
α΄
Στὴν τελετουργία τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων διακρίνουμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ ἔργο τῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων σὲ θεῖο σῶμα καὶ αἷμα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μεταλαμβάνοντας, κατορθώνουν νὰ κερδίσουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ν’ ἀποχτήσουν σὰν κληρονομία τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μαζὶ μὲ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἀκολουθοῦν.
β’
Ὡς προπαρασκευὴ δὲ καὶ τελείωμα, στὸ ἔργο καὶ στὸ σκοπὸ ποὺ ἀναφέραμε, πρέπει νὰ ἰδοῦμε τὶς εὐχές, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀναγνώσεις τῶν θείων Γραφῶν καὶ ὅλα γενικά, ὅσα τελοῦνται ἤ λέγονται μὲ ἱεροπρέπεια πρὶν καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων. Καί, ἂν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δωρεὰν ὅλα τὰ ἅγια καὶ τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν προσφέρουμε πρῶτοι ἐμεῖς σὰν δικό μας — γιατί ὅλα εἶναι εὐεργεσίες του — ὅμως, μᾶς δεσμεύει μὲ τὴν ἀπαίτησή του, πὼς πρέπει πρῶτα νὰ γίνουμε ἱκανοὶ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε καὶ ἔπειτα, κατ’ ἀνάγκη, νὰ τὰ διατηρήσουμε. Καὶ σὲ κανέναν δὲν θὰ μετάδινε τὸν ἁγιασμὸ του ἂν δὲν πλησίαζε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μ’ αὐτὴ τὴ διάθεση. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ βροῦμε τὸν ἁγιασμό μας στὸ βάπτισμα, στὸ χρῖσμα καὶ στὸ δεῖπνο του, τὴν ἁγία καὶ φρικτὴ Τράπεζά του.
γ’
Κι αὐτὸ ἴσα – ἴσα μᾶς φανέρωσε μὲ τὴν παραβολή του γιὰ τὸ σπορέα, ὅπου λέει: βγῆκε ὁ σποριάς, ὄχι νὰ ὀργώσει τὴ γῆ, μὰ γιὰ νὰ «σπείρει» (Ματθ. ιγ’ 3)· γιατί τὸ ὄργωμα καὶ κάθε ἄλλη προπαρασκευὴ πρέπει νὰ γίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.
δ’
Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ὑποχρεωτικὸ στὴ σειρὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων νὰ γίνεται ἔτσι, δηλ. νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα καὶ πλήρως προπαρασκευασμένοι γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μέσα στὴν ἱερὰν ἀκολουθία τῆς λειτουργίας καὶ αὐτὰ τὰ κείμενα — ὅπως ὑπάρχουν. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς βοηθοῦν οἱ εὐχές, οἱ ψαλμωδίες καὶ ὅ,τι ἄλλο μὲ ἱεροπρέπεια γίνεται ἤ λέγεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Γιατί, ὁλ’ αὐτά, μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προδιαθέτουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, πρῶτα νὰ δεχτοῦμε, ὅπως πρέπει, τὸν ἁγιασμὸ καὶ μετὰ νὰ τὸν κρατήσουμε σίγουρα μέσα μας, μὲ τὴν πιὸ δυνατὴν ἀσφάλεια.
ε’
Ὁ ἁγιασμός μας ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία γίνεται μὲ δύο τρόπους. Στὸν πρῶτο τρόπο, τὸν βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα μας ὡς ὠφέλεια ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα. Οἱ εὐχές, ποὺ σὰν προσευχὴ ἀναπέμπουμε, ἐπιστρέφουν στὸ Θεὸ καὶ προξενοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας∙ ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ψαλμωδίες μας, ποὺ ἐξιλεώνουν τὸν Κύριο καὶ τὸν κάνουν νὰ στρέψει γλυκὰ τὸ βλέμμα του πρὸς ἐμᾶς. «Θῦσον γὰρ – λέγει ὁ ψαλμωδὸς – τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’, 14-15).
Μετά, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ μᾶς φανερώνουν καθαρώτατα τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κρίση του∙ ἀκόμα, σταλάζουν ἐπάνω στὶς ψυχές μας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀνάβουν μέσα μας τὴν ἀγάπη γιὰ Κεῖνον, κ’ ἔτσι σιγὰ – σιγὰ μᾶς βάζουν σὲ μεγάλη προθυμία νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Κι ὃλ’ αὐτὰ βοηθοῦν καὶ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαὸ νὰ κάνουν ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχή τους, ἱκανώνοντάς τους νὰ δεχτοῦν μέσα τους καὶ νὰ κρατήσουν ἄξια τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας∙ ἰδιαίτερα, ὅμως, προπαρασκευάζουν τὸν ἱερέα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ τελέσει τὴν ἀναίμακτη θυσία, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.
Αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκουμε πολλὲς φορὲς μέσα στὶς εὐχές, ὅπου ὁ ἱερεὺς προσεύχεται νὰ μὴ φανεῖ ἀνάξιος νὰ κρατήσει τὰ προκείμενα δῶρα, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ διακονήσει τ’ ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, μπαίνει μέσα μας ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν θείων ρημάτων, ποὺ λέγονται καὶ ψάλλονται στὴν ὅλη τελετουργία τῆς θείας λατρείας.
ς’
Ὁ ἄλλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτά, κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα ὅσα τελοῦνται στὴ θεία λειτουργία, εἶναι αὐτὸς ἐδῶ: σ’ ὅλ’ αὐτὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου κι ὅσα Ἐκεῖνος ἔκαμε ἤ ἔπαθε γιά μᾶς. Γιατί, στὶς ψαλμωδίες καὶ στ’ ἀναγνώσματα, καθὼς καὶ σ’ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελεῖ ὁ ἱερεὺς μέσα στὴ θεία λατρεία, φανερώνεται ἡ θεία οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος μας: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας φανερώνονται οἱ πρῶτες φάσεις τοῦ θείου ἔργου του∙ στὸ δεύτερο μέρος, σημαίνεται ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου του∙ καὶ στὸ τελευταῖο, ὅ,τι θ’ ἀκολουθήσει. Καὶ πρέπει, ἐκεῖνοι ποὺ παρακολουθοῦν καὶ βλέπουν ὅλ’ αὐτά, νὰ φέρνουν πάντα μπρὸς στὰ μάτια τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σημαίνονται μ’ αὐτά.
Ἔτσι, ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ ἀναίμακτη θυσία ἡ ἴδια, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει» (Α’ Κορ. ια’ 26) καὶ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν Ἀνάληψή του, γιατί μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σὲ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχτηκε ὅλ’ αὐτά, δηλ. πού σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ἐνῶ, ὅσα τελοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία, σημαίνουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἀπ’ τὴ σταύρωση, δηλ. τὴν παρουσία του, τὴν δράση του, τὴν πλήρη φανέρωσή του. Τελευταῖα, ὅσα τελοῦνται καὶ λέγονται μετὰ τὴ θυσία, σημαίνουν «τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. κδ’ 49∙ Πράξ. α’ 4), τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνῶν — μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα — στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἕνωσή τους μ’ Αὐτόν.
ζ’
Ἡ ὅλη μυσταγωγία παρουσιάζεται ἀκριβῶς σὰν μία εἰκόνα ἑνιαία του μοναδικοῦ σώματος τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος, βάζοντας τάξη σὲ ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, κ’ ἐναρμονίζοντάς τα μεταξύ τους.
η’
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ψαλμοί, ποὺ σὰν προοίμια ψάλλονται, κι ἀκόμη πιὸ πρὶν ἀπ’ αὐτούς, τὰ ὅσα γίνονται καὶ λέγονται στὴν πρόθεση τῶν τιμίων δώρων, φανερώνουν τὸν πρῶτο καιρὸ τοῦ θείου ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅσα ἀκολουθοῦν τοὺς ψαλμούς, δηλ. τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τ’ ἄλλα, σημαίνουν τὴν περίοδο τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκολούθησε μετά.
θ’
Ἂν κ’ ἔχει λεχθεῖ, πὼς γι’ ἄλλο λόγο ἔχουν εἰσαχθεῖ τὰ ἀναγνώσματα κ’ οἱ ψαλμωδίες, ὅτι δηλ. εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ μᾶς προδιαθέτουν γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν στὸ νὰ ἐξιλεώνουμε τὸ Θεό, ὅμως, τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ μποροῦν καὶ τὰ δυὸ νὰ συμβοῦν: τὰ ἴδια ἱερὰ ἄσματα καὶ ἀναγνώσματα, καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή, καὶ τὴ θείαν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ νὰ σημαίνουν.
Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ἐνδύματα: μᾶς ἐξυπηρετοῦν στὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ ντύνουμε ἤ νὰ τὸ καλύπτουμε, μ’ αὐτὰ ἤ μ’ ἐκεῖνα τὰ ροῦχα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἀλλὰ κάποτε, ὅταν βλέπουμε τὰ ἐνδύματα, καταλαβαίνουμε τὸ ἐπάγγελμα, τὸ βίο ἤ τὸ ἀξίωμα ἐκείνου ποὺ τὰ φορεῖ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θέμα μας. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιέχουν οἱ ἅγιες Γραφὲς θεόπνευστα λόγια καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ μελετοῦν ἤ τὰ ψάλλουν.
Ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ, κι ὅπως ἔχουν μπεῖ στὴ σειρά, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ βοηθοῦν δηλ. στὸ ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ζωῆς του. Κι ὄχι μονάχα τὰ ὅσα ψάλλουμε ἤ ὅσ’ ἀναγινώσκουμε, μὰ καὶ ὅλα ὅσα τελετουργούνται ἐκεῖ ἔχουν τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Καὶ γίνεται μὲν τὸ κάθε τί γιὰ τὴν ἀναγκαίουσα περίπτωση τῆς στιγμῆς ὅπου παρουσιάζεται, ἀλλὰ στὸ βάθος πάντα κρύβει μιὰ σημασία ποὺ συμβολίζει κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα, τὰ θαύματα ἤ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως π.χ. εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ εἴσοδος τῶν τιμίων δώρων. Τὸ καθέν’ ἀπ’ αὐτὰ ἔχει μία χρησιμότητα: ἡ πρώτη εἴσοδος εἶναι γιὰ νὰ διαβαστεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ δεύτερη γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ θυσία. Ὅμως, σημαίνουν καὶ οἱ δύο τὴν παρουσία καὶ τὴν πλήρη φανέρωση: ἡ μία, τὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας του, μὲ ἀμυδρὴ καὶ ἀτελῆ ἀκόμη τὴ μορφή, του∙ ἡ ἄλλη, τὴν τελειότητα καὶ ὑπέρτατην εἰκόνα τοῦ προσώπου του.
Ἀκόμα, ὑπάρχουν μερικὰ ἀπ’ ὅσα γίνονται ἐδῶ, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ φανερὴ χρησιμότητα, μὰ ποὺ γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δηλώσουν συμβολικὰ κάτι – ὅπως π.χ. ὅταν ὁ ἱερεὺς λογχίζει τὸν ἄρτο, ἡ γράφει ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ- ἤ, ἀκόμη, τὸ μαχαίρι ποὺ κεντᾶ τὸν ἄρτο καὶ ποὺ φέρει τὸ σχῆμα τῆς λόγχης- καί, τελευταῖα, ὅταν ὁ ἱερεὺς προσθέτει στὸ ἅγιο Ποτήριον τὸ ζεστὸ νερό.
ι’
Ἀνάλογα παραδείγματα θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς καὶ στ’ ἄλλα Μυστήρια∙ ὅπως π.χ. στὸ Βάπτισμα, ὅπου, ὑποχρεωτικά, πρὶν βαπτιστοῦν ἔβγαζαν τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ροῦχα τους, ἅπλωναν τὰ χέρια τους καὶ φυσοῦσαν. Ἀλλά, βέβαια, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ χρησιμότητα, παρὰ ὁ συμβολισμὸς τῶν κινήσεων, ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ μῖσος γιὰ τὸ δαίμονα − ὅσο μῖσος πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα μας − καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν διώξει πολὺ μακριά του, ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀληθινὸς χριστιανὸς μετὰ τὸ βάπτισμα. Καί, φυσικά, ὅπου ὑπάρχουν τέτοιες πράξεις καὶ στ’ ἄλλα μυστήρια θὰ ἔχουν πάντα καὶ τὴν ἀνάλογη σημασία τους.
ια’
Ὅσα τελοῦνται τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, ἔχουν ὅλα σχέση μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος∙ γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε καθαρὰ ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κ’ ἔτσι ν’ ἁγιάζει τὶς ψυχές μας, ποὺ θὰ γίνονται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἄξιες νὰ δεχτοῦν τ’ ἄχραντα Μυστήρια. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς τότε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ πραγματοποιήθηκε τὸ θεῖο ἔργο του, ἀνάστησε τὸν πεσμένο κόσμο τῆς οἰκουμένης, ἔτσι πάντα κάνει ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ τὸ βλέπουν ἐσωτερικὰ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ πάλι. Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει καμμιὰν ὠφέλεια ἂν δὲν τὸ ἐνστερνίζονταν μὲ τὴ μέσα θεωρία καὶ τὴν πίστη. Κ’ εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ ἔχει κηρυχτεῖ καὶ πού, γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε, χρησιμοποίησε χίλιους δυὸ τρόπους καὶ μέσα ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο γιατί, τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καρποφορήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἡ πραγματοποίησή του ἔμενε ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περίμεναν νὰ σωθοῦν. Βέβαια, τότε ποὺ πρωτοφανερωνόταν μὲ τὸ κήρυγμα, γεννοῦσε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ σεβασμό, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ – πράγματα ὡς τότε ἄγνωστα γι’ αὐτούς∙ σήμερα, ὅμως, ὅταν θεωρεῖται ἐσωτερικὰ καὶ μὲ θέρμη ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἤδη χριστιανούς, δὲν γεννᾶ βέβαια κεῖνα τὰ εὐλογημένα αἰσθήματα μέσα τους, ἀλλὰ βρίσκοντάς τα μέσα τους τὰ διατηρεῖ, τ’ ἀναγεννᾶ καὶ τὰ δυναμώνει. Κ’ ἔτσι, τοὺς στηρίζει πιὸ πολὺ στὴν πίστη, καὶ τοὺς κάνει πιὸ θερμοὺς στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἀγάπη. Γιατί, ἐκεῖνα ποὺ δημιούργησε ἀπ’ τὴν ἀνυπαρξία τότε, θὰ εἶναι πολὺ εὐκολώτερο νὰ τὰ διασώσει, νὰ τὰ διατηρήσει καὶ νὰ τ’ ἀνανεώσει σήμερα. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, πάντα μ’ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα νὰ πλησιάζουμε τὰ ἅγια Μυστήρια∙ γιατί ἡ εὐλάβεια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, μᾶς ζεσταίνει ἐσωτερικὰ καὶ πολύ μᾶς ἀνυψώνει∙ ἐνῶ, χωρὶς ὅλ’ αὐτά, καὶ ἁπλῆ ματιὰ ἔστω νὰ ρίξουμε στ’ ἅγια Μυστήρια, βρισκόμαστε σὲ μεγάλην ἀσέβεια.
ιβ’
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μπεῖ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ θεωρία μέσα στὴν τάξη τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ μᾶς τοποθετεῖ συμβολικά, μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν προηγουμένων, μπροστὰ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μένουμε μονάχα μὲ τὴ σκέψη πρὸς τὰ τελούμενα, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴ μεγάλη φτώχεια τοῦ Πλουσίου∙ τὴν ξενητιὰ καὶ τὸν ἐρχομό σ’ ἐμᾶς, Ἐκείνου, ποὺ κατοικοῦσε δικαιωματικὰ τὸν κάθε τόπο∙ τοὺς ἐξευτελισμοὺς τοῦ Εὐλογημένου κ’ ἐγκωμιαζόμενου ἀπ’ ὅλους∙ τὰ πάθη Ἐκείνου, ποὺ δὲν γνώρισε κανένα πάθος∙ γιὰ νὰ βλέπουμε πόσο μισήθηκε καὶ πόσον ἀγάπησε∙ πόσο ψηλὰ βρισκότανε καὶ πόσο ταπεινώθηκε γιὰ χάρη μας∙ πόσα χρειάστηκε νὰ κάμει καὶ πόσα νὰ πάθει, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει αὐτὸ τὸ θεῖο τραπέζι, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Κ’ ἔτσι, θαυμάζοντας τὴν ἀνανέωση τοῦ σωτηρίου ἔργου του κι ἀναμετρώντας συγκλονισμένοι τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν του, νὰ δείξουμε τὴν εὐλάβειά μας σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ τόση φιλανθρωπία μᾶς σπλαχνίστηκε καὶ μᾶς ἔσωσε: μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐμπιστευτοῦμε τὴν ψυχή μας, νὰ τοῦ παραδώσουμε ὁλάκερη τὴ ζωή μας καὶ ν’ ἀνάψουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης του. Κι ὅταν πιὰ φτάσουμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὴ φωτιὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων μὲ οἰκειότητα καὶ δίχως κανέναν κίνδυνο.
ιγ’
Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν ἀρκεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μάθαμε κάποτε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἤ τὸ ὅτι πιὰ τὴν ξέρουμε, γιὰ ν’ ἀποχτήσουμε τὴν πνευματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποία πρὶν λίγο ἀναφέραμε. Ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ ἔχουμε καρφωμένα τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἐκεῖ καὶ νὰ θεωροῦμε ἐσωτερικὰ τὰ γινόμενα, διώχνοντας ἀποτελεσματικὰ κάθε ξένο λογισμό, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε στὴν ψυχὴ μας ἐκεῖνες τὶς διαθέσεις καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀναφέραμε, προκειμένου νὰ δεχτοῦμε τὸν ἄνωθεν ἁγιασμό. Γιατί, κι ἂν τύχει καὶ ξέρουμε καλά τούς λόγους τῆς θρησκείας μας, κατὰ τρόπο πού, ἂν μᾶς ρωτήσει κάποιος κάτι νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε σωστά, ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση δὲν θὰ μᾶς ὠφελήσει σὲ τίποτε ἀπολύτως, ἂν τὴν ὥρα τῆς μυσταγωγίας δὲν προσέχουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖ, ἀλλ’ ἀφήνουμε τὸ νοῦ μας νὰ τρέχει σ’ ἄλλα πράγματα – τέτοια ξερὴ γνώση, δὲν μπορεῖ ν’ ἀφήσει κανέν’ ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ προαναφέραμε νὰ εἰσέλθει μέσα μας. Γιατί, οἱ διαθέσεις μας δημιουργοῦνται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σκέψεις ἐκείνης τῆς ὥρας∙ ἑπομένως, καὶ τὰ πάθη κ’ αἰσθήματα ποὺ δοκιμάζουμε εἶναι ἀποτέλεσμα, ποιοτικά, ἀνάλογο πάντα μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὰ γέννησαν.
ιδ’
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπινόησαν αὐτὸν τὸ συμβολικὸ τύπο στὴ θεία λειτουργία γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο: γιατί δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ μᾶς μιλήσει μὲ λόγια μόνο, ἀλλὰ φέρνει τὰ πάντα μπρὸς στὰ μάτια μας, φανερώνοντας ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας. Κι αὐτό, γιατί θέλουν, ἀπ’ τὴ μιὰ μεριά, νὰ ἐπιδράσει εὐκολώτερα πάνω στὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴ μείνει μία ἁπλῆ θεωρία μονάχα, γιὰ νὰ χαράξει μέσα μας ἐκεῖνο τὸ βαθὺ πάθος κ’ αἴσθημα, ἔτσι πού, αὐτὰ ποὺ φανταζόμαστε, μὲ τὴν πρόσθετη αὐτὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, νὰ τυπωθοῦν καὶ νὰ μείνουν καθαρώτερα μέσα μας. Ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, θέλουν ἀκόμη, αὐτὸς ὁ τύπος τῆς λειτουργίας νὰ μὴν ἀφήσει τὴν παραμικρὴ λαβὴ στὴ λήθη, μήτε ν’ ἀφήσει νὰ στραφεῖ ὁ λογισμὸς πρὸς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὥσπου νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ οὐράνιο τραπέζι. Κ’ ἔτσι πιά, γεμᾶτοι ἀπὸ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἔννοιες κ’ ἔχοντας ἀνθισμένη τὴ μνήμη ἀπὸ θεῖες εἰκόνες, νὰ μεταλάβουμε τ’ ἄχραντα Μυστήρια, προσθέτοντας στὸν ἁγιασμὸ μας ἕνα νέον ἁγιασμὸ – δηλ. στὸν ἁγιασμὸ τῆς ἐσωτερικῆς μας θεωρίας προσθέτουμε τὸν ἁγιασμὸ τῆς τελετουργίας — καὶ «μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β’ Κορ. γ’ 18), ἀπὸ τὴν κατώτερη στὴ μεγαλύτερη καὶ ὑψηλότερην ἀπ’ ὅλες τὶς δόξες.
Πηγή: (Χριστιανικὸ Συμπόσιο Γ΄, ἐκδόσεις Ἑστία, Ἀπόδοση Π. Πάσχου), Η Αγία Ζώνη, Η άλλη όψη

Ἀνέγνωσα τό ἄρθρο-γνώμη «Θεοκρατία ἤ Δημοκρατία» τοῦ Ἐλλογιμωτάτου κ. Γεωργίου Σωτηρέλη, Καθηγ. Συνταγματικοῦ Δικαίου, στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, πού ἀφορᾶ στήν πρόσφατη Ἀπόφαση 660/2018 τοῦ ΣτΕ, ἡ ὁποία ἔκρινε κατόπιν αἰτήσεως ἀκυρώσεως πού ὑπέβαλα γιά τό νέο πρόγραμμα Θρησκευτικῶν σπουδῶν, στήν Πρωτοβάθμια καί Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση.
Ἐπειδή ἤμουν διάδικος στήν συγκεκριμένη ὑπόθεση ἐπιτρέψατέ μου μέ πολύ σεβασμό καί ἐκτίμηση καί στήν ἔγκριτη Ἐφημερίδα Σας ἀλλά καί στόν ἀξιόλογο ἀρθρογράφο Σας νά ἐκφράσω τήν διαμαρτυρία μου διά τήν οὐσιαστική ἀποσιώπιση τῶν βασικῶν ἀκυρωτικῶν λόγων τῆς ἀποφάσεως τῆς Ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ. Εἶναι θλιβερό καί ἐνδεικτικό τῶν πεισιθανάτων καιρῶν μας νά ἀποκρύπτεται ἡ ἀλήθεια καί ἡ πραγματικότης γιά νά «δικαιωθοῦν» οἱ ὅποιες ἰδεοληψίες μας, διότι πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ κανείς νά αἰτιολογήση τό ἄρθρο τοῦ Ἐλλογ. κ. Καθηγητοῦ εἰδικοῦ ἐπιστήμονος τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου, ὅταν μελετώντας τό αἰτιολογικό μέρος τῆς δημοσιευθείσης Ἀπόφασης τῆς Ὁλομελείας, πού ἐξεδόθη μέ συντριπτική πλειονοψηφία 20 ἔναντι 5 ἀντιλαμβάνεται εὐχερέστατα ὅτι ἡ βάση τῆς ἀντισυνταγματικότητος τῶν προσβληθεισῶν Ἀποφάσεων Φίλη, εἶναι ἡ καταστρατήγηση τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσονομίας. Χαρακτηριστικά ἡ Ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας ἀναφέρει στήν 14η παράγραφό της: «Πέραν δε τούτου, μάλιστα, για ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους μαθητάς -ιδίως τους μαθητάς του καθολικού δόγματος ή της εβραϊκής θρησκείας ή της μουσουλμανικής μειονότητος της Δυτικής Θράκης-ο νομοθέτης έχει ρητώς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας του οικείου δόγματος ή θρησκείας από πρόσωπα προτεινόμενα από την οικεία θρησκευτική κοινότητα, προκειμένου δε περί της μουσουλμανικής μειονότητος από μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό (βλ. άρθρα 19 παρ. 1 τουν. 3379/1955, 85 παρ. 4 του ν. 1566/1985, 55 παρ. 5 του ν. 4386/2016 και 7 παρ. 1 του ν. 694/1977)». Καί στήν 15η παράγραφο: «Επειδή, περαιτέρω,κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ/τος) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ και της παρ. 1 του ΠΠΠ αυτής, το Κράτος δεν μπορεί ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητάς που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες,να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών)».
Εἶναι αὐτό πού ἐπισημειώναμε ἀδιαπτώτως καί πού δυστυχῶς δέν ἐλαμβάνετο ὑπ' ὄψιν ὅτι δηλαδή σέ μία εὐνομούμενη Πολιτεία δέν μπορεῖς νά καταστρατηγεῖς τά δικαιώματα τῆς πλειονοψηφίας καί τήν ἴδια στιγμή νά ἀναγνωρίζεις τά καταστρατηγημένα δικαιώματα τῆς πλειοψηφίας, στίς μειοψηφίες γιατί αὐτό προσβάλλει τόν πυρήνα τῆς Δημοκρατίας, πού εἶναι ἡ ἰσότητα τῶν πολιτῶν ἔναντι τοῦ Νόμου καί ἰδιαίτερα τοῦ θεμελιώδους Νόμου τοῦ Κράτους πού εἶναι τό Σύνταγμα.
Ἀσφαλῶς ὁ Ἐλλογ. ἀρθρογράφος Σας δέν ἀγνοεῖ τήν ἰσχύουσα ἔννομη πραγματικότητα στό συγκεκριμένο ζήτημα καί ἰδιαίτερα τό Νόμο 4386/2016 «Ρυθμίσεις γιά τήν ἔρευνα καί ἄλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 83/11.5.2016 τ. Α΄), ὅπου στό ἄρθρ. 55 «Ρύθμιση θεμάτων τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων» καί στήν παρ. 5 ἐπικαιροποιήθηκαν τά ἀκόλουθα: «5. Στο άρθρο 16 του Ν. 1771/1988 (Α΄171) προστίθεται νέα παράγραφος 4, ως ακολούθως: «4. Κατ' εξαίρεση, εφόσον στα δημόσια δημοτικά σχολεία των με αριθμό 25153/26.2.1957 (Β΄86) και 78871/22.3.1962 (Β΄125) κοινών υπουργικών αποφάσεων των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών δεν υπηρετεί δάσκαλος του Καθολικού δόγματος ή της Εβραϊκής θρησκείας και γλώσσας για την κάλυψη των αναγκών των μαθητών του Καθολικού δόγματος ή της Εβραϊκής θρησκείας και γλώσσας αντίστοιχα, μετά από σχετική εισήγηση των αρμοδίων Περιφερειακών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι δυνατή η πρόσληψη, ανά σχολικό έτος, εκπαιδευτικού εκτός των οικείων πινάκων αναπληρωτών εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών του Καθολικού δόγματος και για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και γλώσσας της Εβραϊκής θρησκείας. Η επιλογή και πρόσληψη του εκπαιδευτικού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ) αντίστοιχα», καθώς καί τά ὁμοειδῶς ἰσχύοντα γιά τήν Μουσουλμανική μειονότητα μέ τούς Ν. 3379/1955, Ν. 1566/1985, Ν. 4186/2013, Ν. 4264/2014, Ν. 4351/2015.
Ἑπομένως ἡ «χειρότερη στιγμή» τοῦ κ. Σωτηρέλη εἶναι ἡ ἀποσιώπιση τῆς φαλκίδευσης τῆς δημοκρατικῆς ἰσότητος πού ἐπέβαλαν οἱ ἀποφάσεις Φίλη, τήν ὁποία κατέγνωσε ἐκφαντορικά ἡ Ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ, καί ἀσφαλῶς γιά κάθε δημοκράτη οἱ παραπάνω ἀπόψεις μου δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὅπως ἐπισημειώνει στό ἄρθρο του καί πού ἀσφαλῶς μέ ἀφοροῦν ἀφοῦ εἶμαι ὁ προσφεύγων στήν ἀκυρωτική δίκη πού διεξήχθη «ἀκραῖες θεοκρατικές ἀντιλήψεις (παρεμφερεῖς μέ αὐτές τῶν φονταμενταλιστῶν τοῦ Ἰσλάμ) πού κυκλοφοροῦν στούς κόλπους τῆς Ἱεραρχίας» γιατί τίθεται στήν ἐγνωσμένη δημοκρατική εὐαισθησία τοῦ κ. Καθηγητοῦ καί κάθε ἀπροκατάληπτου συνέλληνα, τό ἐρώτημα γιατί γιά τούς Μουσουλμάνους, Ἑβραίους καί Ρωμαιοκαθολικούς Ἑλληνόπαιδες νά ἰσχύει ἡ ὑποχρέωση τοῦ Κράτους νά διδάσκονται τό ὁμολογιακό μάθημα τῆς θρησκείας τους, μέ καθηγητές τῆς ἐπιλογῆς τῆς Ρωμαικοκαθολικῆς Ἱεραρχίας, τῶν Μουσουλμανικῶν Μουφτειῶν καί τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου καί γιά τούς Ὀρθόδοξους Ἑλληνόπαιδες νά τούς ἐπιβάλεται μέσῳ τῆς θρησκειολογίας, ἡ θρησκευτική σύγχυση καί ὁ προσηλυτισμός στήν ἐκκοσμίκευση καί τόν συγκρητισμό; Ἑπομένως ἡ Ὁλομέλεια τοῦ ΣτΕ ὀρθῶς ἔκρινε ἐπί τῇ βάσει τοῦ Συντάγματος καί τῶν, παγκοσμίως ἰσχυουσῶν στά κράτη δικαίου, ἀρχῶν τῆς ἰσότητος καί τῆς ἰσονομίας.
Πηγή: (ΤΑ ΝΕΑ, 20.04.2018), Θρησκευτικά

Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα: «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 19-4-2018
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα: «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα: ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον[3].»
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος[4].»
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες. Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει:
«Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς[5].»
Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα;
α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί,
β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας:
«Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.[6]»
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της. Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα: ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του:
«... ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ[7].»
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς:
«... ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν "Ἁγία Ἔδρα", ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό[8].»
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες. Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα:
«... Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα:
«ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ[9]».
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της:
«Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας»,
δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο, καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι:
«ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10].
«Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν[11].»... »
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως»:
«Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12],
δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965) καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές:
1. Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση;
2. Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13];
3. Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας: ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν»:
«...› Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
› Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα.
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι[14].»
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ:
«Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία[15].»
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό:
«Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου[16].»
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση:
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν[17]», σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν!
«Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[18]», παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο:
«Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα[19].»
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης:
«Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα[20]!»
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση»:
«Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν[21].»
Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε. Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν:
«Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς», συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας,
«... καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος[22].»
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς. Νά ἐπιτευχθεῖ:
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει:
«Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν[25].»

Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές:
1. Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα;
2. Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων;
Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική. Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό,
«... μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος:
«Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα:
› Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος;
Μοῦ λέει:
› Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου:
› Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου:
› Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως[27].»
Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων. Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας».
«Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ:
«... ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον[31].»
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος: ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα:
«... ὑπάρχουν δύο δρόμοι: Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος[32].»
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει:
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965)
(γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτοί προσπαθοῦν νά ὑποταχθοῦν μ' ὅλη τους τήν ψυχή ἀκόμη καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στό Θεό καί ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα του Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται κάποτε μέ εὐλάβεια. Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι' αὐτό ἀποδίδουν σημασία στήν ἠθική στάση ζωῆς καί ἐκφράζουν τόν σεβασμό τους στόν Θεό ἰδιαίτερα μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νηστεία»[33]),
νά προωθεῖται δέ καί νά ἐφαρμόζεται ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β', ὁ ὁποῖος τόλμησε πρίν ἀπό τριάντα δύο χρόνια, στήν Ἀσίζη πάλι (1986), στήν Α' ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακή ψευδοσύνοδο, νά συγκαλέσει τήν πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στόν ἴδιο ψεύτικο Θεό ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἐτερόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι.
Τό Βατικανό καί τόν Πάπα ἀκολούθησαν στή συνέχεια τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»[34], δηλ. αἱρέσεων, καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες. Φθάσαμε στό σημεῖο νά ἐκδίδονται γραμματόσημα, πάνω στά ὁποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τόν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανός κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καί ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, ὅπως ἐπίσης καί στό νά προσφέρονται ὡς δῶρο σέ κοινή καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τά τρία δῆθεν «ἱερά» βιβλία, ἡ ἑβραϊκή Βίβλος, τό Εὐαγγέλιο καί τό Κοράνιο.
Αὐτό ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καί κοινωνία τοῦ φωτός πρός τό σκότος. Γιατί, ὄχι μόνον ὡς πρός τό Κοράνιο, ἄλλα καί ὡς πρός τήν ἑβραϊκή Βίβλο, ἄν αὐτή ἰδωθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ χωρίς Χριστό, ὑπό τό φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, πού σταύρωσαν τόν Χριστό, ἀνήκει κι αὐτή στό σκότος, ἐφαρμόζονται καί σ' αὐτήν τά αὐστηρά «οὐαί», πού εἶπε ὁ Χριστός πρός τούς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ πρός αὐτούς πρῶτα ἦλθε τό φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στό σκοτάδι. «Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβαν... καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν»[35].»
Αὐτή, λοιπόν, ἡ διγλωσσία, ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, παρακολουθεῖ κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, ἀλλά μέ συνέπεια, τήν ἀνάλογη τοῦ Βατικανοῦ: αὐστηρή ὀρθόδοξη στάση στό «ἐσωτερικό» καί διαδοχικές ὑποχωρήσεις ἔναντι τῶν Παπικῶν.
Θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν πολλά μοντέλα καί σχήματα ἐπανενώσεως, οὔτε ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας (οὐνιτική ἕνωση), πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό παγκόσμιο καί οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τον μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους, μέσω τῆς κατηχήσεως καί τοῦ βαπτίσματος, στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ζ) Ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθόδοξων οἰκουμενιστές παρασιωποῦν τίς μυστικές συμφωνίες Ρώμης - Φαναρίου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ψευδοενώσεως, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές, ὅπως αὐτές ἀπεκαλύφθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων. Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἐκπονήθηκε ἕνα καλά μελετημένο σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο σταδιακά ἐφαρμόζεται σέ στενή συνεργασία μέ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ψευδοένωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι κατά τά πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Κοινοτήτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τό σχέδιο αὐτό ἀπεκάλυψαν ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους καί ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μέ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατήρησε:
«Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν[36].»
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα:
«... Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) «ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί δέν ἀντιλαμβάνεται γι' αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως, νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως[37].»
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής της Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός σέ πλήρη συμφωνία μέ τούς παραπάνω παρατηρεῖ:
«Ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μέ τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καί 1963) καί μιά σειρά προσωπικῶν του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ συνάντηση του μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964) καί παρά τίς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄, τό καθορισμένο σέ συνεργασία μέ τό Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας στήν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας[38].»
Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπεσήμανε:
«Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ Πάπας!...Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν[39]!»
Ὁ Σεβ. Μητρ. Περιστερίου κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι:
«... οἱ ἀδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ἀφήνουσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται νά ἑνωθεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δι' ἑνός εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἤ παραλλήλου πρός ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὑφίσταται μεταξύ αὐτῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν[40].»
Ἐάν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τόν Αὔγουστο τοῦ 1971: «... τό ’65 ἐσηκώσαμεν τό σχίσμα, εἰς τήν Ρώμην καί ἐδῶ, μέ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καί ἀντιπροσώπους ἐκεῖθεν ἐδῶ…[41]», ἀλλά καί τήν πλήρη εὐθυγράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καί Βαρθολομαίου, μέ τήν γραμμή, πού αὐτός χάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι, τοὐλάχιστον γιά τό Φανάρι, σχίσμα πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ψευδοένωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη «τελεία»[42].
Τελεία ἕνωση θά γίνει, ὅταν θά φθάσουμε πλέον στό κοινό Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρός τήν ψευδοένωση αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Φαναρίου τόν Δεκέμβριο τοῦ 1965. Ἐπακολούθησε ἡ πλήρης ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ ὡς «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» τό 1993 στό Balamand. Ἐκεῖνο τώρα πού ἀπομένει, εἶναι ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς συμφωνηθείσης ἑνώσεως ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον ἐπιλυθεῖ τό ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου.

Ἡ καθιέρωση τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀγάπης», μιᾶς μακρᾶς δηλαδή περιόδου ἀπό τό 1965 ἕως τό 1980, πού προηγήθηκε τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἐντάσσεται μέσα στό ἄριστα μελετημένο σχέδιο, πού ἐκπονήθηκε ἀπό τούς ἀρχιτέκτονες τῆς ψευδοενώσεως Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ καί Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα κατά τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα, τόν Δεκέμβριο του 1964. Ὁ «Διάλογος τῆς Ἀγάπης ἀποσκοποῦσε στήν κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία μέ τήν δημιουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καί φιλίας. Ἐπινοήθηκε ἀκόμη ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρός τούς Ὀρθοδόξους, μέ ὑπερτονισμό τῆς ἀγάπης καί παραμερισμό τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως… ὥστε νά ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καί ὁμολογίας. Ἐπινοήθηκαν ἐπίσης οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων τῶν Προκαθημένων Ρώμης καί Φαναρίου, οἱ ἐπιστροφές ἁγίων λειψάνων ἀπό τήν πλευρά τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρός τούς Ὀρθοδόξους, οἱ συμπροσευχές καί κοινές διακηρύξεις περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καί τετελεσμένων γεγονότων»[43].
Μεθοδεύτηκε ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὄχι ἀπό τά διαιροῦντα, ἀλλά ἀπό τά ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργήθηκε τό πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» γιά τήν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καί ταυτότητος πίστεως. Τό πνεῦμα αὐτό μόλις διακρίνεται στά πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιά νά φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καί μέ κάθε ἐπισημότητα στό κοινό κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Μπαλαμάντ (Balamand). Μέ τό κείμενο αὐτό Παπικοί καί Οἰκουμενιστές ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κάνοντας ἕνα θεαματικό ἅλμα καί παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἔφθασαν ξαφνικά στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καί ἀληθεῖς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», μέ ἔγκυρα μυστήρια, μέ ταυτότητα πίστεως, μέ ἀποστολική διαδοχή καί διά τοῦτο «ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οικονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα πού συνιστά πραγματική προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως[44].
Αὐτή ἡ τακτική τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν διατρέχει, ἀπό τό ξεκίνημα ἀκόμη, ὅλη τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Παπικούς, πού ἀρχίζει ἐπισήμως ἀπό τό 1980.
Ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 εἶχαν ξεκινήσει οἱ διεργασίες γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἔναρξη αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στήν φάση ἐκείνη ἐπελέγη ὡς προσφορότερος ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης», γιά νά προλειάνει τό ἔδαφος στήν ἐπίσημη προσέγγιση Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἡ μέθοδος, ἄλλωστε, τῆς «ψυχολογικῆς προετοιμασίας», πού προαναφέραμε, δέν ἐγκαταλείφθηκε ποτέ.
Τό 1961 ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας συνεκάλεσε στήν Ρόδο τήν Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψηκαί ἔθεσε μεταξύ τῶν θεμάτων της καί τήν ἔναρξη τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς. Ἡ Διάσκεψη πρότεινε τήν «καλλιέργειαν σχέσεων ἐν τῷ πνεύματι τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης, λαμβανομένων ἰδία ὑπ' ὄψιν τῶν ὑπό τῆς πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 προβλεπομένων σημείων»[45]. Αὐτό, ὅμως, πού τονίζεται εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει νά παραβλέπονται οἱ βασικές διαφορές στήν πίστη καί την διοίκηση. Ἐπίσης, μέ κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν ἡ ἀνάγκη τερματισμοῦ τῆς θλιβερῆς τακτικῆς τοῦ προσηλυτισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία ἦταν καί ὁ λόγος πού ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀποφάσισε νά μήν ἀποστείλει παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού θά ξεκινοῦσε λίγα χρόνια ἀργότερα τίς ἐργασίες της.
Η) Ἡ ἀνατροπή τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων
Οἱ πανορθόδοξες αὐτές ἀποφάσεις ἔμελλε, πολύ σύντομα, νά ἀνατραποῦν μέ πρωτοβουλία τοῦ Φαναρίου καί τοῦ Βατικανοῦ. Χωρίς τήν παραμικρή ἀλλαγή στάσεως τοῦ Βατικανοῦ στό ζήτημα τῆς Οὐνίας, πού ἦταν καί ἡ αἰτία γιά τήν ἀπόφαση νά μήν ἀποσταλοῦν Ὀρθόδοξοι παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπεδίωξε παρά ταῦτα τήν ἀποστολή παρατηρητῶν στό Βατικανό καί τήν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Συνεκάλεσε γιά τόν σκοπό αὐτό ἐσπευσμένα (στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου 1963) τήν δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου καί μάλιστα σέ διάστημα λίγων μόνο ἡμερῶν, χωρίς τήν ἐλάχιστη προετοιμασία, χωρίς τήν προηγούμενη ἐπιλογή τῆς θεματολογίας καί παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία. Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω ἀντικανονικές ἐνέργειες, ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας προέβη καί σέ ἄλλες βλάσφημες δηλώσεις, ὅπως:
- «Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας»[46].
- «Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον»[47].
- «Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς»[48].
- «Ὁ αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε»[49].
- «Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς»[50].
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής:
«Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τις Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τήν λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τόν Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[51]!»
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς καί τρείς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Παραμυθίας Παῦλος καί ὁ Ἐλευθερουπόλως Ἀμβρόσιος, ὁ μακαριστός π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… «ἀπόβλητα»[52].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπισημαίνει:
«Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του Ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της».
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιό ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον, διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι καί νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων[53].»
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του, ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[54].
Αὐτή εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν «Μεγάλο», κατά τούς Οἰκουμενιστές, Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, τόν δῆθεν «πιστό τηρητή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως», τόν δῆθεν «ἀδικημένο καί συκοφαντημένο συνειδητά». Ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι, ἐπειδή εἶναι ἄρρηκτη ἡ σχέση μεταξύ Σιωνισμοῦ, Τεκτονισμοῦ-Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ, σάν τήν σχέση μητέρας καί παιδιοῦ, ὅσοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι ἤ Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται καί προβάλλονται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές ὡς δῆθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα εἶναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐφαρμόζεται καί στόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀλλά καί σ'αὐτούς πού τόν ἐξυμνοῦν.
Θ) Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἀποσιωποῦν σκοπίμως στά ἄρθρα τους καί τίς ὁμιλίες τους τίς ἰσχυρές καί ἠχηρές ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά καινοφανῆ οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Ἀξίζει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε τήν κατηγορηματική καί μετά σθένους ἄρνηση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρόσκληση τοῦ Βατικανοῦ γιά ἀποστολή Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στήν Α΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε τό 1870.
Στήν σπουδή αὐτή τοῦ Πατριάρχπυ κυροῦ Ἀθηναγόρα καί τήν προσπάθειά του γιά ἐπιβολή τετελεσμένων στήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀντιτάχθηκε σθεναρά ἡ Ἐκκλησία της Ἑλλάδος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τοές ἐπιφανέστερους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας καί Ἐφέσου. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή καί ἐξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας καί κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Στήν μακρόβια ζωή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «γνώρισε ἀπό κοντά τή σύμπραξη τοῦ Βατικανοῦ μέ τούς Κομιτατζῆδες στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τή βοήθεια πού προσέφερε τό Βατικανό στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τή δράση της Ουνίας»[55]. Ἔχοντας, λοιπόν, ἰδία ἀντίληψη γιά τίς τακτικές τοῦ Βατικανοῦ, δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ καί νά συνθηκολογήσει μέ τίς νέες μεθοδείες του καί τήν «ἐπίθεση στά νῶτα». Στόν αἰφνιδιασμό τοῦ Πατριάρχου ἀπαντᾶ μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα. Στήν ἔκτακτη σύγκλησή της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία:
«...ἠσχολήθη μέ τό καταθλίψαν τούς Ποιμένας αὐτῆς θέμα... κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι' οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίση μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας[56].»
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τήν πάγια τακτική τοῦ Βατικανοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, «διαχωρίσασα καθηκόντως τάς Ἑαυτῆς ἱστορικάς εὐθύνας», κατέληξε στήν ἀπόφαση νά μήν λάβει μέρος στήν Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου. Τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν τό ἑξῆς:
«Ἐκτιμῶσα πρεπόντως (ἡ Ἱερά Σύνοδος), ἀφιλαδέλφους, ἀντευαγγελικάς καί κατακρίτους ἐνεργείας καί μηχανορραφίας, ἀπαραλλάκτως πάντοτε γινομένας ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μή ἀποβαλόντος τοῦ Παπισμοῦ τόν παλαιόν ἄνθρωπον, οὐδέ τάς ἀνεντίμους μεθόδους τοῦ μέσῳ τῆς οἰκτρᾶς Ούνίας ἐπιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμοῦ, ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν. Εἰς τήν ἀπόφασίν της ταύτην ἡ Ἱερά Σύνοδος σύμμαχον ἔχει καί ἅπασαν τήν Γερασμίαν χορείαν τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικῶς νά καταδικάσῃ τό περί οὗ πρόκειται ἀκαίρως καί ἐν σπουδῇ ἀποφασισθέν τοῦτο Συνέδριον[57].»
Τήν ἴδια σθεναρή στάση κράτησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί στήν περίπτωση τῆς συναντήσεως Πάπα - Πατριάρχη στά Ἱεροσόλυμα καί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ, γεγονότα, πού γνώρισαν τήν κατακραυγή τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος στήν Ἑλλάδα. Ἡ ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου καί Ἀθήνας ἦταν ἀναπόφευκτη, γεγονός πού ἔφερε σέ δύσκολη θέση τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο στήν σχέση του μέ τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση. Εἶναι ἡ περίοδος, πού:
«... οἱ κυβερνήσεις τῆς Εὐρώπης δέχονται συνεχεῖς πιέσεις ἀπό παράγοντες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καί τοῦ ΝΑΤΟ νά στηρίξουν τήν προσπάθεια γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο θά μπορέσει νά ἀντιμετωπιστεῖ ἡ Σοβιετική Ἕνωση καί τό Σύμφωνο τῆς Βαρσοβίας[58].»
Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1966 σέ συνάντηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου μέ τόν τότε Ἀντιπρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως κ. Γ. Ἀθανασιάδη-Νόβα καί τόν Ὑπουργό Παιδείας κ. Στ. Ἀλαμνῆ, ὁ Ὑπουργός δήλωσε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο ὅτι:
«... ἡ κυβέρνησις βαρέως φέρει τήν ἀντίθεσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τό Πατριαρχεῖον, διότι ἡ ἀντίθεσις αὐτή ἐνθαρρύνει τάς Σλαυικάς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν πρέπει νά δίδεται ἡ ἀφορμή αὕτη ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.»
Καί ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος ἀπάντησε μέ παρρησία καί ἀποφασιστικότητα:
«Ὄχι. Δέν εἴμεθα διατεθειμένοι νά ἐγκαταλείψωμεν τήν Ὀρθοδοξίαν μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπ' αἰώνων συνυφασμένη μέ τήν Ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Εἴμεθα πρόθυμοι νά ὑποστῶμεν καί θυσίαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Εἰς τό Βιετνάμ θυσιάζονται εἰς τήν πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν τῆς πίστεώς των...[59].»
Ἡ «λύση» στό ζήτημα δόθηκε μόλις ἕνα χρόνο μετά ἀπό τό δικτατορικό καθεστώς, πού ἐκδίωξε τόν μακαριστό Χρυσόστομο Χατζησταύρου ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, γιά νά ἀναβιβάσει τόν κυρό Ἱερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα ἕως τότε τῶν Ἀνακτόρων. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε παρενθετικά ὅτι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν, σέ γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στίς οἰκουμενικές της ἐπαφές μέ τούς ἑτεροδόξους. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στούς ἐπισήμους διαλόγους τηροῦσαν, κατά κανόνα, τήν ὀρθοδοξότερη στάση καί ἦταν αὐτοί, πού ἐπέφεραν τά μεγαλύτερα προσκόμματα καί ἐξέφραζαν τίς μεγαλύτερες ἀντιρρήσεις σέ συμφωνίες ἀπαράδεκτες ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἀπόψεως:
«Ἐπανειλημμένως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς συναντήσεις μέ τούς Παπικούς ἐπεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ὁ πρώην συμπρόεδρος τοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε μέ τούς ἱεράρχες καί τούς θεολόγους, πού ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος[60].»
Κλασική περίπτωση αὐτῆς τῆς στάσεως ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στό Μπάλαμαντ (Balamand) τοῦ Λιβάνου τό 1993, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζί μέ πολλές ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει, διαμαρτυρομένη γιά τήν κλιμάκωση τῆς Οὐνίας στίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἄσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στό κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ, τό ὁποῖο δέν συνυπέγραψε καί ἡ εὐθύνη τοῦ ὁποίου βαρύνει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἡ γραμμή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνατράπηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, πού μέ τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα (μέ κορυφαία τήν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου-Παύλου Β΄στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2001 καί τήν σύγκληση τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» δηλ. αἱρέσεων, στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2005, τό ὁποῖο ἔλαβε προδοτικές ἀποφάσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, γεγονότα τά ὁποία μόλυναν πολλές συνειδήσεις ὀρθοδόξων) ἀνέτρεψε τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, προσχωρώντας στήν τακτική τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ νέα αὐτή γραμμή, δυστυχῶς, ἀκολουθεῖται καί ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄, ἔτσι ὅπως διατυπώνεται σέ συνέντευξή του στήν ἐφημερίδα του Βατικανοῦ Avennire (14-4-2009), ὅπου θεωρεῖ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας «ἕνα θετικό βῆμα, τό ὁποῖο περιμένει καί τήν συνέχεια του», συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πώς ὁ δρόμος γιά τήν ἑνότητα εἶναι «ἕνας δρόμος χωρίς ἐπιστροφή». Ἐπίσης, ὁ Μακαριώτατος δέν ἔχει ἀποφύγει τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο καί τόν οἰκουμενιστή Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο στήν Λέσβο τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2016 καί ἔλαβε μέρος στήν ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016, ὑπογράφοντας τά κακόδοξα κείμενά της.
Ὁ χορός των ἀντιδράσεων στά καινοφανή οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα συνεχίστηκε. Τήν σκυτάλη πῆραν δύο ἁγιασμένες μορφές. Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, πού προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965, μετά τήν συνάντηση τοῦ Πατριάρχου μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Παῦλο Στ' στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:

«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ' ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα.
Δέν θά ἀποθάνη, λοιπόν, αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἤ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο!
Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ' ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν!
Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἐφ’ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε:
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον, ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε!
Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα… Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ’ὀλίγον ἡ ἀτραπός, ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἴδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν[61].»
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Ἁγιορείτης ἔγραψε ἐπιστολή, ὅταν μόναζε στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους στίς 23-1-1969, στήν ὁποία γράφει:
«Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας...
Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα της ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν...
Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ. Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς, πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί˙ ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει...
Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὀμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας.»
Πιό κάτω ὁ Ὅσιος Παΐσιος μιλᾶ γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων. Λέγει, λοιπόν:
«Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! -, θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...»
Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς:
«Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα[62].»
Τελικά, ὅμως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ὅσιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα. Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὑποστήριξε τήν αἱρετική καί βλάσφημη οἰκουμενιστική θεωρία ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, μάλιστα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μασώνου καί μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες ὅλες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, ἰδίως τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέγει γιά τόν κυρό Ἀθηναγόρα τά ἐξῆς:
«Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τήν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τόν Πύργον τῆς Βαβέλ (εἰς τήν Γενεύην) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καί μηδενιστικοῦ κόσμου, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς ἀνοικτὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτόν διὰ τοῦ Τύπου»[63].
Ι) Οἱ συνεργάτες καί διάδοχοι τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἄς δοῦμε, τέλος, στό σημεῖο αὐτό ποιά εἶναι τά κυριώτερα λεχθέντα καί πραχθέντα τῶν συνεργατῶν καί διαδόχων τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού ἀόκνως καί ἀπερισπάστως πράττουν, γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ὄντως εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τοῦ μέντορα, πάτρωνα καί προκατόχου τους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος ἦταν ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς. Ἐξεστόμισε τήν παρακάτω μεγάλη βλασφημία, δηλ. νά καταργηθεῖ τό δόγμα περί Ἁγίας Τριάδος:
«Το νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται. Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος[64].»
Ὁ διάδοχος τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνέχισε κι αὐτός μέ τήν σειρά του τήν πολιτική τοῦ προκατόχου του. Ἡ Ἱ. Μ.Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους σέ ἀπαντητική ἐπιστολή τό 1972 ὅσον ἀφορᾶ τό μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς:
«… ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Δημήτριος), ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ προκατόχου του, ἀλλά, τοὐναντίον, ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν οἰκουμενικήν κίνησιν.»
Στή συνέχεια παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του[65]:
«… Καί διαδηλῶμεν τήν πρόθεσιν ἡμῶν, ὅπως ἐν πιστότητι πρός τήν ἄχρι τοῦδε γραμμήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀκολουθήσωμεν τήν ἁγίαν καί μεγάλην γραμμήν τοῦ Μεγάλου Προκατόχου ἡμῶν, τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ Α’, διά τήν ἐν Πανορθοδόξῳ συμπνοίᾳ διαχριστιανικήν ἑνότητα. Οὐδόλως θά παραλείψωμεν τό ἐπιβαλλόμενον χρέος ὅπως συνάψωμεν διαλόγους, πρωτίστως μετά τοῦ Ἰσλάμ, ἔπειτα δέ καί μετά τῶν ἄλλων μειζόνων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν…[66].»
Ἐπίσης, στήν κοινή διακήρυξη μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο τόν Β΄ στίς 7-12-1987, ὑποστήριξε:
«Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β' καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: «Ἀποκρούομε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ πού θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου[67].»
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπό τήν ἐκλογή του στόν θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνέχισε τήν οἰκουμενιστική, ἰσοπεδωτική γιά τήν Ὀρθοδοξία γραμμή τῶν προκατόχων του Πατριαρχῶν κυρῶν Ἀθηναγόρου καί Δημητρίου. Ἀνεγνώρισε ἀμέσως τόν θεσμό τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων τῆς Ἀσίζης (1986), τόν ὁποῖο ἵδρυσε τό Βατικανό. Τό 2012 τό ἀφιέρωσε στούς προκατόχους του κυρούς Ἰωακείμ τόν Γ΄ καί Ἀθηναγόρα ἐπειδή:
«... ἀμφότεροι οἱ προκάτοχοι ἡμῶν εἰργάσθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὁ μέν ἐξαπολύσας τήν γνωστήν ἐγκύκλιον τοῦ 1902, ὁ δέ συμβαλῶν εἰς τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.»
Δηλαδή ἀφιέρωσε τό καινούριο ἔτος σέ αὐτούς, ποῦ ἔκαναν τά σημαντικότερα βήματα προσέγγισης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν[68].
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δήλωσε, με ἀφορμή τήν συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρου ὅτι θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του στὸ ζήτημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μετά τῶν Παπικῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν χριστιανῶν. Ὑπεγράμμισε δέ πώς οἱ διάλογοι ἐπικρίνονται, «ἐν τούτοις θά πρέπει να καταστεῖ σαφές γιά ἀκόμη μία φορά πώς οὔτε κατά διάνοιαν προδίδεται ἡ Ἀποστολική και ἀμώμητος φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας[69]».
Τό ἐγκώμιο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου ἔπλεξε ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν διάρκεια μνημοσύνου ἐπί τῇ ἐπετείῳ τεσσαράκοντα ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημίαν του πρός Κύριον. Τό ἐγκώμιο τό ἔπλεξε, διότι προέβη στήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρῶν τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί τήν ψευδοένωση μετά τῶν Παπικῶν, τούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει «Ἐκκλησίαν», ὅταν καί ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος πιστός γνωρίζει ὅτι ὁ Παπισμός οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεφέρθη ἀορίστως στίς προσπάθειες, τίς ὁποίες κατέβαλεν ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας γιά τήν ψευδοένωση καί οἱ ὁποῖες ἔχουν συναντήσει τήν δυναμική ἀντίδραση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτῶν, Καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, ἐντίμων Κληρικῶν καί προσωπικοτήτων ἀπό τό 1965 ἕως σήμερα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεφέρθη καί στό ἔργο τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία[70].
Μέ δεδομένη, λοιπόν, τήν συνέχιση τῆς οικουμενιστικής γραμμῆς τῶν κυρῶν Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ καί Ἀθηναγόρου, ὁ κ. Βαρθολομαίος προέβη μεταξύ πολλῶν ἄλλων καί στίς παρακάτω δηλώσεις καί ἐνέργειες, γιά τίς ὁποῖες καυχάται ὅτι ξεπέρασε, ὑπερπήδησε καί ὑπερηκόντισε κατά πολύ τούς προκατόχους του σέ οἰκουμενιστικό ζήλο καί ότι δίδει πραγματικό οἰκουμενιστικό ρεσιτάλ.

Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔχει πεῖ κατά καιρούς τά παρακάτω:
- «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν[71].»
- «Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προοπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή[72].»
- «Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης[73].»
- Ἡ παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τούς αἱρετικούς Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου[74].»
- «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας[75].»
- «Τὸ Κοράνιο (καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή[76].»
- «Οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό[77].»
- «Πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[78].»
- «Εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων[79].»
- Ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας, δηλαδὴ ἡ ἄποψη ὅτι «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν», εἶναι ἀποδεκτή[80].
- Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι «Τείχη τοῦ αἴσχους»[81].
- Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει:
«Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου».
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως[82].»
- Ὁ Πάπας εἶναι κανονικὸς Ἐπίσκοπος καί «προφητικὸς ἀρχηγὸς ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ «πρότυπον» καὶ «ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ ὁδοδείκτης»[83].
- «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀνάμεσα στὶς 348 «ἐκκλησίες» – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε – οἱ ὁποῖες διευθύνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα[84].»
- «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπαση προπάτορες ἡμῶν, ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, καί εὐρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπέρ αὐτῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ'ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τά σφάλματα ἐκείνων...[85].»
- Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν ἕδρα τῆς Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009:
«Ἀξιότιμοι Μουχτάρ καί Δάφνη Κέντ (ὁ μουσουλμάνος Πρόεδρος τῆς Coca Cola καί ἡ σύζυγός του) πολυαγαπημένοι φίλοι καί οἰκοδεσπότες... Ἀγαπητοί στόν Κύριο... Ἀγαπητέ φίλε Μουχτάρ... γνωρίζουμε πώς οἱ ἡρωικές προσπάθειες τῶν γονιῶν σου χάριν τῶν ἑβραίων κατά τήν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δέν βασίζονταν σέ κάποια θρησκευτική κοσμοαντίληψη, ἀλλά στό σφαιρικό ὅραμα τῆς ἀγάπης γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τῆς ἀξίας κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἴθε ὁ Κύριος ὅλων νά τούς χαρίσει αἰωνία ἀνάπαυση μαζί μέ τούς Δικαίους κάθε γενεᾶς πού ἔχουν φανεῖ εὐάρεστοι σέ Ἐκεῖνον. Ἔχω ἕνα μικρό ἀναμνηστικό. Μικρό καί σπουδαῖο. Ἀναμνηστικό γιά τήν Δάφνη καί τόν Μουχτάρ. Αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Κοράνιο, τό ἱερό βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας[86].»
- Ἀπευθυνόμενος σέ «ἱεράρχες» τῆς Ἀρμενικῆς, Αἰθιοπικῆς καί Συριακῆς Κοινότητας, στίς 26-10-2009, στή Νέα Ὑόρκη:
«Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τῶν δύο Χριστιανικῶν Οἰκογένειών μας – πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες (=οἱ Μονοφυσίτες) – ἔβαλε καί ἐπισήμως ἕνα τέλος στίς παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος. Δέν εἶναι ἡ θεολογία πού μᾶς χωρίζει. Μᾶλλον, εἴμαστε ἑνωμένοι στή δέσμευσή μας νά θέσουμε τά ποιμαντικά, λειτουργικά, ἐκκλησιαστικά ζητήματα στά ὁποία θά οἰκοδομήσουμε τήν ἑνότητά μας ὅλο καί περισσότερο[87].»
- «Ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἀρχιερατείας του (τοῦ Πάπα Φραγκίσκου), ὅταν εἶχα τήν χαρά νά εἶμαι παρών στήν ἐγκαθίδρυσή του καί εἴχαμε μιά ἰδιωτική συνάντηση μισῆς ὥρας, εἴπαμε ὅτι ὀφείλουμε νά ἐργαστοῦμε καί νά προσευχηθοῦμε μαζί γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν μας, γιά τήν ἀνασύνθεση τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία[88].»
Οἱ πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθεῖ μέ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι, ἐπί παραδείγματι:
1. Mέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σέ ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995).
2. Στήν κηδεία τοῦ «Πάπα» Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008).
3. Σέ συνεδρία τῆς «Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων» (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη «λειτουργία» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013).
4. Μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992).
5. Μέ τή συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ «Πάπας», φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον.
6. Μέ τήν συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Νοέμβριος 2014).
7. Μέ τήν συμπροσευχή μετά τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου (Μάιος 2014).
8. Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεο-εκλεγέντα τότε οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008).
9. Μέ τή συμμετοχή τοῦ παπικοῦ «ἐπισκόπου» Louis Pelâtre στόν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη, μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης.
10. Μέ τή συμμετοχή τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή «Σύνοδο» τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth Palace (Νοέμβριος 1993) καί την ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στόν Ἀγγλικανό «Ἀρχιεπίσκοπο» Καντερβουρίας Justin Welbi (Νοέμβριος 2015).
11. Μέ τή συνάντηση μέ τόν «Πάπα» Φραγκῖσκο στή Ρώμη τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2014, μέ σκοπό τήν συμπροσευχή γιά τήν εἰρήνευση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
12. Μέ τή συνάντηση μέ τόν Μονοφυσίτη «Πατριάρχη» τῶν Ἀρμενίων κ. Ἀράμ στό Φανάρι (Σεπτέμβριος 2014).
13. Μέ τή συνάντηση «Πάπα»-Πατριάρχη-Ἀρχιεπισκόπου στή Λέσβο (Ἀπρίλιος 2016).
14. Μέ τήν σύγκληση καί διεξαγωγή τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016).
15. Μέ τή συμμετοχή στήν διαθρησκειακή συνάντηση τῆς Ἀσσίζης (Σεπτέμβριος 2016).
Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις[89].

[1] (http://aktines.blogspot.gr/2018/04/19-20-2018.html), (http://www.katanixis.gr/2018/04/blog-post_707.html).
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰῶνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 46-64.
[3] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οἱ ΗΠΑ στηρίζουν το Φανάρι, (http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330).
[4] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ καί Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Ἑλληνισμός ἀπό τό 1821 ἕως σήμερα, ἐκδ. Προσκήνιο-Ἄγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[5] Ματθ. 7, 16-20.
[6] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Έγώ ὁ Ἰάκωβος, ἐκδ. ΣΚΑΪ, ἐκδ. οἴκος Λιβάνη, Ἀθήνα 2002, σσ. 189-190.
[7] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[8] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ιδεῶν, Ἀθήναι 1976, σ. 93.
[9] Ὅ. π., σ. 94.
[10] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 95.
[12] Ὅ. π., σ. 95.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 117.
[15] Ό. π.
[16] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 93.
[17] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[18] Ό. π., σ. 39.
[19] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[20] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σ. 4.
[21] Ο. π.
[22] Ό. π.
[23] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα, ἐκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[24] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης, Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.
[25] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[26] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[27] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος…, σσ. 196-197.
[28] Τόμος Ἀγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[29] π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας (http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm)
[30] ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40. Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, 10-9-2014, (http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-217/471-2014-217-01).
[31] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου»…, σσ. 4-5.
[32] Ό. π., σ. 5.
[33] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Ἀθήνα, σσ. 43-44.
[34] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί διαθρησκειακός Διάλογος. Ἐνημερωτικό σημείωμα, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς σχέσεις μέ τό Ἰσλάμ, «Καθ' Ὀδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[35] Ἰω. 1,5 καί 1,11.
[36]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[37] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[38] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 1.
[39] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[40] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα καί σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[41] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 4.
[42] Κατά τήν λατινική ἐκκλησιολογία ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί ἑνώσεως τῶν ἑτεροδόξων μέ τήν Παπική αἵρεση.
[43] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καί Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιάς 2011, σ. 88.
[44] Ὅ. π., σσ. 88-89.
[45] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[46] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[47] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ. 94, Δεκέμβριος 1968).
[48] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης, σ. 87.
[49] Δήλωσίς του, Ἀκρόπολις, 29-6-1963.
[50] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔθνος (13-10-1967).
[51] Σχ.βλ. ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[52] «Αἱρετικός ὁ Ἀθηναγόρας ἐβροντοφώνησεν ὁ μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πρίν 42 χρόνια», Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1, 7.
[53] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44.
[54] Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, (http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html).
[55] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[56] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[57] Ὅ. π., σσ. 19-20.
[58] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἀπό τόν ἀφορισμό τοῦ 1054 στήν ἐπίσκεψη τοῦ 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[59] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Κράτος, ἐκδ. Τό Ποντίκι, σ. 154.
[60] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἡ ὑπέρβαση τοῦ κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[61] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.
[62] ΟΣΙΟΣ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[63] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τό 1971», ἐν Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος. Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 116-117.
[64] «Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τό ἔτος 1972», ἐν Θεοδρομία ΙΑ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009) 79.
[65] Ἐπίσκεψις 69 (25-7-1972).
[66]«Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν…», σσ. 78 - 79.
[67] Κοινή διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου Α' καί τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β' (7-12-1987), Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 65 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 622-3.
[68] Ὁμιλία 1η Ἰανουαρίου 2012, Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (13-1-2012) 4.
[69] ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς ἀπαντήση ὁ Οἰκ. Πατριάρχης», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 1.
[70] «Ὕμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τοῦ ἀοιδίμου Οἰκ. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 8.
[71] Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρός Πατριάρχη Ἱεροσολύμων: Ἀμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24-5-2014) (http://www.amen.gr/article18151) - (§4).
[72] «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, (http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM). Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[73] Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις 563 (31-11-1998).
[74] «Ὁμιλία ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουαρίου 2008, ἐν (http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr).
[75] Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 καί 511 (30-11-1994) καὶ 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004.
[76] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2, Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002.
[77] Ἐπίσκεψις 563, 21.5. (www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2), Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr, 20/1/2013.
[78] Ἀπογευματινή 21-9-2003.
[79] Νέα Ὑόρκη 28-10-2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[80] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν στὶς 25−9−2000. Ἐπίσκεψις 588, 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
[81] Ἐπίσκεψις 423 (15-7-1989) 6-7.
[82] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46.
[83] Ἐπίσκεψις 647 (30-4-2005) 2-3. «Καθολική» 22-7/-003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα.
[84] «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
[85] Ἐπίσκεψις 563 (30.11.1998) 6. Προσφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου στίς 30.11.1998 πρός τήν παπική ἀντιπροσωπεία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Καρδινάλιος William Η. Keeler. Τό πλῆρες κείμενο δημοσιεύεται στό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Ἐπίσκεψις» 563 (1998) 4-8.
[86] (www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr)
[87] (www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816)
[88] Ὑψηλή τιμητική διάκριση γιό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο (ΦΩΤΟ) 27-10-2015, (http://www.amen.gr/article/ypsili-timitiki-diakrisi-ston-oikoumeniko-patriarxi-vartholomaio-foto), Ὁμιλία Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τήν ἀναγόρευσή του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιακὸ Ἰνστιτοῦτο "Σοφία", τοῦ παπικοῦ κινήματος «Focolari» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
[89] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, 26-11-2014, (http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx).
Πηγή: Ακτίνες
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 19-4-2018
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα: «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα: ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον»[3].
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος»[4].
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες.
Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει: «Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»[5]. Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα; α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας: «Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως»[6].
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της.
Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα: ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του «ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ»[7].
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς «ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν Ἁγία Ἔδρα, ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό»[8].
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες.
Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα: «Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα: «ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ»[9].
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας» δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι «ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10]. «Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»[11].
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως»: «Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12], δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965) καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές: Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση; Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13]; Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν»:
« «Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα»; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
«Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα».
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι»[14].
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ: «Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία»[15].
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[16].
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[17], σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[19].
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης: «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[20]!
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[21]. Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς» συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[22].
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς: Νά ἐπιτευχθεῖ
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει: «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν»[25].
Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές: Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα: «Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος»; Μοῦ λέει: «Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου: «Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος»;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου: «Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως»[27]. Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». «Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ «ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον»[31].
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος: ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα «ὑπάρχουν δύο δρόμοι: Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»[32].
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων.
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει:
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965) (Γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτοί προσπαθοῦν νά ὑποταχθοῦν μ' ὅλη τους τήν ψυχή ἀκόμη καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στό Θεό καί ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα του Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται κάποτε μέ εὐλάβεια. Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι' αὐτό ἀποδίδουν σημασία στήν ἠθική στάση ζωῆς καί ἐκφράζουν τόν σεβασμό τους στόν Θεό ἰδιαίτερα μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νηστεία»[33]), νά προωθεῖται δέ καί νά ἐφαρμόζεται ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β', ὁ ὁποῖος τόλμησε πρίν ἀπό τριάντα δύο χρόνια, στήν Ἀσίζη πάλι (1986), στήν Α' ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακή ψευδοσύνοδο, νά συγκαλέσει τήν πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στόν ἴδιο ψεύτικο Θεό ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἐτερόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι. Τό Βατικανό καί τόν Πάπα ἀκολούθησαν στή συνέχεια τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»[34], δηλ. αἱρέσεων, καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες. Φθάσαμε στό σημεῖο νά ἐκδίδονται γραμματόσημα, πάνω στά ὁποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τόν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανός κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καί ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, ὅπως ἐπίσης καί στό νά προσφέρονται ὡς δῶρο σέ κοινή καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τά τρία δῆθεν «ἱερά» βιβλία, ἡ ἑβραϊκή Βίβλος, τό Εὐαγγέλιο καί τό Κοράνιο. Αὐτό ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καί κοινωνία τοῦ φωτός πρός τό σκότος. Γιατί, ὄχι μόνον ὡς πρός τό Κοράνιο, ἄλλα καί ὡς πρός τήν ἑβραϊκή Βίβλο, ἄν αὐτή ἰδωθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ χωρίς Χριστό, ὑπό τό φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, πού σταύρωσαν τόν Χριστό, ἀνήκει κι αὐτή στό σκότος, ἐφαρμόζονται καί σ' αὐτήν τά αὐστηρά «οὐαί», πού εἶπε ὁ Χριστός πρός τούς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ πρός αὐτούς πρῶτα ἦλθε τό φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στό σκοτάδι. «Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβαν... καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν»[35].
Αὐτή, λοιπόν, ἡ διγλωσσία, ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, παρακολουθεῖ κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, ἀλλά μέ συνέπεια, τήν ἀνάλογη τοῦ Βατικανοῦ: αὐστηρή ὀρθόδοξη στάση στό «ἐσωτερικό» καί διαδοχικές ὑποχωρήσεις ἔναντι τῶν Παπικῶν.
Θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν πολλά μοντέλα καί σχήματα ἐπανενώσεως, οὔτε ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας (οὐνιτική ἕνωση), πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό παγκόσμιο καί οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τον μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους, μέσω τῆς κατηχήσεως καί τοῦ βαπτίσματος, στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ζ) Ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθόδοξων οἰκουμενιστές παρασιωποῦν τίς μυστικές συμφωνίες Ρώμης - Φαναρίου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ψευδοενώσεως, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές, ὅπως αὐτές ἀπεκαλύφθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων. Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἐκπονήθηκε ἕνα καλά μελετημένο σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο σταδιακά ἐφαρμόζεται σέ στενή συνεργασία μέ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ψευδοένωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι κατά τά πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Κοινοτήτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τό σχέδιο αὐτό ἀπεκάλυψαν ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους καί ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μέ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατήρησε: «Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν»[36]. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα: Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) «ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί δέν ἀντιλαμβάνεται γι' αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως, νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως»[37]. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής της Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός σέ πλήρη συμφωνία μέ τούς παραπάνω παρατηρεῖ: «Ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μέ τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καί 1963) καί μιά σειρά προσωπικῶν του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ συνάντηση του μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964) καί παρά τίς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄, τό καθορισμένο σέ συνεργασία μέ τό Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας στήν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας»[38]. Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπεσήμανε: «Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ Πάπας!...Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν»[39]! Ὁ Σεβ. Μητρ. Περιστερίου κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι «οἱ ἀδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ἀφήνουσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται νά ἑνωθεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δι' ἑνός εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἤ παραλλήλου πρός ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὑφίσταται μεταξύ αὐτῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν»[40].
Ἐάν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τόν Αὔγουστο τοῦ 1971: «τό ’65 ἐσηκώσαμεν τό σχίσμα, εἰς τήν Ρώμην καί ἐδῶ, μέ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καί ἀντιπροσώπους ἐκεῖθεν ἐδῶ…»[41], ἀλλά καί τήν πλήρη εὐθυγράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καί Βαρθολομαίου, μέ τήν γραμμή, πού αὐτός χάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι, τοὐλάχιστον γιά τό Φανάρι, σχίσμα πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ψευδοένωση τῆς ὈρθοδόξουἘκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη «τελεία»[42]. Τελεία ἕνωση θά γίνει, ὅταν θά φθάσουμε πλέον στό κοινό Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρός τήν ψευδοένωση αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Φαναρίου τόν Δεκέμβριο τοῦ 1965. Ἐπακολούθησε ἡ πλήρης ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ ὡς «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» τό 1993 στό Balamand. Ἐκεῖνο τώρα πού ἀπομένει, εἶναι ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς συμφωνηθείσης ἑνώσεως ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον ἐπιλυθεῖ τό ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου.
Ἡ καθιέρωση τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀγάπης», μιᾶς μακρᾶς δηλαδή περιόδου ἀπό τό 1965 ἕως τό 1980, πού προηγήθηκε τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἐντάσσεται μέσα στό ἄριστα μελετημένο σχέδιο, πού ἐκπονήθηκε ἀπό τούς ἀρχιτέκτονες τῆς ψευδοενώσεως Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ καί Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα κατά τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα, τόν Δεκέμβριο του 1964. Ὁ «Διάλογος τῆς Ἀγάπης ἀποσκοποῦσε στήν κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία μέ τήν δημιουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καί φιλίας. Ἐπινοήθηκε ἀκόμη ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρός τούς Ὀρθοδόξους, μέ ὑπερτονισμό τῆς ἀγάπης καί παραμερισμό τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως… ὥστε νά ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καί ὁμολογίας. Ἐπινοήθηκαν ἐπίσης οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων τῶν Προκαθημένων Ρώμης καί Φαναρίου, οἱ ἐπιστροφές ἁγίων λειψάνων ἀπό τήν πλευρά τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρός τούς Ὀρθοδόξους, οἱ συμπροσευχές καί κοινές διακηρύξεις περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καί τετελεσμένων γεγονότων»[43].
Μεθοδεύτηκε ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὄχι ἀπό τά διαιροῦντα, ἀλλά ἀπό τά ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργήθηκε τό πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» γιά τήν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καί ταυτότητος πίστεως. Τό πνεῦμα αὐτό μόλις διακρίνεται στά πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιά νά φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καί μέ κάθε ἐπισημότητα στό κοινό κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Μπαλαμάντ (Balamand). Μέ τό κείμενο αὐτό Παπικοί καί Οἰκουμενιστές ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κάνοντας ἕνα θεαματικό ἅλμα καί παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἔφθασαν ξαφνικά στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καί ἀληθεῖς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», μέ ἔγκυρα μυστήρια, μέ ταυτότητα πίστεως, μέ ἀποστολική διαδοχή καί διά τοῦτο «ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οικονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα πού συνιστά πραγματική προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως[44].
Αὐτή ἡ τακτική τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν διατρέχει, ἀπό τό ξεκίνημα ἀκόμη, ὅλη τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Παπικούς, πού ἀρχίζει ἐπισήμως ἀπό τό 1980.
Ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 εἶχαν ξεκινήσει οἱ διεργασίες γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἔναρξη αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στήν φάση ἐκείνη ἐπελέγη ὡς προσφορότερος ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης», γιά νά προλειάνει τό ἔδαφος στήν ἐπίσημη προσέγγιση Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἡ μέθοδος, ἄλλωστε, τῆς «ψυχολογικῆς προετοιμασίας», πού προαναφέραμε, δέν ἐγκαταλείφθηκε ποτέ.
Τό 1961 ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας συνεκάλεσε στήν Ρόδο τήν Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψηκαί ἔθεσε μεταξύ τῶν θεμάτων της καί τήν ἔναρξη τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς. Ἡ Διάσκεψη πρότεινε τήν «καλλιέργειαν σχέσεων ἐν τῷ πνεύματι τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης, λαμβανομένων ἰδία ὑπ' ὄψιν τῶν ὑπό τῆς πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 προβλεπομένων σημείων»[45]. Αὐτό, ὅμως, πού τονίζεται εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει νά παραβλέπονται οἱ βασικές διαφορές στήν πίστη καί την διοίκηση. Ἐπίσης, μέ κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν ἡ ἀνάγκη τερματισμοῦ τῆς θλιβερῆς τακτικῆς τοῦ προσηλυτισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία ἦταν καί ὁ λόγος πού ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀποφάσισε νά μήν ἀποστείλει παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού θά ξεκινοῦσε λίγα χρόνια ἀργότερα τίς ἐργασίες της.
Η) Ἡ ἀνατροπή τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων
Οἱ πανορθόδοξες αὐτές ἀποφάσεις ἔμελλε, πολύ σύντομα, νά ἀνατραποῦν μέ πρωτοβουλία τοῦ Φαναρίου καί τοῦ Βατικανοῦ. Χωρίς τήν παραμικρή ἀλλαγή στάσεως τοῦ Βατικανοῦ στό ζήτημα τῆς Οὐνίας, πού ἦταν καί ἡ αἰτία γιά τήν ἀπόφαση νά μήν ἀποσταλοῦν Ὀρθόδοξοι παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπεδίωξε παρά ταῦτα τήν ἀποστολή παρατηρητῶν στό Βατικανό καί τήν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Συνεκάλεσε γιά τόν σκοπό αὐτό ἐσπευσμένα (στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου 1963) τήν δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου καί μάλιστα σέ διάστημα λίγων μόνο ἡμερῶν, χωρίς τήν ἐλάχιστη προετοιμασία, χωρίς τήν προηγούμενη ἐπιλογή τῆς θεματολογίας καί παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία.
Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω ἀντικανονικές ἐνέργειες, ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας προέβη καί σέ ἄλλες βλάσφημες δηλώσεις, ὅπως:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας»[46].
«Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον»[47].
«Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς »[48].
«Ὁ αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε»[49].
«Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς»[50].
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής: «Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τις Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τήν λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τόν Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[51]!
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς καί τρείς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Παραμυθίας Παῦλος καί ὁ Ἐλευθερουπόλως Ἀμβρόσιος, ὁ μακαριστός π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… ἀπόβλητα»[52].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπισημαίνει: «Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του Ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της».
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιό ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον, διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι καί νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων»[53].
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του, ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[54].
Αὐτή εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν «Μεγάλο», κατά τούς Οἰκουμενιστές, Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, τόν δῆθεν «πιστό τηρητή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως», τόν δῆθεν «ἀδικημένο καί συκοφαντημένο συνειδητά». Ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι, ἐπειδή εἶναι ἄρρηκτη ἡ σχέση μεταξύ Σιωνισμοῦ, Τεκτονισμοῦ-Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ, σάν τήν σχέση μητέρας καί παιδιοῦ, ὅσοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι ἤ Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται καί προβάλλονται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές ὡς δῆθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα εἶναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐφαρμόζεται καί στόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀλλά καί σ'αὐτούς πού τόν ἐξυμνοῦν.
Θ) Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἀποσιωποῦν σκοπίμως στά ἄρθρα τους καί τίς ὁμιλίες τους τίς ἰσχυρές καί ἠχηρές ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά καινοφανῆ οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἀξίζει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε τήν κατηγορηματική καί μετά σθένους ἄρνηση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρόσκληση τοῦ Βατικανοῦ γιά ἀποστολή Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στήν Α΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε τό 1870.
Στήν σπουδή αὐτή τοῦ Πατριάρχπυ κυροῦ Ἀθηναγόρα καί τήν προσπάθειά του γιά ἐπιβολή τετελεσμένων στήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀντιτάχθηκε σθεναρά ἡ Ἐκκλησία της Ἑλλάδος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τοές ἐπιφανέστερους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας καί Ἐφέσου. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή καί ἐξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας καί κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Στήν μακρόβια ζωή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «γνώρισε ἀπό κοντά τή σύμπραξη τοῦ Βατικανοῦ μέ τούς Κομιτατζῆδες στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τή βοήθεια πού προσέφερε τό Βατικανό στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τή δράση της Ουνίας»[55]. Ἔχοντας, λοιπόν, ἰδία ἀντίληψη γιά τίς τακτικές τοῦ Βατικανοῦ, δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ καί νά συνθηκολογήσει μέ τίς νέες μεθοδείες του καί τήν «ἐπίθεση στά νῶτα».
Στόν αἰφνιδιασμό τοῦ Πατριάρχου ἀπαντᾶ μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα. Στήν ἔκτακτη σύγκλησή της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «...ἠσχολήθη μέ τό καταθλίψαν τούς Ποιμένας αὐτῆς θέμα... κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι' οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίση μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»[56].
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τήν πάγια τακτική τοῦ Βατικανοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, «διαχωρίσασα καθηκόντως τάς Ἑαυτῆς ἱστορικάς εὐθύνας», κατέληξε στήν ἀπόφαση νά μήν λάβει μέρος στήν Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου. Τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν τό ἑξῆς:
«Ἐκτιμῶσα πρεπόντως (ἡ Ἱερά Σύνοδος), ἀφιλαδέλφους, ἀντευαγγελικάς καί κατακρίτους ἐνεργείας καί μηχανορραφίας, ἀπαραλλάκτως πάντοτε γινομένας ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μή ἀποβαλόντος τοῦ Παπισμοῦ τόν παλαιόν ἄνθρωπον, οὐδέ τάς ἀνεντίμους μεθόδους τοῦ μέσῳ τῆς οἰκτρᾶς Ούνίας ἐπιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμοῦ, ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν. Εἰς τήν ἀπόφασίν της ταύτην ἡ Ἱερά Σύνοδος σύμμαχον ἔχει καί ἅπασαν τήν Γερασμίαν χορείαν τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικῶς νά καταδικάσῃ τό περί οὗ πρόκειται ἀκαίρως καί ἐν σπουδῇ ἀποφασισθέν τοῦτο Συνέδριον»[57].
Τήν ἴδια σθεναρή στάση κράτησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί στήν περίπτωση τῆς συναντήσεως Πάπα - Πατριάρχη στά Ἱεροσόλυμα καί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ, γεγονότα, πού γνώρισαν τήν κατακραυγή τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος στήν Ἑλλάδα.
Ἡ ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου καί Ἀθήνας ἦταν ἀναπόφευκτη, γεγονός πού ἔφερε σέ δύσκολη θέση τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο στήν σχέση του μέ τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση. Εἶναι ἡ περίοδος, πού «οἱ κυβερνήσεις τῆς Εὐρώπης δέχονται συνεχεῖς πιέσεις ἀπό παράγοντες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καί τοῦ ΝΑΤΟ νά στηρίξουν τήν προσπάθεια γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο θά μπορέσει νά ἀντιμετωπιστεῖ ἡ Σοβιετική Ἕνωση καί τό Σύμφωνο τῆς Βαρσοβίας»[58].
Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1966 σέ συνάντηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου μέ τόν τότε Ἀντιπρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως κ. Γ. Ἀθανασιάδη-Νόβα καί τόν Ὑπουργό Παιδείας κ. Στ. Ἀλαμνῆ, ὁ Ὑπουργός δήλωσε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο ὅτι «ἡ κυβέρνησις βαρέως φέρει τήν ἀντίθεσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τό Πατριαρχεῖον, διότι ἡ ἀντίθεσις αὐτή ἐνθαρρύνει τάς Σλαυικάς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν πρέπει νά δίδεται ἡ ἀφορμή αὕτη ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».
Καί ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος ἀπάντησε μέ παρρησία καί ἀποφασιστικότητα: «Ὄχι. Δέν εἴμεθα διατεθειμένοι νά ἐγκαταλείψωμεν τήν Ὀρθοδοξίαν μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπ' αἰώνων συνυφασμένη μέ τήν Ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Εἴμεθα πρόθυμοι νά ὑποστῶμεν καί θυσίαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Εἰς τό Βιετνάμ θυσιάζονται εἰς τήν πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν τῆς πίστεώς των...»[59].
Ἡ «λύση» στό ζήτημα δόθηκε μόλις ἕνα χρόνο μετά ἀπό τό δικτατορικό καθεστώς, πού ἐκδίωξε τόν μακαριστό Χρυσόστομο Χατζησταύρου ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, γιά νά ἀναβιβάσει τόν κυρό Ἱερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα ἕως τότε τῶν Ἀνακτόρων.
Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε παρενθετικά ὅτι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν, σέ γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στίς οἰκουμενικές της ἐπαφές μέ τούς ἑτεροδόξους. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στούς ἐπισήμους διαλόγους τηροῦσαν, κατά κανόνα, τήν ὀρθοδοξότερη στάση καί ἦταν αὐτοί, πού ἐπέφεραν τά μεγαλύτερα προσκόμματα καί ἐξέφραζαν τίς μεγαλύτερες ἀντιρρήσεις σέ συμφωνίες ἀπαράδεκτες ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἀπόψεως. «Ἐπανειλημμένως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς συναντήσεις μέ τούς Παπικούς ἐπεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ὁ πρώην συμπρόεδρος τοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε μέ τούς ἱεράρχες καί τούς θεολόγους, πού ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»[60].
Κλασική περίπτωση αὐτῆς τῆς στάσεως ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στό Μπάλαμαντ (Balamand) τοῦ Λιβάνου τό 1993, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζί μέ πολλές ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει, διαμαρτυρομένη γιά τήν κλιμάκωση τῆς Οὐνίας στίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἄσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στό κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ, τό ὁποῖο δέν συνυπέγραψε καί ἡ εὐθύνη τοῦ ὁποίου βαρύνει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἡ γραμμή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνατράπηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, πού μέ τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα (μέ κορυφαία τήν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου-Παύλου Β΄στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2001 καί τήν σύγκληση τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» δηλ. αἱρέσεων, στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2005, τό ὁποῖο ἔλαβε προδοτικές ἀποφάσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, γεγονότα τά ὁποία μόλυναν πολλές συνειδήσεις ὀρθοδόξων) ἀνέτρεψε τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, προσχωρώντας στήν τακτική τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ νέα αὐτή γραμμή, δυστυχῶς, ἀκολουθεῖται καί ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄, ἔτσι ὅπως διατυπώνεται σέ συνέντευξή του στήν ἐφημερίδα του Βατικανοῦ Avennire (14-4-2009), ὅπου θεωρεῖ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας «ἕνα θετικό βῆμα, τό ὁποῖο περιμένει καί τήν συνέχεια του», συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πώς ὁ δρόμος γιά τήν ἑνότητα εἶναι «ἕνας δρόμος χωρίς ἐπιστροφή». Ἐπίσης, ὁ Μακαριώτατος δέν ἔχει ἀποφύγει τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο καί τόν οἰκουμενιστή Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο στήν Λέσβο τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2016 καί ἔλαβε μέρος στήν ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016, ὑπογράφοντας τά κακόδοξα κείμενά της.
Ὁ χορός των ἀντιδράσεων στά καινοφανή οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα συνεχίστηκε. Τήν σκυτάλη πῆραν δύο ἁγιασμένες μορφές. Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, πού προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965, μετά τήν συνάντηση τοῦ Πατριάρχου μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Παῦλο Στ' στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ' ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη, λοιπόν, αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἤ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ' ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἐφ’ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε:
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον, ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα… Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ’ὀλίγον ἡ ἀτραπός, ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἴδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν»[61].
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Ἁγιορείτης ἔγραψε ἐπιστολή, ὅταν μόναζε στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους στίς 23-1-1969, στήν ὁποία γράφει: «Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας... Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα της ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν...
Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς, πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί˙ ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει... Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὀμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».
Πιό κάτω ὁ Ὅσιος Παΐσιος μιλᾶ γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων. Λέγει, λοιπόν:
«Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! -, θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...».
Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα»[62].
Τελικά, ὅμως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ὅσιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα.
Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὑποστήριξε τήν αἱρετική καί βλάσφημη οἰκουμενιστική θεωρία ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, μάλιστα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μασώνου καί μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες ὅλες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, ἰδίως τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέγει γιά τόν κυρό Ἀθηναγόρα τά ἐξῆς: «Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τήν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τόν Πύργον τῆς Βαβέλ (εἰς τήν Γενεύην) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καί μηδενιστικοῦ κόσμου, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς ἀνοικτὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτόν διὰ τοῦ Τύπου»[63].
Ι) Οἱ συνεργάτες καί διάδοχοι τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἄς δοῦμε, τέλος, στό σημεῖο αὐτό ποιά εἶναι τά κυριώτερα λεχθέντα καί πραχθέντα τῶν συνεργατῶν καί διαδόχων τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού ἀόκνως καί ἀπερισπάστως πράττουν, γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ὄντως εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τοῦ μέντορα, πάτρωνα καί προκατόχου τους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος ἦταν ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς. Ἐξεστόμισε τήν παρακάτω μεγάλη βλασφημία, δηλ. νά καταργηθεῖ τό δόγμα περί Ἁγίας Τριάδος: «Το νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται. Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[64].
Ὁ διάδοχος τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνέχισε κι αὐτός μέ τήν σειρά του τήν πολιτική τοῦ προκατόχου του. Ἡ Ἱ. Μ.Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους σέ ἀπαντητική ἐπιστολή τό 1972 ὅσον ἀφορᾶ τό μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «… ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Δημήτριος), ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ προκατόχου του, ἀλλά, τοὐναντίον, ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν οἰκουμενικήν κίνησιν». Στή συνέχεια παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του[65]: «… Καί διαδηλῶμεν τήν πρόθεσιν ἡμῶν, ὅπως ἐν πιστότητι πρός τήν ἄχρι τοῦδε γραμμήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀκολουθήσωμεν τήν ἁγίαν καί μεγάλην γραμμήν τοῦ Μεγάλου Προκατόχου ἡμῶν, τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ Α’, διά τήν ἐν Πανορθοδόξῳ συμπνοίᾳ διαχριστιανικήν ἑνότητα. Οὐδόλως θά παραλείψωμεν τό ἐπιβαλλόμενον χρέος ὅπως συνάψωμεν διαλόγους, πρωτίστως μετά τοῦ Ἰσλάμ, ἔπειτα δέ καί μετά τῶν ἄλλων μειζόνων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν…»[66]. Ἐπίσης, στήν κοινή διακήρυξη μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο τόν Β΄ στίς 7-12-1987, ὑποστήριξε: «Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β' καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: «Ἀποκρούομε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ πού θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου»[67].
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπό τήν ἐκλογή του στόν θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνέχισε τήν οἰκουμενιστική, ἰσοπεδωτική γιά τήν Ὀρθοδοξία γραμμή τῶν προκατόχων του Πατριαρχῶν κυρῶν Ἀθηναγόρου καί Δημητρίου. Ἀνεγνώρισε ἀμέσως τόν θεσμό τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων τῆς Ἀσίζης (1986), τόν ὁποῖο ἵδρυσε τό Βατικανό.
Τό 2012 τό ἀφιέρωσε στούς προκατόχους του κυρούς Ἰωακείμ τόν Γ΄ καί Ἀθηναγόρα ἐπειδή «ἀμφότεροι οἱ προκάτοχοι ἡμῶν εἰργάσθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὁ μέν ἐξαπολύσας τήν γνωστήν ἐγκύκλιον τοῦ 1902, ὁ δέ συμβαλῶν εἰς τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Δηλαδή ἀφιέρωσε τό καινούριο ἔτος σέ αὐτούς, ποῦ ἔκαναν τά σημαντικότερα βήματα προσέγγισης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν[68].
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δήλωσε, με ἀφορμή τήν συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρου ὅτι θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του στὸ ζήτημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μετά τῶν Παπικῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν χριστιανῶν. Ὑπεγράμμισε δέ πώς οἱ διάλογοι ἐπικρίνονται, «ἐν τούτοις θά πρέπει να καταστεῖ σαφές γιά ἀκόμη μία φορά πώς οὔτε κατά διάνοιαν προδίδεται ἡ Ἀποστολική και ἀμώμητος φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας»[69].
Τό ἐγκώμιο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου ἔπλεξε ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν διάρκεια μνημοσύνου ἐπί τῇ ἐπετείῳ τεσσαράκοντα ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημίαν του πρός Κύριον. Τό ἐγκώμιο τό ἔπλεξε, διότι προέβη στήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρῶν τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί τήν ψευδοένωση μετά τῶν Παπικῶν, τούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει «Ἐκκλησίαν», ὅταν καί ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος πιστός γνωρίζει ὅτι ὁ Παπισμός οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεφέρθη ἀορίστως στίς προσπάθειες, τίς ὁποίες κατέβαλεν ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας γιά τήν ψευδοένωση καί οἱ ὁποῖες ἔχουν συναντήσει τήν δυναμική ἀντίδραση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτῶν, Καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, ἐντίμων Κληρικῶν καί προσωπικοτήτων ἀπό τό 1965 ἕως σήμερα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεφέρθη καί στό ἔργο τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία[70].
Μέ δεδομένη, λοιπόν, τήν συνέχιση τῆς οικουμενιστικής γραμμῆς τῶν κυρῶν Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ καί Ἀθηναγόρου, ὁ κ. Βαρθολομαίος προέβη μεταξύπολλῶν ἄλλων καί στίς παρακάτω δηλώσεις καί ἐνέργειες, γιά τίς ὁποῖες καυχάται ὅτι ξεπέρασε, ὑπερπήδησε καί ὑπερηκόντισε κατά πολύ τούς προκατόχους του σέ οἰκουμενιστικό ζήλο καί ότι δίδει πραγματικό οἰκουμενιστικό ρεσιτάλ.
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔχει πεῖ κατά καιρούς τά παρακάτω:
1) «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία». «Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν»[71].
2) «Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προοπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή»[72].
3) «Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης»[73].
4) Ἡ παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τούς αἱρετικούς Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου»[74].
5) «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας»[75].
6) Τὸ Κοράνιο (καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι «ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή»[76].
7) Οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό[77].
8) Πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[78].
9) Εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων[79].
10) Ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας, δηλαδὴ ἡ ἄποψη ὅτι «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν», εἶναι ἀποδεκτή[80].
11) Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι «Τείχη τοῦ αἴσχους»[81].
12) Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει: «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου».
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[82].
13) Ὁ Πάπας εἶναι κανονικὸς Ἐπίσκοπος καί «προφητικὸς ἀρχηγὸς ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ «πρότυπον» καὶ «ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ ὁδοδείκτης»[83].
14) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀνάμεσα στὶς 348 «ἐκκλησίες» – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε – οἱ ὁποῖες διευθύνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα[84].
15) «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπαση προπάτορες ἡμῶν, ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, καί εὐρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπέρ αὐτῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ'ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τά σφάλματα ἐκείνων...»[85].
16) Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν ἕδρα τῆς Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009
«Ἀξιότιμοι Μουχτάρ καί Δάφνη Κέντ (ὁ μουσουλμάνος Πρόεδρος τῆς Coca Cola καί ἡ σύζυγός του) πολυαγαπημένοι φίλοι καί οἰκοδεσπότες... Ἀγαπητοί στόν Κύριο... Ἀγαπητέ φίλε Μουχτάρ... γνωρίζουμε πώς οἱ ἡρωικές προσπάθειες τῶν γονιῶν σου χάριν τῶν ἑβραίων κατά τήν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δέν βασίζονταν σέ κάποια θρησκευτική κοσμοαντίληψη, ἀλλά στό σφαιρικό ὅραμα τῆς ἀγάπης γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τῆς ἀξίας κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἴθε ὁ Κύριος ὅλων νά τούς χαρίσει αἰωνία ἀνάπαυση μαζί μέ τούς Δικαίους κάθε γενεᾶς πού ἔχουν φανεῖ εὐάρεστοι σέ Ἐκεῖνον. Ἔχω ἕνα μικρό ἀναμνηστικό. Μικρό καί σπουδαῖο. Ἀναμνηστικό γιά τήν Δάφνη καί τόν Μουχτάρ. Αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Κοράνιο, τό ἱερό βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας»[86].
17) Ἀπευθυνόμενος σέ «ἱεράρχες» τῆς Ἀρμενικῆς, Αἰθιοπικῆς καί Συριακῆς Κοινότητας, στίς 26-10-2009, στή Νέα Ὑόρκη:
«Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τῶν δύο Χριστιανικῶν Οἰκογένειών μας – πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες (=οἱ Μονοφυσίτες) – ἔβαλε καί ἐπισήμως ἕνα τέλος στίς παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος. Δέν εἶναι ἡ θεολογία πού μᾶς χωρίζει. Μᾶλλον, εἴμαστε ἑνωμένοι στή δέσμευσή μας νά θέσουμε τά ποιμαντικά, λειτουργικά, ἐκκλησιαστικά ζητήματα στά ὁποία θά οἰκοδομήσουμε τήν ἑνότητά μας ὅλο καί περισσότερο»[87].
18) «Ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἀρχιερατείας του (τοῦ Πάπα Φραγκίσκου), ὅταν εἶχα τήν χαρά νά εἶμαι παρών στήν ἐγκαθίδρυσή του καί εἴχαμε μιά ἰδιωτική συνάντηση μισῆς ὥρας, εἴπαμε ὅτι ὀφείλουμε νά ἐργαστοῦμε καί νά προσευχηθοῦμε μαζί γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν μας, γιά τήν ἀνασύνθεση τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[88].
Οἱ πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθεῖ μέ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι: ἐπί παραδείγματι, μέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σέ ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στήν κηδεία τοῦ «Πάπα» Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008), σέ συνεδρία τῆς «Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων» (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη «λειτουργία» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013). Μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992), μέ τή συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ «Πάπας», φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον, καθώς καί μέ τήν συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Νοέμβριος 2014). Μέ τήν συμπροσευχή μετά τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου (Μάιος 2014). Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεο-εκλεγέντα τότε οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008). Μέ τή συμμετοχή τοῦ παπικοῦ «ἐπισκόπου» Louis Pelâtre στόν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη, μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης. Μέ τή συμμετοχή τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή «Σύνοδο» τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth Palace (Νοέμβριος 1993) καί την ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στόν Ἀγγλικανό «Ἀρχιεπίσκοπο» Καντερβουρίας Justin Welbi (Νοέμβριος 2015). Μέ τή συνάντηση μέ τόν «Πάπα» Φραγκῖσκο στή Ρώμη τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2014, μέ σκοπό τήν συμπροσευχή γιά τήν εἰρήνευση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Μέ τή συνάντηση μέ τόν Μονοφυσίτη «Πατριάρχη» τῶν Ἀρμενίων κ. Ἀράμ στό Φανάρι (Σεπτέμβριος 2014). Μέ τή συνάντηση «Πάπα»-Πατριάρχη-Ἀρχιεπισκόπου στή Λέσβο (Ἀπρίλιος 2016). Μέ τήν σύγκληση καί διεξαγωγή τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016). Μέ τή συμμετοχή στήν διαθρησκειακή συνάντηση τῆς Ἀσσίζης (Σεπτέμβριος 2016). Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις[89].
* * * * * *
[1] http://aktines.blogspot.gr/2018/04/19-20-2018.html, http://www.katanixis.gr/2018/04/blog-post_707.html .
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰῶνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 46-64.
[3] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οἱ ΗΠΑ στηρίζουν τί Φανάρι, http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330 .
[4] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ καί Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Ἑλληνισμός ἀπό τό 1821 ἕως σήμερα, ἐκδ. Προσκήνιο-Ἄγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[5] Ματθ. 7, 16-20.
[6] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Έγώ ὁ Ἰάκωβος, ἐκδ. ΣΚΑΪ, ἐκδ. οἴκος Λιβάνη, Ἀθήνα 2002, σσ. 189-190.
[7] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[8] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ιδεῶν, Ἀθήναι 1976, σ. 93.
[9] Ὅ. π., σ. 94.
[10] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 95.
[12] Ὅ. π., σ. 95.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 117.
[15] Ό. π.
[16] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 93.
[17] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[18] Ό. π., σ. 39.
[19] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[20] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σ. 4.
[21] Ο. π.
[22] Ό. π.
[23] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα, ἐκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[24] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης, Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.
[25] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[26] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[27] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος…, σσ. 196-197.
[28] Τόμος Ἀγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[29] π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας. http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm .
[30] ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40. Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, 10-9-2014, http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-217/471-2014-217-01 .
[31] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου»…, σσ. 4-5.
[32] Ό. π., σ. 5.
[33] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Ἀθήνα, σσ. 43-44.
[34] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί διαθρησκειακός Διάλογος. Ἐνημερωτικό σημείωμα, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς σχέσεις μέ τό Ἰσλάμ, «Καθ' Ὀδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[35] Ἰω. 1,5 καί 1,11.
[36]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[37] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[38] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 1.
[39] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[40] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα καί σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[41] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 4.
[42] Κατά τήν λατινική ἐκκλησιολογία ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί ἑνώσεως τῶν ἑτεροδόξων μέ τήν Παπική αἵρεση.
[43] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καί Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιάς 2011, σ. 88.
[44] Ὅ. π., σσ. 88-89.
[45] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[46] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[47] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ. 94, Δεκέμβριος 1968).
[48] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης, σ. 87.
[49] Δήλωσίς του, Ἀκρόπολις, 29-6-1963.
[50] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔθνος (13-10-1967).
[51] Σχ.βλ. ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[52] «Αἱρετικός ὁ Ἀθηναγόρας ἐβροντοφώνησεν ὁ μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πρίν 42 χρόνια», Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1, 7.
[53] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44.
[54] Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html .
[55] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[56] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[57] Ὅ. π., σσ. 19-20.
[58] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἀπό τόν ἀφορισμό τοῦ 1054 στήν ἐπίσκεψη τοῦ 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[59] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Κράτος, ἐκδ. Τό Ποντίκι, σ. 154.
[60] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἡ ὑπέρβαση τοῦ κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[61] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.
[62] ΟΣΙΟΣ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[63] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τό 1971», ἐν Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος. Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 116-117.
[64] «Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τό ἔτος 1972», ἐν Θεοδρομία ΙΑ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009) 79.
[65] Ἐπίσκεψις 69 (25-7-1972).
[66]«Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν…», σσ. 78 - 79.
[67] Κοινή διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου Α' καί τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β' (7-12-1987), Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 65 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 622-3.
[68] Ὁμιλία 1η Ἰανουαρίου 2012, Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (13-1-2012) 4.
[69] ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς ἀπαντήση ὁ Οἰκ. Πατριάρχης», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 1.
[70] «Ὕμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τοῦ ἀοιδίμου Οἰκ. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 8.
[71] Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρός Πατριάρχη Ἱεροσολύμων: Ἀμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24-5-2014) http://www.amen.gr/article18151 (§4).
[72] «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM. Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[73] Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις 563 (31-11-1998).
[74] «Ὁμιλία ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουαρίου 2008, ἐν http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr .
[75] Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 καί 511 (30-11-1994) καὶ 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004.
[76] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2, Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002.
[77] Ἐπίσκεψις 563, 21.5. www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
[78] Ἀπογευματινή 21-9-2003.
[79] Νέα Ὑόρκη 28-10-2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[80] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν στὶς 25−9−2000. Ἐπίσκεψις 588, 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
[81] Ἐπίσκεψις 423 (15-7-1989) 6-7.
[82] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46.
[83] Ἐπίσκεψις 647 (30-4-2005) 2-3. «Καθολική» 22-7/-003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα.
[84] «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
[85] Ἐπίσκεψις 563 (30.11.1998) 6. Προσφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου στίς 30.11.1998 πρός τήν παπική ἀντιπροσωπεία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Καρδινάλιος William Η. Keeler. Τό πλῆρες κείμενο δημοσιεύεται στό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Ἐπίσκεψις» 563 (1998) 4-8.
[86] www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr .
[87] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816 .
[88] Ὑψηλή τιμητική διάκριση γιό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο (ΦΩΤΟ) 27-10-2015, http://www.amen.gr/article/ypsili-timitiki-diakrisi-ston-oikoumeniko-patriarxi-vartholomaio-foto Ὁμιλία Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τήν ἀναγόρευσή του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιακὸ Ἰνστιτοῦτο "Σοφία", τοῦ παπικοῦ κινήματος «Focolari» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
[89] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, 26-11-2014, http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx .
Πηγή: Ακτίνες http://aktines.blogspot.gr/2018/04/blog-post_546.html

Μόνο δύο βουλευτές αντέδρασαν στην αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια
Εκκωφαντική και προκλητική είναι η σιωπή των κομμάτων της αντιπολίτευσης στο κυβερνητικό νομοσχέδιο που ανοίγει τον δρόμο για την αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, παρά το πλήθος επιστημονικών ερευνών που καταγράφουν σοβαρά προβλήματα στα παιδιά με ομόφυλους γονείς. Μέχρι στιγμής μοναδικές εξαιρέσεις είναι δύο κυβερνητικοί βουλευτές που έχουν αντιδράσει δημόσια, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Μιχελογιανάκης και ο βουλευτής των ΑΝ.ΕΛ. Κώστας Κατσίκης, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι θα το καταψηφίσει.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Μιχελογιαννάκης, ο οποίος εξέφρασε την αντίθεσή του ως γιατρός και ως πολιτικός, αναφέρει σε δήλωσή του ότι «το ενδεχόμενο αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια ως γιατρό και ως πολιτικό με βρίσκει αντίθετο, αφού πιστεύω ότι δεν είναι ώριμη η ελληνική κοινωνία για κάτι τέτοιο, ενώ παράλληλα για ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται τεράστια ψυχολογική υποστήριξη, κάτι που στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχουμε ακόμα πετύχει».
Κατά τα άλλα, σύσσωμη η αντιπολίτευση και, φυσικά, η αξιωματική αντιπολίτευση αγρόν ηγόραζε, αποφεύγοντας μέχρι στιγμής να πει οτιδήποτε για αυτό το νομοσχέδιο-έκτρωμα του υπουργείου Εργασίας.
Αντί του πολιτικού κόσμου τον ρόλο της αντιπολίτευσης αναλαμβάνουν άλλα δημόσια πρόσωπα, όπως ο πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής Βασίλης Τσιάρτας, ο οποίος, σε αντιπαράθεσή του με τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τόνισε ότι «κανένα νομοσχέδιο δεν θα μας επιβάλει τις ανώμαλες και αρρωστημένες επιθυμίες σας». Ο Β. Τσιάρτας καταγγέλλει «αρρωστημένα πρότυπα», λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «τα παιδιά πρέπει όλα να έχουν στέγη, στοργή και αγάπη, αλλά στα φυσιολογικά πλαίσια που όλοι γνωρίζουμε. Εδώ είναι ΕΛΛΑΔΑ. Δεν είναι ούτε Ολλανδία ούτε Γερμανία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα που τα αποδέχεται αυτά».
Πηγή: Δημοκρατία

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
› Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων. Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας:
› Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς. Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε:
› Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη.
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο. Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας. Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά:
› Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.
(Πηγή: «Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες», Μέγας Συναξαριστής)

Ο βίος καί η πολιτεία του μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Πρώτον. Τό θαύμα δέν γεννά τήν πίστη, αλλά η πίστη τό θαύμα. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς οποίες κάποιο θαύμα έγινε αιτία νά πιστέψουν στόν αληθινό Θεό καλοπροαίρετοι άνθρωποι, αλλά τό γεγονός αυτό αποτελεί εξαίρεση. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, κάθε κανόνας έχει καί τίς εξαιρέσεις του, οι οποίες μάλιστα τόν επιβεβαιώνουν. Οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι αργά ή γρήγορα, μέ τόν έναν ή τόν άλλον τρόπο, ακόμα καί χωρίς τό θαύμα, θά βρούν τόν δρόμο τους. Δηλαδή, ο Θεός θά οικονομήση τά γεγονότα τής ζωής τους μέ τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε νά Τόν γνωρίσουν καί νά αποκτήσουν προσωπική κοινωνία μαζί Του.
Όποιος δέν είναι καλοπροαίρετος, δέν πρόκειται νά πιστέψη, έστω καί άν μπροστά στά μάτια του αναστηθή νεκρός. Ζωντανό παράδειγμα ο έπαρχος Αρριανός, καθώς επίσης οι γραμματείς καί φαρισαίοι τής εποχής τού Χριστού, όπως καί πολλοί άλλοι. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή «τού πλουσίου καί τού Λαζάρου», όπου εκεί ο πατριάρχης Αβραάμ, στόν κόλπο τού οποίου αναπαυόταν ο πτωχός Λάζαρος, άκουσε τόν πλούσιο νά τού ζητά νά κάνη θαύμα καί μάλιστα νεκρανάσταση. Δηλαδή, ο πλούσιος ήθελε νά αναστηθή ο Λάζαρος, γιά νά πιστέψουν οι αδελφοί του καί νά μετανοήσουν, ούτως ώστε νά μή πάνε καί αυτοί μετά τόν θάνατό τους, όπως εκείνος, στόν τόπο τής βασάνου. Ο Αβραάμ, δηλαδή, ο Θεός, τού απάντησε λέγοντάς του τόν γνωστόν λόγο: «ει Μωϋσέως καί τών προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται».
Έπειτα, γιά νά πιστέψη κανείς στόν Χριστό θά πρέπει νά τό λέγη η καρδιά του, δηλαδή νά είναι αληθινό παλληκάρι. Επειδή στήν συνέχεια θά πρέπει νά απαρνηθή τόν παλαιό εαυτό του, μέ τά πάθη καί τίς αμαρτωλές επιθυμίες του, καί νά ενδυθή τόν νέον «κατ’ εικόνα τού κτίσαντος αυτόν», καί γιά τόν αγώνα αυτόν απαιτείται πνευματική ανδρεία καί λεβεντιά.
Δεύτερον. Η συνείδηση τού ανθρώπου πού δέν μετανοεί γιά τίς αμαρτίες του, μέ τόν καιρό αμβλύνεται καί δέν τόν ελέγχει. Ο άγιος Ιωάννης τής «Κλίμακος» λέγει ότι:
«... όταν η συνείδηση παύση νά μάς ελέγχη γιά τίς αμαρτίες άς προσέξουμε μήπως αυτό δέν οφείλεται στήν καθαρότητα, αλλά στήν κόπωση καί άμβλυνση αυτής, τής συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.»
Τό χειρότερο δέ είναι ότι εκείνος πού ευρίσκεται σέ αυτήν τήν κατάσταση αισθάνεται καί πιστεύει ότι όλα όσα κάνει είναι σωστά. Καί γιά νά συνέλθη από αυτήν τήν κατάσταση, τής πνευματικής αναισθησίας, χρειάζεται, ίσως, νά γίνη κάποιος ισχυρός σεισμός μέσα του, προκειμένου νά γκρεμισθούν τά είδωλα, τά οποία κατασκεύασε καί λατρεύει, καί πρώτα απ' όλα τό είδωλο τού εαυτού του. Η συνείδηση, κατά τόν άγιο Ιωάννη τής «Κλίμακος», είναι:
«... ο λόγος καί ο έλεγχος τού φύλακά μας Αγγέλου, ο οποίος μάς δόθηκε στό Βάπτισμα καί γι’ αυτόν τόν λόγο βλέπουμε ότι οι αβάπτιστοι δέν αισθάνονται έντονες τύψεις γιά τίς κακές τους πράξεις, αλλά πολύ ελαφρές.»
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας κάθε πιστός έχει τόν φύλακα Άγγελό του, ο οποίος τού δόθηκε από τόν Θεό κατά τήν βάπτισή του γιά νά τόν συνοδεύη καί νά τόν προστατεύη. Καί όταν πορεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, ο φύλακας Άγγελός του χαίρεται, ενώ, όταν αμαρτάνη, τόν ελέγχει από αγάπη, γιά νά τόν οδηγήση στήν μετάνοια. Επειδή μέ τήν μετάνοια καθαρίζεται από τήν αμαρτία καί λαμβάνει εκ νέου τήν Χάρη τού Θεού τήν οποία απώλεσε, αλλά καί επανέρχεται στήν οδό από τήν οποία ξεστράτισε, αφού η αμαρτία δέν είναι απλώς παράβαση, μέ τήν νομική έννοια τού όρου, κάποιας εντολής, αλλά κυρίως η απομάκρυνση από τόν Χριστό καί η απώλεια τής αιωνίου θείας ζωής.
Η αγαθή συνείδηση συνδέεται μέ τήν καθαρότητα τής καρδιάς τού ανθρώπου καί τήν ενοίκηση τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού μέσα στήν ύπαρξή του. Επομένως, τό μεγαλύτερο θαύμα, τό οποίο θά πρέπει νά ευχόμαστε νά συμβή στήν ζωή μας, είναι η αληθινή μετάνοια.
(Πηγή: «Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ιερομάρτυς Παφνούτιος Ο Ιεροσολυμίτης 19 Απριλίου», Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα, Εκκλησιαστική Παρέμβαση)

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῶ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῶ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξε σὲ ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον ἐξ ὧν καὶ ἠμὶν Παράσχου, ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναόν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων, οἰκτιρμῶν ποταμούς.
Μεγαλυνάριον
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής, Εκκλησιαστική Παρέμβαση


Το νέο κίνημα «Αφήστε με να ζήσω!», το οποίο εδώ και καιρό έχει αγκαλιαστεί από Φορείς, Σωματεία και γενικότερα απ’ όσους σέβονται το θαύμα της ζωής του εμβρύου, από τη σύλληψή του, οργανώνει Ημερίδα, με θέμα την προστασία του αγέννητου παιδιού.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
«Αφήστε με να ζήσω!»:
ΗΜΕΡΙΔΑ υπέρ της ζωής και εναντίον των εκτρώσεων.
6 Μαΐου 2018, Πολεμικό Μουσείο Αθηνών
Το νέο κίνημα «Αφήστε με να ζήσω!», το οποίο εδώ και καιρό έχει αγκαλιαστεί από Φορείς, Σωματεία και γενικότερα απ’ όσους σέβονται το θαύμα της ζωής του εμβρύου, από τη σύλληψή του, οργανώνει Ημερίδα, με θέμα την προστασία του αγέννητου παιδιού.
Επί δεκαετίες ολόκληρες μαίνεται στη Χώρα μας η φοβερή μάστιγα των εκτρώσεων, που:
- Αφαιρεί από το αγέννητο παιδί το πιο βασικό του δικαίωμα: το δικαίωμα στη ζωή.
- Έχει λάβει διαστάσεις μαζικής εξόντωσης του πληθυσμού και δημιουργεί συνθήκες δημογραφικής κατάρρευσης, με τις γνωστές συνέπειες που έχει για το Έθνος μας. Μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει χαθεί μία ολόκληρη Ελλάδα!
- Αφήνει πίσω της ανθρώπινα ναυάγια, διότι προκαλεί σοβαρά ψυχολογικά, σωματικά και κοινωνικά προβλήματα.
Για την ευαισθητοποίηση όλων μας σχετικά με τα παραπάνω ζητήματα θα πραγματοποιηθεί ημερίδα με τίτλο: «Αφήστε με να ζήσω!» την Κυριακή 6 Μαΐου 2018 στο Αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών (Ριζάρη 2, Αθήνα, στάση ΜΕΤΡΟ «Ευαγγελισμός»).
Το πρώτο-πρωινό μέρος (11:00’ – 18:00’) θα είναι αφιερωμένο κυρίως σε εφήβους και νέους, με προβολές ταινιών μικρού μήκους και συζήτηση (ανά ώρα).
Στο δεύτερο-απογευματινό μέρος (18:30’ – 20:30’) θα υπάρξει Ιατρική, Νομική, Θεολογική και Βιωματική προσέγγιση από ειδικούς επιστήμονες εγνωσμένου κύρους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας θα υπάρξει παράλληλη δημιουργική απασχόληση μικρών παιδιών από παιδαγωγούς σε διπλανή αίθουσα, για όσους γονείς επιθυμούν να παρακολουθήσουν την εκδήλωση.
Για ομαδικές επισκέψεις σχολείων, νεανικών κινήσεων κλπ. στο πρώτο-πρωινό μέρος θερμή παράκληση να υπάρξει προηγούμενη συνεννόηση (email: info@afistemenaziso.gr).
Ακολουθήστε το κίνημα στο
- https://afistemenaziso.gr
- https://facebook.com/profile.php?id=100024894848169
- https://twitter.com/afistemenaziso
- https://vimeo.com/afistemenaziso
Συμμετέχουν τα Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία:
· Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη (Ε.ΡΩ.)
· Ἕνωση Ἐπιστημόνων Γυναικῶν
· Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
· Μητέρες Ἐπιστήμονες Πολύτεκνες
· Μουσική Συντροφιά
· Πανελλήνια Ἕνωση Γυναικῶν
· Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ.)
· Πανελλήνια Ἕνωση Φίλων τῶν Πολυτέκνων (Π.Ε.ΦΙ.Π.)
· Πανελλήνιος Ἕνωσις Γονέων «Ἡ Χριστιανική Ἀγωγή» (ΓΕΧΑ)
· Πανελλήνιος Ὀρθόδοξος Ἕνωσις (Π.Ο.Ε.)
· Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.)
· Σύλλογος «Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης»
· Σύλλογος Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Δράσεως «Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ»
· Σύνδεσμος Ὀρθοδόξων Γυναικῶν Εὐρώπης
· Συντονιστική Φοιτητική Ἕνωση Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα (Σ.Φ.Ε.Β.Α.)
· Χριστιανική Ἕνωση Ἐπιστημόνων (Χ.Ε.Ε.)
· Χριστιανική Φοιτητική Δράση (Χ.Φ.Δ.)
· Χριστιανική Φοιτητική Ἕνωση (Χ.Φ.Ε.)
· Χριστιανική Ἕνωση Ἐκπαιδευτικῶν Λειτουργῶν (Χ.Ε.Ε.Λ.)
Η ημερίδα υποστηρίζεται από
· Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος (Α.Σ.Π.Ε.)
Το πρόγραμμα μπορείτε να το δείτε από
το κανάλι 4Ε
την ιστοσελίδα «Αφήστε με να ζήσω!»

«Αφήστε με να ζήσω!»
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε το Δελτίο Τύπου.
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε την πρώτη αφίσα.
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε τη δεύτερη αφίσα.

Πηγή: Αφήστε με να ζήσω!

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Μὲ μεγάλη τιμὴ σᾶς προσκαλοῦμε στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ θὰ τελεσθεῖ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἀσωμάτων - Ἁγίου Γεωργίου (Ροτόντα), τὴν παλαιὰ Μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης, τὸν πρῶτο χριστιανικὸ αὐτοκρατορικὸ Ναὸ μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν.
Ἃς βρεθοῦμε γιὰ λίγο μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς οἰκοδόμημα, μὲ τὸν θαυμάσιο χριστιανικὸ διάκοσμο, ὅπως τὰ ψηφιδωτά τῆς ζώνης τῶν μαρτύρων, ποὺ προβάλλουν μπροστά μας, μέσα σὲ μιὰ ὑπερκόσμια λιτανεία.
Ἐλᾶτε νὰ ζήσουμε μέσα στὸν ὑπέροχο αὐτὸν Ναὸ τὴ δόξα τοῦ Βυζαντίου, τὴν ἱστορία καὶ τὰ θαύματα τῆς Θεσσαλονίκης.
Δευτέρα, 23 Ἀπριλίου 2018
Ἡ παρουσία μας στίς Ἱερές Ἀκολουθίες συμβάλλει καί διακηρύσσει τήν Ἱερότητα τοῦ Πρωτοχριστιανικοῦ, Αὐτοκρατορικοῦ, Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Θεσσαλονίκης
Μέ τιμή
Ὁ Τομέας Ἐπιστημόνων
Μεγάλου Βασιλείου









Την εποχή που εμφανίζεται ο John Wyclif στο ιστορικό προσκήνιο, τα τρέχοντα γεγονότα προετοιμάζουν τις αγγλικές αρχές για την επίσημη υιοθέτηση αντιπαπικής στάσης. Από θρησκευτικής απόψεως μια τέτοια στάση δεν είχε επικρατήσει μέχρι τότε, διότι κάθε προσπάθεια εισβολής της αίρεσης στην Γηραιά Αλβιόνα είχε αντιμετωπιστεί επιτυχώς (Βλ. κεφ. 7.2.4) και οι αρχές φρόντιζαν να φιλτράρουν εξονυχιστικά την ποιότητα των φορέων κάθε νέας ιδέας που επιθυμούσε να εισέλθει στην νήσο. Όταν το 1224 έφθασαν οι Φραγκισκανοί, κρατήθηκαν στο κάστρο του Dover μέχρι ν’ αποδείξουν ότι ήταν κανονικοί κατά τα παπικά πρότυπα[1]. Με αυτό τον τρόπο οι πολιτιστικές επιρροές από την ήπειρο παρέμεναν ελεγχόμενες.
8.7 JOHN WYCLIF – Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
Α’ ΜΕΡΟΣ – Η ΖΩΗ ΤΟΥ
8.7.1 Εισαγωγή – Το περιβάλλον ως παράγοντας εμφανίσεως της αίρεσης
Η περίπτωση του John Wyclif δίνει ένα έξοχο ιστορικό μάθημα για την εμπλοκή της πολιτικής υπέρ της αίρεσης, ενάντια στο ήδη υπάρχον θρησκευτικό καθεστώς. Η εναντίωση της Πολιτείας στο παπικό εκκλησιαστικό καθεστώς, βρήκε στην Αγγλία έκφραση πολύ πριν την βασιλεία του Ερρίκου του Η’ και χρησιμοποίησε έναν πρόθυμο καθηγητή της Οξφόρδης, τον John Wyclif, για να στήσει το θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θα στηρίζονταν η υπόλοιπη αντιπαπική πολιτική των Άγγλων. Παράλληλα, επετράπη η εισβολή της αίρεσης σε μια χώρα η οποία μέχρι τότε, ήταν υπερήφανη για την έλλειψη αιρέσεων στο έδαφός της, και η δημιουργία μιας θρησκευτικής σέκτας με σαφείς πολιτικές αντιεκκλησιαστικές κατευθύνσεις και προϋποθέσεις επιτυχίας πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό που θα φανεί από την παρούσα ενότητα είναι η πολιτική διάσταση της αίρεσης και ο ρόλος της στην διαπλοκή που αργότερα οδήγησε στην υποταγή της αγγλικής εκκλησίας στο Κράτος και έδωσε παράδειγμα προς μίμηση στους Γερμανούς μεταρρυθμιστές.
Την εποχή που εμφανίζεται ο John Wyclif στο ιστορικό προσκήνιο, τα τρέχοντα γεγονότα προετοιμάζουν τις αγγλικές αρχές για την επίσημη υιοθέτηση αντιπαπικής στάσης. Από θρησκευτικής απόψεως μια τέτοια στάση δεν είχε επικρατήσει μέχρι τότε, διότι κάθε προσπάθεια εισβολής της αίρεσης στην Γηραιά Αλβιόνα είχε αντιμετωπιστεί επιτυχώς (Βλ. κεφ. 7.2.4) και οι αρχές φρόντιζαν να φιλτράρουν εξονυχιστικά την ποιότητα των φορέων κάθε νέας ιδέας που επιθυμούσε να εισέλθει στην νήσο. Όταν το 1224 έφθασαν οι Φραγκισκανοί, κρατήθηκαν στο κάστρο του Dover μέχρι ν’ αποδείξουν ότι ήταν κανονικοί κατά τα παπικά πρότυπα[1]. Με αυτό τον τρόπο οι πολιτιστικές επιρροές από την ήπειρο παρέμεναν ελεγχόμενες.
Οι σχέσεις του αγγλικού στέμματος με την Ρώμη παρέμεναν σε ικανοποιητικά επίπεδα, με την εκλογή των Άγγλων επισκοπών να παραμένει εσωτερική υπόθεση. Η διαμάχη της περιβολής που συντάραξε τις σχέσεις του πάπα με τον Γερμανό αυτοκράτορα ήταν σύντομη στην Αγγλία κι έληξε με την επιλογή των προσώπων των ανώτερων εκκλησιαστικών θέσεων στη δικαιοδοσία του στέμματος. Οι θέσεις αυτές καλύπτονταν χωρίς να προκύπτουν τα συνταρακτικά σκάνδαλα που παρατηρήθηκαν στην Ευρώπη και έδωσαν τροφή στην ανάπτυξη των αιρέσεων. Ακόμη και η έκπτωση των Φραγκισκανών που οδήγησε στη γέννηση των fraticelli, δεν συμπαρέσυρε το αγγλικό τμήμα. Ο εκκλησιαστικός προσανατολισμός, λοιπόν, παρέμενε σταθερός μέχρι τα μέσα του ΙΔ’ αι. Έκτοτε η ειδυλλιακή αυτή κατάσταση άρχισε ν’ αλλάζει. Ποιοι παράγοντες συνέβαλλαν σ’ αυτό;
Το 1337 ξεκίνησε η σειρά πολέμων μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας που έμεινε γνωστή ως Εκατονταετής πόλεμος. Η πρώτη φάση του πολέμου τελείωσε το 1360 με μια εύθραυστη ειρήνη (Συνθήκη του Brétigny), η οποία όπως φαίνονταν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια σύντομη ανακωχή για την αναδιοργάνωση των εμπλεκομένων μερών και των συμμάχων τους. Μέχρι την έναρξη της δεύτερης φάσης (1369-1389) η Αγγλία έπρεπε να εξοικονομήσει πόρους και μέσα για την συνέχιση της διεξαγωγής του πολέμου. Στην παρούσα φάση η εκκλησιαστική περιουσία ήταν ο πρώτος στόχος των στρατοκρατών κι έπρεπε να βρεθεί η φόρμουλα για την κατάσχεσή της, όπως και η ηθική και θεολογική αιτιολόγηση της πράξης. Χρειαζόταν δηλαδή μια αντιεκκλησιαστική φόρμουλα και τέτοια παρείχε έτοιμη η αίρεση .
Μια τέτοια πράξη θα είχε βέβαια και το ανάλογο αντίκτυπο στο διεθνές περιβάλλον και θα μπορούσε να στρέψει πολλούς συμμάχους των Άγγλων εναντίον τους, εφόσον ο πάπας θα προσπαθούσε να προστατέψει τα συμφέροντά του. Ωστόσο, ήταν ο ίδιος ο παπισμός της Avignon που έδωσε την αφορμή για την στροφή του αγγλικού στέμματος εναντίον του και βοήθησε να φανεί η στροφή της εκκλησιαστικής πολιτικής των Άγγλων ως προσπάθεια αυτοπροστασίας. Ο φράγκικος παπισμός της Avignon ήταν αδύνατο να παραμείνει αμέτοχος στην πολυετή σύρραξη και λόγω των φυλετικών καταβολών του επιχείρησε να ευνοήσει την πλευρά των Γάλλων. Έτσι το 1365 ο πάπας Ουρβανός V (1362-1370) απαίτησε την πληρωμή του φόρου υποτέλειας από τους Άγγλους, μια πληρωμή που είχε πάψει να γίνεται για πάνω από 3 δεκαετίες, από την εποχή του βασιλιά Ιωάννη (John Lackland, 1199-1216). Μια τέτοια απαίτηση ειδικά σε μια εποχή οικονομικής ένδειας, όπως η συγκεκριμένη, ήταν κάτι παραπάνω από πρόκληση. Ήταν αιτία διαζυγίου.
Η πολιτική επιδίωξη των στρατοκρατών πέτυχε εν τέλει την αντικατάσταση όλων των ιερωμένων αξιωματούχων της αυλής το 1371. Οι ιερείς που κατείχαν θέσεις στην αυλή, όπως αυτές των συμβούλων, του θησαυροφύλακα, του σφραγιδοφύλακα, του θαλαμηπόλου κλπ, αντικαταστάθηκαν από λαϊκούς. Είναι σίγουρο ότι η κυβερνητική πολιτική διακατέχονταν από ένα αντικληρικαλιστικό πνεύμα, ωστόσο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη Προτεσταντών ιστορικών ότι το πνεύμα της εποχής είχε ως βάση του τη λαϊκή βούληση.
Αυτό γίνεται κατανοητό από την εξέγερση των ιπποτών το 1376 και των χωρικών το 1381, οπότε και έχουμε αντίδραση του λαού και της κατώτερης αριστοκρατίας στην νέα κυβέρνηση. Δεν υπάρχει κίνδυνος υπερεκτίμησης των δύο αυτών εξεγέρσεων. Ναι μεν τις εξεγέρσεις προκαλούν συγκεκριμένα κυβερνητικά μέτρα, αλλά όταν αυτές συμβαίνουν, κατευθύνονται εναντίον των προσώπων που εκφράζουν τα ανεπιθύμητα κυβερνητικά μέτρα, των οποίων την απομάκρυνση από την εξουσία ζητούν. Επομένως η ορθή εκτίμηση απαιτεί την απόδοση των πράξεων στα πρόσωπα. Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι η απομάκρυνση των εκκλησιαστικών ανδρών από τα διοικητικά κέντρα ήταν απόφαση που επιβλήθηκε από πάνω, από συγκεκριμένα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας και δεν είχε λαϊκό έρεισμα, δεν ανταποκρίνονταν σε κοινωνικές απαιτήσεις.
Είναι λογικότερο, λοιπόν, να δεχθούμε ότι η πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την αντικατάσταση των ιερωμένων απέβλεπε στην κατάληψη της διοίκησης από ανθρώπους που θα μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν καλύτερα στις απαιτήσεις των πολεμικών επιχειρήσεων και για να γίνει αυτό θα έπρεπε να μην δεσμεύονται από υποχρεώσεις έναντι του πάπα. Άρα ο συγκεκριμένος αντικληρικαλισμός φαίνεται ότι ήταν άνευ θεολογικού περιεχομένου[2]. Πάντως προετοίμασε το έδαφος και επέτρεψε την δράση του Wyclif, διότι άφησε την αγγλική εκκλησία χωρίς εκπροσώπηση στο παλάτι.
Οι Άγγλοι επίσκοποι, στερημένοι των εξουσιών που θα τους έδιναν την δυνατότητα ν’ αντιδράσουν και ν’ αντιμετωπίσουν την επίθεση ενάντια στην εκκλησία τους, βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι όταν αυτή ξεκίνησε. Μέσα στην ρευστή κατάσταση που προκάλεσαν οι πρόσφατες αλλαγές, χωρίς να έχουν παγιωθεί οι νέες ισορροπίες, η αντίδρασή τους ήταν ανεπιτυχής διότι η επίθεση υποστηρίζονταν από αριστοκράτες με επιρροή και θέσεις στην κυβέρνηση και αυτό την καθιστούσε εξωτερική απειλή, ακόμη και αν ο Wyclif ήταν μέλος της αγγλικής εκκλησίας. Έπειτα η διεθνής συγκυρία δεν επέτρεπε την προσφυγή στον πάπα για υποστήριξη. Κάτι τέτοιο θα έδινε αφορμή να δεχθούν ακόμη μεγαλύτερη επίθεση, ενώ τ’ αποτελέσματα θα ήταν μηδαμινά, εφόσον ο Γάλλος ποντίφικας είχε στερηθεί της δυνατότητας να επεμβαίνει στις υποθέσεις της Αγγλίας.
Ωστόσο, το αγγλικό παπικό κατεστημένο είχε ακόμη στέρεες λαϊκές βάσεις, όπως θα φανεί από κάποια περιστατικά και η νέα πολιτική είχε κύριο θιασώτη και υποστηρικτή έναν αντιβασιλέα, όχι τον ίδιο το βασιλιά. Νόμιμος διάδοχος του Εδουάρδου Γ’ του οίκου των Πλανταγενέτων ήταν ο γιος του Εδουάρδος της Ουαλίας (δούκας της Κορνουάλης, πρίγκιπας της Ακουιτανίας). Αυτός για τις έξοχες πολεμικές του ικανότητες έλαβε το προσωνύμιο «Μαύρος Πρίγκιπας», του έμελε όμως να πεθάνει από καρκίνο το 1376 και όχι σε κάποια ένδοξη μάχη, έναν χρόνο πριν από τον πατέρα του (ο Εδουάρδος ο Γ’ πέθανε το 1377). Έτσι ο Ριχάρδος Β’ (1376-1400) διαδέχθηκε τον παππού του και όχι τον πατέρα του. Επειδή ήταν ανήλικος την αντιβασιλεία ανέλαβε μία σκοτεινή προσωπικότητα, ο θείος του Ιωάννης της Γάνδης (John of Gaunt), πρώτος δούκας του Lancaster (πρόγονος του γνωστού Ερρίκου Η’, ο οποίος ολοκλήρωσε την προσπάθεια που ξεκίνησε ο Ιωάννης για τον χωρισμό της εκκλησίας της Αγγλίας από την Ρώμη), ο πρωτεργάτης της διαπλοκής που θα οδηγούσε στην ένταση των σχέσεων μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας και τη ανάδειξη της αίρεσης του Wyclif, μέσω της απροκάλυπτης και αμέριστης εύνοιας, συμπαράστασης και κάλυψης των ενεργειών του δευτέρου.
Στο πρώτο μέρος, λοιπόν, θα εξετάσουμε την ζωή του Wyclif – ή αν θέλουμε να είμαστε περισσότερο ακριβείς, τα ελάχιστα περιστατικά από την ζωή του που μας είναι γνωστά – και τη σχέση των δύο πρωτεργατών της εκκλησιαστικής αναστάτωσης της Αγγλίας, του θεωρητικού John Wyclif του πολιτικού John of Gaunt, η οποία θ’ αποδειχθεί σχέση διαπλοκής.
8.7.2. Τα δύο μυστήρια της υπόθεσης Wyclif
Μοναδική και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για την ζωή του John Wyclif είναι ένα σύγχρονο αγγλικό χρονικό το «Fasciculi Zizianiorum»[3] (Δεμάτι Ζιζανίων), το οποίο αποδίδεται στον Thomas Netter τον Walden ή Waldensis. Αυτός ήταν περιφερειάρχης του τάγματος των Καρμελιτών και εξομολόγος του Ερρίκου V. Το όνομα Waldensis το έλαβε λόγω της καταγωγής του από το Saffron Walden στο Έσσεξ˙ δεν σχετίζεται με τους Βάλδιους αιρετικούς. Γεννήθηκε περί το 1380 και σπούδασε στην Οξφόρδη, όπως και ο Wyclif. Σύμφωνα με την παράδοση, του αποδίδεται η συγγραφή του Fasciculi Zizianorum και αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ και από κανέναν, ακόμη και αν στα χειρόγραφα του χρονικού δεν αναφέρεται ως συγγραφέας.
Τα στοιχεία που δίνει το έργο αυτό είναι πολύ συγκεκριμένα και για την ακρίβεια, γεγονότα στα οποία συμμετείχε ο Wyclif παρουσιάζοντας τον αιρετικό προσανατολισμό του. Δεν αποτελεί πλήρη βιογραφία του. Προσπαθώντας κάποιος να στηριχθεί σ’ αυτά τα γεγονότα μόνο, όσα έχει στη διάθεσή του, για να σκαρώσει την βιογραφία του, κινδυνεύει να γράψει για έναν άλλο Wyclif και όχι για τον πραγματικό. Με αυτή την πολύ ωραία φράση ο K. B. McFarlane προειδοποιεί για τον κίνδυνο που διατρέχει ο ιστορικός όταν επιχειρεί να πει περισσότερα από όσα του επιτρέπουν οι πηγές[4]. O Joseph Dahmus συμπληρώνει ότι σήμερα, μετά την αναίρεση των παλαιότερων θεωριών, ο Wyclif παραμένει περισσότερο μυστηριώδης από ό,τι πριν κάποια χρόνια[5].
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι σύντομες ματιές που επιτρέπονται από τις πηγές στον βίο του, δεν είναι αρκετές για να ικανοποιήσουν την επιθυμία να γίνει καλύτερα γνωστός ένας άνθρωπος που επηρέασε με μοναδικό τρόπο την εκκλησιαστική ζωή της Αγγλίας. Και πού είναι το μυστήριο; Στο ότι η προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, όπως μπορεί να γίνει κατανοητή από τις σύντομες αυτές ματιές, δεν εξηγεί την επιρροή του στην ιστορία της εποχής του. Ο βαρετός ακαδημαϊκός τύπος, με την έλλειψη πρωτοτυπίας στη σκέψη, τις δανεικές ιδέες, την αδυναμία ν’ αντιπαρατεθεί σωστά απέναντι στους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς ή τους κατηγόρους του, ο άνθρωπος με το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, που έχανε την αυτοκυριαρχία του όταν οι άλλοι δεν πείθονταν από την ασθενή υπεράσπιση των ιδεών του, απέχει πολύ από την χαρισματική προσωπικότητα, η οποία απαιτείται για την δημιουργία της αιρετικής σέκτας των Λολλάρδων.
Κι όμως η δημιουργία της αίρεσης των Λολλάρδων, οι οποίοι θα πρωτοστατήσουν τα επόμενα χρόνια στην αντιεκκλησιαστική πολιτική της Αγγλίας και θα υποστούν με τον σκληρότερο τρόπο τις συνέπειες των επιλογών τους, δείχνει ότι ο John Wyclif κατάφερε αυτό που δεν έπραξε κανένας άλλος ακαδημαϊκός, όσο και αν διαφωνούσε με τον παπισμό. Αυτό περιγράφεται με πολύ κατανοητό τρόπο από τον Malcolm Lambert[6], ως εξής. Γίνεται δεκτό ότι λόγω της ακαδημαϊκής μόρφωσής του ο John Wyclif δέχτηκε επιρροές από δύο γνωστά ονόματα φιλοσόφων του ύστερου Μεσαίωνα, τον Marsiglio της Πάδοβα και τον Γουίλλιαμ του Όκκαμ. Και οι δύο αυτοί στοχαστές του ΙΔ’ αιώνα ανέπτυξαν θεωρίες, των οποίων τα ίχνη εντοπίζονται εύκολα στην σκέψη του Wyclif, θεωρίες αποστασιοποιημένες από την επίσημη παπική γραμμή, κανείς όμως από αυτούς δεν ίδρυσε δικιά του σέκτα. Ο Γουίλλιαμ του Όκκαμ εντάχθηκε στο σχίσμα του Μιχαήλ της Cesena και ανέπτυξε της εκκλησιολογικές του απόψεις από την ασφάλεια της βαυαρικής αυλής του Λουδοβίκου IV στο Μόναχο. Το ίδιο και ο Marsiglio, ο οποίος θα μπορούσε να εκληφθεί ως αυτό που σήμερα ονομάζουμε πολιτικός επιστήμων παρά θεολόγος.
Από την άλλη μεριά, σε όλες τις περιπτώσεις δημιουργίας σέκτας κυριαρχεί μια ηγετική φυσιογνωμία με αξιοσημείωτες επιδόσεις στην δημαγωγία και όχι στο συλλογισμό, με προσωπικό μαγνητισμό, στερημένη κατά κανόνα και στοιχειώδους μορφώσεως. Οι σέκτες σχηματίζονται με προσωποπαγή χαρακτήρα και μόνο μετά τον θάνατο του «χαρισματικού» αρχηγού βρίσκουν την δυνατότητα να αναπτύξουν την στοιχειώδη οργανωτική δομή που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν την πορεία τους, απαγκιστρωμένες από την προσκόλληση στον «εκλεκτό» και με την προϋπόθεση ότι δεν διαλύονται.
Η προσωπικότητα του Wyclif ωστόσο, απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «χαρισματική» φυσιογνωμία. Η παρουσία του ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί ν’ αποτελέσει έμπνευση, ώστε να βρει πιστούς ακόλουθους των ιδεών του. Τις ιδέες του δεν μπορούσε να τις υπερασπίσει ούτε καν ενώπιον των συναδέλφων του, ανθρώπων με μόρφωση παρόμοια με την δική του, πολύ περισσότερο σε ένα απλοϊκό ακροατήριο. Ειδικά όταν αυτές οι ιδέες χειρίζονται απόμακρες για την εποχή φιλοσοφικές ή πολιτικές έννοιες με σκοπό να καταλήξουν σε ασταθή εκκλησιολογικά συμπεράσματα. Αν και ήταν κληρικός, ελάχιστα ασχολήθηκε με το δικό του ποίμνιο πριν την απομάκρυνσή του από τον δημόσιο βίο, απορροφημένος καθώς ήταν από την ακαδημαϊκή του καριέρα, και οι πρώτοι και μόνοι πειθήνιοι ακροατές του ήταν οι μαθητές του. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κήρυκας, πολύ περισσότερο δημοφιλής κήρυκας. Πώς λοιπόν, προέκυψε η σέκτα από την διδασκαλία του; Αυτό είναι το ένα μυστήριο.
Δίπλα σ’ αυτό υπάρχει και ένα δεύτερο. Πώς ενεπλάκη ο Wyclif με την αίρεση; Ή για να το θέσουμε πιο πλατεία, πώς προέκυψε η αίρεση στην Αγγλία; Αν οι αιρετικές πεποιθήσεις του Wyclif παρέμεναν σε επίπεδο στοχασμού, όπως συνέβη με την περίπτωση του Όκκαμ και του Μιχαήλ της Cesena, τότε μια απλή εξήγηση για την χρήση των ίδιων φιλοσοφικών προϋποθέσεων θα ήταν αρκετή. Δεν συνέβη όμως αυτό. Οι αιρετικές πεποιθήσεις του Wyclif ξεπέρασαν το διαλεκτικό επίπεδο και δημιούργησαν σέκτα. Όχι απλώς σέκτα, αλλά μια σέκτα παρόμοια σε εκπληκτικό βαθμό με αυτή των Βάλδιων. Όταν οι Λολλάρδοι πήγαιναν να κατηχήσουν τους χωρικούς κρατούσαν τη Βίβλο μεταφρασμένη και όχι το ξυράφι του Όκκαμ.
Αυτό συνέβη σε ένα περιβάλλον, το οποίο έδειχνε στεγανοποιημένο. Πώς λοιπόν να καταλήξουμε σε παρθενογένεση όταν η αίρεση των Λολλάρδων γεννιέται σε ένα διεθνές περιβάλλον που την ευνοεί; Πώς να αρνηθούμε την επίδραση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, μόνο και μόνο επειδή δεν αναφέρεται στις πηγές; Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος ακόμα και αν δεν μπορούμε να την καθορίσουμε με ακρίβεια. Η αδυναμία των πηγών να μας παρέχουν ακριβείς πληροφορίες μπορεί, κατά μία άποψη, να μην παρέχει τα στοιχεία για την ανασύνθεση της ακριβούς πορείας για την γέννηση της αίρεσης στην Αγγλία, αφήνει όμως, σύμφωνα με άλλη προσέγγιση, ελεύθερο το πεδίο για την διατύπωση πιθανών υποθέσεων, οι οποίες δεν μπορούν ν’ απορριφθούν, όπως δεν μπορούν και ν’ αποδειχθούν. Είναι πάραυτα ευλογοφανείς, όταν εξετάζονται σε συνδυασμό με τα σχετικά γεγονότα.
Φαίνεται ότι η αίρεση βρήκε τον δρόμο για την νησιωτική χώρα μέσω των επαφών που προκάλεσαν οι πολεμικές εκστρατείες με την ήπειρο. Αν θέλουμε ένα ιστορικό αντίστοιχο, μπορούμε να επικαλεστούμε τις θεωρίες για την μεταφορά αιρετικών πεποιθήσεων από την Ανατολή στη Δύση κατά την διάρκεια των Σταυροφοριών. Στην πρώτη φάση του Εκατονταετούς πολέμου πολλοί Άγγλοι στρατιώτες και ευγενείς ταξίδευσαν στην Ευρώπη, ήρθαν σ’ επαφή με τα εκεί τεκταινόμενα, γνώρισαν περιοχές που είχαν ήδη υποκύψει στην αίρεση, συμμάχησαν με δυνάμεις που αντιτίθονταν στον πάπα και το πνευματικοπαίδι του τον Φράγκο βασιλιά, και μέσα από αυτή την διαδικασία, ενδέχεται να υιοθέτησαν αιρετικές απόψεις, που βρίσκονταν σε πλεονασμό σ’ αυτές τις περιοχές και να τις μετέφεραν στην Αγγλία. Αυτό, ωστόσο, παραμένει υπόθεση και θα παραμένει εκτός και αν έρθουν στο φως περισσότερα στοιχεία, από καινούργιες πηγές, όπως εξίσου υπόθεση παραμένει και κάθε άλλη προσπάθεια καθορισμού της ακριβούς μετάδοσης της αίρεσης.
Στο πλαίσιο της ερμηνευτικής μας, που βλέπει την γέννηση της αίρεσης στην Αγγλία ως επίδραση του ευρωπαϊκού περίγυρου, άνθρωπος κλειδί για την λύση των δύο μυστηρίων είναι ο Ιωάννης της Γάνδης, πρώτος δούκας του Lancaster και πρόγονος του Ερρίκου του Η’. Ο Ιωάννης, όπως μαρτυρεί και το όνομά του, γεννήθηκε στο Gaunt ή Ghent της ανατολικής Φλάνδρας, στο σημερινό Βέλγιο. Η Φλάνδρα ήταν χώρος δράσης πολλών αιρετικών ομάδων ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Μέχρι τον ΙΓ’ αιώνα ήταν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη μετά το Παρίσι. Κύρια απασχόληση η κατεργασία του μαλλιού, δημιούργησε στον Ύστερο Μεσαίωνα, δηλαδή στην υπό εξέταση εποχή, βιομηχανία στον κλάδο και η πόλη μετετράπη σε βιομηχανική ζώνη. Λόγω της συγκεκριμένης παραγωγής η πόλη απέκτησε εμπορικούς δεσμούς με την Αγγλία και την Σκωτία, ανοίγοντας τους συνήθεις δρόμους για την μετάδοση της αίρεσης στο νησί[7].
Από αυτή την πόλη καταγόταν ο John of Gaunt και ενώ θεωρείται γενικά ότι ήταν τρίτος γιος του Εδουάρδου, όταν αργοτερα έπεσε η δημοτικότητά του, κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν ο γιος ενός χασάπη από το Ghent, νόθο και όχι γνήσιο τέκνο του Εδουάρδου[8]. Αυτό, βέβαια, δεν τον καθιστά αυτόματα αιρετικό. Δείχνει ότι το υπόβαθρό του μπορούσε να επιτρέψει εκείνες τις αιρετικές επιρροές που θα εξηγήσουν τις μετέπειτα πράξεις του. Παρότι, γίνεται δεκτό ότι ο Ιωάννης δεν ήταν αιρετικός, τα αντιεκκλησιαστικά και αντικληρικαλιστικά αισθήματά του έφθαναν το επίπεδο του μίσους. Οι ενέργειές του ενάντια στην παπική εκκλησία δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο εχθρικές, δεδομένης της θέσης και των προσχημάτων που έπρεπε να τηρήσει ως δημόσιο πρόσωπο, ακόμη και αν είχε δηλωθεί επίσημα ως αιρετικός.
Επανερχόμενοι στην περίπτωση του Wyclif βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα πότε ολίσθησε στην αίρεση, αν ολίσθησε ή ήταν ήδη αιρετικός πριν καν ξεκινήσει την δημόσια εμφάνισή του. Η άποψη που τον θέλει να ξεκινά ως ακαδημαϊκός στοχαστής και στην συνέχεια να πέφτει σε αίρεση καθώς αναπτύσσει τις θεωρίες του, εκτός του ότι είναι αυθαίρετη, δεν μπορεί να στηριχθεί στα έργα του, όπως προσπαθεί. Ο λόγος είναι απλός. Τα έργα του Wyclif είναι αδύνατο να χρονολογηθούν οριστικά, ώστε να μπουν σε μια σειρά μελέτης, μέσα από την οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί μια εξέλιξη ιδεών. Ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις όπου αναφέρεται μέσα σ’ αυτά ένα γεγονός (όπως για παράδειγμα η σύνοδος που τον καταδίκασε το 1382 ή η εξέγερση των χωρικών το 1381), η αναφορά δεν βοηθά διότι τα έργα αυτά έχουν υποστεί πέραν της μίας επεξεργασίας και οι αναφορές θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σε κάποια άλλη φάση πέραν της πρώτης, οπότε η χρονολόγηση καθίσταται επισφαλής.
Εκτός αυτού δεν μπορεί να ειπωθεί για κανένα από τα χειρόγραφα με σιγουριά αν είναι γραμμένο από το χέρι του ίδιου του Wyclif. Δεν είναι γνωστό, λοιπόν, ποια έργα είναι γραμμένα από τον ίδιο και ποια είναι αντίγραφα. Αυτό καθιστά άχρηστες τις εσωτερικές εκείνες αναφορές ενός έργου σε ένα άλλο, οι οποίες θα βοηθούσαν να διαχωρίσουμε έργα προγενέστερα και έργα μεταγενέστερα. Εφόσον το έργο στο οποίο υπάρχει μια τέτοια αναφορά μπορεί να είναι αντίγραφο και όχι αυθεντικό, η ίδια η αναφορά μπορεί να είναι μετέπειτα προσθήκη αντιγραφέα. Αυτή η πιθανότητα συμφωνεί με την διατύπωση των αναφορών σε τρίτο πρόσωπο (ut dicitur= λέγεται ή ut patet est= είναι φανερό). Άρα τα ίδια τα έργα δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στο να επιμείνουμε στην άποψη περί εξέλιξης των αιρετικών ιδεών στο μυαλό του Wyclif. Οδηγούν σε αδιέξοδη συζήτηση.
Αντίθετα, σ’ αυτά κυριαρχεί μια εικόνα στατικότητας ολοκληρωμένων ιδεών, όχι εξέλιξης. Αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έργα που φαίνεται ότι γράφτηκαν σε μια πρώιμη περίοδο, όπως το «De Logica», υπέστησαν συνεχείς επεξεργασίες, αναθεωρήσεις και βελτιώσεις, μέχρι το τέλος της ζωής του, οπότε περιέχουν και ιδέες που σύμφωνα με την θεωρία της εξέλιξης θα έπρεπε να είναι μεταγενέστερες, όπως αυτές για την Θ. Ευχαριστία[9]. Έτσι έχουμε την εικόνα κατασταλαγμένου αιρετικού στα κείμενα.
Αυτή η εικόνα συμφωνεί με μια αναφορά σε έργο του ίδιου του Wyclif, το «Determinatio quedam magistri Johannis Wycliff de dominio»[10]. Εκεί χαρακτηρίζει τον εαυτό του “peculiaris Regis Clericus” . Οι ιστορικοί μένοντας στο “regis clericus” προσπαθούν να καθορίσουν το πότε μπήκε ο Wyclif στην υπηρεσία του Στέμμματος και χρονολογούν το έργο στις αρχές της δεκαετίας του 1370. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει ο αυτοχαρακτηρισμός “peculiaris”. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ότι ήταν ήδη αιρετικός; ότι είχε ήδη ιδιάζουσες απόψεις; Ότι δεν είχε από τότε σχέσεις με τους παπικούς; Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι στο ξεκίνημα της καριέρας του είχε την επίγνωση της διαφορετικότητάς του και αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε την σύνδεσή του με τον John of Gaunt, την απαρχή της οποίας θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε παρακάτω.
8.7.3 Τα ακαδημαϊκά χρόνια του John Wyclif
Το Fsciculi Zizianorum δεν αναφέρει ούτε τόπο ούτε χρονολογία γέννησης του John Wyclif. Προτείνεται και γίνεται αποδεκτό από πολλούς ιστορικούς ότι καταγόταν από είτε από το Hipswell είτε από το Wycliff-on-Tees του Γιορκσάιρ. Η οικογένειά του ήταν μέλος της κατώτερης αριστοκρατίας της περιοχής και οι γονείς του παντρεύτηκαν το 1319. Επομένως εκτιμάται ότι ο χρόνος γέννησής του πρέπει να τοποθετηθεί κάπου μεταξύ του 1320 και 1328[11]. Η οικογένειά του ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία της περιοχής και το αρχειακό υλικό μας δίνει το 1319 ως χρονιά τέλεσης των γάμων των γονέων Wyclif. O John ήταν ο νεώτερος γιος της φαμίλιας και σύμφωνα με το φεουδαρχικό καθεστώς της εποχής έμελε ν’ ακολουθήσει καριέρα κληρικού. Ως πρώτος του διδάσκαλος αναφέρεται κάποιος Ιωάννης του Κλαιρβώ, ιερατικός προϊστάμενος του ναού στο Wycliffe μέχρι τον θάνατό του το 1362. Το ίδιο αρχειακό υλικό αναφέρει ότι ο πατέρας Wyclif έγινε λόρδος του τιμαρίου το 1360, οπότε και ορίστηκε υπεύθυνος για την αντικατάσταση του προϊστάμενου του ναού, όταν αυτός θα πέθαινε[12]. Τον Ιωάννη του Κλαιρβώ αντικατέστησε ο William Wyclif, εξάδελφος του John και συμμαθητής του στην Οξφόρδη. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία να ειπωθεί είναι το ότι επικυρίαρχος της ακριτικής αυτής περιοχής των συνόρων με την Σκωτία και συνεπώς επικυρίαρχος και του λόρδου Wyclif ήταν ο δούκας του Lancaster. Ο Wyclif, λοιπόν, ήταν υποτελής του Ιωάννη της Γάνδης, συνεπώς γνωρίζονταν πολύ πριν την έναρξη της συνεργασίας τους. Είναι σίγουρο ότι ο δούκας παρακολουθούσε την πορεία του νεαρού John Wyclif, τον οποίο αργότερα θα χρησιμοποιούσε στις ιδιωτικές και κρατικές υποθέσεις και θα εκδήλωνε την πατρωνία του, όσες φορές θα χρειαζόταν.
Ο John Wyclif ξεκίνησε τις ακαδημαϊκές σπουδές του στο Βασιλικό Κολέγιο της Οξφόρδης στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1340 και είναι πιθανό, η πρώτη επιλογή του να ήταν η νομική. Ως έτος αποφοίτησής του καθορίζεται το 1356, οπότε και έγινε μέλος του Metron College. Την εποχή των σπουδών του επιφανείς καθηγητές της λογικής ήταν οι Richard Brinkley, Richard Kilvington και William Heytesbury, ενώ οι παλαιότεροι συνάδελφοί τους Walter Burley και Richard Fitzralph είχαν αποσυρθεί από την διδασκαλία στην Οξφόρδη, όταν ξεκίνησε τις σπουδές του.
Στις 12 Μαρτίου του 1351 ο John Wyclif χειροτονήθηκε υποδιάκονος στον ναό St. Mary του Yorkshire. Στις 18 Απριλίου της ίδιας χρονιάς χειροτονήθηκε διάκονος και στις 24 Σεπτεμβρίου πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο της Υόρκης, William de la Zouche. Αυτός πέθανε λίγο αργότερα (19 Ιουλίου 1352) και αντικαταστάθηκε από τον John of Thoresby. Ο Thoresby ήλκε την καταγωγή του από την Υόρκη και είχε χρηματίσει αρχικά επίσκοπος St. Davids και στην συνέχεια επίσκοπος Worcester, μέχρι την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ταυτόχρονα κατείχε και υψηλόβαθμη θέση την αυλή ως λόρδος καγκελάριος, υπό τον Εδουάρδο ΙΙΙ. Η σημασία της εκλογής του Thoresby στην μελέτη της ιστορία του Wyclif, έγκειται στο ότι ο πρώτος συνέγραψε μία Κατήχηση στα λατινικά, την οποία μετέφρασε αργότερα στα αγγλικά ο John Gaytrick (of Tavistock), ένας Βενεδικτίνος που υπηρέτησε στον ίδιο ναό με τον Wyclif. Η Κατήχηση αυτή περιελάμβανε τα στοιχεία της πίστης, όσα θεωρούνταν απαραίτητα για την σωτηρία των πιστών. Σκοπός της ήταν η χρήση από τους λαϊκούς και σύντομα έγινε ευρέως γνωστή με το όνομα Thoresby ’s Lay-Folk ’s Catechism. Στην συνέχεια αντιγράφηκε από τους Λολλάρδους χωρίς ωστόσο ν’ αναφέρεται το όνομα του Thoresby ή σχέση του με τον Wyclif[13].
Το φθινόπωρο του 1363 ο Wyclif ξεκίνησε τις σπουδές του στην θεολογία. Μετά τα τέσσερα χρόνια παρακολούθησης διαλέξεων, όφειλε να ολοκληρώσει μια εργασία πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού, ώστε να λάβει ντοκτορά. Το πτυχίο θεολογίας το έλαβε το Μάρτιο του 1369 και το διδακτορικό τέλη του 1372. Ταυτόχρονα, υπηρετούσε και ως εφημέριος στο Fillingham μέχρι τον Νοέμβριο του 1368 και στη συνέχεια στο Ludgershall, του Buckinghamshire.
Ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Simon Islip ίδρυσε το Canterbury College στην Οξφόρδη το 1361. Σε αυτό φοιτούσαν μοναχοί και λαϊκοί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο αντίστοιχες φατρίες. Οι διενέξεις και οι διαπληκτισμοί, μεταξύ των δύο αυτών ομάδων, οδήγησαν τον πρώτο πρύτανη του κολλεγίου Woodhull σε παραίτηση. Ο Islip θυμήθηκε τότε τον Wyclif, τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του Thoresby, και του ανέθεσε την πρυτανεία. Οι μοναχοί του κολλεγίου δεν έδειξαν ιδιαίτερο σεβασμό εξαιτίας του ότι ήταν ενοριακός ιερέας. Ο Islip στήριξε την επιλογή του για έναν χρόνο, μέχρι τον θάνατό του. Ο διάδοχός του John Langham ήταν ηγούμενος των Βενεδικτίνων πριν γίνει αρχιεπίσκοπος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καθαιρέσει τον Wyclif από τη θέση του πρύτανη. Ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε την απόφαση του προϊσταμένου του και κατέφυγε στον πάπα Ουρβανό τον Ε’ στην Αβινιόν. Ο Ουρβανός ήταν δυσαρεστημένος με τον Langham διότι δεν είχε στηρίξει τις απαιτήσεις του για την πληρωμή φόρου από το αγγλικό στέμμα. Συνηθισμένη παπική τακτική ήταν να διατηρεί άλυτες τις διαφορές που προσέφευγαν στην Αγία Έδρα, μέχρι την στιγμή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό χαρτί και την εκπλήρωση παπικών αξιώσεων . Έτσι πέρασε μια πενταετία μέχρι την έκδοση απόφασης, η οποία τελικά ήταν κατά του Wyclif.
8.7.4. Η αποστολή στην Μπρυζ (1374)
Η μελέτη της συγγραφικής δραστηριότητας του Wyclif, κατά το διάστημα της ακαδημαϊκής καριέρας του μέχρι το 1372, είναι οπωσδήποτε απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων που ακολουθούν και φυσικά για την κατανόηση των λόγων επιλογής του για υπηρεσία στην αυλή από τον αντιβασιλέα John Gaunt. Επειδή, όμως, μια τέτοια παρουσίαση, ταιριάζει και θα γίνει στο Β’ μέρος, το οποίο αφορά την διδασκαλία του John Wyclif, εδώ θα δίδονται μόνο οι απαραίτητες εξηγήσεις.
Τον Νοέμβριο του 1372 ο Wyclif εισήλθε στην υπηρεσία του δούκα Ιωάννη, του πιο ισχυρού και συνάμα πιο μισητού ανθρώπου στο αγγλικό βασίλειο[14]. Ο δούκας βρισκόταν σε δικαστικές διενέξεις με πολλούς επισκόπους για θέματα πολιτικής αρμοδιότητας αλλά και διεκδικήσεις σε εκκλησιαστικές γαίες που θα ενίσχυαν το ήδη πλούσιο δουκάτο του και το αδύναμο οικονομικά βασίλειο. Ως αντιβασιλέας είχε μεν την ευθύνη της διοίκησης, όχι όμως και την πλήρη κυριαρχία που θα του επέτρεπε να επιβάλλει τυραννικές αποφάσεις. Χρειαζόταν, λοιπόν, ακαδημαϊκούς, αφοσιωμένους σ’ αυτόν, με πλήρη γνώση των εκκλησιαστικών ζητημάτων και της πολιτικής. Ο Wyclif ήταν κατώτερος ιερωμένος, μέλος της υποτελούς του Ιωάννη αριστοκρατίας και είχε δείξει εργατικότητα κατά την διάρκεια των σπουδών, σφοδρή αγάπη για τις αντιπαραθέσεις, ακόμη και αν δεν διέθετε το κοφτερό μυαλό και την ρητορεία που θα προκαλούσαν τον θαυμασμό. Την έλλειψη αυτή αντιστάθμιζε με την τόλμη να έρχεται σε διαφωνία, ακόμη και σύγκρουση με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και τους ανωτέρους του, όπως είχε δείξει η διαφωνία του με τον Langham.
Όταν εισήλθε στην υπηρεσία του John Gaunt, του ανατέθηκε νέα ενορία αυτή του Lutterworth στο Lincolnshire. Τον Ιούλιο του 1374 του ανατέθηκε η πρώτη του αποστολή στην υπηρεσία του βασιλιά. Κλήθηκε να λάβει μέρος σε μια αντιπροσωπεία που στάλθηκε στην Μπρυζ και συζήτησε με αντιπροσώπους του πάπα για θέματα φορολόγησης της εκκλησίας της Αγγλίας από την Αγία Έδρα. Σύμφωνα με το Polychronicon Ranulphi Higden ο Wyclif δεν κατονομάζεται στην αντιπροσωπεία˙ αποκαλείται “cum uno magistro in theologia”[15] και εξ αυτού συμπεραίνεται με σιγουριά για ποιον πρόκειται. Δεν έχουν σωθεί πρακτικά της συνάντησης και δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι συζητήθηκε. Είναι, λοιπόν, δύσκολο να καθοριστεί ο ρόλος και η συμμετοχή του Wyclif σ’ αυτήν. Έπειτα η παρουσία νομικών έθετε στο περιθώριο της συμμετοχή ενός θεολόγου, γι’ αυτό και ο Wyclif επέστρεψε στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο[16]. Ωστόσο η παρακολούθηση της συζήτησης υπήρξε καθοριστική του θέματος που θα τον απασχολούσε στο εξής και αυτό ήταν η σχέση της Δημιουργίας και της κυριαρχίας (lordship), με επέκταση στην εκκλησιαστική περιουσία, την ατομική ιδιοκτησία και το αστικό δίκαιο.
Ήδη από το 1373 είχε ξεκινήσει το «De Domionio Divino», μια διατριβή σε τρία βιβλία, όπου εξέταζε την φύση της κυριαρχίας του Θεού επί της δημιουργίας. Οι σύγχρονοι μελετητές του έργου του Wyclif βλέπουν την επίδραση του ρεαλισμού στο έργο αυτό και συμπεραίνουν ότι ερμήνευε ως πρωταρχική αιτία της ανθρώπινης κυριαρχίας την θεία κυριαρχία, κατά τον τρόπο που οι ρεαλιστές έβλεπαν τον άνθρωπο ως ατελή αντανάκλαση του δημιουργού του, τον οποίο θεωρούν μεν ως άυλη και καθαρή μορφή και ότι περιέχει δε την εμπραγμάτωση, κατά την σχέση των καθολικών αρχετύπων (universalia) με τα επιμέρους αντίτυπα[17] (particulars).
Αποτέλεσμα αυτής της διατύπωσης του θέματος από τον Wyclif ήταν η άμεση αμφισβήτηση της κυριαρχίας του πάπα, ως απόρροιας της παπικής αίρεσης περί της εκπροσώπησης του Θεού από αυτόν (βλ. σχ. κεφ. 6.2.3). Ο Wyclif θεμελίωσε την δυνατότητα της πολιτικής αρχής να είναι η ίδια κυρίαρχος, και όχι υποτελής του πάπα . Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, εφόσον όλη η συζήτηση για την καταβολή φόρου στον ποντίφικα αφορούσε φόρο υποτέλειας του στέμματος στην Αγία Έδρα. Ο βασιλιάς απαλλάσσονταν από την παπική επικυριαρχία και την υποχρέωση να πληρώνει φόρο. Με αυτό την προοπτική ο Wyclif παρακολούθησε την συζήτηση στην Μπρυζ κι επέστρεψε στην Αγγλία για να επιδοθεί στην πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του[18].
Μετά την επεξεργασία της πολιτικής του θεωρίας ως προϊόν της μεταφυσικής του με προεκτάσεις στη θεολογία, ο Wyclif επικεντρώθηκε στην συγγραφή της «Summa Theologiαe». Πρόκειται για συλλογή θεολογικών δοκίμιων, όπου ως βάση κάθε ανθρώπινου νόμου εκλαμβάνεται ο θείος νόμος. Στα δοκίμια αυτά ο Wyclif ανέπτυξε τις ιδέες του για το τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική, την εκκλησιολογία, την ερμηνευτική και το κανονικό δίκαιο. Τα πρώτα δοκίμια της Summa ήταν αιτία διαμάχης του Wyclif με την παπική ιεραρχία. Στο «De Mandatis Divinis» (1375) διατύπωσε ότι θεμέλιο του ανθρώπινου νόμου πρέπει να είναι οι Δέκα Εντολές. Στο «De Statu Innocencie» (1376), στο οποίο περιέγραφε την δική του ιδεατή κατάσταση των πρωτοπλάστων στην Εδέμ, διατύπωσε ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα της προπατορικής αμαρτίας. Τέλος, στο «De Civili Dominio» (1376-7) ασχολήθηκε εκτενέστερα με το θέμα της κοσμικής κυριαρχίας και κατέληξε ότι η εκκλησία δεν πρέπει να έχει ιδιοκτησία. Κάλεσε μάλιστα τον βασιλιά να κατάσχει την εκκλησιαστική περιουσία. Σε αυτή του την πραγματεία έκανε χρήση των επιχειρημάτων των ακραίων ομάδων των Φραγκσικανών και όλων των άλλων αιρέσεων που απαιτούσαν επιστροφή στην κακώς νοούμενη αποστολική επαιτεία. Αυτές οι αιρέσεις γνωστικού τύπου, όπως εξηγήσαμε στα οικεία κεφάλαια, έβλεπαν την ατομική ιδιοκτησία ως διαβολική. Ο Wyclif, εκτός από τα επιχειρήματά τους για την εκκλησιαστική περιουσία, υιοθέτησε και τα ανάλογα για τα θέματα της υποταγής των ιερέων στις κοσμικές αρχές (εξ ου και η υπαγωγή του κλήρου στο δημόσιο σήμερα) και της υπαγωγής τους στο κοσμικό και όχι στο εκκλησιαστικό δίκαιο, για την άποψη ότι οι καταδικασμένοι παύουν να είναι μέλη της εκκλησίας και τέλος για το ότι τα μυστήρια των ανάξιων ιερέων είναι άκυρα.
Είναι άξιο παρατήρησης το ότι ενώ η μεθοδολογία του «De Dominio» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι δικαίωμα του ανθρώπου που απορρέει από την σχέση αρχετύπου-αντιτύπου, ο Wyclif καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο, επιτρέποντας την ιδιοκτησία μόνο στην αριστοκρατία, ούτε καν στην εκκλησία. Αυτό το πετυχαίνει εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά και με μπόλικη σοφιστεία. Θα το αναλύσουμε εκτενέστερα στο Β’ Μέρος. Οι απόψεις αυτές ήταν ευνοϊκές για την αριστοκρατία και χτυπήματα κάτω από την ζώνη για τον παπισμό. Τα γεγονότα που ακολούθησαν σχετίζονταν με την προσπάθεια επιβολής των απόψεων αυτών στην εκκλησιαστική ζωή της Αγγλίας, είτε με απευθείας σύγκρουση του Wyclif, πίσω από τον οποίο κρύβονταν ο Ιωάννης της Γάνδης και η λοιπή αριστοκρατία, είτε με την άλωση της λαϊκής βάσης του παπισμού, μέσω της αίρεσης των Λολλάρδων.
8.7.5. Η έγκληση του 1377
Η ιδέες του Wyclif που διατυπώθηκαν παραπάνω δεν ήταν οι μόνες αιρετικές. Η σημαντικότερη διαφωνία του με τον παπισμό σε δογματικό επίπεδο ήταν η άρνηση της παπικής κακοδοξίας της μετουσίωσης . Με τέτοιες απόψεις ήταν θέμα χρόνου να κληθεί από τις παπικές εκκλησιαστικές αρχές για ανάκριση. Αυτό συνέβη τον Φεβρουάριο του 1377. Στις 19 του μήνα ο Wyclif βρέθηκε ενώπιον εκκλησιαστικού δικαστηρίου για να λογοδοτήσει. Η σύνοδος που θα τον εξέταζε αποτελούνταν από τον αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρι Simon Sudbury, τον επίσκοπο του Λονδίνου William Courtenay και άλλους εκκλησιαστικούς του καθεδρικού του Αγ. Παύλου στο Λονδίνο.
Κάποια σημεία αυτής της συνάντησης θεωρούνται σημαντικά για τον καθορισμό του ρόλου του Wyclif στην ιστορία, ως συνεργάτη του Ιωάννη της Γάνδης με σκοπό την επιβολή της αίρεσης. Στη σύνοδο ο Wyclif δεν εμφανίστηκε μόνος. Συνοδεύονταν από τον προστάτη του Ιωάννη, τον σερίφη του Λονδίνου Henry Percy και αρκετούς αριστοκράτες της ακολουθίας του δούκα. Μαζί τους στέκονταν και τέσσερις μοναχοί των επαιτικών ταγμάτων. Όλοι αυτοί βρίσκονταν εκεί για έναν μόνο λόγο. Να εξασφαλίσουν ότι ο Wyclif δεν θα καταδικαστεί. Και πράγματι, όχι μόνο δεν καταδικάστηκε, ούτε καν εξετάστηκε. Με την εμφάνιση της ομάδας, ο σερίφης Henry Percy ξεκίνησε να κατηγορεί τον Courtenay. Ακολούθησαν ύβρεις και απειλές. Στην συνέχεια επενέβη ο δούκας και απείλησε με την σειρά του τον επίσκοπο του Λονδίνου, ότι θα τον αρπάξει από τα μαλλιά και θα τον πετάξει έξω.
Εδώ έρχεται η κορύφωση του δράματος. Η ακρόαση γινόταν δημόσια και παρακολουθούνταν από πλήθος Λονδρέζων. Το πλήθος, όταν άκουσε τον δούκα ν’ απειλεί τον επίσκοπό τους εξεγέρθηκε εναντίον των αριστοκρατών και η ακρόαση τελείωσε πριν καν αρχίσει, καθώς επικράτησε κομφούζιο. Ο δούκας είχε προνοήσει και είχε φέρει μαζί του πλήθος στρατιωτών, οι οποίοι εξασφάλισαν σ’ αυτόν και τους δικούς του ασφαλή έξοδο και στην συνέχεια κατέστειλαν την εξέγερση . Οι Λονδρέζοι μάταια αναζητούσαν όλη την υπόλοιπη μέρα να βρουν τον δούκα, αναστατώνοντας την πόλη.
Τα γεγονότα αυτά προέκυψαν από πολύ έξυπνες και καλά παιγμένες στρατηγικές κινήσεις. Αρχικά σημειώνουμε ότι ο Sudbury έχει καταχωρηθεί στην ιστορία ως φίλος του δούκα Ιωάννη και μέλος της παράταξής του: “eo quod ipse esse partium ducis videbatur[19]”. Ο Courtenay, όμως, βρισκόταν στην ακριβώς αντίθετη παράταξη, αυτήν που εκπροσωπούσε ο William Wykeham, επίσκοπος Winchester, και με την εύνοια του Εδουάρδου Γ’ καγκελάριος της Αγγλίας από το 1367 ως το 1371, οπότε και παραιτήθηκε, όταν ξεκίνησε η αντιπαράθεσή του με τον δούκα Ιωάννη. Η συμμετοχή του Courtenay στην διαμάχη των δύο ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ο δούκας επιχείρησε να πλήξει την δημοτικότητα του Courtenay και του Wykeham στο Λονδίνο, βάζοντας τον παρατρεχάμενό του Wyclif, να περιφέρεται από ναό σε ναό και να εκτοξεύει πύρινους λόγους εναντίον τους. Δικαίως ο McFarlane χαρακτηρίζει τον Wyclif μισθωτό του δούκα κληρικό[20], ακολουθώντας τον χρονογράφο Thomas Walsingham.
Ο τόπος διεξαγωγής της ανάκρισης έχει επίσης σημασία. Το Λονδίνο, ως εχθρικά διακείμενο προς τον δούκα, καθησύχαζε τους επισκόπους, ότι θα μπορέσουν να διεξάγουν ανενόχλητοι τις εργασίες τους. Ωστόσο, ο δούκας επέδειξε αξιοσημείωτη πονηριά εκμεταλλευόμενος αυτό που οι αντίπαλοί του θεωρούσαν ως ατού τους. Την δυσαρέσκεια των Λονδρέζων. Το ότι αυτά έχουν έτσι, μπορεί ο αναγνώστης να το καταλάβει, αν αναλογιστεί το εξής απλό. Κανονικά ο Wyclif θα έπρεπε να έχει κληθεί για εξέταση είτε στην Οξφόρδη, όπου δραστηριοποιούνταν, είτε στο Lincoln, όπου διέμενε. Κλήθηκε όμως στο Λονδίνο για τους λόγους που ειπώθηκαν. Η επιβεβαίωση έρχεται από το Chronicon Anonimalle[21]. Σύμφωνα με την εκεί καταγραφή πριν την δίκη κυκλοφόρησε η φήμη στο Λονδίνο ότι ο δούκας έρχεται για ν’ αναστείλει τις αστικές ελευθερίες. Επομένως, όταν οι Λονδρέζοι κατέφθασαν για να παρακολουθήσουν την δίκη, έπνεαν ήδη τα μένεα κατά της παράταξης του Ιωάννη και ίσως τα θέματα τα αφορούντα τον Wyclif να ήταν δευτερευούσης σημασίας. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια σπίθα για να ξεκινήσει η εξέγερση. Η σπίθα ήταν η αυθάδεια των αριστοκρατών απέναντι στον επίσκοπο. Εν τέλει ο Courtenay απαγόρευσε στον εξεγερμένο όχλο να καταστρέψει το παλάτι του, το Savoy.
Το γεγονός φανερώνει δύο πράγματα. Πρώτον, την αντιπάθεια του Ιωάννη της Γάνδης απέναντι στην παπική εκκλησία, αντιπάθεια που έγινε δημόσια γνωστή ως φανερή αντιπαράθεση. Δεύτερον την σύμπραξη, την άνομη συμμαχία των δύο, δούκα και Wyclif, στην προσπάθεια να τεθεί η παπική εκκλησία της Αγγλίας υπό τον έλεγχο της κοσμικής εξουσίας. Από την άλλη ο πραγματικός στόχος των επισκόπων ήταν ο Ιωάννης της Γάνδης και όχι ο Wyclif.
8.7.6 Η δίκη στην Labeth το 1377
Η προσωπική ανάμειξη του δούκα στην υπόθεση Wyclif έστειλε στον πάπα Γρηγόριο ΧΙ το μήνυμα, ότι οι Άγγλοι επίσκοποι δεν θα μπορούσαν να χειριστούν την υπόθεση. Ήταν πέραν της δικής τους εμβέλειας, οπότε χρειαζόταν η επέμβαση ανώτερης αρχής και αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον ίδιο τον πάπα. Έτσι στις 22 Μαΐου του 1377 ο Γρηγόριος εξέδωσε μια σειρά από πέντε βούλες. Με τρεις από αυτές εξουσιοδοτούσε τους αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρι Sudbury και τον επίσκοπο Λονδίνου Courtenay, ν’ ανακρίνουν τον Wyclif, να του αποσπάσουν ομολογία, να την στείλουν στη Ρώμη και να περιμένουν την απόφαση της Αγίας Έδρας. Οι υπόλοιπες δύο απευθύνονταν, η μία στον βασιλιά και η άλλη στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η έδρα του παπισμού είχε μόλις μεταφερθεί από την Avignon στη Ρώμη και επρόκειτο να ξεκινήσει η περιπέτεια που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως Μεγάλο Σχίσμα. Την εποχή εκείνη ο πάπας προσπαθούσε, ειλικρινά ή όχι, να συμφιλιώσει την Γαλλία και την Αγγλία, ωστόσο οι προσπάθειές του ήταν ανεπιτυχείς και ο πόλεμος θα διάνυε πολλά έτη ακόμη πριν συμπληρώσει την εκατονταετή πορεία του. Το παρακάτω απόσπασμα δείχνει την σοβαρότητα, με την οποία αντιμετώπιζε την υπόθεση Wyclif ο πάπας, ίσως θέλοντας να την χρησιμοποιήσει σε συνδυασμό με τις δικές του επιδιώξεις και αξιώσεις από τους Άγγλους:
«Πρόσφατα, με μεγάλη πίκρα στην καρδιά, μάθαμε από την αναφορά πολλών αξιόπιστων προσώπων, ότι ο Ιωάννης του Wycliffe, ιερατικός προϊστάμενος της εκκλησίας του Lutterworth, στην επαρχία Lincoln, καθηγητής των Γραφών – θα ήταν αν δεν ήταν καθηγητής πλανών – πρόβαλλε ξαφνικά τόσο βδελυρή και αποτρόπαια απερισκεψία, ώστε δεν φοβάται να εμμένει δογματικά στο αναφερθέν βασίλειο και να διδάσκει δημόσια, ή καλύτερα να ξερνά από το δηλητηριώδες περιεχόμενο του στήθους του, μερικές προτάσεις και συμπεράσματα…, τα οποία απειλούν ν’ ανατρέψουν και ν’ αποδυναμώσουν την κατάσταση ολόκληρης της εκκλησίας[22].»
Ο Γρηγόριος κατηγορούσε τον Wyclif για μια σειρά 19 πλανών, ώστε να τονιστεί η σοβαρότητα της κατάστασης στον βασιλιά Εδουάρδο. Για άγνωστους λόγους οι επιστολές έφθασαν στην Αγγλία τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όταν πια ο βασιλιάς ήταν νεκρός. Ατυχώς για τον πάπα, η επιστολή που απευθύνονταν στον Εδουάρδο δόθηκε στον Ιωάννη, ο οποίος ήταν πλέον αντιβασιλέας. Ακολούθησε ένα δυσκολοερμήνευτο γεγονός που σηματοδοτούσε μια στροφή της κυβερνητικής πολιτικής στην υπόθεση Wyclif. Το προηγούμενο έτος ένας παπικός απεσταλμένος, ο Arnald Garnier, επιφορτισμένος να συλλέξει τους φόρους της Αγγλίας προς τον πάπα, απαίτησε από το Στέμμα την πληρωμή ενός σημαντικού ποσού. Αρχικά, το συμβούλιο, που είχε την επιτροπεία του ανήλικου Ριχάρδου, απευθύνθηκε στον Wyclif να γνωμοδοτήσει για την εγκυρότητα της απαίτησης. Ο Wyclif κατέθεσε την Responsio στο συμβούλιο το 1377, ακολουθώντας το σκεπτικό που είχε αναπτύξει στο De Civili Dominio. Το συμβούλιο διαφώνησε με τις προτάσεις του Wyclif, απαίτησε από αυτόν να σταματήσει τις επιθέσεις του ενάντια στην εκκλησία και προσφέρθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του Garnier.
Τα Χριστούγεννα κοινοποιήθηκαν επισήμως οι βούλες του πάπα. Ο Wyclif βρισκόταν κατ’ ιδίαν στο σπίτι του στην Οξφόρδη. Ο διευθυντής του ιδρύματος διέταξε να συλληφθεί και να κρατηθεί στο Black Hall, μια οικία με κήπο που είχε εκχωρηθεί για χρήση του πανεπιστημίου.
Ο αρχιεπίσκοπος Sudbury και ο επίσκοπος Courtenay δεν έχασαν τον χρόνο τους. Διέταξαν την προσαγωγή του Wyclif στο παλάτι Lambeth στις 27 Μαρτίου του 1378. Αυτή τη φορά ο Ιωάννης της Γάνδης δεν διακινδύνευσε μια απευθείας αντιπαράθεση με τον πάπα. Μπορεί να ήταν ο ισχυρός άνδρας της αυλής, φαίνεται όμως ότι δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα σε επίδοξους και φιλόδοξους αντικαταστάτες. Το συμβούλιο είχε δείξει ότι δεν ήταν έτοιμο να συμμεριστεί τις απόψεις και τις προτάσεις του για εκκλησιαστική μεταρρύθμιση. Το ίδιο και ο λαός. Θα απαιτούνταν ο «ευαγγελισμός» της μεταρρύθμισης πριν αυτή καταφέρει να επιβληθεί και τον ρόλο αυτό ανέλαβαν οι Λολλάρδοι. Το βασίλειο δεν θα ήταν έτοιμο πριν τους Τυδόρ.
Πριν την δίκη κυκλοφόρησε η φήμη ότι η σύνοδος των ιεραρχών ήταν έτοιμη και αποφασισμένη να διαπομπεύσει τον Wyclif και να τον υποβάλει σε ένα κοπιαστικό ταξίδι στην Ρώμη, όπου τον περίμενε ειρκτή και θάνατος. Αυτή την φορά επενέβη για χάρη του η ίδια η βασιλομήτωρ Ιωάννα. Παρουσιάστηκε εκ μέρους της στην συνάθροιση ο Sir Lewis Clifford, ένας ιππότης της βασιλικής ακολουθίας, και ανήγγειλε στους επισκόπους ότι η βασιλομήτωρ και χήρα του Μαύρου Πρίγκιπα, Ιωάννα, ζητούσε να μην καταδικαστεί ο Wyclif. Η σύνοδος πάγωσε για μερικά λεπτά. Κανείς δεν ήξερε πώς έπρεπε να προχωρήσει μια διαδικασία που δεν έμελλε να καταλήξει πουθενά. Ο Wyclif εμφανώς ανακουφισμένος ξεκίνησε να επιχειρηματολογεί υπέρ των θέσεών του. Η σύνοδος του ζήτησε να σιωπήσει. Το ίδιο ζήτησε και από τον John de Acley, τον Βενεδικτίνο που είχε αναλάβει ν’ αντικρούσει τον Wyclif. Η σύνοδος έληξε άδοξα με μια γενικόλογη αναφορά στην ειρήνη και την ηρεμία, ως δικαιολογία για την μη έκδοση απόφασης και την απαγόρευση στον Wyclif να μιλά δημόσια.
Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά τα γεγονότα; Η συμπεριφορά της βασιλομήτορος παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξήγητη, τουλάχιστον από τα διαθέσιμα στοιχεία, και αυτό οδήγησε μερικούς ιστορικούς να υποθέσουν ότι ο Sir Lewis Clifford μπορεί να μην ενήργησε εκ μέρους της. Αν ξεκινήσουμε από την επιλογή του Lambeth Palace, της επίσημης έδρας του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι στην νότια όχθη του Τάμεση, καταλαβαίνουμε την επιθυμία των επισκόπων να δώσουν ένα οριστικό τέλος στην υπόθεση Wyclif. Εκεί δεν υπήρχε κίνδυνος να διακοπεί ξανά η συνάντηση εξαιτίας του πλήθους. Και πραγματικά, αν δεν είχε εμφανιστεί ο βασιλικός απεσταλμένος αυτό θα είχε γίνει.
Υπάρχει περίπτωση ο Sir Lewis Clifford να εκπροσωπούσε κάποιον άλλον εκτός από την Ιωάννα; Έχει προταθεί από τον Dahmus[23], ότι εκπροσωπούσε τον Ιωάννη της Γάνδης στην πραγματικότητα. Αυτό θα μπορούσε να είναι σωστό, αλλά δεν υπάρχει καμιά απόδειξη. Επίσης, έχει προταθεί ότι o Clifford ήταν κρυφός οπαδός του Wyclif και ενήργησε από μόνος του. Το ότι ήταν όντως οπαδός του Wyclif, τουλάχιστον το 1396, οπότε κι έγινε Λολλάρδος είναι αλήθεια[24]. Η εξήγηση όμως αυτή δεν μπορεί να σταθεί, εφόσον η αυτόβουλη ενέργεια θ’ αποκαλύπτονταν και η απάτη θα ήταν κολάσιμη. Κανείς δεν τον κατηγόρησε για κάτι τέτοιο. Το πιο πιθανό είναι ότι η έκφραση της βούλησης της βασιλομήτορος ήταν πραγματική και ίσως ο Ιωάννης της Γάνδης να ήταν ο άνθρωπος που κίνησε τα νήματα υπέρ του προστατευόμενου του. Για το πώς θα μπορούσε να έχει πείσει την Ιωάννα να παρέμβει μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν.
8.7.7. Η περίπτωση της καταπάτησης του ασύλου
Ο Wyclif κλήθηκε να υποστηρίξει τον πάτρωνά του σε μια περίπτωση καταπάτησης ασύλου αργότερα τον ίδιο χρόνο. Κατά την διάρκεια της πρώτης φάσης του Εκατονταετούς πολέμου έντεκα χρόνια πριν, δύο Άγγλοι στρατιώτες, ο Robert Hawley και ο John Shakell, είχαν συλλάβει έναν Ισπανό αριστοκράτη, σε μια επιχείρηση του Μαύρου Πρίγκιπα. Σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου της εποχής, είχαν το δικαίωμα να τον κρατήσουν και να ζητήσουν λύτρα για την απελευθέρωσή του, ασχέτως αν είχαν λήξει οι εχθροπραξίες. Η επικαρπία ανήκε δικαιωματικά σ’ αυτούς. Ωστόσο, το 1377 το Στέμμα αποφάσισε ότι μπορούσε να επωφεληθεί και ζήτησε από τους στρατιώτες να παραδώσουν τον όμηρό τους. Αυτοί αρνήθηκαν και κλείστηκαν φυλακή. Το ερχόμενο καλοκαίρι κατάφεραν ν’ αποδράσουν και ζήτησαν άσυλο στο αββαείο του Westminster.
Στις 11 Αυγούστου οι στρατιώτες του δούκα εισέβαλαν στον ναό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Ο Thomas Walsingham, σύγχρονος χρονογράφος, περιγράφει τις εξής σκηνές:
«Έχοντας εισβάλει στο άσυλο του Αγ. Πέτρου (σσ. ο δούκας έστειλε 50 στρατιώτες νύκτα για να μην γίνουν αντιληπτοί από το λαό), με πονηριά περικύκλωσαν τον John Shakell στερώντας του την ελευθερία της εκκλησίας και από κει τον οδήγησαν πίσω στον Πύργο[25]. Όταν ήρθαν στον δεύτερο άντρα, τον Robert Hawley, αυτός παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία, επειδή ήταν η μέρα μετά την εορτή του Αγίου Λαυρεντίου. Τον κάλεσαν να ξεπληρώσει το χρέος του στον βασιλιά λόγω της προσβολής που του είχε κάνει, λέγοντας ότι όταν ήταν στην υπηρεσία του, όχι μόνο αντιδρούσε στις εντολές τους βασιλιά αλλά και στις απαιτήσεις του, και εκούσια στράφηκε εναντίον του. Αυτός από την πλευρά του τους κατηγόρησε διαμαρτυρόμενος, όχι τον ίδιο τον βασιλιά αλλά τους συμβούλους του, για αδικία, απληστία και ψευδομαρτυρία. Όταν προσπάθησαν να τον συλλάβουν και να τον σύρουν με τη βία έξω από την εκκλησία κι ένας από τους στρατιώτες τράβηξε το κοντόσπαθό του, αυτός αν και άοπλος τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν. Προσπαθώντας να ξεφύγει έτρεξε προς τον χορό των μοναχών, ψάχνοντας καταφύγιο.
Τελικά τον περικύκλωσαν εκεί στο αναλόγιο. Τι να πούμε παραπάνω; Αποκλείσθηκε από όλες τις πλευρές από άνδρες με σπαθιά στα χέρια που με τρομακτικές φωνές του ζητούσαν να παραδοθεί. Γέμισαν με φόβο το πανίερο εντευκτήριο των μοναχών και των ιερέων που παράστεκαν στο αλτάριο και είχαν μόλις αναγνώσει το Ιερό Ευαγγέλιο και αυτοί εξοργίστηκαν ακόμη περισσότερο˙ τόσο πολύ ώστε, δεν αδιαφόρησαν μόνο για τον οίκο του Θεού, αλλά και για τους λειτουργούς του Χριστού, οι οποίοι βρίσκονταν τώρα πίσω από τον κύριό τους στον χορό. Διότι, θέτοντας στην υπηρεσία τους τα όργανα του κακού, έστρεψαν τα σπαθιά στους σε κάθε έναν από τους μοναχούς, απαιτώντας με την απειλή επώδυνου θανάτου, να μην βοηθήσουν αυτόν που επείγονταν να καταστρέψουν. Οι άνδρες περικύκλωσαν τον Robert Hawley που επικαλούνταν το άσυλο της εκκλησίας και ζητούσε το λόγο της κακουργίας˙ και καθώς σταυροκοπιόταν έλεγε τα εξής παρακλητικά λόγια στο Θεό και την εκκλησία:
› Παραδίδω τον εαυτό μου στον Θεό, τον εκδικητή αδικιών όπως αυτή, και στην ελευθερία της αγίας μητέρας εκκλησίας.
Τότε ένας από τους άνδρες τον χτύπησε στο κεφάλι με το σπαθί του καθώς μιλούσε και του έχυσε τα μυαλά εκεί που στέκονταν στον χορό κοντά στο θυσιαστήριο. Κάποιος άλλος την ίδια στιγμή, τρύπησε το σώμα του με ένα στιλέτο από πίσω. Ένας από τους λειτουργούς της εκκλησίας, ο οποίος προσπάθησε να τους αποτρέψει από τέτοιο παράφορο έγκλημα, παρακαλώντας τους και εξορκίζοντας να μην μολύνουν τον ιερό ναό που ήταν αφιερωμένος στον πρωτοκορυφαίο απόστολο και μέχρι τότε αμόλυντος, αμέσως μαχαιρώθηκε στην πλευρά από κάποιον απ’ αυτούς, ακριβώς εκεί που στέκονταν και πέθανε, πιστεύουμε, ως μάρτυρας. Αυτοί οι εγκληματίες και προάγγελοι του αντιχρίστου, ανικανοποίητοι από τις θρασύδειλες πράξεις τους, άρπαξαν το άψυχο σώμα του Robert Hawley από τα πόδια, και σέρνοντάς το αποτρόπαια πάνω στο ιερό πάτωμα του χορού και μέσα από τον ναό, μόλυναν με το αίμα και τα μυαλά του τα πάντα, μέχρι που το έφεραν έξω στο δρόμο και το πέταξαν εκεί[26].»
Η αντίδραση του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι ήταν συγκρατημένη. Περίμενε να περάσουν τρεις μέρες πριν αφορίσει τους στρατιώτες. Τον Οκτώβριο, όταν συνεδρίασε το κοινοβούλιο στο Glouncester, ζήτησε να λογοδοτήσουν οι ηθικοί αυτουργοί της παραβίασης του ασύλου, εννοώντας τον Ιωάννη της Γάνδης. Ο δούκας ζήτησε από τον Wyclif να τον εκπροσωπήσει. Η απλούστερη υπερασπιστική γραμμή που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει ο Wyclif ήταν ν’ αρνηθεί την εμπλοκή του δούκα στην υπόθεση. Εφόσον υπήρχαν δύο πτώματα, του Hawley και του ιερέα και δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την παραβίαση του ασύλου, έπρεπε να στηριχθεί στο ότι η εμπλοκή του Ιωάννη της Γάνδης δεν στηρίζονταν πουθενά, πέρα από τη φημολογία. Έπρεπε απλά να πει ότι ο δούκας δεν είχε δώσει εντολή για παραβίαση του ασύλου και ότι οι στρατιώτες έδρασαν αυτοβούλως επηρεασμένοι από την ένταση της στιγμής Εξάλλου, η εκκλησία είχε από μόνη της απαλλάξει την βασιλική οικογένεια από κάθε ευθύνη.
Ο Wyclif δεν έπραξε αυτό που έπρεπε να πράξει. Συνηθισμένος στις ακαδημαϊκές λογομαχίες κι εφόσον δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την βέβηλη πράξη, προχώρησε σε συζήτηση επί της αρχής, δηλαδή σε αμφισβήτηση του ασύλου . Κατ’ ουσίαν ενοχοποίησε ο ίδιος τον εργοδότη του, μη αρνούμενος τη ανάμειξή του και δείχνοντας ότι το άσυλο ήταν θέμα προτεραιότητας της πολιτικής του δούκα. Αν απλά ισχυρίζονταν ότι οι στρατιώτες έδρασαν αυτόβουλα και απέδιδε τις πράξεις τους στην ένταση της στιγμής θα είχε πετύχει και θα είχε διασκεδάσει τις υποψίες εναντίον του δούκα. Αντ’ αυτού τις επιβεβαίωσε. Η δημοτικότητα του Ιωάννη της Γάνδης δεν θα μπορούσε να καταρρακωθεί περισσότερο, εφόσον εμφανίζονταν ως προβοκάτορας. Η αποτυχία του Wyclif είχε ως αποτέλεσμα να άρει ο δούκας την εκτίμηση στο πρόσωπό του[27].
Ύστερα από αυτό το γεγονός ο Shakell έτυχε ευνοϊκής αντιμετώπισης. Κράτησε τον αιχμάλωτό του μέχρι το 1383 και το κοινοβούλιο καταλόγισε υπέρ του 20.000 φράγκα ως αποζημίωση. Η αδελφή του Hawley έκανε μήνυση, η οποία έμπλεξε στην περίφημη χρονοκαθυστέρηση του αγγλικού δικαστικού συστήματος και δεν εκδικάστηκε πριν το 1409. Μέχρι τότε ο Shakell είχε πεθάνει από γηρατειά.
8.7.8. Η καταδίκη του Wyclif στην Οξφόρδη (1381)
Ο πάπας Γρηγόριος ΧΙ πέθανε τον Μάρτιο του 1378. Τον διαδέχθηκε ο Bartolomeo Pignano, ως πάπας Ουρβανός VI. Αυτός είχε τη φήμη ανθρώπου που υποστήριζε την λεγόμενη «αποστολική» πτωχεία των επαιτικών ταγμάτων. Με την εκλογή του οι ελπίδες του Wyclif για έναν ουσιαστικό διάλογο με την παποσύνη αναπτερώθηκαν, αλλά αυτή η ευφορία δεν έμελε να κρατήσει. Ο Ουρβανός προκάλεσε το κολλέγιο των καρδιναλίων με την στάση του, ενεπλάκη πάλι η πολιτική της περιόδου που απαιτούσε γαλλόφιλο πάπα και αντικαταστάθηκε μέσα σε λίγους μήνες από τον Ροβέρτο της Γενεύης, ως πάπα Κλήμεντα VII. Έτσι ξεκίνησε το δυτικό Μεγάλο Σχίσμα του παπισμού, αφαιρώντας από τον μεν Wyclif τη δυνατότητα ν’ αναφερθεί στη Ρώμη υπέρ των απόψεών του και από τη Ρώμη το χρόνο ν’ ασχοληθεί μαζί του.
Απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις του έναντι της κυβερνήσεως, ο Wyclif επιδόθηκε στη συγγραφή πολλών έργων. Σ’ αυτή την περίοδο χρονολογούνται τα «De Veritate Sacrae Scripturae» (1377-8), «De Ecclesia» (1378-9), «De Officio Regis» (1379), «De Officio Pastoralis» (1379), «De Potestate Pape» (1379). Ταυτόχρονα αφοσιώθηκε σε δύο μεγάλα έργα. Πρώτον, την «Cura Animalis», την θεραπεία των ψυχών του ποιμνίου του (δεν ξεχνάμε ότι ήταν ενοριακός ιερέας) με πλήθος ομιλιών, οι οποίες είχαν στόχο να πείσουν τον κόσμο για την ανάγκη μεταρρύθμισης του παπισμού. Δεύτερον, την μετάφραση της Βίβλου από τη λατινική Βουλγάτα. Στο σχέδιο αυτό βοήθησαν πολλοί από τους μαθητές του στην Οξφόρδη. Προηγούμενες μεταφράσεις υπήρχαν ήδη, όπως του βασιλιά Αλφρέδου του Μεγάλου, του Βέδα και του Aelfric. Κυκλοφορούσαν επίσης γαλλικές μεταφράσεις, ωστόσο η ανάγκη για μια σύγχρονη ήταν επιτακτική. Περισσότερα θα πούμε στο Β’ Μέρος.
Η άρση της ιδιότητας του Wyclif ως σύμβουλου της κυβερνήσεως έδωσε την ευκαιρία στους συναδέλφους του στην Οξφόρδη ν’ ασχοληθούν με το πρόβλημα που συνιστούσε η παρουσία του εκεί. Ο William Berton, νέος σχολάρχης στο Metron College και σύμβουλος στην Οξφόρδη κατάλαβε ότι ο άστατος άνεμος της πολιτικής δεν έπνεε πλέον ευνοϊκά για τον Wyclif. Κάλεσε λοιπόν, ένα συμβούλιο 12 καθηγητών, τους οποίους επέλεξε προσωπικά ο ίδιος και ζήτησε να εξετάσουν την «ορθοδοξία» του. Από αυτούς οι 8 ήταν κληρικοί και οι 4 λαϊκοί. Οι τέσσερις αποφάνθηκαν ότι ήταν «ορθόδοξος». Υπήρξε μία αποχή και οι υπόλοιποι τον καταδίκασαν ως αιρετικό ζητώντας την απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο.
Ο Wyclif άσκησε έφεση. Κανονικά έπρεπε το θέμα ν’ αναφερθεί στον πάπα, εφόσον επρόκειτο για δογματικό ζήτημα – εξετάζονταν οι απόψεις του για την Θ. Ευχαριστία. Ο Wyclif δεν αποτάθηκε στον πάπα, αλλά στον βασιλιά, περιμένοντας την υποστήριξη αυτού που αποκαλούσε “domini mei, ducis mei[28]”. Πράγματι, ο Ιωάννης της Γάνδης παρουσιάστηκε στην Οξφόρδη και ζήτησε από το συμβούλιο να μην αποπέμψει τον Wyclif. Παράλληλα, του απαγόρευσε να διαδίδει δημόσια τις απόψεις του και ειδικά στις παραδόσεις των μαθημάτων. Ο Wyclif δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και απάντησε δημόσια με την «Confessio» του, στις 10 Μαΐου του 1381. Στην «Confessio» ανταπάντησαν ο Φραγκισκανός Thomas Tissington, ο Thomas Winterton του τάγματος του Αυγουστίνου και μερικοί Βενεδικτίνοι. Τελικά, αναγκάστηκε να σταματήσει να διδάσκει και να μετακινηθεί στην ενορία του στο Lutterwarth, μέχρι τον θάνατό του το 1384.
8.7.9. Η επανάσταση των χωρικών το 1381
Το παρακάτω γεγονός μας θυμίζει έντονα την επανάσταση των χωρικών την εποχή του Λούθηρου. Το καλοκαίρι του 1381 ήταν αρκετά ταραγμένη περίοδος για το αγγλικό βασίλειο. Στις αρχές του Ιούνη ξέσπασε επανάσταση στο Έσσεξ με αφορμή την υψηλή φορολόγηση. Η εξέγερση μεταδόθηκε μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο στις κομητείες του Kent, Middlesex, Hertfordshire, Cambridgeshire, Norfolk, Suffolk μέχρι το Λονδίνο. Αρχηγοί της ήταν κάποιος ιερέας, ο John Ball και ένας λαϊκός, ο Wat Tyler. Με πύρινα κηρύγματα ενάντια στις αδικίες του κοσμικού και εκκλησιαστικού δικαίου, κατάφεραν να ξεσηκώσουν τον όχλο ενάντια στην Αρχιεπισκοπή και το Στέμμα. Στο Λονδίνο σημειώθηκαν επιδρομές και πυρπολήσεις κτηρίων. Θύμα του εξαγριωμένου πλήθους έπεσε ο αρχιεπίσκοπος Simon Sudbury. Ακολούθησε καταστροφή του Savoy, του παλατιού του Ιωάννη της Γάνδης. Ο ίδιος έλειπε στη Σκωτία και παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος των ταραχών.
Το διάστημα 15-17 Ιουνίου οι ταραχές εξαπλώθηκαν σε όλη την νότια πλευρά του νησιού. Η αντιμετώπισή τους ανέδειξε τον νεαρό βασιλιά Ριχάρδο Β’ σε ικανό ηγέτη. Αξιοποιώντας την ορμητικότητα της νεότητάς του κατάφερε να καταπνίξει την εξέγερση στο Λονδίνο. Συνέλαβε τους ηγέτες Tyler και Ball και τους εκτέλεσε. Στην συνέχεια επέβαλε την τάξη στις εξεγερμένες περιοχές. Η εξέγερση είχε έντονα αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα. Τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά, ωστόσο κατάφερε να σπείρει τον τρόμο στις αρχές λόγω της έκτασης των γεγονότων. Ο απόηχός της κράτησε για τον επόμενο μισό αιώνα. Ειπώθηκε, και όχι άδικα, ότι αιτία του ξεσηκωμού του πλήθους ήταν τα αντιδραστικά κηρύγματα του Wyclif[29]. Πράγματι, το προηγούμενο διάστημα οι «ευαγγελιστές» των ιδεών του όργωναν τις περιοχές που ξεσηκώθηκαν, γεμίζοντας τα μυαλά τους με τις ιδέες τις μεταρρύθμισης και τις καρδιές τους μίσος για την καθεστώσα παπική εκκλησία. Το λυντσάρισμα του αρχιεπισκόπου δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Ούτε και το σχόλιο του Wyclif, ο οποίος είπε ότι οι εξεγερμένοι έδρασαν «λίγο έξω από τον νόμο[30]».
Ερωτηματικά γεννά η στάση του Ιωάννη της Γάνδης. Η απουσία του, αν και δικαιολογημένη, μπορεί να σημαίνει ότι ήταν γνώστης των όσων επρόκειτο να επακολουθήσουν. Δεν πρόκειται για ευφάνταστη υπόθεση. Κανονικά, αυτό που όφειλε ήταν να επιστρέψει αμέσως στην έδρα της κυβερνήσεως. Δεν το έπραξε και μπορούμε να δούμε την σκοπιμότητα πίσω από αυτή τη στάση του. Πιθανόν να πίστευε ότι θα μπορούσε να ελέγχει καλύτερα έναν νεαρό τρομοκρατημένο βασιλιά, αλλά ο Ριχάρδος απέδειξε ότι απείχε πολύ από το να είναι τέτοιος. Κρίνοντας εκ των υστέρων και έχοντας υπόψη τα γεγονότα που ακολούθησαν και ειδικά την ανάληψη της εξουσίας το 1387 από συμβούλιο αριστοκρατών γνωστό ως το Εφετείο των Λόρδων (Lords Apellant), μπορούμε να πούμε ότι ο σφετερισμός της εξουσίας του νεαρού Ριχάρδου απασχολούσε τη σκέψη του Ιωάννη.
Η διδασκαλία του Wyclif είχε έντονα μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό είχε ευρεία απήχηση στο ήδη δυσαρεστημένο πλήθος. Μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες κρίσης και ο Ιωάννης της Γάνδης, μαζί με όσους επιθυμούσαν να επωφεληθούν από αλλαγές του πολιτικοθρησκευτικού κατεστημένου, έβλεπε ευμενώς τη δράση του. Είναι απλό να το καταλάβει κανείς και να κατανοήσει την συμπαιγνία. Ο Wyclif και οι Λολλάρδοι, μπορούσαν να διδάσκουν την μεταρρύθμιση, μπορούσαν να υποδαυλίσουν το πλήθος για να την απαιτήσει, αλλά δεν μπορούσαν να την καθορίσουν. Εκ των πραγμάτων, στις θέσεις που μπορούσαν ν’ αποφασίσουν για το τι αλλαγές και τι μεταρρυθμίσεις θα γίνουν κάθονταν οι αριστοκράτες. Μέσω της μεταρρύθμισης θα έβγαιναν αυτοί ωφελημένοι, διότι θα στερούσαν από το Στέμμα και την παπική εκκλησία την εξουσία . Συνεπώς, η μεταρρύθμιση ξεκίνησε μεν ως εκκλησιαστικό θέμα, βασισμένο στην κακοδοξία και την κακοπραγία του παπισμού, εξαιτίας της αίρεσης και του παποκαισαρισμού, κατέληξε όμως να είναι ζήτημα πολιτικό, γι’ αυτό και ήταν οι πολιτικές εξελίξεις αυτές που θα την ευνοούσαν αργότερα να επικρατήσει.
Η εξέγερση των χωρικών όπως συνέβη εδώ και όπως θα συμβεί αργότερα, την εποχή του Λούθηρου, αποδείχθηκε υποκινούμενη. Η χρησιμότητά της εστιάζεται σε δύο σημεία˙ πρώτον, σκόπευε ν’ αποτελέσει μοχλό πίεσης προς τις αρχές και ίσως τα κατάφερνε, αν ο Ριχάρδος δεν την κατέστειλε με επιτυχία˙ δεύτερον, μέσω της τρομοκρατίας – ο αναγνώστης καλείται να θυμηθεί ότι η τρομοκρατία ακολουθεί τις περισσότερες μεγάλες επαναστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας – σκόπευε να πείσει το υπόλοιπο της κοινωνίας ν’ αποδεχθεί την μεταρρυθμιστική ιδεολογία και τις αλλαγές. Το 1381 δεν ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να πετύχει κάτι τέτοιο.
8.7.10. Η Σύνοδος του σεισμού το 1382
Τον Sudbury αντικατέστησε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο William Courtenay, ο επίσκοπος Λονδίνου. Εκλέχθηκε τον Ιανουάριο του 1382, έπρεπε όμως να περιμένει μέχρι τον Μάιο να του στείλει το pallium ο πάπας, για ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του. Αυτός ήταν αποφασισμένος να καταδικάσει τον Wyclif και τις ιδέες του και να ξεριζώσει την αίρεση από την Οξφόρδη. Συγκάλεσε γι’ αυτόν τον σκοπό μια σύνοδο, στο μοναστήρι των Δομινικανών (γνωστών και ως μαύρων μοναχών λόγω του ότι συνέχιζαν την παράδοση και φορούσαν μαύρα ράσα) στο Λονδίνο. Στη σύνοδο συμμετείχαν επτά ακόμη επίσκοποι, είκοσι δύο καθηγητές θεολόγοι και δεκατέσσερις καθηγητές του αστικού και κανονικού δικαίου.
Οι εργασίες της συνόδου ξεκίνησαν στις 17 Μαΐου, οπότε και ο Courtenay διένειμε στους συνέδρους 24 θέσεις του Wyclif που έπρεπε να εξεταστούν. Η επόμενη συνεδρίαση έγινε στις 21 Μαΐου, όταν πια οι σύνεδροι έπρεπε να γνωμοδοτήσουν για τις θέσεις που διάβασαν. Την ημέρα εκείνη το Λονδίνο ταρακουνήθηκε από ισχυρό σεισμό, οπότε οι σύνεδροι ταράχθηκαν. Ο Courtenay ανέλαβε να διασκεδάσει τις ανησυχίες:
«Διότι, όπως είναι εγκλωβισμένα στα κοιλώματα της γης ο αέρας και το πνεύμα της μόλυνσης, τα οποία απελευθερώνονται μέσω κάποιου σεισμού, μέσω του οποίου η γη καθαρίζεται, όχι χωρίς μεγάλη βία, έτσι και πριν ήταν κρυμμένες στις καρδιές των αδόκιμων πολλές αιρέσεις, από τις οποίες το βασίλειο καθαρίστηκε μετά την καταδίκη τους, όχι όμως χωρίς κόπο και μεγάλη προσπάθεια[31].»
Στην συνέχεια καταδικάστηκαν οι απόψεις του Wyclif που αφορούσαν την άρνηση της αποτελεσματικότητας της Θείας Ευχαριστίας στη σωτηρία του ανθρώπου, την άρνηση του αιρετικού παπικού δόγματος της μετουσίωσης, την άρνηση της εξουσίας του πάπα και την άρνηση της εγκυρότητας των μυστηρίων όταν τελούνταν από αμαρτωλό ιερέα. Η τελευταία αυτή δονατιστική άποψη φανερώνει το πόσο απείχε η θεολογία του Wyclif από αυτή του Αυγουστίνου . Τονίζεται το σημείο αυτό, διότι πολλοί ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι ο Wyclif ακολουθούσε τον άγιο Αυγουστίνο, στηριζόμενοι στις φιλοσοφικές προϋποθέσεις και των δύο. Ο Wyclif αποκήρυξε τις αποφάσεις της συνόδου. Ωστόσο αυτές επικυρώθηκαν από το Στέμμα, οπότε ο αρχιεπίσκοπος είχε στα χέρια του την νομιμότητα να διώξει τον Wyclif και τους οπαδούς του. Την αιρετική παράδοση συνέχιζε στην Οξφόρδη ο Philip Repingdon, ο οποίος στρατολογούσε εκεί νέους «ευαγγελιστές» για τους Λολλάρδους. Ο πρύτανης της Οξφόρδης δεν δέχθηκε την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου. Για την στάση του αυτή κλήθηκε να λογοδοτήσει σε μια δεύτερη σύνοδο, στις 12 Ιουνίου του 1382, και αναγκάστηκε να ενδώσει. Στην ίδια σύνοδο κλήθηκαν για απολογία ο Repingdon και ο βοηθός του John Aston. Τους ζητήθηκε να μετανοήσουν, αρνήθηκαν και αφορίστηκαν. Η άρνηση της μετάνοιας για κακοδοξίες του Wyclif συνεπάγονταν αφορισμό και αυτό ήταν όνειδος για κάθε ακαδημαϊκό της εποχής. Έτσι, όσοι ασπάζονταν τις απόψεις του έπρεπε είτε να μετανοήσουν, είτε να εγκαταλείψουν την Οξφόρδη. Το πανεπιστήμιο απαλλάχθηκε από την επιρροή του.
8.7.11. Τα τελευταία χρόνια
Μετά την απομάκρυνσή του από την Οξφόρδη, ο Wyclif επιδόθηκε στην συγγραφή νέων έργων και στην αναθεώρηση των παλαιών. Σε αυτή την περίοδο δεν ανέλαβε μακροσκελή συγγράμματα, διότι το τέλος ήταν κοντά. Προτιμούσε σύντομα πολεμικά έργα, που αφορούσαν τα προβλήματα του παπισμού. Αρκετά είχαν στόχο τον ίδιο τον πάπα και τους μοναχούς. Άλλα αφορούσαν τα τρέχοντα εκκλησιαστικά γεγονότα, όπως το Δυτικό Μεγάλο Σχίσμα.
Στα πλαίσια της αντίθεσης των Άγγλων επισκόπων προς τον γαλλόφιλο πάπα, ο επίσκοπος Norwich Henry Despenser ανέλαβε μια εκστρατεία στη Γαλλία, για να πολεμήσει τους υποστηρικτές του Κλήμεντος VII. Ο Despenser ηγούνταν στρατού μισθοφόρων και άλλων καθαρμάτων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες, φόνους και πυρπολήσεις στην περιοχή της Φλάνδρας το καλοκαίρι του 1383. Όταν έφτασε στην περιοχή ο γαλλικός στρατός, οι μισθοφόροι οπισθοχώρησαν και ο επίσκοπος επέστρεψε ντροπιασμένος στην Αγγλία. Ο Wyclif δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στον πολεμοχαρή επίσκοπο με το έργο του «Κατά του πολέμου των κληρικών».
Από τα τελευταία του έργα είναι το «Trialogus»[32]. Πρόκειται για μια σύνοψη όλων των φιλοσοφικών και θεολογικών απόψεών του από τα πρώτα ακαδημαϊκά του χρόνια μέχρι την εποχή που γράφτηκε. Έχει τη μορφή διαλόγου μεταξύ τριών προσώπων˙ της Αλήθειας, της Φρόνησης και του Ψεύτη. Τελευταίο έργο του είναι το «Opus Evangelicum», μια ερμηνεία στα Κατά Ματθαίον 5-7, 23-25 και Κατά Ιωάννην 13-17. Σκοπός του έργου δεν ήταν η ερμηνεία αυτή καθ’ εαυτή, αλλά η αντιμοναχική και αντιπαπική πολεμική. Οι τελευταίοι δύο τόμοι ονομάζονται «Περί του Αντιχρίστου». Σ’ αυτό ο πάπας αντιστοιχίζεται στον Αντίχριστο, ωστόσο παραδέχεται ότι:
«Οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε άτομο είτε ομάδα, το οποίο είναι εναντίον του Χριστού κατ’ επίγνωση, είναι Αντίχριστος, σύμφωνα με την Γραφή[33].»
Τον Ιούνιο του 1382 υπέστη το πρώτο εγκεφαλικό. Παρότι, οι κινητικές του δεξιότητες περιορίστηκαν και είχε στην υπηρεσία του έναν βοηθό, τον John Horn, συνέχισε να συγγράφει μέχρι τέλους. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1384 υπέστη και δεύτερο. Κατά την διάρκεια της Θ. Ευχαριστίας και τη στιγμή που ο ιερέας ύψωσε την όστια, ο Wyclif σωριάστηκε παράλυτος και ανίκανος να μιλήσει. Πέθανε τρείς μέρες αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου.
Η διδασκαλία του και τα γραπτά του καταδικάστηκαν από την Σύνοδο της Κωνσταντίας του 1415. Στην ίδια Σύνοδο καταδικάστηκε και ένας άλλος ακαδημαϊκός, ο οποίος επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του, ο Ιωάννης Ούσιος (Jan Hus). Η Σύνοδος τον αναθεμάτισε ως αιρεσιάρχη και διέταξε την εκταφή και το κάψιμο των οστών του. Η απόφαση πάρθηκε στις 4 Μαΐου του 1415, αλλά δεν εκτελέστηκε παρά την άνοιξη του 1428, επειδή ο αρμόδιος επίσκοπος του Lincoln, Philip Repingdon, δεν ήθελε να το κάνει.
Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι η διδασκαλία του Wyclif επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αγγλίας μέσω της αίρεσης των Λολλάρδων. Επίσης, βρήκε τον δρόμο της μέσα από ακαδημαϊκούς διαύλους για την ηπειρωτική Ευρώπη, όπου επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη αντίστοιχης διδασκαλίας από τους Ιωάννη Ούσιο και Ιερώνυμο της Πράγας. Σ’ αυτό συνέβαλε σε πολιτικό επίπεδο ο γάμος του Ριχάρδου Β’ με την Άννα της Βοημίας. Αυτό που φάνηκε καθαρά από όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής είναι το ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες επέλεξαν να προσεταιρισθούν την αίρεση στην παρούσα φάση. Αυτό δεν έγινε χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν ο παποκαισαρισμός του Ρώμης και οι πολιτικές επιδιώξεις του ιδίου και των εκπροσώπων του ο παράγοντας, που υποδαύλισε έμμεσα μια τέτοια εξέλιξη .
* * * * * *
[1] Chronica de Lanercost, ed. J. Stevenson, Edinbourgh 1839, p.30.
[2] Με αυτή την θεώρηση J. E. Healey, John of Gaunt and John Wyclif, Canadian Catholic Historical Association, Report 29 (1962), 41-42.
[3] Fasciculi Zizianorum magistri Johannis Wyclif cum tritico, ed. W. W. Shirley, στη σειρά Rerum Britannicarum Medii Aevi Scriptores 5, London 1858.
[4] Kenneth B. McFarlane, John Wyclife and the Beginnings of English Non-conformity, London 1952, 9.
[5] Joseph H. Dahmus, John Wyclif and the English Government, in Speculum 35 (1960), 68.
[6] Malcolm Lambert, Medieval Heresy, p.249.
[7] http://en.wikipedia.org/wiki/Ghent
[8] Jonathan Sumption, The Hundred Years War: III Divided Houses, London 2009, p. 274.
[9] Stephen Lahey, John Wyclif, Oxford 2009, p. 8.
[10] H. B. Workman, John Wyclif, a Study of the English Medieval Church, Oxford 1926, vol. 1 p. 254.
[11] Εκτιμήσεις και βιβλιογραφία στο Stephen Lahey, John Wyclif, Oxford 2009, p. 4 & p. 246 n.2. Ενδεικτική βιβλιογραφία βιογραφιών του Wyclif˙ H. B. Workman, John Wyclif: A Study of the English Medieval Church, Oxford 1926, 2 vols. Joseph Dahmus, The Persecution of John Wyclif, New Haven 1952 (ύστερα χρόνια). J. A. Robson, Wyclif and the Oxford Schools, Cambridge 1966 (τα χρόνια στην Οξφόρδη).
[12] Stephen Lahey, John Wyclif, p. 4.
[13] Και οι δύο Κατηχήσεις, του Thoresby και των Λολλάρδων, υπάρχουν στο The Lay Folk ’s Catechism, ed. T. F. Simon- H. E. Nolloth, EETS 118 (London 1901).
[14] Stephen Lahey, John Wyclif,… p.15.
[15] Polycronicon Ranulphi Higden monachi cestrensis with an English translation of John Trevisa and of an unknown writer of the 15th c., ed. Joseph Rawson Lumby, (9 volumes) vol.8 (London 1882) p. 380: “Circa principium mensis Augusti missi fuerunt ad villam de Bruges episcopus Bangorensis et Willelmus Burton, de quibus supra fit mentio, cum uno magistro in theologia et uno legume doctore et duobus juris regni peritis, ad tractandum super diversis pendentibus in discordia inter regem Angliae et papam” .
[16] Stephen Lahey, John Wyclif,… p.16.
[17] Για την πολιτική θεωρία του Wyclif ως απόρροια της μεταφυσικής του βλ. Stephen Lahey, John Wyclif,…, ch. 4 pp.102-134 και του ιδίου, Philosophy and Politics in the Thought of John Wyclif, Cambridge 2003. Παλαιότεροι μελετητές προσπερνούσαν το θέμα διότι πίστευαν ότι το μοναδικό αντίγραφο του De Dominium δεν είχε σωθεί ολοκληρωμένο. Εμείς θα επεκταθούμε στο θέμα στο Β’ Μέρος.
[18] De Dominio I.1 & I.6. Κατά τον W. Thompson το De Dominio ξεκίνησε το 1373 και ολοκληρώθηκε αργότερα. Πάντως μπορεί να γίνει δεκτό ότι ολοκληρώθηκε το 1373, αλλά ξαναδουλεύτηκε κατά την προσφιλή τακτική του Wyclif.
[19] Chronicon Anglie XI, η παραπομπή από το Joseph Dahmus, The Prosecution of John Wyclif, …p. 18.
[20] Kenneth B. McFarlane, John Wyclife…, p. 70.
[21] Anonimalle Chronicon CIII: “mesme celle temps de parlement comensat une graunte debate parentre le duk de Loncastre et citisayans de Loundres par cause qe une meastre de divynite meastre Johan Wycliff nome, avoit preche en Londres et aliours come home arage diverses poyntes encontre le clergie”.
[22] Stephen Lahey, John Wyclif,… p.18.
[23] J. H. Dahmus, John Wyclif and the English Government, in Speculum XXXV (1960), 55.
[24] Ο Sir Lewis Clifford ήταν ένας από τους επτά ιππότες σε υψηλόβαθμες θέσεις που κατηγορήθηκαν ως Λολλάρδοι τις πρώτες μέρες της σέκτας. S. Lahey, John Wyclif, …, p. 20.
[25] Ο Πύργος του Λονδίνου ήταν η κρατική φυλακή.
[26] The St Alban’s Chronicle, Volume I 1376-1394, The Chronica Maiora of Thomas Walsingham, eds Taylor-Childs-Watkiss, στη σειρά Oxford Medieval Texts, Oxford University Press 2003, pp. 241-3.
[27] Η επιχειρηματολογία του Wyclif παρουσιάζεται στο έβδομο κεφάλαιο του De Ecclesia. Γίνεται φανερό ότι αντιμετωπίζει το θέμα ως θεολόγος, ενώ θα έπρεπε να το χειριστεί ως νομικός.
[28] De Ecclesia XII.266.
[29] Η σχέση των ηγετών της επανάστασης, ειδικά του John Ball, με τον Wyclif, μαρτυρείται από τους σύγχρονους χρονογράφους, όπως ο Thomas Walsingham, βλ. The St Alban’s Chronicle, p. . Υπέρ της άποψης με προϋποθέσεις τάσσεται η Anne Hudson, Premature Reformation: Wycliffite Texts and Lollard History, Oxford 1988, p.69. Το θέμα εξετάζεται στα Michael Wilks, Reformatio Regni: Wyclif and Hus as Leaders of Religious Protest Movements, in Studies in Church History 9 (1972), 109-130˙ του ιδίου, Wyclif and the Great Persecution, in Studies in Church History Subsidia 10 (1994), 39-63.
[30] De Blasphemia XIII, 190.
[31] Fasciculi Zizaniorum 272-3, μετάφραση Joseph Dahmus, The Persecution…, 93.
[32] Johannis Wiclif Trialogus cum Supplemento Trialogi, ed. Gotthard Lechler, Oxford 1869.
[33] Opus Evangelicum III 107.19-22.
(Πηγή: «John Wyclif – Ο Εωσφόρος της Μεταρρύθμισης», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )

8.8 JOHN WYCLIF B’ – Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Η ακαδημαϊκή ιδιότητα του John Wyclif είχε δύο πλευρές, του φιλοσόφου και του θεολόγου. Στο παρόν θ’ αποφύγουμε να υπεισέλθουμε στα θέματα της διδασκαλίας του που αφορούν την φιλοσοφία (κυρίως θέματα λογικής και μεταφυσικής), διότι η αναγκαία παρουσίασή τους μέσα στο πλαίσιο της μεσαιωνικής τους εξέλιξης θα ξέφευγε από τους σκοπούς αυτής της εργασίας. Θα παρουσιάσουμε την διδασκαλία του Wyclif στα τρία εκείνα θέματα που έπεισαν τον John Bale[1] ότι ήταν αυτός ο Εωσφόρος της Μεταρρύθμισης . Τα υπό εξέταση θέματα είναι η διδασκαλία του περί του Dominium (πολιτική θεωρία με βάσεις στη θεολογία), περί του απόλυτου προορισμού και περί της Αγίας Γραφής .
8.8.1 Dominium – Κυριότητα και Κυριαρχία
Το 1373 ο Wyclif αποφάσισε να στρέψει την ακαδημαϊκή του σκέψη από την φιλοσοφία στην θεολογία. Βέβαια, μέχρι τότε και στο βαθμό που οι δύο τομείς αλληλεπιδρούσαν στο νου του μεσαιωνικού στοχαστή, ο καθορισμός της διδασκαλίας του σε θέματα μεταφυσικά ήταν μια άλλη έκφραση της θεολογικής του σκέψης. Ο στοχασμός, όμως, παρέμενε σε καθαρά θεωρητικά θέματα. Η απόφαση δηλαδή του 1373 προανήγγειλε την ενασχόληση του με θέματα περισσότερο πρακτικά[2]. Η βάση της θεολογικής σκέψης του Wyclif παρέμενε ο μεσαιωνικός ρεαλισμός (πραγματισμός). Παραπαίοντας μεταξύ των δύο ακραίων τάσεων της εποχής, εκφραστές των οποίων είναι οι Grosseteste και Ockham, ο Wyclif έθεσε το dominium που καθορίζει την σχέση του Θεού με την δημιουργία, ως αρχέτυπο του ανθρώπινου dominium, είτε αυτό παρουσιαζόταν ως κυριαρχία του βασιλιά, του φεουδάρχη ή του ιερέα. Παρόμοιες θεωρίες προϋπήρχαν του Wyclif, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Η διαφορά είναι ότι οι πρόδρομοι στοχαστές δεν έβλεπαν το Dominium με μεταφυσικούς όρους. Σε αντίθεση μ’ αυτούς ο Wyclif έβλεπε το dominium μέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής οντολογίας, ως καθολικό αρχέτυπο.
Τι είναι όμως το dominium; Ο Wyclif για να το καθορίσει χρησιμοποίησε έννοιες του ρωμαϊκού δίκαιου, όπως οι propietas (ιδιοκτησία), iurisdictio (δικαιοδοσία), ius (δικαίωμα). Και πάλι είναι δύσκολο για τον άνθρωπο που δεν είναι συνηθισμένος στους θεσμούς της φεουδαρχικής Ευρώπης να το κατανοήσει πλήρως. Η «κυριαρχία» ως έννοια υπεροχής ενός ατόμου επί ενός άλλου και περιέχοντας επίσης τις έννοιες της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, ως απορρέοντος δικαιώματος, δίνουν μόνο μία διάσταση του όρου. Στο δίκαιο της φεουδαρχίας, ο φεουδάρχης ήταν ο ιδιοκτήτης της γης. Ταυτόχρονα, από την ιδιοκτησία της γης απέρρεαν και δικαιώματα επί όσων βρίσκονταν επάνω σε αυτή και βέβαια η κυριαρχία επί των ανθρώπων που ζούσαν σ’ αυτή. Κυριαρχία και κυριότητα ήταν συνδεδεμένες με την ιδιοκτησία.
8.8.2 Οι θεωρίες για το Dominium πριν τον Wyclif
Η σύνδεση της προηγούμενης πρότασης συνιστούσε ουσιαστικά τυραννία. Το φεουδαρχικό σύστημα, εκ γενετής, ήταν ένα τυραννικό σύστημα, που προέκυψε μετά την κατάκτηση της ρωμαϊκής Δύσης από τους βάρβαρους. Αργότερα, οι θεωρητικοί της πολιτικής προσπάθησαν να το ωραιοποιήσουν και να του δώσουν θεολογική υποστήριξη. Για παράδειγμα ο Θωμάς Ακινάτης είπε ότι ο άρχοντας του οποίου η εξουσία πήγαζε μόνο από την ιδιοκτησία και δεν στηρίζονταν σε κάποιον καταστατικό θεσμό, ήταν απλά τύραννος [3]. Οι σχολαστικοί συμφώνησαν μαζί του, αλλά τα συμφέροντά τους ήταν συνταγμένα με την πολιτική εξουσία του πάπα, τον κατεξοχήν θεσμικό άρχοντα, γι’ αυτούς. Απέχουν οι εποχές, όπου ο καταστατικός θεσμός θα ήταν το Σύνταγμα.
1. Άγιος Αυγουστίνος: Παρακολουθούμε μια εποχή, όπου ο κάθε παπικός θεολόγος προσπαθεί να ανάγει τις θεωρίες του στον Άγιο Αυγουστίνο. Έτσι γίνεται αναφορά στο «De Civitate Dei» για τον συσχετισμό του πολιτικού δίκαιου και της ιδιοκτησίας με την θεία αρχή. Στο έργο αυτό οι άνθρωποι κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες:
α) στα μέλη της πολιτείας των ανθρώπων, με κίνητρό τους τον εγωισμό, που τους ωθεί μακριά από το θέλημα του Θεού και στην διάπραξη του ιδίου θελήματος, κάτι που συνεπάγεται απομάκρυνση από την θεία δικαιοσύνη, και
β) στα μέλη της πολιτείας του Θεού , με κίνητρο της αγάπη του Θεού και αποτέλεσμα τον αλτρουισμό.
Περί της αρχής στις δύο αυτές πολιτείες ο Άγιος Αυγουστίνος γράφει:
«Στην μία οι άρχοντες και τα έθνη που περιλαμβάνει κυβερνώνται από την φιλαρχία˙ στην άλλη, οι άρχοντες και οι υπήκοοι υπηρετούν ο ένας τον άλλο με αγάπη, οι τελευταίοι υπακούοντας ενώ οι πρώτοι μεριμνούν για όλα[4].»
Με βάση αυτό το σκεπτικό, στην «πολιτεία του Θεού» δεν υπάρχει η έννοια της κυριαρχίας, όπως γίνεται κατανοητή στην «πολιτεία του ανθρώπου» και αυτό διότι η επικυριαρχία είναι μεταπτωτική κατάσταση. Η μόνη αποδεκτή κατά τον Άγιο Αυγουστίνο επικυριαρχία είναι η πατρική, η εξουσία των γονέων επί των παιδιών, διότι πηγάζει από την αγάπη των γονέων. Η πατρική εξουσία γίνεται πρότυπο για την εξουσία των αρχόντων στην «πολιτεία του Θεού».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο Άγιος Αυγουστίνος κατανοεί την ιδιοκτησία, ως μεταπτωτική κατάσταση, επίσης. Ωστόσο δεν καταλήγει στην άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας, όπως θα φαντάζονταν κανείς λανθασμένα. Είναι γνωστή η θέση του: «όλα ανήκουν στον δίκαιο[5]». Εκείνο που προτείνει δεν είναι η αποχή από την ιδιοκτησία, αλλά από την αγάπη γι’ αυτήν[6]. Ο Άγιος Αυγουστίνος δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές της θεολογικής σκέψης επί του θέματος, χωρίς να καταλήγει σε μια πολιτική θεωρία. Αυτό ανέλαβαν να το κάνουν αργότερα οι παπικοί χρησιμοποιώντας μεν την αυθεντία του, αποφεύγοντας όμως να παραμείνουν στην ελαστικότητά του.
2. Αιγίδιος της Ρώμης[7]: Το 1301 ο Αιγίδιος ασχολήθηκε με την θεωρητική στήριξη των παπικών θέσεων στην αντιπαράθεση του βασιλιά των Φράγκων Φίλιππου ΙV με τον πάπα Βονιφάτιο VIII. Στην διατριβή του «De Ecclesiastica Potestate» (Περί της Εκκλησιαστικής Εξουσίας) προσπάθησε να υποστηρίξει την απόλυτη ανωτερότητα της παπικής πολιτικής εξουσίας, έναντι κάθε κοσμικής. Ο Αιγίδιος δεν επιλέχθηκε τυχαία γι’ αυτή την αποστολή. Είχε διοριστεί από τον Φίλιππο ΙΙΙ διδάσκαλος του υιού του και του είχε ετοιμάσει ένα έργο, το «De regimine principum», στο οποίο δίδασκε στον νεαρό πρίγκιπα την χρήση των αριστοτελικών αρχών στην άσκηση της βασιλικής εξουσίας. Επίσης στο «De renunciation Papae» επιχειρηματολόγησε υπέρ της εγκυρότητας της παραίτησης του Κελεστίνου και της ανόδου του Βονιφάτιου στην Αγία Έδρα.
Αν και ο Αιγίδιος θεωρούνταν άνθρωπος της φράγκικης αυλής, το «De Ecclesiastica Potestate» εμφανίζεται ως αντιγραφή της παπικής βούλας «Clericos Laicos» (1296), στην οποία ο πάπας απαγόρευε την μεταβίβαση εκκλησιαστικής περιουσίας από τους κληρικούς, χωρίς παπική έγκριση, και της παπικής βούλας Unam Sanctam (1302), όπου η κοσμική εξουσία κηρύχθηκε υποτελής της παπικής. Το έργο του ήταν η θεωρητική επεξήγηση των όσων οι βούλες αυτές διατύπωναν. Ο Αιγίδιος πρότεινε ότι πηγή κάθε πνευματικής και κοσμικής εξουσίας είναι ο παπισμός, τον οποίο εξομοιώνει με ποτάμι, του οποίου παραπόταμοι είναι οι επιμέρους εξουσίες. Πηγή του ποταμού, δηλαδή της παπικής εξουσίας, θέτει τον Θεό, ως θάλασσα:
«Ο Θεός είναι ένα είδος δεξαμενής και ένα είδος θάλασσας δύναμης και εξουσίας, από την οποία θάλασσα πηγάζουν όλες οι δυνάμεις και όλες οι εξουσίες ως ρεύματα[8].»
Στο θέμα της ιδιοκτησίας ο Αιγίδιος ακολουθεί παρόμοιο σκεπτικό. Οποιαδήποτε αξίωση σε θέματα ιδιοκτησίας πηγάζει από την παπική εκκλησία, στο βαθμό που είναι δίκαιη και ο μόνος που μπορεί να εγείρει τέτοιου είδους αξιώσεις είναι ο πιστός υπηρέτης της «εκκλησίας» (δηλ. του πάπα), ο οποίος με την συμμετοχή του στα μυστήρια λαμβάνει την χάρη που θα του επιτρέψει να έχει αξιώσεις. Χωρίς την μυστηριακή χάρη, κατά τον Αιγίδιο, οποιαδήποτε κοσμική εξουσία και ιδιοκτησία είναι κενές περιεχομένου και στερούνται νομιμοποίησης. Εδώ βλέπουμε ότι ο Αιγίδιος συνδέει την κοσμική εξουσία και την ιδιοκτησία σε μία έννοια , χωρίς να χρησιμοποιεί τον όρο «dominium».
3. Πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ: Στο θέμα της ιδιοκτησίας οι Φραγκισκανοί είχαν να πουν πολλά. Το 1269 είχαν απορρίψει κάθε έννοια ιδιοκτησίας (ατομικής ή κοινοκτημοσύνης) με το έργο του Μποναβεντούρα, «Apologia Pauperum» (1269). Γι’ αυτούς η ιδιοκτησία ήταν μια αφύσικη μεταπτωτική κατάσταση και η επαναφορά στην φυσική τάξη προέβλεπε την αποκήρυξή της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει σχίσμα στους κόλπους του τάγματος και να δημιουργηθούν δύο ομάδες˙ οι «πνευματικοί», αυτοί δηλαδή που υιοθετούσαν την απόλυτη πτώχεια (usus pauper) ως μέσο πνευματικής τελείωσης, και οι «συμβιβαστικοί», αυτοί που έβλεπαν με περισσότερη ελαστικότητα τον κανόνα.
Οι «πνευματικοί» Φραγκισκανοί υπερίσχυσαν αριθμητικά μέχρι το τέλος του ΙΓ’ αι., με αρχηγούς τους Πέτρο-Ιωάννη Olivi και Ubertino de Casale[9]. Ο θόρυβος που προκλήθηκε στους κόλπους του τάγματος τράβηξε την προσοχή της Ρώμης. Ο Κλήμης V εξέτασε το θέμα την περίοδο 1309-1312 και προσπάθησε να βρει την χρυσή τομή για την λειτουργία του τάγματος. Ο διάδοχός του Ιωάννης XXII δεν ακολούθησε το συμβιβαστικό παράδειγμα του προκατόχου του. Η αντιπάθειά του για τους «πνευματικούς» Φραγκισκανούς ήταν έντονη και φοβόταν το αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει μια ενδεχόμενη επικράτησή τους, κυρίως επειδή έξω από την παπική «εκκλησία» καραδοκούσαν οι Βάλδιοι με παρόμοιες ιδέες.
Η αντιρρητική του πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ στηρίζονταν στο ότι η ιδιοκτησία δεν ήταν αφύσικη μεταπτωτική κατάσταση, αλλά δώρο από τον Θεό στον Αδάμ. Από την άλλη, η χάρις της «εκκλησίας» (δηλ. η σύνταξη με τον πάπα) παρέχει την απαιτούμενη ευλογία και δικαίωση και μ’ αυτήν ο ιδιοκτήτης θέτει την ιδιοκτησία του υπό της ασυλία του dominium του Θεού. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση συνδέονται με το dominium οι έννοιες της iurisdictio & proprietas, και το θείο dominium δίνει τη βάση για κάθε ανθρώπινο dominium. Αυτή την ιδέα θα επαναλάβει αργότερα ο John Wyclif και σε συνδυασμό με τα επιχειρήματα των Φραγκισκανών (πρόκειται για αντίφαση εφόσον η ιδέα αυτή χρησιμοποιήθηκε για ν’ αντικρούσει τα επιχειρήματα των Φραγκισκανών) θα καταλήξει στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα από αυτά που επιδίωκε ο πάπας[10].
4. Richard Fitzralph: Την εποχή εκείνη οι Φραγκισκανοί παρείχαν ποιμαντικό έργο, ανεξάρτητο από την επίβλεψη του επισκόπου της επαρχίας, στην οποία δραστηριοποιούνταν. Αυτό έδωσε την κατάλληλη επιχειρηματολογία στους πολέμιους του επαιτικού ιδεώδους[11]. Πού στηριζόταν η νομιμοποίησή τους, όταν οι ίδιοι δεν υπόκειντο στην αρμοδιότητα του επισκόπου; Από πού λάμβαναν την εξουσία να τελούν μυστήρια; Το θέμα βρίσκει αντικείμενο συζήτησης στον παπισμό, επειδή ο παπικός ιερέας τελεί τα μυστήρια, όχι ως λειτουργός, αλλά ως έχων ο ίδιος εξουσία.
Ο Richard Fitzralph, Ιρλανδός Θεολόγος, καγκελάριος στην Οξφόρδη και υπέρμαχος του παπισμού της Αβινιόν, έγραψε το «De Pauperie Salvatoris», έργο που ξεκίνησε στην Αβινιόν και συνέχισε στην Armagh, επαρχία της πατρίδας του, όπου υπηρέτησε ως αρχιεπίσκοπος. Έφερε το έργο στην Οξφόρδη το 1356 και παρέδωσε μια σειρά έξι διαλέξεων επί του θέματος της νομιμοποίησης των επαιτικών ταγμάτων. Οι ομιλίες του είχαν ως αποτέλεσμα την αντίδραση των ταγμάτων και το ζήτημα ήρθε ενώπιον του βασιλιά. Ο Εδουάρδος ΙΙΙ διέταξε την παραμονή του Fitzralph στην Αγγλία, ωστόσο ο τελευταίος δεν υπάκουσε και πήγε στην Αβινιόν, όπου και έγραψε το όγδοο και τελευταίο βιβλίο του «De Pauperie» το 1360[12].
Ο κεντρικός προβληματισμός του Fitzralph ήταν ο εξής: νομιμοποιείται ο Φραγκισκανός ή όποιος άλλος μοναχός επαιτικού τάγματος, ο οποίος αποποιείται κάθε έννοια ιδιοκτησίας, να κάνει χρήση της ιδιοκτησίας κάποιου άλλου – και στην συγκεκριμένη περίπτωση της ιδιοκτησίας του οικείου επισκόπου – χωρίς ν’ αναλαμβάνει και τις ανάλογες υποχρεώσεις; Γιατί στην περίπτωση αυτή να μην μεταφέρονται και οι υποχρεώσεις μαζί με το δικαίωμα χρήσης; Εφόσον οι μοναχοί βασίζονται στο δίκαιο του ιδιοκτήτη των όσων χρησιμοποιούν θα πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους νόμους που αφορούν αυτόν, και εφόσον χρησιμοποιούν εκκλησιαστική περιουσία θα πρέπει να υπόκεινται στο κανονικό δίκαιο, οπότε θα πρέπει να υπακούουν στην ιεραρχία.
Η θέση του Fitzralph για το dominium ήταν ότι πρώτον αυτό για να είναι δίκαιο θα πρέπει να πηγάζει από το θείο dominium, και δεύτερον ότι η χάρις είναι που νομιμοποιεί το ανθρώπινο dominium. Αν και ο Fitzralph δεν σκόπευε να καταλήξει σε πολιτική θεωρία και ενδιαφέρονταν κυρίως για την ιδιοκτησία, η ενασχόληση με τα δικαιώματα χρήσης τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η πολιτική εξουσία ασκείται κατά παραχώρηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Το σκεπτικό του ήταν ότι η αυθεντική εξουσία είναι απόρροια της δημιουργικής πράξης και εν συνεχεία της θείας πρόνοιας δια της οποίας κυβερνάται το σύμπαν από τον Θεό. Ο άνθρωπος, ως λογικό ον, κάνει χρήση της δημιουργίας, και κατά συνέπεια μαζί με την χρήση αναλαμβάνει και την υποχρέωση της υποταγής στην θεία εξουσία, στην οποία είναι υπόλογη κάθε ανθρώπινη εξουσία.
Με την προπατορική αμαρτία η παραχώρηση της χρήσης της δημιουργίας στερήθηκε της χάριτος, συνεπώς και της νομιμοποίησης, αλλά ο άνθρωπος δεν στερήθηκε της δυνατότητας χρήσης. Παρόλα αυτά ο Fitzralph υποστήριξε ότι υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις όπου στο ανθρώπινο dominium εκχέεται η χάρις και το νομιμοποιεί, χωρίς να καθορίζει ποιες είναι αυτές. Εκείνο που τις διακρίνει είναι η άσκηση της caritas, του νόμου της αγάπης, που χαρακτηρίζει το θείο dominium. Η χάρις είναι ο απαραίτητος παράγοντας νομιμοποίησης που θέτει αναγκαστικά κάθε κοσμική εξουσία υπό εκκλησιαστική αναγνώριση, κατά τον Fitzralph.
8.8.3 Το dominium κατά τον Wyclif
Γίνεται κατανοητό, από όσα ειπώθηκαν στο Α’ Μέρος για τις σχέσεις του Wyclif με το πολιτικό κατεστημένο της πατρίδας του, ότι ο ρόλος του ήταν η αντιμετώπιση του επιχειρημάτων του Fitzralph, και κατ’ επέκταση των αξιώσεων του παπισμού επί της κοσμικής εξουσίας, ώστε η τελευταία να μπορέσει ν’ απαγκιστρωθεί από την παπική πατρωνία.
1. De Dominio Divino: Για τον Wyclif το θείο dominium είναι η γενική αιτία και προϋπόθεση για κάθε άλλο dominium.
«Αν ένα δημιούργημα έχει dominium πάνω σε κάτι, τότε ο Θεός ήδη έχει dominium πάνω σε αυτό, οπότε κάθε δημιουργημένο dominium ακολουθεί το θείο dominium[13].»
Ως γενική αιτία, το θείο dominium είναι πολύ παραπάνω από ένα απλό παράδειγμα. Μεταβιβάζεται μέσω της χάριτος στους ανθρώπινους κυρίαρχους, στους οποίους ενσταλάζει την caritas. Η caritas χαρακτηρίζει την κάθε τους πράξη σε περίπτωση δίκαιου dominium. Το θείο dominium έχει έξι πτυχές˙ οι τρεις χαρακτηρίζουν την φύση του, δηλ. δημιουργία, συντήρηση και διακυβέρνηση, και οι άλλες την ποιότητά του, δηλ. δούναι, λαβείν και παραχωρείν. Η δημιουργία είναι μοναδικό χαρακτηριστικό του θείου dominium, το καθιστά αυθεντικό και πηγή κάθε άλλου δημιουργημένου dominium. Επειδή οι ιδέες προηγούνται των δημιουργημένων αντιτύπων τους και κατά συνέπεια η ιδέα της ανθρωπότητας προηγείται της γέννησης κάθε ξεχωριστού ατόμου, η δημιουργία, συντήρηση και διακυβέρνηση της ανθρωπότητας από τον Θεό προηγείται της γνώσης και πρόνοιας αυτού για κάθε άτομο ξεχωριστά . Κατ’ ουσίαν ο Wyclif εισάγει χρόνο στην πρόγνωση του Θεού και αυτό θα τον οδηγήσει στον απόλυτο προορισμό, όπως θα δούμε παρακάτω .
Σημαντικές στην ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας του είναι οι τρεις επόμενες πτυχές του θείου dominium, το δούναι, λαβείν και παραχωρείν. Αυτές παρέχουν τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπινου dominium. Ακολουθώντας την αδυναμία των δυτικών να καταλάβουν την διάκριση θείας ουσίας και θείων ενεργειών, ο Wyclif θεωρεί ότι επειδή είναι αδύνατον ο Θεός να δώσει ή να πάρει κάτι από την θεία ουσία του στην δημιουργία, το μόνο που μένει ως πραγματική σχέση Θεού και δημιουργίας είναι η παραχώρηση, οπότε ο,τιδήποτε ο άνθρωπος θεωρεί ως δικό του είναι στην πραγματικότητα παραχωρημένο από τη θεία αυθεντία, μέσω της χάριτος. Κάθε ανθρώπινο dominium είναι, κατ’ αυτό τον τρόπο, παραχωρημένο από το Θεό μέσω της χάριτος .
Δύο σημεία της θέσης του Wyclif, ζωτικά για την ανάπτυξη της θεωρίας του είναι, πρώτον ότι ο Θεός παραχωρεί την χάρη του κατ’ αξίαν:
«... είναι αδιάλλακτος νόμος του Θεού το ότι κανείς δεν επιβραβεύεται με ευλογία εκτός και αν την αξίζει[14].»
Δεύτερον, ακολουθώντας την παπική κακοδοξία περί κτιστών ενεργειών του Θεού, αυτός που λαμβάνει τη χάρη, λαμβάνει κατά παραχώρηση κτιστή χάρη σε κάθε περίπτωση ανθρώπινου dominium, που διαφέρει αν και στηρίζεται στην άκτιστη χάρη του Αγ. Πνεύματος (κατά τους παπικούς πάντα). Συνεπώς, κανένας κοσμικός άρχοντας δεν είναι στην πραγματικότητα «κύριος», αλλά υπηρέτης και οικονόμος χάριτι Θεού[15]. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται κανέναν μεσολαβητή, αλλά η κτιστή χάρις του παραχωρείται απευθείας από τον Θεό, κατ’ αξίαν. Με αυτό τον τρόπο ο Wyclif απαλείφει την παπική αξίωση για τον διορισμό των αρχόντων από τον πάπα.
2. De Civili Dominium[16]: Ο Wyclif διαχωρίζει τρεις πτυχές του ανθρώπινου dominium˙ το φυσικό, το πολιτικό και το ευαγγελικό. Ορίζει το πολιτικό dominium ως την ιδιοκτησιακή κυριότητα που θα μπορούσε να έχει ο άνθρωπος (εξαιρούνται οι μοναχοί), θεωρούμενος ως οδοιπόρος σε αυτή τη σύντομη ζωή, πάνω σε αγαθά και σύμφωνα με το ισχύον ανθρώπινο δίκαιο[17]. Πριν την Πτώση ίσχυε η κοινοκτημοσύνη, καθώς ο εγωισμός ήταν άγνωστος στον άνθρωπο. Μετά την Πτώση ο Wyclif διακρίνει τρεις περιπτώσεις χρήσης˙ αυτήν που απορρέει από το αστικό δίκαιο λόγο άμεσης κυριότητας, την χρήση χωρίς κυριότητα και την ευαγγελική χρήση. Αυτά τα νομικά καθεστώτα οδηγούν αναγκαστικά, κατά τον Wyclif σε δύο δομές διακυβέρνησης, την μοναρχία και την αριστοκρατία. Ως αριστοκρατία αντιλαμβάνεται το σύστημα των Κριτών που αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Την θεωρεί προτιμότερη διότι ομοιάζει στην κατάσταση που προϋπήρχε της Πτώσης, ωστόσο πιστεύει ότι είναι ανεφάρμοστη στην παρούσα κατάσταση.
Δέχεται ως αναγκαία μορφή διακυβέρνησης του μεταπτωτικού κόσμου την μοναρχία για δύο λόγους. Πρώτον για την διατήρηση της τάξης στην πολιτική δράση, από μία απόλυτη νομοθετική αυθεντία. Δεύτερον, λόγω της Πτώσης δεν μπορούν όλοι να κυβερνήσουν. Η δεύτερη πρόταση εισάγει ελιτισμό στην μοναρχία και στην πραγματικότητα αναιρεί την αριστοτελική πολιτική αρετή. Το De Civili Dominium ξεκινά με την φράση:
«Η πολιτική δικαιοσύνη προϋποθέτει την θεία δικαιοσύνη˙ το πολιτικό dominium προϋποθέτει το φυσικό dominium.»
Από όσα ειπώθηκαν γεννούνται τα εξής ερωτήματα. Αν το πολιτικό dominium προκύπτει ως μεταπτωτική κατάσταση και σε αντικατάσταση του φυσικού dominium, το οποίο προβλεπόταν ως υποστασιοποίηση του θείου, τότε πώς μπορεί να είναι δίκαιο (το πολιτικό); Αν στο φυσικό dominium δεν προβλεπόταν η ατομική ιδιοκτησία, ενώ το πολιτικό προκύπτει από αυτήν, τότε πώς μπορεί να ισχύει η εισαγωγική πρόταση; Για την λύση αυτών των προβλημάτων ο Wyclif χρησιμοποιεί έναν τρίτο παράγοντα, το ευαγγελικό dominium. Το ευαγγελικό dominium είναι η κατάσταση που εισάγεται με την ενσάρκωση του Χριστού, ως ενδιάμεση της παρούσας με το φυσικό dominium:
«Ο Χριστός ήταν αληθινός πτωχός, όπως προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο για να καταστρέψει την αμαρτία, και πάνω από όλα τα έθιμα της ανθρώπινης κοσμικής συμπεριφοράς που είχαν αναπτυχθεί μετά την κατάσταση της αθωότητας … κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να είχε καταφέρει εκτός και αν υιοθετούσε την ακριβώς αντίθετη συμπεριφορά, δηλαδή την πτώχεια[18].»
Αυτή η πτώχεια δεν είναι απλώς η κατάσταση της ένδειας. Η αποστολική πτώχεια που χαρακτηρίζει την ζωή του Χριστού και της πρώτης εκκλησίας είναι μια πνευματική και όχι οικονομική κατάσταση, αντίστοιχη της κατάστασης πριν την επικράτηση του πολιτικού dominium:
«Ο άνθρωπος πριν την πτώση είχε την κυριότητα όλων όσων αποτελούν τον αισθητό κόσμο˙ με την αρετή του θείου πάθους στον δίκαιο συγχωρούνται όλες η αμαρτίες και αυτός αποκαθίσταται στην κυριότητα˙ οι κοσμικοί αποδέκτες της χάριτος λαμβάνουν και την πληρότητα του καθολικού dominium[19].»
Το τρίτο βιβλίο του «De Civili Dominio» είναι μια επανάληψη των απόψεων του Μποναβεντούρα και των ακραίων Φραγκισκανών για την αποστολική πτώχεια. Τα κίνητρα όμως του Wyclif είναι διαφορετικά. Οι Φραγκισκανοί στηρίζονταν στην εφαρμογή του κανόνα του τάγματός τους για την επίτευξη της αποστολικής πτώχειας και την μίμηση των πρώτων Χριστιανών. Ο Wyclif δέχεται ότι με την θυσία του Χριστού και την αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης, όλοι οι άνθρωποι γίνονται αποδέκτες του φυσικού dominium.
8.8.4 Το dominium ως καθοριστικός παράγοντας στις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας
Παρακάτω ο Wyclif εφαρμόζει τις ιδέες του στην Εκκλησία. Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, οφείλει να διατηρήσει την αποστολική πτώχεια πέρα από κάθε ανθρώπινο νόμο:
«... διότι ο νόμος του Χριστού διδάσκει την δόξα των θλίψεων και καταδικάζει την κοσμική δόξα, την ευπορία, και τα πλούτη του κόσμου, προτείνοντας την απαλλαγή από την ιδιοκτησιακή κυριότητα˙ οι κοσμικοί νόμοι διατάζουν τα αντίθετα από αυτά[20].»
Έτσι, η Εκκλησία κατά τον Wyclif οφείλει να είναι απαλλαγμένη από κάθε εκκλησιαστική περιουσία, για να εφαρμόζει το lex Christi και την αποστολική πτώχεια. Κάθε υλικό αγαθό στην κατοχή της πρέπει να δαπανάται σε αγαθοεργίες, όχι για την άσκηση της φιλανθρωπίας, αλλά για την μίμηση του παραδείγματος του Χριστού και την απεμπλοκή της από το πολιτικό dominium. O Wyclif δεν εννοεί μόνο την παραχώρηση της χρήσης, αλλά την ολοκληρωτική απόδοση της ιδιοκτησίας. Ο Wyclif ψέγει τον κλήρο της εποχής του στο έργο του «Dialogus, sive Speculum Ecclesie Militantis» (Διάλογος, ήτοι Κάτοπτρο της Στρατευομένης Εκκλησίας):
«Ο διάβολος διέστρεψε τους ιερείς από την αποστολική πτώχεια στην κοσμική κυριότητα και τους απομάκρυνε από την ταπείνωση, τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και από κάθε άλλο καθήκον που τους ανέθεσε ο Χριστός[21].»
Και καταλήγει στην γνωστή μας πλέον «αποστασία» της Εκκλησίας. Σημείο καμπής είναι η Κωνσταντίνεια Δωρεά, διότι σε αυτήν στήριξαν οι παπικοί τις κοσμικές τους αξιώσεις. Με αυτήν η Εκκλησία έλαβε το πολιτικό dominium . O Wyclif, ωστόσο, αρνείται ότι ένας κοσμικός άρχοντας είχε την εξουσία να κάνει μια τέτοια δωρεά. Με την αποδοχή της, η Εκκλησία ενεπλάκη στο πολιτικό dominium και απομακρύνθηκε από την caritas. Όταν φτάνει στο σημείο να εφαρμόσει τις ίδιες αρχές και στην περίπτωση της κοσμικής εξουσίας, o Wyclif επιδεικνύει απίστευτη διγλωσσία. Εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά, όπως είπαμε σχετικά στο Α’ Μέρος, κι εδώ θα εξηγήσουμε το γιατί. Η εφαρμογή της αποστολικής πτώχειας, ως απαλλαγής από τα υλικά αγαθά, ισχύει μόνο για την Εκκλησία, κατ’ αυτόν. Αντίθετα, στην περίπτωση των κοσμικών αρχόντων η μίμηση του Χριστού δεν έχει να κάνει με την πτώχεια αλλά με την caritas. Δέχεται, λοιπόν, ότι κάθε ιδιοκτησία δεν αποκλείει την caritas, εφόσον ένας κοσμικός άρχοντας αναγνωρίζει την θέση του ως οικονόμος του Θεού και υποστασιοποιεί το θεϊκό dominium με την χάρη. Νομιμοποιεί ουσιαστικά το φεουδαρχικό σύστημα της εποχής του, διαφωνώντας μόνο σε δύο σημεία˙ την κληρονομική διαδοχή και την υποτέλεια.
Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει τους κοσμικούς άρχοντες ως τα όργανα εκείνα που απαλλάσσουν την Εκκλησία από το βάρος της ιδιοκτησίας. Καλεί μάλιστα τον μονάρχη ν’ απαλλάξει έστω και με την βία την Εκκλησία που έχει παγιδευτεί στις βιοτικές μέριμνες, από την εκκλησιαστική περιουσία. Ο δίκαιος μονάρχης κατά τον Wyclif, οφείλει να ενεργεί ως προστάτης της Εκκλησίας. Οφείλει να την προστατεύει από τους κλέφτες, τους άπιστους και τους αιρετικούς, ώστε οι ιερείς να επιδίδονται απερίσπαστοι στην διδασκαλία του Ευαγγελίου και τη μέριμνα των ψυχών των πιστών.
«Είναι δίκαιο για τον Θεό να έχει δύο βικάριους στην Εκκλησία Του, δηλαδή έναν μονάρχη για τις κοσμικές υποθέσεις και έναν ιερέα για τις πνευματικές. Ο μονάρχης θα πρέπει να ελέγχει δριμύτατα την αποστασία, όπως ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ οι ιερείς πρέπει να διδάσκουν με ιερότητα…, όπως ο Χριστός που ήταν ταυτόχρονα και βασιλεύς και ιερέας[22].»
Παρόμοια άποψη είχε διατυπωθεί και από τον Ανώνυμο Νορμανδό[23] τον ΙΒ’ αι. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο βασιλιάς είναι εικόνα του Θεού, του παντοδύναμου Κυρίου, ενώ ο ιερέας είναι εικόνα του Χριστού, του πνευματικού διδάσκαλου. Και οι δύο αρνούνται την μετάδοση του βασιλικού αξιώματος του Χριστού στους ιερείς. Ο Wyclif καθιερώνει τον ρόλο του βασιλιά, ως υπερασπιστή της πίστης (paladin) του Χριστού:
«Εφόσον ο βασιλιάς είναι διάκονος του Θεού, σύμφωνα με την ταιριαστή εξοχότητα της αρετής, γίνεται φανερό ότι θα πρέπει να κυβερνά κατά τον θείο νόμο, υπό τον οποίο τάσσονται οι άνθρωποι. Εφόσον αντικείμενο της δικαιοσύνης είναι η απομάκρυνση από το κακό και η διάπραξη του αγαθού, ο βασιλιάς θα πρέπει να πειθαναγκάζει τους αποστάτες του θείου νόμου και των άλλων αρχών και να προάγει τους παράγοντες της δικαιοσύνης σύμφωνα με τους κανόνες της caritas. Ο βασιλιάς θα πρέπει να έχει την εξουσία να κυβερνά του υπηκόους του ως διάκονος του Θεού και όχι με βάση τον ανθρώπινο νόμο χωρίς θεία επικύρωση[24].»
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Wyclif δεν εξετάζει το θέμα ως πολιτικός επιστήμων, όπως έκανε ο Γουίλλιαμ Όκκαμ και άλλοι στοχαστές της εποχής του. Δεν ασχολείται για παράδειγμα, με το θέμα του κοινοβουλίου ή με τις σχέσεις μεταξύ των βασιλέων. Ασχολείται μόνο με τις σχέσεις της Πολιτείας, δηλ. του βασιλιά με την Εκκλησία. Παροτρύνει συνεχώς τον μονάρχη να κατάσχει κάθε είδους εκκλησιαστική περιουσία, ακόμη και τους ναούς. Είναι σίγουρο ότι η ιεραρχία από την πλευρά της θα αφορίσει τον βασιλέα μετά από μια τέτοια πράξη, αλλά όπως ισχυρίζεται, κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να αποτρέψει τον μονάρχη από την υποχρέωσή του, διότι ενεργεί σύμφωνα με την χάρη του Θεού και συνεπώς δεν αποκόπτεται από το Σώμα του Χριστού. Μάλιστα προτείνει σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης οι ναοί να κατεδαφιστούν και με τα υλικά να ανεγερθούν πύργοι και οχυρά. Με αυτό τον τρόπο ο βασιλέας κάνει έργα φιλανθρωπίας εκ μέρους της Εκκλησίας.
Ο Wyclif δέχεται ότι υπάρχουν και περιπτώσεις τυραννικής διακυβέρνησης, τις οποίες όμως βλέπει ως θεία τιμωρία για τον «καθαρισμό» του βασιλείου ή της Εκκλησίας. Δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα στους ιερείς να ελέγχουν την τυραννία, διότι οι ιερείς πρέπει να είναι αφοσιωμένοι στο αποστολικό ιδεώδες και ν’ αποφεύγουν την ενασχόληση με το πολιτικό dominium (ένα επιχείρημα που ακούμε πολύ συχνά στις ημέρες μας) . Η αντίσταση στην τυραννία είναι δικαιολογημένη στις περιπτώσεις της ιερατικής τυραννίας, διότι ένας κοσμικός τύραννος μπορεί να βλάψει μόνο υλικά, ενώ ένας πνευματικός τύραννος μπορεί να βλάψει την ψυχή του ανθρώπου. Ο κοσμικός άρχοντας είναι ο φύλακας-προστάτης κατά της ιερατικής τυραννίας(!?). Οφείλει να επιβλέπει τον κλήρο στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Αυτό το δικαίωμα αποδίδεται στον κοσμικό άρχοντα από τον Θεό, ως ευθύνη για την προστασία της Εκκλησίας από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους(!?). Στην περίπτωση του κοσμικού άρχοντα βρίσκει την σχέση του θείου και του ανθρώπινου νόμου, την οποία αρνείται σε άλλες περιπτώσεις, εφαρμόζοντας και πάλι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αντίθετα θεωρεί ότι το κανονικό δίκαιο είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, και ως τέτοιο εισάγει μια κοσμική δομή σε ένα πνευματικό ίδρυμα. Αφαιρεί δηλαδή την εφαρμογή του κανονικού δικαίου στην λειτουργία της Εκκλησίας και το αντικαθιστά με την εξουσία του βασιλιά ως υπέρτατου ρυθμιστικού παράγοντα .
Στο νέο αυτό πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, ο ρόλος των ιεραρχών επαναπροσδιορίζεται. Αυτοί πλέον λειτουργούν ως πράκτορες του βασιλιά στην παρακολούθηση των ιερέων της επαρχίας τους. Επίσης δρουν ως θεολογικοί σύμβουλοι του στέμματος στην κατανόηση του lex Christi, καθώς και στην νομιμοποίηση της βασιλικής νομοθεσίας, αν και στερούνται οποιουδήποτε δικαιώματος επέμβασης στο νομοθετικό έργο. Είναι επόμενο ότι ως πράκτορες του βασιλιά διορίζονται από αυτόν. Στο θέμα των επισκόπων οι απόψεις του Wyclif διέφεραν από αυτές των Μεταρρυθμιστών, πάντως ο Wyclif δεν θεωρούσε ότι οι ιεράρχες είναι ανώτεροι από τους κληρικούς ή τους λαϊκούς, αλλά μια διαφορετική διακονία με την χάρη του Θεού. Δεν θεωρεί τους ιεράρχες πνευματικούς ποιμένες, όπως φαίνεται καθαρά στο Trialogus IV.5, μόνο τους ιερείς. Οι ιεράρχες τίθενται στην υπηρεσία του κοσμικού άρχοντα.
Intermedio: Λόγω έκτασης, τα δύο επόμενα θέματα, δηλαδή οι απόψεις του Wyclif για την Αγία Γραφή και τον απόλυτο προορισμό θα εξεταστούν σε τρίτο μέρος.
* * * * * *
[1] John Bale (1495-1563), Άγγλος επίσκοπος Ossory και ιστορικός. Όντας στην εξορία έγραψε το Illustrium Majoris Britanniae Scriptorum Summarium, όπου αναφέρει τον Wycliff ως πρόδρομο της Μεταρρύθμισης. Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε αργότερα και ο Daniel Neal, The History of the Puritans or Protestant non-Conformists, London 1732 , vol. 1 p. 3.
[2] De Dominio Divino I.1.6: “Είναι καιρός ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε θέματα που θεωρούνται περισσότερο πρακτικής φύσης, στο μέτρο της δυνάμεως που μου χάρισε ο Θεός”.
[3] Summa Theologica Ia-IIae, q.56, a.5.
[4] The City of God XIV.28, (ed.) Philip Schaff, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 2 p.283.
[5] Epistola 93 XII, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 1 p.400: «Et quamvis res quaeque terrena non recte a quoquam possideri possit, nisi vel iure divino, quo cuncta iustorum sunt,…».
[6] Enarratio in Psalmam 132.4, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 8 p.617.
[7] Aegidius Romanus (1243-1316), παπικός θεολόγος, αρχιεπίσκοπος Bourges. Χαρακτηρίστηκε από τον πάπα Βενέδικτο XIV ως Doctor Fundatissimus (το όνομα προέκυψε από την συνήθεια της εποχής, κάθε επίδοξος θεολόγος να κάνει μια σχολιαστική εργασία πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού. Από την ποιότητα της εργασίας του λάμβανε και έναν επιθετικό προσδιορισμό δίπλα στον τίτλο του Δόκτωρ).
[8] De Ecclesiastica Potestate III.2.4, ed. & trans. R. W. Dyson, Drew N. H. 1986.
[9] Malcolm Lambert, Franciscan Poverty, New York 1989.
[10] Η διαμάχη του πάπα με τον Γουίλλιαμ Όκκαμ στο έργο του τελευταίου, A Letter to the Friars Minor and Other Writings, ed. & trans. A. S. Mc Grade-John Kilcullen, Cambridge 1995.
[11] Ως επαιτικά θεωρούνταν τα εξής τάγματα, Αυγουστινιανοί, Δομινικανοί, Καρμελίτες, Φραγκισκανοί.
[12] http://theology.unl.edu/theo.fitz_intro.html#n06.ref. Τα τέσσερα πρώτα βιβλία του De Pauperie Salvatoris περιελήφθησαν στην έκδοση του De Dominio Divino της Wyclif Sosciety του 1890. Τα υπόλοιπα εκδόθηκαν από τον Richard Brock, An Edition of Richard Fitzralph ‘s ‘De Pauperie Salvatoris’ Books V, VI, VII, Ph.D. Thesis University of Colorado 1954. Η επιχειρηματολογία του δεν έχει εξεταστεί διεξοδικά. Βλ. σχ. James Doyne Dawson, Richard Fitzralph and the 14th Century Poverty Controversies, in Journal of Ecclesiastical History 34 (1983).
[13] De Dominio Divino I.3.
[14] De Dominio Divino III.4.
[15] De Dominio Divino III.6.
[16] Σε αγγλική μετάφραση A.S. McGrade-John Killcullen-Matthew Kempshall (eds), The Cambridge Translations of Medieval Philosophical Texts, vol.2 Ethics and Politics, Cambridge 2001, pp. 587-654.
[17] De Civili Dominio III.2.
[18] De Civili Dominio III.4.
[19] De Civili Dominio I.9.
[20] De Civili Dominio II.16.
[21] Dialogus, sive Speculum Ecclesie Militantis 35.
[22] De Officio Regis I.13.
[23] Ανώνυμος Νορμανδός ή αλλιώς Ανώνυμος της Ρουέν ή Ανώνυμος της Υόρκης, ονομάζεται ο συγγραφέας του έργου Tractatus Eboracenses, γραμμένου το 1100. Στο έργο αυτό εξετάζεται η σχέση του βασιλιά με την παπική «εκκλησία». Έκδοση Der Codex 415 des Corpus Christi College Cambridge : Facs.-Ausg. d. Textüberlieferung d. Normannischen Anonymus ed. Karl Pellens (1977). http://normananonymous.org/ENAP/ToC.jsp
[24] De Civili Dominio Ι.26.
(Πηγή: «John Wyclif B’ – Η Διδασκαλία. Σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας.», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )

8.9 JOHN WYCLIF Γ’ – Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ – ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Για να προχωρήσει κάποιος μεσαιωνικός θεολόγος στην απόκτηση διδακτορικού, έπρεπε να ολοκληρώσει σχολιασμό πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού. Η ποιότητα της εργασίας αυτής τού παρείχε και έναν άτυπο τιμητικό τίτλο. Ο John Wyclif έλαβε τον τίτλο του doctor evangelicus, λόγω του κεντρικού ρόλου που έδωσε στην Αγία Γραφή. Το έθιμο αυτό καθιερώθηκε και επισημοποιήθηκε πολύ αργότερα, μόλις το 1295. Τότε οι δυτικοί θεολόγοι, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Μποναβεντούρα, ο Αλβέρτος Μάγνος, έγιναν δόκτορες του παπισμού επίσημα από τον πάπα Βονιφάτιο VIII. O John Wyclif δεν αναγνωρίστηκε επειδή ήταν αιρετικός και βλάσφημος. Ο τίτλος doctor evangelicus δόθηκε επίσημα στον Αντώνιο της Πάδοβα το 1246.
8.9.1 Βιβλολατρεία
Τον ΙΔ’ αι. ο Robert Holcot (Doctor firmus et indefatigabilis), επηρεασμένος από την λογική του William Ockham, υποστήριξε ότι ο φυσικός λόγος δεν επαρκεί για την ανεύρεση και κατανόηση του Θεού και εν γένει του πνευματικού κόσμου. Κατά συνέπεια αρνήθηκε την εγκυρότητα της φυσικής θεολογίας και θεώρησε ότι οποιαδήποτε αλήθεια μπορούσε να βρεθεί σε εθνικούς συγγραφείς, όπως ο Αριστοτέλης ή ο Ερμής τρισμέγιστος – εκείνη την εποχή δεν γνώριζαν ότι τα κείμενα του Ερμή είναι μεταγενέστερα του Χριστιανισμού – πρέπει να ήταν απομεινάρι γνώσης που ανάγονταν στους προπάτορες. Επίσης δέχονταν ότι οι εθνικοί αυτοί φιλόσοφοι, επειδή ζούσαν με βάση τον φυσικό νόμο αν και όχι με τον μωσαϊκό, εν τούτοις δέχτηκαν κάποιο είδος αποκάλυψης από τον Θεό. Σε καμιά περίπτωση δεν δέχονταν ότι έφθασαν στην αλήθεια μέσω της λογικής, διότι αυτή έπρεπε να υποβοηθείται από την Γραφή για να μπορεί να εξετάζει θεολογικά ζητήματα[1].
Ο Robert Holcot έδωσε κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη για την κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων. Από την πλευρά του ο Wyclif, επιχειρώντας να αναιρέσει την θέση του Holctot, έδωσε κεντρική θέση στην Αγία Γραφή. Στο έργο του «De Veritate Sacrae Scripturae» (1377-8) δίνει έμφαση στην ανάγκη του αναγνώστη να καταλάβει την λογική της Αγίας Γραφής, όπως και της ερμηνευτικής δομής της. Ήδη είχε ξεκινήσει την μετάφραση της το 1371, μια προσπάθεια που κράτησε μέχρι το 1376 και συνέδεσε το όνομά του με την πρώτη αγγλική μετάφραση. Πάνω σ’ αυτή την γραμμή προχώρησε κατόπιν στον σχολιασμό των ευαγγελίων του Ματθαίου και Ιωάννη στο «Opus Evangelicum» (1383-1384) και πολλές από τις ομιλίες του που δόθηκαν στα αγγλικά, είχαν το ίδιο θέμα.
Στο «De Veritate Sacrae Scripturae» καθορίζει την σχέση του προφορικού και γραπτού λόγου στην Αγία Γραφή και εφαρμόζοντας πάλι την πραγματοκρατία, βρίσκει ότι το καθολικό αρχέτυπο αυτής είναι το Βιβλίο της Ζωής που αναφέρεται στο Αποκ. 20.12. Πιστεύει ότι το Βιβλίο σαρκώθηκε μαζί με τον Λόγο και έτσι στάλθηκε στον κόσμο από τον Πατέρα για την σωτηρία του. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται η άκτιστη αλήθεια. Συνεπώς συνδέει την Αγία Γραφή με τον ίδιο τον Λόγο, όπως και οι Προτεστάντες σήμερα, οι οποίοι θεωρούν ότι είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η άποψή τους είναι εφαρμογή πλατωνίζουσας θεολογίας . Ο Wyclif ξεκινά από το Ιωάν. 10.35-36 «πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι;», σχολιάζει ως εξής:
«... από αυτές τις λέξεις φαίνεται να εννοεί ότι είναι η ίδια η αλήθεια, όταν ο Χριστός σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος… ο Θεός Πατέρας έστειλε αυτό το βιβλίο στον κόσμο με σκοπό να τον σώσει[2].»
Η ταύτιση της Αγίας Γραφής με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος δεν προέκυψε στον Wyclif ξαφνικά το 1378, όταν έγραφε το «De Veritate Sacrae Scriptura». Είναι προγενέστερη, όπως ομολογεί και ο ίδιος σε κάποιο σημείο του έργου:
«Έχω πει κατ’ επανάληψη ότι όλη η Αγία Γραφή είναι ο ένας Λόγος του Θεού, και κάθε επιμέρους σημείο της πρέπει να εκλαμβάνεται ως συμπύκνωση της ολότητας του Λόγου στον οποίο ο αγιασμένος στον ουρανό βλέπει το πλήθος των αληθειών που ειπώθηκαν από τον Θεό[3].»
Πράγματι, ήδη από το 1372 είχε γράψει στο «De Benedicta Incarnatione», ότι η Γραφή που δεν μπορεί να καταλυθεί (Ιωάν. 10.35) σημαίνει ότι ο Χριστός δεν είναι τα βιβλία, διότι αυτά καταστρέφονται, αλλά αυτά που είναι γραμμένα μέσα στα βιβλία, οι αλήθειες που αγιάστηκαν από τον θεό στον ουρανό, τα λόγια του Χριστού που δεν καταστρέφονται[4]. Ακόμη περισσότερο υποστήριξε ότι οι διάφορες Βίβλοι βρίσκονται σε υποστατική ενότητα μεταξύ τους, όπως και σε υποστατική ενότητα με τον Λόγο(!?). Όπως ο Λόγος ενώθηκε με την σάρκα, με παρόμοιο τρόπο υποστηρίζει ο Wyclif, ενώνεται και με την περγαμηνή στην οποία είναι γραμμένος. Καταλήγει, όμως, ότι δεν πρέπει να λατρεύεται το βιβλίο, διότι ομοιάζει με το σώμα του Χριστού στον τάφο.
8.9.2 Η αναγκαιότητα της ενσάρκωσης του Λόγου στη Βίβλο
Για να περιγράψει την αναγκαιότητα της ενσάρκωσης του Λόγου του Θεού στη Βίβλο, ο Wyclif λαμβάνει ως αφετηρία τις θέσεις που διατύπωσε ο Grosseteste το 1230 σε δύο διατριβές του. Στην «De Decem Mandatis» o Grosseteste κάνει μια ποιμαντική ανάλυση των Δέκα Εντολών, συνδέοντάς αυτές με την εντολή της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Στο «De Cessatione Legalium» περιγράφει μια εξέλιξη του θείου νόμου, του δοσμένου στους ανθρώπους, από τον μωσαϊκό νόμο στον νόμο της αγάπης του Χριστού (caritas), μέσω του οποίου πιστεύει ότι είναι δυνατή η σωτηρία. Κεντρικό σημείο αυτής της εξέλιξης τίθεται η ενσάρκωση του Χριστού και καταλήγει στην «Hexaemeron» του, ότι ακόμη και αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει στον παράδεισο, η ενσάρκωση θα ήταν αναγκαία για την ολοκλήρωση της δημιουργίας(!?). Πρόκειται για την καθαρά νεοπλατωνική άποψη της επιστροφής των όντων στον Θεό:
«Αλλά όταν ο Θεός έγινε άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος διαμοιράστηκε ως προς την φύση του σε όλα τα λογικά όντα με μονοσήμαντο τρόπο, και ο κύκλος ολοκληρώθηκε, και η κυκλική επιστροφή στον Θεό διασφαλίστηκε[5].»
Με αυτό τον τρόπο ο Grosseteste αποσυνδέει την θεία οικονομία από την σωτηριολογία και την συνδέει με μια νεοπλατωνική κοσμική ολοκλήρωση. Η caritas τίθεται ως η συνοχή των στοιχείων της δημιουργίας. Ο Wyclif παραλαμβάνει την caritas από το «De Decem Mandatis» του Grosseteste και υποστηρίζει στο δικό του «De Mandatis Divinis» (1376) ότι η εντολή της αγάπης που δίνεται στο Δευτερονόμιο 6.5-9 απηχεί στο Ματθ. 22.37-40 και πρέπει να είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το ζήτημα, όμως για τον Wyclif είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει αυτόν που έχει δημιουργηθεί ν’ αγαπά. Πως έρχεται αυτή η γνώση στον άνθρωπο; Ο Wyclif πιστεύει με τρεις τρόπους. Οι άγιοι αποκτούν διαισθητική αντίληψη στον παράδεισο, οι φιλόσοφοι αποκτούν παρεκβατική αντίληψη με την φιλοσοφική λογική (κεντρικό σημείο της έριδας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό), και οι απλοί πιστοί μέσω της πίστης . Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο γνωστικισμός του Wyclif, στο ότι θέτοντας την γνώση ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αγάπη του Θεού, την καθιστά αναγκαίο παράγοντα σωτηρίας :
«Εφόσον τίποτα δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί πριν γίνει γνωστό, είναι ξεκάθαρο ότι ο αληθινός τρόπος της γνώσης του Θεού οδηγεί την λογική στην αγάπη Του, και παρόλο που από τα όντα αποκτιέται φιλοσοφικά αποδεδειγμένη γνώση του Θεού… ο τρόπος είναι περισσότερο συνοπτικός και σίγουρος, όταν ακολουθώντας τους υποδειγματικούς λόγους ή τους λόγους των όντων, ανέρχεται στον Θεό[6].»
Εδώ αντιτίθεται στον εμπειρισμό της εποχής του που οδηγούσε στην απόκτηση της γνώσης των όντων για χάρη της ίδιας της γνώσης, και θέτει αυτήν ως βάση για την κατανόηση και την αγάπη του Θεού, κάτι που οδηγεί αναγκαστικά σε μια θεοσοφική επιστήμη. Εδώ βρίσκουμε το σημείο επαφής του γνωστικισμού με τον ερμητισμό που αργότερα θα γεννήσει την θεοσοφική επιστημολογία της Νέας Εποχής . Η ανάβαση του νου από τους λόγους των όντων στις θεϊκές ιδέες, κατευθείαν μέσα στον θεϊκό νου για την απόκτηση της γνώσης αυτού, είναι ο τρόπος του φιλοσόφου. Τι γίνεται, όμως, με τους απλούς πιστούς. Ο Wyclif στο «De Amore sive ad Quinque questions» εφιστά την προσοχή στην αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός καθολικού αρχέτυπου, απευθείας συνδεδεμένου με τον νου, του οποίου το επιμέρους επί της γης να βοηθά τον απλό πιστό στην απόκτηση της γνώσης και της αγάπης του Θεού. Την ανάγκη αυτή ήρθε να καλύψει η Βίβλος, ως ενσαρκωμένη αλήθεια, ως ένσαρκος Λόγος. Συνεπώς ο πιστός πρέπει συνεχώς να εντρυφά στη ευαγγελική ιστορία και μέσω αυτής να αποκτά την γνώση και την αγάπη του Θεού με αποτέλεσμα την σωτηρία[7]. Η ιστορία της ζωής του Χριστού, το κεντρικό θέμα της Αγίας Γραφής για τους μεσαιωνικούς ερμηνευτές, είναι το ίδιο σημαντική με την διδασκαλία του, είναι ο νόμος του Θεού δοσμένος παραδειγματικά. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε αυτούσια από τους Προτεστάντες, με αποτέλεσμα την συγγραφή πολλών βιβλίων με θέμα την ευαγγελική ιστορία, την ζωή του Χριστού[8].
8.9.3 Η οντολογία της ενσάρκωσης του Λόγου στη Βίβλο
Μετά την εξέταση της ενσάρκωσης του Λόγου στη Βίβλο από πλευράς λογικής και μεταφυσικής, ο Wyclif πέρασε στην εξέταση από την πλευρά της οντολογίας. Μια τέτοια εξέταση, όμως, δεν είναι ανεξάρτητη από τις προϋπάρχουσες απόψεις των παπικών για την ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο Χριστό. Εξάλλου, όπως είδαμε παραπάνω, ο Wyclif έλαβε υπόψη του τις προϋπάρχουσες θεωρίες, όταν εξέτασε και τις άλλες πλευρές του ζητήματος. Η εξέταση από πλευράς οντολογίας αφορά την απάντηση κάποιων σημαντικών ερωτημάτων. Ο Wyclif θεωρεί ότι ο Χριστός, το ζων Βιβλίο της Ζωής, και η Βίβλος είναι ταυτόσημοι. Ο σαρκωθείς Λόγος περιέχεται σε ολόκληρη τη Γραφή. Πώς μπορεί η Γραφή να είναι ο ίδιος ο Χριστός και ταυτόχρονα να έχει τον Χριστό ως κεντρικό ήρωα; Πώς μπορεί να ειπώθηκε από τον ίδιο τον Χριστό, ή για να το τοποθετήσουμε ορθότερα, πώς μπορεί ο Χριστός να βγήκε από το στόμα του Χριστού; Για ν’ απαντηθούν αυτά και παρόμοια ερωτήματα ήταν σημαντικό να καθοριστεί, τι είναι Χριστός;
Η μεταφυσική και η οντολογία της ενσάρκωσης αποτέλεσε αντικείμενο του στοχασμού των μεσαιωνικών φιλοσόφων. Αυτοί ήταν πρώτα από όλα θεολόγοι και μέσα από απαντήσεις σε θεολογικά ερωτήματα, προσπαθούσαν να διαμορφώσουν τις φιλοσοφικές τους απόψεις. Το τρίτο βιβλίο των Προτάσεων του Πέτρου Λομβαρδού είναι αφιερωμένο στην ενσάρκωση του Λόγου. Για την εξήγηση της ένωσης θείας και ανθρώπινης φύσης στο Χριστό έχουν προταθεί δύο ομάδες μοντέλων από τους μεσαιωνικούς παπικούς θεολόγους. Στην πρώτη ομάδα η θεότητα και η ανθρωπότητα θεωρούνται ως μέρη του όλου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τους Πέτρο Αβελάρδο και Θωμά Ακινάτη. Ο Πέτρος Λομβαρδός στο «Προτάσεις», ΙΙΙ.6 δίνει τρεις επεξηγηματικές εκδοχές. Στην πρώτη, ο Λόγος ενδύθηκε την ανθρώπινη φύση ως ένδυμα. Αυτή είναι η θεωρία habitus που προτάθηκε από τον Άγιο Αυγουστίνο. Στην δεύτερη, ο Λόγος ανέλαβε έναν άνθρωπο ψυχή τε και σώματι, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε έγιναν ταυτόσημοι. Αυτή είναι η θεωρία assumptus homo, που υποστηρίχθηκε από τον Ούγο του Αγ. Βίκτωρα και τον Άνσελμο Καντερβουρίας. Στην τρίτη, ο Χριστός ξεκινά ως Θεός και συνθέτει σώμα και ψυχή σε μια συμβιωτική σχέση. Αυτή είναι η προσέγγιση του Γιλβέρτου του Πουατιέ, δοσμένη από τον Πέτρο Λομβαρδό[9]. Η καταδίκη των θεωριών habitus και assumptus homo από τον πάπα Αλέξανδρο ΙΙΙ το 1170 και 1177 αντίστοιχα, έπεισε τον Θωμά Ακινάτη ότι οποιαδήποτε θεωρία βλέπει την ανθρώπινη φύση του Χριστού ως συμβεβηκός είναι αιρετική.
Η δεύτερη ομάδα ερμηνειών ακολούθησε αυτόν ακριβώς το δρόμο. Θεολόγοι, όπως ο Μποναβεντούρα, ο Αιγίδιος της Ρώμης, ο Ερρίκος της Γάνδης και ο Δουνς Σκώτος, υποστήριξαν ότι η ανθρώπινη φύση προέκυψε στον Χριστό, ως συμβεβηκός, όπως οι ιδιότητες της κάθε φύσης. Ο Ockham από την πλευρά του το βλέπει λίγο διαφορετικά. Αρνούμενος την ύπαρξη των καθολικών αρχετύπων, ως μη αναγκαίων, αρνείται την ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης ξεχωριστά από τις ατομικές υποστάσεις. Γι’ αυτόν η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν μια ακόμη ανθρώπινη υπόσταση προστιθέμενη στην θεότητα. Αυτό, όμως οδηγεί σε δισυπόστατο Χριστό (δηλαδή το άτομο Ιησούς προστίθεται στον Λόγο και προκύπτει ο Χριστός), ή σε μία τρίτη υπόσταση, σύνθετη αποτελούμενη από την ανθρώπινη υπόσταση και την θεϊκή υπόσταση. Ο Ockham κατέληξε στον Νεστοριανισμό[10].
Από την πλευρά του Wyclif η προϋπόθεση για την κατανόηση της Χριστολογίας του βρίσκεται στο «De Compositione Hominis», στο αμέσως προηγούμενο του «De Incarnatione» (1372), όπου συζητά το θέμα της ενσάρκωσης. Ο Wyclif στοχάζεται πάνω στο αν η ενσάρκωση προηγείται της δημιουργίας, ένα ερώτημα που απασχόλησε και άλλους θεολόγους. Η συζήτηση αφορά την Πρόταση ΙΙΙ.d.12.c.i του Πέτρου Λομβαρδού. Το ότι η ανθρωπότητα, ως ιδέα, προηγείται της δημιουργίας κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, σημαίνει με πραγματιστικούς όρους, ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι υποστασιοποίηση ενός καθολικού αρχέτυπου λόγω κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο Αδάμ περιέχει εν εαυτώ κάθε ανθρώπινη ύπαρξη δυνητικά. Η θέση αυτή είναι πολύ σημαντική στην ανάπτυξη της δια μόνης της πίστεως σωτηρίας, ο Wyclif, όμως, δεν κατέληξε ποτέ σε τέτοιο συμπέρασμα. Με την λογική ότι κάθε ύπαρξη υπάρχει στις raciones seminales, όλοι μας προϋπάρχουμε της ύπαρξής μας, ως ιδέες στον θεϊκό νου, που μας γνωρίζει προαιωνίως.
Ο τρόπος που η ανθρωπότητα υποστασιοποιείται σε κάθε άτομο, ερμηνεύθηκε από κάθε μεσαιωνικό πραγματιστή φιλόσοφο αντίστοιχα με τον τρόπο που κάθε πραγματιστική σχολή ερμήνευε την σχέση του καθολικού αρχέτυπου με το επιμέρους. Δεν έχουμε υπεισέλθει σε αυτό το θέμα και δεν σκοπεύουμε να το κάνουμε, αφενός μεν διότι είναι τεράστιο, και αφετέρου, διότι ο Wyclif υποστήριξε ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος διαφορετικά. Ο Λόγος προϋπήρχε του αρχετύπου της ανθρωπότητας, το οποίο δημιούργησε. Στην συνέχεια όμως, ανέλαβε την ανθρώπινη φύση κι έγινε το διευρυμένο όλο και κάθε επιμέρους. Έτσι, ο Wyclif δέχεται ότι ο Χριστός αποτελείται από τρεις ακοινώνητες φύσεις, θεότητα, σώμα, ψυχή[11]. Ο Χριστός, λοιπόν, δεν ανέλαβε κατ’ αυτόν την ίδια την ανθρώπινη φύση, αλλά το καθολικό αρχέτυπο της ανθρωπότητας. Συνεπώς, ο Χριστός ανέλαβε και κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και αυτό είναι το χονδροειδέστατο λάθος που κάνουν οι Προτεστάντες και καταλήγουν ότι αρκεί η δια πίστεως αποδοχή της σωτηρίας στο πρόσωπο του Χριστού. Η ορθή άποψη είναι ότι ο Χριστός ανέλαβε μόνο την ανθρώπινη φύση, όχι όμως και κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Συνεπώς κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη υπόσταση, κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη ύπαρξη δεν αγιάστηκε με την ενσάρκωση του Χριστού, γι’ αυτό και είναι αναγκαίος ο αγιασμός μέσω της κοινωνίας με το αγιασμένο Σώμα, ήτοι την Εκκλησία. Γι’ αυτό και εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία [12].
Πώς συνδέονται όλα αυτά με την ενσάρκωση του Χριστού στην Βίβλο; Ο Wyclif θεωρεί ότι ο Χριστός εισέρχεται στη δημιουργία μέσω των καθορισμένων αληθειών. Στο «De Veritate Sacrae Scripturae» περιγράφει πέντε διαβαθμίσεις αληθειών, μέσω των οποίων ταυτίζει τον Χριστό με την Γραφή. Στην πρώτη διαβάθμιση βρίσκεται η Βίβλος της Ζωής, όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη, την οποία εκλαμβάνει ως εκπροσώπηση του θεϊκού νου, αποκεκαλυμμένου εν δόξη ως νομοθέτη και κριτή. Στην δεύτερη διαβάθμιση βρίσκονται οι αλήθειες που περιέχονται στην Βίβλο της Ζωής. Αυτές διακρίνονται από τον Χριστό, όχι ως προς την ουσία, αλλά ως προς το είδος. Αφού είναι διακριτές ως προς το είδος μπορούν να θεωρηθούν έξω από την ύπαρξη του Λόγου. Με αυτόν τον τρόπο απαντά στις εισαγωγικές ερωτήσεις. Στην τρίτη διαβάθμιση βρίσκονται οι αλήθειες που βρίσκονται μέσα στην δημιουργία και βάσει των αντιλήψεων εκείνης της εποχής είναι υποστασιοποιήσεις αμετάβλητων και αιώνιων ιδεών. Στην τέταρτη διαβάθμιση βρίσκονται οι αλήθειες που μπορούμε να κατανοήσουμε μέσω της παρατήρησης του κόσμου και ν’ αποκτήσουμε γνώση. Αυτές οι αλήθειες εξετάζονται από την επιστήμη και οδηγούν στην κατανόηση των καθολικών αρχετύπων. Στην πέμπτη διαβάθμιση βρίσκεται η αλήθεια του Χριστού στην Αγία Γραφή, σε κάθε αντίτυπό της ξεχωριστά[13].
8.9.4 Απόλυτος προορισμός
Ο ντετερμινιστικός χαρακτήρας της σκέψης του Wyclif εκδηλώνεται σε μια φράση που εμφανίζεται αρκετές φορές στα έργα του: «ο,τιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει κατ’ ανάγκην[14]». O ντετερμινισμός αυτός είναι αναπόφευκτος, εφόσον ο Wyclif συνδέει τις αιώνιες θεϊκές ιδέες, τα αρχέτυπα και τα επιμέρους, με το Βιβλίο της Ζωής, την Αγία Γραφή και τις αλήθειες στη δημιουργία, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Εφόσον όλες οι αλήθειες συνδέονται με την Γραφή και η Γραφή με το Βιβλίο της Ζωής, τότε αυτό που ο Θεός προγνωρίζει, θα γίνει αναγκαστικά, με άμεσο αντίκτυπο στην σωτηρία του ανθρώπου.
Όταν ο απόστολος Παύλος γράφει (Α’ Κορ. 12.27) «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους.» , λέει ο Wyclif, ο Θεός γνωρίζει σε ποιους αναφέρεται το «Υμείς» και σε ποιους όχι. Έτσι ορίζει την Εκκλησία ως τους εκλεκτούς εκείνους που είναι αιωνίως προεγνωσμένοι να δεχθούν την σωτηρία και κανείς άλλος[15]. Η άποψη ότι η Εκκλησία είναι η σύναξη των εκλεκτών προς σωτηρία, έχει την ρίζα της στη φιλοσοφική αναγκαιότητα:
«Αν ο Θεός γνωρίζει τον Πέτρο, είναι ορθό ότι ο Πέτρος είναι γνωστός στον Θεό. Εφόσον, αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη του Πέτρου, συμπεραίνεται ότι είναι αιώνια… και αυτή η αλήθεια είναι η αιτία ή η Ιδέα του Πέτρου, που ονομάζεται η αντιληπτή ύπαρξή του[16].»
Αν αυτό είναι αλήθεια για ένα άτομο και για ένα είδος, τότε πρέπει να είναι αλήθεια και για μια σύναξη (σύνολο), όπως η Εκκλησία προαιωνία γνωστή στον Θεό. Αν όμως ο,τιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει από αναγκαιότητα, αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στο θέμα της βούλησης, της ανθρώπινης αμαρτίας και στο βαθμό συνεργίας του Θεού σ’ αυτήν. Ο κίνδυνος για την υιοθέτηση μανιχαϊκών αντιλήψεων είναι ορατός. Οι μεσαιωνικοί παπικοί θεολόγοι δεν έμειναν αμέτοχοι στη συζήτηση. Το ερώτημα που τίθεται είναι, εφόσον οι προφήτες προείπαν τον ερχομό του Χριστού και τον θάνατό του, μήπως τα γεγονότα αυτά συνέβησαν λόγω αναγκαιότητας, έχοντας ως αιτία κάτι που συνέβη εν χρόνω, δηλαδή την ανθρώπινη αμαρτία; Ο Άνσελμος Καντερβουρίας εξηγεί:
«Υπάρχει αναγκαιότητα που προηγείται, όντας η αιτία για την ύπαρξη της πραγματικότητας, και υπάρχει αναγκαιότητα που έπεται, έχοντας ως αιτία μια πραγματικότητα[17].»
Υποστηρίζει ότι ο Θεός γνωρίζει την ανθρώπινη αμαρτία ως κατά συνέπεια αναγκαιότητα, επόμενη αυτού που είναι αληθινό, και όχι ως πρότερη και εξαναγκαστική (προηγούμενη αναγκαιότητα).
Ο Πέτρος Λομβαρδός προχώρησε σε διάκριση ειδών κατά συνέπεια αναγκαιότητας. Αν είναι αναγκαστικά αλήθεια ότι «αν ο Θεός γνωρίζει ότι ο άνθρωπος θα αμαρτήσει, τότε ο άνθρωπος θα αμαρτήσει», τότε ακολουθεί ότι «αν ο Θεός γνωρίζει ότι ο άνθρωπος θα αμαρτήσει, τότε η ανθρώπινη αμαρτία είναι αναγκαία(?!)» ως αλήθεια. Ο Θωμάς Ακινάτης ονόμασε το πρώτο είδος αναγκαιότητα κατά συνέπεια (necessitas cosequentiae) και το δεύτερο είδος αναγκαιότητα κατά συνθήκη (necessitas consequentis). Στο πρώτο είδος η ανθρώπινη ελευθερία παραμένει ακέραια, εφόσον η ανθρώπινη αμαρτία δεν προκύπτει από την γνώση του Θεού. Στο δεύτερο είδος η ανθρώπινη ελευθερία συμβιβάζεται, επειδή το επόμενο ακολουθεί αναγκαστικά το προηγούμενο. Όπως προτείνει, δεν πρέπει να λέγεται ότι η βούληση του Θεού έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη αμαρτία, αλλά ότι προκύπτει ανάγκη εξ υποθέσεως[18].
8.9.5 Η αναγκαιότητα κατά Wyclif
Ο Wyclif παρουσιάζει την θεωρία του για την αναγκαιότητα σε τέσσερα σημεία των έργων του: «Logice continuacio I.11», «De Logica III.10», «De Actibus Anime I και De Universalibus 14». Επειδή δεν είναι συνεπής στην ορολογία του όσον αφορά τα είδη αναγκαιότητας, είναι εύκολο να προκύψει σύγχυση. Στο «De Logica» κάνει διάκριση μεταξύ αυτών που α) δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο εξ ιδίας, ‘πρωτεύουσα per se αναγκαιότητα’ (π.χ. η ύπαρξη του Θεού) β) σε αυτά που δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο εξαιτίας κάποιου εκτός των ίδιων, ‘δευτερεύουσα per se αναγκαιότητα’, και γ) σε αυτά που υπάρχουν αναγκαστικά, αλλά θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ‘συμβαίνουσα αναγκαιότητα’.
Στο «De Actibus Anime» ονομάζει την αναγκαιότητα της ύπαρξης του Θεού ‘απλή, απόλυτη αναγκαιότητα’ (Α.1) και δείχνει πρόθυμος να συμπεριλάβει και την ύπαρξη του κόσμο, ενώ βάση του προηγούμενου διαχωρισμού θα έπρεπε ν’ ανήκει στη δευτερεύουσα αναγκαιότητα. Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση την ονομάζει ‘δημιουργημένη απόλυτη αναγκαιότητα’.
Στο «De Universalibus» διαχωρίζει την αναγκαιότητα εξ υποθέσεως σε α) μη-βουλητική φυσική αναγκαιότητα, β) σε βουλητική φυσική αναγκαιότητα γ) σε παραγοντική φυσική αναγκαιότητα και δ) ελεύθερη αναγκαιότητα. Η ‘φυσική αναγκαιότητα’ προκύπτει από το «De Logica III.10» όπου μιλώντας για την προηγούμενη αναγκαιότητα διακρίνει α) σε αναγκαιότητα της βούλησης, β) σε αναγκαιότητα της φύσης (όπως για παράδειγμα μια φωτιά που καίει αναγκαστικά ο,τιδήποτε εύφλεκτο), γ) σε αναγκαιότητα του εξαναγκασμού (όταν για παράδειγμα μια δράση προκαλεί αντίδραση ακυρώνοντας την ελευθερία) και δ) σε ελεύθερη αναγκαιότητα, ως προηγούμενη εξ υποθέσεως αναγκαιότητα που στερείται αιτίου.
O Wyclif οραματίζεται την θεωρία της αναγκαιότητας ως ένα σύμπλεγμα πολλών πιθανών αναγκαίων αληθειών, όπου η μια εξαρτάται ή σχετίζεται με την άλλη. Μέσα σ’ αυτό το σύμπλεγμα κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το αποτέλεσμα που παράγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, καθιερώνει τον υποκειμενισμό. Οι τιμές αληθείας των παραγόμενων εκ της εξ υποθέσεως αναγκαιότητας προτάσεων εξαρτώνται από αυτόν που τις εκτιμά . Και πράγματι ο Wyclif στοχάζονταν σε όλη του την ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όλες οι θεωρίες του προέκυψαν έχοντας ως γνώμονα αυτό που ο ίδιος επιδίωκε, ως άνθρωπος του Ιωάννη της Γάνδης. Ο Wyclif δεν στοχάστηκε μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έζησε όλη του την ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, η οπτική του συμπλέγματος είναι ο μόνος λόγος που επέτρεψε στον Wyclif να διατηρήσει την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, μέσα σε έναν κυκεώνα αναγκαίων αληθειών. Αν η οπτική του ήταν γραμμική τότε θα έπρεπε να αρνηθεί την ελευθερία αυτή και να καταλήξει σε δούλη θέληση, όπως οι Προτεστάντες[19].
Αντικειμενικά, ο απόλυτος προορισμός και η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης δεν μπορούν να ταιριάξουν με κανένα τρόπο, όπως πολύ καλά είχε κατανοήσει ο Λούθηρος . Από την πλευρά του ο Wyclif, παραδομένος στον απόλυτο υποκειμενισμό, το προσπαθεί διαμορφώνοντας έναν άλλο Χριστό και έναν άλλο Θεό. «Στο De Dominio Divino» I.14-18 δέχεται μια άποψη, την οποία αποδίδει στον Fitzralph. Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, η γνώση του Χριστού για το μέλλον ήταν ατελής στο χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκονταν στην γη. Συνεπώς οι προβλέψεις του για το μέλλον μπορεί να είναι ατελείς. Για παράδειγμα, όταν προλέγει ότι ο Πέτρος θα τον προδώσει, η ατέλεια της γνώσης αυτής επιτρέπει στον Πέτρο να μην τον προδώσει. Αν η γνώση ήταν τέλεια, τότε ο Πέτρος θα τον πρόδιδε αναγκαστικά και θα καταργούνταν η ανθρώπινη ελευθερία και συνεκδοχικά η ανθρώπινη βούληση θα ήταν δούλη. Η ατέλεια αυτή επιτρέπει στην ανθρώπινη βούληση να είναι ελεύθερη. Πρόκειται για τρομερή σοφιστεία (φιλοσοφικά) και βλασφημία (θεολογικά). Χρησιμοποιεί αυτήν την θέση για να καθορίσει την σχέση της πρόγνωσης και βούλησης του Θεού με την ανθρώπινη ενέργεια, στο «De Volucione Dei» (Summa de Ente II.1-3). Αυτό που προτείνει είναι ότι οι ανθρώπινες πράξεις έχουν επίδραση ως αιτίες πάνω στην γνώση του Θεού και στις θεϊκές ιδέες. Αισθάνεται μάλιστα πολύ περήφανος γι’ αυτή του την εξήγηση:
«Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν μπορεί ν’ ανακαλύψει τη λύση στο επιχείρημα για την αναγκαιότητα των μελλόντων, ακόμα και αν μελετούσε με επιμέλεια μια ζωή μακρά σαν του Μαθουσάλα[20].»
Προκύπτει, όμως, άλλο ερώτημα˙ αν η κτιστή ανθρώπινη δράση έχει αιτιατό αποτέλεσμα στην γνώση του Θεού, μήπως έχει τέτοιου είδους αποτέλεσμα και στην θέλησή Του; Στο παράδειγμα της άρνησης του Πέτρου, ο Θεός προγνωρίζει την άρνηση. Σε ποιο βαθμό, όμως βούλεται κάτι τέτοιο; Η απάντηση του Wyclif είναι, ότι η βούληση του Θεού είναι αποτέλεσμα της άρνησης του Πέτρου κατά τον ίδιο τρόπο που είναι και η γνώση. Το ότι ο Θεός βούλεται σε σχέση με την άρνηση του Πέτρου είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Το ότι ο Θεός βούλεται την άρνηση του Πέτρου είναι εξ υποθέσεως αναγκαιότητα˙ θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αν ο Πέτρος δεν είχε αρνηθεί τον Χριστό. Το πλάσμα οφείλει την ύπαρξή του στην θεϊκή ιδέα, η οποία υπάρχει προαιωνίως. Ο Θεός έχει την θεϊκή αυτή ιδέα εξαιτίας της εν χρόνω ύπαρξης, η οποία γίνεται αντιληπτή καθώς το πλάσμα ζει τη δεδομένη χρονική στιγμή[21]. Αυτό που λέει εδώ ο Wyclif, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι ότι σε τελική ανάλυση ο Θεός ολοκληρώνεται με την δημιουργία εν χρόνω, καθώς από αυτήν εξαρτάται η πληρότητα των θεϊκών ιδεών στον θείο νου . Προσπαθώντας δηλαδή να ξεφύγει από την μοιρολατρία, καθιστά τον άνθρωπο αναγκαιότητα του Θεού.
Συναινεί ο Θεός στην αμαρτία; Εφόσον τους αμαρτωλούς τους αναμένει η τιμωρία, τότε η τιμωρία αυτή είναι άδικη ή ο Θεός έφτιαξε μερικούς ανθρώπους γνωρίζοντας και θέλοντας να καταδικαστούν. Για να το λύσει αυτό ο Wyclif προτείνει ότι παρά το ότι αιτία κάθε δράσης είναι ο Θεός, δεν προκαλεί την αμαρτία στον άνθρωπο, διότι αυτή βρίσκεται στην υποκειμενική αποδοχή εκ μέρους του ανθρώπου και όχι στην φύση της δράσης[22]. Ωστόσο στο «De Volucione Dei» δέχεται ότι ο Θεός βούλεται την αμαρτία, αλλά όχι την διάπραξή της από τους ανθρώπους. Αυτό όμως σημαίνει με την σειρά του ότι ο Θεός δεν βούλεται την σωτηρία όλης της ανθρωπότητας, κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. 2.4). Εδώ ο Wyclif σηκώνει ψηλά τα χέρια:
«Μου φαίνεται προτιμότερο να σιωπώ γι’ αυτά στους αμόρφωτους και κοινούς ανθρώπους, κυρίως επειδή δεν είναι διατεθειμένοι ν’ αντιμετωπίσουν την Γραφή με λεπτότητα και εξαιτίας της αίσθησης ότι μπορεί να πέσουν σε αίρεση κάνοντας την υπόθεση ότι ο Θεός διατάζει πράγματα με τρόπο ένοχο και αδικαιολόγητο[23].»
Δηλαδή, λέει ότι δεν είναι λάθος η σκέψη του, που εμφανίζει τον Θεό ένοχο και αδικαιολόγητο, αλλά η σκέψη των αμόρφωτων και κοινών ανθρώπων, που καταλαβαίνουν από αυτά που λέει ότι ο Θεός είναι ένοχος και αδικαιολόγητος. Αφού τα έκανε μαντάρα προτείνει την ρήση του αποστόλου Παύλου «μενοῦν γε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;» (Ρωμ. 9.20-21).
Με αυτό τον τρόπο ο Wyclif εισάγει διπλό προορισμένο. Όχι μόνο ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους που είναι προορισμένοι να σωθούν, αλλά και ανθρώπους που είναι προορισμένοι να καταδικαστούν. Ακόμη περισσότερο η ελεύθερη βούληση εφαρμοσμένη στον απόλυτο προορισμό, παράγει δύο είδη καταδικασμένων˙ αυτών που καταδικάστηκαν επειδή δεν ήθελαν να σωθούν και αυτών που καταδικάστηκαν αν και ήθελαν να σωθούν. Έπειτα η επίδραση των ανθρώπινων πράξεων πάνω στη βούληση του Θεού δημιουργεί ένα κόμη αδιέξοδο˙ αυτοί που καταδικάστηκαν αν και ήθελαν να σωθούν επιδρώντας ανάλογα πάνω στην βούληση του Θεού τον παρουσιάζουν, ως ανίκανο ή αδύναμο να τους σώσει, αν και θέλει. Ο Wyclif δεν μπορεί να λύσει αυτά τα ζητήματα, παρά μόνο σοφιστικά. Εφόσον οι ένχρονες κτιστές πράξεις έχουν αντίκτυπο στην γνώση και την βούληση του Θεού, ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος διότι με τις πράξεις του μεταβάλει την σχετική γνώση και βούληση του Θεού. Δέχεται, λοιπόν, μια προηγούμενη και τέλεια γνώση και βούληση του Θεού και μια επόμενη και ατελή. Όπως είπαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο εισάγει χρόνο στην πρόγνωση του Θεού για να καταλήξει στον απόλυτο προορισμό.
Ο Θεός του Wyclif είναι ατελής και μεταβλητός. Όταν εξετάζαμε την αίρεση των Καθαρών είδαμε ότι στο βιβλίο τους εξετάζονταν ακριβώς τα ίδια θέματα. Οι Καθαροί έλυναν τα ίδια προβλήματα αποδεχόμενοι την ύπαρξη δύο αρχών, μία του καλού και μία του κακού. O Wyclif αποδέχεται δύο θελήματα στον Θεό.
8.9.6 Η Εκκλησία ως το άγνωστο σώμα των Εκλεκτών
Αποδεχόμενος τον απόλυτο προορισμό ο Wyclif ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία είναι το σώμα των εκλεκτών, των προορισμένων να σωθούν. Αυτοί είναι γνωστοί μόνο στον Θεό. Εφόσον σε μας είναι άγνωστοι η Εκκλησία καθίσταται αόρατη. Αρνείται την Εκκλησία ως το Σώμα του Χριστού στον κόσμο και στον χρόνο. Δεν υπάρχει ιστορική Εκκλησία γι’ αυτόν. Ακολουθεί λοιπόν παλαιότερες αιρέσεις, όπως οι Καθαροί και οι Βάλδιοι[24]. Παρά τα νέα δεδομένα, δέχεται τριπλό διαχωρισμό σε εκκλησία στρατευόμενη, εκκλησία αδρανή (οι κεκοιμημένοι) και θριαμβεύουσα εκκλησία (μετά την κρίση). Ξεκινώντας το «De Ecclesia» ισχυρίζεται ότι η στρατευόμενη εκκλησία δεν περιλαμβάνει του καταδικασμένους. Την εξήγηση την δίνει πολύ παρακάτω. Τα αληθινά μέλη της εκκλησίας συνδέονται μεταξύ τους αιώνια με την χάρη του προορισμού που τους επιτρέπει να παραμένουν στην κατάσταση των εκλεκτών μέχρι τέλους[25]. Η στάση του Wyclif απέναντι στην ιστορική εκκλησία, που γι’ αυτόν είναι ο παπισμός, προκύπτει από το γεγονός ότι το σώμα των εκλεκτών είναι άγνωστο:
«Είναι ξεκάθαρο το ότι οι προσευχές των προορισμένων να σωθούν είναι απείρως καλύτερες από τις προσευχές των προορισμένων να καταδικαστούν, εφόσον ο Θεός, που δεν είναι δυνατόν να σφάλει στην κρίση Του, δέχεται τις πρώτες ως απείρως καλύτερες από τις δεύτερες. Αυτός πιστεύουμε είναι ο λόγος για τον οποίο ο Θεός βούλεται οι Εκλεκτοί και οι καταδικασμένοι να είναι άγνωστοι σε μας σε αυτή την ζωή, ώστε ν’ αποφύγουμε την επιθυμία ν’ αγοράζουμε την προσευχή του ιερέως[26].»
Το άγνωστο της εκκλησίας των Εκλεκτών υποσκάπτει όλη τη δομή της στρατευόμενης εκκλησίας. Αν μόνο στον Θεό είναι γνωστοί οι Εκλεκτοί και μόνο αυτοί επιλέχθηκαν από τον Θεό, ως μέλη της εκκλησίας, τότε δεν υπάρχει λόγος αποδοχής κάποιας ορατής ιεραρχίας, δεν υπάρχει λόγος αποδοχής ιερατικής αρμοδιότητας και εξουσίας, και σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει ανάγκη ύπαρξης ιερέων και μυστηρίων, διότι έτσι κι αλλιώς, όσοι είναι να σωθούν θα σωθούν και όσοι είναι να καταδικαστούν, θα καταδικαστούν, όπως είναι προορισμένο. Τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό, ούτε ο ίδιος ο Θεός, όπως είδαμε παραπάνω. Η παραδοσιακή δομή της εκκλησίας δεν έχει λόγο ύπαρξης[27] (raison d’ êntre).
Ακυρώνοντας την ορατή εκκλησία στο όνομα της αόρατης το μόνο που μένει είναι με μεταφυσικούς όρους το καθολικό αρχέτυπο αυτής. Έτσι το σώμα των Εκλεκτών μένει ανεξάρτητο από τον χώρο και τον χρόνο, και η εκκλησία, όπως νοείται από τον Wyclif, προηγείται και αυτής της Ενσάρκωσης του Χριστού. Η μόνη αναγνωρισμένη αρμοδιότητα στην εκκλησία αυτή είναι ο ίδιος ο Χριστός, όχι η ιεραρχία. Η μόνη αναγνωρισμένη πηγή διδασκαλίας και δόγματος είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος είναι σαρκωμένος στην Βίβλο. Συνεπώς μόνη πηγή διδασκαλίας και δόγματος είναι η Βίβλος (sola Scriptura) και όλα τα άλλα, Ιερά Παράδοση και πάπας (ως πηγή διδασκαλίας για τους παπικούς) ακυρώνονται[28].
Κάθε ένας από τους Εκλεκτούς είναι ipso facto ιερέας και όχι λαϊκός, διορισμένος από τον Θεό[29]. Αυτό που αρνείται δεν είναι η ιερωσύνη, αλλά η ιερατική τάξη. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος κληρικός για να είναι ιερέας και αντίστροφα, το να είναι κάποιος κληρικός δεν παρέχει εγγύηση αποδοχής από τον Θεό. Αν ο Θεός δεν παρέχει αυτή την εγγύηση, τότε ποιος διορίζει τους κληρικούς; Όπως οι εξτρεμιστές Φραγκισκανοί και οι Ιωακειμίτες (Οπαδοί του Ιωακείμ του Fiore) καταλήφθηκε από την ιδέα της παρουσίας του Αντιχρίστου. Στα έργα του «De blasphemia» και «Opus Evangelicum», όπως και σε πολλές ομιλίες του, δείχνει πεπεισμένος ότι η παραδοσιακή εκκλησία έχει καταληφθεί από τις δυνάμεις του Αντιχρίστου, καθώς αποδέχεται ότι ζει σε αποκαλυπτικούς χρόνους[30].
Κρίνοντας την παραδοσιακή εκκλησία με βάση την δική του κατανόηση περί της Αγίας Γραφής, την βρήκε αντιβιβλική. Ακόμη περισσότερο κρίνοντας τις αξιώσεις του πάπα, ότι αυτός είναι ο μόνος εκπρόσωπος του Χριστού στη γη και κεφαλή της εκκλησίας, ότι τα διατάγματά του σε θέματα πίστεως ήταν ισόκυρα με το Ευαγγέλιο, ότι οι διαταγές του έπρεπε ν’ ακολουθούνται πέρα από το Ευαγγέλιο, κατέληξε ότι αυτός ήταν ο Αντίχριστος. Και όχι μόνο. Κάθε αρμοδιότητα που δεν προέρχονταν από το Ευαγγέλιο προέρχονταν από τον Αντίχριστο. Σε αυτό περιέλαβε εκτός του πάπα, τα δυτικά μοναχικά τάγματα και τον κλήρο, εφόσον παρουσίαζαν κοσμικές αξιώσεις[31]. Το αντίδοτο για τον Wyclif ήταν η αποκήρυξη κάθε κοσμικής αξίωσης[32].
Επίλογος
Οι απόψεις του WYclif έγιναν ευρύτερα γνωστές στην Αγγλία με την αίρεση των Λολλάρδων και εφαρμόστηκαν από τους Τυδώρ . Ο γάμος του Ριχάρδου Β’ της Αγγλίας (1377-1399) και της Άννας της Βοημίας, κόρης του Γερμανού αυτοκράτορα Καρόλου Δ’ (1355-1378), άνοιξε τις πύλες της Οξφόρδης στους ακαδημαϊκούς της Βοημίας, οι οποίοι ανακάλυψαν ότι οι ιδέες του μπορούσαν και εκνεύριζαν τους Γερμανούς συναδέλφους τους, οπαδούς του Ockham. Από την Βοημία οι ιδέες του πέρασαν στην Πράγα και τράβηξαν την προσοχή δύο Τσέχων ακαδημαϊκών, του Ιωάννη Ούσου (Jan Hus) και του Ιερώνυμου της Πράγας . Η ιστορία αυτή θα αποτελέσει τον αντικείμενο των επόμενων κεφαλαίων.
* * * * * *
[1] http://plato.stanford.edu/entries/holkot/
[2] De Veritate Sacrae Scriptura I.5, ed. & trans. Ian Christopher Levy, On the Truth of the Holy Scripture, Medieval Institute Publications, Western Michigan University 2001, p. 98.
[3] De Veritate Sacrae Scriptura 54, 65.
[4] De Benedicta Incarnatione V.73, Ian Christopher Levy, John Wyclif: Scriptural Logic, Real Presence and the Parameters of Orthodoxy, Milwaukee 2003, p. 87.
[5] Robert Grosseteste, On the Six Days of Creation, trans. C. F. J. Martin,in Auctores Britannici Medii Aevi VI(2), ed. Richard C. Dales and Edward B. King (Oxford, 1996), 282.
[6] De Mandatis Divinis II.96.22-27.
[7] De Amore, in Minora Opera, ed. J. Loserth (1913), 9.19-27.
[8] Βλ. σχετ. το κεφάλαιο Η φυσική θεολογία και η ιστορία των βιογραφιών του Χριστού, στο Ν. Ματσούκα, Οικουμενική Κίνηση, Θεσ/νίκη 2003, σ. 137 κ.ε.
[9] Richard Cross, The Metaphysics of the Incarnation: Thomas Aquinas to Duns Scotus, Oxford 2002, pp.1-26. Επίσης Philip Rosemann, Peter Lombard, Oxford 2004, 118-143.
[10] Marilyn McCord Adams, Relations, Inherence and Subsistence; Was Ockham a Nestorian in Christology? in Nous 16 (1982), pp. 62-75.
[11] De Incarnatione I.3.6-11.
[12] Για την ορθόδοξη άποψη και αναίρεση των αιρετικών δοξασιών ο αναγνώστης μπορεί να απευθυνθεί στα δογματικά του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπως το Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, όπου εξηγούνται εισαγωγικά οι χρησιμοποιούμενοι φιλοσοφικοί όροι, και το Περί συνθέτου φύσεως, κατά Ακεφάλων.
[13] De Veritate Sacrae Scriptura Ι.6. Στο Trilogus ανασκεύασε τις διαβαθμίσεις σε τρεις, Trialogus III.31.
[14] De Volucione Dei 117.20-21. O W. Tompson παραθέτει πολλές παραπομπές στο The Latin Writings of John Wyclif, Toronto 1983, p. 100 n.8.
[15] De Ecclesia I.2.25.
[16] De Ideis III.
[17] Cur Deus Homo II.17.
[18] Summa Contra Gentiles I.67 & Summa Theologica Ia,q.19, a.3.
[19] Το όλο θέμα είναι πολύ πιο περίπλοκο. Έγινε προσπάθεια ν’ απλοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χάριν διευκόλυνσης στη κατανόηση. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ανατρέξει στο σχετικό κεφάλαιο 6 του Stephen Lahey, John Wyclif, pp. 179-182.
[20] De Dominio Divino I.14.130.
[21] De Dominio Divino I.18.65.
[22] De Dominio Divino I.16.121.
[23] De Voluncione Dei II.131.18-24.
[24] Gordon Leff, Heresy in the Later Middle Ages, Manchester 1967, p. 516 κ.ε.
[25] De Ecclesia 107 & 111. Gordon Leff, Heresy…, p. 517.
[26] sermones 9, vol. 4 76.3.
[27] Gordon Leff, Heresy…, p. 519.
[28] De Ecclesia 30. De Veritate Sacrae Scripturae I.386.
[29] De Ecclesia 577. De Veritate Sacrae Scripturae II.138.
[30] Gordon Leff, Heresy…, p. 520.
[31] Opus Evangelicum I.97. De Eucharistia 41.
[32] Τα σχετικά χωρία είναι ατέλειωτα. Ενδεικτικά De potestate papae 101-2. Παραπέμπουμε στο Gordon Leff, Heresy…, p. 542, για περισσότερα.
(Πηγή: «John Wyclif Γ’ – Αγία Γραφή – Απόλυτος Προορισμός.», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής:
«Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸπαρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν,ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως.»
Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.
Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 μ.Χ. για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815 μ.Χ., αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη. Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων «Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ. Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος της Εκκλησίας μας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλαδος με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Νικηφόρου (Πράξις 403/8-7-1993). Η μνήμη του τιμάται την 18ην Απριλίου και μεταφέρεται την Κυριακή του Θωμά. Στην μνήμη του Αγίου Ιερόμαρτυρα Κύριλλου του ΣΤ΄ παραθέτουμε άρθρο που δημοσίευσε για το έργο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25 Μαρτίου 1987 ο Τάσος Λιγνάδης.
Οι πνευματικές ικανότητες
Ο Κωνσταντίνος Σερπετζόγλου γεννήθηκε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1760 στην Αδριανούπολη, από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια και, αν βασισθούμε στο επώνυμό του, θα πρέπει να ήταν κατασκευαστής σιροπίων (σερπέτια, τουρκιστί τα μελίκρατα κατά τον Α. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι). Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς αδελφές, η μητέρα του όμως Μοσχονή ποθούσε για το αγόρι της, που φαινόταν ευφυές και επιμελέστατο, να μάθει τα ελληνικά γράμματα όσο γινόταν καλύτερα. Ο μικρός πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και το πρώτο του ελληνικό βιβλίο – όπως στους περσσότερους Έλληνες της Τουρκοκρατίας – το αλφαβητάρι του, ήταν το Ψαλτήρι. Πάνω σ’ αυτό έμαθε να συλλαβίζει και να γράφει την γλώσσα των προγόνων του. Οι πνευματικές του ικανότητες διεφάνησαν όμως όταν γράφτηκε στην Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως, που ήταν ιδρυμένη από το 1550. Ο Κωνσταντίνος διάβασε αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και είχε την τύχη να τον διδάξουν σημαίνοντες καθηγητές. Ο υψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης έφηβος, απέκτησε γρήγορα φήμη, χάρις στα πνευματικά του προσόντα. Όταν τελείωσε τη Σχολή, εργάσθηκε για ένα βραχύ διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, αντί να φύγει στην Ευρώπη ή στη Ρωσία και να γίνει γιατρός ή έμπορος, όπως συνηθιζόταν τότε για τους προικισμένους νέους, αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1791, μετονομάσθηκε σε Κύριλλο και έγινε γραμματεύς – ήταν άριστος καλλιγράφος – της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Καλλίνικος, ο οποίος είχε διαβλέψει τις πλούσιες πνευματικές του ικανότητες. Όταν ο Καλλίνικος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1801) κάλεσε στην Πόλη τον Κύριλλο και τον διόρισε Μέγα Αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου.
Ο Κύριλλος, όπως η πλειονότης των ιερωμένων της εποχής, πίστευε θερμά ότι η μόρφωση του υποδούλου Γένους ήταν η κατά το ήμισυ εξασφάλιση της προσεχούς ελευθερίας. Γι’ αυτό βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να έλθει αρωγός σε δραστηριότητες παιδείας δηλαδή ελληνομάθειας. Μαζί με τον Δημήτριο Μουρούζη – τον αργότερα διερμηνέα της Πύλης – που είχε επίσης την άποψη ότι η μόρφωση θα έκανε τους Έλληνες να υπερισχύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την υποκαταστήσουν, όπως έγινε και με τους Ρωμαίους, συνεργάσθηκαν, για να αναστήσουν την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρό της Αλώσεως ήταν η κορυφαία Σχολή των Ελλήνων στην οποίαν οι τρόφιμοι διδάσκονταν, εκτός από την αρχαία ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. Χρειάσθηκε να ξεπερασθούν πολλά εμπόδια και να διασκεδασθούν οι αντιδράσεις των Τούρκων, για να επαναλειτουργήσει η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με πρωτοβουλία του Κυρίλλου – ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ αρχιμανδρίτης – ανοίχθηκε ένας μεγάλος έρανος ανάμεσα στους Έλληνες της αυτοκρατορίας και έτσι εξασφαλίστηκαν οι πόροι λειτουργίας της. Ο Κύριλλος, εκτός από τα κατά Κυριακήν κηρύγματά του από άμβωνος, ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το 1802 το Τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κων/λεως εξέδωκε το βιβλίο του «Ιερογραφική αρμονία» που είχε ως αντικείμενο του τη βυζαντινή ποίηση του Γεωργίου Πισίδου, του Θεοδώρου Προδρόμου και του Νικηφόρου Ξανθοπούλου.
Ο ζήλος του για την οργάνωση της Ελληνικής Παιδείας
Το 1803 ο Κύριλλος, σε ηλικία περίπου 30 ετών έγινε Μητροπολίτης Ικονίου. Ήταν μια περιοχή στην οποίαν επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο. Επειδή δεν υπήρχαν ούτε ιερείς ούτε δάσκαλοι, οι ΄Ελληνες είχαν ξεχάσει την γλώσσα τους και το μόνο που τους συντηρούσε ως Γένος ήταν η μακρινή ανάμνηση της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Κύριλλος αναγκάσθηκε να κάνει το κήρυγμά του στα τουρκικά, για να γίνεται κατανοητός και σιγά σιγά άρχιζε να τους εισάγει στην ελληνική γραφή και από εκεί στη γλώσσα. Τους έγραφε δηλαδή τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες (καραμανλίδικα) και βαθμιαία άρχισαν οι Έλληνες να μαθαίνουν την γλώσσα τους με ιερείς και διδασκάλους που μετεκάλεσε ο Κύριλλος και με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Εκεί, στο Ικόνιο, πατρίδα των μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, έγραψε ένα απολυτίκιο κατά την εορτή τους (15 Ιουλίου) το οποίο περιελήφθη στην Ακολουθία…
Εκτός από την υμνογραφία ο Κύριλλος συνέταξε ένα Χωρογραφικό Πίνακα της περιοχής του Ικονίου (τυπώθηκε το 1812 στη Βιέννη με επιστασία του Άνθιμου Γαζή), και μια Ιστορική Περιγραφή της περιοχής της Αδριανουπόλεως (και τα δύο κείμενα βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη). Από την Ιστορική Περιγραφή αποσπώ ένα κομμάτι χάριν παραδείγματος απλής γραφής:
«Η Αδριανούπολις εκαλείτο το πάλαι Ορεστιάς, από Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος, έπειτα κτισθείσα και αυξηθείσα υπό του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Αδριανού Αιλίου, γαμβρού του Τραϊανού, ονομάσθη Αδριανούπολις και Αιλία· κείται δε εν μέσω σχεδόν της Ρωμανίας (Ρούμελι κοινώς, ο εστί γη των Ρωμαίων).»
Ουσία και Αρτηρία
Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό…
… Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι». Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως…
Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: «Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!». Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ».
Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης:
«... ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν.»
Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922. Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» (από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).
Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους
Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι. Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων. Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας.»
Ηυδόκησεν ο Κύριος
Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος:
› Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων.
Ο Κύριλλος απάντησε:
› Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος.
Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε:
› Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου.
Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821.
Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του. Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις.»
Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.
* * * * * *
Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».
Εξεδόθη σύντομη βιογραφία του Αγίου όπου δημοσιεύονται και αυθεντικές μαρτυρίες αυτοπτών για τα πολλά θαύματα πού έχει επιτελέσει ο Άγιος. Τμήμα των τιμιωτάτων λειψάνων του Ιερομάρτυρος ανευρέθη στην Ιερά Βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου του Αγίου Όρους -σήμερα δε φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου› υπάρχει εκεί μια μικρή ασημένια λειψανοθήκη με ένα μικρό τεμάχιο Αγίου Λειψάνου και παλαιό χειρόγραφο πού αναφέρει ότι ο Άγιος Κύριλλος εμαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1821.
Στις 26 Ιουνίου 1988 θεμελιώθηκε παρεκκλήσιο του Αγίου με δαπάνες της κας Λίνας Καλλά-Χατζή εις μνήμην του συζύγου και των γονέων της. Ο τάφος του Αγίου ανοίχθηκε στις 11 Μαΐου 1989, οπότε μυρόβλησε όλο το Πύθιο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού. Τέλος στις 8 Ιουλίου 1993 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέταξε τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα Κύριλλο Στ΄ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «ΚΑΤΑΡΡΕΩ › ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ» Τάσου Λιγνάδη, Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – 6, Φεβρουάριος 1996, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247, Διακόνημα)

Ο Άγιος στη Γερμανία (1998)
Με λένε Βασιλική και μένω στη Γερμανία. Εγέννησα πριν από ένα χρόνο ένα κοριτσάκι το βάπτισα και το είπα Μαρίνα, ένα υγιέστατο παιδάκι ήταν, ξαφνικά όμως όταν έγινε οκτώ μηνών έμεινε παράλυτο. Δεν κουνούσε ούτε χέρια ούτε πόδια και το έπιαναν σπασμοί. Το πήγα στο νοσοκομείο δεν μπορούσαν να βρούν οι γιατροί από που έπαθε αυτή την ανίατη αρρώστεια, εγώ δεν έπαψα να καίω το καντηλάκι του Αγίου Κυρίλλου και στο κομοδίνο του παιδιού μου είχα την εικόνα του Αγίου και τον παρακαλούσα μέρα και νύχτα για το παιδί μου. Μετά από 7 μήνες παίρνω την εικόνα του Αγίου και τη βάζω επάνω του, αμέσως αυτή την στιγμή άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, οί γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και με ρωτούσαν ποιός Άγιος ειναι και πώς τον λένε και τους είπα ολόκληρη την ιστορία με τον Άγιο Κύριλλο και το θαύμα. Δοξάζω το Θεό όπου η χάρις του Αγίου έκανε καλά το παιδί μου. Είθε η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ να σκεπάζει όλο τον κόσμο!
Ο Αγιος στο Βέλγιο (18-3-98)
Ονομάζομαι Ελένη Καραφυλλάκη και ο σύζυγος Μιχάλης. Πατρίδα μας είναι το ακριτικό χωριό του Έβρου, η πατρίδα του Μεγάλου μας Αγίου Κυρίλλου, το Πύθιο. Εμείς όμως μένουμε έδω και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στο Βέλγιο. Ο σύζυγος μου ασθένησε πολύ βαριά και έπρεπε να κάνει 3 εγχειρήσεις. Ηταν πολύ σοβαρές, και αφορούσαν το συκώτι, τον πνεύμονα και το νεφρό του. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς έδω στο Βέλγιο οι οποίοι μας παρουσίασαν τα πράγματα πολύ δύσκολα αφού δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία. Μια μέρα όπως γυρίσαμε στο σπίτι μετά το γιατρό άρχισα να κλαίω απαρηγόρητη και απελπισμένη όπως ήμουν βγάζω από το συρτάρι μου το βιβλιαράκι με το βίο του Αγίου, το αγκαλιάζω και φωνάζω με πίστη:
› Άγιε μου, σώσε τον άνδρα μου.
Το βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, με τον Άγιο Κύριλλο (τον αναγνώρισα από την άγια εικόνα του στο βιβλίο) και μου λέει:
› Ελένη παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, ο Άγιος διάβασε τον άνδρα σου και δεν έχει τίποτα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις και περάσαμε άπό τον ακτινολόγο ο οποίος κοιτάζοντας τις ακτινογραφίες μας είπε:
› Οί άκτινογραφίες είναι πεντακάθαρες. Ή έγινε μεγάλο θαύμα ή λάθος διάγνωση είχαμε κάνει!
Μεγάλη η χάρη του Αγίου. Πάντοτε θα τον επικαλούμαστε εγώ και η οικογένειά μου με πίστη.
(Πηγή: «Θαύματα του Αγίου Κυρίλλου Στ’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» Διακόνημα)
Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998
Ονομάζομαι Γιαννούλα Παπαδούλη και είμαι κάτοικος του χωρίου Ποιμενικόν Νέας Ορεστιάδος. Πριν ένα χρόνο είχα πάρει την εικόνα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ και στην προσευχή μου παρακαλούσα τον Άγιο να με αξιώσει να πάω στο Πύθιο να προσκυνήσω στην εκκλησία και στον τάφο του. Φέτος την Κυριακή του Θωμά που ήταν η μνήμη του πήγαμε με’ την αδελφή μου Αθηνά και το γαμπρό μου Στρατή στην Εκκλησία του.
Εκεί προσκυνήσαμε την εικόνα Του και είδαμε και οι τρεις μας μερικά γράμματα στο μέτωπο Του. Τα διαβάσαμε αλλά τα ξεχάσαμε αμέσως. Μόνο το γράμμα Α θυμόμαστε όλοι. Δε μπορέσαμε να δώσουμε καμία εξήγηση. Κατάπληκτοι πήραμε λίγο λαδάκι από το καντηλάκι που καίγεται μπροστά στην εικόνα του για να σταυρώσουμε τον ετοιμοθάνατο πατέρα μας που υπέφερε από καρκίνο. Δυστυχώς όλο το αίμα του είχε αλλοιωθεί και οι γιατροί από το Νοσοκομείο Διδυμοτείχου, μας είπαν ότι δεν έχει νόημα να κάθεται μέσα και να τον πάρουμε στο σπίτι για να πεθάνει ήσυχος.
Μόλις τον σταυρώσαμε άνοιξε τα μάτια του, ζήτησε να φάει και υστέρα κοιμήθηκε ήρεμα. Το πρωί ξύπνησε και αισθανόταν εντελώς καλά σαν να μην είχε υποστεί καμία ταλαιπωρία. Δοξάζουμε το Θεό και το θαυματουργό του Άγιο, τον Άγιο Κύριλλο τον ΣΤ’ πού είναι προστάτης μας! Κάθε χρόνο θα τον προσκυνούμε με πίστη την ημέρα της μνήμης του.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998» Διακόνημα)

Απολυτίκιον Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης. Βυζαντίου τον θρόνον αρεταίς κατεκόσμησας, Ανδριανουπόλεως θρέμμα, Ιερότατε Κύριλλε· ζηλώσας, γαρ τας τρίβους αθλητών δεινώς αγχόνη ηωρήθης απηνώς και Πυθίου ανεδείχθης πανσθενουργός προστάτης· όθεν κράζομεν· Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε κραταιώσαντι, δόξα τω νεοάθλων κοινωνόν σε αναδείξαντι.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ΄.
Τη Υπερμάχω. Τον Πατριάρχην τον φιλόθεον και άριστον οφθέντα πάσιν αθλητήν εγκωμιάσωμεν, Βυζαντίου τον κοσμήτορα και ποιμένα αληθή του εν πικρά δουλεία στένοντος ορθοδόξων δήμου, θείοις μελωδήμασιν ανακράζοντες· Χαίροις, πάντιμε Κύριλλε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ο προθύμως αποκτανθείς ως ποιμήν, θεόφρον, Εκκλησίας Χριστού καλός, Κύριλλε τρισμάκαρ, υπέρ του σου ποιμνίου Αγαρηνών προτάσσων την ιταμότητα.
Πηγή: Διακόνημα, Διακόνημα, Διακόνημα, Ἀναβάσεις

Ἐὰν θέλῃς νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου πιὸ γρήγορα καὶ εὔκολα, εἶναι ἀνάγκη νὰ πολεμᾷς, ἀδελφὲ καὶ γιὰ πάντα καὶ γενναῖα, ἐναντίον ὅλων σου τῶν παθῶν, περισσότερο ὅμως καὶ εἰδικὰ ἐναντίον τῆς φιλαυτίας σου, δηλαδὴ τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, συνηθίζοντας νὰ ἔχῃς γιὰ φίλους σου ἀγαπητοὺς τὶς περιφρονήσεις καὶ τὶς θλίψεις, ποὺ μπορεῖ ποτὲ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ κόσμος· γιατί, μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος αὐτὸν τὸν πόλεμο τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν ὑπολογίζῃ λίγο, συνέβηκε καὶ συμβαίνει πάντα νὰ εἶναι οἱ νίκες δύσκολες, σπάνιες, ἀτελεῖς καὶ ἀνύπαρκτες.
Λοιπόν, αὐτὸς ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε, ἀσταμάτητα, δηλαδὴ συνεχῶς, ὡς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου καὶ μὲ γενναία ψυχή, τὴν ὁποία εὔκολα θὰ ἀποκτήσῃς ἐὰν τὴν ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεό· ἐὰν ὅμως σκεφθῇς τὴν μανιασμένη ὁρμὴ καὶ τὸ παντοτεινὸ μῖσος, ποὺ ἔχουν ἐναντίον σου οἱ ἐχθροὶ δαίμονες καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν παρατάξεων καὶ στρατευμάτων του, σκέψου ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ καὶ ὅτι εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει καὶ ὅτι πολλοὶ περισσότεροι εἶναι οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ προσευχὲς τῶν Ἁγίων, ποὺ πολεμοῦν κρυφὰ μὲ τὸ μέρος μας, ὅπως γράφτηκε γιὰ τὸν Ἀμαλήκ· «Μὲ μυστικὸ καὶ ἀόρατο χέρι πολεμᾷ ὁ Κύριος» (Ἔξοδ. 17,16). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέψι παρακινήθηκαν τόσες γυναῖκες καὶ τόσα ἀνήλικα παιδιὰ καὶ κατέκτησαν καὶ νίκησαν ὅλη τη δύναμι καὶ σοφία τοῦ κόσμου, ὅλες τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καὶ ὅλη τὴ μανία του.
Ὁπότε, δὲν πρέπει νὰ φοβηθῇς ποτέ, ἂν καὶ σοῦ φαίνεται ὅτι ὁ πόλεμος τῶν ἐχθρῶν εἶναι δυνατὸς κατὰ πολύ, ὅτι θὰ παραμείνη γιὰ ὅλη σου τὴν ζωὴ καὶ ἂς σὲ φοβερίζῃ μὲ πτώσεις ἀπὸ διάφορα μέρη. Γιατὶ, κάθε δύναμι καὶ γνῶσι τῶν ἐχθρῶν μας, βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ θείου μας Ἀρχιστρατήγου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴ πολεμεῖσαι. Ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ μόνος του σὲ προσκαλεῖ μὲ πίεσι στὸν πόλεμο, εἶναι φανερό, ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀφήσῃ ποτὲ νὰ ὑπάρξει σὲ βάρους σου κάποια ἐξουσία καὶ νίκη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς (γιατὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ὡς προσβολή του)· ἀλλὰ πολεμώντας αὐτὸς γιὰ σένα, θὰ τοὺς δώσῃ στὰ χέρια σου νικημένους, ὅταν τοῦ φανῆ εὐχάριστο, ὅπως γράφτηκε «Ὁ Κύριος ὁ Θεός σου πηγαινοέρχεται μέσα στὸ στρατόπεδό σου γιὰ νὰ σὲ προστατεύσῃ καὶ γιὰ νὰ συλλάβη τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ τοὺς παραδώσῃ στὰ χέρια σου». (Δευτερ. 23,14).
Ἐὰν ὅμως καὶ αὐτὸς ἀργοπορήσῃ μέχρι τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς σου, νὰ κάνῃς αὐτὴ τὴν νίκη (1), αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ μεγαλύτερο κέρδος σου· μόνον ἐσύ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάνῃς, τὸ νὰ πολεμᾷς μεγαλόψυχα· καὶ ἂν πολλὲς φορὲς μείνης πληγωμένος στὸν πόλεμο, μὴν ἀφήσῃς ποτέ σου τὰ ὅπλα, οὔτε νὰ φύγης· τέλος πάντων, γιὰ νὰ παρακινῆσαι νὰ πολεμᾷς γενναῖα, πρέπει νὰ γνωρίζῃς, ὅτι αὐτὸν τὸν πόλεμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγη κανένας ἄνθρωπος, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο· καὶ ὅποιος δὲν πολεμάει γιὰ νὰ νικήσῃ τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, ἀναγκαστικὰ πρέπει νὰ συλληφθῆ ἀπὸ ἐδῶ ἢ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ πεθάνῃ.
Γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ πολεμᾶμε γενναῖα καὶ πάντα, γιατὶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τέτοιους ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι τόσο πολὺ μᾶς μισοῦν, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζουμε ποτὲ ἀπὸ αὐτοὺς οὔτε εἰρήνη, οὔτε διωρία ἢ καμμία ἀνακωχὴ καὶ κατάπαυσι τοῦ πολέμου. Γιατὶ καλὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μὴν ἀνοίξουμε πόρτα καὶ νὰ βάλουμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη μέσα στὴν ψυχὴ καὶ καρδιά μας· ἀφοῦ ὅμως τοὺς βάλαμε μία φορά, δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀλλὰ πρέπει νὰ πολεμᾶμε γιὰ νὰ τοὺς βγάλουμε, ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἀναιδεῖς καὶ ἀδιάντροποι, δὲν βγαίνουν μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ μὲ τὸν πόλεμο (2).

1. Καθὼς o Θεὸς δὲν ἐξωλόθρευσε ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ ἄφησε σὲ αὐτὴ τὶς πέντε περιφέρειες τῶν ἀλλοφύλων καὶ τοὺς Σιδωνίους καὶ Ἑβραίους, ἕνα μέν, γιὰ νὰ δοκιμάζῃ τοὺς Ἑβραίους, ἂν φυλάττουν τὶς ἐντολές του καὶ σταθερὴ τὴν πίστι τους σὲ αὐτή. Καὶ ἄλλο, γιὰ νὰ τοὺς μαθαίνῃ πάντοτε τὸν πόλεμο, ὅπως γράφτηκε. «Καὶ αὐτὰ τὰ Ἔθνη ἄφησε ὁ Κύριος, ὥστε πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ.... Γνῶναι εἰσακούσονται τὰς ἐντολὰς Κυρίου. Τοῦ διδάξαι αὐτοῖς πόλεμον» (Κρίτ. γ´ 13, 14). Κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἐξολοθρεύει ὅλα τὰ πάθη ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ μερικὰ νὰ μᾶς πολεμοῦν μέχρι τὸ θάνατό μας, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἢ αἰτία δική του, ἀλλὰ ἀπὸ αἰτία δική μας, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος: Ὁ α´, γιὰ νὰ μὴ πέσωμε σὲ ἀμέλεια, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἐπιμελεῖς καὶ προσεκτικοί· ὁ β´, γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουμε τὸν πόλεμο καὶ ξαφνικὰ μᾶς πλακώσουν καὶ μᾶς νικήσουν τὰ πάθη καὶ οἱ ἐχθροί· γ´, γιὰ νὰ προστρέχωμεν πάντα στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητοῦμε θερμότερα τὴν βοήθειά του· ὁ δ´, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευώμαστε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ στὸ φρόνημα· ε´, γιὰ νὰ μισήσουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ τόσο ἀκούραστα ἂς πολεμοῦν ς´, διὰ νὰ δοκιμασθοῦμε, ἂν μέχρι τέλους φυλάξουμε τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι· ζ´, γιὰ νὰ παρακινούμεθα στενώτερα στὸ νὰ φυλάττουμε ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ μὴ παραβαίνουμε οὔτε τὴν παραμικρή· η´, γιὰ νὰ μάθουμε μὲ τὴν δοκιμὴ πόσο ἀξίζει ἡ ἀρετὴ καὶ ἀκολούθως νὰ μὴ τὴν ἀφίνουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, θ´, γιὰ νὰ γίνεται καὶ ὁ παντοτεινὸς πόλεμος ὑπόθεσις μεγαλυτέρων στεφάνων σὲ μᾶς· ι´, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ντροπιάσουμε περισσότερο τὸν διάβολον καὶ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν μέχρι τέλους ὑπομονή μας καὶ ια´, γιὰ νὰ εἴμαστε γυμνασμένοι ἀπὸ συνήθεια στὸν πόλεμο νὰ μὴν φοβηθοῦμε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, ὅταν θὰ μᾶς γίνῃ ὁ πλέον δυνατώτερος πόλεμος.
2. Ὁ μέγας Βασίλειος στὸν σχετικὰ μὲ τὴν Παρθενία λόγο του, ἀναφέρει πάνω σὲ αὐτὸ ἕνα ὡραῖο παράδειγμα καὶ λέει. «Καθὼς οἱ βασιλικοὶ στρατιῶτες σὲ καιρὸ πολέμου, δὲν βάλλουν τὰ ἅρματά τους μέσα σε κλεισμένα σπίτια, ἀλλὰ μέσα σὲ ἐκεῖνα ποὺ βρίσκουν ἀνοικτὰ καὶ ἀφοῦ τὰ βάλουν μίαν φορά, τὰ ἀφήνουν μέσα καὶ αὐτοὶ βγαίνουν ἔξω καὶ περπατοῦν, χωρὶς νὰ φοβοῦνται ὅτι κάποιος θὰ ρίξη ἔξω τὰ ἅρματά τους, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὅταν βρίσκουν ἀνοικτὴ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, βάζουν μέσα σὲ αὐτὴ τὰ ἅρματά τους, τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἀφήνουν, ἐὰν ἐμεῖς δὲν ἀγωνισθοῦμε νὰ τὰ πετάξουμε ἔξω.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες