
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Κωνσταντίνος Περρίκος γεννήθηκε στις23 Απριλίου1905 στην Καλλιμασιά της Χίου. Παιδί χωρισμένων γονιών, μεγάλωσε στο μοναστήρι του χωριού με τις δύο καλόγριες, αδελφές του πατέρα του. Μόλις τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ζούσε μία άλλη θεία του. Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και το 1925 επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.
Τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στην Στρατιωτική Σχολή Αεροπορίας στο Σέδες Θεσσαλονίκης και το 1932 ονομάστηκε Ανθυποσμηναγός.
Ενδιάμεσα, το 1829, νυμφεύτηκε την Μαρία Δεληγεώργη, με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά.
Σταθμός στην ζωή του, η γνωριμία του το 1934 με τον νεαρό πανεπιστημιακό Δάσκαλο Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος πιστεύοντας ότι το κράτος θα πάει μπροστά μόνο με συσπειρωμένο το σύνολο των εθνικών Δυνάμεων, ιδρύει το «Ενωτικό Κόμμα». Ο Κ. Περρίκος από τα πιο δυναμικά στελέχη του κόμματος, δημοσιογραφεί στην εφημερίδα του κόμματος «Ελληνική Φωνή». Αρθρογραφεί στην «Ελληνική Φωνή», όπως και την εφημερίδα «Εστία» ενυπόγραφα, επισημαίνει ότι η αεροπορία μας δεν είναι αξιόμαχη και ζητεί συγχρόνως την κοινή προσπάθεια όλων των Ελλήνων για την απόκτηση Πολεμικής Αεροπορίας, ανάλογης με τις προσδοκίες που πρέπει να στηρίζονται σ αυτήν. Επίσης για την ίδρυση κρατικής αεροβιομηχανίας και την απαλλαγή της Ελλάδας από ξένες πολιτικές και οικονομικές επιρροές στην εκλογή διαφόρων τύπων αεροσκαφών. Επίσης αρθρογραφεί περί εθνικής Αμύνης και περί εθνικής Οικονομίας. Αυτές του οι ενέργειες είχαν σαν συνέπεια την σύλληψη και φυλάκισή του. Στην δίκη που ακολούθησε, δικαιώθηκε και αθωώθηκε, αλλά η Αεροπορία τον απέταξε από τη δύναμη της, την 27.4.1935 σε ηλικία 30 ετών. Τότε ήταν Υποσμηναγός.
Ο Κώστας Περρίκος ήταν Δημοσιογράφος, εργάτης, έμπορος, στρατιώτης ρήτορας. Μισούσε όλους τους δυνάστες, ξένους και δικούς, αγαπούσε όλους τους εργαζόμενους, προστάτευε τους αδυνάτους. Δεν είχε άλλο σκοπό στη ζωή του παρά να κάνει το καλό, απέφευγε τις διαφημίσεις, περιφρονούσε τον θάνατο, λάτρευε την Ελλάδα.
Μια μαρτυρία του ίδιου φανερώνει τους λόγους που τον έκαναν να δημιουργήσει οργάνωση αντίστασης.
«Όταν γυρίσαμε από την Αλβανία, εκεί που είχαμε πολεμήσει με το χαμόγελο στα χείλη, είδα γύρω μου το χαμόγελο να έχει χαθεί. Είδα πράγματα που δεν ήθελα να δω. Είδα μια Αθήνα αλλιώτικη, μια Αθήνα σακατεμένη. Οι σκηνές στους δρόμους με αρρώσταιναν. Το ίδιο και τα πρόσωπα των ανθρώπων, προ παντός τα πρόσωπα των παιδιών».
Τον Αύγουστο του 1942 δημιουργεί νέα αντιστασιακή ομάδα με τον τίτλο ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζόμενων Νέων), που για δυο μήνες συνυπάρχει με την Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών...
Η ΠΕΑΝ εκδίδει εφημερίδα, την «Δόξα», και το πρώτο φύλλο της κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1942. Ο σκοπός της ΠΕΑΝ -πέρα από την κυκλοφορία του παράνομου τύπου- είναι και η εκτέλεσις σαμποτάζ σε βάρος του εχθρού. Για τον σκοπό αυτό δημιουργείται ο «Ουλαμός Καταστροφών» με επικεφαλής τον ίδιο τον Κ. Περρίκο. Οι συμμαχητές του μιλούν για αυτόν:
«Ήταν φωτιά, δυναμίτης, δεν τον κρατούσες με τίποτα. Ήθελε να πολεμήσει. Ήταν σίφουνας. Μόνος του έβρισκε τα εκρηκτικά, αυτός καθόριζε τους στόχους, έβρισκε χρήματα, αυτός είχε ψυχή. Ήταν μαχητής, ήταν στρατιώτης, δεν ήταν συνωμότης. Ήταν μπουρλοτιέρης, ήξερε να εμπνέει, να ορμάει».
Όταν ο Κ. Περρίκος έκρινε ότι έπρεπε να δοθεί ένα αποφασιστικό κτύπημα στους λίγους αξιοθρήνητους προδότες που είχαν συγκροτήσει την αισχρά οργάνωση ΕΣΠΟ, ανέλαβε μαζί με τους συμμαχητές του το έργο. Και το έργο αυτό εκτελέσθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, ημέρα Κυριακή και ώρα 12:00 το μεσημέρι.
Κυριακή ώρα 12:03:Όλη η Ευρώπη δεν είχε μεγαλύτερο σαμποτάζ να συγκρίνει με αυτό!
Συνελήφθη μετά από προδοσία μαζί με άλλους συμμαχητές του, την 11.11.1942 στο σπίτι όπου εκρύβοντο, στην Καλλιθέα. Παίρνει όλη την ευθύνη επάνω του!
Κάποια μέρα, τέλος Νοεμβρίου, γυρίζοντας από ανάκριση από τον Πειραιά στις φυλακές Αβέρωφ, ζήτησε από τον Αυστριακό αξιωματικό που τον συνόδευε να του επιτρέψει να επισκεφθεί το σπίτι του στην Αθήνα, (Μιχ. Βόδα 137), για να δει την γυναίκα του και τα παιδιά του, δίνοντας του τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν θα αποδράσει. Πράγματι ο Αυστριακός Αξιωματικός τον πήγε σπίτι του όπου παρέμεινε μίση ώρα.
Στις 31.12.1942 παραμονή του νέου έτους καταδικάζεται από το Γερμανικό Στρατοδικείο 3 φορές σε θάνατο και 15 έτη ειρκτήν!
Δικηγόρος υπεράσπισης ήταν ο γερμανομαθής Ιωάννης Λόντης (μετέπειτα καθηγητής και Ακαδημαϊκός)
Συγκατηγορούμενοι: Ιουλία Μπίμπα, Κ. Γιαννάτος, Επ. Γαλάτης, Αικατ. Μπέση και Γιώργος Κουσουράκος.
Ο Κ. Περρίκος στην απολογία του αναλαμβάνει την ευθύνη για όλα, σε μια υπέρτατη χειρονομία αυτοθυσίας και απαράμιλλου ηρωισμού. Απολογείται λέγοντας:
«Είμαι Έλληνας Αξιωματικός. Υπερηφανεύομαι για το χτύπημα που σας έδωσα. Το έκανα με την ιδέα πως έπρεπε να το κάνω χάριν της πατρίδας μου. Για το μεγαλείο της, δίνω την ζωή μου».
Βγαίνοντας μετά την καταδίκη του από το Στρατοδικείο, βλέπει την γυναίκα του και τα παιδιά του και πριν μπει στην κλούβα τους κάνει με το χέρι του το σήμα της νίκης.
Μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ στο κελί των μελλοθανάτων Νο 12 που έχει έξω από το κελί με κιμωλία ένα σταυρό.
Στις 23 Ιανουαρίου 1943 οι Γερμανοί επέτρεψαν στην οικογένεια του να τον επισκεφθεί στην φυλακή. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν η γυναίκα του και τα παιδιά του...
ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΒΕΡΩΦ, 23.1.1943: Το πρώτο του γράμμα.
«Ο θεός θέλησε να μεγαλώσετε δίχως πατέρα. Σύμφωνα με την απόφαση του Στρατοδικείου, ο πατέρας σας υπήρξε ένας εξαιρετικά επικίνδυνος εγκληματίας, ένας απαίσιος τρομοκράτης, αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο πατέρας σας είχε άλλες επιδιώξεις. Επίστευε σε υψηλά ανθρωπιστικά ιδεώδη. Η σκέψη του ξεπερνούσε τα στενά όρια της πατρίδας μας. Εκείνο κυρίως που τον χαρακτήριζε ήταν η αγάπη του προς όλους τους ανθρώπους δίχως εξαίρεση.
Βρέθηκε όμως στην δίνη ενός πολέμου και πιστεύοντας στα ιδανικά του ενόμισε πως θα μπορούσε να συμβάλει ? ακόμη και όταν ο πόλεμος βρισκόταν στο ζενίθ του ? στην προπαρασκευή του κόσμου για την πραγματοποίηση της Διεθνούς Συνεργασίας που αποτελεί προϋπόθεση της Ειρήνης και ευημερίας ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Ο πατέρας σας έπεσε για την λευτεριά της Πατρίδας μας. Έφυγε από τον κόσμο με την ικανοποίηση πως αν δεν έκανε το χρέος του όσο έπρεπε, πάντως το έκανε όσο μπορούσε. Το χρέος αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αν ζούσε, θα εξακολουθούσε τις προσπάθειές του και κατά την περίοδο της Ειρήνης.
Δουλέψτε για να σταματήσουν οι πόλεμοι, να ευημερήσουν οι άνθρωποι, να ΕΝΩΘΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, να ειρηνεύσει και να ευτυχήσει ο κόσμος.
Δουλέψτε για να καταργηθούν οι τεχνητοί φραγμοί που παρεμποδίζουν και σε άπειρες περιπτώσεις ματαιώνουν την πρόοδο των αξίων.
Δουλέψτε για την επικράτηση της Δημοκρατίας.
Αφιερώστε την ζωή σας στην Ελλάδα και την ανθρωπότητα.
Η θέλησις, η υπομονή, η εγκαρτέρηση, ο αλτρουϊσμός, η φιλοπατρία, το θάρρος, η αυτοθυσία, η αξιοπρέπεια και η σεμνή περηφάνια αποτελούσαν ολόκληρη την περιουσία μου και αυτά σας κληροδοτώ.
Φυλακές ΑΒΕΡΩΦ
Κελί 12
Κ. Περρίκος»
Στις 4.2.1943 -πριν την εκτέλεσή του- ένα άλλο σημείωμα και ένα ποίημα για τον γιό του Δημήτρη.
«Πεθαίνω για την Ελλάδα και θυμάμαι την τελευταία στροφή του ύμνου του Μιστράλ:
"Κι΄ αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, ω θεία δάφνη, μια φορά κανείς πεθαίνει"
Ώρα 5:20: Εγκαταλείπω τον κόσμο χωρίς μίση και κακίες. Αγωνίσθηκα για την πατρίδα μου. Για την δικιά τους πατρίδα αγωνίζονται κι εκείνοι οι οποίοι με καταδίκασαν. Θα ήθελα το αίμα μου να μην μας χωρίσει, αλλά να μας ενώσει στο μέλλον με τους σημερινούς αντιπάλους.
Κ. ΠΕΡΡΙΚΟΣ»
Ο Κώστας Περρίκος εκτελέσθηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 4.2.1943, ώρα 7:30 π.μ.
Σύμφωνα με την αναφορά του ιερομόναχου Νικόδημου Γραικού εξομολογήθη ειλικρινώς και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων με κατάνυξη.
«Ο υποσμηναγός Κων/νος Περρίκος, ετών 37 προ της εκτελέσεώς του είπε τα εξής προς τους παριστάμενους Γερμανούς:
''Δεν αισθάνομαι τίποτα εναντίον σας. Εσείς κάνατε το καθήκον σας. Ομοίως έκανα κι εγώ το δικό μου. Είμαι Ελληνας αξιωματικός της Αεροπορίας- Υποσμηναγός. Σας ευχαριστώ πολύ''.
Οι παριστάμενοι Γερμανοί Αξιωματικοί εχαιρέτισαν άπαντες στρατιωτικώς.
Ολίγον προ της εκτελέσεώς του ανεφώνησε«Ζήτω η Ελλάς!».
Όταν ο Γενικός Επιθεωρητής του Γερμανικού Στρατοδικείου ήλθε μαζί με άλλους αξιωματικούς να τον παραλάβουν από το κελί του στις 5:20 το πρωί για να τον οδηγήσουν στο θάνατο και την αθανασία, η νυχτερινή σιωπή των φυλακών Αβέρωφ εσχίσθη από την κραυγή του ήρωα προς τους συγκρατουμένους του:
«Παιδιά με παίρνουν για εκτέλεση. Κουράγιο! Γρήγορα έρχεται η Νίκη και η Λευτεριά! Ζήτω η Ελλάς!».
Την 2.9.1987 γίνονται τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Κ. Περρίκου στην οδό Γλάδστωνος και Πατησίων, όπου και το κτίριο που εστεγάζετο η ΕΣΠΟ.
Την επαύριο των αποκαλυπτηρίων ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός επανέρχεται σχολιάζοντας τις υποθήκες του Κώστα Περρίκου:
«Αναρωτιέμαι πόσοι από τους εραστές της σημερινής Ενωμένης Ευρώπης θα είχαν το κουράγιο να κάνουν αυτή την γενναία προφητεία, την ώρα που τους σημάδευαν τα Γερμανικά πολυβόλα; Δέκα, πέντε, τρεις, ένας, κανένας; Κάτι μου λέει ότι η προτομή του Κ. Περρίκου δεν έπρεπε να στηθεί στα Χαυτεία. Έπρεπε να στηθεί στην καρδιά της Ευρώπης. Ίσως μπρος στο Κοινοβούλιό της. Εκεί είναι η θέση του. Του την χρωστάτε. Ένας απλός Έλληνας Αεροπόρος σας άνοιξε το 1943 τον δρόμο, στον οποίο σήμερα πορεύεστε».
Πηγή: Περί Πάτρης
Καταγωγὴ
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία. Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμά τοῦ σχολαρίου τοῦ στρατηλάτου.
Συνανεστρέφετο ἐνάρετους ἄνδρες
Διαπρέποντας λοιπὸν ὁ Μέγας Αὐξέντιος μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, παρ’ ὅτι ἀκόμη ἔμενε στὴν βασιλεύουσα τῶν πόλεων δηλαδὴ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρέλειπε ἐν τούτοις νὰ συναναστρέφεται τοὺς ξακουστοὺς γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τοὺς Πατέρες τῆς ἐποχῆς του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ μοναχός, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, τὸν ὁποῖο συχνὰ ἐπεσκέπτετο. Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἔμενε ἐπάνω σε ἕνα στύλο. Ἀπὸ αὐτὸν διδάχθηκε ὁ Ὅσιος τὸν φιλάρετο βίο καὶ γιὰ νὰ ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὸν περισσότερο χρόνο ἔμενε στὸν Ναὸ τῆς Ἅγιας Εἰρήνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς ἐνάρετους ἄνδρες. Ἐκεῖ ἀσκεῖτο στὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ δεήσεις τηρώντας πιστὰ τὶς νηστεῖες καὶ κάθε ἄλλη ἐγκράτεια.
Ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο
Κάποια γυναίκα, ἡ oποία ἦταν κυριευμένη ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, συνάντησε τὸν Ἅγιο Αὐξέντιο, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ παλάτι. Αὐτὴ εἶχε ἀκάλυπτό το κεφάλι της, καὶ τραβοῦσε τὶς τρίχες της καὶ φώναζε δυνατά:
› Ὢ βία, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν Αὐξέντιο! Εἴκοσι χρόνια τώρα ἔχω ποὺ κατοικῶ σὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα καὶ τώρα διώχνομαι μὲ βία ἀπὸ αὐτόν.
Τότε ὁ Ἅγιος πίεσε τὸ ἄλογο, πάνω στὸ ὁποῖο καθόταν, γιὰ νὰ τὴν προσπεράσει, ὥστε νὰ μὴ γίνει γνωστὴ σὲ κανέναν ἡ θεία χάρι, ποὺ κάτοικοι σὲ αὐτόν. Ἡ γυναίκα ὅμως ἀκολουθοῦσε μὲ μεγάλες φωνές, μᾶλλον τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ ἔμενε σὲ αὐτήν, μαστιγούμενο ἀοράτως ἀπὸ τὴν θεία Χάρι, καὶ ἔλεγε:
› Ἰδού, ἐξέρχομαι, ἐὰν μόνον μὲ διατάξη αὐτός.
Μαζεύτηκε γύρω ἀπὸ αὐτὸν πολὺ πλῆθος. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς παρακάλεσε ὁ μακάριος τὸν Θεό, ἀμέσως ἀπήλλαξε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὸν δαίμονα.
Ἀπόρησαν λοιπὸν ὅλοι θαυμάζοντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τέτοια ἐξουσία ἔδωκε στὸν δοῦλο τοῦ κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.
Γίνεται Μοναχὸς
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Μέγας Αὐξέντιος, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε στὸν κόσμο. Κατόπιν, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐπειδὴ προεῖδε μὲ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τὴν μέλλουσα νὰ συνταράξη τὴν Ἁγία του Θεοῦ Ἐκκλησία, παράνομη αἵρεση τοῦ δυσσεβοὺς Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὶς βασιλικὲς αὐλὲς καὶ ἐγκατέλειψε τὸ πλῆθος τῶν φίλων ποὺ εἶχε, τρέπεται πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασε λοιπὸν στὰ ἐρημικότερα μέρη τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνέβηκε στὴ πλαγιὰ τοῦ ὅρους, ποὺ καλεῖται Ὀξεία καὶ ποὺ ἀπέχει δέκα μίλια ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα, καὶ διέμεινε σὲ κάποια πέτρα. Ἀσκήτευε, ἐνῶ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη καὶ σπουδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ λαὸς ἔμαθε σιγὰ-σιγὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου καὶ πλῆθος συνέρρεε ἐκεῖ, καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος.
Τὸν καλοῦν γιὰ τὴν Σύνοδο
Τόση δὲ ἦταν ἡ φήμη του γιὰ τὶς σπάνιες ἀρετὲς καὶ τὴν βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωσή του, ὥστε προσκλήθηκε στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνεκλήθη τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς. Ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τὴν Σύνοδο ἐπέστρεψε πάλι ὄχι στὸ προηγούμενο ὅρος, ἀλλὰ σὲ ἄλλο πολὺ πιὸ ἀπόκρημνο καὶ ψηλότερο, ποὺ ὀνομάζετο Σκόπα, στὸ ὁποῖο καὶ ἔμεινε, ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί του ἔκαναν πάλι κλουβὶ ἀπὸ ξύλα καὶ ἄφησαν μικρὸ παραθυράκι γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν σὲ αὐτόν. Πολλοὶ ἀνέβαιναν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὶς Ρουφινιανὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη γιὰ ὠφέλεια ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους δίδασκε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὲς ὠδὲς κατανυκτικὲς καὶ ὠφέλιμες.
Ἡ διδασκαλία του
Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία τῶν ὠδῶν ὁ μακάριος ἄρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλία του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τὸ βράδυ, συμβουλεύοντας ὅλους νὰ οἰκονομοῦν καλὰ τὴν ζωή τους καὶ ποτὲ νὰ μὴ δείχνουν ραθυμία στὴν ἐκτέλεση τῶν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλι, ἀφοῦ κάνουν κάτι καλό, νὰ ἐπιστρέφουν στὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μέχρι τὸ τέλος νὰ ἐπιμένουν στὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔστελναν τροφὲς στὸ ὅρος καὶ διάφορα ἄλλα δῶρα καὶ φιλεύματα. Ἐκεῖνος ὅμως μόνο λάδι καὶ κεριὰ ἐὰν ἔφερνε κανείς, κρατοῦσε, τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς πτωχούς, ποὺ μαζευόντουσαν κοντά του. Ὅσους τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς κάνει μοναχοὺς δὲν τοὺς ἐδέχετο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔδινε στὸν κάθε ἕνα ξεχωριστά, τρίχινο ἢ δερμάτινο στιχάριο, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐκεῖνος ντυμένος, τοῦ ἔλεγε:
› Πήγαινε, ἀδελφέ, ὅπου σε ὁδηγήσει ὁ Κύριος.
Κτίζει Μοναστήρι
Πολλὲς γυναῖκες πήγαιναν, ἄλλες μὲν ὁδηγούμενες πρὸς τὸν Ὅσιο ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν παρθενία τους, ἄλλες δὲ φεύγουσες ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπαρνούμενες τὸν διάβολο καὶ μὲ θερμὴ μετάνοια συντασσόμενες μὲ τὸν Χριστό, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ συγκεντρωθοῦν πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ θεῖος Αὐξέντιος νὰ οἰκοδομήσει Ἐκκλησία γιὰ χάρη τους καὶ νὰ κτίση τὰ κατάλληλα κελιά, γιὰ τὴν ἄσκησή τους. Κάθε Κυριακὴ καὶ Παρασκευὴ προσκαλοῦσε τὶς Ὅσιες αὐτὲς γυναῖκες καὶ τὶς συμβούλευε νὰ λησμονήσουν τὰ τερπνά του βίου, διότι τὰ ἐξ ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ προορισμένα γιὰ ἐμᾶς ἀγαθὰ εἶναι πολὺ πιὸ τερπνὰ καὶ νὰ μὴ γίνονται δοῦλες τὸν σαρκικῶν ἡδονῶν.
Τὸ τέλος τοῦ Ὅσιου
Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ Ὅσιος σὰν ἄνθρωπος ἔμελλε κάποτε νὰ ἀποθάνει, ἀρρώστησε γιὰ λίγο. Ὅλο τὸν καιρὸ τῆς ἀσθενείας τοῦ τὸν περνοῦσε μὲ εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ μὲ συμβουλὲς πρὸς τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τὸ πνευματικό του ποίμνιο. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγκατέλειψε τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωὴ μετέβη πρὸς τὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν 14ην Φεβρουαρίου.
Πηγὴ ἰαμάτων
Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ τὸ παρέλαβαν οἱ ὅσιες γυναῖκες ποὺ ἀσκοῦνταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους. Τοποθετήθηκε λοιπὸν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκεῖ κτισμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο Ναό, ὁ ὁποῖος εἶχε καθιερωθεῖ ὡς εὐκτήριος οἶκος πρὸς χάριν τῶν μακαρίων ἐκείνων Μοναχῶν. Ἀπὸ τότε ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου μέχρι σήμερα, ἀναβλύζει πηγὲς ἰαμάτων σὲ αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν μὲ πίστη, θεραπεύοντας κάθε εἴδους ἀσθένειες, διώκοντας δαίμονες καὶ κάθε ἄλλο νόσημα. Ἀποδεικνύοντας ἔτσι σὲ ὅλους ὅτι ὁ Αὐξέντιος ζεῖ ἀκόμη ἐν Θεῶ καὶ διὰ τῆς Χάριτος Αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἰάματα.
Στίχος
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἣν Αὐξεντίω, Φανέντι τάλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία. Λεῖψε βίον δεκάτη Αὐξέντιος ἠδὲ τετάρτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Αὐξέντιε· νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὀσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δὶ’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμώντας, Πάτερ Αὐξέντιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεοφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τὴ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσω τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Εἰς ὅρος ἀνελθῶν, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθω γεραίρομεν.
Ὁ Οἴκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπη, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὖς ὑπέστης ἐν γῆ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἠμὶν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἁπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῷ βίω, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλη εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ρυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοί.
Πηγή: Αγιορείτικα
Είχε ο Γολιάθ ελληνική καταγωγή; Μια νέα διεθνής γενετική επιστημονική έρευνα θεωρεί πιθανό κάτι τέτοιο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Φιλισταίοι,
Τα γαλλικά Rafale έφτασαν στην Τανάγρα και εντάχθηκαν στην 332 Μοίρα
Ο Προφήτης Συμεών ήταν άνδρας σοφός, ευλαβής και δίκαιος, χωρίς όμως να γνωρίζουμε την ακριβή καταγωγή του. Ήταν ένας από τους εβδομήκοντα (Ο΄) μεταφραστές, όπου στην Αλεξάνδρεια μεταφράζοντας την Αγία Γραφή από την εβραϊκή στην ελληνική γλώσσα, επικεντρώθηκε έντονα στο χωρίο του Προφήτη Ησαΐα «Ιδού η Παρθένος έξει εν γαστρί και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. ζ΄,14). Ένα χωρίο, στο οποίο έδειξε δυσπιστία. Σύμφωνα με την παράδοση, έχοντας στο νου τις σχετικές αμφιβολίες του και περνώντας κάποιο ποταμό, έριξε το δακτυλίδι του, λέγοντας ότι αν θα το ξανά έβρισκε, θα πίστευε όσα έγραφε η προφητεία. Φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια, διανυκτέρευσε σε κάποια πόλη μαζί με τους συνοδοιπόρους του και αγοράζοντας κάποια ψάρια για το γεύμα τους, βρήκε μέσα στην κοιλιά του δικού του ψαριού το δακτυλίδι του.
Η Ιερά Μητρόπολις Αργυροκάστρου, σε συνεργασία με το πανελλήνιο κίνημα «Αφήστε με να ζήσω!», συνδιοργανώνουν την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020 και ώρα 18:00 στην Αίθουσα εκδηλώσεων του Ιερού Ναού Αγίου Χαραλάμπους εκδήλωση υπέρ της ζωής του αγέννητου παιδιού και κατά των εκτρώσεων.
Ούχ ως αυτός νομίζεις, ημείς δυνατοί εσμέν, ω μακάριε, και ίσως ου γινώσκεις την ασθένειάν μου.
Ξεσηκωμός από την Οττάβα μέχρι και την Νέα Ζηλανδία!
Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος ότι και στα παλαιότερα χρόνια, υπήρχαν παρόμοια, όπως και στην εποχή μας, ηθικοπνευματικά, υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα στη ζωή των ανθρώπων.
(Natural News) Οι εμπειρογνώμονες σε θέματα στρατιωτικής στρατηγικής και τεχνητής νοημοσύνης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου μετά τη διάσκεψη του ΟΗΕ που δεν κατέληξε σε συμφωνία για την απαγόρευση της χρήσης των λεγόμενων slaughterbots σε πρόσφατη συνάντηση στη Γενεύη.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ
Ἀλλὰ ἀδελφοί μου, ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (τοῦ Θεολόγου) νὰ προσέξετε, διότι παρεμβάλλεται ἕνα ἐπεισόδιον τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς.
Η Αττάλεια είναι αρχαία Ελληνική πόλη της επαρχίας Παμφυλίας[1] (Μικράς Ασίας) που ιδρύθηκε το 158 π. Χ. από τον Άτταλο τον Φιλάδελφο[2], βασιλιά της Περγάμου[3]. Στα αρχαία και ρωμαϊκά χρόνια ήταν σπουδαίο λιμάνι από εμπορική και στρατιωτική άποψη.
Ο καλλίνικος Δημήτριος ήταν γέννημα και θρέμμα της Χίου, από το μέρος εκείνο της πόλης που ονομάζεται Παλαιόκαστρο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αποστόλης και η μητέρα Μαρουλού. Ο Δημήτριος και ένας μεγαλύτερος αδελφός του, ο Ζαννής, ξενιτεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο της τσόχας. Μετά από καιρό ο Δημήτριος αρραβωνιάστηκε στο Σταυροδρόμι με μια κοπέλα χωρίς τη συγκατάθεση του αδελφού του και των μαστόρων του, και αυτοί θυμωμένοι τον έδιωξαν από κοντά τους. Διωγμένος, μετά από λίγες ημέρες άρχισε και αυτός να στερείται, και θυμήθηκε πως κάτι χρωστούμενα είχε να παίρνει από τον Σεχισελάμ (1). Έτσι πήγε στο σεράι να τα ζητήσει, χωρίς να ξέρει πως ο διάβολος του είχε στημένη παγίδα. Διότι καθώς ήταν νέος, είκοσι ή εικοσιδύο ετών, και όμορφος, και πήγαινε εκεί πρωτύτερα με εμπόρευμα, η κόρη του Σεχισελάμ βλέποντάς τον τόν είχε ερωτευθεί.
Ο Δημήτριος λοιπόν, πήγε χωρίς να ξέρει τίποτε, και εκεί τον δέχτηκε εκείνη με πολλή χαρά. Τον έβαλε να καθίσει, του έφερε καφέ και του είπε:
› Τώρα δεν γλιτώνεις από τα χέρια μου. Ή θα γίνεις Τούρκος, να έρθεις στην πίστη μου, ή θα κοπεί το κεφάλι σου και θα χάσεις τη ζωή σου.
› Τι να κάνω ο δυστυχής; έλεγε αργότερα ο ίδιος.
› Για να μην πάω ανεξομολόγητος, ως αμαρτωλός που ήμουν, υποχώρησα και χωρίς να το θέλω δέχτηκα τη βρομερή τους πίστη.
Ωστόσο το έκανε με πολλή λύπη και έκλαιγε νύκτα και ημέρα όταν έμενε μόνος του. Η θλίψη του όμως γινόταν φανερή και γι’ αυτό τον φύλαγαν με πολλή προσοχή, τάχα ώσπου να συνηθίσει.
Αυτό κράτησε πενήντα εννέα μέρες. Έπειτα ευδόκησε ο Θεός και βρήκε κατάλληλη ευκαιρία τον καιρό του ραμαζανιού, που όλοι ήταν σε βαθύτατο ύπνο, Κάνοντας τον σταυρό του, ρίχτηκε έξω αθόρυβα και γρήγορα, και πηγαίνοντας στο Σταυροδρόμι κρύφτηκε στο σπίτι ενός φίλου Χριστιανού, χύνοντας ποταμούς δακρύων για το μεγάλο κακό που έπαθε. Έπειτα φώναξε εκεί τον πνευματικό του πατέρα και εξομολογήθηκε με θερμά δάκρυα και με κατάνυξη και συντριβή. Εκεί φώναξε και τον αδελφό του και του ζήτησε συγχώρηση για τα περασμένα, χωρίς όμως να του φανερώσει τον σκοπό του μαρτυρίου που είχε λάβει. Έπειτα έγραψε επιστολή στους γονείς του, διηγούμενος όσα του συνέβησαν, ζητώντας τους συγχώρηση και φανερώνοντας σε αυτούς πως έβαλε σκοπό να πάει ενώπιον των τυράννων και να ομολογήσει τον γλυκύτατό του Ιησού Χριστό, τον οποίο αρνήθηκε. Τους ζήτησε μάλιστα να μη λυπηθούν αλλά να χαρούν και να του δώσουν την ευχή τους.
Μια νύχτα, που ήταν η μνήμη του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος κοιμήθηκε και είδε μια γυναίκα ευπρεπέστατη με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, μέσα σε μια ωραιότατη πεδιάδα. Μακριά στεκόταν και ένας δήμιος, και η γυναίκα είπε στον Δημήτριο:
› Αν δεν πέσεις στα χέρια αυτού του δημίου, δεν κληρονομείς την εύφορη αυτή πεδιάδα.
Ξύπνησε ο νέος, κατάλαβε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει και χάρηκε η ψυχή του και ο πόθος του μεγάλωσε. Τα εξομολογήθηκε αυτά στον πνευματικό του, εκείνος όμως δεν του έδωσε αμέσως την άδεια, αλλά τον συμβούλεψε να ζήσει με νηστεία, προσευχή και μετάνοια.
Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαπέντε μέρες και πάλι ο πνευματικός τού είπε να επιτείνει τους αγώνες του και να ζητά το έλεος του Θεού. Υπάκουσε μετά χαράς ο νέος και αύξησε τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τα δάκρυα.
Μετά πέντε μέρες, μια νύχτα που ξημέρωνε Κυριακή, στις έντεκα η ώρα, καθώς προσευχόταν στα σκοτεινά επειδή είχε σβηστεί η καντήλα, είδε ένα φως υπερβολικό και άκουσε μια φωνή γλυκύτατη μέσα από το φως να του λέει:
› Χαίροις, μάρτυς του Χριστού Δημήτριε. Έχε θάρρος, διότι με τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Υιός της, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι μαζί σου να σε ενδυναμώνει, και γενναία και σύντομα θα τελειώσεις το μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο γενναίος έπεσε καταγής με πολλά δάκρυα και δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και την Θεοτόκο Παρθένο. Έπειτα, μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον πνευματικό του και βουτηγμένος στα δάκρυα του διηγήθηκε την οπτασία του. Μετά από αυτό ο πνευματικός τού διάβασε τις συγχωρητικές ευχές, τον έχρισε με το άγιο Μύρο, τον αξίωσε των αχράντων Μυστηρίων την Τρίτη το πρωί και τον αποχαιρέτησε με δάκρυα, ευχόμενος να έχει οδηγό και βοηθό του την Κυρία Θεοτόκο, όπως του είχε υποσχεθεί, μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πήγε λοιπόν ο Δημήτριος και παρουσιάστηκε στον καϊμακάμη και του είπε:
› Αφέντη, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός και με βία με έφεραν σε αυτήν τη μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ και ήμουν και είμαι Χριστιανός, και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να ομολογήσω μπροστά σου πως έσφαλα και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας μου πίστεως. Λοιπόν έσφαλα βαριά, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο καϊμακάμης άρχισε να του μιλά με ημερότητα, βλέποντάς τον όμως ότι καταφρονούσε όσα του έλεγε, πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να του βάλουν δύο αλυσίδες, μία στα πόδια και μία στον λαιμό. Το βράδυ τον έβαλαν μπρούμυτα στο τιμωρητικό ξύλο, ο μάρτυρας όμως πέρασε όλη τη νύχτα δοξάζοντας τον Θεό και παρακαλώντας Τον με δάκρυα να τον αξιώσει να βάλει στην καλή αρχή και ένα τέλος καλό και μακάριο.
Όταν ξημέρωσε και άνοιξε το δικαστήριο, τον έφεραν για νέα εξέταση, η οποία όλη ήταν μια κολακευτική νουθεσία, με υποσχέσεις και ταξίματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι τύραννοι στους θείους μάρτυρες. Βλέποντας όμως πως ο νέος στεκόταν αμετάβλητος στην απόφασή του άρχισαν να τον φοβερίζουν. Εκείνος τους αποκρίθηκε:
› Είμαι έτοιμος να υπομείνω και μαστίγια και τιμωρίες και βάσανα κάθε λογής για την αγάπη του γλυκύτατού μου Ιησού Χριστού.
Τότε ο καϊμακάμης του είπε με θυμό:
› Έτσι λες εσύ, ότι μπορείς να υποφέρεις ό,τι σου κάνουν, για να σε προσκυνούν οι γκιαούρηδες, εγώ όμως θα σου κόψω ξαφνικά το κεφάλι για να κολαστείς.
Ο μάρτυρας του Χριστού απάντησε:
› Πριν κόψεις εσύ εμένα, θα κόψει ο Θεός τη δική σου ζωή και θα πας ως ασεβής στην αιώνια κόλαση.
Αφού είπε αυτά ο μάρτυς, πρόσταξε ο τύραννος και τον έβαλαν στην φυλακή, με απόφαση την επομένη να τον θανατώσει. Την άλλη μέρα λοιπόν πρόσταξε να τον φέρουν στο δικαστήριο, την ίδια όμως ώρα έφτασε η είδηση πως ήρθε ο Καπετάν πασάς (ο ναύαρχος), και πηγαίνοντας ο καϊμακάμης να τον υποδεχτεί, έπεσε ξαφνικά και ξεψύχησε κι έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του μάρτυρα.
Αφού λοιπόν διορίστηκε νέος καϊμακάμης, δεν έπαψαν να τον παρουσιάζουν καθημερινά στο δικαστήριο και να μεταχειρίζονται πότε κολακείες και πότε απειλές, αλλά ο γενναίος αθλητής έμενε ανένδοτος. Το ίδιο και όταν τον οδήγησαν στον Σταμπούλ εφέντη, δηλαδή τον κριτή της Πόλης. Φέρνοντάς τον πίσω στη βασιλική φυλακή, του έδωσαν επτακόσιους ραβδισμούς και τον έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο, και σε τόση υπερβολική ψύχρα έχυναν και νερό από κάτω του, το οποίο κρυστάλλωνε και του προξενούσε οδύνη αφάνταστη. Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού τα υπέμενε όλα δοξάζοντας τον Θεό.
Μια μέρα το λυσσασμένο εκείνο γύναιο που τον είχε επιβουλευτεί στην αρχή, πήγε με την άδεια του καϊμακάμη στη φυλακή και τον συνάντησε. Κι εδώ τώρα καθένας ας φανταστεί μια τέτοια γυναίκα, φλογισμένη από σατανικό έρωτα, τι δεν είπε και τι δεν έκανε για να χαλαρώσει την ψυχή του γενναίου αθλητή. Αλλά χάρη στον νικοποιό Σωτήρα Χριστό, τον φοβερό αυτό πειρασμό τον απέδειξε μάταιο η στερεότητα του καλλίνικου Δημητρίου. Και η ξεδιάντροπη αποχώρησε λέγοντας:
› Πήρα τον λογαριασμό μου και τώρα κάντε του ό,τι θέλετε.
Στο μεταξύ οι Χριστιανοί, και μάλιστα οι Χίοι, ως συμπατριώτες, επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν αντέξει ως το τέλος, σκέφτηκαν να δώσουν ένα σεβαστό ποσό στους κρατούντες για να τον βγάλουν από την φυλακή, τάχα ως τρελό, και εκείνοι συμφώνησαν. Όταν όμως το έμαθε ο άδολος αθλητής, θύμωσε πολύ και τους μήνυσε, αντί γι’ αυτό, να προσεύχονται περισσότερο και να κάνουν παρακλήσεις στις Εκκλησίες, για να τον ενισχύσει η χάρη του Θεού να τελειώσει ευάρεστα τον δρόμο του.
Την ένατη μέρα από τότε που άρχισε τον αγώνα του, το πρωί, τον έφεραν τελευταία φορά στο δικαστήριο και βλέποντάς τον αμετάπειστο τον καταδίκασαν σε θάνατο, να εκτελεστεί δηλαδή με ξίφος στο Μπαλούκ παζάρι (την ψαραγορά). Τον οδήγησαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και εκεί γονάτισε. Ο γενναίος δεν θέλησε να του κλείσει ο δήμιος τα μάτια κατά την συνήθεια, αλλά γονατιστός φώναξε τρεις φορές: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου» και έκλινε το κεφάλι του στο ξίφος του δημίου, στις 29 Ιανουαρίου (1802), νέος 22 ετών.
Τότε τα πλήθη των συγκεντρωμένων Χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, όρμησαν και σπρώχνονταν μεταξύ τους για να βουτήξουν στο μαρτυρικό αίμα άλλος μαντίλι, άλλος βαμβάκι και να αρπάξουν άλλος τρίχες από το κεφάλι του, άλλος κανένα κομμάτι από τα ρούχα του· και ενώ οι Αγαρηνοί τους χτυπούσαν αλύπητα και αδιάκριτα και τους έδιωχναν προς τα πίσω, δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν.
Ένας ευλαβής αρχιδιάκονος συμφώνησε με τον δήμιο να του δώσει το μαντίλι του και, όταν αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, να σκουπίσει με αυτό το σπαθί του και να πάρει 25 γρόσια. Έτσι κι έγινε. Το μαντίλι ήταν λευκό και, ω του θαύματος, έτσι όπως ήταν διπλωμένο πρόχειρα, βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του σταυροί σχηματισμένοι από το μαρτυρικό αίμα.
Την τρίτη μέρα αφού αποκεφαλίστηκε ο μάρτυρας, δόθηκε προσταγή το λείψανό του να μη δοθεί στους Χριστιανούς, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως ο Θεός οικονόμησε και με κάποιο μυστικό τρόπο, με την καλή διάθεση του δημίου, το μετέφεραν στο νησί Πρώτη και το ενταφίασαν μέσα στον ναό του Μοναστηριού.
Ο καλλίνικος αυτός νεομάρτυρας Δημήτριος έλαβε από τον Θεό μεγάλη χάρη και εκτελεί πολλά και εξαίσια θαύματα. Γιατί ο Κύριος δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν. Σε Αυτόν, τον τριαδικό Θεό μας, ανήκει η δόξα και η εξουσία και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
(1) Παραφθορά της λέξης Σεϊχουλισλάμ, που σήμαινε τον ανώτατο θρησκευτικό αξιωματούχο.
Ἀπολυτίκιον Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.
Κάθισμα Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.
Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.
Πηγή: (από το βιβλίο «Συναξαριστής Νεομαρτύρων», Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 252, διασκευή για την Κοινωνία Οροθοδοξίας) Κοινωνία Οροθοδοξίας
Κάθε φορά, ἀγαπητοί μου, ποὺ γίνεται θεία λειτουργία, διαβάζονται δύο ἱερὰ ἀναγνώσματα, εὐαγγέλιο καὶ ἀπόστολος. Καὶ τὰ δύο περιέχουν λόγια μεγάλα καὶ ὑψηλά, ποὺ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐφήρμοζε ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος.
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στη σχέση και στους άρρηκτους δεσμούς που έχει αποκτήσει η Τουρκία με την ισλαμική τρομοκρατία, την οποία πλέον χρησιμοποιεί σε διάφορες επιχειρήσεις για να εξυπηρετήσει τους στόχους του τουρκικού κράτους ή και του ίδιου του Ερντογάν.
Σχεδόν το 10% των μητέρων στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο πατέρας των παιδιών τους.
Δός μοι τήν αἴσθησιν, Χριστέ, ἥν ἅπαξ ἐδωρήσω, σκέπασον ταύτῃ με, Σωτήρ, κρύψον ἐντός με ὅλον καί μή ἐάσῃς αἴσθησιν ἐγγίζειν μοι τοῦ κόσμου, μή ἔνδοθεν εἰσέρχεσθαι, μή ὅλως με τριτρώσκειν, τόν δοῦλόν σου τόν ταπεινόν, ὅν ἠλέησας μόνος. Τῇ γάρ μερίμνῃ τῇ καλῇ αἴφνης ἐπεισπεσοῦσα ἡ αἴσθησις ἡ κοσμική κακάς ἐπιθυμίας εὐθέως ἐνεποίησε ψυχῇ μου τῇ ἀθλίᾳ˙ δόξαν γάρ ὑποδείκνυσι, πλούτου ὑπομιμνῄσκει, τοῖς βασιλεῦσί τε τῆς γῆς ἐγγίζειν ἐποτρύνει ὡς εὐτυχίαν λέγουσα εἶναι τοῦτο μεγάλην. Ἐκ τούτων οὖν τῶν λογισμῶν, ὥσπερ ὑπό ἀνέμου ἀσκός ὀγκοῦται καί τό πῦρ ἀνάπτεται εἰς φλόγα, οὕτως ἐκείνη ἡ ψυχή φυσωμένη ὀγκοῦται καί διατείνεται σφοδρῶς ἐπιθυμίᾳ δόξης, πλούτου τε καί ἀνέσεως τῶν κάτω συρομένων, ἐφίεται δοξάζεσθαι σύν τοῖς δοξασμένοις, περιφανής τε φαίνεσθαι σύν τοῖς περιφανέσι καί πλοῦτον κτᾶσθαι σύν αὐτοῖς τοῖς τόν πλοῦτον κτωμένοις, ἥνπερ ἐδόξασας αὐτός φωτί σου τῷ ἀρρήτῳ, ἥνπερ αὐτός ἐστόλισας δόξῃ σου τῇ ἀφράστῳ, ἥνπερ αὐτός παρέδειξας λαμπρότητά σου θείαν. Ἡ αἴσθησις αἰχμάλωτον τόν νοῦν αὐτῆς λαβοῦσα ὑποδεικνύει βασιλεῖς, ὑπομιμνῄσκει δόξης καί πλοῦτον ὑποδείκνυσι τόν τοῦ παρόντος βίου, ὀργᾶν πρός ταῦτά τε ποιεῖ τῇ ἐνθυμήσει μόνῃ. Ὤ σκότους, ὤ πωρώσεως, ὤ λογισμῶν ματαίων, προθέσεώς τε ῥυπαρᾶς καί ἀναισθήτου γνώμης, ὅτι λιπών τά ἄρρητα καί ἄφθαρτα τοῦ βλέπειν τά ἐπί γῆς λογίζομαι καί ταῦτα ἐνθυμοῦμαι! Οὐ τελευτήσει βασιλεύς; Οὐχί παρέλθει δόξα; Οὐ πλοῦτος σκορπισθήσεται ὥσπερ χνοῦς ὑπ᾿ ἀνέμου; Οὐχί διαφθαρήσεται τά σώματα ἐν τάφοις καί ἄλλοι κυριεύσουσι τῶν ἐν τῇ γῇ χρημάτων καί μετ᾿ ἐκείνους ἕτεροι καί ἀπ᾿ἐκείνων ἄλλοι; Καί τίνος, λέγε μοι, ψυχή, ὀ πλοῦτος ἐγεγόνει, τίς δέ ἐν κόσμῳ ἴσχυσε μικρόν κερδῆσαι πρᾶγμα, ἵν᾿ ὥσπερ ζῶν τε καί θανῶν μετ᾿ αὐτοῦ τοῦτο λάβῃ; Πάντως οὐδένα οὐδαμῶς δεῖξαί μοι εὐπορήσεις, εἰ μή τούς ἐλεήμονας, τούς μηδέν κτησαμένους, ἀλλά τά πάντα ἐν χερσί τῶν πενήτων διδόντας. Ἐκεῖνοι γάρ καί ἔχουσιν ἀσφαλῶς τά δοθέντα, ἀφ᾿ οὗπερ καί δεδωκάσιν εἰς χεῖρας τοῦ Δεσπότου˙ οἱ δ᾿ ἄλλοι πάντες ὡς πτωχοί καί πτωχῶν πάντων χείρους ὑπάρχουσιν, οἱ ἔχοντες ἀποκείμενον πλοῦτον˙ γυμνοί γάρ ὥσπερ πτώματα ῥίπτονται ἐν τοῖς τάφοις καί τῶν παρόντων ἄθλιοι καί τῶν μελλόντων ξένοι. Τί οὖν, ψυχή μου, ἐν αὐτοῖς καλόν ὁρῶσα τέρπῃ; Ποῖον δέ τούτων ἄξιον κρίνεις ἐπιθυμεῖσθαι; Πάντως οὐκ ἔχεις τί εἰπεῖν, πάντως οὐκ ἀποκρίνῃ. Οὐαί τοῖς πλοῦτον ἔχουσιν ἐκτεθησαυρισμένον, οὐαί τοῖς δόξαν θέλουσι λαμβάνειν ἐξ ἀνθρώπων, οὐαί τοῖς παρενείρουσιν ἑαυτούς τοῖς πλουσίοις καί μή τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐκείνου πλοῦτον καί τό συνεῖναι μετ᾿ αὐτοῦ μόνον ἐπιθυμοῦσιν, ὅτι ὁ κόσμος μάταιος, τά δ᾿ ἐν τῷ κόσμῳ πάντα ματαιοτήτων ἔσονται, τά πάντα ματαιότης. Διό καί παρελεύσονται, Θεός δέ ἔσται μόνος αἰώνιος καί ἄφθαρτος εἰς ἀεί διαμένων, καί σύν αὐτῷ δέ ἔσονται οἱ νῦν αὐτόν ζητοῦντες, οἱ μόνον ἀγαπήσαντες ἐκεῖνον ἀντί πάντων. Οὐαί δέ τότε τοῖς νυνί τόν κόσμον ἀγαπῶσιν, ὅτι κατακριθήσονται ἐν αὐτῷ εἰς αἰῶνας. Οὐαί, ψυχή, τοῖς θέλουσι τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, ὅτι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀποστεροῦνται. Οὐαί, ψυχή, τοῖς ἔχουσι τόν πλοῦτον συνηγμένον, ὅτι ἐπιθυμήσουσιν ἐκεῖ τυχεῖν ῥανίδος. Οὐαί, ψυχή, τοῖς ἔχουσιν ἐπ᾿ ἄνθρωπον ἐλπίδα, ὅτι αὐτός τεθνήξεται καί σύν αὐτῷ ἐλπίδες, καί τότε εὑρεθήσονται μή ἔχοντες ἐλπίδα. Οὐαί, ψυχή, τοῖς ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἐνταῦθα, ὅτι ἐκεῖθεν ἕξουσιν αἰώνιον τήν θλῖψιν. Εἰπέ, ψυχή μου, τί λυπῇ, τί ζητεῖς τῶν ἐν βίῳ, εἰπέ μοι, καί διδάξω σε ἑνός ἑκάστου χρείαν καί μάθε καί διδάχθητι τό καλόν ἐν ἑκάστῳ. Θέλεις, εἰπέ, δοξάζεσθαι, θέλεις καί ἐπαινεῖσθαι; Ἄκουσον τοίνυν, τί τιμή, τί δέ καί ἀτιμία˙ τιμή τό πάντας μέν τιμᾶν, τόν Θεόν δέ πρό πάντων καί τάς ἐκείνου ἐντολάς ἐπικτᾶσθαι ὡς πλοῦτον, ὑβρίζεσθαί τε δι᾿ αὐτάς, δι᾿ αὐτάς λοιδορεῖσθαι καί δι᾿ αὐτάς ὀνειδισμούς ὑποφέρειν παντοίους. Ὅταν γάρ πράγματί τινι, ψυχή, ἐπιχειρήσῃς, ἵνα τιμήσῃς τόν Θεόν, ἵνα αὐτόν δοξάσῃς καί διά τοῦτο ὑβρισθῇς καί ἐξουδενωθήσῃ, τότε τιμῆς ἐπέτυχε καί δόξης τῆς ἑστώσης, ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐπί σε πάντως ἥξει. Τότε σε καί οἱ ἄγγελοι ἐπαινέσουσι πάντες, ὅτι ἐτίμησας Θεόν, ὅν ὑμνοῦσιν ἐκεῖνοι. Θέλεις, ψυχή μου, κτήσασθαι ἱματισμόν καί πλοῦτον; Ἄκουσον, ἄρτι δείξω σοι τόν αἰώνιον πλοῦτον˙ δάκρυσον, μετανόησον, καταφρόνησον πάντων, γενοῦ πτωχή τῷ πνεύματι, γενοῦ καί τῇ καρδίᾳ, γενοῦ ἀκτήμων χρήμασι, γενοῦ τοῦ κόσμου ξένη, γενοῦ τῶν θελημάτων σου ἐχθρά τῶν ἐναντίων καί μόνου τοῦ θελήματος γενοῦ τοῦ σοῦ Δεσπότου καί ἀκολούθησον αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσιν εὐτόνως. Καί τότε σχολαιότερον βαδίσας ὁ Δεσπότης θέλων καταληφθήσεται ὑπό σοῦ τῆς ἀθλίας˙ αὐτόν δ᾿ ἰδοῦσα βόησον καί κραύγασον μεγάλως, αὐτός δ᾿ ἐπιστραφήσεται ὄμματι τῷ ἱλέῳ καί βλέψει καί παράσχει σοι μικρόν αὐτόν ἰδέσθαι καί πάλιν καταλείψει σε κρυβείς ἐξ ὀφθαλμῶν σου. Τότε θρηνήσεις, τάλαινα, τότε κλαύσεις ἐμπόνως, τότε αἰτήσεις θάνατον μή φέρουσα τόν πόνον, μή στέγουσα τόν χωρισμόν τοῦ γλυκέος Δεσπότου. Αὐτός ἐξαποροῦσαν δέ ὁ ἀγαθός ἰδών σε καί σφοδρῶς ἐπιμένουσαν τῷ κλαυθμῷ καί τῇ λύπῃ πάλιν αἴφνης φανήσεται, πάλιν σε καταυγάσει, πάλιν καθυποδείξει σοι τόν ἀκένωτον πλοῦτον, τήν δόξαν τήν ἀμάραντον τοῦ πατρικοῦ προσώπου, καί εὐφρανεῖ σε ὡς τόν πρίν καί χαρᾶς σε ἐμπλήσει καί οὕτω καταλείψει σε τῆς χαρᾶς πεπλησμένην. Κατά μικρόν δέ ἡ χαρά τοῖς ἐκ τοῦ κόσμου λόγοις καί λογισμοῖς ἐκλείψει σε καί προσέσται σοι λύπη, καί οὕτω πάλιν ὡς τό πρίν ἔσῃ σφοδρῶς θρηνοῦσα καί κοκυτῷ κραυγάζουσα κἀκεῖνον ἐκζητοῦσα, τόν εὐφροσύνην πάροχον, τόν τῆς χαρᾶς δοτῆρα, τόν πλοῦτον τόν ἱστάμενον καί ἀεί ὄντως ὄντα. Οὕτω σου τήν προαίρεσιν δοκιμάζοντος βλέπε, μή ἀποκάμῃς, ὦ ψυχή, μή στραφῇς εἰς τοὐπίσω, μή εἴπῃς˙ Μέχρι πότε μοι ἄληπτος οὕτως ἔσται; Μή εἴπῃς˙ Τί φαινόμενος εὐθύς κρύπτετααι πάλιν καί ἕως πότε κόπους μοι οὐκ ἐλεεῖ παρέχειν; Μή εἴπῃς˙ Πῶς δέ δύναμαι κοπιᾶν μέχρι τέλους; καί κατοκνήσῃς, ὦ ψυχή, ἐκζητεῖν τόν Δεσπότην, ἀλλ᾿ ὡς πρός θάνατον σαυτήν ἅπαξ, ψυχή, ἐκδοῦσα μή ψηλαφήσῃς ἄνεσιν, μή ἐκζητήσῃς δόξαν, μηδέ τρυφήν τοῦ σώματος, μή συγγενῶν φιλίαν, μή περιβλέψῃ δεξιᾷ, μή εὐωνύμᾳ ὅλως, ἀλλ᾿ ὡς ἐνήρξω, μᾶλλον δέ θερμοτέρως δραμοῦσα σπεῦσον ἀεί καταλαβεῖν, δράξασθαι τοῦ Δεσπότου. Κἄν μυριάκις ἄφαντος, τοσαυτάκις φανής σοι γένηται, καί ὁ ἄληπτος οὕτως ἔσται ληπτός σοι, μυριοντάκις, μᾶλλον δέ ἕως πνέεις ὅλως, προθυμοτέρως ζήτησον καί πρός ἐκεῖνον δράμε. Καί γάρ οὐ καταλείψει σε, οὐκ ἐπιλήσεταί σου, κατά μικρόν δέ μάλιστα ἐπί πλεῖον φανεῖται καί συχνοτέρως σοι, ψυχή, συνέσται ὁ Δεσπότης καί καθαρθεῖσαν τέλεον τοῦ φωτός τῇ ἐλλάμψει ὅλος αὐτός ἐλεύσεται, αὐτός ἐγκατοικήσει, αὐτός καί ἔσται μετά σοῦ ὁ τόν κόσμον ποιήσας, καί πλοῦτον ἕξεις ἀληθῆ ὅν ὁ κόσμος οὐκ ἔχει, ἀλλ᾿ οὐρανός καί οἱ ἐκεῖ ἐναπογεγραμμένοι. Εἰ οὕτω σοι γενήσεται, εἰπέ, τί πλέον θέλεις; Εἰπέ, ψυχή ἀχάριστε, εἰπέ, ψυχή ἀγνῶμον, εἰπέ, ψυχή μου ταπεινή, τί τούτων μεῖζον ἔστιν ἐν οὐρανοῖς εἴτ᾿ ἐν τῇ γῇ, ἵν᾿ ἐκεῖνο ζητήσῃς; Τοῦ οὐρανοῦ ὁ ποιητής καί τῆς γῆς ὁ Δεσπότης καί πάντων τῶν ἐν οὐρανῷ καί πάντων τῶν ἐκ κόσμῳ κτίστης, κριτής καί βασιλεύς αὐτός ὑπάρχων μόνος ἐν σοί ὑπάρχει κατοικῶν, ὅλος δεικνύμενός σοι, ὅλος ἐλλάμπων σε φωτί καί κάλλος ὑποφαίνων τό τοῦ προσώπου, καί αὐτόν ἐκτυπώτερον βλέπειν καί παρέχων σοι καί κοινωνόν δόξης σε τῆς ἰδίας ἀπεργαζόμενος. Εἰπέ, τί τούτου μεῖζον ἄλλο; Πάντως οὐδέν μοί προσερεῖς. Ἐγώ δέ πάλιν λέγω˙ Τοιαύτης δόξης, ὦ ψυχή, σύ καταξιωθεῖσα τί ἔτι κέχηνας πρός γῆν, τί δέ θέλγῃ τοῖς ὧδε, τί τοῖς φθαρτοῖς προστέτηκας τά ἄφθαρτα λαβοῦσα, τί τοῖς παροῦσι πρόσκεισαι τά μέλλοντα εὑροῦσα; Ἐκεῖνα σπούδασον, ψυχή, διηνεκῶς κεκτῆσθαι, ἐκείνοις ὅλην σεαυτήν προσκόλλησον, ψυχή μου, ἵνα καί μετά θάνατον ἐν αὐτοῖς εὑρεθήσῃ τοῖς αἰωνίοις ἀγαθοῖς, οἷς ἐντεῦθεν ἐκτήσω, καί σύν αὐτοῖς τῷ ποιητῇ παραστῇς καί Δεσπότῃ εὐφραινομένη σύν αὐτῷ εἰς αἰῶνας αἰώνων, ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Ανάμεσα στα ολίγα σωζόμενα πνευματικά διαμάντια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ισάξιος στην πολυμάθεια με τον Μέγα Βασίλειο, στη γλυκύτητα και στη γλαφυρότητα του λόγου με τον Θείο Χρυσόστομο, σύγχρονος και με τους δύο, είναι ο Όσιος και Θεοφόρος Πατέρας μας και Οικουμενικός Διδάσκαλος, Εφραίμ ο Σύρος.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 30 Ιανουαρίου 2022.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...