Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η μάχη στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου στα Σκορτά της Αρκαδίας, στις 9 Σεπτεμβρίου 1320, αποτελεί μια από τις ελάχιστα γνωστές, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων για τον έλεγχο της Πελοποννήσου.
Μετά την εδραίωση του αραβικού χαλιφάτου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρέθηκε έναντι ενός φανατισμένου και πείσμονος αντιπάλου στα ανατολικά της σύνορα. Οι Άραβες εκτελούσαν καταστροφικές επιδρομές σε τακτά χρονικά διαστήματα στη Μικρά Ασία καθ’ όλη τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα επιχειρώντας να εξαπλώσουν, μέσω της τζιχάντ, του «ιερού πολέμου», την επικράτεια των Ισλάμ.
Ήταν Πρωτοχρονιά του 1068 όταν ο 45χρονος Ρωμανός Διογένης εστέφθη Aυτοκράτωρ Ρωμαίων, φιλοδοξώντας να αναβιώσει τη δόξα και τη χαμένη δύναμη της Ρωμανίας,
Ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας, είχε πεθάνει στις 21 Μαΐου 1067, αφήνοντας έναν ανήλικο διάδοχο, τον γιό του Μιχαήλ, και την 30χρονη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισα, η οποία ασκούσε την αντιβασιλεία για λογαριασμό του γιού της. Στο πρόσωπο του Ρωμανού Διογένη βρήκε τον ιδανικό σύζυγο Αυτοκράτορα που θα ανελάμβανε τα διοικητικά και στρατιωτικά καθήκοντα. Ο γοητευτικός άνδρας Ρωμανός, καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία . Δεν είχε κρύψει ποτέ την αντιπάθειά του για τον σάπιο πολιτικό κόσμο της Βασιλεύουσας που λυμαίνονονταν τα χρήματα του Θησαυροφυλακίου. Αυτά ήταν χρήματα που προέρχονταν από τους φόρους των χωρικών και που διοχετεύονταν σε κρατικές ανάγκες, που διερμήνευαν τη διεκπεραίωση των δαπανών των επαύλεων των συγκλητικών. Οποία ομοιότητα με το σήμερα!
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της αντιστρατιωτικής μερίδας, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, αδελφός του εκλιπόντος Αυτοκράτορος, και ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Ψελλός, μισούσαν θανάσιμα τον Ρωμανό. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος μειωμένης πνευματικής στάθμης. Ο Ψελλός αντίθετα, ήταν ένας ευφυέστατος άνθρωπος.
Η φήμη του δολοπλόκου, ήταν τέτοια που του αποδίδουν και την ίδρυση μυστικής οργάνωσης εσωτερισμού, του Τάγματος της Ανατολής, που θεωρείται το πρότυπο των Ναϊτών ιπποτών και των Ροδόσταυρών. Εξουσιομανής, αρχι-δολοπλόκος, κόλακας και πειθήνιο όργανο της οικογένειας Δούκα.
Η κρίση των θεσμών και η αποδιοργάνωση της αυτοκρατορίας ήταν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του 11ου μ.Χ. αιώνα, μιας έντονα ταραγμένης εποχής για το Βυζάντιο. Η εξουσία ασκείται από μια πολιτική ελίτ παρακοιμωμένων του παλατιού, οι οποίοι παραγκωνίζοντας τους στρατιωτικούς, έχουν επαναφέρει το θεσμό της Συγκλήτου, μέσω της οποίας διοικούν την αυτοκρατορία, ανεβοκατεβάζοντας ιδιοτελώς αυτοκράτορες στον θρόνο.
Η ιδιόμορφη αυτή ” Διοίκηση”, στην οποία κυριαρχούσαν τότε η οικογένεια των Δουκών,ο Μ.Ψελλός και ο πατριάρχης, ανέβασε το 1068 μ.Χ. στον θρόνο τον ικανό στρατιωτικό Ρωμανό με μόνο σκοπό την αντιμετώπιση των Σελτζούκων.
Ο Ρωμανός προσπαθεί να ανασυγκροτήσει γρήγορα τον αποδιοργανωμένο στρατό και την διοίκηση της αυτοκρατορίας, έξω από συμφέροντα και συμμαχίες, αποκλείοντας και την παραμικρή ιδέα σε κακόπιστους επικριτές του, ότι θα μπορούσε να αποτελέσει “επίτιμο” ανδρείκελο ή άβουλο ανθρωπάριο της Αυλής.
Η μάχη του Μαντζικέρτ στην Αρμενία έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου 1071 μεταξύ του βυζαντινού στρατού, υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη και του σουλτάνου Άλπ Αρσλάν των Σελτζούκων Τούρκων. Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, την ευθύνη για την ήττα φέρει η κρατούσα τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας για λόγους καθαρά οικονομικούς, ως αντίδραση προς την προσπάθεια του Ρωμανού Δ’ να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών-αγροτών.
Ακόμα ένα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους.
Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφόρους.
Την ήττα του Μαντζικέρτ ακολούθησε σειρά γεγονότων που υπονόμευσαν τη δύναμη της ήδη εξασθενημένης κατά τον 11ο αιώνα αυτοκρατορίας.
Μέχρι τη στιγμή που το στράτευμα έφτασε στην Αρμενία, η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Και η πικρή αλήθεια ήταν ότι, ξεκινώντας την εκστρατεία, ο Ρωμανός είχε αφήσει ακάλυπτα τα νώτα του, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Στη Βασιλεύουσα όλοι τον επιβουλεύονταν και μηχανορραφούσαν, ο Ψελλός, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο συγκλητικός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Αναχωρώντας για την εκστρατεία, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει ιδιαίτερα μέτρα εναντίον τους, με μόνη εξαίρεση την εξορία του Ιωάννη Δούκα στην Βιθυνία και την «ομηρία» του μεγαλύτερου γιού του, του Ανδρόνικου Δούκα, τον οποίον κρατούσε δίπλα του στην εκστρατεία, ώστε να ελέγχει τον πατέρα του.
Το μεγαλύτερο και πλέον ασυγχώρητο σφάλμα του Ρωμανού ως στρατιωτικού, ήταν η αμνησικακία του!
Η πορεία του Ελληνισμού θα ήταν εντελώς διαφορετική αν την στιγμή του ενθρονισμού του, είχε διασφαλίσει την εξουσία του στην Κωνσταντινούπολη, εξοντώνοντας τους πολιτικούς υπονομευτές του.
Η ήττα του και η σύλληψη του στο Ματζικέρτ, ήταν το γεγονός-κλειδί για την αντικατάστασή του, καθώς θεωρήθηκε ως ατιμωτική από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Η σύγκλητος τον ανακηρύσσει έκπτωτο και ανεβάζει στον θρόνο τον Μιχαήλ Ζ’Δούκα. Ο Ρωμανός προσπάθησε ανεπιτυχώς να επανέλθει στον θρόνο ανασυγκροτώντας τα υπολείμματα του στρατού του, αλλά ηττήθηκε από τον Ανδρόνικο Δούκα και καταφεύγοντας στο κάστρο των Αδάνων, παραδόθηκε μετά από δίμηνη πολιορκία, αποποιούμενος τον θρόνο.
Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη διαπομπευόμενος πάνω σε γάιδαρο.
Η τύφλωσή του έγινε στις 29/6/1072 πριν μεταφερθεί στην Προποντίδα, από άτομα που δεν γνώριζαν την διαδικασία καθώς εξόρυξαν τους οφθαλμούς του αντί της τύφλωσης με πυρακτωμένο σίδηρο που ήταν η συνηθισμένη πρακτική, και του προξένησαν άσχημα τραύματα, με τις πληγές να τρέχουν αίμα.
Η αναφορά του Ατταλειάτη σε Εβραίο δήμιο, που εμπλουτίζεται από τον Α.Δαλλασηνό με 30 νομίσματα, αναβιώνει τη σημειολογία της προδοσίας. Πέθανε στις 4/8/1072 από τα τραύματα του. Ο ερμηνευτής του Νεοελληνικού ρεαλισμού Κωστής Παλαμάς, στη «Η Φλογέρα του Βασιλιά» αποτυπώνει το δράμα του Μεγάλου Έλληνα, ποιητικά:
«Και του Διογένη Ρωμανού κλειστήκανε τα μάτια
μέσα στο κόκκινο νησί, στη πιο ψηλή του ράχη,
κι η πολεμόχαρη ψυχή φτερούγισε και πάει
να βρει στεριές και πέλαγα σ’ ανατολή και δύση,
της γής να γίνει ριζιμιά, της θάλασσας φουρτούνα!»
Ο Ρωμανός Διογένης ενσαρκώνει τον αγνό στρατιώτη που προσπάθησε να διεμβολίσει την διεφθαρμένη αριστοκρατία της εποχής του και να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία. Όμως απέτυχε όχι λόγω ανικανότητας, αλλά λόγω ίντριγκας και προδοσίας, και εμφυλλοχωρώντας στην εθνική συνείδηση, κληροδότησε στην Ιστορία, το προφιλ με στοιχεία τραγικού εθνικού ήρωα.
Πελασγός ο Μιλήσιος
Πηγή: http://www.olympia.gr
Η κατάσταση στα Βαλκάνια φαίνεται να βελτιώθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου του Α΄ με τον προσηλυτισμό στο χριστιανισμό του Βούλγαρου χάνου Βόριδος -
Tον Aύγουστο του 636, μία μάχη με κοσμοϊστορικές συνέπειες διεξήχθη κοντά στον ποταμό Γιαρμούκ, τον Iερομύακα, μεταξύ Bυζαντινών και Aράβων. Hταν μία μάχη που θα σηματοδοτούσε την αυγή ενός νέου κόσμου. Οι Bυζαντινοί έχασαν ολόκληρη τη M. Aνατολή και δεν θα κατόρθωναν ποτέ ξανά να επαναφέρουν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τα εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τον M. Aλέξανδρο 1.000 χρόνια πριν. Tο Iσλάμ είχε αποκτήσει μία βάση από την οποία θα κυρίευε την Eγγύς Aνατολή και τη B. Aφρική.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης
Η Μάχη του Κλειδίου (βουλ. Беласишка битка, γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρόνης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών των Μπέλλων και του Ογκραζντέν, στο σημερινό βουλγάρικο χωριό Κλείδιο. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β’, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά τα αποτελέσματα της μάχης, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Για αυτό, το 1018, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία καταστράφηκε από τον Βασίλειο Β’.
Οι συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντά στον Δούναβη, μια επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά πολέμων με το Βυζάντιο.
Το 986, η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση από τον βορρά από τον Πρίγκιπα του Κιέβου, Σφιατοσλάφ. Εν τω μεταξύ, λόγω των επιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία έχασε πολλή δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, οι επιδρομείς από το Κίεβο νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν σε πόλεμο με τους Βούλγαρους, μια συνεχόμενη σύγκρουση μετά την πτώση της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, το 971. Αυτό είχε το αποτέλεσμα της παραίτησης του Μπορίς Β’ από τους αυτοκρατορικούς του τίτλους, και την παραχώρηση της ανατολικής Βουλγαρίας στους Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την ανατολική Βουλγαρία, αλλά τα ανεξάρτητα εδάφη της δυτικής Βουλγαρίας παρέμειναν αυτόνομα και υπό την ηγεσία των Κομητόπουλων – Νταβίντ, Μωυσή, Αρόν και Σαμουήλ – αντιστάθηκαν εναντίον του Βυζαντίου.
Το 976, στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Βασίλειος Β’, και πρώτος στόχος του ήταν η κατάληψη της Βουλγαρίας. Αντίπαλοι του ήταν οι Δυτικοί Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Σαμουήλ. Η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου ήταν καταστροφική, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας παραλίγο να πεθάνει όταν οι Βούλγαροι εκμηδένισαν τον βυζαντινό στρατό στις Πύλες του Τραϊανού, το 986.
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις εναντίον του και τις επιθέσεις των Φατιμίντ στην Ανατολία, ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τα περισσότερα από τα πρώην βουλγαρικά εδάφη και μετέφερε τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα, χάρη στην οποία έφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε με μεγάλη ήττα των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχείου το 996. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε το 1000, όταν ο Βασίλειος ξεκίνησε μια σειρά από επιθέσεις στη Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, και το 1003, τα σώματα του κατέλαβαν το Βίντιν. Τον επόμενο χρόνο, ο Βασίλειος κατατρόπωσε τον Σαμούηλ στημάχη στα Σκόπια. Το 1005, ο Βασίλειος επανέκτησε τον έλεγχο στη Θεσσαλία και σε μέρη της νότιας Μακεδονίας. Σε αυτά και τα επόμενα χρόνια, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν αρκετές φορές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Παρά τις μερικές επιτυχίες, οι Βυζαντινοί δεν κατάφεραν να νικήσουν αποφασιστικά. Η βουλγαρική αντεπίθεση, το 1009, στη μάχη της Κρέτας απέτυχε, παρόλο αυτά, η νίκη των Βυζαντινών δεν ήταν αποφασιστική, αλλά οι Βούλγαροι είχαν χάσει πολλές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό, Ιωάννη Σκυλίτζη: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ συνέχιζε τις επιθέσεις στη Βουλγαρία, καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο του. Ο Σαμουήλ ήταν ανίκανος να τον σταματήσει σε ανοιχτή μάχη, και έτσι, έχανε τη δύναμη του». Το αποκορύφωμα του πολέμου ήρθε το 1014, όταν ο Σαμουήλ, ως ηγέτης του στρατού, προσπάθησε να σταματήσει τον βυζαντινό στρατό πριν αυτός εισέλθει στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Ο Σαμουήλ ήξερε πώς οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν στη χώρα του από τις ορεινές περιοχές. Οι Βούλγαροι έχτισαν τάφρους κατά μήκος των συνόρων τους, ειδικά στο πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθώς αυτό οδηγούσε στην καρδιά της Βουλγαρίας. Ο Σαμουήλ οχύρωσε περισσότερο την οροσειρά Μπέλλες και το Κάστρο στον Στρυμόνα. Ο ποταμός του Στρυμόνα ήταν ιδανικό μέρος για επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Σαμουήλ επέλεξε τον Στρυμόνα για αμυντική τακτική – βρισκόταν στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Θράκη, στα ανατολικά, και μέχρι την Οχρίδα, στα δυτικά. Τα σύνορα αυτά φρουρούνταν από μεγάλες βουλγαρικές δυνάμεις.
Ο Σαμουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο Β’ και τον στρατό του στο Κλείδιο, όχι μόνο λόγω των ηττών στα πεδία της μάχης, αλλά και λόγω των ανησυχιών σχετικά με την εποπτεία του μεταξύ της αριστοκρατίας, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τις εκστρατείες του Βασιλείου. Το 1005, ο διοικητής του Δυρραχίου, λιμανιού της Αδριατικής, παρέδωσε την πόλη στον Βασίλειο Β’. Για να αντιμετωπίσει τη βυζαντινή απειλή, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β’ επίσης συγκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, και όρισε διοικητή τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος είχε καταλάβει τις παλαιές βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβ, το 1001.
Ο βυζαντινός στρατός έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από την Κομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες έφθασε στο χωριό του Κλειδίου στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, βρήκε ένα χοντρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Ο Σαμουήλ, για να απομακρύνει τον Βασίλειο από το πεδίο της μάχης, έστειλε μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι της Νεστορίτσας έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά δέχθηκαν μεγάλη ήττα από τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη και από τον γιο του, Μιχαήλ. Ο Θεοφύλακτος αιχμαλώτισε πολλούς Βούλγαρους και βάδισε στα βόρεια για να συναντήσει τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου για να συντρίψει τους υπερασπιστές του περάσματος ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο αριθμός των αμυνόμενων ανέρχονταν στους 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τις δυσκολίες, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αρνήθηκε να σταματήσει την επίθεση. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να μεταφέρει τα σώματα του στο Βελάσιο, για να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, όσο ο υπόλοιπος βυζαντινός στρατός θα πολιορκούσε το τείχος. Ο Ξιφίας οδήγησε τα σώματα του σε ένα μονοπάτι, πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας επιτέθηκε στους Βούλγαρους, αφού τους περικύκλωσε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό και κατευθύνθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να καταστρέψει το τείχος.
Εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, πολλά βουλγαρικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φύγουν στη Δύση. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβίλ (Γαβριήλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στα ανατολικά από το οχυρό τους στη Στρώμνιτσα, αλλά καταστράφηκαν στις μάχες στο Μοκριέβο. Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Αυτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στην ανδρεία του γιου του, και με ασφάλεια έφθασαν στο Πρίλεπ. Από το Πρίλεπ, ο Σαμουήλ έφθασε στην Πρέσπα ενώ ο γιος του κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα για να συνεχίσει τη μάχη.
Μετά τη νίκη στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος Β’ κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα, οχυρό-κλειδί στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Στον δρόμο τους για την πόλη, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το οχυρό του Ματσούκιον. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έστειλε ένα στρατό, υπό την ηγεσία του Βοτανειάτη, για να περικυκλώσει τη Στρώμνιτσα και να καταστρέψει τα τείχη της πόλης, καθώς επίσης και να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Με τα υπόλοιπα σώματα του, ο Βασίλειος έμεινε για να καταστρέψει τελείως την πόλη. Στην αρχή οι Βούλγαροι άφησαν τον Βοτενειάτη να καταστρέψει τις οχυρώσεις τους, αλλά περικύκλωσαν αυτόν και τον στρατό του και τον έσφαξαν. Στη μάχη, ο Γκαβρίλ Ραντομίρ σκότωσε τον Βοτανειάτη με το δόρυ του. Ως αποτέλεσμα, ο Βασίλειος Β’ αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Στρώμνιτσας και υποχώρησε. Στην επιστροφή, ο Βασίλειος έπεισε τον κουβικουλάριο Σέργιο να παραδώσει το οχυρό του Μελένικου, το οποίο αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο προς τη Σόφια, από τα νότια.
Ο Σκυλίτζης θεωρεί πώς ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 στρατιώτες (14.000 σύμφωνα με τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Βασίλ Ζλατάρσκι, ισχυρίζονται πώς αυτοί οι αριθμοί είναι απίθανοι και υπερβολικοί. Τον 14ο αιώνα, το έργο του Κωνσταντίνου Μαννάση, Χρονικόν, μεταφράστηκε στα βουλγάρικα. Ο Μαννάσης καταγράφει πώς στη μάχη αιχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος χώρισε τους αιχμάλωτους σε ομάδες των 100 ανδρών, τυφλώνοντας τους 99 αιχμαλώτους σε κάθε ομάδα και αφήνοντας τον τελευταίο με ένα μάτι, για να οδηγεί τους υπόλοιπους στην πατρίδα τους – αυτό το έκανε για να εκδικηθεί τον θάνατο του Βοτανειάτη, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του στρατηγός. Άλλη αιτία για αυτή την πράξη, ήταν ότι στα μάτια των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι ήταν επαναστάτες κατά της εξουσίας τους, και πώς η τύφλωση ήταν η πιθανή τιμωρία για τους αντάρτες. Για αυτή την πράξη, ο Βασίλειος έλαβε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στις 6 Οκτωβρίου 1014, ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είδε τους τυφλούς του στρατιώτες.
Ο θάνατος του Βοτανειάτη και τα μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου έδειξαν πώς η βυζαντινή επιτυχία δεν ήταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πώς η ήττα των Βουλγάρων δεν ήταν πλήρης, όπως περιέγραψαν ο Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος. Άλλοι ιστορικοί δίνουν έμφαση στον θάνατο του Σαμουήλ και θεωρούν αυτό το γεγονός ως μεγάλο πλήγμα για τη Βουλγαρία. Ο Γκαβρίλ Ραντομίρ και ο Ιβάν Βλαντισλάφ στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς, και τελικά η Βουλγαρία καταλήφθηκε το 1018. Αυτό τον χρόνο, ο Τσάρος Ιβάν Βλαντισλάφ σκοτώθηκε στη μάχη στο Δυρράχιο, και η Βουλγαρία έγινε επαρχία του Βυζαντίου, μέχρι το 1185, όποτε διεξήχθη η επιτυχής εξέγερση των αδερφών Άσεν.
Στη μάχη του Κλειδίου, ο βουλγαρικός στρατός υπέστη βαριές απώλειες, και αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την τελική νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο. Οι περισσότεροι από τους διοικητές αποφάσισαν να παραδοθούν εθελοντικά στον Βασίλειο Β’.
Η μάχη είχε αντίκτυπο στους Σέρβους και στους Κροάτες, οι οποίο αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μετά το 1018. Τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαστάθηκαν στον Δούναβη, δίνοντας στο Βυζάντιο τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τον Δούναβη στην Πελοπόννησο και από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Στις 25 Ιουλίου 1261 ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Στην εικόνα, μολυβδόβουλο (μολύβδινη σφραγίδα) του Αλέξιου Στρατηγόπουλου, περίπου 1251-8. Zacos, G., Veglery, A., Byzantine Lead Seals, Vol. 1, Part III, Basel 1972, p. 1577, pl. 190, no. 2756.
Λίγο μετά τη στέψη του σε αυτοκράτορα τον Ιανουάριο του 1259 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έπρεπε να αντιμετωπίσει την εναντίον του συμμαχία που είχε συνάψει ο Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου με το βασιλιά Μανφρέδο της Σικελίας και τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας. Οι σύμμαχοι είχαν κερδίσει επιπλέον την υποστήριξη των Σέρβων και των Αλβανών.
Ο Μιχαήλ κατάφερε να φανεί αντάξιος των περιστάσεων. Έθεσε επικεφαλής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων τον αδελφό του Ιωάννη που νίκησε τις δυνάμεις των συμμάχων στη μάχη της Πελαγονίας το φθινόπωρο του 1259.
Επόμενο βήμα του Μιχαήλ ήταν πλέον η προσπάθεια ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Για να εξασφαλιστεί από ενδεχόμενη αντίδραση της Βενετίας που στήριζε τη λατινική αυτοκρατορία σύναψε με τη Γένοβα τη συνθήκη του Νυμφαίου (13 Μαρτίου 1261). Με αυτήν παραχώρησε στους γενουάτες εμπόρους ιδιαίτερα προνόμια με αντάλλαγμα την πολεμική βοήθεια εναντίον της Βενετίας και θεμελίωσε έτσι τη δύναμη της Γένουας στην Ανατολή.
Η βοήθεια όμως της Γένουας δεν κρίθηκε τελικά απαραίτητη. Ο βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος επωφελήθηκε από την απουσία λατινικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και στις 25 Ιουλίου 1261 κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής επιχείρησης προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία με ξαφνική επίθεση κατέλαβε την πόλη χωρίς αντίσταση. Ύστερα λοιπόν από 57 χρόνια λατινικής κυριαρχίας η πόλη του Μ. Κωνσταντίνου ήταν πάλι βυζαντινή. Στις 15 Αυγούστου 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του στην πόλη και στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία.
Πηγή: Αβέρωφ
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Παλαιολόγου και την ανάρρηση στον θρόνο του γιου του, Ανδρόνικου Β’ η αυτοκρατορία μπήκε πλέον στην οριστική πορεία προς το τέλος της.
Το 533 μ.Χ. ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον στρατηγό Βελισάριο την κατάκτηση του ληστρικού κράτους των Γερμανών Βανδάλων στη Βόρεια Αφρική. Για τον σκοπό αυτό του διέθεσε μόλις 5.000 ιππείς εκ των οποίων οι 1.500 ήταν επίλεκτοι βουκελάριοι, υπό τον Ιωάννη Τρωγλίτη.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...