
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
5.2 Παυλικιανοί
Για την μελέτη της αίρεσης των Παυλικιανών οι πηγές παρουσιάζουν την εξής ιδιομορφία. Μέχρι τα μέσα του Θ’ αι. υπάρχουν μόνο ψήγματα πληροφοριών, κυρίως σε ιστορικά έργα, όπως στην Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνους. Από τα μέσα του Θ’ αιώνος εμφανίζεται για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη καταγραφή της ιστορίας της αίρεσης, από τον Πέτρο Σικελιώτη. Ήδη ο Παυλικιανισμός αριθμούσε δύο αιώνες ζωής περίπου. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και συστηματική παρουσίαση της διδασκαλίας του καθώς και θεολογική αναίρεση των κακοδοξιών από τον Μέγα Φώτιο.
Για τον Πέτρο τον Σικελιώτη δεν είναι γνωστές πολλές πληροφορίες, πέραν των όσων ο ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του μέσα στο έργο του, που τιτλοφορείται Ιστορία χρειώδης έλεγχός τε και ανατροπή αιρέσεως των Μανιχαίων των και Παυλικιανών λεγομένων προσωποποιηθείσα ως προς τον αρχιεπίσκοπον Βουλγαρίας[1]:
«Κἀκείνου τοίνυν τό ζῇν ἀποῤῥήξαντος, αὖθις διαδέχεται τήν τυρρανίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις ὁ άνεψιός καί γαμβρός αὐτοῦ. Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν αὐτοῦ, παρεβάλομεν ἡμεῖς ἐν τῇ Τιβρικῇ, ἀποσταλέντες ἐκεῖσε δουλείας βασιλικῆς ἔνεκεν τοῦ ὑπαλλάξαι ἄρχοντας αἰχμαλώτους, ὅπερ γέγονεν ἐν τῷ δευτέρῷ ἔτει τῆς βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου καί Λέοντος, τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων μεγάλων βασιλέων ἡμῶν[2]».
Συνεπώς, ο Πέτρος Σικελιώτης ήταν απεσταλμένος του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867-886), με σκοπό να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση Ρωμαίων αιχμαλώτων, με τον ηγέτη των Παυλικιανών, Χρυσόχειρα. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν στην Τεφρική, εστία της αίρεσης, περί το 869. Ο Πέτρος παρέμεινε στην Τεφρική για χρονικό διάστημα εννέα μηνών, οπότε εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να διερευνήσει την ιστορία και την διδασκαλία τους. Το έργο του γράφτηκε περί το 870 μ.Χ. Σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, τον κώδικα Vaticanus graecus 511 ff 80v-111v του 11ου αι.
Το κείμενο απευθύνεται στο Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, του οποίου το όνομα δεν δίδεται. Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος στάλθηκε στην Βουλγαρία[3] το 870 μ.Χ. μετά την βάπτιση του Χάνου Βόρη το 864 μ.Χ[4]. Από αυτό αρύονται τις πληροφορίες τους οι Μ. Φώτιος καί Ευθύμιος Ζιγαβηνός.
Αμέσως μετά πρέπει να έγραψε ο Μέγας Φώτιος το έργο του Κατά Μανιχαίων[5]. Διαιρείται σε τέσσερεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος είναι μια παράλληλη διήγηση της ιστορίας του Πέτρου Σικελιώτη[6]. Οι υπόλοιποι τρεις συνθέτουν θεολογική αναίρεση των κακοδοξιών των Παυλικιανών. Οι λόγοι του Μεγάλου Φωτίου ήταν οπωσδήποτε πιο δημοφιλείς, γι’ αυτό και ανευρίσκονται σε αρκετά χειρόγραφα. Αποσπάσματα περιλαμβάνονται και στην Πνευματική Πανοπλία του Ευθύμιου Ζιγαβηνού[7].
Δεύτερο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό στις αναφορές των πηγών είναι ότι οι συγγραφείς αναφέρονται στους Παυλικιανούς, ως Μανιχαίους. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι οι Παυλικιανοί είναι μια εκχριστιανισμένη μορφή Μανιχαίων, γι’ αυτό και τα έργα που ασχολούνται με την ιστορία τους συνδέουν την προέλευση του Παυλικιανισμού με την αρχή του Μανιχαϊσμού. Τόσο η ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη, όσο και η αντίστοιχη του μεγάλου Φωτίου ξεκινούν με την ιστορία που ήταν γνωστή, για την ζωή του Μάνη και την προέλευση της διδασκαλίας του[8].
Επίσης, ως Μανιχαιους τους αναφέρουν και οι πηγές που προηγούνται της συγγραφής του Πέτρου Σικελιώτη. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ιστορία τους ήταν ήδη γνωστή, αλλά το πιο πιθανό είναι να ονοματίζονται έτσι από την διδασκαλία τους. Συζήτηση επ’ αυτού θα γίνει παρακάτω, όπου θα αναφερθούν και κάποιες άλλες εκτιμήσεις για τις ομοιότητες του Παυλικιανισμού με γνωστικές διδασκαλίες.
5.2α Ιστορικά
Εμφάνιση
Η αίρεση του Παυλικιανισμού εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του Ζ’ αι. Θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ότι ήταν μια εκχριστιανισμένη μορφή Μανιχαϊσμού και ως τέτοια αναφέρεται στις πηγές. Ο Πέτρος Σικελιώτης ξεκινά την εξιστόρηση των σχετικών με τον Μανιχαϊσμό από το ΙΑ’ κεφάλαιο της ιστορίας του και την περαιώνει στο Κ’[9]. Από τις παραπομπές του φαίνεται ότι είχε λάβει υπόψη του τις Πράξεις Αρχελάου, την Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτους Σχολαστικού και το Πανάριον του Αγ. Επιφανίου. Στην καθεαυτό ιστορία των Παυλικιανών εισέρχεται από το ΚΑ’ κεφ. προσπαθώντας να γεφυρώσει ένα χάσμα δύο αιώνων.
Από την τελευταία αναφορά του Αγ. Επιφανίου για τους Μανιχαίους μέχρι την εποχή του Πέτρου Σικελιώτη υπάρχει χρονικό κενό. Το κενό αυτό, βέβαια, μικραίνει, καθώς ο τελευταίος διασώζει υλικό από προηγούμενη παράδοση, αλλά εξακολουθεί να παραμένει μία σκοτεινή περίοδος, στην οποία έλαβαν χώρα κάποιες μεταβολές, ευκολονόητες, ευεξήγητες, δύσκολα, όμως, ανιχνεύσιμες.
Η μετάβαση από τον κλασσικό Μανιχαϊσμό στον Παυλικιανισμό δείχνει ότι συνέβη κάποια μετάλλαξη. Ο χρόνος της μετάβασης εντοπίζεται στον Ζ’ αιώνα, καθώς οι πρώτες πληροφορίες τοποθετούν την εμφάνιση των Παυλικιανών στο δεύτερο μισό του αιώνα τούτου.
Δυστυχώς, ο Ζ’ αι. θεωρείται «σκοτεινός» αιώνας, λόγω της έλλειψης πηγών και πληροφοριών, ικανών να μας διαφωτίσουν για τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην διάρκειά του. Με την αυγή του Η’ αι. παρατηρούνται κάποιες ολοκληρωμένες αλλαγές σε πολλούς τομείς του κράτους. Γνωρίζοντας τις προγενέστερες συνθήκες και μελετώντας τις επόμενες, μπορούν να περιγραφούν με μια λογική συνειρμική διαδικασία οι τρόποι μετάβασης από την προηγούμενη στην επόμενη κατάσταση, λείπουν όμως οι στέρεες αποδείξεις για την τεκμηρίωση της μεταβατικής περιόδου. Αυτό το φαινόμενο αντικατοπτρίζεται και στην εξέλιξη που οδήγησε στην εμφάνιση του Παυλικιανισμού.
Δεν είναι περίεργο. Τον Ζ αι. συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές στην αυτοκρατορία, καθώς η ίδια επέζησε μιας βαθειάς κρίσης. Ταυτόχρονα τα εκκλησιαστικά ζητήματα μονοπώλησε η αίρεση του Μονοθελητισμού. Ως αποτέλεσμα, θέματα ήσσονος σημασίας, όπως οι διαφοροποιήσεις στην διδασκαλία του Μανιχαϊσμού, αν δεν πέρασαν απαρατήρητες, δεν θεωρήθηκαν αξιομνημόνευτες.
Παρόλα αυτά, μπορούμε να κατανοήσουμε ποια γεγονότα θα πρέπει να συνέβησαν και γιατί οδήγησαν στην διαμόρφωση του Παυλικιανισμού. Για παράδειγμα, απαραίτητα θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η διάδοση του Μανιχαϊσμού στην κοιτίδα του Παυλικιανισμού. Επίσης είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει αποδεκτό ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή, κάποιος από τους ηγέτες μανιχαϊκής σέκτας αποφάσισε να επιφέρει αλλαγές στην διδασκαλία. Αυτή ήταν παρατηρημένη τακτική, συνάδουσα με άλλες παρόμοιες στην ιστορική εξέλιξη των γνωστικών σεκτών.
Εξάλλου, ο Μανιχαϊσμός, με την οικουμενική προοπτική που του είχε προσδώσει ο Μάνης, είχε την δυνατότητα να προσαρμόζεται, σε διαφοροποιημένα, ξένα, κάποιες φορές εχθρικά περιβάλλοντα. Το ότι προσπάθησε, λοιπόν, κάποιος ηγέτης μανιχαϊκής σέκτας να μεταμορφώσει ανατολίτικη διδασκαλία, ξένη στο ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της Ρωμανίας, αφαιρώντας απαράδεκτα στοιχεία, όπως το μυθολογικό, ώστε να την καταστήσει βιώσιμη, πρέπει να θεωρείται απαραίτητη εξέλιξη.
Η πραγματοποίηση αυτού του θεωρητικού μοντέλου είναι αποτυπωμένη στις δύο παραδόσεις, που αναφέρονται στην γέννηση του Παυλικιανισμού. Σύμφωνα με την πρώτη παράδοση, μαθητές του Μάνη έφθασαν μέχρι τα Σαμόσατα της Αρμενίας και διέδωσαν τον Μανιχαϊσμό. Κάποια προσήλυτη με το όνομα Καλλινίκη είχε δύο υιούς τον Παύλο και τον Ιωάννη, τους οποίους ανέθρεψε με τις διδασκαλίες της μανιχαϊκής σέκτας. Στην συνέχεια τους απέστειλε προς διάδοση της πίστης τους. Αυτοί έφθασαν στην κωμόπολη, την ύστερα καλουμένη Επίσπαρη, όπου βρήκαν τους κατοίκους αμαθείς και εύπιστους, πρόσφορο έδαφος για την σπορά της αίρεσης. Από τον ένα αδελφό κλήθηκε η μανιχαϊκή αίρεση στην περιοχή Παυλικιανισμός[10].
Η παράδοση αυτή, είτε είναι αληθείς είτε όχι, απηχεί την διάδοση του Μανιχαϊσμού στην περιοχή της τέταρτης Αρμενίας. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών θα μπορούσαν να είναι αληθινά ή προσαρμοσμένα για να εξηγήσουν την προέλευση του ονόματος, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Το σημαντικό είναι ότι μέσα από μια λιτή παράδοση λαμβάνουμε απλές πληροφορίες για ένα ορόσημο στην εξάπλωση του Μανιχαϊσμού. Η παράδοση, δηλαδή, διασώζει την πιο πιθανή εκδοχή.
Η πόλη «Σαμόσατα» είναι για την ακρίβεια η πόλη Αρσαμούσατα, ιδρυμένη τον Γ’ αι. π.Χ. από τον Βασιλέα Αρσαμά της Αρμενίας. Ερείπια σώζονται κοντά στo σημερινό χωριό Nagaran, μεταξύ Palou και Kharpout, στην νότια όχθη του ποταμού Αρσανία[11]. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πόλη έχει εντοπιστεί είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον εξής λόγο. Στην Αρμενία Παυλικιανούς καλούσαν τους Μοναρχιανούς, οι οποίοι ακολουθούσαν τις αιρετικές διδασκαλίες του Παύλου του Σαμοσατέως[12]. Θα μπορούσε λοιπόν, κάλλιστα να θεωρηθεί ότι, λόγω κάποιου ασταθούς ψυχολογικού παράγοντα, συνδέθηκαν οι Μανιχαίοι-Παυλικιανοί με τους Μοναρχιανούς-Παυλικιανούς, οπότε η Σαμόσατα της Αρμενίας θα ήταν κάποια φανταστική πόλη και η όλη αφήγηση του Πέτρου Σικελιώτη θα ήταν μια παράδοση με μυθική διάσταση και θα αντιμετωπίζονταν ως τέτοια. Οπότε δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί ο χώρος γέννησης της αίρεσης.
Το ότι η Αρσαμούσατα έχει εντοπιστεί γεωγραφικά, δείχνει την ρεαλιστική πλευρά της αφήγησης. Βέβαια, η σύνδεση με τον Παύλο Σαμοσατέα δεν λείπει. Αποτυπώνεται ήδη από τον Πέτρο Σικελιώτη με την συνωνυμία του Παύλου Σαμοσατέως, του υιού της Καλλινίκης. Πρόκειται, όμως για μυθικό ίσως στοιχείο, το οποίο προσκόλλησε στην παράδοση με το πέρασμα του χρόνου και δεν την γέννησε. Η διάκριση μεταξύ του Παύλου από τα «Σαμόσατα» της Αρμενίας, «του υιού της Καλλινίκης», και του Παύλου από τα Σαμόσατα της Συρίας, επισκόπου Αντιοχείας, του Γ’ αι. είναι εμφανής στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη. Αντίθετα, στο έργο του Μ. Φωτίου, γίνεται σύγχυση με τα Σαμόσατα της Συρίας, αλλά αυτή δεν δικαιολογεί την άποψη ότι οι Βυζαντινοί συγγραφείς συνέχεαν τους δύο Παύλους[13].
Η δεύτερη παράδοση τοποθετεί την εμφάνιση της αίρεσης στους χρόνους της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου (668-685), εγγονού του Ηρακλείου:
«ἐν ταῖς ἡμέραις Κωνσταντίνου του βασιλέως τοῦ ἔγγονος Ηρακλείου, γέγονέ τις Ἀρμένιος ὀνόματι Κωνσταντῖνος ἐν τῷ Σαμωσάτῳ τῆς Ἀρμενίας, ἐν κώμῃ Μανανάλει λεγομένη, ἥτις κώμη καί μέχρι τοῦ νῦν Μανιχαίους ἐκτρέφει[14]».
Παρατηρείται ότι και σ’ αυτήν την παράδοση, η κοιτίδα του Παυλικιανισμού εντοπίζεται στην περιοχή των Αρσαμουσάτων της Αρμενίας, στην οποία υπάρχει μανιχαϊκή κοινότητα. Τοποθετείται χρονικά στην περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ και μεταρρυθμιστής της διδασκαλίας ονοματίζεται κάποιος Κωνσταντίνος. Τα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στην μεταρρύθμιση του συστήματος, αναφέρονται παρακάτω:
«οὗτος διάκονόν τινα αἰχμάλωτον πρός τήν οικείαν πατρίδα ἐκ Συρίας ἐπανερχόμενον, ὡς ἀκριβῶς ἐμάθομεν, καί τήν κώμην Μανάναλιν φθάσαντα, ξενίζει ἐπί ἡμέρας τινάς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. Ὁ δέ αἰχμάλωτος ἐκ Συρίας βίβλους ἐπιφερόμενος δύο, μίαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, καί ἑτέραν τήν τοῦ Ἀποστόλου, ταῦτας δωρεῖται τῷ Κωνσταντίνῳ, ἀμειβόμενος αὐτῷ τήν τῆς ξενοδοχίας ἀντάμειψιν. Ὁ δέ λαβών τάς δύο βίβλους τοῦ τε Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου, καί τήν ἀθέμιτον καί μυσαράν αὐτοῦ αἵρεσιν βλέπων βδελυκτήν παρά πάντων καί φευκτέν ὑπάρχουσαν διά τάς ἐν αὐτῇ δυσφημίας τε καί αἰσχρουργίας, θέλων αὖθις ἀνανεώσθαι τό κακόν, μηχανᾶται ἐκ διαβολικῆς ἐνεργείας μή ἀναγινώσκεσθαι ἑτέραν βίβλον τό παράπαν, πλήν τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου, ὅπως δυνηθῇ δι’ αὐτῶν ἐπικαλύψαι τήν τῆς κακίας βλάβην[15].»
Μέσα από την παράδοση αυτή μπορούμε να εντοπίσουμε τις αλλαγές που επήλθαν και τα αίτια που τις προκάλεσαν. Κατ’ αρχάς βρίσκουμε σε πρώιμη μορφή το sola scripta. Υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος προσπάθησε ν’ ανασκευάσει τις μανιχαϊκές κακοδοξίες με βάση την Αγία Γραφή και μόνο. Η αποτυχία του εγχειρήματος προεξοφλεί και την αντίστοιχη αποτυχία οποιασδήποτε άλλης προσπάθειας καθορισμού της εν Χριστώ ζωής, με γνώμονα μόνο την Αγία Γραφή και ταυτόχρονη απόρριψη της Ιεράς Παράδοσης.
Τίθεται, όμως και το ερώτημα, ποιες συνθήκες δημιούργησαν την ανάγκη ανασκευής του μανιχαϊσμού; Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή της ενότητας, το περιβάλλον της καθ’ ημάς Ανατολής είχε γίνει πια χριστιανικό, με αποτέλεσμα ανατολίτικα μυθολογικά στοιχεία να μην ταιριάζουν ούτε στον τρόπο σκέψης, ούτε στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Η αλλαγή ενδεχομένως ξεκίνησε από την Αρμενία για τον λόγο, ότι στην χώρα αυτή, που υπαγόταν στην σφαίρα επιρροής της Ρωμανίας, υπήρχαν ακόμη απομεινάρια του μανιχαϊσμού. Στην αυτοκρατορική επικράτεια η αίρεση είχε υποχωρήσει σημαντικά, κατόπιν της εφαρμογής διαταγμάτων, τα οποία υποχρέωναν τους αιρετικούς να γίνουν ορθόδοξοι.
Έπρεπε, λοιπόν, η γνωστική αίρεση να λάβει ένα περισσότερο χριστιανικό ένδυμα, ώστε να μπορέσει να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες της εκχριστιανισμένης αυτοκρατορίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο Κωνσταντίνος:
«Ὁ γοῦν τοῦ Μάνεντος μαθητής Κωνσταντῖνος ἵνα τούς μαθητευομένους αὐτῷ τελείως δελεάσας ἀπολέςῃ, καί ποιήςῃ εὐπαράδεκτα τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα, τάς Οὐαλεντίνου βλασφημίας καί τερατολογίας, τῶν τριάκοντα αἰώνων, φημί, καί θεῶν, ἔτι δέ καί τήν τοῦ Κουβρίκου περί τοῦ ὑετοῦ πλαστώδη μυθολογίαν, … καί ἄλλα τινά αφ’ ἑαυτοῦ ὡς δυσπαράδεκτα, ἠθέλησεν ἀποσείσασθαι˙ οὐχ ἵνα τήν μεγίστην λωφήσῃ κακίαν, ἀλλ’ ἵνα πρός ἑαυτόν πολλούς ἐφελκύσηται. Βασιλείδου δέ τοῦ δυσωνύμου τάς ἀσελγίας τε καί τά μιάσματα, καί τῶν λοιπῶν ἁπάντων τόν δυσώδη ὑποδεξάμενος βόρβορον, ἀναδείκνυται νέος τις ὁδηγός ἀπωλείας[16].»
Ο Κωνσταντίνος μετονομάστηκε Σιλουανός, ισχυριζόμενος ότι είναι ο ομώνυμος ακόλουθος του αποστόλου Παύλου και μετοίκησε στην Κίβοσσα, πλησίον της Κολωνείας στα σύνορα Αρμενίας-Πόντου. Ο ίδιος έδωσε και το στίγμα της παυλικιανής επιδίωξης. Ήρθε στις ανατολικές επαρχίες και ανέπτυξε έντονη προσηλυτιστική δράση. Ονόμασε την εκκλησία, την οποία συνέστησε, Μακεδονία και όπως θα φανεί παρακάτω, στο κεφάλαιο που ασχολείται με την διδασκαλία, κεντρικό ρόλο στην δράση του και την ζωή των παυλικιανών, κατέχουν οι επιστολές του αποστόλου Παύλου. Ενδέχεται, λοιπόν, το όνομα της αίρεσης να προέρχεται από αυτήν την προτίμησή τους.
Ο λόγος για την επιλογή του «Μακεδονία» ως ονόματος της τοπικής εκκλησίας βρίσκεται στις Πράξεις 16.11:
«Ἀναχθέντες οὖν ἀπό τῆς Τρωάδος εὐθυγραμήσαμεν εἶς Σαμοθράκην, τῇ δέ ἐπιούςῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθεν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστί πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία.»
Συνέδεσε, δηλαδή, τον λατινικό όρο κολωνία (=αποικία) με την πόλη Κολωνεία.
Εγκαινίασε έτσι μία συνήθεια, την οποία ακολούθησαν και άλλοι αρχηγοί της αίρεσης, να δίνει ονόματα στις τοπικές εκκλησίες, παρμένα μέσα από περιοχές σταθμούς της περιοδείας του αποστόλου Παύλου. Συνάμα και οι διάδοχοί του μετονομάζονταν κατά τα ονόματα των ακόλουθων του αποστόλου.
Όταν ο Κωνσταντίνος Δ’ πληροφορήθηκε τα της καινοφανούς αιρέσεως, έπεμψε αυτοκρατορικό απεσταλμένο, κάποιον Συμεών, για να επαναφέρει τους προσήλυτους στην Εκκλησία:
«Κωνσταντῖνος γάρ ὁ βασιλεύς, τά κατ’ αὐτόν (σσ. τον Κωνσταντίνο-Σιλουανό) ἀναπεπυσμένος, στέλλει τινά τοὔνομα Συμεῶνα, τόν μέν λαοπλάνον ὑπαγαγεῖν τῇ δίκῃ, ὅσοι δέ τῆς ἐκείνου πλάνης μετέσχον, εἶτα ταύτης ἀφίστανται, καί τήν τῶν μετανοούντων χώραν ὁλοψύχως ἀναπληροῦσιν, τούτους ἄρα πρός μάθησιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί κατάγνωσιν ἐπιπλέον τῆς ἀποστασίας ταῖς τοῦ Θεοῦ προσκαρτερεῖν παραδοῦναι Ἐκκλησίαις[17].»
Η ανάμιξη του αυτοκράτορα στο θέμα των Παυλικιανών ήταν η αναμενόμενη. Το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, κράτος και Εκκλησία συνταράχθηκαν από την αίρεση του Μονοθελητισμού. Με δική του μέριμνα συνεκλήθη η Στ’ Οικουμενική σύνοδος, της οποίας οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 680 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και διήρκεσαν μέχρι την 16η Σεπτεμβρίου του 681. Ο Μονοθελητισμός καταδικάσθηκε, οι Σέργιος, Πύρρος, Κύρος, όπως και ο πάπας Ονώριος, αναθεματίστηκαν, ενώ ο αυτοκράτορας επευφημήθη ως υπερασπιστής του αληθούς δόγματος.
Στην τελευταία συνεδρίαση της συνόδου ο Κωνσταντίνος ομολόγησε:
«Τον Θεό μάρτυρα φέρομαι τῇ ἁγία καί οἰκουμενικῇ ὑμῶν συνόδῳ, ὡς χωρίς οιασδήποτε προσπαθείας ἤ ἀντιπαθείας πρώτη ἐπιθυμία και ζήλος καθέστηκεν ἡμῶν τοῦ ἀδιάβλητον εἶναι τήν ἀμώμητον ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν πίστιν, καί ἐν σταθερότητι ἡμᾶς αὐτήν παραφυλλάτειν ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ κατά τήν διδασκαλίαν, καί παράδοσιν τήν παραδοθείσαν ἡμῖν διά τοῦ εὐαγγελίου, καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων, καί διά τῶν ἐκθέσεως τῶν ἁγίων πέντε οἱκουμενικῶν συνόδων, καί τῶν αγίων ἐκκρίτων πατέρων.»
Και υπό της συνόδου πολυχρονίσθηκε τοιουτοτρόπως:
«πολλά τά ἕτη τοῦ βασιλέως. τάς τελειότητας των δύο φύσεων Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν σύ ἐτράνωσας. τόν φωστήρα τῆς εἰρήνης κύριε φύλαξον. Μαρκιανῷ νέῳ Κωνστανίνῳ αἰωνία ἡ μνήμη. Ιουστινιανῷ Κωνσταντίνῳ αἰωνία ἡ μνήμη. ὅλους τούς αιρετικούς σύ εδίωξας. τόν καθελόντα τούς αἰρετικούς κύριε φύλαξον[18].»
Για τους αυτοκράτορες της Ρωμανίας ήταν ιερό χρέος έναντι του Θεού, που τους εμπιστεύθηκε την βασιλεία, να μεριμνούν για την ειρήνη των Εκκλησιών, την ακεραιότητα της πίστης και την επιστροφή των πεπλανημένων.
Στην ιστ’ συνεδρίαση της ίδιας συνόδου εμφανίστηκε πρεσβύτερος της εκκλησίας της Απάμειας της δευτέρας επαρχίας της Συρίας, με το όνομα Κωνσταντίνος, ο οποίος δήλωσε ενώπιον της συνόδου, ότι ο Χριστός είχε ένα θέλημα, το θεϊκό, διότι το φυσικό θέλημα της ανθρώπινης φύσης του, το απέβαλε μαζί με την σάρκα. Αυτός καταδικάσθηκε από την σύνοδο διότι όσα πίστευε:
«αὕτη ἡ δόξα τῶν Μανιχαίων ἐστίν. αὕτη ἡ πίστις Ἀπολιναρίου ἐστίν. ἀνάθεμα αὐτῷ μετά τῶν δογμάτων αὐτοῦ. τῷ νέῳ Μανιχαίῳ ἀνάθεμα. τῷ νέῳ Ἀπολιναρίῳ ἀνάθεμα. ἐξω βληθήτω ο Μανιχαῖος. πάσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα[19].»
Ο Κωνστανίνος-Σιλουανός λιθοβολήθηκε από τους οπαδούς του. Την χαριστική βολή κατάφερε ο θετός γιος του Ιούστος[20].
Μετά τρία έτη ανέλαβε την αρχηγία της αίρεσης ο εν λόγω Συμεών, μετονομασθείς Τίτος. Αυτός ήλθε σε αντιπαράθεση με τον προαναφερθέντα Ιούστο. Ο δεύτερος, όπως δεν λυπήθηκε τον θετό του πατέρα και τον δολοφόνησε, με την ίδια αναλγησία προσέτρεξε στον επίσκοπο Κολωνείας και κατήγγειλε τον Συμεών και τους Παυλικιανούς. Ο επίσκοπος ενημέρωσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ (685-695 & 705-711), γιο και διάδοχο του Κωνσταντίνου Δ’. Ο αυτοκράτορας διέταξε έρευνα και όσοι παρέμεναν αμετανόητοι να δικασθούν και να καταδικασθούν στον δια πυρός θάνατο[21].
Από την καταδίκη γλύτωσε κάποιος Παύλος, Αρμένιος στην καταγωγή, ο οποίος επέστρεψε στην Επίσπαρη κι επανασύστησε την αίρεση. Από τα δυο παιδιά του, Γεγναίσιο και Θεόδωρο, όρισε τον πρώτο προϊστάμενο και τον μετονόμασε Τιμόθεο. Τότε δημιουργήθηκε αντιζηλία στα δυο αδέλφια και ανταγωνισμός για την αρχηγία της αίρεσης, καθώς και οι δυο διεκδικούσαν το «άνωθεν» χρίσμα:
«τοῦ μέν λέγοντος τήν τοῦ πατρός ἄνωθεν ἀπεσταλμένην χάριν, ἑαυτόν τε παρά τοῦ λαβόντος εἰσδέξασθαι καί τοῦ προνομίου τῆς ἀσεβείας τῷ δευτέρῳ μή ἐξίστασθαι, τοῦ δέ Θεοδώρου ταύτην ἀντισπῶντος ἐφ’ ἑαυτόν, καί μή πατρόθεν ἐκ τοῦ λαβόντος δευτέρᾳ δόσει μετασχεῖν, ἀλλ’ ἐκ τῆς πρώτης δωρεάς, καί ὅθεν ὁ πατήρ ταύτην εἵλκυσεν. Ἔμεινεν οὖν ἡ τοιαύτη στάσις καί φιλονικία μέχρι τοῦ ἐβδελυγμένου τέλους τῆς αὐτῶν δυσσεβεστάτης ζωῆς[22].»
Α΄ Φάση Εικονομαχίας
Με την άνοδο του Λέοντα Γ’ Ίσαυρου στον θρόνο ξεκινά μια νέα περίοδος για την αυτοκρατορία με καταστροφικές συνέπειες. Για λόγους, όμως που θα φανούν παρακάτω, η περίοδος της Εικονομαχίας δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση του Παυλικιανισμού. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπήρξε άμεση σχέση του αυτοκράτορα μαζί τους. Βέβαια, λόγω ιδεολογίας οι Παυλικιανοί, ήταν ενάντια των εικόνων και όχι μόνο. Ήταν ενάντιοι στην υπάρχουσα μορφή εκκλησιαστικής ιεραρχίας και αυτό είναι φυσικό, διότι κάθε επίδοξος αρχηγός σέκτας, έπρεπε ν’ αμφισβητεί την ιεραρχία ακόμη και την ιεροσύνη, ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξή του και την δική του θέση. Γίνεται επίσης δεκτό, χωρίς να υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες, ότι οι Παυλικιανοί ήταν και κατά του μοναχισμού. Αποτελούσαν, εν ολίγοις, άριστους συμμάχους του Λέοντα.
Η ιστορία για την κλήση του Γεγναίσιου-Τιμόθεου στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα και η ανάκριση του από τον πατριάρχη, απηχεί την νομιμοποίηση που έλαβαν οι Παυλικιανοί επί Εικονομαχίας. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή ο Γεγναίσιος-Τιμόθεος κατάφερε να υποκριθεί τον ορθόδοξο με διφορούμενη ομολογία. Είναι, όμως, εμφανές ότι και ο πατριάρχης απέφυγε να θέσει δύσκολα ερωτήματα. Η όλη ανακριτική διαδικασία δείχνει προκατασκευασμένη. Το πιο πιθανό είναι ότι ευθύνονταν ο ίδιος ο Λέοντας γι’ αυτό, εξαιτίας του ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να διενεργήσει την ανάκριση για θέματα θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ήταν υποχρεωμένος να στείλει τον Γεγναίσιο-Τιμόθεο στον πατριάρχη για εξέταση.
Ποιος ήταν ο πατριάρχης που διενήργησε την εξέταση δεν αναφέρεται. Από την συμμόρφωσή του στις οδηγίες του Λέοντα, μπορεί να εξαχθεί ότι επρόκειτο για τον Αναστάσιο, αντικαταστάτη του αγίου Γερμανού (715-730). Ο Γεγναίσιος-Τιμόθεος αθωώθηκε και έλαβε σιγίλιο από τον βασιλιά που του επέτρεπε να συνεχίσει ανενόχλητος την δράση του[23]. Ελεύθερος πλέον και ανεξέλεγκτος στις κινήσεις του, επανήλθε από την Επίσπαρη στην Μανάναλη, όπου και τελείωσε την ζωή του από λοιμώδη ασθένεια, κατά τον Μέγα Φώτιο, από βουβωνική πανώλη, κατά τον Πέτρο Σικιελώτη. Από την Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνη[24] εντοπίζεται η επιδημία στα έτη 746-747 μ.Χ. Ο Γεγναίσιος έμεινε στην αρχηγία της σέκτας επί τριακονταετία, οπότε πρέπει να ανέλαβε γύρω στο 716 μ.Χ.
Μετά από αυτόν δημιουργήθηκε ξανά σχίσμα για λόγους διαδοχής. Μία μερίδα τάχθηκε με τον νόθο γιο του Ζαχαρία, ενώ μια δεύτερη με κάποιον Ιωσήφ. Από την μεταξύ τους αντιπαλότητα φαίνεται ότι προέκυψαν και χειροδικίες:
«Πλήν τῆς ἔριδος δι’ ἅπερ εἴρηται κατισχυούσης καί χερσίν ἤδη καί πληγαῖς κρινομένης ὑπεραλγήσας ὁ Ζαχαρίας, οἷα δή τῆς πατρώας ἐλαυνόμενος κληρουχίας, παίει τόν Ἰωσήφ, ὡς ἐγγύς θανάτου τήν πληγήν ἐλάσαι. Θατέρου δέ τῶν στρατηγῶν τῆς ἀποστασίας ἐπί γόνυ κλιθέντος, ἔμενε μέν ἑκατέρα μερίς σφοδρώτερον κατά τῆς ἑτέρας ἐπανισταμένη, ἐκαιροφυλάκει δέ την συμπλοκήν, τό τέλος ἀμφίβολον ἐνοουμένη τῆς μάχης, ἐκρίθη δέ μᾶλλον, μετ’ ὀλίγον χρόνον, θατέραν ἀπό θατέρας διαστῆναι, καί μή τῷ ἀδήλῳ τῆς μάχης καταπιστεύσαντας ἑαυτούς πανωλεθρίᾳ διαφθαρῆναι[25].»
Την λύση στην διαμάχη έδωσαν οι επιδρομές των Αράβων. Σε μια από αυτές οι Άραβες έφθασαν μέχρι τις περιοχές των Παυλικιανών. Ο Ζαχαρίας δραπέτευσε αλλά η παράταξή του δεν γλίτωσε την σφαγή. Αντίθετα, ο Ιωσήφ εξώμοσε με την ίδια ευκολία που οι ομοϊδεάτες του προσποιούνταν τους Χριστιανούς, όταν παρίστατο ανάγκη, και γλύτωσε την ζωή την δικιά του και της ομάδας του. Με την πρώτη ευκαιρία δραπέτευσαν όλοι μαζί κι έφτασαν στην Επίσπαρη, όπου τους έγινε θερμή υποδοχή από τους εκεί Παυλικιανούς.
Από τον Θεοφάνη πάλι, προέρχεται η πληροφορία, σύμφωνα με την οποία την εποχή αυτή έγινε μετακίνηση πληθυσμών από τον Κωνσταντίνο Ε’ (741-775), το έτος 754/755:
«ὁ δέ βασιλεύς Κωνσταντίνος Σύρους τε καί Αρμενίους, οὕς ἤγαγεν ἀπό Θεοδοσιουπόλεως καί Μελιτηνῆς, εἰς τήν Θράκην μετώκισεν, ἐξ ὧν ἐπλατύνθη ἡ αἴρεσις των Παυλικιανῶν[26].»
Όπως τοποθετείται η πρόταση στο κεφάλαιο από τον Θεοφάνη, φαίνεται ότι οι μετακινήσεις αυτές αποσκοπούσαν στην πληθυσμιακή ενίσχυση περιοχών, που είχαν εξασθενήσει από τις επιδρομές και τον λοιμό. Ισχυρισμοί, όπως ότι ήθελε να ενισχύσει το εικονομαχικό στοιχείο, δεν μαρτυρούνται στις πηγές και δεν λαμβάνονται υπόψη.
Όταν ο Ιωσήφ απέμεινε μόνος ηγέτης της αίρεσης έλαβε το όνομα Επαφρόδιτος. Από την περιοχή, στην οποία εγκαταστάθηκε μετά την φυγή από τους Σαρακηνούς, εκδιώχτηκε από τον τοπικό άρχοντα Κρικοράχη. Κατέφυγε στην Φρυγία και ύστερα από κάποιο διάστημα έφτασε στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Εκεί εγκαταστάθηκε με την άδεια των τοπικών αρχών λόγω της μακρινής απόστασης του τόπου. Πέθανε έχοντας συμπληρώσει και αυτός τριάντα χρόνια στην αρχηγία της αίρεσης[27].
Διάδοχος του Ιωσήφ-Επαφρόδιτου ανέλαβε κάποιος Βαάνης, γέννημα μοιχικής σχέσης Παυλικιανής και Εβραίου[28]. Ανταγωνιστής αυτού υπήρξε ο Σέργιος-Τυχικός, ο οποίος δέχονταν να το καλούν Παράκλητο και Πνεύμα Άγιο. Καταγόταν από την Αννία, χωριό κοντά στην πόλη Ταβία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δρύινος. Κατηχήθηκε στην αιρετική δοξασία από μια Μανιχαία (Παυλικιανή). Εισήγαγε καινούργιο τρόπο προσηλυτισμού, προβάλλοντας αρχικά στα υποψήφια θύματά του ένα χριστιανικότερο προσωπείο. Μόνο όταν ο προσήλυτος είχε εισέλθει στα ενδότερα της αίρεσης μυούνταν στην πλήρη διεστραμμένη διδασκαλία:
«Καί γάρ οὐδέ τοῖς προτέροις ἀμελούμενον ὅμως καί τούτο αὐτῷ σπουδαιότερον μεμηχάνηται, ὥστε μή κατ’ ἀρχάς εὐθύς τοῖς αὐτῷ μυεῖσθαι προσερχομένοις τά τελειότερα τῶν ἀσεβημάτων θαρρεῖν, μηδέ τῶν μυστηρίων προτιθέναι τά εξάγιστα, ὧν ἐστι τό κεφάλαιον ἄρνησις παντελής Θεοῦ, καί τοῦ διαβόλου δόξα καί κράτος, καί δημιουργίας ἰσχύς καί τιμή καί οἰκείωσις. Οὐδέν οὖν ἐκεῖνος τοιοῦτον κατεπίστευεν τοῖς ἄρτι μυουμένοις. Ἀλλά πρῶτα μέν τοῖς εὐαγγελικοῖς ἐπειρᾶτο καταρυθμίζειν ῥήμασιν αὐτῶν τά ἤθη, καί ἅ μηδέν ἐκἐλευσε περί δόγματος, καί τούτοις τέως κατακηλεῖν τε καί καταγοητεύειν ἐπεχείρει, καί χειροήθεις ἀπεργάζεσθαι τούς μυσταγωγουμένους. Ἐπειδάν δ’ εὔνους εἶχε καί ὡς διδασκάλῳ καί σωτηρίας ἑώρα προσανέχοντας ὁδηγῷ, τότε καί τόν ὅλον τῆς ἀποστασίας ἰόν χανδόν αὐτοῖς παρεῖχεν ἐκροφεῖν, καί τετελεσμένους ὁμοίως ἐκείνῳ ἀνηγόρευέ τε καί ἀνεκήρυττε τήν ἀσέβειαν[29].»
Ο Σέργιος-Τυχικός ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δράση[30]. Η παραπάνω διήγηση του Μεγάλου Φωτίου καθώς και η αντίστοιχη του Πέτρου Σικελιώτου δείχνουν ότι η δράση του ήταν επιτυχημένη. Πρόκειται για την «χρυσή εποχή» στην διάδοση της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο λόγος είναι ο εξής. Η περίοδος της δραστηριότητάς του ήταν τριάντα τέσσερα (34) χρόνια και η περίοδος ακμής του συνέπεσε με την βασιλεία της αυτοκράτειρας Ειρήνης[31]. Το 787 μ.Χ. συνεκλήθη η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία αποκατέστησε τις εικόνες. Για να το πετύχει αυτό η αυτοκράτειρα Ειρήνη απομάκρυνε από το διοικητικό κέντρο τα εικονομαχικά στοιχεία που επικρατούσαν στο στράτευμα και επέβαλαν την Εικονομαχία. Αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθούν οι Εικονομάχοι από τις εξελίξεις. Την δυσαρέσκεια αυτή εκμεταλλεύτηκε ο Παυλικιανισμός με τις ενέργειες του Σέργιου-Τυχικού. Αυτό αναφέρεται και στην διήγηση του αγίου Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως:
«Ἐπειδή γάρ ἐν ὁλίγοις τοῖς πρόσθεν χρόνοις, τῆς ἐπ’ εὐσεβείᾳ γνωριζομένης, καί τήν αρχήν τήν βασίλειον διεπούσης (σσ. μιλά για την Αυγούστα Ειρήνη), ἀξιοζήλωτον τε καί ἔνθεον σπουδήν περί τῆς καθ’ ἡμᾶς πίστιν ἐπιδειξαμένης, ἐξήγειρεν ο Θεός τό πνεύμα, καί θεοκρίτῳ ψήφῳ, τῆς πόλεως τῆσδε ἐφ’ ἧς κακῶς καί ἀθέως παρά τοῦ ἠθροικότος ἐνίδρυντο, καλῶς καί αἰσίως ἐξώσθησαν (σσ. οι Εικονομάχοι)˙ περιαλώμενοι οἶα πλανῆτες περιεζήτουν θρησκείαν, καθ’ ἥν εικόνες καί υπομνήματα τῆς Χριστοῦ οἰκονομίας οὐκ ἐμφανίζονται˙ εὑρίσκουσιν οὖν δή τήν ἐρωμένην ἐκ πλείονος τήν Μανιχαίων δη λέγω ἀπιστίαν καί ἀθεΐαν, καί τῇ δόξῃ τῇ εκείνων συνάδουσαν, καί τά κατά γνώμην αὐτοῖς ἐπιτρέπουσαν, καί ταῦτα ἐπαγγέλουσαν οἶσπερ ἥδοντο καί ἔχαιρον πόῤῥωθεν˙ διά δή ταῦτα οἱ πλείους αὐτῶν τήν καθ’ ἡμᾶς ὁμολογίαν ὁλοτρόπως ἀπώμοτον ποιησάμενοι, ἐκείνῃ τῇ λύσσῃ προσέθεντο τέλεον[32].»
Δηλαδή, προσήλθαν στον Παυλικιανισμό οι Εικονομάχοι εκείνοι, οι οποίοι δυσαρεστημένοι από τις εξελίξεις, έψαχναν μια συγγενή αίρεση και σ’ αυτόν βρήκαν: α) την άρνηση της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων, β) την άρνηση απόδοσης τιμής στην Θεοτόκο, και γ) την αντιμοναχική στάση. Λόγω της κατακόρυφης αύξησης των μελών της αίρεσης, οι κοινότητες χωρίσθηκαν σε έξι “εκκλησιαστικές” περιφέρειες:
«Ἔτι δέ λέγω, τήν ἐν Κορίνθῳ Ἐκκλησίαν ὠκοδόμησε Παῦλος˙ τήν δέ Μακεδονίαν, Σιλουανός καί Τίτος˙ λέγει δέ Μακεδονίαν, τό συνέδριον τό εἰς Κίβοσαν˙ καί Κωνσταντίνον δέ καί Συμεῶνα, Σιλουανό καί Τίτο ἀποκαλεῖ˙ Καί Ἀχαΐαν ἀνιστόρησε Τιμόθεος˙ λέγει δέ την Μανάναλιν˙ καί τόν Γεγνέσιον, Τιμόθεον ὀνομάζει, τόν ὅντως Θυμόθεον. Τήν τῶν Φιλιππησίων ἐκκλησίαν ἐλειτούργησεν Ἐπαφρόδιτος˙ λέγει δέ τόν ἐκ πορνείας Ἰωσήφ τόν αἰπολον, τόν ὅντως ἀφρόνητον˙ καί Φιλιππησίους ὀνομάζει τούς μαθητάς αὐτοῦ. Τήν Λαοδικέων καί Ἐφεσίων ἐκκλησίαν, ἔτι δέ καί τήν Κολασσαέων, ἐμαθήτευσε Τυχικός. Καί Κολασσαεῖς μέν λέγει τούς Ἀργαούτας˙ Ἐφεσίους δέ, τούς ἐν Μοψουεστία˙ Λαοδικεῖς δέ τούς κατοικοῦντας Κύνας[33] τήν τοῦ Κυνός χώραν[34].»
Την εποχή αυτή συνέβη νέα αιματηρή εμφύλια διαμάχη στις τάξεις των Παυλικιανών, μεταξύ των οπαδών του Βαάνη και των οπαδών του Σέργιου. Αφορμή έλαβαν οι οπαδοί του δευτέρου από την ασύδοτη και έκλυτη ζωή του πρώτου:
«καί εὐλάβιαν ὑποκρινόμενος (σσ. ο Σέργιος), ἤρξατο ἐλέγχειν αὐτόν εἰς ὑπήκοον πάντων, οὐ διά πίστιν, ἀλλά διά την ἀτοπίαν τῶν ἀθέμιτων αὐτοῦ πράξεων. Ὁ δέ Βαάνης φησί πρός αὐτόν˙ Σύ νεωστί κατεφάνης, καί οὐδένα τῶν διδασκάλων ἡμῶν ἐώρακας, ἤ συμπαρέμεινας˙ ἐγώ τοῦ κυρίου Ἐπαφροδίτου μαθητής ὑπαρχω˙ καί καθώς παρέδωκέν μοι ἀπ’ αρχῆς, οὕτω καί διδάσκω˙ ὁ δέ Σέργιος, διά τόν δυσώδη βόρβορον ὅν ἐδίδασκε, βδελυξάμενος καί εἰς πρόσωπον καταισχύνας αὐτόν, ἔσχισε τήν αἱρεσιν εἰς δύο[35].»
Η διχόνοια έληξε μετά τον θάνατο του Σεργίου. Τελευταίος φίλα προσκείμενος προς τους Παυλικιανούς αυτοκράτορας ήταν ο Νικηφόρος Α’ (802-811). Με την βοήθειά τους κατέπνιξε την επανάσταση του Βαρδάνη. Αναφέρεται ότι συμμετείχε σε μαγγανείες τους. Ως αντάλλαγμα τους παραχώρησε ελευθερία κινήσεων και ανέχθηκε την προσηλυτιστική τους δράση:
«τῶν δέ Μανιχαίων, τῶν νῦν Παυλικιανῶν καλουμένων, καί Ἀθιγγάνων τῶν κατά Φρυγίαν καί Λυκαονίαν, αγχιγειτόνων αὐτοῦ, φίλος ἦν διάπυρος, χρησμοῖς καί τελεταῖς αὐτῶν ἐπιχαίρων, ἐν οἷς ὅταν Βαρδάνης ὁ πατρίκιος ἐπανέστη αὐτῷ, τούτους προσκαλεσάμενος, ταῖς αὐτῶν μαγγανείαις τοῦτον ὑπέταξεν. … οὗτοι χώραν ἔλαβον ἐπί τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἀφόβως πολιτεύεσθαι, καί πολλοί τῶν κουφοτέρων ταῖς ἀθεμίτοις αὐτῶν διεφθάρησαν δόξαις…[36].»
Αναφορά στους Αθίγγανους κάνει ο Τιμόθεος, πρεσβύτερος Κωνσταντινουπόλεως:
«Μελχισεδεκῖταί εἰσιν, οἱ νῦν προσαγορευόμενοι Ἀθίγγανοι. Οὗτοι τόν Μελχισεδέκ αῦχοῦσιν, ἐξ οὗ καί τήν ἐπωνυμίαν εἰλήφασιν. Εἰσί δέ περί τήν Φρυγίαν. Οὔτε δέ Ἑβραῖοι, οὔτε Ἐθνικοί εἰσι. Δοκοῦσι γάρ τό μέν Σάββατον φυλάττειν, τήν δέ σάρκα μή περιτέμνεσθαι˙ οὗτοι οὐδένα ἄνθρωπον ἄπτεσθαι αὐτῶν ἀνέχονται˙ ἀλλά κἄν δῷ αὐτοῖς τις ἄρτον, ἠ ὕδωρ, ἠ ἕτερόν τι εἶδος, οὐκ ἀνέχονται ἀπό χειρῶν λαβεῖν, ἀλλά παρακαλοῦσι τούς ἐπιδίδοντας αὐτοῖς θεῖναι χάμαι τά εἴδη, καί οὕτως αὐτοί προσερχόμενοι αἵρουσιν αὐτά˙ ὁμοίως κἄν αὐτοί ἑτέροις μεταδιδῶσι˙ τούτῳ οὖν τῷ τρόπῳ Ἀθιγγάνους αὐτούς καλοῦσιν, διά τό μή άνέχεσθαι αὐτούς προσψαύειν τινός[37].»
Η αυτοκρατορική πολιτική έναντι των Παυλικιανών έκανε στροφή 180 μοιρών με την άνοδο στον θρόνο του Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ (811-813). Αυτός έστειλε τον Λέοντα, στρατηγό των Ανατολικών και μετέπειτα αυτοκράτορα (813-820), να διώξει τους αιρετικούς. Αυτοί οργάνωσαν στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από μαθητές του Σέργιου και προέβησαν σε αντίποινα. Δολοφόνησαν τον έξαρχο Παρακονδάκη, την στιγμή που οι κάτοικοι του Κυνοχωρίου εκτελούσαν τον επίσκοπο Νεοκαισάρειας, Θωμά[38]. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν και να εκτελεστούν μεγάλος αριθμός αιρετικών. Η πράξη του αυτοκράτορα προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία διά στόματος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου διακήρυξε ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εκτελείται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Από την Επιστολή ΡΝΕ’ – Θεοφίλῳ Εφέσου παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα:
«Εμείς λέγει συμβουλεύσαμε ούτε να θανατώνονται οι Μανιχαίοι, ούτε να μην θανατώνονται. Αν το επιτρέπαμε να γίνει, θα μπορούσαμε να κάνουμε το μεγαλύτερο από τα πιο καλά. Τι λες θεομίμητε; Ο Κύριος το απαγόρευσε αυτό στα Ευαγγέλια λέγοντας, “Οὔ, μήποτε, συλλέγοντες τά ζιζάνια, ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον. Ἄφετε συναυξάνεσθαι μέχρι τοῦ θερισμοῦ[39]”, και συ έρχεσαι να πεις, ότι είναι το μεγαλύτερο από τα καλύτερα η άδεια της εκρίζωσης; Και ότι ζιζάνια ονόμασε τους αιρετικούς, και τους τωρινούς δηλαδή, και τους άλλους, δηλαδή όλους, ας ακούσουμε τον Χρυσόστομο που ερμηνεύει αυτό ακριβώς για το οποίο λέγει τα εξής˙ “Τί λοιπόν εμποδίζει ο Κύριος λέγοντας, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; Αυτό το έλεγε εμποδίζοντας να γίνονται πόλεμοι και αίματα και σφαγές. Δεν πρέπει λοιπόν να θανατώνουμε τους αιρετικούς, γιατί θα είχε προκληθεί πόλεμος άσπονδος[40]”. Και ύστερα από άλλα˙ “Και τι άλλο εννοεί με το, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; παρά αυτό, ότι δηλαδή αν πρόκειται να χρησιμοποιείτε όπλα και να κατασφάζεται αιρετικούς, είναι ανάγκη να συμπεριλάβετε και πολλούς αγίους[41]”, πράγμα που έγινε στα χρόνια μας. Γιατί αίματα και σφαγές γέμισαν την οικουμένη μας, και πολλοί από τους αγίους πήγαν μαζί τους, και ο λόγος του Κυρίου δεν διαψεύσθηκε, όπως έχει ομολογηθεί από πολλούς. Και γιατί λέμε ότι δεν πρέπει να θανατώνονται οι αιρετικοί; Ούτε και να καταριόμαστε αυτούς επιτρέπεται σε μας[42].»
«Διδασκόμαστε δηλαδή ότι δεν πρέπει να τιμωρούμε αυτούς που έχουν άγνοια… Λέγει λοιπόν και ο θεοφόρος Ιγνάτιος˙ Αυτούς που μισούν τον Θεό πρέπει να τους μισούμε και να λιώνουμε για τους εχθρούς του[43]. Να μην τους διώκουμε όμως, ούτε να τους χτυπάμε, όπως κάνουν οι εθνικοί που δεν γνωρίζουν τον Θεό[44]. Εάν λοιπόν δεν πρέπει να τους χτυπάμε, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να τους θανατώνουμε[45].»
«Και βέβαια, για να μιλήσω με αφροσύνη, και μίλησα με θάρρος στον μακαριώτατο πατριάρχη, ότι η Εκκλησία δεν εκδικείται με μάχαιρα, και συμφώνησε, ενώ στους βασιλείς που έκαναν την σφαγή, στον πρώτο είπα, ότι ο Θεός δεν αρέστηκε με αυτήν την σφαγή, ενώ στον δεύτερο που απαιτούσε να συνηγορήσω για τη σφαγή, ότι προτιμώ να μου πάρει το κεφάλι, παρά να συμφωνήσω σ’ αυτό[46].»
Χαώδης είναι η διαφορά της στάσης έναντι των αιρετικών, μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Παπισμού της Ιεράς Εξέτασης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο δεν στέργει την εκτέλεση των αιρετικών, αλλά έλεγξε και τους κρατούντες όσες φορές το επιχείρησαν:
«Επομένως ο Κύριος δεν απαγορεύει να παρεμποδίζονται οι αιρετικοί, να αποστομώνωνται, να αποκόπτεται η θρασύτης των και να διαλύονται τα συνέδριά των και αι συγκεντρώσεις των, αλλ’ απαγορεύει να φονεύωνται και να κατασφάζονται[47].»
Για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα οι Παυλικιανοί κατέφυγαν στον Εμίρη της Μελιτήνης. Αυτός τους πρόσφερε το Αργαούν ως τόπο εγκατάστασης. Από εκεί ξεκίνησαν επιδρομές κατά της αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αναφέρεται ο θάνατος του Σέργιου:
«ὁ γάρ Τζανίων ὁ ἀπό καστέλλου τῆς Νικοπόλεως ὥν, εἰς ὄρος αὐτόν εὑρηκώς ἄνωθεν τοῦ Ἀργαοῦ σανίδας ἐργαζόμενον, τήν ἀξίνην ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ λαβών, πατάξας τοῦτον ἀπέκτεινεν˙ καί οὕτως ἀπεῤῥάγη τό ἔσχατον καί μείζων πάντων τῶν θηρίων τούτιδε βίου, ἔτει ἀπό κτίσεως κόσμου ἐξάκισχιλιοστῷ τριακοστῷ τρίτῳ[48] (811/12).»
Β’ Φάση Εικονομαχίας
Με την άνοδο του Λέοντα Ε’ του Αρμένιου στην εξουσία ξεκίνησε η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας το 815 μ.Χ. Την εποχή αυτή διώχθηκε ο άγιος Μακάριος, ηγούμενος της Μονής της Πελεκητής (η μνήμη του τιμάται την 1η Απριλίου). Η Μονή αυτή ήταν αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και βρισκόταν στην Βιθυνία:
«Ἡ Μονή αὕτη κεῖται παρά τήν θάλασσαν ἐν ῥωμαντικοτάτη καί συνδένδρῳ θέσει πρός τά ΜΔ τῆς Τρίγλιας, ἧς ἀπέχει ¾ τῆς ὥρας[49].»
Ο άγιος Μακάριος φυλακίσθηκε και στην συνέχεια εξορίσθηκε. Ανακλήθηκε από την εξορία και αποκαταστάθηκε στην ηγουμενία της Μονής από τον Μιχαήλ Β’ (820-829). Εξορίσθηκε για δεύτερη φορά στο νησί Αφουσία της Προποντίδας από τον Θεόφιλο (829-842). Κατά την διάρκεια της δεύτερης φυλάκισής του και πριν ξεκινήσει για την νήσο Αφουσία, συνάντησε στην φυλακή ομάδα Παυλικιανών, οι οποίοι ανέμεναν την εκτέλεση της θανατικής του καταδίκης. Κατόπιν νουθεσίας, κατάφερε να οδηγήσει σε μετάνοια έναν από αυτούς, τον μοναδικό που γλίτωσε τελικά την εκτέλεση.
«Παυλιανιστῶν γάρ ἤτοι Μανιχαίων καθειρχθέντων ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ καί τήν ἐπί θάνατον ψήφον ἀπειληφότων, τόν ἅγιόν τε τήν έξόδιον ἐπ’ αὐτοῖς εὐχήν ποιεῖσθαι προτρεπομένων, οὐδεμία, φησίν, οὗτως κοινωνία φωτί πρός σκότος ἐστίν. Διό τό ἀντάξιον τέλος τῆς δυσεβείας κομίζεσθε, μηδέ μέχρι τούτου τῆς τιμωρίας ἱστάμενοι, ἀλλ’ ἀτελεύτητον κόλασιν μετ’ αὐτήν ἐκδεχόμενοι. Διό εἷς τῶν κατακρίτων τήν τοῦ περισωθῆναι ἐγγύη ἀντί ἐπιστροφῆς τῷ ἁγίῳ οἰκειοῦσθαι φήσας ἐπινεύει ούτῳ, καί τῷ οικείῳ λόγῳ Μακάριος τόν αὐτόν ἐπεσφράγισεν. Πάντων οὖν ὀλεθρίῳ τέλει ἀναιρεθέντων, οὗτος μόνος περισωθείς τά τῆς ὑποσχέσεως ἐξεπλήρωσεν, τό βδελυρόν τῆς αἱρέσεως ἀποθέμενος καί τά φωτεινά τῆς εὐσεβείας δόγματα περιβαλλόμενος[50].»
Μετά τον θάνατο του Σέργιου συνέβη μια αλλαγή στην διοικητική δομή της αίρεσης. Εμφανίστηκε η τάξη των «Συνέκδημων» › όρος δανεισμένος από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου[51] › αποτελούμενη από τους στενούς συνεργάτες του Σέργιου. Ενδέχεται να σημαίνει η δημιουργία αυτής της τάξης, την ανάπτυξη μιας μορφής ελιτισμού στο εσωτερικό:
«μαθηταί δέ τούτου ὑπῆρχον μυστικώτεροι, Μιχαήλ καί ὁ Κανάκαρις, καί Ἰωάννης ὁ Ἀόρατος, οἱ τρεῖς μιερεῖς, καί ὁ μνημονευθείς Θεόδοτος, Βασίλειός τε καί Ζώσιμος, καί ἕτεροι πολλοί. Οὗτοι τοίνυν οἱ μαθηταί αὐτοῦ, οἱ καί συνέκδημοι παρ’ αὐτοῖς λεγόμενοι, ὡς μιερεῖς τινες, τόν ἅπαντα λαόν τόν συναθροισθέντα ἐν τῷ Ἀργαοῦ, μετά τόν τοῦ διδασκάλου θάνατον, ταῖς διδασκαλίαις αὐτοῦ τε καί τῶν προηγησαμένων λυμαινόμενοι, ἰσότιμοι πάντες ὑπήρχον˙ μηκέτι ἕνα διδάσκαλον ἀνακηρύξαντες καθάπερ οἱ πρώην, ἀλλά πάντες ἴσοι ὄντες[52].»
Με την λήξη της Εικονομαχίας το 843 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842-856) ενδιαφέρθηκε για την επαναφορά των Παυλικιανών στην Ορθοδοξία. Λόγω κακών χειρισμών των αξιωματούχων που χειρίστηκαν το θέμα, τα αποτελέσματα ήταν αντίθετα:
«Κατά δέ τήν ἑῲαν τό τῶν Μανιχαίων γένος ἧν παμπληθές, οἵ καί Παυλικιανοί ἀγροικότερον πρός τοῦ δημώδους ὄχλου καλοῦνται, ἐκ Παύλου καί Ἰωάννου τῆς κλήσεως συγκειμένης αὐτοῖς˙ τῷ δ’ ἄνδρε τούτω παρά Μανιχαίοις ἐγενέσθην ὀνομαστώ, εἰ καί μήν ἤστην αἱρεσιάρχα καί τῆς κακοδοξίας γεννήτορε, ζηλωτά δέ ταύτης καί σπουδαστα διαφερόντως καί κήρυκε. καί τούτους τοίνυν ἡ βασιλίς εἰς νοῦν ἐβάλετο μεταγαγεῖν εἰς ὀρθοδοξίαν ἐκ τῆς αἱρέσεως καί στέλλει τούς τοῦτο σπεύσοντας ἀνδρας τῶν ἐπιφανεστέρων. οἱ δέ ἀδεξίως τό πράγμα καί ἀφυῶς μεταχειρισάμενοι οὐ μόνον ἀνήνυτον ἔθεντο τήν σπουδήν, ἀλλά καί εἰς ἀποστασίαν ὁρμῆσαι τό γένος ὅλον εἰς μυριάδας πολλάς ἐβιάσαντο. ὅ καί τοῖς ἐξ Ἰσμαήλ συμμιγνύμενον κατά Ῥωμαίων σύν αὐτοῖς ἐστρατεύετο, καί πολλῶν γέγονεν αἴτιον συμφορῶν[53].»
Οι τρεις αξιωματούχοι απεσταλμένοι, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν αδικαιολόγητη σκληρότητα. Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη αναφέρει τον υπερβολικό, οπωσδήποτε, αριθμό των 100.000 αναιρεθέντων:
«ἡ μέν γάρ πέμψασά τινας τῶν ἐπ’ εξουσίας (ὁ τοῦ Ἀργυροῦ καί ὁ τοῦ Δουκός καί ὁ Σουδάλης οἱ ἀποσταλέντες ἐλέγοντο) τούς μέν ξύλῳ ἀνήρτων, τούς δέ ξίφει παρεδίδουν, τούς δέ τῷ τῆς θαλάσσης βυθῷ. ὡσεί δέκα μυριάδες ὁ οὕτως ἀπολλύμενος ἠριθμείτο λαός, καί ἡ ὕπαρξις αὐτῶν τῷ βασιλικῷ ταμείῳ … ἤγετο καί εἰσεκομίζετο[54].»
Αιτία της σκληρής στάσης των αρχών απέναντι στους Παυλικιανούς, ήταν η βοήθεια που παρείχαν οι εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας στους ομόγνωμούς τους, συμμάχους των Αράβων, κατά τις επιδρομές τους στις επαρχίες της Ρωμανίας. Πρακτικά οι Παυλικιανοί βρίσκονταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με την αυτοκρατορία.
Πρωτομανδάτορας του στρατηγού των Ανατολικών, Θεόδοτου Μελισσηνού, ήταν κάποιος Καρβέας, κρυφο-Παυλικιανός. Αυτός όταν έμαθε ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε, αυτομόλησε μαζί με 5000 συντρόφους του στον Εμίρη της Μελιτηνής Umar al-Aqta (=μονόχειρ, 835-863, στις ελληνικές πηγές συναντάται ως Άμερ ή Άμβρος) και ενώθηκε με τους εκεί Παυλικιανούς. Ανέλαβε την αρχηγία της αίρεσης και μετέφερε την έδρα του στην Τεφρική (σημ. Divrigi), πόλη που οικοδομήθηκε τότε, ΝΑ της Σεβάστειας και ΒΔ της Μελιτηνής[55]. Η νέα εγκατάσταση προσέφερε πλεονεκτήματα στις επιδρομές τόσο στην χώρα των Ρωμαίων, όσο και των Αρμενίων[56]. Συνεργάτες στις επιδρομές του είχε τους εμίρηδες Ταρσού, Αλή και Μελιτηνής, Ομάρ.
Αντίπαλος της ανίερης συμμαχίας Αράβων-Παυλικιανών ήταν ο Στρατηγός του θέματος των Θρακησίων, Πετρωνάς, νεότερος αδελφός της Αυγούστας Θεοδώρας, καθότι ο Καίσαρας Βάρδας είχε αναλάβει επίτροπος του ανήλικου Μιχαήλ Γ’ (856-867). Αυτός το 856 μ.Χ. λεηλάτησε τα περίχωρα της Τεφρικής και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους. Μετά την μουσουλμανική κατάκτηση ήταν ο πρώτος στρατηγός της αυτοκρατορίας, ο οποίος έφθασε τόσο βαθειά στην αραβική επικράτεια, μέχρι τα Σαμόσατα και την Άμιδα. Αναθαρρημένος αλλά άπειρος ο Μιχαήλ Γ’ ανέλαβε προσωπικά εκστρατεία για την κατάληψη των Σαμοσάτων, η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία. Πολλοί υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι των Ρωμαίων συνελήφθησαν, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις μετά βίας γλίτωσε την σύλληψη:
«ἔνθα καί ὁ Μιχαήλ μόλις που τόν ἵππον ἀναβάς φεύγων καθωρᾶτο, ἀλλ’ οὐ προπολεμῶν˙ οὕτω που μόγις ἐκσέσωστο, σκηνάς αὐτάς καί τήν ὅση τούτοις θεραπεία προσῆν ἐκεῖ καταλελοιπώς. ἔνθα καί τόν προμνημονευθέντα φασίν ἀριστεῦσαι Καρβέαν τόν τήν Τεφρικήν οἰκοδομησάμενον, καί πολύν οὐ μόνον τοῦ χυδαίου φθοράν λαοῦ κατεργάσασθαι, ἀλλά καί τῶν μεγάλων δη στρατηγῶν ζωγρεῖᾳ λαβεῖν τόν τε τζογγότουβον τόν Ἀβεσαλώμ καί Σηών τόν παλατῖνον, καί ἑτέρους ὑποστράτηγους καί τουρμάρχας ἄχρι τῶν ἑκατόν[57].»
Βασίλειος Α’ Μακεδών
Το καλοκαίρι του 863 μ.Χ. ο εμίρης Ομάρ μαζί με τον εμίρη της Ταρσού, Αλή και τον Καρβέα με τις δυνάμεις του εισέβαλαν στην Καππαδοκία, περνώντας τις Πύλες της Κιλικίας. Οι δύναμη του αραβικού στρατού ανέρχονταν στις 40.000 άνδρες. Έφθασαν λεηλατώντας μέχρι την Αμισό (Σαμψούντα) στις όχθες της Μαύρης θάλασσας:
«Δεύτερος οὖν χρόνος μόλις που παρῆλθε χρόνος, καί αὖθις ἐκστρατεύσας ὁ Ἄμερ σύν τεσσαράκοντα χιλιάσι στρατοῦ ὁμοῦ μέν τήν Ἀρμενιακήν ὁμοῦ δέ καί τήν πρός θάλασσαν Ἀμισόν ἐξεπόρθει τε καί κατεδουλαγώγει τῇ τοῦ κωλύοντος ἐρημίᾳ[58].»
Η επιχείρηση κατέληξε σε πανωλεθρία του αραβικού στρατού, όταν περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις του Πετρωνα στην τοποθεσία Πόσοντα, κοντά στον ποταμό Λαλακάοντα. Η συντριπτική ήττα των Αράβων στις 3 Σεπτεμβρίου του 863 αποτελεί ορόσημο στις Βυζαντινο-Αραβικές διενέξεις. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η αντεπίθεση της αυτοκρατορίας με την ανάληψη της πρωτοβουλιας των κινήσεων. Πιθανολογείται ότι στην μάχη αυτή σκοτώθηκε και ο Καρβέας μαζί με τον Ομάρ. Δεν υπάρχει άμεση αναφορά, αλλά είναι γνωστό ότι πέθανε αυτό το έτος. Μετά τον θάνατο του Καρβέα, ανέλαβε την αρχηγία ο ανιψιός και γαμπρός του, Χρυσόχειρας:
«Κἀκείνου τοίνυν τό ζῇν ἀποῤῥήξαντος, αὖθις διαδέχεται τήν τυραννίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις ὁ ἀνεψιός καί γαμβρός αὐτοῦ[59].»
Ο Χρυσόχειρ κατάφερε να ανασυντάξει τις δυνάμεις των Παυλικιανών και να ξαναρχίσει τις επιδρομές και λεηλασίες:
«καί ἐπεί κατά τούς χρόνους ἐκείνους ὁ τῆς Τεφρικῆς ἐξηγούμενος, ὅν Χρυσόχειρα κατωνόμαζον, ἐπ’ ανδρίᾳ καί συνέσει διαφέρειν δοκῶν σφόδρα παρελύπει τήν Ρωμαίων χώρα καί τούς λαούς, καί πολλούς τῶν ἀγροίκων καθ’ ἑκάστην αἰχμαλώτους ποιούμενος ἐφρόνει σοβαρά καί υπέρογκα, κατ’ αὐτοῦ καί τῆς ὑπ’ αὐτόν πόλεως ἐκστρατεύει ο βασιλεύς[60].»
Το εγχείρημα ήταν δυσκολότερο απ’ όσο αρχικά είχε υπολογίσει ο Βασίλειος Α’ (867-886):
«ἐξεστράτευσε δέ καί κατά τῶν ἐν τῇ ἑώᾳ μοίρα Ἀγαρηνῶν ὁ αὐτοκράτωρ Βασίλειος καί κατά τῶν Μανιχαίων ὧν ἐξῆρχεν ὁ Χρυσόχειρ καλούμενος, καί φρούρια τινα κατασχών καί λείαν ἐλάσας ἐπεχείρησε μέν πολιορκῆσαι καί τήν Τεφρικήν τήν αὐτῶν μητρόπολιν, γνούς δέ ταύτην καί προσεδρείας δεομένην πολλῆς καί ἄλλως δυσάλωτον, ἄρας ἐκεῖθεν ἀπήει[61].»
Γι’ αυτό προτίμησε να στείλει πρεσβεία και να διαπραγματευτεί ειρήνη:
«πρός οὖν τόν Χρυσόχειρα γράφει ὁ βασιλεύς εἰρήνην συνθέσθαι, οἶα τόν τρόπον εἰρηνικός ὑπάρχων καί εὔσπλαγχνος ὄντως, κατά τό λόγιον τό φάσκον˙ “γίνεσθε πρός ἀλλήλους χρηστοί καί εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς, καθώς καί ὁ Χριστός ἡμῖν ἑαυτόν ἐχαρίσατο[62]”, καί αὐταρκεσθῆναι ἐφ’ οἶς ἐπεπόνητο, εἰληφέναι τε παρ’ αὐτοῦ χρυσόν τε καί ἄργυρον καί ἐσθῆτας, καί αἰχμαλωτίζειν καί κατασφάττειν Χριστιανούς ἀνακόψαι[63].»
Στην πρεσβεία αυτή συμμετείχε και ο Πέτρος Σικελιώτης, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία των Παυλικιανών:
«Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν αὐτοῦ, παρεβάλομεν ἡμεῖς ἐν τῇ Τιβρικῇ, ἀποσταλέντες ἐκεῖσε δουλείας βασιλικῆς ἔνεκεν τοῦ ὑπαλλάξαι ἄρχοντας αἰχμαλώτους, ὅπερ γέγονεν ἐν τῷ δευτέρει ἔτει τῆς βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου καί Λέοντος, τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων καί μεγάλων βασιλέων ἡμῶν[64].»
Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν πενιχρά. Ο Χρυσόχειρας επέδειξε αδικαιολόγητη αλαζονεία. Το μόνο κατορθωτό ήταν η εξαγορά αιχμαλώτων:
«ἀλλ’ ὁ θρασύφρων καί ἄπιστος τοῖς εἰρηναίοις λόγοις οὐ πείθεται˙ διό καί ἀντιγράφει τῷ βασιλεῖ, ὡς, “εἴπερ ἐθέλοις, ὧ βασιλεῦ, μεθ’ ἡμῶν εἰρήνην ἐπιτελέσαι, ἀπόστηθι τῆς κατ’ ἀνατολήν ἐξουσίας σου, τῆς δέ πρός δύσιν ἀντέχου, καί εἰρηνεύσομεν μετά σοῦ˙ εἰ δέ μή, σπεύσομεν ὅλως, ἵνα σε καί τῆς βασιλείας ἐξοστρακίσωμεν”. τῆς οὖν ἀπονοίας αὐτοῦ ὁ βασιλεύς διαισθόμενος ἐφιλοσόφησεν σιωπήν, μηδέν ἔτι αὐτῷ ἀντιγεγραφώς[65].»
Ο Βασίλειος εξοργίστηκε και μελετούσε πώς θα καταφέρει να λύσει το πρόβλημα που δημιουργούσαν στην αυτοκρατορία οι Παυλικιανοί και πως θα καταφέρει να υποστείλει την αλαζονεία του αρχηγού τους:
«οὐ διελίμπανε δέ ὅμως καθ’ ἑκάστην εἰς τόν ἱερόν καί θεῖον ναόν εἰσιών καί ἱκετεύων τόν κύριον, καί μεσίτας πρός τοῦτο τόν τε ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ καί Ἠλιού τόν προφήτην πρός Θεόν προβαλλόμενος, τοῦ μή πρότερον τοῦ βίου ὑπεξελθεῖν πρίν ἤ τόν τοῦ Χρυσόχειρος ὄλεθρον ἐπιδεῖν καί τρία βέλη τῇ αὐτοῦ καταπῆξαι μιαρᾷ κεφαλῇ. ὅ καί γέγονεν ὕστερον[66].»
Μετά από προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις κατάφερε να νικήσει τις δυνάμεις του Χρυσόχειρα, το φθινόπωρο του 872 μ.Χ. εκπορθώντας την Τεφρική[67]. Διοικητής των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ο Δομέστικος των Σχολών, Χριστοφόρος Σε μια επόμενη μάχη σκοτώθηκε ο ίδιος ο Χρυσόχειρ στην τοποθεσία που λέγεται Βαθύς Ρύακας[68]. Με την αποφασιστικής σημασίας νίκη καταλύθηκε το κράτος των Παυλικιανών, οι οποίοι έπαψαν ν’ αποτελούν πλέον απειλή για την Ρωμανία.
Με την απελευθέρωση των εδαφών μέχρι τον Ευφράτη, από τους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας, οι Παυλικιανοί βρέθηκαν ξανά εντός της ρωμαϊκής επικράτειας. Ο Ιωάννης Τσμισκής θεώρησε επικίνδυνη την παραμονή τους κοντά στα σύνορα, γι’ αυτό και τους μετέφερε στην Θράκη. Με το αξιόμαχο φρόνημά τους μπορούσαν ν’ αποτελέσουν ανάχωμα στις βαρβαρικές επιδρομές:
«ἀλλά τούτους δή τούς ἀπό Μάνεντος καί Παύλου καί Ἰωάννου, τῶν τῆς Καλλινίκης, ἀγριωτέρους ὄντας τάς γνώμας καί ὠμούς καί μέχρις αἵματος διακινδυνεύοντας ὁ ἐν βασιλεῦσιν ἐκείνος θαυμάσιος Ἰωάννης ὁ Τζιμισκῆς πολέμῳ νικήσας, ἐξανδραποδισάμενος ἐκ τῆς Ἀσίας, ἐκεῖθεν ἀπό τῶν Χαλύβων καί τῶν ἀρμενιακῶν τόπων εἰς τήν Θράκην μετήνεγκε καί τά περί την Φιλιππούπολιν αὐλίζεσθαι κατηνάγκασεν, ἅμα μέν τῶν ἐρυμνο΄τατων πόλεων καί φρουρίων, ἅ κατεῖχον τυραννιῶντες, ἀπαγαγών, ἅμα δέ καί φύλακας ἐπιστήσας ἀσφαλεστάτους τῶν σκυθικῶν ἐκείνων διεκδρομῶν, ἅς ὑποσύχνως ὑπό βαρβάρων τἀπί Θράκης ἐπεπόνθει χωρία[69].»
Οι Παυλικιανοί που εγκαταστάθηκαν στην Θράκη αποτέλεσαν το προζύμι για την εμφάνιση του Βογομιλισμού.
Αλέξιος Α’ Κομνηνός
Μέχρι την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού (1081-1118) δεν υπάρχει κάποια πληροφορία γι’ αυτούς. Στην συνέχεια όταν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος διαπεραιώθηκε στα Βαλκάνια την ίδια χρονιά της ανόδου του Αλέξιου στον θρόνο, βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτοκρατορικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν και σώμα Παυλικιανών:
«τῶν δέ γε Μανιχαίων πρός τοῖς ὀκτακοσίοις εἰς δισχιλίους ποσουμένων ἡγεμόνες ἦσαν ὁ Ξαντᾶς καί ὁ Κουλέων, τῆς αὐτῆς αἱρέσεως καί οὗτοι (ἄνδρες ἅπαντες οὗτοι μαχιμώτατοι καί αἵματος ἀπογεύσασθαι τῶν ἐχθρῶν καιροῦ καλοῦντο ἑτοιμότατοι καί πρός γε ἔτι καί ἰταμοί καί ἀναίσχυντοι)[70].»
Μετά την ήττα των Νορμανδών και την αποχώρησή τους από την Βαλκανική το 1085 μ.Χ., ο Αλέξιος θέλησε να τους εντάξει στο στράτευμα, ως μόνιμο σώμα, αλλά αρνήθηκαν:
«οἱ δέ Μανιχαίοι, ὅ τε Ξαντᾶς καί ὁ Κουλέων, μετά τῶν ὑπ’ αὐτούς ὡς εἰς δύο πρός τῇ ἡμισείᾳ χιλιάδας ποσουμένων ασυντάκτως οἴκαδε ἐπανέρχονται. καί πολλάκις μετακαλούμενοι παρά τοῦ αὐτοκράτορος ὑπισχνοῦντο μέν ἐληλυθέναι, ὑπερτίθεντο δέ τήν ἔλευσιν. ὁ δέ ἐπέκειτο καί δωρεάς αὐτοῖς καί τιμάς διά γραφῶν ὑπισχνούμενος, καί οὐδ’ οὕτως πρός αὐτόν ἐληλύθεσαν[71].»
Εξαιτίας της άρνησης των Παυλικιανών να βοηθήσουν την αυτοκρατορία, απέναντι στην εισβολή του Βοημούνδου, γιου του Ροβέρτου Γυισκάρδου, ο Αλέξιος αποφάσισε ότι έπρεπε να τελειώνει με αυτήν την αυτοκέφαλη και επικίνδυνη ομάδα. Συνέλαβε με τέχνασμα τους αρχηγούς της και τους φυλάκισε. Δήμευσε τις περιουσίες τους και τις μοίρασε στους στρατιώτες που τον βοήθησαν ν’ αποκρούσει την Νορμανδική απειλή. Μεταχειρίστηκε με ευσπλαχνία τα απλά μέλη της αίρεσης. Όσοι ήθελαν μπορούσαν να λάβουν το άγιο βάπτισμα. Οι άλλοι ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου ήθελαν, αλλά ξαναγύρισαν στον τόπο τους. Μόνο οι αρχηγοί που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, εξορίστηκαν στα νησιά[72].
Στην υπηρεσία του Αλέξιου Κομνηνού υπήρχε κάποιος Τραυλός, ο οποίος είχε βαπτισθεί. Αυτός, όταν είδε ότι η διάθεση του αυτοκράτορα απέναντι στους Παυλικιανούς άλλαξε, διέφυγε και έσμιξε με τους δικούς του. Μαζί μετοίκησαν την Βελιάτοβα, ακατοίκητο χωριό στα βόρεια της Φιλιππούπολης, και ξεκίνησαν επιδρομές στην γύρω περιοχή. Ταυτόχρονα, σύναψε συμμαχία με τους Πατζινάκες που κατοικούσαν στην βόρεια όχθη του Δούναβη και τους ηγεμόνες της Γλαβινίτζας και της Δρίστρας. Μαζί λυμαίνονταν την βόρεια Βαλκανική[73].
Ο Αλέξιος προσπάθησε να τον επαναφέρει στην υπηρεσία του στέλνοντας επιστολές και υποσχόμενος ατιμωρισία και ελευθερία:
«ταῦτα δέ ὁ βασιλεύς καθ’ ἑκάστην μανθάνων τό μέλλον προμηθευσάμενος ἔσπευδεν ὑποποιεῖσθαι τοῦτον διά γραμμάτων καί ὑποσχέσεων ὑφορώμενος τό ἐξ αὐτοῦ τεχθησόμενον κακόν, ἀλλά καί χρυσόβουλλον λόγον ἀπαθείας καί πάσης ἐλευθερίας ἐκθέμενος ἐκπέπομφε πρός αὐτόν. ἀλλ’ ὁ καρκίνος ὀρθά βαδίζειν οὐκ ἐμάνθανεν˙ ὁ αὐτός δέ ἦν ὁ χθές καί πρότριτα τούς τε Σκύθας ὑποποιούμενος καί πλείονας ἐκ τῶν σφετέρων μεταπεμπόμενος χωρῶν καί ληιζόμενος τά παρακείμενα ἅπαντα[74].»
Τελικά ο Αλέξιος κατάφερε να ελέγξει τους Πατσινάκες και να επαναφέρει τα Βαλκάνια στην εξουσία του μέχρι το 1090 μ.Χ. Ενδεχομένος ο Τραυλός να χάθηκε σε κάποια από τις μάχες, διότι δεν ξανααναφέρεται από την Άννα Κομνηνή.
Ο αυτοκράτορας βρήκε ξανά την ευκαιρία να ασχοληθεί με τους Παυλικιανούς, μετά την λήξη της Α’ Σταυροφορίας και την αντιμετώπιση Λατίνων και Τούρκων, περίπου το 1115 μ.Χ. Τη φορά αυτή ανέλαβε ιεραποστολικό έργο προσωπικά και συνεπικουρούμενος από τον επίσκοπο Νικαίας, Ευστράτιο:
«πολλοί μέν οὖν τηνικαῦτα τῶν Μανιχαίων μηδέ διστάζοντες ὅλως προσήεσαν τοῖς ἱερεῦσιν ἐξομολογούμενοι τάς σφῶν ἁμαρτίας καί τοῦ θείου φωτίσματος ἐπιτυγχάνοντες˙ πολλούς δέ ἧν ἰδεῖν τηνικαῦτα ὑπέρ τούς Μακαβαίους ἐκείνους τῆς ἰδίας ἀντεχομένους θρησκείας, χρήσεις τε καί μαρτυρίας τῶν θείων προφέροντας γραφῶν ἐντεῦθεν ἰσχυροποιεῖν οἰομένους τό σφῶν αὐτῶν κατάπτυστον δόγμα. ἀλλά τῇ συνεχεῖ τοῦ αὐτοκράτορος ὁμιλίᾳ καί ταῖς συχναῖς παραινέσεσι καί τούτων οἱ πλείους πειθόμενοι τοῦ θείου μετέσχον βαπτίσματος[75].»
Από τους επιφανείς των αιρετικών, όσοι έγιναν ορθόδοξοι έλαβαν αξιώματα και θέσεις στο στράτευμα. Οι τρεις αρχηγοί τους, Κουλέων, Κούσινος και Φώλος, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη επειδή ήταν αμετάπειστοι και αν παρέμεναν στον τόπο τους θα δμιουργούσαν προβλήματα. Εκεί με συνεχείς νουθεσίες κατάφερε να κερδίσει τελικά τον Κουλέοντα. Για τα απλά μέλη της αίρεσης οικοδόμησε νέα πόλη την Αλεξιούπολη ή Νεόκαστρο, κοντά στην Φιλιππούπολη. Εκεί τους μοίρασε σπίτια, χωράφια και ακίνητη περιουσία, κατωχυρωμένη με χρυσόβουλλα και μεταβιβάσιμη. Έτσι έσβησε κάθε ίχνος του Παυλικιανισμού.
5.2.β Διδασκαλία
Παρότι ο Παυλικιανισμός απασχόλησε ιδιαίτερα την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την διδασκαλία τους. Η γνώση της διδασκαλίας τους ακολούθησε την ίδια πορεία με την γνώση της ιστορίας τους. Μέχρι τα έργα του Πέτρου Σικελιώτη και του Μεγάλου Φωτίου λίγα ήταν γνωστά γι’ αυτούς. Βέβαια, κατονομάζοντάς τους Μανιχαίους, οι Βυζαντινοί έδιναν το στίγμα του θρησκευτικού χώρου στον οποίο κινούνταν. Αλλά και μετά την καταγραφή της ιστορίας των Παυλικιανών, η γνώση της διδασκαλίας τους παρουσιάζει κενά, επιτρέποντας στην σύγχρονη έρευνα να εγείρει ερωτηματικά, των οποίων οι απαντήσεις στηρίζονται κυρίως στον στοχασμό και όχι στις μαρτυρίες των πηγών.
Ο Πέτρος Σικελιώτης συγκεφαλαιώνει την διδασκαλία των Παυλικιανών σε έξι κεντρικά σημεία. Αυτοί δέχονταν την ύπαρξη δύο αρχών, ενός αγαθού και ενός πονηρού θεού, όπως και οι Μανιχαίοι. Ο αγαθός θεός δεν είχε καμιά εξουσία στην δημιουργία, αλλά ήταν ο θεός του μέλλοντος αιώνος. Ο πονηρός ήταν ο δημιουργός και εξουσιαστής του κόσμου.
«Πρώτον μέν γάρ ἐστι τό κατ’ αὐτούς γνώρισμα, τό δύο ἀρχάς ὁμολογεῖν, πονηρόν Θεόν καί ἀγαθόν˙ καί ἄλλον εἶναι τοῦδε τοῦ κόσμου ποιητήν τε καί εξουσιαστήν, ἕτερον δέ τοῦ μέλλοντος[76].»
Κάποια μερίδα όμως, του έδινε εξουσία στον ουρανό, αλλά την περιόριζε εκεί.
«Τινές δέ τοῦ μέν οὐρανοῦ τήν ἐπιστασίαν αὐτῷ ἐγχειρίζουσι, τῶν δέ ἐμπεριεχομένων οὐκ ἔτι[77].»
Επίσης χρησιμοποιούσαν τα ονάματα, Πατήρ, Υιός, καί Άγιο Πνεύμα χωρίς όμως την χριστιανική σημασία τους:
«Λέγουσι δέ Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα, λέξεις μέν εὐσεβεῖς, ὑποβάλλοντες δέ ταύταις τήν ἐσχάτην ἀσέβειαν. Οὐ γάρ ὡς ἡ τοῦ Θεοῦ Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία, οὕτω καί οὗτοι φρονοῦντες λέγουσιν, ἀλλά τάς λέξεις ἐκεῖθεν αποσπαράξαντες, δυσσεβεστάταις ἐννοίαις ταύτας ἐπιφημίζουσι, καί φασί προθύμως, ὡς “Ἀνάθεμα εἴησαν, ὅσοι μή πιστεύουσιν εἰς Πατέραν καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα”, Πατέρα εὐθέως οὐ τόν Παντοκράτορα καί ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων ἀνακηρύττοντες, ἀλλά πατέρα φάμενοι, τόν ἐπουράνιον ἐπισυνάπτουσιν, ᾧ καί τήν ἐξουσίαν τοῦ οὐρανοῦ τε καί τῶν ἐν αὐτῷ οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἐπιτρέπουσι[78].»
Βλασφημούσαν την Υπεραγία Θεοτόκο, την οποία δεν λογάργιαζαν ούτε ως ψιλό άνθρωπο. Την θεωρούσαν ως είδος σωλήνα μέσα από τον οποίο διήλθε ο Χριστός κατεβάζοντας το σώμα από τον ουρανό. Μετά την γέννηση του Χριστού πίστευαν ότι έτεκε και άλλους υιούς στον Ιωσήφ[79].
Δεν δέχονταν την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού:
«Τόν τύπον καί τήν ἐνέργειαν καί δύναμιν τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ μή ἀποδέχεσθαι, ἀλλά μυρίαις ὕβρεσι περιβάλλειν, ἤν καί οἱ δαίμονες ἐν ἀέρι καί μόνον χαραττομένην βλέποντες τρόμῳ δραπετεύουσι, σύν τῷ ἀρχηγῷ αὐτῶν τῷ διαβόλῳ[80].»
«Καί τόν ζωοποιόν δέ σταυρόν δυσφημοῦντες, φασίν αὐτόν προσκυνεῖν καί ἀποδέχεσθαι, σταυρόν οἱ πλάνοι καί γόητες αὐτόν ἀναπλάττοντες τόν Χριστόν. Καί γάρ αὐτός, φασίν, εἰς σταυροῦ σχῆμα τάς χείρας ἐξήπλωσε. Τόν ἀληθῶς δέ σταυρόν, ἅτε δη ξύλον, φασί, καί κακούργων ὄργανον καί ὑπό ἀράν κείμενον, οὐ δεῖ προσκυνεῖν καί ἀσπάζεσθαι[81].»
Όταν προσκυνούσαν το ιερό Ευαγγέλιο, το έπρατταν όχι στο σημείο που ήταν χαραγμένος ο Τίμιος Σταυρός, αλλά σε κάποιο άλλο σημείο:
«Τό δέ παρ’ ἡμῶν Εὐαγγέλιον οὐκ ἐπιδιστάζουσι προσκυνεῖν, οὐ μήν, ἔνθα τοῦ τιμίου σταυροῦ ο τύπος διακεχάρακται, ἀλλ’ ἐν τῷ λοιπῷ τοῦ βιβλίου μέρει, ἐν ᾧ τό ἀπεικόνισμα τοῦ σταυροῦ μή διασημένεται. Φασί δέ το βιβλίον προσκυνεῖν ὡς τούς Δεσποτικούς περιέχον λόγους, ἀλλ’ ὅσα μέν εἰς δογμάτων ανήκει λόγον, οὕτως εἰσί δυσσεβεῖς, καί πρός τήν ἀλήθειαν καί πρός ἑαυτούς παντελῶς ασύμφωνοι[82].»
Χρησιμοποιούσαν τον σταυρό ως είδος μαγγανίας για να πετύχουν θεραπείες:
«πλήν, ἐπειδάν σφοδροτέρῳ τινί σωματικῷ νοσήματι περιπέσωσιν, καί τόν τίμιον καί ζωοποιόν σταυρόν τόν ἐκ ξύλου πεποιημένον ἑαυτοῖς ἐπιτιθέασιν. Ἔπειτα τυγχάνοντες τῆς ἰάσεως, διαθλῶσιν τοῦτον ἤ συμπατοῦσι, καί ἀπορρίπτουσι[83].»
Θεωρούσαν ότι αποτελούσαν οι ίδιοι την Καθολική Εκκλησία:
«Καθολικήν δέ Έκκλησίαν τά ἑαυτῶν καλοῦσι συνέδρια ἡνίκα μάλιστα πρός τούς εὐσεβεῖς λόγους καί συζητήσεις κινοῦσι. Καθ’ ἑαυτούς γάρ προσευχάς καλοῦσιν αὐτῶν τά συνέδρια.»
Αυτοονομάζονταν Χριστιανοί κατ’ αποκλειστικότητα, τους δε Χριστιανούς ονόμαζαν Ρωμαίους:
«ἑαυτούς οἱ ἄσπονδοι καί ἄχρηστοι καί ἄπιστοι καί ἀχάριστοι καί άφιλάγαθοι, Χριστιανούς ἀποκαλοῦντες˙ ἡμᾶς δέ τούς ἀληθῶς ἐπωνύμους Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Ῥωμαίους ὀνομάζοντες, τῷ ἐθνικῷ ὀνόματι τό κύριον ἀμεῖψαι πειρώμενοι[84].»
Δεν δέχονταν την ιερωσύνη:
«Τό τούς πρεσβυτέρους τῆς Εκκλησίας ἀποτρέπεσθαι˙ φησί δέ ὅτι οἱ πρεσβύτεροι κατά τοῦ Κυρίου συνήχθησαν, καί διά τοῦτο οὐ χρη αὐτούς ὀνομάζεσθαι, ψιλῷ τῷ ὀνόματι καί μόνῳ ἀπεχθανόμενοι[85].»
Δεν δέχονταν το μυστήριο της Θείας Μετάληψης:
«Τό τήν θείαν καί φρικτήν τῶν ἁγίων μυστηρίων τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν μετάληψιν ἀποτρέπεσθαι. Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί ἄλλους περί τούτου πείθειν οἴεσθαι˙ λέγοντες ὅτι οὐκ ἦν ἄρτος καί οἶνος, ὅν ὁ Κύριος ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπί τοῦ δείπνου, ἀλλά συμβολικῶς τά ῥήματα αὐτοῦ αὐτοῖς ἐδίδου, ὡς ἄρτον καί οἶνον[86].»
Δεν δέχονταν το μυστήριο του Βαπτίσματος:
«Οὐ μήν ἀλλά καί τό σωτήριον διαπτύοντες βάπτισμα, ὑποπλάττονται παραδέχεσθαι αὐτό, τά τοῦ Εὐαγγελίου ῥήματα τῇ τοῦ βαπτίσματος φωνή ὑποβάλλοντες. Και γάρ φασίν˙ “Ὁ Κύριος ἔφη[87]˙ Ἐγώ εἰμι τό ὕδωρ τό ζῶν[88]”.»
Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τους Προφήτες:
«Τό μή ἀποδέχεσθαι αὐτούς τήν οἰανοῦν Βίβλιον Παλαιάν, πλάνους καί λῃστάς τούς προφήτας αποκαλοῦντες[89].»
Δέχονταν την Καινή Διαθήκη σχεδόν ολόκληρη, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου:
«ἤ μόνον τήν θείαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου τετρακτήν˙ καί τάς τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου δεκατέσσαρας Ἐπιστολάς˙ καί τήν Ἰακώβου καθολικήν˙ καί τάς Ιωάννου τρεῖς˙ καί τήν τοῦ ἁγίου Ἰούδα καθολικήν˙ καί τάς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ὡς εἰσί παρ’ ἡμῖν, ἀπαραλλάκτως ἐν λέξεσιν[90].»
Δεν δέχονταν μόνο τις Επιστολές του αποστόλου Πέτρου, για έναν πολύ περίεργο λόγο:
«Ἀλλά γάρ καί τούς ἱερούς προφήτας καί πᾶσαν τήν παλαιάν Γραφήν καί τούς ἄλλους ἀποστρέφονται ἁγίους, λῃστάς αὐτούς καί κλέπτας ἀποκαλοῦντες, μάλιστα δέ τόν κορυφαίον τῶν ἀποστόλων Πέτρον δυσφημοῦσιν, ὅτι γέγονεν ἔξαρνος, φασί, τῆς εἰς τόν διδάσκαλον καί Χριστόν πίστεως[91].»
Αυτή η δικαιολογία είναι περίεργη και αντιφατική, διότι οι ίδιοι επέτρεπαν την άρνηση και ψευδομαρτυρία αντί της ομολογίας πίστεως:
«Καίτοιγε τοῦ διδασκάλου αυτῶν Μάνεντος διαπρυσίως αὐτοῖς ἐμβοῶντος καί λέγοντος, ὡς “Οὔκ εἰμι ἄσπλαγχνος, ὡς ὁ Χριστός ὁ εἰπών˙ Ὅστις με ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ. Ἀλλ’ ἐγώ λέγω τόν ἀρνησάμενόν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων καί τῷ ψεύδει τήν οἰκίαν σωτηρίαν πορισάμενον, ὡς μή ἀρνησάμενόν με μετά χαρᾶς προσδέξομαι, καί τήν ἀνάκλασιν αὐτοῦ καί τό ψεῦδος ὡς φυλακήν καί συντήρησιν τῆς ἐμῆς ὁμολογίας ἡγήσομαι[92]”.»
Ο Μέγας Φώτιος εξηγεί ότι αυτοί που με προθυμία αρνούνται την πίστη τους και ψευδομαρτυρούν δεν έχουν κανένα λόγο ν’ απορρίπτουν το στιγμαίο ολίσθημα του πρωτοκορυφαίου των αποστόλων Πέτρου. Ο πραγματικός λόγος για την απόρριψη της μελέτης των επιστολών του είναι άλλος. Στην Β’ Επιστολή του αναφέρεται και ξεσκεπάζει και καταδικάζει αυτούς, όταν γράφει:
«Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καί ἀμώμητοι αὐτῷ εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ, καί τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε, καθώς καί ὁ ἀγαπητός ἡμῶν ἀδελφός Παῦλος κατά τήν αὐτῷ δοθείσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καί ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περί τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσνόητα τινα, ἅ οἱ ἀμαθεῖς καί ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καί τάς λοιπάς γραφάς πρός τήν ἰδίαν αὐτῶν ἀπωλείαν[93].»
Και πραγματικά αυτό έπρατταν και οι Παυλικιανοί. Διαστρέβλωναν τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, όπως και τις υπόλοιπες Γραφές, διότι ήταν αμαθείς και αστήρικτοι και δεν αντιλαμβάνονταν τα βαθύτερα νοήματα. Έτσι δεν άντεχαν τον έλεγχο του αποστόλου Πέτρου και τον απέρριπταν, χρησιμοποιώντας προφάσεις. Εκτός αυτών αναφέρεται ότι είχαν και χρησιμοποιούσαν επιστολές του Σεργίου:
«Ἔχουσι δέ καί τοῦ διδασκάλου αὐτῶν Σεργίου ἐπιστολάς θεοστυγεῖς, πάσης ὑπερηφανίας καί ἀσεβείας ἀναμέστους[94].»
Σχέση Παυλικιανισμού-Μαρκιωνιτισμού
Τα νεώτερα χρόνια γίνεται μία προσπάθεια ν’ αποδειχθεί ότι ο Παυλικιανισμός δεν προέκυψε από μεταρρύθμιση επί το χριστιανικότερο του Μανιχαϊσμού, αλλά από τον Μαρκιωνιτισμό. Αυτή η τάση είναι καταφανώς αντίθετη και δεν λαμβάνει υπόψη τις πηγές. Προσπαθεί να στηριχθεί σε ευεξήγητες ομοιότητες των δύο δυαρχικών συστημάτων, Μαρκιωνιτισμού και Παυλικιανισμού. Πρωτοπόροι της θεωρίας αναφέρονται οι Johann August Wilhelm Neander και Johann Karl Ludwig Gieseler, Γερμανοί θεολογοι και ιστορικοί αμφότεροι. Από το έργο του M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, θα εξετάσουμε τις κύριες γραμμές της σκέψης των υποστηρικτών αυτής της θέσης.
α) Αναφέρουν ως ομοιότητα των δύο αιρέσεων το γεγονός ότι παρουσιάζουν «Κανόνα» της Αγίας Γραφής. Στην πραγματικότητα, μεταξύ των δύο «Κανόνων» οι διαφορές είναι τεράστιες.
› Οι Μαρκιωνίτες δέχονταν μόνο το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, δεν δέχονταν τις ποιμαντικές και την Προς Εβραίους. Αργότερα προσέθεσαν τις Πράξεις των Αποστόλων και τις ποιμαντικές.
› Οι Παυλικιανοί δέχονταν και τα τέσσερα Ευαγγέλια. Το γεγονός ότι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου δεν συνεπάγεται και, βέβαια, δεν μαρτυρείται ότι θεωρούσαν σπουδαιότερο το Κατά Λουκάν. Αυτό είναι αυθαίρετη υπόθεση. Δέχονταν επίσης τις Πράξεις των Αποστόλων, όπως και τις Καθολικές επιστολές, εκτός αυτών του Πέτρου για τον λόγο που προαναφέρθηκε.
› Θεμελιώδης διαφορά είναι ότι σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε αλλοίωση του περιεχομένου των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, από τους Παυλικιανούς. Αντίθετα, οι Μαρκιωνίτες αφαιρούσαν όσα χωρία δεν συμφωνούσαν με τις διδασκαλίες τους. Οι Παυλικιανοί παρερμήνευαν δεν αλλοίωναν το περιεχόμενο.
β) Ίσως η πιο σημαντική αλλαγή στην θεολογία των Παυλικιανών που τους διαφοροποίησε από τον πρωτογενή Μανιχαϊσμό, είναι η απόρριψη της διαφοράς στην δυαρχία που έγκειται στο δίπολο φωτός-σκότους. Ξεκινώντας από αυτό το σημείο, οι υποστηρικτές της άποψης της προέλευσης του Παυλικιανισμού από τον Μαρκιωνιτισμό, θεωρούν ότι η δυαρχία των πρώτων είναι συγγενής του δίπολου Θεός-ύλη, το οποίο, κατά την άποψή τους δίδασκε ο Μαρκίων. Δεν είναι όμως έτσι.
› Ο Μαρκίων ξεκίνησε την ανάπτυξη του συστήματός του από τις «ανεξήγητες» κατ’ αυτόν διαφορές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Από κει συμπέρανε την ύπαρξη δύο θεών, του Θεού της Παλαιάς και του Θεού της Καινής. Στον Θεό της Παλαιάς απέδιδε δικαιοσύνη και στον Θεό της Καινής το ιδίωμα της αγάπης. Πρωτογενώς, λοιπόν, δεν υπάρχει το δίπολο Θεός-ύλη, ούτε και στον Μαρκίωνα. Υπάρχει το δίπολο δικαιοσύνη-αγάπη.
› Στον Παυλικιανισμό αντίθετα εξαρχής αναγνωρίζουν δύο θεούς, το ένα αγαθό και τον άλλο πονηρό. Αντιτάσουν δηλαδή το δίπολο αγαθό-κακό, που είναι ευνόητο ότι συμβολίζεται με το φως-σκότος του Μανιχαϊσμού και όχι με το δικαιοσύνη-αγάπη του Μαρκιωνιτισμού. Για τους Παυλικιανούς δεν υπάρχει Θεός της Παλαιάς και Θεός της Καινής, αλλά θεός αγαθός και θεός πονηρός. Απέρριπταν τον Νόμο και τους προφήτες, διότι θεωρούσαν ότι αφορούσαν τον πονηρό θεό.
› Και στα δύο συστήματα ο ένας Θεός είναι ξένος προς τον κόσμο. Στον Μαρκιωνιτισμό, όμως η αποξένωση τελειώνει με τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Αυτό δεν συμβαίνει στον Παυλικιανισμό.
› Και στα δυο συστήματα, δημιουργός είναι ο πονηρός θεός, αλλά στον Μαρκιωνιτισμό η κακότητα του δημιουργού έγκειται στην δημιουργία της ύλης και είναι επίκτητη, εξ επιδράσεως του Μανιχαϊσμού. Αντίθετα, στον Παυλικιανισμό είναι στην φύση του, όπως και στον Μανιχαϊσμό.
› Στον Παυλικιανισμό, ο αγαθός θεός δεν δημιούργησε τίποτα. Στον Μαρκιωνιτισμό δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο.
γ) Στο θέμα της Χριστολογίας των δύο ομάδων η δήλωση του M. Loos, ότι «οι πηγές δεν αναφέρουν την στάση των Παυλικιανών απέναντι στην ύλη, αλλά συμφωνούν ότι δεν πίστευαν στην φυσική ενσάρκωση του Υιού του Θεού[95]» δείχνει σαφώς άγνοια των πηγών. Όπως δείξαμε παραπάνω, οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι ο Χριστός δεν έλαβε σώμα από την Θεοτόκο, αλλά κατέβηκε με αυτό μέσω της Παναγίας. Πίστευαν ότι είχε φυσικό σώμα, σε αντίθεση λοιπόν, με τους Μαρκιωνιστές, οι οποίοι ήταν δοκήτες, πίστευαν ότι ο Χριστός δεν είχε φυσικό αλλά φαινομενικό σώμα.
› Η άρνηση της Θείας Ευχαριστίας ως μυστηρίου δεν αποδεικνύει ότι οι Παυλικιανοί δεν πίστευαν στην ενσάρκωση του Υιού του Θεού. Αντίθετα, όπως αναφέρει κατά λέξη ο Μέγας Φώτιος:
«ἀποδέχεσθαι φασι σῶμα καί αἷμα, τερατολογοῦντες τα Δεσποτικά ῥήματα, ἅ καί φασι μεταδίδοντα τοῖς ἀποστόλοις είπεῖν˙ “Λάβετε φάγετε καί πίετε”, ἀλλ’ οὐκ ἄρτον ποθέν ἤ οἶνον προσφέροντα[96].»
Οι πηγές, λοιπόν, είναι ξεκάθαρες και οι Παυλικιανοί αποδέχονταν φυσική σάρκωση του Χριστού.
δ) Η σωτηριολογία των Παυλικιανών δεν είναι γνωστή. Δεν υπάρχει κάποια αναφορά στις πηγές για τον τρόπο σωτηρίας του ανθρώπου σύμφωνα με τις δικές τους δοξασίες. Αυτή θεωρείται ότι ήταν μια εσωτερική διδασκαλία, η οποία δεν αποκαλύπτονταν στους εκτός, αλλά ούτε και στους αρχάριους[97]. Συνεπώς δεν μπορούμε να συγκρίνουμε με την σωτηριολογία τον Μαρκιωνιτών και να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Αν δώσουμε λίγο παραπάνω προσοχή στον τρόπο προσυλιτισμού του Σεργίου από την Μανιχαία, μπορούμε να δούμε ότι η γνώση των Γραφών δείχνει να παίζει κάποιο ρόλο στο θέμα της σωτηρίας των μελών:
«Ἡ προειρημένη Μανιχαία γυνή, ἡνίκα τό πρῶτον εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ κατέστη, Ἵνα τί, φησίν, εἰπέ μοι, τά θεῖα οὐκ αναγιγνώσκεις Εὐαγγέλια; Ὁ δέ (οὕπω γάρ ἦν αὐτῷ δι’ ἐγκάτων βαθύνας ὁ τῆς ἀποστασίας ἰός), μή ἐξεῖναι, φήσας, τήν τῶν λαϊκῶν πληροῦντι τάξιν ἀνένδην οὕτως τήν τῶν φρικτῶν λογίων ποιεῖσθαι ἀνάγνωσιν˙ ἀνεῖσθαι γάρ τοῖς ἱερεύσιν τό ἔργον˙ ἀκούει παρά τῆς μαινάδος ὡς μάτην αὐτῷ ἡ τοσαύτη περί ταῦτα τιμᾶται εὐλάβεια˙ μή γάρ εἶναι πρωσοπληψίαν παρά τῷ Θεῷ˙ πάντας γάρ βούλεται αὐτόν σωθῆναι καί εἰς ε’πίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν[98].»
Μέσα από αυτό το χωρίο μπορούμε να δούμε την εξέλιξη του λυτρωτικού χαρακτήρα της γνώσης των γνωστικών σεκτών της ύστερης αρχαιότητας: Η γνώση που σώζει, ήταν τους προηγούμενους αιώνες αυτή που αποκαλύπτονταν με κάποιο μυστήριο τρόπο στον αρχηγό της γνωστικής σέκτας, και από αυτόν στους οπαδούς του. Στις μεσαιωνικές, όμως σέκτες η αντίληψη αλλάζει, εκχριστιανίζεται, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες γνωστικές διδασκαλίες. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι τώρα πια σώζει η γνώση των Γραφών, και όχι κάποια άλλη ιδιαίτερη αποκάλυψη.
Έτσι όμως προέκυψε το εξής πρόβλημα: Ο αρχηγός της σέκτας έχασε τον μεσσιανικό του ρόλο. Αυτό αντιμετωπίστηκε με την έντονα αντικληρικαλιστική διδασκαλία, όπως αποπνέεται και από το κείμενο του προσηλυτισμού του Σεργίου, η οποία αντικαθιστά την αυθεντία της ερμηνείας των Πατέρων, με την προσωπική ερμηνεία των Γραφών από τον αρχηγό. Συνεπώς ο αποκλειστικός φορέας της αποκαλυμένης γνώσης των αρχαίων γνωστικών σεκτών, αντικαθιστάται από τον αυθαίρετο ερμηνευτή των Γραφών στις μεσαιωνικές σέκτες.
ε) Στο θέμα της χριστολογίας, πάλι, αναφέρεται[99] ότι ο Παυλικιανισμός εμφανίζει μια μορφή Υιοθετισμού. Αυτό, βέβαια, δεν μαρτρυρείται από τις πηγές. Πρόκειται μάλλον για σύγχυση που προκύπτει από την μονόπλευρη αποδοχή του Παύλου Σαμοσατέως, ως εμπλεκόμενο στην ίδρυση της σέκτας. Αυτή την παρεξήγηση την λύσαμε παραπάνω.
στ) Η σημαντικότερη διαφορά Παυλικιανών-Μαρκιωνιτών εντοπίζεται στην στάση τους απέναντι στον ασκητισμό. Οι Μαρκιωνίτες ακολουθούσαν αυστηρά ασκητική ηθική και ζωή, σε αντίθεση με τους Παυλικιανούς, οι οποίοι ήταν εχθρικοί απέναντι στον ασκητισμό και τον μοναχισμό.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς είχαν δίκιο όταν έγραφαν:
«Μηδείς δέ οἰέσθω ῥίζης ἑτέρας βλάστημα εἶναι, παρ’ ἥν ἐρρίζωσεν ὁ θεομάχος τήν παραφυάδα ταύτην τῶν δυσσεβῶν Σεργίου δογμάτων. Μία μέν γάρ ἐστι καί ἡ αὐτή καί τόν αὐτόν ψυχόλεθρον καρπόν φέρει[100].»
[1] PG 104.1246-1304. Ανθολόγιο με κριτικές εκδόσεις των πηγών, όσων αφορούν τους Παυλικιανούς στο συλλογικό (Ch. Astruc, Wanda Conus-Wolska, J. Guillard, P. Lemerle, Denise Papachryssanthou, J. Paramelle), Les sources grecques pour l’ histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure εν Travaux et Memoires 4 (1970), 1-227. Η ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη στις σελίδες 7-67.
[2] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304B).
[3] Συν. Θεοφάνη, V.96: «Ὡσαύτως δέ καί περί τό Βουλγάρων γένος εὑρίσκεται διαγεγονώς. τό γάρ τοιοῦτον ἔθνος, εἰ καί πρό τούτου τήν πρός εὐσέβειαν μεταβολήν εισδέξασθαι ἔδοξε καί πρός τόν χριστιανισμόν μετελθεῖν, ἄλλ’ ὅμως ἀπαγές ἦν ἔτι πρός τό καλόν καί ἀνίδρυτον, ὡς ὑπό άνέμου φύλλα, ῥᾳδίως σαλευόμενον καί μετακινούμενον. ἀλλά ταῖς τοῦ βασιλέως συχναῖς παραινέσεσι καί ταῖς λαμπραῖς δεξιώσεσιν, ἔτι δέ καί ταῖς μεγαλοψύχοις φιλοτιμίαις τε καί δωρεαῖς, ἀρχιεπίσκοπόν τε πείθεσθαι καταδέξασθαι καί ἐπισκόποις καταπυκνωθῆναι τήν χώραν ἀνέχεται˙» {ed I. Bekker , CSHB 45 (1838) 342.7-15}.
[4] P. Lemerle, L’ Histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure, 21.
[5] PG 102,16-264. Έκδοση (κείμενο-μετάφραση) Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2001, τ. 4 σσ. 10-337.
[6] Έχει περιληφθεί στο συλλογικό, Les sources grecques pour l’ histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure εν Travaux et Memoires 4 (1970), 121-173.
[7] Τίτλος ΚΔ’ Κατά τῶν λεγομένων Παυλικιανῶν ἐκ τῶν Φωτίου τοῦ μακαριωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (PG 130,1189D-1244B).
[8] Βλ. σχετ. κεφ. 4.6.Β.
[9] PG 104,1257B-1271D. Αντίστοιχα Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ κεφ. ΙΒ’ –ΙΓ’.
[10] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΑ’ (PG 104,1273Α-B).
[11] Για την τοπογραφία της περιοχής M. Loos, Le movement Paulicien a Byzance, Byzantinoslavica 24 (1963) 258-286 & 25 (1964) 52-68.
[12] Βλ. σχετ. M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.34.
[13] M. Loos, ο.π.
[14] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΓ’ (PG 104,1276C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 3.
[15] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΓ’ (PG 104,1276C-1277A) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 16.
[16] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΔ’ (PG 104,1277C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17.
[17] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17: «Ο βασιλιάς δηλαδή Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε τη δράση του, έστειλε κάποιον Συμεώνα να οδηγήσει σε δίκη τον λαοπλάνο, ενώ εκείνους που είχαν αναμιχθεί στην πλάνη του κι έπειτα έφυγαν από αυτήν και έλαβαν ολόψυχα θέση στη χώρα των μετανοούντων, αυτούς, για να μάθουν τα ορθά δόγματα και να καταδικάσουν ακόμα περισσότερο την αποστασία, να τους παραδώσει και να τους προσκολλήσει στις εκκλησίας του Θεού». (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.41).
[18] Mansi XI,657.
[19] Mansi XI,620.
[20] Μ. Φωτίου, ο.π. & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΕ’ (PG 104,1280B).
[21] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΖ’ (PG 104,1281Δ).
[22] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 19: «γιατί ο ένας έλεγε ότι τη χάρη που είχε σταλεί από πάνω από τον ουρανό στον πατέρα τους την είχε δεχθεί αυτός από εκείνον που έλαβε αυτήν, και δεν παραχωρούσε το προνόμιό του στην ασέβεια στον δεύτερο, ενώ ο Θεόδωρος τη διεκδικούσε για τον εαυτό του, και ότι δεν συμμετείχε σ’ αυτήν από τον πατέρα του σε δεύτερη δόση από εκείνον που την είχε λάβει, αλλά από την πρώτη δωρεά και από κει που την είχε λάβει ο πατέρας του. Η διάσταση αυτή και φιλονικία παρέμεινε μέχρι το άθλιο τέλος τα ασεβέστατης ζωής τους» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.45-47).
[23] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 19 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΘ’ (PG 104,1284D).
[24] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 651.10. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 422-423.
[25] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 20: «Ωστόσο δυνάμωνε η διαμάχη για τους λόγους που είπαμε και ήδη κρινόταν με αλληλοπλήγματα καί χειροδικίες. Οργισμένος υπερβολικά ο Ζαχαρίας, επειδή έβλεπε να εκδιώκεται από την πατρική κληρονομιά, καταφέρει στον Ιωσήφ χτύπημα παραλίγο θανάσιμο. Όταν ο ένας από τους αρχηγούς λύγισε, κάθε μερίδα βέβαια εξακολούθησε να χτυπά την άλλη σφοδρότερα, και παρακολουθούσε την συμπλοκή διαπιστώνοντας ότι η έκβαση της μάχης είναι αμφίβολη. Κρίθηκε τότε καλύτερο σε λίγο καιρό να χωριστεί η μια μερίδα από την άλλη και να μην καταστραφούν με μια πανωλεθρία πιστεύοντας στην άγνωστη έκβαση της μάχης» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.51-53).
[26] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 662.6. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 429.
[27] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΑ’ (PG 104,1285C-D).
[28] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΑ’ (PG 104,1288Α).
[29] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22: «Γιατί και οι προγενέστεροι βέβαια αυτό δεν το αμελούσαν, όμως αυτός και αυτό το μηχανεύτηκε με μεγαλύτερη επιμέλεια, φροντίζοντας δηλαδή να μην εμπιστεύεται απ΄ την αρχή τα τελειότερα ασεβήματα σ’εκείνους που προσέρχονταν σ’ αυτόν για να διδαχθούν, ούτε να τους παρουσιάζει τα φρικτότερα μυστήρια, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι η απόλυτη άρνηση Θεού, και του διαβόλου δόξα και δύναμη και ισχύς της δημιουργίας και τιμή και σφετερισμός. Τίποτα τέτοιο λοιπόν εκείνος δεν εμπιστευόταν σε εκείνους που μυούνταν πρόσφατα, αλλά πρώτα επιχειρούσε να ρυθμίζει με τα ευαγγελικά λόγια τα ήθη τους και με όσα δεν αναφέρονταν καθόλου στα δόγματα, και με αυτά επιχειρούσε να μαγεύει και να παραπλανά και να κάνει του χεριού του εκείνους που δίδασκε. Όταν λοιπόν κέρδιζε την εύνοιά τους και έβλεπαν ότι τον πρόσεχαν σαν δάσκαλο και οδηγό της σωτηρίας, τότε τους έδινε να ρουφήξουν αχόρταγα και όλο το δηλητήριο της αποστασίας, και τους ονόμαζε και ανακήρυττε ότι ήταν όμοια μ’ εκείνον στην ασέβεια μυημένοι» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.41).
[30] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΣτ’ (PG 104,1293Α-Β).
[31] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΣτ’ (PG 104,1293Α-Β): «ἐν ὅλοις γάρ τριακοντατέσσαρσι χρόνοις ἐπικρατήσας, από Ειρήνης τῆς Αὐγούστης μέχρι Θεοφίλου τοῦ βασιλέως».
[32] Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντιρρητικός Γ’ ξη’ (PG 100,501B).
[33] Κυνοχώριο, στην Νεοκαισάρεια του Πόντου.
[34] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΗ’ (PG 104,1297Α-Β).
[35] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Μ’ (PG 104,1300C).
[36] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 759.7. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 488.
[37] Τιμόθεος Κωνσταντινοπόλεως, Περί των προσερχομένων τη αγία Εκκλησία (PG 86A,33B). Σχετικά με τους Αθίγγανους επίσης Joshua Starr, An Eastern Christian Sect, εν Harvard Theological Review 29 (1936) pp 93.106.
[38] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301Α).
[39] Ματθ. 13.29.
[40] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 1: «Τί οὖν ὁ δεσπότης; Κωλύει λέγων˙ Μήποτε εκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον. Τοῦτο δέ ἔλεγε, κωλύων πολέμους γίνεσθαι καί αἵματα καί σφαγάς. (Οὐ γάρ δεῖ ἀναιρεῖν αἱρετικόν)˙ ἐπεί πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τήν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι.» (PG 58.477).
[41] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 2: «Τί δέ ἐστι, Μήποτε εκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; Ἤ τοῦτό φησιν, εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καί κατασφάττειν τούς αἱρετικούς, ἀνάγκη πολλούς καί τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι ἠ ὅτι ἀπ’ αὐτῶν τῶν ζιζανίων πολλούς εἰκώς μεταβαλέσθαι καί γενέσθαι σίτον.» (PG 58.477).
[42] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1999, τ. 18Γ σσ. 281-283.«Ἡμεῖς, φησίν, οὔτε κτένεσθαι τούς Μανιχαίους, οὔτε μή κτένεσθαι συμβουλεύσαμεν˙ εἰ δέ καί ἐπετρέψαμεν, τῶν καλλίστων τό μέγιστον εἴχομεν ἄν ποιῆσαι. τί φῆς, ὦ θεοτίμητε; ὁ Κύριος ἀπηγόρευσεν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις τοῦτο, εἰπών˙ οὔ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον˙ ἄφετε συναυξάνεσθε μέχρι τοῦ θερισμοῦ. καί αὐτός τῶν καλλίστων τό μέγιστον φαίης εἶναι τήν επιτροπήν τῆς ἐκριζώσεως; καί ὅτι τά ζιζάνια τούς αἱρετικούς εἴρηκεν, τούς τε τηνικαῦτα δῆλον ὅτι καί τούς ἐφ’ ὑστέρῳ, ἤγουν ἅπαντας, ἀκουσώμεθα τοῦ Χρυσοστόμου, αὐτό τοῦτο ἐρμηνεύοντος˙ ἐφ’ ᾧ τάδε˙ τί οὖν ὁ δεσπότης κωλύει λέγων, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον; τοῦτο δέ ἔλεγεν κωλύων πολέμους γίνεσθαι καί αἵματα καί σφαγάς˙ οὐ γάρ δεῖ αναιρεῖν αἱρετικούς, ἐπεί ὁ πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τήν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι. καί μεθ’ ἕτερα˙ τί δέ ἄλλο διά τοῦ μή ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον ἤ τοῦτό φησιν, ὅτι “εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καί κατασφάττειν αἱρετικούς, ἀνάγκη πολλούς καί τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι”. ὅπερ καί γέγονεν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις˙ καί γάρ καί αἵματα καί σφαγαί ἐπλήρωσαν τήν καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένην καί πολλοί τῶν ἁγίων συναπῆλθον˙ καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ διέπεσεν, ὡς ὡμολόγηται παρά πολλοῖς. καί τί λέγομεν περί τοῦ μή ἐπιτρέπειν κτένεσθαι αἱρετικούς; οὐδέ γε κατεύχεσθαι αὐτῶν συγκεχώρηται ἡμῖν.» (PG 99,1481D-1484B).
[43] Ψαλμ. 138.21: «Οὐχί τούς μισοῦντας σε, Κύριε, ἐμισησα; καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;»
[44] Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Φιλαδελφοίς 3.5: «τούς μισοῦντας τόν θεόν μισεῖν χρή καί ὑμᾶς καί ἐπί τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτήκεσθαι˙ οὐ μήν καί τύπτειν αὐτούς ἤ διώκειν, καθώς τά έθνη τά μή εἰδότα τόν κύριον καί θεόν, ἀλλ’ ἐχθρούς μέν ἡγεῖσθαι καί χωρίζεσθαι ἀπ’ αὐτῶν, νουθετεῖν δέ αὐτούς καί ἐπί μετάνοιαν παρακαλεῖν, ἐάν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐάν ἄρα ἐνδῶσιν.» (PG 5.822B).
[45] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ο.π. σελ. 285: «διδάσκεσθαι γάρ οὐ τιμωρεῖσθαι χρή τούς ἀγνοοῦντας. … λέγει τοίνυν καί ὁ θεοφόρος Ιγνάτιος˙ τούς μισοῦντας οὖν τόν Θεόν μισεῖν χρή καί ἐπί τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτετηκέναι, οὐ μήν δέ διώκειν ἡμᾶς αὐτούς ἤ τύπτειν δεῖ, σχολῇ γ’ ἄν αὐτούς κτένειν.» (PG 99,1485Α).
[46] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ο.π. «καί γε, ἵνα ἐν αφροσύνῃ εἴποιμι, καί παρρησίᾳ λελαλήκαμεν τῷ μέν μακαριωτάτῳ ἡμῶν πατριάρχη ὅτι μαχαίρᾳ ἡ ἐκκλησία οὐκ ἐκδικεῖ, καί κατένευσεν, τοῖς δέ τήν σφαγήν δράσασι βασιλεῦσι, τῷ μέν πρώτῳ ὁτι ἠρέσθη θεός ἐπί τῇ τοιαύτῃ ἀναιρέσει, τῷ δέ δευτέρῳ, ἀπαιτοῦντι τήν συνηγορίαν τῆς ἀναιρέσεως, ὅτι πρότερον ἡ κεφαλή μου αἴρεται ἤπερ συνθέσθαι με τούτῳ.» (PG 99,1485C).
[47] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 2: «Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς καί ἐπιστομίζειν καί ἐκκόπτειν αὐτῶν τήν παρρησίαν καί τας συνόδους καί τάς σπονδάς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καί κατασφάττειν.» (μετ. Ελ. Μερετάκη, Ι Χρυσοστόμου, Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1990, τ. 11 σ. 223).
[48] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301Β). Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει διαφορετική ημερομηνία: «Τρίτον καί τεσσαρακοστόν καί τριακοστόν πρός τοῖς στ’ ἀπ’ ἀρχῆς τῆς κοσμογενείας ἠνύετο ἐτος, ὅτε τόν βίαιον θάνατον ὁ θεομάχος οὗτος ἀπέτισε θάνατον.» Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 25.
[49] Τρύφων Ευαγγελίδης, Περί τινων αρχαιοτάτων Βυζαντινῶν μονῶν ἐν Βιθυνίᾳ, εν Σωτήρ 1889, σελ. 275.
[50] Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ Μακαρίου, ἡγουμένου γεγονότος μονῆς τῆς ἐπονομαζομένης Πελεκητῆς, συγγραφείς παρά Σάββᾳ μοναχοῦ, ed H. Delahaye, εν Analecta Bollandiana 16 (1897), 159.
[51] Β’ Κορ. 8.19: «οὐ μόνον δέ ἀλλά καί χειροτονηθείς ὑπό τῶν ἐκκλησιῶν συνέκδημος ἡμῶν σύν τῇ χάριτι ταύτῃ τῇ διακονουμένῃ ὑφ’ ἡμῶν…». Επίσης Πραξ. 19.29: «…ὥρμησαν ομοθυμαδόν εἰς τό θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καί Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου».
[52] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301C).
[53] Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 2.17-21 , ed M. Pinder , CSHB 49 (1897) 389.11-390.6 «Στην Ανατολή πάλι άκμαζε το γένος των Μανιχαίων˙ είναι αυτοί τους οποίους ο κοινός όχλος ονομάζει λαϊκότερα Παυλικιανούς, ονομασία σύνθετη από το Παύλος και Ιωάννης. Οι δύο αυτοί άνδρες απέκτησαν φήμη στους Μανιχαίους και παρά το ότι δεν ήταν οι ιδρυτές της αίρεσης και οι γεννήτορες της κακοδοξίας, υπήρξαν ωστόσο ζηλωτές της και θερμοί σπουδαστές και κήρυκές της. Η αυτοκράτειρα λοιπόν σκέφτηκε να τους μεταστρέψει από την αίρεση στην ορθοδοξία, στέλνοντας για τον σκοπό αυτό τους πιο επιφανείς άνδρες. Εκείνοι πάλι χειρίστηκαν αδέξια και ανόητα την υπόθεση και όχι μόνο δεν έφεραν σε πέρας το ζητούμενο, αλλά ώθησαν σε αποστασία όλο το γένος συμποσούμενο σε πολλές μυριάδες. Το γένος αυτό, συμμαχώντας με τους Ισμαηλίτες, εκστράτευε μαζί τους εναντίον των Ρωμαίων και προκαλούσε στους τελευταίους πολλές συμφορές.» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 173).
[54] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.16, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 165.16.
[55] Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Θεσσαλονίκη 21998, τ. Β.1 σ. 215.
[56] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.16, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 166.
[57] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.23, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 176.18-177.5.
[58] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.25, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 176.18-179.13-16. Επίσης Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.15, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 67.
[59] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304Α).
[60] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.37, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 266.18.
[61] Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 8.17-18, ed M. Pinder, CSHB 49 (1897) 419.17-420.5 «Ο αυτοκράτορας Βασίλειος εκστράτευσε πλέον κατά των Αγαρηνών που βρίσκονταν στην Ανατολή, καθώς επίσης και εναντίον των Μανιχαίων, αρχηγός των οποίων ήταν ο αποκαλούμενος Χρυσόχειρ. Και αφού κατέλαβε μερικά φρούρια και απόσπασε λεία, επιχείρησε να πολιορκήσει και την Τεφρική, την μητρόπολή τους. Επειδή όμως αντιλήφθηκε ότι η πόλη χρειαζόταν μακρά πολιορκία και ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να κυριευθεί, πήρε από κει τον στρατό του και έφυγε» (μετ. Ιορδάνης Γρηγοριάδης, Κανάκη 1998, τ. Β σ. 205.
[62] Εφεσ. 4.32.
[63] Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.35, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 86.72 . « Ο αυτοκράτορας όντας ειρηνόφιλος και πραγματικά εύσπλαχνος, γράφει στον Χρυσόχειρα και του προτείνει την σύναψη ειρήνης, σύμφωνα με την ρήση “γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού” . Επιπλέον του πρότεινε να αρκεστεί στα όσα έχει αποκτήσει και, αφού πάρει από τον ίδιο ως δώρα χρυσό, ασήμι και πολυτελή υφάσματα, να σταματήσει να αιχμαλωτίζει και να κατασφάζει Χριστιανού.» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 236).
[64] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304Β).
[65] Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.35, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 86.78. «Αυτός όμως, όντας θρασύς και άπιστος, απορρίπτει την ειρηνική πρόταση. Έτσι η απάντησή του στον αυτοκράτορα έλεγε τα εξής: “Αν θέλεις να συνάψεις ειρήνη μαζί μου, να εγκαταλείψεις τις ανατολικές επαρχίες και περιορίσου στις δυτικές˙ έτσι θα ειρηνεύσουμε. Ειδάλλως, εμείς θα επιτεθούμε, έτσι ώστε να σου στερήσουμε και αυτόν τον αυτοκρατορικό θρόνο”. Απέναντι σ’ αυτήν την παράνοια ο βασιλιάς προτίμησε τη σιωπή μη αποστέλλοντας άλλη επιστολή στον Χυσόχειρα» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 236).
[66] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.41, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 271.17.
[67] Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Θεσσαλονίκη 1993 (Ε’ ανατύπ), σελ. 289.
[68] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.41, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 274-5, περιγραφή της φυγής του Χρυσόχειρα, της κατδίωξής του από τον Πουλάδη και του θανάτου του πρώτου.
Επίσης Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.37, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 88.41: «Ο ίδιος ο Χρυσόχειρ με την ολιγομελή ποιτοφυλακή του προσπάθησε να ξεφύγει. Τον προλαβαίνει όμως ο Πουλλάδης, που είχε αυτό το περιβόητο όνομα, καθώς πάντοτε φορούσε καπέλο. Αυτός, επειδή κάποτε είχε διατελέσει αιχμάλωτος στην Τεφρική, ήταν οικείος του Χρυσόχειρος μέχρι χαριεντισμών. Μόλις ο Πουλλάδης είδε τον αρχηγό των Παυλικιανών, φώναξε δυνατά: “Εδώ να έρθουν οι στρατηγοί, εδώ και ο δομέστικος των σχολών”. Και ο Χρυσόχειρ προσπαθώντας να διαφύγει, φωνάζει δυνατά: “Άθλιε Πουλλάδη, τί κακό σου έχω κάμει; Αντίθετα, σε έχω μάλλον ευεργετήσει πολλές φορές. Φύγε και μην με εμποδίζεις”. Και η απάντηση του Πουλλάδη: “Εγώ, Χρυσόχειρ, αναγνωρίζω τις πολλές προς το πρόσωπό μου ευεργεσίες σου και ευελπιστώ ότι ο Θεός και σωτήρας μου σήμερα κιόλας θα σου ανταποδώσει τις ευχαριστίες μου”. Αλλά στην προσπάθειά του να διαφύγει έφιππος ο Χρυσόχειρ, εκτός από τους αντιπάλους του, συνάντησε και μια τάφρο, την οποία το άλογό του (καθώς δείλιαζε) αρνιόταν να υπερπηδήσει. Συνεπώς, από τώρα και μπρος ο Χρυσόχειρ δεν φρόντιζε πια να προφυλαχθεί από τον Πουλλάδη, αλλά πρόσεχε περισσότερο μπροστά του, πως δηλαδή δεν θα έπεφτε στο κενό της τάφρου. Έτσι όμως ο Πουλλάδης βρίσκει την ευκαιρία και, σε ανύποπτη για τον Χρυσόχειρα στιγμή, τον τραυματίζει με κοντάρι κοντά στη μασχάλη. Αποτέλεσμα του τραυματισμού ήταν να ταραχθεί ο ίδιος, να γλιστρήσει το άλογο και να τον γκρεμίσει καταγής. Μαζί του ξεπέζεψε και ο πιο πιστός του υπηρέτης, που έφερε την προσωνυμία Διακονίτζης (τον οποίον ο Λέων, ο αείμνηστος βασιλιάς, μεταστραφέντα στην ορθοδοξία από την βδελυρή αίρεση των Παυλικιανών, διόρισε μνσουράτορα, όπως λένε στη γλώσσα των Ρωμαίων). Αυτός λοιπόν ο υπηρέτης θέλησε να του προσφέρει κάποια ανακούφιση κρατώντας το κεφάλι του Χρυσόχειρος στα γόνατά του. Αλλά στο μεταξύ έφθασαν οι στρατηλάτες, οι οποίοι αφού έκοψαν το κεφάλι του αρχηγού των Παυλικιανών, το έστειλαν δώρο στον θεόσεπτο αυτοκράτορα Βασίλειο» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 240-2).
Επίσης Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 8.24-29 , ed M. Pinder , CSHB 49 (1897) 421.
[69] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς XIV 8.5, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 455.65-456.74. «Αυτούς λοιπόν, τους οπαδούς των ιδεών του Μάνεντος και μαθητές των γιων της Καλλινίκης Παύλου και Ιωάννη, που ήταν τόσο ωμοί και τόσο φανατικοί, ώστε ήταν έτοιμοι να χύσουν αίμα για τις ιδέες τους, ο θαυμάσιος εκείνος βασιλιάς Ιωάννης Τζιμισκής τους νίκησε σε μάχη και τους εξανδραπόδισε, κι από την Ασία, από τα μέρη των Χαλύβων και της Αρμενίας, τους μετέφερε στην Θράκη. Τους ανάγκασε να εγκατασταθούν γύρω στην Φιλιππούπολη για να βρίσκονται μακριά από τις οχυρότατες πόλεις και τα φρούρια που κατείχαν όταν ήταν εν εξεγέρσει αλλά και για να τους καταστήσει άγρυπνους φρουρούς κατά των γνωστών μας σκυθικών επιδρομών, από τις οποίες υπέφεραν τα μέρη της Θράκης.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Β’ 198).
[70] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς IV 3.3, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 127.20 «Στο σώμα των Μανιχαίων, που αριθμούσε δύο χιλιάδες οκτακόσιους άνδρες, αρχηγοί ήταν ο Ξαντάς και ο Κουλέων που ανήκαν κι αυτοί στην ίδια αίρεση. Όλοι αυτοί οι άνδρες ήταν λαμπροί πολεμιστές και εξαιρετικά πρόθυμοι να πιουν το αίμα των εχθρών, όταν το καλούσε η περίσταση, και επιπλέον ιταμοί και αναίσχυντοι.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 167).
[71] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς V 3.2, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 146.74 «Τότε επιστρέφουν στην πατρίδα τους και οι Μανιχαίοι Ξαντάς και Κουλέων με διαλυμένο το στρατό τους, περίπου δυόμισι χιλιάδες άνδρες. Πολλές φορές ο αυτοκράτορας έστειλε να τους καλέσει, μα εκείνοι υπόσχονταν μεν να έλθουν, αλλά όλο το ανέβαλλαν. Εκείνος επέμενε, τους έστελνε γράμματα τάζοντάς τους δωρεές και τιμές, μα ούτε μ’ όλα αυτά δεν στέργαν να έλθουν.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 189).
[72] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς VΙ 2.1-4, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 170.63› 171.10.
[73] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς VΙ 4.2-3, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 174.80 κ.ε.
[74] «Ο αυτοκράτορας που καθημερινά έπαιρνε τις πληροφορίες του, προνοώντας για το μέλλον, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τον καλοπιάσει με γράμματα και υποσχέσεις γιατί προέβλεπε το κακό που μπορούσε να δημιουργήσει. Ως και χρυσόβουλλο του έστειλε εγγυώμενος ατιμωρησία και την πλήρη ελευθερία του. Αλλά ο κάβουρας ποτέ δεν θα μάθει να βαδίζει ίσια: ίδιος έμεινε ο Τραυλός όπως χθες και προχθές και καλούσε όλο και περισσότερους να έρθουν από τις χώρες τους και καταλήστευε όλα τα γύρω μέρη.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 220).
[75] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς XIV 8.9, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 437.34 κ.ε. «Πολλοί Μανιχαίοι πήγαιναν τότε στους ιερείς για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και να λάβουν την χάρη του θείου βαπτίσματος, αλλά και πολλούς μπορούσες να δεις προσκολλημένους με επιμονή στη θρησκεία τους, να προσάγουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή νομίζοντας ότι έτσι ισχυροποιούν το δικό τους κατάπτυστο δόγμα. Ύστερα όμως από συνεχείς συζητήσεις με τον αυτοκράτορα που δεν έπαυε να τους νουθετεί, ακόμα και αυτοί έλαβαν, στην πλειότητά τους, την χάρη του θείου βαπτίσματος.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Β’ 201).
[76] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6: «Αυτοί, όπως και οι Μανιχαίοι, ομολογούν δύο αρχές. Ισχυρίζονται λοιπόν άλλος είναι Θεός ο επουράνιος Πατέρας, τον οποίο εξορίζουν από την εξουσία αυτού του σύμπαντος και του παραχωρούν μόνο την εξουσία του μέλλοντος, και άλλος είναι ο Δημιουργός του κόσμου, που του χαρίζουν την εξουσίαν του παρόντος αιώνα.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.17).
[77] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6.
[78] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6: «Χρησιμοποιούν τις λέξεις Πατέρας, Υιός καί άγιο Πνεύμα, λέξεις βέβαια ευσεβείς, υποβάλλουν όμως σ’ αυτές την έσχατη ασέβεια. Γιατί δεν τις λένε με το ίδιο νόημα όπως η καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, αλλά αποσπώντας από αυτήν τις λέξεις, τις φορτώνουν με δυσεβέστατες έννοιες και διακηρύττουν με ευκολία˙ “Να είναι αναθεματισμένοι όσοι δεν πιστεύουν στον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα” Πατέρα όμως δεν ανακηρύττουν ευθέως τον Παντοκράτορα και ποιητή ουρανού και γης, όλων των ορατών και αοράτων, αλλά λέγοντας Πατέρα επισυνάπτουν τον επουράνιο στον οποίο καθόλου και με κανένα τρόπο δεν του αποδίδουν την εξουσία του ουρανού και των επουρανίων.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.19).
[79] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Α): «Δεύτερον, τό τήν πανύμνητον καί ἀειπάρθενον Θεοτόκον μηδέ κἄν ἐν ψιλῇ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων τάττειν ἀπεχθῶς ἀπαριθμήσει˙ μηδέ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι τόν Κύριον, ἀλλ’ οὐρανόθεν τό σῶμα κατενεγκεῖν˙ καί ὅτι μετά τόν τοῦ Κυρίου τόκον, καί ἄλλους, φησίν, υἱούς ἐγέννησεν ἐκ τοῦ Ἰωσήφ.»
[80] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Β).
[81] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7: «Αλλά και τον ζωοποιό σταυρό τον περιβάλλουν με ύβρεις και λένε τον προσκυνούν και τον αποδέχονται, αναπλάθοντας οι δόλιοι απατεώνες τον ίδιο τον Χριστό ως σταυρό. Γιατί αυτός, λένε, άπλωσε τα χέρια του σε σχήμα σταυρού. Τον αληθινό όμως σταυρό, επειδή, λένε, είναι ξύλο και όργανο κολασμού των κακούργων και θεωρείται καταραμένο, δεν πρέπει να τον προσκυνούμε και να τον ασπαζόμαστε.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[82] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 10: «Δεν διστάζουν να προσκυνήσουν το Ευαγγέλιο που έχομε εμείς, όχι βέβαια εκεί που έχει χαραχθεί ο τύπος του τιμίου σταυρού, αλλά στο υπόλοιπο μέρος, όπου δεν γίνεται φανερή η απεικόνιση του σταυρού. Και ισχυρίζονται ότι προσκυνούν το βιβλίο, επειδή περιέχει Δεσποτικούς λόγους, αλλ΄ όσα ανάγονται στα δόγματα είναι τόσο δυσσεβείς και εντελώς ασύμφωνοι και προς την αλήθεια και μεταξύ τους.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.25).
[83] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 9: «πλυν όμως αν τους συμβεί κάποια σφοδρότερη σωματική ασθένεια, τοποθετούν επάνω τους και τον ζωοποιό σταυρό που είναι καμωμένος από ξύλο. Έπειτα όταν επιτύχουν τη θεραπεία τους τον σπάζουν ή και τον πατούν με τα πόδια τους και τον ρίχνουν στα απορρίματα.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.23).
[84] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253C).
[85] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1257Α).
[86] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Α) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7.
[87] Ιωαν. 4.10.
[88] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 9: «Αλλά και το άγιο βάπτισμα το περιφρονούν, γιατί, προσποιούμενοι ότι το αποδέχονται, αντικαθιστούν τους λόγους του Ευαγγελίου με τη λέξη βάπτισμα. Γιατί λένε “Ο Κύριος είπε˙ Εγώ είμαι το νερό που δίνει ζωή”» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.23).
[89] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253Β).
[90] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253Β) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8.
[91] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8: «Αλλά βέβαια και τους ιερούς προφήτες τους αποστρέφονται και όλη την παλαιά Γραφή καί τους άλλους αγίους αποστόλους, αποκαλώντας αυτούς ληστές και κλέφτες, και περισσότερο κατηγορούν τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο, επειδή αρνήθηκε, λένε, την πίστη του στον διδάσκαλο και Χριστό.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[92] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8: «Αν και βέβαια ο δάσκαλος τους Μάνης φωνάζει δυνατά προς αυτούς και λέγει˙ “Δεν είμαι άσπλαχνος, όπως ο Χριστός που είπε, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ. Αλλά εγώ λέγω, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους και με το ψεύδος εξασφάλισε την σωτηρία του, θα τον δεχθώ με χαρά σα να μη με έχει αρνηθεί, και την άρνηση και το ψεύδος του θα την εκτιμήσω ως φύλαξη και τήρηση της ομολογίας μου”.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[93] Β’ Πετρ. 3.14-16.
[94] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Β).
[95] M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.35.
[96] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7.
[97] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22.
[98] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21: «Η Μανιχαία γυναίκα που αναφέραμε προηγουμένως, όταν συνομίλησε μαζί του για πρωτη φορά του είπε, Πες μου, γιατί δεν διαβάζεις τα ιερά Ευαγγέλια; Κι εκείνος (δεν είχε εισχωρήσει στα βαθη του το δηλητήριο της αποστασίας) απάντησε, ότι δεν επιτρέπεται, ενώ ήταν λαϊκός, να διαβάσει έτσι απερίσκεπτα τα φρικτά λόγια˙ το έργο αυτό ανήκει στους ιερείς. Ακούει τότε την μαινάδα να του λέγει, ότι είναι ανώφελη σ’ αυτόν η υπερβολική ευλάβεια και τιμή που δείχνει σ’ αυτά˙ καθόσον στον Θεό δεν υπάρχει πρωσοποληψία, γιατί θέλει να σωθούν όλοι και ν’ αποκτήσουν την επίγνωση της αλήθειας.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.59-61).
[99] M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.36.
[100] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 233.
Συνήλθε σήμερα Παρασκευή, 26 Ιανουαρίου 2018, σε έκτακτη Συνεδρία η Διαρκής Ιερά Συνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ενημερώθηκε από τον Μακαριώτατο Πρόεδρο για τα διατρέξαντα από την προηγουμένη Συνεδρία Της, του μηνός Ιανουαρίου, έως σήμερα, σχετικά με το θέμα της ονομασίας του Κράτους των Σκοπίων και ιδιαιτέρως την εκκλησιαστική του παράμετρο, για το οποίο είχε εκδώσει το από 10.1.2018 σχετικό Ανακοινωθέν Της.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος παρατηρεί ότι ορισμένοι ούτε ανέγνωσαν ορθά το γράμμα, ούτε αντελήφθησαν ουσιαστικά το πνεύμα της ξεκάθαρης θέσης Της, περί της μη αποδοχής εκ μέρους της Εκκλησίας του όρου «Μακεδονία» η παραγώγου του, ως συστατικού του ονόματος του Κράτους των Σκοπίων, που άλλωστε θα είχε επιπτώσεις και στην ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης εκκλησίας της «Μακεδονίας».
Μιας θέσης, την οποία πρώτη η ίδια, με πλήρη συναίσθηση της ιστορικής Της ευθύνης, διετύπωσε με τόσο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, συμμεριζόμενη απόλυτα την εύλογη αγωνία και των Ιεραρχών, που διαποιμαίνουν τις Ιερές Μητροπόλεις στην Μακεδονία μας, αλλά και τις δικαιολογημένες ανησυχίες του κυρίαρχου Λαού και σύσσωμου του Οικουμενικού Ελληνισμού, σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εθνικό θέμα.
Γιατί στο όνομα «Μακεδονία» περικλείονται και κορυφώνονται οι αλυτρωτικές διαθέσεις του Κράτους των Σκοπίων.
Εκφράζει δε την λύπη και την πικρία Της, διότι κάποιοι ηθελημένα παρερμήνευσαν την νηφάλια και ενωτική επισήμανση του Μακαριωτάτου Προέδρου Της, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, περί της ανάγκης αντιμετώπισης του όλου ζητήματος με όρους εθνικής συναίνεσης, συνεννόησης και ομοψυχίας, στην διάρκεια της ενημέρωσής του από τον Πρωθυπουργό, για την πορεία των διαπραγματεύσεων σχετικά με την ονομασία του Κράτους των Σκοπίων, την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου ε.ε., στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, κατόπιν πρωτοβουλίας του κ. Πρωθυπουργού και την ταυτόχρονη ενημέρωσή Του, από τον Μακαριώτατο, για την εκκλησιαστική διάσταση του θέματος.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, πρωτοπόρος διαχρονικά στους αγώνες του Έθνους, θεωρεί ότι κάθε έκφραση υπερασπίσεως των δικαίων της Μακεδονίας μας είναι επαινετή, αρκεί αυτή να είναι γνήσια, ανιδιοτελής και πηγαία, και πάντα στο πνεύμα μιας νόμιμης και δημοκρατικής εκδήλωσης.
Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της ελευθερίας εκφράσεως των Κληρικών και Λαϊκών μελών Της, σέβεται το δικαίωμα αυτών να πράττουν κατά συνείδηση, με σύνεση και υπευθυνότητα.
Στα άκριτα, μάλιστα, συμπεράσματα και τις εκ του πονηρού εύκολες αποφάνσεις όσων συνειδητά δεν αντιλαμβάνονται τις προθέσεις Αυτής και του Προέδρου Της, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ρητά δηλώνει ότι δεν μετέχει σε πολιτικές διεργασίες και μεθοδεύσεις, ούτε αποδέχεται να παίζει ο οιοσδήποτε πολιτικά παίγνια εις βάρος Της.
Μόνη Της ιερή ευθύνη είναι να διακονεί την ενότητα όλων των Ελλήνων αδιακρίτως.
Άλλωστε, στα εθνικά θέματα δεν χωρούν μικροκομματικές η μικροπολιτικές προσεγγίσεις και ερμηνείες.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποφάσισε ωσαύτως όπως το Σάββατο της Τυρινής, 17 Φεβρουαρίου, τελέσει Συνοδική Θεία Λειτουργία και Ιερό Μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών του ήρωα του Μακεδονικού αγώνος Παύλου Μελά και όλων των Μακεδονομάχων, στον τόπο όπου ηρωικώς έπεσαν, την Στάτιστα της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας.
Στις 2 το μεσημέρι, στο Σύνταγμα - Συγκροτήθηκε η Συντονιστική Επιτροπή του συλλαλητηρίου της Αθήνας - Ποιοι είναι οι τέσσερις εκπρόσωποι
Συγκροτήθηκε και επίσημα η Συντονιστική Επιτροπή, η οποία θα φέρει εις πέρας την διεξαγωγή του δεύτερου συλλαλητηρίου στην Αθήνα, για το θέμα της μη παραχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας στην ονοματολογία του κράτους των Σκοπίων.
Το συλλαλητήριο της Αθήνας θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στις 14:00 το μεσημέρι.
Οι τέσσερις εκπρόσωποι στους οποίους πέφτει το βάρος της διεξαγωγής του συλλαλητηρίου είναι η κ. Νίνα Γκατζούλη εκπρόσωπος των Παμμακεδονικων Ενώσεων Υφηλίου, ο Μιχάλης Πατσίκας εκπρόσωπος του Θερμαϊκού και ο οποίος συμμετείχε στην διεξαγωγή του πρώτου συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Τάτσιος πρόεδρος όλων των Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδονίας στην Ελλάδα και ως δημοσιογράφος-διοργανώτρια η Γεωργία Μπιτάκου.
Ολόκληρη η ανακοίνωση
«Σας ενημερώνουμε ότι σήμερα Πέμπτη 25 Ιανουαρίου συγκροτήθηκε Συντονιστική Επιτροπή τα μέλη της οποίας θα φέρουν αποκλειστικά την απόλυτη ευθύνη για την διεξαγωγή του δεύτερου Πανελλαδικού συλλαλητηρίου για την Μακεδονία που θα διεξαχθεί την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στις 14:00 το μεσημέρι στο Σύνταγμα.
Η Επιτροπή όρισε υπεύθυνους επικοινωνίας τους Νίνα Γκατζούλη από τις Παμμακεδονικές Ενώσεις Υφηλίου, τον Μιχάλη Πατσίκα εκπρόσωπο του Θερμαϊκού και συμμετείχε στην διεξαγωγή του πρώτου συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη, τον Γιώργο Τάτσιο πρόεδρο όλων των Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδονίας σε όλη την χώρα και ως δημοσιογράφο και διοργανώτρια την Γεωργία Μπιτάκου.
Επιπρόσθετα μοιράστηκαν αρμοδιότητες στους φορείς ώστε να εξασφαλιστεί οργανωτικά, με απόλυτη επιτυχία η διεξαγωγή του συλλαλητηρίου που ήδη είναι στο επίκεντρο της διεθνούς κοινότητας και από το οποίο εξαρτάται η εξέλιξη του μείζονος εθνικού ζητήματος. Παρακαλούμε θερμά τα Ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να συμπορευτούν αυτή την φορά με τον αγώνα του Ελληνικού Λαού με απόλυτη ευθύνη συνέπεια και την δέουσα προσοχή.
Καλούμε τον Ελληνικό Λαό να συνεχίσει εμψυχωμένος τον αγώνα του . Η εδαφική ακεραιότητα της χώρας απειλείτε από την παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας ΜΟΝΟ η μαζική συμμετοχή του Λαού στο συλλαλητήριο μπορεί να το αποτρέψει»
Στις δηλώσεις της η δημοσιογράφος και υπεύθυνη επικοινωνίας του συλλαλητηρίου Γεωργία Μπιτάκου υπογράμμισε πως «Κανείς άλλος δεν αποφασίζει για το συλλαλητήριο της Κυριακής 4 Φεβρουαρίου στις 14:00 στην Αθήνα, πέραν της Συντονιστικής Επιτροπής».
Πηγή: Πρώτο Θέμα
Ὅπως διακηρύσσει ὁ μέγας Παῦλος, «ἠμῶν γάρ, [τῶν Χριστιανῶν], τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ’ οὐ καὶ σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν» (Φιλιπ. 3,20). Καὶ τοῦτο διότι «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ.13,14). Πραγματικὴ καὶ αἰώνια πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ ἑτοιμασμένη «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25,34), «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν» (Ρωμ.8,28). Στὸ πρωτοχριστιανικὸ κείμενο «Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολή», ὁ ἄγνωστος συγγραφέας του, ἀναφέρει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ «πατρίδας οἰκούσινιδιας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καὶ πανθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πάσα ξένη πατρὶς ἐστιν αὐτῶν, καὶ πάσα πατρὶς ξένη» (κεφ. V,4-5).
Ὡστόσο ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔφερε «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι», γιὰ νὰ ζήσουμε στὴ γῆ τὴ σύντομη ζωή μας, μᾶς χάρισε καὶ μία ἄλλη, ἐπίγεια πατρίδα, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ...
ἐπιτύχουμε τὸν προορισμό μας, νὰ γίνουμε, δηλαδή, «σύσσωμοι καὶ σύμμορφοι» τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ Πατρίδα ὡς ἔννοια καὶ ὡς περιεχόμενο, ὡς τόπος κατοικίας ἑνὸς λαοῦ, μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, μὲ γλώσσα, μὲ ἱστορία καὶ παραδόσεις, δὲν ἀπαξιώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀντίθετα μάλιστα ἀποτελεῖ ἀξία, ἡ ὁποία βρίσκει θέση στὸν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου ἀναφέρεται ὅτι: «ὄτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ» (32,8). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ὁμιλία του στὸν Ἄρειο Πάγο ἀναφέρει ὅτι «ἐποίησέ τε ἐξ’ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικείν ἐπί πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. 17,26).
Ἐπίσης ὁ Χριστὸς κλαίει γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πρωτεύουσα τῆς ἐπιγείου Πατρίδος Του, ἐκφράζοντας τὸ παράπονό Του γιὰ τὴν ἀμετανοησία τῶν κατοίκων της, πράγμα ποὺ δείχνει τὸ πατριωτικό Του συναίσθημα: «Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ΄ αὐτὴ» (Λουκ. 19,41). Τὸ ἴδιο παράπονο ἐκφράζει καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση: «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὂν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἐαυτῆς ὑπό τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμὶν ὁ οἶκος ὑμώνερημος» (Ματθ. 23,37-38). Ἐὰν λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὴν ἐπίγεια πατρίδα Του, γιατί δὲν θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὴ δική μας;
Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε βαθειὰ ἀποτυπωμένη στὴν ἰδιοσυγκρασία μας τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερία. Οἱ προαιώνιοι καὶ διαχρονικοὶ ἀγῶνες τῶν προγόνων μας γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐθνικός μας ὕμνος, ποὺ εἶναι ἕνας ὕμνος πρὸς τὴν ἐλευθερία, γραμμένος ἀπὸ τὸν ἐθνικό μας ποιητὴ Διονύσιο Σολωμό, καταδεικνύουν αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία βεβαίως οὐδόλως ἀντιτίθεται στὴν παγκοσμιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας.
Πέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἐλευθερία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες βαθιὰ ριζωμένη μέσα στὴν ὕπαρξή μας, μέσα στὰ γονίδια τῆς ἐθνική μας αὐτοσυνειδησίας καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ὅταν δὲ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἦρθε στὸν κόσμο καὶ σαρκώθηκε ὡς Αὐτοαλήθεια, ὡς ὁ σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς Τὸν πιστεύσαμε, Τὸν ἀγαπήσαμε καὶ Τὸν ἐγκολπωθήκαμε περισσότερο ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλον λαὸ τῆς οἰκουμένης, Τὸν κρατήσαμε ὡς πολύτιμο θησαυρὸ καὶ Τὸν μεταλαμπαδεύσαμε καὶ σὲ ἄλλους λαούς.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὸ ἔθνος μας μ’ ἕνα ξεχωριστὸ τρόπο. Ἡ ἰδιαίτερη εὐλογία του φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εὐδόκησε νὰ γραφτεῖ τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους συγγραφεῖς της, δηλαδὴ ὅλα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ ἦταν ἡ παγκόσμια γλώσσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, (1ος αἰώνας μ.Χ.). Εὐδόκησε ὁ Θεὸς ὥστε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς παγκόσμιας Πατερικῆς Γραμματείας νὰ ἔχει γραφεῖ ἀπὸ ἕλληνες Πατέρες. Εὐδόκησε ὁ Θεὸς τὸ εὐλογημένο ἔθνος μας νὰ ἀναδείξει μυριάδες ἁγίων μαρτύρων καὶ ὁσίων καὶ τὸ χῶμα αὐτὸ ποὺ πατοῦμε σήμερα ἐμεῖς οἱ νεοέλληνες, νὰ εἶναι ποτισμένο μὲ αἵματα ἁγίων καὶ ἡρώων τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος μας.
Δυστυχῶς ἡ κεντρικὴ καὶ μεγάλης γεωστρατηγικῆς σημασίας θέση της στὴν ὑφήλιο, στὸ σταυροδρόμι τριῶν ἠπείρων, μᾶς ἔταξε νὰ περιστοιχιζόμαστε ἀπὸ λαούς, οἱ ὁποῖοι στὸ διάβα τῶν αἰώνων, τὴν ἐπιβουλεύονται καὶ τὴν ὑπονομεύουν. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἕνας ἀκόμη ἐπίβουλος γειτονικός μας λαὸς ἀμφισβητεῖ τὴν ἐδαφικὴ ἀκεραιότητά της. Πρόκειται γιὰ τὸ τεχνητὸ κρατίδιο τῶν Σκοπίων, στὰ βόρεια σύνορά μας, τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε τὸν 20ο αἰώνα, γιὰ νὰ προωθήσει διεθνῆ συμφέροντα στὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς Βαλκανικῆς. Ὁ λαὸς αὐτός, παρ’ ὅτι ἀδύναμος, (ἀριθμητικά, οἰκονομικά, πολιτισμικά, κλπ.), προβάλλει ἀπίστευτα παράλογες ἀξιώσεις εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας καὶ τῆς ἐδαφικῆς μας ἀκεραιότητας.
Ἐπειδὴ στερεῖτο ἱστορικῆς παραδόσεως, σφετερίστηκε τὴ δική μας καὶ τὴν οἰκειοποιήθηκε, γιὰ νὰ ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ἔχει «λαμπρὰ ἱστορικὴ συνέχεια». Σφετερίστηκε τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς μας Μακεδονίας, παραβλέποντας πὼς δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ τὴν ἀρχαία Μακεδονία τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του, ποὺ ἦταν γνήσιοι ἕλληνες καὶ ὁμιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Καὶ τοῦτο διότι ὁ λαὸς αὐτὸς εἶναι οὐσιαστικὰ σλαβικός, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε περὶ τὸν 7ο μ. Χ. αἰώνα σὲ περιοχὴ τῆς εὐρύτερης ἀρχαίας Μακεδονίας. Ἀποσιωπώντας τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ παραχαράσσοντας τὴν ἱστορία, ἐμφανίζεται ὡς «μακεδονικὸς» μὲ δική του «μακεδονικὴ γλώσσα», ὥστε νὰ κατασκευάσει «μακεδονικὴ ἐθνότητα». Καὶ τὸ χειρότερο, καλλιεργεῖ ἀλυτρωτικὴ ἰδεολογία, στοχεύοντας στὴν «ἀπελευθέρωση τῶν ἐδαφῶν», ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυριαρχία καὶ στὴν ἐνοποίησητης Μακεδονίας στὶς ἀρχαῖες ἐδαφικές της διαστάσεις ὑπὸ τὴ δική του κυριαρχία.
Στὶς παράλογες ἐθνικιστικές του πρακτικὲς ἐνέπλεξε καὶ τὴν τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ βρίσκεται στὰ γεωγραφικὰ ὅρια τοῦ σημερινοῦ κράτους τῶν Σκοπίων. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ὀχρίδας, ἡ ὁποία προέκυψε ἀπὸ τὴν διάσπαση τῶν τριῶν νοτιοτέρων ἐπαρχιῶν τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῶν Μητροπόλεων Σκοπίων, Ζλετόβου - Στρωμνίτσας, Ἀχρίδας– Βιτωλίων, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1958. Μὲ τὴν ἵδρυσή της, τὸ 1958, βρισκόταν σὲ κανονικὴ ἑνότητα μὲ τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο. Τὸ 1967 ὅμως ἀνακήρυξε τὸ αὐτοκέφαλό της μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἔκτακτη Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους, νὰ κηρύξει τὴν ἡγεσία τῆς Σλαβομακεδονικῆς Ἐκκλησίας σχισματική. Ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερα παραμένει σχισματική, ἀφοῦ καμιὰ τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν τὴν ἀναγνώρισε.
Τὸ κρατίδιο τῶν Σκοπίων ἕλκει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τῆς συστάσεως τῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας τῆς Γιουγκοσλαβίας, (29.11.1943), μὲ τὴν νίκη τῶν παρτιζάνων κομμουνιστῶν, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Κροάτη Τίτο. Γιὰ νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ Σερβία, ἡ ὁποία ἦταν καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ κράτη τῆς ὁμοσπονδιακῆς Γιουγκοσλαβίας, ἀποφασίστηκε ἡ δημιουργία ἑνὸς ἀκόμα κρατιδίου, στὰ νότια σύνορά της, στὴν περιοχή, ἡ ὁποία εἶχε τὴν ὀνομασία Βαρδανία. Ὀνομάστηκε δὲ ὡς «Δημοκρατία τοῦ Βαρδάρη». Ὅμως ἀμέσως μετὰ τὰ κομμουνιστικὰ κόμματα τῆς περιοχῆς υἱοθέτησαν τὸν πανσλαβισμὸ καὶ τὸν χρησιμοποίησαν γιὰ νὰ ἐλέγξουν τὴν Βαλκανική. Ὁ ἴδιος ὁ Τίτο, ἀφοῦ ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση, ὁραματίστηκε τὴ δική του κομμουνιστικὴ ἕνωση τῶν Βαλκανίων, μὲ αὐτὴ τῶν ἔξι κρατῶν καὶ ἕντεκα ἐθνῶν καὶ πολλῶν μικροτέρων ἐθνοτήτων τῆς Γιουγκοσλαβίας.
Θέλησε νὰ δημιουργήσει τὴ δική του «ὑπερδύναμη», μὲ τὸν «τρίτο δρόμο πρὸς τὸ σοσιαλισμό». Μία ἀπὸ αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ «μακεδονικὴ ἐθνότητα», ἡ ὁποία ἐκτείνονταν σὲ τρία κράτη, τὴν Βαρδανία, τὴν Βουλγαρία καὶ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ Βαρδανία καὶ Βουλγαρία ἦταν ὑπὸ κομμουνιστικὴ ἐπιρροή. Τὸ πρόβλημα ἦταν ἡ Ἑλλάδα. Γι’ αὐτὸ μετονόμασε τὴ Βαρδανία σὲ «Μακεδονία», γιὰ νὰ μπορέσει ἔτσι νὰ προωθήσει τὴν κυοφορούμενη «μακεδονικὴ ἐθνότητα», ἡ ὁποία θὰ προήρχετο ἀπὸ τὴν μελλοντικὴ ἐνοποίηση τῆς Μακεδονίας. Ἄλλος μεγάλος ὁραματισμὸς τοῦ Τίτο ἦταν ἡ ζωτικὴ ἔξοδος πρὸς τὸ Αἰγαῖο. Γι’ αὐτὸ ἡ ἑλληνικὴ Μακεδονία ὀνομάστηκε καὶ «Μακεδονία του Αἰγαίου».Τὰ κομμουνιστικὰ κόμματα τῆς Βαλκανικῆς υἱοθέτησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργεια. Τὸ ΚΚΕ, τάχθηκε ἐνθουσιωδῶς ὑπὲρ τῆς «αὐτοδιάθεσης τοῦ μακεδονικοῦ λαοῦ»!
Δυστυχῶς οἱ μεταπολεμικὲς ἑλληνικὲς κυβερνήσεις δὲν ἔδωσαν ἰδιαίτερη σημασία στὸ ἐθνικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ὅμως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἔπαιρνε ὅλο καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις. Προφανῶς, ἐπειδὴ ὁ Τίτο ἀπολάμβανε τὴν ὑποστήριξη τῶν δυτικῶν κυβερνήσεων, λόγω τῆς ἀποστασιοποίησής του ἀπὸ τὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις «ἔπαιρναν γραμμὴ» νὰ μὴ δημιουργήσουν προβλήματα σ’ αὐτόν. Μετὰ τὴ διάλυση τῆς Γιουγκοσλαβίας τὸ 1991 φάνηκε ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρα ἡ σοβαρότης τοῦ προβλήματος καὶ ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη ὑπεύθυνης καὶ ὁριστικῆς ἐπιλύσεώς του.
Τὸ ἀνεξάρτητο πιὰ κρατίδιο τῶν Σκοπίων ἀπαίτησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τὴν διεθνῆ κοινότητα, ὅπως εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τοὺς τέως πάτρωνές του κομμουνιστὲς ὡς «Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας», ὡς «μακεδονικὸ ἔθνος», μὲ γλώσσα του τὴ «μακεδονική». Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα, ψήφισε Σύνταγμα, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ «ἀπελευθέρωση ἀλύτρωτων μακεδόνων» καὶ γιὰ «κατεχόμενα μακεδονικὰ ἐδάφη». Δυστυχῶς καὶ πάλι οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς ἀνησυχητικὲς αὐτὲς ἐξελίξεις, δὲν μπόρεσαν νὰ ἀξιολογήσουν τὴ σοβαρότητα τοῦ προβλήματος καὶ νὰ προχωρήσουν στὶς δέουσες ἐνέργειες μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ ὑπευθυνότητα, ὥστε νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν μὲ ἐπιτυχία.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ διεθνὴς κοινότητα ἔβλεπε πλέον «μὲ καλὸ μάτι» τὶς ἀξιώσεις τῶν Σκοπίων. Ὅλα σχεδὸν τὰ κράτη ἀναγνώρισαν τὴν κρατική του ὀντότητα μὲ τὸ ὄνομα «Μακεδονία». Ἐμεῖς ἀρκεστήκαμε στὴν ὑβριδικὴ ὀνομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβικὴ Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας». Ὁ λαὸς μας ἔκαμε «λαοσυνάξεις», οἱ ὁποῖες ὅμως ἐλάχιστα ὠφέλησαν τὸ ἐθνικὸ ζήτημα. Ἀντίθετα οἱ σκοπιανοὶ ἄρχισαν μία γιγαντιαία προσπάθεια, μὲ θρασεῖς ἐνέργειες, γιὰ νὰ προωθήσουν τὶς ἀξιώσεις τους. Ταυτόχρονα, μία πληθώρα ἑλλήνων ἐπιχειρηματιῶν μετακόμισαν τὶς δραστηριότητές τους στὸ κρατίδιο αὐτό, διότι τοὺς παρεῖχε μεγαλύτερες δυνατότητες γιὰ μεγαλύτερα κέρδη.
Τὸν τελευταῖο καιρὸ τὸ κρατίδιο ἀντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα καὶ γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ζητὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὸ Ν.Α.Τ.Ο. καὶ τὴν Ε.Ε. Ἀλλὰ οἱ ἐκκρεμότητες μὲ τὴν Ἑλλάδα τὸ ἐμποδίζουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ξεκίνησε πρόσφατα ἕνας νέος κύκλος διαπραγματεύσεων, οἱ ὁποῖες ἐπικεντρώνονται κυρίως στὸν καθορισμὸ τοῦ ὁνόματος. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση «στριμωγμένη» ἀπὸ τὴν διεθνῆ κοινότητα, ἄρχισε συνομιλίες, ὑπὸ τὴν διαμεσολάβηση τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ ΟΗΕ Μ. Νίμιτς. Συζητοῦν κάποιας μορφῆς ὄνομα, τὸ ὁποῖο θὰ συμπεριλαμβάνει τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι ὁ ἀλυτρωτισμός, ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ Σύνταγμα τοῦ κρατιδίου, στὴν ἐθνικότητα καὶ στὴν βουλγαρικὴ διάλεκτο, ποὺ ἐμφανίζεται ὡς δῆθεν μακεδονικὴ γλώσσα.
Ὁ λαός μας ὅμως ἀντέδρασε καὶ διοργάνωσε πρὶν ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες (21.1.2018) μεγαλειῶδες συλλαλητήριο στὴ Θεσσαλονίκη, στὸ ὁποῖο συγκεντρώθηκαν περισσότερο ἀπὸ 300.000 λαοῦ, διακηρύσσοντας ὅτι «ἡ Μακεδονία εἶναι μία καὶ εἶναι ἑλληνικὴ» καὶ διαφωνώντας κάθετα σὲ ὁποιαδήποτε ὀνομασία, ποὺ θὰ περιέχει τὸν ὄρο «Μακεδονία». Παράλληλα μὲ τὴν μαζική του συμμετοχὴ ἔστειλε ἕνα ξεκάθαρο μήνυμα στὸ γειτονικὸ λαό, ὅτι οἱ ὁραματισμοὶ καὶ οἱ φιλοδοξίες του γιὰ ἀπελευθέρωση «ἀλύτρωτων πατρίδων» δὲν πρόκειται νὰ «περάσουν».
Κλείνοντας ἐπισημαίνουμε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ τὶς τεράστιες εὐθύνες τῶν πολιτικῶν μας ἡγετῶν τῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Ἄφησαν ἕνα πρόβλημα νὰ ἀνδρωθεῖ, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν ἐν τῇ γενέσει του. Ἀλλὰ καὶ στὴ σημερινὴ χρονικὴ συγκυρία συνεχίζουν τὰ λάθη τους. Συνεχίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ ἐθνικά μας θέματα γιὰ μικροπολιτικὰ παιχνίδια. Δὲν θέλουν νὰ δοῦν ὅτι τὸ πρόβλημα ὕπαρξης τὸ ἔχουν τὰ Σκόπια καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ ἔπρεπε νὰ παραμείνουν ὅλες οἱ πολιτικὲς παρατάξεις σύσσωμες καὶ σταθερὲς ἀπένατι στὶς παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν σκοπιανῶν.
Ἐλπίζουμε ὁ κυβερνητικὸς συνασπισμὸς ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καὶ τὰ ἄλλα κόμματα τοῦ πολιτικοῦ φάσματος νὰ ἀρθοῦν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ νὰ προασπίσουν τὰ ἐθνικά μας συμφέροντα, διότι ἡ ἱστορία δὲν συγχωρεῖ λάθη καὶ τὸ χειρότερο, ἀμέλειες καὶ ὑποχωρήσεις. Τὸ τρισχιόχρονο ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς Μακεδονίας μας, τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖται περίτρανα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, (βιβλίο Μακκαβαίων), ἀπὸ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα τῆς Βεργίνας, ὅπου καὶ οἱ τάφοι τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδονίας Φιλίππου τοῦ Β΄, (καὶ ἄλλων Μακεδόνων βασιλέων), καὶ τὰ διαχρονικὰ ἑλληνικὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τοῦ Πρωταγόρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, δὲν εἶναι κτῆμα καμιᾶς κυβερνήσεως, καὶ δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸ πουλήσει σὲ κανέναν!
Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Ἰανουαρίου 2018
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ξημερώματα Δευτέρας. Η ώρα πλησίαζε πέντε. Στο καλυβάκι μου και στη γύρω περιοχή επικρατεί απέραντη γαλήνη.
Ανοίγω τα παραθυρόφυλλα του κελιού μου και με περιμένει μια έκπληξη.
Τα πάντα λευκά!
Λευκά απ’ τ’ απαλό απρόσμενο χιόνι, που αργά-αργά συνέχιζε να πέφτει. Μα και λευκά απ’ τα εκατοντάδες χιλιάδες φωτισμένα, χαρούμενα και ολοζώντανα πρόσωπα των ανθρώπων που έδωσαν δυναμικό παρόν στη χθεσινή συνάντηση, στην αγιοτόκο Θεσσαλονίκη.
Ξαφνικά όμως άρχισε να «βρέχει»! Να «βρέχει» μαύρη λάσπη και πέτρες, που με δύναμη προσπαθούσαν, πάση θυσία, να εξαφανίσουν το φως και το λευκό γύρω μου!
Λάσπη και πέτρες που προέρχονταν από χέρια, μα κυρίως στόματα, πολιτικάντη-δων εθνομηδενιστών, καναλαρχών και δημοσιογράφων, κουλτουριάρηδων και πάσης φύσεως ταγών...!
Όλοι τους έριχναν τη λάσπη με μένος, απ’ όποιον θρόνο βρίσκονταν, με όποιο τρό-πο και μέσο είχε ο καθένας. Η προσπάθεια ήταν κοινή και μανική, με μοναδικό στόχο να μειώσουν το φώς και το μεγαλείο της αυθόρμητης αυτής πατριωτικής, ειρηνικής και γα-λανόλευκης λαοθάλασσας!
Παναγιά μου Γοργοϋπήκοε, αναφώνησα, φύλαξε τα παιδιά σου!
Και να! Φάνηκε ξάφνου ένα φως απ’ τις κορφές του Χολομώντα, που χαϊδεύοντας το όμορφο χωριό μου, την λεβεντόκαρδη Αρναία, σκέπασε τη Θεσσαλονίκη! Κι άρχισε να γεμίζει τον τόπο! Τον τόπο όλο! Απ’ τον Έβρο ως την Κρήτη, κι απ’ το Ιόνιο ως τα Ίμια και την τελευταία βραχονησίδα του Αιγαίου. Σχηματίζοντας πάνω απ’ την πονεμένη και χιλιοπροδομένη πατρίδα μου έναν φωτεινό Σταυρό.
Μέσα σ’ αυτό το φώς έστεκε ο Κύριος και Θεός μας, η Μάνα μας η Παναγιά και ο πολύς ΠατροΚοσμάς!
Πίσω τους, νέφος Αγίων.
Και πιο πίσω, χοροί Ηρώων και Εθνομαρτύρων.
Και παραδίπλα, οι μορφές των παππούδων μας Μακεδονομάχων αγωνιστών, να ‘ναι στραμμένες προς το μέρος μας και με αγαλλίαση να μας φωνάζουν: «Μας δώσατε χαρά! Συνεχίστε! Είμαστε στο πλευρό σας! Μην ακούτε τους ψιθύρους των προσκυνημέ-νων… Ο αγώνας τώρα αρχίζει!!!»
Ναι, αδελφοί μου, ο αγώνας τώρα αρχίζει! Κι ας είναι ο αγώνας αυτός πρώτα αρχή μετανοίας και επιστροφής στην πραγματική πνευματική ζωή, κι έπειτα αγώνας για τα δίκαια της Πατρίδας μας.
Όλοι όσοι βρεθήκαμε το μεσημέρι της Κυριακής στη Θεσσαλονίκη, κραυγάζουμε προς πάσα κατεύθυνση, εντός και εκτός συνόρων:
Χτυπάτε! Χτυπάτε! Δε φοβόμαστε μήτε τη λάσπη, μήτε τις πέτρες. Γιατί; Γιατί έχουμε την αλήθεια!
Και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς!!!
Πηγή: Ακτίνες
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έστειλε σε μια πνευματική του θυγατέρα, (την Ολυμπιάδα), την κατωτέρω επιστολή σα «δώρο» για τον γάμο της, που μόλις τέλεσε. Η κατωτέρω επιστολή έχει βάθος Θεολογίας και ψυχολογίας. Και πάνω απ’ όλα δίνει στη σύζυγο πολύτιμες συμβουλές για έναν πετυχημένο γάμο. Γράφει (Μετάφραση υπό κ. Αθηνάς Α. Καραμπέτσου, φιλολόγου, βλ. "Ορθόδοξος Τύπος", φ. 31.3.2000, σελ. 3): «Κόρη μου, στους γάμους σου εγώ ο πνευματικός σου πατέρας, ο Γρηγόριος, σου κάνω δώρο τούτο το ποίημα. Και είναι ό,τι καλλίτερο η συμβουλή του πατέρα.
Άκου λοιπόν Ολυμπιάδα μου:
1. Ξέρω ότι θέλεις να είσαι πραγματική χριστιανή. Και μια πραγματική χριστιανή πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται. Γι αυτό, σε παρακαλώ, να προσέξης την εξωτερική σου εμφάνιση. Να είσαι απλή. Το χρυσάφι, δεμένο σε πολύτιμες πέτρες, δεν στολίζει γυναίκες σαν και σένα. Πολύ περισσότερο το βάψιμο. Δεν ταιριάζει στο πρόσωπό σου, την εικόνα του Θεού, να την παραποιής και να την αλλάζης, μόνο και μόνο για να αρέσης. Ξέρε το ότι αυτό είναι φιλαρέσκεια και να μένης απλή στην εμφάνιση. Τα βαρύτιμα και πολυτελή φορέματα, ας τα φορούν εκείνες, που δεν επιθυμούν ανώτερη ζωή, που δεν ξέρουν τι θα πη πνευματική ακτινοβολία. Εσύ, όμως έβαλες μεγάλους και υψηλούς στόχους στη ζωή σου. Κι αυτοί οι στόχοι σου ζητούν όλη τη φροντίδα κι όλη την προσοχή. (…)
2. Με το γάμο, η στοργή και η αγάπη σου να είναι φλογερή και αμείωτη για κείνον, που σου δωσε ο Θεός. Για κείνον, πού ‘γινε το μάτι της ζωής σου και σου ευφραίνει την καρδιά. Κι αν καταλάβης πως ο άνδρας σου σε αγαπάει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπάς εσύ, μη κυττάξης να του πάρης τον αέρα, κράτα πάντα τη θέση που σου ορίζει το Ευαγγέλιο.
3. Εσύ να ξέρης ότι είσαι γυναίκα, έχεις μεγάλο προορισμό, αλλά διαφορετικό από τον άνδρα, που πρέπει να είναι η κεφαλή. Άσε την ανόητη ισότητα των δύο φύλων και προσπάθησε να καταλάβης τα καθήκοντα του γάμου. Στην εφαρμογή τους θα δης πόση αντοχή χρειάζεται για ν’ ανταποκριθής, όπως πρέπει, σ’ αυτά τα καθήκοντα, αλλά και πόση δύναμη κρύβεται στο ασθενές φύλο.
4. Θα ξέρης, πόσο εύκολα θυμώνουν οι άνδρες. Είναι ασυγκράτητοι και μοιάζουν με λιοντάρια. Σ’ αυτό το σημείο η γυναίκα πρέπει να είναι δυνατότερη και ανώτερη. Πρέπει να παίζη το ρόλο του θηριοδαμαστή. Τι κάνει ο θηριοδαμαστής όταν βρυχάται το θηρίο; Γίνεται περισσότερο ήρεμος και με την καλωσύνη καταπραΰνει την οργή. Του μιλάει γλυκά και μαλακά, το χαϊδεύει, το περιποιείται και πάλι το χαϊδεύει κι έτσι το καταπραΰνει (…)
5. Ποτέ μη κατηγορήσης και αποπάρης τον άνδρα σου για κάτι που έκανε στραβό. Ούτε πάλι για την αδράνειά του, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που ήθελες εσύ. Γιατί ο διάβολος είναι αυτός, που μπαίνει εμπόδιο στην ομοψυχία των συζύγων (…)
6. Να έχετε κοινά τα πάντα και τις χαρές και τις λύπες. Γιατί ο γάμος όλα σας τα έκανε κοινά. Κοινές και οι φροντίδες, γιατί έτσι το σπίτι θα στεριώση. Να συμβάλλης εκφράζοντας τη γνώμη σου, ο άνδρας όμως ας αποφασίζη.
7. Όταν τον βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τη λύπη του εκείνη την ώρα. Γιατί είναι μεγάλη ανακούφιση στη λύπη, η λύπη των φίλων. Όμως αμέσως να ξαστεριάζη η όψη σου και νά σαι ήρεμη χωρίς αγωνία. Η γυναίκα είναι το ακύμαντο λιμάνι για το θαλασσοδαρμένο σύζυγο.
8. Να ξέρης ότι η παρουσία σου στο σπίτι σου είναι αναντικατάστατη, γι’ αυτό πρέπει να το αγαπήσης μ’ όλες τις φροντίδες του νοικοκυριού. Να το βλέπης σαν βασίλειό σου,’και να μη συχνοβγαίνης από το κατώφλι σου. Άφησε τις έξω δουλειές για τον άνδρα.
9. Πρόσεχε τις συναναστροφές σου. Πρόσεξε τις συγκεντρώσεις, που πηγαίνεις. Μη πας σε άπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος για την αγνότητά σου. Αυτές οι συναναστροφές αφαιρούν την ντροπή κι απ΄ τις ντροπαλές, σμίγουν μάτια με μάτια, κι όταν φύγη η ντροπή γεννιούνται όλα τα χειρότερα κακά («αιδώς οιχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»). Τις σοβαρές όμως συγκεντρώσεις με συνετούς φίλους να τις επιζητής, για να εντυπώνεται στο νου σου ένας καλός λόγος, ή κάποιο ελάττωμα να κόψης ή να καλλιεργήσης τους δεσμούς σου με εκλεκτές ψυχές.
Μη εμφανίζεσαι ανεξέλεγκτα σε οποιονδήποτε, αλλά στους σώφρονες συγγενείς σου, στους ιερείς και σε σοβαρούς νεώτερους ή ηλικιωμένους.
Μη συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναίκες, που έχουν στο νου τους στο έξω, για επίδειξη. Ούτε ακόμα άνδρες ευσεβείς, που ο σύζυγός σου δεν θέλει στο σπίτι, αν και συ τόσο πολύ τους εκτιμάς. Υπάρχει για σένα πιο ακριβό πράγμα από τον καλό σου σύζυγο, που τόσο αγαπάς;
10. Επαινώ τις γυναίκες, που δεν τις ξέρουν οι πολλοί άνδρες. Μη τρέχης σε τραπέζια κοσμικά και ας είναι για γάμο ή για γενέθλια. Εκεί ανάβουν άνομοι πόθοι, με τους χορούς, τους πήδους και τα γέλια, την ψεύτικη ευχαρίστηση, που παραπλανεύουν ακόμη και τους αγνούς και σώφρονες. Και η αγνότητα είναι τόσο λεπτό πράγμα! Σαν το κερί στις ακτίνες του ήλιου! Απόφευγε ακόμα και στο σπίτι σου τα κοσμικά τραπέζια. Αν μπορούσαμε να περιορίσουμε τις ορέξεις της κοιλιάς, θα κυριαρχούσαμε στα πάθη μας.
11. Κράτα την μορφή σου γαλήνια και μη την αλλοιώνης ούτε με μορφασμούς, όταν είσαι θυμωμένη. Στολίδια τ’ αυτιά νάχουν όχι μαργαριτάρια, αλλά ν΄ ακούν καλά λόγια και να βάζουν για τα άσχημα λουκέτο στο νου. Έτσι, είτε κλειστά είναι, είτε ανοιχτά, η ακοή θα μένη αγνή.
12. Όσο για τα μάτια, είναι κείνα, που δείχνουν όλο το εσωτερικό της ψυχής. Ας σταλάζη αγνό κοκκίνισμα η παρθενική ντροπή κάτω από τα βλέφαρά σου και ας προκαλή τη σεμνότητα και την αγνή ντροπή σε όσους σε βλέπουν και σ’ αυτόν ακόμα το σύζυγό σου. Είναι πολλές φορές προτιμότερο, για πολλά πράγματα, να κρατάς κλειστά τα μάτια, χαμηλώνοντας το βλέμμα.
13. Και τώρα στη γλώσσα. Θάχης πάντα εχθρό τον άνδρα σου, αν έχης γλώσσα αχαλίνωτη, έστω κι αν έχης χίλια άλλα χαρίσματα. Γλώσσα ανόητη βάζει, πολλές φορές, σε κίνδυνο και τους αθώους. Προτίμα κι όταν ακόμα έχης δίκιο, τη σιωπή. Είναι προτιμότερη για να μη ριχοκινδυνεύσης να πης ένα άτοπο λόγο. Κι αν έχης την επιθυμία να λες πολλά, το καλλίτερο είναι να σωπαίνης.
Πρόσεχε ακόμα και το βάδισμά σου. Μετράει στη σωφροσύνη.
14. Και τούτο πρόσεξε και άκουσε: Μην έχης αδάμαστη σαρκική ορμή. Πείσε και τον άνδρα σου να σέβεται τις ιερές ημέρες. Γιατί οι νόμοι του Θεού είναι ανώτεροι από την εικόνα του Θεού. (…)
15. Αν από μένα τον γέροντα πήρες κάποιο λόγο πνευματικό, σου συνιστώ να τον φυλάξης στα βάθη της ψυχής σου. Έτσι με ότι πήρες από αυτά που άκουσες και με την ηθική σου ανωτερότητα, θα θεραπεύσης τον εξαίρετο σύζυγό σου και περίφημο πολιτικό άνδρα από την υπερηφάνεια.
16. Αυτό τώρα το παρόν δώρο, κειμήλιο σου προσφέρω. Αν θέλης πάλι να σου ευχηθώ και το καλλίτερο, σου εύχομαι να γίνης αμπέλι πολύκαρπο, με τέκνα τέκνων, για να δοξάζεται από περισσότερους ο Θεός, για τον οποίον γεννιόμαστε και προς τον Οποίον πρέπει απ’ αυτή τη ζωή να οδεύουμε».
Πηγή: (Από το βιβλίο «ΓΑΜΟΣ – Πνευματικό Γυμναστήριο», Αρχ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη, Εκδόσεις: Νεκτ. Παναγόπουλος), Η άλλη όψη
ΛΕΩ ΟΧΙ ΣΤΑ ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ
Επιστολή γονέα που ανησυχεί για το νέο περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών και με την οποία εκφράζει την αντίδρασή του στα νέα προγράμματα σπουδών . Στέλνει ηχηρό μήνυμα αντίστασης στα σχέδια του Υπουργείου Παιδείας και συνενώνει τη φωνή διαμαρτυρίας του με εκείνους τους Έλληνες πολίτες που ευθυγραμμίζονται ,σέβονται και εφαρμόζουν τις Συνταγματικές επιταγές.
Αξιότιμοι κύριοι,
Είμαι Έλληνας πολίτης, βαπτισμένος Χριστιανός Ορθόδοξος και γονέας παιδιού που φοιτά στην Α/βάθμια εκπαίδευση. Γαλουχήθηκα με τις αρχές και της αξίες της Ελληνοχριστιανικής Παράδοσης ,τις οποίες διδάχθηκα από την οικογένειά μου και το σχολείο.
Ως Έλληνας πολίτης απαιτώ από την Πολιτεία και ιδιαίτερα από τον υπουργό Παιδείας, να παρέχει στο παιδί μου παιδεία σύμφωνη με το Σύνταγμα της πατρίδας μου, σύμφωνη με τις αρχές και τις αξίες που χαρακτηρίζουν εθνικά, ιστορικά και θρησκευτικά το Έθνος μας. Με λύπη μου βλέπω το ίδιο το υπουργείο Παιδείας, το οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί ως θεματοφύλακας των ελληνοχριστιανικών μας αξιών, να παραβιάζει το ισχύον Σύνταγμα και να αλλοιώνει τον Ορθόδοξο χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών. Πρόκειται στην ουσία για προσπάθεια νόθευσης της αγωγής που έχω καλλιεργήσει στο παιδί μου ως υπεύθυνος γονέας!
Στη διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της "Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος", ορίζεται ότι "Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Ταυτόχρονα, στη διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες".
Μέσω του νέου μαθήματος θρησκευτικών και των φακέλων του μαθήματος, αφενός παραβιάζονται κατάφωρα τα όσα ανωτέρω ρητά προβλέπει το Σύνταγμα και αφετέρου το ίδιο το υπουργείο ακυρώνει το αναμφισβήτητο νομικά δικαίωμά μου ως γονέα, για παροχή στο παιδί μου θρησκευτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις δικές μου θρησκευτικές και Συνταγματικά κατοχυρωμένες πεποιθήσεις. Το νέο μάθημα των θρησκευτικών μυεί το παιδί μου σε μια πανθρησκευτική ιδέα αλλοιώνοντας την Ορθόδοξη αγωγή την οποία του έχω καλλιεργήσει.
Η αυθαίρετη και καταχρηστική απόφαση του υπουργού Παιδείας να εισάγει το ανήλικο τέκνο μου σε έννοιες και ιδέες αντίθετες με την αγωγή που του έχω δώσει, χωρίς να ερωτηθώ, με αναγκάζει να αναλάβω κάθε αναγκαία πρωτοβουλία προκειμένου να προστατεύσω το ανήλικο τέκνο μου από επικίνδυνες πνευματικά παρεμβάσεις στην διαμορφούμενη προσωπικότητά του μέσα από αυτό το αντορθόδοξο μάθημα των θρησκευτικών!
Στο πλαίσιο αυτό πήρα την πρωτοβουλία να επιστρέψω στο υπουργείο παιδείας το φάκελο των θρησκευτικών του τέκνου μου, ως απαράδεκτο, δηλώνοντας στον Υπουργό Παιδείας κ. Γαβρόγλου ότι επιθυμώ η παρεχόμενη στο παιδί μου θρησκευτική εκπαίδευση να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα της Ελλάδας, σύμφωνη με τις αρχές και τις αξίες της Ελληνοχριστιανικής Παράδοσης, σύμφωνη με την ιστορία του έθνους μας και τέλος σύμφωνη με την Ελληνορθόδοξη ταυτότητα της Πατρίδας μας . Ως γονέας και Έλληνας πολίτης εκφράζω προς κάθε πλευρά την έντονη αντίθεσή μου στη νόθευση της ιστορικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής μας παράδοσης μέσω του νέου μαθήματος των θρησκευτικών που στοχεύει στην αλλοίωση της Ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδηση των παιδιών. .
Η απαξίωση του Ορθόδοξου χαρακτήρα της θρησκευτικής αγωγής η οποία καλλιεργείται στο παιδί μου, μέσω των νέων θρησκευτικών, με κάνει να νιώθω ως γονιός ότι έχω βαριά ευθύνη να αντιδράσω απέναντι στον εκπλειστηριασμό της πίστης μου και της πατρίδας μου. Δεν θα ανεχθώ να γίνει το παιδί μου πειραματόζωο στο βωμό των απαξιών της νέας εποχής!
Επειδή η σιωπή είναι συνενοχή καλώ κάθε υγιή δύναμη της κοινωνίας, πρωτίστως τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο κ.κ. Ιερώνυμο, τον υπουργό παιδείας κ. Γαβρόγλου, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο, τον Πρωθυπουργό και κάθε Έλληνα Χριστιανό Ορθόδοξο γονιό να πάρουν θέση και να προασπίσουν το θεμελιώδες Δημοκρατικό δικαίωμα κάθε παιδιού να διδάσκεται την πίστη των γονιών του. Να γίνει σεβαστό το Ελληνικό Σύνταγμα και το Διεθνές δίκαιο που προβλέπει και προασπίζει την σαφώς το δικαίωμα κάθε παιδιού στην παροχή μιας παιδείας σύμφωνης με την ταυτότητα, θρησκευτική και εθνική, του οποίου είναι φορέας.
Το νέο μάθημα είναι μάθημα κατηχητικό, διότι δεν παρέχει μόνο γνώσεις για τις άλλες θρησκείες, αλλά καλλιεργεί θρησκευτικά βιώματα των ορθόδοξων μαθητών στις άλλες θρησκείες, των οποίων δεν αποτελούν μέλη οι ορθόδοξοι μαθητές. Κατηχεί και προσηλυτίζει στην εκκοσμίκευση, στον θρησκευτικό σχετικισμό και στην άρνηση της αποκλειστικότητας της Αλήθειας της Ορθόδοξης Πίστεως και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεώς μας.
Εγώ ως γονιός είμαι ορθόδοξος χριστιανός και έχω βαπτίσει και το παιδί μου ορθόδοξο.
Για τους ανωτέρω λόγους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Συντάγματος της Χώρας, οι οποίες αναφέρονται στη συνημμένη μελέτη του καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου με τίτλο «Ποιό μοντέλο του μαθήματος των θρησκευτικών προβλέπουν το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Σύνταγμα;» :
1 - δεν συναινώ στην επιβολή στο παιδί μου της διδασκαλίας του νέου μαθήματος των θρησκευτικών με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, που περιέχονται στο αναλυτικό του πρόγραμμα, και
2 – απαιτώ σύμφωνα με το διεθνές και συνταγματικό μου δικαίωμα το παιδί μου να διδαχθεί το μάθημα μέσα από τα προγενέστερα βιβλία θρησκευτικών ομολογιακού χαρακτήρα.
Με τιμή
Γεώργιος Τσούρτης,
Δημόσιος υπάλληλος, κάτοικος Κορίνθου
Πηγή: Ακτίνες
Η συγκίνηση ήταν το βασικό συναίσθημα των παρισταμένων στην έναρξη της διαδικασίας αναζήτησης, εκταφής, ταυτοποίησης και ταφής οστών Ελλήνων πεσόντων στην Αλβανία.
Οι εργασίες άρχισαν σημερνά (22/01/2018), παρουσία της μικτής ελληνο-αλβανικής επιτροπής, πλησίον του διατηρητέου νεκροταφείου από το 1941, στο σημείο Ντραγκότ του νομού Τεπελενίου, όπου στεγάζονται τα οστά περίπου 80 Ελλήνων πεσόντων. Ως «ιστορική στιγμή» χαρακτήρισε η πρέσβης της Ελλάδας στα Τίρανα, Ελένη Σουρανή, παρευρισκόμενη στην έναρξη των εργασιών, αυτήν την ημέρα διότι, όπως είπε, «πρόκειται για τους τελευταίους άταφους πεσόντες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου».
Το πρώτο βήμα για την επίλυση του ζητήματος των κοιμητηρίων για τους Έλληνες πεσόντες ήταν ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν στην Κρήτη, μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά και Ντιτμίρ Μπουσάτι, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο υπουργείων. Αυτό το δίκαιο αίτημα της ελληνικής πλευράς, που εκκρεμούσε τόσα χρόνια, τώρα, βάσει των όσων διαπραγματεύτηκε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών στην Κρήτη, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης των απαραίτητων εκτελεστικών νόμων και συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, υλοποιείται από την αλβανική κυβέρνηση. Στην ανάπαυση των ψυχών των στρατιωτών μας, που έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι την πατρίδα μας κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41, αναφέρθηκε, σε ανακοίνωσή του σήμερα το πρωί, και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, χαιρετίζοντας την ανταπόκριση της αλβανικής κυβέρνησης σε αυτό το ιστορικά δίκαιο ελληνικό αίτημα και εκφράζοντας την ικανοποίησή του για την τήρηση των συμφωνηθέντων στην Κρήτη, τον περασμένο Νοέμβριο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο αριθμός των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν επί του αλβανικού εδάφους, οι οποίοι είτε ετάφησαν πρόχειρα, είτε καθόλου, ανέρχεται σε περίπου 8.000.
Πηγή: omonoia-deeem.org, Ακτίνες
Τσάμηδες επιχείρησαν να σταματήσουν τις εκταφές - Οι εθνικιστές, που υποστηρίζουν πως η κατασκευή ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων στην Βόρειο Ήπειρο θα νομιμοποιήσει ελληνικές διεκδικήσεις, απομακρύνθηκαν από την αστυνομία και οι εργασίες συνεχίστηκαν κανονικά.
Μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων, ξεκίνησε επίσημα σήμερα, παρουσία εμπειρογνωμόνων από την Ελλάδα και την Αλβανία, η διαδικασία αναζήτησης, εκταφής, ταυτοποίησης και ταφής των Ελλήνων πεσόντων στις περιοχές του Αργυροκάστρου.
Την ίδια στιγμή, Ομάδα Αλβανών εθνικιστών, επιχείρησε το πρωί να παρεμποδίσει την εκταφή οστών Ελλήνων στρατιωτών του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940 – 1941 στη θέση Ντραγκότι στα Στενά της Κλεισούρας, κοντά στο Τεπελένι.
Οι Τσάμηδες εθνικιστές, που υποστηρίζουν πως η κατασκευή ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων στην Βόρειο Ήπειρο θα νομιμοποιήσει ελληνικές διεκδικήσεις, απομακρύνθηκαν από την αστυνομία και οι εργασίες συνεχίστηκαν κανονικά.
Υπολογίζεται πως 620 και πλέον πεσόντες είναι θαμμένοι στη συγκεκριμένη θέση, ενώ οι εκταφές θα συνεχιστούν έως την περιοχή της Κορυτσάς, όπου υπολογίζεται πως βρίσκονται πρόχειρα θαμμένοι περίπου 6.800 από τους 8.000 Έλληνες που σκοτώθηκαν σε μάχες με τους Ιταλούς.
Στην Κλεισούρα ο Γιώργος Σούρλας
Στα Στενά της Κλεισούρας, βρέθηκε το πρωί και ο επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 – 1941, συγγραφέας του βιβλίου: «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν» και πρώην Υπουργός, Γεώργιος Σούρλας, ο οποίος για χρόνια ολόκληρα είχε αναδείξει το θέμα με τους άταφους νεκρούς του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Ο ίδιος, εμφανώς συγκινημένος δήλωσε: «Την ημέρα αυτή που αποτελεί ιστορικό ορόσημο για τους άταφους πεσόντες κατά το έπος 1940, είμαστε εδώ στον τόπο της θυσίας για να αποτίσουμε φόρο τιμής και βαθιάς ευγνωμοσύνης στους ήρωες μας που έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορίας της Ελλάδος, δόξασαν την πατρίδα, προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό και άλλαξαν την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είμαστε εδώ για να ζητήσουμε από τα βάθη της καρδίας μας, συγγνώμη γιατί δεν πράξαμε το καθήκον μας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν εκπληρώσαμε τις θρησκευτικές, εθιμικές και εθνικές μας υποχρεώσεις. Δεν πράξαμε αυτά που επιτάσσει η ιστορική μας κληρονομιά, που μας δίδαξαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, με το «νεκρούς θάπτειν, νεκρόν μη υβρίζειν», αναλωθήκαμε σε εορτασμούς, πανηγυρισμούς και επετειακές εκδηλώσεις της 28 ης Οκτωβρίου με τους ήρωές μας, 77 ολόκληρα χρόνια εγκαταλειμμένους, ξεσκέπαστους στα βουνά και στα λαγκάδια της Βορείου Ηπείρου, στους τόπους θυσίας και μαρτυρίου. Όμως δεν τους ξεχάσαμε, όπως άλλωστε υποσχεθήκαμε πριν από δώδεκα χρόνια, όταν επισκεφθήκαμε τον ιερό αυτό χώρο της ομαδικής ταφής και αρχίσαμε το οδοιπορικό για την αποκατάσταση της της εκκρεμότητας με άταφους τους 7.976 πεσόντες».
Δείτε τις φωτογραφίες από τη διαδικασία που ξεκίνησε...
Πηγή: Πρώτο Θέμα, Ακτίνες
Με την ανάληψη της βασιλείας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ο αρχαίος κόσμος εισέρχεται σε μια νέα εποχή, την υπερχιλιετή βασιλεία της Ρωμανίας. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους επανακαθορίζονται σε νέες βάσεις. Ο Χριστιανισμός νομιμοποιείται και στην συνέχεια γίνεται η επίσημη θρησκεία του Κράτους. Ως αποτέλεσμα, το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας αποκτά και πολιτική διάσταση. Οι όροι των Συνόδων γίνονται νόμοι του Κράτους.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν αντίκτυπο και στις αιρέσεις, καθορίζουν την μορφή και την εξέλιξή τους, επεμβαίνουν στην αντιμετώπισή τους. Έτσι ο γνωστικισμός αναμορφώνεται για να επιβιώσει στα νέα δεδομένα. Είναι αναγκαίο. Δεδομένου του ενοποιητικού χαρακτήρα του Χριστιανισμού και την θετική επίδρασή του στην συνοχή της αυτοκρατορίας, κάθε εχθρός του Χριστιανισμού είναι και εχθρός του Κράτους. Αυτό γίνεται κατανοητό στην πράξη, όταν παρακολουθεί κάποιος τον ιστορικό ρόλο των αιρέσεων εντός της Ρωμανίας, ρόλος που μπορεί ν’ αναλυθεί σε τρείς συνισταμένες:
1) Οι αιρέσεις αποτραβιούνται στην περιφέρεια, μακριά από το διοικητικό κέντρο, κατά προτίμηση στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Εκεί δημιουργούν τις εστίες τους, υιοθετούν κάποιες φορές εθνική ταυτότητα και εμφανίζουν αποσχιστική δράση, ως συνέπεια του εκκλησιαστικού σχίσματος.
2)Δημιουργούν σχέσεις με τους εξωτερικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιούνται ως προγεφυρώματα προετοιμάζοντας τις εισβολές τους. Λειτουργούν δηλαδή ως πέμπτη φάλαγγα, υποβοηθώντας τους εχθρούς ή συμμαχώντας άλλες φορές ανοικτά μαζί τους ενάντια στην Κωνσταντινούπολη.
3)Στο εσωτερικό συντάσσονται με τους εχθρούς του Χριστιανισμού, προκαλούν εμφύλιες διαμάχες, σφετερίζονται την εξουσία. Υπό έρευνα παραμένει το κατά πόσο συνεισέφεραν οι γνωστικές αιρέσεις στην έναρξη της Εικονομαχίας, συντασσόμενες με τους Ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, όταν είναι γνωστό ότι οι καθαρά εικονομαχικές επαρχίες ήταν οι χώροι στους οποίους δραστηριοποιούνταν οι αιρέσεις αυτές.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η αντιμετώπιση των γνωστικών αιρέσεων από την Πολιτεία είναι δυναμική. Η καταστολή των εξεγέρσεων απαιτεί την χρήση του στρατού, ενώ στις περιοχές που το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, η αποσυμπίεση γίνεται με μετακινήσεις πληθυσμών.
Στην γνωστική διδασκαλία παρατηρούνται επίσης αλλαγές. Αυτές είναι αιτιολογημένες. Η πολιτεία είναι πρόθυμη να λάβει μέτρα εναντίον τους, κάτι που δεν συνέβαινε τα παλαιότερα χρόνια. Έτσι η διδασκαλία τους τείνει να μιμηθεί τον Χριστιανισμό, ώστε η δράση τους να συμβαίνει στην παρυφές της Εκκλησίας, για να περνά όσο το δυνατόν απαρατήρητη. Παρόλα αυτά το αρρωστημένο στοιχείο της γνωστικής διδασκαλίας παραμένει ευκολοδιάγνωστο σε αντίθεση με άλλες μεγάλες αιρέσεις που συντάραξαν την Εκκλησία.
Σημαντική μεταβολή στην γνωστική διδασκαλία είναι η εγκατάλειψη του μυθολογικού στοιχείου και η συστολή του φιλοσοφικού στο ελάχιστο δυνατό. Ως αποτέλεσμα, εγκαταλείπονται οι ατέλειωτες ιεραρχίες των Αιώνων και τα διογκωμένα Πληρώματα. Είναι μία φυσική εξέλιξη. Ο αρχαίος κόσμος φθίνει και η αρχαία θρησκεία εγκαταλείπεται. Αν οι γνωστικοί επέμεναν στα παραπάνω στοιχεία, τότε δεν θα έβρισκαν κοινό πρόθυμο να τους ακούσει. Η ειδωλολατρεία και ο πολυθεϊσμός ήταν παρωχημένες ιδέες, που δεν ικανοποιούσαν πλέον την ανάγκη του κόσμου για την νέα πνευματικότητα, την οποία κάλυψε ο Χριστιανισμός.
Φαίνεται, ότι κάποια από τα υπολείμματα των Εθνικών συντάχθηκαν με τους γνωστικούς. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του αγίου Επιφανίου, για τους Μεσσαλιανούς. Ο άγιος αναγνωρίζει δύο ομάδες με αυτό το όνομα. Στην προγενέστερη από τις δύο κύριο πληθυσμιακό στοιχείο ήταν οι Εθνικοί:
« ἀλλ’ ἐκείνοι μέν ἐξ Ἑλλήνων ὡρμώντο, οὔτε Ἰουδαϊσμῷ προσανέχοντες οὔτε Χριστιανοί ὑπάρχοντες οὔτε ἀπό Σαμαρειτῶν, ἀλλά μόνον Ἑλληνες ὄντες δῆθεν καί θεούς μέν λέγοντες, μηδενί δέ <τούτων> προσκυνοῦντες, ἐνί δέ μόνον δῆθεν τό σέβας νέμοντες καί καλοῦντες Παντοκράτορα.» (Πανάριον 80.1.4)
Έτσι παρατηρείται ότι κατά την μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό, στις τάξεις των γνωστικών προσέρχονται μερίδες Εθνικών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να ενταχθούν στην επίσημη Εκκλησία, την οποία καταδίωκαν μέχρι πρότινος. Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί η αναφορά του αγίου Επιφανίου, δεδομένου ότι ιστορικά ο μεσσαλιανισμός εμφανίστηκε αρχικά στην Συρία.
Δεύτερη σημαντική εξέλιξη στην γνωστική διδασκαλία είναι ο επανακαθορισμός της γύρω από δύο άξονες: την μανιχαϊκή δυαρχία και τον μοντανιστικό ενθουσιασμό. Τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρήθηκαν καθ’ όλη την διάρκεια του μεσαίωνα. Ο Μανιχαϊσμός είναι η γέφυρα μεταξύ του αρχαίου και του μεσαιωνικού γνωστικισμού. Καθόρισε με την δυαρχία του σε απλοποιημένη μορφή την θεωρία του γνωστικισμού, ενώ ο ενθουσιασμός, την πρακτική του.
Ο μεσαιωνικός γνωστικισμός έριξε τις μάσκες. Διδάσκει πλέον, αν και όχι στο ευρύ κοινό, ότι λατρεύει τον Σατανά. Η δαιμονική διδασκαλία, η οποία στην προηγούμενη φάση προσπαθούσε να κρυφθεί πίσω από μυθολογικά ή φιλοσοφικά προσωπεία, τώρα φανερώνεται. Και αυτό το βρίσκουμε πάλι σε αναφορά του αγίου Επιφανίου:
«Ἄλλοι δέ πάλιν ἐκ τούτων ἔτι βαθύτερόν τι διανοούμενοι, ὡς κατά τήν αὐτῶν εὐήθειαν συμβούλῳ τῇ διανοίᾳ χχρώμενοι εἶπον˙ ὁ Σατανᾶς μέγας ἐστί καί ἰσχυρότερος καί πολλά ἐπιτελεῖ κακά τοῖς ἀνθρώποις. διά τί οὐ μᾶλλον προς τοῦτον καταφεύγομεν καί αὐτῷ προσκυνούμεν, αὐτόν τε τιμῶμεν καί αὐτόν εὐφημοῦμεν, ἵνα διά τῆς κολακευτικῆς θεραπείας μή ἐνεργήςῃ ὑμῖν τά πονηρά, ἀλλ’ ὡς δούλων αὐτοῦ ἡμῶν γεγονότων, φασί, φείδητε ἡμῶν; καί οὕτω καί οὗτοι Σατανιανούς ἑαυτούς ἐπωνόμασαν.» (Πανάριον 80.3.1)
Δεν πρόκειται γα μεμονωμένο φαινόμενο. Ο σατανισμός καθορίζει την αντίληψη του μεσαιωνικού γνωστικισμού περί δυαρχίας. Εκτενείς αναφορές κάνεις και ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, στην Πνευματική Πανοπλία του, όταν εξετάζει τους Βογομίλους, όπως θα δούμε στον οικείο τόπο.
Τέτοιου είδους ομολογία, δεν μπορούν να κάνουν οι γνωστικοί σε ένα αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και κρύβουν την ιδιότητά τους, κρύβουν και την διδασκαλία τους. Παρουσιάζονται στα λόγια ως Ορθόδοξοι. Ορκίζονται, υπογράφουν δηλώσεις, αναθεματίζουν πρόσωπα και διδασκαλίες χωρίς δισταγμό, αρκεί να ξεφύγουν της προσοχής. Οι αρχές εφηύραν ανακριτικές μεθόδους ανά περίσταση, προκειμένου ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις διέκριναν την ανειλικρίνεια στην μετάνοιά τους, γι’ αυτό και δεν τους δέχθηκαν ως Ορθόδοξους, αλλά διέσπασαν αδελφότητες και έθεσαν τα μέλη τους υπό πνευματική επιτήρηση.
Παρά την μυστικοπάθεια και την απροθυμία των αιρετικών να φανερώσουν την διδασκαλία τους, δεν έχουμε την περίοδο του Μεσαίωνα ίδρυση μυστικών εταιρειών. Αυτό θα συμβεί κατά την επόμενη περίοδο, στην Δύση. Στην Ανατολή η μυστικότητα είναι περιορισμένη μόνο στην διδασκαλία τους και όχι στην δράση τους.
Χαρακτηριστική παραμένει η πολυδιάσπαση των σεκτών. Εξακολουθεί να μην υπάρχει κεντρική διοίκηση στην αίρεση. Το καινούργιο που προστίθεται είναι η διατήρηση μίας κεντρικής διδασκαλίας, στην οποία προστίθενται ή αφαιρούνται ελάχιστα. Έτσι από την πρώτη γνωστική σέκτα που εμφανίστηκε τον Μεσαίωνα, μέχρι την τελευταία, οι ομοιότητες επιτρέπουν να μιλάμε για την εξέλιξη μια βασικής διδασκαλίας. Αυτό είναι παρατηρημένο ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους και πολλές φορές χρησιμοποιείται το ίδιο όνομα για διαφορετικές σέκτες ή πολλά διαφορετικά ονόματα για μία. Τα διάφορα ονόματα δεν σηματοδοτούν ισχυρές διαφορές, μάλλον διαφορές στην ηγεσία της ομάδας τις περισσότερες φορές.
Η έρευνα του γνωστικισμού της μεσαιωνικής περιόδου έχει στην διάθεσή της ένα στοιχείο που πριν δεν υπήρχε. Επειδή την Εκκλησία συντάραξαν μεγάλες αιρέσεις, μεγάλοι Πατέρες ασχολήθηκαν μαζί τους. Η αντιμετώπιση του γνωστικισμού σε θεολογικό και συγγραφικό επίπεδο περιορίστηκε, και πολλά έργα χάθηκαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Αλλά υπάρχει η ιστορική παρουσία και δράση των ομάδων και αυτή καταγράφηκε από τους ιστορικούς της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Έτσι, ό,τι υπολείπεται από την θεολογική αντιμετώπιση, συμπληρώνεται από την ιστορική καταγραφή.
Ταυτόχρονα η έρευνα του γνωστικισμού μπορεί ν’ ασχοληθεί για πρώτη φορά με την δράση των ομάδων αυτών εκτός από την διδασκαλία τους. Αυτό στην επόμενη περίοδο θα είναι δυσκολότερο, διότι με την ίδρυση των μυστικών εταιρειών, η πολιτική δράση γίνεται παρασκηνιακή και τα στοιχεία που θα μπορούσαν να την καταγράψουν σπανίζουν. Στην περίοδο, όμως που θα εξεταστεί, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμη, ίσως σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
5.1 Μεσσαλιανοί
Το κίνημα των Μεσσαλιανών προήλθε από την περιοχή της Συρίας, όπως δηλώνει και το όνομά τους. Στα συριακά μεσσάλ σημαίνει ευχή, γι’ αυτό και καλούνται επίσης Ευχίτες. Άλλα ονόματα που τους αποδίδονται είναι Ενθουσιαστές και Χορευτές[1]. Από τους αρχηγούς των διαφόρων ομάδων προκύπτουν τα εξής ονόματα:
› Ευσταθιανοί , διότι ενδέχεται να προήλθαν από το παλαιότερο κίνημα του μοναχού Ευστάθιου, ο οποίος καταδικάσθηκε από την σύνοδο της Γάγγρας το 343 μ.Χ.
› Αδελφιανοί, από τον λαϊκό Αδέλφιο, τον οποίο αντιμετώπισε ο Φλαβιανός Αντιοχείας.
› Μαρκιανιστές ή Μαρκιωνιστές, από τον τραπεζίτη Μαρκιανό, ο οποίος έζησε τους χρόνους του Ιουστινιανού και Ιουστίνου Β’ τον Στ’ αι.
› Λαμπετιανοί, από κάποιον Λαμπέτιο γνωστό από το σύγγραμμά του Διαθήκη. Ο Λαμπέτιος έζησε τον Ε’ αι. και ίδρυσε μοναστήρια στην Κιλικία και την Ισαυρία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεωρεί τους Λαμπετιανούς ξεχωριστή αίρεση, αλλά στις υπόλοιπες πηγές αναφέρονται ως συνέχεια των Μεσσαλιανών. Επίσης ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί τους Ευσταθιανούς ότι προέκυψαν από αυτούς, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστεροι[2].
Η αίρεση ανεφάνη περί το 370 μ.Χ στην βασιλεία του Βαλεντινιανού και του Βάλη[3], στην περιοχή της ανατολικής Συρίας. Αρχηγοί τους αναφέρονται εκείνη την εποχή οι Δαδόης, Σάββας, Αδέλφιος, Ερμάς Συμεών[4] κ.α.
Από τους πρώτους που κινήθηκαν προς αντιμετώπιση των Μεσσαλιανών ήταν ο Λιτώιος, επίσκοπος Μελιτήνης, ο οποίος έκλεισε τα μοναστήρια τους και τους εξόρισε. Στην συνέχεια πέρασαν στην Λυκαονία και στις περιοχές της Μικράς Ασίας, προσποιούμενοι τους Ορθόδοξους. Τους ξεσκέπασε ο Φλαβιανός Αντιοχείας (381-404), ο οποίος ανέκρινε προσωπικά τον Αδέλφιο, εφαρμόζοντας το εξής τέχνασμα.
Έστειλε στην Έδεσσα, όπου βρίσκονταν, ομάδα μοναχών και τους έφεραν στην Αντιόχεια. Εκεί έλεγξε τους κατηγόρους, ως συκοφάντες και τους μάρτυρες ότι ψεύδονται. Κατόπιν προσέγγισε τον ίδιο τον Αδέλφιο και του είπε:
«Ἡμεῖς, ὦ πρεσβύτα, τόν πλείω βεβιωκότες βίον, ἀκριβέστερον καί τήν ἀνθρωπείαν ἐμάθομεν φύσιν καί τα τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων ἔγνωμεν μηχανήματα, πείρᾳ δέ καί τήν τῆς χάριτος ἐδιδάχημεν χορηγίαν˙ οὗτοι δέ νέοι ὄντες καί τούτων οὐδέν ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι, πνευματικοτέρων ἐπακοῦσαι λόγων οὐ φέρουσι. τοιγάρτοι εἰπέ μοι, ὅπως φατέ καί τό πνεῦμα τό ἐνάντιον ὑποχωρεῖν καί τοῦ παναγίου πνεύματος τήν χάριν ἐπιφοιτάν[5].»
Παρουσιάστηκε δηλαδή ο Φλαβιανός, ότι πρεσβεύει τα ίδια με τον Αδέλφιο, διότι έχουν και οι δυο την ίδια πείρα και θέλει να μάθει περισσότερα από αυτόν. Και αφού τον κολάκεψε και τον έθελξε με τα λόγια του τον έκανε να ομολογήσει τις αληθινές δοξασίες του. Στην συνέχεια τον επιτίμησε:
«... πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, ἐλέγξαι σε τό σόν στόμα καί οὐκ ἐγώ˙ τά δέ χείλη σου καταμαρτυρήσαι σου[6].»
Μετά την έξωσή τους από τα μέρη εκείνα πέρασαν στην Παμφυλία. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με τον άγιο Αμφιλόχιο Ικονίου (344-394). Αυτός συνεκάλεσε σύνοδο στην Σίδη το 390 μ.Χ. και τους καταδίκασε. Γι’ αυτή πληροφορούμαστε από τον Μέγα Φώτιο, κάτοχο των πρακτικών της Συνόδου. Σε αυτήν συμμετείχαν 25 επίσκοποι μεταξύ των οποίων «συμπαρόντων δέ αὐτῷ Βίζου τοῦ Σελευκείας καί Μαρουθᾶ τοῦ Σουφαρηνῶν ἔθνους καί Σάμου[7]». Στην Σύνοδο έστειλε επιστολή και ο Φλαβιανός Αντιοχείας, αναφέροντας όσα είχε διαπιστώσει προσωπικά για την διδασκαλία τους.
Η Σύνοδος τους καταδίκασε, χωρίς να κάνει δεκτή την μετάνοιά τους, διότι ήδη υποτίθεται ότι είχαν μετανοήσει, αλλά αποδεικνύονταν ότι παρέμειναν αμετακίνητοι στις κακοδοξίες τους. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών προς τους επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, της Αρμενίας και της Μικράς Ασίας προς ενημέρωση.
Ακολούθησε νέα καταδίκη τους από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431 μ.Χ[8]. Τα των Μεσσαλιανιτών συζητήθηκαν στην Στ’ συνεδρίαση, πρωτοστατούντων των Ουαλεριανού Ικονίου και Αμφιλόχιου Σιδηνών. Διαβάστηκε η προηγούμενη συνοδική καταδίκη τους από τον Σισσίνιο Κωνσταντινουπόλεως.
Στην Σύνοδο αυτή καταδικάσθηκε και το σύγγραμμά τους με τον τίτλο Ασκητικό. To αναθεματισθέν σύγγραμμα επέζησε μέχρι την εποχή του Τιμόθεου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος το αναφέρει ως Κεφάλαια[9]. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός καταγράφει την διδασκαλία των Μεσσαλιανών από βιβλίο δικό τους[10].
Καταδικαστικές αποφάσεις κατά του κινήματος αυτού έχουμε και στην Συρία, από σύνοδο που συνεκλήθη το 576 μ.Χ. υπό τον Εζεκιήλ[11]. Άλλες συνοδικές αποφάσεις αναφέρουν τις πρακτικές των Μεσσαλιανών[12]. Τέτοια είναι η αναφορά του Γρηγόριου Βαρ Εβραίου για τους ακόλουθους του Ευσέβιου Εδεσσηνού[13]. Θεολογική αναίρεση του μεσσαλιανισμού είχε προηγηθεί από τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο[14].
Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει και κάποια στοιχεία για τον Λαμπέτιο. Αυτός έζησε τον Ε’ αι. και ίδρυσε μοναστήρια στην Ισαυρία και την Κιλικία. Κατάφερε με απάτη να υποδυθεί τον Ορθόδοξο και να χειροτονηθεί ιερέας. Ο ηγούμενος Γερόντιος της Μονής στη Γλιτίδα απέστειλε επιστολή στον Αλύπιο Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας εναντίον του. Ο τελευταίος ενημέρωσε με την σειρά του Ορμίζη, επίσκοπο Κομάνης και του ανέθεσε την εξέταση των κατηγοριών. Οι κατηγορίες που του προσάπτονταν ήταν:
«... ὅτι κόρην κατά στόμα φιλῶν ἐνηγκαλίζετο, καί ὅτι αὐτός ἐκεῖνος ἔφη Λαμπέτιος ἐν Ἰεροσολύμοις μετά τινός διακονίσσης ἐξαμαρτεῖν, καί ὅτι προσελθόντων τινῶν καί νοσήματος ἴασιν ἐξαιτουμένων ἔφη˙ Φέρε μίαν κόρην προς ἐμέ καλήν καί δείξω σοι ἁγιωσύνην, καί ὅτι τούς τάς ὥρας ψάλλοντας ἐξεμυκτήριζε καί διέσυρεν ὡς ὑπό νόμον ἔτι τυγχάνοντας[15].»
Ο Λαμπέτιος καθαιρέθηκε με την ψήφο και του Αλυπίου Καισαρίας, ο οποίος εξαπατηθείς τον είχε χειροτονήσει πρεσβύτερο. Σύγγραμμά του αναφέρεται η Διαθήκη. Περιείχε την διδασκαλία του και αναιρέθηκε από τον Σέβηρο Αντιοχείας (512-519), όταν ήταν ακόμη πρεσβύτερος. Υπερασπιστής του ήταν κάποιος Αλφείος Ρινοκούρων, ο οποίος επίσης καθαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Πτολεμαίο. Του τελευταίου αναφορά προς τον Τιμόθεο Αλεξανδρείας διάβασε ο Μέγας Φώτιος και διέσωσε τα σχετικά.
Η αίρεση επέζησε στην Συρία, ενώ η συνέχεια της δράσης των Μεσσαλιανών στις επαρχίες της Ρωμανίας συζητείται. Ο K. Fitschen[16] αμφισβητεί την παρουσία τους στην Μικρά Ασία μετά την καταδικαστική απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αλλά η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στον τρόπο ανάγνωσης των αναφορών των μεταγενέστερων συγγραφέων. Επίσης εκλαμβάνονται οι Λαμπετιανοί και οι Μαρκιανιστές ως ξεχωριστές ομάδες. Η τάση όμως είναι να θεωρούνται ομάδες μεσσαλιανικές, με διαφορετικό όνομα. Εξάλλου και οι επόμενες γνωστικές σέκτες που ξεπήδησαν από τους Μεσσαλιανούς φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας και των πρακτικών τους, με αποτέλεσμα να καλούνται πολλές φορές Μεσσαλιανοί. Συνεπώς δεν έχει σημασία αν επέζησαν αυτοί οι ίδιοι με το ίδιο όνομα, εφόσον επέζησαν όλες οι κακοδοξίες τους.
Έτσι μετά τον Μέγα Φώτιο κάνει αναφορά σε αυτούς ο Γεώργιος Κεδρηνός[17]. To IΒ’ αι. αναφέρεται κάποιος Θεόδωρος Βλαχερνίτης, ο οποίος καταδικάστηκε ως Μεσσαλιανός. Την πληροφορία διασώζει η Άννα Κομνηνή:
«Μετά τοῦτον ἤ μᾶλλον εἰπεῖν σύν τούτῳ καί ὁ Βλαχερνίτης δεδημοσιεύετο ἀσεβῆ καί ἔκφυλα τῆς Ἐκκλησίας φρονῶν, κἄν ἱερωμένος ἦν. ἐνθουσιασταῖς γάρ ὁμιλήσας καί τῆς τούτων λύμης μετασχών πολλούς τε ἐξαπατῶν καί μεγάλας τῶν ἐν τῇ μεγαλουπόλει οἰκίας ὑπορύττων καί παραδιδούς τά τῆς ἀσεβείας δόγματα, ἐπεί πολλά πολλάκις μεταπεμπόμενος καί διδασκόμενος παρά τοῦ αὐτοκράτορος οὐδόλως τῆς οἰκίας κακοδοξίας ἀφίστατο, τῇ ἐκκλησίᾳ καί τοῦτον ὁ αῦτοκράτωρ παρέπεμψεν. οἱ δέ ἐπί πλέον τοῦτον ἐξετάσαντες, ὡς ἀμετάθετον καί αὐτοί ἐγνώκεσαν, αὐτόν τε αἰωνίῳ ἀναθέματι καί τά τούτου δόγματα καθυπέβαλον[18].»
Ο Θεόδωρος καταγόταν από την Τραπεζούντα και ήταν προεστώς στην Εκκλησία των Βλαχερνών[19]. Αυτό αναφέρεται σε έγγραφο του Νικήτα Ηρακλείας του 1117 που αφορούσε βασικά την εξέταση της υπόθεσης του Ιωάννη Ιταλού.
Εξάλλου, άλλη μια καταδικαστική απόφαση επί Αλεξίου Στουδίτου (1025 - 1043) κατά του Ελευθερίου εκ Παφλαγονίας (10ος αι) δείχνει ότι οι κακοδοξίες του ήταν μεσσαλιανικές διδαχές. Αυτός ίδρυσε μοναστήρι στην επαρχία Λύστρων της Λυκαονίας, το επικαλούμενο Μωρόκαμπος. Η απόφαση του 1030 μ.Χ υποχρέωσε την αδελφότητα σε διάλυση.
Τον ΙΒ’ αι. καταδικάσθηκαν από Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που έγινε το 1140, τα συγγράμματα του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου. Ο ίδιος είχε πεθάνει. Τα συγγράμματά του βρέθηκαν σε τρεις μονές, το Ιερόν του κυρού Νικολάου, την Μονή του αγίου Αθηνογένους και την Μονή του Γηροκομίου. Στα 250 κεφάλαια του κειμένου αναγνωρίστηκαν οι διδασκαλίες των Ενθουσιαστών και των Βογομίλων, σύμφωνα με την απόφαση. Οι μοναχοί Πέτρος και Γεώργιος, ο επονομαζόμενος Παμφίλος δήλωσαν άγνοια και ότι δεν αντιλήφθηκαν τις κακοδοξίες. Αναθεμάτισαν τα κείμενα μαζί με την Σύνοδο. Ο μεν Παμφίλος παρέμεινε ως είχε απλός μοναχός, ενώ από τον Πέτρο αφαιρέθηκε η ηγουμενία της Μονής του αγίου Αθηνογένους, διότι:
«Πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην αγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶσιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς;»
και εστάλη σε άλλη Μονή, υπό άλλον ηγούμενο να καθοδηγείται.
Οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις δημοσιεύονται στο τέλος της ενότητας σε παράρτημα, επειδή είναι δυσεύρετες.
Με την κατηγορία του Βαρλαάμ του Καλαβρού εναντίον των Ησυχαστών για μεσσαλιανισμό, και τις απαντήσεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θα ασχοληθούμε στο τέλος του κειμένου, για λόγους που θα γίνουν εκεί κατανοητοί.
5.1.α Διδασκαλία
Για την διδασκαλία των Μεσσαλιανών αξιόπιστες πηγές είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως. Και οι δύο αναφέρουν όσα διάβασαν σε κείμενα της αίρεσης.
1) Οι Μεσσαλιανοί πίστευαν ότι στον άνθρωπο κατοικεί ενυπόστατος ο Σατανάς και τον εξουσιάζει σε όλα[20],
2) ότι ο Σατανάς και οι δαίμονες εξουσιάζουν τον νου του ανθρώπου και η φύση του επικοινωνεί με τα πνεύματα της πονηρίας[21],
3) ότι συγκατοικούν ο Σατανάς και το Άγιο Πνεύμα στον άνθρωπο[22], και ότι ούτε οι Απόστολοι δεν ήταν καθαροί από την επίδραση που ασκούν[23],
4) ότι ούτε το βάπτισμα τελειοποιεί τον άνθρωπο, ούτε η μετάληψη των θείων μυστηρίων καθαρίζει την ψυχή, αλλά μόνο η προσευχή που επιχειρούν αυτοί[24]. Για την προσευχή του αναφέρει ό Ευθύμιος Ζιγαβηνός ότι:
«Εὐχήν δέ λέγουσι εἴτε τήν προσευχήν, ἥν ἕκαστος προσφέρει τῷ Θεῷ, εἴτε τήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἥν ὁ Κύριος τοῖς ἀποστόλοις παρέδωκεν, εἴτε τινα ἑτέραν μόνοις ἐξ αὐτῶν ἐγνωσμένην τοῖς εἰς ἀσέβειαν τελειοτέροις, προς δέ τούς ἄλλους πάντας οὖσαν ἀνέκφορον διά τήν ἐν αὐτῇ τερατολογίαν, οἶμαι, καί σατανικήν ἐπῳδήν[25].»
5) ότι ο άνθρωπος είναι ζυμωμένος με την αμαρτία και μετά το βάπτισμα[26],
6) ότι ο πιστός δεν ενδύεται το άφθαρτο και θεϊκό ένδυμα με το βάπτισμα, αλλά με την προσευχή[27],
7) ότι πρέπει ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος απάθεια και να γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος με όλες τις αισθήσεις και με βεβαιότητα[28],
8) ότι η ψυχή αισθάνεται την κοινωνία με τον ουράνιο Νυμφίο, όπως αισθάνεται η γυναίκα κατά την συνεύρεση με τον άνδρα[29],
9) ότι οι πνευματικοί βλέπουν και εσωτερικά και εξωτερικά την αμαρτία και την χάρη, όταν ενεργείται και όταν ενεργεί[30],
10) ότι υπάρχει αποκάλυψη που γίνεται με θεϊκή αίσθηση και υπόσταση, όπως στο δόγμα[31],
11) ότι η φωτιά είναι δημιουργός[32],
12) ότι η ψυχή που δεν έχει τον Χριστό σε κάθε αίσθηση και ενέργειά της είναι κατοικητήριο δαιμόνων[33],
13) ότι το κακό υπάρχει εκ φύσεως[34],
14) ότι και πριν από την παράβαση ο Αδάμ ήρθε σ’ επαφή με την Εύα απαθώς[35],
15) ότι στην Μαρία έπεσε σπέρμα και Λόγος[36], σ’ αυτό ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως προσθέτει το εξής:
«Λέγουσιν ὅτι σπέρμα καί λόγος ἐνέπεσεν εἰς τήν Μαρίαν˙ καί ὅτι τό σῶμα ὅ ανέλαβεν ἐξ αὐτῆς ὁ Κύριος, δαιμόνων ἧν πεπληρωμένον, καί ἐξέβαλεν τά δαιμόνια, καί οὕτως αὐτό ἐνεδύσατο[37]»,
16) ότι ο άνθρωπος πρέπει ν’ αποκτήσει δύο ψυχές, μία την κοινή και μία την επουράνια[38],
17) ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να δεχθεί αισθητά την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, με κάθε βεβαιότητα και πραγματικότητα[39],
18) ότι στους προσευχομένους μπορεί να φανερωθεί ο Σωτήρας με φως και σε κάποιο καιρό να βρεθεί ο άνθρωπος παριστάμενος στο θυσιαστήριο, και να του προσφερθούν τρεις άρτοι ζυμωμένοι με λάδι[40].
Συνοπτικά την διδασκαλία των Μεσσαλιανών εξέθεσε ο Αδέλφιος στον Φλαβιανό, όταν ερωτήθηκε, ως εξής:
«... μηδεμίαν μέν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ὠφέλειαν τοῖς ἀξιουμένοις ἐγγίνεσθαι, μόνην δέ τήν σπουδαίαν εὐχήν τόν δαίμονα τόν ἔνοικον ἐξελαύνειν. ἕλκειν γάρ ἕκαστον τῶν τικτομένων ἔλεγεν ἐκ τοῦ προπάτορος, ὥσπερ τήν φύσιν, οὕτω δή καί τήν τῶν δαιμόνων δουλείαν˙ τούτων δέ ὑπό τῆς σπουδαίας ἐλαυνομένων εὐχῆς, ἐπιφοιτᾶν λοιπόν τό πανάγιον πνεῦμα, αἰσθητῶς καί ὁρατῶς τήν οἰκίαν παρουσίαν σημαῖνον, καί τό τε σῶμα τῆς τῶν παθῶν κινήσεως ἐλευθεροῦν καί τήν ψυχήν τῆς ἐπί τά χείρω ῥοπῆς παντελῶς ἀπαλλάτειν, ὡς μηκέτι δεῖσθαι λοιπόν μήτε νηστείας πιεζούσης τό σῶμα μήτε διδασκαλίας χαλινούσης καί βαίνειν εὔτακτα παιδευούσης. οὐ μόνον δέ ὁ τούτου τετυχηκώς τῶν τοῦ σώματος ἀπαλλάτεται σκιρτημάτων, ἀλλά καί σαφῶς τά μέλλοντα προορᾷ καί τήντριάδα τήν θείαν τοῖς οφθαλμοῖς θεωρεῖ[41].»
Εκτός των παραπάνω προστίθεται και το εξής. Πίστευαν ότι οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος αναλύονται σε μια. Αυτό εξετάζοντάς το ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, το αποδίδει στους Σαβελιανούς[42]. Επίσης ότι η θεία φύσις τρέπεται και μεταβάλλεται προκειμένου να συγκραθεί με τις ανθρώπινες ψυχές[43].
Ρίζα της Εικονομαχίας: Υπάρχει στον Μέγα Φώτιο μια σημαντική αναφορά σε ένα αντι-μεσσαλιανικό έργο του Ηρακλείδη, επισκόπου Νύσσης:
«Συνέταξε δέ κατ’ αὐτῶν καί Ἡρακλείδας ὁ Νύσσης ἐπίσκοπος ἐπιστολάς δύο, ὧν ἐν τῇ δευτέρᾳ καί χρήσις φέρεται τῆς ἀρχαιότητας τῶν σεπτῶν εἰκόνων[44]».
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός, ότι ο Μέγας Φώτιος πρόσεξε την θεματολογία της δεύτερης επιστολής του Ηρακλείδη. Ο άγιος έζησε την δεύτερη φάση της Εικονομαχίας και την αναστήλωση των εικόνων του 867 μ.Χ. Μία πρώιμη καταγραφή περί της αρχαιότητας των εικόνων, τόν ενδιέφερε άμεσα.
Για τον εν λόγω επίσκοπο δεν είναι τίποτα γνωστό. Το μόνο που μπορεί να εξαχθεί από την αναφορά του Μ. Φωτίου είναι ότι η επισκοπεία του μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ του 431 και 448 μ.Χ[45].
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν άμεσες αναφορές σε εικονοκλαστικές πρακτικές των Μεσσαλιανών. Αλλά αν κάποιος θα ήθελε να ανιχνεύσει τις προδιαθέσεις τους θα έπρεπε ν’ απευθυνθεί στην «χριστολογία» τους (καταχρηστική χρήση), κι όχι σε πιθανές συνδέσεις της ασκητικής πρακτικής τους με τον αιγυπτιακό μοναχισμό[46], όπως επιχειρείται. Στο κάτω-κάτω η ασκητική τους μόνο τον τίτλο φέρει και όχι τις συνεπακόλουθες πρακτικές, όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στις δοξασίες των Μεσσαλιανών για τον Χριστό, βρίσκουμε στον Τιμόθεο Κωνσταντινουπόλεως την εξής καταγραφή:
«Λέγουσιν ὅτι τόν ἄνθρωπον ὅν ἀνέλαβεν ἐκ τῆς Μαρίας ὁ Κύριος, πότε μέν αὐτόν εἰς πνεῦμα μετέβαλλεν, πότε δέ εἰς σῶμα˙ διότι αὐτό τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπερίγραπτον ἦν, καθάπερ ἡ θεία φύσις.»
Το κλειδί για την λύση του θέματος βρίσκεται στην λέξη «απερίγραπτον ». Το «απερίγραπτον» συνδέεται με παρελθόντα χρόνο με τον δοκητισμό των γνωστικών ομάδων. Ενισχύεται αυτή η σύνδεση με την ιδέα της μεταβολής του σώματος του Χριστού άλλοτε σε υλικό, άλλοτε σε πνευματικό. Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε μία προσπάθεια συμβιβασμού του γνωστικού δοκητισμού με την διδασκαλία της Εκκλησίας, στις τάξεις των Μεσσαλιανών. Σε μέλλοντα χρόνο το «απερίγραπτον» συνδέεται με το βασικό επιχείρημα των εικονομάχων κατά των εικόνων. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να περιγραφεί, γι’ αυτό και οι απεικόνισή της εκλαμβάνονταν ως ειδωλολατρεία.
Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Όπως λέει ο Reinhart Staats «μία από τις ρίζες της εικονομαχίας βασίζεται στον μεσσαλιανικό μυστικισμό[47]». Αυτή η σκέψη μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο. Μια από τις ρίζες της Εικονομαχίες ανιχνεύεται στον δοκητισμό των γνωστικών.
5.1.β Πρακτικές
Οι περισσότερες πρακτικές των Μεσσαλιανών οφείλονται στην άποψη, ότι όποιος έλαβε την αισθητή επιφοίτηση του Αγίου Πνεύμα ελευθερώθηκε από τον δαίμονα που τον κατείχε και συνεπώς από τα πάθη και τις αμαρτίες. Αυτός, ων ελεύθερος, δεν δεσμεύεται από υποχρεώσεις, νομικές ή ηθικές. Η ψυχή του δεν ρέπει προς το χειρότερο κι έχει αποκτήσει την απάθεια[48].
Πίστευαν επίσης, ότι σε αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος μπορεί να προβλέπει το μέλλον, όπως επίσης και τις πνευματικές δυνάμεις αισθητά. Γι’ αυτό και κάποιες φορές τους έβλεπαν να πηδάν ξαφνικά μιμούμενοι ότι προσπέρασαν κάποιο αόρατο δαίμονα ή να κάνουν ότι τους τοξεύουν[49].
Επίσης θεωρούσαν ότι τα όνειρα του ανθρώπου στην κατάσταση της απάθειας είναι προφητικά και δηλωτικά του μέλλοντος. Γι’ αυτό επιδίδονταν στον ύπνο πολλές ώρες. Τα εκλάμβαναν ως φωτισμό του πνεύματος και τα ονόμαζαν άγιους ενθουσιασμούς[50].
Όσοι βρίσκονταν στην κατάσταση της απάθειας γνώριζαν και την κατάσταση των ψυχών μετά θάνατον. Επίσης παρουσιάζονταν ως καρδιογνώστες και ότι καταλάβαιναν τις διαθέσεις των ανθρώπων[51].
Εφόσον οι απαθείς δεν είχαν ροπή προς το κακό, πίστευαν ότι μπορούν να επιδίδονται σε κάθε είδους ακολασία, όπερ και έπρατταν. Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι:
«... αἰσχρουργίαις διαφόροις καί χρημάτων κλοπαῖς καί πορνεῖες περιπεσόντες ὤφθησαν.»
Από τα παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε έναν έντονο ελιτισμό, ο οποίος αφορά μεν όσους έλαβαν υποθετικά το Άγιο Πνεύμα, αλλά στην πράξη περιλαμβάνονται όλοι οι Μεσσαλιανοί, ίσως με μια μικρή καθυστέρηση ως προς τον χρόνο της επιφοίτησης.
Απέφευγαν την χειρωνακτική εργασία και ζούσαν κυρίως από την εκμετάλλευση των περιουσιών που προσέφεραν οι νεοεισερχόμενοι. Για να το πετύχουν αυτό δήλωναν εαυτούς ενάντιους σε κάθε μορφής ιδιοκτησία[52]. Ταυτόχρονα εμφανίζονταν άσπλαχνοι και ανελεήμονες προς πάντα χρήζοντα βοήθεια, λέγοντες ότι αυτοί είναι οι πτωχοί τω πνεύματι[53].
Στις τάξεις τους επιτρέπονταν στις γυναίκες να διδάσκουν:
«Οὗτοι γυναίκας διδασκάλους τῶν δογμάτων τῆς ἱδίας αἱρέσεως προβάλλονται˙ οὐ μόνον ἀνδρῶν ἀπλῶς, ἀλλά καί ἱερέων ταῦτας ἐξάρχειν ἐπιτρέποντες˙ κεφαλήν ἑαυτῶν τάς γυναίκας ποιούμενοι καί τήν ὄντως κεφαλήν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν ἀτιμάζοντες[54].»
Δεν δέχονταν ότι η μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού ωφελεί τους αξίως μεταλαμβάνοντας ή βλάπτει τους αναξίως. Αυτό οφείλονταν στο ότι δεν πίστευαν ότι τα Τίμια Δώρα είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Συνεπώς δεν κοινωνούσαν με φόβο Θεού, αλλά οσάκις μεταλάμβαναν, το έπρατταν αδιάφορα[55]. Μάλιστα θεωρούσαν άσκοπη την συμμετοχή στην Θεία Λειτουργία και συνιστούσαν στους μοναχούς να παραμένουν στους δικούς τους ευκτηρίους οίκους και να προσεύχονται[56].
Στην πράξη ο μεσσαλιανισμός ήταν ένα ενθουσιαστικό κίνημα. Ο όσιος Θεοφάνης αναφέρει ότι στις συνάξεις τους έψαλαν χορεύοντας και κροταλίζοντας, παρερμηνεύοντας τα λόγια του βασιλιά Δαβίδ[57]. Αυτή η πρακτική τους σχετίζεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και την αισθητική επίδειξη της.
Το Βάπτισμα του πυρός : Πίστευαν ότι το εκκλησιαστικό βάπτισμα δεν ωφελεί στην εξάλειψη της ρίζας των αμαρτημάτων. Επειδή διάβαζαν τα λόγια του Χριστού «Ἐάν μή τις γεννηθῇ δι’ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ μή εἰσέλθει εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ιωαν. 3.5) και ότι το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής εν είδει πυρίνων γλωσσών (Πραξ. 2.3) δίδασκαν ότι για την σωτηρία του ανθρώπου είναι αναγκαίο το βάπτισμα του πυρός. Αυτή την διδασκαλία την αιτιολογούσαν με τα λόγια του Προδρόμου, «ἐγώ μέν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς˙ ἔρχεται δέ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ˙ αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίω καί πυρί» (Λουκ 3.16 & Ματθ. 3.11). Έλεγαν ότι, όπως το πυρ κατακαίει τα ζιζάνια μέχρι την ρίζα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα φλέγει και καταναλίσκει την μοχθηρία των βαπτιζομένων και αφανίζει τις πονηρές συνήθειες[58].
Αυτήν ακριβώς την διδασκαλία υιοθέτησαν οι Μορμόνοι, και όχι μόνο. Μαζί με τον ενθουσιασμό υποστηρίζεται από πολλές ακραίες προτεσταντικές ομάδες, όπως οι Κουακέροι, οι Άμις και οι πεντηκοστιανοί που εμφανίζουν ροπή στον ενθουσιασμό.
Γράφει σχετικά ο Gavin David Prosser στην εξέταση του θέματος του ελιτισμού των Μεσσαλιανών:
«Αν δεχθούμε ότι κάποια αποσπάσματα από τις Ομιλίες του ψευδο-Μακάριου και από το Liber Graduum έχουν κάποια σχέση με ομάδες Μεσσαλιανών, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εμφάνιζαν κάποια ιεραρχία ή κάποιον ελιτισμό, διακρίνοντας τάξη «τελείων» από τους υπόλοιπούς. Αυτό βέβαια μπορεί να μην αφορά κάποια πνευματική ιεραρχία, αλλά να εξαρτάται από το αν ο υπό μύηση Μεσσαλιανός είχε λάβει την εμπειρία του «βαπτίσματος του πυρός», μια εμφατικά αισθητική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, που ίσως συνοδεύονταν από επιληπτικούς σπασμούς. Το επίθετο ‘ενθουσιασταί’ χρησιμοποιήθηκε από την ορθόδοξη κριτική στην Έφεσο. Ο μεσσαλιανικός πεντηκοστιανισμός …στηρίζονταν δογματικά στην άποψή τους για την διαφθορά του μεταπτωτικού ανθρώπου…[59].»
5.1.γ Βαρλαάμ εναντίον ησυχαστών
Όταν ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός επέστρεψε το 1340 μ.Χ. από την αποστολή που του είχε αναθέσει ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος στην έδρα του Πάπα Βενικτου ΙΒ’ στην Αβινιώνα της Γαλλίας, εξέδωσε ένα δεύτερο έργο, με τίτλο Κατά Μασσαλιανών, στο οποίο επιτίθονταν για μια ακόμη φορά κατά των ησυχαστών και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προσωπικώς[60]. Στο έργο αυτό που δεν έχει διασωθεί, κατηγορούσε τους μοναχούς για θεολογική πλάνη, δηλαδή για τον ισχυρισμό ότι βλέπουν τον Θεό σύμφωνα με την πλάνη των Μασσαλιανών και των διαδόχων τους Βογομίλων. Αποκαλούσε τους ησυχαστές Βλαχερνίτες (ομφαλοσκόπους τους αποκάλεσε κοροϊδευτικά στο πρώτο σύγγραμμά του), από το όνομα του Θεόδωρου Βλαχερνίτη[61], που αναφέραμε παραπάνω.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απάντησε με μια νέα τριάδα έργων, την τρίτη κατά σειρά, τμήμα του συνολικού Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Το πρώτο βιβλίο της τριάδας αυτής τιτλοφορείται Έλεγχος των συμβαινόντων ατόπων εκ του δευτέρων του φιλοσόφου συγγραμμάτων και φέρει τον δεύτερο τίτλο Περί θεώσεως. Σε αυτό ο άγιος μιλα περί μεθέξεως της θεότητος. Χρησιμοποιώντας χωρία από τον άγιο Μάξιμο, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και άλλους Πατέρες αποδεικνύει ότι η χάρις της υιοθεσίας, η θεοποιός δωρεά του Αγίου Πνεύματος είναι φως:
«Ὁ μέν γάρ σοφός τά θεῖα Μάξιμος[62], συνῷδά τῷ μεγάλῳ Μακαρίῳ[63] καί τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἁγίοις, καθάπερ ἐν τοῖς Περί Φωτός Θείου ἐξενηγμένοις ἡμῖν λόγοις προεξεθέμεθα, τόν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ἐπαγγελίας, τήν χάριν τῆς υἱοθεσίας, τήν θεοποιόν δωρεάν τοῦ Πνεύματος φῶς εἶναι φησιν ὑπεραρρήτου τοῖς ἁγίοις ἐποπτευόμενον, φῶς ἐνυπόστατον, ἄκτιστον, ἀεί ὄν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος καί ἀνεπινοήτως, νῦν μέν ἐκ μέρους, ἐπί δέ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τελεοτέρως φανερούμενον τοῖς ἀξίοις καί τόν Θεόν αὐτοῖς δι’ ἑαυτοῦ φανεροῦν[64].»
Αφού απέδειξε ότι η θεολογία των ησυχαστών είναι καθόλα ορθόδοξη και σύμφωνη με τους Πατέρες και όχι μασσαλιανή φέρει προς εξέταση αυτά που υποστήριζε ο Βαρλαάμ:
«Ἀλλ’ αἰσθητόν ἦν», φησί, «τό φῶς ἐκεῖνο καί δι’ ἀέρος ὁρατόν, τότε γεγονώς προς ἔκπληξιν καί εὐθύς ἀπογενόμενον, καί θεότης λέγεται ὡς σύμβολο θεότητος[65].»
Και αυτές της κακοδοξίες του Βαρλαάμ αναιρεί ο άγιος Γρηγόριος με την βοήθεια του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού:
«Τό τοιοῦτον τοίνυν ἀλλότριόν σοι δοκεῖ θεότητος, αἰσθητόν τε καί κτιστόν σύμβολον καί δι’ ἀέρος ὁρατόν; Ἀλλ’ ὡς μέν οὐκ ἀλλότριον, άλλά φυσικόν θεότητος, αὖθις ἄκουσον τοῦ τά θεῖα σοφοῦ Δαμασκηνοῦ λέγοντος, “οὐκ ἐπίκτητον, ὡς ὁ Μωυςῆς, ἔσχε τό τῆς θείας δόξης ὡράϊσμα, ἀλλ’ ἐκ τῆς ἐμφύτου θείας δόξης τε καί λαμπρότητος[66]”˙ καί πάλιν, “τούς κορυφαίους τῶν ἀποστόλων προσλαμβάνεται μάρτυρας τῆς οἰκίας δόξης τε καί θεότητος, αποκαλύπτει δέ αὐτοῖς τήν οἰκίαν θεότητα[67]” , τήν ἁπάντων ἐπέκεινα, τήν μόνην καί ὑπερτελῆ καί προτέλειον[68]».
Δεν είναι λοιπόν οι ησυχαστές Μασσαλιανοί, αλλά ο Βαρλαάμ και οι ομόφρονοί του:
«Προς δέ τούτοις καί φυσικήν ἕξιν λέγεις τήν χάριν τῆς θεώσεως, τουτέστι δυνάμεως φυσικῆς ἐντελέχειάν τε καί φανέρωσιν, ἀφ’ οὗ τῇ τῶν Μασσαλιανῶν ὄντως, ὡς οὐκ οἶσθα, περιπέπτωκας ἀπάτῃ˙ φύσει γάρ ἔσται κατά πᾶσαν ἀνάγκην Θεός θεούμενος, εἰ κατά φυσικήν δύναμιν ἡ θέωσις ἔσται καί τοῖς ὅροις τῆς φύσεως ἐμπεριλαμβάνεσθαι πέφυκε. Μή τοίνυν τήν σ’ αὐτοῦ περιτροπήν τῶν ἀσφαλῶς ἐστώτων λέγε, μηδέ μῶμον τοῖς ἀμωμήτοις τήν πίστιν ἐπιχείρει προστρίψασθαι, τά προς αλήθειαν αἴσχη σἀ τοῖς ἄλλοις ἀποματτόμενος, μᾶλλον δ’ ἀναιδῶς ἐκείνων ὡς τοιούτων καταψευδόμενος[69].»
Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπέρ του ησυχασμού είναι σημαντικότατο, πυκνό νοημάτων αποτελεί σύνοψη της ορθοδόξου θεολογίας και κυρίως του ησυχασμού. Συγκεφαλιώνει όλη την προηγούμενη πατερική παράδοση επί του θέματος. Στον περιορισμένο χώρο του κειμένου αυτού παρατέθηκαν λίγα χωρία σχετικά με το θέμα.
5.1.δ Οι κατηγορίες των δυτικών για τα έργα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου
Πρώτος ο L. Villecourt [70] θεωρεί ότι ανακάλυψε στα κείμενα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου ίχνη μεσσαλιανικά. Μαζί του συντάχθηκαν οι G. L. Marriott [71] και H. Dörries [72]. O W. Jaeger προσπάθησε να δείξει ότι οι Ομιλίες είναι επηρεασμένες από την πραγματεία Περί του κατά Θεόν σκοπού του Αγίου Νύσσης, αλλά ο Reinhart Staats [73] ανέτρεψε το επιχείρημα. O Jean Guillard [74] επιχείρησε να επεκτείνει την προσπάθεια και στα έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, κυρίως στις Κατηχήσεις.
Οι απόψεις αυτές δεν είναι καινούργιες. Για πρώτη φορά διατυπώθηκαν από τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, όπως είδαμε παραπάνω. Αναδιατυπώθηκαν τον 18ο αι. από τον λόγιο μοναχό Νεόφυτο Καυσοκαλύβη. Αυτός θεώρησε επίσης ότι ανακάλυψε μεσσαλιανικά στοιχεία στις ομιλίες και εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έργο που πρέπει ν’ αποδοθεί στον Συμεών Μεσοποταμίτη [75]. Επίσης δέχονταν ότι από αυτές προέκυψαν οι ασκητικές πραγματείες του Συμεών Μεταφραστή.
Τις απόψεις του Νεόφυτου Καυσοκαλύβη αναίρεσε ο Δωρόθεος Βουλησμάς, ο οποίος δέχονταν μεν την ύπαρξη ελάχιστων μεσσαλιανικών στοιχείων στα έργα του οσίου Μακαρίου, με μόνο αξιοσημείωτο το:
«Πλήν ἐπεφάνη τισί τό σημείον τοῦ σταυροῦ διά φωτός… ἄλλοτε πάλιν ἐν τῇ εὐχῇ ὡς ἐν ἐκστάσει γέγονεν ὁ ἄνθρωπος καί εὑρέθη εἰς θυσιαστήριον, ἐστώς ἐν Ἐκκλησίᾳ καί προσηνέχθησαν τῷ τοιούτῳ ἄρτοι τρεῖς ὡς δι’ ἐλαίου ἐζυμωμένοι» (Πνευματικαί Ομιλίαι 8,3),
χωρίο που μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο στο έργο του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού Περί αιρέσεων π’ θέση 18. Αυτά τα ελάχιστα σημεία ερμηνεύει ο Δωρόθεος Βουλησμάς ως νοθείες.
Οι δύο πραγματείες του Νεόφυτου και του Δωρόθεου δεν έχουν εκδοθεί. Βρίσκονται στους κώδικες Παντελεήμωνος 519 (γραμμένος από το χέρι του Βουλησμά) και του Πανεπιστημίου Αθηνών 1267. Μελέτες επί του θέματος έχουν γίνει από τους Κ. Δυοβουνιώτη [76] και Β. Ψευτόγκα [77]. Συνεπώς οι δυτικοί ερευνητές ξανανοίγουν ένα θέμα τελειωμένο δις. Για να προχωρήσουν παραβλέπουν δύο πολύ σημαντικά θέματα. Πρώτον ότι τα σημεία ομοιότητας δεν είναι αρκετά και για να στηριχθεί κάποιος σ’ αυτά πρέπει να παραβλέψει όλο το υπόλοιπο ορθόδοξο κείμενο. Δεύτερον, ότι ο μεσσαλιανισμός δεν είναι μυστικισμός αλλά αισθησιακός ενθουσιασμός. Με τόσες υπερβάσεις από πλευράς δυτικών, μπορούμε να μιλήσουμε για νέο-βαρλααμισμό. Δεν θα αναφερθούμε στην έλλειψη των θεολογικών προϋποθέσεων των δυτικών, έλλειψη που καθιστά αδύνατη εκ μέρους τους την κατανόηση του ησυχασμού. Κλείνοντας παρατίθεται η απάντηση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον Βαρλαάμ για το ίδιο θέμα:
«2. Ταῦτα μέν ταύτῃ˙ θαυμαστόν δέ οὐδέν, εἰ ἐν κρίσει τούς λόγους οἰκονομοῦντες οἱ ἅγιοι καί τῇ τῶν ἀκροωμένων δυνάμει σύμμετρον τήν διδασκαλίαν ἀποδίδοντες πολυτρόπως τάς ὁράσεις ταύτας διερμηνεύουσιν. Ὁ μέντοι θεῖος καί πιστός ἑρμηνεύς Συμεών, ἐκ τοῦ διά πείρας καλῶς εἰδότος (σ.σ. του Μακαρίου) τάς μυστικάς καί τελεστικάς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος μυηθείς, ὡς ἀπ’ ἐκείνου πάλιν φησίν, ἀκούοντες τοῦ λόγου τῆς βασιλείας καί προς δάκρυα καταγόμενοι, μή τοῖς ημετέροις τούτοις ἐναπομείνωμεν δάκρυσι, μηδέ τῇ ἡμῶν ἀκοῇ, ὡς καλώς ἀκούσαντες, μηδέ τοῖς ὁφθαλμοῖς, ὡς καλῶς ἰδόντες, καί ἀρκούντως ἔχειν ἑαυτούς λογισώμεθα˙…
3. Ὁ δέ Βαρλαάμ, τά τοιαῦτα πάντα παρ’ οὐδέν θέμενος, ἀλλά προθέμενος ὡς τοῦ Μασσαλιανῶν ὑπάρχοντα δόγματος, τοῦ προστάτου τούτων Βλαχερνίτου ποιεῖται συλλήβδην ἅπαντα καί, ἀσεβεῖς αὐτός φανερῶς ἀποφηνάμενος εἶναι τούς αΐδιον ἄλλο τι παρά τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λέγοντος, τό τήν αΐδιον δόξαν τοῦ Θεοῦ ὁρᾶν τῷ Βλαχερνίτῃ τούτῳ φέρων χαρίζεται. Ποῦ γάρ ἐκεῖνος εὕρηται μή τήν οὐσίαν ὁρατήν λέγων τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν αΐδιον δόξαν;… Τί τοίνυν βουλόμενος Μασσαλιανῶν τά τοιαῦτα γράφεις εἶναι καί τοσούτοις τε καί τηλικούτοις ἀντιλέγεις, ἄνθρωπε; ἄρα τούς Μασσαλιανούς ὀρθοδόξους ἤ τούς ὀρθοδόξους ἀποφῆναι Μασσαλιανούς καί μυσαρούς;Καί γάρ ἐκ τῶν σῶν λόγων ἑκάτερον ἐκβαίη ἄν. Σε δη ποῦ χοροῦ τάξομεν ἡμεῖς[78];»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Καταδίκη των Μεσσαλιανών από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο
Ὅρος τῆς αὐτῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς Σνόδου τῆς ἐν Εφέςῳ
κατά τῶν δυσσεβῶν Μεσσαλιανιτὼν ἤ γοῦν Εὐχιτῶν
Συνελθόντες ἐφ' ἡμῶν οἱ εὐλαβέστατοι καί θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι Οὐαλεριανός καί Ἀμφιλόχιος καί σκέψιν προθένετες κοινήν περί τῶν λεγομένων ἐν τοῖς τῆς Παμφυλίας μέρεσι Μεσσαλιανιτῶν εἰτ' οὖν Εὐχιτῶν ἤ γοῦν Ἐνθουσιαστῶν εἴτε ὁπωσοῦν ἡ μιαρωτάτη τῶν μνημονευθέντων αἵρεσις σαφηνισθείη, ἡμῶν δέ διασκοπούντων, προσεκόμισεν ὁ εὐλαβέστατος καί θεοσεβέστατος επίσκοπος Οὐαλεριανός χαρτίον συνοδικόν περί τούτων αὐτῶν συνταχθέν ἐν τῇ μεγάλῃ Κωνσταντινουπόλει ἐπί τῆς μακαρίας μνήμης Σισιννίου˙ ὅ καί ἀναγνωσθέν ἐπί πάντων ἔδοξεν εὖ πεποιῆσθαι καί ὀρθῶς ἔχειν. καί συνήρεσεν ἅπασιν ἡμῖν και τοῖς θεοφιλεστάτοις ἐπισκόποις Οὐαλεριανῷ καί Ἀμφιλόχιῷ καί πᾶσι τοῖς τῶν Παμφύλων καί Λυκαόνων ἐπαρχιῶν εὐλαβεστάτοις ἐπισκόποις τά ἐν τῷ συνοδικῷ χαρτίῳ τυπωθέντα κρατεῖν ἅπαντα καί κατά μηδένα τρόπον παραβαίνεσθαι αὐτά, βεβαίων ὄντων δηλαδή καί τῶν πεπραγμένων ἐν Ἀλεξανδρίαι, ὥστε τούς ὄντας κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν τῆς Μεσσαλιανῶν ἤ γοῦν Ἐνθουσιαστῶν αἱρέσεως ἤ καί ἐν ὑποψίαις τῆς τοιαύτης νόσου γεγενημένους, εἴτε κληρικοί εἰεν εἴτε λαικοί, μεθοδεύεσθαι, καί αναθεματίζοντας κατά τά ἐν τῷ μνημονευθέντι συνοδικῷ διηγορευμένα ἐγγράφως, μένειν τούς μέν κληρικούς ἐν τῷ κλήρῷ, τούς δέ λαικούς ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας˙ ἀνανεύοντας δέ προς τοῦτο καί μή ἀναθεματίζοντας, τούς μέν πρεσβυτέρους καί διακόνους καί τούς ἕτερον τινα βαθμόν ἔχοντας ἐν ἐκκλησίαις ἐκπίπτειν καί κλήρου καί βαθμοῦ καί κοινωνίας, τούς δέ λαικούς ἀναθεματίζεσθαι˙ μοναστήρια δέ μη συγχωρεῖσθαι ἔχειν τούς ἐλεγχομένους ὑπέρ τοῦ μή τό ζιζάνιον ἐκτείνεσθαι καί ἰσχύειν˙ πράττεσθαι δέ ταῦτα παντί σθένει χρωμένων τῆς ἐπί τούτων σπουδής αὐτῶν τε τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων Οὐαλεριανοῦ καί Ἀμφιλοχίου καί τῶν κατά πᾶσαν τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων. συνήρεσε δέ προς τούτοις ἀναθεματισθῆναι τό βιβλίον τό προφερόμενον τῆς μιαρᾶς ἐκείνης αἰρέσεως τό λεγόμενον παρ' αὐτοῖς Ασκητικόν, τό προσκομισθέν παρά τοῦ εὐλαβεστάτου καί θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Οὐαλεριανοῦ, ὡς παρά τῶν αἱρετικῶν ἐκτεθέν, καί εἴ τι ἕτερον σύνταγμα τῆς ἐκείνων ἀνοσιότητος εὑρίσκοιτο παρά τισι, καί τοῦτο εἶναι ἀνάθεμα. ἐπί τούτοις ἀλλήλοις συμβεβηκότων τότε εἰς ὁμοψυχίαν καί κοινωνίαν καί διάθεσιν, ἀναγκαῖον ἦν ἐγγράφως τά δόξαντα φανερά καταστῆσαι˙ εἰ δέ δή τις γένηται ζήτησις περί τούτων ἐν τῷδε τῷ πράγματι αὐτοῖς τε τοῖς θεοσεβεστάτοις ἐπισκόποις Οὐαλεριανῷ καί Ἀμφιλόχιῳ καί τοῖς κατά πᾶσαν τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτοις ἐπισκόποις καί εἴ τι δόκειεν ἀνακύπτεν τῶν δυσχερῶν ἤ ἀμφισβτήσιμων, εὖ ἔδοξεν ἔχειν παραληφθέντων τῶν θεοσεβεστάτων ἐπισκόπων ἤ Λυκίων ἤ Λυκαόνων, οὐκ ἀπολιμπανομένου τοῦ μητροπολίτου ἦς ἀν ἕλοιντο ἐπαρχίας, εἰς τύπον ἀνάγεσθαι τόν δέοντ διά τῆς αυτῶν μεσιτείας τά κινούμενα.
2. Καταδίκη Ελευθερίου Παφλαγόνος από την σύνοδο του 1030 επί πατριάρχη Αλεξίου στην Κωνσταντινούπολη
Ι. Ἴσον κρίσεως συνοδικῆς ἐπί τοῦ κυροῦ Ἀλεξίου τοῦ πατριάρχου περί τῆς αἱρέσεως Ἐλευθερίου τοῦ ἀπό Παφλαγονίας.
Τῆς καθ' ἡμῶν τυραννίδος λυθείσης καί εἰδωλολατρίας καταλυθείσης καί τοῦ τῆς θεοσεβείας κηρύγματος πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης κατασπαρέντος, τῆς πρώτης ἐπιχειρήσεως ἀποτυχών ὁ κοινός τοῦ ἀνθρωπείου πολέμιος γένους ἐφ' ἕτερόν τι μεταβέβηκε πανουργίας μηχάνημα. Εἰδώς γάρ ὅτι τοῖς ἅπαξ γευσαμένοις θείας γλυκύτητος καί ἐπιγνοῦσι Θεόν ἐπαχθές άποστῆναι τῆς ἐκείνου ὁμολογίας, προσχήματι εὐσεβείας καί τῆς τῶν θείων γραφῶν γνώσεως, μυρίας πλάνας καί δόξας τοῖς ἀπό Χριστοῦ καλεῖσθαι ἡξιωμένοις ἐνεποίησε καί τό καλόν τῆς ἐκκλησίας σῶμα κατέτεμεν, ὡς συμβῆναι, ἀντί τοῦ καλεῖσθαι ἀπό Χριστοῦ, τῆς πρώτης κεφαλῆς, δι' οὖ τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας ἐλύθημεν, ἐξ ἀνθρώπων ἀνοήτων καί τῶν οἰκείων θελημάτων καί ἡδονῶν κατόπιν πορευθέντων ὀνομάζεσθαι. Ἐντεῦθεν Σίμωνες καί Μαρκίωνες, Οὐαλεντιανοί τε καί Ἐβίονες καί ἡ τῶν Μανιχαίων μιαρά καί βδελυρά αἵρεσις, ἧς πονηρόατον ἔκγονον καί ἡ τῶν Μασσαλιανῶν κακόδοξος πλάνη, πάντη χωρίζουσα Θεοῦ τούς ταύτη κατεχομένους, οὐ μόνον ὅτι καί τῆς μανιχαϊκῆς ἀθεΐας τούτους μετόχους ποεῖ, ἄλλ' ὅτι καί προσεξεῦρε τούτοις καί ἕτερα μιαρώτερα˙ τόν τε γάρ νοῦν τῶν ἀνθρώπων κατέχεσθαι παρά τοῦ Σατανᾶ καί τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καί τήν φύσιν τούτων κοινωνικήν εἶναι τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἀλλά καί ὁ Σατανᾶς φησι, καί τό ἅγιον Πνεῦμα ἐν ἑκάστῳ ἀπαραχωρήτως οἰκοῦσιν ἀνθρώπῳ˙ δι' ὅ οὔτε ἅγιον βάπτισμα τελειοῖ τόν ἄνθρωπον οὔτε ἡ τῶν θείων μυστηρίων μετάληψις τοῦ δεσποτικοῦ σώματος, ἀλλ' ἡ μόνη παρ' αὐτοῖς σπουδαζομένη εὐχή. Καί τί ἄν πάντα τά ἐκείνων ληρήματα καταλέγοιμι; Φείδομαι γάρ χραίνειν τάς τῶν ευσεβῶν ἀκοάς, ἐπεί καί φύσει τά κακά ἐν τῷ ἀνθρώπῳ φασί, καί τοιαύτην εἶναι τήν αἴσθησιν τῆς κοινωνίας τοῦ οὐρανίου νυμφίου τῇ ψυχῇ ὁποίας ἄν καί γυνή αἴσθητο ἐν τῇ κοινωνίᾳ τοῦ ἀνδρός. Ἀλλά τί ταῦτα προς τάς λοιπάς βλασφημίας καί μυσαρίας;Τόν τε γάρ τίμιον σταυρόν βδελύττονται, καί τήν ἁγίαν θεοτόκον οὐ τιμῶσι – τόν γάρ Χριστόν μή ἐξ αὐτῆς σαρκωθῆναι λέγουσι - ˙ τούς τε βουλομένους τῶν ἰδίων μαθητῶν ἀποτέμνειν ἐπιτρέπουσιν ἑαυτούς ὀμνύναι τε ἀδεῶς καί ἐπιορκεῖν καί ἀναθεματίζειν ὑπούλως τήν αἵρεσιν αὐτῶν ὅτε βιάζοιντο, καί ἄλλας δέ τινάς ἀρρητοποΐας καί αἰσχρουργίας ἅς εἰδεῖεν ἄν τις οἱ τά ἐκείνων τετελεσμένοι. Μηδέ γάρ ἔλθεοι τούτων εἰς πεῖράν ποτέ τις πιστῶν, μηδέ συναρμοσθείη τις μέχρις ὁρμῆς καί κινήματος.
Ταύτης τῆς πλάνης μετέσχε πλουσίως καί Ἐλευθέριος, Ὅς ἐκ τῆς τῶν Παφλαγόνων ὥρμητο χώρας. Ἐπεχωρίασε δέ, ὡς μή ὤφειλε, τῇ τῶν Λυκαόνων ἐπαρχίᾳ, καί τούς ἁπλουστέρους ἀπατήσας, καί τόν λύκον τῷ κωδίῳ περικαλύψας, καί εὐλαβής εἶναι πιστευθείς πειθηνίους ἔσχε πρός ἅπαντα. Ἔνθεν τοι καί μοναστήριον συστησάμενος ὁ Μωρόκαμπος ὠνόμασται – μωράς γάρ κεφαλάς ἐκτρέφει καί τοῦ ἐναντιου πνεύματος ὑποπίμπλησι˙ κάπις γάρ ἡ κεφαλή παρά Ῥωμαίοις, καί κάπος τό πνεῦμα – τούς φοιτῶντας ὑποδεχόμενος πρός ἀπωλείας κατῆγε βάραθρον. Καί ἠγνοήθη μέν ἐπί πολύ, οὐ μην εἰς τέλος διέλαθεν˙ ἐγνώσθη τε γάρ τοῖς τῆς ἐκκλησίας προβολοῖς, καί τῆς κοινωνίας κεχώριστο, διότι πρός τήν σύνοδον μετακληθείς φυγάς ὤχετο. Οὗτος τοίνυν ταῖς τῶν Μασσαλιανῶν μυσαρίαις προσεξεῦρε καί ἕτερα αἰσχρουργήματα. Νενομοθέτηκε γάρ τόν μοναχόν δυσί συνευνάζεσθαι γυναιξί, καί χρόνον ἕνα ἐγκρατῶς ζῆν τόν τά ἐκείνου τετελεσμένον, καί τό ἐντεῦθεν ἀδεῶς χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς καί ταῖς μίξεσι, διαστελλοντα μεταξύ συγγενίδων καί τῶν ἔξωθεν οὐδαμῶς˙ ἀδιάφορον γάρ εἶναι τοὖτο, καί οὐ κεκωλυμένον παρά τῆς φύσεως. Ὅθεν, οἶμαι, καί τοῦς πολλούς ἐφελκύσατο διά τό ἄνετον καί πρός ἡδυπαθείας ἐλεύθερον. Ἀλλ' ὁ μέν τάς ἁμαρτίας ἔχων προδήλους καί προαγούσας εἰς κρίσιν, οὐ μόνον δε, ἀλλά καί ἐπακολουθούσας αὐτῷ, χωρεῖ πρός τά ἐκεῖθεν δικαιωτήρια˙ οἱ δέ τῆς ἐκείνου λύμης σπασάμενοι ἀδιόρθωτοι μεμενήκασι, καί τοι ἔδοξαν μεταβαλεῖν τόν τρόπον ἐπί Πολυεύκτου τοῦ μακαριωτάτου πατριάρχου καί Φωκᾶ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Ἰκονίου, λίβελλον δόντες καί μεθ' ὑποκρίσεως τήν πλάνην ἐξομοσάμενοι, ὡς αὐτό ἐκεῖνο φαίνεται διαλαμβάνον τό τηνικαῦτα ἀπολυθέν ὑπόμνημα καί ὁ λίβελος.
Ἀλλ' ἔμεινεν ὁ Αἰθίοψ μετά τήν ἔκπλυσιν, καί ὁ καρκίνος πρός πορείαν λοξός, καί ὁ χαμαιλέων ἀμέτοχος τῆς λευκότητος, κἄν πάσας τάς λοιπάς χρόας εὐχερῶς μιμεῖται καί περιτίθεται. Καί οὗτοι πρός ὀρθοδοξίαν καί θεοσέβειαν ἀμετάβλητοι˙ ἐκεῖνόν τε γάρ περιεῖπον, καί μετά θάνατον ἔνδοθεν τοῦ ναοῦ θάψαντες, καί ὕμνους εἰς αὐτόν συνθέντες ᾖδον, καί εἰκόνας αὐτοῦ ἐτίμων, καί τούς πολλούς ἔπειθον τοῦτον σέβεσθαι, ἕως Κωνσταντίνος ὁ θεοφιλέστατος μητροπολίτης Σίδης, ἱερός καί λόγιος ἀνήρ καί ζηλωτής καλῶν ἔργων, τήν πλάνην τούτων φωράσας ἐπί τό συνοδικόν αὐτούς δικαιωτήριον εἵλκυσε καί διήλεγξε, τάς αθέσμους αὐτῶν πράξεις παραγυμνώσας τῷ λόγῳ.
Ἔφησε γάρ ὥς ποτε θνήσεως ἐπιγενομένης τοῖς ἀλόγοις ζώοις, μοναχός τις, ὁ τῆς αἱρέσεως ταύτης διδάσκαλος, ἀσχάλλουσι τοῖς ἀγροίκοις καί λυπουμένοις, ἐπί τῇ τῶν κτηνῶν ἀπωλείᾳ συνεβούλευσε – τῆς ἀνοχῆς σου, Χριστέ – τόν τίμιον σταυρόν ἐπί ταῖς διεξόδοις τῶν ἐπαύλεων θεῖναι καί ὑπ' αύτῶν καταπατηθῆναι ποιῆσαι, ὡς οὕτω λῆξαι μελλούσης τῆς θεηλάτου μάστιγος. Οὖ καί γενομένου, ἄρδην ἀπώλοντο ἅπαντα, τῆς θείας δίκης ἐνταῦθα μή ἀνασχούσης ἔνθα πολλοῖς ἔμελλεν ἡ ἀνοχή βλάβην ἐπενεγκεῖν. Καί τισιν δέ ἀροτριῶσι δυσί ἐντυχεῖν καί διερωτῆσαι εἰ τά τοῦ Ἐλευθερίου ἀσπάζονται δόγματα κἀκεῖνον σέβονται, καί τούτους μάλα προθύμως ὁμολογῆσαι αὐτόν τε τιμᾶν καί τοῖς ἐκείνου ἐγκαλλωπίζεσθαι δόγμασι.
Ἀξιον δέ κἀκεῖνο προσθεῖναι τοῖς εἰρημένοις ὅ Σέργιος ὁ περιφανέστατος πρωτοσπαθάριος καί ἔπαρχος, τούτων ἐξεταζομένων, διηγήσατο. Τάς τοῦ θέματος κρίσεις τῶν Ἀνατολικῶν, φησί διέποντός μου, ὁ ἐπίσκοπος Τζιλούγρων συνήθης μοι ἐγένετο, καί ποτε λόγου κινηέντος περί τούτων, ἐκ μέσης στενάξας καρδίας, ἤρξατο λέγειν οὕτως˙ ἐμοί, φησί, συνήθεια ἐγένετο πρός τόν Νεόφυτον καί συνεχῶς ἐφοίτων πρός αὐτόν. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν, ἔν τινι τόπῳ ἡσύχῳ ἀπολαβών με καί κύκλον κατά γῆς διαγράψας μέσον τούτου καθεστῆναι πεποίηκε, καί προετρέψατο τά πεπραγμένα ἐξομολογήσασθαι. Ἐμοῦ δέ ὑπακούσαντος καί τό κελευσθέν πεποιηκότος, οὗτος, ὥσπερ ἔνθους γενόμενος, διανοῖξαί μοι τό στόμα προσέταττεν. Ὡς δέ τήν αἰτίαν ἐζήτουν μαθεῖν, ἀπεκρίνατο˙ἵν' ἐντός τούτου πτύσαντός μου, σωματικῶς θεάσῃ ἐπί σε τό ἅγιον Πνεῦμα ἐρχόμενον. Ἐγώ δέ, τό τοῦ ἐπιτάγματος ἄτοπον μή ἐνεγκών, ἀναστάς καί τά ὦτα συσχών, ὑπεχώρησα τοῦτον καταλιπών. Ταῦτα τοίνυν παρά τοῦ ἐπισκόπου ἀκηκοώς, τήν ἀνασθησίαν τῶν ἀθλίων τεθαύμακα˙ οὗτοι δέ ὐπό τοῦ διαβόλου τούς τῆς καρδίας ὀφθαλμούς τυφλωθέντες οὐ δύνανται διαβλέψαι πρός τό τῆς ἀληθείας φῶς.
Μετά γοῦν τινα χρόνον πρός με Γρηγορίου τοῦ καθηγητοῦ παραγεγονότος καί πρός ὁμιλίανἐλθεῖν ἀξιοῦντος, οὐκ ἠνεσχόμην τοῦτο ποιῆσαι, ἀλλ' ἔφην πρός αὐτόν˙ αἱρετικοῖς ὁμιλε[ν καί χαῖρε διδόναι παρά τῆς ἐντολῆς κεκωλύμεθα˙ ἄπελθε τοίνυν καί τόν ἀρχηγόν ῆς καοδοξίας τῆς ἐκκλησίας ἐκβαλών, ἐν ἐρήμῳ ῥίψον καί πυρί τά βιβλία τά εἰς αὐτόν πεποιημένα παραδός, καί τάς εἰκόνας αὐτοῦ ἀπόξεσον, καί τότε καί ὁμιλίας σε ἀξιώσω καί παρρησίας μεταδώσω καί οὐκέτι ἀποστραφήσομαι. Ὑπέσχετο οὖν ὁ μοναχός προθύμως τοῦτο ποιῆσαι, καί τηνικαῦτα προσηκάμεθα αὐτόν. Ὁ δέ μοναχός Γρηγόριος καί οἱ σύν αὐτῷ πρός ταῦτα ἀντιλέγειν οὐκ εἶχον, κατετίθεντο δέ καί τό λείψανον ἐκείνου ἐν ἑτέρῳ τινί ναῷ μεταθεῖναι ἐν ὄρει τυγχάνοντι, καί τά βιβλία πυρί παραδοῦναι καί τάς εἰκόνας αὐτοῦ διαξέσθαι καί διδασκαλίαν αὐτοῦ ἀποστραφῆναι.
Ἀλλ' ἐπεί μία καί τοῦτό έστιν αὐτοῖς ἐντολή τό καί ἀναθεματίζειν προθύμως ἐν καιρῷ περιστάσεως ὀμνύειν τε ἀδεῶς, καί τό μετάμελον ὑποκρίνεσθαι, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ καί τοῖς ἐνδοξοτάτοις ἄρχουσι τῆς συγκλήτου ἀπεσταλμένοις παρά τοῦ γαληνοτάτου βασιλέως ἡμῶν, ἤ μεταστῆναι τοῦ μοναστηρίου καί ἐν ἑτέροις ἀποκαταστῆσαι ὀρθοδόξους δηλαδή καί μοναχούς ἔχουσιν ἠ δέξασθαι καθηγούμενον ὀρθόδοξον πρός τό τῆς ἀληθείας φῶς ὁδηγούντα ἀσφαλίσασθαί τε ἐν τῷ εὐαγεῖ χαρτοφυλακείῳ καί τήν πλάνην ἐξομόσασθαι καί ἐπ' ἐκκλησίᾳ τόν Ἐλευθέριον ἀναθέματι καί τά τούτου καθυποβάλειν δόγματα, καί τοῦ εὐκτηρίου τό σῶμα αὐτοῦ εκβαλε[ν καί θάψαι καθά δη νενομισμένον ἐστί. Καί εἴπερ πεῖραν ἀκριβῆ δοῖεν, προίόντος τοῦ χρόνου, τῆς ἑαυτῶν πρός τό βέλτιον ἀλλοιώσεως, δεχθῆναί τε παρά τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας καί εἶναι κοινωνικούς, τούτου αὐτοῦ φυλαχθησομένου καί ἐν τοῖς λοιποῖς μοναστηρίοις ἅ κέλλια οὗτοι κατονομάζουσι ἐν διαφόροις ἐπαρχίαις τυγχάνοντα. Μελήσειε δέ περί τούτου τοῖς κατά τόν τόπον θεοφιλεστάτοις μητροπολίταις καί ἐπισκόποις˙ «ὁ γάρ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν, φησί, ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» . Ἄσμενοι δέ οἱ μοναχοί τά διορισθέντα ἐδέξαντο καί τόν Ἐλευθέριον ἀναθεμάτισαν καί τά έκείνου μυσαρά δόγματα.
Ἐπεί δέ, προφάσει τοῦ δέχεσθαι τούς τῶν μετανοοῦντων λογισμούς, πολλούς έξαπάτησαν καί τῆς λύμης με΄τεδωκαν, μή τοῦ λοιποῦ δέχεσθαι έξαγορείας ὠρίσθησαν, ἀλλά καί τούς τεταριχευμένους ἁγίους νομισθέντας διά τό διαμεῖναι τά σώματα ἀδιάλυτα, εἰς ἀπάτην τῶν ἀπλουστέρων, τῇ γῇ παραδούναι καί μηκέτι τοιοῦτό τι τολμᾶν. Τούς γε μην ἐκ τούτων εἰς ἱερωσύνην ἔρχεσθαι μέλλοντας, μαρτυρίας ἐπ' αὐτοῖς προβαινούσης, κατά τήν τοῦ ἀποστόλου διάταξιν, οὐ μόνον παρά τῶν σύν αὐτοῖς ἀσκουμένων, ἀλλά καί παρά τῶν ἔξωθεν, φανερῶς χειροτονεῖσθαι παρά τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Λύστρας - ἐκείνῳ γάρ τοῦτο ἀνατιθέαμεν – πολυπραγμονοῦντος δηλαδή τά περί τοῦ βίου καί τοῦ τρόπου αὐτῶν καί τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων, καί τοῖς άξίοις εὑρισκομένοις χεῖρας ἐπιτιθέναι καί διδόναι τό τοῖς ἀξίοις εὑρισκομένοις χεῖρας ἐπιτιθέναι καί διδόναι τό τῆς ἱεροσύνης ἀξίωμα. Ταῦτα ἐκρίθη προκαθημένου πατριάρχου καί συνεδριαζόντων αὐτῷ θεοφιλεστάτων μητροπολιτῶν.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τον κώδικα Scorialensis R. I. 15, f 124-128)
3. Καταδίκη Θεόδωρου Βλαχερνίτη
Περί τῆς βλασφήμου καί πολυειδοῦς αἱρέσεως τῶν ἀθέων Μασαλιανῶν τῶν καί Φουδαϊτῶν καί Πογομίλων καλουμένων καί Εὐχιτῶν καί Ἐνθουσιαστῶν καί Ἐγκρατιτῶν καί Μαρκιωνιστῶν.
[1] Τοῖς ἐνθουσιῶσι καί διά τινων τῷ δοκεῖν ἐκστάσεων τινάς θεωρίας ὐποκρινομένοις ὁρᾶν καί διά τούτων ἀπατωμένοις καί τούς ἀφελέστερους ἐξαπατᾶν πειρωμένοις, ἀνάθεμα.
[2] Τοῖς τήν ἀκατάληπτον καί ἀνέκφραστον φύσιν ἀπρόσιτον καί ἀνέφικτον καταληπτήν καί ... εἶναι καί λέγουσι καί διδάσκουσι, καί τούς θεσπεσίους πατέρας καί διδασκάλους καί φωστῆρας τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας, οἵτινες ἀκατάληπτον εἶναι ταύτην ἐδίδαξαν, ἀτελεῖς εῖναι φάσκουσι καί εἰς τελειότητα μή φθάσαντας εἰς ἥν αὐτοί φθάσαι μυθεύονται, καταφλυαροῦσιν, ἀνάθεμα.
[3] Τοῖς τό ῥητόν ὅ περί τῆς ἀνωτάτης θείας οὐσίας ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος ἐν τῷ περί γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ἐνέγραψεν παρεξηγουμένοις ἀνοήτως καί ἀμαθῶς τό φάσκον˙ «νᾦ μόνῳ σκαιγραφούμενος, καί τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καί μετρίως, οὐκ ἐκ τῶν κατ' αὐτόν, ἀλλ' ἐκ τῶν περί αὐτόν», καί ἀλληνάλλως τό μέν «ἐκ τῶν κατ' αὐτόν»ἐκ τῶν κτισμάτων νοοῦσι, καί οὕτως βλασφημοῦσι καί κτίσμα τόν Θεόν λέγουσι, τό δέ «ἐκ τῶν περί αὐτόν», ἐξ αὐτῆς τῆς θείας «οὐσίας» ὁριζομένοις καί οὕτως ἐνάγουσι καταληπτήν τήν ἀκατάληπτόν καί ὑπερούσιον οὐσίαν, καί οὐ μᾶλλον ἀκατανόητον ταύτην καλοῦσι καί ἀποφαινομένοις καί ἀπό μόνων γνωριζομένην τῶν ἐκτός καί περί αὐτήν, ἀνάθεμα.
[4] Τοῖς αἰσθητῶς τό πανάγιον Πνεῦμα μυθευομένοις ὁρᾶν, καί διά τοῦτο τερατευομένοις εἰς τήν θείαν φύσιν ἑαυτούς ἀμειφθῆναι καί ἀντιφθεγγομένοις τῇ θείᾳ γραφῇ τῇ λεγούσῃ˙ «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», ἀνάθεμα.
[5] Τοῖς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦτο αἰσθητῶς ὑποδέχεσθαι δογματίζουσιν, ὡς καί ὄγκον ἐν τούτῳ πάσχειν ἐπίσης ταῖς ὠδινούσαις καί ἐγκύμοσι γυναιξί, καί τό προφητικόν ῥητόν παραφθείρουσι τό φάσκον˙ «Διά τόν φόβον σου ἐν γαστρί ἐλάβομεν καί Ὠδινήσαμεν καί ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας ὅ ἐκυήσαμεν ἐπί τῆς γῆς», καί πρός τήν ἑαυτῶν δόξαν τήν ἐρμηνείαν μετάγουσι, ἀνάθεμα.
[6] Τοῖς ἔκστασιν καί ἐνθουσιασμόν παρεισάγουσι καί τήν μέν ἔκστασιν ἀποφαινομένοις ἐνεργείσθαι παρά Χριστοῦ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τόν δέ ἐνθουσιασμόν παρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ Χριστοῦ, καί διαιροῦσιν ἀσεβῶς τόν Χριστόν ἀπό τοῦ Πνεύματος, καί ἄλλην μέν ἐνέργειαν τῷ Χριστῷ διδοῦσιν, ἑτέραν δέ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί οὐ μίαν δύναμιν ἤ ἐξουσίαν τῇ μιᾷ θεότητι προσαρμόζουσιν, ἀλλά διαφοράν ἐνεργειῶν, κἄν ταύταις φρενοβλαβῶς παραληροῦσιν ὡς θάτερον ὑπό θατέρου συνεργεῖσθαί τε καί βοηθεῖσθαι εἰς τήν οἰκίαν ἐνέργειαν καί καινάς ἰδιότητας παρά τάς ὑπό τῶν θεοσόφων πατέρων ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος ἐκπεφωνημένας δοξάζουσιν, ὡς ἀσεβῶς καί νοοῦσι καί λέγουσι καί βλασφημίας κατά Θεοῦ ἐρευγομένοις, ἀνάθεμα.
[7] Τοῖς τήν θείαν καί ἱεράν γραφήν τήν τε παλαιάν καί τήν νέαν ἐν χάρτῃ καί μέλανι μόνον τό εἶναι ἔχειν λέγουσι, καί μηδέν τι ὠφέλιμον ἤ πρός ψυχήν τι κέρδος κεκτῆσθαι, μόνα δέ τά παρ' αὐτῶν διδασκόμενα καί παραδιδόμενα ὀνησιφόρα τυγχάνειν, ἀνάθεμα.
[8] Τοῖς καταψευδομένοις τῶν θεοσόφων ἀποστόλων ὡς μή ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἀλλ' ἐκ κοιλίας κηρυξάντων τό εὐαγγέλιον, ἑαυτούς δέ φάσκουσιν ἔκ τινος θειοτέρας ὄψεως μυεῖσθαι τά ἀπόρρητα ἅτινα ὁ θεσπέσιος Παῦλος «ἤκουσεν ἅ οὐκ ἐξόν λαλῆσαι ἀνθρώπῳ», αὐτούς ταῦτα εἰδέναι καί λέγειν, καί τούς παρ' αὐτῶν μυουμένους διδάσκειν, καί τάς οἰκείας ἐμβροντησίας καί παραπληξίας μείζονας τῶν θεοκηρύκων ἀποστόλων λογιζομένοις, καί κατά τοῦτο ἐκείνων ἑαυτούς ὑπερτιθεῖσιν ὡς καί μόνους σωζομένους, τοῦ παντός κόσμου ἀπολλυμένου, ἀνάθεμα.
[9] Τοῖς λέγουσιν ὡς εἰ μή τις ἐξ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου αἰσθητῶς ὀπτανομένου τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἀκούσῃ τό˙ «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», οὐκ ἄλλως ἐστί δυνατόν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν, ἀνάθεμα.
[10] Τοῖς ληροῦσι τούς κατ' αὐτούς ζῶντας πρῶτα μέν ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀγγέλων μεταμείβεσθαι φύσιν, εἴθ' οὕτως εἰς ἀρχαγγέλων καί μετέπειτα κατά προκοπήν ἤ μεταβίβασιν τῶν ἀφ' ἑτέρων εἰς ἕτερα, χερουβίμ καί σεραφίμ γίνεσθαι, καί τελευταῖον θεούς, ὤ τῆς ἀνοίας καί ἀπονοίας, καί κααχρωμένοις τῷ θείῳ ῥητῷ τῷ λέγοντι˙ «Ἐγώ εἶπα˙ θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίσοτυ πάντες», κἀντεῦθεν πολυθεΐαν εἰσάγουσν, ἀνάθεμα.
[11] Τοῖς διά ταῦτα τά πάντα ἑαυτούς μέν πεφωτισμένους καλοῦσι, τούς δέ πιστούς ἐσκοτισμένους κατονομάζουσιν, ὅτι μή τά αὐτῶν ἐμυήθησαν καί δόγματα καί διδάγματα, ἀνάθεμα.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τούς κώδικες Vindobonensis theol. gr. 306, f 34v – 35v & Taurinensis B.N. 185, f. 18)
4. Συνοδική απόφαση του 1140 μ.Χ. κατά του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου
Μηνί μαΐω, ἰνδικτιῶνος τρίτης, προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Λέοντος ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενίοις τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, συνεδραζόντων αῦτῷ καί ἱεροτάτων ἀρχιερέων τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Ἀμασείας, τοῦ Μελιτίνης, τοῦ Λαοδικείας, τοῦ Κρήτης, τοῦ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Τραϊανουπόλεως, τοῦ Φιλίππων, τοῦ Ἀμάστριδος καί τοῦ Μεσημβρίας, καί θεοφιλῶν ἀρχιεπισκόπων τοῦ Καραβυζύης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί τῶν δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Καί τό μέν περί σωμάτων θεραπείας ἐνασχολεῖσθαι καί φαρμακεύειν ἐπιχειρεῖν πονηρῶς ἔχοντα οὐ τοῦ τυχόντος, εἴποι τις ἄν, οὐδέ τοῦ βουληθέντος απλῶς καί μόνον θελήσαντος˙ ἐκείνου δέ πάντως καί κυρίως καί μάλιστα, ὅν ὁ μέν τῆς ἰατρικῆς τέχνης λόγος ἐμαίυσεν, ἡ δέ χρονία ἐμπειρία λαβοῦσα πάλιν ἐτιθηνήσατο, καί ὀ τῆς ἰατρικῆς προεξάρχων, ὡς λυδία τις λίθος, προεξετάσας τά πρῶτα, καί κατειληφώς οὐκ ἀδόκιμον, τό τῆς ἐπικρίσεως τούτῳ προεπεβράβευσε σύμβολον. Ἰατῆρας δέ ψυχικούς βίου τε διδασκάλους ἀκριβεστέρους καί καλῶν λόγων ὑφηγητάς τε και συγγραφεῖς, ἐπί τισι δέ καί δογματιστάς - ὁμοῦ γάρ ταῦτα πάντα καί νῦν τῇ προκειμένῃ σήμερον ὑποθέσει συνέδραμε – τούς ἅμα μόνον θελήσαντας ἀδοκιμάστως αὐτίκα καί αὐτοχειροτονήτως, τοῦτο δη τό λεγόμενον, γενέσθαι, τίς συγχωρήσειε; Καί ῥαββί κληθήσεται ὁ βουλόμενος, καί διδασκαλικῶν συγγραμμάτων ἐκθέτης ὀ θέλων ἅπας γενήσεται; Καί τίς ἄν μή φρενός τυγχάνων ὅλως ἐπισφαλοῦς τῷ λόγῳ συνθήσεται; Πῶς δέ καί οὐχί, τούτου συγχωρουμένου, πολλοί μέν καί τῶν φρονούντων ἐπισφαλῶς, πολλῆς ἀδείας τοῦ γράφειν δραξάμενοι, πολλά μέν προσεπισπέρουσι τῷ φαινομένῳ σίτῶ ζιζάνια, τινές δέ καί τῶν ἀπλουστέρων, ὡς σωτηρίοις ἀβούλως τοῖς ὀλεθρίοις προστρέχοντες, ἄνθρακας πυρός, ὡς εἰπεῖν, τόν δοκοῦντα τούτοις θησαυρόν ἐφευρήσουσι;
Διά τοῦτο τοιγαροῦν καί ἡμεῖς, ἅμα μέν τό τῶν πολλῶν πρός τό γράφειν καί διδάσκειν ἄλλους αὐτοπροβλήτως αὐθόρμητον ἀναστέλλοντες, ἅμα δέ καί τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας, καί πλέον δῆτα τῶν ἁπλουστέρων φροντίζοντες, οἷσπερ οὐχ ικανόν τροφίμου βοτάνης διακρίνειν τό κώνειον˙ ἐπεί διά τινων μοναχῶν προσελεύσεως τῇ κατά τό Ἱερόν τοῦ κυροῦ Νικολάου λεγομένῃ ἐνασχολουμένων μονῇ, συγγράμματά τινα ἐφευρίσκεσθαι τοῦ τόν βίον ἤδη καταλιπόντος Κωνσταντίνου ἐκείνου τοῦ Χρυσομάλλου ἀνεδιδάχθημεν˙ οἷς δῆτα καί αὐτούς ἐντυχόντας οὐ μετρίως σκανδαλισθῆναι διά πολλήν τινα τήν ἐμφερομένην αὐτοῖς ἐρεσχελίαν ἅμα καί ἀτοπίαν, ὡς ἔλεγον˙ διαδίδοσθαι δέ ἤδη καί πρός πολλούς τά τοιαῦτα, ὥς τινα μᾶλλον τῶν ὠφελεῖν δυναμένων καί πρός βίον ῥυθμίζειν τούς πολλούς ἀκριβέστερον˙ διά φροντίδος ὅτι πολλῆς τό πράγμα ποιήσαντες, καί άπό τῶν τά τοιαῦτα κεκτημένων συγγράμματα τάς προσούσας τούτοις βίβλους ἀναλαβόμενοι, ἀνεμάθομεν γάρ ἀνερευνήσαντες μίαν μέν εἶναι παρά Πέτρῳ τινί μονάζοντι καί τῇ τοῦ ἁγίου Ἀθηνογένους προκαθημένῳ μονῇ, ἑτέραν δέ παρά Γεωργίῳ προέδρῳ τῷ λεγομένῳ Παμφίλῳ, ἐτέραν δέ πάλιν τήν παρά τῶν δηλωθέντων μοναχῶν τῶν τά περί τούτου προσαγγειλάντων προσαχθεῖσαν ἠμῖν, ἥν καί ἀναλαβέσθαι ἐξεῖπον ἀπό τοῦ ἐν τῇ τοῦ Γηροκομείου μονῇ μονάζοντος Εὐθυμίου. Ταύτας οὖν τάς τρεῖς συμφορήσαντες, τά μέν αὐτά καί παρά ταῖς τρισίν ὡς ἐκ μεταγραφῆς ἐμφερόμενα συγγράμματα εὕρομεν, πλείονα δέ τῶν δύο τά παρά τῷ Πέτρῶ ἐφευρέθησαν, ὡς τά μέν ἐν ταῖς δυσίν ἐκείναις εἰς πεντήκοντα πρός τοῖς διακοσίοις τά ὅλα συμποσοῦσθαι κεφάλαια˙ οὕτω γάρ ἡ διδασκαλία τῷ συγγραφεῖ ἐν κεφαλαίων διαιρέσει συντέθειται.
Πολλά δέ τῶν ἐμπεριεχομένων ταύταις καί ἰδίᾶ κατασκοπήσαντες καί συνοδικῶς ἐξετάσαντες, οὐκ ἐρεσχελιῶν μόνον καί καινολογιῶν ἁπλῶς καί μωρολογιῶν, ἀλλά καί αἱρέσεων προφανῶς ἀνάμεστα εὕρομεν, καί πλέον τῶν ἄλλων Ἐνθουσιαστῶν τε καί Βογομήλων. ἵνα γάρ τἄλλα παρῶμεν τά τε παρά τήν ἐκκλησιαστικήν συνήθειαν δηλαδή καί παράδοσιν ἐκ κοιλίας τούτῳ ἐξερευχθέντα καί ὑπό τῆς ἐαυτοῦ διανοίας ἀναπλασθέντα της κακοδαίμονος, καί ὅσα πρός καταδρομήν ἐκείνῳ καί ὕβριν κατά χριστιανοῦ παντός ἐνεγράφησαν, ὅσα τε πάλιν πρός ἀτιμίαν ἀρχῆς ἁπάσης καί περιφρόνησιν, τῷ Σατανᾶ προσκυνεῖν ἀποφλυαρήσαντι τούς ὁποιῳδήτινι ἄρχοντι τιμήν ἤ προσκύνησιν ἀπονέμοντας.
Ἀλλά τό λέγειν βαπτισθέντα πάντα χριστιανόν, διά τό ἐν νηπιότητι κατά τήν κρατοῦσαν συνήθειαν, ἀκατηχήτως ὥς φησι βαπτίζεσθαι, μηδέ χριστιανόν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ κἄν ὀνομάζοιτο, ἀλλά κἄν τινας ᾖ τῶν ἀρετῶν κατορθώσας, ὡς ἐθνικόν κατορθοῦν˙ καί μηδέ δεῖν ἀναγινώσκειν αὐτόν τούς λόγους τῆς διδασκαλίας τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά πρότερον κατηχηθῆναι καί μυηθῆναι καί μεταστοιχειωθῆναι, τουτέστι μεταστῆναι ἀπό τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ.
Καί τό λέγειν πάλιν ὅτι ὅσοι οἱ ὀνομαζόμενοι χριστιανοί μή συνήκασι τήν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ἑαυτῶν ἀναστοιχείωσιν, κἄν εἰς ἀρχιερατικόν βαθμόν κατηντήκασι, κἄν πᾶσαν τήν θεόπνευστον γραφήν ἐπί γλώττης φέρουσι καί διδάσκουσιν, εἰς τήν φυσιοῦσαν αὐτούς γνῶσιν ἐναβρυνόμενοι, οὐδέν ὠφελήθησαν εἰ μή κατηχηθέντες αὖθις ἀναστοιχειώσεως τύχωσι καί μορφώσεως τῶν ψυχικῶν αὐτῶν ἕξεων μυστικῆς διά μεσιτείας καί ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἐπιγνωμόνων οἰκονόμων τοῦ μεγάλου τούτου μυστηρίου καί τῆς ἱερᾶς γνώσεως ἐπιστημόνων.
Καί ἐν ἑτέρῳ πάλιν κεφαλαίῳ προστιθέναι ὅτι ὅστις οὐ νοερᾷ αἰσθήσει νοερῶς αἰσθάνεται ποιοῦντος ἐν αὐτῷ τοῦ Θεοῦ τό θέλημα αὐτοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς κενόν κοπιᾷ, καί ὅτι τῷ ἀκατηχήτῳ χριστιανῷ μετανοοῦντι καί ἐξομοόγουμένῳ τά μετά ἅγιον βάπτισμα ἁμαρτήματα οὐδέν ὄφελος δεσμά καί φάρμακα θεραπευτικά, ἀλλά διδαχῆς χρεία καί μυήσεως καί πίστεως.
Καί πάλιν ὡς ἐάν χριστιανός βαπτισθείς οὐκ ἐδυναμώθη ἀπό ἀσθενείας καί τῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν ῥοπῆς, πορευθείς πρότερον ἐνδυναμωθήτω διά πίστεως καί χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν οἰκονόμων τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ ἥτις ἐκ πίστεως χαρίζεται, οὐκ ἐξ ἔργων.
Ἔτι δέ καί τό λέγειν τούς ἀληθεῖς παρ' ἐκείνῳ χριστιανούς μηδέ νόμοις ὑποκεῖσθαι, ὡς μετά τό φθάσαι εἰς μέτρον τῆς κατά Χριστόν ἡλικίας μηκέτι δύνασθαι εἶναι ὐπό νόμον, ἀλλ' ὡς δυνατόν ποιεῖν τά τοῦ νόμου φύσει.
Καί τό δογματίζειν τάς μετά τό ἅγιον βάπτισμα τοῖς κακίας λογισμοῖς ἐπηρεαζομένας ψυχάς μή δύνασθαι τούτων ἐλευθερωθῆναι, ἐι μή διά τῶν ἐπισκευαστῶν ἀγαθῶν καλουμένων ἀνοήτως, μήτε εἰς ἐκκλησίαν εἰσιέναι, μήτε ψάλλειν, μήτε προσεύχεσθαι, μήτε Χριστόν ὀνομάζειν, μήτε τι τῶν χριστιανῶν ἐπιτελεῖν.
Ἀλλαχοῦ δέ, μήτε μετιέναι τινά ἀρετήν πρό τοῦ τήν καλήν ἀλλιωθῆναι ἀλλοίωσιν, διά τό ἀποστρέφεσθαι ταῦτα τόν Θεόν καί μισεῖν˙ δαίμοσι γάρ ἐοικέναι τούς ταῦτα κατορθοῦντας, καί ὁμολογοῦντας μέν διά τόν Θεόν κατορθοῦν, ἀλόγως δέ, ὥς φησι, ταῦτα ποιοῦντας.
Καί ἵνα συντέμωμεν τά πολλά, τό ἐν διαφόροις κεφαλαίοις αὐτόν ἀποφαίνεσθαι μηδέν τι τούς χριστιανούς ὠφελείσθαι, κἄν πᾶσαν έργἀσωνται ἀρετήν καί κακίαν πᾶσαν ἐκκλίνωσι, κἄν διά τόν Θεόν ταῦτα ποιῶσιν, εἰ μή νοεράν αἴσθησιν τοῦ θείου Πνεύματος δέξονται φυσικῶς τε καί ἀνωδύνως ἐν αὐτοῖς ἐνεργούντος τό ἀγαθόν καί ἀκινήτους πάντῃ ποιοῦντος πρός τό κακόν.
Νομοθετεῖν δέ καί, ἐάν μή τοιοῦτον ἐν συνασθήσει δέξωνται φωτισμόν οἱ ἀναγεννώμενοι ὡς ἐν τῷ ψάλλειν ἀκλινῆ τε ἔχειν τό νοῦν καί ἀμετακίνητον, συνιέναι δέ καί τήν τῶν ψαλλομένων πάσαν διάνοιαν, μη΄δε ψάλλειν ὅλως τούτους μηδέ προσεύχεσθαι, ἀλλά μηδέ ὡς πιστούς εἰς ἐκκλησίαν εἰσέρχεσθαι, ἄχρις ἄν διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης κατηχήσεώς τε πάλιν καί μυήσεως μύρων τε χρίσεως ἀναστοιχειωθέντες τῆς τοῦ θείου Πνεύματος ἐν αὐτοῖς δυνάμεώς τε καί ἐνεργείας αἴσθησιν δέξωνται.
Ἀλλά καί τό τά αὐτά ἀξιοῦν καί περί τῆς ἀποκάρσεως καί τόν ἀποκειρόμενον λέγειν ἀνωφελῶς καί αὐτόν ἀποκείρεσθαι, εἰ μή ἐν νοερᾶ αἰσθήσει, καί οὐκ ἐν πίστει τῆς χαριζομένης αὐτῷ αἰσθητῶς τοῦ Πνεύματος χάριτος καί τῆς δι' αὐτῆς ἀλλοιώσεως καί μεταστοιχειώσεως, ὡς μηκέτι ἤ θέλειν ἠ δύνασθαι ἁμαρτάνειν.
Πρός δέ καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν ὡς πᾶς χριστιανός δύο ἔχει ψυχάς, τήν μέν αὐτῶν ἀναμάρτητον, τήν δέ ἁμαρτητικήν˙ εἰ δέ μίαν ἔχει ψυχήν, χριστιανός οὔπω ἐγένετο.
Πῶς οὐχί τά τοιαῦτα τῶν δηλωθειςῶν αἱρέσεων ἴδια; Τό μέν γάρ νοεράν αἴσθησιν ἤ αἰσθητήν πάλιν νόησιν ἤ καί μόνον αἴσθησιν, ὡς ἐν ἄλλοις φησί, καί ἔλλαμψιν καί ἀποκάλυψιν καί ἐπίγνωσιν τοῦ Πνεύματος ἀπαιτεῖν αὐτόν τούς βαπτιζομένους, ἤ μήν ἀνόητον εἶναι λέγειν τούτοις τό βάπτισμα κἄν εἰ καί πᾶν ἀγαθόν μετέρχοιντο, τῆς τῶν Ἐνθουσιαζομένων πάντως αἱρέσεως, ἀποκαλύψεις θείας φανταζομένων εἰσδέχεσθαι ταῖς τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐξαπατήσεσι.
Τό δέ γε μετά τό θεῖον βάπτισμα τούς βαπτιζομένους, διά τό ἀκατηχήτως, ὥς φησιν, αὐτούς ἀναγεννηθῆναι, τοτέστι πάντας ἡμᾶς τούς χριστιανούς μέχρι διδασκάλων καί ἱερέων καί ἀρχιερέων αὐτῶν δεῖσθαι πάλιν ἐξ ἀρχῆς κατηχήσεως καί μυήσεως καί ἀναστοιχειώσεως διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης τελεσιουργήσεως καί τῆς τῶν χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν ἐπιστημόνων οἰκονομῶν τῆς μυστικῆς ταυτης χάριτος, οὕς καί μετά πάσης σπουδῆς ἀνερευνᾶν ἀπαιτεῖ, σπανίως εὑρισκομένους τούς μόνους δυναμένους ἀνακαινίζειν τούς προσιόντας καί θείας χ΄ριτος μετίχους ποιεῖν, τῆς τῶν Βογομήλων ἅγιον βάπτισμα καί δεύτερον εἰσαγόντων τό ἑαυτῶν τελειοποιόν καί παρεκτικόν θείου Πνεύματος.
Ἀλλά καί τό ἤ δύο ψυχάς τόν χριστιανόν ἔχειν, ὥς φησιν, ἤ μή εἶναι χριστιανόν, οὕτω ῥητῶς ὑπό τῆς τῶν Μασσαλιανῶν ἤτοι Βογομήλων παμβεβήλου θρησκείας δογματιζόμενον εὕρηται.
Οὐκ ἐκ τούτων οὖν μόνον – ταῦτα γάρ ὥσπερ τι μικρόν γεῦμα παμπλήρους πίθου, ἤ ὅλου ὥς φασιν ὑφάσματος κράσπεδον ἡμῖν ἐνταῦθα παρείληπται - ἀλλά καί μυρίων τῶν ταῖς βίβλοις ἐνεσπαρμένων, τό σαπρόν τῆς γραφῆς καί πυρός ἄξιον καί ἀφανισμοῦ τελείου κατειληφότες, τάς μέν βίβλους αὐτάς καί πυρί παραυτίκα δοθῆναι διωρισάμεθα, καί ἀναθέματι πάντας τοῦς φρονοῦντας οὕτω καθυποβάλλομεν, διοριζόμεθά τε πᾶσι κοινῶς μηδένα μήτε τολμᾶν νέας ἐκτιθέναι διδασκαλίας αὐτοχειροτονήτως ὥσπερ ἑαυτῷ περιτιθέντα τό τῆς διδασκαλίας αξίωμα˙ μήτε μήν παρ' οὑτινοσοῦν ὁποιονδήποτε νέον καινοφανές αναγινώσκεσθαι σύγγραμμα μή φθάσαν ἐπιγνωσθῆναί τε τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, καί δοκιμασθέν πρότερον, ἐπικριθῆναι ὡς εὐσεβές καί ὠφέλιμον˙ μάλιστα μέν τοιγε πάντων τά δηλωθέντα ταῦτα καί λεγόμενα εῖναι τοῦ Χρυσομάλλου συγγράμματα˙ καί οὐκ αὐτά δέ μόνον τά εὑρεθέντα, ἀλλ' εἰ καί τινες ἄλλαι εὑρίσκονται γραφαί ἐκείνου οἱαιδήτινες, μηδένα μήτε ἔχειν παρ' ἑαυτῷ, μήτε ἀναγινώσκειν ὅλως ταῦτα˙ τόν γάρ μετά τήν παροῦσαν σημείωσιν κεκτημένον τι τούτων καί ἀναγινώσκοντα ἤ φρονοῦντα ἤ ὁπωσδήποτε ἀντεχόμενον ἤ καί διδάσκοντα ἤ καί συνειδότα ἕτερον ἔχοντα ταῦτα καί κατ' αὐτά φρονοῦντα καί συγκαλύπτοντα, ασυγγνώστως αὐτόν, ὡς ταῖς δηλωθείσαι ἐνισχημένον αἱρέσεσι παρά μέν ἐκκλησίᾳ πάςῃ ὑπό ἀνάθεμα γίνεσθαι, παραδίδοσθαι δέ καί τοῖς τά πολιτικά διέπουσιν ἄρχουσιν, ὥστε καί παρ' αὐτῶν νομίμως ὑποσχεῖν εὐθύνας.
Ἐπεί δέ τούτων οὕτω παρ' ἡμῶν πραχθέντων τε καί διορισθέντων συνοδικῶς ἐνώπιον καί τῶν παρ' οἷς αἱ βίβλοι ἐφεύρηνται, ἤγουν τοῦ τε μοναχοῦ Πέτρου καί τοῦ Παμφίλου, δέον ἦν καί τούτους ἐρωτηθῆναι εἴτε τούτων ἀντέχονται, εἴτε μήν ὡς ἐσφαλμένων καί ἀσεβῶν καταπτύουσι καί τά ὀλισθηρά τούτων ἀναθεματίζουσι δόγματα, μηδέν τι πλέον ἐπί τούτοις φρονεῖν τῶν συνοδικῶς σήμερον διαγνωσθέντων ἡμῖν, ἀκουόντων πάντων, ἀπεστομάτισαν, ἀλλ' εἰ καί πρότερον παρ' ἑαυτοῖς εἶχον τάς βίβλους, καί τά ἐν αὐτοῖς ἀσυντηρήτως καί ἀπεριμερίμνως ἀναγινώσκοντες ὡς καλῶς ἔχοντα παρεδέχοντο, ἀλλά νῦν ἐξεταστικώτερον ταῦτα καί αὐτοί ἰδόντες ἀναγνωσθέντα καί καλῶς ἀποδοκιμασθέντα κατανοήσαντες, συγγνώμην τε ἐξαιτεῖν ὡμολόγουν ἐφ' οἷς τοιαύτην μεχρι του νῦν ἠγνόησαν ἄγνοιαν, ἀγαθῇ προλήψει καί στοργῇ φιλικῇ τῇ πρός ἐκεῖνον ἡττωμένους καί τοσοῦτον τό ἀπό τοῦδε τῶν τοιούτων ἀφίστασθαι ὡς καί εἰς ἐπήκοον πάντων διηνεκεῖ ἀναθέματι ταῦτά τε τά συγγράμματα καί τόν συγγραψάμενον καί τόν οὕτω φρονοῦντα καί καθυποβάλλειν.
Δεξάμενοι γοῦν καί ἡμεῖς τήν τούτων ὁμολογίαν τε καί διάθεσιν δι' ὅν ἐποιήσαντο τῶν δηλωθέντων ἀσεβῶν συγγραμμάτων ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς συνόδου ἀναθεματισμόν καί τήν ἐγκάρδιον τούτων, ὡς διαβεβαοῦνται, κατάγνωσιν, μετά δακρύων τήν συγγνώμην αἰτούμενοι, τῷ μέν Παμφίλῳ τάς ἀναγεγραμμένας ποινάς πρός τό μηκέτι τοιοῦτόν τι φρονεῖν ἠ ἀνθέξεσθαι τούτων ἐπηπειλησάμεθα˙ τόν δέ μοναχόν Πέτρον ἀσύμφορον εἶναι κρίναντες κατάρχειν ἄλλων τό ἀπό τοῦδε, διά τε τό τῆς συνειδήσεως τῶν πολλῶν ἠδη κεκαυτηριασμένον ὅσον τό ἐπ' αὐτῷ καί ὅν μέλλουσι ἔχειν σκινδαλμόν καί τό ὕποπτον, ἔτι δέ καί τό τούτου ἀνίκανον – πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην ἀγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς; - ἐν ἑτέρᾳ σταλῆναι τοῦτον μονῇ καί ὑπό ἀρχγόν μᾶλλον εἶναι ἄλλον καί καθηγητήν τετυπώκαμεν, ἐπειδή καί τῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος καί πάσης τῆς ἀρχιερατικῆς ὁμηγύρεως προεκυλινδοῦτο ποδῶν.
Ταῦτα παρεκβληθέντα καί συνηθῶς πιστωθέντα ἐπεδόθη.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τους κώδικες Barocciano 205, f. 521-523v & Patmiaco S. Joannis 366, f. 335-337)
[1] Μόνο στον Τιμόθεο Κωνσταντινουπόλεως, Περί τῶν προσερχομένων τῇ Ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ (PG 86A,48).
[2] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων 98.
[3] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία XXVI (PG 130,1273B): «Κατά τούς χρόνους Οὐαλεντινιανοῦ καί Ουάλεντος ἡ τῶν Μασαλιανῶν ἐβλάστησεν αίρεσις».
[4] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 120. Επίσης Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.2 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 229}. Επίσης, Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52 (ed. René Henry, Paris 1959, I 36).
[5] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.6 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 230}. & Ι. Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 150.
[6] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.8 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 231}. & Ι. Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 175.
[7] Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52.
[8] «Ὅρος τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς ἐν Ἐφέσῳ κατά τῶν δυσεβῶν Μεσσαλιανιτῶν ἤ γοῦν Εὐχιτῶν» ACO I-1-7 ed. E. Schwartz (Berlin 1929), 117-8.
[9] PG 86A,48A.
[10] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’: «Κεφάλαια τοῦ τῶν Μασσαλιανῶν δυσσεβοῦς δόγματος ἀναληφθέντα ἐκ βιβλίου αὐτῶν».
[11] Synodikon Orientale ou Recueil de Synodes Nestoriens, ed. J. B. Chabot NEMBN 37 (1902), 115-6 (κείμενο) 374-375 (μετάφραση).
[12] Ed. M. Kmosko in PS I 3, Paris 1926, Appendix I no XXVII-XXVIII & XXX-XXXI.
[13] Bar Hebraeus, Candélabre des sanctuaires, ed. Kmosko, p. CCLXXI.
[14] "Hymni contra Haereses" 22, 4, ed. E. Beck, CSCO 169, 1957, p. 79.
[15] Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52, εκδ. Ιγνάτιος Σακαλής ΕΠΕ (2001) τ. 5 σελ. 74.
[16] K. Fitschen, Did ‘Messalianism’ exist in Asia Minor after A.D. 431?, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 352-5.
[17] Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών PG 121,560C & 596C.
[18] Άννα Κομνηνή, Αλεξιά Χ 1.6, ed H-G. Beck-A. Kambylis-R. Keydell CFHB XL/1 (2001), 282-3.
[19] J. Darrouzès, Documents inèdits d’ ecclésiologie byzantine, Paris 1966, 305.
[20] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ α, & Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών α (PG 86A,48b).
[21] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ β.
[22] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130,1285A): «Λέγουσιν ὅτι συνοικοῦσιν ἐν τῷ ἀνθρώπω τό Πνεῦμα τε τό ἅγιον καί ὁ δαίμων. Ἀλλά πῶς συνοικήσουσιν ἀλλήλοις Θεός καί δαίμων, τό καθαρώτατον καί πάντων ἀκαθαρτότατον;τό φῶς καί τό σκότος; οἱ κατά διάμετρον ἀλλήλοις ἐχθραίνοντες; Ὅπου γάρ ἐπιδημήσει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, δραπετεύει πᾶς δαίμων φεύγων ὀξέως καί ἀμεταστρεπτί, καθάπερ από πυρός. Θεός μέν γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ εἰ δέ Θεός καί πῦρ καταναλίσκον τήν τῶν δαιμόνων ἰσχύν. καί τό μέν σκότος λύεται τῇ παρουσίᾳ τοῦ φωτός, ὁ δέ πονηρός δαίμων ἐλαύνεται βασανιζόμενος τῇ ἐνοικήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ τοῖς μέν ἄγαν ἐναντίοις οὐκ ἔστιν συνοίκησις˙ φθείρεται γάρ ἤ εξωθείται τό ἀσθενέστερον.»
[23] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ γ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1284D): «Λέγουσιν, ὅτι οὐδ’ οἱ ἀπόστολοι τῆς ἐξουσίας τῶν δαιμόνων ἦσαν ἐλεύθεροι˙ Βαβαί τῆς ἀναισχύντου βλασφημίας! Οἱ τούς δαίμονας τῶν ἐνεργουμένων ἀπελαύνοντες οὐκ ἦσαν ἐλεύθεροι τῆς τῶν δαιμόνων ἐπικρατείας; Καί πῶς ἐδίωκον οἱ δουλεύοντες τούς ἐξουσιάζοντας; οἱ λαβόντες ἐξουσίαν παρά τοῦ Σωτήρος μή τά δαιμόνια μόνον ἐκβάλλειν, ἀλλά καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν καί πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων ἐπί πᾶσαν τε δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ;»
[24] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ δ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού PG 130,1276D, & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών β (PG 86A,48B): «Λέγουσιν ὅτι μόνη ἡ ἐκτενής προσευχή διώκει δύναται τοῦτον τόν δαίμονα˙ διά χρέμψεως καί ἀποπτύσεως τοῦ προσερχομένου, φυγαδευομένου δε τούτου τοῦ δαίμονος ὡς καπνοῦ ὁρωμένου, ἤ ὡς ὄφεως, ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαι˙ καί ὅτι τούτου γινομένου, παρουσία λοιπόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπί τόν προσευχόμενον γίνεται, αἰσθητῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοιτῶντος καί ὁρωμένου.»
[25] PG 130,1273C.
[26] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ε & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1277A).
[27] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ στ.
[28] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ζ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1277B): «Τούτου (του δαίμονος) δέ ἀπελαθέντος, ἐπιφοιτᾶν αἰσθητῶς καί ὁρατῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιοςν τήν οἰκίαν παρουσίαν σημαῖνον, καί τό σῶμα τῆς των παθῶν κινήσεως ἐλευθεροῦν, καί ἀπάθειαν χαρισόμενον.»
[29] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ η & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών δ (PG 86A,48B): «Λέγει ὅτι μετά τήν λεγομένην παρ’ ἐκείνοις ἀπάθειαν, τοιαύτης αἰσθάνεται ἡ ψυχή κοινωνίας γινομένης αὐτῇ παρά τοῦ οὐρανίου Νυμφίου, οἴα αἰσθάνεται ἡ γυνή ἐν τῇ συνουσίᾳ τοῦ ἀνδρός.»
Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1285C): «Λέγουσιν, ὅτι μετά τήν παρά τοῖς τελείοις αὐτῶν ἀπάθειαν τοιαύτης αἰσθάνεται ἡ ψυχή τούτων κοινωνίας ἐγγινομένης αὐτῇ παρά τοῦ ἐπουρανίου νυμφίου, οἴας αἰσθάνεται γυνή συνουσιάζοντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός. Ὥ τῆς προδήλου φρενοβλαβείας! εἰ τήν ἀγνοτάτην καί ἀπαθεστάτην τοῦ Σωτῆρος ἕνωσιν ἐμπαθεστάτην ἡδυπάθειαν οἵονται, καί καθυβρίζουσιν ἡδονῇ ῥεύσεως παιδογόνων μορίων τολμηρῶς αὐτήν παρεικάζοντες.»
[30] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ θ.
[31] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ι.
[32] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ια.
[33] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιβ.
[34] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιγ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1285B): «Λέγουσιν, ὅτι φύσει τά κακά, τουτέστιν αἱ ἁμαρτίαι. Προς οὕς ἀντιλέγομεν, Εἰ φύσει τά τοιαῦτα κακά, τῆς φύσεως δέ δημιουργός ὁ Θεός, αἴτιος ἄρα κακῶν ὁ Θεός, καί οὔτε κρίσις, οὔτε κόλασις ἔσται τῶν ἁμαρτανόντων, καθώς ἀνωτέρω προδεδήλωται… Εἰ δέ κρίσις ἔσται τῶν ἁμαρτανόντων, οὐ φύσει τά κακά, τουτέστιν αἱ ἁμαρτίαι. Εἰ δέ μή φύσει, προαιρέσει πάντως, καί ῥᾳθυμίᾳ, δι’ ἥν κατακρίνονται, καί κολάζονται πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἁμαρτίας.»
[35] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιδ.
[36] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιε & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1276C).
[37] Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ζ (PG 86A,49Α).
[38] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιστ.
[39] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιζ.
[40] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιη.
[41] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.7 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 231}. Μετάφραση Π. Παπαευαγγέλου, Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, ΕΠΕ (1991) τ.2 σελ. 277-9: «Καμιά ωφέλεια δεν επέρχεται από το βάπτισμα σ’ αυτούς που αξιώνονται να το δεχθούν, και ότι μόνη η σπουδαία προσευχή εκδιώκει τον δαίμονα που κατοικεί μέσα τους. Γιατί ο καθένας από αυτούς που γεννιούνται, έλεγε, σέρνει από τον προπάτορα όπως ακριβώς την φύση, έτσι και την υποδούλωση στους δαίμονες˙ αυτά απομακρύνονται μόνο με σπουδαία προσευχή, και επιφοιτά το πανάγιο Πνεύμα, δείχνοντας την παρουσία του κατά τρόπο αισθητό και ορατό, ελευθερώνοντας το σώμα από την κίνηση των παθών και απαλλάσσοντας την ψυχή τελείος από την κλίση προς τα χειρότερα, ώστε να μην έχει πλέον ανάγκη ούτε από νηστεία, που καταπιέζει το σώμα, ούτε από διδασκαλία που το χαλιναγωγεί και το εκπαιδεύει να βαδίζει πειθαρχημένα. Και δεν απαλλάσσεται μόνο από τα σκιρτήματα του σώματος εκείνος που θα το κατορθώσει αυτό, αλλά προβλέπει καθαρά καί τα μέλλοντα και βλέπει με τα μάτια του την θεία Τριάδα.»
[42] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1273D) & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών στ’ (PG 86A,49Α).
[43] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1276Α): «Λέγουσιν, ὅτι τρέπεται καί μεταβάλλεται ῥᾳδίως ἡ θεία φύσις προς ὅ ἄν βούλοιτο, ἵνα συγκραθῇ ταῖς ἀξίαις αὐτῇ ψυχαίς. Καί μην τῶν κτιστῶν ἡ τροπή. Πᾶν γάρ κτιστόν καί τρεπτόν. Ὧν γάρ τό εἶναι ἀπό τροπῆς ἤρξατο, τουτέστιν ἀπό τοῦ μή εἶναι, ταῦτα πάντος τῇ τροπῇ ὑποκείσεται ἤ φθειρόμενα, ὡς τά ἐγκόσμια, ἤ κατά προαίρεσιν ἀλλοιούμενα, ὡς ἄγγελοι καί ψυχαί, κατά τε τήν ἐπί τό καλόν προκοπήν, καί τήν ἐπί τό κακόν κίνησιν. Ἐπί δέ ὁ Θεός ἄκτιστος, πάντως καί ἄτρεπτος. Ὧν γάρ τό εἶναι ἐνάντιον, τούτων καί ὁ τοῦ πῶς εἶναι λόγος ἐνάντιος. Καί καθ’ ἕτερον δέ λόγον ἡ μέν τροπή κινήσεως εἶδός ἐστι, προσηκοῦσα τοῖς κτιστοῖς˙ ὁ δέ Θεός κατά φύσιν ἀκίνητος ἐστι, καί ὑπέρ τήν παρά τοῖς φιλοσόφοις ἐξαχῆ κίνησιν, ὡς ἄποσος καί ἄποιος, κατά τε ἀρχήν καί τέλος. Εἰ δέ ἄτρεπτος κατά φύσιν ὁ Θεός, πάντως καί αμετάβλητος.»
[44] Μέγας Φώτιος, Μυριόβιβλος 52 {ed. R. Henry (1959) I 39}.
[45] E. Honigmann, Patristic Studies, Studi e Testi 173( Citta del Vaticano 1953) 114.
[46] G. D. Prosser, A Defence of Icons during the Messalian Controversy, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 446-7.
[47] Reinhart Staats, Photios and the Synodikon of Orthodoxy in opposition to mystical and prophetic heresies, The Patristic and Byzantine Review 2 (1983), 172.
[48] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών θ (PG 86A,49Β): «Λέγουσιν ὅτι μετά τήν τοῦ δαίμονος τούτου τοῦ συνουσιωμένου τοῖς ἀνθρώποις, διά τῆς χρέμψεως τε καί ἀποπτύσεως γινομένης δίωξιν, οὐκέτι δεῖται νηστείας, ἤ ἄλλης ψυχικῆς ἤ σωματικῆς εγκρατείας ὁ ἄνθρωπος προς παιδαγωγίαν τοῦ σώματος˙ ἀλλ’ οὐδέ διδασκαλίας τήν ψυχήν ρυθμιζούσης˙ ὡς καί τοῦ σώματος ἠλευθερωμένου τῆς τῶν παθῶν ἐπικρατείας, καί τῆς ψυχῆς μηκέτι δεκτικῆς οὔσης τῆς ἐπί τά χείρω ῥοπῆς˙ ὥς καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἐν ἀπαθείᾳ λοιπόν γινομένων.»
[49] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ι (PG 86A,49Β-C).
[50] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιδ (PG 86A,49D-51A).
[51] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιζ (PG 86A,52Β).
[52] Επιφάνιος, Πανάριον LXXX 3.4: «Δῆθεν εἰς Χριστόν πεπιστευκέναι λέγοντες, ὡς ἀποταξάμενοι τῷ κόσμῳ καί τῶν ἰδίων ἀνακεχωρηκότες, ὁμοῦ δέ ἀναμίξ ἄνδρες ἅμα γυναιξί καί γυναῖκες ἅμα ἀνδράσιν ἐπί τό αὐτό καθεύδοντες, ἐν ῥύμαις μέν πλατείαις, ὁπηνίκα θέρους ὥρα εἵη, διά τό μή ἔχειν, φησί, κτῆμα ἐπί τῆς γῆς, ἀκώλυτοι δέ εἰσι καί ἐκτείνουσι χεῖρας μεταιτεῖν ὡς ἀβίωτοι καί ακτήμονες.»
[53] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1288D).
[54] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιη (PG 86A,52Β).
[55] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιβ (PG 86A,49C).
[56] Ι. Δαμασκηνού, Περί Αιρέσεων π’: «Τούτοις προσετίθεσαν τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θυσιαστηρίων ὑπεροψίαν, ὡς δέον τούς ἀσκητάς, ἐκκλησιαστικαῖς μέν μή παραμένειν συνάξεσιν, ἀρκεῖσθαι δέ ταῖς ἐν τοῖς εὐκτηρίοις αὐτῶν εὐχαῖς».
[57] Θεοφάνους, Χρονογραφία,ed. B. G. Niebhur, CSHB 43 (1836), 99.9: «Ῥωμαίων βασιλέως Οὐάλεντος ἔτος α’. Τούτῳ τῷ ἔτει ἡ τῶν Μεσσαλιανῶν αἵρεσις, ἤγουν Εὐχητῶν, καί Ἐνθουσιαστῶν, ἀνεφύη. οὗτοι ψάλλοντες κυμβαλίζουσι καί κροταλίζουσι τά παρά τῷ Δαβίδ παχέως ἐκλαμβάνοντες καί ἀνοήτως.»
[58] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1276D-1277A). Για την εξέταση του θέματος Antoine Guillaumont, Le Baptème de Feu chez les Messaliens, εν Mèlanges d’ Histoire des Religions, δωρητήριο στον Charles-Henri Puech, Paris 1974.
[59] G. D. Prosser, A Defence of Icons during the Messalian Controversy, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 447.
[60] Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά V 21.
[61] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.7.
[62] Μαξίμου Ομολογητού, Α’ Εκατοντάδα προς Θαλάσσιον 31 (Φιλοκαλία, εκδ. Περιβόλι της Παναγιάς, τ.2 σελ. 108).
[63] Μακαρίου, Ομιλία 2.4 (PG 34.465) & Περί ελευθερίας νοός 21-22 (PG 34.956-957).
[64] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.6: «Πράγματι ο μέν σοφός εις τα θεία Μάξιμος, συμφώνως προς τον μέγα Μακάριον καί όλους τους άλλους αγίους, όπως εξεθέσαμεν προηγουμένως εις την Περί Θείου Φωτός πραγματεία μου λέγει ότι ο αρραβών της μελλούσης επαγγελίας, η χάρις της υιοθεσίας, η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος είναι φως της υπεραρρήτου δόξης εποπτευόμενον από τους αγίους, φως ενυπόστατον, άκτιστον, πάντοτε υπάρχον εκ του πάντοτε ανεπινοήτως υπάρχοντος, φανερούμενον εις τους αξίους και φανερώνων εις αυτούς τον Θεόν δι’ εαυτού, τώρα μεν εν μέρει, εις τον μέλλοντα αιώνα τελειότερον.» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ τ.2 σελ. 579)
[65] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.11.
[66] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία Α’ εις την Μεταμόρφωσιν 15-16 (PG 96,569A-B).
[67] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία Α’ εις την Μεταμόρφωσιν (PG 96,557C).
[68] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.22: «Το τοιούτο λοιπόν φως σου φαίνεται ξένον προς την θεότητα, σύμβολον αισθητόν, κτιστόν και δι’ αέρος ορατόν; Αλλ’ ότι δεν είναι ξένον, αλλά φυσικόν της θεότητος, άκουσε πάλιν τον σοφόν εις τα θεία Δαμασκηνόν να λέγη, “δεν έλαβεν επίκτητον το ωράισμα της θείας δόξης, όπως ο Μωυσής, αλλ’ από την έμφυτον θείαν δόξα και λαμπρότητα”, και πάλιν, “κατά τον μέλλοντα αιώνα θα είμεθα πάντοτε μαζί με τον Κύριον, βλέποντες τον Χριστόν αστράπτοντα με το φως της θεότητος˙ τούτο το φως είναι νικητής έναντι ολοκλήρου της φύσεως˙ και πάλιν, “ποσλαμβάνει τους κορυφαίους αποστόλους ως μάρτυρες της οικείας δόξης και θεότητος, αποκαλύπτει δε εις αυτούς την οικείαν θεότητα” την επέκεινα όλων την μόνην υπερτελή και προτέλειαν.» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 607)
[69] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.26: «Προς τούτοις ονομάζεις την χάριν της θεώσεως επίσης φυσικήν έξιν, δηλαδή ενεργοποίησιν και φανέρωσιν φυσικής δυνάμεως, αφ’ ότου περιέπεσες πράγματι εις την απάτην των Μασσαλιανών, χωρίς να το γνωρίζης˙ διότι ο θεούμενος θα είναι αναγκαιότατα φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνεται κατά φυσικήν δύναμιν και είναι καμωμένη να εμπεριέχεται εις τους όρους της φύσεως. Μη αποδίδεις λοιπόν εις τους σταθερά ιστομένους την ιδικήν σου εκτροπήν και μη επιχειρής να επιρρίψης μομφήν εις τους αμωμήτους ως προς την πίστιν, μεταβιβάζων τα αληθώς ιδικά σου ίσχη εις τους άλλους, μάλλον δε ψευδολογών εις βάρος εκείνων ότι τα έχουν.» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 607)
[70] L. Villecourt, Homèlies spirituelles de Macaire en arabe sous le nom de Siméon Stylite, Rev. d’ Or. Chrét. 21 (1918) 337-44 – St Macaire, les opuscules ascétiques et leur relation avec les Homélies Spirituelles, Musèon 35 (1922) 203-212.
[71] G. L. Marriott, The Messalians and the discovery of the Ascetic Book, Harvard Theological Review 19 (1925), 244-260.
[72] H. Dörries, Symeon von Mesopotamien, Die Ueberlieferung des messalianischen Makarios-Schriften, Leipzig 1941.
[73] R. Staats, Gregor von Nyssa und die Messalianer, Berlin 1968.
[74] Jean Guillard, Quatre process de mystiques à Byzance, Revue des etudes byzantines 36 (1978) 5-81.
[75] Θεοδώρητος Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 4.1.2.
[76] Κ. Δυοβουνιώτου, Κρίσις περί των συγγραμμάτων Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ε.Ε.Β.Σ. (1924), 86-92.
[77] Β. Ψευτόγκα, Η γνησιότης των συγγραμμάτων Μακαρίου του Αιγυπτίου. Συζήτησις Ελλήνων λογίων του 18ου αι, Χαριστήριον εις Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, 191-214.
[78] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.2.2-3:
«Ούτως έχουν ταύττα. Δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστον αν οι άγιοι ερμηνεύουν πολυτρόπως τας οράσεις ταύτας, οικονομούντες τους λόγους κριτικώς και αποδίδοντες την διδασκαλίαν συμμέτρως προς την δύναμιν των ακροωμένων. Ο θείος όμως και πιστός ερμηνευτής Συμεών, μυηθείς από τον γνωρίζοντα καλώς (σ.σ. τον Μακάριο) τας μυστικάς και τελεστικάς ενεργείας του Πνεύματος, λέγει πάλιν ωσάν εκ μέρους εκείνου, ακούοντες τον λόγον της βασιλείας και εκσπώντες εις δάκρυα, να μην αρκεσθώμεν εις αυτά τα ιδικά μας δάκρυα, ούτε εις την ακοή μας ως ακούσαντες καλώς, ούτε εις τους οφθαλμούς ως ιδόντες καλώς και πιστεύσωμεν ότι έχομεν ό,τι χρειάζεται˙…
3. Ο δε Βαρλαάμ μη υπολογίζων καθόλου όλα αυτά, και ισχυριζόμενος ότι ανήκουν εις το δόγμα των Μασσαλιανών, τα αποδίδει όλα μαζί εις τον προϊστάμενον αυτόν Βλαχερνίτην και, διακηρύσσων φανερώς ότι είναι ασεβείς οι δεχόμενοι αΐδιον κάτι άλλο πέραν της ουσίας του Θεού, μεταφέρων χαρίζει εις τον Βλαχερνίτην τούτον το οράν την αΐδιον δόξαν του Θεού. Πράγματι που ευρίσκεται να λέγη εκείνος ορατήν όχι την ουσίαν του Θεού, αλλά την αΐδιον δόξαν;… Τι λοιπόν θέλεις γράφων ότι τα τοιαύτα είναι είναι των Μασσαλιανών και αντιλέγεις εις τόσους και τόσον σπουδαίους άνδρας άνθρωπε; Άρα γε θέλεις να ανακηρύξης τους Μασσαλιανούς ορθοδόξους ή τους ορθοδόξους Μασσαλιανούς και μυσαρούς; Διότι από τους λόγους σου είναι δυνατόν να συναχθούν και τα δύο. Εσέ δε εις ποίαν χορείαν θα κατατάξωμεν;» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 649-651-653)
Σέ 70 δευτερόλεπτα ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κονίτσης καί ἐθνεγέρτης τοῦ θέματος τῆς Βορείου Ἠπείρου, ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ(+1994) δίνει ἀποστομωτική ἀπάντηση στήν προσβλητική γιά τόν πιστό λαό στάση κάποιων ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν, στάση δῆθεν «συνέσεως, φρονήσεως καί νηφαλιότητας», καί στή σύμπραξή τους μέ δηλωμένους ἄθεους, ἀπάτριδες καί ἀποδομητές τοῦ ἔθνους πολιτικούς !
1. Παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι νά ὑπερμαχεῖ τῶν δικαίων τοῦ Γένους! Κι ὅταν ἡ Ἐκκλησία βλέπει ὅτι τά δίκαια αὐτά, ὁ πολιτικός κόσμος τά παραμερίζει καί τά παραγκωνίζει, ἡ Ἐκκλησία θά γίνει σημαιοφόρος καί πρωτοπόρος
2. (ὅταν κινδυνεύει ἡ πατρίδα, ) ΟΧΙ πιά ἀγωνιστές ἀπό τίς κερκίδες , στό στίβο ὅλοι τώρα ἀγώνα γιά τήν Ἑλλάδα, ΟΛΟΙ στόν στίβο, μικροί καί μεγάλοι, κλῆρος καί λαός, στρατός καί πολιτεία, ἡ ΕΛΛΑΔΑ ὁλόκληρη! Ἑμεῖς βλέπουμε τήν Ἑλλάδα καί μόνο τήν Ἑλλάδα, τά κόμματα ἔρχονται καί παρέρχονται , ἡ Ἑλλάδα μένει ἀδελφοί μου!!!
Πηγή: (https://www.youtube.com/watch?v=TvGN3EBB2HI), Ακτίνες
Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, προστάτης και πολιούχος της Πιερίας, γεννήθηκε περίπου το 1500 μ. Χ. στη Θεσσαλία στο χωριό Σκλάταινα ή Σθλάτενα ή Πλάτινα, σήμερα αποκαλούμενο Δρακότρυπα, της επαρχίας Φαναρίου. Ο πατέρας του Αγίου ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Θεοδώρα. Ήταν φτωχοί, αλλά πολύ ευσεβείς. Ο πατέρας του Αγίου παράλληλα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές του εργασίες ήταν και σφυροκόπος (σπαθοποιός).
Ο Άγιος που το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Καλέτσης ήταν παιδί της προσευχής. Σύμφωνα με παράδοση που υπάρχει στη γενέτειρά του, Τετάρτη και Παρασκευή δεν θήλαζε. Επίσης οι γονείς του, όταν ακόμα ήταν βρέφος και κοιμόταν, έβλεπαν από πάνω του ένα φωτεινό Σταυρό που λαμποκοπούσε σαν τον ήλιο. Αυτό, έλεγαν, ότι ήταν σημείο που φανέρωνε την κατά Θεό προκοπή του, όταν θα μεγάλωνε.
Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και φάνηκε πολύ επιμελής. Κυρίως όμως προσπαθούσε να μελετά και να συμμορφώνεται με τις εντολές της Αγίας Γραφής, την οποία συνεχώς διάβαζε. Επίσης μελετούσε και τους βίους των Αγίων, τη ζωή των οποίων προσπαθούσε να μιμηθεί.
Η τοπική παράδοση της Σκλάταινας αναφέρει ότι στα διαλείμματα, στο σχολείο, ο Άγιος συγκέντρωνε τους ήσυχους και επιμελείς μαθητές και τους μιλούσε για την πίστη μας. Ένας μαθητής είπε το γεγονός αυτό στο δάσκαλό τους. Ο Άγιος, παρά τις συμβουλές του δασκάλου του να παίζει στα διαλείμματα, συνέχισε τη θεάρεστη ασχολία του. Μια μέρα ο δάσκαλός του, επειδή δεν βγήκε στο διάλειμμα, για να τον τιμωρήσει τον πέταξε από το παράθυρο. Στο μέρος που πάτησε ο Άγιος έμεινε αποτύπωμα του ποδιού του, το οποίο κατά τις βεβαιώσεις των κατοίκων σωζόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του. Να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, γινόμενος μοναχός. Εκείνο τον καιρό πέρασε από το χωριό του ένας μοναχός από τα Μετέωρα, ονομαζόμενος Άνθιμος. Μετά από πολύωρη συζήτηση αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Στα Μετέωρα υποτάχθηκε σε έναν πολύ ενάρετο μοναχό ονόματι Σάββα ο οποίος τον ρασοφόρεσε και τον ονόμασε Δανιήλ. Εκεί ο Άγιος επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και τη μελέτη, φθάνοντας σε μεγάλο πνευματικό ύψος.
Μια μέρα ο ηγούμενος του μοναστηριού τον έστειλε να ανακατέψει το καζάνι με τον τραχανά. Όταν έφτασε στο μαγειριό είδε το φαγητό να είναι φουσκωμένο κι έτοιμο να χυθεί έξω. Επειδή δεν προλάβαινε να πάρει την κουτάλα, αναγκάστηκε να ανακατέψει το καζάνι με τα χέρια του. Έκπληκτοι οι πατέρες που ήταν εκεί είδαν ότι ο Άγιος δεν έπαθε τίποτα.
Αφ’ ενός το παραπάνω γεγονός το οποίο τον ανέβασε πολύ ψηλά στη συνείδηση των συμμοναστών του, αφ’ ετέρου ο πόθος του να μονάσει στο Άγιο Όρος για περισσότερη άσκηση και ησυχία, τον οδήγησαν μια νύχτα κρυφά να φύγει από το μοναστήρι. Μάλιστα πήδησε από ένα βράχο χωρίς να πάθει το παραμικρό.
Μετά από πολύ κόπο έφθασε στο περιβόλι της Παναγίας μας και συγκεκριμένα στις Καρυές, όπου υποτάχθηκε στο γέροντα Γαβριήλ τον πνευματικό, τον ικανό Πρώτο του Αγίου Όρους (1517 – 1518) ο οποίος έζησε κοντά στον Άγιο Νήφωνα τον Β΄. Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ δεν τον κράτησε στην αρχή κοντά του, εξ’ αιτίας κανόνος που απαγόρευε την παραμονή των αγενείωνστο Άγιο Όρος. Τον έστειλε στη γειτονική Χαλκιδική, στο χωριό Άγιος Μάμας, όπου έμεινε κοντά στον επίσκοπο Κασσανδρείας Ιάκωβο για ένα χρόνο περίπου. Μόλις άρχισαν να φυτρώνουν τα γένια του επέστρεψε στο Άγιο Όρος.
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση ο Άγιος στις 12 Ιουλίου, πιθανώς του 1512, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και από Δανιήλ μετονομάστηκε Διονύσιος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος από τον επίσκοπο Ιερισού και Αγίου Όρους. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του γέροντά του Γαβριήλ στη Βλαχία το 1517, όπου τον είχε καλέσει μαζί με όλους τους Αγιορείτες ηγουμένους ο φίλος του ηγεμόνας Νεάγκος Βασαράβας, ο Άγιος Διονύσιος έκλινε τα γόνατά του για δεύτερη φορά ενώπιον του φρικτού θυσιαστηρίου και έλαβε το δεύτερο βαθμό της Ιερωσύνης, αυτόν του Πρεσβυτέρου. Επί μία διετία εφημέρευσε στον πανίερο Ναό του Πρωτάτου.
Στην Αθωνική πρωτεύουσα ο Άγιος παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια. Μόλις επέστρεψε ο γέροντας του Γαβριήλ από τη Βλαχία, ζήτησε να απομακρυνθεί από το Πρωτάτο. Αφού έλαβε την ευλογία του, πορεύθηκε στη Σκήτη του Καρακάλου όπου έχτισε Ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και κελί. Εκεί επιδόθηκε περισσότερο στην προσευχή, τη νηστεία και την αγρυπνία. Τροφή του ήταν η μελέτη της αγίας Γραφής και λίγα κάστανα. Χαρακτηριστική επίσης ήταν και η ακτημοσύνη του. Η πόρτα του δεν είχε κλειδαριά.
Ο Άγιος είχε μεγάλη επιθυμία να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Κάποτε η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε και έλαβε μεγάλη ψυχική ωφέλεια και χαρά. Μάλιστα στο ταξίδι του αυτό δέχθηκε δυο τιμητικές προτάσεις για το επισκοπικό αξίωμα. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Ικονίου, εκτιμώντας τις αρετές και την πνευματικότητά του, θέλησαν να τον κρατήσουν ο καθένας για διάδοχό του. Ο Άγιος Διονύσιος και στους δύο αρνήθηκε και επέστρεψε στο ερημικό ησυχαστήριό του στον Άθωνα. Στο κελί του Αγίου πολλά θαυμαστά σημεία συνέβαιναν. Όταν θέλησε να μεγαλώσει το εκκλησάκι, Άγγελοι τον βοηθούσαν στη μεταφορά των πετρών. Άγγελος επίσης τον επισκέφθηκε, παραμονή της Τυροφάγου, και του πρόσφερε φρέσκα ψάρια και τυρί. Κάποτε κάποιος ληστής θέλησε να τον σκοτώσει, για να του ληστέψει το κελί που, όπως νόμιζε, θα είχε αρκετά χρήματα. Έστησε καρτέρι σε ένα κοντινό χείμαρρο και περίμενε να περάσει ο Άγιος. Η ώρα όμως περνούσε και ο Άγιος δεν φαινόταν. Τότε πήγε στο κελί του και τον είδε μέσα. Όταν ο Άγιος, απαντώντας σε ερώτησή του, του είπε πως πέρασε από μπροστά του, εκείνος θαύμασε, διότι τυφλώθηκε και δεν τον είδε. Στη συνέχεια μετανόησε, εξομολογήθηκε και, αφού τον συμβούλεψε κατάλληλα ο Άγιος, αποφάσισε να γίνει και μοναχός.
Μετά από επίμονη παράκληση των πατέρων της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, ενθρονίστηκε ηγούμενός της. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Μονής ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου επέστρεψε με αρκετά χρήματα και νέους μοναχούς. Στη Μονή προσπάθησε να επιβάλλει τάξη και ευπρέπεια. Από ιδιόρρυθμη την μετέτρεψε σε κοινοβιακή και από Βουλγάρικη σε Ελληνική. Στην προσπάθειά του όμως αυτή συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις και μίσος από του Βούλγαρους. Έτσι αποφάσισε να αφήσει το Άγιο Όρος και εγκαταβίωσε στη Σκήτη Βεροίας με μια μικρή συνοδεία Φιλοθεϊτών, όπου και μετέφερε το πνεύμα του Αγίου Όρους.
Στη Βέροια εκείνο τον καιρό εκοιμήθη ο επίσκοπός της Ματθαίος. Τότε όλοι οι κάτοικοι και οι άρχοντες τον παρακαλούσαν να γίνει επίσκοπός τους. Ο Άγιος για τρίτη φορά αρνήθηκε να χειροτονηθεί Επίσκοπος και αναχώρησε για περισσότερη ησυχία στον Όλυμπο. Εκεί έχτισε ωραιότατο μοναστήρι και Ναό, αλλά δεν τον είχε ακόμη αφιερώσει σε κάποιον Άγιο. Μετά από προσευχή, κάποιο πρωινό, καθώς ανέτειλε ο ήλιος φάνηκε πάνω από το Ναό ένας κύκλος και τρεις ηλιακές ακτίνες. Έτσι αφιέρωσαν το Ναό στην Αγία Τριάδα και με τον καιρό μαζεύτηκαν αρκετοί μοναχοί.
Η οικοδομική όμως δραστηριότητα του Αγίου εξόργισε τον Τούρκο άρχοντα της περιοχής, διότι έχτιζαν χωρίς την άδειά του. Έτσι έφυγαν και πήγαν στο Πήλιο όπου έχτισαν κι εκεί Ναό και κελιά.
Από την ημέρα της φυγής του όμως δεν έβρεξε στον Όλυμπο. Τότε, και αφού εν τω μεταξύ συνέβησαν και άλλα σημεία, λόγω της φυγής του, οι πρόκριτοι πήγαν να ξαναφέρουν τον Άγιο πίσω. Ο Άγιος επέστρεψε στον Όλυμπο όπου έγινε δεκτός με τιμές και ο Τούρκος άρχοντας τον εφοδίασε με έγγραφη άδεια ανοικοδομήσεως Ναού και κελιών.
Πρέπει να αναφέρουμε πως ο Άγιος από μικρός ασκήθηκε στην καλλιγραφία, την Αγιογραφία και την υμνογραφία. Σίγουρα δε ως γέροντας στο μοναστήρι, θα ίδρυσε σχολή Αγιογραφίας και αντιγραφής κωδίκων, αφού αυτό επέβαλαν και οι ουσιαστικές πνευματικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Στον Όλυμπο ο Άγιος έζησε σαν επίγειος άγγελος και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ένα πλήθος Μοναχών, που έκανε το Μοναστήρι του πραγματική Λαύρα. Ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ακόμα για προσευχή και ησυχία τα σπήλαια που υπήρχαν γύρω από το Μοναστήρι και που τα είχε μετατρέψει σε ναΐσκους. Εκεί έμεινε τον περισσότερο χρόνο, ζώντας μέσα στο γνόφο της νοεράς προσευχής. Πολλές φορές καθώς ερχόταν από αυτές τις σπηλιές στο Μοναστήρι τον έβλεπαν να λάμπει ολόκληρος, λουσμένος στο αναστάσιμο φως του μέλλοντα αιώνα,«μέσα στη παράφορη άνοιξη».
Ο Άγιος δεν παρέλειπε να περιέρχεται, σαν άλλος Πρόδρομος του Πατροκοσμά του Αιτωλού, τα γύρω χωριά, για να μιλήσει στους υπόδουλους, να εξομολογήσει, να στηρίξει, να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό. Αγκάλιαζε τους πάντες και τους βοηθούσε πνευματικά και υλικά. Όταν τον πλησίαζε κάποιος, είχε την αίσθηση ότι πλησιάζει τον ίδιο το Χριστό.
Ο Άγιος Διονύσιος για ένα διάστημα ασκήτεψε και στο μέχρι σήμερα σωζόμενο σπήλαιο, παρακάτω από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου υπάρχει και το Αγίασμα. Είχε δε τη συνήθεια να ονοματίζει τις γύρω από το μοναστήρι περιοχές με ονόματα των Αγίων Τόπων, όπως Γολγοθάς, Όρος των Ελαιών, Άγιος Λάζαρος και άλλα. Δύο φορές το χρόνο συνήθιζε να ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου, στα εορτάζοντα Παρεκκλήσια, του Προφήτου Ηλία στις 20 Ιουλίου και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου.
Στη βιογραφία του που έγραψε ο Δαμασκηνός ο Στουδίτης και την οποία παραθέτει ο κ.Γλαβίνας στο βιβλίο του «Ο Άγιος Διονύσιος ο εν τω Ολύμπω», αναφέρεται το εξής περιστατικό: Κάποτε επισκέφθηκαν τον Άγιο δύο μοναχοί από τη μονή Καρακάλλου, οι οποίοι του ανέφεραν ότι ένας κακός μοναχός «ετζάκιζε» μια νύχτα το σκευοφυλάκιο και τους πήρε τον χρυσό που φύλαγαν για τις ανάγκες του μοναστηριού. Μετά από αγρυπνία και προσευχή › καθώς αναφέρεται, ο Όσιος τους παρηγόρησε, λέγοντας «υπάγετε εις την νήσον Σκίαθον, και εκεί ευρήσετε τον κλέπτην εκείνον αμόναχον» και τους συμβούλεψε «μη τον ελέγξετε παρρησία, να μη το μάθουν οι Αρχηγοί των κρατούντων και πάρουν τα χρήματα, αλλά συντέχετέ του με καλόν τρόπον, με πραότητα, να τα λάβετε. Ούτω γουν εποίησαν, και λαβόντες τα χρήματα επέστρεψαν εις το μοναστήριον».
Έφτασε κάποτε και στιγμή που ο Κύριός μας θα τον καλούσε κοντά Του. Λίγες ημέρες νωρίτερα τον πληροφόρησε, για να ετοιμαστεί. Τότε βρισκόταν σε κάποιο μοναστήρι του Πηλίου. Εκεί, την ώρα του μεσονυκτικού, είδε όραμα. Του απεκάλυψε ο Θεός τον θάνατό του. Αποχαιρέτησε τότε τους πατέρες και αναχώρησε για το αγαπημένο μοναστήρι του στον Όλυμπο. Πριν φύγει είπε στους μοναχούς του Πηλίου:
› Αδελφοί και πατέρες και τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, όπως με πληροφόρησε ο Θεός. Σας παραγγέλλω, λοιπόν, να μην αμελείτε την ψυχή σας, αλλά να μετανοείτε για τις αμαρτίες σας, έως ότου έχετε καιρό, για να γλιτώσετε την κόλαση και να αξιωθείτε να απολαύσετε την αιώνια αγαλλίαση.
Μόλις έφθασε στον Όλυμπο, οι πατέρες τον υποδέχθηκαν με χαρά. Εκείνος όμως δεν κάθισε στο μοναστήρι, αλλά κατέφυγε στον «Γολγοθά», χωρίς θέρμανση και σκεπάσματα. Ας ήταν χειμώνας.
Εκεί μελετούσε μέρα και νύχτα τα ιερά βιβλία και έψαλε ύμνους στο Θεό. Ήταν Ιανουάριος μήνας και χιόνιζε και ο Άγιος ήταν χωρίς ζεστασιά. Όπως ήταν φυσικό, από το πολύ κρύο, αρρώστησε. Μετά από πίεση των αδελφών της Μονής, δέχθηκε να τον μεταφέρουν στο κοινόβιο, αλλά δεν έμεινε μέσα στο μοναστήρι. Πήγε στο σπήλαιο του Αγίου Λαζάρου.
Οι πατέρες τον περιποιήθηκαν με αγάπη περισσή κι εκείνος τους έδωσε σαν στοργικός πατέρας τις συμβουλές του. Τους συμβούλεψε πως πρέπει να φυλάγουν τους κανόνες της μοναχικής ζωής. Μαζεύτηκαν τότε κοντά του οι μοναχοί και του είπαν:
› Η διαθήκη που μας άφησες, άγιε πατέρα μας, είναι σε μερικά σημεία βαριά.
Τότε ο Άγιος τους αποκρίθηκε:
› Όσα είναι καλά και εύλογα, φυλάξτε τα. Όσα όμως είναι βαριά, αφήστε τα. Όμως σας δίνω μία παραγγελία, να βαδίζετε σύμφωνα με το τυπικό του Αγίου Όρους. Να αγωνίζεστε όσο μπορείτε και ο Κύριος θα σας κυβερνήσει αντί εμού. Να έχετε αγάπη, υπομονή και ταπείνωση. Να φυλάγετε αγόγγυστα τη σιωπή, την προσευχή και τις νηστείες που μας παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες. Να κάνετε μάλιστα και όσες περισσότερες μπορείτε.
Κανένας σας να μην είναι ανυπότακτος και ιδιόρρυθμος. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα αμαρτήματα, διότι όποιος κοινοβιάτης έχει ρούχα και χρήματα περισσότερα από τους άλλους, δεν αξιώνεται της Ουρανίου αγαλλιάσεως. Εάν τυχόν βρεθεί κανένας τέτοιος, να τον διώχνετε από το μοναστήρι, για να μην παρασυρθούν και άλλοι.
Να εξομολογείστε συχνά τους λογισμούς σας, για να μην φωλιάζουν στις ψυχές σας οι δαίμονες. Αλλά και εάν δύο ψυχραθούν, να συμφιλιωθούν πριν βασιλέψει ο ήλιος, όπως λέει η Αγία Γραφή.
Να εργάζεστε όλοι εργόχειρο, ο καθένας ό,τι ξέρει και μπορεί. Όποιος όμως μπορεί και δεν εργάζεται, εκείνος να μην τρώει, όπως λέει ο Απόστολος. Όποιος θέλει να φύγει από το μοναστήρι, να το λέει νωρίτερα στον ηγούμενο, ώστε να λαμβάνει συγχώρηση. Εάν όμως φύγει κρυφά, ας είναι το αμάρτημα στην ψυχή του και εγώ θα είμαι αθώος της απωλείας του.
Οι νεώτεροι να υποτάσσονται στους γέροντες και οι γέροντες να τους συμβουλεύουν.
Τον ασθενή να τον φροντίζετε σαν μέλος σας.
Να μην έχετε φιλία με νεώτερο, ούτε να πηγαίνετε ο ένας στο κελί του άλλου, για να μην τον εμποδίζετε.
Να έχετε αγάπη αναμεταξύ σας. Εάν έτσι πολιτευτείτε, θα αξιωθείτε της Βασιλείας των Ουρανών, για να συνεφραίνεσθε πάντα με το Δεσπότη Χριστό και όλους τους Αγίους. Εάν μάλιστα βρω κι εγώ παρρησία προς Αυτόν, θα παρακαλώ για εσάς πάντοτε. Σαν καλό σημάδι ότι ο Χριστός δέχθηκε τους κόπους μου, θα είναι η αύξηση των μοναστηριών, τα οποία έχτισα με πολλούς κόπους και ιδρώτες και για τα οποία τόσο πολύ βασανίστηκα.
Μετά από εκτενή και θερμή προσευχή, παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό στις 23 Ιανουαρίου. Το τίμιο λείψανό του ενταφίασαν με πολλά δάκρυα οι πατέρες στο νάρθηκα του Ναού που ο ίδιος έχτισε. Μετά από λίγα χρόνια άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν το Άγιο λείψανο να ευωδιάζει από άρρητη ευωδία.
Αργότερα οι πατέρες της Μονής έλαβαν από τα ευωδιάζοντα Άγια λείψανα την κάρα, την σιαγόνα και την δεξιά χείρα. Στις 12 Ιουλίου 1890 στη Νιγρίτα Σερρών κλάπηκε δυστυχώς η κάρα του Αγίου Διονυσίου, όπου είχε μεταφερθεί για προσκύνημα. Τα Ιερά λείψανα του Αγίου σκορπούν άρρητη ευωδία και επιτελούν με τη χάρη του Θεού πολλά θαύματα.
Σχετικά με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδος Ολύμπου, την οποία έχτισε ο Άγιος Διονύσιος, πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1943 βομβαρδίστηκε και ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς. Έτσι καταστράφηκαν και σπάνια κειμήλια, Ιερά σκεύη, άμφια, βιβλία, χειρόγραφα κ.λ.π.
Σήμερα στη θέση του παλαιού μετοχίου (Σκάλας) λειτουργεί η νέα Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες για την αναστήλωση της παλαιάς Μονής.
Η μνήμη του Αγίου Διονυσίου του εν τω Ολύμπω, εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν σὴν χάριν τοῖς εὐλαβῶς, προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας σκάμμασι Πάτερ ἐκλάμψας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὤφθης δοχεῖον καθαρόν, Πάτερ σοφὲ Διονύσιε, πταισμάτων λύσιν ἡμῖν ἐξαιτούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Λάμψας ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκητικῶς, θαυμάτων ἀκτῖσι, καταυγάζεις ὡς ἀληθῶς, πᾶσαν Πιερίαν, πιστῶς ἀνευφημοῦσαν, θεόφρον Διονύσιε, τοὺς ἀγῶνάς σου.
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Drakotrypa.gr, Μέγας Συναξαριστής
Ψήφισμα με το οποίο καλεί την κυβέρνηση να «αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο αποδοχής της χρήσης του, από αρχαιοτάτων χρόνων, ελληνικού ονόματος «Μακεδονία» και των παραγώγων του», εγκρίθηκε κατά τη διεξαγωγή του συλληλητηρίου στη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Συντονιστική Επιτροπή του «Συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία».
«Η μη συμμόρφωση των εντολοδόχων τού λαού στην εντολή αυτή του λαού θα αποτελέσει κατάφωρη παραβίαση και αντιστροφή των ρόλων εντολέα και εντολοδόχου που ορίζει τη Δημοκρατία» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο ψήφισμα.
Αναλυτικά, το ψήφισμα της Επιτροπής:
«Κατά την ολοκλήρωση του Συλλαλητηρίου ο εκπρόσωπος της Συντονιστικής Επιτροπής της διοργάνωσης, κ. Όθων Ιακωβίδης, ανέγνωσε το Ψήφισμα του Συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία.
Ψήφισμα Συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία
Σήμερα, την 21η Ιανουαρίου 2018, ο Ελληνικός Λαός, ο κατά το Σύνταγμα κυρίαρχος του κράτους και εντολέας της Βουλής και της Κυβέρνησης, συνελθών σε μεγαλειώδη Λαϊκή Συνέλευση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, για να αποφασίσει για τη θέση τού έθνους επάνω στο θέμα της εκχώρησης του ονόματος Μακεδονία στη γείτονα χώρα που θέλει να το υφαρπάσει καταπατώντας κάθε ιστορική και λογική τεκμηρίωση της πατρότητας του μεγάλου αυτού ονόματος του
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΛΛΕΤΑΙ
προς την, κατά το Σύνταγμα, εντολοδόχο του Βουλή και Κυβέρνηση της Χώρας, να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο αποδοχής της χρήσης τού, από αρχαιοτάτων χρόνων, Ελληνικού ονόματος «Μακεδονία» και των παραγώγων του, που είναι ταυτόσημο με το όνομα «Ελλάς».
Το όνομα αυτό, που είναι η ταυτότητα του έθνους, αποτελεί ταυτόχρονα την ιερά κιβωτό και φορέα των ενδοξότερων σελίδων στην παγκόσμια ιστορία. Η σημερινή, εδώ, Λαϊκή Συνέλευση, δηλώνει αποφασισμένη, να το υπερασπισθεί μέχρις εσχάτων, κατά τον Ελληνικό τρόπο, με τον οποίο η Ελλάδα γράφει πάντοτε την ιστορία της.
Η μη συμμόρφωση των εντολοδόχων τού Λαού στην εντολή αυτή του Λαού, θα αποτελέσει κατάφωρη παραβίαση και αντιστροφή των ρόλων εντολέα και εντολοδόχου που ορίζει τη Δημοκρατία.
Ο Λαός δεν θα μείνει απαθής θεατής. Είναι αποφασισμένος να επιβάλλει την απόφαση του και την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας που, με το Σύνταγμα, ορίζει ρητά και ξεκάθαρα, ποιος είναι εντολέας και ποιος εντολοδόχος.
Το ψήφισμα εγκρίθηκε και ψηφίστηκε ομοφώνως από την Ανοικτή Λαϊκή Συνέλευση που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη, την 21η Ιανουαρίου 2018.
Για το «Συλλαλητήριο για τη Μακεδονία 21 Ιανουαρίου 2018».
Πηγή: news.in.gr, Ακτίνές
Κίνηση Θερμαϊκός Ώρα Μηδέν προς Συλλαλητηριο ΓΙΑ ΤΗ Μακεδονια
16 λεπτά ·
Συλλαλητήριο Κυριακή 21, Ιανουαρίου
* Ιταλικά μέσα μαζικής ενημέρωσης Πάνω από 800.000 στο συλλαλητήριο
* Κινέζικα μέσα μαζικής ενημέρωσης κοντά στο 1 εκατομμύριο στο συλλαλητήριο
* Σκόπιανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης πάνω από 500.000 στο συλλαλητήριο
* Αυστραλία πάνω από 500.000 στο συλλαλητήριο
Ελληνικά κανάλια:
ΕΡΤ Δεκάδες πολίτες στο συλλαλητήριο
ΣΚΑΙ Εκατοντάδες πολίτες στο συλλαλητήριο
ΑΝΤ1 Άφαντος
STAR Άφαντο
Ελληνική αστυνομία 90.000 πολίτες
Αυτό είναι το ελληνικό σύστημα κύριοι 90.000 πολίτες; Δηλαδή δεν κατέβηκε ούτε το 10% των κατοίκων της Θεσσαλονίκης; Προφανώς οι φωτογραφίες δηλαδή είναι μοντάζ. Ο κόσμος δηλαδή δεν έφτανε μέχρι την πλατεία ελευθερίας και το μέγαρο μουσικής. Με κλεισμένα τα Μάλγαρα και πάνω από 20 λεωφορεία δεσμευμένα;
Τα συμπεράσματα δικά σας: Πλάνα τοῦ συλλαλητηρίου τῆς Θεσσαλονίκης γιά τήν Μακεδονία [Θεσσαλονίκη, 21 Ιανουαρίου 2018]
(Πηγή: Αβέρωφ)
Ποιοι έδωσαν εντολή χθες το μεσημέρι να κλείσουν τα μοναδικά κρατικά διόδια στα Μάλγαρα ώστε να σταματήσουν την διέλευση 2000 λεωφορείων;
1. Κλείσανε τα μοναδικά κρατικά διόδια στα Μάλγαρα με εντολή από το υπουργείο συγκοινωνιών για να εμποδίσουν την διέλευση του κόσμου στο συλλαλητήριο.
2. 2000 και λεωφορεία από στερεά Ελλάδα και όχι μόνο τους κρατήσανε στο Καλοχώρι και από εκεί τους επέτρεψαν να έρθουν με τα πόδια μέχρι στο συλλαλητήριο
(μιλαμε για ανθρωπους καθε ηλικίας ηλικιωμένοι, νεοι, οικογενειάρχες ,μικροι, μεγάλοι ,ΑμΕΑ. )
3. Διαπιστώσαμε με λυπη οσοι παρευρέθηκαμε σε αυτόν τον μεγαλο αγώνα οτι ριξανε εσκεμμένα τα δίκτυα της κινητής τηλεφωνιας. Δεν λειτουργούσε κανενα δικτυο.
4. Δεν λειτουργούσε σχεδόν καθόλου κάποιο πάροχο δεδομένων στα κινητά του κόσμου προφανώς να μην γίνονται κοινοποίησης και αναρτήσεις! Τα κανάλια μα κυρίως τα κρατικά που τα πληρώνουμε εμείς οι φορολογούμενοι πολίτες δεν δείξανε ούτε ένα πλάνο !
Πόσο εσωτερικό ΜΠΟΪΚΟΤΆΖ από το Ελληνικό κράτος;;;; Ντροπή σε όλους εκεί που δίνουν αυτές τις εντολές!
ΕΡΤ1: Το αλάτι της Γης
ΕΡΤ2: Καλλιτεχνικό πατινάζ
ΕΡΤ3: Ποδοσφαιρικός αγώνας
Mega: Καταλάθος μπαμπάς
Αντ1: Θα βρεις το δάσκαλο σου
Alpha: Μια κυρία στα μπουζούκια
Star: Traction
Σκάι: 9 μήνες
Την ίδια ώρα που η Θεσσαλονίκη βουλιάζει με περισσότερο από 500.000 κόσμο στο μεγαλύτερο συλλαλητήριο μετά το 1992. Για την Μακεδονία μας! Για την Μακεδονία μας τη μία την ελληνική!
Πόσο περισσότερος αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης; Πόσο φίμωτρο πια από τα “ελληνικά” κανάλια!
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ! Τον λαό δεν μπορείτε να τον φιμώσετε ποτέ!
(Πηγή: Greek Affair)
Ὁ ἰατρὸς Στόγιαν Ἀδάσεβιτς εἶναι ἕνας γυναικολόγος στὴν Σερβία, ὁ ὁποῖος δημοσίως ὁμολόγησε ὄτι η ἔκτρωση εἶναι φόνος. Παράλληλα, ἀναφέρθηκε καὶ στὴν ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση. Παραθέτουμε ἕνα μέρος, σὲ μορφὴ συνέντευξης, ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἡ ἁγιότης τῆς ζωῆς», τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἐνδομήτρια παιδοκτονία καὶ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «Ὀρθοδοξία»:
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Ποία ἦταν ἡ στιγμή, ποὺ καταλάβατε ὅτι ἐκτελοῦντες τὴν ἔκτρωσιν, φονεύετε τὸ ἀνθρώπινον ὄν;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Εἶμαι ἰατρός, γνωρίζω τὰς πράξεις μου, εἶμαι ἔνοχος δὶ’ ὄλας τὰς φρικαλεότητας ποὺ ἔκανα ἐργαζόμενος ὡς γυναικολόγος καὶ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ μαρτυρήσω, νὰ ἀφυπνίσω, νὰ προειδοποιήσω ὅτι ἡ διακοπὴ τῆς ἐγκυμοσύνης οὐσιαστικῶς εἶναι φόνος τοῦ ἀγεννήτου ἀνυπερασπίστου παιδιοῦ. Εἰς τὰς ὁριζομένας ὑποχρεώσεις τῆς ἐργασίας μου ἤσαν καὶ αἳ νόμιμοι ἐκτρώσεις. Τότε δὲν ἐγνώριζα ὅτι πράττω φόνον τώρα, ὅμως, ὑποστηρίζω καὶ γνωρίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλη.
Εἰς τὸ πανεπιστήμιον ἐδιδάχθην ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι ζωντανόν, μόλις γεννηθῆ μὲ τὸ πρῶτον του κλάμα. Πρὸ τοῦ κλάματος ὑπάρχει μόνον ὡς ἕνα τῶν ὀργάνων τῆς μητέρας του: ὡς ἕνα δόντι, ὡς ἕνας νεφρός, ὡς ἡ σκωληκοειδὴς ἀπόφυσις. Ἔκανα ἀπὸ 48.000 ἕως 62.000 ἐκτρώσεις! Τοῦτο εἶναι ὡς νὰ ἔχω ἐξαφανίσει μίαν ὁλόκληρον πόλιν. Τὸ Βελιγράδιον ἔχει τόσα νοσοκομεῖα καὶ ἀρκετᾶς ἰδιωτικᾶς κλινικᾶς, ἔνθα γίνονται αἳ ἐκτρώσεις! Εἰς τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 80 ἐνεφανίσθη τὸ ὑπερηχογράφημα μὲ τὴν διαγνωστικήν του δυνατότητα καὶ μοῦ ἔφερε πολλᾶς ἐκπλήξεις. Εἶδα τὸ ἔμβρυον, τοὺς κτύπους τῆς καρδίας του, τὰς κινήσεις, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματός του.
Εἰς τὰ μεγαλύτερα ἔμβρυα παρετήρησα τὸ «πιπίλισμα» τοῦ ἀντίχειρος. Τὸ ἔμβρυον ἐσκέπτετο καὶ ἠσθάνετο, διότι ἀντέδρα εἰς τοὺς βαθεῖς διαπεραστικοὺς ἤχους ἐπιταχῦνον τὰς κινήσεις του. Καὶ ὕστερα ἀπὸ 4-5 λεπτά, ὅσον διαρκεῖ ἡ ἔκτρωσις, τὸ ἔμβρυον τοῦτο, αὐτὸ τὸ ἴδιον ἀνθρώπινον ὄν, κεῖται τεμαχισμένον μεταξὺ τῶν ἐργαλείων εἰς τὸ τραπέζι.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Πότε ἐπαύσατε νὰ κάνετε ἐκτρώσεις;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς διηγηθῶ τώρα, εἶναι ὀχληρὸν καὶ πάρα πολὺ ἐπίπονον, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὡραιοποιοῦμεν κάτι, τὸ ὁποῖον ἂφ ἑαυτοῦ εἶναι φρικτόν. Πρὸς θλίψιν καὶ δυστυχίαν μου τὸ 1988 ἔκανα ἔκτρωσιν εἰς μίαν προχωρημένην ἐγκυμοσύνην τῶν 4,5 μηνῶν. Κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως, τῆς ὁποίας τὰς λεπτομερείας δὲν ἠμπορῶ νὰ περιγράψω ἄνευ ταραχῆς, φρικιῶν ἀνεκάλυψα τὸν φονέα ἐντός μου. Μία ἐγχείρησις, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ εἶναι μία πράξις ρουτίνας, μετετράπη εἰς ἕνα πραγματικὸν ἐφιάλτην.
Μὲ τὴν πρώτην κίνησιν τοῦ θλάστου ἔβγαλα τὸ χεράκι καὶ τὸ ἔρριξα ἐπάνω εἰς τὸ τραπέζι τῶν ἐργαλείων. Ἰδοὺ – τὸ νεῦρον τοῦ χεριοῦ ἐπεσεν εἰς τὴν ἄκρην τῆς κομπρέσσας βρεγμένης μὲ ἰώδιον. Τὸ ἰώδιον ἐρέθισε τὸ νεῦρον καὶ τὸ μικρούλικον χεράκι ἄρχισε νὰ συσπᾶται. Μὲ τὴν ἑπομένην κίνησιν ἔβγαλα τὸ πόδι. Καὶ συνέβη τὸ ἴδιον – τώρα ἔτρεμε καὶ ἐσυσπάτο τὸ πόδι. Κάτι ὅμοιον δὲν μοῦ εἶχε συμβῆ ποτὲ πρίν.
Ὕστερον προσεπάθησα μὲ τὸν θλάστην νὰ συλλάβω καὶ τὴν καρδίαν, ἡ ὁποία ἀκόμη ἐκτύπα καὶ ὑπὸ τὸν θλάστην ἔκανε σπασμοὺς ὁλοὲν καὶ ἀργότερον… καὶ ἀργότερον καὶ ἐπιτέλους ἔπαυσε.
Τότε ἐσυνειδητοποίησα ὅτι ἔπραξα φόνον, ὅτι ἐθανάτωσα ἄνθρωπον.
Ἡ γυναίκα αἱμορράγει πολύ, ἡ ζωὴ τῆς ἐκινδύνευε. Προσηυχήθην:
«Κύριε, βοήθησε μὲ νὰ σώσω αὐτὴν τὴν γυναίκα καὶ τιμώρησε ἐμένα!».
Ἔκτοτε ποτέ μου δὲν ἐπανέλαβα ὁμοίαν πράξιν. Ἔτυχε ἡ νέα μου γνῶσις νὰ συμπίπτη μὲ τὴν ἄποψιν τῆς Ἐκκλησίας – ὅτι τὸ ἔμβρυον εἶναι ζωντανὸν ἤδη ἀπὸ τὴν σύλληψίν του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν στιγμὴν τῆς γονιμοποιήσεως τοῦ ὠαρίου. Ἡ ἐνδομήτριος παιδοκτονία εἶναι πολὺ μεγαλυτέρα καὶ βαρυτέρα ἁμαρτία ἀπὸ τὸν ἁπλοῦν φόνον, ἐπειδὴ τὸ ἔμβρυον ἐντός της μήτρας εἶναι ἀδύναμον νὰ ἀμυνθῆ, ἐνῶ δὲν πταίει διὰ τίποτε· μόνον ἐκεῖνο εἶναι ἄνευ προσωπικοῦ πταίσματος εἰς ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος, διότι δὲν ἐγεννήθη καν.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Δία τὸ πὼς θὰ χρησιμοποιηθοῦν τὰ ἔμβρυα, τὰ ἐκτρωθέντα κατὰ τὴν διακοπὴν τῆς ἐγκυμοσύνης – τόσον τὴν φυσικὴν ὅσον καὶ τὴν τεχνητῶς προκαλουμένην – δὲν χρειάζεται ἡ ἄδεια τῆς μητέρας τοῦ ἐμβρύου; Ποία εἶναι ἡ τύχη αὐτῶν τῶν τεμαχισμένων μικροσκοπικῶν σωμάτων;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Σπανίως διερωτᾶται κανεὶς τί συμβαίνει με αυτὰ τὰ ἔμβρυα εἰς τὰ νοσοσκομεία μας. Εἰς τὴν χώραν μας κανεὶς δὲν ἀνακοινώνει καὶ δὲν δημοσιεύει πληροφορίας αὐτοῦ του εἴδους. Δὲν ὑπάρχουν αἳ κατάλληλοι βάσεις διὰ τὴν ἐπιστημονικὸ-ἐρευνητικὴν ἐργασίαν καὶ διὰ τὴν χρῆσιν αὐτῶν τῶν ἐμβρύων εἰς τὴν φαρμακευτικὴν βιομηχανίαν, διότι τοῦτο εἶναι ἑξαιρετικῶς δαπανηρόν. Καὶ πρὸς τὸ παρόν, ὅσον γνωρίζω, δὲν ὑπάρχουν καν αἳ συνθῆκαι διὰ τὴν ἐμπορευματοποίησιν.
Εἰς ἠμᾶς αὐτὰ τὰ ἔμβρυα ἀντιμετωπίζονται ὡς ἰατρικὸν ἀπόβλητον. Ἐναποτίθενται εἰς μαύρους σάκκους, μαζὶ μὲ τὰ λοιπὰ ὄργανα τὰ ἀπομείναντα ἀπὸ διαφόρους ἐγχειρήσεις εἰς τοὺς ἐνήλικας ἀσθενεῖς καὶ καίγονται ὅλα ὡς ἀπόβλητα.
Ὡς κοινωνία εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ προστατεύσωμεν τὸ παιδὶ ἰατρικῶς, ἠθικῶς, δικαστικῶς καὶ νομικῶς, διότι πρέπει νὰ ἔχη ὅλα τὰ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ἕνας ἐνῆλιξ. Τοῦτο εἶναι τὸ καθῆκον μας πρὸς ὅλα τὰ μέλη τῆς κοινωνίας μας.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Ὑπάρχει ἡ ἀκριβὴς στατιστικὴ πληροφορία περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν διαπραττομένων ἐκτρώσεων εἰς τὴν Σερβίαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχη ἕνα τέτοιον εἶδος στατιστικῆς καὶ ὄλαι αἳ σχετικαὶ πληροφορίαι εἶναι ψευδεῖς. Ἡ μία στατιστική μας ἐνημερώνει ὅτι ἔχομεν 120.000 ἐκτρώσεις τὸν χρόνον, ἡ ἄλλη στατιστική μᾶς ἐνημερώνει ὅτι αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς εἶναι πολλαπλάσιος – 420.000 ἐκτρώσεις τὸν χρόνον. Ἐγὼ θεωρῶ ὅτι εἰς ἕνα γεννημένον παιδὶ ἀντιστοιχοῦν 25 ἐκτρώσεις.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Τί ἄποψιν ἔχετε διὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀντισυλλήψεως;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Ἡ ἀντισύλληψις σημαίνει τὸ πράττειν ἐναντίον τῆς συλλήψεως. Τὴν ταξινομῶ εἰς τρία εἴδη: Τὸ πρῶτον εἶδος εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ εἶναι ἐπιτετραμμένον· τὸ δεύτερον εἶδος εἶναι ἡ ἱκανοποίησις τῆς ὁρμῆς ἄνευ ἐκσπερματώσεως καὶ δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον· τὸ τρίτον εἶδος εἶναι σατανικὸν καὶ δίδει τὴν δυνατότητα τῆς ἐφαρμογῆς μίας ὁλοκλήρου σειρᾶς εἰς τὴν οὐσίαν ἐκτρωτικῶν μέσων, ἀλλὰ τὰ ὁποία ὀνομάζουναντισυλληπτικα: τὸ σπιράλ, τὸ «χάπι» κ.τ.λ.
Τί εἶναι τὸ «σπιράλ»; Εἶναι ἕνα μηχανικὸν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἰσάγεται εἰς τὴν μήτραν, διὰ νὰ προκαλέση τὴν στείρωσιν. Τὸ κάθε «σπιρὰλ» εἶναι ἐκτρωτικόν. Τὰ πρώϊμα τέστ ἐγκυμοσύνης ἀποδεικνύουν ὅτι αἳ γυναῖκες, ἔχουσαι τὸ «σπιράλ», ἐγκυμονοῦν περισσοτέρας φορᾶς τὸν χρόνον. Τὸ «σπιρὰλ» μόνο ἐμποδίζει τὸ ἔμβρυον νὰ ἐμφυτευθῆ εἰς τὴν μήτραν καὶ ἐκεῖνο συνεπῶς ἀποθνήσκει εἰς τὴν ἡλικίαν τῆς μίας ἑβδομάδος. Τὸ ἴδιον πράγμα ἔχομεν καὶ μὲ τὰ «χάπια». Ταῦτα ἐμποδίζουν τὴν ὡρίμανσιν τοῦ ὠαρίου, ἀλλοιώνουν τὸν βλεννογόνον χιτώνα τῆς μήτρας, ὥστε νὰ μὴ γίνη δεκτικὴ διὰ τὸ ἔμβρυον.
Ὑπάρχουν πολλαὶ ἀπληροφόρητοι γυναῖκες, αἳ ὁποῖαι ἀφελῶς υἱοθετοῦν τὴν κοινὴν ἀνεύθυνον στάσιν ἀπέναντι εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο. Εἴδατε εἰς τὰ μέσα ἐνημερώσεως, τὰ γυναικεία περιοδικά, τὰς ἐκπομπᾶς καὶ ἠκούσατε κάπου ἡ ποτὲ κανένα λόγον ἐναντίον τῶν ἐκτρώσεων, τῶν ἀντισυλληπτικῶν καὶ τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως;
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Τί εἶναι ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησις;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Τὸ ἔχω κάνει καὶ αὐτό. Ὑποστηρίζω ὅτι ἡ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίησις εἶναι κακόν. Γονιμοποιοῦνται περισσότερα ὠάρια, ἐνίοτε 10, 20 καὶ παραπάνω, γίνεται διαφοροποίησις καὶ θανατώνεται πᾶν περισσευούμενον ἔμβρυον, διὰ νὰ διευκολυνθῆ ἡ ἐπιβίωσις τὸ πολὺ τριῶν ἐμβρύων. Ἐὰν ληφθοῦν περισσότερα ἀπὸ τὰ τρία, τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ μειώσωμεν τὸν ἀριθμὸν των, διότι ἡ μήτρα δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντέξη τὴν κυοφορίαν.
(*) Ἐφημερ. « Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1579/7.1.2005, σέλ. 3
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ποιὰ σκοτεινὰ κέντρα ἐξουσίας μετακινοῦν βίαια τὶς τεκτονικὲς πλάκες τοῦ κόσμου, δημιουργώντας τὸ πελώριο παλιρροϊκὸ κύμα (τσουνάμι) τῆς ὁμοφυλοφιλίας ποὺ καλύπτει μανιωδῶς τὸν πλανήτη, δὲν γνωρίζουμε. Πακτωλὸς ἑκατομμυρίων δολαρίων διατίθεται καὶ πλῆθος μηχανισμῶν ἐνεργοποιεῖται γιὰ τὴν προώθηση τοῦ θεομίσητου πάθους.
Ἕνα τέτοιο θέμα τὸ ἀνέδειξε ὁ δημοσιογράφος Ἀνδρέας Κατσιάπης – Γαλανός (ἱστολόγια «aktines» καὶ «stalagmaties») κοινοποιώντας τὴν ὑγιὴ ἀντίδραση τῆς Ὀργάνωσης CitizenGo στὴν πίεση ποὺ τὸ ὁμοφυλοφιλικὸ κίνημα ἀσκεῖ στὴ Διεθνὴ Ὀλυμπιακὴ Ἐπιτροπή (ΔΟΕ) νὰ ἀλλάξει τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ἕνας ἄνδρας «τρὰνς» μπορεῖ νὰ ἀγωνισθεῖ στὴ γυναικεία κατηγορία.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν πίεση «ἡ ΔΟΕ σταμάτησε νὰ ἀπαιτεῖ πλέον ἐξωτερικὰ γνωρίσματα γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ φύλου, ὅπως ἴσχυε μέχρι τὸ 2015, καὶ υἱοθέτησε τὴ δήλωση ταυτότητας φύλου. Ἁπλῶς εἰσήγαγε ἕνα πρόσθετο χαρακτηριστικὸ ποὺ δὲν φαίνεται ἐξωτερικά, τὸ ποσοστὸ τεστοστερόνης, παραδεχόμενη ὅμως ἔτσι ἔμμεσα ὅτι ἡ ἐλεύθερη δήλωση ταυτότητας φύλου, ὅπως ἐπιθετικὰ ἀπαιτεῖ τὸ ὁμοφυλοφιλικὸ κίνημα νὰ ἐπιβάλει, ὁδηγεῖ σὲ κοινωνικὲς ἀνισότητες, καθὼς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μετέχει ἕνας ἄντρας στὴ γυναικεία κατηγορία ἁπλῶς καὶ μόνο μὲ μία δήλωση ἀλλαγῆς ταυτότητας φύλου».
«Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ Ὀργάνωση CitizenGo ὑποστηρίζει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν διαμαρτυρίες κάθε φορὰ ποὺ υἱοθετοῦνται τέτοιες παράλογες ἀπαιτήσεις τοῦ ὁμοφυλοφιλικοῦ κινήματος, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς προτείνονται τόσο ἀπὸ ὀργανώσεις ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς φορεῖς», ποὺ νομίζουν «ὅτι εἶναι θέμα ὑπεράσπισης μίας εὐάλωτης κοινωνικῆς ὁμάδας, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐπιβάλλεται στὴν κοινωνία ἕνας νέος διαχωρισμὸς» ποὺ ἀδικεῖ κατάφωρα ἄλλες κοινωνικὲς ὁμάδες, τὶς γυναῖκες ἀθλήτριες ἐν προκειμένῳ.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ κόσμος μας γίνεται θύμα μιᾶς παγκόσμιας συνωμοσίας ποὺ ἐπιβάλλει δυναστικὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς διαστροφῆς ὡς φυσιολογικῆς. Τὸ ὑφιστάμεθα καὶ στὴν πατρίδα μας.
Ἀλλά, ὅπως γράψαμε καὶ ἄλλοτε, «τὰ κάστρα πέφτουν πάντα ἀπὸ μέσα». Καὶ ἐμᾶς μᾶς ἀνησυχεῖ πρωτίστως ἡ θεολογικὴ ἀπενοχοποίηση τῆς διαστροφῆς ποὺ ἐπιχειρεῖται ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα. Πρὸ μηνῶν ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα, πραγματευόμενη τὸ θέμα, εἶχε ὡς ἐπίτιτλο τὰ λόγια κληρικοῦ ποὺ ἔλεγε: «Ξέρω ἀρκετοὺς ὁμοφυλοφίλους ποὺ βιώνουν τὸν Παράδεισο».
Ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρόβλημα. Καὶ εἶναι ἀφάνταστα λυπηρὸ νὰ βλέπει κανεὶς ἱστολόγια διευθυνόμενα ἀπὸ πρόσωπα ποὺ παρουσιάζονται ὅτι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας νὰ προβάλλουν μονομερῶς τὶς ἀπόψεις αὐτῶν ποὺ ἀπενοχοποιοῦν τὴν ὁμοφυλοφιλία, ἀποκλείοντας τὶς ἀντίθετες. Ἔχουμε λοιπὸν μιὰ ἀνεπίτρεπτη λογοκρισία. Ἀνεπίγνωστη – θέλουμε νὰ πιστεύουμε – συμπόρευση μὲ τὴν παγκόσμια ὁμοφυλοφιλικὴ συνωμοσία, ποὺ ἔχει ἤδη ἐπιβάλει ἀόρατη δικτατορία στὸν κόσμο.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Σχόλιο Τ.Ι.: Ύβρεις, συκοφαντίες και χοντροκομμένα ψέμματα, δεν μπορούν να αντέξουν μπροστά στην αλήθεια, μπροστά στη ψυχή του Λαού. Δείτε εικόνες από το συλλαλητήριο σε πλήρη εξέλιξη.
Βροντερό παρών έδωσαν την Κυριακή 21/1/2018 οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης άλλα και πλήθος κόσμου από όλη την Ελλάδα για να δηλώσουν την αντίθεση τους στην χρήση του όρου «Μακεδονία» στην ονομασία των Σκοπίων.
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ,
Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδοξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυτοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιηθή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησιαστική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρχικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελητισμού. Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνείδησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέωσαν με το μαρτύριό τους.
Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο για την συγκρότησι της ορθοδόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κατεδίκασε τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, επειδή έχουν εκπέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθοδοξούσα τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο.
Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των μονοθελητών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνωσις του Αγίου που συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο ομολογία.
Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνήσια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθήση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κάθε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμερα την ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων.
Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμήσεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κάστρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυτοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνεται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασιλεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια είναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθηκαν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εννοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι’ αυτήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ’ αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε ακανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώνται για τα τεθέντα εμπόδια και γι’ αυτούς που τα έβαλαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.
ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας. Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρείτε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χριστού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέπει να λέγεται γι’ Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».
ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέχονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθηκα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλοεξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώτον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέγω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και αναντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογίζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολεμηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μοναδικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των οποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθινούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέχεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγιναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν καταντήσει σ’ αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μήπως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της παρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους εαυτούς σας κι εμάς.
Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ενώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ’ αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται εναντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!
Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέποτε θα γίνω συγκοινωνός μ’ αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.
Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε:
ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοινωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήματος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας;
ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρηστεύθηκε.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσεβή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοιχο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές.
ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν εναντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγκαλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων.
ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμάτων δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζεται, έτσι μας επετράπη να πιστεύω με και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ’ αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος.
ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του είναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέργειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γίνη η ένωσις.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγραφη συγκατάθεσι από σας γι’ αυτό το πράγμα, διότι είμαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κατάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επίσκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η περί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυτά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατάκριμα του αναθέματος.
ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το όνομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού).
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι’ αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέτοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκατάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέλευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλησιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας.
ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πάρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημβρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρείται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους.
ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε.
Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χαρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν μετάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έβαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, όταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή;
Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω ανδρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρούσης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύλος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέλομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.
Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πατρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύσιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδόσιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υποχρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε:
ΤΡΩΙΛΟΣ: Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεοστήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κάνης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης;
Ο Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω;
Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας:
ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως.
Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λόγω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περήφανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ’ αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω.
Και αμέσως ο Τρώιλος είπε:
ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω. γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη.
Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χωρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε.
Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:
ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Επειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχραντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ’ όλη την οικουμένη. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον εδώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου αποσχίσθηκαν από την κοινωνία με μας».
Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται;
Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν όλοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μάλιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύθηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επίσκοπος και είπε:
ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέρωμε στον αγαθό μας βασιλέα.
Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχάσουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότητα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος:
ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς εμάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμαστε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέλειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κίνησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες.
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νοερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει;
ΕΠΙΦ.: Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες.
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος αγιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο.
Και είπε ο Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύπος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγάσουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε όλοι.
Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος.
Και είπε ο Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.
Ο αββάς Μάξιμος απήντησε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιοσύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτήριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κανένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κινδυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων.
Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:
ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο;Και είπε ο αββάς Μάξιμος:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα.
ΕΠΙΦ.: Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν όπως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Αληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση καθένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου.
Απαντώντας σ’ αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ’ αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε.
Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντινούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθεμάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύμων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ’ αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι’ αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχοντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέσως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πολυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστάσιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συνέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώδη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε εναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας.
Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ’ όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική.
Πηγή: (από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», τεύχος 21, 1996, σελίδες 6-20) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Χάρη στὴν εὐγενικὴ χορηγία τῆς Live Media τὸ Συλλαλητήριο μεταδόθηκε ζωντανὰ στὸ διαδίκτυο μέσω livestreaming.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...