
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η αυγή της πρώτης μεγάλης ημέρας του σύγχρονου Ελληνικού Ναυτικού, της 3ης Δεκεμβρίου 1912, βρήκε την κύρια δύναμη του Στόλου να πλέει μεταξύ Ίμβρου και χερσονήσου της Καλλίπολης.
Η έγκυος μητέρα με καρκίνο παίρνει θεραπεία και γίνεται καλά, ενώ το μωρό της γεννιέται υγιές!
Ευλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος και ευσεβής ο Αγγελής, εξασκούσε το λειτούργημα του ιατρού στο Άργος. Σε κάποια θρησκευτική συζήτηση με έναν Γάλλο, υπεραμύνθηκε της χριστιανικής πίστεως και δέχτηκε να μονομαχήσει χωρίς όπλο με τον Γάλλο, που ήταν οπλισμένος. Ο Γάλλος μπροστά στην πίστη του Αγγελή δείλιασε και ο Αγγελής αναδείχτηκε και επίσημα νικητής. Μετά τη νίκη αυτή ο Αγγελής αποφάσισε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Εγκατέλειψε λοιπόν την ιατρική και κλείστηκε στο υπερώο του σπιτιού του. Ξαφνικά όμως, άγνωστο για ποιο λόγο, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε Μουσουλμάνος. Επειδή δημιούργησε επεισόδιο σε καφενείο του Ναυπλίου, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, οι αρχές τον εξόρισαν στη Χίο. Εκεί μετανοημένος, έβρεχε κάθε μέρα με δάκρυα μετανοίας τους ναούς και προσευχόταν. Επίσης έδινε αφορμές στους Τούρκους, επιζητώντας το μαρτύριο. Κάποτε μπήκε σε κάποιο τελωνείο και ομολόγησε ότι ήταν Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα και τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στη φυλακή του Κάστρου της Χίου. Αλλά επειδή παρέμεινε σταθερός στη χριστιανική ομολογία του, αποκεφαλίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1813 μ.Χ.
Ο άγιος Αγγελής ανήκει στη χορεία των λεγομένων νεομαρτύρων, εκείνων δηλαδή των μαρτύρων που έφυγαν από τη ζωή αυτή με μαρτυρικό τρόπο κατά την περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας. Συνήθως το μυαλό μας, όταν μιλάμε για μάρτυρες, πηγαίνει στους παλαιούς πρώτους μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων με τους μεγάλους διωγμούς: τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Γεώργιο, την αγία Παρασκευή κλπ. Όμως για την Εκκλησία μας οι νέοι αυτοί μάρτυρες δεν είναι λιγότερο μάρτυρες και άγιοι από τους παλαιούς, ίσα ίσα, θα λέγαμε, υπάρχει μία ευθεία γραμμή που ενώνει τους παλαιούς με τους νέους, έτσι ώστε να μπορεί να πει κανείς ότι οι νέοι φέρνουν και πάλι στην επιφάνεια τον ενθουσιασμό και τη δόξα των πρώτων μαρτύρων, σαν να έχουμε δηλαδή μία δυναμική επάνοδο της πίστης τους, κάτω από άλλο απλώς πρόσωπο αλλά με ίδιο σχεδόν όνομα.
Δεν είναι υπερβολές οι παραπάνω εκτιμήσεις. Είναι η πεποίθηση της Εκκλησίας μας, όπως είπαμε, την οποία κατέγραψε και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο γνωστό «Νέον μαρτυρολόγιόν» του με τα παρακάτω λόγια: «Οι τωρινοί χριστιανοί…αυτούς εκείνους τους παλαιούς μάρτυρας βλέπουσι, ότι μαρτυρούσι και τώρα υποκάτω εις το πρόσωπον των νέων τούτων μαρτύρων, και ότι φαίνονται πάλιν εις τον κόσμον δεύτεροι Γεώργιοι, δεύτεροι Δημήτριοι, νέοι Θεόδωροι, όχι μόνον διά την ταυτότητα των ονομάτων, αλλά πολλώ μάλλον διά την ομοιότητα των μαρτυρίων…Οι νέοι μάρτυρες δεν είναι κατώτεροι από τους παλαιούς μάρτυρας…Ο γαρ Ιησούς Χριστός και τους παλαιούς και τους νέους τούτους μάρτυρας…ίσους αυτούς εποίησεν». Την ίδια ακριβώς βεβαίως εκτίμηση έχει και ο υμνογράφος του αγίου Αγγελή, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ιεράν προσθήκην σε, η των Μαρτύρων χορεία, Αγγελή, εδέξατο, εν ουρανώ γηθομένη», δηλαδή: η χορεία των μαρτύρων, Αγγελή, σε δέχτηκε στον ουρανό με χαρά, σαν ιερά προσθήκη του.
Εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να τονιστεί από το μαρτύριο του αγίου Αγγελή είναι το εθελούσιο αυτού: ο άγιος επεζήτησε μόνος του το μαρτύριο. Κατά την έκφραση του υμνογράφου: «εθελουσίως φέρων σεαυτόν παρέδωκας τη ωμότητι και ιταμότητι των τυράννων». (Φέρνοντας τον εαυτό σου με τη θέλησή σου τον παρέδωσες στην ωμότητα και την επιθετικότητα των τυράννων). Δεν πρέπει να μας παραξενέψει το γεγονός. Πέραν του ότι το συναντάμε επανειλημμένως και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια των διωγμών, στην Τουρκοκρατία ήταν σχεδόν παγιωμένη κατάσταση για εκείνους που είχαν αρνηθεί τον Χριστό σε κάποια φάση της ζωής τους και είχαν γίνει Μουσουλμάνοι, τους αρνησιχρίστους. Σ’ αυτούς θεωρείτο δεδομένο το εθελούσιο μαρτύριο, προκειμένου να ξεπλύνουν την άρνησή τους. Γι’ αυτό και έσπευδαν μετά τη μετάνοιά τους και την με μεγάλη άσκηση και πνευματικό αγώνα προετοιμασία τους – με την καθοδήγηση συνήθως κάποιου πνευματικού, του ονομαζομένου αλείπτη (=πνευματικού προπονητή) – να ομολογήσουν την πίστη τους στον Χριστό ενώπιον των Μουσουλμάνων, ώστε να τους εξαναγκάσουν για το μαρτύριό τους. Ίσως η εθελούσια αυτή εκζήτηση του μαρτυρίου να μην ακούγεται πολύ χριστιανική, αλλά, είπαμε: αφενός έτσι είχαν παγιωθεί τα πράγματα τότε, αφετέρου δεν μπορούσαν να ησυχάσουν τη συνείδησή τους οι αρνησίχριστοι, παρά μόνον προσφέροντας την ίδια τη ζωή. Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κρίνει τη φωτισμένη και πνευματοκίνητη απόφαση ενός μάρτυρα; Ο Θεός πάντως δέχτηκε το μαρτύριό τους και τους στεφάνωσε με τιμές και δόξα. «Παρά Χριστού το στέφος της αφθαρσίας είληφας, μάρτυς Αγγελή, υπέρ Αυτού ξίφει την κάραν τμηθείς». (Έλαβες από τον Χριστό το στεφάνι της αφθαρσίας, μάρτυς Αγγελή, αφού αποκόπηκε με ξίφος το κεφάλι σου για χάρη Του).
Ανεξάρτητα πάντως από το δοξασμένος μαρτυρικό τέλος του αγίου Αγγελή και των ομοίων του αρνησιχρίστων μαρτύρων, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η στιγμή της αδυναμίας του: ευρισκόμενος ο άγιος σε πνευματική έξαρση - απομονωμένος, κατά το συναξάρι του, στο υπερώο του σπιτιού του και αφιερωμένος σε προσευχή, με ετοιμότητα για μαρτύριο – κάτι γίνεται (προφανώς κάποια αποδοχή υπερήφανου λογισμού) και ξεπέφτει πνευματικά. Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του, όσο βρίσκεται στον κόσμο τούτο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι Πατέρες μας χαρακτήρισαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ως το «αεί σχοινοβατείν». Σχοινοβατούμε καθημερινά, που σημαίνει ότι αν δεν προσέξουμε, αν έστω και επ’ ελάχιστον υπερηφανευτούμε και χαλαρώσουμε, μπορούμε να εκπέσουμε από την πίστη μας. Θα πρέπει να μας συνέχουν πάντοτε τα λόγια του Κυρίου μας: «γρηγορείτε, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Κύριος έρχεται», όπως και του αγίου εκείνου ασκητή που ακόμη και την ώρα που παρέδιδε την ψυχή του και ο διάβολος του ψιθύρισε «σώθηκες», εκείνος απάντησε: «όχι ακόμη». Γι’ αυτό και το μόνο στέρεο και άπτωτο έδαφος στην πνευματική ζωή είναι η ταπείνωση. Όταν κανείς ομολογεί ενσυνείδητα «εγώ ειμι γη και σποδός», τότε, και μόνον τότε, δεν υπάρχει περιθώριο πτώσης στην απιστία και στην αμαρτία.
Ἀπολυτίκιον Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Χορός αγγελικός Αγγελή Νεομάρτυς, και δήμος Αθλητών, επεκρότησαν άνω, την σην υπέρ της πίστεως, καρτερίαν και ένστασιν, και το πνεύμα σου μετ` ευφροσύνης λαβόντες, ανεβίβασαν, εις ουρανού μετά δόξης, Χριστώ τω Θεώ ημών.
Κοντάκιον Ήχος γ'.
Ιεράν προσθήκην σε, η των Μαρτύρων χορεία, Αγγελή εδέξατο, εν ουρανώ γηθομένη, ηθλήσας και νυν νομίμως γενναιόφρον, ήσχυνας το των τυράννων άθεον θράσος, και το στέφος εκομίσω, της αφθαρσίας, ξίφει την κάραν τμηθείς.
Κάθισμα Ήχος γ'. Την ωραιότητα.
Ρείθροις αιμάτων σου, την γην επίανας, αλλά και θάλασσαν συ καθηγίασας, τω σώματι σου Αγγελή, ο έρριπται απηνεία, και δεινή ωμότητι, εν αυτή του δικάζοντος, όθεν δυσωπούμεν σε, τους εν γη και τους πλέοντας, περίσωζε εκ παντός κινδύνου, τη θεία σου Αθλητά επισκέψει.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὁ ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1730 στήν μικρή πόλη Salistea Σιμπίου τῆς Τρανσυλβανίας. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ρωμαιοκαθολικισμός μέσω τῆς Οὐνίας κυριαρχοῦσε στήν περιοχή αὐτή τῆς σημερινῆς Ρουμανίας, μέ ἀποκορύφωμα τίς διώξεις ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων ἱερῶν μονῶν τοῦ τόπου. Γι’ αὐτό καί ὁ πόθος τοῦ νεαροῦ τότε Ἁγίου νά μονάσει βρῆκε τήν ἐκπλήρωσή του στό Ἅγιον Ὄρος.
Καθ’ ὁδόν πρός τόν Ἄθωνα, πέρασε ἀπό τό Βουκουρέστι ὅπου γνωρίστηκε μέ ἕναν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐπίσκοπο ὀνόματι Ρόσκα, πού βρισκόταν γιά ὑποθέσεις στή ρουμανική χώρα, καί τόν ὁποῖον ἀκολούθησε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμεινε μαζί του ὡς ὑποτακτικός του ἐπί τρία ἔτη. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος, ἐπιθυμοῦσε, λόγῳ τῆς προχωρημένης του ἡλικίας, νά ἀποσυρθεῖ στήν ἡσυχία. Ἔτσι, συνοδευόμενος ἀπό τό μαθητή του, ἦλθαν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔκειρε σταυροφόρο μοναχό ἐνῶ ἀργότερα τόν χειροτόνησε διάκονο.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ ἅγιος Γεώργιος βρῆκε νέο πνευματικό καθοδηγητή στό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), πού ἐκείνη τήν ἐποχή δροῦσε στή σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Λόγῳ ὅμως τῶν ποικίλων δυσκολιῶν πού ἀντιμετώπιζε ἡ πολυμελής ἀδελφότητα τῆς σκήτης, ὁ ἡγούμενος Παΐσιος μαζί μέ ὅλη τή συνοδία του ἀνεχώρησαν γιά τή Μολδαβία, ὅπου τό 1763 ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Ντραγκομίρνα, ἐνῶ τό 1769 μετακινήθηκαν πρός τή μονή τοῦ Σέκου καί κατόπιν στή μονή Νεάμτς. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἀκολουθοῦσε τόν ὅσιο Παΐσιο σ’ ὅλες αὐτές τίς μετακινήσεις, ὅμως δέν ἄργησε νά τόν κυριεύσει ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στόν ἱερό Ἄθω.
Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, παρέμεινε γιά λίγο στό Βουκουρέστι, ὅπου καί γνωρίστηκε μέ τόν μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας Γρηγόριο Β’, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε ἐπιμόνως νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του. Θέτοντας τό παραπάνω ὡς αἴτημα προσευχῆς, ὁ Ἅγιος ἔτυχε τῆς ἐμφανίσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Νικολάου Μύρων, ὁ ὁποῖος γεμίζοντάς τον πνευματική χαρά, τόν παρότρυνε νά παραμείνει στή ρουμανική χώρα, «καθαρίζοντας τόν τόπο του ἀπό τά ἄγρια θηρία».
Ὡς ἐγκαταλελειμένος τόπος ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Νικόλαο τοῦ ὑποδείχθηκε ἡ ἔρημη σκήτη πού βρισκόταν σέ ἕνα νησάκι μιᾶς λίμνης κοντά στό Βουκουρέστι, καί ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν βόρνικο Cernica. Τό 1608 ὅμως ὁ τόπος ἐγκαταλείφθηκε καί εἶχε καταληφθεῖ ἀπό ἄγρια θηρία, φίδια, ἀγριογούρουνα καί ἄλλα ἄγρια ζῶα, ἐνῶ στήν ἐκκλησία φώλιαζαν φίδια καί σαῦρες. Φθάνοντας μέ πολλή δυσκολία ὁ ἅγιος στήν ἐρειπωμένη ἐκκλησία, καί προχωρώντας στό Ἅγιο Βῆμα, εἶδε μπροστά του ἕνα φοβερό φίδι. Τότε ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε ἤρεμα: «Ἀγαπητό μου, μέχρι τώρα κατοικοῦσες ἐσύ ἐδῶ. Τώρα φύγε ἀπό τόν τόπο αὐτό νά κατοικήσουν μοναχοί». Καί ἀμέσως τό φίδι ἔφυγε.
Μετά ἀπό αὐτά καί ἔχοντας τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτη, ὁ Ἅγιος, μέ δύο μαθητές του, ἐγκαταστάθηκαν τό 1781 στή Τσερνίκα, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἐπιδόθηκαν στόν καθαρισμό τοῦ τόπου. Ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια τό κοινόβιο ἀπαριθμοῦσε 33 ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κτίσει ἤδη τά κελλιά καί τό ἀρχονταρίκι, ἐνῶ ἀργότερα, φθάνοντας οἱ πατέρες τούς 130, τούς παραχωρήθηκε καί ἡ μονή Καλνταρουσάνι, ὅπου ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔστειλε μέρος τῆς ἀδελφότητας.
Τό ἔτος 1785 ὁ Ἅγιος συνέταξε τό Τυπικό του, ἐνῶ στίς 3 Δεκεμβρίου τοῦ 1806, προγνωρίζοντας τό τέλος του, συγκέντρωσε τούς μοναχούς καί τῶν δύο μονῶν, ὅπου ἀφοῦ ἀλληλοσυγχωρήθηκαν, τούς ἀποχαιρέτισε μέ λόγια διδακτικά καί ἐκοιμήθη ὁσιακά ἐν Κυρίῳ.
Ὅπως ὁ γέροντάς του, ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, ἀναζωογόνησε τή μοναστική ζωή στή Μολδαβία, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν ἐπίσης γιά τήν ἁπλότητά του καί τόν γλυκύ του λόγο, ἐπανέφερε τήν παραμεληθεῖσα κοινοβιακή τάξη στήν περιοχή τῆς Μουντένιας κατά τήν ἀθωνική παράδοση.
Στίς 20-21 Ὀκτωβρίου τοῦ 2005, ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, κατέταξε τόν ἡγούμενο τῆς Τσερνίκα Γεώργιο στήν χορεία τῶν ἁγίων της, ὁρίζοντας τήν 3η Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα μνήμης του.
Πηγή: Αγιορείτικος Λόγος
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα π.Χ., ἐπὶ βασιλέως Ἰωσίου. Εἶναι ὁ ἔνατος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεὼν ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Λευΐ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει «ὁ Γιάχβε κρύπτει», δηλαδὴ περιφρουρεῖ, προστατεύει.
Τὸ προφητικό του βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μικρὰ κεφάλαια. Στὸ πρῶτο ἀπειλεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν εἰδωλολατρία. Στὸ δεύτερο προλέγει τὴν καταστροφὴ τῆς Γάζας, τῆς Ἀσκαλῶνος, τῆς Ἀζώτου, τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀσσυρίας καὶ ἄλλων ἀκόμα χωρῶν. Στὸ τρίτο ἐλέγχει τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ διαφθορά της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνομάζει ἐπιφανή, σὰν κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τέλος, χαιρετίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν μέλλουσα ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Σιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μίλησε μὲ τὸ Στόμα τοῦ προφήτη καὶ νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἄνομους ἀνθρώπους: «Ἐξάρω τοὺς ἀνόμους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος... Καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς μὴ ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου. Θὰ ξεριζώσω, λέει ὁ Κύριος, τους ἀνόμους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Καὶ θὰ τιμωρήσω αὐτοὺς ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν μὲ τὴν προσευχή τους τὸν Κύριο καὶ δὲν κρατοῦν Αὐτὸν σὰν στήριγμά τους».
Ὁ προφήτης Σοφονίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
(Πηγή: «Προφήτης Σοφονίας», Μέγας Συναξαριστής)
«Καινιεῖ σε ἐν τῆ ἀγαπήσει αὐτοῦ»
Θὰ σὲ ξεκαινουργώσει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Νέα θὰ σὲ καταστήσει. Ἀνακαινισμένη. Μὲ τὴν πρώτη σου ὡραιότητα. Αὐτὴν ποὺ ἔχασες ἐν τῷ μεταξύ. Τὴν ἔχασες, καθὼς σπίλοι καὶ ρυτίδες ἦρθαν νὰ χαρακώσουν τὸ πρόσωπό σου καὶ νὰ τὸ ἀμαυρώσουν. Τὸ γῆρας καὶ ἡ φθορὰ σὲ πρόφθασαν. Ὅλα ὅμως αὐτὰ θὰ τὰ ἀποσείσει ἀπὸ πάνω σου καὶ θὰ σὲ ξανακάνει νέα, ὡραία, ἀγαπητή Του.
Ποιός; Ποιά;
Ὁ Χριστός. Τὴν ψυχή.
Εἶναι προφητικὸς ὁ λόγος. Καὶ ἀναφέρεται (καὶ μὲ ἄλλους ἀκόμα στίχους) στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὴν Ἀνάστασή Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμπεριέχεται στὰ Ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Προμηνύει ὁ προφήτης Σοφονίας τὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅταν θὰ ξανακατοικηθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπόλειμμα τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Συγχρόνως ὅμως τὸ μάτι του βυθίζεται στὰ βάθη τῶν αἰώνων (650 χρόνια ἔπειτα) καὶ βλέπει τὴν εὐφροσύνη τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Μεσσία Χριστοῦ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Εἶναι οἱ τελευταῖοι στίχοι τῆς ὅλης προφητείας του, καὶ ἐδῶ ὁ τόνος γίνεται κατεξοχὴν ἑορταστικός, πανηγυρικός, θριαμβικός:
«“Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών”», ἀνακράζει ὁ Προφήτης, «διαλάλησε παντοῦ τήν ἀπερίγραπτη χαρά σου. “Εὐφραίνου καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, θύγατερ Ἱερουσαλήμ”.
Σκίρτα ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι ὁ Κύριος τράβηξε ἀπὸ πάνω σου τὰ ἀδικήματα, τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σὲ λύτρωσε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου. Τώρα ὁ Κύριος, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, κατοικεῖ ἀνάμεσά σου· γι’ αὐτὸ καὶ πλέον δὲν πρόκειται νὰ δεῖς συμφορές.
Πάρε θάρρος, Σιών. Μὴν ἀφήνεις τὰ χέρια σου νὰ πέφτουν κάτω ἀδύναμα καὶ παραλελυμένα ἀπὸ φόβο καὶ δειλία. “Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί”, ἀνάμεσά σου εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. Αὐτὸς εἶναι δυνατὸς καὶ θὰ σὲ σώσει. “Ἐπάξει ἐπὶ σὲ εὐφροσύνην”, θὰ σὲ γεμίσει μὲ εὐφροσύνη, “καὶ καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ”, θὰ σὲ κάνει νέα μὲ τὴν ἀγάπη Του, “καὶ εὐφρανθήσεται ἐπὶ σὲ ἐν τέρψει ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς”· θὰ εὐφραίνεται μαζί σου μὲ τὴν ἴδια ἀγαλλίαση καὶ τέρψη ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μέσα στὶς εὐφρόσυνες μέρες τῶν ἑορτῶν καὶ τὰ χαρμόσυνα πανηγύρια.» (Σοφον. γ΄ 14-17)
Ὢ ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ! Αὐτὴ ποὺ Τὸν ὤθησε νὰ παραδώσει τὸν Ἑαυτό Του σὲ θάνατο «ὑπὲρ αὐτῆς... ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφ. ε΄ 25-27). Γι᾿ αὐτὸ θυσιάστηκε ὁ Νυμφίος μας. Γιὰ νὰ κάνει τὴ Νύμφη Του Ἐκκλησία καὶ τὴν ψυχή μας νέα, ἔνδοξη, ἀφθαρτισμένη, χωρὶς κανένα σημάδι φθορᾶς καὶ γηράνσεως, χωρὶς κανένα «μῶμον», ψεγάδι ἐπάνω της.
Τί παράδοξη ἡ ἰσχὺς τῆς θεϊκῆς αὐτῆς ἀγάπης! Ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ καθιστᾶ καινούργια τὴν ψυχὴ ποὺ περιπτύσσεται. Καμιὰ ἀνθρώπινη ἀγάπη δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα. Ὅσο καὶ ἂν ἀγαπᾶς κάποιον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν κάνεις πιὸ νέο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι. Οὔτε ἡ ἀγάπη σου νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὰ σημάδια τῆς φθορᾶς ποὺ ἄφησε ἐπάνω του ὁ χρόνος καὶ ἡ καταβολὴ ἀπὸ τὰ λυπηρὰ τῆς ζωῆς. Τὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσεις κάποιον, ἐπειδὴ εἶναι ἀξιοσυμπάθητος ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ἔχει περάσει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ περνᾶ.
Νὰ τὰ ἐξαλείψει ὅμως αὐτὰ ἡ ἀγάπη σου, ἀδύνατον.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔχει αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ἰδιότητα. Διότι εἶναι ἀγάπη θεϊκή. Ἀγάπη αἰώνια, ἄφθαρτη, ποὺ μετασχηματίζει πρὸς τὸν ἑαυτό της ὅποιον περικλείει στοὺς κόλπους της. Ὁ εὐτελὴς καὶ φθαρτὸς ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν» ἄφθαρτος, λαμπρὸς καὶ αἰώνιος, ὅπως εἶναι «κατὰ φύσιν» ὁ Θεός, γιατὶ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ ἡ ἀνακαινιστικὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐκχύνεται ἀπὸ τὸν Σταυρό Του καὶ πιστώνεται στὴν Ἀνάστασή Του.
Ψυχή μου!
Πῶς μπορεῖς πιὰ νὰ ἀθυμεῖς; Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐλακιὲς λύπης καὶ σκυθρωπότητας νὰ χαρακώνουν τὸ πρόσωπό σου; Τί ἀκόμα κάθεσαι καὶ θρηνεῖς χωρὶς ἐλπίδα πάνω στὰ συντρίμμια τῶν σφαλμάτων ποὺ διέπραξες στὴ μακρινὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας; Δὲν βλέπεις Αὐτὸν ποὺ στέκεται δίπλα σου, νέος, ὡραῖος, λαμπρός, μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του; Αὐτὸς δὲν ἔπαθε καὶ δὲν ἀναστήθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Γιὰ σένα ἔπαθε καὶ γιὰ σένα ἀναστήθηκε. Γιὰ νὰ σὲ καταστήσει νέα, ὡραία, ἀγαπητή Του. Γιὰ νὰ σὲ τιμήσει στὰ δεξιά Του, σὲ μιὰ αἰώνια σύναψη γάμου πνευματικοῦ μαζί σου. Αὐτή Του ἡ ἀγάπη σὲ ἀνακαινίζει, δὲν τὸ βλέπεις;
Ὅλα μέσα σου καὶ γύρω σου τώρα πιὰ καινούργια. «Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β΄ Κορ. ε΄ 17). Μέσα ἀπὸ τὸν καινὸ Τάφο ξεπήδησε τὸ «καινὸ» φῶς τῆς Ἀναστάσεως, καὶ αὐτὸ ἀνακαινίζει ὅλο τὸν κόσμο. Τώρα καὶ ἡ τροφή σου καὶ τὸ ποτό σου εἶναι «καινό». Καὶ καλεῖσαι πιὰ νὰ κοινωνεῖς τὴν «καινὴ» βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὸ «καινὸν τῆς ἀμπέλου γέννημα», τὴ θεία εὐφροσύνη, τὴν ἄληκτη μακαριότητα. Καὶ μπορεῖς νὰ περιπατεῖς τώρα «ἐν καινότητι ζωῆς», μὲ καινούργιες σκέψεις, καινούργια αἰσθήματα, διαθέσεις, προοπτικές.
Καὶ νὰ ἀνακαινίζεσαι συνεχῶς μπορεῖς. Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ μετανοεῖς κάθε στιγμή, νὰ ἀφήνεις μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια Του, νὰ ἀνανεώνεις τὴν ἀφοσίωσή σου πρὸς Αὐτόν! Τὸν δικό σου Νυμφίο. Αὐτὸν ποὺ ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ σένα, καὶ μὲ αὐτή Του τὴν ἀγάπηση σὲ καθιστᾶ συνεχῶς νέα. «Καινή». Δοξασμένη στοὺς αἰῶνες..
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνιεὶς φερωνύμως τῶν μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ἐκφαντορικῶς προεκφαίνεις, τὴν αἰώνιον λύτρωσιν. Σιὼν γὰρ βασιλέα τὸν Χριστόν, κηρύττεις Σοφονία ἐμφανῶς· παρ’ αὐτοῦ γὰρ ἐλυτρώθημεν τῆς ἀρᾶς, Προφῆτα οἱ βοῶντές σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι συγχώρησιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος β'.
Του Προφήτου σου Σοφονίου την μνήμην, Κύριε εορτάζοντες, δι’ αυτού σε δυσωπούμεν· Σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπαξίως σύνεσιν, προφητικὴν γεωργήσας, τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν, προανεφώνησας κράζων· τέρφθητι, Σιὼν ἡ πόλις ἡ πανολβία, ἄνακτα, Χριστὸν ἐν πώλῳ εἰσδεχομένη· Ὃν δυσώπει Σοφονία, ὑπὲρ τῶν πίστει μακαριζόντων σε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν ἐν Νόμῳ ἐκπληρωτά, καὶ τῶν ἐν τῇ Νέᾳ Διαθήκῃ προμηνυτά· χαίροις οὐρανίων, χαρίτων μυστηπόλε, Προφῆτα Σοφονία, ἀξιοθαύμαστε.
Ἡ μέγγενη ἄρχισε πλέον νὰ σφίγγει ἀσφυκτικά. Οἱ κάποτε ἐλεύθεροι πολίτες τῆς ἄλλοτε ἀδούλωτης Ἑλλάδας κινδυνεύουμε νὰ περιέλθουμε σὲ ἰδιότυπη σκλαβιά.
Ο Όσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας, που είναι κοντά στο Αλιβέρι. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί, αλλ’ ευσεβείς γεωργοί. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και η μητέρα του Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου. Ο πατέρας του είχε κλήση μοναχική, αλλά τελικά δεν έγινε μοναχός. Υπήρξε, όμως, ψάλτης στο χωριό του και δίδαξε στο Γέροντα την παράκληση της Παναγίας και ό,τι άλλο μπορούσε από την αγία πίστη μας.
Την 2αν Δεκεμβρίου 1868 έν εκ των τολμηροτέρων καταδρομικών της Κρητικής Επαναστάσεως, η «Ένωσις», επανήρχετο εκ της τελευταίας εις Κρήτην εκδρομής της, δι’ ήν είχεν απάρει από της 23ης Νοεμβρίου.
Κατά τας δέκα αυτάς ημέρας η «Ένωσις» άπαξ μόνο έσβυσε τα πυρά των λεβήτων της, «τρέχουσα δε μεταξύ Σύρου και Γυθείου, Κιμώλου και Κρήτης και ολόκληρον την νήσον ταύτην περιγράφουσα δια γιγαντιαίων καμπυλών επραγματοποίησεν υπέρ τα χίλια εξακόσια μίλλια εμμανούς, φρενιτώδους, φανταστικής σχεδόν νηοδρομίας» (σ.).
Εν τω μεταξύ ο αντιναύαρχος Χόβαρτ Πασσάς, Άγγλος υπηρετών εις το Οθωμανικόν Ναυτικόν και αρχηγός της αποκλειούσης την Κρήτην Τουρκικής μοίρας απελπισθείς να συλλάβη την «Ένωσιν» αποφασίζει να ενεδρεύση αυτην εκτός της Σύρου παρά την εκ τούτου μέλλουσαν να προκύψη παραβίασιν των διεθνών νομίμων.
Την 6ην π.μ. της 2ας Δεκεμβρίου 1868 η «Ένωσις» αποπλεύσασα εκ Πάρου έπλεεν αμέριμνος προς την Σύρον, ότε μετ’ ολίγον σαφώς διέκρινε δύο εύδρομα και μίαν φρεγάταν, άτινα μετ’ εκπλήξεως ανεγνωρίσθησαν ως Τουρκικά, και άτινα επείχον εναντίον της. Το έν των ευδρόμων ήτο το «Ιτζεδίν», ο νικητής του «Αρκαδίου».
Αλλ’ η έκπληξις δεν διήρκεσε μακρόν επί της «Ενώσεως»• εσήμανε πάραυτα πολεμιή έγερσις επί του ατρομήτου καταδρομικού, ούτινος και ηυξήνθη η ταχύτης, όπως καταφύγη το ταχύτερον εις τον λιμένα της Σύρου. Εν τω μεταξύ, ολονέν εμειούτο η απόστασις από των πολεμικών πλοίων, άτινα αιφνιδίως ήνοιξαν το πυρ κατά της «Ενώσεως».
Εις το πυρ του εχθρού απαντά αμέσως η «Ένωσις» δια του πρυμνιαίου αυτής πυροβόλου. Σκοπεύει ο υποκελευστής Δρούδες και με το βλήμα του πλήττει το «Ιτζεδίν», εκεί όπου τούτο προ έτους είχε βάλει το «Αρκάδι», εις τον αριστερόν τροχόν. Το «Ιτζεδίν» χωλαίνον βραδυπορεί και, εν ώ προέπλεε της Τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη παραλλήλως προς αυτήν.
Επωφελουμένη του τοιούτου, η «Ένωσις» παρενθέτει το «Ιτζεδίν» μεταξύ αυτής και της φρεγάτας, ήτοις ητοίμαζεν ολότοιχον το πυρ κατ’ αυτής και μονομαχεί μετά του «Ιτζεδίν», εντός του οποίου δεύτερον επιτυχές βλήμα εκ της «Ενώσεως» ενσπείρει την σύγχυσιν.
Η φρεγάτα τότε «Χουδαβενδικιάρ», η ναυαρχίς του Χόβαρτ, αποκαλυφθείσα μετά τον αντίπλουν τούτον στρέφεται και απειλεί δια φοβεράς ομοβροντίας να καταβυθιση την «Ένωσιν». Αλλ’ ενώ το Τουρκικόν πλοίον παρασκευάζεται εις τούτο στρέφον δεξιά, ίνα δείξη ολόκληρον την τηλεβολοστοιχίαν του, η «Ένωσις» φεύγει δεικνύουσα μόνον την πρύμναν αυτής και βάλλουσα δια του πυροβόλου της υποχωρήσεως.
Ευστοχήσαν βλήμα αυτής διέρχεται διαγωνίως από πρώρας εις πρύμναν της «Χουδαβενδικιάρ», ανατρέπει παν το προστυχόν, φονεύει και τραυματίζει πολλούς ναύτας και αποδιώκει προς ώραν τους υπηρέτας των τηλεβόλων. Δεύτερον βλήμα αναρπάζει εις συντρίματα δύο αυτής λέμβους.
Η «Ένωσις» επωφεληθείσα στιγμιαίως προς Βορράν διευθύνσεως της τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη εν πάση ταχύτητι προς τον λιμένα της Σύρου, βάλλουσα μέχρις εξαρθρώσεως των πυροβόλων της, αλλά καια βαλλομένη μανιωδώς υπό των Τουρκικών πλοίων, εντελώς όμως εις μάτην. Αι αποστάσεις ολοέν αυξάνουσι, το δε φεύγον καταδρομικόν δεν δεικνύει ή ελάχιστον μέρος της επιφανείας του.
Εντός ολίγου τέλος ασθμαίνουσα η «Ένωσις» αγκυροβολεί εις Σύρον όπισθεν της εκεί καθωρμισμένης Αυστριακής κανονιοφόρου «Βάλλ». Τραυματίσασα επωδύνως τους δύο αντιπάλους της, χάρις εις την ευστοχίαν των εις το Β. Ναυτικόν ανηκόντων πυροβολητών της, η «Ένωσις», άθικτος η ιδία ως εκ θαύματος, έμελλεν εντός ολίγου ν’ αποτελέσει το αντικείμενον δεινοτάτης έριδος και εξευτελιστικών αιτήσεων εκ μέρους του Χόβαρτ.
Σημείωση: Κ.Ν. ‘Ράδου op. cit.
.
Πηγή: (Αντιπλοιάρχου Δημητρίου Γ. Φωκά, Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού 1833 – 1873, έκδοσις Γενικού Επιτελείου Β. Ναυτικού 1923, σελ. 256 – 258), Αβέρωφ
Όπως είναι γνωστό οι βάσεις διεξαγωγής του σύγχρονου πολέμου τέθηκαν από το Ναπολέοντα. Αυτός χάρη στην μεγαλοφυΐα του μετέτρεψε τις αντιλήψεις που ίσχυαν μέχρι τότε για την τακτική του πολέμου και καθιέρωσε αρχές πολέμου που παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Ορισμένες από αυτές είναι οι εξής:
Κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής των Ναπολεόντειων αρχών αποτελεί η μάχη του Αούστερλιτς. Στη μάχη αυτή, ο Ναπολέων, αγνοώντας τις πεπαλαιωμένες αρχές και μεθόδους των Αυστριακών και των Ρώσων στρατηγών και αναπτύσσοντας έναν υπέροχο στρατηγικό συνδυασμό, απέδειξε ότι, στρατεύματα με ικανή ηγεσία -η οποία να εμπνέει σε όλους την πεποίθηση και τη θέληση για τη νίκη- είναι δυνατόν να καταστρέψουν τον αντίπαλο, έστω και αν αυτός έχει το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής.
Το 1804, ο Ναπολέων στέφθηκε Αυτοκράτορας. Τότε πίστεψε ότι θα γινόταν δεκτός στην αδελφότητα των νόμιμων ηγεμόνων της Ευρώπης, αλλά αυτό ήταν μία αυταπάτη. Η έκκληση του για ειρήνη έμεινε χωρίς απάντηση. Λίγους μήνες αργότερα, το 1805, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τον ισχυρότατο συνασπισπό (Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία και Σουηδία) που όχι μόνο δεν αναγνώριζε τη νέα δύναμη της Γαλλίας και τον Αυτοκράτορα, αλλά ήθελε και να περιορίσει τη Γαλλία στα παλαιά σύνορά της.
Το Φθινόπωρο του 1805, η Αυστρία έδειξε τάσεις επιθετικές και ο Ναπολέων αποφάσισε να εξουδετερώσει το βραχίονα αυτόν της Αγγλίας στην Ευρώπη. Η «Μεγάλη Στρατιά», όπως ονομαζόταν ο στρατός του Ναπολέοντα, που βρισκόταν στις ακτές της Μάγχης και προετοιμαζόταν για την απόβαση στην Αγγλία, μεταφέρθηκε στα ανατολικά σύνορα της Γαλλίας. Η ιδέα του Ναπολέοντα για απόβαση στην Αγγλία δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ.
Στις 26 Σεπτεμβρίου, η «Μεγάλη Στρατιά» διαβαίνει το Ρήνο. Είναι μια τέλεια οργανωμένη και εξοπλισμένη στρατιά. Στα οκτώ Σώματα Στρατού ο Ναπολέων έχει τοποθετήσει τους καλύτερους στρατηγούς του. Έχουν όλοι τους πολεμική πείρα πάνω από δέκα χρόνια και η ηλικία τους είναι γύρω στα 40 (ο ίδιος είναι 36 ετών). Τους ονομάζει «Στρατάρχες» και ήταν οι εξής: Βερναρδόττης (1ου), Μαρμόντ (2ου), Νταβού (3ου), Σουλτ (4ου), Λαν (5ου), Νέυ(6ου), Ογκερό (7ου), Μυρά (Σώματος Ιππικού). Ο όγκος της στρατιάς ενεργώντας με σχετική ταχύτητα, αφού πέρασε το Μέλανα Δρυμό από τα βόρεια, εγκλωβίζει την Αυστριακή Στρατιά του Στρατηγού Μακ στην πόλη Ουλμ. Στις 20 Οκτωβρίου, η φρουρά της Ουλμ (30.000 άνδρες) σχεδόν χωρίς μάχη, παραδίδεται. Η Ρωσική Στρατιά του Στρατηγού Κουτούζωφ, που έσπευδε για βοήθεια, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει για να διασωθεί.
Ωστόσο, μια ημέρα μετά την υπέροχη αυτή νίκη στην ξηρά (Ουλμ), ο Αγγλικός Στόλος με αρχηγό το Ναύαρχο Νέλσωνα (που φονεύθηκε πριν τελειώσει η ναυμαχία) καταναυμάχησε τον ενωμένο Γαλλοϊσπανικό στόλο στο Τραφάλγκαρ. Με τη νίκη της αυτή, η Αγγλία εξασφάλισε την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της στις θάλασσες και την πλήρη προστασία της αγγλικής νήσου από κάθε επιδρομή του Ναπολέοντα. Ο τελευταίος μετά τη μάχη της Ουλμ επιτάχυνε την προώθηση των στρατευμάτων του προς τη Βιέννη, με αντικειμενικό σκοπό τη συντριβή του αντιπάλου του.
Στις 13 Νοεμβρίου, καταλήφθηκε χωρίς μάχη η Βιέννη. Ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος θα την εγκαταλείψει και θα μεταβεί στη Μοραβία για να ενωθεί με τους Ρώσους. Μετά το Τραφάλγκαρ, οι Αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας σκληραίνουν τη στάση τους δείχνοντας περισσότερη αδιαλλαξία στις προτάσεις του Ναπολέοντα για ειρήνη.
Η μάχη του Αούστερλιτς άρχισε με πρωτοβουλία των Αυστρορώσων, όπως την περίμενε και την ήθελε ο Ναπολέων. Στο πεδίο της μάχης ήταν παρόντες τρεις αυτοκράτορες, ο Ναπολέων, ο Αλέξανδρος (Ρωσίας) και ο Φραγκίσκος (Αυστρίας). Στις 2 Δεκεμβρίου 1805, κοντά στο χωριό Αούστερλιτς έγινε η ομώνυμη μάχη, η οποία θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας και από τις πιο αιματηρές της Ναπολεόντειας εποχής.
Περιγραφή του Πεδίου της Μάχης
Ο χώρος στον οποίο έγινε η μάχη του Αούστερλιτς, βρίσκεται εκατόν είκοσι χιλιόμετρα βόρεια της Βιέννης, στην ιστορική περιοχή της Μοραβίας. Η Μοραβία ήταν τότε επαρχία της αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας. Τώρα ανήκει στην Τσεχία.
Το πεδίο της μάχης οριοθετείται βόρεια από την οδό Μπρουν-΄Ολμουτς, δυτικά από την οδό Μπρουν-Βιέννη, νότια από τα έλη Σατζάν και ανατολικά από το χωριό Αούστερλιτς και τον ποταμό Λίττοβα. Ο χώρος αυτός διαχωρίζεται κατά την έννοια Βορράς-Νότος, από το μικρό ποταμό Γκόλμπακ. Στο ύψος του χωριού Τέλνιτς σχηματίζονται τα έλη Σατζάν που από την εποχή εκείνη η επιφάνειά τους ήταν παγωμένη. Η μορφολογία του εδάφους δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στην ανατολική όχθη του ποταμού Γκόλμπακ το έδαφος ανέρχεται και σχηματίζει τα υψώματα Πράτζεν, τα οποία προς το Αούστερλιτς κατέρχονται ομαλά. Τα υψώματα Πράτζεν είναι πιο ψηλά από τα αντίστοιχα της δυτικής όχθης του Γκόλμπακ, γι αυτό και δεσπόζουν στην περιοχή.
Δυνάμεις και Διάταξη των Αντιπάλων
Στα τέλη Νοεμβρίου η μεγάλη στρατιά του Ναπολέοντα είχε στρατοπεδεύσει στο Μπρουν.
Στις 27 Νοεμβρίου ο Αυστρορωσικός Στρατός με δύναμη 90.000 ανδρών εγκατέλειψε τα οχυρώματα του ΄Ολμουτς και κατευθύνθηκε προς το Μπρουν από την οδό ΄Ολμουτς-Μπρουν για να λάβει επαφή με το Γαλλικό Στρατό. Οι δύο Μονάρχες αποφάσισαν την άμεση επίθεση εναντίον του Ναπολέοντα, πρώτο γιατί είχαν δυσκολίες στη διατροφή των στρατευμάτων, λόγω της ελλείψεως μέσων μεταφοράς τροφίμων και άλλων εφοδίων και δεύτερο, γιατί είχαν εμπιστοσύνη στην αριθμητική υπεροχή τους. Ο Κουτούζωφ έχοντας διαφορετική άποψη πρότεινε την αναμονή της Πρωσικής Στρατιάς αλλά δεν εισακούσθηκε.
Ο Ναπολέων από τις 27 Νοεμβρίου, είχε αρχίσει συνεννοήσεις με τους αντιπάλους του για την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Από τις διαπραγματεύσεις διαμόρφωσε τη γνώμη ότι οι Ρώσοι διαπνέονταν από υπέρμετρη αισιοδοξία. Ο ίδιος βέβαια επιθυμούσε να αρχίσει αμέσως η μάχη, γιατί αν οι σύμμαχοι αποφάσιζαν να αποσυρθούν στην Ουγγαρία και να ενωθούν με τη στρατιά του Αρχιδούκα Καρόλου (80.000 άνδρες), ο πόλεμος θα παρατεινόταν με δυσμενείς επιπτώσεις για τον Ναπολέοντα.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις του, ο Ναπολέων αποφάσισε να τονώσει την επιθυμία των Ρώσων για άμεση επίθεση εναντίον του. Διατάσσει τον Σουλτ να υποχωρήσει από τα υψώματα Πράτζεν και προσποιήθηκε ότι ήθελε να διαπραγματευθεί με τον αυτοκράτορα της Ρωσίας. Ο υπασπιστής του Τσάρου, πρίγκηπας Ντολγουρούκι, που στάλθηκε από τον Τσάρο για τις διαπραγματεύσεις, παραπλανάται από τον Ναπολέοντα που κατέληξε στην παγίδα του Αούστερλιτς. Ο Ντολγουρούκι, επιστρέφοντας ανέφερε στον τσάρο Αλέξανδρο, στον οποίο ασκούσε μεγάλη επιρροή, ότι οι Γάλλοι βρίσκονται στα πρόθυρα της καταστροφής και σε περίπτωση ρωσικής επιθέσεως, αυτοί όχι μόνο θα ηττηθούν αλλά θα μπορούσαν να συλληφθούν όλοι αιχμάλωτοι. Το βράδυ της παραμονής της μάχης, 1 Δεκεμβρίου 1805, ο Ναπολέων διέτρεξε τους καταυλισμούς. Ήταν και η παραμονή της επετείου της στέψεώς του σε Αυτοκράτορα. Συνομιλούσε με τους άνδρες του και συνεχώς επαναλάμβανε την πεποίθηση του για νίκη την άλλη μέρα, λέγοντας «Αύριο η Ρωσική Στρατιά θα είναι δική μου». Οι άνδρες τον υποδέχονταν με απερίγραπτο ενθουσιασμό. Στη 0100 της 2ας Δεκεμβρίου, διέτρεξε τα φυλάκια στις προφυλακές από τα οποία πληροφορήθηκε ότι οι Ρώσοι, όπως το συνήθιζαν, πέρασαν τη βραδιά τους μεθώντας και ότι τμήμα του Ρωσικού Στρατού φάνηκε προς το χωριό Σοκόλνιτς.
Το πρωί της ημέρας της μάχης, η διάταξη των αντίπαλων δυνάμεων είχε ως εξής:
Γάλλων
Η συνολική δύναμη των Γάλλων ανερχόταν σε 65.000 άνδρες.
Συμμάχων
Η συνολική δύναμη των συμμάχων ανερχόταν σε 90.000 άνδρες. Την αρχηγία των ρωσικών δυνάμεων είχε ο Στρατηγός Κουτούζωφ.
Σχέδια και Αποστολές Γάλλων
Με το σχέδιο του ο Ναπολέων επεδίωξε όπως και σε κάθε άλλη μάχη, την πλήρη καταστροφή του αντιπάλου του. Είναι χαρακτηριστικό ότι την παραμονή της μάχης κοιτάζοντας προς τα υψώματα Πράτζεν έλεγε: «Εάν ήθελα να εμποδίσω τον εχθρό να περάσει, θα είχα εγκατασταθεί στα υψώματα αυτά. Αλλά τότε θα είχαν μια συνηθισμένη μάχη. Αν, αντίθετα, συμπτύξω τη δεξιά μου προς το Μπρουν και οι Ρώσοι εγκαταλείψουν τα υψώματα αυτά, έστω και αν είναι 300.000 θα αιφνιδιαστούν και θα συντριβούν.
Πριν όμως προβούμε στην ανάπτυξη του ελιγμού του Αούστερλιτς και για καλύτερη κατανόηση του θα αναλύσουμε την προσφιλή μέθοδο του Ναπολέοντα με την οποία πετύχαινε να είναι ισχυρότερος. Αυτή είχε ως εξής: Θεωρούμε τα δύο μέτωπα των αντιπάλων.
Στο μέτωπο ΑΒ του αμυνόμενου αντιπάλου, ο Ναπολέων αναπτύσσει τμήμα των δυνάμεων του (ΓΔ) για να καθηλώσει τον εχθρό του, να τον κατατρίψει και να τον υποχρεώσει να εμπλέξει στο μετωπικό αυτό αγώνα όλες τις εφεδρείες του.
Στο διάστημα του μετωπικού αυτού αγώνα, μεταφέρει στα νώτα της εχθρικής πτέρυγας Α, η οποία βρίσκεται πλησιέστερα προς τη γραμμή υποχωρήσεως, μια δευτερεύουσα δύναμη. Ο εχθρός που έχει εμπλέξει τις εφεδρείες του στο μετωπικό αγώνα αναγκάζεται να αντικρούσει την υπερκερωτική αυτή δύναμη με δυνάμεις που παίρνει από το μέτωπο του και έτσι μοιραία εξασθενίζει η πτέρυγα αυτή. Την πτέρυγα αυτήν που εξασθένισε προσβάλλει ήδη ο Ναπολέων με τη «μάζα» διασπάσεως την οποία από πριν έχει συγκεντρώσει και αποκρύψει απέναντι στην πτέρυγα αυτή. Στο Αούστερλιτς, ο Ναπολέων, επειδή δε διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να ενεργήσει υπερκερωτικά εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των Ρώσων για να επιφέρει την εξασθένισή της, θα προσπαθήσει ώστε οι Ρώσοι μόνοι τους να δημιουργήσουν τις ευνοϊκές συνθήκες για την ενέργεια αυτή.
Γι΄ αυτό τους επιτρέπει να εγκατασταθούν ελεύθερα στο οροπέδιο Πράντζεν, απέναντι από το οποίο και πίσω από τον ποταμό Γκόλμπακ, αποκρύπτει 65.000 άνδρες του. Προσποιείται με την παθητική στάση του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε είναι τελείως βέβαιος ότι οι Ρώσοι δε θα αντισταθούν στον πειρασμό να του κόψουν την οδό προς τη Βιέννη. Όταν οι Ρώσοι θα έφευγαν από τα υψώματα Πράτζεν εξασθενίζοντας έτσι τις δυνάμεις τους στο οροπέδιο και ο όγκος των δυνάμεών τους θα είχε εμπλακεί στο δεξιό (Τέλνιτς), τότε ο Ναπολέων θα έριχνε τη «μάζα» του από αριστερά, βόρεια του χωριού Πράντζεν. Έτσι, ο Ναπολέων αφού θα διασπούσε το εχθρικό μέτωπο, στη συνέχεια θα πρόσβαλλε τον αντίπαλο από τα νώτα.
Ο Ναπολέων, στην προκειμένη περίπτωση, στήριξε το σχέδιο του σε μια πρόβλεψη που έκανε, ότι δηλαδή, οι σύμμαχοι θα αντιλαμβάνονταν και θα ενεργούσαν με βάση τις προθέσεις του. Για την επιτυχία του σχεδίου του (να αντιληφθούν έγκαιρα και πειστικά τις προθέσεις του οι σύμμαχοι), ο Ναπολέων υπέθαλπε σκόπιμα το συμμαχικό ισχυρισμό ότι κύρια επιδίωξή του ήταν η αποκατάσταση της γραμμής συγκοινωνιών με τη Βιέννη. Το παραπάνω σχέδιο αν και είναι διαφορετικό από το θεωρητικό, ωστόσο στοχεύει στον ίδιο σκοπό.
Σχέδια και Αποστολές Συμμάχων
Το σχέδιο των συμμάχων θεωρητικά ήταν καλό. Σύμφωνα με αυτό, η κύρια συμμαχική επίθεση θα μετατοπιζόταν μακριά από το χωριό Πράτζεν. Θα κατευθυνόταν νοτιοδυτικά στο δεξιό γαλλικό πλευρό και αφού θα καταλάμβανε τις γραμμές συμπτύξεως του εχθρού θα τον ανάγκαζε σε παράδοση ή σε φυγή.
Δηλαδή, οι σύμμαχοι στήριξαν το σχέδιο τους στην πρόβλεψη που έκαναν, ότι ο Ναπολέων είχε σκοπό να συνεχίσει τη σύμπτυξη και άρα αυτοί έπρεπε να του κόψουν τις γραμμές υποχωρήσεώς του.
Το συμμαχικό σχέδιο
Διεξαγωγή της Μάχης
Το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1805, ο Ναπολέων παρατήρησε ότι το οροπέδιο Πράτζεν απογυμνωνόταν σταδιακά από τα εχθρικά στρατεύματα τα οποία προχωρούσαν προς τα νοτιοδυτικά. Οι προβλέψεις του (είχε πει το προηγούμενο βράδυ ότι ο εχθρός θα επιχειρούσε να του κόψει την οδό για Βιέννη) επαληθεύτηκαν. Πράγματι, το Σώμα Μπουξχόβεν προχώρησε εναντίον του μετώπου Σοκόλνιτς-Τέλνιτς. Στις 0900 φάνηκε ότι το συμμαχικό σχέδιο εξελισσόταν σύμφωνα με τις προβλέψεις του. Η αδύναμη δεξιά πλευρά των Γάλλων (Στρατηγός Λεγκράν) αντιστάθηκε, χωρίς να αφήσει να διασπασθεί το μέτωπο. Οι διαβάσεις του ποταμού Κόλμακ κοντά στα παραποτάμια παραπάνω δύο χωριά καταλήφθηκαν από τους Ρώσους. Οι Γάλλοι αναγκάσθηκαν, μπροστά στην υπεροχή των συμμάχων να εκκενώσουν τα χωριά αυτά. Τότε, έφθασε το Σώμα Στρατού Νταβού με 9.000 άνδρες. Η άφιξή του, ενίσχυσε την πίστη των συμμάχων ότι ο Ναπολέων προσπαθούσε απεγνωσμένα να προστατεύσει το δεξιό του πλευρό. Αλλά ο Ναπολέων, μακριά από κάθε ιδέα απελπισίας, στεκόταν μαζί με τους στρατάρχες του και παρακολουθούσε ήρεμα τη γρήγορη εκκένωση του Πράτζεν μπροστά του. Σε κάποια στιγμή στράφηκε προς το στρατάρχη Σουλτ και τον ρώτησε:
«Πόσο χρόνο χρειάζονται τα τμήματά σας να ανέλθουν στο υψίπεδο Πράτζεν;»
Ο Στρατάρχης απάντησε ότι δεν απαιτούνται περισσότερα από 20 λεπτά.
«Στην περίπτωση αυτή ας περιμένουμε για ένα τέταρτο της ώρας ακόμη» απάντησε ο Ναπολέων.
Στο μεταξύ, στο αριστερό, ο Λαν ανέλαβε επίθεση προωθώντας τις μεραρχίες του προς το χ. Μπόζενιτς, ενώ ο Βερναρδόττης κατεύθυνε τις δικές του προς το Μπλάζοβιτς. Το Σώμα Μπαγκρατιόν των συμμάχων υποδέχθηκε τους Γάλλους με πυρά πυροβολικού. Στα αριστερά του, στα υψώματα Μπλάζοβιτς το ιππικό της ρωσικής εφεδρείας, ενισχυμένο με ιππικό του Λιχτενστάιν αντιτάχθηκε στο Βερναρδόττη. Οι Γάλλοι ιππείς ανατράπηκαν από τους Ρώσους, αλλά το πεζικό του Βερναρδόττη σταμάτησε τη δίωξη, αναγκάζοντας τους Ρώσους ιππείς να καταφύγουν πίσω από το αριστερό του Μπαγκρατιόν στο χ. Χόλομπιτς. Ωστόσο, στην κοιλάδα του ποταμού Γκόλμπακ, οι στρατηγοί Νταβού και Λεγκράν διατηρούσαν τις θέσεις τους με δυσκολία. Τη στιγμή αυτή, κατέφθασε ένας υπασπιστής και ανέφερε στο Ναπολέοντα ότι τα χωριά Σοκόλνιτς και Τέλνιτς καταλήφθηκαν. Η μεγάλη στιγμή είχε φθάσει. Ο Ναπολέων θεωρώντας ότι οι Ρώσοι είχαν εμπλακεί αρκετά προς την κατεύθυνση αυτή, έδωσε το σύνθημα της επιθέσεως. Το Σώμα Στρατού του Σουλτ εξόρμησε από το Πόντοβιτς, προς τα υψώματα του Πράτζεν, με δύο μεραρχίες. Τη στιγμή της εξορμήσεως, το οροπέδιο κατεχόταν μόνο από μία μεραρχία του Κολλοράτ. Μόλις αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, ο Κουτούζωφ, ανέπτυξε τη μεραρχία αυτή στο οροπέδιο και συγχρόνως την ενίσχυσε με μέρος του ιππικού του Λιχτενστάιν. Οι Γαλλικές μεραρχίες επιτέθηκαν εναντίον τους και άρχισε ο κρίσιμος αγώνας.
Η μάχη γενικεύθηκε. Στο δεξιό, οι Στρατηγοί Νταβού και Λεγκράν, που άντεξαν στο μέτωπο της κύριας συμμαχικής επιθέσεως, αισθάνθηκαν τότε κάποια ελάττωση στην πίεση και έκαναν αντεπίθεση. Το χ. Τέλνιτς άλλαξε χέρια τρεις φορές στη διάρκεια των αιματηρών μαχών που έγιναν σώμα με σώμα. Στο τέλος, το χωριό παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων.
Στο κέντρο ο Σουλτ, ύστερα από σφοδρό αγώνα πέτυχε να απωθήσει τον Κολλοράτ από το οροπέδιο του Πράτζεν. Με την ενέργεια αυτή, που είχε τη μορφή σφήνας, το συμμαχικό μέτωπο χωρίσθηκε στα δύο.
Μετά τη διάσπαση της συμμαχικής παρατάξεως, ο Σουλτ έκανε αλλαγή του μετώπου του προς τα νότια. Ο Ναπολέων, που παρακολουθούσε από κοντά την εξέλιξη αυτή, ενίσχυσε με μία μεραρχία το Σουλτ.
Το Σώμα Μπουξχόβεν που βρισκόταν στα νότια απομονώθηκε. Η κίνηση του Σουλτ καλυπτόταν από τα βόρεια από το Λαν, ο οποίος ήδη υποστηριζόταν και από τις δυνάμεις του Μυρά και του Βερναρδόττη. Στις 1300 δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τη νίκη των Γάλλων. Οι Λαν και Μυρά, ήταν κύριοι στο αριστερό (βόρεια), ενώ ο Ναπολέων στο κέντρο (οροπέδιο Πράτζεν). Ο Μπαγκρατιόν εγκατέλειψε τα χωριά Κρουγκ και Χόλλομπιτς. Μετά την επίθεση του ιππικού Μυρά, αποσύρθηκε πιο βόρεια προς το χ. Ρόσνιτς.
Στο μεταξύ, η ρωσική εφεδρεία αγωνιζόταν εναντίον του Σώματος του Βερναρδόττη. Εκεί ο Ναπολέων έστειλε και το ιππικό της φρουράς του. Την ίδια στιγμή από την αντίθετη κατεύθυνση, επενέβη και το ιππικό της φρουράς του Τσάρου. Το αποτέλεσμα της συγκρούσεως ήταν να υποχωρήσει η ρωσική εφεδρεία στο Αούστερλιτς. Μετά από την εξέλιξη αυτή δεν υπολειπόταν παρά να καταστραφούν οι Ρώσοι του νότιου τομέα που τόσο άφρονα μπλέχτηκαν στην κατεύθυνση αυτή. Άρχισε η κύκλωση του όγκου των Ρώσων, οι οποίοι είχαν τώρα συμπιεσθεί στο χώρο μεταξύ Σοκόνιτς-Ρέλνιτς-΄Αουγκετ και λίμνης Σατζάν.
Ο Ναπολέων, αφήνοντας στο οροπέδιο Πράτζεν το Βερναρδόττη, επιτέθηκε με τις δυνάμεις του Σουλτ και τη φρουρά του στους Ρώσους, ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση στην οποία είχαν πορευθεί οι αντίπαλοι του για να τον συντρίψουν. Οι Ρώσοι προσβάλλονται τώρα από παντού και μη μπορώντας να υποχωρήσουν για Άουγκετ τράπηκαν προς τα νότια προσπαθώντας να βρουν διέξοδο. Προς το Τέλνιτς αναχαιτίζονταν από τις δυνάμεις του Νταβού, προς το Άουγκετ δέχονται την επίθεση του Σουλτ, ενώ προς τα νότια ήταν τα παγωμένα έλη Σατζάν. Στην απόγνωσή τους πολλοί θέλησαν να γλιτώσουν περνώντας μέσα από τα έλη. Από το βάρος όμως (των ανθρώπων, ζώων και πυροβόλων), οι πάγοι έσπαζαν και πνίγονταν. Η καταστροφή συμπληρώθηκε με τη βολή του Γαλλικού πυροβολικού που συγκέντρωσε τα πυρά του με διαταγή του Ναπολέοντα, στην επιφάνεια των πάγων που δεν είχαν σπάσει. Όσοι γλίτωσαν πέρασαν προς το χ. Σατζάν και έφυγαν προς τα ανατολικά. Μέχρι τις 1500 η ήττα των συμμαχικών δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί.
Αποτελέσματα
Η μεγάλη νίκη του Αούστερλιτς στοίχισε στους Γάλλους 2.000 νεκρούς και 5.000 τραυματίες. Οι απώλειες των συμμάχων ανέρχονταν σε 16.000 (νεκρούς, πνιγέντες, τραυματίες) και 20.000 αιχμαλώτους. Μετά τη μάχη ο συμμαχικός στρατός, διαλύθηκε κατά τα 3/4 και διασκορπίσθηκε προς κάθε κατεύθυνση εγκαταλείποντας σημαντικές ποσότητες πυροβόλων, πυρομαχικών και τροφίμων.
Ο Ρωσικός Στρατός υπέστη ολοκληρωτική ήττα. Μόνο το Σώμα Μπαγκρατιόν παρέμεινε ανέπαφο και αυτό γιατί ο Λαν, αγνοώντας όσα διαδραματίζονταν στο δεξιό, δεν τόλμησε να εκμεταλλευθεί την πρώτη επιτυχία του.
Μετά την καταστροφή, οι δύο Αυτοκράτορες Ρωσίας και Αυστρίας έφυγαν προς την Ουγγαρία. Ο Ναπολέων τους καταδίωξε με τον Νταβού, αλλά στις 4 Δεκεμβρίου έγινε ανακωχή και στις 27 του μηνός υπογράφθηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Πρέσμπουργκ (Μπρατισλάβα).
Η Αυστρία δέχθηκε τους όρους της ειρήνης που υπαγόρευσε ο Ναπολέων. Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος υποχρεώθηκε να δώσει το λόγο της τιμής του ότι δε θα επιχειρούσε άλλο πόλεμο.
Για το Ναπολέοντα, η νίκη του Αούστερλιτς σήμαινε πολλά. Έσβησε την ήττα στο Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805), ανύψωσε το ηθικό των ανδρών της Μεγάλης Στρατιάς και εδραίωσε στο εσωτερικό της χώρας το καθεστώς του.
Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα
Η μάχη του Αούστερλιτς θεωρείται από πολλούς στρατιωτικούς συγγραφείς ως μια «ενεδρευτική άμυνα», η οποία σχεδιάσθηκε με βάση την εντύπωση για τις προθέσεις του αντιπάλου. Ο Ναπολέων, αναγνωρίζοντας το επικίνδυνο της μεθόδου αυτής, είπε ότι δεν τη συνιστούσε ως παράδειγμα προς μίμηση. Για να πετύχει αυτή, χρειάσθηκε όλη η μεγαλοφυΐα του.
Η εντύπωση για τις προθέσεις του αντιπάλου είναι αβέβαιη και είναι πολύ επικίνδυνο να σταματά κανείς σε μια ιδέα και να στηρίζεται σε αυτή. Στο σφάλμα αυτό υπέπεσαν οι Ρώσοι, οι οποίοι έλαβαν ως προϋπόθεση για την κατάστρωση του σχεδίου τους ότι ο Ναπολέων ετοιμάζεται για υποχώρηση.
Ο Ναπολέων σωστά πρόβλεψε τις προθέσεις των αντιπάλων του. Όμως και αυτός ήταν εκτεθειμένος να βρεθεί μπροστά σε μια μεταβολή της καταστάσεως παρά τις προβλέψεις του. Για τους λόγους αυτούς, η διάταξη του περιλάμβανε ισχυρές εφεδρείες (Σώματα Στρατού Βερναρδόττη, Νταβού, Φρουρά Μυρά) για την αντιμετώπιση κάθε ξαφνικής μεταβολής. Η εκτέλεση του σχεδίου του για τη διάρρηξη του εχθρικού μετώπου στο Πράτζεν και την κύκλωση του εχθρικού όγκου, έγινε, αφού πρώτα βεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις του, το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου ότι πράγματι οι εχθρικές φάλαγγες, άφησαν το οροπέδιο του Πράτζεν και προχώρησαν κατά του γαλλικού δεξιού πλευρού, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ναπολέων.
Στη μάχη του Αούστερλιτς, βλέπουμε ακόμη τη σημασία που έδωσε ο Ναπολέων στον αιφνιδιασμό. Και τον πέτυχε εξαπατώντας τον εχθρό του με δύο τύπους. Πρώτο, εμπνέοντας σε αυτόν την πεποίθηση ότι ο ίδιος βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση, ότι φοβόταν την έκβαση της εκστρατείας του, και ότι, ενώ μέχρι τότε διατηρούσε επιθετική στάση, ήδη φανερά, έφθασε στη μειονεκτική θέση του αμυνομένου. Και δεύτερο, κάνοντας διαπραγματεύσεις με τον εχθρό για ανακωχή και ειρήνη. Αυτά, σε συνδυασμό με την αλαζονεία και την άγνοια που είχαν οι αντίπαλοι του, πέτυχαν να εδραιώσουν την πεποίθηση σε αυτούς ότι ο Ναπολέων βρισκόταν στις παραμονές της ήττας και της καταστροφής. Το καμουφλάζ αυτό των προθέσεων του Ναπολέοντα, οι αντίπαλοι δεν το αντιλήφθηκαν και νόμιζαν ότι πράγματι ο Ναπολέων βρισκόταν στη φάση της υποχωρήσεως. Ότι το δεξιό του ήταν αδύνατο και συνεπώς μπορούσαν άνετα να του κόψουν την οδό υποχωρήσεως προς Βιέννη.
Οι Αυστρορώσοι, στην προκειμένη περίπτωση, φάνηκαν επιπόλαιοι, και αλαζονικοί, γιατί δε φαντάσθηκαν ότι ο Ναπολέων, ο στρατηγός που κυρίως ενεργούσε κατά των συγκοινωνιακών γραμμών του αντιπάλου, θα ήταν ποτέ δυνατό να αφήσει τις δικές του συγκοινωνιακές γραμμές ακάλυπτες, αν είχε σκοπό να υποχωρήσει προς τη Βιέννη.
Ένα από τα βασικότερα διδάγματα της μάχης του Αούστερλιτς είναι η δεξιοτεχνία του στη χρησιμοποίηση της αρχής «υπεροχή διά των μαζών» σε συνδυασμό με τον παράγοντα «εξαπάτηση».
Η μάχη του Αούστερλιτς χρησίμευσε ως πρότυπο για τους Γερμανούς στην μάχη της Φλάνδρας το 1940 και στη μάχη των Αρδενών το 1944. Ρίχνει ωστόσο τη σκιά της και στο μέλλον δείχνοντας την ανάγκη για τη μετάδοση του πνεύματος για τη συγκέντρωση της ισχύος πυρός και των ταχυκίνητων εφεδρειών σε τόπο και χρόνο για αποφασιστική κρούση.
Ο Ναπολέων δεν επιθυμούσε τη μάχη για τη μάχη, αλλά για το αποτέλεσμα, το μεγαλειώδες αποτέλεσμα, που πετυχαίνεται με διάφορους συνδυασμούς. Αυτό ήταν η εξόντωση του αντιπάλου (καταστροφή ή αιχμαλωσία). Γνώριζε ότι οι Ρώσοι ήταν ανδρείοι. Μια μάχη κατά μέτωπο θα είχε αμφίβολη έκβαση και πολλές απώλειες. Με τον ελιγμό του απέφυγε και το ένα και το άλλο. Τη νύκτα της παραμονής, θα διατρέξει τους καταυλισμούς και τα φυλάκια του μετώπου ενθουσιάζοντας τους άνδρες του. Γνωρίζει την αξία του «ηθικού». Με αυτόν τον τρόπο ανύψωσε το ακμαίο άλλωστε ηθικό των ανδρών.
Είδαμε πως συνιστούσε στο στρατάρχη Σουλτ να αναμείνει ακόμη για ένα τέταρτο της ώρας πριν εφορμήσει προς τα υψώματα Πράτζεν. Προτού εκτοξεύσει την αντεπίθεσή του, βεβαιώνεται πρώτα ότι οι Ρώσοι έχουν εμπλακεί για τα καλά στο δεξιό (Τέλνιτς). Από τα παραπάνω προκύπτει το ουσιωδέστερο, νομίζουμε δίδαγμα που βγαίνει από τη μάχη του Αούστερλιτς και που είναι η επέμβαση της διοικήσεως.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα σφάλματα του ενός αντιπάλου (Αυστρορώσων) χρησίμευσαν για να υπερισχύσει ο άλλος (Ναπολέων). Ο Ναπολέων είχε πιστέψει ότι οι αντίπαλοι του θα έκαναν το μοιραίο γι αυτούς λάθος το οποίο θα επωφελούνταν αυτός για να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το σφάλμα αυτό, θα το προκαλέσει ο ίδιος εξαπατώντας τον αντίπαλο.
Η μάχη του Αούστερλιτς θα παραμείνει στην ιστορία ως μια μάχη «δόλου και στρατηγήματος».
Τάττει Θεός σοι τους πόδας τεθνηκότι,
Εις συντέλειαν Αββακούμ, καθώς έφης.
Δευτέρη Αββακούμ ανεβήσατο ες Θεού άστυ.
Ούτος ήτον από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, υιός Σαφάτ, προ Χριστού ων έτη χ’ [600], προείδε δε την αιχμαλωσίαν και την άλωσιν, οπού έμελλε να πάθη η Ιερουσαλήμ και ο Ναός του Θεού, και πολλά έκλαυσε. Και όταν ήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ εις Ιερουσαλήμ, έφυγεν εις την Οστρακίνην, και ήτον ξένος και πάροικος εις την γην του Ισμαήλ. Όταν δε εγύρισαν εις την Βαβυλώνα οι Χαλδαίοι, έχοντες μαζί των τους σκλάβους Ισραηλίτας, οπού ευρέθησαν εις Ιερουσαλήμ και Αίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος εγύρισεν εις την εδικήν του γην. Και μίαν φοράν υπηρετών εις τους θεριστάς του, έλαβε φαγητόν, και είπεν εις τους οικιακούς του. Εγώ θέλω υπάγω εις μακρινόν τόπον, και ογλίγωρα πάλιν θέλω επαναστρέψω. Ανίσως δε εγώ αργοπορήσω, πηγαίνετε εσείς φαγητόν εις τους θεριστάς. Και ταύτα ειπών, αρπάχθη από Άγγελον Κυρίου, και επήγεν εις Βαβυλώνα, και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτον κεκλεισμένος μέσα εις τον λάκκον των λεόντων. Και πάλιν αρπαχθείς από τον ίδιον Άγγελον, έφθασεν εις μίαν στιγμήν εις την Ιουδαίαν, και επρόσφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να ειπή εις κανένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Επρογνώρισε δε, ότι ογλίγωρα θέλει γυρίσει εις Ιεροσόλυμα ο εν Βαβυλώνι σκλαβωμένος λαός των Εβραίων. Αποθανών δε δύω χρόνους προ του να γυρίση ο λαός, ενταφιάσθη εις τον εδικόν του αγρόν, ήτοι το τζεφτιλίκιον.
Ούτος έδωκε τέρας και σημείον εις την Ιουδαίαν. Δηλαδή, ότι όταν ιδούν οι άνθρωποι φως εις τον Ναόν, τότε θέλουν ιδούν την δόξαν του Θεού (1). Προείπε δε και δια την συντέλειαν του Ναού, ότι αύτη θέλει γένη από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Ρωμάνους. Και ότι το άπλωμα, ήτοι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του εσωτάτου οίκου των Αγίων των Αγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα (2). Και ότι τα κεφαλοκόλονα των δύω στύλων του Ναού θέλουν παρθούν, και κανείς δεν θέλει γνωρίσει, πού μέλλουν να βαλθούν. Ταύτα δε θέλουν φερθούν υπό Αγγέλου εις την έρημον του Σινά, όπου κατ’ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Μαρτυρίου. Και επάνω εις αυτά τα κεφαλοκόλονα θέλει γνωρισθή ο Κύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους οπού διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν Διάβολον (3).
* * * * * *
(1) Ίσως τούτο πεπλήρωται, όταν ο Κύριος εδίδασκεν εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ και τω φωτί της διδασκαλίας του εφώτιζε τας ψυχάς των εσκοτισμένων Ιουδαίων. Υπό τούτου γαρ οδηγούμενοι, εγνώριζον την δόξαν της αυτού Θεότητος.
(2) Ίσως τούτο έγινεν όταν ο Κύριος εσταυρώθη, διαρραγέντος του υφαντού καταπετάσματος από άνωθεν έως κάτω. Ή διέρρηξαν αυτό οι Ρωμαίοι, όταν ερήμωσαν την Ιερουσαλήμ.
(3) Ο δε Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά γράφει περί του Προφήτου τούτου, ότι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασσή. Και ότι ουχί εις Άγγελος έφερεν αυτόν εις την Βαβυλώνα επάνω του λάκκου, αλλά πολλοί. Εις μεν Άγγελος, βαστών αυτόν από την κόμην της κεφαλής. Οι δε άλλοι, εστήριζον αυτόν με τας πτέρυγάς των. Και μόλον οπού η θεία Γραφή εν τω «Βηλ και Δράκων», ένα Άγγελον λέγει (Ιουδαϊκών, σελ. 249). Και ότι ο τάφος του Αββακούμ ευρίσκεται εις την κόμην Εχελά (αυτόθ. 107). Αββακούμ δε θέλει να ειπή πατήρ εγέρσεως, εκ του Αββά, ο δηλοί πατήρ, και του κουμ, ο δηλοί έγερσις, συντιθέμενον. Λέγει δε ο Κλήμης ο Κανόνικος, ότι ο Προφήτης Αββακούμ με τα λόγια εκείνα οπού λέγει εις την ωδήν του· «Επήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τη τάξει αυτής. Εις φως βολίδες σου πορεύσονται. Εις φέγγος αστραπής όπλων σου». Με ταύτα, λέγω, φανερόνοι το θαύμα εκείνο, οπού έγινεν εις τον καιρόν Ιησού του Ναυή, όταν ο ήλιος εστάθη κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάραγγα αλών [= Αιλών]. Μετεκομίσθη δε ο Αββακούμ εις την Βαβυλώνα υπό Αγγέλου, μετά έτη εξήκοντα της των Ιουδαίων εν Βαβυλώνι αιχμαλωσίας. Ήτοι προ δέκα χρόνων της αυτών επιστροφής.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀββακοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος προέγραψας τὴν Θεοτόκον ἁγνήν, ἐξ ἧς ἡμῖν ἐλάμψεν ὁ τῶν ἁπάντων Θεός, σαρκὸς ὁμοιώματι. Ὅθεν σὲ ὡς προφήτην θεηγόρον τιμῶντες, χάριτος οὐρανίου μετασχεῖν δυσωποῦμεν, πρεσβείαις σου θεοδέκτοις, Ἀββακοὺμ ἔνδοξε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἵππους ἑώρακας τοὺς ἱεροὺς Μαθητάς, θαλάσσας ταράσσοντας, τῆς ἀγνωσίας σαφῶς, καὶ πλάνην βυθίζοντας, δόγμασιν εὐσεβείας, Ἀββακοὺμ θεηγόρε· ὅθεν σε ὡς Προφήτην, ἀληθῆ εὐφημοῦμεν, αἰτούμενοι τοῦ πρεσβεύειν ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς προφητείας τὴν κιθάραν τὴν θεόφθογγον
Τὴν προηχήσασαν Χριστοῦ τὴν συγκατάβασιν
Ἀββακοὺμ ἀνευφημήσωμεν τὸν Θεόπτην.
Ἐμπνευσθεῖς γὰρ τῇ ἐλλάμψει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Ἐμφανῶς προδιετύπωσε τὰ μέλλοντα,
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε σκεῦος τοῦ Πνεύματος.
Μεγαλυνάριον
Τὸ φῶς ὡς προεῖπας τὸ Πατρικόν, ἐν ναῷ οἰκείῳ, καθωράθη σωματικῶς· ὅθεν οἱ τὴν αἴγλην, αὐτοῦ εἰσδεδεγμένοι, ἐν ὕμνοις Ἀββακούμ σε, φαιδροῖς δοξάζομεν.
Κάθισμα Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ἔστης μάκαρ, καὶ κατενόησας Θεοῦ παρουσίαν, προφητικοῖς ἐν ὄμμασι θεόπνευστε· ὅθεν καὶ ἐβόησας, Ἀββακοὺμ μετὰ φόβου, Κύριε ἀκήκοα, τὴν φρικτὴν ἔλευσίν σου, καὶ ἀνυμνῶ σε σάρκα χοϊκήν, ἐκ τῆς Παρθένου, φορέσαι θελήσαντα.
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Η αριστερά, στις διάφορες εκδοχές της, μιλάει για “ανεξήγητο λάθος”, “παγίδα” και άλλα παρόμοια. Δεν ήταν ούτε “παγίδα”, ούτε “ανεξήγητο λάθος”! Τα Δεκεμβριανά σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν βάσει σχεδίου, το οποίο εφαρμόστηκε κατά γράμμα, κι είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα! Αν σας μπέρδεψα, θα σας ξεμπερδέψω αμέσως, με γεγονότα και ντοκουμέντα!
Όταν μόναζε ο Γέροντας στο Στόμιο, το μονοπάτι πού έφτανε ως εκεί ήταν πολύ δύσκολο. Απότομες ανηφόρες και κατηφόρες, στενή διάβαση, επικίνδυνα σημεία και συνεχείς καταπτώσεις. Ο Γέροντας κατέβαινε κατά αραιά διαστήματα στην Κόνιτσα για ν’ αγοράζει τροφές και διάφορα υλικά και κανόνιζε πάντα το βράδυ να είναι στο Μοναστήρι.
Κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν Βασιλέων ἐν ἔτει ψπ', (780), εἰς τὰ μέρη τῆς Παφλαγονίας ἦτο χώρα ὀνόματι Ἄμνεια, ἤτις ὑποτάσσεται εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Γάγγρας.
Εἰς τούτην ὑπῆρχεν ἄνθρωπός τις εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, καὶ Φιλάρετος εἰς τὰς πράξεις καὶ τὸ ὄνομα, καὶ πολλὰ πλούσιος ψυχῇ τε καὶ σώματι.
Εἶχε κτήνη πολλά, πρόβατα χιλιάδας δώδεκα, βόδια ἑξακόσια, ἄλογα, χωράφια, ἀμπελῶνας, καὶ ἄλλα ὅμοια·δούλους, καὶ ὑπηρέτας.
Εἶχε δὲ καὶ γυναίκα ὀνόματι Θεοσεβὼ εὐγενικὴν καὶ φοβουμένην τὸν Κύριον, καὶ παιδίον ἀρσενικόν ὀνόματι Ἰωάννην, καὶ θυγατέρας δύο, τὴν μίαν ἔλεγαν Ὑπατίαν, καὶ τὴν ἄλλην Εὐανθίαν, αἵτινες ἦσαν πολλὰ ώραιόταται ἀπὸ ὅλας τὰς γυναίκας τοῦ τόπου ἐκείνου.
Ἦτον δὲ ὁ Φιλάρετος πολὺ ἐλεήμων, φιλόπτωχος, καὶ φιλόξενος, καὶ καθεκάστην ἔδιδεν ἀφθόνως τὸν πλούτον τοῖς πένησι.
Πεινασμένους ἐχόρταινε, γυμνούς ἐνέδυε, τὰς χήρας καὶ ὀρφανὰ ἐκύτταζε, ξένους ὑπεδέχετο, καὶ ἁπλῶς ὅλους τοὺς ἐνδεεῖς εὐσπλαγχνίζετο, καὶ τοὺς ἔδιδεν, εἴτι ἐχρειάζοντο, οὐ μόνον τοὺς πλησίον αὑτοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπον ἐφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως, καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἄλλος Ἁβραὰμ ἐγνωρίζετο εἰς φιλοξενίαν, καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον συμπάθειαν.
Ἠκούσθη λοιπὸν ἡ χριστομίμητος φήμη του εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν, καὶ ἤρχοντο ὅλοι οἱ ἐνδεεῖς καὶ πένητες καὶ ἐλάμβανον παρ' αὐτοῦ ἄλλος χρήματα, ἄλλος κτήνος, καὶ ἕτερος ἄλλο κατὰ χρείαν του.
Ἡ οἰκία τοῦ Φιλαρέτου πρὸς τοὺς κεκαυμένους ἀπὸ τὴν δίψαν τῆς πτωχείας ἦτον πηγὴ ἀνεξάντλητος, καὶ ὅσον αὐτὸς ἔδιδε μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον καὶ γνώμην φιλάγαθον, τοσοῦτον καὶ ὁ πλουσιόδωρος Κύριος ἐπλήθυνε τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ περισσότερον.
Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ δόλιος Δαίμων ἐφθόνησε τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός, καὶ ἐζήτησε παρὰ θεοῦ ἐξουσίαν νὰ τὸν πειράξῃ, ὥσπερ ποτὲ καὶ Ἱώβ τὸν ἀείμνηστον, λέγων οὕτω.
› Δέν εἶναι θαυμαστόν, ἐὰν από τὰ πολλὰ ὅπου ἔχει ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ ἄς ἐμβῇ εἰς πτωχείαν, καὶ τότε νὰ γνωρίσω τὴν καλωσύνην του.
Ἔδωκε θέλημα τοῦ Δαίμονος νὰ τὸν πτωχεύση, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ του δὲν ἔχει ποσῶς ἐξουσίαν νὰ κακοποιήσῃ τινά.Ὁ γάρ Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ, κατὰ τὴν Γραφήν.
Δίδων ἐν τοσούτῳ ὁ Ἅγιος κατὰ τὸ σύνηθες έλεημοσύνην, καὶ διαμοιράζων καθεκάστην τὰ κτήνη, καὶ τὴν λοιπήν περιουσίαν αὐτοῦ, μέρος πάλιν ἀπὸ κλέπτας καὶ δυνάστας, καὶ ἑτέρας τινάς δυστυχίας, κατήντησεν εἰς τελείαν πτωχείαν, ὥστε δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο, εἰμὴ μόνον ἕνα ζευγάρι βόδια, εἷς ὄνος, μία ἀγελὰς μὲ τὸ μοσχάριόν της, καὶ τινα μελίσσια.
Τὰ ζευγολατεία τὰ ἥρπασαν δυναστικῶς οἱ γεωργοί καὶ γείτονες, διότι ὡς εἶδον ὅτι ἐπτώχευσε, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰ καλλιεργῇ, ἄλλοι στανικῶς, καὶ ἄλλοι μὲ παρακάλεσιν, ἐπῆραν τοὺς τόπους του καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὴν οἰκίαν ὅπου ἐκατώκει.
Εἰς αὐτὰ ὅλα ὅπου ἔπαθε δὲν ἐλυπήθη, οὔτε ποτέ ἐλάλησε λόγον ἀπρεπῆ, ἀλλὰ καθώς ὅταν πλουτήσῃ αἴφνης ὁ ἄνθρωπος, ὅλως χαίρεται, οὕτω καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖτο εἰς τὴν πτωχείαν, ἐνθυμούμενος τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν εἰσελεύσεται.
Μίαν ἡμέραν ἐπῆρεν ὁ Φιλάρετος τὸ ζευγάρι του, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ χωράφιον.
Ἐργαζόμενος οὖν εὐχαρίστει τὸν Κύριον, ὅπου ἐκοπίαζε μόνος του νὰ άποκτᾷ τὴν ζωοτροφίαν του μὲ τὸν ίδρῶτα τοῦ προσώπου του, κατὰ τὴν άράν τοῦ Προπάτορος, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τοῦ δίδῃ ὑπομονήν ἕως τέλους.
Ἄλλος τις γεωργός πτωχὸς ἐδούλευε μὲ τὸ ζευγάρι του εἴς τι χωράφιον ἐκεῖ πλησίον, καὶ ἔπεσε τὸ ἕνα του βόδι, καὶ ἐψόφησεν, ὅθεν ἐλυπήθη πολύ, διότι ἦτον πολλὰ πτωχός, καὶ ἐχρεώστει.
Λοιπὸν ἀπῆλθεν εἰς τὸν Φιλάρετον νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν συμφοράν του, νὰ τὸν παρηγορήσῃ κἄν μὲ λόγον καλόν, ἐπειδὴ νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν δὲν ἠδύνατο διὰ τὴν πτωχείαν του.
Ὁ δὲ ἐλεήμων καὶ χριστομίμητος ἄνθρωπος, ὡς εἶδε τὸν πλησίον δακρυρροούντα, τὸν ἐσυμπόνεσε, καὶ ἐξέζευξεν εὐθύς τὸ ἕνα του βόδιον, καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισεν.
Ὁ γεωργός θαυμάσας τὴν ἀγαθήν προαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, εἶπεν αὐτῷ.
› Κύριέ μου, ἠξεύρω ὅτι ἄλλο βόδιον δὲν ἔχεις, καὶ πώς νὰ καλλιεργήσης τὸ χωράφι σου;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἔχω ἄλλο καλλίτερον εἰς τὸν οἶκόν μου, καὶ λάβε το νὰ κάμῃς τὴν ὑπηρεσίαν σου, πρὶν τὸ μάθῃ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ πικρανθώσι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός ἀπῆλθε, δοξάζων τὸν Θεόν, εὐχόμενος τὸν Ἅγιον, ὅπου ἔκαμεν εἰς ἐκεῖνον τοσοῦτον ἔλεος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπῆρεν εἰς τὸν ὥμον του τὸν ζυγόν καὶ τὸ ἀλέτρι, καὶ ὑπῆγε μὲ τὸ ἕνα βόδι εἰς τὴν οἰκίαν του.
Ἐρωτηθείς ὑπὸ τῆς γυναικός του τὶ ἔγεινε τὸ ἄλλο βόδιον εἶπεν, ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ ὁλίγον τὸ μεσημέρι, καὶ ἄφησέ το νὰ βόσκῃ, καὶ ἔφυγεν.
Ὁ δὲ υἱὸς του ἐξῆλθεν εἰς ἀναζήτησιν αὐτοῦ, καὶ εὑρίσκων τὸν γεωργόν ὅτι τὸ εἶχε ἐζευγμένον, ἐθυμώθη, καὶ τοῦ λέγει
› Πῶς ἐτόλμησες, ἄνθρωπε, νὰ ζεύξῃς κτῆνος ἀλλότριον; διατὶ ἐπτωχύναμεν οἱ ταλαίπωροι, μᾶς καταφρονεῖτε τοσοῦτον καὶ ἁρπάζετε βιαίως τὸ πρᾶγμα μας;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Τέκνον μου, παρακαλῶ σε, μὴ ὁργίζου κατ' ἐμοῦ ἀναιτίως, διότι ὁ πατήρ σου μοῦ τὰ ἐχάρισεν.
Ὁ δὲ νέος τοῦτο ἀκούσας, ἀπῆλθε περίλυπος, καὶ τὸ ἀνήγγειλε τῆς μητρός του, ἡ ὁποῖα ἔῤῥιψε τὸ μανδήλιον ἀπὸ τὸ κεφάλι της, καὶ κλαίουσα ἔλεγε κατὰ τοῦ ἀνδρός της ταῦτα.
›ᾯ ἄσπλαγχνε ἀκάματε, ἄν καὶ ἐμὲ δὲν λυπεῖσαι ὅπου νὰ μὴ σὲ ἤθελα γνωρίσῃ, ἀλλὰ κἄν τὰ παιδία σου σπλαγχνίσου πῶς νὰ ζήσωσι; πέτρινος εἶσαι καὶ ἀγροῖκος, καὶ ἐβαρέθης νὰ κοπιάζῃς· ὅθεν διὰ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνος ἔδωσες τὸ ζυγόν σου, καὶ ὄχι διὰ τὸν Κύριον.
Ἐκεῖνος δὲ ὑπέμεινε τοὺς ὁνειδισμούς μὲ πραότητα, καὶ δὲν τῆς ἀντιλογήθῃ ποσῶς, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν μισθό τῆς ἐλεημοσύνης μόνον τῆς εἶπε.
› Μὴ λυπᾶσαι ἀδελφή μου, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πλούσιος, καὶ δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἑκατόν εἰς τὸ ἕνα. Ἐκεῖνος τρέφει τὰ πετεινά τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἡμᾶς θέλει ἀφήσει νὰ πεινάσωμεν; μὴ μεριμνᾶς περί τῆς αὔριον, ἀλλ' ἔλπισον εἰς αὐτόν, νὰ σοῦ δώση ὅσα χρειάζεσαι, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον.
Μετὰ πέντε ἡμέρας πάλιν, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ ἄλλο βόδι τοῦ γεωργοῦ, ἔφαγε βοτάνι φαρμακερόν, καὶ ἐψόφησεν.
Ὅθεν ἔλαβε ἐκεῖνο ὅπου τοῦ ἐχάρισεν ὁ Φιλάρετος, καὶ τοῦ τὸ ἔστρεψε εἰς τὸν οἶκov του, λέγων·
› Διά τὴν ἁμαρτίαν, ὅπου ἔκαμα, καὶ ἡδίκησα τὰ παιδία σου, καὶ ἐπῆρα τὸ βόδι σου, δὲν ἐβάσταξεν ὁ Θεός τὴν ἀδιακρισίαν μου, καὶ μοῦ ἐσκότωσε καὶ τὸ ἕτερον.
Ὁ δὲ Φιλάρετος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ἄλλο, εἰπῶν·
› Λάβε καὶ τοῦτο, ἐργάζου, διότι ἐγὼ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου νὰ ὑπάγω εἰς τόπον μακρυνόν, καὶ δὲν το χρειάζομαι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός, ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν του ἀγαλλόμενος, καὶ θαυμάζων εἰς τὴν ἐλευθερίαν καὶ ἁπλότητα τοῦ Ἁγίου, ὅτι εἰς τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε, καί πάλιν τὴν ἐλεημοσύνην δὲν ἔπαυεν.
Ἤρχισαν οὖν νὰ κλαίουν τὰ παιδία μὲ τὴν μητέρα των, καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους.
› Κακῶς ἐγνωρίσαμεν τὸν ἄνθρωπον τοῦτον τὸν σαλογέροντα, ὅτι ἐὰν ἐπτωχεύσαμεν, ἀλλὰ εἴχαμεν κἄν τὸ ζευγάρι παρηγορίαν, νὰ μὴ χαθοῦμεν ἀπὸ τὴν πείναν οἱ τάλανες.
Ὁ δὲ ἅγιος Γέρων τοὺς ἐπαρηγόρει, λέγων
› Μὴ λυπεῖσθε, ἔχω χρήματα κεκρυμμένα εἰς τόπον τινά, τόσον πολλά, ὅπου ἐὰν ζήσετε ἑκατόν χρόνους χωρίς νὰ δουλεύσετε, σᾶς φθάνουσι νὰ τρέφεσθε, καὶ νὰ ἐνδύεσθε, ὅτι ἐγὼ ἐπρογνώρισα τὴν πτωχείαν ταύτην, ὅπου ἔμελλε νὰ μᾶς ἔλθῃ, καὶ ἐπώλουν ἀπό τὰ κτήνη, καὶ ἐφύλαττον τὰ ἀργύρια.
Ταῦτα τοὺς ἔλεγε μεθ' ὅρκου, διότι ἐπρόβλεπεν, ὡς προορατικὸς μὲ τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐκεῖνο ὅπου ἔμελλε νὰ τοῦ ἔλθῃ ὕστερον, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦλθεν διαταγὴ βασιλική, νὰ ὑπάγουν οἱ στρατιῶται εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν.
Εἷς δὲ στρατιώτης, Μουσούλιος ὀνόματι, ἦτον πολλὰ πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο πράγμα, μόνον τὸ ἄλογόν του καὶ ἕνα κοντάρι, καὶ καθὼς ἔτρεχαν ὅλοι, ἐκεῖ ὅπου ἔκαμναν τὴν δοκιμήν τοῦ πολέμου βιαστικά, ἔτυχε καὶ ἐσκόνταψε τοῦ πτωχοῦ τὸ ἄλογον, καὶ ἐψόφησεν.
Ἦλθεν εἰς ἀπορίαν πολλήν, μὴ ἔχων νὰ ἀγοράσῃ ἕτερον, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ἅγιον Φιλάρετον, τὸν κάλεσε νὰ τοῦ δανείσῃ τὸ ἄλογόν του, ἕως νὰ περάσῃ ἡ δοκιμή, νὰ μὴ τὸν κακοποιήσῃ ὁ Χιλίαρχος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἀκούσας τὴν συμφοράν αὐτοῦ, τοῦ τὸ ἐχάρισε τελείως λέγων αὐτοῦ·
› Λάβε τοῦτο ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ σου, ἔχε το ἔως νὰ ζῇ, καὶ ὁ Θεός νὰ σὲ φυλάξῃ ἀκίνδυνον.
Τὸ ἔλαβε ὁ Μουσούλιος, καὶ ἀπῆλθε δοξάζων τὸν Κύριον.
Ἦλθε δὲ καὶ ἄλλος τις πτωχὸς εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα μοσχάριον νὰ κάμῃ ἀρχήν, διατί ἡ δόσις του ἦτον καλή, καὶ εἴ τινος ἤθελε δώσει ἐλεημοσύνην, ἐπλήθυνεν ἡ εὐλογία του, καὶ ἐπλούταινεν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἐχώρισε εὐθύς ἀπ' τὴν ἀγελάδα τὸ μοσχάριον, καὶ τὸ ἔδωσεν, ἡ δὲ άγελάδα ἐζήτει τὸ τέκνον της, καὶ ἐφώναζε.
Τότε τοῦ λέγει ἡ γυνή του·
› Ημᾶς δὲν λυπεῖσαι ἄσπλαγχνε, ἀλλὰ κἄν τὴν ἀγελάδα δὲν συμπονεῖς, καὶ τὴν ἐχώρισες ἀπ` τὸ παιδίον της ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Νά ἦσαι εὐλογημένη από τὸν Θεόν, ὅτι δικαίως ἐλάλησας, καὶ δὲν ἦτο πρέπον νὰ τὰ χωρίσω.
Ταῦτα εἰπών, ἐπροσκάλεσε τὸν πτωχόν ἐκεῖνον, ὅπου τοῦ ἔδωσε τὸ μοσχάριον, καὶ τοῦ λέγει.
› Ἡ γυναῖκά μου λέγει, πῶς ἔκαμε ἁμαρτίαν νὰ τὰ χωρίσω.Λοιπόν λάβε καὶ τὴν μάνα του, καὶ ὁ Θεός νὰ τὰ εὐλογήση εἰς τὸν οἶκον σου, νὰ σοῦ τὰ πληθύνῃ, καθὼς ποτὲ καὶ τὴν ἰδικὴν μου ἀγέλην.
Καὶ οὕτως ἔγεινε, καὶ ἀπέκτησε τόσα βόδια ἀπ' ἐκείνην τὴν εὐλογίαν, ὥστε ἐπλούτησεν.
Ἡ δὲ γυνή του ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν της λέγουσα·
› Καλὰ ἔπαθα, διότι ἐὰν δὲν ἤθελον ὁμιλήση, ἔμενε ἡ ἀγελάδα εἰς τὴν οἰκίαν μου.
Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔγεινε λιμός εἰς ἐκείνην τὴν χώραν, καὶ μὴ ἔχων νὰ θρέψῃ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδία του, ἐπῆρε τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἄλλον τόπον εἰς ἕνα του γνώριμον, καὶ ἐδανείσθη ἕξ κοιλὰ σίτου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκόν του, ὅταν τὸ ἐξεφόρτωσεν, ἦλθεν πτωχὸς τις καὶ τοῦ ἐζήτησεν λίγον.
Ὁ δὲ εἶπε τῆς γυναικός του, νὰ τοῦ δώσῃ τὸ ἕνα κοιλόν.
Αὐτὴ τοῦ εἶπε.
› Δός μας πρῶτον μερίδιον ἀπὸ ἕνα κοιλόν καθ' ἑνός, καὶ τὸ ἐπίλοιπον δός το εί τινος θέλεις.
Ὁ δὲ εἶπεν
› Αλλ' ἐγὼ δὲν ἔχω μερίδα;
Λέγει του ἐκείνη·
› Σύ εἶσαι Ἄγγελος, καὶ δὲν τρώγεις, διότι ἐὰν εἶχες χρείαν ἀπὸ ἄρτον, δὲν ἐχάριζες τὸν σῖτον, ὅπου ἐδανείσθης, καὶ τὸν ἔφερες ἀπὸ τόσα μίλια.
Τότε έλάλησε πρὸς αύτήν, καὶ τῆς εἶπε·
› Ο Θεὸς νὰ σοῦ συγχωρήσῃ.
Ἔπειτα ἐμέτρησε δύο κοιλά, καὶ τὰ ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ.
Ἡ δὲ εἶπεν αὐτῷ
› Δός του τὸ ἥμισυ φορτίον, νὰ τὸ μοιρασθῆτε.
Λοιπὸν ἐμέτρησε καὶ τὸ τρίτον κοιλόν, καὶ τοῦ τὸ ἔδιδε.
Μὴ ἔχων δὲ ὁ πτωχὸς σακκί νὰ τὸ βάλλῃ, εἶπεν ἡ Θεοσεβὼ περιπαικτικῶς πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δὲν τοῦ δίδῃς καὶ τὸ σακκὶ νὰ λάβῃ;
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσεν.
Ἡ δὲ πάλιν εἶπεν αὐτῷ·
› Διὰ τὸ πεῖσμά μου δός του ὅλον τὸ σιτάρι.
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσε.
Πλὴν ὁ πτωχὸς μὴ δυνάμενος νὰ σηκώσῃ ἕξ κοιλὰ σῖτον διὰ μιᾶς, εἶπε πρὸς τὸν νέον Ἱώβ·
› Ας μένῃ Κύριέ μου, νὰ τὸ μεταφέρω εἰς τὸν οἶκον μου.
Ἡ δὲ Θεοσεβὼ εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δός του καὶ τὸν ὄνον, νὰ μὴ κάμνῃ τόσον κόπον ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὸς τὴν εὐχήθη, καὶ φορτώσας ὅλον τὸν σῖτον, τὸν ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ μὲ τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν ἀγαλλόμενος.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἔλεγεν·
› Ο πτωχὸς δὲν ἔχει μέριμναν. Γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καὶ ἀπελεύσομαι.
Ἡ δὲ συμβία αὐτοῦ ἔκλαιε μὲ τὰ παιδία της πεινασμένοι, καὶ μὴ ἔχοντες τὶ νὰ φάγουν, ἐδανείσθῃ ἕνα ψωμὶ ἀπὸ τὸν γείτονά της καὶ ἔβρασεν ἀγριολάχανα καὶ ἔφαγαν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ὑπῆγεν εἰς ἄλλον γείτονα, καὶ ἐδείπνησεν, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον.
Εἷς δὲ ἄρχων, φίλος μέγας τοῦ Φιλαρέτου, ὅστις ἦτον κυβερνήτης τῆς πόλεως, ἀκούσας ταύτην τὴν ἐσχάτην πτωχείαν τοῦ πρῴην ἐκλαμπροτάτου φίλου του, τοῦ ἔστειλε τεσσαράκοντα κοιλὰ σίτου, τὸν ὁποῖον βλέπων ὁ Ἅγιος εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅπου φροντίζει διὰ τοὺς δούλους του.
Πλὴν ἡ γυναῖκα του τὸ ἐμοίρασε, καὶ ἔλαβε ἕκαστος πέντε κοιλά.
Ἔλαβε τὸ μερίδιόν του καὶ ὁ Ἅγιος, καὶ ἔδιδε τοῖς πτωχοῖς ἀπ' ἐκεῖνο, καὶ ἕως τὴν τρίτην ἡμέραν δὲ εἶχε πλέον·ἄλλ' ὅταν ἔτρωγεν ἡ γυνή του μὲ τοὺς ἄλλους, ὑπήγαινε καὶ αὐτὸς, καὶ τοῦ ἔδιδαν γογγύζοντες, καὶ λέγοντες αὐτῷ·
› Εως πότε δὲν εὐγάνεις τὸν κεκρυμμένον βίον, νὰ ἀγοράζῃς νὰ τρώγῃς, ἀλλὰ ἔρχεσαι καὶ πέρνεις πάλιν ἀπ' ἐκεῖνο, ὅπου μᾶς ἔδωκες;
Δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο τι, παρὰ τὰ μελίσσια μόνον, καὶ ὅταν ἤρχετο πτωχός τις μὴ ἔχων τὶ νὰ τοῦ δώσῃ, τὸν ἔπερνεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ τὸν ἐχόρταινε μέλι, καὶ οὕτως ἔκαμνε καθ' ἑκάστην, ἕως οὗ ἔμεινε μόνον ἕνα κοφίνι, τὸ ὁποῖον ὑπῆγον κρυφίως τὰ παιδία του, καὶ τὸ ἐτρύγησαν.
Πάλιν ἐλθὼν ἄλλος πτωχός, τὸν ὑπῆγεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ μὴ εὑρίσκων μέλι ποσῶς, εὔγαλε τὸ φόρεμά του, καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐκβάλῃ καινόν.
Ἐρωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν παίδων, εἶπεν, ὅτι τὸ ἔχασε, καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ τὸν βλέπουν οὕτως, ἔκοψεν ἡ γυνή του ἕνα της ροῦχον, καὶ τὸ ἔκαμεν ἀνδρίκειον, καὶ τὸ ἐφόρει.
Τόν καιρόν ἐκεῖνον ἐβασίλευσεν ἡ φιλόχριστος Εἰρήνη, καὶ Κωνσταντῖνος ὁ υἱός της, οἵτινες ἔστειλαν στρατιώτας εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν νὰ γυρεύσουν κόρην εὔμορφον καὶ ἐνάρετον διὰ τὸν βασιλέα.
Ἀπελθόντες οὖν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας, ἦλθον καὶ εἰς τὴν Ἄμνειαν, καὶ ἰδόντες οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τὴν οἰκίαν τοῦ Φιλαρέτου μεγάλην καὶ εὔμορφον, ἐνόμισαν ὅτι ἦτο ἄρχων τις μέγας, καὶ προσέταξαν τοὺς ὑπηρέτας νὰ καταλύσωσιν.
Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς χώρας ἔλεγον·
› Μήν ὑπάγετε αὐτοῦ αὐθένται νὰ πεζεύσετε, ὅτι πτωχὸς τις γέρων κατοικεῖ εἰς αὐτά, ὅπου δὲν ἔχει τίποτε.
Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι νομίζοντες ὅτι ἦτο πλούσιός τις, καὶ τὸν ἐφοβοῦντο οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας, καὶ δι' αὐτὸ τοὺς ἐμπόδιζαν, εἶπαν μετ' ὀργῆς πρὸς τοὺς ὑπηρέτας.
› Υπάγετε ἐκεῖ, ὅπου σᾶς λέγομεν, καὶ τινὸς μὴν ἀκούετε.
Ὁ δὲ φιλόθεος Φιλάρετος, ἔλαβε τὴν ράβδον του, καί προϋπήντησεν αὐτοὺς μὲ πολλήν χαράν, καὶ τοὺς εὐχήθη, καὶ ηὐχαρίστησε, διότι ἐκαταδέχθησαν νὰ καταλύσουν εἰς τὴν πενιχράν καὶ ταπεινήν του οἰκίαν·
ἔπειτα ἐπρόσταξε τὴν γυναῖκά του νὰ ἐτοιμάση φαγητόν ἐπιμελῶς, νὰ τοὺς φιλεύσουν.
Ἡ δὲ εἶπε·
› Μίαν ὄρνιθα δὲν ἄφηκες ταλαίπωρε, εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ τὶ νὰ τοὺς φιλεύσωμεν; ἤ νὰ μαγειρεύσω ἄγρια λάχανα;
Λέγει της ὁ Ἅγιος.
› Άναψε ἐστίαν, στόλισε τὸ μέγα τρίκλινον, καὶ σπόγγισε τὴν ἐλεφάντινον τράπεζαν, καὶ ὁ Θεός μᾶς στέλλει τώρα καὶ φαγητά ὅσα θέλομεν.
Οὕτω λοιπὸν ηὐτρέπισεν ἡ γυνή, καὶ ἰδοὺ οἱ πρῶτοι τῆς χώρας ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἰδιαιτέραν θύραν κριούς, ἀρνία, ὄρνιθας, περιστέρια, κρασὶ παλαιόν, καὶ ὅσα ἄλλα ἔκαμναν χρεία, καὶ τὰ ἐμαγείρευσεν ἡ Θεοσεβὼ ἐπιτήδεια μὲ μυρωδικά, καὶ ηὐτρέπιζαν τὴν τράπεζαν ἐπάνω εἰς τὸ μέγα τρίκλινον, τὸ ὁποῖον ἦτο πολλὰ ὡραιότατόν πρᾶγμα, στρογγυλλοειδές, καὶ τόσον μεγάλον, ὥστε ἐχώρει νὰ καθίσουν ἄνδρες τριάκοντα ἕξ.
Ἰδόντες οὖν οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τοιαύτην εὐπρέπειαν, καὶ τὰ φαγητά ὅπου ἔφεραν, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἄξια διὰ μεγάλους ἄρχοντας, καὶ τὸν γέροντα ἱεροπρεπῆ καὶ σεβάσμιον, διότι ἦτο καθ' ὅλα ὅμοιος τῷ Ἁβραᾲμ οὐ μόνον εἰς τὴν φιλοξενίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν θεωρίαν, ἔμειναν καταπολλά εὐχαριστημένοι, καὶ καθὼς ἔτρωγαν, ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ γέροντος ὁ Ἰωάννης, εἰς τὴν ὅψιν καὶ εἰς τὸ σῶμα ὅμοιος τῷ πατρί αὐτοῦ, ἀνδρεῖος ὡς τὸν Σαμψών, καὶ ὡραῖος ὑπέρ τὸν Ἰωσήφ.
Εἰσῆλθον δὲ καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἐγγόνιά του, ὅπου ἔφερναν τὰ φαγητά εἰς τὴν τράπεζαν, τῶν ὁποίων τὸ κάλλος, τὴν εὐταξίαν, καὶ παίδευσιν θαυμάσαντες οἱ στρατιῶται, εἶπον τῷ γέροντι
› Έχεις γυναῖκα;
Ὁ δὲ εἶπε·
› Ναὶ κύριοί μου, καὶ αὐτὰ τὰ παιδία εἶναι ἐγγόνια καὶ τέκνα μου.
Οἱ δὲ εἶπον αύτῷ·
› Ας ἔλθῃ λοιπὸν ἡ γυνή σου νὰ μᾶς εὐχηθῇ.
Ἀφοῦ ἦλθεν, ἰδόντες αὐτὴν τοσούτον ὡραίαν, μὲ ὅλον ὅπου ἦτον γηραιά, έθαύμασαν τὸ κάλλος της καὶ τὴν εὐπρέπειαν, καὶ ἠρώτησαν ἐὰν εἶχε καὶ θυγατέρας;
Ἡ δὲ εἶπεν·
› Η πρώτη μου θυγατέρα ἔχει τρία κοράσια.
Καί λέγουσιν·
› Ας έλθουν νὰ τὰ ἰδοῦμεν κατὰ τὴν πρόσταξιν τῶν θειοτάτων βασιλέων.
Ὁ δὲ Γέρων εἶπεν·
› Ας φάγωμεν εἴτι ἔδωσεν ὁ Θεός νὰ χαροῦμεν, ὅτι ἡ ἐντιμότης σας εἶσθε κοπιασμένοι ἀπὸ τὸν δρόμον, νὰ ἀναπαυθῆτε, καὶ αὔριον, νὰ γένη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οὕτω διῆλθον κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Τῇ ἐπαύριον ἐστολίσθησαν τὰ κοράσια, καὶ ἐξῆλθον εὐτάκτως, καὶ προσεκύνησαν τοὺς στρατιώτας μὲ σχῆμα θαυμάσιον.
Οἱ δὲ ἰδόντες τὸ κάλλος αὐτῶν, τὴν στολήν, τὴν κατάστασιν, καὶ εὐταξίαν, καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἄξια θαύματος, ἐξέστησαν καὶ ἔλαβον πολλήν ἀγαλλίασιν, καὶ μετρήσαντες αὐτάς, εὗρον τὴν πρώτην ἡλικίαν, καθώς ἤθελαν, καὶ εἰς τὸ μέτρον τοῦ ποδός ἴσια, κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ βασιλέως, καὶ ὡμοίαζε μὲ τὴν ζωγραφίαν, ὅπου ἐβάσταζον.Τότε τὰς ἐπῆραν ὅλας μὲ πολλήν χαράν, τὸν γέροντα, τὴν γυναῖκα, καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, ψυχάς τριάκοντα, καὶ ἀπῆλθον εἰς τὰ βασίλεια.
Τά δὲ ὀνόματα τῶν παίδων αὐτοῦ εἰσί ταύτα, Ἰωάννης ὁ πρώτος υἱός.
Ἡ πρώτη του θυγατέρα Ὑπατία, χήρα μὲ δύο θυγατέρας Μαρίαν καὶ Μαρανθίαν.
Ἔκλεξαν δὲ καὶ ἄλλα δέκα κοράσια ἀπὸ ἄλλους τόπους, εἰς τὰς ὁποίας ἦτον καὶ τινός πλουσίου Γεροντιανοῦ θυγατέρα, καλὴ εἰς τὴν θεωρίαν, καὶ ὑψηλὸν τὸ φρόνημα έχουσα.Ἡ δὲ τοῦ Ἐλεήμονος ἐγγόνη Μαρία εἶπε πρὸς τὰς ἄλλας·
› Ας κάμωμεν ἀδελφαὶ συμφωνίαν πρὸς ἀλλήλας, ὁποία θελήσει ὁ Θεός καὶ βασιλεύσει νὰ εὐεργετήσῃ τὰς ἄλλας.
Ἡ δὲ τοῦ Γεροντιανοῦ θυγατέρα ἀπεκρίθη·
› Εγὼ βέβαια τὸ γνωρίζω, ὅτι ὡς πλουσιωτέραν, καὶ εὐγενεστέραν εἰς τὴν όψιν καὶ ὡραιότητα, ἐμὲ θέλει ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ σεῖς, ὅπου εἶσθε πτωχαὶ καὶ ἀπροστάτευται, ματαίως ἐλπίζετε.
Ἡ δὲ Μαρία ἀκούσασα ἐντράπη καὶ ἐσιώπησε, πλὴν μὲ τὸν νούν της ἐπεκαλεῖτο τὰς εὐχὰς τοῦ Γέροντος νὰ τῆς βοηθήσουν.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔφεραν πρώτον τοῦ Γεροντιανοῦ τὴν θυγατέρα εἰς τὸν Σταυράκιον τὸν παιδαγωγόν τοῦ βασιλέως καὶ διοικητήν τοῦ παλατίου καὶ ἰδὼν αὐτήν εἶπε·
› Καλὴ καὶ εὔμορφη εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὸν βασιλέα δὲν ταιριάζει...
Ἔδωκε πολλὰ χαρίσματα, καὶ τὴν ἀπέστειλεν εἰς τὸν τόπον της.
Ἀφοῦ ἔφεραν καὶ τὰς ἄλλας, ἰδὼν ὁ βασιλεύς, ἡ μητέρα του, καὶ ὁ Σταυράκιος τὸ κάλλος ὑπέρλαμπρον τῶν ἐγγόνων τοῦ Φιλαρέτου, ἐθαύμασαν τὴν εὐταξίαν αὐτῶν καὶ εὐγένειαν.
Παρευθὺς τὴν μέν πρώτην Μαρίαν ἐστεφανώθη ὁ Βασιλεύς, τὴν δευτέραν ἕνας μέγας Ἄρχοντας Πατρίκιος τὸ ἀξίωμα, καὶ τὴν ἄλλην τῆς ἄλλης θυγατρός τοῦ Ἁγίου ἔστειλαν εἰς τὸν Λαγγούβαρδον βασιλέα τὸν Ἀργούσην, ὅστις εἶχε ζητήσῃ τὸν καιρόν ἐκεῖνον νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν μίαν κόρην, νὰ τὴν στεφανωθῇ εἰς γυναῖκά του.
Ἔγιναν οὖν οἱ γάμοι χαρμονικῶς, καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεύς τὴν συγγένειαν ὅλην τοῦ Φιλαρέτου, καὶ ἔδωκεν ὅλων, ἀπὸ τὸν μέγαν ἕως τὸν μικρότερον, τόπους πολλούς νὰ ὁρίζουσι, βίον πολύν, κτήματα, φορεσίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαριτάρια, καὶ οἰκίας μεγάλας, νὰ κατοικοῦν πλησίον εἰς τὸ παλάτιον.
Τότε ἐνθυμήθησαν τὴν πρόγνωσιν τοῦ Γέροντος, ὁποῦ τοὺς ἔλεγε, ὅτι ἔχει βίον πολύν κεκρυμμένον, καὶ τὸν ἐμακάριζαν, καὶ ηὔχοντο, ὅτι ἡ καλή του γνώμη τοὺς ἐπροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ὁ δὲ τίμιος καὶ ἅγιος Γέρων ἀπολαύσας ἀπὸ τὸν βασιλέα τοσαύτα δωρήματα δὲν ἐλησμόνησε τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, οὕτε ἀφῆκε τὴν προτέραν συνήθειαν·
ἀλλὰ εὐχαρίστει λόγοις τε καὶ ἔργοις, ἀεὶ καὶ πάντοτε.
Ἡμέραν τινά εἶπε τῆς γυναικὸς καὶ τῶν συγγενῶν του:
› Ας κάμωμεν καὶ ἡμεῖς πλουσίαν τράπεζαν, νὰ ὑποδεχθῶμεν τὸν βασιλέα μὲ ὅλους τοὺς ἄρχοντας.
Ἁφοῦ ηὐτρέπισαν, καὶ ἡτοίμασαν ὅσα τοὺς ἐπρόσταξε, καὶ εὐωδίασαν τὸν τόπον νὰ ὑποδεχθῶσι τὸν βασιλέα, ἐξῆλθε τὸ πρωὶ ὁ μακάριος εἰς τοὺς δρόμους καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ ὅσους εὗρε λωβούς, κουλούς, καὶ γέροντας, συμποσουμένους διακοσίους τὸν ἀριθμόν, προλαβών εἰς τὸν οίκόν του, εἶπε τοὺς συγγενείς του.
› Τώρα έρχεται ὁ βασιλεύς μὲ ὅλους τοὺς φίλους του..
Οἱ δὲ ἔκαμον θόρυβον πολὺν καὶ οἰκονομίαν, διὰ νὰ ὑποδεχθώσι τοιαύτα πρόσωπα.
Οὕτω βλέπουσι τοὺς πτωχούς, καὶ εἰσῆλθον, καὶ ὅσοι εἶχον τοὺς πόδας των σώους ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι χαμηλά; ἔπειτα ἐκάθησε καὶ ὁ καλεστής μαζή των.
Οἱ δὲ συγγενείς του ἔλεγον κρυφίως πρὸς ἀλλήλους των
› Αληθῶς ὁ Γέρων τὴν πρώτην τάξιν δὲν τὴν ἀμέλησεν, ἀλλὰ κἄν τώρα δὲν φοβούμεθα νὰ πτωχεύσωμεν.
Ἐπρόσταξεν οὖν τὸν υἱὸν του Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον ἔκαμεν ὁ βασιλεύς πρωτοσπαθάριον, νὰ ὑπηρετήση τὴν τράπεζαν·ὁμοίως καὶ τὰ ἐγκόνιά του νὰ παραστέκωσιν ἐπιμελῶς, καὶ ὅταν ἐσήκωσε τὴν τράπεζαν, εἶπε ταύτα πρὸς τοὺς συγγενείς του·
› Ιδοὺ τὸ πρᾶγμα, ὅπου σᾶς ἔταξα, σᾶς τὸ ἔδωσεν ὁ ἐλεήμων Θεός· τάχα χρεωστῶ σας πλέον τίποτε;
Τότε αὐτοὶ ἐνθυμήθησαν τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γέροντος, καὶ ἐδάκρυσαν, λέγοντες·
› Αληθῶς Κύριε ἐπρογνώριζες αὐτὰ ὅλα ὡς δίκαιος, καὶ φρόνιμα ἔκαμνες τὴν ἐλεημοσύνην σου·ἡμεῖς δὲ ὡς ἄγνωστοι ἐλυπήσαμεν τὴν ἁγιωσύνην σου ἀλλὰ συγχώρησον ἡμῖν, ὅτι ἐσφάλαμεν εἰς τὸν Θεόν καὶ ἑνώπιόν σου.
Ταῦτα εἰπόντες, ἔπεσον εἰς τοὺς πόδας του·ἤγειρεν αὐτούς, λέγων·
› Ιδοὺ ὁ Κύριός μου ἐκεῖνο ὅπου ἔταξε μὲ τὸ ἅγιόν του στόμα εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, νὰ δίδῃ ἐκατονταπλασίονα εἰς ἐκείνους ὅπου τὸν ἀγαπῶσι, καὶ ἐλεημονοῦν τοὺς πτωχούς μᾶς τὸ ἔδωκεν·εἰδὲ θέλετε νὰ κληρονομήσετε καὶ ζωὴν αἰώνιον, ἄς χαρίσῃ ἕκαστος δέκα νομίσματα, νὰ τὰ δώσωμεν εἰς τοὺς καλεσμένους ἀδελφούς μας.
Ἐκεῖνοι δὲ μετὰ πάσης προθυμίας ἔκαμαν τὸ πρόσταγμά του, καὶ λαβόντες οἱ πένητες τὴν εὐλογίαν τοῦ Δικαίου, ἀνεχώρησαν, εὐχαριστούντες τὸν Κύριον, καὶ εὐχόμενοι δια τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν.
Μετὰ ταύτα εἶπε πάλιν ἡμέραν τινά εἰς τοὺς ἰδικούς του,
› Εὰν θέλετε νὰ ἐξαγοράσετε τὸ μερίδιόν μου, αὐτὰ ὅπου μοῦ ἐχάρισεν ὁ Βασιλεύς, ἄς μοῦ δώσῃ ἕκαστος τὴν τιμήν ἐκείνου τοῦ πράγματος, ὅπου θέλει νὰ λάβῃ, εἰδὲ καὶ δὲν θέλετε, τὰ χαρίζω εἰς τοὺς πτωχούς ἀδελφούς μου·ἐμὲ δὲ σώζει μόνον, ὅτι μὲ λέγουν τοῦ βασιλέως πατέρα.
Ἐκεῖνοι δὲ ἔδωσαν, τὴν τιμήν τῶν πραγμάτων ἑνός ἑκάστου, καὶ ἔγιναν ἑξήκοντα λίτραι ἀργύριον καὶ χρυσίον.Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἐπήνεσαν τὴν πλουσίαν γνώμην αὐτοῦ, καὶ συμπάθειαν πρὸς τοὺς πένητας.
Εἶχε δὲ αὐτὴν τὴν συνήθειαν ὁ μακάριος Φιλάρετος, καὶ δὲν ἔδιδε ποτὲ ἕνα νόμισμα, ἤ μίαν φόλαν, ἀλλὰ ἐγέμιζε τρία πουγγία ὅμοια καὶ ἴσια ὅλα ἀπ' ἔξω·εἰς τὸ ἕνα ἔβαλλε φλωρία, εἰς τὸ ἄλλο ἀργύρια, καὶ εἰς ἕτερον χαλκοῦν, καὶ τα ἐκράτει ὁ δοῦλος του, ὅπου τὸν εἶχε διατεταγμένον διὰ τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην.
Ὅταν ἤρχετο πτωχὸς νὰ ζητήσῃ, ἔλεγε τοῦ δούλου καὶ ἔφερε τὸ ἕνα πουγγί, ὅποιον ἤθελε τὸν φωτίση ὁ Κύριος, ὅπου ἐγνώριζε τὴν χρείαν τῶν προσερχομένων·
ἐπειδὴ εἶναι πτωχοί τινες εἰς τὸ φαινόμενον, ὅπου ἔχουσιν χρήματα, ἀλλὰ διὰ τὴν παλαιάν συνήθειαν δὲν αφήνουν τὴν πλεονεξίαν, ἀλλὰ ζητοῦσι χωρίς νὰ ἔχωσι χρείαν.
Πάλιν εἶναι ἄλλοι πολλοί, ὅπου ἦσαν πλούσιοι, καὶ ἐπτώχευσαν, καὶ τὸ μέν ἀρχοντικὸν φόρεμα βαστάζουσι διὰ τὴν εὐγένειάν των, ἀλλὰ μὴ ἔχοντες τὰ πρὸς τὴν χρείαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ δέωνται.Ταῦτα μελετῶν ὁ Ἅγιος, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νοερώς, νὰ τὸν φωτίζη νὰ δίδη καθ' ἑνός κατὰ τὴν χρείαν αὐτοῦ, καὶ οὕτως ἔβαλλε τὴν χεῖρα του εἰς ὅποιον πογγίον ἤθελε τύχη, καὶ ἔδιδεν ὅσα ἦσαν Θεοῦ θέλημα.
Ἔλεγε δὲ καὶ τούτο μεθ' όρκου, ὅτι
› Πολλάκις ἔβλεπα τινά, ὅπου ἐφόρει καλόν ίμάτιον, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρα μου νὰ τοῦ δώσω ὁλίγα χρήματα, καὶ μὴ θέλων ἐγώ, ἥπλωνεν ἡ χείρ μου, καὶ ἐλάμβανε πολλὰ καὶ πάλιν ἄλλον ἐθεώρουν μὲ παλαιά φορέματα, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρά μου νὰ λάβω πολλὰ καὶ ἐξέβαλεν λίγα.
Οὕτως οὖν ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην καθώς ἤθελεν οἰκονομήσῃ ὁ Κύριος.
Ἔζησεν εἰς τὸ παλάτιον ὁ δίκαιος Φιλάρετος ἔτη τριάκοντα, καὶ δὲν ἠθέλησε ποτέ νὰ φορέσῃ μεταξωτόν ἱμάτιον, ἤ χρυσόν ζωνάρι, οὔτε ἀξίωμα ἠθέλησε ποτέ νὰ λάβῃ βασιλικόν·
μόνον ἀπὸ πολλήν παράκλησιν τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης, ἐδέχθη μὲ βίαν μεγάλη τὴν ἀξίαν τοῦ Ὑπάτου, καὶ ἔλεγε·
› Σώζει ὅπου μὲ λέγουν πάππον τῆς βασιλίσσης, ὅπου ἤμην πτωχὸς τῆς γῆς, καὶ κοπρίας πένης.
Τόσον ἦτον ταπεινός, που δὲν ἤθελε νὰ τοῦ λέγουν ἄλλο ὄνομα, μόνον τὸ πρῶτον, ὁ Ἀμνειάτης Φιλάρετος, ἤτοι τῆς πενιχρᾶς του χώρας τὸ ὄνομα.
Άλλ' ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλαβε τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον, ὅπου ἐκράτει τὰ βαλάντια τῆς ἐλεημοσύνης, καὶ ἀπελθόντες μυστικῶς εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς πόλεως, ὅπου τὸ ἔλεγαν Κτίσις, καὶ ἐκατοικοῦσαν Παρθένοι Μονάστριαι, ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην μνῆμα καὶ τῆς ἔδωσεν ἱκανὰ ἀργύρια.
Ἐκείνη τοῦ ἐπρόσφερεν ἕνα μνήμα πελεκητόν καινουργῆ·ὁ δὲ Ἅγιος τῆς εἶπε·
› Μετὰ δέκα ἡμέρας ἐξέρχομαι ἀπὸ τὴν ζωήν ταύτην, καὶ ὑπάγω εἰς ἑτέραν βασιλείαν, καὶ θέλω νὰ ἐνταφιασθῶ εἰς αὐτὸ τὸ μνῆμα τὸ ἄθλιον σῶμά μου·
τὸν δὲ ὑπηρέτην ἐπαρήγγειλε νὰ μὴ τὸ ὁμολογῇ τινός. Ἀπελθών δὲ εἰς τὴν οἰκίαν του ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην ἀσθενησμένος, καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν προσκαλεσάμενος πάντας τοὺς συγγενεῖς του, εἶπεν αὐτοῖς·
› Τέκνα μου, ὁ Βασιλεύς μὲ ἐκάλεσε, καὶ ὑπάγω πρὸς αὐτὸν σήμερον.
Οἱ δὲ νομίζοντες ὅτι διὰ τὸν γαμβρόν του λέγει, εἶπον αὐτῷ·
› Πῶς δύνασαι νὰ ὑπάγης πάτερ, ὅπου εἶσαι ἐξησθενημένος ἐκ τῆς ἀσθενείας ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἐκεῖνοι που θέλουν νὰ μὲ σηκώσωσιν μὲ θρόνον χρυσόν, ἵστανται ἐδῶ δεξιά μου μὲ δόξαν πολλήν, ἀλλὰ σεῖς δὲν τοὺς βλέπετε.
Τότε ἐγνώρισαν τοὺς λόγους του, καὶ ἔκαμαν μεγάλον κλαυθμόν, ὡς ποτὲ ἐπὶ τὸν Ἰακώβ τὰ παιδία του.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἔνευσε μὲ τὴν χεῖρα του νὰ σιωπήσουν καὶ νουθετῶν, ἔλεγεν αὐτοῖς·
› Ηξεύρετε καλά τὴν ζωήν μου τέκνα μου φίλτατα, πῶς ἔκαμνα τὴν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν κόπον μου, καὶ ὄχι μὲ ἀδικίας καὶ ἁρπαγάς· ἐνθυμεῖσθε τὸν πλοῦτον ὅπου εἶχον πρῶτον, καὶ τὴν πτωχείαν ὅπου μοῦ ἦλθον ἐκ Θεοῦ, καὶ πάλιν βλέπετε τοῦτον τὸν ἔσχατον πλοῦτον, ὅπου ὁ Κύριος μὲ ἐξαπέστειλε. Μὴ νὰ μὲ εἴδετε ποτέ νὰ ὑπερηφανευθῶ εἰς τὰς εὐτυχίας; ἤ νὰ γογγύσω εἰς τὴν πτωχείαν μου;ἤ νὰ ἀδικήσω κανέν ἄνθρωπον; Λοιπόν οὕτω κάμετε καὶ σεῖς, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρίαν σας· μὴ λυπηθῆτε τὸν φθειρόμενον πλοῦτον, ἀλλὰ νὰ τὸν δίδετε εἰς τοὺς πτωχούς. Στείλετέ μου τὸν εἰς ἐκεῖνον τόν Κόσμον, ὅπου ὑπάγω ἐγώ, καὶ θέλω σᾶς τὸν φυλάξει ἄσηπον, νὰ τὸν εὕρητε ὅταν ἔλθητε· μὴ τὸν αφήσετε ἐδῶ διὰ νὰ μὴ τὸν χαρούσιν ἄλλοι, καὶ σεῖς νὰ ὁδυνᾶσθε αἰώνια·ἀλλὰ διαμοιράσετε αὐτὸν εἰς χήρας καὶ όρφανά, εἰς φυλακισμένους καὶ πένητας, καθώς εἴδετε καὶ ἔκαμα ἐγώ, διὰ νὰ σᾶς τὸν ἀνταποδώση ὁ πλουσιόδωρος Βασιλεύς νὰ ἀγάλλεσθε εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν αὐτοῦ ἀτελευτήτως.
Ταύτα καὶ ἄλλα πλείονα εἶπεν αὐτοῖς, ἔπειτα ὡς προορατικός καὶ Ἅγιος ἐπροφήτευσε ὅσα μέλλουν νὰ πάθουν, λέγων πρὸς τὸν Ίωάννην, ὅτι θέλει γεννήσει ἑπτά παιδία, καὶ τότε θά ἀποθάνῃ, καθώς καὶ ἔγεινεν·καὶ τὸν δεύτερον εἶπεν, ὅτι ὁλίγον καιρόν θέλει ζήσει εἰς τὴν νεότητα, καὶ ὅταν φθάση εἰς τὰ εἰκοσιτέσσαρα ἔτη, ἀποθνήσκει·
ὁ ὁποῖος ἔγεινε Μοναχός, διαμοιράσας τὸ πρᾶγμά του τοῖς πτωχοῖς·
καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ εἰκοστὸν τέταρτον ἔτος τῆς ἡλικίας του, κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, ἐτελείωσε μὲ καλήν μετάνοιαν.
Ὁμοίως καὶ τοῦ τρίτου υἱοῦ προεῖπεν ὅσα ἔχει νὰ πάθῃ, καὶ πότε μέλλει νὰ ἀποθάνῃ.
Αἱ δὲ θυγατέρες καὶ ἐγγόναι εἶπον αὐτῷ·
› Εὐλόγησον καὶ ἡμᾶς πάτερ Ἅγιε.
Ὁ δὲ εἶπεν·
› Εὐλογημέναι νὰ εἶσθε παρὰ Θεοῦ, καὶ θέλετε μείνει ἀμίαντοι ἀπὸ τοῦ φιλαμαρτήμονος Κόσμου τούτου, καὶ εἰς ὁλίγον καιρόν ὑπάγετε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Τό ὁποῖον ἔγεινεν, ὅτι ἄφησαν ὅλα, καὶ ἔγειναν Καλογραίαι εἰς ἕνα Mοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ ἀγωνισάμεναι καλὰ καὶ θεάρεστα, μὲ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, ἔκαμαν δώδεκα ἔτη εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν, καὶ οὔτως ἐκοιμήθησαν καὶ αἱ δύο μίαν ἡμέραν. Ἁφοῦ εὐχήθη ὁ μακάριος τὴν γυναῖκά του, καὶ ὅλην του τὴν συγγένειαν, ἔλαμψε τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸν ἥλιον, καὶ ἔψαλλε μετ' εὐφροσύνης.
› Έλεον καὶ κρίσιν ᾄσομαί σου Κύριε.
Καί τελειώνων ὅλον τὸν Ψαλμόν, ἐξῆλθε τόση εὐωδία εἰς ὅλον τὸν οἶκον, ὥσπερ νὰ ἤθελαν χύση μύρον πολύτιμον καὶ νὰ θυμιάζουν πολλὰ ἀρώματα.
Τότε πάλιν εἶπε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ήτοι τό, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν ἔλεγε·
› Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου
παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας Θεοῦ, γέρων ἤδη καὶ πλήρης ἡμερῶν, καὶ οὔτε οἱ ὀδόντες αὐτοῦ, οὔτε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του μετεβλήθη ἐκ τοῦ γήρατος· ἀλλ' ἀνθηρὸς καὶ εὔμορφος εἰς τὴν ὅψιν, ὥσπερ μῆλον ἤ ρόδον ἡ θεωρία του. Τότε ἦλθεν ὁ βασιλεύς καὶ πᾶσα ἡ Σύγκλητος, καὶ ὅλη του ἡ συγγένεια, καὶ ἔθαψαν εἰς τὸν τάφον, ὅπου ηύτρέπισεν ὁ ἴδιος, τὸ τίμιον αὐτοῦ Λείψανον, καὶ ἔδωκαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην πολλήν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθούντες ὅλοι εἰς τὸ ἅγιον Λείψανον, ἐβόων μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντες·
› Διατί Κύριε μᾶς ὑστέρησες τὸν τροφέα καὶ εὐεργέτην μας; τὶς νὰ ἐνδύσῃ τὰ γυμνά μας σώματα; τίς νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη μας; τίς ἄλλος νὰ εὑρεθῇ ποτέ, νὰ ἔχῃ πρὸς ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς τοσαύτην συμπάθειαν;
Οὕτως οἱ πάντες ὡδύροντο, καὶ ἕνας ἀπ' ἐκείνους εἶχεν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του δαιμόνιον, ὅστις ἐπήγαινε συχνάκις ζῶντος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐλάμβανε ἀπ' αὐτοῦ ἐλεημοσύνην· τότε δὲ ἀκολουθῶν καὶ αὐτὸς εἰς τὸ Λείψανον, ἐφώναζεν ἀτάκτως, καὶ ἔδραξε τὴν κλίνην νὰ τὴν ρίψῃ. Ἁφοῦ δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν τάφον, ἔῤῥιψε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν γήν, καὶ τὸν ἐτάραξε, καὶ τότε ἔφυγε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος ὑγιής διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου. Οἱ δὲ παρεστώτες ἐδόξασαν τὸν Θεόν, που ἔδωκε τοσαύτην χάριν τοῦ δούλου του.
Τότε τὸν ἐνταφίασαν εἰς τὴν Λάρνακα,τήν ὁποίαν ἡγόρασεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Κρίσεως, ὑμνούντες τὸν Κύριον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτεία τοῦ χριστομιμήτου καὶ φιλοικτίρμονος Φιλαρέτου, ὅστις εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, καὶ ἐδοξάσθη παρ' αὐτοῦ εἰς τοῦτον τὸν Κόσμον, καὶ εἰς τὸν μέλλοντα κατηξιώθη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ἄς σπουδάσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ νὰ τὸν μιμηθῶμεν, ἕκαστος κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ. Τοὺς πτωχούς καὶ ξένους ἄς ἐπιτηρήσωμεν, τοὺς φυλακισμένους ἄς κυττάξωμεν, τοὺς ἀσθενεῖς ἄς κυβερνήσωμεν, τὰς Ἐκκλησίας ἄς ἐπιμεληθῶμεν, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἔκαμεν οὗτος ὁ Ἅγιος, ἄς τελέσωμεν, ἴνα καὶ ἐνταῦθα ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ καὶ πάσι τοῖς ἀγαθοῖς διαπεράσωμεν.
Εἱ δὲ πάλιν καὶ ἔλθῃ μας πειρασμός ἐξ ἀνθρώπων, ἤ ἀπὸ φθόνον δαίμονος καὶ πτωχεύσωμεν, ἄς ἐλπίζωμεν ἐπὶ τὸν Κύριον ἀναμφιβόλως, καὶ πάντως, θέλει μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον κληρονομήσομεν,ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.
ἈπολυτίκιονἮχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσίᾳ, διεσκόρπισας τοῖς δεομένοις τὸν προσιόντα σοι πλοῦτον, Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγὸν τοῦ ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσι σε ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
ΚοντάκιονἮχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
Πηγή: Orthodox Fathers, Σύλλογος Ὀρθοδόξων Γυναικῶν «Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων»
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ναούμ. Ὁ Ναοὺμ εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα «ἐλάσσονας», δηλαδὴ μικρότερους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ δώδεκα «ἐλάσσονες» Προφῆτες μὲ τὴ σειρὰ εἶναι οἱ ἑξῆς· Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ἀβδιού, Ἰωνᾶς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα αὐτοὺς «ἐλάσσονας» Προφῆτες, εἶναι καὶ οἱ τέσσερις «μείζονες» δηλαδὴ μεγαλύτεροι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἑξῆς· Ἠσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιὴλ καὶ Δανιήλ. Τῶν δεκαέξη αὐτῶν μεγάλων καὶ μικρῶν Προφητῶν τὰ προφητικὰ βιβλία περιλαμβάνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ σειρὰ τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων Προφητῶν εἶναι χρονολογική.
Τὸ ὄνομα Ναούμ, ποὺ εἶναι βέβαια ἑβραϊκό, στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ παρηγοριὰ ἤ ἀνάπαυση. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴν πόλη Καπερναούμ, ποὺ ἦταν, καθὼς βλέπομε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἡ «ἰδία πόλις» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς θεϊκῆς του διακονίας. Γιατί, καθὼς ξέρομε, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, μεγάλωσε στὴ Ναζαρὲτ καὶ δίδαξε καὶ θαυματούργησε τρία χρόνια μὲ κέντρο τὴν Καπερναούμ. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Προφήτης λέγει πὼς ἦταν Ἐλκεσσαῖος, ποὺ θὰ πῆ πὼς γεννήθηκε στὸ Ἕλκος, ἕνα χωριό, ποὺ θὰ ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντὰ στὴν Καπερναούμ. Τὸ ὄνομα Καπερ-Ναοὺμ θὰ πῆ χωριὸ τοῦ Ναούμ.
Ὁ προφήτης Ναοὺμ ἔζησε καὶ προφήτεψε 650 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προφητεία τοῦ Ναούμ, ποὺ εἶν’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ τρία κεφάλαια, προφητεύει τὴν καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ὅτι, ἑκατὸ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ Ναούμ, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κήρυξε μετάνοια στὴ Νινεβὴ ὁ προφήτης Ἰωνᾶς. Τότε, ἐπειδὴ μετανόησαν οἱ Νινεβίτες, ἡ πόλη δὲν καταστράφηκε, ἀλλὰ τώρα, λίγα χρόνια μετὰ τὴν προφητεία τοῦ Ναούμ, ἡ Νινεβὴ καταστράφηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τοὺς Βαβυλώνιους. Ἡ Νινεβὴ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων, μία πόλη τότε μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους καὶ μὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες βιβλιοθῆκες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ λίγα λόγια γιὰ τοὺς Προφῆτες. Στὰ δύσκολα χρόνια τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ Θεὸς κάλεσε ὡρισμένους ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύξουν στὸ λαὸ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ Προφῆτες, ποὺ ἡ ἐποχὴ τους εἶναι ἀπὸ τὸ 800 ὥς τὸ 400 πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Προφῆτες λοιπόν, ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἴπαμε παραπάνω, ἔδρασαν μέσα σὲ τετρακόσια χρόνια. Οἱ Προφῆτες εἶναι ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ «ἐλάλησαν φερόμενοι ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου». Ἡ προφητεία εἶναι ὑπερφυσικὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὴ βουλή του, καὶ εἶναι μοναδικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς καὶ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἔλθωμε τώρα στὴν προφητεία τοῦ Ναοὺμ κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε πολὺ γενικὰ τὸ περιεχόμενό της. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο ὁ Προφήτης ὑπενθυμίζει τὴν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ γιὰ τὴ Νινεβὴ καὶ κηρύττει ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὸ ἔλεός του· «ἐκδικὼν Κύριος», ἀλλὰ καὶ «Κύριος μακρόθυμος». Στὸ δεύτερο κεφάλαιο, περιγράφοντας τὴ Νινεβή, μὲ τὶς πολλὲς προστατευτικὲς τάφρους γύρω ἀπὸ τὰ τείχη της, τὴν βλέπει σὰν μία λίμνη· «Καὶ Νινεβή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος τὰ ὕδατα αὐτῆς». Στὸ τρίτο κεφάλαιο, προβλέποντας τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ, τὴν ὀνομάζει πόλη αἱμάτων· «Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης». Γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο λέει:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος.» (Ναούμ, Α’ 7 – 8)
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους. Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται. Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ προφητικὸς λόγος εἰν’ ἕνα ξεχωριστὸ εἶδος στὴν παγκόσμια φιλολογία. Οἱ Προφῆτες βλέπουν ἐξωκόσμια ὁράματα καὶ κρίνουν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς των καὶ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ θείου νόμου. Ἡ γλώσσα τους εἶναι συμβολικὴ καὶ ἡ ἀλήθεια μὲς ἀπὸ τὶς προφητεῖες βγαίνει αἰνιγματική, περιμένοντας ἕναν καιρὸ στὰ κατοπινὰ χρόνια, γιὰ νὰ ξεδιαλυθῆ. Ὁ Προφήτης δὲν ἐξηγεῖ, ἀλλὰ σημαίνει καὶ προμηνάει ὅ,τι θὰ βρῆ τὴν ἐκπλήρωσή του στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσία. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λαλεῖ στὶς Γραφὲς «διὰ τῶν Προφητῶν» καὶ προμηνάει «τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας». Ἡ προφητεία τοῦ Ναοὺμ τὶς παραμονὲς τῆς καταστροφῆς τῆς Νινεβῆ εἶναι ἡ κραυγὴ τῶν βασανισμένων τοῦ κόσμου γιὰ δικαιοσύνη. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμω ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τᾶς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεῖς τοὶς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.
Μεγαλυνάριον
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Πηγή: Ἁγία Ζώνη, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Στις 18 Αυγούστου 2010 στο ξενοδοχείο «Ραμάντα» στο κέντρο της Ιερουσαλήμ, κορυφαίοι ραβίνοι του Ισραήλ μαζεύτηκαν ώστε να υπερασπιστούν την έκδοση του βιβλίου ενός ραβίνου που επικαλείται ραβινικές πηγές με σκοπό να δικαιολογήσει τον φόνο μη – Εβραίων συμπεριλαμβανομένου αθώων παιδιών και οικογενειών.
Η νεοταξική, ορθοπολιτική τυραννία φιλοδοξεί να αστυνομεύσει και τα συναισθήματα
«Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε» (Λουκ. 18,41-42)
Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους Σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄ αντισταθώ επί πολλά χρόνια.Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».
Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, Σουλιώτες και λοιποί Έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας. Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.
Οι Σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι ίδιοι θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι Σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής,ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 15 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού»κατά του Μαρατιού.Και μετά το μεσημέρι, εξόρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι Έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί,απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα,οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήσαν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους Σουλιώτες στιγμή,φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήσαν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.
Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη κι εκατό από τις δυνάμεις που ήσαν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά γιά να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.
Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους,έφτασαν ως το Μουχούστι.Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε, αλλα αυτοί ήσαν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».
Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήσαν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι, με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τό ‘καψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.
Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.
Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Πηγή: Αβέρωφ
Προχθὲς στὶς 30 τοῦ Νοέμβρη ἤτανε ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι πεθάνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, κηρύχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορες χῶρες.
Στα 58 δελτία της ΚΥΠ που δημοσιοποιήθηκαν στις 6.11.2024 δεν υπάρχουν δελτία μεταξύ των ημερομηνιών 19-23 Ιουλίου 1974. Δόθηκε η εξής δικαιολογία από τον καθηγητή του ΕΚΠΑ κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου:
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...