Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agioi kyrillos kai methodios 01


Ιερός πόλεμος ξέσπασε πρόσφατα στα Βαλκάνια για την εθνικότητα των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των φωτιστών των Σλάβων. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, υποδεχόμενος στο Κρεμλίνο τον σκοπιανό πρόεδρο Γκεόργκι Ιβάνοφ, τον ευχαρίστησε μεταξύ άλλων και για το ότι η κυριλλική γραφή ήρθε στη Ρωσία από τη «μακεδονική» γη, κάτι που γέμισε ικανοποίηση τους Σκοπιανούς.

Οι Βούλγαροι πολιτικοί ηγέτες με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Μπορίσοφ, διαμαρτυρήθηκαν διότι για τους Βουλγάρους οι δύο Θεσσαλονικείς ιεραπόστολοι είναι Βούλγαροι. Επικύρωση των θέσεων των Βουλγάρων έδωσε, ως μη ώφειλε, και η καγκελάριος της Γερμανίας Μέρκελ, η οποία δήλωσε ότι στο σχολείο τους δίδαξαν ότι οι δημιουργοί του σλαβικού αλφαβήτου είναι Βούλγαροι. Ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Μάξιμος Χαρακόπουλος υπέβαλε επερώτηση στον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών για την ιστορική αυτή ανακρίβεια να θεωρούνται οι Έλληνες Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος σλαβικής καταγωγής. Πού βρίσκεται όμως η ιστορική αλήθεια;

Οι φωτιστές των Σλάβων, Θεσσαλονικείς Ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, είναι οι κατεξοχήν εκφραστές του υπερεθνικού, υπερφυλετικού και οικουμενικού πνεύματος της Ορθοδοξίας. Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων και η δημιουργία του σλαβικού αλφαβήτου πού επέτυχαν, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του βυζαντινού πολιτισμού.

Πρόκειται για έναν χωρίς προηγούμενο άθλο στην πολιτιστική ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης, αφού καθόρισε αποφασιστικά την πορεία του χριστιανισμού και του πολιτισμού στη Βόρεια, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στους Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους οφείλουν την πνευματική και πολιτιστική τους ανάπτυξη τα 2/3 των λαών της Ευρώπης, δηλ. οι Σλάβοι.

Με την αποδοχή της Ορθοδοξίας από το Βυζάντιο ο κόσμος των Σλάβων δέχθηκε ταυτόχρονα και ένα πλήθος πολιτιστικών στοιχείων, φορέας των οποίων ήσαν τα βυζαντινά κείμενα, που κυκλοφόρησαν ανάμεσά τους σε σλαβική μετάφραση. Έτσι αρχίζει η πιο λαμπρή σελίδα στην ιστορία της πορείας των σλαβικών λαών προς τον πολιτισμό.

Το μεγαλείο της προσωπικότητάς τους χαρακτηρίζει η ορθόδοξη οικουμενική τους συνείδηση. Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος δεν επεδίωξαν να εξελληνίσουν τους Σλάβους, όπως έκαναν οι Φράγκοι στη Μεγάλη Μοραβία, που επέβαλαν τη λατινική γλώσσα, αλλά δημιούργησαν σλαβικό αυτοτελή φιλολογικό λόγο, πάνω στον οποίο χτίστηκε ένας νέος πολιτισμός. Ένας πολιτισμός που έχει ως βάση τον βυζαντινό και στοιχεία της δικής τους εθνικής ιδιοπροσωπείας.

Δυστυχώς, οι Σκοπιανοί, στην προσπάθεια πλαστογραφήσεως της ιστορίας μας με το σφετερισμό του ιστορικού ονόματος της Μακεδονίας, συνεχίζουν κατά κανόνα τις απόψεις στρατευμένων επιστημόνων τμήματος της βουλγαρικής επιστημονικής ομάδος, ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος δεν ήταν Έλληνες, αλλά Σλάβοι.

Αποκορύφωμα αυτής της αδιαλλαξίας είναι η μετατροπή από την πολιτική και εκκλησιαστική τους ηγεσία του τάφου του αγίου Κυρίλλου σε αντικείμενο αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Σ' αυτόν τον τάφο, πού βρίσκεται στη Ρώμη, στο υπόγειο της πρωτοχριστιανικής βασιλικής του αγίου Κλήμεντος κοντά στο Κολοσσαίο, υπάρχει εντοιχισμένη μεταλλική πλάκα των Σκοπιανών, στην οποία αναγράφεται ότι ο Κύριλλος είναι «ο αγιώτερος του μακεδονικού έθνους».

Οι σκοπιανοί ιστορικοί με την ιδιότητα του ερασιτέχνη και κυρίως ως εκφραστές της πολιτικής ιδεολογίας, που δυστυχώς υπερισχύει της ψυχραιμίας και της αντικειμενικότητας της επιστημονικής έρευνας, αναμασούν τις αντιεπιστημονικές απόψεις βουλγάρων ιστορικών και κυρίως του Georgiev ότι οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος κατάγονταν από σλαβική οικογένεια. Η επιχειρηματολογία τους γι’ αυτό είναι ότι γνώριζαν τη σλαβική γλώσσα, εργάστηκαν μεταξύ των σλαβικών εθνών και κατά την διεξαγωγή της ιεραποστολικής τους πορείας επέδειξαν, μεγάλο ζήλο και ενθουσιασμό.

Στις επιστημονικά ατεκμηρίωτες αυτές θέσεις έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

1. Καμιά ιστορική πηγή δεν μαρτυρεί κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο την σλαβική τους  καταγωγή. Άλλωστε, στο Βυζάντιο υπήρχαν πολλοί που γνώριζαν σλαβικά. Όπως παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, αν ο τόπος αποστολής τους ήταν δείγμα καταγωγής, τότε θα έπρεπε να ήταν και Άραβες, αφού ο Κύριλλος είχε αποσταλεί και στο Χαλιφάτο ή και Χάζαροι, γιατί και οι δυο τους εργάσθηκαν μεταξύ των Χαζάρων. Ο ζήλος τους για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων δεν ερμηνεύεται με κριτήρια εθνικιστικά, αλλά πνευματικά και ιεραποστολικά.

2. Πολλές φορές ο Κύριλλος χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία «ημείς» και για να δηλώσει τη βυζαντινή του καταγωγή και να την αντιδιαστείλει με το διαφορετικής εθνότητας περιβάλλον στο οποίο απευθύνεται. Με ξεχωριστή παρρησία και θάρρος απευθύνεται στους Σαρακηνούς λέγοντας: «εξ ημών προήλθον άπασαι αι τέχναι». Είναι πολύ εύστοχη η παρατήρηση του καθηγητού Αιμιλίου-Αντωνίου Ταχιάου ότι ο Κύριλλος στην προκειμένη περίπτωση μιλούσε με το θάρρος και το κύρος βυζαντινού, έχοντας απόλυτη επίγνωση της υψηλής πολιτικής στάθμης της πατρίδας του.

3. Η ελληνικότητα των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου διαφαίνεται και στον διάλογο του Κυρίλλου με τον Χαγάνο των Χαζάρων. Όταν ο Κύριλλος επρόκειτο να αναχωρήσει από την χώρα των Χαζάρων, ο Χαγάνος θέλησε να του προσφέρει πολλά δώρα ως ευγνωμοσύνη για την εκπλήρωση της αποστολής του σ’ αυτούς. Σύμφωνα με τον βιογράφο ο Κύριλλος απάντησε: «Δος μοι όσους έχεις αιχμαλώτους ενταύθα, Έλληνας, τούτο εστί δι’ εμέ ανώτερον παντός δώρου». Στην απάντηση αυτή του Κυρίλλου διαφαίνονται διαυγέστατα τα ελληνικά του αισθήματα, που είναι απόρροια της καταγωγής του.

Το ίδιο συμβαίνει και κατά την αναχώρηση του Κυρίλλου από τη Μοραβία.

Ο Κύριλλος αντί οποιουδήποτε δώρου ζητάει την απελευθέρωση εννιακοσίων Ελλήνων αιχμαλώτων, όπως διαφαίνεται στο διασωζόμενο 1603/472 Κώδικα της Συνοδικής Βιβλιοθήκης της Μόσχας. Στο σημείο αυτό ο καθηγητής Αιμίλιος Ταχιάος παρατηρεί: «Και αν ακόμη δεχθώμεν ότι δεν είναι δυνατόν μόνον το απόγραφον τούτο να διέσωσε την ακριβή πληροφορίαν περί της εθνικότητος των αιχμαλώτων, και πάλιν η υπό του δημιουργού της παραλλαγής ταύτης απόδοσης της ελληνικής εθνικότητος εις τους αιχμαλώτους, δηλοί ότι ούτος ήτο πεπεισμένος περί της ελληνικής καταγωγής του Κυρίλλου».

4. Ο βιογράφος του βίου του Κυρίλλου που πρέπει να σημειωθεί ότι είναι η αρχαιότερη πηγή για τους δύο Θεσσαλονικείς μοναχούς και ως εκ τούτου οι εκεί παρεχόμενες πληροφορίες έχουν ιδιαίτερη αξία, μας πληροφορεί ότι ο Πάπας έδωσε εντολή να πάρουν μέρος στην κηδεία του Κυρίλλου στη Ρώμη όλοι οι εκεί διαμένοντες Έλληνες. Γιατί να γίνει αυτό αν ο Κύριλλος δεν ήταν Έλληνας; Ήδη ο Dvornik μιλάει για σημαντικό αριθμό Ελλήνων που ζούσαν στη Ρώμη. Ο ίδιος συγγραφέας ισχυρίζεται ότι ο Κύριλλος εκάρη μοναχός στην ελληνική Μονή της πόλεως.

5. Ο καθηγητής Δημήτριος Γόνης στο άρθρο του «Η καταγωγή του αγίου Κυρίλλου και η απάντησή του γι’ αυτή στο δείπνο του Χαζάρου Χαγάνου» παραθέτει πλούσια βιβλιογραφία για το θέμα της εθνικότητας των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και ανατρέπει με σοβαρή επιχειρηματολογία την άποψη βουλγάρων ιστορικών, που θέλουν τους προγόνους του Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Βουλγαρία. Τέτοιες πληροφορίες δεν απαντούν στους εκτενείς βίους των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι οποίες αποτελούν τις πλέον αυθεντικές και αξιόπιστες για τα κυριλλομεθοδιανά προβλήματα. Επισημαίνουμε ιδιαιτέρως την άποψη του κ. Γόνη ότι η πληροφορία για τη βουλγαρική καταγωγή του αγίου Κυρίλλου αποτελεί ιστορική ανακρίβεια, αφού οι Βούλγαροι δεν είχαν καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη τον Θ’ αι., χρονική περίοδο που γεννήθηκε ο Κύριλλος.
6. Ο Αρχιεπίσκοπος Σάλτσμπουργκ Αλβίνος, σύγχρονος του Μεθοδίου, σε επιστολή του στον Πάπα Ιωάννη Η’ ονομάζει τον Μεθόδιο Έλληνα· «Graecus Methodius nomine». Η αναγνώριση όμως της ελληνικής προελεύσεως των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου έχει γίνει επίσημα και από τον ίδιο τον Πάπα Ρώμης Ιωάννη Παύλο Β’, ο οποίος στην εγκύκλιό του Egregiae virtutis  της 30ής Δεκεμβρίου 1980 τους αποκαλεί «Κύριλλο και Μεθόδιο, Έλληνες αδελφούς, γεννημένους στη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου έζησε και εργάστηκε ο άγιος Παύλος».

Για τους σλαβικούς λαούς, τον ελληνικό λαό, σύνολη την Ορθοδοξία, αλλά και τον παγκόσμιο πολιτισμό, οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος αποτελούν δείχτες πορείας. Παραμένουν πάντοτε σύμβολα μιας κοινής πνευματικής παραδόσεως, υπερβάσεως των εθνικισμών, προβολής της οικουμενικότητας του Χριστιανισμού, σεβασμού της ετερότητας ατόμων και λαών, αλλά και ειρηνικής συνυπάρξεως της ανθρωπότητας, ανεξαρτήτως πολιτικών και κοινωνικών διαφορών.


Πηγή: Ακτίνες

mhtropoliths naypaktoy ierotheos 04



Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

palaia diathhkh 01


1. Ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἀδελφοί χριστιανοί, μιλάει γιά τήν μετάνοια. Γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλάει γενικά γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, γιά τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς πτώσης καί καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά μετανοήσουν γι᾽ αὐτήν.

Ὁ Θεός ἀπό τήν ἀρχή καλεῖ σέ μετάνοια τόν πεπτωκότα Ἀδάμ λέγοντάς του, «Ἀδάμ ποῦ εἶσαι;» (Γεν. 3,9). Καί τόν φονιᾶ πάλι τόν Κάιν σέ μετάνοια τόν καλεῖ ὁ Θεός ρωτώντας τον, «Ποῦ εἶναι ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός σου;» (Γεν. 4,9).

Ἡ βάση ἀπό τήν ὁποία ξεκινᾶ ἡ Παλαιά Διαθήκη τό κήρυγμά της γιά μετάνοια εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού λέγεται ἀπό τόν προφήτη Ἰερεμία: «Γνῶθι καί ἰδέ ὅτι πικρόν σοι τό ἐγκαταλιπεῖν σε ἐμέ» (Ἰερ. 2,19). Πραγματικά, ἀδελφοί, εἶναι πικρό, εἶναι πολύ πικρό τό νά ἐγκαταλείπουμε τόν Θεό! Μᾶς παιδεύει καί μᾶς ἐλέγχει ἡ ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό. «Παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου καί ἡ κακία σου ἐλέγξει σε», μᾶς λέγει πάλι ὁ προφήτης Ἰερεμίας (2,19). Τό δέ πικρό καί τό βαρύ τῆς ἁμαρτίας παριστάνεται δυνατά στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀφοῦ μᾶς λέγει ὅτι φθάνει μέχρι τήν τέταρτη γενεά (Ἐξ. 20,5).

2. Ἡ ἴδια ὅμως ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς λέγει νά μήν ὑπερβάλλουμε τήν ἁμαρτία, ὥστε νά τήν παριστάνουμε ὅτι νικάει τήν μετάνοια. Ὄχι! Ἡ μετάνοια νικάει τήν ἁμαρτία. Ἄς τό προσέξουμε αὐτό, ἀδελφοί, γιατί αὐτό τελικά ἦταν τό ἁμάρτημα τοῦ Κάιν. Ὁ Κάιν ταράχθηκε γιά τήν ἁμαρτία πού ἔκανε, ἁπογοητεύθηκε καί εἶπε: «Μείζων ἡ ἁμαρτία μου τοῦ ἀφεθῆναι με» (Γεν. 4,13). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μου εἶναι πολύ μεγάλη, ὥστε νά μή μπορεῖ νά συγχωρεθεῖ». Ἀντίθετα ὅμως ὁ Θεός λέει στόν θλιμμένο Κάιν νά ἡσυχάσει. Ἀκοῦστε γλυκό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί: «Ἥμαρτες; Ἡσύχασον» (Γεν. 4,7), λέει ὁ Θεός στόν Κάιν. Ὅταν, λοιπόν, ἁμαρτάνουμε καί ταρασσόμαστε ἔπειτα γιά τήν ἁμαρτία μας, ἄς θυμούμαστε αὐτόν τόν παρήγορο λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἥμαρτες; Ἡσύχασον»!

3. Καί τώρα, χριστιανοί μου, θέλω νά σᾶς πῶ τί εἶναι μετάνοια κατά τήν Παλαιά Διαθήκη. Μετάνοια κατά πρῶτον εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας μας. Ἡ ὁμολογία ὅμως αὐτή νά μήν εἶναι μιά ἁπλῆ παραδοχή ὅτι ἁμαρτήσαμε, ἀλλά νά εἶναι ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητός μας μέ συντεντριμμένη καρδιά, ὅπως τό λέει ὁ Ψαλμωδός τοῦ περιφήμου 50ου Ψαλμοῦ τῆς μετανοίας: «Τήν ἀνομία μου – λέγει – ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός» (στίχ. 5). Τό πρῶτο, λοιπόν, βῆμα τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ παραδοχή τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Τό, «τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω». Ἀλλά εἶναι καί τό ὅτι σκέπτομαι συνέχεια τήν ἁμαρτία μου καί πονῶ γι᾽ αὐτήν καί θέλω νά ἀπαλλαγῶ ἀπ᾽ αὐτήν· εἶναι τό «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός». «Τίποτε ἄλλο – λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας – δέν προσελκύει τό ἔλεος τοῦ Δεσπότου, ὅσο ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας μας» (MPG 69,1088). Καί ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Ἥμαρτες; Μή ἀπογνῶς, ἀλλά εἴσελθε εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἰπέ τῷ Θεῷ ὅτι ἡμάρτηκα. Εἰπέ τήν ἁμαρτίαν, ἵνα λύσῃς τήν ἁμαρτίαν». Καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας μᾶς συμβουλεύει: «Λέγε σύ τάς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθεῖς» (Ἠσ. 43,26).

Γιά βεβαίωση τῶν παραπάνω λόγων του ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει δύο παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί τά δυό. Ἑνός πού ὁμολόγησε μέ συντριβή τήν ἁμαρτία του καί δικαιώθηκε καί ἑνός πού δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του καί γι᾽ αὐτό κατακρίθηκε. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Δαυίδ πού διέπραξε καί μοιχεία καί φόνο. Ἀλλά ὅταν ὁ προφήτης Νάθαν τοῦ μίλησε γιά τίς ἁμαρτίες του, αὐτός εἶπε, «Ἥμαρτον τῷ Κυρίῳ». Καί ὁ Νάθαν ἀμέσως τόν βεβαίωσε ὅτι, «Κύριος ἀφῆκε τό ἁμάρτημά σου» (Β´ Βασ. 12,13). Ὁ ἄλλος –  ἀντίθετο παράδειγμα αὐτό – εἶναι ὁ φονιᾶς Κάιν, πού δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του, γι᾽ αὐτό καί κατακρίθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ Θεός, ἑλκύοντάς τον σέ μετάνοια, τόν ἐρώτησε, «ποῦ εἶναι ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;», αὐτός μέ αὐθάδεια ἀπάντησε: «Δέν ξέρω· μήπως ἐγώ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;». Γι᾽ αὐτό καί ὁ Θεός τόν τιμώρησε μέ τήν τιμωρία, «στενάζοντας καί τρέμοντας θά περνᾶς τήν ζωή σου» (Γεν. 4,9-12).*

4. Πρῶτον βῆμα, λοιπόν, γιά τήν μετάνοια εἶναι, εἴπαμε, ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας μας. Ἀλλά εἴπαμε ἀκόμη ὅτι αὐτή ἡ ὁμολογία πρέπει νά γίνεται μέ συντριβή καρδιᾶς, μέ ἀπόφαση γιά ἀλλαγή ζωῆς. Θά ἀναφέρω μιά μικρή περικοπή τοῦ προφήτου Ὠσηέ γιά τό πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ἀληθινή μετάνοια.

Ὁ προφήτης λέγει:

«Γύρισε Ἰσραήλ πρός τόν Γιαχβέ,

γιατί ἔπεσες, λόγω τῆς ἁμαρτίας σου.

Λάβετε μαζί σας λόγους

καί γυρίσατε πρός τόν Γιαχβέ» (Ὠσ. 14,2-3).

Τί σημαίνει ἐκείνη ἡ περίεργη φράση «λάβετε μαζί σας λόγους»; Σημαίνει «πάρτε ἀποφάσεις» γιά ἀλλαγή ζωῆς, γιά μιά καινούργια πιά πορεία ζωῆς. Ἡ μετάνοια, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, σημαίνει ὁλοκάρδια ἐπιστροφή στόν Θεό, ὅπως τό λέει καί ἡ λέξη, πού δηλώνει στροφή τοῦ νοῦ («μετά-νοια»). Ὅταν δέ λέγει «νοῦ» ἡ Ἁγία Γραφή ἐννοεῖ ὅλο τό ἐσωτερικό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀλλοῦ τό λέει «καρδιά». Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἰερεμίας, ἀλλά καί ὁ Ἠσαΐας ἐνωρίτερα, κηρύττουν τήν μετάνοια στόν λαό μέ τό δυνατό ρῆμα «σούμπ», πού σημαίνει ἀκριβῶς τήν στροφή ὅλου τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου στόν Θεό.

Ἐπειδή δέ ἔτσι θέλουν τήν μετάνοια οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς ἀλλαγή καρδιᾶς, γι᾽ αὐτό καί ἀπορρίπτουν τήν ἐπιφανειακή μετάνοια πού γίνεται ἀπό ἀνάγκη, μέ αἰτία κάποια συμφορά (βλ. Ὠσ. 5,15-6,4).

5. Δέν βλέπουν ὅμως οἱ προφῆτες τήν σωστή μετάνοια τοῦ λαοῦ, παρά τά καυστικά τους κηρύγματα μέ τό δυνατό ρῆμα «σούμπ». Τό περί μετανοίας κήρυγμα τῶν προφητῶν σκόνταφτε στήν πεισματική ἐμμονή τοῦ λαοῦ στήν ἁμαρτία. Στό κήρυγμα τοῦ Ἰερεμίου γιά νά ἐπιστρέψουν στόν ἀληθινό Θεό ἀρνούμενοι τήν ἁμαρτία, ὁ λαός ἀπαντοῦσε μέ αὐθάδεια: «Ὄχι, ὄχι δέν θέλω. Ἀγαπῶ τούς ἐραστές μου (= τά εἴδωλα) καί πίσω ἀπό αὐτούς θά τρέχω» (Ἰερ. 2,25). Καί ὁ προφήτης μέ πόνο διαπιστώνει τό ἀμετανόητο τοῦ λαοῦ: «Δέν μπορεῖ νά ἐπιστρέψουν – λέγει – σάν τούς ἵππους πού ὁρμοῦν στήν μάχη» (Ἰερ. 8,6). Ἡ ἀμετανοησία αὐτή τοῦ λαοῦ ἑρμηνεύεται ἀπό τό ὅτι ἡ ἁμαρτία εἰσχώρησε βαθειά στήν ψυχή του, τόν κυρίεψε ὁλόκληρο, καί νάρκωσε τήν βούλησή του γιά τό καλό. Ὁ ἄνθρωπος σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία «ὅπως ὁ Αἰθίοπας δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει τό δέρμα του καί ἡ πάρδαλη τό χρῶμα της», λέγει ὁ Ἰερεμίας (13,23). Στήν κατάσταση αὐτή ἡ ἁμαρτία ἔγινε ἀνάγκη στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔγινε δοῦλος της καί ἐκτελεῖ τίς ὀρέξεις της. Πῶς τώρα θά κατανικηθεῖ ἡ ἁμαρτία; Ἡ Παλαιά Διαθήκη στό σημεῖο αὐτό, ἀγαπητοί μου, διατυπώνει τήν περί προόδου τῆς ἁμαρτίας διδασκαλία. Κατά τήν διδασκαλία αὐτή ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τόν ἄνθρωπο ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει τήν πώρωση, ὥστε μέ τήν τέλεια ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας νά νικηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέ τώρα κατανικᾶται ὄχι μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ θαῦμα Θεοῦ, μέ τήν ἀποστολή τοῦ Μεσσίου. Καί πραγματικά ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς Χριστός, πού ἐνίκησε τήν ἁμαρτία, ἦλθε ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔγινε περισσότερο ἁμαρτία, «καθ᾽ ὑπερβολήν ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 7,33. Βλ. καί 11,23).

6. Ὅμως, παρά τήν δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς παρουσιάζει δυνατές προσωπικότητες, πού ἀρχίζουν τόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας καί ἀποβαίνουν νικητές της. Μιά τέτοια προσωπικότητα εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ Ψαλμ. 31. Κάποτε ὁ ποιητής αὐτός δέν νοιαζόταν γιά τήν ἁμαρτία του, δέν τήν ἐξομολογεῖτο, ἀλλά τήν κατέπνιγε μέσα του. Ἔννοιωθε ὅμως μέσα του ἕνα μαρτύριο, ἕνα κομμάτιασμα ψυχῆς. Μέ λίγα λόγια περιγράφει ὁ ποιητής τό μαρτύριό του αὐτό λέγοντας: «Ὅτι ἐσίγησα (= δέν ἐξομολογεῖτο, δηλαδή, τήν ἁμαρτία του) ἐπαλαιώθη τά ὀστᾶ μου ἀπό τοῦ κράζειν με ὅλην τήν ἡμέραν» (στίχ. 7). Ἀλλά σέ μιά στιγμή, εὐλογημένη στιγμή τῆς ζωῆς του, ὁ ψαλμωδός πῆρε τήν ἀπόφαση νά μετανοήσει καί νά ἐξομολογηθεῖ τήν ἁμαρτία του, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾽ αὐτήν. Λέγει: «Τήν ἁμαρτία μου ἐγνώρισα καί τήν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα. Εἶπα: Ἐξαγορεύσω κατ᾽ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ». Πόσο δυνατό εἶναι αὐτό τό «εἶπα»! Ἀπόφαση γιά μιά νέα ζωή χωρίς τήν ἁμαρτία!

Στόν σκληρό ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν θεία βοήθεια, ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἄλλος ψαλμωδός τῆς μετανοίας λέγει πρός τόν Θεό: «Τό πνεῦμα σου τό Ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ᾽ ἐμοῦ» (Ψαλμ. 50,13). Ἀγωνιζόμενος ὁ ἄνθρωπος κατά τῆς ἁμαρτίας τοῦ γεννιέται ἡ ἐπιθυμία γιά ἕνα καινούργιο κόσμο μέσα του, γιά μιά νέα καρδιά, πού δέν θά κλίνει πιά στό κακό, ἀλλά σταθερά θά ἐπιθυμεῖ τό καλό. Εἶναι ὁ ἀθάνατος στίχος τοῦ 50ου ψαλμοῦ: «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (στίχ. 12)!

Τέλος, ὅταν ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πετύχει τήν ἀναγέννησή του, τήν ἀπόκτηση τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, στρέφει παρήγορα τά βλέμματά του σ᾽ ὅσους βρίσκονται στήν δική του πρώτη θλιβερή κατάσταση καί θέλει νά γίνει ἱεραπόστολος σ᾽ αὐτούς, γιά νά χαροῦν καί αὐτοί τήν δική του χαρά τῆς λυτρώσεως ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ συνθέτης τοῦ 50ου ψαλμοῦ: «Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν» (στίχ. 15).

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἁμαρτήσαμε. Δός μας εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐλέησέ μας.

 

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας


*Βλ. Χρυσοστόμου β´ ὁμιλία περί μετανοίας (εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τόμ. 9,287Α ἑξ.).

 

Πηγή: Ακτίνες

p kyrillos kwstopoylos 01

 Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐδιδάσκετο ὅτι ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐφεσίους λέγει: «Eἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (4, 4). Καὶ ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ἐπισημαίνει στοὺς Φιλιππησίους: «Εἰ γὰρ εἷς ἐστιν ὁ τῶν ὅλων θεός [...], ἓν δὲ καὶ τὸ βάπτισμα τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ κυρίου διδόμενον, μία δὲ καὶ ἡ ἐκλεκτὴ ἐκκλησία· μία ὀφείλει εἶναι καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν πίστις» (Funk, DieKamp, Laupp [Tubingen 1913] 5, 1).

Αὐτὴ ἡ ὁμολογία περὶ ἑνὸς βαπτίσματος ἐπέχει ἐξόχως ἰδιάζουσα θέση στὴν Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ περιελήφθη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Β´ ἐν Κωνσταντινουπόλει Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Κατὰ τὸν προηγούμενο αἰώνα, ὡστόσο, παρουσιάστηκε μία ἐκκλησιολογικὴ θεωρία, ἀποκαλούμενη «βαπτισματικὴ θεολογία», ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε καὶ διδάσκεται ἐντόνως μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἄλλοι Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι ὀρθόδοξοι πρεσβεύουν καὶ διακηρύσσουν τὴν θεωρία περὶ τῆς ἑνότητος καὶ ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν «χριστιανικῶν ὁμολογιῶν». Παραδέχονται, δηλαδὴ καὶ ἀποδέχονται τὸ βάπτισμα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν ὁμάδων ὡς ἔγκυρο, ταυτίζοντάς το μὲ τὸ Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτὴ ἡ θεωρία ἐντάσσεται στὴν οἰκουμενιστικὴ κίνηση καὶ θεολογία, ἡ ὁποία ἀνάγει τὶς ρίζες της στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ´ αἰώνα μὲ τὸν Βαπτιστὴ Ἱεραπόστολο William Carey, ὅπως ἀναφέρει ὁ R. Givellini στὸ ἔργο του «Ἡ Θεολογία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα» (2002, σ. 607).

Γίνεται, ὅμως, αὐτὸ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ διδασκαλία; Ἀπαντοῦμε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: Ὄχι!

Πρωτίστως, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ διευκρινίσουμε ὅτι τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ εἶναι κανονικό, πρέπει νὰ πληροῖ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις: 1) Nὰ ἐπιτελῆται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 2) Νὰ γίνεται στὸ Ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος. 3) Νὰ τελῆται διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως καὶ ὄχι διὰ ραντισμοῦ. 4) Νὰ τελῆται ἀπὸ κανονικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργό, ᾽Επίσκοπο ἢ Πρεσβύτερο.

Οἱ αἱρετικοὶ Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐντάσσονται στὰ ἀνωτέρω, ἀφοῦ παρεξέκλιναν παντοιοτρόπως τῆς εὐθείας ὁδοῦ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως μὲ τὶς διάστροφες τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου θέσεις τους. Μὲ μία ἁπλὴ ἀνάγνωση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποδεικνύεται  αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμός μας.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἀναφέρεται ἡ ἐντολὴ τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου πρὸς τοὺς Μαθητές Του: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28, 19). Ἐδῶ ἀποκαλύπτονται τὰ τρία στοιχεῖα τῆς σωτηρίας ποὺ ἐπαγγέλλεται ἡ Μία Ἐκκλησία: Προηγούμενη ὀρθὴ διδασκαλία – κατήχηση, Βάπτισμα στὸ Ὄνομα τῆς Ἀδιαιρέτου καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος καὶ ἀκριβὴς τήρηση τῶν παραδεδομένων ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία πληροῦν οἱ αἱρετικοί, οἱ παραχαράξαντες τὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια; Ἀσφαλῶς κανένα.

Ἡ βάπτιση τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου διασώζεται στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο: «Βαπτισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εὐθὺς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (3, 16). Στὶς δὲ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων περιγράφεται ἡ βάπτιση τοῦ εὐνούχου ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου: «Κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος (8, 38-39). Ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ἀνεβαίνω» στὰ δύο προηγούμενα χωρία ὑποδηλώνει τὴν προηγειθεῖσα βύθιση  τῶν βαπτισθέντων ἐντὸς τῶν ὑδάτων (βαπτίζω = βυθίζω ὑπὸ τὸ ὕδωρ, Liddell – Scott, τ. I, 479).

Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν ὡς γνωστὸν τελεῖται διὰ ραντισμοῦ. Ἠμπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ Ὀρθόδοξο κανονικὸ βάπτισμα τῶν τριῶν καταδύσεων, οἱ ὁποῖες συμβολίζουν τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Ρωμαίους, ἐπισημαίνει: «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, [...] εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (6, 3-6). Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβεβαιώνει: «Τὴν κατάδυσιν τὸν τύπον τῶν τριῶν ἡμερῶν ἐκπληροῦν» (ἐπ. 236, PG 32, 884Α).

Ἐπίσης, οἱ τρεῖς καταδύσεις γίνονται στὸ Ὄνομα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ὁμοουσίου Τριάδος. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει μὲ ἀναλυτικὸ τρόπο ὅτι γιὰ κάθε Ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος κάνουμε μία κατάδυση καὶ εἶναι τρεῖς οἱ καταδύσεις γιὰ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Καθ' ἑκάστην τῶν τῆς θεότητος ὑποστάσεων μίαν κατάδυσιν καὶ τρεῖς διὰ τὸ τρισσὸν τῶν ὑποστάσεων» (B. Kotter, De Gruyter [Berlin 1981] PTS 22, 5, 11).

Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ βάπτισμα τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖοι εἰσήγαγαν πλῆθος αἱρετικῶν δοξασιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες παραχαράσσουν, ἀλλοιώνουν καὶ διαστρεβλώνουν τὸ Τριαδολογικὸ καὶ Χριστολογικὸ δόγμα, ἀλλά -πολὺ περισσότερο- καὶ τὸ βάπτισμα τῶν Προτεσταντῶν νὰ ταυτίζονται μὲ τὸ τῆς Ὀρθοδόξου, ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας; Ὁ Μ. Βασίλειος μὲ τὴν ἀπαράμιλλη εὐστοχία του διασαφηνίζει ὅτι ἡ πίστη καὶ τὸ βάπτισμα συνιστοῦν δύο συμφυεῖς καὶ ἀδιαίρετους τρόπους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ὅρο sine qua non γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι δὲ ἀδιαίρετο τὸ περιεχόμενο καὶ τῶν δύο, ἀφοῦ χωρὶς τὸν ἕνα δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύει ὁ δεύτερος: «Πίστις δὲ καὶ βάπτισμα, δύο τρόποι τῆς σωτηρίας, συμφυεῖς ἀλλήλοις καὶ ἀδιαίρετοι. Πίστις μὲν γὰρ τελειοῦται διὰ βαπτίσματος, βάπτισμα δὲ θεμελιοῦται διὰ τῆς πίστεως, καὶ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται. Ὡς γὰρ πιστεύομεν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, οὕτω καὶ βαπτιζόμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ προάγει μὲν ἡ ὁμολογία πρὸς τὴν σωτηρίαν εἰσάγουσα· ἐπακολουθεῖ δὲ τὸ βάπτισμα ἐπισφραγίζον ἡμῶν τὴν συγκατάθεσιν» (Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, SC 17, 12, 2831-40). 

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τὸ θέμα καὶ ἀπὸ κανονικῆς πλευρᾶς. Ὁ 46ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύει: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 2, 61). Αὐτὸ τὸ ἀκούουν οἱ φιλοαιρετίζοντες ἐπίσκοποί μας καὶ θεολόγοι; Ὅποιος ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, μᾶς λέγει ὁ προαναφερθεὶς κανών, κάμει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν νὰ καθαιρῆται. Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ἑρμηνεύοντας τὸν παρόντα κανόνα, ὑπογραμμίζει: «Εἰ γάρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι τὸ ἀληθὲς βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθὲς βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὅπου αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως;» (Πηδάλιον [1976] 51).

Οἱ ὀγδόντα τέσσσερις περίπου ἐπίσκοποι, οἱ συγκαλέσαντες τὴν σύνοδο τῆς Καρχηδόνας τὸ 255, ἀποφάνθηκαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος, καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 3, 3). Ἐδῶ οἱ ἱεροὶ Πατέρες τονίζουν τὴν ἀκρίβεια αὐστηρῶς καὶ ἀπαρεγκλίτως καὶ ὁμολογοῦν ὅτι ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει, αὐτὸ τὸ ὁποῖο τελεῖται στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ὅπως συμφωνεῖ καὶ ὁ καθηγητὴς πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ποὺ τὰ πάντα σχετικοποιοῦνται, ἀκόμη καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ μία στάση αὐστηρᾶς τηρήσεως τῶν κανόνων σχολιάζεται ὡς φανατικὴ καὶ στερουμένη ἀγάπης, ἡ ἐμμονὴ στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη ἀντίσταση στὸν γενικὸ κατήφορο. (Βλ. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα, 1996, 122).

Ὡς ἐκ τῆς ἀνωτέρω ἐκτεθείσας ἐν συντομίᾳ διδασκαλίας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἀπορρίπτεται ὡς ἄκυρο. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι γίνεται δεκτὸ μόνον ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα ποὺ τηρεῖται χωρὶς νὰ παρεκκλίνη τῆς πίστεως: «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον» (PG 32, 665A).

Ἑπομένως, ἐπ᾽οὐδενὶ λόγῳ ἐπιτρέπεται στὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ὁδηγοῦν τὰ τέκνα τους νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ αἱρετικούς. Τὰ βαπτισθέντα δὲ ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦνται ὡς ἀβάπτιστα καὶ ἄρα ἐὰν προσέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία, πρέπει νὰ βαπτίζονται κανονικῶς, χωρὶς αὐτὸ νὰ θεωρῆται ἀναβαπτισμός. Ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλὸς εἶναι κατηγορηματικὸς ὡς πρὸς αὐτό: «Μετερχόμενοι τοίνυν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν, κἂν τυχὸν ὦσιν βεβαπτισμένοι, βαπτίζονται μέν (οὐ γὰρ λέγομεν ἀναβαπτίζονται, ἐπειδὴ μὴ ἔχουσι τὸ ἀληθὲς βάπτισμα)» (PG 39, 720Α).

Ἔρχεται, δυστυχῶς, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν νὰ δεχθῆ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἑτερόδοξοι τελοῦν ὀρθὸ βάπτισμα, ἐὰν ἐπικαλοῦνται κατὰ τὴν τέλεσή του τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἄσχετα ἐὰν βρίσκονται στὴν κακοδοξία καὶ τὴν αἵρεση. Αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ καθίσταται ἀπορριπτέο. Ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1ο κανόνα του διασαφηνίζει τὸ θέμα λέγοντας: «Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 4, 000). Ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας (5ος αἰ.) διευκρινίζει ὅτι ἐφόσον οἱ αἱρετικοὶ παραβίασαν τὴν παράδοση περὶ βαπτίσματος, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐρμηνεία τῶν πρώτων, ἔχασαν τὴν σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Λέγει χαρακτηριστικά: «Εἶχόν ποτε κἀκεῖνοι ὡς πρόβατα λευκὸν τὸν πόκον καὶ τὴν φραγῖδα ἀνθηράν. Ἀλλ' ἕως τότε λευκὸν τὸν πόκον ἐτήρουν ἕως εἶχον τὸ τῆς ἐκκλησίας βάπτισμα, καὶ ἕως τότε ἡ σφραγὶς αὐτῶν τὴν ἀνθηρότητα τοῦ αἵματος Χριστοῦ ἔφερεν ἕως οὗ ἐσφραγισμένην ἐτήρουν τὴν περὶ τοῦ βαπτίσματος διάταξιν» (Ὁμ. 26.3.10, Richard, Brogger, 1956).

Ἑπομένως «κατ᾽ ἀκρίβειαν» τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση ὡς ἄκυρο. Ἡ ἀπουσία δὲ διατάξεως, ἡ ὁποία νὰ δέχεται ἔστω καὶ «κατ᾽οἰκονομίαν» τὸ αἱρετικὸ βάπτισμα, καταδεικνύει καὶ ἀποδεικνύει αὐτὸ ὡς ἄκυρο.

Ἐὰν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πῶς δικαιολογοῦνται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποί μας νὰ ἀποδέχωνται τὴν βαπτισματικὴ θεολογία τῶν Προτεσταντῶν; Δὲν φοβοῦνται τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ;

Μακάρι νὰ κατανοήσουν ὅτι βαδίζουν τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἀλήθεια καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ ἀλήθεια πρὶν εἶναι ἀργὰ γι᾽ αὐτούς.

 

Πηγή: Ακτίνες

gotthikos naos 01

Αγαπητέ μου φίλε, μη σου περάσει από τον νου ότι το γράμμα αυτό θα είναι ολοκλη­ρωτικά αφιερωμένο στην περιγραφή του καθεδρικού ναού της Κολωνί­ας ή της ιστορίας του. Όχι. Αυτή τη φορά θα μου χρησιμεύσει μόνο ως σύμβολο της θρησκευτικής ευρωπαϊκής συνειδήσεως. Διάλεξα τον ναό αυτό για πολλές αιτίες. Από τους πολυάριθμους γοτθικούς καθεδρι­κούς ναούς που είδα, ο Καθεδρικός της Κολωνίας μου προκάλεσε την πιο καταπληκτική εντύπωση. Κάμποσες φορές τον επισκέφθηκα, τον θαύμασα απ’ έξω και απ’ όλες τις μεριές και για πολύ επιδόθηκα στην παρατήρηση των τόξων που έφθαναν στην κορυφή του ναού. Άλλους παλαιούς ναούς της Ευρώπης τους παρατήρησα γρήγορα σαν ιστορι­κά μνημεία, τους επισκέφθηκα με την ψυχρή προσοχή του τουρίστα, ο οποίος πρέπει να δει όλα τα αξιοθέατα. Εκεί κυριευόταν η ψυχή από κάποιο κύμα Ιστορικών αναμνήσεων και ονειροπολήσεων. Θύμιζαν βα­σιλιάδες, ιππότες και τουρνουά των ευγενών.


ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΡΟΜΟΣ, ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΙΣΜΟΣ KAI ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΝΗΨΗ

Από τα ταξίδια του στη Δύση μεταξύ 1908 και 1912, ως λαϊκός, ο άγιος Ιλαρίων γράφει προς φίλους κάποια γράμματα. Τα «γράμ­ματα» εκδίδονται από τον αρχιμανδρίτη Ιλαρίωνα το 1916. Στο τρίτο αυτό γράμμα περιγράφει την επίσκεψή του σε κάποιον διάσημο γοτθικό ναό. Σχολαστικισμός, ορθολογισμός, άρρωστος μυστικισμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του που δεν μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο στην αληθινή λατρεία του Θεού. Αυτά τα αντιδιαστέλλει προς τα χαρακτηριστικά των ορθοδόξων ναών που οδηγούν στη συγκέντρωση του νου, την κατάνυξη και την αληθινή προσευχή.

Αγαπητέ μου φίλε, μη σου περάσει από τον νου ότι το γράμμα αυτό θα είναι ολοκλη­ρωτικά αφιερωμένο στην περιγραφή του καθεδρικού ναού της Κολωνί­ας ή της ιστορίας του. Όχι. Αυτή τη φορά θα μου χρησιμεύσει μόνο ως σύμβολο της θρησκευτικής ευρωπαϊκής συνειδήσεως. Διάλεξα τον ναό αυτό για πολλές αιτίες. Από τους πολυάριθμους γοτθικούς καθεδρι­κούς ναούς που είδα, ο Καθεδρικός της Κολωνίας μου προκάλεσε την πιο καταπληκτική εντύπωση. Κάμποσες φορές τον επισκέφθηκα, τον θαύμασα απ’ έξω και απ’ όλες τις μεριές και για πολύ επιδόθηκα στην παρατήρηση των τόξων που έφθαναν στην κορυφή του ναού. Άλλους παλαιούς ναούς της Ευρώπης τους παρατήρησα γρήγορα σαν ιστορι­κά μνημεία, τους επισκέφθηκα με την ψυχρή προσοχή του τουρίστα, ο οποίος πρέπει να δει όλα τα αξιοθέατα. Εκεί κυριευόταν η ψυχή από κάποιο κύμα Ιστορικών αναμνήσεων και ονειροπολήσεων. Θύμιζαν βα­σιλιάδες, ιππότες και τουρνουά των ευγενών. Αυτό όμως δεν συνέβαινε με τον καθεδρικό της Κολωνίας. Αυτός με προσείλκυε κοντά του με μια δύναμη ακατανόητη. Καθώς πλησίαζα στην πόλη μέσω του Ρήνου, τα μάτια μου καρφώθηκαν επάνω του. Όταν έφευγα από την Κολωνία πήγα στον ναό να τον αποχαιρετήσω. Σπάνια, πολύ σπάνια μου συνέβη  να ζήσω τόσο δυνατή εντύπωση καλλιτεχνικής ενότητος  όπως την έζησα κοντά στον καθεδρικό της Κολωνίας. Ο ναός του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη, ο παλαιός Καθεδρικός στο Mainz (Μάιντς), ο Kaiserdom (ο αυτοκρατορικός ναός) στη Φρανκφούρτη, ο ναός Notre-Dame στο Πα­ρίσι, η Votivkirche στη Βιέννη και άλλοι γοτθικοί ναοί τέτοια εντύπωση δεν μου προξένησαν. Εγώ, αγαπητέ μου φίλε, που δεν τα βγάζω πέρα με τα εγχειρίδια της ιστορίας μεσαιωνικής τέχνης, θα σου πω τη γνώ­μη μου.

Ο καθεδρικός της Κολωνίας μου φαίνεται σαν το πιο λαμπρό δείγμα του γοτθικού αρχιτεκτονικού στυλ. Σκέψου, φίλε μου, ότι στους σκοτεινούς-γκρίζους όγκους του καθεδρικού αυτού ναού ενσαρκώθηκε η μεγαλοφυΐα μιας ολόκληρης σειράς γερμανών καλλιτεχνών. Η οικο­δόμησή του άρχισε ήδη τον 13ο αιώνα και ολοκληρώθηκε μόλις στα 1880. Και ανεξάρτητα από τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας, η γοτθική τεχνοτροπία μου φαίνεται ότι είναι η πλέον τυπική για τη Δύση, ιδιαι­τέρως για τη θρησκευτική συνείδηση της Δύσεως.

Τι είναι στ’ αλήθεια  η γοτθική τεχνοτροπία; Είναι καθαρά προϊόν της δυτικής τέχνης. Σ’ αυτό το στυλ δεν βρίσκεις πια κανένα ίχνος ελληνικής ή ρωμαϊκής επιρροής. Αυτό άρχισε όταν η Δύση εξέπεσε από την Εκκλησία, όταν, συνεπώς, η θρησκευτική συνείδηση της Δύσεως απομονώθηκε από την εκκλησιαστική-χριστιανική συνείδηση. Τι προέκυψε από αυτή την απομόνωση;

Παρακολούθησε, αγαπητέ μου φίλε, έστω και τις φωτογραφίες του καθεδρικού της Κολωνίας. Κοίταξε πολύ προσεκτικά. Δεν βρίσκεις την απάντηση;

Η εξωτερική όψη του ναού μπορεί να γοητεύει. Τι περίπλοκο σχέ­διο, τι περίπλοκη καλλιτεχνική ιδέα, τι όγκος μικρών αρχιτεκτονικών μελών! Και προ πάντων, τι κομψότητα, τι λεπτότητα στην εργασία, τι ενότητα  καλλιτεχνικού συνόλου! Πολλά στολίδια στο αρχιτεκτονικό σχέδιο και όμως όλα στη θέση τους. Τίποτε δεν χτυπά στο μάτι σαν κάτι χωριστό, τίποτε δεν φαίνεται περιττό. Και όλα προς τα επάνω, όλα προς τα επάνω. Όταν για πρώτη φορά πλησίασα κοντά στον ναό αισθάνθηκα σαν κάποιος να με τραβά προς τα πάνω.

Εσωτερικό του καθεδρικού ναού της Κολωνίας

Μπαίνουμε τώρα στο εσωτερικό του ναού. Εσωτερικά πάλι παραμένει η εντύπωση της καλλιτεχνικής ενότητος. Μόνο που εδώ ο γενικός τόνος είναι φωτεινότερος. Δεν είναι σκοτεινός-γκρίζος, σχεδόν μαύρος, όπως στο εξωτερικό του ναού, αλλά σκουροκίτρινος. Και εδώ, εσωτερικά υψώνονταν αμέτρητες κολόνες οι οποίες εκεί ψηλά συμπλέκονταν μεταξύ τους με περίτεχνες καμάρες. Ήταν τόσο ψηλά ώστε σου πονούσε το κεφάλι όταν το αναποδογύριζες προς τα πίσω για να δεις τις καμάρες. Εσωτερικά το σχέδιο είναι επίσης περίπλο­κο. Πράγματι, δεν υπάρχει  ούτε μια μεμονωμένη στρογγυλή κολόνα. Κάθε κολόνα μοιάζει συνδεδεμένη με μια δεκάδα άλλες ιδιαίτερες κολόνες. Εξ άλλου, εσωτερικά γρήγορα παρατηρείς, με κάποια δυ­σάρεστη αίσθηση, ότι υπάρχει  μια ομοιομορφία. Όλο το εσωτερικό είναι γεμάτο μόνο από κολόνες, αλλά όλες τους είναι τελείως όμοιες.
 

 Περνάει λίγη ώρα και αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι σ’ αυτόν τον ωραίο, με πολύ τέχνη κατασκευασμένο ναό, κάτι λείπει, ότι λείπει κάτι ουσιαστικό. Αρχίζει να δουλεύει η σκέψη προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα, τι λείπει στον καθεδρικό αυτό ναό, αλλά και σε κάθε γοτθικό ναό. Από μόνη της αναδύεται η απάντηση: Εδώ λείπει ο Θεός, λείπει η αγιότητα, λείπει η ζωή. Κοίταξε στην εσωτερική όψη του ναού! Θα δεις ότι μόνο δύο σειρές αγαλμάτων πάνω στις κολόνες του κεντρικού κλι­τούς κοσμούν τον ναό, αλλά και αυτά τα αγάλματα μοιάζουν σαν να πά­γωσαν, σαν να νεκρώθηκαν. Είναι και αυτά γκρι όπως και οι κολόνες. Δεν υπάρχει  εδώ αυτό που ονομάζουμε εκκλησιαστική ευπρέπεια. Τι απομένει; Απομένουν μόνο τα καλλιτεχνικά τρυκ του αρχιτέκτονα. Τα μάτια τρέχουν παντού στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες κι αυτό είναι όλο!

Μπες όμως στον δικό μας ορθόδοξο ναό, στολισμένο με όλη την ομορφιά της εκκλησιαστικής ευπρέπειας, π.χ. στον ναό της Αγίας Τριάδος στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου. Νομίζω δεν θα βρω πουθενά παρόμοιο ναό.

Εδώ όλα διαποτίζονται από αγιότητα. Πρώτα απ’ όλα εδώ αισθά­νεσαι, κατά την είσοδό σου, ότι εισήλθες στον οίκο του Θεού και χωρίς να το θέλεις σηκώνεται το χέρι σου για να κάνει το σημείο του Σταυ­ρού. Στους ορθόδοξους ναούς η αρχιτεκτονική αυτή καθ’ εαυτήν έχει την τελευταία θέση. Ορθόδοξους ναούς χωρίς εκκλησιαστική ευπρέπεια δεν τους ανα­γνωρίζω καθόλου, και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να τους επιδοκιμάσω, όπως για παράδειγμα την πλειονότητα των ναών της Αγίας Πετρούπολης. Μπες, για παράδειγμα στον ναό της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι.

  Εκεί πολλές φορές χρειάζεται να υπενθυμίσεις στον εαυτό σου ότι μπήκες σε ναό και όχι απλώς σε κάποια γκαλερί. Το να χτίζουμε άδει­ους ναούς άρχισε τότε που συνδεθήκαμε με τους δυτικούς αιρετικούς και αρχίσαμε να τους μιμούμαστε. Οι ευσεβείς πρόγονοί μας έχτι­ζαν πάντοτε ναούς γεμάτους εκκλησιαστική ομορφιά. Η εικονογρα­φία καλύπτει όλο το εσωτερικό των παλαιών ναών μας. Αλλά στους καινούργιους ναούς της Πετερμπούργκειας εποχής της ρωσικής ιστο­ρίας άρχισαν να κρεμούν μόνο σε κάποια σημεία πίνακες μέσα σε κορνίζες και μάλιστα πίνακες τελείως άσχημους. Είναι σημαντικό να πούμε ότι οι πίνακες αυτοί  εμπνέουν πρώτα απ’ όλα όχι ευσεβή διάθεση, αλλά μόνο καλλιτεχνική συγκίνηση, όπως θα συνέβαινε και έξω από τον ναό, όπως π.χ. σε μια γκαλερί πινάκων τέχνης. Και γι’ αυτό πολλοί που επισκέπτονται παρόμοιους ναούς τους επισκέπτονται όχι όπως ταιριάζει σε ναούς, αλλά όπως περιέρχεται κανείς τις γκαλερί. Δεν θα ξεχάσω το ερώτημα που μου απηύθυνε κάποτε, στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι μια τουρίστρια κοιτώντας στον τουριστικό της οδηγό:

-   Πείτε μου, που βρίσκονται εδώ οι εικόνες του Βαν Ντάικ και του Ρούμπενς;

Και εγώ της απάντησα:

-    Κυρία μου, εμείς δεν έχουμε τέτοιους αγίους!

Τέτοιοι ναοί, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν μόνο θλίψη και μελαγχολία, εμφανίστηκαν, όπως είπα, μόνο κατά την άτυχη Πετερμπούργκεια περίοδο, όταν ζούσαμε με ξένη νοοτροπία και στρέψαμε τα νώτα μας στους ιστορικούς θησαυρούς των πατέρων μας.

Το γοτθικό στυλ είναι λοιπόν τέτοιο, ώστε ο ναός ο οποίος κτίσθηκε με το στυλ αυτό με τίποτε δεν μπορεί να διακοσμηθεί εκκλησιαστικά, ώστε να μοιάζει με οίκο Θεού. Κολόνες, κολόνες, ολόκληρο δάσος από κολόνες, πουθενά όμως τόπος για ιερή ζωγραφική. Επινόησαν βιτρώ για τα παράθυρα, αλλά από το κεντρικό κλίτος δεν φαίνονται οι απεικονίσεις των παραθύρων και απλώς βρίσκονται εκεί σαν διακοσμητικά χαλιά. Έτσι λοιπόν στέκονται οι αιρετικοί γοτθικοί ναοί, άδειοι σαν έρημοι και άψυχοι. Αφαίρεσε από οποιοδήποτε ωραία επι­πλωμένο διαμέρισμα τα έπιπλα, τους πίνακες και όλα τα υπόλοιπα και θα καταντήσει παγερό, δυσάρεστο. Θα θέλεις να... το βάλεις στα πόδια.

Θα κάνω, φίλε μου, μια έντονη σύγκριση. Εάν στον γοτθικό ναό, για παράδειγμα στον καθεδρικό της Κολωνίας, έστρωναν σιδη­ροτροχιές και επέτρεπαν να μπούν μέσα ατμομηχανές με βαγόνια, τότε, ουσιαστικά, καμιά προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος δεν θα συνέβαινε. Αλλά για δοκίμασε να κάνεις το ίδιο στον δικό μας Καθεδρικό της Αγίας Τριάδος ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τότε απλώς είναι φρικτό ακόμη  και να φαντασθείς τέτοια ιεροσυλία!

Στον «Άδη» του Δάντη οι αιρετικοί βασανίζονται σε στενά, πυ­ρωμένα φέρετρα. Αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία των αιρετικών είναι η στενότητα και η μονομέρειά τους. Παντού εκτός Ορθοδοξίας γίνεται αισθητή η στενότητα και η μυωπικότητα. Να, για παράδειγμα, οι δυτικοί αιρετικοί τόσο πολύ φροντίζουν για την άνεση των σπιτιών τους, όσα στυλ εφεύραν ανετότερα το ένα από το άλλο! Αλλά για το σπίτι του Θεού ανακάλυψαν τον γοτθικό ρυθμό, ένα ρυθμό τελείως άχαρο, σκυθρωπό, στεγνό και νεκρό. Είναι φανερό ότι η ζωή απομακρύνθηκε από τη θρησκεία όταν οι αιρετικοί απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία.

Έχει παρατηρηθεί ότι ο γοτθικός ρυθμός αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της κυριαρχίας του σχολαστικισμού. Νομίζω, καλέ μου φίλε, ότι ο γοτθικός ρυθμός και ο σχολαστικισμός είναι συγγενείς μεταξύ τους. Το σχολαστικό σύστημα, όπως στον καθεδρικό ναό της Κολωνίας, είναι πολύπλοκο και αρμονικό. Σ’ αυτό υπάρχουν πολλά μέλη, αλλά όλα αυτά τα μέλη είναι συνδεδεμένα το ένα με το άλλο, το ένα κρατείται μετά το άλλο. Πλησίασε όμως οποιοδήποτε σχολαστικό σύστημα και θα δεις ότι σε όλη την αρμονία του είναι άψυχο και απο­πνέει θάνατο. Ο γοτθικός ρυθμός είναι ο σχολαστικισμός στην πέτρα.

 Ο σχολαστικισμός στους δυτικούς αιρετικούς άλλαξε την πνευματική ζωή με τα πολυποίκιλα άνθη του συναισθήματος και τις ωραίες εξάρσεις του θελήματος. Στη δυτική θρησκευτική σκέψη ο σχολαστικισμός κυριαρχεί: Οι καθολικοί διδάσκονται σύμφωνα με τον Θωμά τον Ακινάτη, οι προτεστάντες ασχολήθηκαν με τη θρησκευτική σκέψη χάριν αυτής της ίδιας της σκέψεως χωρίς καμιά σύνδεση με τη ζωή. Ήδη οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς κατηγορούσαν τους αιρετικούς για τον ορθολογισμό τους και τους δυτικούς αιρετικούς άρχισαν να τους κατηγορούν για τον ίδιο λόγο οι ορθόδοξοι θεολόγοι ξεκινώντας από τον Χομιακόφ. Αυτόν συγκεκριμένα τον ορθολογισμό στη χρι­στιανική ζωή, νομίζω, κηρύττει τρόπον τινά και η γοτθική αρχιτεκτονική των δυτικών ναών. Γι’ αυτό μοιάζει ταιριαστό που ο Δάντης πα­ρουσιάζει στην «Κόλαση» να βασανίζουν τους δυτικούς αιρετικούς σε στενά φέρετρα. Πιο στενούς, πιο μονόχνωτους ανθρώπους δεν μπορεί κανείς να φανταστεί από τους ορθολογιστές.

Όχι μάταια, φίλε μου, κάποιοι ιστορικοί της τέχνης τον γοτθικό ρυθμό τον ονόμαζαν γερμανικό. Οι Γάλλοι απ’ αυτόν τον ρυθμό απομακρύνθηκαν ήδη από τον 18ο αιώνα. Όχι λοιπόν μάταια τον ονόμα­σαν γερμανικό, επειδή φαίνεται ότι τη γερμανική ψυχή ο ορθολογι­σμός την αιχμαλώτισε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Πράγ­ματι, οι γερμανοί σχέδιασαν να υποκαταστήσουν τη θεολογία με τη θεολογική επιστήμη και στη φιλοσοφία τους δεν νοιώθουν συμπάθεια για τον κόσμο χάριν του θριάμβου της αφηρημένης σκέψεως. Ο τυπικός Γερμανός φιλόσοφος  Καντ έστρεψε όλον τον κόσμο, το νόημα του κόσμου, στο ακατανόητο και ακατόρθωτο Ding an sich (πράγμα καθ’ εαυτό).

[............... ]

Όμως, αγαπημένε μου φίλε, ίσως μου αντείπεις: Είναι δυνατόν όλη η θρησκευτική ζωή στη Δύση να έχει υποκατασταθεί από τον σχολα­στικισμό και τον ορθολογισμό; Μήπως δεν υπάρχει  εκεί μυστικισμός και αισθήματα; Ναι, αναμφίβολα, υπάρχουν, μόνο που και στον μυστικισμό και στα θρησκευτικά αισθήματα στη Δύση υπάρχουν νοσηρά ίχνη.

Και, ξέρεις, φίλε μου, φαίνεται ότι οι αποχρώσεις αυτού του νο­σηρού αισθήματος, μεταξύ άλλων, υλοποιούνται και στον γοτθικό ρυθμό. Αυτές  τις αποχρώσεις μπορούμε μαζί να τις βρούμε σ’ αυτόν τον καθεδρικό της Κολωνίας. Από που έχει την αρχή του ο γοτθικός ρυθμός; Στο ερώτημα αυτό κάποιοι απάντησαν έτσι: «Ο πρωταρχικός σπόρος του γοτθικού ρυθμού βρίσκεται στα πυκνά δάση της Γαλλίας και της Γερμανίας με τις περιπεπλεγμένες κορυφές των δένδρων, με τους ψηλούς και ίσιους κορμούς, με το μυστηριακό ημίφως τους».

Ο Σατωβριάνδος για παράδειγμα είπε ότι στους γοτθικούς ναούς είναι τέτοιος ο θρησκευτικός τρόμος και η μυστηριακότητα, όπως και στο πυκνό δάσος. Θρησκευτικός τρόμος... Αυτή η έκφραση μου αρέσει, γιατί πολύ ωραία μεταφέρει την εντύπωση από τους γοτθικούς να­ούς. Παρατήρησε την εσωτερική όψη του καθεδρικού της Κολωνίας. Φαντάσου ότι βρίσκεσαι εκεί, ότι πίσω από τα στολισμένα παράθυρα πυκνώνει το σούρουπο. Μόνο στο αλτάριο τρεμοσβήνει ένα λυχνάρι. Η θολωτή οροφή είναι τελείως βυθισμένη στο σκοτάδι. Αθέλητα μέσα στην ψυχή γεννιέται ο θρησκευτικός τρόμος...

Μπορώ, φίλε, να σου συστήσω ένα πείραμα. Επίμονα και για πολλή ώρα πρόσεξε, έστω και σε απεικόνιση, το εσωτερικό του καθε­δρικού ναού. Ακόμη  και από την κάρτα αποπνέει κάτι τι το ονειρικό. Δεν είναι αλήθεια; Όμως σ’ αυτόν τον ναό κάτσε μόνο στον πάγκο κοντά στις κολόνες και τότε ορμά η ονειρικότητα. Βάζω με τον νου μου πως μπορεί να κάτσει κάποιος στο ημίφως του ναού. Αντιλαλούν οι ήχοι του εκκλησιαστικού οργάνου, τρυπώνουν στο σκοτάδι κάτω από τους θόλους, με την ηχώ απαντούν στις μακρινές γωνιές του ναού πίσω από τις σειρές των αλλόκοτων κολονών... Τρόμος και ονειρικότητα, να, αυτά, μου φαίνεται, πρέπει να γεμίζουν την ψυχή του προσευχομένου στον γοτθικό ναό! Θυμήσου πως ο Βίκτωρ Ουγκώ περιγράφει τον ναό της Παναγίας των Παρισίων. Και εκεί υπάρχει κάτι όχι και λίγο τρομερό, ονειρικό και κάποτε ακόμη  και τρομακτικό.

Ο δουλικός φόβος και η συναισθηματική ονειροπόληση είναι που υλοποιούνται στον γοτθικό ναό της Κολωνίας, αλλά αυτά τα συγκε­κριμένα χαρακτηριστικά διακρίνουν και το δυτικό θρησκευτικό συ­ναίσθημα, τον δυτικό θρησκευτικό μυστικισμό.

Τον τελευταίο καιρό σ’ εμάς, συχνότερα απ’ ό,τι χρειάζεται, μνημονεύουν τον Φραγκίσκο της Ασσίζης. Αλλά εγώ προσωπικά λέω ευθέως ότι δεν αντέχω τον συναισθηματισμό αυτού του δυτικού μυστικού με τα «αδέλφια του τα χελιδόνια» κλπ. Οι δικοί μας Άγιοι ήσαν ελεύθεροι από τον αρρωστημένο μυστικισμό και τον γλυκερό συναισθηματισμό. Για πάρε τον όσιο Σέργιο. Πόσο η άγια του ψυχή ξεχωρίζει από την ενθουσιώδη-συναισθηματική ψυχή του Φραγκίσκου! Στους αγίους μας δεν υπάρχει  ούτε σκιά ονειροπολήσεως και ούτε λόγος βέβαια για «θρησκευτικό τρόμο».

Ίσως, καλέ μου φίλε, να σκεφτείς: «Γιατί δα είναι κακό αν ο γοτ­θικός ρυθμός δημιουργεί θρησκευτικό τρόμο;» Μα σκέφτομαι ότι ο θρησκευτικός τρόμος δεν πρέπει να είναι καθόλου ο σκοπός του χρι­στιανικού ναού. Πράγματι, ο ναός είναι τόπος της λατρευτικής συνάξεως της Εκκλησίας. Εδώ τελείται «το μυστήριο της συνάξεως ή της κοινωνίας», όπως λέγει ο συγγραφέας του έργου «Περί εκκλησι­αστικής ιεραρχίας». Κάθε κοινωνία, ασφαλώς, διώχνει από την ψυχή οποιονδήποτε «τρόμο». Κανένας συναισθηματισμός δεν υπάρχει  στην εκκλησιαστική λατρεία, ούτε στους εκκλησιαστικούς ύμνους της αγίας Οκτωήχου. Αλλά πόση πολλή απ’ αυτή την αηδιαστική συναισθηματικότητα υπάρχει  στις διάφορες συναθροίσεις των σεκτών! Ακούς εκεί και σε πιάνει αναγούλα!  

Ανοιχτά σου λέω, φίλε, ότι δεν πολυχωνεύω τους τεράστιους ναούς, όπως, για παράδειγμα, τον ναό του Αγίου Ισαακίου στην Αγία Πε­τρούπολη, τον ναό του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα, όπου συναθροί­ζονται χιλιάδες και όπου γι’ αυτό δεν υπάρχει  ενορία και όπου δεν συμβαίνει το μυστήριο της Συνάξεως. Αυτό είναι δογματικά παράλο­γο, όταν η λατρεία μετατρέπεται σε κάποιο θέαμα, όταν οι πιστοί το μόνο που κάνουν είναι να παρατηρούν τα τελούμενα μένοντας τελείως ξένοι ο ένας από τον άλλο. Τελείως αλλιώτικα είναι όταν συνάζο­νται οι οικείοι, όταν λειτουργεί ο παπάς μας. Ιδιαιτέρως όμως ζεις το μυστήριο της Συνάξεως στα ολιγομελή μοναστήρια, για παράδειγμα στη Σκήτη του Παρακλήτου, όπου για τη λατρεία σε κάθε μέρος συ­νάζονται όλοι οι μεταξύ τους οικείοι. Σε τέτοιους μοναστηριακούς ναούς πραγματώνεται με πλήρη αίσθηση το μυστήριο της Εκκλησίας, το μυστήριο της Συνάξεως, ενώ στον άγιο Ισαάκιο τούτο το μυστήριο σαν να μην το αισθάνεσαι, σαν να μην τελείται καθόλου. Αλλά, ξέρεις, αυτούς τους τεράστιους ναούς αρχίσαμε να τους κτίζουμε κατά το παράδειγμα των δυτικών αιρετικών. Όμως παλιότερα, π.χ. στη Μό­σχα, προτιμούσαν να χτίζουν μύριες εκκλησίες, όχι όμως τεράστιες.

 

Και να, φίλε μου, για τι μιλάει ο καθεδρικός της Κολωνίας, αν τον παρατηρήσεις προσεκτικά. Μιλάει για τον ορθολογισμό του χριστια­νισμού στη Δύση. Μιλάει για την ονειροπόληση του άρρωστου μυστικισμού της Δύσεως. Ο ορθολογισμός δεν ανέχεται καθόλου την εκκλη­σιαστική ευπρέπεια. Επιθυμεί οι ναοί να είναι στεγνοί και άψυχοι, όπως και τα λογικά σχήματα. Και το καταπονημένο και καταπιεσμένο συναίσθημα μεταστρέφεται σε ένα μαραμένο συναισθηματισμό.

Στον ορθολογισμό είναι όμοιοι και ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός. Κατά την άποψή μου συμβαίνει το εξής σημαντικό γεγονός: η εκκλη­σιαστική αρχιτεκτονική γι’ αυτούς είναι μια και η αυτή και η εσω­τερική όψη των ναών είναι εξ ίσου  άχρωμη, έστω κι αν οι καθολικοί αναγνωρίζουν την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία επευλόγησε κάθε εκκλησιαστική ευπρέπεια. Ο ορθολογισμός ριζικά ροκανίζει το βασικό νεύρο του χριστιανισμού, το ιδεώδες της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, το οποίο στηρίζεται στην ενσάρκωση του Υιού του Θεού. 

 Η Ορθόδοξη Εκκλησία ζει το ιδεώδες αυτό για το οποίο μιλάει και η εκκλησιαστική μας ευπρέπεια. Πράγματι, κατά τον νου των πατέρων της Εβδόμης Οικουμ. Συνόδου, η «εικονική αναζωγράφιση» χρησιμεύει σ’ εμάς «ως επιβεβαίωση της αληθινής και όχι κατά φαντασίαν ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου». Οι προτεστάντες αρνήθηκαν το δόγμα της τιμής των εικόνων και τώρα δεν είναι καθόλου πεπεισμένοι για την αληθινή ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Σε τι μετέτρεψαν οι προτεστάντες αυτόν τον ίδιο τον Χριστιανισμό; Τον μετέτρεψαν σε κάποιο σύστημα διδασκαλίας της πίστεως, το οποίο, επιπλέον, μπορεί ο καθένας να το συγκροτήσει όπως θέλει.

 Ο Προτεσταντισμός είναι Χριστιανισμός χωρίς Χριστό, τον Υιό του Θεού. Είναι η θρησκεία του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Αλλά και οι καθολικοί τον Χριστιανισμό τον μετέστρεψαν σε κερδοσκοπική συμφωνία με τον Θεό. Οι καλοί καθολικοί κάνουν «καλά έργα» και παρουσιάζουν στον Κύριο και Θεό λεπτομερή λογαριασμό για την πληρωμή με κάποιο «βραβείο». Όπως στην καθημερινή ζωή την απαίτηση που προκύπτει από το ένταλμα πληρωμής προς εσένα μπορείς να τη διαβιβάσεις σε κάποιον άλλο (για είσπραξη), έτσι, κατά την πίστη των ρωμαιοκαθολικών, μπορείς να ενεργήσεις και για την υπόθεση της σωτηρίας. Μπορείς να αποκτήσεις ένα ξένο ένταλμα πληρωμής προς εσένα, να το διαβιβάσεις στον Θεό και ο Κύριος είναι υποχρεωμένος να πληρώσει πλήρως την οφειλόμενη «ανταμοιβή». Για την αληθινή Σάρκωση του Θεού Λόγου και εδώ δεν υπάρχει  θέση.

Παράξενο πράγμα! Έβλεπα το πλήθος των καθολικών και προτεσταντικών ναών και ακούσια σκέφτηκα: «Εσείς, κύριοι αιρετικοί, διακοσμείτε τους ναούς σας με διάφορα περίπλοκα αρχιτεκτονικά στολίδια. Τα αλτάριά σας κάποτε είναι παρόμοια με τις βιτρίνες των καταστημάτων επίπλων. Αλλά για πείτε μου ειλικρινά: είναι δυνατόν όλα αυτά να είναι καλύτερα από τη δική μας εικονογραφία;». Μου φαίνεται, ακριβέ μου φίλε, ότι η εσωτερική όψη των δυτικών ναών δεν είναι απλό, τυχαίο γεγονός ή θέμα γούστου. Όχι. Στη βάση του βρίσκεται ακριβώς  η παραμόρφωση αυτού του ίδιου του χριστιανι­σμού που συνέβη στη Δύση, η συσκότιση ή και η απόρριψη ακόμη  του αληθινού χριστιανικού ιδεώδους. Αν ο Χριστιανισμός είναι σχολαστι­κό σύστημα, τότε για τις χριστιανικές συναθροίσεις είναι αναγκαία μια λιγότερο ή περισσότερο άνετη αίθουσα διαλέξεων και όχι ένας ναός. Όλοι οι προτεσταντικοί, μάλιστα αυτοί  των «Αναμορφωμένων» εκκλησιών είναι όμοιοι με αίθουσες διαλέξεων. Πάγκοι και έδρα. Να όλη και όλη η εσωτερική τους διακόσμηση. Ξέρεις, φίλε μου, κάποτε οι δυτικοί ναοί απλώς μου προκαλούσαν φρίκη. Ένοιωθα σύγχυση σ’ ολόκληρη την ψυχή μου όταν έβλεπα τους καρπούς αυτούς της θρη­σκευτικής φτώχειας και μιζέριας.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:

«Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929)

Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού»

 Του Πρωτ. Ιωάννη Φωτόπουλου.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

aristotelhs 01


Καθώς εκπνέει το έτος 2016 οφείλουμε να κάνουμε μίαν αναφοράν εις το πρόσωπον του κορυφαίου Έλληνος φιλοσόφου Αριστοτέλη, εις τον οποίον είναι κατά κόσμον αφιερωμένον το παρόν έτος, προκειμένου να κατανοήσουμε εν μέρει και τον λόγον δια τον οποίον αυτός αγιογραφήθη παλαιά εις τον εξωνάρθηκα σπουδαίων ιερών μονών, όπως της Ι. Μ. Βατοπαιδίου, της Ι. Μ. Αγ. Νικολάου Αναπαυσά κ.α., τα οποία δεν πρέπει να λησμονούμε ότι σχετίζονται με τα δύο σπουδαιότερα διαχρονικώς και εν ενεργεία μοναστικά κέντρα της Ορθοδοξίας το Άγιον Όρος και τα Μετέωρα.

Η συνάντησις του χριστιανικού κηρύγματος με τον ελληνικόν λόγον, η οποία είχε ήδη αρχίσει προ της επί γης παρουσίας του Θεανθρώπου με την ελληνιστικήν μετάφρασιν των Ο  εἰς την Αλεξάνδρειαν, αποτελούσε αναπόφευκτα και συνάντησις με τας φιλοσοφικάς κατηγορίας σκέψεως και εκφράσεως του ελληνικού πολιτισμού. Η επίσκεψις του Αποστόλου Παύλου εις τας Αθήνας, παρά το γεγονός ότι η Αθήνα δεν ήτο η λαμπρά πόλις του 4ου αι. π.Χ., αποτελεί ένα καθοριστικόν σταθμόν δια την πορείαν του χριστιανισμού. 

Όλοι αναγνωρίζουν την μοναδικήν αξίαν του λόγου, τον οποίον εξεφώνησε εκεί ο Απόστολος των Εθνών, ομιλούν όμως και δι’ αποτυχίαν αλιεύσεως πιστών καθώς μόνον «τινές άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς» (Πραξ. 17,34). Εις μίαν πόλιν η οποία είχε αναδείξει ένα Πλάτωνα, ένα Σωκράτη και ένα Αριστοτέλη, κανείς από τους οποίους δεν είχε ομιλήσει βεβαίως δια την ανάστασιν, η άγρα έστω και αυτών των ολίγων ήτο άθλος. Η χάρις του Θεού θα εφανέρωνε εις την συνέχειαν ότι τελικώς επρόκειτο περί απολύτου επιτυχίας, καθώς από αυτούς θα προέκυπτον οι πρώτοι εξωστρεφείς Θεολόγοι της Εκκλησίας, οι Απολογηταί, οι οποίοι θα διελέγοντο μόλις κατά τον 2ον αι. μ.Χ. με ολόκληρον την οικουμένην. Τέσσερις τουλάχιστον προήλθαν από την Αθήνα (Κοδράτος, Αριστείδης, Αθηναγόρας, Κλήμης). Όχι μόνον εχρησιμοποίησαν τον Αριστοτέλην, αλλά αναπτύσσοντες την διδασκαλίαν περί «σπερματικού λόγου», κατέταξαν τελικώς αυτόν εις τους «προ Χριστού χριστιανούς».

Ο Σταγειρίτης πανεπιστήμων είχε μεγάλη επίδρασιν εις όλα τα σπουδαία πνεύματα και εμελετήθη και από Πατέρας της Εκκλησίας και Εκκλησιαστικούς Συγγραφείς. Αρκεί ως τεκμήριον, δια να συνειδητοποιήση κανείς αυτήν την επιρροήν του, αν αναλογισθή ότι φέρεται να έγραψε έως και 1000 συγγράμματα, εκ των οποίων δυστυχώς σώζονται μόνον 47. Ίσως σημαντικώτερον έργον του από την οπτική της χριστιανικής αντιλήψεως αποτελούν τα «Ηθικά Νικομάχεια», πραγματείες εις τας οποίας ασχολείται με την ηθικήν και την ευδαιμονίαν και τον ρόλον της αρετής, διατυπώνων μάλιστα και το γνωστόν ρητόν «προς ζωήν αγαθήν, η παιδεία και η αρετή μάλιστα άγουσιν». Είναι σημαντικόν ότι εις το τέλος των πραγματειών αυτών προαναγγέλλει όσα θα εξετάση εις τα «Πολιτικά». Ο ιδρυτής της περιπατητικής σχολής συνδέει το έργον αυτό με συλλογή δεδομένων από 158 πολιτειών, εκ των οποίων εσώθη μόνο η πρώτη, η «Αθηναίων Πολιτεία». Το έργον αυτό είναι πολύτιμον δια την σημερινήν εποχήν, διότι καταδεικνύει ότι είναι επίφασις η ουδετεροθρησκεία, την οποίαν επιθυμούν να προωθήσουν εις την πατρίδα μας εις το όνομα της δημοκρατίας, καθώς τα αντίθεα σχέδια που επιχειρούν να υλοποιήσουν υποσκελίζουν και προσβάλλουν ακόμη και τον τόπον που εγέννησε την δημοκρατίαν.

Πληροφορούμεθα από το σύγγραμμα ότι στρατηγοί εγίνοντο όσοι είχαν περιουσίαν όχι μικροτέραν από εκατό μνες και παιδιά γνήσια από νόμιμον γυναίκα και μεγαλύτερα των δέκα ετών. Εις τα κριτήρια λοιπόν ετίθετο και το ζήτημα του νομίμου γάμου. Ίσως τότε εξυπηρετούσε εθνοφυλετικούς λόγους, όμως ήτο και ζήτημα σωφροσύνης και συνέσεως, που απαιτούνται δια δημόσια αξιώματα. Αντιθέτως σήμερον δεν ελλείπουν τα δημόσια πρόσωπα που ακολουθούνται από δημόσια σκάνδαλα…

Εις άλλον σημείον ομιλεί δια την μέριμναν του Σόλωνος. Ο Σόλων κατήργησε τα ιδιωτικά και δημόσια χρέη με την σεισά­χθειαν, ενώ ώρισε οι νόμοι να ισχύουν αμετάβλητοι δια εκατό έτη. Μάλιστα, προκειμένου να μη απαιτούν από αυτόν συν­εχώς αναθεώρησιν των νόμων εταξίδευσε εις την Αίγυπτον διαφημίζων ότι δεν θα επιστρέψη πριν παρέλθουν δέκα χρόνια και, ως σχολιάζει ο Αριστοτέλης «προτίμησε να γίνη εχθρός και με τις δύο (μερίδες των ευγενών και του δήμου) σώζοντας έτσι την πατρίδα και νομοθετώντας άριστα». Πόσας φοράς οι πολιτικοί μας μη φοβούμενοι τον Θεόν ψηφίζουν νόμους η φέρουν συνεχώς τροπολογίας εις την Βουλήν όχι δια να ανακουφίσουν τους αδυνάτους και το γενικόν καλόν, αλλά δια να προωθήσουν επιχειρηματικά συμφέροντα η συμφέροντα «μειονοτήτων» που επιθυμούν να συμβιώνουν;

Αναφέρει επίσης ο Αριστοτέλης ένα περιστατικόν με τον τύραννον Πεισίστρατον. Εις μίαν περιοδείαν του εις τον Υμηττόν, όταν είδε κάποιον να σκάπτη εις έδαφος τελείως πετρώδες, απόρησε και διέταξε τον υπηρέτην του να τον ερωτήση τι προϊόν παράγεται από τον τόπον εκείνον. Ο γεωργός απήντησε «όλα τα κακά και τα ψυχρά και από αυτά όμως τα κακά και τα ψυχρά χρειάζεται να δίνω στον Πεισίστρατο τη δεκάτη» χωρίς να γνωρίζη ότι εκείνος ήτο παρών. Ο Πεισίστρατος εξετίμησε την παρρησίαν και την φιλεργίαν του ανδρός και τον απήλλαξε από τον φόρον ορίζων τον τόπον ως αφορολόγητον. Δυστυχώς οι ηγέται πολιτικοί και εκκλησιαστικοί σήμερον δεν αφουγκράζονται τον λαόν και το ποίμνιον με αποτέλεσμα να μη εκτιμάται η παρρησία, αλλά να περισσεύη η τυραννία…

Πρώτος ο Περικλής έδωσε μισθόν εις τους δικαστάς ως αντιστάθμισμα της ευπορίας του λαού επί της εποχής του Κίμωνος δι’ αυτόν τον λόγον, «όπως μερικοί καταγγέλλουν», έγιναν χειρότερα τα δικαστήρια, διότι εκληρώνοντο τυχαίοι και όχι οι έγκριτοι και κατόπιν ήρχισε και η δωροδοκία. Μετέπειτα ωρίσθη, κατά την διάρκειαν πολέμου, όλα τα δημόσια αξιώματα να τα υπηρετούν όσοι τα έχουν χωρίς μισθόν και να γίνωνται κάθε χρόνον μέλη της Βουλής όσοι είχαν ηλικίαν άνω των τριάντα, χωρίς επίσης να λαμβάνουν μισθόν. Όποιος δεν προσήρχετο εις την Βουλήν κατά την ωρισμένην ώραν ήτο υποχρεωμένος να πληρώση μίαν δραχμήν. Απηγορεύετο όποιος ελάμβανε ανώτατον αξίωμα μετά το πέρας να έχη αυξήσει την περιουσίαν του.

Ως προς τας θρησκευτικάς υποθέσεις αυταί απησχόλουν την Βουλήν κατά προτεραιότητα. Επίσης ο υποψήφιος, δια να καταστή ένας εκ των εννέα αρχόντων υπεβάλλετο εις ερωτήσεις πρώτα περί της καταγωγής του και έπειτα «εάν έχη πατρικό θεό τον Απόλλωνα και θεό της εστίας τον Δία, και σε ποιό μέρος στο σπίτι του υπάρχουν οι βωμοί τους. Έπειτα αν έχη οικογενειακούς τάφους και που βρίσκονται αυτοί, εάν τιμά τους γονείς και εκτελή τις υποχρεώσεις προς την πατρίδα…». Δυστυχώς σήμερον η θεοσέβεια αποτελεί μειονέκτημα, ενώ οδεύομεν ολοταχώς προς χωρισμόν Πολιτείας – Εκκλησίας, ώστε η Πολιτεία να μη ασχολήται σοβαρώς με τα «θρησκευτικά» ζητήματα. Οι ίδιοι οι πολιτικοί ψηφίζουν νόμους δια την αποτέφρωσιν, διότι τόσος είναι ο σεβασμός εις τους απελθόντας, ενώ ο Πρωθυπουργός έχει βοηθόν του άνθρωπον που δεν έχει εκπληρώσει τας υποχρεώσεις του προς την πατρίδα!

Όλα αυτά τα ολίγα προαναγραφόμενα δεν είχαν ως σκοπόν να εξυμνήσουν τον Αριστοτέλην καθώς άλλωστε το Ευαγγέλιον είναι ανώτερον και ασύγκριτον προς κάθε κοσμικήν σοφίαν. Δίνουν όμως αφορμήν δια να ανοίξη περαιτέρω διάλογος και να εξετασθούν και άλλα κείμενα, όπως η «Πολιτεία του Θεού» του Ιερού Αυγουστίνου κ.α., ώστε να επανεύρωμεν ως Ορθόδοξοι την βυζαντινήν παρακαταθήκην εις τας σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας και την θέσιν των χριστιανών εις τον δημόσιον βίον. Χρειαζόμεθα να ανακαλύψωμεν και να εμβαθύνωμεν εις μίαν Θεολογικήν Πολιτικήν και όχι εις μίαν Πολιτικήν Θεολογίαν, την οποίαν χρησιμοποιούν σήμερα τα κάθε λογής κόμματα, ώστε να εκμεταλλεύωνται τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, δια να υπερψηφίζουν ανωδύνως νόμους, οι οποίοι αντίκεινται πλήρως εις τας Ευαγγελικάς προσταγάς. Και μόνον αυτό το ελάχιστον και επουσιώδες ψήγμα του «προ Χριστού χριστιανού», που παρεθέσαμε κατέδειξε ότι η μεταπολιτευτική πορεία της αριστεροδέξιας πολιτικής αντιβαίνει όχι μόνον προς την πλήρη εν Χριστώ Αποκάλυψιν αλλά και εις οιανδήποτε «σπερματικήν» προ Παλαιοδιαθηκικήν!

 

Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, Ακτίνες

en kymvalois alalagmos 01


Μέσα στη βαβελιανή σύγχυση της εποχής μας, την οποία έχει επιβάλει το οικουμενιστικό ρεύμα, σαστισμένος ο λαός του Θεού βρίσκεται να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, αδυνατώντας να επισυναγάγει τον νου και την καρδιά και να συγκροτήσει σκέψη, ώστε να επιβεβαιωθεί σε ποια πίστη τέλος πάντων είναι ταγμένος, απ` όσες «κυκλοφορούν». Γι` αυτό επικρατεί και απόλυτη σιωπή εν πλήρη απορία, παρ` όλο που το «μεγάλο γεγονός» της συνόδου θα έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα.

Ανατράπηκαν άρδην παραδοσιακά πράγματα, πάτριες διδασκαλίες και παρακαταθήκες. Παραγκωνίστηκαν οι αποκεκαλυμμένες στους αγίους αλήθειες, θεωρήθηκαν ως μη χρειαζούμενεςπλέον - μεταπατερική παράκρουση - και προωθούνται ανυπόστατα γεννήματατης υπεροψίαςκαι εφευρήματα της «επιστήμης» της θεολογίας, από αφώτιστα κεφάλια, κυρίως από τα υψηλά επίπεδα, μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.Διότι οι οικουμενιστές διακονούν το μεγάλο κίνημα της παγκοσμιοποίησης.

Η εκκοσμίκευση, αυτή η μεγάλη «πόρνη», προσφέρεται και ικανοποιεί όλα τα πάθη του ανθρώπου. Έχει τους τρόπους της, τα κλειδιά, για να ανοίγει τις καρδιές και να τις κλέβει κυριολεκτικά και απότα υψηλά διακονήματα, για τα οποία τάχτηκαν και, αλίμονο, έδωσαν όρκο να τα φυλάξουν έως θανάτου. Θλιβερή αλήθεια!

Χωρίς πάσης αμφιβολίας, επικρατεί πνευματικό χάος και σύγχυση ανάμεσα στους χριστιανούς, στο πλήρωμα της Αγίας μας Εκκλησίας. Το παρελθόν είναι πολύ μακριά και τα θησαυρίσματά του έχουν περάσει στο περιθώριο. Τίποτε δεν εννοείται ως δεδομένο, καθώς το μάθαμε τόσα χρόνια από τους αγίους και φυσικά δεν είναι αυτονόητο, ακόμη και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Τίποτε, ούτε και αυτό το Άγιο Όνομά της.

Σήμερα μιλούν για Εκκλησία και συμπεριλαμβάνουν στην έννοια αυτή, όχι μόνο τους αιρετικούς, που είναι χαρακτηριστική, χοντροκομμένη περίπτωση προδοσίας, αλλά προσδίδουν σ` αυτήν και άλλες «καινοτόμες», καινοφανείς και δαιμονικές ονομασίες και φοβερά προσδιοριστικά εγκεφαλοκατασκευάσματα, ακατανόητα στον κόσμο βέβαια, εκτός από τους σοφούς κατασκευαστές της νέας Βαβέλ. Κατασκευαστές, οι οποίοι ασχολούνται μόνο με τον εγκέφαλό τους, χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ Βίους Αγίων, ακολουθίες Μηναίων, Παρακλητικής και των λοιπών βιβλίων της λατρείας της Εκκλησίας.

Ναι, κάτι τέτοιοι, λεγόμενοι καθηγητές, παντός είδους, εκτός από το κακό που κάνουν στα παιδιά, στους φοιτητές, βγαίνουν και στις ενορίες και στα πνευματικά κέντρα των Μητροπόλεων και πουλάνε «επιστήμη». Εξαπολύουν με τις ώρες τις εξυπνάδες τους, υπό την ανοχήκαι αποδοχή των οικείων επισκόπων, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τις εμπειρίες των αγίων και κάνουν ζημιά και στους απλούς και καλοπροαίρετους χριστιανούς. Όλο αυτό το παιχνίδι των οικουμενιστών προκαλεί πνευματική σύγχυση και γενικότερα εσωτερική αναστάτωση, με απειλούμενη την ενότητα των πιστών. Και αυτό είναι που πονάει.

Κλειδί ασφαλείας για την φιλότιμη και αγνή ψυχή σ` αυτήν την κατάσταση, πέρα από τη μελέτη τηςΑγίας Γραφής, είναι άπασα η υμνολογίαη περιεχόμενη στα βιβλία της Εκκλησίας μας. Ακόμη δεν τα «πείραξαν» οι οικουμενιστές, αν και προβλέπεται, μ` όλα αυτά που διδάσκουν, πως αυτά θα είναι ο επόμενος στόχος τους στο άμεσο μέλλον. Διότι δεν μπορεί να παραμένουν ως έχουν, καθότι θααποκαλύπτουν ως μάρτυρες της Αληθείας την πλάνη καιτις κακοδοξίες τους. Εκεί θα καταφύγουμε, για να βρούμε την απάντηση στα ερωτήματά μας.

Διότι οι ύμνοι είναι στην ουσία «μεταποίηση» των Γραφών και προσφορά στους πιστούς σε ποιητική μορφή, πάντα με τη χάρη και τη φώτιση του Θεού, η οποία προσφέρεται στους υμνογράφους. Εκεί υπάρχει ξεκάθαρη η Αλήθεια. Και γίνεται εύκολα κατανοητή και καθοδηγητική στις δύσκολες ημέρες που περνάμε. Ας κλείσουμε τα αυτιά μας στις προφάσεις ότι είναι δυσνόητοι. Πέρα από τις ακολουθίες στην Εκκλησία, ας τα διαβάσουμε και κατά μόνας, ξεκινώντας από το Ψαλτήρι, το οποίο δε λείπει από καμιά προσευχή τηςκαι θα νιώσουμε την ψυχική αγαλλίαση που προσφέρουν. Διότι είναι τραγούδια της Εκκλησίας του Χριστού των Πατέρων μας.

Εν κατακλείδι, θα `ρθει καιρός, αν δεν έχει έρθει ήδη, που θαλέμε μεταξύ μας τις λέξεις «Εκκλησία», «Χριστός», «Θεός», όντας μέσα στην Εκκλησία, και δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε. Άρα, μία είναι η Εκκλησία, σήμερα, που μπορούμε να την ονοματίζουμε με ασφάλεια: «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ».

Κατά συνέπεια, εδώ που καταντήσαμε,κατά τον παρόντα καιρό, ο οπουδήποτε επικαλούμενος Χριστός και Θεός, ο Τριαδικός Θεός, θα είναι αληθινός, όταν αναφέρεται ως «ο Χριστός των Πατέρων ημών» και «ο Θεός των Πατέρων ημών», όπως λέει και το απολυτίκιο: «Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ' ἡμῶν κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεος σου ἀφ' ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις , ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν».

 

Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος

Κιλκίς, 19-12-2016

 

Πηγή: Ακτίνες

palaia diathhkh 01


Θεωρώ σημαντική την σημερινή εκδήλωση γιατί θα παρουσιασθή η έκδοση της μετάφρασης των πρώτων πέν­τε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και είναι σημαν­τικό αυτό το γεγονός, αφ’ ενός μεν γιατί είναι μια έκ­δοση που δεν είναι εμπορική και, ενδεχομένως, δεν θα ευρισκόταν άλλος εκδοτικός οίκος που θα έκανε αυτό το έργο, αφ’ ετέρου δε γιατί έτσι μας δίνεται η δυνατό­τητα να δούμε την αξία της Παλαιάς Διαθήκης και την θεολογία της. Αυτό δείχνει και την εκκλησιολογία που διακρίνει την Αποστολική Διακονία, αφού ενδιαφέρεται για την έκδοση τέτοιων σημαντικών, μη εμπορικών εκ­κλησιαστικών κειμένων. 

Θα περιορίσω το θέμα μου σε δύο σημεία. Το πρώτον η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης και το δεύτερον η έκ­δοση των πρώτων πέντε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία.
 

Η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης

Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης έχουν σημαντική θέ­ση μέσα στην Εκκλησία και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία που κάνουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και από την ένταξή τους στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει ιερή ακολουθία στην οποία να μην αναγιγνώσκωνται κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, κυρίως στην ακολουθία τού Εσπερινού και τού Όρθρου. Έπειτα, οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πολλά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από τα γεγονότα που συνέβησαν στην Καινή Διαθήκη. Με άλλα λόγια δεν μελετάμε την Παλαιά Διαθήκη για να κατανοήσουμε στην συνέχεια την Καινή Διαθήκη, αλλά μέσα από την αποκάλυψη του Θεού, που έγινε εν Χριστώ στην Καινή Διαθήκη, μπορούν να ερμηνευθούν πολλά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης.

Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικά σημεία που δεί­χνουν την θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης.

α) Η ιερά Ιστορία

Όταν ομιλούμε γενικά για ιστορία, εννοούμε τα διά­φορα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στον χρόνο και τον χώρο, και τα οποία καθορίζουν το μέλλον των λαών, των Εθνών και των ανθρώπων στο Ιστορικό επίπεδο και γί­γνεσθαι.

Όμως, πέρα από αυτήν την ιστορία, την οποία καθο­ρίζουν τα διάφορα γεγονότα η οι χαρισματικές προσωπι­κότητες, υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που την καθορίζουν οι Προφήτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που δέχθηκαν την αποκάλυψη τού Θεού και την μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό βίο τού ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για πα­ράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο Λόγο, έλα­βε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του Ιστορικού βίου -κοινή ιστορία- υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον όποιο ο Θεός προετοίμασε τους ανθρώπους για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση τού Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.

Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την ποικιλότροπη αποκάλυψη τού Θεού στους ανθρώπους. «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ, ον έθηκε κληρονόμον πάντων» (Εβρ. α', 1-2). Σε άλλη περίπτωση κάνει λόγο για το ότι ο νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν: «ο νόμος παιδα­γωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ', 24). Η ιερά ιστορία περιλαμβάνει το πως ο Θεός προετοίμαζε τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη να φθάσουν στην μέ­θεξη του ασάρκου Λόγου, και πως προετοίμαζε γενικά τον Ισραηλιτικό λαό, δια των Προφητών, να φθάσουν στην μέθεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου.

Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία της λεγομένης Ιεράς Παραδόσεως, όπως έλεγε στις προφορικές του παραδό­σεις ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η μέθοδος εκείνη δια της όποιας ο άν­θρωπος περνά από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτι­σμό τού νού, δια της νοεράς προσευχής, και στην συνέ­χεια στην θεωρία τού Θεού, που είναι και η θεολογία Όλα τα άλλα είναι η περιφέρεια της παραδόσεως. Οπότε, η μετάδοση της Παραδόσεως από γενιά σε γενιά είναι μετάδοση της μεθόδου, δια της όποιας ο άνθρωπος οδη­γείται στην θέωση, την θεοπτία. Αυτή η μετάδοση της Παραδόσεως γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, στους μεν Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως, στους δε Προ­φήτες της Καινής Διαθήκης εν σαρκί. Αυτό σημαίνει ότι κάθαρση, φωτισμός και θέωση υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.

Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην Παλαιά Δια­θήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να φθάση στην θεωρία τού Λόγου, στην μέ­θεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο νόμος για να γίνη μια νομοθεσία σε ένα έθνος, όπως υπάρχουν νό­μοι και σε όλα τα έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχη ομοιότητες με άλλους νόμους, αλλά όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήση τον λαό από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθή στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθή και η Σκηνή τού Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή πα­ραλλαγή τού άκτιστου Ναού, που είναι ο Ίδιος ο Λόγος.

Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και άκτιστος Νόμος τον όποιον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον με­τέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτι­στος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Άκτιστος Ναός είναι ο Λόγος, γιατί ο Λόγος είναι εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Λόγω. Η Σκηνή τού Μαρτυρίου, που αργότερα περιελήφθηκε στον Ναό τού Σολομώντος, είναι ο κτιστός σχεδιασμός τού άκτιστου Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση τού Χρι­στού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση τού Χρίστου. Έτσι πρέ­πει να ερμηνευθή ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθε- ασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α', 14). Η κτι­στή Σκηνή τού Μαρτυρίου αντικαταστάθηκε από την κτι­στή σκηνή της σαρκός τού Χριστού, την οποία προσέλαβε από την Παναγία, και την ένωσε με την άκτιστη φύση ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως και ασυγχύτως.

Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον λόγο των Προφη­τών, τον νόμο τού Μωϋσέως, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ. δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η Ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον όποιο προετοίμασε ο Θεός την αθρωπότητα να φθάση στην θεωρία της δόξης Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, δηλαδή να περάση από την πνευματική Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, στην εν σαρκί τού Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.

β) Η Παλαιά Διαθήκη έργο της Εκκλησίας

Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι έργο της Εκκλησίας και μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται.

Λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, εν Χριστώ Ιησού. Με αυτήν την έν­νοια η Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο άγιος Κλήμης, Επίσκοπος Ρώμης, θα πη ότι η Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν πνευματική, ενώ στην Καινή Διαθήκη εκφράζεται εν τη σαρκί τού Χριστού. Η Εκκλη­σία είναι «άνωθεν πρώτη, προ ηλίου και σελήνης εκτισμένη, πνευματική· πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί τού Χριστού»[2]. Έτσι εξηγείται και ο λόγος του αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου ότι ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε»[3] και τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης ότι ο Χριστός ενώθηκε μαζί της, όπως η κεφαλή με το σώμα της, «σωματοποιήσας την Εκκλησίαν ο Λόγος»[4].

Γίνεται αντιληπτό ότι η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται οι εμφανίσεις τού ασάρκου Λό­γου, ενώ στην Καινή Δαθήκη καταγράφονται οι αποκαλύψεις τού Λόγου εν σαρκί. Είναι χαρακτηριστικό το τρο­πάριο που αναφέρεται στον Χριστό και στις αποκαλύψεις Του: «πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον».

Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις, προ της ενσαρκώσεως, μετά την ενσάρκωση, προ της Αναστάσεως τού Χριστού, μετά την Ανάστασή Του, προ της Αναλήψεως και μετά την Ανάληψή Του. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση τού ανθρώπου και την θεοπνευστία, αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται σε εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και, επομένως, έχει υποστή την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος εί­ναι θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί τού αποκαλυφθέντος Θεού. Δεν στοχάζεται, δεν ομιλεί φανταστικώς, αλλά αποκαλυπτικώς, θεοπνεύστως. Ο Προφήτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρω- μανίδης, κοινωνεί με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοή­ματα και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αποκάλυψη, δηλαδή την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.

Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας την αυγουστίνεια παρά­δοση, ισχυριζόταν ότι τα οράματα των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη ήταν σύμβολα, έξωθεν πραγματικότη­τες, κάτι που γίνονταν και απογίνονταν, και γι’ αυτό οι Προφήτες ήταν κατώτεροι των φιλοσόφων και οι αποκαλύψεις τους «χείρω της ημετέρας νοήσεως». Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο περιφρονούσε και περιφρονεί η δυτική θεολογία την Παλαιά Διαθήκη. Όμως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανήρεσε αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι τα οράματα των Προφητών δεν ήταν σύμβολα και φαντάσματα, κάτι που γίνεται και απογίνεται, αλλά αποκαλύψεις τού ασάρκου Λόγου και ταύτισε τις αποκαλύψεις των Προφητών με τις αποκαλύψεις των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, γι’ αυτό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «τούτο τελειότης εστί σωτή­ριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταύτα φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι’ ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτοϋ»[5].

Έτσι, αποκάλυψη του Θεού υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η διαφορά, όμως, μεταξύ των αποκαλύψεων στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία, σύμφωνα με την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.

Το πρώτο στην ενσάρκωση, αφού η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον αποκαλυπτόμενο στους Προφήτες Λόγο, ενώ η Καινή Διαθήκη κάνει λόγο για τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Λόγο. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη υπάρ­χει θέωση, που συνδέεται με την αποκάλυψη, αλλά χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που σημαίνει ότι ο Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης έφθανε στην θέωση, ήταν φίλος του Λόγου, χωρίς, όμως, να βλέπη την αν­θρώπινη φύση του Χριστού, την οποία ακόμη ο Χριστός δεν είχε προσλάβει. Άλλωστε, το όνομα Χριστός, δηλώ­νει την χρίση της ανθρωπίνης φύσεως από την Θεότητα, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος δεν ήταν κεχρισμένος. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός ήταν άγγελος Κυρίου, Κύριος της δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Είναι σημαντικό ότι στην Πεντάτευχο γίνεται αναφορά στον Κύριο της δόξης, τον άγγελο Κυ­ρίου, και στην ερμηνεία της που γίνεται από την Σοφία Σολομώντος, αυτός ο άγγελος της δόξης χαρακτηρίζεται ως «Σοφία του Θεού». Πρόκειται περί του Λόγου του Θεού, τον όποιο αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και περί της Σοφίας τού Θεού για την οποία κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος.

Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη η μέθεξη της δόξης τού Θεού είναι προσωρινή και γι’ αυτό οι θεούμενοι πέθαιναν σωματικά και κατέ­βαιναν στον Άδη, ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν κατά μόνιμο τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριά- δος, διότι μετέχουν της θεωθείσης σάρκας του Χριστού, και διότι καταργήθηκε ο θάνατος. Ο Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη μετέχει του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Και­νή Διαθήκη μετέχει τού σεσαρκωμένου Λόγου, μέσω της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού.

Πέρα από αυτά πρέπει να κατανοηθή ο λόγος τού Χριστού στους Αποστόλους ότι θα τους αποστείλη το Άγιον Πνεύμα που θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ', 13). Πρέπει να αναλυθή αυτή η υπόσχεση τού Χριστού, διότι μπορεί να εκληφθή ότι στην Παλαιά Δια­θήκη δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δήθεν οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι φάσματα της αληθείας, και ότι δήθεν ο άνθρωπος ανεβαίνει προοδευτικά στην αλήθεια, περνώντας από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μέθεξη τού ασάρκου Λόγου δια της θεώσεως του Προφήτου, έστω και κατά προσωρινό τρόπο. Και αυτό φαίνεται από το ότι οι Πα­τέρες της Εκκλησίας, για να ομιλήσουν για τον Τρια­δικό Θεό και την Θεοφάνειά Του, ανέφεραν χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και τα ερμήνευσαν ως πραγματικές Θεοφάνειες.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα ο Μ. Αθανάσιος, στα έργα τους, αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς που ισχυρίζονταν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει θεοπτία, αλλά οσάκις οι Προφήτες έβλεπαν τον Θεό, έβλεπαν τον κτιστό Λόγο, Τον έβλεπαν δια τού κτίσματος που ήταν ένα σύμβολο και δεν ήταν άκτιστο, αντέδρασαν λέγοντες ότι ο Λόγος που αποκαλυπτόταν στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μεγάλης Βου­λής Άγγελος ήταν ο άκτιστος Λόγος. Οπότε, η συζήτηση μεταξύ αρειανών και Πατέρων της Εκκλησίας ήταν, εάν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη στους Προφήτες, ήταν κτιστός ή άκτιστος. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ήταν κτιστός και αυτός ο κτιστός λόγος σαρκώθηκε, ενώ οι Πατέρες της Εκκλη­σίας υποστήριζαν ότι ο Λόγος που εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν άκτιστος Λόγος. Οπότε, στην πραγματι­κότητα η διαμάχη ήταν για την θεοπτία, αν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ο Λόγος, είναι ομοούσιος με τον Πα­τέρα ή ανόμοιος με Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες έφθασαν στην θεωρία τού Θεού Λόγου και γνώρισαν ότι ο Κύριος της δόξης έχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα και γι’ αυτό είναι ομοούσιος με Αυτόν, ενώ οι αρειανοί δεν είχαν αυτήν την θεοπτική εμπειρία και κατέληξαν στην αίρεση. Επομένως, προηγείται η θεωρία και ακολουθεί η έκφρασή της με τον όρο ομοούσιος, που είναι το ρητό. Αυτό σημαίνει ότι, το ομοούσιος είναι το νέο που εμφα­νίζεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας όρος που εκφράζει την εμπειρία της άκτιστου δόξης, που έβλεπαν και βλέπουν οι θεόπτες, και βεβαίως κατ’ επέ­κταση σημαίνει ότι το ομοούσιος δεν κατανοείται φιλοσοφικώς, αλλά εμπειρικώς. Όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, σημαίνει ότι είναι άκτιστος και αυτό βεβαιώνεται από την εμπειρία της άκτιστου δό­ξης του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Αθανάσιος προκειμένου να αντιμετωπίση τα επιχειρήματα τού Αρείου αντλούσε επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες, ήτοι από την Παλαιά και την Καινή.

Έτσι, όταν ο Χριστός υποσχόταν στους Αποστόλους ότι το Άγιον Πνεύμα θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» δεν εννοούσε ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ψεύδος ή μερική αλήθεια, αλλά αναφερόταν στην διαφοροποίηση της Εκκλησίας, αφού στην Παλαιά Δια­θήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, υπήρχε μέθεξη με τον άσαρκο Λόγο, χωρίς ανθρώπινη σάρκα, ενώ στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μέθεξη με τον Χριστό στην τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης που είδε τον Θεό έγινε ναός του, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι κατοικητήριο της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς» σε κάθε Προφήτη, χωρίς να τεμαχίζεται, και στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή, όπως ομολογείται στην θεία Λει­τουργία «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής έχουμε την άλλη διάσταση της Εκκλη­σίας, την σωματική -είναι Σώμα του Χριστού- και αυτό δηλώνει ο λόγος τού Χριστού ότι το Άγιον Πνεύμα θα αποκαλύψη την πάσαν αλήθειαν την ημέρα της Πεντη­κοστής. Αυτή είναι η υπερτάτη αλήθεια και πέρα από αυτήν την αλήθεια της Εκκλησίας, ως Σώματος τού Χρι­στού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης σαρκός τού Χριστού και υπερβαίνει τον θάνατο, δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.

γ) Η ερμηνεία υπό των θεουμένων

Γίνεται φανερό από όσα μέχρι τώρα ελέχθησαν ότι η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να ερμηνευθή με τα κριτήρια της εθνικής Ιστορίας ενός λαού, αλλά παράλληλα μπορεί να ερμηνευθή και με τα κριτήρια της ιεράς ιστορίας, ότι, δηλαδή, περιγράφει την προετοιμασία της ανθρωπότητας από τον άσαρκο Λόγο για να ενανθρωπήση για την σω­τηρία τού ανθρώπου και την δημιουργία της Εκκλησίας ως τού ενδόξου Σώματός Του. Αυτήν την δεύτερη ερμηνεία συναντάμε στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκ­κλησίας, των Προφητών της Καινής Διαθήκης.

Οι Πατέρες είναι θεούμενοι, έφθασαν στην μέθεξη της άκτιστου δόξης τού Θεού εν τη σαρκί τού Χριστού και απέκτησαν την ίδια εμπειρία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να την ερμηνεύσουν με κτιστά ρήματα και νοήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται μέσα από την θεωρία των αγίων της Και­νής Διαθήκης. Οι άγιοι αποκρυπτογραφούν την προνοη­τική ενέργεια τού Θεού μέσα στην κτίση και την ιστορία. Άλλωστε, μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν μερικοί φυσικοί νόμοι που την διευθύνουν απρόσωπα και μηχανικά, αλλά ενεργεί σε αυτήν η άκτιστη συντηρητική και προνοητική ενέργεια τού Θεού. Όσοι βρίσκονται σε κατάσταση φω­τισμού και θεώσεως, είναι σε θέση να βλέπουν αυτούς τους πνευματικούς λόγους, τους λόγους των όντων, να τους κατανοούν και να τους ερμηνεύουν.

Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα από την ερμηνευτική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας που πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Θα καταγραφούν, όμως, μερικά ενδει­κτικά.

Η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου φανερώνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ότι όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν την ιερά ιστορία, που δεί­χνει το πως ο Θεός προετοίμασε τον λαό για την έλευση τού Χριστού. Στην Επιστολή αυτή φαίνεται η δόξα τού άκτιστου, ασάρκου και σεσαρκωμένου Λόγου, η ανωτερότητά Του από τους κτιστούς αγγέλους, από τον Μωϋσή και τον Ααρών, η ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού από την Ιουδαϊκή ιερωσύνη, η σχέση και η δια­φορά μεταξύ της σκηνής και της λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης με τον λαό και την λατρεία της Καινής Διαθή­κης, η πίστη των δικαίων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που είναι πίστη εκ θεωρίας, η είσοδός μας στην κατάπαυση τού Θεού, που είναι ο Ιερός ησυχασμός, η πα­ρότρυνση να προχωρήσουμε στην θεωρία του Θεού, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, και η προτροπή να υπακούσουμε στους ηγουμένους που αποστέλλει ο Θεός, όπως απέστειλε τους ηγουμένους - Προφήτες στον ιου­δαϊκό λαό. Είναι φανερό ότι η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου δείχνει πως ερμηνεύεται Χριστο- λογικά και αγιοπνευματικά η Παλαιά Διαθήκη και πως υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Και­νής Διαθήκης, με την ουσιαστική διαφορά ότι στην Και­νή Διαθήκη υπάρχει η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση τού Λόγου, ως η πραγματική σκηνή τού Θεού στην ιστορία.

Ο αγνός Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πέρα από τις ερμη­νευτικές αναλύσεις σε διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, έχει ασχοληθή σε δύο ομιλίες του με την ασάφεια των προφητειών στην εποχή που ελέχθησαν, καθώς επίσης και με την σύνοψη της Παλαιάς και Καινής Δια­θήκης «ως εν τάξει υπομνηστικού», όπου ανευρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από το «πνεύμα» της Καινής Δια­θήκης.

Κάπου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τρία μέ­ρη: «το ιστορικόν», «το συμβουλευτικόν» και «το προφη­τικόν». Όμως, στην πραγματικότητα, όπως γράφει, ο χωρισμός αυτός είναι εξωτερικός, γιατί υπάρχει μια σχέ­ση μεταξύ τους, αφού «εν ταίς ιστορίαις εύροι τις αν προφητείαν και των προφητών ακούσειεν αν πολλά ιστο­ρικά διαλεγομένων. Και το της συμβουλής δε είδος και το της παραινέσεως, εν εκατέρω τούτων, εν τε τη προφη­τεία, εν τε τη ιστορία». Και τα τρία αυτά είδη -η ιστορία, η συμβολή και η προφητεία- αποβλέπουν σε ένα, «την των ακουόντων διόρθωσιν»[6]. Αλλού γράφει ότι η Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή - Νέα, από τον χρόνο και την φύση των γεγονότων που συνέβησαν, γιατί όλα ανακαινίσθηκαν και έτσι είναι «καινά τα μυστήρια». Όμως, ο «σκοπός εκατέρωθεν των διαθηκών εις, των ανθρώπων η διόρθωσις»[7].

Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ομοιάζουν με αινίγματα, γι’ αυτό και τα βιβλία είναι δυσνόητα, ενώ η Καινή Διαθήκη ομιλεί «σαφέστερα και ευκολότερα». Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο ένας στο ότι έπρεπε να πραγμα­τοποιηθούν τα γεγονότα και να ενανθρωπήση ο Χριστός για να γίνουν σαφέστερα, και ο δεύτερος γιατί τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εγράφησαν σε άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και εμείς την διαβάζουμε στην δική μας γλώσ­σα, και είναι γνωστόν ότι «όταν γλώττα ερμηνευθή εις ετέραν γλώτταν, πολλήν έχει την δυσκολίαν»[8].

Ερμηνεύοντας, όμως, σε άλλα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την Παλαιά Διαθήκη βλέπει αυτήν την ιερά ιστορία και παρατηρεί ότι στους δικαίους και τους προπάτορες, που είναι πατέρες μας, ήτοι προ­πάτορες των Πατέρων μας, ενεργεί η καθαρτική, φωτι­στική και θεοποιός ενέργεια τού Θεού. Για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τους πρωτοπλάστους, πριν την πτώση, περιγράφει την αγγελική ζωή που ζούσαν, και το προφη­τικό χάρισμα που είχε ο Αδάμ, αφού είδε, μετά που ξύ­πνησε από την έκσταση και την ύπνωση, το πως δημιουργήθηκε η Εύα, αλλά και τα άλλα που θα ακολουθούσαν μετά την πτώση. Επίσης, αναλύοντας την ζωή της προφήτιδος Άννης, της μητρός τού Προφήτου Σαμουήλ, γρά­φει ότι είχε νοερά προσευχή, που φανερώνει ότι είχε φθάσει στον φωτισμό τού νού.

Ακόμη, πρέπει να αναφερθή ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, αναφέρει ως πρότυπο τελειότητος τον Προφήτη Μωϋσή, που έφθασε στην θεωρία του Θεού και είδε τον άκτιστο Λόγο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναλύη τους ψαλμούς τού Δαυίδ, ερμηνεύει διάφορα γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τους Μακκαβαίους, και τα θέτει υποδείγματα στους Χριστιανούς της εποχής του. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες πράγμα που δείχνει ότι έβλεπαν την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ότι και στις δύο Διαθήκες διασώζεται η ίδια παράδοση που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και τον αγιασμό.

 

[1] Ομιλία πού έγινε κατά την παρουσίαση τής εκδόσεως τής ερμηνείας τής Πεντατεύχου του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίου, την οποία διοργάνωσε η Αποστολική Διακονία, στην Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα, στις 14-1-2008

[2]  Ιωάννου Καρμίρη, Δογματική, τμήμα Ε', Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 31

[3] PG, 52, 429. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. άνωτ. σελ. 75

[4] PG, 44, 929. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. ανωτ.

[5] Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 342

[6] Ιω. Χρυσοστόμου, Έργα, τόμ. 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 394

[7] Ενθ. άνωτ. σελ. 388

[8] Ένθ. άνωτ. σελ. 316 καί 342

 

Πηγή: (Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου «Θεολογία γεγονότων», Ήγουν η σχέση μεταξύ θεολογίας και ιστορίας, αποκαλύψεως και εμπειρίας), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

mhtropoliths gortynos ieremias 01

 

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ

ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

   ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ

 

Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 23 Ὀκτωβρίου 2016

 

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ (1)

ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ

1. Στό προηγούμενο κήρυγμά μου, ἀδελφοί χριστιανοί, λέγαμε ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μιά ἀνώτερη ἀφηρημένη δύναμη, ἀλλά εἶναι Πρόσωπο. Εἶναι ζωντανή ὕπαρξη. Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἀπό παλαιά στόν Μωυσῆ, λέγοντάς του, «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». Καί εἴπαμε ἀκόμη στό προηγούμενο κήρυγμα ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Τριάς. Ἁγία Τριάς. Ἀλλά θά ρωτήσει κανείς: Δέν εἶναι καλύτερα νά λέμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ἕνας, ὅπως τόν πιστεύουν οἱ Μωαμεθανοί, καί ὄχι ὅτι εἶναι Τριάς; Αὐτό θά σᾶς ἐξηγήσω σήμερα καί παρακαλῶ προσέξτε:

Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι τήν θεότητά τους τήν χαρακτήριζαν ὡς ἀκίνητη, γιατί νόμιζαν ὅτι ἄν κινεῖται ὁ Θεός, τότε εἶναι ἀδύνατος καί ἀτελής. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι τό θεῖον εἶναι «ἀκίνητον» καί «ἀκοινώνητο», ὅτι δέν ἔχει δηλαδή κοινωνία μέ ἄλλα πρόσωπα καί ὅτι εἶναι τελείως ὑπερβατικό, δηλαδή, ὅτι ζεῖ ἐκεῖ πολύ ψηλά, μακρυά ἀπό μᾶς, χωρίς καμμία σχέση μαζί μας.

Ὁ δικός μας ὅμως Θεός, ἀδελφοί μου, ὅπως Τόν παρουσιάζει ἡ Ἁγία Γραφή καί τόν ἔζησαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι «κινητικός» καί «κοινωνικός». Εἶναι Θεός Ἀγάπη. Καί ὡς Πρόσωπο καί ὡς Ἀγάπη, λοιπόν, ὁ Θεός εἶναι καί κοινωνικός καί κινητικός. Θέλει νά ἔχει κοινωνία καί μέ ἄλλα πρόσωπα. Κοινωνία ἐννοῶ ὄχι μιά ἁπλῆ σχέση, ὅπως μέ τήν κτίση καί ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά κοινωνία στενοτέρα, κοινωνία κατά τήν οὐσία Του. Κοινωνία μέ ὁμοούσια πρόσωπα. Ἔτσι ὁ Θεός μας εἶναι ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ. Ἀλλά γιατί Τριάς; Τό νά εἶναι ἕνα πρόσωπο ὁ Θεός, τό νά εἶναι Μονάδα, ἀποκλείεται. Γιατί ἡ μονάδα σημαίνει ἀπομόνωση. Ὁ Θεός εἴπαμε, ὡς πρόσωπο καί ἀγάπη θέλει κατ᾽ οὐσίαν κοινωνία καί μέ ἄλλα πρόσωπα. Ἀλλά καί τό νά εἶναι δύο πρόσωπα, τό νά εἶναι δυάδα ὁ Θεός, καί αὐτό ἀποκλείεται. Γιατί δυάδα σημαίνει ἀντίθεση τῶν δύο καί περιορισμό. Αὐτή ἡ ἀντίθεση καί αὐτός ὁ περιορισμός αἵρεται μέ τήν Τριάδα. Ἤ γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, ὅπως τό εἶπε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, ὁ Θεός μας, ἀντίθετα σ᾽ αὐτά πού ἔλεγαν οἱ Ἕλληνες πολυθεϊστές, ὁ Θεός μας, λέγω, εἶναι τέλεια καί πλούσια Μονάδα, ἡ ὁποία κινήθηκε (γιατί ὁ Θεός εἶναι κινητικός, εἴπαμε) καί ἔφθασε καί ὑπερέβηκε τήν δυάδα καί σταμάτησε στήν τριάδα. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος Πατέρας: «Μονάς ἀπ᾽ ἀρχῆς εἰς δυάδα κινηθεῖσα μέχρι τριάδος ἔστη»!

2. Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ὁμολογοῦμε στήν Ἐκκλησία μας ἕνα Θεό, ἀλλά τρισυπόστατο. Στήν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε αὐτά τά τρία: Οὐσία, Πρόσωπα (ἤ Ὑποστάσεις) καί Ἐνέργεια. «Τριῶν ὄντων τοῦ Θεοῦ, οὐσίας, ἐνεργείας, τριάδος ὑποστάσεων θείων» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Τά Πρόσωπα εἶναι τρία: Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τά τρία ὅμως αὐτά θεῖα Πρόσωπα ἔχουν μία καί τήν αὐτή θεία Οὐσία, γι᾽ αὐτό καί λέγονται ὁμοούσια. Ὁμοίως, ἀφοῦ ἔχουν μία καί τήν αὐτή θεία Οὑσία, ἔχουν καί μία καί τήν αὐτή θεία Ἐνέργεια. Καί ἡ κοινή Ἐνέργεια πάλι τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος φανερώνει τήν ἑνότητά τους. Καί σημαίνει τήν συμμετοχή καί τῶν Τριῶν θείων Προσώπων σέ κάθε ἔργο. Λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος: «Ὁ Πατήρ διά τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τά πάντα ποιεῖ καί οὕτως ἡ ἑνότης τῆς Ἁγίας Τριάδος σώζεται».

Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι οἱ τρεῖς «ἄναρχοι» (χωρίς ἀρχή) τρόποι ὕπαρξης καί σχέσης μεταξύ τους. Στούς κόλπους τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, μέσα στόν ἴδιο τόν Θεό, ὑπάρχει μιά κίνηση ζωῆς «ἄρρητη», δηλαδή δέν μποροῦμε νά τήν ποῦμε πῶς εἶναι, ἀλλά οὔτε κἄν νά τήν νοήσουμε. Ἄς τήν ποῦμε «δραστηριότητα» τήν κίνηση αὐτή. Καί αὐτή ἡ κίνηση συνιστᾶ τόν τρόπο τῆς ὕπαρξής Του, πού εἶναι βέβαια ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τήν ὕπαρξη τῶν κτιστῶν ὄντων. Μποροῦμε ὅμως νά ποῦμε ὅτι ἡ «κινητικότητα» αὐτή τοῦ Θεοῦ στήν κτίση εἶναι μιά ἀντανάκλαση, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, τῆς κίνησης τοῦ Θεοῦ στόν Ἴδιο Του τόν Ἑαυτό, στούς κόλπους τῆς τριαδικῆς θεότητας. Καί μποροῦμε πάλι ἀπό τήν κινητικότητα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση καί τήν ἱστορία νά συμπεράνουμε τήν κινητικότητα καί ἐνεργητικότητά Του καθ᾽ Ἑαυτόν, στόν Ἴδιο τόν Θεό.

3. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά κάνουμε μιά ἄλλη διάκριση στόν Θεό, διάκριση μεταξύ τῆς φύσεως καί τῆς βουλήσεως σ᾽ Αὐτόν. Ἀπό τήν φύση τοῦ Θεοῦ Πατέρα γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἀπό τήν φύση Του πάλι ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καί ὅλα τά κτιστά ἐγίναμε ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ. Στόν Θεό προηγήθηκε τό «κατά φύσιν» (αὐτό εἶναι προαιώνιο), ἡ γέννηση, δηλαδή τοῦ Υἱοῦ καί ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔπειτα ἔγινε «ἐν χρόνῳ» τό «κατά βούληση», ἡ δημιουργία τῶν κτιστῶν.

4. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως μᾶς λένε γιά τήν κινητικότητα καί κοινωνικότητα τοῦ Θεοῦ, μᾶς λένε καί γιά τήν περιχωρητικότητά Του καθ᾽ Ἑαυτόν πάλι. Στήν ἴδια τήν ὕπαρξή Του. Ἔτσι κατά τό ἰδιώμα αὐτό, πού προσδίδουν οἱ ἅγιοι Πατέρες στόν Θεό καθ᾽ Ἑαυτόν, τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος περιχωροῦνται ἄλληλα (μεταξύ τους). Αὐτό συμβαίνει γιατί τά τρία θεῖα Πρόσωπα εἶναι ὁμοούσια, ὅπως εἴπαμε. Γιά τήν περιχώρησή Του μέ τόν Πατέρα ὁ Υἱός Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶπε: «Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστιν» (Ἰωάν. 14,10).

Ἀλλά θά συνεχίσουμε τό περί Ἁγίας Τριάδος μάθημα.

 

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

 


Πηγή: Ακτίνες

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...