθηκε διᾶκος, ἔπειτα πα πᾶς, καὶ τέλος ἐπίσκοπος στὴ μεγάλη πόλι τῆς Ἀντιοχείας. Εἶνε ὁ δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας μετὰ τὸν Εὔοδο.
Εἶχε ἐπίγνωσι τῆς ἀποστολῆς του. Ὅταν λειτουργοῦσε, λέει ὁ βίος του, ἔβλεπε ὀπτασίες, νὰ γεμίζῃ ἀγγέλους τὸ ἅγιο βῆμα. Ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ «ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργοῦντας», ἔτσι καὶ αὐτός.
Ἦταν ἐπίσκοπος σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, στὴν Ἀντιόχεια, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κύπρο. Δὲν ἦταν τότε εὔκολο νὰ εἶσαι Χριστιανός. Ὁ χριστιανισμὸς στοίχιζε συλλήψεις, φυλακίσεις, θάνατο.
Πέρασε τότε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς Τραϊανός, ποὺ πήγαινε σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν Πάρθων. Σταμάτησε ἐκεῖ κ᾿ ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει στὴν πόλι ἕνας ἐπίσκοπος, ποὺ κάνει μεγάλη θραῦσι στοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸν κάλεσε λοιπόν. Μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε·
› Κακοδαίμων καὶ δυστυχισμένε ἄνθρωπε.
› Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ Ἰγνάτιος· εἶμαι εὐτυχισμένος. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, εἶνε ὁ πιὸ εὐτυχισμένος· δυστυχισμένος εἶνε αὐτὸς ποὺ δὲνπιστεύει στὸ Χριστό, ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ κορώνα ἐπάνω στὸ κεφάλι…
Ἔγινε μεγάλος διάλογος, ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔμενε ἀσάλευτος στὴν πίστι. Στὸ τέλος ὁ Τραϊανὸς διατάζει, νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν δέσουν, καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν μὲ μολύβδινες σφαῖρες. Τοῦ ἅπλωσαν τὰ χέρια κ᾿ ἔβαλαν ἀπὸ κάτω φωτιά. Ἄναψαν ξύλα βουτηγμένα στὸ λάδι καὶ τοῦ ἔκαιγαν τὰ πλευρά. Τὸν ἔβαλαν ὄρθιο πάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Τοῦ ἔξυναν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια. Τίποτε δὲ᾿ στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάνῃ νὰ ὑποχωρήσῃ.
Τέλος ὁ αὐτοκράτωρ διατάζει δέκα στρατιῶτες, ἕνα βάρβαρο ἀπόσπασμα, νὰ τὸν μεταφέρουν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴ Ῥώμη, γιὰ νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία. Τότε, γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ χρειάζονταν τρεῖς – τέσσερις μῆνες.
Δεμένο τὸν περνοῦσαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι. Ἀλλ᾿ αὐτὸς στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πίστι. Ὅταν φτάσανε στὴ Ῥώμη τὸν βάλανε στὴ φυλακή. Κάποιοι Χριστιανοὶ ἔκαναν προσπάθειες νὰ μὴ θανατωθῇ. Ὅταν τό ᾿μαθε ὁ ἅγιος, τοὺς εἶπε ἐκεῖνα τὰ ἀνεκτίμητα λόγια·
› Ἂν μ᾿ ἀγαπᾶτε, ἂν ἀγαπᾶτε ὄχι τὸ κορμί μου ἀλλὰ τὴν ψυχή μου, μὴ φέρνετε ἐμπόδιο στὸν ἱερό μου πόθο. Ἀφῆστε με νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Χριστό. Τὰ δόντια τῶν θηρίων θὰ γίνουν μύλος ποὺ θὰ μὲ ἀλέσῃ σὰν σιτάρι, γιὰ νὰ γίνω καθαρὸ ψωμὶ τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι μίλησε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Καὶ προσευχήθηκε καὶ τὸ ζήτησε αὐτὸ ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα γέμισε τὸ ἀμφιθέατρο. Ὁ Ἰγνάτιος στάθηκε ἐκεῖ μέσα ἀτάραχος. Φέρανε ἕνα κλουβὶ μὲ πεινασμένα λιοντάρια. Ἄνοιξαν τὴ σιδερένια πόρτα καὶ τὸ πρῶτο λιοντάρι πετάχτηκε ἔξω. Ἔπειτα ἄλλο. Καὶ ὥρμησαν ἴσια ἐπάνω του… Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὸ μαρτύριο· νὰ πέφτουν πάνω στὸν ἅγιο, νὰ ξεσχίζουν μὲ τὰ νύχια τὶς σάρκες του, νὰ γλείφουν τὰ αἵματα, καὶ ν᾿ ἀκούγωνται τὰ δόντια τους νὰ θραύουν τὰ ὀστᾶ του…
Θεέ μου, τί ἄγριες σκηνές! Δὲν θά ᾿πρεπε στὸ ἀμφιθέατρο νὰ εἶνε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος. Κι ὅμως μαζεύτηκε πλῆθος, καὶ γινόταν πάταγος… Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἅμα σκεφτῇ τί κτῆνος καὶ τί θηρίο εἶνε, θὰ πρέπῃ ν᾿ ἀπελπιστῇς.
Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου μείνανε στὸ τέλος μόνο μερικὰ χοντρὰ ὀστᾶ. Ἔμεινε καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς ὅμως τὸ πιστεύουμε. Τὰ λιοντάρια ἄφησαν ἄθικτη τὴν καρδιὰ τοῦ ἁγίου! Σεβάστηκαν τὴν καρδιά, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀγάπη καὶ ἔρωτα γιὰ τὸ Χριστό. Λέει ἡ παράδοσις, ὅτι σχίσανε τὴν καρδιά, καὶ μέσα βρῆκαν γραμμένη μὲ χρυσᾶ γράμματα τὴ φράσι «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου». Ἀπὸ αὐτὸ ὠνομάστηκε Θεοφόρος· διότι ἔφερε μέσα του τὸ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Πῆγαν κατόπιν τὴ νύχτα οἱ Χριστιανοὶ μὲ κίνδυνο, σκούπισαν μὲ βαμβάκια τὰ αἵματα τοῦ μάρτυρος, πήρανε τὰ λείψανα τῶν ὀστῶν του καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ ἔμειναν πολλὰ χρόνια, ἕως ὅτου πῆγαν οἱ σταυροφόροι τοῦ πάπα, τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου, κλέψανε τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα μαζὶ μὲ ἄλλα, καὶ τὰ ἔχουν τώρα αὐτοί.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τί διδασκόμεθα ἐμεῖς;
Καταδικάζουμε ἐκείνους τοὺς βαρβάρους, ποὺ βλέπανε στὸ ἀμφιθέατρο τὰ ἄγρια θεάματα κ᾿ εὐχαριστιόνταν. Ἀλλὰ δὲν εἴμεθα καλύτεροι ἐμεῖς. Κ᾿ ἐμεῖς, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, πηγαίνουμε σὲ ἄθλια θεάματα. Βλέπουμε νὰ πυροβολοῦν, νὰ σκοτώνουν, νὰ τοὺς κυνηγᾷ ἡ ἀστυνομία, καὶ στὸ τέλος νὰ βγαίνουν νικηταὶ καὶ νὰ τοὺς χειροκροτοῦν… Τί εἶνε αὐτὸς ὁ λαός! Εὐχαριστιέται σὲ γκαγκστερικὰ καὶ αἰσχρὰ θεάματα, νὰ βλέπῃ νὰ ἀτιμάζουν καὶ νὰ σκοτώνουν… Τί περιμένεις μετά; Εἶνε ἁμαρτωλὰ τὰ μάτια αὐτά.
\Τὸ λέω μὲ δάκρυα· ἂν ἤμασταν ὅλοι ὁμόψυχοι, δὲ᾿ θὰ μποροῦσε ὁ κάθε ἐκμεταλλευτὴς νὰ παρουσιάζῃ θεάματα ποὺ ξαναγυρίζουν τὸν κόσμο στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ῥώμης.
Τὸ ἕνα ποὺ διδασκόμεθα εἶνε αὐτό. Τὸ δεύτερο ποιό εἶνε; Μοῦ κάνει ἐντύπωσι ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰγνατίου. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅταν μικρὸ παιδάκι τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν μεγάλωσε. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἦταν νέος. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἔγινε διᾶκος, ὅταν ἔγινε παπᾶς, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος. Τὸν ἀγαποῦσε κι ὅταν ἔγινε πλέον γέροντας. Τὸν ἀγαποῦσε μέχρι τὸ τέλος, μέχρι τὰ θηρία.
Δὲ᾿ μοῦ λέτε, ἀδέρφια καὶ ἀδερφάδες καὶ πατεράδες μου, ἐμεῖς τὸν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό; Ἂν κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κι ἄνοιγε τὴν καρδιά μας, τί θὰ ἔβλεπε μέσα; Θά ᾿βρισκε νά ᾿νε ὁ Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς καρδιᾶς μας; Ὦ ντουνιᾶ ψεύτη κι ἀπατεώνα! Γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Καθαρίζουμε τὰ σπίτια μας, πλένουμε τὰ ροῦχα μας… Ποῦ ν᾿ ἀνοίξῃ ὁ ἄγγελος τὴν καρδιά μας! Τί θὰ βρῇ; Θὰ βρῇ χυδαίους ἔρωτες· σαρκός, χρημάτων, ματαίας δόξης. Ἐκεῖ εἶνε ἡ καρδιά μας.
Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς φωνάζει· «Παιδί μου, δός μου τὴν καρδιά σου» (Παροιμ. 23,26). Τί τὴ θέλει ὁ Χριστὸς τὴν καρδιά; Νὰ τὴν πλύνῃ, νὰ τὴν καθαρίσῃ μέσα στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, νὰ τὴν κάνῃ μιὰ φάτνη κ᾿ ἕναν οὐρανό.
Ἂς τοῦ δώσουμε λοιπὸν τὴν καρδιά μας. Τότε ἀληθινὰ κ᾿ ἐμεῖς, τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως, στὴ γῆ θὰ πατοῦμε ἀλλὰ στὰ οὐράνια θὰ βρισκώμεθα, καὶ πάνω ἐκεῖ θ᾿ ἀκοῦμε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ
Όταν βασίλευε ο Τραϊανός, επίσκοπος στην Αντιόχεια ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (αυτός που φέρει μέσα του τον Θεό). Λένε κάποιοι ότι τον Ιγνάτιο τον πήρε στα άγια χέρια του ο Δεσπότης Χριστός, όταν ήταν ακόμη μικρό βρέφος, κατά την ώρα της διδασκαλίας του. Σε μια στιγμή, ενώ δίδασκε στα Ιεροσόλυμα, είπε στον λαό:
› Όποιος δεν ταπεινώνει τον εαυτό του σαν αυτό το μικρό παιδί, δεν μπορεί να μπει στην βασιλεία των Ουρανών και όποιος υποδεχτεί ένα απ’ αυτά τα παιδιά στο όνομά μου, εμένα δέχεται.
Αυτά λέγοντας ο Δεσπότης Χριστός μίλησε για την μελλοντική προκοπή και πρόοδο του παιδιού, φανερώνοντας ξεκάθαρα την αποστολική του διδασκαλία.
Αυτός, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, μαζί με τον Πολύκαρπο, έγινε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Αργότερα, ο Πολύκαρπος, για τον μεγάλο ζήλο και την αγάπη που έδειξε στον Χριστό, έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Ό Ιγνάτιος, χειροτονήθηκε ιερέας από τους ιερούς Αποστόλους, ψηφίστηκε επίσκοπος Αντιοχείας. Από τους αποστόλους έμαθε πολλά που έπρεπε να γνωρίζουν οι ιερείς και μαζί τους κόπιασε πολύ, βασανίστηκε να κηρύττει το λόγο της πίστης και κακοπάθησε ο ζηλωτής των αποστόλων, διδάσκοντας τα έθνη. Και, τέλος, γενόμενος διάκονος των μυστηρίων του Χρίστου, παραδόθηκε στ' άγρια θηρία και μαρτύρησε με πρωτοφανή αγριότητα, όπως θα γράψουμε παρακάτω.
Μετά την νίκη κατά των Ταρτάρων ο Τραϊανός φούσκωσε από υπερηφάνεια. Έτσι, άρχισε χειρότερο πόλεμο κατά των Χριστιανών, για να τους αναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, επειδή νόμισε ότι αυτοί τον βοήθησαν στην νίκη του κατά των Ταρτάρων. Έστειλε λοιπόν, σ’ όλα τα κάστρα προσταγές ότι όσοι χριστιανοί δεν θελήσουν να θυσιάσουν στα είδωλα να τους βασανίζουν πρώτα σκληρά και κατόπιν να τους θανατώνουν χωρίς έλεος.
Ο Τραϊανός βρισκόταν στην Αντιόχεια και ετοίμαζε πόλεμο κατά των Περσών και μερικοί του μίλησαν για τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο όποιος δίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνούν κάποιον νέο Θεό που πέθανε πάνω στον Σταυρό και την τρίτη μέρα αναστήθηκε. Επίσης, να φυλάνε παρθενία και να μισούν κάθε απόλαυση και καλοπέραση της ζωής. Και το χειρότερο απ' όλα να καταφρονούν τους θεούς και τις διαταγές των αρχόντων.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Τραϊανός, θύμωσε τοσο πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την οργή του. Ποιος τάχα ήταν αυτός ο επίσκοπος που αψηφούσε τις διαταγές του; Ποιός ήταν αυτός ο επίσκοπος που όχι μόνο δεν προσκυνούσε τους θεούς του, αλλά παρακινούσε των άλλους ν’ ασεβούν; Θάνατος σ' αυτόν τον επίσκοπο. Αυτοί οι λογισμοί του, έπρεπε να πραγματοποιηθούν αμέσως. Γι’ αυτό πρόσταξε άγρια τους ακολούθους του:
› Φέρτε τον αμέσως στο θέατρο.
Ό Ιγνάτιος, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν φαντάστηκε ότι θ’ αντιμετώπιζε έναν τόσο σκληρό και απάνθρωπο βασιλιά.
› Συ είσαι ο Θεοφόρος εκείνος Ιγνάτιος -του λέει ο Τραϊανός με άγριο ύφος, που καταφρονείς τα προστάγματά μας, διαστρέφεις με την διδασκαλία σου τους Αντιοχείς και παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και το χειρότερο να καταφρονούν τους θεούς μας, αναιδέστατε.
Νόμισε ο βασιλιάς πώς έχει μπροστά του ένα στρατιώτη και τον διατάζει να εκτελέσει μια διαταγή του. Όμως η απάντηση του θαρραλέου επισκόπου ήρθε σαν κεραυνός στο κεφάλι του.
› Αλίμονο! πώς ονομάζεις θεούς τα άψυχα είδωλα; Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο όποιος δημιούργησε όλο τον κόσμο· αν τον γνώριζες βασιλιά, θα σου στερέωνε το θρόνο της βασιλείας σου και το στέμμα.
Τέτοια κεραυνοβόλα απάντηση δεν την περίμενε ο Τραϊανός. Γι' αυτό απαντάει στον Άγιο:
› Άφησε τις πολυλογίες και προσκύνησε τους θεούς. Θα σε κάνω αρχιερέα του μεγάλου Δία, θα σε ονομάσω πατέρα της βουλής και θα σε τιμούν όλοι.
Τέτοιες μεγάλες τιμές οι αυτοκράτορες των Ρωμαίων δύσκολα έδιναν σε κάποιον. Όμως ο επίσκοπος Ιγνάτιος φαίνεται πώς ήταν για τον Τραϊανό ο άνθρωπος που θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του· ν’ αλλάξει την πίστη των Χριστιανών και να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία.
› Βασιλιά, του απάντησε ο άγιος, είσαι γενναιόδωρος και σπουδαία είναι τ’ αξιώματα πού μου προσφέρεις. Τι ανάγκη έχω εγώ από τέτοιες τιμές, πού είμαι ιερέας του αληθινού Θεού, στον όποιο θυσιάζω κάθε μέρα θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να του θυσιάσω των τον εαυτό μου. Για την αγάπη του μπορώ να θανατωθώ με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί Αυτός ο αθάνατος έπαθε θεληματικά για μένα. Επομένως, ακόμη και αν με παραδώσεις στα θηρία η σε ξίφος η με σταυρώσεις η με οδηγήσεις σε οποιοδήποτε πικρότατο θάνατο, ποτέ δεν θα προσκυνήσω τα δαιμόνια· ούτε κανένα θάνατο φοβούμαι και ούτε επιθυμώ πράγματα προσωρινά και επίγεια, αλλά ποθώ και επιθυμώ μόνο τα αιώνια. Μάθε, βασιλιά, πώς όλη μου η σκέψη και η καρδιά είναι στον Χριστό και επιθυμώ να πάω κοντά του με πικρό και επώδυνο θάνατο, επειδή και Αυτός πέθανε από αγάπη για μένα.
Στα λόγια αυτά του αγίου οι συγκλητικοί, για να τον περιγελάσουν, όπως νόμιζαν, του απάντησαν.
› Τί λες; ομολογείς και συ μαζί μας πώς ο Θεός σου πέθανε; Και αν αυτός θανατώθηκε με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο, πώς μπορεί να ωφελήσει τους δούλους του;
Ο Ιγνάτιος τους απάντησε με θεία φώτιση.
› Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μου και Κύριος, πρώτα έγινε άνθρωπος και για την σωτηρία μας υπέμεινε με την θέλησή του τον Σταυρό και τον θάνατο, αλλά την τρίτη μέρα αναστήθηκε, αφού κατέλυσε την δύναμη του διαβόλου και μας έσωσε από την προπατορική αμαρτία. Και αφού ανέβηκε στους ουρανούς -από τους οποίους κατέβηκε ως άνθρωπος από την αειπάρθενο Μαρία› μας συνανύψωσε και μας χάρισε περισσότερα αγαθά. Ενώ οι δικοί σας θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν μπορούν να σας δώσουν κανένα καλό, αλλά σας έδωσαν περισσότερα πράγματα επιζήμια και βλαβερά. Δεν είναι θεοί, αλλά καταστροφικοί και αμαρτωλοί άνθρωποι που πέρασαν την ζωή τους αισχρά, άσχημα και ως υπαίτιοι πολλών θανάτων καταδικάστηκαν με αιώνιο θάνατο. Όπως φαίνεται στα βιβλία σας, ο πρώτος και μεγαλύτερος από τους θεούς, κατά την πλάνη σας, πέθανε στην Κρήτη και τον ενταφίασαν σ’ ένα όρος κοντά στο μεγάλο Κάστρο, το όποιο μέχρι σήμερα εξαιτίας αυτού του τάφου το ονομάζουν Όρος του Δία. Οι χωρικοί το λένε βαρβαρικά Γιούκουτα και οι Ιταλοί Monte Iovis, δηλαδή Όρος του Δία. Ο Ασκληπιός, αφού κατακάηκε από αστραπή, ξεψύχησε. Ο τάφος της Αφροδίτης στην Πάφο μέχρι σήμερα φαίνεται. Ό Ηρακλής πυρπολήθηκε από φωτιά και έτσι όλοι οι υπόλοιποι θεοί σας, ως καταστροφείς και κακοί, χάθηκαν κακήν κακώς με διάφορους τρόπους.
Καθώς διηγούνταν αυτά ο άγιος, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν να μη φανερωθεί περισσότερο η πλάνη τους και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό και γι’ αυτό αποφάσισαν να τον φυλακίσουν μέχρι να τον εξετάσουν πάλι. Όμως, όλη την νύχτα ο βασιλιάς σκεπτόταν τίι να κάνει, για να γλιτώσει από την παρουσία του Ιγνατίου, ώστε να μην παρασύρει και άλλους Έλληνες στην δική του πίστη ως λόγιος που ήταν. Η διαβολική του σκέψη επικράτησε. Να τον φάνε τα θηρία, για να εξαφανίσει κάθε ίχνος του αγίου και να μην έχουν τους χριστιανοί κανένα λείψανο του και φέρουν αναταραχή στην ηρεμία της Αντιόχειας. Την σκέψη του αυτήν την συζήτησε και με την σύγκλητο, η οποία την βρήκε σωστή.
› Βασιλιά, του είπαν οι συγκλητικοί, η σκέψη σου είναι η καλύτερη. Να τον φάνε τα θηρία, αλλά να τον στείλουμε στην Ρώμη δεμένο και εκεί να τον ρίξουν στα άγρια θηρία, για δύο λόγους. Ο πρώτος, να μη θανατωθεί στην Αντιόχεια και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντας τα κόκκαλά του σε αγιασμό κατά την τάξη και συνήθειά τους. Ο δεύτερος, με ένα τέτοιο δρόμο μακρινό να κακοπάθει, να ταλαιπωρηθεί και να θανατωθεί ως κακούργος σε ξένη γη, ώστε να μην αξιωθεί να έχει καμιά επιμέλεια και ενθύμηση μετά τον θάνατο του.
Το σατανικό τους σχέδιο, λοιπόν, μπαίνει σ’ εφαρμογή. Τον βγάζουν από την φυλακή και πριν τον στείλουν στην Ρώμη, ξαναδοκιμάζει ο δαιμονισμένος Τραϊανός ν’ αλλάξει την πίστη του αγίου. Με υποσχέσεις και μεγάλα αξιώματα, με πλουτισμό, με φοβέρες για βασανιστήρια και τιμωρίες σκληρές, προσπαθεί να κερδίσει την μάχη. Όμως, δεν μπόρεσε να κλονίσει καθόλου τον «πύργο» της ομολογίας του και γι’ αυτό, απελπισμένος από την αποτυχία του, διέταξε να τον δέσουν και να τον στείλουν στην Ρώμη, προκειμένου να εκτελεστεί η απόφαση που πήραν για τον θάνατο του.
Αλυσοδεμένος σφιχτά σαν κακούργος, παραδίνεται σ’ ένα στρατιωτικό τάγμα, για να τον οδηγήσει στην Ρώμη, όπου επρόκειτο να τον ρίξουν στο θέατρο, όταν θα είχαν μεγάλη πανήγυρη και πολύ κόσμο, με σκοπό να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία.
Έτσι, ενώ ο Τραϊανός εκστρατεύει κατά και Περσών, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγείται στην Ρώμη. Η χαρά του είναι μεγάλη. Από καιρό ποθούσε τέτοιο θάνατο, για να πάει κοντά στον Σωτήρα Χριστό. Ευχαριστούσε μεγαλόφωνα τον Κύριο. Και κάνοντας προσευχή παρακάλεσε για την Εκκλησία, παραδίδοντας στον Θεό την ποίμνη του με δάκρυα στα μάτια και παρακαλώντας τον να τους σκεπάζει και να τους διαφυλάττει στην ευσέβεια μέχρι τέλους. Έπειτα ακολούθησε τους στρατιώτες με χαρά και αγαλλίαση ψυχής. Τι κι αν έφευγε μακριά από το ποίμνιο του; Η σκέψη του, η καρδιά του, η ευλογία του ήταν παντοτινά σ’ αυτούς. Τους αποχωριζόταν σωματικά, αλλά πνευματικά ήταν κοντά τους. Και καθώς απομακρυνόταν από την Αντιόχεια, τα μάτια της ψυχής του ήταν εκεί. Τους έβλεπε και τους ευλογούσε. Στην Σελεύκεια μπήκε σε πλοίο και περνώντας από την Σμύρνη χαιρέτησε τον Πολύκαρπο και τους άλλους επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν απ’ όλη την Εκκλησία της Ασίας, για να τον δουν, και ν’ απολαύσουν την γλυκύτατη διδασκαλία του. Και, αφού τους ασπάστηκε όλους, τους παράγγειλε να εύχονται για χάρη του να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του, αλλά ν’ αξιωθεί να τον φάνε τα θηρία, ώστε να συναντήσει γρήγορα τον ποθούμενο Κύριο. Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν τον μεγάλο του πόθο και να μην πικραίνονται για τον θάνατο του, γιατί τους έβλεπε πώς ήταν πολύ λυπημένοι και φοβόταν μην στασιάσουν και τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν έτσι την ποθούμενη οδοιπορία του. Το ίδιο φοβόταν μην κάνουν και οι ευσεβείς στην Ρώμη. Γι’ αυτό, πρόλαβε και τους έστειλε επιστολή γράφοντας αυτά:
«Ιγνάτιος, ο καλούμενος και Θεοφόρος, επίσκοπος στην Αντιόχεια της αγίας Εκκλησίας τού Θεού. Προς την φωτισμένη και ελεημένη από τον Θεό Εκκλησία των Ρωμαίων, την οποία χαιρετώ και ασπάζομαι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τον οποίο παρακάλεσα να με αξιώσει να δω τ’ αξιοθέατα και σεβάσμια πρόσωπά σας. Αυτή μου την επιθυμία εισάκουσε ο Πανάγαθος Θεός και να, έρχομαι να σας απολαύσω. Παρακαλώ την αγάπη σας να μη μ’ εμποδίσετε από τον ποθούμενο Χριστό, τον όποιο πηγαίνω να συναντήσω.
Μόνο προσευχηθείτε σ’ Αυτόν να μου δώσει δύναμη, για να είμαι Χριστιανός με τα έργα και όχι μόνο με τ’ όνομα. Έτσι γράφω και σ’ όλες τις Εκκλησίες ότι θεληματικά και με προθυμία πεθαίνω για τον Κύριο και αφήνω τα επίγεια και φθαρτά πράγματα, για ν’ απολαύσω τα άφθαρτα και αιώνια.
Μη με λυπηθείτε, λοιπόν, αλλ’ αφήστε να με φάνε τα θηρία, γιατί είμαι σιτάρι του Θεού και πρέπει να μ’ αλέσουν τα δόντια των θηρίων, για να βρεθώ στον Χριστό άρτος καθαρός και άγιος. Θα παρακαλούσα να κολακεύσετε τα θηρία να φάνε όλο το σώμα μου, γιατί τότε θα θεωρούμαι αληθινός μαθητής του Χριστού, όταν δεν δει πλέον ο κόσμος το σώμα μου. Τώρα αρχίζω να είμαι μαθητής Χριτού. Ας έρθουν σε μένα αναρίθμητα βάσανα· φωτιά, θηρία, σταυρός και άλλα δαιμονικά βασανιστήρια, αρκεί μόνο να συναντήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό.
Καλύτερα να πεθάνω γι’ Αυτόν παρά να εξουσιάσω όλα τα βασίλεια του κόσμου. Γιατί, ποια ωφέλεια παίρνει ο άνθρωπος, αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιώσει την ψυχή του ως άθλιος; Συγχωρείστε με, αδελφοί, και μη μ’ εμποδίσετε σάς παρακαλώ από τον θάνατο, αλλ’ αφήστε με ν’ απολαύσω τον ποθούμενο Χριστό μου με τον θάνατο, καθώς και αυτός σταυρώθηκε για την αγάπη μου. Δεν είναι για μένα φωτιά που αγαπά την ύλη, αλλά περισσότερο νερό ζωής που μου μιλά μέσα μου, λέγοντάς με να πάω προς τον Πατέρα. Δεν επιθυμώ υλικές τροφές που καταστρέφονται ούτε απολαύσεις της τωρινής ζωής αλλά μόνο ουράνιο άρτο, ο όποιος είναι το σώμα του Ιησού Χριστού Υιού του Θεού. Αυτά σας γράφω από την Σμύρνη την εικοστή Σεπτεμβρίου και υγιαίνετε, αγαπητοί, στο όνομα του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας. Αμήν.»
Αφού έστειλε την επιστολή, τον πήραν οι στρατιώτες και βάδιζαν από την ξηρά, περνώντας πεζοί από τις Τρωάδα, Νεάπολη, Φιλιππούπολη, Μακεδονία και άλλες περιοχές, όπου σε όλες δίδασκε τον λόγο του Θεού, στηρίζοντας τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και νουθετώντας τους νεωτέρους να είναι σταθεροί στην ευσέβεια. Και αφού διέπλευσε το Αδριατικό και Τυρρηνικό πέλαγος, έφτασε στην Ρώμη και παραδόθηκε από τους στρατιώτες στον έπαρχο της πόλης.
Όταν αυτός είδε τα γράμματα και τις προσταγές του βασιλιά, φυλάκισε αυστηρά τον άγιο. Όταν είχαν μεγάλη πανήγυρη, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, όχι μόνο για την γιορτή αλλά και για να δουν τον Ιγνάτιο. Η φήμη κυκλοφόρησε παντού, ότι έφεραν τον επίσκοπο Αντιοχείας να τον ρίξουν στα θηρία για διασκέδαση του λαού. Γι’ αυτό το λόγο συγκεντρώθηκαν αμέτρητοι από παντού για να δουν. Τότε τον έφεραν οι στρατιώτες και τον παρουσίασαν στο θέατρο. Ο άγιος, όταν είδε τόσο πλήθος λαού, δεν κλονίστηκε στην πίστη του και στον πόθο για τον Χριστό αλλά με γενναίο και σταθερό φρόνημα είπε:
› Άντρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου, να ξέρετε ότι δεν έκανα κανένα έγκλημα ούτε έφταιξα σε τίποτα, για να είμαι άξιος θανάτου. Αλλ’ αυτόν τον θάνατο τον δέχομαι σήμερα θεληματικά και χαρούμενα, για να συναντήσω τον αληθινό Θεό, τον όποιο διψώ και επιθυμώ ν’ απολαύσω. Και επειδή είμαι σιτάρι δικό του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων, για να του γίνω άρτος καθαρός και άσπιλος.
Αυτά αφού είπε, παρακάλεσε τα λιοντάρια και τον κατέφαγαν ολόκληρο, όπως ο ίδιος ποθούσε. Ποια ψυχική δύναμη στ’ αλήθεια είχε ο άγιος μπροστά στα θηρία σε μια τέτοια δύσκολη ανθρώπινη ώρα! Ποια ανείπωτη αγάπη και πόσο πόθο έκρυβε στην καρδιά του και στο σώμα του ολόκληρο ο άγιος, για να υποστεί αυτό το φρικιαστικό θέαμα! Γλυκύτατε Ιησού! Όλα για την αγάπη σου, όχι μόνο ο άγιος Αντιοχείας, αλλά και πλήθος χριστιανών καθημερινά μαρτυρούσαν και μαρτυρούν για το όνομά Σου.
Από το άγιο σώμα του Αγίου δεν έμεινε τίποτε παρά μόνο λίγα μεγάλα λείψανα, τα όποια συμμάζεψαν οι πιστοί, αφού τελείωσε το θέαμα. Τα ενταφίασαν σε ξένο επίσημο τόπο με όλες τις καθιερωμένες τιμές και μ’ ευλάβεια μεγάλη στις 20 Δεκεμβρίου. Μετά από καιρό μετακόμισαν τα οστά του στην Αντιόχεια. Μαρτύρησε επί Τραϊανού πιθανόν το 109 η 110 μ.Χ.
Λέγεται ότι μετά τον αγιασμένο του θάνατο έκλαιγαν οι πιστοί στην Ρώμη για την στέρησή του και θρηνούσαν απαρηγόρητα με μεγάλο πόνο στον τάφο του, αγρυπνούντες και υμνούντες ακατάπαυστα τ’ άγιο όνομά του. Ο άγιος τους φανερώθηκε σε όραμα και, αφού τους ασπάστηκε, τους φίλησε και τους παρηγόρησε λέγοντας να μην θρηνούν, αλλά περισσότερο να χαίρονται, γιατί είναι με τον Κύριο. Έτσι καταπράυνε την λύπη τους.
Κάποιοι άλλοι πιστοί και ευσεβείς τον είδαν σε όραμα ιδρωμένο, όπως ήταν στον αγώνα της άθλησής του, και προσευχόμενο για την σωτηρία της πόλης και όλων των χριστιανών.
Τέτοιο ήταν το τέλος του Θεοφόρου, οι αγώνες και η αγάπη του για τον Χριστό. Αυτό το μαρτυρεί και ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, ο όποιος τον εγκωμίαζε πολύ στα συγγράμματά του και τον μνημόνευε. Ακόμη δε και ο πρόεδρος Σμύρνης Πολύκαρπος, ο όποιος τον ακλουθούσε από κοντά στην πορεία του από την Αντιόχεια στην Ρώμη και είδε με τα μάτια του όσα έπαθε. Ό Πολύκαρπος γράφει σε μια επιστολή του, για να τονώσει την πίστη και την ευσέβεια και Χριστιανών:
› Σάς παρακαλώ, αδελφοί, να έχετε υπακοή και υπομονή, καθώς είδατε και τον μακάριο Ιγνάτιο και πολλούς άλλους και σ’ αυτόν τον απόστολο των εθνών και διδάσκαλο Παύλο και άλλων που πίστεψαν. Όλοι αυτοί δεν έτρεξαν άσκοπα και χαμένα, αλλά κοπίασαν στην πίστη και δικαιοσύνη τού Θεού. Δεν αγάπησαν αυτόν τον ψεύτικο και αμαρτωλό κόσμο αλλά τον Δεσπότη Χριστό, με τον όποιο και συμμαρτύρησαν. Γι' αυτό και απ’ Αυτόν δοξάστηκαν. Έτσι, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, επιθυμώντας να γίνουν τα θηρία ο τάφος του, κατοίκησε περισσότερο στις ψυχές και φιλόθεων αντρών και όλοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια.
Αλλά και ο βασιλιάς Τραϊανός, ακούγοντας αργότερα τις αρετές αυτού του αγίου και ότι γενναία υπέμεινε το μαρτύριο και με χαρούμενο πρόσωπο, ευχαριστώντας τον βασιλιά που του έδωσε τέτοια ευκαιρία να γίνει ευχάριστη τροφή και θηρίων, τόσο πολύ ευλαβήθηκε τον Ιγνάτιο αλλά και τους άλλους χριστιανούς, επειδή εγκρατεύονταν από κάθε κακή πράξη, νήστευαν, προσεύχονταν όλη τη νύχτα και έκαναν άλλες αξιέπαινες πράξεις, ώστε μετάνιωσε για τα περασμένα και εξέδωσε διάταγμα να μην σκοτωθεί πλέον κανένας χριστιανός από τους ηγεμόνες και τους άρχοντες. Έτσι, όχι μόνο στην ζωή του ο Ιγνάτιος ήταν ωφέλιμος στους χριστιανούς, αλλά και μετά το θάνατο του έγινε καύχημα της πίστης μας στον Χριστό, επίδοση ευσέβειας, παράκληση θλιβομένων, καταφρόνηση της πρόσκαιρης ζωής, εγκράτεια των βλαβερών, καθαρότητα ζωής και διόρθωση σφαλμάτων. Με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δοξάζεται με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος χερσὶν ἀχράντοις θεοφόρος ἀνεδείχθης, Ἰγνάτιε· καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομών, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Tῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα· τούτου γὰρ διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὥσπερ ἀστήρ, καὶ ἀκτῖσι τῶν λόγων λαμπαδουχῶν, τὸν κόσμον ἐφώτισας, καὶ τὸ σκότος ἐμείωσας, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὸν δρόμον, γενναίως διήνυσας, ὑπομείνας κινδύνους, ἐν Ἔθνεσί τε καὶ πόλεσιν· ὅθεν καὶ ὡς σῖτος, τῶν θηρῶν τοῖς ὀδοῦσιν, ἠλέσθης γενόμενος, προσφορὰ τῷ Κυρίῳ σου, Θεοφόρε Ἰγνάτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἀβραὰμ μὲν ποτε τὸν υἱὸν ἐθυσίαζε, τὴν σφαγὴν προτυπῶν τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος, καὶ νῦν ἐν Σπηλαίῳ σπεύδοντος τεχθῆναι, σὺ δὲ θεόφρον, ὅλον προσήγαγες σαυτόν ὥσπερ σφάγιον, καὶ τῶν θηρίων βρῶμα γενόμενος, σῖτος καθαρὸς ὤφθης τῷ Κτίστῃ σου, ἐν ἀποθήκαις ἐπουρανίαις διαιωνίζων ἀληθῶς, καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν· δι’ ὃν πάντα τὸν κόσμον καταλείψας παμμάκαρ, Θεοφόρος προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Πηγή: (ἑσπερινὴ ὁμιλία στὸν Ι. Ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Σάββατο 19-12-1970) Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, («Τα Μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου › Οι ωραιότεροι βίοι Αγίων από το Εκλόγιον του Αγαπίου του Κρητός Μοναχού», Εκδόσεις Άθωνας, Θεσσαλονίκη) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὅταν τό γένος μας ζοῦσε στήν σκληρή σκλαβιά τῆς Τουρκοκρατίας, τὀν Ἰωάννη, ἕνα παιδί δεκατεσσάρων χρονῶν, ἀπό τήν Θάσο, ἀπό τήν πολλή τους φτώχεια καί ἀνέχεια οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στήν Κωνσταντινούπολη νά κάμει προκοπή. Πράγματι, ὁ νεαρός ἔπιασε δουλειά σέ ἕναν χριστιανό ράφτη, γιά νά γίνει ράφτης.
Μιά ἡμέρα, ὁ ράφτης τόν ἔστειλε σέ ἕναν Ἑβραῖο ἔμπορο νά ἀγοράσει κλωστές. Ὁ Ἑβραῖος, βλέποντας τόν νέο χωρίς πεῖρα, θέλησε νά τόν ξεγελάσει. Ἔτσι γίνονταν τότε οἱ δοσοληψίες. Ὅ,τι δώσεις καί ὅ,τι πάρεις! Δέν ὑπῆρχαν τιμές σταθερές. Σέ τίποτε. Μά ὁ Ἰωάννης, δέν ἦταν βλάκας. Κατάλαβε καί ἄρχισε νά φιλονεικεῖ μέ τόν Ἑβραῖο!
Νευρίασε ὁ Ἑβραῖος, καί ἔβγαλε αὐτά πού εἶχε μέσα του: τό μῖσος κατά τῶν Χριστιανῶν! Καί φώναξε στούς περαστικούς Τούρκους:
› Δέν τό ἀκοῦτε αὐτό τό παιδί; Βρίζει τήν πίστη σας! Οἱ Τοῦρκοι, σάν ἀφεντικά, δέν ἤθελαν πολλά.
Ὅρμησαν, ἐπάνω στόν Ἰωάννη καί ἄρχισαν νά τόν ξυλοκοποῦν ἄγρια! Καί μετά; Τόν πῆγαν στόν βεζύρη (=Ἀρχιαστυνόμο). Ἐκεῖ, ψευδομαρτύρησαν, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔβρισε τήν πίστη τους! Δέν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο. Γιατί ἕνας νόμος τουρκικός ὅριζε, ὅτι οἱ μαρτυρίες τῶν Χριστιανῶν εἶναι, ὅ,τι κι ἄν λένε, ψέματα! Ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι λένε πάντοτε ἀλήθεια!...
› Δέν ἔβρισα κανέναν. Ὅλα εἶναι συκοφαντίες καί ψευτιές τοῦ Ἑβραίου. Ἔλεγε ὁ Ἰωάννης. Μά ποιός τόν ἄκουγε!...
Ὁ βεζύρης, τόν εἶδε μικρό παιδί καί τόν λυπήθηκε. Καί τοῦ λέγει:
› Ἔλα, παιδί μου, νά γίνεις τοῦρκος! Θά γλυτώσεις τήν ζωή σου! Ἐγώ θά σέ πάρω κοντά μου! Καί θά σέ κάμω πλούσιο!
Ὅμως, ὁ Ἰωάννης δέν τήν πάτησε. Δέν ἦταν τόσο τσόφλι, ὅσο τόν περνοῦσε ὁ βεζύρης! Ἤξερε τί εἶναι ὁ Χριστός καί τί ὁ Μωάμεθ καί τό Κοράνι του! Καί ἀπάντησε:
› Ποτέ δέν θά τό κάμω νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό· ὅ,τι καί ἄν μοῦ κάμετε! Ὅ,τι καί ἄν μοῦ τάξετε!
Ἔκαμε ὁ βεζύρης κάποιες προσπάθειες «νά τοῦ ἀλλάξει μυαλά»! Εἶπε μέσα του: ἀγοράκια καί κοριτσάκια σ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία εὔκολα παραλύουν! Καί τά ἀφήνουν ὅλα!
Ἀλλά ὁ Ἰωάννης δέν τσίμπησε! Ἤξερε καί ποῦ πατοῦσε, καί γιατί δέν ἔπρεπε νά δειλιάσει. Ἤξερε νά ἀγωνίζεται!
Τότε ο βεζύρης, αφού είδε το αμετάθετο της γνώμης του, πρόσταξε να το αποκεφαλίσουν. Το πήρε λοιπόν ο έπαρχος και το πήγε σ’ έναν τόπο που λεγόταν «τσαρσί (αγορά) των γουναράδων», μπροστά από το λουτρό, απέναντι από τη βρύση, κι εκεί το παρέδωσε στον δήμιο για να το θανατώσει.
Ο δήμιος το γονάτισε και, επειδή ήθελε να το φοβίσει, κατέβαζε το σπαθί και το χτυπούσε συχνά στον τράχηλο κόβοντάς τον λίγο λίγο. Βλέποντας όμως τον Μάρτυρα ότι δεχόταν τον θάνατο με μεγάλη χαρά χωρίς καθόλου να δειλιάσει, κατέβασε δυνατότερα το σπαθί και έκοψε την αγία του κεφαλή, και έτσι έλαβε ο μακάριος το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ήταν 20 Δεκεμβρίου 1652, ημέρα Δευτέρα.
Διαβάζοντάς τα αὐτά ἐμεῖς θαυμάζουμε καί διερωτώμαστε: Πῶς τά ἄντεξε ἕνα νεαρό παιδί τόσα μαρτύρια; Δέν ἦταν ἀσκητής. Δέν ἦταν θεολόγος. Δέν εἶχε ὥριμη ἡλικία. Παιδί ἦταν ἀκόμη.
Καί αὐτό μᾶς λέει: Παιδί ἦταν. Ἀλλά ὄχι μέ μυαλά παιδικά. Εἶχε ὡριμάσει. Σκεφτόταν καί ἀντιμετώπιζε τίς πιό δύσκολες καταστάσεις σάν ἄνδρας ὥριμος, πολύπειρος καί σοφός!
Γιατί; Ἐδῶ εἶναι τό μυστικό. Γιατί εἶχε μάθει ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια. Μία ἡ πίστη γιά τήν ὁποία ἀξίζει κανείς νά πεθάνει:
Ἡ πίστη στόν Χριστό.
Πηγή: (Από τὸν βίο τοῦ Ἁγίου πού συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου) Ιερός Ναός Παντανάσσης, (από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου 1856, σελ. 69) Κοινωνία Ορθοδοξίας
Ένας νέος από αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο μοναστήρι. Αυτό βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο σήμερα, αλλά και σε κάθε καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, να ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αλλ’ όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς τους, που βγαίνουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι, καθώς λέγει ο Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν». Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη.
Πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες έζησαν αγία ζωή και συγκαταλέγονται στους αγίους της Εκκλησίας μας, καθ’ ότι δεν αλλοτριώθηκαν από την εγκόσμια δόξα και εξουσία, γενόμενοι διάκονοι του Θεού και του λαού Του. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η αγία Θεοφανώ η ελεήμων βασίλισσα του Βυζαντίου.
Ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος εἶναι γνωστός σ’ ὅλους τούς Χριστιανούς καί κατεξοχήν λαοφιλής.
Το βορειοδυτικό τμήμα της Αμερικανικής Ηπείρου αποτελείται από μια τεράστια χερσόνησο, τη «Μεγάλη Χώρα», που στη γλώσσα των ιθαγενών λέγεται «Αλί-ακ-Σα» και έφθασε σε μας ως Αλάσκα. Οι άγιοι της Αλάσκας εορτάζονται όλοι μαζί στις 13 Δεκεμβρίου, ημέρα της σύναξής τους (=εορτής προς τιμήν τους).
Η Αλάσκα χωρίζεται από την Ασία με μια στενή λουρίδα θάλασσας, τον Βερίγγειο Πορθμό, ενώ ανατολικά συνορεύει με τον Καναδά. Το γεωγραφικό της πλάτος είναι ίδιο με της Νορβηγίας. Το νοτιοδυτικό της άκρο περιλαμβάνει ένα τόξο από 150 ηφαιστειογενή νησιά, τις γνωστές «Αλεούτιες Νήσους». Είναι μια χώρα 12 φορές πιο μεγάλη από την Ελλάδα, με κλίμα πολικό στο βορρά, ωκεάνιο στο νότο, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από -62ο C το χειμώνα έως +25ο C το καλοκαίρι.
Η νύχτα διαρκεί έξι μήνες, με μόνα φώτα τη σελήνη και το πολικό σέλας. Η μέρα διαρκεί κι αυτή έξι μήνες, είναι όμως θαμπή και ο ήλιος δύει πολύ λίγο όσο πλησιάζουμε προς τον Ιούνιο, οπότε ανατέλλει αμέσως μετά τη δύση του, γι’ αυτό η Αλάσκα ονομάζεται «χώρα του ηλίου του μεσονυκτίου». Ο μεγαλύτερος ποταμός, ο Γιούκων, είναι παγωμένος 8 μήνες το χρόνο.
Πολλά ηφαίστεια και απέραντοι παγετώνες, αραιότατη βλάστηση και πολικά ζώα και λίγους –ανάλογα με την έκτασή της– ανθρώπους βρίσκει κανείς στην Αλάσκα. Οι ιθαγενείς ανήκουν σε διάφορες φυλές. Στο εσωτερικό της χώρας, στις βόρειες και τις δυτικές ακτές κατοικούν Εσκιμώοι. Τα νησιά τα κατοικούν Αλεούτοι, τη Σίτκα Κολόσσοι, τις ατλαντικές ακτές Ερυθρόδερμοι που ανήκουν στις φυλές των Κενάγτζων και των Τσουγκάτσων. Αμερικανοί είναι επίσης και οι Κοντιάκοι.
Σήμερα η σύνθεση του πληθυσμού της Αλάσκας έχει αλλάξει πολλοί, λόγω της μεγάλης μετανάστευσης των λευκών, που έφεραν μαζί φυσικά και τον πολιτισμό, αλλά και τα προβλήματά τους…
Στην Αλάσκα υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα χρυσού, αργύρου και άλλων μετάλλων, πετρέλαιο και ζώα όπως τάρανδοι, φώκιες, σολωμοί, που, μαζί με τα πολύτιμα δάση της, έχουν συντελέσει πολύ στην οικονομική ανάπτυξή της.
Για την ύπαρξη της Αλάσκας μίλησε πρώτος ο Δανός Βίτους Μπέριγκ, που υπηρετούσε στο Ρωσικό Ναυτικό. Ανακαλύφθηκε από το Ρώσο θαλασσοπόρο Γκρόζντεφ, το 1730, και εξερευνήθηκε από τους Μπέριγκ και Κιρίκωφ το 1740-41, οπότε έγινε αποικία της τσαρικής Ρωσίας. Το Μάρτιο του 1867 πωλήθηκε ολόκληρη στους Αμερικανούς αντί 7.200.000 δολαρίων!! Η αρχικά «κτήση» των ΗΠΑ έγινε «Τερριτόριον» το 1912, για να καταλήξει το 1958 να γίνει «49η» Πολιτεία των ΗΠΑ.
1. Το πρώτο ορθόδοξο φως στην Αλάσκα
Το χριστιανικό μήνυμα έφτασε στην Αλάσκα πρώτα από τους Ρώσους εμπόρους, που δρούσαν όμως κυρίως με οικονομικά κίνητρα. Έδειξαν σοβαρό ζήλο να βαπτίζουν ιθαγενείς, επειδή οι βαπτιζόμενοι έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στους αναδόχους τους και τους βοηθούσαν πολύ στις εργασίες τους. Ωστόσο, το 1774 ο ειλικρινά ευσεβής Γρηγόριος Σελέχωφ, ιδρυτής της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας, έχτισε ναό και σχολείο στο Κόντιακ, βάπτισε πολλούς ιθαγενείς και μαζί με το συνεργάτη του, Ιβάν Κγολίκωφ, ζήτησε από την τσαρίνα Αικατερίνα Β΄ και την Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας να σταλούν κανονικοί ιεραπόστολοι, τη συντήρηση των οποίων θα αναλάμβανε ο ίδιος και οι συνεταίροι του.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1794 το πλοίο ανεφοδιασμού των ρωσικών εμπορικών αποστολών αποβίβασε στο νησί Κόντιακ την πρώτη ιεραποστολική ομάδα, ύστερα από ταξίδι που κράτησε περισσότερες από σαράντα ημέρες. Η ομάδα αποτελούνταν από 4 ιερομονάχους, 2 ιεροδιακόνους και 2 μοναχούς των φημισμένων μονών Βαλαάμ –πνευματικός πατέρας της οποίας ήταν ο μεγάλος Ρώσος στάρετς άγιος Ναζάριος– και Κόνιεφ (της λίμνης Λαντόγκα), με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ Μπολότωφ. Τα ονόματά τους ήσαν Ιωάσαφ, Ιουβενάλιος, Αθανάσιος, Μακάριος, Νεκτάριος, Στέφανος, Γερμανός και Ιωάσαφ.
Παρά τις φοβερές δυσκολίες, αλλά και τα εμπόδια που έθετε στο δρόμο τους η αποικιοκρατική συμπεριφορά των περισσότερων Ρώσων εμπόρων, οι άξιοι αυτοί ιεραπόστολοι, με τη βοήθεια του Θεού, κατόρθωσαν να θεμελιώσουν την ορθόδοξη Εκκλησία στην παγωμένη Μεγάλη Χώρα.
Έτσι άρχισε μια πραγματική εποποιία. Οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι, κακοπαθούντες, χλευαζόμενοι και εγκαταλειπόμενοι, αναδείχθηκαν οι μοναδικοί φίλοι και υπερασπιστές των ιθαγενών. Στα πρόσωπά τους, η ορθοδοξία εμφανίστηκε ως γνήσια Εκκλησία, σταυρωμένη αλλά δυνατή, απηλλαγμένη από τα πάθη των δυτικών ιεραποστόλων, που εμφάνισαν στην Αμερική έναν χριστιανισμό σύμμαχο και συνεταίρο κρατικών και οικονομικών συμφερόντων συνοψισμένο στα περίφημα «3Μ» (Missionary = ιεραπόστολος, Military = στρατιωτικός, Merchant = έμπορος).
Τον Ιούλιο του 1796 η Ρωσική Ιερά Σύνοδος ανακήρυξε την Αλάσκα σε υποεπισκοπή του Ιρκούτσκ της Σιβηρίας με πρώτο επίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ. Δυστυχώς, το πλοίο «Φοίνιξ», που μετέφερε τον επίσκοπο και τη συνοδεία του για την ανάληψη των καθηκόντων τους, ναυάγησε και ο επίσκοπος Ιωάσαφ πνίγηκε, μαζί με τους συνοδούς του Μακάριο και Στέφανο.
Από τους ιεραποστόλους του πρώτου κλιμακίου, ο π. Αθανάσιος και ο π. Νεκτάριος επέστρεψαν στη Ρωσία και στην παγωμένη γη απέμειναν οι ιερομόναχοι Ιουβενάλιος και Μακάριος και ο μοναχός Γερμανός. Ο π. Μακάριος εγκαταστάθηκε στη μεγαλύτερη από τις Αλεούτιες Νήσιους, την Ουναλάσκα, όπου έχτισε ναό, βάπτισε 2.500 ιθαγενείς και τέλεσε 536 γάμους.
2. Ο άγιος ιερομάρτυς Ιουβενάλιος
Ο άγιος Ιουβενάλιος, πρωτομάρτυς της Αμερικανικής Ηπείρου, προχώρησε ως μοναχικός οδοιπόρος στο εσωτερικό της Αλάσκας κηρύσσοντας το χριστιανισμό με ταπείνωση και επιτυχία. Πέρασε στον κόλπο Τσεγκάι, όπου ζουν οι Τσουγκάτσοι, και πιο βόρεια, στους Κολόσσους και σε άλλες απομακρυσμένες ινδιάνικες φυλές. Φθάνοντας στις όχθες της λίμνης Ιλιάμινας, το καλοκαίρι του 1796, είχε βαπτίσει μέσα σε δύο χρόνια περίπου 5000 ιθαγενείς.
Εκεί όμως δολοφονήθηκε από ντόπιους σαμάνους (μάγους-ιερείς), ποτίζοντας με το αίμα του την παγωμένη γη της Αλάσκας, αποδεικνύοντας ότι η Εκκλησία είναι αυθεντική όταν θυσιάζεται κι όχι όταν θυσιάζει άλλους στο βωμό της «ευσέβειας» ή οποιωνδήποτε συμφερόντων. Κατά την παράδοση, το σώμα του σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τους εκτελεστές του, οι οποίοι, έντρομοι, έπεσαν πάνω του και το κομμάτιασαν με τα τσεκούρια τους.
3. Ο άγιος Γερμανός
Ο ταπεινός άγιος μοναχός Γερμανός (1756-1836), μένοντας μόνος από την ιεραποστολική ομάδα και βρίσκοντας ενάντιά του τον Μπαρανώφ, το σκληρό νέο διευθυντή της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας (τη «μαύρη σελίδα» της ιστορίας της Εκκλησίας της Αλάσκας), αποσύρθηκε για να μονάσει στο μικρό μοναχικό νησάκι Ελόβυγ (=νησί των ελάτων), που το μετονόμασε σε Νέο Βαλαάμ. Εκεί άσκησε τη νοερά προσευχή κατά την ορθόδοξη παράδοση και, με την ίδια την ταπεινή και οσιακή παρουσία του, έγινε ο μεγάλος πνευματικός πατέρας των Αλεούτων.
Μεγάλος ασκητής, σκληρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους άλλους, γεμάτος αγάπη για το Θεό και όλα τα πλάσματά Του, έζησε στο νησί του προστατεύοντας όπως μπορούσε τους φτωχούς ιθαγενείς, φροντίζοντας τα ορφανά (δημιούργησε ένα μικρό ορφανοτροφείο) και μεταδίδοντας όχι μόνο το ευαγγελικό μήνυμα αλλά και τη χάρη του Θεού, που ξεχείλιζε από μέσα του σαν καταρράκτης. Θαυματουργός και διορατικός, αξιώθηκε σε πλούσια οράματα και έζησε με τη συντροφιά των αγγέλων. Μεσολαβώντας υπέρ των ιθαγενών κατόρθωσε να κερδίσει την εκτίμηση του διαδόχου του Μπαρανώφ, του Ιανόφσκυ, που έγινε πνευματικός μαθητής του και τελικά μοναχός.
Μετά από μια συγκινητική και αγία ζωή, κοιμήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1836 και το σώμα του παρέμεινε άφθαρτο για τουλάχιστον ένα μήνα, περιμένοντας να επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες τη μετάβαση ιερέα στο νησί για τη χριστιανική ταφή του. Η μνήμη του εορτάζεται την ημέρα της κοίμησής του, αλλά και στις 9 Αυγούστου (ημέρα της επίσημης αγιοκατάταξής του το 1970) και στις 13 Δεκεμβρίου.
Προς τιμήν του ιδρύθηκε πριν από λίγες δεκαετίες η Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας στην Πλάτινα της Καλιφόρνιας (από τους π. Σεραφείμ Ρόουζ & π. Γερμανό Ποντμοσένσκυ), που αποτελεί φωτεινό φάρο της ορθοδοξίας στην αμερικάνική ήπειρο. Από την Αδελφότητα ερευνήθηκε και τελικά εκδόθηκε ο συγκλονιστικός βίος του αγίου Γερμανού. Βλ. την ελληνική έκδοση Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, σειρά «Φιλοκαλία των Ρώσων νηπτικών», Αθήνα 1995.
4. Ο άγιος νεομάρτυρας Πέτρος ο Αλεούτος
Ήταν ένας από τους ορθόδοξους Αλεούτους που εργάζονταν στην αποικία της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας στο Fort Ross της Καλιφόρνιας, για τον ανεφοδιασμό των Ρώσων αποίκων και των μελών της Εταιρείας στην Αλάσκα. Η αποικία αυτή έγινε αιτία προστριβών ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ισπανούς κυρίαρχους της Καλιφόρνιας, καθώς οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι οι Ρώσοι εποφθαλμιούν το Σαν Φρανσίσκο.
Έτσι, το 1815 συνέλαβαν περίπου 20 Αλεούτους, από τους οποίους τελικά φυλάκισαν 14, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Πέτρος
(απόσπασμα από το «Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας», μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ό.π., σελ. 38-39).
«…Μιαν άλλη φορά, συνεχίζει ο Γιανόφσκυ, τού ’λεγα (του αγίου Γερμανού) πως οι Ισπανοί αιχμαλώτισαν στην Καλιφόρνια 14 Αλεούτους. Οι Ιησουίτες τους πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή οι Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών του, μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Μετά κομμάτιασαν τα πόδια και τα χέρια του. Το αίμα έτρεχε, ο μάρτυρας όμως υπόμενε κι επαναλάμβανε σταθερά την απάντηση: «Είμαι χριστιανός». Τελικά, από τα βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος, πέθανε.
Την άλλη μέρα οι Ιησουίτες απείλησαν πως θα βασανίσουν το φίλο του με τον ίδιο τρόπο. Την ίδια νύχτα όμως έλαβαν εντολή από το Μόντερεϋ να μεταφέρουν όλους τους αιχμαλώτους Αλεούτους εκεί. Έτσι, την άλλη μέρα, όλοι εκτός από κείνον που θανατώθηκε, έφυγαν. Αυτό μου το διηγήθηκε ο φίλος εκείνου που μαρτύρησε...
Όταν τελείωσα την περιγραφή, ο π. Γερμανός με ρώτησε:
› Ποιο ήταν το όνομα του Αλεούτου;
› Πέτρος, απάντησα, αλλά δε θυμάμαι το επώνυμό του.
Ο Γέροντας σηκώθηκε όρθιος, στάθηκε μπροστά στην εικόνα, έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό του και είπε:
› Άγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε υπέρ ημών.»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἀλάσκας τὸ κλέος, Ἀλεούτων τὸ καύχημα, Πέτρον Νεομάρτυρα θεῖον ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, ὡς σέλας πολικὸν γὰρ ἐν νυκτί, διέλυσεν αἱρέσεων ἀχλύν, μαρτυρίῳ ἐκκοπῆς τε χειρῶν ποδῶν, ὁμολογίας στέφανος· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σε ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ ταπεινώσαντι διὰ σου ψεύδους τὴν ἔπαρσιν.
5. Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωφ
Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωφ γεννήθηκε το 1802 στην Ουναλάσκα, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Αλεούτια. Μεγαλώνοντας, αγαπώντας τη μόρφωση και φλεγόμενος από χριστιανική πίστη, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας και επέστρεψε στο λευκό ιεραποστολικό αγρό της γενέτειράς του, για να εργαστεί κι αυτός για τους συμπατριώτες του.
Στην Αλάσκα διακόνησε τριάντα έξι χρόνια, αντιμέτωπος με τις σκληρές συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και τους σαμάνους, που έκαναν τα πάντα για να τον εμποδίσουν. Ταξίδεψε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, μέχρι τη φυλή των Γιουπίκ, που ζούσαν στην κάτω κοιλάδα του ποταμού Γιούκωνος. Είναι ο πρώτος ιεραπόστολος που διείσδυσε τόσο βαθιά, μετά τον άγιο Ιουβενάλιο. Δεν κήρυξε μόνον, αλλά φρόντισε για τη μόρφωση και την κοινωνική ζωή των ιθαγενών, προσφέροντάς τους παράλληλα και τα χριστιανικά μυστήρια, και μάλιστα της εξομολόγησης και της θείας ευχαριστίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση, στην τοπική γλώσσα, της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών βιβλίων.
Μετά από πολλές περιπέτειες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στη Σίτκα στις 26 Ιουλίου του 1865 και κατατάχθηκε επίσημα στους αγίους της ορθοδοξίας το 1994.
6. Ο μέγας ιεραπόστολος της Αλάσκας άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ
Ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ είναι ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της ορθοδοξίας. Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Σιβηρίας το 1797, και το όνομά του ήταν Ιωάννης. Ορφάνεψε μικρός, αλλά τον προστάτευσε ο θείος του, ο ιερομόναχος Δαβίδ, που του εξασφάλισε και μια θέση στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Εκεί επιδόθηκε στη μάθηση, αλλά και στις πρακτικές τέχνες: έγινε μαραγκός, μηχανικός, σιδηρουργός και ωρολογοποιός. Το 1817 νυμφεύθηκε, χειροτονήθηκε διάκονος και το 1821 ιερέας και διορίστηκε στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Ιρκούτσκ.
Το 1823 απεστάλη από τον επίσκοπο Ιρκούτσκ Μιχαήλ στην Αλάσκα, ως μέλος της ιεραποστολής. Τον συνόδευαν ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Η δράση του στην Αλάσκα ήταν μνημειώδης. Ίδρυσε σχολεία, ιατρεία, ναούς και ταξίδεψε σε κάθε γωνιά για να γνωρίσει τους ιθαγενείς, να τους συμπαρασταθεί και να τους μεταδώσει το ευαγγελικό μήνυμα. Οι ιθαγενείς τον εκτίμησαν απεριόριστα κι εκείνος έζησε σαν ένας απ’ αυτούς και μοιράστηκε τις δύσκολες συνθήκες της ζωής τους, σεβόμενος τον πολιτισμό τους και συμμεριζόμενος τις κακουχίες τους.
Έγραψε, μεταξύ άλλων: Σημειώσεις επί των νήσων της περιοχής Ουναλάσκα, Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεούτων που ζουν στα νησιά, Παρατηρήσεις επί των Αλεούτων και Κουσιανών της Άτκα, Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Κολουσκανών και των Κοντιάκων, και (στη γλώσσα των Αλεούτων, της οποίας επινόησε και το αλφάβητο) Υπόδειξη του δρόμου προς τη βασιλεία των ουρανών (έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από την ιερά μητρόπολη Νικοπόλεως με τον τίτλο Ο δρόμος προς τη βασιλεία των ουρανών). Συνέταξε επίσης γραμματική της γλώσσας των Αλεούτων και αλεουτο-ρωσικό λεξικό.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1838 η πρεσβυτέρα Αικατερίνα πέθανε. Είχαν πλέον επτά παιδία: τον Ιννοκέντιο, το Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Το 1840 ο π. Ιωάννης έγινε μοναχός με το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ και στις 13 Δεκεμβρίου η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε επίσκοπο Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλεουτίων Νήσων με έδρα τη Σίτκα. Ως επίσκοπος επιδόθηκε ακόμη θερμότερα στην ιεραποστολή, με κύριο μέλημα την ίδρυση σχολείων. Το 1850 το ποίμνιό του αποτελείται από 15.000 ψυχές.
Στη συνέχεια μετατίθεται στη Σιβηρία και αναπτύσσει ιεραποστολική και κοινωνική δράση σε περιοχές υποδουλωμένες από τους Κινέζους. Το 1860 ευλόγησε το νεαρό ιερομόναχο Νικόλαο Καζάτκιν (σήμερα άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας), που πέρασε και τον συνάντησε πηγαίνοντας στην Ιαπωνία για ιεραποστολή.
Το 1867 ή 68 ο άγιος ζήτησε από το μητροπολίτη Μόσχας άγιο Φιλάρετο να του επιτρέψει να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Όμως ο άγιος Φιλάρετος κοιμήθηκε ξαφνικά και η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε διάδοχό του τον άγιο Ιννοκέντιο! Στη σπουδαία νέα του θέση ο άγιος διέπρεψε για μια ακόμη φορά, δείχνοντας μεγάλη ποιμαντική αλλά και κοινωνική μέριμνα. Φρόντισε επίσης και για την Αλάσκα, ιδρύοντας μια Ανεξάρτητη Αλεουτιανή Επισκοπή με έδρα τον Άγιο Φραγκίσκο.
Ο άγιος Ιννοκέντιος κοιμήθηκε το 1879 και τάφηκε στη λαύρα της Αγίας Τριάδας του αγίου Σεργίου, δίπλα στο μητροπολίτη Φιλάρετο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Μαρτίου, καθώς και στις 12 Δεκεμβρίου, μαζί με τους άλλους αγίους της Αλάσκας.
7. Αγία Όλγα της Αλάσκας, η Μαία
Η πρεσβυτέρα Olga Michael, ήταν σύζυγος του πρωθιερέως Νikolai. Ο Michael από το χωριό Kwethluk κοντά στον ποταμό Kuskokwim της Αλάσκας. ’Οπως γράφει στο βιβλίο του «Ορθόδοξη Αλάσκα» ο ιερέας Michael Oleksa: «δεν είχε ένα φυσικό παρουσιαστικό επιβλητικό». Γέννησε 8 παιδιά, πολλά από τα οποία χωρίς τη βοήθεια μιας μαμής. Όσο ο ιερέας-σύζυγός της βρισκόνταν στις ενορίες του, η πρεσβυτέρα Όλγα φρόντιζε την οικογένειά της και βοηθούσε και τους άλλους. Σε κάποιες στιγμές θύμιζε την ιστορία της Ταβιθά (Πράξεις των Αποστόλων) αφού: «δεν έραβε μόνο τα άμφια του π.Νικολάου και γούνες μπότες, γάντια, για τα παιδιά, αλλά δεν υπήρχε φίλος ή γείτονας που να μην έχει κάτι φτιαγμένο, ειδικά για εκείνους, από τα χέρια της.
Ενορίες οι οποίες βρισκόνταν εκατοντάδες μίλια μακρυά δεχόνταν από εκείνην ως δώρο τα mukluk (παραδοσιακά παπούτσια) για να τα πουλήσουν, ή δωρεές για νεόκτιστους ναούς. Δεν υπήρχε ιερέας που να μην έχει γάντια ή μάλλινες κάλτσες φτιαγμένες από τα χέρια της. Εκτός από τις άλλες ασχολίες της (όπως το να φτιάχνει τα πρόσφορα) είχε αποστηθήσει πολλούς ύμνους των μεγάλων εορτών στα Yup’ik,την μητρική της γλώσσα.
Επέζησε κατά θαυμαστό τρόπο όταν αρρώστησε από καρκίνο και όλα φαινόνταν χαμένα (τελικά πέθανε αργότερα όταν ξανααρρώστησε) και ετοιμάστηκε με πολύ θάρρος και πίστη για την κοίμηση της στις 8 Νοεμβρίου 1979. Φαινόνταν ότι το χιόνι και ο παγωμένος ποταμός (συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο για την περιοχή) θα εμπόδιζαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην κηδεία της.
Κατά περίεργο όμως για την εποχή τρόπο, άρχισε να φυσάει ένας νότιος άνεμος ο οποίος άρχισε να λιώνει το χιόνι και τον πάγο και έτσι πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν στο Kwethluk.
Εκατοντάδες πιστοί γέμισαν τον ναό αυτήν την υπέροχη (σαν ανοιξιάτικη) ημέρα. Βγαίνοντας από τον ναό,η λιτανεία συνοδεύτηκε από ένα σμήνος πουλιών,αν και αυτήν την περίοδο του χρόνου τα πουλιά είχαν μεταναστεύσει νότια. Τα πουλιά πέταξαν κυκλικά πάνω από το φέρετρο της μεχρι που την έβαλαν μέσα στον τάφο. Το έδαφος-παγωμένο κατά κανόνα αυτήν την εποχή-σκαβόνταν εύκολα, λόγω του λιώσιμου του πάγου. Το βράδυ, αφού τελείωσε το τραπέζι της συγχώρησης, ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσάει, το ποτάμι πάγωσε, ο χειμώνας ξαναγύρισε. Ήταν σαν να άνοιξε η ίδια η γη για να δεχτεί αυτήν την γυναίκα. Η φύση συμμετείχε και αυτή στην δοξολογία του Θεού από τον πιστό λαό του.
Ωστόσο όχι μόνο η ιστορία της αλλαξε την ζωή κάποιων ανθρώπων,αλλά και οι θαυμαστές παρουσίες της. Μια γυναίκα η οποία κατάγεται από το Kwethluk, αλλά τώρα κατοικεί στην Αριζόνα είδε στον ύπνο της την πρεσβυτέρα Όλγα, η οποία την καθυσύχαζε λεγοντάς της ότι η μητέρα της είναι καλά επειδή θα ακολουθήσει την πρεσβυτέρα Όλγα σε έναν τόπο φωτεινό και χαρούμενο. Η γυναίκα δεν γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και την είχαν μεταφέρει στο Anchorage και ότι μετά από λίγο θα πέθαινε. Την επόμενη ημέρα έλαβε τα νέα για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόνταν η μητέρα της.
Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την Αριζόνα στην Αλάσκα, επαναλαμβάνοντας της τα λόγια της πρεσβυτέρας Όλγας σχετικά με το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατό της. Η γυναίκα πέθανε ειρηνικά χωρίς η κόρη της να λυπηθεί και να αντιδράσει υπερβολικά λόγω των όσων της είχε πει η πρεσβυτέρα.
Μια άλλη γυναίκα, μόλις είδε την φωτογραφία της αισθάνθηκε μια ψηλαφητή παρουσία, γεμάτη στοργή και αγάπη.
Η πιο λεπτομερής μαρτυρία όμως έρχεται από μία γυναίκα ορθόδοξη η οποία για πολλά χρόνια υπέφερε εξαιτίας κάποιας σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί στα παιδικά της χρόνια:
«Μια ημέρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή μου όταν ξαφνικά θυμήθηκα κάτι τρομακτικό για εμένα. Άρχισα να προσεύχομαι στην Παναγία να με βοηθήσει και να με ελεήσει.Σταδιακά άρχισα να νομίζω ότι βρίσκομαι σ’ένα δάσος και φοβόμουν λίγο. Σύντομα αισθάνθηκα μέσα από το δάσος μια λεπτή αύρα και έπειτα ένα άρωμα φρεσκοσκαμμένου κήπου. Είδα την Παναγία έτσι όπως ήταν ντυμένη στην εικόνα αλλά πιο ψηλαφητή και πιο φωτεινή να έρχεται προς εμένα. Όσο πλησίαζε πρόσεξα ότι κάποιος περπατούσε πίσω της. Έκανε στην άκρη και έδειξε προς μία κοντή γυναίκα το πρόσωπο της οποίας εξέπεμπε σοφία.
› Ποιά είναι αυτή; ρώτησα
› Η Παναγία απάντησε η Αγία Όλγα.
H Αγία Όλγα μου είπε να την ακολουθήσω. Ακολουθήσαμε έναν δρόμο μακρύ μέχρι που τα δέντρα τελείωσαν. Φτάσαμε σ’έναν λοφίσκο όπου σε μια μεριά υπήρχε μία πόρτα. Μου έκανε σημάδι να καθήσω κάτω,ε νώ εκείνη άνοιξε την πόρτα εκείνη και μπήκε μέσα. Μετά από λίγο βγήκε κάπνος από την κορυφή του λόφου .Η Αγ.Όλγα βγήκε κρατώντας τσάι από βότανα. Καθήσαμε και οι δύο κάτω και αρχισαμε να πίνουμε το τσάι, ενώ ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό μας. Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά και πήγα μέσα για να ξαπλώσω. Η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή όπου έπρεπε να σκύψω,σαν για να προσευχηθώ.
Στο εσωτερικό μέρος του λόφου ήταν ζεστά και πολύ ήσυχα. Από το άνοιγμα στην κορυφή του λόφου μέσα από ένα δοχείο έβγαινε ένα φως απαλό, ιλαρό. Όλα γύρω μου ήταν πολύ τρυφερά, κυρίως η Αγία Όλγα. Εκείνο το σπίτι μύριζε ρίγανη ανακατεμένη με πεύκο και τριαντάφυλλο. Η Μητερούλα Όλγα με βοήθησε να ανασηκωθώ σ’ένα είδος κρεβατιού, όπου έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βρύα και βότανα. Ήμουν εξαντλημένη και ξάπλωσα. Η Αγία Όλγα γύρισε προς τη λάμπα και ζέστανε κάτι το οποίο μου το άπλωσε στην κοιλιά. Έδειχνα σαν να είμαι έγκυος πέντε μηνών (δεν ήμουν έγκυος τότε). Άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού. Ήμουν λίγο φοβισμένη. Η Αγία Όλγα με έπιασε απαλά από το χέρι, κάθισε δίπλα μου και προσποιούνταν ότι συμμετέχει και αυτή στον τοκετό ,δείχνοντας μου τι να κάνω και πως να αναπνέω. Δεν έλεγε τίποτα. Με βοήθησε να βγάλω κάτι και το τοποθέτησε πάνω στο ξύλινο κουτί με τα βρύα. Ήμουν πολύ κουρασμένη και άρχισα να κλαίω από ανακούφιση.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μίλησε καθόλου, αλλά τα μάτια της εξέφραζαν πολύ τρυφερότητα και κατανόηση. Σηκωθήκαμε και ήπιαμε λίγο τσάι. Την ώρα που πίναμε η Αγία Όλγα άρχισε να γίνετε ένα με το φως του δωματίου. Το πρόσωπο της ήταν σαν ηλιακός δίσκος ή ο ήλιος έβγαινε κάτω από το δέρμα της. Ήμουν τόσο εκπληκτη που δεν έδωσα σημασία σε άλλες λεπτομέρειες. Το βλέμμα της έμοιαζε με της μητέρας που καλωσορίζει το νεογέννητο μωρό της. Φαινόνταν σαν να στάζει με τα μάτια της τρυφερότητα μέσα μου. Δεν τρόμαξα παρότι την περίοδο εκείνη δεν γνώριζα για το θείο φως που εκπέμπουν οι ανθρώποι χάρη στην αγάπη τους προς τον Θεό. Το κατάλαβα αργότερα όταν διάβασα τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Τωρα πια γνωρίζω ότι τις στιγμές εκείνες θεραπευόνταν μέσα μου κάποιες παλιές πληγές. Μου ξαναέδωσε τη ζωή που μου είχαν κλέψει, μια ζωή που τώρα ήταν προσδιορισμένη από την αγάπη και την ομορφιά του Θεού. Μετά από λίγο διάστημα αισθάνθηκα να γεμίζει η ψυχή μου με ένα αίσθημα ειρήνης,σαν να ήταν η ψυχή μου ένα εγκαταλελειμένο μωρό που έκλαιγε και είχε επιτέλους βρει μια παρηγοριά.. Ακόμη και τώρα που γράφω για αυτό το αίσθημα ειρήνης και το ζήλο για ζωή που με είχε καταλάβει, κλαίω από χαρά και ευλάβεια. Μόνο μετά από αυτό άρχισε να μιλάει η οσία μητέρα Όλγα. Άρχισε να μου μιλάει για το Θεό και για τους ανθρώπους που διαλέγουν τον κακό δρόμο. Μου είπε ότι οι άνθρωποι που με πλήγωσαν βιάζοντάς με, νόμιζαν ότι θα φέρω πάνω μου όλην την κακία τους. Τότε μου είπε αποφασιστικά:
› Αυτό είναι ψέμματα. Μόνο ο Θεός μπορεί να απομακρύνει το κακό. Το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βάλουν μέσα σου ήταν ο σπόρος της ζωής, ο οποίος είναι η δημιουργία του Θεού και δε μπορεί να μολύνει κανέναν.
Αυτό που είχα μαζέψει εγώ μέσα μου ήταν ο φόβος, ο πόνος,η ντροπή που αισθανόμουν. Περάσαμε λοιπόν μαζί τον τοκετό και τα έβγαλα όλα αυτά από μέσα μου! Έκαψε λίγο χορταράκι πάνω στην φλόγα και ο καπνός κατευθύνθηκε προς τον Θεό, ο οποίος είναι ο δικαστής αλλά και αυτός που συγχωρεί. Από αυτό το «λιβάνι» κατάλαβα ότι δεν ήταν δουλειά δική μου να φέρω πάνω μου τις αμαρτίες αυτών των ανθρώπων, αλλά του Θεού. Τι πλούτος,να γεύεσαι τη σωτηρία του Θεού. Στο τέλος βγήκαμε μαζί έξω.Υπήρχαν τόσα πολλά τα αστέρια που απλωνόνταν στο άπειρο.
Ο ουρανός έλαμπε και κύματα φωτός κινούνταν (είχα δει πολλές φωτογραφίες με το πολικό φως,αλλά δεν ήξερα ότι κινείται). Ή η πρεσβυτέρα Όλγα μου το είπε ή και οι δυο το αισθανθήκαμε, δεν θυμάμαι, ότι αυτό το φως είναι η υπόσχεση ότι ο Θεός μπορεί μέσα από τη βαθειά δυστυχία να φτιάξει κάτι το εξαιρετικά όμορφο. Για μένα ήταν η απόδειξη ότι είχα θεραπευτεί, επειδή τη θέση της δυστυχίας που αισθανόμουν μέσα μου και την οποία είχα κρύψει πίσω από τη ντροπή και τον πόνο την είχε πάρει η ευτυχία και η ομορφιά».
Τι θα καταλάβουμε από αυτήν την διήγηση; Το λιγότερο ότι η αγία πρεσβυτέρα Όλγα κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ζωή πολλών ομοεθνών της γυναικών. Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τη συνείδηση ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις Αυτού», η ευλάβεια προς αυτήν απλώνεται και πέρα από τα σύνορα. Η πρεσβυτέρα Όλγα ήταν μαία γι’αυτό και να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης. Ακριβώς στον ρόλο της προστάτιδας αυτών που έχουν κακοποιηθεί, κυρίως σεξουαλικά, ο Θεός δια μέσου της πρεσβυτέρας Όλγας να θέλει να μετατρέψει την κατάρα σε ευλογία.
Μία μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα που διακρίθηκε τόσο στα Ιωάννινα όσο και στην ακριτική Κόνιτσα, αφήνοντας μέχρι τις μέρες μας ανεξίτηλη την αξία της, ήταν ο μακαριστός μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός Οικονομίδης (1922-1994).
Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον τιμημένους ἁγίους της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοὶ στὶς περιστάσεις ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔχει ἡ Κέρκυρα, ὅπως ἡ Ζάκυνθος ἔχει τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Διονυσίου κ᾿ ἡ Κεφαλληνία τὸν ἅγιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου στὸ νησὶ τῆς Κύπρου, ἀπὸ γονιοὺς φτωχούς. Γι᾿ αὐτὸ στὰ μικρὰ χρόνια του ἤτανε τσομπάνης καὶ φύλαγε πρόβατα. Ἤτανε πολὺ ἁπλὸς στὴ γνώμη σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς κάνει μαθητές του. Σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, παντρεύθηκε, καὶ μετὰ χρόνια χήρεψε, καὶ τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, ποὺ τὸν κάνανε ἐπίσκοπο σὲ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθοῦντα, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Παίρνοντας αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμα ἔγινε ἀκόμα ἁπλούστερος καὶ ταπεινός, καὶ ποίμανε τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐστηρότητα ὡσὰν ὑπεύθυνος ὅπου ἤτανε γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ εἶχε τέτοια καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νὰ κάνει πολλὰ θαύματα, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε θαυματουργός.
Μὲ τὴν προσευχή του μάζευε τὰ σύννεφα κ᾿ ἔβρεχε σὲ καιρὸ ξηρασίας, γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, τιμωροῦσε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε μὲ κάποιους μαυραγορίτες ποὺ γκρέμνισε τὶς ἀποθῆκες ποὺ φυλάγανε τὸ σιτάρι, ἐνῶ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα, καὶ καταπλακωθήκανε μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι: «καὶ μελετώμενον λιμὸν παρὰ τῶν σιτοκαπήλων, ἔλυσε, συμπεσουσῶν αὐτοίς, τῶν ἀποθηκῶν αἷς τὸν σίτον συνέσχον». Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐζοῦσε μὲ τόση φτώχεια, ποὺ σὰν πῆγε κάποτε ἕνας φτωχὸς νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του, δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει τίποτα, καὶ μὲ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα φίδι ποὺ βρέθηκε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ ἕλιωσε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος του. Ἄλλη φορὰ πάλι ἔγινε κατακλυσμός, καὶ τὰ ποτάμια ξεχειλίσανε καὶ πλημμύρισε ἡ χώρα, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε καὶ τραβήξανε τὰ νερὰ καὶ στέγνωσε ὁ νεροπατημένος τόπος. Γιάτρεψε καὶ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ κάποια ἀγιάτρευτη ἀρρώστια, ἕνα διάκο ποὺ βουβάθηκε τὸν ἔκανε καλά, κακοὺς καὶ πλεονέκτες ἀνθρώπους ἐτιμώρησε μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ πλῆθος ἄλλα θαύματα ἔκανε, ὥστε νὰ τὸν φοβοῦνται οἱ ἄδικοι κ᾿ οἱ ἀδικημένοι νὰ τὸν ἔχουνε γιὰ προστάτη καὶ καταφύγιο. Ἀλλὰ πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ συμπάθεια στοὺς ἁμαρτωλούς, γι᾿ αὐτὸ κάποιοι κλέφτες ποὺ πήγανε μία νύχτα νὰ κλέψουνε πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του, ποὺ τὴ συντηροῦσε γιὰ νὰ βοηθᾶ τοὺς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καὶ δὲν μπορούσανε νὰ φύγουνε, καὶ πιάσανε καὶ φωνάζανε νὰ τοὺς ἐλεήσει. Κι᾿ ὁ ἅγιος ὄχι μοναχὰ τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους, ἀλλὰ τοὺς χάρισε κ᾿ ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τοὺς εἶπε, εἴχανε κακοπαθήσει ὅλη τὴ νύχτα, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε νἆναι καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τοὺς χωρὶς νὰ μάθει τίποτα ἡ ἐξουσία γιὰ τὴν κλεψιὰ ποὺ θέλανε νὰ κάνουνε. Προέλεγε δὲ καὶ ὅσα ἤτανε νὰ γίνουνε μὲ ἀκρίβεια, ὥστε νὰ τὸν θαυμάζει ὁ κόσμος σὰν ἕνα ὑπεράνθρωπο πρόσωπο, ἀφοῦ ἀπὸ τσομπάνης ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοιο ὕψος. Καὶ στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἤτανε κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στοὺς τριακοσίους δέκα ὀκτὼ θεοφόρους πατέρας καί, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν γνώριζε γράμματα, ἀποστόμωσε τὸν αἱρεσιάρχην Ἄρειο ποὺ ἤτανε ὁ πιὸ σπουδασμένος στὰ γράμματα ἀπὸ ὅλους τοὺς δεσποτάδες.
Ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ ἔζησε δὲν ἔπαψε νὰ κάνει θαύματα. Τὸ μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ μαρτύρησε σὲ ποιὸ μέρος εἶχε φυλάξει τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, καὶ πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στὸν ἅγιο μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἕνα παιδάκι καὶ τῆς πέθανε, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα πολλὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ἤτανε οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνωρίζανε, στὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀνάστησε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἡ μητέρα του σὰν τὸ εἶδε ζωντανό, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ τῆς πέθανε ἡ ἴδια. Κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καὶ τὴ γυναίκα.
Αὐτὰ τὰ μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στὸν κόσμο, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ζωντας ἀκόμα, τιμήθηκε σὰν ἅγιος καὶ θαυματουργός. Καὶ ἕως τώρα κάνει πολλὰ θαύματα τὸ σκήνωμά του ποὺ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν Κερκυραίων.
Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι ποὺ τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τοὺς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καὶ ποὺ ἔλεγε τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε «Καὶ τῷ πνεύματί σου» ἀντὶ τῶν ψαλτάδων, καὶ τὸν περιέλουζε κάποια ὑπερφυσικὴ φωτοχυσία.
Μὲ τέτοια ἀγγελικὴ πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ᾿ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ποιμαίνοντας τὰ λογικὰ πρόβατα, μετέστη πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρὸ στὴν Τριμυθοῦντα κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πήγανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐβάλανε στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου φυλαγότανε τὰ ἅγια λείψανα πολλῶν ἁγίων. Κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ποὺ τὸν λέγανε Βούλγαρη, κι᾿ αὐτὸς μὲ μεγάλα βάσανα καὶ κόπους τὸ ἔφερε ἕως τὴν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σὲ τσουβάλια, κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πέρασε μ᾿ ἕνα καΐκι στὴν Κέρκυρα ποὺ τὴν κρατούσανε οἱ Βενετσιάνοι, κι᾿ ἀπὸ τότε βρίσκεται σ᾿ αὐτὸ τὸ νησί, ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν καιρό, μὲ ὅλο ὅπου περάσανε 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Στὸ κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μὲ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν βγάζουνε σὲ λιτανεία δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τὸ ἱερὸ σκήνωμα σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τὸ θεωροῦνε θησαυρὸ τοῦ νησιοῦ τους. Τὸν καιρὸ ποὺ δούλεψα στὸ Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας γνώρισα τὸν πάπα-Βούλγαρη, ποὺ ἤτανε ἐφημέριος του ναοῦ, κατὰ κληρονομικὸ δικαίωμα, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα. Τὸ ἅγιο λείψανο θαυματουργεῖ πάντα ἕως σήμερα σὲ ὅποιους ἐπικαλεσθοῦνε μὲ πίστη τὸν ἅγιο.
Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ διχαλωτὸ κοντὸ ἄσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορῶν σκοῦφον». Ὁ σκοῦφος του εἶναι παράξενος, σὰν κινέζικος, μυτερὸς στὴν κορυφή. Δὲν ζωγραφίζεται ποτὲ ξεσκούφωτος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἀπάνω σὲ σανίδι εἴτε σὲ τοῖχο σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνὰ στὸ ἅγιο Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο καὶ Γρηγόριο κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα. Στὸ χαρτὶ ποὺ βαστᾶ εἶναι γραμμένο: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν».
Ἡ ὑμνολογία μας τὸν στόλισε μὲ τὰ ἀμάραντα ἄνθη της, ποὺ πολὺ λίγοι ἀπὸ μᾶς τὰ μελετήσανε γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἀληθινὰ εἶναι ἀμάραντα.
«Χαίροις ἀρχιερέων κανών, τῆς Ἐκκλησίας ἀδιάσειστον ἔρεισμα· τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ τῶν θαυμάτων πηγή, τῆς ἀγάπης ρεῖθρον μὴ κενούμενον...». «Πράος καὶ κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ὁ ταῖς νευραὶς τῶν σοφῶν καὶ ἁπλῶν σου λόγων, θείᾳ χάριτι, ἐχθρὸν τὸν παμπόνηρον καὶ παράφρονα Ἄρειον ἐναποπνίξας, καὶ τὸ δόγμα τὸ ἔνθεον καὶ σωτήριον ἀνυψώσας ἐν Πνεύματι...». «Ἐκ ποιμνίων ὥσπερ τὸν Δαυΐδ, σὲ ἀναλαβόμενος ὁ Πλαστουργός, λογικῆς ποίμνης ἔθετο ποιμένα πανάριστον, τὴ ἁπλότητι καὶ πραότητι λάμποντα καὶ τὴ ἀκακία, ὅσιε, Ποιμὴν καλλωπιζόμενον». «Μωυσέως τὸ ἄπλαστον, Δαυῒδ τὸ πρᾶον, Ἰὼβ τοῦ Αὐσίτιδος τὸ ἄμεμπτον κτησάμενος, τοῦ Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Ἱερώτατε: Ὁ ὧν εὐλογημένος καὶ ὑπερένδοξος». «Σὲ ἐξ ἀλόγου ποίμνης μετήγαγεν εἰς λογικὴν τὸ Πνεῦμα, πνευματοφόρε, ὡς τὸν Μωσέα καὶ Δαυῒδ ὧν ἐμιμήσω τὸ πράον, Σπυρίδων, φῶς οἰκουμένης». Τὸ ἀπολυτίκιον λέει: «Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων, πατὴρ ἡμῶν. Διὸ νεκρὰ Σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας Σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς Σοι, Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ Σοῦ πᾶσιν ἰάματα».
Πηγή: (του Φώτη Κόντογλου ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996), http://users.uoa.gr/~nektar/
Ο Όσιος Πατήρ ημών Δανιήλ, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λέοντος Α΄του Μεγάλου (457-474), του επικαλουμένου Μακέλλη. Καταγόταν από τη Μεσοποταμία της Συρίας, από την περιφέρεια των Σαμοσάτων. Ο πατέρας του Ηλίας και η μητέρα του Μάρθα ήταν προηγουμένως άτεκνοι και είχαν γι' αυτό μεγάλη θλίψη. Μη μπορώντας η Μάρθα να υποφέρει άλλο από την πολύχρονη στείρωση, βγήκε τα μεσάνυχτα κρυφά από την οικία της. Ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, και προσευχόμενη με δάκρυα πολλά έλεγε στον πολυεύσπλαχνο Θεό:
«Δέσποτα και βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ έπλασες τον άνθρωπο, αρσενικό και θηλυκό, προστάζοντας τους ν' αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρακαλώ την ευσπλαχνία σου, παντοδύναμε, λυπήσου με την ανάξια. Λύσε τη στείρωση της κοιλίας μου, δίνοντας και σε μένα τεκνογονία. Χάρισέ μου ένα παιδί, όπως χάρισες στη Σάρρα, στα γηρατειά της, τον Ισαάκ, στην Άννα το Σαμουήλ και στην Ελισάβετ τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το παιδί που θα γεννήσω, όπως έκαμε και η Άννα».
Αφού τέλειωσε την προσευχή της, μπήκε μέσα στην οικία της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει σε όραμα ότι κατέβηκαν από τον ουρανό κάτι φωτεινά σημεία σαν δίσκοι στρογγυλοί και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της. Ίσως αυτό να σήμαινε την αγιότητα του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί. Γιατί μετά το όραμα συνέλαβε και γέννησε το μακάριο Δανιήλ.
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
Όταν έφθασε το παιδί στα πέντε του χρόνια, το πήγαν οι γονείς του σε μοναστήρι και το αφιέρωσαν στο Θεό, όπως υποσχέθηκαν. Ο ηγούμενος όμως δεν το δέχτηκε στη μονή μέχρι που να μεγαλώσει και να αναχωρήσει από τον κόσμο με την θέληση του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτο και δόξα και κοσμικές απολαύσεις για την αγάπη του Δημιουργού του. Πήγε σ' ένα κοινόβιο και πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα τον παρακαλούσε να τον κουρεύσει μοναχό. Ο ηγούμενος όμως βλέποντας τον πολύ νεαρό δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να υποφέρει την κακοπάθεια και προσπαθούσε να τον εμποδίσει γιατί ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Τον συμβούλευε να περιμένει ακόμα λίγο καιρό για να μπορέσει να αντέχει στην άσκηση, τη νηστεία και την αγρυπνία. Αλλά ο Δανιήλ του απάντησε:
› Και εγώ πάτερ μου, για τους λόγους αυτούς θέλω να γίνω μοναχός. Για να απαρνηθώ τα του κόσμου, και να ζήσω με το Χριστό.
Προσπάθησε ο ηγούμενος ξανά με διάφορα λόγια να τον εμποδίσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τους αδελφούς της μονής, που όταν είδαν την τόση προθυμία του παιδιού, συγκατατέθηκαν και έμεινε ο Δανιήλ στη συνοδεία τους. Ήταν από την αρχή ο μακάριος, ασκητικότατος, και μέρα με τη μέρα προόδευε στην αρετή. Όταν έμαθαν την ενάρετη ζωή του οι γονείς του χάρηκαν πολύ. Πήγαν στο μαναστήρι και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να τον κάμει μοναχό μπροστά τους. Δεν τους αρνήθηκε ο ηγούμενος. Τον κούρεψε μοναχό, αλλά τους παράγγειλε να μην έρχονται συχνά στο μοναστήρι.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟ ΣΤΥΛΙΤΗ
Ύστερα από πολλά χρόνια κοινοβιακής ζωής πεθύμησε ο θειότατος να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Ήθελε ακόμα να δει και τον περίφημο Συμεών το Στυλίτη, να πάρει την ευλογία του. Γι' αυτό ζήτησε από τον Γέροντα άδεια να φύγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αφήσει. Ύστερα όμως δέχτηκε, γιατί ήταν ανάγκη να πάει για κάτι εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Αντιόχεια, και πήρε με τους άλλους αδελφούς, και τον Δανιήλ στη συνοδεία του. Αφού άφησαν πίσω τους πολλούς τόπους έφτασαν και στο χωριό Τελλαδάν, όπου ασκήτευε ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Όταν πλησίασαν στο στύλο εντυπωσιάστηκαν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα σε τόση στέρηση, σε τόσο ύψος. Και υπέμενε ο γενναίος αυτός ασκητής τη ψύχρα του χειμώνα, τον καύσωνα του καλοκαιριού, τη μανία των ανέμων και τη δριμύτητα των βροχών. Βλέποντας τον ο Δανιήλ όχι μόνο θαύμαζε αλλά «θείω ζήλω» κινούμενος ήθελε να τον μιμηθεί. Όταν μετά οι αδελφοί φώναξαν προς τον Όσιο και τον χαιρέτισαν, έσκυψε ο ευλογημένος το κεφάλι του, από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλλουν μια σκάλα που είχε εκεί κοντά, για ν' ανέβουν. Ο Δανιήλ μόλις άκουσε την πρόσκληση, έτρεξε πρόθυμα. Ανέβηκε τη σκάλα και όταν έφτασε στον Όσιο, τον ασπάστηκε με ευλάβεια. Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε τη μέλλουσα αρετή του λέγοντας:
› Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλούς πόνους πρόκειται να υπομείνεις για τον Κύριο. Ο Θεός θέλει να σου δώσει δύναμη και βοήθεια να νικήσεις το ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους.
ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του οσίου Συμεών, έφυγε ο Δανιήλ με τους άλλους αδελφούς. Σε λίγο καιρό ο ηγούμενος κοιμήθηκε και μη έχοντας Γέροντα, διάλεξαν σαν τον πιο ενάρετο, το Δανιήλ. Αυτός όμως έχοντας το νου του αδιάλειπτα ενωμένο με την προσευχή, αρνήθηκε το αξίωμα του ηγουμένου. Αλλά οι μοναχοί, που τον γνώριζαν σαν ασφαλή οδηγό τον πίεζαν να δεχτεί. Αυτός όμως έφυγε κρυφά και πήγε στον αγαπημένο του Συμεών.
Αφού έμεινε μαζί του λίγες μέρες, του ζήτησε ευλογία να πάει στα Ιεροσόλυμα πρώτα να προσκυνήσει και μετά να κατοικήσει μέσα στην έρημο. Ο Όσιος Συμεών τον εμπόδιζε, λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος από τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο νέος όμως εμπυρωμένος από το Θείο έρωτα, δεν υπάκουσε. Αλλά ξεκίνησε αμέσως την πεζοπορία έχοντας τις ελπίδες του στο Θεό. Ενώ περπατούσε συνάντησε ένα μοναχό με κάτασπρα γένια που έμοιαζε πολύ με τον Όσιο Συμεών. Τον ρώτησε ο μοναχός προς τα πού πήγαινε και ο Δανιήλ του απάντησε:
› Εάν θέλει ο Θεός στα Ιεροσόλυμα.
Τότε του λέγει ο κατάλευκος Γέροντας:
› Καλά είπες, αν θέλει ο Θεός. Μάθε όμως ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσεις τη ζωή σου σε κίνδυνο. Δεν άκουσες την ταραχή και τη σύγχιση που επικρατούν εκεί;
Και ο Δανιήλ του απάντησε:
› Το άκουσα, αλλά έχω την ελπίδα μου στο Θεό, και ελπίζω ότι δε θα μου τύχει κανένα κακό.
Όταν είδε ο Γέροντας την επιμονή του, του είπε με σοβαρότερο ύφος:
› Άκουσε τα λόγια μου και είναι για το συμφέρον σου παιδί μου. Προς το παρόν μην πας εκεί. Πήγαινε στο Βυζάντιο να προσκυνήσεις τις πολλές εκκλησίες και να δεις ιερά και άξια πράγματα. Εάν έχεις πόθο να ησυχάσεις, πήγαινε στη Θράκη ή στον Πόντο. Μη νομίζεις ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο απεριόριστος Θεός. Είναι πανταχού παρών.
Και ενώ συνομιλούσαν ο δρόμος τούς έβγαλε σ' ένα μοναστήρι. Ο νέος ρώτησε τον Γέροντα εάν ήθελε να παραμείνουν εκεί μέχρι την επομένη. Του λέγει ο Γέροντας:
› Πήγαινε πρώτα εσύ και έρχομαι μετά εγώ.
Μπήκε ο Δανιήλ, περίμενε τον παράδοξο Γέροντα, αλλά δε φάνηκε καθόλου. Αφού δείπνησε με τους αδελφούς, τη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο του ο Γέροντας και του είπε να πάει γρήγορα στο Βυζάντιο. Ο Δανιήλ σηκώθηκε, όταν αυτός έφυγε, και διαλογιζόταν ποιος νάταν: Άνθρωπος άραγε ή άγγελος; Τότε με τη χάρη του Θεού, γνώρισε ότι ήταν ο μέγας Συμεών, ο φίλος του.
ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Κατάλαβε τότε ο Όσιος ότι ήταν θέλημα Θεού να πάει στο Βυζάντιο. Πήρε λοιπόν ευλογία από τον ηγούμενο του μοναστηριού και αναχώρησε. Όταν έφτασε, έμεινε στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι στα μέρη της Προποντίδας. Εκεί άκουσε ότι σ' ένα τόπο ψηλό, καλούμενο Ανάπλουν, ήταν κτισμένος ναός ειδωλολατρικός. Ήταν κατοικητήριο πονηρών πνευμάτων που άφηναν στην πλάνη τους ανθρώπους και προξενούσαν καταστροφές. Γι' αυτό μιμούμενος τον Άγιο Αντώνιο, ανέβηκε στο ναό με το σταυρό στο χέρι ψάλλοντας:
«Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;»(Ψαλμ.κστ' , 1).
Μετά αφού σφράγισε τις τέσσερις γωνίες του ναού με το σημείο του σταυρού, έκαμε όσες μετάνοιες μπορούσε. Τη νύχτα ήλθαν οι δαίμονες και κάμνοντας θόρυβο πολύ, του έριχναν πέτρες για να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος όμως άφοβος προσευχόταν χωρίς να τους δώσει σημασία. Πέρασαν η πρώτη και η δεύτερη νύχτα πολεμούμενος απ' αυτούς αοράτως. Την τρίτη νύχτα είδε κάτι γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους και φοβερούς στην όψη, να τον απειλούν και να του λέγουν:
› Ποιος σ' έβαλε, άθλιε να έλθεις εδώ να μας διώχνεις από τον οίκο μας;
Λέγοντας αυτά οι δαίμονες, φώναξαν ότι ήθελαν να τον πνίξουν στη θάλασσα και του πετούσαν πέτρες. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Ο οσιότατος Δανιήλ πρώτα τους απείλησε κι' αυτός, αλλά βλέποντας ότι έτσι τον ενοχλούσαν περισσότερο, έκλεισε όλες τις πόρτες του ναού, κι άφησε μόνο μια ανοιχτή για να μιλά με εκείνους που θα έρχονταν να του δουν και να του δώσουν λίγη τροφή. Έτσι με τη νηστεία και την προσευχή νίκησε τους δαίμονες και κατάργησε όλες τις μηχανουργίες τους στον τόπο εκείνο.
ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ
Τα κατορθώματά του ακούστηκαν παντού και η φήμη του ξαπλώθηκε τόσο, που πλήθη ανθρώπων έρχονταν να πάρουν την ευχή του. Ο φθονερός όμως και μισάνθρωπος όταν είδε την ωφέλεια του λαού εξαγριώθηκε. Μη μπορώντας να διώξει αυτός τον Όσιο, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς στους εξουσιαστές του ναού και των περιχώρων, για να τον διώξουν από τον τόπο.
Πήγαν τότε οι άνθρωποι αυτοί στον επίσκοπο του Βυζαντίου και τον παρακαλούσαν να διώξει τον Όσιο. Αλλά ο αρχιερέας που ήταν ο Ανατόλιος, σαν φρόνιμος και ενάρετος δεν τους άκουσε. Αλλά έστειλε και τον έφεραν για να τον ακούσει. Όταν τον ρώτησε ποιος ήταν και γιατί πήγε σ' αυτό τον τόπο, απάντησε ο θειότατος ότι ο Κύριος τον απέστειλε. Όταν τον άκουσε ο Ανατόλιος τον εκτίμησε, ευφραινόμενος από τα θεία λόγια του. Μετά από καιρό αρρώστησε ο Ανατόλιος και αφού προσκάλεσε τον Όσιο, τον παρακάλεσε να κάνει δέηση στο Θεό γι' αυτόν. Ο Δανιήλ υπάκουσε. Προσευχήθηκε για τον Πατριάρχη και ο Θεός επάκουσε τη δέηση του δούλου του. Έτσι θεραπεύτηκε ο Ανατόλιος και όλοι θαύμαζαν την αγιότητα του οσίου. Μετά τη θαυματουργία ο Όσιος δε ζήτησε τίποτα άλλο, παρά μόνο να συγχωρήσει ο Πατριάρχης τους συκοφάντες. Τότε ο Ανατόλιος αποκρίθηκε:
› Όχι μόνο να τους συγχωρέσω, αλλά να τους ευχαριστήσω πρέπει. Γιατί εξαιτίας αυτών γνώρισα το σωτήρα και ευεργέτη μου.
Ο Όσιος επέστρεψε στο ασκητήριό του και παρέμεινε ακόμα ενιά χρόνια, αρνούμενος προσφορά του Πατριάρχη να αναλάβει την ηγουμενία ενός μοναστηριού και άλλες τιμές και διακρίσεις.
ΣΤΥΛΙΤΗΣ ΜΕ ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΗ
Ύστερα από την πολυχρόνια άσκηση τον κάλεσε ο Θεός για τελειότερη ασκητική ζωή, φανερώνοντάς του τα μέλλοντα. Μια μέρα καθώς προσευχόταν ήλθε σε έκσταση. Πλήρης Πνεύματος Αγίου, είδε στύλο νεφέλης πολύ ψηλό. Στην κορυφή του στύλου στεκόταν ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραποφόρους νέους και του έλεγε:
› Ανέβα Δανιήλ προς εμένα.
Αυτός αποκρίθηκε:
› Πως θα μπορέσω να ανέβω σε τόσο ύψος Κύριε;
Τότε ο Συμεών προστάσσει τους νεανίες και τον ανέβασαν. Μετά αφού τον αγκάλιασε τον ανέβαζε στον ουρανό, γεμάτος αγαλλίαση και του είπε:
› Πολέμα, Δανιήλ και αντιστάθου γεναία.
Μετά τη φωνή αυτή, ήλθε ο Δανιήλ στον εαυτό του. Τότε εννόησε ότι το όραμα ήταν από τον Θεό που τον καλούσε να ανεβεί σε στύλο. Έτσι έγινε. Και πήρε από το Θεό ο Δανιήλ, όπως ο Ελισσαίος, διπλή χάρη από το Διδάσκαλό του, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Τον καιρό εκείνο απεδήμησε στον Κύριο ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Ο μαθητής του Σέργιος πήρε το κουκούλιό του και το πήγαινε στο βασιλιά σαν δώρο πολύτιμο. Αλλά κατ' οικονομία Θεού, δε βρήκε το βασιλιά γιατί ήταν απασχολημένος με διάφορες φροντίδες. Γι' αυτό ξεκίνησε ο Σέργιος να πάει στη μονή των Ακοιμήτων για να προσκυνήσει. Όταν πλησίασε στον τόπο που ασκήτευε ο Δανιήλ άκουσε πολλά γι' αυτόν, γιατί διηγούνταν τη θαυμάσια ζωή του στα περίχωρα εκείνα. Γι' αυτό πήγε να τον δει. Σαν έφτασε αφού χαιρετίστηκαν, του είπε ο Σέργιος για το θάνατο του μακαρίου Συμεών. Λυπήθηκε ο Δανιήλ και όταν το έφερε η ώρα διηγήθηκε στο Σέργιο το όραμα που είδε. Τότε κατάλαβε και εκείνος ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο Δανιήλ διάδοχος του Στυλίτη Συμεών, και του έδωσε το κουκούλιο.
Για να φανερώσει ο Θεός στο Σέργιο ότι είχε καταστήσει το Δανιήλ σκεύος εκλογής, έδειξε και σ' αυτόν όραμα. Είδε λοιπόν τρείς ωραιότατους νέους που του έλεγαν:
› Σέργιε, πες στον Δανιήλ να εξέλθει από το ναό και να ετοιμαστεί για μεγαλύτερο αγώνα.
Όταν άκουσε τον Σέργιο να διηγείται το όραμά του, ο Όσιος βεβαιώθηκε ότι ήταν από το Θεό να ανεβεί, όπως και ο Συμεών, στο στύλο. Γι' αυτό έστειλε τον Σέργιο να ερευνήσει σ' όλη εκείνη την περιοχή για να βρει τόπο ήσυχο και κατάλληλο. Αυτός, αφού ερεύνησε σ' όλες τις κορυφές των ορέων, έφθασε στον τόπο, που του φανερώθηκε ότι Θέλημα Κυρίου να κατοικήσει ο δούλος του Θεού.
Εκεί είδε ένα περιστέρι λευκό να πετά και να κάθεται πολλές φορές στον ίδιο τόπο. Νόμισε ο μακάριος Σέργιος ότι ήταν πλεγμένο σε δίχτυα. Πλησιάζοντας για να δει καλύτερα πέταξε αυτό ψηλά και έγινε άφαντο. Εννόησε τότε τη σημασία του πράγματος. Βλέποντας και τον τόπο καταλληλότατο, έτρεξε στον Όσιο και του διηγήθηκε λεπτομερώς τα όσα συνέβηκαν. Όταν άκουσε αυτό ο Όσιος Δανιήλ χάρηκε πολύ και πρόσταξε να του κτίσουν εκεί το στύλο. Όταν έκτισαν το πάνω μέρος της κολώνας, ανέβηκε κρυφά τη νύχτα ο Όσιος και προσευχόμενος έλεγε:
› Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, που με αξίωσες τόσων αγαθών. Γνωρίζεις Κύριέ μου, ότι ανεβαίνω σε τούτη την κολώνα έχοντας τις ελπίδες μου σε Σένα. Λοιπόν πρόσδεξε τη δέηση μου και δώσε μου τη δύναμη να αντέξω το δύσκολο αυτό αγώνα.
Ανέβηκε λοιπόν ο Όσιος στο στύλο υπομένοντας με καρτερία θαυμαστή τον καύσωνα της ημέρας και την ψύχρα της νύχτας. Αλλά μη υποφέροντας ο μισόκαλος και πατέρας του φθόνου δοκίμασε να εμποδίσει τον αγώνα του. Έσπειρε ζιζάνια στον αφέντη αυτού του τόπου, ότι έκτισε τον στύλο χωρίς την άδειά του. Κατέφυγε λοιπόν στο βασιλιά και στον Πατριάρχη Γεννάδιο. Ο Πατριάρχης επιτίμησε τον Όσιο σαν παρήκοο και πρόσταξε να τον κατεβάσουν από το στύλο. Ικανοποιημένος ο αφέντης του τόπου, που ονομαζόταν Γελάνιος, έφυγε για να καταστρέψει το στύλο. Όταν έφθασε, πρόσταξε με οργή τον Όσιο να κατέβει γρήγορα από την κολώνα. Ο πραότατος Δανιήλ υπάκουσε και κατέβαινε με ταπείνωση. Όταν ήταν στο έκτο σκαλοπάτι, βλέπει ο Γελάνιος τα καταπληγωμένα από την άσκηση πόδια του Οσίου, και τον ευλαβήθηκε. Αλλ' όμως μετανοιωμένος τον παρακάλεσε να ανεβεί πάλι και να του συγχωρέσει το λάθος. Ύστερα μάλιστα του έκανε στύλο ψηλότερο, παχύτερο και στερεότερο και ανάφερε και στο βασιλιά για την υπομονή και την γενναιότητα του Οσίου.
Η ΦΗΜΗ ΤΟΥ
Η καρτερία του στο σκληρό αγώνα, η ασκητικότατη ζωή του, η αγιότητα και η φιλανθρωπία του, δεν άργησαν να ξαπλώσουν τη φήμη του παντού. Πολλοί ήταν οι δυστυχείς και οι πονεμένοι που κατέφευγαν στο στοργικό Πατέρα Δανιήλ, για ν' ακούσουν ένα πατρικό λόγο ή να ζητήσουν μεσιτεία στο Θεό για μια θεραπεία.
Ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Κύρος και ήταν έπαρχος στο αξίωμα, ήλθε μια μέρα στον Όσιο Δανιήλ. Μαζί του έφερε και την θυγατέρα του που ονομαζόταν Αλεξάνδρα. Η δυστυχισμένη Αλεξάνδρα είχε δαιμόνιο μέσα της που την βασάνιζε πολύ. Ζήτησε ο πατέρας της από τον Όσιο να την λυτρώσει. Και ο φιλάνθρωπος Δανιήλ προσευχήθηκε στο Θεό και τη θεράπευσε. Τότε ο Κύρος ευχαριστώντας τον Όσιο, σαν εγγράμματος που ήταν, συνέθεσε ένα επίγραμμα που το χάραξε στην κολώνα και έλεγε:
› Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού, ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος και ού τρομέων ανέμους. Τροφή δ' αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη.
Δηλαδή: ανάμεσα στη γή και τον ουρανό, στέκεται άνθρωπος, που σείεται και πολεμάται από τους ανέμους, μη φοβούμενος αυτούς καθόλου. Τρέφεται με τροφή ουράνια και πίνει άνεμο στη δίψα του.
ΑΞΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ
Γνωρίζοντας ο βασιλιάς την αρετή του Οσίου Δανιήλ, και φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα, ζήτησε από τον τότε Πατριάρχη Γεννάδιο, να τον χειροτονήσει ιερέα. Ο Πατριάρχης χάρηκε και παίρνοντας μαζί του πολλούς εκκλησιαστικούς, έφτασε στο στύλο. Ο Όσιος όμως σαν προορατικός που ήταν γνώριζε τα όσα ο βασιλιάς και ο αρχιερέας είπαν για την ιερωσύνη του. Στεκόμενος ο Πατριάρχης κάτω από τον στύλο, φώναξε στον ταπεινό Δανιήλ:
› Από πολλού καιρού ήθελα να απολαύσω την αγιωσύνη σου. Αλλά οι πολλές φροντίδες της Εκκλησίας δε με άφηναν. Τώρα βρήκα λίγο καιρό και ήλθα. Γι' αυτό σε παρακαλώ βάλε τη σκάλα ν' ανεβώ για να συνομιλήσουμε.
Ο Άγιος γνωρίζοντας την πρόθεση του, του είπε:
› Mάταια σ' έβαλε σε κόπο εκείνος που σε έστειλε.
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο Πατριάρχης, έμεινε άφωνος γιατί ο Όσιος προγνώριζε τα πάντα. Μετά προσπάθησε να τον πείσει, για πολλή ώρα για να βάλει τη σκάλα ν' ανεβεί. Εκείνος όμως, που από ταπείνωση δεν ήθελε να ιερωθεί, δε δεχόταν. Τότε ο Πατριάρχης πρόσταξε τον αρχιδιάκονο να πει τα ειρηνικά. Αυτός είπε τις ευχές και έτσι με τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο, χειροτόνησαν τον Όσιο σε ιερέα, χωρίς να το θέλει. Όταν φώναξε ο λαός «άξιος, άξιος!!», και τέλειωσε τη λειτουργία ο Γεννάδιος, φώναξε στον Όσιο:
› Να, πήρες τα σύμβολα της ιερωσύνης. Αφού ο λαός φώναξε «άξιος», ο Θεός σε χειροτόνησε και όχι εγώ. Λοιπόν μη φανείς παρήκοος στο Θείο Θέλημα. Βάλε τη σκάλα να σε κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια.
Τότε ο Όσιος γνωρίζοντας ότι δεν έγινε η πράξη αυτή χωρίς τη Θεία βούληση, δέχτηκε να ανεβεί ο Πατριάρχης να τον κοινωνήσει. Έπειτα αφού ευχήθηκε το λαό, τους απέλυσε ειρηνικά.
Η ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ
Όταν έμαθε ο βασιλιάς το πώς χειροτονήθηκε ο όσιος Δανιήλ θαύμασε την ταπείνωσή του. Ύστερα έτρεξε κοντά του και έπεσε στα καταπληγωμένα πόδια του για να τον ευλογήσει. Αργότερα διάταξε και του έκτισαν και άλλο στύλο. Τον θεμελίωσε πάνω σε δύο κολώνες και τον ονόμασε ο βασιλιάς, Διχθάδιο. Ανέβαινε σ' αυτόν ο μακάριος Δανιήλ και επιδιδόταν σε μεγαλύτερη άσκηση. Το καλοκαίρι ο καυτερός ήλιος τον κατάφλεγε. Οι άνεμοι και οι θύελλες το χειμώνα κατάδερναν τη σάρκα του και τον βασάνιζαν. Αλλ' αυτός ο αδαμάντινος, υπέμενε σαν ανδριάντας και στήλη μάλλον παρά σαν άνθρωπος.
Ένα χρόνο μάλιστα ο χειμώνας ήταν φοβερός. Οι άνεμοι δυνατοί και τα χιόνια σφοδρότατα. Ο ουρανοπολίτης Δανιήλ υπέμενε όλη εκείνη την κακοκαιρία ολόγυμνος και άστεγος. Γιατί και το δερμάτινο κουκούλιο που είχε, το πήραν οι άνεμοι και το έριξαν στα φαράγγια. Όλη τη νύχτα δεχόταν στη σάρκα του το χαλάζι και το φοβερό κρύο. Το πρωί πλήθυνε η βροχή και μετά το χιόνι, ώστε οι μαθητές του δεν μπορούσαν να βγουν έξω για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα σταμάτησε λίγο η κακοκαιρία και έβαλαν τη σκάλα οι μαθητές του στη κολώνα για να ανεβούν. Αλλά, όταν έφτασαν στην κορυφή, είδαν τον Όσιο παγωμένο και κρυσταλλωμένο. Όλο το κορμί του ήταν απονεκρωμένο και ασάλευτο, σαν να ήταν κρύσταλλο ή πάγος. Ζέσταναν τότε νερό και τον ράντισαν. Σε λίγη ώρα συνήλθε ο Όσιος και τους λέγει:
› Γιατί με ενοχλήσατε ενώ κοιμόμουν γλυκύτατα; Επικαλέστηκα τον Κύριο σε βοήθεια και αποκοιμήθηκα.
Αγάπησε το Θεό ο μακάριος με όλη την καρδιά, την ισχύ και τη διάνοιά του. Γι' αυτόν υπέφερε. Για να καθυποτάξει τα πάθη, ώστε ο νους κυρίαρχος πια, να βρίσκεται αδιάλειπτα ενωμένος με τον Τριαδικό Θεό. Γι' αυτό και αξιώθηκε από τον Κύριο να τελέσει μεγάλα σημεία και τέρατα που προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στο Δημιουργό των πάντων.
Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ζώντας με την αδιάλειπτη επικοινωνία με το Θεό, την άχρονη αιωνιότητα, γνώριζε ο Όσιος τα μέλλοντα. Πρόβλεψε ο μακάριος μια καταστροφή που θα επέτρεπε ο Θεός για να παιδαγωγήσει τους δούλους του στο Βυζάντιο. Θέλοντας ο φιλάνθρωπος να προλάβει την καταστροφή ειδοποίησε τον βασιλιά και τον Πατριάρχη. Τους παράγγειλε να κάμουν δύο λιτανείες τη βδομάδα με όλο το λαό για να προκαλέσουν το έλεος του Θεού. Αμέλησαν όμως στη φωνή του ερημίτη και δοκίμασαν την παιδαγωγία του Θεού.
Ήταν 2 Σεπτεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μάμα. Ξαφνικά κάπου πήρε φωτιά και καιγόταν το Βυζάντιο. Τόσο αυξανόταν η φλόγα, ώστε περικύκλωσε όλη την πόλη. Κάηκαν πολλοί άνθρωποι, από τους οποίους αρκετοί πέθαναν. Πολλά σπίτια και εκκλησίες έπαθαν ζημιές. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει κανένας τη βασιλίδα των πόλεων να πυρπολείται όπως άλλοτε τα Σόδομα.
Τότε πολλοί άνθρωποι της πόλης θυμήθηκαν την πρόρρηση του Οσίου και πιστεύοντας στη δύναμη της προσευχής του, έστειλαν μεσίτες να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει. Όταν άκουσε ο Όσιος τη συμφορά δάκρυσε. Με λύπη του τους παρατήρησε, επειδή αμέλησαν να κάνουν τις δεήσεις που τους παράγγειλε. Έπειτα τους πρόσταξε να προσεύχονται και να νηστεύουν. Αφού και ο ίδιος προσευχήθηκε για τη σωτηρία του λαού, φώναξε τους μεσίτες και τους είπε: «Πηγαίνετε και μη φοβάστε. Σε επτά μέρες σβύνει η φωτιά». Και ο λόγος του έγινε πραγματικότης. Τότε όλοι θαύμασαν την παρρησία του στο Θεό. Ιδιαίτερα το βασιλικό ζεύγος που τον επισκέφτηκε και ζήτησε συγχώρεση για την μέλεια που έδειξαν.
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ
Τον καιρό εκείνο, ακούστηκε φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλιάς των Βανδάλων, ετοιμαζόταν να πολεμήσει την Αντιόχεια. Έχοντας ο βασιλιάς από τη φήμη αυτή, αγωνία έτρεξε στο φίλο του Δανιήλ και του είπε την υπόθεση. Ο Όσιος, που είχε το χάρισμα να προφητεύει, του είπε τα εξής: «Δεν πρόκειται να πάει καθόλου στην Αντιόχεια ο Γιζέριχος, αλλά θα γυρίσει πίσω άπραχτος και ντροπιασμένος». Και έγινε όπως ακριβώς ο όσιος Δανιήλ προφήτευσε.
Ευχαριστημένος ο βασιλιάς θέλησε κάτι να προσφέρει στον Άγιο. Σκέφτηκε να κτίσει κελλιά κάτω από το στύλο για την ανάπαυση των μαθητών του. Ο Όσιος όμως δεν δέχτηκε. Τον παρακάλεσε μόνο να στείλει ανθρώπους να φέρουν το λείψανο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη. Ο βασιλιάς, έχοντας πόθο να ευαρεστήσει τον Όσιο, έστειλε αμέσως ανθρώπους στην Αντιόχεια και έφεραν το Άγιο λείψανο. Στη βόρεια πλευρά του στύλου έκτισε μια εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε το λείψανο του αγίου Συμεών. Έκτισε ακόμα και κελλιά για την ανάπαυση των προσκυνητών. Ο Όσιος χάρηκε πολύ. Κάλεσε το βασιλιά και αυτούς όλους που κοπίασαν και τους ευχαρίστησε. Ύστερα τους πρόσφερε λόγια θεοδίδαχτα για την φιλαδελφία και την αγάπη. Και ήταν τόσο γλυκός ο λόγος του, ώστε όλοι συγκινήθηκαν κι έκλαιαν.
ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο βασιλιάς Λέων, είχε γαμπρό από τη θυγατέρα του Αριάδνη, τον Ίσαυρο Ζήνωνα. Τον έκαμε ύπατο και τον έστειλε ύστερα εναντίον των βαρβάρων στη Θράκη. Ο Ζήνωνας πριν πάει στον πόλεμο, πέρασε από τον Όσιο Δανιήλ, να πάρει την ευχή του. Ο Όσιος του προφήτευσε όλα όσα επρόκειτο να πάθει μέχρι τέλους: ότι θα γυρίσει νικητής από τον πόλεμο και ότι θα τον επιβουλευτούν οι δικοί του, αλλά δε θα τον κακοποιήσουν.
Όταν πέθανε ο βασιλιάς, άφησε διάδοχό του τον εγγονό που γέννησε η θυγατέρα του με την πρόρρηση του Οσίου. Η σύγκλιτος όμως έκαμε βασιλιά το Ζήνωνα, γιατί ο διάδοχος ήταν ακόμα παιδί. Όταν ύστερα από καιρό πέθανε το παιδί, οι συγγενείς του Ζήνωνα, Αρμάτος και Βασιλίσκος τον φθόνησαν και τον μισούσαν άδικα. Ο Ζήνωνας που γνώριζε την επιβουλή, κατέφευγε στον Όσιο. Και αυτός του προέλεγε όσα θα ακολουθούσαν: ότι θα φύγει από το θρόνο, σε έρημο όπου από την πείνα του θα φάει ωμά χόρτα. Έπειτα θα απολαύσει το βασίλειο και θα πεθάνει στο θρόνο με καλό θάνατο, όπως και έγινε.
Βλέποντας ο βασιλιάς Ζήνων ότι πληθύνονταν οι επιβουλές, έφυγε κρυφά με τη βασίλισσα και πήγε στην Ισαυρία. Τότε ο βασιλίσκος άρπαξε τα σκήπτρα της βασιλείας. Από τα πρώτα έργα του, ήταν ο πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας. Παντού έλεγε λόγια βλάσφημα για την ένσαρκη οικονομία του Θεού. Μελετούσε ακόμα να θανατώσει τον Πατριάρχη Ακάκιο, γιατί εναντιονόταν στην αίρεσή του, φυλάγοντας το ποίμνιό του. Οι προθέσεις του έγιναν γνωστές και μαζεύτηκε πλήθος πολύ από μοναχούς και λαϊκούς για να τον προστατεύσουν. Έστειλαν και επιστολές στον Όσιο έγραψε και ο βασιλίσκος, ψευδόμενος ότι ο Πατριάρχης ήταν ο αίτιος της ταραχής γιατί διέστρεφε το λαό και το στρατό. Ο Όσιος όμως σαν διακριτικός και σοφός, γνώρισε την πανουργία του βασιλιά. Του ανταπάντησε ελέγχοντάς τον δριμύτατα και προλέγοντας ότι ο Θεός θα του αφαιρέσει το βασίλειο, για την ασέβειά του.
Ο Πατριάρχης, επειδή η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς, έστειλε στον Όσιο ορισμένους αρχιερείς. Τους είπε να τον παρακαλέσουν να κατεβεί από το στύλο για τον Κύριο και να βοηθήσει την Εκκλησία, γιατί άλλο στήριγμα δεν είχαν. Έφθασαν οι αρχιερείς στον Όσιο και τον παρακάλεσαν. Όμως ο Θεόκλητος Στυλίτης αρνήθηκε να κατεβεί. Η ανάβασή του στο στύλο ήταν από Θεία κλήση. Έτσι το να κατεβεί ισοδυναμούσε με άρνηση του Θείου Θελήματος. Επέμεναν όμως οι αρχιερείς και με δάκρυα, γονατιστοί, προσεύχονταν κάτω από το στύλο. Βλέποντάς τους ο Όσιος, δεν άντεξε. Ράγισε η καρδιά του στον πόνο των συνανθρώπων του. Γι' αυτό δεήθηκε θερμά στον Κύριό του, να του φανερώσει αν ήταν Θέλημά του να κατεβεί. Ο Θεός τού έλεγε να κατεβεί, αλλά μετά να επιστρέψει. Κατέβηκε λοιπόν ο Όσιος. Οι επίσκοποι τον ασπάστηκαν με ευγνωμοσύνη και τον έφεραν στον Πατριάρχη. Είναι απερίγραπτη η τιμή με την οποία τον υποδέχτηκαν στο Βυζάντιο και η ευφροσύνη που προξένησε η παρουσία του.
Ο Όσιος δεν άργησε να ελέγξει τις πλάνες και τις κακοδοξίες του βασιλιά. Για τις διώξεις του, τον ονόμασε νέο Διοκλητιανό και τον προειδοποίησε ότι θα δεχτεί την οργή του Θεού. Ο βασιλιάς γνωρίζοντας ότι ο Όσιος Δανιήλ ήταν αγαπητός, τόσο στο Θεό όσο και στο λαό, φοβούμενος απομακρύνθηκε. Ο Όσιος όμως δε το δέχτηκε αυτό. Έτρεχε από πίσω του, για να τον ελέγξει κατά πρόσωπο.
Τα πόδια του ήταν εξασθενημένα από την άσκηση και δεν μπορούσε να περπατεί. Γι' αυτό κάθε τόσο τον σήκωναν στα χέρια τους οι άνθρωποι που ήταν κοντά του. Στο δρόμο τους προς τα ανάκτορα συνάντησαν ένα λεπρό που τους φώναξε:
› Ελέησέ με δούλε του Θεού, και θεράπευσέ με τον ταλαίπωρο.
Του απαντά ο Όσιος:
› Γιατί άφησες τον Παντοδύναμο Θεό και ζητάς από άνθρωπο αμαρτωλό θεραπεία; Όμως αν έχεις πίστη και ο δούλος του μπορεί να σε βοηθήσει». Και τον πρόσταξε να λουσθεί στη θάλασσα. Υπακούοντας ο λεπρός, θεραπεύτηκε τελείως.
Καθώς προχωρούσαν, είδε ένας Γότθος τον Όσιο να βαστάζεται από τους ανθρώπους, και είπε με ειρωνεία:
› Να, ο νέος ύπατος!
Λέγοντας αυτό έπεσε καταγής και ξεψύχησε. Οι παρευρισκόμενοι, είδαν με δέος το συμβάν. Αλλά και ο βασιλιάς φοβήθηκε σαν το έμαθε, και όταν έφτασε ο Όσιος στα ανάκτορα δεν τον άφησε να εισέλθει. Τότε αυτός αποτινάσσοντας το χώμα των ποδιών του, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, έφυγε. Όταν αργότερα μεταμελήθηκε, από φόβο, ο βασιλιάς και τον κάλεσε να επιστρέψει, ο όσιος Δανιήλ αρνήθηκε. Μάλιστα του μήνυσε ότι θα είναι κακοθάνατος, γιατί υβρίζει το Θεό. Όταν οι απεσταλμένοι ανάγγελαν την απάντηση στο βασιλιά, συνέβηκε κάτι που προμήνυε την αλήθεια των λεγομένων του Οσίου: Ένας πύργος των ανακτόρων, σωριάστηκε χωρίς αιτία καταγής.
Αλλά και πολλά άλλα είναι τα θαύματα που έγιναν από τον ισάγγελο Δανιήλ ενώ βρισκόταν στην Πόλη.
Μια μέρα ενώ βρισκόταν ο Όσιος στο Πατριαρχείο όπου τον υποδέχτηκαν με τιμή και ευλάβεια, βρέθηκε μπροστά του, άγνωστο πως, ένα φοβερό φίδι. Όταν το είδε ο πραότατος Δανιήλ το πρόσταξε να βγει έξω χωρίς να βλάψει κανένα. Το φίδι στην προσταγή του Οσίου, στράφηκε προς τον τοίχο και αμέσως εξέπνευσε. Εκεί βρισκόταν και μια επιφανής γυναίκα, η Ραίς. Μόλις είδε τον Όσιο, έτρεξε κλαίοντας και έπεσε στα πόδια του, παρακαλώντας τον να την ευλογήσει για να γεννήσει ένα παιδί. Βλέποντας ότι τα πόδια του ήταν πληγωμένα από την άσκηση, θαύμασε την υπομονή και τη θέλησή του. Μετά έβγαλε ένα από τα λαμπρά φορέματά της και του το έδωσε να τυλίξει τα πόδια του και αργότερα το επέστρεψε μαζί με μια προφητεία:
› Θα γεννήσεις γιό και να τον ονομάσεις Ζήνωνα.
Όπως και έγινε.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ακούοντας τα όσα θαυμάσια ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως επαληθεύσουν και γι' αυτόν οι προρρήσεις του Οσίου. Έστειλε ανθρώπους του και τον κάλεσε στα ανάκτορα, όμως ο σώφρονας Δανιήλ αρνήθηκε. Οι προσκλήσεις επαναλήφθησαν πολλές φορές. Πάντα όμως κατέληγαν στην αποτυχία. Τότε αποφάσισε και ήλθε ο ίδιος στον Όσιο. Για να τον δεχτεί ο Όσιος, υποκρίθηκε τον ταπεινωμένο και μετανιωμένο και ντυμένος σαν δούλος του ζητούσε συγχώρεση των αμαρτιών. Όμως ο προορατικός Δανιήλ γνώριζε τη σκέψη του και ελέγχοντας την παρανομία και την κακοδοξία του τον άφησε να φύγει. Μετά φανέρωσε στους παρευρισκομένους την πραγματική πρόθεση του βασιλιά λέγοντας:
› Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ταπείνωση που έδειξε ο Βασιλίσκος δεν ήταν πραγματική. Ήταν υποκρισία και πονηρία, και όχι μετάνοια. Γρήγορα όμως θα δείτε ότι διαλέγοντας τον κακό δρόμο διάλεξε και την τιμωρία του.
Σε λίγες μέρες όπως ο Όσιος προφήτευσε, διώχτηκε ο Βασιλίσκος από το θρόνο και επέστρεψε στα ανάκτορα ο Ζήνων. Έτσι αφού ο θειοειδής Δανιήλ με τη ζωντανή ειρήνη του Παράκλητου, αποκατάστησε την τάξη στην Πολιτεία και τη γαλήνη στην εκκλησία, εγύρισε πίσω στην άσκηση του. Ανέβηκε ξανά στο στύλο και επιδόθηκε στον αγώνα του με προθυμία.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
α) Ο σωφρονισμός της πόρνης
Μπροστά στην τόση προθυμία του Οσίου για πνευματικές αναβάσεις, δεν άντεξε ο μισάνθρωπος δαίμονας. Φθονώντας την αγγελική ζωή του, παρακίνησε κάτι ανθρώπους στο Βυζάντιο να τον ενοχλήσουν. Μηχανεύτηκαν αυτοί να πληρώσουν μια πόρνη, τη Βασιανή, αν καταφέρει να δελεάσει τον Όσιο, ή κανένα από τους μαθητές του. Φόρεσε λοιπόν, η άσωτη, ρούχα λαμπρά και πολύτιμα κοσμήματα και πήγε προς τον Ισάγγελο Δανιήλ. Έφτασε κοντά στο στύλο, σ' ένα χωράφι και προφασιζόμενη ότι έχει κάποια ασθένεια προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να αιχμαλωτίσει την καθαρή ψυχή του Οσίου. Αλλά παρ' όλες τις πονηριές της δεν κατάφερε να νικήσει ούτε τον Όσιο, ούτε κανένα από τους μαθητές του.
Επέστρεψε λοιπόν άπρακτη. Για να πάρει όμως τα χρήματα που της υποσχέθηκαν, είπε ψέματα ότι την επιθύμησε ο Δανιήλ. Και ότι είπε, αυτός που ζούσε με τους αγγέλους, στους μαθητές του, να της βάλουν σκάλα ν' ανεβεί, αλλά αυτή έφυγε. Ο Θεός όμως για την βέβηλη συκοφαντία της επέτρεψε να παραλογιάσει. Και αυτή χωρίς να θέλει, ομολογούσε παντού ότι κατηγόρησε άδικα τον ουρανοπολίτη Δανιήλ. Οι άνθρωποι της Πόλης τη λυπήθηκαν και την πήγαν στον Όσιο. Και ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, τη συγχώρεσε και τη θεράπευσε. Ύστερα από τη θεραπεία της η Βασιανή, νικημένη από τη φιλανθρωπία του Οσίου, καταφιλούσε το στύλο και έχυσε άφθονα δάκρυα μετανοίας. Και ο φιλόστοργος και απειράγαθος Θεός, της έστειλε τη χάρη του, από την οποία συγκινημένη η πρώην πόρνη, υποσχέθηκε στον Όσιο ότι θα διορθωθεί. Και πράγματι έζησε την υπόλοιπη ζωή της σωφρονέστατα.
β) Η μετάνοια του βαρβάρου
Ήταν κάποιος ανδρείος Γαλάτης που ονομαζόταν Εδρανός. Πολέμησε με τους συντρόφους του μαζί με το βασιλιά, και σαν γενναίος που ήταν κέρδισε πολλές νίκες. Ο βασιλιάς λοιπόν, θέλησε να τον έχει πάντα σύμμαχο στους πολέμους. Γι' αυτό τον προσκάλεσε στα ανάκτορα και τον δόξασε με τιμές και φιλοδωρήματα. Ύστερα τον έστειλε στον Άγιο να τον ευλογήσει. Όταν έφθασε ο Εδρανός στο στύλο και μίλησε με τον πνευματοφόρο Δανιήλ, τόσο επέδρασε πάνω του η χάρη του Αγίου, ώστε μετανόησε. Γίνεται ο λύκος ήμερο πρόβατο και ο πρώην βάρβαρος μαθητής του Χριστού και γεύεται μια υπερκόσμια μακαριότητα.
Μπροστά σ' αυτή τη μακαριότητα ο Εδρανός αρνείται κοσμική χαρά και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ. Παρακινεί και τους φίλους του να τον μιμηθούν. Ο Εδρανός μετονομάστηκε σε Τίτο και άρχισε τη νέα ζωή της συνεχούς ασκήσεως με προθυμία. Ο βασιλιάς λυπήθηκε που έχασε τέτοιο γενναίο πολεμιστή. Όμως δεν τον ενόχλησε καθόλου, για να μη λυπήσει τον Όσιο.
Έμεινε λοιπόν ο Τίτος κοντά στον Όσιο Δανιήλ μιμούμενος τις αρετές τους ιδιαίτερα τη νηστεία. Θέλοντας μια φορά να γνωρίσει τι και πόσο έτρωγε ο Όσιος, παραφύλαξε όλη τη νύχτα πίσω από το στύλο. Για επτά ημερονύχτια που έμεινε, δεν είδε τον Όσιο να φάγει τίποτε. Θαυμάζοντας, εξομολογήθηκε το λογισμό του στον Όσιο και το ζήτησε να του πει την αλήθεια. Ο Όσιος Δανιήλ του είπε:
› Τόσο μόνο τρώγω και πίνω, όσο για να μην πεθάνω από την ασιτία και την κακοπάθεια. Γιατί δεν ζούμε για να τρώμε, αλλά τρώμε για να ζούμε.
Τη νουθεσία αυτή ο Τίτος, την έκαμε πράξη στη ζωή του. Έτρωγε τόσο, όσο για να ζει. Κοιμόταν πολύ λίγο. Δεν ξάπλωνε ο θειότατος, αλλά δενόταν από τις μασχάλες και κρεμόταν. Στο στήθος του στήριζε ένα βιβλίο πάνω σε σανίδι και διάβαζε μέχρι να κοιμηθεί.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς τα κατορθώματά του, εντυπωσιάστηκε. Στις επισκέψεις στον Όσιο, έβλεπε πάντα τον πρώην βάρβαρο και από τη ζωή του έπαιρνε πολλή ωφέλεια. Ένας ακόμα από τους πρώην δούλους του που ακολούθησε τον Τίτο στην μοναχική ζωή, ο Ανατόλιος, έζησε τόσο ενάρετα, ώστε έκανε και δώδεκα μαθητές γινόμενος παντού περιβόητος.
ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ
Η απομάκρυνση από τον κόσμο, δημιουργεί τις πιο ασφαλείς προϋποθέσεις για την ένωση με το Θεό. Μακριά από τη διάσπαση που προκαλούν οι μέριμνες της ζωής, ο ανθρώπινος νους κινούμενος από το συνεχή πόθο, έρχεται σε επαφή με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στη μυστική αυτή συνάντηση Θεού και ανθρώπου, δίνονται από το Χορηγό κάθε αγαθού, τα χαρίσματα όπως ο Θεός γνωρίζει: «ότι πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σου του πατρός των φώτων», λέγει ο ιερέας στη λειτουργία. Ένα από τα θεόπεμπτα αυτά χαρίσματα είναι και η θαυματουργία. Του χαρίσματος της θαυματουργίας, αξιώθηκε και ο μακάριος Δανιήλ. Πολλλά είναι τα θαύματα που τέλεσε με τη χάρη του Θεού και μεγάλα τα σημεία, ώστε να προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στον Παντοδύναμο Θεό.
α) Θεραπεία μικρού παιδιού
Κάποιος χρυσοχόος είχε ένα παιδί επτά χρονών. Δεν μπορούσε το δύστυχο να περπατήσει όρθιο, αλλά συρόταν με την κοιλιά του σαν ερπετό. Μια μέρα οι γονείς του το πήγαν στον Όσιο. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να τους ελεήσει. Ο Όσιος τους είπε να το βάλουν στο ναό του Αγίου Συμεών και να του αγγίξουν το άγιο λείψανο. Υπάκουσαν οι άνθρωποι. Την εβδόμη μέρα, έκαμε ευχή ο Όσιος από το στύλο και ευθύς το παιδί θεραπεύτηκε. Χαίρονταν οι γονείς του να το βλέπουν να χοροπηδά, να αγκαλιάζει το στύλο και να τον φιλά με ευλάβεια.
β) Θεραπεία οδοιπόρου
Ένας οδοιπόρος ερχόμενος από την Ανατολή, έπεσε σε ληστές. Του πήραν ότι είχε προξενώντας του πολλές πληγές. Δεν έφταναν τα όσα κακά, του έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων και τον άφησαν καταγής μισοπεθαμένο. Βλέποντας τον άνθρωπο να ουρλιάζει από τους πόνους κάτι οδοιπόροι τον λυπήθηκαν. Βασταζόμενο τον πήραν στην Άγκυρα και τον παράδωσαν στον εκεί επίσκοπο. Έφερε γιατρούς και με θεραπευτικά βότανα έκλεισαν τις πληγές. Όμως ήταν αδύνατο να περπατήσει, γιατί τα νεύρα του ήταν κομμένα. Σκέφτηκαν τότε το θαυματουργό Όσιο. Έβαλαν τον άνθρωπο πάνω σε ζώο και τον οδήγησαν στο στύλο. Εκεί έκλαιε, ο καταπονεμένος, και παρακαλούσε τον Όσιο να τον θεραπεύσει. Ο ταπεινός Δανιήλ αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, απέδιδε σε άλλους τα κατορθώματα. Έστειλε λοιπόν τον ασθενή στο ναό, και αυτός προσευχόταν πάνω στο στύλο. Αφού χρίσθηκε ο ταλαίπωρος οδοιπόρος, όπως ο Όσιος του υπέδειξε, το λάδι του αγίου λειψάνου, την έκτη μέρα έγινε θαυματουργικά τελείως καλά. Ευχαριστώντας τον Όσιο, δόξασε τον Παντοδύναμο Θεό.
γ) Θεραπεία εκ γενετής αλάλου
Ήταν μια γυναίκα, που είχε παιδί άλαλο εκ γενετής, δώδεκα χρονών. Έφυγε μια νύχτα, και άφησε το παιδί έξω από τη μάνδρα που περιστοίχιζε μια έκταση γύρω από το στύλο. Όταν βρήκαν οι μοναχοί το παιδί, το πήραν στον Όσιο. Ο φιλάνθρωπος Δανιήλ, είπε να το κρατήσουν στη μονή και ότι θα γίνει λειτουργός του Κυρίου. Οι μοναχοί του απάντησαν πως το παιδί είναι κουφό και άλαλο. Ο Όσιος τότε τους είπε να χρίσουν με λάδι τη γλώσσα του. Έκαναν οι μοναχοί ότι τους παράγγειλε ο σοφός Γέροντάς τους. Και αυτός προσευχόταν στον Απειράγαθο Θεό να δώσει λαλιά στο δημιούργημά του.
Ήλθε η Κυριακή και όλοι ήταν στη λειτουργία. Όταν ο διάκονος επρόκειτο να διαβάσει το Ευαγγέλιο και είπε το όνομα του Ευαγγελιστή, μίλησε το παιδί και είπε το «Δόξα σοι Κύριε». Από την ώρα εκείνη, προς θαυμασμό όλων, το παιδί απαντούσε στον ιερέα ως το τέλος της λειτουργίας.
Παρ' όλα τα εξαίσια που με τις προσευχές του τελούσε ο Όσιος Δανιήλ ήταν τόσο ταπεινός, επιεικής στους άλλους και μετριόφρονας, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του, τον αμαρτωλότερο άνθρωπο. Ουδέποτε κατέκρινε κανένα. Και όταν άκουγε κατακρίσεις, ιδιαίτερα για τους ιερείς, έλεγε:
› Δεν είμαστε εμείς κριτές των άλλων. Ένας είναι ο δίκαιος και αλάνθαστος Κριτής. Εμείς, αδελφοί μου, αν πραγματικά μισούμε το κακό και όχι τον αδελφό μας, ας το διώξουμε πρώτα από μέσα μας, για να μην κατακριθούμε αιώνια.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Αποκάλυψε ο Θεός στον Όσιο, την αναχώρησή του από τις θλίψεις της γης στην ουράνια μακαριότητα. Έγραφε ο Όσιος την τελευταία του διάταξη που έλεγε τα εξής: «Εγώ παιδιά μου, πηγαίνω προς τον κοινό μας Πατέρα. Δε σας αφήνω ορφανούς αλλά αποθέτω τη μέριμνά σας στην Πρόνοια του Θεού. Αυτός δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν με μόνο το λόγο του και σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Αυτός λοιπόν σαν φιλάνθρωπος θα σας φυλάει από το πονηρό. Αυτός θα σας προστατεύει και θα διατηρεί την ομόνοια μεταξύ σας. Να έχετε ταπεινοφροσύνη, υπακοή και φιλοξενία. Μην αμελείτε τη νηστεία, την αγρυπνία, την ακτημοσύνη και πάνω από όλα την αγάπη και την ευσέβεια στο Θεό.
Φυλαχτείτε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν κάνετε όλα αυτά, τότε θα γίνετε τέλειοι στην αρετή». Όταν τέλειωσε το γράψιμο φώναξε στους μοναχούς να τη διαβάσουν. Οι μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω από την σκάλα του στύλου και έκλαιαν για το μεγάλο απόχωρισμό. Ο Άγιος σαν στοργικός πατέρας τούς παρηγορούσε, λέγοντας ότι θα τους προσέχει από τον ουρανό.
Τρεις μέρες πριν από την προς Κύριο εκδημία τού οσιότατου συνέβη το παρακάτω θαυμάσιο. Ήλθαν από τον ουρανό επισκέπτες, πάντες οι Άγιοι: Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και Άγγελοι Κυρίου. Τον ασπάζονταν με φιλοφροσύνη και τον πρόσταξαν να λειτουργήσει. Υπακούοντας ο Όσιος τέλεσε τη λειτουργία και κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια. Όταν ο οσιότατος Δανιήλ έφθασε στα έσχατα, βρίσκονταν δίπλα του οι μαθητές του, ο Πατριάρχης και πολλοί από εκείνους που είχαν ευεργετηθεί. Ένας δαιμονισμένος που ήταν κοντά, έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους που έρχονταν να συμπαρασταθούν στο θάνατο του οσίου και τους καλούσε τον καθένα ονομαστικά. Ενώ φώναζε είπε και αυτό:
› Την τρίτη ώρα της ημέρας, πηγαίνει ο Δανιήλ στον Κύριο και τότε εξέρχεται από μένα το ακάθαρτο πνεύμα με θεία βούληση.
Πράγματι την τρίτη ώρα της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς τον Κύριο και ο δαιμονισμένος ελευθερώθηκε. Τότε οι κληρικοί και οι θλιμμένοι μαθητές του, ανέβηκαν πάνω σε εξέδρα που κατασκευάστηκε γι' αυτό και έψαλλαν τα εξόδια κρατώντας στα χέρια τους λαμπάδες. Ακολούθως κατέβασαν το άγιο λείψανο, και το τοποθέτησαν σε μολύβδινη θήκη. Έγιναν την ώρα εκείνη πολλά θαυμάσια που μαρτυρούσαν τη δόξα που απολάμβανε ο Όσιος στους ουρανούς: ενώ ήταν μέρα και ο ήλιος έλαμπε, φάνηκαν από το άγιο λείψανο τρεις σταυροί αποτελούμενοι από αστέρια. Ένα κατάλευκο περιστέρι που πετούσε πάνω του, φανέρωνε την επισκιάζουσα το λείψανο χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ενταφίασε ο Πατριάρχης το ιερό σώμα του Δανιήλ και έβαλε πάνω στον τάφο του τα ιερά λείψανα των Αγίων Τριών Παίδων της Βαβυλώνας. Αυτό έγινε κατά την προσταγή του Αγίου, για να προσκυνήσουν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς αντί τον ίδιο. Έτσι απέφευγε την ανθρώπινη δόξα και μετά θάνατο ο ταπεινότατος.
Αυτός ήταν ο θαυμαστός βίος του Οσίου Δανιήλ Στυλίτη και τα μέχρι του θανάτου του κατορθώματα. Έζησε ο μακάριος ογδόντα χρόνια και τρεις μήνες και κοιμήθηκε το 490. Η αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 11 Δεκεμβρίου.
Στίχος
Καὶ γήϊνον πᾶν, ἀλλὰ καὶ γῆν ἐκκλίνων, οἰκεῖ Δανιὴλ πρὶν στῦλον, καὶ νῦν πόλον. Ἑνδεκάτῃ Δανιὴλ στυλοβάμων εὕρατο τέρμα.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες.
Πηγή: (Εκδόσεις Ορθόδοξον Ίδρυμα Απόστολος Βαρνάβας) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...