
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Τοὺς Νινευΐτας, ψυχή, ἀκήκοας
μετανοοῦντας Θεῷ σάκκῳ καὶ σποδῷ·
τούτους οὐκ ἐμιμήσω,
ἀλλ᾿ ὤφθης σκαιοτέρα
πάντων τῶν πρὸ νόμου
καὶ μετὰ νόμον ἐπταικότων»
(Μέγας Κανών, ᾠδή η')
Πρόλογος
ΓΝΩΣΤΗ στους περισσότερους είναι η ιστορία τού προφήτη Ιωνά΄ γνωστή και χαριτωμένη και διδακτική. Για τον προφήτη, εκτός από το επεισόδιο που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι ήταν γιός τού Αμαθεί, από τη φυλή Ζαβουλών, και έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Ιωνάς παίρνει από το Θεό εντολή να πάει στη Νινευή, τη μεγάλη πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και να κηρύξει μετάνοια στους κατοίκους της. Αυτός όμως δεν υπακούει, αλλά φεύγει με πλοίο για την ισπανική πόλη Θαρσίς (την Ταρτησσό των Ελλήνων). Στη διάρκεια του ταξιδιού σηκώνεται με θεία βουλή φοβερή τρικυμία. Οι ναυτικοί, μετά από κλήρωση, ρίχνουν σαν ένοχο στη θάλασσα τον Ιωνά, που τον καταπίνει ένα τεράστιο ψάρι. Μέσα στην κοιλιά του ο προφήτης προσεύχεται τρία μερόνυχτα στο Θεό, ο οποίος προστάζει το κήτος να τον ξεράσει στη στεριά. Μετά απ’ αυτό ο προφήτης υπακούει στη θεϊκή εντολή, πηγαίνει στη Νινευή και αναγγέλλει την καταστροφή της, που αποτρέπεται όμως με τη βαθειά μετάνοια των κατοίκων της. Ο προφήτης λυπάται για τη σωτηρία της, αλλά παίρνει το κατάλληλο δίδαγμα από τον Κύριο.
Στο περιστατικό αυτό είναι αφιερωμένος ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του.
Αλλά ο καρπός τής ανταρσίας και της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Στο θάνατο οδηγούσε τότε τον Ιωνά η παρακοή του. Στο θάνατο οδηγούσε επίσης την κοσμοκράτειρα Νινευή το πλήθος των αμαρτιών της. Στο θάνατο όμως, με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά βεβαιότητα, οδηγούμαστε κι εμείς σήμερα. Η γη μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές ποικίλων καθολικών καταστροφών, όπως είναι, ενδεικτικά, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και η οικολογική φθορά καταστροφών, που έχουν ως κύρια αιτία τη γενική αποστασία μας από το Θεό.
Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ. 12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...
Ιωνάς και Νινευίτες
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!
Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.
Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια.
Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.
Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.
Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.
Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.
Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.
Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.
Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.
Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.
Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει.
Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.
Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.
Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.
Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!
Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά.
Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.
Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την απόφασή Του.
Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;
Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές τών γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες.
Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ' τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.
Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο.
Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά... Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή!
Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: «Πέστε μας, ποιά είν' η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα τής καταστροφής μας;». Κι οι πατεράδες, με κόπο συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: «Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια... Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας...»
Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχές περνούσαν τις λίγες μέρες τής προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.
Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.
Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη τού θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάνθρωπο Θεό;
Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη!
Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει:
«Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον τών εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μάς προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος!
Η Νινευή, η μάνα τών γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της!
› Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα.
› Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία τού Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία τού Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας.
› Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει.
› Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του.
› Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.
› Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν' εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς.
› Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν' ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ' αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον τού διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολεμάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς;
› Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!...
› Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος.»
Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι.
Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας:
› Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας.
Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά.
Έτσι ο γιός τού γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά τής αμαρτίας.
Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τους Νινευΐτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους τής Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους τού Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές τής Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες τού Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νινευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία τού Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.
Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευΐτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευΐτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα τού θανάτου και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες τού άδη, περιμένοντας τη δίκαιη οργή τού Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ' όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.
Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.
Όταν η χάρη τού Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευΐτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά τής ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Έφτασε όμως και η μέρα τής γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα τής γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα.
Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: «Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;...»
Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευΐτες στη θέση τού θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους.
Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή τού εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!...
Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.
Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί.
Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.
Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευΐτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: «Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας από τους θησαυρούς τής ευσπλαχνίας τού Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κόπιασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας...»
Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς τής μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον όποιο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διὰ τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τὰς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.
Πηγή: («Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ-14: Ιωνάς και Νινευίτες», Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής) Ιερά Μονή Παρακλήτου, Μέγας Συναξαριστής
Ὁ Ἀπόστολος Κοδράτος περιγράφεται στὰ Συναξάρια ὡς μέγας ἀπολογητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζηλωτής, σοφὸς καὶ ρήτορας μὲ ἄριστη διαλεκτικὴ ἱκανότητα. Ὡς Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν -μιᾶς πόλεως στὴν ὁποία ἀνθοῦσαν ἀκόμη οἱ διάφορες φιλοσοφικὲς Σχολὲς καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παρουσία Ἐπισκόπου μὲ τὰ παραπάνω προσόντα- ἤλεξγε τὴν ἀθεότητα τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων καὶ ὁδήγησε πολλοὺς καλοπροαιρέτους στὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν τὸν συκοφάντησαν καὶ τὸν ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, χωρὶς ὅμως νὰ μπορέσουν νὰ κάμψουν τὸ ἀγωνιστικό του φρόνημα. Τὸν ἐξόρισαν στὴν Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ κατάφερε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του νὰ ὁδηγήση πλήθη ἀνθρώπων στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἔγραψε δὲ καὶ ἀπολογία γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ἀπέστειλε στὸν αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Ἀδριανό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθῆ, νὰ βασανισθῆ καὶ νὰ σφραγίση τὴν ὁμολογία του γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Ὁ ἱερὸς Ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ φωστήρα ἀπλανῆ, ὁ ὁποῖος ηὔγασε δόγματα ζωῆς. «Σοφίας ταῖς ἀκτίσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρα σὲ ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα» (Ἀπολυτίκιο).
Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. «Ηὔγασας δόγματα ζωῆς».
Οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὐθεντικοὶ θεολόγοι, κατάφεραν νὰ μεταφέρουν, μὲ συνοπτικὸ τρόπο, μέσα στὰ ὑμνολογικὰ κείμενα ὅλη τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικὰ μεγάλος σύγχρονος θεολόγος, «τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας τὶς ψάλλουμε, τὶς τραγουδᾶμε».
Οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεοπτες καὶ θεοδίδακτοι θεολόγοι, ἀλλὰ καὶ ὡς γνήσιοι ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διετύπωσαν καὶ ἐπεκύρωσαν σὲ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς αὐτὲς ἀλλοιώθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ τὸ ἔκαναν αὐτὸ γιὰ νὰ προφυλάξουν τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὶς λοιμώδεις νόσους τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν ἀσθένεια καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Οἱ αἱρέσεις νοθεύουν καὶ ἀλλοιώνουν τὴν πίστη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς. Καὶ ὅπως εἶναι γνωστόν, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, τότε χάνεται ἡ μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ διακυβεύεται ἡ σωτηρία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀποκαλεῖ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως «δόγματα ζωῆς», ἐπειδὴ ἡ βίωσή τους ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἑπομένως, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, συνδέεται ἄμεσα μὲ τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται καὶ ὄροι, ἐπειδὴ ἀποτελοῦν τὰ ὅρια μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης.
Ἡ αἵρεση εἶναι ἀσθένεια τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖο καταλαμβάνεται καὶ ὑποδουλώνεται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ ἑπομένως ἡ ἀσθένεια αὐτὴ θεραπεύεται κυρίως μὲ τὴν προσευχή. Οἱ ἅγιοι, ἐπειδὴ καταυγάζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ γι’ αὐτὸ μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ θεϊκὸ ἀπὸ τὸ δαιμονικό, τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ κίβδηλο, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προφυλάσσουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις.
Τὰ δόγματα δὲν δεσμεύουν τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν διασφαλίζουν, ἐπειδὴ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν καὶ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγώνα καθάρισε τὴν καρδιά του καὶ κυριάρχησε στὰ πάθη του, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεύθερος. Βέβαια, ὁ διάβολος δὲν θὰ παύση νὰ τὸν πολεμᾶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του, εἶναι ὅμως ἀδύνατον νὰ τὸν κάνη ὑποχείριό του, ἐπειδὴ μέσα στὴν καθαρὴ ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ του:
«κατοικεῖ καὶ ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ διάβολος, ὅπως τονίζει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής, δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν καρδιά, ἀλλὰ ἐνεργεῖ ἐξωτερικὰ στὸ περικάρδιο.»
Ἑπομένως, τὰ ὀρθόδοξα δόγματα εἶναι πνευματικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς αὐθεντικῆς ἀγάπης.
Δεύτερον. «Διὰ τοῦτο ὡς φωστήρα σὲ ἀπλανῆ».
Ὅσοι ἔχουν τὴν εὐθύνη νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ κατευθύνουν στὸν προορισμὸ τοῦ πλοῖο ἢ ἀεροπλάνο, αὐτοὶ γνωρίζουν ὅτι γιὰ νὰ τὸ κάνουν μὲ ἀσφάλεια πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαθέτουν, μεταξὺ ἄλλων, ἕνα εἰδικὸ ὄργανο ποῦ ὀνομάζεται πυξίδα. Ἐπίσης, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἀθλητισμὸ γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ὅτι χωρὶς προπονητὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανεὶς σωστὸς ἀθλητής, ὅπως ἐπίσης χωρὶς τὴν παρουσία διαιτητὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ διεξαχθῆ ἀθλητικὸς ἀγώνας. Τὸ ἴδιο θὰ λέγαμε ὅτι συμβαίνει κατ’ ἀναλογία καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Δηλαδή, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ πορευθῆ τὴν «ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ φθάση μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ ξεστρατίση καὶ νὰ πλανηθῆ, ἐὰν δὲν καθοδηγῆται ἀπὸ πνευματικὴ πυξίδα, ἤτοι ἀπὸ ἔμπειρο πνευματικὸ ὁδηγό, ἀπὸ ἀπλανῆ «φωστήρα».
Καὶ τέτοιοι ἀπλανεῖς φωστῆρες καὶ ὁδηγοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι οἱ ἅγιοι, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, καὶ ταυτόχρονα ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη ζωὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴν θεόπνευστη διδασκαλία τους. Αὐτοὶ μποροῦν νὰ καθοδηγοῦν ἀπλανῶς τοὺς πιστοὺς στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τελειότητος, ἐπειδὴ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ εἰσέρχονται στὸ βάθος τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων καὶ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὰ βαθύτερα αἴτιά τους.
Ἡ διανοητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὰ «δόγματα ζωῆς» δὲν ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀλλοιώση ἐσωτερικά. Αὐτὸ ποῦ τὸν ὠφελεῖ καὶ τὸν σώζει εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δογμάτων σὲ πνευματικὴ βρώση καὶ πόση, δηλαδὴ σὲ καθημερινὸ τρόπο ζωῆς. Καὶ αὐτὸ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα τοῦ καθενὸς καὶ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση «ἀπλανοῦς φωστῆρος».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Σοφίας ταῖς ἀκτῖσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ· διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρά σε ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἱεράρχην τίμιον, καὶ Ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη προσάγει σοι Κύριε, Κοδρᾶτον τὸν Ἀπόστολον· καὶ τοῖς ὕμνοις γεραίρει τὴν σεπτὴν αὐτοῦ μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε πταισμάτων ἄφεσιν, δι’ αὐτοῦ δωρηθῆναι, τοῖς μέλπουσι τοῦτον Εὔσπλαγχνε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν δογμάτων ὑφηγητά, στόμα εὐσεβείας, πνευματέμφορον καὶ τερπνόν, κοινωνὲ Μαρτύρων, Ἀπόστολε Κοδρᾶτε, μετάδος τῇ ψυχῇ μου, ἐκ τῆς σῆς χάριτος.
Η ιστορία είναι τραγική και αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι η γερμανική Βέρμαχτ ήταν ένας στρατός αδίστακτος. Πρόκειται για την ιστορία της εκτέλεσης των πρώην συμμάχων Ιταλών στη Κεφαλονιά.
Το NHS στην Αγγλία, αναζήτησε την αλήθεια για την αντιμετώπιση των παιδιών με δυσφορία φύλου και συνέταξε τη “Cass Review”. Εμείς ακόμη θα υποστηρίζουμε το ιδεολόγημα της «επιλογής του φύλου» και θα εγκαταλείπουμε τα παιδιά στο έλεος της αυθαιρεσίας;
Ο άγιος Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1115 και 1135. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην σχολή, η οποία λειτουργούσε στην μονή της αγίας Ευφημίας, όπου και νωρίς εκάρη μοναχός.
Ο ιστορικός τόπος των Θερμοπυλών κατέστη πεδίο μάχης όχι μόνο στη διάσημη σύγκρουση του 480 π.Χ. αλλά αρκετές ακόμα φορές στην ιστορία, με τελευταία αυτή του 1941. Ωστόσο ιδιάζουσα σημασία έχει η μάχη των Θερμοπυλών του 279 π.Χ.
Αλήθεια, για τους Χριστιανούς είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως ο ίδιος βεβαιώνει: «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6).
Από την Πέμπτη 29 Αυγούστου έως και το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024, η 336 Μοίρα της 116 Πτέρυγας Μάχης έλαβε μέρος στην άσκηση «Tarang Shakti 24», η οποία διεξήχθη στην Αεροπορική Βάση «Jodhpur», στην Ινδία.
Ὁ σπουδαιότερος τῶν Ἀρχιεπισκόπων Καντέρμπουρυ. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας τό 602 καί σπούδασε στήν Ἀθήνα. Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Σέ μεγάλη ἡλικία βρέθηκε στή Ρώμη, κατά τήν ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπου Καντέρμπουρυ, μετά τόν θάνατο ἀπό ἐπιδημία τοῦ ἀρχιεπ. Βιγκχάρδου. Ὁ τότε Πάπας Βιταλιανός ἐξέλεξε τόν Ἀφρικανό κληρικό Ἀδριανό, ἀλλά ἐκεῖνος πρότεινε τόν Ἕλληνα Θεόδωρο. Ὁ Βιταλιανός δέχθηκε μέ τόν ὅρο νά συνοδεύση ὁ Ἀδριανός τόν Θεόδωρο στή Βρεττανία.
Εξίμισι ώρα, απόγευμα Αυγούστου, στην οδό Χέυδεν. Η νέα γυναίκα έχει βγάλει περίπατο τον σκύλο της. Οταν ξαφνικά ακούει πίσω της φωνές. Γυρνάει και βλέπει έναν μελαψό νέο άνδρα ο οποίος έρχεται καταπάνω της. Το πρόσωπό του και τα χέρια του είναι ματωμένα. Αυτή αρχίζει και περπατάει πιο γρήγορα για να τον αποφύγει.
Υπήρχε ένας αδελφός που ονομαζόταν Αρέθας, Φαρανίτης*, και ήταν λίγο αμελής στη μοναχική ζωή. Γύρω του, όταν επρόκειτο να πεθάνει, τον παραστέκονταν μερικοί από τους πατέρες. Βλέποντάς τον ο Γέροντας με ιλαρότητα και χαρά να εγκαταλείπει το σώμα, επειδή ήθελε να βοηθήσει πνευματικά τους αδελφούς, του λέει:
Ο ανθ/γός του Ε.Σ. Αντώνιος Λεοντακιανάκης (ή Λεοντακιανάκος) ήταν Μανιάτης εθελοντής στον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Β.Ηπείρου ως λοχαγός του στρατού της αυτόνομης Βορείου Ηπείρου. Το Σεπτέμβριο του 1914 υπέστη ηρωικό θάνατο («ήθλησε» κατά την εκκλησιαστική ορολογία) από τον εχθρό. Τον θάνατό του περιγράφουν ο Περικλής Δρέλλιας στο βιβλίο του «Κατάληψις του Βερατίου» και ο Κ. Σκενδέρης στον «Βορειοηπειρωτικό Αγώνα» (Αθήνα, 1929), σελ. 216-217, ως εξής.
Με παρέμβαση της Τουρκίας για μια ακόμη φορά ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC), συμπεριέλαβε στις αποφάσεις του, κείμενο το οποίο υιοθετεί όλες τις αιτιάσεις και διεκδικήσεις της Άγκυρας για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, την οποία καταγράφει ως «Τουρκική», καθώς αναφέρει επίσης και για «μουσουλμάνους των Δωδεκανήσων».
Ο Όσιος πατήρ ημών Ευμένιος Επίσκοπος Γορτύνης της Κρήτης ο θαυματουργός.
«Ο άγιος Ευμένιος (που έζησε κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα) από τη νεότητά του υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρές πνευματικές ασκήσεις, τόσο που απέκτησε με τη χάρη του Θεού την άκρα ταπείνωση. Γι’ αυτό και η Εκκλησία του εμπιστεύτηκε την επισκοπή της κατά Γορτύνην εκκλησίας. Κάποτε, ο άγιος κατέφλεξε με λαμπάδες ένα φοβερότατο δράκοντα, που εφόρμησε εναντίον του. Από την Εκκλησία της Γορτύνης της Κρήτης πήγε στη Ρώμη, την οποία σαν πυρσός κατεφώτισε με τις θείες διδαχές του και κατέπληξε με το πλήθος των θαυμάτων του. Από εκεί κατέβηκε στη Θηβαϊδα της Αιγύπτου, την οποία, και χωρίς καν τη θέλησή του, την έσωσε από τη θλίψη της ξηρασίας. Εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά, ενώ οι κάτοικοι της Θήβας έστειλαν στην πατρίδα του το άγιο σκήνωμά του. Ράξος μάλιστα είναι η ονομασία του τόπου που κατέχει το σεπτό σώμα του, όπως κατέχει ο ίδιος τόπος και το σεπτό σώμα του αγίου Κυρίλλου.»
Ο όσιος Ευμένιος, το εκλεκτό αυτό τέκνο της Κρητικής γης, «ευτύχησε», μετά το οσιακό τέλος του, να βρει τον αντάξιο υμνωδό του στο πρόσωπο του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου (9ος μ.Χ. αι.). Κι εννοούμε βεβαίως ότι μάλλον εμείς οι πιστοί ευτυχήσαμε να έχουμε τη ζωή του «τραγουδισμένη» από τον μεγάλο αυτό εκκλησιαστικό ποιητή, ο οποίος μας άφησε πλήθος κανόνων και ακολουθιών, διότι ο όσιος Ευμένιος χαίρει και αγάλλεται εκεί που βρίσκεται, μέσα στη χάρη του Κυρίου, χωρίς να επηρεάζεται η χαρά του αυτή από το μεγαλύτερο ή μικρότερο ύψος των συντεθειμένων ακολουθιών γι’ αυτόν. Ας μας επιτραπεί όμως να τονίσουμε ότι πράγματι η ακολουθία του οσίου κινείται σε επίπεδα υψηλής έμπνευσης, τέτοιας που μαζί με τον δοξολογούμενο άγιο να δοξολογούμε τον Θεό και για το χάρισμα που έδωσε στον άγιο υμνογράφο, ο οποίος ενσυνείδητα ξεκινώντας το έργο του της υμνολογήσεως των αγίων «μιμείται» τον μέγιστο των ποιητών Όμηρο. Όπως εκείνος δηλαδή, προκειμένου να περιγράψει στην «Ιλιάδα» του τα σχετικά με τον Αχιλλέα και τα διαδραματισθέντα στην Τροία, επικαλείται την έμπνευση της μούσας: «άνδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον…», έτσι και άγιος Ιωσήφ: επικαλείται τον Κύριο να του δώσει τη χάρη Του, προκειμένου αυτά που θα πει για τον όσιο Ευμένιο να είναι αντάξια της αγιότητάς του: «Οίκτειρον, Κύριε, τον σον δούλον…και δώρησαί μοι το έλεος της ευσπλαγχνίας σου, ίνα ύμνοις σε δοξάζω απαύστως, και τον πιστόν σου θεράποντα στέψω ωδαίς, τον πρόεδρον Γορτύνης σήμερον». Κι έχουμε την εντύπωση ότι αν ζούσε και σήμερα ο άγιος Ιωσήφ, θα προέκτεινε τον εγκωμιαστικό για τον όσιο Ευμένιο λόγο του και στα ομώνυμα με αυτόν «εκτυπώματά» του, τους αγίους Γέροντες, Ευμένιο του Νοσοκομείου των Λοιμωδών Νόσων Αττικής και Ευμένιο των Ρούστικων Ρεθύμνου Κρήτης. Η λυγερόκορμη και λεβεντογέννα και αγιοτόκος Κρήτη πρέπει σήμερα να ριγά από συγκίνηση για το σπουδαίο τέκνο της, τον όσιο Ευμένιο, αλλά και για τις αγιασμένες «προεκτάσεις» του, τους συγχρόνους αγίους Ευμενίους.
Δεν υπάρχει ο χώρος ούτε ο χρόνος προκειμένου να δούμε τις πολυποίκιλες διαστάσεις της χαρισματικής προσωπικότητας του οσίου Ευμενίου, όπως μας τις παρουσιάζει ο ποιητής της Εκκλησίας μας. Δύο όμως σημεία αξίζουν ιδιαιτέρως της προσοχής μας.
Πρώτον: η εξήγηση που προβάλλει ο υμνογράφος, για να δείξει την αγιότητα του Ευμενίου. Είναι άγιος, διότι έγινε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος. «Οίκος γέγονας Πνεύματος» τονίζει και όχι μόνον μία φορά. Και πράγματι: ο άγιος δεν είναι απλώς ο καλός άνθρωπος, όπως όλοι πια γνωρίζουμε, αλλά εκείνος που ενώθηκε με τον Θεό, που έγινε μέλος Χριστού και Εκείνος κατοικεί με τη χάρη Του στην ύπαρξη του ανθρώπου, και την ψυχή και το σώμα του. Είναι εκείνο που τονίζει ο απόστολος Παύλος, προκειμένου να κάνει τον χριστιανό να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο που του χάρισε ο Χριστός: «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός εστι του εν υμίν αγίου Πνεύματος;» Και αλλού: «Ναός Θεού εστε ζώντος». Τέτοιος ναός άγιος υπήρξε και ο άγιος Ευμένιος. Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο ο όσιος έφτασε σ’ αυτό το σημείο: «θείοις ναοίς σχολάζων, Ιεράρχα, και σεπταίς μελέταις ωραϊζόμενος». Δηλαδή, έγινες ναός του αγίου Πνεύματος, Ιεράρχα, διότι ζούσες στους θείους ναούς και κοσμούσες τον εαυτό σου με τις μελέτες του νόμου του Θεού. Κι είναι αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να είναι σωστός χριστιανός, κατοικητήριο του Θεού, αν δεν αφιερώνει χρόνο στις συνάξεις της Εκκλησίας και στη μελέτη του λόγου του Θεού. Στην Εκκλησία ζει το μυστήριο της ένωσής του με τον Θεό, και ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που φωτίζει τον νου του ανθρώπου. Ο υμνογράφος τονίζει εν προκειμένω ό,τι ετόνιζε και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν». Θέλεις να γνωρίσεις τον Θεό, δηλαδή να είσαι ενωμένος μαζί Του; - αυτό σημαίνει γνώση Θεού στην Εκκλησία μας. Ένας είναι ο τρόπος: να αφιερώσεις χρόνο για Εκείνον. Το ίδιο λοιπόν με άλλα λόγια τονίζει και ο υμνογράφος.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο επικεντρώνουμε την προσοχή μας από όσα ο ποιητής λέει, είναι η σύνεση του οσίου Ευμενίου. Κι είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα που αποκτά ο χριστιανός, όταν αρχίζει να βιώνει την ενοίκηση του Πνεύματος του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. «Σύνεσιν έσχηκας, ως ειρηνεύσας εκ παθών όσιε, νουν και ψυχήν». Απέκτησες σύνεση, όσιε, επειδή ειρήνευσες από τα πάθη τον νου και την ψυχή σου. Με άλλα λόγια, η σύνεση στον άνθρωπο έρχεται, μόνον όταν αυτός με τη χάρη του Θεού υποτάξει τα πάθη του και συνεπώς αποκτήσει την ειρήνη του Χριστού. Καταλαβαίνουμε πόσο δυσεύρετη αρετή είναι η σύνεση, ιδίως στην εποχή μας, η οποία μαστίζεται από τις εντάσεις των παθών και την ταραχή που προκαλούν αυτά στην ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Δεν είναι εκτός πραγματικότητας η εκτίμηση ότι ζούμε σε μία εποχή πλήρους ανισορροπίας, κατά την οποία είναι δύσκολο, αν μη αδύνατο πολλές φορές, να βρεις έναν άνθρωπο συνετό, που θα μπορεί να βλέπει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις. Γι’ αυτό και η μόνη λύση είναι η προσφυγή μας στον Κύριο, τον χορηγό αυτής της χάρης, όταν βεβαίως και εμείς συνεργούμε προς αυτήν την κατεύθυνση με τον πνευματικό μας αγώνα. Ο άγιος Ευμένιος έρχεται σήμερα να μας υπενθυμίσει την πραγματικότητα αυτή και να μας σημάνει τη μετάνοιά μας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχὺν προμηθέα σέ, καὶ ἀρωγὸν εὐμενῆ, κεκτήμεθα Ὅσιε ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, Εὐμένιε ἔνδοξε, σὺ γὰρ ἀναβλυστάνων, συμπαθείας τὰ ρεῖθρα, βρύεις τὴ Ἐκκλησία, Ἰαμάτων πελάγη. Ἀλλὰ καὶ τοὶς τιμώσι σέ, σκέπη γενήθητι.
Κοντάκιον. Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωτὶ θεϊκῶ, ἑλλαμφθεῖς παμμακάριστε, φωτίζεις ἠμᾶς, τοὺς πόθω ἀνυμνοῦντάς σου, τὴν σεπτὴν καὶ ἔνδοξον, καὶ ἁγίαν Πάτερ μετάστασιν, Ἱεράρχα Εὐμένιε, πρεσβεύεις γὰρ ἀπαύστως ὑπὲρ ἠμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὀρθοδόξοις ἐμπρέπων Πάτερ διδάγμασι, τὰς ζοφώδεις αἱρέσεις πάσας ἐμείωσας, καὶ θαυμάτων αὐτουργὸς δειχθεὶς Εὐμένιε, περιβόητος παντί, προμηθείᾳ θεϊκῇ, ἐγένου· ὅθεν σε πίστει, τιμῶμεν ὡς Ἱεράρχην, καὶ τῶν Ἀγγέλων ὁμότιμον.
Ὁ Οἶκος
Οἴκτειρον Κύριε τὸν σὸν δοῦλον, καὶ συγχώρησον πάντα τὰ ὀφειλήματα νῦν, καὶ δώρησαί μοι τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ἵνα ὕμνοις σε δοξάζω ἀπαύστως, καὶ τὸν πιστόν σου θεράποντα στέψω ᾠδαῖς, τὸν πρόεδρον Γορτύνης σήμερον, Εὐμένιον τὸν φωστῆρα, γῆς πάσης τὸ μέγα κειμήλιον, τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα, καὶ τῆς Κρήτης τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα· πρεσβεύει γὰρ ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν
Ανείπωτη η χαρά του Klaus Schwab, του Bill Gates, του Tony Βlair αλλά και του Rockefeller Foundation
H πορεία αναγέννησης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ξεκίνησε από τον Aλέξιο Kομνηνό και έφθασε στην κορύφωση, αλλά και στο τέλος της, την εποχή του εγγονού του, Mανουήλ. Kαταλύτης σε αυτή την εξέλιξη ήταν η μάχη στο Mυριοκέφαλο.
Η οικογένεια αποτελεί πρώτιστη αξία για την χριστιανική μας πίστη, η οποία χαρακτηριζόταν στην αρχαία εποχή ως «κατ οίκον εκκλησία». Μια από αυτές τις άγιες οικογένειες υπήρξε και αυτή της αγίας Σοφίας και των θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Ο Dr. Delgado είναι γυναικολόγος και δημιουργός της θεραπείας αναστροφής του εκτρωτικού χαπιού «μιφεπριστόνη». Είναι η διαδικασία που αναστρέφει τις επιπτώσεις του χαπιού της άμβλωσης μετά τη λήψη του, προκειμένου να σώσει τη ζωή του αγέννητου μωρού.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιωακείμ ο Πάνυ, πρώτος Πατριάρχης Αλεξανδρείας μετά την τουρκική κατάκτηση της Αιγύπτου (1517 μ.Χ.) όταν ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ νίκησε τους Μαμελούκους και απέσπασε από εκείνους την κυριότητα της Αιγύπτου και την χαλιφεία, γεννήθηκε στην Αθήνα τό έτος 1448 μ.Χ. και εμόνασε στην Ιερά Μονή του Σινά και στη Λαύρα του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου, στην Παλαιστίνη.
Ανήλθε στον παλαίφατο και Αποστολικό Θρόνον του Αγίου Μάρκου τον Αύγουστο του έτους 1487 μ.Χ.
Ανηλώθη στην αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου με οξύνοια και πρακτικό πνεύμα. Έλαβε μέρος στην Σύνοδο των Ιεροσολύμων (1526 μ.Χ.), στην οποία συζητήθη και επελύθη το λεγόμενο Σιναϊτικό Ζήτημα. Ανεζήτησε και εξασφάλισε οικονομική στήριξη για τον χειμαζόμενο Πατριαρχικό Θρόνο Του από τον τσάρο Βασίλειο Δ΄.
Αντεστάθη σθεναρώς προς τις κρούσεις, κυρίως, του Ενετού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Πάτρου Λάνδου, ώστε να συναινέσει στην ένωση των Εκκλησιών και να συμμετάσχει, κατά το έτος 1562 μ.Χ., στην Ρωμαιοκαθολική Σύνοδο του Τριδέντου.
Η στάση του μάλιστα αυτή ενίσχυσε, ακόμη περισσότερο, την εντύπωση του Χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας περί της αγιότητός του και της εμμονής του στα πάτρια και τα παραδεδομένα.
Διασώζονται διηγήσεις, από χρονικογράφους της εποχής, περί θαυμαστών σημείων τα οποία ο Άγιος Πατριάρχης επετέλεσε δια της πίστεώς του.
Εκοιμήθη σε βαθύτατο γήρας, το έτος 1567 μ.Χ., άγων το 117ο έτος της επιγείου ζωής του, πατριαρχεύσας ογδόντα έτη.
Η ιερά Ακολουθία του Αγίου Ιωακείμ του Πάνυ, συνετέθη από τον Σεβ.Μητροπολίτη Ρόδου κ.Κύριλλο, υμνογράφο, και εξεδόθη το έτος 2009 μ.Χ., προνοία της ΑΘΜ του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β’, εις μνημόσυνον του αοιδίμου Προκατόχου Του, Πατριάρχου Πέτρου Ζ’, επί της πατριαρχίας του οποίου ενεγράφη το όνομα του Αγίου Ιωακείμ στις αγιολογικές δέλτους της Εκκλησίας, δι’ επισήμου Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως αγιοκατατάξεως (17η Σεπτεμβρίου 2002 μ.Χ.).
Η τιμία κάρα του Αγίου Ιωακείμ, ευρίσκεται τεθησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Οσίου Σάββα.
Το θαύμα του Ντουρ Νταγ (Βουνό Στάσου)
Κατὰ τὸν 16ο αἰώνα (1536) στὴν Ἀλεξάνδρεια εἶχε γίνει ἕνα μεγάλο θαῦμα:
Στὴν Ἀλεξανδρινὴ Ἐκκλησία, ἐπὶ 75 χρόνια Πατριάρχης ἦταν «Ἰωακεὶμ ὁ πάνυ», δηλ. ὁ μέγας. Ἦταν ἐνάρετος, ταπεινός, ἁπλὸς καὶ ἀγαθὸς μὲ πολλὰ χαρίσματα πλουτισμένος καὶ κατὰ τὴ μακρόχρονη περίοδο τῆς Πατριαρχίας του, πολλὰ θαύματα δι’ αὐτοῦ ἐνήργησεν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ ἐποίμανε θεάρεστα τὸ πλήρωμα τῶν χριστιανῶν, κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 135 χρόνων (ἴδε Ἀθαν. Ὑψηλάντη, βιβλ. «Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν»).
Στὶς ἡμέρες τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἕνας ὑπουργὸς τοῦ Σουλτάνου τῆς Αἰγύπτου, Ἑβραῖος τὴν καταγωγή, διέβαλε τοὺς χριστιανοὺς ὅτι στὸ εὐαγγέλιό τους λένε πολλὰ ψέματα καὶ διαστρέφουν μ’ αὐτὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καὶ τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Προφήτη.
«Μεγαλειότατε, εἶπε στὸ Σουλτάνο ὁ ἑβραῖος, λένε πὼς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν –ὡς κόκκον συνάπεως– καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσητε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται» καὶ «κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει» (Ματθ. ΚΑ’ 21, Μάρκ. ΙΣΤ’ 18).
Ὁ Σουλτᾶνος, ποὺ κι αὐτὸς ἀφορμὴ ζητοῦσε, μὲ «Φιρμάνι» διέταξε τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας νὰ ἀποδείξουν ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ εὐαγγέλιό τους, καὶ πὼς ἄν, σύμφωνα μ’ αὐτὰ ποὺ διδάσκουν, δὲν μεταθέσουν τὸ βουνὸ ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Πόλι τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ νὰ τὸ διατάξουν νὰ πάει νὰ σταθεῖ στὸ ἀπέναντι μέρος, θὰ βάλει γενικὴ σφαγὴ σ’ ὅλους τοὺς χριστιανούς.
Ὁ ἐνάρετος καὶ ἅγιος Πατριάρχης Ἰωακείμ, ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ μεγάλη του πίστι στὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ στὰ ἀψευδὴ ἱερὰ λόγια τοῦ εὐαγγελίου, πῆγε στὸν τόπο ποὺ ὥρισε ὁ Σουλτάνος, ἔκαμε θερμὴ προσευχὴ καὶ δέησι στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, θυμίασε πρὸς τὴν κατεύθυνσι τοῦ βουνοῦ, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ βουνὸ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ εἶσαι καὶ νὰ πᾶς νὰ σταθεῖς στὴν ἀπέναντι παραλία τοῦ λιμανιοῦ. Μὲ τὸ λόγο αὐτὸν τοῦ Πατριάρχη, σηκώθηκε τὸ βουνὸ στὸν ἀέρα γιὰ νὰ πάει καὶ νὰ σταθεῖ ’κεῖ, ποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὸ διέταξε ὁ Πατριάρχης.
Ὁ Σουλτᾶνος, ἅμα εἶδε τὸ βουνὸ νὰ σηκώνεται, νόμισε πὼς θἄπεφτε πάνω τους καὶ ἀπὸ τὸν πολὺ φόβο καὶ τρόμο ποὺ τὸν ἔπιασε, ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ντούρ – ντάγ, Ντούρ – ντάγ», δηλαδή, πές του νὰ σταματήσει, καὶ τὸ βουνό, μὲ προσταγὴ καὶ πάλι τοῦ Πατριάρχη, σχίστηκε σὲ τρία κομμάτια καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ μέχρι σήμερα βρίσκεται, στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Σὲ συνέχεια, μὲ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου, ἔδωκαν στὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη Ἰωακεὶμ νὰ πιεῖ φοβερὸ δηλητήριο, μὲ τὴν αὐστηρὴ σύστασι τοῦ Σουλτάνου, νὰ μὴ κάνει αὐτὰ «τὰ μάγεια» ποὺ κάνουν οἱ χριστιανοί, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ λένε «Σταυρό» καὶ σημειώνουν μ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τους ἢ τὰ ἀντικείμενα ποὺ θὰ χρησιμοποιήσουν καὶ θὰ μεταχειριστοῦν.
Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ, πῆρε τὸ δοχεῖο μὲ τὸ δηλητήριο στὰ χέρια του, καὶ ἀφοῦ ἔκανε πὼς τὸ περιεργάζονταν, μέσα του εἶπε θερμὴ προσευχὴ στὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τότε γύρισε στὸ Σουλτᾶνο καὶ τὸν ρώτησε: «Μεγαλειότατε, ἀπὸ ποῦ θέλετε νὰ πιῶ αὐτὸ τὸ ὡραῖο ποτό, θέλετε ἀπὸ δῶ, θέλετε ἀπ’ ἐκεῖ, θέλετε ἀπ’ ἀλλοῦ, ἀπ’ ὅπου θέλετε θὰ τὸ πιῶ», κι ἔτσι δείχνοντας μὲ τὸ στόμα του, ἀπὸ ποῦ νὰ τὸ πιεῖ, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ τὸ κεφάλι του, ἀφοῦ ἔδειξε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ δοχείου, χωρὶς ὁ Σουλτᾶνος νὰ καταλάβει τὸν τρόπο ποὺ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ Σουλτᾶνος τοῦ ἀπήντησε, «ἀπὸ ὅποιο σημεῖο θέλεις πιέστο». Ὁ Πατριάρχης, ἤπιε τὸ δηλητήριο ὅλο, μόνον ἔμειναν λίγοι ἀφροὶ τοῦ δηλητηρίου στὸ ποτήρι, καὶ τότε εἶπε, ὁ Πατριάρχης στὸ Σουλτᾶνο: «Μεγαλειότατε, τώρα μὲ τὴ σειρά μου νὰ σᾶς ζητήσω μιὰ χάρι, θέλω βασιλιά μου, γιὰ νὰ καταλάβει ἡ μεγαλειότης σου κι ἐκεῖνος ποὺ ἑτοίμασε τὸ τρομερὸ αὐτὸ δηλητήριο καὶ σᾶς εἶπε αὐτὰ τὰ ψέματα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, νὰ δοκιμάσει τὴ δύναμι τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ νὰ πιεῖ ὁ (τάδε) ὑπουργός Σας, τὰ ὑπολείμματα αὐτὰ τοῦ δηλητηρίου».
Ὁ Ἑβραῖος ὑπουργός, ποὺ γνώριζε τὴ δύναμι τοῦ τρομεροῦ δηλητηρίου αὐτοῦ, δὲ δέχονταν νὰ τὸ πιεῖ, ἀλλὰ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Σουλτάνου, ἐξαναγκάστηκε νὰ πιεῖ τὰ ξεπλύματα τοῦ ποτηριοῦ ποὺ εἶχε τὸ δηλητήριο, κι ἀμέσως ἅμα τὸ ἦπιε ἔσκασε καὶ ἔμεινε ἐπὶ τόπου νεκρός. Ἐνῶ ὁ Πατριάρχης, ποὺ ἤπιε ὅλο τὸ δηλητήριο, μὲ τὴ θερμὴ πίστι καὶ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔπαθε τίποτε καὶ ἔτσι ἐπαλήθευσε τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου καὶ θριάμβευσε ὁ χριστιανισμός.
Πηγή: Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία, (Από το βιβλίο «Γεροντικό του Αγίου Όρους» του Αρχιμαδρίτη Ανδρέα Θεοφιλόπουλου, σελ. 246-248) Χριστιανική Φοιτητική Δράση
Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γιὸς ἱερέα εἰδωλολάτρη, τοῦ Ἱεροκλέα, ποὺ ἱεράτευε κατὰ τὴν Σολέα τῆς Κύπρου, στὸ χωριὸ Λαμπαδιστό. Ὁ ἱερέας διακρινόταν γιὰ τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ φιλοξενήσει τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Μαρκο, ὅταν αὐτοὶ βρέθηκαν στὸ ἔδαφος τῆς Κύπρου. Τότε εἵλκυσαν στὸν Χριστὸ τὸν γιὸ τοῦ Ἡρακλείδη καὶ αὐτὸς στὴ συνέχεια ἔφερε στὸν Χριστὸ τοὺς γονεῖς του.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἡρακλείδη διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :
«Τίς σοῦ τὸν βίον ἰσχύσει ἐκδιηγήσασθαι;... Χαῖρε ὅτι ἐχρίσθης Ἱεράρχης θεόθεν. Χαῖρε ὅτι ἐφάνης ὁδηγὸς παιδιόθεν...»
Δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Δίκαιος καὶ ὁ ἔπαινος. Γιατί ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος, ποὺ γιορτάζουμε στὶς 17 τοῦ Σεπτέμβρη, δὲν εἶναι μόνο ὁ πρῶτος Ἱεράρχης τῆς ξακουστῆς Ταμασοῦ, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ πιὸ σπουδαίους Ἱεράρχες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς εὐλογημένης Κύπρου μας. Γεννήθηκε στὴ Λαμπαδοὺ ἢ Λαμπαδιστό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ σημερινὸ Μιτσερό, κι ἦταν γιὸς εἰδωλολάτρη ἱερέα. Κάποια μέρα ποὺ πατέρας καὶ γιὸς καταγινόντουσαν μὲ τὴν προσφορὰ θυσίας στοὺς θεούς, δυὸ ξένοι πλησίασαν, κι ἀφοῦ χαιρέτησαν μὲ καλοσύνη, ζήτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν Πάφο. Οἱ δυὸ ξένοι, ποὺ φαινόντουσαν νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, ἦταν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μάρκος ποὺ εἶχαν ἔρθει στὸ νησὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ τὴν πρώτη τους ἀποστολικὴ περιοδεία, γύρω στὸ 45 – 46 μ.Χ.
Ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας Ἱεροκλῆς ἡ Ἱερόκλεως, ὁ πατέρας τοῦ Ἠρακλειδίου, μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλοξενία ποὺ διακρίνει τοὺς Ἕλληνες, ἔσπευσε νὰ καλέσει τοὺς ξένους νὰ παραμείνουν στὸ σπίτι του, ἐκεῖ στὸ χωριὸ, τὴν Λαμπαδού, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν καὶ αὐτός, γιὰ νὰ τοὺς διευκολύνει, ἔστειλε τὸν γιὸ του τὸν Ἠρακλέωνα, νὰ τοὺς συνοδεύσει ὡς ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόμο. Εὐλογημένη συνάντηση! Καὶ τρισευλογημένη ἀπόφαση! Μόλις οἱ Ἀπόστολοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄρχισαν τὴ συζήτηση μὲ τὸν νεαρό.
› Τί ἐκάμνατε, παιδί μου, ἐκεῖ ποὺ σᾶς συναντήσαμε, ρώτησε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Βαρνάβας.
› Προσφέραμε θυσία στοὺς θεούς μας, ἀπήντησε ὁ Ἠρακλείδιος.
› Θεοὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα; Ὄχι, παιδί μου. Αὐτὰ δὲν εἶναι θεοί. Εἶναι δημιουργήματα. Εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Αὐτός, ποὺ ἐδημιούργησε «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν Θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὔτοις». Ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ χειροποίητους ναούς, οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, γιατί δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἀντίθετα! Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλα ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ ὅλα ὅσα τοὺς χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησή τους. Αὐτός, ἀπὸ ἕνα ζευγάρι, ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ. Καὶ Αὐτός, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλανηθήκαμε, ἀπὸ ἀγάπη ἄπειρη ἔστειλε σ’ ἐμᾶς τὸν γιό του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει...
Ὁ Ἡρακλέων μὲ κατάνυξη ἄκουε τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων. Ἡ ψυχή του, σὰν τὴ διψασμένη γῆ, ρουφοῦσε κυριολεκτικὰ τὴν διδασκαλία γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Εὐλογημένο! Ὁ νεαρὸς προσήλυτος, ὅταν ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Σέτραχο, (μερικοὶ φρονοῦν πὼς ὁ ποταμὸς στὸν ὅποιο βαπτίσθηκε ὁ Ἠρακλείδιος εἶναι ὁ Καρκώτης, ὁ ποταμὸς τῆς Σολέας, ποὺ τρέχει κάτω ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μαραθάσας, τὸν Καλοπαναγιώτη, σὰν τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων), ρώτησε μὲ λαχτάρα:
› Ποιὸς μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτιστῶ;
› Κανένας, ἦταν ἡ ἀπάντηση. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις.
› Τὸ θέλω! φώναξε ὁ Ἡρακλέων. Τὸ θέλω μὲ τὴν καρδιά μου!
Τότε οἱ Ἀπόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στὸν ποταμό, τὸν βάφτισαν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ ὄνομα Ἠρακλείδιος. Μετὰ προχώρησαν σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸν ποταμό, στὴν ὁποία παρέμειναν μερικὲς μέρες συνεχίζοντες τὴ διδασκαλία.
Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ ἦρθε ἀπροσδόκητα καὶ τοὺς συνήντησε κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἑπόμενη ἔφτασε κι ὁ Μνάσων, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὀνομάζει «ἀρχαῖον μαθητήν» (Πράξεις κα’ 16). Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ κατήχηση τοῦ νεοφώτιστου οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι τὸν χειροτόνησαν ἐπίσκοπό της Ταμασοῦ καὶ τοῦ ἀνέθεσαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἁλιείας ψυχῶν στὴν πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του ἔμεινε καὶ ὁ Μνάσων. Οἱ δυὸ μαθητὲς ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κατευόδωσαν γιὰ τὴν Πάφο, ρίφθηκαν μὲ φλογερὸ ζῆλο στὸ ἔργο τους. Τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Τόπος συνάξεων ἕνα ὑπόγειο. Ἕνα ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ σώζεται καὶ σήμερα καὶ ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ χρησίμευσε ὄχι μονάχα ὡς ἐκκλησία στὴν ὁποία ὁ Ἠρακλείδιος συγκέντρωνε τοὺς πιστούς του, ἀλλὰ καὶ σὰν κατοικία καὶ ἀσκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔγινε ἀκόμη καὶ τάφος του, μὰ καὶ τάφος τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἐδῶ θεμελιώθηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία ποὺ σιγά – σιγὰ ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους ποὺ κλήθηκαν νὰ χαροῦν τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς, ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς τοῦ φλογεροῦ καὶ ζηλωτὴ ἐργάτη τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνα. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «εἴτις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἐστὶν ἀπίστου χειρῶν» (Ἀ Τιμ. ε’ 8), βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἕνα πιστὸ καὶ ἐνθουσιώδη ἐκτελεστή. Μὲ τὶς στοργικές του νουθεσίες καὶ τὶς θερμές του παρακλήσεις τόσο ὁ πατέρας, ὅσο κι ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκαν μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη τὴν καινούργια θρησκεία καὶ βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανικὴ ἀγαλλίαση καὶ ἱκανοποίηση δοκίμασε ὁ νεαρὸς ἱεραπόστολος τὴν ἥμερα ἐκείνη! Τὴν ἥμερα ποὺ οἱ γονεῖς του φόρεσαν τὸν λευκό τοῦ βαπτίσματος χιτώνα. Καλότυχοι γονεῖς. Εὐτυχισμένος γιός!
Μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τοῦ Ἁγίου τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ σχηματίστηκε στὴν ἀρχὴ γύρω του, μεγάλωνε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἡ πόλη τῆς Ταμασοῦ νὰ γίνει ἕνα περίλαμπρο χριστιανικὸ κέντρο. Στὴν αὔξηση αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν φλογερὸ ζῆλο του, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο πλούσια τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο καὶ παλαιά, μὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θὰ σημειώσουμε ἐδῶ μερικά.
Μιὰ μέρα, ἕνα φίδι φαρμακερὸ (κουφή) δάγκασε τὸ μονάκριβο παιδὶ κάποιας γυναίκας ποὺ ἦταν συγγενὴς τῆς συζύγου τοῦ κοινοτάρχη τῆς Ταμασοῦ, τῆς Μακεδονίας, τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι ἔσωσαν νωρίτερα ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ Τροφίμη – ἔτσι λεγόταν ἡ μητέρα – μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους φανεροὺς πιστοὺς ἔτρεξαν καὶ κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἁγίους στὸ σπίτι ποὺ ἦταν τὸ παιδί. Οἱ Ἅγιοι μὲ προθυμία ἔσπευσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν παράκληση. Σὰν ἔφθασαν, ὁ Ὅσιος Ἠρακλείδιος γονάτισε μπροστὰ στὸ ἄτυχο παιδὶ καὶ σήκωσε τὰ χέρια. Τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ κατάνυξη προσευχόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀναστήσει τὸ νεκρὸ παιδί, ἡ μητέρα ἔξαλλη ἀπ’ τὴν λύπη κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε καὶ αὐτὴ κάτω νεκρή.
Ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, συνέχισε τὴν προσευχή του. Σὰν τέλειωσε, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ παιδί, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τράβηξε. Ὁ Ἀέτιος — αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του – ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Μνάσων ἀνέστησε καὶ τὴν Τροφίμη, τὴ νεκρὴ μητέρα καὶ τῆς παρέδωσε τὸ παιδί της. Οἱ παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις δοξολογίες. Ἀμέσως ἡ Τροφίμη, ἀφοῦ ντύθηκε τὴν πιὸ καλή της φορεσιὰ καὶ ἕντυσε λαμπρὰ καὶ τὸ παιδί της, ξεχύθηκε μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους, τὴν συγγενή της Μακεδονία καὶ τὸ πλῆθος στὸν δρόμο καὶ φώναξε μὲ πίστη καὶ παλμό:
› Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ κηρύττουν ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων.
Μὲ συγκίνηση ἡ πομπὴ προχώρησε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ τετρακόσια νέα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες βαπτίσθηκαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.
Ἄλλη φορά, ἐνῶ ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων ἱερουργοῦσαν στὸ ναὸ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τοὺς ἱεροὺς ὕμνους, ἕνας δαιμονισμένος ἀπὸ τὰ Πέρα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ποὺ τὸν βασάνιζε γιὰ καιρό, μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ὄρμισε πάνω στὸν Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ ξέσχισε τὸ ἔνδυμα. Ἀμέσως ὅμως γιατρεύτηκε καὶ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Στὸ ἄκουσμα τοῦ Θαύματος, πλήθη λαοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἔφεραν στοὺς Ἁγίους διάφορους ἀρρώστους, καὶ αὐτοὶ τοὺς γιάτρεψαν καὶ ὑστέρα τοὺς βάπτισαν. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ καὶ ἕναν κουτσὸ καὶ ἔκανε καλὰ ἕναν παράλυτο. Ἐπίσης ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ἕνας ἄγαλματοποιὸς καὶ νὰ βαπτισθεῖ μὲ τὰ τρία παιδιά του καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους.
Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων στὴν πόλη τῆς Ταμασοῦ ἦρθε νὰ διακόψει αὐτὸ τὸν καιρὸ μία ἐπιστολὴ ἀπὸ μέρους τῶν δυὸ Ἀποστόλων, τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στὸ «γράμμα» αὐτὸ οἱ Ἀπόστολοι ἔγραψαν στὸν Ἠρακλείδιο ὅσα τοὺς συνέβησαν ἐκεῖ, καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ σπεύσει νὰ τοὺς συναντήσει καὶ νὰ βοηθήσει καὶ αὐτὸς στὸ κήρυγμα. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀνήγγειλε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὰ τὶς προσευχές τους, τέλεσε τὸ Μυστήριό τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χειροτόνησε τὸν γιὸ τῆς Μακεδονίας, Γρηγόριο, σὲ πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κατηχεῖ τὸν λαό, καὶ ξεκίνησε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή. Μαζί του πῆρε τὸν Μνάσωνα καὶ κάποιον ἄλλο, τὸν Ροδώνα.
Στὸν δρόμο πρὸς τὴν Πάφο, ἐκεῖ στὸ χωριὸ Ἀνώγυρα, ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος ἔκαμε καλὰ ἕναν τυφλό, ἀφοῦ τοῦ ἄγγιξε τὰ μάτια καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτός, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ θεραπευτῆ του κι ἄρχισε νὰ φωνάζει:
› Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, καὶ πιστεύω μὲ τὴν καρδιὰ τὸν Θεό, ποὺ κηρύττεις.
Στὸ ἄκουσμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ μαζεύτηκαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν θεραπευθέντα καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ τοὺς ξένους. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ ξανάβλεπε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ τῶν ὁσίων μὲ ἔκσταση, ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ φωνάζουν: Ἐλέησέ μας, Κύριε. Ἐλέησέ μας, σὲ παρακαλοῦμε, τοὺς δούλους σου. Οἱ Ἅγιοι μίλησαν καὶ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν σωτηρία ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο καὶ στὸ τέλος βάπτισαν περὶ τοὺς δεκαπέντε ἄνδρες. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νεοφώτιστους, ποὺ εἶχε καὶ τὸ χέρι του ἀκίνητο, σὰν ξεραμένο θεραπεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα.
Οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶδαν ὅσα ἔγιναν, ξεσήκωσαν τὰ πλήθη ἐνάντια στοὺς Ἁγίους καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἔφυγαν τὸ ταχύτερο γιὰ τὴν Πάφο. Ἀφοῦ γιὰ ἕνα διάστημα συνέδραμαν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων, ξαναγύρισαν στὴν Ταμασὸ περνώντας ἀπὸ τὸ Κούριο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἐπισκοπή. Στὴν ἐπιστροφή τους, μετὰ τὸ Κούριο, γιάτρεψαν μία δαιμονισμένη ποὺ ἔτρεχε ξωπίσω τους καὶ τοὺς φώναζε. Ὁ Ἠρακλείδιος τὴν σφράγισε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα, ποὺ Θεραπεύθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό.
Οἱ ζηλωτὲς Ἱεραπόστολοι μὲ τὴν καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ στὸ χωριὸ Μελίνη, ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀδελφή τοῦ Ἠρακλειδίου ἡ Ἠρακλειδιανή, εἶχε ἀφήσει τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ μέρες καὶ εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό. Οἱ Ἅγιοι τάχυναν τὸ βῆμα πρὸς τὴν Ταμασὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ βουνὸ Κορώνη, ὅπου εἶχε ταφεῖ ἡ Ὁσία. Μπροστὰ στὸν τάφο της σταμάτησαν, ἔψαλαν μερικοὺς νεκρώσιμους ὕμνους καὶ ὕστερα πῆγαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἅγιος μίλησε στὰ πλήθη, λόγους παρηγοριᾶς καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Δέκα μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὁσίων στὴν Ταμασό, κάποιος εἰδωλολάτρης ἀπὸ τὴ Λαμπαδιστὸ ἢ Λαμπαδού, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ εἶπε, πὼς πρὸ καιροῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀδελφή του Ἠρακλειδιανὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων, γιὰ νὰ τὸ φυλάξει. Ὁ Ἅγιος, στὴν παράκληση τοῦ Τιμοθέου νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν τὰ χρήματα, διέταξε νὰ δώσουν σ’ αὐτὸν νὰ φάγει καὶ ὑστέρα σηκώθηκε καὶ τράβηξε στὸν τάφο. Ξωπίσω του ἀκολούθησαν ὁ Μνάσων καὶ μερικοὶ ἄλλοι. Ὅταν ὁ Ἠρακλείδιος ἔφθασε ἐκεῖ, γονάτισε καὶ μὲ στοργὴ κάλεσε τὴν ἀδελφή του καὶ τῆς εἶπε γλυκά:
› Ἀδελφή μου ἀγαπημένη! Ξύπνα, σὲ παρακαλῶ, καὶ πές μου, ποῦ ἔβαλες τὰ χρήματα τοῦ Τιμοθέου;
› Τὰ χρήματα, πατέρα καὶ ἀδελφέ μου, ἀπήντησε ἡ νεκρή, θὰ τὰ βρεῖτε κάτω ἀπὸ μία πέτρα στὸ πάτωμα τοῦ κρεβατιοῦ.
› Κοιμήσου ἐν εἰρήνῃ, ἀδελφή μου, πρόσθεσε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος.
Τὰ χρήματα βρέθηκαν καὶ δόθηκαν στὸν Τιμόθεο, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη πίστεψε στὸν Χριστό, κατηχήθηκε καὶ δέχθηκε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Θὰ χρειαζόταν νὰ προστεθοῦν πολλὲς σελίδες ἀκόμη γιὰ νὰ καταγράψουν τοῦ Ἁγίου τὰ θαύματα. Τοῦτο ὅμως θὰ μάκραινε πολὺ τὸν λόγο, πράγμα ποὺ δὲν θέλουμε. Τὰ λίγα ποὺ ἀναφέρθηκαν εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ δεῖ ὁ καθένας πόσο πλούσια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίτωσε τὸν ἅγιο καὶ μάρτυρα ἐπίσκοπο.
Εἴπαμε τὸν ἅγιο μάρτυρα, γιατί ἡ θεμελίωση καὶ αὔξηση τῆς νέας θρησκείας στὴν πολυάνθρωπο πόλη ἐξήγειρε τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν ἐνάντια στοὺς πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ἐνῶ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν στὸ σπήλαιό του, ἄρρωστος μὲ πυρετό, μανιασμένοι εἰδωλολάτρες ὄρμισαν στὸ σπήλαιο, ἅρπαξαν τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἔσυραν στὴν πλατεία τῆς Ταμασοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν σκότωσαν μὲ τὸ ξίφος. Ὁ Ἅγιος πέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δημίους του. Ὁ θάνατός του ὅμως δὲν κόρεσε τὴν μανία τοῦ ὄχλου, ποὺ ἔσπευσε νὰ φέρει ξύλα, νὰ ἀνάψει φωτιά, καὶ νὰ ρίξει μέσα τὸ ἅγιο σκήνωμα, γιὰ νὰ τὸ κάψει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν δὲν κρατήθηκε.
Μὲ τὸν Μνάσωνα μπροστὰ ὤρμησε, διάλυσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔσβησε τὴν φωτιά, καὶ ἀφοῦ μάζεψε μὲ εὐλάβεια τὸ ἅγιο λείψανο, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὴν ὑπόγεια σπηλιὰ μὲ δάκρυα στοργῆς κι εὐγνωμοσύνης. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα.
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ.»
Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου καὶ τὸν ζῆλο του, μὰ καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων σκόρπισε τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς σ’ ὅλη τὴν πολυάνθρωπη πόλη, καὶ ἀναγέννησε μυριάδες ψυχές. Ἀξίζει νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ μερικὰ ὀνόματα τῆς Ἱεραποστολικῆς αὐτῆς ὁμάδας: Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανῆ διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ἠρακλειδιανή. Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ ἐργάστηκαν μὲ πίστη φλογερὴ καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου μας. Πόσα δὲν χρωστᾶμε σ' αὐτούς! Ἀλήθεια! Πόσα;
Ἀλλὰ καὶ ποιὰ καλύτερα παραδείγματα καὶ πρόσωπα μποροῦμε, ὅσοι πονοῦμε εἰλικρινὰ τὸν τόπο αὐτό, νὰ προβάλουμε καὶ σήμερα στὴ νεολαία μας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως, τοὺς ἀγωνιστές ποὺ μέσα σ’ ἕναν κόσμο σάπιο ἀπ’ τὴν εἰδωλολατρία ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια’ 37 – 38) καὶ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸ εὐγενέστερο ἰδανικό, γιὰ τὴν θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀξίζει στοὺς νέους νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὰ ἰδανικά τους. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος νέος ἔδωκε στὸν Χριστὸ τὴν καρδιά του, τὴν ὑγεία του, τὴν ζωή του. Οἱ αἰῶνες θὰ ξεθωριάζουν μέσα στὸν χρόνο. Ἕνα ὅμως θὰ μένει ἄφθαρτο κι ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὴν καταλύτρια δύναμη τῶν καιρῶν. Τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ ὑπέταξαν τὴν ζωή τους στὸν Χριστὸ καὶ ταύτισαν τὸ θέλημά τους μὲ τὸ δικό Του.
Ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος εἶναι ἕνας ἀπ' αὐτούς.
Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ καλύτερος τρόπος νὰ δείξουμε σ’ αὐτὸν τὸν σεβασμό μας καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη μας.
Γύρω στὰ 400 μ.Χ. πάνω ἀπὸ τὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ περικλείει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου κτίστηκε ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἀνακαινίστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἔγινε γυναικεία. Στὸν ναὸ, κάθε Κυριακη καὶ γιορτὴ, πλήθη εὐλαβῶν χριστιανῶν συνέρχονται ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς νήσου, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες. Συγχρόνως ὅμως καὶ νὰ προσκυνήσουν μ’ εὐλάβεια τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τονωθοῦν ψυχικά.
Εἴθε ἡ χάρη του νὰ σκέπει καὶ νὰ φυλάει πάντα τὸ μαρτυρικὸ νησί μας κι ὅλους μας.
(Πηγή: «Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλείδης καὶ Μύρων Ἐπίσκοποι Ταμάσου τῆς Κύπρου», Μέγας Συναξαριστής)
Ο Άγιος Ηρακλείδιος,
του π. Παναγιώτη Ματθαίου
Ο Άγιος Ηρακλείδιος είναι αποστολικός άγιος, διάδοχος του Αποστόλου Βαρνάβα. Γεννήθηκε στο χωριό Λαμπαδού της Σολέας κοντά στα χωριά Γαλάτα › Σινά Όρος. Σχετικά με την καταγωγή τόσο του Αγίου Ηρακλειδίου όσο και του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ Κιεβοπολίτης το 1735 καταγράφει τη μαρτυρία ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής,
«... ὠνομάσθη Λαμπαδιστὴς ἐκ τοῦ χωρίου Λαμπαδίς, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ἅγιος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ βιογραφίᾳ του. Τὸ χωρίον ἔχει τώρα ἐγκαταλειφθεῖ ὡς διεπίστωσα ὅταν ἤμην εἰς τὴν Σολέαν…»
Το ότι η Λαμπαδού βρισκόταν στα όρια Σινά Όρους - Γαλάτας το μαρτυρούν και πολλές τοπικές παραδόσεις.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος, λοιπόν, στην αρχή ονομαζόταν Ηρακλέων, αλλά μετά ονομάστηκε Ηρακλείδιος από τούς Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο, κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία στην Κύπρο γύρω στο 45-46μ.Χ. που με βάση την παράδοση μετά τη Σαλαμίνα πρέπει να πήγαν στο Κίτιον όπου χειροτόνησαν τον Άγιο Λάζαρο ως πρώτο επίσκοπο της πόλης.
Μετά όπως φαίνεται μέσα από τον βίο τού Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθησαν ορεινή διαδρομή, περνώντας μέσα από τα χωριά τής οροσειράς τού Τροόδους όπως τη Λαμπαδού κοντά στη σημερινή Γαλάτα τής Σολέας, έφτασαν στη Μαραθάσα στο ποταμό Σέτραχο όπου βάφτισαν τον Άγιο Ηρακλείδιο, πέρασαν από το Χιονώδες Όρος (Τρόοδος) στη Χιονίστρα, ή κοντά από αυτό και έφτασαν μέσα από διάφορα χωριά στην Πάφο.
Ο πατέρας του, ο Ιεροκλής, ιερέας των ειδώλων, τον παρέδωσε ως οδηγό και συνοδοιπόρο στους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο και Μάρκο, όταν αυτοί περιόδευαν στην Κύπρο και έφτασαν στο χωριό Λαμπαδού. Στη διάρκεια της πεζοπορίας οι απόστολοι διέκριναν στον Ήρακλείδιο καλή διάθεση για την αλήθεια του Χριστού. Τού μίλησαν για την απάτη των ειδώλων, τούς ψεύτικους θεούς και άρχισαν να τον κατηχούν στην πίστη του αληθινού Θεού.
Αφού δέχθηκε το κήρυγμα από τον Απόστολο Παύλο, και πόθησε πολύ τον Χριστό, βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού της Μαραθάσας Σέτραχου, που τρέχουν δίπλα από τη σημερινή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού. Μετά το βάπτισμα του ακολούθησε την οδό των αποστόλων και χρημάτισε για αρκετό διάστημα μαθητής και ακόλουθος τους. Αργότερα οι απόστολοι τον χειροτόνησαν και έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ταμασσού, με έδρα το σημερινό χώρο της μονής του, το χωριό Πολιτικό. Ή Ταμασσός ήταν μέχρι τότε κέντρο λατρείας τής θεάς Άρτεμης και των άλλων θεών του Ολύμπου, γι αυτό αναλαμβάνει να οδηγήσει τούς ειδωλολάτρες στο δρόμο του Θεού.
Μαζί με τον Άγιο Ηρακλείδιο ήταν και ο Άγιος Μνάσων. Αυτοί συγκέντρωναν και δίδασκαν τούς πιστούς σ' ένα υπόγειο σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ναός.
Ως επίσκοπος υπήρξε ακούραστος εργάτης του θείου λόγου. Ποίμανε και στήριξε τούς πιστούς, έτσι πού ή πόλη της Ταμασσού κατάφερε να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο, σ' αυτό συνέβαλε και ή θαυματουργική δύναμη του αγίου.
Μετά όμως από το λιθοβολισμό του Αποστόλου Βαρνάβα ο Απόστολος Παύλος του αποστέλλει επιστολή και ουσιαστικά τον τοποθετεί διάδοχο του Βαρνάβα.
Τότε ο άγιος περιέρχεται ολόκληρη τη νήσο και εγκαθιστά επισκόπους. Στην Πάφο τον Επαφρά και στη Νεάπολη (Λεμεσό) τον Τυχικό. Όταν έφτασε στους Σόλους δεν χρειάστηκε να χειροτονήσει επίσκοπο τον Άγιο Αυξίβιο, γιατί αυτός καταξιώθηκε να χειροτονηθεί από τον Απόστολο Μάρκο.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος όμως παρότρυνε τον Άγιο Αυξίβιο να μπει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Στον τόπο που συναντήθηκαν ο Άγιος Ηρακλέιδιος χάραξε στο έδαφος μια μικρή εκκλησία και αφού δίδαξε στον Αυξίβιο τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όπως αυτός του διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάστηκε και ξεκίνησε για τη δική του πόλη.
Έφτασε όμως ο καιρός που ο άγιος έπρεπε να εγκαταλείψει τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αρρώστησε βαριά και προαισθανόμενος το τέλος του και μη θέλοντας να αφήσει το ποίμνιό του χωρίς ποιμένα, καλεί τον Ιερέα Μνάσωνα, τον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και τον χειροτονεί επίσκοπο και διάδοχό του. Οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν ποτέ να αντιμάχονται την αληθινή πίστη και τα καλά έργα τού αγίου. Γεμάτοι μανία και μίσος όρμησαν εκεί πού έμενε ο Άγιος Ηρακλείδιος τον βασάνισαν τον έσυραν στην πλατεία τής Ταμασσού και τον αποκεφάλισαν. Μετά έριξαν το σεπτό σώμα του πάνω στη φωτιά. Τότε αρκετοί πιστοί μαζί με τον νέο επίσκοπο τον Άγιο Μνάσωνα, διέσωσαν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν μέσα στο σπήλαιο όπου προηγουμένως ο άγιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Το σπήλαιο, καθώς και ή λάρνακα πού έφερε τα άγια λείψανα τού αγίου σώζονται μέχρι σήμερα. Ό άγιος και μετά τον θάνατό του παρέχει ιάσεις προς τούς πάσχοντες από κάθε νόσο και εκβάλλει τα δαιμόνια από τους κακώς έχοντας. Ή σορός του παρέχει πλούσια τα ιάματα και ή κάρα τού είναι τοποθετημένη στο καθολικό τής μονής πού είναι κτισμένη στο όνομα του δίπλα στο χωριό Πολιτικό.
Στην Ιερά Μονή του Λαμπαδιστή σώζεται η παλαιά εκκλησία του 11ου αιώνος, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του αγίου και αποτελεί το παλαιό καθολικό της Μονής. Διασώζεται επίσης στην κοίτη του ποταμού Σέτραχου Μαραθάσας ο τόπος της βαπτίσεως του αγίου. Στον τόπο της καταγωγής του μεταξύ των χωριών Τεμβριάς και Καλλιανών διασώζεται γέφυρα με την επωνυμία «Το γεφύρι του Αγίου Ηρακλειδίου». Ο Άγιος Ηρακλείδιος συνεορτάζει με τον Φωτιστή των Σόλων Άγιο Αυξίβιο τη 17η Σεπτεμβρίου.
(Πηγή: «Ο Άγιος Ηρακλείδιος», π. Παναγιώτης Ματθαίου, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ποίμνην ἐποίμανας, τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχᾶς πλουσίως κατήρδευσος· ὅθεν τῶν σὲ τιμώντων ὁ χορὸς ἀναμέλπει, ὕμνους σοὶ καὶ γεραίρει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην ἱκέτευε οὒν ἀεὶ ὑπὲρ ἡμῶν, ἱεράρχα Ἠρακλείδιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Ποίημα τοῦ Μακ. Ἀρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εὔρατο τῶν Ταμασέων, πόλις κήρυκα καὶ ποιμενάρχην, τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ διδάσκαλον. Τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην κατήργησας, φῶς ἀληθείας κηρύξας τοὶς ἔθνεσιν. Ὅθεν, ἅγιε ἱεράρχα Ἠρακλείδιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...