Αρκούσε η δημοσιοποίηση μιας απόφασης από τον σύλλογο γονέων του 5ου Δημοτικού Συμβουλίου Ωραιοκάστρου, που αρνούνταν την τοποθέτηση παιδιών προσφύγων στο σχολείο τους για να φοιτήσουν σε ειδικές τάξεις μετά τις 2 μ.μ., για να ξεσπάσει μια πρωτοφανής υστερία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγγελίας του «φασισμού» και του «ρατσισμού», που συνοδεύονταν από ιερεμιάδες για το προσφυγικό παρελθόν της περιοχής και το υπέρτατο ανθρωπιστικό καθήκον της Ελλάδας.
Επειδή είναι σαφές ότι το ζήτημα που δημιουργήθηκε στο Ωραιόκαστρο αποτελεί μόνο την απαρχή ενός κύκλου αντιπαραθέσεων σχετικά με τις τύχες των εγκλωβισμένων προσφύγων και μεταναστών στην χώρα μας, κρίνουμε σωστό να παρέμβουμε επί του συνόλου του ζητήματος προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα.
Η αντιμετώπιση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος στη χώρα μας, δεν είναι, και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά ως, ανθρωπιστικό ζήτημα. Πόσο μάλλον όταν ο αφηρημένος «ανθρωπισμός» έχει μεταβληθεί σε πρόσχημα της συστηματικής πολιτικής συγκεκριμένων κέντρων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας –του Σόρος, ως εκπροσώπου του ευρωατλαντισμού, στο «πεδίο» της κατά τα άλλα ισλαμοφασιστικής Τουρκίας–, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτούργησε ως άλλοθι στους βομβαρδισμούς της Σερβίας, στο Ιράκ, στην ίδια τη Συρία.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, η πραγματικότητα του εγκλωβισμού δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στην χώρα μας –με την προοπτική να καταστούν εκατοντάδες χιλιάδες, εφόσον η Τουρκία ξεκινήσει και πάλι να διοχετεύει πληθυσμούς στην Ελλάδα– κρίνει τη μελλοντική φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας. Ο συνδυασμός της δεινής δημογραφικής της κατάστασης, της χρεοκοπημένης οικονομίας της, καθώς και της εξαιρετικά ευαίσθητης γεωπολιτικής θέσης της –δίπλα στην εστία της μεγαλύτερης πολιτιστικής αντιπαράθεσης στον πλανήτη, εκείνην μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ– καθιστά διαφορετικό το διακύβευμα του μεταναστευτικού ζητήματος στον τόπο μας.
Η προοπτική της αναγκαστικής εγκατάστασης αρχικώς δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, που προέρχονται από τον μουσουλμανικό κόσμο, απειλεί μεσοπρόθεσμα να μεσανατολικοποιήσει την Ελλάδα· δηλαδή, να την μεταβάλει σε κομμάτι του πολέμου των πολιτισμών, ρίχνοντάς την στη χοάνη των πολυπολιτισμικών συγκρούσεων. Από αυτήν την εξέλιξη δεν διακυβεύεται μόνον η εθνική ή πολιτιστική συνοχή, αλλά ταυτοχρόνως υπάρχει ο κίνδυνος για μια μεγάλη οπισθοδρόμηση στη χώρα μας σε σχέση με το επίπεδο εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, της εκκοσμίκευσής της, της ισότητας των φύλων κ.ο.κ. Για να το κάνουμε λιανά: η θεαματική αναβάθμιση της μόνιμης παρουσίας μουσουλμανικών πληθυσμών στη χώρα μας θα θέσει αναπόφευκτα ζητήματα που ούτε έχουμε διανοηθεί ότι θα αντιμετωπίσουμε. Θα επιτρέψουμε, άραγε, ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας να ρυθμίζει τον ατομικό και συλλογικό του βίο από τον θείο νόμο και τη σαρία; Θα δικάζουν οι μουφτήδες με βάση το ακραία σοβινιστικό οικογενειακό δίκαιο στα τζαμιά; Τα νεαρά κορίτσια θα πηγαίνουν στα σχολεία; Θα διδάσκεται άραγε σε αυτά η Αντιγόνη, ο Δαρβίνος ή ο… ευρωπαϊκός διαφωτισμός, ή μήπως θα εξαναγκαστούμε σε αυτολογοκρισία στο όνομα του δικαιώματος στη διαφορετικότητα; Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος, αν κρίνουμε από τις ανάλογες εμπειρίες που γνωρίζουν σήμερα άλλες μεσογειακές ή ευρωπαϊκές κοινωνίες[1].
Την ίδια στιγμή, η κοινωνική και πολιτιστική απορρύθμιση ανοίγει την πόρτα σε έξωθεν επεμβάσεις κατά το παραδεδομένο πλέον νεο-αποικιακό πρότυπο των τελευταίων χρόνων. Αυτό ήδη συνέβη στην Ελλάδα με αφορμή τη μεγάλη εισροή προσφύγων και μεταναστών και την ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε: πλέον, κουμάντο κάνει ο ΟΗΕ, υπό την καθοδήγηση του… Σόρος, μυστικές υπηρεσίες δρουν ανεξέλεγκτα στα camps, η Τουρκία συνεχίζει να παίζει τον δουλεμπορικό της ρόλο, συνεπικουρούμενη από μαφίες της Κεντρικής Ασίας, ελληνικά κυκλώματα αισχροκέρδειας αλλά και τη νέα διαπλοκή πολλών ΜΚΟ που αναλαμβάνουν εργολαβίες αλληλεγγύης… υπερτιμολογώντας τις συχνά κάκιστες υπηρεσίες τους[2].
Ήδη, δηλαδή, η χώρα μας τείνει να πάρει τον δρόμο μιας αποσύνθεσης αλά Βαλκανικά, όπως συνέβη στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατά τη δεκαετία του 1990. Ο «ανθρωπισμός» τους, επομένως, δεν είναι τόσο άδολος όσο θέλουν να πιστεύουν όσοι άκριτα και αλόγιστα σκοπεύουν να τον υιοθετήσουν με αναφορές στην… προσφυγιά του 1922, την αγάπη του Χριστού για τον «Ξένο», την αλληλεγγύη ή και την αλληλοβοήθεια ως συστατικό στοιχείο μιας προοδευτικής ιδεολογίας.
Οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί, επομένως, η υστερία, το κυνήγι των εντός κι εκτός εισαγωγικών ρατσιστικών και φασιστικών μαγισσών λειτουργεί προς όφελος αυτής της εκστρατείας· και δευτερευόντως, επειδή ακριβώς όχι μόνο δεν απαντάει αλλά αρνείται τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη φιλοξενία των εγκλωβισμένων πληθυσμών, καταλήγει να σπονσοράρει τον πραγματικό φασισμό, τη Χρυσή Αυγή, τη διολίσθηση μερίδας της ελληνικής κοινωνίας σε ρατσιστικά αντανακλαστικά: το παράδειγμα του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών είναι πρόσφατο και έχει αποδείξει τον πραγματικό αντίκτυπο αυτής της ιδεοληπτικής στάσης απέναντι στο μεταναστευτικό ζήτημα.
Θα πρέπει, επομένως, να κάνουμε μια βασική διάκριση, και πάνω σε αυτήν να αναπτύξουμε μια ολόκληρη πολιτική για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που έχουν εγκλωβιστεί στην χώρα μας: Είναι άλλο η φιλοξενία τους, με τους πιο ανθρώπινους όρους και άλλο η εγκατάστασή τους εντός της ελληνικής κοινωνίας. Το πρώτο, όντως, είναι υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας – ταυτόχρονα με μια πολιτική που θα αποτρέψει να εξαπλωθούν και πάλι φαινόμενα Ειδομένης στον ελληνικό χώρο, με τα προβλήματα που τα συνοδεύουν. Το δεύτερο είναι μεθόδευση υπονόμευσης της ίδιας της χώρας και της φυσιογνωμίας της ελληνικής κοινωνίας, και πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία.
Η διάκριση αυτή ορίζει και ποια πολιτική αντιμετώπισης των εγκλωβισμένων προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών θα πρέπει να ακολουθήσουμε: Όλοι οι πόροι, που τεχνηέντως διοχετεύονται από τα ξένα κέντρα στην προοπτική μόνιμης εγκατάστασης αυτών των ανθρώπων στην χώρα μας, θα πρέπει να ανακατευθυνθούν στη δημιουργία ολοκληρωμένων δομών προσωρινής φιλοξενίας, στις οποίες θα συγκεντρωθούν όλοι οι πρόσφυγες και μετανάστες. Δομών που να παρέχουν τις αναγκαίες εκπαιδευτικές και ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες και να διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαμονή αυτών των ανθρώπων για όσο χρειαστεί μέχρι να καταλαγιάσει ο πόλεμος στην Συρία, ή να βρεθεί μια δίκαιη διεθνής λύση για το πρόβλημά τους.
Με λίγα λόγια, θα πρέπει να απορρίψουμε την επιλογή της μόνιμης εγκατάστασης, ψύχραιμα και συντεταγμένα, επειδή ακριβώς θέλουμε να διαφυλάξουμε το –ήδη υπονομευμένο μέσα στις συνθήκες της κρίσης– επίπεδο ανεξαρτησίας της χώρας, εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, προσωπικών ελευθεριών.
Αντίθετα, πρέπει να σπεύσουμε σε μια ολοκληρωμένη πολιτική φιλοξενίας, διότι, πέραν της αναγκαιότητας να οργανωθεί η παρουσία των εγκλωβισμένων στη χώρα μας, αναγνωρίζουμε ότι η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά είναι συστατικό στοιχείο της κοινωνίας μας και του πολιτισμού μας. Και δεν επιθυμούμε να το απολέσουμε.
Αυτή δεν είναι η δικαιότερη και σωστότερη πολιτικά λύση «μόνον» για το Ωραιόκαστρο. Πρέπει να καταστεί πανεθνική πολιτική για το μεταναστευτικό ζήτημα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Για να αποφύγουμε την πολιτική και κοινωνική μηχανική που προσβλέπει στην αποδόμηση της κοινωνίας μας· και για να μην στρέφεται ο ανθρωπισμός εναντίον… του ελληνικού λαού και του μέλλοντός του.
Σημειώσεις:
[1] Όσοι σπεύδουν στο πλαίσιο της ψευδοανθρωπιστικής υστερίας να καταγγείλουν αυτές τις απόψεις ως «ισλαμοφοβικές» (sic!) απλούστατα δεν ξέρουν που πατάν και που πηγαίνουν: Πρώτον, το Ισλάμ δεν λειτουργεί όπως καταλαβαίνουμε εμείς τη θρησκεία, δηλαδή ως κομμάτι της συλλογικής μας παράδοσής μας και των ατομικών μεταφυσικών μας πεποιθήσεων· αντίθετα, διδάσκει την υποταγή όλου του ανθρώπινου βίου, ατομικού και συλλογικού, ιδιωτικού και δημόσιου, στον θείο νόμο. Είναι, δηλαδή, μια μορφή θρησκευτικής οργάνωσης της κοινωνίας και της πολιτικής. Δεύτερον, το Ισλάμ διακατέχεται από έναν εγγενή επεκτατισμό, και δεν είναι εύκολο να τον διακρίνουμε ιστορικά, γιατί ο μουσουλμανικός κόσμος νικήθηκε και υποτάχθηκε στη δυτική αποικιοκρατία. Ωστόσο, πόσοι θυμούνται ότι, κατά τη «χρυσή εποχή» του ισλαμικού imperium (την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θέλουν να επαναφέρουν οι δυνάμεις του ισλαμικού φονταμενταλισμού), οι Άραβες είχαν αναπτύξει στην Αφρική δουλοκτησία αντίστοιχη και ισοδύναμη με εκείνη των Λευκών; Δέκα εκατομμύρια σκλάβοι μεταφέρθηκαν τότε από τον αφρικανικό νότο προς τη Μέση Ανατολή. Διόλου τυχαία, τα ιδεολογικά κέντρα του ριζοσπαστικού Ισλάμ, το οποίο πλέον τείνει να ηγεμονεύσει εντός του σουνιτικού κόσμου, προπαγανδίζουν καθημερινά, μέσα από φετφάδες και μηνύματα αντίστασης, ότι μετά τη μόνιμη εγκατάσταση μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ευρώπη, η τελευταία έχει πλέον καταστεί «νταρ ελ Ισλάμ» (χώρος των πιστών) και όχι «νταρ ελ αχντ» (χώρος κατά συνθήκη ειρήνης). Η διαφορά έγκειται ότι στον «χώρο κατά συνθήκη ειρήνης» ο πιστός επιφορτίζεται μόνον με την τήρηση των τελετουργικών της θρησκείας του στον ατομικό του βίο, ενώ αντίθετα, ο «χώρος των πιστών» οφείλει να οργανωθεί κοινωνικά και πολιτικά σύμφωνα με τον θείο νόμο. Αυτό που διακυβεύεται με τη μόνιμη εγκατάσταση των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα είναι να μεταβληθεί η τελευταία από «νταρ ελ αχντ» σε «νταρ ελ Ισλάμ».
[2] Το σκάνδαλο των Σερρών είναι πλέον γνωστό στο πανελλήνιο, όπως και οι καταγγελίες του πρώην γενικού γραμματέα στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, Οδυσσέα Βουδούρη, ότι το κατά κεφαλήν κόστος φροντίδας των εγκλωβισμένων στη χώρα μας υπερβαίνει κατά 3.000€ το αντίστοιχο της Νορβηγίας. Και αν αναλογιστούμε τη χαοτική διαφορά που υφίσταται μεταξύ της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρουν οι δομές φιλοξενίας στη Νορβηγία και εκείνων που προσφέρονται στην Ελλάδα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η διασπάθιση των πόρων έχει πάρει πολύ μεγαλύτερη έκταση από αυτήν που εκφράζει η διαφορά των 3.000€.
Πηγή: Άρδην, Ας Μιλήσουμε Επιτέλους