
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εἰς τήν Ἐγκύκλιον Ἀπάντησιν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου τοῦ 1895 πρός τόν πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἀναφέρονται μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Βαθέως θλίβεται καί ὀδύνῃ συνέχεται μεγάλῃ πᾶσα εὐσεβής καί ὀρθόδοξος ψυχή εἰλικρινῶς ζηλοῦσα τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, βλέπουσα ὅτι ὁ μισόκαλος καί ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τόν ἀγρόν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τόν σῖτον. ῎Ενθεν τοι καί ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καί λυμαίνονται τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καί ἅπερ ὡς σπέρματα πονηρά καί μέλη σεσηπότα δικαίως ἀποκόπτονται ἀπό τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Οι δύο πρώτοι άξονες, που σχετίζονται με την διατροφή και την πρόληψη των εξαρτησιογώνων ουσιών, μπορούν να συμβάλουν στο να αναθεωρήσουν οι νέοι την στάση τους στα κρίσιμα αυτά θέματα, αν και γεννιέται το ερώτημα με ποια πρότυπα συμπεριφοράς θα συμβεί αυτό. Ο τρίτος όμως άξονας πώς συνδέεται με την εκπαίδευση και την αειφόρο ανάπτυξη;
Ἀποβλέπει τελικῶς το Υπουργείο με τἡν ἑβδομάδα αὐτή στήν ἀποδόμηση τῶν ἔμφυλων στερεοτύπων, στήν κατάργηση τῶν φύλων καί στή διαμόρφωση ἑνός ἄφυλου ἰδεώδους, όπως στη Σουηδία και στις Η. Π. Α.; Ἐκεῖ δείχνει να ὁδηγεῖ ὁ τρίτος θεματικός ἄξονας. Στήν κατάργηση μέ ἄλλα λόγια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στήν ἀποδόμηση κάθε ὁρίου καί κάθε ταυτότητος (φυλετικῆς, ἐθνικῆς, πολιτισμικῆς).
Έτσι καταστρέφεται ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί ὅλες ἐν γένει οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες. Και αναιρεῖται ἡ Γραφική διακήρυξη ὅτι ὁ Θεός «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν...» (Γεν. 1, 27).
Εὐλόγως διερωτᾶται κάθε νουνεχής: Ποῦ πᾶμε; Ποιά μεγαλύτερη συμφορά θά προκαλοῦσε καί ὁ πλέον ἀδυσώπητος ἐχθρός μας ἀπό αὐτή πού προκαλοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στό κοινωνικό σῶμα; Τί κοινωνία ἑτοιμάζουμε γιά τίς ἑπόμενες γενιές μέ τήν πρωτοβουλία, την ἀνοχή και την συναίνεσή μας;
Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, παρουσιάστηκα γιὰ νὰ ὑπηρετήσω τὴ στρατιωτική μου θητεία σὲ στρατόπεδο τῆς Κοζάνης καὶ συγκεκριμένα στὸ Μαυροδένδρι. Ἦταν Μάϊος τοῦ 2011 καὶ ὅλα κυλοῦσαν ἤρεμα καὶ ὁμαλὰ μὲ ἐμπειρίες ποὺ θὰ μοῦ μείνουν ἀξέχαστες.
Στὴ ζωὴ πολλὲς φορὲς καλούμαστε νὰ κάνουμε πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὸν ἑαυτό μας. Ἐκεῖ στὸ Μαυροδένδρι ἔφτασε καὶ ἡ μέρα τῆς ἐπιλογῆς μας στὰ διάφορα Σώματα. (σημ. ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς θητείας ἀξιωματικοὶ ἀπὸ ἄλλα Σώματα καὶ Ὃπλα ἐπισκέπτονται διάφορα στρατόπεδα καὶ ζητοῦνε νεοσυλλέκτους γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὰ ἐν λόγῳ Σώματα). Νὰ προσθέσω ὅτι ἤμουν ἕνας συνηθισμένος νεαρὸς ποὺ ἀντιμετώπιζε μὲ σκεπτικισμὸ τὴν ὑπηρεσία στὴν Προεδρικὴ Φρουρά, ἂν καὶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή μοῦ φαινόταν εὐχάριστο, ἂν συνέβαινε. Ἕνας ἀξιωματικός τῆς Προεδρικῆς Φρουρᾶς φώναξε:
-Ὅποιοι στρατιῶτες θέλουν γιὰ Προεδρικὴ Φρουρά, νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξή τους. Βγῆκα πρῶτος ἀπὸ τὴ γραμμή, ἔχοντας μιὰ σιγουριὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μὲ κοιτοῦσαν παράξενα καὶ μὲ ἀπορία, γιατί σίγουρα ἀναλογίζονταν, ἂν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω τὴ δυσκολία αὐτοῦ τοῦ Σώματος. Ἀπὸ τοὺς νεοσύλλεκτους τῆς Κοζάνης ἐπιλέχτηκε ἄλλος ἕνας στρατιώτης ὡς ὑποψήφιος γιὰ τὴν Προεδρικὴ Φρουρά. Ὁ ἁρμόδιος ἀξιωματικός μᾶς τόνισε ὅτι ἡ ἀπόφασή μας ἦταν ἀπόφαση ἀνδρείας καὶ ἔκρυβε μεγάλη δυσκολία.
Οἱ Ἅγιοι Ἑκατὸν ἑβδομήντα ἐννιὰ Ὁσιομάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορα Ταώ Πεντέλης (ἱδρύθηκε τόν 9ο αἰ. ὡς ἀνδρικό κοινόβιο) μαρτύρησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1680 Ἀγαρηνοί Πειρατές λεηλατοῦσαν καί ἐρήμωναν τά παράλια μέρη τῆς Ραφήνας. Κάποιος ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ἀπό φθόνο κινούμενος, συννενοήθηκε μέ τούς πειρατές νά τούς ὁδηγήσει ἀσφαλῶς στήν Μονή, μέσω ἑνός μυστικοῦ περάσματος πού γνώριζε.
Ο δικτάτορας Ε. Χότζα, από την πρώτη στιγμή που πήρε την εξουσία, στόχευε με μίσος και βαρβαρότητα ν’ αφανίσει τους ανθρώπους με δημοκρατικά φρονήματα, καθώς και τη θρησκεία η οποία συγκέντρωνε στους Ναούς της το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Για να τρομοκρατήσουν το λαό, άνθρωποι των γραμμάτων, δάσκαλοι, ιερείς και πρόκριτοι, δολοφονηθήκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και διαπομπεύτηκαν ως εχθροί του λαού και του κόμματος. Το καμπανάκι χτύπησε πένθιμα για τη θρησκεία στο Αλύκο και στις 10.04.1959, με τη σύλληψη των: Βασίλη Β. Παππά και Βαγγέλη Χρ. Δημόπουλο απ’ το Αλύκο και τον Πέτρο Μ. Λιώλη απ’ το Τσαούσι, προσωπικότητες με κύρος στο χώρο και συνάμα εκλεκτά μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Αγίας Βαρβάρας. Κατάσχεσαν τις περιουσίες τους και το ταμείο της εκκλησίας (185 χρυσές λίρες) όπου τις κατείχε ο επίτροπος Ευ. Δημόπουλος. Το τελευταίο χτύπημα κατά της θρησκείας και των Ναών ολοκληρώθηκε με το νόμο 4337/13.11.1967, με τον οποίο καταργήθηκε η θρησκεία και θεωρούνταν ποινικό αδίκημα η πίστη στο Θεό. Συνεχίστηκαν πρωτοφανείς βανδαλισμοί και βιαιοπραγίες. Οι ιερείς αποσχηματίστηκαν, οι Ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε αποθήκες και στάβλους.
Τήν ἁγία καί λαμπρά νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, στόν ὄρθρο και στήν Θεία Λειτουργία ὅλα ἀστράπτουν καί λάμπουν στό φῶς τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Τό φῶς αὐτό φωτίζει καί χαροποιεῖ τούς Χριστιανούς καί ὅλη τήν κτίσι, ὁρατή καί ἀόρατο, «οὐρνόν τε καί γῆν καί τά καταχθόνια» (Ἀναστάσιμος Κανών).
Ὁ Ἀναστάς Κύριος ἔρχεται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ Του καί ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσί Του: «ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται...καί την χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ΄, 20,22). Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀναφαίρετος. Εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή χαρά.
Ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα γένηται τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆ ἀρχηγός καί πίστωσις, λύσας τήν ἀπόγνωσιν ΄ἵνα υἱός ἀνθρώπου γενόμενος καί τῆς θνητότητος μεταβαλών υἱούς Θεοῦ τούς ἀνθρώπους ἀπεργάσηται, κοινωνούς ποιήσας τῆς θείας ἀθανασίας» (Περί τῆς κατά σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν οἰκονομίας).
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι λοιπόν ὁ ἀρχηγός καί ἡ βεβαίωσις τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνιοτητός μας. Ἔγινε ἄνθρωπος καί συμμερίστηκε τήν θνητότητά μας, ὥστε νά μᾶς κάνῃ υἱούς Θεοῦ, κοινωνούς τῆς θείας ἀθανασίας. Ἕτσι ἔλυσε τήν ἀπόγνωσι.
Holy Pascha - Saint Anthony's Greek Orthodox Monastery in Arizona.
Documentary DVD showing excerpts from the church services of Holy Saturday and Easter Sunday (Pascha) at St. Anthony’s Monastery in 2007.
It shows services of the Lamentations, procession with the Epitaphios, Orthros (Matins) and Divine Liturgy of the Resurrection.
Please visit the website to order
http://www.stanthonysmonastery.org/cc...
Please visit my blog dedicated to Elder Ephraim done with the blessing from the monastery
Elder Ephraim Arizona - Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας
http://elderephraimarizona.blogspot.ca/
αʹ. Εὔκαιρον σήμερον ἅπαντας ἡμᾶς ἀναβοῆσαι τὸ παρὰ τοῦ μακαρίου Δαυῒδ εἰρημένον· Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἰδοὺ γὰρ ἡμῖν παραγέγονεν ἡ ποθεινὴ καὶ σωτήριος ἑορτὴ, ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμὴ, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα. Σήμερον ἄνθρωποι τοῖς ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν, καὶ οἱ σῶμα περικείμενοι μετὰ τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων λοιπὸν τὰς ὑμνῳδίας ἀναφέρουσι. Σήμερον καταλύεται τοῦ διαβόλου ἡ τυραννίς· σήμερον τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἐλύθη, τοῦ ᾅδου τὸ νῖκος ἠφάνισται· σήμερον εὔκαιρον πάλιν εἰπεῖν τὴν προφητικὴν ἐκείνην φωνήν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Σήμερον τὰς χαλκᾶς πύλας συνέθλασεν ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ πρόσωπον ἠφάνισε.
Τί δὲ λέγω τὸ πρόσωπον; Αὐτοῦ τὴν προσηγορίαν μετέβαλεν· οὐκ ἔτι γὰρ θάνατος λέγεται, ἀλλὰ κοίμησις καὶ ὕπνος· πρὸ μὲν γὰρ τῆς Χριστοῦ παρουσίας, καὶ τῆς τοῦ σταυροῦ οἰκονομίας, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ ὄνομα φοβερὸν ἐτύγχανε. Καὶ γὰρ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος γενόμενος ἀντὶ μεγάλου ἐπιτιμίου τοῦτο κατεδικάζετο ἀκούων· Ἧι δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φαγῇ, θανάτῳ ἀποθανῇ. Καὶ ὁ μακάριος δὲ Ἰὼβ τούτῳ τῷ ὀνόματι αὐτὸν προσηγόρευσε, λέγων· Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις. Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός. Οὐ μόνον δὲ θάνατος ἐκαλεῖτο ἡ διάλυσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ᾅδης. Ἄκουε γὰρ τοῦ μὲν πατριάρχου Ἰακὼβ λέγοντος· Κατάξετε τὸ γῆράς μου μετὰ λύπης εἰς ᾅδου· τοῦ δὲ προφήτου πάλιν· Ἔχανεν ὁ ᾅδης τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ πάλιν ἑτέρου προφήτου λέγοντος· Ῥύσεταί με ἐξ ᾅδου κατωτάτου· καὶ πολλαχοῦ εὑρήσεις ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς θάνατον καὶ ᾅδην καλουμένην τὴν ἐντεῦθεν μετάστασιν. Ἐπειδὴ δὲ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν θυσία προσηνέχθη, καὶ τὰ τῆς ἀναστάσεως προεχώρησε, περιῆρε δὲ τὰς προσηγορίας αὐτὰς ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ καινὴν καὶ ξένην πολιτείαν εἰς τὸν βίον εἰσήγαγε τὸν ἡμέτερον· ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις. Καὶ πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἐξυπνίσαι αὐτόν. Ὥσπερ γὰρ ἡμῖν εὔκολον τὸν καθεύδοντα διυπνίσαι καὶ διεγεῖραι, οὕτω καὶ τῷ κοινῷ πάντων ἡμῶν Δεσπότῃ τὸ ἀναστῆσαι. Καὶ ἐπειδὴ καινὸν ἦν καὶ ξένον τὸ παρ᾿ αὐτοῦ εἰρημένον, οὐδὲ οἱ μαθηταὶ συνῆκαν τὸ λεχθὲν, μέχρις ὅτου συγκαταβαίνων αὐτῶν τῇ ἀσθενείᾳ, φανερώτερον αὐτὸ εἴρηκε. Καὶ ὁ τῆς οἰκουμένης δὲ διδάσκαλος ὁ μακάριος Παῦλος, γράφων Θεσσαλονικεῦσί φησιν· Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Ἄρα οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ, ἀπώλοντο. Καὶ πάλιν· Ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας. Καὶ ἑτέρωθι πάλιν· Εἰ γὰρ πιστεύομεν, ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε, καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας ἄξει σὺν αὐτῷ. βʹ. Εἶδες πανταχοῦ λοιπὸν κοίμησιν καὶ ὕπνον τὸν θάνατον καλούμενον; καὶ τὸν πρὸ τούτου φοβερὸν ἔχοντα τὸ πρόσωπον, νῦν εὐκαταφρόνητον μετὰ τὴν ἀνάστασιν γινόμενον; Εἶδες λαμπρὸν τῆς ἀναστάσεως τὸ τρόπαιον; Διὰ ταύτην ἡμῖν τὰ μυρία ἀγαθὰ εἰσενήνεκται· διὰ ταύτην ἡ τῶν δαιμόνων ἀπάτη κατελύθη· διὰ ταύτην καταγελῶμεν θανάτου· διὰ ταύτην ὑπερορῶμεν τῆς παρούσης ζωῆς· διὰ ταύτην πρὸς τὴν τῶν μελλόντων ἐπιθυμίαν ἐπειγόμεθα· διὰ ταύτην, σῶμα περικείμενοι, οὑδὲν ἔλαττον τῶν ἀσωμάτων ἔχομεν, ἐὰν βουλώμεθα. Σήμερον ἡμῶν τὰ λαμπρὰ νικητήρια γέγονε· σήμερον ἡμῶν ὁ Δεσπότης τὸ κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον στήσας, καὶ τοῦ διαβόλου τὴν τυραννίδα καταλύσας, τὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως ὁδὸν εἰς σωτηρίαν ἐχαρίσατο. Πάντες τοίνυν χαίρωμεν, σκιρτῶμεν, ἀγαλλώμεθα. Εἰ γὰρ καὶ ὁ Δεσπότης ἡμῶν ἐνίκησε καὶ τὸ τρόπαιον ἔστησεν, ἀλλὰ κοινὴ καὶ ἡμῶν ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Διὰ γὰρ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν πάντα εἰργάσατο· καὶ δι᾿ ὧν ἡμᾶς κατεπάλαισεν ὁ διάβολος, διὰ τούτων αὐτοῦ περιεγένετο ὁ Χριστός. Αὐτὰ τὰ ὅπλα ἔλαβε, καὶ τούτοις αὐτὸν κατηγωνίσατο· καὶ πῶς, ἄκουε. Παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος τῆς ἡμετέρας ἥττης γέγονε τὰ σύμβολα. Καὶ γὰρ παρθένος ἦν ἡ Εὔα· οὐδέπω γὰρ ἄνδρα ἐγίνωσκεν, ὅτε τὴν ἀγάπην ὑπέμεινε· ξύλον ἦν τὸ δένδρον· θάνατος τὸ ἐπιτίμιον τὸ κατὰ τοῦ Ἀδάμ. Εἶδες πῶς παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος γέγονεν ἡμῖν τῆς ἥττης τὰ σύμβολα; Ὅρα τοίνυν πῶς καὶ τῆς νίκης αὐτὰ πάλιν γέγονε παραίτια. Ἀντὶ τῆς Εὔας ἡ Μαρία· ἀντὶ τοῦ ξύλου τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ· ἀντὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδὰμ, ὁ Δεσποτικὸς θάνατος. Εἶδες δι᾿ ὧν ἐνίκησε, διὰ τούτων αὐτὸν ἡττώμενον; Περὶ τὸ δένδρον κατηγωνίσατο τὸν Ἀδὰμ ὁ διάβολος· περὶ τὸν σταυρὸν κατεπάλαισε τὸν διάβολον ὁ Χριστός. Κἀκεῖνο μὲν τὸ ξύλον εἰς ᾅδην ἔπεμπε, τοῦτο δὲ τὸ ξύλον, τὸ τοῦ σταυροῦ, καὶ τοὺς ἀπελθόντας ἐκ τοῦ ᾅδου πάλιν ἀνεκαλεῖτο· κἀκεῖνο μὲν καθάπερ αἰχμάλωτον καὶ γυμνὸν ἔκρυπτε τὸν ἡττηθέντα, τοῦτο δὲ τὸν νικητὴν γυμνὸν προσηλωμένον ἐφ᾿ ὑψηλοῦ πᾶσιν ἐδείκνυ. Καὶ θάνατος ὁ μὲν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτὸν κατέκρινεν· ὁ δὲ καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ ἀνέστησεν ἀληθῶς. Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἀπὸ θανάτου γεγόναμεν ἀθάνατοι, ἀπὸ πτώσεως ἀνέστημεν, ἀπὸ ἡττήματος κατέστημεν νικηταί. γʹ. Ταῦτα τοῦ σταυροῦ τὰ κατορθώματα, ταῦτα τῆς ἀναστάσεως μεγίστη ἀπόδειξις. Σήμερον ἅγγελοι σκιρτῶσι, καὶ πᾶσαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀγάλλονται, συνηδόμεναι ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τοῦ κοινοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Εἰ γὰρ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τῆς οἰκουμένης. Σήμερον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἐλευθερώσας, πρὸς τὴν προτέραν εὐγένειαν ἐπανήγαγεν. Ὅταν γὰρ ἴδω τὴν ἀπαρχὴν τὴν ἐμὴν οὕτω τοῦ θανάτου περιγεγενημένην, οὐκ ἔτι δέδοικα, οὐκ ἔτι φρίττω τὸν πόλεμον· οὐδὲ πρὸς τὴν ἀσθένειαν ὁρῶ τὴν ἐμαυτοῦ, ἀλλ᾿ ἐννοῶ τοῦ μέλλοντός μοι συμμαχεῖν τὴν ἄφατον δύναμιν. Ὁ γὰρ τῆς τοῦ θανάτου τυραννίδος περιγενόμενος, καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν ἀφελόμενος, τί λοιπὸν οὐκ ἐργάσεται περὶ τὸ ὁμογενὲς, καὶ οὗ τὴν μορφὴν ἀναλαβεῖν διὰ πολλὴν φιλανθρωπίαν κατηξίωσε, καὶ διὰ ταύτης τὴν πρὸς τὸν διάβολον πάλην ποιήσασθαι; Σήμερον χαρὰ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης καὶ εὐφροσύνη πνευματική. Σήμερον καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ δῆμος καὶ πασῶν τῶν ἄνω δυνάμεων ὁ χορὸς διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν ἀγάλλονται. Ἐννόησον τοίνυν, ἀγαπητὲ, χαρᾶς μέγεθος, ὅτι καὶ αἱ ἄνω δυνάμεις ἡμῖν συνεορτάζουσι· συγχαίρουσι γὰρ τοῖς ἡμετέροις ἀγαθοῖς. Καὶ γὰρ εἰ καὶ ἡμετέρα ἡ χάρις ἡ παρὰ τοῦ Δεσπότου, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ἡ ἡδονή. Διὰ τοῦτο οὐκ ἐπαισχύνονται ἡμῖν συνεορτάσαι. Καὶ τί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοι ἡμῖν οὐκ ἐπαισχύνονται συνεορτάσαι; Αὐτὸς ὁ Δεσπότης αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν οὐκ ἐπαισχύνεται ἡμῖν συνεορτάσαι. Τί δὲ εἶπον, οὐκ ἐπαισχύνεται; Καὶ ἐπιθυμεῖ συνεορτάσαι ἡμῖν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ λέγοντος· Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν· εἰ δὲ τὸ Πάσχα ἐπεθύμησε φαγεῖν, καὶ συνεορτάσαι δηλονότι. Ὅταν οὖν ἴδῃς μὴ μόνον ἀγγέλους καὶ πάντων τῶν οὐρανίων δυνάμεων τὸν δῆμον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότην τῶν ἀγγέλων ἡμῖν συνεορτάζοντα, τί σοι λείπεται λοιπὸν εἰς εὐφροσύνης λόγον; Μηδεὶς τοίνυν ἔστω κατηφὴς σήμερον διὰ τὴν πενίαν· ἑορτὴ γάρ ἐστι πνευματική. Μηδεὶς πλούσιος ἐπαιρέσθω διὰ τὸν πλοῦτον· οὐδὲ γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων εἰσενεγκεῖν εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην δύναται. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἔξωθεν ἑορτῶν, τῶν βιωτικῶν λέγω, ἔνθα πολλὴ ἡ φαντασία καὶ τῆς ἔξωθεν περιβολῆς, καὶ τῆς ἐν τῇ τραπέζῃ πολυτελείας, εἰκότως ἐκεῖ ὁ μὲν πένης ἐν ἀθυμίᾳ καὶ κατηφείᾳ ἔσται, ὁ δὲ πλούσιος ἐν ἡδονῇ καὶ φαιδρότητι. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν λαμπρὰν ἐσθῆτα περιβάλλεται, καὶ πλουσιωτέραν παρατίθεται τὴν τράπεζαν· ὁ δὲ πένης ὑπὸ τῆς πενίας κωλύεται τὴν αὐτὴν φιλοτιμίαν ἐπιδείξασθαι. Ἐνταῦθα δὲ οὐδὲν τοιοῦτον, ἀλλὰ πᾶσα αὕτη ἡ ἀνωμαλία ἐκποδὼν, μία δὲ τράπεζα καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι, καὶ δούλῳ καὶ ἐλευθέρῳ. Κἂν πλούσιος ᾖς, οὐδὲν πλεονάζεις τοῦ πένητος· κἂν πένης ᾖς, οὐδὲν ἔλαττον ἕξεις τοῦ πλουσίου, οὐδὲ διὰ τὴν πενίαν ἐλαττοῦταί σου τὰ τῆς εὐωχίας τῆς πνευματικῆς· θεία γάρ ἐστιν ἡ χάρις, καὶ οὐκ εἶδε προσώπων διαφοράν. Καὶ τί λέγω, πλουσίῳ καὶ πένητι ἡ αὐτὴ τράπεζα πρόκειται; Καὶ αὐτῷ τῷ τὸ διάδημα περικειμένῳ, καὶ τὴν ἁλουργίδα ἔχοντι, τῷ τὴν ἐξουσίαν τῆς οἰκουμένης ἀνῃρημένῳ, καὶ τῷ πτωχῷ τῷ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθημένῳ, μία τράπεζα πρόκειται. Τοιαῦτα γὰρ τὰ δῶρα τὰ πνευματικά· οὐ τοῖς ἀξιώμασι διαιρεῖ τὴν κοινωνίαν, ἀλλὰ τῇ προαιρέσει καὶ τῇ γνώμῃ. Μετὰ τῆς αὐτῆς παῤῥησίας καὶ τιμῆς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πτωχὸς πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων τούτων μυστηρίων ὁρμῶσι. Καὶ τί λέγω, μετὰ τῆς αὐτῆς τιμῆς; Πολλάκις ὁ πένης μετὰ πλείονος τῆς παῤῥησίας. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν βασιλεὺς κυκλούμενος πραγμάτων φροντίσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν περιστάσεων περιστοιχιζόμενος, ὥσπερ ἐν πελάγει τυγχάνων, οὕτω πανταχόθεν ὑπὸ τῶν ἐπαλλήλων κυμάτων περιῤῥαντίζεται, καὶ πολλὰ προστρίβεται τὰ ἁμαρτήματα· ὁ δὲ πένης, πάντων τούτων ἀπηλλαγμένος, καὶ ὑπὲρ τῆς ἀναγκαίας μόνης φροντίζων τροφῆς, καὶ τὸν ἀπράγμονα καὶ ἡσύχιον βίον μετιὼν, ὥσπερ ἐν λιμένι καὶ γαλήνῃ καθήμενος, μετὰ πολλῆς τῆς εὐλαβείας τῇ τραπέζῃ πρόσεισι. δʹ. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἑτέρων πολλῶν ἀθυμίαι διάφοροι τίκτονται τοῖς περὶ τὰς βιωτικὰς ἑορτὰς ἠσχολημένοις. Πάλιν γὰρ ἐκεῖ μὲν πένης ἐν κατηφείᾳ, ὁ δὲ πλούσιος ἐν φαιδρότητι, οὐ διὰ τὴν τράπεζαν μόνην, καὶ τὴν πολυτέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ ἱμάτια τὰ φαιδρὰ, καὶ τῆς ἐσθῆτος τὴν φαντασίαν. Ὅπερ γοῦν ἐπὶ τῆς τραπέζης πάσχουσι, τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἱματίων ὑπομένουσιν. Ὅταν οὖν ἴδῃ τὸν πλούσιον ὁ πένης πολυτελεστέραν περιβεβλημένον στολὴν, ἐπλήγη τῇ ὀδύνῃ, ἐταλάνισεν ἑαυτόν, μυρία ἐπηράσατο. Ἐνταῦθα δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀθυμία ἀνῄρηται· ἓν γὰρ ἅπασίν ἐστιν ἱμάτιον τὸ ἔνδυμα τὸ σωτήριον· καὶ βοᾷ Παῦλος λέγων· Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Μὴ τοίνυν καταισχύνωμεν τὴν τοιαύτην ἑορτὴν, παρακαλῶ, ἀλλὰ ἄξιον φρόνημα τῶν δεδωρημένων ἡμῖν παρὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ χάριτος ἀναλάβωμεν. Μὴ μέθῃ καὶ ἀδηφαγίᾳ ἑαυτοὺς ἐκδώσωμεν, ἀλλ᾿ ἐννοήσαντες τοῦ ἡμετέρου Δεσπότου τὴν φιλοτιμίαν, καὶ ὅτι καὶ πλουσίους καὶ πένητας ὁμοίως ἐτίμησε καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους, καὶ εἰς πάντας κοινὴν τὴν δωρεὰν ἐξέχεεν, ἀμειψώμεθα τὸν εὐεργέτην τῆς περὶ ἡμᾶς εὐνοίας· ἀμοιβὴ δὲ ἀρκοῦσα πολιτεία ἀρέσκουσα, καὶ ψυχὴ νήφουσα καὶ διεγηγερμένη. Αὕτη ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις οὐ χρημάτων δεῖται, οὐ δαπάνης, ἀλλὰ προαιρέσεως μόνης καὶ διανοίας καθαρᾶς. Οὐδὲν σωματικόν ἐστιν ἐντεῦθεν ὠνήσασθαι, ἀλλὰ πάντα πνευματικά· ἀκρόασιν θείων λογίων, εὐχὰς Πατέρων, εὐλογίας ἱερέων, τῶν θείων καὶ ἀποῤῥήτων μυστηρίων τὴν κοινωνίαν, εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, καὶ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἄξια τῆς τοῦ δωρουμένου φιλοτιμίας. Ἑορτάσωμεν τοίνυν τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν ᾗ ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἀνέστη γὰρ, καὶ τὴν οἰκουμένην ἑαυτῷ συνανέστησε. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀνέστη, τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου διαῤῥήξας· ἡμᾶς δὲ ἀνέστησε, τὰς σειρὰς τῶν ἡμετέρων ἁμαρτιῶν διαλύσας. Ἥμαρτεν ὁ Ἀδὰμ, καὶ ἀπέθανεν· οὐχ ἥμαρτεν ὁ Χριστὸς, καὶ ἀπέθανε. Καινὸν καὶ παράδοξον· ἐκεῖνος ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανεν· οὗτος οὐχ ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανε. Τίνος ἕνεκεν, καὶ διὰ τί; Ἵνα ὁ ἁμαρτὼν καὶ ἀποθανὼν, διὰ τοῦ μὴ ἁμαρτόντος καὶ ἀποθανόντος δυνηθῇ τῶν θανάτου δεσμῶν ἐλευθερωθῆναι. Οὕτω πολλάκις καὶ ἐπὶ τῶν τὰ χρήματα ὀφειλόντων γίνεται· ὀφείλει τίς τινι ἀργύριον, καὶ οὐκ ἔχει καταβαλεῖν, καὶ διὰ τοῦτο κατέχεται· ἄλλος οὐκ ὀφείλων, δυνάμενος δὲ καταβαλεῖν, καταθεὶς ἀπέλυσε τὸν ὑπεύθυνον. Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀδὰμ γέγονε, καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὤφειλεν ὁ Ἀδὰμ τὸν θάνατον, καὶ κατείχετο ὑπὸ τοῦ διαβόλου· οὐκ ὤφειλεν ὁ Χριστὸς, οὐδὲ κατείχετο· ἦλθε δὲ καὶ κατέβαλε τὸν θάνατον ὑπὲρ τοῦ κατεχομένου, ἵνα ἐκεῖνον ἀπολύσῃ τῶν τοῦ θανάτου δεσμῶν. Εἶδες τῆς ἀναστάσεως τὰ κατορθώματα; εἶδες τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν; εἶδες μέγεθος κηδεμονίας; Μὴ τοίνυν ἀγνώμονες γινώμεθα περὶ τὸν οὕτως εὐεργέτην, μηδὲ ἐπειδὴ ἡ νηστεία παρῆλθε, ῥᾳθυμότεροι καταστῶμεν· ἀλλὰ νῦν μᾶλλον ἢ πρότερον πλείονα τῆς ψυχῆς ποιώμεθα τὴν ἐπιμέλειαν, ἵνα μὴ τῆς σαρκὸς πιαινομένης, αὕτη ἀσθενεστέρα γένηται, ἵνα μὴ τῆς δούλης φροντίζοντες, τῆς δεσποίνης καταμελῶμεν. Τί γὰρ ὄφελος, εἰπέ μοι, ὑπὲρ τὴν χρείαν διαῤῥήγνυσθαι, καὶ τὴν συμμετρίαν ὑπερβαίνειν; Τοῦτο καὶ τὸ σῶμα λυμαίνεται, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν προδίδωσιν. Ἀλλὰ τῆς αὐταρκείας καὶ τῆς χρείας γενώμεθα, ἵνα καὶ ψυχῇ καὶ σώματι τὸ προσῆκον ἀποπληρώσωμεν, ἵνα μὴ τὰ ἀπὸ τῆς νηστείας συλλεγέντα ἀθρόον ἅπαντα ἐκχέωμεν. Μὴ γὰρ κωλύω ἀπολαύειν τροφῆς καὶ ἀνίεσθαι; Οὐ κωλύω τοῦτο, ἀλλὰ παραινῶ τῆς χρείας γίνεσθαι, καὶ τὴν πολλὴν τρυφὴν ἐκκόπτειν, καὶ μὴ τὸ μέτρον ὑπερβαίνοντας, λυμαίνεσθαι τῆς ψυχῆς τὴν ὑγείαν. Οὐδὲ γὰρ ἡδονῆς λοιπὸν ἀπολαύσεται ὁ τοιοῦτος ὑπερβὰς τῆς χρείας τοὺς ὅρους· καὶ τοῦτο μάλιστα ἴσασιν ἀκριβῶς οἱ διὰ τῆς πείρας αὐτῆς ἐλθόντες· καὶ μυρία ἐντεῦθεν ἑαυτοῖς τεκόντες νοσημάτων εἴδη, καὶ πολλὴν τὴν ἀηδίαν ὑπομείναντες. Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν πεισθήσεσθε ταῖς ἡμετέραις παραινέσεσιν οὐκ ἀμφιβάλλω· οἶδα γὰρ ὑμῶν τὸ πειθήνιον. εʹ. Καὶ διὰ τοῦτο ἐνταῦθα τὴν περὶ τούτου στήσας παραίνεσιν, πρὸς τοὺς κατὰ τὴν νύκτα τὴν φωτοφόρον ταύτην καταξιωθέντας τῆς τοῦ θείου βαπτίσματος δωρεᾶς τρέψαι βούλομαι τὸν λόγον, τὰ καλὰ ταῦτα τῆς Ἐκκλησίας φυτὰ, τὰ ἄνθη τὰ πνευματικὰ, τοὺς νέους τοῦ Χριστοῦ στρατιώτας. Πρὸ τῆς χθὲς ὁ Δεσπότης ἐν σταυρῷ ἐτύγχανεν, ἀλλ᾿ ἀνέστη νῦν· οὕτω καὶ οὗτοι, πρὸ τῆς χθὲς ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κατείχοντο, ἀλλὰ νῦν συνανέστησαν τῷ Χριστῷ· ἐκεῖνος σώματι ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὗτοι ἁμαρτίᾳ ἦσαν τεθνηκότες, καὶ ἀπὸ ἁμαρτίας ἀνέστησαν. Ἡ μὲν οὖν γῆ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον τοῦ ἔαρος ῥόδα καὶ ἴα καὶ ἄλλα ἡμῖν ἐκδίδωσιν ἄνθη· τὰ μέντοι ὕδατα σήμερον τῆς γῆς τερπνότερον ἡμῖν λειμῶνα ἀνέδειξε. Καὶ μὴ θαυμάσῃς, ἀγαπητὲ, εἰ ἀπὸ τῶν ὑδάτων λειμῶνες ἀνθῶν ἀνεδείχθησαν· οὐδὲ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἡ γῆ κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν τὴν βλάστην ἐξέδωκε τῶν βοτανῶν, ἀλλὰ τῷ ἐπιτάγματι εἴκουσα τοῦ Δεσπότου, Καὶ τὰ ὕδατα δὲ τότε ζῶα ἐξέδωκε κινούμενα, ἐπειδὴ ἤκουσεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· καὶ τὸ ἐπίταγμα ἔργον ἐγένετο· ἡ ἄψυχος οὐσία ἔμψυχα ζῶα ἐξέβαλεν. Οὕτω καὶ νῦν τὸ αὐτὸ ἐπίταγμα πάντα εἰργάσατο. Τότε εἶπεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· νῦν δὲ οὐχὶ ἑρπετὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἀνέδωκε. Τότε ἰχθύας ἀλόγους ἐξήγαγε τὰ ὕδατα· νῦν δὲ ἰχθύας λογικοὺς καὶ πνευματικοὺς ἡμῖν ἀπέτεκεν ὑπὸ τῶν ἀποστόλων ἁλιευθέντας. Δεῦτε γὰρ, φησὶν, ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Καινὸς ὄντως τῆς ἁλείας ταύτης ὁ τρόπος. Οἱ γὰρ ἁλιεύοντες ἐκ τῶν ὑδάτων ἐκβάλλουσι τοὺς ἰχθύας, καὶ νεκροῦσι τὰ ἁλιευόμενα· ἡμεῖς δὲ εἰς τὰ ὕδατα ἐμβάλλομεν, καὶ ζωογονοῦνται οἱ ἁλιευόμενοι. Ἦν μέν ποτε καὶ ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων κολυμβήθρα ὕδατος· ἀλλὰ μάθε τί ἴσχυσεν, ἵνα γνῷς ἀκριβῶς τὴν πτωχείαν τὴν Ἰουδαϊκὴν, καὶ εἰδέναι ἔχῃς τὸν πλοῦτον τὸν ἡμέτερον. Κατήρχετο ἐκεῖ, φησὶν, ἄγγελος, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ, καὶ ὁ πρῶτος καταβαίνων μετὰ τὴν ταραχὴν ἀπήλαυε τῆς θεραπείας. Κατῆλθεν ὁ τῶν ἀγγέλων Δεσπότης εἰς τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα, καὶ ἁγιάσας τῶν ὑδάτων τὴν φύσιν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐθεράπευσε. Διὰ τοῦτο ἐκεῖ μὲν μετὰ τὸν πρῶτον ὁ καταβὰς οὐκ ἔτι ἐθεραπεύετο· Ἰουδαίοις γὰρ ἐδίδοτο ἡ χάρις τοῖς ἀσθενοῦσι, τοῖς χαμαὶ συρομένοις· ἐνταῦθα δὲ μετὰ τὸν πρῶτον ὁ δεύτερος κάτεισι, μετὰ τὸν δεύτερον ὁ τρίτος καὶ τέταρτος· κἂν μυρίους εἴπῃς, κἂν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν ἐμβάλῃς εἰς τὰ νάματα ταῦτα τὰ πνευματικὰ, οὐκ ἀναλίσκεται ἡ χάρις, οὐ δαπανᾶται ἡ δωρεὰ, οὐ ῥυποῦται τὰ νάματα, οὐκ ἐλαττοῦται ἡ φιλοτιμία. Εἶδες μέγεθος δωρεᾶς; Ἀκούετε οἱ σήμερον καὶ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ πολιτογραφηθέντες, καὶ ἀξίαν τοῦ μεγέθους τῶν δωρεῶν τὴν φυλακὴν ἐπιδείξασθε, ἵνα καὶ δαψιλεστέραν τὴν χάριν ἐπισπάσησθε· ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς ἤδη ὑπηργμένοις εὐγνωμοσύνη τὴν φιλοτιμίαν ἐκκαλεῖται τοῦ Δεσπότου. Οὐκ ἔξεστί σοι, ἀγαπητὲ, λοιπὸν ἀδιαφόρως ζῆν· ἀλλὰ θὲς σαυτῷ νόμους καὶ κανόνας, ὥστε μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα διαπράττεσθαι, καὶ πολλὴν τὴν φυλακὴν καὶ περὶ τὰ ἀδιάφορα νομιζόμενα εἶναι ἐπιδείκνυσθαι. Ἀγὼν γάρ ἐστι καὶ πάλη πᾶς ὁ παρὼν βίος, καὶ τοὺς ἐν τῷ σταδίῳ τούτῳ τῆς ἀρετῆς ἅπαξ εἰσελθόντας προσήκει πάντα ἐγκρατεύεσθαι· Πᾶς γὰρ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται. Οὐχ ὁρᾷς ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὅπως πολλὴν ποιοῦνται τὴν ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν οἱ πρὸς ἀνθρώπους τὴν πάλην ἀναδεχόμενοι, καὶ μετὰ πόσης ἐγκρατείας τὴν τοῦ σώματος ἄσκησιν ἐπιδείκνυνται; Οὕτω δὴ ἐνταῦθα. Ἐπειδὴ οὐ πρὸς ἀνθρώπους ἡμῖν ἐστιν ἡ πάλη, ἀλλὰ πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, καὶ ἡ ἄσκησις ἡμῶν καὶ ἡ ἐγκράτεια πνευματικὴ ἔστω· ἐπειδὴ καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν, ἅπερ ἡμᾶς ἐνέδυσεν ὁ Δεσπότης, πνευματικὰ τυγχάνει. Ἐχέτω τοίνυν καὶ ὀφθαλμὸς ὅρους καὶ κανόνας, ὥστε μὴ ἁπλῶς ἐπιπηδᾷν πᾶσι τοῖς προσπίπτουσι· καὶ ἡ γλῶσσα τειχίον ἐχέτω, ὥστε μὴ προτρέχειν τῆς διανοίας. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ οἱ ὀδόντες καὶ τὰ χείλη πρὸς τὴν τῆς γλώττης ἀσφάλειαν δεδημιούργηται, ἵνα μηδέποτε ἁπλῶς ἀναπετάσασα τὰς θύρας ἡ γλῶσσα ἐξίῃ, ἀλλ᾿ ἐπειδὰν καλῶς τὰ καθ᾿ ἑαυτὴν διαθῇ, τότε μετὰ πάσης εὐκοσμίας προΐῃ, καὶ τοιαῦτα προφέρῃ ῥήματα, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι, κἀκεῖνα φθέγγηται, ἃ πρὸς οἰκοδομὴν συντείνει τῶν ἀκουόντων. Καὶ τὸν ἄτακτον δὲ γέλωτα πάντη ἐκκλίνειν δεῖ, καὶ τὸ βάδισμα ἤρεμον ἔχειν καὶ ἡσύχιον, καὶ τὴν στολὴν κατεσταλμένην, καὶ διὰ πάντων ἁπαξαπλῶς ῥυθμίζεσθαι προσήκει τὸν ἀπογραψάμενον εἰς τὸ τῆς ἀρετῆς στάδιον· ἡ γὰρ τῶν μελῶν τῶν ἔξωθεν εὐταξία εἰκών τίς ἐστι τῆς ἐν τῇ ψυχῇ καταστάσεως. Ϛʹ. Ἐὰν εἰς τοιαύτην συνήθειαν ἐκ προοιμίων ἑαυτοὺς καταστήσωμεν, ὁδῷ βαδίζοντες λοιπὸν μετ᾿ εὐκολίας, τὴν ἀρετὴν ἅπασαν διανύσομεν, καὶ οὐδὲ πολλοῦ πόνου δεησόμεθα, καὶ πολλὴν ἐπισπασόμεθα τὴν ἄνωθεν ῥοπήν. Οὕτω γὰρ δυνησόμεθα καὶ τὰ κύματα τοῦ παρόντος βίου μετὰ ἀσφαλείας διαδραμεῖν, καὶ τῶν τοῦ διαβόλου παγίδων ἀνώτεροι καταστάντες, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
1. Εἶναι κατάλληλη στιγμὴ σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ· «Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νὰ λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητὴ γιὰ μᾶς καὶ σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σῶμα προσφέρουν τὴ δοξολογία τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε τὰ προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια· «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Καὶ γιατί λέγω τὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Ἄλλαξε τὸ ὄνομά του, γιατὶ δὲ λέγεται πιὰ θάνατος, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ φροντίδα του γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ σταύρωσή Του, ἦταν φοβερὸ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σὰν μιὰ κάποια μεγάλη τιμωρία· «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φάγεις, θὰ πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γεν. 2, 17). Καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸν ὀνόμασε, λέγοντας· «Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στὸν ἄνθρωπο» (Ἰὼβ 3, 23). Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καὶ ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τὸν πατριάρχη Ἰακὼβ ποὺ λέγει· «Θὰ κατεβάσετε τὰ γηρατειὰ μου μὲ λύπη στὸν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τὸν προφήτη· «Ἄνοιξε πολὺ τὸ στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καὶ ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη ποὺ λέγει· «Θὰ μὲ σώσει ἀπὸ τὸν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θὰ βρεῖς νὰ ὀνομάζεται θάνατος καὶ ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καὶ ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση καὶ αὐτές τὶς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ ἔφερε καινούργια καὶ παράξενη συμπεριφορὰ στὴ ζωή μας. Γιατὶ ἀντὶ γιὰ θάνατος λέγεται στὸ ἑξῆς κοίμηση καὶ ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ποὺ λέγει· «Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ στὸν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρό. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καινούργια καὶ παράξενα τὰ λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τὰ κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τους τὰ εἶπε πιὸ καθαρά. Καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Θεσσαλονικεῖς, λέγει· «Δὲ θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοια γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καὶ πάλι· «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, ποὺ ἀπομείναμε στὴ ζωή, δὲ θὰ προφθάσουμε ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Γιατὶ ἂν πιστεύουμε καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φέρει μαζί του ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14). 2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καὶ ὕπνος; καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρὶν εἶχε φοβερὸ ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετὰ τὴν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρὸ τὸ τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μὲ αὐτὴν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἄπειρα ἀγαθά, μὲ αὐτὴν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μὲ αὐτὴν περιγελοῦμε τὸ θάνατο. Μὲ τὴν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τὴν παρούσα ζωή, μὲ αὐτὴν ἐπιθυμοῦμε σφοδρὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Μὲ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δὲν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε.* Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τὸ τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ διέλυσε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μὲ τὴν ἀνάστασή του τὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἂς χορεύουμε, ἂς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἂν καὶ ὁ Κύριός μας νίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Γιατὶ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν νίκησε ὁ Χριστός. Τὰ ἴδια τὰ ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καὶ μὲ αὐτὰ τὸν νίκησε. Καὶ ἄκουσε μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ παρθένος καὶ τὸ ξύλο καὶ ὁ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καὶ πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δὲ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τὸ δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στὸν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτὰ ἔγιναν πάλι τὰ σύνεργα τῆς νίκης μας. Στὴ θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στὴ θέση τοῦ ξύλου γιὰ τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στὴ θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μας νίκησε, μὲ τὰ ἴδια νικήθηκε; Κοντὰ στὸ δένδρο νίκησε τὸν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντὰ στὸ σταυρὸ νίκησε τὸ διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στὸν ἅδη, τὸ ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδὴ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Καὶ ἐκεῖνο ἔκρυβε τὸν νικημένο σὰν αἰχμάλωτο καὶ γυμνό, αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τὸν νικητὴ γυμνό, καρφωμένο στὰ ψηλά. Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;». Ἀπὸ θνητοὶ ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε, ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές. 3. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδὴ χαίρονται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἂν γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολὺ περισσότερο θὰ γίνεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τὸ ξανάφερε στὴν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ προσφορὰ μας νίκησε τόσο πολὺ τὸ θάνατο, δὲ φοβοῦμαι πιά, δὲν τρέμω πιὰ τὸν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στὴν ἀδυναμία μου, ἀλλὰ προσέχω στὴν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ γίνει σύμμαχός μου. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τὴ δύναμη, τί δὲ θὰ κάμνει στὸ ἑξῆς γιὰ τὸ γένος ποὺ εἶναι ὅμοιό του, τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὴ μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νὰ πάρει, καὶ μ᾿ αὐτὴν νὰ παλέψει μὲ τὸ διάβολο; Σήμερα παντοῦ στὴν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητὲ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατὶ χαίρονται μαζί μας γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γιατὶ ἂν καὶ εἶναι δική μας ἡ χάρη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καὶ δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι δικός τους καὶ δικός μας, δὲν ντρέπεται νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Καὶ γιατὶ εἶπα, δὲν ντρέπεται; Αὐτὸς μάλιστα ἐπιθυμεῖ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο ποὺ λέγει· «Ἐπιθύμησα πολὺ νὰ φάγω αὐτὸ τὸ Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νὰ φάγει τὸ Πάσχα, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τὶ σοῦ λείπει πιὰ γιὰ νὰ χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἂς μὴν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατὶ σήμερα εἶναι ἑορτὴ πνευματική. Ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τίποτε στὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀπὸ τὰ χρήματά του. Στὶς ἑορτὲς βέβαια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τὶς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καὶ τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καὶ τῆς πολυτέλειας στὰ τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ φτωχὸς στενοχωρημένος καὶ θλιμμένος, καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατὶ ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρὰ ροῦχα καὶ προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχὸς ὅμως ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια του νὰ δείξει τὴν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ λείπει κάθε τέτοια διάκριση καὶ ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καὶ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχό, καὶ γιὰ τὸ δοῦλο καὶ γιὰ τὸν ἐλεύθερο. Καὶ ἂν εἶσαι πλούσιος, δὲν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ φτωχό. Καὶ ἂν εἶσαι φτωχός, δὲν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸν πλούσιο, οὔτε θὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ξεχωρίζει τὰ πρόσωπα. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι τὸ ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ στὸ φτωχό; Καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ φορᾶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καὶ στὸ φτωχὸ ποὺ κάθεται γιὰ ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τὸ ἴδιο τραπέζι. Τέτοια λοιπὸν εἶναι τὰ πνευματικὰ δῶρα. Δὲ διαιροῦν τὴν κοινωνία ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση καὶ τὶς σκέψεις τοῦ καθενός. Μὲ τὸ ἴδιο θάρρος καὶ τὴν ἴδια τιμὴ ὁρμοῦν καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ φτωχὸς γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ θεῖα αὐτὰ μυστήρια. Καὶ γιατί λέγω, μὲ τὴν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχὸς ἔρχεται μὲ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατὶ τὸ βασιλιά, ποὺ εἶναι κυκλωμένος ἀπὸ φροντίδες καὶ περιστοιχισμένος ἀπὸ πολλὰ ζητήματα, σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ πέλαγος, ἔτσι ἀπὸ παντοῦ τὸν κτυποῦν τὰ κύματα συνεχῶς καὶ τὸν καταστρέφουν τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχὸς ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καὶ φροντίζοντας μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη τροφή του, καὶ κάμνοντας μιὰ ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη ζωή, σὰν νὰ κάθεται σὲ λιμάνι καὶ γαλήνη, πλησιάζει μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ τραπέζι. 4. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κοσμικές ἑορτές. Γιατὶ ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχὸς εἶναι στενοχωρημένος καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιὰ τὸ τραπέζι καὶ τὴν πολυτέλεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὴ φανταστικὴ ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν ποὺ παθαίνουν στὸ τραπέζι, αὐτὸ παθαίνουν καὶ στὰ ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τὸν πλούσιο ὁ φτωχὸς νὰ φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τὸν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατὶ ἕνα εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιὰ ὅλους. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸ Χριστό» (Γαλ. 3, 27). Ἂς μὴν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτὴν τὴν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλὰ ἂς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων ποὺ μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς μὴν παραδοθοῦμε στὴ μέθη καὶ στὴν πολυφαγία, ἀλλ᾿ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καὶ ὅτι τίμησε τὸ ἴδιο καὶ τοὺς πλούσιους καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἐλεύθερους, καὶ ἔστειλε σ᾿ ὅλους τὴν ἴδια χάρη, ἂς ἀμείψουμε τὸν εὐεργέτη γιὰ τὴν ἀγάπη του ποὺ δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καὶ ἀμοιβὴ ἱκανοποιητικὴ εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἀρέσει σ᾿ Αὐτὸν καὶ ψυχὴ νηφάλια καὶ ἄγρυπνη. Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρη δὲ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλὰ διάθεση μόνο καὶ καθαρὴ σκέψη. Τίποτε τὸ ὑλικὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τὰ πνευματικά, τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὶς εὐχές τῶν πατέρων, τὶς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀπόρρητων μυστηρίων, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια, καὶ δῶρα πνευματικὰ καὶ ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου ποὺ τὰ δωρίζει. Ἂς ἑορτάσουμε λοιπόν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέστησε μαζί του τὴν οἰκουμένη. Καὶ αὐτὸς βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τοὺς σωροὺς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καὶ πέθανε, δὲν ἁμάρτησε ὁ Χριστὸς καὶ πέθανε. Καινούργιο καὶ παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καὶ πέθανε, αὐτὸς δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Γιὰ ποιὸ λόγο καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε καὶ πέθανε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορὲς καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σὲ κάποιον καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, καὶ γι᾿ αὐτὸ φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει, ἀλλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τὰ δώσει ἐλευθερώνει τὸν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸν Ἀδάμ καὶ στὸ Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδὰμ τὸ θάνατο, καὶ τὸν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δὲ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τὸν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καὶ κατέθεσε τὸ θάνατό του γιὰ χάρη τοῦ φυλακισμένου, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Εἶδες τὰ κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τὸ μέγεθος τῆς φροντίδας του; Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρὸς αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδὴ πέρασε ἡ νηστεία νὰ γίνουμε πιὸ ἀδιάφοροι. Ἀλλὰ τώρα ἂς φροντίζουμε τὴν ψυχή μας περισσότερο ἀπὸ προηγουμένως, γιὰ νὰ μὴ γίνει πιὸ ἀδύνατη, ἐπειδὴ παχαίνει τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ μὴ παραμελοῦμε τὴν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τὴ δούλη. Γιατὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄφειλος, πές μου, νὰ σκάνουμε ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ νὰ ξεπερνᾶμε τὸ μέτρο; Αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα καταστρέφει καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ἱκανοποιοῦν τὰ λίγα καὶ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα ποὺ συγκεντρώσαμε ἀπὸ τὴ νηστεία. Μήπως λοιπὸν σᾶς ἐμποδίζω νὰ ἀπολαμβάνετε τὰ φαγητὰ καὶ νὰ διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλὰ συμβουλεύω νὰ γίνονται τὰ ἀπαραίτητα, καὶ νὰ σταματήσουμε τὴν πολλὴ διασκέδαση καὶ νὰ μὴ καταστρέφουμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τὸ μέτρο. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνάγκης δὲ θὰ ἀπολαύσει καμιὰ εὐχαρίστηση, καὶ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ πολὺ καλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλές ἀρρώστιες στὸν ἑαυτό τους καὶ ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλὰ τὸ ὅτι θὰ ὑπακούσετε στὶς παραινέσεις μου, δὲν ἀμφιβάλλω, γιατὶ γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε. 5. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τὶς παραινέσεις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό, θέλω νὰ μεταφέρω τὸ λόγο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ λαμπρὴ αὐτὴ νύχτα νὰ πάρουν τὴ χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τὰ καλὰ αὐτὰ φυτὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ πνευματικὰ ἄνθη, τοὺς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στὸ σταυρό, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καὶ αὐτοί, προχθές τοὺς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ τώρα ἀναστήθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος μὲ τὸ σῶμα του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, αὐτοὶ ἦταν μὲ τὶς ἁμαρτίες τους νεκροί, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπὸν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καὶ μενεξέδες καὶ ἄλλα λουλούδια. Τὰ νερὰ ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ τῆς γῆς. Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἂν βγῆκαν ἀπὸ τὰ νερὰ λιβάδια μὲ λουλούδια. Γιατὶ οὔτε ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβγαλε τὰ εἴδη τῶν φυτῶν γιατὶ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλὰ γιατὶ ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καὶ τὰ νερὰ ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μὲ ζωή, ἐπειδὴ ἄκουσαν· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καὶ ἡ προσταγὴ πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανὰ ζῶα. Ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἴδια προσταγὴ ἔκαμε τὰ πάντα. Τότε εἶπε· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά», τώρα ὅμως δὲ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Τότε τὰ νερὰ ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ τὰ ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατὶ λέγει· «Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούργιος αὐτὸς ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ψαρεύουν βγάζουν ἀπὸ τὰ νερὰ τὰ ψάρια, καὶ ὅσα ψαρέψουν τὰ νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τοὺς ρίχνουμε μέσα στὰ νερὰ καὶ παίρνουν ζωὴ ἐκεῖνοι ποὺ ψαρεύονται. Ὑπῆρχε κάποτε καὶ στοὺς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μὲ νερό. Ἀλλὰ μάθε ποιὰ δύναμη εἶχε, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ τὴ φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καὶ νὰ μπορέσεις νὰ ἀντιληφθεῖς τὸ δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καὶ τάραζε τὸ νερό, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπὸ τὸ κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἀφοῦ ἁγίασε τὰ νερὰ θεράπευσε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκεῖνος ποὺ κατέβαινε ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο δὲ θεραπευόταν πιά, γιατὶ στοὺς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στοὺς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους ποὺ σύρονταν στὸ ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερο ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος. Καὶ ἂν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη τὴν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νερά, δὲν ξοδεύεται ἡ χάρη, δὲν τελειώνει ἡ δωρεά, δὲ μολύνονται τὰ νερά, δὲν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του. Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ σήμερα καὶ αὐτὴ τὴ νύχτα γίνατε πολίτες στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στὶς πολλές δωρεές, γιὰ ν᾿ ἀποσπάσετε πιὸ ἄφθονη τὴ χάρη. Γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νὰ ζεῖς ἀδιάφορα στὸ ἑξῆς, ἀλλὰ ὅρισε στὸν ἑαυτό σου νόμους καὶ κανόνες, ὥστε νὰ κάνεις τὰ πάντα στὴν ἐντέλεια καὶ νὰ φυλάγεσαι πολὺ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατὶ ὅλη ἡ παρούσα ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ πάλη, καὶ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνουν μιὰ γιὰ πάντα στὸ στάδιο αὐτὸ τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατὶ καθένας ποὺ ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατὴς σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δὲ βλέπεις στοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται νὰ παλέψουν μὲ ἀνθρώπους, καὶ μὲ πόση ἐγκράτεια κάνουν τὴν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ γίνεται. Ἐπειδὴ ἡ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἐγκράτειά μας ἂς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καὶ τὰ ὅπλα μας, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά. Ἂς ἔχουν λοιπὸν καὶ τὰ μάτια περιορισμοὺς καὶ κανόνες, ὥστε νὰ μὴν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα ποὺ συναντοῦν. Καὶ ἡ γλώσσα ἂς ἔχει φράχτη, ὥστε νὰ μὴ τρέχει πρὶν ἀπὸ τὸ νοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ τὰ δόντια καὶ τὰ χείλη δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ ποτὲ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τὶς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλὰ τὰ δικά της, τότε μὲ κάθε σεμνότητα νὰ προχωρήσει καὶ νὰ προφέρει τέτοια λόγια, γιὰ νὰ ὠφελεῖ ἐκείνους ποὺ ἀκούουν καὶ νὰ λέγει ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀκροατῶν. Καὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἐντελῶς τὰ ἄπρεπα γέλια, νὰ ἔχει ἤρεμο καὶ ἥσυχο βάδισμα νὰ ἔχει σεμνὸ ντύσιμο, καὶ γενικὰ πρέπει νὰ ρυθμίζει τὰ πάντα ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ καλὴ διαγωγὴ τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ψυχή μας. 6. Ἑάν φέρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἑαυτούς μας σὲ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στὸ ἑξῆς μὲ εὐκολία τὸ δρόμο μας, θὰ κατορθώσουμε ὅλη τὴν ἀρετή, καὶ δὲ θὰ χρειασθοῦμε πολὺ κόπο καὶ θὰ προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι λοιπόν θὰ μπορέσουμε καὶ τὰ κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νὰ περάσουμε μὲ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
(...) Σήμερον ἑορτάζομε τὴν λαμπρὰν νίκην μας. Σήμερον ὁ Κύριος ἡμῶν ἔστησε τὸ τρόπαιον κατὰ τοῦ θανάτου, κατέλυσε τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας διὰ τῆς ἀναστάσεως. Ὅλοι χαίρομεν, σκιρτῶμεν, ἀγαλλόμεθα. Ἂν καὶ ὁ Κύριός μας Χριστὸς ἐνίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιον, ἐν τούτοις κοινὴ εἶναι ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά μας.
Ὅλα τοῦτα τὰ ἔκαμε διὰ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν καὶ μὲ τὰ ἴδια μέσα ποὺ μᾶς κατεπάλαισεν ὁ διάβολος, ἀκριβῶς μὲ τὰ ἴδια τὸν ἐνίκησεν ὁ Χριστός. Ἔλαβε τὰ ἴδια ὅπλα καὶ τὸν κατεπολέμησε μὲ αὐτά. Πῶς, ἄκουσέ το. Ἡ Παρθένος, τὸ Ξύλον καὶ ὁ Θάνατος ἦσαν τὰ σύμβολα τῆς ἰδικῆς μας ἥττας. Παρθένος εἶναι ἡ Εὔα. Οὐδέποτε εἶχε γνωρίσει ἄνδρα, ὅταν ὑπέστη τὴν ἀπάτη. Ξύλον εἶναι τὸ δένδρον καὶ Θάνατος τὸ ἐπιτίμιον ἐναντίον τοῦ Ἀδάμ. Εἶδες πῶς ἡ παρθένος, τὸ ξύλον καὶ ὁ θάνατος ἔγιναν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας;
Κοίταξε τώρα πῶς ἔγιναν αἴτια τῆς νίκης. Ἀντὶ τῆς Εὔας ἡ Μαρία, ἀντὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ, ἀντὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες μὲ ποιὰ μέσα ἐνίκησεν, ἐνῶ μὲ τὰ ἴδια ἡττᾶται;
Γύρω ἀπὸ τὸ δένδρον ἐπάλαισε καὶ ἐνίκησε τὸν Ἀδὰμ ὁ διάβολος; Γύρω ἀπὸ τὸν σταυρὸν ἐνίκησε τὸν διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ μὲν ξύλον ἐκεῖνο, τὸ δένδρον ἔστελνε εἰς τὸν ᾍδην, ἐνῶ τοῦτο, τὸ τοῦ σταυροῦ, ἀνεκάλει καὶ ὅσους εἶχον ὑπάγει εἰς τὸν ᾍδην. Τὸ πρῶτον ἔκρυπτε τὸν ἡττημένον, ὅπως τὸν αἰχμάλωτον καὶ τὸν γυμνόν, ἐνῶ τὸ δεύτερον, ἐδείκνυεν εἰς ὅλους τὸν νικητήν, προσηλωμένον γυμνὸν ἐφ᾿ ὑψηλοῦ σημείου. Καὶ ὁ μὲν θάνατος εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν συμπαρέσυρε καὶ τοὺς μετὰ τὸν Ἀδάμ, ἐνῶ ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀνέστησεν ἀληθῶς καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ θανόντας. «Ποίος θὰ περιγράψει τὰς δυνάμεις τοῦ Κυρίου καὶ θὰ κάνει νὰ εἰσακουσθοῦν ὅλαι αἱ αἰνέσεις του;». Διὰ τοῦ θανάτου ἐγίναμεν ἀθάνατοι, ἀνέστημεν ἀπὸ τὴν πτῶσιν καὶ ἀπὸ νικημένοι κατέστημεν νικηταί.
Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ μεγίστη ἀπόδειξις τῆς ἀναστάσεως. Σήμερον σκιρτοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλαι αἱ δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ ἀγάλλονται εὐχαριστούμενοι διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἂν διὰ τὴν μετάνοιαν καὶ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ γίνεται χαρὰ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, πολὺ περισσότερον συμβαίνει τοῦτο διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς οἰκουμένης.
Σήμερον ὁ Χριστὸς ἠλευθέρωσε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἐπανέφερεν εἰς τὴν προηγουμένην της εὐγένειαν. Ὅταν λοιπὸν ἴδω τὴν ἀρχικήν μου καταβολὴν οὕτω νὰ νικᾶ τὸν θάνατον, δὲν φοβοῦμαι πλέον, δὲν ἀπεχθάνομαι τὸν πόλεμον, οὔτε κάμπτομαι διὰ τὴν ἀδυναμίαν μου, ἀλλὰ αἰσθάνομαι τὴν θείαν δύναμιν σύμμαχόν μου εἰς τὸ μέλλον. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατανικήσει τὴν τυραννίαν τοῦ θανάτου καὶ θὰ μπορέσει νὰ ἀχρηστεύσει τὴν δύναμήν του, τί νομίζετε, δὲν θὰ κάνει τὸ πᾶν διὰ τοὺς συνανθρώπους του, τῶν ὁποίων τὴν μορφὴν ἐδέχθη ὁ Χριστὸς νὰ λάβει λόγω τῆς μεγάλης του φιλανθρωπίας καὶ νὰ πολεμήσει ὑπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μορφὴν τὸν διάβολον;
Σήμερον ἡ σύναξις τῶν ἀγγέλων καὶ ὁ χορὸς ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων ἀγάλλονται διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Σκέψου, λοιπόν, ἀγαπητέ, τὸ μέγεθος τῆς χαρᾶς, ἀφοῦ καὶ αἱ οὐράνιαι δυνάμεις συνεορτάζουν μὲ ἡμᾶς καὶ χαίρουν ἐπίσης διὰ τὰ ἰδικά μας ἀγαθά. Ἂν καὶ εἶναι ἰδική μας ἡ χάρις ποὺ μᾶς παρεχώρησεν ὁ Χριστός, ἐν τούτοις εἶναι καὶ ἰδική των ἡ εὐχαρίστησις. Διὰ τοῦτο δὲν ἐντρέπονται νὰ συνεορτάζουν μαζί μας.
Ἀλλὰ τί λέγω, ὅτι μόνον οἱ σύνδουλοί μας δὲν ἐντρέπονται νὰ συνεορτάζουν; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ ἡμῶν, δὲν ἐντρέπεται νὰ συνεορτάζει μαζί μας. Ἀλλὰ διατὶ εἶπον δὲν ἐντρέπεται; Ὄχι μόνον δὲν ἐντρέπεται, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιθυμεῖ. Ἀπὸ ποῦ τεκμαίρεται αὐτό; Ἄκουσέ τον τί λέγει: «Ἐπεθύμησα σφοδρῶς νὰ φάγω μαζί σας τοῦτο τὸ Πάσχα». Δηλαδὴ ἀφοῦ ἐπεθύμησε νὰ φάγει, αὐτὸ σημαίνει καὶ νὰ συνεορτάσει.
Ὅταν δεῖς ὄχι μόνον τοὺς ἀγγέλους καὶ τὴν σύναξιν ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον τῶν ἀγγέλων νὰ συνεορτάζει μαζί μας, τί σοῦ ἀπομένει διὰ νὰ εὐφρανθεῖς; Λοιπόν, ἂς μὴ εἶναι κανεὶς κατηφὴς σήμερον λόγω πενίας. Ἡ ἑορτὴ εἶναι πνευματική....
Ἂς ἑορτάσωμεν, λοιπόν, τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀνέστη καὶ μαζί του συνανέστησε τὴν οἰκουμένην. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀνέστη θραύσας τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἡμᾶς δὲ ἀνέστησε συντρίψας τὰς ἁλυσίδας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὁ Ἀδὰμ ἠμάρτησε καὶ ἀπέθανεν. Ὁ Χριστὸς δὲν ἠμάρτησε καὶ ἀπέθανεν. Καινοφανὲς καὶ παράδοξον. Ὁ πρῶτος ἠμάρτησε καὶ ἀπέθανεν. Ὁ δεύτερος δὲν ἠμάρτησε, ἀλλὰ ἀπέθανεν. Διὰ ποῖον λόγον καὶ διατί; Διὰ νὰ μπορέσει ὁ ἁμαρτήσας καὶ ἀποθανῶν νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μέσῳ τοῦ μὴ ἁμαρτήσαντος καὶ ἀποθανόντος.
Ἔτσι πολλάκις γίνεται καὶ εἰς τὰς περιπτώσεις ὅσων ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος εἰς κάποιον ἀργύρια, δὲν ἔχει νὰ τὰ καταβάλει καὶ ἕνεκα τούτου φυλακίζεται. Ἕνας ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει καὶ ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὰ καταβάλει, τὰ καταθέτει καὶ ἀπολύεται ὁ ὑπόλογος.
Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὤφειλεν ὁ Ἀδὰμ τὸν θάνατον καὶ ἐκρατεῖτο ὑπὸ τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστὸς οὔτε ὤφειλεν, οὔτε ἐκρατεῖτο. Ἦλθεν ὅμως καὶ κατέβαλε τὸν θάνατον ὑπὲρ τοῦ κρατουμένου, προκειμένου νὰ τὸν ἀπολύσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.
Εἶδες τὸ κατόρθωμα τῆς Ἀναστάσεως; Εἶδες τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου; Εἶδες μέγεθος φροντίδος; Λοιπόν, ἂς μὴ γινώμεθα ἀγνώμονες δι᾿ αὐτὸν τὸν οὕτως εὐεργετήσαντα ἡμᾶς, μήτε, ἐπειδὴ ἐπέρασεν ἡ νηστεία, νὰ καταστῶμεν ἀμελέστεροι. Ἀντιθέτως, τώρα παρὰ ποτέ, ἂς ἐπιμελούμεθα περισσότερον τὴν ψυχήν μας, διὰ νὰ μὴ γίνεται ἀσθενεστέρα, ὅταν εὐχαριστῶμεν τὴν σάρκα μας, πράγμα ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ νὰ περιποιούμεθα τὴν δούλην καὶ νὰ παραμελῶμεν τὴν δέσποιναν.
αʹ. Εὔκαιρον σήμερον ἅπαντας ἡμᾶς ἀναβοῆσαι τὸ παρὰ τοῦ μακαρίου Δαυῒδ εἰρημένον· Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἰδοὺ γὰρ ἡμῖν παραγέγονεν ἡ ποθεινὴ καὶ σωτήριος ἑορτὴ, ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμὴ, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα. Σήμερον ἄνθρωποι τοῖς ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν, καὶ οἱ σῶμα περικείμενοι μετὰ τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων λοιπὸν τὰς ὑμνῳδίας ἀναφέρουσι. Σήμερον καταλύεται τοῦ διαβόλου ἡ τυραννίς· σήμερον τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἐλύθη, τοῦ ᾅδου τὸ νῖκος ἠφάνισται· σήμερον εὔκαιρον πάλιν εἰπεῖν τὴν προφητικὴν ἐκείνην φωνήν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Σήμερον τὰς χαλκᾶς πύλας συνέθλασεν ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ πρόσωπον ἠφάνισε.
Τί δὲ λέγω τὸ πρόσωπον; Αὐτοῦ τὴν προσηγορίαν μετέβαλεν· οὐκ ἔτι γὰρ θάνατος λέγεται, ἀλλὰ κοίμησις καὶ ὕπνος· πρὸ μὲν γὰρ τῆς Χριστοῦ παρουσίας, καὶ τῆς τοῦ σταυροῦ οἰκονομίας, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ ὄνομα φοβερὸν ἐτύγχανε. Καὶ γὰρ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος γενόμενος ἀντὶ μεγάλου ἐπιτιμίου τοῦτο κατεδικάζετο ἀκούων· Ἧι δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φαγῇ, θανάτῳ ἀποθανῇ. Καὶ ὁ μακάριος δὲ Ἰὼβ τούτῳ τῷ ὀνόματι αὐτὸν προσηγόρευσε, λέγων· Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις. Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός. Οὐ μόνον δὲ θάνατος ἐκαλεῖτο ἡ διάλυσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ᾅδης. Ἄκουε γὰρ τοῦ μὲν πατριάρχου Ἰακὼβ λέγοντος· Κατάξετε τὸ γῆράς μου μετὰ λύπης εἰς ᾅδου· τοῦ δὲ προφήτου πάλιν· Ἔχανεν ὁ ᾅδης τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ πάλιν ἑτέρου προφήτου λέγοντος· Ῥύσεταί με ἐξ ᾅδου κατωτάτου· καὶ πολλαχοῦ εὑρήσεις ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς θάνατον καὶ ᾅδην καλουμένην τὴν ἐντεῦθεν μετάστασιν. Ἐπειδὴ δὲ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν θυσία προσηνέχθη, καὶ τὰ τῆς ἀναστάσεως προεχώρησε, περιῆρε δὲ τὰς προσηγορίας αὐτὰς ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ καινὴν καὶ ξένην πολιτείαν εἰς τὸν βίον εἰσήγαγε τὸν ἡμέτερον· ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις.
Καὶ πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἐξυπνίσαι αὐτόν. Ὥσπερ γὰρ ἡμῖν εὔκολον τὸν καθεύδοντα διυπνίσαι καὶ διεγεῖραι, οὕτω καὶ τῷ κοινῷ πάντων ἡμῶν Δεσπότῃ τὸ ἀναστῆσαι. Καὶ ἐπειδὴ καινὸν ἦν καὶ ξένον τὸ παρ᾿ αὐτοῦ εἰρημένον, οὐδὲ οἱ μαθηταὶ συνῆκαν τὸ λεχθὲν, μέχρις ὅτου συγκαταβαίνων αὐτῶν τῇ ἀσθενείᾳ, φανερώτερον αὐτὸ εἴρηκε. Καὶ ὁ τῆς οἰκουμένης δὲ διδάσκαλος ὁ μακάριος Παῦλος, γράφων Θεσσαλονικεῦσί φησιν· Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Ἄρα οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ, ἀπώλοντο. Καὶ πάλιν· Ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας. Καὶ ἑτέρωθι πάλιν· Εἰ γὰρ πιστεύομεν, ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε, καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας ἄξει σὺν αὐτῷ.
βʹ. Εἶδες πανταχοῦ λοιπὸν κοίμησιν καὶ ὕπνον τὸν θάνατον καλούμενον; καὶ τὸν πρὸ τούτου φοβερὸν ἔχοντα τὸ πρόσωπον, νῦν εὐκαταφρόνητον μετὰ τὴν ἀνάστασιν γινόμενον; Εἶδες λαμπρὸν τῆς ἀναστάσεως τὸ τρόπαιον; Διὰ ταύτην ἡμῖν τὰ μυρία ἀγαθὰ εἰσενήνεκται· διὰ ταύτην ἡ τῶν δαιμόνων ἀπάτη κατελύθη· διὰ ταύτην καταγελῶμεν θανάτου· διὰ ταύτην ὑπερορῶμεν τῆς παρούσης ζωῆς· διὰ ταύτην πρὸς τὴν τῶν μελλόντων ἐπιθυμίαν ἐπειγόμεθα· διὰ ταύτην, σῶμα περικείμενοι, οὑδὲν ἔλαττον τῶν ἀσωμάτων ἔχομεν, ἐὰν βουλώμεθα. Σήμερον ἡμῶν τὰ λαμπρὰ νικητήρια γέγονε· σήμερον ἡμῶν ὁ Δεσπότης τὸ κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον στήσας, καὶ τοῦ διαβόλου τὴν τυραννίδα καταλύσας, τὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως ὁδὸν εἰς σωτηρίαν ἐχαρίσατο. Πάντες τοίνυν χαίρωμεν, σκιρτῶμεν, ἀγαλλώμεθα. Εἰ γὰρ καὶ ὁ Δεσπότης ἡμῶν ἐνίκησε καὶ τὸ τρόπαιον ἔστησεν, ἀλλὰ κοινὴ καὶ ἡμῶν ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Διὰ γὰρ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν πάντα εἰργάσατο· καὶ δι᾿ ὧν ἡμᾶς κατεπάλαισεν ὁ διάβολος, διὰ τούτων αὐτοῦ περιεγένετο ὁ Χριστός.
Αὐτὰ τὰ ὅπλα ἔλαβε, καὶ τούτοις αὐτὸν κατηγωνίσατο· καὶ πῶς, ἄκουε. Παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος τῆς ἡμετέρας ἥττης γέγονε τὰ σύμβολα. Καὶ γὰρ παρθένος ἦν ἡ Εὔα· οὐδέπω γὰρ ἄνδρα ἐγίνωσκεν, ὅτε τὴν ἀγάπην ὑπέμεινε· ξύλον ἦν τὸ δένδρον· θάνατος τὸ ἐπιτίμιον τὸ κατὰ τοῦ Ἀδάμ. Εἶδες πῶς παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος γέγονεν ἡμῖν τῆς ἥττης τὰ σύμβολα; Ὅρα τοίνυν πῶς καὶ τῆς νίκης αὐτὰ πάλιν γέγονε παραίτια. Ἀντὶ τῆς Εὔας ἡ Μαρία· ἀντὶ τοῦ ξύλου τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ· ἀντὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδὰμ, ὁ Δεσποτικὸς θάνατος. Εἶδες δι᾿ ὧν ἐνίκησε, διὰ τούτων αὐτὸν ἡττώμενον; Περὶ τὸ δένδρον κατηγωνίσατο τὸν Ἀδὰμ ὁ διάβολος· περὶ τὸν σταυρὸν κατεπάλαισε τὸν διάβολον ὁ Χριστός. Κἀκεῖνο μὲν τὸ ξύλον εἰς ᾅδην ἔπεμπε, τοῦτο δὲ τὸ ξύλον, τὸ τοῦ σταυροῦ, καὶ τοὺς ἀπελθόντας ἐκ τοῦ ᾅδου πάλιν ἀνεκαλεῖτο· κἀκεῖνο μὲν καθάπερ αἰχμάλωτον καὶ γυμνὸν ἔκρυπτε τὸν ἡττηθέντα, τοῦτο δὲ τὸν νικητὴν γυμνὸν προσηλωμένον ἐφ᾿ ὑψηλοῦ πᾶσιν ἐδείκνυ. Καὶ θάνατος ὁ μὲν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτὸν κατέκρινεν· ὁ δὲ καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ ἀνέστησεν ἀληθῶς. Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἀπὸ θανάτου γεγόναμεν ἀθάνατοι, ἀπὸ πτώσεως ἀνέστημεν, ἀπὸ ἡττήματος κατέστημεν νικηταί.
γʹ. Ταῦτα τοῦ σταυροῦ τὰ κατορθώματα, ταῦτα τῆς ἀναστάσεως μεγίστη ἀπόδειξις. Σήμερον ἅγγελοι σκιρτῶσι, καὶ πᾶσαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀγάλλονται, συνηδόμεναι ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τοῦ κοινοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Εἰ γὰρ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τῆς οἰκουμένης. Σήμερον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἐλευθερώσας, πρὸς τὴν προτέραν εὐγένειαν ἐπανήγαγεν. Ὅταν γὰρ ἴδω τὴν ἀπαρχὴν τὴν ἐμὴν οὕτω τοῦ θανάτου περιγεγενημένην, οὐκ ἔτι δέδοικα, οὐκ ἔτι φρίττω τὸν πόλεμον· οὐδὲ πρὸς τὴν ἀσθένειαν ὁρῶ τὴν ἐμαυτοῦ, ἀλλ᾿ ἐννοῶ τοῦ μέλλοντός μοι συμμαχεῖν τὴν ἄφατον δύναμιν. Ὁ γὰρ τῆς τοῦ θανάτου τυραννίδος περιγενόμενος, καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν ἀφελόμενος, τί λοιπὸν οὐκ ἐργάσεται περὶ τὸ ὁμογενὲς, καὶ οὗ τὴν μορφὴν ἀναλαβεῖν διὰ πολλὴν φιλανθρωπίαν κατηξίωσε, καὶ διὰ ταύτης τὴν πρὸς τὸν διάβολον πάλην ποιήσασθαι; Σήμερον χαρὰ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης καὶ εὐφροσύνη πνευματική. Σήμερον καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ δῆμος καὶ πασῶν τῶν ἄνω δυνάμεων ὁ χορὸς διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν ἀγάλλονται.
Ἐννόησον τοίνυν, ἀγαπητὲ, χαρᾶς μέγεθος, ὅτι καὶ αἱ ἄνω δυνάμεις ἡμῖν συνεορτάζουσι· συγχαίρουσι γὰρ τοῖς ἡμετέροις ἀγαθοῖς. Καὶ γὰρ εἰ καὶ ἡμετέρα ἡ χάρις ἡ παρὰ τοῦ Δεσπότου, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ἡ ἡδονή. Διὰ τοῦτο οὐκ ἐπαισχύνονται ἡμῖν συνεορτάσαι. Καὶ τί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοι ἡμῖν οὐκ ἐπαισχύνονται συνεορτάσαι; Αὐτὸς ὁ Δεσπότης αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν οὐκ ἐπαισχύνεται ἡμῖν συνεορτάσαι. Τί δὲ εἶπον, οὐκ ἐπαισχύνεται; Καὶ ἐπιθυμεῖ συνεορτάσαι ἡμῖν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ λέγοντος· Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν· εἰ δὲ τὸ Πάσχα ἐπεθύμησε φαγεῖν, καὶ συνεορτάσαι δηλονότι. Ὅταν οὖν ἴδῃς μὴ μόνον ἀγγέλους καὶ πάντων τῶν οὐρανίων δυνάμεων τὸν δῆμον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότην τῶν ἀγγέλων ἡμῖν συνεορτάζοντα, τί σοι λείπεται λοιπὸν εἰς εὐφροσύνης λόγον; Μηδεὶς τοίνυν ἔστω κατηφὴς σήμερον διὰ τὴν πενίαν· ἑορτὴ γάρ ἐστι πνευματική.
Μηδεὶς πλούσιος ἐπαιρέσθω διὰ τὸν πλοῦτον· οὐδὲ γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων εἰσενεγκεῖν εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην δύναται. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἔξωθεν ἑορτῶν, τῶν βιωτικῶν λέγω, ἔνθα πολλὴ ἡ φαντασία καὶ τῆς ἔξωθεν περιβολῆς, καὶ τῆς ἐν τῇ τραπέζῃ πολυτελείας, εἰκότως ἐκεῖ ὁ μὲν πένης ἐν ἀθυμίᾳ καὶ κατηφείᾳ ἔσται, ὁ δὲ πλούσιος ἐν ἡδονῇ καὶ φαιδρότητι. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν λαμπρὰν ἐσθῆτα περιβάλλεται, καὶ πλουσιωτέραν παρατίθεται τὴν τράπεζαν· ὁ δὲ πένης ὑπὸ τῆς πενίας κωλύεται τὴν αὐτὴν φιλοτιμίαν ἐπιδείξασθαι. Ἐνταῦθα δὲ οὐδὲν τοιοῦτον, ἀλλὰ πᾶσα αὕτη ἡ ἀνωμαλία ἐκποδὼν, μία δὲ τράπεζα καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι, καὶ δούλῳ καὶ ἐλευθέρῳ. Κἂν πλούσιος ᾖς, οὐδὲν πλεονάζεις τοῦ πένητος· κἂν πένης ᾖς, οὐδὲν ἔλαττον ἕξεις τοῦ πλουσίου, οὐδὲ διὰ τὴν πενίαν ἐλαττοῦταί σου τὰ τῆς εὐωχίας τῆς πνευματικῆς· θεία γάρ ἐστιν ἡ χάρις, καὶ οὐκ εἶδε προσώπων διαφοράν. Καὶ τί λέγω, πλουσίῳ καὶ πένητι ἡ αὐτὴ τράπεζα πρόκειται; Καὶ αὐτῷ τῷ τὸ διάδημα περικειμένῳ, καὶ τὴν ἁλουργίδα ἔχοντι, τῷ τὴν ἐξουσίαν τῆς οἰκουμένης ἀνῃρημένῳ, καὶ τῷ πτωχῷ τῷ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθημένῳ, μία τράπεζα πρόκειται.
Τοιαῦτα γὰρ τὰ δῶρα τὰ πνευματικά· οὐ τοῖς ἀξιώμασι διαιρεῖ τὴν κοινωνίαν, ἀλλὰ τῇ προαιρέσει καὶ τῇ γνώμῃ. Μετὰ τῆς αὐτῆς παῤῥησίας καὶ τιμῆς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πτωχὸς πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων τούτων μυστηρίων ὁρμῶσι. Καὶ τί λέγω, μετὰ τῆς αὐτῆς τιμῆς; Πολλάκις ὁ πένης μετὰ πλείονος τῆς παῤῥησίας. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν βασιλεὺς κυκλούμενος πραγμάτων φροντίσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν περιστάσεων περιστοιχιζόμενος, ὥσπερ ἐν πελάγει τυγχάνων, οὕτω πανταχόθεν ὑπὸ τῶν ἐπαλλήλων κυμάτων περιῤῥαντίζεται, καὶ πολλὰ προστρίβεται τὰ ἁμαρτήματα· ὁ δὲ πένης, πάντων τούτων ἀπηλλαγμένος, καὶ ὑπὲρ τῆς ἀναγκαίας μόνης φροντίζων τροφῆς, καὶ τὸν ἀπράγμονα καὶ ἡσύχιον βίον μετιὼν, ὥσπερ ἐν λιμένι καὶ γαλήνῃ καθήμενος, μετὰ πολλῆς τῆς εὐλαβείας τῇ τραπέζῃ πρόσεισι.
δʹ. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἑτέρων πολλῶν ἀθυμίαι διάφοροι τίκτονται τοῖς περὶ τὰς βιωτικὰς ἑορτὰς ἠσχολημένοις. Πάλιν γὰρ ἐκεῖ μὲν πένης ἐν κατηφείᾳ, ὁ δὲ πλούσιος ἐν φαιδρότητι, οὐ διὰ τὴν τράπεζαν μόνην, καὶ τὴν πολυτέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ ἱμάτια τὰ φαιδρὰ, καὶ τῆς ἐσθῆτος τὴν φαντασίαν. Ὅπερ γοῦν ἐπὶ τῆς τραπέζης πάσχουσι, τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἱματίων ὑπομένουσιν. Ὅταν οὖν ἴδῃ τὸν πλούσιον ὁ πένης πολυτελεστέραν περιβεβλημένον στολὴν, ἐπλήγη τῇ ὀδύνῃ, ἐταλάνισεν ἑαυτόν, μυρία ἐπηράσατο. Ἐνταῦθα δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀθυμία ἀνῄρηται· ἓν γὰρ ἅπασίν ἐστιν ἱμάτιον τὸ ἔνδυμα τὸ σωτήριον· καὶ βοᾷ Παῦλος λέγων· Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Μὴ τοίνυν καταισχύνωμεν τὴν τοιαύτην ἑορτὴν, παρακαλῶ, ἀλλὰ ἄξιον φρόνημα τῶν δεδωρημένων ἡμῖν παρὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ χάριτος ἀναλάβωμεν. Μὴ μέθῃ καὶ ἀδηφαγίᾳ ἑαυτοὺς ἐκδώσωμεν, ἀλλ᾿ ἐννοήσαντες τοῦ ἡμετέρου Δεσπότου τὴν φιλοτιμίαν, καὶ ὅτι καὶ πλουσίους καὶ πένητας ὁμοίως ἐτίμησε καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους, καὶ εἰς πάντας κοινὴν τὴν δωρεὰν ἐξέχεεν, ἀμειψώμεθα τὸν εὐεργέτην τῆς περὶ ἡμᾶς εὐνοίας· ἀμοιβὴ δὲ ἀρκοῦσα πολιτεία ἀρέσκουσα, καὶ ψυχὴ νήφουσα καὶ διεγηγερμένη. Αὕτη ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις οὐ χρημάτων δεῖται, οὐ δαπάνης, ἀλλὰ προαιρέσεως μόνης καὶ διανοίας καθαρᾶς. Οὐδὲν σωματικόν ἐστιν ἐντεῦθεν ὠνήσασθαι, ἀλλὰ πάντα πνευματικά· ἀκρόασιν θείων λογίων, εὐχὰς Πατέρων, εὐλογίας ἱερέων, τῶν θείων καὶ ἀποῤῥήτων μυστηρίων τὴν κοινωνίαν, εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, καὶ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἄξια τῆς τοῦ δωρουμένου φιλοτιμίας.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν ᾗ ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἀνέστη γὰρ, καὶ τὴν οἰκουμένην ἑαυτῷ συνανέστησε. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀνέστη, τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου διαῤῥήξας· ἡμᾶς δὲ ἀνέστησε, τὰς σειρὰς τῶν ἡμετέρων ἁμαρτιῶν διαλύσας. Ἥμαρτεν ὁ Ἀδὰμ, καὶ ἀπέθανεν· οὐχ ἥμαρτεν ὁ Χριστὸς, καὶ ἀπέθανε. Καινὸν καὶ παράδοξον· ἐκεῖνος ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανεν· οὗτος οὐχ ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανε. Τίνος ἕνεκεν, καὶ διὰ τί; Ἵνα ὁ ἁμαρτὼν καὶ ἀποθανὼν, διὰ τοῦ μὴ ἁμαρτόντος καὶ ἀποθανόντος δυνηθῇ τῶν θανάτου δεσμῶν ἐλευθερωθῆναι. Οὕτω πολλάκις καὶ ἐπὶ τῶν τὰ χρήματα ὀφειλόντων γίνεται· ὀφείλει τίς τινι ἀργύριον, καὶ οὐκ ἔχει καταβαλεῖν, καὶ διὰ τοῦτο κατέχεται· ἄλλος οὐκ ὀφείλων, δυνάμενος δὲ καταβαλεῖν, καταθεὶς ἀπέλυσε τὸν ὑπεύθυνον. Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀδὰμ γέγονε, καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὤφειλεν ὁ Ἀδὰμ τὸν θάνατον, καὶ κατείχετο ὑπὸ τοῦ διαβόλου· οὐκ ὤφειλεν ὁ Χριστὸς, οὐδὲ κατείχετο· ἦλθε δὲ καὶ κατέβαλε τὸν θάνατον ὑπὲρ τοῦ κατεχομένου, ἵνα ἐκεῖνον ἀπολύσῃ τῶν τοῦ θανάτου δεσμῶν. Εἶδες τῆς ἀναστάσεως τὰ κατορθώματα; εἶδες τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν; εἶδες μέγεθος κηδεμονίας;
Μὴ τοίνυν ἀγνώμονες γινώμεθα περὶ τὸν οὕτως εὐεργέτην, μηδὲ ἐπειδὴ ἡ νηστεία παρῆλθε, ῥᾳθυμότεροι καταστῶμεν· ἀλλὰ νῦν μᾶλλον ἢ πρότερον πλείονα τῆς ψυχῆς ποιώμεθα τὴν ἐπιμέλειαν, ἵνα μὴ τῆς σαρκὸς πιαινομένης, αὕτη ἀσθενεστέρα γένηται, ἵνα μὴ τῆς δούλης φροντίζοντες, τῆς δεσποίνης καταμελῶμεν. Τί γὰρ ὄφελος, εἰπέ μοι, ὑπὲρ τὴν χρείαν διαῤῥήγνυσθαι, καὶ τὴν συμμετρίαν ὑπερβαίνειν; Τοῦτο καὶ τὸ σῶμα λυμαίνεται, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν προδίδωσιν. Ἀλλὰ τῆς αὐταρκείας καὶ τῆς χρείας γενώμεθα, ἵνα καὶ ψυχῇ καὶ σώματι τὸ προσῆκον ἀποπληρώσωμεν, ἵνα μὴ τὰ ἀπὸ τῆς νηστείας συλλεγέντα ἀθρόον ἅπαντα ἐκχέωμεν. Μὴ γὰρ κωλύω ἀπολαύειν τροφῆς καὶ ἀνίεσθαι; Οὐ κωλύω τοῦτο, ἀλλὰ παραινῶ τῆς χρείας γίνεσθαι, καὶ τὴν πολλὴν τρυφὴν ἐκκόπτειν, καὶ μὴ τὸ μέτρον ὑπερβαίνοντας, λυμαίνεσθαι τῆς ψυχῆς τὴν ὑγείαν. Οὐδὲ γὰρ ἡδονῆς λοιπὸν ἀπολαύσεται ὁ τοιοῦτος ὑπερβὰς τῆς χρείας τοὺς ὅρους· καὶ τοῦτο μάλιστα ἴσασιν ἀκριβῶς οἱ διὰ τῆς πείρας αὐτῆς ἐλθόντες· καὶ μυρία ἐντεῦθεν ἑαυτοῖς τεκόντες νοσημάτων εἴδη, καὶ πολλὴν τὴν ἀηδίαν ὑπομείναντες. Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν πεισθήσεσθε ταῖς ἡμετέραις παραινέσεσιν οὐκ ἀμφιβάλλω· οἶδα γὰρ ὑμῶν τὸ πειθήνιον.
εʹ. Καὶ διὰ τοῦτο ἐνταῦθα τὴν περὶ τούτου στήσας παραίνεσιν, πρὸς τοὺς κατὰ τὴν νύκτα τὴν φωτοφόρον ταύτην καταξιωθέντας τῆς τοῦ θείου βαπτίσματος δωρεᾶς τρέψαι βούλομαι τὸν λόγον, τὰ καλὰ ταῦτα τῆς Ἐκκλησίας φυτὰ, τὰ ἄνθη τὰ πνευματικὰ, τοὺς νέους τοῦ Χριστοῦ στρατιώτας. Πρὸ τῆς χθὲς ὁ Δεσπότης ἐν σταυρῷ ἐτύγχανεν, ἀλλ᾿ ἀνέστη νῦν· οὕτω καὶ οὗτοι, πρὸ τῆς χθὲς ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κατείχοντο, ἀλλὰ νῦν συνανέστησαν τῷ Χριστῷ· ἐκεῖνος σώματι ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὗτοι ἁμαρτίᾳ ἦσαν τεθνηκότες, καὶ ἀπὸ ἁμαρτίας ἀνέστησαν. Ἡ μὲν οὖν γῆ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον τοῦ ἔαρος ῥόδα καὶ ἴα καὶ ἄλλα ἡμῖν ἐκδίδωσιν ἄνθη· τὰ μέντοι ὕδατα σήμερον τῆς γῆς τερπνότερον ἡμῖν λειμῶνα ἀνέδειξε.
Καὶ μὴ θαυμάσῃς, ἀγαπητὲ, εἰ ἀπὸ τῶν ὑδάτων λειμῶνες ἀνθῶν ἀνεδείχθησαν· οὐδὲ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἡ γῆ κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν τὴν βλάστην ἐξέδωκε τῶν βοτανῶν, ἀλλὰ τῷ ἐπιτάγματι εἴκουσα τοῦ Δεσπότου, Καὶ τὰ ὕδατα δὲ τότε ζῶα ἐξέδωκε κινούμενα, ἐπειδὴ ἤκουσεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· καὶ τὸ ἐπίταγμα ἔργον ἐγένετο· ἡ ἄψυχος οὐσία ἔμψυχα ζῶα ἐξέβαλεν. Οὕτω καὶ νῦν τὸ αὐτὸ ἐπίταγμα πάντα εἰργάσατο. Τότε εἶπεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· νῦν δὲ οὐχὶ ἑρπετὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἀνέδωκε. Τότε ἰχθύας ἀλόγους ἐξήγαγε τὰ ὕδατα· νῦν δὲ ἰχθύας λογικοὺς καὶ πνευματικοὺς ἡμῖν ἀπέτεκεν ὑπὸ τῶν ἀποστόλων ἁλιευθέντας. Δεῦτε γὰρ, φησὶν, ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Καινὸς ὄντως τῆς ἁλείας ταύτης ὁ τρόπος. Οἱ γὰρ ἁλιεύοντες ἐκ τῶν ὑδάτων ἐκβάλλουσι τοὺς ἰχθύας, καὶ νεκροῦσι τὰ ἁλιευόμενα· ἡμεῖς δὲ εἰς τὰ ὕδατα ἐμβάλλομεν, καὶ ζωογονοῦνται οἱ ἁλιευόμενοι.
Ἦν μέν ποτε καὶ ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων κολυμβήθρα ὕδατος· ἀλλὰ μάθε τί ἴσχυσεν, ἵνα γνῷς ἀκριβῶς τὴν πτωχείαν τὴν Ἰουδαϊκὴν, καὶ εἰδέναι ἔχῃς τὸν πλοῦτον τὸν ἡμέτερον. Κατήρχετο ἐκεῖ, φησὶν, ἄγγελος, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ, καὶ ὁ πρῶτος καταβαίνων μετὰ τὴν ταραχὴν ἀπήλαυε τῆς θεραπείας. Κατῆλθεν ὁ τῶν ἀγγέλων Δεσπότης εἰς τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα, καὶ ἁγιάσας τῶν ὑδάτων τὴν φύσιν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐθεράπευσε. Διὰ τοῦτο ἐκεῖ μὲν μετὰ τὸν πρῶτον ὁ καταβὰς οὐκ ἔτι ἐθεραπεύετο· Ἰουδαίοις γὰρ ἐδίδοτο ἡ χάρις τοῖς ἀσθενοῦσι, τοῖς χαμαὶ συρομένοις· ἐνταῦθα δὲ μετὰ τὸν πρῶτον ὁ δεύτερος κάτεισι, μετὰ τὸν δεύτερον ὁ τρίτος καὶ τέταρτος· κἂν μυρίους εἴπῃς, κἂν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν ἐμβάλῃς εἰς τὰ νάματα ταῦτα τὰ πνευματικὰ, οὐκ ἀναλίσκεται ἡ χάρις, οὐ δαπανᾶται ἡ δωρεὰ, οὐ ῥυποῦται τὰ νάματα, οὐκ ἐλαττοῦται ἡ φιλοτιμία.
Εἶδες μέγεθος δωρεᾶς; Ἀκούετε οἱ σήμερον καὶ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ πολιτογραφηθέντες, καὶ ἀξίαν τοῦ μεγέθους τῶν δωρεῶν τὴν φυλακὴν ἐπιδείξασθε, ἵνα καὶ δαψιλεστέραν τὴν χάριν ἐπισπάσησθε· ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς ἤδη ὑπηργμένοις εὐγνωμοσύνη τὴν φιλοτιμίαν ἐκκαλεῖται τοῦ Δεσπότου. Οὐκ ἔξεστί σοι, ἀγαπητὲ, λοιπὸν ἀδιαφόρως ζῆν· ἀλλὰ θὲς σαυτῷ νόμους καὶ κανόνας, ὥστε μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα διαπράττεσθαι, καὶ πολλὴν τὴν φυλακὴν καὶ περὶ τὰ ἀδιάφορα νομιζόμενα εἶναι ἐπιδείκνυσθαι. Ἀγὼν γάρ ἐστι καὶ πάλη πᾶς ὁ παρὼν βίος, καὶ τοὺς ἐν τῷ σταδίῳ τούτῳ τῆς ἀρετῆς ἅπαξ εἰσελθόντας προσήκει πάντα ἐγκρατεύεσθαι· Πᾶς γὰρ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται. Οὐχ ὁρᾷς ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὅπως πολλὴν ποιοῦνται τὴν ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν οἱ πρὸς ἀνθρώπους τὴν πάλην ἀναδεχόμενοι, καὶ μετὰ πόσης ἐγκρατείας τὴν τοῦ σώματος ἄσκησιν ἐπιδείκνυνται; Οὕτω δὴ ἐνταῦθα. Ἐπειδὴ οὐ πρὸς ἀνθρώπους ἡμῖν ἐστιν ἡ πάλη, ἀλλὰ πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, καὶ ἡ ἄσκησις ἡμῶν καὶ ἡ ἐγκράτεια πνευματικὴ ἔστω· ἐπειδὴ καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν, ἅπερ ἡμᾶς ἐνέδυσεν ὁ Δεσπότης, πνευματικὰ τυγχάνει.
Ἐχέτω τοίνυν καὶ ὀφθαλμὸς ὅρους καὶ κανόνας, ὥστε μὴ ἁπλῶς ἐπιπηδᾷν πᾶσι τοῖς προσπίπτουσι· καὶ ἡ γλῶσσα τειχίον ἐχέτω, ὥστε μὴ προτρέχειν τῆς διανοίας. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ οἱ ὀδόντες καὶ τὰ χείλη πρὸς τὴν τῆς γλώττης ἀσφάλειαν δεδημιούργηται, ἵνα μηδέποτε ἁπλῶς ἀναπετάσασα τὰς θύρας ἡ γλῶσσα ἐξίῃ, ἀλλ᾿ ἐπειδὰν καλῶς τὰ καθ᾿ ἑαυτὴν διαθῇ, τότε μετὰ πάσης εὐκοσμίας προΐῃ, καὶ τοιαῦτα προφέρῃ ῥήματα, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι, κἀκεῖνα φθέγγηται, ἃ πρὸς οἰκοδομὴν συντείνει τῶν ἀκουόντων. Καὶ τὸν ἄτακτον δὲ γέλωτα πάντη ἐκκλίνειν δεῖ, καὶ τὸ βάδισμα ἤρεμον ἔχειν καὶ ἡσύχιον, καὶ τὴν στολὴν κατεσταλμένην, καὶ διὰ πάντων ἁπαξαπλῶς ῥυθμίζεσθαι προσήκει τὸν ἀπογραψάμενον εἰς τὸ τῆς ἀρετῆς στάδιον· ἡ γὰρ τῶν μελῶν τῶν ἔξωθεν εὐταξία εἰκών τίς ἐστι τῆς ἐν τῇ ψυχῇ καταστάσεως.
Ϛʹ. Ἐὰν εἰς τοιαύτην συνήθειαν ἐκ προοιμίων ἑαυτοὺς καταστήσωμεν, ὁδῷ βαδίζοντες λοιπὸν μετ᾿ εὐκολίας, τὴν ἀρετὴν ἅπασαν διανύσομεν, καὶ οὐδὲ πολλοῦ πόνου δεησόμεθα, καὶ πολλὴν ἐπισπασόμεθα τὴν ἄνωθεν ῥοπήν. Οὕτω γὰρ δυνησόμεθα καὶ τὰ κύματα τοῦ παρόντος βίου μετὰ ἀσφαλείας διαδραμεῖν, καὶ τῶν τοῦ διαβόλου παγίδων ἀνώτεροι καταστάντες, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
1. Εἶναι κατάλληλη στιγμὴ σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ· «Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νὰ λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητὴ γιὰ μᾶς καὶ σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σῶμα προσφέρουν τὴ δοξολογία τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε τὰ προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια· «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Καὶ γιατί λέγω τὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Ἄλλαξε τὸ ὄνομά του, γιατὶ δὲ λέγεται πιὰ θάνατος, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ φροντίδα του γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ σταύρωσή Του, ἦταν φοβερὸ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σὰν μιὰ κάποια μεγάλη τιμωρία· «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φάγεις, θὰ πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γεν. 2, 17). Καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸν ὀνόμασε, λέγοντας· «Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στὸν ἄνθρωπο» (Ἰὼβ 3, 23). Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καὶ ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τὸν πατριάρχη Ἰακὼβ ποὺ λέγει· «Θὰ κατεβάσετε τὰ γηρατειὰ μου μὲ λύπη στὸν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τὸν προφήτη· «Ἄνοιξε πολὺ τὸ στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καὶ ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη ποὺ λέγει· «Θὰ μὲ σώσει ἀπὸ τὸν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θὰ βρεῖς νὰ ὀνομάζεται θάνατος καὶ ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καὶ ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση καὶ αὐτές τὶς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ ἔφερε καινούργια καὶ παράξενη συμπεριφορὰ στὴ ζωή μας. Γιατὶ ἀντὶ γιὰ θάνατος λέγεται στὸ ἑξῆς κοίμηση καὶ ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή.
Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ποὺ λέγει· «Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ στὸν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρό. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καινούργια καὶ παράξενα τὰ λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τὰ κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τους τὰ εἶπε πιὸ καθαρά. Καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Θεσσαλονικεῖς, λέγει· «Δὲ θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοια γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καὶ πάλι· «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, ποὺ ἀπομείναμε στὴ ζωή, δὲ θὰ προφθάσουμε ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Γιατὶ ἂν πιστεύουμε καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φέρει μαζί του ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).
2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καὶ ὕπνος; καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρὶν εἶχε φοβερὸ ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετὰ τὴν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρὸ τὸ τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μὲ αὐτὴν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἄπειρα ἀγαθά, μὲ αὐτὴν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μὲ αὐτὴν περιγελοῦμε τὸ θάνατο. Μὲ τὴν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τὴν παρούσα ζωή, μὲ αὐτὴν ἐπιθυμοῦμε σφοδρὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Μὲ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δὲν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε.* Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τὸ τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ διέλυσε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μὲ τὴν ἀνάστασή του τὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἂς χορεύουμε, ἂς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἂν καὶ ὁ Κύριός μας νίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Γιατὶ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν νίκησε ὁ Χριστός.
Τὰ ἴδια τὰ ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καὶ μὲ αὐτὰ τὸν νίκησε. Καὶ ἄκουσε μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ παρθένος καὶ τὸ ξύλο καὶ ὁ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καὶ πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δὲ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τὸ δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στὸν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτὰ ἔγιναν πάλι τὰ σύνεργα τῆς νίκης μας. Στὴ θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στὴ θέση τοῦ ξύλου γιὰ τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στὴ θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μας νίκησε, μὲ τὰ ἴδια νικήθηκε; Κοντὰ στὸ δένδρο νίκησε τὸν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντὰ στὸ σταυρὸ νίκησε τὸ διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στὸν ἅδη, τὸ ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδὴ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Καὶ ἐκεῖνο ἔκρυβε τὸν νικημένο σὰν αἰχμάλωτο καὶ γυμνό, αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τὸν νικητὴ γυμνό, καρφωμένο στὰ ψηλά. Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;». Ἀπὸ θνητοὶ ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε, ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές.
3. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδὴ χαίρονται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἂν γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολὺ περισσότερο θὰ γίνεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τὸ ξανάφερε στὴν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ προσφορὰ μας νίκησε τόσο πολὺ τὸ θάνατο, δὲ φοβοῦμαι πιά, δὲν τρέμω πιὰ τὸν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στὴν ἀδυναμία μου, ἀλλὰ προσέχω στὴν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ γίνει σύμμαχός μου. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τὴ δύναμη, τί δὲ θὰ κάμνει στὸ ἑξῆς γιὰ τὸ γένος ποὺ εἶναι ὅμοιό του, τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὴ μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νὰ πάρει, καὶ μ᾿ αὐτὴν νὰ παλέψει μὲ τὸ διάβολο; Σήμερα παντοῦ στὴν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητὲ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατὶ χαίρονται μαζί μας γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γιατὶ ἂν καὶ εἶναι δική μας ἡ χάρη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καὶ δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι δικός τους καὶ δικός μας, δὲν ντρέπεται νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Καὶ γιατὶ εἶπα, δὲν ντρέπεται; Αὐτὸς μάλιστα ἐπιθυμεῖ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο ποὺ λέγει· «Ἐπιθύμησα πολὺ νὰ φάγω αὐτὸ τὸ Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νὰ φάγει τὸ Πάσχα, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τὶ σοῦ λείπει πιὰ γιὰ νὰ χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἂς μὴν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατὶ σήμερα εἶναι ἑορτὴ πνευματική.
Ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τίποτε στὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀπὸ τὰ χρήματά του. Στὶς ἑορτὲς βέβαια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τὶς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καὶ τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καὶ τῆς πολυτέλειας στὰ τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ φτωχὸς στενοχωρημένος καὶ θλιμμένος, καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατὶ ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρὰ ροῦχα καὶ προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχὸς ὅμως ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια του νὰ δείξει τὴν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ λείπει κάθε τέτοια διάκριση καὶ ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καὶ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχό, καὶ γιὰ τὸ δοῦλο καὶ γιὰ τὸν ἐλεύθερο. Καὶ ἂν εἶσαι πλούσιος, δὲν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ φτωχό. Καὶ ἂν εἶσαι φτωχός, δὲν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸν πλούσιο, οὔτε θὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ξεχωρίζει τὰ πρόσωπα. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι τὸ ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ στὸ φτωχό; Καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ φορᾶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καὶ στὸ φτωχὸ ποὺ κάθεται γιὰ ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τὸ ἴδιο τραπέζι.
Τέτοια λοιπὸν εἶναι τὰ πνευματικὰ δῶρα. Δὲ διαιροῦν τὴν κοινωνία ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση καὶ τὶς σκέψεις τοῦ καθενός. Μὲ τὸ ἴδιο θάρρος καὶ τὴν ἴδια τιμὴ ὁρμοῦν καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ φτωχὸς γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ θεῖα αὐτὰ μυστήρια. Καὶ γιατί λέγω, μὲ τὴν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχὸς ἔρχεται μὲ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατὶ τὸ βασιλιά, ποὺ εἶναι κυκλωμένος ἀπὸ φροντίδες καὶ περιστοιχισμένος ἀπὸ πολλὰ ζητήματα, σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ πέλαγος, ἔτσι ἀπὸ παντοῦ τὸν κτυποῦν τὰ κύματα συνεχῶς καὶ τὸν καταστρέφουν τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχὸς ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καὶ φροντίζοντας μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη τροφή του, καὶ κάμνοντας μιὰ ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη ζωή, σὰν νὰ κάθεται σὲ λιμάνι καὶ γαλήνη, πλησιάζει μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ τραπέζι.
4. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κοσμικές ἑορτές. Γιατὶ ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχὸς εἶναι στενοχωρημένος καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιὰ τὸ τραπέζι καὶ τὴν πολυτέλεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὴ φανταστικὴ ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν ποὺ παθαίνουν στὸ τραπέζι, αὐτὸ παθαίνουν καὶ στὰ ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τὸν πλούσιο ὁ φτωχὸς νὰ φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τὸν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατὶ ἕνα εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιὰ ὅλους. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸ Χριστό» (Γαλ. 3, 27).
Ἂς μὴν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτὴν τὴν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλὰ ἂς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων ποὺ μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς μὴν παραδοθοῦμε στὴ μέθη καὶ στὴν πολυφαγία, ἀλλ᾿ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καὶ ὅτι τίμησε τὸ ἴδιο καὶ τοὺς πλούσιους καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἐλεύθερους, καὶ ἔστειλε σ᾿ ὅλους τὴν ἴδια χάρη, ἂς ἀμείψουμε τὸν εὐεργέτη γιὰ τὴν ἀγάπη του ποὺ δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καὶ ἀμοιβὴ ἱκανοποιητικὴ εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἀρέσει σ᾿ Αὐτὸν καὶ ψυχὴ νηφάλια καὶ ἄγρυπνη. Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρη δὲ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλὰ διάθεση μόνο καὶ καθαρὴ σκέψη. Τίποτε τὸ ὑλικὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τὰ πνευματικά, τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὶς εὐχές τῶν πατέρων, τὶς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀπόρρητων μυστηρίων, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια, καὶ δῶρα πνευματικὰ καὶ ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου ποὺ τὰ δωρίζει.
Ἂς ἑορτάσουμε λοιπόν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέστησε μαζί του τὴν οἰκουμένη. Καὶ αὐτὸς βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τοὺς σωροὺς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καὶ πέθανε, δὲν ἁμάρτησε ὁ Χριστὸς καὶ πέθανε. Καινούργιο καὶ παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καὶ πέθανε, αὐτὸς δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Γιὰ ποιὸ λόγο καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε καὶ πέθανε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορὲς καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σὲ κάποιον καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, καὶ γι᾿ αὐτὸ φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει, ἀλλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τὰ δώσει ἐλευθερώνει τὸν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸν Ἀδάμ καὶ στὸ Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδὰμ τὸ θάνατο, καὶ τὸν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δὲ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τὸν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καὶ κατέθεσε τὸ θάνατό του γιὰ χάρη τοῦ φυλακισμένου, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Εἶδες τὰ κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τὸ μέγεθος τῆς φροντίδας του;
Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρὸς αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδὴ πέρασε ἡ νηστεία νὰ γίνουμε πιὸ ἀδιάφοροι. Ἀλλὰ τώρα ἂς φροντίζουμε τὴν ψυχή μας περισσότερο ἀπὸ προηγουμένως, γιὰ νὰ μὴ γίνει πιὸ ἀδύνατη, ἐπειδὴ παχαίνει τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ μὴ παραμελοῦμε τὴν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τὴ δούλη. Γιατὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄφειλος, πές μου, νὰ σκάνουμε ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ νὰ ξεπερνᾶμε τὸ μέτρο; Αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα καταστρέφει καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ἱκανοποιοῦν τὰ λίγα καὶ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα ποὺ συγκεντρώσαμε ἀπὸ τὴ νηστεία. Μήπως λοιπὸν σᾶς ἐμποδίζω νὰ ἀπολαμβάνετε τὰ φαγητὰ καὶ νὰ διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλὰ συμβουλεύω νὰ γίνονται τὰ ἀπαραίτητα, καὶ νὰ σταματήσουμε τὴν πολλὴ διασκέδαση καὶ νὰ μὴ καταστρέφουμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τὸ μέτρο. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνάγκης δὲ θὰ ἀπολαύσει καμιὰ εὐχαρίστηση, καὶ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ πολὺ καλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλές ἀρρώστιες στὸν ἑαυτό τους καὶ ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλὰ τὸ ὅτι θὰ ὑπακούσετε στὶς παραινέσεις μου, δὲν ἀμφιβάλλω, γιατὶ γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.
5. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τὶς παραινέσεις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό, θέλω νὰ μεταφέρω τὸ λόγο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ λαμπρὴ αὐτὴ νύχτα νὰ πάρουν τὴ χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τὰ καλὰ αὐτὰ φυτὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ πνευματικὰ ἄνθη, τοὺς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στὸ σταυρό, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καὶ αὐτοί, προχθές τοὺς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ τώρα ἀναστήθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος μὲ τὸ σῶμα του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, αὐτοὶ ἦταν μὲ τὶς ἁμαρτίες τους νεκροί, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπὸν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καὶ μενεξέδες καὶ ἄλλα λουλούδια. Τὰ νερὰ ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ τῆς γῆς.
Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἂν βγῆκαν ἀπὸ τὰ νερὰ λιβάδια μὲ λουλούδια. Γιατὶ οὔτε ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβγαλε τὰ εἴδη τῶν φυτῶν γιατὶ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλὰ γιατὶ ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καὶ τὰ νερὰ ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μὲ ζωή, ἐπειδὴ ἄκουσαν· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καὶ ἡ προσταγὴ πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανὰ ζῶα. Ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἴδια προσταγὴ ἔκαμε τὰ πάντα. Τότε εἶπε· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά», τώρα ὅμως δὲ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Τότε τὰ νερὰ ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ τὰ ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατὶ λέγει· «Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούργιος αὐτὸς ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ψαρεύουν βγάζουν ἀπὸ τὰ νερὰ τὰ ψάρια, καὶ ὅσα ψαρέψουν τὰ νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τοὺς ρίχνουμε μέσα στὰ νερὰ καὶ παίρνουν ζωὴ ἐκεῖνοι ποὺ ψαρεύονται.
Ὑπῆρχε κάποτε καὶ στοὺς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μὲ νερό. Ἀλλὰ μάθε ποιὰ δύναμη εἶχε, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ τὴ φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καὶ νὰ μπορέσεις νὰ ἀντιληφθεῖς τὸ δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καὶ τάραζε τὸ νερό, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπὸ τὸ κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἀφοῦ ἁγίασε τὰ νερὰ θεράπευσε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκεῖνος ποὺ κατέβαινε ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο δὲ θεραπευόταν πιά, γιατὶ στοὺς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στοὺς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους ποὺ σύρονταν στὸ ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερο ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος. Καὶ ἂν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη τὴν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νερά, δὲν ξοδεύεται ἡ χάρη, δὲν τελειώνει ἡ δωρεά, δὲ μολύνονται τὰ νερά, δὲν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.
Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ σήμερα καὶ αὐτὴ τὴ νύχτα γίνατε πολίτες στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στὶς πολλές δωρεές, γιὰ ν᾿ ἀποσπάσετε πιὸ ἄφθονη τὴ χάρη. Γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νὰ ζεῖς ἀδιάφορα στὸ ἑξῆς, ἀλλὰ ὅρισε στὸν ἑαυτό σου νόμους καὶ κανόνες, ὥστε νὰ κάνεις τὰ πάντα στὴν ἐντέλεια καὶ νὰ φυλάγεσαι πολὺ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατὶ ὅλη ἡ παρούσα ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ πάλη, καὶ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνουν μιὰ γιὰ πάντα στὸ στάδιο αὐτὸ τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατὶ καθένας ποὺ ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατὴς σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δὲ βλέπεις στοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται νὰ παλέψουν μὲ ἀνθρώπους, καὶ μὲ πόση ἐγκράτεια κάνουν τὴν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ γίνεται. Ἐπειδὴ ἡ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἐγκράτειά μας ἂς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καὶ τὰ ὅπλα μας, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.
Ἂς ἔχουν λοιπὸν καὶ τὰ μάτια περιορισμοὺς καὶ κανόνες, ὥστε νὰ μὴν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα ποὺ συναντοῦν. Καὶ ἡ γλώσσα ἂς ἔχει φράχτη, ὥστε νὰ μὴ τρέχει πρὶν ἀπὸ τὸ νοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ τὰ δόντια καὶ τὰ χείλη δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ ποτὲ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τὶς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλὰ τὰ δικά της, τότε μὲ κάθε σεμνότητα νὰ προχωρήσει καὶ νὰ προφέρει τέτοια λόγια, γιὰ νὰ ὠφελεῖ ἐκείνους ποὺ ἀκούουν καὶ νὰ λέγει ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀκροατῶν. Καὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἐντελῶς τὰ ἄπρεπα γέλια, νὰ ἔχει ἤρεμο καὶ ἥσυχο βάδισμα νὰ ἔχει σεμνὸ ντύσιμο, καὶ γενικὰ πρέπει νὰ ρυθμίζει τὰ πάντα ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ καλὴ διαγωγὴ τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ψυχή μας.
6. Ἑάν φέρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἑαυτούς μας σὲ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στὸ ἑξῆς μὲ εὐκολία τὸ δρόμο μας, θὰ κατορθώσουμε ὅλη τὴν ἀρετή, καὶ δὲ θὰ χρειασθοῦμε πολὺ κόπο καὶ θὰ προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι λοιπόν θὰ μπορέσουμε καὶ τὰ κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νὰ περάσουμε μὲ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εὐλόγητος ὁ Θεός.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν μονογενῆ Θεὸν,
Τὸν τῶν οὐρανίων γεννήτορα,
Τὸν τῶν κρυφίων λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα
καὶ ταῖς φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ Mονογενοῦς,
τὴν ἀνάστασιν τοῦ Νικητοῦ,
τὴν Xαρὰν τοῦ κόσμου,
τὴν Zωὴν τῶν ἐθνῶν τοῦ κόσμου.
Εὐφημήσωμεν σήμερον Tὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν Θεὸν λόγον,
ὃς τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν ἤλεγξε,
τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε,
τῶν ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε,
τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν,
τοῦ πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε.
Ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι ὄντες τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιγνώσεως
τὸν Θεὸν ἐπέγνωμεν καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται·
Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον Aὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.
Tί μνησθήσονται;
Τὴν παλαιὰν πτῶσιν,
τὴν νέαν ἀνάστασιν,
τὴν ἀρχαίαν παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν,
τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας,
τῆς παρθένου τὴν γέννησιν,
τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν,
τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν,
τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν,
τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα,
τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν,
τοῦ παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν,
τῶν οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον,
τὸν δημιουργὸν ἀναστησάμενον,
τὸν τὴν ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον,
τὸν τῇ θεϊκῇ μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα.
Καὶ ποίαν ἀπρέπειαν ἀπέθετο;
Ἣν Ἠσαΐας εἶπε·
Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος,
ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο,
ὅτε Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ σκότους γεννήματα πρὸς φόνον ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον.
Οὐκ ἀσκόπως ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης·
Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
Ὄντως γὰρ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μενεῖ ἐπ αὐτούς.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τὸ βλάστημα τῆς ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ μεθ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων δικαστὴν ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε ἐδικάζετο ὁ δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου,
ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ ὁ Δεσπότης ἐσιώπα,
τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκότος ἐγαυρία,
τὸ πλάσμα ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς ἐκαρτέρει.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ ταῦροι ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο,
ὅτε ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται·
Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·
Ἤνοιξαν ἐπ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν καὶ ὁ Δεσπότης ἠνείχετο,
ὅτε οἱ λύκοι ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο,
ὅτε ὁ λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο,
ἡ δὲ ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο,
ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ ὀλέθριον φωνὴν
Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν,
τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν,
οἱ κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ θεομάχοι,
οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι,
οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων,
οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου,
τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ κατάλαλοι,
οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων,
τὸ συνέδριον τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι.
Εἰκότως γὰρ ἔκραζον·
Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν.
Ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς
καὶ ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος·
Ἔθος γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν δικαίων συντυχίαν.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε Αὐτὸν ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα Αὐτοῦ τὸ ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ,
ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐβάσταζε
τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον,
ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιέβαλλον
Τῷ στεφανοῦντι τοὺς πεποιθότας ἐπ Αὐτόν,
ὅτε πορφύραν ἐνέδυσαν
Τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀναγεννωμένοις δι ὕδατος καὶ πνεύματος ἁγίου χαριζόμενον,
ὅτε προσήλωσαν τῷ ξύλῳ
Τὸν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου Κύριον ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε ἐθριάμβευον ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν Δεσπότην.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε καλάμῳ περιθέντες σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν Τὸν τὸ μάννα αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα,
ὅτε αἱ πέτραι ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν τόλμαν ἐκπληττόμενα,
ὅτε ὁ ἥλιος ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπόπτωσιν·
Ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Ἰουδαίων συμφοράς,
ὅτε ἐν μέσῳ λῃστῶν ἡ Ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος,
τοῦ δὲ τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν παράδεισον.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τὸ σῶμα πρὸς ταφὴν ἐδίδοτο.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ στρατιῶται ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε
Τὸν τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα,
ὅτε οἱ ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ Θεοῦ τὰ θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς τὰ κατορθώματα.
Ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν μετεβάλλετο
καὶ ἡ τοῦ κόσμου Χαρὰ ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ σώματος.
Τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ θάνατος τὴν πάντων ζωήν·
Οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου
Τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον.
Ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ Θεοτόκος παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας οὐ λύσασα βουλήσει Θεοῦ καὶ πνεύματος χάριτι ἐγέννησε
Τὸν τῶν αἰώνων ποιητὴν
Τὸν ἐκ Θεοῦ Θεὸν λόγον,
οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Ἰουδαίων δεσπότην·
Οὐ γὰρ ἠδύνατο κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας γενόμενον.
Σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης ∆αβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν,
τοῦ θανάτου τὴν λύσιν,
τῶν ποτε δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει·
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο.
Ποίαν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο;
Τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀθανασίαν,
τῶν ἀποστόλων τὴν σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν στέφανον.
Οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν, οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται, οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται κρατοῦσι·
Τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ αὐτοῖς νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς Θεὸς ἀποδέδεικται ἀληθινός.
Διὸ καὶ ἡμεῖς βοῶμεν·
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;
Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο,
ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο.
Δύναμιν λέγει τὴν διὰ σαρκὸς οἰκονομίαν·
Ὅτι γὰρ ἐκείνης δυνατώτερον οὐδὲν,
διὰ σώματος ὁ ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε,
διὰ σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἐξεπολιόρκησεν.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ ἁμαρτία,
ἀναστὰς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν,
ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς πλάνης ῥιπίζεσθαι.
Μάρτυρα δὲ τοῦ λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν λέγοντα οὕτως.
∆εῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.
Διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει·
Ἕτοιμος ὁ θρόνος Σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος Σὺ εἶ, καί·
Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ πάλιν·
Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν·
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ γῆ,
εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί,
ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Στο δελτίο τύπου της η ‘’Ένωση αθέων’’ προτάσσει το εξής απαράδεκτο : «Υποτίθεται ‘’άγιο φως’’ : Όνειδος και ασυνέπεια’’. Η ‘’Ένωση αθέων’’ με επιστολή της απυεθύνεται προς τη Βουλή των Ελλήνων, στα Πολιτικά κόμματα κλπ, και διαμαρτύρεται για την επίσημη υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μάκης Μπαλαούρας το χαρακτήρισε ως ‘’οπισθοδρομικό έθιμο’’ και ‘’κατάλοιπο της παγανιστικής περιόδου’’. Ο κ. Χάρης Κονιδάρης ο εκπρόσωπος Τύπου του Αρχιεπισκόπου, στο protothema.gr σχολίασε ως εξής την απαράδεκτη αυτή στάση για το Άγιο Φώς : «Δυστυχώς, κάποιοι, λίγο πριν από τις άγιες ημέρες του Πάσχα, επιχειρούν να αποκτήσουν υπόσταση και να κάνουν καριέρα, υβρίζοντας χυδαία την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων».
Παρόμοια αντίδραση από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών υπήρξε και για την αναφορά του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χρήστου Καραγιαννίδη ότι ‘’αυτό δεν συμβαίνει σε ένα πολιτισμένο κράτος’’. Να υπενθυμίσουμε ότι στον ΒΗΜΑ 99,5 ο πρώην υπουργός Παδείας κ. Ν. Φίλης παλαιότερα δήλωσε τα εξής : «Πριν μερικό καιρό, την Μεγάλη Παρασκευή, ήρθε το Άγιο Φως με τιμές πάλι αρχηγού κράτους, δηλαδή δύο αρχηγοί κρατών επισκέφτηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ την Ελλάδα και είναι το Άγιο Φως και τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας».
Όσον αφορά τη δήλωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Φωτεινής Βάκη, ότι κατά τον Αδαμάντιο Κοραή το Άγιο Φως αποτελεί ‘’ψευδοθαύμα’’, θα πρέπει να πούμε ότι ο Κοραής δεν αποτελεί παράδειγμα Ορθοδόξου φρονήματος. Αρκεί πιστεύω να αναφέρομε ότι ο Κοραής αποκάλεσε τον Άγιον Αθανάσιον τον Πάριον, «γελοίον» «έρημον», «ταραχοποιόν και κακόν γερόντιον της Χίου».
Όμως θα πρέπει να επισημάνουμε και τη ζημιά που γίνεται σε αυτό το θέμα από ανθρώπους της Εκκλησίας. Να υπενθυμίσουμε αυτά που είχε γράψει ο πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης, σε άρθρο του στο Βήμα στις 21 Απριλίου 2006, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής απαράδεκτα : «Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για ‘’θαύματα’’ προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή αφής το Άγιον Φως κατέρχεται θαυματουργικά ‘’ουρανόθεν’’ για να ανάψει τη λαμπάδα του Πατριάρχου».
Καμιά όμως επίσημη αντίδραση δεν έγινε. Και αυτό φυσικά έχει τις αρνητικές επιπτώσεις του. Υπέδειξε ο π. Γεώργιος Τσέτσης ότι ο λαός ‘’ψάχνει για ‘’θαύματα’’ προκειμένου να πληρώσει το ‘’πνευματικό του κενό’’. Αν όμως υπεδείκνυε με τον ίδιο ζήλο το ‘’πνευματικό κενό’’ των αιρετικών πεντηκοστιανών και των άλλων αιρετικών μελών του Π.Σ.Ε., τότε που όχι μόνο ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του Π.Σ.Ε., αλλά και μέλος επιτροπών του Π.Σ.Ε., ίσως να ήταν διαφορετικά τα δεδομένα στο βαβέλειο αυτό συνοθύλευμα.
Πηγή: Ακτίνες
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας, καὶ εἰς τὴν ἐν τῷ ᾅδῃ τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετὰ τὸ σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.
Τί τοῦτο;
σήμερον σιγὴ πολλὴ ἐν τῇ γῇ·
σιγὴ πολλὴ καὶ ἠρεμία λοιπόν·
σιγὴ πολλὴ, ὅτι ὁ Βασιλεὺς ὑπνοῖ·
γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκὶ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος ὑπνοῦντας ἀνέστησεν.
Ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ τέθνηκε, καὶ ὁ ᾅδης ἐτρόμαξεν.
Ὁ Θεὸς πρὸς βραχὺ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐξήγειρε.
Ποῦ ποτε νῦν εἰσιν αἱ πρὸ βραχέος ταραχαὶ, καὶ φωναὶ, καὶ θόρυβοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὦ παράνομοι;
ποῦ οἱ δῆμοι, καὶ ἐνστάσεις, καὶ τάξεις, καὶ τὰ ὅπλα, καὶ δόρατα;
ποῦ οἱ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ κριταὶ οἱ κατάκριτοι;
ποῦ αἱ λαμπάδες καὶ μάχαιραι καὶ οἱ θρύλλοι οἱ ἄτακτοι;
ποῦ οἱ λαοὶ, καὶ τὸ φρύαγμα, καὶ ἡ κουστωδία ἡ ἄσεμνος;
ἀληθῶς ὄντως, ἐπεὶ καὶ ὄντως ἀληθῶς λαοὶ ἐμελέτησαν κενὰ καὶ μάταια.
Προσέκοψαν τῷ ἀκρογωνιαίῳ λίθῳ Χριστῷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν·
προσέῤῥηξαν τῇ πέτρᾳ τῇ στερεᾷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν,
αὶ εἰς ἀφρὸν τὰ κύματα αὐτῶν διελύθησαν·
προσέκοψαν τῷ ἀηττήτῳ ἄκμονι, καὶ αὐτοὶ κατεκλάσθησαν·
ὕψωσαν ἐπὶ ξύλου τὴν πέτραν τῆς ζωῆς, καὶ κατελθοῦσα αὐτοὺς ἐθανάτωσεν·
ἐδέσμησαν τὸν μέγαν Σαμψὼν ἥλιον Θεόν·
ἀλλὰ λύσας τὰ ἀπ' αἰῶνος δεσμὰ, τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παρανόμους ἀπώλεσεν.
Ἔδυ Θεὸς ἥλιος Χριστὸς ὑπὸ γῆν, καὶ σκότος πανέσπερον Ἰουδαίοις πεποίηκεν.
Σήμερον σωτηρία τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ τοῖς ἀπ' αἰῶνος ὑποκάτω τῆς γῆς·
σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος ὁρατὸς, καὶ ὅσος ἀόρατος.
∆ιττὴ σήμερον τοῦ ∆εσπότου παρουσία, διττὴ ἡ οἰκονομία, διττὴ φιλανθρωπία, διττὴ ἡ κατάβασις ὁμοῦ καὶ συγκατάβασις, διττὴ πρὸς ἀνθρώπους ἐπίσκεψις·
ἀπ' οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, ἀπὸ τῆς γῆς ὑποκάτω τῆς γῆς ὁ Θεὸς παραγίνεται·
πύλαι ᾅδου ἀνοίγονται.
Οἱ ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένοι, ἀγάλλεσθε·
οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθήμενοι, τὸ μέγα φῶς ὑποδέξασθε.
Μετὰ τῶν δούλων ὁ ∆εσπότης·
μετὰ τῶν νεκρῶν ὁ Θεός·
μετὰ τῶν θνητῶν ἡ ζωή·
μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος·
μετὰ τῶν ἐν σκότει τὸ ἀνέσπερον φῶς·
μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐλευθερωτής·
καὶ μετὰ τῶν κατωτάτω ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς, πεπιστεύκαμεν·
Χριστὸς ἐν νεκροῖς, συγκατέλθωμεν καὶ θεάσωμεν καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια·
γνῶμεν κρυπτοῦ κρυπτὰ ὑπὸ γῆν θαυμάσια·
μάθωμεν πῶς καὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐπεφάνη τὸ κήρυγμα.
Τί οὖν;
πάντας ἁπλῶς σώζει ἐπιφανεὶς ἐν ᾅδῃ Θεός·
οὐχὶ, ἀλλὰ κἀκεῖ τοὺς πιστεύσαντας.
Χθὲς τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται.
Χθὲς ἐῤῥαπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ᾅδου ῥαπίζει οἰκητήριον·
χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον·
χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται·
χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ᾅδου ἰδόντες αὐτὸν, ἔφριξαν.
Ἀλλὰ γὰρ ἄκουσον τοῦ Χριστοῦ πάθους τὸν λόγον ἀνώτερον·
ἄκουσον, καὶ ὕμνησον·
ἄκουσον, καὶ δόξασον·
ἄκουσον, καὶ κήρυξον Θεοῦ μεγάλα θαυμάσια·
πῶς ὁ νόμος ὑποχωρεῖ·
πῶς ἡ χάρις ἐπανθεῖ·
πῶς οἱ τύποι παρέρχονται·
πῶς αἱ σκιαὶ διαβαίνουσιν·
πῶς ὁ ἥλιος τὴν οἰκουμένην πληροῖ·
πῶς ἡ Παλαιὰ πεπαλαίωται·
πῶς ἡ Καινὴ βεβαιοῦται·
πῶς τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, καὶ πῶς τὰ νέα ἐπήνθησε.
∆ύο λαοὶ ἐν Σιὼν κατὰ τοῦ Χριστοῦ πάθους καιρὸν παραγεγόνασι·
ὁ ἐξ Ἰουδαίων ὁμοῦ, καὶ ὁ ἐξ ἐθνῶν·
δύο βασιλεῖς, Πιλᾶτος καὶ Ἡρώδης·
δύο ἀρχιερεῖς, Ἄννας καὶ Καϊάφας·
ἵνα τὰ δύο ὁμοῦ πάσχα γένωνται, τὸ μὲν καταπαυόμενον, τὸ δὲ τοῦ Χριστοῦ ἐναρχόμενον·
δύο θυσίαι κατ' αὐτὴν τὴν ἑσπέραν ἐπετελοῦντο·
ἐπειδὴ καὶ σωτηρίαι, ζώντων λέγω καὶ νεκρῶν, ἐπραγματεύοντο.
Καὶ ὁ μὲν Ἰουδαῖος ἐδέσμει θύων ἀμνὸν ἐπὶ σφαγὴν, ὁ δὲ ἐξ ἐθνῶν Θεὸν ἐν σαρκί.
Καὶ ὁ μὲν τῇ σκιᾷ ἠτένιζεν·
ὁ δὲ τῷ ἡλίῳ Θεῷ προσέτρεχε, Καὶ οἱ μὲν δήσαντες Χριστὸν ἀπεπέμποντο, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν προθύμως αὐτὸν ἐδέχοντο.
Καὶ οἱ μὲν κτηνόθυτον, οἱ δὲ θεόσωμον θυσίαν προσέφερον.
Ἀλλ' οἱ μὲν Ἰουδαῖοι τὴν ἐξ Αἰγύπτου διάβασιν ἐμνημόνευον, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν τὴν ἐκ τῆς πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.
Καὶ ταῦτα ποῦ;
ἐν Σιὼν τῇ πόλει τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου·
ἐν ᾗ εἰργάσατο σωτηρία ἐν μέσῳ τῆς γῆς, ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθεὶς Ἰησοῦς ὁ θεόπαις·
ἐν μέσῳ Πατρὸς καὶ Πνεύματος τῶν δύο ζώων, ζωὴ ἐκ ζωῆς, φησὶ, ζωὸς γνωριζόμενος, καὶ ἐν μέσῳ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τῇ φάτνῃ τικτόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ δύο λαῶν λίθος ἀκρογωνιαῖος κείμενος·
καὶ ἐν μέσῳ νόμου καὶ προφητῶν ὁμοῦ κηρυττόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ Μωϋσῆ καὶ Ἠλία ἐπὶ τοῦ ὄρους ὀπτανόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῶν δύο λῃστῶν Θεὸς τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ γνωριζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τῆς μελλούσης κριτὴς αἰώνιος καθεζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ σήμερον ζώντων καὶ νεκρῶν διττὴν ζωὴν καὶ σωτηρίαν ποιησάμενος.
∆ιττὴν πάλιν λέγω ζωὴν, διττὴν γέννησιν ὁμοῦ καὶ ἀναγέννησιν, καὶ ἄκουσον Χριστοῦ διττοῦ τόκου τὰ πράγματα, καὶ κρότει τὰ θαύματα.
Ἄγγελος μὲν τῇ Μαρίᾳ μητρικὴν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν εὐηγγελίσατο·
ἄγγελος δὲ τῇ Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ τὴν ἐκ τοῦ τάφου φρικτὴν ἀναγέννησιν εὐηγγελίσατο.
Νυκτὶ Χριστὸς ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται·
νυκτὶ πάλιν ἐν τῇ Σιὼν ἀναγεννᾶται.
Σπάργανα εἰς τὴν γέννησιν καταδέχεται·
σπάργανα καὶ ἐνταῦθα κατατυλίττεται.
Σμύρναν γεννηθεὶς ἐδέξατο σμύρναν καὶ ἐν τῇ ταφῇ καὶ ἀλοὴν καταδέχεται.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ἄνανδρος ἀνὴρ τῆς Μαρίας προσηγόρευται·
ἀλλ' ὧδε Ἰωσὴφ ὁ ἐξ Ἀριμαθαίας κηδευτὴς τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀναδείκνυται.
Ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν φάτνῃ ὁ τόπος·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ τάφῳ ὡς ἐπὶ φάτνης ὁ τόπος.
Πρῶτοι πάντων ποιμένες τὴν Χριστοῦ εὐηγγελίζοντο γέννησιν·
ἀλλὰ καὶ πρῶτοι πάντων ποιμένες Χριστοῦ μαθηταὶ εὐηγγελίσθησαν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀναγγέννησιν.
Ἐκεῖ, Χαῖρε, ὁ ἄγγελος τῇ Παρθένῳ ἐβόησε·
καὶ ἐνταῦθα, Χαίρετε, ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελος Χριστὸς ταῖς γυναιξὶ ἀνακέκραξεν.
Ἐν τῇ πρώτῃ γεννήσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ, εἰς τὸν ναὸν, καὶ προσήγαγεν ὡς πρωτότοκος ζεῦγος τρυγόνων Θεῷ·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἐκ νεκρῶν ἀναστάσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ὅθεν οὐκ ἐχωρίζετο, καὶ εἰς τὰ ὄντως Ἅγια τῶν ἁγίων ὡς πρωτότοκος ἄφθαρτος ἐκ νεκρῶν, καὶ προσήγαγε τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ὡς δύο ἀμώμους τρυγόνας, τὴν ψυχὴν καὶ τὴν σάρκα τὴν ἡμετέραν·
ὃν καὶ ὑπεδέξατο, ὡς Συμεών τις, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν Θεὸς καὶ Πατὴρ, ὡς ἐν ἀγκάλαις ἐν ἰδίοις κόλποις ἀπεριγράπτως.
Ἐὰν δὲ μυθικῶς ταῦτα καὶ οὐ πιστῶς ἀκούῃς, κατηγοροῦσί σου αἱ ἄλυτοι σφραγῖδες τοῦ ∆εσποτικοῦ τῆς ἀναγεννήσεως Χριστοῦ μνήματος.
Ὥσπερ γὰρ ἐσφραγισμένων τῶν πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων τῆς παρθενικῆς φύσεως Χριστὸς ἐκ Παρθένου γεγέννηται·
οὕτως ἀδιανοίκτων ὄντων τῶν τοῦ τάφου σφραγίδων ἡ Χριστοῦ ἀναγέννησις πέπρακται.
Πῶς δὲ ἐν τάφῳ καὶ πότε, καὶ ὑπὸ τίνων Χριστὸς ἡ ζωὴ κατατίθεται, τῶν ἱερῶν λογίων ἀκούσωμεν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ·
οὗτος τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλᾶτον, καὶ ᾐτήσατο παρ' αὐτοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Εἰσῆλθεν βροτὸς πρὸς βροτὸν, αἰτούμενος λαβεῖν τὸν Θεόν·
τὸν Θεὸν τῶν βροτῶν αἰτεῖται·
πηλὸς πρὸς πηλοῦ λαβεῖν τὸν πάντων πλαστουργόν·
ὁ χόρτος παρὰ χόρτου κομίσασθαι τὸ οὐράνιον πῦρ·
ἡ σταγὼν ἡ οἰκτρὰ παρὰ σταγόνος οἰκτρᾶς λαμβάνει τὴν ἄβυσσον.
Τίς ἴδε;
τίς ἤκουσε πώποτε;
Ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ τὸν ποιητὴν τῶν ἀνθρώπων χαρίζεται·
ἄνομος τῶν ἀνόμων τὸν ὅρον καὶ τοῦ νόμου ὑπισχνεῖται χαρίζεσθαι·
κριτὴς ἄκριτος ὡς κατάκριτον τὸν κριτὴν τῶν κριτῶν εἰς ταφὴν ἀφίησιν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ.
Ὄντως πλούσιος, πᾶσαν τὴν σύνθετον τοῦ Κυρίου ὑπόστασιν κομισάμενος·
ἀληθῶς πλούσιος, ὅτι τὴν διττὴν οὐσίαν τοῦ Χριστοῦ παρὰ Πιλάτου ἔλαβε·
καὶ γὰρ πλούσιος, ὅτι τὸν ἀτίμητον μαργαρίτην ἠξιώθη κομίσασθαι.
̓ ̣̣́τ πλούσιος·
βαλάντιον γὰρ ἐβάστασε γέμον τοῦ θησαυροῦ τῆς θεότητος.
Πῶς γὰρ οὐ πλούσιος ὁ τὴν τοῦ κόσμου ζωὴν καὶ σωτηρίαν κτησάμενος;
πῶς δὲ οὐ πλούσιος Ἰωσὴφ, δῶρον δεξάμενος τὸν πάντα τρέφοντα καὶ πάντα δεσπόζοντα;
Ὀψίας γενομένης·
ἦν γὰρ λοιπὸν δύσας ἐν ᾅδῃ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος.
∆ιὸ ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὃς ἦν κρυβόμενος, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτός.
Μυστήριον μυστηρίων ἀπόκρυφον.
∆ύο κρυπτοὶ μαθηταὶ κατακρύψαι Ἰησοῦν ἐν τάφῳ ἔρχονται, τὸ κρυπτὸν ἐν τῷ ᾅδῃ μυστήριον τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ διὰ τῆς ἰδίας κρύψεως διδάσκοντες.
Ἕτερος δὲ τὸν ἕτερον ὑπερβάλλων τῇ πρὸς Χριστὸν διαθέσει.
Ὁ μὲν γὰρ Νικόδημος ἐν τῇ σμύρνῃ, καὶ ἐν τῇ ἀλόῃ μεγαλόψυχος·
ὁ δὲ Ἰωσὴφ ἐν τῇ πρὸς Πιλᾶτον τόλμῃ καὶ παῤῥησίᾳ ἀξιέπαινος.
Οὗτος γὰρ πάντα φόβον ἀποῤῥιψάμενος, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον, αἰτούμενος τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ·
καὶ εἰσελθὼν πανσόφως ἐχρήσατο, ἵνα τοῦ ποθουμένου σκοποῦ ἐντὸς γένηται.
∆ιὸ οὐκ ἐχρήσατο πρὸς Πιλᾶτον κόμποις τισὶ καὶ ὑψηλοῖς ῥήμασιν, ἵνα μὴ εἰς ὀργὴν τοῦτον ἐξάψας ἐκπέσῃ τῆς αἰτήσεως·
οὐδὲ λέγει πρὸς αὐτόν·
∆ός μοι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ πρὸ βραχέως τὸν ἥλιον σκοτίσαντος, τὰς πέτρας ῥήξαντος, καὶ τὴν γῆν δονήσαντος, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνοίξαντος, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίσαντος.
Οὐδὲν τοσοῦτον πρὸς Πιλᾶτον λέγει.
Ἀλλὰ τί;
αἴτησίν τινα οἰκτρὰν, καὶ τοῖς πᾶσι μικράν.
Ὦ κριτὰ, αἰτούμενος παρὰ σοῦ ἐλήλυθα αἴτησιν πάνυ μικράν.
Καὶ οὕτως·
∆ός μοι νεκρὸν πρὸς ταφήν·
τὸ σῶμα ἐκείνου τοῦ παρὰ σοῦ κατακριθέντος Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρινοῦ, Ἰησοῦ τοῦ πτωχοῦ, Ἰησοῦ τοῦ ἀοίκου, Ἰησοῦ τοῦ κρεμαμένου, τοῦ γυμνοῦ, τοῦ εὐτελοῦς, Ἰησοῦ τοῦ τέκτονος υἱοῦ, Ἰησοῦ τοῦ δεσμίου, τοῦ αἰθρίου, τοῦ ξένου, καὶ ἐπὶ ξενίᾳ ἀγνωρίστου, τοῦ εὐκαταφρονήτου, καὶ ἐπὶ πᾶσι κρεμαμένου.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
τί γάρ σε ὠφελεῖ τὸ σῶμα τούτου τοῦ ξένου;
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
ἐκ μακρᾶς γὰρ ἦλθεν ὧδε τῆς χώρας, ἵνα σώσῃ τὸν ξένον·
κατῆλθε γὰρ εἰς τὴν σκοτεινὴν ἀνενέγκαι τὸν ξένον.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
αὐτὸς γὰρ καὶ μόνος ὑπάρχει ξένος.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὴν χώραν ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν πατέρα ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν τόπον καὶ τὸν τόκον, καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ξένην ζωὴν καὶ βίον ζήσαντα ἐπὶ ξένα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν Ναζωραῖον ξένον [οὗ τὸν τόκον καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ἑκούσιον ξένον], τὸν μὴ ἔχοντα ὧδε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ὡς ξένον ἐπὶ ξένης ἄοικον, ἐπὶ φάτνης τεχθέντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῆς τῆς φάτνης ὡς ξένον ἐξ Ἡρώδου φυγόντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῶν τῶν σπαργάνων ἐν Αἰγύπτῳ ξενωθέντα, οὐ πόλιν ἔχοντα, οὐ κώμην, οὐκ οἶκον, οὐ μονὴν, οὐ συγγενῆ·
ἐπ' ἀλλοδαπῆς δὲ χώρας τυγχάνει οὗτος ὁ ξένος.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, τοῦτον τὸν ἐπὶ ξύλου γυμνόν·
σκεπάσω τὸν τῆς ἐμῆς φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν.
∆ός μοι τοῦτον τὸν νεκρὸν ὁμοῦ καὶ Θεόν·
σκεπάσω τὸν τὰς ἐμὰς ἀνομίας καλύψαντα.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, νεκρὸν, τὸν ἐπὶ Ἰορδάνου τὴν ἐμὴν ἁμαρτίαν ἐνθάψαντα.
Ὑπὲρ νεκροῦ παρακαλῶ ὑπὸ πάντων ἀδικηθέντος, ὑπὸ φίλου πραθέντος, ὑπὸ μαθητοῦ προδοθέντος, ὑπὸ ἀδελφῶν διωχθέντος, καὶ ὑπὸ δούλου ῥαπισθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ πρεσβεύω, τοῦ ὑπὸ τῶν ὑπ' αὐτοῦ ἐκ δουλείας ἐλευθερωθέντων κατακριθέντος, τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ὄξος ποτισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν ἰαθέντων ὑπ' αὐτοῦ τραυματισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν μαθητῶν καταλειφθέντος, καὶ αὐτῆς τῆς μητρὸς ἀποστερηθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ, ὦ ἡγεμὼν, δυσωπῶ, τοῦ ἐπὶ ξύλου κρεμαμένου ἀοίκου.
Οὐ γὰρ πάρεστι τούτῳ οὐ πατὴρ ἐπὶ γῆς, οὐ φίλος, οὐ μαθητὴς, οὐ συγγενὴς, οὐκ ἐνταφιαστής·
ἀλλ' αὐτὸς μόνος τοῦ μόνου μονογενὴς, ἐν κόσμῳ Θεὸς, καὶ ἄλλος οὐδείς.
Τούτων οὕτως ὑπὸ Ἰωσὴφ πρὸς Πιλᾶτον εἰρημένων, ἐκέλευσεν ὁ Πιλᾶτος δοθῆναι αὐτῷ τὸ πανάγιον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τὸν Γολγοθὰ τόπον, καθεῖλε Θεὸν ἐν σαρκὶ ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ τίθησιν ἐπὶ γῆν·
Θεὸν ἐν σαρκὶ γυμνὸν, καὶ ἄνθρωπον οὐ ψιλόν.
Καὶ ὁρᾶται κείμενος κάτω, ὁ πάντας ἑλκύσας ἄνω·
καὶ γίνεται πρὸς βραχὺ ἄπνους, ἡ πάντων ζωὴ καὶ πνοή·
καὶ ὁρᾶται ἀόμματος, ὁ κτίσας τὰ πολυόμματα·
καὶ κεῖται ὕπτιος, ἡ πάντων ἀνάστασις·
καὶ νεκροῦται σαρκὶ Θεὸς, ὁ τοὺς νεκροὺς ἀνιστῶν·
καὶ σιγᾷ πρὸς βραχὺ ἡ τοῦ Θεοῦ λόγου βροντή·
καὶ αἴρεται παλάμαις, ὁ τὴν γῆν κατέχων δρακί.
Ἆρα γὰρ, ἆρα, ὦ Ἰωσὴφ, αἰτήσας καὶ λαβὼν, οἶδας ὃν εἴληφας;
ἆρα προσελθὼν τῷ σταυρῷ, καθελὼν Ἰησοῦν, οἶδας τίνα ἐβάστασας;
Εἰ ὄντως οἶδας ὃν κρατεῖς, νῦν γέγονας πλούσιος.
Πῶς δὲ ἄρα καὶ τὴν θεόσωμον ταύτην καὶ φρικωδεστάτην Ἰησοῦ ἐπιτελεῖς κηδείαν;
Ἐπαινετός σου ὁ πόθος·
ἀλλ' ἐπαινετώτερος ὁ τῆς ψυχῆς σου τρόπος.
Ἆρα γὰρ, ἆρα οὐ φρίττεις, ὃν τὰ χερουβὶμ φρίττουσιν, ἐπὶ χειρῶν βαστάζων;
ἢ ποίῳ φόβῳ πάντως τῆς θείας ἐκείνης σαρκὸς ἀπογυμνοῖς τὸ λέντιον;
πῶς δὲ δὴ εὐλαβῶς τὸ ὄμμα κατέστελλες;
οὐ φρίττεις ἐνατενίζων, ἀνακαλύπτων φύσιν σαρκὸς Θεοῦ, τοῦ ὑπὲρ φύσιν;
Ἆρα γὰρ, ἆρα, εἰπέ μοι, ὦ Ἰωσὴφ, καὶ πρὸς ἀνατολὰς καταθάπτεις νεκρὸν, τὴν ἀνατολὴν τῶν ἀνατολῶν;
ἆρα δὲ καὶ τοῖς σοῖς δακτύλοις νεκροπρεπῶς Ἰησοῦ κατακλείεις τὰ ὄμματα τοῦ τῷ ἀχράντῳ δακτύλῳ τοῦ τυφλοῦ ἀνοίξαντος ὄμμα;
ἆρα δὲ καὶ τὸ στόμα περικλείεις τοῦ τὸ μογιλάλου ἀνοίξαντος στόμα;
ἆρα δὲ καὶ χεῖρας περιστέλλεις τοῦ ἐκτείναντος τὰς ξηρανθείσας χεῖρας;
ἢ καὶ τοὺς πόδας νεκροπρεπῶς καταδεσμεῖς τοῦ τὸ βαδίζειν δόντος τοῖς ἀκινήτοις ποσίν;
ἆρα καὶ ἐπὶ κλίνης αἴρεις τὸν τῷ παραλύτῳ κελεύσαντα·
Ἆρον σοῦ τὸν κράβατον, καὶ περιπάτει;
ἆρα δὲ καὶ μύρα κενοῖς τῷ οὐρανίῳ μύρῳ τὰ ἑαυτοῦ κενώσαντι, καὶ κόσμον ἁγιάσαντι;
ἆρα καὶ τὴν θεόσωμον ἔτι αἱμοῤῥοοῦσαν ἐκείνην Ἰησοῦ ἐκμάξαι τολμᾷς πλευρὰν, τοῦ τὴν αἱμοῤῥοοῦσαν ἰασαμένου Θεοῦ;
ἆρα δὲ καὶ ὕδατι καταπλύνεις σῶμα Θεοῦ, τοῦ πάντας ἐκπλύναντος, καὶ τὴν κάθαρσιν δόντος;
Ποίας δὲ ἆρα καὶ λαμπάδας ὑπανάψεις τῷ φωτὶ τῷ ἀληθινῷ, τῷ φωτίσαντι πάντα ἄνθρωπον;
ποίας δὲ καὶ ᾄσεις ἐπιταφίους ᾠδὰς τῷ ἀσιγήτως αἰνουμένῳ ὑπὸ πάσης οὐρανίου στρατιᾶς;
ἆρα δὲ καὶ δακρυῤῥοεῖς ὡς νεκρὸν τὸν δακρύσαντα, καὶ νεκρὸν τετραήμερον τὸν Λάζαρον ἀναστήσαντα;
ἆρα δὲ καὶ θρήνους ποιεῖς τῷ τὴν χαρὰν πᾶσι διδόντι, καὶ τὴν λύπην τῆς Εὔας διαλύσαντι;
Ὅμως μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ὦ Ἰωσὴφ, ὑπουργησάσας, καὶ ψηλαφησάσας ἔτι αἱμοῤῥοούσας τὰς θεοσώμους Ἰησοῦ χεῖρας καὶ πόδας·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας προσεγγισάσας τῇ τοῦ Θεοῦ αἱμοῤῥοούσῃ πλευρᾷ, πρὸ Θωμᾶ τοῦ πιστοῦ ἀπίστου καὶ ἐπαινουμένου περιέργου·
μακαρίζω σου τὸ στόμα ἐμπλησθὲν ἀπλήστως καὶ ἑνωθὲν πρὸς Ἰησοῦ τὸ στόμα, καὶ Πνεύματος ἁγίου ἐκεῖθεν πληρωθέν·
μακαρίζω σου τοὺς ὀφθαλμοὺς προστεθέντας τοῖς τοῦ Ἰησοῦ ὀφθαλμοῖς, καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐκεῖθεν μεταλαχόντας·
μακαρίζω σου τὸ πρόσωπον προσπελάσαν πρὸς τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον·
μακαρίζω σου τοὺς ὤμους βαστάσαντας τὸν πάντας βαστάζοντα·
μακαρίζω σου τὴν κεφαλὴν ἐν ᾗ προσήγγισεν Ἰησοῦς πάντων κεφαλή·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ἐν αἷς ἐβάστασας τὸν βαστάζοντα πάντα·
μακαρίζω Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημον.
Γεγόνασι γὰρ πρὸ τῶν χερουβὶμ Θεὸν ἐν ἑαυτοῖς ὑψώσαντες καὶ φέροντες·
γεγόνασι πρὸ τῶν ἑξαπτερύγων Θεοῦ ὑπουργοὶ, οὐ πτέρυξιν, ἀλλὰ σινδόσι τὸν Κύριον καλύψαντες, καὶ τιμήσαντες.
Ὃν τὰ χερουβὶμ τρέμουσι, τοῦτον ἐπὶ τῶν ὤμων Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος φέρουσι, καὶ πᾶσαι αἱ τῶν ἀσωμάτων τάξεις ἐξίστανται.
Ἦλθε γὰρ Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος·
οὐκοῦν συνέδραμε πᾶς καὶ ὁ τῶν ἀγγέλων θεόδημος·
καὶ προφθάνει χερουβὶμ, καὶ συντρέχει σεραφὶμ, καὶ συμβαστάζουσι θρόνοι, καὶ καλύπτουσι τὰ ἑξαπτέρυγα, καὶ φρίττουσι τὰ πολυόμματα, ὁρῶντα ἐν σαρκὶ Ἰησοῦν ἀόμματον, καὶ συγκαλύπτουσι δυνάμεις, καὶ ᾄδουσιν αἱ ἀρχαὶ, καὶ φρίττουσιν αἱ τάξεις, καὶ ἐξίστανται πᾶσαι αἱ στρατιαὶ τῶν μεταρσίων ταγμάτων, καὶ θαμβούμεναι πρὸς ἑαυτὰς διαποροῦσι, καὶ λέγουσι·
Τίς οὗτος ὁ φοβερὸς λόγος, καὶ φόβος, καὶ τρόμος, καὶ τρόπος;
τί τοῦτο τὸ μέγα, καὶ παράδοξον, καὶ ἀκατάληπτον θέαμα;
Ὁ ἄνω ἡμῖν τοῖς ἀσωμάτοις ὡς Θεὸς γυμνὸς, ἀθεώρητος, κάτω βροτοῖς γυμνὸς εὐθεώρητος.
Ὧ παρίστανται χερουβὶμ μετ' εὐλαβείας, τοῦτον Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος κηδεύουσι μετ' ἀδείας.
Πότε κατῆλθεν ὁ τὰ ἄνω μὴ λιπών;
πῶς ἐξῆλθεν ὁ ἔσω ὤν;
πῶς ἦλθεν ἐπὶ γῆς ὁ τὰ πάντα πληρῶν;
πῶς ἐξέδυ ὁ πάντας λαθών;
Ὁ ἄνω μετὰ Πατρὸς ὡς Θεὸς ἀνελλειπὴς, κάτω μετὰ τῆς μητρὸς ὡς βροτὸς ἀληθῶς ἀνελλειπῶς.
Ὁ οὐ πώποτε ἡμῖν ἐκφανεὶς, πῶς ἀνθρώποις ὡς ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐπιφαίνεται;
πῶς ὁ ἀόρατος ὡράθη;
πῶς ὁ ἄϋλος ἐσαρκώθη;
πῶς ὁ ἀπαθὴς ἔπαθε;
πῶς ὁ κριτὴς εἰς κριτήριον παρέστη;
πῶς ἡ ζωὴ θανάτου ἐγεύσατο;
πῶς ὁ ἀχώρητος ἐν τάφῳ χωρεῖται;
πῶς οἰκεῖ τὸ μνῆμα ὁ μὴ λιπὼν τὸν κόλπον τὸν πατρικόν;
πῶς σπηλαίου πύλην εἰσέρχεται ὁ πύλας τοῦ παραδείσου ἀνοίξας, τὰς δὲ πύλας τῆς Παρθένου μὴ διαῤῥήξας, ἀλλὰ πύλας τοῦ ᾅδου συντρίψας;
ὁ πύλας ἐπὶ Θωμᾷ μὴ ἀνοίξας, ἀλλὰ πύλας τῆς βασιλείας ἀνθρώποις διανοίξας, τὰς δὲ πύλας τοῦ τάφου καὶ σφραγῖδας ἀδιανοίκτους σώζων;
Πῶς δὲ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος;
πῶς τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον ἐν σκοτεινοῖς καὶ σκιᾷ θανάτου παραγίνεται;
ποῦ πορεύεται;
ποῦ παραγίνεται ὁ ὑπὸ θανάτου κρατηθῆναι μὴ δυνάμενος;
Τίς ὁ λόγος;
τίς ὁ τρόπος;
τίς ἡ βουλὴ τῆς ἐν τῷ ᾄδῃ αὐτοῦ καταβάσεως;
Τάχα τὸν Ἀδὰμ τὸν κατάδικον καὶ ἡμῶν σύνδουλον ἀνενέγκαι κατέρχεται.
Ὄντως τὸν πρωτόπλαστον ὡς ἀπολωλὸς πρόβατον ἐπιζητῆσαι πορεύεται.
Πάντως καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους βούλεται ἐπισκέψασθαι·
πάντως τὸν αἰχμάλωτον Ἀδὰμ, καὶ τὴν συναιχμάλωτον Εὔαν τῶν ὀδυνῶν λύσαι πορεύεται ὁ Θεὸς, καὶ υἱὸς αὐτῆς ὅθεν καὶ υἱὸς αὐτοῦ ἀναδέδεικται.
Ἀλλὰ συγκατέλθωμεν, ἀλλὰ συγχορεύσωμεν, ἀλλὰ σπεύσωμεν, ἀλλὰ συσκιρτήσωμεν, ἀλλὰ προπέμψωμεν, ἀλλὰ ἀνυμνήσωμεν, ἀλλὰ ταχύνωμεν, Θεοῦ καταλλαγὰς πρὸς ἀνθρώπους βλέποντες, καταδίκων ἀπόλυσιν ἐξ ἀγαθοῦ ∆εσπότου γινομένην.
Πορεύεται γὰρ ὁ φύσει φιλάνθρωπος ἐξάξαι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἐν ἀνδρείᾳ καὶ ἐξουσίᾳ πολλῇ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις, οὓς κατέπιεν τυραννικῶς ὁ πικρὸς καὶ ἀκόρεστος θάνατος τυραννήσας, καὶ ἐκ Θεοῦ ἀποσυλήσας ὁμοῦ τε καὶ σωρεύσας, τοῖς ἄνω κατοικοῦσιν ἐλευθερώσας συναριθμῆσαι.
Ἐκεῖ δέσμιος Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος.
Ἐκεῖ Ἄβελ ὁ πρωτόθνητος, καὶ πρωτοδίκαιος ποιμὴν Χριστοῦ ποιμένος τύπος τῆς ἀδίκου σφαγῆς.
Ἐκεῖ Νῶε ὁ Χριστοῦ τύπος, τῆς μεγάλης κιβωτοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας κτιστὴς, τῆς τὰ θηριώδη ἔθνη πάντα ἐκ κατακλυσμοῦ ἀσεβείας διὰ περιστερᾶς, ἁγίου Πνεύματος, διασωσάσης, καὶ τὸν ζοφερὸν κόρακα ἐκ ταύτης ἐξορισάσης.
Ἐκεῖ Ἀβραὰμ ὁ Χριστοπάτωρ θύτης, ὁ τὴν ξιφάξιφον ὁμοῦ, καὶ θνητάθνητον Θεῷ θύσας θυσίαν πανόλβιον.
Ἐκεῖ κάτω δέσμιος Ἰσαὰκ ὁ πάλαι δέσμιος Χριστότυπος ὑπὸ Ἀβραὰμ γενόμενος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰακὼβ ἐνᾅδῃ κατώδυνος κάτω πρὶν διὰ Ἰωσὴφ κατώδυνος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ὁ δέσμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ γεγονὼς ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ εἰς Χριστοῦ τύπον δεσμώτης καὶ δεσπότης.
Ἐκεῖ Μωϋσῆς ἐν σκοτεινοῖς κάτω, ὁ ποτὲ ἐν τῇ θήκῃ ἐν σκοτεινοῖς ἄνω.
Ἐκεῖ ∆ανιὴλ ἐν ᾅδῃ τῷ λάκκῳ, ὁ ἐν τῷ λάκκῳ ποτὲ τῶν λεόντων ἄνω.
Ἐκεῖ Ἱερεμίας ὡς ἐν λάκκῳ βορβόρου, ἐν τῷ λάκκῳ τοῦ ᾅδου καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου.
Ἐκεῖ ἐν τῷ κοσμοδόχῳ κήτει τοῦ ᾅδου κεῖται εἰς τύπον Ἰωνᾶς Χριστοῦ τοῦ αἰωνίου καὶ προαιωνίου Ἰωνᾶ τοῦ ζῶντος εἰς αἰῶνα, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἐπ' αἰῶνα.
Καὶ ἔτι ἐκεῖ ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, ἐξ οὗ τὸ κατὰ σάρκα Χριστός.
Καὶ τί λέγω ∆αβὶδ καὶ Ἰωνᾶν καὶ Σολομῶντα;
Ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς Ἰωάννης, ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν, ὡς ἐν τῇ σκοτεινῇ μήτρᾳ Χριστὸν προκηρύττων τοῖς ἐν ᾅδῃ ἅπασιν·
ὁ διττὸς πρόδρομος, καὶ κῆρυξ ζώντων καὶ νεκρῶν·
ὁ ἐκ φυλακῆς Ἡρώδου τῇ πανδήμῳ φυλακῇ παραπεμφθεὶς τοῦ ᾅδου ὅθεν τῶν ἀπ' αἰῶνος δικαίων τε καὶ ἀδίκων κεκοιμημένων.
Οἱ δὲ προφῆταί τε καὶ δίκαιοι ἅπαντες λιτὰς ἀλήκτους κρυφιομύστως Θεῷ ἐκεῖθεν προσέφερον, λύτρωσιν ἐξαιτοῦντες τῆς πανωδύνου ἐκείνης καὶ κατηφοῦς ἐχθροκράτου ζοφερᾶς, καὶ πανεσπέρου παννυξίας.
Καὶ ὁ μὲν πρὸς Θεὸν ἔλεγε·
Ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἄκουσον, φωνῆς μου·
ὁ δ' ἄλλος·
Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου·
καὶ ἄλλος·
Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου, καὶ σωθησόμεθα·
καὶ ἕτερος·
Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβὶμ, ἐμφάνηθι·
καὶ ἄλλος·
Ἐξέγειρον τὴν δυναστείαν σου, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς·
καὶ ἕτερος·
Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε·
καὶ ἄλλος·
Ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου·
καὶ ἕτερος·
Κύριε, ἀνάγαγε ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου·
καὶ ἄλλος·
Μὴ ἐγκατάλιπε τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην·
καὶ ἕτερος·
Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σὲ, Κύριε ὁ Θεός μου.
Ὧν δὴ ἁπάντων ὑπακούσας ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ὁ Χριστὸς οὐ δίκαιον κέκρικε τοῖς ἐπ' αὐτοῦ καὶ μετ' αὐτὸν τῆς οἰκείας μεταδοῦναι μόνοις φιλανθρωπίας·
ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸ τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν ᾅδῃ κατεχομένοις, καὶ καθημένοις ἐν σκότει, σκιᾷ θανάτου.
∆ιὸ ἀνθρώπους μὲν ἐν σαρκὶ ὄντας διὰ σαρκὸς ἐμψύχου ὁ Θεὸς Λόγος ἐπεσκέψατο·
ψυχαῖς δὲ σωμάτων ἀπηλλαγμέναις διὰ τῆς ἐνθέου καὶ ἀχράντου αὐτοῦ ψυχῆς ἐν ᾅδῃ ἐπέφανε, σώματος ἀλλ' οὐ θεότητος ἀπηλλαγμένης.
Οὐκοῦν σπεύσωμεν τῷ νῷ, καὶ ἐπὶ τὸν ᾅδην βαδίσωμεν, ὅπως ἴδωμεν πῶς ἐκεῖ ποτε τὸν τῷ κράτει κραταιὸν κατὰ κράτος κρατεῖ τοῦ κράτους κρατοτύραννον, καὶ λαῷ πανστρατὶ τῇ αὐτοῦ ἀστραπῇ τὰς ἀθανάτους ἐκείνας τῶν φαλάγγων ἀχειρὶ χειροῦται τάξεις·
θύρας ἀθύρους ἄρας ἐκ μέσου, καὶ πύλας ἀξύλους τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ Χριστὸς ἡ θύρα κατακλάσας, ἥλοις τε τοῖς ἐνθέοις μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας καὶ συνθλάσας·
καὶ δεσμοῖς χειρενθέοις τὰς ἀλύτους ἁλύσεις ὡς κηρὸν διαλύσας·
καὶ λόγχῃ τῇ θεοπλεύρῳ καρδίαν τοῦ τυράννου τὴν ἄσαρκον διατρήσας.
Ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅτε τῷ σταυρῷ τοξότας χειροθέους νευρὰς διέτεινε.
∆ιὸ ἐὰν μεθ' ἡσυχίας ἀκολουθήσῃς Χριστῷ, νῦν ὄψῃ ποῦ μὲν τὸν τύραννον ἔδησε·
ποῦ δὲ τὴν τούτου κεφαλὴν ἀνήρτησε·
πῶς δὲ τὸ δεσμωτήριον ἀνέσκαψε, ποῦ δὲ τοὺς δεσμώτας ἐξήγαγε, πῶς δὲ τὸν ὄφιν ἐπάτησε, καὶ ποῦ τὴν κάραν ἐκρέμασε·
πῶς δὲ τὸν Ἀδὰμ ἠλευθέρωσε, καὶ πῶς τὴν Εὔαν ἀνέστησε, καὶ πῶς τὸ μεσότοιχον ἔλυσε, καὶ πῶς τὸν πικρὸν κατεδίκασε δράκοντα, καὶ πῶς τὰ ἀήττητα ἔστησε τρόπαια·
ποῦ δὲ τὸν θάνατον ἐθανάτωσε, καὶ πῶς τὴν φθορὰν κατέφθειρε, καὶ ποῦ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ἀρχαῖον κατέστησεν ἀξίωμα.
Ὁ χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ἀγγέλων παραιτούμενος, καὶ λέγων τῷ Πέτρῳ·
Οὐ δύναμαι ἄρτι παραστῆσαι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;
σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ᾅδου καὶ θανάτου·
καὶ τύραννον διὰ θανάτου τὰς ἀθανάτους τῶν ἀσωμάτων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων ἀοράτων οὐ δώδεκά τινας λεγεῶνας, ἀλλὰ μυρίας μυριάδας καὶ χιλίας χιλιάδας ἔχων ἀγγέλων, ἐξουσιῶν, θρόνων ἀθρόνων, ἑξαπτερύγων, ἀπτερύγων, πολυομμάτων, ἀομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων·
ἅτε δὴ ἅτε ὡς οἰκεῖον ∆εσπότην, καὶ βασιλέα προπεμπούσας, καὶ δορυφορούσας, καὶ τιμώσας Χριστόν·
οὐ συμμάχους·
ἄπαγε! Ποίας γὰρ καὶ συμμαχίας ὁ παντοδύναμος ἐπιδέεται Χριστός;
Ἀλλ' ὀφειλούσας ὁμοῦ καὶ φιλούσας τῷ ἑαυτῶν ἀεὶ παρίστασθαι ∆εσπότῃ τῷ Θεῷ φερέγγειοί τινες δορυφόροι, ὁπλῖται καὶ σκηπτοῦχοι λαμπροὶ τῆς θείας ὀξεῖς δεσποτικῆς σκηπτουχίας, νεύματι μόνῳ σπουδῇ τῷ θείῳ τάχει ἀλλήλας προφθανούσας, ὁμοῦ εἰς ἔργον ἀγούσας τῇ κελεύσει τὴν πρᾶξιν, καὶ τῇ νίκῃ κατεστεμμένας πρὸς ἐχθρῶν καὶ παρανόμων παρατάξεις.
∆ιὸ δὴ καὶ κατιούσας τότε δρόμοις ὁμοῦ τε καὶ σύνδρομοι τῷ Θεῷ καὶ ∆εσπότῃ ἐπὶ τὰ ἐν ᾅδου καὶ ὑπόγεια, καὶ γῆς ἁπάσης βαθύτερα, τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων ὑποχθόνια οἰκητήρια, ἐξάγων ἐν ἀνδρείᾳ τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους.
Ὡς γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ πανέσπερα τοῦ ᾅδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια, καταδύσεις καὶ σπήλαια ἡ θεόδημος τοῦ ∆εσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριὴλ ἀρχιστράτηγος·
ἅτε δὴ ἅτε ἐξ ἔθους ὢν χαρᾶς εὐαγγέλια ἀνθρώποις φέρειν καὶ ῥῆσίν τινα ἰσχυρὰν ἀρχαγγελικωτάτων καὶ στρατηγικωτάτων λαμπρὰν καὶ λεοντιαίαν φωνὴν πρὸς τὰς ἐναντίας δυνάμεις, καὶ λέγει·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν·
μεθ' ὃν βοᾷ καὶ Μιχαήλ·
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Εἶτα καὶ αἱ δυνάμεις φασίν·
Ἀπόστητε, πυλωροὶ οἱ παράνομοι·
εἶτα καὶ ἐξουσίαι μετ' ἐξουσίας·
Συντρίβητε, αἱ ἁλύσεις αἱ ἄλυτοι·
καὶ ἄλλος·
Αἰσχύνθητε, ἐναντίοι πολέμιοι·
καὶ ἕτερος·
Φοβήθητε, τύραννοι οἱ παράνομοι.
Καὶ καθάπερ ἐπί τινος φοβερᾶς καὶ ἀηττήτου παντοδυνάμου βασιλικῆς τροπαιούχου στρατοῦ παρατάξεως φρίκη τις καὶ τάραχος καὶ φόβος κατώδυνος τοῖς τοῦ ἀκαταγωνίστου ∆εσπότου ἐπιπίπτει ἐχθροῖς·
οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐκείνοις καὶ παραδόξου Χριστοῦ ἐν τοῖς καταχθονίοις παρουσίας ἐξαίφνης ἐγένετο·
ἄνωθεν ἀστραπῆς ἡ ἀμαύρωσις τῶν ἐναντίων τοῦ ᾅδου δυνάμεων τὰς ὄψεις σκοτίζουσα καὶ βροντοφώνων βοῶν ἀκουόντων καὶ στρατῶν κελευόντων λέγοντας·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐ γὰρ ἀνοίξατε, ἀλλ' ἐξ αὐτῶν θεμελίων ταύτας ἄρατε, ἐκριζώσατε, μεταστήσατε εἰς τὸ μηκέτι κλείεσθαι·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐχ ὡς ἀδυνατοῦντος τοῦ παρόντος ∆εσπότου καὶ θυρῶν κεκλεισμένων ὅτε κελεύει εἰσέρχεσθαι, ἀλλὰ δραπετοδούλως ὑμῖν ἐπιτρέποντος τὴν τῶν πυλῶν τῶν αἰωνίων ἔπαρσιν καὶ μετάστασιν καὶ κατάκλασιν.
∆ιὸ οὐδὲ τοῖς δήμοις ὑμῶν, ἀλλ' αὐτοῖς τοῖς δοκοῦσι παρ' ὑμῶν εἶναι ἄρχουσιν, αὐτοῖς ἐπιτρέπει λέγων·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Ὑμῶν, ἀλλ' οὐκ ἄλλων τινῶν.
Λοιπὸν ἄρχοντες.
Εἰ γὰρ καὶ μέχρι τοῦ νῦν τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων κακῶς ἤρξατε·
ἀλλ' οὐκέτι λοιπὸν αὐτῶν, ἀλλ' οὐδ' ἄλλων, ἀλλ' ὑμῶν, ἀλλ' οὐδ' αὐτῶν ὑμῶν ἔσεσθε ἄρχοντες.
Πάρεστι γὰρ Χριστὸς ἡ οὐράνιος θύρα·
Ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τῶν τοῦ ᾅδου δυσμῶν.
Κύριος ὄνομα αὐτοῦ, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν.
Ὑμεῖς ἐποιήσατε τὰς εἰσόδους·
τὰς διεξόδους αὐτὸς ποιῆσαι παραγέγονεν.
∆ιὸ μὴ μέλλετε·
Ἄρατε πύλας καὶ ταχύνατε·
ἄρατε, καὶ μὴ ἀναβάλλετε.
Εἰ δὲ ἀναμένειν νομίζετε, αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀχειρὶ καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν.
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Ἅμα αἱ δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπήρθησαν, ἅμα αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐναντίαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἕτερος ἕτερον συνωθούμενος, καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλον συμποδιζόμενος, καὶ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ φεύγειν φθεγγόμενος·
ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
Καὶ ὁ μὲν κεχηνὼς ἵστατο, ὁ δὲ τοῖς γόνασι τὸ πρόσωπον συνεκάλυπτε·
καὶ ἄλλος πρηνὴς ἀνεπήγνυτο, καὶ ἕτερος ὡσεὶ νεκρὸς ἀπεστηλοῦτο, καὶ ἄλλος τῷ θάμβει κατείχετο, καὶ ἕτερος οὐρανίων ἠλλοιωμένος κατέκειτο, καὶ ἄλλος ἐνδότερον ἔφευγεν.
Ἐκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστὸς ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν·
ἐκεῖ ἐσείσθησαν ἐν αὐτῷ, ἐκεῖ διήνοιξαν χαλινοὺς αὐτῶν λέγοντες·
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ τοσοῦτος, ὁ μετὰ τοσούτων τοιαῦτα ἐνταῦθα ἐπιτελῶν θαύματα;
Τίς οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, ὁ ἐν ᾅδῃ ποιῶν νῦν τὰ οὐδέποτε ἐν ᾅδῃ γενόμενα;
τίς οὗτος ὁ ἐξάγων ἔνθεν τοὺς ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένους;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ λύσας καὶ καταλύσας ἡμῶν τῶν ἀηττήτων τὸ θράσος καὶ τὸ κράτος, καὶ ἐξάγων ἐκ τῆς τοῦ ᾅδου φυλακῆς τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους;
Πρὸς οὓς ἀνέκραζον αἱ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι·
Μαθεῖν βούλεσθε, ὦ παράνομοι τύραννοι, τίς ἐστιν οὗτος βασιλεὺς τῆς δόξης;
Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός·
Κύριος δυνατὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ ἀήττητος ἐν πολέμοις.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἐκ τῶν οὐρανίων ἀψίδων ἐξορίσας καὶ ἀποῤῥίψας ὑμᾶς, ὦ δείλαιοι καὶ παράνομοι τύραννοι! Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ ἐν ὕδασι Ἰορδάνου συντρίψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ὑμῶν.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ διὰ σταυροῦ στηλιτεύσας, καὶ θριαμβεύσας, καὶ νεκρώσας ὑμᾶς.
Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ δήσας, καὶ ζοφώσας, καὶ τῇ ἀβύσσῳ παραπέμψας ὑμᾶς.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ πυρὶ αἰωνίῳ καὶ γεέννῃ παραπέμπων καὶ ἀπολλῶν ὑμᾶς.
Λοιπὸν μὴ μέλλετε, μηδὲ ἀναμένετε, ἀλλὰ σπεύσατε, καὶ τοὺς δεσμίους ἐξάξατε, οὓς μέχρι καὶ νῦν κακῶς κατεπίετε.
Τὸ γὰρ ὑμέτερον κράτος λοιπὸν καταλέλυται·
ἡ ὑμῶν τυραννὶς λοιπὸν πέπαυται·
τὸ ὑμέτερον φρύαγμα δεινῶς κατήργηται·
ἡ ὑμῶν μεγαλαυχία εἰς τέλος ἐκλέλοιπεν·
ἡ ὑμῶν ἰσχὺς πεπάτηται καὶ ἀπόλωλε.
Ταῦτα αἱ δεσποτικαὶ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἔλεγον, ὁμοῦ τε καὶ κατέσπευδον.
Καὶ οἱ μὲν τὸ δεσμωτήριον ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων κατέσκαπτον·
οἱ δὲ τὰς ἐναντίας ἐξουσίας κατεδίωκον ἐκ τῶν ἐξωτέρων ταμείων φευγούσας ἐνδότερον.
Καὶ ἄλλοι τὰς καταδύσεις, καὶ τὰ φρούρια, καὶ τὰ σπήλαια διερεύνων, καὶ ἔτρεχον.
Καὶ ἕτεροι ἄλλος ἄλλον ἄλλοθεν δέσμιον τῷ ∆εσπότῃ προσέφερον, καὶ ἄλλοι τὸν τύραννον δεσμοῖς ἀλύτοις ἔδεον, καὶ ἕτεροι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἀπέλυον·
καὶ ἄλλοι ἐπέταττον, καὶ ἕτεροι ὑπούργουν ὡς τάχιστα·
καὶ οἱ μὲν εἰσερχομένου τοῦ ∆εσπότου ἐνδότερον προέτρεχον, οἱ δὲ ὡς βασιλεῖ καὶ Θεῷ νικηφόρῳ παρείποντο.
Τούτων δὴ λοιπὸν οὕτως, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τούτων ἐν τῷ ᾅδῃ γινομένων τε καὶ βοωμένων, θρυλλουμένων ἁπάντων καὶ σειομένων, ὡς ἡ παρουσία τοῦ ∆εσπότου αὐτὰ τὰ κατώτατα τῶν κατωτάτων καταλαμβάνειν ἔμελλεν, ὁ Ἀδὰμ ἐκεῖνος, ὁ πάντων ἀνθρώπων πρωτόκτιστος, καὶ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτόθνητος ἐνδότερος πάντων, μετὰ πολλῆς τῆς ἀσφαλείας δέσμιος κατεχόμενος, ἤκουε τῶν τοῦ ∆εσπότου ποδῶν πρὸς τοὺς δεσμίους εἰσερχομένων, καὶ ἐγνώρισε τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ περιπατοῦντος, καὶ στραφεὶς πρὸς ἅπαντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἀπ' αἰῶνος δεσμίους φησί·
Φωνὴν ποδῶν τινος ἀκούω πρὸς ἡμᾶς εἰσερχομένου·
καὶ ἐὰν ὅλως ἐνταῦθα ἐκεῖνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ἡμεῖς τῶν δεσμῶν ἠλευθερώθημεν·
ἐὰν ὅλως ἐκεῖνον μεθ' ἡμῶν ὀψόμεθα, ἡμεῖς τοῦ ᾅδου λυτρούμεθα.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ Ἀδὰμ πρὸς πάντας τοὺς συγκαταδίκους αὐτοῦ λέγοντος, εἰσῆλθεν ὁ ∆εσπότης πρὸς αὐτοὺς, τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ σταυροῦ κατέχων.
Ὃν ἰδὼν ὁ Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ τῇ ἐκπλήξει τὸ στῆθος τύψας, ἐβόησε πρὸς πάντας, καὶ εἶπεν·
Ὁ Κύριός μου μετὰ πάντων.
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Χριστὸς, λέγει τῷ Ἀδάμ·
Καὶ μετὰ τοῦ πνεύματός σου·
καὶ κρατήσας αὐτοῦ τῆς χειρὸς ἀνίστησι, λέγων·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων, καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
Ἐγὼ ὁ Θεός σου, ὁ διὰ σὲ γενόμενος υἱός σου, ὁ διὰ σὲ καὶ τοὺς ἀπὸ σοῦ, νῦν λέγων καὶ κατ' ἐξουσίαν ἐπιτρέπων τοῖς ἐν δεσμοῖς·
Ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν σκότει·
Φωτίσθητε, καὶ τοῖς κεκοιμημένοις·
Ἀνάστητε·
σοὶ διακελεύομαι·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων·
οὐ γὰρ διὰ τοῦτό σε πεποίηκα, ἵνα ἐν ᾅδῃ κατέχῃ δέσμιος.
Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν·
ἐγώ εἰμι ἡ ζωὴ τῶν νεκρῶν.
Ἀνάστα, πλάσμα τὸ ἐμὸν, ἀνάστα, μορφὴ ἡ ἐμὴ, καὶ κατ' εἰκόνα ἐμὴν γεγενημένη.
Ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
σὺ γὰρ ἐν ἐμοὶ, κἀγὼ ἐν σοὶ, ἓν καὶ ἀδιαίρετον ὑπάρχομεν πρόσωπον·
διὰ σὲ ὁ Θεός σου γέγονα υἱός σου·
διὰ σὲ ὁ ∆εσπότης, ἔλαβον τὴν σὴν μορφὴν τοῦ δούλου·
διὰ σὲ ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν ἦλθον ἐπὶ γῆς καὶ ὑποκάτω γῆς·
διὰ σὲ τὸν ἄνθρωπον γέγονα ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος·
διὰ σὲ τὸν ἀπὸ κήπου ἐξελθόντα ἀπὸ κήπου Ἰουδαίοις παρεδόθην, καὶ ἐν κήπῳ ἐσταυρώθην.
Ἴδε τοῦ προσώπου μου τὰ ἐμπτύσματα, ἅπερ διὰ σὲ κατεδεξάμην, ἵνα σε ἀποκαταστήσω εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐμφύσημα.
Ἴδε μου τῶν σιαγόνων τὰ ῥαπίσματα, ἃ κατεδεξάμην, ἵνα σου τὴν διαστραφεΐσαν μορφὴν ἐπανορθώσω εἰς τὸ κατ' εἰκόνα μου.
Ἴδε μου τοῦ νώτου τὴν φραγγέλλωσιν, ἣν κατεδεξάμην, ἵνα σκορπίσω τῶν ἁμαρτιῶν σου τὸ φορτίον τὸ ἐπὶ τοῦ νώτου κείμενον.
Ἴδε μου τὰς προσηλωθείσας χεῖρας ἐν τῷ ξύλῳ καλῶς, διὰ σὲ τὸν ἐκτείναντα τὴν χεῖρα ἐν τῷ ξύλῳ κακῶς.
Ἴδε μου τοὺς προσηλωθέντας, καὶ ὀρυχθέντας τῷ ξύλῳ πόδας, διὰ τοὺς σοὺς πόδας τοὺς κακῶς δραμόντας ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς παρακοῆς τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, ᾗ ἡ ἀπόφασις γέγονεν, καὶ τὴν σὴν ἀνάπλασιν, καὶ παραδείσου ἄνοιξιν πεπόνημαι.
Ἐγευσάμην διὰ σὲ χολὴν, ἵνα ἰάσωμαί σοι τὴν διὰ βρώσεως ἐκείνης τῆς γλυκείας πικρὰν ἡδονήν.
Ἐγευσάμην ὄξους, ἵνα καταργήσω τοῦ σοῦ θανάτου τὸ δριμὺ, καὶ παρὰ φύσιν ποτήριον.
Ἐδεξάμην σπόγγον, ἵνα ἐξαλείψω τὸ χειρόγραφόν σου τῆς ἁμαρτίας.
Ἐδεξάμην κάλαμον, ἵνα ὑπογράψω ἐλευθερίαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.
Ὕπνωσα ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ ῥομφαίᾳ ἐνύχθην τὴν πλευρὰν, διὰ σὲ τὸν ἐν παραδείσῳ ὑπνώσαντα, καὶ τὴν Εὔαν ἐκ πλευρᾶς ἐξενέγκαντα.
Ἡ ἐμὴ πλευρὰ ἰάσατο τὸ ἄλγος τῆς πλευρᾶς·
ὁ ἐμὸς ὕπνος ἐξάξει σε ἐκ τοῦ ἐν ᾅδῃ ὕπνου·
ἡ ἐμὴ ῥομφαία ἔστησε τὴν κατὰ σοῦ στρεφομένην ῥομφαίαν.
Λοιπὸν ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν.
Ἐξήγαγέ σε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ γῆς παραδείσου·
ἀποκαθιστῶ σε οὐκέτι ἐν παραδείσῳ, ἀλλ' ἐν οὐρανίῳ θρόνῳ.
Ἐκώλυσά σε τοῦ ξύλου τοῦ τυπικοῦ τῆς ζωῆς, ἀλλ' ἰδοὺ αὐτὸς ἐγὼ ἡνώθην σοι ἡ ζωή.
Ἔταξα τὰ χερουβὶμ δουλοπρεπῶς φυλάττειν σε·
ποιῶ τὰ χερουβὶμ θεοπρεπῶς προσκυνῆσαί σε.
Ἐκρύβης ἀπὸ Θεοῦ ὡς γυμνός·
ἀλλ' ἰδοὺ ἔκρυψας ἐν ἑαυτῷ Θεὸν γυμνόν.
Ἐνεδύθης τὸν τῆς αἰσχύνης δερμάτινον χιτῶνα·
ἀλλ' ἐνεδύθην Θεὸς ὢν τὸν τῆς σῆς σαρκὸς αἱμάτινον χιτῶνα.
∆ιὸ ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν, ἀπὸ τῆς φθορᾶς εἰς ἀφθαρσίαν, ἀπὸ τοῦ σκότους εἰς τὸ αἰώνιον φῶς.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς ὀδύνης εἰς εὐφροσύνην, ἀπὸ δουλείας εἰς ἐλευθερίαν, ἀπὸ φυλακῆς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ἀπὸ τῶν δεσμῶν ἐπὶ τὴν ἄνεσιν, ἀπὸ τῆς κατοχῆς ἐπὶ τὴν τοῦ παραδείσου τρυφὴν, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἐπὶ τοῦτο γὰρ ἀπέθανον, καὶ ἀνέστην, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσω.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
ὁ γὰρ Πατήρ μου ὁ οὐράνιος τὸ ἀπολωλὸς ἐκδέχεται πρόβατον.
Τὰ ἐννενήκοντα ἐννέα τῶν ἀγγέλων πρόβατα τὸν σύνδουλον ἀναμένουσιν Ἀδὰμ, πότε ἀναστῇ, καὶ πότε ἀνέλθῃ καὶ πρὸς Θεὸν ἐπανέλθῃ.
Χερουβικὸς θρόνος ηὐτρέπισται·
οἱ ἀναφέροντες ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι·
ὁ νυμφὼν παρεσκεύασται·
ἐδέσματα ἕτοιμα·
αἱ αἰώνιοι σκηναὶ καὶ μοναὶ ἕτοιμοι·
οἱ θησαυροὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνεῴχθησαν, ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία πρὸ αἰώνων ἡτοίμασται·
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδεν, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἀγαθὰ τὸν ἄνθρωπον περιμένουσι.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ ∆εσπότου λέγοντος, ἀνίστανται σὺν αὐτῷ ὁ ἐν αὐτῷ ἡνωμένος Ἀδὰμ, καὶ συνανίσταται καὶ ἡ Εὔα·
καὶ ἄλλα πολλὰ σώματα πίστει ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένα ἀνέστησαν κηρύττοντα τοῦ ∆εσπότου τριήμερον ἀνάστασιν, ἣν φαιδρῶς, οἱ πιστοὶ, ὑποδεξώμεθα, καὶ ὀψώμεθα, καὶ περιπτυξώμεθα μετὰ ἀγγέλων χορεύοντες, μετὰ τῶν ἀσωμάτων ἑορτάζοντες, ὁμοῦ καὶ συνδοξάζοντες τὸν ὑμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς Χριστὸν ἀναστήσαντα, καὶ ζωοποιήσαντα·
ᾧ ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι·
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ προοίμιο, ἡ ἀρχή, τοῦ τετάρτου εὐαγγελίου, ποὺ ἔγραψε ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰωάννης.
«Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν» (Ψαλμ. 81,8)
Ἡ πιὸ ἱερὴ ὥρα τοῦ κόσμου. Ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἱστορίας του. Ἡ ὥρα ποὺ πέθαινε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός! Ἐγκαταλελειμμένος, ὑβρισμένος, σταυρωμένος. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησε μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦλθε νὰ σώσει. Ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Τὸ αἷμα Του πότισε τὴ γῆ καὶ «ἡ γῆ ἐσείσθη». Σεισμὸς στὴ γῆ. Ἔκσταση καὶ στὸν οὐρανό. Τὸ θέαμα τοῦ σταυρωμένου Θεοῦ δὲν τὸ ἄντεχε οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ οὐρανός. «Ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε», ψάλλουν οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι.
Μὲ λιτὲς ἐκφράσεις περιγράφουν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τὸν συγκλονισμὸ τῆς κτίσεως κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄ [27] 45). Ἀπὸ τὴ δωδέκατη ὥρα τὸ μεσημέρι μέχρι τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, δηλαδὴ στὸ διάστημα ποὺ ἦταν κρεμασμένος στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος, ἔγινε σκοτάδι σ’ ὅλη τὴ γῆ.
Δὲν ἦταν ἐξαιτίας κάποιου φυσικοῦ φαινομένου αὐτὸ τὸ σκοτάδι. Δὲν ἦταν μιὰ ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, διότι τὶς μέρες ἐκεῖνες ἦταν πανσέληνος, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἔκλειψη ἡλίου. Τὸ σκοτάδι ἦταν ὑπερφυσικό.
Ζητοῦσαν ἐπίμονα οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρό Του, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμή Του. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν κατέβηκε, διότι ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία του. Φανέρωσε ὅμως τὴ δύναμή Του, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μὲ πολὺ ἐκπληκτικότερο τρόπο. Διότι ἀπὸ τὸ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ εἶναι πολὺ θαυμαστότερο, ἐνῶ εἶναι στὸ Σταυρό, νὰ συγκλονίζει ὅλη τὴν κτίση.
Ἐπιπλέον δίνει μιὰ εὐκαιρία στοὺς σταυρωτές Του νὰ καταλάβουν Ποιὸς πράγματι εἶναι καὶ τί ἐκεῖνοι ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν. «Ὀργιζομένου γὰρ ἐπὶ τοῖς τολμωμένοις ἦν τὸ σκότος ἐκεῖνο», συμπληρώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο φανέρωνε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅσα τόλμησαν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας τους καὶ σὲ μετάνοια. Καὶ πράγματι, ἀρκετοὶ μετενόησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν πόλη «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη» (Λουκ. κγ΄ [23] 48).
Ἐπαναστάτησε ἡ κτίση γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό της. Τὴν ὥρα τὴ φρικτὴ τῆς Σταυρώσεως «τὰ πάντα συνέπασχον τῷ τὰ πάντα κτίσαντι». Ὑπέφεραν τὰ πάντα μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα. Καὶ ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν ἀντίκρισε ποτὲ τέτοιο φρικτὸ ἔγκλημα πάνω στὴ γῆ, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἄπλετο καὶ ζωογόνο φῶς του, «μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον». Δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται, νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ πεθαίνει ἐξουθενωμένος πάνω στὸ Σταυρό. Κατέβασε τὸ πρόσωπό του, σκυθρώπασε, ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του καὶ σκοτάδι ἔγινε τὸ καταμεσήμερο σ’ ὅλη τὴ γῆ!
Ὅταν γεννήθηκε Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μέσα στὴ νύχτα ἔλαμψε φῶς θεῖο, λαμπρὸ καὶ ὑπερκόσμιο ποὺ περικύκλωσε καὶ φώτισε τοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἀστέρι φωτεινὸ ὁδήγησε τοὺς Μάγους τῆς ἀνατολῆς νὰ ἔλθουν νὰ Τὸν προσκυνήσουν. Τώρα ποὺ πεθαίνει πάνω στὸ Σταυρό, ἐνῶ εἶναι μεσημέρι, σκοτάδι καλύπτει τὴ γῆ!
Ὥρα φρικτή. Ὥρα μοναδική. Ὁ Χριστὸς πεθαίνει. Ἡ κτίση συγκλονίζεται. Ὁ διάβολος συντρίβεται. Ἡ ἁμαρτία νικᾶται.
Ὁ Ἐσταυρωμένος τότε ποὺ ἦταν κρεμασμένος πάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔδωσε τὴ μεγαλύτερη μάχη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, τὴ μάχη μὲ τὸ κακό, μὲ τὸν αἴτιο τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο, καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία.
Ναί! Πάνω στὸ Σταυρὸ καταλύεται τὸ κράτος τοῦ διαβόλου, διαλύεται τὸ χειρότερο σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ὅσοι καταφεύγουν στὸν Ἐσταυρωμένο, ὅσοι Τὸν πιστεύουν καὶ Τὸν ἀκολουθοῦν, ὅσοι προσκυνοῦν τὸν ζωοποιὸ Σταυρό Του, ὁπλίζονται μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη, πολεμοῦν τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν νικοῦν.
Σήμερα βλέπουμε τὴν ἁμαρτία νὰ ἐπικρατεῖ καὶ τὸ σκοτάδι της νὰ ἁπλώνεται «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Ἡ ἀδικία, ἡ στυγνὴ ἐκμετάλλευση, τὸ ἔγκλημα, ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀναρχία καὶ ὁ μηδενισμός, ἡ σαρκολατρία, ἡ διαστροφή, ἡ φρίκη καὶ ὁ θάνατος φαίνεται νὰ κυριαρχοῦν παντοῦ. Ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας νομοθετήματα ἀντίθεα ἀγνοοῦν τὶς αἰωνόβιες Παραδόσεις μας καὶ τὴν πατροπαράδοτη Πίστη μας, εἰσάγουν ξενόφερτες τακτικὲς στὴ ζωή μας καὶ ἀλλάζουν τὰ ἤθη μας.
Φόβος μεγάλος καὶ βαθιὰ ἀπορία κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας: Ποῦ πᾶμε; Ποῦ βαδίζουμε; Ποιὸς θὰ ἀνακόψει τὴν πορεία μας στὸ σκοτάδι ποὺ ἀπειλητικὸ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ;
Οἱ ἅγιες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ζωντανεύουν στὶς ψυχές μας τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου. Μᾶς ὁδηγοῦν νοερὰ στὸ Γολγοθᾶ. Μᾶς θυμίζουν τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο σκοτάδι ποὺ κάλυψε τὴ γῆ κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ σκοτάδια ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ ποὺ κυριαρχοῦν γύρω μας. Γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας καὶ στὸν κόσμο μας. Γιὰ νὰ μὴ νικήσει ὁ θάνατος, ἀλλὰ νὰ κυριαρχήσει ἡ ζωή, ἡ αἰώνια καὶ ἀληθινή, τὴν ὁποία μᾶς ἐξασφάλισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Πρὸ ἡμερῶν θαυμαστής τοῦ Κώστα Σημίτη ἔγραψε πὼς μεταξύ των ἐπιτυχιῶν του ἐξέχουσα θέση ἔχει ἡ «νίκη» του στὸ θέμα τῶν ταυτοτήτων. Τὸ «ἐπίτευγμα» του ἦταν ὅτι μὲ τὴν πανίσχυρη ἐξουσία του καὶ τὸν παντοδύναμο προπαγανδιστικὸ μηχανισμὸ ποὺ διέθετε, «νίκησε» τρία καὶ πλέον ἑκατομμύρια ἀνίσχυρων πολιτῶν, ποὺ δήλωσαν τὴ θέλησή τους νὰ ἀναγράφεται προαιρετικά το θρήσκευμα στὶς ἀστυνομικὲς ταυτότητες, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἰδιοπροσωπίας τους. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ κ. Σημίτη ἤταν ὅτι συσπείρωσε σὲ εἰρηνικὴ ἐκδήλωση ὑπὲρ τῆς ταυτότητάς τους τόσους Ἕλληνες. Ἦταν ἡ πολυπληθέστερη μὴ κομματικὴ ἐκδήλωση στὴν Ἱστορία τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους.
Ἐνέργειες κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Τοῦ ὑπῆρξαν πολλὲς στὰ 2000 χρόνια ποὺ πέρασαν. Πρῶτα οἱ φαρισαῖοι ἐναντίον τοῦ Ἰδίου. Πίστεψαν πὼς μὲ τὸ νὰ Τὸν ἐξοντώσουν τέλειωσαν μαζί Του. Λάθεψαν. «Μάταια φυλάττεις τὸν τάφο κουστωδία». Ἀκολούθησαν οἱ αὐτοκράτορες – θεοί, μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια σὲ βάρος τῶν μαθητῶν Του, οἱ Σουλτάνοι, μὲ τοὺς βίαιους ἐξισλαμισμούς, καὶ στὸν 20ό αἰώνα ὁ «πατερούλης» Στάλιν καὶ.... ὁ «ὑπεράνθρωπος» Χίτλερ. Ὅλοι τους νόμισαν ὅτι ἐξόντωσαν τὴν Ἐκκλησία. Ὅλοι τους ἡττήθηκαν καὶ ἔμειναν στὴν Ἱστορία ὡς αἱμοσταγεῖς τύραννοι.
Στὸν τρέχοντα, 21ο αιώνα, τὸ ἔργο τῶν διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβαν οἱ φανατικοὶ ἄθεοι, πολιτικοὶ καὶ διανοούμενοι, ὀπαδοὶ τοῦ Σὰντ καὶ τοῦ Μαμωνᾶ. Οἱ παλιοὶ καὶ οἱ σύγχρονοι διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας βάλλουν σὲ βάρος Της ἐν ὀνόματι τοῦ «προοδευτισμοῦ». Εἶναι καλοὶ ἐκφραστὲς τῆς γλώσσας, ποὺ περιγράφει ὁ Ὄργουελ.
Ὁ Ἐρρίκος Ἴψεν, στὸ θεατρικό του ἔργο «Αὐτοκράτορας καὶ Γαλιλαῖος», περιγράφει τὴ ζωὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, τοῦ ἐπιλεγόμενου Παραβάτη. Αὐτὸς ἐπιχείρησε νὰ ἀναβιώσει τὴν εἰδωλολατρία, διώκοντας ἀμείλικτά τους χριστιανούς, καίγοντας βιβλία τους, καταστρέφοντας ναούς τους. Ὅταν διαπίστωσε πῶς οἱ χριστιανοὶ προτιμοῦσαν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὸν «προοδευτισμὸ» τῶν εἰδώλων διερωτήθηκε: «Μὲ δώδεκα ἀνθρώπους τιποτένιους, ψαράδες, ἀγράμματους, ἔφτιαξε ὅλο αὐτό;». Καὶ ὅταν ὁ Μάξιμος, ὁ μυστικιστὴς σύμβουλός του, τοῦ εἶπε ὅτι θὰ νικήσει τὸ Χριστό, συνέχισε νὰ διερωτᾶται: « Καὶ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ ὄφελος γιὰ τὸν νικητή;...Οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι μιλοῦν γιὰ τὶς νίκες τοὺς μ’ ἕνα ψυχρὸ θαυμασμό, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄλλος, ὁ Γαλιλαῖος, ὁ γιὸς τοῦ ξυλουργοῦ, θρονιάστηκε μὲς στὶς φλογερὲς ψυχὲς τῶν πιστῶν σὰν βασιλιὰς τῆς Ἀγάπης!...».
Ὁ Ἰουλιανὸς πέρασε στὴν Ἱστορία ὡς ὁ ἡττημένος. Τὸ ἴδιο οἱ φαρισαῖοι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι διῶκτες τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὡς πρὸς τοὺς χριστιανούς, ὁ Ἴψεν βάζει τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ λέγει, στὸ τέλος τοῦ ἔργου, ὅτι οἱ διωγμοὶ εἶναι ὄχι γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὴ λύτρωση καὶ τὴν ἐξύψωσή τους καὶ τὴ Μακρίνα, τὴν ἀδελφή του, νὰ τονίζει πὼς ὁ Παντοδύναμος θὰ κρίνει, κείνη τὴ μεγάλη μέρα, «τοὺς νεκροὺς ποὺ ζοῦνε καὶ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ εἶναι πεθαμένοι».-
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Ἑβδομάδα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νά «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ». Αὐτό ἀκριβῶς παριστάνει μιά τοιχογραφία στήν ἱ. Μονή Διονυσίου στό ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Ἑσταυρωμένος μοναχός.
Ο Λεωνίδας Ιω. Φιλιππίδης (1898-1973), θρησκειολόγος διεθνούς κύρους και ακτινοβολίας υπήρξε μια περίλαμπρη προσωπικότητα που προσέφερε πολλά στην Ορθόδοξο Εκκλησία και στην Ελληνική πολιτεία, υπηρετώντας κατά καιρούς σε διάφορες επιτελικές θέσεις. Διετέλεσε καθηγητής της Ιστορίας των θρησκευμάτων στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και πρύτανις τού Πανεπιστημίου (1965-66). Η βαθειά του ευσέβεια, ο πλούτος των γνώσεών του, η επιστημονική του ευσυνειδησία, η γλωσσική του κομψότης και η ακαταπόνητη φιλοπονία του καθρεπτίζονται στα πλούσιο συγγραφικό του έργο. Ήταν τόσο ακριβής στην επιστημονική του εργασία, ώστε ήταν ικανός για να ελέγξη μια πληροφορία να κάνη ειδικό ταξείδι στο εξωτερικό! Το κείμενο που παραθέτουμε εδώ προέρχεται από το μνημειώδες και ανεπανάληπτο έργο του, «Ιστορία της εποχής της Κ. Διαθήκης εξ επόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής» (Αθήναι 1958, σελ. 976), σελ. 539-584. Από την αυστηρή καθαρεύουσα το μεταφέραμε στην καθομιλουμένη, εξομαλύναμε κάπως την φράσι και το ελαφρώσαμε λίγο από παραπομπές και υποσημειώσεις. Περιδιαβάζοντας σ' αυτό ζούμε συγκινητικές στιγμές θαυμάζοντας το μεγαλείο τού πάσχοντος Μεσσία ανάμεσα στον μανιασμένο όχλο των Εβραίων και στον αιωρούμενο εδώ και 'κει καλό αλλά και συμφεροντολόγο Ρωμαίο ηγεμόνα. Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης |
Α' Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Αφού ωδήγησαν oι Εβραίοι τον Ιησού στο πραιτώριο, όπου είχε την έδρα του ο Πιλάτος, «δεν μπήκαν σ' αυτό για να μη μολυνθούν, αλλά για να φάνε το πάσχα» (Ιω. 18,28). Θα μολύνονταν γιατί θα έμπαιναν σε περιοχή όπου υπήρχαν ένζυμα.
Ήταν περίπου η 6η πρωινή ώρα της Παρασκευής, 14ης Νισάν. Από την 6η απογευματινή ώρα της Παρασκευής άρχιζε η 15η Νισάν, η πρώτη ημέρα της επταήμερης εορτής τού Πάσχα, που τότε συνέπιπτε με Σάββατο. Αυτή την ημέρα και επί επτά ημέρες δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να τρώνε, ακόμη και να βλέπουν ένζυμο άρτο: «Θα θυσιάσης το πάσχα στον Κύριο τον Θεόν σου... Δεν θα φας κατ' αυτό ένζυμο. Επτά ημέρες θα τρως άζυμα... Δεν θα αντικρύσης ζύμη σ' όλη την περιοχή σου επί επτά ημέρες» (Δευτερ. 16,2-3). Σε περίπτωσι κατά την οποία μολύνονταν μπαίνοντας σε περιοχή ένζυμων ή με άλλο τρόπο, δεν μπορούσαν να εορτάσουν το πάσχα παρά μετά από ένα μήνα, και κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις καθάρσεως.
Στο πραιτώριο μπήκε μόνο ο Ιησούς, όπως συμπεραίνεται καθαρά από το Ιωάν. 18,33. Πιθανώτατα θα τον παρέλαβαν οι στρατιώτες της φρουράς.
Ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Είχε λάβει πικράν πείραν από τον θρησκευτικό φανατισμό του όχλου. Γι’ αυτό, αφού έτσι το απαιτούσε η περίστασις, βγήκε εκείνος έξω προς αυτούς, για να μη θιγούν τα θρησκευτικά τους ήθη.
Ο Πιλάτος δεν μάθαινε πρώτη φορά για τον Ιησού εκείνη την στιγμή, διότι κατά την νυκτερινή σύλληψι του Ιησού από τους Εβραίους είχε λάβει ενεργό μέρος και οργανωμένο τμήμα στρατού, πράγμα που βέβαια ήταν σε γνώσι τού Πιλάτου και με την άδεια του, αφού ήταν προϊσταμένη αρχή κατοχής.
Αφού βγήκε από το πραιτώριο ο Πιλάτος και αφού είδε τον Ιησού που έφεραν εκεί, ερώτα τους Εβραίους: «Τι κατηγορία έχετε εναντίον αυτού του ανθρώπου»; (Ιω. 28,29).
Η ερώτησις ήταν επιβεβλημένη, διότι κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο ηγεμόνας δεν μπορούσε να προχώρηση σε ανακριτική ενέργεια η διαδικασία εναντίον κάποιου προσώπου, αν oι κατήγοροι δεν απάγγελλαν εναντίον του συγκεκριμένη κατηγορία. Αλλά τέτοια κατηγορία δεν είχαν απαγγείλει oι Εβραίοι εναντίον τού Ιησού, όπως συμπεραίνεται και από την σχετική σιωπή των δύο πρώτων συνοπτικών1.
Το ερώτημα του Πιλάτου ήταν φυσικώτατο και δεν αναμενόταν να προκαλέση δυσφορία. Εν τούτοις ο τρόπος με τον οποίο απάντησαν οι Εβραίοι δείχνει ότι εθίγησαν. Η απάντησίς τους παρουσιάζει κάποιο φόβο για ενδεχόμενη υπεκφυγή του Πιλάτου και εκβιασμό ώστε να αποφύγη την υπόθεσι. Ακόμη η απάντησίς τους προδίδει ύπαρξι οξύτητας από πριν στις σχέσεις του με τους Εβραίους. Με αυτές τις πραγματικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις οι Εβραίοι «αποκρίθηκαν και είπαν σ’ αυτόν: Εάν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον παραδίδαμε» (Ιωαν. 18,30).
Η ιταμή αυτή απάντησις δεν ικανοποίησε τον Πιλάτο, διότι «κακοποιός» σήμαινε γενική και αόριστη κατηγορία που δεν εξέφραζε συγκεκριμένο αδίκημα. Εύλογα από αυτό συμπεραίνει ο Πιλάτος, όπως καταφαίνεται και από την εν συνεχεία απάντησί του, ότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δικασθή από τους φυσικούς του δικαστές. Αυτοί, είναι προφανές, ότι κατά την επαφή τους με τον Πιλάτο απέκρυψαν από αυτόν, σκοπίμως βέβαια, την διαδικασία ενώπιον τού Μεγάλου Συνεδρίου και την ενοχοποίησί του για θάνατο, όπως το συμπεραίνουμε από την ίδια εν συνεχεία απάντησί τού Πιλάτου. Και τούτο το έκαναν διότι η δίκη διεξήχθη πάνω σε θρησκευτική κατηγορία, δηλαδή επρόκειτο για ενδοεβραϊκή διένεξι η οποία δεν ενδιέφερε τον Πιλάτο και η οποία θα ματαίωνε την συνέχισι της διαδικαστικής επαφής μαζί του.
Έτσι εξηγείται και η απάντησις τού Πιλάτου: «Είπε λοιπόν σ’ αυτούς ο Πιλάτος· να τον λάβετε εσείς και κατά τον νόμον σας να τον κρίνετε» (Ιωάν. 18,31) «αφού δηλαδή είναι «κακοποιός», γιατί τον ωδηγήσατε σε μένα; Δεν γνωρίζετε ότι εσείς έχετε δικαίωμα να ανακρίνετε και να δικάζετε τους ομοεθνείς σας, με βάσι τους δικούς σας νόμους; Λάβετε τον και δικάστε τον σύμφωνα με τον νόμο σας».
«Είπαν λοιπόν σ' αυτόν οι Ιουδαίοι˙ Σ' εμάς δεν επιτρέπεται να φονεύσουμε κανένα» (Ιωάν. 18,31), έχοντας προφανώς επίγνωσι, ότι είχαν εξουσία μέχρι του να θανατώνουν, αλλά τώρα τους είχε αφαιρεθή αυτή από τους Ρωμαίους. Αυτήν την εξουσία, το δικαίωμα να θανατώνουν, η ρωμαϊκή αρχή το είχε επιφυλάξει αποκλειστικό δικαίωμα για τον εαυτό της με το «δίκαιο του ξίφους».
Με την απάντησί τους αυτή οι Εβραίοι προδίδονται, χωρίς να το λένε σαφώς, ότι έχουν σχηματισμένη γνώμη για τον Ιησού, πως υπέπεσε σε έγκλημα που συνεπάγεται θάνατο. Ωστόσο δεν απεκάλυπταν ότι το έγκλημα αυτό είναι θρησκευτικού χαρακτήρος και ότι τούτο εκδικάσθηκε από το Συνέδριό τους. Αντίθετα, όπως φανερώνεται από την ερώτησι τού Πιλάτου, στον μεθεπόμενο στίχο, προς τον Ιησούν, «συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;», οι Εβραίοι άφησαν την αόριστη κατηγορία ότι ο Ιησούς είναι «κακοποιός» γιατί κινδύνευσε να ματαιωθή η συνέχεια της επαφής τους με τον Πιλάτο και διεμήνυσαν στον Πιλάτο ή έβαλαν τον όχλο να φωνάζη ότι ο Ιησούς αντιποιείται βασιλικό αξίωμα, υποπίπτει δηλαδή σε συγκεκριμένο έγκλημα. Αυτό το έγκλημα εμπίπτει στα πλαίσια τού Ρωμαϊκού Δικαίου και τιμωρείται με την ανώτατη των θανατικών ποινών, δηλαδή με την σταύρωσι.
Τόσο η απόκρυψις από τον Πιλάτο τού θρησκευτικού αδικήματος και της δίκης στο Συνέδριο, όσο και η με απότομη στροφή επινόησις πολιτικού αδικήματος αποσκοπούσε σε τούτο: στην οπωσδήποτε εξόντωσι τού Ιησού με σταύρωσι δια της ρωμαϊκής αρχής. Τούτο αποδεικνύει και το σχόλιο που κάνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην απάντησί των Εβραίων. «σ' εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώνουμε κανένα»: «Για να εκπληρωθή ο λόγος τού Ιησού που είπε δείχνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνη» (Ιωάν. 18,32).
Προβάλλοντας ενώπιον τού Πιλάτου την πολιτική κατηγορία της αντιποιήσεως βασιλικού αξιώματος, οι Εβραίοι προέβαιναν, με τρόπο πονηρό και καταχθόνιο, και σε ευθυγράμμισι της πολιτικής αυτής κατηγορίας με την θρησκευτική κατηγορία που απαγγέλθηκε από το Συνέδριο για αντιποίησι από τον Ιησού μεσσιακής ιδιότητος με έννοια κοσμική, με έννοια δηλαδή μεσσία ως κοσμικού βασιλέως. Έτσι στην μεν νυκτερινή δίκη τού Συνεδρίου τους που την απέκρυψαν από τον Πιλάτο, απέκρουσαν την μεσσιακή ιδιότητα τού Ιησού, τώρα δε τον παρουσιάζουν ενώπιον τού Πιλάτου σαν ένοχο εγκλήματος προσβολής τού αυτοκράτορος, που στις επαρχίες συνήθως ετιμωρείτο με σταύρωσι.
Διαφαίνεται πλέον με ευκρίνεια η όλη πλεκτάνη, το όλο εβραϊκό σχέδιο και ο τελικός του σκοπός.
Σ' αυτό το σημείο ακριβώς προβάλλει η πρώτη παρανομία τού Πιλάτου. Έπρεπε να διαμαρτυρηθή στους Εβραίους, διότι αυτοί συνέλαβαν τον Ιησούν για πολιτικό έγκλημα, ενώ αρμόδια για την σύλληψι πολιτικού εγκληματία ήταν τα όργανα της ρωμαϊκής εξουσίας, και μάλιστα αν έπαιρναν εντολή από τον Ηγεμόνα. Βέβαια συμμετείχαν και Ρωμαίοι στρατιώτες στην σύλληψι τού Ιησού, αλλά όχι στο όνομα της ρωμαϊκής εξουσίας ή κατόπιν εντολής της. Συμμετείχαν σαν βοηθητικοί παράγοντες τού Μ. Συνεδρίου, που για θρησκευτική κατηγορία έδωσε εντολή συλλήψεως. Οι στρατιώτες εκλήθησαν σ' αυτό από το Μ. Συνέδριο.
Σύμφωνα με την μεικτή νομοθεσία που ίσχυε στην Παλαιστίνη, έπρεπε να τηρηθή κάποια τάξις προκειμένου για Εβραίο που κατηγορείτο για πολιτικό έγκλημα. Έπρεπε δηλαδή να τον καταγγείλουν οι Εβραίοι στην ρωμαϊκή αρχή. Έπειτα έπρεπε να εκδώση ο Πιλάτος ένταλμα συλλήψεως, εάν από πρόχειρη προανάκρισι επείθετο για το βάσιμο της καταγγελίας. Έπρεπε να εκτελεσθή το ένταλμα αυτό από τα στρατιωτικά όργανα τού Ρωμαίου ηγεμόνος μετά από τυπική άδεια τού προέδρου τού Μ. Συνεδρίου. Και έπειτα να προχωρήση ο Πιλάτος στην εκδίκασι της υποθέσεως τού κατηγορουμένου, Εβραίου στο γένος και Ρωμαίου στην υπηκοότητα.
Αλλά ας συνεχίσουμε την αφήγησι στην φυσική αλληλουχία των φάσεων της.
Οι Εβραίοι δεν περιορίσθηκαν στην προς τον Πιλάτο κατηγορία τού Ιησού, ότι θεωρούσε τον εαυτό του βασιλέα των Ιουδαίων, κατηγορία που συμπεραίνεται, όπως είπαμε, από την απάντησί τού Πιλάτου. Αλλά προχώρησαν. Προφανώς από φόβο μήπως ο Πιλάτος εκλάβη και αυτήν την Ιουδαϊκού περιεχομένου κατηγορία σαν ενδοϊουδαϊκή υπόθεσι, όπως και πραγματικά συνέβη. Όπως συμπεραίνεται από το χωρίο Ιωάν. 19,152 συνύφαναν και συνέκλωσαν μ’ αυτήν και άλλες δύο κατηγορίες. Αυτές αναφέρονταν σαφώς στην δημόσια τάξι και στο πρόσωπο τού Ρωμαίου αυτοκράτορος. Δηλαδή επρόκειτο για κατηγορίες σαφώς πολιτικού περιεχομένου που συνεπάγονταν θάνατο, ώστε ο Πιλάτος να αναγκασθή να λάβη θέσι καταδικαστική απέναντι στον Ιησού. Έτσι συναποτελέσθηκε τριπλή κατηγορία πολιτικού περιεχομένου. Γι' αυτήν μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εξιστορώντας πως μόλις έφεραν τον Ιησού στον Πιλάτο «άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Τούτον τον βρήκαμε να διαστρέφη και να αναταράζη το έθνος μας και να εμποδίζη να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα και να λέη ότι είναι Χριστός βασιλεύς» (Λουκ. 23,2).
Δηλαδή κατηγόρησαν τον Ιησού ότι α) φέρνει αναταραχή στο Ιουδαϊκό έθνος, διασαλεύοντας την δημόσια τάξι, β) εμποδίζει τον λαό να πληρώνη τους νόμιμους φόρους στον αυτοκράτορα της Ρώμης και γ) θεωρεί τον εαυτό του σαν κεχρισμένο βασιλέα μας, σφετερίζεται δηλαδή ιδιότητα, που ανήκει μόνο στον αυτοκράτορα, τον μόνο πραγματικό μας βασιλέα.
Την πρώτη κατηγορία κατά τού Ιησού, ότι παρακινεί τον λαό σε επανάστασι, επεξηγούν οι Εβραίοι πιο κάτω: «Ανασείει (=αναταράζει) τον λαό, διδάσκοντας σ' όλη την Ιουδαία. Άρχισε από την Γαλιλαία και έφθασε έως εδώ» (Λουκ. 23,5). Δεν αποσαφηνίζουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Σιώπησαν τον τρόπο της διδασκαλίας του. Υπογραμμίζουν την αναταραχή τού λαού, για να προσδώσουν στο αδίκημα χαρακτήρα διασαλεύσεως της δημοσίας τάξεως. Και όπως εκφράζονται, συναρτώντας την κατηγορία αυτή με την επόμενη, αποσκοπούν προφανώς στο εξής: στο να δημιουργήσουν στον Πιλάτο την εντύπωσι ότι η διδασκαλία τού Ιησού ήταν πολιτικού περιεχομένου, δηλαδή επαναστατική κατά της κυριάρχου ρωμαϊκής αρχής. Το ήξεραν καλά ότι μία διδασκαλία θρησκευτικού περιεχομένου δεν θα ενδιέφερε τον Πιλάτο και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους.
Η πρώτη αυτή κατηγορία ήταν κατά δύο τρόπους ψευδής: α) Διότι η διδασκαλία τού Ιησού δεν ήταν πολιτικού περιεχομένου και β) Διότι ο Ιησούς διδάσκοντας και θαυματουργώντας δεν «ανέσειε» τον λαό. Δεν απέβλεπε στο να εντυπωσιάση. Αντίθετα συνιστούσε αποφυγή θορύβου. Και ο ίδιος εξαφανιζόταν όταν αντιλαμβανόταν κοσμοσυρροή. Όπου ο λαός εκδηλωνόταν, εκδηλωνόταν ενθουσιωδώς υπέρ τού Ιησού και εντελώς αυθόρμητα.
Η δεύτερη κατηγορία ήταν επίσης ψευδής. Διότι τουναντίον ο Ιησούς συνιστούσε την πληρωμή των νομίμων φόρων στον Καίσαρα. Ακόμη είναι και κακοήθης η κατηγορία, διότι αυτή την σύστασι την είχε κάνει ο Ιησούς σ' αυτούς τους κατηγόρους του. Επομένως ψεύδονταν ενσυνείδητα. Και την είχε κάνει την σύστασι αυτή έντονα σε αντίκρουσι παγιδευτικής απόπειράς των, για να του αποσπάσουν αντίθετη σύστασι. Συνεπώς διαστρέφουν τώρα την σχετική σύστασι τού Ιησού σε αρνητική, που ο Ιησούς με έμφασι είχε αποκρούσει. Αυτή η κακοήθεια αποτελεί επίτασι τού ψεύδους, εν γνώσει των βαρύτατων συνεπειών, που θα συνεπαγόταν τούτο όταν πιστευόταν.
Και η τρίτη κατηγορία ήταν όμοια ψευδής, διότι ο Ιησούς είχε αποκρούσει έντονα την απόδοσι σ' αυτόν της ιδιότητος κοσμικού βασιλέως. Μιλούσε συνεχώς για βασιλεία τού Θεού ή για βασιλεία ουρανών και για τίποτε δεν λογάριαζε όλες τις βασιλείες της οικουμένης, με τις οποίες αντιδιέστελλε την δική του ουράνια θεϊκή βασιλεία. Και την νομιμοφροσύνη του απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία την είχε επιδείξει και με άλλο τρόπο, αλλά και με την ολοπρόθυμη θεραπεία τού δούλου τού εκατοντάρχου. Εκατόνταρχος εσήμαινε Ρωμαίος αξιωματικός της αυτοκρατορίας που έφερε πάνω του τα εμβλήματα τού αυτοκράτορος.
Γι’ αυτούς τους λόγους ο Πιλάτος είχε, όπως φαίνεται, άριστη ιδέα για τον Ιησού. Διότι μόνο στην εισήγησι τού Πιλάτου πρέπει να αποδοθή η μετά την ανάστασιν τού Ιησού επιμονή τού αυτοκράτορος Τιβερίου να τιμήση τον Ιησού. Την εποχή εκείνη που αναμειγνύονταν οι θρησκείες και οι θεοί, ο Τιβέριος επέμεινε να συγκαταριθμηθή και ο Ιησούς μεταξύ των θεών, εάν η σχετική παράδοσις αληθεύη3.
Από τα τρία άρθρα της πολιτικής κατηγορίας των Εβραίων εναντίον τού Ιησού, ο Πιλάτος προσέχει στο τρίτο, δηλαδή στην δήθεν αντιποίησι βασιλικού αξιώματος. Η κατηγορία αυτή ήταν πραγματικά η πιο βαρειά, διότι συμπεριλάμβανε τις δύο άλλες. Εάν αυτή αποδεικνυόταν αληθινή, οι άλλες δεν χρειάζονταν καμμία απόδειξι, σαν φυσικές συνέπειές της.
Όφειλε ο Πιλάτος τώρα να προχωρήση αμέσως στην ουσία της κατηγορίας, ακριβώς διότι, κατά την αντίληψι τού Δικαίου που και τότε ίσχυε «majestatis crimen omnium accusatorum complementum erat»4.
«Εισήλθε λοιπόν πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και τού είπε, «συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων»; (Ματθ. 27,11).
Από την στιγμή αυτή κυρίως αρχίζει η ανάκρισις, προχωρεί δηλαδή ο Πιλάτος στην ουσιαστική εξέτασι της κατηγορίας για να εξακρίβωση το βάσιμο ή αβάσιμό της και για να σχηματίση δικαστική γνώμη. Η αντιποίησις βασιλικού αξιώματος ήταν έγκλημα θανάσιμο. Γι' αυτό η ερώτησις τούτη τού Πιλάτου, έστω κι αν σκεφθούμε ότι ενέχει ειρωνεία ή αμφιβολία, είναι εν τούτοις βασική ερώτησις για να διαπιστωθή ή όχι το θανάσιμο έγκλημα που καταγγέλλεται.
«Αποκρίθηκε σ' αυτόν ο Ιησούς· «από μόνος σου συ το λες αυτό ή άλλοι σου το είπαν για μένα;» (Ιωάν. 18,34).
Ο Ιησούς δεν απαντά στο ερώτημα τού Πιλάτου, αλλά τού απευθύνει άλλο ερώτημα. Αυτό το κάνει, όχι γιατί δεν γνωρίζει τους κατηγόρους, αλλά γιατί ήθελε να ξεσκεπάση την πονηρή γνώμη των Ιουδαίων, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ιερός Χρυσόστομος· για να αποσπάση δηλαδή από το στόμα τού Πιλάτου την ομολογία ότι οι Εβραίοι τον κατηγορούν για έγκλημα, για το οποίο ο ίδιος σαν υπεύθυνη εξουσία, σαν εκπρόσωπος τού Αυτοκράτορος, δεν είχε κανένα στοιχείο.
Με την ερώτησι δηλαδή αυτή ο Ιησούς απέδιδε στον Πιλάτο την μομφή: «Πού, σε ποια δικά σου αυθεντικά στοιχεία στηρίζεσαι και μου απευθύνεις τέτοια ερώτησι, αφού τέτοια δεν υπάρχουν και εν τοιαύτη περιπτώσει, επιτρέπεται να δίνης πίστι σε όσα ανεύθυνα και αναπόδεικτα σου καταγγέλλουν οι Εβραίοι, των οποίων άλλωστε γνωρίζεις τις διαθέσεις απέναντί σου»;
Γι' αυτό και η μομφή αυτή έθιξε τον Πιλάτο και σε ύφος ζωηρό, «αποκρίθηκε ο Πιλάτος· «μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το δικό σοι έθνος και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ' εμένα. Τι έχεις κάνει»; (Ιωάν 18,35). «Τι με ρωτάς; Μήπως εγώ είμαι Εβραίος, για να γνωρίζω τι έχετε μεταξύ σας; Οι ομοεθνείς σου και οι άρχοντες σου σε παρέδωκαν σε μένα; τι έκανες»;
Η απάντησις τού Πιλάτου ήταν φυσική. Προδίδει όμως την δυσφορία του, διότι έχει πάλι δοσοληψίες με τους Εβραίους, που τού ήταν τόσο αντιπαθείς. Η απάντησίς του και μάλιστα η ερώτησις προς τον Ιησού, «τι έκανες;» προδίδει ότι ο Πιλάτος από την προηγούμενη ερώτησι τού Ιησού, αντιλήφθηκε ότι ήταν ανυπόστατη η κατηγορία, και ζήτησε να μάθη από τον Ιησού τι έκανε, ώστε ν’ αποδώσουν σ’ αυτόν οι ομοεθνείς του τέτοια κατηγορία.
Επί πλέον η απάντησις τού Πιλάτου δείχνει και τα εξής: α) Ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έλαβε αφορμή η ρωμαϊκή αρχή να ασχοληθή με τον Ιησού ή να υποπτεύση ότι είναι επικίνδυνος στο κυρίαρχο κράτος. Για πρώτη φορά τώρα προσάγεται σε δίκη ο Ιησούς από τους ομοεθνείς του για τέτοια κατηγορία. Εν τω μεταξύ εγνώριζε ο Πιλάτος ότι οι Εβραίοι κάθε άλλο παρά νοιάζονταν για το ρωμαϊκό κράτος, ώστε να αναστατώνωνται δήθεν διότι θίγεται τούτο από τον Ιησού.
β) Ο Πιλάτος είναι αηδιασμένος από τους Εβραίους και με δυσφορία αντιμετωπίζει κατ’ ανάγκη την νέα αυτή ενόχλησί τους. Και
γ) Το περιεχόμενο της πολιτικής κατηγορίας το διατύπωσαν οι Εβραίοι και όχι η ρωμαϊκή αρχή.
Ο Ιησούς αντί να απαντήση αν είναι «βασιλεύς των Ιουδαίων» ή όχι, αρχίζει να επεξηγή στον Πιλάτο ποίου είδους είναι η βασιλεία του. «Η βασιλεία μου — λέει — δεν είναι επίγεια. Αν ήταν επίγεια, οι άνθρωποί μου θα κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να μη παραδοθώ στους Εβραίους. Η βασιλεία όμως η δική μου δεν είναι από εδώ» (Ιωάν. 18, 36).
Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Πιλάτος παραξενεύεται, γιατί ωστόσο ο Ιησούς κάνει λόγο για βασιλεία του. Προϋποθέτει λοιπόν τον εαυτόν του σαν βασιλέα. Έτσι έρχεται φυσική η ερώτησις τού Πιλάτου που ακολουθεί. Ζητεί ο Πιλάτος σαφή απάντησί από τον Ιησού, αν είναι βασιλεύς ή όχι. «Είπε λοιπόν σ' αυτόν ο Πιλάτος˙ Είσαι λοιπόν βασιλεύς»; (Ιωάν. 18,37).
Είναι χαρακτηριστική η διαφορά αυτής της ερωτήσεως τού Πιλάτου από αντίστοιχη προηγουμένη. Πιο πάνω ο Πιλάτος ερώτησε τον Ιησού: «Συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων»; Τώρα όμως ερωτά: «Είσαι λοιπόν βασιλεύς»; χωρίς τον προσδιορισμό «των Ιουδαίων». Από αυτό φαίνεται καλά ότι τον παραξένεψε κάπως η φράσις που χρησιμοποίησε δύο φορές απαντώντας ο Ιησούς, «η βασιλεία η δική μου». Μ' αυτήν την φράσι ο ίδιος πια ο Ιησούς, όχι οι κατήγοροί του απέδιδε στον εαυτό του βασιλική Ιδιότητα.
Ο Ιησούς που αντιλήφθηκε από αυτή την ερώτησι ότι ο Πιλάτος παρά την διευκρίνησι που έγινε, δεν κατανόησε ακόμη την διαφορά ανάμεσα σε ουράνια και επίγεια βασιλεία, αλλά ακόμη τον ερωτούσε αν είναι βασιλεύς με κοσμική έννοια, απαντά: «Συ το είπες ότι εγώ είμαι βασιλεύς. Εγώ γι' αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Όποιος είναι από την αλήθεια, ακούει την φωνή μου» (Ιωάν. 18,37).
Δηλαδή: Όχι. Δεν είμαι. Συ λες ότι είμαι βασιλεύς. Εγώ το αρνούμαι. Και ποτέ δεν ισχυρίσθηκα ότι είμαι βασιλεύς, τέτοιος βασιλεύς κοσμικός και επίγειος, όπως εσύ τον εννοείς. Εγώ αντίθετα, μία αποστολή έχω σ' αυτήν την γη, και γι’ αυτήν ήρθα: Να κηρύξω την αλήθεια. Όσοι φλογίζονται από την επιθυμία να μη βρίσκωνται στην πλάνη, αυτοί με ακολουθούν, με ακούνε και δέχονται την διδασκαλία μου. Δεν είμαι λοιπόν βασιλεύς επίγειος, «δεν είμαι τέτοιος που εσύ υποπτεύεσαι» (Ιω. Χρυσόστομος), αλλά κήρυκας και διδάσκαλος της αλήθειας και πνευματικός ηγέτης όσων ποθούν και δέχονται διδασκαλία απαλλαγμένη από σφάλματα και ψέματα, όπως ακριβώς είναι η αληθινή θεογνωσία που εγώ διδάσκω.
Ο αραμαϊκός ιδιωματισμός «συ λέγεις» ή «συ είπας» έχει αρνητική σημασία. Υπογραμμίζει με έμφασι την προσωπική αντωνυμία «εσύ» σε αντίθεσι με την γνώμη τού ομιλούντος «εγώ». Γι’ αυτό ωμιλήσαμε πιο πάνω, στην αντίστοιχη απάντησι τού Ιησού στον αρχιερέα τού Μ. Συνεδρίου. Οι ερμηνείες που δόθηκαν από τον Wettstein (1751) και μετά, ότι η έκφρασις επιβεβαιώνει το ερώτημα, δεν ευσταθούν. Αυτό φαίνεται ακόμη και από τα συμφραζόμενα. Αν ο Ιησούς βεβαίωνε ότι είναι βασιλεύς, με την έννοια που τον ερώτησε ο Πιλάτος, τότε δεν θάλεγε αμέσως προς τους Ιουδαίους: «Εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία βάσι για κατηγορία» (Ιωάν. 18,38). Δεν θα σχημάτιζε δηλαδή δικαστική συνείδησι για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού, συνείδησι που την κράτησε σ' όλη την υπόλοιπη διαδικασία.
Κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο η αρχή επιβάλλει την ποινή συγχρόνως με την ομολογία τού κατηγορουμένου, με την οποία επιβεβαιώνεται η διάπραξις τού αδικήματος. Δηλαδή η ομολογία τού κατηγορουμένου είχε την πρώτη θέσι στα αποδεικτικά μέσα και καθιστούσε περιττές τις άλλες αποδείξεις.
Την αρνητική έννοια τού αραμαϊσμού διευκρινίζει όχι μόνο η αντίστοιχη έκφρασις στο χωρίο Λουκ. 22,71, αλλά και η αντίθεσις των εκφράσεων στο χωρίο Ματθ. 26,64, «συ είπας — πλην λέγω...» και η δήλωσις τού Πιλάτου προς τους Εβραίους στο χωρίο Μάρκ. 15,12, ότι αυτοί ονομάζουν τον Ιησού βασιλέα των Ιουδαίων— «τον οποίον εσείς λέγετε βασιλέα των Ιουδαίων».
«Λέγει σ' αυτόν ο Πιλάτος· τι είναι αλήθεια»; Και η ερώτησις αυτή μαρτυρεί ότι ήταν αρνητική η απάντησις τού Ιησού στο ερώτημα, αν ήταν βασιλεύς, διότι η απάντησις αυτή καθησυχάζει απόλυτα τον Πιλάτο και παύει πια ν' ασχολήται με την υποτιθεμένη βασιλική ιδιότητα τού Ιησού. Αντίθετα βλέποντας αυτός ότι έχει απέναντί του έναν διδάσκαλο που ισχυρίζεται ότι ήρθε να κηρύξη την αλήθεια, τον ερωτά, «τι είναι αλήθεια»; Η ερώτησις αυτή φανερώνει την εντύπωσι τού Πιλάτου, ότι ο Ιησούς ήταν ιδεολόγος που ερευνούσε άλλους κόσμους υψηλότερους. Η ερώτησις διακρίνεται περισσότερο για σκεπτικισμό παρά για επιθυμία γνώσεως, αφού αυτός που ρώτησε δεν περιμένει καν απάντησι, αλλά βγαίνει για να δώση τέλος στην υπόθεσι.
«Και αφού είπε αυτό βγήκε πάλι προς τους Ιουδαίους και τους λέγει· εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ενοχή» (Ιωάν. 18,38). Η δήλωσις αυτή τού Πιλάτου εκφράζει την δικαστική του συνείδησι. Είναι το πόρισμα της πρώτης ανακρίσεως τού Ιησού από τον Πιλάτο, αφ' ότου πείσθηκε απόλυτα για την αθωότητά του και το αβάσιμο των Ιουδαϊκών κατηγοριών κατά τού Ιησού απέναντι στην ρωμαϊκή εξουσία. Από την έκφρασι «σ' αυτόν» δηλαδή στον Ιησού, συμπεραίνεται καθαρά ότι ο Πιλάτος βγαίνοντας από το εσωτερικό διαμέρισμα του πραιτωρίου, όπου είχε μπει για να ανακρίνη τον Ιησού, έβγαλε μαζί του έξω και τον Ιησού που τον έδειξε στο πλήθος των Εβραίων που ήταν έξω από το πραιτώριο.
Ακούοντας οι Εβραίοι αθώωσι και αντικρύζοντας τον Ιησού, δημιουργούν αληθινό πανδαιμόνιο. Εκτοξεύουν κατά τού Ιησού σωρεία από κατηγορίες, ενώ εκείνος σιωπά. «Και κατηγορούσαν αυτόν οι αρχιερείς με πολλές κατηγορίες» (Μαρκ. 15,3). «Και ενώ κατηγορείτο αυτός από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους δεν έδινε καμμία απόκρισι» (Ματθ. 27,12).
Ο Πιλάτος περιέρχεται σε δύσκολη θέσι. Και η ηρεμία τού Ιησού που σιωπά, ερχόμενη σε αντίθεσι με εκείνη την οχλοβοή, τον ενοχλεί. Απ' αυτό εξηγείται ότι «πάλι τον ερωτούσε ο Πιλάτος λέγοντας, «δεν δίνεις καμμία απόκρισι; δες πόσο πολύ σε κατηγορούν» (Μάρκ. 15,4), «δεν ακούς πόσο πολύ σε κατηγορούν» (Ματθ. 27,13). Έπρεπε φυσικά μετά την απαγγελία της κατηγορίας από τους κατηγόρους ν’ ακολουθήση η υπεράσπισις τού κατηγορουμένου. Και επειδή απουσιάζουν μάρτυρες υπερασπίσεως, προτρέπεται ο Ιησούς από τον Πιλάτο και προκαλείται έντονα να υπερασπίση τον εαυτό του. Ο Ιησούς όμως παραιτείται από το να υπερασπίση τον εαυτό του και σιωπά. «Ο δε Ιησούς δεν έδωσε πια καμμία απόκρισι, ώστε να θαυμάζη ο ηγεμών υπερβολικά» (Ματθ. 27,14).
Οι Εβραίοι εν τω μεταξύ προσπαθούν με κραυγές να στηρίξουν την πολιτική κατηγορία. Σε αντίθεσι προς την απαλλακτική κρίσι τού Πιλάτου, ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς είναι ένοχος. Συγκεκριμένα «επέμεναν και έλεγαν ότι αναταράσσει τον λαό και διδάσκει σ' όλη την Ιουδαία· αφού άρχισε από την Γαλιλαία ήρθε ως εδώ» (Λουκ. 23,5).
Στο άκουσμα της Γαλιλαίος, ο Πιλάτος βρίσκει διέξοδο από την δύσκολη εκείνη θέσι στην οποία είχε περιέλθει. Αφού δηλαδή διεπίστωσε ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος και ότι το αδίκημα που καταγγελλόταν είχε αρχίσει να διαπράττεται εκεί, τον στέλλουν αμέσως στον τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη τον Αντύπα με συνοδεία στρατιωτών, ενώ ακολουθούσαν και οι κατήγοροι με τον όχλο. Τον στέλλει στο μικρό ανάκτορο δίπλα στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Ηρώδης5, αφού ήρθε από την Γαλιλαία τις ημέρες εκείνες χάριν των εορτών. «Αφού δε άκουσε ο Πιλάτος Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. Και αφού έμαθε ότι ανήκει στην εξουσία του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που βρισκόταν και αυτός στα Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες» (Λουκ. 23, 6-7).
Η πράξις αυτή τού Πιλάτου επιβαλλόταν από τις διατάξεις τού ρωμαϊκού δικαίου περί ειδικής δικαστικής υποχρεώσεως των κατεχομένων λαών. Σύμφωνα μ' αυτές τις διατάξεις το αδίκημα έπρεπε να δικάζεται από τις τοπικές αρχές της περιοχής, όπου διαπράχθηκε ή όπου κατοικούσε ή από όπου καταγόταν ο κατηγορούμενος. Στην προκειμένη περίπτωσι ο Ιησούς, αν και γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, εθεωρείτο ότι καταγόταν από την περιοχή των υποτιθεμένων γονέων του, δηλαδή την Ναζαρέτ, από την οποία και ωνομαζόταν Ναζαρηνός ή Ναζωραίος ή Γαλιλαίος. Και κατηγορείτο ότι άρχισε την επαναστατική του δράσι από την Γαλιλαία. Επομένως το αδίκημα έπρεπε δικονομικά να δικασθή από την τοπική αρχή τού τόπου όπου διαπράχθηκε, αφού ο τόπος ήταν συγχρόνως ο τόπος προελεύσεως τού κατηγορουμένου. Εάν δε διαπιστωνόταν ότι πρόκειται για θανάσιμο έγκλημα, έπρεπε να τεθή κάτω από την ουσιαστική κρίσι της ρωμαϊκής αρχής.
Αν ο Πιλάτος απεφάσισε να στείλη τον Ιησού στον Ηρώδη από υπαγόρευσι της δικαστικής του συνειδήσεως για αρμοδιότητα λόγω κατοικίας τού κατηγορουμένου ή αν το έκανε απλώς για να αποφύγη το αδιέξοδο στο οποίο τον είχαν περιαγάγει οι Εβραίοι, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να το πούμε. Πάντως είναι γεγονός ότι η ενέργειά του αυτή είναι ντυμένη με νομιμοφάνεια, αφού επέτρεψε στούς Εβραίους να εκτοξεύσουν νέες κατηγορίες κατά τού Ιησού. Θα μπορούσε βέβαια να την κλείση την υπόθεσι, μόλις πείσθηκε από την ανάκρισι τού Ιησού ότι είναι εντελώς αναίτιος των κατηγοριών που τού προσήψαν κατά την προσαγωγή του σ' αυτόν.
Αν έκλεινε τότε την υπόθεσι και αν έπαιρνε διοικητικά μέτρα για να καταστείλη τους εκβιασμούς τού εβραϊκού στοιχείου, θα βρισκόταν οπωσδήποτε κατά πάντα εν τάξει και προς την δικονομία και προς αυτή την έννοια της δικαιοσύνης. Τώρα όμως μετά την αθωωτική ετυμηγορία υπαναχώρησε στούς εβραϊκούς εκβιασμούς, ταλαιπωρούσε έναν αθώο κατηγορούμενο δείχνοντας κάμψι, που πρόδιδε ότι είχε αναποφασιστικότητα και διοικητική αδυναμία. Ακριβώς δε αυτά τα δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της αντινομίας που εμφανίζει ο Πιλάτος στην προκειμένη υπόθεσι: Από το ένα μέρος ορθή κρίσις και από το άλλο μέρος αναποφασιστικότητα. Από το ένα μέρος πεποίθησις στην αθωότητα τού κατηγορουμένου και άφ' ετέρου παράδοσίς του για θανάτωσι, σαν να ήταν ένοχος. Ανάμεσα σ' αυτά τα δύο αντίθετα άκρα κινείται το εκκρεμές της αβουλίας του, και σ' αυτήν την κίνησι οφείλεται η ανάπεμψις τού Ιησού στον Ηρώδη, μετά την πεποίθησι που σχημάτισε και μετά την ομολογία για την αθωότητά του.
Στο σημείο αυτό τερματίζεται η πρώτη φάσις της λεγομένης «δίκης» τού Ιησού ενώπιον του Πιλάτου, ο οποίος ήδη σχημάτισε γνώμη για την αναιτιότητα η αθωότητα τού Ιησού.
Β'. Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΗΡΩΔΗ
Ανάμεσα στην πρώτη αυτή και στην δεύτερη φάσι της λεγομένης «δίκης» τού Ιησού ενώπιον τού Πιλάτου παρεμβάλλεται η ανάπεμψίς του προς τον Ηρώδη με την συνοδεία των κατηγόρων του.
Ο Ηρώδης αυτός ήταν ο Αντύπας, γυιός τού Ηρώδου τού Μεγάλου, τετράρχης της Γαλιλαίος και της Περσίας (4 π.Χ. - 39 μ.Χ.). Σύζυγό του είχε λάβει την θυγατέρα τού βασιλέως Αρέτα Δ', την οποία όμως εκδίωξε γιατί ερωτεύθηκε την νύφη του Ηρωδιάδα, την σύζυγο του ομομήτριου αδελφού του Φιλίππου. Οι επιτιμήσεις τού Ιωάννου του Προδρόμου για την ανήθικη αυτή πράξι τού κόστισαν το κεφάλι, το οποίο αξίωσε να λάβη η θυγατέρα τού Φιλίππου και της Ηρωδιάδος Σαλώμη, με την εισήγησι της μητέρας της που εμαίνετο για τον έλεγχο του Ιωάννου.
Ολίγο μετά την εγκληματική αποκεφάλισι τού Προδρόμου, τάραξε τον Ηρώδη η φήμη για την δράσι τού Ιησού «εν δυνάμει πολλή». Η εφιαλτική ψύχωσις που τον κατέτρυχε για το έγκλημα τού παρουσίαζε τον Ιησού σαν τον Πρόδρομο που αναστήθηκε εκ νεκρών. Για τον Ιησού θα είχε ασφαλώς πληροφορήσει τον Ηρώδη και η «Ιωάννα, γυναίκα τού Χουζά, τού επιτρόπου τού Ηρώδου», μία από τις γυναίκες που θεραπεύθηκαν από τον Ιησού (Λουκ. 8,3). Την φοβισμένη εφιαλτική ψύχωσι τού Ηρώδη από την φήμη για τον Ιησού την φανερώνουν τα λόγια του: «Τον Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα. Ποιος όμως είναι αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα»; (Λουκ. 9,9), «ο Ιωάννης που εγώ αποκεφάλισα αυτός αναστήθηκε» (Μάρκ. 6,16), «και ζητούσε να τον ιδή» (Λουκ. 9,9). Κατεχόταν από άγχος και από διάθεσι να εξοντώση τον Ιησού, ο οποίος και το εγνώριζε και χαρακτήρισε σαν «αλεπού» τον Ηρώδη, στον οποίο παρήγγειλε ότι άφοβα συνεχίζει την δυναμική του δράσι (Λουκ. 13,32 εξ.).
Από αυτά εξηγείται ότι «ο Ηρώδης σαν είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, διότι ήθελε από πολύ καιρό να τον ιδή, διότι άκουσε πολλά γι’ αυτόν. Και έλπιζε μήπως ιδή να κάνη κάποιο θαύμα» (Λουκ. 23,8). Από αυτά είναι προφανές ότι πρωτοαντικρύζοντας ο Ηρώδης τον Ιησού, ουδέ καν ενδιαφέρθηκε να μάθη τον λόγο για τον οποίο τον έφεραν μπροστά του με την συνοδεία τόσων Εβραίων αξιωματούχων και όχλου. Εδοκίμασε αντίθετα ζωηρή ικανοποίησι, διότι επί τέλους έβλεπε τον ακουστό Ιησού και θα μπορούσε να ιδή απ' αυτόν και κάποιο θαύμα. Γι' αυτό, πριν προλάβουν οι συνοδοί ν’ ανοίξουν το στόμα, «τού έκανε πολλές ερωτήσεις, αλλά αυτός δεν έδινε καμμία απόκρισι» (Λουκ. 23,9).
Ούτε απάντησι λοιπόν έδινε ο Ιησούς στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις τού Ηρώδη, προφανώς για την προέλευσί του και την δράσι του ούτε έδειξε κάποιο θαυματουργικό σημείο της δυνάμεώς του για να ικανοποιήση την περιέργεια τού Ηρώδη, ο οποίος είναι φυσικό να έγινε έξω φρενών. Η σιωπή τού Ιησού γιγάντωνε το άγχος του, ανακινούσε τους εφιάλτες του και αφύπνιζε το φονικό του μίσος. Από την δυσμενή αυτή για τον Ιησού σκηνή έσπευσαν να επωφεληθούν οι συνοδοί τού Ιησού. «Στέκονταν oι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον κατηγορούσαν έντονα» (Λουκ. 23,10). Εκβίαζαν έτσι τον Ηρώδη να σταματήση τις ερωτήσεις του, οι οποίες και έμεναν αναπάντητες και να προχωρήση στην ουσία των κατηγοριών, οι οποίες προφανώς θα ήταν αναμασήσεις των κατηγοριών εμπρός στο Μέγα Συνέδριο και στον Πιλάτο, με υπογραμμισμένη την κατηγορία ότι αναταράζει τον λαό, αφού γι' αυτήν είχε γίνει η παραπομπή τού Ιησού στον Ηρώδη (Λουκ. 23, 6-7).
Ο Ηρώδης όμως δεν είχε πλέον ούτε διάθεσι ούτε ψυχραιμία να ανακρίνη και να δικάση. Έξαλλος εξετράπη με τους στρατιώτες της φρουράς του σε εξευτελιστικές πράξεις για να εξουθενώση τον Ιησού. Αυτό ήταν και υποσυνείδητη αντίδρασις τού αγχώδους πλέγματος συναισθημάτων φόβου και μίσους που είχε μέσα του κατά τού δυναμικού Ιησού και κατά τού εφιαλτικού φαντάσματος τού Προδρόμου. «Αφού δε τον εξουθένωσε ο Ηρώδης μαζί με τον στρατό του και αφού τον ενέπαιξε, φορώντας του μανδύα λαμπρό τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο» (Λουκ. 23, 11).
Από την πληροφορία για «λαμπρό μανδύα» συμπεραίνουμε ότι ο μέχρι εξουθενώσεως εμπαιγμός συνίστατο στην απομίμησι της βασιλικής αμφιέσεως. Αυτό έγινε προφανώς από την επανάληψι εμπρός στον Ηρώδη της κατηγορίας ότι ο Ιησούς αντιποιείται βασιλικό αξίωμα. Εκτός από αυτόν τον εμπαιγμό, με τον οποίο ο Ηρώδης εξουδετέρωσε το άγχος που από πολύ καιρό τον συνείχε για τον Ιησού, ούτε ανάκρισι έκανε ούτε απόφασι εξέδωκε, αλλά απλώς, φαίνεται, διεμήνυσε στον Πιλάτο ότι δεν πρόκειται για σοβαρή υπόθεσι, πολύ δε περισσότερο για θανάσιμο έγκλημα.
Συνεπώς η παραπομπή τού Ιησού στον Ηρώδη για ανάκρισι από τον Πιλάτο, πράξις δικονομική, άσχετα αν προέβη σ' αυτήν από καθήκον, από νομική ή δικαστική συνείδησι ή από πρόσχημα, κατέληξε σε χλευασμό τού κατηγορουμένου, πράγμα αντίθετο προς τους κανονισμούς της δικονομίας. «Έγιναν δε φίλοι ο Πιλάτος και ο Ηρώδης αυτή την ημέρα, γιατί προηγουμένως είχαν έχθρα μεταξύ τους» (Λουκ. 23,12).
Από αυτά μπορεί να φανή και τούτο, ότι η δικονομική νομιμοφάνεια της ενέργειας τού Πιλάτου δεν ήταν απαλλαγμένη από διπλωματικότητα. Ακούοντας για Γαλιλαία, της οποίας ο Τετράρχης βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα χάριν της εορτής τού Πάσχα που πλησίαζε, άρπασε την ευκαιρία, για να προβή σε ενέργεια που θα κολάκευε τον Ηρώδη και θα υποβοηθούσε στην αποκατάστασι των σχέσεων μαζί του. Οι σχέσεις αυτές είχαν διακοπή εχθρικά, αφ' ότου ο Ηρώδης, εξωργισμένος ήδη εναντίον τού Πιλάτου για την σφαγή των Γαλιλαίων, την ώρα που σαν προσκυνητές θυσίαζαν στον ναό των Ιεροσολύμων, είχε δεχθή να μεταβιβάση στον αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριο, με τον οποίο συνδεόταν φιλικώτατα6, διαμαρτυρία των Εβραίων. Η διαμαρτυρία συνίστατο στο ότι ο Πιλάτος κατ’ επανάληψι προσέβαλλε το θρησκευτικό τους αίσθημα κατά τις ταραχές μετά από εκείνη την σφαγή. Ήδη με τις ενέργειες τού Πιλάτου οι σχέσεις με τον Ηρώδη αποκαταστάθηκαν.
Γ. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Οδηγείται λοιπόν και πάλι ο Ιησούς με την ίδια συνοδεία των κατηγόρων του στον Πιλάτο προς το πραιτώριο, όπου ξετυλίγεται η δεύτερη φάσις της παραστάσεως τού Ιησού εμπρός του. Κατ’ αυτήν ο Πιλάτος ενισχυμένος και από τον Ηρώδη στην πεποίθησι για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού, αναζητεί νέα διέξοδο. Προσπαθεί ν’ απολύση τον Ιησού με την ευκαιρία της εορτής που πλησίαζε. Αλλά ας αφήσουμε τις πηγές να ομιλήσουν για την εξέλιξι της υποθέσεως στη νέα της αυτή φάσι.
«Ο Πιλάτος αφού συνεκάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό, τους είπε˙ «μου φέρατε τούτον τον άνθρωπον σαν ταραξία τού λαού, αλλά εγώ αφού τον ανέκρινα μπροστά σας, δεν βρήκα στον άνθρωπο αυτό καμμία ενοχή. Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γι' αυτό και μας τον ξανάστειλε. Δεν έχει διαπράξει τίποτε άξιο θανάτου» (Λουκ. 23,13-15). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διακρίνεται για τις ακριβείς εικόνες των αφηγήσεών του. Δεν ήταν μόνο στο πινέλλο αλλά και στην πέννα και στον λόγο ζωγράφος. Η ανώτερη εικόνα είναι πολύ χαρακτηριστική και διαφωτιστική τού όλου θέματος.
Ο Ιησούς στέλλεται πίσω στον Πιλάτο από τον Ηρώδη εξουθενωμένος με την συνοδεία των κατηγόρων του. Ο Πιλάτος συγκαλεί τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό, δηλαδή τους κατηγόρους τού Ιησού, και ανακεφαλαιώνει όλα όσα έγιναν από τότε που προσάχθηκε ενώπιόν του, δηλαδή: την προσαγωγή, την κατηγορία, την ανάκρισι ενώπιόν του, τις πρόσθετες κατηγορίες, την αποστολή στον Ηρώδη, το πόρισμα της δικής του έρευνας για την πλήρη αθωότητα του Ιησού και την συμφωνία του Ηρώδη προς αυτό το πόρισμα.
Από την τελευταία αυτή πληροφορία για τον Ηρώδη συμπεραίνουμε ότι παρά τις έντονες κατηγορίες των αρχιερέων και των γραμματέων κατά τού Ιησού στον Ηρώδη, παρά την προσωπική του προκατάληψι κατά τού Ιησού, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω και παρά την οργή του κατά τού Ιησού για την περιφρονητική του σιωπή στις επανειλημμένες ερωτήσεις που τού απηύθυνε, ο Ηρώδης σχημάτισε την γνώμη ότι ο Ιησούς δεν είναι ένοχος θανασίμου εγκλήματος, όπως ισχυρίζονταν oι κατήγοροί του. Αυτή την γνώμη του την γνώρισε στον Πιλάτο, όπως ο ίδιος το αποκαλύπτει στους κατηγόρους τού Ιησού. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε πως όταν ξανάστειλε ο Ηρώδης τον Ιησού στον Πιλάτο, απέστειλε ταυτόχρονα σ' αυτόν και ένα έμπιστο πρόσωπο, με το οποίο μάλλον προφορικά — δεν αποκλείεται όμως και με γραπτό σημείωμα — τού διεμήνυσε για την αθωότητα τού Ιησού. Αποκλείεται βέβαια να δεχθούμε ότι αυτό το μήνυμα το έστειλε ο Ηρώδης στον Πιλάτο με τους κατηγόρους τού Ιησού, οι οποίοι μανιασμένοι προς το θύμα τους θα δημιουργούσαν σκηνές όμοιες μ' εκείνες που προκάλεσαν εμπρός στον Πιλάτο για να τον εκβιάσουν.
Σ' αυτό το σημείο, που επιβεβαιώθηκε εκ μέρους αυτού τού Πιλάτου με έμφασι η γνώμη του για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού, η οποία γνώμη είχε ήδη σχηματισθή και ανακοινωθή από την πρώτη φάσι της δίκης, θα έπρεπε να τερματισθή αυτή η δίκη, αφού δεν τερματίσθηκε, όπως θα έπρεπε, στο τέλος της πρώτης εκείνης φάσεώς της. Παρά ταύτα επακολουθεί από μέρους τού Πιλάτου μία καταπληκτική πρότασίς του εις βάρος τού Ιησού, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεσι προς την δικαστική του συνείδησι και παρουσίαζε εκ νέου την αντινομία των ενεργειών τού Πιλάτου και την αιώρησι όπως στο εκκρεμές ανάμεσα στην ορθή κρίσι και στην ανεπίτρεπτη αναποφασιστικότητα, ανάμεσα στην δικαιοσύνη και στην αδικία. Να, η καταπληκτική πρότασίς του στους Εβραίους για τον Ιησού, ευθύς αμέσως μετά την για δεύτερη φορά κατηγορηματική ομολογία για την πλήρη αθωότητα του: «αφού λοιπόν τον βασανίσω, θα τον αφήσω ελεύθερο» (Λουκ. 23,16).
Αυτή η ίδια η πρότασις περιέχει δύο ενέργειες που αποκλείουν η μία την άλλη και παρουσιάζουν την αντινομία: Εάν ο Ιησούς πρέπει να απολυθή λόγω αθωότητος, γιατί να τιμωρηθή; Εάν πάλι είναι ένοχος, γιατί ν' απολυθή; Είναι προφανές ότι στην δικαστική συνείδησι τού Πιλάτου κυριαρχεί απόλυτα η ανεπιφύλακτη κρίσις και πεποίθησις για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού και ως εκ τούτου ο Πιλάτος έκλινε στο να απολύση τον Ιησού.
Από την απροσδόκητη πρότασι για τιμωρία τού Ιησού και από το γεγονός ότι δεν τον απολύει αμέσως με σύγχρονη αποπομπή των κατηγόρων του, όπως έπραξε ανδρικώτατα σε μεταγενέστερο χρόνο σε όμοια περίπτωσι τού Παύλου ο ανθύπατος της Αχαΐας Γαλλίων (Πράξ. 18,12-17), βγαίνει το εξής συμπέρασμα: Ένα συναίσθημα ήταν αντίρροπο στην ορθή για τον Ιησού κρίσι και ανταγωνιζόταν την απόφασι του Πιλάτου για απόλυσι, υπολόγιζε δηλαδή με φόβο τον εβραϊκό αναβρασμό. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψι ισχυράς θελήσεως, η οποία είχε ατονήσει από τις επανειλημμένες κατά τού Πιλάτου εξεγέρσεις του εβραϊκού όχλου και από την υπονόμευσί του από τους Εβραίους στον αυτοκράτορα.
Αντίθετα φέρθηκε ο Γαλλίων. Όταν oι Εβραίοι, έξαλλοι για την δράσι τού Παύλου στην Κόρινθο, που προσείλκυσε στον Χριστό τα πλήθη και τους άρχοντές τους, τον συνέλαβαν, ο Γαλλίων, πριν ακόμη ανοίξη το στόμα του ο Παύλος, τους είπε: «Εάν επρόκειτο για πολιτικό αδίκημα, θα το ανεχόμουνα, αλλά για εσωτερικές σας διαφορές «εγώ δεν θέλω να είμαι δικαστής», «και τους έδιωξε από το δικαστήριο». Τότε με μανία oι Έλληνες άρχισαν να δέρνουν τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη εμπρός στον Γαλλίωνα, «και καθόλου γι’ αυτά δεν ενδιαφερόταν ο Γαλλίων». Αυτή είναι η νόμιμη στάσις Ρωμαίου ηγεμόνος, εντελώς αντίθετη μ’ εκείνη τού Πιλάτου, ο οποίος λέγει στους Εβραίους και στον όχλο:
«Αφού λοιπόν και εγώ κατόπιν ανακρίσεως τού Ιησού ενώπιον σας τον βρίσκω αθώο από τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κατηγορίες, το ίδιο και ο Ηρώδης, όπου έστειλα και σάς για να παρουσιάσετε μπροστά του τις κατηγορίες σας, αφού επομένως τίποτε δεν διέπραξε ο Ιησούς που να συνεπάγεται την θανάτωσί του, ας τον απολύσω, αφού προηγουμένως τον μαστιγώσω» (Λουκ. 23,14-16).
Εδώ δεν πρόκειται για την μαστίγωσι που συνηθιζόταν στους Εβραίους, αλλά γι’ αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι η οποία ήταν πριν από τον θάνατο και πριν από την σταύρωσι τιμωρία που επέτεινε τον ατιμωτικό χαρακτήρα της σταυρικής ποινής. Γι’ αυτό η απροσδόκητη δήλωσις τού Πιλάτου, ότι θα μαστιγώση τον Ιησού, καθώς ακουόταν από τους Εβραίους, κάτω από τα όμματα των οποίων oι ρωμαϊκές αρχές κατοχής προέβαιναν σε εκτελέσεις σύμφωνα με το δικό τους Δίκαιο, αποτελούσε προοίμιο της επιτυχίας τους στην προσπάθεια να σταυρωθή ο Ιησούς. Ήταν σαν να προεγγυάτο την πορεία των πραγμάτων προς την σταύρωσι.
Καθώς προχωρούσαν με επιτυχία oι καταχθόνιες προσπάθειές τους, η πρότασις τού Πιλάτου που ευθύς επακολούθησε για απόλυσι τoυ Ιησού λόγω διαπιστωμένης αθωότητάς του, αποτελούσε παλινδρόμησι τού Ρωμαίου ηγεμόνος, η οποία τους εξαγρίωσε. Προκάλεσε, όπως το δείχνει η συνέχεια, οξεία αντίδρασι. Και αρπάζουν αυτοί την υπόσχεσι τού Πιλάτου για μαστίγωσι τού Ιησού, αλλά αποκρούουν την απόλυσι τού θύματος. Ο τρόπος τους ήταν τόσο ιταμός και απόλυτος, ώστε το εκκρεμές τού χαρακτήρα τού Πιλάτου, που αιωρείτο μεταξύ της ορθής του κρίσεως και υγιούς δικαστικής συνειδήσεως άφ' ενός και της άβουλης και φοβισμένης υποχωρητικότητάς του άφ’ ετέρου, να χάση τον ένα από τους δύο πόλoυς του, και σαν μόνη διέξοδος να απομείνη η υποχώρησίς του. Υποχώρησις στην αξίωσι των Εβραίων να εξοντωθή ο Ιησούς. Οι Εβραίοι αγωνίζονται να επιδράσουν πάνω στον Πιλάτο με τόσο καταπιεστικό τρόπο, ώστε να πνίξη την φωνή της συνειδήσεώς του και παρά συνείδησι να παραδώση τον Ιησού για θανάτωσι.
Η ευθύνη δεν ήταν ολοκληρωτικά δική τους. Με την υποχωρητική του προθυμία να μαστιγωθή ο αθώος Ιησούς, ο Πιλάτος έρριξε ο ίδιος το κέντρο τού βάρους του προς την πλευράν της αθωοκτονίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή και στις δραματικές σκηνές που θα ακολουθήσουν τον έπνιγε, αλλά μάταια, η φωνή της συνειδήσεώς του.
Επίσης από τα συμφραζόμενα και ιδιαίτερα από την απόλυσι που πρότεινε, φαίνεται καθαρά ότι ο Πιλάτος προτείνοντάς την δεν εννοούσε απόλυσι ανθρώπου που δικάσθηκε και αθωώθηκε και επομένως οφείλει ν’ απολυθή χωρίς άλλη διατύπωσι, όπως το αξίωνε και η δικαστική του συνείδησις. Όχι. Αλλά στο μυαλό του αναδύθηκε εκείνη τη στιγμή ένα έθιμο, που κάθε έτος λάβαινε χώρα και το όποιο μπορούσε να εφαρμοσθή και στον Ιησού, εάν ήθελαν οι Εβραίοι. Η επιλογή τούτου ή εκείνου τού προσώπου για εφαρμογή τού εθίμου εξηρτάτο από την θέλησί τους. Επρόκειτο για το έθιμο της ρωμαϊκής αρχής ν’ απολύη κατά την εορτή τού Πάσχα έναν από τους δεσμίους Εβραίους, όποιον αυτοί θα ζητούσαν ονομαστικά.
Με την σκέψι του αυτή ο Πιλάτος να επικαλεσθή το εν λόγω έθιμο για την απόλυσι τού Ιησού, τον συγκαταριθμούσε ανάμεσα στους δέσμιους που έπρεπε να απολυθούν υπό όρον. Έτσι έπαυε πλέον ο Ιησούς να είναι στα μάτια των Εβραίων αυτός που δικάσθηκε, που αθωώθηκε από ρωμαϊκό δικαστήριο και που δικαιούται ν’ απολυθή άνευ όρων. Αντίθετα είναι πια ο δέσμιος, αυτός που ενδέχεται ν’ απολυθή, εάν και έφ' όσον το ήθελαν οι Εβραίοι. Τυπικά η απόλυσις τού δεσμίου γίνεται από τον Πιλάτο, και ουσιαστικά από τους Εβραίους. Έτσι ο Ιησούς κατεβάζεται απ’ αυτόν τον ρωμαίο δικαστή από το ύψος τού αθώου που δικαιούται ν’ απολυθή, στο επίπεδο των κρατουμένων κακοποιών, και γίνεται ένας απ’ αυτούς συνδεσμώτης και συγκροτούμενος χωρίς λόγο.
Στην πρότασι τού Πιλάτου, «παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» (Λουκ. 23,16), ο ρηματικός τύπος «απολύσω» δεν είναι μέλλοντας οριστικής — θα απολύσω — αλλά αόριστος υποτακτικής — ας απολύσω, να απολύσω. Όπως αναφέρθηκε, ο Πιλάτος βάσει εθίμου που επεκράτησε ώφειλε ν' απολύση έναν από τους δέσμιους, λόγω της εορτής τού Πάσχα που πλησίαζε, αλλά ποιόν απ’ αυτούς θα απέλυε, ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο θα επιλεγόταν, ήταν προνόμιο των Εβραίων, εκχωρημένο σ' αυτούς από την ρωμαϊκή αρχή. Τούτο φαίνεται καθαρά από τις αφηγήσεις των δύο πρώτων συνοπτικών. «Κατά την εορτή ήταν συνήθεια ο ηγεμών ν' απολύη χάριν τού λαού ένα δέσμιο, όποιον ήθελαν» λέγει ο Ματθαίος (27,1 5). «Κατά την εορτή απέλυε για χάρι τους έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν» λέγει ο Μάρκος (1 5,6). Το ίδιο φαίνεται και στις αφηγήσεις των δύο υπολοίπων ευαγγελιστών.
Το έθιμο τούτο ήταν εβραϊκό και υπήρχε από παλαιά για να θυμίζη την απελευθέρωσι των Εβραίων από την δουλεία της Αιγύπτου. ΟΙ Ρωμαίοι που το βρήκαν το σεβάσθηκαν. Έτσι ασκούσαν στο εξής αυτοί το δικαίωμα της απολύσεως, αφήνοντας στους Εβραίους το προνόμιο να διαλέξουν τον απολυτέο κατά απόλυτη αρέσκειά τους. Το ότι ο Πιλάτος σκεπτόταν να προσφυγή στο έθιμο, για να επιτύχη έτσι την απόλυσι τού Ιησού, φαίνεται καθαρά από την συνέχεια της σκηνής: «Ο Πιλάτος αποκρίθηκε σ' αυτούς λέγοντας (Μάρκ. 15,9)· υπάρχει συνήθεια σε σάς να απολύσω προς χάριν σας έναν το Πάσχα; (Ιωάν. 18,39α). Θέλετε λοιπόν (Ιωάν. 18,39β) να απολύσω αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων»; (Μάρκ. 15,9β, 12).
Ενώ στην αρχή υπόμνησε ο Πιλάτος το έθιμο στους Εβραίους χωρίς ν' αναφέρη όνομα δέσμιου και ενώ αυτοί, μόλις το θυμήθηκαν, αξίωσαν την εφαρμογή του, στο εξής αναγκάζεται ο Πιλάτος να προτείνη συγκεκριμένα την απόλυσι τού Ιησού, αποκαλύπτοντας έτσι, κάτω από την πίεσι της δικαστικής του συνειδήσεως την σκέψι του και την πρόθεσί του. Και δεν αναφέρει το όνομα τού Ιησού, παρά μόνο τον τίτλο, που oι ίδιοι απέδιδαν σ' αυτόν: «αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων». Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν απέδωσε στον εαυτό του τέτοιο τίτλο. Γι’ αυτό και ο Πιλάτος είχε αποφανθή για τον Ιησού ότι είναι αθώος ως προς αυτήν την κατηγορία.
Και η τωρινή πρότασις τού Πιλάτου για απόλυσι τού Ιησού παρουσιάζει και πάλι ότι η δικαστική του συνείδησις είχε πλήρη βεβαιότητα για την αθωότητά του. Η δικαστική του συνείδησις είχε διαπιστώσει και το πραγματικό ελατήριο των εβραϊκών ενεργειών. Τούτο μας το αποκαλύπτει η χαρακτηριστική πληροφορία των δύο πρώτων Ευαγγελιστών: «Διότι εγνώριζε ότι τον παρέδωσαν από φθόνο» (Ματθ. 27,18). «Διότι εγνώριζε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει oι αρχιερείς» (Μαρκ. 15,10).
Συνειδητοποιήθηκε λοιπόν στον Πιλάτο το γεγονός ότι oι κατηγορίες εναντίον τού Ιησού ήταν προσχήματα και επινοήσεις για συγκάλυψι τού φθόνου της εβραϊκής ηγεσίας. Ο φθόνος της υπήρξε το μοναδικό της ελατήριο στην αμείλικτη προσπάθειά της να εξοντώση τον Ιησού. Το συμπέρασμα αυτό της δικαστικής ευθυκρισίας τού Πιλάτου συμφωνεί πλήρως προς την γραμμή τού εξοντωτικού φθόνου. Αυτή η γραμμή διήκει δια μέσου όλων των γεγονότων και την διαπιστώσαμε σε ό,τι στην αρχή τού παρόντος κεφαλαίου ωνομάσαμε, «Τα προδρομικά γεγονότα τού δράματος»7. Με αυτή τη γραμμή τού φθόνου που διήκει δια μέσου αυτών των γεγονότων ευθυγραμμίζεται τώρα το πόρισμα της δικαστικής έρευνας του Πιλάτου, που συνάγεται από την όλη κίνησι κατά τού Ιησού.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε την συνέχεια.
Σαν πρότεινε ο Πιλάτος να απολυθή αυτός που οι Εβραίοι τον ωνόμαζαν «βασιλέα των Ιουδαίων», δημιουργήθηκε, φαίνεται, μεγάλη αναταραχή. Αυτό δεν αναφέρεται στις πηγές, οι οποίες σ' αυτό το σημείο παρουσιάζουν κενό, αλλά συμπεραίνεται με βεβαιότητα από την συνέχεια της διηγήσεως. Η αναταραχή συνίστατο στο εξής: Από το ένα μέρος η εβραϊκή ηγεσία και μερικοί από τον όχλο σφύριζαν ο ένας στον άλλο το όνομα τού φυλακισμένου Βαραββά κι άρχιζαν να φωνάζουν δυνατά και να κραυγάζουν σαν σύνθημα αυτό το όνομα, όπως συμβαίνει στις διαδηλώσεις, με την αξίωσι ν' απολυθή. Έτσι οι πηγές δίνουν αμέσως την εξήγησι ποιος ήταν ο Βαραββάς, που τ' όνομά του για πρώτη φορά ακούεται ανάμεσα στα γεγονότα: «Είχαν τότε έναν ονομαστό φυλακισμένο που λεγόταν Βαραββάς (Ματθ. 27,16). Ήταν δε ο λεγόμενος Βαραββάς στην φυλακή μαζί με τους στασιαστές, που κατά την στάσι είχαν διαπράξει φόνο (Μάρκ. 15,7). Ήταν φυλακισμένος για στάσι που έγινε στην πόλι και για φόνο (Λουκ. 23,19). Ήταν δε ο Βαραββάς ληστής» (Ιωάν. 18,40). Από το άλλο μέρος οι περισσότεροι από τον όχλο αξίωναν ν' απολυθή ο Ιησούς, όπως φαίνεται καθαρά από την πιο κάτω πληροφορία, ότι οι Εβραίοι ηγέτες κατέβαλαν πολλή προσπάθεια για να μεταστρέψουν το υπέρ τού Ιησού λαϊκό ρεύμα και να μεταπείσουν τους όχλους να ζητήσουν την απόλυσι τού Βαραββά.
Ο Πιλάτος βρέθηκε απέναντι σ' αυτά τα δυο ρεύματα τού όχλου, που συνωθούνταν εμπρός στο πραιτώριο. «Ενώ λοιπόν αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, είπε σ' αυτούς ο Πιλάτος· «ποιον θέλετε να σάς απολύσω, τον Βαραββά ή τον Ιησού που ονομάζεται Χριστός»; (Ματθ. 27,17). Αλλά πριν λάβη απάντησι, παρεμβάλλεται ξαφνικά μια σκηνή που διακόπτει την συνέχεια, δηλαδή το
ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ: Οι Ρωμαίοι κρατικοί υπάλληλοι συνήθιζαν να παίρνουν μαζί τους σ' όποια επαρχία αποστέλλονταν τις γυναίκες τους, όπως συμβαίνει και σήμερα. Ήταν λοιπόν φυσικό και για τον Πιλάτο να πάρη μαζί του την γυναίκα του την Κλαυδία Πρόκλα, από την Καισαρεία όπου έμενε μ' αυτήν, στην Ιερουσαλήμ. Ο Πιλάτος είχε έρθει στην Ιερουσαλήμ για να εποπτεύη πιο άμεσα την τάξι κατά την εορτή. Ας σημειωθή μάλιστα ότι η σύζυγός του που κατ’ αρχήν ήταν ειδωλολάτρις, είχε γίνει Ιουδαία προσήλυτος και άνηκε στις «σεβόμενες και καλής τάξεως γυναίκες» (Πράξ. 13,50), δηλαδή στην κατηγορία εκείνη των προσηλύτων, που ωνομάζονταν «οι φοβούμενοι τον Θεό» ή «σεβόμενοι προσήλυτοι» ή απλώς «οι σεβόμενοι». Γι’ αυτό λέγεται ότι ο Πιλάτος είπε γι' αυτήν ότι «θεοσεβής έστι και μάλλον ιουδαΐζει»8.
Στην κρίσιμη λοιπόν εκείνη στιγμή, προτού απαντήσουν oι Εβραίοι στο ερώτημα τού Πιλάτου, «ενώ αυτός καθόταν στην δικαστική έδρα, τού έστειλε η σύζυγός του μήνυμα και τού έλεγε, «μη κάνης τίποτε σ' εκείνον τον δίκαιο και αθώο, γιατί πολύ υπέφερα σήμερα στο όνειρό μου εξ αίτιας αυτού» (Ματθ. 27,19).
Ας μη λησμονούμε ότι ήταν πρωί, λίγο μετά την ανατολή τού ήλιου. Η αρχόντισσα μόλις ξύπνισε άκουσε, φαίνεται, τον θόρυβο έξω από το πραιτώριο. Ή ρώτησε το προσωπικό και έμαθε ότι δικάζεται ο Ιησούς. Ή, όπως ίσως πρέπει να συμπεράνουμε από την λέξι «εκείνον», παρατήρησε μέσα από το πραιτώριο όσα συνέβαιναν έξω, και περίτρομη από κάποιο όνειρο, που ακριβώς αναφερόταν στον δικαζόμενο Ιησού που ο Πιλάτος είχε μπροστά του, απέστειλε αμέσως μήνυμα στον Πιλάτο ν' απομακρυνθή από κάθε ενέργεια εναντίον τού Ιησού.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο τού ονείρου, από πουθενά δεν συμπεραίνεται. Από την πληροφορία αυτή συμπεραίνονται με βεβαιότητα τα εξής:
α) Το όνειρο περιστρεφόταν γύρω από τον Ιησού, από όπου συμπεραίνουμε ότι το πρόσωπο τού Ιησού δεν ήταν άγνωστο στην αρχόντισσα, αν όχι από άμεση θέα, τουλάχιστον από την φήμη που προήλθε από την δράσι τού Ιησού, αν και από τις λέξεις «δι' αυτόν» οδηγούμαστε μάλλον στην εκδοχή, ότι το πρόσωπο που έδρασε στο όνειρο δεν ήταν φυσιογνωμικά άγνωστο στην γυναίκα, διότι έτσι μόνο εξηγείται ότι το εταύτισε με τον δικαζόμενο Ιησού.
β) Το όνειρο ήταν ζωηρό και η πλοκή του ζωντανή, ώστε να δημιουργήση σ' αυτήν κατά τον ύπνο ισχυρές συγκινήσεις υπέρ τού Ιησού.
γ) Περίτρομη από αυτά διαμηνύει στον σύζυγο της να απομακρυνθή και να μην αναμειχθή καθόλου στην υπόθεσι, και
δ) Είτε από το όνειρο είτε από τις εντυπώσεις από τον Ιησού είτε από τις φήμες γι' αυτόν είτε από όλα αυτά μαζί, βεβαιώθηκε ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος, και έπρεπε να προσέξη ο σύζυγός της μη τυχόν διαπράξη κάποια αδικία εις βάρος του. Επίσης ίσως περιλαμβάνονταν στο όνειρο και κυρώσεις εναντίον του Πιλάτου, που δικαιολογούσαν τον τρόμο της γυναίκας, οι οποίες λόγω τού οικτρού τέλους που είχε ο Πιλάτος9 μπορούν να χαρακτηρίσουν το όλο όνειρο σαν προφητικό.
Το περιεχόμενο τού μηνύματος κωδικοποιούσε με λίγα λόγια όλο τον συναισθηματικό κύκλο της γυναίκας από όλα αυτά τα βιώματα, ενώ συγχρόνως ήταν σαφής προς τον σύζυγό της προειδοποίησις να τον συγκρατήση. Αυτή η προειδοποίησις στην κρισιμώτατη εκείνη στιγμή, πρέπει να το δεχθούμε, θα συγκλόνισε τον Πιλάτο.
Κατά τον χρόνο που διαβιβαζόταν το μήνυμα προς τον Πιλάτο, «οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τον όχλο να ζητήσουν τον Βαραββά, τον δε Ιησού να τον εξοντώσουν» (Ματθ. 27,20). Φαίνεται όμως ότι παρά ταύτα ακούονταν από τον όχλο φωνές και υπέρ τού Ιησού. Ο Πιλάτος που ήταν πλέον ευνοϊκός προς τον Ιησού από την όλη διαδικασία και από το μήνυμα της συζύγου, επωφελήθηκε από αυτές τις φωνές. Γι' αυτό «αποκρίθηκε ο ηγεμών και τους είπε: Ποιον θέλετε από τους δυο να σάς αφήσω ελεύθερο»; (Ματθ. 27,21).
Αναγκάσθηκε να κάνη αυτή την ερώτησι, γιατί από το ένα μέρος άκουε μερικές φωνές υπέρ τού Ιησού, αλλά η εβραϊκή ηγεσία είχε ήδη παρασύρει με το μέρος της τον περισσότερο όχλο, και ήθελε να αποσαφηνίση την κατάστασι και να έχη μία σαφή εκδήλωσι της βουλήσεως τού συνόλου. Και από το άλλο μέρος ίσως ήθελε να δώση καιρό στους ολίγους οπαδούς τού Ιησού να εκδηλωθούν πιο έντονα. Οι άρχοντες όμως των Εβραίων προσπάθησαν να καταπνίξουν και αυτών των ολίγων την φωνή. «Οι δε αρχιερείς ξεσήκωσαν τα πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθέρωση μάλλον τον Βαραββά» (Μάρκ. 15,11).
Από αυτή την πληροφορία — ιδίως από την λέξι «μάλλον» — συμπεραίνουμε ότι παρά ταύτα κάποιες φωνές επέμεναν για την απόλυσι τού Ιησού. Οι φωνές όμως αυτές πνίγονταν πια στις κραυγές τού συνόλου. «Και είπαν, τον Βαραββά». «Απόλυσέ μας τον Βαραββά». Επειδή όμως ακούονταν ακόμη κάποιες φωνές για τον Ιησού, η πλειονότητα, όπως το μαρτυρεί με χαρακτηριστική διατύπωσι ο αυτόπτης Ιωάννης, εκραύγαζε: «Όχι αυτόν, αλλά τον Βαραββά» (Λουκ. 23,18). Έτσι oι λίγες φωνές υπέρ τού Ιησού, πνίγηκαν πια στην κραυγή τού συνόλου: «Όλο μαζί το πλήθος κραύγαζε και έλεγε «σκότωσε τον και ελευθέρωσε μας τον Βαραββά» (Λουκ. 23,18).
Από αυτό φαίνεται καθαρά και κάτι άλλο, ότι ο Ιησούς στεκόταν δίπλα στον Πιλάτο. Και κάτω από αυτούς, έξω από το πραιτώριο, το πλήθος μπορούσε να δείχνη — «τούτον» — τον Ιησούν, και να συνοδεύη τις κραυγές με δεικτικές χειρονομίες. Ο Πιλάτος και παρά την συνολική πια αυτή εκδήλωσι, «τους μίλησε πάλι, θέλοντας να ελευθερώση τον Ιησού». «Και λέγει σ’ αυτούς ο Πιλάτος: «Τι να κάνω τον Ιησού που λέγεται Χριστός», «αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων»; Η ερώτησις αυτή τού Πιλάτου προδίδει την αμηχανία του. Ήταν σαν να τους έλεγε:
«Να τον κρατήσω δεν μπορώ, διότι είναι αθώος. Να τον ελευθερώσω δεν θέλετε, και σύμφωνα με το έθιμο αυτό είναι δικό σας δικαίωμα. Εγώ όμως τι να κάνω λοιπόν; Τι θ' απογίνη ο Ιησούς; Γιατί προτιμάτε την απόλυσι ενός ληστού φονιά και όχι ενός προσώπου, το οποίο όχι μόνο δεν έπραξε αποδειγμένα τίποτε από όσα τον κατηγορείτε, αλλά επί τέλους είναι ένα πρόσωπο, στο οποίο σεις οι ίδιοι αποδίδετε ιδιότητες εθνικού ηγέτου σας, και το οποίο δεν είναι ούτε φονιάς ούτε ληστής; Γιατί δεν προτιμάτε αυτή την λύσι, που και για σάς από άποψι εθνικής υπολήψεως είναι ευπρεπής, αλλά και σε μένα προσφέρει δίκαιη διέξοδο»;
Οι ερωτήσεις όμως αυτές θα μπορούσαν να έχουν απήχησι σε ήρεμους ανθρώπους και σε φιλοδίκαιες συνειδήσεις. Σε μανιασμένα όμως πλήθη που άγονταν και φέρονταν από άρχοντες αποφασισμένους να εξοντώσουν τον Ιησού, οι ερωτήσεις αυτές ένα μόνο αποτέλεσμα μπορούσαν να έχουν, το οποίο και είχαν: Να εξωθήσουν την οχλοκρατία στον τελικό της σκοπό που είχε χαράξει από πριν και είχε υποβάλει στον όχλο η εβραϊκή ηγεσία, δηλαδή στην όσο το δυνατόν ταχύτερη εξόντωσι τού Ιησού. Έτσι μετά το ερώτημα τού Πιλάτου, ακούονται οι φωνές: «Λέγουν όλοι σ' αυτόν, «να σταυρωθή». «Οι δε πάλι εκραύγαζαν «σταύρωσε τον». «Αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν «σταύρωσε τον, σταύρωσέ τον». Με τις κραυγές αυτές αποκαλύπτεται ο σκοπός στον οποίο κατευθυνόταν η εβραϊκή ηγεσία, από τότε που κατέστρωσε το καταχθόνιο σχέδιο να εξόντωση τον Ιησού με τον πιο σκληρό και ατιμωτικό τρόπο θανατώσεως.
Στο άκουσμα αυτών των κραυγών ο Πιλάτος εξανίσταται. Ωστόσο αυτός είναι ουσιαστικά υπεύθυνος, διότι παρά την δικαστική του συνείδησι δέχθηκε από ασθενική βούλησι να υποχώρηση στην εβραϊκή πίεσι και να καταντήση έρμαιό της. Το εκκρεμές τού χαρακτήρα του, που διαπιστώσαμε πιο πάνω να αιωρήται ανάμεσα στην ευσυνειδησία και στην αβουλία, κινείται τώρα προς τον θετικό του πόλο: «Και αυτός για τρίτη φορά τους είπε: «Μα τι κακό έκανε τούτος»; (Λουκ. 23,22).
Μ' αυτόν τον τρόπο φανέρωνε και πάλιν την πεποίθησί του ότι ο Ιησούς ήταν αθώος σε όσα τον κατηγόρησαν. Και αυτό «για τρίτη φορά», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ακριβολόγος Ιστορικός Λουκάς. Πραγματικά είχαν προηγηθή δύο ομολογίες του για την αθωότητα τού Ιησού: Μία, πριν στείλη τον Ιησού στον Ηρώδη, όταν ανακρίνοντας τον μέσα στο πραιτώριο «βγήκε προς τους Ιουδαίους και τους λέγει: «Εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ένοχη» (Ιωάν. 18.38). Δεύτερη μετά την επιστροφή από τον Ηρώδη, όταν επαναλαμβάνη, ανακεφαλαιώνοντας την όλη υπόθεσι, την πρώτη ομολογία του: «Να, εγώ, ανακρίνοντάς τον μπροστά σας, τίποτε δεν βρήκα σ' αυτόν τον άνθρωπο από όσα τον κατηγορείτε» (Λουκ. 23,14). Πράγματι λοιπόν η νέα αυτή ομολογία τού Πιλάτου για την αθωότητα τού Ιησού, που εκτίθεται με ερώτημα, είναι η τρίτη ομολογία.
Για να μην ύπαρξη καμμία αμφιβολία για την βεβαιότητά του ως προς την πλήρη αθωότητα τού Ιησού από κάθε θανάσιμο αδίκημα, συμπληρώνει το ερώτημα επαναλαμβάνοντας την ομολογία του με την θετική κατηγορηματική διατύπωσι, που έδωσε κατά την ανακεφαλαίωσι της όλης υποθέσεως, λέγοντας και πάλι τώρα: «Καμμία αιτία θανάτου δεν βρήκα σ' αυτόν» (Λουκ. 23,22). Και επαναλαμβάνει την πρότασι εκείνη την τόσο αντιφατική στους όρους και τόσο άστοχη, εναντίον της οποίας είχαν ήδη αποφανθή κατηγορηματικά οι Εβραίοι: «Αφού λοιπόν τον βασανίσω, ας τον απολύσω» (Λουκ. 23,22).
Αυτό αποτελούσε ίσως την πιο τελευταία προσπάθεια για σωτηρία τού Ιησού ή μάλλον την δική του από το αδιέξοδο. Η προσπάθεια όμως αυτή ήταν πια μάταιη, αφού οι Εβραίοι, λόγω της ασθενικής του θελήσεως και της άστοχης παρελκύσεως της υποθέσεως, είχαν ήδη υπερφαλαγγίσει και εξουθενώσει, τόσο το δικαστικό του κύρος όσο και το διοικητικό του γόητρο. Και τώρα τα υπερφαλαγγίζουν και τα εξουθενώνουν ακόμη περισσότερο με νέες κραυγές εντονώτερες: «Αυτοί δε περισσότερο έκραζαν και έλεγαν «να σταυρωθή» — «να τον σταυρώσης». Και «επέμεναν με δυνατές φωνές και ζητούσαν να σταυρωθή» (Λουκ. 23,23).
Φαίνεται ότι ενώ αυτοί φώναζαν δυνατά, ο Πιλάτος θα προσπαθούσε να ακουσθή, μένοντας σταθερός στην γραμμή του, αλλά οι κραυγές τού όχλου δεν τον άφηναν να ακουσθή. Έτσι εξηγείται η χαρακτηριστική πληροφορία τού Λουκά: «Και υπερίσχυαν οι φωνές τους» (Λουκ. 23,23). Με αυτά ο Λουκάς κλείνει το συλλαλητήριο κατά τού Ιησού εμπρός στον Πιλάτο.
Και αυτός λοιπόν τι έκανε; Αφού πια υπερφαλαγγίσθηκε από το πλήθος προβαίνει και πάλι σε δύο πράξεις, που προδίδουν την εσωτερική του διάσπασι και την αιώρησι ανάμεσα στην δίκαια κρίσι και στην αναποφασιστικότητα. Αλλά ας αφήσουμε να συνεχίσουν οι πηγές: «Όταν είδε ο Πιλάτος ότι όλα είναι ανώφελα, και μάλλον θόρυβος γίνεται, πήρε νερό και έπλυνε τα χέρια του απέναντι στον όχλο, λέγοντας· «είμαι αθώος από το αίμα τού δικαίου τούτου εσείς να έχετε το κρίμα» (Ματθ. 27,24).
Αυτή είναι μία πράξις στην οποία κατέφυγε κάτω από την πίεσι της δικαστικής του συνειδήσεως για την αθωότητα τού Ιησού, που και πάλι τον ομολογεί «δίκαιον» δηλαδή αθώο σε όλα. Αυτή όμως δεν είναι πια πράξις δικαστού ούτε διοικητού, αλλά απλώς άνθρωπου αδυνάμου, από τα χέρια τού οποίου αρπάζεται βίαια και άδικα το θύμα. Σαν δικαστής θα έπρεπε να είναι και προστάτης. Το θύμα όμως τώρα εγκαταλείπεται στην διάθεσι των φονιάδων του.
Ο ηγεμών είναι εξουθενωμένος, ανίκανος να επιβάλη την δικαιοσύνη και την δημόσια τάξι. Επίσης εμφανίζεται φοβισμένος απέναντι στο θόρυβο που μεγαλώνει. Έχει πια πεισθή ότι η προσπάθεια για απόλυσι τού Ιησού ναυάγησε οριστικά, και νομίζει ότι μπορεί ν' απαλλάξη τον εαυτό του από την ευθύνη τού επικείμενου φόνου τού Ιησού με απλό νίψιμο των χεριών. (Το νίψιμο των χεριών συνηθιζόταν στους Έλληνες, στους Ρωμαίους και στους Εβραίους σε παρόμοιες περιπτώσεις αυτοαθωώσεως ή αυτοκαθαρμού από έγκλημα ή κάποια μιαρή πράξι). Έτσι νομίζει ότι επιρρίπτει στους Εβραίους ολόκληρη και πλήρη την ευθύνη για το αίμα τού αθώου, τον οποίον αυτοί πλέον θα φόνευαν. Ωστόσο όμως αυτός σαν δικαστής και σαν διοικητής είχε και την υποχρέωσι από την δικαστική του συνείδησι και την δύναμι από την διοικητική του εξουσία, να επιβάλη και την δικαιοσύνη και την τάξι προστατεύοντας το θύμα που αδικείτο.
Όταν ο Πιλάτος επιρρίπτη στους Εβραίους την ευθύνη για το αίμα τού αθώου Ιησού, αυτοί αδίστακτα την αναλαμβάνουν πάνω τους και πάνω στους απογόνους των. «Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε˙ «το αίμα του πάνω σε μας και πάνω στα παιδιά μας» (Ματθ. 27,25).
Έτσι ο εβραϊκός λαός, ο εκλεκτός λαός τού Θεού, που τόσο ευνοήθηκε και ευεργετήθηκε από τον Θεό, διακηρύσσει ο ίδιος εις βάρος τού εαυτού του την φοβερή απόφασι, χωρίς να έχη συνείδησι τι δύναμι και τι έκτασι έχει αυτή. Ήταν μία απόφασις, ασυνείδητα δίκαιη, η οποία σύμφωνα με τον νόμο της θεϊκής δικαιοσύνης που λειτουργεί αμείλικτα στους λαούς και στους ανθρώπους, επρόκειτο από τότε μέχρι σήμερα να πέση βαρειά πάνω στο Εβραϊκό έθνος. Αυτό το έθνος περιπλανάται από τότε χωρίς εστία ανάμεσα στα έθνη και στρέφεται τώρα τελευταία στην γη της επαγγελίας, που την έβρεξε το αίμα που χύθηκε στον Γολγοθά, βρίσκεται πάντοτε κάτω από το βάρος, το άγχος και τις συνέπειες αυτής της αυτοκατάρας του, μετακινούμενο συνέχεια από τόπο σε τόπο και χύνοντας το αίμα του, μέχρις ότου μετανοήση και επιστρέψη σ' αυτόν που «εξεκέντησε».
Μετά από την ανεπιφύλακτη και κατηγορηματική αυτή αυτοκατάρα τού εβραϊκού όχλου, με την οποία πήρε πάνω του την ευθύνη που τού επέρριψε ο Πιλάτος, αποστομώθηκε πια και απογυμνώθηκε από κάθε επιβολή πάνω στον όχλο και έγινε άβουλο έρμαιό του. Η δικαστική του πια συνείδησις παραμερίσθηκε. Η διοικητική του εξουσία απέβη ανίσχυρη εμπρός στην λαϊκή μανία.
Δεν απέμεινε άλλη διέξοδος, παρά η ικανοποίησις τού όχλου με δύο άδικες πράξεις που ήταν: η απόλυσις τού ληστού φονιά Βαραββά και η παράδοσις για φόνο στον όχλο τού δικαίου και αθώου Ιησού. Με αυτές τις πράξεις ο Πιλάτος θέτει κατ' ουσίαν ο ίδιος τέρμα στην δικαστική του αρμοδιότητα, στην διοικητική του εξουσία, ακόμη και σ' αυτή την κρατική του ιδιότητα. Με τις πράξεις αυτές θέτει ο ίδιος στις τρεις αυτές ιδιότητες την σφραγίδα της χρεωκοπίας και εξουθενώσεως: «Και ο Πιλάτος τότε, θέλοντας να ικανοποιήση τον όχλο απεφάσισε να γίνη αυτό που ζητούσαν. Και άφησε ελεύθερο τον Βαραββά, που ήταν φυλακισμένος για στάσι και φόνο, όπως ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον πήρε ο Πιλάτος και τον μαστίγωσε» (Ματθ. 27, 26).
Προηγουμένως ο Πιλάτος είχε προτείνει ν' απολύση τον Ιησού αφού τον μαστιγώση, για να ικανοποιηθή ο όχλος με την μαστίγωσι. Τώρα προσφέρει στον όχλο διπλή ικανοποίησι, την απελευθέρωσι δηλαδή τού Βαραββά και την άδικη μαστίγωσι τού Ιησού. Την ευθύνη τού Πιλάτου για τον αυτοεξευτελισμό του επιτείνει το γεγονός ότι αυτός μαστίγωσε τον Ιησού δια των οργάνων του που ήταν καθωρισμένα για τέτοιες μαστιγώσεις· αυτός που ύστερα από τόσες ανακρίσεις είχε πεισθή για την αθωότητα τού Ιησού και που κατ’ επανάληψι την ωμολόγησε.
Με την μαστίγωσι τού Ιησού κλείνεται επονείδιστα η δεύτερη φάσις της παραστάσεώς του εμπρός στον Πιλάτο, η οποία άρχισε με την προσπάθεια τού Πιλάτου να τον απολύση.
Δ'. Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΙΣ
Αλλά επακολουθεί και τρίτη φάσις, δραματικώτατη, των παθών τού Κυρίου κοντά στον Πιλάτο. Γι' αυτήν μας ομιλεί μόνο ο Ιωάννης, ο μόνος αυτόπτης.
Η προηγούμενη δεύτερη φάσις της παραστάσεως τού Ιησού εμπρός στον Πιλάτο, δηλαδή η φάσις κατά την οποία προσπαθούσε ο Πιλάτος να απολύση τον Ιησού, έγινε έξω από το οίκημα τού πραιτωρίου, στο «λιθόστρωτο», όπου ήταν η δικαστική έδρα. Στην έδρα καθόταν ο ηγεμών, δίπλα του στεκόταν ο Ιησούς και κάτω από το πραιτώριο, στον χώρο εμπρός από αυτό ούρλιαζε το εβραϊκό πλήθος.
Η μαστίγωσις, με την οποία κατά τρόπο επονείδιστο για τον Πιλάτο και με απροσδόκητη αντινομία προς την δικαστική κρίσι για την αθωότητα τού Ιησού, έκλεισε η πιο πάνω δεύτερη φάσις, έγινε μέσα στο πραιτώριο, όπως συμπεραίνεται από τις πληροφορίες τού Ιωάννη. (Ιωάν. 19,1: «έλαβε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον εμαστίγωσε». 19,4 και 5: «Και βγήκε πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέγει˙ να, σάς τον φέρνω έξω... Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς έξω...»).
Α. Οι εμπαιγμοί. Η επονείδιστη πράξις τού Πιλάτου, δηλαδή η διαταγή προς τα εκτελεστικά του όργανα στο πραιτώριο να μαστιγώσουν τον Ιησού, όπως ήταν επόμενο, τους αποθράσυνε στην συμπεριφορά τους απέναντί του. Όπως πιο πάνω το εκθέσαμε με κάθε λεπτομέρεια, από τις πηγές, στο περί σταυρώσεως μέρος10 τού κεφαλαίου «περί ρωμαϊκού πολιτισμού» η μαστίγωσις προηγείτο της σταυρώσεως για να επιτείνη τον ατιμωτικό της χαρακτήρα. Ήταν προσταυρωτική διατύπωσις.
Ήταν λοιπόν φυσικό, oι στρατιώτες να συμπεράνουν από την μαστίγωσι, ότι ο Πιλάτος απεφάσισε να σταυρωθή ο Ιησούς, μάλιστα μετά τις κραυγές τού όχλου για σταύρωσί του και να θεωρήσουν ότι άνηκε σ' εκείνη την κατηγορία των εγκληματιών, που η ρωμαϊκή δικαιοσύνη τιμωρούσε με σταύρωσι.
Από την συνέχεια της αφηγήσεως συμπεραίνεται και το εξής: ότι οι στρατιώτες είχαν παρακολουθήσει την ανάκρισι τού Ιησού εμπρός στον Πιλάτο και είχαν δώσει προσοχή, ιδιαίτερα στο σημείο της κατηγορίας για αντιποίησι βασιλικού αξιώματος. Διότι ακριβώς για να διακωμωδήσουν το βασιλικό αυτό αξίωμα, και μάλιστα τον τίτλο, «βασιλεύς των Ιουδαίων», που οι Εβραίοι ισχυρίζονταν ότι οικειοποιήθηκε ο Ιησούς, πράττουν όσα πράττουν στο εξής, αυτά δηλαδή που μας διέσωσε ο αυτόπτης μάρτυς. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αρέσκονταν να μυκτηρίζουν τους Εβραίους11.
Αφού λοιπόν ο Ιησούς μαστιγώθηκε κατά διαταγήν τού ηγεμόνος, «οι στρατιώτες, έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και τα τοποθέτησαν στο κεφάλι του, τού φόρεσαν έναν κόκκινο μανδύα και πλησίαζαν και τού έλεγαν, «χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων», και τού έδιναν ραπίσματα» (Ιωάν. 19,2-3).
ΟΙ δύο πρώτοι συνοπτικοί Ευαγγελιστές ομιλούν για εμπαιγμό από τους στρατιώτες, αλλά σ' αυτούς επακολουθεί αμέσως η προς σταύρωσι πορεία, ενώ στον Ιωάννη που ήταν ο μόνος που απόμεινε ακόλουθος τού Ιησού και αυτόπτης τού δράματος μέχρι τέλους, το πράγματα έχουν ως εξής: Ανάμεσα στον εμπαιγμό τού Ιησού και στο ξεκίνημά του για την σταύρωσι, παρεμβάλλεται μία δραματική προσπάθεια τού Πιλάτου για να τον διασώση. Αλλά και αυτή κλείνει επονείδιστα με την παράδοσί του στο μανιασμένο πλήθος για σταύρωσι.
Αυτήν την τελευταία σκηνή δεν την μνημονεύουν οι δύο πρώτοι συνοπτικοί, ενώ διαδραματίσθηκε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο τού αυτόπτου Ιωάννου. Και πρέπει βέβαια προς τον Ιωάννη να εναρμονισθούν οι παράλληλες πληροφορίες των δύο άλλων Ευαγγελιστών για τον εμπαιγμό τού Ιησού. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, μετά την μαστίγωσι έγινε ο εμπαιγμός, και μετά τον εμπαιγμό η νέα δραματική μάχη τού Πιλάτου με τον εβραϊκό όχλο και με τον ίδιο τον Ιησού, και τέλος η παράδοσίς του για σταύρωσι. Οι παράλληλες πληροφορίες για τον εμπαιγμό τού Ιησού, αν εναρμονισθούν με την πληροφορία τού Ιωάννη σε ενιαία σύνθεσι, παρουσιάζουν την επόμενη εικόνα:
«Και τότε oι στρατιώτες του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησού τον έσυραν μέσα από την αυλή, στο πραιτώριο δηλαδή, και συγκαλούν και συγκεντρώνουν εναντίον του όλη την σπείρα. Και αφού τον έγδυσαν του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα12 [τον ενδύουν πορφύρα, τον έντυσαν πορφυρό Ιμάτιο13]. Και αφού έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια, το τοποθέτησαν πάνω στο κεφάλι του (περιέθεσαν σ' αυτόν) και καλάμι στο δεξιό του χέρι. Και τον επλησίαζαν. Και αφού γονυπέτησαν μπροστά του, τον περιέπαιζαν, και άρχισαν να τον χαιρετούν λέγοντας, «χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Και πήραν το καλάμι και τού χτυπούσαν μ' αυτό το κεφάλι και τον έφτυναν, τού έδιναν ραπίσματα και γονάτιζαν και τον προσκυνούσαν».
Με την κόκκινη χλαμύδα, το ακάνθινο στεφάνι και το καλάμι στο δεξιό του χέρι διακωμωδούνται τα βασιλικά εμβλήματα, δηλαδή η κόκκινη βασιλική χλαμύδα, το στέμμα και το σκήπτρο. Η γονυκλισία και το προσκύνημα είναι διακωμωδήσεις των αντιστοίχων κινήσεων σε πραγματικό βασιλέα. Τα ραπίσματα, οι εμπτυσμοί και τα κτυπήματα με το καλάμι συμπληρώνουν την όλη εικόνα τού ευτελούς εμπαιγμού, ο οποίος ας σημειωθή γίνεται με την παρουσία και την ανοχή τού Πιλάτου . Και τούτο, ενώ είναι εντελώς βέβαιος ότι διακωμωδείται και διαπομπεύεται ένας αθώος, γεγονός που συνιστά αδιαμφισβήτητη γι’ αυτόν ενοχή.
Αν είχε ατονήσει η επιβολή της διοικητικής εξουσίας τού Πιλάτου απέναντι στον εβραϊκό όχλο, είναι εντελώς ακατανόητο και ασυγχώρητο να εξασθενήση η εξουσία του στους ιδικούς του στρατιώτες. Αυτοί οργιάζουν στον εμπαιγμό τού Ιησού, μπροστά στον Πιλάτο, σαν αυτός να μην ήταν παρών .
Κι αν ακόμη ο Ιησούς ήταν κατηγορούμενος, στον χρόνο πριν από την ανάκρισι, έπρεπε να προστατευθή από τον Πιλάτο, από την δικαστική και διοικητική του ιδιότητα. Κι αν ακόμη είχε κηρυχθή ένοχος, δεν επιτρεπόταν να χλευασθή μέσα στο πραιτώριο. Το ότι ο ηγεμών ανεχόταν να οργιάζουν oι υφιστάμενοί του στρατιώτες περιπαίζοντας ένα ανυπεράσπιστο θύμα, που η συνείδησίς του το παραδεχόταν και το ανεκήρυττε αθώο και δίκαιο, αυτό δημιουργεί στον Πιλάτο ασυγχώρητη ευθύνη.
Β. Νέα αντιπαράστασις Πιλάτου και Εβραίων. Μετά την μαστίγωσι και τους εμπαιγμούς, ο Πιλάτος διατηρώντας και ομολογώντας την απόλυτη βεβαιότητά του για την αθωότητα τού Ιησού, προσπαθεί ν' απαλλαγή από την ενόχλησι των Εβραίων, παραδίδοντάς τον εξευτελισμένο σ' αυτούς. Το αξιοθρήνητο είναι ότι και πάλι το εκκρεμές τού ασταθούς χαρακτήρος του κινείται ανάμεσα στην δικαιοσύνη και στην αδικία. Τώρα αποκλίνει προς την ικανοποίησι τού μανιασμένου όχλου, που ζήτησε και έλπισε να χορτάση μαστιγώνοντας τον Ιησού. «Τον μαστίγωσε ο Πιλάτος θέλοντας κάπως να μαλακώση και να καθησύχαση το Ιουδαϊκό πάθος» (Ι. Χρυσόστομος).
Αλλά για τους Εβραίους η μαστίγωσις θεωρήθηκε σαν δείγμα ότι κάμφθηκε ο Πιλάτος στην σταύρωσι που ζητούσαν, αφού αυτή αποτελούσε προσταυρωτική διαδικασία που επέτεινε το μαστίγωμα από τον σταυρικό θάνατο. Ο Πιλάτος όμως κατέφυγε στην μαστίγωσι σαν αυτοτελή ποινή, για να αρκεσθούν σ' αυτήν οι Εβραίοι και να αποφευχθή η σταύρωσις. Η μαστίγωσις, όπως το είδαμε σε ειδικό κεφάλαιο14 ήταν και αυτοτελής ποινή.
«Βγήκε λοιπόν πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέγει: «Να, σάς τον φέρνω έξω, για να γνωρίσετε ότι δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ενοχή». Βγήκε λοιπόν έξω ο Ιησούς φορώντας το ακάνθινο στεφάνι και τον κόκκινο μανδύα. Και τους λέγει˙ «ίδε ο άνθρωπος» (Ιωαν. 19, 4-6). Μετά από όσα διαδραματίσθηκαν εναντίον τού Αθώου, βγαίνει ο Πιλάτος από το οίκημα στον λιθόστρωτο εξώστη, κάτω από τον οποίο μαινόταν ο εβραϊκός όχλος που αναταρασσόταν από τους άρχοντές του. Τους αναγγέλλει ότι σε λίγο θα εμφανισθή ο Ιησούς, επαναλαμβάνοντας και πάλι ότι δεν βρίσκει να ευσταθή καμμία ενοχή σε όσα τον κατηγορούν. Επαναλαμβάνει δηλαδή την απόλυτη και ανεπιφύλακτη βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως για την τελεία αθωότητα τού Ιησού. Αυτή την βεβαιότητα την κρατεί και την ομολογεί από την αρχή μέχρι το τέλος της προσωπικής του επαφής με τον Ιησού: «Ιδού σάς τον φέρνω πάλι έξω, για να μάθετε επί τέλους οριστικά, πως δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία κατηγορία».
Μετά από λίγο πράγματι, προφανώς με εντολή και νεύμα τού Πιλάτου, βγαίνει ο Ιησούς φορώντας τα ψευτοβασιλικά εμβλήματα με το πληγωμένο και συσπώμενο από την μαστίγωσι σώμα, με τους πόνους τού ακάνθινου στεφάνου, με τα σημάδια από τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Και δείχνοντας ο Πιλάτος στους Εβραίους τον Ιησού που πρόβαλε από το πραιτώριο, άθλια ταλαιπωρημένο και εξουθενωμένο, τους λέγει˙ «ίδε ο άνθρωπος».
Η οικτρά εκείνη θέα του Αθώου των αιώνων, ο οποίος με τόση καρτερία υπέμεινε τους εξευτελισμούς, τους πόνους και την οδύνη της ανθρώπινης μοχθηρίας και αγνωμοσύνης, κάθε άλλο μαρτυρούσε παρά ότι επρόκειτο για επαναστάτη, που διεκδικούσε η οικειοποιείτο βασιλική ιδιότητα, και για επικίνδυνο στο κράτος, όπως ισχυρίζονταν οι Εβραίοι. Και αυτό επεδίωκε μ' εκείνη την χειρονομία ο Πιλάτος, να δείξη στους Εβραίους πόσο ακίνδυνος ήταν ο Ιησούς και πόσο άξιζε την λύπη και την συμπόνια, διότι υπέφερε όσα υπέφερε χωρίς να φταίη.
Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και oι υπηρέτες εκραύγασαν λέγοντας, «να τον σταυρώσης, να τον σταυρώσης». Επαναλάμβαναν δηλαδή την ίδια κραυγή με την οποία ωρύονταν κατά την δεύτερη φάσι. Βιάζονταν για τον τελικό τους σκοπό, την θανάτωσι τού Ιησού με σταύρωσι. Έδειχναν σκληροί και αμείλικτοι σε κάθε άκουσμα αθωότητος και προς το άθλιο θέαμα τού Αθώου, και αμείλικτοι απέναντι στον Πιλάτο, ο οποίος με την ανεπίτρεπτη και ασυγχώρητη υποχωρητικότητά του ανέχθηκε να αρπάξουν οι Εβραίοι από την εξουσία του τον χειρισμό τού θέματος και να το κατευθύνουν στην λύσι που αυτοί αξίωναν.
Ενώ ακούσθηκαν πάλι οι κραυγές αυτές, ο Ιησούς μ' ένα βλέμμα τού Πιλάτου μπήκε πάλι στο πραιτώριο. Αυτό βέβαια δεν λέγεται, αλλά συμπεραίνεται με βεβαιότητα από την συνέχεια της διηγήσεως. Ο Πιλάτος μένει έξω μόνος, εξωργισμένος για την σκληρότητα των Εβραίων, την απάνθρωπη ακαμψία τους και την φονική τους διάθεσι. Τότε με αγανάκτησι και ειρωνεία τους λέγει: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ενοχή» (Ιωάν. 19,6).
Καινούργια λοιπόν έντονη ομολογία τού Πιλάτου για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού και κατηγορηματική άρνησίς του να σταυρώση αυτός τον Αθώο.
Στην νέα αυτή τόσο απροσδόκητη όσο και έντονη άρνησι τού Πιλάτου να υποκύψη στην πίεσί τους, έβλεπαν ότι διαγραφόταν ο κίνδυνος να ματαιωθούν τα σχέδιά τους. Διότι αν επέμενε ο Πιλάτος στην αθωότητα τού Ιησού, η αξίωσίς τους να σταυρωθή εστερείτο το απαραίτητο νόμιμο στήριγμα. Βέβαια αυτοί δεν ενδιαφέρονταν για την νομική βάσι της σταυρώσεως, αλλά προσπαθούσαν να τηρήσουν, «αναλώμασι» της ρωμαϊκής Αρχής, τα προσχήματα, εκβιάζοντάς την να θεωρήση ένοχο τον Ιησού παρά την ανεπιφύλακτη διακήρυξι τού Ηγεμόνος για την αθωότητά του.
Ο Ιησούς έπρεπε οπωσδήποτε να σταυρωθή εκείνη την ημέρα, διότι από το βράδυ ερχόταν το Πάσχα και ο σκοπός τους θα ματαιωνόταν. Δεν σημείωσαν επιτυχία αποδίδοντας στον Ιησού πολιτική κατηγορία που αποδείχθηκε ψεύτικη και ανυπόστατη. Γι' αυτό επανέρχονται τώρα στην θρησκευτική κατηγορία. Σ’ αυτήν δηλαδή για την οποία κατεδίκασαν τον Ιησού σε θάνατο κατά την δίκη ενώπιον τού Μεγάλου Συνεδρίου την προηγούμενη νύκτα.
Όπως ελέχθη, αυτή την κατηγορία, καθώς και την θανάσιμη ενοχοποίησι τού Ιησού γι' αυτή, τα μέλη τού Συνεδρίου την απέκρυψαν από τον Πιλάτο, για τους λόγους που πιο πάνω είπαμε. Τώρα όμως που παραπαίουν την εκστομίζουν μπροστά στον Πιλάτο για πρώτη φορά: «Αποκρίθηκαν σ' αυτόν οι Ιουδαίοι˙ «εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας15 οφείλει να θανατωθή, διότι έκανε τον εαυτό του υιό τού Θεού» (Ιωάν. 19,7).
Με άλλα λόγια: «Εάν εσύ τον ανακηρύσσης αθώο από κάθε πολιτική κατηγορία, εμείς σύμφωνα με τον δικό μας νόμο, τον θεωρούμε ένοχο θανάτου, γιατί ανύψωσε τον εαυτό του σε υιό τού Θεού και οικειοποιήθηκε έτσι θεϊκή ιδιότητα που μόνο στον Θεό αρμόζει».
«Όταν ο Πιλάτος άκουσε αυτόν τον λόγο φοβήθηκε περισσότερο» (Ιωάν. 19,8). Το εκκρεμές του που αιωρείτο ανάμεσα στην συνείδησι και στον ασταθή χαρακτήρα του κινήθηκε περισσότερο προς τον αρνητικό πόλο, της αναποφασιστικότητας. Σ' αυτόν τον πόλο προστέθηκε τώρα και το στοιχείο τού φόβου. «Τι φοβήθηκε όμως»; ερωτούν οι ερμηνευτές. Μήπως τον ανυποχώρητο φανατισμό τού όχλου; Μήπως την αυτοκρατορική εξουσία, που επέβαλλε σαν καθήκον στα όργανά της να προστατεύουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των υπηκόων λαών; Ή μήπως ο Πιλάτος δεν βλέπει πια στο πρόσωπο τού Ιησού έναν αθώο άνθρωπο, αλλά ένα ανώτερο Ον, υπερανθρώπινο, στο οποίο οφείλει να απονείμη τιμή, και από το οποίο πρέπει να απομακρυνθή με φόβο, εξασφαλίζοντάς το συγχρόνως από κάθε κακοποίησι;
Το κλειδί για την απάντησι στο πιο πάνω ερώτημα, «τι φοβήθηκε ο Πιλάτος», μας το δίνει διπλό το ίδιο το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου που έχουμε μπροστά μας. Από το ένα μέρος μας πληροφορεί ότι ο Πιλάτος φοβήθηκε ευθύς μόλις άκουσε «αυτόν τον λόγο», ότι δηλαδή ο Ιησούς έκανε τον εαυτό του Υιό τού Θεού. Και από το άλλο μέρος ότι ο Πιλάτος, ευθύς μόλις άκουσε αυτόν τον λόγο μπήκε φοβισμένος πάλι στο πραιτώριο και λέγει στον Ιησού, «από πού είσαι συ»; Δηλαδή σπεύδει να μάθη από το στόμα του Ιησού την προέλευσί του. Συγχρόνως διαφαινόταν με αυτό το ερώτημα ότι στην σκέψι του υπήρχε η ιδέα ότι ο Ιησούς προερχόταν από τον Θεό.
Εκείνη την εποχή και μάλιστα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο δεν ήταν ασυνήθιστο ν' ακούσης ότι οι θεοί εμφανίζονται στους ανθρώπους με ανθρώπινη μορφή (ανθρωπόμορφες θεοφάνειες, θεανθρωπισμός). Έτσι λ.χ. από τις Πράξεις των Αποστόλων πληροφορούμεθα ότι μετά από μερικά έτη, οι κάτοικοι στα Λύστρα της Λυκαονίας θεώρησαν τον Απόστολο Παύλο σαν Ερμή και τον συνοδό του Βαρνάβα σαν Δία, και αναβόησαν: «Οι θεοί πήραν μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ' εμάς», «ο δε Ιερέας τού Δία μαζί με το πλήθος ήθελε να κάνη θυσία», και οι Απόστολοι παρά τις διαμαρτυρίες τους και τις εξηγήσεις τους «με δυσκολία σταμάτησαν το πλήθος να μη τους προσφέρη θυσία» (κεφ. 14).
Αργότερα και oι κάτοικοι της Μελίτης βλέποντας ότι ο Παύλος δεν έπαθε τίποτε από το θανατηφόρο δάγκωμα της οχιάς «έλεγαν ότι αυτός είναι Θεός» (Πράξεις, κεφ. 28). Άλλωστε η παγκόσμια ατμόσφαιρα ήταν σε πνευματική και ψυχική διέγερσι, θα λέγαμε σήμερα ηλεκτρισμένη, από την παγκόσμια προσδοκία Θεανθρώπου. Σ' αυτό το θέμα αφιερώνουμε πιο κάτω ιδιαίτερο κεφάλαιο16. Αν σ' αυτά προσθέσουμε και το τρομακτικό όνειρο της συζύγου τού Πιλάτου, αλλά και την εξαιρετική εντύπωσι που είχε προξενήσει σ' αυτόν η ηρεμία, η γλυκύτητα, η πραότητα, η σοφία, η αθωότητα, η ανεξικακία και το μεγαλείο γενικά τού Ιησού, στις φρικτές εκείνες ώρες της οδύνης και τού πόνου, έχουμε όλες τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την ταραχή τού Πιλάτου, μόλις άκουσε από τους Εβραίους, ότι ο Ιησούς ισχυρίζεται για τον εαυτό του ότι προέρχεται από τον Θεό.
Φοβισμένος λοιπόν σπεύδει να διαπιστώση γι’ αυτό από το στόμα τού ίδιου τού Ιησού, αφού είχε λάβει πείρα από τις εβραϊκές ψευδολογίες στις προηγούμενες κατηγορίες που αποδείχθηκαν ανυπόστατες. Ερωτά λοιπόν τον Ιησού: «Από πού είσαι συ; πες μου, από πού προέρχεσαι»;
Τον φόβο του τον είχε επαυξήσει, όπως ήταν φυσικό, και το συναίσθημα της ενοχής του, αφού κατέβασε τον Ιησού στο επίπεδο τού ληστή Βαραββά ιδιαίτερα το ότι τον μαστίγωσε, παρά την ανεπιφύλακτη βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως για την πλήρη αθωότητά του και το ότι ανέχθηκε τον εμπαιγμό και τα ραπίσματα των στρατιωτών, ενώ αυτός ήταν παρών. Έτσι εξηγείται το αγωνιώδες ερώτημα που υπέβαλε στον Ιησού.
«Αλλ' ο Ιησούς δεν του έδωσε απάντησι» (Ιωάν. 19,9). Ο Ιησούς σιωπά. Τι να πη; Είχε πια δώσει όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις για τον εαυτό του, την προέλευσί του και το έργο του. Ο Πιλάτος όμως, στην ψυχολογική κατάστασι που βρισκόταν, θίγεται από την σιωπή τού Ιησού, η οποία πάλι τού επαυξάνει τον φόβο. Νοιώθει φόβο, που δύσκολα τον αποκρύπτει, εμπρός στον μυστηριώδη πια αυτόν άνθρωπο που είχε ενώπιόν του. Και δημιουργώντας αντίδρασι σ' αυτόν του τον φόβο, απευθύνει προς τον Ιησού μία εκφοβιστική ερώτησι για να τον εξαναγκάση να απαντήση, ώστε να βγή από την ψυχολογική εκείνη κατάστασι. «Σ' εμένα δεν ομιλείς; Δεν γνωρίζεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και έχω εξουσία να σε απολύσω»; (Ιωάν. 19,10).
Φαινομενικά υπενθυμίζει στον Ιησού την απεριόριστη εξουσία ζωής και θανάτου που είχε πάνω του˙ εξουσία όμως που δεν μπόρεσε να συγκρατήση μπροστά στον εκβιασμό των Εβραίων. Η δυναμικότητά τους υπερφαλάγγισε την εξουσία του, την οποία τώρα επισείει στον ανθρωπίνως αδύναμο δέσμιό του. Η ανανδρία αυτή να κάνη επίδειξι ισχύος απέναντι στον ανίσχυρο υποκρύπτει την κρίσι τού εσωτερικού του κόσμου. Ουσιαστικά αυτή η επίδειξις ισχύος με τα λόγια ήταν υποσυνείδητη αυτοάμυνα στον φόβο και στην ταραχή που τον κατέλαβε σαν άκουσε για θεϊκή προέλευσι τού Ιησού. Για να εξουδετερώση αυτά και κυρίως για να προασπισθή τον εαυτό του, ανέσυρε ο ίδιος την ανάμνησι της εξουσίας του.
Από το άλλο μέρος η στομφώδης και εγωιστική αυτή δήλωσις τού Πιλάτου, χωρίς την στιγμή εκείνη να το αντιληφθή, είναι η μεγαλύτερη καταδίκη που εκφέρει εις βάρος τού εαυτού του, καθώς ομολογεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι στα χέρια του κρέμεται η τύχη τού Ιησού, η σταύρωσίς του ή η απόλυσίς του. Έτσι ο ίδιος παίρνει στους ώμους του την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη για τον Ιησού, λησμονώντας ότι προηγουμένως είχε νίψει τα χέρια του και είχε κηρύξει τον εαυτό του αθώο «από το αίμα τού δικαίου τούτου», και ότι είχε επιρρίψει στους Εβραίους την αποκλειστική ευθύνη.
Εύστοχα παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος πάνω σ' αυτήν την ερώτησι του Πιλάτου: «Βλέπεις πώς ίδιος κατέκρινε από πριν τον εαυτό του; Εάν λοιπόν το παν εξαρτάται από σένα, για ποιον λόγο δεν τον απολύεις, αφού δεν βρίσκεις καμμία ενοχή»;
Απ' αυτά συμπεραίνουμε ότι ο Πιλάτος παραπαίει όχι μόνο απέναντι στον Ιησού και στους Εβραίους, αλλά και απέναντι στον εαυτό του. Όλο δε το σκηνικό κάθε άλλο είναι παρά δίκη, παρά διαδικασία δηλαδή που διεξάγεται κατά την Ισχύουσα δικονομική τάξι. Ωστόσο η δήλωσις για εξουσία να σταυρώση ή ν' απολύση τον Ιησού δεν εστερείτο νομότυπης βάσεως. Στους Πανδέκτες17 αναγραφόταν η θέσις, ότι «κανένας που μπορεί να καταδικάση δεν αδυνατεί και ν' απολύση».
Στην υπεροπτική ερώτησι τού Πιλάτου, την τόσο αντίθετη προς την άβουλη συμπεριφορά που επέδειξε, η οποία συμπεριφορά κάθε άλλο παρά άσκησις διοικητικής και δικαστικής εξουσίας ήταν, απαντά ο Ιησούς με θεϊκή γαλήνη, αλλά και με θεϊκό κύρος: «Δεν θα είχες καμμία εξουσία εναντίον μου, εάν δεν σου είχε δοθή από πάνω. Για τούτο εκείνος που με παρέδωσε σ' εσένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία» (Ιωάν. 19,11).
Με άλλα λόγια: Καμμία απολύτως εξουσία δεν θα είχες επάνω μου, εάν δεν σου είχε δοθή τέτοια εξουσία από πάνω, δηλαδή από τον Θεόν. Είσαι λοιπόν ταγμένος από τον Θεό να κρίνης, και οφείλεις να κρίνης δίκαια. Εσύ εν τούτοις με πέρασες από τόσους εξευτελισμούς μέχρι και από την μαστίγωσι, αν και έχεις πεισθή για την αθωότητά μου. Με την πράξι σου αυτή οπωσδήποτε βαρύνεις τον εαυτό σου. Επειδή όμως δεν το κάνεις αυτό χωρίς ν' αντιστέκεσαι στους Εβραίους που ζητούν άδικα και φθονερά τον θάνατό μου, η ευθύνη σου και η αμαρτία σου είναι μικρότερη από εκείνη που έχουν όσοι με παρέδωσαν στα χέρια σου (ο Ιούδας και η παρέα του). Την μεγαλύτερη αμαρτία την έχουν αυτοί και περισσότερο απ' αυτούς ο Ιούδας.
Η απάντησις τού Ιησού και καθ’ εαυτήν, αλλά και για το θεϊκό της κύρος είναι σπουδαιότατη για τον καθορισμό της νομικής ευθύνης τού Πιλάτου και των Εβραίων στο δράμα τού Ιησού. Ο Ιησούς προσδιορίζει το μέτρο αυτής της ευθύνης με λίγες λέξεις, αλλά τόσο καθαρά, ώστε και από τον ομιλούντα και από την διατύπωσι προβάλλει το θεϊκό κύρος τού κλιμακωτού καταλογισμού της ευθύνης. Ρίχνεται έτσι άπλετο φως στην έρευνα για επιμερισμό της ευθύνης στούς συντελεστές τού θεϊκού δράματος κατά το μέτρο της ενοχής τους.
Ο Πιλάτος έμεινε έκπληκτος! Τα λόγια αυτά του Ιησού, αυτός ο τόσο κατηγορηματικός καταμερισμός της ευθύνης κάθε ένοχου έκανε στον ηγεμόνα βαθειά εντύπωσι. Και η πρέπουσα ευθύνη τού καταλογιζόταν, αλλά και τα ελαφρυντικά δεν παραγνωρίζονταν. Ο Πιλάτος που ενοχλείτο από όλη την καλή εντύπωσι που είχε από τον Ιησού και από την βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως για την αθωότητά του, τώρα ύστερα από αυτό ξεκινάει να δείξη πάλι την αρχική του διάθεσι για απόλυσί του. Θέλει να διαχωρίση την ευθύνη του από την ευθύνη των κατηγόρων τού Ιησού, των οποίων είχε καταντήσει, αντίθετα προς την συνείδησι και την δικαιοσύνη, άβουλο όργανο. «Γι’ αυτόν τον λόγο ζητούσε ο Πιλάτος να τον απολύση» (Ιωάν. 19,12).
Ο Πιλάτος βγήκε έξω από το πραιτώριο, όπως συμπεραίνεται από τα συμφραζόμενα, 19, 13, και ανακοίνωσε στους Εβραίους την θέσι του αυτή. Η νέα αυτή προσπάθειά του έκανε τους Εβραίους να απελπισθούν και να βλέπουν πια ότι ματαιώνονται τα σχέδιά τους. Εγνώριζαν πως αν επέμεναν στην θρησκευτική κατηγορία, ο Πιλάτος θα παρέπεμπε την υπόθεσι στα δικαστήριά τους. Γι’ αυτό επανέρχονται στην πρώτη κατηγορία εναντίον τού Ιησού, την πολιτική. «Επειδή παρουσιάζοντας κατηγορία από τον θρησκευτικό νόμο, δεν κατώρθωσαν τίποτε, στρέφονται με κακούργο τρόπο προς τους έξω νόμους» (Ιω. Χρυσόστομος). Και έρριξαν μάλιστα στον Πιλάτο καταπρόσωπα την απειλή:
«Αν συ πείσθηκες ότι ο Ιησούς δεν οικειοποιείται βασιλική ιδιότητα, δεν πεισθήκαμε όμως κι εμείς. Και αφού δεν θέλεις να εφαρμόσης τον νόμο τού κράτους και να σταυρώσης, όπως αυτός ορίζει, έναν πολιτικό εγκληματία, σφετεριστή αξιώματος που ανήκει μόνο στον αυτοκράτορα, αυτό σημαίνει για μας ότι συ δεν είσαι πιστός φίλος τού αυτοκράτορα, διότι καθένας που οικειοποιείται βασιλική εξουσία έρχεται σε αντίθεσι προς τον αυτοκράτορα».
«Οι Ιουδαίοι όμως έκραζαν: «Εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φίλος τού Καίσαρος18. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλέα αντιτίθεται στον Καίσαρα» (Ιωάν. 19,12).
Οι πλάγιες αλλά βαρείες αυτές απειλές σε μία εποχή κατά την οποία εθεωρείτο κανείς ένοχος από την στιγμή που κρινόταν ύποπτος, συγκλόνισαν τον Πιλάτο. Οι Εβραίοι τον προειδοποιούσαν ότι θα τον καταγγείλουν στον αυτοκράτορα για απιστία, δηλαδή για έσχατη προδοσία. Έτσι χαρακτηριζόταν η εύνοια προς έναν επαναστάτη. Στα χρόνια δε τού Τιβερίου το αδίκημα αυτό είχε βαρύτατες συνέπειες και ετιμωρείτο σκληρότατα, γιατί εθεωρείτο το αποκορύφωμα κάθε κατηγορίας.
Για τον Πιλάτο, που τόση πικράν πείραν είχε από εβραϊκές επαναστάσεις και καταγγελίες προς τον αυτοκράτορα, η νέα αυτή βαρειά απειλή των Εβραίων για έγκλημα που στρεφόταν εναντίον τού αυτοκράτορα, σήμαινε γι' αυτόν έσχατο κίνδυνο. Γι’ αυτό, κάτω από το κράτος της αγανακτήσεως και ταραχής, διαπιστώνοντας και πάλι πως ήταν ανώφελο και μάταιο να μεταστρέψη τον εβραϊκό όχλο, παίρνει την απόφασι να τερματίση την μεγάλη αυτή περιπέτεια κατά τον πλέον ακίνδυνο σ' αυτόν τρόπο.
Αυτό απαιτούσε το προσωπικό του συμφέρον, στο οποίο κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή, από την οποία κρίνεται τελικά και η ευθύνη του και ολόκληρος ο χαρακτήρας του, εσφαγίασε και θυσίασε την έννοια τού δικαίου και της δικαιοσύνης. Θυσίασε ακόμη την ανεπιφύλακτη και απόλυτη βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως που κατ’ επανάληψι ο ίδιος διεκήρυξε για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού.
Θυσίασε επίσης το όλο γόητρό του σαν ανθρώπου και Ρωμαίου ηγεμόνος. Το εκκρεμές τού ασταθούς χαρακτήρος του που αιωρείτο μεταξύ δικαιοσύνης και αδικούσης αναποφασιστικότητος, το οποίο διαπιστώσαμε κατ’ επανάληψι και πιο πάνω, κινήθηκε και πάλι έντονα προς τον αρνητικό πόλο, και καρφώθηκε σ' αυτόν κάτω από την ισχυρή πίεσι τού φόβου για την προσωπική του τύχη.
Μόλις λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος την απειλή που εκτόξευσαν οι Εβραίοι, διατάσσει να βγη από το πραιτώριο ο Ιησούς. Από αυτό επίσης συμπεραίνεται καθαρά ότι η προηγούμενη στιχομυθία Πιλάτου και Ιησού (στ. 9-11) έγινε μέσα στο πραιτώριο, όπως το πληροφορούμεθα και από την αρχή τού στίχου 9. Ο Πιλάτος κάθεται «επί τού βήματος», δηλαδή στην δικαστική καθέδρα που υψωνόταν στο λιθόστρωτο δάπεδο της θολωτής αψίδας που προεξείχε τού πραιτωριακού μεγάρου. Αφού βγήκε ο Ιησούς, τον δείχνει και λέγει στους Εβραίους με οργή, απέχθεια και ειρωνεία, «ιδού ο βασιλεύς σας», αφού οι ίδιοι είχαν επινοήσει την κατηγορία, ότι ο Ιησούς θεωρούσε τον εαυτό του βασιλέα, για να τον ενοχοποιήσουν για πολιτικό έγκλημα. «Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτόν τον λόγο, έφερε έξω τον Ιησού, και αυτός κάθησε στην δικαστική έδρα, στον τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο, στα εβραϊκά Γαββαθά... και λέγει στους Ιουδαίους, «ιδού ο βασιλεύς σας» (Ιωάν. 19,13-14).
Στο μέρος τού χωρίου τούτου που σημειώσαμε αποσιωπητικά παρεμβάλλεται μία χρονική πληροφορία για την ώρα που έγιναν αυτά, που διασπά την συνέχεια του λόγου. Από αυτό νομίζουμε ότι δεν προέρχεται από τον Ιωάννη, καθόσον ο Ιωάννης πουθενά στις αφηγήσεις των παθών δεν προσδιορίζει ώρες, ούτε μνημονεύει το γενόμενο σκότος. Είναι εμβόλιμη και προέρχεται από μεταγενέστερο χέρι, που είχε υπ’ όψιν το ωράριο των δύο συνοπτικών Ματθαίου 27,45 εξ. και Λουκ. 23,44. Σύμφωνα με την άποψι μερικών ερμηνευτών έγινε για να διορθωθή η εσφαλμένη πληροφορία του Μάρκ. 15,25. Αυτό δεν το δέχομαι για τους λόγους που εκθέτω πιο κάτω.
Η χρονική πληροφορία τού Ιωάννου που σύμφωνα με την άποψί μας θεωρείται εμβόλιμη είναι η εξής: «Ήταν δε Παρασκευή τού Πάσχα, ώρα δε περίπου έκτη» (Ιωάν. 19,14β) κατά το Ιουδαϊκό ωρολόγιο, δηλαδή περίπου δωδέκατη μεσημβρινή.
Το εμβόλιμο της πληροφορίας αυτής πιστώνεται και από την προχειρότητά της για να προσαρμοσθή στις αντίστοιχες πληροφορίες των δύο ευαγγελιστών. Και την προχειρότητα προδίδει το γεγονός ότι ενώ κατά τους δύο συνοπτικούς (Ματθ. 27,45 εξ. και Λουκ. 23,44) η σταύρωσις άρχισε πολύ πριν από την έκτη ώρα και μάλιστα γύρω στην τρίτη ώρα (Μάρκ. 15,25) δηλαδή 9.00 π.μ., διότι οι διατυπώσεις της καθώς και της σταυρώσεως των άλλων ληστών και τα γεγονότα που εφεξής αναφέρονται χρειάσθηκαν τουλάχιστον τρεις ώρες και τερματίσθηκε με τον θάνατο τού Ιησού γύρω στην ένατη ώρα (3.00 μ.μ.) αντίθετα η εμβόλιμη πληροφορία στον Ιωάννη τοποθετεί στην έκτη ώρα την τελευταία παρουσίασι τού Ιησού από τον Πιλάτο, (την σκηνή: Ίδε ο άνθρωπος), οπότε η σταύρωσις θα πρέπει να έλαβε χώραν μετά την έκτη ώρα, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα που οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές αναφέρουν το σκότος. Αλλά και από την έκτη ώρα (δωδέκατη μεσημβρινή), αν άρχιζε η σταύρωσις, που η διάρκειά της έφθασε οπωσδήποτε τις τρεις ώρες, τότε το τρίωρο σκοτάδι που επακολούθησε πρέπει να τοποθετηθή ανάμεσα στην ένατη (3.00 μ.μ.) και την έκτη εσπερινή της Παρασκευής. Από τότε όμως άρχιζε το Σάββατο τού Πάσχα και δεν υπολειπόταν χρόνος για την αποκαθήλωσι και την ταφή πριν από την έναρξι τού Σαββάτου (6.00 μ.μ. της Παρασκευής).
Για όλους αυτούς τους λόγους η χρονική αυτή πληροφορία στον Ιωάννη, που διασπά την συνέχεια τού λόγου, παρεμβλήθηκε μεταγενέστερα και με προφανή προχειρότητα ως προς τον προσδιορισμόν της ώρας και σε ασυναρτησία με τα κατ' αυτήν γεγονότα.
Ως προς την ημέρα συμφωνούν όλοι οι Ευαγγελιστές ότι αυτή ήταν «η Παρασκευή τού Πάσχα, η οποία ήταν πριν από το Σάββατο˙ η δε αυριανή ημέρα, η οποία ήταν μετά την Παρασκευή ήταν το Σάββατο», που άρχιζε στις 6.00 μ.μ. την Παρασκευή. Η ημέρα αυτή λεγόταν «Παρασκευή τού Πάσχα», γιατί κατ' αυτήν έπρεπε να τελειώση όλη η προπαρασκευή τού σπιτιού και της λατρείας που απαιτούσε ο Ιουδαϊκός νόμος για το Πάσχα, δηλαδή η προμήθεια άζυμου άρτου, αρνιού και άλλων αναγκαίων.
Το Πάσχα εωρταζόταν στις 15 Νισάν που τότε συνέπιπτε με το Σάββατο και άρχιζε από τις 6.00 το απόγευμα της προηγουμένης ημέρας. Η προηγούμενη αυτή ημέρα, η «Παρασκευή τού Πάσχα» ήταν η 14η Νισάν, που ωνομαζόταν και «πρώτη των αζύμων», διότι κατ αυτήν άρχιζε, όπως αναφέρθηκε, η προμήθεια ή η προετοιμασία στο σπίτι τού πασχαλινού άζυμου άρτου, τού οποίου η χρήσις θα άρχιζε από τις 6.00 το απόγευμα της Παρασκευής προς το Σάββατο, όταν άρχιζε η 15η Νισάν, δηλαδή η πρώτη ημέρα της εβδομαδιαίας εορτής του Πάσχα, η οποία γι' αυτόν τον λόγο ωνομαζόταν «εορτή των αζύμων για τον Κύριο»19.
«Παρασκευή τού Πάσχα» λοιπόν ή «πρώτη των αζύμων» ήταν μία και η αυτή, η προηγούμενη τού Πάσχα ημέρα, που άρχιζε στις 6.00 το απόγευμα της προηγουμένης, της Πέμπτης 13ης Νισάν. Άρα ο μυστικός Δείπνος που τελέσθηκε μετά την 6η απογευματινή ώρα της Πέμπτης, έπεφτε στις πρώτες ώρες της «Παρασκευής του Πάσχα» ή «πρώτης των αζύμων», 14ης Νισάν, και τελέσθηκε με ένζυμο άρτο. Παρασκευαζόταν βέβαια από τις πρώτες αυτές ώρες της Παρασκευής (απόγευμα Πέμπτης) ο άζυμος άρτος, αλλά καθ’ όλη την ημέρα αυτή της «Παρασκευής» δεν γινόταν τότε, ούτε και σήμερα γίνεται από τους Εβραίους χρησιμοποίησις των αζύμων, παρά μετά την δύσι τού ήλιου της («Παρασκευής») 14ης Νισάν, δηλαδή μετά την θρησκευτική έναρξι της ημέρας της 15ης Νισάν, που ήταν η κυρίως ημέρα της εορτής τού Πάσχα.
Ώστε ο μυστικός Δείπνος έγινε με ένζυμο άρτο, αφού, όταν έγινε αυτός, αναμφίβολα δεν είχαν τεθή ακόμη σε χρήσι τα άζυμα. Ο μυστικός Δείπνος λοιπόν έγινε στις αρχές της νύχτας της 13ης προς την 14η Νισάν, Πέμπτη βράδυ προς Παρασκευή. Δηλαδή έλαβε χώρα 24 ώρες πριν από τον εβραϊκό πασχάλιο δείπνο, ο οποίος γίνεται πάντοτε και αμετάθετα μετά την δύσι τού ήλιου της 14ης προς την 15η Νισάν. Έγινε λοιπόν 24 ώρες πριν από την έναρξι της χρήσεως των αζύμων, οπότε έγινε σ' αυτόν χρήσις ένζυμου άρτου. Επομένως η θεία Ευχαριστία, που συνεστήθη από τον Κύριο στο τέλος τού Δείπνου εκείνου από τον άρτο που υπήρχε στο τραπέζι, συνεστήθη με ένζυμο άρτο20.
Αυτά, όσον αφορά τον εμβόλιμο στον Ιωάννη προσδιορισμό της ημέρας κατά την οποία έγιναν τα ανωτέρω21. Αλλά ας προχωρήσουμε στην συνέχεια της διηγήσεως.
Μόλις οι Εβραίοι αντίκρυσαν τον Ιησού «εκραύγασαν, θανάτωσε τον, θανάτωσε τον, σταύρωσε τον» (Ιωάν. 19,15), επαναλαμβάνοντας τις ίδιες όπως και προηγουμένως κραυγές με τις οποίες δήλωναν πόσο επείγονταν να επιταχύνουν την σταυρική θανάτωσι του Κυρίου και πόσο αγανακτούσαν για τις παρελκύσεις τού Πιλάτου που την καθυστέρουσαν. «Τους λέγει ο Πιλάτος «τον βασιλέα σας να σταυρώσω»; (Ιωάν. 19,15). Η ερώτησις αυτή εκδηλώνει την τελευταία απόπειρα τού Πιλάτου για να αφαρπάση τον Ιησού από τα νύχια της λαϊκής μανίας. Επίσης κάτω από την ερώτησι υποδηλωνόταν ότι η βασιλική ιδιότητα τού Ιησού είτε πραγματική είτε προβαλλόμενη από αυτούς αποτελούσε δικό τους εσωτερικό ζήτημα —τον βασιλέα σας— δηλαδή υπόθεσι της Ιουδαϊκής μειονότητος, η οποία πρέπει να σέβεται τον εαυτό της, για να αξιώνη σεβασμό από την ρωμαϊκή αρχή.
Στην ερώτησι τού Πιλάτου δεν απαντά ο λαός αλλά οι αρχιερείς. «Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς˙ «δεν έχουμε βασιλέα παρά τον Καίσαρα» (Ιωάν. 19,1 5). Συνέλαβαν το πνεύμα της ερωτήσεως τού Πιλάτου. Και διαστρεβλώνουν και πάλι τα πράγματα, όπως έπραξαν και προηγουμένως. Την αντιποίησι δηλαδή της βασιλικής Ιδιότητος που οι ίδιοι απέδιδαν στον Ιησού δεν την χαρακτηρίζουν σαν ιδιότητα και υπόθεσι ενδοεβραϊκή, αλλά σαν ιδιότητα που στρέφεται ενάντια στον αυτοκράτορα. Και δεν ανέχονταν να επιμένη ο Πιλάτος στο να χαρακτηρίζη τον Ιησού «βασιλέα των Ιουδαίων». Ωστόσο αυτόν τον χαρακτηρισμό οι ίδιοι επινόησαν, ότι δήθεν τον επρόβαλε ο Ιησούς για τον εαυτό του.
Και επανέρχονται πάλι στην ίδια πλαγία αλλά βαρύτατη απειλή εναντίον τού Πιλάτου, ότι η στάσις του στο προκείμενο ζήτημα αποτελεί απιστία προς τον αυτοκράτορα. Και αυτοί μεν τον σέβονται δήθεν σαν τον μόνο βασιλέα τους, ενώ εκείνος με την αδιαφορία του τον αφήνει έκθετο στον Ιησού που αντιποιείται βασιλική ιδιότητα. Ακούοντας για τρίτη φορά ο Πιλάτος το όνομα τού Καίσαρος υπέκυψε στον φόβο για την προσωπική του τύχη. Φοβήθηκε μήπως καταγγελθή σαν ένοχος τού βαρύτατου εγκλήματος απιστίας ή προσβολής προς το πρόσωπο τού αυτοκράτορα, όπως είπαμε πιο πάνω.
Στον προσωπικό του αυτό φόβο θυσιάζει και την δικαστική του συνείδησι και την διοικητική του εξουσία και το όλο γόητρό του σαν Ρωμαίου ηγεμόνος, και παραδίνει τον Ιησού για σταύρωσι, ενώ είχε πλήρη βεβαιότητα για την αθωότητά του και για το αξιοσέβαστο μεγαλείο της προσωπικότητάς του. «Τότε λοιπόν τον παρέδωσε σ’ αυτούς για να σταυρωθή» (Ιωάν. 19,1 6). Χαρακτηριστική είναι σ' αυτόν τον στίχο η λέξις «αυτοίς» (σ' αυτούς), την οποία καθιστά ακόμη πιο χαρακτηριστική η αντίστοιχη διαφωτιστική έκφρασις τού ακριβολόγου Λουκά, «τον δε Ιησούν παρέδωσε στο θέλημά τους» (Λουκ. 23,25)
Πράγματι από τώρα και στο εξής δεν πρωτοστατούν στην σταύρωσι Ρωμαίοι δήμιοι ή -επειδή τέτοιοι απουσίαζαν στην Παλαιστίνη -Ρωμαίοι στρατιώτες, αλλά Εβραίοι.
Οι στρατιώτες που εγνώριζαν τον τρόπο της σταυρικής εκτελέσεως, ενεργούν σαν καθοδηγητικά και εκτελεστικά όργανα των Εβραίων. Σ' αυτό το ζήτημα είναι ομόφωνη και η γνώμη της Χριστιανικής παραδόσεως καθώς και η έκφρασις της Χριστιανικής τέχνης τόσο στις εικόνες της σταυρώσεως όσο και στην υμνογραφία.
Ήδη ο Απόστολος Πέτρος ομιλώντας την ημέρα της Πεντηκοστής προς τους Εβραίους, τους κατηγορεί για τον θάνατο τού Ιησού: «Τον Ιησού που σάς παραδόθηκε τον εσκοτώσατε βάζοντας ανθρώπους άνομους να τον καρφώσουν στον σταυρό» (Πράξ. 2,23). Την ίδια κατηγορία τους την απευθύνει και αργότερα: «Τον αρχηγό της ζωής τον εφονεύσατε» (Πράξ. 3,15). Και αργότερα από άλλη αφορμή αποτείνεται ο Πέτρος «προς τους άρχοντες τού λαού και προς τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ» και λέγει για τον Ιησού: «...τον οποίον εσείς εσταυρώσατε» (Πράξ. 4:8,10). Το ίδιο είπαν και οι Απόστολοι αργότερα προς τους Εβραίους άρχοντες: «...τον οποίο εσείς εσκοτώσατε με κρέμασμα επάνω στον σταυρό» (Πράξ. 5,30). Το ίδιο και ο πρωτομάρτυς Στέφανος προς τους Εβραίους άρχοντες: «...του δικαίου, του οποίου εσείς γίνατε προδότες και φονείς» (Πράξ. 7,52).
Έτσι έληξε η λεγομένη «δίκη τού Ιησού» μπροστά στον Πιλάτο. Αλλά όπως φαίνεται καθαρά από την όλη διήγησι των Ευαγγελίων, δεν πρόκειται για δίκη, αλλά για δικοφανή παρωδία, που διατελούσε έξω από κάθε δικονομική τάξι. Ούτε καν αναζητήθηκαν σύμφωνα με τον νόμο μάρτυρες υπερασπίσεως. Από το άλλο μέρος, δέχεται ο Πιλάτος, αντίθετα προς τον νόμο, σαν μάρτυρες κατηγορίας αυτούς τους εισαγγελείς της κατηγορίας.
Πρόκειται κυριολεκτικά για φονική εξέγερσι των Εβραίων εναντίον τού Ιησού που από καιρό εμελετάτο και προπαρασκευαζόταν, στην οποία έμπλεξαν και τον Πιλάτο με αποκλειστικό σκοπό τον σταυρικό θάνατο τού Ιησού. Όσα διαδραματίσθηκαν ενώπιον τού Πιλάτου αποτελούν στην πραγματικότητα δραματικό διάλογο ανάμεσα σ' αυτόν και τον όχλο που είχαν μεταξύ τους οξεία αντίθεσι και φιλονεικία γύρω από τον Ιησού. Ο μεν όχλος φανατίζεται από τους άρχοντές του που κινούνταν από φθόνο, και κατηγορεί χωρίς αιτία τον Ιησού για ανύπαρκτα θανάσιμα εγκλήματα˙ο δε Πιλάτος από τις ανακριτικές εξετάσεις του Ιησού που παρεμβάλλονταν σ' αυτήν την διένεξι, τον κηρύσσει αθώο έξι φορές. Επτά φορές επρότεινε και προσπάθησε να τον απολύση. Και τέλος, αντίθετα προς κάθε έννοια δικαίου και ηθικής τάξεως, και παρά την δικαστική του συνείδησι, αφού εκφοβίσθηκε από τους Εβραίους, υποκύπτει. Και «χωρίς να κάνη καμμία εξέτασι, νομίζοντας ότι έτσι θα τους καλοπιάση» (Ιω. Χρυσόστομος), παραδίδει στις φονικές τους διαθέσεις τον Δίκαιο και Αναίτιο και Αθώο, χωρίς δίκη και χωρίς δικαστική απόφασι.
Να, πώς χαρακτηρίζουν την πράξι αυτή του Πιλάτου αι «Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων δια Κλήμεντος»22. «Ο Πιλάτος λοιπόν ντρόπιασε την εξουσία με την ανανδρία του. Αυτός ο ίδιος αποδεικνύει τον εαυτό του ένοχο, αφού αντί το δίκαιο προτίμησε τα πλήθη. Από το ένα μέρος ωμολόγησε ότι αυτός (ο Ιησούς) είναι αθώος, και από το άλλο μέρος σαν ένοχο τιμωρίας τον παρέδωσε για σταύρωσι, αν και οι νόμοι των Ρωμαίων ώριζαν ότι κανείς δεν θανατώνεται χωρίς να γίνη δικαστική εξέτασις».
_____________________________________________
1 Δηλαδή των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου (Σ.τ.έ.).
2 «Οι δε εκραύγασαν άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· τον βασιλέα υμών σταυρώσω»;
3 Ο Ευσέβιος Καισαρείας στο β' μέρος της Εκκλησιαστικής του Ιστορίας (§ 1-3) αναφέρει:
«Όσα εβούιξαν σ' όλους σ' ολόκληρη την Παλαιστίνη για την εκ νεκρών ανάστασι τού Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο Πιλάτος τα ανεκοίνωσε στον βασιλέα Τιβέριο. Τον πληροφόρησε και για τις άλλες του θαυματουργίες και για το ότι μετά τον θάνατό του αναστήθηκε και από πολλούς ήδη πιστεύθηκε ότι είναι Θεός. Ο Τιβέριος το ανέφερε στην Σύγκλητο, αλλά εκείνη απέρριψε την πρότασι, με φανερή αιτία ότι έπρεπε η ίδια προηγουμένως να εξετάση... Η αληθινή όμως αίτια ήταν ότι η σωτήριος διδασκαλία τού θείου κηρύγματος δεν είχε ανάγκη της επιβεβαιώσεως και συστάσεως των ανθρώπων. Και η ρωμαϊκή Βουλή γι' αυτήν την αιτία δεν δέχθηκε όσα αναφέρθηκαν για τον Σωτήρα μας, αλλά ο Τιβέριος διετήρησε την άποψι που είχε και δεν σκέφθηκε κάτι άσχημο και κακό εναντίον της διδασκαλίας τού Χριστού» (Σ.τ.ε)
4 Δηλαδή, «Το έγκλημα κατά της μεγαλειότητος ήταν το αποκορύφωμα όλων των κατηγοριών» ή σύμφωνα με άλλη μετάφρασι: «Το έγκλημα κατά της μεγαλειότητος ήταν συμπλήρωμα όλων των κατηγόρων» (Σ.τ.έ.).
5 Ιωσήπου III. 2. 16. 3. 2.17.6. ΙΑ. 20. 8. 11.
6 Ιωσήπου ΙΑ, 18, 2, 3: «Πολύ είχε προχωρήσει στην φιλία με τον Τιβέριο» γι' αυτό και έχτισε «πόλι που της έδωσε το όνομά του, Τιβεριάδα, εποικίζοντάς την με τους πιο εκλεκτούς της Γαλιλαίος, στην λίμνη της Γεννησαρέτ».
7 Πρόκειται για προηγούμενο τμήμα κεφαλαίου που βρίσκεται στις σελ. 506-525 τού μνημονευθέντος έργου· «Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, εξ απόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής» (Σ.τ.έ.).
8 L. Fillion, Femme de Pilate, Εύαγγέλιον Νικόδημου, 2, στο F. Vigouroux, Dictionnaire de la Bible, τόμ. 5ος, Παρίσι 1912.
9 Ο Πιλάτος μετά την σταύρωσι τού Κυρίου γνώρισε πολλές θλίψεις και περιπέτειες. Έπεσε στην δυσμένεια τού Ρωμαίου αυτοκράτορα και τελείωσε την ζωή του στην Βιέννη της Γαλλίας με αυτοκτονία. Ο Ιστορικός Ευσέβιος στο δεύτερο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας (κεφ. 7) αναφέρει: «Ο Πιλάτος κατά τους χρόνους τού Γαΐου [δηλ. τού Καλιγούλα] λέγεται ότι περιέπεσε σε τόσες συμφορές, ώστε να αναγκασθή να γίνη φονεύς τού εαυτού του και με αυτοκτονία να τιμωρήση τον εαυτό του, διότι όπως φαίνεται η θεία δίκη δεν άργησε να τον συλλάβη».
10 Αντιστοιχεί στις σελ. 284-374 και φέρει τον τίτλο, «η ποινή της σταυρώσεως» (Σ.τ.ε).
11 Στο έργο τού Φίλωνος, «Εις Φλάκκον 6, ο. 522. Μ., 37-38, αναφέρεται η διακωμώδησις κάποιου παράφρονος Καραβά σαν βασιλέως: «Αφού τον τράβηξαν τον άθλιο μέχρι το γυμναστήριο και αφού τον έστησαν ψηλά για να φαίνεται καλά από όλους, πλάτυναν έναν πάπυρο και τού τον έβαλαν στο κεφάλι για στέμμα, περιέβαλαν το υπόλοιπο σώμα του μ’ ένα στρωσίδι αντί για βασιλικό μανδύα, και αντί για βασιλική ράβδο τού έδωσε κάποιος ένα τμήμα από ντόπιο πάπυρο που είδε πεσμένο στον δρόμο. Όταν όπως στα θέατρα φόρεσε και τα βασιλικά παράσημα και στολίσθηκε σαν βασιλεύς, στάθηκαν δεξιά και αριστερά του νεαροί που μιμούνταν τους δορυφόρους, ο όποιοι αντί για λόγχες έφεραν στους ώμους ραβδιά. Έπειτα προσέρχονταν, άλλοι δήθεν να τον χαιρετήσουν, άλλοι για να δικασθούν και άλλοι για να συνεννοηθούν για τις δημόσιες υποθέσεις».
12 Χλαμύδα είναι ο κοντός μανδύας (Σ.τ.έ.).
13 Ιμάτιο είναι το εξωτερικό ένδυμα. το επανωφόρι (Σ.τ.ε.).
14 Αυτό αναφέρεται στις σελίδες 556-557 της «Ιστορίας της εποχής της Κ. Διαθήκης...» (Σ.τ.έ.).
15 Στο χωρίο τού Λευιτικού, 24,1 6 αναφέρεται: «Οποίος βλασφημήση το όνομα τού Κυρίου, εξάπαντος θα θανατωθή· με λίθους θα τον λιθοβολήσουν». Το ότι ο Ιησούς ισχυριζόταν ότι είναι Υιός Θεού, αυτό αποτελούσε την βλασφημία. Εδώ η ποινή προβλέπει λιθοβολισμό. ΟΙ Εβραίοι όμως ήθελαν τον σταυρικό θάνατο. Ακόμη, σύμφωνα με τον νόμο τους, στον λιθοβολισμό, τις πρώτες πέτρες έπρεπε να τις πετάξουν oι μάρτυρες. Στην δίκη τού Κυρίου μεταξύ των μαρτύρων παρουσιάσθηκε ασυμφωνία (Σ.τ.έ.).
16 Αυτό καλύπτει τις σελ. 764-827, δηλαδή 63 σελίδες, μεγάλου σχήματος και με μικρά γράμματα που μπορούν να αποτελέσουν ξεχωριστό Βιβλίο (Σ.τ.έ.).
17 Πανδέκτες ή Digesta θα πη συλλογή αποσπασμάτων κωδικοποιημένων διατάξεων από συγγράμματα Ρωμαίων νομομαθών (Σ.τ.έ.).
18 Ο τίτλος "amicus Caesaris» (=φίλος τού Καίσαρος) ήταν επίσημος τίτλος των εμπίστων τού αυτοκράτορα. Ανάκλησις αυτού τού τίτλου σήμαινε άρσι της εμπιστοσύνης τού αυτοκράτορα από αυτούς που τον έφεραν... Πρβλ. Αρριανού, Των Επικτήτου διατριβών, 4,1,8: «Αλλά και συγκλητικός είμι και Καίσαρος φίλος...» - 4, 1, 95: «Τι ποιήσω: φίλος έσομαι Καίσαρος».
19 Λευϊτ. 23,6. Ώστε λοιπόν «πρώτη των αζύμων» ήταν η 14 Νισάν, ή «Παρασκευή τού Πάσχα», ή προηγουμένη τού Πάσχα, κατά την οποία παρασκευάζονταν τα άζυμα. Και «εορτή των αζύμων» ήταν η 15η Νισάν, η πρώτη ημέρα τού Πάσχα, κατά την οποία άρχιζε η χρήσις των αζύμων.
20 Από την σύγκρισι των χωρίων Ματθ. 26,26-29, Ιωάν. 13, 26-27 και παραλλήλων προς το Έξοδ. 12, 8-12 αποδεικνύεται και ότι κατά τον μυστικό Δείπνο δεν παρατέθηκε πασχαλινό αρνί ούτε ήταν δυνατό να παρατεθή, αφού η σφαγή του έπρεπε να γίνη μετά 24 ώρες.
21 Η άποψις αυτή για το εμβόλιμο των προτάσεων, «ην δε Παρασκευή τού Πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη» δεν γίνεται δεκτή από όλους τους ερμηνευτές. Άλλωστε στην χειρόγραφη παράδοσι τού κειμένου τού Ιωάννου μαρτυρούνται αυθεντικώτατα oι προτάσεις. Ερμηνευτές τού δ' μ.Χ. αιώνος ισχυρίζονται ότι το «ώρα έκτη», πρέπει να διαβασθή «ώρα τρίτη». Ο εκκλησιαστικός Ιστορικός Ευσέβιος σημειώνει κάτι αξιοπρόσεκτο, που και άλλοι αρχαίοι ερμηνευτές το δέχονται: Έχει γίνει λάθος αντιγραφικό. Το Τρίτο γράμμα τού Ελληνικού αλφαβήτου, κεφαλαίο φυσικά — τότε μόνο η μεγαλογράμματη γραφή εχρησιμοποιείτο — που δηλώνει την τρίτη ώρα κατέληξε από γάμμα (Γ') να γίνη στίγμα ή επίσημον ή γαβέξ που σημαίνει έκτη ώρα. Η υπόθεσις αυτή έχει υπέρ εαυτής το γεγονός ότι τα δύο στοιχεία ομοιάζουν πολύ και εύκολα παραπλανούν τον αντιγραφέα — «κυρτωθείσης της αποτεταμένης εις μήκος ευθείας εις την τού επισήμου μεταχωρήσαι σημασίαν...» (Σωτήρος Αντιοχείας). Σύμφωνα με άλλη άποψι oι ώρες 9.00 π.μ. έως 12.00 μ. αποτελούσαν για το Ιουδαϊκό ημερολόγιο το δεύτερο ημερινό τρίωρο, που άρχιζε με την τρίτην ώρα (την δική μας 9ην π.μ.)· και λέγοντας τρίτη ώρα εκάλυπταν όλο το δεύτερο αυτό τρίωρο (Σ.τ.έ.).
22 Το σύγγραμμα αυτό δεν έχει καμμίαν σχέσι με τον Κλήμεντα Ρώμης, αν και φέρει το όνομά του. Αποτελείται από οκτώ βιβλία που περιέχουν διατάξεις αναφερόμενες σε ζητήματα εκκλησιαστικής οργανώσεως, ευταξίας, λατρείας και δικαιοσύνης. Περιέχουν βέβαια προγενέστερο υλικό, αλλά εμφανίσθηκαν και πήραν την τελική τους διαμόρφωσι, περί τα τέλη τού δ' μ.Χ. αιώνος. Το όγδοο βιβλίο στηρίζεται σε μεγάλη έκτασι σε σπουδαιότατο κείμενο που γράφθηκε περί το 217 μ.Χ. δηλαδή στην λεγομένη «Αποστολική Παράδοσι» έργο τού Ιππολύτου Ρώμης (Σ.τ.έ.).
Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (1940-2009)
Πηγή: (Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Πήγα εχθές να δηλώσω κατόπιν ραντεβού ένα αγροτεμάχιο στο οποίο εκκρεμούσε ένα συμβόλαιο για το Κτηματολόγιο. Ένας μακρινός γνωστός μου βρισκόταν πριν από μένα. Γνωρίζω ότι ο άνθρωπος είναι άνεργος. Έφτασε στο σημείο όπου θα του έλεγαν πόσα πρέπει να πληρώσει. Η υπάλληλος του είπε το ίδιο ποίημα που είχε πει και σε μένα πριν έναν μήνα, το ίδιο ποίημα που της είπαν να λέει σε όλους.
«Το ποσό είναι τάδε. Πηγαίνετε εδώ [και δείχνει το χαρτί] να το πληρώσετε σε μία τράπεζα. Πρέπει να πληρωθεί σήμερα έως αύριο» [Σημειώνω εδώ ότι τους προηγούμενους μήνες η προθεσμία πληρωμής ήταν ολίγων εβδομάδων.]
Ακολουθεί συνήθως η ερώτηση:
«Δεν υπάρχει μια δυνατότητα διακανονισμού; Πως θα πληρωθούν όλα αυτά μαζί;»
Η απάντηση που ακολουθεί είναι η εξής:
«Αν έχετε πιστωτική κάρτα μπορείτε να πληρώσετε με δόσεις. Πρέπει όμως να μην το καθυστερήσετε διότι τα πρόστιμα είναι τσουχτερά και είναι κρίμα.»
Μας δουλεύουν κι από πάνω, μας λένε «είναι κρίμα»!!
Ο γνωστός μου έσκυψε το κεφάλι του, έκανα πως δεν τον γνώριζα για να μην τον προσβάλω και τον στενοχωρήσω.
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 12ῃ Ἀπριλίου 2017
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ἀπέστειλε διά τοῦ Ἐξοχωτάτου κ. Yasar Halit Cevik, Πρέσβεως τῆς Τουρκικῆς Δημοκρατίας στήν Ἑλλάδα τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή πρός τόν Πρόεδρο τῆς Τουρκικῆς Δημοκρατίας κ. Ρετσέπ Ταγίπ Ἐρντογάν εἰς τήν Τουρκικήν γλῶσσαν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
᾿Αριθμ. Πρωτ. 458
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 12ῃ Ἀπριλίου 2017
Πρός τόν
Ἐξοχώτατον
κ. κ. Ρετσέπ Ταγίπ Ἐρντογάν
Πρόεδρον τῆς Τουρκίας
καί τοῦ Κόμματος «Δικαιοσύνη καί Ἀνάπτυξη»
ΤΟΥΡΚΙΑ
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε,
Μέ εἰλικρινή ἀγάπη, σᾶς ἀποστέλλουμε τήν παροῦσα Ἐπισκοπική ἐπιστολή μας, λόγῳ τῆς σθεναροῦς στάσεως, πού τηρεῖτε στήν πολυτάραχο γείτονα χώρα μας, Τουρκία, τῆς ὁποίας προεδρεύετε, ἐξασφαλίζοντας καί ὑπερασπιζόμενος τήν νομιμότητα τῆς δημοκρατικά ἐκλεγμένης Κυβέρνησής Σας.
Γνωρίζουμε, Ἐξοχώτατε, ὅτι αὐτή τήν στιγμή ὑπάρχουν καί δροῦν στήν χώρα Σας ἐναντίον τῆς Τουρκικῆς Πολιτείας μέ ὅλα τά ἐμπόλεμα μέσα ἡ ὀργάνωση DHKP-C, οἱ θύλακες τοῦ Γκιουλέν στόν στρατό, ἀλλά καί μέσα στό κυβερνόν κόμμα Σας ΑΚΡ, καί οἱ Τζιχαντιστέςτοῦ DAEŞ. Ὅλοι αὐτοί οἱ παράγοντες ἔχουν ὀργανωθεῖ, γιά νά ἐπιχειρήσουν τήν βίαιη ἀνατροπή τοῦ πολιτεύματος. Γιά τόν λόγο αὐτό, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, θά πρέπει ἡ χώρα Σας νά προετοιμάζεται γιά ὁλοκληρωτική ἐσωτερική σύγκρουση, καθώς οἱ τρομοκρατικές ἐνέργειες δέν θά σταματήσουν. Μιά τέτοια προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς δημοκρατίας θά φέρει μέγιστα προβλήματα, θά προκαλέσει ἐξελίξειςὄχι μόνο στή χώρα Σας, ἀλλά καί στίς γειτονικές χῶρες.
Ἤδη, τόν Ἰούλιο τοῦ 2016, γίναμε θεατές ἑνός ἀποτυχημένου πραξικοπήματος στήν χώρα Σας ἐναντίον Ὑμῶν. Τό πραξικόπημα, πού ἄφησε πολλά ἐρωτηματικά γιά τόν τρόπο, πού ἔγινε, τελικά σᾶς ὠφέλησε, διότι, μέ τόν τρόπο, πού τό διαχειριστήκατε, ἀνανεώσατε τήν «ἐντολή» τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ.
Ἡ αὔξηση τῆς Τουρκικῆς δυνάμεως καί τά τουρκικά ἐπιτεύγματα στήν οἰκονομία ἀπό τό 2006 καί μετά, σᾶς ἔδωσαν ἕνα πολύ καλό ἄλλοθι, γιά νάἀποκεμαλικοποιήσετε τό τουρκικό πολιτειακό σύστημα, δηλ. νά τό μουσουλμανοποιήσετε καί νά τό ἐπαναφέρετε στήν τροχιά τοῦ Τουρκικοῦ παραδοσιακοῦ Ἰσλαμισμοῦ, ἀφοῦ ὁ Κεμαλισμός ὑπῆρξε ἕνας φιλελεύθερος, ἀθεϊστικός Καμπαλισμός. Μετά τήν ἀποτυχία τοῦ πραξικοπήματος ἐναντίον Σας, ἡ ἐκκαθάριση προχώρησε στήν τελική της φάση. Γνωρίζατε πώς, χωρίς τήν βοήθεια μιᾶς μεγάλης δύναμης, δέν θά τό κατορθώνατε. Ἔτσι, εἴχατε προλάβει, πρίν τό πραξικόπημα, νά δηλώσετε μετάνοια στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία τοῦ Πούτιν γιά τό ἀεροσκάφος Su-24, πού καταρίψατε. Ἡ συμμαχία μέ τήν Ρωσία εἶναι πάρα πολύ σημαντική γιά τήν χώρα Σας, διότι ἡ Ρωσία ἔχει ἤδη ἑδραιώσει τήν παρουσία της στή Συρία, μπορεῖ νά συνομιλεῖ μέ τούς Κούρδους ἐντός καί ἐκτός Τουρκίας καί γνωρίζει πώς ὁ ἐχθρός Σας, Γκιουλέν, βρίσκεται στίς Η.Π.Α. Γι'αὐτό ἡ χώρα Σας μπορεῖ τώρα νά χαίρεται, διότι, συμμαχώντας μέ τή Ρωσία, μπορεῖ νά μιλᾶ μέ ἴσους ὄρους καί μέ τή Ρωσία καί μέ τίς Η.Π.Α., ἀλλά καί μέ την Ε.Ε., ἀφοῦ ἡ τελευταία τρέμει, ἐξαιτίας τῶν προσφυγικῶν ροῶν.
Τό 2004 ἐσεῖς ὁ ἴδιος εἴχατε χαρακτηρίσει τήν Εὐρωπαϊκή πορεία τῆς χώρας Σας «ὡς προτεραιότητα καί ἕνα κοινό τόπο γιά τή διευθέτηση διαφορετικῶν ἀντιλήψεων», δεδομένου ὅτι αὐτή τήν ἄποψη τή συμμερίζονταν τό 62% τῆς Τουρκικῆς κοινῆς γνώμης1 . Ὄντως, ἡ ὑποψηφιότητα γιά ἔνταξη τῆς χώρας Σας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἦταν ἡ πιό σημαντική πρόκληση στήν 554ετή ἱστορία τοῦ Ὀθωμανικοῦ καί Τουρκικοῦ κράτους γιά ἐνσωμάτωση Εὐρωπαϊκῶν προτύπων πολιτικῆς, οἰκονομίας καί πολιτισμοῦ2 . Ἐπιτρέψτε μας, ὅμως, νά θεωροῦμε ὅτι ἐξαρχῆς ἡ ἐνταξιακή πορεία τῆς χώρας Σας ἀποτέλεσε ἀντιπερισπασμό γιά ἕνα ἄλλο σχέδιο, πού ἐκτελοῦνταν σιωπηλά.Ἀντί τῆς Εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας καί τοῦ Ἐξευρωπαϊσμοῦ τῆς Τουρκίας θέλετε νά ὑλοποιήσετε ἕνα διαφορετικό σχέδιο. Ὅλες οἱ μεταρρυθμίσεις (δυτικοποίηση) τῆς χώρας Σας στοχεύουν στήν ἐνδυνάμωση τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς μέ τό σκεπτικό τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς «δόξας» τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας3 .
Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἐναλλακτικοῦ σχεδίου εἶχε ἀνακοινωθεῖ ἤδη ἀπό Σᾶς καί ἀποτέλεσε στόχο, ἀπό τά χρόνια πού διετελέσατε δήμαρχος τῆς Κωνσταντινούπολης (1994-1998). Βασιζόμενο σ' αὐτό τό σκεπτικό, τό κόμμα Σας, «Δικαιοσύνη καί Ἀνάπτυξη», ξεκίνησε μιά σειρά μεταρρυθμίσεων μέ στόχο τήν δημιουργία ἑνός Νέο-Ὀθωμανικοῦ κράτους, τό ὁποῖο θά βασίζεται στήν Ἰσλαμική θρησκεία. Οἱ μεταρρυθμίσεις αὐτές ἐμπεριέχουν στοιχεῖα τῆς θεωρίας ἐξευρωπαϊσμοῦ, μέ τή σημαντικότατη διαφορά ὅτι, ἀντί γιά ἐμφύσηση τῶν Εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν καί δομῶν, συγκροτεῖται μιά διαφορετική ταυτότητα, πού βασίζεται στό Ἰσλάμ καί τό Νέο-Ὀθωμανικό τρόπο, πού πρέπει νά γίνονται τά πράγματα. Tό ἐν λόγῳ μεταρρυθμιστικό σχέδιο περιλαμβάνει ρητορική, πολιτικές καί δομικές ἀλλαγές καί τέλος ἐνσωμάτωση τῶν ἀλλαγῶν στήν καθημερινότητα τῶν Τούρκων πολιτῶν. Στή μεταρρύθμιση αὐτή σημαντικό ρόλο ἔπαιξε καί συνεχίζει νά παίζει ἡ ρητορική Σας, ἡ ὁποία εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν διαδικασία μάθησης ἤ ἀλλιῶς ἐπανεκπαίδευσης τῆς κοινῆς γνώμης στό νέο ἰδεολογικό καί δομικό-ὀργανωτικό του πλαίσιο.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ δήλωση Σας, ὅπου (αὐτο)ἀνακηρύσσεσθε φυσικός κληρονόμος τῆς ἐπανασύστασης τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως καί ὁ χαρακτηρισμός τῆς μετανάστευσης ὡς μέσο κατάκτησης καί ἐπέκτασης τοῦ Ἰσλάμ (Hijrah)4 . Παράλληλα, σέ μιά ἄλλη ὁμιλία Σας δέν διστάσατε νά ἀναφέρετε ὅτι ἡ «ἐλευθερία καί ἡ δημοκρατία δέν ἔχουν ἀξία στήν Τουρκία»5 . Ἡ ρητορική Σας αὐτή ἦρθε νά προστεθεῖ σέ μιά ἤδη τεταμένη κατάσταση γιά τήν Τουρκική κοινωνία, πού, ὡς φάνηκε, ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 2016 ὁδηγοῦνταν σέ σκοτεινές ἀτραπούς.
Ἑπομένως, τό ἀποτυχημένο πραξικόπημα τῆς 15ης Ἰουλίου ἀποτελεῖ μιά σημαντική ἀπόδειξη γιά τήν πρόοδο τῆς μεταρρυθμιστικῆς προσπάθειάς Σας. Σημεῖο ἀναφορᾶς ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι περισσότεροι ἀπό 80.000 Ἰμάμηδες καλοῦσαν στό ὄνομα τοῦ Κορανίου καί μέσῳ προσευχῶν (Ἀζαν) τούς πολίτες στούς δρόμους κατά τῆς ἀπόπειρας τοῦ πραξικοπήματος6 . Αὐτά ἀποδεικνύουν τήν ὕπαρξη ἐναλλακτικῶν διοικητικῶν δομῶν, πού βασίζονται στή θρησκεία, καί ὄχι στό κοσμικό κράτος. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀποτροπή τοῦ πραξικοπήματος, ὅπως αὐτή ἔγινε (μέσῳ τῶν θρησκευτικῶν δομῶν), ἔστειλε τό μήνυμα ὅτι οἱ νέες Νέο-Ὀθωμανικές δομές ἔχουν περιέλθει σέ κατάσταση ὡρίμανσης καί εἶναι πλέον λειτουργικές.
Ἡ κατάσταση αὐτή, πού ὁδήγησε στό πάγωμα τῆς ἐνταξιακῆς πορείας τῆς χώρας Σας, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ συνεπακόλουθο τῆς Νέο-Ὀθωμανικῆς ἀναβίωσης. Μιά ἀναβίωση, πού συμπεριλαμβάνει Ὀθωμανικούς θεσμούς καί πρακτικές, πού ἐξ ὁρισμοῦ εἶναι ἀσύμβατες μέ τούς Εὐρωπαϊκούς θεσμούς καί δομές.
Ἡ ἀναβίωση αὐτή, ἐπίσης, ἐξηγεῖ τήν πρόσφατη ἀμφισβήτηση ἐκ πλευρᾶς Σας τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης7 . Ὅπως χαρακτηριστικά δηλώσατε, «ἡ Λωζάνη δέν εἶναι μιά συνθήκη, πού δέν μπορεῖ νά συζητηθεῖ. Σέ καμία περίπτωση δέν εἶναι ἕνα ἱερό κείμενο. Καί φυσικά θά τή συζητήσουμε»8 . Ἡ δήλωση αὐτή ἀφενός ἐπιβεβαιώνει τήν γενική φιλοσοφία ἀμφισβητήσεων ἀπό τή μεριά Σας σέ θέματα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, καί ἀφετέρου ἀναφέρει ὅτι ὅλα τά μή ἱερά κείμενα ὑπόκεινται σέ ἀμφισβήτηση. Δεδομένων τῶν ἀνωτέρω, μπορεῖ κάποιος νά συμπεράνει ὅτι ἡ ὑποψηφιότητα τῆς χώρας Σας ἦταν τελικά ἕνα μέσον γιά τήν ἀποκόμιση οἰκονομικῶν ὠφελημάτων, παρά μιά αὐτόβουλη ἐπιλογή γιά δυτικοποίηση. Ὁ προορισμός γιά Σᾶς ἦταν πάντα ἡ δημιουργία μιᾶς Νέο-Ὀθωμανικῆς ταυτότητας καί αὐτοκρατορίας.
Χωρίς ὑπερβολή, ἐδῶ καί 2-3 ἔτη, τό ISIS ἔχει γίνει κομμάτι τῆς καθημερινότητας μιᾶς τεράστιας γεωγραφικῆς ἔκτασης, πού καλύπτει τήν Εὐρώπη, τήν Μέση Ἀνατολή, μέρος τῆς Ἀφρικῆς καί τῆς Ἰνδονησίας. Ὑπάρχει μεγάλο μέρος πληροφοριῶν, πού ἔρχονται ἀπότόν διεθνή Τύπο, ἀλλά καί ἀπό κέντρα ἀποφάσεων, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες συνεργαστήκατε μέ τό Ἰσλαμικό Κράτος καί τόν ISIS, προκειμένου νά ἀλλάξετε πρός ὄφελός Σας τήν ἀσαντική κατάσταση στή Συρία. Ἐπιτρέψτε μας, ὅμως, νά θεωροῦμε πώς ἡ παρουσία Σας στήν Προεδρία τῆς γείτονος Τουρκίας λειτουργεῖ μᾶλλον ἀποτρεπτικά γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ ISIS στήν Τουρκία. Κι αὐτό διότι, ἐσεῖς, Ἐξοχώτατε, καλλιεργεῖτε στήν χώρα Σας καί θέλετε νά ἐπικρατήσει ἀποκλειστικά καί μόνον ὁ Τουρκικός παραδοσιακός Ἰσλαμισμός, ἐνῶ τό Ἰσλαμικό Κράτος καί τό ISIS καλλιεργεῖ καί θέλει νά ἐπικρατήσει ὁ Ἀραβικός Ἰσλαμισμός. Ἔτσι, νομίζουμε ὅτι ἐξηγεῖται καί τό πρωτοχρονιάτικο χτύπημα-αἱματοκύλισμα τοῦ ISIS στό πιό διάσημο club τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἐξοχώτατε,
Ὅλα τά κράτη θά ἤθελαν νά ἔχουν ἕναν πολιτικό ἡγέτη, πού νά σέβεται, νά προωθεῖ, νά ἐφαρμόζει καί νά τηρεῖ τήν πατροπαρόδοτη θρησκεία τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν τους. Ἀνεγείρατε ἐπί τῶν ἡμερῶν Σας 10.000 τεμένη σέ ὅλη τήν Τουρκία καί αὐτό Σᾶς τιμᾶ ἰδιαιτέρως διά τήν θεοσέβειά Σας. Αὐτό ἐσεῖς τό ἔχετε καταφέρει στή χώρα Σας. Ὡς γνήσιος Τοῦρκος Ἰσλαμιστής ἔχετε ἀποκεμαλικοποιήσει τήν Τουρκία καί τήν ἔχετε ἐπαναφέρει στήν πατροπαράδοτη πίστη τοῦ Ἰσλάμ, πρᾶγμα πού γίνεται φανερό γενικά ἀπό τήν πολιτική Σας. Ἐδῶ θά ἤθελα νά Σας πῶ ὅτι διαφωνῶ ἀπολύτως μέ τήν μή ἔκδοσι τῶν πραξικοπηματιῶν Τούρκων πού κατέφυγαν στήν Ἑλλάδα, διότι ἡ αἰτιολογία τῆς ἀπόφασης τοῦ Ἀρείου Πάγου εἶναι ἀπαράδεκτη νομικῶς διότι δέν νομιμοποιεῖται νά κρίνει μιά δημοκρατική χώρα μέλος τοῦ ΟΗΕ καί τοῦ ΝΑΤΟ ὡς ἡ γείτων Τουρκία, ὡς χώρα πού δέν εἶναι χώρα δικαίου τήν στιγμή πού ἡ ΕΕ καί ἡ Ἑλλάς ἔχουν συνυπογράψει μετά τῆς Τουρκίας σύμβαση ἐπιστροφῆς τῶν παρατύπων μεταναστῶν στήν Τουρκία ὡς «ἀσφαλῆ χώρα» καί ἑπομένως χώρα δικαίου.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό, ἐπιτρέψτε μας, Ἐξοχώτατε, νά παρατηρήσουμε ὅτι, ἐξ ἀντικειμενικῆς καί ὀρθοδόξου ἐπόψεως, ὅλα τά ἀνωτέρω κινοῦνται σέ ἐσφαλμένη κατεύθυνση. Διότι:
1) Τό Ἰσλάμ, τό ὁποῖο ἀσπάζεσθε, εἶναι τελείως ἀσυμβίβαστο μέ τήν ἀληθινή Θεολογία, Πίστη καί Ζωή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι Νεομάρτυρες τοῦ Ζῶντος Ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀπό τούς ὁσίους καί θεοφόρους πατέρες ἡμῶν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή (6ος αἰ.) καί Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό (7ος αἰ.), μέχρι τόν ἅγιο ἔνδοξο ὁσιομάρτυρα Νικόδημο τόν Ἁγιαννανίτη (18ος αἰ.) καί τήν ἁγία ἔνδοξο νεομάρτυρα Ἀκυλίνα (18ος αἰ.)9 , κατατάσσουν τό Ἰσλάμ στίς αἱρέσεις καί ὡς τέτοια τό ἀντιμετωπίζουν. Ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στό ἔργο του «Περί αἱρέσεων»10 , θεωρεῖ ὅτι τό Ἰσλάμ εἶναι λαοπλάνος θρησκεία καί πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἔστι δέ καί ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου»11 γράφει. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας στό Ἰσλάμ.
2) Οἱ διδαχές τοῦ Ἰσλάμ ἀποτελοῦν ἕνα συμπίλημα διαφόρων ἀνθρωποπαθῶν αἱρετικῶν θρησκευτικῶν παραδοχῶν, ὅπως τῆς Εἰδωλολατρίας, τοῦ Ζωροαστρισμοῦ, τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, τοῦ Γνωστικισμοῦ, τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Ἀφθαρτοδοκητισμοῦ καί τῆς Εἰκονομαχίας12 . Τό Ἰσλάμ, ἐπηρεασμένο ἀπό τήν ἀντιχριστιανική ἰουδαϊκή καί τήν αἱρετική χριστιανική γραμματεία, ἀρνεῖται τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, Τόν θεωρεῖ κτίσμα, ὅπως ὁ Αἱρεσιάρχης Ἄρειος. Τόν δέχεται ὡς μέγα προφήτη τοῦ Ἀλλάχ, μικρότερο καί κατώτερο, ὅμως, ἀπό τόν Μωάμεθ, τῆς δῆθεν σφραγῖδος τῶν προφητῶν, κτίσμα τοῦ Θεοῦ καί ἁπλό, ψιλό ἄνθρωπο. Ἀρνεῖται, ἐπίσης, τόν Σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάσταση, διότι τά θεωρεῖ ἀνοίκεια καί βλάσφημα γιά ἕνα προφήτη τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί βδελύσσεται τόν Τίμιο Σταυρό. Ἐκ μεγάλης συγχύσεως ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἡ Μαρία, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἀλλά ἡ Μαριάμ, ἡ ἀδελφή τῶν προφητῶν Μωϋσέως και Ἀαρών.
3) Ὁ Μωάμεθ δέν εἶναι προφήτης, ἀλλά ψευδοπροφήτης, ἐφόσον παραμένει ἀμάρτυρος, δηλ. δέν ὑπάρχουν προγενέστερες μαρτυρίες-προφητεῖες γι'αὐτόν, ὅπως ἀντιθέτως συμβαίνει γιά τόν Τίμιο, ἔνδοξο, Προφήτη, Πρόδρομο καί Βαπτιστή Ἰωάννη, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνόςἀποκαλεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τόν Μάμεδ (Μωάμεθ) ψευδοπροφήτη δικαιολογημένως, ὅταν, κατά τήν ἰσλαμική παράδοση (σούνα), συνεζεύχθη ὡς 7η σύζυγό του τήν σύζυγο τοῦ υἱοθετηθέντος υἱοῦ του Ζαΐντ, σούρα τοῦ Κορανίου (Οἱ συνασπισμένες φυλές) στ. 37 καί ὡς 9η τήν ἑπταετή κορασίδα Ἀϊσά, διαπράττων, ἐκτός τῶν ἄλλων κακουργιῶν, καί τά ἐγκλήματα τῆς αἱμομιξίας καί τῆς παιδεραστίας, καί ἀποδεικνύει ὁ θεοφόρος πατήρ ὅτι συνέστησε τήν αἵρεσή του ὕστερα ἀπό μιά ἐπιφανειακή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν ἐπικοινωνία του μ’ ἕνα Ἀρειανό μοναχό, κατόπιν δῆθεν ὁραμάτων σέ ἡλικία σαράντα ἐτῶν μέ τήν παρότρυνσι τῆς πρώτης συζύγου του Χαντίντζα καί τοῦ Ἰουδαίου ἐξαδέλφου της Οὐάρακα καί μ’αὐτόν τόν τρόπο διέδωσε τήν ψεύτικη φήμη ὅτι ὅλ’ αὐτά, πού θέσπισε, εἶναι δῆθεν θεόσταλτα.
4) Τό βιβλίο τοῦ Μωάμεθ, δηλ. τό Κοράνιο, δέν εἶναι ἅγιο καί ἱερό, ἀλλά ψευδοβιβλίο. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός χαρακτηρίζει ὅλα τά θεσπίσματα τοῦ Κορανίου ὡς «γέλωτος ἄξια», τά ὁποῖα καθιερώθησαν μέ τόν ἱερό πόλεμο, τήν βιαία ἐπιβολή καί τό ψευδές ἰδεολόγημα τῆς δῆθεν θεϊκῆς ἀποστολῆς τοῦ Μωάμεθ, ἑπτά αἰῶνες μετά τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Μεσσία, τοῦ Ὁποίου τό σωτηριῶδες ἔργο ἐπιδιώκει νά ἀνατρέψει μέ τίς ψευδολογίες του.
Ἑπομένως, εἶναι πασίδηλος ὁ ἀντιτριαδισμός τοῦ Ἰσλάμ καί οἱ βλασφημίες του κατά τοῦ Θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου ἀρνεῖται τήν θεία φύση, μέ τίς ὁποῖες σαφῶς ἐπαναλαμβάνεται καί ἐπιβιώνει ἡ κατεγνωσμένη ἀντιτριαδική αἱρετική διδασκαλία τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπό τόν κοινό ὑποβολέα Ἀρείου καί Μωάμεθ, τόν Ἀρχέκακο καί βύθιο δράκοντα, τόν Διάβολο.
5) Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ ὠφείλεταιστή χρήση πολεμικῆς βίας γιά τήν ἐπιβολή του, μέ μάχαιρα καί φόνους, σύμφωνα μέ τήν δογματική ἀρχή τοῦ ἱεροῦ καί διαρκοῦς πολέμου (τζιχάντ) ἐναντίον τῶν ἀπίστων, δηλ. τῶν μή μουσουλμάνων, ὁ ὁποῖος ἐφαρμόζεται στίς ἡμέρες μας μέ τίς συνεχιζόμενες ἐκκαθαρίσεις χριστιανικῶν καί ἄλλων πληθυσμῶν ἀπό τό Ἰσλάμ, πού εἶναι λάθος νά διακρίνεται σέ ριζοσπαστικό καί δῆθεν μετριοπαθές καί πού ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι θρησκεία ἀνεκτή, κατά τό Εὐρωπαϊκό κεκτημένο καί τίς ἀρχές τῶν Κρατῶν Δικαίου, διότι στοχοποιεῖ θανάσιμα τήν ἄρνησή της καί ἑπομένως οἱ ἔννοιες Δημοκρατία, Ἀνεξιθρησκεία καί Ἀνεκτικότητα πρός τήν ἑτερότητα εἶναι ἀσύμβατες μέ τό Ἰσλάμ.
Ἡ Πατρίδα μας, ἡ ἡρωοτόκος καί ἁγιοτόκος Ἑλλάδα, κατά τά 400 χρόνια σκλαβιᾶς ἀπό τούς ὁμοπίστους τῶν σημερινῶν ἰσλαμιστῶν, βίωσε γιὰ μισή χιλιετία τὴν δῆθεν «εἰρήνη» τοῦ Ἰσλάμ. Ὅταν τὸ Ἰσλὰμ ἑνώθηκε μὲ τὸν Τουρκικὸ σωβινισμό, ἀποτέλεσε τὸ ὀλέθριο δίδυμο γιὰ τὸ Γένος μας καὶ τοὺς ἄλλους Ὀρθοδόξους βαλκάνιους λαούς. Ἡ χώρα μας ἔχει νὰ ἐπιδείξει χιλιάδες ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους ἁγίους ἐνδόξους Νεομάρτυρες καί Ἤρωες, οἱ ὁποῖοι βασανίστηκαν φρικτὰ, ἔχυσαν ποταμούς αἵματος καὶ ἔχασαν τὴ ζωή τους, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ ἐξισλαμιστοῦν, κατ’ ἐπιταγὴ πάντοτε τοῦ Κορανίου καὶ τῆς ἰσλαμικῆς σαρία!
Κατά τήν Ὀρθόδοξο Χριστιανική Θεολογία γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπολύτως Ἕνας ἀλλά ἡ μονάδα εἶναι τρισυπόστατη. Τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκφράζουν τόν τρόπον τῆς αἰώνιας καί ἀναλλοίωτης ὑπάρξεως τοῦ Ἑνός καί μόνου Θεοῦ. Μία καί μόνη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἔχει τρεῖς ὑποστάσεις, δηλαδή τρία πρόσωπα. Τά πρόσωπα βεβαίως διακρίνονται μεταξύ τους, ἀλλά ἡ διάκριση δέν σημαίνει διαίρεση κατά τά πρότυπα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας. Τά πρόσωπα κοινωνοῦν σύμφωνα μέ τήν ταυτότητα τῆς μίας οὐσίας καί ἔχουν μαζί καί χωριστά τό πλήρωμα τῆς θεότητας πλήν τοῦ αἰτίου, γιατί μοναδικό αἴτιο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Θεός Πατέρας. Γι’ αὐτό κάθε πρόσωπο εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός καί δέν ἔχουμε τρεῖς Θεούς ἀλλά Ἕναν ἀπολύτως. Οὐσία καί φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημες, σημαίνουν τόν Ἕνα καί μόνο Θεό. Πρόσωπο καί ὑπόσταση εἶναι πάλι ταυτόσημες ἔννοιες, σημαίνουν τήν ἰδιαιτερότητα ὡς ἀτομικότητα. Συνεπῶς οἱ τρεῖς ὑποστάσεις ὑπάρχουν αἰωνίως καί συναϊδίως στήν ἔκφανση τῆς μίας οὐσίας. Αὐτός εἶναι ὁ ἕνας καί μοναδικός τρόπος τῆς αἰώνιας ἀκατάλυπτης καί ἀναλλοίωτης ὑπάρξεως τοῦ ἑνός καί μόνου Θεοῦ. Στήν ἀΐδια αὐτή σχέση τῶν τριῶν προσώπων, μοναδικό αἴτιο εἶναι ὁ Θεός Πατέρας. Ὁ ἀποκαλυφθείς ἀληθινός Θεός εἶναι μονάδα τρισυπόστατη, κατά τήν οὐσία του εἶναι ἀόρατος καί ἀκατάληπτος καί ἐπέκεινα πάντων. Ὡστόσο καθίσταται ὁρατός καί καταληπτός διά μέσου τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, ἀπό τίς ὁποῖες προέρχεται ὅλος ὁ κτιστός ὑλικός καί πνευματικός κόσμος. Ἑπομένως ὅ,τι γνωρίζομεν γιά τόν Θεόν δέν εἶναι ἡ οὐσία του ἀλλά οἱ ἄκτιστες ἐνέργειές Του πού ἀποκαλύπτονται στή δημιουργία καί δίνουν οὐσία καί ὑπόσταση στά πάντα. Διά μέσου τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Αἰωνίου καί Ἀσάρκου Λόγου, πού ἐνανθρώπισε σέ μία δεδομένη ἱστορική στιγμή καί ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος καί ἔνσαρκος Λόγος, κατανοοῦμε τό μυστήριο τῆς Δημιουργίας καί γινόμαστε κατ’ υἱοθεσίαν κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς Θεότητος.
Τό Κοράνιον, ἱερόν βιβλίον τοῦ Μουσουλμανισμοῦ, ἀποτελεῖ γιά τούς Μουσουλμάνους τήν ἀληθινή ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τήν τελευταῖα ἔκδοση τοῦ αἰωνίου Ἀρχετύπου πού συνιστᾶ τό ἀσφαλές κριτήριο γιά τήν ἀλήθεια τῶν Γραφῶν πού προηγήθηκαν δηλ. τόσον τῆς «Τορά» Πεντατεύχου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Ψαλμῶν, ὅσον καί τοῦ «Ἰντζίλ» – Εὐαγγελίου καί πού ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει τήν αὐθεντικότητα τῆς διδασκαλίας τους δέν ἀποδέχεται τήν πίστιν εἰς τήν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τῆς σούρας (Ἡ Τράπεζα 5:19) «Ἄπιστοι εἰσίν οἱ λέγοντες ὅτι ὁ Μεσσίας Υἱός τῆς Μαριάμ εἶναι Θεός. Εἰπέ αὐτοῖς, τίς δύναται νά ἀναχαιτίσῃ τόν Θεόν ἐάν θελήσῃ νά καταστρέψῃ τόν Μεσσίαν Υἱόν τῆς Μαριάμ καί τήν μητέραν αὐτοῦ καί πάντα τά ἐπί τῆς γῆς ὄντα;» ἀπορρίπτει ὡσαύτως τήν πίστιν εἰς τήν πατρότητα τοῦ Θεοῦ, διότι ἀφελῶς συνδέεται αὕτη μετ’ ἀποδοχῆς συζύγου καί τέκνων καί βεβαίως τήν πίστιν εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, διά τῆς σούρας τοῦ Κορανίου: (Αἱ γυναῖκες 4:169) «Πιστεύετε ὅθεν εἰς τόν Θεόν καί εἰς τούς ἀποστόλους Αὐτοῦ καί μή λέγετε ὅτι ὑπάρχει Τριάς. Παύσατε λέγοντες τοῦτο καί θά ὠφεληθῆτε διότι εἷς εἶναι μόνον ὁ Θεός. Δεδοξασμένον εἴη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, οὗτος δέν ἔχει Υἱόν. Τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἄνω καί τά ἐν τῇ γῇ κάτω εἰς Αὐτόν ἀνήκουσι μόνον. Ἡ προστασία αὐτοῦ εἶναι ἐπαρκής»., ἀπορρίπτει ὡσαύτως τήν σταύρωσιν καί τήν ἀνάστασιν τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τή σούρα τοῦ Κορανίου (Αἱ γυναῖκες 4:156): «Καί εἶπον ἡμεῖς ἐφονεύσαμεν τόν Μεσσίαν Ἰησοῦν, Υἱόν τῆς Μαριάμ τόν Ἀπόστολον τοῦ Θεοῦ. Οὐχί δέν ἐφόνευσαν, δέν ἐσταύρωσαν αὐτόν ἀλλά ἕτερον τινά ὅμοιον αὐτῷ. Οἱ δέ συζητήσαντες ἐπί τοῦ ἀντικειμένου τούτου, ἔμειναν αὐτοί οἱ ἴδιοι ἐν τῇ ἀμφιβολίᾳ, δέν ἦσαν βέβαιοι περί τούτου ἀλλά κατά εἰκασίαν. Ἀληθῶς οὗτοι δέν ἐφόνευσαν αὐτόν ἀλλ’ ὁ Θεός ἐν τῇ ἰσχύι καί σοφίᾳ αὐτοῦ μετεκαλέσατο αὐτόν», εἰσαγάγει γεώδεις, χωματένιες σαρκικές ἠδονές στόν Παράδεισο μέ τήν σούρα τοῦ Κορανίου (Αἱ γυναῖκες 4:60) «ὁ πιστεύων καί πράττων τό ἀγαθόν εἰσελεύσεται εἰς κήπους περιρύτους ὑπό ρυάκων, ἐκεῖ θά μένει αἰωνίως, ἐκεῖ θά εὕρη γυναίκας ἀσπίλους καί εὐάρεστον σκιάν» καί θεσπίζει τό ἔγκλημα καί τό φόνο καί τήν ἐπιβολή τῆς βίας σάν πρακτικές διαδόσεως τῆς δῆθεν ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέ τήν σούρα τοῦ Κορανίου (Ἡ μετάνοια 9:5) «Ὅταν παρέλθωσι οἱ ἱεροί μῆνες τότε φονεύετε τούς πολυθεϊστάς ὅπου ἄν συναντήσητε, ζωγρεῖτε πολιορκοῦντες καί ἐνεδρεύοντες αὐτούς», καθώς καί μέ τή σούρα (Ὁ Μωάμεθ 47:4-10) «Ὁπόταν συναντᾶτε τούς ἀπίστους φονεύετε καί κατασφάζετε, συγκρατοῦντες στερρῶς τά δεσμά τοῦ αἰχμαλώτου. Μετά δέ τήν κατάπαυση τῆς μάχης ἄφετε ἐαυτόν ἐλεύθερον ἤ ἀνταλλάξατε ἀντί λύτρων. Πράττετε οὕτως ἐάν ἐβούλετο ὁ Θεός θά ἐθριάμβευε ὁ ἴδιος ἐπ’ αὐτῶν ἀλλά ὑποβάλλει ὑμᾶς εἰς τόν πόλεμον διά νά δοκιμάσει ὑμᾶς διά τῶν δέ ... ὅσοι πιστοί ἐάν συνδράμετε τόν Θεόν εἰς τήν μάχην Αὐτοῦ κατά τῶν ἀπίστων καί ὁ Θεός θά συνδράμει ὑμᾶς κατευθύνων τά ὑμέτερα διαβήματα».
Παρά ὅμως τά ἀνωτέρω στό Κοράνιον περιγράφεται καί ἀναγγέλεται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας καί ἡ γέννησις τοῦ Λυτρωτοῦ καί Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τήν σούρα: (Ἡ Μαριάμ 19:16-29) «Ὦ Μωάμεθ πραγματεύθητι ἐν τῷ Κορανίῳ περί τῆς Μαριάμ. Πῶς αὕτη ἀπεσύρθη τοῦ οἴκου της, πρός τό ἀνατολικόν μέρος. Ἐκαλύφθη διά πέπλου, ὅστις ἀπέκρυψεν αὐτήν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν των. Καταπέμψαμεν αὐτῇ τό Πνεῦμα ἡμῶν, ὅπερ ἐνώπιόν της ἔλαβεν ἀνθρωπίνην μορφήν. Αὕτη δέ εἶπεν: Ζητῶ καταφύγιον παρά τοῦ Οἰκτίρμονος ἐναντίον σου ἐάν φοβεῖσαι αὐτόν. Οὗτος δέ ἀπεκρίθη. Ἐγώ εἰμί ἀπόστολος τοῦ Κυρίου σου πεμφθείς πρός σε ὅπως σοί δώσω υἱόν ἅγιον. Πῶς τοῦτο προσέθηκεν αὕτη ἐνῶ ἄνδρα οὐ γινώσκω καί ἐνῶ οὐκ εἰμί ἀκόλαστος. Ὁ δέ ἀπεκρίθη οὕτω γεννήσεται ὁ Κύριος σου εἶπεν τοῦτο δι’ ἐμέ εἶναι εὔκολον. Ἔστε δέ σημεῖον τοῖς ἀνθρώποις καί τεκμήριον τῆς ἡμετέρας μακροθυμίας. Τό θέσπισμα ἀπηγγέλθη ἤδη. Συνέλαβεν υἱόν καί ἀπεσύρθη εἰς μεμακρυσμένον μέρος κατέλαβον δέ αὐτήν αἱ ὀδύναι τοῦ τοκετοῦ πλησίον δένδρου φοινίκων... Καί ἐπορεύθη εἰς τόν οἶκον αὐτῆς φέρουσα εἰς τούς βραχίονας τό υἱόν της. Μαριάμ παράδοξον ἔργον ἔπραξας». Σέ ἄλλη σούρα (Ἡ Τράπεζα 5:116-117) τοῦ Κορανίου γίνεται δεκτόν τό κατ’ ἐξοχήν προφητικόν ἀξίωμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀπονέμονται σέ Αὐτόν τίτλοι, πού δέν ἀποδίδονται ἀπό τό Κοράνιον στόν ἴδιον τόν Μωάμεθ: «Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς: Πῶς ἠδυνάμην νά εἴπω ... Σύ ἔγνως τά ἐν τῷ μυχῷ τῆς καρδίας μου... ἐγώ δέν ἐδίδαξα αὐτοῖς ἤ τάς ἐντολάς σου. Λατρεύετε τόν Θεόν τόν Κύριον ἐμοῦ τε καί ἡμῶν. Ἐν ὅσῳ διέμενον ἐπί τῆς γῆς ἠδυνάμην νά μαρτυρήσω περί αὐτῶν, νῦν ὅμως ἀνεκλίθην παρά σοῦ. Σύ αὐτός ἐώρας τά πάντα καί εἶ μάρτυς πάντων». Στήν σούρα (Ἡ Βοῦς 2:81) ἀναφέρεται τό Κοράνιον στόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ τούς λόγους «Παρέσχομεν τῷ Ἰησοῦ Υἱῷ τῆς Μαριάμ σημεῖα προφανῆ τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ ἐνισχύσαντες αὐτόν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δέν ἀποκαλεῖται στό Κοράνιον ὁ Ἰησοῦς Χριστός μόνον «Προφήτης καί Ἀπόστολος», ἀλλά ἀκόμη «Μεσσίας», «Λόγος Θεοῦ», θεωρεῖται «Νεός Ἀδάμ» διότι ἐγεννήθη κατά ἰδιαίτερον ὑπερφυσικόν τρόπον καί ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Στήν σούρα τοῦ Κορανίου (Αἱ γυναῖκες 4:169) διακηρύσσεται «Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς Υἱός τῆς Μαριάμ, Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Αὐτοῦ». Τό ἀνακαινιστικόν ἔργον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ περιγράφεται στό Κοράνιον μέ τρόπον διθυραμβικόν στήν σούρα (Ὁ οἶκος Ἐμράν 3:40-42,43) ὅπου ἀναφέρεται «Ὁ Μεσσίας θά κληθῇ Ἰησοῦς υἱός τῆς Μαριάμ ἔνδοξος ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ καί ἐν τῷ μέλλοντι καί εἷς ἐκ τοῦ οἶκου τοῦ Κυρίου. Θά διδάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τῆς βρεφικῆς αὐτοῦ ἡλικίας καί εἶτα γενόμενος ἀνήρ. Ἔσεται δέ ἐκ τῶν ἐναρέτων... καί θά διδάξῃ τήν βίβλον, τήν σοφίαν, τήν Πεντάτευχον καί τό Εὐαγγέλιον. Ὁ Ἰησοῦς ἔσται ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ πρός τούς υἱούς Ἰσραήλ καί θά εἴπη πρός αὐτούς. Ἔρχομαι πρός ὑμᾶς διά τῶν σημείων τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Θά σχηματίσω ἀπό χοῦν πτηνόν, θά ἐμφυσήσω εἰς αὐτό διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, θά λάβῃ ζωήν. Θά θεραπεύσω τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν καί τόν λεπρόν, θά ἀναστήσω νεκρούς διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καί θά εἴπω ὑμῖν ὅτι ἐφάγετε καί ὅ,τι κρατεῖτε κρυπτόν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἡμῶν. Ταῦτα πάντα ἔσονται θαύματα δι’ ὑμᾶς ἐάν εἶσθε πιστοί». Τά ἴδια ἐπαναλαμβάνονται καί στήν σούραν (Ἡ Τράπεζα 5:109-111). Σέ πολλά σημεῖα τοῦ Κορανίου τονίζεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐγεννήθη κατά τρόπον ὑπερφυσικόν ἐκ τῆς Παρθένου Μαριάμ καί τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Οὐδαμοῦ ἀναφέρεται σάν υἱός ἀνδρός τινός, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἄραβες ἀλλά πάντοτε ὡς ὁ Ἰησοῦς ὁ Υἱός τῆς Μαριάμ, ὁ ὁποῖος ἀπό τοῦ βρεφικοῦ ἤδη λίκνου κατέχει σοφίαν, ὁμιλεῖ, ἀναγγέλει τό ἔργον Του, βεβαιώνει τήν ἁγνότητα τῆς Μητρός Του. Στή σούρα (Ἡ Μαριάμ 19:30-32) ἀναφέρονται «Ἡ Μαριάμ ἔνευσε πρός αὐτούς ἵνα ἐρωτήσωσι τό βρέφος. Πῶς ἠρώτησαν δύναται νά λαλήσῃ πρός ἡμᾶς τό βρέφος κείμενον ἔτι ἐν τῷ λίκνῳ; Εἰμί δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἶπεν τό βρέφος, ὁ Κύριος μοι ἐδώρησεν τήν βίβλον ποιήσας με προφήτην». Στό Κοράνιον ὁ Μωάμεθ γνωρίζει καί σέβεται τήν ὑπέροχον θαυματουργικήν δύναμιν τοῦ Μεσσίου. Ἀναφέρει θεραπεῖες ἀσθενῶν, καθαρισμόν λεπρῶν, ἀνάστασιν νεκρῶν καί ἀκόμη θαύματα τά ὁποία μνημονεύονται ἀπό τά ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Ἰδιαιτέρα ἔμφασις δίδεται στό θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τοῦ ὁποίου διέθερεψε τούς πεντάκις χιλίους ἄνδρας στήν ἔρημον. Στή σούρα (Ἡ Τράπεζα 5:112-115) ἀναφέρεται: «Εἶπον οἱ μαθηταί πρός τόν Ἰησοῦν, Υἱέ τῆς Μαριάμ δύναται ὁ Κύριός Σου νά καταβιβάσῃ ἡμῖν ἐξ οὐρανοῦ Τράπεζα πλήρη ἐδεσμάτων; καί ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη φοβήθητε τόν Θεόν ἐάν εἶσθε εὐσεβεῖς. Ἐπιθυμοῦμεν εἶπον οἱ μαθηταί παρακαθήσαντες νά εὐωχηθῶμεν ἐπ’ αὐτῆς καί τότε στερεωθήσεται ἡ καρδία ἡμῶν, θά γνωρίσωμεν ὅτι ἐδίδαξας ἡμῖν τήν ἀλήθειαν καί ἐσόμεθα ὁμολογηταί σου. Καί ὁ Ἰησοῦς Υἱός τῆς Μαριάμ δεηθείς πρός τόν Θεόν εἶπε: Κύριε καί Θεέ μου καταβίβασον ἐξ οὐρανοῦ Τράπεζα πρός εὐωχίαν τοῦ πρώτου καί τοῦ τελευταίου ἡμῶν καί αὕτη ἔστω ὡς τεκμήριον τῆς σῆς παντοδυναμίας. Διάθρεψον ἡμᾶς Σύ ὁ ἄριστος τῶν διατροφέων. Εἶπεν ὁ Θεός: Θά καταβιβάσω αὐτήν πρός ὑμᾶς πλήν οὐαί εἰς τόν μή πιστεύοντα εἰς τό θαῦμα τοῦτο».
Σέ δέκα τρία κεφάλαια ἀναφέρεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία μέ ἐξόχως τιμητικόν τρόπον σάν ἄσπιλος παρθένος στήν σούραν (Οἱ Προφῆται 21:91), «εἰς δέ τήν Ἄσπιλον Παρθένον ἐνεφυσήσαμεν τό Πνεῦμα ἡμῶν», σάν ἐνάρετος μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ στήν σούραν (Ἡ Τράπεζα 5:79) «ἡ δέ μήτηρ αὐτοῦ (Μεσσίου) ἦτο ἐνάρετος» σάν Ἁγνή πάσης κηλίδος μεταξύ ὅλων τῶν γυναικῶν, στήν σούρα (Ὁ οἶκος Ἐμράν 3:37) «Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος Μαριάμ ὁ Κύριος σου ἐξέλεξέ σε καί ἐτήρησέ σε ἁγνήν πάσης κηλίδος μεταξύ ὅλων τῶν γυναικῶν».
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνωτέρω ἐνδεικτικῶς ἀναφερομένων σημείων τοῦ Κορανίου παραθέτομεν τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου πού προηγήθη ἕξ (6) ὁλοκλήρους αἰῶνες τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἄραβος ἐμπόρου Μωάμεθ ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη τό ἔτος 570 μΧ στή Μέκκα τῆς Ἀραβικῆς χερσονήσου, υἱός τοῦ Ἀμπνταλάχ καί τῆς Ἄμινα Μπίντ Οὐαχάμπ ἀπό τήν φυλή τῶν Κουραϊσιτῶν πού ἀνῆκε στήν οἰκογένεια τῶν Χασιμιτῶν καί πού ὀρφανός ἀνετράφη ἀπό τόν πάππον του Ἀμπντούλμουτταλίμπ καί τόν θεῖον του Ἀμπού Ταλίμπ καί 25ετής ὤν συνεζεύχθη τήν 40χρονη χήρα Χαντίτζα καί ἄλλας ὀκτώ (8) ἐπισήμους γυναίκας, μετά τόν θάνατόν της καί πού ἄρχισε νά κηρύττει τό 610 μΧ σέ ἡλικία 40 ἐτῶν ἔχων πολλάς ἀμφιβολίας διά τό ἔργον αὐτό. Τό κήρυγμα λοιπόν τοῦ διακηρυσσομένου καί ἀπό τόν Μωάμεθ σάν Μεσσίου δηλ. ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ πού προανήγγειλαν ὅλοι οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί Θεανθρώπου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετον μέ ὅ,τι ὁ Μωάμεθ συνέλαβε σάν ἰδέα περί τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τήν διεκήρυξε.
Παραθέτομεν τρία μόνο ἐνδεικτικά σημεῖα ἀπό τό ἄπειρο πλῆθος πού ὑπάρχει: Α. «Εἰἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱἁμαρτωλοί τούς ἀγαπῶντας αὐτούς ἀγαπῶσι. καί ἐάν ἀγαθοποιῆτε τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱἁμαρτωλοί τό αὐτό ποιοῦσι. καί ἐάν δανείζητε παρ’ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱἁμαρτωλοί ἁμαρτωλοῖς δανείζουσι ἵνα ἀπολάβωσι τά ἴσα. πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες, καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς, καί ἔσεσθε υἱοί ὑψίστου, ὅτι αὐτός χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί». (Λουκ. 6,36) Β. «Οὐ περὶ τούτων δὲἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃὅτι σύ με ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας, καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς» (Ἰωαν. 17,20-26) Γ. «Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ· ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ' ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι.» (Ματθ. 22,29-30) Ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιον ἀποκαλύπτει τήν πατρική σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο ὄχι νά ὑποταγῆ στόν Θεόν ἀλλά νά ἑνωθῇ μέ τήν θεία του φύση καί νά γίνῃ Θεός καί ὁἄνθρωπος κατά χάριν. Τό κήρυγμα τοῦ Μεσσίου δέν ἀφοροῦσε ἀσφαλῶς μόνο τούς ἑβραίους ἀλλά ὅλο τό ἀνθρώπινον γένος κατά τόν λόγον Αὐτοῦ πρός τούς μαθητάς Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδάσκοντες αὐτοῖς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν. Καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ἡμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 19-20). Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ἦρθε νά καταργήσῃ τόν Μωσαϊκόν Νόμον καί τούς Προφήτας ἀλλά νά τούς συμπληρώσῃ καί εἶναι ἡ μόνη καί ἡ πλήρης γιά τόν Θεόν, τόν κόσμον καί τόν ἄνθρωπον ἀλήθεια ἡ ὁποία ἀπεδείχθη καί ἐσφραγίσθη ὄχι μέ τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ μόνον, ἀλλά μέ τό αἷμα καί τό μαρτύριον τους. Διότι τά ἀληθινά παιδιά τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ οὐδέποτε ἐπεβλήθησαν μέ τήν βία καί τήν μάχαιρα καί τόν θάνατο τῶν ἄλλων ἀλλά μέ τό θαῦμα καί τήν προσωπική τους θυσία. Τό ἀληθές κήρυγμα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μεσσίου βεβαιοῦται μέ τήν μαρτυρία καί τό μαρτύριο ἐπί τρεῖς ὁλοκλήρους αἰῶνες τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί 11.000.000 περίπου σφαγιασθέντων κατακρεουργηθέντων καί καέντων μαρτύρων καί Ἁγίων Της καί ἑπομένως ἐγείρεται κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω τό ἀμείλικτο ἐρώτημα: Ποῖος λέγει τήν ἀλήθειαν; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος, πού ἐγεννήθη στόν κόσμον αὐτόν ὑπερφυσικῶς, διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι κατά τήν φυσικήν ὁδόν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἀποδεικνύεται καί διά τῆς παραθέσεως τῶν ἀνωτέρω σουρῶν ὅτι ἀποδέχεται καί διακηρύσσει πλήρως καί ὁ Μωάμεθ στό Κοράνιόν του, καί τοῦ ὁποίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τό κήρυγμα ἀποτελεῖ συμπλήρωσιν καί ὁλοκλήρωσιν τῆς εἰς τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γενομένης ὑπό τοῦ Θεοῦ Ἀποκαλύψεως, ὁ δέ Λόγος Του καί ἡ Ἀνάστασίς Του μᾶς δίδεται ἀψευδής διά τῶν μέ τόν θάνατο τους μαρτυρησάντων τήν Ἀλήθειαν ἤ ὁ λόγος καί οἱ πεποιθήσεις ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἄραβα ἐμπόρου Μωάμεθ υἱοῦ τοῦ Ἀμπνταλάχ καί τῆς Ἄμινα Μπίντ Οὐαχάμπ, πού ἔζησε ἑξακόσια χρόνια μετά τόν Ἰησοῦν Χριστόν καί πού γεννήθηκε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται κατά φύσιν καί πέθανε καί τάφηκε καί πού ἀνατρέπουν πλήρως καί οὐσιαστικῶς ὅλον τό περιεχόμενον τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ διά τῶν προφητῶν καί τοῦ ἐνσαρκωθέντος, σταυρωθέντος καί ἀναστάντος Υἱοῦ Του, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ληφθῇ ἐπιπροσθέτως ὅτι ὁ Μωάμεθ ὑπ’ οὐδενός ἐπροφητεύθη διότι ὁἰσχυρισμός του στή σούρα τοῦ Κορανίου (Πολεμική παράταξη 61:6) «Ὁ δέ Ἰησοῦς Υἱός τῆς Μαριάμ εἶπε πρός τόν λαόν αὐτοῦ Ὦ υἱοί Ἰσραήλ ἐγώ εἰμί Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ πεμφθείς πρός ὑμᾶς ὅπως κυρώσω τήν πρό ἐμοῦ ἀποσταλεῖσαν Πεντάτευχον καί εὐαγγελίσωμαι ὑμῖν τήν ἔλευσιν ἑτέρου Ἀποστόλου μετ’ ἐμέ οὗ τό ὄνομα Ἀχμέτ» καθώς καί ἡ θέσις τῶν Μουσουλμάνων ἑρμηνευτῶν ὅτι δῆθεν στό Εὐαγγελικό ἐδάφιο Ἰω. 16, 7 «Ἐάν μή ἀπέλθω ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς, ἐάν δέ πορευθῶ πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς» ὑπῆρχε ἀρχικά ἡ λέξις περικλυτός καί ὄχι Παράκλητος ἡ ὁποία σημαίνει ἔνδοξος καί εἶναι συνώνυμος τῆς κορανικῆς λέξεως Ἀχμέτ εἶναι ἐντελῶς ἀνάξια ἀντικρούσεως διότι προσκρούουν στήν ἐπί ἕξι αἰῶνες μέχρι τῆς ἐμφανίσεως τῆς δῆθεν ἀποκαλύψεως τοῦ Κορανίου, χριστιανική πίστη, Οἰκουμενικές Συνόδους, θεολογία, συγγραφική δραστηριότητα, παγχριστιανική πεποίθηση καί ἐπιστήμη καί μάλιστα στήν κοινή λογική διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο νά ἀνέμενε ὁ Θεός ἕξι ὁλοκλήρους αἰῶνες ἀπό τήν ὑπερφυσική ἐνσάρκωση, δράση καί παρουσία τοῦ Μεσσίου καί ἀνάληψή του στούς οὐρανούς γιά νά ἀποστείλει τήν δῆθεν σφραγίδα πάντων τῶν προφητῶν δηλαδή τόν κοινόν ἄνθρωπον Μωάμεθ. Ἀντιθέτως ὁἀληθινός Παράκλητος, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐπεφοίτησε πενήντα μέρες μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί δέκα μετά τήν ἀνάληψη Του στούς μαθητάς καί Ἀποστόλους Του ἱδρύοντας τήν Ἐκκλησία Του πού εἶναι τό σῶμα Του μέ ἐκεῖνον κεφαλή, ἐνδυναμώνοντας τούς κρυβομένους καί τρομοκρατημένους μαθητάς τοῦ Χριστοῦ γιά νά κηρύξουν σέ ὅλο τόν κόσμο τό Εὐαγγέλιο τῆς υἱοθεσίας τοῦἀνθρώπου ἀπό τό Θεό Πατέρα καί νά ἀδιαφορήσουν γιά τήν προσωπική τους τύχη καί γιά τά τρομακτικά βάσανα καί τελικά τόν μαρτυρικό καί ἐπώδυνο θάνατο, πού θά «κέρδιζαν» ἀπό ὅλη αὐτή τήν πνευματική προσπάθεια. Ὅταν ληφθῆἐπίσης ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Μωάμεθ κατά τά ἀνωτέρω ἐπέβαλε τήν θρησκεία του μέ τήν βία, τόν θάνατο καί τήν ἐξουσία καί τό κυριώτερον ἐάν ἦσαν ἀληθεῖς οἱ δῆθεν ἀποκαλύψεις πού ἐγένοντο σέ αὐτόν ἀπό τόν φερομένον σάν ἀρχάγγελον Γαβριήλ, θά ἔπρεπε ὁ Θεός νά εἶναι ἐντελῶς παράφρων, ἐφ’ ὅσον ἄλλα ἐκήρυσε καί ἀπεκάλυπτε ἐπί αἰῶνες στό ἀνθρώπινον γένος καί ἑξακόσια χρόνια μετά τήν τελευταίαν του ἀποκάλυψιν «μετέβαλε γνώμην» καί ἄλλαξε ῥιζηδόν τήν περί τοῦἙαυτοῦ του γνωστοποίηση. Ἐπειδή ὅμως αὐτό εἶναι βλασφημία καί ὕβρις κατά τοῦἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος ὅπως τό μεγαλειῶδες σύμπαν, «τό ἔργον τῶν χειρῶν Του» ἀποδεικνύει μέ τήν ὑπερμαθηματικήν ἀκρίβειαν τῶν δισεκατομμυρίων γαλαξιακῶν σχηματισμῶν εἶναι Ἡ πανσοφία, εἶναι Ἡἀπόλυτος ἀλήθεια, εἶναι Ἡ ἀπόλυτος ἀγάπη, λογικῶς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά ἔχει συμβεῖ καί κατά λογική ἀκολουθία τό συμπέρασμα πού ἐξάγεται εὐχερῶς εἶναι, ὅτι ὁ κοινός ἄνθρωπος Μωάμεθ διεμόρφωσε ἑξακόσια χρόνια μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, σκέψεως καί ἀντιλήψεως τό θρησκευτικό του σύστημα πού ἀποτελεῖ συμπίλημα ἀρχαίων ἀραβικῶν θρησκευτικῶν δοξασιῶν ἰουδαϊκῶν καί χριστιανικῶν ἀντιλήψεων καί τό χρησιμοποίησε γιά νά συνενώσει τίς Ἀραβικές φυλές τῆς ἐποχῆς του καί γιά νά δημιουργήσει τό θεοκρατικό, ἡγεμονικό του καθεστώς, κατακτώντας τήν ἐξουσία καί δημιουργώντας κράτος.
Ὡς ἐκ τούτων ὁ Μουσουλμανισμός ἀποτελεῖ βαθυτάτη πλάνη καί ἡ θρησκευτική παραδοχή αὐτοῦ δέν ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἀλλά ἀνθρωποπαθές κατασκεύασμα πού οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν ἀλήθεια τοῦ ἀποκαλυφθέντος στήν Παλαιά Διαθήκη Δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου Ἑνός καί μοναδικοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ, στούς γενάρχες τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔθνους Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ καί ἐξαιρέτως στόν Προφήτη Μωϋσῆ καί κατά τήν Καινή Διαθήκη ἐνσαρκωθέντος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Λόγου Αὐτοῦ σέ ἐκπλήρωση τῶν ἀνά τούς αἰώνας προφητειῶν γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἐξοχώτατε, ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς σημειώσω ἐπιπροσθέτως:
Α) Τὸ Κοράνιο.
Ἀρχίζω μὲ τὸ ἂν τὸ Κοράνιο εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, ἢ λόγος τοῦ Σατανᾶ. Τὸ Κοράνιο μαζὶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ εἶναι οἱ δύο στύλοι, πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι οἱ δύο κύριοι ἄξονες, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ θρησκευτικότητα τῶν Μουσουλμάνων. Γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους τὸ Κοράνιο συνοψίζει ὅλη τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι ὅ,τι τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὅ,τι ἡ Τορὰ καὶ τὸ Ταλμοὺδ γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Ἕνα βασικότατο ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀπὸ Θεοῦ, ἢ μή, προελεύσεως τοῦ Κορανίου θέτει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός,ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ: «Καὶ τὶς ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν, ὅτι γραφὴν αὐτῶ δέδωκεν ὁ Θεός; …οὐδὲ παρόντων ὑμῶν ὁ Θεὸς ὡς τῷ Μωϋσῆ βλέποντος τοῦ λαοῦ, καπνιζομένου ὅρους δέδωκε τὸν νόμον, κακείνω τὴν γραφὴν ἢν φατὲ παρέσχεν, ἴνα καὶ ὑμεῖς τὸ βέβαιον ἔχητε; […] Καὶ Ἀποκρίνονται ὅτι ἐν ὅσῳ κοιμᾶται κατέβη ἡ γραφὴ ἐπάνω αὐτοῦ. Καὶ τὸ γελοιῶδες πρὸς αὐτοὺς λέγομεν ἡμεῖς. Ὅτι λοιπὸν ἐπειδὴ κοιμώμενος, (ὁ Μωάμεθ), ἐδέξατο τὴν γραφὴν. καὶ οὐκ ἤσθετο τῆς ἐνεργείας, εἰς αὐτὸν ἐπληρώθη τὸ τῆς δημώδους παροιμίας ‘ὀνείρατα μοί λέγεις’, ἢ ‘ὀνειροπολεῖ καθεύδων’» .Μεταφράζω: Ποιὸς μαρτυρεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν Μωάμεθ τὴν γραφὴν αὐτήν; (δηλαδὴ τὸ Κοράνιο;). Πῶς ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε τὴν γραφὴ αὐτὴ παρόντων ὑμῶν, ἢ ἔστω ἐνώπιον κάποιων ἀξιοπίστων μαρτύρων, ὥστε νὰ εἶστε καὶ ἐσεῖς βέβαιοι γιὰ τὴν ἀπὸ Θεοῦ προέλευσή της, ὅπως αὐτὸ συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος παρέλαβε τὸν νόμο παρόντος καὶ βλέποντος τοῦ λαοῦ, καθ’ ὅν χρόνον τὸ ὅρος (Σινᾶ) καπνιζόταν; Καὶ αὐτοὶ (οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἰσλὰμ) ἀποκρίνονται, ὅτι τὴν παρέλαβε τὴν ὥρα ποὺ ὁ Μωάμεθ κοιμόταν. Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτοὶ ἐπικαλοῦνται τὸ ἀστεῖο αὐτὸ ἐπιχείρημα καὶ ἐμεῖς (οἱ χριστιανοὶ) ἀπαντοῦμε σ’ αὐτοὺς καὶ λέμε: Ἐπειδὴ λοιπὸν κοιμώμενος (ὁ Μωάμεθ) δέχθηκε τὴν γραφὴν καὶ δὲν αἰσθανόταν τὴν ἐνέργεια, τὴν σημασία τῶν λόγων της, ἐφαρμόσθηκε σ’ αὐτὸν τὸ τῆς δημώδους παροιμίας: Μοῦ λὲς ὄνειρα, ἢ ὀνειροπολεῖς κοιμώμενος». Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι, μὲ βάση τὰ παρὰ πάνω, ὅτι τὸ Κοράνιο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἕνα ἀποκύημα τῆς φαντασίας τοῦ Μωάμεθ. Στὴν καλλίτερη περίπτωση, εἶναι λόγος ἑνὸς βεδουίνου καμηλιέρη τῆς ἐρήμου, ὁ ὁποῖος συνέρραψε διάσπαρτες παραδόσεις καὶ διδασκαλίες γιὰ νὰ δημιουργήσει ἕνα θρησκευτικοπολιτικὸ σύστημα τῶν κατοίκων τῆς Ἀραβικῆς χερσονήσου. Νεώτερος ἐρευνητής παρατηρεῖ σχετικὰ μὲ τὸ Κοράνιο, ὅπως προαναφέρθηκε ὅτι εἶναι κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος του συμπίλημα, συρραφὴ παραποιημένων χωρίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τὴν παρερμήνευσε ὁ Μωάμεθ, ὅπως ἐπίσης καὶ στοιχείων ἀπὸ τὸν Ζωροαστρισμὸ καί, τέλος στοιχείων ἑνὸς παρεφθαρμένου Χριστιανισμοῦ. Τὸ τελευταῖο ὀφείλεται στὸ ὅτι κατὰ τὸν 6ον αἰώνα εἶχαν ἀναπτύξει ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα μεταξὺ τῶν Ἀράβων οἱ αἱρέσεις τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τῶν Μονοφυσιτῶν, καὶ τῶν Νεστοριανῶν.
Εἰδικότερα ἡ παραποίηση καὶ παρερμηνεία τῶν χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ, (σύμφωνα μὲ τὸν παρὰ πάνω ἐρευνητή), στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Μωάμεθ «θεώρησε ὑποχρέωσή του νὰ ἐπανορθώσει» τὰ λάθη τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ νὰ «ἀποκαταστήσει τὴν ἀλήθεια». Διότι κατὰ τὴν ἄποψή του «τόσο ἡ Παλαιά, ὅσο καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶχαν ὑποστεῖ ἀλλαγὲς ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἐπιστήμονες, προκειμένου οἱ τελευταῖοι νὰ ἑδραιώσουν καὶ νὰ φυλάξουν τὶς θέσεις τους». Ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς ὅμως εἶναι ἀβάσιμος, διότι ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη τῆς κριτικῆς τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸ κείμενο παρέμεινε οὐσιαστικὰ ἀναλλοίωτο. Ὁ παρὰ πάνω ἰσχυρισμὸς τοῦ Μωάμεθ ἀναιρεῖται ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Κοράνιο. Διότι τὸ Κοράνιο, ἀναφερόμενο στὴν Παλαιά, καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, γράφει: «Καὶ δώσαμε [ἐννοεῖται ὁ Θεὸς] στὸν Μωϋσῆ τὴν Βίβλο καὶ τὴν κάναμε ἕναν ὁδηγό, γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ, [μὲ τὴν ἐντολή]: Μὴ πάρετε ἄλλον ἀπὸ (ἀπὸ ἐμένα) προστάτη στὶς ὑποθέσεις σας» (Σούρα 17 Τό Νυκτερινό Ταξίδι ἤ τά τέκνα τοῦ Ἰσραήλ, ἐδαφ. 2). «Πῶς ἔρχονται σὲ σένα, [οἱ Ἑβραῖοι], νὰ τοὺς δικάσεις τὴν στιγμὴ ποὺ ἔχουν μπροστά τους, (τὸν δικό τους) Νόμο! Ἐκεῖ βρίσκονται (ὅλες) οἱ ἀποφάσεις τοῦ Ἀλλάχ […] Ἐμεῖς εἴμασταν ποὺ ἀποκαλύψαμε τὸν Νόμο, (στὸν Μωϋσῆ), ποὺ σ’ αὐτὸν ὑπάρχει ἡ καθοδήγηση καὶ τὸ φῶς. Μ’ αὐτὸν δικάζουν τοὺς Ἰουδαίους οἱ προφῆτες, ποὺ δήλωσαν ὑποταγὴ στὸν Ἀλλάχ, καὶ μ’ αὐτὸν δικάζουν οἱ Ραββίνοι καὶ οἱ Νομικοί, ποὺ σ’ αὐτοὺς ἀνατέθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς βίβλου τοῦ Ἀλλὰχ καὶ ἐμαρτύρησαν γι’ αὐτό». (Σούρα 5 Τό στρωμένο Τραπέζι, ἐδαφ. 43-44). Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ὁδηγὸ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ, μέσα δὲ σ’ αὐτὴν βρίσκονται οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπεκάλυψε τὸν Νόμο στὸν Μωυσῆ καὶ ἐφ’ ὅσον στὸν Νόμο αὐτὸν ὑπάρχει ἡ καθοδήγηση καὶ τὸ φῶς, γιατί χρειαζόταν ἡ δῆθεν «ἀποκάλυψη» τοῦ Κορανίου; Ἐφ’ ὅσον μ’ αὐτὸν τὸν Νόμο δικάζουν οἱ προφῆτες, ἄρα δὲν ἔχει νοθευτεῖ. Ἄλλωστε ὁ παντογνώστης Θεὸς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποκαλύψει τὸν λόγο του σὲ πρόσωπα ποὺ θὰ τὸν νόθευαν. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶχε δώσει στὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ τὴν ἐντολή: «Δὲν θὰ προσθέσετε τίποτε ἀπολύτως στὶς ἐντολὲς ποὺ ἐγὼ σᾶς παραγγέλλω, οὔτε θὰ ἀφαιρέσετε κάτι ἀπὸ αὐτὲς» (Δεύτ. 4,2).
Ἐξ’ ἄλλου κατὰ τὸ Κοράνιο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐπιβεβαίωσε τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γράφει τὸ Κοράνιο: «Καὶ πάνω στὰ χνάρια τους, [δηλαδὴ τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης], στείλαμε τὸν Ἰησοῦ τὸν γιὸ τῆς Μαριάμ, ἐπικυρώνοντας τὶς Γραφές, (Ταουρά), [δηλαδὴ τὴν Πεντάτευχο], ποὺ εἶχαν σταλεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν καὶ τοῦ δώσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ καθοδήγηση καὶ τὸ φῶς καθὼς καὶ ἡ ἐπικύρωση τῶν Γραφῶν, (Ταουρᾶ), ποὺ εἶχαν σταλεῖ πρὶν ἀπὸ Αὐτόν: Καθοδήγηση καὶ προειδοποίηση γιὰ ὅσους σέβονται τὸν Ἀλλάχ. Κι’ ἄφησε τὸν Λαὸ τοῦ Εὐαγγελίου νὰ δικάζει, νὰ κρίνει σύμφωνα μὲ ὅσα ἀποκαλύφθηκαν σ’ αὐτό, [τὸ Εὐαγγέλιο], ἀπ’ τὸν Ἀλλάχ. Κι’ ὅποιος δὲν δικάσει μὲ βάση τὰ ὅσα ἀποκαλύφθηκαν ἀπ’ τὸν Ἀλλάχ, αὐτὸς εἶναι παράνομος» (Σούρα 5 Τό στρωμένο Τραπέζι, ἐδαφ.46-47). Τὸ Κοράνιο λοιπὸν δέχεται ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποκαλύφθηκε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι «σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ καθοδήγηση καὶ τὸ φῶς». Ἀλλὰ τί περιέχει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὅλο τὸ ἔργο τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας, ὅπως αὐτὸ εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπὸ τοὺς προφῆτες, καθὼς καὶ τὸν τέλειο ἠθικὸ Νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ συμπλήρωσε καὶ ὁλοκλήρωσε τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς. Τί χρειαζόταν λοιπὸν τὸ Κοράνιο, καθ’ ὅν χρόνον τόσον μὲ τὴν Παλαιά, ὅσον καὶ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, διὰ τῆς ὁποίας ἔχουμε πλέον τὴν πλήρη καὶ τελεία ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν σωτηρία του; Πέραν αὐτῶν αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ἀποδέχεται τὸ Κοράνιο, μᾶς διδάσκει ὅτι δὲν ὑπάρχει «ἕτερο εὐαγγέλιο» (Γάλ.1,6) διὰ τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦμε. Καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ τολμήσει νὰ κηρύξει ἄλλο Εὐαγγέλιο διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστὸς καὶ ἐκήρυξαν οἱ ἀπόστολοι, (καὶ τέτοιο βέβαια εἶναι τὸ Κοράνιο, ποὺ εἰσηγεῖται στοὺς ἀνθρώπους ἄλλο δρόμο σωτηρίας), νὰ εἶναι ἀναθεματισμένος: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἡ ἄγγελος ἐξ’ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν πὰρ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8).Κατόπιν αὐτῶν τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς λόγος τοῦ Θεοῦ; Τὸ Κοράνιο τοῦ Μωάμεθ, ἢ ἡ Ἁγία Γραφή; Ἀσφαλῶς ἡ Ἁγία Γραφὴ ποὺ βρισκόταν στὰ χέρια τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Χριστιανῶν 600 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ Κοράνιο.
Β) Τὸ πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ.
Στὴν συνάφεια αὐτὴ θὰ προσθέσουμε ἀκόμη ὀλίγα καὶ περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Μωάμεθ, ἀφοῦ αὐτὸς ἀποτελεῖ τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ Ἰσλάμ. Ἰσχυρίζεται ὁ Μωάμεθ, ὅτι εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν προφητῶν καὶ αὐτοαποκαλεῖται ὡς ἡ σφραγίδα τῶν προφητῶν. Σύμφωνα μὲ τὸ Κοράνιο: «Ὁ Μωάμεθ εἶναι ὁ ἀπόστολος τοῦ Ἀλλὰχ καὶ ἡ σφραγίδα τῶν προφητῶν» (Σούρα 33 Οἱ συνασπσμένες φυλές, ἐδαφ.40). Ὡστόσο ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀβάσιμος, διότι ὁ ἐρχομός του καὶ τὸ ἔργο του δὲν προαναγγέλλεται ἀπὸ κανένα Προφήτη, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο συνομιλητή του μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε διάλογο σχετικὰ μὲ τὸ Ἰσλάμ, γιατί ἐσεῖς οἱ χριστιανοὶ δὲν δέχεσθε τὸν δικό μας προφήτη, ἀπάντησε: «Εἶναι παλαιότατη συνήθεια, νὰ μὴ δεχόμαστε τίποτε ὡς ἀληθές, ἂν δὲν ὑπάρχουν σχετικὲς μαρτυρίες. Οἱ μαρτυρίες γιὰ τὰ πρόσωπα εἶναι διπλές: Ἢ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα, ἢ ἀπὸ ἀξιόπιστα πρόσωπα.[…]. Ὁ Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε, μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ καὶ ἀπὸ ἄλλους προφήτες γι’ αὐτὸ ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιό του. Ἀντίθετα τὸν Μωάμεθ δὲν τὸν εὑρίσκομεν, οὔτε ἀπὸ τοὺς προφῆτες τοῦ παλαιοῦ Νόμου νὰ μαρτυρεῖται, οὔτε κάτι θαυμάσιο καὶ ἀξιόλογο καὶ ὁδηγητικό πρὸς τὴν πίστη, (δηλαδὴ κάποια θαύματα), νὰ ἔχει ἐπιτελέσει. Γι’αὐτὸ δὲν πιστεύουμε σ’ αὐτὸν καὶ στὸ ἀπὸ αὐτὸν προερχόμενο βιβλίο». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει: Ὅταν ἐρωτῶμε τοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀφοῦ ὁ Μωάμεθ σᾶς διδάσκει στὸ Κοράνιο, ὅτι τίποτε δὲν πρέπει νὰ κάνομε, ἢ νὰ δεχόμεθα χωρὶς τὴν μαρτυρία ἄλλων, πὼς δὲν τὸν ρωτήσατε: δῶσε μας πρῶτα ἐσὺ «ἀπόδειξιν διὰ μαρτύρων, ὅτι προφήτης εἶ καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες καὶ ποία γραφὴ μαρτυρεῖ περί σοῦ;». Στὸ ἐρώτημά μας αὐτὸ οἱ Ἀγαρηνοὶ «σιωπῶσιν αἰδούμενοι» (σιωποῦν γεμάτοι ντροπή). Πέραν αὐτῶν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς προειδοποίησε, ὅτι μετὰ ἀπὸ Αὐτὸν θὰ ἔρθουν πολλοὶ ψευδοπροφῆτες καὶ ψευδόχριστοι, οἱ ὁποῖοι θὰ παρασύρουν πολλοὺς στὴν πλάνη τους καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθήσωμε: «Τότε ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπη, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστὸς ἡ ὧδε, μὴ πιστεύσητε• ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς». (Μάτθ. 24,23-24). Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι ὅτι ὁ Μωάμεθ οὔτε θαύματα ἔκανε, οὔτε καμιὰ προφητεία εἶπε, οὔτε προαναγγέλθηκε ἀπὸ ἄλλους προφῆτες, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ του κάθε ἄλλο παρὰ ἁγία καὶ ἐνάρετη ἦταν. Τὸ κύριο ἐνδιαφέρον τοῦ ἦταν, πῶς νὰ ἀποκτήσει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερες γυναῖκες, διότι καθὼς μαρτυροῦν οἱ βιογράφοι του εἶχε νυμφευθεῖ 9, μεταξύ τῶν ὁποίων σάν ἕβδομη τήν σύζυγο τοῦ υἱοθετημένου γιοῦ του Ζαΐντ καί σάν ἔνατη τήν ἑπτάχρονη κορασίδα Ἀϊσέ (κατ’ ἄλλους 13), γυναῖκες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σχολιάζοντας τὸν πολυγυνισμὸ τοῦ Μωάμεθ, ἀναφέρει: «Οὗτος ὁ Μάμεδ,(Μωάμεθ), πολλὰς ληρωδίας, (μωρολογίες), συντάξας ἑκάστη τούτων προσηγορίαν ἐπέθηκεν. Οἶον, (ὅπως γιὰ παράδειγμα), ἡ γραφὴ τῆς γυναικὸς καὶ ἐν αὐτῇ τέσσαρας γυναίκας προφανῶς λαμβάνων νομοθετεῖ καὶ παλλακάς, ἐὰν δύνηται χιλίας, ὅσας ἡ χεὶρ αὐτοῦ κατάσχη ὑποκειμένας ἐκ τῶν τεσσάρων γυναικῶν (οἱ ὁποῖες θὰ ὑπακούουν στὶς τέσσαρες γυναῖκες)».
Γ) Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κατὰ τὸ Κοράνιο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅπως ἀναφέραμε δὲν εἶναι ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνανθρώπισε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κτίσμα. Δὲν ἀποδέχεται τὴν πίστηστήν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως σαφῶς ἀναφέρει τὸ Κοράνιο: «Ἄπιστοι εἰσὶν οἱ λέγοντες ὅτι ὁ Μεσσίας, Υἱὸς τῆς Μαριὰμ εἶναι Θεός. Εἰπὲ αὐτοῖς, τὶς δύναται νὰ ἀναχαιτίση τὸν Θεὸν ἐὰν θελήση νὰ καταστρέψη τὸν Μεσσίαν Υἱὸν τῆς Μαριὰμ καὶ τὴν μητέραν αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ὄντα;» (Σούρα 5 Τό στρωμένο τραπέζι, ἐδαφ.19). Ἀπορρίπτει ὅπως προαναφέραμε τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Καὶ εἶπον ἡμεῖς ἐφονεύσαμεν τὸν Μεσσίαν Ἰησοῦν, Υἱὸν τῆς Μαριὰμ τὸν Ἀπόστολον τοῦ Θεοῦ. Οὐχὶ δὲν ἐφόνευσαν, δὲν ἐσταύρωσαν αὐτὸν ἀλλὰ ἕτερον τινὰ ὅμοιον αὐτῷ. Οἱ δὲ συζητήσαντες ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου, ἔμειναν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἐν τῇ ἀμφιβολίᾳ, δὲν ἦσαν βέβαιοι περὶ τούτου, ἀλλὰ κατὰ εἰκασίαν. Ἀληθῶς οὗτοι δὲν ἐφόνευσαν αὐτόν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἐν τὴ ἰσχύϊ καὶ σοφία αὐτοῦ μετεκαλέσατο αὐτόν», (Σούρα 4 Οἱ γυναῖκες, ἐδαφ.156). Κατὰ τὸ Ἰσλάμ εἶναι καὶ Αὐτὸς ἕνας ἁπλὸς προφήτης τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ ἄλλοι προφῆτες, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ Αὐτόν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐλέγχων τὴν ἀπιστίαν τῶν μουσουλμάνων στὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου παρατηρεῖ, ὅτι αὐτοὶ ἔπαθαν ὅ,τι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ ἀπόστολος, ὅτι «παραδόθηκαν σὲ ἀδόκιμο νοῦ», ἐπειδὴ «ἐνῶ ἐγώρισαν τὸν Θεὸν δὲν τὸν ἐδόξασαν καὶ δὲν τὸν ἐλάτρευσαν ὡς Θεὸν» (Ρωμ.1,21). Διότι καὶ αὐτοί, ἐνῶ ἐγνώρισαν τὸν Χριστό, ἐπειδὴ λέγουν, ὅτι αὐτὸς εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐτέχθηκε ἀπὸ παρθένο καὶ ἔπραξε καὶ ἐδίδαξε θεία πράγματα, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, παραμένει ἀθάνατος καὶ πρόκειται νὰ ἔλθει γιὰ νὰ κρίνει τὰ σύμπαντα. Ἐνῶ λοιπὸν ἔτσι ἐγνώρισαν τὸν Χριστό, δὲν τὸν ἐπίστευσαν ὡς Χριστόν, δηλαδὴ ὡς Θεάνθρωπον Λόγον, ἀλλὰ «ἄλλαξαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος» καὶ ἐπίστευσαν καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἀκολούθησαν ἄνθρωπο ἁπλὸ θνητὸ καὶ θαμμένο, τὸν Μωάμεθ, παρὰ τὸν Θεάνθρωπο καὶ ἀείζωο καὶ ἀΐδιο Λόγο. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀστόχησαν περὶ τὴν πίστιν κατάντησαν νὰ ζοῦν μὲ αἰσχρότητα καὶ ἀπανθρωπιά, ἐπιδιδόμενοι σὲ ἀνδραποδισμούς, φόνους λεηλασίες, ἁρπαγὲς ἀκολασίες, μοιχεῖες ἀνδρομανίες. Καὶ ἔφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο παραλογισμοῦ, ὥστε ὄχι μόνον νὰ δικαιολογοῦν τὰ ὅσα πράττουν, ἄλλα νομίζουν ὅτι καὶ ὁ Θεὸς ἐπιδοκιμάζει τὶς πράξεις τους.
Δ) Περὶ τοῦ ἱεροῦ πολέμου (Τζιχάντ).
Ὅλοι οἱ Μουσουλμάνοι κάνετε λόγο γιὰ «ὀρθόδοξο Ἰσλὰμ» καὶ γιὰ «ψευτο-Τζιχὰντ τῶν τρομοκρατῶν καὶ ἐξτρεμιστῶν». Σᾶς βολεύει βέβαια αὐτὴ ἡ θέση, ὅπου παρουσιάζετε τὸ Τζιχὰντ σὰν κάτι ξένο πρὸς τὴν θρησκευτικὴ διδασκαλία τῶν μουσουλμάνων. Ὡστόσο ἡ διδασκαλία περὶ ἱεροῦ πολέμου, ἢ ὀρθότερα περὶ ὠμῆς βίας καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἐξαφανίσεως τῶν ἀπίστων, (μὴ μουσουλμάνων), ἀποτελεῖ δόγμα πίστεως, ποὺ πρέπει νὰ δονεῖ καὶ νὰ συνέχει τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀληθινοῦ μουσουλμάνου. Πάμπολλα εἶναι τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Κορανίου, ποὺ μιλοῦν ξεκάθαρα καὶ ἀπερίφραστα περὶ τοῦ Τζιχάντ, γιὰ τὰ ὁποία προσποιεῖστε ἄγνοια, προφανῶς διότι δὲν ἔχετε τὸ θάρρος νὰ τὰ παραθέσετε. Τὰ ἀποσπάσματα αὐτὰ κάνουν τὸν μὴ μουσουλμάνο ἀναγνώστη νὰ ἀνατριχιάζει καὶ ταυτόχρονα νὰ βεβαιώνεται, ὅτι δὲν ὑπάρχει περιθώριο εἰρηνικῆς συμβιώσεως, (ὅπως ἀφελῶς νομίζουν οἱ θιασῶτες τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ), μὲ τοὺς πιστούς τοῦ Μωάμεθ, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ Ἀλλὰχ νὰ διεξάγουν συνεχῆ καὶ ὁλομέτωπο ἀγώνα γιὰ τὴν παγκόσμια ἐπικράτηση τοῦ Ἰσλάμ. Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ, ὅτι κατὰ τὸ Κοράνιο ὁ φόνος τῶν ἀπίστων δὲν εἶναι ἔργο τῶν μουσουλμάνων, ἀλλὰ προέρχεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀλλάχ, ὁ ὁποῖος εὐλογεῖ τὸν ἀγώνα τῶν πιστῶν του. Πρᾶγμα ποὺ δείχνει,ὅτι ὁ Μωάμεθ φρόντισε νὰ δώσει στὸ φρικτὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου θεολογικὴ κατοχύρωση, ὥστε οἱ πιστοί τοῦ Ἀλλὰχ νὰ ἐπιδίδονται στὰ ἐγκλήματά τους μὲ ἥσυχη τὴ συνείδησή τους, χωρὶς ἀναστολές. Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀποσπάσματα τοῦ Κορανίου, τὰ ὁποῖα ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές:
«Ὢ προφήτη! Παρότρυνε τοὺς πιστοὺς στὸν πόλεμο. Ἂν ὑπάρχουν εἴκοσι ἀπὸ σᾶς ποὺ ὑπομονετικὰ ἐπιμένουν, θὰ νικήσουν διακόσιους καὶ ἂν ἀπὸ σᾶς εἶναι ἑκατό, θὰ νικήσουν χίλιους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους…» (Σούρα 8 Τά λάφυρα, ἐδαφ.65). «Ὁ Ἀλλὰχ δὲν συγχωρεῖ, ὅποιον λατρεύει συνέταιρο μ’ Αὐτὸν» (Σούρα 4 Οἱ γυναῖκες, ἐδαφ.48). Ἀφοῦ ὁ Ἀλλὰχ δὲν συγχωρεῖ ἐκείνους ποῦ πιστεύουν σὲ ἄλλο Θεό, τί πρέπει νὰ κάμουν οἱ πιστοί του; Ἀσφαλῶς νὰ ἐξοντώσουν ὅσους λατρεύουν «συνεταίρους» τοῦ Ἀλλάχ! «Καὶ νὰ πολεμᾶτε γιὰ χάρη τοῦ Ἀλλὰχ ὅσους σᾶς πολεμοῦν, ἀλλὰ μὴν ξεπερνᾶτε τὰ ὅρια, γιατί ὁ Ἀλλὰχ δὲν ἀγαπᾶ τοὺς παραβάτες» (Σούρα 2 Ἡ ἀγελάδα ,ἐδαφ.190). «Φονεύετέ τους, ὅπου τούς βρίσκετε καὶ διῶχτε τους, ἀπὸ κεῖ ποὺ σᾶς ἐδίωξαν [….] Ἂν ὅμως σᾶς πολεμήσουν, σκοτῶστε τους. Τέτοια εἶναι ἡ τιμωρία τῶν ἀπίστων» (Σούρα 2 Ἡ ἀγελάδα,ἐδαφ.191). «Ἂν ὅμως σταματήσουν, τότε βέβαια, ὁ Ἀλλὰχ εἶναι πολυεπιεικής, πολυεύσπλαχνος» (Σούρα 2 Ἡ ἀγελάδα,ἐδαφ.192). «Πολεμᾶτε τους ὥσπου νὰ μὴν σᾶς καταδιώξουν στὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ ὑπερισχύσει ἡ Πίστη στὸν Ἀλλάχ. Ἂν ὅμως σταματήσουν τὴ δράση τους, τότε νὰ μὴν κάνετε πόλεμο παρὰ ἐνάντια στοὺς ἄδικους» (Σούρα 2 Ἡ ἀγελάδα,ἐδαφ.193). «Καὶ ὅταν οἱ ἀπαγορευμένοι μῆνες ἔχουν περάσει, τότε (πολεμᾶτε καὶ) σκοτώνετε τοὺς εἰδωλολάτρες, ὁπουδήποτε κι ἂν τοὺς βρεῖτε, καὶ συλλάβετέ τους καὶ πολιορκεῖστε τους καὶ στῆστε τους παγίδες μὲ κάθε (πολεμικὸ) στρατήγημα. Ἂν ὅμως μετανιώσουν καὶ διατηρήσουν τὴν τακτικὴ προσευχὴ κι ἐφαρμόσουν (τακτικὴ) ἐλεημοσύνη, τότε ἀφῆστε τοὺς ἐλεύθερους. Γιατί ὁ Ἀλλὰχ εἶναι πολυεύσπλαχνος, πολυεπιεικὴς» (Σούρα 9 Ἡ μετάνοια,ἐδαφ.5). Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Ἀσφαλῶς ἐξόντωση τῶν «ἀπίστων» καὶ τίποτε λιγότερο! Ὅτι οἱ «ἄπιστοι», ὡς ἄξιοι θανάτου(!) δὲν ἔχουν δικαίωμα ζωῆς καὶ ἄρα οὔτε ὡς ἀνθρώπινα ὄντα πρέπει νὰ λογίζονται. «Πολυεπιεικὴς» εἶναι ὁ Ἀλλάχ, μόνον ὅταν ὑποταχθοῦν οἱ «ἄπιστοι» στὸ Ἰσλάμ! Ἂν ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι σκέτος φασισμός, τότε τί εἶναι; Αὐτὴ Ἀγαπητέ μου εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐκτὸς καὶ ἂν δὲν πιστεύετε στὸ Κοράνιο! Ἀλλὰ μήπως δὲν εἴδαμε νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη μέχρι καὶ σήμερα ἡ φρικτὴ καὶ ἀπάνθρωπη αὐτὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ; Ἡ ἀνθρωπότητα βιώνει σήμερα τὴ φρίκη τῆς γενοκτονίας χριστιανικῶν πληθυσμῶν στὶς χῶρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ Βορείου Ἀφρικῆς, ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς Τζιχαντιστὲς τοῦ ISIS, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Ἀλλάχ! Ἀλλὰ ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Ἀλλάχ, τότε ὁ Ἀλλὰχ δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀλλὰ κάτι ἄλλο! Καί μετά διερωτᾶσθε γιατί δέν Σᾶς θέλουν στήν Εὐρώπη καί γιατί θεωροῦν καταστροφική λατρεία τήν θρησκεία Σας!!!
Ε) Περὶ τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ στὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ.
Τὸ Ἰσλὰμ εἶναι συρραφὴ δανείων ἀπὸ Ἑβραϊκές καὶ Χριστιανικὲς διδασκαλίες ὅπως εἴπαμε. Σᾶς προτρέπω νὰ διαβάσετε καὶ ἄλλα κείμενα ἐκτός του Κορανίου, κείμενα συγκριτικῆς θρησκειολογίας, γιὰ νὰ δεῖτε τί γίνεται μὲ τὰ δάνεια τοῦ Κορανίου! Μελετῆστε σὲ βάθος τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ θὰ διαπιστώσετε τὶς ὁμοιότητες τῆς ἰουδαϊκῆς «θεολογίας» μὲ τὴν ἰσλαμικὴ «θεολογία». Ἐπίσης στὴν «Χριστολογία» τοῦ Ἰσλὰμ συναντᾶμε ὅλες τὶς ἀρχαῖες αἱρέσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδὴ τὸν Γνωστικισμό, τὸν Μοναρχιανισμό, τὸν Δοκητισμό, τὸν Μοντανισμό, τὸν Μανιχαϊσμό, τὸν Ἀρειανισμό, τὸν Νεστοριανισμό, τὴν Εἰκονομαχία κ.ἄ. Αὐτὸ δὲν τὸ λέμε μόνο ἐμεῖς, ἀλλὰ διδάσκεται σὲ ὅλες τὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τοῦ κόσμου, στὸ μάθημα τῆς Συγκριτικῆς Θρησκειολογίας. Ἀλλά, ἀπ’ ὅτι φαίνεται ὁ μονολιθικὸς καὶ ἄκαμπτος θρησκευτικὸς φανατισμός Σας δὲν Σᾶς ἀφήνει περιθώρια νὰ ψάξετε καὶ νὰ βρεῖτε τὴν ἀλήθεια. Οὔτε οἱ κραυγαλέοι ἀναχρονισμοὶ τοῦ Κορανίου μποροῦν νὰ Σᾶς βάλουν σὲ σκέψεις, ὅτι περιέχει κακέκτυπες ἀντιγραφὲς ἰουδαϊκῶν καὶ αἱρετικῶν δοξασιῶν. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει τὸ Κοράνιο μᾶς τὰ εἶπαν οἱ ἀρχαῖοι αἱρετικοί, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μονοπρόσωπος (Ἰουδαϊσμός, Μοναρχιανοί), ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν μόνο ἄνθρωπος (Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός), ὅτι δὲν ἔπαθε στὸ σταυρό, (Δοκητισμός), ὅτι ὁ Παράδεισος θὰ εἶναι τόπος ὑλικῶν ἀπολαύσεων (Μοντανισμός), κ.ο.κ. Σᾶς συμβουλεύουμε νὰ ψάξετε καλλίτερα καὶ θὰ πεισθεῖτε γιὰ ὅλα αὐτά.
ς) Περὶ τῆς δῆθεν ἀσυνέπειας τῶν Χριστιανῶν.
Οἱ Μουσουλμάνοι ἰσχυρίζεστε ὅτι «ἀδικοῦμε» τὸν «προφήτη» Σας, ὅταν τοῦ προσδίδουμε τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ βίαιου καὶ πολεμοχαροῦς ἀνθρώπου. Φέρνετε κάποια παραδείγματα προφητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ ὁποῖοι κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διεξήγαγαν πολέμους ἐναντίον ἄλλων ἐθνῶν, γιὰ νὰ δικαιολογήσετε τοὺς κατακτητικοὺς πολέμους, ποὺ διεξήγαγε καὶ ὁ Μωάμεθ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. Βγάζετε δὲ τὸ αὐθαίρετο συμπέρασμα, ὅτι οἱ πόλεμοι τοῦ Μωάμεθ εἶναι ὄχι μόνον ἀπόλυτα σύμφωνοι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐπὶ πλέον ὁ Μωάμεθ βρίσκεται σὲ πλεονεκτικότερη θέση σὲ σχέση μὲ τοὺς προφῆτες, διότι «χρησιμοποίησε (κατὰ πολὺ) λιγότερη βία σὲ σύγκριση μὲ τὸν Μωυσῆ, τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τὸν Δαυίδ, τὸν Σαούλ, τὸν Σαμψὼν καὶ ἄλλους πολλούς». Βρίσκεται σὲ πλεονεκτικότερη θέση καὶ μὲ αὐτὸν ἀκόμη τὸν Χριστὸν «ὁ ὁποῖος στὸν δεύτερο ἐρχομὸ του ὑπόσχεται πολὺ αἷμα στοὺς ἐχθρούς του». Ὡστόσο κάνετε τὸ τραγικὸ σφάλμα νὰ κρίνετε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τρόπον ἀνθρωποπαθῆ. Ὁ Θεὸς δὲν ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη του μόνον ὅταν εὐεργετεῖ, ὅταν δείχνει τὴν μακροθυμία του καὶ τὴν εὐσπλαχνία του πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δείχνει τὴν ἀγάπη του καὶ ὅταν ἀκόμη τὸν τιμωρεῖ παιδαγωγικῶς, μὲ σκοπὸ τὴν διόρθωσή του καὶ τὴν μετάνοιά του. Γιὰ τὸν Θεὸ τὸ μεγαλύτερο κακὸ δὲν εἶναι ὁ βιολογικὸς θάνατος, ἡ ἀπώλεια τῆς παρούσης ζωῆς, (ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε), ἀλλὰ ὁ αἰώνιος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν ἑρμηνεία τοῦ 110 Ψαλμοῦ παρατηρεῖ ὅτι «οἱ μὲν ἄνθρωποι, ἄλλα μὲν τὰ πράττουν γιὰ νὰ εὐεργετήσουν, ἄλλα δὲ ἀπὸ μίσος καὶ ἀποστροφή. Ὁ Θεὸς ὅμως ὅλα τὰ κάμνει ἀπὸ ἀγάπη. Ἐπὶ παραδείγματι χάριν εὐεργεσίας τοποθέτησε τὸν ἄνθρωπο στὸν παράδεισο καὶ χάριν εὐεργεσίας πάλιν τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ αὐτόν. Χάριν εὐεργεσίας ἔκαμε τὸν κατακλυσμό, (ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε) καὶ εὐεργετώντας ἔστειλε ἐκεῖνο τὸ πῦρ τῶν Σοδόμων. Καὶ ὁτιδήποτε ἀναφέρει κανεὶς ἀπὸ ὅσα συνέβηκαν, τὸ καθένα τὸ ἔκαμε χάριν εὐεργεσίας». Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς δίνει τὴν ἐντολή, γιὰ παράδειγμα, στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ νὰ κάνει πόλεμο ἐναντίον ἑνὸς εἰδωλολατρικοῦ λαοῦ δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἄνευ λόγου, ἢ ἀπὸ μίσος πρὸς αὐτόν,ἀλλὰ διότι αὐτὸ ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη του καὶ ἡ δικαιοσύνη του, αὐτὸ συμφέρει πνευματικὰ στὸν λαὸ αὐτόν, ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται ἀκατανόητο σέ μᾶς. Μόνον ὁ Θεὸς ἔχει τὸ δικαίωμα, (ὡς χορηγός της ζωῆς), νὰ ἀφαιρέσει τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ὅταν καὶ ὅπως Αὐτὸς κρίνει καὶ μὲ γνώμονα πάντοτε τὸ αἰώνιο συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕνα τέτοιο δικαίωμα. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἰσχύει ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «οὐ φονεύσεις». Ἡ μεγάλη διαφορὰ λοιπὸν μεταξὺ τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τοῦ Μωάμεθ εἶναι, ὅτι οἱ μὲν προφῆτες κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον περιστασιακὰ ἐφόνευαν, ἐνῶ ὁ Μωάμεθ κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἑαυτοῦ του! Μία ἄλλη μεγάλη διαφορὰ εἶναι ὅτι πουθενὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν νομοθετεῖται ὡς ἐντολὴ Θεοῦ ὁ φόνος τῶν ἀπίστων, (τύπου Τζιχάντ), δηλαδὴ τῶν μὴ Ἑβραίων, ἢ τῶν μὴ Χριστιανῶν, κατ’ ἀντίθεσιν μὲ τὸ Κοράνιο, ὅπου ὁ φόνος τῶν ἀπίστων εἶναι δόγμα πίστεως καὶ καθῆκον διαχρονικὸ κάθε μουσουλμάνου. Ἀγνοεῖτε ἐπίσης ὅτι στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἴσχυε ὁ Νόμος, ἐνῶ σήμερα ζοῦμε τήν ἐποχή τῆς Χάριτος. Ἐπίσης οἱ Μουσουλμάνοι παρουσιάζετε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἕνα πολεμοχαρῆ πολεμιστή, ποὺ φονεύει ἀνελέητα τοὺς πάντες καὶ ἀφανίζει τὰ πάντα, ἐπικαλούμενοι τὸ 19ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκάλυψης, στίχοι 11-21. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ δικαιώσετε ἔτσι τοὺς πολέμους καὶ τὶς σφαγὲς τοῦ Μωάμεθ. Τὴν ἐν λόγω περικοπὴ ἐπειδὴ τὴν ἑρμηνεύετε κατὰ γράμμα, ἀδυνατεῖτε νὰ τὴν ἑρμηνεύσετε σωστά. Ἡ περικοπὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ καὶ ὁριστικὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ θηρίου, (τοῦ Ἀντιχρίστου) καὶ τῶν ὀργάνων του καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρονται σ’ αὐτὴν εἶναι εἰκονικὰ καὶ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐκλάβουμε κατὰ γράμμα. Εἶναι δὲ μεγάλη ἀφέλεια νὰ νομίζετε, ὅτι ἡ τελικὴ αὐτὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνει μὲ σπαθιὰ καὶ τόξα καὶ βέλη ποὺ ἦταν τὰ πολεμικὰ ὅπλα τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἐγράφη τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τὰ ὁποῖα βέβαια σήμερα δὲν χρησιμοποιοῦνται,διότι ἔχουν πρὸ πολλῶν αἰώνων καταργηθεῖ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὴν ἀλληγορικὴ εἰκόνα τοῦ ἔνδοξου καβαλάρη, ποὺ μᾶς δίνει ἐδῶ, θέλει νὰ μᾶς παραστήσει τὸ μεγαλεῖο καὶ τὸ ἀκαταγώνιστο τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης κατανοήσεως. Θέλει ἐπίσης νὰ μᾶς παραστήσει, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀκαταγώνιστη δύναμή του θὰ εἶναι ὁ τελικὸς ἔνδοξος νικητής, τοῦ Ἀντιχρίστου, ποὺ θὰ συντρίψει κατὰ κράτος αὐτὸν καὶ τοὺς ὀπαδούς του καὶ θὰ διαλύσει τὴν παγκόσμια βασιλεία, τὴν ὁποία αὐτὸς θὰ ἱδρύσει, ὀλίγο πρὶν ἀπὸ τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ στρατεύματα ἀγγέλων γιὰ νὰ νικήσει τὸν Ἀντίχριστο, διότι ὅπως ἀναφέρει ὁ ἄπ. Παῦλος στὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του, θὰ τὸν ἐκμηδενίσει μ’ ἕνα ἁπλὸ φύσημα τοῦ στόματός του: «καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος, ὅν ὁ Κύριος ἀναλώσει τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ καταργήσει τὴ ἐπιφανεία τῆς παρουσίας αὐτοῦ» (2,8).
Ζ) Εἶναι οἱ μουσουλμάνοι εὐλογημένοι ἀπὸ τὸ Θεό;
Δέν εἶναι, Ἐξοχώτατε, οἱ μουσουλμάνοι εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὴ Βίβλο, κατάγονται κατὰ σάρκα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Ἀβραὰμ εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἐπίστευσε στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε σ’ αὐτὸν καὶ ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοὴ σ’ αὐτόν, μέχρι σημείου νὰ εἶναι πρόθυμος, νὰ θυσιάσει τὸν υἱὸν του Ἰσαάκ. Ἠ εὐλογία αὐτὴ συνίστατο στὸ ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του θὰ προερχόταν ὁ Χριστὸς ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ εὐλογοῦντο ὄχι μόνον οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς: «καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 22,18). Εὐλογήθηκαν λοιπὸν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἀπόγονοί του, ποὺ ἀποτέλεσαν τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν προερχόταν ἀπὸ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν υἱὸ τῆς Ἄγαρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονται οἱ Ἄραβες μουσουλμάνοι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ. Γιὰ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσαὰκ ἐδόθη ἡ ἐντολὴ τῆς περιτομῆς, σ’ αὐτοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, αὐτοὶ ἀποτέλεσαν τὸν ἐκλεκτὸ καὶ εὐλογημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν λαὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσμαὴλ προῆλθε ὁ Μεσσίας Χριστός. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἐκλεκτὸ καὶ εὐλογημένο λαὸ τὸν Ἰσραηλιτικό, ὁ Θεός, δὲν δίστασε νὰ τὸν ἀπορρίψει καὶ νὰ ἀφαιρέσει τὴν εὐλογία Του ἀπ’ αὐτόν, ὅταν ἐκεῖνος ἀπίστησε καὶ ἀπέρριψε τὸν Μεσσία Χριστὸ καὶ τὸν παρέδωσε σὲ σταυρικὸ θάνατο: «Ἰδοὺ ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. 23,39). Ἄρα λοιπὸν σὲ τίποτε δὲν ὠφέλησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἡ σαρκικὴ συγγένεια μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὅπως σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ τὸν λαὸ τῶν ἀράβων μουσουλμάνων τὸ γεγονός, ὅτι κατάγονται κατὰ σάρκα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Μ’ ἄλλα λόγια τὸ κριτήριο τῆς εὐλογίας δὲν εἶναι ἡ κατὰ σάρκα συγγένεια μὲ τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὸ γεγονὸς ἀκόμη ὅτι ἡ εὐλογία αὐτὴ μεταφέρεται καὶ στοὺς λαοὺς ἐκείνους, ποὺ δὲν κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ πιστεύουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, δείχνει ξεκάθαρα, ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶναι συνυφασμένη καὶ ἀπόλυτα συνδεδεμένη μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος πιστεύει σὲ ἕνα ψεύτικο Θεό, (ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσλάμ), δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει τὴν εὐλογία, δηλαδὴ τὴν Χάρη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Η) Ἰσλαμικὸς καὶ Χριστιανικὸς πολιτισμός. Ὁ ἄνθρωπος στὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν Χριστιανισμό.
Τί προσέφερε τὸ Ἰσλὰμ στὸν Πολιτισμό; Ἡ ἐπιεικέστερη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι ὅτι δυστυχῶς τὸ Ἰσλὰμ πολέμησε κάθε μορφὴ πολιτισμοῦ! Ὁ Ἰρανὸς Dr. Arsham Momeni στὸ ἀξιόλογο βιβλίο τοῦ «Ἰσλάμ: Ἱστορία ἐπεκτατισμὸς καὶ βία», ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἰσλαμιστὲς οὐδέποτε ὑποστήριξαν τὴν τέχνη, ἐπειδὴ θεωροῦσαν τὰ δημιουργήματά της ἀντικείμενα εἰδωλολατρικῆς φύσεως καὶ σκοποῦ. Ἔτσι ἀποδεδειγμένα συνέβαλαν στὴν καταστροφὴ τόσο τῶν ἔργων ζωγραφικῆς ὅσο καὶ αὐτῶν τῆς γλυπτικῆς καὶ διακόσμησης. Οἱ μουσουλμάνοι πεπεισμένοι γιὰ τὴν πληρότητα καὶ ἀπόλυτη ἐπάρκεια τοῦ Κορανίου, κατέστρεφαν ὁποιοδήποτε ἄλλο γραπτό. Στὸ Ἰρὰν κατέστρεφαν ὅποια βιβλιοθήκη, ἢ βιβλία συναντοῦσαν, μέ ἀποτέλεσμα νὰ ἀφανιστεῖ ἀνυπολόγιστος ἀριθμὸς βιβλίων, μεταξύ του 637 καὶ τοῦ 750 μ. Χ.
Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐπίσης καμία σύγκριση μεταξὺ ἰσλαμικοῦ καὶ χριστιανικοῦ «ἀνθρωπισμοῦ». Κατ’ ἀρχὴν στὸ Ἰσλὰμ γίνεται σαφὴς διαχωρισμὸς μεταξύ τοῦ μουσουλμάνου καὶ τοῦ μὴ μουσουλμάνου, τοῦ «ἀπίστου». Στὴν σκοτεινὴ καὶ φρικιαστικὴ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας βιώσαμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες τί ἐστὶ ἰσλαμικὸς «ἀνθρωπισμός», ὅταν οἱ ἀνελέητοι μουλάδες καὶ οἱ κατῆδες καταδίκαζαν τοὺς Νεομάρτυρες σὲ ἀπίστευτα καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια καὶ μαρτυρικὸ θάνατο, ἐφαρμόζοντας φυσικὰ τὴν «σαρία»! Τὴν ἴδια περίοδο, ἐνῶ οἱ μουσουλμάνοι ἀπολάμβαναν ὕψιστα προνόμια καὶ φορολογικὲς ἀσυλίες, οἱ Χριστιανοὶ καταπιέζονταν ἀφόρητα καὶ ἐξοντώνονταν φορολογικά. Σᾶς θυμίζουμε τὸν φοβερὸ «φόρο αἵματος», προκειμένου νὰ μᾶς ἀνεχτοῦν καὶ νὰ δεχτοῦν στοιχειωδῶς κάποια «δικαιώματά» μας! Πλήρη δικαιώματα ἀποκτοῦσαν μόνον ὅσοι ἐξισλαμίζονταν! Ποὺ εἶναι ἡ «δικαιοσύνη» καὶ ὁ «ἀνθρωπισμός», ποῦ ἐπιτάσσει τὸ Ἰσλάμ; Γνωρίζετε μήπως γιὰ τὰ ἑκατομμύρια τῶν «κρυπτοχριστιανῶν» στὴν Τουρκία, οἱ ὁποῖοι τώρα, ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες, ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται δημόσια; Γιατί εἶναι κρυπτοχριστιανοί;
Τὸ Ἰσλὰμ δὲν εἶναι ἀπάνθρωπο μόνο κατὰ τῶν «ἀπίστων», ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἴδιων τῶν μουσουλμάνων καὶ συγκεκριμένα κατὰ τῶν γυναικῶν Σας. Ἀνοῖξτε τὸ Κοράνιο νὰ δεῖτε τί λέει γιὰ τὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ἔχει «κατώτερη φύση» ἀπὸ τὸν ἄνδρα. Γράφει στὸ Κοράνιο: «Οἱ ἄνδρες εἶναι οἱ προστάτες καὶ οἱ κύριοι τῶν γυναικῶν, γιατί ὁ Ἀλλὰχ ἔχει χαρίσει ἀνώτερο βαθμὸ στοὺς ἄνδρες ἀπὸ τὶς γυναῖκες, καὶ ἐπειδὴ ξοδεύουν ἀπὸ τὶς περιουσίες τους» (Σούρα 4 Οἱ γυναῖκες, ἐδαφ.34). Ἐπὶ πλέον ἡ γυναίκα δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα, καμιὰ ἀξία, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ ἕνα κτῆμα καὶ εἶναι ἀπόλυτα ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, ὁ ὁποῖος τὴν ἐξουσιάζει. Τοῦτο ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν πολυγαμία τοῦ ἄνδρα καὶ ποτὲ τῆς γυναίκας! Ρωτᾶμε: γιατί δὲν μποροῦν νὰ εἰσέλθουν οἱ γυναῖκες μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες στὸ τζαμί; Γιατί στὸν «παράδεισό» Σας οἱ ἄνδρες θὰ «εὐφραίνονται» μὲ τὶς «αἰώνιες παρθένες» καὶ γιατί νὰ μὴν «εὐφραίνονται» καὶ οἱ γυναῖκες μὲ «αἰώνιους νεαρούς»; Κλείνουμε αὐτὴ τὴν ἑνότητα μὲ τὴ νομιμοποίηση τῆς δουλείας. Οἱ κατακτημένοι «ἄπιστοι» μποροῦν νὰ γίνουν δοῦλοι τῶν κατακτητῶν μουσουλμάνων οἱ ἄνδρες γιὰ ἐργασία καὶ οἱ γυναῖκες γιὰ τὰ κρεβάτια τους!
Θ) Ἡ παιδοφιλία τοῦ «ψευδοπροφήτη» Μωάμεθ.
Ἐξοχώτατε, πῶς δικαιολογεῖτε στήν συνείδησή Σας τήν παιδοφιλία τοῦ «προφήτη» Σας καὶ τῶν ἀνδρῶν μουσουλμάνων! Πῶς μπορεῖτε νά δικαιολογήσετε τὴν ἐπιθυμία τοῦ Μωάμεθ γιὰ τὴν 7χρονη Ἄϊσα καὶ τὴν συνουσία μαζί της στὰ ἐννέα της χρόνια! Δέν εἶναι φρικτή ἡ μουσουλμανική θέσις «Ὅταν ἡ κοπέλα φτάνει στὴν ἡλικία τῶν ἐννέα τότε (παύει νὰ εἶναι κοπέλα καὶ) εἶναι γυναίκα» (ἂτ Τιρμιδὶ – νούμερο 1109).Ὑποστηρίζεται πέρα ἀπὸ κάθε σοβαρότητα, ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῆς ἐμμήνου ρύσεως στὰ κορίτσια, τὰ καθιστᾶ γυναῖκες καὶ ὡς ἐκ τούτου μποροῦν νὰ ἔχουν σεξουαλικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρες καὶ νὰ κυοφοροῦν! Ἀπίστευτη θρασύτητα! Μόνο ποὺ δὲν συμφωνεῖ μαζί Σας ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία θεωρεῖ λίαν ἐπικίνδυνη τὴν πρόωρη σεξουαλικότητα καὶ ἐγκληματικὴ τὴν κυοφορία της. Κι αὐτὸ διότι ἐγκυμονεῖ σοβαρότατους κινδύνους γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τοῦ κοριτσιοῦ, καθότι δὲν ἔχει διαμορφωθεῖ ἀκόμα τὸ σῶμα της γιὰ τὴ μητρότητα! Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔρχεται τὸ «ἱερό» Σας βιβλίο καὶ ἡ μουσουλμανικὴ παράδοση νὰ «καπελώσει» τὴν ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὶς σεξουαλικὲς διαστροφὲς τῶν μουσουλμάνων ἀνδρῶν! Ἐμεῖς Ἐξοχώτατε δεινοπαθήσαμε καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ διεστραμμένο πάθος τῆς θρησκείας Σας. Στὴν μαύρη τουρκοκρατία οἱ «ἐκλεκτοί του Ἀλλὰχ» τύραννοί μας, ἅρπαζαν τὰ μικρὰ κορίτσια μας καὶ τὰ ἔκλειναν στὰ δαιμονικὰ χαρέμια τους γιὰ νὰ βιάζουν τὰ ἄγουρα σώματά τους καὶ τὶς ἀθῶες ψυχοῦλες τους!
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες γνωρίσαμε πάνω στὴν πράξη καὶ ὄχι θεωρητικά, τί ἐστὶ Ἰσλὰμ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε τὰ ἀνείπωτα δεινοπαθήματά μας. Τὸ Κοράνιο καὶ τὴ διδασκαλία του τὴν πληρώσαμε πολὺ ἀκριβὰ σὲ μαρτύρια, σὲ αἷμα καὶ ἀνθρώπινες ζωὲς στὰ τετρακόσια χρόνια της σκλαβιᾶς μας στοὺς μουσουλμάνους Τούρκους, μὲ τὶς χιλιάδες τῶν Νεομαρτύρων μας, οἱ ὁποῖοι πέθαναν κατ’ ἐπιταγὴ τοῦ Κορανίου! Βιώσαμε τὴ «θεϊκότητα» τῆς θρησκείας Σας. Τὴν ἀξιολογήσαμε καὶ τὴν ἀπορρίπτουμε ἀσυζητητί.
Ἀλλὰ νὰ γνωρίζετε ὅτι ζεῖ Κύριος ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Τριαδικὸς Θεός, ὁ ὁποῖος κατευθύνει τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἐν προκειμένω τὴν πορεία τοῦ Ἰσλάμ. Νὰ εἶστε δὲ βέβαιος ὅτι ἡ τελικὴ νίκη ἀνήκει στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ ὄχι στὸ Ἰσλάμ, στὸ φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι στὸ σκότος καὶ στὴν πλάνη τοῦ Κορανίου, στὴν σαρκωμένη Ἀγάπη καὶ ὄχι στὴν βαρβαρότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιά. Μέχρι τότε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες ἀπ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν γωνιὰ τοῦ πλανήτη, ποὺ λέγεται Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, δὲν θὰ παύσουμε νὰ προσευχόμαστε πρὸς τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων, τὸν Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων καὶ Κύριο τῶν Κυριευόντων: «Ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν ὅτι Σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν» (Ψαλμ.81,8).
Ἐξοχώτατε,
Ἡ θρησκεία Σας ἀποτελεῖ τήν ἐπιβίωσι τῆς κατεγνωσμένης ἀπό τήν Ἁγία Α΄Οἰκουμενικήν Σύνοδον (325 μ.Χ.) Ἀρειανικῆς Αἵρεσης. Τά κάτωθι ἐδάφια ἀπό τή σούρα τοῦ Κορανίου «ΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΕΝΕΣ ΦΥΛΕΣ» (ΑΛ-ΑΧΖΑΜΠ), ἀναφέρονται στήν «ἠθική προσωπικότητα» τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ Ἰσλάμ καί ἀποδεικνύουν τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ἕνας ἡδονιστής, σαρκολάγνος καί ψεύτης καί ὄχι ἀπόστολος ἤ προφήτης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Κατανοήσατε ἐπιτέλους ὅτι προωθεῖτε μία ψευδῆ, ἀνθρωποκατασκευασμένη, ἀνόσια καί καταστροφική λατρεία πού στηρίζεται σέ ἕναν σαρκολάτρη ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μέ τό σαπρό του βίο, δέν εἶχε καμία σχέση μέ ἔνθεες ἀποκαλύψεις. Σᾶς τά παραθέτομεν λοιπόν γιατί ἀποκρύπτονται μεθοδικά ἀπό τήν γνωστή σουνιτική προπαγάνδα.
Κοράνιο, σούρα «ΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΕΝΕΣ ΦΥΛΕΣ» (ΑΛ-ΑΧΖΑΜΠ)
Στίχος 37 :
‘‘Μωάμεθ, εἶπες σέ αὐτόν πού εὐεργετήθηκε ἀπό τόν Θεό καί γέμισε μέ τά ἀγαθά Του: «Κράτα τή γυναίκα σου καί νά φοβᾶσαι τόν Θεό», ἐνῶ ἐσύ ἔκρυβες στήν καρδιά σου ὅ,τι ὁ Θεός μετά ἀπό λίγο, ἐπρόκειτο νά κάνει σέ ὅλους φανερό. Φοβήθηκες τούς ἀνθρώπους, ἐνώ ἔπρεπε νά φοβηθεῖς περισσότερο τόν Θεό. Ὅταν, ὅμως, ὁ Ζεΐδ ἀποφάσισε νά χωρίσει τή γυναίκα του, Ἐμεῖς τήν ἐνώσαμε μαζί σου μέ τά δεσμά τοῦ γάμου, γιά νά μάθουν οἱ πιστοί ὅτι δέν ἁμαρτάνουν, ἄν παντρεύονται τίς γυναίκες τῶν θετῶν γιῶν τους, ἄν οἱ θετοί γιοί τους τίς χωρίσουν. Ὅ,τι ἀποφασίζει ὁ Θεός, πραγματοποιεῖται.’’
Στίχος 50:
‘‘Προφήτη, σοῦ ἐπιτράπηκε νά παντρευτεῖς μέ τίς γυναίκες στίς ὁποῖες ἔδωσες προίκα, μέ τίς αἰχμάλωτες τίς ὁποῖες κέρδισες μέ τή δύναμη τῶν χεριῶν σου, μέ τίς κόρες τῶν θείων σου καί ὅσων σέ ἀκολούθησαν, ὅπως καί μέ κάθε εὐσεβή γυναίκα, ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τήν ψυχή της σέ σένα, τόν Προφήτη, ἄν θελήσεις, βέβαια, νά τίς παντρευτεῖς. Αὐτό τό προνόμιο τό δίνουμε ξεχωριστά σέ σένα ἀπ’ ὅλους τούς πιστούς. Γνωρίζουμε τούς νόμους τοῦ γάμου τούς ὁποίους ὁρίσαμε γιά τούς πιστούς. Μή φοβάσαι μήπως ἐνοχοποιηθεῖς, ἄν κάνεις χρήση τῶν δικαιωμάτων σου. Ὁ Κύριος εἶναι ἐπιεικής καί μεγαλόψυχος.’’
Στίχος 51:
‘‘Μπορεῖς νά ἀναβάλεις τήν ἐπαφή μέ ὅποια σύζυγό σου θελήσεις καί νά δεχτεῖς στό κρεβάτι σου ὅποια θελήσεις, ἀκόμα καί ὅποια στό παρελθόν παραμέλησες ἀλλά τήν ἐπιθύμησες καί πάλι. Δέν ἁμαρτάνεις ἄν κάνεις κάτι τέτοιο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δροσίζονται (παρηγοριούνται) πιό εὔκολα τά μάτια τους. Ἄς μή στενοχωριούνται ὅλες πρέπει νά εὐχαριστηθοῦν μέ ὅ,τι ἐσύ τούς παραχωρεῖς. Ὁ Κύριος γνωρίζει ὅσα βρίσκονται στήν καρδιά Σας, καί εἶναι παντογνώστης καί φιλάνθρωπος.’’
Στίχος 52:
‘‘Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά πάρεις ἄλλες γυναῖκες. . . ἐξαιροῦνται ὅσες τυχόν αἰχμαλωτίσεις μέ τήν δύναμη τῶν χεριῶν σου. Ὁ Κύριος ἐπιβλέπει τά πάντα.’’
Αὐτή λοιπόν τήν κατάστικτη ἀπό γεώδη πάθη προσωπικότητα καί τήν «κατασκευή» της προωθεῖτε Ἐξοχώτατε μέσα στήν πλάνη Σας.
Ὁ Ἀληθινός Τρισυπόστατος Θεός νά Σᾶς ἐλεήσῃ. Εἰλικρινά Σᾶς τό εὔχομαι γιατί εἶσθε θεοσεβής καί ἄνθρωπος Ἀρχῶν καί εἶναι τραγικό νά πλανᾶσθε.
Ἐξοχώτατε,
Ἐπειδή, λοιπόν, ὅπως καταδείχθηκε ἀπό τά ἀνωτέρω, ἡ Ἐξοχότης Σας πιστεύει σέ λαοπλάνο θρησκεία, ἐπειδή στό Εὐαγγέλιο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή νύξη γιά πόλεμο κατά τῶν ἀπίστων ἤ γιά πολεμικό ἀγώνα γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀλλά ἀντιθέτως, ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς θεωρεῖται τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν πρός τόν Θεό ὁμοήθεια καί τήν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Δημιουργό του - «Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες, καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς,καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί»13 - καί τέλος, ἐπειδή ὁ ἀληθινός Τριαδικός Θεός, διά τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν θείου Παύλου, διακηρύσσει ὅτι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θήλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»14 , γιά ὅλους τούς παραπανω λόγους Σᾶς παροτρύνουμε, ὡς ἔσχατο μέλος τοῦ Παναγίου καί Παναχράντου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δή ὡς Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων καί αὐτῶν τῶν ἀλλοθρήσκων, ἄν θέλετε νά ὠφελήσετε πραγματικά τόν ἑαυτό Σας, τήν οἰκογένειά Σας καί τόν λαό Σας, νά ἀποκηρύξετε ὅλες τίς πλάνες, αἱρέσεις καί καινοτομίες τοῦ δαιμονιώδους Ἰσλάμ καί τοῦ ἀνιέρου Κορανίου, τίς ὁποῖες εἰσήγαγε ἀπ' ἀρχῆς ὁ ψευδοπροφήτης Μωάμεθ, νά μετανοήσετε, νά κλάψετε πικρῶς, νά ταπεινωθεῖτε, νά πιστέψετε στόν Χριστό, ὡς Θεάνθρωπο, Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου, νά κατηχηθεῖτε καί νά βαπτισθεῖτε ὀρθόδοξα. Σᾶς προτείνουμε μάλιστα, Ἐξοχώτατε, νά ζητήσετε ἀπό τόν σημερινό σύμμαχό Σας καί Πρόεδρο τῆς Ρωσίας κ. Βλαντιμίρ Πούτιν νά γίνει ἀνάδοχος Σας καί ἡ βάπτισή Σας νά πραγματοποιηθεῖ στό ἱστορικό Φανάρι ἀπό τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, τόν πρῶτο Ποιμένα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί Πρωθιεράρχη τοῦ Ζῶντος Ἀληθινοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ, τόν Διάκονον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού ἀποτελεῖ τόν μοναδικό πνευματικό καί πολιτισμικό πλοῦτο τῆς Χώρας Σας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά δοξασθεῖ καί ἀπό Σᾶς, ὅπως δοξάσθηκε καί ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τό Ὄνομα τοῦ Οὐρανίου Πατρός καί θα καταισχυνθεῖ ὁ ἀντίδικος Διάβολος.
Ἐπειδή, λοιπόν, Ἐξοχώτατε, ὁ θάνατος εἶναι ἄδηλος καί ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελικό λόγο, «οὐκ οἴδατε τήν ὥραν οὐδέ τήν στιγμήν τοῦ θανάτου», ἐξαιτίας αὐτοῦ Σᾶς προτρέπουμε καί Σᾶς συμβουλεύουμε νά σπεύσετε νά ἔλθετε στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, προτοῦ ἔλθει τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς Σας. Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός Σᾶς δέχεται μέ ἀνοικτές ἀγκάλες! Χαρά θά γίνει καί στή γῆ ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, χαρά θά γίνει καί στούς Οὐρανούς ἀπό τούς Ἀγγέλους γιά τήν εἴσοδό Σας στήν μοναδική καί ἀληθινή Ἐκκλησία! Δράμετε καί προφθάστε νά εἰσέλθετε στόν θεῖο νυμφῶνα πρίν κλείσει ἡ θύρα καί στερηθεῖτε τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀφθαρσίας.
Σέ ἀντίθετη περίπτωση, δυστυχῶς, θά καταταγεῖτε Ἐσεῖς, ἡ οἰκογένειά Σας καί ὁ λαός Σας στόν ἴδιο χῶρο, ὅπου βρίσκονται ὁ Ἀλλάχ, ὁ Μωάμεθ καί οἱ ἀκόλουθοί τους, δηλ. στόν τόπο τῆς βασάνου, τῆς αἰωνίου καί ἀτελευτήτου κολάσεως.
Εὐχόμαστε ἡ ἄκτιστος Θεία Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά φωτίσει τόν νοῦ Σας, νά Σᾶς ἐνισχύσει καί νά Σᾶς ἐνδυναμώσει, γιά νά ἀποτινάξετε καί νά ἀποσκορακίσετε τόν ὕπνο τῆς πλάνης καί τῆς ραθυμίας καί νά προσέλθετε στίς ἀγκάλες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μετά τιμῆς, σεβασμοῦ καί
εἰλικρινοῦς ἀδελφικῆς ἀγάπης
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
________________________
1 Eurobarometer, 2004: 5
2 Grigoriadis, 2006:148; CamyarandTagma, 2010; Çakar, 1998
3 CamyarandTagma, 2010
4 Observer, 2016
5 Dearden, 2016
6 Khan, 2016; Karvounopoulos, 2016; Euro News, 2016
7 Kramer, 1991: 64
8 NOVINITE, 2016; eKathimerini, 2016
9 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις· ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἐκδ. Τέρτιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 52-119 καί ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΔΡΑΚΑΣ, Ἡ κατά τοῦ Ἰσλάμ πολεμική τῶν Βυζαντινῶν Θεολόγων, Θεσ/κη 1961, σσ. 44-58, 64-66.
10 ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί αἱρέσεων ρα΄, PG 94, 678 – 780 καίΕΠΕ 2, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσ/κη 1991, σσ. 306 – 321.
11 Τοῦ ἰδίου, Περί αἱρέσεων ρα΄ 1 – 2.
12 ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τό Ἰσλάμ κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας 1 (1990) σσ. 260 – 296.
13 Λουκ. 6, 35-36
14 Γαλ. 3, 28
Έκθαμβοι και εμβρόντητοι βρίσκονται όλοι με τα νέα άσχημα γεγονότα στην Ανατολή, όπου δεκάδες αθώα μικρά παιδιά στοιβάζονται και θάπτονται νεκρά. Τα ενταφιάζουν γρήγορα στην γη, πρόωρα, μην έχοντας ακόμα γνωρίσει ούτε στο ελάχιστο την ζωή, αλλά ταυτόχρονα έχοντας γνωρίσει τις εμπάθειες και τα αποτελέσματά τους. Εξ αυτών την πρωτοκαθεδρία κρατά ο εγωισμός. Η δύναμη των συμφερόντων είναι και αυτή δικά του «οψώνιο» και το κόστος τους οδηγεί στην απώλεια της ζωής.
Έχουμε πλέον γνωρίσει τις θηριωδίες στις οποίες οδηγούν τα πάθη. Ψυχές ανθρώπων, νέων παιδιών που γέμισαν οι καρδιές τους όχι από όνειρα και ανέμελες στιγμές, αλλά με βία, με πόλεμο, με πυραύλους, και μάλλον, όπως δείχνουν τα πράγματα, με όπλα και θάνατο από επικίνδυνα αέρια. Εάν αυτό όμως επιβεβαιωθεί ότι συνέβη έχουμε πλήρως ξεφύγει από κάθε λογική, έχουμε κάνει ως ανθρωπότητα ένα ακόμα βήμα προς την καταστροφή μας. Παράλληλα, είναι πλέον ανεδαφικό να νομίζουμε ότι αυτά είναι γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλες χώρες και δεν θα έχουν αντίκτυπο στην δική μας. Καλώς ή κακώς όλοι είμαστε πλέον μια μεγάλη οικογένεια με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτής της διαπίστωσης. Είναι αδιανόητο στα χρόνια μας να ζούμε τέτοια απαξίωση στο ανθρώπινο πρόσωπο, στην ανθρώπινη αξία. Πώς λοιπόν προοδεύσαμε; Σε ποιόν τομέα; Στην δυνατότητα να μπορούμε να καταστρέφουμε τον πλανήτη μέσα σε λίγα λεπτά; Άν λοιπόν δεν αυτοκαταστραφούμε θα οφείλεται στο ότι υπάρχει ένας και μοναδικός «Πλανητάρχης».
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα έρχεται προς το Πάθος και αυτήν την χρονιά ο Χριστός και βρίσκει την ανθρωπότητα πνιγμένη στο αίμα. Λαούς ολόκληρους να βρίσκονται σε σύγχυση και αγωνία μεγάλη. Ένα μούδιασμα σε όλη την οικουμένη και παράλληλα μια αναζήτηση και πόθο ενδόμυχο κάποιος να σηκώσει όλο αυτό το βάρος, όλο τον οικουμενικό πόνο. Όντως, ο Χριστός έρχεται και πάλι επί «πώλου ὄνου» για να κομίσει την πολυπόθητη ειρήνη και να αναλάβει κάθε πόνο. Την ειρήνη την αληθινή, όχι αυτήν που πρεσβεύουν κάποιοι ως ιδεολογία, αλλά σαρκωμένη στο πρόσωπο του θεανθρώπου Ιησού. Αυτήν την ειρήνη που υιοθετείται από όσους Τον δέχονται στην ζωή τους και φανερώνεται στην συνέχεια στις σχέσεις τους με τους άλλους. Μια ειρήνη που δηλώνει αγάπη και μια αγάπη που αφανίζει τα πάθη, αλλά και κάθε φόβο.
Έρχεται και πάλι ο Χριστός γιατί το θέλει και θα βρει την κοινωνία ομολογουμένως χειρότερη από την προηγούμενη χρονιά. Τα βλέμματα όλων θα στραφούν επάνω Του ως την μόνη Αλήθεια, ως την μόνη Ελπίδα. Ο Χριστός εκτός των άλλων προσφέρει το κουράγιο και τις προϋποθέσεις στον άνθρωπο για να μπορέσει να σταθεί όρθιος στα δύσκολα που υφίστανται και στα δυσκολότερα που μάλλον θα ακολουθήσουν. Όμως η πίστη σε Εκείνον ας μην είναι αποτέλεσμα φόβου ή ανάγκης, αλλά αγάπης και εμπιστοσύνης. Και αν όμως όλα μοιάζουν δύσκολα και απειλητικά ούτε τότε δεν θα μας επιβάλλει την παρουσία Του, πάλι με διάκριση θα μας πλησιάσει. Η Μεγάλη Εβδομάδα μας δίνει αυτήν την δυνατότητα να τον προσεγγίσουμε σε μια πορεία συσταύρωσης και συνανάστασης. Είναι εβδομάδα μεγάλων γεγονότων αυτή που αναμένουμε, πού δεν αφήνουν σχεδόν κανέναν ασυγκίνητο, ακόμα και αυτούς που λένε ότι δεν πιστεύουν. Δίνει ευκαιρίες πνευματικές η Εβδομάδα αυτή και ο καθένας θα τη ζήσει με βάση την πρόθεσή του και την προετοιμασία του. Ο Χριστός και πάλι μας καλεί ως συνοδοιπόρους, μαζί του στο Πάθος, μαζί καί στην Ανάσταση!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...