Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Για να απαντηθεί το ερώτημα, επιβάλλεται να αναφερθεί συνοπτικά τι συνέβη από την έναρξη της τουρκικής επιθέσεως στο Αφιόν στις 13/8/1922 μέχρι την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη χερσόνησο της Ερυθραίας.
Η Στρατιά Μικράς Ασίας μετά την αποτυχία των επιθετικών επιχειρήσεων του 1921, εγκαταστάθηκε στη γραμμή Κίος – Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ – Μαίανδρος. Το μήκους 800 χλμ μέτωπο θα απορροφήσει κάθε διαθέσιμη δύναμη, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι στρατηγικές εφεδρείες. Στον ανέφικτο σκοπό της διατήρησης του εδάφους η Στρατιά παραιτήθηκε των στρατηγικών της δυνατοτήτων και μετέπεσε σε «διοίκηση μονάδων προκαλύψεως». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη χάραξη της αμυντικής γραμμής νότια του Αφιόν σε έδαφος ακατάλληλο για άμυνα, αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην ήττα του Αυγούστου 1922.
Πολλά ακόμη θα συμβάλουν στην τελική έκβαση, όπως: Η απώλεια των ικανότερων αξιωματικών ανατολικά του Σαγγάριου, η πτώση του ηθικού λόγω της μακροχρόνιας στράτευσης, των συνεχών αποτυχιών, της ανισότητας στο φόρο αίματος και της έκλειψης της ελπίδας για επιτυχή κατάληξη της εκστρατείας, η «συνειδητή» συνενοχή της κυβέρνησης στη πτώση του ηθικού και τη γενικευμένη φυγοστρατία (40.000 ανυπότακτοι και λιποτάκτες), η ανάληψη της διοίκησης της Στρατιάς από τον ιδιόρρυθμο Χατζανέστη, η απόρριψη προτάσεων για συγκρότηση στρατηγικών εφεδρειών, η αφαίρεση δυνάμεων από τη Μικρασία για να συμμετάσχουν στη «φαιδρά επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης», η απαράδεκτη οχύρωση από μάντρες ξερολιθιάς στο δεξιό σκέλος της «εξέχουσας του Αφιόν», κ.α..
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική ηγεσία σχεδιάζει τη διεξαγωγή μιας μάχης συντριβής εναντίον της ελληνικής Στρατιάς, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις της απέναντι στο δεξιό σκέλος της «Εξέχουσας», εκτιμώντας ότι «εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία των Ελλήνων».
Στις 13/8/1922 τα ξημερώματα, μία πρωτοφανής συγκέντρωση πυρών πυροβολικού θα συντρίψει τις «ξερολιθιές» νοτιοδυτικά του Αφιόν και θα αποδεκατίσει τους υπερασπιστές τους. Ακολούθως δώδεκα τουρκικές μεραρχίες θα επιτεθούν εναντίον των Ι και IV ελληνικών Μεραρχιών (υποστράτηγοι Φράγκου και Δημαράς) που υπερασπίζονταν την τοποθεσία. Ταυτόχρονα, τρεις Τουρκικές μεραρχίες ιππικού διείσδυσαν στα ελληνικά μετόπισθεν διακόπτοντας τις συγκοινωνίες και επικοινωνίες με τη Σμύρνη και σπέρνοντας το πανικό.
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και το κτύπημα συντριπτικό. Η ελληνική διοίκηση αντιδρά σπασμωδικά. Μονάδες κλονίζονται και εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, ενώ άλλες δεν εκτελούν τις αποστολές τους. Με την επέμβαση των τοπικών εφεδρειών η αμυντική τοποθεσία θα κρατηθεί, και μολονότι οι δυνατότητες για άμυνα δεν είχαν εξαντληθεί, στις 1030 της 14/8 ο διοικητής του Α΄ΣΣ (υποστράτηγος Τρικούπης) θα διατάξει άμεση απαγκίστρωση. Η διαταγή δεν θα φθάσει στις Ιη και VIIη Μεραρχίες, με τις οποίες εφεξής διακόπτεται η επικοινωνία και ο σύνδεσμος.
Κατά τη σύμπτυξη επικράτησε χάος και χάθηκε ο έλεγχος. Η επιμονή του Τρικούπη να ακολουθεί διαταγές του αρχιστρατήγου που δεν είχαν σχέση με τη πραγματικότητα, θα αποδειχθεί ολέθρια. Στις 15 Αυγούστου η IVη Μεραρχία θα διαλυθεί και στο κενό θα διεισδύσουν τουρκικές δυνάμεις με αποτέλεσμα οι ελληνικές δυνάμεις να διασπαστούν σε δύο ομάδες: την Ομάδα Τρικούπη που θα βραδυπορεί βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής ενώ περισφίγγεται από τους Τούρκους, και την Ομάδα Φράγκου που στις 15/8 θα εγκατασταθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ αποβλέποντας σε συνένωση με την Ομάδα Τρικούπη. Όμως την επομένη η Ομάδα Φράγκου θα εγκαταλείψει το Τουμλού Μπουνάρ επειδή το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, «επί τη θέα και μόνο των Τουρκικών δυνάμεων», εγκατέλειψε το δεξιό της τοποθεσίας. Με το ηθικό να καταρρέει ραγδαία και τους οπλίτες να αντιλαμβάνονται πως αυτή η μάχη είναι η τελευταία και θα χαθεί, μονάδες εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, ενώ γενικεύεται η διαρροή. Οι ελπίδες για συνένωση των 2 Ομάδων σβήνουν. Η Ομάδα Τρικούπη, συνεχίζοντας να βραδυπορεί, θα κυκλωθεί στις 17 Αυγούστου στην κοιλάδα του Αλή Βεράν και θα καταστραφεί. Μια καταστροφή τραγική, που σφράγισε τελεσίδικα την ήττα.
Μετά τις 17/8 η Ομάδα Φράγκου κατέρχεται από το Μικρασιατικό Υψίπεδο προς το Ουσάκ. Αποτελείται από τις Ιη και VIIη Μεραρχίες και αριθμό ταγμάτων άλλων μεραρχιών, που έχουν ηττηθεί επανειλημμένα, το ηθικό τους έχει εκμηδενιστεί, η πειθαρχία τους έχει διασαλευτεί και φυλλορροούν λόγω της διαρροής. Το βράδυ της 18/8 ο Φράγκου ενημερώνει τη Στρατιά ότι: «αγώνες τελευταίων ημερών επέδρασαν ολέθρια επί του ηθικού και πρέπει να αποφευχθεί κάθε επαφή με τον εχθρό, διότι η διάλυση θα είναι αναπόφευκτη». Την Ομάδα Φράγκου ακολουθούν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων που αποτελεί το πλέον αξιόμαχο τμήμα της και η ανέπαφη ΙΙα Μεραρχία, αλλά οι μονάδες της εγκαταλείπουν τις θέσεις τους «επί τη θέα των Τουρκικών δυνάμεων». Νοτιοδυτικά του Ουσάκ η Ομάδα Φράγκου θα συνενωθεί στις 21/8 με μια μάζα 35.000 ανδρών που διέφυγαν από την κόλαση του Αλή Βεράν. Προέρχονταν από διάφορες μονάδες, είχαν αναμιχθεί και δεν διέθεταν καμιά μαχητική αξία.
«Τα ελάχιστα τμήματα τα αποτελούντα το σκελετό των μονάδων διαδοχικώς διαλύονται. Δια της κοιλάδας κινείται προς τα δυτικά όχλος, εις ουδέν έτερο αποβλέπων, ει μη προσεγγίσει Σμύρνη».
(Τηλεγράφημα προς Στρατιά από Ταγματάρχη Παναγάκο, 19/8/22)
Τα 2-3 συντάγματα που διατηρούν ακόμη κάποιο αξιόμαχο, καλύπτουν έναν θλιβερό όχλο που κινείται προς τη θάλασσα και στο διάβα του καίει και ληστεύει. Αυτή είναι η Στρατιά που υποχωρεί προς τη Σμύρνη. Αποτελείται ουσιαστικά από 3 μεραρχίες, βαριά απομειωμένες από τις διαρροές, με εκμηδενισμένο ηθικό, ανίκανες για μάχη. Η αποσύνθεση των μονάδων είναι γενική, το ηθικό των ανδρών έχει καταρρεύσει και η σωματική εξάντληση από τις αδιάκοπες πορείες, την πείνα και τη δίψα κάνουν αδύνατη οποιαδήποτε ιδέα για αντίσταση. Ενδεικτικά, η ανασυγκρότηση των συνταγμάτων της IVης Μεραρχίας στις 24/8 θα αποδώσει 113 αξιωματικούς και 550 οπλίτες. Οι παλαίμαχοι στρατιώτες, «προδομένοι» από την κυβέρνηση και τους ανώτατους διοικητές τους, αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος έχει χαθεί και κανένας δεν είναι διατεθειμένος να σκοτωθεί ή να αιχμαλωτιστεί.
Μπορούσε να ανατραπεί η κατάσταση;
Μέχρι τις 16/8, ναι. Η Ομάδα Φράγκου, μολονότι είχε δοκιμαστεί σκληρά, διέθετε την αναγκαία ισχύ για να κρατήσει την τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ. Επιβαλλόταν όμως να ληφθούν δραστήρια μέτρα για την επαναφορά της πειθαρχίας και την εκτέλεση των διαταγών. Αλλά αυτό υπερέβαινε κατά πολύ τις δυνατότητες του υποστράτηγου Φράγκου και του επιτελείου του.
Μετά το Τουμλού Μπουνάρ και μέχρι τις 20/8, η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί, αλλά μόνο για την επίτευξη περιορισμένων στόχων, δηλαδή να συμπτυχθούν οι δυνάμεις συντεταγμένα, όχι όμως και να αμυνθούν πέριξ της Σμύρνης. Απουσιάζουν όμως οι διοικητές που θα ηγηθούν και θα επαναφέρουν την πειθαρχία. Κανείς από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν θα πάει μπροστά, ώστε με το προσωπικό του παράδειγμα να εμψυχώσει και να βάλει τάξη στο χάος. Άλλωστε μέχρι και τις 21/8 η πολιτική ηγεσία θα αγνοεί ότι ο Ελληνικός Στρατός έχει συντριβεί και θα διορίσει τον ήδη αιχμαλωτισθέντα Τρικούπη αρχιστράτηγο.
Μετά τη διέλευση από το Ουσάκ στις 20/8, δεν υπήρχε πλέον καμιά απολύτως δύναμη για να σταματήσει τον ανθρώπινο χείμαρρο που με εξαντλητικές ημερήσιες πορείες κινούταν προς τη θάλασσα, παλεύοντας με το χρόνο προκειμένου να διαφύγει από τις τουρκικές μεραρχίες Ιππικού που κινούνταν στο πλευρό του με σκοπό να αποκόψουν την οδό διαφυγής του.
Η Στρατιά, μετά από 5ήμερο αγώνα στη περιοχή του Αφιόν, ηττήθηκε τόσο αποφασιστικά που δεν ήταν σε θέση να προβάλει καμιά αντίσταση στους Τούρκους πλην μικρών τοπικών συγκρούσεων. Με απλά λόγια, δεν υπήρχαν οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες για ανατροπή της κατάστασης ώστε να προβληθεί άμυνα ανατολικά της Σμύρνης. Όσοι ισχυρίζονται ότι η απουσία οχύρωσης ανατολικά της Σμύρνης, συνέβαλε στη μη προβολή άμυνας, σφάλουν. Δεν ήταν η οχύρωση που έλειπε. Δεν υπήρχε στρατός να σταθεί και να πολεμήσει.
Είναι όμως απόλυτα εξακριβωμένο ότι όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη, ο ελληνικός στρατός την είχε ήδη εγκαταλείψει.
Από τα 900 αρμενικά σπίτια, μόλις 37 διασώθηκαν. Καταστήματα, εργαστήρια, το σχολείο Χιριπσιμάντς, η εκκλησία Σουρπ Ισπεντάνος και όλα τα αρχεία της, παραδόθηκαν στις φλόγες και καταστράφηκαν.
Οι λεηλασίες άρχισαν στη συνοικία των Αρμενίων και μετά ακολούθησαν οι πυρκαγιές. Άγγλοι και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν ότι ανάμεσα σε εκείνους που έβαλαν τη φωτιά, ήταν και Τούρκοι στρατιώτες.
Τώρα στο εσωτερικό υπάρχουν τεράστια δένδρα και ταμπέλες που γράφουν «Τι ευτυχία να λες ότι είσαι Τούρκος», «Ένας Τούρκος αξίζει όσο ολόκληρος ο κόσμος», ενώ υπάρχουν παντού προτομές του Μουσταφά Κεμάλ.
"Η Σμύρνη πήρε φωτιά, καίγεται... Εκεί, κορούλα μου, ήταν τα πλοία, τα γαλλικά και τα εγγλέζικα και πήγαινε ο κόσμος μπας και σωθεί. Και τους κόβανε τα χέρια και πέφτανε στην θάλασσα οι κοπέλες και τα παλικάρια". Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τον "μαύρο" Σεπτέμβρη του ’22 που η Σμύρνη παραδινόταν στις φλόγες και μαζί της η ζωή χιλιάδων ανθρώπων που έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς...
Ο παππούς και ο πατέρας της 96χρονης, βλέποντας τις σκηνές φρίκης που εκτυλίσσονταν μετά την κατάρρευση του Ελληνικού στρατιωτικού μετώπου, λόγω της αντεπίθεσης των Τούρκων ανταρτών με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αποφάσισαν να πάρουν την οικογένεια και μαζί με τα όποια χρήματα είχαν και κάποια απαραίτητα είδη, όπως παπλώματα, να μπουν στα καΐκια και να ξεκινήσουν για τη Θεσσαλονίκη.
"Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Τα τρένα κουβαλούσαν πτώματα. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να πάρει την οικογένεια του και να φύγουμε μακριά από την Σμύρνη. Κρύψανε τα λεφτά τους, πήραν συγγενείς και κουμπάρους και σηκώθηκαν νύχτα και φύγανε. Εγώ ήμουν σχεδόν μωρό. Αρμενίζαμε μέρες με τα κουπιά- τότε δεν υπήρχαν μηχανές, μόνο πανιά" λέει η 96χρονη.
"Ο μπαμπάς μου, πριν εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στην Σμύρνη, είχε πάρει ένα τσουβάλι λίρες, αλλά ήταν χάρτινες, μεγάλες. Τα λεφτά τους τα πήραν και οι υπόλοιποι συγγενείς. Για να ζήσουμε μέσα στα καΐκια καίγανε τις λίρες για να τηγανίσουνε αυγά να φάμε. Από τα συνολικά πέντε τσουβάλια έμεινε μόνο το ένα, όταν φτάσαμε. Τα άλλα τα κάψαμε στην διαδρομή γιατί νομίζαμε ότι δεν έχουν αξία" θυμάται.
Ύστερα από μια σύντομη στάση στην Μυτιλήνη και μια μεγαλύτερη στην Στυλίδα, η οικογένεια με τα εφτά καΐκια της έφτασε στην Θεσσαλονίκη. "Μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα, κάποια στιγμή οι δικοί μου ήθελαν να δουν εάν περνάνε τα χρήματα που φέρανε από την Τουρκία. Πήγε τότε ο παππούς μου με μια χάρτινη λίρα στον μπακάλη και, όταν είδε πόσα πολλά ρέστα του έδωσε, τρελάθηκε. Γύρισε σπίτι και είπε: "τα λεφτά που φέραμε περνάνε κι εμείς τα κάψαμε…".
Εκείνα τα καΐκια, με τα οποία ήρθαν από την Σμύρνη, αποτέλεσαν την προίκα της οικογένειας, αφού τα παιδιά της κυρίας Ελευθερίας, όπως και τα εγγόνια της, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση κι εργάζονται ως ψαράδες, ενώ η ίδια παραμένει μικρασιάτισσα με τα όλα της, παρά το γεγονός ότι λίγα χρόνια απομένουν για να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής.
Διαχείριση της προσφυγικής μνήμης
"Οι πρόσφυγες με την αποβίβασή τους στο ελεύθερο έδαφος τοποθετούνταν σε καραντίνες. Το Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς ήταν η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Για ένα διάστημα έως το καλοκαίρι του 1923, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες άφησαν την τελευταία τους πνοή στα λιμοκαθαρτήρια εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Αυτή είναι μια από τις τραγικότερες στιγμές της καταστροφής" λέει ο επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης, "στην αυγή του 21ου αιώνα, η διαχείριση της προσφυγικής μνήμης είναι το πιο σημαντικό από αυτά που έχουν διατηρηθεί από ένα συγκλονιστικό παρελθόν".
"Αυτό που ξεκίνησε ως τραύμα στην συλλογική συνείδηση των ανθρώπων και στις διμερείς σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα μπορούσε, σήμερα, με έναν νηφάλιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί ως δείγμα του πόσο ολέθρια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα των εθνικισμών και πόσο προοδευτικά μπορούν να ζήσουν δύο κοινωνίες όταν στηρίζονται στις ίδιες αξίες, της καλής γειτονίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων των προσφύγων και εν γένει των πολιτών τους" υπογραμμίζει.
Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού
Στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης λειτουργεί το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, σκοπός του οποίου είναι να συμβάλει στην διατήρηση της μνήμης και την ανάδειξη της ιστορικής "ταυτότητας".
Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν: την συγκέντρωση, καταγραφή και μελέτη του σχετικού ιστορικού υλικού καθώς και των προφορικών μαρτυριών, την προβολή αντικειμένων που σχετίζονται με τα ήθη και τα έθιμα των προσφύγων, την δημιουργία βιβλιοθήκης, την διοργάνωση εκδηλώσεων κ.α.
"Λαός που δεν έχει μνήμη και δεν ξέρει την ιστορία του, δεν μπορεί να βρει το βηματισμό του στο μέλλον. Αντλούμε διδάγματα από το παρελθόν, από αυτές τις μνήμες και διαμορφώνουμε την πορεία μας στο μέλλον. Για εμάς είναι χρέος τιμής να διατηρήσουμε αυτό το αρχείο. Η έρευνα είναι ανεξάντλητη, έχει ξεκινήσει από εμάς και δεν έχει τελειωμό", τόνισε ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Σωτήρης Γεωργιάδης.
Πηγή: (Η μαρτυρία της 96χρονης Ελευθερίας Ψαλτήρα έγινε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ), Περί Πάτρης
Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1922, ενώ ο Τουρκικός Στρατός ήλεγχει πλέον πλήρως την Σμύρνη, ένας Ιταλός καθολικός ιερέας ενημέρωσε τους Γάλλους σχετικά με τον θανάσιμο κίνδυνο που δι έτρεχε ο Χρυσόστομος. Πολύ σύντομα μια γαλλική περίπολος, αποτελούμενη από 20 ναύτες, κατέφθασε στην Μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, με σκοπό να φυγαδεύσει τον Χρυσόστομο. Οι Γάλλοι ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να τους ακολουθήσει είτε στο προξενίο τους είτε στην καθολική εκκλησία της Sacre Coeur (Καρδιά του Ιησού). Εκείνος όμως αρνήθηκε τονίζοντάς τους ότι το καθήκον του υπαγόρευε να παραμείνει με το ποίμνιό του, «ως καλός ποιμένας», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.
Λίγο αργότερα, κατά τις 19.30, κατέφθασε ένας Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος συνοδευόταν από δύο στρατιώτες. Οδήγησαν τον Χρυσόστομο στην πλατεία Διοικητηρίου, μαζί με δύο από τα πλέον εξέχοντα πρόσωπα της Σμύρνης: τον δημογέροντα Γεώργιο Κλιμάνογλου και τον νομικό Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας «La Reforme». Η γαλλική περίπολος ακολούθησε τον μητροπολίτη, ο οποίος βρισκόταν ήδη ενώπιον του Νουρεντίν πασά. Ο τελευταίος έδωσε εντολή να εκτελεστούν οι δύο δημογέροντες. Ακολούθως απευθύνθηκε στον Χρυσόστομο λέγοντάς του: «Εμείς, θα τα βρούμε μαζί». Και συνέχισε, εξυβρίζοντάς τον χυδαία και κατηγορώντας τον για την φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του Τουρκικού έθνους. Κατόπιν του ανακοίνωσε ότι το «επαναστατικό δικαστήριο της ανεξαρτησίας», στην Αγκυρα, είχε ήδη αποφασίσει την καταδίκη του σε θάνατο. Επειτα, ο Τούρκος αξιωματούχος κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι του κτηρίου, απ’ όπου αντίκρισε, στην πλατεία Διοικητηρίου, τη θέα μαινόμενου πλήθους, 1.500 περίπου Τούρκων, στους οποίους απηύθυνε τα παρακάτω λόγια, δείχνοντας συγχρόνως τον Χρυσόστομο: «Αν καλό σας έκανε τούτος να του το ανταποδώσετε. Αν κακό σας έκανε, κάντε του και εσείς κακό! Εγώ σας παραδίδω τον χιρσίζ ντομούζ (κλεφτογούρουνο). Το μαρτύριο του σεπτού ιεράρχη είχε μόλις αρχίσει.
Ο Τουρκικός όχλος, τελώντας σε έξαλλη κατάσταση, παρέλαβε τον Χρυσόστομο. Επιτέθηκε εναντίον του κτυπώντας τον με γροθιές, λοστούς και ξύλα και τον οδήγησαν σε ένα κουρείο, όπου τον ανάγκασαν να φορέσει μια λευκή μπλούζα. Στην συνέχεια, του ξερίζωσαν τη γενειάδα και τον έσυραν στην τουρκική συνοικία, προπηλακίζοντας και πτύνοντάς τον. Εκεί του επεφύλαξαν έναν αργό και βασανιστικό θάνατο: τον μαχαίρωσαν σε πολλά σημεία του σώματος του, εξόρυξαν τους οφθαλμούς του και του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ: «Η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε… Οι Γάλλοι ναύτες «είχαν βγει από τα ρούχα τους». Χωρίς υπερβολή, έτρεμαν από αγανάκτηση και αποφάσισαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής αξιωματικός τους, όμως, ακολουθώντας τις διαταγές που είχε, με το περίστροφο στο χέρι, τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση…. Δεν ξαναείδαμε τον Χρυσόστομο, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση». Σύμφωνα με μια εκδοχή, ένας Τούρκος πυροβόλησε τον μητροπολίτη δύο φορές στο κεφάλι, δίνοντας τέλος στο μαρτύριό του. Κανείς δεν κατόρθωσε να πληροφορηθεί τι απέγινε – ότι απέμεινε από το κατακρεουργημένο σώζμα του Χρυσοστόμου. Φημολογείται, ωστόσο ότι κατέστη δυνατό να ενταφιαστεί στο γήπεδο του Απόλλωνα.
Τραγικό υπήρξε και το τέλος των δυο δημογερόντων που τον συνόδευαν. Ο Γεώργιος Κλιμάνογλου απαγχονίσθηκε. Τον Νικόλαο Τσουρούκτσογλου, αφού τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, τον περιέφεραν στο κέντρο της Σμύρνης, ενώ το κεφάλι του συρόταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια.
Το 1992, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας ανακήρυξε τον Χρυσόστομο Αγιο, ύστερα από πρωτοβουλίες που αναλήφθησαν από την «Ενωση Σμυρναίων» της Αθήνας. Η μνήμη του εορτάζεται και τιμάται από την Ορθοδοξία στις 27 Αυγούστου.
Πηγή: Λίθος Φωτός, Αβέρωφ
Η στους πολλούς σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς και των εξ αυτής δυσαριθμήτων βασάνων και πάμπολλων θυμάτων διατήρηση της ταυτότητας των Ελλήνων οφείλεται στην καθοριστική παρουσία και την εργώδη και θυσιαστική προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κλήρου και λαού. Η Εκκλησία ήταν που διατήρησε άσβεστη τη φλόγα της ελληνικής συνείδησης και προετοίμασε την εθνεγερσία. Αν δεν υπήρχε Εκκλησία μετά το 1453 το Έθνος θα είχε εξαλειφθεί και δεν θα αναδεικνυόταν το 1821. Γι’ αυτό και ορθώς ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τόνιζε πως «Ορθοδοξία και Ελληνισμός είναι όπως το κρέας με το νύχι».
Γράφει σχετικά ο Σπ. Ζαμπέλιος:
«Από της ώρας εκείνης (Σημ. Της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως), διάδοχος της βασιλείας επίδοξος υπό την εξαγνιστικήν του Τούρκου κηδεμονίαν… απομένει ο νεοφανής Λαός. Εις τον οποίον συμμαχούσιν αναποσπάστως ήδη και υπέρ εθνεγερσίας συναγωνίζονται οι λογάδες της Εκκλησίας και οι Γραμματικοί. Τίνι το 1821, πρώτον Ευρωπαϊκοελληνικής πολιτείας δοκίμιον, τίνι οφείλεται; Τη συμφώνω συμπράξει της καινής ιστοριονομικής τριαρχίας. Εις το κέντρον ο Λαός, δεξιόθεν ο λόγιος Ρήγας, αριστερόθεν δε ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός!» .
Δύο ήσαν οι θανάσιμοι κίνδυνοι αφανισμού του Γένους. Ο ένας από την Ανατολή και τον Οθωμανό τύραννο, με τους εξισλαμισμούς. Αυτοί συνέβαιναν αφενός μεν με τους συστηματικούς διωγμούς σε βάρος των Χριστιανών, το παιδομάζωμα, την εξαθλίωση, τις ταπεινώσεις, τις σε βάρος τους υπερβολικές φορολογικές επιβαρύνσεις, αφετέρου δε με τα κίνητρα που έδιδε στους εξωμότες. Ο άλλος κίνδυνος από τη Δύση και τον Πάπα, ο οποίος μαζί με τους λατινόφρονες ηγεμόνες, επιδίωκε με κάθε τρόπο τον προσηλυτισμό και τον αφανισμό της ιδιοπροσωπίας των Ελλήνων. Και τους δύο αυτούς κινδύνους αντιμετώπισε με πάρα πολλές θυσίες αλλά τελικώς με επιτυχία η Εκκλησία και, ως νέος Μωυσής, οδήγησε το Έθνος στην ελευθερία Του.
Ειδικά ο Μικρασιατικός Ελληνισμός είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Στρατευόμενη Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος και άλλοι Απόστολοι εργάσθηκαν ιεραποστολικώς στις πόλεις και στα χωριά της, και οι Επτά πόλεις της Αποκάλυψης του Ευαγγελιστού Ιωάννου είναι στην Ιωνία, οι πρώτοι Μάρτυρες της Πίστεως εκεί αναδείχθηκαν, στα χώματά της έδρασαν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σ’ αυτήν συνήλθαν Οικουμενικές Σύνοδοι, που αποφάσισαν περί των Δογμάτων της Πίστεως. Στη Νίκαια κατέφυγε ο Αυτοκράτορας όταν οι Φράγκοι, το 1204, κατέλαβαν τη Βασιλεύουσα, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας δέχθηκαν πρώτοι τα κύματα των επιθέσεων των αλλοθρήσκων που διψούσαν για αίμα και κατακτήσεις. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, στο μεγάλο του μέρος, έμεινε σκλαβωμένος στους Οθωμανούς από τα μέσα του 14ου αιώνα έως το 1918, δηλαδή για πεντέμισι αιώνες περίπου και όχι μόνο επέζησε, αλλά ανέδειξε αρετές, αξίες και ικανότητες, με τις οποίες διεκδίκησε δυναμικά την ελευθερία του.
Η ζωή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (Σημ. Μικρά Ασία, είναι η περιοχή από την Ιωνία έως την Κιλικία και από την Καππαδοκία και τη Λυκία έως τον Πόντο) ήταν πολύ δύσκολη στα χρόνια της σκλαβιάς. Ζούσαν μέσα στο κέντρο της τυραννίας και ανάμεσα σε πλημμυρίδα αλλοθρήσκων, γι’ αυτό δεν ήταν εύκολο να επιβιώσουν. Το πέτυχαν με τέσσερα συστατικά στοιχεία, που καλλιέργησαν στις ψυχές τους.
Το πρώτο ήταν η ακράδαντη και ζέουσα Πίστη τους στον Σωτήρα τους Ιησού Χριστό. Πίστη που συνοδευόταν με ανάλογη ζωή. Απόρροια αυτής της Πίστης ήταν το δεύτερο στοιχείο, η βίωση της Ελευθερίας ως ζωτικού στοιχείου της ψυχής τους και η επιθυμία τους να την αποκτήσουν και σε εθνικό επίπεδο. Το τρίτο συστατικό στοιχείο ήταν η φιλοπατρία τους. Οι λόγιοι αλλά και οι αγράμματοι αρχιερείς και ιερείς καλλιεργούσαν στον σκλαβωμένο πιστό λαό την αγάπη προς την δεσμία Πατρίδα, του συντηρούσαν τη φλόγα της ελευθερίας και του υπενθυμίζοντας του την καταγωγή του από σημαντικούς προγόνους. Ο Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714) εποίκιλλε τα κηρύγματα του με πλείστες αναφορές σε σοφούς και ήρωες της αρχαιότητας και της Βυζαντινής εποχής και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο εξ Οικονόμων, τόνωνε το πατριωτικό φρόνημα. Μιλώντας προς τους νέους των Κυδωνιών, το 1919, είχε τονίσει, μεταξύ άλλων:
« Λέγω πρώτον, ότι χρεωστείς χριστιανέ, καθό χριστιανός, να αγαπάς και να ευεργετής την πατρίδα… Τόσον ιερόν και θείον δώρον είναι η Πατρίς αγαπητοί, ώστε έν των μεγίστων σημείων της κατά των ανθρώπων δικαίας οργής του Θεού γίνεται πολλάκις η στέρησις της Πατρίδος».
Τα τρία προηγούμενα στοιχεία οδηγούν στο τέταρτο, που είναι η θέληση και η διάθεση του Έλληνα να θυσιαστεί παρά να τουρκέψει ή να φραγκέψει. Αυτή η θέληση προϋποθέτει την Πίστη, τη Φιλοπατρία και την αγάπη στην Ελευθερία, που τόσο χαρακτηριστικά περιέγραψε ο Ρήγας: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Νέφος είναι οι νεομάρτυρες, δηλαδή οι μάρτυρες επί τουρκοκρατίας ή φραγκοκρατίας, που υπέστησαν βάσανα και αυτόν τον θάνατο γιατί δεν αλλαξοπίστησαν. Πολλοί από αυτούς ήσαν από τη Μικρά Ασία. Όλοι τους θεωρούσαν το βόλεμα και τον συμβιβασμό με τον δυνάστη μαγάρισμα της Πίστης και της ελευθερίας τους.
Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε μακριά από τη Μικρά Ασία. Πρώτα στις παραδουνάβιες περιοχές, όπου θυσιάστηκαν οι υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγνοί αγωνιστές και, αμέσως μετά στην Πελοπόννησο, πετυχημένα αυτή τη φορά. Με την έναρξη του Αγώνα εκατοντάδες ήσαν οι Μικρασιάτες που αυτοπροαιρέτως άφησαν πίσω την οικογένειά τους και τις ανέσεις τους και αποδέχθηκαν τους κινδύνους που συνεπαγόταν η συμμετοχή τους σ’ Αυτόν.
Μετά το 1850 και ενώ μικρό μέρος του Ελληνισμού είχε απελευθερωθεί και προσπαθούσε να ορθοποδήσει αυτός της Μικράς Ασίας αναπτυσσόταν μέσα στη σκλαβιά. Αυτό είναι το θαύμα που πραγματοποίησε η Εκκλησία, κλήρος και λαός, σ’ Αυτήν. Στους σκοτεινούς, μετά το 1453, πρώτους αιώνες διατήρησε ζωντανή τη θράκα της εθνικής συνείδησης και όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν αυτή γιγαντώθηκε, παρά τις δυσχερέστατες συνθήκες που υπήρχαν. Άλλος θεσμός, πλην της Εκκλησίας, δεν υπήρχε στη σκλαβωμένη Μικρά Ασία για να βοηθήσει τον Ελληνισμό. Αυτή ένωσε όλους τους Έλληνες, πλούσιους και πτωχούς, αγρότες και εμπόρους, γραμματισμένους και αγράμματους στον κοινό σκοπό. Η Εκκλησία ήταν ταυτόχρονα Υπουργείο Παιδείας, Οικονομικών, Υγείας, Προνοίας, Πολιτισμού…
Όταν, στην αρχή του 20ού αιώνα, άρχισαν οι διωγμοί από τους Νεότουρκους η επιλογή των αρχιερέων και των ιερέων στη Μικρά Ασία ήταν να προστατεύσουν το ποίμνιό τους, αποδεχόμενοι τους κινδύνους, που αυτή συνεπαγόταν. Οι αναφορές του Αγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που διασώθηκαν, αποτελούν αψευδές στοιχείο για την αυτοπροαίρετη θυσία τους.
Οι υπηρεσίες της Εκκλησίας στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας αποδεικνύονται και από το ότι, παρά τις αυθαιρεσίες και τους διωγμούς του οθωμανικού καθεστώτος, στην περιοχή της Ιωνίας, όταν αυτή απελευθερώθηκε, υπήρχαν 698 Σχολές, στις οποίες φοιτούσαν 91.935 μαθητές και μαθήτριες και δίδασκαν 1.805 δάσκαλοι και δασκάλες. Επίσης στις περί τη Σμύρνη εκκλησιαστικές επαρχίες λειτουργούσαν τα ακόλουθα ευαγή ιδρύματα, που όλα τα κατέστρεψαν οι Τούρκοι και που ανάλογα δεν διέθετε η Εκκλησία στην ελεύθερη Ελλάδα:
20 Νοσοκομεία, 2 Βρεφοκομεία, 2 Φρενοκομεία, 3 Γηροκομεία, 1 Άσυλο Ανιάτων, 1 Στέγη Συσσιτίου, 2 Λαϊκά Κέντρα, 19 Θρησκευτικές Αδελφότητες, 18 Γυμναστικοί Σύλλογοι, 88 Οργανώσεις Αμύνης, 21 Φιλαρμονικοί Σύλλογοι, 6 Ορφανοτροφεία, 3 Ιδιωτικά Γυμνάσια, 4 Διδασκαλεία Αρρένων και Θηλέων, 1 Εμπορική Σχολή, 225 Συντεχνίες, 209 Σύλλογοι και Αδελφότητες, 27 Φιλόπτωχα Ταμεία, 19 Βιβλιοθήκες και Μουσεία, 2 Οικοτροφεία, 4 Γεωργικές Ενώσει ς.
Οι συστηματικοί διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων αλλά και των Αρμενίων και των Ασσυρίων Χριστιανών της Μικράς Ασίας εξελίχθηκαν σε γενοκτονία από το 1914 έως το 1922. Για τη διατήρηση της μνήμης των θυμάτων της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1993 αποφάσισε την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού να τιμάται η μνήμη των Μικρασιατών εθνοϊερομαρτύρων Επισκόπων Χρυσοστόμου Σμύρνης, Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου και Ευθυμίου Ζήλων, καθώς και των κληρικών και λαϊκών που μαρτύρησαν μαζί τους κατά τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Εξάλλου η Βουλή των Ελλήνων, το 1998, με ομόφωνη απόφαση της, όρισε τις 14 Σεπτεμβρίου κάθε έτους ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος. Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι η μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου, για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Ομοίως εξασθενεί η μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων ως προς την προσφορά της ποιμαίνουσας Εκκλησίας στον Εληνικό Λαό και ειδικότερα η προσφορά Της στη διατήρηση της ταυτότητας Του και στην απόκτηση της ελευθερίας Του, όπως επίσης και η ολόπλευρη θυσιαστική συμπαράστασή Της κατά τις δοκιμασίες Του.
Οι Έλληνες, από εθνικής πλευράς, την περίοδο αυτή ζούμε κατάσταση που τείνει να καταστεί χειρότερη από αυτές της Αλώσεως του 1453 και της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Το 1453 χάσαμε τα εδάφη και την ελευθερία μας, αλλά καταφέραμε να διατηρήσουμε την ιδιοπροσωπία μας, την ταυτότητά μας, τη γη μας. Το 1922 χάσαμε τη γη μας, το βιός μας, τους ιερούς τόπους μας, αλλά διατηρήσαμε την ταυτότητά μας και μεταφέραμε όσα όσια και ιερά μας μπορέσαμε στην ελεύθερη Ελλάδα. Τώρα, στην ελεύθερη Ελλάδα, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας, δηλαδή το είναι μας, τη ψυχή μας!
Ας έχουμε όμως Πίστη και Ελπίδα. Υπάρχουν ακόμη εστίες πνευματικής αντίστασης, υπάρχουν ακόμη Έλληνες που δεν έχουν προσκυνήσει τον Βάαλ του υλισμού και του κοσμοπολιτισμού
- Βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για το παρόν άρθρο
- Αρχείο Εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, Τόμοι Α, Β΄ και Γ΄. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000.
- Μητροπολίτου Εφέσου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου (Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος), « Οι κατά της Εκκλησίας και της Εκπαιδεύσεως της Μικράς Ασίας Τελευταίοι Διωγμοί των Τούρκων», Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού, Καισαριανή, 2010.
- Βοβολίνη Κωνστ. «Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Εκδότης Παν. Αθ. Κλεισιούνης, Αθήναι, 1952.
- Βρυώνη Σπ., «Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η Διαδικασία εξισλαμισμού», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1996.
- Γεδεών Ι. Μανουήλ, «Η Πνευματική Κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ Αιώνα». Εκδ. «Ερμής», Αθήνα, 1976.
- «Η Ζωή των Υποδούλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας», Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος – Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητας, Αθήνα, 2014.
- Ζακυθηνού Α. Διονυσίου «Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά», Αθήναι, 1978.
- Ζαμπελίου Σπ. «Βυζαντιναί Μελέται – Περί Πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος», Εκδ. Σ. Ν. Φιλαδελφέως, Εν Αθήναις, 1857.
- Κυριακίδου Επαμ. «Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί αυτήν Χώρας από της Αλώσεως μέχρις Ημών Ακμασάντων Λογίων», Τυπογρ. Παρ. Λεώνη, Αθήναι, 1897.
- «Κύριλλος ο Λούκαρις». Αθήναι, 1939.
- Μηνιάτη Ηλία, Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων «Διδαχαί και Λόγοι», Εκδ. «Φως», Αθήναι, 1960.
- Οικονόμου Κωνσταντίνου, του εξ Οικονόμων «Λόγοι», Επιμ. Θεοδ. Σπεράντσα, Αθήναι, 1971.
- Παπαδοπούλου Αρχοντίας «Η Συμβολή των Ελλήνων της καθ΄ Ημάς Ανατολής στην Παλλιγγενεσία του 1821», Εκδ. «Λεξίτυπον», Αθήνα, 2012.
- Περαντώνη Ιωάννου «Λεξικόν των Νεομαρτύρων», Εκδ. Β΄ Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1990.
- Ράνσιμαν Στήβεν «Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία», Α+Β Τόμοι, Εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα, 1979.
- Χατζηνικολάου Ιγνατίου, Αρχιμ. Γυμνασιάρχου « Αγιος Πολύκαρπος», Χανιά 1987.
.
Επέτειος 90 ετών (1923 – 2013) από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης
Συμπληρώνονται εφέτος 90 συναπτά έτη από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και την ολοκλήρωση της «Αναγκαστικής Ανταλλαγής» των πληθυσμών του Θρακικού Ελληνισμού. Έτσι, η επετειακή γραφή γυρίζει πίσω τις σελίδες της ιστορίας του θρακικού ελληνισμού, στην δίσεκτη εκείνη χρονιά του 1922.
Οι αποφράδες εκείνες ημέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 1922, του «μαύρου Σεπτεμβρίου», σφραγίστηκαν ανεξίτηλα από την «μαρτυρική άλωση» του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο οποίος ως «άδολον αρνίον» κατεσφάγη στο βωμό της ακραίας εθνικιστικής μανίας και της εφαρμογής της νέας πολιτικής της αναδυόμενης πλέον κεμαλικής – μεταοθωμανικής Τουρκίας για εθνοκάθαρση των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, καθώς και στο βωμό των πολιτικών και γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Παρά ταύτα, το τραφικό τέλος του ελληνισμού της «καθ’ ημάς Ανατολής» δεν είχε ακόμη συντελεσθεί. Αυτό το οριστικό τέλος επρόκειτο να έλθει με την λεγομένη αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών του θρακικού ελληνισμού και συγκεκριμένα με τον ξεριζωμό των Ανατολικοθρακών Ελλήνων, κατά τον Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1922, ο οποίος ολοκληρώθηκε με τον αφανισμό και των εσχάτων εστιών του Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης και μέχρι των προαστείων της Κωνσταντινουπόλεως, δια της εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), η οποία έθεσε και την «ταφόπλακα» της Αν. Θράκης.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος: «Οι ιθύνοντες του Ελληνικού Κράτους με την αδιαφορία που είχαν επιδείξει στα 1885, όταν ο βουλγαρικός στρατός προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία, επέτρεψαν χωρίς κανένα λόγο και πάλι το 1922 και μόνο εξαιτίας των δυτικών πιέσεων και της ενδοτικής πολιτικής που ακολουθούσαν την αποκοπλη του ανατολικοθρακικού ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες».
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι η εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων προκλητική παραχώρηση της Ελληνικής Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία προσλαμβάνει τραγικότερη και οδυνηρότερη διάσταση, εάν αναλογισθεί κανείς ότι μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1920 είχε καταληφθεί από τον προελαύνοντα νικηφόρο Ελληνικό Στρατό ολόκληρη η Ανατολική Θράκη εκτός μιας μικρής περιοχής ανατολικά της γραμμής Μηδείας – Τσατάλτζας και επιπλέον στις 28 Ιουλίου / Αυγούστου 1920 είχε υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία παραχωρούσε στην Ελλάδα ολόκληρη την Δυτική και Ανατολική Θράκη, μαζί με την Καλλίπολη και σχεδόν έως και την περιοχή Τσατάλτας.
Το όνειρο όμως των Ανατολικοθρακών για ελευθερία δεν κράτησε για πολύ και μετεβλήθη σε έναν εφιάλτη ανείπωτου πόνου λόγω του επακολουθήσαντος εκπατρισμού και ξεριζωμού, ο οποίος επεβλήθη από τις Μεγάλες Δυνάμεις προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της νικήτριας Τουρκίας και φυσικά προς εξυπηρέτηση των πολιτικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων τους που ήταν ταυτισμένα κατ’ εκείνη την ιστορική περίοδο με την αναδυόμενη μεταοθωμανική – κεμαλική Τουρκία.
Η δε τραγική ειρωνεία στον σχεδιασμό για την επιβολή της παραχωρήσεως της Ανατολικής Θράκης στην κεμαλική Τουρκία έγκειται στο ότι αυτή επετεύχθη χωρίς να παρεμποδισθεί από την ελληνική πλευρά, η οποία ούσα διπλωματικά απομονωμένη εδέχθη μοιρολατρικά τα αποφασισθέντα και επιβληθέντα από τις Μεγάλες Δυνάμεις, παρόλο που ο Ελληνικός Στρατός κατείχε την Ανατολική Θράκη δυνάμει της ισχύουσας ακόμη και τότε Διεθνούς Συνθήκης των Σεβρών (1920) και ενώ δεν είχε ηττηθεί από τους Τούρκους σε κάποια πολεμική αναμέτρηση επί των εδαφών της Ανατολικής Θράκης.
Τα ολέθρια γεγονότα όμως της Μικρασιατικής καταστροφής επηρέασαν άμεσα και καταλυτικά την ελληνική παρουσία στην Ανατολική Θράκη και προμήνυαν την τραγική μοίρα του Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης. Ο συνωστισμός 80.000 προσφύγων εκ Μικράς Ασίας στην Ανατολική Θράκη προκαλούσε στους Ανατολικοθρακιώτες αισθήματα θλίψης, απόγνωσης και αγανάκτησης καλλιεργώντας παράλληλα κλίμα ηττοπάθειας, τρόμου και πανικού, επειδή ακριβώς έτρεμαν το ενδεχόμενο επανάληψης του φρικτού σκηνικού της Σμύρνης και στον θρακικό χώρο.
Ο Κώστας Γεραγάς ζώντας τα γεγονότα ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς υπογραμμίζει με έμφαση: «Μετά την συμφοράν η χαρά των Μουσουλμάνων δυσκόλως ηδύνατο να αποκρυβή, επίστευον δε πλέον ακραδάντως εις επένοδον της Τουρκίας. Δεν υπήρχε καμμία αμφιβολία ότι οι Τούρκοι, ευκαιρίας διδομένης, θα εδεικνύοντο οίοι είνε. Τα επακολουθήσαντα κατά την εκκένωσιν γεγονότα διεπίστωσαν τούτο. Το ελληνικόν στοιχείον κατελήφθη υπό συγκινήσεως δια την συμφοράν και υπό αισθημάτων αγωνίας μετά τας αγρίας σφαγάς της Σμύρνης, μάλιστα δε πάντων οι πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τόσας δοκιμασίας απώλεσαν την ευψυχίαν και εζήτουν να μεταφερθώσιν εις Μακεδονίαν. Η συγκίνησις, αν μη ο πανικός, των πρώτων ημερών ηδύνατο να διαλυθή, να παρέλθη, αν αποκαθίστατο η πεποίθησις του λαού επί τον στρατόν. Τούτο δεν συνέβαινε και περιττόν να εκταθή κανείς περισσότερον εις πενθίμους σελίδας επί του ζητήματος».
Οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, και Ιταλία), ύστερα από την απάνθρωπη στάση που επέδειξαν κυνικά έναντι της εθνοκαθάρσεως σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και παρά τις όποιες ασθενικές αντιδράσεις του Ελ. Βενιζέλου, απεφάσισαν να θυσιασθεί η Ανατολική Θράκη και να αποδοθεί στην Τουρκία, μέχρι των Αδριανούπολη και τον Έβρο.
Τόπος των συσκέψεων μεταξύ των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, της Τουρκίας και της Ελλάδος είχαν ορισθεί τα Μουδανιά, όπου οι Έλληνες Βουλευτές της Θράκης ως πληρεξούσιοι των Ανατολικοθρακών πληροφορήθηκαν εμβρόντητοι τα περί της αναγκαστικής εκκενώσεως της Αν. Θράκης ολίγες ημέρες πριν από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου των Μουδανιών. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου / 8 Οκτωβρίου 1922 ο Ελ. Βενιζέλος έστειλε από το Παρίσι προς την Γενική Διοίκηση Θράκης, το παρακάτω συγκλονιστικό τηλεγράφημα:
«Ανακοινώσατε, παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης. Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, αποκλειομένης πάσης διαμέσου λύσεως, οία υπονοουμένη εις τηλεγράφημά Σας. Επί πλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην.
Ολόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πώς χάνοντες Θράκην να σώσωμεν εν μέτρω δυνατώ Θράκας. Γνωρίζετε ότι πάσαι αι εγγυήσεις, ας Συνθήκη Ειρήνης ηδύνατο να προϊδη, και ας Τούρκοι θα εδέχοντο, ουδεμίαν ασφάλειαν πραγματικήν αποτελούσιν δια Χριστιανούς και χαίρω, διότι επί τούτω συμφωνείτε εντελώς.
Όσον τραγικόν και αν είνε, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσιν την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και πρόγονοί των, δεν υπάρχει άλλο μέσον σωτηρίας δι’ αυτούς μετά την θριαμβευτικήν επιστροφήν των Τούρκων εις Ευρώπην. Κάμνω ό,τι δυνατόν, όπως επιτύχω, ίνα την αποχώρησιν της Ελληνικής Διοικήσεως μη επακολουθήση αμέσως επαναφορά Τουρκικής Διοικήσεως και χωροφυλακής, αλλά συμμαχικά στρατεύματα αναλάβωσι προσωρινώς διοίκησιν, ίνα δοθή καιρός εις θέλοντας εκ των κατοίκων να μετοικήσωσιν αποκομίζοντες την κινητήν περιουσίαν των…».
28 Σεπτεμβρίου / 11 Οκτωβρίου 1922 υπεγράφη τελικώς στα Μουδανιά μεταξύ των συμμάχων η στρατιωτική συμφωνία, η οποία ετέθη σε ισχύ από τα μεσάνυκτα της 1/14 – 2/15 Οκτωβρίου. Η στρατιωτική εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, με εξαίρεση την περιοχή της Καλλιπόλεως, θα έπρεπε να συντελεσθεί εντός προθεσμίας 15 ημερών και η έξοδος των ελληνικών πληθυσμών θα ολοκληρωνόταν μέσα σε 30 ημέρες μετά το πέρας της αποχωρήσεως του Ελληνικού Στρατού.
Εν προκειμένω, άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η κρίση του Αλ. Μαζαράκη – Αινιάν, ο οποίος υπήρξε ο άλλοτε ελευθερωτής της Θράκης και ήταν απολύτως αντίθετος με το περί ανακωχής σχέδιο του πρωτοκόλλου των Μουδανιών.
Γράφει λοιπόν ο Μαζαράκης – Αινιάν στα «Απομνημονεύματά» του: «Κι αν υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να διασωθεί η Ανατολική Θράκη (παρά την κατάπτωση του ηθικού του ελληνικού στρατού και την αποδιοργάνωσή του), φρόντισαν, τόσο ο Ελ. Βενιζέλος στο Παρίσι όσο και η επαναστατική κυβέρνηση στην Αθήνα, να δώσουν τη χαριστική βολή γιατί αποδέχθηκαν αμέσως και μάλιστα την άμεση εκκένωσή της. Αυτή υπήρξε η απάντηση του Αλ. Μαζαράκη – Αινιάνος στο αυτό ερώτημα «Ηδυνάμεθα να σώσωμεν την Θράκην;».
Όταν πλέον η διπλωματία των ισχυρών έθεσε και επί χάρτου τις υπογραφές για τον πατρογονικό ξεριζωμό των αθώων Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, άρχισε η «Μεγάλη Έξοδος» μέσα σε κατάσταση απολύτου πανικού και υπό το «σύνδρομο της ατάκτου φυγής».
Γράφει σπαρακτικά λόγιος και φιλόμουσος Θρακιώτης Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου: «Ένα λυπητερό και μουχρωμένο φθινόπωρο άφηναν οι Θράκες πανοικεί τους χρυσαφένιους κάμπους και τις απέραντες κοιλάδες άφηναν τους θρακικούς δρυμώνες, τις λαγκαδιές και τα δάση τ’ απάτητα, άφηναν τη γη των τριών χιλιετηρίδων του Γένους, όπου ανθοβολούσε η Ελληνική σκέψη και προκοπή. Άφηναν τους παμπάλαιους τάφους των προγόνων και τις εκκλησίες τους και έπαιρναν τον δρόμο της εξορίας. – Προς τα γεφύρια, ακούγεται πάντα η προσταγή, προς τα γεφύρια! Και ταξίδευαν όλοι προς τα γεφύρια. Μέρες από τ’ ακρογιάλια της Μαυροθάλασσας αφήνοντας πίσω τους την τρισευλογημένη γη της Θράκης. Την ατρύγητη θάλασσά τους οι Αγαθοπολίτες, οι Βασιλικιώτες, οι Μηδειώτες – τη Μαυροθάλασσα».
Οι δυστυχείς Θράκες αναζητούσαν την σωτηρία τους μέσω της ατάκτου φυγής με κάρα και αραμπάδες, που όταν ακινητοποιούνταν λόγω των άθλιων καιρικών συνθηκών από τις πυκνές βροχοπτώσεις, οδηγούσαν τους απροστάτευτους επιβάτες τους σε βέβαιο θάνατο από τους ατάκτους ενόπλους Τούρκους. Κατά την διάρκεια της μαρτυρικής εξόδου συνέβαιναν θάνατος και τοκετοί. Η πεζοπορία υπήρξε ένας εφιαλτικός και βασανιστικός γολγοθάς. Γέροι, μωρά και ασθενείς υπέκυπταν από τις κακουχίες.
Όπως γράφει με πόνο ψυχής ο Κώστας Γεραγάς: «Δεν ήταν μόνο οι προσωπικές περιουσίες που χάνονταν, ήταν οι απέραντες και γόνιμες πεδιάδες, οι πράσινες θάλασσες των αμπελιών, τα πλούσια αρχοντόσπιτα, τα επιβλητικά κοινοτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα ατέλειωτα θρακικά δημητριακά, των οποίων ενώ είχε παραχωρηθεί στην Εθνική Τράπεζα τα προνόμιο της εξαγοράς μεγάλου μέρους τους, τελικά και εκείνα εγκαταλείφθηκαν σχεδόν όλα».
Ο δεύτερος τρόπος φυγής των μαρτύρων θρακών ήταν η διά της θαλάσσης οδός. Απερίγραπτες και ανείπωτες εικόνες διεδραματίζονταν στους παραλιακούς όρμους λόγω της αθρόας συρροής των προσφύγων θρακών, οι οποίοι επρόκειτο να αναχωρήσουν από τα λιμάνια της Θυνιάδος, της Μηδείας, του Εξάστερου, των Επιβατών, της Σηλυβρίας, της Ηρακλείας, της Ραιδεστού, της Μυριοφύτου, της Περιστάσεως και άλλων σημείων της Προποντίδος.
Όσοι από τους κατοίκους της θρακικής ενδοχώρας μπορούσαν να ακολουθήσουν τις οδικές διαβάσεις κατευθύνονταν δια μέσου του Έβρου προς τη Δυτική Θράκη. Κατά χιλιάδες όμως έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς και μέσω των σιδηροδρομικών σταθμών όπου αθρόα συγκεντρώνονταν υπό άθλιες καιρικές συνθήκες με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν ύστερα και από αναμονή πολλών ημερών να επιβιβαστούν σε κάποια βαγόνια για να σωθούν.
Οι Θράκες έσωζαν πρωτίστως με αγάπη τα ιερά σκεύη, τα Ευαγγέλια, τις ιερές εικόνες και τα ιερά λείψανα των αγίων τους, όπως συνέβη και μα το ιερό λείψανο του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Κυρίλλου του Στ΄ (+ 1821), του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως το οποίο εφυλάσσετο στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, και αφού είτε τα τοποθετούσαν στα κάρα και τους αραμπάδες είτε τα έκρυπταν κάτω από τα ρούχα τους, με δάκρυα και λυγμούς κλείδωναν τα σπίτια και τις αποθήκες με το βιός της χρονιάς εκείνης, και έπαιρναν τον μαρτυρικό δρόμο της προσφυγιάς έχοντας την άσβεστη ελπίδα ότι θα επέστρεφαν και πάλι στα σπίτια τους.
Μετά την αναχώρηση των Θρακών από τις πατρογονικές τους εστίες αντίκριζε κανείς στα έρημα χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, τα λεηλατημένα σπίτια και καταστήματα, τις καταστραμμένες αποθήκες και τις απογυμνωμένες εκκλησίες, οι οποίες μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις είχαν υποστεί τους βανδαλισμούς των ένοπλων τουρκικών ομάδων.
Ο δε Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος αναφέρει ότι συγκλονιστικές σκηνές εξελίσσονταν ανάμεσα σε φίλους και γείτονες Έλληνες και Τούρκους, οι οποίοι αγκαλιασμένοι αποχωρίζονταν και το συγκινητικό είναι ότι εκείνες τις μεγάλες ώρες εάν κάποιοι Τούρκοι χρωστούσαν κάποιο χρηματικό ποσό στους Έλληνες, το επέστρεφαν. Σε άλλες περιπτώσεις οι Έλληνες καθώς εγκατέλειπαν τον τόπο τους, έκαιγαν τα σπίτια και τα καταστήματά τους για να μη λεηλατηθούν από τους επελαύνοντες Τούρκους.
Ο Μενέλαος Εμμανουηλίδης αναφερόμενος στον ξεριζωμό των Ελλήνων της κωμοπόλεως Βρύσης (Μπουνάρ –Χισάρ), η οποία υπήγετο στην επαρχία των Σαράντα Εκκλησιών, γράφει χαρακτηριστικά: «…αφού εφιλήσαμε με συντριβήν καρδίας τα άγια χώματα της χώρας των πατέρων και προγόνων μας εξεκινήσαμεν κατά καραβάνια συνεχή σχεδόν όλοι ομαδικώς πλην των Διοικητικών Αρχών, αι οποίαι είχον διαταγήν να μείνουν μέχρι της τελείας εκκενώσεως της Θράκης». Παντού κυριαρχούσαν ο φόβος, ο πανικός, η απόγνωση, οι ασθένειες και οι επιδημίες οι οποίοι θέριζαν γέροντες και παιδιά, ενώ ανήμπορες μανάδες και νήπια που έκλαιγαν γοερά, αναζητούσαν τις οικογένειές τους.
Οι τελευταίοι ανατολικοθρακιώτες οι οποίοι εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες τους ήταν οι καλλιπολίτες κατά τον Νοέμβριο του 1922 και οι κάτοικοι της περιφέρειας Τσατάλτζας κατά τον Δεκέμβριο του 1922.
Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες των αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων, οι οποίοι με τις περιγραφές τους διασώζουν την τραγική πραγματικότητα που βίωναν οι πρόσφυγες κατά την οδό του μαρτυρίου τους στην «Μεγάλη Έξοδο» από την πατρίδα τους. Μία εξ αυτών των περιγραφών αναφέρει: «Η έξοδος αυτή παρίστα σπαραξιάρδιον θέαμα. Διά της πόλεως Μ. Γέφυρας, κεντρικής οδού πολλών περιφερειών, επί ημέρας και νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων της Μ. Ασίας και Θράκης. Θρήνοι και οδυρμοί και αραί στυγεραί κατά των υπαιτίων της τραγικής συμφοράς επλήρουν τους αιθέρας. Κατά σατανικήν σύμπτωσιν βροχή ραγδαία και χάλαζα χονδρά έπληττον τους ατυχείς τούτους πληθυσμούς…
Ωσεί μη ήρκουν ταύτα ο προσφυγικός κόσμος επέπρωτο να δοκιμάσει και αιματηράς περιπετείας κατά την οδόν του μαρτυρίου του… υπό τοιαύτας λοιπόν τραγικάς και καταστρεπτικάς συνθήκας έλαβε χώραν η έξοδος των κατοίκων της Θράκης, ως πάλαι ποτέ των Εβραίων εξ Αιγύπτου. Λαός, κατοικών την χώραν ταύτην από αμνημονεύτων χρόνων, αναγκάζεται να εγκαταλείψη την γην των Πατέρων του, μεθ’ ης συνδέεται δι’ αρρήκτων ιστορικών και εθνολογικών δεσμών, εις το άκουσμα της επανόδου των Τούρκων…».
Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος διασώζει την προσωπική μαρτυρία του Υποδιοικητού Αρκαδουπόλεως κ. Λεφά, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε: «… Έτι τραγική ήτο η θέσις των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζον την περιφέρειαν με διεύθυνσιν προς τον Έβρον αίροντες τον σταυρόν του μαρτυρίου… Είδον γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρουμένην άμαξαν και εκπνεύσασαν.
Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου. Είδον βρέφη αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δυστυχών χωρικών γυναικών… Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εν αναμονή των βαγονίων και της χορηγίας εις τας ιδιοτροπίας του θρακικού φθινοπώρου με τον άγριον άνεμον και την βροχήν. Βήξ, στόνοι και κλαυθμοί ηκούοντο διαρκώς.
Φωναί ως από τάφων εζήτουν επίσπευσιν της αναχωρήσεως, ενώ χείρες ικέτιδες των ιερέων ηυλόγουν δια τελευταίαν φοράν την γενέτειραν γην και τους τάφους των προγόνων… έλαβον χώρα και τοκετοί καθ’ οδόν και θάνατοι με απλοποιημένας στιγμιαίας κηδείας…».
Η οριστική χαριστική βολή στον ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης και των περιχώρων του Νομού Κωνσταντινουπόλεως επήλθε με την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπεγράφη στις 24 Ιουλίου του 1923, αλλά κυρίως με την «Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου του 1923 και ίσχυσε από την 31η Μαρτίου 1924.
Έτσι, δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάνης, εξαναγκάστηκαν σε εκπατρισμό και οι τελευταίοι εναπομείναντες Έλληνες του Καραγάτς και των χωριών Μπόσνα και Δεμιρδές, ενώ τον Ιούνιο του 1924 εκπατρίστηκαν οι τελευταίοι Έλληνες της περιφέρειας Τσατάλτζας και των χωριών της Κωνσταντινουπόλεως.
Η συνθήκη της Λωζάνης, ύστερα από 90 συναπτά έτη εκ της υπογραφής της, έχει πλέον καταγραφεί ως ένα αρνητικό διεθνές ορόσημο διότι αν και προηγήθηκαν και άλλες ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων κατά το έτος 1913, καθώς και μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων με την κατά το 1919 υπογραφείσα του Νεϊγύ, εντούτοις διαφέρει καίρια από εκείνες ως προς το ότι η συγκεκριμένη ανταλλαγή των πληθυσμών υπήρξε «αναγκαστική» και μάλιστα υλοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών.
Δεν είναι υπερβολή η διαπίστωση ότι η ιστορία των εθνών δεν έχει να παρουσιάσει προηγούμενο τόσο ασυνήθιστης διεθνούς συνθήκης. Ποτέ άλλοτε μέσα στη μακραίωνη ιστορία των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών δεν είδαμε σχεδόν περί τα 2.000.000 ανθρώπων να ξεριζώνονται από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες και να εγκαθίστανται σε ξένη γη με μια μονοκονδυλιά. Ακόμη δε και αν εθεωρείτο «εθελούσια μετοικεσία» και όχο αναγκαστική ανταλλαγή, ωστόσο και πάλι η πληθυσμιακή αυτή μετακίνηση δεν θα είχε προηγούμενο μέσα στην ιστορία των μαζικών μεταναστεύσεων.
Καθίσταται μάλιστα ακόμη τραγικότερη και οδυνηρότερα άδικη η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, η οποία είχε προηγηθεί της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης, επειδή ακριβώς αυτή επεβλήθη στην ανήμπορη και πολιτικά διχασμένη Ελλάδα από τους άλλοτε – και μέχρι πρότινος – Ευρωπαίους συμμάχους της παρόλο που δεν είχε προηγηθεί κάποια στρατιωτική – πολεμική ήττα των Ελλήνων, που να δικαιολογούσε την οριστική απώλεια της Ανατολικής Θράκης, την οποία εξάλλου κατείχε η Ελλάδα δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών (1920).
Ο απολογισμός όλων αυτών των ασύλληπτων γεγονότων, τα οποία βίωναν ως απόλυτη «κόλαση» οι Έλληνες της «καθ’ ημάς Ανατολής», υπήρξε τραγικός και ολέθριος, αφού περίπου 250.000 Ανατολικοθρακιώτες και σχεδόν 1.300.000 Μικρασιάτες, Πόντιοι και Ανατολικορωμυλιώτες πρόσφυγες εκτοπίστηκαν και εκπατρίστηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους, από την «Πατρίδα», όπως συνήθιζαν να λένε με σπαραγμό και πόνο ψυχής μέχρι και στα βαθιά γεράματά τους, μέχρι και τον θάνατό τους.
Οι πρόσφυγες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης αγκάλιασαν την νέα τους πατρίδα στην κυρίως Ελλάδα, που την αγάπησαν και την πόνεσαν όπως την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Δούλεψαν σκληρά και αγόγγυστα, μεταλαμπάδευσαν τον πολιτισμό τους, πρόκοψαν κα ανέστησαν τις αλησμόνητες πατρίδες τους φυτεύοντας με τις ίδιες ονομασίες για να μη λησμονηθούν ποτέ, νέους οικισμούς και κωμοπόλεις, όπως: Νεοχώρι, Νέος Σκοπός (Σερρών), Νέα Πέτρα, Νέα Μήδεια, Νέα Καλλίπολη, Νέα Μάλγαρα, Σαράντα Εκκλησιές, Νέα Μάδυτος, Νέα Αγχίαλος, Στενήμαχος, Νέα Μάκρη, Νέα Πέραμος, Νέα Αδριανή κ.α.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι βασανισμένοι πρόγονοί μας ως τελευταία επιθυμία τους είχαν πριν πεθάνουν να φιλήσουν το χώμα της πατρώας γης και όταν πεθάνουν να λάβουν μαζί τους στον τάφο λίγο χώμα από την αλησμόνητη και λατρευτή γενέτειρά τους, όπου είδαν το πρώτο φως της ζωής, αλλά και να γραφεί στην μαρμάρινη ταφόπλακά τους το όνομα του χωριού ή της πόλεώς τους, που ποτέ δεν είχαν λησμονήσει και έφευγαν από τον μάταιο και άδικο τούτο κόσμο με το μαράζι της απώλειάς τους.
Η γραφή αυτή ας είναι «εις μνημόσυνον αιώνιον» των βιαίως και αδίκως εκτοπισθέντων και εκπατρισθέντων προσφύγων εκ της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας, και προσήκει να έχει ως κατακλείδα τους λόγους του αοίδιμου λόγιου και φιλόμουσου μεγάλου Θράκα Πολύδωρου Χριστοδούλου: «Περνούν στην αντίπερα όχθη του Έβρου, όπου τους προσμένει ένας αδελφός λαός. Λουλουδίζουν φθινοπωρινά τα ξεροτόπια και οι πλαγιές χαμογελούν. Ξεπροβάλλουν πολιτείες άλλες, άγνωστες, πανάρχαιες, βυζαντινές, χωριά και τοπία συγγενικά και χαμόγελο και αγκαλιά ζεστή. Είναι η ελεύθερη Θράκη. Εδώ παιδιά, φωνάζει ο παπαΜανώλης, ο παπάς κι ο δάσκαλος στους συντοπίτες του – ξεζέψτε και λύστε τους ζυγούς, εδώ θα χτίσουμε ξανά τις ορφανές πλια και χαμένες μας πατρίδες. Καρτερείτε».
.
Αφιερούται στην Ιερά Μνήμη των προπατόρων μου: Ιωάννου και Μαγδαληνής Σιδηρά εξ Ανατολικής Θράκης, και Νικολάου και Ειρήνης Τζιμοτούδη εξ Ανατολικής Ρωμυλίας. Αιωνία αυτών η μνήμη.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αβέρωφ
Ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux εξηγεί αυτό που γενιές και γενιές Ελλήνων λένε: "ο Τούρκος δεν έχει μπέσα".
Ο δημοσιογράφος αναφέρει ονόματα και γεγονότα και αποδεικνύει πως οι Τούρκοι εξαπάτησαν τους Έλληνες και τους κράτησαν στα σπίτια τους για να σφαγούν!
Για τις θηριωδίες στα Βουρλά είμαι σε θέση να δημοσιεύσω τις καταθέσεις πέντε μαρτύρων, του Γιάννη Μιχαηλίδη, των αδελφών του Αργυρώς Σιάχου και Αριστέας Μιχαηλίδη και των δεσποινίδων Μαρίας και Αγγέλας Μακρομάλλα.
Ο Γιάννης Μιχαηλίδης σ' αυτή την τραγική αφήγηση, είναι ο εκφραστής της γνώμης των άλλων μαρτύρων, όπου ο ίδιος δεν είχε παραστεί σε όλες τις φάσεις του δράματος:
"Στις 9 Σεπτεμβρίου έφυγα από τα Βουρλά μαζί με την οικογένεια μου, που απαρτιζόταν από τον πατέρα μου 62 ετών, από την αδελφή μου Αργυρώ Σιάχου που ήταν παντρεμένη με τον Έλληνα λοχαγό Σ. Σιάχο και την νεότερη αδελφή μου, την Αριστέα Μιχαηλίδη, 16 ετών.
Πήγαμε όλοι στο Πουρναρλί, ένα νησάκι απέναντι από τις Κλαζομενές και περιμέναμε ένα μεγάλο καΐκι που θα μας πήγαινε στην Μυτιλήνη. Υπήρχαν ήδη πάνω στο νησάκι εκατό άλλες οικογένειες προσφύγων από τα Βουρλά, αλλά μάταια περιμέναμε το καΐκι που δε φάνηκε ποτέ...
Την τρίτη ημέρα της παραμονής μας στο νησί είδαμε να προσεγγίζει μια μικρή βάρκα που μετέφερε Τούρκους προύχοντες των Βούρλων, οι οποίοι μόλις αποβιβάστηκαν φώναξαν τον πατέρα μου και τους άλλους Χριστιανούς. Μεταξύ τους ήταν ο μουφτής ο οποίος βγάζοντας το Κοράνι όρκισε τους Τούρκους προύχοντες πως δε θα μας έκαναν κακό, εάν επιστρέφαμε και πως δε θα άφηναν τους στρατιώτες του Κεμάλ να μας πειράξουν.
Ύστερα απ' αυτά μας παρακίνησαν να γυρίσουμε.
Ο τουρκικός στρατός δεν είχε καταλάβει ακόμα τα Βουρλά. Ο πατέρας μου και οι άλλοι Χριστιανοί, έχοντας πιστέψει στον όρκο των Τούρκων, επέστρεψαν στα Βουρλά. Εγώ ωστόσο φοβήθηκα να τους μιμηθώ, επειδή είχα υπηρετήσει στον Ελληνικό στρατό καθ' όλη την διάρκεια της Κατοχής. Έτσι έμεινα στο νησάκι και μερικές μέρες αργότερα επιβιβάστηκα στο θωρηκτό Κιλκίς.
Η Επιτροπή των Τούρκων προκρίτων επισκέφθηκε και τα άλλα νησάκια που βρίσκονταν εκεί κοντά, στα οποία υπήρχαν ομοίως οικογένειες προσφύγων.
Επαναλαμβάνοντας τους όρκους τους, τους παρακίνησαν να επιστρέψουν. Στην συνέχεια, αφού εξετέλεσε την αποστολή της η Επιτροπή, ξαναγύρισε στα Βουρλά.
Στο μεταξύ ο πατέρας μου και οι δύο αδελφές μου πήραν το δρόμο της επιστροφής, αλλά μόλις έφτασαν στην ακτή των Κλαζομενών, οι Τούρκοι που βρίσκονταν εκεί, ρίχτηκαν επάνω τους και τους έκλεψαν τα λίγα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους. Υστερα οι δικοί μου πήγαν να οχυρωθούν στο σπίτι μας. Μα δεν είχε περάσει μισή ώρα, όταν ένας Τούρκος πολίτης πήγε να ειδοποιήσει τον πατέρα μου ότι είχε μπει ο τουρκικός στρατός και πως ο πασάς που διοικούσε το ιππικό, το οποίο είχε καταλάβει τα Βουρλά, έδωσε εντολή να παρουσιαστεί ο πατέρας μου, όπως και οι άλλοι Χριστιανοί πρόκριτοι, στο Κονάκι (Διοικητήριο).
Ο πατέρας μου πήγε στον πασά που του είπε: «Πού είναι οι δύο σου γιοι που υπηρετούσαν στον Ελληνικό στρατό και ο γαμπρός σου ο Λοχαγός;»
Ο πατέρας μου του απάντησε πως είχαν φύγει με τον Ελληνικό στρατό.
Τον έβαλε τότε να πληρώσει εκατό λίρες για τον καθέναν από μας ως φόρο στρατιωτικής απαλλαγής. Ο πατέρας μου τις πλήρωσε και παρακάλεσε τον πασά να του δώσει έναν στρατιώτη ως σωματοφύλακα δικό του αλλά και της οικογένειάς του, πράγμα που έγινε πρόθυμα αποδεκτό, αλλά μόλις ο στρατιώτης που είχε επιφορτιστεί με την προστασία τους έφτασε μπροστά στο σπίτι μας, απείλησε τον πατέρα μου με την ξιφολόγχη του όπλου του, ζητώντας του χρήματα, για να μην τον σκοτώσει.
Ο πατέρας μου του έδωσε 200 λίρες και ο στρατιώτης τις πήρε κι έφυγε. Πιστεύοντας ότι ήταν πιο ασφαλές, όλες οι οικογένειες της συνοικίας κατέφυγαν στο σπίτι μας.
Μισή ώρα μετά την αναχώρηση του στρατιώτη, δύο αξιωματικοί και τρεις πολίτες Τούρκοι βάλθηκαν να σπάσουν την πόρτα μας με ρόπαλα.
Μόλις εισέβαλαν στο σπίτι μας, είπαν με απότομο τρόπο στον πατέρα μου: «Δώσε μας χρήματα ή σε σκοτώνουμε». Οι αδελφές μου φοβούμενες πως θα πραγματοποιήσουν την απειλή τους, τους έδωσαν χίλιες λίρες που -πήραν κι έφυγαν. Ήρθαν κι άλλοι που έκαναν ό,τι και οι προηγούμενοι ύστερα κι άλλοι και τελειωμό δεν είχαν.
Επί τρεις μέρες οι Τούρκοι συνέχιζαν την ίδια δουλειά, σε σημείο που δε μας έμεινε στο τέλος απολύτως τίποτα.
Μας έκλεψαν έτσι 3.000 τουρκικές χρυσές λίρες, 100.000 λέι, 150.000 δρχ., όλα μας τα κοσμήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα, 100.000 καντάρια σταφίδες, 10.000 οκάδες λάδι, 9 άλογα υποζυγίου, 50 αγελάδες.
Όλα τα εμπορεύματα και τα ζώα κλάπηκαν από τις αποθήκες και τους στάβλους μας.
Στο τέλος δε μας είχε μείνει πια τίποτα να τους δώσουμε. Ωστόσο, η επιμονή τους δεν κάμφθηκε και απείλησαν να απαγάγουν τα κορίτσια μας.
Έτσι έκλεψαν από τις οικογένειες που είχαν καταφύγει στο σπίτι μας, την Ελένη και την Μαρία Μπέλλου και την Αγγέλα Μακρομάλλα.
Όταν είδαν τα άλλα κορίτσια ότι θα ατιμάζονταν από τους Τούρκους, προτίμησαν να πεθάνουν!
Όρμησαν στην αυλή, άνοιξαν το πηγάδι και έπεσαν μέσα, η μια πίσω από την άλλη!
Το ίδιο έκαναν οι ξαδέλφες μου Πηνελόπη και Ιωάννα Μιχαηλίδη, η Αργυρώ Μιχαηλίδη, η αδελφή μου Αριστέα Μιχαηλίδη και η υπηρέτρια μας η Γλυκερία.
Η παντρεμένη μου αδελφή, η γυναίκα του Έλληνα Λοχαγού Σιάχου, δεν έπεσε μέσα στο πηγάδι, αλλά τρέχοντας στην κουζίνα έριξε πετρέλαιο στα ρούχα της κι έβαλε φωτιά!
Έσβησαν τη φωτιά, την περιποιήθηκε ένας γιατρός, αλλά δεν απέφυγε τα σοβαρά εγκαύματα στο στομάχι και στις γάμπες.
Μετά την απαγωγή των τριών πρώτων κοριτσιών από τους Τούρκους, ο πατέρας μου πήγε να βρει σκοινιά και κατάφερε μαζί με κάποιους ανθρώπους να τραβήξει από το πηγάδι ημιθανείς την αδελφή μου Αριστέα, την εξαδέλφη μου Αργυρώ και την υπηρέτρια μας την Γλυκερία. Οι δύο εξαδέλφες μου, η Πηνελόπη και η Ιωάννα, πνίγηκαν.
Όσο για την μεγάλη μου την αδελφή, μια και ήξεραν πως, ήταν παντρεμένη με Έλληνα αξιωματικό, την καταζητούσαν με πείσμα σε όλα τα σπίτια, κρατώντας μια φωτογραφία της στα χέρια τους. Εκείνη όμως έμεινε κρυμμένη επί είκοσι ημέρες σε μια υπόγεια διάβαση, χωμένη στην λάσπη μέχρι τα γόνατα, κι έτσι σώθηκε.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι επέστρεψαν μπροστά στο σπίτι μας με καμήλες και καροτσάκια και αφού έδιωξαν όλους όσοι βρίσκονταν στο σπίτι, φόρτωσαν όλα μας τα έπιπλα και τα υπάρχοντα και τα πήραν μαζί τους. Μετά πυρπόλησαν το σπίτι μας κι έβαλαν φωτιά και στα διπλανά σπίτια, αφαιρώντας πάντα πρώτα το περιεχόμενο τους.
Μ' αυτόν τον τρόπο αφανίστηκαν ολοκληρωτικά τα Βουρλά από την πυρκαγιά. Στα δεκαπέντε σπίτια που γλίτωσαν από την φωτιά, πήγαν να βρουν καταφύγιο όλοι οι ηλικιωμένοι από εξήντα και πάνω, τα παιδιά και οι γυναίκες. Όσο για τους άνδρες από τα 16 μέχρι 60 ετών, τους έκλεισαν σ' ένα χώρο περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, αφού τους έκλεψαν τα παπούτσια και τα ρούχα.
Κάθε βράδυ οι μουσουλμάνοι της περιοχής πλησίαζαν αυτά τα μαντριά, καλούσαν τον αιχμάλωτο της αρεσκείας τους, τον έπαιρναν μαζί τους και τον βασάνιζαν, για να τον θανατώσουν στο τέλος.
Έτσι έδεσαν πίσω από ένα άλογο τον Θεόδωρο Μούλο, που το ζώο τον έσερνε μέχρι που πέθανε.
Δύο στρατιώτες, επίσης, σκότωσαν τον Στάθη Τζαλίκα μπροστά στον πατέρα και τ' αδέλφια του, γιατί δεν είχε χρήματα να τους δώσει.
Ο πρόκριτος Γεώργιος Τρανέτης, σφάχτηκε στο μέγαρο του, υποδιοικητή.
Επίσης σφάχτηκαν μπροστά στους συμπατριώτες τους ο Δημήτριος Κορδοπάτης, ο ξάδελφος μου Χρήστος Κούρτης, ο Ευάγγελος Βαλιάδης, ο Φώτης Σισμανόγλου, ο Ευάγγελος Βαμβακάς, ο Θεόδωρος Κουλουμπής, ο Κωνσταντίνος Ακαζάς και ο δεκαπεντάχρονος αδελφός του, ο Θεόδωρος Δρίμης και το κοριτσάκι του η Νασώ, ο Συμεών Χαραλάς και πολλές εκατοντάδες άλλοι των οποίων αγνοούμε τα ονόματα.
Έσπρωχναν επίσης τους ηλικιωμένους μέσα στα σπίτια και έβαζαν φωτιά. Μετά την πυρπόληση του σπιτιού μας, ο πατέρας μου βρήκε καταφύγιο σ' ένα φίλο του μαζί με την αδελφή μου την Αριστέα.
Σ' αυτό το σπίτι όπου υπήρχαν κι άλλοι Χριστιανοί, δύο αξιωματικοί είδαν ένα βράδυ τον πατέρα μου και του ζήτησαν χρήματα. Εκείνος τους είπε πως δεν είχε άλλα πια, αφού τα είχε δώσει όλα.
Τότε ένας από αυτούς, εκτός εαυτού από τον θυμό του, τράβηξε το σπαθί του και τον σκότωσε μέσα στην αγκαλιά της αδελφής μου. Ύστερα, αρπάζοντας την αδελφή μου από τα μαλλιά, τις τα έκοψε και σκούπισε μ' αυτά το ματωμένο του σπαθί που ήταν ακόμα ζεστό από το αίμα του πατέρα μου.
Έπειτα, αξιωματικοί και πολίτες έφυγαν τραγουδώντας και λέγοντας σ' κείνους που βρίσκονταν εκεί, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, πως θα τους περνούσαν από λεπίδι, εάν δεν τους έδιναν χρήματα.
Πραγματοποιώντας τις απειλές τους, διέπραξαν τα ακόλουθα εγκλήματα:
Κάποιας γυναίκας που ονομαζόταν Μαρία Τοπάγλου και βρισκόταν στο ίδιο σπίτι όπου σκότωσαν τον πατέρα μου, επειδή αρνιόταν να ακολουθήσει έναν Τούρκο που ήθελε να την απαγάγει, της έκοψαν τα δάχτυλα του χεριού, την μύτη, τα αυτιά και το στήθος, αφήνοντας την να πεθάνει σ' αυτά τα χάλια.
Η Μαρία Κολόζο, η Ελένη Χατζηδιαμαντή και πολλές άλλες νέες κοπέλες είχαν την ίδια τύχη. Τον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο τον πετάλωσαν. Του ιερέα Κολόζο και του διακόνου του Αγίου Χαραλάμπους τους έκοψαν τα αυτιά και τους έβγαλαν το ένα μάτι.
Τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στα Βουρλά όπου κατοικούσαν Χριστιανοί, στην διάρκεια αυτών των 21 ημερών, είναι απερίγραπτα.
Τέλος, στις 30 Σεπτεμβρίου, νωρίς το πρωί, έφτασε στον κόλπο ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο και πολλές βάρκες, για να επιβιβάσουν τον πληθυσμό. Τότε οι Τούρκοι, όταν έμαθαν πως οι Χριστιανοί θα αναχωρούσαν, πήραν θέση στο μέρος απ' όπου θα έπρεπε να περάσουν, για να βρουν χρήματα, αν κατά τύχη είχαν μπορέσει να τα κρύψουν και αφού τους απογύμνωσαν τελείως, τους έδιωχναν κρατώντας μόνο τα όμορφα κορίτσια.
Πολλά ευτυχώς από αυτά τα κορίτσια κατάφεραν να διαφύγουν, βάφοντας τα πρόσωπα τους με ιώδιο και φορώντας ρούχα ηλικιωμένων γυναικών, για να γίνουν αγνώριστα και να μπορέσουν να ξεφύγουν.
Ως επάνω στο δρόμο από τα Βουρλά μέχρι την Σκάλα, το μικρό λιμάνι που εξυπηρετούσε την περιοχή, οι Τούρκοι ορμούσαν στο απεγνωσμένο πλήθος που, για να ξεφύγει, έπεφτε στην θάλασσα και σκότωναν κατά βούληση.
Πολλά από τα νέα κορίτσια που είχαν απαχθεί, είχαν ντυθεί από τους άρπαγές τους «χανούμισσες» (τουρκάλες σύζυγοι). Τις τοποθετούσαν ντυμένες μ' αυτή την γελοία εμφάνιση στο πέρασμα των γονιών τους, για να μπορέσουν να τις δουν καλά. Οι μανάδες αναγνωρίζοντας τα κορίτσια τους, φώναζαν «έλεος!», αλλά οι Τούρκοι τις απωθούσαν, χτυπώντας τες με τους υποκόπανους των τουφεκιών τους! Οι μανάδες αποχωρίζονταν έτσι τα παιδιά τους χωρίς ελπίδα να τα ξαναβρούν ποτέ...
Στις προθήκες των κρεοπωλείων έβλεπε κανείς κρεμασμένους άνδρες. Πολλοί δεν είχαν πεθάνει ακόμα και υπέφεραν τρομερά.
Στην παραλία, λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση, οι Τούρκοι συνέχιζαν την δουλειά τους και έκλεβαν τις γυναίκες κάτω από τα μάτια των Αμερικανών. Ένας στρατιώτης, μάλιστα, ήταν έτοιμος να αρπάξει την αδελφή μου την Αριστέα, αλλά ευτυχώς ο Λοχαγός του αμερικανικού πολεμικού πλοίου ο οποίος βρισκόταν κοντά, κυνήγησε τον Τούρκο κι έσπρωξε την αδελφή μου στο παρατηρητήριο του πλοίου. Έτσι σώθηκε αυτή από καθαρή σύμπτωση.
Ακριβώς δίπλα ήταν μια μαούνα όπου βρίσκονταν τρία κορίτσια και τρεις Τούρκοι στρατιώτες. Τα κορίτσια φώναζαν «βοήθεια», καλώντας τους Αμερικανούς να έλθουν και να τις ελευθερώσουν από τα χέρια των Τούρκων, αλλά οι Αμερικανοί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα και οι κοπέλες έμειναν στο έλεος αυτών των θηρίων...".
Πηγή: OnAlert
Το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου τον Αύγουστο του 1922 υπήρξε το επιστέγασμα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που ξεκίνησε το 1908 στη Θεσσαλονίκη, με την κατάληψη της οθωμανικής εξουσίας από τη νεοτουρκική ακροδεξιά, και οδήγησε στην αιματηρή μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους της Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος-κράτος
«Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου...»
Ο Ατατούρκ ατενίζει τη λεία του. Ενα χολιγουντιανής έμπνευσης και κατασκευής γλυπτό με το πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ έχει στηθεί πάνω από τη σύγχρονη Σμύρνη Ο Ατατούρκ ατενίζει τη λεία του. Ενα χολιγουντιανής έμπνευσης και κατασκευής γλυπτό με το πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ έχει στηθεί πάνω από τη σύγχρονη Σμύρνη
(Μαρτυρία Ελένης Καραντώνη για τη σφαγή της Σμύρνης -από το δίτομο «Εξοδος» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
Οι εικόνες από τα κομμένα κεφάλια των «άπιστων» χριστιανών, σιιτών ή γεζίντι από τους φανατικούς σουνίτες του ISIS έχουν προκαλέσει τον αποτροπιασμό του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου. Η οργάνωση αυτή των φανατικών επιχειρεί ήδη την ίδρυση Ισλαμικού Χαλιφάτου στην περιοχή που βρίσκεται μεταξύ Ιράκ και Συρίας και χρησιμοποιεί ακραίες μεθόδους για να επιτύχει την επιβολή του Νόμου του Προφήτη. Ενδιαφέρον όμως έχει η έκπληξη που έχουν προκαλέσει οι μέθοδοι αυτές στους Δυτικούς, αλλά και σε πλήθος Νεοελλήνων.
Το κόψιμο των κεφαλιών των αντιπάλων υπήρξε μια αγαπημένη μέθοδος που ουδόλως είχε προκαλέσει τέτοια αγανάκτηση σε παλαιότερους καιρούς. Οι Δυτικοί, όπως και οι Σοβιετικοί, με ικανοποίηση είδαν τον Σεπτέμβρη του '22 το αιματηρό -μεσαιωνικού τύπου- τέλος του πολέμου στην Ανατολή, εφ' όσον ικανοποιούσαν τα οικονομικά και γεωπολιτικά τους σχέδια. Ουδεμία αντίδραση υπήρξε για τη σφαγή της Σμύρνης και όλης της ιωνικής παραλίας μετά τη νίκη των κεμαλικών επί του ελληνικού στρατού. Παρόμοια υπήρξε η αφωνία τους για τον αφανισμό των ελληνικών και αρμενικών κοινοτήτων του Πόντου και της Βιθυνίας, που είχε προηγηθεί. Ιδια ήταν και η αδιαφορία τους το 1915, όταν σε λίγους μήνες οι Νεότουρκοι εθνικιστές εξόντωσαν το ιστορικό αρμενικό έθνος.
Οι ευθύνες των Δυτικών για τις Γενοκτονίες που συνέβησαν στην Ανατολή περιγράφονται ξεκάθαρα από το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο και αργότερα αρχιεπίσκοπο Αθηνών: «Με την ένοχη συμμετοχή δύο μεγάλων δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας κατά τα έτη 1914-1918, εσφάγη από τους Νεότουρκους ολόκληρον έθνος, το Αρμενικόν, και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων απεσπάσθησαν βιαίως των εστιών τους και απέθανον εις την εξορία. Με την ένοχη συμμετοχή των συμμαχικών Χριστιανικών δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922, το εθνικό κίνημα των Τούρκων, υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, συνεπλήρωσε το έργο των Νεοτούρκων».
Οσον αφορά το νεοελληνικό κόσμο και ειδικά το συντηρητικό, η εξοικείωσή του με τα κομμένα κεφάλια των αντιπάλων ήταν παλιότερα δεδομένη. Η πιο χαρακτηριστική επιβεβαίωση ήταν τα κομμένα κεφάλια του Αρη Βελουχιώτη και του Τζαβέλα, κρεμασμένα στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων: «Γύρω από τα κρεμασμένα κεφάλια οι παρακρατικοί βάραγαν νταούλια και κέρναγαν από νταμιζάνες κρασί», γράφει ο Χαριτόπουλος. Η «τεχνική» αυτή κορυφώθηκε την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας, που οδήγησε στον Εμφύλιο, όταν συγκροτήθηκαν οι παρακρατικές ομάδες των βασιλοφρόνων κυνηγών κεφαλών.
Ας επιστρέψουμε στην Ανατολή
Το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου τον Αύγουστο του 1922 υπήρξε το επιστέγασμα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που ξεκίνησε το 1908 στη Θεσσαλονίκη, με την κατάληψη της οθωμανικής εξουσίας από τη νεοτουρκική ακροδεξιά, και οδήγησε στην αιματηρή μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους της Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος-κράτος. Τα θύματα αυτής της διαδικασίας ήταν οι χριστιανικοί πληθυσμοί (Ελληνες, Αρμένιοι, Ασσυροχαλδαίοι).
Κύριος πρωταγωνιστής της τελευταίας φάσης της σύγκρουσης (1919-1922) ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ πασά. Ενας ευφυής εθνικιστής στρατιωτικός, μέλος της ακραίας οργάνωσης «Ενωση και Πρόοδος», που ευθυνόταν για τις Γενοκτονίες που είχαν διαπραχθεί την περίοδο του πολέμου.
Μετά την ήττα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κεμάλ αποφάσισε να αυτονομηθεί, για να ανατρέψει προς όφελος του τουρκικού εθνικισμού τη μορφή που θα έπαιρνε ο μεταοθωμανικός κόσμος. Η συγκυρία βοήθησε την υλοποίηση των σχεδίων του. Ο φιλονεοτουρκικός αμοραλισμός του Λένιν, η αντιελληνική στάση των Ιταλών, αλλά και της Γαλλίας στη συνέχεια, η απόσυρση των ΗΠΑ από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, συνδυασμένα με τις εσωτερικές συγκρούσεις του ελληνικού κόσμου, τη διάσπαση σε αντιπολεμικούς μοναρχικούς και επιπόλαιους βενιζελικούς, τον ντεφετισμό του παλαιοελλαδικού Κομμουνιστικού Κόμματος και τη ρατσιστική στάση της ελληνικής μοναρχίας απέναντι στους Ελληνες της Ανατολής, οδήγησαν σε μια απρόβλεπτη και συντριπτική Καταστροφή.
Εικόνα από την πυρκαγιά της Σμύρνης, όπως φωτογραφήθηκε από τους απαθείς παρατηρητές των Δυτικών πλοίων που ναυλοχούσαν στο λιμάνι Εικόνα από την πυρκαγιά της Σμύρνης, όπως φωτογραφήθηκε από τους απαθείς παρατηρητές των Δυτικών πλοίων που ναυλοχούσαν στο λιμάνι
Ο κεμαλικός Τζιχάντ
Ο Μουσταφά Κεμάλ προερχόταν από το χώρο των κοσμικών Τούρκων εθνικιστών, που είχαν αποφασίσει από πολύ νωρίς να καταστρέψουν την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη θέση της να οικοδομήσουν ένα τουρκικό έθνος-κράτος, απαλλαγμένο από τις μειονότητες. Κατά την αρχική περίοδο της αυτονόμησής του από την Υψηλή Πύλη (Μάιος 1919), οι σουλτανικοί θα τον χαρακτηρίσουν αρνησίθρησκο και αιρετικό και θα τον θέσουν εκτός του νόμου. Σ' όλη την Ανατολία θα ξεσπάσουν αντικεμαλικά κινήματα ως αντίδραση στη σκληρή φορολογία που επέβαλαν οι νέες κεμαλικές αρχές της Αγκυρας. Ως αντίδραση στις εξεγέρσεις αυτές, αλλά και στην απόρριψη από τη σουλτανική εξουσία, ο Μουσταφά Κεμάλ θα ενδυθεί υποκριτικά το ένδυμα του πιστού μουσουλμάνου.
Ο βιογράφος του Πολ Ντιμόντ αναφέρει: «Υστερα από την άφιξή του στην Ανατολία, προσπαθούσε να εμφανίζεται ως τέλειος μουσουλμάνος και να διατηρεί καλές σχέσεις με τους ανθρώπους της θρησκείας. Δημόσιες προσευχές και ιεροτελεστίες στα τεμένη συνόδευαν καθεμιά απ' τις μεγάλες στιγμές στην επαναστατική του πορεία. Σταδιακά κέρδισε πολυάριθμα στηρίγματα στους κόλπους του μουσουλμανικού ιερατείου...».
Στις 23 Απριλίου 1920 θα λάβει χώρα η εναρκτήρια συνεδρίαση της αυτοαποκαλούμενης εθνικιστικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Αγκυρα. Η αίθουσα της συγκέντρωσης ήταν μακρόστενη, διακοσμημένη με τις πράσινες σημαίες του Ισλάμ και με στίχους από το Κοράνι. Πλάι στην κεντρική αίθουσα υπήρχε αίθουσα προσευχής με αναλόγια και τάπητες στραμμένα προς τη Μέκκα.
Ο βιογράφος τού Κεμάλ κάνει την εξής περιγραφή: «Πριν από την έναρξη, οι βουλευτές συγκεντρώθηκαν στο τέμενος Χατζή Μπαϊράμ και προσευχήθηκαν. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης με τις σημαίες και τα ιερά κειμήλια μπροστά. Εκεί παρακολούθησαν την ανάγνωση ολόκληρου του Κορανίου και το κήρυγμα του Μπουχαρί, που αναφερόταν στις παραδόσεις του Προφήτη. Παράλληλα σφάζονταν αρνιά. Ακολούθησε ένα κήρυγμα σχετικά με τη θρησκευτική σημασία του εθνικού αγώνα και στη συνέχεια προσευχές για τη σωτηρία του Χαλίφη και της πατρίδας. Στο τέλος οι βουλευτές παρακολούθησαν τον ύμνο "Μεβλούντ" του Σουλεϊμάν Τσελεμπί, για τη γέννηση του Μωάμεθ. Ο Υμνος αυτός ψάλλεται σ' όλες τις εξαιρετικές περιπτώσεις».
Ο ευφυής Κεμάλ, αφού κήρυξε Ιερό Πόλεμο (Τζιχάντ-Jihad) κατά των «απίστων», κατάφερε να παρουσιαστεί ως ο μόνος πραγματικός υπερασπιστής του σουνιτικού Ισλάμ. Στη συνέχεια μπόρεσε να σύρει και τους Σοβιετικούς σε μια άνευ όρων βοήθεια προς το εθνικιστικό του κίνημα εκμεταλλευόμενος τις φοβίες του Λένιν, την περιφρόνησή του για τα δικαιώματα των λαών και των μειονοτήτων και το σύνδρομο της διατήρησης της εξουσίας του. Ο Μουσταφά Κεμάλ έλεγε το καλοκαίρι του '20 σε μια γαλλική εφημερίδα: «Εχω ολόκληρο το Ισλάμ πίσω μου κι έχω στο πλάι μου ένα σύμμαχο ακόμα πιο μεγάλο, που μου δίνει το χέρι». Το κεφάλαιο της σοβιετοτουρκικής συνεργασίας, που είναι πολύ μεγάλο και σύνθετο, θα αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης στις σελίδες Ιστορίας της «Κ.Ε.».
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος έκανε «Ιερό Πόλεμο» και πραγματοποιούσε τον ισλαμικό Τζιχάντ κατά των «άπιστων» μειονοτικών Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων ανακηρύχθηκε σε Gazi (Γαζί), δηλαδή «Νικητή του Ισλάμ» μετά την πρώτη του νίκη κατά του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1921. Τότε είχε καταφέρει με πολύ μεγάλη δυσκολία να αποκρούσει την ελληνική επίθεση προς την Αγκυρα και να περιορίσει τον ελληνικό στρατό στην αριστερή όχθη του Σαγγάριου ποταμού. Ο τιμητικός τίτλος του Gazi είναι η υπέρτατη αμοιβή που αποδίδεται στους γενναιότερους μαχητές του Ισλάμ.
Η καταστροφή της Γκιαούρ Ιζμίρ
Ο στόχος του Μουσταφά Κεμάλ ήταν να δημιουργήσει ένα καθαρό τουρκικό εθνικιστικό κράτος, απαλλαγμένο πάση θυσία από τις μειονότητες. Ο Νίκος Ψυρρούκης κατατάσσει το κεμαλικό κίνημα στα φασιστικά κινήματα του μεσοπολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό οργανώθηκε και η εκκαθάριση της ιωνικής παραλίας μετά τη νίκη επί του ελληνικού στρατού. Σύμφωνα με τον Τούρκο δημοσιογράφο Emre Akyoz, ο Μουσταφά Κεμάλ ανέθεσε το έργο αυτό στο σκληρό Νεότουρκο Νουρεντίν πασά, ο οποίος επέτρεψε τη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού και οργάνωσε την πυρπόληση της πόλης. Ο Akyoz υποστηρίζει ότι η εξόντωση των Ελλήνων τον Σεπτέμβρη του 1922 είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915, δηλαδή προγραμματισμό και άσκηση άμεσης βίας.
Χαρακτηριστική εικόνα από τη σφαγή Ελλήνων και Αρμενίων
Χαρακτηριστική εικόνα από τη σφαγή Ελλήνων και Αρμενίων Η καλύτερη ομολογία για την ευθύνη των υψηλών κλιμακίων του τουρκικού εθνικισμού στην καταστροφή της Σμύρνης είναι η αναφορά του στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος Falih Rifki Atay, ο οποίος στο βιβλίο του «Cankaya» ρωτά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;». Και απαντά: «Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες...».
Η εικόνα που έδωσε ο δημοσιογράφος Chater Melville του περιοδικού «The National Geographic» για την τραγωδία της Σμύρνης εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη του '22 -και ανέδειξε σε άρθρο της η Αρετή Τούντα Φεργάδη- είναι η εξής: «Μπροστά σ' αυτό τον εφιάλτη των 300.000 ψυχών, που ποδοπατιούνταν στην προκυμαία χωρίς ελπίδα διαφυγής απ' τον κλοιό της φωτιάς και της θάλασσας, οι περιγραφές του εμπρησμού της Τροίας ωχριούσαν».
Οι ελλαδικές ευθύνες για τη σφαγή
Πρέπει να σημειωθεί ότι το χριστιανικό πληθυσμό της Σμύρνης (ελληνικό και αρμενικό) εγκατέλειψαν συνειδητά στο έλεος του κεμαλικού στρατού οι ελληνικές αρχές κατοχής: «Για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα», όπως ζητούσε ο Δημήτριος Γούναρης, και υλοποιούσε ο αρμοστής της Ελλάδας στην Ιωνία Αριστείδης Στεργιάδης. Ουσιαστικά ο Γούναρης και η κυβέρνησή του παρέδωσαν τον Ελληνισμό της Ιωνίας στα τουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ και με μια έννοια είναι συνυπεύθυνοι για τη σφαγή που επακολούθησε.
Της αντιμικρασιατικής και απάνθρωπης αυτής στάσης, είχαν προηγηθεί και άλλα γεγονότα που απεδείκνυαν το μικρό ενδιαφέρον των βασιλικών και του Λαϊκού Κόμματος για τη μοίρα των πολυάνθρωπων ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολής:
* Κατ' αρχάς, η πλήρης εγκατάλειψη του Πόντου και του δυναμικού ελληνικού αντάρτικου που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας τον Νοέμβρη του '20.
* Η απόρριψη της πρότασης των ηγετών του μικρασιατικού Ελληνισμού (Μικρασιατική Αμυνα) για δημιουργία ντόπιου μικρασιατικού στρατού, με στόχο την προστασία του σαντζακίου Σμύρνης και την ανακήρυξη μικρασιατικού κράτους στα ιωνικά παράλια.
* Η απαγόρευση δημιουργίας ελληνικών πολιτοφυλακών στην Ιωνία. Και τέλος,
* Η νομοθετική απαγόρευση εξόδου των πληθυσμών από την περιοχή -που ήδη σκέφτονταν να εγκαταλείψουν- με το νόμο 2870/Ιούλιος 1922.
Μια ερμηνεία
Η ακραία συμπεριφορά του τουρκικού εθνικισμού απέναντι στους άμαχους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με την κατανόηση της ταξικής του θέσης. Ο κεμαλισμός, όπως και οι Νεότουρκοι λίγο πιο πριν, εξέφραζαν τα προαστικά στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας -γραφειοκρατικά, μιλιταριστικά και φεουδαρχικά- που βρίσκονταν σε μια θανάσιμη αντιπαράθεση με τα ανερχόμενα προοδευτικά αστικά στρώματα των οθωμανικών πόλεων, τα οποία στο μεγαλύτερο βαθμό απαρτίζονταν από πολίτες που προέρχονταν από τις χριστιανικές οθωμανικές κοινότητες. Παράλληλα, τα προαστικά αυτά στρώματα χαρακτηρίζονταν από ελιτίστικα αντιλαϊκά συναισθήματα, τα οποία ενισχύονταν ακόμη περισσότερο από την ισλαμική υπεροψία και το θρησκευτικό ρατσισμό.
Ο σημαντικός Τούρκος πολιτικός επιστήμονας Fikret Baskaya αναφέρει για το χαρακτήρα του κεμαλισμού και του κοσμικού τουρκικού κράτους: «Στην πραγματικότητα, η ρεπουμπλικανική Τουρκία αντιμετώπιζε ανέκαθεν τις λαϊκές μάζες με μια αποικιοκρατική οπτική γωνία. Εχουμε δηλαδή να κάνουμε μ' ένα περίεργο φαινόμενο αυτοαποικιοκρατίας. Αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιάζουσα αποικιοκρατική διεργασία. Αυτή η αυτοαποικιοκρατία έχει ριζικές διαφορές από τη συνήθη αποικιοκρατία και παρουσιάζει την πρωτοτυπία να έχουν οι αποικιοκράτες την ίδια θρησκεία με τους αποίκους...»
Πηγή: enet.gr
Μπορούν τα υπολείμματα των θυμάτων να αποτελέσουν πηγή πλουτισμού για τους θύτες; Από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε η φήμη ότι το λίπος των θυμάτων μετατρεπόταν σε σαπούνι. Η φήμη αυτή έγινε πίστη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν διαδόθηκε ότι οι ναζί έπρατταν έτσι με τους δολοφονημένους Εβραίους στα κρεματόρια.
Ομως ένας Εβραίος σκηνοθέτης, ο Eyal Ballas, ήρθε φέτος με την ταινία του «Soaps» να αποδείξει ότι όντως αυτή ήταν απλώς μια φήμη. Ο Raul Hilberg σε κείμενό του για τη ναζιστική βιομηχανία της εξόντωσης αναφέρει ότι οι ναζί χρησιμοποιούσαν το ανθρώπινο λίπος απλώς για να επιταχύνουν τη διαδικασία της καύσης των θυμάτων…
Ετσι, οι κεμαλιστές διατηρούν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι μόνοι που κατάφεραν να αξιοποιήσουν οικονομικά τα υπολείμματα των θυμάτων τους πουλώντας τα οστά τους για «βιομηχανική χρήση» στους δυτικούς τους φίλους.
Η πλέον γνωστή τέτοια πράξη έγινε τον Δεκέμβριο του 1924, όταν φορτώθηκαν από τα Μουδανιά, σε βρετανικό πλοίο-φορτηγό που έφερε το όνομα «Ζαν Μ.», τετρακόσιοι τόνοι ανθρώπινα λείψανα, που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπους, για να μεταφερθούν σε γαλλικές βιομηχανίες της Μασσαλίας. Οι ιθύνουσες γαλλικές ελίτ, πολιτικές και οικονομικές, που στήριξαν με κάθε τρόπο το κεμαλικό εγχείρημα δημιουργίας έθνους-κράτους καθαρού από τα «καρκινώματα» -όπως αποκαλούσαν οι Νεότουρκοι σύντροφοί του τους Ελληνες και τους Αρμένιους- δεν είχαν κανένα απολύτως ηθικό πρόβλημα να αγοράσουν τα οστά των θυμάτων για «βιομηχανική χρήση».
«Ανθρώπινο» φορτίο
Το θέμα φαίνεται ότι έγινε γνωστό και προκάλεσε έκπληξη σε κάποιους κύκλους. Η εφημερίδα «New York Times» τον Δεκέμβριο του 1924 και με τίτλο «Μια απίθανη ιστορία από ένα φορτίο με ανθρώπινα οστά» παρουσιάζει την είδηση: «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία (που οφείλεται) στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται “Ζαν” και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιοτεχνίες. Λέγεται ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά, στη θάλασσα του Μαρμαρά και είναι τα απομεινάρια θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία. Εν όψει της φήμης που κυκλοφορεί αναμένεται να διαταχθεί έρευνα».
Για το ίδιο θέμα η γαλλική εφημερίδα «Midi» έχει τίτλο τη φράση «Πένθιμο φορτίο» και γράφει: «Συζητιέται πολύ στη Μασσαλία η προσεχής άφιξη του πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων “Ζαν”, που μεταφέρει για τις βιομηχανίες της Μασσαλίας 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα. Αυτά προέρχονται από τα στρατόπεδα της αρμενικής σφαγής στην Τουρκία και τη Μικρά Ασία κυρίως».
Αποσιώπηση...
Το θέμα αυτό πρέπει να έγινε γνωστό και στην Ελλάδα. Η εφημερίδα «Μακεδονία» ενημερώνει τους αναγνώστες της ότι το πλοίο «Ζαν Μ.» έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 13 Δεκεμβρίου του 1924. Ομως δεν αναφέρεται το «πένθιμο φορτίο».
Πιθανότατα, για λόγους τακτικής οι αντιπρόσωποι του πλοίου να αποσιώπησαν το γεγονός, εφ’ όσον εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη από τους επιζώντες της Γενοκτονίας και είναι πολύ πιθανόν αρκετοί να είχαν χάσει προσφιλή πρόσωπα. Είναι πολύ πιθανόν, επίσης, οι ελληνικές αρχές να το γνώριζαν και να επέλεξαν να σιωπήσουν για να μη δυσαρεστήσουν τους Βρετανούς ιδιοκτήτες του πλοίου και τους Γάλλους αγοραστές.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως οι εργάτες στο λιμάνι πληροφορήθηκαν το γεγονός. Ο Χρ. Αγγελομάτης στο βιβλίο του «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας» αναφέρει ότι οι εργάτες στο λιμάνι αντέδρασαν, αλλά οι αρχές τούς εμπόδισαν ύστερα από βρετανική παρέμβαση. Γράφει ότι σε αθηναϊκές εφημερίδες η είδηση δημοσιεύθηκε ως εξής: «Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον “Ζαν” μετέφερε τετρακοσίους τόνους οστών Ελλήνων από τα Μουδανιά. Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση. Επενέβη όμως ο Αγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους».
Ο Αγγελομάτης συμπληρώνει: «Ησαν τα οστά Ελλήνων ηρώων… Ησαν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερώτερον ήτο το στρατόπεδο του Ουσάκ».
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.wordpress.com/
Γαλλικές παραφωνίες για την καταστροφή της Σμύρνης
Το ζήτημα της ευθύνης της μεγάλης πυρκαγιάς της Σμύρνης ήταν θέμα-ταμπού, το οποίο δεν ήθελαν οι ισχυροί εκείνης της εποχής να ερευνήσουν σοβαρά…
ΤΟΥ ΕΡΒΕ ΖΟΡΖΕΛΕΝ*
Το ότι καταστράφηκε η Σμύρνη τέσσερις μέρες μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων του εθνικιστή ηγέτη Μουσταφά Κεμάλ πασά και πέντε μέρες μετά το τέλος της ελληνικής διοίκησης της πόλης, πρέπει να είναι πασίγνωστο. Ξέρουμε επίσης ότι το ζήτημα της ευθύνης της πυρκαγιάς ήταν θέμα-ταμπού, το οποίο δεν ήθελαν οι δυνατοί εκείνης της εποχής να ερευνήσουν σοβαρά.
Οι αναφορές για το φορτίο των 400 τόνων ανθρώπινων λειψάνων από τις εφημερίδες «New York Times», «Midi» και «Μακεδονία»
Η εγκληματική φύση της πυρκαγιάς ήταν αναμφισβήτητη και αναγνωρίστηκε από διάφορα δικαστήρια στη Δύση, γιατί οι μεγαλέμποροι και οι διεθνείς εταιρείες που έπαθαν ζημιές στην καταστροφή της πόλης κατέβαλαν κάθε δικαστική προσπάθεια να αποζημιωθούν από ασφαλιστικές εταιρείες, όπως το δείξαμε σε προηγούμενη ανακοίνωση σε συνέδριο που οργανώθηκε τις 9 Δεκεμβρίου 2012 στη Νέα Ερυθραία, από το «Κέντρο Μελέτης του Μικρασιατικού Ελληνισμού της Χερσονήσου της Ερυθραίας» του Δήμου Κηφισιάς.
Μόνο που κανείς δικαστής δεν ήθελε να ονομάσει τους εμπρηστές, παρουσιάζοντας το γεγονός ως αδιαφανή υπόθεση σε χαοτική κατάσταση. Ή ακόμα εμφάνιζαν την πυρκαγιά ως πολιτική υπόθεση, για την οποία τα δικαστήρια δεν ήταν αρμόδια να αποφανθούν. Εκείνες οι ηθικά δειλές δικαστικές κρίσεις προστάτευαν όμως επιδέξια τα συμφέροντα των δυτικών ασφαλιστικών εταιρειών, που δεν ήθελαν να αποζημιώσουν τους πελάτες τους.
Κακός οιωνός…
Λιγότερο γνωστό όμως είναι το γεγονός ότι και στα διπλωματικά αρχεία του γαλλικού κράτους δίνονται απαντήσεις για την ταυτότητα των εμπρηστών από πληροφορητές που θεωρούνται αξιόπιστοι. Τέτοιος είναι ο Γάλλος διπλωμάτης Michel Graillet, που διηύθυνε το γαλλικό προξενείο στις ασταθείς συνθήκες που δημιούργησαν οι δυτικές δυνάμεις στις συνεδρίες της Σύσκεψης Ειρήνης, απ’ όπου όμως επέλεξαν να απουσιάσουν οι Ιταλοί εκπρόσωποι (ήταν κακός οιωνός), μετά τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920).
Μετά τη σημαντική αλλαγή της πολιτικής της Ιταλίας και της Γαλλίας από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1921, δημιουργήθηκαν νέες διεθνείς σχέσεις και έγιναν συμφωνίες με την καινούργια εξουσία του Κεμάλ πασά. Ο Κεμάλ πασάς είχε καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη σε χρήματα και όπλα του καινούργιου σοβιετικού καθεστώτος του Λένιν τον Φεβρουάριο του 1921. Στις 20 Οκτωβρίου του 1921 η Γαλλία υπέγραψε κιόλας τη Συμφωνία της Αγκυρας με την κεμαλική εξουσία, με βάση την οποία εκκένωσε τη νότια Κιλικία (περιοχή γύρω από τα Αδανα) χωρίς να μεσολαβήσει κάποια αποφασιστική γαλλική στρατιωτική ήττα.
Οι διαδοχικές ανακωχές του 1920 (από τον Ιούλιο 1920) που δεν έγιναν σεβαστές εκ μέρους των κεμαλικών, όπως το δείχνει ο σημερινός Τούρκος ιστορικός Οσμάν Κιοκέρ, εξέφρασαν μάλλον την ατονία των γαλλικών αρχών μετά τον ευρωπαϊκό πόλεμο, ο οποίος είχε γίνει κατά μεγάλο βαθμό στο γαλλικό έδαφος που άφησε τη δήθεν Μεγάλη Δύναμη εξαντλημένη. Αυτή η ατονία υπήρξε πριν από την εκλογική ήττα του Ελ. Βενιζέλου και πριν από την επιστροφή στην εξουσία του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η συμμαχία με τους κεμαλικούς
Η ριζική ανατροπή της φιλελληνικής πολιτικής της γαλλικής κυβέρνησης συνοδεύθηκε από την αποχώρηση από τη Σμύρνη του διπλωμάτη Lucien Laporte, ο οποίος εστάλη στην Κιλικία για να διαπραγματεθεί με τους κεμαλικούς την πρακτική παράδοση της νότιας Κιλικίας. Ο Laporte αντικαταστάθηκε από τον Michel Graillet, στον οποίο, δε, δόθηκε ο τίτλος του γενικού προξένου.
Η έλλειψη συνέπειας της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής με ανακωχές με τους κεμαλικούς πριν από τη Συνθήκη Σεβρών και η διπλωματική διγλωσσία που συνοδεύθηκε από τη στρατιωτική και διπλωματική ενίσχυση του κεμαλικού καθεστώτος, γίνονται σαφείς στα διπλωματικά αρχεία. Μικρή σημασία δινόταν σ’ ό,τι έγραφε ο Michel Graillet, παρ’ ότι ο ίδιος βρισκόταν στη Σμύρνη και κοντά στον πληθυσμό, μεταξύ του οποίου υπήρχε τότε σημαντικός αριθμός Γάλλων υπηκόων και Γάλλων προστατευομένων. Αντίθετα, δινόταν μεγάλη σημασία και προσοχή σε ό,τι και να έγραφαν ο στρατηγός Pelle στην Κωνσταντινούπολη, που είχε τον τίτλο «Υπατος Αρμοστής της Δημοκρατίας εν Ανατολή», και ο ναύαρχος Dumesnil, επικεφαλής του γαλλικού στόλου στον Κόλπο της Σμύρνης. Υπήρχε σαφής διχασμός μεταξύ των Γάλλων διπλωματών, ανάλογα με την εγγύτητά τους στο πολιτικό κέντρο στο Παρίσι.
Η πυρκαγιά…
Ο στρατηγός Pelle στάλθηκε από τον ίδιο τον Henri Poincare στη Σμύρνη για να συντάξει γραπτή έκθεση περί των υπευθύνων για την πυρκαγιά. Αυτή η έκθεση θα φτάσει στη Γαλλία μετά την άφιξη των Γάλλων προσφύγων, των ίδιων που ομόφωνα κατήγγελλαν το νέο καθεστώς για την καταστροφή της Σμύρνης. Εν τούτοις, η έκθεση του Pelle και οι υπηρεσιακές επιστολές του Dumesnil «εκμηδένισαν» τις μαρτυρίες που διαφωνούσαν με τη δική του ερμηνεία για τα γεγονότα. (Δείτε Αρχεία του Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών, Σειρά: Levant, Υποσειρά: Turquie, Αρ. 55, φύλλο αρ. 96, Τηλεγράφημα του Υπάτου Αρμοδίου της Γαλλικής Δημοκρατίας στην Ανατολή, στρατηγού Pelle στον υπουργό Εξωτερικών, σταλμένη τις 23 Σεπτεμβρίου 1922.) Ο ναύαρχος και ο «Υπατος Αρμοστής της Δημοκρατίας εν Ανατολή» αθώωναν το καινούργιο εθνικό τουρκικό καθεστώς στη Σμύρνη, παρά τη μαρτυρία του προξένου στη Σμύρνη.
Τουρκικό απεταξάμην…
Ο Michel Graillet έγραψε τις 20 Σεπτεμβρίου 1922, ύστερα από μια επίσκεψή του στην ξηρά (είχε βρει καταφύγιο στο θωρηκτό «Edgar Quinet» γιατί το γαλλικό προξενείο κάηκε εντελώς): «Οι Τούρκοι περισσότερο από ποτέ επαναλαμβάνουν σε όποιον θέλει να ακούσει τέτοια ότι δεν είναι υπεύθυνοι για την πυρκαγιά και ότι δεν τους συνέφερε να διαλύσουν τη Σμύρνη. Μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτό το επιχείρημα ότι τους συνέφερε και να σταματήσουν τη μάστιγα. Ομως, σ’ αυτή την κατεύθυνση καθόλου δεν προσπάθησαν. Ο στρατός ικανοποιήθηκε με τη σφαγή αβλαβών ανθρώπων, πρώτα με το τουφέκι και μετά με χτυπήματα κοντακιού για να αποφύγουν να ακουστούν, και με τη λεηλασία των εκκενωμένων σπιτιών». (Δείτε Αρχεία του Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών, Σειρά: Levant, Υποσειρά: Turquie Αρ. 55, φύλλα αρ. 70 και ακ., επιστολή του Michel Graillet, πρόξενος της Γαλλικής Δημοκρατίας στον πρόεδρο Συμβουλίου και υπουργό Εξωτερικών, Raymond Poincare, σταλμένη τις 20 Σεπτεμβρίου 1922, Ελληνοτουρκικός πόλεμος, Πυρκαγιά της Σμύρνης.)
Εν κατακλείδι, πρέπει να υποσημειώσουμε ότι ο Michel Graillet έπαθε νευρική κατάθλιψη τον Οκτώβριο του 1922. Υποθέτω ότι η ίδια η εμπειρία της πυρκαγιάς ήταν βαριά, αλλά θεωρώ πιο σίγουρο ότι η διαστροφή των γεγονότων, η αδιαφορία των ανωτέρων του για τις δικές του επίσημες επιστολές και αναφορές, σαν να μην είχε σχέση με την ιστορία αυτή, τον πλήγωσε ακόμα πιο βαθιά. Αυτός ο έμπειρος διπλωμάτης ενός κράτους που παρουσιάζεται σαν παράδειγμα δημοκρατίας κατ’ αρχήν και συχνά ενσάρκωσης του Λόγου εν δράσει επί γης έπρεπε να αποδεχθεί την ανοησία της Raison d’Etat. Τελικά, παρ’ όλη τη φαινομενικά καιροσκοπική της διπλωματία, η Γαλλία δεν μπορούσε να κρατήσει τη θέση της στην ανατολική Μεσόγειο όπου παίζει σήμερα μηδενικό ρόλο. Ποιος τη λυπάται;
* Ο ιστορικός Herve Georgelin έγραψε το βιβλίο «La fin de Smyrne: du cosmopolitisme aux nationalismes», Παρίσι, εκδ. CNRS Editions, 2005. Το βιβλίο εκδόθηκε και στην Ελλάδα με τίτλο «Σμύρνη. Από τον κοσμοπολιτισμό έως τους εθνικισμούς», από τις εκδόσεις Κέδρος, 2007.
ΠΗΓΗ: http://kars1918.wordpress.com/2013/09/17/kemalist-french-british-merchants/#more-7020
Η Μητρόπολη Σμύρνης ανήκει στις 7 αρχαιότερες Εκκλησίες της Ασίας. Έμβλημά της είναι ο λόγος του Ιωάννη από την Αποκάλυψιη: «Πιστός άχρι θανάτου». Πρώτος ετήρησε τη ρήση αυτή ο Μητροπολίτης Σμύρνης, ο Άγιος Πολύκαρπος που κάηκε επί της πυράς κατά τους διωγμούς του 2ου αιώνος. Ο Χρυσόστομος, ως τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης, επέπρωτο να την επισφραγίσει με το δικό του μαρτυρικό θάνατο.
Στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ο Χρυσόστομος έφθασε στίς 10 Μαΐου 1910. Ήταν 43 ετών. Στην ακμή της πνευματικής και σωματικής ηλικίας του.
Ο ακμαίος Ελληνισμός της περιοχής δεν αναζητούσε έναν απλό δεσπότη; αναζητούσε ηγέτη. Στο πρόσωπο του υψηλόκορμου, υψηλόφρονος, μεγαλόφρονος Χρυσοστόμου τον βρήκε. Ο νέος Ιεράρχης είναι μια σύνθεση αγαθών αντιθέσεων. Βαθύτατα Έλλην αλλά και Χριστιανός που γοητεύεται από την ιδέα του διεθνισμού για την πραγμάτωση του οικουμενικού ιδεώδους. Είναι οραματιστής και πραγματιστής. Πιστεύει πως ήλθε η ώρα της πραγματώσεως των προφητειών της Αποκαλύψεως, αλλά δεν τις αναμένει παθητικώς. Αυστηρός προς τους απαθείς και αδρανείς, είναι πράος και γλυκύς σαν μικρό παιδί προς τους αδυνάτους και ασθενείς. Παρορμητικός σαν τον Παπαφλέσσα, με πολιτικό στοχασμό Γρηγορίου Ε'. Μαχητής και ανακαινιστής. Κράμα προοδευτισμού και συντηρητισμού. «Χαλαστής και κτίστης», όπως θα έλεγε ο ποιητής. Ηταν μία φλεγόμενη από χριστιανικό και ελληνικό πάθος προσωπικότητα. Γράφει ο βιογράφος του: «Αποστρέφεται την ονειροπόλησιν, αποστέργει την παθητικήν ενατένισιν, αποκρούει την εν απραξία ηροσδοκίαν. Κίνησις είναι το κύριον χαρακτηριστικόν της ιδιοσυγκρασίας του, αφού η πάλη είναι ο κλήρος του ανθρώπου επί της γης». (Ένθ. αν. σ. 137).
Αλλ' ο Χρυσόστομος δεν ήταν μέγας ως Ιεράρχης, ως πολιτικός και ως άνθρωπος. Ήταν μέγας και ως παιδαγωγός. Επίστευε στην ανάσταση του Γένους, στο ζωντάνεμα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, αλλά αυτά δεν θα έρχονταν ως μάννα εξ ουρανού αλλά διά της παιδείας που, πέρα από γνώσεις, πρέπει να καλλιεργεί τον έρωτα για δράση, τον ενθουσιασμό για τα υψηλά έργα, που θα διώχνει τη δειλία και το ραγιαδισμό και θα έμφυσά στα παιδιά φρόνημα πατριωτικής γενναιότητος και χριστιανικής αλληλεγγύης. Με την αγάπη θέλει να θανατώσει τον εγωισμό, με τη γυμναστική θέλει να δημιουργήσει μια εύρωστη νεολαία, ικανή και για τα έργα του πολέμου και για τα έργα της ειρήνης. Ο Χρυσόστομος βλέπει την άθληση ως άθληση ήθους και παράλληλα ως στοιχείο αναβιώσεως των αρετών του Γένους. Αποστρέφεται την κακομοιριά. Σιχαίνεται τη ζητιανιά. Ο δυνάμενος πρέπει να εργάζεται. Ο ανήμπορος να περιθάλπεται, χωρίς ν' απλώνει το χέρι για ελεημοσύνη. «Το παλαιόν σύστημα της απλουμένης χειρός είναι έωλος και εσκωριασμένη συνήθεια, η οποία μόνο την επαγγελματικήν επαιτείαν ευνοεί και αναπτύσσει», λέγει σ' ένα κήρυγμά του.
Η πολιτική του Χρυσοστόμου στηρίζεται στο διώνυμο: από τα λόγια στα έργα. Πρώτη ενέργειά του η κατεδάφιση του σαθρού και χαμηλού οικίσκου, ο οποίος στέγαζε τα γραφεία της Μητροπόλεως. Στη θέση του έκτισε επιβλητικό μητροπολιτικό μέγαρο, όχι για να προβάλει τον εαυτό του αλλά το ποίμνιό του, μια και το Μέγαρο αυτό θα γίνει από εδώ και μπρος η καρδιά και ο νους του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Αποκαθαίρει τον κλήρο από ανάξια στοιχεία και εισάγει στα κατώτερα σχολεία το Φρεβελιανό σύστημα. Στις 16 Μαΐου καλεί στο στάδιο τους αθλητές του «Πανιωνίου», του αρχαιοτέρου ελληνικού αθλητικού σωματείου, και με έκπληξη είδε να παρελαύνει μπροστά του μια εκατοντάδα νυσταλέων και μαλθακών μαθητών. Αμέσως καθιερώνει στα σχολεία τη γυμναστική ως μάθημα υποχρεωτικό και το επόμενο έτος είδε στις γυμναστικές επιδείξεις 1.500 καλογυμνασμένους μαθητές. Έκτοτε οι γυμναστικοί αγώνες του Πανιωνίου έγιναν η μεγαλύτερη γιορτή της Σμύρνης. Ακολούθως ανεμόρφωσε και τον άλλο γυμναστικό σύλλογο, τον «Απόλλωνα».
Ακολουθούν η ανακαίνιση του Ομηρείου Κεντρικού Παρθεναγωγείου, του Βρεφοκομείου, του Γηροκομείου, του Ταμείου Πτωχών. Συνιστά συσσίτιο μαθητών, άσυλα αστέγων, ενοριακά συσσίτια πτωχών και Πολιτιστικό Κέντρο για μορφωτικές εκδηλώσεις. Ανεγείρει το μέγαρο της «Αδελφότητος Ευσεβείας» και ακόμη ανασυγκρότησε την γεραρά «Ευαγγελική Σχολή» που είχε κτισθεί επί πατριαρχείας Γαβριήλ Γ’ ** (1702-1707) -και περνούσε μια περίοδο κρίσεως- και της έδωσε την παλιά αίγλη της. Κατά τα ειωθότα, καθιέρωσε ως υποχρεωτικό μάθημα τη γυμναστική. Οι ανακαινιστικές πρωτοβουλίες του εμψύχωναν το ποίμνιό του, από την άλλη όμως εξόργιζαν την τουρκική διοίκηση. Την οργή τους υπεδαύλιζαν οι Λαζαριστές, που μετέφεραν στις τουρκικές αρχές πληροφορίες ότι στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου ο Χρυσόστομος ύψωσε στους ναούς ελληνικές σημαίες, ότι διορίζει στα σχολεία Έλληνες δασκάλους, ότι δεν επέτρεψε στους Έλληνες μαθητές να μετάσχουν στην εορτή της αναρρήσεως του σουλτάνου κ.λπ.
Παράλληλα παραπονιέται και το Πατριαρχείο, γιατί ο Χρυσόστομος βάζει στα έγγραφα της μητροπόλεώς του το πατριαρχικό έμβλημα του δικεφάλου αετού. Ιδού η απάντηση του «αετού της Ρωμηοσύνης» προς τον Πατριάρχη:
«Αλλά και εις τον ομφαλόν της πλακός του ναού τής Αγίας Φωτεινής, όπως και σχεδόν όλων των παλαιών εκκλησιών, επί πλακός μαρμαρίνης φέρεται ανάγλυφον το σεπτόν και πλήρες και μεγάλων αναμνήσεων έμβλημα τούτο, όπερ άποτελεί τον εξωτερικόν συνεκτικόν δεσμόν, τον συνενούντα τας μητροπόλεις και τας καθ' έκαστον εκκλησίας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και τούτο προς τον αρχαιότερον βυζαντινόν κόσμον».
Και επιλέγει ότι μόνο αν με το πλήρωμα του χρόνου αναβιώσει η Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ελληνικής Ανατολής και αναφανεί ο διάδοχος των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, τότε και μόνο τότε ο πατριάρχης, που είναι σήμερα Εθνάρχης, θα αφαιρέσει από τη δική του κεφαλή τον Δικέφαλο και θα τον επιθέσει επί της κεφαλής του βασιλέως. Ο Χρυσόστομος εύχεται, και προσεύχεται και εργάζεται ακαταπονήτως, για να έλθει η ευλογημένη ώρα της Αναστάσεως του Γένους. Πιστεύει στους θρύλους και στις παραδόσεις, αρκεί ο λαός να 'ναι άξιος να τους σαρκώσει. Η ανάσταση έρχεται, όταν το Γένος προετοιμάζεται να τη δεχθεί, γαλουχημένο πνευματικά και ηθικά με τις αξίες της ελληνοχριστιανικής παραδόσεως. Γι' αυτό το 1911 εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος», με ποικίλη ύλη, θρησκευτική, ιστορική, φιλοσοφική, με τιλήρη ενημέρωση για τα τρέχοντα γεγονότα της εποχής. Το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος» αποτελεί σταθμό για τη νεώτερη ελληνική γραμματεία. Και όταν την 1η Όκτωβρίου 1911 ο εθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός εσφαγιάσθη από τους κομιτατζήδες (όργανα του νεοτουρκικού κομιτάτου) στο χωριό Σνίχοβο (νυν Δεσπότης), ο Χρυσόστομος ετόλμησε να του αφιερώσει ειδικό τεύχος στο οποίο ο ίδιος ευτόλμως έγραψε:
«Όταν αρχιερείς καίιωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιωτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δεν εναρμονίζεται με δάκρνα και θλίψιν, αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ όλων εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θρήσκειν».
Την γενναιότητά του απέδειξε για μιαν ακόμη φορά ο Χρυσόστομος, όταν η τουρκική βουλή, εξ αιτίας της κρητικής εμπλοκής εψήφισε νόμο, διά του οποίου παραχωρούνταν πολλές ελληνικές εκκλησίες της Μακεδονίας στους Βουλγάρους. Ο Χρυσόστομος εξεγέρθηκε και συγκάλεσε το λαό της Σμύρνης σε συλλαλητήριο. Ο Βαλής (νομάρχης) έστειλε τον αρχιαστυνόμο και ζήτησε από τον Μητροπολίτη να ματαιώσει την εκδήλωση. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε και το συλλαλητήριο έγινε. Αλλ' ο κύριος ομιλητής, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, που ήταν μέλος της τουρκικής βουλής, μίλησε υποτονικά. Το πλήθος ζητούσε επιτακτικά τον Χρυσόστομο. Και ο ηγέτης-ιεράρχης πήρε το λόγο και στιγμάτισε τις ενέργειες του τουρκικού κοινοβουλίου. «Πρέπει να βροντοφωνήσωμεν ότι τα οστά των πατέρων μας, τα οποία αναπαύονται εις τους παραδοθέντας ναούς, δεν θα τα αφήσωμεν εις χείρας των εχθρών μας». Η εφημερίδα «Πατρίς» των Αθηνών την επαύριο του συλλαλητηρίου έγραφε: «Συνεπής προς τας πατροπαραδότους αυτής έξεις υπήρξεν η Μητρόπολις του Ιωνικού Ελληνισμού υψώσασα χθες πρώτη την ισχυράν φωνήν της κατά της αδικίας και της επιβουλής του Μακεδονικού Ελληνισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν παραστή ανάγκη μεταπτώσεως από των λόγων εις έργα, η Σμύρνη, η Γκιαούρ Σμύρνη, θα είναι η πρώτη πόλις του αλύτρωτου Ελληνισμού η οποία θα επιτελέση ευόρκως το καθήκον της προς την Μητέρα Εκκλησίαν...». (Βλ. Κ. Πολίτη: Ένθ. αν. σσ. 93-94 και 100).
Δεν τα έγραψε απλώς αλλά και τα υπέγραψε με το αίμα του. Ο Χρυσόστομος διά του βίου, των λόγων, των έργων και διά του μαρτυρικού θανάτου του υπήρξεν άγιος. Θέλησε ν' ανέβει ψηλά. Όχι σε αξιώματα, αλλά στο Σταυρό. Ο δικός του δρόμος ήταν ο δρόμος Εκείνου: ο Γολγοθάς. Γράφει στον «Ιερό Πολύκαρπο»: «Έκαστος τόπος και εκάστη σπιθαμή γης, όπου εκηρύχθη η χριστιανική θρησκεία, έχει και τον εαυτής Γολγοθάν». Και για τη χριστιανική Σμύρνη Κρανίου τόπος «είναι το Στάδιον, όπου εμαρτύρησε ο έσχατος και μέγιστος των αποστολικών ανδρών ιερός Πολύκαρπος».
Προσωπικά, την αγιότητα του Χρυσοστόμου δεν την βρίσκω στα όσα υπέρ των Ελλήνων έπραξε. Παρ' όλο που ήταν εθνικόφρων, με την άρτια του όρου σημασία, παρ' όλο που είχε γνωρίσει από κοντά την τουρκική θηριωδία, εν τούτοις όταν κηρύχθηκε ο Βαλκανικός πόλεμος και πλήθη Μουσουλμάνων συνέρρεαν στην Μ. Ασία και δη στην Ιωνία, ο φωτισμένος ιεράρχης εφώτισε και μερίμνησε και για τη δική τους περίθαλψη, παρ' όλο που προ ενός έτους και πλέον οι Τούρκοι της Ιωνίας είχαν κηρύξει μποϋκοτάζ κατά του ελληνικού εμπορίου.
Τη χαρά του Χρυσοστόμου για τις νίκες του Ελληνικού Στρατού, που επαλήθευαν τις παλαιές προφητείες και έκαναν τις ελπίδες του ένσαρκο όραμα, εσκίασε ο θάνατος του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' στις 13 Νοεμβρίου 1912. Κατά την γενόμενη πρώτη εκλογή ο Χρυσόστομος πήρε 13 ψήφους. Θα έπαιρνε περισσότερες, αν οι εκλέκτορες δεν ήξεραν την αποστροφή των Τούρκων προς το πρόσωπό του. Άλλωστε τον διέγραψαν ως ανεπιθύμητο από τον πρώτο κατάλογο. Έτσι στις 5 Φεβρουαρίου εξελέγη Πατριάρχης ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γερμανός (Γερμανός Ε'). Αλλ' ο Χρυσόστομος δεν είχε καιρό για πικρίες. Στίφη Τούρκων της Βαλκανικής κατακλύζουν την Ιωνία. Συμμορίες τσετών υπό την καθοδήγηση του Ραχμή Βέη κάνουν επιδρομές σε ελληνικά χωριά της Ερυθραίας και του Αδραμυτικού κόλπου και διώχνουν τον πληθυσμό, για να εγκατασταθεί μουσουλμανικός. Τότε κατεστράφησαν ακμαία ελληνικά κέντρα, όπως η Παλαιά Φώκαια, η Πέργαμος, η Κρήνη, η Μαινεμένη. Απτόητος ο Χρυσόστομος οργανώνει σταυροφορία διασώσεως, περιθάλψεως και καταγγελίας της τουρκικής θηριωδίας. Καταλύματα, συσσίτια, ιατρική βοήθεια για τους πρόσφυγες. Ειδικά πλοιάρια να τους περισυλλέγουν από τις βραχώδεις ακτές που είχαν καταφύγει. Ο «στρατός της σωτηρίας», όπως ονομάστηκε, αποτελούμενος από κληρικούς και λαϊκούς, στέλλεται στους χώρους επιδρομής. Ειδικό συνεργείο φωτογραφίζει και καταγράφει όλα τα στοιχεία της καταστροφής, για να ενημερωθεί η κοινή γνώμη της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος περιφέρεται από διοικητηρίου εις προξενεία, στους αρχηγούς των ξένων εκκλησιών και ιεραποστολών; ενημερώνει και ζητεί επικουρία και συνδρομή. Καλεί στη Σμύρνη τους διερμηνείς των ξένων πρεσβειών και θέτει υπόψη τους όλα τα στοιχεία για το διωγμό των 10.000 Ελλήνων του εσωτερικού που είχαν καταφύγει στη Σμύρνη και των 80.000 που είχαν ζητήσει προστασία στις παραλιακές περιοχές. Μέχρι και αιμόστικτα ρόπαλα τους επέδειξε. Οι διερμηνείς έμειναν άφωνοι.
Αλλά δεν αρκείται σ' αυτό. Γράφει επιστολές και υποβάλλει υπομνήματα παντού. Επειδή κουράζεται το δεξί του χέρι μαθαίνει να γράφει και με το αριστερό. Τρείς δακτυλογράφοι μόλις επαρκούν για τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του. Και δεν λησμονεί να ευχαριστήσει τον Οθωμανό Νταμάτ Φερήδ πασά και την Οθωμανίδα λογία Χαλιδέ Εδίπ Χανούμ, που τόλμησαν να υψώσουν τη φωνή τους και να καταγγείλουν τις τουρκικές αρχές για τη βάναυση συμπεριφορά τους έναντι των Ελλήνων. Συγκινητική είναι η επιστολή του προς τον δήμο Μασσαλίας, όταν καταστράφηκε η Φώκαια, η αρχαία Μητρόπολη της Μασσαλίας: «Δεν είναι δυνατόν, γράφει, να ανεχθή τοιαύτην κηλίδωσιν του γενεαλογικού δένδρου της η ένδοξος θυγάτηρ Μασσαλία και να ίδη διαγραφομένην από προσώπου της γης την τριών χιλιετηρίδων ιστορικόν βίον αριθμούσαν μητρόπολιν Φώκαιαν και τους ευσεβείς Φωκαείς, απογόνους των παλαιών οικιστών της, αντικαθισταμένους από αγρίους γιουρούκους, πομάκους, βασιβουζούκους και ζεϊμπέκας». Και κλείνει με τον ξακουστό στίχο του Ουγκώ από την «Καταστροφή της Χίου»: «Les Turcs out passe la, tout est ruine et deuil», που ο Παλαμάς το απέδωσε έξοχα: «Τούρκοι περάσαν απ' εδώ, θάνατος πέρα ως πέρα». Και ο Δήμος Μασσαλίας ανταποκρίνεται στην έκκληση και στέλνει παντοδαπή βοήθεια.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στον Ιεράρχη αυτόν; Το ακατάβλητο σθένος του, την ανεξάντλητη εργατικότητά του, την απέραντη μόρφωση και την πολυσχιδή δραστηριότητά του; Θα σταθώ σε μια κατ' εξοχήν χριστιανική ιδιότητα: την πίστη. Γράφει προς τον Πατριάρχη: «Εάν επέτρεψεν ο Θεός τοιαύτας ερημώσεις; τας επέτρεψε, διότι θέλει εκ των ερειπείων των κατεστραμμένων τούτων ελληνικών πόλεων να αναθάλη καθαρώτερος, υψηλότερος, νέος ελληνικός κόσμος». Εδώ ας δώσουμε τον λόγο στον Γερμανό πρεσβευτή Βόλφ Μέττερνιχ που στ' απομνημονεύματά του έγραψε ότι ο Χρυσόστομος ύψωσε τον ελληνικό κλήρο υπεράνω του αγγλικανικού (που τον θεωρούσε σαν τον καλύτερο του κόσμου) και ότι είχε το θάρρος να εξαπολύσει τις φλογερές διαμαρτυρίες του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, «ενώ εγνώριζε ότι ίστατο επί ηφαιστείου».
Οι διαμαρτυρίες, οι καταγγελίες είναι αυτές που έκαναν τον διοικητή Σμύρνης Ραχμή Βέη να ζητήσει την εκουσία αποχώρηση του Χρυσοστόμου, για να μην μεταχειρισθεί βία. Του υποσχόταν μάλιστα καλύτερη Μητρόπολη! Αλλά ο Χρυσόστομος με Λεωνίδειον γλώσσα αποκρίνεται: «Η εκουσία αναχώρησις είναι λιποταξία, η δε αποδοχή της υττοσχέσεως ποταπότης αναξία Έλληνος κληρικού.Ας με διώξη βιαίως διά των οργάνων του». Και ο νομάρχης τον έδιωξε, επιστρατεύοντας στίφη αστυνομικών οργάνων. Και ο Χρυσόστομος έφυγε για το Φανάρι στις 20 Αυγούστου, προπεμπόμενος από χιλιάδες πιστούς, υποσχόμενος ταχείαν επάνοδον. Αυτή είναι η τρίτη εξορία του.
Η τρiτη εξορiα του Χρισοστόμου
Εν τω μεταξύ η Ελλάς υπό την ηγεσία του Ελευθ. Βενιζέλου έχει εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Βούλγαροι και Τούρκοι βρίσκονται στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μία νίκη των Συμμάχων προοιωνίζεται την σάρκωση των προαιώνιων εθνικών πόθων. Ο Χρυσόστομος και επτά άλλοι συνοδικοί θεωρούν χαλαρή την πολιτική του Πατριάρχη Γερμανού. Αλλ' όταν αυτός πραξικοπηματικά τους απέλυσε από συνοδικούς, οι μητροπολίτες περιορίστηκαν σε μία συγκρατημένη διαμαρτυρία, αναμετρώντας τις κρίσιμες εθνικές στιγμές. Κι εδώ μπορούμε να διαγνώσουμε την ευεργετική επίνοια του Χρυσοστόμου που θέλει, κατά τη μεγάλη στιγμή, τις κορυφαίες δυνάμεις του έθνους ενωμένες.
Αλλ' ο Χρυσόστομος πίστευε πως ελάχιστα από τα εθνικά αιτήματά μας θα δικαιωθούν, εάν δεν έχεις με το μέρος σου την διεθνή κοινή γνώμη. Δεν αρκεί να έχεις δίκαιο, πρέπει να το αποδεικνύεις. Να πείθεις για το δίκαιό σου. Γι' αυτό εκ νέου επιδίδεται στη συγγραφή. Συγγράφει τα έργα του στη γαλλική και τα εκδίδει σε χιλιάδες αντίτυπα, για να γνωρίσουν οι Ευρωπαίοι τις ωμότητες των Τούρκων εις βάρος των χριστιανών. Το πρώτο βιβλίο έχει τον ενδεικτικό τίτλο «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η Νέα Τουρκία». Μετά την ιστορική εισαγωγή και την ψυχογράφηση των δύο λαών, εκθέτει με λεπτομερή ακρίβεια όλους τους διωγμούς που υπέστη το ελληνικό στοιχείο από της συστάσεως του νεοτουρκικού κομιτάτου μέχρι του 1914. Το δεύτερο βιβλίο κι αυτό στη γαλλική έχει τίτλο: «Οι διωγμοί των Χριστιανών. Αυθεντική έκθεσις και στατιστικοί πίνακες υπό του αρχιεπισκόπου μητροπολίτου Σμύρνης σεβασμιωτάτου Χρυσοστόμου. Τόμος Πρώτος. Εισαγωγή».Αποτελείται από 270 σελίδες και περιλαμβάνει όλα τα εγκλήματα
των Τούρκων μετά την είσοδό τους στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, όταν υπό την καθοδήγηση και τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό του Γερμανού στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς, με τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού» (=τάγματα έργασίας) εφάρμοσαν τη πολιτική της γενοκτονίας (Αυτό άλλωστε ήταν μέσα στο πρόγραμμα των Νεοτούρκων. Σε συνέδριο που έγινε το 1911 στη Θεσσαλονίκη αποφασίστηκε: «Πρέπει να εμποδίσουμε την ανάταξη των χριστιανικών πληθυσμών και γενικά όλων των μειονοτήτων. Πρέπει να φροντίσουμε να τους ελαττώσουμε αριθμητικά και τελικά να τους εξοντώσουμε»).
Το τρίτο βιβλίο εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1918 και επιγράφεται «Εκκλησιαστικόν Πρόγραμμα». Με αυτό επιδιώκει την αναμόρφωση της Εκκλησίας όχι με την εισαγωγή άσκοπων και άστοχων καινοτομιών αλλά με την αποκατάσταση του αρχαίου τυπικού που εναρμονίζεται περισσότερο προς τις ανάγκες του νέου αιώνος. Ζητεί την αποκατάσταση της αρχαίας δημοκρατικής παραδόσεως στη διοίκηση της Εκκλησίας. Απαιτούνται, λέγει, μεταρρυθμίσεις, γιατί, κατά τον Ιερό Φώτιο, «τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς». Ζητεί ν' αποκατασταθεί η παλαιά βυζαντινή μελωδία που είχε κατακαλυφθεί από μια νεωτερίζουσα
ευρωπαϊκότροπη νοθογενή σχοινοτενή υμνωδία. Να ανυψωθεί το κήρυγμα, να μελετηθεί το εύρος των νηστειών και ο αριθμός των εορτών-αργιών, η αμφίεση των κληρικών (επάνοδος στην προσουλτανική αμφίεση) και η κόμωση των κληρικών, στηριζόμενοςσ' αυτό που λέγει ο Παύλος: «Το κομάν άνδρα αισχρότερον ή το μη κομάν γυναίκα». Και, τέλος, γράφει για την ανάγκη της ανασυγκροτήσεως της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ώστε να γινει φυτώριο των μεγάλων κληρικών και θεολόγων που έχει ανάγκη ένα μεγάλο έθνος». Γιατί τον Νοέμβριο του 1918 όλα έδειχναν πως η Ελλάς έμπαινε στη χορεία των μεγάλων εθνών και κρατών.
Η νίκη των Συμμάχων και η επάνοδοs στη Σμύρνη
Ο Χρυσόστομος, ανεξάρτητα από συμπάθειες προς ορισμένα πολιτικά πρόσωπα, δεν είχε κομματική αλλ' εθνική ιδεολογία. Πίστευε σε μια πολιτική εθνικής συνοχής που θα συσπείρωνε όλες τις δυνάμεις του Ελληνισμού, ώστε να καταστεί εφικτή η εκμετάλλευση όλων των ευκαιριών που προσέφερε η εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Όπως και ο Βενιζέλος, πιστεύει κι αυτός στη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ και επιθυμεί να δει την Ελλάδα να μάχεται στο πλευρό τους. Το 1915 συντάσσει υπόμνημα προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο, κάνοντας έκκληση προς αυτόν να εξέλθει από την ουδετερότητα. Στο υπόμνημα γράφει:
«Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; Απευθύνομεν το τεταραγμένον τούτο ερώτημα προς Σε, τον προσδοκώμενον από τόσων αιώνων, ως τον Μεσσίαν του στενάζοντος υπό σκληροτάτην δουλείαν Γένους ή μών...»
Δυστυχώς, η έκκληση του Χρυσοστόμου δεν εισακούσθηκε. Επακολούθησε ό Διχασμός και η Ελλάς μπήκε στον πόλεμο διαιρεμένη. Έτσι τα πολιτικά και στρατιωτικά τρόπαια που δρέψαμε είχαν μέσα τους το σπέρμα της ανατροπής τους: τον διχασμό. Όμως εκείνη τη στιγμή των μεγάλων εθνικών θριάμβων, των πιο μεγάλων του Ελληνισμού από την εποχή του Αλεξάνδρου, ελάχιστοι έβλεπαν τα πυκνούμενα νέφη στα βάθη της Ανατολής.
Μετά την ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (17/30 Οκτωβρίου, η ανακωχή αφορούσε στη συνθηκολόγηση της Τουρκίας με ταπεινωτικούς όρους, τους οποίους υπαγόρευσε ο Άγγλος ναύαρχος Άρθουρ Κάλθορπ) πάνω στο αγγλικό πλοίο «Αγαμέμνων», τα ελληνικά πολεμικά με επικεφαλής τον θρυλικό «Αβέρωφ» εισπλέουν στον Κεράτιο. Έλλην αρμοστής εγκαθίσταται στην ΚΠολη, ελληνικά αγήματα μαζί με συμμαχικά αποβιβάζονται στις κυριώτερες τουρκικές πόλεις. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και από την τέφρα της νέα δύναμη πέπρωται ν' αναγεννηθεί: ο χριστιανικός Ελληνισμός της Ανατολής. Οι προφητείες -στις οποίες πίστευε ακράδαντα ο Χρυσόστομος- παίρνουν σάρκα και οστά. «Τα όνειρα παίρνουνε εκδίκηση», όπως λέει ο ποιητής. Ο βαλής Σμύρνης Ραχμή βέης εκδιώκεται ως οργανωτής των σφαγών της Ερυθραίας και στην Σμύρνη φθάνει θριαμβευτής ο Χρυσόστομος. Γεύεται την πιο γλυκειά ώρα της ζωής του. Κι όμως ο μεγάθυμος αρχιερέας δεν ζητεί εκδίκηση, ζητεί ομόνοια, συναδέλφωση με τους σύνοικους πληθυσμούς. Αλλ' οι Τούρκοι απέστεργαν μίαν τέτοια πολιτική. Στο κήρυγμα της αγάπης απάντησαν με το κήρυγμα του φυλετικού μίσους. Ο νέος βαλής Σμύρνης, ο εθνικιστής και υπερφίαλος Νουρεντίν, λόγω της στρατιωτικής επιτυχίας που είχε σημειώσει κατά των Άγγλων στο Κοντ-έλ-'Αμάρ, συνεργάζεται με μυστικές εθνικιστικές οργανώσεις, διενεργεί στρατολογία, μοιράζει όπλα και εισπράττει πιεστικά βαρείς πολεμικούς φόρους. Ο Χρυσόστομος διαμαρτύρεται για τις παρανομίες του βαλή και με εκτενή έκθεση των παρανομιών του πρός τους αρμοστές των Δυνάμεων Κατοχής πέτυχε την ανάκλησή του. Ο Νουρεντίν δεν λησμόνησε την προσβολή αυτή. Την ανταπέδωσε στο Χρυσόστομο με τη συνήθη τουρκική θηριωδία.
Η μεγάλη μέρα
Την 1η Μαΐου ο κυβερνήτης του ελλιμενισμένου στο λιμάνι της Σμύρνης θωρηκτού «Αβέρωφ» Ηλ. Μαυρουδής έπαιρνε το τηλεγράφημα του πρωθυπουργού Βενιζέλου, το οποίο επί αιώνες; ως ευαγγελισμό, περίμεναν οι Πανέλληνες: ελληνικός στρατός κατοχής αποβιβάζεται την επαύριο στην Σμύρνη. Με άλλο τηλεγράφημα ο Βενιζέλος ειδοποιούσε τον Χρυσόστομο. Ο Μητροπολίτης εκάλεσε στις 4 μ.μ. δημογέροντες, εφόρους και προκρίτους για να τελέσει μεγάλον εσπερινό και ν' αναγγελθεί το χαρμόσυνο γεγονός. Αλλά αφήνουμε την Ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού να εκθέσει με την ψυχρή στρατιωτική γλώσσα τον κραδασμό και τον παλμό της μεγάλης εκείνης ώρας.
«Η είδησις της επικειμένης καταλήψεως της Σμύρνης εκ μέρους του ελληνικού στρατού ανεκοινώθη μόλις την 16.00 υπό του Αρχηγού της ελληνικής αποστολής εις την αίθουσαν της Μητροπόλεως. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και οι λοιποί ιεράρχαι της Μικράς Ασlας εφαίνοντο βαθύτατα συγκεκινημένοι. Έξω εις τον περίβολον της Αγίας Φωτεινής, ο ελληνικός πληθυσμός αγωνιωδώς ανέμενεν ν' ακούση ειδήσεις (...) Η συγκίνησις και ο ενθουσιασμός, άτινα επεκράτησαν μετά το πέρας του διαγγέλματος, είναι ανώτερα πάσηςπεριγραφής»(7)
Το μήνυμα του πρωθυπουργού άρχιζε με τη φράση: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν». Ο Χρυσόστομος το εξέλαβε ως ευαγγελισμόν. Δακρυσμένος σηκώθηκε
και ανέπεμψε προσευχή κι ύστερα μίλησε στο εκκλησίασμα με τον τρόπο που εκείνος ήξερε να ομιλεί, να συγκινεί, να ενθουσιάζει, χωρίς όμως να φανατίζει και να οχλοποιεί. Απεναντίας έδωσε στην αποστολή του Ελληνισμού άλλη ιστορική διάσταση, λέγοντας ότι το ιστορικό έργο και χρέος του Ελληνισμού «μας καλεί να αρθώμεν ημείς εδώ οι κατ' ανατολάς Έλληνες υπέρ το πνεύμα του αιώνος, το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων, το όποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος.»
Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού έγινε στην αποβάθρα της Πούντας την 7η πρωινή της 2ας Μαΐου 1919. Πρώτα το ευζωνικό του ταγματάρχη Σταυριανόπουλου και μετά το πεζικό του ταγματάρχη Κ. Τζαβέλα. Ακολούθησε ο Διοικητής συνταγματάρχης Ν. Ζαφειρίου με τους επιτελείς του. Ο Χρυσόστομος έπεσε γονυπετής και ευλόγησε με λυγμούς τις σημαίες. Το χαρμόσυνο γεγονός αμαύρωσε το γνωστό περιστατικό: ο στρατός εβάδιζε προς στρατωνισμό στή λεγόμενη Καραντίνα. Ένα τάγμα ευζώνων άλλαξε κατεύθυνση και προχώρησε προς τους τουρκικούς στρατώνες. Εναντίον του έπεσαν αρκετοί πυροβολισμοί, από πολλές κατευθύνσεις. Οι εύζωνοι με εφ' όπλου λόγχη εξουδετέρωσαν τους κρυπτομένους. Ποιοι όμως κρύπτονταν πίσω από αυτούς; Η επίσημη ιστορία του Γ.Ε.Σ. λέγει ότι την παραμονή ο ιταλικός στρατός κατοχής άνοιξε τις φυλακές των ποινικών, άφησε ελεύθερους τους εγκληματίες και τους μοίρασε οπλισμό. Την Σμύρνη για κακή μας τύχη διεκδικούσαν και οι Ιταλοί, που είχαν κάθε λόγο να σκηνοθετήσουν τα «έκτροπα» και να μας εκθέσουν στις άλλες δυνάμεις ως δήθεν ανικάνους να εμπεδώσουμε την τάξη.
Ο Χρυσόστομος, για να κατευνάσει τα πνεύματα και να επιβάλει ειρήνη, περιέτρεξε όλα τα κρατητήρια και πέτυχε την απόλυση εκατοντάδων Τούρκων που είχαν συλληφθεί σαν ύποπτοι και ενδεχομένως ήσαν. Πολλοί μάλιστα έντρομοι Τούρκοι, που κατέφυγαν στη Μητρόπολη, βρήκαν κοντά του προστασία και περίθαλψη. Κι ακόμη μέσα στην έξαψη των παθών επισκέφθηκε την τουρκική συνοικία, προσφέροντας φάρμακα, τρόφιμα, ενδύματα στους αναξιοπαθούντες. Ακόμη, ως εκπρόσωπος του μικρασιατικού Ελληνισμού, στέλνει επιστολές προς τους κορυφαίους πολιτικούς, θρησκευτικούς και πνευματικούς ταγούς της εποχής και ζητεί συνδρομή, για να περιληφθεί και η μικρασιατική παραλία στα εδάφη, που πρόκειται να επιδικασθούν στην Ελλάδα. Στο διάσημο συγγραφέα Ανατόλ Φράνς (Anatole France) που είχε δημοσιεύσει θερμό φιλελληνικό άρθρο, ο Χρυσόστομος γράφει: «Με δάκρυα πόνου διά προσφάτους συμφοράς δουλείας και ανεκλαλήτου
χαράς διά την παλινοστήσασαν Ελευθερίαν ευχαριστουσι πάντες οι λυτρούμενοι χριστιανοί Μικρασιάται τον μέγαν συγγραφέα, ανάστημα και θρέμμα της πάλαι Ιωνίας».
Στις 28 Ιουλίου (π.η.) 1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών που εκχωρεί την Αν. Θράκη, τα Δωδεκάνησα και ουσιαστικά την παραλία της Μ. Ασίας στην Ελλάδα. Το απίστευτο γίνεται πραγματικότητα: δημιουργείται η Ελλάς των δύο ηπείρων και των 5 θαλασσών. Ο Τούρκος βαλής της Σμύρνης Μπασήμ βέης υπογράφει πρωτόκολλο και παραδίδει την διοίκηση της πόλεως στους Έλληνες. Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης 1861-1950) εγκαθιστά πλήρες σύστημα ελληνικής διοικήσεως. Οι σχέσεις Χρυσοστόμου-Στεργιάδη δεν υπήρξαν αρμονικές. Από πολλούς ο Στεργιάδης χαρακτηρίζεται «αινιγματικός» άνθρωπος. Θα αρκεσθώ σ' αυτό που γράφει ο γνωστός μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, που έζησε από κοντά τα γεγονότα:
«Ο Στεργιάδης ήταν Κρητικός και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου. Είχε τον τίτλο "Ύπατος Αρμοστής" και από την πρώτη μέρα έδειξε πως είχε σκοπό να παίξει το ρόλο Τούρκου πασά».
Οι εκλογές του 1920
Την 1η Νοεμβρίου (π.ή.) 1920 έγιναν εκλογές. Ο Βενιζέλος, παρά πάσαν προσδοκία, ηττήθηκε. Οι αντιβενιζελικοί ηγέτες (Δημ. Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Δημ. Ράλλης) επανέφεραν με δημοψήφισμα τον βασιλιά Κωνσταντίνο και παρ' όλο που είχαν υποσχεθεί προεκλογικά κατάπαυση του πολέμου και ειρήνευση, απεναντίας συνέχισαν σε ευρύτερη έκταση τον πόλεμο. Ο Νικόλαος Στράτος βρήκε και μία θαυμάσια λεκτική «φόρμουλα» για να δικαιολογήσει την παλινωδία: «Εκπεράτωσις και επαύξησις του έργου»!
Το δυσάρεστο είναι ότι ο κομματισμός έπληξε κυρίως και καιρίως το μαχόμενο τμήμα του έθνους. Οι Βενιζελικοί αξιωματικοί των ανωτάτων βαθμίδων αντικαταστάθηκαν από τους βασιλικούς. Ο Χρυσόστομος νοιώθει πως αυτό αποτελεί τη ρωγμή που θα φέρει την κατάρρευση του όλου οικοδομήματος. Θέλοντας να διατηρήσει την εθνική ομοψυχία, κάλεσε στη Μητρόπολη όλους τους ανώτερους αξιωματικούς, και των δύο πολιτικών μερίδων, και τους μίλησε πατρικά και πατριωτικά σαν νεώτερος Νέστωρ: «Τέκνα ευλογημένα, οι μεν από υμάς ηρχίσατε έργον μέγα, πατριωτικόν και ένδοξον, υμείς δε οι νεωστί ελθόντες αδελφοί έχετε να το συμπληρώσετε διά να είναι κοινή η υπερηφάνεια και η δόξα και κοινή εφ' όλων η ευλογία του Θεού και αι ευχαί τόσων μαρτύρων αδελφών μας. Δοξάζω τον Θεόν ότι με ηξίωσε να επιζήσω εν μέσω υμών τας ιστορικάς αυτάς ημέρας, ότε τέκνα της μεγαλυνθείσης Ελλάδος ανάπτουσι με την πυρίτιδα την σβεσθείσαν δάδα εις την ιεράν αυτήν κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού και της χριστιανικής διδασκαλίας» (Λοβέρδος: "Ενθ' αν. σσ. 88-89).
Ο πόλεμος γενικεύθηκε. Ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει με σκληρούς αγώνες τη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Κιουτάχεια- Αφιόν Καραχισάρ. Στη σύσκεψη της Κιουτάχειας (Μάρτιος 1921) αποφασίζεται η μοιραία προέλαση κατά της Αγκύρας, για να δοθεί το οριστικό πλήγμα στον Κεμάλ. Ο ελληνικός στρατός περνά το Σαγγάριο, προελαύνει ως τις παρυφές της Αγκύρας; αλλά εδώ φθάνει στα όρια της εξαντλήσεως. Η Ελλάς εγκαταλείπεται οικονομικά και διπλωματικά από τους συμμάχους της. Πάντες εκδηλώνονται υπέρ του Κεμάλ, που αναδιοργανώνεται και προετοιμάζει τη δική του επίθεση. Ο Χρυσόστομος διαβλέπει τον κίνδυνο. Αρνείται να εμπλακεί στις ενδοθρησκευτικές διαμάχες για την εκλογή νέου Πατριάρχη και αγωνίζεται με σθένος κατά των αυθαιρέτων ενεργειών του Στεργιάδη. Παρ' όλο που θεωρεί την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη αντικανονική, την αποδέχεται για να διατηρηθεί η ενότητα της Εκκλησίας. Γράφει σχετικά προς τους επτά συνοδικούς που συνήλθαν στη Θεσσαλονίκη για ν' αντιδράσουν κατά της εκλογής του Μελετίου Μεταξάκη: «Τώρα αντί να αρχίση αγών προσωπικής κατισχύσεως ταύτης ή εκείνης της μερίδος του Παύλου ή του Κηφά ή του Απολλώ ωσεί να εμερίσθη ο Χριστός και η Εκκλησία του, άρχεται δι' ημάς νέα περίοδος μελέτης και περισυλλογής και σοφής και κανονικής διαρρυθμίσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων ανοίγονται προ ημών νέοι ορίζοντες και κόσμοι νέας εποχής και πάντες καλούμεθα να συνεισφέρωμεν ει τι έκαστος έχει πολύτιμον εις μάθησιν, εις κανονικήν άκρίβειαν, είς εκκλησιαστικόν ζήλον, εις αυταπάρνησιν και αυτοθυσίαν να το προσφέρωμεν ως οφειλετικήν σπονδήν και θυσίαν επί του ιερού βωμού και θυσιαστηρίου της πίστεως ημών και της πατρίδος». (Επιστολή 1ης Δεκεμβρίου 1921. Από το βιβλίο του Κ. Πολίτη: «Χρυσόστομος ο Σμύρνης» σσ. 252-253).
Από την άλλη βλέποντας την ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων και της αρμοστείας να κυβερνήσουν σωστά την Μικρασία, εργάζεται για τη σύσταση «Παμμικρασιατικής Αμύνης». Ο Ξενοφών Στρατηγός, ένας από αυτούς που δικάσθηκαν ως υπεύθυνοι της καταστροφής, γράφει ότι στις 6/19 Φεβρουαρίου 1922 το «Ανατολικόν Πρακτορείον» τηλεγραφούσε από την Άγκυρα:
«Επαναστατικόν κίνημα οργανούται εν Σμύρνη κατ' ενδεχομένης εκκενώσεως Μ.Ασίας. Μητροπολίτης Χρυσόστομος αντίθετος αρχικώς προς κίνημα, συνετάχθη κατόπιν προς τους οργανωτάς αυτού...». Ο Στεργιάδης αντέδρασε στο κίνημα κι έτσι η Σμύρνη, στην έσχατη ώρα, δεν είχε καμμιά οχυρωματική οργάνωση ούτε ένα σχέδιο άμυνας. Το μοναδικό σχέδιο της οργανώσεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού συντεταγμένο από το Χρυσόστομο στις 16 Φεβρουαρίου 1922 δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κ. Πολίτη (ένθ. αν. σσ. 259-267).
Στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό στιγμές ο ακαταπόνητος Μητροπολίτης δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις, ενδιαφέρεται και για τα βαθύτερα προβλήματα του Ελληνισμού. Τ0ν Μάρτιο του 1921 καλείται από τον καθηγητή Νεοκλή Καζάζη να τιμήσει με την παρουσία του το συνέδριο της Εταιρείας «Ελληνισμός». Στην απαντητική επιστολή αποδέχεται το κεντρικό σύνθημα του Συνεδρίου ότι η Ελλάς ελευθερώθηκε, αλλ' ο Έλλην δεν ελευθερώθηκε ούτε ως πολίτης, ούτε ως κοινωνία, ούτε ως πολιτεία. Και αποδίδει την ιδιότυπη αυτή δουλεία στην υποδούλωση του Έλληνος στον κακό εαυτό του, στα πάθη και στις αδυναμίες του, στον αχαλίνωτο εγωισμό του.
Όταν το Μάρτιο του 1922 οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων συνήλθαν στο Παρίσι και πρότειναν ανακωχή με όρους δυσμενείς για τον μικρασιατικό Ελληνισμό, ο Χρυσόστομος διαμαρτύρεται ως πνευματικός εκπρόσωπος των χριστιανών της Μικράς Ασίας: «Δια την Σμύρνην δε η σκληρά απόφασις των Δυνάμεων ως μόνην συνέπειαν θα είχε να προστεθή νέον ερυθρόν έτος εις τα αιματηρά έτη 1770,1797 και 1821, ότε τα κύματα της θαλάσσης μας επορφυρώθησαν από το ρεύσαν εις χειμάρρους χριστιανικόν αίμα». Αλλά δεν αρκείται σε εκκλήσεις και διαμαρτυρίες. Κινητοποιείται και κινητοποιεί. Συγκαλεί σύνοδο επισκόπων, προκρίτων, δημογερόντων και εφόρων. Ζητεί καθολική επιστράτευση, βαρειά φορολογία για την αμυντική θωράκιση των ερεισμάτων του Ελληνισμού. Ο κλήρος προσφέρει και τον τελευταίο του οβολό. Τάματα και κανδήλια και άλλα τιμαλφή των εκκλησιών προσφέρονται για να γίνουν το πρώτο κεφάλαιο του κοινού για την άμυνα ταμείου.
Αλλ' η δραστηριότητα ενός Ιεράρχη δεν μπορεί ν' αποτρέψει ή να καλύψει τα λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας μας ή ν' αναχαιτίσει τη δύναμη ενός μαινόμενου και καλά διευθυνόμενου στρατού. Ο Κεμάλ Ατατούρκ εξαπολύει την επίθεσή του στις 13 Αυγούστου 1922. Το μέτωπο σπάει στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο μέχρι τότε νικητής στρατός μας διαλύεται. Ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης αντικαθίσταται, ο νέος αρχιστράτηγος Ν. Τρικούπης παραδίδεται με 10.000 αξιωματικούς και στρατιώτες, ο διάδοχός του, ο «πλωτός στρατηγός» Πολυμινάκος, διευθύνει τις επιχειρήσεις από το ατμόπλοιο «Κύκνος» που είναι ελλιμενισμένο στο λιμάνι της Σμύρνης. Χιλιάδες πρόσφυγες και στίφη στρατού συρρέουν στα παράλια. Ο Στεργιάδης εξαπατά τον πληθυσμό, καλλιεργώντας την ψευδή εντύπωση ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Ο Χρυσόστομος όμως προβλέπει τη συμφορά, αλλ' έλπίζει.
Στο υπ' αριθμ. 737 τεύχος του περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» (2-9 Ιουνίου 1989, σελ. 37), ο Λ. Πολενάκης δημοσίευσε ανέκδοτη επιστολή την οποία έστειλε στις 20 Αυγούστον (7 ημέρες πριν από το μαρτυρικό θάνατό του) ο Χρυσόστομος προς τον δημογέροντα Σμύρνης Δημήτριον Δουρουδόγλου. Στις λίγες γραμμές της επιστολής αποτυπώνονται: α) Η αγωνία για την επικείμενη καταστροφή. β) Η εμμονή στην ιδέα μιας αποφασιστικής αντιστάσεως. γ) Η ελπίδα πως ο Θεός θα έλθει ττάλιν αρωγός στο χειμαζόμενο Γένος. Ιδού εκτενές απόσπασμα:
«...Σας γράφω υπό το κράτος μεγάλης ταραχής. Τα μέχρι τούδε αήττητα αναδειχθέντα Ελληνικά όπλα εκάμφθησαν προ των υπερτέρων και κολοσσιαίων ιδίως εις υλικόν πυροβολικού και αεροπλάνων και αυτοκινήτων αλλά και ανδρών προμηθειών του εχθρού.
Διερχόμεθα ημέρας κρισιμωτάτας, μία και μόνη ελπίς υπάρχει: να τηρήσωμεν άμυναν προ των υψωμάτων της Φιλαδελφείας. Εάν τούτο κατορθωθή, η κατάστασις οπωσούν σώζεται, άλλως τα πράγματα θα ακολουθήσωσι σκοτεινήν και ολεθρίαν οδόν. Είθε ο δυνατός εν πολέμω Θεός των Χριστιανών και δη των Ελλήνων Ορθοδόξων να επιφανή ημίν ίλεως την τελευταίαν ώραν, ίνα ούτω το όλον κατόρθωμα θεωρηθή καθαρόν έργον του αγαπώντος το Γένος μας Θεού...»
Στις 21 Αυγούστου 1922 κάνει έκκληση στον Κωνσταντίνο ν' αναθέσει σχηματισμό κυβερνήσεως στο Βενιζέλο και την ανασυγκρότηση του στρατού στους εκδιωχθέντες αξιωματικούς της «Αμύνης» (Βενιζελικούς), αφού φυσικά διώξει τον Χατζανέστη και τον Στεργιάδη, ο οποίος φρόντισε με αγγλικό πολεμικό πλοίο να εγκαταλείψει τη Σμύρνη τρεις μέρες νωρίτερα προ της εισόδου των Τούρκων.
Συγκλονιστική είναι η επιστολή που ο Εθνάρχης έστειλε στις 25 Αυγούστου (δύο ημέρες προ του θανάτου του) στο Βενιζέλο με τον κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Λήμνος». Αντιγράφουμε μερικές ενδεικτικές φράσεις που μοιάζουν με έκρηξη ηφαιστείου:
«Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, διά δύο πράξεις σας.
Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τουτ' αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιαστικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν.
Καιί δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του αναγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινης μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ' αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου Σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της -οίμοι- δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών».
Ο Χρυσόστομος με λόγους συγκινητικούς καλεί τον Βενιζέλο ν' αναδραστηριοποιηθεί και να σώσει ό,τι είναι δυνατόν νά σωθεί. Όσο για τον εαυτό του προβλέπει:
«Ζήτημα είναι εάν, όταν το παρόν γράμμα αναγιγνώσκεται υφ' Υμών, ημείς πλέον υπάρχωμεν εν ζωή, προοριζόμενοι -τις οίδε- εις θυσίαν και μαρτύριον».
Όντως, όταν η επιστολή έφθασε εις τον Βενιζέλο, ο Χρυσόστομος είχε οδηγηθεί στη θυσία και στο μαρτύριο.
Ο Αμερικανός πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας» γράφει εν είδει requiem για τον Χρυσόστομο:
«Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση...»
Την ώρα που τα νέφη ποικίλων απειλών πυκνώνουν πάνω από τον ελληνικό ουρανό, οι Έλληνες εμφανιζόμαστε βαθειά διχασμένοι, έτοιμοι για νέο εμφύλιο σπαραγμό. Είναι η στιγμή που όλοι βάλλουν εναντίον μας. Ελπίδα και δύναμη μπορούμε να βρούμε στον εαυτό μας, αν τον υψώσουμε πάνω από τις διαφορές μας. Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος. Πέρα από το πνεύμα της θυσίας, της εθνικής ομοψυχίας, μπορεί να προσφέρει και στη χειμαζόμενη από την έξαψη του εθνικισμού Ευρώπη ένα μήνυμα χριστιανικής ενότητος. Αυτός ο βαθύτατος Έλλην σ' ένα κείμενό του έγραφε ότι πρέπει να ξεφύγουμε από το πνεύμα των καιρών, «το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων το οποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος». Ο Χρυσόστομος δεν ήταν απλώς ένας απόστολος του χριστιανικού Ελληνισμού, ήταν αληθής Απόστολος των Εθνών.
Σαράντος Καργάκος
Ιστορικός - συγγραφέας
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...