
Ἡ ἀπόφασις τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 5ης Ἀπριλίου 2016 διά τῆς ὁποίας συγκατατίθεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν ἐπίσκεψιν τοῦ ἀντικανονικῶς διακατέχοντος τόν πάλαι ποτέ περίπυστον Πρεσβυγενή Πατριαρχικόν Θρόνον τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί τῆς Δύσεως κ. Φραγκίσκου Μπεργκόλιο, στήν μαρτυρική μας Πατρίδα, ἐξεδόθη κατά πρόδηλον ὑπέρβασιν τῶν ὁρίων τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί κατά παράβασιν τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν 590/1977)
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 6ῃ Ἀπριλίου 2016
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΑΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ Δ.Ι.Σ.
Ἡ ἀπόφασις τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 5ης Ἀπριλίου 2016 διά τῆς ὁποίας συγκατατίθεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν ἐπίσκεψιν τοῦ ἀντικανονικῶς διακατέχοντος τόν πάλαι ποτέ περίπυστον Πρεσβυγενή Πατριαρχικόν Θρόνον τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί τῆς Δύσεως κ. Φραγκίσκου Μπεργκόλιο, στήν μαρτυρική μας Πατρίδα, ἐξεδόθη κατά πρόδηλον ὑπέρβασιν τῶν ὁρίων τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί κατά παράβασιν τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν 590/1977), καί εἰδικώτερα τοῦ ἄρθρ. 9 παράγραφος 1, πού καθορίζει τίς ἁρμοδιότητες τῆς Δ.Ι.Σ. στό ἐδάφιο δ, καί πού προβλέπει ὅτι ἐπιλαμβάνεται τῶν «τρεχούσης φύσεως Ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων», διότι ἡ ἐπίσκεψις εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα τοῦ Αἱρεσιάρχου «Πάπα» κ. Φραγκίσκου, τυγχάνει ἐκ τῆς φύσεως τοῦ θέματος ὑψίστης ποιμαντικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς σημασίας καί ἀνήκει εἰς τάς ἁρμοδιότητας τῆς Ι.Σ.Ι. ὅπως προβλέπεται στό ἄρθ. 4 ἐδάφιον α πού ἀναφέρεται ὅτι μόνον ἡ Ι.Σ.Ι. «ρυθμίζει τάς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τῶν Ἑτεροδόξων». Καί ναί μέν στό ἄρθρ. 9 παράγραφος 2 προβλέπεται ὅτι μέχρι συγκλήσεως τῆς Ι.Σ.Ι., ἡ Δ.Ι.Σ. ἀσκεῖ πᾶσαν Ἐκκλησιαστικήν - διοικητικήν ἐξουσίαν, ὡστόσο ἡ ἀποδοχή τῆς ἐπισκέψεως ἑνός τοσοῦτον προβληματικοῦ καί κακοδόξου προσώπου διά τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀπαιτεῖ τήν διαγνώμην ὅλου τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας.
Διά τήν ἄκριτον καί ἄστοχον ἀπόφασιν τῆς Δ.Ι.Σ. ὑπῆρξε ἄμεσος «νέμεσις» ἀπό τό ταυτόχρονο ἀνακοινωθέν (5-4-2016) τῆς Ἀρχιγραμματείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, πού ἐμφανίζει τόν Οίκουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον ὡς αὐτουργόν τῆς ὅλης ὑποθέσεως καί τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος συρομένην οὐσίᾳ ὡς οὐραγόν στά κελεύσματά του, ἐντός μάλιστα τῆς κανονικῆς της δικαιοδοσίας ! ! !.
Παρέλκει νά άναφέρωμεν τό κωμικόν τῆς συγκεκριμένης πρωτοβουλίας ἡ ὁποία βεβαίως ἀντιστρατεύεται τήν συμφωνίαν Ε.Ε. καί Τουρκίας γιά τήν ἐπανεισδοχή τῶν μεταναστευτικῶν καί προσφυγικῶν μουσουλμανικῶν ροῶν πρός τήν Εὐρωπαϊκή Ἤπειρον καί ἐμφανίζει τούς θρησκευτικούς Ἡγέτας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς νά γίνωνται παρακολουθήματα τοῦ Open Society Foundation τοῦ κ. Τζώρτζ Σόρος καί τῶν κρυπτομένων ἐντολέων του, στήν ἀγωνιώδη προσπάθειά τους νά άνατρέψουν τήν ἀνωτέρῳ συμφωνίαν καί νά ὑλοποιήσουν τόν σχεδιασμόν τους, γιά τόν ὁποῖον ὅπως δήλωσε ὁ κ. Σόρος πρόσφατα στήν Τουρκία, ἔχουν ἐκταμιεύσει 11 δισ. δολάρια σέ ΜΚΟ γιά νά ἐπικοίσουν τήν Εὐρωπαϊκή Ἤπειρο μέ μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Οἱ μετανάστες καί πρόσφυγες πού θά ἐπισκεφθοῦν οἱ ἀνωτέρω, στήν νῆσο Λέσβο, πρέπει νά ἐπανα προωθηθοῦν στήν Τουρκία καί ἑπομένως ἡ παρουσία τῶν θρησκευτικῶν Ἡγετῶν στή Λέσβο ἐπιχειρεῖ νά ἀκυρώσει τήν ἐπαναπροώθηση καί ἐπιδιώκει τό ἄνοιγμα τῶν συνόρων τῆς Εὐρώπης στά πολυεκατομμύρια τῶν μουσουλμάνων τῆς Μ. Ἀνατολῆς, τοῦ Μαγκρέμπ, τῆς Ὑποσαχάριας Ἀφρικῆς, τοῦ Πακιστάν καί τοῦ Μπαγκλαντές. Ἀσφαλῶς κανείς νοήμων δέν πιστεύει ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἐπίσκεψις θά σταματήσει τίς πολεμικές συγκρούσεις στή Συρία καί τό Ἰράκ τοῦ χρηματοδοτουμένου ἀπό τό σουνιτικό μπλόκ (Σ. Ἀραβία - Κατάρ - ‘Ομάν καί λοιπά Ἐμιράτα τοῦ Ἀραβικοῦ Κόλπου) ISIS κατά τῶν νομίμων κυβερνήσεων τῆς Βαγδάτης καί τῆς Δαμασκοῦ, οὔτε θά μεταβάλλει τό δολοφονικό Ἰσλάμ καί τίς κορανικές ἐντολές τοῦ ψευδοθεοῦ στόν ψευδοπροφήτη Μωάμεθ γιά τήν σφαγή τῶν ἀπίστων (σοῦρες : τά λάφυρα στίχ. 12 καί 17, τό στρωμένο τραπέζι στίχ. 33, Μωάμεθ στίχ. 4, ὁ σίδηρος στιχ. 21).
Ἡ παρουσία ὅμως τοῦ αἱρεσιάρχου κ. Φραγκίσκου Μπεργκόλιο στή μαρτυρική μας Πατρίδα προσβάλλει πρῶτον τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμον διότι προσφάτως ὁ συγκεκριμένος «προσέλαβε» ἕναν Ἰσπανό Βενεδικτῖνο καλόγηρο, τόν κ. Μανουέλ Νίν, τόν ἔντυσε μέ Ὀρθόδοξα Ἀρχιερατικά Ἄμφια καί τόν ἐνθρόνισε στήν ὁδό Ἀχαρνῶν, μέσα στά κανονικά ὅρια τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ὡς Οὐνίτη Ἑλληνόρυθμο Ἐπίσκοπο, ἀνύπαρκτης Ἑλληνικῆς Οὐνιτικῆς κοινότητας.
Προσβάλλει ἀκόμη τοῦ Ἁγίους καί Ὁσιάθλους Πατέρας τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως πού δολοφονήθησαν φρικωδῶς ἀπό τούς προκατόχους καί ὁμοπίστους τοῦ κ.Φραγκίσκου Μπεργκόλιο ἀνά τούς αἰώνας.
Τούς 13 Ὁσιάθλους Πατέρας τούς ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ Καντάρας τῆς Κύπρου καέντας (19-5-1231) διότι ἠρνήθησαν τά ἄζυμα, τούς ὑπό τοῦ λατινόφρονος Ἰωάννου Βέκκου Πατριάρχου Κων/λεως καί Μιχαήλ Παλαιολόγου ἀναιρεθέντας Ἁγιορείτας Πατέρας τῶν Καρυῶν (5-12-1279) καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ζωγράφου, Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Κουτλουμουσίου καί Ξενοφώντος (4-1-1280), διότι δέν ἐδέχθησαν τήν κακόδοξον ἕνωσιν τῆς Λυών, τίς ὀκτακοσίες χιλιάδες Σέρβους Νεομάρτυρας (1941-1945) πού μέ πολυώδυνα βάσανα ἐτελειώθησαν μέ ἠθικόν αὐτουργόν τόν καταδικασθέντα ἀπό τό Διεθνές Δικαστήριον Ἐγκληματιῶν πολέμου Παπικό Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ζάγκρεμπ τῆς Κροατίας καί μέντορα τῶν φασιστῶν Οὐστάσι, Ἀλουίσιο Στέπινατς τόν ὁποίον «Ἁγιοποίησε» ὁ ἀνακηρυχθείς «Ὅσιος» τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄ (Βοϊτύλα), τοῦ ὁποίου προσφάτως ἔγιναν τά ἀποκαλυπτήρια μέ τήν δημοσίευσιν ἐρωτικῶν ἐπιστολῶν πρός τήν συμπατριώτισσά του ἔγγαμον Ἀκαδημαϊκόν. Προσβάλλει καί τόν Ἱερόν Σπυρίδωνα, πολιοῦχον καί ἔφορον τῆς Μητροπόλεώς μας, ὁ ὁποῖος στίς 12 Νοεμβρίου 1716, ἀνετίναξε τήν Ἀκρόπολιν τῆς Κερκύρας καί τόν Ἐνετό ἡγεμόνα Ἀντρέα Πιζάνι, γιά νά μήν κατασκευάσει θυσιασθήριον (ἀλτάριον) τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς στόν ἐν Κερκύρᾳ Ἱερόν Ναόν του (Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, Οὐρανοῦ Κρίσις ἐν Λειψίᾳ Σαξωνίας 1805). Προσβάλλει ἀκόμη τούς Ἁγίους ἐνδόξους Ἱερομάρτυρας Μάξιμον τόν Καρπαθορῶσσον πού ἐτυφεκίσθη μετά τῆς Πρεσβυτέρας καί τῶν τέκνων του ἀπό τοῦς Οὐνίτας καί Ἀθανάσιον τόν Ἡγούμενον τῆς Μικρορωσσίας πού δολοφόνησαν ἀγρίως οἱ Οὐνίτες τῆς Πολωνίας, πέταξαν τό μαρτυρικό του σῶμα σ’ ἕνα βόθρο, ὅπου ἔμεινε ἐπί 17 χρόνια καί ἀνασύρθηκε ἄφθαρτο, ἀδιαλώβητο καί εὐωδιάζον. Προσβάλλει κατά ταῦτα ἡ ἀνωτέρω ἐπίσκεψις τόν ἐν Τριάδι Πανάγιον Θεόν, πού ἁγίασε τούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως μαρτυρικῶς τελειωθέντας ἀπό τούς προκατόχους καί ὁμοπίστους τοῦ κ. Φραγκίσκου, ἐφόσον αὐτός ἐμμένει σατανικῶς στήν αἵρεσιν καί τήν κακοδοξίαν τοῦ Παπισμοῦ.
Ἡ παρουσία ἑπομένως τοῦ κ. Φραγκίσκου καί τῆς συνοδείας του, ἐπαυξάνει τά προβλήματα καί προκαλεῖ τήν Ὀρθόδοξη συνείδησή μας καί πρέπει ἡ Δ.Ι.Σ. ἄμεσα νά ἀνακαλέσῃ τήν ἀπαράδεκτον ἀπόφασί Της.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς

Συν Αθηνά και χείρα κίνει, έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, θέλοντας να τονίσουν την αξία και της προσωπικής ενέργειας μαζί με την απαραίτητη βοήθεια του Θεού. Την ίδια αντίληψη έχουμε και οι νέοι Έλληνες και μετά την πνευματική μας ολοκλήρωση, αποτέλεσμα της συνύπαρξης εντός μας των δύο κορυφαίων αξιακών συστημάτων: του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους που εξαίρει τη σημασία της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αριστείας, και του χριστιανισμού που διδάσκει την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή, την αλληλεγγύη, τη μετάνοια, αλλά επίσης και την απόλυτη ελευθερία, κοινό παρονομαστή ελληνισμού και χριστιανισμού.
Στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε σχεδόν όλοι οι Έλληνες και βέβαια η πατρίδα μας, η αρχική ρήση του παρόντος άρθρου κρίνεται άκρως επίκαιρη και η εφαρμογή της αναγκαία.
Επιτέλους, όμως, ακόμη και αυτά τα δύο (προσευχή στο Θεό και προσωπική δράση) ας τα κάνουμε με τον σωστό τρόπο και τη σωστή σειρά: Πρώτα ο Θεός και μετά ο άνθρωπος. Πρώτα να ζητήσουμε τη βοήθειά Του και μετά να πιάσουμε δουλειά. Εμείς, οι παντογνώστες, οι μεγάλοι στρατηγικοί αναλυτές, οι προφητάνακτες, τον Θεό τον έχουμε για μετά· αφού δοκιμάσουμε ό,τι είχαμε στο νου μας και αποτύχει, αφού προσπαθήσουμε και δε βγάλουμε άκρη, Τον ψάχνουμε να συμβάλει, να διορθώσει. Αφού τονίσουμε έως παρεξηγήσεως και καυγαδίσματος το εγώ μας, τις «υπερδυνάμεις» μας, τα πτυχία μας και φτάσουμε στα όρια διάλυσης τις σχέσεις και τα σχέδια, τότε Τον θυμούμαστε. Μάλιστα πολλοί από μας Τον μαλώνουμε κιόλας, γιατί δεν επενέβη έγκαιρα, πριν γίνει το κακό, ώστε να μη χρειαστεί να Τον παρακαλέσουμε. Η υπεροψία και η εξ αυτής σύγχυσή μας έχει τόσο προχωρήσει, ώστε για οποιοδήποτε κακό συμβαίνει στον κόσμο να κατηγορούμε τον Θεό. Τα ίδια συμβαίνουν και σε εθνικό επίπεδο. Παρακολουθούμε ενεοί τις ανόητες αποφάσεις και πράξεις των κυβερνώντων μας, που δεν έχουν τον Θεό τους αλλά δείχνουν πρόθυμοι να Τον κατηγορούν.
Τέλος πάντων. Οι πτώσεις είναι για τους ανθρώπους, το ίδιο και οι ανορθώσεις. Ας προσευχηθούμε πρώτα στο Θεό να μας φωτίσει να αντιληφθούμε τα λάθη μας κι ας επικαλεστούμε εν συνεχεία τη βοήθεια και τις μεσιτείες της Παναγίας να φωτίζει τα έργα και τις αποφάσεις μας, για να αντέξουμε έως τέλους. Η Παναγία ξέρει από θαύματα και στον προσωπικό και στον εθνικό μας αγώνα. Εξάλλου πρώτα η ίδια βίωσε το απόλυτο θαύμα: να γίνει η χώρα του αχωρήτου Θεού, να βαστάζει τὸν βαστάζοντα πάντα.
Φωτοδόχον λαμπάδα, τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν, ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον· τὸ γὰρ ἄϋλον ἅπτουσα φῶς, ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας, αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα, κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα· χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Κρατάτε γερά
Κιηγμάς Ν. Δημήτριος

-
Αφού δουλέμποροι – διακινητές, για πολλά χρόνια έκαναν ετήσιο τζίρο δισεκατομμυρίων ευρώ, που το 2015 ξεπέρασε τα 6 δις. Αφού έστησαν τρία «στρατηγεία», σε Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη Σμύρνη και 24 «υπο- στρατηγεία» σε λιμάνια των Μικρασιατικών ακτών.
-
Αφού πέρασαν στην Ευρώπη, μέσω Ελλάδας, εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες εγκλωβίζοντας εδώ περισσότερους από 50.000.
-
Αφού, με την προστασία του ΝΑΤΟ, κατάφεραν να περιπολούν από κοινού, στο Ελληνικό Αιγαίο, τουρκικά με ελληνικά πολεμικά πλοία.
-
Αφού, αθετήθηκαν ή αγνοήθηκαν «Συμφωνίες», «Πρωτόκολλα» και «Μνημόνια» της Τουρκίας, τόσο με την Ελλάδα (2001, 2002 και 2010 που είχαν γίνει και νόμοι του κράτους Ν. 2926/2001, 3030/2002), όσο και την Ε.Ε (2014).
-
Αφού το 2015 έσπασε κάθε ρεκόρ με την «εισβολή», μέσω Τουρκίας, περισσότερων από 900.000 παράτυπα εισερχομένων πρόσωπων, όταν τα προηγούμενα χρόνια, ετησίως, δεν ξεπερνούσαν τα 90.000.
-
Αφού γέμισε η Ελλάδα από δεκάδες Κέντρα Υποδοχής και Διαχείρισης Προσφύγων και Μεταναστών (Hot spots ).
-
Αφού σχεδόν το 90% των Ελληνικών Κρατικών Υπηρεσιών (Υπουργεία, Περιφέρειες, Δήμοι, Στρατός, ΕΛ.ΑΣ, Λ.Σ-ΕΛ.ΑΚΤ, Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας κλπ), ασχολείται με την αντιμετώπιση του φαινομένου.
-
Αφού διακόπηκε η εύρυθμη λειτουργία του μεγαλυτέρου λιμανιού της χώρας, του Πειραιά και αυτών της Χίου και Μυτιλήνης.
-
Αφού διακόπηκε η σιδηροδρομική σύνδεση με την Ευρώπη εξαιτίας της Ειδομένης.
-
Αφού το 2015 συρρικνώθηκε η τουριστική περίοδος στα περισσότερα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με ακυρώσεις συνεδρίων, διανυκτερεύσεων και προσεγγίσεις κρουαζιερόπλοιων.
-
Αφού η παραπαίουσα ελληνική οικονομία συνεχίζει να υφίσταται πλήγματα με τις ανάγκες που προκύπτουν καθημερινά για τη μεταφορά, σίτιση, ιματισμό, παροχή υποδομών διαμονής, ειδών υγιεινής κ.ο.κ, των προσφύγων – μεταναστών.
-
Αφού με τους χειρισμούς τους, και στο μεταναστευτικό - προσφυγικό, εξαθλίωσαν μια χώρα …
Τώρα θυμήθηκαν να ενημερώσουν (1604/557978/21-3-2016 Έγγραφο Υπουργείου Εσωτερικών) τους εμπλεκομένους φορείς ότι, πρόσφυγες και μετανάστες, δεν μπορούν να κυκλοφορούν ελευθέρα, έξω από τα Hot spots , ανά την επικράτεια, φεύγοντας όποτε θέλουν, αλλά μόνο όταν διαθέτουν Βεβαίωση αναβολής απομάκρυνσης ή Υπηρεσιακό σημείωμα οικειοθελούς αναχώρησης, τα οποία εκδίδονται από τις υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ
Τώρα θυμήθηκαν να ενημερώσουν (1604/604387/29-3-2016 Έγγραφο Υπουργείου Εσωτερικών / Αρχηγείο ΕΛ.ΑΣ) τους εμπλεκομένους φορείς ότι πρόσφυγες και μετανάστες τελούν υπό καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας τους μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται από το Νόμο 3907/2011 «Ίδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής κ.α » (ΦΕΚ 7Α/26-01-2011) ο οποίος ισχύει εδώ και πέντε χρόνια.
Τώρα θυμήθηκαν ότι η ποινική διαδικασία δεν προβλέπεται μόνο για τους διακινητές- δουλεμπόρους, αλλά και για αυτούς που εισέρχονται παράνομα στη χώρα μας (Ν.1975/1991 «Είσοδος- έξοδος, παραμονή, εργασία, απέλαση αλλοδαπών, διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπών προσφύγων κλπ» όπως ισχύει σήμερα με τις τροποποιήσεις των Ν. 2542/1996, 2713/1999 και 2910/2001).
Τώρα ευελπιστούν και περιμένουν να αρχίσει, από τη Δευτέρα 4 Απριλίου 2016, η υλοποίηση, της Συμφωνίας Επανεισδοχής Ε.Ε – Τουρκίας, της 18ης Μαρτίου 2016, με τη συμμετοχή της Frontex , για την επαναπροώθηση στην Τουρκία των πρώτων παράνομων μεταναστών, αρχής γινομένης από το λιμάνι της Μυτιλήνης για το Δικελί.
Τώρα;
Το αποτέλεσμα του εγχειρήματος, που ξεκινά τη Δευτέρα 4 Απριλίου 2016, θα δείξει, αν θα πούμε «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα» ή «ποτέ δεν είναι αργά»…
Αλεξανδρούπολη Απρίλιος 2016
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ (ε.α)

Με την προώθηση, για πανορθόδοξη αποδοχή, του προσυνοδικού κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», ολοκληρώνεται μια εκατονταετής διεργασία διαστρεβλώσεως της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Στον βαθμό που η πανορθόδοξη Σύνοδος αποδεχθεί την εσφαλμένη διδαχή, ότι οι αιρετικές τελετουργίες είναι Μυστήρια της Μίας Εκκλησίας, θα φέρει αναλόγως και την ευθύνη της συναινέσεως στην υιοθέτηση μιας νέας εκκλησιολογίας.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία χωρίς προσδοκίες.
Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας - Πειραιάς - Τετάρτη 23.3.2016 ώρα 9 πμ - 9 μμ
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ ΩΣ ΒΑΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ (Συμπόρευση με την Β΄ Βατικανή Σύνοδο)
Πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers, εφημερίου Ι.Ν. Προφ. Ηλιού, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης
Ο Ακινάτης, αναπτύσσοντας το μεσαιωνικό δόγμα του βαπτισματικού χαρακτήρα, παραθέτει το επιχείρημα του Αυγουστίνου.[1] Ωστόσο η χρήση του όρου «χαρακτήρας», από τον Ακινάτη, είναι αρκετά διαφορετική από του Αυγουστίνου. Για τον Ακινάτη ο χαρακτήρας είναι ένα ανεξάλειπτο σημάδι στην ψυχή,[2] το οποίο δεν μπορεί ποτέ να αφαιρεθεί.[3] Για τον Αυγουστίνο είναι ένα εξωτερικό σημείο. «Αναφέρεται κυριολεκτικά σ’ ένα σημάδι πάνω στο σώμα, και το χρησιμοποιεί ως μία αναλογία, για να εξηγεί την εγκυρότητα του ιερού σημείου του Βαπτίσματος».[4] Η θεωρία αυτὴ βασίζεται στην ιδέα ότι το εξωτερικό σημείο του Βαπτίσματος μπορεί να κατέχεται από κάποιον, ο οποίος είναι, στην πραγματικότητα, εσωτερικά ξένος προς το σώμα της Εκκλησίας και επομένως στερούμενος της μυστηριακής αποτελεσματικότητας. Αυτή η διαφορά έχει μείζονες συνέπειες για το νόημα της μυστηριακής αποτελεσματικότητας.
Για τον Ακινάτη, ο βαπτισματικός χαρακτήρας παράγει πνευματικά αποτελέσματα και «σφραγίζεται» πάνω στην ψυχή όλων εκείνων, οι οποίοι είναι έγκυρα βαπτισμένοι. Το σημείο επομένως, απλώς και μόνον επειδή είναι εξωτερικά έγκυρο, επιφέρει ένα διαρκές αποτέλεσμα στην ψυχή. Αυτό ακριβώς είναι που δεν συμβαίνει στην θεωρία του αγίου Αυγουστίνου: τα έγκυρα Μυστήρια μπορεί να είναι – και πολλάκις είναι πράγματι – εντελώς στερημένα πνευματικής αποτελεσματικότητoς.[5] Σ’ αυτήν τη διδασκαλία του Ακινάτη βρίσκουμε ίσως το πρώτο βήμα προς την πλήρη αποδοχή της παρουσίας και επενεργείας του Αγίου Πνεύματος εκτός της Εκκλησίας, στα Μυστήρια των σχισματικών και αιρετικών.[6]
Όπως στην περίπτωση του Αυγουστίνου - του οποίου η «νέα θεολογία» της Εκκλησίας αποσκοπούσε σε μία επιφυλακτική ανάπτυξη της Πατερικής ομοφωνίας, αλλά εν τούτοις έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για ευρύτερες μεταρρυθμίσεις – έτσι και στην περίπτωση του Ακινάτη, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός έθεσε το θεμέλιο για τις μεταγενέστερες θεολογικές εξελίξεις.
Στο έργο του Σύνοψις της Θεολογίας (Summa Theologica) – ερώτ. 64, απάντ. 9 – ο Ακινάτης υποστηρίζει κατά βάσιν την θέση που η Β’ Βατικανὴ έμελλε αργότερα να εγκαταλείψει, όσον αφορά τους «χωρισμένους αδελφούς» και συγκεκριμένα την Αυγουστίνεια διάκριση ανάμεσα στο «μυστήριο» και την «πραγματικότητα» του Μυστηρίου. Εκεί διατυπώνει τη θέση ότι υπάρχουν αιρετικοί, οι οποίοι «τηρούν μεν την (εξωτερική) μορφή που επιτάσσει η Εκκλησία» και «μεταδίδουν το Μυστήριο, αλλά όχι την πραγματικότητα». Ωστόσο, όπως τονίζει, αναφέρεται σ’ αυτούς οι οποίοι είναι “εξωτερικά αποκομμένοι από την Εκκλησία», με την έννοια ότι ένας «ο οποίος λαμβάνει απ’ αυτούς τα Μυστήρια αμαρτάνει και ως εκ τούτου κωλύεται να λάβει το αποτέλεσμα του Μυστηρίου». Εδώ αξίζει να τονισθεί ότι αυτό που εμποδίζει την πρόσληψη της πραγματικότητας απ’ αυτούς είναι η αμαρτία τους ότι έλαβαν το Μυστήριο από γνωστούς αιρετικούς και όχι ότι είναι αδύνατον για την μυστηριακή πραγματικότητα να μεταδοθεί εκτός της Εκκλησίας.
Ο Ακινάτης γράφει ότι οποιοσδήποτε δέχεται τα Μυστήρια από αφορισμένο ή αποσχηματισμένο ιερουργό «δεν λαμβάνει την πραγματικότητα του μυστηρίου, παρεκτὸς αν η άγνοιά του τον δικαιολογεί». Για τον Ακινάτη επομένως, το εμπόδιο για την αποτελεσματικότητα και την πραγματικότητα της χάριτος στο Μυστήριο δεν είναι απαραιτήτως η έλλειψη ενότητας, όπως ο Αυγουστίνος θα το έθετε, αλλά η εκούσια συμμετοχή στην αμαρτία της παρακοής και της αποστασίας. Η «ισχύς της μεταδόσεως των Μυστηρίων» διατηρείται στον σχισματικό ή αιρετικό κληρικό, κατά τρόπον ώστε κάποιος ο οποίος εν αγνοία του δέχεται απ’ αυτόν το Βάπτισμα, δεν έχει λάβει μόνον ένα αληθινό Μυστήριο, αλλά επίσης έχει δεχθεί την πνευματική πραγματικότητα του Βαπτίσματος, συμπεριλαμβανομένης της μυήσεως και ενσωματώσεως στον Χριστό.
Ο Ακινάτης γράφει τα ίδια, στο έργο του Σχόλια περὶ τῶν Προτάσεων τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ, υποστηρίζοντας ότι «οι αιρετικοί και οι αποκομμένοι από την Εκκλησία μεταδίδουν μεν αληθινά μυστήρια, πλην όμως ουδεμία χάρις παρέχεται εξ αυτών, όχι εξ αιτίας ελλείψεως στα Μυστήρια, αλλά εξ αιτίας της αμαρτίας εκείνων οι οποίοι δέχονται τα Μυστήρια από τέτοιους (ιερουργούς), κατά παράβασιν της απαγορεύσεως της Εκκλησίας»[7] . Αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο, το οποίο ξεχωρίζει τον, μετά το Σχίσμα, Καθολικισμὸ από τον Αυγουστίνο και την προ του Σχίσματος Εκκλησία στην Δύση. Όταν, με βάση τον επαναπροσδιορισμό από την Β’ Βατικανή των σχισματικών και αιρετικών ως “χωρισμένων αδελφών», η Σύνοδος όχι μόνον θα άρει οποιαδήποτε τέτοια απαγόρευση, αλλά και θα ενθαρρύνει την περιορισμένη μυστηριακή διακοινωνία, τότε η «ζωή της χάριτος» θα θεωρηθεί ότι εκπηγάζει από την λειτουργική ζωή και προσευχή των «αποστατών» – μία ζωή που ανοίγει την πρόσβαση στην σύναξη των σωζομένων (Unitatis Redintegratio 3c).
Ακριβώς επάνω σ’ αυτό το σημείο – της αποτελεσματικότητας, δια μέσου της αγνοίας και της θεώρησης του «χαρακτήρα» ως σημείου της ιδιότητας του μέλους της Εκκλησίας – θα διατυπώσουν την νέα θέση τους για το σχίσμα, την αίρεση και την εκκλησία οι διαμορφωτές της νέας εκκλησιολογίας. Ο Ακινάτης παρείχε, τρόπον τινά, τα οικοδομικά υλικά για την διαμόρφωση της νέας θεωρίας περί της Εκκλησίας. Το σημαντικότερο απ’ αυτά τα «λιθαράκια» στο νέο οικοδόμημα είναι η απόδοση, σε κάθε έγκυρο Μυστήριο, πνευματικών αποτελεσμάτων για όλους πλήν εκείνων, που εν γνώσει τους κοινωνούν με το σχίσμα και την αίρεση. Έτσι, ως συνεχιστής του Ακινάτη, ο Bernard Leeming μπορούσε να δηλώσει ακόμη και το 1960, πριν από την Β’ Βατικανή, ότι, «αν το Μυστήριο είναι έγκυρο, η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται αποκλειστικά από την προαίρεση του λήπτη του Μυστηρίου»[8] .
Δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά της Νέας Εκκλησιολογίας της Β’ Βατικανής Συνόδου
Έμελλε να περάσουν περίπου επτά αιώνες σημαντικών μεταβολών στην μυστηριακή θεολογία και εκκλησιολογία των Λατίνων, από τις περιεκτικές αναφορές του Θωμά Ακινάτη ως το ‘νέο όραμα’ της Εκκλησίας, που προέβαλε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, η άλλοτε δεδομένη ενότητα των Μυστηρίων χάθηκε, τόσο πρακτικά όσο και θεολογικά, κατά τρόπον ώστε το βάπτισμα να θεωρείται από μόνο του επαρκές για την μύηση στην Εκκλησία.
Ωστόσο, μόνο με την επέλευση του οικουμενισμού και την ρηξικέλευθη σκέψη ενός διανοητή, του λεγομένου «πατέρα της Β’ Βατικανής» Yves Congar, βλάστησε ο σπόρος που έσπειρε ο Ακινάτης κι έγινε το οικουμενικό δένδρο, που είναι αυτή η νέα εκκλησιολογία.
Ήδη το 1939, στο πρωτοποριακό έργο του, Divided Christendom,[9] (Διαιρεμένος Χριστιανισμός), ο Γάλλος Δομινικανός θεολόγος, Congar, έθεσε τους θεμέλιους λίθους της νέας οικουμενικής εκκλησιολογίας, η οποία έμελλε να διακηρυχθεί στη Β’ Βατικανή και να υιοθετηθεί στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως.
Α. Εκκλησιαστικά Στοιχεία
Ο Congar «επιβεβαίωσε πως ο Οικουμενισμός αρχίζει αφ’ ης στιγμής αρχίζουμε να εξετάζουμε τον Χριστιανισμό όχι μόνον των εξατομικευμένων σχισματικών χριστιανών, αλλά ολόκληρων σχισματικών εκκλησιαστικών σωμάτων, αυτών καθαυτών»[10] Στην βάση της καινοτόμου αυτής προσεγγίσεως οδηγήθηκε κατόπιν σε άλλες καινοτομίες, συγκεκριμένα “κατέληξε στη δική του εκδοχή, προτείνοντας ότι οι σχισματικές κοινότητες διατηρούσαν, στη σχισματική κατάστασή τους, στοιχεία του Una Sancta»[11]Επιπλέον, αν αυτά τα στοιχεία – και κυρίως τα ιερά μυστήρια, πρωτίστως δε το Βάπτισμα – διατηρούν «καλή τη πίστει» την «ουσία της αποτελεσματικότητάς τους», τότε «επιφέρουν στην ψυχή του σχισματικού χριστιανού» «μία πνευματική ενσωμάτωση (voto) στην Εκκλησία», καθιστώντας τον σχισματικό μέλος της Εκκλησίας, το οποίο τείνει προς «μία συνολικὴ και πρακτική ενσωμάτωση στο εκκλησιαστικό Καθολικό Σώμα»[12].
Αυτή η κεντρική υπόθεση, ότι τα «στοιχεία» της Εκκλησίας, όπως είναι το Βάπτισμα, μπορούν να αποσπώνται από το σύνολο και εν τούτοις να εξακολουθούν να είναι ζωοπάροχα, διατρέχει και υποστηρίζει το σύνολο της νέας εκκλησιολογίας. Αυτή η θεωρία των αυτόνομων εκκλησιαστικών στοιχείων, που δέχεται η Β΄ Βατικανή, όχι μόνον δεν αποτελεί επιστροφή στους Πατέρες, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει τις ρίζες της σε καμμία Πατερικὴ πηγή, παρά στη διδασκαλία του Ιωάννου Καλβίνου vestigiaecclesiae, κάτι το οποίο ανέπτυξε και παρουσίασε ο Yves Congar με μία ανεπαίσθητη αλλαγή εμφάσεων.[13] Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο σχισματικός ή αιρετικός γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας...χάρις στὸν «βαπτισματικὸ χαρακτήρα», όχι όμως μέσω μίας σαφούς ομολογίας Πίστεως, μίας πλήρους μυστηριακής ζωής ή...κοινωνίας εν πίστει και αγάπῃ. Γράφει ο Congar: “Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία περιλαμβάνει μέλη, τα οποία φαίνονται να είναι εκτός αυτής. Ανήκουν αοράτως μεν και ατελώς, αλλά ανήκουν πραγματικά σ’ αυτήν.”[14]
Β. Αναγνώριση Εκκλησιαστικότητας σε Ετερόδοξες Ομολογίες
Η απόσταση από την αναγνώριση «εκκλησιαστικών στοιχείων» μεταξύ των ετεροδόξων ως την αναγνώριση «εκκλησιαστικού χαρακτήρα», ή «εκκλησιαστικότητας», σε ετερόδοξες ομολογίες, είναι ένα πολύ μικρό βήμα. Αυτό το βήμα το έκανε εύκολα η Β’ Βατικανή.[15] Τώρα οι Ορθόδοξοι οικουμενιστές περιμένουν το βήμα αυτό να το κάνει η επικείμενη πανορθόδοξη Σύνοδος.
Επιτρέψτε μου να παραθέσω τα λόγια ενός επιφανούς θεολόγου και ερμηνευτή, του Johannes Feiner, με τα οποία περιγράφει την περίφημη εκκλησιολογία “communio” της Β’ Βατικανής, και όπου φαίνεται ξεκάθαρα τι σημαίνει αναγνώριση «εκκλησιαστικότητας» για τον Οικουμενισμό μετά τη Β΄Βατικανή Σύνοδο:
επειδή η Εκκλησία θεωρείται ως μία “communio” ή «μία σύνθετη πραγματικότητα με την μορφή μίας κοινωνίας, η ενότητα της οποίας έχει επέλθει από πολλούς και ποικίλους παράγοντες, είναι ανοιχτή η πιθανότητα τα συστατικά στοιχεία της Εκκλησίας να είναι παρόντα ακόμη και σε χριστιανικές κοινότητες εκτός της Καθολικής εκκλησίας και να μπορούν να προσδίδουν σ’ αυτές τις κοινότητες τον χαρακτήρα Εκκλησίας. Συνεπώς η μία Εκκλησία του Χριστού μπορεί επίσης να είναι παρούσα εκτός της Καθολικής Εκκλησίας και είναι πράγματι παρούσα.”[16]
Σ’ αυτό λοιπόν αποσκοπεί η αναγνώριση στοιχείων της Εκκλησίας, όπως είναι το βάπτισμα, εκτός της Εκκλησίας, καθώς επίσης και η αναγνώριση «εκκλησιαστικότητας» των ετεροδόξων: στην επέκταση των ορίων της Εκκλησίας, κατά τρόπον ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία να μην ταυτίζεται αποκλειστικά με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Πράγματι, ο σκοπός της εισαγωγής, στο πλαίσιο της Β΄Βατικανής Συνόδου, της προκλητικής ρηματικής διατύπωσης subsistit in [ενυπάρχει], σε αντικατάσταση της παλαιότερης est [είναι], που εξέφραζε μια αυστηρή ταύτιση μεταξύ της Μίας Εκκλησίας και του Καθολικισμού, ήταν να διαφοροποιήσει ανάμεσα στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού και τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Παρόμοιο αντίκτυπο είχε στη συνείδηση των Ορθοδόξων η ευρέως διαδεδομένη φράση, που έγινε πρώτη φορά γνωστή από τον Παύλο Ευδοκίμοφ, αργότερα δε, μέσα από τα έργα του μητροπολίτη Κάλλιστου Ware: «Γνωρίζομε πού είναι η Εκκλησία, δεν έχομε όμως την εξουσία να εκφέρωμε κρίση και να ειπούμε πού δεν είναι η Εκκλησία.»[17] Αυτού του είδους η αποφατική, σχεδόν αγνωστικιστική προσέγγιση στην εκκλησιολογία, επηρέασε καίρια τη διαμόρφωση της νέας εκκλησιολογίας της Β΄Βατικανής.[18] Φαίνεται να συνδέεται με μια, κραυγαλέα, και εκτός συνάφειας του κειμένου, παρερμηνεία της περίφημης φράσης του αγίου Ειρηναίου Λουγδούνου: «Διότι εκεί όπου είναι η Εκκλησία, εκεί είναι το πνεύμα του Θεού, και όπου είναι το Πνεύμα του Θεού, εκεί είναι η Εκκλησία».[19] Παρότι ο άγιος είπε αυτά τα λόγια αντιπαραθέτοντας, προς τις «διεστραμμένες γνώμες», τον αγιοπνευματικό χώρο «των αποστόλων, προφητών, διδασκάλων» και των Μυστηρίων, δια των οποίων ενεργεί το Πνεύμα μέσα στην Εκκλησία, μολαταύτα τα λόγια του αποσπάσθηκαν από τη συνάφεια του κειμένου για να εξυπηρετήσουν τον ισχυρισμό ότι οπουδήποτε και οπωσδήποτε ενεργεί το Πνεύμα (ιδίως εν μέσω των ετεροδόξων), εκεί η Εκκλησία είναι παρούσα δεχόμενη νέα μέλη.[20]
Αυτή η διαστρέβλωση της θεώρησης του αγίου Ειρηναίου για την Εκκλησία συνάδει με την άρνηση των οικουμενιστών να αναγνωρίσουν τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας,[21] που είναι ασφαλώς η «συμφωνία των Πατέρων» της πρώτης Εκκλησίας[22] και χωρίς τα οποία οι κανόνες χάνουν το νόημα και την ισχύ τους.[23]
Υπό το φως αυτών των απόψεων, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ορισμένοι έχουν πάψει να βλέπουν την Εκκλησία ως συνέχεια της Ενανθρωπήσεως.[24] Στη ρίζα αυτών των καινοτομιών βλέπουμε μια αδυναμία να σταυρωθεί η λογική και να γίνει αποδεκτό «το σκάνδαλο του συγκεκριμένου» [the scandal of the particular], καθώς επίσης μια αποτυχία να ερμηνευθεί – με όρους συνεπείς προς την Ορθόδοξη εκκλησιολογία της Ενσαρκώσεως – η φύση του έργου του Αγίου Πνεύματος εκτός της Ευχαριστιακής Συνάξεως.[25]
Η νέα εικόνα της Εκκλησίας η οποία προβάλλεται, με βάση την αναγνώριση του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» ποικίλων χριστιανικών ομολογιών, περιγράφεται πολύ παραστατικά από τον Ιησουΐτη ακαδημαϊκό θεολόγο Francis Sullivan:
“μπορεῖ κάποιος νὰ σκεφθεῖ τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία ὡς μία κοινωνία (communion) – σὲ ποικίλα ἐπίπεδα πληρότητας – ‘σωμάτων’ ποὺ εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο πλήρεις Ἐκκλησίες … εἶναι μία πραγματικὴ κοινωνία, ποὺ πραγματοποιεῖται σὲ ποικίλους βαθμοὺς πυκνότητας ἢ πληρότητας, μία κοινωνία ‘σωμάτων’ ποὺ στὸ σύνολό τους ἔχουν πραγματικὰ ἐκκλησιαστικὸ χαρακτήρα, παρ᾽ ὅτι κάποια πληρέστερα ἀπὸ ἄλλα.”[26]
Είναι καίριας σημασίας, να έχει κανείς στο νου του αυτή την ιδέα της Εκκλησίας, όταν διαβάζει το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό Χριστιανικό Κόσμο». Στο παραμορφωμένο οικουμενικό εκκλησιολογικό πλαίσιο τού – μετά τη Β΄ Βατικανή – οικουμενισμού, η απλή ταύτιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν αποκλείει την ταυτόχρονη αναγνώριση άλλων εκκλησιών, ως φορείς «εκκλησιαστικού χαρακτήρα», έστω κι αν είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλήρεις εκκλησίες». Μία τέτοια ανορθόδοξη ανάγνωση είναι πολύ πιθανόν όταν το κείμενο κάνει ιδιαίτερες αναφορές σε ετερόδοξες ομολογίες ως «εκκλησίες». Σε ένα δογματικό κείμενο τέτοιας φύσεως, θα έπρεπε να είναι προφανές, ότι ο όρος πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυστηρά σύμφωνα με την Ορθόδοξη έννοια της λέξης, ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε πιθανή παρερμηνεία.
Με δεδομένο το νέο αυτό ανορθόδοξο εκκλησιολογικό πρότυπο τού Οικουμενισμού, υπάρχει επαρκής θεολογική βάση για τους ιεράρχες των τοπικών εκκλησιών να απορρίψουν το εν λόγω προσχέδιο κειμένου, για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους. Αν, όμως, εξετάσουμε επιπλέον και τις απόψεις κάποιων εξεχόντων οικουμενιστών θεολόγων, μεταξύ των Ορθοδόξων, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα έχουν ασχοληθεί ενεργά με την κατάρτιση των Προσυνοδικών κειμένων, τότε προβάλλει επείγουσα η ανάγκη για ανεπιφύλακτη καταδίκη της νέας εκκλησιολογίας, ούτως ώστε να μην γίνουν αποδεκτές ετερόδοξες αντιλήψεις για την Εκκλησία ως Ορθόδοξες.
Η υιοθέτηση, από Ορθοδόξους Οικουμενιστές, ορισμένων Βασικών Συστατικών Στοιχείων της Νέας Εκκλησιολογίας
Οι εκκλησιολογικές απόψεις εξεχόντων οικουμενιστών, παρότι υστερούν σε σχέση με την εκλεπτυσμένη ανάπτυξη των αντίστοιχων της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εντούτοις συνάδουν με αυτές των Λατίνων ομολόγων τους στα ουσιώδη στοιχεία της νέας εκκλησιολογίας. Τα δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά της νέας εκκλησιολογίας, που αναφέρθηκαν νωρίτερα - η αναγνώριση του ετεροδόξου Βαπτίσματος καθεαυτού και η συνακόλουθη αναγνώριση του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» των ετεροδόξων ομολογιών – έχουν γίνει αποδεκτά από εξέχοντες σύγχρονους οικουμενιστές, όπως είναι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζησιούλας, ο μητροπολίτης Ιλαρίων Αλφέγιεφ, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο καθηγητής Στυλιανός Τσομπανίδης, ο μητροπολίτης Kallistos Ware, ο καθηγητής Michel Struve και άλλοι.
Εδώ μπορώ επιγραμματικά μόνο να αναφέρω τους πιο αντιπροσωπευτικούς, επικεντρώνοντας κυρίως στις απόψεις αυτών των θεολόγων, οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με την κατάρτιση του Προσυνοδικού κειμένου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο βασικός πρωταγωνιστής της συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου, έχει επανειλημμένα εκφραστεί, λόγω και έργω, εναρμονιζόμενος με τη νέα οικουμενική εκκλησιολογία.[27]
Συνεπής προς αυτήν, μετά τη Συμφωνία του Balamand δήλωσε μαζί με τον τότε πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Καθολικισμός είναι «Αδελφές Εκκλησίες, υπεύθυνες από κοινού για τη διαφύλαξη της Μίας Εκκλησίας του Θεού»· κάλεσαν δε όλους τους Ορθοδόξους να αναγνωρίσουν ότι μοιραζόμαστε με τους Λατίνους ένα κοινό βάπτισμα και κοινή μυστηριακή ζωή.[28]
Η de facto διαίρεση της Εκκλησίας, που απορρέει από την αποδοχή ενός κοινού βαπτίσματος και κοινής Ευχαριστίας, δηλώθηκε επίσης καταφατικά από τον Πατριάρχη μόλις το 2014 στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως, στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ακριβώς, ο Πατριάρχης, «γυμνή τη κεφαλή», κήρυξε την παναίρεση της νέας οικουμενικής εκκλησιολογίας, η οποία προωθεί την ιδέα μιας διαιρεμένης εκκλησίας και πολλαπλών άλλων, μερικώς αληθινών, εκκλησιών. Ο κ. Βαρθολομαίος ανέπτυξε σαφώς ένα μείζον αξίωμα της νέας εκκλησιολογίας: συγκεκριμένα, ότι η Μία Εκκλησία δεν υφίσταται σήμερα αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας ορισμένης ή άλλης Εκκλησίας και ότι οι χωρισμένες Εκκλησίες δεν παύουν να είναι ένα, παρά το γεγονός ότι έχει χαθεί η ενότητα της Πίστεως.[29]
Παρακαλώ προσέξτε, ότι ο Πατριάρχης, όπως συμβαίνει και στο προσυνοδικό κείμενο, δηλώνει δύο αντίθετες ιδέες: ότι η Εκκλησία είναι μία, προφανώς μόνον εκτός χρόνου, και παρ’ όλα αυτά ενυπάρχει σε χωρισμένες τοπικές εκκλησίες. Αυτή η αντίφαση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της νέας εκκλησιολογίας, που απορρίπτει τον λεγόμενο «οικουμενισμό της επιστροφής» και επιμένει στον «οικουμενισμό της ενσωμάτωσης».[30]
Το πιο διαβόητο παράδειγμα τέτοιου «οικουμενισμού της ενσωμάτωσης» είναι η Συμφωνία του Balamand. Στο Balamand, κατ’ ουσίαν υιοθετήθηκε η ίδια εκκλησιολογία, που υποστηρίζει ο Πατριάρχης και αποτυπώθηκε προδήλως στο εν λόγω Προσυνοδικό κείμενο - η αναγνώριση των μυστηρίων και του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» μιας εκκλησίας διασπασμένης και εντούτοις ακόμη, τρόπον τινά, ενωμένης.[31] Αυτή η εκτροπή έκανε τον μακαριστό πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη να αναφερθεί στο Balamand ως συνέχεια, ως επακόλουθο, της Β’ Βατικανής Συνόδου.[32]
Στην ρίζα της υιοθετήσεως της νέας οικουμενι(στι)κής εκκλησιολογίας, από τους θεολόγους με «οικουμενικό» φρόνημα, βρίσκεται η παρανόηση ή απόρριψη της «κατ’οἰκονομίαν» πρακτικής της Εκκλησίας της αποδοχής του αιρετικου ή σχισματικου «βαπτίσματος». Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η όντως φιλάνθρωπη οικονομία της Εκκλησίας είναι ουσιαστικά η ελευθερία της Κεφαλής της Εκκλησίας, του Χριστού μας, να εργάζεται την σωτηρία εν τῃ Εκκλησίᾳ όπως Εκείνος κρίνει (εάν είναι όντως οικονομία και όχι απλώς παρανομία). Ο Κύριος, ο οποίος είπε ότι πάντες πρέπει να βαπτιστουν ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος (Ιω. 3:5) για να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού, επίσης είπε στον αβάπτιστο ληστή επί του σταυρού, «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκά 23:43). Επίσης, έχουμε πλήθος μαρτύρων, οι οποίοι βαπτίσθηκαν στο αίμα τους και όχι σε νερό και άλλους οι οποίοι κρεμάστηκαν ή θανατώθηκαν με κάποιον άλλο, αναίμακτο τρόπο. Έτσι λοιπόν, είναι ξεκάθαρο ότι ο Κύριος δεν περιορίζεται από τις δικές Του εντολες, είναι ελεύθερος να εργάζεται την Θεία Οἰκονομία ἐν τῃ Εκκλησίᾳ του.
Αυτό ακριβώς είναι τό κλειδί: «ἐν τῃ Εκκλησίᾳ». Η οικονομία δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει βάση εκκλησιολογίας, όπως η ελευθερία του Κυρίου δεν μπορεί ποτέ να αντιταχθεί προς τις ίδιες Του τις Εντολές. Η οικονομία δεν ισούται με την αναγνώριση εκκλησιαστικών μυστηρίων αυτών καθαυτών. Ωστόσο, αυτό ακριβώς θα επιθυμούσαν, μερικοὶ από τους εξέχοντες οἰκουμενιστές καὶ συντάκτες τοῦ προσυνοδικού κειμένου να εγκρίνουν οι Ορθόδοξοι. Ωθούν προς την πανορθόδοξη αναγνώριση μίας διαφορετικής, ανορθόδοξης εικόνας της Εκκλησίας, μίας αιρετικής εκκλησιολογίας, η οποία έχει ήδη γίνει δεκτή από τη, Β΄ Βατικανή και πολλούς συμμετέχοντες στο Π.Σ.Ε. Τώρα πλέον πρέπει να είναι σαφές σε όλους, ότι η απόρριψη του δίπτυχου κανόνα της εκκλησιαστικής ζωής, ακρίβεια-οικονομία, ως ερμηνευτικο κλειδί της ποιμαντικής μας πρακτικής οδηγεί αργά ή γρήγορα σε μια αιρετική θεώρηση της Εκκλησίας.
Συμπέρασμα
Σήμερα, η ολισθηρή κατηφόρα της καινοτομίας έχει οδηγήσει πολλούς οικουμενιστές μέχρι του σημείου να αναγνωρίζουν όχι μόνον το Βάπτισμα, αλλά και την «Θεία Ευχαριστία των ετεροδόξων».[48] Εξ αιτίας της ενότητος των μυστηρίων, η αναγνώριση της Θείας Ευχαριστίας είναι το αναμενόμενο και λογικό αποτέλεσμα της αποσύνδεσης των κανονικών και χαρισματικών ορίων της Εκκλησίας, τα οποία συμπίπτουν και φανερώνονται στην Θεία Ευχαριστία. Παρότι η Ορθόδοξη Πίστη φέρεται ακόμη ως το εκ-των-ων-ουκ-άνευ για το «Κοινόν Ποτήριον», στην πραγματικότητα με την αναγνώριση «ετεροδόξων μυστηρίων», ακόμη και αυτής της Θείας Ευχαριστίας, η ενότητα της Πίστεως έχει πάψει να αποτελεί προαπαιτούμενο.
Πράγματι, αν η παν-Ορθόδοξη Σύνοδος επιτρέψει μια οικουμενιστική ερμηνεία, αναγνωρίζοντας «μυστήρια «και «εκκλησιαστικότητα» των ετεροδόξων, τότε το Κοινόν Ποτήριον θα είναι απλώς μια τυπική επιβεβαίωση της παρεκτροπής. Θα έχει τότε ήδη επιτευχθεί μία ένωση, αλλά θα είναι ουσιαστικά ψευδο-ένωση, δεδομένου ότι οι ετερόδοξοι δεν θα έχουν αποκηρύξει ούτε ένα αιρετικό δόγμα.
[1] Πρβ. Summa Theologica III Q. 63, 66 (A.9) και 69.
[3] Ό.π., 63.5. Όπως σημειώνει ο Ιωάν. Γιόκουμ αναφορικὰ με την άποψη του Ακινάτη περί του ανεξίτηλου του χαρακτήρα ως αντικειμένου στην χάρη εντός της ψυχής του λήπτη των Μυστηρίων: «Ο Θωμάς διακρίνει τα δύο αποτελέσματα των Μυστηρίων, την χάρη και το χαρακτήρα, σύμφωνα με τη μονιμότητά τους. Ο χαρακτήρας είναι ένα είδος εκπροσώπησης στην διακονία της Θείας λατρείας, κατά την οποία εξουσιοδοτείται κάποιος να μεταδώσει ή να λάβει τα Μυστήρια. Ως εκ τούτου είναι αδιάφορη η καλή ή κακή χρήση, αλλά και σε περίπτωση αντικανονικής χρήσης δεν εξαλείφεται (ST, III, 63, 2; 63, 4). Εν όσω η χάρη, όπως λέει, βρίσκεται εντός της ψυχής ως μορφή είναι μεταβλητή, καθόσον η ίδια η ψυχή είναι μεταβλητή. Δηλαδή, υπόκειται στις συνέπειες της άσκησης της ελεύθερης βούλησης, διότι υποκείμενό της είναι το πρόσωπο που την λαμβάνει. Ο χαρακτήρας, ωστόσο, αποτελεί ένα είδος οργανικής δύναμης και υποκείμενό του είναι ο κύριος συντελεστής, ο Χριστός, η ιερωσύνη του οποίου διαρκεί για πάντα». (Yocum, John P., “Sacraments in Aquinas” in Aquinas on Doctrine: A Critical Introduction, edited by Thomas G. Weinandy, et. al., έκδ. T & T Clark, London 2004, σ. 172-173).
[4] Cary, Philip, Outward Signs, σ. 201.
[6] Σε αντίθεση με την κατανόηση του όρου «σφραγὶς» τόσο από τον Αυγουστίνο όσο και από τον Ακινάτη, για τους Πατέρες της Εκκλησίας στην Ανατολή, σύμφωνα με τον Ιω. Ζιζιούλα, “the term σφραγὶς [seal] would never acquire…a strictly ontological meaning in the sense of πρᾶγμα [thing]; it would be understood rather as σχέσις [relation], which is usually contrasted by them with πράγμα” [«Ο όρος σφραγίς δεν θα αποκτά ποτέ...μία αυστηρή οντολογική έννοια με την σημασία του πράγματος· θα κατανοείται μάλλον ως σχέσις, η οποία συνήθως αντιπαραβάλλεται με πράγμα»] (John D. Zizioulas, Being As Communion: Studies in Personhood and the Church, ἔκδ. St. Vladimir’s Seminary Press,Crestwood, NY. 1993, σ. 235). Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η μοναδική Ακινάτεια ανάπτυξη του «χαρακτήρα» ή της «σφραγίδας» απουσιάζει παντελώς από την μυστηριακή θεολογία του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, που βλέπει την «σφραγίδα» ως ουσιαστικά συνώνυμη με το «χρίσμα» και με τους άλλους όρους που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή του Βαπτίσματος: «Χρίσμα δε ὅτι τὸν δι’ ἡμᾶς χρισθέντα τὸν Χριστὸν ἐγγράφει τοῖς τελουμένοις, καὶ σφραγίς ἐστιν αὐτὸν ἐνσημαίνουσα τὸν Σωτῆρα. Τὸ γὰρ χρῖσμα πανταχοῦ διὰ πάσης ἀκριβῶς τῆς μορφῆς ἀφιγμένον τοῦ σώματος τοῦ δεξαμένου καὶ προσαρμόσας, αὐτὸν ἐν αὐτῷ φέρει τὸν ἀληλιμμένον ἐνσημανθέντα, καὶ τὸ εἶδος δείκνυσι καὶ σφραγίς ἐστιν ἀτεχνῶς. Δέδεικται δὲ τοῖς εἰρημένοις, τῇ γεννήσει ταὐτὸν δύνασθαι τὴν σφραγῖδα, καθάπερ καὶ τῇ σφραγίδι τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ Βάπτισμα. Ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ χάρισμα καὶ τὸ φώτισμα καὶ τὸ λουτρὸν τῇ πλάσει καὶ γεννήσει πρὸς ταὐτὸν φέρει, δῆλον ἐγένετο πᾶσαν τοῦ Βαπτίσματος ἐπωνυμίαν τὸ ἓν ἐκεῖνο σημαίνειν ὡς ἄρα γέννησις καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἡμῖν ἐστιν ἀρχὴ τὸ λουτρόν.» (Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, έκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 88).
[7] Leeming, σ. 541 (έμφαση του γράφοντος).
[9] Congar, M. J., O.P., Divided Christendom, A Catholic Study of the Problem of Reunion, trans. M.A. Bousfield (Geoffrey Bles: The Centenary Press: London, 1939).
[10] Aidan Nichols OP, Yves Congar (Morehouse-Barlow, London, 1989), p. 102. Αυτή η μετατόπιση από την εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περίπτωσης αιρετικού στην εξέταση της αιρετικής ομάδας, αυτής καθαυτής, είναι ακριβώς στον αντίποδα των Ιερών Κανόνων και συγκεκριμένα του 95ου Κανόνος της Πενθέκτης Συνόδου, ο οποίος αναφέρεται στο Προσυνοδικό κείμενο. Αυτή είναι μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην Ορθόδοξη προσέγγιση προς τους ετεροδόξους και στη νέα, μετά την Β΄ Βατικανή, οικουμενιστική προσέγγιση – διαφορά η οποία τοποθετεί την καθεμιά από τις ανωτέρω προσεγγίσεις σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Η Ορθόδοξη θεώρηση των σχισματικών και αιρετικών στοχεύει πάντα στην ένωσή τους με τον Θεό, η οποία πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, κατά τρόπον ώστε η Οικονομία του Θεού στη ζωή τους να ασκείται βάσει προσωπικών και εκκλησιαστικών κριτηρίων και ουδέποτε βάσει απρόσωπων ή ιδεολογικών κριτηρίων.
[11] Nichols, σελ.102 (η έμφαση στο πρωτότυπο). Ο Avery Dulles, S.J., στο άρθρο του The Church, The Churches, The Catholic Church, παρέχει πληροφορίες για την προϊστορία της σημαντικής θεωρίας των «στοιχείων», του Congar: «Επιβεβαιώνει πως, παρόλο που η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει πλήρως ή τέλεια σε μία μόνο κοινωνία, εν τούτοις βρίσκεται ατελώς ή διά συμμετοχής και σε άλλες, στον βαθμό που αυτές επίσης κατέχουν ορισμένες δωρεές ή παρακαταθήκες που ανήκουν αυτοδικαίως στην Μία αληθινή Εκκλησία. Η παραλλαγμένη κάπως αυτή θέση απορρέει από το δόγμα vestigia ecclesiae, το οποίο ανάγεται πίσω στις θέσεις του Ιωάννη Καλβίνου (John Calvin, Institutes of the Christian Religion 4 (1559 ed.), κεφ. 2, Νο. 11-12). Το δόγμα αυτό, αφού αναβίωσε με την Οικουμενική Κίνηση του 20ου αιώνος, προωθήθηκε στην Ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία από τον Yves Congar και άλλους. Από το 1950 περίπου, έχει γίνει σύνηθες να μιλάμε όχι τόσο για τα ‘ίχνη’ (vestigia) της Εκκλησίας, όσο για τα «στοιχεία», «δωρεές», «παρακαταθήκες», κ.ο.κ. – εκφράσεις που ηχούν πολύ πιο θετικές και ειρηνικές.... Αυτή η ιδέα – της υπάρξεως «στοιχείων» της αληθούς Εκκλησίας έξω από το πλαίσιο του Ρωμαιοκαθολικισμού – έδωσε το έναυσμα ν’ ἀναπτυχθούν θεωρίες περί υπάρξεως άλλων χριστιανικών κοινωνιών που μπορεί να αποτελούν «ατελείς πραγματώσεις» της Εκκλησίας του Χριστού ή ακόμα και, κατ’ αναλογίαν, «Εκκλησίες». (Theological Studies, 33.2 (1972), 199-234.)
[12] Congar, Divided Christendom, p. 234-35. Στην μελέτη του με τίτλο Ecclesiality and Ecumenism: Yves Congar and the Road to Unity, ο Douglas M. Koskela τονίζει μία από τις πιο εντυπωσιακὲς αλλαγές που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της Β΄ Βατικανής: συγκεκριμένα, πριν από την σύγκλησή της οι πιο προοδευτικοί Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ήταν πρόθυμοι να συζητήσουν «για τους μη-Καθολικούς χριστιανούς, μόνον με εξατομικευμένους όρους, ως άτομα που είναι ατελή μέλη της Εκκλησίας του Χριστού». Όμως, μετά από την Β΄ Βατικανή, οι θεολόγοι άρχισαν να μιλούν με άλλους όρους: για την «ατελή παρουσία της Εκκλησίας του Χριστού στις μη-Καθολικές κοινότητες». (Koskela, Douglas M., Ecclesiality and Ecumenism: Yves Congar and the Road to Unity, έκδ. Marquette University Press, Milwaukee 2008, σ. 59).
[13] Βλ. John Calvin Institutes of the Christian Religion 4 (1559 ed.), κεφ. 2, nos. 11-12 καί Congar, Divided Christendom, σσ. 224-248. Βλέπε επίσης την πρόσφατη μελέτη: Arenas, Sandra, “Merely Quantifiable Realities? The Vestigia Ecclesiae in the Thought of John Calvin and its Twentieth Century Reception,” στο John Calvin's Ecclesiology: Ecumenical Perspectives (Ecclesiological Investigations), Gerard Mannion and Eduardus Van der Borght ed., έκδ. T & T Clark, London 2011, σσ. 69-89. Ο Καλβίνος αναπτύσσει την θεωρία τών vestigia ecclesiae στο πλαίσιο των σκέψεών του για την φύση της Εκκλησίας και την κριτική του Ρωμαιοκαθολικισμού. Παρά την θέση του, ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατέχει εσφαλμένα δόγματα και πρακτικές, υποχωρεί ωστόσο στο ζήτημα της υπάρξεως ορισμένων εκκλησιαστικών στοιχείων σ’ αυτήν – στοιχεία τα οποία ο ίδιος ονομάζει vestigia Ecclesiae. Ο Καλβίνος συμπεραίνει πως στην βάση του Βαπτίσματος ο παπικός θεσμός διατηρεί κάποια vestigia της αρχαίας εκκλησίας, τα οποία μαρτυρούν την παρουσία του Θεού· εν τούτοις, επειδή «τα ίχνη αυτά [της αληθινής εκκλησίας]…είναι σβησμένα, ισχυρίζομαι πως όλο το σώμα, καθὼς και κάθε επιμέρους κοινότητα, υστερούν ως προς την μορφή μίας νόμιμης Εκκλησίας» (4,2,11-12). Βλ. επίσης την μελέτη του Walter Kasper “The Decree on Ecumenism – Read A new After Forty Years,” όπου μεταξύ άλλων μας πληροφορεί ότι η ιδέα αυτή «ήλθε πρώτη φορὰ στην επιφάνεια από τόν Yves Congar ως μία προέκταση της Αυγουστίνειας θέσης κατά των Δονατιστών» και πως «κατά την Διακήρυξη του Τορόντο (1950) περιήλθε στην χρήση επίσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών».
[14] Congar, Divided Christendom, 234.
[15] Βλ. UR 22, LG 11, 15 καὶ Acta Synodalia, III/2, 335. Η εξήγηση του καρδινάλιου Kasper έχει ως εξής: «Το Βάπτισμα… είναι το μυστήριο της πίστεως, κατά το οποίο οι βαπτισμένοι ανήκουν στο ένα Σώμα του Χριστού, που είναι η Ελκλησία. Ως εκ τούτου, οι μη-Καθολικοί χριστιανοί δεν είναι εκτός της μίας εκκλησίας, αλλά ανήκουν ήδη σ’ αυτήν κατά τρόπο ουσιωδέστατο. Ο οικουμενισμός … έχει οντολογικό θεμέλιο και οντολογικό βάθος, στην βάση του ενός κοινού Βαπτίσματος. Είναι ένα γεγονός του Πνεύματος» (Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years”, κεφάλαιο IV, παράγραφος 3)
[16] Ό.π., σ. 68-69 (έμφαση του γράφοντος). Είναι προφανής εδώ η «εκκλησιολογία των στοιχείων», που πρότεινε ο Congar ανατρέχοντας στον Καλβίνο. Η ερμηνεία του Feiner είναι συμβατή με την επίσημη εξήγηση, ή Relatio, που αναφέρεται στίς «εκκλησιαστικές κοινότητες» της Δύσης ως εξής: «[αυτές] δεν είναι απλώς ένα σύνολο ή μία συγκέντρωση εξατομικευμένων χριστιανών, αλλά μία σύνθεση κοινωνικών εκκλησιαστικών στοιχείων…που τους αποδίδουν έναν πραγματικά εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Στις κοινότητες αυτές είναι παρούσα, παρ᾽ ότι ατελώς, η μία και μόνη Εκκλησία του Χριστού…» (Acta Synodalia, III/2, 335).
[17] Ευδοκίμοφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, σ. 462. (Τίτλος πρωτοτύπου: L'Orthodoxie, έκδ. Delachaux et Niestlé, Neuchatel 1959, σ. 343. Ο επίσκοπος Kallistos Ware απηχεί τα λόγια αυτά του Ευδοκίμοφ στο βιβλίο του Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Πολλοί άνθρωποι μπορεί να είναι μέλη της Εκκλησίας κατά μη ορατό τρόπο. Πιθανώς να υφίστανται αόρατοι δεσμοί, παρά την εξωτερική διαίρεση. Το Πνεύμα του Θεού πνέει όπου θέλει, και, σύμφωνα με τον άγ. Ειρηναίο, όπου είναι το Πνεύμα, εκεί είναι και η Εκκλησία. Γνωρίζουμε που είναι η Εκκλησία, αλλά δεν είμαστε σίγουροι για το που δεν είναι» (Ware, Κάλλιστος, Ἐπίσκοπος Διοκλείας, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 485-486).
[18] Φιλορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Επίσκοπος Christopher Butler από την Αγγλία, επισημαίνουν ὅτι αυτή η αντίληψη του Π. Ευδοκίμοφ ήταν καθοριστικὴ στην διαμόρφωση της νέας Εκκλησιολογίας της Β΄ Βατικανής. Christopher Butler, The Theology of Vatican II (London: Darton, Longman and Todd, 1967; rev. ed. 1981). Σύμφωνα με τον Butler, ο Ευδοκίμοφ δηλώνει επίσης ότι «οι μη-Ορθόδοξοι, εξ επόψεως της ομολογιακής τους πίστης, δεν είναι πλέον στην Ορθόδοξη Εκκλησία· παρ᾽ ότι είναι χωρισμένοι, εν τούτοις η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι παρούσα και να ενεργεί, μέσω της πίστεώς τους και της ορθής προθέσεώς τους για τὴν σωτηρία (παρατίθεται στὸ ἔργο τοῦ Christopher Butler The Idea of the Church, ἔκδ. Helicon Press, Baltimore 1962). Ο Ευδοκίμοφ ήταν επίσημος παρατηρητὴς στην Β΄ Βατικανὴ και είχε προσωπική επαφή με τους θεολόγους εκείνους, οι οποίοι διαμόρφωσαν την νέα εκκλησιολογία.
[19] «Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔθετο ὁ Θεὸς ἀποστόλους, προφήτας, διδασκάλους’ και ὅλη τήν ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό ὁποῖο δέν μετέχουν ὅλοι ὅσοι δέν συναθροίζονται στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί στεροῦνται τῆς ζωῆς μέ τίς αἱρετικές ἀπόψεις καί τά κακά ἔργα τους. Ὅπου εἶναι ἡ Έκκλησία, ἐκεῖ καίτό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ˙ καί ὅπου εἶνε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καί ἡ Έκκλησία καί ὅλη ἡ χάρις. Τὀ δέ Πνεῦμα εἶνε ἡ ἀλήθεια» (Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, μεταφ. Εἰρηναίου Χατζηεφραιμίδη, Θεσσαλονίκη, 1991, σσ. 258-259); PG 7.966 C (32).
[20] Το Πνεύμα όντως «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιω. 3, 8), αλλά, επειδή ακριβώς είναι το Πνεύμα της Αληθείας, γνωρίζουμε ότι θέλει να πνέει προς την κατεύθυνση του Χριστού (Ιω. 16, 14), το οποίο μπορεί μόνο να σημαίνει ότι Εκείνο μας οδηγεί στην Εκκλησία, που είναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’ Τιμ. 3, 15).
[21] Ό.π. Οι σχολιαστές μετά την Β΄ Βατικανή περίοδο θεωρούν δεδομένο ότι η ορατή και η αόρατη Εκκλησία δεν θα πρέπει να ταυτίζονται, διότι εκτός Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας «οποιοσδήποτε έγκυρα χειροτονημένος ιερέας, συμπεριλαμβανομένων των ιερέων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μπορεί να μεταδώσει το Βάπτισμα και να τελέσει την Ευχαριστία, καθιστώντας έτσι τους λήπτες αυτών [των μυστηρίων], μέλη του Ενός Σώματος». Murphy, Francesca Aran, “De Lubac, Ratzinger and von Balthasar: A Communal Adventure in Ecclesiology,” in Ecumenism Today: The Universal Church in the 21st Century, ed. Francesca Aran Murphy and Chris Asprey, εκδ. Ashgate, Hamphshire, UK 2008, σ. 47. Αυτό ισοδυναμεί με μία κάπως παραλλαγμένη εκδοχή της θεωρίας της «αόρατης εκκλησίας» των Προτεσταντών, καθότι τα όρια είναι απροσδιόριστα και δεν συμπίπτουν με τα κανονικά όρια της Εκκλησίας, με άλλα λόγια δηλαδή, με την ενότητα στην Ευχαριστία και στην πίστη.
[22] «Ο Ειρηναίος – πιστεύοντας όπως και όλοι οι αρχέγονοι Πατέρες ότι η Εκκλησία είναι η μοναδική πηγή χάριτος και πως, έξω απ’ τα όρια αυτής, ουδείς μπορεί να διασφαλιστεί ως προς την σωτηρία του ή την μυστηριακή χάρη – θα είχε απορρίψει ως τελείως άχρηστα τα Μυστήρια των σχισματικών…» (σ. 145, έμφαση του γράφοντος). Βλ. επίσης: Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Α΄ ἔκδ. 1965 (ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2009), σ. 132: «Ἀμφότεροι («ὁ ἅγιος Κυπριανός καί ὁ πάπας Στέφανος) δέχονται ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν δίδεται εἰς τοὺς ἐκτὸς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βαπτιζομένους. …Ἡ συνείδησις αὕτη ἀνῆκεν εἰς πάσας τἀς Ἐκκλησίας τῶν μέσων τοῦ γ’ αἰῶνος».
[23] Η εξουσία του ‘δεσμείν και λύειν’ θα ήταν σαθρή, εάν ο αφορισμένος σχισματικός ή αιρετικός είχε την ικανότητα να συνεχίσει αφ’ εαυτού να μετέχει στα μυστήρια της Μίας Εκκλησίας. Τα κανονικά όρια, που στερούνται της χαρισματικής ισχύος, στερούνται και σημασίας.
[24] Βλ. Cardinal Walter Kasper, That They May All Be One: The Call to Unity Today, ἔκδ. Burns and Oats, London/New York 2004, σσ. 50-74, ιδίως δε την σ. 70, όπου (έμφαση του γράφοντος). Για τις θέσεις του (τότε) καρδιναλίου Ιωσὴφ Ράτζινγκερ (πάπα Βενεδίκτου XVI), βλ. Heim, Maximilian Heinrich, Joseph Ratzinger: Life in the Church and Living Theology: Fundamentals of Ecclesiology with Reference to Lumen Gentium, trans. Michael J. Miller, έκδ. Ignatius Press, San Francisco 2007, σσ. 300-330. Για τους Ορθοδόξους, το να αρνηθούν ότι η Εκκλησία είναι η συνέχεια της ενσαρκώσεως του Χριστού δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να αρνούνται το θαύμα, το οποίο συντελέστηκε στην Χαλκηδόνα – «η μυστική και ανέκφραστη ένωση των δύο φύσεων στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστοῦ» — που είναι η ουσία του Μυστηρίου της Εκκλησίας. Όπως δηλώνει κατηγορηματικά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος σὲ ὅλους τούς αἰῶνες καί σέ ὅλη τήν αἰωνιότητα» Iουστ. Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς Ἐφεσίους, έκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 64.
[25] Βλ. κεφ. 10 στο: Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου: μία Ορθόδοξη διερεύνηση του Βαπτίσματος και της Εκκλησίας κατά το Διάταγμα περί Οικουμενισμού (Θεσσαλονίκη: Uncut Mountain Press, 2015), 167-181: «Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως προελεύσεως ἢ πεποιθήσεων, συμμετέχουν στὶς δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μόνον ὑπάρχει μία διαφοροποιημένη μετοχὴ γιὰ τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ὄχι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπέθεταν ὁ Congar καὶ οἱ συνάδελφοί του, ἀλλὰ στὶς θεῖες Ἐνέργειες – δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικές. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ μετοχὴ δὲν τοὺς καθιστᾶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, αὐτοί, μὴ ἐκπληρώνοντας τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν μετέχουν στὶς καθαρτικές, φωτιστικὲς καὶ θεωτικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.» (171).
[26] Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” σ. 283 (έμφαση του γράφοντος). Σύμφωνα επίσης με τον Ι. Σπιτέρη, «ἀπὸ [τὴν ἐγκύκλιο UUS] προκύπτει μία νέα ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συνίσταται ἀπὸ μία κοινωνία Ἐκκλησιῶν, στὴν ὁποία, κατὰ κάποιον τρόπο, ἀνήκουν ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες» (Ἰ. Σπιτέρης, «Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἄλλες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες», Θ. Κοντίδης (ἐπιμ.), Ο Καθολικισμός, Αθήνα 2000, σ. 246).
[27] Είναι πολλά και γνωστά τα παραδείγματα κοινής λειτουργικής προσευχής και άλλες συμβολικές ενέργειες και δηλώσεις αναγνώρισης της παπικής αίρεσης, ως «συνυπεύθυνης» για την Εκκλησία του Χριστού. Εμείς παραθέτουμε εδώ ένα μόνον: Σε ομιλία του, κατά τη Θρονική Εορτή του αγίου Ανδρέου, στο Φανάρι, απευθυνόμενος προς τον εκπρόσωπο του Βατικανού, Καρδινάλιο Cassidy, ο πατριάρχης αναφέρθηκε σε εκείνους των προπατόρων μας, από τους οποίους εμείς – είπε – (Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί) κληρονομήσαμε αυτόν τον χωρισμό, και αυτοί ήταν τα ατυχή θύματα του όφεως, που είναι η αρχή όλων των κακών… καταλήγοντας δε είπε:.. «Είθε να αξιώση ημάς ο Κύριος να ίδωμεν και την ανάστασιν της ενότητος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας Αυτού. Αμήν.»
[28] Επίσκεψις, τ. 520 (31 Ιουλίου 1995), σελ. 20, Κοινή διακήρυξις του Πάπα Ιωάννου Παύλου ΙΙ και Πατριάρχου Βαρθολομαίου [Common Declaration of Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew] “Call to Unity,” 29 Ιουνίου 1995, section 4: “[O]ur Churches recognize one another as Sister Churches, responsible together for safeguarding the one Church of God. . . .We urge our faithful, Catholics and Orthodox, to reinforce the spirit of brotherhood which stems from the one baptism and from participation in the sacramental life.” See also online: https://www.apostolicpilgrimage.org/common-declarations-popes-and-patriarchs.
[29] Οι σχετικές παράγραφοι (4 και 5) είναι οι εξής: “Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν «ἀρχῇ Λόγου», τοῦ «ὄντος πρός τόν Θεόν», καί «Θεοῦ ὄντος» Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ «αὐθεντίαν» καί «ἀλήθειαν». Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ᾿ αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν, προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν «θεολογικῶν», «πρακτικῶν» καί «κοινωνικῶν» αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν.” Βλ. http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1914 &tla=gr.
[30] Βλ. Επίσης: Yves Congar, Essais oecumeniques, pp. 212-213 ως αναφέρεται ο Aidan Nichols OP, στο Yves Congar (Morehouse-Barlow, London, 1989), p. 103. Ο Congar διατύπωσε ως εξής την αναδυόμενη συμφωνία: «Στις παραμονές του περί Οικουμενισμού Διατάγματος, υπήρχε μία κάποια συναίνεση μεταξύ των καθολικών θεολόγων υπέρ μίας θεολογίας της διαφοροποιημένης συμμετοχής των μη-Ρωμαιοκαθολικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων στον θησαυρό της μίας Εκκλησίας και, επίσης, υπέρ ενός Οικουμενισμού της ενσωμάτωσης, ο οποίος θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από μία απλή και καθαρή ‘επιστροφή’».
[31] The Declaration of the Seventh Plenary Session of the Joint International Commission for Theological Dialogue Between the Catholic Church and the Orthodox Church, “Uniatism, Method of Union of the Past, and the Present Search for Full Communion,” (Balamand, Lebanon, 1993), section 13: «. . . από της ενάρξεως των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και της Β’ Συνόδου του Βατικανού, η εκ νέου ανακάλυψη και αξιοποίηση τόσο από τους Ορθοδόξους όσο και από τους Καθολικούς, της Εκκλησίας ως κοινωνίας, άλλαξαν ριζικώς οι προϋποθέσεις και, άρα, οι θεμελιώδεις στάσεις. Από τις δύο πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του – ομολογία της αποστολικής πίστεως, συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, προ πάντων στη μοναδική Ιερωσύνη που τελεί τη μοναδική θυσία του Χριστού, αποστολική διαδοχή των Επισκόπων – δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μιάς μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται».
[32] Θεολογία, Τόμος ΞΔ' (1993), Τομ. VI, Τεύχος 4, σελ. 570-580. Βλ: http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/archive_all_9099.asp?etos=1993. Έγραψε ο π. Ιωάννης: “Now that the Balamand agreement has become a candidate to become a sequel to Vatican II and in which case Uniatism will no longer have any reason for existing, the Orthodox will be faced with the consequences of their continued refusal of communion with the Latins and Uniates. What is most interesting is the fact that according to the Balamand agreement mysteries are valid whether one accepts 7 or 22 Ecumenical Councils and their teachings and practices. The impression will be certainly created that only lack of love could be the reason why the Orthodox may continue to refuse inter-communion and con-celebration with the Vatican.”
[33] Baptism and Sacramental Economy , An Agreed Statement of The North American Orthodox-Catholic Theological Consultation, St. Vladimirs Orthodox Seminary, Crestwood, New York, June 3, 1999: «Τα Ορθόδοξα και Καθολικά μέλη της Σύσκεψής μας παραδέχονται, στις αμφότερες παραδόσεις μας, μία κοινή διδασκαλία και μία κοινή πίστη σε ένα Βάπτισμα, παρα τις κάποιες αποκλίσεις στην πρακτική, οι οποίες, πιστεύουμε, δεν επηρεάζουν την ουσία του μυστηρίου. Παρακινούμεθα επομένως να δηλώσουμε ότι αναγνωρίζουμε επίσης ο ένας το Βάπτισμα του άλλου ως ένα και το αυτό. Αυτή η αναγνώριση έχει πρόδηλες εκκλησιολογικές συνέπειες. Η Εκκλησία είναι η ίδια μαζί το περιβάλλον και το αποτέλεσμα του Βαπτίσματος, και δεν είναι δικό μας δημιούργημα. Αυτή η αναγνώριση απαιτεί από την κάθε πλευρά του διαλόγου μας την αναγνώριση μίας εκκλησιαστικής πραγματικότητας στην άλλη, όσο πολύ και άν θεωρούμε, ίσως, τον δικό τους τρόπο ζωής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας ως ελαττωματικό ή ατελή. Στην κοινή μας πραγματικότητα του Βαπτίσματος, ανακαλύπτουμε την θεμελίωση του διαλόγου μας, όπως επίσης την δύναμη και το επείγον της προσευχής του Ιησού «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν». Εδώ, τελικά, είναι η ασφαλής βάση της σύγχρονης χρήσης της φράσης, «αδελφές εκκλησίες»; “Austalian Churches Coveting Together,” National Council of Churches of Australia, «Συμφωνητικό έγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας (2004), το οποίο υπέγραψαν οι επισκοπές της Αυστραλίας των Πατριαρχείων της Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Ρουμανίας και της Σερβίας, και με το οποίο αναγνωρίζουν το Μυστήριο του Βαπτίσματος, που τελείται στις ετερόδοξες κοινότητες (ρωμαιοκαθολικούς, αντιχαλκηδονίους, αγγλικανούς, λουθηρανούς, ουνίτες, κογκρεσιοναλιστές) και προωθούν την χρήση ενός κοινού «Πιστοποιητικού Βαπτίσματος». Για το ολόκληρο έγγραφο, βλέπε: http://www.ncca.org.au/files/Departments/Faith_and_Unity/Covenanting/2010_July_Australian_Churches_Covenanting_Together.pdf.· Τον Οκτώβριο του 2004 ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Γερμανία, Μητροπολίτης Αυγουστίνος, υπέγραψε μία διακήρυξη με την Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας, αναγνωρίζοντας ένα κοινό Βάπτισμα και υποσχόμενος να μη βαπτίζουν τους προσήλυτους, βλ. http://www.goarch.org/news/goa.news1213 · Το 2007, η Επιτροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γερμανίας (KOKiD), με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Αυγουστίνο, συνυπέγραψε με ένδεκα (11) γερμανικές ομολογίες μία κοινή διακήρυξη για το κοινό Βάπτισμα. Η εν λόγῳ πρώτη εθνική συμφωνία της Γερμανίας σχετικα με το κοινο Βάπτισμα, αρχικά προτάθηκε από τον καρδινάλιο Walter Kasper το 2002.
[34] Zizioulas, “Unitatis Redintegratio: An Orthodox Reflection” in Searching For Christian Unity, σελ. 37-54
[35] Ζηζιούλας, Ιωάννης, «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (Αγγλία), Αύγουστος 1985, τόμ. 21, σ. 16. Εκεί ο νύν Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης δηλώνει: «Εάν λάβουμε υπ' όψιν μας τους κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας, τότε μπορούμε να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τῃ βάσει, θα πρότεινα, της βαπτιστικής ενότητας. Με αυτό εννοώ ότι το Βάπτισμα είναι ένα τόσο καθοριστικὸ σημείο της ζωής μας ώστε αυτομάτως δημιουργεί διαχωριστική γραμμή μεταξύ της προ-βαπτιστικής και μετα-βαπτιστικής κατάστασης: άν βαπτίζεσαι, αμέσως παύεις να είσαι αυτό που ήσουν. Πεθαίνεις, όπως λέει ο άγιος Παύλος, όσον αφορά το παρελθόν, και επομένως υπάρχει μία καινούργια κατάσταση. Το Βάπτισμα δημιουργεί ένα όριο στην Εκκλησία. Τώρα μέ αυτό το βαπτιστικό όριο είναι κατανοητό να υπάρξει διαίρεση, αλλά οποιαδήποτε διαίρεση μέσα σε αυτά τα όρια δεν είναι το ίδιο με την διαίρεση που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας και αυτών που βρίσκονται έξω από αυτό το βαπτιστικό όριο... Νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά τα βαπτιστικά όρια της Εκκλησίας και να αποδεχτούμε ότι έξω από την βάπτιση δεν υπάρχει Εκκλησία. Εντός του Βαπτίσματος, ακόμη και άν υπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία. Ακόμα και άν πάρετε το μοντέλο της Ευχαριστίας ως βάση σας, θα δείτε ότι αυτό αφορά όλους τους Χριστιανούς. Άς πάρουμε την Λειτουργία της αρχαίας Εκκλησίας ως ένα παράδειγμα: μέχρι το σημείο της ανάγνωσης των Γραφών ή, όπως έχουμε ακόμα σήμερα στην Λειτουργία, μέχρι τον ασπασμό της ειρήνης, που είναι το σημείο της ενότητας εν αγάπῃ, και του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίο είναι σημάδι ενότητας εν πίστει - μέχρι αυτό το σημείο ήταν κατανοητό ότι κάποιος μπορούσε να πάρει μέρος στην Λειτουργία και μετά δεν του επιτρεπόταν για διάφορους λόγους να συνεχίζει (όπως μία εκκλησιαστική ποινή για παράδειγμα ή εάν ήταν κατηχούμενος). Έφευγε λοιπόν πριν από το Μυστήριο. Αυτό τωρα υποδηλώνει ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τις διαιρέσεις με την Εκκλησία ως λαμβάνουσες χώρα ακριβώς σ' αυτά τα σημεία: είτε στον ασπασμό της ειρήνης είτε στο Σύμβολο. Εάν δεν είμαστε σε θέση να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον και να ομολογήσουμε την ίδια πίστη, τότε υπάρχει ένα ρήγμα στην κοινωνία. Αλλά αυτό το ρήγμα δεν σημαίνει ότι κάποιος έπεσε έξω από το βασίλειο της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, συμμετέχουν στην Οικουμενική Κίνηση ως μία κίνηση βαπτισμένων Χριστιανών, που βρίσκονται σε κατάσταση διαίρεσης, διότι δεν μπορούν να εκφράσουν την ίδια πίστη μαζί. Στο παρελθόν αυτό συνέβαινε λόγῳ της έλλειψης αγάπης, η οποία τώρα, δόξα τῳ Θεῳ, εξαφανίζεται».
[37] Βλ.: “Vertograd Orthodox Journal, Newsletter,” No. 76, Oct. 21, 2009. “We do not have communion in the Mysteries, but we do recognize each other’s Mysteries”. Βλ: “The Church and the World”, http://vera.vesti.ru/doc.html?id=237432).
[40] «Η αναλογική εφαρμογή του πνεύματος κανόνων, όπως οι 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων, που αναφέρονται στην 21η παράγραφο της Ε΄ Προσυνοδικής, στη νέα πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης και των ειρηνικών διαλόγων, συνεπάγεται την αναγνώριση του «υποστατού» ή και του «εγκύρου» του Βαπτίσματος. . . .Η κατ’ οικονομίαν αναγνώριση του βαπτίσματος έχει σημαντικές συνέπειες για τη θεώρηση της εκκλησιαστικής κατάστασης άλλων Εκκλησιών και άλλων Χριστιανών.»
[41] Πρόδρομου Ι. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων (Θεσσαλονίκη: Αδελφών Κυριακίδη, 2000), 509-513.
[42] Η ανεπαίσθητη αυτή μετακίνηση εκ μέρους των Ορθοδόξων Οικουμενιστών, από την ποιμαντική μέριμνα για τους ετεροδόξους, οι οποίοι επιστρέφουν στην Εκκλησία, στην εκκλησιολογική μέριμνα για τις ετερόδοξες κοινότητες καθαυτές, ανακαλεί στη μνήμη την καινοτόμο αλλαγή εστιασμού του Yves Congar από τους σχισματικούς, ως άτομα, σε ομάδες σχισματικών και αιρετικών αυτών καθαυτών.
[43] Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, 546-547.
[45] Ως επί το πλείστον, όπου η Εκκλησία αντιλαμβανόταν ότι οι Λατίνοι επιτελούσαν βάπτισμα με μία κατάδυση, ή με έγχυση, οι μεταστραφέντες στην Ορθοδοξία Λατίνοι βαπτίζονταν, επειδή δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την «Οικονομία». Όταν όμως από την άλλη πλευρά, εκείνοι που προσέτρεχαν για να είναι «στη μερίδα των σωζομένων” είχαν βαπτισθεί από τους Λατίνους κατά τον αποστολικό τύπο, η «οικονομία» θεωρούνταν ως αποδεκτή, αλλά όχι απαραίτητη.
[46] Αυτή η βασική και επικρατούσα για πολύ καιρό αντίληψη επαναδιατυπώθηκε πρόσφατα από τον μητροπολίτη Ηλείας, Γερμανό, στην εισήγησή του ενώπιον της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (8 Μαρτίου 2016), ως εκπρόσωπος αυτής στη Διάσκεψη των Πρωθιεραρχών στη Γενεύη.
[47] Αυτό είναι σαφές στην περίπτωση των Ευνομιανών, για τους οποίους η πιθανότητα εισδοχής «κατ’ οικονομίαν» απορρίφθηκε από τη Β΄Οικουμενική Σύνοδο, καθότι δεν διατήρησαν την αποστολική μορφή βαπτίσματος με τριπλή κατάδυση, αλλά βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση «ἐν τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ».
[48] Ο Μητροπολίτης Διολείας Κάλλιστος Γουέαρ (Ware) παρατήρησε πρόσφατα: «Ορισμένοι [από τους πιο αυστηρούς Ορθοδόξους] θα έλεγαν ότι, έξω από τα ορατά όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν υφίστανται αληθινά Μυστήρια, ούτε η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, για μένα, ως Ορθόδοξο, αυτό μου είναι δύσκολο να το πιστέψω. Βεβαιώνομαι όμως, δια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος σε άλλες χριστιανικές κοινότητες και ασφαλώς πιστεύω ότι υπάρχει αληθινή χάρις του βαπτίσματος, όπου τελείται βάπτισμα στο Όνομα της Αγίας Τριάδος και χρησιμοποιείται νερό. Ασφαλώς, καθόσον αφορά τους Ρωμαιοκαθολικούς, πιστεύω στην αληθινή πραγματικότητα του Μυστηρίου, ότι πράγματι αυτή είναι αληθινή Ευχαριστία» (http://www.ancientfaith.com/specials/kallistos_%20lecture/what_can_evangelicals_and_orthodox_learn_from_one_another#paging:number=10|sort:path~type~order=.entry_date~datetime~desc|paging:currentPage=0).

Η Γ´ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σήμερα, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, όπως μας είναι γνωστή, και η Αγία μας Εκκλησία τιμά την Ιερά μνήμη του Μάρτυρος Ελπιδοφόρου, Ιωσήφ του Υμνογράφου και Νικήτα του Ομολογητού. Στο σημερινό ιερό Ανάγνωσμα του κατά Μάρκον Αγίου Ευαγγελίου γίνεται λόγος για την εθελοντική άρσι του προσωπικού σταυρού του κάθε πιστού, αφού πρώτα αποφασίσει ελεύθερα, με την θέλησί του, να ακολουθήση τον Χριστό και να απαρνηθή τον αμαρτωλό εαυτό του, τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, που κουβαλάει επάνω του. Ακόμη, η ευαγγελική αυτή περικοπή ομιλεί για την υπέρτατη αξία της ψυχής του ανθρώπου. Το χειρότερο απ᾽όλα είναι η πνευματική ζημιά της ψυχής. Όταν αυτή υπάρχη, τότε ο άνθρωπος δεν ωφελείται κι᾽όταν ακόμη κερδήση όλο τον κόσμο. Γιατί κανείς δεν μπορεί να δώση κάποιο αντάλλαγμα για την ψυχή του. Ο θησαυρός της είναι ανεκτίμητος και μοναδικός για τον κάθε άνθρωπο.
Στη συνέχεια για τις δυό αυτές μεγάλες και υψηλές έννοιες: Σταυρός και ψυχή και η αξία τους θα παραθέσωμε ερμηνευτικά σχόλια του εκκλησιαστικού διδασκάλου των χρόνων της Τουρκοκρατίας Νικηφόρου Θεοτόκη:
Ακούς θεϊκή σοφία και πολύ θαυμαστή μεγαλοπρέπεια; Ούτε αναγκάζει, αν και έχει την δύναμι, ούτε προστάζει, αν και έχει την εξουσία. Αλλά αφήνοντας στον καθένα το αυτεξούσιό του ελεύθερο, προσκαλεί μόνο όλους, επειδή ως φιλάνθρωπος θέλει τη σωτηρία όλων. Όποιος λέγει, με τη δική του γνώμη και προαίρεσι, θέλει να με ακολουθή, δηλαδή να έρχεται κοντά μου ως μαθητής μου και να μιμηθή τα έργα μου, είναι ανάγκη να κάνη τρία πράγματα: Να αρνηθή τον εαυτό του, να σηκώση τον προσωπικό του σταυρό και να είναι πιστός ακόλουθός μου.
Αλλά ποιός είναι αυτός ο εαυτός μας; διερωτάται. Και ποιός είναι ο σταυρός του κάθε ανθρώπου; Ο εαυτός μας είναι εκείνος, που από τον Απόστολο Παύλο ονομάζεται “παλαιός άνθρωπος”. Και σώμα της αμαρτίας τον ονομάζει ο θείος Παύλος, γιατί μετά την παράβασι των Πρωτοπλάστων «έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. 8,21). Αυτόν, λοιπόν, τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, λέγει ότι πρέπει να αρνηθούμε.
Τότε αρνούμεθα τους εαυτούς μας, όταν φεύγουμε την φιλία της σάρκας και αποστρεφόμαστε τις πονηρές της πράξεις.
Σταυρός δε προσωπικός του καθένα είναι η νέκρωσις των παθών και των πονηρών του επιθυμιών. Τότε λοιπόν σηκώνουμε τον σταυρόν μας, όταν νεκρώσωμε τα πάθη και τις κακές μας επιθυμίες. Οι δούλοι του Ιησού την σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της, όπως γράφει στους Γαλάτες ο Απόστολος Παύλος (Γαλ. ε´24). Και επειδή κατά το παρελθόν μερικοί με πολλή στενοχώρια και βάσανα καταδάμαζαν τα πάθη της σάρκας, και μέχρι σήμερα πολλοί ασκητές από το γένος των Ινδών τυραννικά με διάφορους τρόπους καταβασανίζουν την σάρκα, όπως και μεις είδαμε με τα μάτια μας, (παρατηρεί ο εκκλ. συγγραφεύς Νικηφόρος Θεοτόκης), κάνουν δε αυτά όχι γιατί ακολουθούν στον Χριστό, αλλά γιατί δουλεύουν στα πάθη της κενοδοξίας τους και της πλανεμένης φαντασίας τους, θέλοντας να θαυμάζωνται και να επαινούνται από τους ανθρώπους, γι᾽αυτό ο Κύριος είπε, όχι μόνο το “απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού”, αλλά προσέθεσε και το “ακολουθείτω μοι”.
Σε συντομία όλη η σημασία των ευαγγελικών αυτών λόγων είναι η ακόλουθη. Όποιος θέλει να γίνη μαθητής του Ιησού Χριστού, εκείνος πρέπει να αποστραφή και να μισήση κάθε αμαρτία, να νεκρώση όλα τα πάθη του και όλες τις πονηρές επιθυμίες του και να ακολουθήση, δηλ. να μιμηθή τα έργα του Χριστού.
Σχολιάζοντας στη συνέχεια ο Θεοτόκης το θέμα της σωτηρίας η της απώλειας της ψυχής παρατηρεί τα εξής:
Η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη. Πως λοιπόν ημπορεί ο άνθρωπος να την χάση για την αγάπη του Ιησού Χριστού “και του Ευαγγελίου”. Πως δε με την τοιαύτη απώλεια θα την σώση; Ψυχή εδώ λέγει όχι την ουσία της ψυχής, αλλά τις πονηρές της επιθυμίες, την υπερηφάνεια, τον φθόνο, το μίσος, την ασπλαγχνία και τα λοιπά πάθη της, όχι για υποκρισία η φιλοδοξία, αλλά για την αγάπη του Ιησού Χριστού και για την τήρησι των εντολών του Ευαγγελίου, εκείνος σώζει την ψυχή του στην αιώνια ζωή, δηλ. κληρονομεί την αιώνια σωτηρία. Όποιος δε περιποιείται τις κακές επιθυμίες της ψυχής, εκείνος θα χάση την ψυχή του, δηλ. την παραδίδει στην αιώνια κόλασι… Και προσθέτει πιο κάτω: Όποιος θέλει να σώση την ψυχή του, δηλ. όποιος θέλει να σώση τον εαυτό του, εκείνος θα τον χάση. Όποιος όμως θα χάση τον εαυτό του όχι για την ισχυρογνωμία του, ούτε για την πλάνη της φαντασίας του, αλλά για την αγάπη του Ιησού Χριστού και για τα ευαγγελικά δόγματα, εκείνος θα σώση τον εαυτό του για την αιώνια ζωή.
Βλέπουμε αυτό να πραγματοποιήται στον καιρό των διωγμών της Χριστιανικής Πίστεως. Όποιος τότε έχασε τον εαυτό του, δηλ. παρέδωσε την ζωή του σε θάνατο, για να μη αρνηθή τον Ιησού Χριστό και την ευαγγελική αλήθεια, εκείνος τον έσωσε, αφού έγινε Άγιος και συναντήθηκε με τον χορό των πανενδόξων Μαρτύρων. Όποιος, όμως, έσωσε τον εαυτό του, δηλ. εφύλαξε τη ζωή του από τον θάνατο με το να γίνη αρνητής του Ιησού Χριστού και του Ευαγγελίου, εκείνος έχασε τον εαυτό του, διότι φάνηκε ανάξιος της Ουρανίου Βασιλείας και συγκαταλέγεται με τους αποστάτες καταδίκους.
Τέλος, για τη ζημιά της ψυχής, που είναι το πιο μεγάλο και ανυπολόγιστο κακό λέγει τα ακόλουθα:
»Εκέρδισες το χρυσάφι του Κροίσου και του Αλεξάνδρου τα κτήματα, απόλαυσες του Σαρδανάπαλου τις τρυφές, εκέρδισες όλο τον κόσμο, ποιά θα είναι η ωφέλειά σου, εάν, αφού αρνηθής τον Ιησού Χριστό η καταφρονήσεις τις εντολές του βλάψης την ψυχή σου; Κάθε πράγμα του κόσμου έχει το ισότιμό του, δηλ. αυτό που έχει την ίδια αξία με αυτό. Με αυτόν τον τρόπο το καθετί έχει το αντάλλαγμά του. Δίνεις χρυσάφι και παίρνεις ισότιμο αργύριο. Δίνεις πολύτιμους λίθους, μαργαρίτες, αγρούς, αμπελώνες, πόλεις, χώρες και κάθε άλλο πράγμα του κόσμου και παίρνεις το ισοστάσιόν του. Θα χάσης το ένα, αλλά κερδίζεις άλλο ισόρροπο.
Για κάθε κοσμικό πράγμα γίνεται ισοδύναμη η ανταλλαγή. Η ψυχή όμως δεν έχει ισότιμο αντάλλαγμα. Δεν βρίσκεις στον κόσμο ισότιμο πράγμα και άξιο της ψυχής.
Το μήνυμα της σημερινής Κυριακής είναι η αποφασιστική αγωνιστική μας πορεία με τον σταυρό των θλίψεων, πειρασμών και δοκιμασιών της ζωής μας, η αναγνώρισις της υπέρτατης πνευματικής αξίας και υπεροχής της ψυχής μας στον κόσμο αυτό και η ευθυγράμμισις της ζωής μας στον αγώνα για την επιμέλεια και φροντίδα της ψυχής μας και την χαρίτωσί της με τις χριστιανικές αρετές επ᾽ αγαθώ της κατά Θεόν πνευματικής μας ζωής.
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 25/03/2016), Θρησκευτικά

Οι τρομοκρατικές ενέργειες στις Βρυξέλλες έχουν προκαλέσει στην Ελλάδα την ανησυχία ότι μία από τις παράπλευρες απώλειες θα είναι η άρνηση μετεγκαταστάσεως προσφύγων προς τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Για να φθάσουμε στην μετεγκατάσταση, πρέπει πρώτα η συμφωνία της 18ης Μαρτίου μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας να λειτουργήσει σε πολλά άλλα επίπεδα, πράγμα αδύνατον για ένα απροσδιόριστο αλλά οπωσδήποτε σημαντικό χρονικό διάστημα.
Η συμφωνία είχε μόνον μία πιθανότητα επιτυχίας: να χαρακτηρισθεί η Τουρκία «ασφαλής τρίτη χώρα». Τότε η Ελλάδα θα είχε το δικαίωμα να στείλει στην Τουρκία τους αιτούντες άσυλο, για να εξετασθούν εκεί επί της ουσίας. Ενώ μέχρι σήμερα καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει αποδώσει αυτόν τον χαρακτηρισμό στην Τουρκία, οι Ευρωπαίοι ζητούν εμμέσως από την Ελλάδα να προχωρήσει σε αυτή τη διαπίστωση. Η Τουρκία, όμως, δεν εφαρμόζει τη σύμβαση του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες του 1951 στους προερχόμενους από τη Μέση Ανατολή. Αυτό καθιστά εξαιρετικά επιπόλαιο τον χαρακτηρισμό της ως «ασφαλούς τρίτης χώρας».
Μέχρι τότε, 2.500 αξιωματούχοι της Ε.Ε., μαζί με τους Ελληνες συναδέλφους τους, θα προσπαθούν να διεκπεραιώνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα τον αναμενόμενο τεράστιο όγκο αιτήσεων ασύλου. Η διαδικασία θα γίνεται στα νησιά, για να μπορούν να επιστρέφουν αμέσως στην Τουρκία οι οικονομικοί μετανάστες που δεν παίρνουν άσυλο. Οι υπόλοιποι, που θα θεωρούνται πρόσφυγες (διότι κινδυνεύει η ζωή τους εάν επιστρέψουν στην πατρίδα τους), θα μπουν στη διαδικασία μετεγκαταστάσεως σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Σημειώνεται απλώς ότι μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη διαδικασία έχει αποτύχει.
Επιπλέον, ο σχεδιασμός της συμφωνίας δημιουργεί πολλά πρακτικά προβλήματα. Οι αξιωματούχοι που θα έλθουν θα χρειασθούν χιλιάδες γραφεία, χώρους, υπολογιστές, συνδέσεις με το Διαδίκτυο, που σήμερα δεν υπάρχουν. Απαιτείται αλλαγή του υπάρχοντος νομικού πλαισίου ιδίως ως προς τη διαδικασία συνεντεύξεων των αιτούντων άσυλο. Επίσης, πρέπει να επαναλειτουργήσει η επιτροπή που εξετάζει σε δεύτερο βαθμό τις προσφυγές κατά των αποφάσεων ασύλου. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να θεωρηθεί περαιωθείσα η αίτηση για το άσυλο. Είναι άγνωστο πόσες εβδομάδες ή μήνες θα χρειασθούν για να γίνουν όλα αυτά.
Τέλος, η συμφωνία απαιτεί ένα επίπεδο συνεργασίας Ελλάδας - Τουρκίας που οι δύο χώρες δεν έχουν επιτύχει ουδέποτε κατά τα τελευταία 60 χρόνια.
Την ίδια περίοδο, θα συνεχίζεται η ροή προσφύγων και μεταναστών, που απλώς θα σωρεύονται στα νησιά περιμένοντας πότε θα εξετασθεί η αίτηση ασύλου τους. Ενώ η Ελλάδα έχει πάψει να είναι χώρα διελεύσεως, κανείς δεν ασχολείται με απλά ερωτήματα: Τι θα γίνει τον Σεπτέμβριο, οπότε ανοίγουν τα σχολεία; Χιλιάδες αλλόγλωσσα παιδιά απλώς θα εγγραφούν χωρίς τμήματα εντάξεως (με αποτέλεσμα την καταβαράθρωση του ήδη προβληματικού επιπέδου δημοσίας εκπαιδεύσεως); Δεν πρέπει από τώρα να αναζητηθούν χρήματα από την Ε.Ε., καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσουν με άλλον τρόπο τα τμήματα εντάξεως;
Η συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας θα οδηγήσει και σε υποχρεωτική αλλαγή λειτουργίας των πολυδιαφημισμένων hotspots. Ξεκίνησαν ως κέντρα καταγραφής όπου οι παρανόμως εισελθόντες θα παρέμεναν για 2-3 ημέρες μέχρι να ταυτοποιηθούν και δακτυλοσκοπηθούν. Εξελίσσονται σε χώρους μακροχρόνιας διαμονής των αιτούντων άσυλο.
Το παράλογο της συμφωνίας είναι ότι θα δημιουργηθούν τεράστιες υποδομές στα νησιά, ενώ είναι άγνωστο εάν το ρεύμα ροών προς Ελλάδα θα συνεχισθεί. Ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» και η επαναπροώθηση όλων των εισερχομένων θα αποτελούσαν σοβαρούς αποτρεπτικούς παράγοντες για όσους θέλουν να έλθουν σε Ελλάδα/Ε.Ε. Αντιθέτως, η απόδοση ασύλου σε κάποιο σημαντικό αριθμό και η μετεγκατάσταση εξακολουθούν να αποτελούν κίνητρα για να συνεχισθούν οι είσοδοι. Η δημιουργία αυτών των δομών από την Ε.Ε. θα είχε πολύ περισσότερο νόημα στις μικρασιατικές ακτές, αφού αυτή τη στιγμή στη γείτονα χώρα βρίσκονται 2.700.000 πρόσφυγες από τη Συρία.
Τέλος, επιβεβαιώνεται ο προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων του Frontex και του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Υποτίθεται ότι στόχος είναι να χτυπηθούν τα δίκτυα των λαθροδιακινητών. Οι επιχειρήσεις, όμως, γίνονται στη θάλασσα και δεν αγγίζουν τους λαθροδιακινητές, οι οποίοι απλώς δεν επιβιβάζονται στα σκάφη που γίνεται η λαθροδιακίνηση. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι ξέρει να τους σταματάει.
Το είδαμε κατά τη διάρκεια των συμβουλίων Ε.Ε. - Τουρκίας τον Νοέμβριο του 2015 και στις 17-18 Μαρτίου 2016. Το διαπιστώνουμε μετά τις 8 Μαρτίου, οπότε ξεκίνησε η νατοϊκή επιχείρηση στο Αιγαίο. Εκτοτε είναι σχεδόν μηδενικές οι ροές σε Κω και Λέρο. Η Τουρκία θεωρεί ότι τα δύο αυτά νησιά (όπως και όλα τα Δωδεκάνησα) είναι αποστρατιωτικοποιημένα. Σε περίπτωση που συμπεριληφθούν στον νατοϊκό σχεδιασμό, ανατρέπεται η τουρκική θεωρία. Για να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πολύ απλά διέκοψε εντελώς τις ροές προς αυτά τα νησιά, και έτσι δεν χρειάζεται να είναι το ΝΑΤΟ στην περιοχή...
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Καθημερινή

Θά ᾿ναι κοντὰ σαράντα χρόνια τώρα ποὺ ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια παραδέρνει σὲ σαράντα κύματα. Σὰν τὸν φοβερὸ ἄνεμο Εὐροκλύδονα ποὺ χτύπησε τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Ρώμη (Πράξ. κζ΄ 14), οἱ μανιασμένοι Εὐρωκλύδωνες τοῦ βίαιου ἐξευρωπαϊσμοῦ τοῦ τόπου κλυδωνίζουν καὶ ἀπειλοῦν νὰ πνίξουν τὸν ἱερὸ θεσμό. Μὲ ἀντίθεους νόμους οἱ κατὰ καιροὺς ποσειδωνίσκοι τῆς Βουλῆς διέλυσαν τὸ ἀτσάλινο θωρηκτὸ ποὺ εἶχε ναυπηγήσει ἀριστουργηματικὰ ἡ τρισχιλιόχρονη παράδοσή μας καὶ τὸ κατάντησαν μισοδιαλυμένη σχεδία, σὰν τὴ σχεδία τοῦ Ὀδυσσέα
Ἡ φυγὴ στὴν Αἰγυπτο, τοιχογραφία Ἱ.Μ. Ἁγίου Νεοφύτου, Κύπρος
Θά ᾿ναι κοντὰ σαράντα χρόνια τώρα ποὺ ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια παραδέρνει σὲ σαράντα κύματα. Σὰν τὸν φοβερὸ ἄνεμο Εὐροκλύδονα ποὺ χτύπησε τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Ρώμη (Πράξ. κζ΄ 14), οἱ μανιασμένοι Εὐρωκλύδωνες τοῦ βίαιου ἐξευρωπαϊσμοῦ τοῦ τόπου κλυδωνίζουν καὶ ἀπειλοῦν νὰ πνίξουν τὸν ἱερὸ θεσμό. Μὲ ἀντίθεους νόμους οἱ κατὰ καιροὺς ποσειδωνίσκοι τῆς Βουλῆς διέλυσαν τὸ ἀτσάλινο θωρηκτὸ ποὺ εἶχε ναυπηγήσει ἀριστουργηματικὰ ἡ τρισχιλιόχρονη παράδοσή μας καὶ τὸ κατάντησαν μισοδιαλυμένη σχεδία, σὰν τὴ σχεδία τοῦ Ὀδυσσέα στὴν τελευταία φάση τῶν περιπλανήσεών του, λίγο πρὶν τὴν καταστρέψει καὶ αὐτὴ μὲ τὴ φοβερή του τρίαινα ὁ θυμωμένος Ποσειδώνας. Κι ἴσως, σὰν ἀπὸ μιὰ κακόηχη σύμπτωση, σήμερα ἄλλη τρίαινα (ἡ λεγόμενη τρόικα) μὲ ποσειδώνια μανία ἀπειλεῖ νὰ ἀφανίσει ἐντελῶς τὴν οἰκογένεια. Φορολογεῖ τὴν κατοικία της, τιμωρεῖ τὴν πολυτεκνία, τὴν λιμοκτονεῖ μὲ τὴν ἀνεργία, ἐξορίζει τὰ παιδιά της, χαρατσώνει τὴν ἀναπνοή της. Θὰ ζήσει;
Ζεῖ! Πέρασε… κι ἀπὸ ποῦ δὲν πέρασε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια! Καὶ τί περνάει ἀκόμα! Ξέφυγε ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Λωτοφάγων τῆς ἄβουλης Βουλῆς, πολέμησε μὲ τοὺς Λαιστρυγόνες τῶν κομματικῶν μηχανισμῶν, ἀναμετρήθηκε μὲ τὸν Πολύφημο Κύκλωπα τῆς παγκοσμιοποίησης, πέρασε ἀνάμεσα ἀπὸ τὴ Σκύλλα τοῦ πολιτικοῦ γάμου καὶ τὴ Χάρυβδη τῆς «ἐλεύθερης συμβίωσης», ἔμπλεξε στὰ μάγια τῆς εὐρωλιγούρας Κίρκης, δελεάστηκε ἀπὸ τὴ σαρκικότητα ποὺ τῆς πρόσφερε ἡ ἀμερικάνικη Καλυψὼ τοῦ χυδαίου τηλεοπτικοῦ ἐκμαυλισμοῦ, μαγεύτηκε ἀπὸ τὶς Σειρῆνες τοῦ δανεικοῦ πλουτισμοῦ… Οἱ ἀπώλειες; Τρομερές! Ξέμεινε ἀπὸ συντρόφους. Μόνη της τώρα, σὰν τὸν Ὀδυσσέα στὴ σχεδία, παλεύει μὲ τὰ κύματα ποὺ σωρεύει ἐναντίον της ἡ βάναυση τροϊκανὴ ἐπιθετικότητα. Κι ἀκόμα τὰ πάθια της δὲν τέλειωσαν.
Σὰν φτάσει κάποτε στὴν Ἰθάκη τῶν πατρογονικῶν παραδόσεων θά ᾿χει νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς μνηστῆρες τῶν ὕποπτων Στοῶν, τῶν καταχθόνιων Λεσχῶν, τῶν μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν, ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν τιμή της καὶ ἐκμεταλλεύονται ἀσύστολα τὸ πατρικό της βιός. Ναί, ἀλλὰ ζεῖ! Αὐτὸ ἔχει σημασία. Δὲν πέρασε ὁλόκληρος χρόνος ἀπὸ τὴ μεγάλη πανελλαδικὴ δημοσκόπηση τῆς ἑταιρείας ALCO ποὺ διενεργήθηκε γιὰ λογαριασμὸ τῆς τότε ΕΡΤ καὶ δόθηκε στὴ δημοσιότητα στὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 2012, κατὰ τὴν ὁποία στὸ ἐρώτημα: «Ποιὸν θεσμὸ ἐμπιστεύεστε περισσότερο;», ἡ ἀπάντηση σὲ ποσοστὸ 98% ἦταν: «τὴν οἰκογένεια»! Δεύτερη εἶχαν τὴν Ἐκκλησία, ἐνῷ τὰ κόμματα ἦταν στὴν τελευταία θέση μὲ ποσοστὸ 7%! Μάλιστα! Σὲ τέτοιους καιρούς, μὲ τόση πολεμική, μετὰ ἀπὸ τὴ συστηματικὴ ὕπουλη ὑπονόμευση τοῦ θεσμοῦ, οἱ πολῖτες δείχνουν ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ τοὺς κρατάει ὄρθιους μέσα σὲ τούτη τὴ σαρωτικὴ θύελλα. Ἡ οἰκογένεια! Ἐνενηνταοκτὼ τοῖς ἑκατό! Μπορεῖ οἱ νέοι νὰ ἀποτυγχάνουν στὴ δημιουργία σωστῆς οἰκογένειας, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεγάλη διαφθορὰ καὶ νὰ αὐξάνονται ραγδαῖα τὰ διαζύγια, ὅμως παρόλα αὐτὰ ἡ οἰκογένεια ζεῖ! Ζεῖ καὶ κρατάει τὸν τόπο. Τραυματισμένη μὲν καὶ γυμνὴ ἀπὸ τὴν παλιά της δόξα, ἀλλὰ ζεῖ… εἶναι ἀκόμα δυνατή!
Ὅμως, ἂν σὲ τούτη τὴν ὥρα θελήσουμε νὰ κάνουμε ἐξέταση βαθύτερη γιὰ τὴν αἰτία τοῦ βαρύτατου τραυματισμοῦ τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, θὰ συμφωνήσουμε, θαρροῦμε, στὸ ὅτι ὑπάρχει οὐσιαστικότερη αἰτία γιὰ τὸν τραυματισμό της. Ἀναφέραμε τοὺς ἐξωτερικούς, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς συνόρων, ἐχθροὺς καὶ ἐπιβούλους της. Ὅμως εἶναι καιρὸς νὰ βάλουμε τὸ δάχτυλο στὴ μεγάλη πληγή. «Τὰ κάστρα πέφτουν πάντα ἀπὸ μέσα»· ὅταν ὁ προδότης ἀνοίξει τὶς πύλες ἢ ἡ ἀμέλεια τῶν ὑπευθύνων ἀφήσει ἀνοιχτὴ τὴν κερκόπορτα. Λοιπὸν καὶ τὸ κάστρο τῆς οἰκογένειας τὶς τελευταῖες δεκαετίες εἶχε προδοθεῖ ἔσωθεν. Πρωτίστως στὸ ἴδιο τὸ θεμέλιό του, τὸ μυστήριο τοῦ Γάμου, ποὺ ἔχει καταντήσει ἐμπαιγμὸς καὶ ἀσέβεια. Ἔχει μεταβληθεῖ σὲ προκλητικὴ ἐπίδειξη σαρκικότητας, ἄθλιο φωτογραφικὸ θέατρο, βεβήλωση τῆς ἱερότητας τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ Μυστηρίου. Δικαίως ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ παρέδωσε τὸν ἱερὸ θεσμὸ νὰ τὸν κατασπαράξουν τὰ ὀμηρικὰ τέρατα.
Τί θὰ πρέπει νὰ γίνει γιὰ νὰ ζήσει καὶ στὸ μέλλον ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια; Τὸ πρῶτο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι τὸ νὰ κλείσει ἐπειγόντως ἡ κερκόπορτα τοῦ ἐμπαιγμοῦ τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸ ἄριστο θὰ ἦταν νὰ ὑπάρξει αὐστηρὴ καὶ ἀνυποχώρητη ἀπόφαση τοῦ συνόλου τῆς Ἱεραρχίας. Ἕως ὅτου ὅμως γίνει αὐτό, ἡ διόρθωση ἂς ἐπιχειρεῖται σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο. Ὅλοι μας νὰ ἐνημερώνουμε συγγενεῖς, γνωστοὺς καὶ φίλους γιὰ τὴ σοβαρότητα τοῦ ζητήματος. Δεύτερο, πολὺ σημαντικὸ ἐπίσης, εἶναι ὁ πνευματικὸς στηριγμὸς τῶν νέων παιδιῶν ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ δημιουργήσουν οἰκογένεια. Νὰ βοηθηθοῦν νὰ βροῦν τὸν δρόμο πρὸς τὸ πατρικὸ κελλάρι ποὺ κρύβει τοὺς ἀμύθητους θησαυροὺς τῆς Παραδόσεώς μας. Εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουν τὰ νέα παιδιὰ ὅτι οὔτε ὁ πολιτικὸς γάμος οὔτε ἡ ἐλεύθερη συμβίωση ἀποτελοῦν λύση. Μάλιστα ἐπιδεινώνουν ἀφάνταστα τὸ πρόβλημα. Λύση εἶναι ὁ σωστὸς ἐκκλησιαστικὸς γάμος! Νὰ ἐνισχύονται λοιπὸν τὰ νέα παιδιὰ νὰ κάνουν ἁπλὸ καὶ ὀλιγοέξοδο ἐκκλησιαστικὸ γάμο, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ νέα τους ζωή. Τρίτον νὰ στηριχθεῖ τὸ νέο ζευγάρι καὶ οἰκονομικῶς. Ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ μὲ τὴ συνταξούλα τους. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα μὲ τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας τους, ὥστε νὰ τολμήσουν οἱ ἄνεργοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, νέοι νὰ προχωρήσουν στὴ δημιουργία τοῦ νέου σπιτικοῦ.
Βρισκόμαστε σὲ κρισιμότατη καμπή! Ἴσως εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ περιμένουμε σύντομα θεαματικότατη ἀλλαγή. Ὅμως δὲν ἀποκλείεται μέσα ἀπὸ τὸ χάος κάποια στιγμὴ νὰ ξεπεταχτεῖ μιὰ μορφὴ μεγάλη, ποὺ θὰ μᾶς ἐμπνεύσει καὶ θὰ ἀλλάξει ὅλο τὸν κόσμο, ὁδηγῶντας τον στὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς, τὸν Χριστό. Νὰ στηρίξουμε λοιπὸν μὲ κάθε μέσο τὴν οἰκογένεια. Ἀρκετὰ περιπλανήθηκε ἀνάμεσα στὰ σύγχρονα τέρατα. Καιρὸς νὰ βρεθεῖ στὴν Ἰθάκη! Νὰ ἀρχίσει ἐπιτέλους ἡ ἐξόντωση τῶν μνηστήρων ποὺ σπαταλοῦν ἀσύστολα τὸ βιὸς τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
«Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν σ’ όλη σου τη ζωή» , έγραφε στην τελευταία επιστολή στη μητέρα του. Αυτός ήταν ο Ιάκωβος Πατάτσος, ο Ιάκωβός μας. Ο Ιάκωβος Πατάτσος, ήταν από τους πρώτους ήρωες που οδηγήθηκαν στην αγχόνη, μετά τους ήρωες Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου.

Ὁμοφυλοφιλία. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι καθόλου ἂν εἶναι φυσικὴ ἤ ἀφύσικη, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀνεφάρμοστο στὴν πεπτωκυία φύση, στὴν ὁποία - καὶ ἐδῶ βρίσκεται τὸ κρίσιμο σημεῖο -τὰ πάντα ἔχουν διαστραφεῖ, τὸ καθετί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἔχει γίνει ἀφύσικο. Μήπως τὸ ν' ἀφιερώνεσαι στὰ χρήματα ἤ στὴ Ρωσία ἤ σὲ κάτι ἄλλο εἶναι κάτι τὸ φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο;
Τετάρτη, 19 Ὀκτωβρίου, 1977
Ὁμοφυλοφιλία. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι καθόλου ἂν εἶναι φυσικὴ ἤ ἀφύσικη, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀνεφάρμοστο στὴν πεπτωκυία φύση, στὴν ὁποία - καὶ ἐδῶ βρίσκεται τὸ κρίσιμο σημεῖο -τὰ πάντα ἔχουν διαστραφεῖ, τὸ καθετί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἔχει γίνει ἀφύσικο. Μήπως τὸ ν' ἀφιερώνεσαι στὰ χρήματα ἤ στὴ Ρωσία ἤ σὲ κάτι ἄλλο εἶναι κάτι τὸ φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο;
Ὁ ἄνθρωπος, δημιουργημένος γιὰ νὰ δίνεται στὸν Θεό, διαστρέφει τὴ φύση του, τὴν οὐσία του, ὅταν προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ κάτι ἄλλο, ὅταν μεταμορφώνει αὐτὸ τὸ «ἄλλο» σὲ εἴδωλο. Συνεπῶς, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ κάνουμε τοὺς ὁμοφυλόφιλους «κανονικούς» ἤ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσουμε συμφωνώντας πὼς διαθέτουν ἕνα διαφορετικὸ «στὺλ ζωῆς».
Τὸ θέμα εἶναι, πρέπει νὰ εἶναι, ἡ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν ὁμοφυλόφιλο, ὅπως καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο, μιᾶς ὁλοκληρωμένης κλήσης, μιᾶς κλήσης γιὰ ἀκεραιότητα, ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ ἐκδήλωση τοῦ «σκόλοπος τῆς σαρκός» ποὺ βασανίζει κατὰ διαφόρους τρόπους, ἀλλὰ βασανίζει τὸν καθένα. Στὸν πεσμένο κόσμο τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ «ὁμαλοποιηθεῖ», ἀλλὰ τὰ πάντα μποροῦν νὰ σωθοῦν.
Πέμπτη, 3 Νοεμβρίου, 1977
Σκεφτόμουν τὸ τρομακτικὸ φορτίο τῆς ὁμοφυλοφιλίας: Προύστ, Ζίντ, Τζούλιεν Γκρίν, κ.λπ. Τόσοι ἄνθρωποι γύρω μας λέγουν: αὐτὸ τὸ φορτίο, αὐτὸ τὸ τραῦμα, αὐτὴ ἡ νεύρωση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπόρριψή τους ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ κρύβονται, νὰ λένε ψέματα, κ.λπ.
Ἴσως ὅλα αὐτὰ νὰ εἶναι ἐν μέρει ἀληθινά. Ἀλλὰ μόνο ἐν μέρει - πράγμα ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει στὴν πραγματικότητα. Ὁ Ζίντ, παραδείγματος χάριν, ξεπέρασε αὐτὴ τὴν ἄρνηση καὶ ὑποχρέωσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν δεχθοῦν. Νομίζω πὼς αὐτὸ ποὺ πιὸ πολὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ αἴσθηση ἑνὸς ἀδιεξόδου, μιᾶς ἀκόρεστης δίψας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ ζωή. Στὸ τέλος, ὅπως πάντα, δὲν ὑπάρχει μόνο ἕνας τοῖχος ἀλλὰ καὶ ἕνας καθρέφτης.
Στὸν πεπτωκότα κόσμο, ὅ,τι εἶναι αὐστηρὰ σεξουαλικὸ εἶναι ἄσχημο, διεστραμμένο, χυδαῖο. Σ' ἕναν «κανονικό» ἄνθρωπο, ὑπάρχει τουλάχιστον ἡ δυνατότητα νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀσχήμια καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἐξαλείψει. Γιὰ τοὺς ὁμοφυλόφιλους, αὐτὴ ἡ δυνατότητα, αὐτὴ ἡ ἐπαγγελία, αὐτὴ ἡ ἔκκληση, αὐτὴ ἡ πόρτα - δὲν ὑπάρχει!
Ἀλλά, ἂν ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι μιά ἐκτροπή, μιά διαστροφή, ἀπὸ ποῦ ἄραγε προέρχεται, πῶς συμβαίνει, καὶ γιατί δὲν μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ; Δὲν γνωρίζω καμιὰ ἐπιστημονικὴ θεωρία, ἀλλὰ ὑποθέτω πὼς ὅλες τους ἀνάγουν τὸ πρόβλημα στὴ βιολογία ἤ στὴν κοινωνία, δηλαδὴ σ' ἐξωτερικὰ αἴτια.
Μοῦ φαίνεται ὅμως πώς ἡ ρίζα της εἶναι πνευματική: εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀμφισημία τῶν πάντων στὸν πεπτωκότα κόσμο. Σ' αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν παραμορφωτικῶν κατόπτρων, ἡ μία ἀνωμαλία γεννᾶ μιά ἄλλη -στὴν περίπτωσή μας, ἡ πτώση τῆς οἰκογένειας, ἡ πτώση τῆς ἴδιας τῆς εἰκόνας τοῦ σέξ, δηλαδὴ τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὸν ἄνδρα καὶ στὴ γυναίκα. Ἡ πτώση ἐπίσης τῆς μητρότητας, ἡ πτώση, τελικά, τῆς ἴδιας τῆς ἀγάπης στὴ σωματικὴ καὶ συνεπῶς στὴ σεξουαλικὴ ἔκφρασή της.
Σ' ἕνα ἐπίπεδο, ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ἕνα μεῖγμα φόβου καὶ ὑπερηφάνειας· σ' ἕνα ἄλλο εἶναι ἔρωτας καὶ αὐτοερωτισμός. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἕνα κοινὸ γνώρισμα τῶν ὁμοφυλοφίλων εἶναι ὁ ἐγωκεντρισμὸς τους (ὄχι κατ' ἀνάγκην ἐγωισμός), ἕνα ὑπερβολικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀκόμη κι ὅταν αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς συνδυάζεται μὲ μιά ἀπεριόριστη περιέργεια καὶ ἕνα ἄνοιγμα στὴ ζωὴ (ὅπως συνέβαινε μὲ τὸν Ζίντ).

Πρέπει να ξέρομε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις είναι, νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση· οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Γι΄ αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες. Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά. Ψυχικές αρετές είναι εν πρώτοις οι τέσσερις γενικότατες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η χωρίς υπερηφάνεια, φθόνο, δόλο, η αφιλαργυρία, συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλόντων αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Σωματικές αρετές, ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του Θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής: εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσία, χρήση ενός μόνο ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχεια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μη βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη, είναι αναγκαιότατα και ωφελιμότατα. Όταν όμως το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με τη βοήθεια του Θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι τόσο αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.
Τώρα πρέπει να κάνομε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη. Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποία είναι: ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, έπαρση, σπουδαιοφάνεια, αλαζονεία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής και συνεχής μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.
Σωματικά πάθη είναι: γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη· κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα· μαντείες, μαγείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, η αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου και τον κάνει γήινο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς την εργασία των αρετών.
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό. Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρωταίτια όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, όπως προείπαμε, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος και εμπαθής προσκόλληση σ΄ αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης και η θρασύτητα και το γέλιο.
Πρέπει επίσης να γνωρίζομε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νήψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς το Χριστό. Γιατί είναι πάρα πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής· είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεως, της δόξας, της ραθυμίας, της οργής, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας. Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται για όλα αυτά και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σ΄ αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστηση σ΄ αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που αποστερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στη μνησικακία. Αν τώρα, μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! κάνει τότε εκείνον που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ΄ αυτήν.
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε· δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη. Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνον η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές. Γι΄ αυτό εκείνος που αγαπά τη φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος. Γιατί όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα. Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόση βία από τη φύση να τον σπρώχνει σ΄ αυτά. Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος πού δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο. Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατί δεν βιάζεται σ΄ αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση. Γι΄ αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικιέται εκούσια από τη φιλοχρηματία. Ώστε πρέπει να γνωρίζομε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνον στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του. Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτομε και τα παρακάτω με συντομία.
Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά: απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής: η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη. Η ίαση και η θεραπεία τους είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής: η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασέλγεια, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών ηδονών. Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αθάνατων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Τώρα πρέπει να κάνομε λόγο για τη διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία. Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας: της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής, της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Το να μας παρενοχλούν ή να μη μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας. Το να επιμένομε όμως σ΄ αυτούς ή να μην επιμένομε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε, αυτό είναι στην εξουσία μας.
Στους λογισμούς αυτούς διακρίνομε τα εξής: προσβολή, συνδυασμό, πάλη, πάθος, συγκατάθεση (που πλησιάζει και μοιάζει με την πράξη), ενέργεια και αιχμαλωσία. Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου: «Κάνε τούτο ή εκείνο», όπως συνέβη στον Κύριο και Θεό μας: «Πες να γίνουν οι πέτρες αυτές ψωμιά». Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας. Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και μ΄ ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας. Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από το συνδυασμό του λογισμού που υποβάλλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής σχετική μελέτη και φαντασία. Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος: «Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σάρκας, κι αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους». Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια. Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός. Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε. Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο. Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία· με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία· με τη συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται η φιλαργυρία· με την αγάπη προς όλους και την καλοσύνη καταργείται η οργή· με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη· με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς το Θεό καταργείται η ακηδία· με την κρυφή εργασία των αρετών και τη συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία· με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο απ΄ όλους, καταργείται η υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν, αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινή γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδας, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.
Η ψυχή λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, έχει τρία μέρη· αυτά είναι: λογισμός, θυμός και επιθυμία. Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος· όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος. Ο λογισμός λοιπόν τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθη υποταγμένα και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του Θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια και Αγία Τριάδα. Ο θυμός τότε κινείται κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία. Η δε επιθυμία, όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σάρκας και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα. Γιατί η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα: είτε προς τη σαρκική ηδονή, είτε προς τη μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων. Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί το Θεό και τις άγιες εντολές Του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει το λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια. Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ τη βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν το Θεό. Αυτής είθε ν΄ αξιωθούμε κι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Πρέπει να γνωρίζομε και αυτό· ότι δεν μπορούμε να φτάσομε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτησή της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σ΄ όλη μας τη ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκράτεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές. Από αυτές μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή· λ.χ. ασκεί κανείς πότε-πότε την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσομε ελεήμονα, κι ακόμη περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα. Γιατί το καλό δεν είναι καλό όταν δε γίνεται καλά. Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, π.χ. από ανθρωπαρέσκεια λόγω καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία και αδικία. Επειδή ο Θεός δε ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνονται. Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο· και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν. Το αντίθετο συμβαίνει μ΄ εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό· όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο και τράβηξε από εκεί την πόρνη. Από αυτό γίνεται φανερό ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που πάρα πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση. Γιατί η διάκριση είναι μεγαλύτερη απ΄ όλες τις αρετές, επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών. Όπως πάλι και για τ΄ αντίθετα· δε λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σ΄ ένα από αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ΄ αυτά και μένει αδιόρθωτος. Κοντά σ΄ όσα είπαμε, πρέπει να γνωρίζομε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ΄ όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία· ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο και οι ψυχικές αρετές – και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το όνομά Του – είναι ανώτερες από τις σωματικές αρετές. Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειές τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ΄ αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει. Γιατί τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια μ΄ αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά. Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι πολύ χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τ΄ ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι. Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησία, τη φιλαργυρία, που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά τους.
Μιλήσαμε γι΄ αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλειά μας, κάνοντας μία ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια. Γι΄ αυτό και μιλήσαμε για το καθένα με πολλούς τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμιά πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται· ακόμη για να επιδιώξομε με χαρά τις αρετές – και μάλιστα τις ψυχικές, με τις οποίες προσεγγίζομε στο Θεό – και για ν΄ αποφεύγομε τις κακίες με όλη μας τη δύναμη. Γιατί είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει το Θεό και ενώνεται νοερά μ΄ Αυτόν. Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινή γνώση και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το ν΄ ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στη θεωρία του Δημιουργού.
Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αιρείσθαι»· γιατί είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνομε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλομε και αναγκαστικά. Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατί φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.
Αν θέλεις, ας προσθέσομε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του «κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή του ανθρώπου. Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο απ΄ όλα τα κτίσματα είναι «κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού. Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ΄ εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί. «Καθ΄ ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού. Δηλαδή το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους, να οικτείρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, και να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. «Να γίνεστε, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας». Το «κατ΄ εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά Του. Το «καθ΄ ομοίωσιν» όμως το έχουν σπάνιοι και μόνον οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατόν σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού. Είθε κι εμείς ν΄ αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνομε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων το Χριστό. Γιατί σ΄ Αυτόν ανήκει το έλεος και σ΄ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Πηγή: Η άλλη όψη

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτα Πειραιῶς καί Φαλήρου κ. Σεραφείμ, Αἰδεσιμολογιώτατε καί πολυσέβαστε Πρόεδρε τῆς πρώτης Συνεδρίας πατέρα Γεώργιε, Εὐλαβέστατοι Πατέρες καί συλλειτουργοί, Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Εὐσεβεῖς χριστιανοί καί ἀγαπητοί ἀκροατές τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας,
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καί Φιλίας
Θέμα: Ἐρωτήματα περί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Σεβασμιώτατοι προσκεκλημένοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς καί συνεπίσκοποι,
Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτα Πειραιῶς καί Φαλήρου κ. Σεραφείμ, Αἰδεσιμολογιώτατε καί πολυσέβαστε Πρόεδρε τῆς πρώτης Συνεδρίας πατέρα Γεώργιε, Εὐλαβέστατοι Πατέρες καί συλλειτουργοί, Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Εὐσεβεῖς χριστιανοί καί ἀγαπητοί ἀκροατές τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας,
Ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου Ἐπισκόπων, ἀνέκαθεν λειτουργεῖ στόν Ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σταθμός τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, ὡς σημεῖο αὐτοελέγχου καί αὐτοσυνειδησίας, ὡς εὐκαιρία ἐπανασχεδιασμοῦ τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ἡ ἀσφαλής ἐπιβίβαση τῶν χριστιανῶν, στό νοερό καράβι τῆς Ἐκκλησίας, πού διαπλέει τό πέλαγος τοῦ παρόντος πεπερασμένου χρόνου, ἀποτελεῖ τό ἐχέγγυο τῆς διαπόρθμευσης μέ ἀσφάλεια ἐκ τοῦ κόσμου τούτου στήν αἰώνια πραγματικότητα.
Ἡ προγραμματισμένη λοιπόν γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιον Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, καλεῖται νά καταγραφεῖ στήν ἱστορία, ὡς ἕνας σταθμός ψυχικῆς ὠφέλειας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς μία κίνηση ἐπαναβεβαίωσης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ ἀπέναντι στους χριστιανούς τῆς Μητροπολιτικῆς μας περιφερείας, ἀλλά καί πρός ὁλόκληρον τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εὑρισκόμεθα σήμερα μαζί σας, προκειμένου νά θέσουμε δημοσίως ὁρισμένους προβληματισμούς μας, ὡς πρός τήν σύγκληση αὐτῆς τῆς Συνόδου.
Για τήν χορήγηση αὐτοῦ τοῦ βήματος, πολλές εὐχαριστίες ὀφείλονται καί πάλι στούς διοργανωτές τῆς παρούσης ἡμερίδος, στούς ἐκλεκτούς εἰσηγητάς, καί πρωτίστως εἰς τόν ἀγωνιστήν Ἅγιον Πειραιῶς, πού συνέλαβε τήν ἰδέα γιά τήν πραγματοποίησή της.
1. Πρίν ἀπό 45 χρόνια, τό ἔτος 1971, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, αὐτός ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος τῶν Βαλκανίων, ἔγραφε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας: «Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, γιά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται κατά ἀνθρωπον, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν. Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν καί ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως». Καί τόνιζε τότε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας».
Και τίθεται τό ἐρώτημα: Ἔχει ἀλλάξει κάτι τά τελευταῖα χρόνια, ὥστε σήμερα νά εἶναι ἀναγκαία καί σκόπιμη, ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ;
Ἀλλά γιά τό μή ἀναγκαῖον τῆς συγκλήσεως μιᾶς τέτοιας Συνόδου, ὁμιλεῖ καί ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ἀσκητής καί πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 20οῦ αἰώνα, εἰς τόν ὁποῖον εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία, νά ἐξομολογηθῶ πεντάκις καί ὡς μαθητής τοῦ ἱστορικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου καί ὡς κληρικός Ἱεροκήρυξ τοῦ Πανελληνίου Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου. Λέγει ὁ Ὅσιος Γέροντας: «Νομίζομεν, ὅτι εἶναι ὅλως περιττή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».
Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, συναντοῦμε θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας. Τά δύο θέματα «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας και ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», τά ὁποῖα μάλιστα ποσοτικῶς ἀντιστοιχοῦν στό ἕν τρίτον τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, δέν εἶναι θέματα λυμένα ἀπό αἰῶνες ;
Ὁ πρῶτος λοιπόν προβληματισμός μας εἶναι: Κατά πόσονεἶναι σήμερα σκόπιμη καί ἀναγκαία, ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου;
2. Ὁ δεύτερος προβληματισμός μας, γεμᾶτος ἐρωτηματικά, εἶναι ὁ ἑξῆς: Στή μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, θά ὑπάρξει ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν; Στά κείμενα διαφαίνεται κάτι τέτοιο; Γιατί στίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, δέν προχώρησε ἡ τυπική ἀναγνώριση τῶν δύο σημαντικῶν, ἀντιπαπικῶν Συνόδων, δηλαδή τῆς Η´ Οἰκουμενικῆς καί τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖες δικαίωσαν τόν Μέγα Φώτιο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀντίστοιχα;Ἡ παραπομπή σέ «συνοδικές» καλένδες τοῦ μέλλοντος, δέν κλονίζει τήν θεολογική ἀξιοπιστία, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;
Οἱ ἀδελφοί συνεπίσκοποι, ἅγιοι Ναυπάκτου καί Γόρτυνος, Ἱεράρχες γνῶστες καί ἀγωνιστές, εἶχαν ὁρισθεῖ ὡς ὁμιλητές νά ἀναπτύξουν τίς ἀπόψεις τους στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί τελικά δέν ὡμίλησαν. Ἐκοπίασαν καί τό ἀποτέλεσμα μηδέν. Προσωπικῶς, ὑπεστήριξα νά διαβασθοῦν οἱ εἰσηγήσεις, ὅπως καί ἄλλοι ἀδελφοί, ἀλλά δυστυχῶς ἡ πλειοψηφία ἀρνήθηκε. Γιατί; Δέν γνωρίζω. Ὁ νοῶν νοείτω.
Ἡ καίρια λοιπόν ἐρώτηση, εἶναι τό πῶς θά προσεγγιστεῖ τό θέμα «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο», στό ὁποῖο κατέληξαν οἱ Προσυνοδικές Διασκέψεις. Θά γίνει ὀρθή ὁριοθέτηση ἤ θά ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ φόβοι ἔγκριτων θεολόγων;
Ὁ Πανεπιστημιακός καθηγητής, καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὁ ἐκλεκτός καί πολυσέβαστος συλλειτουργός μας π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁ ὁποῖος καί Προεδρεύει αὐτήν τήν ὥρα στήν πρώτη μας Συνεδρία, ἔχει γράψει παλαιότερα: «Ἑτοιμάζεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καί ὅπως βλέπουμε, στήν ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Εὔχομαι νά μήν γίνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τά πράγματα. Ἐάν λοιπόν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, πού θά ἔχει τόν χαρακτῆρα γιά μᾶς, Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν συνέλθει καί δέν δεχθεῖ μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τήν Η΄ καί τήν Θ΄, θά εἶναι ψευδοσύνοδος».
Συμφωνοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς, ὅτι ἡ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης, θά κριθεῖ καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο: Θά ἀναγνωρίσει αὐτές τίς δύο Συνόδους ἤ θά τίς παρακάμψει;
3. Ὁ τρίτος προβληματισμός μας εἶναι: Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, θά καταδικάσει τίς ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές θεωρίες, πού κατά καιρούς ἔχουν ἐπισημανθεῖ σέ διάφορα κείμενα;
Οἱ κακόδοξες θέσεις καί διδασκαλίες, περί τῆς Μιᾶς καί συγχρόνως Διηρημένης Ἐκκλησίας, περί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, περί τῆς Διευρημένης Ἐκκλησίας, περί τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, περί τῶν κλάδων, περί τῶν δύο πνευμόνων, θά καταδικασθοῦν ἤ θά υἱοθετηθοῦν;
Μήπως ἡ πρόσκληση νά παραστοῦν στήν ἐναρκτήριο καί στήν καταληκτήριο Συνεδρία τῆς Συνόδου ὡς παρατηρητές, (διαβάζω ἐντός εἰσαγωγικῶν τήν διατύπωση τοῦ κειμένου τῆς Συνάξεως των Προκαθημένων στό Σαμπεζύ τόν Ἰανουάριο), «ἐκπρόσωποι χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν», προδιαθέτει γιά τήν χειρότερη τῶν περιπτώσεων ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας;
Δηλαδή καλοῦνται ὡς «Παρατηρητές», Παπικοί, προτεστάντες, ἀντιχαλκηδόνιοι καί μονοφυςῖτες, ὅλοι τους καταδικασμένοι αἱρετικοί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό Πατέρες καί Οἰκουμενικές Συνόδους.
Ἀλλά, στή δισχιλιόχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Τοπικές ἤ σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, οὐδέποτε ὑπῆρχαν «παρατηρητές». Μόνο στίς δύο παπικές συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τό καθεστώς τῶν «παρατηρητῶν»! Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὡς ὕψιστη φανέρωση καί ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά ἔχει ὡς πρότυπο τίς Παπικές πρακτικές, μεθόδους καί μεθοδεύσεις;
Ἐνθυμοῦμαι τόν μακαριστό Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Σεραφείμ, σέ μιά παρέμβασή του, κατά τήν Συνοδική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Φωτίου στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης, ὅπου ἔθεσε τό ρητορικό ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ παπική ἐκκλησία, Ἐκκλησία; Πῶς εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπεσχίσθη τό 1054 καί ἔχουν καί τούς Οὑνῖτες ; ». Ἐμεῖς ὅμως, δυστυχῶς, συνεχίζουμε νά ἀποδίδουμε στό Παπικό μόρφωμα τόν χαρακτηρισμό «Ἐκκλησία» καί νά ἀνεχόμαστε τούς Οὑνῖτες.
Σᾶς μεταφέρω μία σκηνή, πού ἔλαβε χώρα πρό ἐτῶν στήν Ἱσπανία, σέ μία συνάντηση Ὀρθοδόξων καί Καθολικῶν, τήν ὁποία μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε, μέλος τῆς ἀποστολῆς. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας Μητροπολίτης, διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅταν ἀντελήφθη, πώς στήν ἀντιπροσωπεία τῶν Παπικῶν, συμμετεῖχε ὡς μέλος ὁ Οὑνίτης ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Σέ τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τόν Προκαθήμενό του, ἐρωτώντας πῶς νά συμπεριφερθεῖ, ἔλαβε τήν ὁδηγία: «Νά μή δώσεις συνέχεια στήν ἀντίδρασή σου, καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ τέτοια παρατήρηση».
Εὔχομαι καί προσεύχομαι νά μήν παρατηρηθεῖ παρόμοια κίνηση, στήν ἐπερχόμενη Μεγάλη Σύνοδο.
4. Ἔντονα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία θά ἐκπροσωπεῖται μέ 24 Ἐπισκόπους το πολύ, σύν τόν Προκαθήμενό Της καί ὅτι ἡ κάθε Ἐκκλησία θά διαθέτει μόνο μία ψῆφο. Σύμφωνα μέ τήν Ἱερή μας Παράδοση καί τά διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν σύγκληση μιᾶς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ, σύν τόν Προκαθήμενο. Ἀς θυμηθοῦμε ἐπίσης, ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καί κληρικοί καί τῶν ἄλλων βαθμίδων, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός.
Θεωροῦμε ἐπίσης ἐντελῶς ξένη στήν Ὀρθόδοξη Πρακτική, τήν Προσυνοδική συννενόηση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Ἀνέκαθεν, μία ψῆφο διαθέτει κάθε ἐπίσκοπος καί ὄχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παρά ταῦτα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν προσωπικές μας θέσεις, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπεφάσισε τήν σύνθεση καί τήν ἀποστολή τῆς Συνοδικῆς ἀντιπροσωπείας τῶν 24 Ἐπισκόπων, πού θά συνοδεύει τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Στήν τελευταία συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεφώνησα δημοσίως ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν 24 αὐτῶν Ἐπισκόπων. Ἐπειδή τονίσθηκε πολλές φορές στήν Ἱεραρχία, ὅτι τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας θά πρέπει νά εἶναι οἱ εἰδικοί ἐπί ὁρισμένων συναφῶν θεμάτων Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι Ἱεράρχες, ἔθεσα τό ἐρώτημα: Τό ἔτος 325, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες, ἦταν εἰδικοί, ἤ κατεῖχαν πανεπιστημιακή μόρφωση; Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων -ὁ πολιοῦχος τῆς πόλεώς σας, ἅγιε Πειραιῶς- μέ ποιές ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις κατατρόπωσε τόν Ἄρειο; Μέ ἕνα κεραμίδι καί μέ Ὀρθοδοξία στη ζωή του! Ξεχνοῦμε τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί παραθεωροῦμε τίς κραυγές τῆς ζέουσας προσευχῆς, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ Προφήτη Ἱεζεκιήλ «Κέκραξον πρός με καί ἀποκριθήσομαι» ἤ τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου»;
Στεντορία ὑπῆρξε καί ἡ φωνή τήν ὁποία ὕψωσαν καί πολλοί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς. Εἶναι δέ πρός τιμήν ὁρισμένων Ἱεραρχῶν, πού ἐνῶ εἶχαν περιληφθεῖ στό ἀρχικό πλάνο τῶν 24 μελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐθαρσῶς παρητήθησαν, προφανῶς μή συναινοῦντες στήν ληφθεῖσα σχετική διάταξη τοῦ Κανονισμοῦ συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Ἴσως τά πράγματα νά ἦταν διαφορετικά, ἐάν ὑπῆρξε ἔγκαιρη καί λεπτομερής ἐνημέρωση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πολύ δέ μᾶλλον τῶν περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί Συνόδων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τίς σημαντικές διεργασίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου. Ἀκόμα καί διακεκριμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶχαν τήν στοιχειώδη ἐνημέρωση γιά τά τεκταινόμενα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα;
Μέ τίς λίγες αὐτές σκέψεις καί προβληματισμούς, ἐνδεικτικές ἀνάμεσα σέ πολλές ἄλλες τίς ὁποῖες οἱ ἐκλεκτοί Σύνεδροι ἀναπτύσσουν εὐθαρσῶς στήν παροῦσα Ἡμερίδα καί πολλαχοῦ, καλοῦμε τόν πιστό λαό, σέ διαρκῆ ἐγρήγορση καί προσευχή, ὥστε κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, νά ἀποφευχθοῦν τυχόν ἀστοχίες, σύγχυση καί σχίσματα.
Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδειχθεῖ ὄντως Ἱερά Σύνοδος Ἁγίων Πατέρων, θά τήν ἀποδεχθοῦμε. Ἄν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἀναίρεση ἤ «διόρθωση» ἀποφάσεων προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικό κύρος, τότε ἡ μόνη ἐπιλογή μας θά εἶναι νά τήν ἀπορρίψουμε.
Εὐελπιστοῦμε στό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἁγίας μας Ἑκκλησίας, τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί στή σύνεση καί τόν θεῖο φωτισμό, ὅσων ἁγίων Ἱεραρχῶν θά συμμετάσχουν στήν Σύνοδο, ὥστε οἱ Συνεδρίες πού θα λάβουν χώρα στην Κρήτη καί οἱ ἀποφάσεις πού θά δοθοῦν στή δημοσιότητα, νά κινοῦνται στόν δρόμο πού χάραξαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πνευματοφόροι Πατέρες μας.
Ἐν τέλει παρακαλῶ καί ζητῶ συγγνώμη γιά τίς δύο ἀκόλουθες προσωπικές μου ἀναφορές. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς, Ἰωάννης Καρμίρης, κάποια μέρα καθώς δίδασκε, μᾶς εἶπε: «Ἕνωσις μέ τούς Παπικούς, δέν γίνεται. Ἑνότης, μπορεῖ, μόνον μέ τήν προϋπόθεσιν τῆς φιλίας καί ὄχι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν μπορεῖ ὁ Πάπας, χίλια χρόνια ἔπειτα ἀπό τό Σχίσμα τοῦ 1054, νά ἀναιρέσει τά ὅσα εἶπε μέχρι σήμερα. Εἶναι θέμα ἐγωϊσμοῦ. Θά τοῦ ποῦν οἱ ὁπαδοί του: Τόσα χρόνια μᾶς κορόϊδευες; Μᾶς ὁδηγοῦσες σέ λάθος δρόμο;». Τά λόγια αὐτά, μᾶς εἶπε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συναντήσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Πάπα, εἰς τά Ἱεροσόλυμα.
Καταγόμενος ἐκ πατρός ἀπό τήν ἔνδοξη Σμύρνη, γεννήθηκα καί ἔζησα εἰς τήν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου, ὅπου ἔχω κακίστην ἐμπειρίαν ἀπό τόν φανατισμό τῶν Παπικῶν. Ἡ πλειονότης τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς παπικῆς κοινότητας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀπό τήν Σῦρον καί τούς γνωρίζω πολύ καλά. Γνώρισα ἐπίσης τόν συνταξιοδοτηθέντα Οὑνίτη Ἐπίσκοπο τῶν Ἀθηνῶν Δημήτριο Σαλάχα καί τόν Οὑνίτη Καρδινάλιο Pierre Dibre, μέ τούς ὁποίους εἶχα συνομιλήσει ἐπανειλημμένως στήν Ἀθήνα καί στό Βατικανό. Ποῖος εἶναι, ἀδελφοί μου, ὁ σκοπός τῆς Οὑνίας; Ἡ προπαγάνδα καί ὁ προσυλητισμός. Πόσα μέλη ἔχει ἡ Οὑνία στήν Ἑλλάδα; Ἐλάχιστα. Καί δικαιολογοῦν Ἐπίσκοπο καί τόν μεγαλοπρεπῆ Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος στό κέντρο τῆς Ἀθήνας; Ἀφοῦ αὐτοί εἶναι «λύκοι ὑπό δοράν προβάτου», γιατί νά ὑπάρχει διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν;
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ἀνοχή σας.

Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,Ἕνα ἀπό τά φλέγοντα, ἐπείγοντα καί σοβαρά θέματα, μέ τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν θεωρουμένων ἀπ’ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδων τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶ. ὡς Οἰκουμενικῶν, δηλ. τῆς Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τό 879 μ.Χ., καὶ τῆς Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 μ.Χ.
Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Mr Θεολογίας στόν Τομέα Ἁγίας Γραφῆς καί Πατερικῆς Γραμματείαςτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙ Μ. ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΥΝΟΔΩΝ ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ˙ ΕΝΑ ΦΛΕΓΟΝ ΑΛΛΑ ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
(ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ)
Εἰσήγηση στήν Θεολογική - Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, πού διοργάνωσαν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καί Πειραιῶς καί ἡ Σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν μέ θέμα :
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»πού πραγματοποιήθηκε στόν Πειραιά τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, στήν Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἕνα ἀπό τά φλέγοντα, ἐπείγοντα καί σοβαρά θέματα, μέ τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν θεωρουμένων ἀπ’ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδων τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶ. ὡς Οἰκουμενικῶν, δηλ. τῆς Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τό 879 μ.Χ., καὶ τῆς Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 μ.Χ.
Σήμερα, τὸν καιρὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», κατά τόν ὁποῖο οἱ παγκοσμιοκράτες τῆς ἀντιχρίστου «Νέας Ἐποχῆς» ἀναδεικνύουν καὶ προωθοῦν τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα ὡς τὸν θρησκευτικὸ πλανητάρχη, καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μελετᾶ τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα», οἱ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καταγγέλλουν καὶ καταδικάζουν τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Πάπα, τὸ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο του καὶ τὸ ἑωσφορικὸ ἀλάθητό του, ὡς αἵρεση καὶ παναίρεση.
Α) Ἡ Ὀγδόη (Η΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἡ ἐν Κων/λει Σύνοδος τοῦ 879, μὲ κορυφαῖο πατέρα τὸν Μέγα καὶ Ἱερὸ Φώτιο καί τούς σὺν αὐτῷ θεοπνεύστους ἁγίους Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ἐκπρόσωποι τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, εἶναι Οἰκουμενική, διότι, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, «ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ Οἰκουμενική. (α) Ἀσχολήθηκε μὲ τὸν καθορισμὸ δογματικῶν θεμάτων, ὅπως τὸ τριαδικό, τὸ χριστολογικὸ καὶ τὰ συναφῆ μὲ αὐτὰ δόγματα, (β) συνεκλήθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὅπως ὅλες οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, καί (γ) συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ Οἰκουμενική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτσι χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες καὶ διδασκάλους…». Ὡς Η΄ Οἰκ. Σύν. χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848. Ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀνακήρυξε τὴν ἐν Κων/λει Σύνοδο τοῦ 787 (περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων) ὡς ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἡ Η΄ Οἰκ. Σύν. «ἀσχολήθηκε μὲ δύο σοβαρὰ θέματα, δηλ. τὸ F ilioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα», τὰ ὁποῖα καὶ κατεδίκασε. «Πρόκειται γιὰ δύο θέματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους… Τὰ δύο αὐτὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα εἶναι δόγματα τῶν Λατίνων, ἀλλά γιὰ’μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι αἱρέσεις...». Ὁ τονισμὸς καὶ ἡ ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν Παπῶν στὶς ἡμέρες μας καὶ ἡ ἀκολουθήσασα πλάνη τοῦ ἀλαθήτου ἀποτελοῦν, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, πτώση παρόμοια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἑωσφόρου. Τὴν ἴδια πλάνη διαφαίνεται νὰ διακινδυνεύουν σήμερα καὶ οἱ ἐν Φαναρίῳ οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐζήλωσαν ἐξουσία ἐπὶ τῆς γῆς.
Β) Ἡ Ἐνάτη (Θ΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἡ ἐν Κων/λει Σύνοδος τοῦ 1351, εἶναι ὡσαύτως Οἰκουμενική γιατί, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Μητρ. Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας, «(α) εἶχε ὡς ἀντικείμενο ἕνα σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πνευματικότητα καὶ στὸ ὁποῖο θέμα συγκρούονται δύο παραδόσεις, ἡ ὀρθόδοξη καὶ ἡ φραγκολατινική, (β) ...ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων, ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸν 4ο αἰ. οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 στὴν Κων/λη ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή..., (γ) ... ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων, διότι τεκμηρίωσε ὅλη τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας..., καί διότι στὸ «Συνοδικὸ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ ἐκφράζει τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Πατέρες πρόσθεσαν καὶ τὰ «κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί (δ) ...ἀνέπτυξε τὴν διδασκαλία της ὁ θεούμενος πατὴρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἐπονομαζόμενος ἀντίπαπας καί παπομάστιξ. Πραγματικὰ τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καὶ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τὴν συγκροτοῦν».
Ἡ ἁγία Θ΄ Οἰκ. Σύν. ἀπεφάνθη (α) Περί τῆς διακρίσεως μεταξύ θείας οὐσίας καί θείας ἐνεργείας, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μεταξύ τους στὸ ὅτι ἡ μέν θεία ἐνέργεια μετέχεται καί διαμερίζεται στούς ἀξίους πιστούς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη, ἀμέριστη καί ἀνώνυμη, δηλ. ἐντελῶς ὑπερώνυμη καί ἀκατάληπτη. (β) Περὶ τῆς θείας ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ὅτι αὐτὸ δεν προκαλεῖ καμμία σύνθεση στόν Θεό. (γ) Περὶ τῆς θείας καί ἀκτίστου ἐνεργείας, ὅτι ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους καί Θεότης. (δ) Περὶ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς θείας φυσικῆς ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἀχώριστες, καί (ε) Περὶ τοῦ Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ὅτι εἶναι ἄκτιστο.
Ἡ Θ΄ Οἰκ. Σύν. ἀπέκρουσε θριαμβευτικά τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ οὐνιτίζοντος φιλοσόφου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ καί τῶν ὁμοφρόνων του, Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, οἱ ὁποῖοι διεκήρυτταν ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου προχωρεῖ στήν θεογνωσία καί στήν ἀνάπτυξη τῶν δογμάτων μόνο μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, καί ὄχι μέ τήν νοερά προσευχή καί τόν ἡσυχασμὸ, μέ πνεύμα ταπεινώσεως καί μετανοίας, πού ἦταν ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του νηπτικῶν συνασκητῶν.
Ὁ χριστοφόρος πατήρ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑπεράσπισε ἐν Συνόδῳ τό βίωμα τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων ὡς τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία του περί Ἀκτίστου Φωτός καί Ἡσυχασμοῦ ἀνυψώθηκε σέ δόγμα.
Γ) Προσπάθεια ἀναγνωρίσεως τῶν δύο Συνόδων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμίας ἔγραψαν ἐγκρίτους εἰσηγήσεις γιὰ τίς Η΄ καί Θ΄ Οἰκ. Συν., οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
«Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Συνοδικῆς περιόδου 2010-2011 ψήφισε ὡς θέματα τῆς τακτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὑποβολὴ προτάσεων πρὸς τὴν Γραμματεία τῆς μελλούσης νὰ συνέλθῃ Πανορθοδόξου Συνόδου γιὰ τὴν τυπικὴ ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῆς περιωπῆς Η΄ καὶ Θ΄ Συνόδων τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ἐν Κων/λει συνελθουσῶν κατὰ τὰ ἔτη 879 καὶ 1351 μ.Χ., ὄντως Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ὅμως, «κατὰ πρόδηλη παράβαση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος φαλκιδεύθηκε ἡ συγκεκριμένη διαδικασία καὶ τέθηκε στίς περιώνυμες καλένδες της».
«Μ’αὐτόν τόν τρόπο, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας ἔχασε μία μοναδικὴ εὐκαιρία, νὰ δηλώσει τὴν συνοδικὴ ὀρθόδοξη δυναμική της, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, τὸν Πάπα, τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐνῶ, μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ, προσέβαλε τὴν μνήμη τῶν Μεγάλων Ἁγίων Πατέρων μας Ἱεροῦ Φωτίου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι πρωταγωνίστησαν στὶς δύο συνόδους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν μας, παραπέμποντας τὸ θέμα αὐτὸ στίς ἑλληνικές καλένδες, ἔδειξε ἀσυνέπεια καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της, διότι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος εἶχε ἀναθέσει στοὺς Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Γόρτυνος νὰ παρουσιάσουν τὶς περὶ Ὀγδόης καὶ Ἐνάτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰσηγήσεις τους, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν πατερικὲς ὁμολογίες, καθ’ ὅλα ἔγκυρες καὶ ἄψογες ἱστορικοθεολογικὲς μελέτες».
«Τυγχάνει δέ ἐξόχως ἀπαράδεκτο τό γεγονός ἀφ’ ἑνός νά θεωροῦμε ὡς προστάτη καί ἔφορο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τόν Ἅγιο Ἰσαπόστολο Μέγα Φώτιο, νά μήν προχωροῦμε στήν διαδικασία ὑποβολῆς προτάσεως ἀνακηρύξεως ὡς Η΄ (8ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 879, πού δικαίωσε πανορθοδόξως καί οἰκουμενικῶς τόν Μ. Φώτιο, καί ὡς Θ΄ (9ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 1351, καί ἀφ’ ἑτέρου νά συνομιλοῦμε, νά συναγελαζόμαστε καί νά συμπροσευχόμαστε ὅλως ἀντικανονικῶς μέ τήν αἱρετική παπική θρησκευτική παρασυναγωγή καί κοινωνία, ἡ ὁποία γιά προφανεῖς ἰδιοτελεῖς λόγους ἀποδέχεται ὡς Η΄ (8η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν ληστρική Σύνοδο τοῦ 870, δέν ἀποδέχεται ὡς Θ΄ (9η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν Σύνοδο τοῦ 1351, καί καθυβρίζει τόν Μ. Φώτιο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν «αἱρεσιάρχες». Παρέλκει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό παραπάνω θέμα ἀσφαλῶς ἐνοχλεῖται καί καίγεται ὁ δαίμονας τοῦ παναιρετικοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ Oἰκουμενισμοῦ καί ὅσοι συνοδοιποροῦν μέ αὐτόν».
Δ) Τοπική ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων στήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς
Ὅ,τι δέν κατόρθωσε νά κάνει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ἔκανε πραγματικότητα ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος τό 2013 ἔλαβε τήν πρωτοβουλία νὰ ἀναδείξει στὴν δέουσα περιωπὴ τῆς σειρᾶς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὶς προαναφερθεῖσες δύο Συνόδους.
Τὶς εἰσήγαγε ἤδη στὴν ζῶσα λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας (α) μὲ εἰδικὲς ἱερὲς Ἀκολουθίες, πού συντάχθηκαν τόσο ἀπό τόν ἐν οὐρανοῖς αὐλιζόμενο μακαριστό Ἀπόστολο Παπαχρήστο, ὅσο καί ἀπό τήν ὁσιολογιωτάτη μοναχή Θέκλα Ἁγιοστεφανίτισσα, καί (β) ὁρίζοντας τακτές ἡμερομηνίες γιὰ τὸν κατ’ ἔτος ἑορτασμό τους ὡς τοπικὴ ἀρχικῶς ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἡ Η΄ Ἁγία καί Οἰκ. Σύν. ἑορτάζεται τήν Α΄ Κυριακή μετά τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐνῶ ἡ Θ΄ Ἁγία καί Οἰκ. Σύν. ἑορτάζεται τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Παραλλήλως, ὁ Σεβ. Πειραιῶς ἐξέδωσε τίς ὡς ἄνω ἱερές Ἀκολουθίες τῶν δύο συνόδων σέ ἰδιαιτέρως καλαίσθητα τεύχη, συνοδευόμενες ἀπό θεολογικωτάτη προσωπική ἐγκύκλιο-εἰσαγωγή καί στό τέλος, παρέθεσε καὶ τὶς ἐξαίρετες εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Ναυπάκτου καί Γόρτυνος. Λίαν προσφάτως ἁγιογραφήθηκαν καί οἱ ἅγιες καί ἱερές εἰκόνες τῶν δύο Συνόδων, οἱ ὁποῖες κοσμοῦν τό Ἐπισκοπεῖο.
Οἱ ὡς ἄνω ἐπαινετὲς ἐνέργειες τοῦ Σεβ. κ. Σεραφείμ ἔχουν ἤδη ἀνοίξει τὸν δρόμο γιά τὴν ἐπέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὄχι μόνο σὲ ὅλη τὴν Πατρίδα μας, ἀλλά ἀκόμη καὶ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες χῶρες. Εἶναι δὲ γνωστό ὅτι στὴν παράδοσή μας ἡ λατρεία, ὡς καρδιὰ τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἔχει τὴν δύναμη νὰ καταξιώνει στὴν πράξη ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καὶ ὁμολογίες, ἐξουδετερώνοντας ὅλες τὶς φοβικὲς ἐναντιώσεις.
Ε) Ἡ πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν τακτική συνεδρίασή της τόν Μάϊο τοῦ 2015, ἀποφάσισε νά κοινοποιήσει τίς προτάσεις της γιά τήν Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τό Πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μεταξύ τῶν προτάσεων τῆς Σερβικῆς Ἱεραρχίας εἶναι :
α) Ἡ ἐπικύρωση τῆς οἰκουμενικῆς σπουδαιότητος τῆς Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, εἰδικῶς δέ τῆς διδασκαλίας της περί τοῦ Filioque, τό ὁποῖο καί ἦταν ὁ κύριος λόγος γιά τόν χωρισμό τῆς Ρώμης ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί
β) Ἡ ἐπικύρωση τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰώ., καί ἡ ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας τους περί τῆς θείας Οὐσίας καί τῶν Θείων Ἐνεργειῶν ὡς μία οὐσιώδη διαφορά ἐν σχέσει μέ τήν λατινική διδασκαλία περί τῆς Θείας Χάριτος, ἀπό τήν ὁποία ὀργανικῶς συνάγεται ἡ λατινική κατανόηση τοῦ Filioque, καθώς καί ἡ ὑπερτροφία, ἡ λατινική κατανόηση τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου στήν Ἐκκλησία (πρωτεῖο), ἀπό τήν ὁποία ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντικαθίσταται ἀπό τό ἀλάθητο κάποιου ἀνθρώπου.
Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, πληροφορηθείς τίς ἀνωτέρω προτάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ἀπέστειλε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2015 συγχαρητήρια ἐπιστολή πρός τόν Πρόεδρό της Μακαριώτατο Πατριάρχη Σερβίας κ. Εἰρηναῖο, μαζί μέ τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς εἰσηγήσεις τῶν Σεβ. Ναυπάκτου καί Γόρτυνος.
Βεβαίως, ἡ κατάληξη τοῦ ἐξαιρέτου καί ἀξιολόγου αὐτοῦ κειμένου δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη, διότι, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 8 καί 9 τοῦ κανονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», «δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσαχθοῦν στήν Σύνοδο πρός συζήτηση θέματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἐγκριθεῖ ὁμοφώνως ἀπό τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις ἤ τίς Συνάξεις τῶν Προκαθημένων ἤ νέα θέματα» καί διότι «οἱ συζητήσεις περιορίζονται αὐστηρῶς μόνον στό ὁρισμένο γιά τήν συγκεκριμένη συνεδρία θέμα. Ἀπαγορεύεται οἱαδήποτε ἐκτός θέματος παρέμβαση, μέ ἄμεση ἀφαίρεση τοῦ λόγου ἀπό τόν ὁμιλοῦντα».
ΣΤ) Ἡ ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» μέ εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου
Ὑπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, ἀπό τίς ὁποῖες προκύπτει ὅτι, κατὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσε τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια θὰ ἀνταποκρινόταν στὰ ὀρθόδοξα κριτήρια περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἀποκλειστική εὐθύνη γιά τήν ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» φέρει ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος καί οἱ συνοδοιποροῦντες αὐτῷ, ἐπειδή, ἐντελῶς ἀντικανονικά, ἀντισυνοδικά καί χωρίς καμμία πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀπορρίπτει τὴν περὶ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» γνώμη, ποὺ εἶχαν ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τοῦ Θρόνου, πρόεδροι τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Διασκέψεων, ὅπως ὁ Γέροντάς του μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων Χατζῆς, καὶ ὁ Μύρων, μετέπειτα Ἐφέσου, κυρός Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀκυρώνει καὶ ἀνατρέπει τὴν σταθερὴ καὶ ἐπίσημη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κων/λεως, ὅπως τὴν καθόρισε ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ποὺ ἐπανέφερε θερμὰ καὶ δραστήρια τὸ θέμα τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», κατανοουμένης ὡς Οἰκουμενικῆς.
«Ἡ θέση τοῦ κ. Βαρθολομαίου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐξ αἰτίας τῆς μὴ συμμετοχῆς τῶν Δυτικῶν, εἶναι παντελῶς ἐσφαλμένη. Οὐσιαστικὰ μὲ τὴν θέση του αὐτή διακηρύσσει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐλλειματική, ἀσθενὴς καὶ ἀτελὴς Ἐκκλησία, καὶ μόνο ὅταν «ἑνωθεῖ» μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ θὰ εἶναι τέλεια Ἐκκλησία, ὁπότε θὰ μπορεῖ τότε μαζὶ μὲ τοὺς Δυτικοὺς νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ θέση, ὅμως, αὐτὴ ἀπέχει παρασάγκας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία».
«Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προγραμματίσθηκε κατ’ἀρχήν ὡς Οἰκουμενική, ἔστω καὶ ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη. Ὅμως, τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ οἰκουμενιστὲς τὴν ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικό της χαρακτῆρα. Διότι, ἂν συγκαλοῦνταν ὡς Οἰκουμενική, θὰ εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀναγνωρίσει ὡς 8η καὶ 9η Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἐπὶ Μ. Φωτίου καὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Συνόδους! Αὐτό, ὅμως, θὰ ἐνοχλοῦσε τὸ Βατικανό, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ Σύνοδοι καταδικάζουν τὸν Παπισμό, ὡς αἵρεση». Νά, λοιπόν, γιατί ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς φύσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἡ μή ἀποδοχή τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἔχει ὡς συνέπεια τήν μή ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς Οἰκουμενικῶν καί ἄρα τόν μή χαρακτηρισμό τοῦ Παπισμοῦ ὡς αἱρέσεως. Ἑπομένως, μποροῦν ἄνετα οἱ Οἰκουμενιστές, μεταπατερικῷ και μετασυνοδικῷ τῷ τρόπῳ, νά συνεχίσουν νά ἀποκαλοῦν τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ὡς «ἐκκλησία», ὅπως καταδεικνύεται στό ἀπαράδεκτο ἐκκλησιολογικά και γι’αὐτό ἀπορριπτέο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μπορεῖ νά συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τόν ἀτέρμονα καί ἀλυσιτελή διάλογο, ὁ ὁποῖος τόν τελευταῖο καιρό ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἐρεύνης τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα».
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς οἰκουμενικῶν ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά συμπεριληφθεῖ ὡς τὸ κύριο, καίριο καὶ προεξάρχον θέμα τῆς μελλούσης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἀποδεχθεῖ ὅτι οἱ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκ. Σύν. διαφοροποιοῦν ριζικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν πατερικὴ συνέχειά της ἀπὸ τὸν «χριστιανισμό» τῆς Δύσεως.
Ἡ μεθοδευμένη ἀπὸ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου καὶ τούς μετ’ αὐτῶν ὁμοφρονοῦντες μέλλουσα «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ὅπως μὲ σαφήνεια διαζωγραφίζεται ἀπό τίς προσυνοδικές πανορθόδοξες διασκέψεις της καί ἀπό τά τελικά κείμενά της, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀπεργάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν ἐκκλησιῶν! Ὑπ’αὐτές τίς συνθῆκες, εὐχόμαστε νὰ μὴ συνέλθει ποτέ!
Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ὅπως ἀναμένεται, δὲν θά ἀναγνωρίσει τὶς δύο Συνόδους ὡς Οἰκουμενικές. Γι’αὐτό θὰ εἶναι μία Οἰκουμενιστικὴ Σύνοδος. Ἀλλὰ, ὅπως ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀντίδραση καὶ ἀντίσταση ἐλαχίστων κορυφῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προεξάρχοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ στήριξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατάφεραν νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ ψευδοσύνοδος ἡ αἱρετικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας, ἔτσι καὶ σήμερα ὁ εὐσεβής κλῆρος καί ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς ἡ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἀντιδράσει καὶ θὰ ἀντισταθεῖ στά σχέδια τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Σᾶς εὐχαριστῶ!

Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.
Εἰσήγησις Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
Θέμα: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»
Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.
Πρίν προβῶ μέ τήν Χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν παρουσίασι καί ἀνάπτυξι τοῦ ἀνατεθέντος μοι περισπουδάστου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος ὑπό τόν τίτλον: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», προτίθεμαι νά προσδιορίσω τόν λόγο τῆς παρουσίας μου καί τήν θέσι μου εἰς τήν Σύναξι καί Ἡμερίδα αὐτή.
Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας ἀνήκω φυσικά εἰς τό Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔχω τήν ἀναφορά μου καί τήν ἐξάρτησι ἀπό Αὐτήν, εἰς τήν ὁποία καί καταθέτω ἑκάστοτε ταπεινό λόγο σέ θεολογικά, ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά θέματα. Εἰς τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ τακτική Συνεδρία τοῦ παρελθόντος Ὀκτωβρίου, ἀλλά καί στήν πρό 15νθημέρου συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τοιαύτη κατέθεσα προφορικά τίς θέσεις καί προτάσεις μου καί σχετικό ὑπόμνημα μέ τόν προβληματισμό μου διά θέματα πού ἀφοροῦν εἰς τήν σύγκλησι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τά ὁποῖα καί θά ἀναπτυχθοῦν εἰς τήν συνέχεια.
Θεωρῶ ὅτι αὐτή τήν στιγμή εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ τοῦ ζῶντος Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, Ἀδελφῶν Ἀρχιερέων, Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Μοναχῶν, Μοναζουσῶν καί εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Τέσσερις (4) Ἱερές Μητροπόλεις: Πειραιῶς, Γλυφάδας. Γόρτυνος καί Κυθήρων συνδιοργανώνουν τήν μεγάλη μας αὐτή Κληρικολαϊκή Σύναξι ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Κινητήριος μοχλός τῆς Θεολογικῆς αὐτῆς Ἡμερίδος εἶναι ἡ λειτουργοῦσα ὑπό τήν εὐθύνη σεβασμίων Ἱερωμένων Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων, καί ὄχι μόνο, «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν». Δέν πρόκειται γιά κάποια παρασυναγωγή ἤ παρεκκλησιαστική ὀργάνωσι, ὅπως ἴσως τήν θεωροῦν καί την χαρακτηρίζουν μερικοί, ἀλλά γιά μία Συνάθροισι συνειδητῶν καί ὀργανικῶν μελῶν τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν ἰδιαίτερη παιδεία, μόρφωσι καί εὐαισθησία σέ θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὁμολογίας, Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί Κληρονομίας.
Θά ἦτο εὐχῆς ἔργον μία τέτοια Ἡμερίδα νά εἶχε ὀργανωθῆ μέ Συνοδική Πρωτοβουλία διά νά πληροφορηθῆ ἐπαρκῶς καί ὑπευθύνως ὁ Ἱερός Κλῆρος καί ὁ Χριστώνυμος Λαός σχετικά μέ τίς προτάσεις καί συζητήσεις ἐπί τῶν θεμάτων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἐφ΄ὅσον, ὅμως, δέν ἔχει προγραμματισθῆ μία τέτοια Σύναξις διά τήν σαφῆ καί ἐμπεριστατωμένη πληροφόρησι τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Πληρώματος, ὅπως ἔγινε στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, πέραν τῆς γενομένης ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας κατά τό πρῶτο δεκαήμερο τοῦ Μαρτίου, συμμετέχουμε ὅλοι εἰς τήν παροῦσα Ἡμερίδα μέ ἐπιτεταμένη τήν προσοχή καί ζωηρό τό ἐνδιαφέρον δι΄ὅσα μέ νηφαλιότητα, πληρότητα καί ἀντικειμενικότητα, χωρίς φόβο καί χωρίς πάθος, ἀλλά ἐν φόβῳ Θεοῦ, μέ αἴσθημα εὐθύνης καί φιλαληθείας θά ἀκουσθοῦν.
Καί τώρα, μετά τήν ὡς ἄνω σαφῆ ἐξήγησι καί τοποθέτησί μου, προχωρῶ εἰς τήν παρουσίασι τοῦ θέματός μου.
Ποιός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τῆς συγκληθησομένης Συνόδου; Θά εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος; Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Συνόδου ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης; Ποιά Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό
Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη; Ἄν δέν εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος, ποιό θά εἶναι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;
Ἡ ὀρθή ἀπάντησις εἰς τά ὡς ἄνω καίρια ἐκκλησιολογικά ἐρωτήματα θά προσημάνη καί θά προδικάση τό ἀποτέλεσμα˙ τό ἄν δηλαδή θά ὑπάρξουν ἤ ὄχι ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν ὅτι, τόσον οἱ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ὅσο καί οἱ Εἰδικές Διορθόδοξες Ἐπιτροπές, ἀλλά καί ἡ ἐν γένει «Οἰκουμενική κίνησις» χαρακτηρίζουν ὄχι ὡς Οἰκουμενική, ἀλλ’ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη τήν μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο Σύνοδο. Κατά τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν Θεολογικό διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομο: «ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καί ὁμοφώνως, καί ὁ σκοπός συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καί τόν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχί ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ’ ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[1] .
Ποιά, ὅμως, Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη;
Μία ἔρευνα εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας μόνο τῶν Ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καταδεικνύει ὅτι ἡ ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖται πότε «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πότε «Μεγάλη Σύνοδος», ἐνίοτε «Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος» καί ἄλλοτε «Ἁγία Σύνοδος» καί παρέχει τά ἑξῆς στοιχεῖα : Πέντε (5) Ἱεροί Κανόνες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἕνας (1) τῆς Δ’ (Η’, ΙΔ’, ΙΕ’, ΙΖ’, καί ΙΗ’ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί ὁ Γ’ τῆς Δ’) χρησιμοποιοῦν τόν χαρακτηρισμό Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τρεῖς (3) Ἱεροί Κανόνες (Β’, Γ’, καί ΣΤ’) τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς κάμνουν χρῆσιν τῆς ὀνομασίας Μεγάλη Σύνοδος. τρεῖς (3) κανόνες τῆς Γ’Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Α’, Γ’ καί Η’), ἕνας τῆς Δ’ (Ι’) καί δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Γ’ καί ΝΑ’) καταγράφουν τήν ὀνομασία Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος. Καί ἕνας (1) Κανόνας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς (ὁ Κ’), ἕνας (1) τῆς Β’ (ὁ ΣΤ’), ἑπτά (7) τῆς Γ’ (Α’, Β’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’καί Η’), ἐννέα (9) τῆς Δ’ (Γ’,ΣΤ’,Ι’,ΙΒ’,ΙΔ’,ΙΘ’,ΚΓ’,ΚΕ’καί ΚΖ’), δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Β’καί ΝΕ’) καί ἕνας (1) τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ὁ ΙΘ’) μεταχειρίζονται τόν ὅρο Ἁγία Σύνοδος.
Ἡ ἐναλλαγή τῆς ὀνομασίας καί τοῦ ὅρου τῶν Συνόδων, κατά τά ὡς ἄνω, δέν σημαίνει τήν ἀναφορά σέ διαφορετικές Συνόδους (λ.χ. Τοπικές καί Ἐπαρχιακές) , ἀλλά στίς ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας καί μόνο, συμφώνως καί πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ἐν θέματι Ἱερῶν Κανόνων ὑπό τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, πού καταχωρεῖται στό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας.[2]
Καί ἐδῶ προβάλλεται τό ἐρώτημα:Γιατί, ἐφ΄ὅσον οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν χρῆσι τοῦ ὅρου Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐννοοῦν σαφέστατα καί παραπέμπουν ἐναργέστατα σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ συγκληθησομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἀποποιεῖται ἐξ ἀρχῆς τόν χαρακτηρισμό της ὡς Οἰκουμενικῆς, ἐνῷ προφανῶς ἔχει τήν ἀξίωσι τό κῦρος της νά εἶναι ἰσάξιο καί ἰσοδύναμο τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Βεβαίως, προβάλλεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν συγκαλεῖται ὡς Οἰκουμενική, διότι δέν θά συμμετάσχουν οἱ ἀπεσχισμένοι Δυτικοί Χριστιανοί. Ὅμως ἡ πρᾶξις καί ἡ Παράδοσις τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας δέν παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό τοῦ πρώτου αἰῶνος μ.Χ. καί μέχρι σήμερα ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν οἱ διαχρονικά ἀπεσχισμένοι αἱρετικοί καί σχισματικοί (π.χ. Νικολαΐτες, Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κλπ), ἀλλ΄αὐτό ποτέ δέν παρημπόδισε τήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νά συνέλθη σέ Οἰκουμενικές Συνόδους.
Καί Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν ὀνομάζεται ἡ ὑπό σύγκλησιν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», διότι, προφανῶς, ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ὅμως, εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑστιάζεται τό σπουδαιότερο, προδήλως, ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τῆς μελλούσης νά συναχθῆ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί τό ἐρώτημα:
1.Εἶναι δυνατόν νά συνέλθη μία, κατά τά ὡς ἄνω, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος χωρίς τήν παρουσία καί τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων;
Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς τό ἐρώτημα αὐτό μέ κανονικά κριτήρια εἶναι ἀρνητική, ἐφ΄ὅσον, ὡς ἐλέχθη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική. Καί μία Οἰκουμενική Σύνοδος, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[3] , τέσσερα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πρέπει νά ἔχη: α) Νά συναθροίζεται διά προσταγῶν Βασιλικῶν (αὐτό, βεβαίως, ἴσχυε ὅταν ὑπῆρχε ἡ ἑνιαία Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὑπό τήν ὁποίαν ὑπήγοντο διοικητικῶς ὅλες οἱ Ἐπαρχίες τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, Ἀρχιεπισκοπῶν καί Ἐπισκοπῶν, ἐνῷ τοῦτο τώρα εἶναι ἀδύνατο νά πραγματοποιηθῆ, διότι ἡ κοσμική ἐξουσία δέν ἀσκεῖται ἀπό μία ἐγκόσμιο βασιλεία, ἀλλ’ἀπό πολλές˙ γι’αὐτό καί ἡ πρωτοβουλία συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου δύναται νά προέλθη ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν Πρῶτο μεταξύ ἴσων εἰς τήν Ἐκκλησιαστική Ὀρθόδοξο Ἱεραρχία. β)Νά γίνεται «ζήτησις περί πίστεως» καί ἀκολούθως νά ἐκτίθεται ἀπόφασις καί ὅρος δογματικός εἰς κάθε μίαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους[4].γ) Νά εἶναι πάντα τά ἐκτιθέμενα παρ’αὐτῆς δόγματα καί οἱ Κανόνες Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. (Καί παραθέτει ἐδῶ τό πολυθρύλητο ἀξίωμα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ «τό εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν ῥηθέν»˙ «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ, καί πάλιν ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους» καί δ) Τό νά συμφωνήσουν καί νά ἀποδεχθοῦν τά παρά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καί κανονισθέντα ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καί Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διά τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὑτῶν, εἴτε διά τῶν ἰδίων Τοποτηρητῶν ἤ καί τούτων ἁπόντων, διά γραμμάτων αὑτῶν. Καί τονίζει ἐπιπροσθέτως ὅτι «αὕτη ἡ τῶν τῆς Οἰκουμένης Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων συμφωνία εἶναι ὁ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων συστατικός καί διακριτικός χαρακτήρ».
Ἀναφορικά πρός τό β΄χαρακτηριστικό ἰδίωμα προβάλλεται ἡ ἔνστασις ὅτι ἡ ἐν θέματι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά συζητήση θέματα πίστεως, οὔτε θά ἐκθέση ἀπόφασι καί ὅρο δογματικό, διό καί δέν δικαιοῦται νά χαρακτηρισθῆ ὡς Οἰκουμενική. Καί ὅμως, ἄν καί εἰς τό ὑπό τῆς Ε’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτή ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν πίστιν εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν (ἄρθρον 1), παρά ταῦτα δηλώνει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς» (ἄρθρον 6). Ἐδῶ πλέον τίθεται μέγα ἐκκλησιολογικό καί δογματικό θέμα, ἀφοῦ κραυγαλέως γίνεται ὑπέρβασις τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, διό καί ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ ὅλα τά γνωρίσματα καί τίς προδιαγραφές μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθίσταται λίαν ἀπαραίτητη καί ἐπιτακτική. Τό διακυβευόμενο ἐνταῦθα εἶναι μέγα καί σοβαρό ζήτημα πίστεως, ἀφοῦ κλονίζεται μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περί τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δέ προσθήκη εἰς τό ἐν λόγῳ ἕκτο(6) ἄρθρο «ἀλλά καί πιστεύει (ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) ὅτι αἱ πρός ταύτας (ἐνν.τάς ἄλλας «Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας») σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ΄αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς» οὐδόλως ἐπιλύει, παρά μόνον περιπλέκει τό μέγα ἐκκλησιολογικό θέμα. Δέν ἔχουν καμμία θεολογική ἀξία καί σημασία οἱ ἀποσαφηνίσεις καί ἐξηγήσεις «τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» διά τήν ἐκκλησιολογία καί τήν διδασκαλία τους περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἐάν προηγουμένως δέν ἀσπασθοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἁγία καί ἀμώμητο Πίστι καί Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Θεία Διδασκαλία τοῦ Θείου Δομήτορος τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Διότι, ἐάν ἐμμένουν στίς αἱρέσεις καί τίς κακοδοξίες των καί συνεπῶς δέν ἔχουν κοινωνία ἐν τῇ Πίστει καί τῇ Ἀγάπῃ μέ τήν Μία καί Μόνη Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τότε οὔτε Μυστήρια, οὔτε Ἱερωσύνη, ἀλλ΄οὔτε καί Ἀποστολική διαδοχή ἔχουν. Ὅλα αὐτά θραύονται καί καταλύονται, ὅταν ὑφίσταται ὁ μολυσμός καί ἡ πνευματική νόσος τῆς αἱρέσεωςκαί τοῦ σχίσματος, τῆς κακοδοξίας καί τῆς πλάνης. Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας δέν λογίζονται, οὔτε εἶναι δυνατόν μέ θεολογικά καί Ἁγιοπνευματικά κριτήρια νά ὑφίστανται. Ἀσφαλῶς δέ εἶναι ἀδιανόητο καί βλάσφημο νά θεωρηθοῦν ποτέ αὐτές ὡς...«παραρτήματα» τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Καί τό τρίτο (γ’) χαρακτηριστικό ἰδίωμα, τό ὁποῖο παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι λίαν σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο. Ὅλα τά ἐκτιθέμενα παρά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόγματα καί οἱ Κανόνες νά εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀφοῦ τῷ ὄντι φέρει τήν κανονική ὀνομασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καλεῖται νά στοιχηθῆ κατά πάντα πρός τήν δογματική καί κανονική παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τίς Θεῖες ἐπιταγές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
2. Ἐφ΄ὅσον, κατά τό Ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅρος Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ταυτίζεται μέ τόν ὅρο Οἰκουμενική Σύνοδος, συνεπάγονται καί οἱ ἀνάλογες ὑποχρεώσεις της, διά νά ἔχη καί αὐτή τό ἀπαιτούμενο κῦρος καί τίς προϋποθέσεις ἀναγνωρίσεως της ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκτός καί ἐάν πρέπει, ἀκούοντες τήν ὀνομασία: Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, νά ἐννοήσωμε ἁπλῶς τήν σύγκλησι διευρημένης Συνόδου Ὀρθοδόξων Προκαθημένων καί οὐδέν πλέον.
Πρωτίστως προέχει ἡ ἀναγνώρισις τῶν δύο(2) ἀποδεχομένων καί ἀνεγνωρισμένων ὑπό τῆς γρηγορούσης δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Οἰκουμενικῶν Συνόδων˙ τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου τοῦ ἔτους 879-880μ.Χ. καί τῆς ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ ἔτους 1351μ.Χ. Καί ἐν συνεχείᾳ, στοιχοῦσα εἰς τήν παράδοσιν τῶν ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θά πρέπει νά θέση σέ ἐφαρμογή τά ὁριζόμενα καί διακελευόμενα ὑπ’αὐτῶν, ἤτοι˙
α)Τήν τοποθέτησι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου στήν κεντρική θέσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως ἔκπαλαι ἐγίνετο τοῦτο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ἔνθεν καί ἔνθεν αὐτοῦ, κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς καί τήν ἰσχύουσα τάξι πλαισίωσι τῶν Προκαθημένων καί λοιπῶν ἁγίων Συνέδρων.
β)Τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων , πλήν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ γήρατος ἤ ἀσθενείας θά ζητήσουν ἁρμοδίως τήν ἐξαίρεσίν των. Διότι ἄλλως ἀποκλείεται καί ἀφαιρεῖται τό κανονικόν δικαίωμα ὅλων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ὀρθοδόξων Ἐπαρχιούχων Ἐπισκόπων, (ἐκτός τοῦ περιωρισμένου ἀριθμοῦ τῶν 24 ἐκπροσώπων Ἐπισκόπων ἐξ ἑκάστης Τοπικῆς Ἐκκλησίας) νά συμμετάσχουν μετά ψήφου εἰς τήν Ἀγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὡς συνέβαινε τοῦτο εἰς ἑκάστην τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι καί εἶχον τήν κανονικήν προσωνυμίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Οὐδείς Ἐπίσκοπος διαποιμαίνων Ὀρθόδοξον Ποίμνιον (μή ὤν βεβαίως καταδεδικασμένος) ἀπεκλείσθη ποτέ ἔκ τινος Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰμή οἱ διά διαφόρους λόγους κωλυθέντες ἵνα προσέλθωσι, παρά τό σημειούμενον ἐν τῷ ὑπ’΄ἀριθ. 755/351/16-2-2016 Σεπτῷ Συνοδικῷ ἐγγράφῳ, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ παράδοσις εἶναι σαφεστάτη, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κατηγορηματικός ἐν τῷ Ἱερῷ Πηδαλίῳ, καθ΄ἅ εἴπομεν, καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος σαφῶς παρατηρεῖ ὅτι: «Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνῷ τό κυρίως διοικοῦν σῶμα εἶναι τό σῶμα Κληρικῶν καί δή τό τῶν Ἐπισκόπων, δέν ἀποκλείεται τό λαϊκόν σῶμα ἐκ τῆς διοικήσεως, διά τῆς ἐκ μέρους του δι΄ ἐκλογῆς ἀναδείξεως τῶν Κληρικῶν, καί διά τῆς ἀπαραιτήτου του συνεργασίας εἰς τόν σχηματισμόν τῆς «συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίας. Ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἡ ἀνωτάτη διοικητική βαθμίς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας καί διοικήσεως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος,ἡ συγκροτουμένη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων καί τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γινόμεναι ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἑκκλησίας ἀποδεκταί,ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν.[5]
γ) Τήν συζήτησι καί συνεξέτασι ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Νά ἐκφρασθοῦν ἐπ΄αὐτῶν ἐλευθέρως, ἀβιάστως καί ἐπαρκῶς οἱ ἅγιοι Σύνεδροι καί νά τεθοῦν σέ ψηφοφορία τά πρός συνδιάσκεψιν θέματα, ὁπότε θά ἰσχύση τό ἱεροκανονικό «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἡ ἰσχύουσα ἀρχή ὅτι ἑκάστη Τοπική Ἐκκλησία θά ἔχη μία ψῆφο καί θά ἔχη προεξασφαλισθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν μελῶν της δι’ὅλα τά θέματα δέν ἐρείδεται εἰς τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας. Τό νά προετοιμάζωνται καί νά προαποφασίζωνται τά θέματα ἀπό τίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, χωρίς νά ἔχουν εἰδικῶς ἐξουσιοδοτηθῆ οἱ ἐκπρόσωποι κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ὁμιλῶ εἰδικότερα γιά τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία) ἀπό τό Κυρίαρχο Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας διά τό κάθε θέμα: τί θά ὑποστηρίξουν ὡς θέσιν καί Ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας μας, ποῦ θά συμφωνήσουν ἤ ποῦ θά διαφωνήσουν, καί χωρίς νά γνωρίζη ἡ Σεπτή Ἱεραρχία καί δι΄αὐτῆς ὁ κάθε Ἐπίσκοπος τήν ἄλλη πλευρά (altera pars) καί τήν πρόοδο καί ἐξέλιξι τῶν ἐργασιῶν τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, αὐτό ἀφίσταται κατά μυρίας παρασάγγας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι. Παραπέμπει στό μοναρχικό ἤ καί ὀλιγαρχικό πολίτευμα τοῦ Δυτικοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου, σέ Δυτικά πρότυπα καί ὄχι στό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δέχεται, οὔτε θά δεχθῆ ποτέ μοναρχία ἤ ὀλιγαρχία, καί πολύ περισσότερο δέν θά ἀποδεχθῆ Πάπα στήν Ἀνατολή. Στήν Ὀρθόδοξη μας Παράδοσι καταρτίζονται ἐκ τῶν προτέρων τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως, ἀλλά δέν προαποφασίζονται. Οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι («ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»[6] ἐλέχθη κατά τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων) ἐν τῇ ὥρᾳ τῶν ἱερῶν συνεδριῶν. Ἐλεύθεροι καί ἀδέσμευτοι, χωρίς πιέσεις καί ἀπειλές, ἐκφράζονται οἱ ἅγιοι Σύνεδροι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διαλέγονται ἤ διαφωνοῦν κινούμενοι ὑπό τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παρακλήτου καί ἀποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία»[7], καί
δ) Τήν Ἁγιοπατερική καί ἱεροκανονική στάσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διά λόγους συνειδήσεως καί προσηλώσεως εἰς τούς δογματικούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δέν θά συμμορφωθοῦν σέ τυχόν ἀποφάσεις ἀσύμβατες καί ἀντικρουόμενες πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι (τήν δογματική καί ἱεροκανονική). Ἡ συνοχή καί ἡ πλήρης ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ἐξαρτηθῆ ἀπό τόν ἀπόλυτο της σεβασμό, χωρίς καινοτομίες καί προσθαφαιρέσεις στό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας ἡμῶν καί ἀμωμήτου Πίστεως, διδασκαλίας καί Παραδόσεως. Ἀπό τήν πλήρη συμμόρφωσι πρός τήν ἀρχήν τοῦ «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο».
Τό ὁρμητικό ρεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἡ ἀκάθεκτη ὁρμή τῆς Παγκοσμιοποίησης καί Πανθρησκείας δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά ἐπιδράση ἤ νά ἐπηρεάση τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί ἐπαγρύπνησις διά νά μή ἐπαληθευθοῦν ὁ φόβος καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου π.Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σπουδαίου Κανονολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐξέφρασε κατά τήν δεκαετία τοῦ 60 εἰς τόν τότε Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μυριάκις προτιμώτερον, Παναγιώτατε, νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/πόλεως θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησῖδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως… Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νά ἑνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ῥήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε!...»
Oἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τῶν (ἀνεγνωρισμένων) Τοπικῶν Συνόδων «ἐκδικοῦνται», κατά τήν συνήθη ἔκφρασι τοῦ ἀειμνήστου π.Ἐπιφανίου, ὅταν γίνεται παράβασις καί καταπάτησις των. Καθορίζεται σαφῶς τό ἐπιτίμιο διά τούς καταφρονητές των (καθαίρεσις, ἀφορισμός, ἀκοινωνησία, ἀργία κλπ.).Οἱ παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων τίθενται πρό τῶν βαρέων εὐθυνῶν των καί ἐνώπιον τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως των. Ἡ Τοπική Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει ὁ καταφρονητής τοῦ συγκεκριμένου ἤ τῶν συγκεκριμένων Ἱερῶν Κανόνων, ἔχει τήν εὐθύνη καί τήν ὑποχρέωσι νά ἐπιβάλη, μετά τήν νόμιμη καί κανονική διαδικασία, τίς προβλεπόμενες κυρώσεις.
Εἶναι θλιβερό δέ καί ἀνησυχητικό ὅτι, ἐνῶ παρατηροῦνται κατάφωρες παραβιάσεις Ἱερῶν Κανόνων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί λοιπῶν ἄλλων, καί μάλιστα στά κρίσιμα θέματα συμπροσευχῶν μέ ἑτερόδοξους, αἱρετικούς καί ἀκοινώνητους, καί τό ἀκόμη χειρότερο μέ ἀλλόθρησκους, χωρίς νά ἐπιδεικνύεται ἡ ἐπιβαλόμενη εὐαισθησία ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς ἁρμοδίους καί ὑπευθύνους, ἐν τούτοις ὑπάρχει μεγάλη σπουδή καί πρόθεσις ἐπιβολῆς βαρέων ἐπιτιμίων ὑπό τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ τό αἰτιολογικό νά ἀποφευχθοῦν διασπάσεις καί διαιρέσεις, ἄν καί αὐτές δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτραποῦν μέ τό «μαστίγιο», ἀλλά μέ τόν θρίαμβο καί τήν ἐπικράτησι τῆς σῳζούσης Θείας Ἀληθείας. Γιατί ἄν συμβῆ τό ἀντίθετο, ἐνῷ δέν θέλει νά ὀνομάζεται Οἰκουμενική καί δέν διαθέτει προδήλως τό κῦρος καί τήν αὐθεντία της, ἀναμφιβόλως θά ἐκφύγη τῶν ἁρμοδιοτήτων της καί τῶν ὁρίων τῆς ἀρχῆς τῆς Συνοδικότητος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἐλεύθερης ἐκφράσεως τῶν ἁγίων Συνέδρων, γεγονός τό ὁποῖο θά παραπέμψη σέ δυσάρεστες ἐποχές βίας καί καταναγκασμοῦ.
Καί διά νά ὁλοκληρώσω καί συγκλείσω τό ὅλον θέμα θά ἐπανέλθω εἰς τό βασικό θέμα τῆς εἰσηγήσεως μου, δηλ. τό τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τόν προσεχῆ Ἰούνιο στήν Κρήτη, παραθέτοντας τίς ἐπ’αὐτοῦ διαπιστώσεις-ἐπισημάνσεις δύο Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων,ἑνός ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων, τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου καί ἑνός ἐκ τῶν νεωτέρων, τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ κ.Χρυσοστόμου Σταμούλη.
Δέν ἐπικαλοῦμαι τίς θέσεις τῶν παρισταμένων σεβαστῶν μου Καθηγητῶν, τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί τοῦ κ.Δημ. Τσελεγγίδη, διότι θά ἕχωμε τήν εὐκαιρία νά τούς ἀκούσωμε κατά τήν εἰσήγησιν των. Γράφει ὁ πρῶτος, ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Γιανναρᾶς μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα μας: «Ἡ Σύνοδος πού ἔχουν ἐξαγγείλει οἱ ἀνά τόν κόσμο Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιο (2016) στήν Κρήτη, χαρακτηρίζεται «Μεγάλη». Ὄχι σέ ἀριθμό συμμετεχόντων, ἀφοῦ δέν πρόκειται νά μετάσχουν (ὅπως ἦταν αὐτονόητο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους) ὅλοι οἱ προεστῶτες τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐπίσκοποι. Γιά πρώτη μᾶλλον φορά σύνοδος ἐκκλησιαστική θά βασιστεῖ στήν ὀρθολογική (ἀποτελεσματικότητας) ἀρχή τῆς «ἀντιπροσώπευσης» – θά συγκροτηθεῖ ἀπό «ἀντιπροσώπους» τῶν ἐθνικῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων ὄχι ἀπό τό σύνολο τῶν λειτουργῶν τῆς ἐπισκοπικῆς «πατρότητας» .
Στήν Ἑκκλησία εἶναι ἀδιανόητο τό «ἀντιπροσωπευτικό σύστημα» (ὅπως καί στήν ἀρχαιοελληνική «πόλιν» ἦταν ἀδιανόητη ἡ «ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία»). Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ἀντιπροσωπεύονται, σέ καμιά μορφή συνοδικότητας, γνῶμες, ἀπόψεις, ἰδέες, προτάσεις. Κατατίθεται μόνο μαρτυρία ἐμπειρίας καί ἡ ἀλήθεια τῆς κατάθεσης κρίνεται ἀπό τό ἄν καί κατά πόσο ἡ κατατιθεμένη μαρτυρία «κοινωνεῖται» (πιστοποιεῖται,ἐπιμαρτυρεῖται) ἀπό τήν ἐμπειρία ὅλων. Ἔχει συμβεῖ στήν ἱστορία τῶν Συνόδων ἡ κατάθεση ἑνός δίχως τίτλους λογιότητας ἐπισκόπου ἀσήμαντης πληθυσμιακά ἐπισκοπῆς (λ.χ. τῆς Τριμυθοῦντος, στήν Κύπρο) νά καθορίσει τόν «ὅρο» - ἀπόφαση τῆς Συνόδου – νά ἀγνοηθοῦν στιλπνά ἴσως ρητορεύματα περιώνυμων πατριαρχῶν καί ἀρχιεπισκόπων».[8] Καί ὁ Καθηγητής κ. Σταμούλης παρατηρεῖ τά ἀκόλουθα:
«…Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μεγάλη καί εὐλογημένη εὐκαιρία ἔχει νά κάνει κυρίως μέ τή βάση τῆς Ἐκκλησίας. Μία βάση ξεκομμένη ἀπό τήν πληροφόρησι καί συνεπῶς τή συμμετοχή σέ ὅλα ὅσα τήν ἀφοροῦν ἄμεσα καί ἀποτελοῦν ὡς μή ὄφειλε ἀντικείμενο χειρισμῶν ἀποκλειστικά τῆς κορυφῆς... Ἐάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ἕνα ἔλλειμμα αὐτό βρίσκεται στήν ἐνημέρωση τῆς βάσης, στήν ἐνημέρωση τῶν λαϊκῶν, ἀλλά καί τῶν κληρικῶν τόσο τῶν δύο πρώτων βαθμίδων, ὅσο καί τῶν Ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Φαίνεται ἔτσι νά λησμονεῖται ἤ νά παραθεωρεῖται, πώς «ἡ Σύνοδος δέν συνέρχεται γιά τόν ἑαυτό της, συνέρχεται γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ, γιά ὅλο τόν κόσμο», καθώς «εἶναι ἐκ τοῦ σώματος», «ἐν τῷ σώματι», «διά τό σῶμα».
Ὡς ἐκ τούτου, συνεχίζει ὁ κ.Καθηγητής, οἱ ἐνστάσεις οἱ ὁποίες καί ἐδῶ διατυπώθηκαν ἀπό μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν εἶναι χωρίς ἔρεισμα. Ὄντως, ἡ συγκεκριμένη διαδικασία εἶναι ἀμάρτυρη ἐντός τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως φαίνεται νά ἀγνοεῖται τό ἱστορικό κεκτημένο πού θέλει τόν κάθε Ἐπίσκοπο νά ἔχει μία ψῆφο. Ὄντως φαίνεται νά ἀντικαθίσταται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό τόν πρῶτο καί νά ὑποχωρεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου γιά χάρη τοῦ καθόλου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας... Καί δέν χωρά καμία ἀμφιβολία πώς σέ ὅλα τά παραπάνω θά μπορούσαμε νά προσθέσωμε καί ἄλλα. Νά ποῦμε γιά παράδειγμα ὅτι μέ τήν ἀποδοχή τῆς ὁμοφωνίας, ἀλλά καί τῆς μίας ψήφου ἡττᾶται ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, βιάζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί περιθωριοποιεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή…».[9]
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Θεωρῶ ὅτι μέ τήν παροῦσα εἰσήγησι ἀναδείχθηκε ἐπαρκῶς τό θέμα τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν προσεχῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί κατεδείχθησαν ἀριδήλως τά ἐκκλησιολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα προφανῶς θά προκύψουν ἐκ τούτου. Ὅσον ἀφορᾶ δέ εἰς τά ποιμαντικά προβλήματα, δύναται πᾶς τις νά τά προοιωνίση. Τοῦτο μόνο νά τονισθῆ:Ὑπάρχει φόβος Ὀρθόδοξοι πιστοί, βλέποντες νά περιθωριοποιεῖται ἤ νά ἀναιρεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσις εἰς ὡρισμένα καίρια σημεῖα καί νά παραβιάζωνται κανονικά θέσμια καί ἡ δογματική περί Ἐκκλησίας διδασκαλία νά σκανδαλίζωνται καί νά μή πειθαρχοῦν εἰς τούς Ἐκκλησιαστικούς Ποιμένες καί Διδασκάλους καί νά διάγουν μέ ταραχή καί ὄχι μἐ ἐκκλησιαστική εἰρήνη καί εὐταξία, τοῦθ’ὅπερ θά εἶναι ὀλέθριο πνευματικά καί ἀλυσιτελές. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν!»
Νά κατακλείσω τήν παροῦσα εἰσήγησι, ἀφοῦ ζητήσω συγγνώμη γιά τήν ὑπέρβασι τοῦ χρονικοῦ ὁρίου, μέ τήν εὐχή τῶν Ἱερῶν Διπτύχων τῆς Ἁγίας Προθέσεως, τά ὁποῖα ἀνεγίνωσκε σέ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μου καί καταξιωμένος ΜητροπολίτηςὝδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυρός Ἱερόθεος (πού τά εἶχε παραλάβη ἀπό τόν ἀοίδιμο Γέροντα του Ἀρχιμανδρίτη π.Γερβάσιο Παρασκευόπουλο). Ἔλεγε αὐτή ἡ εὐχή: «Μνήσθητι Κύριε τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς Οἰκουμένης. Τῆς λύσεως τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀναδείξεως ἀσπίλου καί ἀμώμου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἐκλεκτῆς Σου Νύμφης». Ἀμήν.
[1] Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς Ι.Σ.Ι. μέ θέμα : «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», σελ. 8, παρ. 2.
[2] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς,Ἁγίας,Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ.Β, ἐν Ἀθήναις,1841.
[3] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον..., ἔκδ.Β’
Ἐν Ἀθήναις 1841, Περί τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πρώτης Συνόδου, Προλεγόμενα, ὑποσημ.1, σ.66.
[4] Ἔνθ΄ἀνωτ.ὑποσημ.1,σ.66, Δοσιθέου σελ. 633 τῆς Δωδεκαβίβλου.
[5] Ἁμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου(†), Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἔκδ.Τρίτη 1997, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι, σελ. 20.
[8] Χρήστου Γιανναρᾶ,Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ ΕΚΠΑ. ἐπιφυλλίδα «Καθημερινῆς» 13 -03 -2016 ὑπό τόν τίτλον «Μέτρο παρακμῆς ἡ «Μεγάλη Σύνοδος».
[9] Χρυσοστόμου Σταμούλη,Καθηγητοῦ τοῦ ΑΠΘ, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καί ἡ ποιητική τῆς ἑνότητας», Εἰσήγησις «Πρός τήν Ἁγία κάι Μεγάλη Σύνοδο». (3-5 Δεκεμβ. 2015)