«Γ. Δικαίος Παππάς Φλέσσας«, Προσωπογραφία του Γρηγορίου Δικαίου – Παπαφλέσσα, ελαιογραφία σε μουσαμά του Διονυσίου Τσόκου, 1862.
(πηγή: https://nhmuseum.gr/tmimata/mesa-stis-sylloges-tou-mouseiou/item/450-gdikaiospappasflessasprosopografiatougrigorioudikaiou-papaflessaelaiografiasemousamatoudionusioutsokou1862)
Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ ΣΤΙΣ 20 ΜΑΪΟΥ 1825
Γράφει ο διεθνολόγος και καθηγητής στρατιωτικών σχολών, Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος.
Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, το 1786 ή το 1788. Ήταν το τελευταίο παιδί του Δημητρίου Δικαίου, ο οποίος είχε άλλα 27 παιδιά από δύο γάμους! Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Φλέσσας, ενώ το «Δικαίος» ήταν μοναστηριακός τίτλος που εσήμαινε τον επιστάτη ή διαχειριστή μοναστηριού ή ασκητηρίου.
Ο νεαρός Γεώργιος (όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα) φοίτησε στη Σχολή της Δημητσάνας, αλλά ουδέποτε ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το 1816, έγινε μοναχός στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα. Εκεί, πήρε το όνομα Γρηγόριος. Διεφώνησε, όμως, με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς και μετέβη στο μοναστήρι της Ρεκίτσας. Αλλά και στο νέο μοναστήρι δεν έμεινε επί μακρόν. Αυτή την φορά αιτία ήταν ο τσακωμός του με έναν Τούρκο αξιωματούχο για τα περιουσιακά στοιχεία της μονής. Εγκατέλειψε, λοιπόν, την Πελοπόννησο για τη Ζάκυνθο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Λίγο μετά, έφυγε και από κει για την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε επαφές με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Την 21η Ιουνίου 1818, μυήθηκε (στην οικία των Αινιάνων στη συνοικία Θεραπειά) στην Φιλική Εταιρεία. Έφερε πλέον το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Έκτοτε, αφιερώθηκε στον αγώνα για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων και μύησε περισσότερους από 30 νέους Φιλικούς. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη αλλά ο Παπαφλέσσας ασχολήθηκε ελάχιστα με τα ιερατικά του καθήκοντα. Μετέβη στο Βουκουρέστι, όπου συνέταξε (μαζί με τον Γεώργιο Λεβέντη) το «Σχέδιον Γενικόν», τον Μάϊο του 1820. Αυτό προέβλεπε την εξασφάλιση της συμμαχίας των Σέρβων και των Μαυροβούνιων, καθώς και την εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Αυτές οι ενέργειες θα αποσπούσαν την προσοχή της Υψηλής Πύλης από τα τεκταινόμενα στον ελλαδικό χώρο, όπου θα ξεκινούσε ο Αγώνας. Πίστευε ακράδαντα ότι η επανάσταση έπρεπε να εκδηλωθεί το ταχύτερο δυνατόν, άποψη που εξέφρασε με παρρησία σε σύσκεψη μελών της Φιλικής Εταιρείας στο Ισμαήλιο.
Αυτή τελούσε υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και η συμμετοχή του Παπαφλέσσα καταδεικνύει το υψηλό του κύρος. Επίσης, έλαβαν μέρος ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Γιωργάκης Ολύμπιος, ο Χριστόφορος Περραιβός κ.α. Ο Παπαφλέσσας πρέσβευε την άποψη ότι ο Υψηλάντης έπρεπε να κατέλθει στην Πελοπόννησο το ταχύτερο δυνατόν. Ήρθε σε διαφωνία με αρκετούς από τους παρισταμένους, που ήσαν διστακτικοί. Τότε, παρουσίασε κάποια πλαστά έγγραφα προς ενίσχυση των θέσεών του, τα όποια «κατεδείκνυαν» ότι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ήσαν έτοιμοι να εξεγερθούν. Τα υπόλοιπα μέλη της Φιλικής Εταιρείας δυσπιστούσαν και απεφάσισαν τη μετάβασή του στον Μωρηά για διερεύνηση της καταστάσεως.
Ο Παπαφλέσσας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου απέπλευσε για το Αϊβαλί προκειμένου να προμηθευτεί πολεμοφόδια. Κατόπιν, μετέβη στην Ύδρα, όπου υπήρχαν αρκετοί υποστηρικτές των απόψεών του. Εντούτοις, ο Λάζαρος Κουντουριώτης και άλλοι προύχοντες ήσαν πολύ διστακτικοί για τον ξεσηκωμό. Το ίδιο κλίμα συνάντησε και στις Σπέτσες. Μετά πήγε στην Πελοπόννησο και έλαβε μέρος στη σύσκεψη της Βοστίτσας (νυν Αίγιο), στα τέλη Ιανουαρίου του 1821. Εκεί, εξέθεσε τις γνωστές απόψεις του, προσθέτοντας ότι ήταν εξασφαλισμένη η συνδρομή του Τσάρου δίχως όμως να βρει αρκετούς υποστηρικτές. Άλλωστε, ήσαν νωπές οι αναμνήσεις από τα «Ορλωφικά» και την εγκατάλειψη των Ελλήνων από τους Ρώσσους. Αντιθέτως, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ορισμένοι προύχοντες ετάχθησαν ανοικτά εναντίον του με αποτέλεσμα αυτός να τους απειλήσει ότι θα ξεκινούσε μόνος του την επανάσταση, έχοντας μαζί του αγρότες της περιοχής και Μανιάτες, στους οποίους θα έδινε όπλα.
Κατόπιν, επεσκέφθη διάφορα μέρη του Μωρηά, όπου παρουσιαζόταν άλλοτε ως δήθεν πατριαρχικός έξαρχος και άλλοτε ως εκπρόσωπος της Ανωτάτης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Προέβη σε αθρόες μυήσεις, συχνά παραβιάζοντας τους κανόνες της συνωμοτικότητας λόγω του υπέρμετρου ενθουσιασμού του. Αυτό, όμως, προκαλούσε και την καχυποψία πολλών προεστών, που γνώριζαν ότι θα ήταν τα πρώτα θύματα των τουρκικών αντιποίνων. Συναντήθηκε με τους Δεληγιανναίους και δεν υπήρξε σύγκληση απόψεων. Μάλιστα, ο Κανέλλος Δεληγιάννης καταφέρθηκε με βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον του στα Απομνημονεύματά του. Το ίδιο αρνητικός ήταν και ο Αναγνωσταράς, ο οποίος άφηνε υπονοούμενα για διασπάθιση των χρημάτων της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Παπαφλέσσας κατέφυγε στους Μαυρομιχαλαίους, τους οποίους και έπεισε, ίσως με την βοήθεια και του Κολοκοτρώνη, με τον οποίον γνωρίζονταν από παλιά, όπως έχει προαναφερθεί. Μοίρασε τα όπλα που έστειλαν οι Φιλικοί από τη Σμύρνη και προσεταιρίστηκε τον Νικηταρά. Ήταν στο πλευρό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κατά την απελευθέρωση της Καλαμάτας. Έκτοτε, ο Παπαφλέσσας πέταξε το ράσο και άρχισε να φοράει τη στολή του πολεμιστή. Πήγε σε διάφορα μέρη του Μωρηά για να παρακινήσει, να εμψυχώσει και να πολεμήσει. Συμμετείχε σε διάφορες μάχες και συμπλοκές στην ΒΑ Πελοπόννησο. Ήταν παρών στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς και στην παράδοση στους Έλληνες του Ακροκόρινθου. Έχει γραφεί ότι αυτός ήταν που δημιούργησε την πρώτη ελληνική σημαία, η οποία υψώθηκε στο διοικητήριο της Τριπολιτσάς. Πιο συγκεκριμένα, έσκισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του Παναγιώτη Κεφάλα να σκίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σχηματίστηκε ένας σταυρός, ο οποίος υψώθηκε μέσα σε ντελίριο ενθουσιασμού.
Δυστυχώς, όμως, ενεπλάκη στις εσωτερικές έριδες. Ετάχθη εξ αρχής κατά των προκρίτων και υπέρ του Υψηλάντη, τον οποίο θεωρούσε φυσικό αρχηγό του Αγώνα. Λέγεται ότι υπεκίνησε τη στάση των στρατιωτών απέναντι των συγκεντρωμένων προκρίτων στα Βέρβενα, ενώ κατηγορήθηκε για επιπόλαιους χειρισμούς που είχαν ως αποτέλεσμα την αρνητική πορεία της εξεγέρσεως στη Μολδοβλαχία. Έλαβε μέρος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και ονομάστηκε γερουσιαστής, στα τέλη του 1821. Τον επόμενο χρόνο, παρίστατο στην παράδοση του Ναυπλίου στους Έλληνες (τον Νοέμβριο), ενώ νωρίτερα συμμετείχε στις μάχες στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι.
Το 1823, συμμετείχε στην Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Την 17η Απριλίου του έτους εκείνου, αυτή τον εξέλεξε στη θέση του υπουργού Εσωτερικών. Ο Παπαφλέσσας παρέμεινε στο αξίωμα αυτό έως τον θάνατό του. Αργότερα (την 1η Ιουλίου 1823), ανέλαβε και το Υπουργείο της Αστυνομίας. Η κυβέρνηση τον διέταξε να συντάξει μία επιστολή «προς τους Έλληνας της Δυτικής Εκκλησίας» με σκοπό την ευαισθητοποίησή τους για την Επανάσταση. Επίσης, καθόρισε τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των πολιτών προς το Έθνος. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να επιδείξει μεγαλύτερο έργο, καθώς είχε ξεσπάσει ο α΄ εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο ετάχθη αρχικώς στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και εν συνεχεία σε αυτό του Κουντουριώτη.
Η τελευταία του απόφαση τον αποξένωσε από πολλούς φίλους του. Μολαταύτα, εξιλεώθηκε αφού διείδε τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η αποβίβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων υπό τον Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο, τον Φεβρουάριο του 1825. Πρότεινε, λοιπόν, εγκαίρως, την αποφυλάκιση του Γέρου του Μωρηά και όλων των έγκλειστών αντικυβερνητικών αγωνιστών. Αποτελεί σίγουρα δυστύχημα τόσο για τον ίδιο όσο κυρίως για την Πατρίδα ότι δεν εισακούστηκε άμεσα.
Το πατριωτικό του καθήκον του επέβαλε να μην μείνει άπραγος αλλά να προσπαθήσει όπως αποτρέψει την επικείμενη καταστροφή. Ξεκίνησε από το Ναύπλιο και άρχισε να στρατολογεί Πελοποννησίους για να αντιμετωπίσουν τον νέο επίφοβο εχθρό. Έπρεπε παντί τρόπω να αποτραπεί η προέλαση του Ιμπραήμ στο εσωτερικό του Μωρηά, καθώς αυτός είχε ήδη καταλάβει το Νεόκαστρο της Πύλου και σχεδόν όλη τη Μεσσηνία. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει 1.200-2.500 άνδρες, αλλά οι περισσότεροι εξ αυτών διασκορπίστηκαν στη θέα του πολυάριθμου εχθρού. Τελικώς, έμειναν στο πλευρό του μόλις 500-600, με τους οποίους απεφάσισε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ στη θέση Μανιάκι.
Η μάχη ήταν άνιση, καθώς οι Αιγύπτιοι αριθμούσαν περίπου 3.000 άνδρες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και αρκετοί ιππείς. Επιπλέον, ο εχθρός είχε άριστη πληροφόρηση, ενώ η καθυστερημένη αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των συναγωνιστών του δεν προσέφερε το παραμικρό στον Παπαφλέσσα. Τελικώς, μετά από οκτάωρη μάχη, το μεγαλύτερο μέρος των αμυνομένων (μεταξύ αυτών και ο Παπαφλέσσας) έπεσε ηρωϊκά μαχόμενο, ενώ πολλαπλάσιοι Αιγύπτιοι εξοντώθηκαν.
Μετά το τέλος της μάχης, λέγεται ότι ο Ιμπραήμ διέταξε να βρουν τον Παπαφλέσσα και να τοποθετήσουν το ακέφαλο του σε μια βελανιδιά. Κατόπιν, ζήτησε να τοποθετηθεί πάνω του η κεφαλή του φλογερού αγωνιστή, τον οποίο φίλησε στο μέτωπο εις ένδειξιν αναγνωρίσεως του θάρρους του, λέγοντας: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν». Ήταν 20 Μαΐου 1825.
«Το Φίλημα». Ο Ιμπραήμ ασπάζεται το νεκρό Παπαφλέσσα ως ένδειξη σεβασμού μετά τη μάχη στο Μανιάκι, ελαιογραφία σε μουσαμά του Ανδρέα Γεωργιάδη, 1960.
Πηγή: https://nhmuseum.gr/tmimata/mesa-stis-sylloges-tou-mouseiou/item/1823-tofilimaoimpraimaspazetaitonekropapaflessaosendeixisebasmoumetatimachistomaniakielaiografiasemousamatouandreageorgiadi1960
Το κείμενο για τον Δικαίο Γρηγόριο-Παπαφλέσσα, είναι μέρος από τις 220 σπουδαίες προσωπικότητες του ελληνισμού που καταγράφονται στο νέο βιβλίο του κ. Ιωάννη Παπαφλωράτου υπό τον τίτλο:
«Γνωστές και άγνωστες προσωπικότητες του νεότερου και σύγχρονου ελληνισμού», των εκδόσεων Λειμών.
-Η ιστοσελίδα ΒΙΒΛΟΣ& ΙΣΤΟΡΙΑ, ευχαριστεί θερμά τον Δρ. Ιωάννη Παπαφλωράτο για το κείμενο του.
Πηγή: Βίβλος και Ιστορία