
Ο υπουργός παιδείας Ν. Φίλης τείνει να γραφτεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής καθώς έχει γίνει ο πλέον αρνητικός πρωταγωνιστής της αριστερής κυβέρνησης. Ενώ πριν καιρό προκάλεσε το μένος όλων των Ποντίων που ακόμα δεν έχει σβήσει, επανήλθε πρόσφατα με ένα “καλοσχεδιασμένο κόλπο” να αποδυναμώσει τον Ελληνισμό και να αφανίσει τα διακριτικά χαρακτηριστικά του Έλληνα, αυτά που τον διατήρησαν στην ιστορία ανά τους αιώνες.
Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η αρχαία ελληνική γλώσσα, τα οφέλη της οποίας είναι αδιαμφισβήτητα. Οι επιστημονικές κοινότητες και κύκλοι ερευνητών κάνουν αγώνα για να πείσουν για την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, με επιστημονική προσέγγιση, που θα κάνει το μάθημα πιο ελκυστικό και για τους μαθητές και για τους καθηγητές, με απώτερο στόχο όλοι να καθίστανται μύστες αυτής της γλώσσας της οποίας εμείς οι Έλληνες είμαστε γνώστες. Οι λόγοι είναι προφανείς καθώς έχει αποδειχτεί ότι η γνώση της αρχαίας ελληνικής οδηγεί στην ευφυΐα, στην εξέλιξη και στον πλήρη ανάπτυξη του εγκεφάλου και της δυνατότητας έκφρασης αλλά στην εξελικτική πνευματική πορεία του ανθρώπου. Τη γνώση αυτής ο Ν. Φίλης τόλμησε να την ονομάσει “παρά φύσιν“ και επιθυμεί να την αφανίσει μαζί με τα γνήσια, ελληνικά χαρακτηριστικά του έθνους μας, με τα οποία ο Μέγας Αλέξανδρος, κατάφερε υπό τη σκέπη της ελληνικής γλώσσας, να στεγάσει όλο τον τότε γνωστό κόσμο και τον ενώσει. (δείτε το video με τον χαρακτηρισμό του Φίλη περί “παρά φύσιν” εδώ: http://www.enikos.gr/politics/391845,Filhs-Para-fysin-oi-wres-didaskalies-twn-Arxaiwn-BINTEO.html
Την ίδια χρονική στιγμή που η εξέλιξη της πληροφορικής στηρίζεται ακριβώς σε αυτήν τη γλώσσα, τη στιγμή που τα σημαντικότερα ξένα πανεπιστήμια θεωρούν την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών αναγκαία και υποχρεωτική, τη χρονική στιγμή που πολλά κράτη έχουν το μάθημα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας ως από τα σημαντικότερα μαθήματα για την εκπαίδευση των μαθητών, ο Ν. Φίλης στρέφεται κατά των αρχαίων ελληνικών !
Άραγε ποια είναι τα κίνητρα του Ν. Φίλη; Η πορεία του ως τώρα δείχνει ότι θέλει να αποδομήσει τον Ελληνισμό, να διαλύσει την ελληνική παιδεία και να καταστρέψει ό,τι είχε απομείνει όρθιο στην ταλανιζόμενη από την κρίση δημόσια εκπαίδευση. Τι επιδιώκει πραγματικά με αυτές τις ενέργειες;
Γιατί ο πρωθυπουργός δεν τον καρατομεί; Πόσοι Έλληνες συμφωνούν με αυτές τις αποφάσεις; Τι κάνει η ΝΔ σε αυτό το θέμα; Τι κάνει η ευρύτερη αντιπολίτευση;
Αναμφίβολα πρόκειται για μία καλοσχεδιασμένη προσπάθεια αποδόμησης της ελληνικής ταυτότητας, αν συνδυάσουμε τις ανθελληνικές δηλώσεις του για την γενοκτονία των Ποντίων, τις ενέργειες για τακτοποίηση των πλαστών πτυχίων σε συνδυασμό με την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών και των φωνηέντων της νέας ελληνικής γλώσσας.
Ως ενίσχυση των ανωτέρω θέσεών μου, παραθέτω την τοποθέτησή μου στο παγκόσμιο συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στο συγκεκριμένο συνέδριο τοποθετήθηκα στην ενότητα με θέμα “Ο Πόντος και η Ελληνική Παιδεία”, όπου επέμεινα πως το κλειδί για το μέλλον μας ως ελληνικό έθνος είναι η διατήρησης της αρχαίας ελληνικής σε υψηλό επίπεδο, γεγονός που θα καθιστά ακόμα ισχυρότερο τον Ελληνισμό και θα ενώσει αρμονικά το παρελθόν με το μέλλον.
Θα ξεκινήσω με λόγια, όχι δικά μου, αλλά του Αριστοτέλη:
“ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΤΟ ΠΡΕΣΒΥΤΑΤΟΝ ” δηλαδή, αυτό που είναι το πλέον αρχαίο έχει και την περισσότερη αξία, διότι σύμφωνα με τον ίδιο τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο “ΕΠΕΙ ΔΕ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΝ ΕΓΓΥΣ ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟΥ ΦΥΣΕΙ”, δηλαδή το αρχαίο μοιάζει να είναι πάρα πολύ κοντά στο φυσικό, στο αυθεντικό και στο λογικό !
Οι άνθρωποι σήμερα, βιώνοντας μία παγκόσμια κρίση ιδεών, αξιών, ιδανικών, κρίση συναισθημάτων, κινδυνεύουν να χάσουν την ποιοτική τους θέση στο φυσικό περιβάλλον της γης. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό; Διότι οι ίδιοι σταματήσαμε να πιστεύουμε στον Άνθρωπο, σταματήσαμε να συνδιαλεγόμαστε, να συζητούμε μεταξύ μας με αποτέλεσμα να χαθεί ο αλληλοσεβασμός, η αξιοπιστία, η σταθερότητα, η αλληλεγγύη και η αρμονία μεταξύ μας.
Αποτέλεσμα όλων αυτών οι παγκόσμιοι πόλεμοι ή και άλλοι μικρότερης εμβέλειας, συρράξεις, εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες. Όλα διατελέστηκαν εξαιτίας πολιτικών συμφερόντων, σκοπιμοτήτων, οικονομικής δύναμης και ανάγκης απόκτησης εξουσίας. Ξεκληρίστηκαν ολόκληροι λαοί, χιλιάδες άμαχοι, θύματα των οποίων είμαστε και εμείς οι Πόντιοι, αφού οι πρόγονοί μας το πλήρωσαν με απώλεια ζωής, οικογένειας, περιουσίας, ξεκλήρισμα χιλιάδων συμπατριωτών μας, απώλεια μνημείων, απώλεια της ίδιας της πατρίδας μας, του τόπου μας, του πανάρχαιου πολιτισμού μας.
Στα χέρια μας έχουμε μόνο ένα όπλο για την αντιμετώπιση αυτής της παταγώδους αποτυχίας της ανθρωπότητας. Έχουμε τη γνώση, έχουμε την πηγή της γνώσης στα χέρια μας εμείς οι Έλληνες, γνώση η οποία διαδίδεται εύκολα μόνο μέσω της οργανωμένης παιδείας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η ιστορία μας, η παράδοσή μας είναι η πηγή της γνώσης. Έχουμε το όπλο αυτό στα χέρια μας και δεν γνωρίζουμε πως να το χρησιμοποιούμε ή μήπως δεν θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε;
Γιατί αναφέρομαι όμως στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Διότι αυτή μόνο συνέλαβε πολύ σημαντικές έννοιες και τις μετέτρεψε σε θείες έννοιες, έννοιες που θα βοηθούσαν σήμερα στην επιβολή πραγματικής ειρήνης και ευημερίας. Η σοφία, η Αρετή, το ήθος, η δικαιοσύνη, απαραίτητες έννοιες για την ομαλή και αρμονική εξέλιξη της ανθρωπότητας εν αντιθέσει με τα όσα αποτρόπαια διαπράχθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια από τους κυρίαρχους λαούς.
Πώς μπορούμε όμως να γνωρίζουμε ότι πράγματι η ανθρωπότητα κινείται στα σωστά μονοπάτια δικαιοσύνης χρησιμοποιώντας αυτές τις αρετές; Μόνο διαμέσου της αλήθειας. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία κυνήγησε μανιωδώς την αλήθεια και οδηγήθηκε στη γνώση.
Η αλήθεια ετυμολογικά προέρχεται από το στερητικό -α και τη λήθη που θα πει δεν ξεχνώ αυτό που γνωρίζω, ενώ στον Κρατύλο του Πλάτωνα αναφέρεται με μια δεύτερη σημασία “αλη” που θα πει περιπλάνηση, δηλαδή ότι η αλήθεια είναι μια θεία περιπλάνηση.
Η επιρροή της ελληνικής φιλοσοφίας στην παιδεία θα μεταδώσει τη γνώση, την αλήθεια, την σωστή κρίση στους Έλληνες, σε εμάς τους Ποντίους. Αυτά δηλαδή που αποκρύπτονται με το σημερινό ξεπεσμό της προσφερόμενης ελληνικής παιδείας. Η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η Αρετή είναι το ισχυρότερο όπλο των ανθρώπων για τη διατήρηση των αξιών, των ηθών, των προτύπων που λείπουν σήμερα. Είναι το όπλο για τη δικαίωση, τη γνώση, είναι η βάση και η προοπτική.
Ας μη γελιόμαστε, δεν θα ξεπεράσουμε ποτέ τη γενοκτονία, δεν θα φέρουμε πίσω ποτέ τους χιλιάδες νεκρούς μας, η πατρίδα μας είναι πολύ μακριά από εδώ πια, ζει στις καρδιές μας, ζει στα όνειρά μας, έχουμε όμως δικαίωμα στη δικαίωση και στη μνήμη, με αυτά τα στοιχεία στην παιδεία μας θα δημιουργήσουμε ισχυρό πεδίο γνώσης, ετοιμότητας, θα ξεπεράσουμε τους σημερινούς μέτριους εαυτούς μας, με τη γνώση δεν θα απειληθούμε ποτέ ξανά. Με τη γνώση θα θωρακιστούμε για τις νέες προκλήσεις, έτσι θα μας προσεγγίζουν διαφορετικά φίλοι και εχθροί, έτσι θα διατηρήσουμε αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά μας ως Έλληνες, έτσι θα ξεπεράσουμε τους φόβους μας και θα αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς μας.
Εμείς εδώ οι συγκεντρωμένοι Πόντιοι όλου του κόσμου, γνήσιοι απόγονοι των Αργοναυτών και του Ιάσωνα, που μας εξύμνησε πρώτος ο Όμηρος στα έπη του, ο σημαντικότερος εμπνευστής όλων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, έχουμε ανάγκη τη γνώση, τη γνώση της ιστορίας μας, της γλώσσας, τη γνώση της παράδοσης, έτσι θα μας σεβαστούν, θα σεβαστούν την προσφορά μας στο πολιτισμό, θα σεβαστούν τους νεκρούς μας, τα μνημεία μας, θα σεβαστούν το μέλλον και το παρελθόν μας. Η κρίση ας μην έχει μόνο αποτελέσματα απώλειας, αλλοίωσης, πτώχευσης αλλά ας έχει χαρακτηριστικά ενίσχυσης, διατήρησης, ενδυνάμωσης και ανασύνταξης. Ας μην απωλέσουμε τα χαρακτηριστικά μας τώρα, μετά από 2.500-3.000 χρόνια Ποντιακού πολιτισμού.
Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε μεμονωμένα για ποντιακή παιδεία και διάλεκτο στο σύστημα εκπαίδευσης, μπορούμε όμως να μιλάμε για αρχαία ελληνικά, για ελληνική φιλοσοφία, για ανόθευτη ιστορική γνώση.
Αυτά προτείνω λοιπόν να απαιτήσουμε από τις κυβερνήσεις, που θα τονώσουν άμεσα την ποντιακή ιδέα, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την αρχαία ελληνική !
Κλείνοντας θα αναφέρω τη διαχρονική φράση του Ομήρου, 3000 χρόνια πριν. “Οι Έλληνες με την εξόρμησή τους προς ξένους λαούς προσεγγίζουν εκτός από τον πλούτο, τη γνώση της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, τις νοοτροπίες των λαών ώστε να αξιοποιηθεί η έμφυτη ιδιότητα του Έλληνα να αμφισβητεί, να συνθέτει, να λογίζεται και να δημιουργεί”. Απόδειξη αυτών ο Μέγας ιμπεριαλιστής, ο Μέγας στρατηγός, αλλά και Μέγας πατριώτης, ο Έλληνας Μακεδόνας Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος αναζήτησε να κατακτήσει τον άγνωστο κόσμο, παρά τις αντιρρήσεις του δασκάλου του Αριστοτέλη, τον κατέκτησε για να τον ενώσει, για να τον απελευθερώσει, για να τον εκπολιτίσει, και παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήξερε πως ο μόνος τρόπος να το πετύχει αυτό ήταν η παιδεία, ήταν η κοινή γλώσσα, οι αρετές και η μετάδοση της παράδοσης. Υπέταξε τη γη με την ελληνική παιδεία γιατί και ο ίδιος είχε ήδη λάβει από τους καλύτερους δασκάλους την πραγματική ελληνική παιδεία και γνώση.
Πηγή: Βήμα Σαρωνικού

Η Οργανωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών "Μαμά, μπαμπάς & παιδιά" χαιρετίζει την σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην περίπτωση Chapin και Charpentier κατά Γαλλίας (Αίτηση αρ. 40183/07), στην οποία αποσαφηνίζεται ότι βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο όρος «γάμος» δεν έχει καμία άλλη έννοια εκτός από αυτήν της ένωσης μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ «ΜΑΜΑ, ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ»
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαιώνει ομόφωνα:
δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα στο «γάμο» ατόμων του ιδίου φύλου στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016,
Η Οργανωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών "Μαμά, μπαμπάς & παιδιά" χαιρετίζει την σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην περίπτωση Chapin και Charpentier κατά Γαλλίας (Αίτηση αρ. 40183/07), στην οποία αποσαφηνίζεται ότι βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο όρος «γάμος» δεν έχει καμία άλλη έννοια εκτός από αυτήν της ένωσης μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας.
Η υπόθεση αφορούσε τον λεγόμενο «γάμο» ατόμων ιδίου φύλου που καταχωρήθηκε από το Δήμαρχο κάποιου γαλλικού δήμου το 2004 παρά το γεγονός ότι την εποχή εκείνη (δηλαδή, πριν από την αμφιλεγόμενη νομοθεσία Taubira, που εγκρίθηκε το 2013) η γαλλική έννομη τάξη δεν παρείχε καμία νομική βάση για μια τέτοιους «γάμους». Κατά συνέπεια, ο εσφαλμένος γάμος κρίθηκε άκυρος από το Δικαστήριο του Μπορντώ κατόπιν αιτήματος του γραφείου του δημόσιου κατήγορου.
Με αίτησή τους ενώπιον του ΕΔΔΑ, οι δύο αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση του Δικαστηρίου να κηρύξει άκυρο το «γάμο» τους παραβιάζει το δικαίωμά τους να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια δυνάμει του άρθρου 12, καθώς και το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής τους δυνάμει του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αλλά με σημερινή του απόφαση το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι ο όρος «γάμος» στο άρθρο 12 έχει μια σαφή και ξεκάθαρη έννοια: μια ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Αυτό ήταν έτσι, όταν υιοθετήθηκε η Σύμβαση το 1950, και παραμένει έτσι και σήμερα.
Η Πρόεδρος της Επιτροπής πολιτών «Μαμά μπαμπά & παιδιά», Έντιτ Φριβάλντσκυ, δήλωσε: «Είναι μια μεγάλη ικανοποίηση να βλέπει κανείς ότι το Δικαστήριο επιβεβαιώνει και ενισχύει τη θέση που προωθεί η Πρωτοβουλία μας: ο γάμος είναι κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο. Ένας από τους σκοπούς του γάμου είναι να παρέχει ένα χώρο όπου τα παιδιά μπορούν να μεγαλώσουν με ευτυχία, και είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού να μεγαλώσει μέσα στην αγάπη και την ενότητα της μητέρας του και του πατέρα του. Η Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν παρέχει απολύτως καμία νομική βάση για να πιέσει τους εθνικούς νομοθέτες ώστε να επανακαθορίσουν το γάμο. Αν σε ορισμένους κύκλους, οι ισχυρισμοί ότι ο «γάμος» ατόμων του ιδίου φύλου είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα, αυτοί οι ισχυρισμοί είναι λανθασμένοι, χωρίς βάση, και αντίθετοι στην καλή πίστη».
Η Γενική Γραμματέας της Επιτροπής, Μαρία Χίλντινγσον, πρόσθεσε: «το άρθρο 12 της συμβάσεως τοποθετεί την οικογένεια σε μια άμεση συνάφεια με το γάμο. Είναι επομένως σαφές, ότι η σημερινή δικαστική απόφαση έχει επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο νοείται ο όρος «οικογένεια»: βασίζεται στον γάμο μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας και στους απογόνους.»
http://www.mumdadandkids.eu/el

Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ πολλοὺς τρόπους, πολλὰ μέσα, πολλὰ ὅπλα γιὰ νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἰσχυρότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ὅπλα του εἶναι ἡ ἀπελπισία. Ἀπελπισία εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ λύπη, ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπόγνωση.
Ἴσως νὰ ρωτήσει κανείς: Καλὸ πράγμα δὲν εἶναι τὸ νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε; Καλὸ πράγμα εἶναι, διότι ἡ ἁμαρτία γεννᾶ λύπη καὶ ἡ λύπη μετάνοια. «Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται» (Β΄ Κορ. ζ΄ 10). Ἡ λύπη ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μετάνοια, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Ἀλλὰ στὴ μετάνοια ὁδηγεῖ μόνο ἡ κατὰ Θεὸν λύπη. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη δὲν εἶναι λύπη κατὰ Θεόν, ἀλλὰ ἀκραία ἐκδήλωση τοῦ πληγωμένου ἐγωισμοῦ μας. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη δίνει πλεονεκτήματα στὸ σατανᾶ. Γίνεται στὰ χέρια του ἰσχυρότατο ὅπλο γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίζει νὰ μετανοήσουμε. Ἡ «ὑπερβολὴ λύπης» δὲν ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ἀλλὰ στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση.
Ὁ Θεὸς θέλει τὴ σωτηρία μας καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὁ διάβολος δὲν θέλει τὴ σωτηρία μας καὶ κάνει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα γιὰ νὰ μᾶς κολάσει. Ὅταν πρόκειται νὰ διαπράξουμε τὴν ἁμαρτία, μᾶς ψιθυρίζει: Δὲν εἶναι τίποτε αὐτό. Κάνετε ἐλεύθερα ὅ,τι θέλετε. Ὅλα ἐπιτρέπονται. Ὅταν ὅμως διαπράξουμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλάζει τακτικὴ καὶ μᾶς ψιθυρίζει: Εἶναι πάρα πολὺ βαρὺ τὸ ἁμάρτημα ποὺ ἔκανες. Δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα ἐλπίδα σωτηρίας.
Οἱ πιὸ πολλοὶ Χριστιανοὶ γνωρίζουν τὴν πανουργία τοῦ σατανᾶ καὶ προφυλάσσονται. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ λύπη μεγάλη, ἡ ὁποία τοὺς ρίχνει στὴν ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη, ὅταν μᾶς πλήξει σφοδρῶς, κατορθώνει νὰ ἐξαφανίζει ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Εἴωθε γὰρ ἡ τῆς λύπης ὑπερβολή, ὅταν ἡμῖν ἐπισκήψῃ σφοδρότερον, ἅπασαν περιτρώγειν τῆς ψυχῆς τὴν ἰσχύν» («Περὶ κατανύξεως Λόγος Β΄», PG 47, 417). Συνηθίζει ἡ ὑπερβολικὴ λύπη νὰ ἀδυνατίζει πολὺ τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς.
Ὥστε λοιπὸν ἡ ἀπελπισία εἶναι κατʼ ἐξοχὴν ἔργο δαιμονικό. Εἶναι τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο τοῦ διαβόλου. «Οὐδὲν οὕτως ἰσχυρὸν ὅπλον τῷ διαβόλῳ, ὡς ἀπόγνωσις· διὰ τοῦτο οὐχ οὕτως αὐτὸν εὐφραίνομεν ἁμαρτάνοντες, ὡς ἀπογινώσκοντες». Δὲν ἔχει κανένα δυνατότερο ὅπλο ὁ διάβολος ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Γιʼ αὐτὸ δὲν χαίρεται τόσο πολὺ ὅταν ἁμαρτάνουμε, ὅσο ὅταν ἀπελπιζόμαστε, σημειώνει πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν πρῶτο λόγο του «Περὶ μετανοίας» (PG 49, 280).
Πόσο πλάνος εἶναι ὁ διάβολος, ποὺ πλανᾶ τὴν οἰκουμένη! Τί ἀσύστολο ψέμα χρησιμοποιεῖ, ὅταν μᾶς ψιθυρίζει ὅτι «δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς ἐλπίδα σωτηρίας». Ἐλπίδα σωτηρίας ὑπάρχει γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Διότι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἔχυσε τὸ τίμιο Αἷμα Του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». «Οὐ τοσοῦτον ἡμεῖς ἐξημάρτομεν, ὅσον ἐκεῖνος δικαίως ἐπράξατο», λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὴν τρίτη Κατήχησή του. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ὑπέμεινε πολὺ περισσότερα παθήματα ἀπʼ ὅσα ἔπρεπε, γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς ποὺ ἁμαρτήσαμε. «Πλείω ὧν ὀφείλομεν ὁ Χριστὸς ἀπέτισε· τοσούτῳ δὲ πλείω ὅσῳ ἄμετρον πέλαγος πρὸς μικρὰν ὕδατος σταγόνα παραβαλλόμενον», γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴ 10η ὁμιλία του στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή. Περισσότερα ἀπʼ ὅσα χρωστούσαμε πλήρωσε ὁ Χριστός. Καὶ τόσο περισσότερα, ὅσο εἶναι ἂν συγκριθεῖ μιὰ σταγόνα νεροῦ μὲ τὸ ἀπέραντο πέλαγος. Τί εἶναι μία σταγόνα νεροῦ μπροστὰ στὰ ὕδατα τοῦ ὠκεανοῦ; Τὸ παράδειγμα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ χρυσορρήμων Πατὴρ εἶναι ὡραιότατο, ἀλλὰ καὶ πάλι ὑπολείπεται τῆς πραγματικότητας. Διότι ὁ ὠκεανὸς ἔχει ὅρια, ἐνῶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅρια. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία Του γίνεται «ἱλασμὸς περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου» (Α΄ Ἰω. β΄ 2). Θυσιάστηκε, ὥστε μὲ τὸ Αἷμα Του νὰ συγχωρηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ ἁμαρτίες μας· καὶ ὄχι μόνο οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ὑπάρχει λοιπὸν ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια τονίζει: Ἁρπάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς ἀπογνώσεως καὶ τοὺς ρίχνει στὴν ἀνοικτὴ ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μᾶς θυμίζει ὅτι ὑπάρχει «φιλάνθρωπος Πατέρας καὶ Θεός», ὁ Ὁποῖος περιμένει τὴν «καλλίστην ἐπιστροφήν» μας. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινῶς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι ὁ Οὐράνιος Πατέρας θὰ διανοίγει «ἀγκάλας πατρικάς», θὰ μᾶς ἀποκαθιστᾶ πλήρως στὴ θέση τοῦ υἱοῦ καὶ θὰ μᾶς χαρίζει πάλιν «τῆς οἰκείας δόξης τὰ γνωρίσματα». Γιὰ νὰ ζοῦμε στὸν κόσμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀποστασίας ὡς πριγκιπόπουλα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνοντας τοὺς ἀγλαοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Πηγή: Ο Σωτήρ

Συγχοροστάτησαν: Ο Μητροπολίτης Συμφερουπόλεως και Κριμέας κ, Λάζαρος, ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος και ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Επῖδαύρου κ. Καλλίνικος.
Πλήθος πιστών και φέτος από όλη την Κριμαία και από την Ρωσία και Ουκρανία καθώς και μικρή ομάδα ελλήνων ήρθαν για να τιμήσουν το σύγχρονο θαυματουργό άγιο.













Στιγμιότυπα από την ακολουθία των Χαιρετισμών προς τον Άγιο Λουκά τον ιατρό, που εψάλλησαν στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως Κριμαίας την Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016.
Πηγή: Συν-οδοιπορία

Στὶς ξεκάθαρες καταδικαστικὲς θέσεις συγχρόνων ἀνδρῶν ἐγνωσμένης πνευματικότητος καὶ ἁγιότητος γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, γέροντος Γαβριὴλ Διονυσιάτου, γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη κ.ἄ.) ἔρχεται νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ κατάθεση τοῦ ἀοιδίμου γέροντος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτου, ἀνδρὸς ἀλήστου ὁσιακῆς μνήμης καὶ ἁγιοπνευματικοῦ φρονήματος, γιὰ τὸν ὁποῖο μάλιστα εἶναι γνωστὸ πὼς διέθετε καὶ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως.
Ἡ σχετικὴ μαρτυρία προέρχεται ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη καὶ πρόκειται γιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ τὸν γέροντα, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν κατέθεσε σὲ συνέντευξή του γύρω ἀπὸ τὸ φλέγον θέμα τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ποὺ συνέρχεται στὴν Κρήτη ἀπὸ τὶς 17 τρέχοντος μηνός.
Ὁ ἐν λόγῳ καθηγητὴς συνάντησε τὸν γέροντα Ἐφραὶμ στὸ ἀσκητήριό του στὰ Κατουνάκια, ὅταν ἀκόμη ἦταν νεαρὸς καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Προβληματισμένος γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ εὐνοϊκοῦ πρὸς αὐτὸν κλίματος τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης, ἔθεσε τὸ ἐρώτημα στὸν ὅσιο γέροντα. Κι ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τὴν παρακάτω ἀπάντηση, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀναφέρει ὁ κύριος καθηγητής:
«Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, παιδί μου, μοῦ τὴν ἔχει κάνει κι ἕνας ἀκόμη νωρίτερα ἀπὸ σένα. Ἐγώ, ἐδωπέρα ἐπάνω, βρίσκομαι σαράντα χρόνια στὰ βράχια (...) ἀλλὰ μ ̓αὐτὸ τὸ θέμα δὲν ἔχω ἀσχοληθεῖ. Γι᾿ αὐτό, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ τοῦ ἀπαντήσω, ἀφοῦ δέχθηκα ἐρώτημα καὶ δὲν εἶχα καμία γνώμη πάνω στὸ θέμα, πῆγα στὸ κελλί μου καὶ προσευχήθηκα καὶ ρώτησα τὸν Χριστὸ νὰ μὲ πληροφορήσει τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Πῆρα τὴν ἀπάντησή Του, ἡ ὁποία εἶναι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει πνεῦμα πονηρίας καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα».
Στὴν ἐρώτηση τοῦ καθηγητοῦ πῶς ἀκριβῶς πιστοποιήθηκε αὐτό, ὁ π. Ἐφραὶμ ἀπάντησε πὼς «μετὰ τὴν προσευχὴ γέμισε τὸ κελλί μου ἀπὸ ἀφόρητη δυσωδία, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερνε ἀσφυξία στὴν ψυχή, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναπνεύσω πνευματικά (...).
Καὶ ὁ ἀοίδιμος γέρων κατέληξε: «Ἔχω ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο».
Κι ἄλλη λοιπὸν ξεκάθαρη καταδίκη τῆς κινήσεως τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τόσο μάλιστα ἔντονο χαρισματικὸ τρόπο - βίωμα, ἐκφρασμένο ἀπὸ τὸ στόμα ὁσίου γέροντος. Ἀλήθεια, πόσες ἄλλες μαρτυρίες θέλουμε γιὰ νὰ πιστέψουμε στὴ θεομάχο στάση τῆς σύγχρονης παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μέχρι πότε αὐτὲς οἱ ἁγιοπνευματικὲς καταθέσεις θὰ «πίπτουν εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων»;
Ἀπευθύνουμε ὕστατη ἔκκληση, ἔντονη καὶ ἔμπονη, πρὸς τοὺς ἁγίους Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετέχουν στὸ σῶμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καὶ τοὺς ἱκετεύουμε νὰ μὴν παραβλέψουν τὶς συνεχιζόμενες καὶ διογκούμενες φωνὲς ἀγωνίας ἀπὸ τὴ βάση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἀγωνίας γιὰ τὴ διαβλεπόμενη τάση ἐγκαθιδρύσεως – μὲ πανορθόδοξη μάλιστα ἐπικύρωση – τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γεγονὸς ποὺ θὰ ὁδηγήσει τὴ νοητὴ κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας σὲ κλύδωνα μέγιστο καὶ συμπληγάδες δεινοῦ σκανδαλισμοῦ τοῦ πληρώματός της, μὲ συνέπειες ἀπρόβλεπτες καὶ ὀδυνηρές.
Πηγή: Ο Σωτήρ

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἔγιναν προσυνοδικὲς διασκέψεις μὲ σκοπὸ τὴν προετοιμασία μιᾶς νέας Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ἀνάμεσα στὰ θέματα ὑπῆρχαν πολλὲς προτάσεις ἀντίθετες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ὅταν ὁ Γέροντας τὰ πληροφορήθηκε αὐτά, ἀνησύχησε πολὺ καὶ μιλοῦσε μὲ πόνο ψυχῆς. «Καταλαβαίνετε τί πάει νὰ γίνη; ἔλεγε. Θὰ φύγη ἡ παράδοση καὶ θὰ μείνει ἡ παράβαση! Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι σὰν νὰ βγάζουμε ἀπὸ τὸ σπίτι ἕνα τοῦβλο. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ φαίνεται ὅτι δὲν παθαίνει τίποτε τὸ σπίτι, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ μπαίνουν νερά, βγαίνει καὶ ἄλλο τοῦβλο, καὶ ἄλλο, καὶ στὸ τέλος τὸ σπίτι γίνεται ἐρείπιο». Καί, ὅταν κάποιος τοῦ ἀνέφερε ὅτι μία ἀπὸ τὶς προτάσεις ἦταν νὰ ἐλαττωθοῦν οἱ καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν τὶς κρατάει, ὁ Ὅσιος εἶπε:...
«Ἂν κάποιος εἶναι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῆ νὰ κρατήση τὴν νηστεία, αὐτὸς εἶναι δικαιολογημένος ἂν φάη. Ἂν δὲν εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία ἔφαγε, νὰ μετανοήση, νὰ πῆ: "Ἥμαρτον". Δὲν θὰ τὸν κρεμάση ὁ Χριστός. Ἂν μπορῆ νὰ κρατήση τὴν νηστεία, νὰ τὴν κρατήση. Ἂν ὅμως οἱ περισσότεροι δὲν κρατᾶνε τὶς νηστεῖες, κι ἐμεῖς πᾶμε νὰ τὶς καταργήσουμε, γιὰ νὰ ἀναπαύσουμε τοὺς περισσότερους, εἶναι σὰν νὰ εὐλογοῦμε τὶς ἀδυναμίες τους, τὶς πτώσεις τους. Μὲ ποιὸ δικαίωμα νὰ τὰ καταργήσουμε ὅλα αὐτά; Καὶ ποῦ ξέρουμε; Μπορεῖ ἡ ἑπόμενη γενεὰ νὰ εἶναι πιὸ καλὴ καὶ νὰ κρατήση τὴν ἀκρίβεια».
Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἦταν μὲ τὴν ὀρθὴ ἔννοια ζηλωτὴς τῶν πατερικῶν παραδόσεων. Σὲ θέματα πίστεως δὲν ἔκανε συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Στὴν ζωὴ του ἐφάρμοζε τὴν ἀκρίβεια ὄχι μόνον ἐξωτερικά, ἀλλὰ περισσότερο ἐσωτερικά, ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Ὅταν ἔλεγε τὴν γνώμη του γιὰ ἕνα θέμα, καὶ μάλιστα ἐκκλησιαστικό, μιλοῦσε μὲ διάκριση ζυγίζοντας τὰ λόγια του μὲ ζυγαριὰ ἀκριβείας. Καί, ὅταν εἶχε μπροστά του ἕναν ἀδύναμο ἄνθρωπο, ἔδινε πάλι μὲ ἀκρίβεια, σὰν καλὸς ἰατρός, τὸ κατάλληλο φάρμακο. Εἶχε ποτισθῆ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, καὶ γι΄ αὐτὸ ἔμπαινε στὸ βάθος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὅλος ἀγάπη καὶ «σπλάχνα οἰκτιρμῶν», καὶ γὶ΄ αὐτὸ δὲν γνώριζε ἁπλῶς τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μάνα, καὶ οἱ Κανόνες της ἔχουν σπλάχνα μητρικά.
Πηγή: (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2015), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Ρώσους συγγραφείς, ο Αλεξάντερ Σολτσενίτσιν, στο έργο του “Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ”,αναφέρεται στους συγκρατούμενούς του Έλληνες,

13/06/2016
Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας επί δεκαετίες μετείχε και εξακολουθεί να μετέχει ενεργώς στην προπαρασκευή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αρχής γενομένης από την Α’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην Ρόδο το έτος 1961 οι διακεκριμένοι Ιεράρχες και οι κορυφαίοι θεολόγοι της καθ’ημάς Εκκλησίας συνέβαλαν στην επεξεργασία των συνοδικών θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων, τα οποία τελικά δεν εντάχθηκαν στην Ημερήσια Διάταξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Προς επιτάχυνση της συγκλήσεως της Συνόδου η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας κατ΄επανάληψιν επιβεβαίωνε την προθυμία της δια την λήψη των δι΄ολους τους μετέχοντες της προσυνοδικής διαδικασίας αμοιβαίως αποδεκτών αποφάσεων, ακόμα και σε περίπτωση αποκλίσεως τέτοιων αποφάσεων των προσυμφωνημένων από τις Εκκλησίες αρχών προπαρασκευής της Συνόδου.
Και όμως η αρχή της Πανορθοδόξου ομοφωνίας παραμένει αδιασάλευτο θεμέλιο της προσυνοδικής διαδικασίας, αρχής γενομένης από τη Διάσκεψη της Ρόδου το έτος 1961, η οποία, κατόπιν πρωτοβουλίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όρισε: «Ἀποφάσεις τῶν κοινών συνελεύσεων λαμβάνονται μέ πλήρη ὁμοφωνίαν ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ἐκκλησιῶν» (Κανονισμὸς τῆς λειτουργίας καὶ τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, αρθ. 14). Ἐν συνεχείᾳ αυτή η αρχή κατοχυρώθηκε στον Κανονισμό των Πανορθοδόξων Προσυνοδικών Διασκέδεων του έτους 1986: «Ἡ ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ἀποδοχή τῶν κειμένων ἐπί τῶν καθ’ ἕκαστον θεμάτων τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως γίνεται καθ’ ὁμοφωνίαν» (ἄρθ. 16).
Η Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων το έτος 2014 επιβεβαίωσε: «Ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, κατά τε τήν Σύνοδον καί κατά τό προπαρασκευαστικόν αὐτῆς στάδιον, λαμβάνονται καθ᾿ ὁμοφωνίαν» (Ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, ἄρθ. 2а).
Η ίδια αρχή κατοχυρώθηκε στον Κανονισμό Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον οποίο εκπόνησε η από 21 έως 28 Ιανουαρίου 2016 στο Σαμπεζύ Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο ἐν λόγῳ Κανονισμός μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η Σύνοδος «συγκαλεῖται ὑπό τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συμφρονούντων καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασῶν τῶν ὑπό πάντων ἀνεγνωρισμένων κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (ἄρθ.1).
Η πλειοψηφία των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησών στην ίδια Συναξη ενέκρινε την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου από 18 έως 27 Ιουνίου 2016 στην Κρήτη. Όμως η αντιπροσωπεία της κατά Αντιόχειαν Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν υπέγραψε ούτε την απόφαση αυτή, ούτε τον Κανονισμό της Συνόδου, αλλά ούτε και το σχέδιο του συνοδικού κειμένου «Το μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού». Το τελευταίο κείμενο επίσης δεν υπέγραψε η αντιπροσωπεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γεωργίας. Οι δύο ως άνω Εκκλησίες επικαλέσθησαν σοβαρούς λόγους προς τεκμηρίωση της αποφάσεως αυτών.
Εν τούτοις, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας διά χάριν της επιτυχούς προόδου της συγκλήσεως της Συνόδου έκρινε έφικτο να υπογράψει τα ως άνω κείμενα, ταυτοχρόνως, τόσο κατά την ίδια την Σύναξη, όσο και κατά την επακολουθήσασα αλληλογραφία με τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο, εκφράζοντας πεποίθηση διά την ανάγκη, κατά τον υπόλοιπο χρόνο μέχρι τη Σύνοδο, καταβολής δυναμικών προσπαθειών (ακόμα και στα πλαίσια της συγκροτηθείσης από τη Σύναξη Πανορθοδόξου Γαμματείας) προς εξασφάλιση της συμφώνου γνώμης όλων των Ορθοδόξων επί κειμένων, τα οποία δεν έχουν υπογραφεί από μια ή δύο κατά τόπους Εκκλησίες, κάτι το οποίο θα επέτρεπε τη σύκληση της Συνόδου.
Διά λόγους ανεξάρτητους της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας δεν εξησφαλίσθη η περαιτέρω συζήτηση πανορθοδόξως της διαμορφωθείσης καταστάσως.
Η γενομένη από 2 έως 3 Φεβρουαρίου 2016 Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας ενέκρινε τη θέση της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ και στα λοιπά προσυνοδικά όργανα, εκφράζοντας ικανοποίηση διά την ενσωμάτωση στα σχέδια κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των απαραιτήτων τροπολογιών και συμπληρώσεων και προκαταρκτικώς τις ενέκρινε εν γένει.
Επίσης ανέθεσε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο τον ορισμό της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας προς συμμετοχή στην Πανορθόδοξο Σύνοδο, κάτι το οποίο και εφήρμοσε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τον Απρίλιο 2016.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας κάλεσε το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας «να δέεται ενθέρμως προκειμένου να αποκαλύψει ο Κύριος το θέλημα Αυτού στα μέλη к της επικειμένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε η σύγκληση αυτής να ενισχύει την ενότητα της Ορθοδοξίας προς συμφέρον της Εκκλησίας του Χριστού, προς δόξαν Θεού και προς διαφύλαξη της αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεως».
Συγχρόνως η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας εξέφρασε «την πεποίθηση ότι η ελευθέρα συμμετοχή σε αυτή των αντιπροσωπειών πασῶν των κοινώς ανεγνωρισμένων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών αποτελεί το ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ της διεξαγωγής της Πανορθοδόξου Συνόδου» και τόνισε ότι «ως εκ τούτου ιδιαίτερη σπουδαιότητα προσλαβάνει η προσυνοδική λύση του προβλήματος, του ανακύψαντος στις σχέσεις μεταξύ των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων» (Αποφάσεις, αρθ. 6).
Με ελπίδα εξασφαλίσεως της συμφώνου γνώμης όλων των Ορθοδόξων, χωρίς την οποία κωλύεται η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας άνευ αναβολής προχώρησε στον εξονομασμό των εκπροσώπων της στα όργανα της περαιτέρω προπαρασκευής αυτής και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, μέσω προσωπικών επαφών και αλληλογραφίας, διά να συμμετάσχει ενεργώς στην προπαρασκευαστική διαδικασία.
Τα παραπάνω συνοδευόταν από τη μελέτη των επί σχεδίων των συνοδικών κειμένων κριτικών παρατηρήσεων, τις οποίες απέστειλαν Ιεράρχες, κληρικοί και λαϊκοί μετά την, κατόπιν πρωτοβουλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας δημοσιεύσεως αυτών, ληξάσης της ἐν Σαμπεζύ Συνάξεως των Προκαθημένων.
Παρόμοιες παρατηρήσεις μαζί με όχι σπάνια και κριτική κατά της διαδικασίας προπαρασκευής της Συνόδου, σημειώθηκαν επίσης και στους κόλπους πολλών άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Προχωρώντας σε διάκριση μεταξύ των εποικοδομητικών παρατηρήσεων και των ανεδαφικών κριτικών της μελλούσης να συνέλθει Συνόδου και των κειμένων αυτής, το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων προέβη σε σχετική διευκρίνιση και σχολιασμό προς ανταπόκριση σε συγχύσεις, οι οποίες δημιουργούνται στους κόλπους του ποιμνίου.
Στις 3 Ιουνίου 2016 η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας αφού μελέτησε επισταμένως τις υποβληθείσες προτάσεις των Ιεραρχών, των κληρικών, των μοναχών και των λαϊκών, ενέκρινε τις τροπολογίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας στα σχέδια κειμένων της Πανορθοδόξου Συνόδου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» και «Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ἐν τῳ συγχρόνῳ κόσμῳ».
Στην ίδια συνεδρία η Ιερά Σύνοδος υπογράμμισε ότι ουσιαστικές τροπολογίες στα σχέδια των συνοδικών κειμένων, οι οποίες ἐν πολλοῖς συγκλίνουν με τις προτάσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, υποβάλλονται και από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες Γεωργίας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδος καθώς και από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Και αυτές οι τροπολογίες χρήζουν επιμελούς αξιολογήσεως επί τῳ σκοπῳ της αναζητήσεως της πανορθοδόξου συναινέσεως, της απαραίτητης διά τις συνοδικές αποφάσεις.
Ἐν ταυτῳ ελήφθη υπόψη η από 1ης Ιουνίου 2016 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας περί αναβολής της προγραμματισθείσης από 18 έως 27 Ιουνίου Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της μη συμμετοχής σε αυτή της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, εάν δεν ἀνεβάλλετο η Σύνοδος. Ως εκ τούτου η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας σημείωσε ότι η αποχή έστω και μίας εκ των κοινώς ανεγνωρισμένων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών από τη Σύνοδο «αποτελεί απόλυτο κώλυμα διά τη σύκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου».
Τα ως άνω καθώς και το την ώρα της συνεδριάσεως «αβέβαιον της συμμετοχής του Πατριαρχείου Αντιοχείας στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, όπως και η έλλειψη της προκαταρκτικής ομοφωνίας επί του σχεδίου του Κανονισμού της Συνόδου και του κειμένου ‘Το μυστήριο του Γάμου και τα κωλύματα αυτού’» κίνησαν την Ιερά Σύνοδο να δεχθεί την ανάγκη των άνευ αναβολής πανορθοδόξων ενεργειών και να υποβάλει πρόταση στον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο μέχρι τις 10 Ιουνίου,το αργότερον, να συγκαλέσει έκτακτη Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη προς αξιολόγηση και αντιμετώπιση της εκτάκτου καταστάσεως, προκειμένου κατόπιν τοιαύτης συνεδριάσεως οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να αποφανθούν περί της συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου στις προκαθορισμένες ημερομηνίες.
Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου η ἐν λόγῳ πρόταση αμέσως κοινοποιήθηκε προς τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο και όλους τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Στην απάντησή του (Γράμμα υπ’αριθμ. Πρωτ. 676 και ημερομ. 9η Ιουνίου 2016 ) ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφέρει ότι υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «νέα ἔκτακτος Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις δέν ἐκρίθη δυνατή ἅτε μή ὑπάρχοντος θεσμικοῦ πλαισίου διὰ τήν σύκλησιν αὐτῆς καὶ μάλιστα ἐλάχιστας ἡμέρας πρὸ τῆς…ἐνάρξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου».
«Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰς ἐπιφυλάξεις ἀδελφῶν τινων Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς συμμετοχῆς αὐτῶν εἰς τὴν Σύνοδον» ο Προκαθήμενος της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας είναι πεπεισμένος ότι «θέλουσιν εὐοδωθῇ αἱ καταβαλλόμεναι προσπάθειαι ὅπως ἀρθῶσι τὰ παρεμβαλλόμενα ἐμπόδια καὶ συμμετάσχωσιν ἅπασαι αἱ Ἐκκλησίαι εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, ἡ ἀναβολὴ ἤ ματαίωσις τῆς ὁποίας τὴν δωδεκάτην ὥραν, μετὰ προετοιμασίαν δεκαετιῶν ὁλοκλήρων, ἤθελεν ἐκθέσει διεκκλησιαστικῶς καὶ διεθνῶς τὴν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίν καὶ τρώσει ἀνεπανορθώτως τὸ κῦρος αύτῆς».
Ἐπισυναπτομένως ελάβαμε και το ανακοινωθέν περί γενομένης στις 6 Ιουνίου εκτάκτου συνεδρίας της Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ενημερώνει ότι «ἡ Ἱερὰ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, μετ ἐκπλήξεως καὶ ἀπορίας ἐπληροφορήθη τὰς ἐσχάτως ἐκφρασθείσα θέσεις καὶ ἀπόψεις ἐνίων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ, αξιολογήσασα αὐτὰς, διεπίστωσεν ὅτι οὐδὲν θεσμικὸν πλαίδιον ὑφίσταται πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς ἤδη δρομολογηθείση συνοδικῆς διαδικασίας». Παράλληλα η ημερομηνία συγκλήσεως της Συνόδου χαρακτηρίζεται ως αποφασισθείσα πανορθοδόξως, ἐν τούτοις, ὅπως εσημειώθη ανωτέρω, η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν υπέγραψε την απόφαση αυτή.
Εν τω μεταξύ η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη συνεδρία αυτής στις 6 Ιουνίου 2016, κατόπιν παραθέσεως των εξαντλητικών τεκμηρίων υπέρ αναβολής της συγκλήσεως της Συνόδου, ομοφώνως αποφάσισε:
«1. Να καλέσει την Αυτού Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη να καταβάλει περισσότερο κόπο προς την κατεύθυνση της ομοφωνίας σε όλες τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και που αφορούν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, κατά τη χρονική περίοδο που μας χωρίζει από την ημερομηνία συγκλίσεως της Συνόδου αυτής. Αν οι προσπάθειες για την επίτευξη ομοφωνίας φτάσουν σε αδιέξοδο, τότε η Εκκλησία της Αντιοχείας θα καλέσει να αναβληθεί η σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για μεταγενέστερη ημερομηνία, όταν θα επικρατήσουν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και θα εξασφαλιστεί η Ορθόδοξη ομοφωνία περί των θεμάτων της Συνόδου και του Κανονισμού της, αλλά και της διαδικασίας οργανώσεως αυτής,
2) Να μη συμμετάσχει το Πατριαρχείο Αντιοχείας στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μέχρι να διαλυθούν όλοι οι λόγοι που εμποδίζουν τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία κατά τη διάρκεια της Συνόδου, όταν βρεθεί μια οριστική λύση σχετικά με την εισπήδηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στα όρια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, η οποία οδήγησε σε διακοπή κοινωνίας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
3) Να επιβεβαιώσει για ακόμη μια φορά τη σημασία της συμμετοχής όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησίων στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο και τη λήψη των αποφάσεων της με την παρουσία και την ομοφωνία πάντων, σύμφωνα με την αρχή της ομοφωνίας, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ενότητα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,
4) Να απευθυνθεί σε όλες τις Ορθόδοξες εκκλησίες ενημερώνοντάς αυτές για το περιεχόμενο των θέσεων της Αντιοχείας και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτές,
5)Να καλέσει τους πιστούς να συμμετάσχουν με την προσευχή τους, μαζί με τους ποιμένες τους, για να εμπνέει το Άγιο Πνεύμα την Εκκλησία, κατά την πορεία της προς την ενότητα, για χάρη της ενωμένης μαρτυρίας για τον Χριστό στον κόσμο».
Αυθημερόν, στις 6 Ιουνίου, ο Αγιώτατος Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος απέστειλε Γράμμα προς τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο και προς πάντας τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στο οποίο αφού απαρίθμησε τα υφιστάμενα προβλήματα, τόνισε ότι διά τους παραπάνω λόγους η Ορθόδοξος Εκκλησία της Σερβίας «δυσκολεύεται νὰ συμμετάσχῃ ἐν τῇ συγκληθείσῃ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Συνόδῳ καὶ προτείνει τὴν ἐπὶ τινα χρόνον ἀναβολὴν αὐτῆς».
Στις 10 Ιουνίου 2016 σε συνεδρίασή της συνηλθε η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γεωργίας, η οποία κατόπιν παραθέσεως των υφισταμένων προβλημάτων, σημείωσε ότι αυτά επιλύονται μέσα από σύντονο εργασία, παράλληλα δέχθηκε ότι « σήμερον εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ὁμόνοια δέν ἔχει εἰσέτι ἐπιτευχθῆ», ενώ «ὁ στόχος τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἦτο καί εἶναι ἡ προβολή τῆς ὁμοψυχίας τῶν Ὀρθοδόξων». Όθεν η Εκκλησία της Γεωργίας «ὡς καί ἄλλαι Ἐκκλησίαι, ζητοῦμεν νά ἀναβληθῇ ἡ Σύνοδος, ἕως ὅτου ἐπιτευχθῇ πλήρης ὁμόνοια». Ως εκ τουτου η Ιερά Σύνοδος απεφάνθη: «Ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας νά μή συμμετάσχῃ εἰς τήν προγραμματισθεῖσαν εἰς τάς 17-26 Ἰουνίου ἐ.ἔ. εἰς τήν Κρήτην Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον».
Επομένως, οι τέσσερις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκείνες της Αντιοχείας, Γεωργίας, Σερβίας και Βουλγαράς εξέφρασαν τη γνώμη ύπερ αναβολής της Συνόδου, με τις τρεις εξ αυτών, δηλαδή, της Αντιοχείας, της Γεωργίας και της Βουλγαρίας να έχουν δηλώσει την αποχή τους από την προγραμματισθείσα από 18 έως 27 Ιουνίου Σύνοδο. Ενώ δεν αποδέχθηκε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως την πρόταση της Ορθοδόξου Εκκλησία της Ρωσίας περί συγκλήσεως της εκτάκτου Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Δασκέψεως.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, προφανώς δεν εφαρμόζεται ο απαραίτητος όρος δια την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ο οποίος θέλει «συμφρονούντων καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασῶν τῶν ὑπό πάντων ἀνεγνωρισμένων κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (Κανονισμός Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αρθ. 1).
Η μόνη εφικτή λύση σε αυτή την περίπτωση είναι η συνέχιση της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με την εξασφάλιση της ομοφώνου γνώμης όλων των Ορθοδόξων περί της συγκλήσεως αυτής σε μία άλλη χρονική στιγμή.
Ως εκ των άνω προς εφαρμογή της αποφάσεως της από 2 έως 3 Φεβρουαρίου 2016 γενομένης Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας (Αποφάσεις, αρθ.6), η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποφασίζει:
1) Να υποστηρίξει τις προτάσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αντιοχείας, Γεωργίας, Σερβίας και Βουλγαρίας περί αναβολής της Πανορθοδόξου Συνόδου και συγκλήσεως αυτής τη χρονική στιγμή, η οποία θα πρέπει να καθορισθεί ἐν τῳ περαιτέρω κατόπιν πανορθοδόξου συζητήσεως και με απαραίτητο όρο την εξασφάλιση της συμφώνο γνώμης των Προκαθημένων των όλων κοινώς ανεγνωρισμένων κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών˙
2)Η σχετική πρόταση να αποσταλεί αμέσως προς τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο και προς πάντας τους Προκαθημένου των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών˙
3)Σε περίπτωση κατά την οποία η Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ούτε και αυτή την πρόταση θα δεχθεί, ενώ η Σύνοδος στην Κρήτη θα συγκληθεί, παρά την αντίθετη γνώμη ενίων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, μετά βαθείας λύπης να ανακοινώσει την αδυναμία της συμμετοχής σε αυτή της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας˙
4) Να συνεχίσει παντοιοτρόπως να καταβάλλει προσπάθειες προς ενίσχυση της πανορθοδόξου συνεργασίας διά την προετοιμασία της μελλούσης να συνέλθει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία καλείται να αποτελέσει αληθινή μαρτυρία της ενότητας της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας˙
5) Να επαναδιατυπώσει τη γνώμη ότι προς την επιτυχή έκβαση της προσυνοδικής προετοιμασίας θα εδύνατο να συμβάλει η εντατικοποίηση του πραγματικού έργου της Πανορθοδόξου Γραμματείας, στα πλαίσια της οποίας κρίνεται εφικτή η μελέτη προτάσεων λύσεως των προβληματικών θεμάτων, διευθετήσεως των υφισταμένων διαφωνιών, επεξεργασίας των απαραιτήτων κειμένων και άρσεως κάθε εμποδίου προς σύγκληση και θεάρεστον έκβαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας˙
6)Να δεχθεί, ως λίαν ευκταίον, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις στους κόλπους πολλών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδο να μετάσχουν όλες οι Αρχιερείς των Αγίων του Θεού Εκκλησιών απεριορίστως, επειδή τούτο, ασφαλῶς, θα προσδώσει μεγαλύτερο κύρος πανορθοδόξως στις λαμβανόμενες συνοδικές αποφάσεις.
«Τὸ γὰρ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλὰ ἑνώσεώς ἐστι καὶ συμφωνίας ὄνομα», διδάσκει ο Ιερός Χρυστόστομος (Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολήν Α΄. Ομιλία 1,1, Υπόθεσις τῆς πρὸς Κορινθίους πρώτης ἐπιστολῆς).
Διά χάριν συμφωνίας και ομοφροσύνης, ἐν πνεύματι συγκαταβάσεως και αδελφικής αγάπης, άνευ της προς αλλήλους μομφής και χωρίς να προκαλέσουμε νέα τραύματα στο Θεανθρώπινο Σώμα της Εκκλησίας, προσέχοντας ο ένας τον άλλο και ακόμα περισσότερα την Θεία Αποκάλυψη, η οποία σφραγίσθηκε στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, πρόκειται να ακούσουμε «τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις» (Αποκ. 2.7) και να πάρουμε τα απαραίτητα διδάγματα από τα σφάλματα, τα οποία, εξαιατίας της ανθρωπίνης αδυναμίας, διαπράχθησαν κατά την τρέχουσα πορεία προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ούτως ώστε, του Θεού συνεργούντος, να φθάσουμε στην άνευ εμποδίων πραγμάτωση αυτού του μεγάλου εγχειρήματος προς δόξαν Θεού και μεγαλύτερο συμφέρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Ιερά Σύνοδος και πάλι καλεί τους Αρχιερείς, τους κληρικούς, τους μοναχούς και τους λαϊκούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας να προσεύχονται θερμώς προκειμένου ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ἐν τῃ ὑποθέσει ταύτῃ να αναδείξει την πανίσχυρον βοήθεια και το άγιον θέλημα Αυτού.
……………………………………………………………………………………….

Документ принят на заседании Священного Синода от 13 июня 2016 года (журнал № 40).
Русская Православная Церковь на протяжении многих десятилетий принимала и продолжает принимать деятельное участие в подготовке Святого и Великого Собора Православной Церкви. Начиная с Первого всеправославного совещания на Родосе в 1961 году, выдающиеся иерархи и лучшие богословы нашей Церкви вносили свой вклад в разработку множества соборных тем, в том числе и тех, которые впоследствии не были включены в повестку дня Святого и Великого Собора. Ради скорейшего созыва Собора Русская Православная Церковь неоднократно подтверждала свою готовность к достижению взаимоприемлемых для всех участников предсоборного процесса решений, даже если таковые решения уклонялись от ранее согласованных Церквами правил подготовки Собора.
Однако принцип общеправославного консенсуса является неизменной основой предсоборного процесса, начиная с Родосского совещания 1961 года, на котором по инициативе Константинопольского Патриархата было определено: «Решения общих собраний принимаются при полном единогласии делегаций Церквей» ( Порядок функционирования и работ Родосской всеправославной конференции, п. 14). Затем это правило было закреплено Регламентом Всеправославных предсоборных совещаний, принятым в 1986 году: «Тексты по всем темам повестки Всеправославных предсоборных совещаний утверждаютсяединогласно» ( ст. 16). Собранием Предстоятелей Православных Церквей в 2014 году было подтверждено: «Все решения, как во время Собора, так и на подготовительных этапах, принимаются на основе консенсуса» ( Решение Собрания Предстоятелей, п. 2а). Тот же принцип установлен в Регламенте организации и работы Святого и Великого Собора Православной Церкви, который был разработан Собранием Предстоятелей Православных Церквей, состоявшимся в Шамбези 21-28 января 2016 года. Данный Регламент предусматривает, среди прочего, что Собор «созывается Его Святейшеством Вселенским Патриархом с согласия Блаженнейших Предстоятелей всех общепризнанных Поместных автокефальных Православных Церквей» ( ст. 1).
На том же Собрании большинством Предстоятелей Поместных Православных Церквей было одобрено решение созвать Святой и Великий Собор Православной Церкви 18-27 июня 2016 года на Крите. Однако данное решение, как и Регламент Собора, а также проект соборного документа «Таинство Брака и препятствия к нему», не было подписано делегацией Антиохийской Православной Церкви. Последний документ не был подписан также делегацией Грузинской Православной Церкви. Обе упомянутые Церкви указали на наличие серьезных оснований для своего решения.
Тем не менее, Русская Православная Церковь ради успешного продвижения к созыву Собора сочла возможным подписать вышеупомянутые документы, выразив при этом как на самом Собрании, так и в последующей переписке со Святейшим Патриархом Константинопольским Варфоломеем уверенность в необходимости предпринять в оставшееся до Собора время энергичные усилия (в том числе в рамках деятельности учрежденного Собранием Всеправославного секретариата) по поиску общеправославного согласия в отношении документов, не подписанных одной или двумя Поместными Церквами, что позволило бы осуществить созыв Собора. По не зависящим от Русской Православной Церкви причинам дальнейшего общеправославного обсуждения сложившейся ситуации предпринято не было.
Архиерейский Собор Русской Православной Церкви, состоявшийся 2-3 февраля 2016 года, одобрил позицию делегации Русской Православной Церкви на Собрании Предстоятелей Поместных Православных Церквей в Шамбези и в других предсоборных органах, выразил удовлетворение внесением необходимых изменений и дополнений в проекты документов Святого и Великого Собора и, в целом предварительно одобрив их, поручил Священному Синоду сформировать делегацию Русской Православной Церкви для участия во Всеправославном Соборе, что было исполнено Священным Синодом в апреле 2016 года. Архиерейский Собор призвал полноту Русской Православной Церкви «к сугубой молитве, дабы Господь явил Свою волю членам предстоящего Святого и Великого Собора Православной Церкви и чтобы его проведение укрепило единство Православия, послужило ко благу Церкви Христовой, к славе Божией, к сохранению неповрежденной православной веры».
Вместе с тем, Архиерейский Собор выразил «убежденность в том, что необходимым условием проведения Всеправославного Собора является свободное участие в нем делегаций всех общепризнанных автокефальных Православных Церквей», отметив, что «в связи с этим особую важность приобретает разрешение до Собора проблемы, возникшей во взаимоотношениях Антиохийского и Иерусалимского Патриархатов» ( Постановления, п. 6).
В надежде на достижение общеправославного согласия, без которого невозможен созыв Святого и Великого Собора, Русская Православная Церковь незамедлительно назначила своих представителей в органы по дальнейшей его подготовке и в рамках всех имевшихся возможностей посредством личных контактов и переписки принимала активное участие в предсоборном процессе.
Одновременно велась работа по изучению поступавших от епископата, духовенства и мирян критических замечаний к проектам соборных документов, опубликованным после Собрания Предстоятелей в Шамбези по инициативе Русской Православной Церкви. Подобные замечания, нередко сопряженные и с критикой процесса подготовки Собора, высказывались также во многих других Поместных Православных Церквах. Отделяя конструктивные замечания от необоснованной критики предстоящего Собора и его документов, Отдел внешних церковных связей выступал с разъяснениями и комментариями, отвечая на возникающие в пастве смущения. Священный Синод Русской Православной Церкви 3 июня 2016 года внимательно рассмотрел поступившие предложения архиереев, клириков, монашествующих и мирян и утвердил поправки Русской Православной Церкви к проектам документов Всеправославного Собора «Отношения Православной Церкви с остальным христианским миром» и «Миссия Православной Церкви в современном мире».
На том же заседании Священного Синода было отмечено, что существенные поправки к проектам соборных документов, во многом созвучные с предложениями Русской Православной Церкви, представлены со стороны Грузинской, Сербской, Болгарской и Элладской Православных Церквей, а также Священного Кинота Святой Горы Афон, и эти поправки требуют основательного рассмотрения с целью нахождения общеправославного консенсуса, необходимого для принятия соборных решений.
Вместе с тем, было принято к сведению решение Священного Синода Болгарской Православной Церкви от 1 июня 2016 года о необходимости отложить назначенный на 18-27 июня Великий и Святой Собор Православной Церкви и о неучастии Болгарской Церкви в Соборе, если он не будет отложен. Священный Синод Русской Православной Церкви в связи с этим отметил, что неучастие в Соборе хотя бы одной из общепризнанных автокефальных Православных Церквей «составляет непреодолимое препятствие для проведения Святого и Великого Собора».
Эти обстоятельства, а также имевшая место на момент заседания «неопределенность относительно возможности участия Антиохийского Патриархата в Святом и Великом Соборе, как и отсутствие предварительного консенсуса по проекту Регламента Собора и документу "Таинство Брака и препятствия к нему"», побудили Священный Синод признать необходимость безотлагательных общеправославных действий и предложить Святейшему Патриарху Константинопольскому Варфоломею не позднее 10 июня созвать экстренное Всеправославное предсоборное совещание для рассмотрения ситуации и поиска выхода из сложившегося чрезвычайного положения, дабы по итогам такого совещания Православные Церкви могли вынести суждение относительно возможности проведения Всеправославного Собора в намеченные сроки.
Данное предложение по решению Священного Синода было незамедлительно направлено Святейшему Патриарху Константинопольскому Варфоломею и всем Предстоятелям Поместных Православных Церквей.
В ответе Святейшего Патриарха Варфоломея (письмо № 676 от 9 июня 2016 года) сообщается, что Священным Синодом Константинопольского Патриархата «новое чрезвычайное Всеправославное предсоборное совещание сочтено невозможным, так как для его созыва отсутствует нормативная база», а «до начала работ Святого и Великого Собора осталось весьма мало дней». В отношении же «опасений некоторых братских Церквей и неясности по поводу их возможного участия в Соборе» Предстоятелем Константинопольской Церкви выражена убежденность, что «прилагаемые усилия по устранению возникающих препятствий увенчаются успехом, и все без исключения Церкви примут участие в Святом и Великом Соборе. А его перенос или срыв в двенадцатый час после целых десятилетий подготовки скомпрометирует нашу Православную Церковь на межцерковном и международном уровне и нанесет непоправимый ущерб ее авторитету».
К ответу было приложено уведомление о состоявшемся 6 июня чрезвычайном заседании Священного Синода Константинопольского Патриархата с участием всех пребывающих в Константинополе епископов, в котором сообщается, что «Священный Синод с удивлением и недоумением воспринял озвученные в последнее время позиции и мнения ряда братских Православных Церквей и констатировал, что пересмотр уже запланированного соборного процесса выходит за пределы всех институциональных рамок». При этом срок созыва Собора назван установленным всеправославным решением, хотя, как указано выше, Антиохийской Церковью данное решение подписано не было.
Тем временем Священный Синод Антиохийского Патриархата 6 июня 2016 года, приведя подробные обоснования, свидетельствующие о необходимости переноса сроков Собора, единогласно постановил:
«1. Призвать Его Всесвятейшество Вселенского Патриарха в то время, которое отделяет нас от даты созыва этого Собора, приложить больше усилий по достижению консенсуса для разрешения всех тех опасений, которые высказали Православные автокефальные Церкви касательно Святого и Великого Собора. Если усилия по достижению консенсуса ни к чему не приведут, тогда Антиохийская Церковь просит отложить созыв Святого и Великого Собора на более поздний срок, когда между всеми автокефальными Церквами будут мирные отношения, а в отношении вопросов Собора, его Регламента и организационной процедуры будет достигнут православный консенсус.
2. Антиохийский Патриархат не будет принимать участие в Святом и Великом Соборе до тех пор, пока не будут устранены все причины, препятствующие участию в Божественной Евхаристии в ходе Собора, когда будет найдено окончательное решение проблемы вторжения Иерусалимского Патриархата на территорию Антиохийского Патриархата, что привело к прекращению общения с Иерусалимским Патриархатом.
3. Еще раз подтвердить значение участия в Святом и Великом Соборе всех Православных автокефальных Церквей и принятия ими решений на основе всеобщего консенсуса с целью сохранения единства Православной Кафолической Церкви.
4. Обратиться во все Православные Церкви, доведя до них содержание позиции Антиохийской Церкви с обоснованием причин, приведших к выработке такой позиции.
5. Призвать всех верующих вместе с их пастырями совместно молиться о том, чтобы Святой Дух вдохновлял Церковь на ее пути к единству ради единого свидетельства о Христе этому миру».
В тот же день 6 июня Святейший Патриарх Сербский Ириней направил Святейшему Патриарху Константинопольскому Варфоломею и всем Предстоятелям Поместных Православных Церквей письмо, в котором, перечислив существующие в настоящее время проблемы, указал, что в силу всех этих обстоятельств Сербской Православной Церкви «будет затруднительно принять участие в созываемом Святом и Великом Соборе, созыв которого она предлагает отложить на некоторое время».
10 июня 2016 года состоялось заседание Священного Синода Грузинской Православной Церкви, который, изложив существующие проблемы, отметил, что они могут быть разрешены активной работой, но признал, что «все мы оказались перед фактом: на сегодняшний день единство не достигнуто», а «целью проведения Собора было и остаётся выявление единодушия православных», поэтому Грузинская Церковь, «вместе с другими Церквами, также просит о переносе Собора, пока не будет достигнуто всеобщее единство». В связи с этим Священный Синод постановил: «Делегация Грузинской Церкви не примет участия в запланированном на 18-27 июня Великом и Святом Соборе на острове Крит».
Таким образом, четыре Поместные Православные Церкви (Антиохийская, Грузинская, Сербская, Болгарская) выразили мнение о необходимости переноса Собора, из них три (Антиохийская, Грузинская, Болгарская) отказались от участия в Соборе, намеченном на 18-27 июня, а предложение Русской Православной Церкви о созыве чрезвычайного Всеправославного предсоборного совещания не было принято Синодом Константинопольского Патриархата. В этих условиях необходимое основание для созыва Святого и Великого Собора, заключающееся в наличии «согласия Блаженнейших Предстоятелей всехобщепризнанных Поместных автокефальных Православных Церквей» ( Регламент организации и работы Святого и Великого Собора Православной Церкви, ст. 1), очевидным образом отсутствует.
Единственным возможным решением в таком случае становится продолжение подготовки Святого и Великого Собора и последующее достижение общеправославного согласия о его проведении в иные сроки.
В связи с вышеизложенным Священный Синод во исполнение решения Архиерейского Собора Русской Православной Церкви от 2-3 февраля 2016 года (Постановления, п. 6) определяет:
поддержать предложения Антиохийской, Грузинской, Сербской и Болгарской Православных Церквей о переносе проведения Всеправославного Собора на время, которое надлежит в дальнейшем установить по итогам общеправославного обсуждения и при непременном условии согласия Предстоятелей всех общепризнанных Поместных автокефальных Православных Церквей;
незамедлительно направить соответствующее предложение Святейшему Патриарху Константинопольскому Варфоломею и всем Предстоятелям Поместных Православных Церквей;
в случае, если и это предложение Святейшей Константинопольской Церковью не будет принято, а Собор на Крите, несмотря на отсутствие согласия ряда Поместных Православных Церквей, все же будет созван, — с глубоким сожалением признать невозможным участие в нем делегации Русской Православной Церкви;
всемерно продолжать усилия по укреплению общеправославного сотрудничества в подготовке будущего Святого и Великого Собора, который призван стать подлинным свидетельством единства Святой, Соборной и Апостольской Церкви;
вновь выразить мнение, что успешному завершению соборной подготовки могла бы послужить активизация реальной деятельности Всеправославного секретариата, в рамках которого представляется возможным изучение предложений о разрешении проблемных тем, урегулировании существующих разногласий, доработке необходимых документов и устранении всех препятствий к созыву и богоугодному завершению Святого и Великого Собора Православной Церкви;
признать весьма желательным, с учетом предложений, высказываемых во многих Поместных Православных Церквах, чтобы в будущем Соборе могли без ограничений принять участие все архиереи Святых Божиих Церквей, поскольку это несомненно повысит общеправославный авторитет принимаемых Собором решений.
«Имя Церкви — это имя не разделения, но единения и согласия», — учит святитель Иоанн Златоуст (Толкование на Первое послание к коринфянам. Беседа 1, 1). Во имя согласия и единодушия нам предстоит в духе снисхождения и братской любви, без взаимных упреков и нанесения новых ран богочеловеческому Телу Церкви, внимая друг другу и наипаче Божественному Откровению, запечатленному в Священном Писании и Священном Предании, слушать, «что Дух говорит Церквам» (Откр. 2, 7), и вынести необходимые уроки из тех ошибок, которые по человеческой немощи были допущены в ходе текущей подготовки Святого и Великого Собора, дабы, Богу содействующу, достигнуть беспрепятственного осуществления этого великого события к славе Божией и вящей пользе Православной Церкви.
Священный Синод вновь призывает архиереев, клириков, монашествующих и мирян Русской Православной Церкви к усиленной молитве, дабы Господь наш Иисус Христос в сем деле явил Свою всесильную помощь и Свою святую волю.
…………………………………………………………………

Русская Православная Церковь настаивает на переносе даты Всеправославного Собора
13 июня 2016 года на экстренном заседании Священного Синода Русской Православной Церкви состоялось обсуждение ситуации, возникшей в связи с отказом ряда Поместных Православных Церквей от участия в Святом и Великом Соборе Православной Церкви. Предполагалось, что Собор пройдет 18-26 июня сего года на острове Крит.
По итогам обсуждения Священный Синод принял заявление по данному вопросу, направленное Предстоятелям Поместных Православных Церквей (журнал № 40 ).
Принимая во внимание позицию Антиохийского, Грузинского, Сербского и Болгарского Патриархатов, а также учитывая необходимое основание для созыва Святого и Великого Собора, заключающееся в наличии «согласия Блаженнейших Предстоятелей всех общепризнанных Поместных автокефальных Православных Церквей» (Регламент организации и работы Святого и Великого Собора Православной Церкви, ст. 1), Священный Синод Русской Православной Церкви отмечает, что таковое согласие очевидным образом отсутствует.
По мнению членов Синода, единственным возможным решением в таком случае становится продолжение подготовки Святого и Великого Собора и последующее достижение общеправославного согласия о его проведении в иные сроки.
В связи с вышеизложенным Священный Синод во исполнение решения Архиерейского Собора Русской Православной Церкви от 2-3 февраля 2016 года (Постановления, п. 6) определяет:
1) поддержать предложения Антиохийской, Грузинской, Сербской и Болгарской Православных Церквей о переносе проведения Всеправославного Собора на время, которое надлежит в дальнейшем установить по итогам общеправославного обсуждения и при непременном условии согласия Предстоятелей всех общепризнанных Поместных автокефальных Православных Церквей;
2) незамедлительно направить соответствующее предложение Святейшему Патриарху Константинопольскому Варфоломею и всем Предстоятелям Поместных Православных Церквей;
3) в случае, если и это предложение Святейшей Константинопольской Церковью не будет принято, а Собор на Крите, несмотря на отсутствие согласия ряда Поместных Православных Церквей, все же будет созван, — с глубоким сожалением признать невозможным участие в нем делегации Русской Православной Церкви;
4) всемерно продолжать усилия по укреплению общеправославного сотрудничества в подготовке будущего Святого и Великого Собора, который призван стать подлинным свидетельством единства Святой, Соборной и Апостольской Церкви;
5) вновь выразить мнение, что успешному завершению соборной подготовки могла бы послужить активизация реальной деятельности Всеправославного секретариата, в рамках которого представляется возможным изучение предложений о разрешении проблемных тем, урегулировании существующих разногласий, доработке необходимых документов и устранении всех препятствий к созыву и богоугодному завершению Святого и Великого Собора Православной Церкви;
6) признать весьма желательным, с учетом предложений, высказываемых во многих Поместных Православных Церквах, чтобы в будущем Соборе могли без ограничений принять участие все архиереи Святых Божиих Церквей, поскольку это несомненно повысит общеправославный авторитет принимаемых Собором решений.
Пресс-служба Патриарха Московского и всея Руси
Πηγή: Ακτίνες

«Η Αλβανία γίνεται μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα και θέλουμε να είμαστε μαζί της σε αυτό το γίγνεσθαι. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς στην Αλβανία, ότι το μέλλον της συνδέεται με τις καλές σχέσεις με τον νότια γείτονά της. Ούτε να υποτιμόνται οι δυνατότητες και τα εργαλεία που διαθέτει η Ελλάδα ακόμα και σήμερα» δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο των Τιράνων. Τόνισε ακόμη ότι η χώρα μας θέλει «να μη μείνουν άλυτα παλιά προβλήματα που θα δημιουργούσαν δυσκολίες στον ευρωπαϊκό δρόμο της Αλβανίας και να λυθούν με συνεννόηση, διάλογο, ορθολογισμό και ωριμότητα όσο το δυνατό πιο άμεσα». Υπογράμμισε δε ότι «παρά την κρίση της ελληνικής οικονομίας με επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας, η Ελλάδα παραμένει με απόσταση η πιο ισχυρή χώρα της περιοχής, και όχι μόνο λόγω του ΑΕΠ της – που παρά την πτώση του κατά 25% είναι πέντε φορές μεγαλύτερο εκείνου της Βουλγαρίας και δέκα εκείνου της Αλβανίας- αλλά και λόγω της συμμετοχής της σε όλους τους δυτικούς θεσμούς και την εμπειρογνωμοσύνη της». Η ομιλία του κ. Κοτζιά κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αλβανία ήταν η Ελληνική απάντηση στις ανιστόρητες, εθνικιστικές και προκλητικές δηλώσεις κατά της Ελλάδος, τόσο του υφυπουργού εξωτερικών Σελίμ Μπελορτάγια , όσο και του πρωθυπουργού Έντι Ράμα, βάζοντάς και τους δύο στη θέση τους, με ¨διπλωματική ευγένεια που σφάζει» και με νοήματα που δεν αφήνουν αμφισβητήσεις.
Το θέμα των Τσάμηδων, κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στην Αλβανική πολιτική σκηνή, λόγω της πίεσης που ασκεί το κόμμα αλλά και οι λεγόμενες Τσάμικες οργανώσεις, δημιουργώντας αλυτρωτικές αντιλήψεις στην Αλβανική κοινωνία, αλλά και μια αναθεωρητική διάθεση της Αλβανίας, με την στήριξη και υποστήριξη, ποιανού άλλου, μα της Τουρκίας φυσικά, που υποδαυλίζει και υποστηρίζει (παντοιοτρόπως) τέτοιες αντιλήψεις και ενέργειες κατά της Ελλάδος. Έτσι ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το εν λόγω θέμα και να δούμε τις μεγάλες αλήθειες που αποκρύπτονται και τα μεγάλα ψέματα που αναδύονται. Η παρακάτω ανάλυση είναι μέρος (Κεφάλαιο) της εργασίας του γράφοντος στο Μεταπτυχιακό του «Γεωπολιτική ανάλυση Γεωστρατηγική Σύνθεση και σπουδές Άμυνας και διεθνούς Ασφάλειας» του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αλβανία
Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους, σύμφωνα με τον καθηγητή Ιωάννη Μάζη απετέλεσε τον καρπό του ανταγωνισμού της Αυστρουγγαρίας, η οποία έχοντας μαζί με την Γερμανία επεκτατικές βλέψεις προς το γεωπολιτικό σύμπλοκο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, επεδίωκε την ανάσχεση των της σλαβικής καθόδου προς την Αδριατική και την Μεσόγειο , όπως και την ανάσχεση των αντιστοίχων επεκτατικών βλέψεων της Ιταλίας προς το αυτό γεωπολιτικό σύμπλοκο. Αλλά οι ιταλικές βλέψεις ελέγχου του στομίου της Αδριατικής απαιτούσαν, από πλευράς Ρώμης, τον έλεγχο της Κέρκυρας και της Αλβανίας. Ταυτόσημες, σχετικά με την Αδριατική και την Μεσόγειο, άρα και ανταγωνιστικές ήσαν και οι βλέψεις της Σερβίας, που επεδίωκε προβολή ισχύος επί της Αλβανίας. Ακόμη θα πρέπει να αναφέρουμε και τις Ιταλικές βλέψεις που αφορούσαν την Κέρκυρα και την Αλβανία, με σκοπό τον έλεγχο του άξονος Οτράντο – Αυλώνος, αλλά και της Νήσου Σάσσωνος, την οποία ονόμαζαν «Γιβραλτάρ της Αδριατικής», αλλά και των Διαποντίων Νήσων, με στόχευση τους εμπορευματικούς διαύλους.
Τα σύνορα του κράτους της Αλβανίας καθορίστηκαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκ. 1913). Στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος συμπεριελήφθη και τμήμα της Ηπείρου, το οποίο από τότε ονομάσθηκε «Βόρειος Ήπειρος», τμήμα της οποίας είχε ήδη απελευθερωθεί κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13) από τον Ελληνικό στρατό. [1] . Ο όρος «Βόρεια Ήπειρος» είχε έννοια πολιτική και διπλωματική, δηλώνοντας το τμήμα εκείνο του Ηπειρωτικού εδάφους «το κείμενο εκείθεν της γραμμής, των δια του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1913 καθορισθέντων Ελληνοαλβανικών συνόρων»[2].
Με τις ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων παραχωρήθηκε στο Αλβανικό κράτος μια περιοχή (Βόρεια Ήπειρος), όπου έγινε καταφανής παράβλεψη των δημογραφικών στοιχείων, με την πλειοψηφία των κατοίκων να είναι Έλληνες, με ισχυρά εθνική συνείδηση και μάλιστα αυτόχθονες!!!! Παρά του ότι είχαμε διανύσει μισή περίπου χιλιετία κατοχής και εξισλαμισμών, η ενιαία Ήπειρος στις αρχές του 20ου αιώνα εμφάνιζε Ελληνική πλειοψηφία. Σε τουρκική απογραφή του 1908, από τους 500.000 κατοίκους της Ηπείρου, οι 308.000 δήλωσαν Έλληνες Χριστιανοί[3] το 1914, η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Ελέγχου έδωσε στοιχεία που καταδείκνυαν την συντριπτική υπεροχή του Ελληνικού πληθυσμού.
Τσάμηδες - Τσαμουριά
Τσαμουριά ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα και μέχρι το Βουθρωτό και ανατολικά μέχρι τους πρόποδες του όρους Ολύτσικας (Τόμαρος). Η περιοχή ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και ένα μικρό της τμήμα ανήκει σήμερα στην Αλβανία με κέντρο την κωμόπολη Κονίσπολη. Για την προέλευση της ονομασίας υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η περισσότερο ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η εκδοχή που κάνει λόγο για παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις (Καλαμάς), με παραφθορά του με την πάροδο του χρόνου: Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ι)άμης, δηλ. ο κάτοικος που βρίσκεται κοντά στον Θύαμη ποταμό, την Θυαμυρία (Θιαμουρία), την Τσ(ι)αμουριά. Στο ελληνικό τμήμα της Τσαμουριάς ζούσαν το 1923 περίπου 20.000 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα. Για την καταγωγή των Τσάμηδων υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις.[4]
Στο θέμα των Τσάμηδων ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι της Λέκτορος Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ Ελευθερίας Κ. Μαντά, η οποία κατάφερε να προσεγγίσει ένα σύνθετο και ευαίσθητο θέμα με προσοχή, συστηματικότητα και χαμηλούς τόνους.[5] Κατά την Μαντά, οι Τσάμηδες ήταν ένας παραδοσιακός αγροτικός, συμπαγής και κλειστός πληθυσμός που για συγκυριακούς λόγους εξαιρέθηκε της ανταλλαγής του 1922. H συμβίωσή τους με το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής υπήρξε εξαρχής προβληματική: η πολιτισμική διαφοροποίηση, οι κτηματικές διαφορές και η στάση του ελληνικού κράτους απέναντί τους, ενίσχυσαν την καχυποψία τους και επέτρεψαν τη δράση εξτρεμιστικών αλυτρωτικών στοιχείων στην Αλβανία. Πάνω εκεί βασίστηκε και η Ιταλία για να θέσει τσαμικό θέμα και να δικαιολογήσει την εισβολή του 1940.
Η υποχώρηση των Ιταλών και η επιστροφή των Ελλήνων κατοίκων έθεσε σε κίνηση μια δυναμική αντεκδικήσεων που κατέληξε στην εκδίωξη των Τσάμηδων το 1944, από τις ανταρτικές ομάδες του ΕΔΕΣ, που κυριαρχούσαν στην περιοχή, ίσως και με μη προβλεπόμενο και νόμιμο τρόπο θα λέγαμε. Η Ιταλική, αρχικά, και η Γερμανική Κατοχή συνοδεύτηκαν από βία. Οι ηγέτες των Τσάμηδων αποδεδειγμένα συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές, καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής και συμμετείχαν σε διώξεις, λεηλασίες, καταστροφές, καταδόσεις και μαζικές εκτελέσεις, η πιο γνωστή από τις οποίες υπήρξε η εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων (προκρίτων) της Παραμυθιάς, τον Σεπτέμβριο 1943, γεγονός που συγκλόνισε και στιγμάτισε την συνείδηση των Ελλήνων κατοίκων και έθεσε τους Τσάμηδες εκτός της Ελληνικής κοινωνίας της Θεσπρωτίας. Αυτό το γεγονός, το μίσος και την απέχθεια του τοπικού πληθυσμού εκμεταλλεύτηκαν οι τοπικοί ηγέτες του ΕΔΕΣ, καταγόμενοι από την ευρύτερη περιοχή, οι οποίοι έδρασαν με υπερβάλλοντα ενθουσιασμό και με πρωτοβουλίες που αγνοούσε η ηγεσία του ΕΔΕΣ, πλην όμως δεν το απέτρεψε. Παρόλο που ο ΕΔΕΣ ήταν μια αποκεντρωμένη οργάνωση όπου, αντίθετα με το EAM, η κεντρική διοίκηση δύσκολα έλεγχε τους τοπικούς οπλαρχηγούς, τίποτε δεν δείχνει ότι η ηγεσία του είχε την παραμικρή (και πραγματική) διάθεση να τους συγκρατήσει. Η κοινωνική-τοπική-ιστορική-πολιτική συγκυρία τον Σεπτέμβριο του 1944 επέτρεπε την «τελική λύση» του τσαμικού ζητήματος στην περιοχή της Θεσπρωτίας. Με την εκδίωξη των Τσάμηδων από την περιοχή της Θεσπρωτίας, οι περιουσίες των διαμοιράστηκαν δια κλήρου στους Έλληνες κατοίκους.[6]

Ένοπλα τμήματα Τσάμηδων στην Θεσπρωτία, επιθεωρούνται από Γερμανό Αξκό
Είναι δεδομένο από τις ιστορικές μαρτυρίες των κατοίκων της Θεσπρωτίας ότι οι Τσάμηδες ποτέ δεν αισθάνθηκαν Έλληνες.
Και όταν κατά την Ιταλική επίθεση της 28 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός υποχώρησε στο Νότιο Τομέα, οι Τσάμηδες αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή του Ιταλικού Στρατού. Με γιορτές και πανηγύρια ύψωσαν στο Μαργαρίτι την Αλβανική σημαία. Με την αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού και την υποχώρηση των Ιταλών οι ένοπλοι Τσάμηδες, πυροβολώντας από τα νώτα τα προελαύνοντα Ελληνικά τμήματα, προξένησαν πολλά θύματα εις αυτά. Για τα διαπραχθέντα αδικήματα από τους Τσάμηδες κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων το Ελληνικό Κράτος έδειξε μεγαλοψυχία και γενναιοφροσύνη. Κατά την Κατοχή τάχθηκαν ανεπιφύλακτα όλοι στο πλευρό του Ιταλικού Στρατού Κατοχής, με την ελπίδα, ότι θα αποσπάσουν την συγκατάθεση της Ιταλικής Κυβερνήσεως για ενσωμάτωση της Θεσπρωτίας στο Αλβανικό Κράτος.
Στα τρία χρόνια της Κατοχής οι Τσάμηδες βοηθούσαν με ένοπλα τμήματα τα Ιταλικά κι αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα στις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων ανταρτών. Προέβησαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα σε ανομολόγητα εγκλήματα κατά του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής. Οι αναρίθμητοι φόνοι, οι βιασμοί των γυναικών, οι πυρπολήσεις των σπιτιών, η κλοπή ολοκλήρων ποιμνίων και άλλων κινητών πραγμάτων, ήταν συνηθισμένες πράξεις. Μεταξύ άλλων φόνευσαν και το Νομάρχη Θεσπρωτίας.
Στις 29-9-1943, ύστερα από την απόφαση της Τσάμικης ηγεσίας, της Μιντζιλισί Ινταρέ, αποφασίζεται ο “αποκεφαλισμός” της Ελληνικής ηγεσίας της περιοχής. Επιλεκτικά, συλλαμβάνονται πενήντα δύο Έλληνες και δεμένοι οδηγούνται ενάμισι χιλιόμετρο έξω από την Παραμυθιά, στον Αη Γιώργη, με συνοδεία πενήντα Τσάμηδων και δεκαπέντε Γερμανών. Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός γλυτώνει τρεις και εκτελούνται οι υπόλοιποι σαράντα εννιά. Παπάς, γιατρός, Γυμνασιάρχης, Σχολάρχης, Δήμαρχος, καθηγητές, δάσκαλοι, επιχειρηματίες, αγρότες, έπεσαν τραγουδώντας το “Γέρο Δήμο” και το “Έχε γεια”. Την ίδια μέρα της εκτέλεσης μπαίνει στην Παραμυθιά ο καινούργιος Δεσπότης Δωρόθεος, παρόλο που ο Πρόεδρος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετός Μπίκελ, τον προέτρεπε να μη πάει. Κανένας Χριστιανός δεν παραβρέθηκε στην υποδοχή. Παντού τρόμος θανάτου. Ο Δεσπότης, τριαντάχρονος τότε, μόνο με το Διάκο του, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον Γερμανό φρούραρχο, τον πείθει και αφήνει ελεύθερους τους πεντακόσιους Χριστιανούς, κρατούμενους Παραμυθιώτες και την επομένη, με συνοδεία δύο Γερμανούς στρατιώτες παίρνει και πέντε χριστιανούς, πηγαίνει στον τόπο της θυσίας και ενταφιάζει τους σαράντα εννιά άταφους μάρτυρες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 30 Ιουνίου 1994 η Αλβανική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου ως ημέρα "γενοκτονίας" των Τσάμηδων. Το θέμα των Τσάμηδων δεν έχει τελειώσει και συνεχίζεται σε διεθνές επίπεδο, σύμφωνα με τις πρόσφατες εξελίξεις.[7]
Πρόσφατα, Φεβρουάριος 2016, οργανώσεις Τσάμηδων προσέφυγαν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, που εξετάζει κυρίως εγκλήματα πολέμου, όπου κατατέθηκε ο φάκελος για τις διεκδικήσεις των Τσάμηδων στην Ελλάδα, ο οποίος έγινε δεκτός από τον Εισαγγελέα. Έτσι ένα θέμα, που έμενε ουσιαστικά κλειστό επί εβδομήντα και πλέον χρόνια, φαίνεται ότι ανοίγει με επίσημο τρόπο. Αν μάλιστα έχουν έστω και πολύ μικρή δόση αλήθειας, όσα αναφέρουν σε ανακοινώσεις τους ακραίες οργανώσεις Τσάμηδων από την Αλβανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι δηλαδή στην κίνηση αυτή έχουν την υποστήριξη πολλών δυτικών χωρών, τότε τα πράγματα γίνονται εξαιρετικά σοβαρά. Οι Τσάμηδες ζητούν πέρα από αποζημιώσεις πολλών δις, εδάφη της Ηπείρου, όπως της Ηγουμενίτσας, της Πάργας κι άλλων περιοχών. Στην παράδοση του φακέλου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι πολλών εθνικιστικών συλλόγων από την Αλβανία αλλά και από περιοχές όπου ζουν αλβανόφωνοι πληθυσμοί. Ο φάκελος είναι σε τρεις γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά και σύμφωνα με δηλώσεις που έγιναν στη Χάγη, οι οργανώσεις έχουν την στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το (ψευδο)-ζήτημα των Τσάμηδων και της Τσαμουριάς, με την διεκδίκηση όχι μόνο της Θεσπρωτίας και των περιουσιών των στην περιοχή αυτή, αλλά και της περιοχής μέχρι του Αράχθου ποταμού παραμένει ακόμη, ως το κορυφαίο θέμα αλυτρωτισμού των Αλβανών ίσως και πιο οξυμένο το δηλητήριο, που δηλητηριάζει συνεχώς τις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών. Το θέμα όμως έχει κλείσει. Οι Τσάμηδες ήσαν αποδεδειγμένα ανθέλληνες, συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, προέβησαν σε λεηλασίες, κακοποιήσεις κατοίκων της Θεσπρωτίας, δολοφονίες και αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν οικειοθελώς από την Ελλάδα, φοβούμενοι την άφιξη και τις διαθέσεις του ΕΔΕΣ. Έτσι το Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, με αμετάκλητες αποφάσεις του καταδίκασε ως προδότες και δήμευσε την περιουσία των.
Βιβλιογραφία:
- Μαλκίδης Θ., ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, Αθήνα, 2007
- Αντωνόπουλος Η., ΑΛΒΑΝΙΑ & ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ (1912-1994), Αθήνα 1995
- Πέτιφερ Τ, Βίκερς Μ., Αλβανία: Από την αναρχία σε μια βαλκανική ταυτότητα, Αθήνα 1997
- Κόντης, Β., Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου και Ελληνοαλβανικές σχέσεις, Αθήνα, 1995.
- Ευσταθιάδης, Κ., Μελέται διεθνούς δικαίου 1929-1959, Κλεισούνη, Αθήνα 1959, σ.549
- ΓΕΣ, Χάρτης εθνογραφικός της Βορείου Ηπείρου τω 1913, Αθήνα 1919.
- Μαντά Ε., Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου. Αθήνα (1923-2000), Αθήνα 2004
- Καλλιβρετάκης, Λ., Ο Ελληνισμός της Αλβανίας, Αθήνα 1995
- Ντάγιος, Σ., ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ, 50 Χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας, Θεσσαλονίκη 2015.
- Διάλεξη Ι. Μάζη στο Αμφιθέατρο του ΥΠΕΞ, την 10-11-15.
- Χριστόπουλος, Δ., Τσιτσελίκης, Κ., Legal aspects of religious and linguistic otherness in Greece. Treatment of minorities and homogeneis in Greece: Relics and challenges
- ΑΧΑΡΙΣΤΕΣ ΓΕΝΕΕΣ ΟΙ ΤΣΑΜΗΔΕΣ Επιμέλεια Στίβενς Σμιθ (S. J. SMITH)
- Από το Αρχείο της Πανελλήνιου Συνομοσπονδίας Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων
- http://www.pare-dose.net/81#ixzz40M0QUxdI
- http://www.paramythia-online.gr/paramythia/diafora/tsamides.html
[1] Κόντης, Β., Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου και Ελληνοαλβανικές σχέσεις, Εστία, Αθήνα, 1995, τόμος 1.
[2] Ευσταθιάδης, Κ., Μελέται διεθνούς δικαίου 1929-1959, Κλεισούνη, Αθήνα 1959, σ.549
[3] Μαλκίδης, Θ., ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, Γόρδιος, Αθήνα , 2007, σ.61.
[4] http://www.pare-dose.net/81#ixzz40M0QUxdI
[5] Μαντά, Ε., Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 2004.
[6] Ο γράφων κατάγεται από την Ήπειρο και οι αναφορές και το περιγραφόμενο κλίμα ανήκουν στον πατέρα της συζύγου μου, ο οποίος καταγόμενος από την Παραμυθιά, βίωσε όλα τα γεγονότα αυτά και αποτελούν βιωματικές προσωπικές εμπειρίες και αντιλήψεις.
* Ο Ιωάννης Αθ. Μπαλτζώης είναι Αντγος (ε.α.), Tactical Intelligence School (U.S. Army), Μεταπτυχιακό στην Γεωπολιτική Ανάλυση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Αnalystsforchange

Πλησιάζει ὁ χρόνος πού θά συνέλθη στήν Κρήτη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά νά συζητήση πάνω στά ἕξι κείµενα πού ἔχουν προετοιµασθῆ στίς Προσυνοδικές Συνδιασκέψεις, καθώς ἐπίσης νά δώση ἕνα µήνυµα ἑνότητας µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Αὐτόν τόν καιρό ἔχουν γραφῆ πολλά κείµενα ἀπό εἰδικούς καί µή, ἀπό ἁρµοδίους καί µή, πάνω στό µεγάλο αὐτό γεγονός. ∆υστυχῶς, ὅπως ἔχω σηµειώσει καί σέ ἄλλο κείµενό µου, σέ µερικές ἐκδηλώσεις βλέπουµε ὅτι ἀναµειγνύεται ἡ θεολογία µέ τήν πολιτική, ἤ µᾶλλον καλύτερα, διάφοροι ἐκκλησιαστικοί παράγοντες ἐµπλέκονται ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους στίς ἐπιδιώξεις τῶν πολιτικῶν, καθώς ἐπίσης καί οἱ πολιτικοί χρησιµοποιοῦν διαφόρους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, προκειµένου νά περάσουν τά σχέδιά τους µέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Βέβαια, ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 στήν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τόν ἐθνοφυλετισµό ὡς αἵρεση, ἀλλά δυστυχῶς ὁ ἐθνοφυλετισµός χρησιµοποιεῖ ὡς ὄχηµα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µέ ποικίλα ἀποτέλεσµατα.
Στίς ἡµέρες µας τό µεγαλύτερο µέρος τῆς συζητήσεως γίνεται γιά τό κατά πόσον θά συµµετάσχουν στήν Σύνοδο ὅλες οἱ δεκατέσσερεις Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τί συνέπειες θά προκληθοῦν ἀπό τήν ἀπουσία µερικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὄχι τόσο γιά τό περιεχόµενο τῶν κειµένων καί τῶν διορθώσεων πού πρέπει νά γίνουν.
Μέ ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά εἶµαι µέλος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου καί µέ διακατέχει ὑψηλό αἴσθηµα εὐθύνης ἔναντι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τῆς ἰδίας τῆς ἱστορίας. Μέ ἀπασχολεῖ σοβαρῶς τό θέµα τῶν ἀποφάσεων πού θά λάβη ἡ Σύνοδος αὐτή καί κυρίως καί πρό παντός γιά τά ὅσα θά ἐπακολουθήσουν.
Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι οἱ Σύνοδοι τελικά ἐνεκρίθησαν ἀπό τήν θεολογική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ὁ σωµατικός ὀργανισµός τοῦ ἀνθρώπου κρατᾶ τά στοιχεῖα τῶν τροφῶν πού χρειάζεται καί ἀποβάλλει τά µή χρειαζούµενα στοιχεῖα, τό ἴδιο γίνεται καί µέ τόν Θεανθρώπινο ὀργανισµό τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐπικυρώνει τήν ἀλήθεια ἑνός γεγονότος ἤ τήν ἀπορρίπτει.
Ὡς µέλος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου θά ἤθελα νά ἐκφράσω ἕναν λόγο, πρίν τήν ἔναρξη τῆς Συνόδου. ∆έν θά ἀναφερθῶ ἐδῶ γιά τούς λόγους πού µέ ὁδήγησαν στό νά ἀποδεχθῶ αὐτήν τήν πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά συµµετάσχω στήν Σύνοδο, πράγµα πού θά τό κάνω ἀργότερα, ἀλλά θά διατυπώσω µερικές σκέψεις µου.
1. Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Συνόδου
Μέ λύπη παρακολουθῶ µερικές ἀπό τίς ἀπόψεις πού διατυπώνονται ὅτι, δηλαδή, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἡ µοναδική Σύνοδος πού γίνεται κατά τήν διαρρεύσασα δεύτερη χιλιετία τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἡ πρώτη Μεγάλη Σύνοδος µετά τό «Σχίσµα» πού ἔγινε τό 1054, ἐνῶ ἡ ἀκοινωνησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Ρώµης ἔγινε τό 1009 µέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Filioque, ἄλλοι λένε ὅτι θά συνέλθη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος µετά ἀπό 1200 ἤ 1300 χρόνια, δηλαδή ἀπό τό ἔτος 787 πού συνῆλθε ἡ Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδος, καί ἄλλοι τολµοῦν νά ποῦν καί µάλιστα ἐπισήµως ὅτι θά εἶναι ἡ Η΄ Οἰκουµενική Σύνοδος!
Ἡ βάση αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι ὅτι δῆθεν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τό ἔτος 787 µέχρι σήµερα παραµένει σέ πνευµατική ὕπνωση, σέ ἕνα πνευµατικό ἀλτσχάϊµερ, ὅτι ὅλο αὐτό τό διάστηµα ἦταν µιά «νεκρή», «ὑπνώτουσα», «µουσειακή» Ἐκκλησία.
Μιά τέτοια ἀντίληψη ὄχι µόνον ἀποτελεῖ ὕβρη στούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἐµφανίσθηκαν καί δίδαξαν κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀλλά εἶναι καί ὑπονόµευση τῆς ἴδιας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι διαρκής Σύνοδος καί εἶναι τό ἀληθινό καί ζωντανό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Οἰκουµενικές Σύνοδοι κατά βάση ἀσχολήθηκαν µέ δογµατικούς ὅρους καί διοικητικούς καί ποιµαντικούς Κανόνες, ὅπως τό βλέπουµε στά Πρακτικά τους. Ἐνῶ ὅταν διαβάσουµε τά κείµενα πού βρίσκονται πρός ἐπεξεργασία καί τελική ἔγκριση ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν µποροῦµε νά διακρίνουµε ποιοί εἶναι οἱ ὅροι καί ποιοί εἶναι οἱ Κανόνες. Ἐάν θεωρηθῆ ὅτι οἱ ἐπί µέρους παράγραφοι τοῦ κειµένου θεωροῦνται ὡς Κανόνες, τότε ἀπαιτεῖται διεξοδική συζήτηση γιά τό ἐάν αὐτοί οἱ «κανόνες» συντονίζονται στήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀνατρέπουν τήν βάση καί τήν καρδιά τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας.
Τό πρόβληµα, ὅµως, εἶναι ὅτι ἐάν θεωρηθῆ, κακῶς κατά τήν γνώµη µου, ὅτι αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τότε κακοποιεῖται σέ µεγάλο βαθµό ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Γιατί στό διάστηµα αὐτό συνῆλθαν Μεγάλες καί Οἰκουµενικές Σύνοδοι καί ἄλλες λαµπρές Σύνοδοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδή ὅλης τῆς τότε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐπελήφθησαν σοβαρῶν θεµάτων καί ἀντιµετώπισαν µεγάλα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήµατα.
∆ιάβασα ὅτι µερικοί γιά νά ὑποστηρίξουν τίς ἀπόψεις πού παρουσιάζονται στά κείµενα πού τίθενται πρός τελική ψήφιση ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χρησιµοποίησαν ἀπόψεις τοῦ ἀειµνήστου δογµατικοῦ θεολόγου Ἰωάννη Καρµίρη. Καλό θά εἶναι νά µελετήση κανείς τούς δύο τόµους τῶν βιβλίων «Τά δογµατικά καί συµβολικά µνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», γιά νά δῆ τόν παλµό καί τήν ζωντάνια τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας µέχρι τόν 19ο αἰώνα. Ἐκεῖ θά διαπιστώση ὅτι µέχρι τόν 19ο αἰώνα ὑπάρχει κατά βάση µιά ἑνιαία γλώσσα στά ἐκκλησιαστικά κείµενα καί ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἄρχισε ἡ διαφοροποίηση.
Θά ἤθελα νά µνηµονεύσω µερικές σηµαντικές Συνόδους µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς παραθεωροῦνται.
Ἡ Σύνοδος τῶν ἐτῶν 879-80 ἐπί Μεγάλου Φωτίου εἶναι µιά µεγάλη Οἰκουµενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα καί ἦταν παρόντες καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ὀρθοδόξου τότε Πάπα καί ὅλοι ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις της. Ἡ Σύνοδος αὐτή συζήτησε γιά τούς δύο τύπους ἐκκλησιολογίας, ἀνατολικῆς καί δυτικῆς, καί κυριάρχησε ἡ ἀνατολική ἐκκλησιολογία, ἐπίσης ἀποφάνθηκε γιά τό πρωτεῖον τοῦ Πάπα καί τήν αἵρεση τοῦ Filioque.
Οἱ Σύνοδοι τοῦ ἔτους 1341-1368 , ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα µέ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη γιά τό ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ πού ἔλαµψε στό Θαβώρ ἦταν ἄκτιστο καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάµ καί τοῦ Ἀκινδύνου ὅτι ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη οὐσία µέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, τό γνωστό actus purus, καί ὅτι δῆθεν ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ µέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο µέ κτιστές ἐνέργειες. Ἔτσι, στήν πραγµατικότητα ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 κατεδίκασε τήν σχολαστική θεολογία, πού ἐν πολλοῖς ἰσχύει µέχρι σήµερα στόν «Ρωµαιοκαθολικισµό».
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1484, στήν ὁποία συµµετεῖχαν οἱ Πατριάρχες: Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, Ἀντιοχείας ∆ωρόθεος καί Ἱεροσολύµων Ἰωακείµ, ἐχαρακτήρισε τόν ἑαυτό της ὡς Οἰκουµενική, ἀκύρωσε τήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἐξέδωσε Ἀκολουθία, τήν ὁποία συνέταξε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, γιά τούς ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων». Καί ναί µέν ἡ Σύνοδος αὐτή καθιέρωσε νά γίνεται ἡ ἐπιστροφή τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά λιβέλλου καί Χρίσµατος, ἐπειδή ἐπικρατοῦσε τότε ὁ καθιερωµένος «τύπος τοῦ Βαπτίσµατος», ἀλλά σαφέστατα στήν Ἀκολουθία πού συνετάγη γιά τήν ἐπιστροφή τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γίνεται λόγος γιά τήν αἵρεση τῶν Λατίνων, γιά τά «αἴσχιστα καί ἀλλότρια δόγµατα τῶν Λατίνων», νά ἀποστρέφεται αὐτός πού ἐπέστρεψε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «τελείως καί τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις» (προφανῶς ἐννοεῖ τούς Ναούς) καί νά ἀναθεµατίση ὅσους τόλµησαν νά προσθέσουν τό Filioque.
Στήν Ἀκολουθία αὐτή γίνεται λόγος γιά Λατίνους καί γιά ἀλλότρια δόγµατα, µεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό γνωστό Filioque, δηλαδή ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καί ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ὅτι ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια µέ τήν ἄκτιστη οὐσία στόν Θεό καί, ἑποµένως, ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ µέ τόν κόσµο µέ κτιστές ἐνέργειες.
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1590 , πού χαρακτήρισε τόν ἑαυτό της «Οἰκουµενική Σύνοδο», καί ἡ συνέχειά της πού εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1593, πού χαρακτηρίσθηκε ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι σηµαντικές. Καί οἱ δύο Σύνοδοι εἶναι Σύνοδοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἀποφάσισαν νά συναινέσουν στήν ἀνακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας σέ Πατριαρχική ἀξία καί τιµή πού εἶχε δοθῆ ὑπό τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου τό 1589 µέ σχετικό Πατριαρχικό Χρυσόβουλο ἤ Τόµο.
Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756 ἤτοι τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου, τοῦ Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί τοῦ Ἱεροσολύµων Παρθενίου, ἀναφέρεται στόν ἀναβαπτισµό τῶν ∆υτικῶν πού προσέρχονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Καί ναί µέν ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἐπικράτησε γιά πολύ χρονικό διάστηµα, διότι ἡ Ἐκκλησία στήν πράξη ἐπανῆλθε στήν ἀπ΄όφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1484, ἀλλά ὅµως δέν καταργήθηκε ποτέ µέ ἄλλη Συνοδική ἀπόφαση.
Εἶναι γνωστόν ὅτι τό θέµα «Ἡ Οἰκονοµία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» πού ἀναφερόταν στήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν, ὑπῆρχε στήν θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως φαίνεται στήν Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή πού συνῆλθε τό 1971 στήν Γενεύη. Τελικά ὅµως ἐξέπεσε ἀπό τήν ἡµερήσια διάταξη τῆς Συνόδου καί δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἀποφανθῆ ἐπισήµως ἐπί τοῦ θέµατος αὐτοῦ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τό ἐρώτηµα λοιπόν εἶναι: Γιατί δέν ἐτέθη τό θέµα αὐτό στήν θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά νά συζητηθῆ µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα τό ἔγκυρο καί ὑποστατό ἤ µή ἔγκυρο καί µή ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν αἱρετικῶν καί ἔρχεται τώρα νά ἀντιµετωπισθῆ µέ τρόπο ἔµµεσο;
Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848, ἡ ὁποία ὑπογράφεται ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύµων µέ τίς Συνόδους τους, χαρακτηρίζει τόν «Παπισµόν» αἵρεση καί τόν παραβάλλει µέ τόν Ἀρειανισµό καί ἀναιρεῖ τίς βασικές λατινικές ἑτεροδιδασκαλίες, ὅπως τό Filioque, τό πρωτεῖον καί τό ἀλάθητον τοῦ Πάπα, καθώς ἐπίσης καί ἄλλες κακοδοξίες πού σχετίζονται µέ τό βάπτισµα καί τά µυστήρια.
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1872 στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν φυλετισµό στήν ἐκκλησιαστική ζωή «τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Ὁ φυλετισµός εἶναι «ξένος» πρός τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι «νεωτερική λύµη». Εἶναι σηµαντικό ὅτι στόν ἐπίλογο τοῦ συνοδικοῦ ὅρου ὑπάρχει µιά προσευχή στόν Κύριο ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά διατηρῆ τήν Ἐκκλησία «ἄµωµον καί ἀλώβητον ἀπό πάσης νεωτερικῆς λύµης, ἐρηρεισµένην ἐπί τῷ θεµελίῳ τῶν ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν».
Ἀνέφερα µερικές Συνόδους «Οἰκουµενικές», «Ἅγιες καί Μεγάλες» – ὑπάρχουν καί ἄλλες– ἀπό ὅσες ἔγιναν ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο µέχρι τόν 19ο αἰώνα καί ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα οἱ ἀποφάσεις τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1351 ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ περιελήφθησαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο διαβάζεται κατά τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν καί εἰσήχθησαν στά τροπάρια τῆς λατρείας. Τό γεγονός αὐτό συνιστᾶ τήν µεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν συνείδηση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Οἰκουµενική.
Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφερθοῦν καί οἱ πολύ σηµαντικές τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεµίου Β΄ (1576, 1578, 1581) πρός τούς Λουθηρανούς Θεολόγους τοῦ Πανεπιστηµίου τῆς Τυβίγγης. Πρόκειται γιά ἀξιόλογες ἀπαντήσεις πού ἔστειλε ὁ Πατριάρχης Ἱερεµίας συνεργαζόµενος µέ Ὀρθοδόξους Κληρικούς καί λαϊκούς, µεταξύ τῶν ὁποίων περιλαµβάνεται καί ὁ Ναυπάκτου καί Ἄρτης ∆αµασκηνός ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται µεταξύ τῶν ἁγίων.
Στίς σπουδαῖες αὐτές ἀπαντητικές ἐπιστολές ἀφ' ἑνός µέν ἐκτίθεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἀφ' ἑτέρου δέ ἀναιροῦνται οἱ κακοδοξίες τῶν ∆ιαµαρτυροµένων. Στίς ἀπαντήσεις αὐτές διατυπώνεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη βάσει τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά γίνεται προσφυγή στήν διδασκαλία τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας. Ἀντιµετωπίζονται πολλά θέµατα, ἐπί τῶν ὁποίων ἐπῆλθε διαφωνία µέ τούς Λουθηρανούς θεολόγους, ἤτοι γιά τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Χριστολογία, τό Filioque, τό αὐτεξούσιο, τόν προορισµό, τήν δικαίωση, τόν ἀριθµό τῶν µυστηρίων καί τόν τρόπο τελέσεώς τους, τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τήν λατρεία, τήν ἐπίκληση τῶν ἁγίων, τίς εἰκόνες καί τά λείψανά τους, τίς νηστεῖες καί διάφορες ἐκκλησιαστικές παραδόσεις.
Οἱ ἀπαντητικές αὐτές ἐπιστολές θεωροῦνται σηµαντικά κείµενα, µνηµονεύονται στά Πρακτικά τῆς Τοπικῆς Συνόδου πού ἔγινε τό 1672 στά Ἱεροσόλυµα ἐπί ∆οσιθέου, καί κατατάχθηκαν µεταξύ τῶν συµβολικῶν βιβλίων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά διερωτῶµαι γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν ὅλες αὐτές οἱ σηµαντικές Σύνοδοι νά τεθοῦν στό περιθώριο, πρός χάριν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού πρόκειται νά συνέλθη στήν Κρήτη; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυρίζωνται µερικοί ὅτι ἡ ἐπικείµενη Σύνοδος εἶναι ἡ µοναδική Σύνοδος τῆς δεύτερης χιλιετίας; Πῶς εἶναι δυνατόν καί ἐπιτρεπτόν νά «ποδοπατῆται» ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική Παράδοση 1.200 χρόνων; Ποιοί ἔδωσαν αὐτήν τήν γραµµή σέ δηµοσιογράφους νά κάνουν λόγο γιά τήν Σύνοδο τῆς χιλιετίας; Ἀπό ποῦ τό γνωρίζουν αὐτό µερικοί δηµοσιογράφοι, οἱ ὁποῖοι µάλιστα δέν ἀσχολοῦνται ἰδιαιτέρως µέ τό ἐκκλησιαστικό ρεπορτάζ;
Τό ἐρώτηµα αὐτό εἶναι πολύ σηµαντικό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θεωρῶ ἀναγκαῖο τοὐλάχιστον στό Μήνυµα πού θά ἀποφασισθῆ νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, νά ἀναφερθοῦν αὐτές καί ἄλλες Σύνοδοι καί νά φανῆ ἡ συνεχής ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στήν Ἐκκλησία. ∆έν µποροῦµε νά παίζουµε µέ τά ἐκκλησιαστικά καί δογµατικά ζητήµατα καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἑποµένως, ὅταν λέγεται ὅτι ἡ ἐπικείµενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά εἶναι ἡ Σύνοδος πού συνέρχεται µετά ἀπό 1200 χρόνια, εἶναι παραπλάνηση, καί στήν πραγµατικότητα παράκαµψη καί παραθεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν Μεγάλων Συνόδων, καί τελικά καταλήγει σέ «προδοσία» τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Πιθανόν ἐπιδιώκεται νά δηµιουργήση µιά νέα ἐκκλησιολογία.
Ἄν δέν ὑπάρχη ἕνας τέτοιος σκοπός, θά πρέπει ὁπωσδήποτε στό Μήνυµα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου νά γίνη µνεία ὅλων τῶν Ἁγίων, Μεγάλων Συνόδων τῆς δεύτερης χιλιετίας. ∆ιαφορετικά θά ἐπιβεβαιωθῆ αὐτή ἡ ὑποψία.
2. Ὁ ∆υτικός Χριστιανισµός
Εἶναι γνωστόν σέ ὅσους παρακολουθοῦν τά ἐκκλησιαστικά πράγµατα καί διαβάζουν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὅτι τό 1009 ὁ Πάπας Σέργιος ∆΄ χρησιµοποίησε ἐπισήµως τό Σύµβολο τῆς Πίστεως µέ τήν προσθήκη ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦµα προέρχεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque) καί γι' αὐτό ὁ Πατριάρχης Σέργιος Β΄ διέγραψε τόν Πάπα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁπότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία. Ἔτσι ἕνα µεγάλο τµῆµα τοῦ Χριστιανισµοῦ ἀποκόπηκε ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία.
Στήν συνέχεια, ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνος ἀπό τόν δυτικό αὐτό Χριστιανισµό πού ἀποκόπηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποσχίσθηκαν καί ἀπεκόπησαν ἄλλες ὁµάδες Χριστιανικές, πού ὀνοµάσθηκαν Μεταρρυθµιστές, ∆ιαµαρτυρόµενοι, Προτεστάντες καί προσέλαβαν πολλά ὀνόµατα. Ἔτσι, οἱ αὐθαιρεσίες τοῦ Πάπα εἶχαν ὡς ἀποτέλεσµα νά ἀποσχισθῆ ὁ δυτικός Χριστιανισµός ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά διαιρεθοῦν καί µεταξύ τους.
Αὐτό πού ὀνοµάζουµε δυτικό Χριστιανισµό εἶναι ἕνα ἀρρωστηµένο, αἱρετικό σύστηµα, ἀφοῦ ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας. Φυσικά, ὅταν κάνουµε λόγο γιά δυτικό Χριστιανισµό, δέν ἐννοοῦµε τούς ἁπλούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στόν Χριστό, προσεύχονται, µελετοῦν τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά τήν δογµατική διδασκαλία τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁµολογιῶν. Κατ' ἐπέκταση ὅταν κάνουµε λόγο γιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἐννοοῦµε ὅλους τούς Ὀρθοδοξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ βαπτίσθηκαν µπορεῖ νά εἶναι ἄθεοι καί ἀδιάφοροι, ἀλλά τήν διδασκαλία, ὅπως καταγράφεται στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων.
Ἔτσι, τό δογµατικό καί ὁµολογιακό σύστηµα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ εἶναι ἐν πολλοῖς ἀρρωστηµένο καί διέστρεψε ἀκόµη καί τόν κοινωνικό χῶρο τῆς ∆ύσεως. Οἱ µέν Λατίνοι-«Ρωµαιοκαθολικοί» ἔχουν ἀλλοιωθῆ µέ τόν σχολαστικισµό, οἱ δέ Προτεστάντες ἔχουν ἀλλοιωθῆ καί ἀπό µερικές ἀπόψεις τοῦ σχολαστικισµοῦ πού κληρονόµησαν, ἀλλά καί ἀπό τόν ἠθικισµό πού εἰσήγαγαν, ὅπως καί ἀπό τήν µελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς χωρίς τίς ἀπαραίτητες ἑρµηνεῖες τῶν Πατέρων, ὁπότε περιπίπτουν σέ διάφορες πλάνες.
Ὁ σχολαστικισµός, πού ἀναπτύχθηκε στήν ∆ύση ἀπό τούς θεολόγους τῶν Φράγκων, κυρίως µεταξύ 11ου καί 13ου αἰῶνος, ἀνέµειξε τήν χριστιανική πίστη µέ τήν φιλοσοφία, –τό γνωστό analogia entis. Μερικοί σχολαστικοί θεολόγοι χρησιµοποίησαν τίς θεωρίες τοῦ Πλάτωνος καί τῶν Νεοπλατωνικῶν, ἄλλοι τίς θεωρίες τοῦ Ἀριστοτέλη καί ἄλλοι ἔκαναν ἀνάµειξη καί τῶν δύο. Τό σηµαντικό εἶναι ὅτι ἀνέπτυξαν τήν ἄποψη ὅτι ἡ σχολαστική θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν Πατερική θεολογία καί τήν ὑπερέβη.
Ὁ Προτεσταντικός ἠθικισµός ἀντέκρουσε τίς αὐθαιρεσίες τοῦ σχολαστικισµοῦ καί ἔφθασε σέ ἄλλο ἄκρο, ἔχοντας ὅµως µερικές σχολαστικές ἀπόψεις, ὅπως τόν ἀπόλυτο προορισµό καί τήν θεωρία τῆς ἱκανοποίησης τῆς θείας δικαιοσύνης µέ τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ καί µελετώντας τήν Ἁγία Γραφή µέ τό γωστό analogia fidei.
Πάντως, καί οἱ δύο αὐτές δυτικές παραδόσεις ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τό φεουδαλιστικό σύστηµα πού ἔφεραν οἱ Φράγκοι στήν Εὐρώπη, θεωρώντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας «φεουδάρχης» πού προσβάλλεται µέ τήν ἁµαρτία τοῦ ἀνθρώπου, µέ συνέπεια νά τιµωρήση τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος γιά νά ἐπανέλθη χρειάζεται νά ἱκανοποιήση τόν Θεό!
∆έν ἐπιθυµῶ νά κάνω ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἀλλά νά τονίσω ὅτι ὅλα τά µεταγενέστερα ἰδεολογικά ρεύµατα πού ἀναπτύχθηκαν στήν ∆ύση, ὅπως ὁ ἀνθρωπισµός, ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισµός, ὁ ροµαντισµός, ὁ γερµανικός ἰδεαλισµός, ὁ ὑπαρξισµός, ὁ ψυχολογισµός κλπ. ἦταν µιά ἀντίδραση µέ διαφορετικούς λόγους, στόν δυτικό σχολαστικισµό, ὁ ὁποῖος στηριζόταν στήν παντοδυναµία τῆς λογικῆς καί στόν ἠθικισµό.
Στήν δυτική θεολογία παρατηροῦµε πολλές θεολογικές διαστροφές, πού ἔχουν σχέση µέ τά ρεύµατα πού ἀναφέρθηκαν προηγουµένως. Νά θυµίσω µερικές τέτοιες ἀπό αὐτές. Ὁ Θεός διακρίνεται ἀπό ἰδιοτελῆ εὐδαιµονισµό· διευθύνει τόν κόσµο µέ κτιστά µέσα· εἶναι αἴτιος τοῦ θανάτου· προσβάλλεται ἀπό τήν ἁµαρτία τοῦ ἀνθρώπου· ἡ ἁµαρτία θεωρεῖται ὡς ἀνατροπή τῆς τάξης πού ὑπάρχει στήν δηµουργία· ὁ Θεός προόρισε ποιοί θά σωθοῦν καί ποιοί θά καταδικαστοῦν· ὁ Χριστός µέ τήν σταυρική θυσία ἱκανοποίησε τήν θεία δικαιοσύνη· ὁ Πάπας εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στήν γῆ· αὐτός ἔχει τήν Ἱερωσύνη τήν ὁποία µεταδίδει στούς ἄλλους ἐπισκόπους καί ἔχει τό ἀλάθητο· οἱ µετανοοῦντες ὀφείλουν νά ἱκανοποιήσουν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· ἡ διδασκαλία περί παραδείσου καί κολάσεως εἶναι ὑλιστική κ.ἄ.
Αὐτές οἱ ἀπόψεις στόν θεολογικό χῶρο λέγονται διαστροφές-αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ὅµως ἐπηρέασαν καί τόν κοινωνικό χῶρο. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ θεολογικές ἀποκλίσεις ἔχουν καί κοινωνικές συνέπειες. Ἔτσι µπορεῖ νά ἑρµηνευθῆ τό Κράτος τοῦ Βατικανοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ ταύτιση χριστιανικῆς καί κοσµικῆς ἐξουσίας σέ µερικούς Προτεστάντες. Τό καθεστώς πού ἐπέβαλε ὁ Καλβίνος στήν Γενεύη εἶναι µιά χαρακτηριστική περίπτωση αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.
Ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν δέν εἶναι φονταµεναλισµός, συντηρητισµός, φανατισµός. Ἄς διαβάση κανείς πῶς οἱ κοινωνιολόγοι ἑρµηνεύουν τόν δυτικό ἄνθρωπο ὕστερα ἀπό τήν ἐπιρροή πού δέχθηκε ἀπό τόν σχολαστικισµό καί τόν ἠθικισµό.
Μπορῶ νά συστήσω τήν µελέτη τῶν ἀπόψεων τοῦ διάσηµου Κοινωνιολόγου Max Weber ὅπως καταγράφεται στό βιβλίο του: «Ἡ Προτεσταντική ἠθική καί τό πνεῦµα τοῦ Καπιταλισµοῦ». Ἐκεῖ θά διαπιστώση κανείς πῶς ὁ Max Weber περιγράφει ἀνάγλυφα καί παραστατικά τήν ἀγωνία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανοῦ νά µάθη ἄν εἶναι προορισµένος ἀπό τόν Θεό νά σωθῆ. Πρόκειται γιά τό ἀµείλικτο δίληµµα ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἐκλεκτός ἤ καταδικασµένος». Γιατί ἄν δέν εἶναι προορισµένος, τότε δέν χρειάζεται νά ἀγωνίζεται στήν ζωή του νά εἶναι καλός Χριστιανός. Καί τελικά θά µάθη πῶς ὁ δυτικός Χριστιανισµός ἀνέπτυξε τό πνεῦµα τοῦ καπιταλισµοῦ, µέ τόν ἀπόλυτο προορισµό, τόν εὐσεβιστικό ἀτοµισµό, τόν προτεσταντικό ἀσκητισµό, τόν ὠφελιµισµό τοῦ ἐπαγγέλµατος κλπ.
Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν περιέπεσε σέ τέτοιες διαστρεβλώσεις. ∆ιαφύλαξε τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὄχι µόνον τῆς πρώτης χιλιετίας, ἀλλά καί τῆς δεύτερης χιλιετίας, ὅπως τῶν ἁγίων Συµεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ὅλων τῶν Φιλοκαλικῶν καί Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στήν θεολογία αὐτή ἀνδρώθηκαν οἱ τελευταῖοι ἅγιοί µας, ὅπως ὁ ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, πού ἔφερε µιά ἀναγέννηση στήν Ρουµανία καί τήν Ρωσία, ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης καί πολλοί ἄλλοι.
Ἑποµένως, τό νά γίνεται προσπάθεια νά τεθοῦν στό περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς οἱ διδασκαλίες τῶν Πατέρων αὐτῶν, πού εἶναι διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά βρισκόµαστε «ὁµολογιακά» πλησίον τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ µέ τά τόσα θεολογικά καί κοινωνικά προβλήµατα, εἶναι ἕνα µεγάλο πρόβληµα. Ἡ παραθεώρηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται µέσα ἀπό τούς ἁγίους αὐτούς, γιά νά βρεθοῦν µερικά κοινά σηµεῖα µέ τόν δυτικό Χριστιανισµό, εἶναι προδοσία τῆς πίστεως. ∆έν µπορῶ νά βρῶ ἄλλον εὐγενέστερο χαρακτηρισµό.
Ἐπί πλέον, µέ τέτοιον ἀποστεωµένο Χριστιανισµό, ἀποκοµµένο ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς δεύτερης χιλιετίας δέν βοηθoῦµε τούς ἴδιους τούς δυτικούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπογοητευµένοι ἀπό τήν δυτική χριστιανική παράδοση στήν ὁποία µεγάλωσαν καί ἀναζητοῦν τήν ἡσυχαστική παράδοση. Ὅσοι δυτικοί Χριστιανοί γίνονται Ὀρθόδοξοι ἐµπνέονται ἀπό τήν Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, τίς γραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τήν διδασκαλία τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. ∆έν µποροῦµε νά ἀπογοητεύσουµε ὅλους αὐτούς µέ ἀνούσια, ἄγευστα καί ἀναιµικά κείµενα.
3. Ἐκκλησία - Ὀρθοδοξία – Εὐχαριστία
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι ἀφηρηµένη καί δέν παραµένει στίς βιβλιοθῆκες τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Μονῶν, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού βιώνεται στά Μυστήρια, ψάλλεται στίς ἱερές ἀκολουθίες, µετέχεται στήν θεία Εὐχαριστία, ἀποκαλύπτεται στήν προσευχή καί στόν ἀσκητικό ἀγώνα. Αὐτή ἡ «θεολογία τῶν γεγονότων» καταγράφεται στά ὁµολογιακά κείµενα καί τίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων.
∆έν ὑπάρχει διάσταση µεταξύ µυστηρίων καί ὁµολογίας, προσευχῆς καί καθηµερινῆς ζωῆς, θείας Λειτουργίας καί Συνοδικῶν ∆ιασκέψεων.
Συνδέεται πολύ στενά τό lex credendi µέ τό lex orandi. Ἄν ὑπάρχη µιά διάσπαση µεταξύ αὐτῶν τῶν δύο, δηλαδή µεταξύ δόγµατος καί λατρείας, εἶναι ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀλήθεια. Αὐτό σηµαίνει ὅτι κάθε Συνοδική ἀπόφαση πού ἀντιπαρατίθεται στήν θεολογία τῶν εὐχῶν τῶν Μυστηρίων καί τῶν τροπαρίων εἶναι ἀντορθόδοξη ἀπόφαση.
Ὁ Ἐπίσκοπος πρ. Ἐρζεγοβίνης καί Ζαχουµίου Ἀθανάσιος Γιέφτιτς σέ µιά σηµαντική µελέτη του µέ τίτλο «Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία καί Εὐχαριστία παρά τῷ ἁγίῳ Εἰρηναίῳ» (βλ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Χριστός ἀρχή καί τέλος, ἐκδ. Ἵδρυµα Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σελ. 109 κ.ἑξ.) καταγράφει τόν σύνδεσµο πού ὑπάρχει µεταξύ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καί Εὐχαριστίας, ὅπως ἀναλύεται ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λυῶνος.
Νά θυµίσω ὅτι ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος εἶναι ἕνας Ἀποστολικός Πατέρας πού ἔζησε στήν Λυώνα σέ µιά κρίσιµη περίοδο (140-202) ὅταν ἐξέλιπαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἐµφανίσθηκαν οἱ αἱρετικοί Γνωστικοί, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι ἔλαβαν µιά «ἀπόκρυφον γνῶσιν» καί «κρυφά µυστήρια». Ἔτσι, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος δίδασκε τήν στενή σχέση πού ὑπάρχει µεταξύ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καί θείας Εὐχαριστίας.
Κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο ἡ Ἐκκλησία διαφυλάσσει τήν πίστη τῶν Ἀποστόλων. «Ἡ ἀπό τῶν ἀποστόλων παράδοσις, ἡ διά τῶν διαδόχων των πρεσβυτέρων φυλασσοµένη ἐν ταῖς ἐκκλησίαις». Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος δέν χρησιµοποιεῖ τόν ὅρο «Ἐκκλησία» ἤ «Ἐκκλησίαι» γιά τούς Γνωστικούς, παρά µόνον τίς λέξεις «συναγωγή» καί «διδασκαλεῖον». Ἐπίσης, προτρέπει τούς Πρεσβυτέρους νά ὑπακούουν στούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων πού ἔχουν «τό χάρισµα τῆς ἀληθείας ἀσφαλές» καί ὅσοι ἀφίστανται ἀπό αὐτούς τούς χαρακτηρίζει «ὡς αἱρετικούς καί κακογνώµονας ἤ ὡς σχίζοντας (τήν Ἐκκλησία) καί ὑπερηφάνους καί αὐθάδεις».
Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία συνδέεται στενά µέ τήν Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή πίστη. Γράφει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος: «ἡ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κηρυσσοµένη ἀλήθεια», «ἡ ἀπό τῶν ἀποστόλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παράδοσις καί τό τῆς ἀληθείας κήρυγµα».
Ἀκόµη ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία συνδέονται µέ τήν θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος: «Ἡµῶν δέ σύµφωνος ἡ γνώµη τῇ εὐχαριστίᾳ καί ἡ εὐχαριστία πάλιν βεβαιοῖ τήν γνώµην». Οἱ εὐχές τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁµολογοῦν τό µυστήριο τῆς θείας Οἰκονοµίας, δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί τό µυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑρµηνεύοντας ὅλα αὐτά ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς παρατηρεῖ:
«Κατά τήν µαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου εἰς τήν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του δέν ἦτο δυνατόν νά ὑπάρχη ὁποιοσδήποτε διαχωρισµός ἤ ἀνεξαρτητοποίησις µεταξύ Ἐκκλησίας, εὐχαριστίας καί ὀρθοδοξίας, διότι οὔτε ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς τήν ὀρθοδοξίαν καί τήν εὐχαριστίαν, οὔτε δέ ἡ ὀρθοδοξία χωρίς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν εὐχαριστίαν, οὔτε πάλιν ἡ εὐχαριστία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστεώς της. Ὅπως "οἱ ἐκτός τῆς ἀληθείας", δηλ. ἐκτός τῆς ὀρθῆς πίστεως εὑρισκόµενοι, εὑρίσκονται αὐτοµάτως καί ταυτοχρόνως καί "ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας", οὕτω καί τἀνάπαλιν, οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκονται καί ἐκτός τῆς ὀρθοδοξίας (ἐκτός τῆς ἀληθείας) καί ἐκτός τῆς ἀληθοῦς καί θεαρέστου εὐχαριστίας (τῆς κοινωνίας τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ), ἐφ' ὅσον ἡ πίστις εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς ἀληθινῆς παραδόσεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς εὐχαριστιακῆς πράξεως καί συνάξεώς της».
Αὐτή ἡ ἀλήθεια ἔχει µερικές θαυµαστές συνέπειες. Θά καταγραφοῦν µερικές ἀπό αὐτές.
α) «Ἡ µέχρι σήµερον ἐµµονή τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν ὀρθήν πίστιν καί τήν ὀρθήν πρᾶξιν καί ὀρθήν σύναξιν τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἀληθινῶν µαθητῶν αὐτῶν, καί ὡς συνέπειαν τούτου ἡ µή ἀναγνώρισις κοινωνίας µέ καµµίαν ἄλλην "ἐκκλησίαν" ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ καλυτέρα ἀπόδειξις τῆς µέχρι τῶν ἡµερῶν µας ἐπιβιώσεως τῆς ἰδίας αὐτῆς περί Ἐκκλησίας συνειδήσεως τοῦ Εἰρηναίου καί γενικῶς ὅλης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας».
β) «Ὅλαι αἱ οἰκουµενικαί καί τοπικαί σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπον τελικῶς εἰς τόν αὐτόν σκοπόν· τήν διαφύλαξιν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως εἰς τήν πίστιν καί τήν ζωήν καί τήν λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, καί εἰς τόν ἀποκλεισµόν ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἐν τῇ εὐχαριστίᾳ κοινωνίαν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τόν σωτήριον "κανόνα τῆς ἀληθείας", τόν ὁποῖον ἀπό τούς ἀποστόλους καί τούς γνησίους µαθητάς των, τούς πατέρας, παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία. Τοιουτοτρόπως προεφυλάσσετο ἡ σωτηρία τῶν πλασµάτων τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων.
∆ιά τόν λόγον αὐτόν ἀπό τούς πρώτους αἰῶνας µέχρι σήµερον οἱ ὀρθόδοξοι ὑπογραµµίζουν συνεχῶς ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐκτός τῆς µετά τοῦ Χριστοῦ ἑνότητος καί κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων καί τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ὀρθῇ καί ἀληθινῇ πιστει καί τῇ χαρισµατικῇ πράξει καί τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει καί κοινωνίᾳ καί τῇ χάριτι τοῦ Πνεύµατος καί τῶν δώρων αὐτοῦ. Ἡ σωτηρία εἶναι ἕνωσις καί κοινωνία µετά τοῦ Χριστοῦ, ἡ δέ κοινωνία αὐτή πραγµατοποιεῖται µόνον ἐν τῷ σώµατι τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί συγκεκριµένως ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ τῶν ἐν ἑκάστῃ τοπικῇ ἐκκλησίᾳ ὀρθῶς πιστευόντων εἰς τόν Χριστόν καί εἰλικρινῶς ἡνωµένων πέριξ τῶν ἐπισκόπων ὡς φορέων τῶν "ἀποστολικῶν διαδοχῶν" ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις».
γ) «Ἡ "ἀποστολική διαδοχή" αὐτή τῶν ἐπισκόπων εἶναι διαδοχή (succesio) αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς πληρότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν ἐν τῷ κόσµῳ τοπικῶν ἐκκλησιῶν µετά τοῦ Χριστοῦ καί µεταξύ τῶν ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει, τῇ ἀληθεῖ καί σωτηρίῳ διδασκαλίᾳ, καί ἐν τῇ χάριτι τοῦ Πνεύµατος τοῦ Θεοῦ καί τῷ σώµατι καί αἵµατι τοῦ Χριστοῦ. ∆έν εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή, κατά τόν Εἰρηναῖον, διαδοχή µόνης τῆς "χειροτονίας", ἀλλά διαδοχή καί συνέχεια ὅλης τῆς οἰκονοµίας τοῦ Θεοῦ τῆς ἐπί τῇ ἀνθρωπότητι γενοµένης, ὅλης δηλαδή τῆς ὑποστάσεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅλης τῆς πληρότητος καί καθολικότητός της».
δ) «Εἰς τήν "οἰκουµενίζουσαν" ἀλλά µή ὀρθοδοξοῦσαν ἐποχήν µας ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική µαρτυρία αὐτή τοῦ ἱεροµάρτυρος Εἰρηναίου, ἐπισκόπου τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, –εἰς τήν ὁποίαν ἐκυριάρχει ἡ συνείδησις περί ἀδιαιρέτου ἑνότητος τοῦ ἀποστολικοῦ καί καθολικοῦ καί ὀρθοδόξου καί εὐχαριστιακοῦ χαρακτῆρος τῶν τοῦ Θεοῦ ἀνά τόν κόσµον διεσπαρµένων ἐκκλησιῶν– δι' ἡµᾶς τούς Ὀρθοδόξους σηµαίνει πάντοτε τήν ζῶσαν παράδοσιν περί τοῦ µυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἑνότητός της, τῆς ὁποίας παραδόσεως δέν δυνάµεθα νά ἀποµακρυνθῶµεν οὔτε νά τήν ἀλλάξωµεν. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἀλλάζοµεν τήν παραδοσιακήν µας συνείδησιν περί Ἐκκλησίας, διότι τοῦτο θά ἐσήµαινε τήν ἀλλαγήν τῆς Ἐκκλησίας, τήν διακοπήν δηλαδή τοῦ ἱστορικοῦ οἰκουµενισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, τήν διακοπήν τῆς ἑνότητός µας καί κοινωνίας µέ τήν ἀποστολικο-πατερικήν Ἐκκλησίαν ὅλων τῶν αἰώνων».
Ἑποµένως, κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λυῶνος, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς Ὀρθοδοξία καί θεία Εὐχαριστία· δέν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία χωρίς Ἐκκλησία καί θεία Εὐχαριστία· καί δέν ὑπάρχει θεία Εὐχαριστία χωρίς τήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση πού διατρέχει τήν Ἐκκλησία ἀπό τῶν Ἀποστόλων καί µέχρι σήµερα στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
4. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι µιά ἀπό τίς δεκατέσσερεις Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Παρέλαβε τήν αὐτοκεφαλία της µέ τόν Συνοδικό-Πατριαρχικό Τόµο τοῦ 1850 καί σέ αὐτήν προσετέθησαν διάφορες κατά καιρούς ἐπαρχίες, ἄλλες κατά ἀφοµοίωση (1866, 1882) καί ἄλλες ἐπιτροπικῶς (1928).
Ὅπως εἶχα καθῆκον µελέτησα τά κείµενα πού εἶχαν προετοιµάσει οἱ ἀντιπρόσωποι ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους. Κατά τήν µελέτη τῶν κειµένων ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίσθηκε νά γίνουν διάφορες ἀλλαγές, ἤτοι διορθώσεις, προσθῆκες µέσα στήν προοπτική τῆς βελτιώσεως τῶν κειµένων. Αὐτό ἔγινε σέ ἕνα πνεῦµα ὁµοψυχίας, ὁµοφωνίας στά περισσότερα καί ἐλάχιστες µειοψηφίες σέ µερικά ἀπό αὐτά, καί µιά πρόταση µέ ἀνοικτή ψηφοφορία.
Ἔτσι προῆλθε ἕνα ἀποτέλεσµα πού ἱκανοποίησε ὅλους τούς Ἱεράρχες, ἀλλά καί ἐκείνους πού ἔµαθαν γιά τήν ἀπόφαση. Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω τά κεντρικά σηµεῖα τῆς ἀποφάσεως.
Τό βασικό σηµεῖο εἶναι ὅτι ἐνῶ στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» σέ διάφορες παραγράφους γινόταν λόγος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν», αὐτό ἀντικαταστάθηκε µέ τήν φράση: «γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων».
Ἐπίσης, σηµαντικό σηµεῖο εἶναι αὐτό πού ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ στό κείµενο γινόταν λόγος γιά τό ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ», ἐν τούτοις γινόταν στήν συνέχεια λόγος γιά τήν προσπάθεια νά ἀποκατασταθῆ ἡ ἑνότητα µεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ὡσάν νά ἰσχύη ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Στό κείµενο ἔγιναν µερικές διορθώσεις, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι «ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ» καί συµµετέχει «εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν» ἤ «τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν», καθώς ἐπίσης ὅτι ἐργάζεται ὥστε νά ἔλθη ἐκείνη ἡ ἡµέρα κατά τήν ὁποίαν «ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων καί γενήσεται µία ποίµνη εἷς ποιµήν».
Ἀκόµη σηµαντικό σηµεῖο εἶναι αὐτό στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν προοπτική «τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων», οἱ ὁποῖοι διάλογοι «προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωθείσης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί ὁ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας».
Ἐπίσης, προσετέθη µιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση: «∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
Στήν παράγραφο πού γινόταν λόγος γιά τήν καταδίκη κάθε διάσπασης τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄτοµα ἤ ὁµάδες καί γιά τήν διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία διασφαλίζεται διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος, προσετέθησαν ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Σέ ἄλλη παράγραφο πού γινόταν λόγος γιά τήν ἀναγκαιότητα τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, χωρίς προκλητικές ἐνέργειες ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ, προστέθηκε µέσα σέ παρένθεση ἡ Οὐνία, πράγµα τό ὁποῖο σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται τόν ὑποκριτικό αὐτόν τρόπο γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως τό ἐπαγγέλλεται στήν πράξη ἡ Οὐνία.
Σηµαντική διόρθωση στήν παράγραφο ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «καλοῦνται νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν», ἔγινε µέ τήν προσθήκη τῆς φράσεως «διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Γιά τήν συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) ἔγινε εὐρύτατος λόγος. Ἡ πρόταση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν νά διαγραφοῦν οἱ σχετικές παράγραφοι πού ἀναφέρονται σέ αὐτό. Κατόπιν ἐντόνου συζητήσεως ἔγινε φανερή ψηφοφορία (διά ἀνατάσεως τῆς χειρός), ἀπό τήν ὁποία προέκυψε ὅτι δεκατρεῖς (13) Ἀρχιερεῖς πρότειναν νά διαγραφοῦν οἱ παράγραφοι αὐτοί, ἑξήντα δύο (62) νά παραµείνουν καί δύο (2) εἶχαν διαφορετικές ἀπόψεις.
Ἔτσι, ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν ἦταν νά παραµείνουν οἱ παράγραφοι αὐτοί στό κείµενο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συµµετέχει στίς ἐργασίες τοῦ ΠΣΕ σύµφωνα µέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Στήν συζήτηση καί ψηφοφορία ὑπεστήριξα ὅτι θά πρέπει νά παραµείνουµε στό ΠΣΕ ὡς παρατηρητές, ἀλλά αὐτή ἦταν ἡ µοναδική πρόταση.
Παρά ταῦτα στό κείµενο αὐτό ἡ φράση ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στό ΠΣΕ συµβάλλουν «δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» διορθώθηκε µέ τήν φράση συµβάλλουν «δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων».Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὁ λόγος συµµετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας µας στό ΠΣΕ εἶναι µόνον γιά κοινωνικούς λόγους καί ὄχι γιά τήν µαρτυρία τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγή τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
Στό κείµενο µέ τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ», γινόταν λόγος γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί γιά τήν κοινωνία τῶν προσώπων. Παράλληλα ὅµως διαρκῶς γινόταν λόγος καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁπότε, χάριν θεολογικῶν λόγων καί ἑνοποιήσεως τοῦ κειµένου ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» µέ τήν φράση «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου».
Στό κείµενο µέ τίτλο «Τό αὐτόνοµον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» προσετέθη µία παράγραφος:«Ἐκκλησιαστικαί Ἐπαρχίαι δι' ἅς ἐξεδόθη Πατριαρχικός Τόµος ἤ Πρᾶξις, δέν δύνανται ἵνα αἰτήσωνται τήν χορήγησιν αὐταῖς αὐτονοµίας, διατηρουµένου ἀπαρασαλεύτου τοῦ ὑφισταµένου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος αὐτῶν».
Σέ µιά ἄλλη παράγραφο τοῦ ἰδίου κειµένου, στό ὁποῖο γινόταν λόγος γιά τήν χορήγηση τῆς Αὐτονοµίας σέ µιά Ἐπαρχία ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία προστέθηκε ἡ φράση «ὁµοφώνως».
Αὐτές ἦταν οἱ βασικές προτάσεις βελτιώσεως τῶν κειµένων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Θά ἤθελα νά διατυπώσω δύο σκέψεις.
Πρῶτον, µέσα ἀπό αὐτές τίς προσθῆκες καί τίς ἀλλαγές διαφαίνεται µιά παραδοσιακή ἐκκλησιολογία, µέσα στίς δυνατότητες τίς ὁποῖες εἶχε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας νά κάνη αὐτό τό ἔργο. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές κατά βάσιν ἦταν ὁµόφωνες καί κανείς δέν µπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι στήν Ἱεραρχία οἱ «συντηρητικοί» Ἱεράρχες ἐπιβλήθηκαν ἐπί «τῶν προοδευτικῶν» Ἱεραρχῶν!!!
Ὑπῆρξαν βέβαια καί προτάσεις νά ἀποσυρθῆ τελείως τό κείµενο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία, ἀλλά δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἱεραρχία.
∆εύτερον, οἱ ἀποφάσεις αὐτές εἶναι δεσµευτικές γιά τήν Ἐκκλησία µας, διότι ἔγιναν ἀποδεκτές κατά βάσιν ὁµοφώνως. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀντιπροσωπεία µας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρέπει νά τίς ὑποστηρίξη γιά νά περάσουν στό κείµενο καί δέν ἔχει δυνατότητα ὑπαναχώρησης.
Συµπέρασµα
Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω, καταλήγω στό συµπέρασµα ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, µέ ὅσες Ἐκκλησίες προσέλθουν, θά πρέπει ὁπωσδήποτε στό Μήνυµά της νά ἀναφέρη ρητῶς τίς Οἰκουµενικές καί Μεγάλες Συνόδους, καί νά παύση νά διαδίδεται τό «παραµύθι» πού εἶναι ἀνιστόρητο, ἀθεολόγητο, ἀντιεκκλησιαστικό, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή συνεκλήθη ὕστερα ἀπό 1200 χρόνια, ἤ ὅτι εἶναι ἡ πρώτη Σύνοδος µετά τό Σχίσµα.
Μέ πολύ σεβασµό, παρακαλῶ ἱκετευτικῶς τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού τελικά θ΄α παραστοῦν, ἰδίως τόν Παναγιώτατο Οἰκουµενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολοµαῖο, ὁ ὁποῖος κοπίασε γιά νά φθάσουν τά πράγµατα ἕως ἐδῶ, νά ἀναφέρουν ρητῶς ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι συνέχεια τῶν Συνόδων τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τῶν Μεγάλων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τῶν Προκατόχων τους, ἐκ τῶν ὁποίων µερικοί ἐµαρτύρησαν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. ∆ιαφορετικά θά ὑπάρχη ἕνας ἐπί πλέον λόγος νά ἀπαξιωθῆ στήν συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώµατος ὡς Σύνοδος ἀντιφωτιανή, ἀντιπαλαµική, ἀντιµαρκιανή (Μάρκου Εὐγενικοῦ), ἀντιφιλοκαλική!
Αἰσθάνοµαι ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν Συνεδριάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ὑπάρξουν Συνοδικοί πού θά αἰσθανθοῦν τήν φωνή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τά αἵµατα τῶν Μαρτύρων τῆς πίστεως, τά δάκρυα καί τούς ἀγῶνες τῶν ἀσκητῶν, τούς ἱδρῶτες τῶν ἱεραποστόλων, τήν προσευχή τῶν «τοῦ Χριστοῦ πενήτων», τήν προσδοκία τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ. ∆υστυχεῖς θά εἶναι ὅσοι δέν θά τό αἰσθανθοῦν αὐτό, οὔτε θά τό καταλάβουν.
Ἰούνιος 2016