Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος ἐναντίον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ταράζει τὰ λιμνάζοντα ἐκκλησιαστικὰ ὕδατα, μὲ τὴν γνήσια πατερικὴ ἐπιστολὴ του!

panorthoksh synodos lemesoy 01


Σοβαρὰ κενὰ θεολογικῶν καὶ νομοκανονικῶν ζητημάτων στὴν ἐπερχόμενη σύγκληση τῆς Πανορθόδοξης Συνόδου διαπιστώνει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος.

Σὲ ἐπιστολή του ὁ ἔγκριτος ἱεράρχης θεωρεῖ πὼς δὲν τίθεται κανένα ζήτημα νὰ ἐπανέλθει ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν ἀφοῦ δὲν διασπάστηκαν, κατὰ τὴν ἄποψή του, οἱ χριστιανοὶ ἁπλῶς κάποιοι ἐπέλεξαν μία διαφορετικὴ ὁδὸ ἀπὸ τὴν γνήσια Ὀρθόδοξη ἀλήθεια ποὺ ἀκολουθοῦμε.
Δὲν ὑπάρχουν Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, ἁπλῶς ἀποκόπησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πρέπει νὰ θεωροῦνται αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Σεβασμιώτατος ἐκφράζοντας ἀπορία γιὰ ποιὸν λόγο ἔχουν ἀγνοηθεῖ τόσο σοβαρὰ ζητήματα.
Ἡ θέση τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται τὸ δικαίωμα τοῦ ἑκάστου ἱεράρχη νὰ ἐκφράσει τὴν ἄποψή του ἐνόψει του τόσο σπουδαίου γεγονότος εἶναι βέβαιο πὼς θὰ...
προκαλέσει προβληματισμὸ καὶ συζητήσεις στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας.

«Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν ἀποσταλέντα σὲ μᾶς κανονισμὸ ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ συγκεκριμένα στὸ ἄρθρο 12 καὶ παραγράφους 2 καὶ 3 ἀναφέρεται ὅτι μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε τὶς ἀπόψεις μας στὴν τοπική μας Σύνοδο πρῶτα, κατόπιν ἐπιταγῆς τῆς συνείδησής μου ταπεινὰ ὑποβάλλω στὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας τὶς ἀπόψεις μου καὶ τὶς πεποιθήσεις μου πάνω στὰ πιὸ κάτω θέματα» ὑπογραμμίζει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ἀθανάσιος.

Ὁ κ. Ἀθανάσιος στὴν ἐπιστολή του, μιλώντας γιὰ τὸ κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διάσκεψης ποὺ ἔγινε στὸ Σαμπεζὺ τὸν Ὀκτώβριο μὲ τίτλο «Ἀπόφασις – Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸ κόσμο ἀνέφερε τὰ ἑξῆς:
 


«Συμφωνῶ ἀπόλυτα μὲ τὰ πρῶτα τρία ἄρθρα τοῦ κειμένου. Στὰ ἄρθρα ὅμως 4 καὶ πιὸ κάτω ἔχω νὰ παρατηρήσω τὰ ἑξῆς: "Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσευχόμενη πάντοτε «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» πιστεύω ὅτι ἐννοεῖ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ ἕνωση μαζί της ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀπεκόπηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ αὐτήν, αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, ἀφοῦ ἀπαρνηθοῦν τὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα τους καὶ φύγουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ μὲ μετάνοια καὶ μὲ τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες διαδικασία ἐνσωματωθοῦν καὶ ἐνταχθοῦν -ἑνωθοῦν - μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» ἀναφέρει ὁ κ. Ἀθανάσιος.

Ὁ Πανιερώτατος συνεχίζει χαρακτηριστικά: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπώλεσε τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ δὲν δέχεται τὴ Θεωρία τῆς ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας τῶν «εἰς Χριστὸν πιστευόντων», γιατί πιστεύει ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων ὑπάρχει ἤδη στὴν ἑνότητα ὅλων τῶν βαπτισμένων τέκνων της μεταξύ τους καὶ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ ὀρθῇ πίστη της, πού δὲν ὑπάρχει στοὺς αἱρετικοὺς ἢ σχισματικοὺς καὶ γι' αὐτὸ εὔχεται γι' αὐτοὺς τὴν ἐν μετανοία ἐπιστροφή τους στὴν Ὀρθοδοξία.»

«Πιστεύω ὅτι αὐτὸ πού ἀναφέρεται στὸ ἄρθρο 5 γιὰ «τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν» εἶναι λάθος, γιατί ἡ Ἐκκλησία ὡς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἑνωμένος μεταξὺ του καὶ μὲ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν ἑνότητά του αὐτὴν καὶ δὲν ἔχει ἄρα ἀνάγκη νὰ τὴν ἐπανεύρη ἢ καν νὰ τὴν ἀναζητήσει γιατί πάντοτε ὑπῆρχε καὶ ὑπαρχὴ καὶ θὰ ὑπαρχὴ ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἔπαυσε ἢ θὰ παύση νὰ ὑπάρχει» συμπληρώνει στὴν ἐπιστολὴ του ὁ Πανιερώτατος.

Ἐνῶ ὁ κ. Ἀθανάσιος προσθέτει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἐκεῖνο πού συνέβη εἶναι ὅτι ὁμάδες ἢ λαοὶ ἢ μεμονωμένα ἄτομα ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς 'Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται καὶ πρέπει νὰ προσπαθεῖ Ἱεραποστολικὰ νὰ ἐπιστρέψουν αὐτοὶ ὅλοι ἐν μετανοία διὰ τῆς κανονικῆς ὁδοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄλλες Ἐκκλησίες ἀλλὰ μόνον αἱρέσεις καὶ σχίσματα, ἐὰν θέλουμε νὰ ἀκριβολογοῦμε στοὺς ὁρισμούς μας.»
«Ἡ διατύπωση «πρὸς ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας» εἶναι λάθος γιατί ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν -μελῶν τῆς 'Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ - δὲν ἔχει διασπασθεῖ ποτέ, ἐφ' ὅσον αὐτοὶ μένουν ἑνωμένοι μετὰ τῆς 'Ἐκκλησίας. Χωρισμὸς ἀπὸ τὴν 'Ἐκκλησία καὶ φυγὴ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ἀλλὰ ποτὲ ἀπώλεια ἐσωτερική τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» συνεχίζει ὁ Πανιερώτατος στὴν ἐπιστολή του.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ κ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει: «Διερωτῶμαι γιατί στὸ κείμενο γίνεται πολλαπλὴ ἀναφορὰ σὲ «Ἐκκλησίες» καὶ «Ὁμολογίες»; Ποιὰ ἡ διαφορά τους καὶ ποιὸ στοιχεῖο τὶς χαρακτηρίζει ὥστε ἄλλες νὰ ὀνομάζονται Ἐκκλησίες καὶ ἄλλες Ὁμολογίες; Ποιὰ εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ ἢ αἱρετικὴ καὶ ποία ἢ σχισματικὴ ὁμάδα ἢ ὁμολογία; Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε μία Ἐκκλησία καὶ ὅλα τὰ ἄλλα αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Θεωρῶ ὅτι Θεολογικὰ καὶ δογματικὰ καὶ νομοκανονικὰ ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «Ἐκκλησία» σὲ αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη γιατί μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ ἄρθρο 1, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ ἀπὸ ἐμᾶς μία αἱρετικὴ ἢ σχισματικὴ κοινότητα ἢ ὁμάδα ὡς Ἐκκλησία, ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.»

Δὲν ἀναφέρεται καθόλου στὸ κείμενο αὐτὸ ὅτι ἡ μόνη ὁδὸς πού ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι μόνον ἡ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ἐν μετανοία εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 1 εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ ἀναφορὰ στὴν «κατανόηση τῆς παράδοσης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ ὀντολογικὴ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ στὴν γνήσια συνέχεια αὐτῆς μέχρι σήμερα, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Πιστεύουμε ὅτι καμιὰ ἀπολύτως διαφορὰ δὲν ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πρώτου αἰώνα, γιατί ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς πού ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεως ὅτι αὔτη εἶναι Ἀποστολική.» τονίζει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ.

Ὁ Πανιερώτατος στὴ συνέχεια ὑπογραμμίζει χαρακτηριστικὰ ὅτι στὸ ἄρθρο 12, δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ψάχνουν τὴν ἀποκατάσταση στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ἑνότητα, κάνοντας λόγο γιὰ ἀπαράδεκτη θεωρία.
«Στὸ ἄρθρο 12 ἀναφέρεται ὅτι κοινὸς σκοπὸς τῶν Θεολογικῶν διαλόγων εἶναι «ἡ τελικὴ ἀποκατάσταση τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστη καὶ τῇ ἀγάπη ἑνότητος». Δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ψάχνουμε τὴν ἀποκατάστασή μας στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ στὴν ἑνότητα τῆς ἀγάπης, ὡσὰν νὰ ἀπωλέσαμε τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ψάχνουμε νὰ τὴν βροῦμε διὰ τῶν Θεολογικῶν διαλόγων μετὰ τῶν ἑτεροδόξων. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ ἡ Θεωρία εἶναι Θεολογικὰ ἀπαράδεκτη ἀπὸ ὅλους μας» ὑπογραμμίζει ὁ Μητροπολίτης Ἀθανάσιος.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Πανιερώτατος ἐκφράζει ἐνστάσεις πάνω στὸ κείμενο, τονίζοντας ὅτι «ἡ ἀναφορὰ τοῦ κειμένου στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ διατυπώσω τὴν ἔνστασή μου ἀπέναντι σὲ κατὰ καιροὺς διάφορα συγκριτιστικὰ ἀντικανονικὰ γεγονότα πού ἔγιναν σ’ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὴν ταύτη τὴν ὀνομασία του, ἀφοῦ σ' αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν» ἢ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας πού ψάχνει καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πραγμάτωσή της στὸ παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Ἀλλὰ γιὰ μᾶς μία καὶ μοναδικὴ εἶναι ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ὄχι πολλές.»

Ἀκόμη ὁ Πανιερώτατος ἀναφέρει: «Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διὰ τὸν συνοδικοῦ συστήματος ὡς τὸν μόνον «ἁρμόδιο καὶ ἐσχάτου κριτοῦ τῶν Θεμάτων τῆς πίστεως» ἔχει δόση ὑπερβολῆς καὶ ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας καθότι στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πολλὲς συνόδοι ἐδίδαξαν καὶ ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καὶ αἱρετικὰ δόγματα καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τὶς ἀπέρριψε καὶ διεφύλαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐθριάμβευσε τὴν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαὸς ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νὰ θεωρήσουν ἑαυτοὺς σῶμα Χριστοῦ καὶ 'Ἐκκλησία Χριστοῦ καὶ νὰ ἐκφράσουν σωστὰ τὸ βίωμα καὶ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.»

Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου καὶ τὰ Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ τονίζει: «Δὲν μποροῦν σὲ σύγχρονα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα αὐτοῦ τοῦ εἴδους νὰ διατυπώνονται σκληρὲς ἢ προσβλητικὲς ἐκφράσεις, οὔτε καὶ κανένας νομίζω θέλει αὐτοῦ τοῦ τύπου τὶς ἐκφράσεις. Ἡ ἀλήθεια ὅμως πρέπει νὰ ἐκφράζεται μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια, πάντοτε, βέβαια, μὲ ποιμαντικὴ διάκριση καὶ ἀγάπη πραγματικὴ πρὸς ὅλους. Ἔχουμε χρέος καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σὲ αἱρέσεις ἢ σχίσματα νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα εἰλικρινεῖς μαζί τους καὶ μὲ ἀγάπη καὶ πόνο νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.»

«Ταπεινὰ θεωρῶ ὅτι τέτοιας σπουδαιότητας καὶ τέτοιου κύρους κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικὰ καὶ διατυπωμένα μὲ πάσα ἀκρίβεια Θεολογικὴ καὶ νομοκανονικὴ ὥστε νὰ μὴν ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὰ ἀσάφειες ἢ ἀδόκιμοι θεολογικὰ ὄροι καὶ διατυπώσεις λανθασμένες πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ παρερμηνεῖες καὶ ἀλλοιώσεις τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου μία Σύνοδος γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρη καὶ κανονικὴ πρέπει νὰ μὴν ἀφίσταται καθόλου ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν διδασκαλία τῶν πρὸ αὐτῆς ἁγίων Συνόδων, τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἁγίων Γραφῶν καὶ νὰ μὴν ἔχει καμιὰ σκιὰ στὴ διατύπωση ἐπακριβῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως» συμπληρώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Πανιερώτατος κ. Ἀθανάσιος.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ κ. Ἀθανάσιος ἐπικαλούμενος τούς Ἁγίους Πατέρες ἀναφέρει: «Πότε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καὶ πότε καὶ ποῦ στὰ κείμενα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν ἢ Τοπικῶν Ἱερῶν Συνόδων ἀπεκλήθησαν οἱ αἱρετικὲς ἢ οἱ σχισματικὲς ὁμάδες ὡς ἐκκλησίες; Ἐὰν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις τότε ποῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων;»

Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοὺ ἐκφράσει τὴν ἔντονη διαφωνία του, ἐνῶ τονίζει ὅτι ὅσοι δὲν ἔχουν δικαίωμα ψήφου καὶ συμμετέχουν στὴν Σύνοδο εἶναι διακοσμητικὰ στοιχεῖα.
«Ταπεινὰ διατυπώνω τὴ διαφωνία μου καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι καταργεῖται ἡ πρακτικὴ ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν Συνόδων τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καὶ τὴ δική του ψῆφο καὶ οὐδέποτε αὐτὸ τὸ σχῆμα, μία Ἐκκλησία μία ψῆφος, ποὺ καθιστὰ τὰ μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πλὴν τῶν προκαθημένων, διακοσμητικὰ στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ΄ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος τῆς ψήφου» τονίζει χαρακτηριστικὰ στὴν ἐπιστολὴ του ὁ κ. Ἀθανάσιος.

Κλείνοντας ὁ πολιὸς Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀναφέρει ὅτι «δὲν θέλω μὲ αὐτὰ ποὺ ἔγραψα νὰ λυπήσω κανένα καὶ δὲν θέλω νὰ θεωρηθῶ ὅτι διδάσκω ἢ κρίνω τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου καὶ πατέρες μου. Ἁπλῶς αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω αὐτὰ ποὺ ἡ συνείδησή μου μοῦ ἐπιβάλλει.»


Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό