
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ ἀγγελικὰ χείλη πρὸς τοὺς φίλους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· πρὸς τὶς Μυροφόρες ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀτρόμητες τὰ χαράματα ἐκείνης τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων», τῆς πρώτης δηλαδὴ Κυριακῆς, στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ Σῶμα Του. «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη»· γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς Αὐτὸν ποὺ εἶναι ζωντανός; Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἀναστήθηκε! (Λουκ. κδ΄ 5-6).
Μὲ ἱερὸ δέος, μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ οἱ Μυροφόρες ἔτρεξαν καὶ μετέφεραν στοὺς Ἀποστόλους τὸ μεγάλο χαρμόσυνο ἄγγελμα «ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος!» καὶ ἀναδείχθηκαν ἔτσι οἱ πρῶτες εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως. Τὸ μήνυμα τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόνωσε τὸν ψυχικὸ κόσμο τῶν φίλων Του, ποὺ εἶχαν καταβληθεῖ ψυχικὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ λύπη τους.
Ὅμως τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως μεταδόθηκε καὶ στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων – μεταδόθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ποὺ φρουροῦσαν τὸν Τάφο. Καθὼς σημειώνει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, οἱ φρουροὶ «ἀπήγγειλαν ἅπαντα τὰ γενόμενα», τὸ τί συνέβη δηλαδὴ κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Ἀναστάσεως (Ματθ. κη΄ 11).
Τὸ μήνυμα τῶν ἀνθρώπων, τῶν φρουρῶν στρατιωτῶν, πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Κυρίου ξεσκέπασε καὶ φανέρωσε ἀκόμη καλύτερα τὶς διαθέσεις τους ἐναντίον Του. Κατάλαβαν ὅτι ἡ νίκη δὲν ἦταν πλέον δική τους. Μὴ θέλοντας ὅμως νὰ τὸ παραδεχθοῦν καὶ νὰ ἐκτεθοῦν στὸν λαό τους, κατέφυγαν στὸ ψέμα. Δωροδόκησαν μὲ ἄφθονο χρῆμα τοὺς φρουρούς, γιὰ νὰ διαδίδουν ὅτι ἐνῶ οἱ ἴδιοι κοιμόντουσαν, οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεψαν τὸ σῶμα Του.
Ποιὸς συνετὸς ὅμως θὰ ἔδινε σημασία σ’ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔλεγαν οἱ φρουροί, ἀφοῦ ἦταν κοιμισμένοι τὴν ὥρα ποὺ συνέβησαν;
Ἀλλ’ οἱ σατανοκίνητοι ἐχθροὶ συνέχισαν καὶ συνεχίζουν καὶ σήμερα τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Κυρίου χρησιμοποιώντας τὴν ἴδια προσφιλή τους μέθοδο: τὸ ψέμα καὶ τὴν ἐξαγορὰ τῶν συνειδήσεων.
Τί πέτυχαν; Τίποτε! Ἡ θριαβευτικὴ ἰαχὴ τῆς νίκης τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ θανάτου ἀντηχεῖ ἀκατάπαυστα διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἔγινε ὁ νικητήριος παιάνας τῆς μαρτυρικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας στὴ δισχιλιόχρονη ἱστορία της. Ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τῶν Κατακομβῶν μέχρι τὴ λαμπρὴ ἐποχὴ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς καὶ μέχρι τὴ σύγχρονή μας ἐποχὴ τῆς ποικίλης προόδου τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δονεῖ τὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἦταν καὶ εἶναι διαρκὲς κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι συνεχὴς ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Κάθε Κυριακὴ οἱ ὕμνοι στὸν Ὄρθρο εἶναι ἀναστάσιμοι. Καὶ τὸ κέντρο τῆς Λατρείας μας εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ ἀναστὰς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος καὶ ἑνώνεται μαζί μας διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας.
Οἱ πιστοὶ ζοῦμε ἔντονα τὴν παρουσία Του διὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωή μας, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ὅτι θὰ εἶναι αἰώνια παρὼν μαζί μας (Ματθ. κη΄ 20).
Ἡ βεβαιότητα αὐτὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ζεῖ καὶ καταπάτησε τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους καὶ τοῦ θανάτου, βεβαιότητα τὴν ὁποία ἐκφράζει ἄριστα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἔδωσε μέσα στοὺς αἰῶνες, δίνει καὶ σήμερα, στοὺς πιστοὺς ἐνθουσιασμὸ καὶ δύναμη, γιὰ νὰ ἀγωνίζονται νὰ κρατοῦν τὸν ἑαυτό τους μακριὰ ἀπὸ τὰ δελεάσματα τῆς ἁμαρτίας. Νιώθουν δίπλα τους, βοηθό τους, τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου.
Ἡ ἴδια βεβαιότητα χάρισε, καὶ χαρίζει καὶ τώρα, παρηγορία σὲ μυριάδες θλιμμένους· οἱ ὁποῖοι, ψάλλοντας ἢ ἀκούοντας τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», αἰσθάνονται στὸ πλευρό τους παρηγορητή τους τὸν ἀναστάντα Κύριο.
Καὶ στὶς πικρότατες ὧρες τοῦ θανάτου προσφιλῶν προσώπων τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἔδωσε καὶ δίνει τόνωση καὶ ἐλπίδα σὲ ἀναρίθμητες καρδιές, διότι πιστεύουν ὅτι ὁ Κύριος διέλυσε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του τὸν Ἅδη καὶ ἄνοιξε νέα ζωὴ πέραν τοῦ τάφου.
Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα μας. Στὰ μαῦρα καὶ πικρὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ποὺ τὸ ἔψαλλαν πονεμένα οἱ πρόγονοί μας, ἔτρεφε τὴν ἐλπίδα τους ὅτι κάποτε θὰ ἐρχόταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Καὶ ἦλθε πράγματι τὸ ποθούμενο.
Ἀλλὰ καὶ σὲ καιροὺς ἀποστασίας καὶ ἁμαρτίας – ὅπως εἶναι καὶ οἱ σημερινοί – πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχεῖ παντοῦ, καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο σὰν πνευματικὸς μαγνήτης καὶ μᾶς ἑλκύει πρὸς τοὺς Ναούς, πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Καὶ δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ παίρνουν τὸν δρόμο τῆς μετανοίας καὶ στροφῆς στὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἔγινε καὶ στὴ Ρωσία κατὰ τὴ μεγάλη της δοκιμασία τὴν περίοδο τοῦ ἑβδομηντάχρονου ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος.
Μακάρι, ὅταν ψάλλουμε τὸν μικρὸ αὐτὸ ὕμνο, ποὺ γεμίζει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ χαρὰ τὴν καρδιά μας, νὰ νιώθουμε τὰ σπουδαῖα νοήματά του καὶ κυρίως νὰ τὰ ζοῦμε στὴν καθημερινή μας ζωή.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», Τεῦχος 2066.
Όταν η χάρη είναι μαζί μας, είμαστε δυνατοί στο πνεύμα . Όταν όμως την χάσουμε, βλέπομε την αδυναμία μας, βλέπομε πως χωρίς τον Θεό δεν μπορούμε ούτε να σκεφτούμε το καλό. Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού;
Να η ένδειξη: Αν στενοχωριέσαι για κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού, αυτός δεν μεριμνά για τίποτε. Κι αν κάτι του χρειάζεται, παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό. Κι αν πάρει ότι θέλει, μένει ήρεμος, σαν να το είχε. Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού δεν φοβάται τίποτε: ούτε θύελλες, ούτε ληστές, ούτε τίποτα άλλο. Ότι κι αν έλθει, λέγει: «Έτσι ευδοκεί ο Θεός», κι έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα. Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζομε τις θλίψεις με ελπίδα. Ο Κύριος βλέποντας τις θλίψεις μας δεν θα επιτρέψει ποτέ κάτι που να ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Αν οι θλίψεις μας φαίνονται υπερβολικές, αυτό σημαίνει πως δεν έχομε παραδοθεί στο θέλημα του Θεού. ...
... Όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, είναι ευχαριστημένος με όλα , έστω κι αν είναι φτωχός και ίσως ασθενής και πάσχει, γιατί τον ευφραίνει η χάρη του Θεού. Όποιος όμως δεν είναι ικανοποιημένος με την μοίρα του και γογγύζει για την αρρώστια του ή εναντίον εκείνου που τον προσέβαλε, αυτός να ξέρει πως κατέχεται από υπερήφανο πνεύμα και έχασε την ευγνωμοσύνη για τον Θεό. Αλλ’ ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση μη στενοχωριέσαι, αλλά ζήτησε μ’ επιμονή από τον Κύριο πνεύμα ταπεινό. Κι όταν έλθει σ’ εσέ το ταπεινό Πνεύμα του Θεού που αναζητάς, τότε θα Τον αγαπήσεις και θα έχεις βρει ανάπαυση, παρ’ όλες τις θλίψεις σου. Ψυχή που απέκτησε την ταπείνωση θυμάται πάντα τον Θεό και αναλογίζεται: «Ο Θεός με έκτισε΄ έπαθε για μένα΄ συγχωρεί τις αμαρτίες μου και με παρηγορεί΄ με τρέφει και φροντίζει για μένα. Γιατί λοιπόν να μεριμνώ εγώ για τον εαυτό μου ή τι έχω να φοβηθώ, έστω κι αν με απειλή ο θάνατος». ...
... Κάθε ψυχή που ταράζεται από οποιαδήποτε αιτία πρέπει να καταφεύγει στον Κύριο και ο Κύριος θα την καθοδηγήσει. Αυτό όμως γίνεται κυρίως σε καιρό συμφοράς και απροσδόκητου συγχύσεως - κανονικά πρέπει να ρωτάμε τον πνευματικό , γιατί αυτό είναι ταπεινότερο. ...
Και όλα, όλα δίνουν τότε αγάπη στην καρδιά, διότι όλα είναι του Θεού. Ο Κύριος νουθετεί με το έλεός Του τον άνθρωπο, για να δέχεται μ’ ευγνωμοσύνη τις θλίψεις. Ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή, ούτε μια φορά δεν εγόγγυσα για τις θλίψεις, αλλά τα δεχόμουν όλα σαν φάρμακο από τα χέρια του Θεού και πάντα Τον ευχαριστούσα και γι’ αυτό ο Κύριος μου έδωσε να υπομένω ελαφρά τον αγαθό ζυγό Του. Όλοι οι κάτοικοι της γης υφίστανται αναπόφευκτα θλίψεις. Και παρόλο που δεν είναι μεγάλες οι θλίψεις που παραχωρεί ο Κύριος, όμως φαίνονται στους ανθρώπους αφόρητες και συντριπτικές. Κι αυτό γίνεται, διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ταπεινωθούν ενώπιον του Θεού και να παραδοθούν στο θέλημά Του. Όσοι όμως άφησαν τον εαυτό τους στο θέλημα του Θεού, αυτούς τους καθοδηγεί ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη Του και υπομένουν με ανδρεία τα πάντα για χάρη του Θεού, τον Οποίο αγάπησαν και με τον Οποίο θα δοξάζονται αιώνια. Όταν η Παναγία βρισκόταν κοντά στον Σταυρό, η θλίψη Της ήταν ακατάληπτα μεγάλη, επειδή Αυτή αγαπούσε τον Υιό της περισσότερο απ’ ότι μπορεί κανείς να φαντασθεί. Κι εμείς ξέρομε πως όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι και η λύπη. Κατά την ανθρώπινη φύση η Θεοτόκος δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να μην υποκύψει στις θλίψεις Της΄ παραδόθηκε όμως στο θέλημα του Θεού και το Άγιο Πνεύμα Την ενίσχυσε ν’ αντέξει στον πόνο της. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου η Παναγία έγινε η μεγάλη παρηγοριά στις θλίψεις για όλο τον λαό του Θεού. Ο Κύριος έδωσε επί γης το Άγιο Πνεύμα και όσοι Το έλαβαν αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους. Ίσως πεις: Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη; Διότι συ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού, αλλά ζεις κατά δικό σου θέλημα. Παρατηρήστε εκείνον που αγαπά το θέλημά του. Αυτός δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή και δεν ευχαριστιέται με τίποτε΄ γι’ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν έπρεπε. Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού , έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπά τον Κύριο.
Έτσι δόθηκε στον Θεό η Υπεραγία Παρθένος: «Ιδού η δούλη Κυρίου΄ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Αν λέμε κι εμείς το ίδιο: «Ιδού ο δούλος Κυρίου΄ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» , τότε τα Ευαγγελικά λόγια του Κυρίου , που εγράφτηκαν με το Άγιο Πνεύμα, θα ζούσαν μέσα στις ψυχές μας, η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ’ όλο τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία. Αλλά παρόλο που τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ’ όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι όμως δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός θα δοξασθεί και στον ουρανό και στη γη. Όποιος παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού, απασχολείται μόνο με τον Θεό. Η χάρη του Θεού τον βοηθά να παραμένει στην αδιάλειπτη προσευχή. Κι όταν ακόμα εργάζεται ή μιλάει, η ψυχή του είναι απορροφημένη από τον Θεό και γι’ αυτό ο Κύριος την πήρε υπό την προστασία Του.
Αλλά κι οι δαίμονες ακόμα φοβούνται την πράη και ταπεινή ψυχή, που τους νικά με την υπακοή, την εγκράτεια και την προσευχή. Οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι Τον παρέδωσαν στον Πιλάτο για να σταυρωθεί. Κι αυτό γιατί δεν προσεύχονταν και δεν ζητούσαν από τον Θεό σύνεση, πώς και τι να κάνουν. Έτσι, πολλές φορές οι κυβερνήτες και γενικά οι άνθρωποι ζητούν μεν το αγαθό, αλλά δεν ξέρουν που είναι αυτό το αγαθό. Δεν ξέρουν πως το αγαθό βρίσκεται στον Θεό και μας δίνεται από τον Θεό. Είναι ανάγκη να προσευχόμαστε πάντοτε, για να μας νουθετεί ο Κύριος τι και πώς πρέπει να κάνομε, και ο Κύριος δεν θα επιτρέψει να παραπλανηθούμε. Ο Αδάμ δεν είχε τη σύνεση, να ρωτήσει τον Κύριο για τον καρπό που του έδωσε η Εύα, και γι’ αυτό έχασε τον Παράδεισο. Ο Δαβίδ δεν ερώτησε τον Κύριο: «Θα ήταν άραγε καλό για μένα να πάρω τη γυναίκα του Ουρία;» κι έπεσε στα αμαρτήματα του φόνου και της μοιχείας. Έτσι κι όλοι οι άγιοι που αμάρτησαν, αμάρτησαν γιατί δεν επεκαλούντο τη βοήθεια του Θεού για να τους φωτίσει. Ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ είπε: «Όταν μιλούσα από το νου μου, συνέβαιναν λάθη». Υπάρχουν όμως και αναμάρτητα λάθη που οφείλονται στην ατέλεια του ανθρώπου. Τέτοια βλέπομε ακόμη και στην Παναγία. Λέγεται στο Ευαγγέλιο πως όταν επέστρεφε η Παναγία με τον Ιωσήφ από την Ιερουσαλήμ, ενόμισε πως ο Υιός της βάδιζε μαζί με τους συγγενείς ή τους γνωστούς ... Και μόνο μετά τριών ημερών αναζήτηση Τον βρήκαν στο Ιερό των Ιεροσολύμων να συνομιλεί με τους πρεσβυτέρους. Συνεπώς μόνον ο Κύριος είναι παντογνώστης, ενώ όλοι εμείς, όποιοι κι αν είμαστε, πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό ζητώντας σύνεση και να ρωτάμε τον πνευματικό μας, για ν’ αποφύγομε τα λάθη . ...
... Πόσο φανερό είναι για μένα πως ο Κύριος μας κατευθύνει. Χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε ούτε να σκεφθούμε το αγαθό. ...
... Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών, εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη, έστω και λίγη. ...
... Στενοχωρούμε και θρηνώ και οδύρομαι για τους ανθρώπους. Πολλοί σκέφτονται με απόγνωση: «Αμάρτησα πολύ: σκότωσα, λήστεψα, εβίασα, εσυκοφάντησα, ήμουν άσωτος κι έκανα κι άλλα πολλά». Κι από την ντροπή τους δεν έρχονται στη μετάνοια. Λησμονούν όμως ότι όλες οι αμαρτίες τους είναι σαν σταγόνα μπροστά στο πέλαγος της αγάπης του Θεού. Ω αδελφοί μου, όλη η γη, μετανοείτε, όσο ακόμα είναι καιρός. Ο Κύριος γεμάτος έλεος περιμένει τη μετάνοιά μας. Και όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι περιμένουν επίσης την επιστροφή μας. ...
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2715
Οἱ πονηροί λογισμοί χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό· τόν χωρίζουν καί ἀπό τόν πλησίον. Τόν ἀπομονώνουν ἀπό ὅλους διότι τόν φυλακίζουν στόν ἑαυτό του ἐμποδίζοντας τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη.
Αὐτός πού τρέφει κακούς λογισμούς παύει νά προσεύχεται, ἄρα παύει νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό.
Παύοντας νά κοινωνῇ μέ τόν Θεό ἀδυνατεῖ νά κοινωνήσῃ ἀληθινά καί μέ τόν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο. Αὐτό συμβαίνει διότι χωρίς τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήσῃ τόν ἐγωκεντρισμό του, τήν ἰδιοτέλειά του. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη καί κοινωνικότητα εἶναι ἔξοδος ἀπό τή φιλαυτία ἀπό τό «ἴδιον τέλος», ἀπό τό «ἴδιον συμφέρον».
Ὁ ἄνθρωπος πού καλλιεργεῖ τούς κακούς λογισμούς ἀντί νά εἶναι φιλόθεος καί φιλάνθρωπος γίνεται φίλαυτος.Ἀναζητεῖ τήν εὐτυχία στόν ἑαυτό του. Γίνεται φιλήδονος, ὑλιστής, ματαιόδοξος. Χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τόν πλησίον του λειτουργώντας ἐγωκεντρικά, ἀναρχικά, αὐτόνομα, ὑπερήφανα.
Ἡ φιλήδονη ψυχή δέν θέλει νά κοπιάσῃ, νά κουραστῇ, νά πονέσῃ, νά βγῇ ἀπό ὅ,τι θεωρεῖ «καλό», «βόλεμα», «εὐτυχία».
Ἡ φιλήδονη ψυχή ἔχει «σαρκοποιηθῇ», ἔχει συσσωματωθῇ μέ τήν γῆ, τό χῶμα, τήν ὕλη, τήν ματαιότητα, τήν προσωρινότητα, τό «σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ φιλήδονη καρδιά λειτουργεῖ ὡς εἱρκτή-φυλακή, ὡς ἁλυσίδα γιά τήν ψυχή. Ἐμποδίζει τήν ψυχή κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Κατά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, ἡ ψυχή δέν δύναται νά πορευθῇ στήν ἀληθινή ἐλευθερία, πού εἶναι ὁ Θεός. «Φιλήδονος καρδίᾳ εἱρκτή καί ἅλυσις ἐν καιρῷ ἐξόδου»[1].
Ἡ προσκόλλησι τῆς ψυχῆς στίς σαρκικές ἡδονές δέν τῆς ἐπιτρέπει νά πτερωθεῖ καί νά πορευθεῖ στήν οὐράνια πατρίδα τήν Ἐκκλησία τήν θριαμβεύουσα, πού εἶναι ἕνα μέ τήν στρατευομένη. Τά πάθη δέν ἐπιτρέπουν στήν ψυχή νά πτεροφυήσῃ γιά νά μεταστῇ στά οὐράνια σκηνώματα. Ἡ φιλαυτία καί τά τέκνα της ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ φιλοδοξία δυσκολεύουν ἤ πιό σωστά ἀπαγορεύουν τήν κίνησι τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό.
-Τί μπορεῖ νά τήν θεραπεύσῃ;
-Ἡ μετάνοια… ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ ἄσκησι.
Πράγματι: Ἡ μετάνοια πού ἐκφράζεται μέ τήν φιλοπονία, τήν ἄσκησι, τήν ἀγάπη τοῦ ἑκούσιου κόπου-πόνου γιά τόν Χριστό ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό τήν σκουριά τῆς φιλαυτίας.
Ἡ φιλόθεη καί φιλάνθρωπη ψυχή καθαρίζεται ἀπό τούς αἰσχρούς καί πονηρούς καί βλάσφημους λογισμούς διά τῆς προσευχῆς, τῆς ἀντίστασης στά πάθη καί τῆς ἀποφυγῆς κάθε πράγματος πού τά ἐξάπτει καί τά τρέφει.
Ἡ μετανοημένη ψυχή καλλιεργεῖ τούς καλούς φωταγωγικούς, φωτοφόρους καί φωτόμορφους λογισμούς. «Ἐνθυμήσεων πονηρῶν ἡ ψυχή σου καθαρευέτω καί ἀρίσταις ἐννοίαις φωταγωγείσθω»[2] μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐδέσσης στή Φιλοκαλία.
Ἡ ψυχή πού ἀντικαθιστᾶ τούς κακούς μέ καλούς λογισμούς τελικά φθάνει νά μήν ἔχει κανένα λογισμό παρά μόνο τό Φῶς, μόνο τόν Χριστό. Εἶναι ἡ ψυχή πού ἔχει ἐγκάτοικον Αὐτόν πού εἶναι ἡ ὑποστατική Ζωή, τό ὑποστατικό Φῶς, ἡ ὑποστατική Εἰρήνη.
Ἡ ψυχή αὐτή πού ἀγαπάει τόν πόνο γιά τόν Χριστό εἶναι πόρτα ἀνοιχτή στόν οὐρανό. «Ἡ δέ φιλόπονος, θύρα ἠνεῳγμένη»[3].
Ἡ καθαρή ψυχή κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου της ἀπό τό σῶμα ὁδηγεῖται ἀπό τούς Ἀγγέλους στήν οὐράνια Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ βρώμικη καί ἀμετανόητη παραλαμβάνεται ἀπό τούς δαίμονες. «Τῷ ὄντι γάρ ψυχάς καθαράς ἐξερχομένας τοῦ σώματος, Ἄγγελοι ὁδηγοῦσι, πρός τήν μακαρίαν χειραγωγοῦντες ζωήν· τάς δέ ῥερυπωμένας καί ἀμετανοήτους, δαίμονες, οἴμοι, παραλήψονται»[4].
Ἄς ἀντιστεκώμαστε στούς πονηρούς καί αἰσχρούς καί βλάσφημους λογισμούς γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς συνοδείας Ἀγγέλων κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μας.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
1 Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου & Μακαρίου Κορίνθου, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν,Ἐπιμέλεια ἀδελφῶν Ἱεροῦ Κοινοβίου Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μπούρα – Λεοντάρι Ἀρκαδίας, Ἔκδοσις Α΄ 2011, τομ. Β΄, Ἁγίου Θεοδώρου Ἐδέσσης, Κεφάλαια ψυχωφελῆ, κη΄, σελ. 553.
2 Ὅ.π.
3 Ὅ.π.
4 Ὅ.π.
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/05/blog-post_5688.html
Τι είναι το Πάσχα και η Ανάσταση;
1. Είναι ένα ιστορικό γεγονός. Δηλαδή συνέβη το 33 μ.Χ. έξω από τα Ιεροσόλυμα, στο Γολγοθά. Εκεί σταυρώθηκε και ετάφη ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Επί Ποντίου Πιλάτου. Και ανέστη εκ νεκρών την Τρίτη Ημέρα από τον Τάφο. Καιεμφανίστηκε σε πολλούς. Για 40 μέρες. «Συναλιζόμενος αυτοίς», τρώγοντας ψωμί κι αλάτι μαζί με τους μαθητές Του και λέγοντάς τους «τα περί της βασιλείας του Θεού».
Τον είδαν πολλοί σε πολλά μέρη πολλές φορές με πολλούς τρόπους για πολλή ώρα. Τον είδαν οι 10 χωρίς τον Θωμά, οι 11 με τον Θωμά, οι Μυροφόρες, η Μαγδαληνή, η Παναγία, οι 120, οι 500, ο αρνητής Πέτρος, ο διώκτης Παύλος, ο πρωτομάρτυρας Στέφανος.
Οι μόνοι που δεν τον είδαν ήταν οι σταυρωτές Του, γι αυτό και είπαν ψέματα και λένε μέχρι σήμερα ασύστολα ψεύδη περί κλοπής και νεκροφανείας.
Απόδειξη της Αναστάσεως κατέλιπε ο Θεός την αφή του Αγίου Φωτός, τις νεκραναστάσεις κατόπιν δια του λόγου και των χειρών των αγίων Αποστόλων και μαθητών, τα θαύματα δια της μετανοίας και τις ψυχικές νεκραναστάσεις και το μέγα θαύμα της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την γλωσσολαλία και τη ζωή της Εκκλησίας και αγιότητος μέσα σ΄Αυτή.
Μάλιστα δε την ώρα του «τετέλεσται» άνοιξαν τα μνήματα και «πολλοί εκ των κεκοιμημένων αγίων και μετά την έγερσιν Αυτού ηγέρθησαν και ενεφανίσθησαν πολλοίς», απόδειξη πραγματική και αντικειμενική της δικής Του Αναστάσεως.
2. Είναι ένα πνευματικό γεγονός. Πάσχα σημαίνει πέρασμα. Το πρώτο Πάσχα ήταν το εβραϊκό. Μια γιορτή που έκαναν οι Εβραίοι για να θυμούνται το πέρασμά τους, τη διάβασή τους από την δουλεία της Αιγύπτου στην ελευθερία και ευτυχία της Γης της Επαγγελίας. Την τελούσαν κάθε χρόνο απαράλλακτα, όπως την πρώτη φορά που την ώρισε ο Θεός δια του Μωϋσέως.
Το πέρασμα αυτό έγινε για μας και το λαό του Θεού, τον νέο Ισραήλ της Χάριτος, με την Ανάσταση του Χριστού,
πέρασμα από τον θάνατο στην αθανασία,
από τη φθορά στην αφθαρσία,
από την αμαρτία στην αγιότητα,
από το σκοτάδι στο φώς,
από την ατιμία στη δόξα,
από τον άδη στον Παράδεισο,
από την πνευματική αιχμαλωσία των παθών στην «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού».
Αυτό το πνευματικό γεγονός του Πάσχα που γίνεται στην καρδιά κάθε πιστού ανθρώπου σηματοδοτείται από το «Βάπτισμα» και τη «Μετάνοια».
Η Ανάσταση συμβολίζεται και τελεσιουργείται στο Βάπτισμα. Μέσα στο Νερό θάπτεται ως εις άλλον τάφον ολος ο παλαιός άνθρωπος, πεθαίνει ως προς την αμαρτίαν και αναγεννιέται ως προς τον Χριστό και την Αρετή. Η κολυμβήθρα καθίσταται η μήτρα μιας νέας γέννας. Ο άνθρωπος πεθαίνει για τον κόσμο και γεννιέται για την Εκκλησία. Κι από την Εκκλησία όταν κοιμάται τον μεγάλο ύπνο του θανάτου ξυπνά και εισέρχεται στο Παράδεισο. Πνευματική ταφή και Ανάσταση το βάπτισμα. «Συνετάφημεν Αυτώ διά του βαπτίσματος» και «συνηγέρθημεν Αυτώ».
Το Βάπτισμα γίνεται μια φορά. «Εν βάπτισμα».Το Μυστήριο της Μετανοίας και η Εξομολόγηση επαναλαμβάνεται. Λέγεται και δεύτερον Βάπτισμα. Λέγεται και πρώτη Ανάσταση. Η δεύτερη θα είναι των σωμάτων. Ανάσταση εκ νεκρών στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού μας.
Μετάνοια είναι η διάβαση μέσα από τη θάλασσα των δακρύων από το αμαρτωλό παρελθόν στο θεάρεστο παρόν και από κεί στο θεωμένο μέλλον.
Μετάνοια σημαίνει διάβαση
από την άρνηση του Πέτρου στην ακολουθία του Ιησού,
από την απιστία του Θωμά στην καλή ομολογία,
από την βλασφημία του ευγνώμονος ληστού στην αναγνώριση της θεότητός Του,
από την εγκατάλειψη των μαθητών στο μαρτύριο,
από την σκυθρωπότητα και παγερότητα της απογνώσεως στην καύση της καρδίας,
από τον φόβο του εκατοντάρχου στην διαπίστωση της θεότητός Του.
Ανάσταση όμως είναι κάτι το πιο δυνατό. Προϋποθέτει θάνατο. Η διάβαση είναι το πέρασμα του ίδιου ανθρώπου. Οι Εβραίοι όπως εισήλθαν στην Ερυθρά θάλασσα έτσι και βγήκαν από την άλλη όχθη. Με την Ανάσταση όμως ο άνθρωπος ξαναγεννιέται. Ανακαινίζεται. Γίνεται καινούριος. Αποκτά καινούριες ιδιότητες. Είναι ο αυτός ως προς την ταυτότητα, αλλά καινούριος ως προς την ιδιότητα.
3. Είναι ένα μελλοντικό γεγονός. Είναι αυτό που θα συμβεί στον καθένα που θα πεθάνει. Αυτός θα αναστηθεί. Θα ξαναπάρει το σώμα του. Ανάσταση σημαίνει έγερση και αναζωογόνηση νεκρών σωμάτων. Οι ψυχές ποτέ δεν πεθαίνουν. Ανάσταση ψυχών είναι η Μετάνοια και θάνατος ψυχών είναι η αμετανοησία. Ανάσταση λοιπόν είναι αυτό που λέμε στο Σύμβολο της Πίστεως: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν».
Ολοι λοιπόν θα αναστηθούν. Και δίκαιοι και αμαρτωλοί. Ολοι θα πάρουν το καινούριο δικό τους σώμα. Εστω κι αν κάηκε ή έλιωσε ή φαγώθηκε ή συντρίφτηκε…
Οι δίκαιοι θα πάρουν το φωτεινό σώμα, το ένδοξο και λαμπρό, κατάλληλο για τον Παράδεισο, την χώρα του φωτός και της διαρκούς Μεταμορφώσεως. Και οι αμετανόητοι θα πάρουν το μελανό σώμα, το κατάλληλο να υπομείνει αιώνια τα απαραμύθητα βάσανα της αιωνίου κολάσεως. Και οι δύο κατηγορίες των αιωνίως βιούντων στον μέλλοντα αιώνα θα έχουν άφθαρτο σώμα. Οι μέν ένδοξο, οι δε άδοξο.
Ο όλος άνθρωπος θα υποδεχθεί ξανά τον Κύριο της δόξης. Ως ψυχοσωματική οντότητα και προσωπικότητα. Και τούτο δια να απολαύσει όχι μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα τα επίχειρα της κακίας ή τα αποτελέσματα των καλών πράξεων.
Αυτό δε το σώμα, το καινούριο και υπό νέες ιδιότητες, θα φέρει επάνω του ανεξίτηλα τα φαινόμενα και την ταυτότητα της προηγουμένης ζωής του κεκοιμημένου και νύν δια της δυνάμεως του Θεού εγειρομένου. Θα έχει ως άλλη σφραγίδα και ζωγραφιά θεϊκή ή δαιμονική, αναλόγως των προηγηθέντων, τά πάθη και τις αρετές, τις ανεξομολόγητες αμαρτίες ή τη μετάνοια και την αλλοίωση της εν Χριστώ ζωής.
«Και γενήσονται άπαντες ηλικία μια». Όσοι όμως δεν αποθάνουν και τους προλάβει η αρχαγγελική σάλπιγγα εν ζωή, αυτοί εν ριπή οφθαλμού θα αλλάξουν, χωρίς να πεθάνουν, θα πάρουν το νέο σώμα και θα υποδεχθούν τον Κύριο εις αέρα. Θάναι οι πιο τυχεροί. Βέβαια θα έχουν κι αυτοί περάσει από τη μεγάλη θλίψη των εσχάτων.
Για να δώ όμως σήμερα τι σημαίνει η Ανάσταση για μένα
Α] Σημαίνει ότι ο θάνατος είναι ένας ύπνος. Ότι ο άνθρωπος όταν πεθαίνει, δεν χάνεται. «Ουδείς νεκρός επί μνήματος». Το σώμα απλώς φιλοξενείται στον τάφο και αυτό μάλιστα αποσυντιθεμένο, η ψυχή όμως αναλόγως των πράξεών της βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού ή μακριά του και προαπολαμβάνει αγαθά ή οδυνηρά.
Ότι είναι προσωρινός ο χωρισμός. Ότι το υπερβολικό πένθος είναι αντίθετο με το θέλημα του Θεού, διότι υπάρχει η ελπίδα - η βεβαιότητα - της Αναστάσεως και θα ξανασυναντήσουμε τους προσφιλείς μας συγγενείς και φίλους...
Η υπερβολική ενασχόληση με τάφους και μνήματα, η επί ώρες παραμονή πλησίον των οστών των γεγυμνωμένων, φανερώνει ότι δεν έχουμε καταλάβει ότι«κατηργήθη ο άδης και ζωή πολιτεύεται» και ότι ο άνθρωπός μας βρίσκεται αλλού. Οποιος πιστεύει στην Ανάσταση δεν είναι ειδωλολατρικά και λατρευτικά κολλημένος στα μνήματα.
Το νεκροταφείο σε μας λέγεται κοιμητήριο και χρησιμεύει μόνο για τις μέρες και ώρες που προβλέπει η Εκκλησία και αφορούν τις ψυχές και για εποικοδομητικές σκέψεις επί της ματαιότητος της παρούσης ζωής και των εγκοσμίων και όχι μάταιες επισκέψεις. Είναι χώρος προσευχής και τιμής και όχι προσκολλήσεως και παραμονής.
Αυτά τα παρήγορα και αληθινά λέγει και σήμερα ο Κύριος και η Εκκλησία μας. Ο Κύριος τα λέγει, ο Δημιουργός μας και Λυτρωτής μας, που πόνεσε, έκλαψε και ανέβηκε στο Σταυρό και κατέβηκε στον Άδη, για να μας σώσει από τον θάνατο και να μας χαρίσει την Ανάσταση και την αιώνια ζωή.
Β] Το δεύτερο που πρέπει να σκέφτομαι μετά την Ανάσταση του Χριστού είναι ότι πρέπει κι εγώ να συμμετάσχω στην Ανάσταση και στην αιώνια ζωή κοντά στον Αναστημένο Χριστό.
Αναγκαστικά, θέλοντας και μη, θα συμμετάσχω στην ανάσταση των νεκρών σωμάτων. Δεν ψέλνουμε: «την κοινήν ανάστασιν προ του Σου Πάθους πιστούμενος εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…».
Για να συμμετάσχω όμως στην ουράνια και αιώνια μακαριότητα, χρειάζεται να εγερθώ τώρα εδώ κάτω στη γη δια της μετανοίας και να μη μένω πεσμένος στην αμαρτία.
Ασφαλώς πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για τους αβάπτιστους, οι οποίοι δεν πρόκειται να τύχουν της βασιλείας των ουρανών, αν δεν ενσωματωθούν στο αναστημένο σώμα του Χριστού με το βάπτισμα και τη θεία Κοινωνία. Θα αναστηθούν βεβαίως και αυτοί, αλλά χωρίς αιώνια και μακαρία προοπτική στη ζωή και το φως. Θα κριθούν με τον άγραφο νόμο της συνειδήσεώς τους και σαφώς όχι με τα βιβλία των δαιμονικών θρησκειών τους. Ετσι λοιπόν οι αβάπτιστοι πρέπει οπωσδήποτε να βαπτισθούν, οι ανεξομολόγητοι να μετανοήσουν και να εξομολογηθούν, να εγκεντρισθούν στην καλλιέλαιο της Εκκλησίας.
Με ένα λόγο οι πεσμένοι κάτω από την αμαρτία να αναστηθούν. «Επεσες; Σήκω! Οσάκις αν πέσης, εγείρου, ίνα μη εμμείνης εις την πτώσιν. Το γαρ πίπτειν ανθρώπινον, το δε εμμένειν σατανικόν», λέγει το σχετικό πατερικό κείμενο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Αμέσως σχετιζομένη με τη Μετάνοια είναι η περίπτωση του ευγνώμονος ληστού. Ο άνθρωπος αυτός φωτίστηκε πάνω στο σταυρό του και συγκλονίστηκε. Εκεί άλλαξε και κατάλαβε, τι ήταν ο Χριστός, ο συσταυρούμενος αυτώ. Και μετενόησε και εξωμολόγησε και προσηυχήθη και ήλεγξε τον βλάσφημο και ανεγνώρισε και έκανε Ανάσταση πάνω στο Σταυρό, εξασφαλίζοντας υπόσχεση και πρόρρηση του Κυρίου για τη σωτηρία του: «Σήμερον μετ΄εμού έση εν τω Παραδείσω».
Οπου κι αν βρεθούμε και σταθούμε, να λέμε στο εαυτό μας: «Εγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών και επιφαύση σοι ο Χριστός». Σήκω ψυχή μουαπό τον ύπνο και τον λήθαργο και τίναξε από πάνω σου τη λάσπη της αμαρτίας, αναστήσου και μετάνιωσε και δόξασε τον Κύριο. «Και δοξάσατε Χριστόν τον Αναστάντα εκ νεκρών».
Οπου και νάμαστε αδελφοί μη μένουμε στην αμαρτία. Ας κάνουμε ότι μπορούμε. Ας κάνουμε κάτι, έστω και λίγο προς τη μεριά της μετανοίας και αναστάσεως. Και παράλυτοι αν είμαστε και τότε μπορούμε να μιλάμε ή τουλάχιστον να δακρύζουμε. Ο Κύριος θέλει να πιαστεί από το ελάχιστο για να μας κρίνει με επιείκεια και να μας σώσει.
Γ] Σημείο βασικώτατο είναι ότι θα αναστηθούν και θα συμπορευθούν προς τον Παράδεισο όλοι «οι λελυτρωμένοι παρά Κυρίου και όσοι έπλυναν τας στολάς αυτών εν τω αίματι του Αρνίου». Δηλ. για να λάβω μέρος με ελπίδα και αισιόδοξη προοπτική για το αιώνιο μέλλον μου, πρέπει να είμαι συνδεδεμένος με τον Αναστημένο Χριστό. Με το Σώμα της Εκκλησίας, δηλ. με το Σώμα Του και το Αίμα Του, δηλ. δια των Μυστηρίων.
Όσοι μορφώνονται κατά Χριστόν,
Όσοι έχουν «τον Χριστόν κατοικούντα εν ταις καρδίαις αυτών διά της πίστεως»,
Όσοι μετέχουν της Αθανάτου βρώσεως και της Δεσποτικής Τραπέζης,
Όσοι πίνουν από την ζωοπάροχη πλευρά του Σωτήρος,
Αυτοί θα βρούνε έλεος και θα δούνε το Φως, «ενθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».
Ο Χριστός είναι η Ανάστασις και η Ζωή. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ, έχει ζωήν εν εαυτώ, εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα και ου μη αποθάνη» (Ιωάν. στ΄50 – 51).
Να ταλανίσωμε τους εαυτούς μας, αγαπητοί, που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την ανυπολόγιστη αξία που έχει το πάντιμον και ζωηρόν αίμα του Χριστού μας για την αιώνια ζωή.
Αλλοίμονό του λέγει ο Παύλος όποιος θεωρεί «κοινόν», απλό και συνηθισμένο το Αγιο Ποτήριο και είτε δεν πλησιάζει, διότι πίνει από άλλα ποτήρια και νομίζει ότι είναι το ίδιο είτε πλησιάζει με ακάθαρτα χείλη και βάζει μέσα του φωτιά.
Οσοι κοινωνούν συχνά να προσέξουν να κοινωνούν και σωστά και να οικτείρουν τον εαυτό τους που στερήθηκαν τόσα χρόνια στο παρελθόν από αμαρτίες και εμπόδια κοσμικά τον Αρτον της Ζωής.
Κι όσοι δεν κοινωνούν προφασιζόμενοι προφάσεις εν αμαρτίαις, μη καθυστερήσουν καθόλου. Να πάνε σε πνευματικό και να βάλουν σειρά μετανοίας και θείας Κοινωνίας. ΄Οποιος συχνά και σωστά κοινωνεί ζεί και σώζεται.
Ανάσταση πολλαπλών εφαρμογών
Ανάσταση σημαίνει νίκη πάνω σε κάθε εμπόδιο που φράζει το δρόμο μας για τον Χριστό. Νίκη επί του εαυτού μας, του κόσμου και του διαβόλου.
Ξεχνούμε πως η παραμονή μας στη γη είναι περίοδος προετοιμασίας, για να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας στον Πλάστη και Θεό μας ένα αριστούργημα. Χωρίς εξοχές που πληγώνουν, που πονούν. Χωρίς εσοχές που αιχμαλωτίζουν, που αποκαρδιώνουν.
Ήρθαμε, για να λαξεύσουμε τον εαυτό μας.
Ήρθαμε για να σκορπούμε γλυκύτητα, φως, αρετή.
Ήρθαμε, για να υμνούμε το Θεό.
Ήρθαμε για να ζούμε σαν θνητοί και να ενεργούμε σαν αθάνατοι.
Ήρθαμε για να γίνουμε, όχι να έχουμε.
Ήρθαμε για να είμαστε, όχι να κάνουμε.
Ήρθαμε για να δοξολογούμε, όχι απλά να ανεβούμε.
Ήρθαμε για να δώσουμε, όχι για να χτίσουμε
Ήρθαμε για να ετοιμασθούμε, όχι για να ετοιμάσουμε
Ήρθαμε για να αγιάσουμε, όχι απλά να σβήσουμε
Ήρθαμε για να κερδίσουμε το αιώνιο, όχι το τώρα.
Ήρθαμε για να περάσουμε την γέφυρα του βίου, να μπούμε στη ζωή.
Έτσι ώστε, μετά που θα ανοίξουμε τα μάτια, να αντικρύσουμε το φως του Πατέρα και νάναι τόπος διαμονής μας η δική Του αγκαλιά.
Σ΄αυτόν τον ωραίο αγώνα όμως δεν θα κάνουμε τίποτε χωρίς την πίστη στην Ανάσταση και χωρίς αναστημένη δια της μετανοίας ζωή.
Καμμιά δειλία λοιπόν. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟΙ.
Μαζί μας συμπορεύεται ο Αναστημένος Χριστός.
Ο Χριστός συνέτριψε τα πάντα. Κατέβηκε στον Αδη. Τίποτε δεν μας σταματά. Όλα ανήκουν στον Χριστό και την Εκκλησία. Ο Χριστός «εξήλθεν από του τάφου νικών και ίνα νικήση». Και μείς, θα παλέψουμε με τα σκοτάδια και θα νικήσουμε. Κάτω ο φόβος, η δειλία και η απελπισία.
Πρωτίστως να προσέχουμε τις εντολές του Θεού στη ζωή μας, διότι μέσα από τις άγιες εντολές του Ευαγγελίου αποκαλύπτεται ο Αναστημένος Χριστός και αποδεικνύεται ο Χριστιανός πάνω στην πράξη.
Μη φοβόμαστε λοιπόν. Ας κάνουμε πάντοτε το καλό. Τα εμπόδια πέφτουν από τη δύναμη του Αναστάντος. Ο Χριστός θα νικήσει. Ιησούς Χριστός νικά.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ ΘΑΝΑΤΩ ΘΑΝΑΤΟΝ ΠΑΤΗΣΑΣ…
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης: Σχισματικοί οι Λατίνοι, επειδή εκαινοτόμησαν το πασχάλιο και το καλαντάριο
Εν Πειραιεί 15-4-2013
πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Αίσθηση προκαλεί στον Ορθόδοξο πιστό λαόν και τον έντιμο κλήρο η συμφωνία του Σεβ. Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αυγουστίνου με τον Παπικό «Επίσκοπο» της Γερμανίας για την έναρξη συζητήσεων με σκοπό τον κοινό εορτασμό του Πάσχα των Ορθοδόξων με τους Παπικούς. Τον κοινό εορτασμό προωθεί το Βατικανόν από το 1960. Τον στόχο του, όμως, αυτόν τον επισημοποίησε κατά την Β´ Βατικανή Σύνοδο και τον αποδέχθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας, ο οποίος έγινε ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας αυτής. Για πολλά έτη υπήρχε άκρα του «τάφου σιωπή», διότι όλοι φοβούνταν τις αντιδράσεις κυρίως, των Ορθοδόξων. Όλα αυτά τα έτη, όμως, συζητούσαν μυστικώς οι κεφαλές του Παπισμού και των Ορθοδόξων με σκοπό τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια έχει συγκροτηθεί για το θέμα κοινός «άξονας» μεταξύ Παπισμού, Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (η Αιρέσεων-ΠΣΕ) και Οικουμενικού Πατριάρχου. Ο «άξονας» αυτός προέβλεπε, μετά το 2001, να εορτάζεται από κοινού το Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και άλλων πλανεμένων Χριστιανών. Τον στόχο τον έθεσε το Βατικανό και τον προώθησε δυναμικώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το τελευταίο με την υπ αριθ. 150 πρωτ. 420/26.5.1995 εγκύκλιόν του[1], η οποία αναφερόταν «εις τον καθορισμόν κοινής ημερομηνίας εορτασμού υφ απάντων των χριστιανών της Μεγάλης εορτής του Αγίου Πάσχα», έθεσε επί τάπητος μία σειράν προβλημάτων ιστορικού, κανονικού και δογματικού χαρακτήρος. «Η ανακίνησις του όλου ζητήματος έδωσε την ευκαιρία να κατανοηθή πλήρως ότι ο από κοινού παγχριστιανικός εορτασμός του ῾Αγίου Πάσχα δεν απετέλεσε ποτέ εσωτερικό ποιμαντικό πρόβλημα της ῾Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά προέκυψε σαφώς από την Οικουμενική Κίνησι εντεύθεν του 1920· αυτή βλέπει, ότι - μέσω σταθερών πρακτικών βημάτων - επιτυγχάνεται η εξωτερική (ομοσπονδιακή) ενότης των διϊσταμένων Χριστιανών και τοιουτοτρόπως προκαλείται στον κόσμο η ψευδαίσθησις μιας κοινής χριστιανικής μαρτυρίας, παρά τις υφιστάμενες ακόμη αγεφύρωτες δογματικές διαφορές»[2].
Δύο έτη μετά την ανωτέρω Εγκύκλιο, ένα Δελτίο Τύπου του λεγομένου "Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών" ("Π.Σ.Ε.") (24.3.1997), με τίτλο "῾Η ημερομηνία του Πάσχα: η επιστήμη προσφέρει λύσι σε ένα αρχαίο θρησκευτικό πρόβλημα", υπογραμμίζει την ηγετική συμβολή του Οικουμενικού αυτού Οργανισμού της Γενεύης, αλλά και ευρύτερα των Οικουμενιστικών Οργανισμών, στην προώθησι του ζητήματος.
Η οργάνωσι μιας παγχριστιανικής συσκέψεως, όπως αναφέρει το Δελτίο Τύπου, στο Χαλέπιο της Συρίας (5–10.3.1997) από το "Π.Σ.Ε." και το "Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής" ("Σ.Ε.Μ.Α.") με αντικείμενο τον κοινό εορτασμό του Πάσχα από του 2001 και εξής, μας δίδει την ευκαιρία να προβούμε σε μία σύντομη ιστορική αναφορά σε μερικές πτυχές του ζητήματος.
1. Είναι γνωστό ότι με τον πλέον επίσημο τρόπο το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους τους Χριστιανούς τέθηκε με πρωτοβουλία του "Π.Σ.Ε." και της Γραμματείας επί της Ενότητος των Χριστιανών του Βατικανού, κατά το έτος 1975 στην Ε´ Γενική Συνέλευσι του "Π.Σ.Ε." στην Ναϊρόμπι της Κένυας (23.11-10.12.1975)[3].
2. Τον Απρίλιο του 1994, εκπρόσωποι της "Συνελεύσεως Ευρωπαϊκών Εκκλησιών" ("Σ.Ε.Ε."/ "Κ.Ε.Κ.") (συμμετείχαν ορθόδοξοι και προτεστάντες της Ευρώπης) και του "Συμβουλίου Καθολικών Επισκοπικών Συνόδων Ευρώπης" ("Σ.Κ.Ε.Σ.Ε."/"C.C.E.E.") συνήλθαν στο Λεανυφάλου της Ουγγαρίας, για την προετοιμασία και οργάνωσι της "Β´ Οικουμενικής Συναντήσεως Εκκλησιών Ευρώπης" στο Γκράτς της Αυστρίας τον Ιούνιο του 1997. ῾Η προπαρασκευαστική Μικτή Επιτροπή ασχολήθηκε εκτός των άλλων και με το ζήτημα του κοινού εορτασμού του Πάσχα μετά το έτος 2001 και έθεσε τούτο ως θέμα συζητήσεως στην "Οικουμενική Συνάντησι" του Γκράτς[4].
3. Μετά από πέντε μήνες (14.9.1994), πραγματοποιήθηκε στο Φανάρι η "Β´ Σύναξις της εν ενεργεία ῾Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου". ῾Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός κατέκλεισε την Εισήγησί του "Λειτουργικά προβλήματα εν τη Διασπορά", με την εξής χαρακτηριστική αποστροφή: "Κατακλείοντες, θα έπρεπεν ίσως εκ του όλου κύκλου των εν τη Διασπορά λειτουργικών προβλημάτων, να υπενθυμίσωμεν ενταύθα ιδιαιτέρως το συνεχώς μετά ηυξημένου ενδιαφέροντος επανατιθέμενον αίτημα των αποδήμων δια κοινόν εορτασμόν του Πάσχα μετά των λοιπών Χριστιανών, όπερ δια τούτο και αποβαίνει ιδιαιτέρας ποιμαντικής ανάγκης ζήτημα. Το κατ αρχήν δικαιώτατον και ιερόν τούτο αίτημα, απασχολεί ζωηρώς το πλήθος και των Ορθοδόξων εν τη Διασπορά πιστών, ως εκ του λόγου ότι, ζώντες ούτοι ως μειονότης εν μέσω πολυανθρώπων και συμπαγών κοινωνιών ετεροδόξων χριστιανών, από κοινού εορταζόντων το Πάσχα, όχι μόνον αισθάνονται περιθωριοποιούμενοι η και πλήρως αποκεκομμένοι, αλλά και υφίστανται οδυνηράς πολλάκις πρακτικάς συνεπείας εις τας επαγγελματικάς, κοινωνικάς και άλλας σχέσεις των εν γένει. Και πρέπει να λεχθή ενταύθα απεριφράστως ότι είναι αυτόχρημα τραγελαφικόν το γεγονός ότι, την μεν Κυριακήν ημέραν της εβδομάδος - ήτις είναι το επαναλαμβανόμενον αντίγραφον της μοναδικής ημέρας της Αναστάσεως - δεχόμεθα να εορτάζωμεν από κοινού μετά πάντων των ετεροδόξων, των αλλοθρήσκων, ακόμη δε και των αθέων, αυτήν δε ταύτην την ημέραν της Αναστάσεως, ήτις αποτελεί και το "πρωτότυπον", ούτως ειπείν, να αρνούμεθα να εορτάσωμεν από κοινού"[5].
4. Τον ίδιο μήνα (14-19.9.1994), συνήλθε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας η Εκτελεστική Επιτροπή του "Π.Σ.Ε.", η οποία αποφάσισε, μεταξύ άλλων, όπως το Τμήμα "Πίστις και Τάξις" και η Γραμματεία επί της Λατρείας και της Πνευματικότητος "μελετήσουν εκ νέου το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα", μάλιστα δε ο Γενικός Γραμματεύς του "Π.Σ.Ε." Δρ Κ. Ρέϊζερ πρότεινε ότι πρέπει να σχεδιασθή μία σειρά "ευκαιριών για κοινή μαρτυρία και εορτασμό, εκκινώντας από την ῾Εβδομάδα Προσευχής τον Ιανουάριο του 2000 και δια της Πεντηκοστής και των Χριστουγέννων να φθάσωμε στον κοινό εορτασμό του Πάσχα το έτος 2001"[6].
5. Μετά από δύο μήνες (15-20.11.1994) συνήλθε στην Λεμεσό της Κύπρου η ΣΤ´ Γενική Συνέλευσις του "Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής" ("Σ.Ε.Μ.Α.") και στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του Τμήματος "Πίστις και ῾Ενότης" συζητήθηκε το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα, τελικώς δε εγκρίθηκε σχετικό μήνυμα του Πάπα Ιωάννου Παύλου Β´. Εκ μέρους του Βατικανού, ο Καρδινάλιος Εδουάρδος Κάσσιντυ, Πρόεδρος του Ποντιφικίου Συμβουλίου για την προώθησι της χριστιανικής ενότητος, "πρότεινε συνάντηση των Προκαθημένων των Εκκλησιών κατά το έτος 2000 με σκοπό τη λήψη αποφάσεως για κοινή ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και για εργασία για τη χριστιανική ενότητα". Επίσης, ο Γενικός Γραμματεύς του "Π.Σ.Ε." Δρ Κ. Ρέϊζερ ωμίλησε σχετικώς και "εξέφρασε την ευχή το έτος 2001" "να γίνει αιτία εξευρέσεως κοινής ημερομηνίας εορτασμού της Αναστάσεως του Κυρίου"[7].
6. Κατά την τελέση της πανευσήμου ακολουθίας του Εσπερινού της Αγάπης του Πάσχα 2011 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος, αποδέχθηκαν όλως αντικανονικώς την συμμετοχή με πλήρη επίσημη λειτουργική αμφίεση κατεγνωσμένων αιρετικών, δηλονότι ενός Παπικού «ιερέως» και ενός Αρμενίου «διακόνου»[8].
7. Η Μικτή Επιτροπή της Διάσκεψης Ορθοδόξων και Παπικών Επισκόπων στη Γερμανία, στις 13-3-2012 ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της συνάντησής τους στο Johann Adam Mohler Οικουμενικό Ινστιτούτο στο Paderborn. Σε κοινή ανακοίνωση, που εκδόθηκε στο τέλος της Διάσκεψης, καλούν για ένα κοινό εορτασμό του Πάσχα σαν μια ένδειξη της ενότητας των Χριστιανών σε όλο τον κόσμο. Επικεφαλής των δύο αντιπροσωπειών υπήρξαν ο Ορθόδοξος Σεβ. Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αυγουστίνος και ο Παπικός «επίσκοπος» Γκέρχαρντ Λούντβιχ Μίλερ[9].
8. Στις 4-11-2012 τα παπικά Μ.Μ.Ε., ανέφεραν : "Ως χειρονομία υπέρ της ενότητας και του οικουμενισμού, οι Παπικοί της Ιερουσαλήμ από το 2013 θα εορτάζουν το Πάσχα στους Αγίους Τόπους με τους Ορθοδόξους'' [10].
9. Σχετικά με το Πάσχα στην Ιερά Μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Κώ, διαβάζουμε στην εφημερίδα το "ΒΗΜΑ" της 25ης Απριλίου 2013: «Δεν υπάρχει σχίσμα στο συριανό Πάσχα. Μπορεί το εφετινό Πάσχα των καθολικών να εορτάστηκε με κάθε λαμπρότητα στις 31 Μαρτίου, στο νησί της Σύρου όμως οι καθολικοί θα γιορτάσουν ξανά την Ανάσταση του Ιησού μαζί με τους ορθοδόξους. Η Ερμούπολη είναι από τα λίγα σημεία στον κόσμο όπου ορθόδοξοι και καθολικοί γιορτάζουν με κατάνυξη το Πάσχα παραμερίζοντας τις όποιες σχισματικές διαφορές των δύο εκκλησιών»[11].
10. Είναι προφανές ότι η σχετική Εγκύκλιος των Οικουμενιστών του Φαναρίου (150/420/26.5.1995) μετά παρέλευσι έξι μηνών από τις ανωτέρω διεργασίες δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, ούτε έφερε στο φως ένα ενδο-ορθόδοξο ζήτημα, αλλά αποτελεί "οδηγία" των διπλωματών Οικουμενιστών της Γενεύης, του Βατικανού και του Φαναρίου, οι οποίοι σύρουν την Ορθοδοξία σε νέα σχίσματα και τραγωδίες.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι:
1ον) οι πρωτοβουλίες του Βατικανού, όπως είναι οι ημέρες οικουμενιστικής προσευχής υπέρ διαφόρων ζητημάτων, αποβλέπουν μακροπροθέσμως στην άμβλυνση του Ορθοδόξου φρονήματος με την συμμετοχή Αρχιερέων και Θεολόγων στις οικουμενιστικές αυτές προσευχές με τελικό σκοπό την υλοποίηση των στόχων της Β´ Βατικανής Συνόδου. Και ένας εξ αυτών των στόχων είναι ο κοινός εορτασμός του Πάσχα.
2ον) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενεργεί ως «παράρτημα»-«προτεκτοράτο» του Βατικανού, υλοποιώντας τις αποφάσεις της Β´ Βατικανής Συνόδου, αλλά και του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών η Αιρέσεων. Σήμερα, διαπιστώνοντας την παρακμή του Ελληνισμού και την μη ενασχόλησή του με εκκλησιαστικά και πνευματικά θέματα, εξ αιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσεως και των προβλημάτων, που προέρχονται απ΄ αυτήν, οι κεφαλές του Οικουμενικού Πατριαρχείου πιστεύουν ότι είναι η κατάλληλη ευκαιρία, για να προωθούν τα σχέδια Βατικανού-ΠΣΕ-Φαναρίου για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα μετά των πλανεμένων Χριστιανών. Η συμφωνία η καλλύτερα το προσύμφωνο του Σεβ. Γερμανίας με τον τοπικό Παπικό «Επίσκοπο», αποκαλύπτει τα «κρυφά σχέδια» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν μέσω βαθυτάτης οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κρίσεως στην Ελλάδα[12].
Ας δούμε, όμως, στο σημείο αυτό, ποια είναι η θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τους Λατίνους όσον αφορά το Πάσχα, όπως μας την παρουσιάζει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Σχολιάζοντας τον ζ΄ Αποστολικό Κανόνα «Είτις Επίσκοπος η Πρεσβύτερος η Διάκονος την αγίαν του Πάσχα ημέρα προ της εαρινής ισημερίας μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθω», αναφέρει ότι ο Ματθαίος Βλάσταρις λέει πως η Α΄ αγία και Οικουμενική Σύνοδος συνεκρότησε και εξέδωσε εξαίρετο και το καλύτερο Κανόνιο περί της ευρέσεως του Πάσχα, κατά τον α΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία τοπικής Συνόδου. Στη συνέχεια ο Όσιος Νικόδημος αναφέρει ότι τέσσερεις είναι οι αναγκαίες, απαραίτητες προϋποθέσεις για τον εορτασμό του δικου μας, του Ορθοδόξου Πάσχα. Πρώτον, το Πάσχα πρέπει να γίνεται πάντοτε ύστερα από την ισημερία της ανοίξεως. Δεύτερον, το Πάσχα δεν πρέπει να γίνεται την ίδια ημέρα με το νομικό φάσκα των Ιουδαίων (αυτά τα δύο διορίζονται από τον παρόντα ζ΄ Αποστολικό Κανόνα). Τρίτον, το Πάσχα να μην γίνεται απλώς και αορίστως ύστερα από την ισημερία, αλλά ύστερα από την πρώτη πανσέληνο του Μαρτίου, που θα τύχει μετά την ισημερία. Και τέταρτον, το Πάσχα να γίνεται την πρώτη Κυριακή, που θα τύχει ύστερα από την πανσέληνο (αυτά τα δύο τα έχουμε εκ παραδόσεως και όχι από κανόνα). Για να φυλάττονται και οι τέσσερεις αυτοί διορισμοί εξίσου σε όλη την οικουμένη και να εορτάζουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τον ίδιο χρόνο και την ίδια ημέρα το Άγιον Πάσχα και να μην χρειάζονται κάθε χρόνο αστρονόμους και συνόδους, συνήρμοσαν οι θεόσοφοι Πατέρες το κανόνιο περί του Πάσχα.
Στο σημείο αυτό, σημειώνει ο Όσιος ότι, εξαιτίας της ανωμαλίας της κινήσεως της σελήνης, δεν φυλάττεται πάντα ο τέταρτος διορισμός, αλλά κάποτε παραβαίνεται, επειδή, κατά τον Βλάσταρη, μετά από τριακόσια (300) έτη και δύο (2) ημέρες μετά την πρώτη πανσέληνο, συμβαίνει να γίνεται το νομικό φάσκα την ημέρα της Κυριακής. Αυτές οι δύο ημέρες, που περισσεύουν από αυτή την ανωμαλία, προστιθέμενες, υπερβαίνουν κάποτε την πρώτη Κυριακή, που τυχαίνει ύστερα από την πανσέληνο του Μαρτίου, κατά την οποία Κυριακή τότε εορτάζουμε τα Βάϊα και κατά την ερχομένη κάνουμε Πάσχα. Από την λίγη αυτή παράβαση, δεν ακολουθεί καμμία παρατροπή της ευσεβείας, ούτε κάτι άτοπο η ψυχικός κίνδυνος. Γι'αυτό και ο θείος Χρυσόστομος στον λόγο του «εις τους τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας» λέει˙ «Χρόνων ακρίβειαν και ημερών παρατήρησιν δεν ηξεύρει η του Χριστού Εκκλησία. Επειδή όσαις φοραίς τρώγει τον ζωοποιόν άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνει, καταγγέλλει τον θάνατον του Κυρίου και Πάσχα επιτελεί˙ αλλ'επειδή εις την πρώτην σύνοδον εσυνάχθησαν οι Πατέρες και εδιώρισαν πότε να γίνεται το Πάσχα, τιμώσα η Εκκλησία πανταχού την συμφωνίαν και ένωσιν, εδέχθη τον διορισμόν, οπού εκείνοι έκαμαν»[13]. Έπρεπε, λοιπόν, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, να προτιμήσουν και οι Λατίνοι την συμφωνία και ένωση της Εκκλησίας, περισσότερο από την παρατήρηση των χρόνων (της ισημερίας δηλαδή, που κατέβηκε τώρα στις 11 Μαρτίου, ενώ τον καιρό της Α΄ Συνόδου ήταν στις 21 Μαρτίου) και να εορτάζουν το Πάσχα μ'εμάς τους Γραικούς και όχι να ατιμάζουν τους τριακοσίους εκείνους θεοφόρους και πνευματοφόρους Πατέρες, που το νομοθέτησαν, κατά θείο φωτισμό, νομίζοντάς τους ως ανοήτους και υβρίζοντας την κοινή μητέρα όλων μας Εκκλησία, διότι (λέει ακολούθως ο χρυσούς ρήτωρ) αν και η Εκκλησία έσφαλλε, βέβαια δεν θα κατορθωνόταν τόσο μεγάλο κακό από αυτή την ακριβή φύλαξη του καιρού, όσο μεγάλο κακό θα προξενούνταν από αυτή την διαίρεση και το σχίσμα από την Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Επειδή λέει˙ «δεν φροντίζει ο Θεός και η Εκκλησία δια τοιαύτην παρατήρησιν των χρόνων και ημερών, πάρεξ δια μοναχήν την ομόνοιαν και ειρήνην».
Μας παροτρύνει ο Όσιος Νικόδημος να προσέξουμε πως ο θείος Χρυσόστομος ονομάζει σχισματικούς τους Λατίνους, επειδή εκαινοτόμησαν το πασχάλιό τους και Καλαντάριο, όχι επειδή αυτό δεν είναι ορθό, κατά την ισημερία – διότι βλέπουμε ότι η ισημερία αληθώς έμεινε πίσω 11 ημέρες – αλλά γιατί χωρίσθηκαν γι'αυτό από μας, το οποίο είναι έγκλημα ασυγχώρητο, κατά τον ίδιο άγιο. Γιατί, λέει στον ίδιο λόγο, ότι το να νηστεύσει κανείς και το να κάνει Πάσχα σ' αυτόν τον καιρό η σ' εκείνον, μετά την 21η Μαρτίου, υποθετικά, όπως κάνουμε εμείς οι Γραικοί, η μετά την 11η Μαρτίου, όπως κάνουν οι Λατίνοι, αυτό δεν είναι έγκλημα. «Το δε να σχίση τινάς την Εκκλησίαν και να αντιστέκηται φιλονείκως και να κάμνη διχοστασίας και διαιρέσεις και να χωρίζη τον εαυτό του πάντοτε από την κοινήν σύνοδον της Εκκλησίας, τούτο είναι αμάρτημα ασυγχώρητον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει κόλασιν και τιμωρίαν». Γιατί, ας γνωρίζουν οι Λατίνοι ότι και οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που έγιναν μετά την πρώτη, και οι υπόλοιποι Πατέρες, έβλεπαν ναί και αυτοί, ως σοφοί που ήταν, πως κατέβηκε πολύ η ισημερία˙ αλλ'όμως δεν θέλησαν να την μεταθέσουν από την 21η Μαρτίου, που την βρήκε η Α΄ Σύνοδος, προτιμώντας περισσότερο την συμφωνία και ένωση της Εκκλησίας, από την ακρίβεια της ισημερίας, η οποία δεν προξενεί, ούτε στην εύρεση του δικού μας Πάσχα καμμία σύγχυση, ούτε βλάβη στην ευσέβεια, μάλιστα δε προξενεί αυτή η ακρίβεια στους Λατίνους δύο μεγάλες ατοπίες, το να εορτάζουν δηλαδή το Πάσχα η μαζί με τους Ιουδαίους, το οποίο είναι εναντίον στον παρόντα ζ΄ Αποστολικό Κανόνα, η πριν τους Ιουδαίους.
Το ότι ο Θεός περισσότερο ευαρεστείται στην τάξη του πασχαλίου και απλώς ειπείν του καλανταρίου του δικού μας, του Ορθοδόξου, παρά στην ακρίβεια του πασχαλίου και καλανταρίου των Λατίνων, γίνεται φανερό από τα θαύματα, που έδειξε και δείχνει έως τώρα γι'αυτό. Διότι, α) στα μέρη της Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου, όπου είναι οι δύο μεγάλες Πυραμίδες, ενεργεί ο Θεός κάθε χρόνο αυτό το παράδοξο˙ δηλαδή κατά το εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης της δικής μας (όχι των Λατίνων), ξερνά η γη λείψανα και κόκκαλα παλαιά ανθρώπινα, από τα οποία γεμίζει ένας ευρύχωρος κάμπος, τα οποία στέκονται έως την Πέμπτη της Αναλήψεως, και τότε κρύβονται και παντελώς δεν φαίνονται, μέχρι να έλθει πάλι η Μεγάλη Πέμπτη. Αυτό δεν είναι κανένας μύθος, αλλά αληθινό και βέβαιο, μαρτυρημένο από παλαιούς και νέους ιστορικούς, μάλιστα δε από τον Γεώργιο Κορέσσιο τον Χίο και από τον αοίδιμο πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο[14], ο οποίος το διηγείται στον αραβικό χρονογράφο, που έγραψε, και φαίνεται, απ'όσα λέει παρακάτω, ότι το είδε με τα μάτια του˙ (τα ανθρώπινα αυτά κόκκαλα προμηνύουν την μέλλουσα ανάσταση των νεκρών, όπως τα είδε και ο προφήτης Ιεζεκιήλ). β) Επίσης, ο ρηθείς Κορέσσιος γράφει ότι ο Πασχασίνος έγραφε προς τον Λέοντα ότι, όταν εόρταζαν κάποτε το Πάσχα οι μεν ανατολικοί την 22α Απριλίου, οι δε δυτικοί την 25η Μαρτίου, μια βρύση, η οποία προηγουμένως ήταν ξηρά, γέμισε από νερό την 22α Απριλίου, δηλαδή στο δικό μας Πάσχα και όχι των Λατίνων. γ) Τέλος, ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων[15] στο ιβ΄ βιβλίο του περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, διηγείται ότι ευρισκόμενος κάποτε ο Ιεροσολύμων Παΐσιος στο Βελλιγράδι, ακολούθησε ένα θαύμα, βεβαιωτικό μεν του δικού μας καλανταρίου, αναιρετικό δε του των Λατίνων˙ δηλαδή η ζύμη, που ζυμώθηκε από κάποια Λατίνα κατά την ημέρα του προφήτου Ηλιού, μεταβλήθηκε σε πέτρα σκληρή, κίσσηρα[16]. Ο αυτός Δοσίθεος αναφέρει ότι τον Φεβρουάριο του 1593 συνεκλήθη Σύνοδος στην Κων/λη στον ναό της Παμμακαρίστου, στην οποία συμμετείχαν ο Κων/λεως Ιερεμίας, ο Αλεξανδρείας Μελέτιος, ο οποίος επείχε και τον τόπο του Αντιοχείας Ιωακείμ και ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, η οποία καθόρισε να γίνεται το Πάσχα, όπως το διόρισε η Α΄ Οικ. Σύνοδος, και αναθεμάτισε το νέο καλαντάριο, που επινοήθηκε από τους Λατίνους[17].
Εν κατακλείδι, μετά τα ανωτέρω, πιστεύουμε ότι τώρα απαιτείται δυναμική αντίδραση (με επιχειρήματα, αρθρογραφία, διαφωτιστικές ομιλίες κ.λπ.), για να ματαιωθούν τα σχέδια του Βατικανού, του ΠΣΕ και του Φαναρίου. Κοινός εορτασμός του Πάσχα δεν μπορεί να υπάρξει, εάν το Βατικανό δεν αποκηρύξει τις πλάνες του και τις αιρέσεις του και εάν ο Πάπας δεν αποκηρύξει τις θέσεις του ότι είναι τοποτηρητής του Χριστού στη γη, αλάθητος και άρα ημίθεος κ.λπ. Εάν το Βατικανό και ο Παπισμός του δεν αποκηρύξει όλες τις αιρέσεις του, θα είναι σαν οι Ορθόδοξοι να τις νομιμοποιούν και να αποδέχονται την αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο κοινός εορτασμός του Πάσχα προϋποθέτει και Συλλείτουργο μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Πάπα. Αυτό σημαίνει ότι σε μία τέτοια περίπτωση θα έχουμε και κοινό ποτήριο, άνευ της αποκηρύξεως υπό του παπισμού των αιρέσεων, των κακοδοξιών του και της διαστρεβλώσεως του Ευαγγελίου και των διδαχών των Αποστόλων.
[1] «Συνεορτασμόν του Πάσχα με τους ετεροδόξους ανακινεί το Πατριαρχείον», Ορθόδοξος Τύπος (9-2-1996)
[2] Περιοδικὸ «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις», ἀρ. 23 (Ἰανουάριος - Μάρτιος 1977) σσ. 83-84.
[3] ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Θ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ῾Ιστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἔκδ. β´, σσ. 213-14, 223-24, 365-66, Θεσσαλονίκη 1984.
[4] ἐφημερ. "Καθολική", ἀριθ. 2744/ 21.6. 1994, σ. 1.
[5] Περιοδ. "᾿Εκκλησία", ἀριθ. 2/1.2. 1995, σ. 76 καὶ περιοδ. "᾿Επίσκεψις", ἀριθ. 509/30.9.1994, σσ. 3–12.
[6] Περιοδ. "᾿Ενημέρωσις", Ι-1994/9, σ. 6 καὶ περιοδ. "MECC News – Report", Νο 11-12/November – December 1994, p. 4.
[7] Περιοδ. "᾿Απόστολος Βαρνάβας" Κύπρου, Μάρτιος 1995, σσ. 120 –130, περιοδ. "᾿Ενημέρωσις", Ι– 1994/11–12, σσ. 3–4, ἐφημερ. "Καθολική",
ἀριθ. 2765/17.1.1995, σ. 1, περιοδ. "Πάνταινος" ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1994, σελ. 29, περιοδ. "MECC News - Report", Νο 11-
12/November – December 1994, p. 9, περιοδ. "Ecumenical News International" - Bulletin, Νο 6/21.11.1994, p. 15-17.
[8] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Συμμετοχή κατεγνωσμένων αἱρετικῶν στή θεία Λατρεία», Θεοδρομία ΙΓ΄ 2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2011)
250-252.
[9] http://aktines.blogspot.gr/2012/03/blog-post_1650.html.
[10] http://aktines.blogspot.gr/2012/11/2013_30.html.
4/11/2012. In 1582 Pope Gregory XIII adopted the current Gregorian calendar, which is used in most parts of the world. This calendar actually replaced the Julian calendar which was approved by Julius Cesar during his reign. Despite the replacement, some in the Orthodox Church still use the Julian calendar. In places like the Holy Land, where Catholics and Orthodox live together, this reality can pose a problem.
FR. PIERBATTISTA PIZZABALLA Custodian of the Holy Land
"Ecumenism in the Holy Land is not a theological problem, is a pastoral problem. Because all families are mixed families. One part is Orthodox and another Catholic. So we have two different calendars: the Gregorian calendar and the Julian calendar for families."As a gesture in favor of unity, the Latin Patriarchate of Jerusalem has decided to modify its liturgical schedule in 2013 to that of the Orthodox. That means Easter in the Holy Land will be celebrated on May 5th next year instead of March 31. There is an exception though. Both have agreed that Jerusalem and Bethlehem will not follow the new calendar. "For Christian families, it's a problem. They want to celebrate Christmas together and Easter together. So the Catholic Church decided to adopt just for Easter, not for Christmas, the Julian calendar in order to allow and permit our Christian families to celebrated Easter together."The intention of the Patriarchate is that from 2015 the Catholic Church in the Holy Land will adopt the Julian calendar, definitively. From that point onwards, Christians will celebrate Easter together, the central celebration of the faith.
[11] http://katanixis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_947.html
[12] Γ. ΖΕΡΒΟΣ, «Νέαι αποκαλύψεις δια τον κοινόν εορτασμόν του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών», Ορθόδοξος Τύπος (9-11-2012) http://entoytwnika.blogspot.com/2012/11/blog-post_9.html#ixzz2QWv9E2qq
[13] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος εις τους τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας, ΡG .
[14] ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Αραβικός χρονογράφος, σ. 266.
[15] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος˙ περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, βιβλίο 12ο, κεφ. 2ο, §β΄, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη
1983, σσ. 105-106.
[16] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 8-9.
[17]ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ένθ'ανωτ. σσ. 231-232.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
«Ἀνέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, λύσας θανάτου τὰ δεσμά∙ (αἶνοι, ἦχος βαρύς)
ἐν τῇ ἐγέρσει Του χαρᾶς τὰ πάντα ἐπλήρωσε καὶ (αἶνοι, ἦχος δ΄)
ἐν τῇ ἀναστάσει Του τὰ σύμπαντα ἐπλούτισε» (αἶνοι, ἦχος πλ. α΄)
Γιὰ μιὰ ἀκόμη χρονιὰ ἀξιωνόμαστε νὰ γιορτάσουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας ἀκολουθία τῆς Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἔβαλε ὡς στόχο τὸ νὰ ἀξιωθοῦμε «κατιδεῖν τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι» (Στιχηρὸν Κατανυκτικόν, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, Λυχνικόν). Ζήσαμε τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας, περάσαμε ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, συμπορευθήκαμε μὲ τὸν Κύριο στὸ πάθος Του καὶ σήμερα χαιρόμαστε τὸν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου συντριβὴ τοῦ θανάτου, τὴν κατάργηση τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου.
Μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀντικρύσαμε μὲ ἀπορία τὸν ἄνθρωπο νὰ σταυρώνει τὸν Θεό του, μὲ ἔκπληξη τὸν Θεάνθρωπο ἑκουσίως νὰ σταυρώνεται καὶ «ἐν νεκροῖς νὰ λογίζεται», τὴν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης προδοσίας, πτώσεως καὶ πνευματικῆς αὐτοκαταστροφῆς καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ μακροθυμίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Σήμερα ζοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ θεϊκοῦ θριάμβου, τὴν ἀπόδειξη τοῦ κενοῦ μνημείου, τὴ λάμψη τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, τὴν ἐλπίδα καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε ἀκατάπαυστα «Χριστὸς Ἀνεστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Κι ἐφέτος ὅμως, ζοῦμε τὸ Πάσχα μέσα στὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα μιᾶς κρίσης ποὺ καταστρέφει περιουσίες καὶ κόπους μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ποὺ ἀνακατεύει λαοὺς καὶ θρησκεῖες, ποὺ ἰσοπεδώνει ἱστορίες καὶ παραδόσεις, ποὺ καταργεῖ ἱερὲς ταυτότητες, ποὺ αἰφνιδιάζει μὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα καὶ ἐκβιάζει μὲ παράλογες ἀπαιτήσεις, πού, ἐνῷ ἐμφανίζει τοὺς ὑπεύθυνους, κρύβει τοὺς πραγματικοὺς ὑπαίτιους, ποὺ ἀπομακρύνοντας διαρκῶς τὸ φῶς μᾶς βυθίζει ὅλο καὶ περισσότερο στὸ σκοτάδι. Κυρίως ὅμως μιᾶς κρίσης ποὺ ἔχει σταυρώσει τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἐλπίδα καὶ ἐπιδιώκει ἢ νὰ Τὸν ἀγνοεῖ ἢ περισσότερο νὰ Τὸν ἐξαφανίσει.
Ἡ εἰκόνα τῆς ζωῆς μας μοιάζει μὲ μιὰ ἀτελείωτη Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ ἡ παροῦσα ἐμπειρία μας μὲ μιὰ ἀπαράκλητη Μεγάλη Παρασκευή. Γύρω μας σταυρωτὲς μὲ ἀσύλληπτο μῖσος, ὄχλοι μὲ ἀδιακαιολόγητη πνευματικὴ ἐπιπολαιότητα. Κι ἐμεῖς, σὰν τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, κάποιοι ἀρνούμεθα, κάποιοι ἐγκαταλείπουμε, οἱ περισσότεροι κρυβόμαστε μὲ φόβο ἢ ἀμήχανα εἴμαστε «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται», παραμένοντας στὴ νάρκη τῆς ὀλιγοπιστίας μας.
Παρὰ ταῦτα, ἀδελφοί μου, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ὅσο καὶ ἂν φωνάζει ὁ ὄχλος, ὅσο κι ἂν καρφώνουν οἱ σταυρωτές, ὅσο καὶ ἂν σφραγίζουν τὸν τάφο οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ὅσο καὶ ἂν ἀπουσιάζουν οἱ μαθητὲς ἀπὸ τὰ γεγονότα, ὅσο καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία φαίνεται ἀδικαιολόγητα νὰ σιωπᾶ, τὸ ἅγιο Φῶς ἀναδύεται ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ σήμερα, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ζωὴ ἀνατέλλουν, διότι «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ΄ 9).
Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντος καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ μόνος τρόπος ὁ καθένας μας νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὶς ἁλυσίδες τῆς προσωπικῆς του κρίσης. Δὲν θὰ λυτρωθοῦμε μόνοι μας. Ὁ Ἀναστὰς θὰ μᾶς λυτρώσει. Αὐτὸς θὰ μᾶς ἀναστήσει, σὲ ἐμᾶς τοῖς «ἐν τοῖς μνήμασι» τῶν παθῶν μας θὰ χαρίσει τὴ ζωή.
Ἀλλὰ καὶ ὡς ἔθνος ἔχουμε βουλιάξει στὴν κρίση τῆς πνευματικῆς μας προδοσίας. Στηρίξαμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν θεὸ τοῦ χρήματος καὶ αὐτὸς μᾶς πρόδωσε. Καταστρέψαμε τὶς εὐλογημένες μνῆμες τῆς ἱστορίας μας. Ἐμπιστευθήκαμε τὸ μέλλον μας στὰ ἐπίγεια ἐπιτεύγματα. Καὶ αὐτὰ φάνηκαν ἀνεπαρκῆ. Ἀπομακρύναμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παιδεία μας. Γκρεμίσαμε τὴν πίστη μας στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὶς καρδιές μας. Τὸν ραπίσαμε μὲ τὰ χέρια τῆς ἀσεβείας μας, Τὸν σταυρώσαμε μὲ τὰ καρφιὰ τῆς σκληροκαρδίας μας καὶ Τὸν σφραγίσαμε μέσα στὸν τάφο τῆς λήθης, τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀπιστίας μας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως διατηρεῖ πολλὲς ἐλπίδες γιὰ τὸν κόσμο μας, γιὰ τὸ ἔθνος μας, γιὰ τὸν καθένα μας χωριστά. Καὶ τοῦτο, διότι ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ καὶ «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Ὁ Χριστὸς ἀνέστη γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀνέστη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, καὶ γιὰ τοὺς διὰ μέσου τῶν αἰώνων διῶκτές Του καὶ γιὰ τοὺς ἀρνητές Του, καὶ γιὰ μᾶς.
Ἂς μιμηθοῦμε στὴν πίστη καὶ στὴν ἀφοσίωση τὶς μυροφόρες γυναῖκες καὶ ἂς κρατήσουμε μέσα στὶς καρδιές μας τὴν ἐλπίδα τους. Ὅσο μικρὴ καὶ νὰ εἶναι, δὲν θὰ μᾶς προδώσει. Τὰ δάκρυα τοῦ πόνου μας θὰ ἀναμειχθοῦν μὲ τὰ μύρα τῶν ἱερῶν πόθων καὶ ἐλπίδων μας καὶ θὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἁγία πίστη μας. «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον• ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. ε΄ 4). «Νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν» (Ρωμ. ιγ΄ 11).
Εὔχομαι ἡ εὐλογία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νὰ πλημμυρίζει τὴ ζωή σας, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη Του νὰ ἐπιστρέψει στὸν κόσμο μας, καὶ τὸ φῶς Του νὰ δείξει διεξόδους στὶς κρίσεις μας καὶ νὰ ὁδηγεῖ τὰ διαβήματά μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Μετὰ πασχαλίων εὐχῶν
καὶ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ † Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ
του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Eίναι σε όλα Μοναδικός ο Θεός μας αλλά η Μοναδικότητά Του κορυφώνεται στην Ταπείνωση και στην Υπακοή Του.
Από αυτά γνωρίζεται και από αυτά ξεχωρίζει.
Αυτή Του η συμπεριφορά είναι εκείνη που προσδιορίζει σε μας τη Σοφία και την Παντοδυναμία Του. Αυτή μας αποκαλύπτει το πόσο η Αγάπη απέχει από τις καρδιές μας, γιατί αγάπη χωρίς ταπείνωση και υπακοή δεν μπορεί να υπάρξη. Αυτή Του η συμπεριφορά ντροπιάζει τη σοφία μας και την αποδεικνύει «μωρία», αυτή καταρρίπτει ο,τιδήποτε θεωρούμε σωστό, δίκαιο, δικαίωμά μας ή επιδίωξή μας.
Έχουμε σχηματίσει στο νού μας πολλές εικόνες για τον Χριστό και Θεό μας, όμως μας λείπει η Εικόνα του Θεού Υποτακτικού και γι’ αυτό η Πίστη μας, παρ’ ότι στο γράμμα φαντάζει Ορθόδοξη, στην πράξη είναι νεκρή. Μας λείπει η μοναδική Εικόνα Του, που Τον εκφράζει απόλυτα, αφού έτσι έζησε ως Θεάνθρωπος επί της γης και το ίδιο θα συμπεριφέρεται αιωνίως ως Θεάνθρωπος και στην Ουράνια Βασιλεία Του σε εκείνους που έκαναν σκοπό της ζωής τους να μένουν μαζί Του: «Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, ούς ελθών ο Κύριος ευρήσει γρηγορούντας. Αμήν λέγω υμίν ότι περιζώσεται και ανακλινεί αυτούς, και παρελθών διακονήσει αυτοίς».
Λείπει από τον καθένα μας ο Αληθινός Θεός, γι’ αυτό Τον αποζητάει με Λατρεία η Εκκλησία μας στο τέλος κάθε Ιεράς Ακολουθίας: «Χριστός ο Αληθινός Θεός ημών, ελεήσαι και σώσαι ημάς».
Όλοι οι ψεύτικοι θεοί –τα μασκαρεμένα δαιμόνια– γνωρίζονται από την τρομοκρατική και κατακτητική προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν στις ανθρώπινες ψυχές και να επικρατήσουν στην κτίση, εμπνέοντας φόβο και τρόμο. Στον Αληθινό Θεό μας η όντως Παντοδυναμία Του αναγνωρίζεται στην δουλική Του μορφή, στην Υπακοή Του σε κάθε αίτημα της προσευχής και της ανάγκης μας: «Καί ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος· και μετά τον συσσειμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος· και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος» (Βασ.Γ´ 19,11-12).
Είναι ο Θεός μας, Θεός Υπηρέτης, υποτακτικός του καθενός μας. Ακούει συνεχώς τα αιτήματά μας και σπεύδει να τα εκπληρώση.Μας πλένει τα πόδια, γιατί αυτά αποταμιεύουν το μόχθο μας αλλά και ευθύνονται για το βάδισμά τους στα βρώμικα μονοπάτια που υπα¬γορεύει ο νούς και η καρδιά μας. Μας πλένει τα πόδια, ταπεινώνεται για να συντρίψη την πέτρα που έχει αιχμαλωτίσει την καρδιά μας. Γίνεται εξουσιαστής της πέτρας, για να γίνη«ελευθερωτής των ψυχών» μας. Γίνεται δούλος, για να μας ελευθερώση από την δουλεία των αμαρτιών μας και να μας κάνη φίλους Του, μετόχους της Βασιλείας Του!
Ραπίζεται και δέχεται «εμπτυσμούς και μάστιγας» για να σβήση το πάθος της μνησίκακης εκδικήσεως, που κρύβουμε μέσα μας. Στρέφει και το άλλο Του μάγουλο στα ραπίσματά μας για να μας εξοικονομήση περισσότερο χρόνο μετανοίας, θέλει να προλάβουμε να συναισθανθούμε το κατάντημά μας πριν κλείσουμε τα μάτια μας σ’ αυτή τη γη.
Θέλει να κάνουμε και μείς το ίδιο, να Τον μιμηθούμε, γιατί μόνο τότε θα γίνουμε καλά από τη μεγαλομανία της αρρώστιας μας, που μας έχει κάνει να αισθανόμαστε «το γλυκύ πικρόν και το πικρόν γλυκύ».
Υπομένει και χαίρεται την εκούσια δουλεία Του, γιατί μας δημιούργησε εικόνες του Εαυτού Του και δεν θέλει να μας χάση. Η αγάπη Του για μας Τον οδηγεί σε άφατη κένωση. Καί ο Ουράνιος Πατέρας και Θεός μας δεν απελπίζεται από την αμετανοησία μας αλλά ελπίζει ακόμη και απαντά στους αγγέλους που απορούν για την ανείπωτη φιλανθρωπία Του: «Εντραπήσονται τον Υιόν μου»!
Η αγάπη Τού Θεού μας δεν Τον αφήνει να δεχθή και να παραδεχθή πως δεν θα λυγίση η σκληρότητά μας. Πιστεύει σε μας και μας περιμένει. Μακάρι κάποτε και μείς, με όλη μας την ύπαρξη, να πιστέψουμε σ’ Εκείνον!
Καλή Ανάσταση στις ψυχές μας!
Πηγη: http://www.agioritikovima.gr/eipan/21320-chritos-o-panto
Μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε πώς θα αλλάξουν τα υλικά σώμάτα και θα αφθαρτοποιηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού! Το κείμενο λήφθηκε από το βιβλίο: "Άγιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος", ο βίος του Αγίου, από τον Νικήτα Στηθάτο, κριτική έκδοση του Αρχιμ Συμεών Κούτσα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.
Μια μέρα, καθώς προσευχόταν [ο Αγιος Συμεών] με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει. Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα- ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός!-, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα. Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν. Αυτό μεγάλωνε λίγο –λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα.
Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του. Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του. Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του. Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά-σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως. Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει. Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος».
Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;» Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα. Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άυλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό. Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος. Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι: «Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό».
Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση. Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα».
Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες. Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής. Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές, από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά.
(Δακτυλογράφηση: Astrokatastro)
Πηγή: Η άλλη όψη
Μου το βεβαιώνει η συνείδησή μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.
Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.
Δεύτερον, ο νους μού λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.
Τρίτον, η βούληση μού λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.
Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες, που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάστασή Του Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού· μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φώς του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας, και ότι άκουσε τη φωνή Του, και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν την μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Και αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, ως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.
Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή, και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδησή τους, δονεί την ψυχή τους, και ευφραίνει την καρδιά τους.
Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και τους αντιπάλους του Χριστού. Μονο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων, και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.
Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές, που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στη ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού.
Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.
Αληθώς Ανέστη ο Χριστός.
Πηγή: (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. Εν πλω, 2008 σ. 70-72), Η άλλη όψη
1.-. Ἐκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους.
Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή, http://www.alopsis.gr/alopsis/kathodos.htm
Τὸ Πάσχα τοῦ 1549 μ.Χ. οἱ Ἀρμένιοι κατώρθωσαν νὰ δωροδοκήσουν τὸν Τοῦρκον Διοικητήν, καὶ νὰ ἐκδώσῃ ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν πρὸς τὸν Ἕλληνα–Ὀρθόδοξον Πατριάρχην Σωφρόνιον Δ΄, ὥστε νὰ μὴν ἔχει πρόσβασιν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ διὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἁγίου Φωτός. Οἱ φρουροὶ ἔκλεισαν τὴν Ἁγίαν Πόρτα καὶ ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄ μὲ τὸ ἱερατεῖον καὶ τοὺς πιστούς του παρέμειναν ἔξω προσευχόμενοι, ἀναμένοντες τὴν ἔκβασιν τῶν γεγονότων. Πράγματι ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἄμεσος. Παρὰ τὰς ἀπέλπιδας προσπαθείας τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου, τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἔλαμψε εἰς τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον ἢ εἰς ἄλλον σημεῖον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ. Τὸ Ἅγιον Φῶς ἐξῆλθε διαπερνὸν τὴν Κολόναν, ἡ ὁποία μέχρι σήμερον φαίνεται σχισμένη καὶ μαυρισμένη, καὶ πρὸς μεγάλην κατάπληξιν ἤναψαν τὰ κεριά, τὰ ὁποῖα ἐκρατοῦσε εἰς τὰς χεῖρας του ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης. Εἰς τὴν συνέχειαν ὁ Πατριάρχης ἔδωσε τὸ Ἅγιον Φῶς εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν αὐλήν, ἐνῶ ὁ Ἀρμένιος ἔφυγε ντροπιασμένος. Τὸ ἀξιοθαύμαστον γεγονὸς ἐμαρτύρησε ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ, ὁ ὁποῖος ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦτο φρουρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόρτα. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψῃ καὶ νὰ γίνῃ Χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι τὸν σκότωσαν διὰ νὰ μὴν μαθευθῇ τὸ γεγονός. Συμφώνως πρὸς ἄλλην ἐκδοχήν, ὅταν ἀντελήφθη τὸ θαῦμα ἀνεφώνησε πρὸς τοὺς συγκεντρωμένους: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις». Οἱ Τοῦρκοι διὰ τὴν ἀλλαξοπιστίαν του τὸν ἔκαψαν ζωντανόν. Τὰ ὀστᾶ του σήμερον φυλάσσονται εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς. Ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθη τὸ θαῦμα, ἐξέδωσε φιρμάνιον καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα διὰ τὴν λῆψιν τοῦ Ἁγίου Φωτὸς εἰς τὸν Ἑλληνορθόδοξον Πατριάρχην.
ΠΗΓΗ: http://www.jerusalem-patriarchate.info/gr/sxismeni_kolona.htm
Αποσπάσματα από την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Νεαπόλεως και Σαμαρείας κ. Αμβροσίου, που εκφωνήθηκε στο Συνοδικό της Ιεράς ημών Μονής του Οσίου Γρηγορίου την 24ην Οκτωβρίου 1986.
******
α) Περί του Αγίου Φωτός
Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, αφού τελείωση η ακολουθία του Επιταφίου, το Ιερατείο φέρει τον Επιτάφιο μέσα στο Ιερό Βήμα και περιφέρεται γύρω από την αγία Τράπεζα τρεις φορές ψάλλοντας το: «Ο Ευσχήμων Ιωσήφ...». Στην πομπή είναι παρατεταγμένοι εξ αρχιερείς αριστερά, εξ δεξιά και στο μέσον ο Πατριάρχης, ενώ τέσσαρες αρχιερείς κρατούν στις πλάτες των το Αντιμήνσιο, το οποίον είναι γεωργιανό και πολύ ωραίο. Όταν πρόκειται να το εναποθέσουν στην Αγία Τράπεζα, λέγουν το Ευαγγέλιο, στο οποίο ερωτούν τι θα γίνη με εκείνον τον πλάνο, ο οποίος είπε ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθή, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και γίνη η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Στο σημείο αυτό που λέγει: «Έχετε κουστωδίαν ασφαλίσατε τον τάφο, ως οίδατε», έχουν σβηστή όλα τα καντήλια μέσα στον Πανάγιο Τάφο, ενώ τρεις αστυνομικοί εβραίοι και δύο κληρικοί, ένας αρμένιος και ένας ημέτερος σφραγίζουν τον Τάφο με βουλοκέρι.
Την Παρασκευή το πρωί ανοίγουμε εμείς τη θύρα του ναού της Αναστάσεως και το Σάββατο την ανοίγουν οι Αρμένιοι με την σειρά. Ο κόσμος έχει κατακλύσει τον Ναό από την Παρασκευή το βράδυ, όπου και διανυκτερεύουν. Το πρωί άλλοι άνθρωποι από τις 3.30 περιμένουν έξω από την θύρα του ναού. Μόλις ανοίξη, μπαίνουν μέσα και καταλαμβάνουν όλους τους χώρους. Το μεσημέρι στις 12 η ώρα ο Πατριάρχης αναμένει εις την αίθουσα του Πατριαρχείου με άλλους επισήμους, αρχιερείς από άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, προξένους διαφόρων κρατών και άλλους επισήμους.
Στις 12 το μεσημέρι κτυπά η μεγάλη καμπάνα, της οποίας ο απόηχος ακούγεται μέχρι την Βηθανία. Τότε σηκώνεται ο Πατριάρχης με εγκόλπιο και επανωκαλλύμμαυχο, μπαίνει στο Ιερό του Ναού της Αναστάσεως, όπου από το 1770, επί πατριάρχου Πολυκάρπου, εδόθη ευλογία να μπαίνουν μέσα και οι γυναίκες, αλλά μόνο για εκείνη την ημέρα. Τούτο γίνεται διότι τότε, αλλά και τώρα, ήταν δύσκολο να έρχωνται οι προσκυνηταί στους Αγίους Τόπους πολλές φορές, οπότε, όταν ήρχοντο μίαν φοράν, θα έπρεπε παντοιοτρόπως να ιδούν το Άγιο Φως. Επί πλέον η Αγία Τράπεζα έχει απογυμνωθή απ’ όλα τα ιερά αντικείμενα, τα οποία απαγορεύεται να τα εγγίζουν οι λαϊκοί. Μαζί με τον Πατριάρχη μπαίνουν στο Ιερό και δύο υπάλληλοι του υπουργείου Θρησκευμάτων, ο στρατιωτικός διοικητής των Ιεροσολύμων και της Βηθλεέμ και ο Πολιτικός διοικητής. Αμέσως μετά έρχονται οι Εβραίοι, οι Κόπται και οι Συριανοί, δηλαδή οι παλαιοί Χαλδαίοι, και φιλούν το χέρι του Πατριάρχου, για να πάρουν κατόπιν το Άγιο Φως. Μόλις φύγουν αυτοί, δίνει την ευλογία στους ιερείς να ντυθούν και τελευταίος φεύγει ο ίδιος για να ντυθή στο Σκευοφυλάκιο.
Έχουν παραταχθή τώρα οι ψάλται, έλληνες και άραβες, ακολουθούν οι κληρικοί με τα ράσα τους, μετά οι ντυμένοι κληρικοί και τελευταίος ο Πατριάρχης με τους διάκους του. Καθένας απ’ αυτούς κρατεί από ένα δίσκο, στους οποίους υπάρχουν από μία δέσμη με 33 κεριά δεμένα εξωτερικά με άσπρες κορδέλλες. Ο ένας διάκονος λέγει: «Ευλόγησον, Δέσποτα, την Αγίαν Είσοδον». Εκατέρωθεν της πομπής προπορεύονται και καμμιά σαρανταριά λάβαρα, ενώ στο τέλος, πίσω από τον Πατριάρχη, ακολουθεί το τελευταίο λάβαρο που εικονίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ο Πατριάρχης λέγει: «Ευλογημένη η είσοδος...» και όλοι αρχίζουν το «Η Ανάστασίς Σου, Χριστέ Σωτήρ...» και το «φως ιλαρόν...» αργά. Και τα δύο αυτά ψάλλονται τρεις φορές ελληνικά και τρεις αραβικά. Έτσι περιφέρονται πέριξ του Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου. Τα καντήλια είναι όλα σβηστά· και των Λατίνων, και των Αρμενίων, και τα ιδικά μας. Στην τρίτη περιφορά μπαίνουν όλοι μέσα στο Ιερό και ο Πατριάρχης στέκεται μπροστά στην πύλη του Παναγίου Τάφου. Εκεί του βγάζουν την μίτρα, τα εγκόλπια, τον σάκκο, το ωμοφόριο, το επιγονάτιο και μένει με το στιχάριο, την ζώνη, τα επιμανίκια και το επιτραχήλιο. Δίπλα είναι και ο αρμένιος αρχιμανδρίτης κατά τον ίδιο τρόπο. Ανοίγει λοιπόν η πύλη, αφού πρώτα βγάλουν τα βουλοκέρια και τα μοιράζουν στους πιστούς χάριν ευλογίας. Τότε παίρνει τους δύο πυρσούς στα χέρια, τις δύο δέσμες κεριών κάτω από την μασχάλη του, κάνει στον λαό υπόκλισι και εισέρχεται πρώτος μέσα στο Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, εμπρός δε μένει ο αρμένιος και κλείνει η πόρτα.
Τώρα τελειώσαμε την διαδικασία περί του Αγίου Φωτός.
Εφέτος το Πάσχα ήταν μαζί μας ο μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος. Με ερώτησε:
— Βγαίνει το Άγιο Φως, Σεβασμιώτατε;
— Δεν θα σου δώσω την άπάντησι εγώ, Δέσποτα μου. Θα την πάρης ο ίδιος, κατά την διάρκεια της τελετής.
Τον τοποθετήσαμε στα μπροστινά στασίδια του Παναγίου Τάφου, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται για προξένους άλλων χωρών. Εκεί πρώτος στεκόμουν εγώ, δίπλα μου ο Άγιος Γρεβενών. Του λέγω:
— Παρατήρησε, Δέσποτά μου, υπάρχει κανένα καντήλι αναμμένο;
Ήταν εκεί περί τα 50 καντήλια των ορθοδόξων, λατίνων και αρμενίων. Πράγματι δεν υπήρχε κανένα αναμμένο.
Μπήκε λοιπόν, ο Πατριάρχης μέσα και άρχισε να διαβάζη την ευχή του Αγίου Φωτός. Ο αρμένιος στέκεται στον αποκυλισθέντα λίθο, ο Πατριάρχης, όπως είπαμε, γονατιστός μέσα και παντού υπάρχει σκοτάδι.
Εφέτος (1986) για πρώτη φορά -παραδόξως- διέταξαν οι αστυνομικοί εβραίοι τους φωτορεπόρτερς να σταματήσουν τα φλας και τις κάμερες για να φαίνεται καλλίτερα η παρουσία του Θείου Φωτός.
Ενώ ο Πατριάρχης ήταν ακόμη μέσα στον Πανάγιο Τάφο, σε μια στιγμή με σκουντάει ο Άγιος Γρεβενών και μού λέγει:
— Για κοίταξε απέναντι, στα καντήλια των λατίνων, είναι κανένα αναμμένο; Και πες μου.
Κυττάζοντας προς ανατολάς, είδα ένα καντήλι αναμμένο. Όπως βλέπουμε από δεξιά το δεύτερο.
— Αν έβλεπες, Δέσποτα μου, πώς ήλθε το Άγιο Φως σ' αυτό το καντήλι! Έτσι σιγά-σιγά, όπως ακριβώς την νύκτα φέγγουν τ' άστρα. Έτσι ήλθε κατ' ευθείαν μετά προσοχής και έπεσε επάνω στο φυτίλι και άναψε.
— Χαίρω πάρα πολύ, Δέσποτα μου, του λέγω, διότι ο Κύριος σου έδωσε την απάντησι που ζητούσες από εμένα, και μπορεί να νόμιζες ότι θα ήταν ευσεβοφάνειες. Τώρα κύττα και στον Πανάγιο Τάφο και πες μου, ποια καντήλια βλέπεις αναμμένα;
Κυττάζει προς τα εκεί, όπου είναι έξι και έξι και στο μέσον ένα μεγάλο. Από τα ευρισκόμενα στα αριστερά ήταν αναμμένο όχι το πρώτο, αλλά το δεύτερο και το τρίτο. Του λέγω:
— Τι είναι αυτό; Και μου άπαντα:
— Θα διακηρύξω σ' ολόκληρο τον κόσμο και πάντοτε σ' όλη την ζωή μου ότι είδα εγώ με τα μάτια μου το Άγιο Φως ν' ανάβη τα καντήλια.
Συζητούντες ακούσαμε φωνές και σφυρίγματα από τους άλ\λους. Τι συνέβαινε; Είχε βγει το Άγιο Φως. Ο Πανάγιος Τάφος έχει δύο οπές, την μία δεξιά και την άλλη αριστερά από την οποία δίνει τον πυρσό με το Θείο Φως στους Αρμενίους, ενώ από την πρώτη στους Ορθοδόξους. Μόλις έδωσε ο Πατριάρχης τον πυρσό στον αρμένιο αρχιμανδρίτη, για να δώση αυτός προς τον πατριάρχη του το Άγιο Φως, τι γίνεται; Φεύγει το Φως από κάτω με ταχύτητα και τρέχει επάνω στο μπαλκόνι, όπου στεκόταν ο αρμένιος πατριάρχης, και του ανάβει τα κεριά.
Ο Πατριάρχης κλώτσησε με τα πόδια του την πόρτα, διότι δεν μπορούσε με τα χέρια, επειδή κρατούσε τις αναμμένες δέσμες των κεριών, και στάθηκε να πάρουμε το Θείο Φως. Αυτό, όπως βγαίνει, έχει γαλάζιο χρώμα, όπως το οινόπνευμα, και κατόπιν σιγά-σιγά παίρνει το κανονικό του χρώμα. Αλλά στην αρχή, όταν ακόμη είναι γαλάζιο, δεν καίει καθόλου.
Εφέτος ήλθαν τρεις αμερικανίδες κυρίες και τους είπα να πάνε μέσα στο Ιερό για να το ιδούν καλλίτερα. Μου λέγουν:
— Μα, Σεβασμιώτατε, μέσα στο Ιερό δεν θα ιδούμε τίποτε. Τους λέγω:
— Εγώ δεν έχω κάρτες εισόδου να σας δώσω, αλλά νομίζω ότι είναι προτιμώτερο να ιδήτε το Άγιο Φως από το Ιερό.
Εκεί ήταν και αρκετοί ιερείς από την Ελλάδα και κόσμος πολύς.
Σε μια στιγμή λοιπόν, το βλέπουμε, και εγώ το είδα, παρά την αναξιότητά μου, και άλλοι πιστοί το είδαν, ενώ μερικοί από τους παπάδες δεν το έβλεπαν και μου έλεγαν: «Πού είναι, πάτερ; Δεν το βλέπουμε». Από εκείνες τις δύο οπές, αγαπητοί μου, βγήκαν δύο φλόγες, προτού βγη ο Πατριάρχης, και έφθασαν αργά και παράλληλα μπροστά στην πόρτα του Παναγίου Τάφου. Έφυγαν από εκεί, επέρασαν το Καθολικό και ήρχοντο προς το Ιερό. Φώναζε ο κόσμος από το Ιερό, οι αμερικανίδες το έβλεπαν, ενώ κάτι κυρίες και δύο παπάδες έλεγαν: «Μα, που είναι, πάτερ; Δεν το βλέπουμε».
— Τι να σας κάνω; Τι φταίω εγώ; Τους λέγω. Να! να! δεν το βλέπετε;
Οι δύο φλόγες μπαίνουν μέσα από την Ωραία Πύλη και εκεί χωρίσθηκαν μεταξύ τους. Η μία επήγε προς την κόγχη της Προθέσεως και εκεί εξαφανίσθηκε και η άλλη προς την κόγχη του Διακονικού και επίσης εξαφανίσθηκε.
Μόλις χάθηκαν αυτές οι δύο φλόγες, κτύπησε η πόρτα και βγήκε ο Πατριάρχης έξω από τον Πανάγιο Τάφο με το Άγιο Φως.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός του Θείου Φωτός με τις αμερικανίδες έγινε το Πάσχα του 1985.
Εγώ, όταν ήμουνα μικρό παιδί, έβλεπα το Άγιο Φως ως αστραπή να γυρίζη μέσα στο Καθολικό του Ναού της Αναστάσεως κάνοντας πολλές στροφές.
Τώρα θα σας ειπώ πώς είδαν το Άγιο Φως ο παπά-Βασίλειος Μπαραμπούτης, προϊστάμενος του ναού Αγίου Λουκά Αθηνών και η κόρη του Ελένη που είχαν έλθει αυτό το Πάσχα του 1986 με την πρεσβυτέρα του στους Αγίους Τόπους.
Η κόρη του Ελένη διηγείται ως έξης περί της εμφανίσεως του Θείου Φωτός:
— Όταν μπήκε ο Πατριάρχης μέσα, μετά από λίγο είδα να ανοίγη το Κουβούκλιο και να βγαίνουν απ’ εκεί δεκάδες άσπρα-ολόασπρα περιστέρια, τα οποία κατέκλυσαν όλο τον ναό, εγύριζαν μέσα παντού πολλές φορές και μετά έφυγαν.
Ο πατήρ Βασίλειος είπε στην παπαδιά του:
— Σήμερα, παπαδιά, αν πεθάνω, είμαι κατενθουσιασμένος...
— Γιατί, παπά-Βασίλη; Τι σου συμβαίνει και είσαι χαρούμενος;
— Είδα το Άγιο Φως.
— Πώς το είδες;
— Όταν μπήκε μέσα ο Πατριάρχης και περίμενα, τι να ιδώ; Άνοιξε από επάνω ο τρούλλος και μπήκαν μέσα με ταχύτητα δεκάδες περιστέρια άσπρα, τα οποία μπήκαν όλα μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Κατόπιν βγήκαν από τις οπές και εγέμισαν το Ναό της Αναστάσεως.
Κάποτε ερώτησα εγώ τον μακαριστό πατριάρχη Βενέδικτο:
— Πες μου, Μακαριώτατε, πώς βγαίνει το Άγιο Φως; Και μου λέγει:
— Εάν ποτέ γίνης πατριάρχης και βγάλης το Άγιο Φως, θα ήθελα να σε ερωτούσα, τι αισθάνθηκες και πώς επήρες το Άγιο Φως, για να το μεταδώσης στον κόσμο που με λαχτάρα το περιμένει.
Άρα η λήψις του Θείου Φωτός γίνεται κατά θαυματουργικό τρόπο μέσα από τον τάφο και δεν έχει καμμία λογική εξήγησι.
β) Περί του οσίου ερημίτου
Όταν επήγα στους Αγίους Τόπους και εόρτασα για πρώτη φορά Πάσχα το 1954, είδα ένα κληρικό με άσπρα γένεια, αδύνατο, χλωμό και ξυπόλητο που ερχόταν με ένα φαναράκι στο χέρι το Μέγα Σάββατο, ακολουθούμενος και από δύο επίσης ξυπόλητες καλόγριες. Ένας διάκος τότε ονόματι Χρυσόστομος, άκουσα να λέη:
— Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν εδώ την εμφάνισί τους μία φορά τον χρόνο. Πού και πώς ζουν κανείς δεν ξέρει. Συνέχισαν αυτοί να έρχωνται ακόμη επί 4-5 χρόνια δηλαδή μέχρι το 1959 και έκτοτε εξαφανίσθηκαν.
Σε διάφορες συζητήσεις που έκαναν μερικοί τότε έλεγαν ότι αυτός ο ερημίτης ήταν κάποιος μητροπολίτης επαρχίας της Πελοποννήσου και, αφού παραιτήθηκε του αξιώματος και της θέσεώς του, ήλθε ν' ασκητεύση στον Ιορδάνη ποταμό, πλησίον του ασκητηρίου της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας μαζί με τις δύο μοναχές.
Το επόμενο έτος 1955, ενθυμούμαι, είπε στον Σεβασμιώτατο Βενέδικτο ο ανωτέρω διακο-Χρυσόστομος ότι θέλει να παρακολουθήση αυτούς τους τρεις ερημίτας, να ιδή, όταν παίρνουν το Άγιο Φως πού πηγαίνουν. Πράγματι επήρε την ευλογία του Σεβασμιωτάτου, ο οποίος δεν είχε γίνει τότε πατριάρχης και περίμενε στον πύργο να ιδή τον κληρικό με το φαναράκι του αναμμένο, όπως συνήθιζε. Πράγματι έφθασε ο ερημίτης αυτός με τις δύο μοναχές στο μέσον της αυλής και ο διακο-Χρυσόστομος έτρεξε να τους προλάβη. Εκείνοι για συντομία επέρασαν από το πορτάκι της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας. Όταν έφθασε εκεί ο διάκος, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε εμπρός τους είδε κατά πού έκαμαν. Κανείς δεν ξέρει πού επήγαν και πού ακριβώς ασκούντο. Μετά το 1959 έπαυσαν να έρχωνται. Φαίνεται ότι κοιμήθηκαν εν Κυρίω.
γ) Πώς είδε το Άγιο Φως μία αγράμματη και απλοϊκή γυναίκα
Στα Ιεροσόλυμα ήλθε μία απλή γυναίκα και επήρε και ένα εισιτήριο το Πάσχα για να ιδή το Άγιο Φως. Αυτό το εισιτήριο είναι τιμητικές κάρτες, τις οποίες έχει τυπώσει το Πατριαρχείο χρώματος λευκού, ροζ και πρασίνου. Οι λευκές προσφέρονται δωρεάν για τους επισήμους που στέκονται μπροστά στον Πανάγιο Τάφο, οι χρώματος ροζ γι' αυτούς που στέκονται πέριξ του Παναγίου Τάφου και οι πράσινες γι' αυτούς που θα σταθούν πέριξ του τρούλλου του Παναγίου Τάφου.
Ήλθε λοιπόν, αυτή η απλή και αγράμματη γυναικούλα και μου λέγει:
— Εγώ γράμματα δεν ξέρω, πάτερ, και ήλθα εδώ να ιδώ το Άγιο Φως.
— Όταν τελείωσης τα προσκυνήματα, της λέγω, να πέρασης από εδώ να σου δώσουμε πτυχίο θεολογίας.
— Δίνετε εδώ τέτοιο πτυχίο; Με ρώτησε.
— Ναι, λέγω, το δίνει το Πατριαρχείο, αφού πρώτα εξετασθής.
— Καλά, εγώ τι εξετάσεις να κάνω;
Όταν εγύρισε από τα προσκυνήματα, την ερώτησα:
— Τι είδες, γιαγιά;
— Τι να σου ειπώ, παιδάκι μου, μου έκανε εντύπωσι εκεί στο πηγάδι που συνάντησε ο Χριστός την Αγία Φωτεινή.
— Και ποια είναι αυτή η Φωτεινή;
— Δεν ξέρεις ποια είναι αυτή η Φωτεινή που είχε πέντε άνδρες και της είπε ο Χριστός ότι πρέπει με το πνεύμα μας να λατρεύουμε τον Θεό;
— Καλά, πού αλλού επήγες;
— Πήγαμε και στην Κανά.
— Θυμάσαι τι ήταν η Κανά;
— Πώς! Έμενα μ' αρέσει και το κρασάκι και επλύναμε και τις στάμνες που ευλόγησε ο Χριστός!
Την ερώτησα για τα άλλα προσκυνήματα. Είπε σχετικά.
Μερικά τα είχε μπερδέψει. Της λέγω:
— Γιαγιά, θα πέρασης εδώ και την Μεγάλη Εβδομάδα και μετά θα έλθης εδώ να σου δώση ο Πατριάρχης το πτυχίο.
— Ώστε έτσι, θα μου το δώση;
— Ναι, θα σου το δώση. Σου έκανα εγώ μερικές ερωτήσεις, θα σε ρωτήση και εκείνος και θα σου δώση το πτυχίο.
Όταν τελείωσε το προσκύνημα, το Μεγάλο Σάββατο ήλθε η καϋμένη και επήρε μία κάρτα από τον νυν Πατριάρχη Διόδωρο για να ιδή το Άγιο Φως. Αντί όμως να έλθη το πρωί στις Οκτώ, ήλθε το μεσημέρι στις 12.30. Τότε ως διάκονος ήταν ο νυν έξαρχος Ειρηναίος και του λέγει:
— Να μπω, πάτερ, μέσα;
— Δεν έχει μέρος, κυρά μου. Πού θα πας;
— Ε, πώς δεν έχει μέρος για; Έκανε αυτή• ήταν τουρκομερίτισσα.
— Δεν βλέπεις που είναι μέχρι την πόρτα παντού κόσμος;
— Ε, φώναξε εκείνη, κάντε λίγο στην πάντα.
— Πήγαινε κάτω στον Πανάγιο Τάφο, μπορεί να σε βάλουνε εκεί, της λέγει ο Διάκονος.
Πάει η καϋμένη κάτω και εκεί οι Αρμένιοι στην πόρτα δεν την άφηναν να περάση. Ήταν αργά και το ιδικό μας μέρος ήταν κατάμεστο κόσμο που έφθανε περί τις 25 χιλιάδες.
Όποτε ξαναανεβαίνει πάλι επάνω και, αφού είδε και απόειδε η καϋμένη, έδωσε και τα 33 κεράκια της σ' άλλον και έβαλε τα κλάμματα λέγοντας: «Εγώ τόσα χρόνια εργαζόμουνα και μάζευα δραχμή-δραχμή για να έλθω και ιδώ το Άγιο Φως και σήμερα να μη μπορώ να μπω μέσα; Θεέ μου και Χριστέ μου, γιατί μου κάνεις αυτό το κακό σήμερα;»
Εκάθισε λοιπόν στο καμπαναριό, δίπλα στην ταράτσα απελπισμένη σχεδόν και έβλεπε τους άλλους κάτω που εγύριζαν εδώ και εκεί και μιλούσαν περί του Αγίου Φωτός.
Είχε πάει η ώρα 1.20, όταν σε μια στιγμή η γερόντισσα βγάζει μία φωνή:
— Το Άγιο Φως! το Άγιο Φως!
Είδε τους ουρανούς ν' ανοίγουν και να κατέρχεται το Φως, όπως η αστραπή, και να εισέρχεται διά του τρούλλου του Παναγίου Τάφου. Ήταν η πρώτη που είδε το Άγιο Φως. Όταν κατέβαινε κάτω, συνήντησε και τους άλλους και πριν να φύγη, μου είπε:
— Θα μου δώσης το πτυχίο;
— Ναι, θα σου το δώσω.
Επήγα στο Πατριαρχείο, επήρα ένα πιστοποιητικό προσκυνητού, έγραψα το όνομά της και της το έδωσα. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1958.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΌΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΤΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΕΤΟΣ 1987 ΑΡΙΘΜ. 12
Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;
Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψο-κινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα ανα-στάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα• γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.
Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελλάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατώρθωναν κάτι τέτοιο;
Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;
Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επι-κρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεω-ρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.
Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα• αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τε-λείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.
Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ• Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.
Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.
Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος• μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.
Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:
Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
1) Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από τον περίφημο Ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ που ανέφερε τα εξής στο Μ. Συνέδριο του Ισραήλ: «Τον τελευταίο καιρό εμφανίσθηκε ο Θευδάς που ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος μεγάλος και του προσκολλήθηκαν περίπου τετρακόσιοι άνδρες. Αλλά φονεύθηκε εκείνος και όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και εξαφανίσθηκαν. Μετά από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος... και παρέσυρε αρκετό λαό πίσω του. Χάθηκε κι εκείνος, και όσοι τον πίστευαν διασκορπίσθηκαν» (Πράξ. 5, 36-37).
2) Εννοεί τον Απ. Θωμά, πρβλ. Ιωάν. 11, 16.
Πηγή: Η άλλη όψη
Σκέψου, αγαπητέ, την αιτία της αρνήσεως του Αποστόλου Πέτρου, που είναι η αμέλεια, η οποία φαίνεται φανερή σ’ αυτά τα τρία· στον τρόπο, με τον οποίον ακολουθούσε τον διδάσκαλο του• στον σκοπό για τον οποίον τον ακολουθούσε και στα αποτελέσματα που του προξένησε η αμέλεια. Ο τρόπος που τον ακολουθούσε ήταν από μακριά· «Ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά» (Ματθ. 26,58} που σημαίνει ότι ο Πέτρος κυριευόταν από μία χλιαρότητα και αμέλεια και ούτε εντελώς ήθελε να εγκαταλείψει τον διδάσκαλό του, ούτε τελείως να τον ακολουθεί, αλλά ήθελε στην περίπτωση αυτή και να φαίνεται ότι είναι μαθητής του και να μη κινδυνεύσει για τον διδάσκαλο του.
Πάλι, το τέλος και ο σκοπός του Πέτρου, για τον οποίον ακολουθούσε τον Ιησού, δεν ήταν να πάει να πεθάνει μαζί του, αλλά κάποια περιέργεια, για να κάνει μία θεωρία, όχι σαν δικός του μαθητής, αλλά σαν ένας ξένος περιηγητής και να δει το τέλος του τόσο μεγάλου έργου. «Και όταν μπήκε μέσα κάθισε μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος» (Ματθ. 26,58).
Ακολούθησε τον Ιησού και ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής αλλά όχι από μακριά, αλλά από κοντά και μπήκε στην αυλή του αρχιερέως όχι για να δει το τέλος και το αποτέλεσμα, αλλά, αν τύχαινε, να πεθάνει μαζί με τον διδάσκαλο του· και αυτό συνέβαινε, επειδή δεν ήταν χλιαρή η αγάπη του προς τον Κύριο, αλλά τον αγαπούσε τόσο πολύ, που ούτε για ώρα δεν δεχόταν να φύγει από κοντά του. Γι’ αυτό και δεν πήγε μόνος του να βάλει μέσα τον Πέτρο, αλλά είπε στη θυρωρό και εκείνη τον έβαλε μέσα, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος· «Βγήκε τότε ο μαθητής ο άλλος, ο οποίος ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και έβαλε τον Πέτρο μέσα» (Ιω. 18,16).
Πια ήταν τα αποτελέσματα της αμέλειας του Πέτρου; η τέλεια λησμοσύνη και ο λήθαργος, για να πω έτσι, που τον έπιασε στα λόγια του διδασκάλου του, ακόμη και τότε που τον αρνήθηκε, σε σημείο που αν ο Κύριος δεν γύριζε να τον δει, σίγουρα ο Πέτρος δεν θα αισθανόταν καθόλου ότι τον αρνήθηκε• «Ο Κύριος γύρισε και κοίταξε στο πρόσωπο τον Πέτρο και θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο του Κυρίου» (Λουκ. 22,61} και η τέλεια άγνοια και η αθέτηση των παραγγελιών, που έδωσε ο Κύριος στο υπερώο και στον κήπο, για να παραμένει ο ίδιος άγρυπνος· «Σιμών, Σίμων ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει, όπως το σιτάρι» (Λουκ. 22,31)· και πάλι• «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις» (Μάρκ. 14,37). Και επί πλέον η μεγάλη λύπη που τον κατέβαλε ολοκληρωτικά εξ αιτίας της οποίας και κοιμόταν και δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του, όπως λέει ο Λουκάς· «Ήλθε στους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη» (Λουκ. 22,45).
Τώρα αυτή η μεγάλη αμέλεια του Πέτρου πώς ήταν δυνατό να καταλήξει σε κάτι άλλο, παρά σε μία φανερή πτώση; «Από τεμπελιές πέφτει το δοκάρι της στέγης» (Εκκλ 10,18). Γι’ αυτό η αμέλεια αυτή του Πέτρου παρομοιάζεται με την ψυχρότητα του τότε καιρού· γιατί λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης• «Στέκονταν εκεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, οι οποίοι είχαν ανάψει κάρβουνα για να ζεσταθούν, διότι έκανε κρύο· στεκόταν δε μαζί τους και ο Πέτρος και ζεσταινόταν» (Ιω. 18,18). Και πραγματικά ο Πέτρος ήταν ψυχρός από την αγάπη του Θεού και του διδασκάλου του, όπως λέει ο σοφός Θεοφάνης ο Κεραμέας και γι’ αυτό θερμαινόταν από τη φωτιά και από τη ζέστη του κόσμου και της σάρκας την οποία ανάβουν οι υπηρέτες του διαβόλου, η οποία κατόπιν συνέχεια εξευτελίζει και διαπομπεύει τον ταλαίπωρο αμαρτωλό και τον κάνει αρνητή του Θεού· ο Ιωάννης όμως όντας θερμός στην αγάπη του Θεού δεν χρειάσθηκε να ζεσταθεί από τέτοια καταραμένη φωτιά.
Ω παγκάκιστη αμέλεια! Καλά σε ονόμασε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής άθεη στην επιστολή του προς τον Νικόλαο, διότι σε όλο το μέλλον κάνεις τους ανθρώπους άθεους και αρνητές του Χριστού· καλά είπε ο ίδιος Μάρκος ότι οι τρεις μεγάλοι γίγαντες του διαβόλου κα των παθών είσαι εσύ και η λησμοσύνη και η άγνοια· καλά σε τοποθέτησαν οι θεολόγοι στην πρώτη θέση από εκείνα που οδηγούν στην καταστροφή, η οποία παρασύρεις μαζί σου και τους άλλους τρεις βαθμούς της απώλειας την τύφλωση του νου, την πώρωση της καρδιάς και τον αδόκιμο νου.
Τώρα εσύ, αγαπητέ, που διαβάζεις αυτά, μπες μέσα στον εαυτό σου και εξέτασε καλά την καρδιά σου, η οποία μερικές φορές είναι τόσο μυστική, ώστε όχι μόνο στους άλλους είναι αγνώριστη, αλλά ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό σου, όπως αναφέρεται· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και ποιός μπορεί να την γνωρίσει;» (Ιερεμ, 17,9). Μπες μέσα στην καρδιά σου και ίσως βρεις εκεί όλα αυτά τα ελαττώματα, διότι και συ, όταν σου συμβεί κάποια περίπτωση και κάποιος πειρασμός, αμέσως όπως ο Πέτρος λησμονείς όλους τους φωτισμούς και τις υποσχέσεις που σου έδωσε ο Θεός μέσα από τις άγιες Γραφές του, για να γνωρίσεις την μηδαμινότητα που έχουν οι ηδονές και τα καλά του κόσμου· και το παράξενο είναι ότι ξεχνάς και αυτήν την εμπειρία και την δοκιμή, που έκανες τόσες και τόσες φορές στα καλά του κόσμου, δοκιμάζοντάς τα πάντοτε και βρίσκοντάς τα ψεύτικα όλα, πράγμα το οποίο ο Πέτρος δεν το έπαθε, γιατί αυτός δεν δοκίμασε άλλη φορά τι είναι η άρνηση. Κάνεις μερικές φορές κάποιο καλό έργο, αλλά ποιός ξέρει μήπως το καλό αυτό το έχεις ανακατεμένο μαζί με κάποιο κοσμικό σκοπό; δηλαδή ή για να σε δοξάσει ο κόσμος ή για να κερδίσεις κάτι ή για να φαίνεσαι καλλίτερος από τους άλλους; Θέλεις να ακολουθείς τον Ιησού, αλλά με μία ενδιάμεση κατάσταση δηλαδή ούτε όλος να δοθείς στον Θεό, ούτε όλος στον κόσμο· δηλαδή ζητάς έναν δρόμο που να μη είναι ούτε ο πλατύς δρόμος που οδηγεί στην απώλεια ούτε ο στενός και γεμάτος θλίψεις που οδηγεί στην σωτηρία· αλλά ζητάς έναν δρόμο, που να μπορείς και συ να ακολουθήσεις τον Χριστό, όπως ο Πέτρος από μακριά, αλλά χωρίς να παραιτείσαι καθόλου από την υπηρεσία των παθών σου.
Ω παγκάκιστη αμέλεια, που κυριεύει ακόμη κι εσένα αδελφέ! Μη κατηγορείς, λοιπόν, στο εξής τον μακάριο Πέτρο, που νικήθηκε από την αμέλεια, αλλά να κατηγορείς τον εαυτό σου, διότι νικιέσαι από αυτήν. Και εκείνος βέβαια, νικήθηκε μία φορά, ενώ εσύ νικιέσαι καθημερινά. Μη κατακρίνεις τον Πέτρο, γιατί αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά να κατακρίνεις τον εαυτό σου· διότι μολονότι ομολογείς τον Θεό με τα λόγια, τον αρνείσαι όμως με τα έργα, κάνοντας αντίθετα σ’ εκείνα που διατάζει, όπως λέει ο Παύλος· «Ομολογούν ότι γνωρίζουν τον Θεό, τον αρνούνται όμως με τα έργα». Να κατακρίνεις τον εαυτό σου, γιατί όσες φορές ορκίζεσαι ψεύτικα, ή όσες φορές αρνείσαι την αλήθεια και δεν θέλεις να την ομολογήσεις ή από πείσμα ή από υπερηφάνεια ή αυταρέσκεια, τόσες φορές αρνείσαι τον Χριστό, που είναι η αλήθεια• «Εγώ είμαι η αλήθεια» (Ιω. 14,6) όσες φορές βασίζεσαι στην δύναμή σου και προσκυνείς σαν είδωλο την περιουσία σου, αρνείσαι τον Χριστό· γι’ αυτό και ο άγιος Παύλος ονόμασε την πλεονεξία ειδωλολατρεία (Κολοσ. 3,5). Και για να μιλήσω γενικά· οτιδήποτε προτιμάς περισσότερο από την αγάπη του Χριστού, κι αν ακόμη εκείνο είναι μία βελόνα, λέγεται άρνηση του Χριστού· γι’ αυτό είπε και ο ιερός Χρυσόστομος, ότι με πολλούς τρόπους μπορεί κάνεις να αρνείται τον Χριστό.
Γι’ αυτό, και συ αδελφέ, μιμήθηκες τον Πέτρο στην αμαρτία, ας μιμηθείς και την μετάνοιά του· επειδή, σύμφωνα με τον σοφό Νικήτα, γι’ αυτό τον λόγο γράφτηκαν τα σφάλματα των αγίων, για να μιμηθούμε εμείς την μετάνοια τους· «Μαθαίνουμε από τις άγιες Γραφές τις πτώσεις των άγιων, για να γίνουμε μιμητές και της μετάνοιάς τους» (Σειρ. Εις το κατά Ματθαίον). Εκείνος μία φορά αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά μετανοούσε σε όλη του τη ζωή• διότι, λέει ο άγιος Κλήμης, ο μαθητής του, ότι όσες φορές ο Πέτρος άκουγε τον πετεινό που φώναζε, θυμόταν την άρνηση που έκανε και έκλαιγε· λέει και ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Πέτρο ότι «Άρχισε να κλαίει» (Μάρκ. 14,72), πράγμα, που ερμηνεύοντας ο ιερός Θεοφύλακτος το λέει αντί το ‘αρξάμενος’. Διότι αφού άρχισε μία φορά να κλαίει, δεν σταμάτησε να κλαίει σε όλη του την ζωή.
Και συ να μετανοήσεις από τα βάθη της καρδιάς σου προς τον Θεό σε όλη σου την ζωή· και, όσες φορές θυμάσαι τις αμαρτίες σου, να κλαις και να χύνεις γι’ αυτές δάκρυα πολύ πικρά· γιατί λέει ο άγιος Ιερώνυμος, ότι «Η μεν προσευχή καταπραΰνει τον Θεό, που είναι οργισμένος, ενώ τα δάκρυα τον αναγκάζουν να ελεήσει». Και ο άγιος Χρυσόστομος λέει ότι μετά την βροχή ο αέρας γίνεται καθαρός και ξάστερος, και μετά τα δάκρυα η ψυχή και ο νους γίνονται καθαρά και ξάστερα. Ο Πέτρος ακούγοντας εκείνον τον πετεινό, πού φώναξε, ξύπνησε και συναισθάνθηκε την αμαρτία του και εσύ ακούγοντας τον Κύριο, που σου φωνάζει «Γρηγορείτε» (Μάρκ. 13,37), ξύπνα από την αμέλεια, έλα σε συναίσθηση των αμαρτιών σου και στάσου άγρυπνος.
Εκείνος όσο ήταν στην αυλή του αρχιερέως μαζί με τους στρατιώτες δεν μπορούσε να κλάψει και να μετανοήσει, αλλά έκλαψε μόλις βγήκε έξω από την αυλή• «Και. μόλις βγήκε έξω έκλαψε πικρά» (Ματθ. 26,75). Και εσύ, αν δεν βγεις έξω από την αναισθησία του νου σου, που έχει πωρωθεί, όπως λέει αλληγορικά ο ιερός Θεοφύλακτος και αν δεν απομακρυνθείς από τα αίτια της αμαρτίας και αν δεν απομακρυνθείς εντελώς από το κακό, δεν μπορείς να κλάψεις τις αμαρτίες σου και να δείξεις αληθινή μετάνοια.
Εκείνος από την αμαρτία της αρνήσεως απέκτησε μετάνοια, απέκτησε ταπείνωση, δηλαδή το να μην έχει εμπιστοσύνη στη δύναμή του, αλλά στη βοήθεια του Θεού· απόκτησε το να μην απελπίζεται και τη συμπόνοια στους αμαρτωλούς Και συ από τις προηγούμενες αμαρτίες που έχεις κάνει, μάθε να ταπεινώνεσαι· μάθε όχι να κατηγορείς τους άλλους όταν αμαρτάνουν, αλλά να τους συμπονάς και να τους διδάσκεις να μην απελπίζονται.
Εκείνος με τη μεγάλη μετάνοια, που έδειξε, δέχθηκε πάλι την αποστολική αξία, που έχασε και έγινε πάλι κορυφαίος των Αποστόλων· και εσύ εάν μετανοείς με τέτοια θερμότητα, μπορείς να δεχθείς την χάρι της υιοθεσίας που έχασες με την αμαρτία σου, και να γίνεις πάλι υιός Θεού και κληρονόμος της βασιλείας του.
Γνώρισε, λοιπόν, ότι αιτία όλων σου των πταισμάτων ήταν η αμέλειά σου και να ντραπείς μπροστά στον θεϊκό σου διδάσκαλο· και από δω και πέρα αποφάσισε να αρχίσεις μία καινούργια ζωή με νέα θερμότητα και με σκοπούς όλους θεϊκούς δηλαδή για να δοξάζεις τον Θεό και για να ασφαλίσεις τη σωτηρία σου. Και, τέλος πάντων, επειδή η αμέλεια έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί πάλι να σε ρίξει στην πτώση της αμαρτίας μολονότι είναι φοβερή και η δύναμη του διαβόλου• «Αυτοί όμως αμέλησαν (οι καλεσμένοι στους γάμους) και πήγαν ο ένας στο χωράφι του και ο άλλος στο εμπόριό του» (Ματθ. 22,5) γι’ αυτό παρακάλεσε τον Κύριο να σε ελευθερώσει από την μία και από την άλλη, αλλά το σπουδαιότερο να σε ελευθερώσει από τον εαυτό σου, γιατί συ ο ίδιος είσαι για τον εαυτό σου ένας εχθρός χειρότερος από κάθε διάβολο, καθώς αναφέρεται· «Εκείνοι που αμαρτάνουν είναι εχθροί της ζωής τους» (Τωβίτ 12,10).
(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πνευματικά Γυμνάσματα», εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους, σ. 291-295)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2705
“Η σκέψη του θανάτου είναι ικανή να παρακινήσει τον αμαρτωλό σε μετάνοια. Μας είναι και γνωστός και άγνωστος ο θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε. Άγνωστος, γιατί δεν ξέρουμε πότε, πού και πώς θα πεθάνουμε. Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερο μικραίνει η ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οι μέρες μας και πλησιάζουμε στο θάνατο. Είμαστε πιο κοντά του σήμερα απ΄ό,τι χθές, αυτή την ώρα απ΄ό,τι την προηγούμενη. Ο θάνατος βαδίζει αόρατος πίσω απ΄τον καθένα και τον αρπάζει τότε που δεν το υποπτεύεται. Εντούτοις, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι - και μάλιστα οι υγιείς και οι δυνατοί - κάνουν τις ακόλουθες σκέψεις για τον ευατό τους:
- Εγώ θα ζήσω ακόμη αρκετά. Είναι πολύ μακριά το τέλος μου. Θα μαζέψω πλούτη και θα ευφραίνομαι. Μα ορμάει ξαφνικά εναντίον τους ο θάνατος και σβήνουν τα όνειρα και οι επιθυμίες. Και πεθαίνει γρήγορα εκείνος που έταξε στον εαυτό του μακροζωία. Και αφήνει τ΄αγαθά του και το σώμα του στον κόσμο εκείνος που ήθελε να συγκεντρώνει πλούτη. Άγνωστο λοιπόν μας είναι το τέλος, χριστιανοί.
Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για το καλό μας, τα καθόρισε έτσι, ώστε να είμαστε πάντα έτοιμοι και να καταφεύγουμε στην ειλικρινή μετάνοια. Με ό,τι θα φύγει ο άνθρωπος από δω, μ΄αυτό και θα παρουσιαστεί μπροστά στο κριτήριο του Χριστού.
Αδελφοί, ας συλλογιστούμε προσεκτικά αυτά τα λόγια κι ας μετανοήσουμε, για να μην ταξιδέψουμε προς την αιωνιότητα με τις αμαρτίες μας και εμφανιστούμε μ΄αυτές σ΄εκείνο το δικαστήριο. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας υποσχέθηκε το έλεός Του, δεν μας υποσχέθηκε όμως ότι θα ζούμε το επόμενο πρωί. Και τούτο, για να είμαστε προσεκτικοί, και όταν ξυπνάμε, να θυμόμαστε το θάνατό μας, να διορθώνουμε τον εαυτό μας, να ετοιμαζόμαστε για την έξοδό μας, ώστε να έχουμε μακάριο τέλος. Είναι φοβερή η ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι τη σκέφτονταν κι έκλαιγαν, ικετεύοντας τον φιλάνθρωπο Θεό να τους ελεήσει εκείνη την ώρα. Εκπληκτικό! Να κλαίνε οι άγιοι στη σκέψη του θανάτου, και οι αμαρτωλοί ωστόσο να μη συγκινούνται, αν και καθημερινά κάποιον βλέπουν να πεθαίνει. Φτωχοί αμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ενώ ο διάβολος σαν κλέφτης αρπάζει τη σωτηρία μας; Ας γράψουμε στη μνήμη μας την ώρα του θανάτου και ας είμαστε έτοιμοι. Απ΄αυτήν θα εξαρτηθεί, αν ο άνθρωπος θα είναι αιώνια ευτυχισμένος ή αιώνια δυστυχισμένος.
Από το θάνατο ανοίγουν για τον καθένα οι πύλες της αιωνιότητας, ο δρόμος για την αιώνια μακαριότητα ή την αιώνια δυστυχία. Απ΄αυτόν τον σταθμό αρχίζει ο άνθρωπος να ζει ή να πεθαίνει αιώνια. Πού βρίσκονται τώρα όσοι έζησαν πρίν από μας και πέρασαν τη ζωή τους αμετανόητα, με κραιπάλες και ηδονές; Έφυγαν απ΄αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας εδώ όλες τους τις χαρές. Οδηγήθηκαν καθένας στον τόπο του, περιμένοντας την τελευταία Κρίση, οπότε θα λάβουν την αμοιβή των έργων τους.
Γι΄αυτό εφόσον δεν ήρθε ακόμα για μας εκείνη η ώρα, ας στραφούμε ολόψυχα προς το Θεό μας με την πίστη και τη μετάνοια, ώστε να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Αγαπητέ χριστιανέ! Ο θάνατος μας ακολουθεί βήμα προς βήμα χωρίς να τον βλέπουμε, και το τέλος φτάνει τότε που δεν το περιμένουμε. Γι΄αυτό να βρίσκεσαι συνέχεια σε κατάσταση μετάνοιας, έτοιμος παντού και πάντοτε για την αναχώρησή σου. Ο συνετός δούλος είναι πάντα άγρυπνος και περιμένει πότε θα τον καλέσει ο Κύριός του.
Αγρύπνα κι εσύ και περίμενε πότε θα σε καλέσει ο Κύριός σου, ο Χριστός. Να ζεις όπως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος. Να ζεις με ευσέβεια και να εργάζεσαι με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία σου. Έτσι δεν θα στερηθείς την αιώνια σωτηρία, που μας δώρισε ο Κύριός μας με το αίμα Του και το θάνατό Του. Έτσι θα τελειώσεις τη ζωή σου χριστιανικά. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι νεκροί εκείνοι πού πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο και ενωμένοι μαζί Του".
Πηγή: (Από το βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ), Η άλλη όψη
«Ὡς ἐνιαύσιος ἀμνός, ὁ εὐλογούμενος ἡμῖν, στέφανος χρηστός ἑκουσίως, ὑπέρ πάντων τέθυται, Πάσχα τό καθαρτήριον· καί αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος, δικαιοσύνης ἡμῖν ἔλαμψεν Ἥλιος» (Ἀναστάσιμος Κανών, ὠδή δ΄).
Κατά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν αἰγυπτιακή τυραννίδα ὁ ἰσραηλιτικός λαός προσετάχθη ἀπό τόν Θεό νά φάγῃ τόν πασχάλιο ἀμνό (Ἔξ. ιβ΄ 3-10), ὁ ὁποῖος προετύπωνε τό ἀληθινό Πάσχα, «τόν Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (πρβλ. Ἰω. α΄ 29) καί θυσιαζόμενο ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.
Τήν Μ. Παρασκευή θά δοῦμε καί πάλι τόν Κύριό μας ὑψωμένο ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, καταπληγωμένο καί πάσχοντα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ἁγιογραφία τῆς Σταυρώσεως δέν Τόν παριστᾶ ὡς ἕνα ταλαίπωρο διά σταυροῦ κατάδικο σέ ἐπώδυνο καί ἀτιμωτικό θάνατο, ἀλλά ὡς τόν Θεάνθρωπο Κύριο, πού πονᾶ καί πάσχει ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά καί πού ὡς Κύριος τῆς δόξης δεσπόζει τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. Γι' αὐτό καί προτιμᾶ ἀντί τοῦ «Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεύς Ἰουδαίων», τήν γραφή «Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης».
Καί πράγματι, ὁ Κύριός μας ἀνέβηκε ἑκουσίως ἐπάνω στόν Σταυρό ὡς Βασιλεύς πού θυσιάζεται γιά τούς ὑπηκόους του. Συγχρόνως ὡς ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς πού τελεῖ τήν μόνη ἀληθινή καί σώζουσα θυσία, πού ἁγιάζει τόν σύμπαντα κόσμον. Ὁ Σταυρός εἶναι τό θυσιαστήριο, ἐπί τοῦ ὁποίου τελεῖ τήν λυτρωτική γιά τόν κόσμο θυσία Αὐτός πού εἶναι συγχρόνως καί θῦμα καί θύτης. Θυσιάζει τόν ἑαυτό Του ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά τό πλάσμα Του. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέγει ὅτι, ἄν καί θά μποροῦσε μέ ἁπλούστερο τρόπο νά μᾶς σώσῃ, προτίμησε αὐτόν τόν ἐπώδυνο καί ἀτιμωτικό θάνατο, γιά νά δείξῃ τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του πρός τό λογικό πλάσμα Του καί γιά νά μᾶς παρακινήσῃ νά μή προτιμοῦμε τίποτε περισσότερο ἀπό Αὐτόν.
Στήν πρό τοῦ Πάθους Ἀρχιερατική προσευχή Του ὁ Κύριος ἀναφέρει: «ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν» (Ἰω. ιζ΄ 19), πού σημαίνει, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ὅτι προσφέρω τόν ἑαυτό μου θυσία, ὡς θῦμα ἄμωμο, ἀφιερωμένο στόν Θεό, στό ἐπί τοῦ Σταυροῦ θυσιαστήριο, ὥστε διά τού αἵματος τῆς θυσίας μου νά γίνουν ὅλοι οἱ μαθητές μου μέτοχοι τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας πού πηγάζει ἀπό αὐτήν τήν θυσία (PG 74, 544).
Στήν συνέχεια οἱ ἁγιαζόμενοι πιστοί γίνονται καί αὐτοί θύματα ἅγια, ἀφιερωμένα στόν Θεό (Ἰω. Χρυσ., ΕΠΕ 14, 592), ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος «παραστῆσαι τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ΄ 1).
Ὅμως, ἄν καί ὁ Κύριος ἔπαθε καί ἀπέθανε ὑπέρ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, πολλοί ἔμελλε νά μείνουν ἀποξενωμένοι τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας. Αὐτός ἦταν, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, καί ὁ μεγαλύτερος πόνος Του. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: Ἄν ἐλυπήθη τόσο πολύ βλέποντας τήν Ἱερουσαλήμ, ὥστε «ἔκλαυσε καί ἐθρήνησε διά τήν αἰχμαλωσίαν καί καταστροφήν ὅπου ἔμελλε νά πάθῃ ἀπό τούς Ρωμαίους... πόσο μᾶλλον τότε ἐλυπεῖτο καί ἔκλαιε δι' αὐτούς βλέποντας πῶς ἐσταύρωσαν Αὐτόν πού ἔμελλε νά τούς σώσῃ».
Ὅμως πολύ περισσότερο ἀπό τήν κακία τῶν σταυρωτῶν Του «ἐλύπει τήν ψυχήν τοῦ Κυρίου ἡ ἀχαριστία τῶν Χριστιανῶν, διότι ἐστοχάζετο πόσοι ἀπό αὐτούς τούς πιστούς καί ἐξαγορασμένους μέ τό αἷμά Του Χριστιανούς ἔχουν νά καταπατήσουν αὐτό τό πάντιμον αἷμα καί πάθος Του, πόσοι ἔχουν νά καταφρονήσουν τάς ἐντολάς Του, πόσους ἔχει νά κερδίσῃ ὁ διάβολος» (Πνευμ. Γυμνάσματα, Μελέτη ΛΑ΄). Γι' αὐτό καί πρός τίς γυναῖκες πού ἔκλαιαν βλέποντάς Τον νά αἴρῃ τόν Σταυρόν Του, ἔλεγε: «Μή κλαίετε ἐπ' ἐμέ, πλήν ἐφ' ἑαυτάς κλαίετε καί ἐπί τά τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ΄ 28).
Καί πράγματι, ἡ ζωηφόρος θυσία τοῦ Κυρίου μας ἐπί τοῦ Σταυροῦ μένει ἀνενεργός, ἄν καί ἐμεῖς δέν συνεργήσουμε θυσιάζοντας καθ' ἡμέραν τό ἐγωϊστικό μας θέλημα, τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες μας καί τίς ἀντίθεες κινήσεις τῆς ψυχῆς μας, καί καθιστώντας διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τούς ἑαυτούς μας θυσία εὐάρεστη στόν Θεό.
Κατά τόν ἅγιο Αὐγουστῖνο, τρεῖς σταυροί ὑπῆρχαν στόν Γολγοθᾶ: Ὁ Σταυρός τοῦ Ἀναμαρτήτου, πού εἶναι ἀκατανόητος καί ἀσύλληπτος στήν πεπερασμένη διάνοιά μας. Ὁ σταυρός τοῦ μετανοοῦντος ληστοῦ, πού προσιδιάζει σέ ὅλους τούς ἀγωνιζομένους Χριστιανούς, πού καθιστοῦν τόν ἑαυτό τους μέ τήν μετάνοιά τους ἁγία θυσία γιά τόν Θεό. Καί ὁ σταυρός τοῦ ἀμετανοήτου ληστοῦ, πού ἐγωιστικά αἰρόμενος ἀποκλείει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν χαρά τῆς ὑποφωσκούσης ἐνδόξου καί λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.
Ὁ Κύριός μας δέν ἔπαυσε μέχρι σήμερα νά ἀγωνιᾷ, νά πονᾷ καί νά φροντίζῃ γιά τήν σωτηρία μας. Τό λέγει πολύ ὄμορφα ὁ Ἴδιος: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε΄ 17). Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, ὁ Κύριος δέν ἔπαυσε νά προνοῇ γιά τά δημιουργήματά Του, νά τά συντηρῇ καί νά τά διακυβερνᾷ, κυρίως ὅμως νά φροντίζῃ γιά τόν ἁγιασμό τοῦ κατ' εἰκόνα Του πλασθέντος δημιουργήματός Του.
Στήν ἀγωνία αὐτή καί τόν πόνο τοῦ Κυρίου μας συμμετέχουν καί ὅλοι οἱ πιστοί δοῦλοί του. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης δέν ἔπαυε καθ' ὅλη τήν ζωή του νά πονᾷ καί νά κλαίῃ ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ, δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καί μάλιστα ὅσο περισσότερο ἁγιάζεται κάποιος, τόσο περισσότερο αὐξάνουν καί οἱ ὀδύνες του γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Πῶς λοιπόν καί σήμερα οἱ πιστοί Χριστιανοί μποροῦν νά ἡσυχάζουν, βλέποντας τήν ἁμαρτία καί τό σκότος νά κυριαρχοῦν; «Ἀθυμία κατέσχε με ἀπό ἁμαρτωλῶν τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τόν νόμον σου», ἀνακράζουν θρηνητικά μαζί μέ τόν προφητάνακτα Δαυίδ (Ψαλμ. 118). Ὁ πόνος τους γίνεται πιό βαθύς, καθώς βλέπουν νά λιγοστεύῃ ἡ πίστις στόν Ἀναστάντα Χριστό. Ἀκόμη, καθώς βλέπουν νά «βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρά κριτῶν ἀδίκων» κατά τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης, ὁ ὁποῖος μέσῳ τῆς Πανθρησκείας ἐξισοῦται μέ τούς πλάνους “θεούς” τῶν ἐθνῶν, καί κατά τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου. Περνᾶ ἡ Μ. Ἑβδομάδα καί τό Ἅγιον Πάσχα, χωρίς τήν συγκλονιστική αἴσθησι, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός, ὁ Ἐνανθρωπήσας προαιώνιος Λόγος τοῦ Πατρός, πάσχει, σταυροῦται, ἀποθνήσκει καί θάπτεται ὡς ἄνθρωπος θνητός, γιά νά μᾶς ἀναστήσῃ ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο ὡς Θεός ἀθάνατος, ὅτι σηκώνει ὡς φιλάνθρωπος τήν καθημερινή μας ταλαιπωρία καί τόν καθημερινό μας ποικιλότροπο θάνατο, ὥστε ἐμεῖς νά ζοῦμε ἐλεύθεροι ἀπό τήν ἀπελπισία καί τά ἀδιέξοδα.
Διότι ἡ τελική πρᾶξις τῆς ἱστορίας δέν εἶναι ὁ σταυρός, τό πάθος, ἡ ἀγωνία καί ὁ πόνος. Εἶναι ἡ ἀνάστασις.
Ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, μετά τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε καί ἐπλήρωσε τά σύμπαντα μέ τό ὑπέρλαμπρο Φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του, χαρίζοντας τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του σέ ὅσους συμπορεύονται καί συσταυρώνονται καθημερινά μαζί Του. Καί ἡ ἀκλόνητη πίστις στόν Χριστό εἶναι σταυρός καί ἀνάστασις.
Τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου διαλύει ὅλα τά σκότη τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. «Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος Αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ΄ 9).
Ἄς ἀφήσουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί, τά νεκρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας, ἄς προσφέρουμε τό σῶμα καί τήν ψυχή μας καθαρά ἀπό κάθε μολυσμό, ἄς τρέξουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν μόνο Νικητή τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας, γιά νά γευθοῦμε καί ἐμεῖς τήν ἀτελεύτητη χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἰδίως σήμερα πού ὅλα μᾶς φαίνονται χωρίς φῶς, χωρίς ἐλπίδα, χωρίς προοπτική.
Συγχρόνως, ἄς μή παύσουμε νά ἀγωνιοῦμε καί νά πενθοῦμε γιά τούς «ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» ἀδελφούς μας, παρακαλώντας τόν Κύριο τῆς Δόξης νά ἀνοίξῃ τά μάτια τῆς ψυχῆς τους, ὥστε νά καταλαμφθοῦν καί αὐτοί ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του καί ὅλοι μαζί νά δοξάζουμε εἰς αἰῶνας αἰώνων τόν Ἀναστάντα Κύριο καί Θεό μας, γευόμενοι τήν ἀνέκφραστο γλυκύτητα, τήν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», τῆς ἑνώσεως μαζί Του.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
† Ἀρχιμ. Γεώργιος
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2703
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς
τοῦ Ἰσραήλ».’Ἱωάνν. ιβ’ 13)
Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Ἰησοῦν Χριστόν νά ἐμβαίνῃ μέ τόσην τιμήν, μέ τόσην δοξολογίαν, μέ τόσον θρίαμβον μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, ἠμπορῶ νά λογιάσω μέ δίκαιον λόγον, πώς ἀπό τόν φθόνον καί μῖσος τῶν ἀρχιερέων, τῶν πρεσβυτέρων καί γραμματέων δέν ἔχει πλέον νά φοβῆται κανένα κακόν. Ὦ πόλις ἁγία, ὄντως πόλις τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ! «δεδοξασμένα ἐλαλήθη περί σοῦ» εἰς τούς περασμένους αἰῶνας, δεδοξασμένα θέλουσι λαληθῇ περί σοῦ καί εἰς τούς αἰῶνας τούς μέλλοντας, διά τήν εὐχαριστίαν καί ἀγάπην, ὅπου δείχνεις πρός τόν θεῖον σου εὐεργέτην! Εὐγνώμονες παῖδες Ἑβραίων, ἐπαινῶ τήν ἀγαθήν σας διάθεσιν· ἐσεῖς τώρα πιάνετε κλάδους ἐλαιῶν καί βαΐα φοινίκων, σύμβολα νίκης, μέ τά ὁποῖα προαπαντᾶτε, ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τόν θαυματουργόν τοῦτον υἱόν Δαυΐδ· δείχνετε μίαν καρδίαν πώς εἶσθε ἕτοιμοι νά πιάσετε καί τά ὅπλα, διά νά τόν φυλάξετε κάθε καιρόν ἀπό τῶν ἐχθρῶν του τά μηχανήματα.
Ἰησοῦ μου, ἐδῶ μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ ἐσύ πλέον δέν φοβεῖσαι· οὗτος δι᾽ ἐσέ εἶναι τόπος καταφυγῆς· καί ἄν ἐσείσθη ὅλη ἡ πόλις διά τήν εἴσοδόν σου, θέλει σεισθῇ πάλιν ὅλη ἡ πόλις διά τήν φύλαξίν σου. Γραμματεῖς, πρεσβύτεροι καί ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, εἰς μάτην κοπιάζετε· τί συμβουλεύεσθε εἰς τά συνέδρια; τί μελετᾶτε εἰς τάς συναγωγάς, ἐσεῖς δέν ἔχετε καμμίαν δύναμιν νά κακοποιήσετε τοῦτον τόν Ναζωραῖον, τόν ὁποῖον ἕνας ἀναρίθμητος λαός ὑποδέχεται μέ τόσην πανήγυριν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».
Μά τί λέγω ἐγώ; ὦ ἀκατάστατοι διαλογισμοί τῶν ἀνθρώπων! ὤ ψευδής ἐπίδειξις τῆς μιαιφόνου πόλεως! ὤ προσωρινή περιποίησις τοῦ ἀχαρίστου λαοῦ! ἡ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὅπου σήμερον εἶναι θέατρον τόσον λαμπρᾶς ἑορτῆς, εἰς ὀλίγας ἡμέρας θέλει γένει θέατρον τῆς φρικτῆς τραγῳδίας. Αὐτή, ὅπου τόν δέχεται ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θέλει τόν προσηλώσει εἰς ἕνα ξύλον, ὡς ἕνα κατάδικον· αὐτός ὁ λαός, ὅπου τώρα σείει τά βαΐα, θέλει πελεκήσει τόν Σταυρόν· αὐτός, αὐτός ὅπου τώρα φωνάζει τό: Ὡσαννά, θέλει φωνάζει τό σταυρωθήτω. Καί λοιπόν σήμερον τόση τιμή εἰς ὀλίγας ἡμέρας τόση καταφρόνησις; αὐτοί οἱ ἴδιοι, ὅπου τώρα τόν προσκυνοῦσαν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι, ὅπου τόν σταυρώνουσι; ναί. Τοῦτο ἔπαθε τότε ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἑβραίους καί τοῦτο τό ἴδιον παθαίνει τώρα ἀπό τούς Χριστιανούς, ὅπου ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις μέ τά λόγια τόν προσκυνοῦσι, μέ τά ἔργα τόν σταυρώνουσι· μέ τήν ἐξωτερικήν ἐπίδειξιν «Ὡσαννά», μέ τήν ἐσωτερικήν διάθεσιν «σταυρωθήτω». Τοῦτο θέλει εἶσθαι τῆς σημερινῆς διδαχῆς ἡ ὑπόθεσις, ἤγουν: μέ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοί νά τιμῶσι τά πάθη τοῦ Χριστοῦ εἰς ταύτας τάς ἁγίας ἡμέρας.
ΜΕΡΟΣ Α’
Ἀφοῦ ἔκαμε τό δεῖπνον τό Μυστικό ὁ Ἰησοῦς Χριστός, συντροφιασμένος μέ τούς μαθητάς του, ἔρχεται πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν κέδρων, εἰς τό χωρίον Γεθσημανῆ· ἦτον εἰς τήν ἀρχήν τῆς νυκτός καί, ἀφήνοντάς τους ἐκεῖ παίρνει μαζῆ του τούς τρεῖς, Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην. Παραμερίζει νά προσευχηθῇ καί, στοχαζόμενος τό πάθος του, περίλυπος ἔγεινεν ἡ ψυχή του ἕως θανάτου. Καλή καρδία, ὦ Ἰησοῦ, μή λυπᾶσαι· ἐγώ βλέπω ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, ὅπου ἔρχεται πρός σέ μετά φανῶν καί λαμπάδων· αὐτοί πρέπει νά εἶναι καλοί ἄνθρωποι, διατί ἀλλέως δέν ἐπεριπατοῦσαν τήν νύχτα μέ τό φῶς. Βλέπω καί περιπατεῖ ἔμπροσθεν τους ἕνας ἄνθρωπος, ὅπου ἀπό τό σχῆμα μέ φαίνεται ἕνας σου μαθητής. Βλέπω καί ἐκεῖνοι σιμώνουσιν, ἐτοῦτος σέ χαιρετᾷ: «χαῖρε Ραββί»· μάλιστα σέ φιλεῖ «καί κατεφίλησεν αὐτόν». Ἐκεῖ ὅπου εἶναι φιλήματα, ἐκεῖ ὅπου εἶναι χαιρετισμοί, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἕνας μαθητής, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι φανοί καί λαμπάδες, ἠμπορεῖ νά εἶναι κανένα κακόν; καλή καρδία, ὦ Ἰησοῦ, μή φοβεῖσαι. Μά τέλος πάντων τί γίνεται; ἐκεῖνοι οἱ λαμπαδοφόροι ἄνθρωποι εἶναι σπεῖρα στρατιωτῶν, εἶναι πλῆθος ὑπηρετῶν, ὅπου ἔρχονται διά νά πιάσωσι τόν Ἰησοῦν καί νά τόν σύρουσιν εἰς τόν θάνατον· ἐκεῖνος ὁ μαθητής εἶναι ὁ προδότης Ἰούδας, ὅπου τόν ἐπώλησε διά τριάκοντα ἀργύρια, καί τώρα ἔρχεται νά τόν παραδώσῃ· ἐκεῖνος ὁ χαιρετισμός εἶναι δόλιος, ἐκεῖνο τό φίλημα εἶναι τό σημεῖον τῆς προδοσίας· «ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστι, κρατήσατε αὐτόν». Ὥστε ὅπου ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα; βέβαια ὤ μεγάλη συμφορά τοῦ Ἰησοῦ! δίκαιον ἔχει, δίκαιον ἔχει νά λέγῃ: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἕνα ὅμοιον πρᾶγμα συμβαίνει τήν ἡμέραν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅταν γίνεται ἡ ἀνάμνησις τῶν ἁγίων καί φρικτῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος. Πλῆθος πολύ, ἡ πρόοδος τῶν Σταυρῶν καί τῶν ἁγίων Τάφων κρατεῖ ἀπό τό ἕνα ἕως τό ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, συνδρομή ἀναρίθμητος ἱερωμένων καί λαϊκῶν, καί ἰδιωτῶν μεγάλων καί μικρῶν, ὅπου προάγονται καί ἀκολουθοῦσι τήν ἱεράν λιτανείαν· στενοχωροῦνται εἰς κάθε τόπον κάθε ἡλικίας ἄνθρωποι, ὅπου συντρέχουσιν εἰς τό θέαμα· κρέμονται ἀπό τά παράθυρα ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί παιδιά καί γέροντες, διά νά ἰδοῦσι τήν σεβασμίαν παράταξιν. Φωτοχυσία μεγάλη φανῶν καί λαμπάδων, εἰς τρόπον ὥστε λάμπει μία ἡμέρα εἰς τό σκότος τῆς νυχτός· εἶναι ὅλα σημεῖα μιᾶς ἐξαιρέτου θερμῆς εὐλαβείας. Ὅποιος ἰδῇ τί γίνεται καί μέσα εἰς τάς ἐκκλησίας καί ἔξω εἰς τάς πλατείας καί τάς ὁδούς, θέλει λογιάσει πώς ὅλη ἡ πόλις, ὡσάν ἡ Νινευή, ὅταν ἔκαμεν ἐκείνην τήν δημοσίαν μετάνοιαν διά νά ἐξιλεώσῃ τόν Θεόν, εἶναι ὅλη πόνος, συντριβή, κατάνυξις· καί πῶς, ἄν ὅλαις ταῖς ἡμέραις τοῦ χρόνου ἐστάθημεν ἁμαρτωλοί, τήν Μεγάλην Παρασκευήν ἡμεῖς εἴμεσθεν ἀληθινά μετανοημένοι; Μ᾽ ὅλον τοῦτο, ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα· ἡ μεγάλη ἐκείνη παρρησία δέν εἶναι ἄλλο παρά μία ἐπίδειξις θεατρική· ἀπό ἐκεῖνο τό πολύ πλῆθος, ὅπου συντρέχει διά νά ἑορτάση τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, μερικοί ὁλότελα δέν ἐμετανόησαν· βλέπουσιν τόν Χριστόν εἰς τόν Σταυρόν καί ἐκεῖνος δέν ἐχωρίσθη ἀκόμη ἀπό τήν πόρνην· τοῦτος δέν ἐπέστρεψεν ἀκόμη τό ξένον πρᾶγμα, οὗτος ὁ ἄλλος ἀκόμη δέν ἐσυγχώρησεν τόν ἐχθρόν του, δέν ἄφησε τήν κακήν του συνήθειαν καί δέν ἔχει γνώμην νά κάμῃ καμμίαν διόρθωσιν τῆς ζωῆς του· ἄλλοι ἐμετανόησαν, μά πρός ὥρας ἐμετανόησαν πώς ἥμαρτον, μετ᾽ ὀλίγον θέλουσι μετανοήσει πώς ἐμετανόησαν: ἄλλοι ἔχουσι γνώμην νά ἐξομολογηθῶσι, μά ἔχουσι καί γνώμην εὐθύς, ὅπου ἀναστηθῇ ὁ Χριστός, πάλιν νά τόν ξανασταυρώσουσιν: «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ καί παραδειγματίζοντες», καθώς λέγει ὁ μακάριος Παῦλος.
Ὦ Θεέ! καί οἱ Χριστιανοί τιμῶσι τόν Χριστόν εἰς τά πάθη του μόνον μέ τά χείλη, μά ἡ καρδιά τους εἶναι πολλά μακράν, ἔτσι ἐπαραπονεῖτο ὁ Θεός, μέ τό στόμα τοῦ Ἡσαΐου, καί αὐτός ὁ Χριστός εἰς τό ἱερόν Εὐαγγέλιον: «Ὑποκριταί, καλῶς προεφήτευσε περί ὑμῶν Ἡσαΐας, λέγων ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι αὑτῶν καί τοῖς χείλεσί με τιμᾷ· ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾽ ἐμοῦ». Τέτοιας λογῆς ἀνίσως καί τήν μεγάλην ἐκείνην Παρασκευήν μίαν φοράν ἐσταυρώθη ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἰουδαίους, κάθε μεγάλην Παρασκευήν ξανασταυρώνεται ὁ Χριστός ἀπό τούς Χριστιανούς, διατί ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα· καί μ᾽ ὅλον τοῦτο· τότε ἔπρεπε μάλιστα οἱ Χριστιανοί νά φαίνωνται πλέον εὐλαβεῖς καί πλέον εὐχάριστοι.
Ἀποστάτησεν ὁ λαός τῆς Ἀντιοχείας καί Σέλευκος ὁ Βασιλεύς μετά βίας ἐλυτρώθη ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἀποστατῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νά τοῦ πάρωσι καί τήν ζωήν, ἀφ᾽ οὗ τοῦ ἐπήρασι τήν βασιλείαν. Μοναχός φεύγει κρυφίως ἀπό τά βασίλεια, ἐβγαίνοντας ἀγνώριστος ἀπό τήν χώραν, περιπατεῖ ὅλην τήν νύκτα καί πρός τήν αὐγήν φθάνει εἰς μίαν παραθαλασσίαν, ὅπου κάθεται νά πάρῃ ὀλίγην ἀναπνοήν. Κουρασένος εἰς τό κορμί διά τόν κόπον, περίλυπος εἰς τήν ψυχήν διά τήν καταστροφήν, καί μέ πολλούς ἀναστεναγμούς στέκει καί συλλογίζεται τήν συμφοράν του. Μά οἱ ἀποστάται, ὅπου τόν ἤθελον ἀποθαμένον, ἀκολουθοῦσι τά ἴχνη του· φθάνουσι καί αὐτοί εἰς τόν ἴδιον τόπον· τόν ξανοίγουσι μακρόθεν, τόν γνωρίζουσι· τρέχουσι τότε μέ ὅλον τόν θυμόν εἰς τό πρόσωπον, μέ τάς ρομφαίας εἰς τάς χεῖρας, καί ὁρμοῦσι καταπάνω του, διά νά πίωσι τό αἷμα του. Πλησιάζουσι· καί ἐδῶ, βλέποντες ἕνα Βασιλέα, τόν ἴδιόν τους Βασιλέα, μοναχόν, χωρίς καμμίαν συντροφίαν, τεθλιμμένον, χωρίς καμμίαν παρηγορίαν, γυμνόν ἀπό κάθε βασιλικήν στολήν, κείμενον εἰς τήν γῆν, ὅλον περιχυμένον ἀπό τά δάκρυα, κρατοῦσιν εἰς τό πρῶτον τόν θυμόν καί τάς χεῖρας, τόν λυποῦνται, μετανοοῦσιν εἰς τήν ἀποστασίαν ὅπου ἔκαμαν· τόν παρηγοροῦσιν μέ λόγια συμπαθητικά· τόν σηκώνουσιν ἀπό τήν γῆν· τόν προσκυνοῦσι πάλιν διά βασιλέα ζητοῦσι συγχώρησιν εἰς τά περασμένα· τόν συντροφεύουσιν εἰς τήν πόλιν· τόν ἀνεβάζουσιν εἰς τόν θρόνον καί τοῦ ὀμνύουσιν εἰς τό ἐρχόμενον πίστιν καί ὑπακοήν! Τόσον ἴσχυσεν εἰς καρδίας καί βαρβάρων καί ἀποστατῶν ἡ ὄψις δυστυχισμένου βασιλέως.
Αἴ, χριστιανοί, ἐκεῖνος, τόν ὁποῖον τήν μεγάλην Παρασκευήν βλέπομεν καρφωμένον εἰς ἕνα σταυρόν, στεφανωμένον μέ ἀκάνθας, ἄμορφον ἀπό τά ραπίσματα, ὅλον αἱματωμένον ἀπό τάς πληγάς, εἶναι ὁ βασιλεύς τῆς Δόξης, εἶναι ὁ βασιλεύς ἡμῶν, εἰς τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἐβαπτίσθημεν, τοῦ ὁποίου τό εὐαγγέλιον πιστεύομεν, τοῦ ὁποίου τήν βασιλείαν ἐλπίζομεν. Αἱ ἁμαρτίαι μας τόν ἔφεραν εἰς μίαν κατάστασιν τόσον ἐλεεινήν· καί λοιπόν ἐκείνην τήν ὥραν, ὅπου τόν βλέπομεν, εἶναι τόσον πέτριναι αἱ καρδίαι μας, καί δέν συτρίβονται ἀπό τόν πόνον; τότε ἔπρεπε νά λέγωμεν, μά νά τό λέγωμεν ἐκ καρδίας καί μέ ὅλην τήν συντριβήν: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, εἶναι δίκαιον Ἐσύ νά εἶσαι προσηλωμένος εἰς ἕνα Σταυρόν καί ἐγώ νά κείτωμαι ἀκόμη εἰς τόν κράββατον μέ τήν πόρνην! Ἐσύ νά φορῇς τόν ἀκάνθινον στέφανον καί ἐγώ νά ἔχω τόσους κακούς λογισμούς εἰς τήν κεφαλήν! Ἐσύ νά ἔχῃς ἀνοικτήν τήν πληγωμένην πλευράν καί ἐγώ νά κρατῶ εἰς τήν καρδίαν κατά τοῦ πλησίον μου μῖσος αἰώνιον! Ἐσύ νά ἔχῃς καρφωμένα χέρια καί πόδια καί ἐμέ τά χέρια μου νά εἶναι γεμᾶτα ἀδικίας, τά πόδια νά τρέχουσιν εἰς τήν ἀπώλειαν! Ἐσύ νά ἔχῃς καταξεσχισμένας τάς καθαρωτάτας σάρκας ἀπό τάς μάστιγας καί ἐγώ νά ἔχω τήν σάρκα μου μολυσμένην ἀπό τόσας ἀκαθαρσίας! Ἐγώ ἔπρεπε νά βαστῶ τοιοῦτον σταυρόν· ἐγώ νά λάβω τόσα πάθη· ἐγώ νά ὑποφέρω τοιοῦτον θάνατον· μά, ἄν δέν ἠμπορῶ νά ἀποθάνω διά ἐσέ, κἄν ἄς μετανοήσω· ἄν δέν ἠμπορῶ νά χύσω τό αἷμα μου, κἄν ἄς χύσω τά δάκρυά μου· ἄν δέν ἠμπορῶ νά δώσω τήν ζωήν μου διά τήν ζωήν σου, κἄν ἄς δώσω τήν ἀγάπην μου διά τήν ἀγάπην σου. Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ἔκαμες τόσα δι᾽ ἐμέ τόν ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον, καί ἐγώ τί ὀλιγώτερον ἠμπορῶ νά κάμω διά ἐσέ, παρά νά σέ ἀγαπῶ, παρά πλέον νά μήν πταίσω; Καί λοιπόν ἐγώ μετανοῶ, ἐγώ ἀθετῶ τά περασμένα μου σφάλματα καί ἁμαρτίας καί ὀμνύω ἀπ᾽ ἐδῶ καί ἐμπρός αἰώνιον ἀγάπην εἰς τό ὄνομα σου καί ὑπακοήν εἰς τόν νόμον σου.
Ἔτσι ἔπρεπε νά λέγωμεν, ἔτσι νά κάμωμεν τήν μεγάλην Παρασκευήν· καί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅπου διά τοῦτο κάθε χρόνον μᾶς ἐνθυμίζει τοῦ Χριστοῦ τό πάθος καί θάνατον. Ἡ ἑορτή τῶν χριστιανῶν, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐξόχως εἰς τάς ἁγίας ταύτας ἡμέρας νά εἶναι «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια». Ἐπίδειξις ἀγαθῶν ἔργων, ὄχι μόνον φανῶν καί λαμπάδων· εὐλάβεια ψυχῆς, ὄχι μόνον κατ᾽ ἐπιφάνειαν· πολιτείας ἀκρίβεια, ὄχι μόνο θεατρική παρρησία. Ἀλλέως, ὅταν ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα, ἠξεύρετε τί ἦτον καλλίτερον νά κάμωμεν; ἀκούσατέ το. Εἰς τόν πόλεμον ὅπου ἔκαμεν ὁ βασιλεύς Σαούλ ἐναντίον τῶν Φιλισταίων, ἀπέθανεν ἐσφαγμένος μέ τήν ἴδιαν του δεξιάν· ὅταν τό ἤκουσεν ὁ Δαυΐδ, ἔσχισε τά ἱμάτιά του, ἔκαμε θρῆνον μέγαν καί εἶπεν πρός ὅλον τόν λαόν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ὁ βασιλεύς Σαούλ ἀπέθανε· σιωπή τό λοιπόν, δέν θέλω τινάς νά τό φανερώσῃ, διά νά μή τό ἀκούσωσι καί χαροῦσιν οἱ ἐχθροί· «μή ἀπαγγείλατε ἐν Γάθ, μηδέ εὐαγγελίσησθε ἐν ἐξόδοις Ἀσκάλωνος, ἵνα μή εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων». Ἔρχεται ἡ ἁγία καί μεγάλη Παρασκευή καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ἐνθυμίζει, πώς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Βασιλεύς ὑμῶν, ἀπέθανεν ἐπάνω εἰς ἕνα Σταυρόν διά τήν ἀγάπην μας· καί λοιπόν σιωπή· σφαλίξατε, ὦ ἱερεῖς τάς ἐκκλησίας, κρύψατε εἰς τά ἐνδότερα τοῦ θυσιαστηρίου τόν Ἐσταυρωμένον καί τόν Σταυρόν· μή ἀκουσθῇ, μή φανῇ τοιοῦτον πρᾶγμα, καί χαροῦσιν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως. Μά πῶς; νά φέρωμεν ἀπό τό ἕνα εἰς τό ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως τόν Σταυρόν, νά σύρωμεν ἀπό τάς ὁδούς καί ἀπό τάς πλατείας τόν Ἐσταυρωμένον, νά κηρύττωμεν φανερά πώς ἐκεῖνος ἔλαβε τοιοῦτον ἐπώδυνον καί ἐπονείδιστον θάνατον διά ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὡς τόσον, ἔξω ἀπό ἐκείνην τήν φαινομένην παρρησίαν, νά μή δείχνωμεν πρός αὐτόν κανένα σημάδι πόνου καρδιακοῦ, εὐλαβείας ἀληθινῆς, ἀγάπης καί εὐχαριστίας; Τί θέλουσι λέγει τότε οἱ Ἑβραῖοι, ὅπου τόν ἐσταύρωσαν; θέλουσι λέγει: οἱ Χριστιανοί πιστεύουσι πώς ἐκεῖνος εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ· οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦσι, πώς ἐκεῖνος ἐσταυρώθη διά τήν ἀγάπην τους, καί οἱ Χριστιανοί τόσον μόνον κάνουσι διά τόν εὐεργέτην τους; ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ δέν εἶναι ἔτσι, καθώς οἱ Χριστιανοί πιστεύουσιν, ἤ καί αὐτοί οἱ Χριστιανοί ἀληθινά δέν τόν πιστεύουσιν. «Εἰ υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, καί πιστεύσομεν εἰς αὐτόν»· ἔτσι θέλουσι βλασφημεῖ καί τώρα οἱ Ἑβραῖοι, καθώς καί τότε εἰς τό πάθος τοῦ Χριστοῦ· ἔτσι θέλουσι περιγελᾷ τήν ὑπόκρισιν τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν διά τό καλλίτερον σφαλίσατε – λέγω πάλιν - ἱερεῖς, τάς ἐκκλησίας, κρύψατε τόν Σταυρόν καί τόν Ἐσταυρωμένον· μή φανῆ, μήν ἀκουσθῇ τοιοῦτον πρᾶγμα, διά νά μή χαροῦσιν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως: «ἵνα μή εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων».
Καί λοιπόν δέν ἔχει νά γενῇ τήν μεγάλην Παρασκευήν ἡ συνηθισμένη πρόοδος, ἡ λιτανεία καί παρρησία, ὅπου γίνεται κάθε χρόνον; τό εἶπα· πλήν, ἐπειδή καί ἔτσι θέλετε, ἄς γένῃ· μά ἄς γένῃ καθώς πρέπει· καθώς εἶναι τά φαινόμενα, ἔτσι ἄς εἶναι καί τά γινόμενα· καθώς εἶναι ἡ ἐξωτερική, ἔτσι ἄς εἶναι καί ἡ ἐσωτερική εὐλάβεια. Μέ τούς φανούς καί μέ τάς λαμπάδας, ἄς ἀνάπτη μέσα εἰς τήν καρδίαν μας ἡ ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον, ὅπου διά τήν ἀγάπην μας ἀπέθανε· ἀπό τόν ἀκάνθινόν του στέφανον, ἄς πάρωμεν κατάνυξιν καί συντριβήν· ἀπό τάς πληγάς του, ἄς παρακινηθῶμεν νά σκληραγωγοῦμεν τήν σάρκα· ἀπό τόν Σταυρόν του, ἄς μάθωμεν τήν ὑπομονήν· ἀπό τόν θάνατόν του, ἄς καταλάβωμεν πόσον μέγα κακόν εἶναι ἡ ἁμαρτία· ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης Παρασκευῆς, ἄς εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς μετανοίας μας, ἄς εἶναι ἡ λιτανεία «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια» καί ἄς γένῃ.
Από το φως της Μεγάλης Πέμπτης – με το Μυστικό Δείπνο: την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας – μπαίνουμε στο σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής, στην ημέρα δηλαδή του Πάθους του Κυρίου, του Θανάτου και της Ταφής Του.
Στην πρώτη Εκκλησία αυτή η ημέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, ονομαζόταν «Πάσχα του Σταυρού». Πραγματικά, αυτή η ημέρα, είναι η αρχή της Διάβασης, του Περάσματος, του οποίου το βαθύτερο νόημα θα μάς αποκαλυφθεί σιγά – σιγά, πρώτα στη θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου και Ευλογημένου Σαββάτου και ύστερα, στη χαρά της Αναστάσιμης Ημέρας.
Ας δούμε πρώτα τι είναι αυτό το Σκοτάδι. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι απλά και μόνο συμβολικό ή αντικείμενο ανάμνησης.
Πολύ συχνά, όταν συμμετέχουμε στις όμορφες και κατανυκτικές ακολουθίες αυτής της ημέρας, νιώθουμε την επιβλητική θλίψη που τις διακατέχει, αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε και κάποιο αίσθημα αυτοθαυμασμού και αυτοδικαίωσης.
Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια κάποιοι «κακοί» άνθρωποι θανάτωσαν το Χριστό. Σήμερα εμείς, οι «καλοί» Χριστιανοί, στολίζουμε πολυτελείς Τάφους στις Εκκλησίες μας! Δεν είναι αυτό τρανό σημάδι της καλοσύνης μας;…
Ναι, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή δεν ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το παρελθόν. Δεν είναι μια απλή ανάμνηση γεγονότων, αλλά είναι ημέρα που αποκαλύπτεται η Αμαρτία και το Κακό, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί ν’ αναγνωρίσουμε την τραγική πραγματικότητά τους και τη δύναμή τους στον «κόσμο τούτο».
Γιατί η Αμαρτία και το Κακό δεν εξαφανίστηκαν, αλλά, αντίθετα, αποτελούν ακόμα το βασικό νόμο του κόσμου και της ζωής μας. Αλλά μήπως και μεις, οι αυτοκαλούμενοι Χριστιανοί, συχνά δεν έχουμε τη λογική του κακού που είχαν οι Αρχιερείς των Εβραίων, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Ρωμαίοι στρατιώτες και όλο εκείνο το πλήθος που μισούσε, βασάνιζε και φόνευε τον Χριστό;
Ποια στάση θα κρατούσαμε άραγε αν ζούσαμε στα Ιεροσόλυμα την εποχή του Πιλάτου; Αυτή είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στον καθένα μας μέσα από τις λέξεις των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής. Τούτη η ημέρα είναι πραγματικά η «ημέρα του κόσμου τούτου», κρίνεται ο κόσμος μας, αληθινά και όχι συμβολικά, και καταδικάζεται. Είναι μια πραγματική και όχι τελετουργικά καταδίκη της ζωής μας…
Είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύσης «του κόσμου τούτου» που προτίμησε τότε, αλλά και τώρα συνεχίζει να προτιμάει, το σκοτάδι αντί το φως, το κακό αντί το καλό, το θάνατο αντί τη ζωή. Έχοντας καταδικάσει τον Χριστό σε θάνατο ο «κόσμος τούτος» καταδίκασε ταυτόχρονα και τον εαυτό του σε θάνατο. Στο μέτρο που και μεις αποδεχόμαστε το πνεύμα του «κόσμου τούτου», την αμαρτία του, την προδοσία του κατά του Θεού, είμαστε και μεις επίσης καταδικασμένοι. Αυτό είναι το πρώτο και φοβερά ρεαλιστικό νόημα της Μεγάλης Παρασκευής: μια καταδίκη σε θάνατο…
Αλλά αυτή η ημέρα, οπότε φανερώθηκε και θριάμβευσε το Κακό, είναι επίσης και ημέρα Λύτρωσης. Ο Θάνατος του Χριστού αποκαλύπτεται σωτήριος για μάς, γίνεται πηγή λύτρωσης. Και είναι αυτός ο Θάνατος σωτήριος γιατί είναι η πλήρης, η τέλεια και η υπέρτατη Θυσία.
Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει το Θάνατό Του στον πατέρα Του, τον προσφέρει επίσης και σε μάς. Στον πατέρα Του γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να «πατήσει» (να καταστρέψει) το θάνατο, να σώσει τους ανθρώπους από το θάνατο. Αυτό είναι και το θέλημα του πατέρα: οι άνθρωποι να σωθούν από το θάνατο δια του θανάτου. Σε μάς προσφέρει ο Χριστός το Θάνατό Του γιατί στην πραγματικότητα ο Χριστός πεθαίνει αντί για μας. Ο θάνατος είναι ο φυσικός καρπός της αμαρτίας, είναι η τιμωρία σαν φυσική συνέπεια της αποστασίας.
Ο άνθρωπος διάλεξε να αποξενωθεί από τον Θεό, αλλά μη έχοντας ζωή αφ’ εαυτού του, πεθαίνει. Στον Χριστό δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει θάνατος. Δέχεται όμως να πεθάνει για μάς, μόνο και μόνο γιατί μάς αγαπάει. Προσλαμβάνει και μοιράζεται μαζί μας την ανθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει επάνω Του την τιμωρία (θάνατος) που η ανθρώπινη φύση έχει να πληρώσει, γιατί ο Χριστός προσλαμβάνει ολόκληρη τη φύση μας μαζί με το φορτίο του ανθρώπινου ξεπεσμού. Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με μάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής.
Ο Θάνατος Του, λοιπόν, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση, δηλαδή ο θάνατος γίνεται το τέλος της αποξένωσης από τον Θεό και της μοναξιάς. Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή…
Τελικά, ο Θάνατος του Ιησού Χριστού είναι σωτήριος θάνατος επειδή εκμηδενίζει την πηγή του θανάτου: το Κακό. Ο Χριστός δέχεται το θάνατο από αγάπη για τον άνθρωπο, και προσφέρει τον Εαυτό Του στους φονευτές Του, οι οποίοι κερδίζουν φαινομενικά τη νίκη. Όμως στην ουσία αυτή η νίκη είναι η ολοκληρωτική και αποφασιστική ήττα του Κακού.
Για να θριαμβεύσει το Κακό θα πρέπει να εκμηδενίζεται το Καλό και να αποδεικνύει το Κακό σαν τέλεια αλήθεια για τη ζωή, να δυσφημίζεται το Καλό και, με μια λέξη, να φανερώνει το Κακό την υπεροχή του. Αλλά ύστερα από όσα έπαθε ο Χριστός, είναι ο μόνος που θριαμβεύει. Το Κακό δεν έχει την παραμικρή δύναμη επάνω Του, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να δεχτεί το Κακό σαν αλήθεια. Έτσι με τον Χριστό η υποκρισία αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπό της σαν υποκρισία, ο φόνος σαν φόνος, ο φόβος σαν φόβος, και καθώς ο Ιησούς Χριστός σιωπηλά πορεύεται προς το Σταυρό και το Τέλος, η ανθρώπινη τραγωδία φτάνει στην αποκορύφωσή της.
Ο θρίαμβος του Χριστού, η νίκη Του κατά του Κακού, η δόξα Του γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή. Βλέπουμε δε σταδιακά αυτή τη νίκη να την αναγνωρίζουν, να την ομολογούν και να την διακηρύσσουν πρώτα η γυναίκα του Πιλάτου, ύστερα ο συσταυρωμένος ληστής και ο κεντηρίωνας. Και καθώς ο Χριστός πεθαίνει στο Σταυρό, αφού αποδέχτηκε ολόκληρη τη φρίκη του θανάτου: την απόλυτη μοναξιά («Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»), δεν έμεινε παρά να ακουστεί η τελευταία ομολογία: «αληθώς Θεού Υιός ην ούτος»…
Αυτός, λοιπόν, είναι ο Θάνατος, αυτή είναι η Αγάπη, η Υπακοή και η πληρότητα της Ζωής που καταστρέφει ό,τι έκανε το θάνατο παγκόσμιο μοιραίο προορισμό. «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη…» (Ματθ. 27, 53). Ήδη αρχίζει να ακτινοβολεί η ανάσταση… Αυτό είναι το διπλό μυστήριο της ημέρας αυτής, της Μεγάλης Παρασκευής, και οι ακολουθίες με τους υπέροχους ύμνους το αποκαλύπτουν και μάς καλούν να συμμετέχουμε σ’ αυτό.
Η κτίση συμπάσχει με το Πάθος του Κτίστου της. Ο ήλιος κρύβει τις ακτίνες του. Η γη σείεται και το καταπέτασμα του ναού σχίζεται στα δύο «από άνωθεν έως κάτω» (Ματθ. 27,51). Ο Σωτήρας θανατώνεται. Και ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ, κρυφός μαθητής του Χριστού, παρουσιάζεται στον Πιλάτο, για να ζητήσει το νεκρό σώμα του Διδασκάλου:
«Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα, εβόα• δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον».
Ο κρυφός μαθητής του Χριστού αποκαλύπτει το κρυφό όνομα του Διδασκάλου του, το όνομα που τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του, από τη βρεφική ηλικία ως τον σταυρικό θάνατό του: Ξένος.
Όταν γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, η Μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον τοποθέτησε σε ένα παχνί, γιατί δεν βρέθηκε τόπος στο πανδοχείο ( βλ. Λουκ.2,7 )• ήταν ξένος.
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Σωτήρας του κόσμου ήρθε και έζησε μέσα στον κόσμο ως ανέστιος άνθρωπος, ως «εκ βρέφους ξένος», ως ο κατεξοχήν ξένος. .
Ο ποιητής του κόσμου και δημιουργός των ανθρώπων «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (Ιω. 1,11). Επισκέφτηκε τους δικούς του, και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν. Τον αντιμετώπισαν ως ξένο, τον φθόνησαν, τον μίσησαν, τον εξευτέλισαν και τον θανάτωσαν.
Είναι πικρό να ξενιτεύεσαι και να ζεις κάπου ως ξένος. Και είναι ακόμα πιο πικρό να ζεις στον τόπο σου ως ξένος και ανέστιος. Να σε φθονούν και να σε μισούν θανάσιμα οι συμπατριώτες σου, οι δικοί σου, τα ίδια τα παιδιά σου.
Αυτού του είδους την ξενιτεία γνώρισε ο Θεός που ήρθε και έζησε ως άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Αυτή η ξενιτεία σφράγισε ολόκληρη την επίγεια ζωή του Χριστού. Την ξενιτεία που απομάκρυνε από κοντά του ακόμα και τους πιο στενούς μαθητάς του. Την απαράκλητη ξενιτεία.
Και τώρα, μετά τη σταύρωση και τη θανάτωσή του, έρχεται ο Ιωσήφ, «ο από Αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής» (Μαρκ.15,43), και ζητά από τον Πιλάτο να λάβει το νεκρό σώμα αυτού του ξένου: «Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίναι».
«Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», είχε πει ο Ξένος αυτός σε κάποιον από τους γραμματείς που ζήτησε να τον ακολουθήσει (Ματθ.8,19-20•Λουκ.9,57-58).
Τελικά δόθηκε από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους σε αυτόν τον Ξένο τόπος για να γείρει το κεφάλι του• του δόθηκε ο σταυρός. Και αυτός «κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα»( Ιω.19,30).
Αυτόν τον Ξένο , που γνωρίζει να ξενίζει «τους πτωχούς και τους ξένους», έλαβε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο, για να τον φιλοξενήσει στον τάφο του. Έλαβε και τοποθέτησε «εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ.27,60) «τον παρέχοντα πάσι ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
«Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιω. 1,12).
Ο Ιωσήφ, που έλαβε και φιλοξένησε στον τάφο του το σώμα του Χριστού, αλλά και όλοι, όσοι τον δέχονται και πιστεύουν στο όνομά του, παίρνουν την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού• θεοί κατά χάρη. Αποκτούν «ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
«Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει• εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιω.12,24).
Ο σίτος που έπεσε στη γη και πέθανε, «ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς» προσφέρθηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής» ( Ιω. 6,35-41) και έφερε πολύν καρπόν. Καρποφόρησε ένα πλήθος ανθρώπων, που αποξενώθηκαν από τον κόσμό και έζησαν μέσα στον κόσμο ως φώτα του κόσμου.
Πολλοί θανατώνουν τον κόσμο, για να ζήσουν οι ίδιοι. Ο Χριστός παραδόθηκε εκούσια στον θάνατο, για να ζήσει ο κόσμος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ
Στην προδοσία του Ιούδα ομιλία Α΄καθώς και στο Πάσχα, στην παράδοση της Θείας Ευχαριστίας, και για το ότι δεν πρέπει κανείς να είναι μνησίκακος. Εκφωνήθηκε κατά την αγία και μεγάλη Πέμπτη.
1. Σήμερα είναι ανάγκη να απευθύνω λίγα λόγια προς την αγάπη σας· και πρέπει να σας πω λίγα, όχι επειδή κουράζεσθε από το πλήθος των λεγομένων· διότι δεν είναι δυνατό να βρει κανείς άλλη πόλη που να τρέφει τόση μεγάλη αγάπη για την ακρόαση των πνευματικών λόγων. Δεν θα σας πω λοιπόν λίγα γι' αυτό, επειδή δηλαδή σας κουράζω με το πλήθος, αλλ' επειδή είναι αναγκαία σήμερα η αιτία της βραχυλογίας· καθόσον βλέπω πολλούς από τους πιστούς να βιάζονται να έρθουν προς κοινωνία των φρικτών μυστηρίων. Για να μη χάσουν λοιπόν ούτε εκείνη την τράπεζα, ούτε να στερηθούν και αυτή, είναι ανάγκη σήμερα να προσφέρω και την ανάλογη πνευματική τροφή, ώστε ν' αποκομίσετε κέρδος και από τις δύο μεριές, παίρνοντας εφόδια και από αυτήν, και από τα λόγια μου, και έχοντας αυτά τα εφόδια να φύγετε και με φόβο και με τρόμο καθώς και με την πρέπουσα ευλάβεια να προσέλθετε στη φοβερή και φρικτή κοινωνία.
Σήμερα, αγαπητοί, παραδόθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός· διότι την εσπέρα αυτή που μας έρχεται, τον έπιασαν οι Ιουδαίοι και έφυγαν. Αλλά μη κυριευθείς από θλίψη, ακούοντας ότι παραδόθηκε ο Ιησούς· ή καλύτερα γίνε σκυθρωπός και κλάψε πικρά, όχι όμως για εκείνον που παραδόθηκε, αλλά για τον προδότη Ιούδα. Διότι εκείνος που παραδόθηκε έσωσε την οικουμένη, ενώ εκείvoς που τον παρέδωσε έχασε την ψυχή του. Και εκείνος που παραδόθηκε κάθεται στα δεξιά του πατέρα του στους ουρανούς, ενώ εκείνος που τον πρόδωσε βρίσκεται τώρα στον άδη, περιμένοντας την απαραίτητη τιμωρία. Γι' αυτόν λοιπόν κλάψε και αναστέναζε, γι' αυτόν πένθησε, επειδή και ο Κύριός μας γι' αυτόν δάκρυσε. Διότι, λέγει, «Όταν τον είδε, ταράχθηκε και είπε· ένας από σας θα με παραδώσει». Πω, πω πόσο μεγάλη είναι η ευσπλαχνία του Κυρίου· εκείνος που προδόθηκε πονάει για εκείνον που τον πρόδωσε. «Όταν λοιπόν», λέγει, «τον είδε, ταράχθηκε και ειπε· ένας από σας θα με παραδώσει». Για ποιο λόγο λυπήθηκε; Για να δείξει συγχρόνως και τη φιλοστοργία του, και να μας διδάξει, ότι πρέπει να θρηνούμε σε κάθε περίπτωση όχι εκείνον που κακοποιείται, αλλά εκείνον που κακοποιεί. Διότι αυτό είναι χειρότερο από εκείνο, ή καλύτερα εκείνο δεν είναι κακό, το να κακοπαθεί δηλαδή, αλλά κακό είναι το να κάνει κανείς το κακό. Διότι το να κακοπαθούμε αυτό μας προσφέρει τη βασιλεία των ουρανών, ενώ το να κάμνομε το κακό μας γίνεται αιτία της γέεννας και της κολάσεως. Διότι λέγει· «Μακάριοι είναι εκείνοι που καταδιώκονται για χάρη της αρετής, διότι σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
Βλέπεις πώς το να κακοπαθεί κανείς έχει σαν μισθό και έπαθλο τη βασιλεία των ουρανών; Άκουσε πώς το να κάμνει πάλι το κακό προξενεί κόλαση και τιμωρία. Διότι αφού ο Παύλος είπε για τους Ιουδαίους, ότι «τον Κύριο φόνευσαν και τους προφήτες καταδίωξαν», πρόσθεσε· «Των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνο με τα έργα τους». Είδες πώς εκείνοι που διώκονται κερδίζουν τη βασιλεία των ουρανών, ενώ εκείνοι που καταδιώκουν επισύρουν εναντίον τους την οργή του Θεού; Αυτά τώρα δεν σας τα είπα έτσι στην τύχη, αλλά για να μη οργιζόμαστε εναντίον των εχθρών μας, αντίθετα μάλιστα να τους ευσπλαχνιζόμαστε, να θρηνούμε γι' αυτούς και να πονάμε μαζἰ μ' αυτούς· διότι εκείνοι είναι που κακοπαθούν, εκείνοι που μάς εχθρεύονται. Αν προετοιμάσομε έτσι την ψυχή μας, θα μπορέσομε και να προσευχόμαστε υπέρ αυτών. Γι' αυτό λοιπόν είναι η τέταρτη ημέρα σήμερα που σας ομιλώ για την προσευχή υπέρ των εχθρών, για να γίνει σταθερός ο λόγος της διδασκαλίας και να ριζωθεί με τη συνεχή προτροπή. Γι' αυτό επιμένω στους λόγους μου, ώστε να καταπραΰνει ο αναβρασμός της οργής και να κατασταλεί η φλεγμονή, και έτσι να είναι καθαρός από οργή εκείνος που έρχεται να προσευχηθεί. Διότι και ο Χριστός δεν έδωσε αυτές τις συμβουλές μόνο για τους εχθρούς, αλλά και για μάς, ώστε να συγχωρούμε τα αμαρτήματα εκείνων· διότι περισσότερα παίρνεις παρά δίνεις, συγχωρώντας την οργή του εχθρού σου.
Και πώς, λέγει, παίρνω περισσότερα; Εάν συγχωρήσεις τα αμαρτήματα του εχθρού σου, συγχωρούνται τα αμαρτήματά σου απέναντι στον Κύριο. Εκείνα είναι αθεράπευτα και ασυγχώρητα, ενώ αυτά περιέχουν πολλή παρηγοριά και συγγνώμη. Άκουσε λοιπόν τον Ηλία τι λέγει προς τους υιούς του· «Εάν κάποιος άνθρωπος αμαρτήσει απέναντι στο συνάνθρωπό του, θα μπορέσουν να προσευχηθούν γι' αυτόν άλλοι, εάν όμως αμαρτήσει απέναντι στο Θεό, ποιος θα προσευχηθεί γι' αυτόν;». Ώστε εκείνο το τραύμα δεν θεραπεύεται εύκολα ούτε με προσευχή. Με προσευχή λοιπόν δεν θεραπεύεται, θεραπεύεται όμως με τη συγχώρηση των αμαρτημάτων του πλησίον μας. Γι' αυτό ο Χριστός εκείνα τα ονόμασε μύρια τάλαντα, δηλαδή τα αμαρτήματα προς τον Κύριο, ενώ αυτά τα ονόμασε εκατό δηνάρια. Συγχώρησε λοιπόν εκατό δηνάρια, για να σου συγχωρηθούν μύρια τάλαντα. Αλλά σχετικά με την προσευχή υπέρ των εχθρών μας αρκετά λέχθηκαν, εάν κρίνετε όμως ορθό, ας επανέλθομε στο θέμα της προδοσίας και ας δούμε πως παραδόθηκε ο Κύριός μας.
2. «Τότε ένας από τους δώδεκα, που ονομαζόταν Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε στους αρχιερείς και τους είπε· Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτον;». Και φαίνεται βέβαια σαφές αυτό που λέγει, και τίποτε άλλο δεν υπονοείται μ' αυτό, εάν όμως κανείς εξετάσει με προσοχή το καθένα από τα λεγόμενα αυτά, θα βρει μέσα σ' αυτά πολλά πράγματα και μεγάλο βάθος νοημάτων. Και κατά πρώτο ο καιρός. Διότι ο ευαγγελιστής δεν αναφέρει αυτόν τυχαία καθόσον δεν είπε απλώς «πήγε», αλλά πρόσθεσε το «Τότε πήγε». «Τότε»· πες μου, πότε; και για ποιό λόγο προσδιορίζει το χρόνο; τι θέλει να μάς διδάξει; Διότι δεν λέχθηκε τυχαία το, «Τότε»· καθόσον μιλώντας εμπνεόμενος από το Πνεύμα δεν το λέγει αυτό έτσι στην τύχη και άσκοπα. Τι σημαίνει λοιπόν το, «Τότε»; Πριν απ' αυτό το χρόνο, πριν απ' αυτή την ώρα τον πλησίασε μία πόρνη, κρατώντας ένα αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο με μύρο, και έχυσε το μύρο εκείνο επάνω στο κεφάλι του Κυρίου. Έδειξε μεγάλη τιμή προς τον Κύριο, έδειξε πολλή πίστη, πολλή υπακοή και ευλάβεια· άλλαξε ζωή, έγινε καλύτερη και πιό φρόνιμη. Και τότε που η πόρνη μετανόησε, τότε που προσέλκυσε κοντά της τον Κύριο, τότε ο μαθητής παρέδωσε το δάσκαλό του. Γι' αυτό είπε, «Τότε», για να μη κατηγορήσεις το δάσκαλο για αδυναμία, όταν δεις το μαθητή να προδίδει το δάσκαλό του. Διότι τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του δασκάλου, ώστε και πόρνες να προσελκύει σε υπακοή προς αυτόν.
Τι λοιπόν, λέγει, εκείνος που προσέλκυσε κοντά του πόρνες, δεν μπόρεσε να προσελκύσει και να κρατήσει κοντά του το μαθητή; Μπορούσε να κρατήσει κοντά του το μαθητή, αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλό αναγκαστικά, ούτε να τον φέρει κοντά του με τη βία. «Τότε πήγε». Και αυτό το «Πήγε», έχει κάποιο νόημα και μάλιστα όχι μικρό· διότι δεν καλέσθηκε από τους αρχιερείς, δεν εξαναγκάσθηκε, δεν εκβιάσθηκε, αλλ' ο ίδιος από μόνος του και με τη θέλησή του γέννησε το δόλο, και πήρε την απόφαση αυτή, μη έχοντας κανένα σύμβουλο στην πονηρή αυτή πράξη του.
«Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα»; Τι σημαίνει, «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτό δείχνει το μέγεθος της κατηγορίας εναντίον του, το να πει δηλαδή «Ένας από τους δώδεκα». Καθόσον υπήρχαν και άλλοι μαθητές του Ιησού, ανερχόμενοι σε εβδομήντα, αλλ' εκείνοι κατείχαν τη δεύτερη θέση, δεν απολάμβαναν τόση μεγάλη τιμή, δεν είχαν τόση παρρησία απέναντι στον Κύριο, ούτε γνώρισαν τόσα απόρρητα, όπως οι δώδεκα. Αυτοί κατ' εξοχή ήταν οι εκλεκτοί και αυτός ήταν ο χορός γύρω από το βασιλιά. Αυτή ήταν η γύρω από το δάσκαλο ομάδα και απ' αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις λοιπόν ότι δεν τον πρόδωσε απλώς μαθητής του, αλλ' ένας από την πιό εκλεκτή ομάδα του γι' αυτό λέγει· «Ένας από τους δώδεκα». Και δεν ντρέπεται ο Ματθαίος που έγραψε αυτά. Και για ποιο λόγο δεν ντρέπεται; Για να μάθεις, ότι παντού στη Γραφή όλα λέγονται με μεγάλη αλήθεια, και τίποτε δεν κρύβεται, ούτε εκείνα που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα. Διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα, αυτά δείχνουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου· διότι τον προδότη, τον ληστή, τον κλέφτη, τον κατέστησε άξιο τόσων μεγάλων αγαθών, και μέχρι την τελευταία στιγμή εξακολουθούσε να τον έχει κοντά του· καθόσον τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και έδειχνε κάθε φροντίδα γι' αυτόν. Εάν όμως δεν πρόσεχε εκείνος, δεν είναι αίτιος ο Κύριος και μάρτυρας, γι' αυτό είναι η πόρνη· διότι αυτή προσέχοντας στον Κύριο, έσωσε τον εαυτό της.
Μη λοιπόν απογοητευθείς βλέποντας προς την πόρνη, ούτε να πάρεις θάρρος, βλέποντας προς τον Ιούδα. Καθόσον και τα δύο αυτά είναι καταστρεπτικά, και το θάρρος, και η απελπισία. Διότι το θάρρος οδηγεί στην πτώση εκείνου που στέκεται όρθιος, ενώ η απελπισία δεν αφήνει να σηκωθεί εκείνον που είναι πεσμένος. Γι' αυτό ο Παύλος συμβούλευε και έλεγε· «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει». Έχεις τα παραδείγματα και των δύο, πώς δηλαδή ο μαθητής, νομίζοντας ότι στέκεται πνευματικά όρθιος, έπεσε, και πώς η πόρνη, ενώ ήταν πεσμένη πνευματικά και ηθικά, σηκώθηκε. Εύκολα η γνώμη μας γλιστράει και πέφτει, εύκολα η προαίρεσή μας πέφτει από εκεί που στέκεται. Γι' αυτό πρέπει από παντού ν' ασφαλίζομε και να περιτειχίζομε τον εαυτό μας.
«Τότε πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, που ονομαζόταν Ιούδας Ισκαριώτης». Βλέπεις από ποιο χορό εξέπεσε; Βλέπεις ποιά διδασκαλία περιφρόνησε; Βλέπεις πόσο μεγάλο κακό είναι η αδιαφορία και η απροσεξία; «Ο Ιούδας, που ονομαζόταν Ισκαριώτης». Για ποιό λόγο μου ονομάζεις την πόλη του; Υπήρχε και άλλος μαθητής Ιούδας, που ονομαζόταν Ζηλωτής. Για να μη γίνει λοιπόν με τη συνωνυμία κάποιο λάθος, ξεχώρισε αυτόν από εκείνον, και εκείνον τον ονόμασε από την αρετή του Ιούδα Ζηλωτή, ενώ αυτόν δεν τον ονόμασε από την κακία του· διότι δεν είπε, Ιούδας ο προδότης. Αν και βέβαια έπρεπε, όπως ακριβώς ονόμασε εκείνον από την αρετή του, έτσι να ονομάσει και αυτόν από την κακία του και να πει, Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να σε διδάξει να έχεις καθαρή τη γλώσσα σου από την κατηγορία, αποφεύγει και τον ίδιο τον προδότη, να θίξει.
«Πήγε», λοιπόν, λέγει, «ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, στους αρχιερείς και τους είπε· Τι θα μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω φωνή γεμάτη από αηδία. Και πώς βγήκε από το στόμα του, πώς κίνησε τη γλώσσα του; πώς δεν νεκρώθηκε όλο το σώμα του; πώς δεν σαλεύθηκαν τα μυαλά του; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Αυτά, πές μου σε δίδαξε ο Χριστός; Δεν έλεγε γι' αυτό, «Μη πάρετε στη ζώνη σας ούτε χρυσά, ούτε ασημένια, ούτε και χάλκινα νομίσματα», περιορίζοντας από την αρχή τη ρίζα της φιλαργυρίας; Δεν συμβούλευε αυτά συνέχεια και μαζί με αυτά έλεγε, «Εάν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί σαγόνι, στρέψε του και το άλλο»; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σάς παραδώσω αυτόν;·». Πω, πω παραλογισμός! Πες μου, για ποιο λόγο; Ποιά μικρή, ή μεγάλη κατηγορία έχεις εναντίον του και παραδίνεις το δάσκαλο; Επειδή σου παρέδωσε την εξουσία εναντίον των δαιμόνων; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να θεραπεύεις ασθένειες; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να καθαρίζεις λεπρούς; επειδή σου έδωσε τη δύναμη ν' ανασταίνεις νεκρούς; επειδή σε απάλλαξε από την τυραννική εξουσία του θανάτου; Αντί αυτών των ευεργεσιών του δίνεις αυτές τις αμοιβές;
«Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω παραφροσύνη! ή καλύτερα, πω, πω φιλαργυρία· διότι όλα εκείνη τα γέννησε· εκείνην επιθύμησε αυτός και πρόδωσε το δάσκαλο. Διότι τέτοιο πράγμα είναι η πονηρή εκείνη ρίζα· καθιστά τις ψυχές που συλλαμβάνει μανιακές χειρότερα από το δαίμονα, και τις κάνει για όλα να αδιαφορούν, και για τον εαυτό τους, και για το συνάνθρωπό τους, και για τους νόμους της φύσεως, τις απομακρύνει από τα λογικά τους και τις καθιστά παράφρονες. Διότι πρόσεχε πόσα πράγματα απομάκρυνε μέσα από την ψυχή του Ιούδα· τη συναναστροφή, την οικειότητα, τη συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι, τα θαύματα, τη διδασκαλία, τις συμβουλές, τις νουθεσίες όλα αυτά τότε η φιλαργυρία έκανε να ξεχασθούν. Γι' αυτό πολύ σωστά ο Παύλος έλεγε, ότι «Ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία».
«Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Μεγάλη παραφροσύνη δείχνουν τα λόγια αυτά. Πές μου, παραδίνεις εκείνον που εξουσιάζει τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που προστάζει τη θάλασσα και υπακούει, τον Κύριο όλων των δημιουργημάτων της φύσεως; Για να περιορίσει λοιπόν τον παραλογισμό του και να δείξει, ότι, εάν δεν ήθελε δεν θα παραδινόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την στιγμή της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον του, κρατώντας ξύλα και λαμπάδες και φως, λέγει σ' αυτούς· «Ποιόν ζητάτε;». Δεν γνώριζαν δηλαδή εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ απείχε ο Ιούδας από τη δυνατότητα να παραδώσει αυτόν, διότι δεν έβλεπε εκείνον που επρόκειτο να παραδώσει, αν και βρισκόταν μπροστά του, και όλα αυτά ενώ υπήρχαν λαμπάδες και τόσο φως. Διότι, το ότι ο ευαγγελιστής υπαινίχθηκε αυτό, λέγει· είχαν λαμπάδες και φως και δεν έβλεπαν αυτόν. Και καθημερινά υπενθύμιζε σ' αυτόν και με τα έργα του και με τα λόγια του, δείχνοντάς του ότι δεν θα μπορέσει να τον προδώσει κρυφά. Και ούτε φανερά και παρουσία όλων έλεγχε αυτόν, για να μη τον κάνει περισσότερο αδιάντροπο, ούτε και αποσιωπούσε την προδοσία, για να μη νομίζει ότι του διαφεύγει την προσοχή και επιχειρήσει έτσι άφοβα την προδοσία, αλλά συνέχεια έλεγε, «Ένας από σας θα με παραδώσει», αλλ' όμως δεν τον φανέρωνε.
Πολλά λόγια είπε και για τη γέεννα και για τη βασιλεία των ουρανών, και έδειξε τη δύναμή του και για τα δύο, το να τιμωρεί δηλαδή εκείνους που αμαρτάνουν, και να τιμά εκείνους που ασκούν την αρετή. Αλλ' όλα αυτά εκείνος τα απέρριψε, ο δε Θεός δεν τον συγκράτησε με τη βία. Επειδή δηλαδή μας έπλασε και μας έδωσε τη δυνατότητα να εκλέγομε ελεύθερα τις κακές ή τις καλές πράξεις, θέλει να είμαστε καλοί και με τη θέλησή μας· γι' αυτό, αν δεν θέλομε, δεν μας βιάζει ούτε και μας εξαναγκάζει· διότι εκείνος που εξαναγκάζεται να είναι καλός, δεν είναι δυνατό να είναι καλός. Επειδή λοιπόν και εκείνος ήταν κύριος των αποφάσεων και ενεργειών του και ήταν ελεύθερος να μη πεισθεί και να μη στραφεί προς τη φιλαργυρία, γι' αυτό αποτυφλώθηκε ο νους του και πρόδωσε τη σωτηρία του. Λέγει λοιπόν· «Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Ελέγχοντας λοιπόν ο ευαγγελιστής την τύφλωση και την παραφροσύνη της διάνοιάς του, λέγει, ότι κατά τη στιγμή της εφόδου των Ιουδαίων ο Ιούδας ήταν μαζί τους, εκείνος που είπε· «Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Και είναι δυνατό να δούμε τη δύναμη του Χριστού όχι μόνο από εδώ, αλλά και από το ότι, αφήνοντας και μόνο τη φωνή του ν' ακουσθεί, οπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε και έτσι εγκατέλειπαν την αδιαντροπιά τους, παραδίνει πλέον τον εαυτό του, και είναι σαν να τους έλεγε· "Εγώ έκανα ό,τι εξαρτάται από μένα, φανέρωσα τη δύναμή μου, έδειξα, ότι επιχειρείτε αδύνατα πράγματα. Θέλησα να σταματήσω την κακία σας, επειδή όμως σεις δεν θελήσατε, αλλ' επιμένετε στον παραλογισμό σας, να σας παραδίνω τον εαυτό μου".
Αυτά σας τα είπα, για να μη κατηγορήσουν μερικοί το Χριστό, λέγοντας, γιατί δεν άλλαξε τον Ιούδα; γιατί δεν το έκανε σώφρονα και λογικό; Και πώς έπρεπε να τον κάνει λογικό; εξαναγκάζοντάς τον, ή αφήνοντάς τον να το αποφασίσει μόνος; Εάν τον εξανάγκαζε, ούτε και έτσι επρόκειτο να γίνει καλύτερος· διότι κανένας δεν θα ήταν δυνατό να γίνει καλός εξαναγκαζόμενος· εάν πάλι με τη δική του απόφαση και θέληση, όλα εκείνα που μπορούσαν να διορθώσουν τη θέληση και απόφασή του του τα πρόσφερε. Εάν δεν θέλησε να δεχθεί το φάρμακο, η κατηγορία δεν είναι του ιατρού, αλλ' εκείνου που απέρριψε τη θεραπεία. Πρόσεχε λοιπόν πόσα έκανε, ώστε να τον ξανακερδίσει και να τον σώσει. Δίδασκε σ' αυτόν όλη την ευσέβεια και με έργα και με λόγια, τον έκανε ανώτερο από τους δαίμονες, του έδωσε τη δύναμη να κάμνει πολλά θαύματα, τον φόβησε με την απειλή της κολάσεως, τον προέτρεψε με την υπόσχεση της βασιλείας. Επίσης έλεγχε συνέχεια τις απόκρυφες σκέψεις του, αλλ' ελέγχοντας αυτές δεν τις αποκάλυπτε· ένιψε τα πόδια του μαζί με τους άλλους μαθητές και έφαγε μαζί μ' αυτόν στο ίδιο τραπέζι· τίποτε, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, παρέλειψε, αλλ' όμως παρέμενε με τη θέλησή του αδιόρθωτος.
Και για να μάθεις, ότι, ενώ μπορούσε ν' αλλάξει, όμως δεν θέλησε, αλλ' όλα έγιναν εξ αιτίας της αδιαφορίας του, άκουσε. Όταν δηλαδή παρέδωσε αυτόν, έρριξε τα τριάντα αργύρια, μπροστά τους, και είπε· «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα δίκαιο». Τι συνέβηκε; Όταν τον είδες να θαυματουργεί δεν έλεγες, «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώο», αλλ' έλεγες, «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Αφού όμως προχώρησε το κακό, η προδοσία πραγματοποιήθηκε και η αμαρτία ολοκληρώθηκε, τότε αντιλήφθηκες την αμαρτία. Τι λοιπόν διδασκόμαστε από εδώ; Ότι, όταν δείχνομε αδιαφορία, ούτε οι συμβουλές μας ωφελούν, όταν όμως φροντίζομε, μπορούμε τότε και μόνοι μας να σηκωθούμε από το πέσιμό μας. Καθόσον και αυτός, όταν συμβούλευε ο δάσκαλος, δεν άκουε, όταν όμως δεν υπήρχε κανένας να τον συμβουλέψει, επαναστάτησε τότε η συνείδησή του, και, ενώ δεν υπήρχε κανένας δάσκαλος, άλλαξε γνώμη, κατέκρινε εκείνα που τόλμησε να κάνει, και έρριξε τα τριάντα αργύρια. «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν; Και του έδωσαν», λέγει, «τριάντα αργύρια». Κατέβαλαν την τιμή του αίματος, που δεν είχε τιμή. Γιατί Ιούδα παίρνεις τα τριάντα αργύρια; Ο Χριστός ήρθε να χύσει το αίμα αυτό για τη σωτηρία του κόσμου δωρεάν, για το οποίο σύ κάμνεις αισχρές συμφωνίες και συναλλαγές. Διότι τι υπάρχει αισχρότερο απ' αυτή τη συναλλαγή;
4. «Τότε ήρθαν οι μαθητές στον Ιησού». «Τότε»· πότε; Όταν γίνονταν αυτά, όταν η προδοσία προχώρησε, όταν ο Ιούδας οδηγήθηκε στην απώλεια, «Ήρθαν οι μαθητές του σ' αυτόν και του είπαν, που θέλετε να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Είδες μαθητή; είδες και μαθητές; Εκείνος προδίνει το δάσκαλο, ενώ αυτοί φροντίζουν για το Πάσχα· εκείνος συμφωνίες κάνει, ενώ αυτοί ετοιμάζονται να τον περιποιηθούν, τα ίδια θαύματα απόλαυσαν, και εκείνος και αυτοί, τις ίδιες διδάσκαλίες, την ίδια εξουσία. Από που λοιπόν προήλθε η μεταβολή; Από την προαίρεση αυτή παντού γίνεται αιτία όλων των καλών και των κακών. «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Η εσπέρα αυτή τότε ήταν η παραμονή του Πάσχα· επειδή λοιπόν ο Κύριος δεν είχε οικία, γι' αυτό του λένε, «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Δεν έχομε ορισμένο κατάλυμα, δεν έχομε σκηνή, ούτε οικία. Ας το μάθουν εκείνοι που χτίζουν λαμπρές οικίες, ευρύχωρες στοές, και μεγάλες αυλές, ότι ο Χριστός δεν είχε που ν' ακουμπήσει το κεφάλι του. Γι' αυτό τον ερωτούν αυτοί, «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;».
Ποιο Πάσχα; Όχι αυτό το δικό μας, αλλά το παλιό το Ιουδαϊκό· διότι οι μαθητές εκείνο ετοίμασαν, ενώ αυτό το δικό μας αυτός το ετοίμασε· και όχι μόνο αυτός το ετοίμασε, αλλά και ο ίδιος έγινε το θύμα του Πάσχα. «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε να φας το Πάσχα;». Εκείνο ήταν ιουδαϊκό Πάσχα, εκείνο έλαβε την αρχή του στην Αίγυπτο. Για ποιό λόγο λοιπόν τρώγει αυτό ο Χριστός; Διότι τήρησε όλες τις εντολές του νόμου. Καθόσον, όταν βαπτιζόταν, έλεγε· «Διότι έτσι πρέπει σ' εμένα, να τηρήσω κάθε εντολή του νόμου». Ήρθα να εξαγοράσω τον άνθρωπο από την κατάρα του νόμου. Διότι «ο Θεός έστειλε τον Υιό του, που γεννήθηκε από γυναίκα και τήρησε τις εντολές του νόμου, για να εξαγοράσει εκείνους που ήταν δούλοι του νόμου» και να καταργήσει το νόμο. Για να μη λέγει λοιπόν κάποιος, ότι γι' αυτό κατάργησε αυτόν, επειδή δεν μπορούσε να τον τηρήσει, διότι ήταν βαρύς, δυσβάσταχος, και δυσκολοκατόρθωτος, αφού πρώτα τήρησε όλες τις διατάξεις αυτού, τότε τον κατάργησε. Γι' αυτό και εόρτασε το Πάσχα· διότι το Πάσχα ήταν εντολή του νόμου.
Και για ποιό λόγο ο νόμος όρισε να τρώνε το Πάσχα; Οι Ιουδαίοι ήταν αχάριστοι απέναντι στον ευεργέτη, και, παρ' όλες τις ευεργεσίες του, ξεχνούσαν τις εντολές του Θεού· καθόσον, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο και είδαν τη θάλασσα να χωρίζεται στη μέση και στη συνέχεια πάλι να ενώνεται, καθώς και άλλα αμέτρητα θαύματα, έλεγαν «Ας κατασκευάσομε θεούς, που θα προπορεύονται και θα μας οδηγούν». Τι λές; Τα θαύματα τα έχεις ακόμη στα χέρια σου και ξέχασες τον ευεργέτη σου; Επειδή λοιπόν ήταν τόσο αναίσθητοι και αχάριστοι, ο Θεός σύνδεσε την υπενθύμιση των δωρεών του με την υπόθεση των εορτών, και γι' αυτό έδωσε εντολή να θυσιάζουν τον αμνό. «Ώστε, εάν σ' ερωτήσει», λέγει, «ο υιός σου τι σημαίνει το Πάσχα αυτό; να του πεις, ότι oι πρόγονοί μας στην Αίγυπτο έβαψαν κάποτε με το αίμα του προβάτου τις πόρτες των σπιτιών τους, για να μη συμβεί, όταν θα ρθει ο εξολοθρευτής άγγελος να δει, να τολμήσει να μπει μέσα και να επιφέρει πλήγμα.
Ήταν λοιπόν η εορτή διαρκής υπενθύμιση της σωτηρίας τους. Ή καλύτερα δεν κέρδιζαν μόνο αυτό, ότι τους υπενθύμιζε τις παλιές ευεργεσίες, αλλά και άλλο σπουδαιότερο, ότι δηλαδή με αυτό προτυπώνονταν τα μελλοντικά. Καθόσον ο αμνός εκείνος ήταν τύπος άλλου πνευματικού αμνού, και το πρόβατο ήταν τύπος άλλου προβάτου· και εκείνο βέβαια ήταν σκιά, ενώ αυτό αλήθεια. Όταν λοιπόν παρουσιάσθηκε ο ήλιος της δικαιοσύνης, η σκιά πλέον καταργήθηκε· διότι όταν ο ήλιος ανατείλει, η σκιά χάνεται. Γι' αυτό λοιπόν και στην ίδια τράπεζα γίνονται και τα δύο Πάσχα, και το Πάσχα του τύπου, και το Πάσχα της αλήθειας. Διότι, όπως ακριβώς οι ζωγράφοι στον ίδιο πίνακα πρώτα τραβούν τις γραμμές και ζωγραφίζουν τη σκιά, και μετά προσθέτουν επάνω σ' αυτόν τα πραγματικά χρώματα, το ίδιο έκανε και ο Χριστός. Επάνω στην ίδια τράπεζα ζωγράφισε και το τυπικό Πάσχα, και πρόσθεσε το αληθινό «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε το Πάσχα για να φας;». Τότε εορταζόταν το ιουδαϊκό Πάσχα, αλλ' αφού ανάτειλε ο ήλιος, ας μη φέγγει πλέον το λυχνάρι, αφού ήρθε η αλήθεια, ας καταργηθεί πλέον η σκιά.
5. Αυτά τα λέγω προς τους Ιουδαίους, επειδή νομίζουν ότι εορτάζουν πάσχα, επειδή με αδιαντροπιά οι απερίτμητοι κατά την καρδιά προβάλλουν τα άζυμα. Πώς, πες μου, Ιουδαίε, εορτάζεις το Πάσχα; Ο ναός κατασκάφθηκε, ο βωμός καταστράφηκε, τα άγια των αγίων καταπατήθηκαν, κάθε είδος θυσίας καταργήθηκε. Για ποιο λόγο λοιπόν τολμάς να κάμνεις αυτά τα παράνομα πράγματα. Οδηγήθηκες κάποτε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα και εκεί έλεγαν εκείνοι που σε αιχμαλώτισαν, «Ψάλατέ μας από τις ωδές που ψάλλατε στη Σιών», και δεν το ανεχόσουν. Και για να δείξει αυτά ο Δαυίδ έλεγε· «Στους ποταμούς της Βαβυλώνας, κοντά στις όχθες τους, εκεί καθίσαμε και κλάψαμε στις ιτιές που είναι δίπλα σ' αυτούς εκεί κρεμάσαμε τα όργανά μας·», δηλαδή το ψαλτήρι, την κιθάρα, τη λύρα, και τα υπόλοιπα- διότι αυτά τα όργανα χρησιμοποιούσαν την παλιά εποχή, και μ' αυτά έψαλλαν τους ψαλμούς. Αυτά λοιπόν τα όργανα, όταν οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία, τα πήραν μαζί τους, για να θυμούνται τον τρόπο ζωής στην πατρίδα τους και όχι για να τα χρησιμοποιήσουν. «Εκεί» λοιπόν, λέγει, «μας ζήτησαν αυτοί που μας αιχμαλώτισαν ύμνους από το στόμα μας», και είπαμε, «πώς θα ψάλω την ωδή του Κυρίου σε ξένη χώρα;». Τι λες; Την ωδή του Κυρίου δεν ψάλλεις σε χώρα ξένη και εορτάζεις το Πάσχα του Κυρίου σε ξένη χώρα; Είδες την αγνωμοσύνη τους; είδες την παρανομία τους; Όταν, εκείνοι που τους εξανάγκαζαν, ήταν εχθροί, δεν τολμούσαν ούτε ύμνο να ψάλλουν σε ξένη χώρα, ενώ τώρα, από μόνοι τους, χωρίς κανένας να τους εξαναγκάζει, ούτε να τους πιέζει, κηρύττουν πόλεμο εναντίον του Θεού.
Βλέπεις πως είναι ακάθαρτα τα άζυμα; πως είναι παράνομη η εορτή; πως δεν υπάρχει Πάσχα ιουδαϊκό; Υπήρχε κάποτε ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά καταργήθηκε τώρα, και αντικαταστάθηκε με το πνευματικό Πάσχα, το οποίο παρέδωσε τότε ο Χριστός. Διότι, λέγει, ενώ αυτοί έτρωγαν και έπιναν, αφού πήρε τον άρτο τον έκανε κομμάτια και είπε· «Αυτό είναι το σώμα μου που τεμαχίζεται για χάρη σας προς άφεση αμαρτιών». Γνωρίζουν τα λόγια αυτά όσοι έχουν μυηθεί. Και αφού πήρε πάλι το ποτήρι, είπε· «Αυτό είναι το αίμα, που χύνεται για χάρη πολλών, προς άφεση αμαρτιών». Και ήταν παρών ο Ιούδας, όταν ο Χριστός έλεγε αυτά. Αυτό είναι το σώμα μου, που το πούλησες, Ιούδα, τριάντα αργύρια· αυτό είναι το αίμα, για το οποίο πριν από λίγο έκαμνες τις αισχρές εκείνες συμφωνίες με τους αχάριστους Φαρισαίους. Πω, πω μέγεθος φιλανθρωπίας του Χριστού, πω, πω μέγεθος παραφροσύνης του Ιούδα, πω, πω μέγεθος μανίας· διότι ο μεν Ιούδας πούλησε αυτόν τριάντα αργύρια, ενώ ο Χριστός και μετά απ' αυτό δεν απέφυγε αυτό το αίμα, που πουλήθηκε, να το δώσει προς άφεση των αμαρτιών εκείνου που το είχε πωλήσει, εάν φυσικά το ήθελε. Και ήταν παρών ο Ιούδας και έπαιρνε μέρος στην ιερή εκείνη τράπεζα. Διότι, όπως ακριβώς ένιψε τα πόδια αυτού μαζί με τους άλλους μαθητές, έτσι πήρε μέρος και στην ιερή εκείνη τράπεζα, για να μη μπορεί να έχει καμία δικαιολογημένη απολογία, εάν επιμείνει στην κακία του. Διότι ο Χριστός έκανε ό,τι εξαρτιόταν απ' αυτόν και του τα πρόσφερε όλα, αυτός όμως εξακολούθησε να διατηρεί την κακή του γνώμη.
6. Αλλ' είναι ώρα πλέον να πλησιάσομε στη φρικτή αυτή τράπεζα. Όλοι λοιπόν ας πλησιάσομε με την πρέπουσα σωφροσύνη και προσοχή, και κανένας πλέον να μη είναι Ιούδας, κανένας να μη είναι πονηρός, κανένας να μη έχει μέσα του δηλητήριο· να μη λέγει άλλα με το στόμα του και άλλα να έχει στη σκέψη του. Παραβρίσκεται ο Χριστός, και εκείνος που στόλισε την τράπεζα εκείνη, αυτός και τώρα διακοσμεί αυτήν. Διότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που μεταβάλλει τα δώρα που βρίσκονται μπροστά μας σε σώμα και αίμα του Χριστού, αλλ' ο ίδιος ο Χριστός που σταυρώθηκε για μας. Ο ιερεύς στέκεται και εκπληρώνει τον τύπο εκείνο, λέγοντας τα λόγια εκείνα, ενώ η δύναμη και η χάρη είναι του Θεού. «Αυτό είναι το σώμα μου», λέγει. Αυτά τα λόγια μεταβάλλουν σε σώμα και αίμα τα προσφερόμενα δώρα. Και όπως ακριβώς η φωνή εκείνη που έλεγε, «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε τη γη», λέχθηκε βέβαια μία φορά, πραγματοποιείται όμως αιώνια, δίνοντας έμπρακτη στη φύση μας τη δύναμη για απόκτηση παιδιών, έτσι και τα λόγια αυτά που λέχθηκαν μία φορά, σε κάθε μία τράπεζα των εκκλησιών από τότε μέχρι σήμερα, και μέχρι την μελλοντική παρουσία αυτού, κάμνουν πραγματική τη θυσία.
Κανένας λοιπόν να μη πλησιάζει σ' αυτή γεμάτος υπουλία, κανένας να μη πλησιάζει γεμάτος από κακία, κανένας να μη πλησιάζει έχοντας δηλητήριο μέσα στη σκέψη του, για να μη γίνεται αυτό που μεταλαβαίνει αιτία καταδίκης του. Καθόσον και τότε όρμησε μέσα στον Ιούδα ο διάβολος, αφού έλαβε εκείνο που του πρόσφερε ο Κύριος, όχι από περιφρόνηση προς το σώμα του Κυρίου, αλλά περιφρονώντας τον Ιούδα εξ αιτίας της αδιαντροπιάς του, για να μάθεις, ότι πάντοτε ο διάβολος κατ' εξοχή εισέρχεται και κυριεύει εκείνους που παίρνουν μέρος ανάξια στη θεία ευχαριστία, όπως ακριβώς συνέβηκε και τότε στον Ιούδα. Διότι οι τιμές ωφελούν εκείνους που είναι άξιοι, ενώ σ' εκείνους που τις απολαμβάνουν ανάξια, επιφέρουν μεγαλύτερη τιμωρία. Και αυτά τα λέγω όχι για να σας φοβήσω, αλλά για να σας προφυλάξω. Κανένας λοιπόν να μη γίνεται Ιούδας, κανένας να μη πλησιάζει έχοντας μέσα του δηλητήριο κακίας. Διότι η θυσία είναι πνευματική τροφή· και όπως ακριβώς η σωματική τροφή, όταν εισέλθει σε στομάχι γεμάτο από βλαβερά υγρά, χειροτερεύει περισσότερο την ασθένεια, όχι από τη φύση της, αλλ' εξ αιτίας της ασθένειας του στομαχιού, έτσι λοιπόν συμβαίνει συνήθως και με τα πνευματικά μυστήρια. Καθόσον και αυτά, όταν εισέλθουν μέσα σε ψυχή γεμάτη από κακία, περισσότερο την καταστρέφουν και την οδηγούν στην απώλεια, όχι από τη φύση τους, αλλ' εξ αιτίας της πνευματικής ασθένειας της ψυχής που τα δέχθηκε.
Κανένας λοιπόν ας μη έχει μέσα του πονηρούς λογισμούς, αλλ' ας καθαρίσομε τη σκέψη μας καθόσον προσερχόμαστε σε καθαρή θυσία· ας κάνομε λοιπόν άγια την ψυχή μας· διότι αυτό μπορεί να γίνει και μέσα σε μία ημέρα. Πώς και με ποιό τρόπο; Εάν έχεις κάτι εναντίον του εχθρού, διώξε την οργή, θεράπευσε την πληγή, σταμάτησε την έχθρα, για να λάβεις θεραπεία από την τράπεζα· διότι προσέρχεσθε σε θυσία φρικτή και άγια. Δείξε σεβασμό προς το νόημα αυτής της προσφοράς. Σφαγμένος βρίσκεται μπροστά σου ο Χριστός. Και για ποιό λόγο σφάχθηκε και γιατί; Για να ειρηνεύσει τα ουράνια και τα επίγεια, για να σε κάνει φίλο και των αγγέλων, για να σε συμφιλιώσει με το Θεό των πάντων· ενώ είσαι εχθρός και πολέμιος αυτού, να σε κάνει φίλο του. Εκείνος θυσίασε την ψυχή του για χάρη εκείνων που τον μισούσαν, ενώ σύ συνεχίζεις να εχθρεύεσαι το συνάνθρωπό σου· και πώς θα μπορέσεις να βαδίσεις στην τράπεζα της ειρήνης; Και εκείνος βέβαια δεν απέφυγε ούτε και να πεθάνει για χάρη σου, ενώ συ δεν θέλεις για τον εαυτό σου ν' αφήσεις την οργή σου εναντίον του συνανθρώπου σου; Και ποιας συγγνώμης αυτά είναι άξια;
Με έβλαψε, λέγει, και μ' άρπαξε πάρα πολλά. Και τι είναι αυτό; Οπωσδήποτε η ζημιά είναι χρηματική· διότι δεν σε πλήγωσε όπως ο Ιούδας τον Χριστό· αλλ' όμως και το ίδιο το αίμα του που έχυσε, το έδωσε για τη σωτηρία εκείνων που τον θανάτωσαν. Τι θα μπορούσες να πεις ισάξιο μ' αυτό; Εάν δεν συγχωρήσεις τον εχθρό σου, δεν έβλαψες εκείνον, αλλά τον εαυτό σου· διότι εκείνον τον έβλαψες πολλές φορές στην παρούσα ζωή, ενώ τον εαυτό σου τον κατέστησες ασυγχώρητο κατά την απολογία σου τη μέλλουσα εκείνη ημέρα· διότι ο Θεός τίποτε δεν μισεί τόσο, όσο τον μνησίκακο άνθρωπο, όσο την καρδιά τη γεμάτη από μίσος και την ψυχή που φλογίζεται από κακία. Άκουσε λοιπόν τι λέγει· «Εάν, όταν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, θυμηθείς την ώρα ακριβώς που βρίσκεσαι στο θυσιαστήριο, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και πήγαινε και συμφιλιώσου πρώτα με τον αδελφό σου, και τότε έλα και πρόσφερε το δώρο σου».
Τι λες, ν' αφήσω το δώρο μου; Ναι, λέγει· διότι και η θυσία αυτή έγινε για να έχεις ειρήνη με τον αδελφό σου. Εάν λοιπόν η θυσία έγινε για να έχεις ειρήνη με τον αδελφό σου, συ όμως δεν μπορείς να επιτύχεις την ειρήνη αυτή, άσκοπα συμμετέχεις στη θυσία· διότι το κατόρθωμά σου είναι ανώφελο. Κάνε λοιπόν πρώτα εκείνο, για το οποίο έχει προσφερθεί η θυσία, και τότε θ' απολαύσεις αυτή άξια. Γι' αυτό κατέβηκε ο Υιός του Θεού, για να συμφιλιώσει τη φύση μας με τον Κύριο· γι' αυτό δεν ήρθε μόνο αυτός, αλλά για να μας καταστήσει κοινωνούς του ονόματός του και εμάς που κάμνομε τα ίδια μ' αυτόν. Διότι λέγει «Μακάριοι είναι εκείνοι που ειρηνεύουν, διότι αυτοί θα ονομασθούν υιοί του Θεού». Εκείνο λοιπόν που έκανε ο Μονογενής Υιός του Θεού, αυτό κάνε και συ σύμφωνα με την ανθρώπινη δύναμή σου, γίνε δηλαδή πρόξενος ειρήνης και για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Γι' αυτό και σένα τον ειρηνοποιό σε ονομάζει υιό του Θεού· γι' αυτό και κατά την ώρα της θυσίας καμία άλλη εντολή δεν ανέφερε, παρά την εντολή της συμφιλιώσεως με τον αδελφό σου, για να δείξει, ότι αυτό είναι ανώτερο από όλα.
Ήθελα να παρατείνω το λόγο, αλλ' είναι αρκετά και αυτά για εκείνους που προσέχουν, εάν τα θυμούνται. Ας θυμούμαστε λοιπόν, αγαπητοί, πάντοτε αυτά τα λόγια, και τα αγνά φιλήματα, και τον γεμάτο από ιερό φόβο ασπασμό αναμεταξύ μας. Διότι αυτό συνδέει τις σκέψεις μας, και κάμνει όλους μας να γίνομε ένα σώμα, επειδή όλοι συμμετέχομε στην κοινωνία ενός σώματος. Ας ενωθούμε λοιπόν σ' ένα σώμα, όχι συνενώνοντας τα σώματά μας, αλλά συνενώνοντας αναμεταξύ τους τις ψυχές μας με το σύνδεσμο της αγάπης· έτσι θα μπορέσομε ν' απολαύσομε με παρρησία την τράπεζα που βρίσκεται μπροστά μας. Διότι, και αν ακόμη έχομε αμέτρητες δίκαιες πράξεις, αλλ' είμαστε μνησίκακοι, όλα είναι μάταια και άσκοπα, και δεν θα μπορέσομε απ' αυτές να καρπωθούμε καμιά ωφέλεια για τη σωτηρία μας.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας εξαφανίσομε την οργή, και, αφού καθαρίσομε τη συνείδησή μας, με πραότητα και όλη την καλωσύνη μας ας πλησιάσομε στην τράπεζα του Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, η τιμή και η δύναμη, συγχρόνως και στο άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...