
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Προκλήσεις δίχως τέλος από τους γείτονες
Το Δομένικο Ελασσόνας είναι ένα από τα χωριά της πατρίδας μας, που μαρτύρησε την εποχή της γερμανικής και ιταλικής κατοχής και το οποίο, ενώ ξεχωρίζει για την μακραίωνα ιστορία του (6800 π.Χ. ως σήμερα), εν τούτοις παραμένει άγνωστο στους πολλούς Έλληνες -τους μακράν και τους εγγύς.
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934)
ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ
When a manfully and posttively turns
to the side of eternal truth, or else
completely turns away from it,
he no longer lives and is obliged to die.
He has gone through everything that this
life can give and has become ripe
for the future.
St. Herman the New Martyr
Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύγου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνη μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρνάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γονείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γυιό τους επειδή ήταν ένας λαμπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχισαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική καριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινάριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μητέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχη και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία του συνέστησε να πάη στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέροντα. Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγένεια, τον έβαλε να καθίση, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιη τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι:
› Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!
Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγη. Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρη έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθή όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξι άκουσε να μνημονεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγματικά η έκπληξίς του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησί του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.
Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλήρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστι ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδασταί του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακρυά από την Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέροντας τους υποδέχθηκε εγκάρδια και σύντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, ανεφώνησε:
› Τι ψηλός που είναι αυτός, και τι μικρούλα αυτή!
Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγματικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συνηντώντο δυο φορές τον μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφη ένα γράμμα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζη προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια... Ο Ηλίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζη στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα κατά την αντίληψι της εποχής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτηταί της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγησι ενός Γέροντος στη Μόσχα ο οποίος συνέστησε επίσπευσι του γάμου τους. Ο Ηλίας υπακούοντας στον Γέροντα πήγε στους γονείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρουσιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατηγορηματικά να του την δώση για σύζυγο επειδή δεν είχε δυνατότητα να την συντηρήση. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα της Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήση πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίση επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δικά τους μέσα, αν και στην πράξι όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλογία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκαναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξείδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψι της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πήγαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζωσιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν αποκάλυψε την εξήγησι του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
› Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!
› Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.
Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υποσχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ' όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνη στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνη το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννησι του παιδιού πριν πάρη το τηλεγράφημα!
› Μα πώς; τη ρώτησαν.
› Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρής! Έχουν γυιό και το όνομα του είναι Σέργιος».
Πράγματι ωνόμασαν τον πρώτο τους γυιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάση η επανάστασις (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψί του το 1932.
Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιερεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολουθίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συχνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ' εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπασμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί:
› Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από καθαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!
Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στο Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του αγίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν άδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυτός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τι ωραία που θα ήταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια, θα αγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστή λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πανιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να βρεθούν παπούτσια, και μ' αυτή την υπόδησι πηδούσε πάνω από τα λασπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυό προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομίσματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυό μικρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς' 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζη ένα λιτό γεύμα.
Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας απεφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτη τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρκούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφασι να ξεκινήσουν για το προσκύνημα, και πήγε σ' έναν ηλικιωμένο αναγνώστη να τον παρακάλεση, αν μπορούσε, να προσέχη τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επανελάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ' 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι' αυτήν ήταν λόγοι ολοζώντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ' ένα λινό σάκκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχη. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικείμενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήση τον φόβο και να επιστρέψη. Με τη σκέψι ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκαταλείψει, κύτταξε μέσα στο σάκκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για το ταξείδι τους! Πιθανόν κάποιος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήση στην πόλι, αλλά φοβήθηκε την εθνοφυλακή και έρριξε το σάκκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξι για την πρεσβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορσι. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήση μια τσάντα γεμάτη με λαχανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένη και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρη τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάη η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δη ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίση στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθή κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάντως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
› Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχηθούμε! "Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν". Μας έκλεψαν!
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασήμαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυτέρας όταν ο μικρότερος γυιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύτερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχη συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγγίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της... Όλες μαζί οι συμφορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφόρος αρρώστια του γυιού της, το σπασμένο χέρι της, η πείνα... Αλλά αυτή κατάφερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του:
› Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;
Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανάλογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρετούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε:
› Αγαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γυιό στον Παράδεισο!
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέη:
› Είχα πέντε παιδιά.
Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε:
› Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μου πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα.
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένεια του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κατά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπη ή να συντομεύη τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες, γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορή ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσιαζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχη σηκωθή (οι περισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε:
› Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη.
Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον "κλήρο"[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία):
› Ο παπάς σου ήταν το πρότυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα.
Σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψι της εκκλησίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιερέα τους να λειτουργή με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέρασε πίσω από τον "κλήρο", η πρεσβυτέρα του ψιθύρισε:
› Το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν (από το απολυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γίνονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υπεσχέθησαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθόλου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθούσαν να τον βάλουν σε μια καλή θέσι στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τι να κάνη, ο π. Ηλίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβύτερα, τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορτή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέπτες. Ο πατερούλης είχε βρη πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυνομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κορίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε που μένουν οι Τσετβιρούχιν. Η πρεσβυτέρα τους έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι.
› Παπά. ήρθαν για σένα! είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Αλεξίου και διάβασε την "ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου". Δεν πρόλαβε να πη τις τελευταίες λέξεις και ακούστηκε ένα τραχύ κτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τους υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:
› Περάστε.
Φαίνονταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
› Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο;
› Ναι.
› Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βιαστικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκαναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
› Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθής ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
› Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευχή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως αποκοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
› Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθη τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι' αυτόν.
› Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέσα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
› Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθη τίποτε στη φυλακή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία!
Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: γιατί η Θεοτόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διάβασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διεπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της πρός αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ' αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψι του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογένεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ήταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησί της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτησι:
› Ποιος είναι;
› Η αμαρτωλή Ευγενία.
› Είσαι μόνη σου;
› Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρη την ευχή του, ρώτησε:
› Πάτερ, τι θα κάνω;
› Κόρη, μόνο που θα πρέπη να της ράψης νυφικό.
› Μα φυσικά, αν έχη κανείς κορίτσι θα πρέπη να του ράψη το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα.
Μόνο μετά τον θάνατο της Μασένκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα —ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθισμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίση συγχρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστεια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μόνο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επανελάμβανε ακατάπαυστα:
› Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρεσβυτέρα να πάη στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάη σ' αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της ανοίξεως οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προορισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
› Τι είναι αυτό;
› Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώση.
Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατάλαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε:
› Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη.
Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντησι κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πη τα πάντα.
Μετά τη σύλληψί του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα "ειδικό κελλί". Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κάνη, αλλά κάποιος του φώναξε:
› Χώσου κάτω από τα κρεββάτια!
Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι' αυτόν που ήταν τόσο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθή κάτω από τα ξύλινα κρεββάτια και να ξαπλώση στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθή κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλωστε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακούγονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπατούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πάγου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε:
› Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ, και έκανε μια απειλητική χειρονομία με τη γροθιά του προς το δάσος.
Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάη ή πιη τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμένοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα ένας αναστεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του:
› Ω Κύριε, γιατί με εγκατέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Κανόνες. Μέ πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία. Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τόσο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψι, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια παρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του και άναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ'4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρωπος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθή εν πυρί (Ματθ. γ' 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζη μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα:
› Και αν ακόμα μ' αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρόκειται να ξαναγυρίση.
Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζη είχε εξαφανιστή για πάντα γι' αυτόν, επειδή είχε χαριστή σ' αυτόν μια υπερκόσμια εμπειρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως είχε υποσχεθή στην πρεσβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξη ένα από τα δύο: ή να υποχωρήση και να γίνη ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνη εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτης του χαρακτήρος του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να "άρη τον ζυγόν" της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωσι με τον Ζωοδότη Χριστό, τον Κύριο μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε:
› Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να καταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι' Αυτόν!
Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξείδι της επιστροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: «στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους»! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του —Ηλίας σημαίνει ακριβώς "πύρινος"[5]!
Μετά τον τραγικό θάνατο του π. Ηλία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφη τα απομνημονεύματά της. Εκείνο τον καιρό είδε ένα όνειρο: εμφανίστηκε σ' αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθή μερικά χρόνια πριν), και της είπε:
› Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μαζί: άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!
Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικογένεια της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τίποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμένος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους "πυρί ετελειώθησαν"!
Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλη και να διευθύνη τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρησι του Τυπικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακολουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγη έξω "για λίγα λεπτά" είπε στην πρεσβυτέρα:
› Αν δεν γυρίσω σε δεκαπέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα.
Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήσι είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γυιός της συνελήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχη αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πιστούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγματικά είχε έλθη το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ' αυτές τις σκέψεις έπεσε να κοιμηθή και είδε ένα όνειρο. Η Θεοτόκος της είπε:
› Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει.
Η πρεσβυτέρα εξακολουθούσε να αμφιβάλλη και γι' αυτό προσευχήθηκε:
› Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά.
Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρεσβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτη:
› Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγησι των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστι, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γυιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέρα ήθελε να τα επισκευάση πριν έρθη ο γυιός της. Γι' αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρούβλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξι, παίρνοντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη της εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε:
› Θέλεις να δώσης στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;
Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνερα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πήγαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαιδα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήση, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε:
› Νικόλαος και Σέργιος.
Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξη τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντησι ήταν:
› Νικόλαος και Σέργιος!
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρησι, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ' όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάση την πίστι της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξη και να δείξη σ' έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρόνια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μυς έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέχρι τον θάνατο της δεν μπόρεσε πια να σηκωθή από το κρεββάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότησι πολλών. Στα εννενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε "κατάκλιση" (πληγές λόγω συνεχούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγινε τόσο σαθρό ώστε αυτοί που φρόντιζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στήλης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γυιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
› Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
› «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ' 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
› Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
› Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθή τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζη ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσεως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε:
› Και θα πεθάνω όταν θα γίνη μια αναγνώριση.
Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθή, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε:
› Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέτρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους —όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες.
Και με ιδιαίτερη έμφασι επανέλαβε:
› Άγιοι Μάρτυρες!
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώση την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα η οποία στην πράξι ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε:
› Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τι ευτυχία!
Ο Ιερεύς γονάτισε μπροστά στο κρεββάτι της και την παρακάλεσε:
› Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συναντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα, τον αμαρτωλό!
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδή ποτέ άλλοτε, ούτε πρόκειται να το δούμε άλλη φορά: το πρόσωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολόλαμπρη γυναίκα. Ένας γυιός της ψιθύρισε:
› Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!
Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[6].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μακρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμιένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδασκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Ναταλία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και "ετελειώθη εν ειρήνη", έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον "μαρτυρικώς τελειωθέντα" σύζυγό της πατέρα Ηλία.
Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα
* * *
[1] RUSSIA'S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
[2] «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορωδία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
[3] NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
[4] Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
[5] Κατ' άλλη ετυμολογία Ηλίας σημαίνει: "ο Ιεχωβά είναι Θεός μου".
[6] Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.
Πηγή: (Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα, «Αγιορείτικη Μαρτυρία», Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Τεύχος: 18, Απρίλιος 1995) serafeimtousarof.blogspot.gr , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Russia's Catacomb Saints
Με αφορμή την αναφορά του Αρχιεπισκόπου Κύπρου στην υπακοή και τη σύνδεσή της με τον εμβολιασμό, επιχειρούμε να αναδείξουμε, κατά την άποψή μας, το σημαντικότερο πρόβλημα σε αυτή την τεράστια αναστάτωση που προκλήθηκε, ως μη όφειλε, μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Dean Koontz, στο μυθιστόρημά του «Τα μάτια του σκότους» (The Eyes of Darkness, μτφ.: Μαρία-Ρόζα Τραϊκόγλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2020·
Η επιστολή σου, άγιε, ουχί λόγοι εγκεχαραγμένοι εισίν, αλλά την αγάπην σου την προς ημάς εν αυτή ως εν εσόπτρω εζωγράφησας και υπέδειξας.
Δυναμική πορεία και συγκέντρωση πραγματοποίησαν οι Υγειονομικοί υπάλληλοι την Κυριακή (13/2) κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Η XVIII Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) κατείχε το άκρο αριστερό της «Γραμμής Μεταξά» τον Απρίλιο του 1941.
ΠΡΟΣ Εκπαιδευτικούς και γονείς μαθητών/τριών του Ν. Ηρακλείου, για το θέμα: «Επιμολύνσεις από τη συμμετοχή στη Θ. Κοινωνία».
Στη συνομιλία μας (09-02-2022) ο Εκτελεστικό Διευθυντής & Επίτιμος Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) αναλύει τους λόγους εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους και της ενεργειακής κρίσης γενικότερα.
Για την ανάγκη ανάπτυξης σχεδίων εκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ελλάδας μίλησε ο Ηλίας Κονοφάγος.
Στη συζήτησή μας (11-02-2022) ο οικονομολόγος και αναλυτής εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο πλανήτης βρίσκεται αντιμέτωπος με γενικευμένη επισιτιστική κρίση λόγω εκτόξευσης του κόστους παραγωγής η οποία είναι πολυπαραγοντική.
Ό όσιος Μαρτινιανός γεννήθηκε στην Καισαρεία της Πάλαιστίνης προς τα τέλη του 4ου αιώνος. Διαπνεόμενος από θείο πόθο εκ νεότητός του,απαρνήθηκε τον κόσμο σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και μετέβη σε ορός ονομαζόμενο Κιβωτός,οπού ζούσαν και άλλοι ερημίτες για να διάγει ασκητικό βίο.
Επί είκοσι έξι χρόνια επιδόθηκε με τόσο ζήλο στους άθλους της αρετής, ώστε απέκτησε το χάρισμα της θαυματουργίας. Ό δαίμων,φθονώντας την πρόοδο αύτη, προσπαθούσε να τον περισπάσει από την αδιάλειπτη προσευχή του με κάθε είδους θορύβους καϊ τρομακτικές οπτασίες και του υπέβαλλε ακάθαρτους λογισμούς, ο άγιος όμως παρέμενε ατάραχος έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην βοήθεια του Θεού.
Μία γυναίκα έκλυτων ηθών άκουσε να γίνεται λόγος για την αγγελική βιοτή του Μαρτινιανού, δήλωσε πώς παρέμενε αγνός μόνο και μόνο γιατί του έλειπαν οι ευκαιρίες και ορκίστηκε ότι θα κατάφερνε να τον αποπλανήσει.Παρουσιάστηκε μπροστά στο κελλί του ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς,ντυμένη με κουρέλια,ικετεύοντας τον ασκητή να της προσφέρει στέγη για την νύκτα. Συμπονώντας την και φοβούμενος μην την κατασπαράξουν τα άγρια θηρία,ό άνθρωπος του Θεού της άνοιξε την πόρτα,την έβαλε να ζεσταθεί δίπλα σε μια καλή φωτιά,την φίλεψε λίγους χουρμάδες και αποσύρθηκε στο εσωτερικό δωμάτιο,οπού πέρασε σχεδόν όλη την νύχτα ψάλλοντας και προσευχόμε-νος, πριν πλαγιάσει. Καθώς όμως δεχόταν την επίθεση βίαιων σαρκικών λογισμών για την γυναίκα αυτή,σηκώθηκε μέσα στην νύχτα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της για να την διώξει.Μόλις άνοιξε όμως την πόρτα, αντί για την φτωχιά ζητιάνα,είδε να φανερώνεται μπροστά του ή νέα γυναίκα πλούσια στολισμένη πού με ένα δελεαστικό χαμόγελο του θύμισε τα παραδείγματα προφητών και αποστόλων που είχαν πάρει γυναίκα και κατάφερε να κλονίσει την ψυχή του ασκητού που τόσα χρόνια είχε αντισταθεί στους πειρασμούς των δαιμόνων. Ενδίδοντας στην πρόταση της, ζήτησε μόνο ένα λεπτό καιρό να δει έξω, μήπως υπήρχε φόβος να τους αιφνιδιάσει κάποιος επισκέπτης.Καθώς κοίταζε τον ορίζοντα,ό Θεός σπλαγχνίστηκε τον δούλο του και ξύπνησε την συνείδηση του με την αχτίνα της χάριτος. Ό Μαρτινιανός, συναισθανόμενος την φρίκη της αβύσσου στην οποία ετοιμαζόταν να πέσει, πήγε καϊ μάζεψε κλαδιά, άναψε φωτιά στο εσωτερικό κελλί του και μπήκε σ' αυτήν με γυμνά πόδια, λέγοντας:
› Το αντέχεις, δύστυχε; Σκέψου πώς θα αντέξεις το αιώνιο πυρ,οπού θα βυθιστείς, αν πλησιάσεις αυτό το πλάσμα.
Βγήκε από την φωτιά, αλλά σε λίγο ξαναμπήκε φωνάζοντας:
› Συγχώρεσέ με, Χριστέ μου, Εσένα μόνο αγαπώ και για Σένα παραδίδομαι στις φλόγες!
Ακούγοντας τις φωνές ή άθλια γυναίκα, έτρεξε και συγκλονισμένη μπροστά στο θέαμα της εθελούσιας θυσίας του Μαρτινιανού μεταστράφηκε ακαριαία, πέταξε τα στολίδια της στην φωτιά και πέφτοντας στα πόδια του άγιου με δάκρυα, τον ικέτευσε να της δείξει την οδό της μετανοίας. Ό Μαρτινιανός την συγχώρεσε και την έστειλε στην γυναικεία Μονή της Όσιας Παύλας [26 Ιαν.], όπου έμεινε δώδεκα χρόνια και για την αγιότητα του βίου της ο Θεός της παραχώρησε την χάρη να επιτελεί θαύματα.
Όσο για τον όσιο Μαρτινιανό, μετά από επτά μήνες, μόλις γιατρεύτηκε από τα εγκαύματα,έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί σε ένα ξερονήσι μέσα στο πέλαγος,ελπίζοντας έτσι να ξεφύγει από κάθε πει-ρασμό. Πέρασε έκεί δέκα χρόνια, εκτεθειμένος νύκτα-μέρα σε όλους τους καιρούς, ζώντας από την εργασία των χεριών του και με λίγα τρόφιμα που του έφερνε κατά καιρούς ένας ναυτικός. Παρολες τις προφυλαξεις του για να εξασφαλίσει την ησυχία, του έμενε να μάθει ακόμη, ότι δεν υπάρχει τόπος στην γη, οπού θα μπορούσε κάποιος να είναι απόλυτα ασφαλής από τον πειρασμό.
Μία νύκτα, την ώρα πού περνούσε ένα καράβι έκεί κοντά,ό δαίμων σήκωσε τόσο βίαιη τρικυμία ώστε το πλοΐο βούλιαξε μέσα στα λυσσασμένα κύματα και μόνο μια ωραία κόρη κατάφερε να σωθεί πάνω σε μια σανίδα φθάνοντας κοντά στο βράχο. Βλέποντας τον άγιο του φώναξε να την βοηθήσει. Ό Μαρτινιανός διαβλέποντας ότι επρόκειτο για έναν νέο πειρασμό του πονηρού πνεύματος, όπλίσθηκε με την προσευχή και έβγαλε την κοπέλα από το νερό. Της είπε όμως αμέσως:
› Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ μαζί. Να ψωμί και νερό. Σέ λίγες ημέρες θα πιάσει εδώ ένας καπετάνιος πού έχει συνήθειο να μου φέρνει τροφή. Πες του την ιστορία σου και θα σε πάει στην πατρίδα σου.
Άφού την νουθέτησε για την αρετή, έκανε το σημείο του σταυρού και ρίχτηκε στην θάλασσα. Την στιγμή εκείνη, δύο δελφίνια σταλμένα από την θεία Πρόνοια τον πήραν στην ράχη τους και τον έβγαλαν σώο και άβλαβη στην στεριά. Δοξάζοντας τον Θεό, ο άγιος αποφάσισε να ζήσει σαν ξένος, περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο, ζώντας από ελεημοσύνες, χωρίς να συνδέεται με κανένα, για να γλυτώσει από τον πειρασμό.
Έτσι σε δύο χρόνια πέρασε από εκατόν εξήντα τέσσερεις πόλεις και έφθασε τέλος στην Αθήνα, οπού ο Θεός του αποκάλυψε πώς είχε φθάσει ή τελευταία του ώρα. Ό επίσκοπος μαθαίνοντας το, επισκέφθηκε τον άνθρωπο του Θεού και του ζήτησε να προσευχηθεί για εκείνον και το ποίμνιο του, όταν θα φθάσει στον Παράδεισο. Έτσι παρέδωσε ο Μαρτινιανός την ψυχή του στον Κύριο για να λάβει τον στέφανο των μαρτύρων, διότι εθελούσια πέρασε δια πυρός και ύδατος (Ψαλμ. 65, 12), για να κρατήσει την αγνεία του.
Όσο για την νέα ναυαγό που ονομαζόταν Φωτεινή, έμεινε με την θέληση της στον βράχο, κατά το παράδειγμα του Μαρτινιανού, για έξι χρόνια, τρεφόμενη από τον θαλασσινό. Ντυμένη ως άνδρας, δουλεύοντας σκληρά με τα χέρια της και προσκαρτερώντας στην προσευχή, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Θεό σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών και ενταφιάσθηκε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης.
(Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμος ΣΤ' Φεβρουάριος, Β´ έκδοση διορθωμένη & επαυξημένη, Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Ορθόδοξη Γυναίκα)
Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που απεφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Κι αυτός, όπως πλειάδα παρομοίων περιπτώσεων, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας και δίνει το στίγμα της καθαρής πορείας προς Εκείνον. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του – «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που με εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση του αββά του Γεροντικού – χωρίς δηλαδή να ασκεί βία διά παντός πάνω στη δεχομένη επιρροές δαιμονικές ανθρώπινη ύπαρξή του. Ο ίδιος ο Κύριος με απόλυτο και οριστικό τρόπο το αποκάλυψε: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Γι’ αυτό και έκτοτε έτσι ορίστηκε ο αληθινός χριστιανός, τύπος του οποίου αποτελεί ο αφιερωμένος στον Θεό μοναχός: Ως «βία φύσεως διηνεκής», μία διαρκής άσκηση βίας πάνω στα αμαρτωλά φρονήματα του ανθρώπου. Μία διαφορετικού τύπου πορεία, μία πορεία ζωής δηλαδή χωρίς ασκητική διαγωγή, είτε στον κόσμο είτε εκτός, συνιστά, κατά τον απόστολο Παύλο, αδόκιμη πορεία: δεν οδηγεί προς τον Χριστό. «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι»: Ταλαιπωρώ το σώμα μου και το καθιστώ δούλο, μήπως πάω να κηρύξω σε άλλους, ενώ ο ίδιος βρεθώ αδόκιμος. Ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος για τη σημερινή περίπτωση του οσίου Μαρτινιανού. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, όσιε, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματός σου, να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή» («Μονάσας και τον σταυρόν σου, όσιε, αναλαβόμενος, τω δια σε εκούσιον Σταυρόν και ταφήν υπομείναντι, ακολουθείν επόθησας, πάθη νεκρώσας τα του σώματος») (ωδή α΄).
Πάνω στα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που πηγάζουν από τη ρίζα της αμαρτίας φιλαυτία ή εγωισμό, δουλεύει και ο διάβολος. Ο διάβολος δεν γνωρίζει επακριβώς, αλλ’ υποψιάζεται, λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του, το ποια πάθη ιδιαιτέρως μας ταλαιπωρούν. Και αυτά αντιστοίχως τροφοδοτεί. Ρίχνει τα δολώματά του κι ό,τι πιάσει. Κι εκείνους που κατεξοχήν προσβάλλει είναι οι αφιερωμένοι στον Θεό, οι μοναχοί. Αυτούς προσπαθεί να καταβάλει – όχι βεβαίως ότι αφήνει τους άλλους τους εν τω κόσμω – χωρίς να καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι με τον τρόπο αυτό τους προξενεί στεφάνια νίκης, αφού έτσι κυρίως, μέσα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, ανεβαίνει ο πιστός την κλίμακα των αρετών. «Ποιος σε έμαθε να προσεύχεσαι;», ρώτησαν κάποια φορά έναν όσιο. Κι εκείνος πολύ απλά απάντησε: «Ο διάβολος. Με τις προσβολές του αναγκαζόμουν να βρίσκομαι διαρκώς σε ανάταση προς τον Θεό και να κραυγάζω να με βοηθήσει». Με τις επιθέσεις του διαβόλου, τις συνεχείς οχλήσεις του, και μάλιστα πάνω στο πάθος της φιληδονίας, αγίασε κατεξοχήν και ο όσιος Μαρτινιανός. Ο Πονηρός υπενόησε ότι με το αρχαίο όπλο: τις δόλιες λαλιές της γυναίκας, θα ρίξει και τον άγιο του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια έπαθε ο προπάτορας Αδάμ, να παρακούσει τον Θεό, γιατί παρασύρθηκε από τα λόγια της Εύας, το ίδιο θα πάθαινε και ο Μαρτινιανός. Αλλά βεβαίως στην περίπτωση του οσίου απατήθηκε πλάνην οικτράν. Ο άγιος με έξυπνο τρόπο απέφυγε τον πειρασμό και προχώρησε σε αγιότητα. «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο άγιος Θεοφάνης – σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του» («Δολίαις γυναικός λαλιαίς σοι προσέβαλεν, ως τω Προπάτορι πάλαι, δυσμενής ο όφις∙ αλλ’ επινοία τη σοφή σου, κατηργήθη αυτού τα σοφίσματα») (ωδή ς΄).
Ο όσιος βεβαίως με τη χάρη του Θεού νίκησε τον πειρασμό. Αλλά η νίκη του αυτή ήταν επώδυνη. Ρίχτηκε στην αισθητή πυρά, για να γλιτώσει από τη νοητή, την αποστροφή του προσώπου του Θεού. Κι έτσι, μας λέει ο υμνογράφος μας, αναδείχτηκε και σε δικαστή του εαυτού του και σε μάρτυρα. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος» («Μάρτυς εθελούσιος και δικαστής και κατήγορος σεαυτού εχρημάτισας∙ πυρί γαρ φλεγόμενος ηδονής ατόπου, πυράν λαυροτάτην, Πάτερ, ανάψας, σεαυτόν μέσον εισήξας κατακαιόμενος») (στιχηρό εσπερινού). Τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Μας το εξηγεί ο άγιος Θεοφάνης: «μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη κι αυτή από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά» («επέβης προθύμως τω ομοδούλω πυρί, το θείον πυρ εγκάρδιον έχων») (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).
Ο όσιος Μαρτινιανός όμως εξυψώνεται ενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου στην πραγματικότητα ανθρώπου. Θέλουμε να πούμε ότι ο όσιος δεν «πήρε θάρρος» από τη νίκη του αυτή. Δεν σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά. Αντίθετα: «τρόμαξε» με την πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από το όρος. Η καταφυγή του σε ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη από αυτόν λύτρωση: δεν θα ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σε πειρασμό. Κι έζησε εκεί με τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτες πάνω σε βράχο του νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: με ολοκληρωτική αναφορά στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ο νους σου από το ψύχος κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε να υποχωρήσεις έστω και για λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχοντας κατά νου τη μακαριότητα των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον νουν αλλ’ ουδέ καύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον∙ αλλ’ υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).
Έμαθε όμως ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την παραχώρηση του Κυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλ’ υπόκειται και αυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγία του ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος. Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του, όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και σε κάθε άλλο βεβαίως άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τον αγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τι ωραία τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη θάλασσα για να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε στην ξηρά, έτσι και ο όσιος Μαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηρά πάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος, Πάτερ, από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας, όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό της θείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόν θαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄).
(Πηγή: «Ο Όσιος πατήρ ημών Μαρτινιανός(+13 Φεβρουαρίου)», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Προσκυνητής)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον, καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον· αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησε.
Μεγαλυνάριον
Ὁ διὰ γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καὶ συλήσας αὐτὸν οἰκτρῶς, οὕτω καὶ σοὶ Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ σου.
Ένας φίλος σας, σας λέει ασταμάτητα ότι δεν υπάρχει Θεός! Αυτό σας βασανίζει σαν μαστίγωμα. Μάχεστε για την ψυχή σας και τη ζωή σας. Καλά καταλάβατε!
Ίμια 1996: “Καλή τύχη και ο Θεός Μαζί σας”. Το σήμα του αρχηγού ΓΕΝ προς το στόλο και το αντίστοιχο ιστορικό σήμα του Ναύαρχου Κουντουριώτη στη ναυμαχία της Έλλης το 1912.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 13 Φεβρουαρίου 2022.
Από το καλοκαίρι, χιλιάδες υγειονομικοί παραμένουν άνεργοι, απλήρωτοι και ανασφάλιστοι.
Στην πρόσφατη διαφήμιση της Cosmote Neo για το «νέο digital πρόγραμμα κινητής», βλέπουμε μια γάτα, έναν παπαγάλο, έναν σκίουρο, μια αρκούδα και στο τέλος ένα φίδι να πατούν τα κουμπιά του κινητού για να ενεργοποιήσουν την αντίστοιχη υπηρεσία.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...