
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εκδηλώσεις με τίτλο «Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος», διοργανώνει το Πολεμικό Ναυτικό, δίνοντας την ευκαιρία στους πολίτες να επισκεφθούν τα πλοία του στόλου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΓΕΝ την Παρασκευή 08 Ιουνίου 2018, μετά την ολοκλήρωση της άσκησης «ΚΑΤΑΙΓΙΣ 2018», πλοία του Πολεμικού Ναυτικού πρόκειται να καταπλεύσουν σε Άγιο Ευστράτιο, Αλεξανδρούπολη, Αμοργό, Βόλο, Θάσο, Θεσσαλονίκη, Ικαρία, Καβάλα, Κάλυμνο, Λέσβο, Λήμνο, Μεγίστη, Οινούσσες, Ρόδο, Σαμοθράκη, Σάμο, Σκόπελο, Φούρνους, Χίο και Ψαρά.
Κεντρικό σημείο των εκδηλώσεων έχουν καθοριστεί τα Ψαρά, όπου, την Τρίτη 05 Ιουνίου 2018, θα πραγματοποιηθούν ιδιαίτερες εκδηλώσεις, παρουσία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Στο επίκεντρο των εκδηλώσεων θα είναι η απόδοση τιμών στους ναυάρχους Κωνσταντίνο Κανάρη, Ανδρέα Μιαούλη και Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, στο πρόσωπο των οποίων αναγνωρίζεται και τιμάται η προσφορά όλων των επώνυμων και ανώνυμων ηρωικών Ναυμάχων του κατά θάλασσα αγώνα, διαχρονικά.
Για το λόγο αυτό θα μεταφερθούν με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού, στα Ψαρά, η καρδιά του Κωνσταντίνου Κανάρη από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η καρδιά του Ανδρέα Μιαούλη από την Ύδρα και τα οστά της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας από τις Σπέτσες.
Οι εκδηλώσεις «Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος» θα ολοκληρωθούν τη Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018 με την επιθεώρηση του Στόλου εν πλω, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, στο Σαρωνικό Κόλπο.
Με την πραγματοποίηση των εν λόγω εκδηλώσεων, αναδεικνύονται και ενισχύονται οι άρρηκτοι δεσμοί του Ελληνικού λαού με τη θάλασσα και το Πολεμικό Ναυτικό, που αποτελεί βασικό παράγοντα της Εθνικής μας ισχύος, θεματοφύλακα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, και προασπιστή της εδαφικής μας ακεραιότητας. Παράλληλα δε, προβάλλεται η πλούσια Ναυτική Παράδοση και η Ναυτική Ιστορία της Ελλάδας.
Πηγή: OnAlert.gr
Σχόλιο Συντάκτη: Το κακό με τη νέα τάξη της ανηθικότητας, είναι ότι κατάφερε να απλοποιήσει τη δημόσια συζήτηση στο επίπεδο του «δημοκρατικού δικαιωματισμού» και του «φασιστικού περιορισμού», κάτι ανάλογο του «δεξιού» και του «αριστερού». Η συζήτηση ‘ξύνεται’ επιφανειακά με ανούσια σλόγκαν. Ο ‘διάλογος’ (ο Θεός να τον κάνει) γίνεται δηλαδή πάλι με όρους ποδοσφαίρου. Οι κανονισμοί είναι επίσης απλοποιημένοι: ό,τι συμφωνεί με την πολιτική ορθότητα είναι «καλό και δημοκρατικό», ότι δεν συμφωνεί είναι «κακό και φασιστικό». Το ακόμα χειρότερο, είναι ότι ένα μέρος της κοινωνίας δεν βρίσκει κάποιο πρόβλημα με αυτού του είδους την επικοινωνία, δεν προσβάλλεται, δεν προβληματίζεται, δεν ανησυχεί για το που οδεύουμε όταν θέματα ηθικής αντιμετωπίζονται με τέτοια ελαφρότητα. Το αποτέλεσμα είναι να έχεις τύπους σαν τον ακατονόμαστο Παπαδημούλη των 35 χιλιάδων ευρώ το μήνα, να περνάνε την ατζέντα του Σόρος ανενόχλητοι. Τον Παπαδημούλη όμως κάποιος τον έβαλε εκεί, και το δημοψήφισμα το ψήφισαν πολίτες. Γι’ αυτό λέω, ας έρθει η Δικαιοσύνη του Θεού το συντομότερο κι ας ξεκινήσει πρώτα από εμάς τους ίδιους, διότι αυτή η βρώμα δεν αντέχεται. [Η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα της «Ανοιχτής Κοινωνίας» του Σόρος σελ. 56 ΕΔΩ]
***
.
http://www.tovima.gr/world/article/?aid=983279
Μία ακόμη πτυχή του συριζέικου ξεπεσμού. Ατέλειωτες οι αναθυμιάσεις του συριζέικου βόθρου.
Μεγάλη μέρα για την Ιρλανδία & τη δημοκρατία. Ευρεία επικράτηση του ‘Ναι’ στο δημοψήφισμα για νομιμοποίηση αμβλώσεων. Μεγάλη νίκη για τις προοδευτικές δυνάμεις, τα δικαιώματα των γυναίκων & την ελευθερία της επιλογής. Μπράβο στο @sinnfeinireland για τη δυνατή καμπάνια. #8thref pic.twitter.com/1jEx8ple05
— Dim. Papadimoulis (@papadimoulis) May 26, 2018
Ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (φανταστείτε ποιοι μας εκπροσωπούν στην Ευρώπη και ποιοι ηγούνται τον εν λόγω θεσμικού οργάνου της ΕΕ…), γνωστός και μη εξαιρετέος κ.Παπαδημούλης επιχαίρει για το κατάπτυστο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία με το οποίο νομιμοποιείται η εν ψυχρώ εμβρυοκτονία, δηλαδή ο εκ προμελέτης φόνος των ανυπεράσπιστων εμβρύων.
Η απόλυτη αθλιότητα των «εθνοπατέρων» μας! Η οπισθοδρόμηση και ο πρωτογονισμός, η έλλειψη σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή, ο ανεξέλεγκτος δικαιωματισμός και η ασυδοσία θεωρούνται «Μεγάλη νίκη για τις προοδευτικές δυνάμεις, τα δικαιώματα των γυναικών και την ελευθερία της επιλογής‘.
Ω της απονοίας των! Ας όψονται οι ψηφοφόροι τους!
Πηγή: Αβέρωφ
Σχόλιο Τ.Ι.: «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν βίος ᾖ διεφθαρμένος» (᾿Ιω. Χρυσοστόμου ΡG 59,369). Ο ιερός Χρυσόστομος διδάσκει ότι σε τίποτα δεν μας ωφελεί το να έχουμε καθαρό βίο εάν διδάσκουμε και πιστεύουμε διεφθαρμένα δόγματα, και τούμπαλιν ότι σε τίποτα δεν μας ωφελεί το να διδάσκουμε και να πιστεύουμε ορθά δόγματα εάν έχουμε βίο διεφθαρμένο. Έτσι, «τά ὑγιῆ δόγματα σπουδάζωμεν ἐναποτίθεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς καί μετά τούτων καί βίου ἀκρίβειαν ἐπιδείκνυσθαι, ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι...», διότι «τόν χριστιανόν οὐδέν ὀνίνησι τά ὀρθά δόγματα, ἐάν τῆς κατά τόν βίον πολιτείας ἀμελῇ». (Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Στρωματεῖς 7,15· ΡG 9,525Α· ΕΠΕ 4,452-454). Δυστυχώς είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κάποιος απο την ορθή ομολογία λησμονώντας τον ορθό βίο, τον προσωπικό αγώνα της καθάρσεως του εαυτού του απο τα πάθη. Ομολογία που είναι μόνο στα λόγια και δε συνοδεύεται από έργα είναι αρκετά εύκολη, ενα είδος επικίνδυνης πλάνης, που μπλέκει στα δίχτυα της αρκετούς ορθοδόξους χριστιανούς ιδιαίτερα πολλούς που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα κακώς κείμενα της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Ο ίδιος ο Κύριός μας λέγει: «ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33). Από την άλλη μεριά η πτώση στην πλάνη υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου πάθους, όπως η κενοδοξία, η ραθυμία της ψυχής, η έλλειψη φροντίδας γιά τη σωτηρία του ανθρώπου κ.τ.λ. Ο Θεός έλκει αυτούς, που βρίσκονται στην πλάνη, όταν έχουν καθαρό βίο, ενώ η αστοχία ως προς την Πίστη διευκολύνεται και πολλαπλασιάζεται όταν ο βίος είναι διεφθαρμένος (᾿Ιω. Χρυσοστόμου P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244).
Περί των πηγών της διδασκαλίας του Ιησού
Προτιθέμενοι να ελέγξωμεν και διαφωτίσωμεν άμα τας πεπλανημένας δοξασίας των κατά της Ορθοδοξίας επιτιθεμένων κακοβούλως Διαμαρτυρομένων Πρεσβυτεριανών, αυτοκαλουμένων Ευαγγελικών, κρίνομεν αναγκαίο να πραγματευθώμεν πρώτον περί της Πηγής του Θείου Λόγου. Πηγή της Θρησκείας του Σωτήρος Χριστού είναι ο θείος Αυτού τε και των θεοπνεύστων Αποστόλων λόγος. Ο θείος λόγος μετεδόθη εξ αρχής διά στόματος εις τον κόσμον, «Η πίστις εξ ακοής…» (Ρωμ. ι’ 17). Ενεχαράχθη δε και ενετυπώθη διά ζώσης φωνής εις τας καρδίας και διανοίας των ακουσάντων αυτόν. Προϊόντος όμως του χρόνου οι θείοι Απόστολοι, μη επαρκούντες εις την εξάπλωσιν των μεγάλων αληθειών της θείας αποκαλύψεως εις τα έθνη, και προς εμπέδωσιν των υπ’ αυτών ιδρυθεισών Εκκλησιών και υπό των πιστευσάντων χριστιανών παρακαλούμενοι, είτε και υπ’ άλλων αιτιών παρακινούμενοι, έγραψαν εξ αυτών τινές κατά διαφόρους εποχάς Επιστολάς κατ’ έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος ως και κατόπιν τα τέσσερα Ευαγγέλια. Αι Πράξεις λοιπόν των Αποστόλων, αι Επιστολαί και τα Ευαγγέλια απετέλεσαν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Η Καινή λοιπόν αυτή Διαθήκη, απαρτιζομένη εκ των τεσσάρων Ευαγγελίων, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννου, εκ των Πράξεων των Αποστόλων, εκ των δέκα και τεσσάρων επιστολών του Αποστόλου Παύλου, εκ των επτά καθολικών επιστολών των Αποστόλων Πέτρου, Ιακώβου, Ιούδα και Ιωάννου και εκ της Αποκαλύψεως του Ιωάννου ήτοι εξ είκοσι και επτά θεοπνεύστων βιβλίων, αποτελείτο, ως είπομεν, Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Εκτός, δε του Κανόνος (βιβλίου) τούτου της Κ. Διαθήκης έχομεν και την Παλαιάν Διαθήκην, απαρτιζομένην εκ τριάκοντα και εννέα θεοπνεύστων κανονικών βιβλίων. Και η μεν πρώτη καλείται Νέα Γραφή, ή Καινή Διαθήκη, η δε δευτέρα Παλαιά Γραφή ή Παλαιά Διαθήκη και αι δύο ομού ονομάζονται Αγία Γραφή.
Η Αγία λοιπόν αυτή Γραφή είναι ο γραπτός λόγος του Θεού, είναι η πρώτη και κυριωτάτη πηγή της Αληθούς θρησκείας του Παλαιού και του Νέου Ισραήλ, ήτοι των Εβραίων και των Χριστιανών. Είναι τέλος τα δύο δηνάρια του Κυρίου άτινα άφησε τω Πανδοχεί ίνα επιμεληθεί του περιπεσόντος εις τούς ληστάς ανθρώπου. Και πηγή της μεν των Εβραίων θρησκείας είναι η Παλαιά Γραφή, της δε εξ αποκαλύψεως θρησκείας του Ιησού Χριστού κυρίως πηγή είναι η νέα Γραφή, μαρτυρουμένη όμως και βεβαιουμένη υπό των Νόμων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης η οποία έχει τας αυτάς βάσεις.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Α’
Περί Παραδόσεως
Εκτός της μιας ταύτης πηγής, δηλαδή του γραπτού λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία παραδέχεται και τας συμπαρομαρτούσας τη Αγία Γραφή διδασκαλίας των Μαθητών, των Απόστολων, των Ιερών της Γραφής συγγραφέων και των μετ’ αυτούς διαπρεψάντων επί αγιότητι και πολυμαθεία Εκκλησιαστικών Πατέρων. Τας συναδούσας (συμφωνούσας) τη Αγία Γραφή ταύτας διδασκαλίας ονομάζει η Ορθόδοξος Εκκλησία ιεράν Παράδοσιν ή Εκκλησιαστικάς Παραδόσεις ή και απλώς παράδοσιν.
Η λέξις παράδοσις δεν σημαίνει, ως οι «Ευαγγελικοί» λέγουν, τυχαίαν φήμην, λόγους αδεσπότους, λόγους αγράφους, εντάλματα ανθρώπων, αλλά σημαίνει τας περί της θρησκείας του Ιησού παραδοθείσας εις την Εκκλησίαν γνώσεις υπ’ Αυτού και των Αυτού Αποστόλων.
Η παράδοσις ημών δεν αποτελείται από φήμας των τριόδων, αλλ’ είναι ως προείπομεν, διδασκαλία περιεχομένη εις συγγράμματα αποστολικών (αμέσων Μαθητών των Αποστόλων) και άλλων μεγάλων Πατέρων, γνησιότητος αναμφισβητήτου και υπ’ αυτής της αρνητικής κριτικής, ηγγυημένη δε υπό της Εκκλησίας «Ήτις εστί στύλος και εδραίωμα της αληθείας» κατά την διδασκαλίαν της Κ. Διαθήκης (Α Τιμ. γ 15). Αυτοί δε καθ’ εαυτοί οι συγγραφείς οι χρηματίσαντες άμεσοι Μαθηταί των Αποστόλων, και μαρτυρούντες εις τα συγγράμματα αυτών ότι παρέλαβον κάτι τι παρά των Αποστόλων ή ότι ήκουσαν κάτι παρ’ αυτών, είναι άξιοι πάσης πίστεως. Καθ’ ότι άλλωστε αι πληροφορίαι τοις τοιούτοις συγγράμμασι είναι υιοθετημέναι και εν συνεχεί εφαρμογή υπό της επισήμου Εκκλησίας, της Εκκλησίας της ποιμαινούσης, ήτοι της αρχούσης των πιστών, και υπευθύνου, δι’ αυτό η υποχρέωσις, όπως παρέχωμεν εις αυτούς πίστιν ακλόνητον είναι πλέον η επιτακτική.
Παραλείπομεν, ότι και εάν ακόμη δεν είχομεν συγγράμματα αποστολικών πατέρων μαρτυρούντα περί ορισμένων εκκλησιαστικών ζητημάτων, θα ήτο αρκετόν το ότι υπό της Εκκλησίας αδιακόπως ούτως επρεσβεύθησαν και εδιδάχθησαν.
Η Εκκλησία η Ορθόδοξος η οποία καθ’ ημάς δεν είναι άφρακτος αμπελών, και δεν περιλαμβάνει μέλη απλά ως χύμα εσκορπισμένα, αλλά περιλαμβάνει άρχοντας και αρχομένους, η Εκκλησία, λέγομεν δι’ ημάς η Ορθόδοξος, είναι εγγυητής υπεύθυνος και αυθεντικός δι’ άπαν το περιεχόμενον της παραδόσεως, το υιοθετημένον παρ’ αυτής, και αν δεν είχομεν συγγράμματα αποστολικών Πατέρων. Τούτο δε ανεξαρτήτως της ιδιότητος του αλάθητου με την οποίαν δεχόμεθα αυτήν πεπροικισμένην υπό του θείου Ιδρυτού της.
Η αξιοπιστία λοιπόν της παραδόσεως δι’ ημάς τους Ορθοδόξους είναι αδιάσειστος, εκείνος δε, ο οποίος θα τολμήση να κηρύξη αυτήν αναξιόπιστον, είναι υποχρεωμένος να αποδείξη αυτό θετικώς, ουχί δε να ισχυρίζηται αυτό αυθαιρέτως.
Η παράδοσις άλλωστε δεν περιέχει τι αντίθετον τη Γραφή, αλλά μόνον μη υπάρχον, ή υπάρχον σκιωδώς. Επομένως συμπληροί ή αποσαφεί (εξηγεί) την Γραφήν.
Παράδειγμα: Ο Ιησούς λέγει εις τους Μαθητάς Του όπως: «Πορευθέντες μαθητεύσωσι πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη’ 19-20). Γεννάται όμως το ζήτημα, τίνι τρόπω ετέλουν το βάπτισμα οι Απόστολοι; Εβύθιζον τους προσερχομένους εις Χριστόν άπαξ εις το ύδωρ και απήγγελον διά μιας το, «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»; ή εβύθιζον αυτούς δεύτερον και απήγγελον μόνον το «Και του Υιου;» εβύθιζον αυτούς τρίτον και απήγγελον το «Και του Αγίου Πνεύματος;». Εις το ερώτημα τούτο απαντά η Παράδοσις διά των συγγραμμάτων των Αποστολικών Πατέρων, και μάλιστα διά της αδιακόπου και επισήμου πράξεως της Εκκλησίας. Και ερωτάται κατά τι λοιπόν η Παράδοσις, η οποία μας πληροφορεί τον τρόπον, καθ’ ον οι Απόστολοι ετέλουν το Βάπτισμα, αντιφάσκει προς την Γραφήν;
Η Γραφή επίσης ομιλεί περί επιθέσεως χειρών, περί αλείψεως δι’ ελαίου κ.λ.π. Ερωτάται όμως πώς επέθετον τας χείρας και πώς ήλειφον έλαιο; Και εάν η Παράδοσις μας πληροφορήση συμπληρωματικώς περί τούτων, κατά τι αντιφάσκει προς την Γραφήν;
Ακόμη η Γραφή ομιλεί περί ενότητος του γιου προς τον Πατέρα: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιωάν. ι’ 30). Γεννάται όμως το ερώτημα. Η ενότης αυτή που αναφέρεται; Εις το ότι ο Πατήρ και ο υιός είναι αγέννητοι; Αδύνατον. Έρχεται η Παράδοσις, δηλαδή ενταύθα ολόκληρος εν Οικουμενικώ Συνόδω τω 325 και μας καθορίζει αυθεντικώς, ότι η ενότης του γιου προς τον Πατέρα αναφέρεται εις την ουσίαν και μας δωροφορεί και τον όρον Ομοούσιον. τούτο είναι μία διασάφησις εννοίας σκιωδώς εν τη Γραφή φερομένης, ουχί δε αντίθεσίς τις.
Δεν είναι ανάγκη λοιπόν η Παράδοσις να συμφωνεί προς την Γραφήν, ίνα αποδεχθώ μεν αυτήν, ως φρονούσιν οι «Ευαγγελικοί», διότι θα είναι εντελώς περιττή, αλλ’ είναι ανάγκη μόνον να μη διαφωνεί προς αυτήν. Εφ’ όσον συμπληροί τα κενά ή διασαφεί τα σκιωδώς ειρημένα, είναι απαραίτητος.
Ίσως δεν θα είχομεν ανάγκην της παραδόσεως, εάν η Γραφή ήτο βιβλίον συστηματικόν, εκθέτον απ’ αρχής μέχρι τέλους, τόσον χρονικώς, όσον και μεθοδικώς, την διδασκαλίαν του Χριστού. Αλλ’ η Γραφή είναι απομνημονεύματα περιέχοντα σποραδικώς μέρος μόνον της διδασκαλίας του Χριστού, και τούτο εκ διαφόρων περιστατικών λόγων και εν διαφόροις καιροίς γραφέν.
Εάν δε, λάβωσιν ανά χείρας το βιβλίον τούτο δέκα, εκατόν, χίλιοι άνθρωποι σοφοί μεν καθ’ όλα και άριστοι ελληνισταί ή οιασδήποτε άλλης γλώσσης κάτοχοι, εν τη οποία είναι μεταπεφρασμένη η Γραφή, μη δεδιδαγμένοι όμως εκ των προτέρων, ουδέν περί Χριστού, Χριστιανισμού, και Εκκλησίας και ένεκα τούτου τελείως ανίδεοι και μελετήσωσιν αυτό επισταμένως, δεν θα εννοήσωσιν τίποτε περί της διδασκαλίας και του συστήματος του χριστιανισμού, έκαστος δε θα καταλήξη, ουχί μόνον εις διάφορα, αλλά και τουτ’ αυτό αντίθετα συμπεράσματα προς τον άλλον, και τούτο προτείνομεν να δοκιμασθή διά πειράματος.
Το φως λοιπόν της παραδόσεως είναι απαραίτητον εις τον ασθενικόν οφθαλμόν του αναγνώστου της Γραφής. Το απαραίτητον άλλως μιας παραδόσεως είναι ανεγνωρισμένον και εφηρμοσμένον και εις άλλας σχέσεις των ανθρώπων και εις άλλους κλάδους.
Ταύτα δε τα στοιχειωδώς λογικά και πρακτικώς απαραίτητα, τα μηδαμώς αντιπίπτοντα προς την Γραφικήν διδασκαλίαν, μάλλον δε και κυρούμενα υπ’ αυτής1 μολονότι οι «Ευαγγελικοί» (Προτεστάνται) τα αποκρούουσι θεωρητικώς τα εφαρμόζουσιν όμως εν τη πράξει. Δηλαδή μολονότι ρηγνύουσι τους πνεύμονας κραυγάζοντες, ότι ουδεμίαν παράδοσιν δέχονται, οικτρώς αντιφάσκοντες προς εαυτούς αντλούσιν εκ της ημετέρας Παραδόσεως, της αποτελούσης μύθευμα κατ’ αυτούς, αρκετά, πλάττουσι δε και άλλα εκτός της Γραφής, τα οποία πάντως αποτελούσι μίαν παράδοσιν ιδικήν των.
Δεν σημαίνει ουδέν, ότι η παράδοσίς των είναι πενιχρά εν σχέσει προς την ημετέραν, ούδ’ ότι διαφέρει της ημετέρας. Το ζήτημα είναι, ότι και αυτοί οι «Ευαγγελικοί» εκτός της Γραφής έχουν αρκετά, τα οποία αποφεύγουσι να ονομάσωσι παράδοσιν, νομίζοντες, ότι σώζονται με την αποφυγήν της λέξεως.
Μη νομισθώσι, παρακαλούμε, τα τελευταία αυτά λόγια ως συκοφαντικά διότι είμεθα έτοιμοι να αναφέρω μεν και παράδειγμα. Ημείς οι Ορθόδοξοι φερ’ ειπείν παραδεχόμενοι την Ιεράν Παράδοσιν παράλληλον πηγήν τού θείου λόγου προς την Αγίαν Γραφήν, την δε ποιμαίνουσαν Εκκλησίαν επίσημον και αυθεντικόν μάρτυρα και ερμηνευτήν της τε Γραφής και της Παραδόσεως, κατά λογικήν λοιπόν συνέπειαν αντλούμεν και εκ της Παραδόσεως και υποτασσόμεθα εις το κύρος της Εκκλησίας, εις τρόπον ώστε και τας τυχόν εσφαλμένας ημών αντιλήψεις να ρυθμίζωμεν συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτής. Συγκεκριμένως δε περί Γραφής προκειμένου, επειδή εκτός των γνωστών βιβλίων της Κ. Διαθήκης παρουσιάσθησαν και άλλα με την αξίωσιν, ότι προέρχονται από άνδρας θεοπνεύστους (Ευαγγέλιον του Πέτρου, Ευαγγέλιον του Θωμά και εν γένει τα απόκρυφα), καταφεύγομεν εις την Παράδοσιν και εις το κύρος της Εκκλησίας και πληροφορούμεθα αυθεντικώς, ότι ταύτα είναι νόθα, παρ’ ότι φέρονται επ’ ονόματι Αποστόλων, και ότι μόνα γνήσια είναι τα γνωστά είκοσι επτά βιβλία της Κ. Διαθήκης.
Οι «Ευαγγελικοί» όμως, οι απορρίπτοντες την Παράδοσιν, ως μύθευμα και εντάλματα ανθρώπων, και το κύρος της Εκκλησίας ως ανύπαρκτον, πόθεν έχουσι την πληροφορίαν, ότι αυτό το βιβλίον, το οποίον κατέχουσιν, είναι η γνησία Καινή Διαθήκη; Δεν απαντώσιν εις το ερώτημα, διότι από την ιδίαν Παράδοσιν αντλούσι την σοβαρωτάτην και θεμελιώδη ταύτην πληροφορίαν των. Εξελθόντες από τα σπλάχνα της Δυτικής Εκκλησίας τελείως γυμνοί με μόνην την Καινήν Διαθήκην ανά χείρας ομοιάζουσι προς υιόν ελθόντα μεν εις ρήξιν με τον πατέρα του και φυγόντα νυκτός της πατρικής οικίας γυμνός αλλά συναποκομίσας λάθρα εξ αυτής και πολύτιμον αντικείμενον, το οποίον όταν ερωτάται, πόθεν έσχεν, αποφεύγει να απαντήση. Εάν όμως οι ερωτώντες γνωρίζωσι την προέλευσιν του πολυτίμου αντικειμένου η σιωπή τού φυγόντος υιού δεν ωφελεί αυτόν εις ουδέν.
Είναι γνωστόν, ότι την βεβαιότητα περί της γνησιότητας των γνωστών είκοσι επτά βιβλίων της Κ. Διαθήκης οι «Ευαγγελικοί» συναπεκόμισαν παρά της Παπικής λεγομένης εκκλησίας, της εχούσης ταύτη από της Παραδόσεως και του κύρους της καθόλου Εκκλησίας. Εντρέπονται βεβαίως ίνα είπωσιν ότι αντλούσι την γνησιότητα της Γραφής εκ της Παραδόσεως, ίνα μη ερωτηθώσι: «πως σεις οι λακτίζοντες την Παράδοσιν προσφεύγετε εις αυτήν;» Αυτό είναι άλλωστε που τους χαρακτηρίζομεν ανακολούθους «αντιευαγγελικούς». Αλλ’ η σιωπή δεν τους ωφελεί. Διότι το γεγονός, ότι αντλούσιν από την Παράδοσιν την γνησιότητα της Γραφής, είναι πασιφανές.
Αλλά πάλιν οι «Ευαγγελικοί» ίνα μη φαίνωνται σιωπώντες εις το ερώτημα, απαντώσι με αοριστολογίας, νομίζοντες, ότι σώζονται. Τους ερωτάτε επί παραδείγματος, «αφού μεταξύ των γνησίων βιβλίων της Κ. Διαθήκης ανεφανίσθησαν και μη γνήσια, τις ήτο εκείνος, ο οποίος την εποχήν ακριβώς της εμφανίσεως των νόθων παρουσιάσθη εις το μέσον και είπεν: «Αυτό είναι το γνήσιον και το δεχόμεθα, το άλλο είναι νόθον και το απορρίπτωμεν;» διότι υπήρξαν πολλά νόθα2. Τι όνομα είχεν ούτος, και τι θέσιν ή ιδιότητα ή αξίωμα κατείχεν;
Τους ερωτάτε, λέγομεν, ταύτα και σας απαντώσι: Τα γνήσια βιβλία της Αγίας Γραφής ευρέθησαν εις τας Βιβλιοθήκας των Μονών, των Πατριαρχείων και άλλων ιδρυμάτων. Και αν τους ερωτήσητε: «Ποιος τα έβαλε εκεί;» υψώνουσι τους ώμους των προσπαθούντες να υπεκφύγωσι. Αλλ’ ουδαμού σώζωνται διότι η αλήθεια κράζει εναντίον των ζητούσα απάντησιν. Εάν λοιπόν κ. κ. «Ευαγγελικοί» δεν αντλείτε την γνησιότητα του Ευαγγελίου εκ της Παραδόσεως, να μας είπητε, πόθεν τέλος αντλείτε;
Αλλά και ακόμη ας μας απαντήσωσι εις ποίον μέρος της κ. Διαθήκης λέγεται, ότι τα βιβλία αυτής είναι είκοσι επτά; Ασφαλώς ουδαμού. Ποιος λοιπόν σας το είπε; Ασφαλώς η Παράδοσις την οποίαν απορρίπτετε. Ώστε έχετε κόρην άνευ μητρός; Και βαστάζετε την κόρην της παραδόσεως την Κ. Διαθήκην και απορρίπτετε την μητέρα αυτής την παράδοσιν; Ουαί υμίν εάν δεν επιστρέψητε.
Αλλ’ ακόμη. Υμείς οι Ορθόδοξοι έχομεν την Κυριακήν αργίαν, ενώ η Γραφή ομιλεί περί αργίας του Σαββάτου. Η παράδοσις όμως μας πληροφορεί, ότι λόγω της αναστάσεως του Ιησού κατά Κυριακήν, η αργία μετετέθη από του Σαββάτου εις την Κυριακήν. Αλλά και «οι Ευαγγελικοί» έχουσι αργίαν την Κυριακήν. Ερωτώμεν πόθεν παρέλαβον αυτήν, αφού η Γραφή δεν ομιλεί περί Κυριακής αλλά περί Σαββάτου; Ασφαλώς από την παράδοσιν την οποίαν λέγουν ότι την αρνούνται.
Και πάλιν ημείς έχοντες Εκκλησίαν ποιμαίνουσαν με εξουσίαν του ρυθμίζειν τα της λατρείας, του ερμηνεύειν την Γραφήν και την Παράδοσιν κ.λ.π., δυνάμεθα εκτός του Πρωτοτύπου της Γραφής να αναγινώσκωμεν και μεταφράσεις αυτής εγκεκριμένας, δυνάμεθα να απαγγέλλωμεν και διαφόρους ύμνους εγκεκριμένους, δυνάμεθα κ.λ.π.
Οι Ευαγγελικοί όμως οι καταργήσαντες την ποιμαντικήν εξουσίαν, το αυθεντικόν κύρος της Εκκλησίας, και πάσαν μαρτυρίαν αυτής περί Παραδόσεως παρουσιάζουσι μίαν Γραφήν ηρμενευμένην υπ’ αδήλου και εις την ερμηνείαν ταύτην υποτάσσονται τυφλώς, αναγιγνώσκοντες αποκλειστικώς την ηρμηνευμένην Γραφήν και τρέμοντες προ του πρωτοτύπου κειμένου, όταν τις παρουσιάση αυτό εις αυτούς.
Έχουσιν υμνολόγιον ιδικόν των αγνώστου συγγραφέως και αγνώστου εγκριτικής αρχής, το οποίον με φρασεολογίαν άλλην εκτός της γραφικής αποδίδει τα αισθήματα αυτών και τας δοξασίας εν ταις κοιναίς των προσευχαίς παρά τας διαβεβαιώσεις των ότι δήθεν δεν μεταχειρίζονται άλλην φρασεολογίαν εκτός της Γραφικής.
Επίσης κλείουσι τους οφθαλμούς κατά τας προσευχάς των και διάφορα άλλα πράττουσιν. Αλλ’ η Γραφή αγνώστους ερμηνευτάς ή κριτάς των ερμηνειών, αγνοεί. Αγνώστους συνθέτας υμνολογιών και ανωνύμους εγκριτικάς αρχάς αγνοεί, ως επίσης και κλείσιμον των οφθαλμών. Συμφώνως όμως με τας επαγγελίας των είναι υποχρεωμένοι να αναγινώσκωσι μόνον το Πρωτότυπον της Γραφής (δηλαδή το κείμενον) και ουχί ερμηνείαν (παράφρασιν) εφ’ όσον δεν παραδέχονται κανέναν ως ερμηνευτήν αυθεντικόν και επίσημον. Επίσης είναι υποχρεωμένοι να μη έχωσιν υμνολογίαν, αλλά να ψάλλωσιν εκ της Γραφής. Εάν θέλουν να ψάλλουν και τους οφθαλμούς να μη κλείωσι κ.λ.π.
Παρ’ όλα όμως ταύτα εκτός της Γραφής και της Παραδόσεως εδημιούργησαν και μίαν νέαν ιδικήν των παράδοσιν. Και διά του τρόπου τούτου εκτός της αντιφάσεως εις την οποίαν ευρίσκονται, αποδεικνύουσι το απαραίτητον της Παραδόσεως, ενώ υβρίζουσιν αυτήν. Δεν είναι λοιπόν «αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί» και ανακόλουθοι; Δέχονται την ερμηνείαν και τους ύμνους του Λουθήρου και απορρίπτουν την Ερμηνείαν των αγίων Πατέρων και κάθε τι αυτών.
Βεβαίως η ανάγκη και η αμηχανία, εις την οποίαν περιέπεσαν εκ της απορρίψεως της παραδόσεως, τους υπεχρέωσε να καταφύγωσιν εις την Παράδοσιν, την οποίαν ελάκτισαν εν πολλοίς, και νέαν να δημιουργήσωσιν εν άλλοις. Αλλ’ εάν η ανάγκη είναι ελαφρυντικόν, η εγωιστική επιμονή όπως αρνούνται και καταφεύγουσιν εις ότι υβρίζουσι, και εξακολουθούσι, να υβρίζωσιν εκείνο, εις το οποίον ως εις άγκυραν σωτηρίας καταφεύγουσιν (δηλαδή την Παράδοσιν) είναι παρά πολύ επιβαρυντικόν δι’ αυτούς. Όταν λοιπόν ημείς κ. κ. «Ευαγγελικοί» λέγομεν Παράδοσιν δεν εννοώμεν παράδοσιν ανθρώπων ως σείς διαστρέφετε, αλλά διδασκαλίαν Χριστού μη φερομένην μεν εν τη Kαινή Διαθήκη αλλ’ επαρκέστατα μεμαρτυρημένην και ηγγυημένην. Σεις δε ομιλείτε περί παραδόσεως ανθρώπων, ορισμένως είσθε εκτός πραγματικότητος. Καθ’ ότι η παράδοσις ανθρώπων σημαίνει πλάσμα της επινοίας των ανθρώπων, και τοιαύτα πλάσματα η Ορθόδοξος Εκκλησία όχι μόνον δεν έχει αλλά και τα πολεμεί, ως άλλωστε έχει αποδείξει τούτο διά μέσου των αιώνων μέχρι σήμερον.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Β’
Η Αγία Γραφή περί της Ιεράς παραδόσεως
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Θεός και Σωτήρ ημών, ως γνωστόν, ουδέν γραπτόν αφήκε τοις Αποστόλοις και Μαθηταίς αυτού εξ όσων εν τη προς ημάς σωτηριώδει αυτού εν σαρκί επιδημία εδίδαξεν, αλλ’ υπεσχέθη αυτοίς ότι ερχομένου του Παρακλήτου υπομνήσει αυτοίς πάντα: «Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου. Εκείνος διδάξει υμάς πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν». (Ιωάν. ιδ’ 25-26).
Και πάλιν: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθαι βαστάζειν άρτι, όταν δε έλθει Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν». (Ιωάν. ιστ’ 12).
Κατόπιν της υπό του Αγίου Πνεύματος υπομνήσεως των πάντων αφού επί πολλάς δεκάδας ετών, πριν έτι γραφή η Αγία Γραφή, αγράφως και εκ στόματος παρεδίδετο και εκηρύττετο, ο λόγος του Θεού υπό των Αποστόλων πάντων, έρχεται ο ηγαπημένος Μαθητής Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής, όστις κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας, 32 έτη ύστερον από της του Χριστού θείας αναλήψεως έγραψε το Ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, έρχεται λέγομεν και μας πληροφορεί ότι αφήκε πολλά άγραφα και λέγει: «Εστί δε και άλλα πολλά, όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα εάν γράφητε καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία αμήν». (Ιωάν. κα’ 25). Και πάλιν: «Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των Μαθητών αυτού, α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω» (Ιωάν. κ’ 30). Και εν τη δευτέρα του επιστολή λέγει: «Πολλά έχω υμίν γράφειν, ουκ βoυλήθην διά χάρτου και μέλανος, αλλ’ ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι» (στ 12). Και εν τη τρίτη επιστολή προς Γάϊον, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Πολλά είχον γράφειν, αλλ’ ου θέλω διά μέλανος και καλάμου σοι γράψαι, ελπίζω δε ευθέως ιδείν σε και στόμα προς στόμα λαλήσομεν, ειρήνη σοι» (στ’. 13-14).
Τις δύνανται να αμφισβητήση λοιπόν ότι, αφού έγραψε το ιερόν ευαγγέλιον ο Ιωάννης και έγραψε τας επιστολάς, δεν παρέδωκεν όσα άφηκεν άγραφα εν τω Ευαγγελίω και εν ταις επιστολαίς αυτού αφού μάλιστα ταύτα υπόσχεται εν αυταίς; τούτο είναι μία τρανωτάτη απόδειξις της Ιεράς Παραδόσεως.
Ο δε μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος περισσότερον πάντων ομιλεί περί της ιεράς Παραδόσεως συνιστά και επιβάλλει αυτήν3 αλλ’ οι Ευαγγελικοί αντιτάσσονται εις την διδασκαλίαν του Παύλου με εν χωρίον της Αποκαλύψεως που λέγει: «Εάν τις επιθή προς ταύτα, επιθήσει ο Θεός επ’ αυτόν τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω» (Αποκ. κβ’ 18) και εν τούτοις δεν έχουν δίκαιον, διότι πρέπει να γνωρίζουν ότι μετά την Γραφήν ταύτην (την αποκάλυψιν δηλαδή) ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιόν του, χωρίς να αναιρεθώσι ταύτα. Επίσης ο Μωυσής εις το (Δευτ. δ’ 2) λέγει• «Δεν θέλει προσθέσει εις τον λόγον, τον οποίον, εγώ σας προστάζω, ουδέ θέλετε αφαιρέσει απ’ αυτού». Και εν τούτοις μετά εγράφησαν τόσα βιβλία των προφητών. Τι σημαίνουν λοιπόν όλα ταύτα ω «Ευαγγελικοί»; Σημαίνουν ότι δεν δύναται να προσθέση τις εναντία του πνεύματος της Αγίας Γραφής, ουχί όμως και παν ό,τι είναι σύμφωνον και εποικοδομητικόν.
Παρ’ όλα όμως αυτά οι «Ευαγγελικοί» δεν υποχωρούν. Οπλίζονται με άλλα χωρία και πολεμούν, και αυτά είναι τα εξής:
1) «Διατί και υμείς παραβαίνετε την εντολήν του Θεού διά την παράδοσιν υμών; ο γαρ Θεός ενετείλατο λέγων: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα… μάτην δε σέβονταί με διδάσκοντες διδασκαλίας, εντάλματα ανθρώπων» (Ματθ. ιε’ 3).
2) «Αφέντες γαρ την εντολήν του Θεού, κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων βαπτισμούς ξεστων και ποτηρίων και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε». (Μάρκ. ζ’ 8) και πάλιν: «Μη προσέχοντες Ιουδαϊκοίς μύθοις, και εντολαίς ανθρώπων αποστρεφομένων την αλήθειαν» (Τίτ. α’ 14).
3) «Ειδότες ότι ου φθαρτοίς αργυρίω ή χρυσίω εσώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου» (Α’ Πέτρ. α’ 18). 4) «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμιν, ανάθεμα έστω. Ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω: ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α’ 8).
Αλλά όλα αυτά τα χωρία εν αποδεικνύουν, ότι υπάρχει και ψευδής παράδοσις, από την οποίαν πρέπει να απομακρύνεταί τις, εξετάζων ποίαι είναι αι παραδόσεις του Θεού, διά του Αγίου Πνεύματος, και ποίαι αι παραδόσεις των μικρών ανθρώπων. Άλλωστε εις τα ανωτέρω βλέπομεν, ότι ο Χριστός ελέγχει τους Φαρισαίους, διότι κατεστρατήγησαν την πέμπτην εντολήν και προέτρεπον να υστερώσι τον άρτον από τους γονείς των, διά να συνεισφέρωσιν εις τον Κορβανάν.
Εδώ λοιπόν, πρόκειται περί ιδιοτελών ενταλμάτων των Φαρισαίων διά τους υποκριτικούς σκοπούς των, και ουχί περί της ακριβούς ερμηνείας των αγίων Γραφών, διά των οποίων ο Χριστός ήλεγχε τους παρερμηνεύοντας αυτούς Ραββίνους, ακριβώς όπως σήμερον η Ορθόδοξος Εκκλησία ελέγχει τους παρερμηνεύοντας την Αγίαν Γραφήν Διαμαρτυρομένους. Επίσης ο Απ. Παύλος καταδικάζει πάσαν άλλην διδαχήν ήτις αντίκειται εις το Ευαγγέλιον, αυτή είναι η αλήθεια και ουχί άλλη.
Αλλά μήπως και οι της παλαιάς Διαθήκης άνθρωποι δεν επροχώρουν διά της Παραδόσεως;
Και εν τη Παλαιά Διαθήκη υπάρχει η Παράδοσις δηλαδή και εν τω Μωσαϊκώ Νόμω ωδηγούντο υπό του αγράφου νόμου της συνειδήσεως και υπό της παραδόσεως. Ο Άβελ, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ιώβ, και άλλοι τοσούτοι θεοφιλείς άνδρες εδικαιώθησαν εκ παραδόσεως.
Άλλωστε τις νόμος, ποία γραφή, τις Προφήτης ωδήγησεν αυτούς; Αλλά και κατόπιν μετά τον γραπτόν νόμον ο Μωυσής συνιστά εις τους Ιουδαίους τον προφορικόν νόμον. Εις το Δευτερονόμιον φερ’ ειπείν, κεφ. λβ’ 6, αναφέρει: «Ερώτησον τον πατέρα σου και αυτός θέλει σοι αναγγείλει, τους πρεσβυτέρους σου και αυτοί θέλουσί σοι ειπεί» και εις τον (Ιώβ η’ 8) λέγει: «Ερώτησον, παρακαλώ, περί των προτέρων γενεών και ερεύνησον ακριβώς περί των πατέρων αυτών. Διότι ημείς είμεθα χθεσινοί και δεν ηξεύρομεν ουδέν» και εις τους ψαλμούς οη’ 3 λέγει: «Όσα ηκούσαμεν και εγνωρίσαμεν και οι πατέρες ημών διηγήθησαν εις ημάς, δεν θέλομεν κρύψει αυτά από των τέκνων αυτών εις την επερχομένην γενεάν», και εις τας παροιμίας λέγει:« Άκουε υιέ μου, την διδασκαλίαν τού πατρός σου και μη απορρίψεις τον νόμον της μητρός σου». Και ερωτάται, υπάρχει ή δεν υπάρχει Παράδοσις εις την Αγ. Γραφήν κ. κ. «Ευαγγελικοί»; Τι αυτά που παραθέτομεν τόσον εκ της Καινής όσον και εκ της Παλαιάς Διαθήκης δεν υπάρχουν εις την Γραφήν σας;
Οι Άγιοι Πατέρες περί Παραδόσεως
Εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων δυνάμεθα κατά λογικόν συμπέρασμα να παραδεχθώμεν ασυζητητί, ότι η Ιερά Παράδοσις διετηρήθη ακεραία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Κατ’ εξοχήν δε ο Κύριος διά του Αγίου Πνεύματος διεφύλαξεν ακεραίαν την αληθή διδασκαλίαν αυτού εν τη Εκκλησία, ίνα αρύωνται εξ αυτής οι βουλόμενοι ειδέναι την Ευαγγελικήν αλήθειαν.
Παρ’ ότι δε η Παράδοσις είναι αυταπόδεικτος, εν τούτοις θα παραθέσωμεν ολίγας μαρτυρίας εκ της πράξεως της πρώτης Εκκλησίας ίνα βοηθήσωμεν τους θέλοντας εκ των «Ευαγγελικών» να επιστρέψουν και όπως προλάβω μεν τους μέλλοντας να εκτροχιασθώσιν.
1) Ο Επίσκοπος Ρώμης Κλήμης, όστις εχρημάτισε μαθητής των δύο κορυφαίων Αποστόλων, τον οποίον και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν αυτού μνημονεύει (Φιλ. δ’ 3). Περί αυτού λοιπόν του Πατρός ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει εν τη πολυτίμω αυτού Ιστορία τα εξής:
«Την επισκοπήν (της εν Ρώμη Εκκλησίας) κληρούται Κλήμης, ο και εωρακώς τους μακαρίους Αποστόλους και συμβεβληκώς αυτοίς και έτι έναυλον το κήρυγμα των Αποστόλων και την παράδοσιν προ οφθαλμών έχων» (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. ε’, κεφ. 6). Ώστε ευθύς εξ αρχής βλέπομεν, ότι υπό δύο πνευματικών λυχνιών εφωτίζοντο οι πρώτοι Χριστιανοί, δηλαδή εκ του γραπτού και προφορικου λόγου, του αγράφου λόγου του Θεού και της Ιεράς Παραδόσεως.
2) Ο Απόστολος Βαρνάβας όστις σαφώς παραγγέλει να φυλάττωμεν παν ότι παρελάβωμεν: «Φυλάξεις, λέγει, α παρέλαβες μήτε προστιθείς μήτε αφαιρών» (Βαρναβ. Ηθικ. Καθηκ. κεφ. 19).
3) Ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος, ο μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (του Ευαγγελιστού) όστις εν πάσαις ταις επιστολαίς αυτού συνιστά θερμώς την υπακοήν εις την Εκκλησίαν, τον Επίσκοπον και τον Πρεσβυτέρων: «Στήκετε αδελφοί, λέγει, εδραίοι εν τη πίστει του Ιησού Χριστού και εν τη αυτού αγάπη… συναθροίζεσθε κοινή… υπακούοντες τω Επισκόπω και τω πρεσβυτερίω απερισπάστω διανοία» (Επιστ. προς Εφεσ. κεφ. 10). Και αλλαχού λέγει: «Φεύγετε τον μερισμόν της ενότητος και τας κακοδιδασκαλίας των αιρεσιωτών, όπου δε ο ποιμήν εστίν, εκεί ως πρόβατα ακολουθείτε» (Προς Φιλαδελφ. κεφ. 2). Κατά δε την ρητήν μαρτυρίαν του Ευσεβίου, ο θεοφόρος ούτος αποστολικός πατήρ, διαφόρους Εκκλησίας επισκεπτόμενος προέτρεπε αυτούς να τηρώσιν αυστηρώς τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων: «Τας κατά πόλιν, αις απεδήμει, παροικίας ταις διά λόγου ομιλίαις τε και προτροπαίς επιρρωνύς, εν πρώτοις μάλιστα προφυλάττεσθαι τας αιρέσεις, άρτι τότε πρώτον αναφυείσας και επιπολαζούσης, παρήνει, προύτρεπέ τε απρίξ έχεσθαι της των Αποστόλων παραδόσεως, ήν υπέρ ασφαλείας και εγγράφως ήδη μαρτυρόμενος, διατυπούσθαι αναγκαίον ηγείτο». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 6, κεφ. 36).
4) Ο των Σμυρναίων Επίσκοπος Πολύκαρπος μαθητής του επιστηθίου Ιωάννου, εν τη προς Εφεσίους επιστολή αυτού, εν κεφαλαίω πέμπτω, ονομάζει τον προφορικόν λόγον του Παύλου «λόγον περί αληθείας», ον, λέγει, «γενόμενος (ο Παύλος) κατά πρόσωπον των τότε ανθρώπων, εδίδαξεν ακριβώς, και βεβαίως». Και ο Ειρηναίος αναφέρει σαφώς την περί της Ιεράς Παραδόσεως διδασκαλίαν του θείου Πολυκάρπου, λέγων: «Πολύκαρπον ταύτα αείποτε διδάξαι, α παρά των Αποστόλων εμεμαθήκει, τα αυτά δε και την Εκκλησίαν παραδιδόναι, και μόνα αληθή είναι. Και εις Ρώμην ελθόντα πολλούς των αιρετικών εις την Εκκλησίαν επιστρέψαι μίαν και μόνην ταύτην την αλήθειαν παρά των Αποστόλων παραλαβείν μαρτυρούντα, ή και παρά της Εκκλησίας παρεδόθη». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3, κεφ.39).
5) Ο Παπίας επίσης σύγχρονος των Αγίων Αποστόλων ων, κατά την μαρτυρίαν του Ευσεβίου, λέγει, ότι εκτός των ερμηνειών της Αγίας Γραφής παρέλαβε και τινάς άλλας αληθείς επίσης διδασκαλίας παρά των πρεσβυτέρων: «ουκ οκνήσω δε σοι, λέγει, και όσα ποτέ παρά των πρεσβυτέρων καλώς έμαθον, και καλώς εμνημόνευσα, συγκατατάξαι ταις ερμηνείαις, διαβεβαιούμενος την αυτών αλήθειαν, ου γάρ τοις τα πολλά λέγουσιν, έχαιρον, ώσπερ οι πολλοί, αλλά τοις ταληθή διδάσκουσιν, ουδέ τοις τας αλλοτρίας εντολάς μνημονεύουσιν, αλλά τοις τας παρά τού Κυρίου το πίστει δεδομένας, και παρ’ αυτής παραγιγνομένας της αληθείας… ου γάρ τα εκ των βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον, όσον τα παρά ζώσης φωνής και μενούσης». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3, κεφ. 39).
Εξ αυτού καταφαίνεται πόσον απ’ αρχής προσείχεν η Εκκλησία εις την διατήρησιν της ακεραιότητος της Παραδόσεως, καθώς και εις την ακριβή διάκρισιν της πηγής ταύτης.
6) Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο και μαθητής του θείου Παύλου σαφέστατα μαρτυρεί την ύπαρξιν της Ιεράς Παραδόσεως: «ουσία γαρ της καθ’ ημάς ιεραρχίας, λέγει, εστί τα θεοπαράδοτα λόγια σεπτότατα δε λόγια ταύτα φαμέν, όσα προς των ενθέων ημών ιεροτελεστιών εν αγιογράφοις ημίν και θεολογικοίς δεδώρηται δέλ τοις και μην όσα προς των αυτών ιερών ανδρών αυλοτέρα, μυήσει και γείτονί πως ήδη της αιωνίου ιεραρχίας εκ νοός εις νουν διά μέσου λόγου, σωματικού μεν, αϋλοτέρου δε όμως γραφής εκτός, οι καθηγεμόνες ημών, εμυήθησαν». (Περί Εκκλ. Ιεραρχ. κεφ. 1).
7) Ο Ιουστίνος Μάρτυς και Φιλόσοφος σύγχρονος και ούτος των θεοκηρύκων Αποστόλων, ρητώς αναφέρει ότι ήτο εν χρήσει ως λόγος Θεού και ως πηγή ορθής πίστεως και η προφορική διδασκαλία, η Ιερά Παράδοσις. Ο ιερός Ιουστίνος γράφων προς Διόγνητον, λέγει: «ου ξένα ομιλώ, ουδέ παραλόγως ζητώ, άλλ’ Αποστόλων γενόμενος μαθητής, γίνομαι διδάσκαλος εθνών, τα παραδοθέντα αξίως υπηρετών γενομένοις αληθείας μαθηταίς» (Επιστολή προς Διόγνητον).
8) Ο Ηγήσιππος όστις ήκμασε επί της πρώτης διαδοχής των Αποστόλων, κατά την πιστήν μαρτυρίαν του Ευσεβίου, συνέγραψεν εις πέντε βιβλία την παράδοσιν των θείων Αποστόλων, τα οποία απωλέσθησαν. Ο Ευσέβιος ιστορών την υπόθεσιν αυτήν γράφει τα εξής: «Εν πέντε ούν συγγράμμασιν ούτος (ο Ηγήσιππος) την απλανή παράδοσιν του Αποστολικού κηρύγματος απλουστάτη συντάξει γραφής υπομνηματισάμενος…» (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 5 κεφ. 20).
9) Ο άγιος Ειρηναίος (ο Επίσκοπος Λουγδούνων), όστις ήτο μαθητής του Επισκόπου της Σμύρνης Πολυκάρπου, λίαν εναργώς ομιλεί περί της αναγκαιότητος της Ιεράς Παραδόσεως λέγων: «Οι την αλήθειαν ειδέναι βουλόμενοι εν εκάστη Εκκλησία στρέφεσθαι οφείλουσιν εις την γνωστήν προς πάντας αποστολικήν παράδοσιν» (Κατά αίρεσ. βιβλ. 3 κεφ. 3). Και πάλιν ο αυτός αλλαχού ελέγχων τους αιρετικούς, τους μη ακολουθούντας τη παραδοθείση τη εκκλησία θεία διδασκαλία, φανεροί ημίν τον τρόπον καθ’ ον ο προφορικός λόγος του Θεού, η Παράδοσις, διετηρήθη ακεραία: «Ότε, λέγει, ημείς εις την Αποστολικήν (διδασκαλίαν) αυτούς παραπέμπομεν εν ταις Εκκλησίαις τηρουμένην κατά των πρεσβυτέρων διαδοχήν, αντίκεινται το παραδόσει» (Κατά αίρεσ. βιβλ. 3 κεφ. 2).
10) Ο ιερός Κλήμης ο Αλεξανδρείας πραγματευόμενος την αναγκαιότητα της Παραδόσεως λέγει τα εξής: «Αλλ’ οι μέν την αληθή της μακαρίας σώζοντες διδασκαλίας παράδοσιν ευθύς από Πέτρου τε και Ιακώβου, και Ιωάννου τε, και Παύλου των αγίων Αποστόλων παις παρά πατρός εκδεχόμενος, ολίγοι δε οι πατράσιν όμοιοι. Ήκoν (φθάνουν) δε συν Θεώ και εις ημάς τα προγονικά εκείνα και αποστολικά καταθησόμενα σπέρματα» (Στρωματ. Α κεφ. 1 § 11, 12).
Αιτιολογών ακόμη ο ιερός Κλήμης διά ποίον λόγον παρεδόθησαν υπό των Αποστόλων ουχί εγγράφως, αλλ’ αγράφως λέγει τα εξής: «Αυτίκα (και πρωτον μεν) ου πολλοίς απεκάλυψεν, α μη πολλών ην, ολίγοις δε οις προσήκει ηπίστατο (ολίγοι επρόκειτο να γνωρίσουν) εκδέξασθαι και τυπωθήναι προς αυτά, τα δε απόρρητα, καθάπερ ο Θεός λόγω πιστεύεται και ου γράμμα τι» (Αυτόθι Α κεφ. 1 § 13). Ακόμη ο ιερός Κλήμης δύο πηγάς των θρησκευτικών ημών γνώσεων παραδέχεται, ήτοι τον γραπτόν λόγον του Θεού, συνοδευόμενος πάντοτε υπό της Ιεράς Παραδόσεως.
11) Ο Ωριγένης ομιλεί περί της εν τη Εκκλησία διατηρουμένης Παραδόσεως, προτρέπων την τήρησιν αυτής ως εξής: «Τηρητέα ουν η Αποστολική παράδοσις παρά των Αποστόλων τη τάξει της διδαχής παραδοθείσα και μέχρις ημών εν ταίς Εκκλησίαις υπάρχουσα μόνη δ’ αυτή η αλήθεια πιστευτέα, η μηδέν διαφέρουσα της Εκκλησιαστικής και Αποστολικής παραδόσεως» (Περί αρχών βιβλ. 1, κεφ. 2). Και αλλαχού ο Ωριγένης ρητώς λέγει, ότι η έννοια των Ιερών Γραφών δέον να ερμηνεύηται διά της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως.
12) Ο Άγιος Κυπριανός ομιλεί περί της πολυτιμότητος και αναγκαιότητος της Ιεράς Παραδόσεως ως εξής: «Ράδιον ψυχαίς ευσεβέσι και απλαίς και πλάνας αποφεύγειν και την αλήθειαν ευρίσκειν, άμα γάρ εις την πηγήν της θείας τραπώμεν παραδόσεως, απόλυται η πλάνη» (Λατινιστί (Cyprian) Επιστ. 63).
13) Ο Τερτυλλιανός ρητώς ομολογεί, ότι υπάρχει άγραφος διδασκαλία υπό της αρχαίας Εκκλησίας τηρουμένη: «ουκ άλλην παράδοσιν αποστολικήν οφείλομεν ομολογείν, η την νυν ενταίς υπ’ αυτών ιδρυθείσαις Εκκλησίαις φυλασσομένην» (Νοn alid agnoscenda erit… Contr. Maccion, Ι, Cap. 12).
14) Ο Αυγουστίνος επίσης (τον οποίον εν πολλοίς οι «Ευαγγελικοί» τον παραδέχονται) διά την Παράδοσιν λέγει: «Ότι άπασα η Εκκλησία τηρεί, και ότι άνευ πάσης διατάξεως συνοδικής εν αυτή αεί ετηρείτο, δικαιότατα παρά των Αποστόλων ηγούμεθα παραδεδομένον» (Λατινιστί, de Baptism ν Cap. 24).
15) Ο Μ. Αθανάσιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αποφαίνεται σαφώς περί της αναγκαιότητος και ακεραιότητος της εν τη Εκκλησία υπαρχούσης αληθούς διδασκαλίας της Ιεράς Παραδόσεως λέγων: «Ίδωμεν δ’ όμως και προς τούτοις, και αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της καθολικης4 Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν, και οι Πατέρες εφύλαξαν’ εν αυτή γάρ η Εκκλησία τεθεμελίωται» και κατωτέρω προσθέτει: «Κατά γάρ την παραδοθείσαν ημίν παρά των Πατέρων αποστολικήν πίστιν παρέδωκα μηδέν έξωθεν επινοήσας» (Λόγ. Περί Αγίου Πνεύματος).
Ακόμη βεβαιοί, ότι το κύρος της Παραδόσεως είναι έτι βέβαιον και εκ των πράξεων των Συνόδων, εν ταις οποίαις αντιπροσωπεύετο άπασα η Οικουμενική Εκκλησία διά των θείων αυτής ποιμένων και διδασκάλων: «… και κατέχων, λέγει, έκαστος την εκ πατέρων πίστιν, ην και οι εν Νικαία συνελθόντες(Πατέρες) υπέμνησαν γράψαντες». (Κατά Αρειανών Λόγ. ΑΙ). Και εν γένει ο μέγας ούτος της Ορθοδοξίας Πατήρ, απαγορεύων την αυθαιρεσίαν εν τη ερμηνεία της Αγίας Γραφής συνιστή την συμφωνίαν και συσχέτισιν των πηγών των περί της εις τον Σωτήρα πίστεως θρησκευτικών ημών γνώσεων, διό και λέγει: «Ημών δε η πίστις εστίν η ορθή, και εκ διδασκαλίας Αποστόλων ορμωμένη, και παραδόσεως των Πατέρων βεβαιουμένη, εις τε Νέας και Παλαιάς Διαθήκης». (Επιστ. προς Αδελφ. Τόμ. Α’ σελ. 159).
16) Ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων ακμάσας περί τω 350 μ.Χ. αναφέρει εις τας πέντε τελευταίας Μυσταγωγικάς του Κατηχήσεις περί παραδόσεως κατ’ εξοχήν δε το πρακτικόν μέρος των Μυστηρίων, το οποίον διατηρεί η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Εις την δευτέραν δε του αγίου Κατήχησιν, βλέπομεν ακριβώς πόσον μακράν της αληθείας ευρίσκονται οι πολεμούντες τον παραδοθέντα τη Εκκλησία λόγον του Κυρίου: «Πολύ, (λέγει ο μέγας ούτος Πατήρ) σου φρονημότεροι ήσαν οι Απόστολοι και αρχαίοι επίσκοποι, οι της Εκκλησίας προστάται οι ταύτα παραδόντες σύ ουν τέκνον της Εκκλησίας μη παραχάραττε τους θεσμούς». (Κατηχ. 4 § κβ’).
Ομοίως ο αυτός Πατήρ, προφυλλάττων τους πιστούς από της διαστροφής της αληθείας, από τας παγίδας των κακοδόξων αιρετικών λέγει: «Βλέπετε ουν, αδελφοί, και κρατείτε τας παραδόσεις, ας νυν παραλαμβάνετε και απογράψασθε αυτάς εις το πλάτος της καρδίας υμών τηρήσατε μετ’ ευλαβείας μη που συλήση τινάς χαυνωθέντας ο εχθρός μήτις αιρετικός παρατρέψη τι των παραδεδομένων ημίν». (Κατηχ. 5 § η’).
17) Ο Επιφάνιος ο Κύπρου, όστις υπήρξε σφοδρότατος πολέμιος των αιρέσεων λέγει περί Παραδόσεως τα εξής: «Και όροι γάρ ετέθησαν ημίν και θεμέλια και οικοδομή της πίστεως, και Αποστόλων παραδόσεις, και Γραφαί Άγιαι, και διαδοχαί διδασκαλίας και εκ πάντοθεν η αλήθεια του Θεού ησφάλισται». (Αιρέσ. 55). Εκτός τούτων παραθέτομεν και μίαν ακόμη μαρτυρίαν του θείου Πατρός έχουσαν ούτω: «Τηρείν δεί, λέγει, και την παράδοσιν ου γάρ οίαν τε εν μόναις ευρείν πάντα ταις γραφαίς, οι γάρ αγιώτατοι Απόστολοι τα μεν εν τη Γραφή κατέλιπον, τα δε εν τη παραδόσει ο και Παύλος βεβαιοί λέγων, καθώς παρέδωκα υμίν». (Α Κορινθ. ια’ 2) (Αιρεσ. 60, κεφ. 6).
18) Ο Μ. Βασίλειος μετά τον θείον Επιφάνιον εις πλείστα μέρη των πολυπληθών αυτού συγγραμμάτων παραγγέλλει ρητώς την τήρησιν της εγγράφου διδασκαλίας, της υπό της μητρός ημών Εκκλησίας πεφυλαγμένης.
«Αλλά μη χωρίσης, λέγει, Πατρός και Υιού το Πνεύμα το Άγιον, δυσωπείτω σε η παράδοσις, ο Κύριος ούτως εδίδαξεν, Απόστολοι εκήρυξαν, Πατέρες διετήρησαν, μάρτυρες εβεβαίωσαν αρκέσθητι λέγειν ως εδιδάχθης, και μη μοι τα σοφά ταύτα». (Βασιλ. Ομιλ. 24 κατά Σαβελ. και Αρείου και των Ανομοίων 6).
Εκ του μνημονευθησομένου χωρίου ηλίου φαεινότερον δείκνυται, ότι το παρ’ ημίν Εκκλησιαστικόν καθεστώς δεν μετεβλήθη ουδέ κατά κεραίαν αλλ’ είναι αυτό εκείνο, όπερ οι θεοκήρυκες Απόστολοι παρέδωκαν τη Εκκλησία και όπερ μνημονεύει εν τοις συγγράμμασιν αυτού ο Θείος Βασίλειος και οι λοιποί αρχαίοι της Εκκλησίας Πατέρες: «Των εν τη Εκκλησία λέγει, πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων Παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντηρεί, ουκ ουν όστις γε κατά μικρόν γουν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται. Ει γάρ επεχειρίσαμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν, παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιιστώντες το κήρυγμα. Οίον, (ίνα του πρώτου και κοινωτάτου μνησθώ), τω τύπω του Σταυρού τους εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ηλπικότας κατασημαίνεσθαι, τις ο διά γράμματος διδάξας; Το προς ανατολάς τετράφθαι κατά την προσευχήν, ποίον εδίδαξεν ημάς γράμμα; Τα της Εκκλησίας ρήματα επί τη αναδείξει του άρτου της Ευχαριστίας και του ποτηρίου της ευλογίας, τις των αγίων εγγράφως ημίν καταλέλοιπεν; ου γάρ δή τούτοις αρκούμεθα, ών ο Απόστολος ή το Ευαγγέλιον επεμνήσθη, αλλά και προλέγομεν και επιλέγομεν έτερα, ως μεγάλην έχοντα προς το μυστήριον την ισχύν, εκ της αγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Ευλογούμεν δε το τε ύδωρ του Βαπτίσματος και το έλαιον της Χρίσεως, και προσέτι αυτόν τον βαπτιζόμενον, από ποίων εγγράφων; ουκ από της σιωπωμένης και μυστικής παραδόσεως; Τις δε αυτού του ελαίου την Χρίσιν, τις λόγος γεγραμμένος εδίδαξε; το δε τρίς βαπτίζεσθαι τον άνθρωπον πόθεν; Αλλά δε όσα περί το βάπτισμα, αποτάσσεσθαι τω Σατανά και τοις αγγέλοις αυτού, εκ ποίας εστί γραφής; ουκ εκ της αδημοσιεύτου ταύτης και απορρήτου διδασκαλίας, ην εν απολυπραγμονήτω και απεριεργάστω σιγή οι πατέρες ημών εφύλαξαν καλώς εκείνοι δεδιδαγμένοι των Μυστηρίων τα σεμνά σιωπή διασώζεσθαι; Α γάρ ουδέ εποπτεύειν έξεστι τοίς αμυήτοις, τούτων πώς αν ήν εικός την διδασκαλίαν θριαμβεύειν εν γράμμασι;»
Προχωρών δε εν τω αυτώ κεφαλαίω ο Μέγας Βασίλειος, λέγει: «Επιλείψει με η ημέρα τα άγραφα της Εκκλησίας Μυστήρια διηγούμενον». (Βασιλ. Περί Αγ. Πνεύματος προς Αμφιλόχιον Επίσκοπον Ικονίου κεφ. 27). Ο Μέγας ούτος Πατήρ, αγαπητέ εν Χριστώ αναγνώστα, γεννηθείς εν έτει 329 μ.Χ., αποδεικνύει διά μαρτυριών πλείστων αρχαίων της Εκκλησίας Πατέρων, ότι αι περί της τελέσεως του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και των λοιπών Μυστηρίων ιεραί Παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι από της συστάσεως αυτής τεθεσπισμέναι, ότι και αυτός εβαπτίσθη κατά την περί του Βαπτίσματος μνημονευθείσαν υπ’ αυτού διάταξιν της Εκκλησίας. Προς απόδειξιν δε τούτου φέρει μάρτυρας και τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιον, υπό του οποίου έλαβε το Βάπτισμα, και πολλούς άλλους Αποστολικούς και τους αμέσως μετ’ αυτούς Πατέρας, οίον Κλήμεντα τον Ρωμαίον, Διονύσιον τον Ρώμης Επίσκοπον, τον Ειρηναίον, τον Ωριγένην, Γρηγόριον τον Θαυματουργόν κ.α.
19) Ο Γρηγόριος Νύσσης επίσης αδελφός του Μ. Βασιλείου τοσούτον σέβεται την Ιεράν Παράδοσιν, ώστε φέρει ταύτην ως σφραγίδα αλάθητον, ως λόγον Θεού, προς επιβεβαίωσιν των λόγων και των επιχειρημάτων αυτού. «Αρκεί γάρ, λέγει, εις απόδειξιν του ημετέρου λόγου το έχειν πατρόθεν ήκουσαν την Παράδοσιν, οιόν τινά κλήρον δι’ ακολουθίας εκ των Αποστόλων διά των εφεξής αγίων παραπεμφθέντα». (Γρηγορ. Νύσσης, προς Ευνομ. Λόγ. γ’).
20) Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ημάς να φυλάττωμεν την διδασκαλίαν, ήτοι την παρακαταθήκην των Πατέρων λέγων: «Φυλάσσοντες την καλήν παρακαταθήκην, ην παρά των Πατέρων ειλήφαμεν». (Γρηγορ. Ναζιανζ. Λόγος Ειρηνικ.).
Ο αυτός Πατήρ, ομιλών κατά Ιουλιανού του παραβάτου, μνημονεύει της Ιεράς Παραδόσεως, ως πηγής της θείας διδασκαλίας. «Πόθεν, λέγει, ούτω μισόχριστος ο του Χριστού μαθητής, ο τοσούτοις λόγοις της αληθείας προσομιλήσας, και τα μέν ειπών, τα δε ακούσας των φερόντων εις Σωτηρίαν». (Του αυτού κατά Ιουλιανού Λόγ. Α’).
21) Ο Θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραγγέλλει ημίν στερρώς έχεσθαι της Ιεράς Παραδόσεως. Ούτος ομιλών εις την Α’ Κορινθίους επιστολήν του Παύλου, ένθα ο θείος Απόστολος συνιστά την στοματικήν Παράδοσιν, λέγει: «Άρα και αγράφως πολλά παρεδίδου τότε, ο και αλλαχού δηλοί». (Χρυσ. Α’ Κορ. Λόγ. 26).
Ομοίως και εν τη Β’ Θεσσαλονικείς του Παύλου ομιλών ο Θείος Χρυσόστομος, εν τω τετάρτω αυτού λόγω, λίαν σαφώς αναγνωρίζει το αξιόπιστον της Ιεράς Παραδόσεως και συνιστά το κύρος και την σπουδαιότητα αυτής. «Ου πάντα, λέγει, δι’ επιστολής παρεδίδοσαν οι Απόστολοι, αλλά πολλά και αγράφως, ομοίως κακεινα, και ταύτα έστίν αξιόπιστα, ώστε και την Παράδοσιν της Εκκλησίας αξιόπιστον ηγούμεθα, Παράδοσις εστί, μηδέν πλέον ζήτει». (Χρυσ. Β’ Θεσσ. Λόγ. δ’ και στ’).
22) Ο Σωκράτης ο σχολαστικός, εν τη Εκκλησιαστική Ιστορία αυτού βεβαιοί την εκ διαδοχής υπάρχουσαν εν τη Εκκλησία Ιεράν Παράδοσιν. Ούτος αφηγούμενος τα κατά την συγκροτηθείσαν εν Αλεξανδρεία Σύνοδον επί τη ανακηρύξει της Ομοουσίου Τριάδος λέγει: «Ου γάρ νεαράν τινα θρησκείαν επινοήσαντες εις την Εκκλησίαν εισήγαγον, αλλά άπερ εξ αρχής και η Εκκλησιαστική παράδοσις έλεγε, και αποδεικτικώς παρά τοις Χριστιανών σοφοίς εφιλοσοφείτο. Ούτω γάρ πάντες οι παλαιότεροι περί τούτου λόγου γυμνάσαντες, έγγραφον ημίν κατέλιπον» (Σωκρ. Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3 κεφ. 7).
Ο αυτός ιστορικός Σωκράτης διηγείται, ότι Ασχάλος ο Θεσσαλονίκης Επίσκοπος ερωτηθείς παρά του αυτοκράτορος Θεοδοσίου ποία δόγματα φυλάττει, απήντησε, τα παραδοθέντα υπό των Αποστόλων. «Ου παρήλθε, λέγει, Αρειανών δόξα κατ’ Ιλυρίων έθνη, ούδ’ ίσχυσε συναρπάσαι η παρ’ εκείνου (του Αρείου) γεγενημένη καινοτομία τας τη δε Εκκλησίας, αλλά μένουσι φυλάσσοντες ασάλευτον την άνωθεν μεν και εξ αρχής εκ των Αποστόλων παραδοθείσαν πίστιν, εν δε τη εν Nικαία Συνόδω βεβαιωθείσαν» (Αυτόθι βιβλίον 5, κεφ. 6).
23) Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εν τη εκθέσει της ορθής ομολογίας λέγει: «Φυλάξωμεν δε μάλλον το μέγα και πρώτον της πίστεως ημών φάρμακον την καλήν, λέγω, της πίστεως κληρονομίαν ομολογούντες ψυχής τε και σώματι μετά παρρησίας, ως οι Πατέρες ημάς εδίδαξαν, οίτινες τοις εξ αρχής αυτόπταις και υπηρέταις γινομένοις του λόγου ηκολούθησαν» (Μαξίμ. Έκθεσις Ορθ. Ομολ.).
24) Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαιοί, ότι παν το εν τη Εκκλησία γινόμενον προστέτακται υπό των θεηγόρων, Αποστόλων και πνευματοφόρων Πατέρων εις δόξαν του παμβασιλέως Θεού ημών, δηλαδή Λειτουργίαι και τελεταί και εορταί των Αγίων και ψαλμωδίαι κλπ. «Πάντα, λέγει, οι θεηγόροι Απόστολοι και θεηπόλοι και πνευματοφόροι Πατέρες εν κατοχή του θείου κατά το θεμιτόν γεγονότες, και της εκστατικής τούτου δυνάμεως ποσώς μετειληφότες εν Θεώ, στόμα τι θεοφιλώς εθέσπισαν και Λειτουργίας, και ευχάς, και ψαλμωδίας ετησίους τε μνήμας των προλαβόντων, άτινα μέχρι του νυν, Θεού του φιλανθρώπου τη χάριτι, επαύξουσι και προστίθενται από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών και βορρά και νότον, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου και βασιλέως των βασιλευόντων Θεού». Ομοίως του λόγου γενομένου εις το στρέφεσθαι προς ανατολάς κατά την ώραν της προσευχής, λέγει, «Άγραφος, η παράδοσις αυτή των Αποστόλων, πολλά γαρ αγράφως ημίν παρέδωκαν».
Και εν γένει ο Άγιος Ιωάννης, γνωρίζων την σοβαρότητα των Αποστολικών Παραδόσεων ονομάζει τους Αγίους Πατέρας ακριβείς φύλακας αυτών «Αποστολικών Παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες».
Ταύτην δε την ομολογίαν του ιερού Δαμασκηνού, δηλαδή, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν ακριβείς φύλακες των Αποστολικών Παραδόσεων, επιβεβαιούσι με μίαν φωνήν άπαντες οι κήρυκες της πίστεως από των Αποστολικών Χρόνων μέχρις ημών, ως είδομεν εις τα εκτεθέντα χωρία των Αποστολικών ανδρών και διαδόχων αυτών.
Λυπούμεθα δε, μη δυνάμενοι να εκταθώμεν περισσότερον καταχωρούντες πλείονα εκ του αφθόνου ταμείου των εκλεκτών της του Χριστού ποίμνης Ποιμένων και Διδασκάλων. Ελπίζομεν όμως ότι και αυτά είναι αρκετά διά τους θέλοντας. Διά τους εγωϊστάς και μη θέλοντας ολόκληρον την Πατρολογίαν εάν παραθέταμεν δεν ήθελον συγκινηθή.
Τέλος, πας όστις θέλει να πιστεύη ορθώς, ως εδίδαξεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και οι Απόστολοι, όστις θέλει να έχη ακεραίαν και ανόθευτον την Ευαγγελικήν αλήθειαν οφείλει να ερμηνεύη τον γραπτόν λόγον του Θεού, δηλαδή την αγίαν Γραφήν, ουχί αλαζονευόμενος, ουχί κατά τας προλήψεις αυτού, αλλ’ εν απλότητι, έχων πάντοτε υπ’ όψιν την αυθεντίαν της εν τη Εκκλησία τηρουμένης Αποστολικής διδασκαλίας, ήτοι της Ιεράς Παραδόσεως, διότι κατά τον Άγιον Ειρηναίον:
«Οι την παράδοσιν αγνοούντες ου δύνανται την αλήθειαν εκ των Γραφών ευρείν» (Ειρην. κατά αιρεσ. γ’ 2, δ’ 63) και κατά τον Κλήμην Αλεξανδρείας: «Οι κατά της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως την Γραφήν ερμηνεύοντες απώλεσαν τον της αληθείας κανόνα». (Στρωμ. α’ 7). Επομένως, ίνα μη απολέσωμεν τον της αληθείας κανόνα: «ουκ οφείλομεν παρεκλίνειν της πρώτης Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και Γραφαίς πιστεύσαι άλλως πως, παρά ως παρέδωκαν ημίν εκ διαδοχής αι του Θεού Εκκλησίαι» (Ωριγ.).
Διό και λέγομεν τοις παρ’ ημίν «Ευαγγελικοίς» εις την πραγματικότητα «Αντιευαγγελικοίς» ως έλεγε εις τους προκατόχους αυτών προ 1640 ετών ο Άγιος Κυπριανός: «Εάν προς την πηγήν της θείας Παραδόσεως στρέψωσι παύσει η ανθρωπίνη πλάνη» (Κυπριαν. Επιστ. 74).
Αλλ’ Έλληνες «Ευαγγελικοί», αφού απορρίπτετε την Παράδοσιν 24 Αγίων Πατέρων, πως παραδέχεσθε την του Λουθήρου; Ποιος γνωρίζει καλύτερον, ο Λούθηρος που παρουσιάζεται μετά 1500 έτη ή αυτοί που ήσαν διάδοχοι των Αποστόλων; Προσέξατε την πλάνην και την απώλειαν όπου ευρίσκεται όπισθεν αυτής. Από ημάς εξαρτάται η σωτηρία. Ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι και αναμένει. Το ευχόμεθα με όλην την δύναμιν της ψυχής μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Τούτου χάριν, λέγει ο Παύλος εις τον Τίτον, «Κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην». (Τιτ. α’ 5). Δηλαδή, καθ’ ον τρόπον εγώ σοι διέταξα. Ο τρόπος όμως αυτός καίτοι δεν μνημονεύεται γραπτώς υπό του Παύλου εφηρμόσθη βεβαίως υπό του Τίτου και μεταδόθη τοις επιγινομένοις αποτελεί δε προφανώς μίαν παράδοσιν συμπληρούσαν την Γραφήν, την οποίαν καλούνται οι «Ευαγγελικοί» να προσέξουν.
2. Εκτός των είκοσι επτά κανονικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης, εγράφησαν υπό των πολεμίων της Χριστιανικής Θρησκείας αιρετικών των πρώτων αιώνων και πλείστα άλλα νόθα και ψευδεπίγραφα Ευαγγέλια μερικά των οποίων είναι και τα εξής: 1) Το καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιον, όπερ ήτο το του Ματθαίου νενοθευμένον υπό των Εβραίων Χριστιανών. 2) Το κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλιον, εξ ου αντλούν τας πλάνας αυτών οι Σαβελλιανοί. 3) Το κατά Μαρκίωνα Ευαγγέλιον, όπερ ήτο το του ιερού Λουκά ηκρωτηριασμένον και νενοθευμένον υπό των αιρετικών, οίτινες ημφισβήτουν το γνήσιον του Λουκά. 4) Το Ευαγγέλιον των 12 Αποστόλων. 5) Το Πρωτοευαγγέλιον του Ιακώβου. 6) Το κατά Θωμάν, το της νηπιότητος του Χριστού Ευαγγέλιον. 7) Το Ευαγγέλιον της γενέσεως της Θεοτόκου. 8) Το Ευαγγέλιον του Νικοδήμου. 9) Αι απόκρυφοι πράξεις διαφόρων Αποστόλων. 10) Αι Απόκρυφοι επιστολαί και πολλαί άλλαι αναφοραί και ιστορίαι. Τα νόθα και ψευδεπίγραφα ταύτα βιβλία, άτινα επενόησαν οι αιρετικοί προς υποστήριξιν των κακοδοξιών αυτών, είναι περισσότερα των γνησίων.
3. «Άρα ουν αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε, είτε διά λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών» (Β’ Θεσ. β’ 15). «Παραγγέλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος, και μη κατά την παράδοσιν, ην παρέλαβεν παρ’ ημών» (Β’ Θεσ. γ’ 6). «Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε, καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε» (Α’ Κορ. ια’ 2). «Τα δε λοιπά ως αν έλθω διατάξομαι» (αυτ. 34). «Παρέδωκα δε υμίν, εν πρώτοις α και παρέλαβον» (Α’ Κορ. ιε’ 3). «Και α ήκουσας παρ’ εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι». (Β’ Τιμ. β’ 2). Εις το σημείον αυτό δηλούται και η προς άλλους μετάδοσις της παραδόσεως. «Καταστήσεις κατά πόλεις πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην» (Τίτ.α’ 5). «Α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε» (Φιλ. δ’ 9). «Καθώς παρέδωσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου, έδοξε καμοί παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επιγνώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν» (Λουκ. α’ 2). «Οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα, μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού» (Πράξ. α’ 3). Τι τοις έλεγεν, ω «Ευαγγελικοί», ο Κύριος επί τεσσαράκοντα ημέρας περί της Βασιλείας του Θεού; πού είναι γεγραμμένα αυτά; Ης ποίον βιβλίον της Κ. Διαθήκης αναφέρονται; «Διό γρηγορείτε μνημονεύοντες ότι τριετία ν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νου θετών ένα έκαστον» (Πράξ. κ’ 31). Τι τοις έλεγεν και πάλιν ω «Ευαγγελικοί» τρία έτη ο Παύλος; Εις ποίον βιβλίον ταύτα αναφέρονται; Δεν είσθε λοιπόν ανακόλουθοι;
4. Όταν λέγει «Καθολική» δεν εννοεί της Παπικής αλλά της Ορθοδόξου. Δεν υπήρχε άλλωστε επί ημερών Μ. Αθανασίου η Παπική λεγομένη εκκλησία.
(απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΝΤΙΕΤΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ)
Πηγή: Η Άλλη Όψις
1. Σταχυολογήματα ἀπό τό κείμενο «Δήλωση Ἑνότητας» τῆς 10ης Συνέλευσης τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν
Παρακάτω παραθέτουμε σέ μετάφραση ἐπιλεγμένα σημεῖα τοῦ κειμένου Unity Statement τοῦ Πουσάν Δέν ἀποσκοποῦμε σέ πλήρη ἀνάλυσή του, ἀλλά στήν ἀνάδειξη τῆς γενικῆς γραμμῆς του· καί εἶναι ἐν πρώτοις ἐμφανές, ὅτι γιά τούς συμμετασχόντες, ἡ τελείωση τῶν ἐλπίδων τῶν Χριστιανῶν δέν εὑρίσκεται στούς καινούς οὐρανούς «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄Πετρ. 3,13), οὔτε τό «πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20), τά ὁποῖα ἀποσιωπεῖ. Ἐγκοσμιοκρατικῶς γιά τό Π.Σ.Ε. ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὅτι θά ἐκπληρωθεῖ ἐπί γῆς «hier und jetzt», μέ τή συνδρομή τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων· ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε» (Ἰω. 16, 33) καί τό «μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. 2, 15) εἶναι γιά τό κείμενο τοῦ Πουσάν κενός λόγος.
Μέ αὐτό δέν ἐννοοῦμε ὅτι δέν πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀγωνίζεται γιά τό δίκαιο καί τήν εἰρήνη, ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά ματαιοπονεῖ καί νά ἔχει φροῦδες ἐλπίδες γιά ἐπί γῆς Βασιλεία, ἐφ’ ὅσον ἡ πλατεῖα ὁδός τῆς φιλαυτίας καί τοῦ ἰδίου συμφέροντος εἶναι δεδομένον καί διακηρυγμένο ἀπό τόν Θεό, ὅτι θά ἀκολουθεῖται πάντοτε ἀπό τήν πλειοψηφία (Ματθ. 7,13).
Οἱ ἐκκλησιολογικές πλάνες τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν κατά κανόνα εὑρίσκονταν ἤδη «σπερματικῶς» στό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἀλλά ἐδῶ ἔλαβαν ἀνεπτυγμένη καί ἐπίμονη κατάθεση.
Ἐκκλησιολογικῶς γιά ἄλλη μιά φορά, ὅπως καί στό Πόρτο Ἀλέγκρε, οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποί μας στό Π.Σ.Ε. ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Αὐτή τή φορά ὅμως πολύ πιό ἐκπεφρασμένως, καθώς μεταθέτουν (§15, βλ. κατωτέρω) τήν ἐκπλήρωση τῆς Μιᾶς Ἁγίας (Unae Sanctae) στό μέλλον, ὅταν θά ὑπάρξει κοινή εὐχαριστιακή τράπεζα Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων. Δηλαδή κατ΄ ἀκρίβειαν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι στό Π.Σ.Ε. δέν μποροῦν πλέον νά λένε Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά Προσδοκῶ Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν.
Τό αὐγουστίνειας προελεύσεως προτεσταντικό ἐφεύρημα τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας», ἡ ὁποία δῆθεν ὑπερέχει τῶν ὁρατῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» καί μερικῶς τίς περιέχει, αἱρετικό δόγμα πού ἔχει συνοδικῶς καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί πολεμεῖται στήν ἀντιρρητική μας γραμματεία [12], υἱοθετεῖται στό Πουσάν καί πάλι μέ τήν ἐμμονή «νά ἐπιδιώκουμε ἀπό κοινοῦ τήν ἑνότητα τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας» (§14).
Ἡ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σημαίνει, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων, ὄχι μόνον τή γεωγραφική οἰκουμενικότητα, ἀλλά κυρίως τή συμπερίληψη στήν Ἐκκλησία ὅλων καθολικῶς τῶν μέσων πού ἀπαιτοῦνται γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας («διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν τῶν ἀνθρώπων ἐλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα [...] καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπιτελουμένων») [13]. Παρά ταῦτα τό δόγμα αὐτό καί πάλιν βάλλεται καί καταρρίπτεται στό κείμενο τοῦ Πουσάν, καθώς δηλώνεται (§4 καί §15) ὅτι ὅλα τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. (συνεπῶς καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) «ἐμπλουτίστηκαν» ἀπό τήν ἐπαφή μέ τά λοιπά μέλη, δηλαδή, μέ τίς ποικίλες αἱρέσεις τῶν Προτεσταντῶν· αὐτό συμπληρώνει τή βλάσφημη θέση τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ὅτι ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο, οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι πτωχευμένες (§3, “impoverished”).
Στήν παράγραφο §4 τῆς Δηλώσεως Ἑνότητας τοῦ Πουσᾶν, τίθεται στό στόχαστρο τό αἴσθημα αὐτάρκειας τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν ὡς πρόξενο ἀναισθησίας ἔναντι τῶν ἀδικιῶν καί συγκρούσεων στόν κόσμο. Ἡ «ποινικοποίηση» ἐκ μέρους τοῦ Π.Σ.Ε. τῆς ἐκκλησιαστικῆς «αὐτάρκειας» στοχοποιεῖ ἀμέσως τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἀποτελεῖ τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, καί ὅτι συμφώνως πρός τήν Ἁγία Γραφή ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον εἶναι ὁρατή (Πράξ. 2, 47), ἀλλά ἀποτελεῖ «στύλον καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3, 15) · ἡ Ὀρθοδοξία ἀκόμη καί συνοδικῶς ἔχει διατυπώσει τήν ὁλοκληρία καί ἀκεραιότητά της, ἐν ἀντιθέσει πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ· ἡ ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους (1716/1725) διατύπωσε τήν αὐτοσυνειδησία, ὅτι παρά τά παραπάνω αἱρετικά σχίσματα ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε ἄθικτη: «Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ρηθέντος ἱστίου [τοῦ πλοίου τῆς Ἐκκλησίας] ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνεραμμένα, δι΄ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος, καὶ κούφως διαπερῶμεν τὰ κύματα τῶν αἱρέσεων, μέχρις οὗ εἰς τὸν εὔδιον καταντήσωμεν τῆς σωτηρίας λιμένα. [...] Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος» [14].
Στό κείμενο αὐτό τοῦ Π.Σ.Ε. (§10 καί §4), καθώς καί σέ προγενέστερα τούτου, παρατηρεῖται τό ἑξῆς παράδοξο: θεωρεῖται νόμιμη ἡ διαφορετικότητα (“diversity”) τῶν «ἐκκλησιῶν»-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε., καί παράνομη κατά Θεόν ἡ διαίρεσή τους. Βεβαίως, ἡ διαφορετικότητα αὐτή ἀναφέρεται στά δόγματα, διότι ἡ ἱστορική διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ σημερινοῦ Π.Σ.Ε. δέν ἔγινε γιά ἐλάσσονα θέματα ἐθῶν καί παραδόσεων, ἀλλά μόνο γιά δόγματα. Τό κείμενο τοῦ Πουσάν ἀποσιωπᾶ τό ἁγιογραφικό «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. 4,5) καί ἐπικαλεῖται μιάν ἀνύπαρκτη στήν πρώτη Ἐκκλησία «διαφορετικότητα» ρήξεων καί διαιρέσεων (§7), ἀποσιωπώντας ὅτι τά θέματα αὐτά, μολονότι δέν ἅπτονταν πάντοτε τοῦ πυρῆνα τῆς σωτηρίας, παρά ταῦτα ἐλύνονταν ὅλα μέ ἀποστολικές Συνόδους καί ἐπήρχετο ὁμοφωνία· γι΄ αὐτό μαρτυρεῖ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «εἰ δέ τις δοκεῖ φιλόνεικος εἶναι, ἡμεῖς τοιαύτην συνήθειαν οὐκ ἔχομεν, οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ θεοῦ (Α΄ Κορ. 11, 16).
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, διατυπώνει θαυμασίως, μέ τόν δικό του πάντοτε θεόπνευστο λόγο, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ: «Διὰ τῆς χάριτός Του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἑνώνει ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἰς μίαν ψυχὴν καὶ μίαν καρδίαν, τὴν καθολικὴν ψυχὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καθολικὴν καρδίαν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ διὰ τοῦτο αὐτὰ “τὸ αὐτὸ φρονοῦσι”, “τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχουσι”, διότι φρονοῦν μὲ τὴν καθολικὴν ψυχὴν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αἰσθάνονται μὲ τὴν καθολικὴν αἴσθησιν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ φρόνημά των καὶ τὸ αἴσθημά των εἶναι προσωπικὸν καὶ συνάμα καθολικόν, διότι ἕκαστος ἀνήκει εἰς ὅλους καὶ ὅλοι ἀνήκουν εἰς ἕκαστον» [15]. Ποῦ λοιπόν, ἡ ἀνόητη καί βλάσφημη «διαφορετικότητα» τῆς δῆθεν ἀοράτου Ἐκκλησίας;
Στήν παραγράφους §4 καί §14 τοῦ κειμένου ἀναφέρεται ἡ διαίρεση τῶν «ἐκκλησιῶν», τοῦ λεγομένου «χριστιανικοῦ κόσμου», ὡς ἀφορμή πένθους καί μετανοίας. Λησμονεῖται ἐδῶ ἡ βασική ἐντολή τοῦ Κυρίου «ἐάν κάποιος παρακούσει καί στήν Ἐκκλησία νά τόν ἔχεις σάν τόν ἐθνικό καί τόν τελώνη» (βλ. Ματθ. 18,17). Ἡ Ἐκκλησία πρός ἄμυνα τοῦ ποιμνίου της πάντοτε «ἀφόριζε» καί «ἀναθεμάτιζε» (ἔθετε ἐκτός τῶν ὁρίων Της καί ἀνέθετε στόν Θεό) ὅσους ἐπέμεναν ἀμετανοήτως στήν αἵρεσή τους· εἶναι χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ ἡ ἀρχαία διατύπωση τοῦ ἁγίου Βικεντίου τοῦ Ληρινίτου (περί τό 434): «Ἔτσι, λοιπόν, τό νά κηρύττει κανείς στούς Καθολικούς Χριστιανούς διδασκαλία ἄλλη ἀπό ἐκείνη πού ἔλαβαν, οὐδέποτε ἐπιτράπηκε, πουθενά δέν ἐπιτρέπεται καί οὐδέποτε θά ἐπιτραπεῖ. Καί ὁ ἀναθεματισμός ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κηρύττουν διαφορετικά ἀπό ὅσα ἅπαξ [Ἰούδα 3] παραδόθηκαν, πάντοτε ἦταν καθῆκον, εἶναι παντοῦ καθῆκον καί θά εἶναι πάντοτε καθῆκον» [16].
Ἀποτελεῖ ἐπίσης θεολογικό ψεῦδος ἡ διαπίστωση στό κείμενο τοῦ Πουσάν ὅτι ἡ διαφορετικότητα δέν μπορεῖ νά γίνεται αἰτία διαιρέσεως στήν Ἐκκλησία καί ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾷ ὁμοιομορφία (§10). Ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Φώτιος ὁ Μέγας, τούς λόγους τοῦ ὁποίου οἱ οἰκουμενιστές διαστρέφουν πρός τό ἴδιο συμφέρον, κάνει σαφῆ διάκριση ὅσων διαφοροποιήσεων μποροῦν νά εἶναι ἀνεκτές καί ὅσων ὄχι. Εἶναι σαφές ὅτι οἱ διαφορές μας μέ τίς αἱρετικές, «ἑτερόδοξες» «ἐκκλησίες» τοῦ Π.Σ.Ε. ἀνήκουν σαφῶς στόν τομέα τῶν ἀπαρεγκλίτως φυλασσομένων δογμάτων. Γράφει ὁ Μέγας Φώτιος: «Καί πράγματι, ὑπάρχουν τά κοινά, τά ὁποῖα εἶναι ἀνάγκη νά τά φυλάττουν ὅλοι, καί βεβαίως πρίν ἀπό τά ἄλλα, τά περί Πίστεως, ὅπου ἄν παρεκκλίνει ὀλίγον κανείς, ἁμαρτάνει ἁμαρτίαν πρός θάνατον. Ὑπάρχουν καί μερικά πού ἀκολουθοῦνται ἀπό κάποιους ἰδιαιτέρως, τῶν ὁποίων ἡ παράβαση εἶναι ἐπιζήμια γιά ἐκείνους πού τούς παραδόθηκαν αὐτά, γιά ἐκείνους ὅμως πού δέν τά παρέλαβαν, τό νά μή τά τηρήσουν εἶναι ἀπαλλαγμένο κατακρίσεως» [17].
Τό Π.Σ.Ε. μέ τό κείμενο τοῦ Πουσάν πολύ βολικῶς «φορτώνει» και τήν Ὀρθοδοξία μέ τά σφάλματα τῆς δυτικῆς χριστιανωσύνης καί μέ τήν διαιρεμένη εἰκόνα τοῦ «χριστιανισμοῦ» πρός τόν ἔξω κόσμο (παράγραφοι §11, §14). Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, καθοδηγούμενη ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, οὐδέποτε δογμάτισε ὁ,τιδήποτε θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει σκάνδαλο γιά τόν κόσμο, διαφορετικό ἀπό τό σκάνδαλο πού ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἀποτελεῖ γιά τούς ὑπερήφανους καί χαμαιζήλους (Ματθ. 13, 57, Μάρκ. 6, 3, Α΄Πετρ. 2, 7.8). Ἡ μόνη Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος, δέν ἔχει νά ἀπολογηθεῖ γιά τίποτε, ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστός διά τῶν Ἀποστόλων Του ἐπέρριψε τό κρῖμα τοῦ σκανδάλου σέ ἐκείνους πού προκαλοῦν τίς διαιρέσεις στό ἑνιαῖο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας «ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ» (Γαλ. 5, 10) καί αὐτοί ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοί, οἱ Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες καί ἄλλοι.
Ἡ παράγραφος §14 ἐκφράζει τήν ἐπαίσχυντη θέση ὅτι μετανοοῦμε γιά τή διαίρεση τῶν «ἐκκλησιῶν». Αὐτό συνεπάγεται ὅτι «μετανοοῦμε» πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία στό παρελθόν, τά τώρα ἑτερόδοξα μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. (Μονοφυσῖτες, Προτεστάντες). Συνεπῶς «μετανοοῦμε» πού προφυλάχθηκε ἡ ὀρθόδοξος Ἀνατολική καί Καθολική Ἐκκλησία ἀπό τήν αἱρετική ἀντίληψη τῶν Σεβηριανῶν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει δύο φύσεις μετά τήν ἕνωση (ἐνανθρώπηση). Μετανοοῦμε πού διώχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅσοι (ὅπως οἱ Προτεστάντες) δέν πίστευαν ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὄντως Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ (Ἰω. 6, 55)· ὅσοι δέν ἀνεγνώριζαν τήν ἀπό Χριστοῦ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας νά λύει ἁμαρτήματα (Ἰω. 20, 23)· ἐκεῖνοι πού δέν ἀνεγνώριζαν τήν τιμή τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1, 48)· ὅσοι υἱοθέτησαν τήν καταδικασμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία εἰκονομαχία· ὅσοι κατήργησαν τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καί ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, πλήν κάποιων (συμβολικῶν συνήθως) ἀπομειναρίων καί ὅσοι κατέχωσαν τόν θησαυρό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί κυρίως τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων (Β΄Πετρ. 1, 25 καί Ἀποκ. 8, 4).
Οἱ ἐκπρόσωποι μας στό Πουσάν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί Ἐπίσκοποι, μετανοοῦν πού ἡ Ἐκκλησία διεχώρισε ὅσους αἱρετικούς, καί κυρίως τούς Προτεστάντες, ἀμφισβήτησαν τήν Ἱερωσύνη τῶν Ἐπισκόπων, καί τούς ἀντικατέστησαν μέ πάστορες καί ἱεροκήρυκες !
Γι’ αὐτήν τήν δῆθεν «ἀοράτως ἑνωμένη διαφορετικότητα» ἀλήθειας καί πλάνης, Χριστοῦ καί Βελίαρ, φωτός καί σκότους, μᾶς καλεῖ ἡ παράγραφος §14 νά εἴμαστε ἐπιπλέον καί εὐγνώμονες. Ὥστε, προσθέτουμε ἐμεῖς, ὅταν θά ἐπιτευχθεῖ ἡ δύσφημος ἕνωση τοῦ «χριστιανικοῦ κόσμου» κατά τό θέλημα τοῦ Π.Σ.Ε., νά μπορεῖ νά ἐπιλέγει καί ὁ κάθε Ὀρθόδοξος, παραμένοντας τυπικῶς Ὀρθόδοξος, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά σωθεῖ, μέ ἤ χωρίς Θεία Κοινωνία, ἱερά Ἐξομολόγηση, ἄσκηση, νηστεῖες κ.τ.σ., ἀφοῦ ἡ δῆθεν «Θεόθεν δοθεῖσα διαφορετικότητα» στό Π.Σ.Ε., ἤδη τά ἐξαγιάζει ὅλα !
Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ δέσμευση γιά παραμονή στό Π.Σ.Ε. καί γιά ἐπέκταση τῶν τρόπων ἀναμείξεως Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὅπως ἐκφράζεται στήν παράγραφο §15 (“We will hold each other accountable for fulfilling these commitments”), δέσμευση ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καί τό σύνθημα τοῦ Μηνύματος τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Πουσάν («We intend to move together»), εἶναι ἀποκαρδιωτική, εἶναι δεῖγμα ἀμετανοησίας τοῦ «ὀρθοδόξου» οἰκουμενισμοῦ.
Τελευταῖο, ἀλλά ὄχι ἐλάχιστο, τίθεται καί τό μήνυμα τῆς συνεργασίας μέ ἄλλες θρησκεῖες γιά τήν εὐημερία τῆς ἀνθρωπότητας (§15: “We will make common cause for the well-being of humanity and creation with those of other faith communities”. Βλ. καί §3)· ἡ διαθρησκειακή προοπτική τοῦ Π.Σ.Ε. παραμένει πάντοτε ἀνοικτή καί κατηφορική.
Ὁρίστε μερικά ἀπό τά ἀπαράδεκτα σημεῖα τοῦ κειμένου :
3. «[...] Ὑπάρχει μιά αἴσθηση, πού βαθαίνει μεταξύ μερικῶν ἐκκλησιῶν, τῆς ἀνάγκης ἀλλήλων καί τοῦ ὅτι καλοῦνται ἀπό τόν Χριστό νά εἶναι σέ ἑνότητα. Σέ μέρη ὅπου οἱ Ἐκκλησίες βιώνουν ἀγωνία καί διαρκῆ φόβο διωγμοῦ, ἡ ἀλληλεγγύη μεταξύ Χριστιανῶν ἀπό διαφορετικές παραδόσεις στήν ὑπηρεσία τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης εἶναι ἕνα σημάδι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ οἰκουμενική κίνηση ἔχει ἐνθαρρύνει νέες φιλίες διαμορφώνοντας ἕνα φυτώριο ὅπου μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ ἡ ἑνότητα. Ὑπάρχουν μέρη ὅπου οἱ Χριστιανοί ἀπό κοινοῦ ἐργάζονται καί δίνουν μαρτυρία στίς τοπικές τους κοινωνίες καί σέ νέες περιφερειακές συμφωνίες διαθηκικῆς, στενότερης κοινωνίας καί ἐκκλησιαστικῶν ἑνώσεων. Προοδευτικῶς, ἀναγνωρίζουμε ὅτι καλούμεθα νά μοιραστοῦμε μέ, καί νά διδαχθοῦμε ἀπό, ἐκείνους ἀπό ἄλλες πίστεις, γιά νά ἐργασθοῦμε μαζί τους σέ κοινές προσπάθειες γιά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί γιά τή διατήρηση τῆς ἀκεραιότητας τῆς ὄμορφης ἀλλά καί δοκιμαζόμενης κτίσης τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ ἐπιτεινόμενες σχέσεις φέρουν νέες προσκλήσεις καί μεγαλώνουν τήν κατανόησή μας» [18].
4. «Πενθοῦμε ἐπειδή ὑφίστανται ἐπίσης ὀδυνηρές ἐμπειρίες καταστάσεων, ὅπου ἡ διαφορετικότητα ἔχει τραπεῖ σέ διαίρεση καί δέν ἀναγνωρίζουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ σέ ἀλλήλους. Δέν μποροῦμε ὅλοι νά συγκεντρωθοῦμε πέριξ τῆς Τραπέζης σέ εὐχαριστιακή κοινωνία. Παραμένουν θέματα πού διαιροῦν. Νέα θέματα ἀναδεικνύουν ὀξεῖες προκλήσεις πού προξενοῦν νέες διαιρέσεις ἐντός καί μεταξύ ἐκκλησιῶν. Αὐτές πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν στήν κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν μέ τόν τρόπο τῆς διάκρισης μέ ὁμοφωνία. Πολύ εὔκολα ἀποσυρόμαστε μέσα στίς δικές μας παραδόσεις καί κοινότητες, ἀρνούμενοι νά δεχθοῦμε πρόκληση καί νά ἐμπλουτισθοῦμε ἀπό τά δῶρα πού ἄλλοι μᾶς προσφέρουν. Μερικές φορές φαίνεται ὅτι ἐναγκαλιζόμαστε τή δημιουργική νέα ζωή τῆς πίστης καί ὅμως δέν ἐναγκαλιζόμαστε ἕνα πάθος γιά τήν ἑνότητα ἤ νοσταλγία γιά κοινωνία μέ τούς ἄλλους. Αὐτό μᾶς καθιστᾷ περισσότερο ἕτοιμους νά ἀνεχθοῦμε τήν ἀδικία, ἀκόμη καί συγκρούσεις μεταξύ καί ἐντός τῶν ἐκκλησιῶν. Μένουμε πίσω, καθώς μερικοί γίνονται ὅλο καί περισσότερο κουρασμένοι καί ἀπογοητευμένοι στό οἰκουμενικό μονοπάτι» [19].
7. «[...] Ἀπ’ ἀρχῆς ἡ κοινότητα τῶν πιστῶν ζοῦσαν μαζί, ἦσαν ἀφιερωμένοι στήν ἀποστολική διδασκαλία καί κοινωνία, κλῶντες ἄρτο καί προσευχόμενοι μαζί, φροντίζοντας γιά τούς πτωχούς, κηρύσσοντας τά εὐαγγέλια, κι ὅμως παλεύοντας μέ ρήξεις καί διαιρέσεις» [20].
10. «[...] Οἱ συναθροίσεις Συνόδων ἐπίσης εἶναι δῶρα πού καθιστοῦν δυνατή τήν κοινωνία, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος, γιά τή διάκριση τοῦ θελήματος τοῦ Θοῦ, γιά κοινή διδασκαλία καί θυσιαστική ζωή, ὑπηρετώντας τίς ἀνάγκες ὁ ἑνός τοῦ ἄλλου καί τίς ἀνάγκες τοῦ κόσμου. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾷ ὁμοιομορφία· ἡ διαφορετικότητα εἶναι ἐπίσης δῶρο, δημιουργικό καί ζωοπάροχο. Ἀλλά ἡ διαφορετικότητα δέν μπορεῖ νά εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε οἱ ἐν Χριστῷ νά καθίστανται ξένοι καί ἐχθροί πρός ἀλλήλους, ζημιώνοντας ἔτσι τήν ἑνοποιό πραγματικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» [21].
11. «Ὡς προφητικό σημεῖο ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά διακηρύξει τή ζωή πού ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά ὅλη τήν κτίση. Μόλις καί μετά βίας εἴμαστε ἕνα ἀξιόπιστο σημεῖο ἐν ὅσω παραμένουν οἱ ἐκκλησιαστικές μας διαιρέσεις, πού ἀναδύονται ἀπό θεμελιακές διαφωνίες στήν πίστη. Διαιρέσεις καί περιθωριοποίηση ἐπί τῆ βάσει ἐθνότητος, φυλῆς, γένους, ἀναπηρίας, ἰσχύος, θέσης, κάστας καί ἄλλων μορφῶν διακρίσεων ἐπίσης συσκοτίζουν τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα. Γιά νά εἴμαστε ἕνα ἀξιόπιστο σημεῖο, ἡ κοινή ζωή μας πρέπει νά ἀνακλᾶ τίς ἀξίες τῆς ὑπομονῆς, ταπεινοφροσύνης, γενναιοδωρίας, προσεκτικῆς ἀκρόασης ἀλλήλων, ἀμοιβαίας ὑπευθυνότητας, περιεκτικότητας καί μιά θέληση νά παραμείνουμε μαζί, χωρίς νά λέμε “Δέν σέ ἔχω ἀνάγκη” (Α΄Κορ. 12, 21)» [22].
14. «Ἐπιβεβαιώνουμε τή θέση τῆς Ἐκκλησίας στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν, ὁμολογώντας μέ λύπη ὅτι ἡ ἔλλειψή ἑνότητάς μας (disunity) ὑπονομεύει τή μαρτυρία μας γιά τά εὐαγγέλια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί καθιστᾶ λιγότερο ἀξιόπιστη τή μαρτυρία μας γιά τήν ἑνότητα ἐκείνη πού ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά ὅλους. Ὁμολογοῦμε τίς ἀποτυχίες μας νά ἀσκήσουμε δικαιοσύνη, νά ἐργασθοῦμε γιά τήν εἰρήνη καί νά συντηρήσουμε τήν κτίση. Παρά τίς ἀποτυχίες μας, ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί συγχωρητικός καί ἐξακολουθεῖ νά μᾶς καλεῖ σέ ἑνότητα. Ἔχοντας πίστη στή δημιουργική καί ἀναδημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποθοῦμε ἡ Ἐκκλησία νά ἀποτελεῖ πρόγευση, ἀξιόπιστο σημεῖο καί ἀποτελεσματικό ὑπηρέτη τῆς νέας ζωῆς πού ὁ Θεός προσφέρει στόν κόσμο. Στόν Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ στή ζωή σέ ὅλη της τήν πληρότητα, εἶναι πού ἀνανεώνονται ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα καί ἕνα πάθος γιά τήν ἑνότητα. Γι’ αὐτό, προτρέπουμε ἀλλήλους νά παραμείνουν ἀφοσιωμένοι στόν πρωταρχικό σκοπό τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν: “νά καλοῦμε ἀλλήλους σέ ὁρατή ἑνότητα σέ μία πίστη καί σέ μία εὐχαριστιακή κοινωνία, ἐκφρασμένη στή λατρεία καί τήν κοινή ζωή ἐν Χριστῷ, μέσῳ τῆς μαρτυρίας καί τῆς ὑπηρεσίας πρός τόν κόσμο καί νά προχωροῦμε πρός αὐτήν τήν ἑνότητα, ἔτσι ὥστε ὁ κόσμος νά πιστεύσει”» [23].
14. «[...] Ἐπιβεβαιώνουμε τή μοναδικότητα τῆς κοινωνίας μας (our fellowship) καί τήν ἐμμονή μας (conviction) νά ἐπιδιώκουμε ἀπό κοινοῦ τήν ἑνότητα τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, εὐγνώμονες γιά τή διαφορετικότητά μας καί ἐν συνειδήσει τῆς ἀνάγκης μας νά ἀναπτυχθοῦμε σέ κοινωνία (to grow in communion)» [24].
15. «Μέ πιστότητα πρός αὐτήν τήν κοινή μας κλήση, θά ἀναζητήσουμε μαζί τήν πλήρη ὁρατή ἑνότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὅταν θά ἐκφράσουμε τήν ἑνότητά μας γύρω ἀπό τή μία Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ἐπιδιώκοντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θά ἀνοίξουμε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀποδοχή τῶν δώρων ἀπό τίς παραδόσεις ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καί θά προσφέρουμε τά δῶρα μας ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Θά μάθουμε νά μνημονεύουμε ἀπό κοινοῦ τούς μάρτυρες πού μαρτύρησαν τήν κοινή μας πίστη. Θά συνεχίσουμε τίς θεολογικές συζητήσεις, δίνοντας προσοχή σέ νέες φωνές καί διαφορετικές μεθόδους προσεγγίσεως. Θά ἀναζητήσουμε νά ἐξαντλήσουμε τίς συνέπειες τῶν θεολογικῶν μας συμφωνιῶν. Θά ἐντείνουμε τήν ἐργασία μας γιά δικαιοσύνη, εἰρήνη καί τήν ἴαση τῆς κτίσεως, καί θά ἀντιμετωπίσουμε ἀπό κοινοῦ τίς σύνθετες προκλήσεις τῶν σύγχρονων κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καί ἠθικῶν θεμάτων. Θά ἐργασθοῦμε γιά περισσότερο δίκαιους, συμμετοχικούς καί περιεκτικούς τρόπους συμβιώσεως. Θά κάνουμε κοινό στόχο μαζί μέ ἀνθρώπους ἀπό ἄλλες κοινότητες πιστῶν τήν εὐημερία τῆς ἀνθρωπότητας καί τῆς κτίσεως. Θά θεωρήσουμε ἀλλήλους ὑπεύθυνους γιά τήν ἐκπλήρωση αὐτῶν τῶν δεσμεύσεων. Πάνω ἀπό ὅλα, θά προσευχόμαστε ἀκαταπαύστως γιά τήν ἑνότητα γιά τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε ( Ἰω. 17): μιάν ἑνότητα πίστεως, ἀγάπης καί συμπόνιας πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔφερε μέσῳ τῆς ἱερωσύνης του· μιάν ἑνότητα ὅπως ἡ ἑνότητα τήν ὁποίαν ὁ Χριστός μοιράζεται μέ τόν Πατέρα· μιάν ἑνότητα τυλιγμένη στήν κοινωνία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, λαμβάνουμε τήν ἐντολή γιά τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα στήν ἱεραποστολή καί τήν ὑπηρεσία» [25].
Στό τέλος, ὁ ἐπίλογος εἶναι προσευχή πρός τόν Θεό, ὥστε μεταξύ ἄλλων νά «γίνουν οἱ διαιρεμένες ἐκκλησίες ὁρατῶς μία» διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ [26]
Σημειώσεις
12. Βλ. τά σχετικά κεφάλαια (Γ.5 καί Δ.1) τοῦ κειμένου «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx καί στή Θεοδρομία ΙΓ΄4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 595-640.
13. ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Φωτιζομένων 18, 23· PG 33, 1044A.B. Εἷναι φανερό (PG 33, 1048B) ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ταυτίζει τή Μία Ἐκκλησία μέ τήν ὁρατή «σύναξη» τῶν Ὀρθοδόξων.
14. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότους (1716/1725), Ἀπόκρισις ε΄ στό Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 795.
15. ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Κεφάλαια ἐκκλησιολογικά 36, ἐν Ο ΑΥΤΟΣ, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, μτφρ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1987 [5η], σελ. 184.
16. SANCTUS VINCENTIUS LIRINENSIS, Commonitorium Primum 9, PL 50, 649·«Annuntiare ergo aliquid Christianis catholicis, præter id quod acceperunt nunquam licuit, nusquam licet, nunquam licebit; et anathematizare eos qui annuntiant aliquid præterquam quod semel acceptum est, nunquam non oportuit, nusquam non oportet, nunquam non oportebit». Ἑλληνική μετάφραση βλ. ΙΕΡΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΛΗΡΙΝΙΤΟΥ, Ὑπομνήματα (Commonitoria) 9, μετάφρασις καί σχόλια ὑπό Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη (μέρος β΄), Θεολογία ΜΘ΄ 2 (Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 1978) 239 (στό διδαδίκτυο βλ. http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/index.asp ).
17. ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ, Ἐπιστολή Β΄, Φωτίου πρός Πάπαν Νικόλαον, PG 102, 604C.D : «Καὶ γάρ ἐστιν ὄντως κοινὰ πᾶσιν, ἅπαντα [μᾶλλον: ἃ πάντα] φυλάττειν ἐπάναγκες, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων τὰ περὶ πίστεως, ἔνθα καὶ τὸ παρεγκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τὴν πρὸς θάνατον. Ἔστι καὶ ἰδιαζόντως τισὶ παρεπόμενα, ὧν ἡ παράβασις, οἷς μὲν ἐδόθη κατέχεσθαι, ἐπιζήμιος· οἷς δ’ οὐ παρείληπται, καὶ τὸ μὴ συντηρεῖν, ἀκατάκριτον».
18. §3. «[...] There is a deepening sense among some churches of needing one another and of being called by Christ to be in unity. In places where churches experience anguish and constant fear of persecution, solidarity between Christians from different traditions in the service of justice and peace is a sign of God’s grace. The ecumenical movement has encouraged new friendships forming a seed bed in which unity can grow. There are places where Christians work and witness together in their local communities and new regional agreements of covenanting,closer fellowship and church unions. Increasingly, we recognize that we are called to share with, and learn from, those of other faiths, to work with them in common efforts for justice and peace and for the preservation of the integrity of God’s beautiful but hurting creation. These deepening relationships bring new challenges and enlarge our understanding».
19. §4. «We grieve that there are also painful experiences of situations where diversity has turned into division and we do not always recognise the face of Christ in each other. We cannot all gather together around the Table in Eucharistic communion. Divisive issues remain. New issues bring sharp challenges which create new divisions within and between churches. These must be addressed in the fellowship of churches by the way of consensus discernment. Too easily we withdraw into our own traditions and communities refusing to be challenged and enriched by the gifts others hold out to us. Sometimes we seem to embrace the creative new life of faith and yet do not embrace a passion for unity or a longing for fellowship with others. This makes us more ready to tolerate injustice and even conflicts between and within the churches. We are held back as some grow weary and disappointed on the ecumenical path».
20. §7. «[...] From the beginning the community of believers lived together, were devoted to the apostolic teaching and fellowship, breaking bread and praying together, caring for the poor, proclaiming the good news and yet struggling with factions and divisions».
21. §10. «[...] Conciliar gatherings too are gifts enabling the fellowship, under the Spirit’s guidance, to discern the will of God, to teach together and to live sacrificially, serving one another’s needs and the world’s needs. The unity of the Church is not uniformity; diversity is also a gift, creative and life-giving. But diversity cannot be so great that those in Christ become strangers and enemies to one another, thus damaging the uniting reality of life in Christ».
22. §11. «As prophetic sign the Church’s vocation is to show forth the life that God wills for the whole creation. We are hardly a credible sign as long as our ecclesial divisions, which spring from fundamental disagreements in faith, remain. Divisions and marginalisation on the basis of ethnicity, race, gender, disability, power, status, caste, and other forms of discrimination also obscure the Church’s witness to unity. To be a credible sign our life together must reflect the qualities of patience, humility, generosity, attentive listening to one another, mutual accountability, inclusivity, and a willingness to stay together, not saying ‘I have no need of you’ (1 Cor. 12:21)».
23. §14. «We affirm the place of the Church in God’s design and repent of the divisions among and within our churches, confessing with sorrow that our disunity undermines our witness to the good news of Jesus Christ and makes less credible our witness to that unity God desires for all. We confess our failures to do justice, to work for peace, and to sustain creation. Despite our failings, God is faithful and forgiving and continues to call us to unity. Having faith in God’s creating and re-creating power, we long for the Church to be foretaste, credible sign and effective servant of the new life that God is offering to the world. It is in God, who beckons us to life in all its fullness that joy, hope, and a passion for unity are renewed. Therefore, we urge one another to remain committed to the primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches: to call one another to visible unity in one faith and in one Eucharistic fellowship, expressed in worship and common life in Christ, through witness and service to the world and to advance towards that unity in order that the world may believe».
24. §14. «[...] We affirm the uniqueness of our fellowship and our conviction to pursue the unity of the visible Church together, thankful for our diversity and conscious of our need to grow in communion».
25. §15. «In faithfulness to this our common calling, we will seek together the full visible unity of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church when we shall express our unity around the one Table of the Lord. In pursuing the unity of the Church we will open ourselves to receive the gifts of each other’s traditions, and offer our gifts to one another. We will learn to commemorate together the martyrs who witnessed to our common faith. We will continue theological conversations, giving attention to new voices and different methods of approach. We will seek to live out the consequences of our theological agreements. We will intensify our work for justice, peace and the healing of creation, and address together the complex challenges of contemporary social, economic and moral issues. We will work for more just, participatory and inclusive ways of living together. We will make common cause for the well-being of humanity and creation with those of other faith communities. We will hold each other accountable for fulfilling these commitments. Above all, we will pray without ceasing for the unity for which Jesus prayed (John 17): a unity of faith, love and compassion that Jesus Christ brought through his ministry; a unity like the unity Christ shares with the Father; a unity enfolded in the communion of the life and love of the Triune God. Here, we receive the mandate for the Church’s vocation for unity in mission and service».
26. §16. «We turn to God, the source of all life, and we pray: O God of life, lead us to justice and peace, that suffering people may discover hope; the scarred world find healing; and divided churches become visibly one, through the one who prayed for us, and in whom we are one Body, your Son, Jesus Christ, who with you and the Holy Spirit, is worthy to be praised, one God, now and forever. Amen.»
Τήν ὥρα πού ἔπεφτε ἡ Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, ἡ Πόλη τοῦ φωτός, ἀκουγόταν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ κραυγή «ἑάλω ἡ πόλις», δηλαδή κυριεύθηκε ἡ Πόλη. Πράγματι, ἡ ἕως τότε ὡραιότερη Πόλη τοῦ κόσμου, πού ἦταν λουσμένη ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ πολιτισμοῦ κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς.
Ὅμως, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὡς ποιητής, πού ἤξερε νά συλλαμβάνη τά ἐσωτερικά μηνύματα τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, γράφει: «οὐκ ἑάλω ἡ Bασιλεύουσα... οὐκ ἑάλω ἡ Ρίζα, οὐκ ἑάλω τό φῶς». Καί αὐτό λέγεται γιατί ἡ Πόλη δέν εἶναι μόνον τά κτίρια, ἀλλά ὁ πολιτισμός της, ἡ παράδοσή της, ἡ ἐσωτερική ταυτότητά της. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια γιατί ἡ ἔνδοξη Ρωμηοσύνη, ἔστω καί ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη δέν πέθανε, ἀφοῦ ἡ καρδιά της ἐξακολουθοῦσε νά κτυπᾶ ἀσταμάτητα καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα καί ἡ Ρωμηοσύνη ὡς φῶς καί ζωή ἀκτινοβολεῖ σέ ὅλον τόν κόσμο. Ὅμως, παρά τήν πτώση τῆς Πόλης καί τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας ἄναψε πάλι μέ τήν παρουσία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου Πατριάρχου μετά τήν ἅλωση, καί κυριάρχησε σέ ὅλη τήν Τουρκοκρατία ὡς πονεμένη Ρωμηοσύνη.
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία διακρινόταν ἀπό μιά ἄλλη νοοτροπία, δέν κυριαρχοῦσε στόν κόσμο μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία, ἀλλά μέ τήν ὑψηλή στρατηγική της καί κυρίως μέ τόν πολιτισμό της.
Ὁ Καθηγητής Χαράλαμπος Παπασωτηρίου στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Βυζαντινή ὑψηλή στρατηγική (6ος-11ος αἰώνας)» ἐρευνᾶ καί καταγράφει αὐτήν τήν πραγματικότητα.
Ὁ συγγραφεύς παρατηρεῖ: «Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς Βυζαντινῆς περίπτωσης πηγάζει ἀπό τόν συνδυασμό τριῶν στοιχείων. Πρῶτον, τό Βυζάντιο ἀντιμετώπιζε κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ἰσχυρότερή του, καί ἐνίοτε περισσότερες ἀπό μία. Δεύτερον, τό Βυζάντιο ὑπῆρξε παρά ταῦτα ἡ μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στήν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Τρίτον, κατόρθωσε νά ἐξαπλώσει τόν πολιτισμό του σέ μεγάλες ἀπολίτιστες ἤ ἡμιβάρβαρες περιοχές τοῦ εὐρύτερου περιβάλλοντός του μέ συνέπειες πού συνεχίζουν σήμερα νά ἐπηρεάζουν τίς πολιτισμικές παραδόσεις ἑνός σημαντικοῦ μέρους τῆς εὐρασιατικῆς ἠπειρωτικῆς μάζας».
«Οἱ Βυζαντινοί συνδύαζαν τήν μακροπρόθεσμη προσήλωση στήν οἰκουμενική τους ἰδεολογία μέ τήν βραχυπρόθεσμη πολιτική εὐελιξία». Τό Βυζάντιο κυριαρχοῦσε στόν κόσμο ὄχι τόσο μέ τά ὅπλα, ἀλλά μέ τήν ἀνάπτυξη καί διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ του. «Τό μακροβιότερο ἐπίτευγμα τῆς βυζαντινῆς ὑψηλῆς στρατηγικῆς ἦταν ἡ προώθηση μιᾶς διεθνοῦς τάξης, βασισμένης στόν βυζαντινό πολιτισμό, πού ἐξέφραζε τόν ἀταλάντευτο ἰδεολογικό οἰκουμενισμό τοῦ Βυζαντίου». Καί τό ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι τό Βυζάντιο ἄφησε μιά μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, πού ἐπεκτάθηκε σέ μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές ἀπό τήν ἐπικράτειά του, ἀκόμη καί μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου παραμένει αὐτή ἡ πολιτιστική κληρονομιά καί ἀλλοιώνει σήμερα καί τήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μελετοῦν καί ἐπιδιώκουν νά ζήσουν αὐτόν τόν πολιτισμό, πού καλλιέργησε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία.
«Ἡ ἐξάπλωση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ προϋπέθετε τήν ἐπιβίωση τοῦ Βυζαντίου ὡς μεγάλης δύναμης σέ ἕνα σκληρά ἀνταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Ἡ ἐξαιρετική μακροβιότητα τοῦ Βυζαντίου ὡς πρωταγωνιστικοῦ διεθνοῦς κέντρου ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ὑψηλῆς στρατηγικῆς πού ἀπέφευγε τίς μετωπικές στρατιωτικές συγκρούσεις καί ἀποδυνάμωνε τούς ἀντιπάλους μέ ἔμμεσες στρατηγικές»
Εἶναι ἕνα μοναδικό γεγονός στήν ἱστορία νά καταλύεται τό Κράτος καί νά παραμένη γιά αἰῶνες ὁ πολιτισμός του καί νά ἔχη διαρκῆ ἐπικαιρότητα. Ἄς τονισθοῦν μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιά πολιτισμό ἐννοοῦμε «τό σύνολο τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν ἐπιτηδευμάτων τοῦ ἀνθρώπου», τά «δημιουργήματα (πνευματικά καί ὑλικά) ἑνός συνόλου ἀνθρώπων σέ ὁρισμένο τόπο καί χρόνο», «τόν βαθμό ἀνάπτυξης τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν συνθηκῶν ζωῆς ἑνός κοινωνικοῦ συνόλου», τήν διανόηση, τίς καλές τέχνες κ.λ.π. (Γεωργίου Μπαμπινιώτη)
Στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, αὐτήν πού ὀνομάζουμε Ρωμηοσύνη, καί εἶναι ἕνας συνδυασμός μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως καί τῆς ρωμαϊκῆς νομοθεσίας, στόν ὁποῖο συνδυασμό προεξάρχοντα καί κυρίαρχο ρόλο ἔχει ἡ θεοπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τά δέ ἄλλα βοηθοῦν στήν ἔκφραση, ἀναπτύχθηκε ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμός πού προκάλεσε καί προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον πολλῶν. Αὐτός ὁ πολιτισμός, παρά τήν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη καί σήμερα.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέ τά δόγματα-ὅρους, μέ τήν χρήση τῶν ὅρων πού κυριαρχοῦσαν στόν ἑλληνικό χῶρο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπικυρώθησαν ἀπό τούς Ρωμαίους Αὐτοκράτορες. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ θεραπευτική καί ποιμαντική πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί συντελεῖ στήν καλή συγκρότηση καί λειτουργία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη σήμερα παρά τήν μή ὕπαρξη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἁπλώνεται σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, διακηρύσσει τά δόγματα καί τούς ἱερούς κανόνες, διατηρεῖ τό ἱεραρχικό καί συνοδικό σύστημα, πού καθιερώθηκε κατά τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί διαφέρει σαφέστατα ἀπό τόν Παπισμό, πού διακρίνεται ἀπό τήν ἀπολυταρχία καί τόν δεσποτισμό, ἀλλά καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό, πού διακρίνεται ἀπό τόν κατακερματισμό.
Ἡ δογματική καί κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πέρασε σέ ὅλους τούς αἰῶνες, κυριαρχεῖ καί σήμερα σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δημιούργησε ἕναν λαμπρό πολιτισμό, πού διαπνέεται ἀπό τό φῶς. Ἔτσι, παρά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀπώλεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σήμερα βιώνεται ζωντανά ὁ πολιτισμός πού ἀναπτύχθηκε καί μεγαλούργησε σέ αὐτήν. Νά θυμίσω μερικά τέτοια ζωντανά παραδείγματα.
Τό τυπικό τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν εἶναι καταπληκτικό καί συγκινεῖ ὅποιον τό ἐξετάσει προσεκτικά καί βλέπει τόν σκηνοθέτη τῆς παραδόσεως πού τό δημιούργησε. Τό τυπικό τῆς θείας Λειτουργίας, πού θυμίζει τήν λειτουργία πού ἐτελεῖτο στά Ἀνάκτορα, ἀλλά καί ὅταν παρευρίσκονταν οἱ Αὐτοκράτορες σέ αὐτήν, ἐξακολουθεῖ νά διακρίνεται σαφῶς στόν τρόπο πού τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Αὐτό τό βλέπει κανείς καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἰδίως στίς καταπληκτικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τοῦ Πάσχα. Ἐμεῖς τά ἔχουμε συνηθίσει καί τά θεωροῦμε δεδομένα, ἀλλά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι τό τυπικό ἔχει ἀπαρτισθῆ, καί ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση «σκηνο-θετηθῆ» ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσωτερική πνευματική ἐμπειρία.
Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες.
Ὁ τρόπος ἀνοικοδόμησης τῶν Ἱερῶν Ναῶν δείχνει ἕναν λαμπρό πολιτισμό, μιά ἰδιαίτερη στάση ζωῆς. Ὁ βυζαντινός ρυθμός μέ τόν τροῦλλο εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἔνδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ οὐράνιου κόσμου μέ τόν ἐπίγειο καί ἐκφράζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση, πού καί σήμερα τήν διαβάζουμε καί τήν ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς εἶναι ἕνα ἀριστούργημα πού δημιουργήθηκε ἀπό ἀνθρώπους πού εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐκκλησιαστική-βυζαντινή μουσική πού ἐπενδύει μουσικά τά ἱερά τροπάρια, ἀκολουθεῖ τά νοήματα τῶν τροπαρίων, καί ἐκφράζει, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, τό ἱλαρό, τό κατανυκτικό, τό μεγαλοπρεπές καί τό πανηγυρικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν βυζαντινή μουσική, ἐνῶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια κλίμακα, ἐν τούτοις μέ τήν διαφορά τῶν διαστημάτων δημιουργοῦνται ὀκτώ ἦχοι, πράγμα πού ἐντυπω-σιάζει τούς δυτικούς μουσικολόγους.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία ἐκφράζει τό ἐσωτερικό βίωμα τοῦ ἁγίου καί δείχνει ὅτι τό ἄκτιστο φῶς πού βιώνουν οἱ ἅγιοι προχέεται διά τῆς ψυχῆς καί στό σῶμα, ἀκτινοβολεῖ καί σέ ὅλη τήν κτίση, καί δείχνει τήν μέθεξη τοῦ Φωτός ἀπό τούς ἁγίους, φανερώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ σώματος καί τήν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως.
Ὅλα αὐτά τά ἐκκλησιαστικά ἐπιτεύγματα εἶναι ζωντανές πραγματικότητες σήμερα, μέσα σέ αὐτές κολυμπᾶμε, ζοῦμε καί ἀναπνέουμε καί μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά. Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Ὀρθόδοξος ἡσυχασμός, πού εἶναι ἡ νηπτική καί θεραπευτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει τό πῶς θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος, πῶς ἀπό τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη ὁδηγεῖται στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πῶς ἀπό τήν ἀνθρωποκεντρικότητα φθάνει στήν θεανθρωποκεντρικότητα καί βιώνει τήν θέωση.
Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα, ἀλλά «οὐκ ἑάλω τό φῶς της καί ἡ δόξα της». Τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμαίϊκης Παραδόσεως δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ ἀπό φθαρτά πράγματα, ἀλλά αὐτό τό ἴδιο τά μεταμορφώνει, τά ἀνακαινίζει. Ἡ 29η Μαϊου διαπνέεται ἀπό τήν χαρμολύπη, λύπη γιά τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας, χαρά γιά τήν διάσωση τοῦ φωτός. Εἶναι ἕνα χαροποιόν πένθος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διασώζει ὅλον αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Παραδόσεως τῆς Πόλεως καί μᾶς προτρέπει νά λουζόμαστε μέσα σέ αὐτό τό φῶς. «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός».
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ακτίνες
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ἀθήνα, 24.5.2018.
Μέ θλίψη καὶ ἀγανάκτηση δεχθήκαμε τά Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Ἀθηνῶν τήν εἴδηση τῆς ὑπερψήφισης τοῦ νομοσχεδίου γιά τήν ἀναδοχή παιδιῶν ἀπό ὁμόφυλα ζευγάρια. Ὁ νόμος αὐτός, πού ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ ἄλλου περί σύναψης συμφώνου συμβίωσης ὁμοφυλοφίλων καί πρόδρομο τῆς ἀναγνώρισης τοῦ γάμου μεταξύ τους καί τῆς υἱοθεσίας ἐκ μέρους τους, ὄχι μόνο διαλύει κάθε ἔννοια φυσικῆς δομῆς τῆς οἰκογένειας, ἀλλά ἐπιπλέον στρέφεται ἐναντίον τῆς παιδικῆς ἀθωότητος. Ἀποτελεῖ ἐπίσης συνέχεια τῆς προκλητικῆς περιφρόνησης τῆς λαϊκῆς βούλησης ἀπό ὅσους τόν ψήφισαν.
Μέ τόν νόμο αὐτόν ἀθῶες παιδικές ὑπάρξεις γίνονται ἄβουλα ἀθύρματα σέ ἐνδεχόμενες ἄνομες ὀρέξεις ἀνθρώπων πού ἐπιμένουν νά νομιμοποιοῦν τίς διαστροφικές τους τάσεις. Ἐπιπλέον – καί τό κυριότερο – καταδικάζονται νά ζοῦν σέ «οἰκογένειες» πού μόνο πληγές, πόνο και αρνητικά πρότυπα διάλυση μποροῦν νά προσφέρουν στίς παιδικές τους ψυχές, καθώς τούς στεροῦν τό πρωταρχικό δικαίωμα νά ἀπολαμβάνουν ἀπό κοινοῦ τό μητρικό χάδι και μέ τήν πατρική ἀσφάλεια. Ἡ ἔλλειψη ἀνδρικοῦ καί γυναικείου προτύπου στήν οἰκογένεια, πατρικοῦ καί μητρικοῦ, προξενεί συνιστᾶ πνευματική ἀναπηρία γιά στά παιδιά, καθώς κολοβώνει ανατρέπει τήν ἰσόρροπη καί ἁρμονική ψυχοσωματική τους ἀνάπτυξη. Πῶς, ἀλήθεια, θά ἀπευθύνεται τό παιδί πρός τούς γονεῖς του τοῦ ἰδίου φύλου; Μέ τί προσφώνηση; Καί τί σωρεία ψυχολογικῶν τραυμάτων θά ἐπιφέρει στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ ἡ ἀγωγή του μέσα σέ τέτοιες «οἰκογενειακές» συνθῆκες; Ποιός θά ἀναλάβει ἀργότερα, μετά τήν ἐνηλικίωσή του, νά τό ἀποζημιώσει γιά τή βαρύτατη ἠθική καί ψυχολογική βλάβη πού θά ἔχει ἤδη ὑποστεῖ; Οἱ τραγικές ἐμπειρίες παιδιῶν πού μεγάλωσαν σέ ὁμόφυλα ζευγάρια , κυρίως στίς ΗΠΑ, διαψεύδουν τούς ἀντίθετους ἰσχυρισμούς.
Τό ἐπιχείρημα ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποφεύγεται ἡ ἱδρυματοποίηση τῶν παιδιῶν εἶναι εὐτελές. Ἡ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν σέ σύγχρονες παιδικές στέγες μέ ὅλη τήν προβλεπόμενη σχετική στήριξη ἀπό εἰδικούς τῆς ψυχικῆς ὑγείας, παιδοψυχιάτρους καί κοινωνικούς λειτουργούς, δέν ἀφήνει στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τραύματα ἔλλειψης στοργῆς καί φροντίδας καί συμπτώματα ἱδρυματισμοῦ, ὅπως συνέβαινε παλαιότερα. Ἀντιθέτως ἡ ἐπίγνωση στό παιδί ὅτι ζεῖ σέ οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ δημιουργεῖ ἀθεράπευτα ὄχι μικρά ψυχολογικά προβλήματα ὅταν ἡ ἀπουσία κάποιου γονεϊκοῦ προτύπου, πατρικοῦ ἤ μητρικοῦ, ὑποκαθίσταται ἀπό γονέα τοῦ ἰδίου φύλου. Ποιός εἶναι ἐδῶ γιά τό παιδί ὁ πατέρας καί ποιός ἡ μητέρα του; Ἄλλωστε, ὑπάρχουν πάρα πολλά ἑτερόφυλα ζευγάρια που ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά ἀναδεχθοῦν καί ἐν τέλει νά υἱοθετήσουν παιδί, καί δέν τούς δίνεται ἡ δυνατότητα, εἴτε λόγῳ περιορισμένου ἀριθμοῦ παιδιῶν, εἴτε λόγῳ γραφειοκρατίας.
Γιά τούς λόγους αὐτούς θεωροῦμε τόν ψηφισθέντα νόμο παράνομο, ἐπαίσχυντο καί ἐπικίνδυνο. Με βάση τα παραπάνω, αφενός, δηλώνουμε ὅτι μέ κάθε ἔννομο μέσο θά ἀγωνιστοῦμε γιά τήν κατάργησή του, καθότι αὐτός καταργεῖ αφαιρεί πρωταρχικό δικαίωμα στήν ποιότητα ζωῆς τοῦ παιδιοῦ καί αφετέρου καλοῦμε ὅλους τούς εὐαισθητοποιημένους συμπολίτες μας νά συμπράξουν.
Τά Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Ἀθηνῶν:
Ενωμένη Ρωμηοσύνη (Ε.ΡΩ.)
Ένωση Επιστημόνων Γυναικών
Εστία Πατερικών Μελετών
Μητέρες Επιστήμονες Πολύτεκνες
Μουσική Συντροφιά
Πανελλήνια Ένωση Γυναικών
Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ.)
Πανελλήνια Ένωση Φίλων των Πολυτέκνων (Π.Ε.ΦΙ.Π.)
Πανελλήνιος Ένωσις Γονέων «Ἡ Χριστιανική Αγωγή» (ΓΕΧΑ)
Πανελλήνιος Ορθόδοξος Ένωση (Π.Ο.Ε.)
Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.)
Σύλλογος «Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης»
Σύλλογος Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Δράσεως «Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ»
Σύνδεσμος Ορθοδόξων Γυναικών Ευρώπης
Συντονιστική Φοιτητική Ένωση Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (Σ.Φ.Ε.Β.Α.)
Χριστιανική Ένωση Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Χ.Ε.Ε.Λ.)
Χριστιανική Ένωση Επιστημόνων (Χ.Ε.Ε.)
Χριστιανική Φοιτητική Δράση (Χ.Φ.Δ.)
Χριστιανική Φοιτητική Ένωση (Χ.Φ.Ε.)
Σύλλογοι που υποστηρίζουν τις προσπάθειες:
Aνωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος
Ακριβής τοποθέτηση χάρτη της FYROM, 2018, επάνω σε βενετσιάνικο χάρτη του 1237 μ.Χ. Ξύνοντας τον σύγχρονο χάρτη αποκαλύπτονται στα λατινικά: η χώρα της αρχαίας Πελαγονία, η πόλη των Σκοπίων, αλλά και οι Πρέσπες, Μοναστήρι, Γευγελή κ.α. Έτσι αποδεικνύεται ότι 500 χρόνια μετά τον 7ο αι. μ.Χ., οπότε ήρθαν οι Σλάβοι στην περιοχή ζούσαν και μέχρι σήμερα ζουν (!) στα εδάφη της Πελαγονίας και προς βορρά στην Παιονία και Δαρδανία, όπου και τα (σημερινά) Σκόπια. Η Πελαγονία πάντοτε βρισκόταν εκτός των βορείων συνόρων της μοναδικής Μακεδονίας των Ελλήνων. Σημειώνεται πως και η Άνω Μακεδονία περιλάμβανε μόνο τη Βέροια, Έδεσσα, Καστοριά, Πρέσπες και τις περιοχές νοτίως του Καϊμακτσαλάν. (Τεχνική επεξεργασία χαρτών: Γιώργος Ρωμανός).
Η μη ύπαρξη «Σλαβομακεδονικής» γλώσσας, και κατά συνέπεια «Σλαβομακεδόνων», είναι θέμα κοινότοπο και εξαντλημένο για όλους τους ανά τον κόσμο έγκυρους γλωσσολόγους, φιλολόγους, αρχαιολόγους, ιστορικούς και μελετητές. Έτσι, το να μιλάμε σήμερα ακόμη γι’ αυτό, θα ήταν ένα αστείο ηλιθίων, αν δεν προϋπήρχαν διαχρονικά: η πολύπλευρη προπαγάνδα, εκτός Ελλάδος, και η εγκληματική διαχείριση του θέματος από πλειάδα Ελλήνων πολιτικών και κομμάτων, τόσο της κομμουνιστικής αριστεράς όσο και της αστικής τάξης.
Σήμερα η ίδια εγκληματική πολιτική ασκείται φανατικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ύπουλα από πολλούς στην αντιπολίτευση, αλλά και από ανθέλληνες του εξωτερικού. Κι όμως το τελειωμένο επιστημονικά θέμα έχει μόνο τρία όλα κι όλα χαρακτηριστικά σημεία: 1. Η αρχαία Μακεδονία είναι Ελλάδα και τίποτε άλλο. 2. Δεν υπάρχουν, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, διεθνή έγγραφα ή Συνθήκες οι οποίες να δέχονται τις δήθεν «3 Μακεδονίες», όπως διαδίδουν κάποιοι εντός και εκτός Ελλάδος[1] . 3. Η σημερινή FYROM, η πρώην Γιουγκοσλαβική Βαρντάρτσκα, έκλεψε ωμά επί Τίτο το όνομα της Μακεδονίας των Ελλήνων. Η Βαρντάρτσκα γεωγραφικά βρισκόταν δ ι α ι ώ ν ι α και βρίσκεται ακόμη… στην περιοχή της αρχαίας Δαρδανίας· πολύ πιο βόρεια από τη Μακεδονία-Ελλάδα, βορειότερα ακόμη και από την αρχαία Πελαγονία –περί το σημερινό Μοναστήρι.
Στις 5/2/2018, στον Real FM, ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, και μέχρι πρόσφατα Υπουργός Παιδείας, κ. Ν. Φίλης, εκφράζοντας το κόμμα του, είπε στον δημοσιογράφο κ. Ν. Χατζηνικολάου, πως: «Υπάρχει σλαβομακεδονική γλώσσα, δεν υπάρχει; Τι ανακαλύπτουμε τώρα προβλήματα; Σλαβική-Μακεδονική γλώσσα υπάρχει. Το ελληνικό κράτος το λέει και ο ΟΗΕ και ο ίδιος ο Ευάγγελος Αβέρωφ το 1959 που ήταν υπουργός Εξωτερικών. Το θέμα του ονόματος της γλώσσας ή υπάρχει ή δεν υπάρχει».
Εντυπωσιάζει ο κ. Φίλης, γιατί μη έχοντας επιχειρήματα επικαλείται ως άλλοθι της σημερινής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ τον Ευάγγελο Αβέρωφ! Τον δεξιότερο πολιτικό της Μεταπολίτευσης, συγγραφέα του γνωστού «Φωτιά και Τσεκούρι», όπου καταγγέλλει «τον συμμοριτοπόλεμο» (αυτολεξεί), και όλα όσα έκαναν στη διάρκειά του οι ιδεολογικοί σύντροφοι του κ. Φίλη, εναντίον της Ελλάδος. Αλλά, εάν πράγματι (;) ο Ευάγγελος Αβέρωφ αναγνώρισε κακώς τα δήθεν «Σλαβομακεδονικά», γιατί αυτό επιτρέπει σήμερα στον «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ να αγωνίζεται στην πρώτη γραμμή του υπερ-καπιταλισμού, προκειμένου τα Σκόπια να γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ, με ταυτόχρονη προδοσία-παράδοση του ονόματος της μοναδικής Μακεδονίας των Ελλήνων;
Η ελληνική γλώσσα της Μακεδονίας των Φιλίππου και Μεγάλου Αλεξάνδρου
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι που αποτελεί ιδεοληψία ανθρώπων δόλιων ή απληροφόρητων: γλώσσα μακεδονική δεν υπήρξε ποτέ . Αυτό που υπήρξε ήταν η ελληνική Αττική διάλεκτος στην οποία έγραφαν και μιλούσαν στη Μακεδονία ο λαός της, ο Φίλιππος, ο Μέγας Αλέξανδρος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες. Στη βορειοδυτική Ελλάδα και σε άλλα σημεία της, εντοπίζονται δωρικά γλωσσικά στοιχεία, όπως και ιωνικά, πράγμα που συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τόσο τη νησιωτική όσο και στις αποικίες της. Ωστόσο, να το επαναλάβω, η προφορική και γραπτή γλώσσα ήταν η Αττική διάλεκτος που ήταν η γλώσσα των Ελλήνων.
Στην Αττική διάλεκτο σώζεται πλήθος επιγραφών από τη Μακεδονία σε γλωσσικά ευρήματα παγκόσμιας σημασίας, πέραν των άλλων ευρημάτων σε Βεργίνα, Δίο, Αμφίπολη, κ. α. Είναι γνωστό, ότι ο Ευριπίδης, ο Αγάθων και άλλοι Αθηναίοι συγγραφείς και ποιητές έζησαν στη Μακεδονία, συνέθεσαν και παρουσίασαν εκεί τα έργα τους. Αυτό θα ήταν αδύνατον να συμβεί, εάν στη Μακεδονία ο βασιλιάς, η αυλή του, και ο λαός δεν μιλούσαν ελληνικά.
Κατά τη μακραίωνη ύπαρξη της ελληνικής γλώσσας, τουλάχιστον… από την Πρωτοελληνική (3.000 π.Χ.) και μετά, αναπτύχθηκαν διάλεκτοι, όπως η Αιολική, η Αρκαδοκυπριακή, η Αττική-Ιωνική, η Δωρική. Όλες αυτές οι διάλεκτοι αποτελούν κλαριά του ίδιου δέντρου, της ίδιας γλώσσας, της ελληνικής.
Το ίδιο συνέβη και με τη Νέα ελληνική γλώσσα. Από το 12ο-13ο αι. μ. Χ. και εφεξής αναπτύσσονται οι 6 μεγάλες γεωγραφικές διάλεκτοι του ελληνισμού: Καππαδοκική, Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, η δέσμη των βόρειων διαλέκτων, και η δέσμη των νότιων διαλέκτων. Σε αυτές αναπτύσσονται ιδιώματα και ντοπιολαλιές.
Η διαφορά μεταξύ διαλέκτου και γλώσσας είναι παγκόσμια γνωστή. Είναι σαν να λέμε σήμερα, πως επειδή οι Αθηναίοι λένε «και» ή «τι κάνεις;» και οι Κρητικοί «τσε» ή «ίντα κάνεις;», ότι οι Κρητικοί μιλάνε άλλη γλώσσα . Συμπερασματικά, όλοι οι Έλληνες διαχρονικά μιλούν και γράφουν μία γλώσσα, την ελληνική, ενώ χρησιμοποιούν διαλέκτους, ιδιώματα, ντοπιολαλιές, όλες κοινά κατανοητές.
Για το ότι η προφορική και γραπτή γλώσσα στην αρχαία Μακεδονία ήταν η Αττική ελληνική υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία και τεράστια βιβλιογραφία διεθνής και ελληνική στην οποία θα αναφερθώ λεπτομερώς στη συνέχεια.
Είναι γνωστό, ότι από την αρχή του 19ου αι., ξέσπασαν εθνικές αντιπαραθέσεις στη Βαλκανική. Ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878, ν.ημ.) η βουλγαρική προπαγάνδα γίνεται επιθετική και έχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι το να διαχωρίσει τους αρχαίους ιδιωματισμούς στη Μακεδονία από την ελληνική γλώσσα, και μετά να τους ορίσει ως δήθεν γλώσσα «άγνωστης» προέλευσης: έτσι μόνον θα μπορούσε να χαρακτηρίσει σαν «μη ελληνικό» και το αρχαίο «φύλο» που τους χρησιμοποιούσε. Ο δεύτερος στόχος ήταν να αποκτήσουν υπόσταση –σε δήθεν αρχαία «μακεδονικά» εδάφη (τα εκτός! αρχαίας Μακεδονίας)– οι ξενόφερτοι, τον 6-7ο μ.Χ.αι., Σλάβοι ο οποίοι όμως μιλούσαν τη δική τους σλαβική γλώσσα.
Τη βουλγαρική στρατηγική αποδέχτηκαν με φανατισμό αργότερα (1921-1949) οι Έλληνες κομμουνιστές, και οι Σλάβοι του Τίτο, (1941-1944). Αλλά, με την πάροδο του χρόνου, παγκόσμιας σημασίας αρχαιολογικές ανακαλύψεις σε όλη την Μακεδονία και χαράγματα τα οποία ήταν ΟΛΑ στην ελληνική γλώσσα ανέτρεψαν απολύτως την προπαγάνδα και πολεμική Βουλγάρων, Σλάβων και Ελλήνων κομμουνιστών.
Πρόσφατα μάλιστα –από το 2003 μέχρι και σήμερα!–, είχαμε νέα παγκόσμιας αξίας αρχαιολογικά ευρήματα, από την αρχαία Μεθώνη, ισχυρή πόλη-λιμάνι της Πιερίας, δηλαδή από την καρδιά της αρχαίας Μακεδονίας. Εκεί, ο έφορος αρχαιοτήτων κ. Μάνθος Μπέσιος και οι συνεργάτες του έφεραν στο φως 191 ενεπίγραφα αγγεία της ύστερης γεωμετρικής και αρχαϊκής εποχής τα οποία φέρουν επιγραφές, εμπορικά σύμβολα και χαράγματα, και συγκροτούν μια ιδιαίτερη κατηγορία της οποίας η σημασία για την έρευνα στις κλασικές σπουδές είναι ανυπολόγιστη. Σε όλα τα θραύσματα, και σε εκείνα από σκύφους ποτού (πήλινα ποτήρια με δύο λαβές), είναι χαραγμένα ονόματα και λέξεις ελληνικές σε αλφάβητο ελληνικό, στη Δωρική διάλεκτο της ΒΔ Ελλάδος. Κορυφαίο εύρημα-χάραγμα είναι το γνωστό ως ποτήρι του Ακέσανδρου, το οποίο γράφει: «…Ακεσάνδρου εμί ποτέριον […] όμμ- ή χρεμ]άτον στερήσ[ετ]αι». Δηλαδή: «είμαι το ποτήρι του Ακεσάνδρου κι (όποιος με πάρει) θα χάσει τα μάτια του (ή τα χρήματά του). Η φράση είναι γραμμένη σε ιαμβικό ρυθμό. Παρόμοιες επιγραφές υπάρχουν και σε άλλα ποτήρια: «…Αντεκύδου εμί…» Είμαι του Αντεκύδη, Είμαι του Ξενι-, Είμαι του Επιγε-, Είμαι του Φιλίωνα, κ.λπ.
Μέχρι αυτή την ανακάλυψη, η Μακεδονία, αρχαιολογικά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ενιαίου, ελληνικού, αιγαιακού χώρου ήδη από την περίοδο της Εποχής του Σιδήρου (1.050-700 π.Χ.) και την Αρχαϊκή περίοδο (700-580 π.Χ.). Όμως χάρη σε αυτά τα νέα ευρήματα γραφής, τα οποία χρονολογούνται από το 730 π.Χ., δηλαδή, 2.748!!! χρόνια από σήμερα, η γλωσσική ιστορία των Μακεδόνων μετατέθηκε 80 ολόκληρα χρόνια νωρίτερα. Άρα πολύ πριν από τον αθηναϊκό αποικισμό της Μακεδονίας. Κι αυτό σημαίνει ότι στη Μακεδονία του 730 π. Χ. μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά πριν καν έρθουν οι Αθηναίοι!
Την ίδια Δωρική διάλεκτο της ΒΔ Ελλάδος αναδεικνύουν και οι πρόσφατες διεθνείς μελέτες, του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, (ΚΕΓ) το οποίο αξιοποίησε κάθε σχετική μαρτυρία των ερευνητών: όπως τον περίφημο «κατάδεσμο» της Πέλλας (4ος αι.π.Χ.), αλλά και άλλες μακεδονικές επιγραφές γραμμένες στην Αττική ή Αττικοϊωνική κοινή. Δηλαδή, όλες στην ελληνική γλώσσα που μιλούσε το Κοινόν των Ελλήνων.
Για όλα αυτά έχουν πραγματοποιηθεί από το ΚΕΓ τέσσερα διεθνή επιστημονικά συνέδρια και εκδοθεί ισάριθμοι τόμοι : (α)Τζιφόπουλος. Γ. επιμ., 2012. Μεθώνη Πιερίας Ι: Επιγραφές, χαράγματα και εμπορικά σύμβολα στη γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από το ‘Υπόγειο’ της Μεθώνης Πιερίας στη Μακεδονία. (β) Γιαννάκης Γ. Κ., επιμ. 2012. Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, ιστορία, πολιτισμός. Θεσσαλονίκη (τετράγλωσσος συλλογικός τόμος (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ελληνικά). (γ)Γιαννάκης Γ. Κ., επιμ. 2015. Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος κατά την αρχαιότητα. Επιστημονική επιμέλεια Γεώργιος K. Γιαννάκης. Και (δ) Giannakis, Georgios, Emilio Crespo & Panagiotis Filos, eds. 2017. Studies in Ancient Greek Dialects: From Central Greece to the Black Sea. [Trends in Classics - Supplementary Volumes 49] Berlin: de Gruyter.
Εκτός αυτών των τεσσάρων τόμων παραθέτω, εντελώς δειγματοληπτικά στις υποσημειώσεις του παρόντος, αδιαμφισβήτητα στοιχεία και πηγές στο Διαδίκτυο, προσβάσιμες στον καθένα .[2]
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στο ξεχωριστό έργο:Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος κατά την αρχαιότητα. Επιστημονική επιμέλεια Γεώργιος K. Γιαννάκης,Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.Φιλολογική επιμέλεια Μαρία Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη, 2015. Το έργο αυτό χρηματοδoτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας το 2011, επί υπουργίας της κ. Άννας Διαμαντοπούλου και εκπονήθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Μία από τις διεθνείς αυθεντίες που γράφουν στο αναφερόμενο έργο, είναι και ο επιφανής καθηγητής Julián Méndez Dosuna, του Πανεπιστημίου της Salamanca[3] . Τον επιλέγω γιατί η εισήγησή του εκφράζει το σύνολο των ειδικών και ξεκαθαρίζει απολύτως το ζήτημα: «…αρχική κοιτίδα-πατρίδα των Μακεδόνων[…] η καρδιά του βασιλείου τους αποτελούσε η λεγόμενη Κάτω Μακεδονία, η παράκτια πεδιάδα γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο που υδροδοτούνταν από τον Αξιό και τον Αλιάκμονα και περιέκλειε την Πιερία και τη Βοττιαία μεταξύ Θεσσαλίας στον νότο και Παιονίας στον βορρά. […] Κατά τη βασιλεία του Φιλίππου Β΄ (359–336 π.Χ.) η Μακεδονία έγινε η ηγέτιδα δύναμη της Ελλάδας. Ο Φίλιππος κατέκτησε ευρύτατες περιοχές της Παιονίας και της Θράκης…» κ.λπ.
Έτσι, γίνεται σαφές ότι οι εκτός! Μακεδονίας περιοχές, βόρεια από αυτήν: Πελαγονία, (Μοναστήρι), Παιονία, Δαρδανία (όπου και τα σημερινά Σκόπια) κ. ά. κατακτήθηκαν και προσαρτήθηκαν στο βασίλειο της Μακεδονίας. Φυσικά, εκείνη την εποχή κατοικούνταν από Πελαγόνιους, Παίονες, Δάρδανους κ.ά. οι οποίοι, φυσικά… δεν έχουν ΚΑΜΙΑ σχέση με τους Σλάβους οι οποίοι μετανάστευσαν σε αυτές τις περιοχές τον 6ο-7ο αι. μ.Χ.
Ο Julián Méndez Dosuna βεβαιώνει ακόμη, ότι: «Η συντριπτική πλειοψηφία των Μακεδόνων έφερε ελληνικά ονόματα: Φίλιππος, Αλέξανδρος, Περδίκκας, Αμύντας, Αρχέλαος, Κλεοπάτρα, Πτολεμαίος, Άδυμος. Ελληνικά ήταν και τα ονόματα των μηνών του μακεδονικού ημερολογίου (Δίος, Απελλαίος, Ξανδικός, Πάναμος κλπ.). Ακόμη: Οι Μακεδόνες λάτρευαν τους θεούς του Ολύμπου. Ολόκληρος ο πολιτισμός είναι ελληνικός: από την πολεοδομία και την κατοικία, τα ιερά και τους τάφους μέχρι την υλική παραγωγή γενικότερα, στα ήθη, τον τρόπο ζωής και τις πεποιθήσεις που μπορούν να συσχετιστούν με αυτά τα μνημεία. Στις θρησκευτικές πρακτικές και τα ταφικά έθιμα, ξαναβρίσκουμε θεμελιώδη στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, που η αρχαιολογία έχει φέρει στο φως από πολύ παλιά σε ό,τι αφορά στον κόσμο των πόλεων-κρατών.» (Σημ. Φυσικά οι Μακεδόνες αγωνίζονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου συμμετείχαν ΜΟΝΟ Έλληνες.)
Τι είναι σήμερα, 2.748 ολόκληρα χρόνια μετά την προφορική και γραπτή ελληνική γλώσσα στην αρχαία Μακεδονία, η δήθεν «Σλαβομακεδονική»;
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης,[4] αναφέρει, ότι: «ο μεγάλος Ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος Vittore Pisani (Il Macedonico, περιοδικό Paideia 12, 1957, σ. 250) γράφει: «πράγματι ο όρος ‘‘μακεδονική γλώσσα’’ [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». Ο δε ειδικός σλαβιστής γλωσσολόγος, ο Γάλλος Αndré Vaillant (Le probleme du Slave Macédonien, περιοδικό Bulletin de la Societé de Linguistique de Paris 39, 1938, σ. 205), τονίζει ότι «το όνομα Bulgari είναι στην πραγματικότητα η εθνική ονομασία των Σλάβων τής ‘‘Μακεδονίας’’, πράγμα που δείχνει πως (οι Σλάβοι τής περιοχής αυτής) υιοθέτησαν το όνομα Βούλγαροι που τους έδωσαν οι Σέρβοι».
Τεράστιας αποδεικτικής σημασίας γεγονός αποτελούν και οι συνεχείς διωγμοί των Ελλήνων Βλάχων, Σαρακατσάνων κ.ά., οι οποίοι κατοικούσαν στη νότιο Σερβία, Βουλγαρία και τις εγγύς περιοχές πριν, κατά, και μετά τον Α΄ Π. Πόλεμο. Κι αυτό γιατί οι Σέρβοι εφάρμοσαν βίαιο εκσερβισμό και οι Βούλγαροι βίαιο εκβουλγαρισμό.
Λόγω της παγκόσμιας αξίας-σημασίας της Μακεδονίας, του Φιλίππου, και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι συνεργοί σε αυτή την μοναδική απάτη στα παγκόσμια χρονικά, σε επίπεδο ιστορίας, γλώσσας, και εθνωνύμου τολμούν να μιλούν και για δήθεν σύγχρονη «Σλαβομακεδονική» γλώσσα και άρα για «Σλαβομακεδόνες». Όμως αυτή η ανύπαρκτη γλώσσα, ήταν αρχικά ένα καταναγκαστικό προφορικό! τοπικό ιδίωμα από σκόρπιες παραφθαρμένες λέξεις Βουλγαρικές και Σερβικές, το οποίο χρησιμοποιούσαν κάτοικοι των παραμεθόριων περιοχών Ελλάδος, Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας. Και το χρησιμοποιούσαν είτε γιατί ήταν βουλγαρόφιλοι είτε γιατί προσπαθούσαν να σώσουν τις ζωές και τις περιουσίες τους και να επιζήσουν των σφαγών (1903-1912-1913-1914-1940-1944-1949) από τους διαρκώς επιτιθέμενους σφαγείς τους. Τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες και τους Γιουγκο(Σλάβους), ειδικά της ΣΝΟΦ: «Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (1943), και ΝΟΦ (1945) με έδρα τα Σκόπια. Οι δύο αυτές αιμοσταγείς σλαβικές οργανώσεις επανδρώνονταν από σλαβικά στελέχη του Κ.Κ. Ελλάδος, και πραγματοποιούσαν κοινές επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδος μαζί με Έλληνες κομμουνιστές, κατά τον Ανταρτοπόλεμο 1944-1949. Ειδικότερα, το ΚΚΕ ζητούσε λυσσαλέα με συνεχή ψηφίσματα από το 1921 μέχρι το 1949, όταν ήδη είχε στρέψει τα όπλα του εναντίον της χώρας του, την απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα, και τη δημιουργία «ανεξάρτητου κομμουνιστικού ‘‘Μακεδονικού’’ κράτους», με ξεχωριστό ομώνυμο έθνος, γλώσσα, λαό. Συμφωνώντας σε αυτό με τους Βουλγάρους και τους Σλάβους κομμουνιστές.
Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης λέει, ότι ανάλογα παραμεθόρια ιδιώματα και όχι γλώσσες χρησιμοποιούνται «ανέκαθεν και παγκοσμίως από μερικές συνοριακές ομάδες τού πληθυσμού πλείστων χωρών.» Όμως, «αυτή η (αποκλειστικά προφορική) διάλεκτος δεν εκσερβίστηκε (αντίθετα από τη Βουλγαρική των Σκοπίων), και επομένως τα ‘‘Σλαβομακεδόνικα’’ δεν ταυτίζονται με τη Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων.»[5]
Έτσι, τα δήθεν «Σλαβομακεδονικά» δεν είναι καν η Σερβοβουλγαρική μεικτή γλώσσα των Σκοπίων που κατασκεύασε ο Λαζάρ Κολισέφσκι [6] και οι συνεργάτες του, το 1944, αναμειγνύοντας σερβικά στοιχεία στη βουλγαρική γλώσσα. Η Γιουγκοσλαβική πολιτική εναντίον της Ελλάδος ήταν ένα αντίγραφο των ιδεών των Βούλγαρων Κομιτατζήδων του ΕΜΑΟ, 1870-1885, οι οποίοι στη συνέχεια θα κατέσφαζαν ελληνικούς πληθυσμούς. Η πλαστή βουλγαρική «Μακεδονία του Πιρίν», και η ψευτοεπανάσταση του Ίλιντεντ, του 1903, όπως έχω αναφέρει[7] , ξεκίνησαν το 1847 με τους εθνολογικούς (και ΟΧΙ γεωγραφικούς) χάρτες του Βουλγαρόφιλου Γάλλου, Αμί Μπουέ, το όνομα του οποίου τιμάται σε δρόμους της Σόφιας και της Βάρνας.
Ο Κολισέφσκι έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα από την προπαγάνδα του Κροάτη δικτάτορα Τίτο, ως: «πρωθυπουργός της σοσιαλιστικής δημοκρατίας της ‘‘Μακεδονίας’’», η οποία ήταν «μέλος της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας.» Και παρουσιάζεται ιστορικά, ως «ο πιο ισχυρός άνθρωπος στη σοσιαλιστική ‘‘Μακεδονία’’ και ένας από τους ισχυρότερους στη Γιουγκοσλαβία.» Για τη «δράση…» του στον Β΄ Π. Πόλεμο του απονεμήθηκε το παράσημο του «ήρωα της Γιουγκοσλαβίας» και πολλά άλλα μετάλλια. Όταν ο Τίτο αρρώστησε το 1980, άφησε στη θέση του τον Κολισέφσκι, και όταν ο Τίτο πέθανε, 4 /5/1980, ο Κολισέφσκι έγινε πρόεδρος –μόνο για 10 μέρες! Αμέσως μετά ανέλαβε πρόεδρος ο Σβιγετίν Μιγιάτοβιτς. Πολλοί τότε απόρησαν: «γιατί ο υπ’ αριθμόν ένα ήρωας τους αντιναζιστικού και αντιφασιστικού αγώνα, ο Κολισέφσκι, δεν παρέμεινε πρόεδρος.» «Το Ψέμα έχει κοντά πόδια και το προλαβαίνει η Αλήθεια», λέει ο λαός. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου μαθεύτηκε ποιος ήταν ο Κολισέφσκι. Το μαρτυρούσαν οι πράξεις του, τα γεγονότα:
Το 1941 οι Βούλγαροι είχαν κατακτήσει τη Σερβία μαζί με του Γερμανούς Ναζί. Τότε, ο Κολισέφσκι, σε ηλικία 27 ετών, ήταν γραμματέας της τοπικής επιτροπής του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, στη Βαρντάρ Μπανόβινα, τη γνωστή Βαρντάρτσκα, δηλαδή στο σημερινό κρατίδιο των Σκοπίων. Στο τέλος του ίδιου χρόνου ο Κολισέφσκι στρατεύτηκε με τους γιουγκοσλάβους αντάρτες για να πολεμήσει εναντίον των Βουλγάρων. Όμως συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο από βουλγαρικό στρατοδικείο. Αμέσως ο Κολισέφσκι έγραψε γράμμα προς τους στρατοδίκες του, όπου υποστήριξε ότι είναι: «…γιος Βουλγάρων γονέων οι οποίοι πάντα ένιωθαν και νιώθουν Βούλγαροι και, παρά την τρομερή σκλαβιά (!!!), έχει διατηρήσει τον βουλγάρικο τρόπο ζωής, τη γλώσσα και τα ήθη». Έτσι, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση. Στα τέλη του 1944, ο Κολισέφσκι ελευθερώθηκε από τη νέα βουλγαρική κυβέρνηση, και γρήγορα έγινε πρόεδρος του Κ.Κ. της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας της ‘‘Μακεδονίας’’», και του τοπικού παραρτήματος του Κ. Κ. Γιουγκοσλαβίας.
Αυτός είναι ο Βούλγαρος, καθ’ ομολογία του, ο οποίος αργότερα εκτός από τους Βουλγάρους συνεργάστηκε στενά με τον Τίτο, και με εντολές του κατασκεύασε την πλαστή «Σλαβομακεδονική» γλώσσα. Στόχος τους η επέκταση της Γιουγκοσλαβίας με την κατάκτηση της «Μακεδονίας του Αιγαίου», την οποία είχε διακηρύξει ο Τίτο σε ομιλία του στα Σκόπια, στις 11/10/1945.
Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης γράφει, ότι[8] : «Οι Σκοπιανοί έδωσαν σε αυτή τη γλώσσα, τη Σερβοβουλγαρική, την παραπλανητική και ψευδώνυμη ονομασία ‘‘Μακεδονική’’ (!), για να αποφύγουν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις και να αποκρύψουν μαζί τη βουλγαρική προέλευση τής γλώσσας τους. Περαιτέρω, για να ιδιοποιηθούν με τον τρόπο αυτόν μιαν ονομασία (Μακεδονική) που τους προσέδιδε κύρος και ιστορικό βάθος (μέσω τής πλαστής ταύτισής τους με το ένδοξο και παγκοσμίως γνωστό όνομα τής Μακεδονίας τού Μ. Αλεξάνδρου.)»
Η προσβάσιμη σε όλους ηλεκτρονική βιβλιογραφία, για το ποιοι είναι οι Σέρβοι αναφέρει, ότι η Σερβία ΔΕΝ είχε πάντοτε το ίδιο εθνώνυμο, μιας και ιστορικά καταγράφεται και ως «Ράσκα»: Σερβικά Κυριλλικά: Рашка, Λατινικά: Rascia: «Οι Σέρβοι», βάσει διεθνών πηγών: «είναι σλαβικό φύλο με θολή εθνωνυμική καταγωγή-προέλευση, που τον 6ο αι.μ.Χ. βρισκόταν κατά πλειονότητα στα εδάφη της σημερινής Πολωνίας. Μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ. έφτασαν στα Βαλκάνια, υπό τη γενικόλογη επωνυμία ‘‘Σλάβοι’’, όπου αναμίχθηκαν και αφομοιώθηκαν από Ελληνικούς πληθυσμούς της Ιλλυρία, της Θράκης, και βορειότερα, με τους Δάκες της Ρουμανίας. Αυτούς που οι Έλληνες τους αποκαλούσαν Γέτες, και ήταν μια ομάδα θρακικών φυλών των περιοχών του Κάτω Δούναβη, στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία, και τη νότια Ρουμανία. Εκτός αυτών, οι κατόπιν ονομαζόμενοι Σέρβοι, αναμίχθηκαν με Ρωμαίους και με Κέλτες.»
Με αυτή την πολύ σύντομη εθνολογική περιγραφή γίνεται κατανοητή και η πανσπερμία των γλωσσικών επιρροών σε ρίζες, θέματα και καταλήξεις στη γλώσσα των Σέρβων, και μετέπειτα Γιουγκοσλάβων. Χρειάζεται να πούμε ότι αυτή η γλώσσα καταφανώς… δεν είναι η …Αττική ελληνική γλώσσα του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των υπόλοιπων Ελλήνων;
Έτσι, η ψευδώνυμη «Σλαβική-Μακεδονική γλώσσα» των Σκοπίων αποδεικνύεται απολύτως πλαστή . Γιατί οι αμόρφωτοι γλωσσολογικά Βούλγαροι, και οι Σλάβοι κομμουνιστές που την δημιούργησαν ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑΝ και δεν υπολόγισαν, ότι «γλώσσα μακεδονική» δεν υπήρξε ποτέ, ούτε στην αρχαιότητα ούτε στη σύγχρονη Ελλάδα. Όμως, χωρίς γλώσσα, ΔΕΝ υπάρχουν ούτε οι δήθεν «Σλαβομακεδόνες», και έτσι ούτε η πλαστή χώρα τους.
Πέραν των ευκαιριακών γεωπολιτικών παιχνιδιών τίθενται τα εξής θεμελιώδη ζητήματα: Οι ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και οι άλλες 130 περίπου χώρες που έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια, ως δήθεν «Μακεδονία», συνεργούν σε μία πρωτοφανή πλαστογράφηση Ιστορίας, γλώσσας και εθνότητας, και σε ένα παγκόσμιας σημασίας γλωσσικό και εθνοτικό έγκλημα. Γιατί του λοιπού θα μπορούν να δημιουργούνται σε όλη τη γη πλαστά έθνη, γλώσσες, χώρες. Ειδικότερα, εάν αυτή η πλαστογραφία αναγνωριστεί με 151 σκουριασμένα καρφιά-ψήφους Ελλήνων βουλευτών στο φέρετρο της ακόμη ζωντανής Μακεδονίας. Αυτό ποτέ δεν θα το αποδεχτεί ο ελληνισμός απανταχού της γης. Και θα το ανατρέψει στο μέλλον πάση θυσία. Το απέδειξαν τα γιγαντιαία συλλαλητήρια. Η παγκόσμια ιστορία της Μακεδονίας και του μεγάλου Αλεξάνδρου δεν πλαστογραφείται, τα αδιάψευστα αρχαία ευρήματα δεν παραχαράζονται, και η μοναδική ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να κλαπεί ούτε κατ’ όνομα.
Είναι καιρός άμεσα να αποκατασταθεί το καταρρακωμένο παγκοσμίως Διεθνές Δίκαιο. Έτσι όσοι μιλούν σήμερα το Σερβοβουλγαρικό ιδίωμά τους να δεχτούν το αυταπόδεικτο. Ότι και γλωσσικά είναι Σερβοβούλγαροι. Και αφού το κράτος των Σκοπίων, κατοικείται κατά πλειονότητα από Σλάβους και Αλβανούς, μία καθαρά εθνοτική ονομασία θα ήταν «Σλαβοαλβανική δημοκρατία». Ή, οποιαδήποτε άλλη επιλέξουν οι ίδιοι. Αρκεί να σταματήσουν να πλαστογραφούν γλώσσα, εθνότητα και να κλέβουν το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας η οποία είναι Ελλάδα και μόνο Ελλάδα.
[1] Γιώργος Ρωμανός «Κυνικό ψέμα οι ‘‘3 Μακεδονίες’’», Ανιχνεύσεις , http://www.anixneuseis.gr/?p=183724 , κ.ά. sites, από 31/1/18 και μετά.
[2] http://old.greek-language.gr/node/1007, και http://ancdialects.greek-language.gr/sites/default/files/studies/glossikos_xartis.pdf, αλλά και Θετίμα: Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι: http://ancdialects.greeklanguage.gr/studies/o-glossikos-hartis-tis-kentrikis-kai-voreias-elladas-kata-tin-arhaiotita
[3] Méndez Dosuna, J. 2012. Η αρχαία μακεδονική ως ελληνική διάλεκτος: Κριτική επισκόπηση της πρόσφατης έρευνας. Στο Γιαννάκης 2012, 65-78 (ελλ.), 133-145 (αγγλ.), 201-214 (γαλλ.), 271-285 (γερμ.).
[4] Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
α.Γ. Μπαμπινιώτης: Γλωσσικές παραχαράξεις. Η «Μακεδονική» των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας: 03/08/2008, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=190288
β. Γ. Μπαμπινιώτη (επιστημ. εκδ.): Η γλώσσα τής Μακεδoνίας. Η αρχαία Μακεδoνική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκoπίων. (Αθήνα, 1992: Ολκός), 276 σελ. [Περιλαμβάνει μελέτες των: Γ. Μπαμπινιώτη, Γ. Χατζιδάκι, Ν. Π. Ανδριώτη, Μ. Σακελλαρίου, Ι. Καλλέρη, Α. Ι. Θαβώρη, Γ. Ντελόπουλου, Α. Παναγιώτου.]
γ. Γ. Μπαμπινιώτη: Η θέση τής Μακεδoνικής στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτoυς. Περιοδικό Γλωσσoλoγία 7-8 (1989), σ. 53-69.
δ. Γ. Μπαμπινιώτης, 1992α. Η θέση της μακεδονικής στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Στο Μπαμπινιώτης 1992, 161–180.
[5] Ό.π.π. 5, α.
[6] Λαζάρ Κολισέφσκι, (Лазар Колишевски, 12/2/1914-6/7/2000. Κομμουνιστής ηγέτης στη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της ‘‘Μακεδονίας’’» και τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
[7] Ό.π.π. 1.
[8] Ό.π.π. 5,α, Γ. Μπαμπινιώτης.
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.
Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.
Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!
Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.
Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.
Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.
Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.
Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.
Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.
Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.
Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.
Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;
Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.
Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.
Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Πηγή: Προσκυνητής
Ἦταν ἀναμενόμενο ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ψηφίσθηκε ὁ νόμος γιὰ τὸ «Σύμφωνο συμβίωσης» τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων τοῦ 2015, θὰ φθάναμε ἀργὰ ἢ γρήγορα στὸ κατάντημα τῆς 9ης Μαΐου, ὁπότε 161 βουλευτὲς μὲ τὴν ψῆφο τους νομιμοποίησαν τὴν ἀναδοχὴ παιδιῶν καὶ ἀπὸ ὁμόφυλα ζευγάρια.
Τὸ θλιβερὸ στὴν ὅλη αὐτὴ ὑπόθεση εἶναι ὅτι ὁ νέος νόμος παρουσιάζεται ὡς πρόοδος, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἀντιδροῦν χαρακτηρίζονται ὡς ὀπισθοδρομικοί. Πραγματοποιεῖται ἔτσι ὁ φοβερὸς λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουν τὸ φῶς σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι φῶς: «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος» (Ἡσ. ε΄ 20).
Θὰ θέλαμε νὰ ποῦμε στοὺς κυρίους βουλευτὲς ποὺ ψήφισαν τὸν θλιβερὸ νόμο: Κύριοι, σκεφθεῖτε τί θὰ πεῖ ἡ Ἱστορία!
Ὅμως θυμηθήκαμε ὅτι, ὅταν σὲ μιὰ δίκη – παρωδία τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος ὁ συνήγορος ἀπευθυνόμενος στοὺς δικαστὲς ἐπικαλέσθηκε τὴν ἱστορία, ὁ Σολζενίτσιν ποὺ ἐκθέτει τὸ περιστατικὸ στὸ μεγαλειῶδες ἔργο του «Ἀρχιπέλαγος Γκουλάγκ» ἔγραψε μὲ πικρὸ χιοῦμορ: «Καλέ, τοὺς τρόμαξες! Ἡ Ἱστορία θὰ ξεχάσει, ἁπλούστατα, καὶ δὲν θὰ πεῖ τίποτα!»
Καταλάβαμε λοιπὸν πὼς ἦταν μάταιο νὰ ἀπευθύνουμε ὁποιοδήποτε τέτοιο ἐρώτημα, θὰ ὑπογράψουμε ὅμως τὴ δήλωση ἑνὸς βουλευτοῦ, ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ «λογικὴ παράνοιας» καὶ τόνισε: «Φοβόμαστε νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε. Ὄχι ἐγώ. Γιατὶ φοβόμαστε ὅτι θὰ μᾶς τρολάρουν καὶ θὰ μᾶς στολίσουν μὲ χαρακτηρισμοὺς καὶ θὰ μᾶς μηνύσουν ὅπως μὲ μήνυσε τὸ παρατηρητήριο τοῦ Ἑλσίνκι. Εἶναι ὄνειδος νὰ ἐκφράζεις τὴν ἄποψή σου, ἂν δὲν ταιριάζει μὲ τὴ δική τους… τώρα πᾶμε σὲ θεσμοθέτηση ἀναδοχῆς ἀπὸ ὁμόφυλα ζευγάρια. Ἀμφισβητῶ τὴν καλή τους πρόθεση… Κινδυνεύει ἡ συναισθηματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀσφάλεια τῶν παιδιῶν».
Τὸ ἀποτέλεσμα τῶν δηλώσεών του; Κυριολεκτικὰ ἔπεσαν νὰ τὸν κατασπαράξουν. Καὶ πάντως ἐπιβεβαιώνεται γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ πικρὴ διαπίστωση ὅτι στὸν τόπο μας ἔχει πλέον ἐπιβληθεῖ ἀόρατη δικτατορία τοῦ ὁμοφυλοφιλικοῦ λόμπυ καὶ ἀσκεῖται αὐστηρὴ λογοκρισία στὰ πάντα.
Ἀλλὰ ἂς συνεχίσουν τὸ διατεταγμένο ἔργο τους οἱ ἐπίορκοι βουλευτές μας. Ἀκόμη δὲν ὁλοκληρώθηκε ἡ συστηματικὰ καὶ τεχνηέντως ἐπιχειρούμενη διάλυση τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ ἔθνους. Δὲν ἀμφιβάλλουμε, θὰ ἀκολουθήσει ὕστερα ἀπὸ κάποιο διάστημα καὶ ἡ νομιμοποίηση τοῦ γάμου τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν καὶ ἡ δυνατότητα υἱοθεσίας.
Τί θὰ πεῖ ἡ Ἱστορία; Αὐτὸ ποὺ εἶπε καὶ στὴ Σοβιετία. Ὅπου ἕνα καθεστὼς ἐγκληματιῶν μετέτρεψε σὲ στάχτες μιὰ ἀπέραντη χώρα, ἐξοντώνοντας περίπου 60 ἑκατομμύρια ἀνθρώπους.
Ὥσπου κατέρρευσε σὰν χάρτινος πύργος μέσα σὲ μιὰ μόνη νύχτα…
Πηγή; Ο Σωτήρ
Θέμα: Οι διοργανωτές των Συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία προετοιμάζουν συγκεντρώσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας την 6η Ιουνίου.
Με αφορμή τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος των Σκοπίων, η Επιτροπή Αγώνα για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας προετοιμάζει νέες κινητοποιήσεις.
Τα μέλη της Επιτροπής, που συστάθηκε από τα συντονιστικά όργανα των δύο μεγάλων συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, έχουν ήδη προχωρήσει σε σειρά επαφών με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης και έχουν ζητήσει από αυτούς να στηρίξουν έμπρακτα τον αγώνα των Ελλήνων πολιτών ενάντια στο ξεπούλημα του ονόματος της Μακεδονίας.
Εντός των επόμενων ημερών η Επιτροπή Αγώνα, σε συνεργασία με τις Παμμακεδονικές Ενώσεις, θα ανακοινώσει τη διοργάνωση παράλληλων συγκεντρώσεων σε πόλεις της Ελλάδας, εκτός των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.
Οι συγκεντρώσεις θα πραγματοποιηθούν στις επιλεγμένες πόλεις την 6η Ιουνίου στις 19:30.
Μέσω των συγκεντρώσεων αυτών η Επιτροπή Αγώνα θα επιδιώξει να υπενθυμίσει στο πολιτικό προσωπικό της χώρας ότι ο ελληνικός λαός έχει πάρει τις αποφάσεις του σχετικά με το όνομα της Μακεδονίας και απαιτεί την εφαρμογή τους.
Η Επιτροπή Αγώνα για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας ξεκαθαρίζει προς την ελληνική κυβέρνηση ότι καμία ονομασία που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά.
Με εκτίμηση
Η Επιτροπή Αγώνα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας
Ἔλεγε κάποιος ἐκκλησιαζόμενος στὸν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο:
«-Πάτερ, νὰ πῶ ἕνα παράδειγμα. Σ’ ἕνα κύκλο ἐπιστημόνων μιλοῦσαν πρὸ ἐτῶν περὶ Θείας Χάριτος. Ἕνας γιατρὸς μαιευτήρας, εἶπε: "Ἐσεῖς μοιάζετε μ΄αὐτὸν ποὺ τρώει κρέας κάθε μέρα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει τὸ κρέας. Ζεῖτε πάντα κοντὰ στὸ Χριστό.
Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ τί σημαίνει Θεία Χάρι. Ἦρθα ἀπὸ τὴ Γαλλία, ὅπου ἤμουν φοιτητὴς ,σὰν μαιευτήρας καλὸς ,ἀλλὰ ληστής. Τὶς γυναῖκες τὶς ἔβλεπα σὰν νούμερα. Καὶ κανόνιζα πόσες λίρες θὰ...
μαζέψω. Μία λίρα μὲ τραβοῦσε, πρὶν τὴ Θεία Χάρι βέβαια, σὰν μαγνήτης.
Κάποτε γνώρισα ἕνα γιατρὸ ἀγγειολόγο τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, τὰ ἄφησα αὐτά, μετανόησα, ἄλλαξα ζωή, ἐξομολογήθηκα." Καὶ ἔλεγε πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν.
Καὶ συνέχισε : Ἦρθε μία γυναίκα καὶ μοῦ εἶπε :θέλω νὰ κάνω ἔκτρωση καὶ εἶμαι διατεθειμένη νὰ σοὺ δώσω τριάντα λίρες.’’ Ἄνοιξε τὴν τσάντα της καὶ φάνηκαν οἱ τριάντα λίρες. Δοκίμασα μία ἀηδία καὶ εἶπα: σὰν τὰ τριάντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα. Τὴν ἔκλεισα τὴ τσάντα καὶ κάθισα κάτω καὶ τῆς εἶπα τὰ ‘’ἀγαθὰ’’ τῆς τεχνολογίας καὶ τὶς ζημιὲς ποὺ γίνονται καὶ στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα ἀπὸ τὶς ἀμβλώσεις, μέχρι καὶ τὸν καρκίνο στὴ μήτρα.Δὲν ξέρω ἂν τὴν ἔπεισα , πάντως ἐγὼ ἔκανα τὸ καθῆκον μου, ἔκανα προληπτικὴ ἰατρική. Ἔφυγε.
Μετὰ ἀπὸ 4-5 χρόνια ἦρθε ἡ ἴδια ἡ μητέρα μὲ τρία παιδιά, ἀγόρια , χαμογελοῦσε. Ἐγὼ τὴν εἶχα ξεχάσει. Καὶ ὅταν τῆς εἶπα:
"Κυρία μου, εἶμαι κατάκοπος τώρα", μοῦ λέει:
"Μήπως θυμάσθε" ,λέει, "κάποια τσάντα μὲ τριάντα λίρες;" Καθίσαμε καὶ μοῦ εἶπε:
"Γιατρέ μου, ἦρθα νὰ σᾶς εὐχαριστήσω γιατί δὲν μοῦ φερθήκατε σὰν ἔμπορος, ἀλλὰ σὰν πνευματικὸς ἀδελφός, σὰν Ἕλληνας καὶ σὰν Χριστιανός. Νὰ καὶ τὰ παιδιά μου . Καὶ μάλιστα δὲν ἔχει πατήσει γιατρὸς ποτὲ στὸ σπίτι."
Νὰ πῶ καὶ τώρα κάτι προσωπικό. Εἶμαι πρῶτος ἀπὸ ὀκτὼ παιδιά. Τὰ ἄλογα τοῦ πατερά μου καβάλαγαν τοὺς γιατροὺς σὲ σπίτια μὲ ἕνα καὶ δύο παιδιά. Στο σπίτι τοῦ πατέρα μου ἦταν ὀκτὼ παιδιὰ καὶ γιατρὸς δὲν πάτησε ποτέ.
Πηγή: (ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἡ Μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία 2014, σέλ. 166-168), sostis, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Με τον τόσο γρήγορο και ξέφρενο κατήφορο των ηθών και των θεσμών, δεν προλαβαίνουμε να «χωνέψουμε» την αποκαθήλωση της Ελλάδας που ξέραμε, της Ελλάδας που μας παρέδωσαν οι γονείς μας και σε εκείνους οι γονείς τους.
Το αφύσικο νομιμοποιείται ως φυσικό και γίνεται κοινωνικά αποδεκτό. Η κανονικότητα θεωρείται αναχρονισμός. Έτσι, αφού με χλιαρότητα «αντιδράσαμε» στο σύμφωνο συμβίωσης (=αποδόμηση του γάμου), με περισσότερη χλιαρότητα και αδιαφορία δεχθήκαμε το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων «ζευγαριών». Το αφύσικο της μειονότητας ήλθε να καταλάβει τη θέση της κανονικότητας της πλειοψηφίας.
Εσχάτως, με τέλεια παθητικότητα που συνιστά για πολλούς σημείο, αποδεχθήκαμε και την ανατροφή (έστω και με τη μορφή του ανάδοχου γονέα) παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Όποιος έχει ακόμα τα μυαλά του και δεν ήπιε το τρελό νερό της εποχής, αντιλαμβάνεται χωρίς πολλά-πολλά επιχειρήματα τι συνεπάγεται αυτό. Σε λίγο, με τέλεια παθητικότητα, θα δεχθούμε να επιβάλλουν νομοθετικά το γάμο των ομοφύλων και το πλήρες δικαίωμα υιοθεσίας. Εκεί πάει το πράγμα. Ήδη σε όλο τον κόσμο 2.000.000 παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε ομόφυλες «οικογένειες». Διαλύεται ο κατά την τάξη του Δημιουργού θεσμός της οικογένειας. Δημιουργείται από τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» ο νέος άνθρωπος.
Ζούμε τον ολοκληρωτισμό των μειονοτήτων. Αυτό όμως δεν μας δικαιολογεί.
Με την ψήφιση του νόμου για την αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, η Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας μας εξέδωσε μία ακόμη στη σειρά, εξίσου χλιαρή με εμάς, ανακοίνωση αντίθεσης. Τόσο αδιάφορη που, αν στο επόμενο αφύσικο μέτρο της Βουλής αντικαταστήσουμε το προηγούμενο με το νέο, θα ταιριάζει και για τότε.
Όταν τη διάβασα, νευρίασα με την Ιεραρχία μας. Μετά κάθισα και σκέφθηκε ότι και εγώ, σαν και εκείνους, με την ίδια χλιαρότητα αντέδρασα. Γιατί λοιπόν τους κατηγορώ;
Και βρήκα ότι πρώτα απ’ όλους εγώ φταίω που ανέχομαι τον ολοκληρωτισμό των μειονοτήτων σε βάρος της πλειοψηφίας, όχι μόνο της μειονότητας των ομοφύλων, κάθε είδους μειονότητας, της οποίας το «θέλω» η Ν.Τ.Π. αναγάγει κάθε φορά σε Άγιο Δισκοπότηρο.
Η παθητικότητα της γενιάς μου φταίει πρωτίστως.
Δεν αθωώνω τους πνευματικούς ταγούς.
Θέλω όμως να είμαι δίκαιος με τις παραλείψεις της γενιάς μου, δηλαδή της γενιάς που σήμερα είναι ώριμη, γιατί με την παθητικότητά μας αφήσαμε τους νέους χωρίς οδηγό μέσα στην σύγχυση· τους αφήσαμε στα χέρια του συστήματος της ανομίας, που τους χειραγώγησε όπως ήθελε, κάνοντάς τους να γίνουν μάζα, αφαιρώντας τους την ικανότητα της προσωπικής κρίσης.
Η γενιά μου, μπροστά στην όλο και πιο έντονη επιθετικότητα των μειονοτήτων, που αναζητούν πλέον «εκδίκηση», κατεβάσαμε τα παντελόνια και σηκώσαμε λευκή σημαία, υποκύπτοντας στον εκβιασμό της πολιτικής ορθότητας.
Ένας σύγχρονος Ιταλός φιλόσοφος συνοψίζει ως εξής την κατάσταση:
«Τα τελευταία 70 χρόνια η Εκκλησία πίστεψε ότι ο κύριος εχθρός ήταν ο κομμουνισμός. Δεν έκανε λάθος. Ο κομμουνισμός υποστήριζε ότι άνθρωπος σώζεται μόνος του, οπλισμένος με την οικονομία και την αισθητική. Η εκκλησία φυσικά τον αντιμετώπισε ως μία θανάσιμη πρόκληση. Σήμερα όμως που ο κομμουνισμός έχει καταρρεύσει, εναντίον της Εκκλησίας εγείρεται ο πραγματικός εχθρός, ο τελικός εχθρός: ένα αισθητικό-οικονομικό σύστημα εντελώς εκκοσμικευμένο. Πρόκειται για το μετα-κομμουνιστικό καπιταλισμό που δημιουργεί το βέβηλο διανοούμενο και θεματοφύλακα του μηδενισμού, μεταμορφωμένο σε λειτουργό της πολιτιστικής βιομηχανίας που βρίσκεται στην υπηρεσία της οικονομικής εξουσίας.
Πρόκειται για το αστικό πνεύμα στην καθαρή εκδοχή του, είναι η σύζευξη του καπιταλισμού με το φάντασμα του μαρξισμού. Ο ηττημένος κομμουνισμός, μεταμορφώνεται σε ένα συστατικό της, τώρα πλέον απο-ιεροποιημένης, αστικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, τα χειρότερα στοιχεία από τα δύο αυτά συστήματα υιοθέτησαν το ένα το άλλο. Για πολλά χρόνια, ο κομμουνιστικός κίνδυνος οδήγησε σε μία αναγκαστική συμμαχία μεταξύ της Εκκλησίας και του αστικού εκκοσμικευμένου συστήματος. Τώρα πλέον, αυτή η συμμαχία, προσποιητή από την αρχή, δεν είναι πλέον δυνατή. Καμία σύνθεση δεν είναι δυνατή μεταξύ της εκκλησίας και της αστικής κοσμικής ηθικής. Διότι ο Χριστιανός θέτει υπό αμφισβήτηση κάθε σύστημα καθαρά γήινο και κοσμικό· από την άλλη, το αστικό-οικονομικό πνεύμα δεν ανέχεται την αμφισβήτηση, δεν δέχεται να ξεπεραστεί· ταυτόχρονα, δεν δείχνει κανένα έλεος έναντι σε οτιδήποτε εναντιώνεται στις αξίες του.
Αυτό το αποδεικνύουν οι φιλελεύθερες γενοκτονίες των ερυθρόδερμων στην Αμερική, η ατομική βόμβα στην Ιαπωνία, ο πόλεμος στο Ιράκ, στη Σομαλία κλπ. Με χιλιάδες βόμβες, το αστικό πνεύμα εξαλείφει κάθε ήθος (τρόπο ζωής) που δεν είναι δικό του. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την πιο απόλυτη βία ακόμα και ενάντια στην Εκκλησία, αν αυτή αρνηθεί να γίνει ένα απλό στήριγμα της αστικής κοινωνίας. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει, διότι ο Χριστιανός είναι αναγκαστικά ανατρεπτικός σε κάθε εκκοσμικευμένη πολιτική δύναμη».
Εκπλήττομαι πόσο δίκαιο έχει.
Δεν υπερβάλλω χρεώνοντας την αλαζονεία των μειονοτήτων στη γενιά μου. Διότι εμείς είμαστε (η ώριμη γενιά) που θα έπρεπε να αντιδράσουμε, για αρχή υψώνοντας τους τόνους, όταν ακόμη ήταν δυνατόν να το κάνουμε. Αδιαφορήσαμε όμως.
Εκκοσμικευθήκαμε και εμείς και η Ιεραρχία μας. Η Εκκλησία του Χριστού είναι αγία και άμωμη, αλλά εμείς, πιστοί και ταγοί, έχουμε πρόβλημα.
Επιτρέψαμε σε όποιον ανήκει σε μία προστατευμένη μειονότητα, εθνική, σεξουαλική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, να κερδίζει με άνεση το παιχνίδι εναντίον όποιου έχει την ατυχία να ανήκει στην πλειονότητα των «κανονικών».
Λοιπόν, μπροστά σε όλα αυτά, ήλθε ο καιρός να εγερθούμε! Να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε για τις χλιαρές ανακοινώσεις της Ιεραρχίας. Ν αναλάβουμε ευθύνες και να γίνουμε οδηγοί των παιδιών μας. Όταν ο ιός της θυματοποίησης μας επιτίθεται, τότε πρέπει να αντιδράσουμε. Να σταθούμε στα πόδια μας και να μιμηθούμε τους πατέρες μας· να είμαστε καλοί μεν αλλά όχι βλάκες. Όπως και αυτοί, έτσι και εμείς έχουμε παιδιά· οπότε έχουμε το δικαίωμα και το καθήκον να ανησυχούμε πάνω από όλα για το μέλλον τους…
Να αντισταθούμε πριν πολτοποιηθούμε από τον οδοστρωτήρα της Νέας Τάξης που ήδη «μαρσάρει» και έρχεται κατά πάνω!
Πηγή: Ομοθυμαδόν
Σχόλιο ID-ont: Το 2019 είναι έτος μιας ακόμη περικοπής συντάξεων (έως 3 μηνιαίων συντάξεων το έτος για κάθε συνταξιούχο), μείωσης του αφορολογήτου (έως 1 μηναίο μισθό το έτος για κάθε μισθωτό) και ποιός ξέρει τι άλλο ακόμη, ΑΛΛΑ: δαπάνης 400 εκ € για τη δημιουργία ηλεκτρονικών εγγράφων on-line, άμεσου, καθολικού (άμα τη χρήση τους για ξεκίνημα) φακελώματος των πολιτών! Η Δημοκρατία μας ζει στιγμές δόξας!!!
Σχόλιο Καθημερινή: Σε έργο «μαμούθ» για τον κλάδο της πληροφορικής εξελίσσεται η έκδοση των νέων ταυτοτήτων από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ο προϋπολογισμός εκτιμάται ότι θα φθάσει στα 350 εκατ. ευρώ και αναμένεται να αποτελέσει το μεγαλύτερο ιστορικά έργο πληροφορικής που έχει προκηρυχθεί στη χώρα μας.
Ο προϋπολογισμός μάλιστα είναι χωρίς ΦΠΑ και αν συμπεριληφθεί και ο φόρος αυτός, μπορεί να πλησιάσει τα 400 εκατ. ευρώ. Το έργο δεν αφορά μόνον την έκδοση των βιομετρικών πλέον ταυτοτήτων, αλλά και των διαβατηρίων, των διπλωμάτων οδήγησης κ.ά. Ο νέος σχεδιασμός προβλέπει την έκδοση σχεδόν 7 έως 8 εγγράφων που απαιτούν υψηλά επίπεδα ασφαλείας.
Σημειώνεται ότι μόνον το κόστος έκδοσης των νέων ταυτοτήτων έχει ήδη προϋπολογιστεί σε 100 εκατ. ευρώ και αναμένεται να χρηματοδοτηθεί από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Στη συνέχεια, το έργο θα αποπληρωθεί από τους ίδιους τους κατόχους των νέων ταυτοτήτων. Οι τελευταίοι θα κληθούν να καταβάλουν παράβολο 10 ευρώ για την έκδοση κάθε νέας ταυτότητας σε διάρκεια πέντε ετών για το σύνολο του πληθυσμού.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι πρόθεση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη είναι το έργο να υλοποιηθεί με τη μορφή Σύμπραξης Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Προς την κατεύθυνση αυτή, αναμένεται να υλοποιηθεί μια κλειστή διαδικασία επιλογής αναδόχου με βάση την προσφερόμενη τεχνολογία αλλά και το κόστος υλοποίησής της. Επίσης, όλα δείχνουν ότι η λήψη των βιομετρικών χαρακτηριστικών (ύψος, χρώμα ματιών κ.λπ.), παρόλο που μπορεί να γίνεται σε πολλαπλά σημεία, αναμένεται να επιλεγούν εκ νέου τα Αστυνομικά Τμήματα της χώρας. Τα σημεία αυτά παρουσιάζουν μεγάλη διασπορά στην επικράτεια, ενώ παρέχουν περισσότερα εχέγγυα για την ασφαλή καταγραφή των δεδομένων.
Σύμφωνα με τη σχετική υπουργική απόφαση, από τη στιγμή που θα διαπιστωθεί η τεχνική ετοιμότητα για την έκδοση των νέων ταυτοτήτων, θα απαιτηθούν πέντε χρόνια για την αντικατάσταση των παλαιών. Συγκεκριμένα, για το πρώτο έτος θα κληθούν να αντικαταστήσουν τα Αστυνομικά Δελτία Ταυτότητας (ΑΔΤ) τα πρόσωπα των οποίων το επίθετο θα αρχίζει από Α έως Ε. Τη δεύτερη χρονιά θα κληθούν τα πρόσωπα με επίθετο που ξεκινά από Ζ έως Κ κ.ο.κ. Μετά την πάροδο της πενταετίας, που θα ορίζει η σχετική διαπιστωτική απόφαση, οι παλαιές ταυτότητες θα πάψουν να ισχύουν.
Η έκδοση των νέων ταυτοτήτων δεν αναμένεται να ξεκινήσει φέτος, αλλά κάποια στιγμή μέσα στο 2019. Για τον λόγο αυτό, αναμένεται άμεσα να ξεκινήσει η διαδικασία επιλογής αναδόχου για το έργο, ο οποίος όμως θα το υλοποιήσει με τη μορφή του ΣΔΙΤ.
Ο ΛΑ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του Αγίου Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της Αγίας Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι». Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος. Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας.
Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν' αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ' ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε).
Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο τόσο υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός. Και αν υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύμα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή, τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολμώ να πω, πως αν το ένα υποβιβάσεις, ούτε τα άλλα δύο να εξυψώσεις. Ποια άραγε ωφέλεια υπάρχει από μία ατελή θεότητα; Ακόμη περισσότερο, τι είδους θεότητα είναι αυτή, αν δεν είναι τέλεια; Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει, εάν δεν έχει την αγιότητα· και πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύμα; Εκτός εάν υπάρχει άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύμα· ας μας πει κάποιος πως αυτή κατανοείται αλλιώς. Αν όμως η αγιότητα είναι το Πνεύμα, πώς τότε δεν υπήρχε από την αρχή; Σαν να ήταν καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το Πνεύμα. Αν δεν υπήρξε από την αρχή το Πνεύμα, τότε τοποθετείται στην ίδια κατηγορία με μένα(1) , ακόμη κι αν δημιουργήθηκε λίγο πριν από μένα. Διότι ως προς το χρόνο εμείς αντιδιαστελλόμαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το Πνεύμα στην ίδια κατηγορία με μένα, πώς εμένα με θεοποιεί ή πώς με ενώνει με τη θεότητα;
Όμως θ' ασχοληθώ για χάρη σου λίγο περισσότερο με το θέμα αυτό. Όσα έχουν σχέση βέβαια με την αγία Τριάδα επεξηγήσαμε και προηγουμένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν, νόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύμα, ούτε βέβαια άγγελοι, ούτε ανάσταση· δεν ξέρω γιατί περιφρόνησαν εντελώς τις τόσες μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τους Έλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι και όσοι βρίσκονται πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, το συνέλαβαν με τη φαντασία τους, όπως μου φαίνεται· σχετικά όμως με την ονομασία του διαφοροποιήθηκαν, καλώντας το «νου του παντός» και «θύραθεν νου» και άλλες σχετικές ονομασίες(2) . Από τους δικούς μας σοφούς τώρα, άλλοι το εξέλαβαν ως ενέργεια, άλλοι ως κτίσμα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν πιο από τα δύο αυτά, σεβόμενοι τη Γραφή, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και γι' αυτό ούτε το σέβονται, ούτε το περιφρονούν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι' αυτό, μάλλον όμως πολύ άθλια. Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς μόνο μέχρι τη σκέψη, ενώ άλλοι τολμούν να εκφράζουν την ευσέβεια και με τα χείλη. Άκουσα ακόμη άλλους σοφότερους ν' αξιολογούν τη θεότητα. Αυτοί λοιπόν, όπως και μεις, τρία ομολογούν με ττ νου τους ότι υπάρχουν, τόσο όμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ώστε το μεν ένα (δηλ. τον Πατέρα) και ως προς την ουσία και ως προς τη δύναμη να παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναμη, όχι όμως ως προς την ουσία· το τρίτο (το Πνεύμα) και ως προς τα δύο περιγραπτό· με άλλον τρόπο μιμούνται αυτούς που ονομάζουν «δημιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα πρόσωπα, εκλαμβάνοντας τη σειρά των ονομάτων και διαβάθμιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.
Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας μπουν σε δράση, oι συλλογισμοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο είναι το Πνεύμα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο είναι τα άναρχα. Εάν πάλι είναι γεννητό, πάλι θα υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν δύο γιοι και αδελφοί. Αν θέλεις, φτιάξε τους και διδύμους, ή τον ένα μεγαλύτερο και τον άλλο νεώτερο, αφού είσαι τόσο φιλοσώματος. Εάν πάλι έχει φανεί από τον Υιό, λέγει, μας φανερώνεται και Θεός-εγγονός! Τι πιο παράξενο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει; Αυτή είναι η γλώσσα όσων είναι σοφοί στο να πράττουν το κακό, μη θέλοντας να γράφουν τα καλά. Όμως εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόμουν τις πραγματικότητες που εκφράζει, χωρίς να φοβάμαι να τις κατονομάσω. Ούτε όμως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύμφωνα με κάποια ανώτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους, εξαιτίας του ότι δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο παρά μόνο έτσι να δείξουμε ότι προέρχεται από τον Θεό και είναι ομοούσιος, πρέπει να νομισθεί ότι είναι απαραίτητο όλες τις επίγειες ονομασίες και μάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις μεταφέρουμε στο Θεό. Ή μήπως θα εκλάβεις και αρσενικού γένους τον Θεό σύμφωνα με τον λόγο αυτό, επειδή ονομάζεται Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύμφωνα με το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύμα, επειδή δεν γεννάει; Κι αν μας πεις και αυτό το κωμικό, ότι δηλαδή ο Θεός γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε με τη θέλησή του, σύμφωνα με κάποιες παλιές ανοησίες και μυθοπλασίες, τότε μας εισήχθη κάποιος αρσενικοθήλυκος Θεός του Μαρκίωνα και του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε με το νού του τους νέους αιώνες(3) .
Αφού λοιπόν δεν δεχόμαστε την πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ αγέννητου και γεννητού, αμέσως χάνονται μαζί με την περίφημη διαίρεσή σου oι αδελφοί και oι εγγονοί, oι οποίοι χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσμού του οποίου, αφού λύθηκε ο πρώτος κόμπος και υποχώρησαν μαζί, μη έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις το εκπορευτό, πες μου, το οποίο διαφαίνεται στο μέσον της δικής σου διαιρέσεως και το οποίο εισάγεται από κάποιον καλύτερο από σένα θεολόγο, το Σωτήρα μας; Εκτός εάν τη φράση εκείνη που λέγει: «Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου ευαγγέλια για να φτιάξεις μια τρίτη δική σου Διαθήκη· το οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσμα· εφόσον πάλι δεν είναι γεννητό, δεν είναι Υιός· εφόσον, τέλος, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι αυτή η εκπόρευση; Πες μου εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος και θα παραφρονήσουμε και oι δύο καθώς θα ζητάμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια του Θεού. Και αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εμείς, oι οποίοι δεν μπορούμε ούτε αυτά που βρίσκονται στα πόδια μας να εννοήσουμε, ούτε την άμμο των θαλασσών και τις σταγόνες της βροχής και τις ημέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουμε, ακόμη περισσότερο δε, να εισέλθουμε στα βάθη του Θεού και να κάνουμε λόγο για την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του Θεού.
Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύμα για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι ελλειπής ο Θεός. Ο τρόπος της φανερώσεως, για να το πω έτσι, ή η διαφορά της σχέσεως που έχουν μεταξύ τους, δημιουργεί και τη διαφορά που έχουν στην ονομασία τους. Διότι τίποτε δεν λείπει από τον Υιό για να είναι Πατέρας -εφόσον δεν είναι έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι Υιός· δεν είναι όμως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία. Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον μεν Πατέρα, το ότι «έχει γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύμα ονόμασε, για να διασώζεται το ασύγχυτο των τριών υποστάσεων μέσα και στη μία φύση και το ένα μεγαλείο της θεότητας. Ούτε πράγματι ο Υιός είναι Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο Πατέρας. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, αν και προέρχεται από τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός. Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι τρία ως προς τις ιδιότητες· έτσι ώστε, ούτε το ένα είναι όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της τωρινής πονηρής διαιρέσεως.
Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύμα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο, είναι ομοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.
Αλλά ποιος προσκύνησε ποτέ το Πνεύμα; ίσχυρίζεται (ο αιρετικός). Ποιος (από τους αγίους) της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης; Ποιος προσευχήθηκε σ' αυτό; Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να το προσκυνούμε ή να προσευχόμαστε σ' αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση θα τη δώσουμε αργότερα, όταν συζητήσουμε για τις αλήθειες της πίστεως που δεν απαντουν στην Γραφή. Τώρα θα είναι αρκετό να πούμε μόνο αυτό: Το Πνεύμα είναι αυτό, μέσα από το οποίο προσκυνούμε τον Θεό και με τη βοήθεια του οποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεύμα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού λέγει πάλι η Γραφή: Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Και αλλού: Θα προσευχηθώ με το Πνεύμα, θα προσευχηθώ και με το νου, δηλαδή με το νου και το Πνεύμα. Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύμα ή να προσεύχομαι, δεν μου φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύμα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση, Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ καλό, δεν θα επαινούσε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού είναι ομότιμη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και βέβαια ούτε εκείνο που λέγεται στη Γραφή θα φοβηθώ, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει μέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα από τα πάντα και το άγιο Πνεύμα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς τα πάντα χωρίς περιορισμό. Ούτε βέβαια περιλαμβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει μέσα στο χρόνο, και τότε απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθμησέ το με τα κτίσματα. Όσο εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ. Εάν όμως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει γίνει μέσω του Χριστού; Σταμάτα λοιπόν ν' ατιμάζεις και τον Πατέρα περιφρονώντας το Μονογενή Υιό του - διότι είναι ατιμία για τον Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα το ύψιστο (τον Υιό), να τον στερείς από τον Υιό Του -και τον Υιό περιφρονώντας το Πνεύμα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δημιουργός κάποιου δούλου όμοιου μ' αυτόν, αλλ' αυτός που συνδοξάζεται με τον ομότιμό του, το Πνεύμα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να μη βάλλεις στην ίδια κατηγορία με σένα, για να μην πέσεις εσύ από την Τριάδα. Και με κανένα τρόπο να μην περικόψεις τη μία φύση και εξίσου άξια σεβασμού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει μαζί του το σύνολο, ή μάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ' όλα. Καλύτερα να σχηματίσεις μία ατελή ιδέα για τον τρόπο της ενώσεως, παρά ν' αποτολμήσεις μια τόσο μεγάλη ασέβεια.
Έφτασε όμως ο λόγος μας και σε αυτό το ουσιαστικό κεφάλαιο· και στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα το οποίο είχε σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλήθεια, τώρα αναζωπυρώνεται. Είναι ανάγκη όμως ν'αντιταχθοϋμε στους φλύαρους και να μη νικηθούμε λόγω της απουσίας μας, με το να έχουμε λόγο και να συνηγορούμε υπέρ του Πνεύματος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγματα; Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς που είναι κάπως σώφρονες σχετικά με τον Υιό; Η μία μου απάντηση θα είναι κοινή και για τους δύο, η άλλη μου απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή μου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε μας τους τριθεΐτες εσείς που σέβεστε τον Υιό, αλλά επαναστατήσατε κατα του Πνεύματος; Εσείς δεν είσαστε διθεΐτες; Εάν επιπλέον αρνείσθε και την προσκύνηση του Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί με το μέρος των αντιπάλων. Και τότε γιατί να σας φερόμαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να μην είσαστε εντελώς νεκρωμένοι; Αν όμως σέβεσθε τον Υιό και πιστεύετε ορθα και σωτήρια μέχρι αυτό το σημείο, τότε θα σας ρωτήσουμε: Ποιος είναι ο λόγος της διθεΐας σας, αν κατηγορηθείτε γι' αυτό; Εαν υπάρχει κάποια απάντηση συνετή, αποκριθείτε και δείξτε και σε μας τον τρόπο ν' απαντάμε. Διότι με όποια επιχειρήματα θ' αποκρούσετε εσείς την διθεΐα, αυτά θ' αρκέσουν και σε μας για ν' αποκρούσουμε τήν τριθεΐα. Κι έτσι θα νικάμε χρησιμοποιώντας εσάς τους κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ' αυτό;
Αλλά πώς θ' αγωνιστούμε και θ' αποκριθούμε ενάντια και στους δύο; Για μας ένας Θεός υπάρχει, διότι μία είναι η θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόμενα από αυτό, ακόμη κι αν θεωρούνται τρία. Διότι δεν είναι άλλο από τα πρόσωπα περισσότερο Θεός και άλλο λιγότερο Θεός ούτε υπάρχει άλλο προγενέστερο και άλλο μεταγενέστερο· ούτε χωρίζονται ως προς το θέλημα, ούτε διαιρούνται ως προς τη δύναμη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ' αυτά, κάτι απ' αυτά που ύπάρχουν στα κτιστά όντα, που μπορούν να διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούμε με συντομία, η θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και όπως συμβαίνει με τρεις ήλιους oι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους: μία είναι η έκχυση του φωτός. Οταν λοιπόν αναβλέψουμε προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία, ένα είναι αυτό που μας εμφανίζεται. Όταν πάλι αναβλέψουμε σ'αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα οποία προέρχονται αχρόνως από την πρώτη αιτία έχοντας την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούμενα.
Όμως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες μία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν βαθύτερα, και για μας δεν υπάρχει μία ανθρωπότητα, όλο δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όμως υπάρχουν γι' αυτούς πολλοί θεοί και όχι ένας, όπως και άνθρωποι πολλοί; Εκεί όμως το ένα μπορεί η κοινωνία να το φανταστεί μόνο με τη σκέψη· τα δε επιμέρους άτομα είναι διαχωρισμένα στον ύψιστο βαθμό μεταξύ τους και ως προς το χρόνο και ως προς τα πάθη και ως προς τη δύναμη. Διότι εμείς oι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο σύνθετοι, αλλά και αντίθετοι και μεταξύ μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μη παραμένοντας απόλυτα οι ίδιοι ούτε και για μια μέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή μας, αλλά και σωματικά και ψυχικά συνεχώς αλλάζουμε και μεταβαλλόμαστε. Δεν ξέρω μάλιστα, μήπως και oι άγγελοι (μεταβάλλονται) και όλη η ανώτερη φύση μετά την Τριάδα, έστω κι αν μερικοί είναι απλοί και περισσότερο παγιωμένοι προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.
Πολλές φορές και πάλι επανέρχεσαι και μας κατηγορείς ότι δεν στηριζόμαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουμε τη θεότητα του Πνεύματος). Ότι βέβαια δεν είναι ξένο το Πνεύμα, ούτε παρείσακτο, αλλά και στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης και στους σημερινούς φανερώνεται και αποκαλύπτεται, έχει ήδη αποδειχθεί από πολλούς, oι οποίοι ασχολήθηκαν μ' αυτό, όσοι βέβαια αφού μελέτησαν όχι με ραθυμία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το «γράμμα» και έσκυψαν να δουν μέσα από αυτό, αξιώθηκαν να δουν την κρυμμένη ομορφιά και καταυγάσθηκαν από το φωτισμό της γνώσεως(4) .
Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μία περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από το εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι αυτό; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρα τη θέλησή μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέλησή μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι' αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και oι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ' αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή. Επειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ' αυτούς, δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι' αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής;». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.
Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εικάζω ό,τι αφορα στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ' αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερό η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, oι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη. Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι' αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος, μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες. Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομά μου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.
Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν' αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ' αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι' αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και ή ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε καί άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.
Ετσι λοιπόν πιστεύω γι' αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις oι ιδιότητες, αλλά μία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι' αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν' ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας. Διότι αν το Πνεύμα δεν είναι προσκυνητόν, πώς με θεώνει με το βάπτισμα;
Αν πάλι προσκυνείται, πώς να μη λατρεύεται; Και αν λατρεύεται, πώς δεν είναι Θεός; Το ένα εξαρτάται από το άλλο, κι έτσι έχουμε πράγματι μία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα. Από το Πνεύμα συμβαίνει η αναγέννηση σε μας από την αναγέννηση ακολουθεί η ανάπλαση και από την ανάπλαση η επίγνωση της αξίας εκείνου που μας ανέπλασε.
Αυτά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όμως θα έλθει σε σένα το πλήθος των μαρτυριών, με τις οποίες θ' αποδειχθεί ότι αναφέρεται και με το παραπάνω μέσα στην αγία Γραφή η θεότητα του Πνεύματος, σε όσους βέβαια δεν είναι πολύ ανόητοι, ούτε αποξενωμένοι από το Πνεύμα. Σκέψου λοιπόν τα εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύμα προηγείται· βαπτίζεται; Αυτό δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τον οδηγεί. Επιτελεί θαύματα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται. Ποιο άραγε από τα μεγάλα και απ' όσα κάνει ο Θεός, δεν μπορεί το Πνεύμα; Ποια πάλι ονομασία δεν έχει απ' όσες έχει ο Θεός εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση; Διότι έπρεπε να μείνουν oι ιδιότητες στον Πατέρα και στον Υιό, για να μην υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ' άλλα οδηγεί σε τάξη και κοσμιότητα. Εγώ φρίττω αναλογιζόμενος τον πλούτο των ονομασιών του Πνεύματος και σε πόσες από αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο Πνεύμα. Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο. Το Πνεύμα είναι αυτό που δημιούργησε, που μας ανακαινίζει με το βάπτισμα και την ανάσταση. Το Πνεύμα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα, που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί, αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μάλλον είναι το ίδιο φως και ζωή. Είναι αυτό που μας κάνει ναούς, μας θεώνει, μας τελειοποιεί, ώστε και να προηγείται του βαπτίσματος, αλλά και να επιζητείται μετά το βάπτισμα. Ενεργεί επίσης όσα κι ο Θεός, διαμοιράζεται σε γλώσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους. Είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ανεμπόδιστο, αμόλυντο. Αυτό σημαίνει μέ ισοδύναμες λέξεις, πως είναι η ύψιστη σοφία και μπορεί να ενεργεί με πολλούς τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύματα, τα καθαρά και λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάμεις, όπως και στα πνεύματα των προφητών και των αποστόλων, την ίδια στιγμή αλλά όχι στους ίδιους τόπους, αφού είναι διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεμηθεί άλλα σε άλλο μέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).
Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ'αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι αλλο; Πόσο στ' αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι' αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονομασίες λοιπόν του Πνεύματος είναι τόσες πολλές και τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις μαρτυρίες γι' αυτές τις λέξεις; Και όσα εδώ λέγονται με τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή δίδεται, ότι αποστέλλεται, ότι μερίζεται, ότι είναι χάρισμα, δώρημα, εμφύσημα, επαγγελία, μεσιτεία, είτε κάτι άλλο σαν αυτά, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το αναγάγουμε στην πρώτη αιτία, για να καταδειχθεί από πού προέρχεται και να μην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις αρχές διαχωρισμένες μεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα. Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα, όπως ο Σαβέλλιος(5) και να διαχωρίσει τις φύσεις όπως ο Άρειος(6).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα, όπως ο άνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και Αριστοτέλη, Περί ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ο «νους» όμως των φιλοσόφων αυτών δεν μπορεί να συνδεθεί με το άγιο Πνεύμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ).
3. Ο Μαρκίωνας ήταν ένας γνωστικός συγγραφέας του β' αιώνος. Η θεολογία του διέφερε όμως σε πολλά σημεία από αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και τον κακό. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και πολλά βιβλία της Καινής. Μερικοί κώδικες περιέχουν τη γραφή «Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστημα των «νέων αιώνων» έχει τη σφραγίδα του δεύτερου. Σχετικά βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Grégoire de Nazianze, Discours Théologiques εν Sources Chrétiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, υποσημ. 2.
4. Υπάρχουν κάποιες αλήθειες, λέγει ο άγ. Γρηγόριος, μέσα στην Αγία Γραφή, οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά. Ο φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα πιστός νομιμοποιείται να υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράμμα για να βρει τα κρυμμένα νοήματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει στον αγώνα του εναντίον των αιρετικών.
5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ' αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της αγίας Τριάδας δεν συνιστούν τρεις διακεκριμένες υποστάσεις, αλλά μία ουσία, που εμφανίσθηκε με τρία πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία.
6. Ο Άρειος (δ' αι.) επέφερε μεγάλη κρίση στην Εκκλησία. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Καταδικάστηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).
Πηγή: (Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου (επιμ.), «Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος», μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991.) Μυριόβιβλος
Ο Καπετάν Γιαγκλής και τα πρώτα παλικάρια του
Στις 25 Μαρτίου του 1937, το Κοινοτικό Συμβούλιο Νιγρίτας αποφάσισε την καθιέρωση της 21ης Φεβρουαρίου, ως «Τοπικής Εθνικής Εορτής ...συμβολιζούσης την απελευθέρωσιν της πόλεως ...εκ του τουρκικού ζυγού αφ’ ενός και εκ της βουλγαρικής βουλιμίας αφ’ ετέρου». Έκτοτε η επέτειος εορτάζεται αδιαλείπτως κάθε χρόνο σαν σήμερα ενώνοντας τα εξής τρία γεγονότα:
105 χρόνια λοιπόν μετά την 21 Φεβρουαρίου του 1913 αλλά και 81 περίπου μετά την καθιέρωση της ημέρας αυτής ως ημέρα απελευθερώσεως της πόλεως και της περιοχής από τον τουρκικό ζυγό αλλά και την ουδέποτε παύσασα Βουλγαρική βουλιμία, που έγινε γνωστή με την απανθρωπιά της 19ης Ιουνίου 1913 ότε μετέβαλαν την πόλη της Νιγρίτας σε στάχτη.
Μάλιστα οι θανατωθέντες υπέργηροι άντρες και γυναίκες υπερβαίνουν τους 470, ήταν όσοι δεν μπόρεσαν να διαφύγουν λόγω γήρατος προς το χωριό Αρέθουσα όπου κατέφυγαν οι περισσότεροι εκ των δυναμένων να κινηθούν. Την ίδια φυσικά μέθοδο και συμπεριφορά ακολούθησαν οι Βούλγαροι εναντίον των κατοίκων του Δημητριτσίου - Λυγαριάς - Αγίας Παρασκευής και όλων των γύρω χωριών της περιοχής. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο, τα πάντα σαρώθηκαν από τη μανία του βουλγαρικού στρατού και των ακολουθούντων κομιτατζήδων.
Τα γεγονότα της Πέμπτης 19ης Ιουνίου 1913 μου διηγείται η γιαγιά μου 70 χρόνια αργότερα, που ήταν μικρό κοριτσάκι τότε.
«Με τον μεγαλύτερο αδερφό μου Σάββα αλλά και τα δίδυμα μικρότερα αδέλφια μου, που δεν ήταν πάνω από 2 ετών τον Σωτήρη και τον Γιώργο καθόμασταν στο σπίτι. Η νινέ, μάνα μας, Μαρία για να διασκεδάσει την πείνα των μωρών της έφτιαξε ένα νεροζούμι με ελάχιστο καφέ, λίγη ζάχαρη και μερικές μπουκιές ξερό ψωμί. Τα παιδιά καθώς ήμασταν πεινασμένα μαλώναμε για το ποιο θα φάει περισσότερο… Πάνω στον καβγά ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος! Τα παιδιά μένουν βουβά! Οι γονείς τα χάνουν! Η νινέ δεν ήξερε τι να κάνει, μα δάκρια έτρεχαν από τα μάτια της, καθώς σκέπτονταν ότι παρότι 9 μήνες πριν είχαν απελευθερωθεί από τον ΚαπετάνΓιαγκλη και τα παλικάρια του, Ελληνικός Στρατός βρισκόταν ήδη μέσα στη Νιγρίτα, εν τούτοις κάτι της έλεγε ότι η κανονιά που πριν λίγο άκουσε δεν ήταν για καλό. Ο παππούς βγήκε έξω από το σπίτι, είδε τους στρατιώτες να υποχωρούν… Είχαν εντολή να αφήσουν την Νιγρίτα στο έλεος των Βουλγάρων και να υποχωρήσουν…
"ΜπαρμπαΠασχάλη", τον ήξεραν γιατί τους έφτιαχνε τα τσαρούχια που φορούσαν, ¨ ΜπαρμπαΠασχάλη πάρε τα παιδιά σου, μάζεψε ότι μπορείς από τα υπάρχοντά σου και φύγε… Εμείς φεύγουμε και οι Βούλγαροι προελαύνουν… Θα σκοτώσουν όποιον βρούν μπροστά τους και θα κάψουν την Νιγρίτα!¨ Μια σπαρακτική φωνή εκείνη την ώρα ακούστηκε… ¨ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΑΤΑΡΟΙ!!!¨
Ο παππούς δεν είχε κάρο, φόρτωσε τον μπόγο με τα λίγα ρούχα που μάζεψε η νινέ στην πλάτη του, πήρε το ένα από τα δίδυμα αγκαλιά έδωσε το άλλο στη γυναίκα του, μας πήραν και εμάς από ένα, τα μεγαλύτερα, ο καθένας από το χεράκι και ξεκινήσαμε τον δρόμο άλλοι για το Μασλάρι-Αρέθουσα και άλλοι για το Σοχό. Περπατούσαμε ώρες με τα πόδια… Κουραστήκαμε, μα δεν μιλούσε κανείς… τρέμαμε από τον φόβο…. Μαζί μας βρισκόταν πολλές εκατοντάδες Νιγριτινοί ξεσπιτωμένοι. Όλοι μαζί πήραμε τον δρόμο για τα βουνά, να σωθούμε. Μέσα μεταφοράς υπήρχαν μόνο τα κάρα με τα βόδια και τα γαϊδούρια, μα και εκείνα ήταν ελάχιστα. Έτσι λοιπόν κινήσαμε με τα πόδια τον ανήφορο για το βουνό! Πίσω μας αφήσαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες και όσους δεν μπορούσαν να μετακινηθούν γρήγορα. Έλεγαν οι παππούδες: ¨αφήστε μας εδώ, τι θα μας κάνουν; Εμείς είμαστε ανήμποροι να τους πειράξουμε. Δεν θα μας φοβηθούν άρα και δεν θα μας πειράξουν¨.
Στο Μασλάρι-Αρέθουσα μείναμε μερικές ημέρες. Δεν είχαμε να φάμε. Οι κάτοικοι του χωριού μοιράζονταν μαζί μας το ψωμί τους. Τελικά μετά από μέρες μας είπαν πως οι Βούλγαροι κατακτητές έφυγαν από τη Νιγρίτα και πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Είχανε φόβο όλοι, μα και μεις στις παιδικές μας ψυχούλες, για το τι θα δούνε τα μάτια μας όταν επιστρέφαμε στη Νιγρίτα. Όσο γρήγορα φύγαμε από τη Νιγρίτα κυνηγημένοι άλλο τόσο γρήγορα επιστρέψαμε, έχοντας την αγωνία για το αν έκαναν κακό οι Βούλγαροι στα σπίτια και στους παππούδες μας! Φτάσαμε στο ύψωμα έξω από τη Νιγρίτα είδαμε αραιούς καπνούς πάνω από την πόλη. Πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που αφήσαμε πίσω. Η Νιγρίτα καμένη! Τα ψηλά (διώροφα και τριώροφα) σπίτια μακεδονικού ρυθμού πλέον δεν υπήρχαν. Υπήρχαν καμένα συντρίμμια, που ακόμα κάπνιζαν. Μόνο ο Αϊ Γιώργης και το καμπαναριό του δέσποζαν πλέον… μα και τα δυο βαριά πληγωμένα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε καλά-καλά πού βρισκόταν τα σπίτια μας. Φτάσαμε στο χώρο που βρισκόταν η γειτονιά μας, ο παππούς Πασχάλης έκλαιγε ενώ η νινέ μας αγκάλιαζε και τα σαν ποτάμι δάκρυά της μας μούσκευαν τα ρούχα.
Ψάχναμε τους παππούδες, τις γιαγιάδες αλλά και τους άλλους ανήμπορους, που αφήσαμε πίσω μας. Μάταια όμως! Οι Βούλγαροι τους είχαν εκτελέσει και τους είχαν κάψει όλους! Ανθρώπινα μέλη κείτονταν παντού, σώματα κατακρεουργημένα και καμένα έβλεπες όπου γυρνούσες τα μάτια σου μαζί με σκοτωμένα ζώα, που είχαν την ίδια τύχη με τους ιδιοκτήτες τους.
Οι «αδίκω θανάτω τελειωθέντες», όπως μάθαμε στη συνέχεια, ήταν πάνω από 470, τόσους τουλάχιστον μπόρεσαν και κατέγραψαν, ενώ τα κατεστραμμένα σπίτια ήταν 1.450.
Εμείς πεινούσαμε, μα δεν υπήρχε τίποτα να φάμε! Ψάχναμε στα αποκαΐδια να βρούμε κάτι που τρώγονταν, βρίσκαμε κανένα καμένο κουτάλι και κανένα μισοσπασμένο πιάτο, και τα μαζεύαμε… αυτά ήταν η αρχή για το νοικοκυριό μας! Οι μεγάλοι μάζεψαν τα μέλη και τα σώματα των εκτελεσθέντων και τα έθαψαν τιμώντας τους όπως μπορούσαν, μιμούμενοι την αρχαία πρόγονό τους την Αντιγόνη! Στη συνέχεια προσπαθούσαν να ταιριάξουν τα σπίτια τους για να βάλουν τις οικογένειές τους. Ποιος να βοηθήσει ποιόν; Όλοι στην ίδια μοίρα βρισκόταν! Μα και έτσι που ήταν όλοι βοηθούσαν όλους! Αποτέλεσμα της φτώχειας μας, της δυστυχίας μας και της πείνας μας ήταν να δώσουμε το ένα από τα μικρά για υιοθεσία σε μια άτεκνη θεία μου. Αφού δεν είχαν να μας ταΐσουν! Καλύτερα 5 στόματα παρά 6. Τουλάχιστον το ζευγάρι που θα έπαιρνε το ένα θα μπορούσε να του δώσει κάτι να φάει. Η νινέ ήταν πονεμένη μα αμίλητη. Μάνα που δίνει το παιδί της για να μπορέσει να ζήσει και αυτό αλλά και τα άλλα 3 που κρατούσε. Μάνα με τύψεις για την δίκαιη όμως πράξη της αλλά και με βουβό πόνο μέχρι που έκλεισε τα μάτια της!»
Έτσι τελείωνε την διήγηση η γιαγιά κάθε φορά. Μα τα μάτια της και τα ρυτιδιασμένα μάγουλά της ήταν κατάφορτα από τα δάκρυα, τα οποία συνόδευαν οι λυγμοί! Και εμείς κάθε φορά που τελείωνε την διήγηση αυτή και βρισκόταν πάντοτε σε αυτή την βεβαρημένη συναισθηματικά κατάσταση, την αφήναμε στην κάμαρά της και πηγαίναμε στην κουζίνα και ξεσπούσαμε τα με δυσκολία συγκρατημένα μέχρι τότε δάκρυα μας.
Αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν αυτά τα γεγονότα πλέον έφυγαν από τη ζωή! Μείναμε όμως εμείς, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να τα μεταφέρουμε στα δικά μας παιδιά και εγγόνια. Για να ξέρουν τι αντιμετώπισαν οι πρόγονοί τους. Να μην ξεχάσουν ποτέ την καταστροφή που υπέστη ο τόπος μας! Γιατί ο τόπος μας είναι διάσπαρτος από θυσία!
«Γιατί, σε κάθε βήμα μπορεί να πατήσεις χώμα ιερό, μπορεί να πατήσεις έναν τάφο, μπορεί να πατήσεις ένα λείψανο.»
Όλοι αυτοί που είτε θυσιάσθηκαν είτε υπέφεραν το έκαναν για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία! Θυσιάστηκαν και υπέφεραν για να κρατήσουν την ελληνικότητα σε αυτά τα χώματα που είναι ευλογημένα από τα αίματά τους! Θυσιάστηκαν για να ξυπνήσουν συνειδήσεις κοιμισμένες τότε αλλά και σήμερα!
Οφείλουμε σήμερα, εμείς, να μην ξεχνούμε την θυσία τους! Ευτελιστήκαμε οικονομικά, ηθικά, αξιακά! Δεν επιτρέπουμε όμως σε κανέναν, είτε «εντός των τοιχών» είτε εκτός να ευτελίσει την Πατρίδα μας!
Μέχρι εδώ!
Χρωστούμε σ’ όσους ήρθαν
πέρασαν
θα ‘ρθούνε θα περάσουν
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί!
Ο Λαός δεν αντέχει πια! Να το καταλάβουν! Ήταν ένα ναρκωμένο λιοντάρι, το μέθυσαν και το νάρκωσαν κάποιοι με το χρήμα και την καλή ζωή! Τώρα το λιοντάρι ξύπνησε και θα κυνηγήσει όποιον το υποτιμήσει!
Σεβαστοί Κυρίες και Κύριοι που στα χέρια σας κρέμεται η Πατρίδα μας, και σήμερα δεν είστε εδώ, προσέξτε! Σας τιμούμε και προσευχόμαστε πάντοτε πρώτα για σας, τους καθ΄ ύλην αρμόδιους να διαφυλάξουν τα Ιερά και τα Όσια της Πατρίδας μας. Έχετε πίσω σας έναν ολόκληρο λαό, την συντριπτική πλειονοψηφία των Ελλήνων που σας στηρίζουν για να στήσετε μέτωπο και στήθος μπροστά σε όσους επιβουλεύονται την ιστορία μας, την αξία μας, τον πολιτισμό μας και την εδαφική μας ακεραιότητα! Μη μας προδώσετε! Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, που σήμερα δεν είστε εδώ, και λοιποί άρχοντες, ο καθένας από το μετερίζι του, με ψυχή ανδρεία αγωνιστείτε και εμείς σας στηρίζουμε! Η Μακεδονία είναι μόνο μία και δεν μπορεί να μην είναι Ελληνική!
Από την ψήφο σας και την έγκρισή σας κρέμεται η τύχη της Μακεδονίας μας! Από τις αποφάσεις που θα κληθείτε να πάρετε μέσα στο κοινοβούλιο, ως πρόσωπα πλέον, θα κριθούν πολλά! Για την Πατρίδα μας, για τους Έλληνες αλλά και για σας τους ευθυνοφόρους!
Φοβάμαι πως μια λάθος επιλογή σας στο κοινοβούλιο, θα σας φέρει αντιμέτωπους με αυτούς που σας ανέδειξαν και σας τοποθέτησαν εκεί!
Θα εκθέσετε οι ίδιοι τον εαυτό σας στο Λαό, που προδοσίες δεν σηκώνει! Θα ελεγχθείτε για ότι πράξετε γιατί στον λαό είστε υπόλογοι!
Δεν έχετε δικαίωμα να κλείσετε τα αυτιά σας στην ιστορία! Κλείστε τα στις σύγχρονες Σειρήνες που θα θέλουν να σας δελεάσουν!
Έχετε χρέος όχι μόνο απέναντι σε μας τους συγχρόνους συμπατριώτες σας! Έχετε κυρίως χρέος ιερό προς τους νεκρούς μας, που είναι πολύ περισσότεροι από τους ζωντανούς! Έχετε όμως χρέος ιερό και προς τα παιδιά σας, τα παιδιά μας, τα σημερινά αλλά και τα αυριανά Ελληνόπουλα για το status quo, το οποίο θα τους παραδώσουμε με ευθύνη σας!
Κριτές λοιπόν θα μας δικάσουν,
Οι αγέννητοι οι νεκροί!
Ο Θεός μαζί σας αν πάρετε την απόφαση να αγωνιστείτε υπέρ της Πατρίδος!
Ο Θεός ας σας συγχωρήσει, αν αποφασίσετε να ενδώσετε!
Καλή δύναμη!
Η Υπέρμαχος Στρατηγός του Έθνους μας Κυρία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, η Παναγία μας αγαπά την Ελλάδα και δεν θα μας αφήσει!
Σηκώστε Έλληνες το κεφάλι!
Ψηλά οι Σημαίες!
Γιατί όπως είπε και ο Γέρος του Μωριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «Ψηλά μωρέ τα κεφάλια, εμείς και στο Θεό όρθιοι μιλούμε»!
Με νουν και καρδία Πατριωτική και υψηλόφρονα όπως οι Ήρωες πρόγονοί μας, που σήμερα τιμούμε, βροντωφωνάζουμε:
Ζήτω η Μακεδονία!
Ζήτω η Ελλάς!
Ζήτω οι Έλληνες!
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι διαθρησκειακές συναντήσεις εξακολουθούν να παραμένουν στο προσκήνιο, να απασχολούν την επικαιρότητα. Μετά το χτύπημα των διδύμων πύργων της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για την οργάνωση διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, και μάλιστα με την παρότρυνση και ενθάρρυνση πολιτικών, διακόνων της Νέας Τάξεως πραγμάτων, υπό το πρόσχημα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, της οποίας τα αίτια είναι κυρίως η πολιτική καταπίεση των λαών, η κοινωνική αδικία και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους ισχυρούς σε διακρατικό επίπεδο. Δίκαια χαρακτηρίσθηκαν ως συναντήσεις και διάλογοι «κατ' επιταγήν» των ισχυρών, στους οποίους δυστυχώς υπακούουν και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες.
Είναι διπλός ο στόχος αυτών των συναντήσεων. Από τη μία πλευρά προσπαθούν να μεταθέσουν την ευθύνη από την πολιτική στην θρησκεία, να παρουσιάσουν δηλαδή πως υπεύθυνες για την τρομοκρατία δεν είναι η φτώχεια και η καταπίεση των λαών, αλλά ο θρησκευτικός φανατισμός. Και από την άλλη επιδιώκουν να ενισχύσουν τον συγκρητισμό, την ανάμειξη πολιτισμών και θρησκειών, την οικοδόμηση του πολυπολιτισμικού μοντέλου της Νέας Εποχής, της Πανθρησκείας του Αντιχρίστου. Η εποχή του Ιχθύος (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός) τελείωσε με το τέλος της δεύτερης χιλιετίας, και αρχίζει τώρα από το 2001 η εποχή του Υδροχόου, του Αντιχρίστου, ο οποίος βέβαια ως μοναδικό και αποκλειστικό στόχο έχει να ισοπεδώσει και να εξισώσει τις θρησκείες, ώστε να παύσει να ισχύει η διακήρυξη του Ευαγγελίου ότι μόνον ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, η αλήθεια και η ζωή, και να παραμείνουν έτσι οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι στο σκότος και στην πλάνη.
Τα κείμενα που δημοσιεύονται στο μικρό αυτό βιβλίο επισημαίνουν τον λανθασμένο και επικίνδυνο δρόμο των διαθρησκειακών συναντήσεων με βάση την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων. Οφειλετική δε και αρμόζουσα κατά πάντα κρίνεται η αφιέρωσή του εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β', τον όντως γνήσιον Έλληνα και Ορθόδοξον ιεράρχην, ο οποίος δεν εδίστασε να ορθώσει το ανάστημά του και να επιτελέσει το επισκοπικό του χρέος, αρνούμενος να φιλοξενήσει διαθρησκειακή συνάντηση στην θεοφρούρητη και αγιοφύλακτη συμπρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους και συμβασιλεύουσα της ένδοξης Πόλης, της ξακουστής και ζηλευτής Κωνσταντινούπολης.
Μάρτιος 2003
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
***************
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
1. Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης
2. Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς
3. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες αλήθειες
4. Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;
α'. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες.
β'. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και Μουσουλμάνων
γ'. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
5. Ο διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ
α'. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
β'. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
γ'. Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
δ'. Όλοι οι άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι
ε' . Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
στ'. Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννάδιος Σχολάριος
ζ'. Οι Άγιοι Νεομάρτυρες
η'. Ισλάμ και νεομάρτυρες. Εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο.
1. Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης
Δεν ήταν εκκλησιαστική η σύναξη της Ασίζης που συνεκάλεσε ο πάπας στις 24-1-2002. Αν διαβάσει κανείς το Ευαγγέλιο και ερευνήσει την ιστορία της Εκκλησίας, δεν θα συναντήσει πουθενά τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακό συναπάντημα. Η Εκκλησία επί δύο χιλιάδες χρόνια λειτουργεί ως σύναξη και κοινωνία των πιστών και ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι ενωμένοι με το ένα Βάπτισμα και την μία Ευχαριστία, ομολογούν την μία πίστη εις Πατέρα, εις Υιόν και εις Άγιον Πνεύμα, εις Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Όλες οι χριστιανικές συνάξεις αρχίζουν με την δοξολόγηση της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή επικαλούνται το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνωσία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτικες θρησκείες. στα πρόσωπα των τριών μάγων που προσκύνησαν τον Χριστό εκπροσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το φως εκ φωτός που έλαμψε στον κόσμο. Στον Ιορδάνη ποταμό κατά την βάπτιση του Χριστού "η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις".
Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πίστες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. O Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος διακηρύσσει ότι «εγώ ειμι το φως του κόσμου»1. Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό του φως βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»2. Από της εποχής του Αγίου Ιωάννου, του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθημένους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, που ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κληρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων οδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης -αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι- δεν τους είπαν ότι έχομε την ίδια πίστη με σας, πιστεύομε στον ίδιο θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς»3.
Κατά τη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών επιφανείας και επιλάμψεως του θεϊκού Φωτός, έθνη, λαοί και άτομα φωτίσθηκαν και εσώθηκαν, ενσωματωθέντα στο σώμα του Χριστού, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Συναντώνται εκατομμύρια πιστών στην ευχαριστιακή συνάντηση και κοινωνία, διαρκώς και αδιαλείπτως, κάθε ημέρα σχεδόν, και όχι μόνον εύχονται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», εις τρόπον ώστε να καθιστούν περιττή την συνάντηση της Ασίζης, αλλά και διακηρύσσουν ότι «είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες», πράγμα που δεν έκανε ούτε μπορούσε να κάνει η Ασίζη, γιατί εκεί υπήρχαν πολλά έθνη και λαοί, πιστεύοντα εις άλλους θεούς και μη ευρόντα την αληθή πίστη.
Από της πλευράς αυτής η Ασίζη είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συνηντώντο πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα. Ενώ όμως σε εκείνη την Γαλιλαία των εθνών η εμφάνιση και η διδασκαλία του Χριστού συνετέλεσε ώστε «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»4, στην νέα Γαλιλαία των εθνών, στην Ασίζη, το σκότος εξακολουθεί να παραμένει, τα έθνη και οι λαοί που εκπροσωπήθηκαν, προσευχήθηκαν στους δικούς τους θεούς, δεν ακούσθηκε το κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού· «Μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»5.
2. Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς
Ας δούμε όμως και το επιχείρημα των Οικουμενιστών και συγκρητιστών για την αγάπη που πρέπει να έχουμε προς τους άλλους. Είναι ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα από όσους δεν διακρίνουν τα πράγματα και συγχέουν τα ασύγχυτα, και ομόφωνη η απάντηση της Αγίας Γραφής και η στάση των Πατέρων. Ασφαλώς ο Θεός είναι αγάπη που τη δείχνει προς όλους, δικαίους και αμαρτωλούς, και ασφαλώς και εμείς πρέπει να χαρακτηριζόμαστε από αυτήν την καθολική, την συνολική αγάπη, γιατί αυτή είναι το κατ' εξοχήν γνώρισμα των Χριστιανών. Η αγάπη όμως αυτή δεν πρέπει να αναιρεί την αλήθεια και την ευσέβεια, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, γιατί διαφορετικά είναι ψεύτικη και υποκριτική. Πρέπει να αγκαλιάζει τον πλησίον όχι μόνο ως σωματική, βιολογική παρουσία, αλλά ως πνευματική ύπαρξη, με αιώνια προοπτική, και να ενδιαφέρεται προ παντός όχι για τα κοσμικά και τα πρόσκαιρα, αλλά για τα αιώνια, για την σωτηρία του. Η σωτηρία του πλησίον δεν μπορεί να επιτευχθεί, όταν βρίσκεται στην πλάνη και στην αίρεση, στην οποία μάλιστα εγωιστικά επιμένει. Χάνεται και ο ίδιος και παρασύρει και άλλους στην απώλεια. Από αγάπη λοιπόν και όχι από μίσος κινούμενη η Εκκλησία και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων απαγορεύει την μετά των αιρετικών κοινωνίαν και συναναστροφήν, ώστε και τους ιδίους παιδαγωγικώς να οδηγήσει σε συναίσθηση της πλάνης αλλά και τους άλλους να προφυλάξει. Από αγάπη προς τα πρόσωπα των αιρετικών αποστρεφόμαστε την πλάνη και την αίρεση. Την αποστροφή αυτή την δείχνουμε με πόνο ψυχής προς τους ιδίους, γιατί η αίρεση και η πλάνη είναι απρόσωπες.
Ο γλυκύς και πράος Ιησούς, ο φίλος των πορνών και των τελωνών, ο άρχων της ειρήνης και της αγάπης, επήρε το φραγγέλιο και εξεδίωξε από το ναό αυτούς που τον είχαν μεταβάλει σε κερδοσκοπική επιχείρηση, όπως διέστρεψε ο πάπας τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας σε κοσμική και οικονομική δύναμη με τράπεζες και παγκόσμια κυριαρχία. Εξεφώνησε τα φοβερά «ουαί» εναντίον των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι με την αλαζονική και υποκριτική συμπεριφορά τους, ούτε οι ίδιοι εσώζοντο, αλλά δεν άφηναν και τους άλλους να σωθούν. Τους απεκάλεσε όφεις και γεννήματα εχιδνών6. Εθεωρούντο και αυτοί νόμιμοι εκπρόσωποι του μωσαϊκού νόμου, «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι»7, όπως θεωρεί ο πάπας εαυτόν νόμιμο διάδοχο του Πέτρου και βικάριο του Χριστού επί της γης. Μήπως όμως και ο Πέτρος δεν αρνήθηκε το Χριστό; Όταν με κοσμικά κριτήρια προσπάθησε να αποτρέψει τον Χριστό από τον Σταυρό και τον θάνατο, γιατί τον ήθελε κοσμικό άρχοντα με δύναμη και εξουσία επί της γης, όπως ακριβώς έχει διαμορφώσει ο Παπισμός το κράτος του Βατικανού, άκουσε τότε τα φοβερά λόγια του Χριστού.«ύπαγε οπίσω μου Σατανά. σκάνδαλόν μου ει. ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»8. Συνιστά ο Χριστός να ελέγχουμε τους αδελφούς μας διακριτικά κατ' αρχήν. όταν όμως η αμαρτία και η πλάνη φαίνεται να ριζώνουν, τότε δημοσιοποιούμε τον έλεγχο και κόβουμε κάθε δεσμό μαζί τους. «εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»9.
Την ίδια αυστηρή στάση εκράτησε προς το θεολογικό και πολιτικό κατεστημένο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», το απαράμιλλο αυτό υπόδειγμα ασκητικής βιοτής και παρρησίας, με συνέπεια να πληρώσει με την ζωή του το θάρρος, την παρρησία και την αντίστασή του προς τους ισχυρούς. Αποκάλεσε και αυτός τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους γεννήματα εχιδνών και τους προειδοποίησε ότι η «αξίνη προς την ρίζαν του δένδρου κείται», για να κόψει όσα δένδρα δεν κάνουν καρπό10.
Στην ίδια γραμμή επορεύθησαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, αλλά και με τους κανόνες που εθέσπισαν, οι οποίοι απαγορεύουν την συναναστροφή με αιρετικούς και πλανεμένους. Πώς θα ξεπεράσει κανείς την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος;»11 Ο πάπας διά των αιώνων νουθετήθηκε όχι μία και δύο φορές, αλλά χίλιες δύο, για να αποκηρύξει τις πλάνες του. Και ο σημερινός πάπας νουθετήθηκε επανειλημμένως στους διάλογους· ακόμη και οι εκπρόσωποί του θεολόγοι στον επίσημο διάλογο με την ορθόδοξη Εκκλησία υπέγραψαν στο Freising του Μονάχου (1990) την καταδίκη της Ουνίας· ως παράνομος όμως Ιούδας «ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Απέρριψε και αχρήστευσε αυτήν την απόφαση και παρέσυρε πολλές ορθόδοξες εκκλησίες, χωρίς λόγο, σε νέα συζήτηση στο Balamand του Λιβάνου, όπου αθωώθηκε και με υπογραφή «Ορθοδόξων» η επάρατη Ουνία. Δεν αποτελεί παράβαση ευαγγελικής εντολής να εξακολουθούμε εμείς «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν» να έχουμε κοινωνία και συναναστροφή και να δικαιώνουμε έτσι τον αυτοκατάκριτο πάπα; Ο Απόστολος Πέτρος στηλιτεύει τους ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους που εισάγουσι «αιρέσεις απωλείας»12 και συνιστά στους πιστούς να τους αποφεύγουν και να διέρχονται τη ζωή τους «εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις»13. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο απόστολος και κήρυκας της αγάπης, αυτός που είχε ζυμωθή και είχε πλασθή με την αγάπη, λέγει για τους αιρετικούς και τους πλάνους που διαστρέφουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ότι δεν πρέπει να τους δεχόμαστε στα σπίτια μας, αλλά ούτε να τους χαιρετούμε. διαφορετικά γινόμαστε και εμείς σαν κι αυτούς· «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»14. Αυτός λοιπόν ο ευαγγελιστής της αγάπης, καταδίωκε και αποστρεφόταν τόσο πολύ τους αιρετικούς, ώστε, όταν κάποτε πήγε σε δημόσιο λουτρό και πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί ο αιρετικός Κήρινθος, είπε στους μαθητάς του να φύγουν αμέσως από εκεί, για να μη πέσει η στέγη του λουτρού λόγω της παρουσίας του αιρετικού Κηρίνθου15. Ήταν λοιπόν διδάσκαλος του μίσους, εστερείτο αγάπης, κατά τους διαστρέψαντας την αγάπη σε «αγαπισμό» και οικουμενισμό; Σίγουρα θα τον κατέτασσαν σήμερα ανάμεσα στους φανατικούς και στους φονταμενταλιστές, ιδιαίτερα με το αυστηρό κείμενο της Αποκαλύψεως.
Από τα πολλά παραδείγματα αυστηρής στάσεως του Αποστόλου Παύλου έναντι των αιρετικών και των ετεροθρήσκων μνημονεύουμε το επεισόδιο που συνέβη στην Πάφο με τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη και μάγο Ελύμα, ο οποίος, όταν διεπίστωσε ότι ο ανθύπατος Σέργιος άκουγε με ενδιαφέρον όσα έλεγε ο Παύλος, αντέδρασε και θέλησε να παρεμποδίσει την προσέλευση του Ρωμαίου αξιωματούχου στον Χριστιανισμό. Αν αυτό συνέβαινε στις ημέρες μας, με την Παγκοσμιοποίηση, τον Οικουμενισμό, τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς διαλόγους, στα πλαίσια της υποκριτικής και ψεύτικης αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους αιρετικούς και πλανεμένους, έπρεπε ο Απόστολος Παύλος να δεχθεί ευγενικά την παρέμβαση του Ελύμα, να μην οργισθεί εναντίον του, ούτε να αντιδράσει αλλά να αφήσει τον ανθύπατο να αποφασίσει δημοκρατικά. η πλάνη και το ψεύδος στην ίδια μοίρα με την αλήθεια. Η πνευματική απώλεια δεν είναι κακή, αν προέρχεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Παύλος όμως «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» είπε με αυστηρότητα προς τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη λόγια και προέβη σε πράξεις, οι οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως φανατικές και φονταμενταλιστικές, αντίθετες προς την χριστιανική αγάπη. «Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφουν τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; Και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. Παραχρήμα δε έπεσεν επ' αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς»16.
Υπάρχουν πάμπολλες διηγήσεις μέσα στα Γεροντικά από τις οποίες προκύπτει ότι όσιοι Γέροντες ούτε να συνομιλήσουν ήθελαν με αιρετικούς, ούτε να συναντήσουν αιρετικούς· αν δε συνέβαινε να έλθουν αιρετικοί στα κελλιά τους, από φιλάνθρωπη στάση τους έδιναν σιωπώντες να φάγουν και μετά τους έδιωχναν. Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης συνιστά να συναναστρεφόμαστε με αμαρτωλούς και να τους βοηθούμε. αν όμως κάποιος πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσουμε να την αποβάλει, όπως δεν πείθεται ο πάπας, πρέπει γρήγορα να κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε να βυθισθούμε μαζί του στο βόθρο. «Εάν δε εις αίρεσιν εμπέση και μη πεισθή σοι αποστραφήναι, ταχέως κόψον αυτόν από σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθής αυτώ εις τον βόθρον». Ο αββάς Ποιμήν, όταν διεπίστωσε ότι κάποιοι επισκέπτες του κελλιού του ήσαν αιρετικοί, ούτε συζήτησε μαζύ τους, αλλά είπε στον μοναχό που είχε το διακόνημα της φιλοξενίας να τους δώσει να φάνε για την εντολή της αγάπης, και ύστερα να τους στείλει στο καλό. «παράθες την τράπεζαν και ποίησον αυτούς φαγείν και πέμψον αυτούς μετ' ειρήνης». Πολλοί επισκέπτονταν τον αββά Σισώη στο όρος του Αγίου Αντωνίου. κάποια περίοδο που εγκαταστάθηκαν στο όρος αιρετικοί Μελιτιανοί, δεν πήγαιναν στον αββά Σισώη, μόνο και μόνο για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς. «και ένεκεν του μη συναντήσαι τοις αιρετικοίς ουκ απήλθον ιδείν τον γέροντα». Την ίδια στάση κρατά μέχρι σήμερα το Άγιο Όρος, το οποίο βάζει τους ετεροδόξους επισκέπτας να φάνε σε ξεχωριστή τράπεζα, για να αποφευχθεί η συμπροσευχή με αιρετικούς που απαγορεύεται από τους ιερούς κανόνες. Αν αυτό δεν τηρείται σε μερικά μοναστήρια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η παράδοση σημαίνει ότι και εκεί κρούει την θύρα ή εισήλθε η εκκοσμίκευση, η κοσμική νοοτροπία.
Ο Άγιος Εφραίμ, η μεγάλη αυτή ασκητική φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας, τα έργα του οποίου αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών στις ακολουθίες και στην τράπεζα, στο έργο του «Κατά Πεύσιν και Απόκρισιν» δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα πώς συμβιβάζεται το μίσος εναντίον των αιρετικών προς την εντολή, «ου μισήσεις πάντα άνθρωπον». Λέγει: «Τους αιρεσιώτας, ως βλασφήμους και του Θεού εχθρούς, η Γραφή ουκ ωνόμασεν ανθρώπους, αλλά κύνας και λύκους και χοίρους και αντιχρίστους, καθώς φησιν ο Κύριος. μη δώτε το άγιον τοις κυσί. Και Ιωάννης λέγει, ότι αντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Τούτους ουν ου χρη αγαπάν, ουδέ συνδυάζειν, ουδέ συνεύχεσθαι, ουδέ συνεσθίειν, ουδέ λαμβάνειν εις οίκον, ουδέ χαίρειν αυτοίς λέγειν. ίνα μη των πονηρών αυτών έργων κοινωνήσωμεν»17.
Και οι σύγχρονοι Αγιορείτες Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος παίρνουν πολλή αυστηρή στάση έναντι των αιρετικών, ιδιαίτερα έναντι του πάπα. Έχει γραφή ότι όταν ο πάπας πληροφορήθηκε την ύπαρξη των αγίων αυτών Γερόντων και την επιρροή που ασκούν στο ορθόδοξο πλήρωμα, θέλησε να τους γνωρίσει. Τους βολιδοσκόπησε με πρόσωπα που έστειλε αν ήθελαν να τον επισκεφθούν, όπως ερωτά τώρα δήθεν ευγενικά και διακριτικά αν μπορεί να έλθει στην Αθήνα, αν δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Και η απάντηση αμφοτέρων, χωρίς συνεννόηση, γιατί ήταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ήταν ότι, εφ' όσον ο πάπας εξακολουθεί να εκφράζει τον εγωισμό, την έπαρση και τις πλάνες του Παπισμού, και δεν μετανοεί, αυτό είναι αδύνατο18.
Ας παύσουμε, λοιπόν, να καλύπτουμε άλλες σκοπιμότητες, επικαλούμενοι την αγάπη εκεί που δεν ταιριάζει. Υπάρχει ευρύ πεδίο για να ασκήσουμε την αγάπη μας. Να χορτάσουμε πεινασμένους, να ντύσουμε γυμνούς, να φιλοξενήσουμε ξένους, να επισκεφθούμε φυλακισμένους και ασθενείς19. Δεν θα αλλάξουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες που διδάσκουν να μη συναναστρεφόμαστε τους αιρετικούς. Θα διδάξουμε εμείς την αγάπη στο Χριστό και στους Αγίους; Εκείνοι εγνώριζαν να διακρίνουν τα πράγματα· εμείς τα συγχέουμε. Και μείζων πασών των αρετών η διάκρισις. Βάσει λοιπόν αυτής της αρετής η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχει καλός πόλεμος, όταν οφείλεται στον αγώνα μας εναντίον των ασεβών, των αιρετικών και βλασφήμων, και κακή ειρήνη και ομόνοια, όταν προέρχεται από αθέτηση και περιφρόνηση της πίστεως και της ευσεβείας. Αυτόν τον καλό πόλεμο για την αρετή και την ευσέβεια δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διεκήρυξε ότι το Ευαγγέλιο θα διχάσει και θα διαιρέσει τους ανθρώπους· όσοι τον ακολουθήσουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν εχθρότητες και μέσα στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δεν πρέπει να αθετήσουν τον Χριστό, την αλήθεια, την θεοσέβεια μόνο και μόνο για να μη φυγαδευθεί η ειρήνη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι επίπλαστη και ψεύτικη, αφού δεν περιλαμβάνει την συμφωνία στα υψηλά, στα πνευματικά. Πώς αλλιώς θα ερμηνευθούν αυτά που λέγει ο Χριστός; "Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού"20. Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι η ειρήνη και η ομόνοια δεν είναι πάντοτε κάτι καλό, όταν αυτά στρέφονται εναντίον του θεού και προβάλλουν το κακό και την αμαρτία. Για να επικρατήσει αληθινή ειρήνη, πρέπει να αποκοπεί το άρρωστο κομμάτι, να χωρισθεί αυτό που στασιάζει. Ο Θεός θέλει να ομονοούν όλοι με βάση την ευσέβεια. όταν οι άνθρωποι ασεβούν, προκαλούν πόλεμο. "Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου (Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην21. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος επαινεί τον φανερό και λεβέντικο πόλεμο ακόμη και εναντίον των κληρικών, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει και τον εαυτό του μεταξύ των αγωνιστών και καταλήγει με την γνωστή αποφθεγματική φράση του για τον καλό πόλεμο και την κακή ειρήνη· «και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων. μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»22. Όλη η προβληματική της Εκκλησίας στην διά των αιώνων αντιμετώπιση των αιρετικών κατέληξε στο αξίωμα. «καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ' ομονοούντας προς την αλήθειαν». Η αγάπη χωρίς την ευσέβεια και την αλήθεια, είναι κίβδηλη και ψεύτικη αγάπη.
3. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες αλήθειες
Τώρα, αντί οι Χριστιανοί επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων και των Αγίων, να εφαρμόσουν το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»23 και να διακηρύξουν ότι μόνη οδός σωτηρίας, το μόνο Φως, είναι ο Χριστός, εδώ και μερικές δεκαετίες προωθούν τον διαθρησκειακό συγκρητισμό. Εκτιμούν ότι θα επιτύχουν ό,τι επέτυχαν με τον διαχριστιανικό συγκρητισμό, με τον Οικουμενισμό, να αμβλύνουν δηλαδή τις μεταξύ των θρησκειών διαφορές και να προβάλουν τις δήθεν ομοιότητες, τα κοινά στοιχεία, εις τρόπον ώστε, και αυτό είναι τέχνασμα του Διαβόλου, να μη μείνουν περιθώρια στο Ευαγγέλιο να διεκδικεί την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της σωτηρίας, να μη μπορέσουν οι άνθρωποι να στραφούν προς το Ευαγγέλιο και να σωθούν. Η νέα απάτη του Διαβόλου με την πανθρησκεία και τις διαθρησκειακές συναντήσεις χρησιμοποιεί το ίδιο ψεύδος που χρησιμοποίησε ο Διάβολος στους πρωτοπλάστους· διέψευσε τότε όσα τους είπε ο Θεός και τους έδειξε το δικό του δρόμο, που δεν είναι πάντως δρόμος σωτηρίας αλλά πτώσεως και καταστροφής. Τώρα τους λέγει: Μην ακούτε τί λέγει το Ευαγγέλιο ότι μόνον ο Χριστός σώζει. Και άλλες θρησκείες σώζουν, γιατί και άλλες θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό και άλλες θρησκείες διδάσκουν ηθικές αρχές και αξίες.
Και δυστυχώς αυτά τα υποψιθυρίζουν, γινόμενοι όργανα του Διαβόλου, "ορθόδοξοι" πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς και πανεπιστημιακοί θεολόγοι. Έχουν εντοπισθή και έχουν σχολιασθή πολλές τέτοιες ρήσεις, και θα ήταν πολύ χρήσιμο κάποιος επιμελής θεολόγος, κληρικός ή μοναχός, να τα συγκεντρώσει όλα, για να φανεί το μέγεθος της πτώσεως από την αλήθεια του Ευαγγελίου και την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Μερικές τέτοιες πλανεμένες γνώμες παρουσίασε ενδεικτικά η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους σε ένα μικρό θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο «Ορθοδοξία και Ισλάμ. Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των Αγίων Πατέρων»24, που προλογίζει ο σοφός και ομολογητής Γέροντας ηγούμενος της Μονής π. Γεώργιος Καψάνης. Καταχωρίζεται σ' αυτό γνώμη ορθοδόξου ιεράρχου σύμφωνα με την οποία «κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος... αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»25. Άλλος ακαδημαϊκός θεολόγος διερωτάται και απορεί, σαν να μην έχει διαβάσει Ευαγγέλιο και Αγίους Πατέρες: «Τί λοιπόν θα εμπόδιζε τη σύγχρονη θεολογία να αναγνωρίσει στο πρόσωπο της θρησκείας του Μωάμεθ μίαν "οδόν προς σωτηρίαν" των ανθρώπων;» Και συμπεραίνει, ερωτών, μη δυνηθείς ακόμη να μάθει το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου: «Πώς μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η εμφάνιση και η δράση του Μωαμεθανισμού στον κόσμο είναι έργο του Διαβόλου και όχι του Θεού, του Αντιχρίστου και όχι του Χριστού;»26 Θεέ και Κύριε, έλεος! Τον Μωάμεθ τον έστειλε στον κόσμο ο Χριστός, φαίνεται, ως άλλον Παράκλητο. Δεν αρκούσε η αποστολή του Αγίου Πνεύματος που «οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν». Χρειαζόμασταν και την "αλήθεια" του ψευδοπροφήτη. Θα δούμε τί λέγει ενδεικτικά περί αυτού η Εκκλησία διά στόματος των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Μαρτύρων.
Άλλος επίσης θεολόγος, πανεπιστημιακός και αυτός, δέχεται ότι στη βίωση της μουσουλμανικής θρησκευτικότητας έχομε «δοκιμασμένους τρόπους επίγνωσης και βίωσης της παρουσίας του Θεού και του θείου θελήματος, πλήρωμα ζωής μέσα τους και γύρω τους»21. Δυστυχώς και για τον θεολόγο αυτό ο Χριστός δεν είναι η οριστική, τελεία και αποτελεσματική αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, το πλήρωμα του νόμου και των προφητών, αυτός στον οποίο υπέταξε ο Θεός τα πάντα και «εν τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι», και η Εκκλησία της οποίας είναι κεφαλή δεν είναι «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου»28. Έχομε ανάγκη και άλλου προφήτου, ωσάν να μην κατώκησε στον Χριστό «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», και σαν να μην είμαστε εν Χριστώ οι πιστοί κατά πάντα "πεπληρωμένοι"29. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της ζωής, η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Δεν άφησε κανένα κενό για να το συμπληρώσει άλλος προφήτης. ήλθε στον κόσμο «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι»30.
Οι άνθρωποι αντλούν και λαμβάνουν τα πάντα εκ του πληρώματος αυτού. «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο»31. Η αποκάλυψη, η φανέρωση του Θεού στον κόσμο κορυφώθηκε, σφραγίσθηκε με την ενανθρώπηση του Θεού. Ο Χριστός είναι η αποκορύφωση, η σφραγίδα της Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει μετά το Ευαγγέλιο και εκτός από το Ευαγγέλιο άλλο Ευαγγέλιο. Όπως σωστά ελέχθη το Κοράνιο είναι παραποίηση του Ευαγγελίου. «Πάντες οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν»32. Δεν υπάρχει χώρος για άλλους προφήτες. Τί άλλο σπουδαιότερο, εντυπωσιακότερο, αποτελεσματικότερο θα μπορούσε να κάνει ο Θεός από το να έλθει ο ίδιος στον κόσμο στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άλλο πιο καινούργιο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία· «Και Θεός ων τέλειος άνθρωπος τέλειος γίνεται, και επιτελείται το πάντων καινόν καινότατον, το μόνον καινόν υπό την ήλιον, δι' ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις. Τί γαρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον;»33 Θα μειώσουμε λοιπόν το έργο και την διδασκαλία του ίδιου του Θεού, για να δώσουμε χώρο για συμπλήρωση στον Μωάμεθ; Εκτός και αν οι γράφοντες και λέγοντες παρόμοια δεν πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού, όπως δεν πίστευε βέβαια και ο Μωάμεθ, γιατί αν πίστευε δεν θα είχε το θράσος να συμπληρώσει το έργο και τη διδασκαλία του Χριστού. Πρέπει να μάθουμε οι Χριστιανοί να δοκιμάζουμε και να διακρίνουμε τα πνεύματα, την αλήθεια από την πλάνη, τους προφήτες από τους ψευδοπροφήτες, τον Χριστό από τον Αντίχριστο, κατά την σύσταση του ηγαπημένου ευαγγελιστού και θεολόγου: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι. και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστι, και τούτο εστί το του Αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη»34.
Στην ίδια γραμμή της μη διακρίσεως των πνευμάτων, και πολύ χειρότερα μάλιστα, της ταυτίσεως και εξισώσεως του Χριστιανισμού με τον Βουδδισμό, τον Ινδουισμό, το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό, του Χριστού με όλους αυτούς τους ανθρώπους προφήτες ή ψευδοπροφήτες, κινείται και άλλη εκπληκτική και βλάσφημη γνώμη άλλου ετεροδόξου θεολόγου, η οποία λέγει: «Για το μέλλον ένα μόνο είναι βέβαιο. στο τέρμα τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της πορείας του κόσμου, δεν θα στέκονται ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός, αλλά ούτε το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός. Ναι, ούτε και ο Χριστιανισμός. Καμιά θρησκεία. Αλλά μόνον ο ίδιος ο Άρρητος... Και στο τέρμα δεν θα στέκεται πια μεταξύ θρησκειών διαχωριστικά κάποιος προφήτης ή φωτιστής. δεν θα στέκεται ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας. Μάλιστα, δεν θα στέκεται πια διαχωριστικά ούτε και ο Ιησούς Χριστός»35.
Τί να σχολιάσει κανείς από την μεγαλόστομη και βλάσφημη αυτή κενολογία. Συμπεραίνουμε απλώς ότι η πανθρησκειακή συνάντηση της Ασίζης είναι ο καρπός αυτών των θεολογικών διεργασιών που συντελούνται αδιαμαρτύρητα και χωρίς λήψη ποιμαντικών μέτρων από την δήθεν ποιμαίνουσα αλλά περί άλλα τυρβάζουσα και νυστάζουσα Ιεραρχία, εκτός μερικών επαινετών αλλά ισχνών και ασθενών φωνών. Θα συνεχίσουμε με τον σύντομο σχολιασμό αυτής της βλασφημίας και θα δούμε αν όντως επίσης έχουν οι θρησκείες ή μερικές θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές πνευματικές και ηθικές αξίες, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του πανθρησκειακού, του διαθρησκειακού Οικουμενισμού.
Από που αντλεί αυτή τη βεβαιότητα ο συγγραφεύς; Ποια Βίβλο διαβάζει και ποιος Θεός του τα απεκάλυψε; Έχει δική του Αποκάλυψη και δική του Βίβλο; Μήπως είναι ο ίδιος προφήτης και οραματιστής και βλέπει τί θα συμβεί στο μέλλον, στα έσχατα;
Στην αρχή της ιστορίας και στο τέλος της ιστορίας όμως στέκεται ο Χριστός· αυτός είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος36, και αυτός θα έλθει στο τέλος, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, να κρίνει και τον Βούδα και τον Μωάμεθ και τους Εβραίους, εν δυνάμει τώρα και εξουσία και όχι εν ταπεινώσει, όπως ήλθε την πρώτη φορά37. Ο «Άρρητος», που προβάλλεται ως διαφορετικός από τον Χριστό, είναι αποκύημα και πλάσμα της φαντασίας όσων τον πιστεύουν, ψεύτικο και ανύπαρκτο είδωλο, μοιάζει με τον Μέγα Αρχιτέκτονα των Μασόνων, οι οποίοι προωθούν αυτήν την πανθρησκειακή ισοπέδωση, πλανώντες και πλανώμενοι, καθήμενοι εν τω σκότει της νέας Γαλιλαίας των εθνών, της πολυθρησκειακής και πολυπολιτισμικής Νέας Εποχής. Και έχει βέβαια δικαίωμα κανείς να πιστεύει και να γράφει ό,τι θέλει. το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, γιατί είναι εικόνα του Θεού. Δεν εξαναγκάζει ο Θεός κανένα, ούτε εκβιάζει. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» είπε ο Χριστός· όλα γίνονται μέσα στο φως ενώπιον των ανθρώπων και όχι εν κρύπτω και παραβύστω. Στο σκοτάδι εργάζονται και σχεδιάζουν όσοι φοβούνται το φως, για να μη ελεγχθούν τα πονηρά τους έργα· ο «Άρρητος» που δεν ταυτίζεται με το Χριστό και το Φως είναι σκότος και πλάνη. Απορεί πάντως κανείς και εξίσταται για το μέγεθος της συγκρητιστικής και οικουμενιστικής διαβρώσεως των τελευταίων δεκαετιών, αφού καθίσταται πλέον δυνατόν οι βλάσφημες αυτές, αρνησίχριστες και αντίχριστες θέσεις, να δημοσιεύονται άλλες μεν στην Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άλλες στο περιοδικό «ΚΑΘ' ΟΔΟΝ» του «Θεολογικού Συνδέσμου» Θεσσαλονίκης.
4. Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;
Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Σύμφωνα με αυτή σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία. οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)38, να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον σημερινό πάπα Ιωάννη Παύλο Β' ο οποίος ετόλμησε πριν από δεκαπέντε χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών39 και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία "ιερά" βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο, τα οποία προβάλλει ισοτίμως επάνω στο τραπέζι ο εμπνευστής της βλάσφημης Τριάδος του γραμματοσήμου. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος· γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, αλλά και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος. εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί» που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε»40.
α. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες
Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό· ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Και δεν υπάρχει βέβαια λόγος να μιλήσει κανείς για το ψεύδος της θρησκείας των ειδώλων, αφού ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη προσπαθεί να διαφυλάξει τους Ιουδαίους από την ειδωλολατρεία, την οποία συνέτριψε τελικώς και αφάνισε ο Χριστός και εγελοιοποίησαν οι άγιοι μάρτυρες, όταν τους επίεζαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να προσκυνήσουν τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα. Και όμως έπαυσε και αυτό να είναι αυτονόητο, και «εσκοτίσθη η ασύνετος καρδία» των Χριστιανών ηγετών, αφού καλούν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες, όπως έγινε στην Καμπέρα της Αυστραλίας κατά την Ζ' Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ή καλύτερα του Παγκοσμίου Συμβουλίου εκτροπής και παραπλάνησης των Εκκλησιών, και όπως έγινε αυτές τις ημέρες στην νέα εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο του πάπα. Δεν ισχύει πλέον αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι ειδωλολάτρες «εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού, εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» και ότι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»41.
Ο αλάθητος πάπας είναι πάνω και από την Αγία Γραφή και καλεί και ειδωλολάτρες να προσευχηθούν, πού; Στα αναίσθητα είδωλα, στην αναισθησία των οποίων μετέχει και αυτός που τα σέβεται: «Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμόν έχουσι και ουκ όψονται, ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσοναι, χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ' αυτοίς»42.
Η μόνη ενδεδειγμένη στάση ενός Χριστιανού επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, είναι να πράξει αυτό που έπραξε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα και αλλού. να αποτρέψει τους ειδωλολάτρες από το να απάγονται και παρασύρονται από τα «άφωνα είδωλα»43, να τους πει ότι «γένος υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον»44, να τους βγάλει, από τους «χρόνους της αγνοίας» και να τους ανοίξει την νέα εποχή της αληθούς θεογνωσίας, χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος και καμμία συνέπεια, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική. Γιατί έτσι καθίσταται συνυπεύθυνος της πλάνης και της ασεβείας, αφού αφήνει την εντύπωση ότι παντού υπάρχει αλήθεια, ότι όλες οι θρησκείες, παρά τις διαφοροποιήσεις, έχουν στοιχεία αληθείας, και είναι περιττό επομένως να τους κηρύξει το Χριστό και το Ευαγγέλιο.
Ασεβούν οι της πανθρησκείας και προσβάλλουν τους Αγίους Μάρτυρες, οι οποίοι καλούμενοι από τους διώκτες τους να προσκυνήσουν τα είδωλα, όχι μόνο δεν το έπραξαν, έστω και εξωτερικά, αλλά μετεβλήθησαν σε κήρυκας και αποστόλους και διδασκάλους Χριστού και έσωσαν από την πλάνη πολλούς άλλους. Σύμφωνα με την καινούργια νοοτροπία, που τείνει να επικρατήσει, η στάση αυτή των Αγίων Μαρτύρων απορρίπτεται, είναι φονταμελιστική και ακραία, γιατί στηρίζεται στην πίστη ότι μόνον ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή, και για να μη χάσει κανείς αυτήν την αλήθεια και τη ζωή αξίζει να χύσει και το αίμα του, το ιδικό του βέβαια, όχι των άλλων, όπως κάνουν οι καμικάζι του Ισλάμ, οι οποίοι οδηγούν στον θάνατο δεκάδες άλλων ανθρώπων. Σε τίνος μάρτυρος τον βίο και την απολογία μπορεί να εντοπίσει κανείς αυτήν την νερόβραστη και χλιαρή ομολογία, ότι όλοι όσοι θρησκεύουμε είμαστε το ίδιο, ο καθένας πιστεύει στον δικό του Θεό και κατά τον ιδικό του τρόπο; Χωρίς την παρρησία, το θάρρος, την αφοβία και την τόλμη των Αγίων Μαρτύρων, που ήλεγξαν την ασέβεια και την πλάνη, χωρίς το αίμα των Αγίων Μαρτύρων δεν θα είχε στερεωθή η Εκκλησία, δεν θα είχε αναπτυχθή αρδευόμενη και τροφοδοτούμενη, για να υπάρχουν σήμερα επίσκοποι και θεολόγοι που προσβάλλουν αυτήν την σταυρική πορεία και το τίμιο αίμα, την θυσία και την ομολογία των Αγίων Μαρτύρων.
β'. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων
Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ' όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο το Θεό διά του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δεχόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρχων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα εν μια υποστάσει. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ' ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιο Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.
Το γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία δήθεν ακολουθούν οι Εβραίοι, δεν παρουσιάζεται εμφανώς η Αγία Τριάδα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και δεν διδάσκεται από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρεία· έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι' αυτό και τονίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό· «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου... Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού»45. Και πάλι: «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»46. Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού: «Εγώ γαρ, Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ έστι Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ' εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ έστι»47.
Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρεία και της ανωριμότητός τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρωση της Παλαιάς από την Κ. Διαθήκη και εξακολουθούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή, και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους καταστάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Π. Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδασκαλία του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια. και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι που την αποδέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστολοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό: « Εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και ηρνούντο να τον πιστεύσουν ως Θεάνθρωπο. γι' αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι όπως του είπαν «συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν Θεόν»48. Και προς τους μαθητάς του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη θεότητά του. επήνεσε και πρόβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημά του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου» εκείνος απήντησε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»49. Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απαίτησή του να τους πει αν είναι ο Υιός του Θεού: «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ο Χριστός ο υιός του Θεού»50. Όλη η Κ. Διαθήκη, από το κήρυγμα του Ιωάννου, που μαρτύρησε περί της θεότητος του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται ως περιστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωσις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Δεν πιστεύει λοιπόν στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκουσίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σήμερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο φως της Τριαδικής θεότητος. Μόνο με την πίστη στον Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία. «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι»51. Δεν ημπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα, παρά μόνο διά του Υιού· «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»52. Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσας την θεότητα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληροκάρδιοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. το ίδιο και ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός· όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός· «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»53.
Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός, και μάλιστα επίσκοπος, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστιανούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς ηγέτες που υποκριτικά τους παραπλανούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξαπλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών»54 και όχι με συνάξεις τύπου Ασίζης, όπου αποσιωπάται, κρύβεται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται το Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού, και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότας και φονείς: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε»55. Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επανάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενισμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιιουδαϊκές αναφορές. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε την Ασίζη και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες. Θα δούμε όμως στη συνέχεια τί λέγουν σχετικώς μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, για να συγκριθούν προς όσα λέγουν οι σύγχρονοι «Πατέρες» των συναντήσεων τύπου Ασίζης.
γ'. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
Στο προηγούμενο τμήμα αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε γνώμες κληρικών και θεολόγων, υποστηρικτών του διαθρησκειακού Οικουμενισμού, σύμφωνα με τις οποίες σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, μερικές μάλιστα από αυτές πιστεύουν στον ίδιο Θεό, όπως οι τρεις μονοθεϊστικές· ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός, και ο Μουσουλμανισμός. Ανατρέψαμε εν συντομία αυτή τη θέση, γιατί αντίκειται στο Ευαγγέλιο και προσβάλλει τους Αγίους Μάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό, την οποία θεωρούσαν ως μοναδική οδό σωτηρίας· διαφορετικά η θυσία και το μαρτύριό τους δεν έχουν νόημα, αν όντως όπου και αν πιστεύει κανείς, σώζεται. Υποσχεθήκαμε να παρουσιάσουμε τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, αφού για τον Ιουδαϊσμό έχομε τη γνώμη του ιδίου του Χριστού και των Αποστόλων, ακόμη και του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, που ήσαν μάλιστα και Ιουδαίοι και αγαπούσαν τους ομοφύλους των, μέχρι σημείου ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου. «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται»56. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία αποκρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρεστείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ' άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Αποστόλων και των Αγίων.
Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδαγωγική στάση του Χριστού και των Αποστόλων εσυνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων. εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώθηκε να γίνει θεόπτης· «συ γαρ την Ιουδαίων απελέγξας μανίαν είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρτύρια και τα αθλήματα που υπέμεινε έγιναν «βασίλειον διάδημα» που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από μερικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιουδαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός» ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλιστα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός την ευλογία του, αφού την αφήρεσε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλογίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμεθα την βαριά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;»57, όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου: «Διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής»58. Η ξηρανθείσα από το Χριστό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή: «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, άρα ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πιστούς δεν έχει διά των αιώνων εις τα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τί εποίησα σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν. αντί του ύδατος όξος. αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλο ύμνο, των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χριστού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους: «Σου γαρ υψωθέντος σήμερον, γένος Εβραίων απώλετο».
Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία διά των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά προβάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας των Αγίων οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού; Δεν είναι λοιπόν ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διεστραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετανοία των σταυρωτών να είναι ευλογημένος λαός; Δεν έχει αρθή από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν λέγουν τίποτε περισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσεως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχειρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργήσουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε το φως και να αφήσουμε το σκοτάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να περάσει στον απαιδαγώγητο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέλουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι' αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κάθαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τί ευαγγέλιο είναι αυτό που αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρισκομένους στο σκότος της πλάνης;
Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέγεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήργησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρεία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρησκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγγελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότητα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, καταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμοποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεχνος και κακόκαρπος, και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνωσία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστεως και των έργων, του δόγματος και του ήθους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αρκεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιουδαίους ως ισχύοντα και για τους Μουσουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, θα παρουσιάσουμε ενδεικτικώς τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμπαθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγίους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοί Οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων που συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμμα από την μισή αλήθεια. γιατί το ψέμμα γίνεται εύκολα αντιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κουτσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξαπατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μουσουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ' ανάγκην, κατ' απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμαλωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι' αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού, και όχι περιφερόμενους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγγελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.
5. Ο Διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ
α'. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Πρώτος εκ των αγίων που ασχολήθηκε με το Ισλάμ είναι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), σύγχρονος της εμφανίσεως και διαδόσεως του Ισλάμ από τον Μωάμεθ (570-632). Το Βυζάντιο, υπό τον Ηράκλειο τότε, απησχολημένο στον πόλεμο εναντίον των Περσών, υποτίμησε τον νέο κίνδυνο, που προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι αποκτούσαν ενότητα κάτω υπό τον νέο ηγέτη και την νέα θρησκεία του Μωάμεθ. Το ίδιο συνέβη και με τους Πέρσες. Αμφότεροι, Ρωμαίοι και Πέρσες, είχαν εξασθενήσει από τις μεταξύ τους συγκρούσεις και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ορμή των νεοφωτίστων και επιθετικών Αράβων, παρακινουμένων σε πόλεμο εναντίον των απίστων από τον περίεργο νέο προφήτη, για τον οποίο δικαιολογημένα η έρευνα διερωτάται αν είναι προφήτης ή δικτάτωρ, θρησκευτικός ή στρατιωτικός ηγέτης. Την κατάσταση εχειροτέρευε η δυσμένεια των τοπικών χριστιανικών πληθυσμών εναντίον του Βυζαντίου λόγω των χριστολογικών διενέξεων, καθότι στις ανατολικές επαρχίες, Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός είχαν ευρεία διάδοση. Οι ενωτικές προσπάθειες των αυτοκρατόρων δεν απέδωσαν, γι' αυτό και οι ντόπιοι πληθυσμοί δυσαρεστημένοι με το Ορθόδοξο Βυζάντιο, έβλεπαν στο Ισλάμ τη δυνατότητα να αποσείσουν την βυζαντινή κυριαρχία, μολονότι βέβαια στη συνέχεια επλήρωσαν και πληρώνουν πολύ ακριβά αυτήν την λανθασμένη εκτίμηση.
Ο Άγιος Μάξιμος, αυτοκρατορικός αξιωματούχος προηγουμένως του Ηρακλείου και πρωταγωνιστής κατόπιν ως μοναχός στον αγώνα εναντίον του Μονοθελητισμού, συμμοναστής και φίλος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου, ο οποίος αναγκάσθηκε να παραδώσει το 637 τα Ιεροσόλυμα στον χαλίφη Ομάρ, είχε άριστη γνώση των συμβαινόντων, αφού ο ίδιος διέτρεξε όλες τις ανατολικές χώρες και έφθασε μέσω Αφρικής στη Ρώμη, όπου πρωτοστάτησε στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον του Μονοθελητισμού. Σε μία επιστολή του λοιπόν προς τον Πέτρο Ιλλούστριο, που χαρακτηρίζεται ως δογματική59, διότι προβαίνει σε εννοιολογικές διασαφήσεις χριστολογικών όρων εναντίον της διδασκαλίας του Σεβήρου, θεωρεί υποχρέωσή του να συστήσει εμμονή στην ορθόδοξη πίστη, ώστε με σύμμαχο το Θεό να αποφύγει η αυτοκρατορία τον νέο κίνδυνο του Ισλάμ, την διδασκαλία και συμπεριφορά του οποίου περιγράφει ο Άγιος Μάξιμος με νηφαλιότητα και δικαιοσύνη.
Γράφει λοιπόν ότι το χειρότερο κακό στον κόσμο, στην οικουμένη, ήταν τότε η εμφάνιση του Ισλάμ, το οποίο με πολλή αγριότητα στρέφεται εναντίον της πολιτισμένης ανθρωπότητος και την καταστρέφει. Πρόκειται για παραφυάδα του Ιουδαϊσμού, που αρέσκεται στις αιματοχυσίες, στις θανατώσεις ανθρώπων, με τις οποίες μάλιστα νομίζει ότι ευαρεστεί τον Θεό. Αυτά τα οποία απεχθάνεται ο Θεός, με αυτά το Ισλάμ λατρεύει τον Θεό. Είναι ο πλέον άπιστος λαός, προπομπός και πρόδρομος του Αντιχρίστου. Αγνόησε το σωτηριώδες έργο του Χριστού και αδιάντροπα διώκει την πίστη και την αρετή, από φθόνο και βασκανία, γιατί χωλαίνει και στα δύο· προδίδει την πίστη και την αρετή, «υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός και έθνος απαίδευτον». Σ' αυτές τις δύο κακίες, την υπερηφάνεια και την ηδονή έχει διαμοιράσει την ζωή· η υπερηφάνεια τον οδηγεί σε αποστασία από τον Θεό, ενώ η ηδονή σε καταφρόνηση του πλησίον, σε μισανθρωπία, «ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται· ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων». Κατά τον Άγιο Μάξιμο ο Θεός επέτρεψε στο «απηνές και αλλόκοτον έθνος» να σηκώσει το χέρι του εναντίον των Χριστιανών, εξ αιτίας του ότι δεν πολιτεύονται οι Χριστιανοί αξίως του Ευαγγελίου και έχουν περιπέσει σε πλήθος αμαρτιών. Πρέπει γι' αυτό στο εξής να γρηγορούμε και να είμαστε έτοιμοι να ομολογήσουμε την πίστη μας, χωρίς να υπολογίζουμε ακόμη και τον θάνατο. Πρόκειται περί προφητικής ενοράσεως των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν με την επέκταση του Ισλάμ, περί των νεομαρτύρων, οι οποίοι ανανέωσαν την δόξα των παλαιών μαρτύρων: «Και Θεόν αυτόν ομολογήσωμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδένα παντελώς υφορώμενοι θάνατον. ίνα και αυτός ημάς έμπροσθεν του Πατρός ομολογήση. και σεσωσμένους διά της καλής ομολογίας προσαγάγη, ης αυτός εις την των ημετέρων καλών υποτύπωσιν απήρξατο. μαρτυρήσας επί Ποντίου Πιλάτου και ομολογήσας την καλήν ομολογίαν. ην μιμείσθαι κατά την αυτού χάριν αξιωθείημεν, ότ' αν καλέσοι καιρός». Απόσπασμα από το ενδιαφέρον αυτό κείμενο, όπου για πρώτη φορά αποτιμάται το Ισλάμ από χριστιανικής πλευράς παραθέτουμε στη συνέχεια: «Τί γαρ των νυν περιεχόντων την οικουμένην κακών περιστατικώτερον; Τί δε τοις ησθημένοις των γινομένων δεινότερον; Τί δε τοις πάσχουσιν ελεεινότερον ή φοβερώτερον; Έθνος οράν ερημικόν τε και βάρβαρον, ως ιδίαν γην διατρέχον την αλλοτρίαν· και θηρσίν αγρίοις και ατιθάσοις, μόνης ανθρώπων έχουσι ψιλόν σχήμα μορφής, την ήμερον πολιτείαν δαπανωμένην. και λαόν Ιουδαϊκόν, και ανέκαθεν ανθρώπων αίμασι χαίροντα, και μόνην θείαν ευαρέστησιν ειδότα τον φόνον του πλάσματος. και διά τούτο πλέον μαινόμενον, πάντων των επί κακία διαβεβοημένων εν τω πλούτω της πονηρίας γενέσθαι περιφανέστερον.και οις Θεός απεγχθάνεται, Θεόν θεραπεύειν οιόμενον. τον μόνον πάντων των επί γης λαών απιστότατον. και διά τούτο προς υποδοχήν της αντικειμένης δυνάμεως επιτηδειότατον, προπομπεύοντα τρόπω τε παντί και διαθέσει της ενδημίας του πονηρού. και δι' ων πράττει μηνύοντα του Αντιχρίστου την παρουσίαν, επειδή την του αληθώς Σωτήρος ηγνόησεν. τον δυσμενή και παράνομον, μισάνθρωπόν τε και μισόθεον, και διά τούτο μάλλον μισάνθρωπον, ότι μισόθεον, και ταις κατά των αγίων εντρυφάν ύβρεσι συγχωρούμενον. ως εγγύς ούσης της εκδικήσεως, ίνα και κολασθή δικαιότερον, φανείσης αυτού διά των πραγμάτων τελείως της κατά του Θεού τυραννίδος τε και επαναστάσεως· τον του ψεύδους προστάτην λαόν, της τε μιαιφονίας δημιουργόν, και της αληθείας εχθρόν. τον πικρόν της εμής πίστεως διώκτην, δι' ης η πολύθεος κατελύθη πλάνη, και των δαιμόνων αι φάλαγγες απηλάθησαν. Δι' ης πάντα τα έθνη κεκροτήκασι χείρας, κατά την προφητείαν, και ηλάλαξαν τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Εγνώσθη μυστικώς αυτοίς διά σαρκός επιδημήσας ο μονογενής Υιός. Κύριος μεν, ως δούλοις αρετήν επιτάσσων τοις διά πράξεως των εντολών ανεχομένοις. ύψιστος δε, ως της αληθούς γνώσεως χορηγός, τοις πόθω σοφίας διά θεωρίας προς την γυμνήν συμβόλων επειγομένοις των μυστηρίων κατάληψιν. φοβερός δε, ως κριτής, και των παραβάσεων εκδικητής. βασιλεύς δε, ως εκάστω των κατ' αξίαν ητοιμασμένων διανομεύς· και μέγας ως υπέρ φύσιν διά των εναντίων τα εναντία ποιών. και διά πάθους απάθειαν, και διά θανάτου ζωήν δημιουργών και παραδόξω δυνάμει ταις εαυτού κατά σάρκα στερήσεσι, τας ατρέπτους έξεις των αγαθών τη φύσει δωρούμενος. και ουδ' ούτως ο παράφρων αισχύνεται λαός, και λήγει διώκων πίστιν και αρετήν. Άπερ σαφώς διώκει διά βασκανίαν. ως αμφοτέρων εκπεπτωκώς, και ουκ ειδώς ότι πέπτωκεν, επ' αμφοτέραις χωλαίνων ταις ιγνύαις, και διαναστήναι του πτώματος της ασεβείας παντελώς μη δυνάμενος, ή μη βουλόμενος, ειπείν οικειότερον. ως πίστιν και αρετήν αεί προδιδούς υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός, και έθνος απαίδευτον. Αις επιμερίσας εαυτού την ζωήν, ο αποστάτης και πλήρης ανομιών, την μεν αποστασίας Θεού ποιείται μητέρα, την δε, μισανθρωπίας δημιουργόν. ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται. ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων.
Τί τούτων, ως έφην, Χριστιανών οφθαλμοίς, ή ακοαίς φοβερώτερον; Έθνος απηνές και αλλόκοτον, κατά της θείας κληρονομίας οράν επανατείνεσθαι χείρας συγχωρούμενον. Αλλά ταύτα το πλήθος ων ημάρτομεν συμβήναι πεποίηκεν. Ου γαρ αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού πεπολιτεύμεθα. Πάντες ημάρτομεν, πάντες ηνομήσαμεν, πάντες αφήκαμεν την οδόν των εντολών την ειπούσαν, εγώ ειμι η οδός, και κατ' αλλήλων εθηριώθημεν, αγνοήσαντες της φιλανθρωπίας την χάριν, και των υπέρ ημών του σαρκωθέντος Θεού παθημάτων το μυστήριον. και διωδεύσαμεν τρίβους αβάτους, τας των παθών της ατιμίας δηλαδή σχέσεις τη διαθέσει της γνώμης κυρώσαντες. Αλλά γρηγορήσωμεν και προσευξώμεθα, μήπως πλέον βαρυνθώσιν αι καρδίαι ημών εν κραιπάλη και μέθη.»
β'. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (680-754) ζει ένα αιώνα περίπου μετά τον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Όταν γεννήθηκε, είχαν παρέλθει πενήντα περίπου χρόνια, αφ' ότου οι Άραβες είχαν καταλάβει την γενέτειρά του Δαμασκό (634), η οποία μάλιστα έγινε μετά από λίγο κέντρο του ισλαμικού κόσμου, γιατί εγκαταστάθηκε εδώ το αραβικό χαλιφάτο, η θεοκρατική δηλαδή κυβέρνηση των Μουσουλμάνων (661). Γεννήθηκε λοιπόν και ανατράφηκε σε ισλαμικό περιβάλλον και έμαθε πολύ καλά τα της νέας θρησκείας, πολύ περισσότερο μάλιστα διότι και ο ίδιος και ο πατέρας του ήσαν ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι, λόγω της υψηλής των μορφώσεως, στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού. Η εκκλησιαστική παράδοση έχει διασώσει στον βίο του το θαύμα και την παράσταση της Παναγίας της Τριχερούσας· σύμφωνα με την σχετική διήγηση η βυζαντινή διπλωματία τον ενέπλεξε, ως υπερασπιστή των αγίων εικόνων για να τον εξοντώσει, στις σχέσεις της με το χαλιφάτο, χαλκεύσασα ψεύτικη επιστολή του Ιωάννου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Γ' Ίσαυρο, τον οποίο προέτρεπε δήθεν να επιτεθεί εναντίον της Δαμασκού. Ο χαλίφης θεώρησε ως γνήσια την ψευδεπίγραφη επιστολή και οργισμένος τον ετιμώρησε με το κόψιμο του δεξιού χεριού, που έγραψε την προδοτική επιστολή. Η Παναγία όμως, στην εικόνα της οποίας προσευχήθηκε, εισήκουσε τη δέηση του αθώου Ιωάννου και θαυματουργικά επανασυγκόλησε και αποκατέστησε το χέρι. Ευγνωμονών ο Άγιος Ιωάννης κατασκεύασε ασημένιο χέρι και το εκρέμασε στην εικόνα της Παναγίας, η οποία έτσι φαινόταν ως Τριχερούσα. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, μεταφερθείσα εκεί από τον Άγιο Σάββα των Σέρβων, ο οποίος εμόνασε για κάποιο διάστημα στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης, όπου έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του και αγίασε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Γνώστης λοιπόν άριστος του Ισλάμ ο μέγας άγιος και πατήρ έβλεπε με ανησυχία εκτός της πολιτικής και στρατιωτικής του επεκτάσεως και την εξάπλωση των ιδεών του, όπως αυτό εμφανώς έχει διαπιστωθή και από τις πηγές και από την έρευνα στην περίπτωση των εικονομάχων, που είχαν επηρεασθή από τον ανεικονισμό και του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Περιλαμβάνει το Ισλάμ στο Περί αιρέσεων έργο του ως μία από τις τελευταίες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν μετά τον Ηράκλειο. Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως αιρέσεως οφείλεται ασφαλώς στα πολλά ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία που έχει ενσωματώσει. Ονομάζεται πάντως θρησκεία από τον Άγιο Ιωάννη στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου, όπου με αυστηρή γλώσσα την χαρακτηρίζει ως λαοπλάνο και πρόδρομο του Αντιχρίστου: «Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου»60.
Θα παρουσιάσουμε σύντομα τη γνώμη και την αξιολόγηση του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού περί του Ισλάμ, την οποία μάλιστα δεν δίστασε, όπως φαίνεται από το κείμενο, να εκφράσει σε διάλογο με Μουσουλμάνους, για να φανεί πώς οι Άγιοι συμπεριφέρονταν στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπως επίσης και το αν εκείνοι οι διάλογοι ομολογίας και μαρτυρίας, έχουν κάποια σχέση με τους σημερινούς συγκρητιστικούς διαλόγους της βλάσφημης πανθρησκείας του Σατανά, τους οποίους μετασχηματίζουν εις διαλόγους φωτός, κατά το πρότυπο δήθεν των Αγίων Πατέρων, οι οπαδοί της Πανθρησκείας, για να παραπλανούν και εξαπατούν τους απλοϊκούς και μη ειδότας.
Αναφέρεται στα ονόματα Αγαρηνοί, Ισμαηλίται και Σαρακηνοί με τα οποία είναι γνωστοί, όπως και στο προηγούμενο ειδωλολατρικό τους παρελθόν που διαρκεί μέχρι, των χρόνων του Ηρακλείου, «αφ' ου χρόνου και δεύρο ψευδοπροφήτης αυτοίς ανεφύη Μαμέδ επονομαζόμενος», ο οποίος ισχυρίζεται ότι όσα διδάσκει του αποκαλύφθηκαν εξ ουρανού, είναι όμως αυτά «γέλωτος άξια». Αναφέρεται βέβαια η βίβλος του και στον Χριστό, τον οποίο θεωρεί προφήτη και δούλο του Θεού, όπως και στην μητέρα του Μαρία. Αρνείται όμως την σταύρωση, ισχυριζόμενος από επίδραση του Δοκητισμού, ότι οι Ιουδαίοι «εσταύρωσαν την σκιάν αυτού». Ο Χριστός δεν απέθανε, ούτε εσταυρώθη. «ο γαρ Θεός έλαβεν αυτόν προς εαυτόν εις τον ουρανόν διά το φιλείν αυτόν».
Τί να τα κάνει όμως κανείς αυτά, που φαινομενικά δείχνουν κάποιο σεβασμό προς το πρόσωπο του Χριστού, όταν στην συνέχεια βάζει ο Μωάμεθ τον ίδιο τον Χριστό σε διαλογική συζήτηση με τον Θεό, μετά την άνοδό του στους ουρανούς, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να λέγει ότι όσα σχετικά γράφονται στο Ευαγγέλιο είναι ψεύδη και πλάνες. Υπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία από αυτήν εναντίον του Χριστού και του Ευαγγελίου, και υπάρχει, απομένει χώρος για να δει κανείς θετικά το Ισλάμ και τον προφήτη του, όπως πράττουν οι νέοι υποστηρικτές των ψευδοπροφητών; Τα καλά λόγια που υπάρχουν στο Κοράνιο για το Χριστό είναι απλώς το ένδυμα του προβάτου, κάτω από το οποίο κρύβεται η διάθεση του λύκου, που έρχεται να θύσει και να απολέσει, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός· «Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες»61. Σε ποια άλλη περίπτωση ταιριάζει περισσότερο η σύσταση του Αποστόλου Ιωάννου να διακρίνουμε και να δοκιμάζουμε «τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» και ότι το κριτήριο της διακρίσεως των πνευμάτων είναι η αποδοχή της θεότητος του Χριστού και της ενσαρκώσεώς του62; Ο ίδιος απόστολος επαναλαμβάνει ότι «πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί. ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος»63. Και σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση της αρνήσεως του Χριστού, όπως συμβαίνει στο Ισλάμ, συνιστά να αποφεύγουμε κάθε επικοινωνία με όσους αρνούνται την θεότητα του Χριστού. Αρνηθήκαμε ή όχι το Ευαγγέλιο στην Ασίζη, και όπου αλλού καλοδεχθήκαμε και καλοσυζητήσαμε με τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους; Ας ξαναδιαβάσουν το Ευαγγέλιο επί τέλους μερικοί ποιμένες και θεολόγοι, εκτός και αν δεν πιστεύουν στο Ευαγγέλιο και θέλουν να το "απομυθεύσουν" και να το αποκαθάρουν και αυτό. Αυτό πάντως αιωνίως θα συνιστά εις τους πιστούς: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε. ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»64. Όσο και αν προσπαθούν με στρεβλούς και δοκησίσοφους συλλογισμούς να αλλάξουν τα πράγματα οι διαπλεκόμενοι στην πανθρησκεία κληρικοί και θεολόγοι, η σαφήνεια και η απλότης του Ευαγγελίου δεν αφήνουν περιθώρια άλλων ερμηνειών, για να είναι ακριβώς αναπολόγητοι όσοι διαστρέφουν την αλήθεια. Ο δεχόμενος και συναναστρεφόμενος τους αρνητάς του Χριστού, είναι και αυτός αρνητής του Χριστού, «κοινωνεί τοις έργοις τοις πονηροίς». Αυτός είναι ο καθρέπτης του ευαγγελικού λόγου, μέσα στον οποίο πρέπει να ιδούν τα πρόσωπά τους οι των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων.
Για να επανέλθουμε όμως στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, θα παραθέσουμε τον διάλογο μεταξύ του Θεού και του Χριστού, όπως τον μεταφράζει ο Άγιος από το Κοράνιο (19,29): «Ω Ιησού συ είπας ότι "Υιός ειμι του Θεού και Θεός"; Και απεκρίθη φησίν ο Ιησούς. "Ιλεώς μοι, Κύριε. συ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου. αλλ' άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον το λόγον τούτον, και εψεύσαντο κατ' εμού και εισί πεπλανημένοι". Και απεκρίθη και φησιν αυτώ ο Θεός· "Οίδα ότι συ ουκ έλεγες τον λόγον τούτον "». Κατά τα άλλα εμείς μπορούμε να ονομάζουμε το Κοράνιο "ιερό" και να το εξισώνουμε με το Ευαγγέλιο, για το οποίο το ίδιο το "ιερό" Κοράνιο πιστεύει ότι γράφτηκε όχι από το Θεό, αλλά από ανθρώπους "παραβάτας" "ψεύστας" και "πεπλανημένους". Απέμεινε τελικώς κάτι που να πιστεύουμε και να ακολουθούμε; Μετά την παράθεση αυτού του εδαφίου από το Κοράνιο λέγει πάλιν ο Άγιος Ιωάννης· "Και άλλα πολλά τερατολογών εν τη τοιαύτη συγγραφή γέλωτος άξια, ταύτην προς Θεού επ' αυτόν κατενεχθήναι φρυάττεται".
Στη συνέχεια σε διάλογο που έχει με Μουσουλμάνους παρουσιάζει την θέση ότι η διδασκαλία του Μωάμεθ δημιουργεί αμφιβολίες και επιφυλάξεις, γιατί δεν υπάρχουν μάρτυρες που να βεβαιώνουν ότι πράγματι ο Θεός την έδωσε στον προφήτη τους, όπως έγινε με τον Μωυσή στο όρος Σινά, και όπως έγινε με τον Χριστό, για τον οποίον εμαρτύρησαν οι προφήται πριν ακόμη έλθει. Κανένας προφήτης δεν μίλησε για το Μωάμεθ. Και ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ συνιστά στους οπαδούς του τίποτε να μη πράττουν ή να δέχονται χωρίς την παρουσία μαρτύρων, η ίδια η πίστη και η Γραφή του είναι αμάρτυρες. Κανένας προφήτης δεν μίλησε περί αυτού, αλλά και κανένας άλλος δεν είδε πώς του εδόθη η διδασκαλία. «ο γαρ ταύτην υμίν παραδούς ουδαμόθεν έχει το βέβαιον, ουδέ τις προμάρτυς εκείνου γνωρίζεται, αλλά και κοιμώμενος εδέξατο ταύτην».
Αναφέρεται στη συνέχεια και σε κατηγορίες των Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών, τις οποίες αναιρεί. Κατόπιν μεταξύ των άλλων «ληρωδιών» μνημονεύει όσα έχουν σχέση με τον γάμο, την επιτρεπόμενη πολυγαμία, και την συμπεριφορά του ιδίου του Μωάμεθ, ο οποίος εχώριζε ανδρόγυνα, γιατί ερωτευόταν ξένες γυναίκες, και αυτήν την ακράτειά του παρουσίαζε ως εντολή του Θεού. Νομοθετεί μάλιστα την εντός του γάμου ακράτεια συνιστών στους άνδρας. «"είργασαι την γην, ην ο Θεός έδωκε σοι και φιλοκάλησον αυτήν" και τόδε ποίησον και τοιώσδε, ίνα μη πάντα λέγω, ως εκείνος, αισχρά». Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην παχυλή εσχατολογία του Ισλάμ. Ονομάζει «κτηνώδεις» τις αντιλήψεις των και τους προειδοποιεί ότι αντί των υλικών αγαθών και απολαύσεων τους περιμένει η αιώνια κόλαση.«Εκείσε δε σκότος εστί το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος. πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες».
γ'. Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
Ο Άγιος Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς μαζύ με τον αδελφό του Μεθόδιο είναι οι απόστολοι και φωτιστές των Σλάβων. Μαθηταί του Αγίου Φωτίου συνέβαλαν αποφασιστικά με τη σοφία και την αγιότητά τους στη στροφή των σλαβικών λαών προς το φως του Ευαγγελίου και στην αποφυγή του σκότους του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού, οι οποίοι επίσης επεδίωκαν να τους προσηλυτίσουν. Στον Βίο Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) σώζεται διάλογος του Αγίου με τους Ιουδαίους ενώπιον του Χαγάνου, ηγεμόνος των Χαζάρων. Ιουδαίοι και Μουσουλμάνοι επίεζαν τον Χαγάνο να αποδεχθεί οριστικά μία από τις δύο θρησκείες. Ο εν λόγω διάλογος με τους Ιουδαίους έγινε το 861 στη Χαζαρία. Ένας σύμβουλος του Χαγάνου που ήταν παρών στον διάλογο θέλησε να διαπιστώσει τη γνώμη του Αγίου Κυρίλλου για το Ισλάμ, που ήταν εκεί σοβαρός αντίπαλος του Ιουδαϊσμού. Το σχετικό κείμενο σε μετάφραση έχει ως έξης: «Ένας από αυτούς, σύμβουλος του Χαγάνου, που γνώριζε καλά όλη την κακότητα των Σαρακηνών, ρώτησε τον Φιλόσοφο. "Πες μας ξένε, πώς γίνεται να μην αναγνωρίζετε τον Μωάμεθ; Αυτός στις Γραφές του επαίνεσε πολύ τον Χριστό. Λέγει ότι γεννήθηκε από Παρθένο, αδελφή του Μωυσέως, ότι είναι μέγας προφήτης, πως ανέστησε νεκρούς και εθεράπευσε με μεγάλη δύναμη κάθε ασθένεια". Ο Φιλόσοφος του απάντησε: "Ας κρίνει ο Χαγάνος μεταξύ ημών των δύο". είπε και τα εξής. "Αν ο Μωάμεθ είναι προφήτης, πώς μπορούμε τότε να πιστεύσουμε στο Δανιήλ; Διότι εκείνος είπε ότι από το Χριστό και εξής κάθε οράση και προφητεία σφραγίσθηκε. Όμως ο Μωάμεθ έζησε μετά την εμφάνιση του Χριστού. Πώς μπορεί λοιπόν να είναι προφήτης; Αν τον ονομάσουμε προφήτη τότε απορρίπτουμε τον Δανιήλ". Τότε και πολλοί απ' αυτούς είπαν: "Ό,τι είπε ο Δανιήλ το είπε διά του πνεύματος του Θεού. Αλλά για το Μωάμεθ που ξεστόμισε τις πλάνες του μόνο για κακία και ακολασία, γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ψεύτης και διαφθείρει τη σωτηρία". Για όλα αυτά ο πρώτος σύμβουλος του Χαγάνου είπε απευθυνόμενος στους Ιουδαίους φίλους: "Αυτός ο ξένος με τη βοήθεια του Θεού κατεπάτησε στο έδαφος την υπερηφάνεια των Σαρακηνών, αλλά και την δική σας την ανέτρεψε ως άξια ντροπής"»65. Υπάρχει και άλλος εκτενής διάλογος του Αγίου Κυρίλλου με τους Μουσουλμάνους, που φανερώνει αδιάψευστα πώς διεξήγαγαν οι Άγιοι τους διαθρησκειακούς διαλόγους και σε τί είδους διαθρησκειακές συναντήσεις έπαιρναν μέρος. Θα τον παρουσιάσουμε μελλοντικά σε εκτενέστερη μορφή του παρόντος κειμένου.
Αναφορά στο Ισλάμ βρίσκουμε και στον Βίο του Αγίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού, ο οποίος κατά την επικρατούσα στην έρευνα άποψη έζησε τον 9ο αιώνα, επί της εποχής Λέοντος Στ' του Σοφού, ενώ ο Βίος πρέπει να εγράφη τον 10ο αιώνα. Απαντώντας ο Άγιος Ανδρέας σε ερώτηση του μαθητού του Επιφανίου για το μέλλον της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται και στους Μουσουλμάνους, δικαιολογώντας την εναντίον τους οργή του Θεού από την βλάσφημη πίστη τους και την ακόλαστη ζωή τους· «Και μετά ταύτα δώσει το πρόσωπον αυτού επί Ανατολάς και ταπεινώσει τους υιούς Αγάρ. οργισθήσεται γαρ ο Κύριος διά την βλασφημίαν αυτών, και διά το είναι τον καρπόν αυτών χολήν Σοδόμων και πικρίας Γομόρρων. και διά τούτο νύξας εγερεί τον βασιλέα Ρωμαίων επ' αυτούς και εξολοθρεύσει αυτούς και τα τέκνα αυτών πυρί αναλώσει»66.
Τον ένατο αιώνα ζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης συνδεδεμένος και με την Θεσσαλονίκη, όπου γνωρίσθηκε με τον Ιωσήφ τον Υμνογράφο, ο οποίος συνέταξε ακολουθία και κανόνα του Αγίου. Σώζεται μία Διήγηση όπου γίνεται λόγος για μεταστροφή Μουσουλμάνων στο Χριστιανισμό μετά από συζήτηση με τον Άγιο Γρηγόριο. Πόσους μεταστρέφουν τώρα οι των διαθρησκειακών διαλόγων; Σε κάποιο σημείο της συζητήσεως λέγει ο Άγιος προς τον Μουσουλμάνο: «Και μη έλπιζε επί τα παρόντα, αλλ' επί τα μέλλοντα και μη πίστευε επί τον ψευδοπροφήτην, τον υιόν της κολάσεως· αλλά πίστευσον εις τον Ιησούν Χριστόν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Πίστευσον Τριάδα ομοούσιον, την μίαν θεότητα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον»67.
Θα κατακλείσουμε αυτό το τμήμα με αναφορά στην θαρραλέα και άξια Χριστιανού ποιμένος στάση του Αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης (12ος αιών), ο οποίος βρέθηκε σε παρόμοια προς τους σημερινούς πατριάρχες και αρχιεπισκόπους θέση, κράτησε όμως τελείως διαφορετική στάση. Είναι προφανές ότι και σήμερα οι θρησκευτικοί ηγέτες πιέζονται από τις πολιτικές ηγεσίες, που είναι υπεύθυνες των αλληλοσπαραγμών και των πολέμων, να συναντηθούν και να μιλήσουν για την ειρήνη, σαν να ευθύνονται οι θρησκείες για τις συγκρούσεις όπου γης. Γίνονται έτσι οι θρησκείες το εξιλαστήριο θύμα και με τις συναντήσεις τους επιβεβαιώνουν στην πράξη ό,τι φραστικά αποκρούουν, και αφήνουν την εντύπωση ότι οι θρησκείες ευθύνονται για τους πολέμους, ενώ είναι τοις πάσι γνωστόν ποια οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα υποκινούν τους πολέμους. Συγχρόνως μάλιστα με τις συναντήσεις αυτές σχετικοποιούν τις αλήθειες της πίστεως, και ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί ηγέτες εξισώνουν την μοναδική και απόλυτη αλήθεια του ενσαρκωθέντος Θεού με τα εντάλματα και τις διδασκαλίες των ανθρώπων. Επίεζε και ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143-1180) την εν Κωνσταντινουπόλει σύνοδο να φανεί περισσότερο ανεκτική απέναντι του Ισλάμ και να απαλείψει από τα εκκλησιαστικά βιβλία το ανάθεμα εναντίον του Μωάμεθ. Ο άγιος Ευστάθιος, ο οποίος σημειωτέον ώφειλε στον αυτοκράτορα την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, αντέδρασε και έπεισε την σύνοδο να μη δεχθεί την απάλειψη του αναθέματος εναντίον του Μωάμεθ και της διδασκαλίας του, όπως και έγινε. Είπε μάλιστα την εξής φράση: «Εσοίμην αν καταπεπατημένον ταις πτέρναις φορών τον εγκέφαλον και του σχήματος τούτου παράπαν ανάξιος, ει θεόν ηγοίμην αληθινόν τον παιδεραστήν και καμηλώδη και πάσης πράξεως μυσαράς υφηγητήν και διδάσκαλον»68. Σήμερα προχωρήσαμε τόσο πολύ στην αποστασία, ώστε τις προτάσεις για «κάθαρση» των σχολικών και εκκλησιαστικών βιβλίων από αυστηρές εκφράσεις τις κάνουν όχι οι πολιτικοί, αλλά οι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Η κρίση του Αγίου Ευσταθίου ότι αυτό σημαίνει παραλογισμό, κατέβασμα του μυαλού στα πόδια, και εξευτελισμό του ιερατικού σχήματος πρέπει να προβληματίσει πολλούς.
δ'. Όλοι οι Άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι
Τολμούν πολλοί οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού ή μάλλον Συγκρητισμού, και μάλιστα πατριάρχες και αρχιεπίσκοποι, σε διακηρύξεις και σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, να ισχυρίζονται ότι ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Γεννάδιος Σχολάριος κ.ά. ήσαν υπέρ του διαθρησκειακού διαλόγου και ότι αυτοί αποτελούν τα πρότυπά τους. Θα ευχόμασταν εκ βάθους ψυχής να ήσαν όντως πρότυπα για τους σημερινούς ηγέτες οι μεγάλοι αυτοί Άγιοι και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Δυστυχώς όμως δεν είναι, διότι όλοι οι Άγιοι έχουν απόλυτα αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ, την οποία δεν διστάζουν να διατυπώσουν, ακόμη και όταν αναγκάζονται να προσέλθουν σε διάλογο με τους Μουσουλμάνους, είτε ως αιχμάλωτοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, είτε ως υπόδουλοι και κατακτημένοι, όπως ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος.
Σήμερα προσερχόμαστε μόνοι, εθελουσίως στους διαλόγους, και χωρίς να υπάρχει εξωτερική ανάγκη ή βία αναγνωρίζουμε τον Μωάμεθ ως προφήτη και βλέπουμε πολλά θετικά στη διδασκαλία του. Μα τότε πολύ περισσότερο πρέπει να αμνηστεύσουμε τους Χριστιανούς αιρετικούς που κατεδίκασε η Εκκλησία με οικουμενικές και τοπικές συνόδους, διότι ασφαλώς αυτοί έχουν πολύ περισσότερα όμοια στοιχεία και θετικά, αφού η κακοδοξία τους περιορίζεται σε ένα δύο συγκεκριμένα θέματα της χριστιανικής πίστεως και όχι στην ριζική απόρριψη του Χριστού και του Ευαγγελίου, όπως συμβαίνει με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Και όμως η Εκκλησία έχει καταδικάσει τους αιρετικούς και τους έχει αναθεματίσει, όπως ακούμε να εκφωνούνται τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Όπως πάμε ούτε το επίθετο ορθόδοξος και το ουσιαστικό Ορθοδοξία θα έχουν πια νόημα, διότι αυτά αντιπαρατίθενται στα κακόδοξος και κακοδοξία, τα οποία όμως σήμερα "καθαίρονται", καθαρίζονται από το αρνητικό τους περιεχόμενο. Καταργούν λοιπόν την Ορθοδοξία και την αρνούνται όσοι αμνηστεύουν τις αιρέσεις, πολύ περισσότερο τις θρησκείες. Είναι πλέον σαφές, όπως διακηρύσσεται πλέον από μερικούς "προοδευτικούς", ότι η έννοια της αιρέσεως και του αιρετικού, του ετεροδόξου και του ετεροθρήσκου, δεν ισχύει, δεν έχει πέραση στην σημερινή εποχή της συγχύσεως και αναμίξεως των πάντων, του φωτός προς το σκότος. Όλα είναι νόμιμα και αποδεκτά και στον τομέα της πίστεως και στον τομέα της ηθικής ζωής. Ας μας ξεκαθαρίσουν λοιπόν μερικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες ότι έχουν προσχωρήσει σ' αυτήν την "προοδευτική" άποψη, για να καθορίσουμε και εμείς την στάση μας απέναντί τους, την οποία ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καθορίσουμε, διότι διαφορετικά κοινωνούμε και εμείς «τοις έργοις αυτών τοις πονηροίς»69. Εμείς επιθυμούμε να έχουμε κοινωνία όχι προς τους ακοινωνήτους, αλλά προς τους αγίους και πιστούς όλων των εποχών, να πιστεύουμε όπως επίστευαν όλοι οι προ ημών Άγιοι Πατέρες, στους οποίους πειθόμεθα και υπακούουμε. Καλή υπακοή είναι η υπακοή στο Ευαγγέλιο και στους Αγίους· κακή είναι στους κακοδόξους και στους υποστηρικτάς των. Η ανυπακοή στους δεύτερους είναι αγία ανυπακοή· τους καλούς ποιμένες ακολουθούν τα πρόβατα. αποφεύγουν τους κακούς ότι «ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν»70.
Όλοι λοιπόν οι Άγιοι, ανεξαιρέτως, έχουν αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ και τον "προφήτη" του. Από της πλευράς αυτής, της καθαρά ερευνητικής, έχει δίκαιο ο Αστέριος Αργυρίου, όταν διαπιστώνει, ότι «καθόλη τη βυζαντινή περίοδο και μέχρι μια αρκετά πρόσφατη εποχή η αρνητική στάση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θα επικρατήσει σ' ολόκληρη τη χριστιανική θεολογία»11. Τουλάχιστον δεν επιχειρεί να νοθεύσει την αλήθεια και να την αλλοιώσει, όπως μερικοί άλλοι που θεωρούν ως προδρόμους και πρότυπα των σημερινών διαλόγων τους Αγίους Πατέρες. Είναι μόνον λυπηρό που ο εν λόγω ερευνητής στη συνέχεια δεν συμφωνεί με αυτήν την καθολικά αρνητική θέση των αγίων, και επαινεί σημερινούς επιστήμονες που βλέπουν θετικά το Ισλάμ, γιατί λέγει τους βοήθησαν σ' αυτό «η γενναιότητα της ψυχής τους και η βαθιά τους πίστη», σαν να εστερούντο αυτές τις αρετές οι Άγιοι Πατέρες. Γράφει επί λέξει: «Οι επιστήμονες όμως που ανέφερα - καθώς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι και μαθητές τους - διακρίνονταν επίσης για τη γενναιότητα της ψυχής τους και για τη βαθιά τους πίστη. Οι δύο αυτές αρετές, τα δύο αυτά θεία χαρίσματα, τους βοήθησαν ώστε να αναγνωρίσουν στο Ισλάμ τη θρησκεία που δοξολογεί τον ίδιο με μας Θεό, το Θεό του Αβραάμ, τον κοινό Πατέρα όλων των πιστών. Οι ίδιες ακριβώς αρετές χαρακτηρίζουν και όλους τους χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες και ορθοδόξους, που τα πενήντα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη δεκαετία του '60 και ύστερα, αποφάσισαν να εργαστούν για την προώθηση του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση και καλύτερη γνωριμία μεταξύ των δύο αυτών αποκεκαλυμμένων θρησκειών»72. Να! λοιπόν. Οι ενάρετοι και χαρισματούχοι επιστήμονες της τελευταίας πεντηκονταετίας, σε διαφορετική πορεία από τους Αγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ετών. Των αγίων όμως η αρετή και η σοφία, ως και τα θεία χαρίσματα, είναι αποδεδειγμένα θεόθεν και απτά· εμείς αυτούς ακολουθούμε. οι άλλοι μπορούν να περιμένουν και θα περιμένουν εις μάτην την θεόθεν αναγνώριση της αρετής και των χαρισμάτων τους. Ας δούμε λοιπόν τί λέγει σχετικώς ο όντως άγιος και χαρισματούχος, ο κήρυξ του φωτός και της Χάριτος, «Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλος, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος», ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
ε'. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Δεν διενοήθη ούτε επεδίωξε ποτέ ο Άγιος Γρηγόριος να οργανώσει διάλογο και συνάντηση με τους Μουσουλμάνους. Αναγκάσθηκε να συνομιλήσει μαζί τους, υπό τραγικές μάλιστα συνθήκες, χωρίς να διστάσει να ομιλήσει υπέρ της αληθείας, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του. Αξίζει να αντιπαραβάλει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον διάλογο ο αιχμάλωτος στους Αγαρηνούς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, περιτριγυριζόμενος από αγρίους Μουσουλμάνους που ήσαν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του, αν έλεγε κάτι προσβλητικό για τον προφήτη και την θρησκεία τους, με την φιέστα της Ασίζης, και τα πολυτελή και άνετα ξενοδοχεία ή ιδρύματα, όπου φιλοξενούνται και σιτίζονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Η απόλαυση αυτών των παροχών, των διευκολύνσεων, των αναγνωρίσεων της επιστημονικής αξίας και των τιμών, είναι καλό κίνητρο για να είναι κανείς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, "αντικειμενικός", "αμερόληπτος" και όχι απόλυτος και αποκλειστικός. Μικρών δυνατοτήτων επιστήμονες έχουν ανάγκη προβολής και καταξιώσεως, πλουτισμού των βιογραφικών τους υπομνημάτων, ενώ φιλόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι επιδιώκουν περαιτέρω άνοδο και κατάληψη θέσεων στα οικουμενικά συμβούλια και στις επιτροπές.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς καταξιωμένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, αφού συνέτριψε τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και αποκάλυψε τις πλάνες του Παπισμού, με μία άκρως αντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, στάση, εξελέγη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1347 «τάξει και νόμω πνευματικής αναβάσεως... ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και θείαν δεξάμενος», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για τον Μ. Βασίλειο73. Λόγω της αντιδράσεως του κινήματος των Ζηλωτών δεν κατέστη δυνατή η ενθρόνισή του, παρά μόνον μετά από τρία έτη, τον Δεκέμβριο του 1350. Το τριετές αυτό διάστημα από της εκλογής μέχρι της ενθρονίσεως διήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις την Λήμνον, την οποία επί διετίαν εποίμανε ως τοποτηρητής. Και μετά την ενθρόνισή του όμως και την παλλαϊκή και ενθουσιώδη υποδοχή των Θεσσαλονικέων δεν ήταν αδιατάρακτη η ποιμαντορία του, κυρίως λόγω των δυναστικών διενέξεων μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οικογενειών, των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών. Σε κάποια μεσολαβητική, ειρηνευτική του αποστολή στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1354, το πλοίο που τον μετέφερε από την νήσο Τένεδο αναγκάσθηκε λόγω θαλασσοταραχής, να προσεγγίσει τις ακτές της ευρωπαϊκής ακτής της Καλλίπολης, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία είχαν διαπεραιωθή από την ασιατική πλευρά οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό και την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο καταστρεπτικός σεισμός της 2ας Μαρτίου του 1354, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίσταση από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Εκεί λοιπόν συνελήφθη ο Άγιος Γρηγόριος αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με την συνοδεία του και υπέστη τα πάνδεινα. Ενώ βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων, σε επιστολή που στέλνει Προς την εαυτού εκκλησίαν, την εκκλησία Θεσσαλονίκης, τους χαρακτηρίζει ως «τους πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Εκτιμούσε ότι η αιχμαλωσία του ήταν έργο της Θείας Προνοίας που απέβλεπε αφ' ενός μεν να κηρύξει το Ευαγγέλιο προς τους αλλοπίστους Μουσουλμάνους και αφ' ετέρου να ενισχύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό λόγω των πιέσεων που ασκούσαν οι Τούρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεί εδώ ο Άγιος Γρηγόριος το έργο των μεγάλων Αγίων της Τουρκοκρατίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Κολλυβάδων, διαγράφει την οδό της ομολογίας και της παρρησίας στους αναγκαστικούς διαλόγους με τους κατακτητάς, στους αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, οι οποίοι εγέννησαν στη συνέχεια το πλήθος των Νεομαρτύρων. Τί γεννούν και τί παράγουν οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι; Ασφαλώς όχι μάρτυρας και απολογητάς, αλλά χλιαρούς και αδιαφόρους περί την πίστιν αποστάτας της Ορθοδοξίας.
Συνολικά κατά την διάρκεια της ταλαιπωρίας του από πόλη σε πόλη, η οποία οφείλεται εις το ότι πληροφορηθέντες οι Τούρκοι ότι ήτο επιφανής και διάσημος αρχιερεύς, ζητούσαν υπέρογκα χρηματικά ποσά ως λύτρα, διεξήγαγε τρεις διαλόγους ο Άγιος Γρηγόριος με θεολόγους του Ισλάμ, στους οποίους σύντομα θα αναφερθούμε. Η πρώτη συζήτηση περιγράφεται σε επιστολή προς την Εκκλησία του74, η δεύτερη συζήτηση στην ίδια επιστολή και σε άλλη του επιστολή από την αιχμαλωσία προς ανώνυμο παραλήπτη75, και η τρίτη συζήτηση «Προς τους αθέους Χιόνας»76, εξισλαμισθέντες πρώην Χριστιανούς, καταγράφτηκε σαν ένα είδος πρακτικών, από τον ιατρό Ταρωνείτη, που προσεκλήθη από Χριστιανούς για να βοηθήσει τον ασθενήσαντα από τις ταλαιπωρίες Άγιο Γρηγόριο.
Γράφοντας λοιπόν «Προς την εαυτού εκκλησίαν» κρίνει ότι ήταν μέτρο της προνοίας του Θεού η αιχμαλωσία του: «Δοκεί γαρ μοι διά της οικονομίας ταύτης φανερούσθαι τα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του επί πάντων Θεού, και αυτοίς τοις πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ως αναπολόγητοι ώσιν επί του μέλλοντος αυτού φρικωδεστάτου βήματος, εγγύς όντος ήδη, δι' ην οικονομίαν, ως από των εκβάντων έστι συνοράν, και ημείς παρεδόθημεν ταις τούτων χερσίν, άμα προς μικράν έκτισιν των πολλών εις Θεόν ημετέρων αμαρτημάτων»77. Οι σημερινές συναντήσεις και διάλογοι δεν γίνονται για καμμία οικονομία θεϊκή, ούτε καθιστούν αναπολογήτους τους Μουσουλμάνους, αφού δεν μαθαίνουν από αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου· γίνονται για ανθρώπινες οικονομίες, όπως και αν εκλάβει κανείς τον όρο. Από την Καλλίπολη, όπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οι αιχμάλωτοι ομαδικά στην Λάμψακο υπό σκληρές συνθήκες, γύμνιας, πείνας, στερήσεων, σωματικών κακώσεων ο ηγεμών των βαρβάρων ήλπιζε ότι θα εισπράξει χιλιάδες νομισμάτων για την απελευθέρωση του Αγίου Γρηγορίου, οι δε φανατικοί στην πίστη Μουσουλμάνοι εξεδήλωναν την μανία τους εναντίον του και επεδίωκαν να τον υποχρεώσουν σε θεολογικό διάλογο, γιατί πίστευαν ότι η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία από τον Θεό εξ αιτίας της ασεβούς πίστεως των Χριστιανών. Αγανακτεί στο σημείο αυτό ο Άγιος Γρηγόριος γιατί «το δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρον τούτο γένος» μεγαλαυχεί και πιστεύει ότι λόγω της ευσέβειας και θεοφιλίας του επικρατεί επί του Γένους των Ρωμηών. Υπενθυμίζει ότι κατά το Ευαγγέλιο «ο κόσμος ούτος εν τω πονηρώ κείται»78 και ότι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου κυριαρχούν οι κακοί και δούλοι των κάτω, που εκβιάζουν με τα όπλα και εκπορθούν τα γειτονικά εδάφη. Μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου κυβερνούσαν τον κόσμο οι ειδωλολάτρες, που δεν είχαν βέβαια την εύνοια του Θεού. Οι Μουσουλμάνοι έπαθαν ό,τι και οι ειδωλολάτρες Έλληνες, για τους οποίους λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν», διότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν». Το ίδιο και οι Μουσουλμάνοι, ενώ ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού και Πνεύμα, ότι ετέχθη εκ παρθένου, εδίδαξε θεία πράγματα, ανελήφθη στους ουρανούς και θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, εν τούτοις δεν τον δέχονται ως Θεό, ως Θεάνθρωπο Λόγο, αλλά «ηλλάξαντο την αλήθειαν εν τω ψεύδει και επίστευσαν και εσεβάσθησαν και ηκολούθησαν ανθρώπω ψιλώ τε και θνητώ και τεθαμμένω, Μωάμεθ ούτος, παρά τον Θεάνθρωπον και αείζωον και αΐδιον Λόγον». Η συνέχεια των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος αποτελούν ολοκληρωτική άρνηση και κατεδάφιση του Ισλάμ. Επειδή λοιπόν αστόχησαν στην πίστη, όπως οι ειδωλολάτρες, τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν και εις πάθη ατιμίας». η πίστη τους και η ζωή τους είναι θεομισείς και απάνθρωπες. Έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο παραλογισμού, ώστε όχι μόνον δικαιολογούν τα όσα πράττουν, αλλά νομίζουν ότι και ο Θεός επιδοκιμάζει τις πράξεις τους. Επικαλείται για την κρίση του αυτή την προσωπική του πλέον εμπειρία. Λέγει το κείμενο: «Επεί γουν γνόντες περί ων ο Λόγος τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν η εσεβάσθησαν, "παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν" και "πάθη ατιμίας", ώστε βιούν αισχρώς και απανθρώπως, και θεομισώς, και κατά τον εκ παιδός υπό Θεού μεμισημένον και της πατρικής ευχής απωσμένον Ησαύ, επί τόξω και μαχαίρα και ασωτία ζην, επεντρυφώντας ανδραποδισμοίς, φόνοις, λεηλασίαις, αρπαγαίς, ακολασίας μοιχείαις, ανδρομανίαις. Και ου μόνον αυτοί τα τοιαύτα πράττουσιν, αλλ' ω της παρανοίας, και τον Θεόν συνευδοκείν τούτοις οίονται. Ούτως εγώ περί τούτων διανοούμαι, τα κατ' αυτούς νυν ειδώς ακριβέστερον»79.
Ακούτε όλοι εσείς, πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, θεολόγοι, ειρηνοποιοί και αγαπητικοί, που τολμάτε και επικαλείσθε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως συνήγορο των ιδικών σας θετικών εκτιμήσεων για το Ισλάμ. Γιατί κρύβετε την αλήθεια και την συσκοτίζετε; Φοβάστε το φως του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, γιατί αποτελούν έλεγχο των ιδικών σας πράξεων. Δεν τελειώσαμε όμως με τον Άγιο Γρηγόριο, γιατί έχει και άλλες ενδιαφέρουσες διαθρησκειακές θέσεις, και θα συνεχίσουμε. Εδώ πάντως στο χωρίο που παραθέσαμε κονιορτοποιείται το επιχείρημα των διαθρησκειακών "θεολόγων" περί του ότι το Ισλάμ γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη και διδάσκαλο. Τόσο το χειρότερο, εφ' όσον είναι γνωστόν ότι "ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς"· η γνώση των περί Χριστού επιβαρύνει περισσότερο τους Μουσουλμάνους, διότι «γνόντες τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν ή εσεβάσθησαν» αλλά τον έβαλαν, όπως είδαμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να παραδέχεται ότι το Ευαγγέλιο το έγραψαν άνθρωποι "παραβάται", "ψεύσται" και "πεπλανημένοι". Όχι μόνο αρνήθηκαν τον Χριστό αλλά διέστρεψαν και την διδασκαλία του, καταστάντες γι' αυτό αναπολόγητοι, αυτοί και οι υποστηρικτές των.
Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ότι πολλοί από αυτούς έδειξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προσέβαλαν και φιλονεικούσαν μαζύ του προβάλλοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προσθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγίου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώσεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσου νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει»80.
Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πηγές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν το ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν για να απελευθερωθούν. Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστιανός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμάλωτοι για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.
Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθηκαν στην Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διεξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ. «εκείνος ήρετο πάλιν, ει δεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ»81. Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου.· σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λόγο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την διδασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν»82. Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων. κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ. δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολονότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστι των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα»83.
Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικομήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τις ποτε και οίος εστιν ο καλόγηρος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τίποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού. «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν»84. Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους. έγραψε όμως ποτέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;
Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης. ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρειες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν. παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμάνους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ. Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης που διέσωσε αυτόν τον διάλογο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριάζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερινούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό. είναι αδιανόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει. «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά ιατρού του Ταρωνείτου».
Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λόγος στον Άγιο Γρηγόριο ο οποίος παρουσίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πίστεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδασκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων. Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητος και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μητέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χριστιανοί για τον Μωάμεθ. «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πώς ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού λόγον και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;»85
Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «διά τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν για να κρίνει όλον τον κόσμον. και μας παρήγγειλε να μη δεχθούμε κανένα άλλον προ της δικής του παρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν. εάν έλθει κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεόκλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χριστιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω»86.
Επιτυχέστατες είναι και οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγορεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης»87. Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζονται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;
Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υακίνθου, όπου και εγκαταστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδείας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κατορθώσει να απελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήσαν πολύ λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κάποιον ομόπιστό τους· εκ του μακρόθεν παρακολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρηγόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κάποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα. Με αφορμή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελετουργία και την μέλλουσα κρίση. Ο Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χριστό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσανασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθήσουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε ότι και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πώς ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πιστεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι;»88
Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότατη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών. το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ' αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Διά τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω»89.
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθηκε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωάμεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξαφάνισαν οι Χριστιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλαδή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών. «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».
Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τασιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντολές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από τον Χριστό. Κανείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκόψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφράσεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό. θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμάνους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πώς λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγγέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ουν πλανηθήτε οπίσω αυτών»90. Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κατόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι και τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολάκευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η διδασκαλία του Χριστού, μολονότι απομακρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε: «Τί δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμενος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο. η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμένης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν»91.
Η συντριπτική αυτή και θαρραλέα απάντηση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νοήματα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη92 .
Ανταποκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πιστεύσει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι93.
Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' ον θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα94. Με αυτήν την παρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχάζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.
Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλοντική περίοδο της ιστορίας, αλλά σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την δευτέρα παρουσία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»95.
Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος, ενώπιον αγρίων και βαρβάρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογήσει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παντελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφήτης του, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτικός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας; Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλήθεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διαλόγους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαίτερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, στους οποίους θα αναφερθούμε στο τελευταίο τμήμα, με το οποίο και θα τελειώσουμε.
στ'. Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννάδιος Σχολάριος
Ενδιαφέρουσες κρίσεις και εκτιμήσεις για το Ισλάμ, στην ίδια πάντοτε γραμμή των προ αυτών Αγίων Πατέρων, έχουν διατυπώσει ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, ολίγα χρόνια προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, όπως και ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης και εθνάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Ο δεύτερος μάλιστα διεξήγαγε τρεις διαλόγους διαθρησκειακούς με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ και ένα με Τούρκους αξιωματούχους στην πόλη των Σερρών.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου Ευγενικού και του Γενναδίου Σχολαρίου, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας έναντι των επιδιώξεων του πάπα, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του για το Ισλάμ σε επιστολή που στέλνει προς κάποιον Μάξιμο, ο οποίος εγκατέλειψε την Ορθοδοξία και προσεχώρησε στον Παπισμό. Επιχειρούσε μάλιστα δι' επιστολών να πείσει και άλλους να προσχωρήσουν στον Παπισμό, ενδιαφερόμενος τάχα για τη σωτηρία τους περισσότερο όμως, όπως εκτιμά ο Βρυέννιος, αγωνιζόμενος να πείσει τον εαυτό του γι' αυτό που έκανε και να διαφύγει τον έλεγχο της συνειδήσεως για την αποστασία του. Παρόμοια επιστολή έστειλε και στον Βρυέννιο, ο οποίος του ανταπέστειλε επιστολή, με τίτλο «Τω από Γραικών Ιταλώ αδελφώ Μαξίμω της τάξεως των κηρύκων»96. Μεγάλο μέρος από τις απαντήσεις αυτές του Βρυεννίου έχει ενσωματωθή και σε άλλο έργο του με τίτλο «Λόγος Συμβουλευτικός περί της ενώσεως των εκκλησιών»91.
Ανάμεσα στα επιχειρήματα του αποστάτη Μαξίμου εναντίον των Ορθοδόξων ήταν η ευπραγία των Δυτικών και η δυστυχία των Ορθοδόξων, που ερμηνευόταν ως εγκατάλειψή τους από τον Θεό. Απαντά λοιπόν ο διδάσκαλος Ιωσήφ ότι, αν όντως έτσι είναι τα πράγματα, τότε ευσεβέστεροι όλων πρέπει να θεωρηθούν οι Αγαρηνοί, οι Μουσουλμάνοι, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μιαρό και άθεο έθνος λέγοντας: «Ει εκ της κατά τον βίον ευπραγίας, ω Μάξιμε, τεκμαίρη του δόγματος την ορθότητα, ώρα σοι και Αγαρηνούς και Ισμαηλίτας ευσεβεστέρους ημών υπειληφέναι, εφ' οις ευετηρούσι σήμερον, το μιαρόν έθνος και άθεον· το τα ασεβέστατα κατά Χριστού του Θεού ημών αθυροστομούν. το ταις παρά φύσιν όσαι ώραι καταχραινόμενον μίξεσι· των ει μη τι άλλο προσήν ημίν των καλών, τη γουν εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστει σεμνυνομένων και τω εις αυτόν αγίω τετελεσμένων βαπτίσματι». Βλέπομεν όμως αυτούς τους «εξαγίστους», τους μιαρούς και αθέους, να επιτίθενται και να κομπάζουν όχι μόνον εναντίον μας αλλά και εναντίον των Λατίνων. Θεωρεί ότι το άθεο αυτό έθνος πολεμεί συγχρόνως εναντίον του Θεού των Χριστιανών, και ότι πάσχοντες δεινά οι Ορθόδοξοι από αυτούς τους «αλιτηρίους» καθίστανται μάρτυρες· ο θάνατός τους υπολογίζεται από το Θεό ως μαρτύριο, διότι αρνούνται να δεχθούν την πίστη και τον μιαρό τρόπο της ζωής τους και προτιμούν ακόμη και να αποθάνουν για τον Χριστό. «Ος γαρ, ενόν εις τα εξάγιστα και άθεα εκείνων ήθη μεταβαλείν και ενσπόνδους αυτούς σχειν τούτους, μάλλον δε και της παρ' εκείνοις ραστώνης και ανέσεως μεθ' όσης τιμής απολαύειν. ταύτα παρά φαύλον τιθέμενος, μισείσθαι παρ' εκείνων ανέχεται και ελαύνεσθαι, και αυτό βιαίως το ζην αφαιρείσθαι διά Χριστόν πάντα πάσχει τα ειρημένα. Του δε διά Χριστόν πάσχειν τί άρα μακαριώτερον;». Δεν θα παρουσιάσουμε εδώ την σύγκριση που κάνει ο μοναχός Ιωσήφ της πνευματικής καταστάσεως των Λατίνων και των Ορθοδόξων, οι οποίοι παρά την δυσπραγία και την υποδούλωση πολλών εξ αυτών στους αλλοπίστους εξακολουθούν να διατηρούν απαρασάλευτη την πίστη τους και να ιερουργούν τα θεία μυστήρια και να έχουν εναργή την παρουσία του Θεού, όπως αυτό φαίνεται στο θαύμα του αγιασμού του ύδατος· «Και το ύδωρ ευχή και σφραγίδι παρά των κατά τόπον ιερέων αγιαζόμενον, εναργή της χάριτος σώζει τα σύμβολα, ως εκ της ορωμένης διαυγείας και καθαρότητος, μηδέν πάσχον όσα εικός ύδωρ ακινητούν, την αόρατον πιστούσθαι εν αυτώ του Πνεύματος επιφοίτησιν· και οία παρ' ημίν οία τε εστιν ιερωσύνη τελείν παρίστησι τηλαυγώς». Μας ενδιέφερε να δείξουμε πώς εκτιμά και πώς εκφράζεται ο Ιωσήφ Βρυέννιος για το Ισλάμ, διότι και σ' αυτόν αναφέρονται, ως πρότυπο, μερικοί σημερινοί θεολόγοι της πανθρησκείας, πλανώντες και πλανώμενοι.
Οι συζητήσεις που έκανε ο Γεννάδιος Σχολάριος για το Ισλάμ ομοιάζουν με τις συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όχι μόνον ως προς τα επιχειρήματα αλλά και ως προς το ότι συζητά ως υπόδουλος και κατακτημένος, υπό δυσμενέστατες δηλαδή ιστορικές συγκυρίες, και μάλιστα στους τρεις από τους τέσσερις διαλόγους με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ. Τρία συγγράμματα του Σχολαρίου περιέχουν αυτές τις συζητήσεις. Προκύπτει λοιπόν από αυτά ότι ο πορθητής πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στην Ι. Μονή Παμμακαρίστου, όπου είχε μεταφέρει το Πατριαρχείο ο Σχολάριος από τον ναό των Αγίων Αποστόλων. Εζήτησε δε από τον πατριάρχη να μάθει για την πίστη των Χριστιανών. Στην συνάντηση αυτή βλέπει κανείς το πνεύμα μιας χιλιετούς παραδόσεως να στέκεται αντιμέτωπο μπροστά στο σπαθί και στην εξουσία ενός φοβερού πολεμάρχου. Ο πατριάρχης δεν εδειλίασε ούτε προέβη σε εκπτώσεις από την πίστη και σε απόκρυψη της αληθείας, όπως κάνουν στις σημερινές διαθρησκειακές συναντήσεις και στους διαλόγους. Εξέθεσε με παρρησία τους λόγους της υπεροχής του Χριστιανισμού, τον οποίο παρουσίασε ως την μοναδική οδό σωτηρίας. Εντυπωσιάσθηκε ο Μωάμεθ και οργάνωσε δεύτερη και τρίτη συζήτηση, παρόντων και Μουσουλμάνων θεολόγων. Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμεθα ότι το αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν πολύ αποδοτικό. Εθαύμασε ο Μωάμεθ την σοφία του πατριάρχη και αισθανόταν καύχηση γιατί έγινε αρχηγός τόσο σπουδαίου λαού. η προσωπική εκτίμηση προς τον πατριάρχη είχε επιπτώσεις στην γενικότερη ευνοϊκή στάση του απέναντι στους κατακτηθέντες, όπως φαίνεται από τα παραχωρηθέντα προνόμια. Ορισμένες μάλιστα ιστορικές πηγές, όπως η Turcograecia, προχωρούν τόσο πολύ την επιτυχία των συζητήσεων, ώστε να ισχυρίζονται ότι «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Υπάρχει ανάλογο αποτέλεσμα ή θα υπάρξει ποτέ από τους σημερινούς διαθρησκειακούς διαλόγους των εξισώσεων και των ισοπεδώσεων; Οι συζητήσεις αυτές περιέχονται στο σύγγραμμα του Σχολαρίου «Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των ανθρώπων». Θα ήμασταν ευχαριστημένοι, αν σε κάποιον από τους διαθρησκειακούς διαλόγους ελέγετο ότι ο Χριστιανισμός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας, διότι από αυτό προκύπτει πως ούτε ο Ιουδαϊσμός ούτε το Ισλάμ είναι οδοί σωτηρίας.
Αναπτύσσει ο πατριάρχης την θεία παιδαγωγία και οικονομία που την βλέπει να προχωρεί βαθμιαία μέσω τριών σταδίων.του φυσικού εν πρώτοις νόμου, του μωσαϊκού κατόπιν και τελικώς του ευαγγελικού, ο οποίος είναι ολοκλήρωση και συμπλήρωση του μωσαϊκού και τελειότατος νόμος· μετά από αυτόν δεν μπορεί να δεχθεί κανείς άλλη τελειότερη διδασκαλία. «ούτε χρη διδασκαλίαν άλλην εκδέχεσθαι τελειοτέραν, ούτε πειστέον αν είη τοις λέγουσιν από Θεού τι νομοθετείν τελειότερον, και πολλώ μάλλον ει φαίνοιντο φθείροντες εν πάσιν ή τοις πλείοσι την του Ιησού και των Αποστόλων διδασκαλίαν». Ο Μωάμεθ και το Κοράνιο τίθενται στο περιθώριο, αχρηστεύονται μέσα στο σχήμα αυτό των τριών σταδίων, των τριών φάσεων της Θείας Οικονομίας, την οποία ολοκλήρωσε το Ευαγγέλιο. Μετά την τέλεια διδασκαλία του Χριστού δεν υπάρχει χώρος για άλλη διδασκαλία. Ο υπαινιγμός περί του ότι το Κοράνιο κατέστρεψε σε όλα ή στα περισσότερα και έφθειρε τη διδασκαλία του Χριστού είναι σαφέστατος. Και αυτά ελέχθησαν ενώπιον του πορθητού Μωάμεθ. Τουλάχιστον πρέπει να ντρέπονται όσοι ψάχνουν να βρουν πρότυπα των σημερινών διαλόγων στην προηγουμένη πατερική παράδοση. Ας παραδεχθούν ότι δεν έχουν το θάρρος και την παρρησία να σηκώσουν το βάρος αυτής της παραδόσεως και ας μη την ευτελίζουν, μόνο και μόνο για να μη διαταράξουν την ραστώνη και την ευημερία τους. Δεν είναι αυτό ούτε αποστολικό, ούτε μαρτυρικό φρόνημα98.
Υπάρχει και ένα δεύτερο κείμενο του Σχολαρίου για το Ισλάμ, το οποίο μάλιστα περιελήφθη και στα συμβολικά βιβλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον τίτλο Ομολογία Σχολαρίου. Πρόκειται για σύντμηση και περίληψη του προηγουμένου συγγράμματος, την οποία έκανε ο ίδιος ο Σχολάριος μετά από αίτημα του Μωάμεθ, ώστε να είναι «σαφές και ευπαράδεκτον τοις αμυήτοις». Η Ομολογία έχει δημοσιευθή και στο γνωστό έργο του καθηγητού Ι. Καρμίρη «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»99. Ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι η έκθεση των αληθειών της πίστεως γίνεται κατ' αντιπαράθεσιν των αντιστοίχων του Κορανίου, χωρίς αυτό να ονοματίζεται. Υπάρχει και τρίτο σχετικό κείμενο το οποίο συνέγραψε ο Σχολάριος στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, μετά από συζήτηση που είχε με δύο ανωτάτους Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι έστειλαν στη μονή στρατιώτη με έγγραφη προσταγή να κατέλθει ο Σχολάριος στην πόλη των Σερρών, για να συζητήσουν μαζί του, χωρίς βέβαια να γράφουν στο έγγραφο τον σκοπό αυτής τους της ενεργείας. Το έργο φέρει τον τίτλο. «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
ζ'. Οι Άγιοι Νεομάρτυρες
Και ερχόμαστε στους Αγίους Νεομάρτυρες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι αποτελούν την νέα δόξα την νέα καύχηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία έτσι επανασυνδέουν με την Εκκλησία των παλαιών μαρτύρων και την παρουσιάζουν ως την μόνη αληθή Εκκλησία του Χριστού, εντός της οποίας γεννώνται νέοι Άγιοι που ευαρέστησαν το Θεό με την ομολογία και το μαρτύριο τους, και δοξάσθηκαν με τα θαύματα που επιτελεί δι' αυτών η Θεία Χάρη. Δεν υπάρχει εδώ πολύς χώρος για να παραθέσουμε όσα αναπτύσσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο προοίμιο του «Νέου Μαρτυρολογίου», όπου παρουσιάζει αυτό το νέο θαύμα, το να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά του χειμώνος της απιστίας τους Νεομάρτυρες ως εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα, μέσα στην βαθύτατη νύκτα ημέρα και ήλιο, μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι φώτα λαμπρότατα, στον καιρό της αιχμαλωσίας ελευθερία, της ασθένειας και της αδυναμίας υπερφυσική δύναμη.
Όλοι σχεδόν οι Νεομάρτυρες κατά την προσαγωγή τους μπροστά στους Τούρκους άρχοντες και δικαστές έπρεπε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους υπέβαλλαν για το Κοράνιο και τον Μωάμεθ, να δικαιολογήσουν γιατί δεν γίνονται ή γιατί δεν παραμένουν Μουσουλμάνοι, όταν επρόκειτο περί αρνησιχρίστων, οι οποίοι μετανοούσαν για την αποστασία τους. Πρόκειται για αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, για διαλόγους που αναβίωσαν το παράδειγμα του πρωτομάρτυρος Χριστού, του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου, του εν ανθρώποις πρωτομάρτυρος διακόνου Στεφάνου, των Αγίων Αποστόλων, των αρχαίων μαρτύρων και των Αγίων Πατέρων και ομολογητών.
Δεν υπολογίζουν τιμές, αξιώματα, πλούτη και απολαύσεις, που τους υπόσχονται, όπως ουσιαστικώς γίνεται σήμερα στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπου βέβαια δεν έχουμε άρνηση της πίστεως, έχουμε όμως απόκρυψη της αληθείας και εξίσωση με την πλάνη που είναι σχεδόν το ίδιο. Αν όμως η πλάνη και η αλήθεια, το σκότος και το φως, ο Χριστός και τα είδωλα ή ο Μωάμεθ είναι το ίδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί εμαρτύρησαν οι Απόστολοι και οι μάρτυρες, οι παλαιοί και οι νέοι; Δεν αποτελούν οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπου δεν μαρτυρείται η αλήθεια, όπου εξισώνεται ο Χριστός με τους ψευδοπροφήτες, όπου δεν υπάρχει παρρησία και μαρτυρικό φρόνημα, δεν αποτελούν λοιπόν προσβολή και απόρριψη της στάσεως των Αγίων μαρτύρων, ως ανόητης και φονταμενταλιστικής, αφού τα ανοιχτά μυαλά των σημερινών προοδευτικών κληρικών και θεολόγων δεν θα δικαιολογούσαν ποτέ τέτοια στάση, ούτε θα ομολογούσαν ποτέ αυτά που ομολόγησαν οι Νεομάρτυρες για το Ισλάμ, όπως ενδεικτικά θα δούμε; Ο Άγιος Νικόδημος στο μνημονευθέν προοίμιο αναπτύσσει πέντε λόγους για τους οποίους «ευδόκησεν ο Θεός να γίνονται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς: α) διά να είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδόξου πίστεως. β) διά να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι αλλόπιστοι. γ) διά να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων. δ) διά να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οπού τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας. ε) δε και τελευταίον διά να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν διά του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος».
Απέναντι αυτής της εικόνος των αληθινών διαθρησκειακών διαλόγων των Νεομαρτύρων, οι σύγχρονοι διαθρησκειακοί διάλογοι είναι παγωνιά μέσα στον χειμώνα, σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι, αιχμαλωσία σε καιρό ελευθερίας, ασθένεια και αδυναμία σε κατάσταση δυνάμεως. Δεν οδηγούν σε ανακαινισμό αλλά σε φθορά της Ορθοδόξου πίστεως· δεν καθιστούν αναπολογήτους τους αλλοπίστους· δεν δοξάζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού την εξισώνουν με τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, ούτε ενισχύουν στην υπομονή και εμμονή στην πίστη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, πολύ περισσότερο δεν παρακινούν στη μίμηση του μαρτυρικού τέλους των Αγίων. Είναι γι' αυτό ψευτοδιάλογοι αποστασίας και δειλίας.
Από το σύνολο των όσων είπαν πολλοί Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι με τους Μουσουλμάνους δικαστές, ενδεικτικώς θα παρουσιάσουμε μερικά, για να φανεί η άρρηκτη ενότητα, συνέπεια και συνέχεια στην ομολογία και στην μαρτυρία της Αληθείας με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με την θυσία της ζωής, η αδιάκοπη αλυσίδα της πίστεως από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Αγίων Πατέρων μέχρι των Νεομαρτύρων. Οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι είναι ξένοι και αλλότριοι, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτήν την πίστη και το μαρτυρικό αυτό φρόνημα.
Ο νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου 1800), στην πρόταση του Μουσουλμάνου άρχοντος να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστεύσει στον Μωάμεθ απήντησε:
«Έλα και εσύ αυθέντα να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν πως είναι Θεός αληθινός, διά να σε φωτίση να ιδής το αληθινόν φως, επειδή και τώρα είσαι τυφλός και εσκοτισμένος από την ασέβειαν». Στην επιμονή του Μουσουλμάνου μετά από τρεις ημέρες ο άγιος Κωνσταντίνος απήντησε με περισσότερο θάρρος: «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας, και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζί με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον»100.
Ο οσιομάρτυς Νικόδημος, που ασκήθηκε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιο Όρος, και μαρτύρησε στο Βελιγράδι (11 Ιουλίου 1722), αρνηθείς τον Χριστό και μετανοήσας κατόπιν απορεί λέγων: «Οίμοι τω αθλίω και ταλαιπωρώ, διά ποίαν αιτίαν άρα γε ετυφλώθην τόσον κατά νουν ο ασύνετος; Πώς εσκοτίσθην τη διανοία; Πώς προετίμησα το σκότος μάλλον ή το φως; Πώς εχωρίσθην της δόξης του Χριστού; Πώς εκουσίως απέρριψα εαυτόν από της συναυλίας της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, γενόμενος δούλος και αιχμάλωτος του παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλών και δεόμενος προς την Υπεραγία Θεοτόκο να τον αξιώσει να έχει μαρτυρικό τέλος αξιώθηκε να ιδεί την εξής οπτασία: «Κοιμώμενος γαρ έτι ο μακάριος Νικόδημος, ηρπάγη εις οπτασίαν υπό θείου αγγέλου, όστις έδειξεν εις αυτόν όλους τους βασανιζομένους εν τω Άδη, εξαιρέτως δε τον αρχηγόν της πλάνης των Αγαρηνών, ος εστιν ο ψευδοπροφήτης Μωάμεθ. υπήρχε γαρ ούτος δεμένος εν πυρίναις αλύσεσιν εν τη φλογί της γεέννης, δεινώς βασανιζόμενος. ωσαύτως και άπασα η πληθύς των ασεβών, οι οπαδοί δηλονότι αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών πάσης ασεβείας και αιρέσεως, άπαντες εκεί βασανιζόμενοι»101.
Θαυμάζει ο Άγιος Νικόδημος το θάρρος της νεαρής κοπέλλας, της Αγίας Νεομάρτυρος Ακυλίνας από το Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), η οποία στην προτροπή του Τούρκου κριτή να αλλαξοπιστήσει απάντησε: «Και τί ωρέχθηκα από την πίστιν σας, να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω, οι οποίοι βρωμείτε ακόμη ζωντανοί; Ω τόλμη μαρτυρική! Ω μεγαλοψυχία ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, όχι ενός απλού κορασίου, αλλ ' ενός γίγαντος ανδρειωμένου!»102. Παρόμοιο θαυμασμό και έπαινο εκφράζει και ο συντάκτης του βίου του προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου: «Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γενναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον, εκείνο οπού γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του· δίκαιος ως λέων πέποιθε (κη' ι) και το του προφήτου Δαβίδ· ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην (Ψαλμ. ριη')»103. Παρόμοιους επαίνους προς τους Νεομάρτυρες διατυπώνει η λατρεύουσα τον αληθινό Θεό Εκκλησία, όταν κατά τις πανηγύρεις επί τη μνήμη αυτών ψάλλει τους ύμνους των ακολουθιών τους. Θαυμάζουν και οι πιστοί και ευχαριστούν τον Θεό για τους Νεομάρτυρες, την νέα αυτή δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, και λυπούνται για τους νέους αποστάτες και αρνησιχρίστους των διαθρησκειακών διαλόγων, ευχόμενοι να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν, να επανέλθουν και να μαρτυρήσουν, να κηρύξουν υπέρ του Χριστού ως της μοναδικής οδού σωτηρίας.
η'. Ισλάμ και νεομάρτυρες
I. Οι δυο εχθροί της Ρωμιοσύνης. Παπισμός και Ισλάμ, Φράγκοι και Τούρκοι
Η πρώτη χριστιανική χιλιετία αποτελεί την περίοδο του θριάμβου της χριστιανικής πίστεως. Επέζησε των σκληρών διωγμών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, αφού ανέδειξε πλήθος καλλινίκων και ηρωικών μαρτύρων, εξαπλώθηκε παρά τους διωγμούς εις τα πέρατα της τότε οικουμένης και τελικώς νικήτρια όλων των ιστορικών της αντιπάλων, του Ιουδαϊσμού, του ειδωλολατρικού Ελληνισμού και της Ρωμαϊκής διοικήσεως, έγινε η ζωοδότρα πνευματική πνοή, η ψυχή του πρώτου χριστιανικού κράτους, της επωνύμου των Χριστιανών καινής πολιτείας, που εγκαθιδρύθηκε με την θεϊκή κλήση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως, του εν βασιλεύσιν αποστόλου Μ. Κωνσταντίνου.
Όπως η θαυμαστή εξάπλωση του Χριστιανισμού από το επιτελείο των αδυνάμων κατ' άνθρωπον και αγραμμάτων αποστόλων παραπέμπει στη θεϊκή προέλευση της χριστιανικής πίστεως, γιατί είναι αδύνατο να ερμηνευθεί με ανθρώπινα κριτήρια, έτσι και η πάνω από χίλια χρόνια επιβίωση της ελληνοχριστιανικής πολιτείας του Βυζαντίου, της Ρωμανίας των ιστορικών μας πηγών, της Ρωμιοσύνης στην απλή λαϊκή γλώσσα, μοναδικό φαινόμενο αντοχής, χρονικής διάρκειας, πνευματικής καρποφορίας και ακτινοβολίας, ερμηνεύεται με βάση τους νόμους της θείας κυβερνητικής και της θείας συμμαχίας. Ο Χριστός και η Παναγία Μητέρα του, η Υπέρμαχος Στρατηγός, στους οποίους αφιερώθηκε και ανατέθηκε η Πόλις, έγιναν οι προστάτες και οι φρουροί των κατοίκων, οι οποίοι όμως ανταποδοτικά και συνεργιακά τηρούσαν τους νόμους της θείας κυβερνητικής και αποδεικνύονταν άξιοι της θεϊκής συμμαχίας.
Η Κωνσταντινούπολη έγινε η νέα Ιερουσαλήμ, όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα ιερά της ανά τον κόσμον χριστιανικής οικουμένης, και ο χριστιανικός λαός έγινε ο νέος εκλεκτός λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ, αφού ο παλαιός Ισραήλ στάθηκε ανάξιος να συνεχίσει το έργο της διακονίας στη σωτηρία του κόσμου.
Την εκπληκτική διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, διαδέχθηκε η θαυμαστή εμβάθυνση και ανάπτυξη των δογμάτων της πίστεως από τις συνόδους και τους Αγίους Πατέρες, η υποδειγματική βίωση και εφαρμογή των εντολών του Χριστού από πλήθος αγίων και ασκητών, αλλά και από τον ευλογημένο λαό του Θεού, η εκρηκτική πνευματική και πολιτιστική άνθηση και παραγωγή σε όλους τους τομείς, στην λατρεία, στην φιλολογία, στην τέχνη, με συνέπεια περί το τέλος της πρώτης χιλιετίας να παρατηρηθεί νέα αύξηση του Χριστιανισμού με την εισαγωγή στους κόλπους της Εκκλησίας των σλαβικών λαών της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Φαινόταν ότι το ευαγγέλιο είχε κηρυχθεί εις πάσαν την κτίσιν, εις τα πέρατα της τότε γνωστής Οικουμένης, και ότι ο Χριστιανισμός αποδεικνυόταν η μόνη οδός για την σωτηρία των ανθρώπων. Πολλοί ερμηνευτές δέχονται ότι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού που διδάσκει η Αποκάλυψη, και που εξέθρεψε και εξακολουθεί να εκτρέφει χιλιαστικές μεσσιανικές προσδοκίες, πρέπει να εντοπισθεί στο υπερχιλιόχρονο χριστιανικό Βυζάντιο.
Η δεύτερη χριστιανική χιλιετία, που τελειώνει σε ενάμισυ μήνα, αρχίζει με δυσοίωνες προοπτικές για το ενιαίο ακόμη σε Ανατολή και Δύση χριστιανικό κράτος. Επί αιώνες πλήθος βαρβάρων λαών επιτιθεμένων από όλα τα σημεία του ορίζοντος δεν κατορθώνουν να κλονίσουν την χριστιανική αυτοκρατορία. Το δυτικό της τμήμα υποδουλώνεται στα από το βορρά ελθόντα γερμανικά φύλα, πολλά από τα οποία εκχριστιανίσθηκαν δεχθέντα την αίρεση του Αρειανισμού. Η Εκκλησία της Ρώμης, άλλοτε ελεύθερη και άλλοτε αιχμάλωτη, ορθοδοξεί ακόμη και διατηρεί την ενότητά της με την Κωνσταντινούπολη, μολονότι είναι ενοχλημένη από τον παραγκωνισμό της, προς εξουδετέρωση του οποίου αναπτύσσει τις γνωστές περί πρωτείου απόψεις της, που βρήκαν την τελική τους έκφραση στην γνωστή ψευδοκωνσταντίνειο δωρεά. Η αίρεση πάντως και η αμφισβήτηση της χριστιανικής ενότητος με παράλληλη υπονόμευση της Κωνσταντινουπόλεως θα αρχίσουν να εμφανίζονται στις αρχές του 9ου αιώνος με την συμμαχία της Ρώμης και των Φράγκων του Μ. Καρόλου, μεγάλου βέβαια για τους Φράγκους, όχι για τους Ρωμιούς. Ο ένας από τους δύο μεγάλους κινδύνους της ενιαίας ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας, του θεοΐδρυτου και θεοσύστατου χριστιανικού κράτους, που ίδρυσε ο Μ. Κωνσταντίνος «ουκ εξ ανθρώπων την κλήσιν δεξάμενος», όπως ο απόστολος Παύλος, αρχίζει να διαγράφεται. Η πολλαχώς και πολλαχού μαρτυρουμένη, ακόμη και μέχρι των ημερών μας, εχθρότης των Λατινοφράγκων της Δύσεως εναντίον του Regnum Graecorum κορυφώνεται με την απόσχιση της Ρώμης από την Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, που κακώς την ονομάζουμε σχίσμα των Εκκλησιών, και με τις επαίσχυντες σταυροφορίες και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204.
Ο δεύτερος μεγάλος κίνδυνος ο εξ Ανατολών άρχισε να διαγράφεται τον 7ο αιώνα, με την εμφάνιση και την δράση του Μωάμεθ, του δυναμικού αυτού πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτη που ήνωσε τους διεσπασμένους Άραβες κάτω από την θεοκρατική πολιτεία του Ισλάμ. Η Κωνσταντινούπολη, που μόλις πρόσφατα είχε εξέλθει νικήτρια από τον πόλεμο εναντίον των Περσών την εποχή του Ηρακλείου, υποτίμησε, δεν έδωσε την δέουσα σημασία στην διαγραφόμενη νέα απειλή, μολονότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής προφητικά και προορατικά διείδε τον κίνδυνο και προέβη σε σχετική προειδοποίηση104. Ο απωθημένος στο περιθώριο της ιστορίας Ιουδαϊσμός που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την προοδευτική και οικουμενική εξέλιξη της θείας οικονομίας, και γι' αυτό απέρριψε και αρνήθηκε την θεότητα του Χριστού και επολέμησε την Εκκλησία, εμφανίζεται τώρα δυναμικά με ένα παρακλάδι του, τον Μωαμεθανισμό, το Ισλάμ, που ριζώνει και θεμελιώνεται βασικά στο έδαφος της Π. Διαθήκης. Ο αυστηρός μονοθεϊσμός, ο ανεικονισμός, οι περί καθαρών και ακαθάρτων διατάξεις, οι εγκόσμιες και παχυλές μεσσιακές προσδοκίες, η εκδικητικότης και το μίσος εναντίον των εχθρών και απίστων, αρκούν για να υποδείξουν την συγγένεια μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ισλάμ και την κοινή απόσταση και διαφοροποίησή τους από τον Χριστιανισμό. Η συνεργασία Εβραίων και Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών τονίζεται συχνά στις γραμματειακές πηγές, ιδιαίτερα στους βίους των Νεομαρτύρων. Αρκεί να αναφέρουμε ενδεικτικά την περίπτωση του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Το χριστιανικό κράτος των Ρωμανίας άρχισε γρήγορα να αισθάνεται την πολιτική και πολιτιστική απειλή. Αντέδρασε σε πολιτιστικό επίπεδο στο κίνημα της εικονομαχίας που απέβλεπε, ενισχυόμενο από ιουδαϊκές και ισλαμικές επιδράσεις, στον εξανατολισμό, δηλαδή στον εξιουδαϊσμό και εξισλαμισμό του Χριστιανισμού105, σε πολιτικό όμως και στρατιωτικό επίπεδο δεν μπόρεσε να κρατήσει τις ανατολικές του επαρχίες, την Αίγυπτο, την Συρία, την Παλαιστίνη. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι και κατόπιν οι Οθωμανοί θα πάρουν την σκυτάλη από τους Άραβες και θα περισφίγγουν διαρκώς την θεοφρούρητη Πόλη, η οποία χάνει πλέον και τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, αποδυναμωμένη δε και εξασθενημένη από τους δυτικούς σταυροφόρους, προ παντός όμως απογυμνωμένη από την θεϊκή βοήθεια, λόγω της αποστασίας περί την πίστη με την σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και της εκκοσμικεύσεως των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, υποκύπτει οριστικά και πέφτει στα χέρια των αλλοθρήσκων του Μωάμεθ του Β' την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου του 1453. Η ημισέληνος του Ισλάμ υψώνεται στη θέση του δικέφαλου αετού, χωρίς πάντως να κατορθώσει να νικήσει τον Τίμιο Σταυρό.
* Εισήγηση στο Διορθόδοξον Επιστημονικόν Συνέδριον «Κωνσταντίνος ο Υδραίος - Νεομάρτυρες προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους» Ιωβηλαίον 200 ετών από του μαρτυρίου του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου (14.11.1800 - 14.11.2000).
II. Μεγαλύτερος ο κίνδυνος από τους Φράγκους
Οι θαυμαστοί βίοι των Νεομαρτύρων, των νέων αυτών αθλητών της πίστεως, που ανανέωσαν τους άθλους των παλαιών μαρτύρων, ήταν η απάντηση της αληθείας απέναντι στην πλάνη και στο ψεύδος, όχι μόνο των ετεροθρήσκων Μουσουλμάνων αλλά και των ετεροδόξων Χριστιανών της Δύσεως, είναι η δόξα και το καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας και έλεγχος των κακοδόξων, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Συγκρίνοντας μάλιστα ο Άγιος Νικόδημος τους νέους με τους παλαιούς μάρτυρες εκτιμά ότι οι Νεομάρτυρες έχουν κάτι περισσότερο από τους παλαιούς μάρτυρες. Είναι ενδιαφέρουσα η αιτιολόγηση αυτής της θέσεως, διότι συντρίβει την πολλάκις διατυπούμενη άποψη ότι οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Λέγει ο άγιος Νικόδημος: «Εκείνοι διά την πίστιν της Αγίας Τριάδος εμαρτύρησαν; Και ούτοι ομοίως- εκείνοι διά το όνομα και την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έχυσαν το αίμα; Και ούτοι ομοίως, ίνα μη είπω ότι, ούτοι έχουσί τι περισσότερον από εκείνους, καθ' ότι εκείνοι μεν ηγωνίσθησαν κατά της πολυθεΐας, και ειδωλολατρείας, ήτις είναι μία προφανής ασέβεια, όπου δύσκολα ημπορεί να απατήση ένα λογικόν νουν, ούτοι δε ηγωνίσθησαν κατά της των αλλοπίστων μονοπροσώπου μονοθεΐας, ήτις είναι μία κεκρυμμένη ασέβεια οπού ευκόλως δύναται να απατήση το νουν»106. Κεκρυμμένη ασέβεια λοιπόν η μονοπρόσωπη μονοθεΐα του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού. Δεν έχει καμμία σχέση με την τριπρόσωπη μονοθεΐα του Χριστιανισμού, με την μόνη αληθινή θεογνωσία της Αγίας Τριάδος.
Διαβάζοντας πράγματι κανείς τους βίους και τις ακολουθίες των Νεομαρτύρων, την μέχρι θανάτου εμμονή στην πίστη του γλυκυτάτου Ιησού και μετά παρρησίας και αποστροφής αποκήρυξη του ψευδοπροφήτη Μωάμεθ και της μιαράς θρησκείας των Μουσουλμάνων, διαπιστώνει ότι είχαν δίκαιο όλοι εκείνοι οι ηγέτες, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί, οι οποίοι μπροστά στον διπλό κίνδυνο των Λατινοφράγκων της Δύσεως και των Μουσουλμάνων της Ανατολής, προτίμησαν τους Μουσουλμάνους, όπως το εξέφρασε επιγραμματικά ο ήρωας της αλώσεως Λουκάς Νοταράς:
«Κρειττότερόν εστιν εν μέση τη πόλει
ιδέσθαι φακιόλιον τουρκικόν
ή καλύπτραν λατινική.ν»
Γιατί ενώ πολιτικά και στρατιωτικά ο κίνδυνος και από τους Τούρκους και από τους Φράγκους ήταν ίδιος και απαράλλακτος, πολιτιστικά και πνευματικά τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Η απόλυτη θρησκευτική διαφοροποίηση μεταξύ Ορθοδόξων Ελλήνων και Μουσουλμάνων Τούρκων, την θρησκεία και την πίστη των οποίων απέρριπταν μετά βδελυγμίας οι πρώτοι, μαζύ με την αίσθηση της πολιτιστικής υπεροχής αποτελούσαν μεγάλο εμπόδιο στην πολιτιστική αφομοίωση των Ορθοδόξων από τους Τούρκους. Στην περίπτωση όμως των Λατινοφράγκων της Δύσεως ο κίνδυνος της πολιτιστικής αφομοιώσεως ήταν πολύ μεγαλύτερος· όχι μόνο λόγω της κοινής ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, που καθιστούσε δυσδιάκριτη την πολιτιστική διαφοροποίηση και ευνοούσε την αφομοίωση, αλλά και λόγω της απαίτησης των Δυτικών, που ετίθετο ως όρος σε όλες τις διαπραγματεύσεις για αποστολή βοήθειας, να εγκαταλείψουν οι Ορθόδοξοι συλλογικά την Ορθόδοξη πίστη και να ασπασθούν τον Ρωμαιοκαθολικισμό, εντασσόμενοι στην δικαιοδοσία του πάπα. Η επαίσχυντη σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας, όπου υποχρεώθηκαν και εκβιάσθηκαν οι Ορθόδοξοι να προδώσουν την πίστη τους και να τα παραδώσουν όλα στους Παπικούς, για να εξασφαλίσουν την βοήθεια των Δυτικών έναντι των Τούρκων, η οποία ποτέ δεν δόθηκε, είναι αδιάψευστο γι' αυτό στοιχείο. Όπου οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν, στην Κύπρο, στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, εξεδίωξαν τους ορθοδόξους επισκόπους και εγκατέστησαν λατίνους που επεδίωξαν με κάθε τρόπο να εκλατινίσουν βιαίως τους κατοίκους. Η Ορθοδοξία στην Κύπρο και στην Κρήτη διασώθηκε, όταν ανέλαβαν οι Ορθόδοξοι επίσκοποι μετά την τουρκική κατάκτηση των νησιών107.
III. Η απόρριψη του Ισλάμ από τους Νεομάρτυρες
Δεν ήταν βέβαια ρόδινα τα πράγματα κάτω από τους Μωαμεθανούς κατακτητάς και την σκληρότητα του Ισλάμ εναντίον των μη Μουσουλμάνων, των απίστων. Ο ίδιος ο Λουκάς ο Νοταράς που προτιμούσε να δει στην Πόλη τους Τούρκους παρά τους Φράγκους, σφαγιάσθηκε με εντολή του ίδιου του Μωάμεθ μαζύ με τους δύο νεαρούς γιους του, γιατί αρνήθηκε να τους παραχωρήσει στις ταπεινωτικές σαρκικές ορέξεις του. Είναι οι πρώτοι μετά την άλωση νεομάρτυρες που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, για να μη μιανθούν από τον αλλόθρησκο κατακτητή, χωρίς ακόμη η Εκκλησία να έχει αναγνωρίσει την μαρτυρική προσφορά τους. Δεν έχουμε δυστυχώς πολύ καιρό για να αναλύσουμε εδώ ότι η μετέπειτα ηρωική και υπερήφανη στάση των Νεομαρτύρων μπροστά στους άρχοντες και κριτές του Ισλάμ ως και η εμφάνιση ιερέων και μοναχών που ως αλείπται ενίσχυαν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία θεμελιώθηκε από τον πρώτο μετά την άλωση πατριάρχη και εθνάρχη, τον Γεννάδιο Β' Σχολάριο, ο οποίος στη γνωστή συνάντησή του με τον σκληρό πορθητή δεν έκανε αυτό που κάνουν σήμερα πατριάρχες και θεολόγοι ισοπεδώνοντας συγκρητιστικά τις θρησκείες και ταυτίζοντας την αλήθεια και την πλάνη, χωρίς μάλιστα να τους αναγκάζει κανείς. Παρουσίασε τον Χριστιανισμό ως την μόνη οδό για τη σωτηρία των ανθρώπων και ως πλάνες όλες τις άλλες θρησκείες, με συνέπεια όχι μόνο να θαυμάσει ο κατακτητής την τόλμη και τη σοφία του, αλλά όπως παραδίδουν οι πηγές άρχισε να αμφιβάλλει και για την ορθότητα της δικής του πίστεως. Γράφει η Turcograecia. «Και άλλα μυστήρια της πίστεως είπε και διεσαφήνισεν αυτώ. Όθεν ου μόνον απεδέξατο ευλαβώς, αλλ' έκτοτε ηγάπα αυτόν τε τον πατριάρχην πολλά και σεβάσμιον είχε και έπαυσε και της κακίας της ης είχε κατά του γένους των Γραικών». Ήταν τόσο πειστική η επιχειρηματολογία του Σχολαρίου ώστε γράφεται ότι ο σουλτάνος «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Την ίδια παρρησία έδειξε και όταν κατά το διάστημα της παραμονής του στις Σέρρες στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου τον κάλεσαν δύο Τούρκοι αξιωματικοί να συζητήσουν περί πίστεως108. Το ίδιο επίσης συναντά κάνεις ένα αιώνα νωρίτερα στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος ενώ ήταν αιχμάλωτος επί ένα έτος περίπου στα χέρια των Τούρκων, το 1354 σε συζήτηση που είχε με θεολόγους του εμίρη της Προύσας Ορχάν, που σώθηκε ως «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας»109 με παρρησία ανέπτυξε την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Ο συνάδελφος καθηγητής κ. Β. Φανουργάκης έδειξε πειστικά σε μελέτη του ότι η ομολογία πίστεως του νεομάρτυρος αγίου Μιχαήλ από τη Γρανίτσα της Ευρυτανίας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη αντλεί από το έργο αυτό του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά110. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ αν ο ίδιος ο νεομάρτυς είπε τα ίδια ή παρόμοια, λιγώτερα ή περισσότερα από αυτά που του έβαλε στο στόμα ο συγγραφεύς του μαρτυρίου. Σημασία έχει ότι υπάρχει μία συνεχής παράδοση που φθάνει πιο πίσω, σχεδόν στα χρόνια της εμφανίσεως του Ισλάμ, απορριπτική και αρνητική που φθάνει μέχρι του σημείου να βλέπει τον ιδρυτή του Ισλάμ ως πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Οι νεομάρτυρες εμφανιζόμενοι προ των δικαστών έχουν βεβαιότητα για την ανωτερότητα και την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Δεν την ανταλλάσουν ούτε με κοσμικά αξιώματα και πλούτη που τους υπόσχονται ούτε πτοούνται τα μαρτύρια και τον θάνατο, ο οποίος θα τους φέρει πιο γρήγορα κοντά στον Χριστό, για να ζήσουν την αληθινή και αιώνια ζωή. Πολλοί αρκούνται στην διακήρυξη ότι δεν πρόκειται να αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό, ό,τι και αν τους κάνουν. Μερικοί κινούμενοι από ιεραποστολικό ζήλο επιχειρούν να διδάξουν φανερά στους Μουσουλμάνους την αλήθεια και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία παρουσιάζοντας τις πλάνες της θρησκείας των. Δύο άλλες κατηγορίες οι εξ αρνησιχρίστων και οι εξ Αγαρηνών Νεομάρτυρες που έζησαν και εγνώρισαν το Ισλάμ, αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν συγκρίσεις, να παρουσιάσουν τον Χριστιανισμό ως φως, ως αλήθεια, ως χρυσό, και το Ισλάμ ως σκότος, ως ψεύδος, ως μπακίρι (χαλκό). Εκφράζονται περιφρονητικά για τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη και απατεώνα, κρίνουν πολλές λατρευτικές και ηθικές τους πράξεις ως ανόητες και μιαρές.
Δεν μπορούμε τώρα να ταξινομήσουμε και να κατατάξουμε αυτό το υλικό που έχουμε επισημάνει. Ενδεικτικά μόνον θα αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις και στα πρακτικά του συνεδρίου ή σε άλλο βιβλίο αξίζει να συγκεντρωθεί και να αξιολογηθεί.
Ο Άγιος Γεώργιος που εμαρτύρησε στη Σόφια το 1515 είπε μεταξύ άλλων στον Τούρκο δικαστή: «Και αυτός ο ίδιος ο Χριστός είπεν εις το Ευαγγέλιον ότι όλος ο νόμος και οι προφήται έως του Ιωάννου επροφήτευσαν, και από τότε έως τέλος του αιώνος προφήτης άλλος δεν γίνεται· όθεν ο Μωάμεθ, προφήτης δεν είναι, διατί είναι υστερώτερος από τον Χριστόν. αλλά αυτός μόνος του ωνόμασε τον εαυτό του προφήτην και κλειδούχον του Παραδείσου και έπλασεν ό,τι ο Παράδεισος έχει εκεί τρυφάς σαρκικάς και πορνικάς σμίξεις και εσύνθεσε παρόμοιον βιβλίον με εύκολην θρησκείαν όπου αρέσκει εις τους σαρκικούς και είπεν ότι όταν εκοιμάτο του εδόθη από τον Θεόν το βιβλίον εκείνο»111.
Ο Άγιος Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων που εμαρτύρησε το 1526 είπε: «Και πώς είναι, δυνατόν να αφήσω τον Χριστόν τον πλάστην μου και Θεόν και να ακολουθήσω τον Μωάμεθ, άνθρωπον αγράμματον, πλασματολόγον και πολέμιον του Χριστού μου; Δι' ο και μάλιστα αποστρέφομαι και εκείνον και την πίστιν του. και ει τι θέλετε κάμετε εις εμέ· διατί όσον περισσότερα βάσανα μου δώσετε, τόσον περισσότερον καλόν θέλει μου κάμετε»112.
Ο οσιομάρτυς Κυπριανός που εμαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1679 είπε μεταξύ άλλων: «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε να ήστε πεπλανημένοι; Και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, οπού είναι αληθινός Υιός και Λόγος του Θεού, αμή πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και τον λέγετε προφήτην, ο οποίος προφήτης δεν ήτον αλλά απατεών και σας εκαταγέλασεν»113;
Ο οσιομάρτυς Νικόδημος μοναχός στη σκήτη της Αγίας Άννης, που μαρτύρησε στο Βελιγράδι το 1722, σε ερώτηση του δικαστού ποια είναι η γνώμη του για τον Μωάμεθ απάντησε με παρρησία. «πλάνος ην, απατεών και δεύτερος από τον διάβολον. τούτον πρόδρομον του αντιχρίστου ομολογώ και ψευδοπροφήτην κηρύττω· ούτος μεν ευρισκόμενος πυρίναις αλύσεσι δεδεμένος και εν φλογί της κολάσεως δεινώς βασανιζόμενος μετά τους υπ' αυτού ιστάμενος θρηνεί και οδύρεται την εαυτού απώλειαν. υμείς δε ως ανόητοι και πεπλανημένοι σέβεσθε και τιμάτε αυτόν τον επί τόξω και μαχαίρα και πάση κακία κακώς βιώσαντα και ήδη εν τη φλογί του Άδου αθάνατα πυρπολούμενον, καθώς Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός εφανέρωσέ μοι περί αυτού και όλου του πεπλανημένου γένους υμών των αθέων Αγαρηνών»114.
Και ο τιμώμενος με τις λαμπρές αυτές εορταστικές εκδηλώσεις νεομάρτυς Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος είπε μεταξύ άλλων στον ηγεμόνα της Ρόδου· «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν, και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζύ με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον»115.
Επίλογος
Με αυτήν την ολοκληρωτική απόρριψη του Ισλάμ, που δεν αφήνει ούτε υποψία για την ύπαρξη αλήθειας, διασώθηκε η Ορθοδοξία κατά τους σκληρούς αιώνες της δουλείας, ανακαινισμένη και επαναβεβαιωμένη ως γνησία Εκκλησία του εσταυρωμένου Χριστού με το αίμα των νεομαρτύρων της. Η ευημερούσα Δύση, που δεν γνώρισε ούτε έζησε το Ισλάμ εν τόξω και μαχαίρα, ερωτοτροπεί τώρα και γοητεύεται· έχει αποχριστιανισθή σχεδόν ολοκληρωτικά και δεν αντιδρά στις χιλιάδες των τζαμιών που λογχίζουν τους αιθέρες και την ψυχή της. Την αδιαφορία της για θέματα πίστεως με τις γνωστές φλυαρίες περί ανεξιθρησκείας και ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μεταδίδει τώρα και σε μας. Γνωρίζουμε πόση ανεξιθρησκεία υπάρχει και πόσες ελευθερίες στα ισλαμικά καθεστώτα και πόσο υπερασπίσθηκαν τους νεομάρτυρες οι διαφωτιζόμενοι τότε σοφοί της Ευρώπης. Το μαρτύριο είναι συνδεδεμένο με την κατοχή και την υποστήριξη της αλήθειας· για το ψεύδος και την πλάνη δεν χύνει κανείς το αίμα του. Ακόμη και στον 20ο αιώνα η Ορθοδοξία αναδεικνύει μάρτυρες γιατί είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Τα ενδεικτικά αυτά λόγια των μαρτύρων που ακούσαμε απόψε θα τα απορρίψουν ως φονταμενταλιστικά και συντηρητικά οι οικουμενιστές των διαθρησκειακών διαλόγων, και οι εκπονητές των αναλυτικών προγραμμάτων και οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων. Τώρα σε γραμματόσημα είναι μαζύ ο ραββίνος, ο μουφτής και ο ορθόδοξος παπάς. Το αλωμένο από τον Σιωνισμό Βατικανό οργανώνει την νέα πανθρησκεία και το ακολουθούμε κομπλεξικά και εμείς. Ούτε η Εκκλησία τολμά να αντιδράσει για το μουσουλμανικό τέμενος που αποφασίσθηκε να κτισθεί στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Όπως στη Φερράρα-Φλωρεντία, για την Ενωμένη τότε Ευρώπη του πάπα και των Φράγκων, υπογράψαμε όλους τους όρους και προδοθήκαμε ευτυχώς που υπήρξε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο ορθόδοξος λαός έτσι τώρα εφαρμόζουμε όλες τις ντιρεκτίβες των Βρυξελλών ακόμη και όταν νομίζουμε απλώς ότι μας το ζητούν, όπως έγινε με τις ταυτότητες.
Υπάρχει όμως πάλι ο πιστός ορθόδοξος ελληνικός λαός που θα φανεί πιο άξιος από τους ηγέτες του, για να ανανεώνεται η μνήμη και η τιμή των νεομαρτύρων, οι οποίοι, όπως ψάλλουμε στις ακολουθίες τους, «Αγαρηνών το θράσος κατέβαλον» και «τον της πλάνης αρχηγέτην, ως απατεώνα και πάσης αθεμιτουργίας εφευρέτην θαρσαλέως καθύβρισαν»116. Ο Θεός εδοκίμασεν εν πυρί και σιδήρω την χρυσή Ορθοδοξία, την απεκάθηρε με τους διωγμούς και τα μαρτύρια, όπως την αρχαία Εκκλησία, για να παίξει τον σωστικό της ρόλο στην ερχόμενη τρίτη χιλιετία.
* * * * * *
1. Ιω.8, 12.
2. Ιω. 1,9.
3. Πράξ. 4,12.
4. Ματθ. 4, 12-17.
5. Ματθ. 3, 2 και 4, 17.
6. Ματθ. 23, 13ε.
7. Αυτόθι 23, 2.
8. Αυτόθι 16,23.
9. Ματθ. 18, 17.
10. Αυτόθι 3, 7-11.
11. Τίτ. 3, 10.
12. Β' Πέτρ. 2, 1.
13. Β' Πέτρ. 3, 11.
14. Β' Ιω. 10-11.
15. Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων 3, 3, 4.
16. Πράξ. 13, 8-11.
17. Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Έργα, τόμος Στ' σελ. 234-235, Θεσσαλονίκη 1995, έκδ. «Το Περιβόλι της Παναγίας».
18. Βλ. Μ. Μιχαήλ, Το μεγάλο μυστικό του Γέροντα Παϊσίου, Κύπρος 1997, σελ. 115: "Όχι, δεν μπορούμε να πάμε. Διότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ο Πάπας δεν είναι έτοιμοι. Έχουν πολύ εγωισμό. Όχι μόνο θέλουν να μας υποτάξουν, άλλα και δεν πιστεύουν ότι έχουμε την αλήθεια εμείς. Δεν χρειάζεται να πάμε. Καλύτερα θα βοηθήσουμε την υπόθεση με την προσευχή μας". Αυτή είναι η παραδοσιακή Ορθόδοξη θέση. Αντίθετα πολλοί εκσυγχρονισμένοι και εκκοσμικευμένοι κληρικοί και θεολόγοι πηγαινοέρχονται στο Βατικανό και ασπάζονται και το χέρι του πάπα. Γι' αυτό τώρα δεν αντιδρούν. έχει προετοιμασθή το έδαφος· ανταποδίδουν την φιλοξενία. Όπως ελέχθη χαρακτηριστικά ο πάπας δεν έχει έρθει τώρα· έχει έλθει πνευματικά εδώ και πολλές δεκαετίες. Λέγεται μάλιστα από αξιόπιστες πηγές ότι ο Γέροντας Πορφύριος προορατικά είχε προφητεύσει με λύπη την έλευση του πάπα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Να προσεύχεσθε να δίνει ο Θεός ημέρες στον Σεραφείμ. Διότι μετά τον Σεραφείμ θα έλθει ο πάπας».
19. Ματθ. 25, 34-36.
20. Ματθ. 10,34-36.
21. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σελ. 204.
22. Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1, 176.
23. Ματθ. 28, 19.
24. Έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000.
25. Αυτόθι, σελ. 17. Πρόκειται για γνώμη του μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού.
26. Αυτόθι, σελ. 10. Γνώμη του καθηγητού Αστ. Αργυρίου, διδάσκοντος στη Γαλλία.
27. Αυτόθι, σελ. 10. Πρόκειται για γνώμη του Δρ. Θ. Γ. Τσανανά.
28. Εφ. 1,21-23.
29. Κολ. 2, 9.
30. Ιω. 10, 10.
31. Ιω. 1, 16-17.
32. Ματθ. 11, 13.
33. Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. Γ' (1) 45, ΕΠΕ 1, 282.
34. Α' Ιω.4, 1-4.
35. Βλ. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ι. Μ. Γρηγορίου, σελ. 11. Πρόκειται για τη γνώμη του γνωστού Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Η. Kung, την οποία μαζύ με άλλες παρουσιάζει ο Γ. Τσανανάς στο περιοδικό, «ΚΑΘ' ΟΔΟΝ» του Θεολογικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1992, σελ. 163, στη στήλη «Κείμενα - Απόψεις».
36. Αποκ. 1, 8: «Εγώ ειμι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ». Αυτόθι, 21,6: «Εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος».
37. Πράξ. 1,11: «Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». Ματθ. 24, 30: «Και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής».
38. Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα..., τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ' όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη.
Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επί πλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι' αυτό αποδίδουν σημασία στην ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία». Βλ. Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, εκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα σελ. 43-44.
39. Βλ. σχετικά Γ. Λαιμοπούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», ΚΑΘ' ΟΔΟΝ 1992, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος, τεύχος 3, σελ. 43-57.
40. Ιω. 1,5 και 1,11.
41. Ρωμ. 1,22-25.
42. Ψαλμ. 113,12-16.
43. Α΄ Κορ. 12,2.
44. Πράξ. 17, 29.
45. Έξ. 20, 2-3.
46. Δευτ. 6, 4.
47. Ησ.43, 10.
48. Ιω. 10,30-33.
49. Ματθ. 16, 16.
50. Ματθ. 26, 63.
51. Ιω. 14,9-10.
52. Ματθ.11,27.Α' Ιω.2,23: «Πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει».
53. Ιω. 9,39.
54. Πράξ. 5, 15.
55. Πράξ. 7,51-52.
56. Ρωμ. 9, 3.
57. Ματθ. 17, 17.
58. Ματθ. 21,43.
59. Αγίου Μαξίμου, Επιστολή δογματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, PG 91, 533-544. Το απόσπασμα στις στήλες 540-541.
60. Περί αιρέσεων ρα', ΕΠΕ 2, 306 ε.
61. Ματθ. 7, 15.
62. Α' Ιω. 4, 1-4.
63. Β' Ιω. 7.
64. Β' Ιω. 10-11.
65. Βλ. σχετικώς Νικολάου Ζήση, «Αγίου Κυρίλλου του Θεσσαλονικέως, Διάλογος με τους Ιουδαίους Χαζάρους», Θεοδρομία, τεύχος 7, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σελ. 97-98.
66. PG 111, 85C.
67. PG100, 1204 και 1209.
68. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονογραφία 282, 2.
69. Β' Ιω. 11.
70. Ιω. 10, 5.
71. Αστέριος Αργυρίου, «Κοράνιο και χριστιανική πίστη. Σκέψεις πάνω στον ισλαμοχριστιανικό διάλογο χτες και σήμερα», εν ΚΑΘ' ΟΔΟΝ, τεύχος 3, Σεπτ. - Δεκ. 1992, σελ. 39. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την παλαιότερη βασική για το θέμα μελέτη του Ε. Δ. Σδράκα, Η κατά του Ισλάμ πολεμική των Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.
72. Αυτόθι, σελ. 40.
73. Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον 25-27, ΕΠΕ 6, 174 ε.
74. Επιστολή προς την εαυτού εκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 160-197.
75. Επιστολή ότε εάλω, ΕΠΕ 7,198-209.
76. Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, ΕΠΕ 7, 210-225.
77. Προς την εαυτού εκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7, 160-162.
78. Α' Ιω.5, 19.
79. Προς την εαυτού εκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7, 166-168.
80. Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7, 168.
81. Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172.
82. Αυτόθι 172-174.
83. Αύτόθι 15,ΕΠΕ 7, 174.
84. Αύτόθι 17,ΕΠΕ 7, 176.
85. Διαλέξις προς τους αθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222.
86. Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222. Γαλ. 1,8.
87. Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224.
88. Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7, 182-184.
89. Αυτόθι 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
90. Αυτόθι 24-25, σελ. 186.
91. Αυτόθι 28, σελ. 188-190.
92. Αυτόθι.
93. Αυτόθι.
94. Βλ. Επίσκεψις 510 (31. 10. 1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21.
95. Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190.
96. Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Παραλειπόμενα, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, τόμ. Γ', σελ. 152-158, Θεσσαλονίκη 1991.
97. Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Ευρεθέντα, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, τόμ· Α', σελ. 400-423, Θεσσαλονίκη 1991.
98. Περί όλων αυτών βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος· Βίος - Συγγράμματα - Διδασκαλία, Ανάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 217-219 και 295-298. Βλ. επίσης Γενναδίου Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, έκδ. L. Petit, κ. ά. Paris 1930, σελ. 444: «Ούτως αρχή μεν της ανθρωπίνης καταστάσεως ο φυσικός ην νόμος, μεσότης δε ο διά Μωυσέως δοθείς, πέρας δε και τελειότης ο του Χριστού, και ταύτη τη τελειότητι αμέσως επακολουθήσειν πιστεύομεν την εν εκείνω τω μέλλοντι βίω τελειοτέραν κατάστασιν».
99. Τόμος Α', σελ. 429-436.
100. Συναξαριστής Νεομαρτύρων, έκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 149-150.
101. Αυτόθι, σελ. 812-813.
102. Νέον Μαρτυρολόγιον, έκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1961, σελ. 186.
103. Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ένθ' ανωτ. σελ. 150.
104. Βλ. Επιστολή Δογματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, PG 91, 533-544.
105. Για τις επιδράσεις επί των εικονομάχων βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 57ε.
106. Νέον Μαρτυρολόγιον ήτοι Μαρτυρία των νεοφανών Μαρτύρων, των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων, Αθήναι 1961, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», σελ. 12.
107. Σχετικώς με τον διπλό αυτό κίνδυνο και την στάση των Ορθοδόξων βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος. Βίος - συγγράμματα - διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 19982, σελ. 19-30.
108. Αυτόθι, σελ. 218ε.
109. ΕΠΕ 7, 210-225.
110. Β. Φανουργάκη, «Μάρτυρες - Νεομάρτυρες. Τα μαρτύρια των νεομαρτύρων ως αδιάσπαστη συνέχεια των μαρτυρίων της αρχαίας Εκκλησίας», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Έκδοσις της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1988, σελ. 179-203.
111. Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 34-35.
112. Αυτόθι, σελ. 45-46.
113. Αυτόθι, σελ. 92.
114. Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Επιμέλεια Αθανασίου Μάργαρη, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 816.
115. Αυτόθι, σελ. 150.
116. Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 121, 157.
(Από το βιβλίο «Διαθρησκειακές συναντήσεις. Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων», Εκδόσεις Βρυέννιος,Θεσσαλονίκη, 2003)
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν μετριότητος κύριε Χριστόδουλε, τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Πληροφορηθέντες ἐκ τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 2748/8.6.2000 Ὑμετέρου ἐγγράφου περί τοῦ ἀνακύψαντος θέματος τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας καί τήν δημιουργίαν κλίματος ἐντάσεως μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἐκφράζομεν αἰσθήματα βαθυτάτης ἀνησυχίας καί πικρίας διά τό δημιουργηθέν πρόβλημα.
Εἶναι γεγονός ὅτι τοῦτο προκάλεσεν τήν ἀντίδρασιν μεγάλης μερίδος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ ἀποτέλεσμα νά συνέλθῃ ἐκτάκτως ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας πρός ἐξέτασιν τοῦ δημιουργηθέντος προβλήματος.
Ἡμεῖς, ὡς Ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Πόλεως Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς, ἀνησυχοῦμεν βαθύτατα διά τήν τυχόν ἐπερχομένην ρῆξιν Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί μάλιστα εἰς καιρούς τούς ὁποίους πρέπει ἅπαντες νά ἀσχοληθῶμεν μέ κρίσιμα ἐθνικά καί κοινωνικά προβλήματα, τά ὁποῖα καθημερινῶς ταλανίζουν τόν λαόν τοῦ Θεοῦ.
Πιστεύομεν, Μακαριώτατε, ὅτι ἡ Πολιτεία θά ἀκούσῃ τήν φωνήν τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί θά θελήσῃ ὁ Ἀξιότιμος κ. Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος πρός ἐπίλυσιν τῶν ἀνακυψάντων προβλημάτων, κρατοῦντες τούς διακριτικούς ρόλους πολιτείας καί Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε
Δεχθῆτε, παρακαλοῦμεν, τήν ἀδελφικήν μου ἀγάπην καί τήν εὐχήν, ὅπως ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ἑλληνική Πολιτεία συνέλθουν εἰς διάλογον, ἐν ἀγάπῃ καί συνέσει, προκειμένου νά ἐξεύρουν τήν χρυσήν τομήν, ὥστε νά διαφυλαχθῇ ἡ ἑνότης Ἐκκλησίας καί κράτους καί διασωθοῦν οἱ ἀκατάλυτοι δεσμοί Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμοῦ, τούς ὁποίους ἐσμίλευσαν κοινοί ἀγῶνες καί κοινή πορεία Ἐκκλησίας καί Γένους.
Ἐκφράζοντες καί πάλιν τήν πίστιν ἡμῶν, ὅτι συντόμως, τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, θά ἐπέλθη ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη εἰς τούς κόλπους Ἐκκλησίας καί Κράτους, εὐχόμεθα ὅπως Κύριος ὁ Θεός, ὁ δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁμιλήσῃ εἰς τούς ταγούς τῆς Πολιτείας ἀγαθά ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἀσπαζόμενοι τήν ἡμετέραν Μακαριότητα ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ διατελοῦμεν,
Μετ’ ἀγάπης ἀδελφικῆς
ὁ Ἀλεξανδρείας Πέτρος
Ἐν τῇ Μεγάλῃ Πόλει τῆς Ἀλεξανδρείας,
τῇ 19ῃ Ἰουνίου 2000
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000
ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ
1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ
Θανάσιμα εἶναι τὰ προαιρετικά ἐκείνα ἁμαρτήματα, ὄπου φθεῖρουν, ἢ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην μόνην, ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ὁμοῦ καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀποκατασταίνουν ἐκείνον ὄπου τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως. Ταύτα τὰ καθολικώτερα εἶναι : Ἡ ὑπερηφάνια, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ γαστριμαργία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ακηδία ἤτοι ἀμέλεια. Τῆς μὲν ὑπερηφανίας ἐνέργειαι καὶ ἀποτελέσματα εἶναι ταύτα : Κενοδοξία, καύχησις, οἴησις, φιλοτιμία, ἀνυποταξία, καταγέλασις, ὑπόκρισις, τὸ πεῖσμα καὶ ἄλλα. Τῆς δὲ φιλαργυρίας ταῦτα : Πλεονεξία, ἀνε-λεημοσύνη, σκληρότης τῆς καρδίας, κλεψιά, ἀρπαγή, ψεύδος, ἀδικία, δολιότης, ἐπιορκία, σιμωνία, ἰεροσυλία, ἀπιστία, καὶ τὸ διάφορον τῶν ἄσπρων. Τῆς πορνεῖας ταύτα : Μοιχεία, ἀρσενοκοιτία, κτηνοβατία, αἰμομιξία, παιδοφθορία, παρθενοφθορία, συγκυλισμός, μαλακία, ἀναίδεια, τύφλωσις τοῦ νοός καὶ ἀθεοφοβία. Τοῦ φθόνου ταύτα : Ἐπιβουλή, ἔχθρα, χαιρεκακία, φιλονεικία, καταλαλιά, ἀπάτη, προδοσία, φόνος, ἀχαριστία, λύπη ἐπὶ τοῖς καλοῖς τοῦ φθόνουμένου. Τῆς γαστρίμαργίας ταύτα : Λαιμαργία, μέθη, ἀσωτεία, καρηβαρία, λαγνεία, ἀκηδία καὶ ἄλλα. Τοῦ θυμοῦ ταύτα : Βλασφημία, μίσος, μνησικακία, φιλονεικία, ἐπιορκία, κατάρα, ὔβρις, μάχη, διαπληκτισμός καὶ φόνος. Τῆς ἀκηδίας ταύτα : Μικροψυχία, θηλυπρέπεια, λύπη καὶ ἀγανάκτησις διὰ τὸ καλό ποὺ ἔχει νὰ κάνει, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀπόγνωσις, ἀπιστία καὶ νοθρώτης καὶ ἔλειψις τῶν καλῶν ὄπου ἐδύνατο νὰ πράξει. Σημείωσε δέ καὶ τούτο, ὅτι τὰ θανάσιμα ταύτα νοούνται ὡσάν πάθη τινὰ καὶ ἔξεις ἐριζωμέναι εἰς τὴν ψυχήν, ἀφ’ ὥν βλαστάνουν τὰ ἀνωτέρω ἀποτελέσματα. Καὶ ὅτι, ἄλλα ἐξ, αὐτῶν εἶναι μεγαλύτερα, καὶ ἄλλα μικρότερα ἄλλα εἶναι αἴτια τῶν ἄλλων, καὶ ἄλλα αἰτιατά, ὡς εἶδες, ὅτι ἀπὸ τὴν γαστριμαργία γεννάται ἡ λαγνεία, καὶ ἡ ἀκηδία καὶ ὅτι ἄλλα ἐξ αὐτῶν γεννοῦν διάφορα ἀποτελέσματα, καὶ ἄλλα γεννοῦν τὰ αὐτά, καθῶς ὁ φθόνος καὶ ὁ θυμὸς γεννοῦν τὸν φόνο καὶ τὴν φιλονεικία.
[Πηγή: Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου – σελ.15]
2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ
Συγγνωστὰ δὲ εἶναι ἐκείνα τὰ προαιρετικά ἁμαρτήματα, ὅπου δὲν φθεῖρουν τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην, μηδὲ κατασταίνουν τὸν ἄνθρωπον ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, εἰς τὰ ὁποία εἶναι ὑποκείμενοι καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, κατὰ τὸ ρητὸν τοῦ ἀδελφοθέου ''Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἄπαντες'' ( Ἰάκ-3,2). Καὶ τὸ τοῦ Ἰωάννου «Ἐὰν εἴπωμεν, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἐαυτοὺς πλανώμεν» (Α΄-Ἰωάν. 1,8) καὶ κατὰ τὸν ρκέ, ρκστ', ρκζ', κανόνα τῆς ἐν Καθαργενή. Ταύτα δέ εἶναι κατὰ τὸν Κορέσιον καὶ τὸν Χρύσανθον, ὁ ἀργὸς λόγος, ἡ πρώτη κίνησις καὶ ταραχή τοῦ θυμοῦ, ἡ πρώτη κίνησις τῆς ἐπιθυμίας, ἡ πρώτη κίνησις τοῦ μίσους, τὸ παιγνιώδες ψεύδος, ὁ κατὰ πάροδον φθόνος, ἤτοι ὁ κοινῶς λεγόμενος ζῆλος, ὅστις εἶναι λύπη μικρὰ διὰ τὰ καλὰ τοῦ πλησίον, καὶ τὰ ὅμοια. Συγγνωστὰ δὲ γίνονται τὰ ἀνήκοντα εἰς τὸ σῶμα θανάσιμα ἀμαρτήματα, ὄταν ἔλθουν εἰς μόνην τὴν διάνοιαν καὶ τὸν λόγον δηλ. ἡ θανάσιμος πορνεία, ὅταν συλληφθή ἐν τῆ ἐπιθυμία καὶ διανοία ἢ καὶ λαληθεῖ δι’ αἰσχρολογίας εἶναι συγγνωστή διὸ καὶ ὁ Ἀδελφόθεος εἶπεν ''Η ἐπιθυμία συλλαβούσα, τίκτει ἁμαρτίαν, (συγγνωστὴν δηλαδὴ) ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθείσα (διὰ τοῦ σῶματος καὶ τοῦ ἔργου) ἀποκυεῖ θάνατον''. Ὁμοίως καὶ ἡ τῷ λόγῳ ἀνήκουσα θανάσιμος ἐὰν γίνει μόνον μὲ τὸν νοῦν, εἶναι συγγνωστὴ δηλ. ἡ θανάσιμος βλασφημία, ὅταν γίνεται ἐν μόνω τὸ νοῒ ἁκουσίως, εἶναι συγγνωστή. Καὶ ἀπλῶς εἰπεῖν, τὰ γινόμενα θανάσιμα εἰς τὰ κατώτερα καὶ χονδρότερα μέρη, ὅταν γίνονται εἰς τὰ ἀνώτερα καὶ λεπτότερα μέρη, εἶναι συγγνωστά.
[Πηγή: Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου – σελ.17]
3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ
Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως ὁνομάζονται ἐκεῖνα τὰ καλὰ ἔργα, ἢ λόγια, ἢ νοήματα, ὅπου ἐδύνατο τινὰς νὰ κάνει ἢ νὰ νοήσει, ὅμως ἀμέλησε καὶ δὲν τὰ ἔκανε, οὕτε τὰ εἶπε, οὕτε τὰ ἐννόησε. Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως λέγονται, καὶ ὅσα κακὰ ἐδύναντο καὶ εἴχαν τὸν τρόπον νὰ ἐμποδίσουν τινές, λόγω, ἢ ἔργω, καὶ δὲν τὰ ἐμπόδισαν• διὰ τούτο καὶ ἐπιτιμώνται παρομοίως μὲ ἐκείνους, ὅπου τὰ κάνουν, κατὰ τὸν κέ. Κανόνα τῆς ἐν Ἁγκύρα, τὸν οά. Κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου, καὶ τὸν κέ. Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ. Ἡξεύρω πολὺ καλά, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ταύτα τῆς ἐλλείψεως, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ γνωρίζουν πῶς εἶναι ὅλως ἁμαρτήματα• διότι ὁλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, ὅπου στοχάζονται διὰ ἁμαρτίαν ἄν δὲν ἔκαμαν τὴν τάδε ἐλεημοσύνη, ὅπου ἐδύναντο νὰ δώσουν εἰς τὸν πλησίον, ἢ νὰ κάνουν τὴν τόσην προσευχήν, ἡ ἄλλην ἀρετήν. Ἀλλ' ὅμως καὶ τούτο ἡξεύρω καλώτατα, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ διὰ αὐτὰ ἔχει νὰ ζητήσει λογαρια-σμὸν ἐν ἡμέρα κρίσεως. Ποιὸς μᾶς βεβαιώνει; Τὸ παράδειγμα τοῦ ὁκνηροῦ ἐκεῖνου δούλου, ὅπου εἴχε τὸ ἔνα τάλαντον, καὶ τὸ ἔχωσεν εἰς τὴν γῆ, ὁ ὁποίος κατεδικάσθει, ὅχι διατὶ ἔκαμε καμμίαν ἁμαρτίαν, ἢ ἀδικίαν εἰς τοῦτο ἀλλ' ὅτι δυνάμενος νὰ τὸ αὐξήσει, ἀμέλησε καὶ δὲν τὸ αὔξησεν. Μᾶς βεβαιώνει καὶ τὸ παράδειγμα τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, αἱ ὀποίαι κατεκρίθησαν ὅχι δι' ἄλλο, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἐλαίου. Καὶ ἡ παράστασις τῶν ἐξ ἀριστερῶν ἐστῶτων ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποίοι ἔχουν νὰ κατακριθοῦν, ὅχι διατὶ ἕκαμαν καμμία ἁμαρτία, ἀλλὰ διατὶ ἔλειψαν καὶ δὲν ἡλέησαν τὸν ἀδελφὸν τους «Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν''
[Πηγή: Ματθ-25,42, Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου σελ. 19]
ΟΙ 12 ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
1ος Βαθμὸς εἶναι, ὅταν κάνει κάποιος τὸ καλό, ὄχι δὲ καλῶς, ἀλλὰ σμίγει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό.
2ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ τελεία ἀργία τοῦ καλοῦ.
3ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ προσβολὴ τοῦ κακοῦ στὸ λογισμό.
4ος Βαθμὸς εἶναι, ὁ συνδιασμός, ἤ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό.
5ος Βαθμὸς εἶναι ἡ πάλη ποὺ γίνεται πρὶν τὴν ἁμαρτία.
6ος Βαθμὸς εἶναι ἡ συγκατάθεση νὰ γίνει ἡ ἁμαρτία.
7ος Βαθμὸς εἶναι ἡ κατὰ διάνοια ἁμαρτία ποὺ γίνεται πρὸ τοῦ ἔργου ὅπου ὁ ἄνθρωπος τυπώνει εἰς τὸν νοῦν του τὴν ἁμαρτία τόσο παστρικὰ ὠσὰν νὰ τὴν κάνει μὲ τὸ ἔργον.
8ος Βαθμὸς εἶναι, αὐτὴ ἡ πράξη καὶ κατ’ ἐνέργεια ἁμαρτία.
9ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ συνήθεια ὅταν γίνεται ἡ ἁμαρτία συχνά.
10ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μὲ βία καὶ δυναστεία ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἁμαρτάνει θέλοντα καὶ μὴ θέλοντα.
11ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἀπόγνωσις ποὺ κυριεύει τὸν ἁμαρτωλόν.
12ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ αὐτοκτονία, δηλαδὴ θανατώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑαυτοῦ του μὲ τὸ νὰ κυριεύθει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.
[Πηγή: Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου σελ. 19-20]
Πηγή: http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena
Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ μίλησε δημοσίως μὲ παρρησία γιὰ ὅσα τεκταίνονται εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας. Σὲ συνέντευξή του ποὺ παρεχώρησε στὴν ἐφημερίδα «Δημοκρατία» ἀναφέρθηκε στὶς δύο πρόσφατες ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, οἱ ὁποῖες ἀκύρωσαν τὶς ὑπουργικὲς ἀποφάσεις τοῦ πρώην ὑπουργοῦ Παιδείας κ. Φίλη γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση.
Ὁ Σεβασμιώτατος, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς δημοκρατίας, ἰσονομίας καὶ συνταγματικῆς τάξεως, καταφέρθηκε ἐναντίον τῶν δύο τελευταίων ὑπουργῶν Παιδείας, οἱ ὁποῖοι «μὲ τὸν τρόπο ποὺ νομοθετοῦν γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλληνοπαίδων» διαπράττουν ἀδικία εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀναγνωρίζουν δηλαδὴ «τὸ ἔννομο δικαίωμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τῶν Μουσουλμάνων καὶ τῶν Ἑβραίων Ἑλληνοπαίδων νὰ ἀπολαμβάνουν ἕνα ὁμολογιακὸ μάθημα, τὸ ὁποῖο συντάσσουν οἱ θρησκευτικὲς ἡγεσίες τους (…) μὲ καθοδηγητὲς καὶ διδασκάλους ποὺ ἐπιλέγουν προσεκτικά», τὴ στιγμὴ ποὺ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν ἀναγνωρίζουν τέτοιο δικαίωμα.
«Δὲν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Πολιτεία νὰ μεταχειρίζεται διαφορετικὰ τοὺς πολίτες της ὅταν ἀνήκουν στὶς μειοψηφίες, καὶ μὲ διακρίσεις εἰς βάρος τους τοὺς πολίτες ὅταν ἀνήκουν στὴν πλειοψηφία», τόνισε ὁ Σεβασμιώτατος καὶ παράλληλα φανέρωσε τὸν ἀπώτατο σκοπὸ τῆς νέας μεθοδολογίας διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν στὸ σχολεῖο: «Ἐπέρχεται μοιραῖα καὶ ἀναπόδραστα μιὰ σύγχυση, τὴν ὁποία ἐπιδιώκουν ἀσφαλῶς ὅλοι αὐτοὶ ποὺ συνέταξαν αὐτὰ τὰ ἄθλια προγράμματα, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ τὸ παιδὶ στὴν ἐκκοσμίκευση, στὸν συγκρητισμὸ καὶ στὴν ἀθεΐα». Καὶ κατέληξε: «Καταστρατηγοῦν τὰ δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καὶ φέρονται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἐμπάθεια, μίσος καὶ κακότητα».
Ἡ φωνὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Σεραφεὶμ διερμηνεύει καὶ ἀπηχεῖ ὅλων τῶν ὑγιῶς σκεπτομένων τὶς θέσεις. Ἀποροῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν μιὰ λεγόμενη δημοκρατικὴ παράταξη, ἡ ὁποία τώρα κυβερνᾶ τὸν τόπο, νὰ ἀγνοεῖ βασικὰ δικαιώματα τῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Μὲ τὶς μεθοδεύσεις της αὐτὲς μᾶς ὁδηγεῖ νὰ σκεφθοῦμε: Μήπως μόνο ἐπίχρισμα δημοκρατίας φέρει, καὶ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Μίκης Θεοδωράκης στὸ γιγαντιαῖο συλλαλητήριο γιὰ τὴ Μακεδονία ὀνόμασε «ἀριστερόστροφο φασισμό»;
Πηγή: Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...