
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Διαβάσαμε με έκπληξη για τις δηλώσεις του Ομότιμου Καθηγητού του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών κ. Ιωάννη Κονιδάρη στο ραδιόφωνο, στο 1ο Πρόγραμμα
Το Κούγκι είναι πύργος του Σουλίου στην Ήπειρο επάνω σε απότομο βράχο, στον οποίο υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Όταν το 1803 οι τουρκαλβανοί κατέλαβαν το Σούλι, κλείστηκαν στο Κούγκι 600 Σουλιώτες με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα. Προβάλλοντας αντίσταση απέκρουσαν τέσσερεις εφόδους των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Επειδή τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι πολιορκημένοι πρότειναν στον Αλή να βγουν αφού τους εγγυηθεί, πως δεν θα τους πειράξει.
Ο Αλή αναγκάστηκε να δεχθεί λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστη.Μετά την αναχώρησή τους έμεινε στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ με δυο πολεμιστές για να παραδώσoυν το φρούριο. Όταν όμως οι απεσταλμένοι ήρθαν να το παραλάβουν, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα. Την ηρωική αυτή θυσία την ύμνησε ο ποιητής Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Σαμουήλ».
Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους γράφει:
«Τρία έτη διήρκεσεν ο αγών ούτος και οι Σουλιώται δεν έπαυον νικηφορούντες ότε κατά Σεπτέμβριον του 1803, διά της προδοσίας του Πήλιου Γούση, εκυριεύθη τελευταίον το Σούλι, οι δε πρόμαχοί του υποχωρήσαντες εις την αγίαν Παρασκευήν και πάσχοντες τα πάνδεινα ιδίως εκ της δίψης, διότι οι περιζώσαντες αυτούς πολέμιοι είχον καταλάβει τας των υδάτων πηγάς, συνήνεσαν τελευταίον, όχι να παραδοθώσιν, αλλά να συνθηκολογήσωσιν ότι θέλουσιν απέλθει ελευθέρως, όπου βούλωνται μετά των όπλων και των σκευών.
Ο Αλής εκύρωσε τας συνθήκας ταύτας και τη 12η Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλειπον οι Σουλιώται την πατρίδα αυτών, διαιρεθέντες εις τρία σώματα. Εμειναν δε εις αγίαν Παρασκευήν ο μοναχός Σαμουήλ και πέντε έτεροι άνδρες ίνα παραδώσωσι τον χώρον και λάβωσι κατά τα συμφωνηθέντα το αντίτιμον των εν αυτώ σωζόμενων έτι πολεμοφοδίων.
Αλλ ότε προσήλθον δύο Τούρκοι και εις γραμματεύς του Αλή ίνα εκτελέσωσι τους όρους τούτους, ο γραμματεύς του Αλή, αφού επλήρωσε τα χρήματα, είπε σαφώς εις τον Σαμουήλ ότι θέλει υποστή δεινήν τιμωρίαν, αφού έσχε την αφροσύνην να παραδοθή εις χείρας του βεζύρη.
Ο δε «καμμίαν», απήντησεν αμέσως, «δεν δύναται να μ επιβάλη τιμωρίαν», και κενώσας το όπλον του επί της πυριτοθήκης έθαψεν υπό τα ερείπια του τελευταίου εκείνου προμαχώνος εαυτόν τε και τους συναγωνιστάς και τους Τούρκους. Ουδ ελαττώνει την αξίαν της θυσίας ταύτης το γεγονός ότι ο Αλής έλαβεν αυτήν ως πρόφασιν ίνα θεωρήση ακύρους τας προς τους Σουλιώτας γενομένας συνθήκας…».
Πηγή: Ιστορία σαν σήμερα…
Το βορειοδυτικό τμήμα της Αμερικανικής Ηπείρου αποτελείται από μια τεράστια χερσόνησο, τη «Μεγάλη Χώρα», που στη γλώσσα των ιθαγενών λέγεται «Αλί-ακ-Σα» και έφθασε σε μας ως Αλάσκα. Οι άγιοι της Αλάσκας εορτάζονται όλοι μαζί στις 13 Δεκεμβρίου, ημέρα της σύναξής τους (=εορτής προς τιμήν τους).
Η Αλάσκα χωρίζεται από την Ασία με μια στενή λουρίδα θάλασσας, τον Βερίγγειο Πορθμό, ενώ ανατολικά συνορεύει με τον Καναδά. Το γεωγραφικό της πλάτος είναι ίδιο με της Νορβηγίας. Το νοτιοδυτικό της άκρο περιλαμβάνει ένα τόξο από 150 ηφαιστειογενή νησιά, τις γνωστές «Αλεούτιες Νήσους». Είναι μια χώρα 12 φορές πιο μεγάλη από την Ελλάδα, με κλίμα πολικό στο βορρά, ωκεάνιο στο νότο, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από -62ο C το χειμώνα έως +25ο C το καλοκαίρι.
Η νύχτα διαρκεί έξι μήνες, με μόνα φώτα τη σελήνη και το πολικό σέλας. Η μέρα διαρκεί κι αυτή έξι μήνες, είναι όμως θαμπή και ο ήλιος δύει πολύ λίγο όσο πλησιάζουμε προς τον Ιούνιο, οπότε ανατέλλει αμέσως μετά τη δύση του, γι’ αυτό η Αλάσκα ονομάζεται «χώρα του ηλίου του μεσονυκτίου». Ο μεγαλύτερος ποταμός, ο Γιούκων, είναι παγωμένος 8 μήνες το χρόνο.
Πολλά ηφαίστεια και απέραντοι παγετώνες, αραιότατη βλάστηση και πολικά ζώα και λίγους –ανάλογα με την έκτασή της– ανθρώπους βρίσκει κανείς στην Αλάσκα. Οι ιθαγενείς ανήκουν σε διάφορες φυλές. Στο εσωτερικό της χώρας, στις βόρειες και τις δυτικές ακτές κατοικούν Εσκιμώοι. Τα νησιά τα κατοικούν Αλεούτοι, τη Σίτκα Κολόσσοι, τις ατλαντικές ακτές Ερυθρόδερμοι που ανήκουν στις φυλές των Κενάγτζων και των Τσουγκάτσων. Αμερικανοί είναι επίσης και οι Κοντιάκοι.
Σήμερα η σύνθεση του πληθυσμού της Αλάσκας έχει αλλάξει πολλοί, λόγω της μεγάλης μετανάστευσης των λευκών, που έφεραν μαζί φυσικά και τον πολιτισμό, αλλά και τα προβλήματά τους…
Στην Αλάσκα υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα χρυσού, αργύρου και άλλων μετάλλων, πετρέλαιο και ζώα όπως τάρανδοι, φώκιες, σολωμοί, που, μαζί με τα πολύτιμα δάση της, έχουν συντελέσει πολύ στην οικονομική ανάπτυξή της.
Για την ύπαρξη της Αλάσκας μίλησε πρώτος ο Δανός Βίτους Μπέριγκ, που υπηρετούσε στο Ρωσικό Ναυτικό. Ανακαλύφθηκε από το Ρώσο θαλασσοπόρο Γκρόζντεφ, το 1730, και εξερευνήθηκε από τους Μπέριγκ και Κιρίκωφ το 1740-41, οπότε έγινε αποικία της τσαρικής Ρωσίας. Το Μάρτιο του 1867 πωλήθηκε ολόκληρη στους Αμερικανούς αντί 7.200.000 δολαρίων!! Η αρχικά «κτήση» των ΗΠΑ έγινε «Τερριτόριον» το 1912, για να καταλήξει το 1958 να γίνει «49η» Πολιτεία των ΗΠΑ.
1. Το πρώτο ορθόδοξο φως στην Αλάσκα
Το χριστιανικό μήνυμα έφτασε στην Αλάσκα πρώτα από τους Ρώσους εμπόρους, που δρούσαν όμως κυρίως με οικονομικά κίνητρα. Έδειξαν σοβαρό ζήλο να βαπτίζουν ιθαγενείς, επειδή οι βαπτιζόμενοι έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στους αναδόχους τους και τους βοηθούσαν πολύ στις εργασίες τους. Ωστόσο, το 1774 ο ειλικρινά ευσεβής Γρηγόριος Σελέχωφ, ιδρυτής της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας, έχτισε ναό και σχολείο στο Κόντιακ, βάπτισε πολλούς ιθαγενείς και μαζί με το συνεργάτη του, Ιβάν Κγολίκωφ, ζήτησε από την τσαρίνα Αικατερίνα Β΄ και την Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας να σταλούν κανονικοί ιεραπόστολοι, τη συντήρηση των οποίων θα αναλάμβανε ο ίδιος και οι συνεταίροι του.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1794 το πλοίο ανεφοδιασμού των ρωσικών εμπορικών αποστολών αποβίβασε στο νησί Κόντιακ την πρώτη ιεραποστολική ομάδα, ύστερα από ταξίδι που κράτησε περισσότερες από σαράντα ημέρες. Η ομάδα αποτελούνταν από 4 ιερομονάχους, 2 ιεροδιακόνους και 2 μοναχούς των φημισμένων μονών Βαλαάμ –πνευματικός πατέρας της οποίας ήταν ο μεγάλος Ρώσος στάρετς άγιος Ναζάριος– και Κόνιεφ (της λίμνης Λαντόγκα), με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ Μπολότωφ. Τα ονόματά τους ήσαν Ιωάσαφ, Ιουβενάλιος, Αθανάσιος, Μακάριος, Νεκτάριος, Στέφανος, Γερμανός και Ιωάσαφ.
Παρά τις φοβερές δυσκολίες, αλλά και τα εμπόδια που έθετε στο δρόμο τους η αποικιοκρατική συμπεριφορά των περισσότερων Ρώσων εμπόρων, οι άξιοι αυτοί ιεραπόστολοι, με τη βοήθεια του Θεού, κατόρθωσαν να θεμελιώσουν την ορθόδοξη Εκκλησία στην παγωμένη Μεγάλη Χώρα.
Έτσι άρχισε μια πραγματική εποποιία. Οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι, κακοπαθούντες, χλευαζόμενοι και εγκαταλειπόμενοι, αναδείχθηκαν οι μοναδικοί φίλοι και υπερασπιστές των ιθαγενών. Στα πρόσωπά τους, η ορθοδοξία εμφανίστηκε ως γνήσια Εκκλησία, σταυρωμένη αλλά δυνατή, απηλλαγμένη από τα πάθη των δυτικών ιεραποστόλων, που εμφάνισαν στην Αμερική έναν χριστιανισμό σύμμαχο και συνεταίρο κρατικών και οικονομικών συμφερόντων συνοψισμένο στα περίφημα «3Μ» (Missionary = ιεραπόστολος, Military = στρατιωτικός, Merchant = έμπορος).
Τον Ιούλιο του 1796 η Ρωσική Ιερά Σύνοδος ανακήρυξε την Αλάσκα σε υποεπισκοπή του Ιρκούτσκ της Σιβηρίας με πρώτο επίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ. Δυστυχώς, το πλοίο «Φοίνιξ», που μετέφερε τον επίσκοπο και τη συνοδεία του για την ανάληψη των καθηκόντων τους, ναυάγησε και ο επίσκοπος Ιωάσαφ πνίγηκε, μαζί με τους συνοδούς του Μακάριο και Στέφανο.
Από τους ιεραποστόλους του πρώτου κλιμακίου, ο π. Αθανάσιος και ο π. Νεκτάριος επέστρεψαν στη Ρωσία και στην παγωμένη γη απέμειναν οι ιερομόναχοι Ιουβενάλιος και Μακάριος και ο μοναχός Γερμανός. Ο π. Μακάριος εγκαταστάθηκε στη μεγαλύτερη από τις Αλεούτιες Νήσιους, την Ουναλάσκα, όπου έχτισε ναό, βάπτισε 2.500 ιθαγενείς και τέλεσε 536 γάμους.
2. Ο άγιος ιερομάρτυς Ιουβενάλιος
Ο άγιος Ιουβενάλιος, πρωτομάρτυς της Αμερικανικής Ηπείρου, προχώρησε ως μοναχικός οδοιπόρος στο εσωτερικό της Αλάσκας κηρύσσοντας το χριστιανισμό με ταπείνωση και επιτυχία. Πέρασε στον κόλπο Τσεγκάι, όπου ζουν οι Τσουγκάτσοι, και πιο βόρεια, στους Κολόσσους και σε άλλες απομακρυσμένες ινδιάνικες φυλές. Φθάνοντας στις όχθες της λίμνης Ιλιάμινας, το καλοκαίρι του 1796, είχε βαπτίσει μέσα σε δύο χρόνια περίπου 5000 ιθαγενείς.
Εκεί όμως δολοφονήθηκε από ντόπιους σαμάνους (μάγους-ιερείς), ποτίζοντας με το αίμα του την παγωμένη γη της Αλάσκας, αποδεικνύοντας ότι η Εκκλησία είναι αυθεντική όταν θυσιάζεται κι όχι όταν θυσιάζει άλλους στο βωμό της «ευσέβειας» ή οποιωνδήποτε συμφερόντων. Κατά την παράδοση, το σώμα του σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τους εκτελεστές του, οι οποίοι, έντρομοι, έπεσαν πάνω του και το κομμάτιασαν με τα τσεκούρια τους.
3. Ο άγιος Γερμανός
Ο ταπεινός άγιος μοναχός Γερμανός (1756-1836), μένοντας μόνος από την ιεραποστολική ομάδα και βρίσκοντας ενάντιά του τον Μπαρανώφ, το σκληρό νέο διευθυντή της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας (τη «μαύρη σελίδα» της ιστορίας της Εκκλησίας της Αλάσκας), αποσύρθηκε για να μονάσει στο μικρό μοναχικό νησάκι Ελόβυγ (=νησί των ελάτων), που το μετονόμασε σε Νέο Βαλαάμ. Εκεί άσκησε τη νοερά προσευχή κατά την ορθόδοξη παράδοση και, με την ίδια την ταπεινή και οσιακή παρουσία του, έγινε ο μεγάλος πνευματικός πατέρας των Αλεούτων.
Μεγάλος ασκητής, σκληρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους άλλους, γεμάτος αγάπη για το Θεό και όλα τα πλάσματά Του, έζησε στο νησί του προστατεύοντας όπως μπορούσε τους φτωχούς ιθαγενείς, φροντίζοντας τα ορφανά (δημιούργησε ένα μικρό ορφανοτροφείο) και μεταδίδοντας όχι μόνο το ευαγγελικό μήνυμα αλλά και τη χάρη του Θεού, που ξεχείλιζε από μέσα του σαν καταρράκτης. Θαυματουργός και διορατικός, αξιώθηκε σε πλούσια οράματα και έζησε με τη συντροφιά των αγγέλων. Μεσολαβώντας υπέρ των ιθαγενών κατόρθωσε να κερδίσει την εκτίμηση του διαδόχου του Μπαρανώφ, του Ιανόφσκυ, που έγινε πνευματικός μαθητής του και τελικά μοναχός.
Μετά από μια συγκινητική και αγία ζωή, κοιμήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1836 και το σώμα του παρέμεινε άφθαρτο για τουλάχιστον ένα μήνα, περιμένοντας να επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες τη μετάβαση ιερέα στο νησί για τη χριστιανική ταφή του. Η μνήμη του εορτάζεται την ημέρα της κοίμησής του, αλλά και στις 9 Αυγούστου (ημέρα της επίσημης αγιοκατάταξής του το 1970) και στις 13 Δεκεμβρίου.
Προς τιμήν του ιδρύθηκε πριν από λίγες δεκαετίες η Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας στην Πλάτινα της Καλιφόρνιας (από τους π. Σεραφείμ Ρόουζ & π. Γερμανό Ποντμοσένσκυ), που αποτελεί φωτεινό φάρο της ορθοδοξίας στην αμερικάνική ήπειρο. Από την Αδελφότητα ερευνήθηκε και τελικά εκδόθηκε ο συγκλονιστικός βίος του αγίου Γερμανού. Βλ. την ελληνική έκδοση Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, σειρά «Φιλοκαλία των Ρώσων νηπτικών», Αθήνα 1995.
4. Ο άγιος νεομάρτυρας Πέτρος ο Αλεούτος
Ήταν ένας από τους ορθόδοξους Αλεούτους που εργάζονταν στην αποικία της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας στο Fort Ross της Καλιφόρνιας, για τον ανεφοδιασμό των Ρώσων αποίκων και των μελών της Εταιρείας στην Αλάσκα. Η αποικία αυτή έγινε αιτία προστριβών ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ισπανούς κυρίαρχους της Καλιφόρνιας, καθώς οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι οι Ρώσοι εποφθαλμιούν το Σαν Φρανσίσκο.
Έτσι, το 1815 συνέλαβαν περίπου 20 Αλεούτους, από τους οποίους τελικά φυλάκισαν 14, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Πέτρος
(απόσπασμα από το «Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας», μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ό.π., σελ. 38-39).
«…Μιαν άλλη φορά, συνεχίζει ο Γιανόφσκυ, τού ’λεγα (του αγίου Γερμανού) πως οι Ισπανοί αιχμαλώτισαν στην Καλιφόρνια 14 Αλεούτους. Οι Ιησουίτες τους πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή οι Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών του, μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Μετά κομμάτιασαν τα πόδια και τα χέρια του. Το αίμα έτρεχε, ο μάρτυρας όμως υπόμενε κι επαναλάμβανε σταθερά την απάντηση: «Είμαι χριστιανός». Τελικά, από τα βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος, πέθανε.
Την άλλη μέρα οι Ιησουίτες απείλησαν πως θα βασανίσουν το φίλο του με τον ίδιο τρόπο. Την ίδια νύχτα όμως έλαβαν εντολή από το Μόντερεϋ να μεταφέρουν όλους τους αιχμαλώτους Αλεούτους εκεί. Έτσι, την άλλη μέρα, όλοι εκτός από κείνον που θανατώθηκε, έφυγαν. Αυτό μου το διηγήθηκε ο φίλος εκείνου που μαρτύρησε...
Όταν τελείωσα την περιγραφή, ο π. Γερμανός με ρώτησε:
› Ποιο ήταν το όνομα του Αλεούτου;
› Πέτρος, απάντησα, αλλά δε θυμάμαι το επώνυμό του.
Ο Γέροντας σηκώθηκε όρθιος, στάθηκε μπροστά στην εικόνα, έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό του και είπε:
› Άγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε υπέρ ημών.»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἀλάσκας τὸ κλέος, Ἀλεούτων τὸ καύχημα, Πέτρον Νεομάρτυρα θεῖον ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, ὡς σέλας πολικὸν γὰρ ἐν νυκτί, διέλυσεν αἱρέσεων ἀχλύν, μαρτυρίῳ ἐκκοπῆς τε χειρῶν ποδῶν, ὁμολογίας στέφανος· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σε ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ ταπεινώσαντι διὰ σου ψεύδους τὴν ἔπαρσιν.
5. Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωφ
Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωφ γεννήθηκε το 1802 στην Ουναλάσκα, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Αλεούτια. Μεγαλώνοντας, αγαπώντας τη μόρφωση και φλεγόμενος από χριστιανική πίστη, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας και επέστρεψε στο λευκό ιεραποστολικό αγρό της γενέτειράς του, για να εργαστεί κι αυτός για τους συμπατριώτες του.
Στην Αλάσκα διακόνησε τριάντα έξι χρόνια, αντιμέτωπος με τις σκληρές συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και τους σαμάνους, που έκαναν τα πάντα για να τον εμποδίσουν. Ταξίδεψε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, μέχρι τη φυλή των Γιουπίκ, που ζούσαν στην κάτω κοιλάδα του ποταμού Γιούκωνος. Είναι ο πρώτος ιεραπόστολος που διείσδυσε τόσο βαθιά, μετά τον άγιο Ιουβενάλιο. Δεν κήρυξε μόνον, αλλά φρόντισε για τη μόρφωση και την κοινωνική ζωή των ιθαγενών, προσφέροντάς τους παράλληλα και τα χριστιανικά μυστήρια, και μάλιστα της εξομολόγησης και της θείας ευχαριστίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση, στην τοπική γλώσσα, της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών βιβλίων.
Μετά από πολλές περιπέτειες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στη Σίτκα στις 26 Ιουλίου του 1865 και κατατάχθηκε επίσημα στους αγίους της ορθοδοξίας το 1994.
6. Ο μέγας ιεραπόστολος της Αλάσκας άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ
Ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ είναι ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της ορθοδοξίας. Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Σιβηρίας το 1797, και το όνομά του ήταν Ιωάννης. Ορφάνεψε μικρός, αλλά τον προστάτευσε ο θείος του, ο ιερομόναχος Δαβίδ, που του εξασφάλισε και μια θέση στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Εκεί επιδόθηκε στη μάθηση, αλλά και στις πρακτικές τέχνες: έγινε μαραγκός, μηχανικός, σιδηρουργός και ωρολογοποιός. Το 1817 νυμφεύθηκε, χειροτονήθηκε διάκονος και το 1821 ιερέας και διορίστηκε στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Ιρκούτσκ.
Το 1823 απεστάλη από τον επίσκοπο Ιρκούτσκ Μιχαήλ στην Αλάσκα, ως μέλος της ιεραποστολής. Τον συνόδευαν ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Η δράση του στην Αλάσκα ήταν μνημειώδης. Ίδρυσε σχολεία, ιατρεία, ναούς και ταξίδεψε σε κάθε γωνιά για να γνωρίσει τους ιθαγενείς, να τους συμπαρασταθεί και να τους μεταδώσει το ευαγγελικό μήνυμα. Οι ιθαγενείς τον εκτίμησαν απεριόριστα κι εκείνος έζησε σαν ένας απ’ αυτούς και μοιράστηκε τις δύσκολες συνθήκες της ζωής τους, σεβόμενος τον πολιτισμό τους και συμμεριζόμενος τις κακουχίες τους.
Έγραψε, μεταξύ άλλων: Σημειώσεις επί των νήσων της περιοχής Ουναλάσκα, Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεούτων που ζουν στα νησιά, Παρατηρήσεις επί των Αλεούτων και Κουσιανών της Άτκα, Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Κολουσκανών και των Κοντιάκων, και (στη γλώσσα των Αλεούτων, της οποίας επινόησε και το αλφάβητο) Υπόδειξη του δρόμου προς τη βασιλεία των ουρανών (έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από την ιερά μητρόπολη Νικοπόλεως με τον τίτλο Ο δρόμος προς τη βασιλεία των ουρανών). Συνέταξε επίσης γραμματική της γλώσσας των Αλεούτων και αλεουτο-ρωσικό λεξικό.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1838 η πρεσβυτέρα Αικατερίνα πέθανε. Είχαν πλέον επτά παιδία: τον Ιννοκέντιο, το Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Το 1840 ο π. Ιωάννης έγινε μοναχός με το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ και στις 13 Δεκεμβρίου η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε επίσκοπο Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλεουτίων Νήσων με έδρα τη Σίτκα. Ως επίσκοπος επιδόθηκε ακόμη θερμότερα στην ιεραποστολή, με κύριο μέλημα την ίδρυση σχολείων. Το 1850 το ποίμνιό του αποτελείται από 15.000 ψυχές.
Στη συνέχεια μετατίθεται στη Σιβηρία και αναπτύσσει ιεραποστολική και κοινωνική δράση σε περιοχές υποδουλωμένες από τους Κινέζους. Το 1860 ευλόγησε το νεαρό ιερομόναχο Νικόλαο Καζάτκιν (σήμερα άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας), που πέρασε και τον συνάντησε πηγαίνοντας στην Ιαπωνία για ιεραποστολή.
Το 1867 ή 68 ο άγιος ζήτησε από το μητροπολίτη Μόσχας άγιο Φιλάρετο να του επιτρέψει να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Όμως ο άγιος Φιλάρετος κοιμήθηκε ξαφνικά και η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε διάδοχό του τον άγιο Ιννοκέντιο! Στη σπουδαία νέα του θέση ο άγιος διέπρεψε για μια ακόμη φορά, δείχνοντας μεγάλη ποιμαντική αλλά και κοινωνική μέριμνα. Φρόντισε επίσης και για την Αλάσκα, ιδρύοντας μια Ανεξάρτητη Αλεουτιανή Επισκοπή με έδρα τον Άγιο Φραγκίσκο.
Ο άγιος Ιννοκέντιος κοιμήθηκε το 1879 και τάφηκε στη λαύρα της Αγίας Τριάδας του αγίου Σεργίου, δίπλα στο μητροπολίτη Φιλάρετο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Μαρτίου, καθώς και στις 12 Δεκεμβρίου, μαζί με τους άλλους αγίους της Αλάσκας.
7. Αγία Όλγα της Αλάσκας, η Μαία
Η πρεσβυτέρα Olga Michael, ήταν σύζυγος του πρωθιερέως Νikolai. Ο Michael από το χωριό Kwethluk κοντά στον ποταμό Kuskokwim της Αλάσκας. ’Οπως γράφει στο βιβλίο του «Ορθόδοξη Αλάσκα» ο ιερέας Michael Oleksa: «δεν είχε ένα φυσικό παρουσιαστικό επιβλητικό». Γέννησε 8 παιδιά, πολλά από τα οποία χωρίς τη βοήθεια μιας μαμής. Όσο ο ιερέας-σύζυγός της βρισκόνταν στις ενορίες του, η πρεσβυτέρα Όλγα φρόντιζε την οικογένειά της και βοηθούσε και τους άλλους. Σε κάποιες στιγμές θύμιζε την ιστορία της Ταβιθά (Πράξεις των Αποστόλων) αφού: «δεν έραβε μόνο τα άμφια του π.Νικολάου και γούνες μπότες, γάντια, για τα παιδιά, αλλά δεν υπήρχε φίλος ή γείτονας που να μην έχει κάτι φτιαγμένο, ειδικά για εκείνους, από τα χέρια της.
Ενορίες οι οποίες βρισκόνταν εκατοντάδες μίλια μακρυά δεχόνταν από εκείνην ως δώρο τα mukluk (παραδοσιακά παπούτσια) για να τα πουλήσουν, ή δωρεές για νεόκτιστους ναούς. Δεν υπήρχε ιερέας που να μην έχει γάντια ή μάλλινες κάλτσες φτιαγμένες από τα χέρια της. Εκτός από τις άλλες ασχολίες της (όπως το να φτιάχνει τα πρόσφορα) είχε αποστηθήσει πολλούς ύμνους των μεγάλων εορτών στα Yup’ik,την μητρική της γλώσσα.
Επέζησε κατά θαυμαστό τρόπο όταν αρρώστησε από καρκίνο και όλα φαινόνταν χαμένα (τελικά πέθανε αργότερα όταν ξανααρρώστησε) και ετοιμάστηκε με πολύ θάρρος και πίστη για την κοίμηση της στις 8 Νοεμβρίου 1979. Φαινόνταν ότι το χιόνι και ο παγωμένος ποταμός (συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο για την περιοχή) θα εμπόδιζαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην κηδεία της.
Κατά περίεργο όμως για την εποχή τρόπο, άρχισε να φυσάει ένας νότιος άνεμος ο οποίος άρχισε να λιώνει το χιόνι και τον πάγο και έτσι πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν στο Kwethluk.
Εκατοντάδες πιστοί γέμισαν τον ναό αυτήν την υπέροχη (σαν ανοιξιάτικη) ημέρα. Βγαίνοντας από τον ναό,η λιτανεία συνοδεύτηκε από ένα σμήνος πουλιών,αν και αυτήν την περίοδο του χρόνου τα πουλιά είχαν μεταναστεύσει νότια. Τα πουλιά πέταξαν κυκλικά πάνω από το φέρετρο της μεχρι που την έβαλαν μέσα στον τάφο. Το έδαφος-παγωμένο κατά κανόνα αυτήν την εποχή-σκαβόνταν εύκολα, λόγω του λιώσιμου του πάγου. Το βράδυ, αφού τελείωσε το τραπέζι της συγχώρησης, ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσάει, το ποτάμι πάγωσε, ο χειμώνας ξαναγύρισε. Ήταν σαν να άνοιξε η ίδια η γη για να δεχτεί αυτήν την γυναίκα. Η φύση συμμετείχε και αυτή στην δοξολογία του Θεού από τον πιστό λαό του.
Ωστόσο όχι μόνο η ιστορία της αλλαξε την ζωή κάποιων ανθρώπων,αλλά και οι θαυμαστές παρουσίες της. Μια γυναίκα η οποία κατάγεται από το Kwethluk, αλλά τώρα κατοικεί στην Αριζόνα είδε στον ύπνο της την πρεσβυτέρα Όλγα, η οποία την καθυσύχαζε λεγοντάς της ότι η μητέρα της είναι καλά επειδή θα ακολουθήσει την πρεσβυτέρα Όλγα σε έναν τόπο φωτεινό και χαρούμενο. Η γυναίκα δεν γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και την είχαν μεταφέρει στο Anchorage και ότι μετά από λίγο θα πέθαινε. Την επόμενη ημέρα έλαβε τα νέα για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόνταν η μητέρα της.
Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την Αριζόνα στην Αλάσκα, επαναλαμβάνοντας της τα λόγια της πρεσβυτέρας Όλγας σχετικά με το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατό της. Η γυναίκα πέθανε ειρηνικά χωρίς η κόρη της να λυπηθεί και να αντιδράσει υπερβολικά λόγω των όσων της είχε πει η πρεσβυτέρα.
Μια άλλη γυναίκα, μόλις είδε την φωτογραφία της αισθάνθηκε μια ψηλαφητή παρουσία, γεμάτη στοργή και αγάπη.
Η πιο λεπτομερής μαρτυρία όμως έρχεται από μία γυναίκα ορθόδοξη η οποία για πολλά χρόνια υπέφερε εξαιτίας κάποιας σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί στα παιδικά της χρόνια:
«Μια ημέρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή μου όταν ξαφνικά θυμήθηκα κάτι τρομακτικό για εμένα. Άρχισα να προσεύχομαι στην Παναγία να με βοηθήσει και να με ελεήσει.Σταδιακά άρχισα να νομίζω ότι βρίσκομαι σ’ένα δάσος και φοβόμουν λίγο. Σύντομα αισθάνθηκα μέσα από το δάσος μια λεπτή αύρα και έπειτα ένα άρωμα φρεσκοσκαμμένου κήπου. Είδα την Παναγία έτσι όπως ήταν ντυμένη στην εικόνα αλλά πιο ψηλαφητή και πιο φωτεινή να έρχεται προς εμένα. Όσο πλησίαζε πρόσεξα ότι κάποιος περπατούσε πίσω της. Έκανε στην άκρη και έδειξε προς μία κοντή γυναίκα το πρόσωπο της οποίας εξέπεμπε σοφία.
› Ποιά είναι αυτή; ρώτησα
› Η Παναγία απάντησε η Αγία Όλγα.
H Αγία Όλγα μου είπε να την ακολουθήσω. Ακολουθήσαμε έναν δρόμο μακρύ μέχρι που τα δέντρα τελείωσαν. Φτάσαμε σ’έναν λοφίσκο όπου σε μια μεριά υπήρχε μία πόρτα. Μου έκανε σημάδι να καθήσω κάτω,ε νώ εκείνη άνοιξε την πόρτα εκείνη και μπήκε μέσα. Μετά από λίγο βγήκε κάπνος από την κορυφή του λόφου .Η Αγ.Όλγα βγήκε κρατώντας τσάι από βότανα. Καθήσαμε και οι δύο κάτω και αρχισαμε να πίνουμε το τσάι, ενώ ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό μας. Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά και πήγα μέσα για να ξαπλώσω. Η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή όπου έπρεπε να σκύψω,σαν για να προσευχηθώ.
Στο εσωτερικό μέρος του λόφου ήταν ζεστά και πολύ ήσυχα. Από το άνοιγμα στην κορυφή του λόφου μέσα από ένα δοχείο έβγαινε ένα φως απαλό, ιλαρό. Όλα γύρω μου ήταν πολύ τρυφερά, κυρίως η Αγία Όλγα. Εκείνο το σπίτι μύριζε ρίγανη ανακατεμένη με πεύκο και τριαντάφυλλο. Η Μητερούλα Όλγα με βοήθησε να ανασηκωθώ σ’ένα είδος κρεβατιού, όπου έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βρύα και βότανα. Ήμουν εξαντλημένη και ξάπλωσα. Η Αγία Όλγα γύρισε προς τη λάμπα και ζέστανε κάτι το οποίο μου το άπλωσε στην κοιλιά. Έδειχνα σαν να είμαι έγκυος πέντε μηνών (δεν ήμουν έγκυος τότε). Άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού. Ήμουν λίγο φοβισμένη. Η Αγία Όλγα με έπιασε απαλά από το χέρι, κάθισε δίπλα μου και προσποιούνταν ότι συμμετέχει και αυτή στον τοκετό ,δείχνοντας μου τι να κάνω και πως να αναπνέω. Δεν έλεγε τίποτα. Με βοήθησε να βγάλω κάτι και το τοποθέτησε πάνω στο ξύλινο κουτί με τα βρύα. Ήμουν πολύ κουρασμένη και άρχισα να κλαίω από ανακούφιση.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μίλησε καθόλου, αλλά τα μάτια της εξέφραζαν πολύ τρυφερότητα και κατανόηση. Σηκωθήκαμε και ήπιαμε λίγο τσάι. Την ώρα που πίναμε η Αγία Όλγα άρχισε να γίνετε ένα με το φως του δωματίου. Το πρόσωπο της ήταν σαν ηλιακός δίσκος ή ο ήλιος έβγαινε κάτω από το δέρμα της. Ήμουν τόσο εκπληκτη που δεν έδωσα σημασία σε άλλες λεπτομέρειες. Το βλέμμα της έμοιαζε με της μητέρας που καλωσορίζει το νεογέννητο μωρό της. Φαινόνταν σαν να στάζει με τα μάτια της τρυφερότητα μέσα μου. Δεν τρόμαξα παρότι την περίοδο εκείνη δεν γνώριζα για το θείο φως που εκπέμπουν οι ανθρώποι χάρη στην αγάπη τους προς τον Θεό. Το κατάλαβα αργότερα όταν διάβασα τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Τωρα πια γνωρίζω ότι τις στιγμές εκείνες θεραπευόνταν μέσα μου κάποιες παλιές πληγές. Μου ξαναέδωσε τη ζωή που μου είχαν κλέψει, μια ζωή που τώρα ήταν προσδιορισμένη από την αγάπη και την ομορφιά του Θεού. Μετά από λίγο διάστημα αισθάνθηκα να γεμίζει η ψυχή μου με ένα αίσθημα ειρήνης,σαν να ήταν η ψυχή μου ένα εγκαταλελειμένο μωρό που έκλαιγε και είχε επιτέλους βρει μια παρηγοριά.. Ακόμη και τώρα που γράφω για αυτό το αίσθημα ειρήνης και το ζήλο για ζωή που με είχε καταλάβει, κλαίω από χαρά και ευλάβεια. Μόνο μετά από αυτό άρχισε να μιλάει η οσία μητέρα Όλγα. Άρχισε να μου μιλάει για το Θεό και για τους ανθρώπους που διαλέγουν τον κακό δρόμο. Μου είπε ότι οι άνθρωποι που με πλήγωσαν βιάζοντάς με, νόμιζαν ότι θα φέρω πάνω μου όλην την κακία τους. Τότε μου είπε αποφασιστικά:
› Αυτό είναι ψέμματα. Μόνο ο Θεός μπορεί να απομακρύνει το κακό. Το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βάλουν μέσα σου ήταν ο σπόρος της ζωής, ο οποίος είναι η δημιουργία του Θεού και δε μπορεί να μολύνει κανέναν.
Αυτό που είχα μαζέψει εγώ μέσα μου ήταν ο φόβος, ο πόνος,η ντροπή που αισθανόμουν. Περάσαμε λοιπόν μαζί τον τοκετό και τα έβγαλα όλα αυτά από μέσα μου! Έκαψε λίγο χορταράκι πάνω στην φλόγα και ο καπνός κατευθύνθηκε προς τον Θεό, ο οποίος είναι ο δικαστής αλλά και αυτός που συγχωρεί. Από αυτό το «λιβάνι» κατάλαβα ότι δεν ήταν δουλειά δική μου να φέρω πάνω μου τις αμαρτίες αυτών των ανθρώπων, αλλά του Θεού. Τι πλούτος,να γεύεσαι τη σωτηρία του Θεού. Στο τέλος βγήκαμε μαζί έξω.Υπήρχαν τόσα πολλά τα αστέρια που απλωνόνταν στο άπειρο.
Ο ουρανός έλαμπε και κύματα φωτός κινούνταν (είχα δει πολλές φωτογραφίες με το πολικό φως,αλλά δεν ήξερα ότι κινείται). Ή η πρεσβυτέρα Όλγα μου το είπε ή και οι δυο το αισθανθήκαμε, δεν θυμάμαι, ότι αυτό το φως είναι η υπόσχεση ότι ο Θεός μπορεί μέσα από τη βαθειά δυστυχία να φτιάξει κάτι το εξαιρετικά όμορφο. Για μένα ήταν η απόδειξη ότι είχα θεραπευτεί, επειδή τη θέση της δυστυχίας που αισθανόμουν μέσα μου και την οποία είχα κρύψει πίσω από τη ντροπή και τον πόνο την είχε πάρει η ευτυχία και η ομορφιά».
Τι θα καταλάβουμε από αυτήν την διήγηση; Το λιγότερο ότι η αγία πρεσβυτέρα Όλγα κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ζωή πολλών ομοεθνών της γυναικών. Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τη συνείδηση ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις Αυτού», η ευλάβεια προς αυτήν απλώνεται και πέρα από τα σύνορα. Η πρεσβυτέρα Όλγα ήταν μαία γι’αυτό και να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης. Ακριβώς στον ρόλο της προστάτιδας αυτών που έχουν κακοποιηθεί, κυρίως σεξουαλικά, ο Θεός δια μέσου της πρεσβυτέρας Όλγας να θέλει να μετατρέψει την κατάρα σε ευλογία.
Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶναι πολυούχος πέντε Ελληνικών πόλεων: Κερκύρας, Μεσσολογγίου, Πειραιά, Κισάμου, καὶ Χανίων. Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361). Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας. Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη του πάντα ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη καὶ ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ του τὸν ἔσπρωξε σὲ βαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς καὶ εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Καὶ ὅταν αὐτὲς συνεχίζονταν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων τῶν εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕναν τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει λίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἡμέρα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ Ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματά του πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
› Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα.
Τὰ λόγια του Ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Πῆρε καὶ ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε καὶ αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη.
3. Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ἕναν πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ Ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι του ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι. «Ἂς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἂς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Καὶ ὁ Ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι του τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε καὶ ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
› Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος μὲ καλοσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴν δουλειά σου.
Καὶ ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἔδωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Καὶ ὁ πτωχὸς τὸ πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν Ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του καὶ ὕστερα τὸ ἔριξε στὴ γῆ. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
4. Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Καὶ ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ἔχασε. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μία θερμὴ προσευχὴ καὶ ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
› Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, καὶ ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν καὶ αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν Ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε καὶ ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε καὶ αὐτός. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν ὁ κόσμος!
Ὁ Ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δυὸ περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ Ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητή του Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη καὶ ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργα τὸ πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδία ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν καὶ Αὐτὸν τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ – ἀργά, γιατί ἦταν ἀνηφορικὸ τὸ μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ἔδιναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
› Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
› Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
› Ἀδελφέ μου, «οὗ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ’ 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴν γῆ μόνιμη καὶ διαρκὴ πατρίδα καὶ πόλη, μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τὰ γήϊνα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕναν πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήϊνα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
› Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν θεωρία. Δεήσου καὶ ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
› Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθώα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετα τὸ σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα τοῦ Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴν σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
5. Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ του μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἐνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
› Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις.
Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε καὶ ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴν μετάνοιά της ὁ στοργικὸς πατέρας της εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μία τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. Ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
6. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε καὶ ἡ κόρη του. Κάποια βραδιά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία του ὁ Ἅγιος θυμήθηκε πὼς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω τὸ ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
› Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
› Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μία καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε καὶ ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνον λέγοντάς του:
› Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος.
Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).
7. Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἀρεῖο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο καὶ εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴν σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἀρεῖος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδούς του ἐπισκόπους. Καὶ ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθισαν στὴν σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε καὶ ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 317 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια. «Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτῆρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο τὸ κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴν συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἀρεῖος μὲ τὴν φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν. Γνώριζαν πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕναν ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνίζονταν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς καὶ ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Καὶ ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγὴ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴν σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
› Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμά Του δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε καὶ ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου καὶ ἔστειλε στὴν γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πὼς θὰ ξανάρθει κάποια ἡμέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἡμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τὰ ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
› Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Σύνθρονος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός· Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρο τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μία ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του καὶ ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:
› Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός,
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴν σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
› Καὶ τοῦ Υἱοῦ,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
› Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
› Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός· ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο › φωτιά, νερό, χῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἂς μας συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του – λέμε καὶ τονίζουμε.
› Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. ος’ 14 – 15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἀρεῖος καὶ οἱ ὀπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
› Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ βεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρὰς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴν διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
8. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πὼς ἡ κόρη του Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴν δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερότερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὸ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο τὸ σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μία θερμὴ προσευχή, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
› Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο.
Τότε καὶ ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:
› Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν καὶ ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογίζονταν τὴν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
9. Κάποτε, ο άγιος Σπυρίδων πούλησε εκατό κατσίκια σε έναν ζωέμπορο σε μια τιμή που συμφώνησαν και ο άγιος είπε στον αγοραστή να του δώσει τα χρήματα. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι ο Σπυρίδων ποτέ δεν μετρούσε χρήματα, του έδωσε ικανό ποσόν για ενενήντα εννέα κατσίκια και έκρυψε τα χρήματα για το ένα, το εκατοστό.
Ο άγιος μέτρησε εκατό κατσίκια και του τα έδωσε. Όταν όμως ο έμπορος και οι υπηρέτες του οδήγησαν έξω το κοπάδι, ένα απ’ τα ζώα, βελάζοντας γύρισε πίσω. Αυτός το έδιωχνε αλλά εκείνο επέστρεφε. Όσο το έδιωχνε ξανά και ξανά, εκείνο γύριζε πάλι, μη θέλοντας να πάει μαζί με τα άλλα κατσίκια. Ο άγιος τότε πλησίασε τον έμπορο και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίταξε, παιδί μου, το ζωντανό δεν το κάνει τυχαία αυτό. Μήπως τυχόν παρακράτησες την άξια του;». Ο έμπορος ντράπηκε και ομολόγησε την αμαρτία του. Μόλις πλήρωσε την ανάλογη τιμή που παρακράτησε, το κατσικάκι έφυγε αμέσως και πήγε μαζί με τα άλλα ζώα του κοπαδιού.
Σε άλλη περίπτωση, συνέβη κάποτε να μπουν κλέφτες μέσα στο μαντρί του αγίου Σπυρίδωνα. Αφού άρπαξαν όσα πρόβατα μπορούσαν, γύρισαν κι έκαναν να φύγουν, αλλά μια αόρατη δύναμη τους κρατούσε, σαν καρφωμένους, στο ίδιο σημείο, και ήταν αδύνατον να κινηθούν. Την αυγή ήλθε ο επίσκοπος να δει το κοπάδι του. Βρίσκοντας εκεί τους κλέφτες, τους επέπληξε με ήπιο τρόπο και τους συμβούλευσε στο εξής να πασχίζουν να ζουν με τους δικούς τους κόπους και όχι με κλοπές. Πήρε μετά ένα πρόβατο και τους είπε: «Πάρτε αυτό για τον κόπο σας, για να μην πάει χαμένη η ολονύχτια αγρυπνία σας»· και έτσι τους απέλυσε εν ειρήνη. (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Δεκέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 114-115, 118-119)
10. Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιός του Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337 – 360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο καὶ οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδιά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μία χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πὼς τὴν ἀρρώστια του μόνο αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δυὸ πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατόρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητή του Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προόριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονό του Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴν συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντάς τον γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου του λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕναν ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστὸ τῆς Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλοσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ τὸν νουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴν συνοδεία του μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντίκρισμά τους ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δυὸ πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν Ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μία στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴν θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί. Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεά του. Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
› Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας ἂς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας, ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πὼς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας:
› Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει.
Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες του φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Καὶ ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς νομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο.
› Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες.
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον τῆς Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δυὸ λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δυὸ σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποία, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἐπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ο Ἅγιος Σπυρίδωνας καὶ ἡ Κουφίταινα
Κάποτε έξω από ένα χωριό της ορεινής Νάξου, σε ένα αγροτόσπιτο ζούσε μία ταπεινή γυναίκα που την έλεγαν Κυρά›Καλή. Έκλεινε τον εαυτό της μέσα βαθιά στην ψυχή της, άνοιγε την καρδιά της στον Θεό και Του μίλαγε κι ο Θεός την άκουγε! Είχε πίστη μεγάλη, που την συνόδευε με έργα αρεστά προς Τον Κύριο.Όταν έκανε προσευχή, δεν προσευχότανε μόνο για την οικογένειά της, αλλά για όλους που γνώριζε πως είχαν ανάγκη κι ακόμη και για αυτούς που την αδικούσαν παρακαλούσε! Ζούσε μακριά από τους ανθρώπους αλλά κοντά στον Θεό. Είχε πολλά παιδιά, όμως δεν βαρυγκωμούσε. Εργαζότανε σκληρά μαζί με τον άντρα της στην πέτρινη γη της Κορώνου και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Στις μεγάλες αργίες δεν δούλευε, πήγαινε στα ξωκλήσια κι άναβε τα κανδήλια.Στην κορφή εκείνης της πλαγιάς που καλλιεργούσε τα κτήματα της, ήτανε και είναι το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, τον οποίο αγαπούσε και φρόντιζε ιδιαίτερα.
Κι ο Άγιος που έβλεπε τις αρετές της, τις προσευχές της και προς εκείνον δεν έμεινε αδιάφορος!Κατέβηκε στη Γη κι εμφανίστηκε στην Κυρά-Καλή! Στάθηκε με συμπόνια κοντά στους χωριανούς της, κοντά σε όλους τους Ναξιώτες και σε όσους έρχονταν από τα γύρω νησιά. Η κυρά-Καλή ήταν από την οικογένεια των «Κουφιτάδων» κι έτσι έμεινε στην ιστορία του νησιού ως η Κουφίταινα. Ο Άγιος Σπυρίδωνας λοιπόν και η γιαγιά Κουφίταινα ευεργέτησαν πολύ κόσμο. Ο ΑΓΙΟΣ είπε στην γιαγιά πολλά σημαντικά για το μέλλον που για εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απίστευτα! Όμως ΑΓΙΟΣ και η γιαγιά Κουφίταινα επαληθεύτηκαν σε όλα! Κοιμήθηκε το 1906 σε μεγάλη ηλικία.
Η Κουφίταινα συνήθιζε τον χειμώνα να πηγαίνει στα λιβάδια για χόρτα, πέντε ώρες μακριά από το χωριό της (Κόρωνο). Συνέβαινε όμως κάτι πολύ παράξενο κι ανεξήγητο. Ενώ το σακί της βρισκότανε κάπου στη μέση, ξαφνικά το έβρισκε γεμάτο με χόρτα. Μία μέρα καθώς γύρισε για να ρίξει χόρτα μέσα στο σακί, είδε ένα γέροντα να την περιμένει δίπλα στο τσουβάλι. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο κι έκφραση του έκανε την Κουφίταινα να μείνει εκστατική. Ευθύς λοιπόν τον ρώτησε:
› Εσείς μου γεμίζετε το σακί μου με χόρτα;
Ο Γέροντας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
› Και που με γνωρίζετε και με βοηθάτε τον ρώτησε με απορία.
Κι ο γέροντας της είπε:
› Γνωρίζω την πίστη σου προς Τον Θεό. Γνωρίζω την ταπείνωσή σου κι ότι οι αρετές σου έχουν ευαρεστήσει Τον Κύριο. Και το σπουδαιότερο ότι προσεύχεσαι και γι’ αυτούς που σε αδικούν!
Κι η κυρά-Κουφίταινα γεμάτη απορίες του είπε:
› Καλέ μου άνθρωπε εγώ ποτέ μου δεν σε έχω ξαναδεί, πως ξέρεις ποια είμαι και τι κάνω;
Κι εκείνος της απεκάλυψε:
› Δεν είμαι κάποιος άνθρωπος που να μπορείς να βλέπεις, είμαι ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας!
Η κυρά›Κουφίταινα έμεινε άναυδη! Αφού κάπως συνήλθε από αυτήν την ευχάριστη έκπληξη, τον παρακάλεσε να της ’πει κάτι να κάνει για το εκκλησάκι του, που δέσποζε στην κορφή του βουνού. Εκείνος όμως που ήξερε το πόσο φτωχιά ήτανε δεν δέχτηκε. Εκείνη επέμενε και τελικά ο ΑΓΙΟΣ της είπε:
› Αφού επιμένεις φτιάξε την εικόνα μου και βάλε την στο σπίτι σου.
Αμέσως μετά εξαφανίστηκε! Η Κουφίταινα, πήρε την ανηφόρα για να φτάσει στο χωριό της, η Χάρης του Αγίου είχε ντύσει την ψυχή της, η καρδιά της φτερούγιζε, μονολογούσε και δόξαζε Τον Θεό, τώρα δεν ανήκε σε τούτον τον κόσμο, ο ΑΓΙΟΣ με την ολάκερη παρουσία του, της άνοιξε μια πύλη στον Ουρανό, για να βλέπουμε όλοι μας ώστε να μην χάσουμε τον δρόμο μας και μείνουμε ωσάν τυφλοί στη μέση του δρόμου.
Η αχειροποίητος εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα
Η κυρά Κουφίταινα δεν ξέχασε ούτε για ένα λεπτό, αυτό που της είπε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας δηλαδή να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της. Έτσι κατέβηκε στην χώρα της Νάξου, βρήκε ένα αγιογράφο και του ζήτησε να την φτιάξει.Εκείνος με βάση τις απαιτήσεις της γιαγιάς, της είπε που θα βρει καλό ξύλο όπως ήθελε, για να την ζωγραφίσει. Πήγε λοιπόν η ευλογημένη γιαγιά και έφερε στον ζωγράφο το κατάλληλο ξύλο για να της ζωγραφίσει την εικόνα…
Μετά από είκοσι μέρες, που της είχε πει ότι θα είναι έτοιμη πήγε για να την πάρει. Όμως δεν την είχε φτιάξει.
› Εντάξει κυρά Κουφίταινα, (της είπε) μην έχεις τόσο άγχος! Έλα σε δύο εβδομάδες θα την έχω έτοιμη.
Με μεγάλη αγωνία περίμενε να περάσουν αυτές οι μέρες. Κι αμέσως μόλις πέρασαν ξανακατέβηκε για να πάρει την εικόνα. Αλλά πάλι δεν την είχε ούτε καν ξεκινήσει. Με πολύ πίκρα πήρε την ανηφοριά και γύρισε στο χωριό της. Εκείνο το βράδυ προσευχήθηκε στον Άγιο και δάκρυσε με παράπονο, επειδή την κορόιδευε ο ζωγράφος. Την άλλη μέρα, με βαριά την καρδιά βάδιζε στο μονοπάτι για τον μπαξέ της. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας! Και της είπε:
› Μην στεναχωριέσαι κυρά›Καλή η εικόνα μου είναι έτοιμη και να πας να την πάρεις!
Δεν πρόλαβε ούτε να τον ευχαριστήσει κι ευθύς εξαφανίστηκε! Η Κουφίταινα γύρισε πίσω και αφηγήθηκε το θαυμαστό συμβάν στο άντρα της και στα παιδιά της. Την άλλη μέρα την αυγή ξεκίνησε για την χώρα. Σαν την είδε ο αγιογράφος ξαφνιάστηκε!
› Κυρά› Κουφίταινα πάλι ήλθες! Καλά πριν δυο μέρες, σου είπα πως δεν είναι έτοιμη και ‘συ βάδιζες τόσες ώρες για να μου λες πάλι τα ίδια!
Κι η κυρά›Καλή που δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, αρκετά νευριασμένη του είπε:
› Μπορείς να μου πεις γιατί με κοροϊδεύεις! Αφού γνωρίζω ότι ζωγράφισες την εικόνα, γιατί μου το κρύβεις;
Αλλά η γιαγιά επέμενε και ‘κείνος για να την ξεφορτωθεί έπιασε το ξύλο για να της το δώσει, κάτι προσπάθησε να της ‘πει μα η λαλιά του χάθηκε! Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα! Τα χέρια του έτρεμαν κι ύστερα άρχισε να φωνάζει:
› Έγινε θαύμα έγινε θαύμα! Ο ΑΓΙΟΣ, η εικόνα έγινε μόνη της κι εγώ δεν την άγγιξα!
Η γιαγιά Κουφίταινα τότε άρχισε να καταλαβαίνει πως ο ΑΓΙΟΣ έκανε αυτό το μεγάλο θαύμα! Κι έτσι εξήγησε και την εμφάνιση του με την προτροπή του. Αμέσως μόλις συνήλθε, αποκάλυψε στον ζωγράφο το πώς της εμφανίστηκε ο ΑΓΙΟΣ και της είπε ότι η εικόνα του ήταν έτοιμη! Όμως ο ζωγράφος αρχικά αρνήθηκε να της δώσει την εικόνα λέγοντας της πως το θαύμα έγινε μέσα σε δικό του χώρο, όμως η Κουφίταινα του απεκάλυψε και την πρώτη εμφάνιση του ΑΓΙΟΥ στο Λιβάδι κι ότι ο ίδιος ο ΑΓΙΟΣ της ζήτησε να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της. Ο ζωγράφος τότε κατάλαβε πως το θαύμα έγινε για την Κουφίταινα. Έτσι της έδωσε την εικόνα του ΑΓΙΟΥ…
Με πολύ μεγάλη ευλάβεια τοποθέτησε την εικόνα στην φτωχική της αγροικία σε μια θυρίδα κι άναψε μπροστά της άσβηστο κανδήλι!
Κι από τότε ο ΑΓΙΟΣ με τις προσευχές και παρακλήσεις της Κουφίταινας ξεκίνησε το ευεργετικό του έργο γι’ αυτούς που του ζητούσαν βοήθεια…
Το θαύμα αυτό του ΑΓΙΟΥ Σπυρίδωνα είναι παγκόσμιο ντοκουμέντο! Από όσα γνωρίζω όσο αφορά τον συγκεκριμένο Άγιο δεν υπάρχει άλλη του εικόνα αχειροποίητος. Αυτή η καθ’ όλα αληθινή ιστορία, μας διδάσκει πολλά, όμως δεν ταιριάζει σε τούτο το κείμενο να προεκταθώ σε αυτά τα διδάγματα.
H προφητεία της γιαγιάς Κουφίταινας (αποκάλυψη του Αγίου Σπυρίδωνα), για την Μικρασιατική καταστροφή!
Έτος 1900. Ένα παιδί έξη χρονών, έπαιζε έξω από την αγροικία της γιαγιάς- Κουφίταινας στο «Ποτιστικό». Ήταν ανέμελο, χωρίς τις έγνοιες των μεγάλων. Κράταγε μία σφεντόνα κι ήτανε απορροφημένο από χιλιάδες πουλιά που γέμιζαν τα δέντρα! Η αθώα του ψυχή δεν μπορούσε να φανταστεί, πως στο μέλλον θα κρατούσε μια άλλη σφεντόνα, αλλά που δεν θα ήταν για πουλιά!…
Σταμάτησε κάτω από μια αχλαδιά κι έτρωγε αχλάδια. Παιδί της ορεινής Ναξιώτικης γης π’ από μικρός μάθαινε να εξασφαλίζει την τροφή του και να επιβιώνει. Ξαφνικά, η γλυκιά φωνή της γιαγιάς Κουφίταινας διέκοψε τις παιδικές του σκέψεις:
› Δημητράκη Δημητράκη!
Κι ο μικρός Δημητράκης έτρεξε προς την γιαγιά με πολύ σεβασμό, γιατί άκουγε τους μεγάλους τι έλεγαν γι’ αυτήν. Τον ήθελε να της γεμίσει το βιτσιβιδάκι της με νερό, (μικρό πήλινο σταμνάκι). Κι ο Δημητράκης, το πήρε από τα τρεμάμενα χέρια της, γεμάτος δέος. Πήγε στο «Πηγαδάκι» και το γέμισε με δροσερό νερό.
Όταν γύρισε όμως, βρήκε την γιαγιά- Κουφίταινα δακρυσμένη κι η καρδιά του παιδιού κομπώθηκε! Η ευλογημένη γιαγιά, πήρε κοντά της το παιδί και του είπε:
› Δημητράκη παιδί μου, όταν εσύ πήγες στο «πηγαδάκι» για να μου φέρεις νερό, ήλθε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας εδώ στο φτωχικό μου και μου είπε: «Κυρά-Καλή, έρχεται μεγάλη καταστροφή για την Ελλάδα! Πόλεμος με την Τουρκία! Ξεριζωμός των ελλήνων από τους τούρκους στην Μικρά Ασία! Και το παιδί που έστειλες για να σου φέρει νερό θα πάει κι αυτό σε αυτόν τον πόλεμο! αλλά θα γυρίσει σώος.»
Αυτά, του έλεγε η γιαγιά κλαίγοντας με αναφιλητά! Το παιδί συγκλονίστηκε. Τα λόγια της γιαγιάς σμιλεύτηκαν στη μνήμη του Δημητράκη! Είχε ακούσει μία μεγάλη προφητεία! Κι αλήθεια πως μπορούσε να ξεχάσει και το τελευταίο που του είπε ότι:
› Και ‘συ παιδάκι μου θα πας σε αυτόν τον πόλεμο, αλλά θα γυρίσεις σώος! Έτσι μου είπε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας»…
Πέρασαν 14 χρόνια, έτος 1914 και η προφητεία της Κυρά-Κουφίταινας επαληθεύτηκε! Οι πόλεμοι με την Τουρκία ξεκίνησαν! Ο μικρός Δημητράκης που τώρα ήταν άντρας επιστρατεύτηκε κι έτσι επαληθεύτηκε η Κούφιταινα και σε αυτό! Και στο τέλος ήλθε και η μεγάλη Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός του ελληνισμού! Κι αφού τελείωσε αυτός ο ολέθριος πόλεμος, ο μικρός Δημητράκης, ο έλληνας στρατιώτης Δημήτριος Μελισσουργός, (Ο Φασολάκης) γύρισε σώος και αβλαβής στο χωριό του στην Κόρωνο της Νάξου!
Ο Δημήτριος Μελισσουργός έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στο χωριό του και πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Αυτήν την καθ’ όλα αληθινή ιστορία, μου την διηγήθηκε ο ίδιος, όπως την είχε ‘πει και σε άλλους Κορωνιδιάτες. Μάλιστα, μου έλεγε πως επειδή γνώριζε από την προφητεία, ότι θα γυρίσει σώος από αυτόν τον πόλεμο, δεν φοβότανε τους τούρκους! Χαρακτηριστικά, μου είχε ‘πει:
› Γιάννη οι σφαίρες πέρναγαν δεξιά και αριστερά μου και καμιά δεν με έβρισκε!…
Όμως αυτή του η τόλμη εντυπωσίασε αλλά και προβλημάτισε τον διοικητή του κι όπως μου είπε, τον κάλεσε στην σκηνή του και του είπε:
› Εσύ Μελισσουργέ είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορείς να μου ‘πεις γιατί δεν φοβάσαι και συνέχεια βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή;
Και τότε ο Δημητράκης του αφηγήθηκε τις προφητείες της Κουφίταινας κι ο διοικητής του έμεινε εκστατικός αλλά και λυπημένος, για το τρίτο μέρος της προφητείας που έμελε να έλθει, δηλαδή την καταστροφή του ελληνισμού στην Μικρά Ασία…
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής, IconAndLight, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Εἶναι πολυούχος πέντε μεγάλων και ἰστορικῶν Ελληνικών πόλεων: Κερκύρας, Μεσσολογγίου, Πειραιά, Κισάμου, καὶ Χανίων. Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361).
Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας. Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη του πάντα ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη καὶ ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ του τὸν ἔσπρωξε σὲ βαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς καὶ εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Καὶ ὅταν αὐτὲς συνεχίζονταν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων τῶν εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕναν τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει λίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἡμέρα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ Ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματά του πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
— «Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα».
Τὰ λόγια του Ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Πῆρε καὶ ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε καὶ αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη.
3. Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ἕναν πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ Ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι του ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι. «Ἂς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἂς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Καὶ ὁ Ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι του τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε καὶ ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
› Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος μὲ καλοσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴν δουλειά σου.
Καὶ ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἔδωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Καὶ ὁ πτωχὸς τὸ πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν Ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του καὶ ὕστερα τὸ ἔριξε στὴ γῆ. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
4. Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Καὶ ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ἔχασε. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μία θερμὴ προσευχὴ καὶ ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
— Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, καὶ ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν καὶ αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν Ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε καὶ ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε καὶ αὐτός. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν ὁ κόσμος!
Ὁ Ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δυὸ περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ Ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητή του Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη καὶ ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργα τὸ πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδία ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν καὶ Αὐτὸν τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ – ἀργά, γιατί ἦταν ἀνηφορικὸ τὸ μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ἔδιναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
– Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
– Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
– Ἀδελφέ μου, «οὗ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ’ 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴν γῆ μόνιμη καὶ διαρκὴ πατρίδα καὶ πόλη, μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τὰ γήϊνα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕναν πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήϊνα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν θεωρία. Δεήσου καὶ ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
– Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθώα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετα τὸ σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα τοῦ Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴν σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
5. Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ του μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἐνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
– «Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις». Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε καὶ ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴν μετάνοιά της ὁ στοργικὸς πατέρας της εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μία τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. Ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
6. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε καὶ ἡ κόρη του. Κάποια βραδιά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία του ὁ Ἅγιος θυμήθηκε πὼς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω τὸ ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
– Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μία καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε καὶ ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνον λέγοντάς του. «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).
7. Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἀρεῖο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο καὶ εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴν σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἀρεῖος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδούς του ἐπισκόπους. Καὶ ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθισαν στὴν σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε καὶ ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 317 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτῆρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο τὸ κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴν συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἀρεῖος μὲ τὴν φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν. Γνώριζαν πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕναν ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνίζονταν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς καὶ ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Καὶ ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγὴ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴν σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
– Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμά Του δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε καὶ ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου καὶ ἔστειλε στὴν γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πὼς θὰ ξανάρθει κάποια ἡμέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἡμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τὰ ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
– Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Σύνθρονος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός· Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρο τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μία ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του καὶ ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:
— «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός».
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴν σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
› «Καὶ τοῦ Υἱοῦ»,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
— «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
– Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός· ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο › φωτιά, νερό, χῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἂς μας συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του – λέμε καὶ τονίζουμε:
– Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος’ 14 – 15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἀρεῖος καὶ οἱ ὀπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
– Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ βεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρὰς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴν διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
8. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πὼς ἡ κόρη του Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴν δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερότερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὸ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο τὸ σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μία θερμὴ προσευχή, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
– Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο.
Τότε καὶ ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:
– Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν καὶ ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογίζονταν τὴν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
9. Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιός του Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337 – 360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο καὶ οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδιά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μία χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πὼς τὴν ἀρρώστια του μόνο αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δυὸ πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατόρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητή του Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προόριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονό του Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴν συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντάς τον γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου του λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕναν ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστὸ τῆς Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλοσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ τὸν νουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴν συνοδεία του μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντίκρισμά τους ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δυὸ πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν Ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μία στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴν θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί.
Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεά του. Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
— Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας ἂς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας, ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πὼς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει». Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες του φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Καὶ ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς νομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο. «Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες».
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον τῆς Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δυὸ λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δυὸ σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποία, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἐπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ο Ἅγιος Σπυρίδωνας καὶ ἡ Κουφίταινα
Κάποτε έξω από ένα χωριό της ορεινής Νάξου, σε ένα αγροτόσπιτο ζούσε μία ταπεινή γυναίκα που την έλεγαν Κυρά›Καλή. Έκλεινε τον εαυτό της μέσα βαθιά στην ψυχή της, άνοιγε την καρδιά της στον Θεό και Του μίλαγε κι ο Θεός την άκουγε!
Είχε πίστη μεγάλη, που την συνόδευε με έργα αρεστά προς Τον Κύριο.Όταν έκανε προσευχή, δεν προσευχότανε μόνο για την οικογένειά της, αλλά για όλους που γνώριζε πως είχαν ανάγκη κι ακόμη και για αυτούς που την αδικούσαν παρακαλούσε!
Ζούσε μακριά από τους ανθρώπους αλλά κοντά στον Θεό. Είχε πολλά παιδιά, όμως δεν βαρυγκωμούσε. Εργαζότανε σκληρά μαζί με τον άντρα της στην πέτρινη γη της Κορώνου και μεγάλωναν τα παιδιά τους.
Στις μεγάλες αργίες δεν δούλευε, πήγαινε στα ξωκλήσια κι άναβε τα κανδήλια.Στην κορφή εκείνης της πλαγιάς που καλλιεργούσε τα κτήματα της, ήτανε και είναι το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, τον οποίο αγαπούσε και φρόντιζε ιδιαίτερα.
Κι ο Άγιος που έβλεπε τις αρετές της, τις προσευχές της και προς εκείνον δεν έμεινε αδιάφορος!Κατέβηκε στη Γη κι εμφανίστηκε στην Κυρά›Καλή!
Στάθηκε με συμπόνια κοντά στους χωριανούς της, κοντά σε όλους τους Ναξιώτες και σε όσους έρχονταν από τα γύρω νησιά.
Η κυρά –Καλή ήταν από την οικογένεια των «Κουφιτάδων» κι έτσι έμεινε στην ιστορία του νησιού ως η Κουφίταινα.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας λοιπόν και η γιαγιά Κουφίταινα ευεργέτησαν πολύ κόσμο.
Ο ΑΓΙΟΣ είπε στην γιαγιά πολλά σημαντικά για το μέλλον που για εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απίστευτα! Όμως ΑΓΙΟΣ και η γιαγιά Κουφίταινα επαληθεύτηκαν σε όλα!
Κοιμήθηκε το 1906 σε μεγάλη ηλικία.
Η Κουφίταινα συνήθιζε τον χειμώνα να πηγαίνει στα λιβάδια για χόρτα, πέντε ώρες μακριά από το χωριό της (Κόρωνο). Συνέβαινε όμως κάτι πολύ παράξενο κι ανεξήγητο. Ενώ το σακί της βρισκότανε κάπου στη μέση, ξαφνικά το έβρισκε γεμάτο με χόρτα .
Μία μέρα καθώς γύρισε για να ρίξει χόρτα μέσα στο σακί, είδε ένα γέροντα να την περιμένει δίπλα στο τσουβάλι. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο κι έκφραση του έκανε την Κουφίταινα να μείνει εκστατική. Ευθύς λοιπόν τον ρώτησε: Εσείς μου γεμίζετe το σακί μου με χόρτα;
Ο Γέροντας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.Και που με γνωρίζετε και με βοηθάτε τον ρώτησε με απορία.
Κι ο γέροντας της είπε:
Γνωρίζω την πίστη σου προς Τον Θεό. Γνωρίζω την ταπείνωσή σου κι ότι οι αρετές σου έχουν ευαρεστήσει Τον Κύριο. Και το σπουδαιότερο ότι προσεύχεσαι και γι’ αυτούς που σε αδικούν! Κι η κυρά›Κουφίταινα γεμάτη απορίες του είπε: «Καλέ μου άνθρωπε εγώ ποτέ μου δεν σε έχω ξαναδεί, πως ξέρεις ποια είμαι και τι κάνω;»
Κι εκείνος της απεκάλυψε: «Δεν είμαι κάποιος άνθρωπος που να μπορείς να βλέπεις, είμαι ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας!»
Η κυρά›Κουφίταινα έμεινε άναυδη! Αφού κάπως συνήλθε από αυτήν την ευχάριστη έκπληξη, τον παρακάλεσε να της ’πει κάτι να κάνει για το εκκλησάκι του, που δέσποζε στην κορφή του βουνού. Εκείνος όμως που ήξερε το πόσο φτωχιά ήτανε δεν δέχτηκε. Εκείνη επέμενε και τελικά ο ΑΓΙΟΣ της είπε: «Αφού επιμένεις φτιάξε την εικόνα μου και βάλε την στο σπίτι σου.»
Αμέσως μετά εξαφανίστηκε!
Η Κουφίταινα, πήρε την ανηφόρα για να φτάσει στο χωριό της, η Χάρης του Αγίου είχε ντύσει την ψυχή της, η καρδιά της φτερούγιζε, μονολογούσε και δόξαζε Τον Θεό, τώρα δεν ανήκε σε τούτον τον κόσμο, ο ΑΓΙΟΣ με την ολάκερη παρουσία του, της άνοιξε μια πύλη στον Ουρανό, για να βλέπουμε όλοι μας ώστε να μην χάσουμε τον δρόμο μας και μείνουμε ωσάν τυφλοί στη μέση του δρόμου…
***
Η αχειροποίητος εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα
Η κυρά Κουφίταινα δεν ξέχασε ούτε για ένα λεπτό, αυτό που της είπε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας δηλαδή να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της.
Έτσι κατέβηκε στην χώρα της Νάξου, βρήκε ένα αγιογράφο και του ζήτησε να την φτιάξει.Εκείνος με βάση τις απαιτήσεις της γιαγιάς, της είπε που θα βρει καλό ξύλο όπως ήθελε, για να την ζωγραφίσει …
Πήγε λοιπόν η ευλογημένη γιαγιά και έφερε στον ζωγράφο το κατάλληλο ξύλο για να της ζωγραφίσει την εικόνα…
Μετά από είκοσι μέρες, που της είχε πει ότι θα είναι έτοιμη πήγε για να την πάρει. Όμως δεν την είχε φτιάξει. Εντάξει κυρά Κουφίταινα, (της είπε) μην έχεις τόσο άγχος! Έλα σε δύο εβδομάδες θα την έχω έτοιμη.
Με μεγάλη αγωνία περίμενε να περάσουν αυτές οι μέρες. Κι αμέσως μόλις πέρασαν ξανακατέβηκε για να πάρει την εικόνα. Αλλά πάλι δεν την είχε ούτε καν ξεκινήσει.
Με πολύ πίκρα πήρε την ανηφοριά και γύρισε στο χωριό της.
Εκείνο το βράδυ προσευχήθηκε στον Άγιο και δάκρυσε με παράπονο, επειδή την κορόιδευε ο ζωγράφος.
Την άλλη μέρα, με βαριά την καρδιά βάδιζε στο μονοπάτι για τον μπαξέ της. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας! Και της είπε: «Μην στεναχωριέσαι κυρά›Καλή η εικόνα μου είναι έτοιμη και να πας να την πάρεις!» Δεν πρόλαβε ούτε να τον ευχαριστήσει κι ευθύς εξαφανίστηκε!
Η Κουφίταινα γύρισε πίσω και αφηγήθηκε το θαυμαστό συμβάν στο άντρα της και στα παιδιά της.
Την άλλη μέρα την αυγή ξεκίνησε για την χώρα. Σαν την είδε ο αγιογράφος ξαφνιάστηκε!
«Κυρά› Κουφίταινα πάλι ήλθες! Καλά πριν δυο μέρες, σου είπα πως δεν είναι έτοιμη και ‘συ βάδιζες τόσες ώρες για να μου λες πάλι τα ίδια!»
Κι η κυρά›Καλή που δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, αρκετά νευριασμένη του είπε: «Μπορείς να μου πεις γιατί με κοροϊδεύεις! Αφού γνωρίζω ότι ζωγράφισες την εικόνα, γιατί μου το κρύβεις;»
Αλλά η γιαγιά επέμενε και ‘κείνος για να την ξεφορτωθεί έπιασε το ξύλο για να της το δώσει , κάτι προσπάθησε να της ‘πει μα η λαλιά του χάθηκε! Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα! Τα χέρια του έτρεμαν κι ύστερα άρχισε να φωνάζει: Έγινε θαύμα έγινε θαύμα! Ο ΑΓΙΟΣ, η εικόνα έγινε μόνη της κι εγώ δεν την άγγιξα!..
Η γιαγιά Κουφίταινα τότε άρχισε να καταλαβαίνει πως ο ΑΓΙΟΣ έκανε αυτό το μεγάλο θαύμα! Κι έτσι εξήγησε και την εμφάνιση του με την προτροπή του: Πήγαινε πάρε την εικόνα μου είναι έτοιμη!
Αμέσως μόλις συνήλθε, αποκάλυψε στον ζωγράφο το πώς της εμφανίστηκε ο ΑΓΙΟΣ και της είπε ότι η εικόνα του ήταν έτοιμη! Όμως ο ζωγράφος αρχικά αρνήθηκε να της δώσει την εικόνα λέγοντας της πως το θαύμα έγινε μέσα σε δικό του χώρο, όμως η Κουφίταινα του απεκάλυψε και την πρώτη εμφάνιση του ΑΓΙΟΥ στο Λιβάδι κι ότι ο ίδιος ο ΑΓΙΟΣ της ζήτησε να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της. Ο ζωγράφος τότε κατάλαβε πως το θαύμα έγινε για την Κουφίταινα. Έτσι της έδωσε την εικόνα του ΑΓΙΟΥ…
Με πολύ μεγάλη ευλάβεια τοποθέτησε την εικόνα στην φτωχική της αγροικία σε μια θυρίδα κι άναψε μπροστά της άσβηστο κανδήλι!
Κι από τότε ο ΑΓΙΟΣ με τις προσευχές και παρακλήσεις της Κουφίταινας ξεκίνησε το ευεργετικό του έργο γι’ αυτούς που του ζητούσαν βοήθεια…
Το θαύμα αυτό του ΑΓΙΟΥ Σπυρίδωνα είναι παγκόσμιο ντοκουμέντο! Από όσα γνωρίζω όσο αφορά τον συγκεκριμένο Άγιο δεν υπάρχει άλλη του εικόνα αχειροποίητος.
Αυτή η καθ’ όλα αληθινή ιστορία, μας διδάσκει πολλά, όμως δεν ταιριάζει σε τούτο το κείμενο να προεκταθώ σε αυτά τα διδάγματα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1430/sxsaintinfo.aspx, ICONANDLIGHT https://iconandlight.wordpress.com/2014/12/11/%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82›%CF%83%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B4%CF%89%CE%BD›%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82›%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84/, Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/3247/saint.aspx
Άλλο ένα προφητικό κήρυγμα απο τα πολλα του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ενώ ο Νικόλαος βρισκόταν σε ένα απομακρυσμένο τμήμα της επισκοπής του, κάποιοι πολίτες από τα Μύρα - την έδρα της επισκοπής του - του μετέφεραν άσχημα νέα.
Τα εμβόλια Covid-19 της BioNTech/Pfizer και της Moderna RNA “αυξάνουν δραματικά” τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών προβλημάτων στους ανθρώπους.
Αν κάποιος παρατηρήσει ψύχραιμα και από απόσταση αυτά που βιώνουμε τα τελευταία δύο χρόνια με την πανδημία του κορωνοϊού θα διαπιστώσει εύκολα τα παρακάτω:
Αυτό είναι ένα τραγούδι που θέλει να υπερασπιστεί τα παιδιά μας!
Συλλαλητήριο κατά της υποχρεωτικότητας του εμβολίου στη Θεσσαλονίκη (12/12/2021)
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη που μεταδίδεται από τα κανάλια Altas TV και Αχελώος TV (Κυριακή 05 Δεκεμβρίου 2021)
Στην Ιστορία συνήθως μνημονεύονται οι νεκροί των μαχών ειδικά από την πλευρά των Νικητών.
Ενώ ο ΟΗΕ τάσσεται κατά της καταπάτησης δικαιωμάτων και κατά των οριζόντιων προστίμων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαράζει τον δικό του μοναχικό δρόμο...
Το ΣτΕ συνεχίζει να λειτουργεί σε ρόλο μόνιμου «χειροκροτητή» για όλα τα αδιανόητα μέτρα υποχρεωτικότητας που επιβάλλει η κυβέρνηση.
Τις των αδελφών έγραψε ταύτα και ετίθει αυτά έμπροσθεν αυτού διηνεκώς, ανεμίμνησκε τε εαυτόν τούτων και έλεγεν:
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από την εις Κύριον εκδημία του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ της Αριζόνας (ή αλλιώς γνωστού ως Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη), του τελευταίου εν ζωή υποτακτικού του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και θεμελιωτή του Αγιορείτικου Μοναχισμού στην Αμερική.
Το πρώτο μάχιμο υποβρύχιο του Ελληνικού στόλου, που διεκδίκησε μια παγκόσμια πρωτιά. Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 έγινε το πρώτο υποβρύχιο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που εκτόξευσε τορπίλη κατά εχθρικού πολεμικού πλοίου και συγκεκριμένα του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ» (Medjidieh), στο πλαίσιο του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Αν και η βολή ήταν αποτυχημένη, το «Δελφίν» έγραψε ιστορία.
H ναυπήγηση του Δελφίν ήταν αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης του Ελληνικού στρατεύματος, που ακολούθησε το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή (15 Αυγούστου 1909) και ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά. Η παραγγελία για τη ναυπήγηση του πρώτου Ελληνικού καταδυομένου (λέξη της εποχής για το υποβρύχιο) δόθηκε από την κυβέρνηση Δραγούμη στα γαλλικά ναυπηγεία Schneider τον Σεπτέμβριο του 1910. Η ναυπήγησή του άρχισε το 1911 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1912. Η παραλαβή του «Δελφίν» έγινε στις 21 Αυγούστου 1912 στον ναύσταθμο της Τουλόν από τον πλωτάρχη Στέφανο Παπαρηγόπουλο, που ήταν και ο πρώτος κυβερνήτης του. Το «Δελφίν», υποβρύχιο τύπου «Λομπέφ», είχε εκτόπισμα 310/450 τόνων, ανέπτυσσε ταχύτητα 8.5/13 κόμβων και ο οπλισμός του αποτελείτο από 4 εκτοξευτήρες τορπιλών των 45 εκ. εξωτερικά του σκάφους κάτω από το ξύλινο κατάστρωμα. Είχε πλήρωμα 18 ανδρών.
Αμέσως μετά την παραλαβή του άρχισε η εντατική εκπαίδευση του πληρώματος υπό την επίβλεψη Γάλλων αξιωματικών. Είχαν γίνει έντεκα καταδύσεις όταν ο κυβερνήτης του πήρε διαταγή να αποπλεύσει από την Τουλόν για τον Πειραιά, καθώς ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν επί θύραις. Το υποβρύχιο άφησε τη Γαλλία στις 16 Σεπτεμβρίου με κατεύθυνση την Κέρκυρα, όπου έφθασε στις 21 Σεπτεμβρίου. Δεν έμεινε παρά λίγες ώρες στο νησί των Φαιάκων, όσο χρειάστηκε για να ανεφοδιαστεί. Την επομένη 22 Σεπτεμβρίου 1912, κατέπλευσε στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, όπου
έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.
Την επομένη η εφημερίδα "Εμπρός", έγραψε για το νέο απόκτημα του Πολεμικού Ναυτικού: «Το σχήμα του Δελφίνος είναι ακριβώς σχήμα μεταλλίνου τεραστίου πούρου, χρώματος βαθυκυάνου, μήκους ολίγον μικρότερον των τορπιλλοβόλων μας. Επί του καταστρώματός του, επίσης καμπυλοειδούς, έχει μόνο δύο κοντούς ιστούς, μίαν μικράν γέφυραν δια τον κυβερνήτην του και στερείται τελείως καπνοδόχου. Κατά την κατάδυσίν του, γέφυρα και ιστοί εξαφανίζονται τελείως υπό το ύδωρ».
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος και στις 19 Οκτωβρίου το Δελφίν απέπλευσε από τον Ναύσταθμο για να ενωθεί με τον υπόλοιπο στόλο που ναυλοχούσε στο Μούδρο της Λήμνου. Τον επόμενο μήνα, η μόνη του δραστηριότητα ήταν κάποιες καταδυτικές ασκήσεις στον κόλπο του Μούδρου και οι συνεχείς επιθεωρήσεις των μηχανών και των συστημάτων του που παρουσίαζαν προβλήματα. Από τις 20 Νοεμβρίου άρχισε τις περιπολίες, πλέοντας στην επιφάνεια, αλλά και σε κατάδυση, έξω από τα Δαρδανέλια, ενώ τις νύκτες προσορμιζόταν στην Τένεδο.
Τις πρωινές ώρες της 9ης Δεκεμβρίου 1912, έξι τουρκικά πολεμικά εμφανίστηκαν στο στόμιο των Δαρδανελλίων στην πρώτη έξοδο του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο μετά την ήττα του στη Ναυμαχία της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου. Αμέσως έσπευσαν ισάριθμα Ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν διαταγή να τα παρενοχλούν από απόσταση μέχρι την άφιξη των θωρηκτών του Ελληνικού στόλου με επικεφαλής το Αβέρωφ. Μετά από ένα τέταρτο, τα εχθρικά πλοία στράφηκαν προς νότο με κατεύθυνση προς τα Μαυρονήσια. Όταν φάνηκαν στον ορίζοντα, το Δελφίν που περιπολούσε στην περιοχή, καταδύθηκε και επιχείρησε να τορπιλίσει το Μετζηδιέ από απόσταση 500 μέτρων. Ο τορπιλλοβλητικός σωλήνας όμως, έπαθε αφλογιστία και η τορπίλλη έπεσε στο βυθό, δίπλα στο υποβρύχιο, χωρίς να εκραγεί. Τα τουρκικά πλοία πέρασαν πάνω από το Δελφίν χωρίς να το αντιληφθούν.
Στην προσπάθειά του να επιστρέψει στη βάση του, το Ελληνικό υποβρύχιο προσάραξε στα αβαθή των ακτών της Τενέδου. Για να αποκολληθεί αναγκάστηκε να αφήσει τα μολυβένια βάρη ασφαλείας που είχε, πράγμα που έκανε αδύνατη την κατάδυσή του. Πλέοντας στην επιφάνεια επέστρεψε στο Μούδρο στις 10 Δεκεμβρίου και δύο ημέρες αργότερα στάλθηκε στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας για επισκευές και εκεί έμεινε ως το τέλος του πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1916 το Δελφίν κατασχέθηκε από τους Γάλλους, κατά την διάρκεια του «Εθνικού Διχασμού». Στο Ναυτικό αποδόθηκε τον Οκτώβριο του 1917, όταν πια είχε επικρατήσει το Βενιζελικό «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας» και στη νότια Ελλάδα. Όμως, ήταν πια άχρηστο και οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασής του ανέφικτη. Έτσι, το Δελφίν, παροπλίστηκε το 1920.
Πηγή: Σαν Σήμερα
Ο Όσιος Πατήρ ημών Δανιήλ, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λέοντος Α΄του Μεγάλου (457-474), του επικαλουμένου Μακέλλη. Καταγόταν από τη Μεσοποταμία της Συρίας, από την περιφέρεια των Σαμοσάτων. Ο πατέρας του Ηλίας και η μητέρα του Μάρθα ήταν προηγουμένως άτεκνοι και είχαν γι' αυτό μεγάλη θλίψη. Μη μπορώντας η Μάρθα να υποφέρει άλλο από την πολύχρονη στείρωση, βγήκε τα μεσάνυχτα κρυφά από την οικία της. Ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, και προσευχόμενη με δάκρυα πολλά έλεγε στον πολυεύσπλαχνο Θεό:
«Δέσποτα και βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ έπλασες τον άνθρωπο, αρσενικό και θηλυκό, προστάζοντας τους ν' αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρακαλώ την ευσπλαχνία σου, παντοδύναμε, λυπήσου με την ανάξια. Λύσε τη στείρωση της κοιλίας μου, δίνοντας και σε μένα τεκνογονία. Χάρισέ μου ένα παιδί, όπως χάρισες στη Σάρρα, στα γηρατειά της, τον Ισαάκ, στην Άννα το Σαμουήλ και στην Ελισάβετ τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το παιδί που θα γεννήσω, όπως έκαμε και η Άννα».
Αφού τέλειωσε την προσευχή της, μπήκε μέσα στην οικία της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει σε όραμα ότι κατέβηκαν από τον ουρανό κάτι φωτεινά σημεία σαν δίσκοι στρογγυλοί και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της. Ίσως αυτό να σήμαινε την αγιότητα του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί. Γιατί μετά το όραμα συνέλαβε και γέννησε το μακάριο Δανιήλ.
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
Όταν έφθασε το παιδί στα πέντε του χρόνια, το πήγαν οι γονείς του σε μοναστήρι και το αφιέρωσαν στο Θεό, όπως υποσχέθηκαν. Ο ηγούμενος όμως δεν το δέχτηκε στη μονή μέχρι που να μεγαλώσει και να αναχωρήσει από τον κόσμο με την θέληση του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτο και δόξα και κοσμικές απολαύσεις για την αγάπη του Δημιουργού του. Πήγε σ' ένα κοινόβιο και πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα τον παρακαλούσε να τον κουρεύσει μοναχό. Ο ηγούμενος όμως βλέποντας τον πολύ νεαρό δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να υποφέρει την κακοπάθεια και προσπαθούσε να τον εμποδίσει γιατί ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Τον συμβούλευε να περιμένει ακόμα λίγο καιρό για να μπορέσει να αντέχει στην άσκηση, τη νηστεία και την αγρυπνία. Αλλά ο Δανιήλ του απάντησε:
› Και εγώ πάτερ μου, για τους λόγους αυτούς θέλω να γίνω μοναχός. Για να απαρνηθώ τα του κόσμου, και να ζήσω με το Χριστό.
Προσπάθησε ο ηγούμενος ξανά με διάφορα λόγια να τον εμποδίσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τους αδελφούς της μονής, που όταν είδαν την τόση προθυμία του παιδιού, συγκατατέθηκαν και έμεινε ο Δανιήλ στη συνοδεία τους. Ήταν από την αρχή ο μακάριος, ασκητικότατος, και μέρα με τη μέρα προόδευε στην αρετή. Όταν έμαθαν την ενάρετη ζωή του οι γονείς του χάρηκαν πολύ. Πήγαν στο μαναστήρι και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να τον κάμει μοναχό μπροστά τους. Δεν τους αρνήθηκε ο ηγούμενος. Τον κούρεψε μοναχό, αλλά τους παράγγειλε να μην έρχονται συχνά στο μοναστήρι.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟ ΣΤΥΛΙΤΗ
Ύστερα από πολλά χρόνια κοινοβιακής ζωής πεθύμησε ο θειότατος να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Ήθελε ακόμα να δει και τον περίφημο Συμεών το Στυλίτη, να πάρει την ευλογία του. Γι' αυτό ζήτησε από τον Γέροντα άδεια να φύγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αφήσει. Ύστερα όμως δέχτηκε, γιατί ήταν ανάγκη να πάει για κάτι εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Αντιόχεια, και πήρε με τους άλλους αδελφούς, και τον Δανιήλ στη συνοδεία του. Αφού άφησαν πίσω τους πολλούς τόπους έφτασαν και στο χωριό Τελλαδάν, όπου ασκήτευε ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Όταν πλησίασαν στο στύλο εντυπωσιάστηκαν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα σε τόση στέρηση, σε τόσο ύψος. Και υπέμενε ο γενναίος αυτός ασκητής τη ψύχρα του χειμώνα, τον καύσωνα του καλοκαιριού, τη μανία των ανέμων και τη δριμύτητα των βροχών. Βλέποντας τον ο Δανιήλ όχι μόνο θαύμαζε αλλά «θείω ζήλω» κινούμενος ήθελε να τον μιμηθεί. Όταν μετά οι αδελφοί φώναξαν προς τον Όσιο και τον χαιρέτισαν, έσκυψε ο ευλογημένος το κεφάλι του, από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλλουν μια σκάλα που είχε εκεί κοντά, για ν' ανέβουν. Ο Δανιήλ μόλις άκουσε την πρόσκληση, έτρεξε πρόθυμα. Ανέβηκε τη σκάλα και όταν έφτασε στον Όσιο, τον ασπάστηκε με ευλάβεια. Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε τη μέλλουσα αρετή του λέγοντας:
› Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλούς πόνους πρόκειται να υπομείνεις για τον Κύριο. Ο Θεός θέλει να σου δώσει δύναμη και βοήθεια να νικήσεις το ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους.
ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του οσίου Συμεών, έφυγε ο Δανιήλ με τους άλλους αδελφούς. Σε λίγο καιρό ο ηγούμενος κοιμήθηκε και μη έχοντας Γέροντα, διάλεξαν σαν τον πιο ενάρετο, το Δανιήλ. Αυτός όμως έχοντας το νου του αδιάλειπτα ενωμένο με την προσευχή, αρνήθηκε το αξίωμα του ηγουμένου. Αλλά οι μοναχοί, που τον γνώριζαν σαν ασφαλή οδηγό τον πίεζαν να δεχτεί. Αυτός όμως έφυγε κρυφά και πήγε στον αγαπημένο του Συμεών.
Αφού έμεινε μαζί του λίγες μέρες, του ζήτησε ευλογία να πάει στα Ιεροσόλυμα πρώτα να προσκυνήσει και μετά να κατοικήσει μέσα στην έρημο. Ο Όσιος Συμεών τον εμπόδιζε, λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος από τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο νέος όμως εμπυρωμένος από το Θείο έρωτα, δεν υπάκουσε. Αλλά ξεκίνησε αμέσως την πεζοπορία έχοντας τις ελπίδες του στο Θεό. Ενώ περπατούσε συνάντησε ένα μοναχό με κάτασπρα γένια που έμοιαζε πολύ με τον Όσιο Συμεών. Τον ρώτησε ο μοναχός προς τα πού πήγαινε και ο Δανιήλ του απάντησε:
› Εάν θέλει ο Θεός στα Ιεροσόλυμα.
Τότε του λέγει ο κατάλευκος Γέροντας:
› Καλά είπες, αν θέλει ο Θεός. Μάθε όμως ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσεις τη ζωή σου σε κίνδυνο. Δεν άκουσες την ταραχή και τη σύγχιση που επικρατούν εκεί;
Και ο Δανιήλ του απάντησε:
› Το άκουσα, αλλά έχω την ελπίδα μου στο Θεό, και ελπίζω ότι δε θα μου τύχει κανένα κακό.
Όταν είδε ο Γέροντας την επιμονή του, του είπε με σοβαρότερο ύφος:
› Άκουσε τα λόγια μου και είναι για το συμφέρον σου παιδί μου. Προς το παρόν μην πας εκεί. Πήγαινε στο Βυζάντιο να προσκυνήσεις τις πολλές εκκλησίες και να δεις ιερά και άξια πράγματα. Εάν έχεις πόθο να ησυχάσεις, πήγαινε στη Θράκη ή στον Πόντο. Μη νομίζεις ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο απεριόριστος Θεός. Είναι πανταχού παρών.
Και ενώ συνομιλούσαν ο δρόμος τούς έβγαλε σ' ένα μοναστήρι. Ο νέος ρώτησε τον Γέροντα εάν ήθελε να παραμείνουν εκεί μέχρι την επομένη. Του λέγει ο Γέροντας:
› Πήγαινε πρώτα εσύ και έρχομαι μετά εγώ.
Μπήκε ο Δανιήλ, περίμενε τον παράδοξο Γέροντα, αλλά δε φάνηκε καθόλου. Αφού δείπνησε με τους αδελφούς, τη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο του ο Γέροντας και του είπε να πάει γρήγορα στο Βυζάντιο. Ο Δανιήλ σηκώθηκε, όταν αυτός έφυγε, και διαλογιζόταν ποιος νάταν: Άνθρωπος άραγε ή άγγελος; Τότε με τη χάρη του Θεού, γνώρισε ότι ήταν ο μέγας Συμεών, ο φίλος του.
ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Κατάλαβε τότε ο Όσιος ότι ήταν θέλημα Θεού να πάει στο Βυζάντιο. Πήρε λοιπόν ευλογία από τον ηγούμενο του μοναστηριού και αναχώρησε. Όταν έφτασε, έμεινε στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι στα μέρη της Προποντίδας. Εκεί άκουσε ότι σ' ένα τόπο ψηλό, καλούμενο Ανάπλουν, ήταν κτισμένος ναός ειδωλολατρικός. Ήταν κατοικητήριο πονηρών πνευμάτων που άφηναν στην πλάνη τους ανθρώπους και προξενούσαν καταστροφές. Γι' αυτό μιμούμενος τον Άγιο Αντώνιο, ανέβηκε στο ναό με το σταυρό στο χέρι ψάλλοντας:
«Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;»(Ψαλμ.κστ' , 1).
Μετά αφού σφράγισε τις τέσσερις γωνίες του ναού με το σημείο του σταυρού, έκαμε όσες μετάνοιες μπορούσε. Τη νύχτα ήλθαν οι δαίμονες και κάμνοντας θόρυβο πολύ, του έριχναν πέτρες για να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος όμως άφοβος προσευχόταν χωρίς να τους δώσει σημασία. Πέρασαν η πρώτη και η δεύτερη νύχτα πολεμούμενος απ' αυτούς αοράτως. Την τρίτη νύχτα είδε κάτι γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους και φοβερούς στην όψη, να τον απειλούν και να του λέγουν:
› Ποιος σ' έβαλε, άθλιε να έλθεις εδώ να μας διώχνεις από τον οίκο μας;
Λέγοντας αυτά οι δαίμονες, φώναξαν ότι ήθελαν να τον πνίξουν στη θάλασσα και του πετούσαν πέτρες. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Ο οσιότατος Δανιήλ πρώτα τους απείλησε κι' αυτός, αλλά βλέποντας ότι έτσι τον ενοχλούσαν περισσότερο, έκλεισε όλες τις πόρτες του ναού, κι άφησε μόνο μια ανοιχτή για να μιλά με εκείνους που θα έρχονταν να του δουν και να του δώσουν λίγη τροφή. Έτσι με τη νηστεία και την προσευχή νίκησε τους δαίμονες και κατάργησε όλες τις μηχανουργίες τους στον τόπο εκείνο.
ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ
Τα κατορθώματά του ακούστηκαν παντού και η φήμη του ξαπλώθηκε τόσο, που πλήθη ανθρώπων έρχονταν να πάρουν την ευχή του. Ο φθονερός όμως και μισάνθρωπος όταν είδε την ωφέλεια του λαού εξαγριώθηκε. Μη μπορώντας να διώξει αυτός τον Όσιο, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς στους εξουσιαστές του ναού και των περιχώρων, για να τον διώξουν από τον τόπο.
Πήγαν τότε οι άνθρωποι αυτοί στον επίσκοπο του Βυζαντίου και τον παρακαλούσαν να διώξει τον Όσιο. Αλλά ο αρχιερέας που ήταν ο Ανατόλιος, σαν φρόνιμος και ενάρετος δεν τους άκουσε. Αλλά έστειλε και τον έφεραν για να τον ακούσει. Όταν τον ρώτησε ποιος ήταν και γιατί πήγε σ' αυτό τον τόπο, απάντησε ο θειότατος ότι ο Κύριος τον απέστειλε. Όταν τον άκουσε ο Ανατόλιος τον εκτίμησε, ευφραινόμενος από τα θεία λόγια του. Μετά από καιρό αρρώστησε ο Ανατόλιος και αφού προσκάλεσε τον Όσιο, τον παρακάλεσε να κάνει δέηση στο Θεό γι' αυτόν. Ο Δανιήλ υπάκουσε. Προσευχήθηκε για τον Πατριάρχη και ο Θεός επάκουσε τη δέηση του δούλου του. Έτσι θεραπεύτηκε ο Ανατόλιος και όλοι θαύμαζαν την αγιότητα του οσίου. Μετά τη θαυματουργία ο Όσιος δε ζήτησε τίποτα άλλο, παρά μόνο να συγχωρήσει ο Πατριάρχης τους συκοφάντες. Τότε ο Ανατόλιος αποκρίθηκε:
› Όχι μόνο να τους συγχωρέσω, αλλά να τους ευχαριστήσω πρέπει. Γιατί εξαιτίας αυτών γνώρισα το σωτήρα και ευεργέτη μου.
Ο Όσιος επέστρεψε στο ασκητήριό του και παρέμεινε ακόμα ενιά χρόνια, αρνούμενος προσφορά του Πατριάρχη να αναλάβει την ηγουμενία ενός μοναστηριού και άλλες τιμές και διακρίσεις.
ΣΤΥΛΙΤΗΣ ΜΕ ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΗ
Ύστερα από την πολυχρόνια άσκηση τον κάλεσε ο Θεός για τελειότερη ασκητική ζωή, φανερώνοντάς του τα μέλλοντα. Μια μέρα καθώς προσευχόταν ήλθε σε έκσταση. Πλήρης Πνεύματος Αγίου, είδε στύλο νεφέλης πολύ ψηλό. Στην κορυφή του στύλου στεκόταν ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραποφόρους νέους και του έλεγε:
› Ανέβα Δανιήλ προς εμένα.
Αυτός αποκρίθηκε:
› Πως θα μπορέσω να ανέβω σε τόσο ύψος Κύριε;
Τότε ο Συμεών προστάσσει τους νεανίες και τον ανέβασαν. Μετά αφού τον αγκάλιασε τον ανέβαζε στον ουρανό, γεμάτος αγαλλίαση και του είπε:
› Πολέμα, Δανιήλ και αντιστάθου γεναία.
Μετά τη φωνή αυτή, ήλθε ο Δανιήλ στον εαυτό του. Τότε εννόησε ότι το όραμα ήταν από τον Θεό που τον καλούσε να ανεβεί σε στύλο. Έτσι έγινε. Και πήρε από το Θεό ο Δανιήλ, όπως ο Ελισσαίος, διπλή χάρη από το Διδάσκαλό του, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Τον καιρό εκείνο απεδήμησε στον Κύριο ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Ο μαθητής του Σέργιος πήρε το κουκούλιό του και το πήγαινε στο βασιλιά σαν δώρο πολύτιμο. Αλλά κατ' οικονομία Θεού, δε βρήκε το βασιλιά γιατί ήταν απασχολημένος με διάφορες φροντίδες. Γι' αυτό ξεκίνησε ο Σέργιος να πάει στη μονή των Ακοιμήτων για να προσκυνήσει. Όταν πλησίασε στον τόπο που ασκήτευε ο Δανιήλ άκουσε πολλά γι' αυτόν, γιατί διηγούνταν τη θαυμάσια ζωή του στα περίχωρα εκείνα. Γι' αυτό πήγε να τον δει. Σαν έφτασε αφού χαιρετίστηκαν, του είπε ο Σέργιος για το θάνατο του μακαρίου Συμεών. Λυπήθηκε ο Δανιήλ και όταν το έφερε η ώρα διηγήθηκε στο Σέργιο το όραμα που είδε. Τότε κατάλαβε και εκείνος ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο Δανιήλ διάδοχος του Στυλίτη Συμεών, και του έδωσε το κουκούλιο.
Για να φανερώσει ο Θεός στο Σέργιο ότι είχε καταστήσει το Δανιήλ σκεύος εκλογής, έδειξε και σ' αυτόν όραμα. Είδε λοιπόν τρείς ωραιότατους νέους που του έλεγαν:
› Σέργιε, πες στον Δανιήλ να εξέλθει από το ναό και να ετοιμαστεί για μεγαλύτερο αγώνα.
Όταν άκουσε τον Σέργιο να διηγείται το όραμά του, ο Όσιος βεβαιώθηκε ότι ήταν από το Θεό να ανεβεί, όπως και ο Συμεών, στο στύλο. Γι' αυτό έστειλε τον Σέργιο να ερευνήσει σ' όλη εκείνη την περιοχή για να βρει τόπο ήσυχο και κατάλληλο. Αυτός, αφού ερεύνησε σ' όλες τις κορυφές των ορέων, έφθασε στον τόπο, που του φανερώθηκε ότι Θέλημα Κυρίου να κατοικήσει ο δούλος του Θεού.
Εκεί είδε ένα περιστέρι λευκό να πετά και να κάθεται πολλές φορές στον ίδιο τόπο. Νόμισε ο μακάριος Σέργιος ότι ήταν πλεγμένο σε δίχτυα. Πλησιάζοντας για να δει καλύτερα πέταξε αυτό ψηλά και έγινε άφαντο. Εννόησε τότε τη σημασία του πράγματος. Βλέποντας και τον τόπο καταλληλότατο, έτρεξε στον Όσιο και του διηγήθηκε λεπτομερώς τα όσα συνέβηκαν. Όταν άκουσε αυτό ο Όσιος Δανιήλ χάρηκε πολύ και πρόσταξε να του κτίσουν εκεί το στύλο. Όταν έκτισαν το πάνω μέρος της κολώνας, ανέβηκε κρυφά τη νύχτα ο Όσιος και προσευχόμενος έλεγε:
› Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, που με αξίωσες τόσων αγαθών. Γνωρίζεις Κύριέ μου, ότι ανεβαίνω σε τούτη την κολώνα έχοντας τις ελπίδες μου σε Σένα. Λοιπόν πρόσδεξε τη δέηση μου και δώσε μου τη δύναμη να αντέξω το δύσκολο αυτό αγώνα.
Ανέβηκε λοιπόν ο Όσιος στο στύλο υπομένοντας με καρτερία θαυμαστή τον καύσωνα της ημέρας και την ψύχρα της νύχτας. Αλλά μη υποφέροντας ο μισόκαλος και πατέρας του φθόνου δοκίμασε να εμποδίσει τον αγώνα του. Έσπειρε ζιζάνια στον αφέντη αυτού του τόπου, ότι έκτισε τον στύλο χωρίς την άδειά του. Κατέφυγε λοιπόν στο βασιλιά και στον Πατριάρχη Γεννάδιο. Ο Πατριάρχης επιτίμησε τον Όσιο σαν παρήκοο και πρόσταξε να τον κατεβάσουν από το στύλο. Ικανοποιημένος ο αφέντης του τόπου, που ονομαζόταν Γελάνιος, έφυγε για να καταστρέψει το στύλο. Όταν έφθασε, πρόσταξε με οργή τον Όσιο να κατέβει γρήγορα από την κολώνα. Ο πραότατος Δανιήλ υπάκουσε και κατέβαινε με ταπείνωση. Όταν ήταν στο έκτο σκαλοπάτι, βλέπει ο Γελάνιος τα καταπληγωμένα από την άσκηση πόδια του Οσίου, και τον ευλαβήθηκε. Αλλ' όμως μετανοιωμένος τον παρακάλεσε να ανεβεί πάλι και να του συγχωρέσει το λάθος. Ύστερα μάλιστα του έκανε στύλο ψηλότερο, παχύτερο και στερεότερο και ανάφερε και στο βασιλιά για την υπομονή και την γενναιότητα του Οσίου.
Η ΦΗΜΗ ΤΟΥ
Η καρτερία του στο σκληρό αγώνα, η ασκητικότατη ζωή του, η αγιότητα και η φιλανθρωπία του, δεν άργησαν να ξαπλώσουν τη φήμη του παντού. Πολλοί ήταν οι δυστυχείς και οι πονεμένοι που κατέφευγαν στο στοργικό Πατέρα Δανιήλ, για ν' ακούσουν ένα πατρικό λόγο ή να ζητήσουν μεσιτεία στο Θεό για μια θεραπεία.
Ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Κύρος και ήταν έπαρχος στο αξίωμα, ήλθε μια μέρα στον Όσιο Δανιήλ. Μαζί του έφερε και την θυγατέρα του που ονομαζόταν Αλεξάνδρα. Η δυστυχισμένη Αλεξάνδρα είχε δαιμόνιο μέσα της που την βασάνιζε πολύ. Ζήτησε ο πατέρας της από τον Όσιο να την λυτρώσει. Και ο φιλάνθρωπος Δανιήλ προσευχήθηκε στο Θεό και τη θεράπευσε. Τότε ο Κύρος ευχαριστώντας τον Όσιο, σαν εγγράμματος που ήταν, συνέθεσε ένα επίγραμμα που το χάραξε στην κολώνα και έλεγε:
› Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού, ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος και ού τρομέων ανέμους. Τροφή δ' αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη.
Δηλαδή: ανάμεσα στη γή και τον ουρανό, στέκεται άνθρωπος, που σείεται και πολεμάται από τους ανέμους, μη φοβούμενος αυτούς καθόλου. Τρέφεται με τροφή ουράνια και πίνει άνεμο στη δίψα του.
ΑΞΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ
Γνωρίζοντας ο βασιλιάς την αρετή του Οσίου Δανιήλ, και φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα, ζήτησε από τον τότε Πατριάρχη Γεννάδιο, να τον χειροτονήσει ιερέα. Ο Πατριάρχης χάρηκε και παίρνοντας μαζί του πολλούς εκκλησιαστικούς, έφτασε στο στύλο. Ο Όσιος όμως σαν προορατικός που ήταν γνώριζε τα όσα ο βασιλιάς και ο αρχιερέας είπαν για την ιερωσύνη του. Στεκόμενος ο Πατριάρχης κάτω από τον στύλο, φώναξε στον ταπεινό Δανιήλ:
› Από πολλού καιρού ήθελα να απολαύσω την αγιωσύνη σου. Αλλά οι πολλές φροντίδες της Εκκλησίας δε με άφηναν. Τώρα βρήκα λίγο καιρό και ήλθα. Γι' αυτό σε παρακαλώ βάλε τη σκάλα ν' ανεβώ για να συνομιλήσουμε.
Ο Άγιος γνωρίζοντας την πρόθεση του, του είπε:
› Mάταια σ' έβαλε σε κόπο εκείνος που σε έστειλε.
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο Πατριάρχης, έμεινε άφωνος γιατί ο Όσιος προγνώριζε τα πάντα. Μετά προσπάθησε να τον πείσει, για πολλή ώρα για να βάλει τη σκάλα ν' ανεβεί. Εκείνος όμως, που από ταπείνωση δεν ήθελε να ιερωθεί, δε δεχόταν. Τότε ο Πατριάρχης πρόσταξε τον αρχιδιάκονο να πει τα ειρηνικά. Αυτός είπε τις ευχές και έτσι με τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο, χειροτόνησαν τον Όσιο σε ιερέα, χωρίς να το θέλει. Όταν φώναξε ο λαός «άξιος, άξιος!!», και τέλειωσε τη λειτουργία ο Γεννάδιος, φώναξε στον Όσιο:
› Να, πήρες τα σύμβολα της ιερωσύνης. Αφού ο λαός φώναξε «άξιος», ο Θεός σε χειροτόνησε και όχι εγώ. Λοιπόν μη φανείς παρήκοος στο Θείο Θέλημα. Βάλε τη σκάλα να σε κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια.
Τότε ο Όσιος γνωρίζοντας ότι δεν έγινε η πράξη αυτή χωρίς τη Θεία βούληση, δέχτηκε να ανεβεί ο Πατριάρχης να τον κοινωνήσει. Έπειτα αφού ευχήθηκε το λαό, τους απέλυσε ειρηνικά.
Η ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ
Όταν έμαθε ο βασιλιάς το πώς χειροτονήθηκε ο όσιος Δανιήλ θαύμασε την ταπείνωσή του. Ύστερα έτρεξε κοντά του και έπεσε στα καταπληγωμένα πόδια του για να τον ευλογήσει. Αργότερα διάταξε και του έκτισαν και άλλο στύλο. Τον θεμελίωσε πάνω σε δύο κολώνες και τον ονόμασε ο βασιλιάς, Διχθάδιο. Ανέβαινε σ' αυτόν ο μακάριος Δανιήλ και επιδιδόταν σε μεγαλύτερη άσκηση. Το καλοκαίρι ο καυτερός ήλιος τον κατάφλεγε. Οι άνεμοι και οι θύελλες το χειμώνα κατάδερναν τη σάρκα του και τον βασάνιζαν. Αλλ' αυτός ο αδαμάντινος, υπέμενε σαν ανδριάντας και στήλη μάλλον παρά σαν άνθρωπος.
Ένα χρόνο μάλιστα ο χειμώνας ήταν φοβερός. Οι άνεμοι δυνατοί και τα χιόνια σφοδρότατα. Ο ουρανοπολίτης Δανιήλ υπέμενε όλη εκείνη την κακοκαιρία ολόγυμνος και άστεγος. Γιατί και το δερμάτινο κουκούλιο που είχε, το πήραν οι άνεμοι και το έριξαν στα φαράγγια. Όλη τη νύχτα δεχόταν στη σάρκα του το χαλάζι και το φοβερό κρύο. Το πρωί πλήθυνε η βροχή και μετά το χιόνι, ώστε οι μαθητές του δεν μπορούσαν να βγουν έξω για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα σταμάτησε λίγο η κακοκαιρία και έβαλαν τη σκάλα οι μαθητές του στη κολώνα για να ανεβούν. Αλλά, όταν έφτασαν στην κορυφή, είδαν τον Όσιο παγωμένο και κρυσταλλωμένο. Όλο το κορμί του ήταν απονεκρωμένο και ασάλευτο, σαν να ήταν κρύσταλλο ή πάγος. Ζέσταναν τότε νερό και τον ράντισαν. Σε λίγη ώρα συνήλθε ο Όσιος και τους λέγει:
› Γιατί με ενοχλήσατε ενώ κοιμόμουν γλυκύτατα; Επικαλέστηκα τον Κύριο σε βοήθεια και αποκοιμήθηκα.
Αγάπησε το Θεό ο μακάριος με όλη την καρδιά, την ισχύ και τη διάνοιά του. Γι' αυτόν υπέφερε. Για να καθυποτάξει τα πάθη, ώστε ο νους κυρίαρχος πια, να βρίσκεται αδιάλειπτα ενωμένος με τον Τριαδικό Θεό. Γι' αυτό και αξιώθηκε από τον Κύριο να τελέσει μεγάλα σημεία και τέρατα που προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στο Δημιουργό των πάντων.
Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ζώντας με την αδιάλειπτη επικοινωνία με το Θεό, την άχρονη αιωνιότητα, γνώριζε ο Όσιος τα μέλλοντα. Πρόβλεψε ο μακάριος μια καταστροφή που θα επέτρεπε ο Θεός για να παιδαγωγήσει τους δούλους του στο Βυζάντιο. Θέλοντας ο φιλάνθρωπος να προλάβει την καταστροφή ειδοποίησε τον βασιλιά και τον Πατριάρχη. Τους παράγγειλε να κάμουν δύο λιτανείες τη βδομάδα με όλο το λαό για να προκαλέσουν το έλεος του Θεού. Αμέλησαν όμως στη φωνή του ερημίτη και δοκίμασαν την παιδαγωγία του Θεού.
Ήταν 2 Σεπτεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μάμα. Ξαφνικά κάπου πήρε φωτιά και καιγόταν το Βυζάντιο. Τόσο αυξανόταν η φλόγα, ώστε περικύκλωσε όλη την πόλη. Κάηκαν πολλοί άνθρωποι, από τους οποίους αρκετοί πέθαναν. Πολλά σπίτια και εκκλησίες έπαθαν ζημιές. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει κανένας τη βασιλίδα των πόλεων να πυρπολείται όπως άλλοτε τα Σόδομα.
Τότε πολλοί άνθρωποι της πόλης θυμήθηκαν την πρόρρηση του Οσίου και πιστεύοντας στη δύναμη της προσευχής του, έστειλαν μεσίτες να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει. Όταν άκουσε ο Όσιος τη συμφορά δάκρυσε. Με λύπη του τους παρατήρησε, επειδή αμέλησαν να κάνουν τις δεήσεις που τους παράγγειλε. Έπειτα τους πρόσταξε να προσεύχονται και να νηστεύουν. Αφού και ο ίδιος προσευχήθηκε για τη σωτηρία του λαού, φώναξε τους μεσίτες και τους είπε: «Πηγαίνετε και μη φοβάστε. Σε επτά μέρες σβύνει η φωτιά». Και ο λόγος του έγινε πραγματικότης. Τότε όλοι θαύμασαν την παρρησία του στο Θεό. Ιδιαίτερα το βασιλικό ζεύγος που τον επισκέφτηκε και ζήτησε συγχώρεση για την μέλεια που έδειξαν.
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ
Τον καιρό εκείνο, ακούστηκε φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλιάς των Βανδάλων, ετοιμαζόταν να πολεμήσει την Αντιόχεια. Έχοντας ο βασιλιάς από τη φήμη αυτή, αγωνία έτρεξε στο φίλο του Δανιήλ και του είπε την υπόθεση. Ο Όσιος, που είχε το χάρισμα να προφητεύει, του είπε τα εξής: «Δεν πρόκειται να πάει καθόλου στην Αντιόχεια ο Γιζέριχος, αλλά θα γυρίσει πίσω άπραχτος και ντροπιασμένος». Και έγινε όπως ακριβώς ο όσιος Δανιήλ προφήτευσε.
Ευχαριστημένος ο βασιλιάς θέλησε κάτι να προσφέρει στον Άγιο. Σκέφτηκε να κτίσει κελλιά κάτω από το στύλο για την ανάπαυση των μαθητών του. Ο Όσιος όμως δεν δέχτηκε. Τον παρακάλεσε μόνο να στείλει ανθρώπους να φέρουν το λείψανο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη. Ο βασιλιάς, έχοντας πόθο να ευαρεστήσει τον Όσιο, έστειλε αμέσως ανθρώπους στην Αντιόχεια και έφεραν το Άγιο λείψανο. Στη βόρεια πλευρά του στύλου έκτισε μια εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε το λείψανο του αγίου Συμεών. Έκτισε ακόμα και κελλιά για την ανάπαυση των προσκυνητών. Ο Όσιος χάρηκε πολύ. Κάλεσε το βασιλιά και αυτούς όλους που κοπίασαν και τους ευχαρίστησε. Ύστερα τους πρόσφερε λόγια θεοδίδαχτα για την φιλαδελφία και την αγάπη. Και ήταν τόσο γλυκός ο λόγος του, ώστε όλοι συγκινήθηκαν κι έκλαιαν.
ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο βασιλιάς Λέων, είχε γαμπρό από τη θυγατέρα του Αριάδνη, τον Ίσαυρο Ζήνωνα. Τον έκαμε ύπατο και τον έστειλε ύστερα εναντίον των βαρβάρων στη Θράκη. Ο Ζήνωνας πριν πάει στον πόλεμο, πέρασε από τον Όσιο Δανιήλ, να πάρει την ευχή του. Ο Όσιος του προφήτευσε όλα όσα επρόκειτο να πάθει μέχρι τέλους: ότι θα γυρίσει νικητής από τον πόλεμο και ότι θα τον επιβουλευτούν οι δικοί του, αλλά δε θα τον κακοποιήσουν.
Όταν πέθανε ο βασιλιάς, άφησε διάδοχό του τον εγγονό που γέννησε η θυγατέρα του με την πρόρρηση του Οσίου. Η σύγκλιτος όμως έκαμε βασιλιά το Ζήνωνα, γιατί ο διάδοχος ήταν ακόμα παιδί. Όταν ύστερα από καιρό πέθανε το παιδί, οι συγγενείς του Ζήνωνα, Αρμάτος και Βασιλίσκος τον φθόνησαν και τον μισούσαν άδικα. Ο Ζήνωνας που γνώριζε την επιβουλή, κατέφευγε στον Όσιο. Και αυτός του προέλεγε όσα θα ακολουθούσαν: ότι θα φύγει από το θρόνο, σε έρημο όπου από την πείνα του θα φάει ωμά χόρτα. Έπειτα θα απολαύσει το βασίλειο και θα πεθάνει στο θρόνο με καλό θάνατο, όπως και έγινε.
Βλέποντας ο βασιλιάς Ζήνων ότι πληθύνονταν οι επιβουλές, έφυγε κρυφά με τη βασίλισσα και πήγε στην Ισαυρία. Τότε ο βασιλίσκος άρπαξε τα σκήπτρα της βασιλείας. Από τα πρώτα έργα του, ήταν ο πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας. Παντού έλεγε λόγια βλάσφημα για την ένσαρκη οικονομία του Θεού. Μελετούσε ακόμα να θανατώσει τον Πατριάρχη Ακάκιο, γιατί εναντιονόταν στην αίρεσή του, φυλάγοντας το ποίμνιό του. Οι προθέσεις του έγιναν γνωστές και μαζεύτηκε πλήθος πολύ από μοναχούς και λαϊκούς για να τον προστατεύσουν. Έστειλαν και επιστολές στον Όσιο έγραψε και ο βασιλίσκος, ψευδόμενος ότι ο Πατριάρχης ήταν ο αίτιος της ταραχής γιατί διέστρεφε το λαό και το στρατό. Ο Όσιος όμως σαν διακριτικός και σοφός, γνώρισε την πανουργία του βασιλιά. Του ανταπάντησε ελέγχοντάς τον δριμύτατα και προλέγοντας ότι ο Θεός θα του αφαιρέσει το βασίλειο, για την ασέβειά του.
Ο Πατριάρχης, επειδή η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς, έστειλε στον Όσιο ορισμένους αρχιερείς. Τους είπε να τον παρακαλέσουν να κατεβεί από το στύλο για τον Κύριο και να βοηθήσει την Εκκλησία, γιατί άλλο στήριγμα δεν είχαν. Έφθασαν οι αρχιερείς στον Όσιο και τον παρακάλεσαν. Όμως ο Θεόκλητος Στυλίτης αρνήθηκε να κατεβεί. Η ανάβασή του στο στύλο ήταν από Θεία κλήση. Έτσι το να κατεβεί ισοδυναμούσε με άρνηση του Θείου Θελήματος. Επέμεναν όμως οι αρχιερείς και με δάκρυα, γονατιστοί, προσεύχονταν κάτω από το στύλο. Βλέποντάς τους ο Όσιος, δεν άντεξε. Ράγισε η καρδιά του στον πόνο των συνανθρώπων του. Γι' αυτό δεήθηκε θερμά στον Κύριό του, να του φανερώσει αν ήταν Θέλημά του να κατεβεί. Ο Θεός τού έλεγε να κατεβεί, αλλά μετά να επιστρέψει. Κατέβηκε λοιπόν ο Όσιος. Οι επίσκοποι τον ασπάστηκαν με ευγνωμοσύνη και τον έφεραν στον Πατριάρχη. Είναι απερίγραπτη η τιμή με την οποία τον υποδέχτηκαν στο Βυζάντιο και η ευφροσύνη που προξένησε η παρουσία του.
Ο Όσιος δεν άργησε να ελέγξει τις πλάνες και τις κακοδοξίες του βασιλιά. Για τις διώξεις του, τον ονόμασε νέο Διοκλητιανό και τον προειδοποίησε ότι θα δεχτεί την οργή του Θεού. Ο βασιλιάς γνωρίζοντας ότι ο Όσιος Δανιήλ ήταν αγαπητός, τόσο στο Θεό όσο και στο λαό, φοβούμενος απομακρύνθηκε. Ο Όσιος όμως δε το δέχτηκε αυτό. Έτρεχε από πίσω του, για να τον ελέγξει κατά πρόσωπο.
Τα πόδια του ήταν εξασθενημένα από την άσκηση και δεν μπορούσε να περπατεί. Γι' αυτό κάθε τόσο τον σήκωναν στα χέρια τους οι άνθρωποι που ήταν κοντά του. Στο δρόμο τους προς τα ανάκτορα συνάντησαν ένα λεπρό που τους φώναξε:
› Ελέησέ με δούλε του Θεού, και θεράπευσέ με τον ταλαίπωρο.
Του απαντά ο Όσιος:
› Γιατί άφησες τον Παντοδύναμο Θεό και ζητάς από άνθρωπο αμαρτωλό θεραπεία; Όμως αν έχεις πίστη και ο δούλος του μπορεί να σε βοηθήσει». Και τον πρόσταξε να λουσθεί στη θάλασσα. Υπακούοντας ο λεπρός, θεραπεύτηκε τελείως.
Καθώς προχωρούσαν, είδε ένας Γότθος τον Όσιο να βαστάζεται από τους ανθρώπους, και είπε με ειρωνεία:
› Να, ο νέος ύπατος!
Λέγοντας αυτό έπεσε καταγής και ξεψύχησε. Οι παρευρισκόμενοι, είδαν με δέος το συμβάν. Αλλά και ο βασιλιάς φοβήθηκε σαν το έμαθε, και όταν έφτασε ο Όσιος στα ανάκτορα δεν τον άφησε να εισέλθει. Τότε αυτός αποτινάσσοντας το χώμα των ποδιών του, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, έφυγε. Όταν αργότερα μεταμελήθηκε, από φόβο, ο βασιλιάς και τον κάλεσε να επιστρέψει, ο όσιος Δανιήλ αρνήθηκε. Μάλιστα του μήνυσε ότι θα είναι κακοθάνατος, γιατί υβρίζει το Θεό. Όταν οι απεσταλμένοι ανάγγελαν την απάντηση στο βασιλιά, συνέβηκε κάτι που προμήνυε την αλήθεια των λεγομένων του Οσίου: Ένας πύργος των ανακτόρων, σωριάστηκε χωρίς αιτία καταγής.
Αλλά και πολλά άλλα είναι τα θαύματα που έγιναν από τον ισάγγελο Δανιήλ ενώ βρισκόταν στην Πόλη.
Μια μέρα ενώ βρισκόταν ο Όσιος στο Πατριαρχείο όπου τον υποδέχτηκαν με τιμή και ευλάβεια, βρέθηκε μπροστά του, άγνωστο πως, ένα φοβερό φίδι. Όταν το είδε ο πραότατος Δανιήλ το πρόσταξε να βγει έξω χωρίς να βλάψει κανένα. Το φίδι στην προσταγή του Οσίου, στράφηκε προς τον τοίχο και αμέσως εξέπνευσε. Εκεί βρισκόταν και μια επιφανής γυναίκα, η Ραίς. Μόλις είδε τον Όσιο, έτρεξε κλαίοντας και έπεσε στα πόδια του, παρακαλώντας τον να την ευλογήσει για να γεννήσει ένα παιδί. Βλέποντας ότι τα πόδια του ήταν πληγωμένα από την άσκηση, θαύμασε την υπομονή και τη θέλησή του. Μετά έβγαλε ένα από τα λαμπρά φορέματά της και του το έδωσε να τυλίξει τα πόδια του και αργότερα το επέστρεψε μαζί με μια προφητεία:
› Θα γεννήσεις γιό και να τον ονομάσεις Ζήνωνα.
Όπως και έγινε.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ακούοντας τα όσα θαυμάσια ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως επαληθεύσουν και γι' αυτόν οι προρρήσεις του Οσίου. Έστειλε ανθρώπους του και τον κάλεσε στα ανάκτορα, όμως ο σώφρονας Δανιήλ αρνήθηκε. Οι προσκλήσεις επαναλήφθησαν πολλές φορές. Πάντα όμως κατέληγαν στην αποτυχία. Τότε αποφάσισε και ήλθε ο ίδιος στον Όσιο. Για να τον δεχτεί ο Όσιος, υποκρίθηκε τον ταπεινωμένο και μετανιωμένο και ντυμένος σαν δούλος του ζητούσε συγχώρεση των αμαρτιών. Όμως ο προορατικός Δανιήλ γνώριζε τη σκέψη του και ελέγχοντας την παρανομία και την κακοδοξία του τον άφησε να φύγει. Μετά φανέρωσε στους παρευρισκομένους την πραγματική πρόθεση του βασιλιά λέγοντας:
› Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ταπείνωση που έδειξε ο Βασιλίσκος δεν ήταν πραγματική. Ήταν υποκρισία και πονηρία, και όχι μετάνοια. Γρήγορα όμως θα δείτε ότι διαλέγοντας τον κακό δρόμο διάλεξε και την τιμωρία του.
Σε λίγες μέρες όπως ο Όσιος προφήτευσε, διώχτηκε ο Βασιλίσκος από το θρόνο και επέστρεψε στα ανάκτορα ο Ζήνων. Έτσι αφού ο θειοειδής Δανιήλ με τη ζωντανή ειρήνη του Παράκλητου, αποκατάστησε την τάξη στην Πολιτεία και τη γαλήνη στην εκκλησία, εγύρισε πίσω στην άσκηση του. Ανέβηκε ξανά στο στύλο και επιδόθηκε στον αγώνα του με προθυμία.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
α) Ο σωφρονισμός της πόρνης
Μπροστά στην τόση προθυμία του Οσίου για πνευματικές αναβάσεις, δεν άντεξε ο μισάνθρωπος δαίμονας. Φθονώντας την αγγελική ζωή του, παρακίνησε κάτι ανθρώπους στο Βυζάντιο να τον ενοχλήσουν. Μηχανεύτηκαν αυτοί να πληρώσουν μια πόρνη, τη Βασιανή, αν καταφέρει να δελεάσει τον Όσιο, ή κανένα από τους μαθητές του. Φόρεσε λοιπόν, η άσωτη, ρούχα λαμπρά και πολύτιμα κοσμήματα και πήγε προς τον Ισάγγελο Δανιήλ. Έφτασε κοντά στο στύλο, σ' ένα χωράφι και προφασιζόμενη ότι έχει κάποια ασθένεια προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να αιχμαλωτίσει την καθαρή ψυχή του Οσίου. Αλλά παρ' όλες τις πονηριές της δεν κατάφερε να νικήσει ούτε τον Όσιο, ούτε κανένα από τους μαθητές του.
Επέστρεψε λοιπόν άπρακτη. Για να πάρει όμως τα χρήματα που της υποσχέθηκαν, είπε ψέματα ότι την επιθύμησε ο Δανιήλ. Και ότι είπε, αυτός που ζούσε με τους αγγέλους, στους μαθητές του, να της βάλουν σκάλα ν' ανεβεί, αλλά αυτή έφυγε. Ο Θεός όμως για την βέβηλη συκοφαντία της επέτρεψε να παραλογιάσει. Και αυτή χωρίς να θέλει, ομολογούσε παντού ότι κατηγόρησε άδικα τον ουρανοπολίτη Δανιήλ. Οι άνθρωποι της Πόλης τη λυπήθηκαν και την πήγαν στον Όσιο. Και ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, τη συγχώρεσε και τη θεράπευσε. Ύστερα από τη θεραπεία της η Βασιανή, νικημένη από τη φιλανθρωπία του Οσίου, καταφιλούσε το στύλο και έχυσε άφθονα δάκρυα μετανοίας. Και ο φιλόστοργος και απειράγαθος Θεός, της έστειλε τη χάρη του, από την οποία συγκινημένη η πρώην πόρνη, υποσχέθηκε στον Όσιο ότι θα διορθωθεί. Και πράγματι έζησε την υπόλοιπη ζωή της σωφρονέστατα.
β) Η μετάνοια του βαρβάρου
Ήταν κάποιος ανδρείος Γαλάτης που ονομαζόταν Εδρανός. Πολέμησε με τους συντρόφους του μαζί με το βασιλιά, και σαν γενναίος που ήταν κέρδισε πολλές νίκες. Ο βασιλιάς λοιπόν, θέλησε να τον έχει πάντα σύμμαχο στους πολέμους. Γι' αυτό τον προσκάλεσε στα ανάκτορα και τον δόξασε με τιμές και φιλοδωρήματα. Ύστερα τον έστειλε στον Άγιο να τον ευλογήσει. Όταν έφθασε ο Εδρανός στο στύλο και μίλησε με τον πνευματοφόρο Δανιήλ, τόσο επέδρασε πάνω του η χάρη του Αγίου, ώστε μετανόησε. Γίνεται ο λύκος ήμερο πρόβατο και ο πρώην βάρβαρος μαθητής του Χριστού και γεύεται μια υπερκόσμια μακαριότητα.
Μπροστά σ' αυτή τη μακαριότητα ο Εδρανός αρνείται κοσμική χαρά και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ. Παρακινεί και τους φίλους του να τον μιμηθούν. Ο Εδρανός μετονομάστηκε σε Τίτο και άρχισε τη νέα ζωή της συνεχούς ασκήσεως με προθυμία. Ο βασιλιάς λυπήθηκε που έχασε τέτοιο γενναίο πολεμιστή. Όμως δεν τον ενόχλησε καθόλου, για να μη λυπήσει τον Όσιο.
Έμεινε λοιπόν ο Τίτος κοντά στον Όσιο Δανιήλ μιμούμενος τις αρετές τους ιδιαίτερα τη νηστεία. Θέλοντας μια φορά να γνωρίσει τι και πόσο έτρωγε ο Όσιος, παραφύλαξε όλη τη νύχτα πίσω από το στύλο. Για επτά ημερονύχτια που έμεινε, δεν είδε τον Όσιο να φάγει τίποτε. Θαυμάζοντας, εξομολογήθηκε το λογισμό του στον Όσιο και το ζήτησε να του πει την αλήθεια. Ο Όσιος Δανιήλ του είπε:
› Τόσο μόνο τρώγω και πίνω, όσο για να μην πεθάνω από την ασιτία και την κακοπάθεια. Γιατί δεν ζούμε για να τρώμε, αλλά τρώμε για να ζούμε.
Τη νουθεσία αυτή ο Τίτος, την έκαμε πράξη στη ζωή του. Έτρωγε τόσο, όσο για να ζει. Κοιμόταν πολύ λίγο. Δεν ξάπλωνε ο θειότατος, αλλά δενόταν από τις μασχάλες και κρεμόταν. Στο στήθος του στήριζε ένα βιβλίο πάνω σε σανίδι και διάβαζε μέχρι να κοιμηθεί.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς τα κατορθώματά του, εντυπωσιάστηκε. Στις επισκέψεις στον Όσιο, έβλεπε πάντα τον πρώην βάρβαρο και από τη ζωή του έπαιρνε πολλή ωφέλεια. Ένας ακόμα από τους πρώην δούλους του που ακολούθησε τον Τίτο στην μοναχική ζωή, ο Ανατόλιος, έζησε τόσο ενάρετα, ώστε έκανε και δώδεκα μαθητές γινόμενος παντού περιβόητος.
ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ
Η απομάκρυνση από τον κόσμο, δημιουργεί τις πιο ασφαλείς προϋποθέσεις για την ένωση με το Θεό. Μακριά από τη διάσπαση που προκαλούν οι μέριμνες της ζωής, ο ανθρώπινος νους κινούμενος από το συνεχή πόθο, έρχεται σε επαφή με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στη μυστική αυτή συνάντηση Θεού και ανθρώπου, δίνονται από το Χορηγό κάθε αγαθού, τα χαρίσματα όπως ο Θεός γνωρίζει: «ότι πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σου του πατρός των φώτων», λέγει ο ιερέας στη λειτουργία. Ένα από τα θεόπεμπτα αυτά χαρίσματα είναι και η θαυματουργία. Του χαρίσματος της θαυματουργίας, αξιώθηκε και ο μακάριος Δανιήλ. Πολλλά είναι τα θαύματα που τέλεσε με τη χάρη του Θεού και μεγάλα τα σημεία, ώστε να προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στον Παντοδύναμο Θεό.
α) Θεραπεία μικρού παιδιού
Κάποιος χρυσοχόος είχε ένα παιδί επτά χρονών. Δεν μπορούσε το δύστυχο να περπατήσει όρθιο, αλλά συρόταν με την κοιλιά του σαν ερπετό. Μια μέρα οι γονείς του το πήγαν στον Όσιο. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να τους ελεήσει. Ο Όσιος τους είπε να το βάλουν στο ναό του Αγίου Συμεών και να του αγγίξουν το άγιο λείψανο. Υπάκουσαν οι άνθρωποι. Την εβδόμη μέρα, έκαμε ευχή ο Όσιος από το στύλο και ευθύς το παιδί θεραπεύτηκε. Χαίρονταν οι γονείς του να το βλέπουν να χοροπηδά, να αγκαλιάζει το στύλο και να τον φιλά με ευλάβεια.
β) Θεραπεία οδοιπόρου
Ένας οδοιπόρος ερχόμενος από την Ανατολή, έπεσε σε ληστές. Του πήραν ότι είχε προξενώντας του πολλές πληγές. Δεν έφταναν τα όσα κακά, του έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων και τον άφησαν καταγής μισοπεθαμένο. Βλέποντας τον άνθρωπο να ουρλιάζει από τους πόνους κάτι οδοιπόροι τον λυπήθηκαν. Βασταζόμενο τον πήραν στην Άγκυρα και τον παράδωσαν στον εκεί επίσκοπο. Έφερε γιατρούς και με θεραπευτικά βότανα έκλεισαν τις πληγές. Όμως ήταν αδύνατο να περπατήσει, γιατί τα νεύρα του ήταν κομμένα. Σκέφτηκαν τότε το θαυματουργό Όσιο. Έβαλαν τον άνθρωπο πάνω σε ζώο και τον οδήγησαν στο στύλο. Εκεί έκλαιε, ο καταπονεμένος, και παρακαλούσε τον Όσιο να τον θεραπεύσει. Ο ταπεινός Δανιήλ αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, απέδιδε σε άλλους τα κατορθώματα. Έστειλε λοιπόν τον ασθενή στο ναό, και αυτός προσευχόταν πάνω στο στύλο. Αφού χρίσθηκε ο ταλαίπωρος οδοιπόρος, όπως ο Όσιος του υπέδειξε, το λάδι του αγίου λειψάνου, την έκτη μέρα έγινε θαυματουργικά τελείως καλά. Ευχαριστώντας τον Όσιο, δόξασε τον Παντοδύναμο Θεό.
γ) Θεραπεία εκ γενετής αλάλου
Ήταν μια γυναίκα, που είχε παιδί άλαλο εκ γενετής, δώδεκα χρονών. Έφυγε μια νύχτα, και άφησε το παιδί έξω από τη μάνδρα που περιστοίχιζε μια έκταση γύρω από το στύλο. Όταν βρήκαν οι μοναχοί το παιδί, το πήραν στον Όσιο. Ο φιλάνθρωπος Δανιήλ, είπε να το κρατήσουν στη μονή και ότι θα γίνει λειτουργός του Κυρίου. Οι μοναχοί του απάντησαν πως το παιδί είναι κουφό και άλαλο. Ο Όσιος τότε τους είπε να χρίσουν με λάδι τη γλώσσα του. Έκαναν οι μοναχοί ότι τους παράγγειλε ο σοφός Γέροντάς τους. Και αυτός προσευχόταν στον Απειράγαθο Θεό να δώσει λαλιά στο δημιούργημά του.
Ήλθε η Κυριακή και όλοι ήταν στη λειτουργία. Όταν ο διάκονος επρόκειτο να διαβάσει το Ευαγγέλιο και είπε το όνομα του Ευαγγελιστή, μίλησε το παιδί και είπε το «Δόξα σοι Κύριε». Από την ώρα εκείνη, προς θαυμασμό όλων, το παιδί απαντούσε στον ιερέα ως το τέλος της λειτουργίας.
Παρ' όλα τα εξαίσια που με τις προσευχές του τελούσε ο Όσιος Δανιήλ ήταν τόσο ταπεινός, επιεικής στους άλλους και μετριόφρονας, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του, τον αμαρτωλότερο άνθρωπο. Ουδέποτε κατέκρινε κανένα. Και όταν άκουγε κατακρίσεις, ιδιαίτερα για τους ιερείς, έλεγε:
› Δεν είμαστε εμείς κριτές των άλλων. Ένας είναι ο δίκαιος και αλάνθαστος Κριτής. Εμείς, αδελφοί μου, αν πραγματικά μισούμε το κακό και όχι τον αδελφό μας, ας το διώξουμε πρώτα από μέσα μας, για να μην κατακριθούμε αιώνια.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Αποκάλυψε ο Θεός στον Όσιο, την αναχώρησή του από τις θλίψεις της γης στην ουράνια μακαριότητα. Έγραφε ο Όσιος την τελευταία του διάταξη που έλεγε τα εξής: «Εγώ παιδιά μου, πηγαίνω προς τον κοινό μας Πατέρα. Δε σας αφήνω ορφανούς αλλά αποθέτω τη μέριμνά σας στην Πρόνοια του Θεού. Αυτός δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν με μόνο το λόγο του και σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Αυτός λοιπόν σαν φιλάνθρωπος θα σας φυλάει από το πονηρό. Αυτός θα σας προστατεύει και θα διατηρεί την ομόνοια μεταξύ σας. Να έχετε ταπεινοφροσύνη, υπακοή και φιλοξενία. Μην αμελείτε τη νηστεία, την αγρυπνία, την ακτημοσύνη και πάνω από όλα την αγάπη και την ευσέβεια στο Θεό.
Φυλαχτείτε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν κάνετε όλα αυτά, τότε θα γίνετε τέλειοι στην αρετή». Όταν τέλειωσε το γράψιμο φώναξε στους μοναχούς να τη διαβάσουν. Οι μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω από την σκάλα του στύλου και έκλαιαν για το μεγάλο απόχωρισμό. Ο Άγιος σαν στοργικός πατέρας τούς παρηγορούσε, λέγοντας ότι θα τους προσέχει από τον ουρανό.
Τρεις μέρες πριν από την προς Κύριο εκδημία τού οσιότατου συνέβη το παρακάτω θαυμάσιο. Ήλθαν από τον ουρανό επισκέπτες, πάντες οι Άγιοι: Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και Άγγελοι Κυρίου. Τον ασπάζονταν με φιλοφροσύνη και τον πρόσταξαν να λειτουργήσει. Υπακούοντας ο Όσιος τέλεσε τη λειτουργία και κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια. Όταν ο οσιότατος Δανιήλ έφθασε στα έσχατα, βρίσκονταν δίπλα του οι μαθητές του, ο Πατριάρχης και πολλοί από εκείνους που είχαν ευεργετηθεί. Ένας δαιμονισμένος που ήταν κοντά, έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους που έρχονταν να συμπαρασταθούν στο θάνατο του οσίου και τους καλούσε τον καθένα ονομαστικά. Ενώ φώναζε είπε και αυτό:
› Την τρίτη ώρα της ημέρας, πηγαίνει ο Δανιήλ στον Κύριο και τότε εξέρχεται από μένα το ακάθαρτο πνεύμα με θεία βούληση.
Πράγματι την τρίτη ώρα της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς τον Κύριο και ο δαιμονισμένος ελευθερώθηκε. Τότε οι κληρικοί και οι θλιμμένοι μαθητές του, ανέβηκαν πάνω σε εξέδρα που κατασκευάστηκε γι' αυτό και έψαλλαν τα εξόδια κρατώντας στα χέρια τους λαμπάδες. Ακολούθως κατέβασαν το άγιο λείψανο, και το τοποθέτησαν σε μολύβδινη θήκη. Έγιναν την ώρα εκείνη πολλά θαυμάσια που μαρτυρούσαν τη δόξα που απολάμβανε ο Όσιος στους ουρανούς: ενώ ήταν μέρα και ο ήλιος έλαμπε, φάνηκαν από το άγιο λείψανο τρεις σταυροί αποτελούμενοι από αστέρια. Ένα κατάλευκο περιστέρι που πετούσε πάνω του, φανέρωνε την επισκιάζουσα το λείψανο χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ενταφίασε ο Πατριάρχης το ιερό σώμα του Δανιήλ και έβαλε πάνω στον τάφο του τα ιερά λείψανα των Αγίων Τριών Παίδων της Βαβυλώνας. Αυτό έγινε κατά την προσταγή του Αγίου, για να προσκυνήσουν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς αντί τον ίδιο. Έτσι απέφευγε την ανθρώπινη δόξα και μετά θάνατο ο ταπεινότατος.
Αυτός ήταν ο θαυμαστός βίος του Οσίου Δανιήλ Στυλίτη και τα μέχρι του θανάτου του κατορθώματα. Έζησε ο μακάριος ογδόντα χρόνια και τρεις μήνες και κοιμήθηκε το 490. Η αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 11 Δεκεμβρίου.
Στίχος
Καὶ γήϊνον πᾶν, ἀλλὰ καὶ γῆν ἐκκλίνων, οἰκεῖ Δανιὴλ πρὶν στῦλον, καὶ νῦν πόλον. Ἑνδεκάτῃ Δανιὴλ στυλοβάμων εὕρατο τέρμα.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες.
Πηγή: (Εκδόσεις Ορθόδοξον Ίδρυμα Απόστολος Βαρνάβας) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
Πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Λεοντίου μᾶς παρέχει τὸ Συναξάριον τοῦ Νέου Λειμωναρίου, στὸ ὁποῖο περιέχονται τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς μονῆς καὶ ἕνα «Ἐγκώμιον στὸν Ὅσιο Λεόντιο τὸν ἐν Ἀχαΐᾳ» ποὺ ἔχουν διασωθεῖ.
Τὸ πρῶτο κείμενο εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸ Γεννάδιο Σχολάριο, σχεδόν σύγχρονο τοῦ ἁγίου (1400-1472), πρῶτον μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Σχολάριος, ποὺ ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Η´, ἄνθρωπος ποὺ ἀνῆκε στὴν παράταξη τῶν ἀνθενωτικῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἄλλοι ἤθελαν ἐλπίζοντας νὰ τοὺς βοηθήσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ περιέσφιγγαν τὴν Βασιλεύουσα ἕτοιμοι νὰ τὴν κατακτήσουν. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὸ θλιβερὸ καθῆκον νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ τὸ Μωάμεθ τὸν Πορθητὴ ὅ,τι ἦταν δυνατὸ νὰ σωθεῖ μετὰ τὴν καταστροφικὴ λαίλαπα τῆς ἁλώσεως καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ προνόμια τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ ἀκόμα καὶ μέχρι σήμερα ἰσχύουν. Τὸ δεύτερο κείμενο πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποιο μαθητὴ τοῦ Γεωργίου Σχολαρίου, ὁ ὁποῖος ἐξασκεῖται στὴν συγγραφὴ ἐγκωμιαστικῶν λόγων.
Ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ μαθαίνουμε ὅτι ὁ Λέων, -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Λεοντίου- γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Λακωνίας γύρω στὸ 1377 ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Μαμμωνάδων, ποὺ εἶχε συγγένεια μὲ τὴν οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων. Τότε οἱ Παλαιολόγοι εἶχαν τὴν ἕδρα τους στὸν κοντινὸ μὲ τὴν Μονεμβασία, Μυστρᾶ, τόπο ὅπου ἐστέφθη ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος.
Οἱ γονεῖς του Ἀνδρέας καὶ Θεοδώρα ἦσαν ἄνθρωποι «ἐπιφανεῖς καὶ θεοφιλεῖς». Αὐτὴ ἡ μητέρα του, Θεοδώρα, φαίνεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου τοῦ Δ´ τοῦ Παλαιολόγου (1376-1379) καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ στὸ σύζυγό της Ἀνδρέα Μαμωνᾶ ἐμπιστεύεται «πάσης τῆς Πελοποννήσου τὴν ἀρχήν», δηλαδὴ δίδει σὲ αὐτὸν τίτλο ἁρμοστοῦ τπης κεντρικῆς ἐξουσίας, πράξη ποὺ φανερώνει πέραν τοῦ οἰκογενειακοῦ δεσμοῦ, τὴν ἐκτίμηση καὶ ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἀνδρονίκου πρὸς αὐτόν.
Τὰ χρόνια εἶναι δύσκολα γιὰ τὸ Βυζάντιο, εἶναι ἡ τελευταία ἑκατονταετία του καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία μπροστὰ στὴν προέλαση τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, ἀφοῦ εἶχε ἀκρωτηριασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ εἶχε καταρρεύσει οἰκονομικά. Τὸ κρατικὸ ταμεῖο ἦταν ἐντελῶς ἄδειο, τὸ διοικητικὸ σύστημα ὑπὸ διάλυση, τὸ νόμισμα εἶχε ὑποτιμηθεῖ καὶ ὅλες οἱ πηγὲς ἐσόδων εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Ὁ αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση. Ἔτσι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης του, ὅπως ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Αγίου Λεοντίου.
Στὸ ἐξωτερικὸ καὶ πολύ κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ δράση τῶν Τούρκων εἶναι ἀκάθεκτη. Ὁ Ὀρχὰν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ ὁδήγησε τὸ λαό του σὲ κατακτήσεις στὴν Εὐρώπη. Οἱ Τοῦρκοι τὸ 1354, ἐπωφελούμενοι ἀπὸ ἕνα μεγάλο σεισμό, κατέλαβαν τὸ φρούριο τῆς Καλλίπολης. Στήν Κωνσταντινούπολη ὁ λαὸς καταλήφθηκε ἀπὸ πανικό, πιστεύοντας ὅτι κινδύνευε ἄμεσα. Ἐπὶ Μουρὰτ Α´ (1361- 1389), οἱ πόλεις τῆς ἐρημωμένης Θράκης ὑπέκυψαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Τὸ 1361 καταλήφθηκε τὸ Διδυμότειχο καὶ λίγο ἀργότερα ἡ Ἀνδριανούπολη, ὅπου ὁ Σουλτάνος μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του (περὶ τὸ 1365). Τέτοια ἦταν λοιπόν ἡ κατάσταση στὴν Βασιλεύουσα, ὅταν γεννήθηκε ὁ Ὅσιος Λεόντιος, ὁ ὁποῖος μέσα σὲ αὐτὴ τὴν δίνη τῶν καιρῶν ἔλαβε ἐξαιρετικὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ εὐρύτερες σπουδές, ὅπου ἔτυχε ἰδιαιτέρας φροντῖδος, μεγαλώνοντας στὸ ἀνακτορικὸ περιβάλλον μὲ ἀρετὴ καὶ εὐσέβεια· σὲ μιὰ Πόλη, ποὺ εἶχε χάσει τὴν ἀκμή της καὶ ποὺ πολύ κοντὰ στὴν τελικὴ κατατροφὴ βρισκόταν.
Προικισμένος μὲ ὀξύτητα νοῦ καὶ μὲ καθαρότητα βίου μέσα σὲ λίγο διάστημα διδάχθηκε τόσα πολλὰ ὅσα λίγοι κατορθώνουν. Παράλληλα μὲ τὴν μόρφωσή του φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερική του καλλιέργεια «ἐκδίδοται», χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει τὸ συναξάρι «εἰς μαθητείαν καὶ τῶν ἱερῶν γραμμάτων», τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὸ θεμέλιο τῆς μετέπειτα ἐξέλιξής του. Μὲ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο ἐπιδίδεται στὶς ἐπιστῆμες καὶ περισσότερο στὴν φιλοσοφία, προξενώντας ὅλων τὴν ἔκπληξη, μάλιστα καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου (1391-1425), ποὺ γιὰ νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου εἶχε τὴν ἀκόλουθη περιπετειώδη ἱστορία: Ἡ πίεση στὴν ἀδύναμη Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία αὐξήθηκε τώρα σημαντικά. Ὁ Σουλτάνος ἦταν σὲ θέση νὰ ἐλέγχει τὴν διαδοχὴ στὸ θρόνο καὶ νὰ ἐπιβάλλει ἀπόλυτα τὴν θέλησή του. Τὸ 1390 ἐπέβαλε στὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη Ζ´, ἐνῶ ὁ διάδοχός του Μανουήλ, διαβιοῦσε στὴν αὐλὴ τοῦ Σουλτάνου καὶ μάλιστα ἐξαναγκάσθηκε νὰ συμμετάσχει στὴν ἐπιτυχῆ ὀθωμανικὴ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς τελευταίας βυζαντινῆς πόλεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Φιλαδελφείας.
Ὁ Μανουὴλ τελικὰ δραπέτευσε καὶ ἀνέλαβε τὸ 1391 τὴν διακυβέρνηση τῆς Βασιλεύουσας, ποὺ ἀριθμοῦσε τότε μόλις 50000 κατοίκους, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δύσκολες περιόδους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀκολούθησε ὁ πρῶτος ἀποκλεισμὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Βαγιαζήτ (1393-1394), ἐνῶ τὰ σύνορα τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας ἔφθαναν μέχρι τὸ Δούναβη.
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ γενικότερο κλῖμα τῆς καταστροφῆς ποὺ ἐπερχόταν γιὰ τὴν Πόλη, βρέθηκε κι ὁ Λέων γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τότε συνέβη τὸ καθοριστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν ἕως τότε ζωή του, ἀπέθανε ὁ πατέρας του. Γιὰ τοῦτο, ἀναγκάζεται νὰ ἐπιστρέψει στὴν Μονεμβασία καὶ νὰ σταθεῖ βοηθὸς καὶ παρηγορητὴς τῆς μητέρας του Θεοδώρας, ἡ ὁποία παρὰ τὸ ὅτι ἐνωρὶς διέκρινεν εἰς αὐτὸν μοναχικές τάσεις τὸν παρακινεῖ νὰ νυμφευθεῖ. Μολονότι ὁ Λέων δὲν ἦτο φιλόκοσμος, πείθεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς γάμον ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπέκτησε τρία παιδιά.
Ὁ μοναχικὸς βίος τοῦ Ὁσίου
Ὅταν ἡ Θεοδώρα εἶδε νὰ λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστᾶ ἡ ἐπιθυμία της γιὰ τὸ γάμο του γιοῦ της, ἐγκαταλείπει τὰ ἐγκόσμια, ἐνδύεται τὸν μοναχικὸν χιτῶνα καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μεταβαίνει στὴν ἀριστερὴ -δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σελινοῦντα, ὅπου ἱδρύει τὴν μονὴ «Ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων», γνωστὴ σήμερα ὡς Μονὴ Πεπελενίτσης. Ἐκεῖ ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου τελειώνει εἰρηνικὰ τὸν βίο της.
Εἶναι σημαντικὸ αὐτό, διότι ἡ Θεοδώρα, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Λεοντίου, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὸν Ἀνδρέα Μαμωνᾶ, φαίνεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Δ´ τοῦ Παλαιολόγου. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ὁ Ἀνδρέας Μαμωνᾶς διωρίσθη γενικὸς διοικητὴς ὁλόκληρης τῆς Πελοποννήσου. Ἑπομένως τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ πριγκίπισσα καὶ σύζυγος ἑνός μεγαλοαξιωματούχου νὰ καταλήγει μοναχή, δείχνει τὴν βαθειὰ πίστη ποὺ ήταν ριζωμένη στοὺς γονεῖς τοῦ ὁσίου καὶ ἡ ὁποία μεταδόθηκε στὸν μετέπειτα ἅγιο υἱό τους.
Μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του ὁ Λέων, ἔχει διακαῆ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἱκανοποιήσει τὸ μεγάλο πόθο τῆς ζωῆς του, δηλαδὴ νὰ μονάσει. Πείθει λοιπόν τὴν σύζυγό του νὰ μείνει στὸ σπίτι τους γιὰ τὴν φροντίδα τῶν παιδιῶν τους, καὶ ἐκεῖνος ἀναχωρεῖ περὶ τὸ 1410 ἀρνούμενος τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ νὰ ὑποταχθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἀποτελοῦσε τὸν Νυμφίον τῆς ψυχῆς του.
Ἦταν τότε σχεδὸν τριαντατριῶν ἐτῶν. Ὥριμος καὶ μὲ συνειδητὴ τὴν ἀπόφασή του παίρνει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκε τὰ πάντα γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὸ μεγάλο ὄνειρο τῆς ζωῆς καὶ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δὲν τὸν πτοοῦν οἱ κακουχίες τῆς δύσκολης μοναχικῆς ζωῆς, οὔτε τὸν ἐμποδίζει ἡ ἀριστοκρατική του καταγωγὴ καὶ ἡ συγγένειά του μὲ τοὺς Παλαιολόγους. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπερνικᾶ ἡ ἀγάπη του στὸ Χριστό.
Ἐνδύεται τὸ μοναχικὸ σχῆμα, λαμβάνει τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ παραμένει κοντὰ στὸν μοναχὸ Γέροντα Μεννίδη γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἐργάζεται τὰς ἁγίας ἐντολάς, καθαίρει τὰ πάθη του, ἐξαγνίζει τὸ σῶμα του, φωτίζει τὸ νοῦ του καὶ γρήγορα γίνεται καθαρὸν δοχεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἐχει καὶ ὁ Λεόντιος τὸ μεγάλο ὄνειρο νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀρετή. Ἀναχωρεῖ γιὰ ἐκεῖ, ὅπου ἐπιδίδεται εἰς μεγαλυτέρους πνευματικοὺς ἀγῶνες, πλησίον ἡγιασμένων καὶ ἀγωνιστῶν γερόντων.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἶχε καθιερωθεῖ εἰς τὴν συνεἰδησιν ὅλων, διότι πλησίαζε τὰ πεντακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του καὶ εἶχε μέχρι τότε ἀναδείξει σημαντικὲς μορφὲς ἐναρέτων μοναχῶν. Ἐθεωρεῖτο ἔκτοτε τὸ ἐργαστήριο τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ἔτσι κάθε φωτισμένος μοναχὸς ἐπιζητοῦσε νὰ φθάσει ἐκεῖ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐνίσχυση καὶ τὴν ἀνατροφοδότησή του στὰ θέματα τῆς πίστεως. Ἔμαθε ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ τάξη καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸ μοναχισμὸ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἕτοιμο γιὰ νὰ φύγει σὲ δικό του ἀσκητήριο.
Ὁ Ὅσιος στὴν Ἀχαΐα
Ἀφοῦ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀνδρώθηκε στὴν ἀρετή, ἀναχωρεῖ διὰ τὴν Πελόπόννησον καὶ ἀναζητεῖ προσευχόμενος τόπον ἀσκήσεως. Ὁ Θεός εἰσήκουσε τὴν προσευχή του «διὸ καὶ ἀπεκαλύφθη αὐτῷ», σημειώνει ὁ συγγραφέας τοῦ συναξαρίου του (παρατίθεται στὴν ἀκολουθία του), «ἀφικέσθαι ἐπὶ τὰ βόρεια εἰς τὸ ὄρος τὸ λεγόμενον Κλωκὸν τοῦ Γέροντος, ἄνωθεν Αἰγίου τῆς κοινολέκτου Βοστίτζας». Ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα αὐτό, περί τὸ 1415-1420, ἦλθε ὁ Λεόντιος γιὰ νὰ μονάσει στὸν Κλωκὸ καὶ συγκεκριμένα στὴν θέση, ὅπου σήμερα βρίσκεται τὸ παλαιομονάστηρο.
Ὁ βράχος τοῦ Κλωκοῦ ἀπότομος καὶ ἀπρόσιτος, θύμιζε λίγο τὰ Κατουνάκια τοῦ Ἄθωνος, μὲ ἄγρια καὶ ἀφιλόξενη φύση προκαλοῦσε ἐκ πρώτης ὄψεως τὸ δέος καὶ τὸ φόβο. Στὴν βάση τοῦ βράχου αὐτοῦ ὑπάρχει ἕνα φυσικὸ κοίλωμα, μιὰ σπηλιά. Ἐκεῖ ἐγκαθίσταται ὁ Ὅσιος καὶ ἀμέσως προσελκύει πολλοὺς μαθητές, ποὺ σπεύδουν κοντὰ στὸν γέροντα γιὰ νὰ μονάσουν. Ἔτσι δημιουργεῖται μιὰ χορεία ἀδελφῶν μοναχῶν.
Ὡς μαγνήτης εἵλκυσεν πρὸς αὐτόν «τοὺς ἀκούοντας τῶν μελισταγῶν διδαχῶν του». Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ποὺ οἱ Τοῦρκοι προήλαυναν καὶ κατακτοῦσαν τὴν μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη τὶς ἑλλαδικὲς περιοχές, ἀλλὰ καὶ κυρίως ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση, οἱ μονὲς ἦσαν τὰ ἀξιοσέβαστα προσκυνήματα καὶ καταφύγια τοῦ λαοῦ. Εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ κατέφευγαν ἀθρόα στὰ μοναστήρια γιὰ νὰ ἀσκήσουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ νὰ καλλιεργήσουν τὸ πνεῦμα καὶ νὰ μορφωθοῦν, ἀφοῦ τὰ μοναστήρια ἦσαν ταυτοχρόνως καὶ ἔξοχα ἐκπαιδευτήρια.
Τὸ Συναξάριον ἀναφέρει ὅτι οἱ Δεσπότες τοῦ Μορέως Θωμᾶς καὶ Δημήτριος Παλαιολόγοι, ἀδελφοὶ τῶν βασιλέων Ἰωάννου Η´ καὶ Κωνσταντίνου ΙΑ´, ποὺ συνεδέοντο με συγγενικὸν δεσμὸν μὲ τὸν Ὅσιο, ἐκτιμήσαντες τὴν εὐσέβειάν του, ἔκτισαν, εἰς τὸ μέρος ὅπου ἀσκήτευε, ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καὶ μονήν, δωρήσαντες εἰς αὐτὴν λείψανα ἁγίων καὶ κυρίως μέρη τῶν φρικτῶν καὶ ἀχράντων παθῶν τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ μέρος ἀπὸ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν Ἀκάνθινον Στέφανον, τὸν Σπόγγον καὶ τὴν χλαμύδα τοῦ Κυρίου μας, καθὼς καὶ μέρος τῆς πλεξῖδος τοῦ Τιμίου Προδρόμου «...πρὸς ἁγιασμὸν καὶ μέρη τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Σωτῆρος... ἃ ἔφερον τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ ἐπιτίθενται» σημειώνει τὸ Συναξάριον.
Φρόντισαν ἀκόμη οἱ συγγενεῖς του Παλαιολόγοι νὰ ἀνακαινισθεῖ ὁ προϋπάρχων ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καὶ ἀπὸ τότε πῆρε τὸ ὄνομα «Μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ». Γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο θὰ οἰκοδομηθοῦν καὶ ἄλλα οἰκοδομήματα μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τῶν ὁποίων τὰ ἐρείπια σώζονται ἀκόμα καὶ σήμερα. Στὸ μοναστήρι παραχωρήθηκαν πολλὰ κτήματα, ἐνῶ παράλληλα κατασκευάσθηκε καὶ ὑδραγωγεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς· οἱ Παλαιολόγοι βεβαίωσαν τὶς παροχὲς μὲ ἐπίσημα ἔγγραφα, ποὺ δυστυχῶς δὲν σώθηκαν ἕως σήμερα.
Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου
Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος ἔζησε 75 ἔτη ἐκοιμήθη στὴν κτητορικὴ μονή του στὶς 11 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ἕξι μόλις μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη καταστροφὴ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ τάφος του σώζεται εἰς τὸ παλαιὸν ἐρημητήριόν του. «Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον, ἐν ᾧ καὶ ζῶν ἠγωνίζετο, κατετέθη ἐν σπηλαίῳ, ἀεὶ βρύον ἰάματα τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχουσι».
Ἡ εὐγενική του καταγωγή, οἱ λαμπρὲς φιλοσοφικὲς σπουδές του, ἡ δόξα ἀπὸ τὴν ἐπιφανὴ καταγωγή του, τὰ πλούτη, ἀκόμα καὶ οἱ οἰκογενειακές του ὑποχρεώσεις δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ὁ μεγάλος σκοπός του.
Ἤδη ἀπὸ λίγο μόνον καιρὸ μετὰ τὴν κοίμησή του, ἡ ἐκκλησία τιμώντας τὴν ἁγία ζωή του, τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν ἁγίων της. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους μαθητές τοῦ Ἁγίου, ὁ πρόεδρος (=ἐπίσκοπος) Παλαιῶν Πατρῶν Ἰωακείμ, θαυμαστὴς καὶ μιμητὴς τοῦ ἁγίου, παρακάλεσε τὸ συγγραφέα τῆς ἀκολουθίας του καὶ τοῦ συναξαρίου, πιθανῶς τὸν Γεώργιο (Γεννάδιο) Σχολάριο, νὰ ἐξυμνήσει καὶ νὰ ἐγκωμιάσει τὸν ὅσιο Λεόντιο.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν Ἰωακεὶμ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, γιὰ νὰ προβεῖ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ δασκάλου καὶ πνευματικοῦ του πατέρα· δυστυχῶς αὐτὸ δὲν πραγματοποιήθηκε ἐξαιτίας φοβεροῦ σεισμοῦ, «...σεισμοῦ γενομένου καὶ τοῦ ἄνδρου διασχισθέντος, μηδαμῶς τῇ σορῷ ἴσχυσαν, ἐπὶ τῷ παραδόξῳ ἐκπλαγέντες», προσθέτει τὸ συναξάριον· τὸ γεγονὸς θεωρήθηκε θεῖο σημάδι καὶ ἡ ἀνακομιδὴ ἀναβλήθηκε γιὰ εὐθετότερο χρόνο.
Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1820, ὅταν ἡγούμενος ἦτο ὁ Σάββας Βερσοβίτης, ὅταν οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὴν στυγνὴ τουρκοκρατία διαφαινόταν ὅτι ἔβαιναν πρὸς τὸ τέλος τους, ἔγινε μὲ τιμὲς καὶ μεγαλοπρέπεια ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Λεοντίου ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐρειπωμένο πλέον μοναστήρι, στὸ νέο τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέσα σὲ καλλιτεχνικὴ ἀργυρῆ λάρνακα φυλάσσονται σήμερα τὰ λείψανα τοῦ κτήτορος τῆς Μονῆς, Ὁσίου Λεοντίου, ἀποτελώντας γι᾿ αὐτὴν θησαυρὸ πολύτιμο.
Τὸ Παλαιομονάστηρο
Εἰς τὴν παλαιὰν μονὴν τοῦ Ὁσίου Λεοντίου ὑπάρχει σήμερα περίβολος, ὅπου ὁ Βυζαντινὸς ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, καὶ πλησίον του μικρὸς Ναὸς μὲ ὡραῖον τροῦλλον, τῆς περιόδου τῶν Παλαιολόγων. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ναοῦ τῶν Ἀρχαγγέλων εἶναι τοῦ ΙΣΤ´ αἰῶνος. Ἀνεβαίνει ὁ προσκυνητὴς μιὰ πέτρινη κλίμακα μὲ 51 σκαλοπάτια ἀπὸ πωρόλιθο στὴν σκήτη τοῦ ὁσίου, ὅπου ὑπάρχει μικρὸς ναὸς τῆς Ἀναστάσεως, ὁ ὁποῖος εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τὸν Λεόντιο μὲ ἡμικατεστραμμένες τοιχογραφίες τοῦ ΙΣΤ´ αιῶνος.
Λίγο πιὸ πάνω εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου. Ὑπεράνω ἀριστερὰ τοῦ τοίχου φαίνεται ἕνας σταυρὸς μέσα σὲ πέτρινο πλαίσιο, ποὺ φέρει δυσανάγνωστη χρονολογία. Ὁ σταυρὸς αὐτὸς μὲ τὴν χρονολογία εἶναι δεῖγμα βυζαντινό. Στὸν τοῖχο τῆς πύλης διακρίνεται ἁψίδα μὲ δύο ὡραίους κίονες καὶ λίγο ἀπὸ πάνω ἀνάγλυφο ἀπὸ μάρμαρο ποὺ παρίστανε ἕνα ἀμνὸ φέροντα σταυρό, στοιχεῖα ποὺ -κατὰ τὸν καθηγητὴ Λῖνο Πολίτη- ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Λεοντίου ἐκτίσθη ὄντως κατὰ τὴν Βυζαντινὴ περίοδο ἐπὶ Παλαιολόγων.
Ἡ κλίμακα πρὸς τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου
Οἱ περιπέτειες τῆς μονῆς ἀρχίζουν ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση του 1453. Ἡ πάλη τῶν Ἐνετῶν καὶ τῶν Τούρκων γιὰ ἐπικράτηση στὸ χῶρο τῆς Πελοποννήσου, οἱ ἐπιθέσεις τῶν τουρκαλβανῶν, φθάνουν καὶ στὸ μοναστήρι. Γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1500 μᾶς πληροφορεῖ κώδικας τῆς μονῆς Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. «...ἐν ἔτει ζηω´ (1500) ἐπῆραν αὐτοὶ (οἱ Τοῦρκοι) τὴν Μοθωκορώνην, Αὐγούστου 9. Τὸ αὐτὸ ἔτος ἔγινε ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Μεγάλου Ταξιάρχου, ἤγουν τοῦ Γέροντος, τὸ ἐπάνω τῆς Βοστίτζας ἐν τῷ ὄρει τοῦ Κλοκοῦ κείμενον Αὐγούστου ιε´».
Ἡ Μονὴ τοῦ Λεοντίου ἐπανεκτίσθη, ἀλλὰ ἐπὶ πατριαρχείας Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως τοῦ Α´ κατεστράφη ἐξαιτίας νέας ἐπιδρομῆς. Τὸ σιγίλλιον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου τοῦ Ε´ τοῦ 1749 γράφει σχετικά: «...ἐπὶ τῶν ἠμερῶν τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ. Κυρίλλου τοῦ παλαιοῦ, ὅτε καὶ πυρίκαυστον γεγονός δι᾿ ἐπηρείας τοῦ μισοκάλλου καὶ ἐξαφανισθὲν ἄρδην, οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι πατέρες ἀνήγειραν καὶ ἀνῳκοδόμησαν αὐτό, καὶ εἰς ἣν ὁρᾶται κατάστασιν θείᾳ συνάρσει παρήγαγον, ἀνανεώσαντες καὶ τὴν ἀρχαίαν αὐτῷ σταυροπηγιακὴν ἀξίαν τε καὶ ἐλευθερίαν...».
Μετὰ τὴν καταστροφή, τὴν ὁποία ἀναφέρει τὸ σιγίλλιον, οἱ μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι τοῦ Γέροντα καὶ ἵδρυσαν στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΖ´ αἰῶνος τὸ κάτω μοναστήρι, τὸ σημερινὸ τῶν Ταξιαρχῶν. Τὸ «παλαιομονάστηρο» μετὰ ἀπὸ πρόχειρη ἐπισκευή, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνταν ὡς καταφύγιο σὲ ὥρα κινδύνου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀσκήσει λαμπρυνθεῖς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοὶς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε, ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἠμῶν σὲ πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar/ http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/osios-leontios/01.ht
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
O Άγιος Μηνάς ήταν Αθηναίος ρήτορας, που μέσα από την προσωπική μελέτη χριστιανικών συγγραμάτων, οδηγήθηκε στην αληθινή πίστη. Διορίστηκε έπαρχος Αλεξανδρείας από τον αυτοκράτορα Μαξιμίνο τον Β', αλλά όταν έγινε γνωστή η χριστιανική του ιδιότητα αντικαταστάθηκε από τον επίσης Αθηναίο λόγιο Ερμογένη. Ο Ερμογένης, αμέσως υπέβαλε σε απάνθρωπα βασανιστήρια τον Μηνά, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο μάρτυρας του Κυρίου παρέμενε άφθορος και υγιής θαυματουργικά παρά ταύτα, πίστεψε και αυτός στον αναστάντα Χριστό. Τότε ο αυτοκράτορας μετέβη προσωπικά στην Αλεξάνδρεια προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους δύο “αποστάτες”, τους οποίους αφού τους βασάνισε, τους αποκεφάλισε, ρίχνοντας έπειτα τα τίμα λείψανά τους, στην θάλασσα.
ΠΛΗΡΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος γεννήθηκε στην στην Αθήνα, γύρω στο 311 μ.Χ στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Μαξιμίνου του Β'. Απέκτησε σπουδαία μόρφωση, σπουδάζοντας κοντά σε μεγάλους φιλοσόφους της εποχής, η οποία τον οδήγησε στην αληθινή πίστη μέσα από την προσωπική μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Σαγηνευμένος από τις αλήθειες του Ευαγγελίου βαπτίσθηκε χριστιανός, αφιερώνοντας την λοιπή ζωή του στον φωτισμό των συνανθρώπων του, έχοντας ως όπλο την ικανότητα του στον χειρισμό του λόγου, ως ρήτορας που ήταν. Εξ΄ ού και το επίθετο «Καλλικέλαδος» που προσέλαβε.
Την εποχή εκείνη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ξεσπάσει επανάσταση με τους κατοίκους της πόλεως να αλληλοσπαράσσονται μεταξύ τους. Ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος, αγνοώντας την χριστιανική ιδιότητα του Μηνά, τον διόρισε έπαρχο της πόλεως με στόχο την διευθέτηση του προβλήματος. Φθάνοντας εκεί ο Μηνάς, κατέστειλε άμεσα την επανάσταση, επαναφέροντας κατά πάντα την τάξη, εκτός από την λατρεία των ειδώλων. Όταν όμως, ο Μαξιμίνος διέταξε τον διωγμό των χριστιανών της Αιγύπτου, ο Άγιος όχι μόνο αντιτάχθηκε σε αυτήν την διαταγή, αλλά αντίθετα κήρυττε φανερά τον αναστάντα Χριστό, στηρίζοντας τους εκεί χριστιανούς να είναι πιο θερμοί στην πίστη τους.
Οργισμένος ο Μαξιμίνος με την “προδοσία” του Μηνά απέστειλε νέο έπαρχο στην Αλεξάνδρεια, τον Αθηναίο λόγιο Ερμογένη, ο οποίος υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια τον Μηνά. Διέταξε τους στρατιώτες του, να του αποκόψουν τα πέλματα και τη γλώσσα, να του βγάλουν τα μάτια και στη συνέχεια να τον πετάξουν στη φυλακή για να ξεψυχήσει εκεί. Κατά την παράδοση, εκείνο το βράδυ εμφανίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός στον αθλητή του, δίνοντάς του θάρρος και δύναμη, αναπλάθοντάς του ταυτόχρονα την γλώσσα, τα μάτια και τα πόδια. Όταν οι στρατιώτες πήγαν τις επόμενες ημέρες να διαπιστώσουν τον θάνατο του Μηνά στην φυλακή, έκπληκτοι τον αντίκρυσαν θεραπευμένο να χαίρει πλήρους υγείας.
Ο Ερμογένης ανέκρινε τότε δημόσια τον Μηνά, στο στάδιο της πόλεως για το θαυματουργικό αυτό γεγονός, με τον μάρτυρα να απαντά θαρραλέα ότι θεραπεύθηκε την ώρα που πεσμένος στο έδαφος με δάκρυα έψαλλε τον 22 Ψαλμό του Δαυίδ:
«Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ΄ εμού ει Κύριε.»
Ο Ερμογένης τότε λύγισε, πίστεψε στον Χριστό ως Θεό και βαπτίστηκε μαζί αρκετούς κατοίκους της πόλεως. Έξω φρένων τότε ο δυσσεβής αυτοκράτορας Μαξιμιανός πήγε αυτοπροσώπως στην Αλεξάνδρεια για τιμωρήσει παραδειγματικά μέσω βασανιστηρίων, τον Μηνά και τον Ερμογένη, οι οποίοι όμως υπέμειναν καρτεροψύχως τα πάντα, με τη χάρη του Θεού. Τότε ένας διαπρεπής πολίτης της Αλεξάνδρειας, ο Εύγραφος, βλέποντας την ανδρεία αυτών των στρατιωτών του Χριστού και τα οφθαλμοφανή θαύματα του Θεού, εμφανίστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα για να ομολογήσει την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Ευθύς αμέσως ο αυτοκράτορας αποκεφάλισε ή λόγχισε ο ίδιος τον Άγιο Εύγραφο και εν συνεχεία διέταξε την άμεση αποτομή των κεφαλών των αγίων μαρτύρων Μηνά και Ερμογένους και την ρίψψη των Αγίων Λειψάνων στην θάλασσα, προκειμένου να εξαφανιστούν.
Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Μηνά, που τυγχάνει προστάτης των απανταχού δημοσιογράφων, τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Κατά την παράδοση, τα άγια λείψανά τα τίμια λείψανά, βρέθηκαν, όταν ο Άγιος υπέδειξε θαυματουργικά που εβρίσκοντο.
Σήμερα μικρό τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδος στη Λαμία, και τίθεται προς προσκύνηση από τους πιστούς κατά την ημέρα της εορτής του, στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Επιπλέον, ο Άγιος Μηνάς θεωρείται προστάτης της Ελευθερουπόλεως, κωμόπολης του νομού Καβάλας, όπου κατά τον πανηγυρικό εσπερινό του Αγίου, πραγματοποιείται περιφορά της εικόνας του και προσφέρεται στους πιστούς το παραδοσιακό "κουρμπάνι" (βρασμένο κρέας με ψωμί).
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι' ἐγκρατείας, τῶν παθῶν τὰς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμὰς καὶ τὰς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τὰς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργεῖν· ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζουσιν ἰάματα. Δόξα τῷ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ καλλικέλαδος, θεόφρον γλῶσσα σου, λαμπρῶς κηρύξασα, Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, συναθλητᾶς σοὶ εὐκλεεῖς, εἰλκύσατο ἐν σταδίῳ, Μηνᾷ παμμακάριστε, Ἐρμογένην τὸν ἔνδοξον, καὶ τὸν θεῖον Εὔγραφον, μεθ' ὧν χαίρων ἠγώνισαι. Καὶ νῦν τὴν Παναγίαν Τριάδα, ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσωπεῖτε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς στρατείας ἥρπασε, σὲ τῆς προσκαίρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, συγκληρονόμον ὦ Μηνᾶ, σὺν τοῖς συνάθλοις σου Κύριος, ὁ παρασχών σοι τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Μηνᾶν τὸν θαυμαστόν, Ἑρμογένην τὸν θεῖον, καὶ Εὔγραφον ὁμοῦ, ἱεραῖς μελῳδίαις, τιμήσωμεν ἅπαντες, ὡς τιμήσαντας Κύριον, καὶ ἀθλήσαντας, ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ χορείαν, τὴν ἀσώματον, ἐν οὐρανοῖς πεφθακότας, καὶ θαύματα βλύζοντας.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Παρωσάμενοι δόξαν τὴν κοσμικήν, ἐπτερώθησαν δόξῃ τῇ θεϊκῇ, Μηνᾶς Ἑρμογένης τε, καὶ ὁ ἔνδοξος Εὔγραφος, καὶ προθύμῳ γνώμῃ, τὸν ὄγκον ὑπέμειναν, τῶν δεινῶν βασάνων, σαρκὸς μὴ φεισάμενοι· ὅθεν μετὰ τέλος, εἰς βυθοὺς θαλαττίους, ῥιφέντες ἰθύνθησαν, πρὸς λιμένα οὐράνιον, οἷς ἐν πίστει βοήσωμεν. Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Πηγή: Άγιοι Αθήνας, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...