ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΡΙΑΝΤΗ, ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ι. ΜΠΑΔΑΣ
Σε απόγνωση βρίσκονται χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες που ζουν μόνιμα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, καθώς η οικονομική ύφεση έχει εξαφανίσει τις εργασιακές ευκαιρίες των περασμένων δεκαετιών. Τα «χρυσά» μεροκάματα της περιόδου κατασκευής των ολυμπιακών έργων έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και αρκετοί είναι αυτοί που σκέφτονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους κάπου αλλού, καθώς η χώρα μας έχει πάψει πλέον να θεωρείται η Γη της Επαγγελίας.
Αλβανοί, Βούλγαροι και Ρώσοι, που πριν από χρόνια εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους γεμάτοι όνειρα και κατάφεραν με πολύ κόπο να δημιουργήσουν εδώ το δικό τους παράδεισο, περιμένουν στην ουρά έξω από ανεγειρόμενες οικοδομές, παρακαλώντας για ένα μεροκάματο. Η μαρτυρία στα «Επίκαιρα» Αλβανού οικοδόμου που τα τελευταία 20 χρόνια διαμένει στους Αμπελόκηπους είναι ενδεικτική: «Από κει που τα προηγούμενα χρόνια έκανα πέντε και έξι μεροκάματα την εβδομάδα προς 70 ευρώ το ένα, τώρα με το ζόρι κάνω ένα ή δύο κι αυτά όχι παραπάνω από 50 ευρώ», σημειώνει.
Ακόμη και οι «δουλειές του δρόμου», όπως τo καθάρισμα των παρμπρίζ των αυτοκινήτων ή οι πωλήσεις πειρατικών cd, πλέον δεν μπορούν να προσφέρουν ούτε ένα πιάτο φαΐ… Κάποιοι, κυρίως Αφρικανοί και Ασιάτες, έχουν στραφεί σε «εναλλακτικές» δουλειές: Μαζεύουν πράγματα από τα σκουπίδια και τα πουλάνε για λίγα ευρώ. Παίρνουν τα λουλούδια που πετάνε οι παραγωγοί της ανθαγοράς στον Προμπονά, διαλέγουν τα καλύτερα, φτιάχνουν νέα μπουκέτα και τα πουλάνε στα φανάρια. Κάποιοι άλλοι ακολουθούν τα βήματα των διασκεδαστών του δρόμου, φοράνε τις άσπρες κελεμπίες και νιώθουν την κάτασπρη μπογιά να τρέχει καυτή μαζί με τον ιδρώτα στο πρόσωπό τους όση ώρα στέκονται ακίνητοι σαν αγάλματα στα φανάρια των δρόμων ή στα παγκάκια πλατειών. Την ίδια εικόνα συναντά κανείς και στην ελληνική επαρχία, που τα προηγούμενα χρόνια δέχτηκε την «εισβολή» χιλιάδων μεταναστών, οι οποίοι και απασχολήθηκαν σε διάφορες αγροτικές εργασίες. Ήταν άλλωστε οι «χρυσές» εποχές της αγροτικής οικονομίας, όπου οι παραγωγικές μηχανές δούλευαν στο φουλ και χρειάζονταν φτηνά εργατικά χέρια.
Όπως αναφέρει στα «Επίκαιρα» ο καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας κ. Γιώργος Πιπερόπουλος, «η γενικότερη οικονομική ένδεια που μας έχει τυλίξει γίνεται ακόμη πιο αδυσώπητη σε ό,τι αφορά στους μετανάστες και τους λαθρομετανάστες. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν πάντα στο περιθώριο της ωραίας κοιμωμένης ελληνικής κοινωνίας και λειτουργούσαν στην γκρίζα ζώνη της παρανομίας, εφόσον αναλάμβαναν μεροκάματα και ανασφάλιστη εργασία. Συχνά αυτές οι δραστηριότητες σχετίζονται με τον οικοδομικό τομέα, ο οποίος με προϊούσα ταχύτητα χαροπαλεύει. Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχουν καν τα μεροκάματα ακόμα και συντήρησης κήπων. Κατά συνέπεια οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην», σημειώνει.
«Είμαστε παγιδευμένοι στην Ελλάδα»
Οι ταλαιπωρημένοι από την ίδια τη ζωή οικονομικοί μετανάστες δεν μπορούν πια να ζήσουν στην Ελλάδα. Ακόμη και αυτοί που τα προηγούμενα χρόνια είχαν καταφέρει ύστερα από πολύ κόπο να φτιάξουν τη ζωή τους, βλέπουν ότι οι «καλές εποχές» έχουν παρέλθει. Ήδη στην Κρήτη οικογένειες Αλβανών, που βρίσκονται στην Ελλάδα πολλά χρόνια, εγκαταλείπουν την περιοχή και γυρίζουν στην πατρίδα τους, αφού τα μεροκάματα αυτή την εποχή είναι δυσεύρετα.
Τις σκέψεις τους δείχνουν να συμμερίζονται και αρκετοί μετανάστες από άλλες χώρες, αφού και τα λίγα χρήματα που έδιναν για να νοικιάσουν κάποιο αχούρι στο οποίο έμεναν κατά δεκάδες δεν μπορούν να βρεθούν. Τα εγκαταλελειμμένα ή μισογκρεμισμένα κτίρια των πόλεων και κυρίως της Αθήνας, τα χωράφια γύρω από την πόλη της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας έχουν γίνει το «σπίτι» τους. Χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, χωρίς φαγητό. Όπως σημειώνουν στα «Επίκαιρα», θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα αλλά δεν μπορούν. Βρίσκονται παγιδευμένοι εδώ, μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία και συμβουλεύουν να μην επιχειρήσουν να έρθουν στην Ελλάδα, αφού εδώ δεν υπάρχει «ψωμί».
«Στην Ελλάδα ήρθα πριν από τρία χρόνια», λέει στα «Επίκαιρα», ο Ατζίμπ, 29 ετών. «Η δουλειά μου ήταν στα φανάρια. Τα χρήματα για ένα πιάτο φαγητό και λίγα ρούχα έβγαιναν στην αρχή. Δεν ήμασταν και τόσοι πολλοί. Η κατάσταση τον τελευταίο χρόνο είναι πολύ δύσκολη. Μαζί με δέκα συμπατριώτες μου μένουμε σε ένα μικρό σπίτι στα Πατήσια. Μοιραζόμαστε τα ρούχα, το φαγητό, όσα χρήματα βγάζουμε. Κάποιες μέρες δεν έχουμε να φάμε. Κανείς δεν μας παίρνει για δουλειά και στα φανάρια δεν δίνει κανείς χρήματα. Δεν θέλουμε πολλά. Όσα χρειάζονται για να ζήσουμε. Όλοι μας θέλουμε πια να φύγουμε από την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούμε γιατί δεν έχουμε χαρτιά. Πίσω στο Αφγανιστάν δεν θέλω να γυρίσω. Θέλω να πάω στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία. Κάπου αλλού! Υπάρχουν ακόμη πολλοί πίσω στην πατρίδα που δεν ξέρουν τι συμβαίνει στην Ελλάδα και θέλουν να έρθουν εδώ. Εμείς το μόνο που τους λέμε είναι μην έρθετε στην Ελλάδα!» σημειώνει.
«Ξεχασμένοι» από όλους
Στα μισογκρεμισμένα κτίρια της Columbia στον Περισσό λαγοκοιμούνται πάνω από 120 οικονομικοί μετανάστες, στην πλειονότητά τους Άραβες από το Μαρόκο και την Αλγερία.
«Πολλοί από εμάς ήρθαμε από την Ιταλία όπου ζούσαμε χρόνια. Νομίζαμε πως θα ήταν καλύτερα εδώ. Τώρα προσπαθούμε να γυρίσουμε στην Ιταλία και δεν μπορούμε. Εγώ έχω γυναίκα και παιδί εκεί», εξηγεί ο Αζίζ. Ο Σίμο κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι του. Δεν μιλάει αγγλικά αλλά οι ιταλικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Αζίζ όση ώρα μιλάει είναι αρκετές για να καταλάβει τι λέει.
«Τέσσερις φορές έχω πάει στην Πάτρα αλλά δεν κατάφερα να κρυφτώ σε κάποιο φορτηγό. Θα ξαναπάω. Ελπίζω να τα καταφέρω», εξομολογείται ο Γιόνο. «Όλοι φεύγουν νωρίς το πρωί και ψάχνουν για δουλειά. Όλη μέρα γυρίζουν γύρω γύρω. Τις περισσότερες φορές έρχονται πίσω με άδεια χέρια. Πολλοί είναι καινούριοι στην Ελλάδα και δεν είναι καθόλου εύκολα τα πράγματα γι’ αυτούς. Δεν έχουν τίποτα, ούτε δουλειά ούτε λεφτά ούτε φαγητό. Έχουν γίνει άγριοι, ζουν σχεδόν απομονωμένοι. Για να καταλάβεις, μιλάμε για 100 άντρες που δεν έχουν να φάνε, που κοιμούνται στο χώμα ή στο τσιμέντο και που πρέπει κάποια στιγμή να στείλουν χρήματα στις γυναίκες και στα παιδιά τους. Είμαστε παγιδευμένοι στην Ελλάδα», παραδέχεται ο Γιόνο.
Ο Κρίσνα είναι 36 ετών. Έφυγε από το Πακιστάν πριν από δέκα χρόνια. Στην Αθήνα ήρθε το 2003. Ήταν από τους «τυχερούς» που βρήκαν σχεδόν αμέσως δουλειά και από τους άτυχους που η οικονομική κρίση τούς πέταξε ξανά στο δρόμο. «Για πέντε χρόνια δούλευα ως βοηθός σε ένα μαγαζί στον Κεραμεικό. Έπλενα τα πιάτα, σφουγγάριζα, κουβαλούσα κούτες, φαγητά, καφέδες. Ήταν καλή δουλειά για μένα. Έπαιρνα 20 ευρώ την ημέρα και δούλευα από τις 11 το πρωί μέχρι ό,τι ώρα έκλεινε το μαγαζί. Τα λεφτά αυτά μου έδιναν φαγητό, σπίτι, ρούχα και έστελνα χρήματα στην οικογένειά μου στο Πακιστάν. Πριν από 5 μήνες με έδιωξαν, γιατί το μαγαζί δεν πήγαινε καλά. Από τότε έκανα κάποια μεροκάματα στη λαϊκή και σε μεταφορές αλλά δεν μου έφταναν τα χρήματα για να ζήσω. Τώρα δεν έχω ούτε να φάω. Μου στέλνουν χρήματα οι δικοί μου, αλλά πρέπει να φύγω από την Ελλάδα. Κάθε βράδυ συζητάμε με τους συμπατριώτες μου πώς θα βγούμε από τη χώρα χωρίς να μας στείλουν πίσω στο Πακιστάν. Κάποιοι, βέβαια, που δεν έχουν τίποτα για να ζήσουν καιρό τώρα, έχουν γίνει πιο επικίνδυνοι. Κλέβουν, χτυπάνε, απάγουν ομοεθνείς τους… Εμείς δεν θα γίνουμε έτσι αλλά θα πεθάνουμε από την πείνα και τη φτώχεια», εξηγεί ο Κρίσνα στα «Επίκαιρα».
Φόβοι για αύξηση της εγκληματικότητας
Η όλη κατάσταση έχει σημάνει συναγερμό στις τάξεις της ΕΛ.ΑΣ. και δεν είναι λίγοι αυτοί που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για επικίνδυνα κοινωνικά φαινόμενα, που πολύ δύσκολα η ελληνική κοινωνία θα καταφέρει να ελέγξει. «Φοβάμαι ότι ένα ποσοστό μεταναστών και λαθρομεταναστών που είχαν εθιστεί στην γκρίζα ζώνη της παρανομίας αργά ή γρήγορα θα περάσουν στην άλλη πλευρά του μεταίχμιου που συνιστά παραβατική συμπεριφορά», σημειώνει ο κ. Πιπερόπουλος.
Τα αυξημένα ποσοστά επιθέσεων που σημειώνονται τους τελευταίους μήνες από αλλοδαπούς το επιβεβαιώνουν. Μικροκλοπές, λαθρεμπόριο και ναρκωτικά συνθέτουν την καθημερινότητα πολλών μεταναστών, κυρίως ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής, οι οποίοι φέρονται να κάνουν «χρυσές» δουλειές στο κέντρο της Αθήνας. Απομιμήσεις πανάκριβων τσαντών, αλλά και λαθραία τσιγάρα γίνονται ανάρπαστα, αφού η οικονομική κρίση δεν αφήνει περιθώρια για αγορά «ορίτζιναλ» προϊόντων.
Την ίδια ώρα, οι Έλληνες πολίτες παρακολουθούν με ανησυχία, φοβούμενοι τα χειρότερα. Άλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Πιπερόπουλο, «η ελληνική κοινωνία δεν διέθετε και δεν διαθέτει θεσμούς και δομές που θα ελέγξουν ή θα μειώσουν ποσοστά παραβατικότητας, με αποτέλεσμα να επιδεινώνονται οι ρυθμοί του συναισθήματος ανασφάλειας που πέραν του οικονομικού τομέα μας έχει καταβάλει και στον καθημερινό».
Σάββατο, 24 Ιουλίου 2010
ΑΝΑΔΗΜ: http://dhmopshfisma.blogspot.com/2010/07/blog-post_24.html