
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1941, η Βουλγαρία του βασιλιά Βόρις Γ’, εισήλθε στον πόλεμο με στο πλευρό των δυνάμεων του άξονα (Γερμανίας, Ιταλίας) υπογράφοντας σύμφωνο συνεργασίας. Το αντάλλαγμα που δόθηκε στους Βούλγαρους για την συμμετοχή τους ήταν ελληνικά και σερβικά εδάφη καθώς και η αιώνια προσδοκία των Βούλγαρων, να βγουν στο Αιγαίο.
Ο Άγιος Αλέξιος, ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου πίστεως και ζηλωτής εργάτης της Αμπέλου του Κυρίου μας, γεννήθηκε στην Αυστροουγγαρία στις 18 Μαρτίου του 1854 από μία φτωχή οικογένεια Καρπαθορώσων. Όπως πολλές άλλες οικογένειες στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, η οικογένεια του Αλεξίου Τοθ ήταν αρχικά συνδεδεμένη με τους Ουνίτες.
Ο πατέρας και ο αδελφός του Αλεξίου ήταν “ιερείς” και ο θείος του ήταν “Επίσκοπος” των Ουνιτών. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση και έμαθε πολλές γλώσσες (καρπαθορωσικά, ουγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικά και ελληνικά μόνο για ανάγνωση). Νυμφεύθηκε τη Ροζαλί Μιχάλιτς, την θυγατέρα ενός “ιερέως” και χειροτονήθηκε “πρεσβύτερος” στις 18 Απριλίου 1878 μ.Χ. Η γυναίκα του πέθανε σύντομα και μετά από λίγο και το μονάκριβο παιδί του. Ο Αλέξιος άντεξε τις δοκιμασίες αυτές με την υπομονή του Ιώβ.
Τον Μάιο του 1897 ο Αλέξιος ανεδείχθη γραμματέας του Επισκόπου Πρέσωβ και υπεύθυνος του διοικητικού τομέα της Επισκοπής. Επίσης, του ανατέθηκε η διεύθυνση ενός ορφανοτροφείου. Ο π. Αλέξιος Τοθ δίδασκε Εκκλησιαστική Ιστορία και Κανονικό Δίκαιο στο “Ιεροδιδασκαλείο” του Πρέσωβ, και οι γνώσεις και η εμπειρία που αποκόμισε από αυτό τον βοήθησαν πάρα πολύ στην μετέπειτα ζωή του στην Αμερική. Ωστόσο, η θητεία του ως Καθηγητής στο “Ιεροδιδασκαλείο” και ως Διευθυντής στα πόστα που του ανατέθηκαν στην Επισκοπή του Πρέσωβ, δεν είχαν μεγάλη διάρκεια μια και η Θεία Πρόνοια είχε διαφορετικά σχέδια για τον Άγιο. Τον Οκτώβριο του 1889 διορίσθηκε και ανέλαβε “ιερατικά” καθήκοντα σε μία ουνιτική ενορία στη Μινεάπολη της Μινεσότας. Ως άλλος Αβραάμ εγκατέλειψε τη χώρα του και τους συγγενείς του για να εκπληρώσει το Θείο θέλημα.
Όταν έφτασε στην Αμερική, ο πατήρ Αλέξιος παρουσιάστηκε στην τοπική “Ρωμαιοκαθολική” (Παπική) επισκοπική αρχή, συγκεκριμένα στον “Αρχιεπίσκοπο” John Ireland, καθώς δεν υπήρχε Ουνίτης “επίσκοπος” στις Η.Π.Α. εκείνη την εποχή. Ο “Αρχιεπίσκοπος” Ireland ανήκε σε μια ομάδα Αμερικανών “Καθολικών” (Παπικών), που προωθούσαν την ιδέα της ‘Αμερικανοποίησης’ όλων των “Ρωμαιοκαθολικών”. Το δικό του όραμα για το μέλλον στηριζόταν σε τρεις πυλώνες: ‘κοινή πίστη’, ‘κοινά έθιμα’, και τη ‘χρήση της Αγγλικής γλώσσας για όλες τις περιπτώσεις εκτός από τις λειτουργικές τελετές’. Προφανώς, εθνοτικές ενορίες και μη Λατινικού τύπου χειροτονημένοι “ιερείς” (δηλαδή Ουνίτες), ιδιαίτερα οι έγγαμοι, δεν υπήρχε τρόπος να ταιριάξουν σε αυτό το πρόγραμμα. Έτσι, όταν ο πατήρ Αλέξιος Τοθ προσήλθε για να παρουσιάσει τα διαπηστευτήρια του, ο “Αρχιεπίσκοπος” Ireland τον υπεδέχθει με καταφανή κακοπιστία -αν όχι εχθρότητα. Αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ως ένα έγκυρο Παπικό “ιερέα”, και δεν του χορήγησε άδεια να λειτουργεί στην “Αρχιεπισκοπή” του. Ο ίδιος ο Άγιος καταγράφει τη συνάντησή του με τον “Αρχιεπίσκοπο” ως εξής:
«Εμφανίστηκα ενώπιον του “Επισκόπου” Ireland την 19η Δεκεμβρίου 1889, ασπάστηκα την χείρα του κατά τα ειωθότα, και απέδωσα τα διαπιστευτήρια μου, ξεχνώντας ωστόσο να γονατίσω μπροστά του, κάτι που όπως έμαθα αργότερα ήταν και το καθοριστικότερο λάθος μου. Ενθυμούμαι, ότι αμέσως μόλις διάβασε ότι ήμουν ένας “Ελληνο-Καθολικός ιερέας”, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Του χρειάστηκαν δεκαπέντε λεπτά να διαβάσει μέχρι το τέλος και αμέσως μετά με ρώτησε αποτόμως –συζητήσαμε στα Λατινικά:
› Έχεις σύζυγο?
› Όχι
› Αλλά είχες μία?
› Ναι, είμαι χήρος.
Σε αυτό πέταξε το χαρτί στο τραπέζι και διακήρξε δυνατά:
› Έχω ήδη στείλει επιστολή στη Ρώμη, με την οποία διαμαρτύρομαι ενιστάμενος κατά του γεγονότος να στέλνουν σε εμένα τέτοιου είδους “ιερείς”!
› Τι εννοείτε τέτοιου είδους?
› Του δικού σου είδους.
› Είμαι ένας “Ελληνο-Καθολικός ιερέας”. Είμαι Ουνίτης και χειροτονήθηκα από κανονικό “Καθολικό Επίσκοπο”.
› Θεωρώ ότι ούτε εσύ, ούτε αυτός ο δικός σου ο “Επίσκοπος” ότι είστε Καθολικοί· εξάλλου δε μου χρειάζεται κανένας “Ελληνο-Καθολικός ιερέας”. Ένας “Πολωνός ιερέας” είναι απολύτως επαρκής. Οι Έλληνες μπορούν επίσης να έχουν αυτόν για “ιερέα” τους. Όμως ανήκει στο Λατινικό τύπο· ανεξαρτἠτως, οι άνθρωποί μας δεν τον καταλαβαίνουν και σπάνια θα πάνε σε αυτόν· αυτός ήταν και ο λόγος που εγκατέστησαν μια δική τους “Εκκλησία”· Δεν πήραν άδεια από εμένα και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να σου αναγνωρίσω δικαιοδοσία να εργαστείς εδώ.»
Ως Ιστορικός και Κανονολόγος, ο πατήρ Τοθ, ήξερε τα δικαιώματα του όπως αυτά προέκυπταν σύμφωνα με τους όρους της Ουνίας και δε θα μπορούσε να δεχθεί τις παράνομες αποφάσεις του “Αρχιεπισκόπου”. Τον Οκτώβριο του 1890 πργματοποιήθηκε μια συνάντηση στην οποία συμμετείχαν οκτώ από τους δέκα Ουνίτες “ιερείς” στο Wilkes-Barre της Πενσυλβανίας, υπό την προεδρεία του πατέρα Τοθ. Όσοι Ουνίτες “ιερείς” παραβρέθηκαν σε αυτή τη συνάντηση ανακλήθηκαν στην Ευρώπη από τους “επισκόπους” τους, ως τιμωρία για τη συμμετοχή τους.
Εν τω μεταξύ οι Αμερικανοί Παπικοί “επίσκοποι” είχαν αποστείλει επιστολή στη Ρώμη με την οποία αξίωναν την ανάκληση στην Ευρώπη όλων των Ουνιτών “ιερέων”, επειδή είχαν το φόβο ὀτι οι Ουνίτες “ιερείς” και οι Ουνιτικές ενορίες θα δυσχαίρεναν την αφομοίωση των μεταναστών στον Αμερικανικό τρόπο ζωής και την κολτούρα του τόπου. Οι δε Ουνίτες “επίσκοποι” της Ευρώπης αρήθηκαν ακόμα και να ακούσουν τις εκκλήσεις των Ουνιτών “ιερέων” τους για βοήθεια. Ο “Αρχιεπίσκοπος” Ireland, μάλιστα, έστειλε επιστολή σε όλες τις ενορίες της επικράτειάς του, με την οποία πρόσταζε όλα τα μέλη να μην επισκέπτονται την ενορία του πατέρα Τοθ, και να μη δέχονται καμία “ιερατική” υπηρεσία από αυτόν.
Ο πατήρ Αλέξιος συνειδητοποίησε ότι οι Ουνίτες “ιερείς” και οι πιστοί πάντα θα αντιμετωπίζονται ως δεύτερης κατηγορίας μέσα στην “ευρύτερη Ρωμαιοκαθολική Εκκλήσία”, και ότι η «Ένωση» με τη Ρώμη είχε απλά επιβληθεί στους Καρπαθο-Ρώσους. Αναφέρει σχετικά:
«Πήρα την απόφαση να κάνω κάτι το οποίο κουβαλούσα στην καρδιά μου επί μακρόν, και λαχταρούσε η ψυχή μου: να γίνω Ορθόδοξος. Πως όμως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ενδόμυχη αυτή λαχτάρα; Θα έπρεπε να προχωρήσω με μεγάλη διάκριση και προσοχή. Η ατυχής «Ένωση», η πηγή της κατηφόρας μας και όλων των πληγών μας, είχε γίνει κομμάτι του λαού μας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχαν κιόλας περάσει 250 χρόνια από τότε που αρχίσαμε να κουβαλούμε αυτό το βάρος. Προσευχήθηκα σφόδρα, σφόδρα στο Θεό να μου δώσει δύναμη και να με φώτισει να καταφέρω να τα εξηγήσω όλα αυτά με τον ποιο ξεκάθαρο τρόπο στους ενορίτες μου που τα αγνοούν.»
Και το Άγιο Πνεύμα βοήθησε. Οι ενορίτες του είπαν:
«Ας πάμε στον Ρώσο Επίσκοπο. Γιατί θα πρέπει να υποτασσόμαστε συνεχώς στους ξένους;»
Ήρθαν σε επαφή με το Ρώσο πρόξενο Ivan Mlinar στο San Francisco και αυτός έκανε την πρώτη επαφή με το Ρώσο επίσκοπο Βλαδίμηρο. Το Φεβρουάριο του 1891, ο πατήρ Τόθ ταξίδεψε με τον επίτροπό του τον Paul Podany στο San Francisco όπου έγινε δεκτός από τον Επίσκοπο Βλαδίμηρο. Ο Paul Zaichenko, αυτόπτης μάρτυς αυτής της συνάντησης, γράφει σχετικά:
«Ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος χωροστατούσε της Θείας Λειτουργίας στον Ρωσο-Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του San Francisco. Κάτω από την καθοδήγησή μου, η χωροδία έψαλε με θαυμαστό τρόπο τα τροπάρια. Στο κέντρο του ναού στάθηκε ένας άγνωστος. Δεν είχε γένια αλλά είχε κοντό, στρατιωτικό, κούρεμα. Φορούσε ράσο, που προσδένενεται με μια σειρά κουμπιών, και γύρω από τη μέση του ήταν δεμένο ένα πλατύ μωβ ζωνάρι… Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω του αλλά κανείς δε γνώριζε ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος. Ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος, με πλήρη άμφια, βγήκε από το Ιερό Βήμα κρατώντας το Ευαγγέλιο και το Σταυρό. Ο Άγνωστος έγινε δεκτός στην Ορθόδοξη Πίστη σύμφωνα με το Εκκλησιαστικό τυπικό. Με στεντώρια δυνατή φωνή, αποκύρηξε τον Παπισμό και έγινε μέλος του ποιμνίου της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα απόκοσμο φως. Ο καινούργιος προσήλυτος ήταν ο πατέρας Αλέξιος Τοθ, νέος, γοητευτικός, και δυναμικός…»
Ακολούθως, ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος ταξίδεψε στη Μινεάπολη την 25η Μαρτίου του 1891, όπου και προσέλαβε 361 ενορίτες στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Ουνίτες “ιερείς” και λαϊκοί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έμαθαν τη θαρραλέα πράξη του πατρός Αλεξίου, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί από τους Καρπαθορώσους αδελφούς του να είναι έτοιμοι να ακούσουν και να κατανοήσουν τις ψευδοδιδασκαλίες και τις απάτες που τους οδήγησαν στην πλάνη επί πολλές γεννιές.
Το παράδειγμα του Αγίου Αλεξίου και της ενορίας του, που επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, ήταν ενθαρρυντικό για εκατοντάδες άλλους Ουνίτες. Ο πατήρ Αλέξιος ήταν φως επί τη λυχνία και αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα για τους πιστούς. Με το τολμηρό κήρυγμά του εξέθεσε την κακόπιστη διδασκαλία που είχε παραπλανήσει τους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ διακριτικός, για να μην καλλιεργήσει στο ποίμνιό του τη μισαλλοδοξία. Αναδείχθηκε κήρυκας της θεοσεβούς θεολογίας και του ορθού δόγματος και συνέγραψε αρκετά συγγράμματα για την ορθόδοξη πίστη και τον ορθόδοξο βίο.
Παρά το γεγονός ότι η ενορία του στη Μινεάπολη έγινε δεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία το Μάρτιο του 1891, χρειάστηκε να παρέλθει παραπάνω από ένα έτος μέχρι το γεγονός να επικυρωθεί από την Αγία Σύνοδο στη Ρωσία. Τον Ιούλιο του 1892, η Ρωσική Σύνοδος αναγνώρισε επίσημα την ενορία στη Μινεάπολη και τη δεχτηκε ως μέρος της Επισκοπής Αλάσκας και Αλεούτιων νήσων. Η απόφαση έφτασε στην Αμερική μόλις τον Οκτώβριο του 1892. Εν τω μεταξύ, δημιουργήθηκε ένα κλίμα εθνικής και θρησκευτικής αντιπαλότητας έναντι των προσυλήτων. Ο πατήρ Αλέξιος κατηγορήθηκε ότι “πούλησε” τους Καρπαθορώσους συντοπίτες του, και ότι τους “πρόδωσε” στους Μοσχοβίτες για ίδιον οικονομικό όφελος.
Στην πραγματικότητα δεν έλαβε καμία οικονομική βοήθεια για μεγάλο μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ και η ενορία του ήταν από τις πλέον φτωχιές. Ο ενάρετος ιερέας, για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες, ήταν αναγκασμένος να εργάζεται σε ένα φούρνο. Αν και τα χρήματά του ήταν λίγα, δεν παράλειπε να δίνει ελεημοσύνη στους φτωχούς και τους ενδεείς. Μοιραζόταν τα χρήματα από την εργασία του με άλλους κληρικούς που ήταν σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτόν και συνέφερε στην ανοικοδόμηση εκκλησιών και στην εκπαίδευση των φοιτητών Θεολογίας στη Μινεάπολη. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για τη ζωή του, για το τι θα έτρωγε και τι θα ενδυόταν. Έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο ακολουθούσε την προτροπή του Ευαγγελίου: «ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν», (Ματθαίος 6:33). Με αυτό τον τρόπο υπέφερε τη θλίψη, τη συκοφαντία και τις φυσικές επιθέσεις με υπομονή και πνευματική χαρά, υπενθυμίζοντάς μας ότι «παντὸς δυνατοτέρα ἐστὶν ἡ εὐσέβεια» (Σοφία Σολομώντος 10:12).
Ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος, ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος Νικόλαος, ο Άγιος Τύχων, και ο Επίσκοπος Πλάτων, ανεγνώρισαν τα ιδιαίτερα χαρίσματα του πατρός Τοθ, και πολύ συχνά τον έστελναν σε ιεραποστολικές αποστολές για να κηρύσσει όπου υπήρχαν άνθρωποι Σλαβικής καταγωγής. Ο ίδιος, αν και ταπεινός τη καρδία με πλήρη επίγνωση των ελλείψεων και των αδυναμιών του, έκανε υπακοή στις επιταγές των Επισκόπων. Ούτε δίσταζε, ούτε προέβαλε δικαιολογίες και πάντα έτρεχε να διεκπεραιώσει τις διάφορες αυτές αποτολές. Έτσι, ο Άγιος Αλέξιος επισκέφθηκε πολλές Ουνιτικές ενορίες, όπου εξηγούσε στο ποίμνιο τις διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων, Προτεσταντών, Ρωμαιοκαθολικών (Παπικών) και Ουνιτών, υπογραμμίζοντας ότι ο αληθινός δρόμος για τη σωτηρία της ψυχής είναι ο δρόμος της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Αλέξιος, όπως ο Ιωσίας «κατηυθύνθη ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ καὶ ἐξῇρε βδελύγματα ἀνομίας» (Σοφία Σειράχ 49:2). Συνέβαλε ενεργά στην επιστροφή 17 ουνιτικών κοινοτήτων στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Από το 1909,την περίοδο της μακαρίας κοιμήσεώς του, περίπου 25.000 Καρπαθορώσοι και Γαλισιανοί Ουνίτες είχαν επιστρέψει στην Ορθοδοξία. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της ιεραποστολής στην Αμερική, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην εκεί εδραίωση της Ορθοδοξίας, που θα συνέχιζε να καθορίζει τις εξελίξεις για πολλές από τις επόμενες γενεές. Μέχρι το 1916, 163 Ουνιτικές ενορίες με περισσότερα από 200.000 μέλη επανήλθαν στην Ορθόδοξη Πίστη. Ακόμα και σήμερα η Εκκλησία εξακολουθεί να δρέπει τους καρπούς της διδασκαλίας και του κηρύγματος του Αγίου.
Οι κοπιώδεις πνευματικοί αγώνες του Αγίου Αλεξίου δεν πέρασαν απαρατήρητες ούτε από τους επίγειους άρχοντες. Έτσι, στον Άγιο απονεμήθηκαν το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου και το παράσημο της Αγίας Άννας από τον τσάρο Νικόλαο Β’, για τις διακεκριμένες υπηρεσίες του και την αφοσίωσσή του ατο Θεό και την Πατρίδα. Το 1907 ο Άγιος αρνήθηκε την υποψηφιότητά του για τον επισκοπικό βαθμό προτείνοντας κάποιον νεότερο για τη θέση αυτή.
Προς τα τέλη του έτους 1908, η υγεία του Αγίου γνώρισε κατακόρυφη πτώση λόγω ασθενείας και επιπλοκών. Ο Άγιος Αλέξιος κοιμήθηκε με ειρήνη την Παρασκευή 7 Μαΐου 1909, ημέρα εορτασμού των Αγίων Σάββα και Αλεξίου του Ερημίτου των Σπηλαίων της Λαύρας του Κιέβου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται στη μονή του Αγίου Τύχωνος στη νότια Καναάν της Πενσυλβανίας.
Βιβλιογραφία
1. «Repose of St Alexis Toth the confessor and defender of Orthodoxy in America», Orthodox Church in America, (https://oca.org/saints/lives/2016/05/07/101300-repose-of-st-alexis-toth-the-confessor-and-defender-of-orthodoxy).
2. «St. Alexis Toth of Wilkes-Barre», (http://www.patheos.com/blogs/mcnamarasblog/2009/05/st-alexis-toth-of-wilkes-barre.html).
3. «St. Alexis Toth › Confessor of the Orthodox Faith in America», American Carpatho-Russian Orthodox Diocese of the U.S.A., (http://www.acrod.org/readingroom/saints/stalexistoth)
Πηγή: Προσκυνητής
Ο σουλτάνος με αφορμή την συμμετοχή των Μανιατών (θεληματικούς ή αθελήτως) στην αποτυχημένη Ορλωφική Επανάσταση στην Πελοπόννησο (1770-1774) τον Μάρτιο του 1770 στέλνει στην περιοχή της Μάνης τουρκοαλβανική δύναμη 8.000 ανδρών πεζικού υπό την διοίκησιν του Χατζή Οσμάν Πασσά, για να επιβάλει την έννομη τάξη. Αρχικώς χτύπησε την Μάνη από την δυτική της είσοδο, στην περιοχή Πόρος του Αλμυρού. Κατά μεταμεσονύκτια όμως ώρα, προσεβλήθη από αλαλάζοντες δαιμονιωδώς Μανιάτες και Μανιάτισσες και πανικόβλητος επιστρέφει στην Καλαμάτα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης περίπου χίλιους νεκρούς και άφθονο πολεμικό υλικό. Η αντίδραση του σε μια τέτοια ήττα του είναι άμεση: Διπλασιάζει την δύναμη του σε 16.000 πεζούς με ανάλογο ιππικό και πυροβολικό... Η δύναμη του δηλαδή υπερβαίνει τις 18.000 ανδρών!
Μετά από ένα μήνα και με ορμητήριο τον Μυστρά εισβάλλει στην Μάνη από ανατολάς κατά τας αρχάς Μαΐου. Καταλαμβάνει το μικρό Γύθειο, τα χωριά του Μαλευρίου, τον Πασσαβά και προχωρεί για να κυριεύσει όλη την Μάνη. Περνώντας απ' τα χωριά σκοτώνει, βιάζει, καίει σπίτια, αρπάζει ζώα, καταστρέφει. Οι κάτοικοι κρύβονται στ' απάτητα βουνά. Ξαφνικά όμως ένας αγγελιαφόρος του διαμηνύει, πως οι Σκουταριώτες-Καλκαντήδες προβάλλουν πεισματώδη αντίσταση στον πατρογονικό πύργο τους "ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΟ σήμερα" στο Σκουτάρι. Δεν συλλαμβάνει την σπουδαιότητα της καταστάσεως αμέσως και στέλνει διαπραγματευτές για την παράδοση. Οι Καλκαντήδες, που δέχθηκαν την επίθεση των Τουρκοαλβανών την 1η Μαίου 1770, συζητούν μαζί με συγγενείς και άλλους συγχωριανούς τους όρους του "Οσμάν, που οι διαπραγματευτές του προσκομίζουν όχι διότι ήθελαν να παραδοθούν, αλλά διότι ήθελαν να δώσουν χρόνο στους αμάχους να απομακρυνθούν και να σωθούν και στους συναρχηγούς της Ανατολικής Μάνης καπετάν Γρηγόρη Τζωρτζάκη και καπετάν Δημητράκη Γρηγοράκη (Καβαλλιέρη αργότερα) ως και στους Δυτικομανιάτες καπεταναίους Μαυρομιχάληδες, Κουμουνδουράκηδες, Τρουπάκηδες, Κουτηφαραίους και άλλους. Αφ' ετέρου προσπαθούν να συγκροτήσουν τις διαλυμένες στην Τρίπολη απ τους Τούρκους δύο Λεγεώνες της Μάνης για μια επίθεση σωτήρια για τους ίδιους (τους Καλκαντήδες) και όλη τη Μάνη και φυσικά καταστρεπτική για την τουρκαλβανική δύναμη.
Διώχνουν με ανάρμοστο τρόπο τους διαπραγματευτές και για να τους ερεθίσουν περισσότερο, κρεμούν απ' την κορυφή του πύργου δύο "μπουζία" (γουρουνόπουλα), που οι στριγκλιές τους έχουν θρησκευτικό και ταπεινωτικό χαρακτήρα για τους εισβολείς (ο Παλιόπυργος επικοινωνούσε δια σήραγγας υπογείως με τον καστρόπυργο των Γαρδασιάνων που και αυτός κατεστράφη δι ανατινάξεως την παραμονήν της ανατινάξεως του Παλιοπύργου μάλλον). Οι πέντε αδελφοί Καλκαντή με τους συγχωριανούς τους δεν υπερβαίνουν τους εβδομήντα. Ετοιμάζονται για πολυήμερη άμυνα. Οι διαπραγματευτές αναφέρουν στον διοικητή τους Οσμάν την άρνηση και την προκλητικότητα των Μανιατών, που αποφασίζει να τους δώσει ένα μάθημα "καλής" συμπεριφοράς. Επισκέπτεται το χώρο του πύργου μέσα στο Σκουτάρι. Γύρωθι του πύργου υπάρχουν οι πατρογονικοί πύργοι των Γρηγοράκηδων των Γαϊτάναρων, των Γαρδάβιδων, των Αλτζερίδων και άλλες οικίες, που δεν επιτρέπουν τάξιμο κανονιών.
Το κακοτράχαλο του δρόμου επίσης δεν βοηθεί στην μεταφορά κανονιών. Έτσι αποφασίζει να καταλάβει τον πύργο με εφόδους πεζικού και μηχανικού. Οι Τούρκοι έχουν χάσει κάποιους στρατιώτες απ' την πρώτη επαφή τους με τους υπερασπιστές του πύργου. Λόγω της στενότητος του χώρου δεν μπορούν ν' αναπτυχθούν σωστά. Ο Οσμάν ξεγελιέται. Πιστεύει, πως με το πρώτο χτύπημα θα παραδοθούν οι Καλκαντήδες. Την δεύτερη ημέρα, 2/5/1770, επιτίθεται. Οι Τούρκοι υποχωρούν από τα πυκνά και εύστοχα πυρά. Την τρίτη ημέρα επιτίθενται, φθάνουν ως τον πύργο. Οι λοστοφόροι αρχίζουν την εξόρυξη λίθων απ' τον πύργο, για να τοποθετήσουν, πυρίτιδα και να τον ανατινάζουν. Οι Καλκαντήδες τους ρίχνουν βροχή από φονικές πέτρες και οι Τούρκοι αναγκάζονται σε άτακτη υποχώρηση. Την τετάρτη ήμερα (4/5/1770) ξαναεπιτίθενται με μεγαλύτερη σφοδρότητα.
Οι λοστοφόροι επιχειρούν τα ίδια, μα οι Καλκαντήδες τους ρίχνουν καυτό λάδι και τους ζεματίζουν. Υποχωρούν και υποχωρώντας δέχονται τα εύστοχα και ασταμάτητα πυρά των υπερασπιστών του πύργου. Οι απώλειες των Τούρκων αυξάνονται! Ο Οσμάν αποφασίζει να ανοίξει σήραγγα, που να φθάνει ως τα θεμέλια του πύργου και να τους ανατινάξει. Ακούει όμως τους Καλκαντήδες - Σκουταριώτες να τραγουδούν και να προκαλούν τους Τούρκους. Μια φωνή πιο δυνατή ακούστηκε να λέει "Τουρκαλβανόπουλα, φύγετε να σωθήτε. Ο Χατζή Οσμάν είναι ανόητος και ξεγελιέται, θα πάθετε ό,τι πάθατε στον Πόρο τ' Αλμυρού κι' ακόμα χειρότερα. Και συ, Οσμάν, λυπήσου τους στρατιώτες σου".
Οι Καλκαντήδες είχαν δίκιο, μα ο Οσμάν δεν ήξερε ότι σε λίγο θα τον κύκλωναν χιλιάδες Μανιάτες. (Μας λέγει η προφορική παράδοση, ότι αυτός που φώναζε ήταν ο Αλέξιος Καλκαντής, ο γενάρχης των οικογενειών Αλεξάκου που ζουν στο Μαυροβούνι Γυθείου). Ακούγοντας αυτά τα υποτιμητικά λόγια ο Οσμάν φοβήθηκε, ότι ίσως αρχίσουν να λιποτακτούν οι στρατιώτες του ή να μην υπακούουν και αμέσως διατάσσει να προπαρασκευαστούν για νέα επίθεση, πιο σφοδρή από κάθε άλλη φορά, την άλλη μέρα. Την πέμπτη ημέρα, 5/5/1770, οι Τούρκοι επανέρχονται. Έχουν ρητές διαταγές: Δεν θα υποχωρήσουν, αν δεν τοποθετήσουν εκρηκτικά για την ανατίναξη του πύργου. Πέριξ του πύργου το πεζικό βάλλει με βροχή βολιών (σφαιρών) κατά του πύργου. Ο πύργος φλέγεται. Γίνεται αόρατος από τους καπνούς.
Οι λοστοφόροι της νότιας πλευράς κοντεύουν να βγάλουν μια πέτρα. Ο Οσμάν το πληροφορείται και αρχίζει γενική επίθεση. Στις άλλες πλευρές, παρά την αντίσταση των Καλκαντήδων, οι λοστοφόροι προχωρούν. Μα ξαφνικά φεύγουν σαν τρελλοί. Οι αξιωματικοί τους διατάσσουν να γυρίσουν πίσω. Στο τέλος φεύγουν και οι αξιωματικοί, δεχόμενοι την επίθεση εκατομμυρίων αγριεμένων μελισσών, που τους κεντρίζουν και τους κυνηγούν σε μεγάλες αποστάσεις. Οι Καλκαντήδες τους είχαν ρίξει κυψέλες μελισσών και ίσως είχαν παίξει το τελευταίο τους χαρτί. Τις κυψέλες έριξαν, δύο Γαλανιάνοι, ένας Πουλικόγιαννης και ένας Λεβεντζώνης. Όμως είχαν πετύχει, βραδυπορούντος τον εχθρό, να σώσουν τους αμάχους και να οργανωθούν οι Λεγεώνες. Στις δυνάμεις αυτές προσετέθησαν και πλήθος Μανιατισσών μαχητριών. Ο Οσμάν θαυμάζει τους Σκουταριώτες μα στον στρατό του δεν έχει τέτοιους ήρωες για να τους εκπορθήσει...
Ο Οσμάν έχει χάσει κατά την παράδοση 300 οπλίτες (αριθμός υπερβολικός μάλλον) και δεν σκοπεύει να χάσει άλλους. Κάτω από αυτήν την ψυχολογία ο Οσμάν αποφασίζει να σκάψει σήραγγα στην νοτιοανατολική πλευρά του πύργου και φθάνει ως τα θεμέλια. Τοποθετεί εκρηκτικά και την νύκτα της 7 προς 8/5/1770 τους ανατινάζει. Οι υπερασπιστές μέσα στα ερείπια όλοι νεκροί!
Ο Ν. Γ. Ηλιόπουλος γράφει: "Ο Οσμάν προσέκρουσε μόνον εις ένα ανεπαίσθητον δια μίαν τόσον ισχυράν δύναμιν πρόσκομμα, το οποίον ώρθωσεν εις τον δρόμον του δράξ προασπιστών του πατρίου εδάφους -ως λίθος εκτροχιάζων ολόκληρον αμαξοστοιχίαν". Οι Καλκαντήδες αναφέρονται επίσης κι' απ' τον Α.Γ. Κουτσιλιέρη στο έργο του "Ιστορία της Μάνης" και τον στρατηγό Γ. Μαραβελέα στην "Στρατιωτική Επιθεώρηση", δεν λέγουν όμως ότι ο ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΟΣ βρίσκεται στο κέντρο, στο Σκουτάρι. Μετά την μάχη με τους Καλκαντήδες ο Οσμάν ζήτησε να δει τους αρχηγούς των Μανιατών για διαπραγμάτευση της ειρήνης. Εκείνοι έστειλαν δύο γέρους παπάδες κι ένα επίσης γέρο ιδιώτη στον Οσμάν. Οι παλουκωθέντες γέροντες ήσαν (κατά τον Δημ. Αλεξανδράκη) οι ιερεύς Τσατσούλης 80 ετών από την Αρεόπολη, ένας ακόμη υπέργηρος ιερεύς και ο ιδιώτης γέρων Πικουλάκης.
Αυτός θεώρησε δήθεν υποτιμητικό το να συζητεί με γέρους και όχι αρχηγούς και αποκεφαλίζει τους τρεις απεσταλμένους, που αρνήθηκαν τους όρους του μη σεβασθείς την ιδιότητα τους ως διαπραγματευτών ειρήνης, τα δε κεφάλια τους τα παλούκωσε και τα στέριωσε ψηλά στην Αραβίκια, για να τρομοκρατήσει προφανώς τους Μανιάτες. Από τότε η περιοχή λέγεται Τρικεφάλι. (Το Τρικεφάλι βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του δρόμου, τα Αραβίκια, μεταξύ των χωριών ΠΑΡΑΣΥΡΟΥ και ΧΕΙΜΑΡΡΑΣ).
Μετά από αυτό οι Μανιάτες εξοργίσθηκαν και το ίδιο βράδυ του θανάτου των γερόντων και μια ή δύο ήμερες μετά, την καταστροφή του πύργου των Καλκαντήδων επιτίθενται νύχτα στους μεθυσμένους και κοιμωμένους Τούρκους στα Αγιοπήγαδα (110 μέτρα βόρεια του Σκουταριού), στον Πασσαβά, στους λόφους Πεταλέας και Μαστρολέας. Οι ανωτέρω θέσεις και κυρίως τ' Αγιοπήγαδα (με τους Σκουταριώτες Γρηγοράκηδες), θα γίνουν ο τάφος "υπερμυρίων Τουρκαλβανών", όπως γράφει ο Ν.Γ. Ηλιόπουλος. Εκεί θα σκοτωθεί και ο ίδιος ο Οσμάν.
Τα Αγιοπήγαδα μετονομάστηκαν σε Βρωμοπήγαδα, διότι τα πηγάδια αυτά γέμισαν με πτώματα και βρώμισαν. Βρωμοπήγαδα ονομάζεται η περιοχή που ορίζεται από την διασταύρωσιν Παρασυρού - Σκουτάρι μέχρι βόρεια τις Ασούλιανες, που και αυτές πήραν τ' όνομα τους από τους σκοτωμένους Ασουλιώτες Τούρκους και τους λόφους Ξυνοκαβάλας και Αγριλιωτής, δυτικά και ανατολικά αντίστοιχα. Τα εκ της νικηφόρου μάχης αποκτηθέντα λάφυρα είναι πλούσια.
Ο διαβάζων αυτές τις γραμμές θα πρέπει να προσέξει ότι:
1. Η θυσία των Σκουταριωτών - Καλκαντήδων χρονικά, αποτελεί το ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ (ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ) Ελληνικής αντιστάσεως κατά των Τούρκων.
2. Η θυσία τους, έδωσε χρόνο στα γυναικόπαιδα να κρυφτούν και στους Μανιάτες γενικώς να προετοιμάσουν τις δύο λεγεώνες τους για επίθεση και άμυνα ως και όλους τους δυναμένους να φέρουν όπλα.
3. Μια νίκη που στοιχίζει στο εχθρό "υπερμυρίους άνδρας του" δηλ. πάνω από 10000 νεκρούς, σημαίνει ότι το ηθικό όλων των Ελλήνων ανεπτερώθη σ όλο τον γεωγραφικό τους χώρο και ανοίγει την όρεξη του για πάρα πέρα αγώνες για την λευτεριά, το 1821.
4. Αυτό το γεγονός της θυσίας των Σκουταριωτών φτάνει και σ' όλες τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης, που κάποιες από αυτές θα εκδηλωθούν φιλικά λίγο αργότερα ως και στα αυτιά φιλελλήνων που θα έλθουν στην Ελλάδα κατά την επανάσταση και θα θυσιάσουν την περιουσία τους και την ζωή τους. Ο Παλιόπουργος και οι υπερασπιστές του, είναι οι ηθικοί αυτουργοί του μακελειού των Τούρκων κ.λ.π. και θα έπρεπε ο μεν πύργος να έχει αναστηλωθεί, τα δε παλικάρια του να μνημονεύονται στις εθνικές γιορτές και να κατατίθενται στέφανοι στο μέγιστο των μνημείων, τον Παλιόπυργο.
Τα γνωστά ολοκαυτώματα έγιναν:
1. Σούλι-Κούγκι 16/12/1803. Τρεις νεκροί Έλληνες.
2. Μονή Σέκου, Μολδαβία. 9/1821. Γιωργάκης Ολύμπιος και άλλοι δώδεκα.
3. Ψαρά. Φτελιά, Παλαιόκαστρο. Και τα δύο έγιναν την 20/6/1824.
4. Μεσολόγγι, α) Χρήστος Καψάλης β) Ο ΡΩΓΩΝ ΙΩΣΗΦ και τα δύο έγιναν την 10/4/1826.
5. Αρκάδι. Στην Κρήτη-Ρέθυμνο. 9/11/1866. Νεκροί Έλληνες 946. Τούρκοι 1500.
Του Γεωργίου Δ. Κουράκου,
Συγγραφέα – Ανωτ. Αξιωματικού ε.α
Πηγή: Περί Πάτρης
Βλαχάκης Αντώνιος (Καπετάν Αντώνιος Λίτσας) (12 Νοεμβρίου 1874 - 07 Μαΐου 1906) Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα υπηρέτησε στο Πεζικό ως Ανθυπολοχαγός. Η ιδιότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν Αρχηγός Ενόπλου Σώματος.
Η συνέχεια στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://macedonian-fighters.com/index.php?title=Αντώνιος_Βλαχάκης
Πετροπουλάκης Λεωνίδας (Καπετάν Λεωνίδας) (1880 - 07 Μαΐου 1906) Εργάστηκε ως Νομικός. Η ιδιότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν Οπλαρχηγός Α΄ Τάξεως.
Η συνέχεια στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://macedonian-fighters.com/index.php?title=Λεωνίδας_Πετροπουλάκης
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να αποζημιώσει ασθενή που υπέστη θρόμβωση εξαιτίας του (υποχρεωτικού) εμβολιασμού για Covid
“Ο ήλιος της 6ης Μαΐου 1821 έτους ανέτειλε στο Πήλιο και έδειξε στους Μάγνητες τη σημαία της ελευθερίας να κυματίζει πάνω σε τρία υδραίϊκα πλοία, που είχαν πιάσει στο Τρίκκερι την προηγούμενη μέρα, και τώρα έπλεαν στον Παγασητικό.
Η Σοφία Χοτοκουρίδου, η νέα ασκήτρια της Κλεισούρας, με την επιδεικνυόμενη απ’ αυτήν σαλότητα και την κατά Χριστόν μωρία. Αυτό το υψηλό ανάστημα της πνευματικής τελειώσεως και αγιότητος, η ασκήτρια της Κλεισούρας Σοφία, προβάλλει μπροστά μας, για να μας δείξει τον πολικό αστέρα της σωτηρίας μέσα από την ακραιφνή και θεοειδή διαγωγή και πολιτεία Της και τη διπλή αγάπη Της, προς τον Θεό και προς τον έγγιστα αδελφό. Η Γερόντισσα Σοφία ταπείνωσε τον εαυτό Της με τη νυχθήμερη άσκηση και τη σκληραγωγία, για να υψωθεί στα μάτια του ουρανίου Νυμφίου Της και να λάβει απ’ Αυτόν το «βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14). Δόξασε τον Θεό με την αγιαστική Της πορεία και αντιδοξάσθηκε απ’ Αυτόν με τη χάρη, που έλαβε, να πρεσβεύει για όλους τους σύγχρονους αγωνιστές, τους μαχητές της ευσεβείας και της πατρώας παραδόσεως.
Επίκαιρος ο προβληματισμός. Ωστόσο, παρατηρούμε κάτι ενδιαφέρον.
Οι προβλέψεις για όσα φέρνει η ΑΙ στην αγορά εργασίας είναι εν πολλοίς σαρωτικές - Δεν υπάρχουν, όμως, μόνον άσχημα νέα
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ τοῦ Χριστοῦ Γ. Βερίτης, τοῦ μεγάλου διανοητῆ καὶ ἀνθρώπου Ἀλέξανδρου Γκιάλα (1915-1948)
Εἰρήνη, ἡ Ἁγία αὕτη Μεγαλομάρτυς, ἧτο μονογενὴς θυγάτηρ Λικινίου καὶ Λικινίας, καταγομένη ἐκ τῆς πόλεως Μαγεδὼν καὶ ἀκμάσασα κατὰ τὸ ἔτος 315, ὠνομάσθη δὲ πρότερον ὑπὸ τῶν γονέων της Πηνελόπη. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ὡραία καὶ ὑπερέβαλλε κατὰ τὸ κάλλος ὅλας τὰς συγχρόνους της κόρας, διὰ τοῦτο διέμενεν ἐπὶ ὑψηλοῦ τινος πύργου, κτισθέντος παρὰ τοῦ πατρός της, μετὰ δεκατριῶν ὡραίων θεραπαινῶν, διάγουσα ἐν μέσῳ πλούτου πολλοῦ καὶ ἔχουσα θρόνον, τράπεζαν καὶ λυχνίαν κατεσκευασμένα ἐκ χρυσοῦ. Ὅταν δὲ ὡρίσθη παρὰ τοῦ πατρός της νὰ μένῃ ἐν τῷ πύργῳ, ἧτο ἑξαετὴς καὶ ἐπαιδαγωγεῖτο καὶ ἐδιδάσκετο ὑπό τινος γέροντος, Ἀπελλιανοῦ ὀνομαζομένου, τὸν ὁποῖον διώρισεν ὁ πατήρ της Λικίνιος, ἵνα ἐπιτηρῇ ταύτην.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384 και ανήμερα της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Μόρφης. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, είχε άλλα επτά αδέλφια, έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία. Έτσι η φροντίδα της ανατροφής τους, έπεσε εξ' ολοκλήρου στους ώμους της μητέρας του. Αυτή με μόχθο προσπαθούσε, όχι μόνο να συντηρήσει τα παιδιά της, μα και να τα καθοδηγήσει στον δρόμο της αρετής και του Χριστού. Το 1395 την Θεσσαλία κατέλαβε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Α' με τα στρατεύματά του. Για τους θριάμβους του στον πόλεμο και την αγριότητά του επονομαζόταν Κεραυνός. Επειδή οι Έλληνες δεν παραδόθηκαν αμέσως στις προσταγές του, η διοίκηση που επέβαλε, ήταν σκληρή και τυραννική. Ήταν δε αυτός που εφάρμοσε το φοβερό "παιδομάζωμα". Την στρατολόγηση δηλαδή νέων αγοριών 14-18 χρονών ή και μικρότερων για την δημιουργία ενός σώματος φανατικών Τούρκων εναντίον των Ρωμιών.
Οι σφοδρές συγκρούσεις, που ξέσπασαν σαν σήμερα, το 1968, μεταξύ αριστεριστών φοιτητών και αστυνομικών, μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, θεωρούνται η αφετηρία της μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής που συντάραξε την Γαλλία και πέρασε στην Ιστορία ως «Κόκκινος Μάης».
Μοῦ γράφεις ὅτι ἐν τέλει πρέπει νά ὑπάρχει «κάτι». Διάβασες, λές, ἕνα βιβλίο ἑνός μεγάλου ἀστρονόμου περί ἀστέρων καί ὑπέπεσε στήν ἀντίληψή σου ὁ ἰσχυρισμός αὐτοῦ τοῦ λαμπροῦ ἐπιστήμονα: «Χωρίς τόν Θεό τίποτα στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ οὔτε νά ἐξηγηθεῖ». Ἐξ αὐτοῦ ὁδηγήθηκες στό συμπέρασμα ὅτι «κάτι» ὑπάρχει.
Ο Ιμπραήμ μετά τήν «πύρρειο νίκη» του επέστρεψε από τό Μεσολόγγι στήν Πάτρα. Τού είχαν απομείνει μόνο 3500 τακτικοί στρατιώτες καί είχε άμεση ανάγκη ενισχύσεων. Χωρίς νά χάσει καιρό έστειλε τόν Δελή Αχμέτ, πού είχε αφήσει ως φρουρά στό κάστρο τής Πάτρας, νά ρημάξει τήν Γαστούνη καί στήν συνέχεια τόν διέταξε νά κατευθυνθεί στήν Μεσσηνία καί νά ζητήσει ενισχύσεις από τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης. Ο ίδιος μέ τό στράτευμά του καί πολλούς ατάκτους πού συγκέντρωσε, κατευθύνθηκε στίς αρχές Μαΐου 1826 πρός τά Καλάβρυτα μέ τελικό προορισμό τήν Τριπολιτσά. Ταυτόχρονα ο Γάλλος Σουλεϊμάν μπέης βγήκε από τά μεσσηνιακά κάστρα καί επιτέθηκε στίς δυνάμεις τού Νικηταρά, τού Δημητρίου Πλαπούτα, τού Δήμου Κανελλόπουλου καί τού Γεωργίου Σισίνη πού βρίσκονταν στήν επαρχία τής Αρχαίας Ολυμπίας...
Οι μουσουλμάνοι τού Σουλεϊμάν έσπειραν τόν τρόμο στήν περιοχή καί έκαψαν τά χωριά Ζαχάρω, Άλβενα (Μίνθη), Γραίκα σκοτώνοντας τούς άνδρες καί σκλαβώνοντας τά γυναικόπαιδα. Στήν συνέχεια πολιόρκησαν τούς κατοίκους τής Αγουλινίτσας πού είχαν καταφύγει μέ τίς οικογένειές τους στά νησιά τής λίμνης. Οι ενισχύσεις πού κατέφθασαν μέ τούς Λεονταρίτες τού Νικηταρά, καί τούς Τριφυλίους τού Γεωργίου Γρηγοριάδη, τού Διονυσίου Παπαθεοδώρου καί τών αδελφών Αναγνώστη καί Αδάμ Παπατσώρη στήν θέση Κλειδί μεταξύ τών λιμνών τής Αγουλινίτσας καί τού Καϊάφα, έσωσαν τούς κατοίκους από βέβαιο θάνατο. Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες υποχώρησαν καί επέστρεψαν στήν Μεσσηνία έχοντας πετύχει τόν σκοπό τους, ο οποίος ήταν νά μήν παρενοχληθεί ο Ιμπραήμ στήν πορεία του πρός τήν Τριπολιτσά από τά Ελληνικά στρατεύματα.
Πράγματι ο Ιμπραήμ εισέβαλλε στήν επαρχία Καλαβρύτων ατουφέκιστος μέ εξαίρεση τόν Γεώργιο Λεχουρίτη πού τόν παρενόχλησε στό χωριό Νεζερά. Οι φήμες τόν έφερναν νά κατεβαίνει στήν Τριπολιτσά μέ 40.000 στρατιώτες έχοντας παρά τώ πλευρώ του τόν Κιουταχή πασά. Οι έντρομοι κάτοικοι τών επαρχιών σκόρπισαν στά βουνά καί στά λαγκάδια, ενώ δέν ήταν λίγοι αυτοί πού ταξίδεψαν μαζί μέ τά ζωντανά τους στό μοναδικό ασφαλές καταφύγιο τού Μοριά, τή Μάνη.
Στίς 4 Μαΐου 1826, ο Αιγύπτιος πασάς έφτασε στήν μονή τής Αγίας Λαύρας, καίγοντας, λεηλατώντας καί καταστρέφοντας τά γύρω Καλαβρυτοχώρια. Ο βάρβαρος μουσουλμάνος κατέκαψε τήν ιστορική μονή πού είχε ιδρύσει ο ασκητής Ευγένιος στά χρόνια τού Νικηφόρου Φωκά (961) καί σύμφωνα μέ τούς ιστορικούς τής εποχής, κάθισε νά απολαύσει τό θέαμα. Ευτυχώς οι μοναχοί είχαν προλάβει νά μεταφέρουν τούς θησαυρούς καί τά κειμήλια τής μονής στό Μέγα Σπήλαιο!
Πηγή: Περί Πάτρης
Ανατροφή της Μόνικας
Η Μόνικα γεννήθηκε εν Ταγάστη της Νουμιδείας της Αφρικής τω 332 μ.Χ. Οι γονείς της ήσαν ευσεβείς Χριστιανοί δια τούτο φρόντισαν να την αναθρέψουν συμφώνως με τα αθάνατα διδάγματα του Ευαγγελίου. Μολονότι ήσαν αρκετά πλούσιοι, δεν παρασύρθηκαν από τις συνηθισμένες αντιλήψεις να της δώσουν εξωτερικό ψιμύθιο, το επίχρισμα της κοινωνικής αβροφροσύνης. Ζήτησαν κυρίως η κόρη των να ζήσει την χριστιανικών ζωή. Ενεπιστεύθησαν δε την με ταύτα ανατροφή της κόρης των εις μίαν ηλικιωμένη και δοκιμασμένη εις την αρετή και την ευσέβεια υπηρέτρια. Η υπηρέτρια αυτή εργάστηκε όντως μετά ζήλου διά να καταστήσει την Μόνικα ενάρετο, δεν παρέλειπε δε και την αυστηρότητα εν συνδυασμό με την γλυκύτητα, οσάκις παρίστατο ανάγκη, όπως την απομακρύνει από πάσα κακήν συνήθεια, η οποία εκάστοτε ανεφύτρωνε.
Αλλά παρά τις συμβουλές και τας προφυλάξεις, τας οποίας ελάμβανε η γραία εκείνη υπηρέτρια, η Μόνικα νικήθηκε από μίαν κακήν συνήθεια. Ας αφήσουμε δε τον υιό της τον Άγιο Αυγουστίνο να μας διηγηθεί με απλότητα, αλλά και με θαυμαστή γλαφυρότητα το παράπτωμα της μητρός:
«Καί πῶς ὤ Θεέ μου, εἶχε διολισθήσει εἰς τήν Μόνικά της, διηγοῦμαι τά τῆς δούλης σου ἐγώ ὁ υἱός της, κάποια ἐπιθυμία πρός τόν οἶνον. Ἐπειδή ἦτο φρόνιμος καί λογική, οἱ γονεῖς τῆς την ἔστελλον εἰς τήν οἰναποθήκην, ὅπως φέρη οἶνον ἀπό τό βαρέλιον. Ἀλλ’ ἐκεῖ εἰλκύσθη κατ’ ἀρχάς καί ἤθελε νά δοκιμάση, ἄν τό κρασί εἶναι καλόν. Τῆς ἠρεσε καί ἐνικήθη. Μέ τήν πάροδον δέ τοῦ χρόνου ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ὄχι μόνον ἐδοκίμαζεν ἁπλῶς, ἀλλ’ ἔπινε πολλά ποτήρια οἴνου. Δέν ἐπρατε τοῦτο ἀπό ἀγάπην πρός τό ποτόν, ἀλλ’ ἀπό νεανικήν ἀπερισκεψίαν, ἡ ὅποια δέν διορθώνεται ἄλλως παρά μέ τήν αὐστηρᾶν ἐπέμβασιν τῶν γονέων. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως προσθέτουσα ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν σταγόνα πρός σταγόνα, ἡ περιφρόνησις τῶν μικρῶν ὑποχωρήσεων φέρει ἀσυναισθήτως εἰς ὄλεθρον, παρεσύρθη ὑπό τῆς συνήθειας νά καταπίνη ὁλόκληρα ποτήρια.»
Και έρωτα ο Αυγουστίνος:
«Πού ήτο κατά την ώρα εκείνην, η τόσο φρόνιμος γραία με τας ρητάς απαγορεύσεις; Ούτε ο πατήρ αυτής ούτε η μήτηρ της ήσαν εκεί. Αλλά συ ήσο παρών, Θεέ μου, συ όστις την έπλασας, όστις μας καλείς προς σε, και δύνασαι έστω και διά της μεσολαβήσεως των ανθρώπων να πράττεις το επωφελές διά την σωτηρία των ψυχών. Τί έκαμες λοιπόν τότε Θεέ μου; Πώς την νοσήλευσας; Πώς της απέδωσες την ψυχική υγεία;»
Η υπηρέτρια η οποία συνόδευε συνήθως εις το βαρέλι, ήλθε ημέρα τινά εις προστριβές με την νεαρά κυρία της, μόνην προς μόνην και της επέρριψε κατά πρόσωπον την υβριστή λέξιν:
› Σύ θά μέ διδάξης, ποῦ εἶσαι μέθυσος;
Η υβριστική αυτή λέξις, το κτύπημα αυτό, επέφερε σωτήριο αποτέλεσμα. Η κόρη συνησθάνθη την κακήν συνήθειά της, την μίσησε και απηλάγη ολοτελώς. Και ο ιερός Αυγουστίνος κάμνει τας εξής διδακτικές παρατηρήσεις:
«Εάν οι φίλοι μας διαφθείρουν με τας κολακείας των, οι εχθροί συχνά μας παιδαγωγούν με τις προσβολές των.»
Εις το εξής η Μόνικα αφιερώνετε εις την κατά Χριστό ζωή. Η τακτική μελέτη της άγιας Γραφής αποτελεί το εντρύφημα της. Κρυφή της ευχή, διά την οποίαν παρακαλεί αδιακόπως νυχθημερόν τον Θεό ήτο η απόκτησης αγαθού συζύγου και ευσεβών τέκνων.
Πως αντέδρασε η Αγία στην συμπεριφορά του συζύγου της;
Όταν ήλθε εις νόμιμο ηλικία, οι γονείς της απεφάσισαν να την υπανδρεύσουν με έναν νέον ανήκοντα εις αριστοκρατική οικογένεια καλόγνωμο, αλλά εθνικό, τον Πατρίκιο. Η Μόνικα, καίτοι ήτο ειδωλολάτρης ο Πατρίκιος, έστερξε να τον λάβει σύζυγο, διότι έλπιζε ότι ταχέως θα τον έκαμνε Χριστιανό και ούτω θα προσέθετε εις την ποίμνη του Χριστού ένα ακόμη λογικό πρόβατο.
Διά τούτο μολονότι ο σύζυγος ήτο ειδωλολάτρης, εξακολούθησε να εκτελεί τα χριστιανικά της καθήκοντα όλα, όπως και πρότερο και ουδέν παρέλειπε. Έκανε τακτικά την προσευχή της, μελετούσε την αγία Γραφή, μετέβαινε εις την Εκκλησία καθέ εκάστην Κυριακή, σύχναζε εις τα ιερά κηρύγματα, χωρίς να παραλείπει εννοείται, και τα καθήκοντα της οικογενείας της. Ατυχώς είχε να παλέψει προς ένα χαρακτήρα κακοσυνηθισμένο. Ήτο βεβαίως αγαθής φύσεως ο σύζυγος της, αλλά ήτο αιχμάλωτος δύο μεγάλων ελαττωμάτων. Ήτο άσωτος, είχε παραδοθεί τελείως εις τας παρανόμους ηδονές, ακόμη δε ήτο και εις το άκρον οξύθυμος.
Πολλάκις την απατούσε, παραδινόταν εις διεφθαρμένες γυναίκες και την ωραία Μόνικα την άφηνε να μαραίνεται μόνη της και να σπογγίζει τα πολλά δάκρυά της. Εις την οικία των μετέβαινε τας περισσότερες φορές μετά το μεσονύκτιο. Όχι δε ολίγας φοράς διανυκτέρευσε εις ένοχους διασκεδάσεις. Όλες αυτές οι παρεκτροπές του συζύγου της έπλητταν την Μόνικα διπλός. Από το ένα μέρος διότι ο σύζυγος της, προσέβαλε την συζυγική τιμή, από το άλλο, διότι η ψυχή του ανδρός της κυλιόταν μέσα εις τον βόρβορο της ακολασίας.
Και τί έκαμε νομίζετε διά να τον διορθώσει; Τον φώναζε, τον ύβριζε, προκαλεί σκηνές μέσα εις το σπίτι και φιλονικίας; Όχι. Ουδέποτε η συνετή αυτή γυναίκα, ουδέ και εις το παραμικρό παρασύρθηκε. Εξακολούθησε να περιβάλει τον σύζυγο της με όλη την αγάπη της και την χριστιανική τρυφερότητα. Συλλογιζόταν και πολύ ορθά η φρόνιμος αυτή σύζυγος, ότι αν έβριζε τον σύζυγο της, θα τον ψύχραινε, και το χειρότερο με την διαγωγή της αυτήν θα τον έσπρωχνε περισσότερο εις τις αμαρτωλές γυναίκες. Αντιθέτως δε πίστεψε, και πολύ σωστά, ότι με την γλυκύτητα, με όλη την χριστιανικών αγάπη της, θα κατόρθωνε να τον παρελκύσει ώστε να την αγαπήσει και να απομακρυνθεί από τας πονηρές γυναίκες. Διά τούτο παρακαλεί τον Θεό αδιακόπως. Ουδέποτε έχασε το θάρρος της και την ελπίδα της. Αγωνίζεται και παλαίει διά να απομακρύνει αυτόν από την ακολασία επί πολλά έτη, με την πραείαν συμπεριφορά της και το άδολο ενδιαφέρον της.
Αλλά δεν είχε μόνον το ολέθριο τούτο ελάττωμα ο σύζυγος της Μόνικας. Κατείχετο και από μεγάλη οξυθυμία. Ήτο πολύ ευέξαπτος. Διά το παραμικρό πράγμα, ήτο ικανός ο σύζυγος της να την υβρίσει κατά τον χυδαιότερο τρόπον, να της αραδειάσει τα μάλλον εξευτελιστικά επίθετα και να την εξουθενώσει εις τα μάτια των υπηρετριών. Παρ’ όλα αυτά η Μόνικα δεν ανταπέδωσε ποτέ τα ίσα. Ούτω διά της άκρας υπομονής της και διά της τρυφερής της συμπεριφοράς με την οποίαν προσέβλεπε τον σύζυγο της και ότε ακόμη την ύβριζε χυδαιότατα, κατόρθωνε να περιορίζει τον θυμό του μόνον εις ύβρεις, με λέξεις, και ουδέποτε τον εξανάγκασε να την κτυπήσει.
Οι άλλες γυναίκες, οι οποίες είχαν λιγότερο οξύθυμους άνδρες, έφεραν συχνά σχεδόν ίχνη και μώλωπας από το δάρσιμο εις το πρόσωπον εκ μέρους των συζύγων των. Επειδή δε ήξεραν ότι ο σύζυγος της Μόνικας ήτο περισσότερο ευερέθιστος, απορούσαν, γιατί αυτή δεν είχε τα σημάδια του δαρσίματος εις το πρόσωπον. Από απορία την ρωτούσαν λοιπόν, πώς κατόρθωνε να μαλάσσει την καρδία του ανδρός της. Και ενώ την ρωτούσαν, συγχρόνως στιγμάτιζαν την συμπεριφορά του συζύγου των με τα μελανότερα χρώματα. Η Μόνικα τότε με αφέλεια υπό τύπον αστειότητος, καυτηρίαζε την γλώσσα αυτών απέναντι των συζύγων των.
Εξηγεί δε εις αυτές πώς κατόρθωνε να μη εξάπτει περισσότερο τον θυμό του συζύγου της. Όταν με υβρίζει ο σύζυγος μου, έλεγε όχι μόνον δεν θυμώνω, αλλά παρακαλώ τον Θεό καθ’ όλον τον χρόνο πού με υβρίζει, να τον συμπαθήσει και ως παντοδύναμος να του εκριζώσει την οργή. Αφού δε καταπραϋνθεί, τότε του εξηγώ πώς έγινε εκείνο, διά το οποίον κραύγαζε.
Πώς μάλαξε την σκληρότητα της πεθεράς της
Η Μόνικα ήτο ακόμη ατυχής και εις την πεθερά της. Η πενθερά της ήτο εις άκρον ιδιότροπος. Εννοούσε την αγαθή γυναίκα να την υβρίζει, να την αποπαίρνει εμπρός εις τους ξένους. Η Μόνικα όμως, παρά την ισχυρή λύπη την οποίαν δοκίμαζε, εδείκνυε μεγάλη άνεκτικότητα και σεβασμό. Είχε να παλαίση με δύο μεγάλα θηρία. Με την ακολασία του ανδρός της και με την ασυμπάθεια της πενθεράς της.
Η Μόνικα με την ανοχή της και με τας προσευχές της, επέτυχε κάπως να ημερώσει την πεθερά της. Τοσούτον δε μετεβλήθη η πενθερά της και τοσούτον αγαπούσε πλέον την Μόνικα, ώστε πάσαν νέα διαβολή, την οποίαν μηχανογραφούσαν οι υπηρέτριες, την κατήγγειλε εις το υιό της και διατύπωνε την αξίωση να τιμωρήσει τις υπηρέτριες, οι οποίες τόλμησαν να συκοφαντήσουν την αγαθή νύμφη της. Ούτω και εις το σημείο τούτο θριάμβευσε η πιστή εκτέλεσης των εντολών του Θεού.
Η Επιστροφή του συζύγου
Εκείνο όμως το οποίον ελύπει κατάκαρδα την Μόνικα, ήτο το ότι ο σύζυγος της ζει μακριά του Χριστού. Είχε παρέλθει πλέον των δέκα πέντε ετών και ο σύζυγος της κυλιόταν μέσα στην ακολασία, επί πλέον δε δεν είχε γίνει Χριστιανός. Οι τροποί της όμως οι φιλόφρονες, προ παντός δε η χριστιανική συμπεριφορά της, η πίστης της προς τον Χριστό και η μετά πολλών δακρύων προσευχή της, εισακούστηκε επί τέλους υπό του Θεού. Ο σύζυγος της ο Πατρίκιος, βλέπων την ενάρετο διαγωγή της αγαθής συζύγου του, την τρυφερότητα, την άδολο αγάπη με την οποίαν πάντοτε τον περιέβαλε, αισθάνθηκε τις παρεκτροπές του, εξετίμησε τις ιερές προσπάθειες της και πλέον έπαυσε την αμαρτωλή ζωή. Ελκύστηκε προς τον Θεό και ολίγον προ του θανάτου του βαπτίστηκε Χριστιανός. Δεν λυπήθηκε υπερβολικά, διότι ήξερε ότι ούτος πλέον διά της μετανοίας καθαρισθείς ανήλθε εις τους ουρανούς. Της άφησε δε τρία τέκνα.
Η Καρτερία και η επιμονή της μητρός διασώζουν τον Αυγουστίνο
Μεταξύ αυτών ανήκε και ο δεκαεπταετής υιός της Αυγουστίνος, ο οποίος κατόπιν έμελλε να αποβεί ένα από τα καλύτερα πνεύματα του κόσμου. Ο Αυγουστίνος είχε προικισθεί από έξοχα προτερήματα, είχε νουν έκτακτο και θέληση ισχυρή. Ήταν όμως επιρρεπής, λόγω των κακών συναναστροφών, εις τας παρανόμους απολαύσεως. Βεβαίως από μικρή ηλικία φρόντισε να εμφυτεύσει εις τον υιό της η Μόνικα τα αγαθά σπέρματα του Ευαγγελίου. Ατυχώς όμως το άθλιο ειδωλολατρικό περιβάλλον, εις το οποίον ζει, όλους τους κόπους και τους μόχθους, μόλις ολίγον μεγάλωσε ο Αυγουστίνος, κρήμνισε.
Ούτος όταν έγινε 19 ετών εζήτησε άδεια από την μητέρα του να μεταβεί εις την Καρχηδόνα χάριν ευρύτερων σπουδών. Η μητέρα του κατόπιν πολλών φόβων του επέτρεψε. Αλλά εις την μεγαλούπολη ταύτη, όπου η ακολασία οργίαζε, αιχμαλωτίστηκε τελείως ο παράφορος και ζωηρός Αυγουστίνος εις τις ηδονές. Η μητέρα του, η οποία παρακολουθεί τον βίο του, μόλις έμαθε τον θλιβερό κατήφορο του προσφιλούς τέκνου της, μετέβη εις την Καρχηδόνα. Παραμένει λοιπόν πλησίον του υιού της. Και μολονότι γνωρίζει, ότι έρχεται από τους οίκους της αμαρτίας τον αναμένει μαραμένη, χωρίς να του λέγει τι υβριστικό. Μόνο κλαίει. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα από τα δάκρυα. Κλαίει αλλά και προσεύχεται μετά πίστεως.
Επειδή δε ο Αυγουστίνος ήτο ερευνητικό πνεύμα, ήθελε να συμβιβάσει τις φιλοσοφικές του ιδέας, με την πίστη την χριστιανική. Νόμισε δε ότι βρήκε τούτο εις τους αιρετικούς Μανιχαίους, οι οποίοι καυχώνται ότι ερμήνευαν την Αγία Γραφή φιλοσοφικώς και έλυαν όλα τα θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα. Ούτω λοιπόν απελάκτισε την Ορθόδοξο Χριστιανική πίστη και ασπάσθηκε τας αιρέσεις των Μανιχαίων.
Η πληροφορία αυτή κατέθλιψε θανάσιμος την Μόνικα. Και πρότερο προσευχόταν, ήδη δε εντείνει τις προσπάθειες της και περισσότερο προσεύχεται και χύνει άφθονα δάκρυα υπέρ του υιού της. Το αναφέρει και αυτός ο ίδιος. Ας δώσουμε τον λόγο εις αυτόν:
«Ἡ μήτηρ μου ἔχυνε περισσότερα δάκρυα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποῖα χύνουν αἵ μητέρες ἐπί τῆς σοροῦ τῶν πεφιλημένων τέκνων τῶν. Διότι μέ ἔβλεπε νεκρόν ἠθικῶς δυνάμει τῆς διαπύρου πίστεως τήν ὁποίαν ἐνέπνεεν εἰς αὐτήν ἡ ἄκρα εὐσέβειά της. Καί εἰσήκουσας, Κύριε, τήν δεησίν της, δέν περιεφρόνησας τά δάκρυά της, τά ὁποία ἐπότιζαν τό ἔδαφος πανταχοῦ, ὅπου προσηύχετο…»
Τα έτη περνούσαν και ο Αυγουστίνος κυλιόταν εις την αμαρτία προς λύπη της μητρός του. Ιδίως κατέλαβε την Μόνικα βαθύτερα λύπη οπότε ο υιός της διδάσκαλος πλέον της ρητορικής, εζήτησε να μεταβεί εις την Ρώμη και εξασκήσει εκεί την ρητορική του τέχνη.
Μετάβασης στο Μιλάνο
Και όντως οι διαρκείς και ολόθερμοι προσευχές της Μόνικας, έσωσαν εκ του θανάτου τον υιό της, ίνα μίαν ημέρα επαναδώσουν και την σωτηρία της ψυχής του. Εις την Ρώμη ο Αυγουστίνος παρέμεινε εν έτος. Τω 384 προσεκλήθη και προσελήφθη ως διδάσκαλος της ρητορικής εις τα Μεδιόλανα το σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας. Τούτο δε εγένετο κατά δάκτυλον της θείας Πρόνοιας.
Απ’ εδώ αρχίζει η μεταβολή της ζωής του Αυγουστίνου. Εις τα Μεδιόλανα ποίμαινε την Εκκλησία του Χριστού εις των ευσεβέστερων Ιεραρχών και δοκιμωτέρων, ο ιερός Αμβρόσιος. Η μητέρα δε τούτου μόλις έμαθε ότι ο υιός της μετέβη εις Μιλάνο, το θεώρησε ως δώρο της θείας Προνοίας, διό αμέσως απεφάσισε να μεταβεί έχει, ίνα διά των ενεργειών του διασήμου και ευσεβούς επισκόπου Αμβροσίου επαναφέρει τον υιό της εις τους κόλπους της Εκκλησίας.
Ο Αυγουστίνος είχε απελπιστεί ότι δεν θα εύρη την αλήθεια. Η ακρόασης των λόγων του Αμβροσίου κατά τούτο μόνον συνετέλεσαν, εις το να κατανοήσει το ψεύδος της αιρέσεως των Μανιχαίων και να αποστραφεί την πλάνη των. Και διά να επιτύχει η Αγία Μόνικα την επιστροφή του υιού της γνωρίσθηκε με τον ευσεβή ιεροκήρυκα και επίσκοπο Αμβρόσιο. Άκουγε τακτικά τα κηρύγματά του και τον επισκεπτόταν συχνά παρακαλούσα, όπως και αυτός προσεύχεται διά την επιστροφή του υιού της. Με τας δραστήριους αυτές ενέργειες κατόρθωσε να συνδέσει στενότερο τον υιό της με τον επίσκοπο, ώστε οι επισκέψεις του να γίνονται συχνότερες. Ο ιερός Αμβρόσιος συνέχαιρε τον Αυγουστίνο, διότι είχε τοιαύτην μητέρα.
Αλλ’ η Μόνικα εκτός των ενεργειών τας οποίας έκαμνε διά την ανατροφή του υιού της, δεν έπαυσε και τα άλλα χριστιανικά της καθήκοντα εις το Μιλάνο. Μετέβαινε και παρηγορεί τους τεθλιμμένους, ειρήνευε τους φιλονικούντας, περιποιείτο τους ασθενείς, βοηθούσε τους πτωχούς, ανακούφιζε τους δυστυχούντες και έρριπτε βάλσαμο παρηγοριάς εις τις πονεμένες ψυχές διά την σκληρή επίσκεψη του θανάτου. Εντός ολίγου εγνώσθησαν οι αγαθοεργίες της εις όλη την πόλη. Ο άγιος Αμβρόσιος έχαιρε διά την τοιαύτην αγαθοεργό και ευσεβή μητέρα και αυτή θεώρει αυτόν ως άγγελο Θεού, ο οποίος θα καθοδηγήσει ασφαλώς τον υιό της εις τον Χριστό.
Παρά τας θεάρεστους αγαθοεργίας της δεν λησμόνησε η Μόνικα να παρακαλεί τον Θεό ενθέρμως διά την μετάνοια του υιού της. Εις την σχολή ταύτη της υπομονής και της ελπίδος πλέον γέρασε. Ο Θεός ηθέλησε να αμείψει τις αδιάκοπες προσευχές της μητρός κατά μυστηριώδη τρόπον. Επί ημέρας δοκιμάζει μίαν πάλην ο Αυγουστίνος του κάλου και του κακού. Ήθελε να επιστρέψει προς τον Χριστό, αλλά η αμαρτία τον κρατεί σιδηροδέσμιο. Ας αφήσουμε αυτόν τον Αυγουστίνο ο οποίος υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά πνεύματα, τα οποία ανέδειξε ποτέ η ανθρωπότης να μας διηγηθεί. Γράφει χαρούμενος ὁ ἴδιος εἰς τάς ἐξομολογήσεις του:
«Καί ἰδού, ἀκούω φωνήν ἐκ γειτονικῆς οἰκίας φωνήν παιδός ἤ κόρης, ἡ ὅποια μοί ἔλεγεν ἄδουσα καί ἐπαναλαμβάνουσα: «λάβε και ἀναγνωσε». Κατ’ εὐτυχίαν ἦτο ἐκεῖ πλησίον τό Εὐαγγέλιον τοῦ φίλου μου Ἀλυπίου. Τό ἁρπάζω καί τό ἀνοίγω εἰς ἕνα μέρος, εἰς τό ὁποῖον προσέπεσαν οἱ ὀφθαλμοί μου: «Μή κώμοις και μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγείαις, μή ἔριδι καί ζήλω, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.» (Ρώμ. Ἴγ΄. 13 – 14) (ὄχι μέ ἄσεμνα συμπόσια καί μέ μέθας, οὔτε μέ φιλονικείας καί ζηλοτυπίας. Ἀλλά φορέσατε ὡς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί μή φροντίζητε διά τήν σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιῆτε τάς παρανόμους ἐπιθυμίας αὐτῆς.)
Τα ιερά και θεία ταύτα λόγια ήρκεσαν να του δώσουν ώθηση προς τον Χριστό. Οι δεσμοί της αμαρτίας αποκόπτονται και η καρδία του Αυγουστίνου αρχίζει να ελευθερώνεται. Διά τούτο μίαν ημέρα διακόπτει οριστικώς τας σχέσεις του προς την αμαρτία. Αποστρέφεται τους αμαρτωλούς φίλους του και αποφασίζει να βαπτισθεί, να γίνει αληθινός Χριστιανός. Τρέχει αμέσως και αναγγέλλει εις την μητέρα του ότι πλέον θα παραδοθεί εις τον Χριστό. Η μητέρα του μόλις ακούει την σταθερή απόφαση του να ακολουθήσει τον Χριστό, αλλά και πώς τον προέτρεψε θαυμασίως ο Θεός, ὡς μᾶς ἀναφέρει ὁ υἱός:
«… ἐνθουσιά, θριαμβεύει καί εὐλογεῖ σέ, ὤ Θεέ, τόν δυνάμενον ὑπέρ πάντα ποιῆσαι ὑπέρ ἐκ περισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἤ νοοῦμεν» (Εφεσ. γ΄ 20) (διότι δύναται να παράσχει αφθόνως περισσότερα παρ όσα ζητούμε ή και φανταζόμαστε), διότι έβλεπε ότι χορήγει εν τω προσώπω μου περισσότερα των όσων συνήθιζε να ζητάει διά των στεναγμών και των δακρίων της η δούλη σου, η μητέρα μου. Διότι με επανέφερε πλησίον σου, ώστε να μη ζητώ τι εκ των του κόσμου.»
Η ημέρα της εις Χριστό επιστροφής του Αυγουστίνου υπήρξε η 24η Απριλίου του 387 έτους. Χαίρει βεβαίως και ο ίδιος διά την ανεκδιήγητο ταύτη δωρεάν, περισσότερο όμως η ευσεβέστατη μητέρα του.
Οι τελευταίες ημέρες της Μόνικας
Η χαρά την οποίαν δοκιμάζει η Μόνικα κατά την οριστική επιστροφή του υιού της εις τον Χριστό, είναι απερίγραπτος. Και αυτή και αυτός δοξάζουν τον Θεό. Αλλά διά να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου ο ιερός Αυγουστίνος εις την μελέτη της αγίας Γραφής απερίσπαστος, αποφασίζουν να επανέλθουν εις την πατρίδα των.
Επιστρέφουν εις την Ρώμη. Αλλ’ εκεί καταλαμβάνει την μητέρα θανατηφόρος ασθένεια, ίσως λόγω των μόχθων και των συγκινήσεων, τας οποίας είχε δοκιμάσει διά την επιστροφή του υιού της. Η ασθένεια της επιδεινώνονταν. Η ημέρα πλησιάζει, οπότε έμελλε να απέλθει του παρόντος κόσμου και ο Αυγουστίνος μόνος με ταύτη υπάρχων, άρχισε να συνομιλεί μετ’ αυτής διά το κάλλος της ουρανίου ζωής και της αιωνίου ευφροσύνης. Εις ταύτα προσέθεσε η μακαρία Μόνικα:
«Υἱέ μου, ἐμέ οὐδέν πλέον θέλγει εἰς τήν παροῦσαν ζωή. Ἀγνοῶ ποῖος δύναται νά εἶναι εἰς τό ἑξῆς ὁ προορισμός μου, διότι ἡ ἐλπίς τῆς περαιτέρω ζωῆς ἔχει καταναλωθῆ. Δί’ ἕνα καί μόνον ἐπόθουν νά μείνω ἀκόμη ὀλίγον εἰς τήν ζωή, διά νά σέ ἴδω Χριστιανόν καί ὕστερον νά ἀποθάνω. Ὁ Θεός μοί παρεχώρησε περισσότερον τοῦτο παρ’ ὅσον ἐζήτησα, καί ἰδού σύ τώρα εἶσαι δοῦλος ἰδικός του, περιφρονῶν τά ἀγαθά τῆς γής. Τί θά κάμω πλέον ἐδῶ;»
Η ασθένεια προχωρεί και ο πυρετός εξακολουθεί. Έχασε πλέον τας δυνάμεις της. Κάλεσε τότε ο Αύγουστος τον αδελφό του διά να τον ενισχύσει. Διότι τώρα αρχίζει η θλίψις εις την καρδία του Αυγουστίνου, καθ’ όσον εγγίζει το τέλος της προσφιλούς μητρός του. Ενώ επί τόσα έτη την έθλιβε, ήδη αρχίζει βαθέως να συγκλονίζεται, διότι θα χάση μίαν τοιαύτην μεγαλόφρονα και στοργική μητέρα. Όσον δε την έβλεπε να φθίνει από την ασθένεια, κατετήκετο.
Η Μόνικα έπειτα από λήθαργο ανοίγει τους οφθαλμούς της και βλέπει τους δύο υιούς της καταθλιμμένους και καθηλωμένους υπό της λύπης. Τούς συμπαθεί και τους παρηγορεί λέγουσα:
«Μή λυπεῖσθε ἦλθε τό τέλος εἰς ἐμέ. Θά ἐνταφιάσητε ἐδῶ τήν μητέρα σας.»
Η αναγγελία αυτή ως μάχαιρα διστόμος εισήλθε εις την καρδία του Αυγουστίνου. Ο αδελφός του καταλυπημένος ψιθυρίζει, ότι καλόν είναι να την θάψουμε εις την πατρίδα μας. Αυτήν την επιθυμία είχε εκδηλώσει άλλοτε η ίδια. Τέλος περιγράφων τον θάνατον της ο Αυγουστίνος, λέγει:
«… ἐννέα ἥμερες κατά τήν ἀσθένειά της, κατά τό πεντηκοστό ἕκτον ἔτος τῆς ἡλικίας της, κατά τό τριακοστό τρίτον της ἰδικῆς μου, τῷ (387 μ.Χ.) ἡ θεία ἐκείνη ψυχή ἀπηλλάγη τοῦ σώματος. Ἔκλεισα τούς ὀφθαλμούς της. Ὀξυτάτη ὀδύνη διέσχισε τήν καρδία μου. Θρήνησα ἐπί τίνας ὥρας τήν μητέρα μου, νεκράν ἐπί τινά χρόνον εἰς τούς ὀφθαλμούς μου. Τήν μητέρα μου, ἡ ὅποια μέ ἐθρήνησεν ἔτη μακρά διά νά ζήσω ἐνώπιόν Σου, Ὤ Θεέ μου.»
Αλλά εκεί ένθα κατανάλωσε σχεδόν ολόκληρο την ζωή της, πλέον των είκοσι ετών, είναι η διαρκής και αδιάκριτος προσπάθεια διά τον υιό της Αυγουστίνο, ο οποίος παρουσίαζε ένα βίο εντελώς ανώμαλο. Από μικρής ηλικίας εμφυτεύει τα σπέρματα της ευσεβείας εις την καρδία του υιού της. Ατυχώς το διεφθαρμένο περιβάλλον τα συμπνίγει. Η Μόνικα δεν απελπίζεται, αδιακόπως παρακολουθεί τον υιό της. Τον συμβουλεύει, τον νουθετεί και κυρίως προσεύχεται. Προσεύχεται αδιακόπως. Τα δάκρυά της σπείρονται ανά πάν βήμα του βίου της. Προσεύχεται και ελπίζει και όταν ο υιός της έφτασε εις ηλικία 25 ετών. Προσεύχεται και οπόταν ο υιός της πάτησε τα 30 έτη, εξακολουθεί και κατόπιν να προσεύχεται. Ουδέποτε κάμπτεται προσευχομένη. Δεν οργίζεται ουδέποτε κατά του υιού της, όπως κάμνουν μερικές απερίσκεπτες μητέρες. Δεν μεμψιμοιρεί κατά του Θεού, ούτε υβρίζει εκείνους, οι οποίοι παρασύρουν τον υιό της.
Εξακολουθεί διά της προσευχής να ζητάει την θαυμάσια μεταβολή του υιού της. Την προσευχή της, την συνοδεύει με άγιο βίο, με διαφόρους αγαθοεργίας και επιτέλους όταν ήτο ο υιός της 33 ετών, επιστρέφει τελειωτικώς προς τον Χριστό και αποστρέφεται οριστικώς την αμαρτία. Αφιερώνεται ολοψύχως εις τον Θεό, ο Αυγουστίνος. Η Εκκλησία εκτίμησε τις σπάνιες αρετές του τον κάμνει κληρικό και τέλος τον ανυψώνεις εις το ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα του Επισκόπου. Την μνήμην του η άγια Εκκλησία εορτάζει την 15 Ιουνίου.
Ώ, πόσον παρηγορητικές είναι αυτές οι γραμμές! Πόσον συγκινητική είναι η διήγησης αυτή! Εάν εσύ, η οποία αναγινώσκεις ταύτα είσαι σύζυγος και υποφέρεις και βασανίζεσαι από τον σύζυγο σου μελέτησε προσεκτικός τους προγραφέντες τρόπους της μακαρίας Μόνικας και όχι μόνον θα παρηγορηθείς, αλλά και θα διορθώσεις τον σύζυγο σου. Εάν είσαι νύμφη και έχεις απότομο και υπερήφανο πεθερά, μιμήσου την Μόνικα, και ασφαλώς θα καταπραΰνεις την πενθερά σου και θα προσελκύσεις την καρδία της τόσον, ώστε να σε αγαπήσει. Εάν δε είσαι τεθλιμμένη μητέρα από την φαύλη διαγωγή των τέκνων σου. Μεταχειρίσου την μέθοδο, την οποίαν χρησιμοποίησε η μητέρα του Αυγουστίνου, προσεύχου και πάλιν προσεύχου. Έλπιζε και πίστευε και ανυπερθέτως μίαν ημέρα, εάν συνοδεύσεις τις προσευχές σου με άγιο βίο, ασφαλώς ο υιός σου, ή οι υιοί σου, θα γίνουν υποδείγματα βίου ενάρετου εις την κοινωνία.
Εάν είσαι νέος, ο οποίος έτυχε από τις κακές συναναστροφές να παρασυρθείς, να κατρακυλήσεις εις παρεκτροπές ηθικές μη νομίσεις ποτέ, ότι δεν σε δέχεται ο Χριστός. Επίστρεψε, διάκοψε τις σχέσεις τις αμαρτωλές, μελέτησε το Ευαγγέλιο του, πλησίασε τον Ιησού μας και προθυμότατα θα σε δεχτεί. Άφησε ελεύθερη την καρδία σου να την θερμάνει η ζωογόνος πνοή του Ιησού.
Πηγή: augoustinos.wordpress
«Ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43)
Μετά από σφοδρές μάχες σε περιοχές της Συρίας όπου κατοικούν κυρίως Δρούζοι, το Ισραήλ προφανώς παρενέβη στη σύγκρουση. Ο πρωθυπουργός Νετανιάχου κάνει λόγο για προειδοποίηση προς τους εξτρεμιστές. Οι λεπτομέρειες αρχικά παρέμειναν ασαφείς.
Η Αγία Ξενία, γεννήθηκε το 291 μ.Χ. στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου. Οι γονείς της Αγίας ονομαζόταν Νικόλαος και Δέσποινα. Ήσαν και οι δύο Χριστιανοί και πολύ ευσεβείς και πάντα προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί δεν ήσαν καλαματιανοί και προέρχονταν από τα Ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξαιτίας όμως των μεγάλων διωγμών, πού γίνονταν εκείνα τα χρόνια εναντίον των Χριστιανών, έφυγαν από εκεί και ήλθαν στην Καλαμάτα. Εγκαταστάθηκαν σ’ ένα αγροτικό κτήμα, έξω από την πόλη, ο πατέρας της Αγίας ήταν γεωργός.
Εκεί, λοιπόν, απέκτησαν και την χαριτωμένη θυγατέρα τους, την Ξενία. Η μικρή κόρη από τα πρώτα της χρόνια άρχισε να ξεχωρίζει από τις άλλες n συνομήλικες κοπέλες. Αυτή έμενε μέσα στο σπίτι με την μητέρα της. Άκουγε τις συμβουλές και τις διδασκαλίες, πού της έδινε η ευλαβής μητέρα της, για την πίστη του Χριστού και τους Αγίους.
Ενάρετη Νέα
Η Ξενία ήταν στην μορφή ωραιότατη. Ήταν υψηλή με ξανθά και μακριά μαλλιά και λυγερή κορμοστασιά. Ανθούσε πάντα στο πρόσωπο της το παρθενικό και αθώο χαμόγελο, η καλοσύνη και η χριστιανική απλότητα. Λόγω όμως της μεγάλης φτώχειας τους, η Ξενία δεν επήγε στο σχολείο. Αλλά έμαθε απλώς ανάγνωση από την μητέρα της για να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Κάθε Κυριακή η Αγία δεν έλειπε από την Εκκλησία. Ήταν η μακαρία πολύ φιλακόλουθη. Από μικρή νήστευε και προσευχόταν πολύ. Καθώς προχωρούσε η ηλικία της Αγίας, μεγάλωναν και πλήθαιναν και οι αρετές της.
Έδειχνε μεγάλη συμπάθεια στους φτωχούς, στις χήρες και ατά ορφανά. Ήταν πονόψυχη. Εάν καμιά φορά ερχόταν κανένας φτωχός και ζητούσε ελεημοσύνη, του έδινε ότι είχε. Πολλές φορές, μάλιστα, καθόταν νηστική η ιδία για να προσφέρει το φαγητό της στους φτωχούς. Ο πονηρός, όμως, πού δεν ανεχόταν να βλέπει την Ξενία να προοδεύει στην αρετή, θέλησε να την παρασύρει στην αμαρτία και την ανηθικότητα. Της έφερε πολλούς και διαφόρους πειρασμούς για να την σκανδαλίσει.
Η παγίδα
Την εποχή εκείνη έπαρχος στην Καλαμάτα ήταν ο Δομετιανός. Ήταν άνθρωπος, πού φημιζόταν για την σκληρότητά του και τους κακούς του τρόπους. Αυτός μια μέρα επέστρεφε από το κυνήγι και συνάντησε στον δρόμο την όμορφη Ξενία. Μόλις ο Δομετιανός αντίκρισε τη νέα, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και το ωραίο της παράστημα. Τρελάθηκε. Κεραυνοβόλο έρωτα του έβαλε ο σατανάς για την νέα. Τόσο μάλιστα γοητεύθηκε από την ομορφιά της, ώστε θέλησε να την πάρει γυναίκα του. Της το πρότεινε. Η Ξενία αρνήθηκε.
Δεν μπορούσε ποτέ αυτή να πάρει έναν ειδωλολάτρη. Σκέφθηκε τότε ο Δομετιανός να την κατακτήσει, καταφεύγοντας σε κάποιο ονομαστό μάγο της εποχής. Προσπάθησε κι εκείνος με τα μάγια του, αλλά αυτά δεν έπιαναν την Ξενία. Η Αγία, με την δύναμιν του Τιμίου Σταυρού, φυλάχθηκε αβλαβής από κάθε δύναμη του πονηρού. Τούς πιστούς, τους ανθρώπους του Θεού, δεν τους πιάνουν τα μάγια. Τα μάγια πιάνουν όσους είναι μακριά από το Θεό και τα μυστήρια.
Βλέποντας όμως ο Δομετιανός, ότι το σατανικό σχέδιο του μάγου απέτυχε, μεταχειρίσθηκε την βία. Διέταξε να φέρουν την Αγία μπροστά του στο Διοικητήριο. Ενώ οδηγούσαν την Αγία εκεί, αυτή σ’ όλο τον δρόμο προσευχόταν. Παρακαλούσε το Θεό να την φυλάξει και να της δώσει δύναμη, για ν’ αντιμετωπίσει με χριστιανικό θάρρος τον ασεβή έπαρχο.Και έτσι να μπορέσει κι αυτή να πάρει τον στέφανο του μαρτυρίου. Όταν έφθασε στο Διοικητήριο η Αγία, ο έπαρχος διέταξε να την φέρουν μπροστά του και την ερώτησε ποια είναι και ποια είναι η θρησκεία της. Και αποκρίθηκε με θάρρος:
› Ονομάζομαι Ξενία. Είμαι κόρη Χριστιανών γονέων. Κατάγομαι απ’ αυτήν εδώ την πόλη κι εύχομαι ολόψυχα να αξιωθώ να γίνω δούλη του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Τότε ο Δομετιανός προσπάθησε με άλλον τρόπον να την παρασύρει.
› Σου υπόσχομαι, της είπε, δώρα και ζωή ονειρώδη, εάν δεχτείς ν’ αλλάξεις την πίστη σου στον Εσταυρωμένο και να γίνεις σύζυγος μου. Εάν όμως δεν υπακούσεις στην θέληση μου, τότε σε περιμένουν βασανιστήρια, σκληρές τιμωρίες και στο τέλος φρικτός θάνατος. Σκέψου και πράξε.
› Δεν με τρομάζουν, έπαρχε, του αποκρίθηκε, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε ακόμη και αυτός ο σκληρός θάνατος με τα οποία με φοβερίζεις. Θα τα υπομείνω όλα με θάρρος και καρτερικότητα, για να ενωθώ μια ώρα γρηγορότερα με τον Νυμφίο μου Χριστό.
Τρομερά βασανιστήρια
Μόλις άκουσε ο Δομετιανός τα λόγια αυτά της Ξενίας, θύμωσε πολύ. Διέταξε να κλείσουν την Αγία μέσα σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο. Εκεί όλη τη νύχτα η Αγία προσευχόταν στο Χριστό να την δυναμώσει. Την επομένη ήλθε ο έπαρχος στο σκοτεινό θάλαμο και προσπάθησε, έστω και διά της βίας, να την πείσει να γίνει γυναίκα του. Οικτρά, όμως απατήθηκε και αυτή τη φορά, διότι η Αγία αρνήθηκε κάθε πρόταση, βρίζοντάς τον για την ελεεινή διαγωγή του, πού έδειχνε. Τότε ο έπαρχος γεμάτος οργή και τυφλωμένος, όπως ήταν, από το πάθος του, άρπαξε την αγία από τα μαλλιά και την παρέδωσε στους φύλακες. Τούς διέταξε να την γυμνώσουν και να την βασανίσουν σκληρά.
Την άρπαξαν και την κρέμασαν και επί πολλή ώρα την κτυπούσαν. Της τσακίσανε με τα ξύλα τα πλευρά. Η Αγία όμως άντεξε στο σκληρό μαρτύριο. Έπειτα της έκοψαν τους μαστούς. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Κατόπιν της έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες τις πληγές, αλλά και ολόκληρο μαζί το σώμα της Αγίας. Οι φλόγες είχαν ζώσει το άχραντο σώμα της Αγίας. Αυτή όμως προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να της δώσει μέχρι τέλους δύναμη και θάρρος για να αντιμετωπίσει την αγριότητα του έπαρχου.
Ο Θεός την άκουσε και επενέβη αμέσως. Και τότε συνέβη το παράδοξο θαύμα. Η Αγία, ενώ οι φλόγες την είχαν ζώσει, το σώμα της δεν καιγόταν, γιατί μαζί της ήλθε και παραστεκόταν Άγγελος Κυρίου, πού την δρόσιζε. Απέκαμαν να την καίγουν οι στρατιώτες, χωρίς όμως και να μπορούν να την κάψουν. Τέλος ο ασεβής τύραννος διέταξε να λύσουν την Αγία και να την κλείσουν πάλι στον πρώτο θάλαμο.
Της παρουσιάστηκε ο Χριστός
Την νύχτα, πού η Αγία προσευχόταν, είδε κάποιο ουράνιο, γλυκύτατο φώς, να φωτίζει όλον τον θάλαμο. Και ξαφνικά παρουσιάσθηκε μπροστά της ο Σωτήρας μας, λέγοντάς της:
› Μη φοβάσαι τα βάσανα, διότι η χάρις μου θα σε προστατέψει και θα σε γλυτώσει από κάθε πειρασμό.
Συγχρόνως όμως, την θεράπευσε από κάθε πληγή και αμέσως έγινε άφαντος. Το άλλο πρωί οι στρατιώτες του έπαρχου έφεραν την Αγία πάλι μπροστά του. Αυτός, μόλις την είδε θεραπευμένη από κάθε πληγή, θαύμασε και της είπε:
› Βλέπεις, Ξενία, πόσο σε αγαπούν οι μεγάλοι θεοί; Για να μη χάσης την ωραιότητα σου, σου γιάτρεψαν τις χθεσινές, πληγές. Και συ τόσο αχάριστη είσαι, ώστε δεν θυσιάζεις προς τιμήν τους και δεν τους προσκυνάς.
› Όχι οι θεοί σου, αλλά ο αληθινός Θεός, πού εγώ πιστεύω, με γιάτρεψε από τις πληγές.
Συντρίβει τα είδωλα
Ο άρχοντας όμως επέμεινε να θυσιάσει. Η Αγία τότε δέχθηκε να πάει μαζί του στον ναό των ειδωλολατρών. Μόλις έφθασαν εκεί, η Ξενία στάθηκε στην μέση του ναού και άρχισε θερμή προσευχή προς τον Χριστό. Παρεκάλεσε στην προσευχή της τον Κύριο, να γκρεμίσει και να αφανίσει τα άψυχα είδωλα, για να γνωρίσουν όλοι αυτοί, πού παρευρίσκονταν εκεί τον αληθινό Θεό και την δύναμη Του. Πράγματι! Προτού η Αγία τελειώσει την προσευχή της, έγινε μεγάλος σεισμός και γκρεμίσθηκαν μπροστά τους όλα τα είδωλα, τα αγάλματα.
Ο Δομετιανός, βλέποντας το θαύμα, τα έχασε και αντί να πιστέψει στον αληθινό Θεό, έγινε ο ταλαίπωρος εκτός εαυτού. Διέταξε να επαναλάβουν τις τιμωρίες. Την έκαψαν πάλι την Αγία, με αναμμένες λαμπάδες, όπως και την προηγουμένη ημέρα, αλλά τώρα με περισσότερη σκληρότητα.
Βλέποντας ο έπαρχος, ότι δεν πετύχαινε τίποτε, σκέφθηκε άλλον τρόπο για να βασανίσει την νεαρή κόρη. Διέταξε κι έφεραν ένα άλογο. Έδεσαν την Αγία στα πίσω πόδια του αλόγου και την έσυρε κατόπιν το άλογο, σε μέρη γεμάτα από μυτερές πέτρες. Αλλά και τότε δεν την άφησε αβοήθητη ο Κύριος την Αγία. Και να τι συνέβη. Όταν έδεσαν την Αγία και άφησαν ελεύθερο το άλογο, αυτό αντί να ορμήσει και να τρέξει, όπως σκέφθηκε ο τύραννος, δεν κινήθηκε καθόλου από την θέση του, παρά τα κτυπήματα των στρατιωτών. Παρατηρώντας ο Δομετιανός, το γεγονός αυτό, πήρε ο ίδιος τα χαλινάρια του αλόγου και κεντούσε το άλογο να τρέξει. Αλλά τότε έγινε το μεγάλο θαύμα. Το άλογο, όπως η όνος του Βαλαάμ, έβγαλε ανθρώπινη φωνή και επέπληξε τον έπαρχο για την αγριότητα και τα βασανιστήρια, πού έκαμε στην νεαρή κόρη. Την ίδια στιγμή λύθηκαν τα σχοινιά, πού ήταν δεμένη η Αγία, και Άγγελος Κυρίου την έστησε όρθια στα πόδια της. Όλοι τότε, όσοι είδαν το θαύμα, επίστεψαν στο Θεό της Ξενίας και τον δόξαζαν. Μόνον ο σκληροτράχηλος έπαρχος δεν μετανόησε. Διέταξε μάλιστα, για μια ακόμη φορά, να ρίξουν την Αγία στην σκοτεινή φυλακή.
Ήταν μεσάνυχτα και η Ξενία προσευχόταν. Ξαφνικά ο θάλαμος φωτίσθηκε από θειο φως. Πριν όμως προφθάσει να καταλάβει τί συνέβαινε, εμφανίζεται ο Κύριος ανάμεσα από λαμπροφορεμένους Αγγέλους. Tης λέγει:
› Ξενία, μη φοβάσαι. Λίγο ακόμη και ο αγώνας σου θα έχει καλό τέλος.
Μετά από αυτά τα λόγια, ο Κύριος έγινε άφαντος. Παρέμεινε μόνο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο μια ωραία ευωδία. Την άλλη ημέρα επισκέφθηκε την Αγία πάλι ο τύραννος και προσπάθησε τώρα με λόγια κολακευτικά να την κάμει να θυσιάσει στους θεούς του. Η Αγία όμως δεν υπεχώρησε και του είπε:
› Άκουσε, τύραννε, θα είναι καλύτερα να κάμεις, ότι έχεις στο νου σου, μια ώρα γρηγορότερα. Έτσι θα με ενώσεις ταχύτερα με τον μεγάλο μου Νυμφίο.
Ξίφει τελειούται
Πείσθηκε επί τέλους ο απαίσιος τύραννος, ότι δεν θα κατόρθωνε με τίποτε τον σκοπό του. Εξέδωσε τότε την έξης καταδικαστική απόφαση για την Αγία:
«Επειδή η Ξενία αρνείται να θυσιάσει στους θεούς, διατάσσω να θανατωθεί με ξίφος και ν’ αφαιρεθεί η καρδιά της και την βάλουν μέσα σ’ ένα πιάτο, το δε σώμα της να κοπεί σε πολύ μικρά κομμάτια και ριχτεί μαζί με πίσσα μέσα σε φωτιά για να καεί τελείως.»
Πράγματι! οι στρατιώτες, σύμφωνα με τη διαταγή του έπαρχου, παρέλαβαν την Αγία και την πήγαν έξω από την πόλη. Ζήτησε εκεί η Αγία από τους στρατιώτες, μέχρις ότου ετοιμάσουν τα σύνεργα για το μαρτύριο, να την αφήσουν να προσευχηθεί. Δεν της επέτρεψαν. Αλλά η Αγία γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται προς τον ουράνιο Πατέρα. Ζήτησε από τον Κύριο, αυτή να είναι η τελευταία της ημέρα. Ζήτησε επί πλέον να συγχωρήσει και αυτούς, πού θα την θανάτωναν, χαρίζοντάς τους την θεία φώτιση, για να μετανοήσουν. Μόλις απέσωσε την προσευχή της η Αγία, ακούσθηκε από ψηλά μια φωνή βροντερή πού έλεγε:
› Άκουσα την προσευχή σου, Ξενία. Θα γίνει, όπως θέλεις.
Τότε η Αγία, με μεγάλη χαρά, είπε στον δήμιό της να εκτελέσει την διαταγή του έπαρχου. Έσκυψε το κεφάλι της, για να δεχτεί ευκολότερα το χτύπημα. Ο στρατιώτης με φόβο, έκοψε το κεφάλι της Αγίας γυναίκας. Ήταν 3η Μαΐου 318 μ.Χ. Μαρτύρησε σε ηλικία 27 ετών. Σύμφωνα με την διαταγή του έπαρχου, τεμάχισαν το σώμα της και το έριξαν στη φωτιά. Την καρδιά της όμως την έβαλαν μέσα σ’ ένα πιάτο και την έφεραν στον μιαρό έπαρχο. Την ώρα όμως, πού το σώμα της καιγόταν, μεγάλη και ωραία ευωδία έβγαινε απ’ αυτό! Μοσχοβόλησε όλη η περιοχή.
Η θεία δίκη όμως δεν άφησε ατιμώρητο τον σκληρό έπαρχο. Κάποια ημέρα πού βγήκε για κυνήγι, έπεσε ένας κεραυνός και κατάκαψε το σώμα του. Κάηκε και αυτός, όπως έκαψε την Αγία Ξενία.
Ευχή της Αγίας Ξενίας
Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ο ρυσάμενος με εκ χειρός του αποστάτου Δομετιανού. Ο επαμβλύνας πάσας τάς κατ΄εμού επινοίας και μηχανάς αυτού. Ο τη αηττήτω δυνάμει του Σταυρού Σου κατασφαλίσας με και σώαν εκ του διασυρμού των ίππων διαφυλάξας. Ο παρασχών μοι την ισχύν καταβαλείν τον πολυμήχανον εχθρόν εν τω σκάμματι του μαρτυρίου. Αυτός και νυν, Δέσποτα, λύτρωσαι την μιανθείσαν ταις βιοτικαίς ηδοναίς ψυχήν μου εκ του βυθού της απωλείας, εν τω απέρχεσθαι με εκ του φθαρτού τούτου κόσμου, και δια της μετανοίας καθαράν παράστησον προ του αδεκάστου και φρικτού βήματός σου. Δός δόξαν τω ονοματί Σου και ενισχυσόν με έως τέλους κατισχύσαι των ορατών και αοράτων εχθρών μου. Παντί δε τω επικαλουμένω Σε μετά πίστεως, δι’ εμού της δούλης Σου Ξενίας, ή την ημέραν της προς Σε τον αθάνατον και μόνον αληθινόν Θεόν εκδημίας μου μεμνημένω και ταύτην εορτάζοντι ή την εμήν εικόνα κατέχοντι και ταύτη πιστώς προσπελάζοντι, ή την δέησίν μου ταύτην αναγινώσκοντι και το μαρτύριον μου μελετώντι βοήθειαν εν παντί και ψυχικήν σωτηρίαν. Και ως έλυσας Κύριε, πάσαν κατ΄εμού του απεχθούς τυράννου μου μαγείαν και επαοιδίαν και ανωτέραν της επηρείας αυτών ετήρησσάς με, ούτως αφάνισον τη ανυπερβλήτω και κραταιά δυνάμει σου, και εκ του δούλου σου (όνομα πασχόντος), του αιτούντος βοήθειαν παρά Σού, δι΄εμού της ταπεινής Σου δούλης, πάσαν γοητείαν ή μαγγανείαν, πάσα φαρμακείαν ή επαοιδίαν και πάσαν βασκανίαν ή αστρομαντείαν, εν παντί αντικειμένω ή τόπω ανήκοντι αυτώ γενομένην, εν τω αιθέρι , εν τη γή και υποκάτω της γής, εν τω αέρι, εν τοις γλυκέσιν ύδασι των λιμνών και ποταμών και των φρεάτων και τοις αλμήεσι των θαλασσών. Και όν τρόπον εκρύπτει ο άνεμος χνούν από προσώπου της γής, ούτω διασκορπισθήτωσαν και αφανισθήτωσαν και λυθήτωσαν υπό των φθονερών ανθρώπων της μαγείας έργα, τα δι΄επικλήσεως του μισοκάλου δαίμονος ένθα κείνται και ώτινι τρόπω ή σημείο ή οργάνω ή ύλη ποιηθέντα και εν οιωνδήτινι αριθμώ μετρηθέντακαι ώτινι των αστερισμών κατονομασθέντα εν νυκτί ή εν ημέρα εν τω φωτί ή εν τω σκότει. Απάλλαξον δε πάσης της εξ αυτών επηρείας τον προς Σε τον φιλάνθρωπον και εύσπλαχνον Θεόν καταφυγόντα πιστόν δούλον σου (όνομα πασχόντος) και την ταπεινή σου Μάρτυρα Ξενίαν εις πρεσβείαν προσάγοντα, παντός ψυχικού και σωματικού δεσμού ή ασθενείας ή γοητείας ή μαγγανείας ή αστρολογίας ή νεκρομαντείας ή επαοιδίας και βλάβης του πονηρού δι΄έργου ή διά λόγου ή διά δαιμόνων ή δι΄ανθρώπων ενεργηθείσης. Τήρησον αυτόν φυλάττοντα τάς εντολάς σου και αβλαβή πάσης των πονηρών πνευμάτων κακώσεως, και αξίωσον γενέσθαι μέτοχον των αιωνίων Σου αγαθών, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. ᾿Αμήν
(Πηγή: «Η Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή, προστάτης των καρδιοπαθών και κατά της μαγείας. 3 Μαΐου», Χώρα Του Αχωρήτου)
Θαύματα της Αγίας Ξενίας
Πολλά θαύματα έκανε η Αγία. Αναφέρω όμως λίγα εδώ, είναι μια μικρή εικόνα της μεγάλης δυνάμεως της Αγίας.
1. Θεραπεύει την Πατρινιά
Εκείνο τον καιρό ήταν άρρωστη από σοβαρή αρρώστια μια γυναίκα από την Πάτρα. Την έλεγαν Μαρία. Οι γιατροί, τους όποιους είχε επισκεφτεί η άτυχη άρρωστη, δεν μπορούσαν να διαγνώσουν την αρρώστια της και να την θεραπεύσουν. Η άρρωστη, όμως, είχε μεγάλη πίστη. Δεν έπαψε να επικαλείται τον Θεό και τους Άγιους Μάρτυρες, για να την κάμουν καλά. Κάποια ημέρα ήλθε από την Καλαμάτα μια εξαδέλφη της, για να την δει. Μόλις είδε την κατάσταση, πού βρισκόταν η άρρωστη, της συνέστησε να πάει στην Καλαμάτα και να ζητήσει την βοήθεια της Αγίας Ξενίας. Μόλις η άρρωστη έμαθε για την Αγία Ξενία, άρχισε να προσεύχεται σ’ αυτήν νύχτα και ημέρα. Παρακαλούσε την Αγία Ξένια, να την απαλλάξει από την βαριά ασθένεια της.
Την άκουσε η Αγία και μια νύχτα η άρρωστη βλέπει την Αγία στον ύπνο της να της λέγει:
› Αν με συναντήσεις, θα λυθείς από την ασθένεια σου και θα θεραπευτείς.
Χαρούμενη ξύπνησε η γυναίκα και διηγήθηκε το όνειρο στον άνδρα της. Αυτός, χωρίς να χάση καιρό, την έφερε στον νεόκτιστο Ναό της Καλαμάτας, πού ήταν αφιερωμένος, στη μνήμην της Αγίας Ξενίας. Εκεί η γυναίκα σπάσθηκε την εικόνα της Αγίας και ανεγνώρισε την Αγία. Ήταν ακριβώς, όπως την είχε δη στο όνειρο της.
Την τρίτη ήμερα η Αγία φάνηκε πάλι στον ύπνο της. Της φάνηκε, σαν να έπαιρνε λάδι από το κανδήλι της και της άλειφε το σώμα της. Ξύπνησε η γυναίκα και κατάλαβε, ότι ήταν τελείως καλά! Δόξασε τότε τον Θεό και την μεγαλομάρτυρα Ξένια, πού την έσωσε από την φοβερή αρρώστια.
2. Στέλλει τον σεληνιασμένο στον Ιερέα
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας θεράπευσε η Αγία τον γιό κάποιου γεωργού, πού έπασχε από σεληνιασμό. Μόλις τον έπιανε το πάθος του, φώναζε:
› Η Αγία Ξενία με παιδεύει.
Ο πατέρας και η μητέρα του ζητούσαν πάντοτε και συνεχώς, την βοήθεια της Αγίας. Τότε η Αγία παρουσιάσθηκε στον ύπνο της μητέρας του αρρώστου, και την συμβούλεψε να καταφύγει στον ιερέα της ενορίας τους. Της έδωσε όμως υπόσχεση, ότι και αυτή θα βοηθούσε να γίνει καλά το άρρωστο παιδί της. Όταν ξύπνησε η γυναίκα, έκανε ότι της είπε η Αγία. Μέσα σε λίγο χρόνο το παιδί τους έγινε εντελώς καλά.
3. Και αλλά θαύματα
Κατά τον ίδιο τρόπο, θεραπεύθηκε και άλλος παράλυτος, πού λεγόταν Νικόλαος. Και αυτός είχε ζητήσει την βοήθεια της Αγίας και τον άκουσε. Του έδωσε την υγεία του και ο παράλυτος σηκώθηκε και περπατούσε και εργαζόταν, όπως και πριν παραλύσει.
Κάποια δε νεαρή γυναίκα, πού έπασχε από παράλυση του προσώπου, έγινε τελείως καλά, ευθύς ως ζήτησε την βοήθεια της Αγίας Ξενίας.
Έτσι πολλοί καταφεύγουν στην Αγία και βρίσκουν την υγεία τους. Πολλούς θεραπεύει, πού πάσχουν από παράλυση, σεληνιασμό, ασθένειες της καρδιάς, εξανθήματα και αρρώστιες των νεύρων.
(Πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Αγία Ξενία», Ιερά Δέησις)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Βαφαῖς τῶν αἱμάτων σου, φαιδράν στολήν σεαυτή, Ξενία, ἐπέχρωσας, παρισταμένη Χριστῷ ὡς νύμφη πανάσπιλος, εἴληφας δέ τήν χάριν, μαγγανείας τοῦ λύειν, δαίμονας ἐκδιώκειν, καί τάς νόσους ἰάσθαι. Ἱκέτευε ἐκτενῶς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τά ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ροαῖς, τόν σόν ἐχθρόν ἀπέπνιξας, Ξενία, τό πῦρ, τῆς πλάνης ἐναπέσβεσας καί Χριστῷ παρίστασαι. Ὅθεν πόθω πάντες σοί κράζομεν, ἐκτενῶς μή παύση ἀεί, πρεσβεύουσα Μάρτυς, ὑπέρ πάντων ἠμῶν.
Μεγαλυνάρια
Χαίροις τῶν καλούντων σέ βοηθός, καί παραμυθία, θλιβομένων ἡ ταχινή, χαίροις καθαιρέτις παντός μαγείας εἴδους, ἐξ ἤς τους σέ τιμώντας, Ξενία, φύλαττε.
Τούς ἀσπαζομένους πανευλαβῶς, Μάρτυς στεφανηφόρε, τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν, νόσων τῆς καρδίας, καί νεύρων ταῖς λιταίς σου, καί σεληνιασμοῦ τέ, Ξενία, φύλαξον.
Στίχος
Ξενίας ὤφθης ἐργάτις, ὤ Ξενία, Ξενία, σεμνή, οὐρανῶν σύ ποθοῦσα, Ξενία τρίτη καμίνω βλήθη τμηθεῖσα.
Πηγή: Χώρα Του Αχωρήτου, Ιερά Δέησις
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...