
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τον σημαντικό και ανεξερεύνητο πετρελαϊκό πλούτο που πιθανότατα διαθέτει η χώρα μας, ικανό για να καλύψει τις εσωτερικές ενεργειακές ανάγκες της για περίπου 139 χρόνια αποκαλύπτει έκθεση της Ακαδημίας Αθηνών για το 2018 με τίτλο «Ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας».
Η έκθεση περιγράφει τις ενέργειες που πρέπει άμεσα να γίνουν για την εκμετάλλευση των ελληνικών υδρογονανθράκων και προχωρά σε οικονομική εκτίμηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου, από τη μελλοντική αξιοποίηση των οποίων το συνολικό όφελος για το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να φθάσει το 1 τρισ.δολάρια.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με ρεπορτάζ της Real News, στην έκθεση της ομάδας εργασίας της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών, που υπογράφεται από τον δρα Ηλία Κονοφάγο, διαπιστώνεται ότι «με μια μέση πιθανότητα 50% στον ελλαδικό χώρο (σ.σ.: εταιρείες-κολοσσοί, όπως η Total και η Exxon Mobil, προχωρούν σε έρευνες στόχων με πιθανότητες 20%-25%) είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν και να παραχθούν συνολικά 19,5 δισ. ισοδύναμα βαρέλια πετρελαίου ακαθάριστης αξίας-με τιμές πετρελαίου περίπου 55 δολ. το βαρέλι της τάξης του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων».
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη ότι η ετήσια κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας είναι σήμερα της τάξης των 140 εκατ. ισοδύναμων βαρελιών πετρελαίου (boe). Οι ειδικοί επιστήμονες τονίζουν την ανάγκη να ερευνηθεί ο ελλαδικός χώρος συστηματικότερα το συντομότερο δυνατόν, καθώς καταγράφεται σημαντική καθυστέρηση.
Στο πλαίσιο αυτό, θα χρειαστεί, όπως τονίζουν να βελτιωθεί ο νόμος των υδρογονανθράκων, καθώς και το καθεστώς της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων, ώστε να μειωθούν δραστικά οι περιττές γραφειοκρατικές διατυπώσεις που εδώ και αρκετά χρόνια αποτρέπουν τις πετρελαϊκές εταιρείες να επενδύσουν στη χώρα μας.
Παρά τα γραφειοκρατικά εμπόδια, όπως σημειώνεται, εδώ και μερικούς μήνες οι προσπάθειες προσέλκυσης επενδύσεων, έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα έχουν ενταθεί σημαντικά. Πιστεύεται, μάλιστα, ότι μέχρι τις αρχές του 2018 θα έχουν υπογραφεί τουλάχιστον 10 νέες συμβάσεις έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στη χώρα μας.
«Αυτό δεν θα αποτελέσει μια πολύ καλή αρχή, δεδομένου ότι οι ερευνητικές επενδύσεις που θα χρειαστούν για τον εντοπισμό των 19,5 δισεκατομμυρίων βαρελιών θα απαιτήσουν ένταση κεφαλαίων της τάξης τουλάχιστον των 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων (περίπου 2 δολ. Το βαρέλι, ως δαπάνη έρευνας) στα επόμενα 35 με 40 χρόνια», τονίζεται στην έκθεση.
Οι περιοχές
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της Ακαδημίας Αθηνών, που επικεντρώνεται στο μέγεθος και στην αξία του φυσικού αερίου και του πετρελαίου που κρύβεται στον ελληνικό θαλάσσιο και χερσαίο χώρο, η πιο σημαντική πετρελαιοπιθανή χερσαία περιοχή της Ελλάδας είναι η Ήπειρος και η δυτική Ελλάδα γενικότερα, όπου έχουν εντοπιστεί ήδη συγκεκριμένα μητρικά πετρώματα και πετρώματα-ταμιευτήρες.
«Στην περιοχή αυτή υπάρχουν στόχοι κοιτασμάτων που είναι ανάλογοι με τα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν στην Αλβανία και στην Ιταλία, τα οποία απέδωσαν επιτυχώς παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων υδρογονανθράκων (>500 εκατ. βαρέλια). Με βάση τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις, διαπιστώθηκε ότι είναι δυνατόν να εντοπιστούν και να ανακτηθούν 500 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου», αναφέρεται.
Σε ό,τι αφορά το Αιγαίο Πέλαγος, σημειώνεται ότι, παρά το γεγονός πως παραμένει και αυτό ανεξερεύνητο, στο βόρειο μέρος του περιέχει τις μοναδικές εκμεταλλεύσιμες ελληνικές ανακαλύψεις κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, το κοίτασμα πετρελαίου του Πρίνου, τα απολήψιμα αποθέματα του οποίου ανέρχονται σε περίπου 122 εκατομμύρια βαρέλια, και το κοίτασμα φυσικού αερίου της νότιας Καβάλας με 7 εκατομμύρια ισοδύναμα βαρέλια πετρελαίου.
Στην περιοχή, όμως, υπάρχουν πιθανοί αναμενόμενοι πόροι υδρογονανθράκων δυτικά και ανατολικά της Θάσου που έτυχαν πρόσφατα αναλογικών αξιολογήσεων από διάφορα ερευνητικά κέντρα. Η έκθεση επισημαίνει ότι «οι δυνατοί ανακτήσιμοι πόροι υδρογονανθράκων θα μπορούσαν να είναι της τάξης του 1 δισεκατομμυρίου ισοδύναμων βαρελιών πετρελαίου».
Πηγή: Real News, Huffington Post, Defence-Point.gr
Με ένα βίντεο της συνεχούς επιχειρησιακής εκπαιδευτικής δραστηριότητας, με βάση πάντα το ρητό «εκπαιδεύσου όπως θα κληθείς να πολεμήσεις», το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) απαντά στο κλίμα που επιχειρείται να κατασκευάσει η τουρκική πλευρά της απόλυτης ισχύος και της απόλυτης υπεροχής στην περιοχή του Έβρου.
Είμαστε εκεί και σκοπεύουμε να παραμείνουμε… ανεξαρτήτως συνθηκών, είναι το μήνυμα που απευθύνεται σε αυτούς τους γείτονες που δραστηριοποιούνται με μεθόδους που δεν τιμούν και πολύ τις αρχές και τις παραδόσεις των ενόπλων δυνάμεων παγκοσμίως, αλλά θυμίζουν λογικές και πρακτικές… μογγολικής στέπας περασμένων αιώνων…
Όποιος νομίζει ότι ασχέτως δυσκολιών και «ειδικών περιστάσεων» θα βρει τη χώρα να υφίσταται μοιρολατρικά την τύχη της, καλό θα κάνει να το ξανασκεφθεί. Και για να αφήσουμε τα υπονοούμενα, η Τουρκία θα πρέπει να γνωρίζει, ότι «στρατιωτικό περίπατο» περίπατο σε ελληνικό έδαφος δεν θα χαρεί.
Το τίμημα που θα καταβληθεί για οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια θα είναι βαρύ και θα έχουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαπιστώσουν ποια είναι τα πλεονεκτήματα και οι πολλαπλασιαστές ισχύος του αμυνόμενου, ιδίως όταν ξέρει ότι έχει το δίκιο «και τον Θεό» με το μέρος του.
Τα κορόιδα που θα πιστέψουν ότι θα βρουν μέλι, πιλάφι και… [sic: απείραχτες γκόμενες] στον παράδεισο που τους τάζουν, θα ληφθεί μέριμνα ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσουν, πόσο κάποιοι τους εκμεταλλεύθηκαν και τους στέρησαν μια όμορφη και ειρηνική ζωή στην πανέμορφη γωνιά του πλανήτη στην οποία έχουν την τύχη να ζουν με τον πιο ειρηνικό, φιλικό και φιλόξενο λαό… επιστροφή όμως δεν θα υπάρχει μετά από τέτοιο λάθος.
Πηγή: Defence-Point.gr
7.4 Δ’ Μέρος – Αίρεση και πολιτική, οι Καθαροί στην Ιταλία
Στις 16 Απριλίου του 1268, στην Πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου στο Ορβιέτο, ο Fra Benvenuto, Φραγκισκανός μοναχός με καθήκοντα ιεροεξεταστή, ανακοίνωσε καταδικαστική απόφαση εναντίον ενός σημαντικού προσώπου που είχε κριθεί ένοχος, ως αμετανόητος αιρετικός. Όπως συνηθίζονταν σε παρόμοιες περιπτώσεις, στην πλατεία ήταν παρόντες οι προύχοντες της πόλης, ο podestà[1], ο capitano del popolo, ο επίσκοπος, μαζί με τρεις γραμματικούς, αδελφούς μοναχούς των ταγμάτων, αξιωματούχους και το popolo. Ο ένοχος ήταν ο Stradigotto ο γουναράς, ένας γηραιός άνδρας. Την ποινή διάβασε ένας από τους γραμματικούς. Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε διότι είχε δεχθεί στην οικεία του έξι Καθαρούς Τέλειους, είχε αρνηθεί την αξία των μυστηρίων της Εκκλησίας, η γυναίκα του Benvenuta είχε δεχθεί το consolamentum. Η ποινή ήταν κατάσχεση της περιουσίας του, την οποία θα μοιράζονταν η Ιερά Εξέταση και η κομμούνα της πόλης. Σε τέσσερις μήνες ο Stradigotto πέθανε από γηρατειά.
Ένα μήνα μετά, στις 14 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, η σκηνή επαναλήφθηκε με τους ίδιους πρωταγωνιστές, αλλά διαφορετικούς κατηγορούμενους. Αυτή τη φορά οι ένοχοι ήταν ο Cristoforo de Toste και ο συγγενής του Raynerio de Stradigotto Ricci, επιφανείς πολίτες. Και οι δύο ήταν απόντες. Ο Cristoforo βρέθηκε ένοχος για την επίθεση εναντίον του Δομηνικανού Fra Ruggiero, η οποία είχε συμβεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, και αφορίστηκε μαζί με τον Raynerio. Οι οικείες και ο πύργος τους στην Santa Pace έπρεπε να κατεδαφιστούν. Δυο μέρες αργότερα καταδικάστηκε ο Stradigotto Ricci, πατέρας του Raynerio. Η περιουσία του κατασχέθηκε. Μαζί του καταδικάστηκαν και δύο αδέλφια από την Λομβαρδία. Δυο βδομάδες αργότερα, στις 30 Μαΐου καταδικάστηκαν άλλα έντεκα άτομα. Οι έξι από αυτούς ήταν μέλη της οικογένειας των Toste. Στους ενόχους συγκαταλέγονταν η Domina Belverde και ο νεκρός σύζυγός της, ο Bartho Francisci. Παρών ήταν και ο Filippo Buse, ο άνθρωπος που αποκάλυψε στην Ιερά Εξέταση όσα γνώριζε και με βάσει την μαρτυρία του στάθηκε δυνατό να καταδικαστούν όλοι οι προηγούμενοι. Πως φτάσαμε ως εδώ;
Στο παρόν κεφάλαιο θα εξεταστεί η ανάπτυξη του Καθαρισμού στις ιταλικές πόλεις μέσα από ένα υπόδειγμα, την πόλη του Ορβιέτο. Το Ορβιέτο είναι το ιδανικό μοντέλο για την παρατήρηση του φαινομένου. Μικρή πόλη με δυσανάλογα μεγάλη στρατηγική σημασία, αντικείμενο της αντιπαράθεσης πάπα και αυτοκράτορα, πεδίο δράσης των δύο κυρίαρχων κομμάτων της εποχής, των Guelph και των Ghibellines, με αναπτυσσόμενη αστική οικονομία, στην σκιά μιας μεγάλης πόλης, της Φλωρεντίας. Σ’ αυτό δρούσαν μόνο οι απαραίτητοι εξωτερικοί παράγοντες, οπότε θα μπορέσουμε ευκολότερα ν’ αντιληφθούμε ότι εν τέλει ο Καθαρισμός ήταν μια αίρεση με πολιτικές επιδιώξεις. Στην συνέχεια θα επιβεβαιώσουμε τα συμπεράσματα μέσα από την ιστορία άλλων ιταλικών πόλεων. Για το Ορβιέτο η εικόνα είναι ολοκληρωμένη. Το πλήθος των στοιχείων έχει επεξεργαστεί και έχει παρουσιάσει η Carol Lansing στο έργο της Power and Purity: Cathar Heresy in Medieval Italy.
7.4.1 Η επέκταση του Καθαρισμού στο Ορβιέτο και οι προσπάθειες αντιμετώπισής του
Το Ορβιέτο είναι μια μικρή και όμορφη οχυρή πόλη, τοποθετημένη πάνω στον κεντρικό δρόμο που συνδέει την Ρώμη με την Φλωρεντία. Μέσα από την αντιπαράθεση του πάπα με τον Γερμανό αυτοκράτορα είχε περάσει στην κυριαρχία του δεύτερου, αλλά το 1189 ο Ερρίκος IV είχε υποσχεθεί να το αποδώσει στον πάπα μαζί με το Viterbo. Μήλο της έριδος μεταξύ της πόλης και του πάπα ήταν το οχυρό του Aquapendente, το οποίο διεκδικούσαν και οι δύο. Τελικά επικράτησε η αξίωση του πάπα. Η σημασία της πόλης φαίνεται και από το εξής γεγονός, μετά τα μέσα του ΙΓ’ αι. ο πάπας μετέφερε συχνά την αυλή του στο Ορβιέτο. Την πόλη επισκέπτονταν σημαίνουσες παπικές προσωπικότητες όπως οι Ούγος του St. Cher, Αλβέρτος Μάγνος και Θωμάς Ακινάτης. Ο τελευταίος έγραψε πολλά από τα έργα του κατά την διαμονή του εκεί. Όταν αργότερα ο πάπας μετέφερε την curia στην Avignon, η πόλη έχασε την αίγλη της.
Όταν το 1198 έγινε αυτοκράτορας στη Γερμανία ο Όθωνας IV του Brunswick,η αντιπαράθεση των Welf της Βαυαρίας, μέλος των οποίων ήταν ο Όθωνας, και των Hohenstaufen πέρασε στην Ιταλία. Στην αρχή του ΙΓ’ αι. σχηματίστηκαν δύο κόμματα στις ιταλικές πόλεις, οι οποίες ήταν αδύνατο να παραμείνουν έξω από αυτή την διαμάχη΄ οι Guelph, ως υποστηρικτές των Welf, και οι Ghibellines[2], ως υποστηρικτές των Hohenstaufen. Με την επικράτηση του Φρειδερίκου ΙΙ Μπαρμπαρόσσα, οι Guelph συντάχθηκαν με την πολιτική του πάπα, εναντίον του. Αντίστοιχα, οι Ghibellines, ως υποστηρικτές του Γερμανού αυτοκράτορα ήταν αντίθετοι με την πολιτική του πάπα.
Όπως αναφέρθηκε στην περίπτωση του Μιλάνου (κεφ. 7.2.2), έτσι και στο Ορβιέτο η αντιπαράθεση πάπα-αυτοκράτορα δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα για την επιβίωση και την ανάπτυξη της αίρεσης. Εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι σε καμιά περίπτωση η παραπάνω πρόταση δεν σημαίνει την αποδοχή κοινωνικο-πολιτικών ως αιτίων για την γένεση του Καθαρισμού. Η αίρεση είναι θρησκευτικό φαινόμενο και ως τέτοιο εξετάζεται, αλλά οι συνθήκες του περιβάλλοντος, οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη αυτής, καθορίζονται σε κάποιες περιπτώσεις από τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα και αυτό είναι αναμφισβήτητο. Η αποδοχή ή η απόρριψη μιας αιρετικής πεποίθησης καθορίζεται σε ατομικό επίπεδο από την θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου. Ωστόσο ο ρυθμός μετάδοσης της αιρετικής πεποίθησης καθορίζεται από τις πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες. Όπως έδειξε η Caterina Brushi[3], εξετάζοντας κυρίως την δράση των Καθαρών της Languedoc, η μετάδοση και η λειτουργία του Καθαρισμού, στηρίζονταν σε ένα εκτεταμένο δίκτυο αιρετικών εστιών με στόχο την διευκόλυνση της μετακίνησης των Τελείων για προσηλυτιστικούς και λειτουργικούς λόγους. Ως εκ τούτου η αλματώδης επέκταση του Καθαρισμού και στις άλλες ιταλικές πόλεις κατανοείται καλύτερα μέσα από την εξέταση της πολιτικής της περιόδου. Εκείνο, που μας ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο είναι το αν η πολιτική αυτή επηρεάσθηκε και σε ποιο βαθμό, από την διάδοση του Καθαρισμού. Δηλαδή, με δεδομένη την θετική επίδραση ενός ευνοϊκού κλίματος, το ερώτημα που θα επιχειρηθεί ν’ απαντηθεί είναι αν η επιβολή ενός τέτοιου κλίματος ήταν στόχος των Καθαρών και αν ναι με ποια μέσα προσπάθησαν να το επιτύχουν;
Ποια ήταν η γαιοστρατηγική της περιοχής και ποια η θέση του Ορβιέτο σ’ αυτήν; Ήδη από την εποχή της γρηγοριανής μεταρρύθμισης, επιδίωξη της παπικής εκκλησίας ήταν η αποτίναξη του ελέγχου της κοσμικής εξουσίας επ’ αυτής. Γρήγορα έγινε κατανοητό ότι για να επιτύχει μια τέτοια προσπάθεια δύο πράγματα ήταν απαραίτητα. Πρώτον η εξασφάλιση εκείνων των πόρων που θα επέτρεπαν στις τοπικές εκκλησίες, ενορίες και επισκοπές, να διατηρήσουν την οικονομική αυτονομία της. Δεύτερον η μετατροπή της Ρώμης σε ένα πολιτικό-εκκλησιαστικό κέντρο, εφόσον ο ρόλος της ως πατριαρχείο είχε παραμερισθεί από τους Φράγκους, όσο οι πάπες ήταν Ρωμαίοι. Οι Ρώμη δεν αρκούσε να ξαναγίνει ο πνευματικός πυρήνας της δυτικής Χριστιανοσύνης. Επιδίωξη ήταν η αποκατάστασή της ως διοικητικό κέντρο και για να γίνει αυτό οι πάπες επεδίωξαν την δημιουργία ενός παπικού κράτους. Η σύγκρουση με τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής και της περιοχής ήταν αναπόφευκτη, όπως κι έγινε. Σύγκρουση που δεν περιορίσθηκε στην αντιπαράθεση με την κεντρική εξουσία, που σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν ο Γερμανός αυτοκράτορας, αλλά και με τις αρχές της τοπικής διοίκησης των πόλεων που έμελε ν’ αποτελέσουν το παπικό κράτος. Το Ορβιέτο ήταν μια από αυτές τις πόλεις. Η περιστασιακή αδυναμία του Γερμανού αυτοκράτορα στα τέλη του ΙΒ’ αι. έδωσε τις κατάλληλες ευκαιρίες για την επανέναρξη των προσπαθειών, οι οποίες είχαν αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικότητα από τον Φρειδερίκο Ι και τις ιταλικές του εκστρατείες. Η εποχή συνέπεσε με την άνοδο στον παπικό θρόνο του Ιννοκέντιου ΙΙΙ.
Την ίδια εποχή οι ιταλικές πόλεις-κράτη προσπαθούσαν να οικοδομήσουν την βάση της τοπικής τους αυτοδιοίκησης. Οι κομμούνες ξεφύτρωναν σε κάθε πόλη μέσα από την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και την ανάπτυξη της αστικής οικονομίας. Ισορροπώντας μεταξύ εκκλησιαστικής και κοσμικής αριστοκρατίας, αναλάμβαναν σημαντικά καθήκοντα στις πόλεις και προσπαθούσαν, αφ’ ενός μεν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, αφετέρου δε να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και στην γύρω περιοχή. Την ίδια στιγμή, φιλόδοξοι και δυναμικοί επίσκοποι επιχειρούσαν ν’ αποκαταστήσουν την εκκλησιαστική περιουσία σε μεγέθη προηγούμενων αιώνων, εις βάρος των αρμοδιοτήτων της κομμούνας και της κυριότητας της κοσμικής αριστοκρατίας, η οποία ήδη πιέζονταν με τον μετασχηματισμό της αγροτικής οικονομίας σε αστική.
Το Ορβιέτο βρίσκονταν στο κέντρο αυτών των προσπαθειών όταν έφθασαν οι πρώτοι Καθαροί απεσταλμένοι. Το 1157 ο πάπας Ανδριανός IV για να μπορέσει ν’ αποσπάσει την πόλη από την επιρροή του Φρειδερίκου Α’ αναγνώρισε την κομμούνα της πόλης και πρόσφερε σ’ αυτήν 300 λίβρες χρυσού. Σε αντάλλαγμα οι κάτοικοι ορκίστηκαν πίστη στον πάπα και αναγνώρισαν την επικυριαρχία του. Ως καθήκον αναλάμβαναν την φύλαξη της Via Cassia, του δρόμου που συνέδεε την Ρώμη με την Σιένα. Το 1197, με τον θάνατο του Ερρίκου IV ο πάπας ξεκίνησε ένα φιλόδοξο στρατηγικό έργο για την εξασφάλιση του Πατριμονίου του Αγίου Πέτρου. Το έργο αυτό προέβλεπε την κατασκευή οχυρώσεων στα Radicofani και Montefiascone και την ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών οχυρώσεων. Το Ορβιέτο εκείνη την εποχή διεκδικούσε τον σιτοβολώνα της περιοχής Val di Lago και τον έλεγχο της κωμόπολης Aquependente. Σ’ αυτήν βρίσκονταν η γέφυρα που έλεγχε την Via Francigena, του σημαντικότερου εμπορικού δρόμου της περιοχής. Το Aquapendente διεκδικούσαν ο πάπας, ο Γερμανός αυτοκράτορας και το Ορβιέτο. Το 1198 ο Ιννοκέντιος ΙΙΙ έθεσε την κωμόπολη υπό τον έλεγχό του με αποτέλεσμα την δημιουργία έντασης στις σχέσεις του με το Ορβιέτο. Ως αποτέλεσμα ο επίσκοπος της πόλης ανακλήθηκε στην Ρώμη για εννιά μήνες. Την εποχή της απουσίας του επισκόπου οι Καθαροί βρήκαν την ευκαιρία για να διαδώσουν την αίρεσή τους στο Ορβιέτο[4].
Για την μετάδοση του Καθαρισμού στο Ορβιέτο μοναδική πηγή είναι το έργο La Leggenda[5] του Maestro Giovanni (Μαστρογιάννι), το οποίο αναφέρεται σαν μαρτυρολόγιο στην ζωή του παπικού απεσταλμένου Pietro Parenzo και την δολοφονία του από τους Καθαρούς του Ορβιέτο το 1199. Ο Maestro Giovanni ήταν κληρικός του καθεδρικού της πόλης και υπηρέτησε ως επίσκοπος τα έτη 1211-1212.
Σύμφωνα με αυτή την πηγή οι Καθαροί εμφανίστηκαν στην πόλη την εποχή της ποίμανσής της από τον επίσκοπο Rustico (1168-1176). Οι πρώτοι απεσταλμένοι ήρθαν από την Φλωρεντία με αρχηγό κάποιον Diotesalvo. Ακόλουθοί του ήταν ο Hermannino της Πάρμα και ο Gerardo του Marzano. Ο επίσκοπος τότε είχε δυσκολίες λόγω της παρουσίας του Φρειδερίκου Ι, ο οποίος είχε ανεβάσει στην έδρα άνθρωπο της επιλογής του, τον Pietro degli Omodei. Ο διάδοχος επίσκοπος Ricardo έδιωξε τους Καθαρούς από την πόλη. Ωστόσο δύο από τις ακολούθους τους, η Milita από το Monte Amiata και η Julitta από την Φλωρεντία, προσποιήθηκαν ότι ήταν καθολικές και παρέμειναν. Ως προβατόσχημες έδρασαν συγκεκαλυμμένα και κατάφεραν με προσποιητή ευσέβεια να τραβήξουν αρκετούς προσήλυτους. Κάποια στιγμή ο επίσκοπος Ricardo αντιλήφθηκε την πραγματική κατάσταση και εκτέλεσε πολλούς αιρετικούς, αλλά όταν ο Ιννοκέντιος τον ανακάλεσε στην Ρώμη, οι Καθαροί βρήκαν την ευκαιρία και εξαπλώθηκαν.
Η αντιπαράθεση με τον πάπα λειτούργησε υπέρ τους. Ο Maestro Giovanni αναφέρει ότι ήταν περισσότεροι από τους καθολικούς, σε σημείο που οι δεύτεροι φοβόταν έναν ενδεχόμενο πόλεμο της πόλης με τις δυνάμεις της Αγίας Έδρας. Γι’ αυτόέστειλαν έναν απεσταλμένο στον Ιννοκέντιο ΙΙΙ για να ζητήσουν την βοήθειά του. Ο Ιννοκέντιος είχε αντιληφθεί ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την καταπολέμηση της αίρεσης, ως πρόφαση για την επιβολή των πολιτικών σχεδίων του. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, εξέδωσε την διαταγή Vergentis in senium στις 25 Μαρτίου του 1199. Η διαταγή αυτή προέβλεπε ποινές για τους αιρετικούς, τους υποστηρικτές και τους προστάτες τους. Από τους λαϊκούς, όσοι κρίνονταν ένοχοι έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα και αυτό ήταν ένα μέτρο που απέβλεπε στον έλεγχο της κομμούνας των πόλεων. Η διαταγή, όμως, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε περιοχές που βρίσκονταν έξω από την δικαιοδοσία του, όπως ήταν πολλές ιταλικές πόλεις. Για την εφαρμογή της πολιτικής του ο Ιννοκέντιος έπρεπε να καταφύγει σε άλλα μέσα. Μπορούσε για παράδειγμα να χρησιμοποιήσει τις αντιπαραθέσεις των πόλεων για να στρέψει την μια εναντίον της άλλης. Έτσι δημιουργήθηκε ένα δίκτυο συμμαχιών και αντιπαλοτήτων, για παράδειγμα, η Παβία και η Κρεμόνα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του Μιλάνου. Εκτός των πολιτικών, μπορούσαν ν’ ασκηθούν και εκκλησιαστικές πιέσεις και μέτρα προς την αντιμετώπιση της αίρεσης. Μπορούσαν να συνενωθούν επισκοπές ή να δημιουργηθούν νέες. Μπορούσαν ναοί να αναβαθμισθούν σε καθεδρικούς, λείψανα να μεταφερθούν σε πόλεις με έντονη παρουσία Καθαρών, όπως έγινε στην Φλωρεντία με την μεταφορά των λειψάνων του Αγ. Αποστόλου Φιλίππου. Με την λεηλασία της Κωνσταντινούπολης πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια μεταφέρθηκαν στην Ρώμη και μπορούσαν να τοποθετηθούν κατά την αρέσκεια του πάπα. Στην Κρεμόνα, πόλη όπου το κόμμα των Ghibellines υπερτερούσε, ο Ιννοκέντιος αγιοποίησε τον έμπορο Homonobus, μέλος του κόμματος των Guelf[6]. Με αυτούς τους τρόπους ο πάπας αντιστάθμιζε την έλλειψη αρμοδιότητας.
Η παρέμβαση του πάπα στα εκκλησιαστικά ζητήματα του Ορβιέτο έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και ωφέλησε τους Καθαρούς.Κατά την διάρκεια της απουσίας του επισκόπου Ricardo, έφτασε στην πόλη κάποιος Καθαρός από το Viterbo, ονόματι Πέτρος Λομβαρδός. Αυτός συγκάλεσε συμβούλιο Καθαρών και σύντομα το Ορβιέτο γέμισε αιρετικούς. Τα κηρύγματα τους γινόταν πια δημόσια και στους ακροατές συγκαταλέγονταν πολλοί αριστοκράτες και άλλοι επιφανείς και μη πολίτες. Η έκκληση των καθολικών προς τον πάπα για βοήθεια απαντήθηκε άμεσα. Ο πάπας έστειλε έναν νεαρό, τον Pietro Parenzo, να υπηρετήσει ως πρύτανης[7]. O Pietro καταγόταν από οικογένεια με μακρά παράδοση στην υπηρεσία του Ρωμαϊκού δήμου και βέβαια, λειτουργούσε υπέρ των συμφερόντων του πάπα. Αναφέρεται για παράδειγμα, κάποιος Iohannes Parentii, ως συγκλητικός της Ρώμης το 1188[8]. Το νεαρό της ηλικίας του Pietro δείχνει ότι είχε από μικρός εκπαιδευθεί για ν’ ακολουθήσει πολιτική καριέρα και η αποστολή του στο Ορβιέτο θα ήταν ένα σκαλοπάτι για την άνοδό του στα δημόσια αξιώματα. Η αποστολή του επίσης δείχνει την συμμετοχή της Ρωμαϊκής Συγκλήτου στην εκτέλεση των αποφάσεων της Αγίας Έδρας. Εκείνο, όμως που γίνεται ξεκάθαρο με την αποστολή του Parenzo είναι η άμεση εμπλοκή του πάπα στην διοίκηση του Ορβιέτο. Η έκκληση μερίδας πολιτών προς τον πάπα για την καταπολέμηση της αίρεσης είναι οπωσδήποτε μια πολλή βολική αφορμή. Δεν είναι σίγουρο αν οι πολίτες του Ορβιέτο επιθυμούσαν την αποστολή πρύτανη. Η έκκλησή τους μπορεί ν’ απέβλεπε στην επιστροφή του επισκόπου τους. Αν είναι έτσι, τότε η κίνηση του πάπα να απαγορέψει την συμμετοχή του επισκόπου στις θρησκευτικές εκδηλώσεις και η ανάκλησή του στη Ρώμη, ίσως να μην ήταν τόσο αφελής, όπως τείνουν να πιστεύουν οι ιστορικοί σήμερα. Η επιτυχής αντιμετώπιση των αιρετικών από τον επίσκοπο Ricardo δεν καθιστούσε την παρέμβαση του πάπα αναγκαία. Η απουσία του επισκόπου με την συνεπακόλουθη αύξηση των αιρετικών λειτούργησε υπέρ των σχεδίων του Ιννοκέντιου και θα μπορούσαμε εκ του αποτελέσματος να πούμε ότι τελικά ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Η κίνηση ήταν σκόπιμη και επιτυχημένη. Το Ορβιέτο είχε πια ως πρύτανη, άνθρωπο του πάπα, ο οποίος θα μπορούσε να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα στο θέμα της διεκδίκησης του Aquandepente κατά τα συμφέροντα της Ρώμης. Ο Ιννοκέντιος δεν ήταν απλώς οπορτουνιστής. Δεν περίμενε απλώς τις κατάλληλες ευκαιρίες για να δράσει. Τις δημιουργούσε ο ίδιος.
Τι σήμαινε, όμως πρύτανης μιας πόλης; Η αρμοδιότητά του αφορούσε κυρίως περιπτώσεις επιβολής της τάξης και αντιμετώπισης της απειθαρχίας[9]. Άρα η αποστολή του Parenzo ήταν ουσιαστικά η υποταγή του Ορβιέτο, όχι απλώς η αντιμετώπιση των Καθαρών. Ο Parenzo ήταν πολιτικό πρόσωπο, όχι εκκλησιαστικό. Με βάση αυτά τα καθήκοντα ακολουθούνταν από ένα δικαστή, τον Henrico, ο οποίος ήταν επίσης Ρωμαίος. Μάλιστα, σύμφωνα με την διήγηση του Maestro Giovanni, δειπνούσε μαζί του την νύκτα της δολοφονίας του.
Όταν ο Parenzo έφθασε στην πόλη, η παρουσία του δημιούργησε ανάμικτα συναισθήματα στους πολίτες. Όσοι είχαν αποταθεί στον πάπα για βοήθεια, ένιωσαν αγαλλίαση. Όσοι, όμως, κατάλαβαν ότι η παρουσία του αποτελούσε απειλή για την ανεξαρτησία της πόλης, εξοργίσθηκαν και αντέδρασαν. Μια από τις πρώτες διαταγές του νέου πρύτανη ήταν η απαγόρευση των εορταστικών εκδηλώσεων του καρναβαλιού, με το σκεπτικό ότι λειτουργούσαν ως προκάλυμμα για τις δολοφονίες που συνέβαιναν κατά την διάρκειά του[10]. Η απόφαση αυτή φαίνεται να έχει διττό χαρακτήρα, θρησκευτικό και πολιτικό.Οι αιρετικοί αντέδρασαν βίαια και μόλις μπήκε η Σαρακοστή σημειώθηκε εξέγερση στην κεντρική πλατεία της πόλης και τους περικείμενους πύργους. O Parenzo επενέβη άμεσα και συνέλαβε τους υπευθύνους. Ως τιμωρία επέβαλε την κατεδάφιση των πύργων τους. Από την ποινή φαίνεται ότι οι υποκινητές των ταραχών δεν ήταν τυχαία άτομα, αλλά σημαντικά πρόσωπα της πόλης, με την οικονομική επιφάνεια και την απαραίτητη δικαιοδοσία ή αυτονομία που τους επέτρεπε να κατέχουν πύργους. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 1199 ο Καθαρισμός είχε εισβάλει στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και δημοτικά κλιμάκια. Όπως, η απόφαση είχε διπλό χαρακτήρα, έτσι και η αντίδραση είχε πολιτικά και θρησκευτικά αίτια. Εκείνο που παρατηρείται είναι η δυνατότητα των Καθαρών να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της πόλης και να προκαλούν αντιδράσεις. Αυτό είναι ένα εισαγωγικό στάδιο. Αργότερα θα φανεί ότι μπορούσαν να καθορίζουν την λήψη πολιτικών αποφάσεων και από κάποια στιγμή και μετά να τις επιβάλλουν.
Στην συνέχεια ο Parenzo προχώρησε στην λήψη μέτρων με καθαρά θρησκευτικά κριτήρια. Σε συνεργασία με τον επίσκοπο της πόλης, παρείχε αρχικά μια περίοδο χάριτος, κατά την οποία οι αιρετικοί θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον παπισμό, χωρίς συνέπειες για την προηγούμενη αιρετική απόκλισή τους. Μετά από αυτήν την περίοδο επιβάλλονταν ποινές που προέβλεπαν δημόσια μαστιγώματα, εξορία από την πόλη και κατεδάφιση των οικιών, κατά τα μεσαιωνικά πρότυπα των ποινολογίων. Στις περιπτώσεις των εύπορων Καθαρών, εμπόρων, τοκογλύφων κλπ. επιβλήθηκαν χρηματικά πρόστιμα.
Το Πάσχα ο Parenzo επέστρεψε στην Ρώμη για να γιορτάσει με την φαμίλια. Παρουσιάσθηκε στον Ιννοκέντιο κατά την διάρκεια της παραδοσιακήςπορείας του πάπα από τον Άγιο Πέτρο στο Λατερανό. Του ανέφερε τις ανησυχίες για την ασφάλειά του, καθώς οι αιρετικοί επιβουλεύονταν την ζωή του. Ο Ιννοκέντιος τον παρηγόρησε, του έδωσε άφεση αμαρτιών και τον έστειλε πίσω στο Ορβιέτο. Οι υποψίες είχαν βάσει. Την πρώτη νύκτα της επιστροφής του στο Ορβιέτο δείπνησε με τον δικαστή Henrico. Ήδη κατά την απουσία του είχε οργανωθεί ένα σχέδιο απαγωγής του από τους Καθαρούς της πόλης. Για να εφαρμοστεί το σχέδιο ήταν απαραίτητη η συμμετοχή ενός ανθρώπου από το περιβάλλον του Pietro. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο υπηρέτης του Radulph, ο οποίος εξαγοράστηκε για ν’ ανοίξει την πόρτα στους συνομώτες. Το σχέδιο προέβλεπε την απαγωγή και τον εκβιασμό του Pietro.
Μετά το δείπνο ο Pietro πήγε για ύπνο. Ο Radulph άνοιξε την πόρτα στους απαγωγείς, οι οποίοι όρμησαν στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο του θύματος, τον άρπαξαν και του πέρασαν μια κουκούλα στο κεφάλι για να μην βλέπει. Στην συνέχεια τον πήγαν σε έναν αχυρώνα έξω από την πόλη. Εκεί άρχισε ο εκβιασμός. Απαίτησαν να τους επιστρέψει τα πρόστιμα, τα οποία είχαν πληρώσει και να παραδώσει την διοίκηση της πόλης. Για να του χαρίσουν την ζωή ζήτησαν κάτι ακόμη, κάτι πολύ σημαντικό διότι ρίχνει φως στο πως οι Καθαροί πετύχαιναν την συνεργασία αυτών που δεν είχαν συναινέσει, ούτε είχαν αποδεχθεί την αίρεση. Ζήτησαν, λοιπόν, να ορκιστεί ότι, όχι μόνο δεν θα συνέχιζε τις διώξεις εναντίον τους, αλλά αντίθετα θα συνεργάζονταν μαζί τους και θα τους βοηθούσε. Ο όρος “iuratorium cautionem” , τον οποίο χρησιμοποιεί ο Maestro Giovanni, είναι πολύ συγκεκριμένη έννοια του Ρωμαϊκού δικαίου και αναφέρεται σε όρκο, ο οποίος επισφραγίζει μια υποχρέωση. Δηλαδή, με τον όρκο αυτό ο Pietro «δένονταν» νομικά απέναντι στους Καθαρούς με μια υποχρέωση. Δεν θα του επιτρέπονταν πλέον να λειτουργεί επιλεκτικά και διακριτικά, αλλά θα ήταν υποχρεωμένος να κάνει ο,τιδήποτε του ζητούσαν, χωρίς ανταλλάγματα και χωρίς δικαίωμα επιλογής. Από την υπό εξέταση περίπτωση, και στον βαθμό που μας επιτρέπεται η γενίκευση, συνυπολογιζομένης της σπανιότητας των πηγών και της μοναδικότητας της άρνησης του Pietro, με αποτέλεσμα την δολοφονία του και την εξ αυτής ευκαιρία για εξέταση του ζητήματος και την αποκάλυψη πληροφοριών που σε άλλες περιπτώσεις μένουν μυστικές, συμπεραίνεται ότι, οι Καθαροί μπορούσαν να πετύχουν την συνεργασία πολιτικών δυνάμεων εχθρικά διακείμενων προς την περίπτωσή τους, με τον εκβιασμό, την νομική υποχρέωση, ακόμη και με απειλές κατά της ζωής, απειλές τις οποίες δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να πραγματοποιήσουν.
Ο Pietro Parenzo δεν υπέκυψε στον εκβιασμό και αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Οι Καθαροί τον μαχαίρωσαν και άφησαν τον άψυχο σώμα του κάτω από ένα δένδρο στην άκρη του δρόμου. Η δολοφονία του Pietro από τους Καθαρούς, ήταν μία πολιτική δολοφονία. Όταν οι Καθαροί δεν πετύχαιναν την συμφωνία ή την συνεργασία που ήθελαν, προχωρούσαν σε φυσική εξόντωση των αντιπάλων τους. Ο επίσκοπος επιχείρησε να δημιουργήσει μια λατρεία γύρω από το θάνατο του Parenzo. Προσπάθησε να τον προβάλει ως μάρτυρα. Τον κήδεψε στον καθεδρικό του Αγίου Ανδρέα της πόλης και διέδωσε την φήμη περιπτώσεων θαυματουργικής θεραπείας. Ο πάπας όμως αρνήθηκε να τον αγιοποιήσει γεγονός που εκλαμβάνεται ως ενδεικτικό της κακής τροπής των σχέσεών του με την φαμίλια των Parenzo. Εκτός αυτού ο Ιννοκέντιος δεν ήθελε να επιτρέψει την ενδυνάμωση της επισκοπής στο Ορβιέτο.
Ποιοι δολοφόνησαν τον Pietro Parenzo; Δεν υπάρχει κάποια σύγχρονη πηγή που να κατονομάζει τους δολοφόνους. Από τον διάλογο του Pietro με τους απαγωγείς του, και συγκεκριμένα από την απαίτησή τους για επιστροφή των προστίμων, φαίνεται ότι ήταν εύποροι. Μόνο σε εύπορους επιβάλλονταν χρηματικά πρόστιμα, εφόσον αυτοί μπορούσαν να πληρώσουν. Ένα χρονικό του ΙΕ’ αι. κατονομάζει τους Prefetti di Vico[11], οικογένεια μέλος της παλαιάς φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Είναι γνωστό ότι μετά το έγκλημα οι δράστες κατέφυγαν σε αγρόκτημα των Prefetti, οι οποίοι λίγο αργότερα έχασαν το κάστρο τους, ίσως ως τιμωρία για το έγκλημα.
7.4.2 Οι Καθαροί του Ορβιέτο
Το La Leggenda αναφέρει τους Καθαρούς της πόλης με βάσει την κοινωνική τους θέση. Ματρόνες, νεόπλουτοι μεγαλοαστοί ιδιοκτήτες πύργων στην κεντρικοί πλατεία, έμποροι, τοκογλύφοι. Με βάσει αυτό τον διαχωρισμό, το ερώτημα που γεννιέται είναι αν η μετάδοση του Καθαρισμού ακολουθούσε κάθετη κατεύθυνση ή οριζόντια στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Τα υπάρχοντα στοιχεία για την μικρή πόλη του Ορβιέτο, με τις μεσαίου μεγέθους αριστοκρατικές οικογένειες, σε μια εποχή ανάπτυξης της τοπικής κομμούνας σε πολιτικό επίπεδο, και των συντεχνιών σε επαγγελματικό, δείχνουν ότι οι κάθετες πελατειακές σχέσεις ήταν πολύ ασθενείς για να στηρίξουν μια θεωρία για μετάδοση του Καθαρισμού μέσω αυτών. Σε μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Φλωρεντία, η θεωρία αυτή τεκμηριώνεται καλά από τα στοιχεία. Στο Ορβιέτο, όχι[12]. Ο Καθαρισμός χρησιμοποίησε τα νεότευκτα οριζόντια κοινωνικά δίκτυα, όπως τις συντεχνίες, τα αδελφάτα, τους στρατιωτικούς συνδέσμους, για να διαδοθεί.
Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη των Καθαρών στο Ορβιέτο, ήταν η άνοδος του Popolo και η ανάληψη σημαντικών δημόσιων αξιωμάτων από τους πολίτες. Ήδη από το 1240 το Popolo έχει εδραιώσει την θέση του σε θεσμούς δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, δεν έχουν καταγραφεί βίαιες συγκρούσεις στην μετάβαση της εξουσίας από τους παλαιούς στους νέους φορείς[13]. Θα μπορούσε η επίδραση των Καθαρών, με τις γνωστές μεθόδους τους, να ευθύνεται γι’ αυτό;
Το 1244 η πρυτανεία ήταν στα χέρια του Popolo και από τους τρεις πρυτάνεις ο ένας, ο Raniero de Arari, ήταν αδιαμφισβήτητα Καθαρός. Σύμφωνα με τα αρχεία τις Ιεράς Εξέτασης[14], η μητέρα του “domina Camera” καταδικάστηκε επειδή συμμετείχε σε συναντήσεις αιρετικών στο σπίτι του γιου της. Την ίδια εποχή καταρτίσθηκε η Carta del Popolo[15]. Είναι γνωστό ότι το Popolo της πόλης έδειξε ανοχή απέναντι στην αίρεση. Το 1239 ο θησαυροφύλακας της πόλης ήταν ένας ονομαστός Καθαρός, ο Provenzano Lupicini.
Την ίδια χρονιά (1239) έγινε απόπειρα εγκατάστασης Δομινικανού Ιεροεξεταστή, του Fra Ruggiero Calgani, ο οποίος ήρθε ύστερα από επιτυχημένη σταδιοδρομία στην Φλωρεντία. Οι Δομινικανοί δεν είχαν πολύ καιρό, που εγκαταστάθηκαν στο Ορβιέτο, μόλις το 1230-32, λίγο μετά τους Φραγκισκανούς. Η αντίδραση των Καθαρών ήταν βίαιη και άμεση. Μια ομάδα εισέβαλε στο νεόκτιστο κατάλυμα τους κι επιτέθηκε στην αδελφότητα.Η αιματηρή επίθεση δεν αποκάρδιωσε τον Fra Ruggiero. Αμέσως μετά ξεκίνησαν ανακρίσεις, οι οποίες κατέληξαν στην αναγνώριση των δραστών. Μεταξύ αυτών ήταν οι Bartolomeo και Rainerio de Tosti, οι πρώτοι που κλήθηκαν για κατάθεση. Αρχικά αρνήθηκαν την συμμετοχή, αλλά αργότερα ομολόγησαν. Ο Rainerio ήταν αυτός που έδειρε μέχρι αίματος τον Ιεροεξεταστή. Ανάμεσα στους δράστες συγκαταλέγονταν ο συγγενής των δύο αδελφών Cristoforo de Tosti, ο θησαυροφύλακας Provenzano Lupicini, οι Bivieno και Giuliano di Biagio. Οι Δομινικανοί πέτυχαν με την συνδρομή του podestà ικανοποιητική ποινή. Στόχος ήταν ο δημόσιος εξευτελισμός των δραστών. Οδηγήθηκαν γυμνόποδες και φορώντας μόνο τα υποκάμισα, έχοντας σχοινί τυλιγμένο στο λαιμό τους, στην κεντρική πλατεία ενώπιον του πλήθους. Αποκήρυξαν την αίρεση αναγκαστικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τελείωσε η συμμετοχή τους στην αιρετική δράση ή την πολιτική του Ορβιέτο. Εκτός από τον δημόσιο εξευτελισμό δεν αναφέρεται κάποια άλλη από τις συνήθεις ποινές, πρόστιμα, κατεδαφίσεις οικιών ή εξορίες. Ουσιαστικά, η αίρεση δεν δέχθηκε κανένα πλήγμα και αυτό δείχνει την αδυναμία της Ιεράς Εξέτασης ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αδυναμία που οφείλονταν στο γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στην πόλη υπέρ των Καθαρών. Άρα, το Ορβιέτο έδωσε το μήνυμα που ήθελε στους Δομινικανούς και τον εργοδότη τους.
Για πολύ καιρό δεν παρατηρείται κινητικότητα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των Καθαρών. Το 1240 ο Fra Ruggiero άκουσε την εξομολόγηση του Ildebrandino Ricci de Tosti[16]. Ωστόσο, μόλις το 1249, μια δεκαετία μετά την άφιξή του, μπόρεσε να επιβάλλει μια αξιοπρόσεκτη ποινή. Τότε καταδικάστηκαν επτά άτομα, πέντε εκ των οποίων ήταν Tosti. Οι άλλοι ήταν οι Giuliano και Bivieno di Biagio. Παρατηρείται ότι πρόκειται για τα ίδια άτομα που είχαν κατηγορηθεί για την επίθεση στον Fra Ruggiero. Οι di Biagio δεν ήταν αυτόχθονες, αλλά είχαν έρθει από το γειτονικό Todi. Η νέα καταδίκη αφορούσε την επιορκία των Giuliano di Biagio και Ildebrandino Tosti, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν μετανοήσει και απαρνηθεί την αίρεση, αλλά τελικά ξαναγύρισαν, οπότε παραβίασαν την εκκλησιαστική ασυλία που τους είχε δοθεί. Τους επιβλήθηκε πρόστιμο να πληρώσουν χίλιες λίβρες ο καθένας. Η επιβολή αυτού του προστίμου δείχνει ότι την εποχή αυτή η Ιερά Εξέταση, είτε ήταν αρκετά ισχυρή για να προχωρήσει σε τέτοιες ποινές, είτε προσπαθούσε να γίνει. Οι καταδικασθέντες επιχείρησαν ν’ αποφύγουν την πληρωμή. Μαζί με τους αδερφούς τους Cristoforo Tosti και Bivieno di Biagio επισκέφτηκαν τον γραμματικό Boniohanis, ο οποίος είχε γράψει το πρόστιμο και απείλησαν να τον σκοτώσουν αν δεν τους έδινε απόδειξη ότι πλήρωσαν[17].
O podestà υποστήριξε για άλλη μια φορά την απόφαση της Ιεράς Εξέτασης. Οι οικογένειες των καταδικασθέντων απάντησαν με επιστράτευση. Εξόπλισαν τους πύργους τους, συγκέντρωσαν όπλα στα σπίτια τους και ξεσήκωσαν τον λαό της πόλης. Ο Bivieno di Biagio, σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση ήταν Καθαρός ήδη από τριακονταετίας. Είχε επίσης καταδικαστεί σε εξορία, εννέα χρόνια πριν, αλλά όπως φαίνεται δεν υπήρχαν οι δυνάμεις για την εκτέλεση τη καταδίκης. Αυτός μίλησε στην κεντρική πλατεία της πόλης, ενώπιον του πλήθους και καταφέρθηκε ενάντια στον podestà και την πολιτική δίωξης των Καθαρών. Τελικά η καταδίκη έμεινε κενό γράμμα. Αποδείχθηκε πως ούτε το 1249 η Ιερά Εξέταση είχε την δυνατότητα να διώξει την αίρεση σε μια πόλη, της οποίας την κυριότητα είχε ο πάπας, μιας πόλης πολύ κοντάστην Ρώμη. Ο λόγος αυτής της αδυναμίας, όπως μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης, είναι καθαρά πολιτικός. Την ίδια εποχή, που σε πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ευρώπης, η αίρεση διώκονταν απηνώς, στην γειτονιά του παπικού κράτους δεν υπήρχε προθυμία των κοσμικών αρχών προς αυτήν την κατεύθυνση και ο λόγος είναι ότι ο νούμερο ένα πολιτικός αντίπαλός τους δεν ήταν οι Καθαροί, αλλά ο πάπας. Έτσι, δεν ξανακούμε πράξεις της Ιεράς Εξέτασης στο Ορβιέτο μέχρι το 1963, οπότε και ανέλαβαν οι Φραγκισκανοί.
Από τα ανακριτικά αρχεία της δεκαετίας του ’60 αντλούνται χρήσιμες πληροφορίες για τους Καθαρούς των προηγούμενων δεκαετιών, εφόσον μια εξέταση πήγαινε τόσο πίσω, όσο βοηθούσε η μνήμη του εξεταζόμενου[18]. Σ’ αυτά αναφέρεται ο τοκογλύφος Cittadino Viviani Avultronis[19], ως απόγονος ενός από τους εμπλεκομένους στην δολοφονία του Pietro Parenzo. Από την μελέτη των εγγράφων αυτών γίνεται κατανοητό ότι ο Καθαρισμός είχε ευρύτερη διάδοση στις ανερχόμενες φαμίλιες, των οποίων τα συμφέροντα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την διοίκηση της πόλης και λιγότερο στην παλαιά αριστοκρατία, όπως οι Prefetti.
Ο πιο ονομαστός οίκος Καθαρών ήταν των Toste. Αυτοί είχαν τα παλάτια και τους πύργους τους στην γειτονιά (rione) της Santa Pace[20]. Ο οίκος αναφέρεται στις πηγές ήδη από την αρχή του ΙΒ’ αι. Δύο μέλη του υπέγραψαν συνθήκη με την Σιένα το 1202[21]. Κάποιος άλλος ενήργησε ως μεσολαβητής σε διακανονισμό μεταξύ του επισκόπου (πρώην Maestro) Giovanni και των Bulgarelli, κόμηδων του Parrano, το 1212. Το 1221 εμφανίζονται οι υπογραφές των Ranuccio και Ranerio Toste σε συμφωνία πάλι με την Σιένα[22]. Το 1229 έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της κομμούνας του Ορβιέτο και του κάστρου Montepulciano, που οδήγησε σε συμμαχία με την Φλωρεντία. Η συμφωνία υπογράφηκε στην οικία τους[23].
Στα αρχεία της ίδιας περιόδου αναφέρονται ως Καθαροί τα μέλη της οικογένειας Lupicini. Πρόκειται για παλιά οικογένεια της πόλης και κάποιοι από αυτούς είχαν υπηρετήσει ήδη ως δημοτικοί σύμβουλοι στα τέλη του ΙΒ’ αι[24]. Κάποιος Johannes Lupicini συμμετείχε στην υπογραφή της συμφωνίας με την Σιένα το 1202[25]. Ο Provenzano, ο θησαυροφύλακας (camerarius) του 1239, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω, εμφανίζεται στα δημόσια έγγραφα από το 1220[26]. O Amideo Lupicini εμφανίζεται ως σύμβουλος, την εποχή που ο Provenzano ήταν θησαυροφύλακας, το 1239. Υπηρέτησε ως πρύτανης από κάποια στιγμή μέχρι το 1266[27]. Τα φορολογικά αρχεία δείχνουν ότι η οικογένεια είχε υψηλά εισοδήματα στα μέσα του ΙΓ’ αι. Οι δύο αυτές οικογένειες, οι Toste και οι Lupicini δεν κατείχαν τίτλους.
Μια τρίτη οικογένεια που εμφανίζεται στα έγγραφα της Ιεράς Εξέτασης είναι οι Toncelle. O πατερφαμίλιας ήταν ο Toncella, όπως δείχνει και το επίθετο της οικογένεια, γιος του Αρώνη (Arone), ο οποίος το 1202 εμφανίζεται ως απλός πολίτης σε μια λίστα Ορβιετάνων[28]. Το 1215 υπηρέτησε ως θησαυροφύλακας[29]. Η φαμίλια κατείχε μέγαρο και πύργο στο San Andreas. O Toncella και ο γιος του Artone πέθαναν ως Καθαροί, έχοντας λάβει το consolamentum. Ο άλλος γιος του, ο Messer Domenico,ήταν θησαυροφύλακας το 1234 και συμμετείχε σε έναν διακανονισμό της κομμούνας της πόλης με τον επίσκοπο. Ο τελευταίος είχε αφορίσει ολόκληρη την πόλη και η κομμούνα του κατέβαλε ένα σημαντικό ποσό (δωροδωκία;) για να άρει τον αφορισμό[30]. Η καταδίκη των Καθαρών της οικογένειας το 1268, στηρίχθηκε στην ομολογία της συζύγου του Domenico, Syginetta[31]. Ένα άλλο μέλος της οικογένειας, ο Messer Matteo, υπηρέτησε σε σημαντικές δημόσιες θέσεις. Δεν κατηγορήθηκε για αίρεση. Ο γιος του Pietro de Matteo αναδείχθηκε σε σπουδαίο νομικό.
Οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα αρχεία για την δεκαετία του ’40 δείχνουν ότι η παρουσία των Καθαρών στα δημόσια αξιώματα είχε δημιουργήσει όχι απλώς κλίμα ανοχής, αλλά ευνοϊκό κλίμα γι’ αυτούς. Δηλαδή, όχι μόνο η αίρεση εξαπλώνονταν στην πόλη, αλλά όλο και περισσότεροι Καθαροί ανέρχονταν σε διοικητικές θέσεις, με τους περισσότερους να προέρχονται από οικογένειες εμπόρων και τοκογλύφων[32].
Με την έναρξη της δεκαετίας, τρεις Καθαροί κατείχαν υψηλά δημόσια αξιώματα΄ ο Ranerio Raneri di Arari, o Ranieri Adilascie και ο Martino Guidutie. Ο πρώτος έφτασε μέχρι το αξίωμα του πρύτανη το 1244. Η μητέρα του Camera, χήρα του Rainucci de Arari καταδικάστηκε το 1268 για αίρεση[33]. Σύμφωνα με την ομολογία της ο γιος της είχε ενεργό ρόλο στην αίρεση. Η ίδια δέχονταν τους Τελείους στην οικία της και τους παρείχε τροφή και στέγη καθ’ υπόδειξη του Ranerio. Αυτός, μαζί με τον αδελφό του Bonifatio ασχολούνταν με εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ δυο άλλα μέλη, οι Bonifatio Dominici Ranucti de Arari και Bartolomeo Boncompagni Ranucti de Arari, συνδέονταν με την τοπική αριστοκρατία, μέσω του Pietro Munaldi, του οίκου των Monaldeshi. Λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας μπορούσαν να μπουν εγγυητές για τους συγκεκριμένους αριστοκράτες, όπως και μπήκαν το 1248. Μια τέτοια κίνηση δημιουργούσε τις ανάλογες υποχρεώσεις, όπως μπορούμε να καταλάβουμε. Ο Pietro Munaldi, ως μικρός φεουδάρχης ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του. Του δόθηκε η ευκαιρία να δεχθεί την υποτέλεια του οχυρού της Sberna, αλλά έπρεπε να δώσει τα ανάλογα ανταλλάγματα. Επειδή δεν είχε την οικονομική ευχέρεια ν’ ανταπεξέλθει, στράφηκε στους τοκογλύφους. Αυτοί ζητούσαν εγγυητές και ο Pietro Munaldi απευθύνθηκε στους προστατευόμενους του de Arari. Αυτοί φάνηκαν πρόθυμοι να συζητήσουν και στο τέλος δέχθηκαν, αφού έλαβαν τα ανάλογα προνόμια΄ προστατευόμενο εμπορικό μονοπώλιο στο νέο φέουδο, ανοχή ή και προστασία της αίρεσης. Τοκογλύφοι και έμποροι είχαν κάθε λόγο να γιορτάσουν την νέα επικερδή συμφωνία, καθώς ανοίχτηκαν νέες προοπτικές για μπίζνες και προσηλυτισμό, και ο καλύτερος τρόπος ήταν η νυχτερινή συγκέντρωση στα υπόγεια του μεγάρου των de Arari με το καθιερωμένο «φίλημα της γάτας[34]».
Ο Ranieri Adilescie ήταν επίσης πρύτανης τον Φεβρουάριο του 1947 με τον Martino Martini Guidutii σύμβουλο και εκπρόσωπο της συντεχνείας των εμπόρων στο δημοτικό συμβούλιο. Από τους γιους του Ranieri ο Pietro Coroza ήταν σύμβουλος του Capitano το 1262 και καταδικάστηκε για αίρεση[35]. Ο άλλος γιος του, ο Jacobo, έγινε κληρικός στον Άγιο Ανδρέα και ήταν παρών στην καταδίκη της Syginetta, της χήρας του Domenico Toncelle. Η συνεργασία του με τους Καθαρούς της κομμούνας ήταν επικερδής, καθότι ήταν ο άνθρωπος που εκμεταλλεύτηκε την δημοτική περιουσία, ως αντάλλαγμα για δάνειο που παρείχε μαζί με τον Martino στον podestà για την αποπληρωμή κάποιου οφειλόμενου ποσού στους Φλωρεντίνους[36].
Οι Guiduttie ήταν οικογένεια εμπόρων και όπως είπαμε, το 1247 είχαν αρκετή επιρροή ώστε να διορίσουν ως εκπρόσωπο της συντεχνίας στο δημοτικό συμβούλιο, μέλος δικό τους. Διέμεναν στην γειτονιά της Santa Pace, όπως και οι Toste. Ήταν αφοσιωμένοι Καθαροί. Στις καταδίκες του 1268 αναφέρονται οι αδελφές του Martino. Η Matthea είχε παντρευτεί τον τοκογλύφο Miscinello Ricci Miscinelli και είχε λάβει το consolamentum όταν είχε αρρωστήσει βαριά με την προοπτική του θανάτου να πλανάται[37].Μια άλλη αδελφή του Martino, η Albasia, σύζυγος του Pietro Frascambocca, καταδικάστηκε την ίδια περίοδο. Η Amata, σύζυγος του αδελφού του Martino, Enrico Martini, καταδικάστηκε επίσης το 1268 κι έχασε την προίκα της μαζί με την περιουσία του άνδρα της[38]. Μαζί καταδικάστηκαν και οι γιοι της Mathutio και Barthutio[39]. Στην καταδίκη αναφέρεται ότι μυήθηκαν στην αίρεση από τους γονείς τους. Η καταδίκη του Martino αναφέρει ότι ο ίδιος ήταν απών[40]. Το πιο πιθανό είναι ότι ήταν ήδη νεκρός την χρονιά εκείνη.
Την δεκαετία του ’50 οι Καθαροί κατείχαν τα περισσότερα δημόσια αξιώματα της πόλης. Τα ονόματά τους εμφανίζονται στα ανακριτικά αρχεία του 1268. Εκτός από τους προαναφερθέντες καταγράφονται οι εξής:
- Raynerius Stradigotto Ricci de Tostis, κατείχε το αξίωμα του anziano, του συμβούλου δηλ. του capitano, το 1262[41],
- Bevenutus Pepi, anziano το 1256, καταδικάστηκε ύστερα από ομολογία της χήρας του Domina Benamata[42],
- Amideo Lupicini, αρχηγός συντεχνίας (Priore delle arti e delle Compagnie) το 1255 και πρύτανης το 1266, όπως είπαμε παραπάνω[43],
- Petrus Raineri Adilascie, επίτροπος (sindaco del Comuna d’ Orvieto[44]) της κομμούνας το 1256 και anziano το 1262[45],
- Domenico Toncelle, αρχηγός των συνδικάτων της πόλης το 1255, 1256 και 1259 και Capitano del Popolo το 1257[46],
- Messer Munaldo Ranieri Stefani, θησαυροφύλακας το 1245[47].
Από όλους αυτούς ο πιο ισχυρός, όπως φαίνεται, ήταν ο Domenico Toncelle, διότι κατείχε κατά καιρούς τα ίδια αξιώματα με τους υπόλοιπους, αλλά στις θητείες του παρακολουθούσε σημαντικές εξελίξεις. Για παράδειγμα ανέλαβε Priore delle Arti e delle Soscietà το 1255 και αντικατέστησε τον Amideo Lupicini εν μέσω εξεγέρσεως της Aquandepente, την οποία αντιμετώπισε επιτυχώς και επανέφερε την πόλη υπό την κηδεμονία του Orvieto. Το αξίωμα του priore αποδείχθηκε ισχυρότατο για τα θέματα της πόλης και ενδεχομένως ήταν το αντίπαλο δέος σε αυτό του podestà, στην θέση του οποίου τοποθετούσε άνθρωπο της επιλογής του ο εκάστοτε επικυρίαρχος. Το 1256 το Aquadepente εξέλεξε τον Friar Lorenzo για να εμφανιστεί ενώπιον του Toncelle και να τελειώσει τις συνομιλίες και να συμφωνήσει τους όρους υποταγής στο Ορβιέτο. Από την επιλογή του ατόμου συμπεραίνεται ότι το Aquandepente παρέμενε πιστό στην πολιτική του πάπα, δηλ. το 1256 ήταν ο Καθαρός priore αυτός που επέβαλε τους όρους της συμφωνίας στον εκπρόσωπο της παπικής πολιτικής. Το 1259, όταν ο Toncelle ήταν και πάλι priore οι άρχοντες του Bisenzio[48] παρέδωσαν το νησάκι Martana[49] στην λίμνη Bolsena στην κυριαρχία του Ορβιέτο[50]. Τελικά η υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του προκάλεσε αντιδράσεις και την ίδια χρονιά (1259) ο Domenico Toncelle δολοφονήθηκε από τον Filipeschi Bartolomeo di Pietro Gani στην πλατεία του Αγίου Ανδρέα[51].
Ο προσηλυτισμός του Benvenuto Pepi, όπως ομολόγησε η χήρα του Domina Benamata το 1268, όταν αυτός κατείχε το δημόσιο αξίωμα. Κατά την ομολογία, ο άνδρα της είχε δεχθεί στο σπίτι του τους αιρετικούς 16 ή 18 χρόνια πριν και ακολουθούσαν τον Καθαρισμό για μια περίοδο έξι χρόνων, δηλ. 1250-8. Φαίνεται ότι την περίοδο που οι Καθαροί κυριαρχούσαν στα πολιτικά δρώμενα της πόλης, η αποδοχή της πίστης τους ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την συμπλήρωση των κενών διοικητικών θέσεων της πόλης. Από πλευράς υποψηφίου η είσοδος στον Καθαρισμό ήταν μέσο ανάδειξης. Πρόκειται για παράνομη συναλλαγή με πολιτικές προεκτάσεις και αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο οι αιρετικοί κατέλαβαν την εξουσία της πόλης, προωθώντας δικούς τους ανθρώπους στα δημόσια αξιώματα, αναγκάζοντας όσους ήθελαν να αναδειχθούν στην τοπική κοινωνία, ν’ αποδεχθούν την πίστη τους.
Η πολιτική κλίκα του Ορβιέτο δεν ήταν ο μοναδικός κύκλος των Καθαρών. Ήδη αναφέραμε μερικά ονόματα από τον κύκλο των εμπόρων με βαρύτερο αυτό των Toste. Η σύνδεση των δύο αυτών κύκλων αποκαλύπτεται από τον γάμο της Matthea, αδελφής του Martino Guidutie με τον τοκογλύφο Miscinelli. Το Καθαρό κύκλωμα των εμπόρων και των τοκογλύφων δεν εμπλέκονταν με εμφανή τρόπο στα πολιτικά δρώμενα της πόλης. Το έπρατταν παρασκηνιακά και μέσω επιγαμιών. Είχαν, βέβαια, τον δικό τους τομέα δραστηριοτήτων. Η οικογένεια των Miscinelli είναι παρούσα στην αρχειακή ιστορία της πόλης από το 1202[52]. Την χρονιά εκείνη ο Ranieri Miscinelli ήταν παρών στην υπογραφή συνθήκης με την Σιένα. Ο γιος του ονομάστηκε Nanzilotto (Λάνσελοτ)[53]. Κάποιος Benedetto Miscinelli παραβρέθηκε το 1212 ως μάρτυρας για την λύση ενός γάμου στο επισκοπικό δικαστήριο της πόλης. Ο σύζυγος ήταν επίσης Miscinelli, Oderisio ή Ricco[54]. Κλάδος της οικογένειας του Miscinello ήταν οι Ricci Miscinelli, περιβόητοι τοκογλύφοι του Ορβιέτο. Είχαν σημαντικές οικονομικές συναλλαγές με τους Σιενέζους, στους οποίους είχαν δανείσει σημαντικά κεφάλαια.
Οι Ricci Miscinelli ήταν γείτονες των Toste. Στην κατοχή τους είχαν ένα ακίνητο στην Santa Pace, στη διασταύρωση με την Piazza del Popolo, αυτή που είχε δημιουργηθεί μετά από κατάσχεση τμήματος οικοπέδου από τους Toste. Το 1268 καταδικάστηκαν τέσσερα μέλη της οικογένειας, ο Miscinello Ricci μαζί με την σύζυγό του και οι Cambio & Petrutio Ricci. Ο πρώτος ήταν ήδη καταδικασμένος αιρετικός το 1268, αλλά δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες μέχρι τότε για την εκτέλεση της ποινής του[55]. O Cambio Ricci ομολόγησε ότι είχε έρθει σ’ επαφή με τους Τέλειους στο μαγαζί του γουναρά Stratigotto, του οποίου ο ανιψιός ήταν επίσης τοκογλύφος μικρής εμβέλειας[56]. Ο Petrutio Ricci καταδικάστηκε επίσης[57], όπως και ένας νεαρός τρομπετίστας ο Petrutio Guidi Becci[58]. Ο τρομπετίστας τότε ήταν ένα δημόσιο αξίωμα΄ έπαιζε την τρομπέτα για να ειδοποιήσει τον κόσμο στις πλατείες όταν συνέβαιναν σημαντικά γεγονότα ή ανακοινώσεις. Βλέπουμε, ότι και το κατώτερο δημόσιο αξίωμα έπρεπε να είναι καλυμμένο από άτομο της αίρεσης. Μάλιστα στην καταδικαστική απόφαση αναφέρεται επίσης ως τοκογλύφος.
Το 1268 καταδικάστηκαν δεκατέσσερα μέλη της οικογένειας των Toste. Δύο από αυτούς, εκτός της αίρεσης ασκούσαν και την τοκογλυφία. Πρόκειται για τους Bartholomeo & Ranerio di Ranuccio[59]. Ένας από αυτούς, ο Cristoforo, ήταντοπικός αρχηγός της αίρεσης. Μαζί του καταδικάστηκαν ο γιος του Ranucetto και η κόρη του Tafura[60]. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός των άλλων στις ποινές των τοκογλύφων προβλέπονταν απαλοιφή των χρεών των οφειλετών τους, σοβαρότατο πλήγμα, όπως και οι κατασχέσεις.
Στις ίδιες καταδίκες του 1268 μπορεί να παρατηρηθεί ο σεκταριστικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων των επιφανών οικογενειών των Καθαρών. Η Berardina, χήρα του Johane Marini, καταδικάστηκε μετά θάνατον για αίρεση. Λίγο πριν το θάνατό της είχε λάβει το consolamentum από τον γιο της Rainuccetto[61]. Η διαθήκη της διαβάστηκε στην οικεία του Bartho di Pietro Saraceni. Στην κόρη της Tecta άφηνε τις οφειλές από το δάνειο κάποιου εμπόρου μαζί με τους τόκους και τα έσοδα από το μισό μερίδιο ενός κοπαδιού. Η Tecta ήταν σύζυγος του Bartolomeo Rainuti Toste, που σημαίνει ότι η Berardina ήταν πεθερά του. Έχουμε δηλ. μια συμμαχία Καθαρών οικογενειών μέσω γάμου. Ο Bartolomeo και ο αδερφός του καταδικάστηκαν επίσης για αίρεση. Δεν υπάρχει καταδίκη της Tecta[62]. Ο έμπορος στον οποίο είχε δανείσει η Berardina ήταν ο Giovanni Claruvisi. Μαζί με την γυναίκα του Vianese καταδικάστηκαν για αίρεση[63]. Προστιμήθηκαν 400 λίβρες. Ο Bartho di Pietro Saraceni, στο σπίτι του οποίου διαβάστηκε η διαθήκη της Berardina, καταδικάστηκε ως αιρετικός μαζί με την γυναίκα του Adalascia[64].
Οι υπόλοιποι καταδικασθέντες δεν έχουν τόσο εμφανή και στενή σχέση με τους επιφανείς αυτούς οίκους. Δεν ήταν, όμως, άγνωστοι μεταξύ τους. Ο Bartho Fancisci, ο οποίος καταδικάστηκε με την γυναίκα του Belverde και τον ανιψιό του Neri, ήταν γείτονας με τους Toste στη Santa Pace[65]. Ομοίως ο Ranerio Zamfongini ήταν γείτονας των Lupicini και των Toncelle στο Monte Rubiaglio, μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα ΒΔ του Ορβιέτο. Άλλοι ήταν έμποροι, μέλη της ίδιας συντεχνίας, όπως ο Ingilberto Tignosi, ο οποίος καταδικάστηκε μετά θάνατον. Ίσως να συνδέονταν με τον J. Tiniosi, τον αρχηγό των Καθαρών του κοντινού Viterbo, που αντιμάχονταν στις αρχές του αιώνα την πολιτική του Ιννοκέντιου στην πόλη του.
Μέχρι στιγμής αποκαλύφθηκαν τα διαπλεκόμενα κυκλώματα των Καθαρών που επηρέαζαν την πολιτική και το εμπόριο της πόλης. Ένα ακόμη κύκλωμα Καθαρών είχε απλωθεί στην παραγωγική οικονομία του Ορβιέτο. Πρόκειται για καλοστεκούμενους τεχνίτες, ιδιοκτήτες καταστημάτων στο κέντρο της πόλης και άλλων επαγγελματικών και ιδιωτικών ακινήτων. Το κύκλωμα αυτό συσπειρώνονταν γύρω από τις δραστηριότητες ενός Σιενέζου μέτοικου του Stradigotto. Αυτός ήταν γουναράς και είχε δικό του κατάστημα. Δεν είναι γνωστό αν μυήθηκε στον Καθαρισμό στην Σιένα ή στο Ορβιέτο. Η ανάκρισή του από τον Ιεροεξεταστή Fra Ruggiero δείχνει ότι κατοικούσε στην πόλη επί εικοσαετία. Η καταδίκη του περιελάμβανε και μια ομολογία πίστεως[66].
O Stradigotto μερίμνησε για την διάδοση της αίρεσης στην συντεχνία των γουναράδων, όπως και σε άλλες επαγγελματικές συντεχνίες. Έχουμε δηλαδή οριζόντια μετάδοση. Ο Amato ένας ακόμη Σιενέζος που κατοικούσε στο Ορβιέτο κατέθεσε ότι δέχθηκε δύο Καθαρούς Τέλειους στην οικία του, καθ’ υπόδειξη του Stradigotto. Άκουσε το κήρυγμά τους και τους απέτισε τιμή κατά τον τρόπο που του είχε δείξει αυτός[67].Άλλος ένας γουναράς, ο Blanco, ομολόγησε ότι παραβρέθηκε στο κήρυγμα ενός Φλωρεντίνου Καθαρού, του Nicola di Casalveri, ύστερα από πίεση του Stradigotto, και στην συνέχεια συνόδευσε την ομάδα των φιλοξενούμενων Καθαρών σε διάφορα μέρη[68]. Ο Nicola de Casalveri συναντήθηκε και με τους Benefactus & Rainerio Stephani, οι οποίοι καταδικάστηκαν για αίρεση[69]. Ο πρώτος ήταν υποδηματοποιός, ο δεύτερος σιδηρουργός.
Ένας άλλος γουναράς που καταδικάστηκε ως αιρετικός ήταν ο Vuscardo. Την χρονιά της καταδίκης του, το 1265, ήταν ήδη νεκρός. Το σπίτι του κατεδαφίστηκε και το οικόπεδο δόθηκε στην χήρα του Bellapratu, ως αποζημίωση για την προίκα της. Αυτή διέμενε με τον γιό της Frederico στη Serancia, ο οποίος ήταν επίσης γουναράς. Δώρισε το οικόπεδο στον γιό της, μια κίνηση που γεννά ερωτηματικά εφόσον θα την κληρονομούσε έτσι κι αλλιώς. Παρόντες και μάρτυρες της δωρεάς ήταν οι Blanco & Filippo Brusse, και οι δυο Καθαροί. Συμπεραίνεται ότι η δωρεά απέβλεπε στην αποφυγή της κατάσχεσης του οικοπέδου, σε περίπτωση καταδίκης της Bellapratu[70]. Πράγματι, τρία χρόνια μετά η Bellapratu, η νύφη της Grana και οι δύο μάρτυρες Blanco & Filippo Busse καταδικάστηκαν ως αιρετικοί. Οι δύο γυναίκες υποχρεώθηκαν να φορούν τον κίτρινο σταυρό στο στήθος, ενώ η περιουσία τους κατασχέθηκε. Ο Frederico δεν καταδικάστηκε και το πιθανότερο είναι ότι το οικόπεδο έμεινε στην κατοχή του.
Ο πληροφοριοδότης ήταν ο Filippo Busse. Δεν είναι γνωστό τι επαγγέλονταν. Είχε ένα σπίτι στο San Giovenale. Πριν την ομολογία πούλησε την οικία του, με τον Frederico εγγυητή. Όταν, αργότερα συνελήφθη και καταδικάστηκε για αίρεση, αποφασίστηκε η κατεδάφιση του σπιτιού επειδή σ’ αυτό είχαν γίνει consolamenta. Ο νέος αγοραστής έμεινε ν’ αναρωτιέται πως έπεσε θύμα απάτης, ενώ ο Filippo έμεινε με την ικανοποίηση ότι μπόρεσε να ρευστοποιήσει το ακίνητο. Με την ομολογία του ενέπλεξε τους γνωστούς του[71].
Οι γουναράδες ήταν μια ανερχόμενη επαγγελματική τάξη την εποχή. Αξιοποιώντας νέες τεχνικές στην επεξεργασία δερμάτων, κατάφεραν να ξεπεράσουν τις παλαιές προκαταλήψεις που υποτιμούσαν τα προϊόντα τους και να προσφέρουν συνδυασμούς γούνας με άλλα υφάσματα. Ουσιαστικά λάνσαραν νέα μόδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τέχνη τους να γίνει περιζήτητη και οι γουναράδες να ταξιδεύουν ή ακόμη και να μετοικούν σε άλλες πόλεις, όπως ο Stratigotto.Ταυτόχρονα, απέφευγαν την πιο βρώμικη βυρσοδεψία. Η εμπλοκή τους με το εμπόριο άνοιξε την πόρτα της συντεχνίας τους στον Καθαρισμό, όπως συνέβη και με τα άλλα είδη της υφαντουργίας. Το επικερδές εμπόριο ανέβασε την οικονομική τους κατάσταση και στο Ορβιέτο η συντεχνία απόκτησε φωνή στην πολιτική. Εξέλεγαν δικό τους σύμβουλο σε όλους τους πολιτικούς θεσμούς της διοίκησης[72].
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι Καθαροί κατάφεραν να διεισδύσουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της κοινωνίας και να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Θα επιχειρηθεί παρακάτω η επιβεβαίωση του συμπεράσματος αυτού μέσω των στοιχείων που μπορούμε να αντλήσουμε για άλλες σημαντικές πόλεις της Λομβαρδίας.
7.4.3 Η κατάσταση στην Φλωρεντία
Εφόσον ο Καθαρισμός επεκτάθηκε στο Ορβιέτο από την Φλωρεντία, είναι λογικό να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε, αν η μικρή κοινωνία του πρώτου αντέγραψε την μεγαλύτερη της δεύτερης. Η Φλωρεντία ως σημαντικότερη πόλησυνδέεται με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής με μια αμφίδρομη σχέση, η ζωή της δεν ακολουθεί μόνο την ιστορική εξέλιξη αλλά οι πολιτικές της αποφάσεις την καθορίζουν ως ένα βαθμό. Συνεπώς, σ’ αυτήν εμφανίζονται δύο χαρακτηριστικά, τα οποία δεν διέθετε το Ορβιέτο. Πρώτον, στην Φλωρεντία υπήρχε έδρα Καθαρού επισκόπου. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερο αριθμό πιστών και τα παραδείγματα έχουν μεγαλύτερη αντιστοιχία και βαρύτητα στην αναλογική κλίμακα. Δεύτερον, τα δύο κόμματα, οι Guelph και οι Ghibellines δίνουν πιο ενεργό ρόλο στον πάπα και τον αυτοκράτορα και τους επιτρέπουν να καθορίζουν μέσα από την δυναμική της αντιπαράθεσης ένα περιβάλλον εχθρικότερο στην ανάμειξη τρίτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Άρα οι Καθαροί, αν μπορούσαν να λάβουν μέρος στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων, αφενός μεν θα το είχαν κατορθώσει δυσκολότερα, αφετέρου θα μπορούσαν να επηρεάζουν επαγωγικά σημαντικότερα γεγονότα. Η δυσκολία των Καθαρών στην διείσδυση των κέντρων λήψης αποφάσεων, η οποία προέκυπτε από το άμεσο ενδιαφέρον των ανταγωνιστών τους αντισταθμίστηκε, όπως θα φανεί από δύο παράγοντες. Την εμβέλεια των προσώπων που έφεραν εις πέρας το έργο και την εκμετάλλευση του «πατριωτικού συναισθήματος», της επιθυμίας των τοπικών παραγόντων να καθορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, την αυτοδιάθεσή τους, όπως θα λέγαμε σήμερα, στο βαθμό βέβαια κάτι τέτοιο ήταν εφικτό σε μια μεσαιωνική πόλη.
Πηγή πληροφόρησης για τους Καθαρούς της Φλωρεντίας είναι τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, των ετών 1244-5[73]. Προϊστάμενος των ανακρίσεων ήταν τότε ο Fra Ruggiero Calgani, ο Δομινικανός τον οποίο είχε ξυλοκοπήσει στο Ορβιέτο ο Provenzano Lupicini. Στα αρχεία αυτά η αντιμετώπιση της αίρεσης είναι σκληρότερη από την αντίστοιχη στο Ορβιετό, έντεκα εκτελέσεις στην πυρά και πολλές άλλες καταδίκες.
Τα βαριά ονόματα των καταδικασθέντων δείχνουν μεγαλοαστούς, εμπόρους και τραπεζίτες. Η φαμίλια των Macci περιελάμβανε τραπεζίτες από το 1203. Κατείχαν ακίνητα στην κεντρική πλατεία Orsanmichele, μερικά από τα οποία νοίκιαζαν σε δημόσιες υπηρεσίες από το 1232[74]. Η γυναίκα του Cavalcante de Maccis είχε λάβει το consolamentum και η κόρη τους με τον άντρα της είχαν δεχθεί Τελείους[75]. Όπως υποδεικνύει το όνομα οι Macci είχαν συγγένεια με τους Cavalcanti, οικογένεια εμπόρων και τραπεζιτών[76].Ήταν κάτοχοι ενός πύργου στην νέα αγορά. Δύο μέλη της οικογένειας καταδικάστηκαν ως Καθαροί: ο Ugoccione είχε υπηρετήσει ως δημοτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εμπορικής συντεχνίας της Porta Santa Maria, το 1218΄ μαζί καταδικάστηκε και ο γιος του Herrigo.
Οι de Pulci ήταν άλλη μια επιφανής οικογένεια μπλεγμένη με την αίρεση. Ο Rinaldo de Pulci ήταν ιδιοκτήτης πύργου στην γειτονιά πίσω από την πλατεία που είναι σήμερα γνωστή ως Piazza Signoria και ιδρυτής της τράπεζας Pulci-Rimbertini. Κάποια Τέλεια, η Μαρία, μετά το consolamentum έμεινε στην οικία του για τέσσερις μήνες. Στο σπίτι πηγαινοέρχονταν συχνά Καθαροί[77]. Επίσης κάποιος Albano έλαβε το consolamentum στο σπίτι τους από τον Καθαρό επίσκοπο Torsello μαζί με μια γυναίκα, ονόματι Gemma de Caccialupis. Ο ίδιος ο Rinaldo ομολόγησε ότι είχε σχέσεις με τους Καθαρούς, επί δωδεκαετία, μέσω της γυναίκας του αδελφού του Tedora. Τους είχε σε εκτίμηση, τους θεωρούσε «καλούς ανθρώπους» και τους φιλοξενούσε τακτικά[78]. Οι Καθαροί κατέθεταν τα χρήματά τους σ’ αυτόν. Στην ομολογία του οι ανακριτές πρόσθεσαν ότι είχε λάβει το consolamentum από τον Torsello. Η Margherita, σύζυγος ενός των Pulci, είχε γνωρίσει πολλούς Τελείους στο σπίτι του Rinaldo και παραβρέθηκε σε δύο περιπτώσεις σε τελετή consolamentum.
Οι Pulci συνδέονταν με τους Nerli. Η Margherita προέρχονταν από αυτή την φαμίλια και ήταν αδελφή των Gherardo, Ghisola, Diana Avegnente και Sophia Nerli. Ο πατέρας τους λεγόταν Nerlo di Ottavante και είχε διατελέσει δικαστής στην Santa Cecilia το 1221[79].
Από τους Καθαρούς που καταδικάστηκαν το 1244-45 κάποιοι αποδείχθηκαν πιστωτές της αριστοκρατίας. Για παράδειγμα, ο Albizzo Tribaldi ήταν πιστωτής του κόμη Guido Guerra το 1240[80]. O Claro Mainetti υπηρέτησε ως φοροεισπράκτορας το 1242, επιφορτισμένος με την είσπραξη του καπνικού φόρου από την αριστοκρατία[81].
Η σπουδαιότερη ίσως φαμίλια τραπεζιτών ήταν οι de Baroni. Λόγω της επιφάνειάς τους έγιναν στόχος των ανακριτών το 1245 και τα δυο αδέλφια, Pace & Barone de Baroni κλήθηκαν να καταθέσουν. Ήταν ιδιοκτήτες διαφόρων ακινήτων στην Φλωρεντία, τα οποία φιλοξένησαν κατά καιρούς Καθαρούς και στέγασαν τις δραστηριότητές τους. Ο επίσκοπος Torsello τέλεσε το consolamentum πολλές φορές εντός αυτών. Οι καταθέσεις μαρτύρων, βεβαίωναν συνεστιάσεις και προσευχές αιρετικών[82]. Τρεις γυναίκες Τέλειες φιλοξενήθηκαν για τέσσερις μήνες και στο διάστημα αυτό δίδασκαν την αίρεση[83]. Δύο άνδρες Τέλειοι, δραπέτες από την φυλακή (πύργος Μαρινεττα), βρήκαν καταφύγιο σε οικία των de Baroni. O Fra Ruggiero συγκέντρωσε συνολικά καταθέσεις είκοσι δύο μαρτύρων εναντίον τους.
Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι ο Καθαρισμός στην Φλωρεντία, όπως και στο Ορβιέτο, βρήκε ανοικτό πεδίο στην μεγαλοαστική τάξη. Μένει τώρα να εξεταστεί αν και πως επηρέασε την πολιτική κατάσταση της πόλης. Στο Ορβιέτο, η εμπλοκή της μεγαλοαστικής τάξης συνδέθηκε με την άνοδο της κομμούνας της πόλης. Το Ορβιέτο, όμως, είχε στενή πολιτική οπτική λόγω του μικρού μεγέθους του και έπαιρνε κάποια αξία στα δρώμενα εξαιτίας των σχεδίων του πάπα γι’ αυτό. Αντίθετα η Φλωρεντία είχε μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική ζωή της Λομβαρδίας, όπως εξηγήσαμε και παραπάνω. Η εμπλοκή της μεγαλοαστικής τάξης συνδέθηκε με τις πολιτικές βλέψεις των Ghibellines και μέσω του κόμματός τους εκφράστηκαν τα συμφέροντά της. Έτσι, οι Nerli, οι Macci, οι Pulci, οι de Baroni, ήταν όλοι τους Ghibellines. Οκτώ από αυτούς εξοριστήκαν όταν επικράτησαν οι Guelph. Πέντε μέλη των Macci συμμετείχαν στο δημοτικό συμβούλιο, όταν ανέλαβαν την πόλη οι Ghibellines. Τρεις Pulci και τρεις Nerli υπηρέτησαν στα διοικητικά όργανα του κόμματος[84] και μαζί τους ο Chiaro Maineti, καταδικασμένος Καθαρός με διασυνδέσεις με την αριστοκρατική οικογένεια των Uberti[85].
Παρά την προτίμησή τους για τους Ghibellines, οι Καθαροί μεγαλοαστοί διατηρούσαν σχέσεις και με τους Guelph. Για παράδειγμα, ο μεγαλέμπορος Uguccione Cavalcanti θεωρούνταν Guelph. Επίσης ο Messer Albizo Tribaldi, καταδικασμένος αιρετικός, ήταν πιστωτής του αρχηγού των Guelph Guido Guerra[86]. Φρόντισαν δηλαδή να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, διατηρώντας σχέσεις και με τους Guelph, άσχετα αν την εποχή του ανταγωνισμού συντάχθηκαν με τους Ghibellines. Όταν φάνηκε ότι τελικά θα επικρατήσουν οι πρώτοι, οι σχέσεις αυτές διευρύνθηκαν. Έτσι, οι συνέταιροι των Pulci στην τράπεζα, ορκίστηκαν πίστη στον πάπα το 1263 και σχετίστηκαν με τους νέους προστάτες, τους Ανδεγαυούς[87]. Οι Nerli με την σειρά τους έγιναν μέλη των Guelph και το 1278 ανήλθαν στο συμβούλιο του κόμματος[88].
Ο Fra Ruggiero καταδίκασε τους de Baroni στις 25 Μαρτίου 1245 ως αιρετικούς[89]. Οι de Baroni έχαιραν της αυτοκρατορικής προστασίας και ο podestà, Pace Pesamigola, γόνος οικογένειας Γκιμπελλίνων της Bergamo ήταν εγκάθετός του. O Barone de Baroni ήταν μέλος του δημοτικού συμβουλίου εκείνη την περίοδο. O Ruggiero αποφάσισε την κατάσχεση της περιουσίας των καταδικασμένων de Baroni στις 11 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Ο podestà έστειλε την επομένη δύο αγγελιοφόρους μαζί με εκπρόσωπο της κομμούνας στο μοναστήρι των Δομινικανών, για να πιέσει τον ιεροεξεταστή ν’ ακυρώσει την απόφαση. Αλλά ο Ruggiero ήταν όργανο της πολιτικής του πάπα Ιννοκέντιου IV (1243-1254), ο οποίος είχε κηρύξει έκπτωτο και αιρετικό τον Φρειδερίκο ΙΙ Βαρβαρόσα στις 17 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, στην Α’ Σύνοδο της Λυών. Δεν αναγνώριζε την αρμοδιότητα του αυτοκράτορα στην Φλωρεντία. Κατηγόρησε τον podestà ως προστάτη των αιρετικών. Στις 24 Αυγούστου, την ημέρα της εορτής του Αγίου Βαρθολομαίου, ο επίσκοπος της Φλωρεντίας Ardingo και ο Fra Ruggiero αφόρισαν τον podestà, ενώπιον του εκκλησιάσματος. Σε αντίδραση ο podestà σήμανε την καμπάνα της κομμούνας και σήκωσε το λάβαρο της πολιτοφυλακής. Επιτέθηκαν στην εκκλησία και ξέσπασε εμφύλια διαμάχη, η οποία μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της πόλης. Ο επίσκοπος και ο ιεροεξεταστής αποτραβήχτηκαν στην πλατεία μπροστά από το δομινικανό μοναστήρι, φρουρούμενοι από ένοπλους υποστηρικτές τους και αφόρισαν ξανά τον Pace και τον Barone[90]. Τελικά επικράτησε η παράταξη των de Barone.
Το γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμονωμένο. Εντάσσεται στην ευρύτερη ένταση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις πάπα-αυτοκράτορα την περίοδο αυτή. Η πολιτική προτίμηση των Καθαρών ήταν αναμενόμενη. Συντεταγμένοι με τους Ghibellines έλπιζαν ότι η απομάκρυνση από την επιρροή της Ρώμης θα ήταν ευνοϊκή για την υπόθεσή τους. Η διαμάχη ήταν εν μέρει πολιτική εν μέρει εκκλησιαστική. Δεν υποστηρίζουμε ότι οφείλεται αποκλειστικά στην δράση της αίρεσης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αστείο. Εκείνο , όμως, που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά, είναι ότι οι Καθαροί δεν περίμεναν τις εξελίξεις, αλλά προσπάθησαν να τις κατευθύνουν προς την πλευρά τους. Η διαμάχη πάπα-αυτοκράτορα, επίσης είναι εν μέρει πολιτική, εν μέρει εκκλησιαστική και σ’ αυτήν ενεπλάκησαν πολλοί παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν και οι αιρετικοί. Εκείνο που επέτρεψε την εμπλοκή των Καθαρών στην διαμάχη, ήταν η υψηλή κοινωνική θέση και οικονομική επιφάνεια των μελών του. Όσο και αν θέλουμε να βλέπουμε διαμάχη κομμούνας-πάπα στις ιταλικές πόλεις και ν’ αποδίδουμε κοινωνικά και άλλα αίτια, η αλήθεια είναι ότι η κομμούνα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα πιόνι που χρησιμοποιήθηκε για την άσκηση κοινωνικής πίεσης. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τους αιρετικούς, αν δεν είχαν τόσο ισχυρά μέλη, τόσο ισχυρούς προστάτες. Οι μεγαλέμποροι και οι τραπεζίτες, η μεγαλοαστική τάξη των πόλεων αυτών, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί πιόνι. Προσπάθησε να γίνει ο τρίτος παίκτης και χρησιμοποίησε τις πολιτικές αναζητήσεις των κατοίκων για να το καταφέρει. Με τον τρόπο αυτό η αντιπαράθεση πάπα-αυτοκράτορα έγινε πολυεπίπεδη. Σε επίπεδο πόλεων οι Καθαροί καθόριζαν το περιβάλλον, αλλά τελικά η αναμέτρηση κρίθηκε σε ανώτερα επίπεδα κι έπρεπε να προσαρμοσθούν.
Οι Uberti (αναφέρθηκαν παραπάνω) ήταν αριστοκρατική οικογένεια της Φλωρεντίας, αφοσιωμένοι Ghibellines και καταδικάστηκαν για αίρεση το 1283 από τους Φραγκισκανούς της ΙεράςΕξέτασης που δρούσε την χρονιά εκείνη στην πόλη. Το 1258 ήταν η σειρά των Guelph ν’ αναλάβουν την διοίκηση της Φλωρεντίας, ύστερα από μια αιματηρή εξέγερση που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο μελών της οικογένειας. Την χρονιά εκείνη οι Ghibellines εξορίστηκαν και βρήκαν καταφύγιο στον μεγάλο αντίπαλο της Φλωρεντίας, τη Σιένα.
Ο Farinata degli Uberti (πραγματικό όνομα Manente degli Uberti), γεννήθηκε στην Empoli το 1212 και από το 1239 ήταν ο αρχηγός των Φλωρεντίνων Ghibellines. Εξορίστηκε μαζί με τους υπόλοιπους και βρήκε καταφύγιο επίσης στην Σιένα. Την ίδια εποχή βρισκόταν στην Νάπολι ο Μανφρέδος της Σικελίας, γιος του Φρειδερίκου ΙΙ Βαρβαρόσα. Καθώς οι Φλωρεντίνοι Guelphs ετοίμαζαν επίθεση κατά των Σιενέζων Ghibellines, οι τελευταίοι στράφηκαν στο Μανφρέδο για βοήθεια. Τους χορηγήθηκε μισθοφορικό βαρύ ιππικό. Η Φλωρεντία μαζί με τους συμμάχους της κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα στρατό που αριθμούσε 35.000 στρατιώτες. Οι δυνάμεις της Σιένα υστερούσαν κατά πολύ, καθώς μετά βίας έφθαναν τους 20.000 άνδρες.
Η Φλωρεντία επιτέθηκε στην Σιένα και η καθοριστική μάχη δόθηκε σε έναν λόφο, το Montapetri, στις 4 Σεπτεμβρίου. Παρά την αριθμητική υπεροχή, τα αμυντικά έργα της Σιένα κατάφεραν να κρατήσουν τους αντιπάλους όλη την ημέρα. Όταν η μέρα έκλινε προς το εσπέρας, οι δυνάμεις της Σιένα, με αρχηγό τον Farinata degli Uberti, επιχείρησαν αντεπίθεση. Για την κίνησή τους αυτή δεν στηρίχθηκαν στην πολεμική τους αρετή, αλλά στο σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Farinata. Στον στρατό των Φλορεντίνων υπήρχε ένας Εφιάλτης, ο Bocca degli Abati. Αυτός εμφανίζονταν ως Guelph, αλλά ήταν κρυφο-Ghibelline και κρυφο-Καθαρός. Είχε συνεννοηθεί με τον Farinata να προδώσει την παράταξή του, μόλις δίνονταν το σύνθημα, όπως και έπραξε. Το σύνθημα ήταν αυτό της αντεπίθεσης. Έτσι μόλις ο στρατός του Farinata εξήλθε από τις αμυντικές του θέσεις κι επιτέθηκε στους Φλωρεντίνους, ο Bocca επιτέθηκε στον σημαιοφόρο τους και του έκοψε το χέρι με αποτέλεσμα να πέσει το λάβαρο. Όταν οι μαχητές της Φλωρεντίας είδαν το λάβαρο να πέφτει, πίστεψαν ότι ο αρχηγός τους σκοτώθηκε, κατελήφθησαν από πανικό και υποχώρησαν άτακτα. Μέσα στην σύγχυση οι Ghibellines κατέκοψαν τους Guelph και όχι μόνο κέρδισαν την μάχη, αλλά ξαναπήραν τον έλεγχο της Φλωρεντίας.
Η νέα εποχή της διοίκησης των Καθαρών και των Ghibellines θα είχε καταλήξει σε τραγωδία για την Φλωρεντία, διότι προτάθηκε η κατεδάφιση της πόλης. Την έσωσε ο Farinata, ο οποίος αντιτάχθηκε σθεναρά στην πρόταση και αντιπρότεινε την κατεδάφιση των αμυντικών οχυρώσεων της πόλης. Οι νέες ρυθμίσεις στον τρόπο διοίκησης είχαν ως στόχο να επιτρέψουν στους Ghibellines να διατηρήσουν τον έλεγχο, αλλά τελικά οι Guelph επανήλθαν το 1266[91].
Από τα παραπάνω βγαίνειως συμπέρασμα ότι χάρη στις μυστικές συνεννοήσεις των Καθαρών των δύο παρατάξεων οι Ghibellines κέρδισαν την μάχη και ανακατέλαβαν την Φλωρεντία. Η μορφή του Καθαρού αρχηγού τους Farinata degli Uberti θυμίζει την μορφή του μασόνου επαναστάτη Γαριβάλδη, ο οποίος κατέλαβε το 1860 το μεγαλύτερο μέρος του Παπικού Κράτους, περιορίζοντας την εξουσία του πάπα μόνο στην Ρώμη. Η αγώνας που ξεκίνησε τον ΙΓ’ αι. για την δημιουργία του Παπικού Κράτους, τελείωσε οριστικά τον ΙΘ’ με την κατάλυσή του. Σημαντικός παράγοντας και στις δύο περιπτώσεις η αίρεση, η οποία τελικά πήρε την ρεβάνς αρκετούς αιώνες μετά.
7.4.4 Η περίπτωση του Ezzelino III da Romano
Το αντάλλαγμα για την υποστήριξη των Καθαρών στο κόμμα του Γερμανού αυτοκράτορα ήταν προστασία από την Ιερά Εξέταση και ελευθερία κινήσεων, στις περιοχές που υπάγονταν μέσω των ενεργειών των αιρετικών στην αρμοδιότητα του. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την περίπτωση του Ezzelino III da Romano[92]. O Ezzelino δεν ήταν απλώς ένα μέλος του κόμματος των Ghibelines. Ήταν ένας ψυχρός υπολογιστής και φιλόδοξος τοπικός άρχοντας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως podestà στην Βερόνα. Το 1232 εγκαινίασε την συνεργασία του με τον Φρειδερίκο ΙΙ, μια συνεργασία που διήρκησε μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα. Ο Φρειδερίκος του έδωσε μια νόθα κόρη του, ως σύζυγο. Σε αντάλλαγμα ο Ezzelino πολέμησε γι’ αυτόν και του πρόσφερε την Βερόνα, μια πόλη κλειδί στον δρόμο από τη Γερμανία στην Ιταλία. Ο Φρειδερίκος χρειάζονταν την Βερόνα και βοήθησε τον γαμπρό του να την κρατήσει. Ο Ezzelino εξελίχθηκε σε άνθρωπο του αυτοκράτορα στην Λομβαρδία. Όταν ο δεύτερος κατέλαβε την Vicenza την έδωσε στον Ezzelino. Αυτός με την σειρά του κατέλαβε την Πάδοβα το 1241 και στην συνέχεια την Trevizo. Έτσι, έφθασε να διοικεί μια μεγάλη και σημαντική περιοχή με τα όπλα, προσφέροντας με την σειρά του ένα σταθερό περιβάλλον που επέτρεψε στους μεγαλοαστούς να κτίσουν ισχυρές επιχειρήσεις και στους Καθαρούς να διαδώσουν την αίρεσή τους ανενόχλητοι.
Στην επικράτειά του διοικούσε ως δικτάτορας. Όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στο πρόσωπό του. Συνεπώς δεν ανέχονταν τους ιεροεξεταστές, διότι θεωρούσε ότι η δράση τους μείωνε την αρμοδιότητά του. Δεν τον ενδιέφερε ο αφορισμός. Η μόνη περίπτωση, κατά την οποία χρειάστηκε τον πάπα ήταν για ν’ ακυρώσει τον γάμο του με την Isotta Lancia και να μπορέσει να παντρευτεί την κόρη του Φρειδερίκου. Στην περιοχή του οι καθολικοί επίσκοποι μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο τους, με την προϋπόθεση να μην διώκουν τους αιρετικούς. Σε αντάλλαγμα τους απάλλασσε από την κηδεμονία του πάπα, αφήνοντάς τους ελεύθερους και ανενόχλητους από τις παπικές δολοπλοκίες. Η διοίκηση του χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους του ως τυραννική. Ο Albertino Mussato τον παρουσιάζει ως τον Αντίχριστο. Το έργο του Eccerinus, το οποίο θεωρείται ως η πρώτη αναγεννησιακή ιταλική τραγωδία γραμμένη το 1315, βασίζεται εξολοκλήρου στην καριέρα του Ezzelino.Ο Δάντης στην Θεία Κωμωδία του, τον τοποθετεί στον Έβδομο Κύκλο της Κολάσεως (Inferno XII.109). Για τους νεώτερους ιστορικούς, όπως ο Jacob Burkhardt[93], αποτελεί το υπόδειγμα του μακιαβελικού τύπου ηγεμόνα.
Στο θέμα της ανοχής της αίρεσης, ο Ezzelino ακολουθούσε την πολιτική του πατέρα του. Ο Ezzelino II πέθανε αφορισμένος επειδή στην περιοχή του προστάτευε τους αιρετικούς. Η διαφορά πατέρα και γιού ήταν ότι ο δεύτερος διοικούσε μεγαλύτερη και σημαντικότερη περιοχή. Η άνεση στην ελευθερία των κινήσεων των Καθαρών αντανακλούσε και στην συμπεριφορά των μεγαλοαστών, όσων είχαν ενδώσει στην αίρεση. Για παράδειγμα ο Pietro Gallo ήταν γόνος μιας από τις επιφανέστερες οικογένειες της Vicenza. Αρχικά έγινε filius major του Καθαρού επισκόπου της πόλης Nicola, και στην συνέχεια Καθαρός επίσκοπος. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στις υπόλοιπες ιταλικές πόλεις, ακόμη και αν η Ιερά Εξέταση ήταν ανεπιθύμητη, διότι εκεί φρόντιζαν να τηρούν τουλάχιστον τα προσχήματα, εμπλεκόμενοι αφανώς με την πολιτική. Αντίθετα, στην επικράτεια του Ezzelino κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο, κυρίως διότι η τυραννική διοίκησή του είχε καταργήσει το popolo και όλες τις δημοτικές εξουσίες. Οι διαπλεκόμενες συναλλαγές καθορίζονταν από τον ίδιο, δεν χρειαζόταν να παραμυθιαστεί η κοινή γνώμη. Με αυτές τις προϋποθέσεις, η περιοχή είχε καταστεί καταφύγιο για τους Καθαρούς της Ευρώπης, ειδικά αυτούς της Languedoc, οι οποίοι διώκονταν σκληρά την ίδια περίοδο. Ο Ιννοκέντιος ΙV πίστεψε ότι το μοναστήρι του S. Pietro είχε πέσει στα χέρια των Καθαρών, για να μπορούν οι Τέλειοι να ζουν την ασκητική ζωή τους. Η υποψία παρέμεινε ακόμη και μετά τον θάνατο του Ezzelino το 1259.
Η συμμαχία του Ezzelino με τον Oberto Pallavicino της Κρεμόνα το 1254, και η εξ αυτής ενδυνάμωση της θέσης του, οδήγησε τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της Λομβαρδίας σε μια συμμαχία εναντίον του.Ο Oberto ήταν υποστηρικτής του Φρειδερίκου ΙΙ από το 1234. Το 1250 ξεκίνησε την δική του εκστρατεία για την υποταγή των γύρω πόλεων και κατάφερε να φέρει υπό την εξουσία του τις Πάρμα, Παβία, Brescia και Piacenza, την περιοχή του μέσου Πάδου. Αντέγραψε την πολιτική του Ezzelino στο θέμα των αιρέσεων. Επί της εποχής του οι Καθαροί της Κρεμόνα απέκτησαν προστασία και ελευθερία κινήσεων. Ακόμη και όταν αργότερα στράφηκε εναντίον του Ezzelino και συνεργάστηκε με τον πάπα, οι Καθαροί εξακολούθησαν ν’ απολαμβάνουν την ασυλία που τους πρόσφερε.
Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του προστάτη του Φρειδερίκου ΙΙ, ο Ezzelino αφορίστηκε από τον πάπα Αλέξανδρο ΙV. Ο τελευταίος έστειλε νέο επίσκοπο στην Vicenza, τον δομινικανό Βαρθολομαίο της Breganza. Την επόμενη χρονιά κήρυξε σταυροφορία εναντίον του, με αρχηγό τον αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, Φίλιππο της Pistoia. Η σταυροφορία απέτυχε και ο αρχιεπίσκοπος αιχμαλωτίστηκε. Η Brescia αποδείχθηκε το μήλο της έριδος στις σχέσεις του Ezzelino με τον Oberto. Όταν αρνήθηκε να την παραδώσει στον Oberto, αυτός στράφηκε σε συμμαχία με τον πάπα και υποστήριξε ανοικτά τους Guelph εναντίον του. Το 1259 ο Ezzelino επιτέθηκε στο Μιλάνο, αλλά τραυματίστηκε από σαϊτιά στο Cassano d’ Adda και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Αιχμαλωτίστηκε κοντά στο Bergamo και παρότι του παρασχέθηκε ιατρική φροντίδα πέθανε σύντομα.
Ο Βαρθολομαίος αποδείχθηκε ο κατάλληλος επίσκοπος για ν’ αντιμετωπίσει τους Καθαρούς στην Vicenza, μετά τον θάνατο του Ezzelino. Ο Καθαρός επίσκοπος Pietro Gallo είχε καθαιρεθεί για λόγους πορνείας[94]. Στην θέση του είχε ανέβει ο Viviano Boglo, ο οποίος συνελήφθη, δραπέτευσε και τελικά εκτελέστηκε δια πυρός στην Πάδοβα[95]. Δύο διάκονοι και οκτώ ακόμη αιρετικοί κάηκαν στην Vicenza, την περίοδο της δράσης του Βαρθολομαίου[96].
7.4.5 Η αναστροφή του κλίματος
Όταν οι Ghibellines κατέλαβαν την εξουσία στην Φλωρεντία έκαναν ένα μοιραίο λάθος. Εξόρισαν τους Guelph τραπεζίτες. Οι τελευταίοι βρήκαν καταφύγιο στο Arras και στο Παρίσι. Αντίστοιχα οι εξόριστοι Guelph Σιενέζοι τραπεζίτες βρήκαν καταφύγιο στην Αγγλία. Το 1262 οι Ghibellines κατέλαβαν την εξουσία στη Ρώμη κι έδιωξαν τον πάπα Ουρβάνο IV, ο οποίος κατέφυγε στο Viterbo και ύστερα στο Ορβιέτο. O Μανφρέδος, θείος του νόμιμου αλλά ανήλικου διαδόχου και εγγονού του Φρειδερίκου ΙΙ, Κορραδίνου, ένιωθε αρκετά ισχυρός και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς των Δύο Σικελιών. Επόμενο ήταν να σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις με τον πάπα και ο Ουρβάνος ξεκίνησε την αναζήτηση ενός νέου συμμάχου.
Τον βρήκε στο πρόσωπο του Καρόλου Ανδεγαυού, κόμη της Προβηγκίας από τα κληρονομικά δικαιώματα της συζύγου του. Ο Κάρολος ήταν νεότερος αδελφός του Φράγκου μονάρχη Λουδοβίκου ΙΧ, χωρίς κληρονομικά δικαιώματα και σε αναζήτηση βασιλείου. Έχει αποδειχθεί ότι τον Κάρολο έφεραν σε επαφή με τον επίσης Φράγκο πάπα Ουρβάνο (το κοσμικό του όνομα ήταν Jacques Pantaléon και καταγόταν από την Troyes) οι εξόριστοι τραπεζίτες της Φλωρεντίας[97]. Η συμμαχία των δύο αποδείχθηκε επιτυχημένη και καρποφόρα. Μετά από διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε σε γενικές γραμμές, ο Κάρολος να κερδίσει με κατάκτηση το στέμμα της Νάπολης και της Σικελίας και ν’ αναγνωρίσει τον πάπα ως επικυρίαρχό του, να μην επεκτείνει την εξουσία του στην κεντρική και βόρεια Ιταλία, αλλά να βοηθήσει τον πάπαεπικρατήσει στις περιοχές αυτές.
Τα γεγονότα είναι πολυσυζητημένα[98]. Ο Κάρολος αποβιβάστηκε στην Ιταλία το 1265, παρά τον αποκλεισμό του Μανφρέδου και νίκησε τον Γερμανό σφετεριστή στην μάχη του Benevento στις 26 Φεβρουαρίου του 1266. Στην συνέχεια νίκησε τον Κορραδίνο, στην μάχη του Tagliacozzo στις 23 Αυγούστου του 1268. Ο τελευταίος των Hohenstaufen κατέφυγε στην Ρώμη, αιχμαλωτίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη αξία είναι το πώς κατάφερε να μεταφέρει τα στρατεύματά του ο Κάρολος διαμέσου της εχθρικής Λομβαρδίας, δημιουργώντας ένα δίκτυο συμμαχιών και ανατρέποντας της καθεστηκυία τάξη. Για να το πετύχει ήταν απαραίτητο να βρεθούν οι οικονομικοί πόροι. Βέβαια, ο Ουρβάνος και ο διάδοχός του Κλήμης IV είχαν κηρύξει σταυροφορία, είχαν θέσει την δεκάτη στην διάθεση των στρατιωτικών επιχειρήσεων,αλλά χρειαζόταν χρόνος για να συγκεντρωθούν οι φόροι, τη στιγμή που τα γεγονότα πίεζαν για άμεση δράση.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο ο Κάρολος εξασφάλισε αρχικά την ουδετερότητα του κόμη της Σαβοΐας και συμμάχησε με τον Μαρκήσιο Μομφερατικό. Τον Ιανουάριο του 1265 ενίσχυσε τους δεσμούς του με την φαμίλια των Torriani που ήλεγχαν το Μιλάνο, την Bergamo, το Como, στέλνοντας τον Barral de Les Baux με μια ίλη ιππικού για να τους βοηθήσει. Με την απελευθέρωση της Emilia κέρδισε ως αντάλλαγμα την ελεύθερη δίοδο από την Φερράρα, την οποία έλεγχαν οι Este ( να σημειωθεί ότι ο αρχηγός των παπικών δυνάμεων ήταν ο Azzo d’ Este) και από το 1264 είχαν ονομαστεί λόρδοι. Η Γένοβα ήταν σε ρήξη εκείνη την εποχή με τον Μανφρέδο, διότι είχαν ξεγελαστεί να συμμετάσχουν σε σχέδιό του για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης ενάντια στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το σχέδιο ανακαλύφθηκε και ο Αυτοκράτορας ανακάλεσε τα προνόμια των Γενοβέζων στην Πόλη, αυτά που είχαν συμφωνηθεί με την Συνθήκη του Νυμφαίου. Για να ξαναπάρουν πίσω τα προνόμια έπρεπε να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τον Μανφρέδο, οπότε επέτρεψαν στον Κάρολο να περάσει ανενόχλητος από την περιοχή τους. Έτσι ο δρόμος από το Πεδεμόντιο και τη Λομβαρδία ήταν ανοικτός. Έπρεπε, όμως να βρεθούν και τα κατάλληλα κεφάλαια.
Όπως προέβλεπε η συμφωνία, το οικονομικό βάρος της εκστρατείας έπεφτε στην εκκλησία της Φραγκίας, δηλ στις επισκοπές των κομητειών Venaissin, Hainault και τη Αόστα. Αλλά την στιγμή που ο Κάρολος έπρεπε να δράσει δεν είχαν μαζευτεί οι φόροι. Η μόνη λύση ήταν οι τραπεζίτες της Τοσκάνης. Ο πάπας δανείζονταν από αυτούς εδώ και χρόνια και εξαιτίας των χρεών του δεν ήταν πρόθυμοι να τον πιστώσουν με μεγαλύτερα ποσά, φοβούμενοι ότι η αποπληρωμή θα εξαρτιόταν από την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας. Ο πάπας έλπιζε ότι το θησαυροφυλάκιο της Φραγκίας θα ήταν ανοικτό για τον αδελφό του βασιλιά, αλλά οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Ο Λουδοβίκος πρόσφερε 4000 ασημένια μάρκα, τα οποία δεν ήταν αρκετά ούτε στο ελάχιστο. Όταν έφθασε ο Κάρολος στη Ρώμη, ο πάπας του είχε προσφέρει 20.000 tournois αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά. Τελικά ο Κάρολος και ο πάπας συμφώνησαν να υποθηκεύσουν κάποιους ναούς στην Ρώμη για να μπορέσουν να πάρουν δάνειο 62.000 tournois. Επίσης ο Κάρολος επέμενε στην οικονομική συμμετοχή των Φλωρεντίνων και Σιενέζων ταπεζιτών, και είχε δίκιο διότι ευθυγράμμισε τα συμφέροντά του μαζί τους, κι ας ήταν Ghibellines. Στους τραπεζίτες της Τοσκάνης υποθηκεύθηκαν οι φόροι από την είσπραξη της δεκάτης των εκκλησιών της Φραγκίας. Ταυτόχρονα, παραχωρήθηκαν ειδικά προνόμια σ’ αυτούς από την στιγμή που το βασίλειο θα καταλαμβάνονταν από τον Κάρολο. Στην πραγματικότητα, όλο το οικονομικό και εμπορικό μέλλον του βασιλείου των Δύο Σικελιών υποθηκεύτηκε στους τραπεζίτες πριν καν αυτό γεννηθεί[99]. Μόλις στα μέσα του ΙΔ’ αι. κατάφερε ο Ροβέρτος Ανδεγαυός να ξεπληρώσει το δάνειο που είχε συνάψει ο πρόγονός του. Στο ενδιάμεσο οι συνέταιροι των Nerli, για τους οποίους κάναμε νύξη παραπάνω έκτισαν ισχυρές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και σπουδαία ονόματα, όπως οι Bardi, oι Peruzzi και οι γνωστοί από την Φραγκοκρατία στην ελληνική επικράτεια, Ατσαγιόλι(Acciaiuoli, δούκες Αθηνών).
Όλη η οικονομική ζωή του Mezzogiorno πέρασε στα χέρια των τραπεζιτών, το εμπόριο του χρήματος, τα δημόσια οικονομικά, τα δάνεια προς την αυλή και τους βαρόνους, τις πόλεις και τους εμπόρους, η καταθέσεις της εκκλησίας, η είσπραξη φόρων και διοδίων, ακόμη και η πληρωμή των στρατιωτών. Η εκμετάλλευση φυσικών πόρων και το εμπόριο των «ευαίσθητων» ή «στρατηγικών» αγαθών γινόταν μόνο από τους πελάτες (clientele) τους εμπόρους. Επίσης όριζαν δικούς τους ανθρώπους σε ευαίσθητες θέσεις της αυλής, όπως συμβούλους, οικονόμους και θαλαμηπόλους[100]. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι η προσπάθεια επιβολής του παπισμού και ο πόλεμος, στον οποίο κατέληξε, απέβη κερδοφόρος για την μεγαλοαστική τάξη κάποιων ιταλικών πόλεων (στην μοιρασιά συμμετείχαν Γενοβέζοι, Βενετοί και Πιζάνοι, ανταγωνιζόμενοι του Φλωρεντίνους του Σιενέζους) που μέχρι τότε βοήθησαν την σταθεροποίηση της κατάστασης εναντίον του Ρωμαίου Ποντίφικα, με την προώθηση των σχεδίων των Καθαρών, κι έτσι έδεσαν με τοκοχρεολύσια την Αγία Έδρα και την Αυλή της Νάπολης. Συνηθίζεται να λέγεται ότι η πολιτική του πάπα χρησιμοποίησε την αίρεση ως αφορμή για την επιβολή της. Πρέπει να συμπληρωθεί και το ότι η μεγαλοαστική τάξη έκανε το ίδιο για να παρασύρει εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες σε ένα κερδοφόρο για την ίδια παιχνίδι ανταγωνισμού και να επιβάλλει τα δικά της συμφέροντα. Παροτρύνουμε τον αναγνώστη να εξετάσει, ποιοι τελικά αποτελούσαν αυτή την μεγαλοαστική τάξη, πηγαίνοντας λίγο πίσω την εξέταση του θέματος, και να θυμηθεί γιατί η τοκογλυφία, που ασκούνταν από συγκεκριμένες ομάδες την προηγούμενη εποχή, ήταν καταδικαστέα από την Εκκλησία και γιατί το εμπόριο το οποίο ασκούνταν επίσης από συγκεκριμένες ομάδες, θεωρούνταν ως απαξιωμένη υπόθεση, για να καταλάβει τελικά, ποιοι προώθησαν και χρησιμοποίησαν την αίρεση για την επίτευξη των στόχων τους[101].
Η επιτυχία του Καρόλου Ανδεγαυού συνοδεύτηκε από άνοδο της δύναμης των Γουέλφων στις ιταλικές πόλεις. Άνοιξε τις πύλες στους ιεροεξεταστές, οι οποίοι επανήλθαν σε όσες πόλεις τους είχαν διώξει[102]. Η αλλαγή της κατάστασης δεν έγινε ευχάριστα δεκτή στο Ορβιέτο, όπου οι Γιβελλίνοι με αρχηγό του οίκου των Filippeschi, αρνήθηκαν να δεχθούν τον Κάρολο κατά την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην πόλη το 1268. Μάλιστα οι κάτοικοι απείλησαν ότι θ’ αντισταθούν ένοπλα. Η απειλή δεν πραγματοποιήθηκε, έμεινε μόνο στα λόγια. Εντέλει δέχθηκαν τον Κάρολο και μαζί τους ιεροεξεταστές, όπως δέχθηκαν και τον περιορισμό της εξουσίας της κομμούνας και της σταδιακής αντικατάστασης του popolo στα δημόσια αξιώματα από ανθρώπους της αριστοκρατίας[103].
Ήδη από το 1265, μετά την άφιξη του Καρόλου στην Ιταλία, είχε επιχειρηθεί μια πρώτη προσπάθεια καταδίκης Καθαρών στο Ορβιέτο από τον Φραγκισκανό Fra Jordano. Κάποιες καταδίκες του 1268 αφορούσαν υποθέσεις προγενέστερες. Από τους καταδικασθέντες το 1265 οι περισσότεροι είχαν υποτροπιάσει μετά την αναχώρηση του ιεροεξεταστή και συνέχισαν την αιρετική ζωή τους. Το 1268, αυτοί που ανέλαβαν υπηρεσία στο Ορβιέτο ήταν ντόπιοι, ο Fra Bartolomeo της Amelia και ο Fra Benvenuto του Ορβιέτο. Γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις πολύ καλά, οπότε οι ανακρίσεις τους ήταν συγκεκριμένες. Ήξεραν ποιον να καλέσουν και τι να ρωτήσουν. Καταδίκασαν τους ενόχους με βάσει συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες βρήκαν στοιχεία, όχι βάσει πεποιθήσεων. Έγινε λεπτή δουλειά για να μην προκληθούν αναταράξεις με πολιτικό αντίκτυπο. Έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι αυτές οι καταδίκες ήταν πολιτικής και όχι θρησκευτικής φύσεως και μέσω αυτών οι Γουέλφοι πήραν εκδίκηση. Αυτό δεν ισχύει για το Ορβιέτο. Οι περισσότεροι καταδικασθέντες ήταν νεκροί. Όσοι καταδικάστηκαν είχαν συγκεκριμένες πράξεις στο κατηγορητήριο, στοιχειοθετημένες βάσει ομολογιών. Και βέβαια, ο αρχηγός του popolo, Καθαρός Domenico Toncelle, δεν καταδικάστηκε, όχι γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία, αλλά για ν’ αποφευχθεί η αναταραχή.
Οι καταδίκες ήταν πολύ προσεγμένες. Από τις 25 καταδίκες οι δώδεκα αφορούσαν νεκρούς. Από τα υπόλοιπα δεκατρία άτομα, μόνο εννέα ήταν παρόντες στην ανακοίνωση της απόφασης στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου. Από το σύνολο των καταδικασθέντων οι δέκα δεν είχαν περιουσία για κατάσχεση ή κατεδάφιση. Οι καταδίκες στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν ο κίτρινος σταυρός στο στήθος, προσκυνηματικά ταξίδια και πρόστιμα σε όσους είχαν δυνατότητα πληρωμής. Στις περιπτώσεις που ο ένοχος ήταν πολίτης και όχι απλώς κάτοικος, η καταδίκη σήμαινε απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτομάτως όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις που τον αφορούσαν ακυρώνονταν, όπως και οι διαθήκες και φυσικά έχανε οποιαδήποτε δημόσια θέση τύχαινε να κατέχει. Αν κάποιος χρωστούσε χρήματα σε καταδικασμένο, το χρέος μηδενίζονταν, εφόσον το σχετικό χρεόγραφο ήταν άκυρο και ο δανειστής δεν μπορούσε να το διεκδικήσει. Στις κατασχέσεις του 1268 μερίδιο είχαν η Εκκλησία και η κομμούνα της πόλης. Από την αριστοκρατία μόνο ένας τιτλούχος καταδικάστηκε ο Messer Jacobo Arnuldi. Αφορίστηκε γιατί είχε δεχθεί Τέλειους στο παλάτι του[104].
O Messer Munaldo Ranieri Stefani, θησαυροφύλακας το 1245 (αναφέρθηκε παραπάνω), είχε ένα γιο τον Messer Rainerio Munaldi Rainerii Stephani[105]. To 1268 ήταν Capitano del popolo (ο πατέρας). Το 1265 ο γιος είχε ομολογήσει στον Fra Jordano ότι είχε μιλήσει με Καθαρούς Τελείους στο Monte Marano και στο Castellonchio σχετικά με μια αναπηρία του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε πιστός. Ο Fra Jordano τον απάλλαξε για λόγους δικούς του. Το 1268 αποδείχθηκε ότι ο γιος ήταν πολύ περισσότερο μπλεγμένος με την αίρεση απ’ όσο ο ίδιος παραδέχονταν. Ήταν πιστός, είχε ακούσει κηρύγματα Τελείων και τους είχε αποδώσει τιμές. Μάλιστα, χρωστούσε χρήματα σε κάποιους από αυτούς, όπως στον Stradigotto. Καταδικάστηκε να φορέσει το σταυρό, αλλά οι ιεροεξεταστές κινούμενοι με περίσκεψη εξαιτίας των ισχυρών συγγενών του, δεν προχώρησαν σε κατάσχεση ή πρόστιμο.
Ο Rainerio αγνόησε την ποινή και δεν φόρεσε τον σταυρό. Δεκαοκτώ μέρες μετά και εφόσον εξακολουθούσε να μην εκπληρώνει την ποινή, οι ιεροεξεταστές του έβαλαν πρόστιμο 1000 λίβρες. Τελικά πλήρωσε το πρόστιμο. Σε αυτό παρακινήθηκε από την οικογένειά του που φοβόταν μήπως οι ιεροεξεταστές προχωρήσουν σε κατάσχεση. Ο Messer Rainerio παρέμεινε ένας από τους πλουσιότερους ιδιοκτήτες γης του Ορβιέτο. Κράτησε τον τίτλο του και σε απογραφή του 1292 διέθετε πάνω από 320 εκτάρια γης[106]. Παραμένει ερώτημα αν απαρνήθηκε την πίστη του. Αν όχι τότε το έκρυψε πολύ καλά διότι δεν απασχόλησε ξανά την Ιερά Εξέταση.
Δεν ήταν ούτε οι καταδίκες ούτε η σύντομη στρατιωτική παρουσία του Καρόλου Ανδεγαυού στο Ορβιέτο, ο παράγοντας που μετέστρεψε το κλίμα στην πόλη υπέρ του παπισμού. Ήταν η συχνή και έντονη παρουσία της παπικής κούρια, της παπικής αυλής. Ήδη από την εποχή του πάπα Ουρβάνου ΙV, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η κούρια μεταφέρονταν εξ ανάγκης στο Ορβιέτο. Μετά την επικράτηση του Καρόλου η εκκλησιαστική και δημοτική εξουσία σχεδόν ταυτίστηκαν. Τα δημόσια αξιώματα πέρασαν από τα χέρια των Καθαρών στα χέρια των παπικών. Η συχνή παρουσία των ποντίφικων, όπως του Γρηγορίου X, του Φράγκου Μαρτίνου IV, του πρώτου Φραγκισκανού πάπα Νικόλαου IV και του Βονιφάτιου VIII, είχε καταλυτική επίδραση στην αλλαγή του χαρακτήρα της πόλης. Η ίδια η κούρια αποτελούνταν από ένα σύνολο 200 μισθωτών υπαλλήλων και οι παρατρεχάμενοι υπολογίζονται σε 500-600 άτομα[107]. Μια τέτοια επιβλητική παρουσία είναι αναμενόμενο να έχει και το ανάλογο αντίκτυπο, πραγματικό και αισθητικό.
Για την διαμονή των σημαντικών προσωπικοτήτων της αυλής κτίστηκαν δύο νέα παλάτια και μαζί με τον καθεδρικό ναό δημιούργησαν ένα τεράστιο κτηριακό συγκρότημα. Στα καταλύματα αυτά έμεναν και σημαντικοί επισκέπτες, όπως ο Κάρολος και η δική του αυλή, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη τρεις φορές΄ αρχικά το 1268, μετά κατά την διάρκεια της διαμονής του πάπα Γρηγορίου Χ, μεταξύ 1272-1272, και τέλος κατά την μακρά παραμονή του Μαρτίνου ΙV το 1281-1282[108]. Η πόλη απέκτησε κοσμοπολίτικη όψη με ανάλογα οφέλη για τους κατοίκους. Για παράδειγμα η αξία των ενοικιοστασίων διπλασιάζονταν κατά την διάρκεια της παραμονής του πάπα, την στιγμή που η ζήτηση προϊόντων πολυτελείας εκτοξεύονταν στα ύψη. Παρά τις συνεχιζόμενες εναγώνιες αναζητήσεις για συγκεκριμένη εξουσία, το popolo του Ορβιέτο πρόσφερε θέση στο συμβούλιο τον Επτά στους πάπες Μαρτίνο IV, Νικόλαο IV και Βονιφάτιο VIII΄ αυτοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους δι’ αντιπροσώπου. Το 1301 το συμβούλιο εξέλεξε τον Βονιφάτιο VIII capitano del popolo. Το Ορβιέτο έγινε υπόδειγμα σύμπνοιας μεταξύ της δημοτικής και της παπικής εξουσίας. Η μόνη σοβαρή αντίδραση ήταν του 1277, όταν μια ομάδα 29 μελών των σωματείων αποφάσισαν σε μυστική συνεδρίαση ν’ αρνηθούν την παροχή στέγης σε ξένους επισκέπτες. Δέχθηκαν πρόστιμο από την ίδια την κομμούνα για προσβολή της πόλης[109].
7.4.6 Η αντιμετώπιση των Καθαρών στις άλλες ιταλικές πόλεις
Δεν είχαν όλες οι ιταλικές πόλεις την δυνατότητα να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους με τον πάπα, ούτε και το επιθυμούσαν. Επίσης δεν γειτόνευαν όλες με την Ρώμη, όπως το Viterbo και το Ορβιέτο. Στο Βορρά η δράση της Ιεράς Εξέτασης ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση των Καθαρών και σε κάποιες περιπτώσεις εξακολουθούσε να προκαλεί λαϊκές κυρίως αντιδράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οφείλονται σε αίσθημα αδικίας για τις ποινές ή σε κρυφο-καθαρισμό.
Στην Vicenza, όπως είδαμε, τον αντιαιρετικό αγώνα ανέλαβε ο επίσκοπος Βαρθολομαίος. Μεταξύ των ανθρώπων που κλήθηκαν για ανάκριση ήταν και ο Marco Gallo, συγγενής του πρώην Καθαρού επισκόπου Pietro Gallo και υποστηρικτής του Ezzelino. Παρά το βαθύ αιρετικό υπόβαθρο της ζωής του, κατάφερε να πείσει τον επίσκοπο ότι δεν ήταν αιρετικός με μια απλή υπερασπιστική γραμμή. Επικαλέστηκε τον γάμο του, όταν ήταν γνωστό ότι οι Καθαροί δεν παντρεύονταν. O Marco έπεισε το 1269, αλλά το 1287 ανακινήθηκε πάλι η υπόθεση, ίσως, εξαιτίας καινούργιων στοιχείων που ήρθαν στα χέρια του τότε ιεροεξεταστή Φιλίππου της Μάντοβα. Ο Marco ήταν νεκρός και αυτή την φορά οι κληρονόμοι του για να γλιτώσουν την κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων επικαλέστηκαν ξανά τον έγγαμο βίο του και το ότι είχε λάβει τα παπικά μυστήρια την ώρα του θανάτου του. Ο Marco είχε φροντίσει να τους αφήσει άλλο ένα χαλκευμένο πειστήριο αθωότητας. Ωστόσο η εξεταστική επιτροπή δεν εξαπατήθηκε για δεύτερη φορά[110]. Κάποιες άλλες καταδίκες, όπως του Bartolomeo di Sandrigo, απηχούν την σύνδεση της καταδίκης της αίρεσης με την καταδίκη των πολιτικών υποστηρικτών του Ezzelino. Αυτό ήταν αναμενόμενο, διότι οι ίδιοι οι Καθαροί επεδίωξαν να στηρίξουν την πολιτική του Ezzelino, επωφελήθηκαν από την ανοχή του, και μετά την πτώση του μοιράστηκαν την κατάληξη των οπαδών του. Μόλις το 1304 ο πάπας Βενέδικτος ΧΙ διέταξε τους ιεροεξεταστές να μη διώκουν τους πρώην υποστηρικτές του Ezzelino και τους κληρονόμους τους[111].
Όπως ειπώθηκε οι καταδίκες στην Μπολόνια προκάλεσαν λαϊκή δυσαρέσκεια και αναταραχή. Η Ιερά Εξέταση ξεκίνησε τις ανακρίσεις τη δεκαετία το 1290, με αρχηγό τον Δομινικανό Fra Guido της Vicenza. Η συλλογή με τα αρχεία των ανακρίσεων έχει εκδοθεί σε δύο μέρη και αναλυθεί από τους Lorenzo Paolini και Raniero Orioli[112]. Όπως προκύπτει από την εξέταση των αρχείων αυτών, η δυσαρέσκεια ήταν αποτέλεσμα των βαριών ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν και δεν περιορίσθηκε μόνο στην λαϊκή κοινή γνώμη. Συγκεκριμένα άτομα του κλήρου εξέφρασαν επίσης την αντίθεσή τους στον τρόπο και την μέθοδο των ιεροεξεταστών.
Ο Messer Manfredo Mascara ήταν κληρικός στον ναό του Αγίου Ανδρέα στην Πάδοβα και ανέλαβε την υπεράσπιση ως συνήγορος του Καθαρού Giuliano, ο οποίος ασχολούνταν με την παραγωγή δερματίνων ειδών. Στην συντεχνία τους, συγγενική των γουναράδων και των υφαντών ο Καθαρισμός είχε ευρεία διάδοση. Ο Manfredo συμβούλεψε τον Giuliano να δραπετεύσει σε περίπτωση που τον καλούσε η Ιερά Εξέταση, όπως κι έγινε. Εμφανίστηκε ενώπιον των ανακριτών ως νόμιμος εκπρόσωπός του κινδυνεύοντας να κατηγορηθεί ότι υποστήριζε τους αιρετικούς. Θεωρούσε ότι οι ενέργειες του Fra Guido ήταν άδικες κι ένιωσε την παρόρμηση να του αντιπαρατεθεί. Πέραν τούτου δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι θετικότερο και ίσως να γνώριζε από πριν την ματαιότητα της πράξης του. Ο Guiliano συνελήφθηκε, βασανίστηκε και στο τέλος εκτελέστηκε στην πυρά. Ο Μανφρέδος αφορίστηκε και συγχωρέθηκε. Του επιβλήθηκε πρόστιμο 100 λιβρών[113].
Άλλος ένας ιερέας, ο ιερατικός προϊστάμενος του San Tommaso del Mercato, Don Giacomo Benintendi, τιμωρήθηκε για την συμπάθεια που έδειξε στην χήρα του Καθαρού Bonigrino Delay της Βερόνα. Αυτός είχε έλθει στην Μπολόνια από την περιοχή της λίμνης Garda, όπου υπήρχε οργανωμένη εκκλησία Καθαρών. Είχε υπηρετήσει πολλές φορές σε δημόσια αξιώματα της πόλης και εκπροσωπούσε την συντεχνία του. Γνώριζε πολύ καλά τι πίστευε και το ομολόγησε με θάρρος μπροστά στους ανακριτές αφήνοντας ένα μανιφέστο του Καθαρισμού της πόλης του[114]. Εξετάστηκε για πρώτη φορά το 1273 και καταδικάστηκε αρκετές φορές, μέχρι την εκτέλεσή του το 1297, ως αμετανόητου αιρετικού. Η σύζυγός του, Rosafiore di Nicola, καταδικάστηκε επίσης και της επιβλήθηκε να φορά τον κίτρινο σταυρό στο στήθος. Όταν ο Fra Guido επισκέφτηκε την οικία της για να εξετάσει μήπως είχε υποτροπιάσει στην αίρεση μαζί με την εγγονή της Bonafiglia, αυτή τον έδιωξε με σκαιό τρόπο, εκτοξεύοντας κατάρες κι απειλές[115]. Όταν βρισκόταν στα τελευταία της ο ενοριακός ιερέας Don Giacomo Benintendi της έδωσε το τελευταίο παπικό μυστήριο κι όταν πέθανε, επέτρεψε να ταφεί στο κοιμητήριο. Για την παρατυπία του τέθηκε σε διαθεσιμότητα, προστιμήθηκε και του επιβλήθηκε να ξεθάψει την νεκρή με τα ίδια του τα χέρια. Τελικά, η ποινή του μετριάστηκε λόγω απλότητας μυαλού και αυτό δείχνει ότι η πρόθεσή του δεν ήταν να προκαλέσει τον Ιεροεξεταστή[116].
To 1299 o Fra Guido καταδίκασε τον Bompietro, επαγγελματία επεξεργαστή δέρματος, της ίδιας συντεχνίας με τον Guliano. Όταν τον έκλεισαν στην φυλακή, ένας φίλος του ο έμπορος υφασμάτων Jacobo πήγε στο παλάτι του επισκόπου και ζήτησε να τον δει. Όταν του είπαν ότι είναι σε συνάντηση με τον ιεροεξεταστή δήλωσε ότι, αν δεν φοβόνταν την κομμούνα της Μπολόνια, ευχαρίστως θα μαχαίρωνε τον Fra Guido. Στις διαμαρτυρίες των παρισταμένων απάντησε ότι ο ιεροεξεταστής καταδίκασε τον φίλο του για να βάλει χέρι στην περιουσία του. Όταν αργότερα τον κάλεσε ο Fra Guido για να τον ανακρίνει παραδέχθηκε τα λόγια του, ότι ευχαρίστως θα τον μαχαίρωνε, αν τον πετύχαινε στο κατάλληλο σημείο. Του επιβλήθηκε πρόστιμο 100 λιβρών[117].
Οι ποινές των Giuliano, Bompietro και η εκταφή των οστών της Rosafliore ανακοινώθηκαν επίσημα στις 12 Μαΐου 1299 στην εκκλησία των Δομινικανών. Μια γειτόνισσα της Rosafiore, η Suor Agnese διαμαρτυρήθηκε έντονα και δυνατά. Είπε, με τον απλοϊκό της τρόπο, ότι η Rosafiore ήταν η καλύτερη γυναίκα που γνώρισε, η καλύτερη της γειτονιάς και ότι ο ενοριακός τους ιερέας, ο Don Giacomo, τιμωρήθηκε άδικα. Πέταξε και μια κατάρα στον ιεροεξεταστή να πάθει ότι του έκαμε[118]. Μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας στην εκκλησία, οι ένοχοι μεταφέρθηκαν στην πλατεία και παραδόθηκαν στον podestà για την ανακοίνωση της ποινής. Μόλις ακούστηκε ότι καταδικάζονται σε θάνατο δια πυρός, το πλήθος βούιξε. Κάποιος γραμματέας φώναξε ότι αντί για τους Guliano και Bompietro, έπρεπε να καούν ο ιεροεξεταστής, οι Δομινικανοί και το μοναστήρι τους, όπως είχε γίνει στην Πάρμα[119]. Πράγματι το 1279 μια γυναίκα καταδικάστηκε και κάηκε στην Πάρμα. Το εξαγριωμένο πλήθος όρμησε στο μοναστήρι των Δομινικανών έδειρε πολλούς της αδελφότητας και σκότωσε έναν[120].
Η ποινή εκτελέστηκε την επομένη προκαλώντας γενική αναταραχή. Πέτρες και απειλές εκτοξεύτηκαν εναντίον του ιεροεξεταστή και στιλέτα τραβήχτηκαν. Υπάρχουν εκτενή αρχεία για τις αντιδράσεις του πλήθους. Αυτό οφείλεται στην απειλή αφορισμού του Fra Guido για όσους δεν εξομολογούνταν τι έκαναν εκείνη την ημέρα. Ένα σύνολο 337 ατόμων προσήλθε και ομολόγησαν τις πράξεις τους. Οπωσδήποτε πολλά ειπώθηκαν και πολλά έμειναν κρυφά. Οι περισσότερες καταθέσεις αφορούν πράξεις άλλων και όχι ίδιες. Η γενική εντύπωση του κόσμου ήταν ότι ο ιεροεξεταστής ήταν διεφθαρμένος. Καταδίκαζε με σκοπό να ωφεληθεί από τα πρόστιμα και τις κατασχέσεις. Οι κατηγορίες μπορεί να είχαν κάποια βάσει διότι το 1308 ο πάπας Κλήμης V διέταξε εξέταση των λογαριασμών του Fra Guido.
Λίγες μέρες μετά τις εκτελέσεις, ο Fra Guido διέταξε τον γραμματέα της Ιεράς Εξέτασης να διαβάσει τιςποινές στην εκκλησία San Martino dell’ Aposa, κατά την διάρκεια της παπικής λειτουργίας, μετά το Ευαγγέλιο. Η προβοκατόρικη αυτή πράξη προκάλεσε οργή. Ο Messer Paolo Trintinelli εξανέστη από την προβοκατόρικη αυτή πράξη και αποκήρυξε τις ποινές και τον ιεροεξεταστή. Ο Paolo δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ήταν πλούσιος έμπορος με μακρά θητεία στα δημόσια αξιώματα[121]. Κάποιος άλλος αριστοκράτης, ο Messer Pace del Saliceto προσπάθησε να τον ηρεμήσει και τον προειδοποίησε ότι θα τον αφορίσουν. Πάνω στην έξαψη της στιγμής ο Paolo δεν άκουσε τις συμβουλές και συνέχισε να επιτίθεται λεκτικά και να κατηγορεί τον ιεροεξεταστή. Τελικά καταδικάστηκε να πληρώσει ένα βαρύ χρηματικό πρόστιμο και το χειρότερο, υποχρεώθηκε να ζητήσει συγγνώμη από τον Fra, γονατιστός, στο παλάτι του επισκόπου, ενώπιον δημοτικών αξιωματούχων[122].
Αν τα μόνα διαθέσιμα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης ήταν τα παραπάνω ή για να διατυπωθεί καλύτερα, αν οι μόνες διώξεις αφορούσαν τις προηγούμενες υποθέσεις, θα έμενε η εντύπωση ότι οι δυσαρέσκεια των πολιτών της Μπολόνια ήταν μόνο θρησκευτικής φύσεως, χωρίς πολιτική χροιά. Δεν είναι, όμως, έτσι. Οι παραπάνω καταδίκες έδωσαν την αφορμή να διατυπωθεί μια δυσαρέσκεια, η οποία είχε βαθύτερα αίτια και ήταν πολιτικοποιημένη. Αυτό φαίνεται από τις διώξεις που άσκησε ο Fra Guido, εκ των οποίων μία αφορούσε έναν μυστήριο μοναχό, τον Fra Giacomo Flamenghi και κάποιες άλλες τους υποστηρικτές του οίκου των Colonna στην πόλη. Ο οίκος των Colonna ήταν παρακλάδι των κόμηδων της Τοσκάνης, ένθερμων υποστηρικτών των Γερμανών και δηλωμένων Ghibellines. Ήταν ο δυνατότερος αντίπαλος του οίκου των Orsini, Γουέλφων, και η αιματηρή βεντέτα τους για την επικράτηση στην Ρώμη έληξε το 1511, με παπική βούλα. Την περίοδο αυτή ήταν ορκισμένοι εχθροί του πάπα Βονιφάτιου VIII, τον θεωρούσαν αντικανονικά εκλεγμένο και υποστήριζαν τον παραιτημένο Κελεστίνο V.
Ο Fra Giacomo είχε γίνει μοναχός στο μοναστήρι του Vallambrosan του Montarmanto γύρω στο 1250. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αρνούνταν να εξομολογηθεί, να μετανοήσει ή να κοινωνήσει και, αν και ιερέας, δεν τελούσε την παπική λειτουργία. Ισχυρίζονταν ότι του ήταν προτιμότερο να δειπνήσει με λαϊκούς παρά να λειτουργήσει με παπικούς[123]. Στην ερώτηση, γιατί δεν τον διόρθωνε ο ηγούμενος, η απάντηση ήταν ότι τον φοβόταν. Πριν ο τωρινός γίνει ηγούμενος, οGiacomo τον είχε δέσει και τον είχε ρίξει σε έναν ανοικτό τάφο. Ούτε ο επίσκοπος μπορούσε να κάνει κάτι, διότι το μοναστήρι ήταν έξω από την αρμοδιότητά του.
Ο Fra Giacomo ήταν γερο-παράξενος. Του άρεσε να σκανδαλίζει τους νέους μοναχούς. Τους έλεγε ότι αν είχε την ευκαιρία θα σκότωνε με ευχαρίστηση τον πάπα και τους καρδινάλιους. Εδώ φαίνεται και η πολιτική διάσταση της διαφωνίας. Ο Fra Giacomo διαλαλούσε ότι ο Βονιφάτιος είχε δολοφονήσει τον προηγούμενο πάπα, Κελεστίνο, και δεν είχε την νομιμοποίηση να κατέχει την θέση του, κι ας ήταν πάπας. Ήταν πάπας de facto και όχι de iure[124]. Ποια γεγονότα αφορούσαν αυτές οι δηλώσεις; Ο παπας Κελεστίνος V ήταν ο τελευταίος πάπας που ανέβηκε στην Αγία Έδρα με εκλογές και όχι με επιλογή από το κονκλάβιο των καρδιναλίων το 1292 και ένας από τους λίγους που παραιτήθηκαν[125], το 1294. Ο Βονιφάτιος δεν τον άφησε σε ησυχία. Τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στο κάστρο Fumone στο Φερεντίνο της Καμπανίας. Μετά από δεκάμηνη φυλάκιση ο Κελεστίνος πέθανε στις 19 Μαΐου του 1296. Υπάρχει η άποψη ότι δολοφονήθηκε, ισχυρισμός που στηρίζεται στο σπασμένο κρανίο του. Η επιλογή του Βονιφάτιου από το κονκλάβιο των καρδιναλίων θεωρούνταν άκυρη από την φαμίλια των Colonna, οι οποίοι είχαν κάθε λόγο να αμφισβητούν την εξουσία του. Το 1297 ο καρδινάλιος Giacomo Colonna αποκλήρωσε τους αδελφούς του Matteo, Ottone και Landolfo, οι οποίοι στράφηκαν στον πάπα για δικαίωση. Ο Βονιφάτιος άδραξε την ευκαιρία για ν’ ανακατευτεί στα εσωτερικά της αντίπαλης φαμίλιας και καθαίρεσε τον Giacomo Colonna από καρδινάλιο και τον αφόρισε μαζί με τους οπαδούς του για τέσσερις γενεές. Η διένεξη οδήγησε σε ανοικτή σύρραξη και ο Βονιφάτιος ανέθεσε την διοίκηση του στρατού του στον Landolfo. Αυτός εισέβαλε στα εδάφη της οικογένειας, κατέστρεψε τις πόλεις Colonna και Palestrina και ανάγκασε τους συγγενείς του να φύγουν από την Ιταλία. Οι απόψεις, λοιπόν, του Fra Giacomo δεν ήταν καθόλου προσωπικές. Εξέφραζαν μια ολόκληρη πολιτική παράταξη και είχαν το αντίστοιχό τους σε συγκεκριμένα ιστορικά πολιτικά γεγονότα.
Ο Fra Giacomo δεν περιορίστηκε μόνο σε πολιτικές δηλώσεις. Όταν ο ιεροεξεταστής καταδίκασε τους δύο Καθαρούς, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι ο τελευταίος είχε πράξει μια μεγάλη αμαρτία και ότι οι καταδικασθέντες Καθαροί ήταν «καλοί άνθρωποι», καλύτεροι από τους Δομινικανούς[126]. Τι μπορεί να σήμαιναν αυτές οι δηλώσεις; Υπάρχει περίπτωση ο Giacomo να ήταν ένας καμουφλαρισμένος Καθαρός; Όταν κάποια στιγμή ρωτήθηκε “Δεν φοβάσαι την αμαρτία, δεν έχεις ψυχή;”, απάντησε ότι τα ψάρια έχουν ψυχή[127]. Αρνούμενος την ύπαρξη της ανθρώπινης ψυχής θα μπορούσε κάλλιστα να πιστεύει, όπως οι Καθαροί, ότι μέσα στον άνθρωπο κατοικεί ένας πεπτωκός άγγελος. Η απάντησή του, δοσμένη με τον διφορούμενο τρόπο των Καθαρών, αφήνει περισσότερα ερωτηματικά από όσα απαντά. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, εκτός από αυτόν τον κόσμο[128], κάτι που επίσης είναι σύμφωνο με την θεολογία των Καθαρών, οι οποίοι πίστευαν στην ουράνια πατρίδα του αγγέλου που κατοικεί μέσα στον άνθρωπο. Δεν πίστευαν σε παράδεισο και κόλαση, αλλά σε επιστροφή στον ουρανό ή μετενσάρκωση στη γη. (Ας το έχουμε αυτό υπόψη μας όταν ακούμε την χιλιοειπωμένη φράση, ότι πρόκειται για μανιχαϊκή-καθαρή φρασεολογία, δαιμονική πλάνη). Το ότι η απάντησή του δεν ήταν ανθρώπου σκεπτικιστή ή υλιστή, το ότι ο Giacomo πίστευε σε μετά θάνατο ζωή, φαίνεται από την επόμενη άποψή του΄ πίστευε πως αυτός που κάνει καλό σε αυτό τον κόσμο κάνει καλό και στον επόμενο[129]. Πίστευε δηλαδή σε πνευματικό κόσμο, με μη-χριστιανικό τρόπο. Αυτό λοιπόν, που καθόρισε την αντίδραση του Fra Giacomo ήταν η διαφωνία του με την εκκλησία σε δύο επίπεδα΄ το ένα πολιτικό και το άλλο θεολογικό.
Κατ’ επέκταση, αυτό που παρουσιάζεται ως αυθόρμητη λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν στην πραγματικότητα μια καλά πατροναρισμένη αναταραχή με συμμετοχή των Καθαρών. Οι καταδίκες δεν ήταν άδικες. Οι ποινές ναι, οι καταδίκες όχι. Οι καταδικασθέντες ήταν αιρετικοί και ζούσαν διπλή ζωή. Παντρεύονταν, συμμετείχαν σε εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, παρουσιάζονταν ως «καλοί άνθρωποι», ενώ στην πραγματικότητα ήταν Καθαροί. Ο Bonigrino ήταν διδάσκαλος. Η ομολογία του εξετάζεται σήμερα ως μανιφέστο του Καθαρισμού για την κατανόηση της διδασκαλίας των Ιταλών Καθαρών. Η διπλή ζωή ήταν η λύση για την επιβίωσή τους σε μια εποχή, κατά την οποία ο παπισμός, κυριαρχώντας στα πράγματα της Ιταλίας, αποφάσισε να τους εξοντώσει, ως θρησκευτικούς και πολιτικούς αντιπάλους.
7.4.7 Τι απέγιναν οι Καθαροί της Ιταλίας;
Οι δύο μεγάλες συλλογές των αρχείων της Ιεράς Εξέτασης στο Ορβιέτο και την Μπολόνια είναι μοναδικές. Για καμιά άλλη πόλη δεν διαθέτουμε παρόμοια αρχεία, παρά μόνο σποραδικές καταδίκες. Έτσι, τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την μελέτη τους δίνουν τον κανόνα, περιορίζοντας όμως την μεγάλη εικόνα. Η διασπορά των στοιχείων για τον επόμενο αιώνα δείχνει την επιβίωση των Καθαρών, αλλά η αίρεση προφανώς έχασε τον μαζικό χαρακτήρα των προηγούμενων αιώνων. Μαζί με την μαζικότητα έχασε και την προκλητικότητα. Όπως φαίνεται οι αιρετικοί έθεσαν ως προτεραιότητα την επιβίωσή τους και όχι την ανοικτή αντιπαράθεση με την καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξη. Για την επίτευξη του στόχου αυτού ακολουθήθηκαν δύο διαφορετικές μέθοδοι, όπως θα φανεί από τις παρακάτω περιπτώσεις.
Ο Armanno Pungilupo της Φερράρα ζούσε διπλή ζωή για μια εικοσαετία[130]. Ήταν Τέλειος Καθαρός και ταυτόχρονα εμφανίζονταν ως αφοσιωμένος παπικός. Εξομολογούνταν τακτικά από το 1244, έκανε προσκυνηματικά ταξίδια, ακόμα και τον τελευταίο χρόνο της ζωής του εξομολογήθηκε δώδεκα φορές στο επισκοπικό παρεκκλήσι την Μεγάλη Σαρακοστή. Εξομολόγος του ήταν ο Don Rainaldo του San Nicolò. Ένας άλλος ιερέας ο Don Alberto κατέθεσε ότι τον είχε εξομολογήσει επίσης όταν αρρώστησε βαριά και ένας ακόμη ο Don Zambono τον εξομολογούσε τακτικά από το 1266. Παρότι προέρχονταν από οικογένεια Καθαρών κατάφερε να πείσει ότι είχε αποκηρύξει την αίρεση. Το 1254 συνελήφθηκε και βασανίστηκε, επειδή είχε αρνηθεί την μετουσίωση των Τιμίων Δώρων, από τον ιεροεξεταστή της Φερράρα Fra Aldobrandino. Δικαιολογήθηκε ότι επρόκειτο για αστείο. Ορκίστηκε ότι δεν θα το ξανακάνει, ότι θ’ ακολουθεί την πίστη της παπικής εκκλησίας και πλήρωσε πρόστιμο 100 λίβρες[131].
Μετά τον θάνατό του επιχειρήθηκε η αγιοποίησή του. Πολλοί προσκυνητές πήγαιναν στον τάφο του και μάλιστα παρουσιάστηκαν και κάποια λείψανα που υποτίθεται ότι ήταν δικά του στην Πάρμα και ο Don Anselmo του Αγίου Βιτάλιου τα εξέθεσε για προσκύνηση, μέχρι που αποδείχθηκαν απάτη. Συνέβαινε, όμως και κάτι άλλο παράξενο. Στον τάφο του προσέρχονταν και Καθαροί για προσκύνημα, αυτοί που όσο ζούσε τον έλεγαν αποστάτη και χειρότερο από κτήνος[132]. Αυτό προκάλεσε υποψία στους ιεροεξεταστές. Ο Fra Aldebrandino άνοιξε φάκελοκαι οι ανακρίσεις διήρκεσαν από την άνοιξη το 1270 ως το καλοκαίρι του 1274, αλλά δεν μπόρεσε να καταλήξει σε απόφαση. Ο επόμενος ιεροεξεταστής, ο Fra Florio της Vicenza ξανάνοιξε τον φάκελο το 1284 κι έστειλε αναφορά στην Ρώμη το 1288. Η έρευνα παρέμεινε ανολοκλήρωτη μέχρι το 1299, οπότε ανέλαβε την υπόθεση ο Fra Guido.
Τα στοιχεία που συλλέγησαν ήταν συνοπτικά τα εξής:
- κάποια Donna Duragia ενημέρωσε ότι ο Armanno παρείχε τροφή και κρασί σε Καθαρούς πιστούς. Σε μια περίπτωση καθώς ήταν συγκεντρωμένοι σε πασχαλινό τραπέζι, τον άκουσε να λέει ότι οι ιερείς έκαναν λάθος που νόμιζαν ότι το Corpus Domini δεν καταναλώνεται και ότι το είχαν καταναλώσει όλο[133].
- είχε κατηγορήσει την Ιερά Εξέταση, ότι καταδίκαζε «καλούς ανθρώπους[134]».
- πολλοί Καθαροί ομολόγησαν ότι ήταν ένας από αυτούς[135]. Άλλοι, όπως ο παπουτσής Castellano, τον θεωρούσαν προδότη[136].
- Ο Odoberto, ένας άλλος Καθαρός, δήλωσε ότι ο Armanno και η γυναίκα του είχαν δεχθεί το consolamentum σε διαφορετικές τελετές[137]. Ο Armanno το έλαβε στην Βερόνα το 1266, παρουσία πολλών μαρτύρων.
- Ταξίδευε για συναντήσει Καθαρούς. Κάποιος νεαρός (τότε) θυμόταν ότι ταξίδεψε μαζί του (κατά την συνήθεια να ταξιδεύουν δύο μαζί) και ότι τον είδε να δίνει το melioramentum (τιμητικός χαιρετισμός) σε έναν Τέλειο και στην συνέχεια του υπέδειξε πώς να κάνει το ίδιο. Ο νεαρός δικαιολογήθηκε ότι δεν ήξερε τι έκανε[138].
- Δύο Τέλειες του ζήτησαν να δώσει το consolamentum στην υπηρέτριά τους Μαρία, όπως κι έπραξε. Η Μαρία έμενε έκπληκτη γιατί νόμιζε ότι ήταν απλός πιστός. Ανακάλυψε έτσι ότι ήταν Τέλειος[139].
- Κάποιος παπικός μοναχός έμαθε για τον Armanno ότι γνώριζε ασφαλή σπίτια «Παταρηνών», καθώς και τα μυστικά σημάδια που είχαν για ν’ αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Του ζήτησε να τ’ αποκαλύψει, αλλά ο Armanno αρνήθηκε[140].
Ο Fra Guido καταδίκασε εντέλει τον Armanno το 1301 (13 Ιανουαρίου), παρά την διαμαρτυρία τοπικών παραγόντων, οι οποίοι είχαν οικονομικά συμφέροντα από την αγιοποίησή του και παρουσίαζαν ψεύτικα θαύματα για να προσελκύουν προσκυνητές. Τα οστά του ξεθάφτηκαν, κάηκαν και πετάχτηκαν στο ποτάμι. Ο Fra Guido ήρθε για δεύτερη φορά στην θητεία του αντιμέτωπος με ψεύτικα θαύματα. Τα ίδια έκανε και ο Fra Giacomo ο κρυφο-καθαρός μοναχός της Μπολόνια. Οι δύο περιπτώσεις, του Fra Giacomo και του Armanno Pungilupo, φανερώνουν την μία κατεύθυνση του ιταλικού καθαρισμού, τον διπλό τρόπο ζωής. Παρά τις διαφωνίες σύγχρονων ερευνητών, όπως ο Gabriele Zanella και ο Augustine Thompson[141], που ισχυρίζονται ο μεν πρώτος ότι ο Armanno απλά είχε ευρείες συμπάθειες και αρνούνταν να διαλέξει μεταξύ εκκλησιών και ο δεύτερος ότι ήταν «ελεύθερο πνεύμα» με αντικληρικαλιστικό χιούμορ, υπάρχει ένα στοιχείο που πείθει ότι ο Armanno δεν ήταν ειλικρινής, έκρυβε τις πραγματικές του προτιμήσεις και πεποιθήσεις. Αυτό είναι η επιδεικτικότητα της συμμετοχής του στην παπική εκκλησία. Οι συχνές εξομολογήσεις του σε πολλούς και διαφορετικούς εξομολόγους και μάλιστα η επιδίωξή του να εξομολογηθεί στον ίδιο τον επίσκοπο, σηματοδοτούν την προσπάθειά του να καλυφθεί πίσω από την μαρτυρία υψηλόβαθμων αξιωματούχων του παπισμού. Η αυτοπεποίθηση των κινήσεών του θυμίζουν πεπειραμένο απατεώνα, σίγουρο για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών του. Προφανώς, διέκρινε ότι οι εξομολόγοι του είχαν πειστεί. Τα στοιχεία που μαζεύτηκαν εις βάρος του δεν ήταν περιστασιακά. Υπήρχαν αιρετικοί, οι οποίοι καταδικάστηκαν με λιγότερα. Η δική του καταδίκη άργησε για δύο λόγους΄ πρώτον έπεισε τον επίσκοπο ότι ήταν πιστός και δεύτερον οι έρευνες συνάντησαν πρόσκομμα την επιθυμία της τοπικής εκκλησίας για ένα δικό της άγιο. Παράλληλα με την έρευνα εις βάρος του γίνονταν προσπάθειες αγιοποίησής του και οι Καθαροί, οι οποίοι με την σειρά τους προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τους εκτελεσμένους Τέλειους ως αγίους, συμφωνούσαν σ’ αυτό.
Η διπλή ζωή των Καθαρών δεν ήταν καινοτομία του τέλους του ΙΓ’ αι. Ο Κορράδος του Marburg είχε ανακαλύψει πολλούς τέτοιους, δεκαετίες πριν στη Γερμανία. Εκεί ο Καθαρισμός ήταν οικογενειακή υπόθεση και το μυστικό δόγμα περνούσε από γενεά σε γενεά. Στην Φραγκία έχουμε την χαρακτηριστική περίπτωση του Pierre Clergue από το Montaillou, που ήταν εκκλησιαστικός νοτάριος του επισκόπουκαι ανακαλύφθηκε μόνο ύστερα από την ομολογία της ερωμένης του Grazide Lizier, χήρας του Pierre Lizier, με τον οποίο την είχε ο ίδιος παντρέψει. Την περίπτωσή του την γνώριζε όλο το χωριό και κανείς δεν μιλούσε, διότι ο Pierre την αλήθεια για πολλούς. Μπορούσε να στείλει τους εχθρούς του στην Ιερά Εξέταση ή να σώσει τους φίλους του, όπως μια άλλη ερωμένη του, την Guillemete Benet, για την οποία εκκρεμούσε ανοικτός φάκελος επί δωδεκαετία. Μόλις το 1320 ξεσκεπάστηκε η απάτη του[142].
Η διπλή ζωή των Καθαρών ήταν μία λύση στο πρόβλημα των διώξεων. Η φυγή στα όρη ήταν η δεύτερη. Μερικές αποστολές των Ιεροεξεταστών τον ΙΔ’ αι. δείχνουν αυτή την κατεύθυνση. Μια ένοπλη αποστολή το 1375 στις Άλπεις, υπό την καθοδήγηση του Φραγκισκανού Borelli της Gap, έφερε μεν αποτελέσματα, αλλά δεν ξεκαθάρισε την περιοχή από τους Καθαρούς. Το πρόβλημα έγκειτο στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ Ιταλών και Φράγκων Ιεροεξεταστών. Μια άλλη αποστολή το 1373, υπό τον Tommaso di Casasco, ανακάλυψε Καθαρούς στην Val di Lanzo. Στο δυτικό τμήμα του Πεδεμόντιου, στα σύνορα με την Βοσνία, αναπτύχθηκαν μικτές κοινότητες Καθαρών-Βάλδιων.
Στο Chieri, στα ΝΑ του Τορίνο, υπήρχε ισχυρή εστία Καθαρών, λόγω της εύκολης επικοινωνίας με τους Βογομίλους, οι οποίοι είχαν ελευθερία κινήσεων στη Βοσνία. Οι Καθαροί ταξίδευαν για να διδαχθούν από τους Σλάβους διδασκάλους της Boxena[143] (Βοσνία). Πρόκειται για την συνέχεια της παλαιάς προκατάληψης των Καθαρών για τους διδασκάλους του Βυζαντίου και των Σλάβων. Σε δύο ομολογίες Καθαρών από την περιοχή του Chieri, του Galosna και του Bech, προκύπτει ένας συνδυασμός μαγείας, Καθαρισμού και αντινομικών απόψεων παρόμοιων με αυτών της αίρεσης του «Ελεύθερου Πνεύματος». Το συνονθύλευμα των απόψεων δημιουργεί ένα συγκρητιστικό αποτέλεσμα[144].Οι ανακρίσεις του Δομινικανού ιεροεξεταστή Antonio di Settimo το 1412, αποκάλυψαν δεκαπέντε νεκρούς αιρετικούς, μεταξύ των οποίων και μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών των Balbi και των Cavour[145]. Τα οστά τους ξεθάφτηκαν και κάηκαν στην πλατεία, παρουσία του Λουδοβίκου της Σαβοΐας. Ωστόσο, δεν κατάφερε να ανακαλύψει ζώντες αιρετικούς.
Οι Καθαροί της Ιταλίας εμφανίζονται στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης του Chieri για τελευταία φορά.
* * * * * *
[1] Ο υψηλότερος βαθμός της τοπικής διοίκησης μίας πόλης. Όταν εμφανίστηκε ο τίτλος στα μέσα του ΙΒ’ αι. ο podestà ήταν ο εγκάθετος του Γερμανού αυτοκράτορα. Αργότερα, με την άνοδο της παπικής επιρροής, τον podestà τοποθετούσε ο πάπας.
[2] Welf ήταν η πολεμική ιαχή των στρατιωτών του δούκα στης Βαυαρίας, η οποία στα Ιταλικά έγινε Gulefo. Κατ’ αντιστοιχία η πολεμική ιαχή των στρατιωτών του δούκα της Σουαβίας ήταν Wibellingen, το όνομα ενός κάστρου τους. Στα Ιταλικά έγινε Ghibelline, απ’ όπου και το όνομα του κόμματος των υποστηρικτών τους.
[3] Caterina Brushi, The Wandering Heretics of Languedoc, Cambridge 2009.
[4] Για τις συνθήκες και τ’ αποτελέσματα των διενέξεων στο Ορβιέτο σε συνάρτηση με τις δυσκολίες του τοπικού επισκόπου μας ενημερώνει ένα σύγχρονο χρονικό γραμμένο από τον διάδοχο επίσκοπο Ranerio. Εκδόθηκε από τον Pericle Perali, La Cronaca del vescovado orvietano (1029-1239), scritta dal vescovo Ranerio, Orvieto 1907. Σύγχρονη έκδοση ετοιμάζει ο Lucio Ricceti, αλλά δεν γνωρίζω αν ολοκληρώθηκε. Για το Ορβιέτο προτείνονται τα Daniel Waley, Medieval Orvieto, Cambridge 1952 & Elisabeth Carpentier, Orvieto à la fin du XIIe siècle: Ville et champagne dans le cadastre de 1292, Paris 1986.
[5] Έκδοση Vincenzo Natalini, San Pietro Parenzo, La Leggenda, scritta del Maestro Giovanni canonico di Orvieto, Rome 1936.
[6] B. Bolton, The Medieval Reformation, London 1983, pp. 102-103.
[7] Ο Μαστρογιάννι αποκαλεί τον Πέτρο: “rectorem qui summi pontificis gratiam urbevetanis acquireret, pacis et gratie romanorum beneficum impetratet”, La Leggenda, ed. V. Natalini, p. 156.
[8] C. Lansing, Power and Purity… pp. 32-33 αναφέρονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δημόσια αξιώματα των μελών της οικογένειας.
[9] Philip Jones, The Malatesta of Rimini and the Papal State, Cambridge 1974, p.6.
[10] Με τις δολοφονίες αυτές έχει ασχοληθεί ο Quirino Galli, Presente e passato nel Carnevale della Tuscia meridionale. Le Fonti medioevali, in Il Carnevale della tradizione Arcaica alla traduzione colta del Rinascimento, Πρακτικά του 13ου Συνεδρίου υπό την αιγίδα του Centro Studi sul teatro medioevale e rinascimentale, Ρώμη 31 Μαΐου- 4 Ιουνίου 1989. Η έκδοση των Πρακτικών, Viterbo 1990, η παραπάνω εισήγηση σσ. 515-537.
[11] Cronaca di Luca di Domenico Manenti, ed. Luigi Fumi, Ephemerides Urbeventanae, in Rerum Italicarum Scriptores, ed. Ludovico A. Muratori, vol. 15, part 5 (Città di Castello 1910), p. 279.
[12] Παρουσίαση και ανάλυση των στοιχείων με εξαγωγή συμπερασμάτων στο C. Lansing, Power and Purity… pp.51-54.
[13] Όπως για παράδειγμα στην Perugia, όπου ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Εκεί οι αντιμαχόμενες πλευρές ήταν οι ιππότες και οι πεζικάριοι, John Grundmann, The Popolo at Perugia, διατριβή επί διδακτορία, Washington 1974, ch. 2 (εκδόθηκε στο Fontis per la storia dell’ Umbria, vol. 20 (Perugia 1992).
[14] Τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης του Ορβιέτο ονομάζονται Archivio de Stato di Orvieto, Liber Inquisitionis κι έχουν εκδοθεί στην εξής συλλογή, Mariano d’ Alatri, ed. L’ Inquisizione francescana nell’ Italia central del Duecento, con in appendice il testo del’ ‘ Liber Inquisitionis’ di Orvieto transcritto da Egidio Bonanno, Biblioteca seraphic-cappucina 49 (Rome 1996).Παλαιότερη μερική έκδοση από την οποία και οι παραπομπές, Luigi Fumi, ed. Codice diplomatic della città di Orvieto. Documenti e regesti dal secolo XII al XV, Florentia 1884. Η καταδίκη του Cristoforo Tosti στις σελίδες 262-3. Για τους αδερφούςBartolomeo και Rainerio de Tosti, Liber Inquisitionis I8r.
[15] Sandro Carocci, Le Comunalie di Orvieto fra la fine del XII e la metà del XV secolo, in Mélanges de l’ École francaise de Rome 99.2 (1987), 701-728.
[16] Liber Inquisitionis 7v.
[17] Η καταδικαστική απόφαση και τα γεγονότα στο Luigi Fumi, Codice…, 182-183.
[18] Στα αρχεία αυτά αναφέρεται η καταδίκη του Stradigottus Ricci de Toste (Liber Inquisitionis 3v) και του Provenzano Lupicini (Liber Inquisitioinis 13v).
[19] H Mary Henderson, Medieval Orvieto: The Religious Life of the Laity, 1150-1350, διατριβή επί διδακτορία, Εδιμβούργο 1990, σ. 85, ετυμολογεί το όνομα avultronis από το avulsor, που σημαίνει αυτόν που κουρεύει τα πρόβατα. Ίσως κάποιος πρόγονός του να ασκούσε αυτό το επάγγελμα, αλλά στα αρχεία είναι ξεκάθαρα καταγεγραμμένος ως τοκογλύφος.
[20] Liber Inquisitionis Iv, αφορισμός του Cristoforo. Το 1280 η ακίνητη περιουσία τους κατεδαφίστηκε και ο χώρος διατέθηκε για την κατασκευή της Piazza del Popolo. Luigi Fumi, ed. Codice…, 324-325.
[21] Το κείμενο στο Luigi Fumi, Cronaca di Luca di Domenico Manenti,…pp. 281-4. Οι υπογραφές είναι των Bartahalomeus Ranucci Magistri & Ranuccius Tosti.
[22] Archivio di Stato di Siena, Riformagioni Diplomatico 5 Ιανουαρίου 1221. ed. Giovanni Cecchini, Il Caleffo vecchio del commune di Siena, Siena 1931, vol. 1 no 198 p. 295.
[23] Η συμφωνία υπογράφηκε στην οικία του Stradigotto, παρουσία των Ranuccio fratre Tosti, Stratigotto et Aldebrandino Riccio, et Ranierio Bartholomei Rainuctii Magistri. Luigi Fumi, ed. Codice…, n.192, p.88.
[24] Έτσι αναφέρουν οι χρονογράφοι του ΙΕ’ αι. Luca & Cipriano Manenti, βλ. σχ. Luigi Fumi, Cronaca di Luca di Domenico Manenti, Ephemerides Urbeventanae, in Rerum Italicarum Scriptores, vol 15p.275.
[25] ed. Giovanni Cecchini, Il Caleffo vecchio del commune di Siena, Siena 1931, vol. 1 no 59 p. 76.
[26] Για τον Provenzano ως δημοτικό σύμβουλο, Luigi Fumi, ed. Codice…, n.256 p. 170, ως θησαυροφύλακα, στο ίδιο no 248 p. 162.
[27] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.246, p.164. Ως πρύτανης στο ίδιο no. 293 p. 190.
[28] Με το όνομα Toncella Aronnis, Giovanni Cecchini, Il Caleffo…, vol. 1 no. 198 p. 299.
[29] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.100, p.69. To 1217 εμφανίζεται ως πρώην θησαυροφύλακας, στο ίδιο no 110 p. 79.
[30] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.211 p. 143.
[31] Liber Inquisitionis 9v.
[32] C. Lansing, Power & Purity…, p.62.
[33] Liber Inquisitionis 26r.
[34] Θα το εξηγήσουμε στο κεφάλαιο για την διδασκαλία και τις πρακτικές των Καθαρών.
[35] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.2377-378 pp. 233-34. Η καταδίκη του Liber Inquisitionis 19v.
[36] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.271 p. 176.
[37] Liber Inquisitionis 10r.
[38] Liber Inquisitionis 19v.
[39] Liber Inquisitionis 25v.
[40] Liber Inquisitionis 20r.
[41] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.378 p. 234.
[42] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.331 p. 208-9.
[43] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.406 p.252.
[44] Εμπορικός όρος με κάποια νομική σημασία την οποία δεν γνωρίζω.
[45] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.333 p.210 & no 378 p. 234.
[46] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.332 p.209 & no 359 p. 224.
[47] Luigi Fumi, ed. Codice…, nο 262 p.172.
[48] Campi Bisenzio σήμερα, δέκα χιλιόμετρα ΒΔ της Φλωρεντίας.
[49] Το ένα από τα δύο νησιά της λίμνης. Το δεύτερο είναι η Bisentina και παλιότερα ήταν εξοχική κατοικία του πάπα. Σήμερα είναι και τα δύο ιδιόκτητα και δεν επιτρέπονται επισκέψεις.
[50] Luigi Fumi, ed. Codice…, nο 359 p.224. Μετά τον Toncelle ανέλαβε ο Bertrami στις 7 Απριλίου 1259.
[51] Τα χρονικά της εποχής τοποθετούν τον θάνατό του το 1256 η 1257, αλλά τα υπάρχοντα επίσημα έγγραφα δείχνουν ότι ήταν ζωντανός το 1259, τουλάχιστον μέχρι τις 2 Απριλίου. Annales Urbevetani, Cronica Antiqua A, ed. Luigi Fumi, Ephemerides Urbeventanae, in Rerum Italicarum Scriptores, ed. L. A. Muratori, vol. 15 pt 5 (Città di Castello 1910), p. 128.
[52] Giovanni Cecchini, Il Caleffo…, vol. 1 no 59 pp. 74-78.
[53] Luigi Fumi, ed. Codice…, nο 154 p.101.
[54] Carol Lansing, Power & Purity…, Appendix B, pp.183-186.
[55] Liber Inquisitionis 11v.
[56] Liber Inquisitionis 21v.
[57] Liber Inquisitionis 29r.
[58] Liber Inquisitionis 16r.
[59] Liber Inquisitionis 18r.
[60] Liber Inquisitionis 1r, 14r & 33r αντίστοιχα.
[61] Liber Inquisitionis 24r.
[62] Liber Inquisitionis 18r.
[63] Liber Inquisitionis 10r & 31r.
[64] Liber Inquisitionis 12r.
[65] Liber Inquisitionis 5v.
[66] Liber Inquisitionis 4r & 27v.
[67] Liber Inquisitionis 24r.
[68] Στο ίδιο.
[69] Liber Inquisitionis 27v & 34v.
[70] C. Lansing, Power & Purity…, p. 68.
[71] Liber Inquisitionis 6r.
[72] Daniel Waley, Medieval Orvieto, p. 85.
[73] Τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης διατηρήθηκαν στο μοναστήρι των Δομινικανών Santa Maria Novella και στην συνέχεια πέρασαν στην κατοχή της αρχειοθήκης της Φλωρεντίας. Τα περισσότερα εκδόθηκαν από τον Felice Tocco, Quel che non c’ è nella Divina Commedia, o Dante e l’ eresia, Bologna 1899.Από την εκτενή βιβλιογραφία παραθέτουμε μερικά έργα:
- Raoul Manselli, Per la storia dell’ eresia catara nella Firenze del tempo di Dante, in Bullettino dell’ Instituto storico italiano per il medio evo e archivio muratoriano 62(1950), pp. 123-38.
- Dinora Corsi, Per la storia dell’ inquisizione a Firenze nella seconda metà del secolo XIII, in Bollettino della società di studi Valdesi 132 (December 1972).
- Dinora Corsi, Firenze 1300-1350; ‘ Non conformismo’ religioso e organizzazione inquisitoriale, in Annali dell’ Instituto di Storia, Università di Firenze, Facoltà di Magistero 1 (1979), pp. 29-66.
- John N. Stephens, Heresy in Medieval and Renaissance Florence, in Past and Present 54 (1972), pp. 25-60.
- Marvin B. Becker, Heresy in Medieval and Renaissance Florence: A Comment, in Past and Present 62 (1974), pp. 153-161.
[74] Robert Davidsohn, Storia di Firenze, vol. 1 p. 192 & vol. 6 p. 256˙ Pietro Santini, ed. Documenti dell’ antica constituzione del commune di Firenze, Documenti di storia italiana, Florence 1895, vol. 10 pt 3 document 27 pp. 400-401.
[75] F. Tocco, Quel…, pp. 37-38.
[76] R. Davidsohn, Storia…, vol. 6 p. 256. Massimo Tarassi, Il regime guelfo, in Ghibellini, Guelfi e popolo grasso: I detentori del potere politico a Fiernze nella seconda metà del Dugento, ed. Sergio Raveggi, Florence 1978, p. 112.
[77] F. Tocco, Quel…, pp. 34-35.
[78] F. Tocco, Quel…, pp. 48-50.
[79] Για τους Nerli, Carol Lansing, The Florentine Magnates: Lineage and Faction in a Medieval Comune, Princeton, pp. 72-75 & 81-83.
[80] Pietro Santini, ed. Documenti…, vol. 10 pt 2 p. 277.
[81] Pietro Santini, ed. Documenti…, vol. 10 pt 3 p. 475.
[82] F. Tocco, Quel…, n. 7 pp. 40-41, η κατάθεση κάποιας Ρόζας.
[83] F. Tocco, Quel…, n. 8 pp. 41-43.
[84] Sergio Raveggi, Il regime Ghibellino, στο συλλογικό Ghibellini, Guelfi e popolo grasso: I detentori del potere politico a Firenze nella seconda metà del Dugento, Florence 1978, pp. 70-72.
[85] Robert Davidsohn, Storia…, vol. 2 p. 417.
[86] Pietro Santini, ed. Documenti…, vol. 2 doc. 56 p. 277.
[87] Sergio Raveggi, Il regime Ghibellino, pp. 209-210.
[88]Massimo Tarassi, Il regime Guelpho, p. 130.
[89] Pietro Santini, ed. Documenti…, pt 2 p. 417.
[90] La cronica domestica di Donato Velluti, ed. Isidoro del Lungo-Guglielmo Volpi, Florence 1914, p. 72.
[91] Πηγή των γεγονότων είναι το Nuova Cronica, έργο του Giovanni Villani, Φλωρεντίνου τραπεζίτη (συνέταιρος στην τράπεζα των Buonaccorsi) και πολιτικού του ΙΓ’-ΙΔ’ αι. Η πιο πρόσφατη έκδοση του κειμένου, Giovanni Villani, Nuova Cronica, ed. G. Porta, 3 vols, Parma 1990-1991. Η συνέχεια του χρονικού, Matteo Villani, Cronica, con la continuazione di Filippo Villani, ed. G. Porta, 2 vols. Parma 1995. Αγγλική μετάφραση αποσπασμάτων, Rose E. Selfe (trans), Selections from the first nine books of the croniche fiorentine of Giovanni Villani, Westminister 1896. Η εξορία των Ghibellines από την Φλωρεντία pp.152-3. Η μάχη του Montapetri pp. 173-177.
[92] R. Manselli, Ezzelino da Romano nella politica italiana del secolo XIII, in Studi Ezzeliniani, ed. G. Fasoli (συλλογικό), Rome 1963, pp. 35-70˙ F. Lomastro Tognato, L’ Eresia a Vicenza nel duecento, Fonti e studi di storia veneta 12 ( Vicenza 1988), pp. 21-25˙ Malcolm Lambert, The Cathars, pp. 183-187. Από τις μεσαιωνικές πηγές ο Ronaldino της Πάδοβα στο έργο του Cronica in factis et circa facta Marchie Trivixane, επικεντρώνεται στην άνοδο και την πτώση του οίκου των da Romano. Ed. Lodovico Antonio Muratori, Rerum Italicarum Scriptores: Nuova series, vol. 8 pt. 1, Tipi Della Casa Editrice S. Lapi 1905.
[93] Jacob Burkhardt, The Civilization of Renaissance in Italy (τίτλος πρωτοτύπου Die Kultur der Renaissance in Italien), trans. S. G. C. Middlemore, Oxford 1878, 2 vols.
[94] Η πληροφορία προέρχεται από την επιστολή κάποιου Yves της Ναρβόννης στον αρχιεπίσκοποΓεράλδο του Bordeux. Η επιστολή διατηρήθηκε στο χρονικό του Ματθαίου Παρίση, Matthaei Parisiensis Chronica majora, ed. H. R. Luard (Roll Series LVII), 7 vols London 1872-1883, vol. IV 270-272. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 187. Άλλες αναφορές των πηγών στο πρόσωπό του A. Dondaine, La Hiérarchie cathare, II- III, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 (1950), 297-8.
[95] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 274.
[96] Lomastro Tognato, L’ eresia…, pp. 23-49.
[97] Julia Bolton Holloway, Twice-told tales: Brunetto Latino and Dante Alghieri, New York 1993, p. 60.
[98] Τα δύο κύρια έργα για την άνοδο των Ανδεγαυών είναι Steven Runciman, The Sicilian Vespers, Cambridge 1958, ειδικά τα κεφάλαια 5 & 6 σσ. 65-95. Επίσης το κλασσικό Edouard Jordan, Les Origines de la Domination Angevine en Italie, Paris 1909 με βαρύτητα στην οικονομική υποστήριξη της εκστρατείας στις σελίδες 545-565.
[99] Giovanni Tabacco, The struggle for power in medieval Italy, Cambridge 1989, pp. 247-8.
[100] R Caggese, Roberto d’ Angio e I suoi tempi, Florence 1922, vol. 1 pp. 536-567.
[101] Η επιθυμία του Σαίξπηρ για δικαίωση και τιμωρία, όπως εκφράστηκε στον Έμπορο της Βενετίας, αποδείχθηκε Όνειρο θερινής νυκτός.
[102] Για τον τρόπο αλλαγής της πολιτικής της κατάπνιξης της αίρεσης μετά την νίκη του Καρόλου, Raoul Manselli, La fin du catharisme en Italie, Cahiers de Fanjeaux 20 (1985), pp. 101-118.
[103] Daniel Waley, Medieval Orvieto, Cambridge 1952, pp. 43-49.
[104] Liber Inquisitionis 19v.
[105] Liber Inquisitionis 4r & 27v.
[106] Elisabet Carpentier, Orvieto à la fin du XIIIe siècle: Ville et champagne dans le cadastre de 1292, Paris 1986, p. 286 n. 417.
[107] Agostino Paravicini Bagliani, La mobilità della Curia romana nel secolo XIII. Riflessi locali, in Società e istituzioni dell’Italia comunale. L’esempio di Perugia (secoli XII-XIV), Perugia 1988, pp155-278.Υπολογίζει ότι η κούρια πέρασε επτά χρόνια και εννιά μήνες στο Ορβιέτο.
[108] Daniel Waley, Medieval Orvieto, Cambridge 1952, pp. 48.
[109] C. Lansing, Power and Purity, p. 173.
[110] Lomastro Tognato, L’ eresia…, doc. 12 pp.118-121˙C. Lansing, Power and Purity, p. 116˙Malcolm Lambert, The Cathars, p. 274.
[111] Lomastro Tognato, L’ eresia…, P. 32.
[112] L. Paolini-R. Orioli, Acta S. Oficii Bononie ab anno 1291 usque ad annum 1310, Fonti per la storia d’Italia 106, Rome 1982. Αναλύσεις στα:
- Lorenzo Paolini, L’eresia catara alla fine del duecento, in L’ eresia a Bologna fra XIII e XIV secolo, Instituto storico italiano per il medio evo, Studi storici 93-96 (Rome 1975).
- του ιδίου, Bonagrino da Verona e sua moglie Rosafliore, in Medioevo creticale, ed. Ovidio Capitani, Bologna 1977.
[113] Lorenzo Paolini, L’eresia catara…, pp. 44-45, 135-136.
[114] Η ομολογία του L. Paolini-R. Orioli, Acta…, pt. 1 nos 3-10, pp. 11-25.
[115] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, pt. 1, no 15, pp. 37-39.
[116] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, pt. 1, no 564, p. 299. Lorenzo Paolini, L’eresia catara…, pp. 40-44.
[117] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 328, 329, 330, 333, 345.
[118] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 122-123 pp. 149-151.
[119] Ο γραμματέας ήταν ο Francescum pascualis de Agubio, σύμφωνα με την κατάθεση ενός νεαρού αριστοκράτη, L. Paolini-R. Orioli, Acta…, no 150 p. 164.
[120] Chronicon Parmese, ed. Giuliano Bonazzi, in Rerum Italicarum Scriptores, Città di Castelo 1902, vol. 9.9 p. 35.
[121] Ήταν μέλος της συντεχνίας των υποδηματοποιών, αλλά ο ίδιος δεν ήταν κατασκευαστής. Τα εμπορεύονταν. Στην συντεχνία ήταν γραμμένος για να μπορεί να καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις. Lorenzo Paolini, L’eresia catara…, p. 56.
[122] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 21-22 ππ. 47-49 (το επισόδιο στον ναό), no 179 pp. 174-175 (η ανάκριση) & no 569 pp. 312-314 (η καταδίκη).
[123] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44, 46 pp. 49-52. Το κατηγορητήριο συντάχθηκε με βάση της καταθέσεις τριών μοναχών, του ηγουμένου, του Guidolino di Yvano και ενός αδελφού από την Κρεμόνα.
[124] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44 p. 73: “Item audivit eum dicentem quod, si haberet potestatem, libenter interficeret dominum papam Bonifacium et cardinals, quia ipse dominus papa Bonifacius fecerat interfici meliorem hominem qui esset in mundo, scilicet papam Celestinum, qui erat verus papa, et iste papa Bonifacius non erat papa de iure, licet esset de facto”.
[125] Μετά από αυτόν ο επόμενος ήταν ο Γρηγόριος ΧΙΙ που παραιτήθηκε το 1415 ύστερα από απαίτηση της Συνόδου της Κωνσταντίας.
[126] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44 p. 74: “Item dicit quod audivit dictum dompnum Iacobum dicentem, postquam Bompetrus et Iulianus fuerunt condempnanti et combusti, quod inquisitor et fraters fecerunt malum opus et magnum peccatum quia fecerant comburri bonos hominess, quia dicti Bompetrus et Iulianus fuerunt boni hominess et meliores quam essent inquisitor et fraters”.
[127] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 50 p.82: “Don Iacobe, non timetis vos pecatum, non habetis vos animam?; ipse despicit et dicit quod persica habet animam”.
[128] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44 p. 73: “Item dicit quod audivit dictum dompnum Iacobm dicentem quod non erat alius infernus, nec alius paradixus, nisi mundus iste”.
[129] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 46 p.77: “Item audivit ipse testis dictum dompnum Iacobum dicentem quod ille qui bene habet in hoc mundo bene habet in alio”.
[130] Gabriele Zanella, Itinerari ereticali: patari e catari tra Rimini e Verona, Istituto storico italiano per il medio evo, Studi storici 153 (Rome 1986). Στο παράρτημα Ι pp. 48-102 έκδοση των αρχείων Archivio di Stato, Bibliotteca MS 132 fols 11r-33vτης Μοδένα που αφορούν τον Armanno. Ανάλυση στα:
- Gabriele Zanella, Armanno Pungilupo, eretico quotidiano, Hereticalia, 3-14.
- Amedeo Benati, Armanno Pungilupo nella storia religiosa ferrarese del 1200, in Atti e memorie della Deputazione della provincial ferrarese di storia patria 4/1 (3rd series 1966), 85-123.
[131] Zanella, Itinerari…, p. 87.
[132] Zanella, Itinerari…, p. 50-51.
[133] Zanella, Itinerari…, p.57.
[134] Zanella, Itinerari…, p.54.
[135] Zanella, Itinerari…, p. 60-61.
[136] Zanella, Itinerari…, p. 56-59.
[137] Zanella, Itinerari…, p. 59.
[138] Zanella, Itinerari…, p. 63.
[139] Zanella, Itinerari…, p. 57.
[140] Zanella, Itinerari…, p. 62.
[141] A. Thompson, Cities of God: The religion of the Italian Communes, 1125-1325, Pensylvania State University 2005, pp. 432-433.
[142] Le Roy Ladurie, Montaillou, pp. 91-92. James Buchanan Given, Inquisition and medieval society: power, discipline and resistance in Languedoc, Cornel University 1997, pp 151-155.Η ομολογία της Grazida σε αγγλική μετάφραση στο Peter Dronke, Women writers of the Middle Ages: a critical study of texts from Hildegard of Bingen to Marguerite Porete , Cambridge 1984, p. 204-5.
[143] G. G. Merlo, Eretici e inquisitori nella società piemontese del trecento, Turin 1977, p. 43.
[144] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 295.
[145] M. Esposito, Un ‘auto da fé’ à Chieri en 1412, Revue Histoire Ecclesiastique 42 (1947), pp. 422-432.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Volunteers with Syrian Arab Red Crescent (SARC) unload aid trucks in Douma, in Eastern Ghouta, Syria, 05 March 2018. A convoy of aid supplies reach the besieged community in Eastern Ghouta for the first time in weeks and after months of bombardment. EPA, Mohammed Badra
ΣχόλιοΤ.Ι.: Ας στραφούμε προς τον Παντοδύναμο Θεό με όλη μας την καρδιά, την ψυχή, την διάνοια, την ισχύ, στον Παντοκράτορα που διαλύει βουλάς αρχόντων.
Στον δικό μας ευρύτερο χώρο, η Συρία υπέστη τα περισσότερα πραξικοπήματα. Έξι συνολικά, από το 1949 μέχρι το 1970 (1949, 1954, 1961, 1963, 1966, 1970).
Θα αναφερθώ στη συνέχεια του κειμένου και στο έβδομο πραξικόπημα, αυτό που λαμβάνει χώρα από το 2012 μέχρι σήμερα και το οποίο είναι μεν τζιχαντιστικό, αλλά στη ουσία είναι ένα πραξικόπημα Μade in the West και το οποίο αποτελεί συνέχεια των δυτικών προσπαθειών να τεθεί υπό την ηγεμονία της Δύσης ο γεωπολιτικός χώρος της ιστορικής Συρίας και των προεκτάσεών της στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Θα περιοριστώ σε συνοπτικές, κυρίως, αναφορές στα δύο από τα έξι πραξικοπήματα –αυτά του 1949 και του 1957– που εμπεριέχουν, πιστεύω, αρκετά στοιχεία που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τι επακριβώς συμβαίνει στη Συρία σήμερα, γιατί το μακελειό δεν σταματά. Αλλά και γιατί γινόμαστε μάρτυρες μιας άθλιας και δυτικής έμπνευσης και χρηματοδότησης προπαγάνδας που κάνει τη χιτλερική να μοιάζει με έργο «ατζαμήδων».
Η συγκεκριμένη προπαγάνδα αποτελεί συνέχεια αλλά «ανταγωνίζεται» ταυτόχρονα σε «ποιότητα» –αφού είναι πιο εκσυγχρονισμένη– αυτήν των μεταψυχροπολεμικών πολέμων στη Γιουγκοσλαβία. Τα αποτελέσματα εκείνης της προπαγάνδας υπήρξαν το μακελειό στα Βαλκάνια, ο τζιχαντισμός και η δημιουργία δύο ισλαμιστικών «κρατών» στην Ευρώπη –που τροφοδοτούν «ιεροπολεμιστές» στα διάφορα μέτωπα του κόσμου– αυτού της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης και του «κράτους» των Κοσσοβάρων. Είναι δε κοινό μυστικό πως το «κράτος» των Κοσσοβάρων, οι πάτρωνες του οποίου επιδιώκουν να το εντάξουν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, κρατά τα ευρωπαϊκά σκήπτρα στο λαθρεμπόριο –κυρίως στα ναρκωτικά– στο εμπόριο λευκής σαρκός και στο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων.
Αναφορικά με το πραξικόπημα του 1949, δύο είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά και εγγλέζικα έγγραφα και από μαρτυρίες αμερικανικών πρακτόρων που έδρασαν στην περιοχή και τα οποία παραπέμπουν στα σημερινά.
Μέχρι το πραξικόπημα του 1957 στη Συρία, η Μέση Ανατολή ήταν ήδη σε μεγάλο αναβρασμό και το επίκεντρο του παγκόσμιου ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού και τοπικών πολέμων και συγκρούσεων.
Είχαμε τη δημιουργία του εβραϊκού κράτους, τον πόλεμο του 1948, την ταπεινωτική ήττα των Αράβων και τη δημιουργία του Παλαιστινιακού. Είχαμε τα γεγονότα στο Ιράν με την εκδίωξη και επαναφορά, με αγγλοαμερικανικό πραξικόπημα, του φιλοδυτικού Σάχη της Περσίας το 1953. Είχαμε στην Αίγυπτο την πραξικοπηματική άνοδο του χαρισματικού και σοσιαλιστή ηγέτη Νάσσερ (1952-’54).
Είχαμε προβοκατόρικες επιθέσεις του Ισραήλ κατά της Αιγύπτου, κυρίως το 1954. Είχαμε το 1955 τη δημιουργία του φιλοδυτικού Συμφώνου της Βαγδάτης, ενός «ψευδο-ΝΑΤΟ» στη Μέση Ανατολή, με πρωταγωνιστές τη Βρετανία και την Τουρκία και με πάτρωνα την Ουάσιγκτον. Είχαμε την «κάθοδο» της Σοβιετικής Ένωσης σε Αίγυπτο και Συρία. Και, τέλος, είχαμε την κρίση του Σουέζ, τον αποτυχημένο επιδρομικό πόλεμο κατά της Αιγύπτου από Βρετανία, Γαλλία και Ισραήλ (1956) και το 1957 είχαμε τη διακήρυξη του ψυχροπολεμικού Δόγματος Αϊζενχάουερ για τη Μέση Ανατολή, δηλ. την απαρχή της επίσημης πλέον επέμβασης των Αμερικανών στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Το 1957 ο Πρόεδρος της Αμερικής Αϊζενχάουερ και ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας Μακμίλλαν «συμφώνησαν», δηλαδή συνωμότησαν –δεν υπάρχει άλλη λέξη– για την ανατροπή της σοσιαλιστικής συριακής κυβέρνησης την οποία θεωρούσαν φιλο-νασσερική, φιλοσοβιετική, επικίνδυνη για τα φιλοδυτικά καθεστώτα της περιοχής και εμπόδιο για τη ροή του πετρελαίου προς τη Μεσόγειο. Οι Σύροι προκατέλαβαν τους σχεδιασμούς τους και το πραξικόπημα αποσοβήθηκε.
Όμως από την τελική έκθεση μιας άκρως απόρρητης επιτροπής που οι Αγγλοαμερικανοί συγκρότησαν το 1957 για να υλοποιήσουν το πραξικόπημα –τη “Syria Working Group”– διαβάζουμε και τα εξής:
«Για να διευκολυνθούν οι απελευθερωτικές δυνάμεις, να περιοριστούν οι δυνατότητες του συριακού καθεστώτος να κατευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, να περιορισθούν οι απώλειες και οι καταστροφές στο ελάχιστο και για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα το γρηγορότερο, πρέπει να αναληφθεί μια ειδική προσπάθεια (special effort) εξόντωσης (elimination) κάποιων προσώπων που θεωρούνται κλειδιά. Η απομάκρυνσή τους (removal) πρέπει να επιτευχθεί στο αρχικό στάδιο της εξέγερσης (uprising) και επέμβασης (intervention) και υπό τα δεδομένα της κατάστασης».
Επιπλέον, το σχέδιο προέβλεπε τη χρηματοδότηση μιας επιτροπής με την ονομασία “Free Syria Committee” και τον εξοπλισμό μέσα στη Συρία πολιτικών φατριών και παραστρατιωτικών ομάδων με στρατιωτικές δυνατότητες. Πάντοτε, κατά τους σχεδιασμούς της “Syria Working Group”, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, η CIA και η ΜΙ6 της Βρετανίας, «θα ενθάρρυναν εσωτερικές φυλετικές εξεγέρσεις… και θα υποκινούσαν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στη Δαμασκό». Οι συνεργαζόμενες με αντικαθεστωτικές δυνάμεις και οι αμερικανικές και βρετανικές υπηρεσίες θα συντόνιζαν πράξεις δολιοφθοράς με στόχο την πραξικοπηματική ανατροπή του συριακού καθεστώτος.
Ήταν όμως αποφασισμένοι, εφόσον δημιουργούνταν οι αναγκαίες συνθήκες τρομοκρατίας, να προκαλέσουν και μεθοριακά επεισόδια που να δικαιολογούν τη στρατιωτική επέμβαση των γειτονικών και φιλοδυτικών κρατών της Ιορδανίας, του Ιράκ και της ΝΑΤΟϊκής Τουρκίας. Τόσο ο 6ος αμερικανικός Στόλος στη Μεσόγειο όσο και οι βρετανικές δυνάμεις από την Κύπρο θα δρούσαν υποστηρικτικά σε περίπτωση ανάγκης.
ΑΝΑΤΡΟΠΗ – ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ
Οι σχεδιασμοί του 1957 απέτυχαν διότι Ιορδανία και Ιράκ τελικά δεν συνεργάσθηκαν. Μόνο η Τουρκία του Ατνάν Μεντερές ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί, με στρατιωτική εισβολή στη Συρία.
Είναι επίσης ενδιαφέρον να τονιστεί εδώ πως ένας επιπλέον λόγος που οι σχεδιασμοί δεν υλοποιήθηκαν ήταν και η απειλή της Σοβιετικής Ένωσης πως η Τουρκία θα υποστεί τις συνέπειες ενός επιδρομικού πολέμου κατά της Συρίας.
Παρόμοιους σχεδιασμούς από τους Αγγλοαμερικανούς για την ανατροπή/αποσταθεροποίηση του μπαθικού καθεστώτος είχαμε το 1983, το 1986, το 1991, το 2009 και βέβαια το 2012 επί Προεδρίας Ομπάμα και με ΥΠΕΞ τη Χίλαρι Κλίντον.
Στημένη προπαγάνδα
Τηρουμένων των αναλογιών είναι πράγματι εντυπωσιακές οι ομοιότητες τού τότε –1957– με αυτά που συμβαίνουν στη Συρία από το 2012 μέχρι σήμερα. Οι μέθοδοι παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτες, όπως αναλλοίωτη παραμένει και η στρατηγική στόχευση. Η μόνη αλλά αισθητή διαφορά είναι η άθλια προπαγάνδα κατά του συριακού καθεστώτος, του μόνου κοσμικού πλέον κράτους στην περιοχή, που έχει ολοκληρωτική μορφή, είναι ασταμάτητη και χρησιμοποιεί κατασκευασμένες, ως επί το πλείστον, σκηνές με πρωταγωνιστές/θύματα μικρά παιδιά.
Η προπαγάνδα αυτή είναι χρηματοδοτούμενη από έξω και τα τεκμήρια είναι αδιάσειστα για όποιον ενδιαφέρεται να ερευνήσει επισταμένα το θέμα. Η χρηματοδότη γίνεται από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, από ορισμένα άλλα ΝΑΤΟϊκά κράτη, καθώς επίσης τους άλλους «παράγοντες ηθικής» στην περιοχή όπως την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία το Κατάρ και το Ισραήλ. Το κάθε ένα από τα κράτη αυτά έχει διαφορετικούς λόγους για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Και όλα έχουν κυριολεκτικά σκυλιάσει διότι η κοινή στρατηγική τους στόχευση –το συνεχιζόμενο από το 2012 πραξικόπημα στη Συρία– έχει αποτύχει παταγωδώς. Και όλοι συνεχίζουν να «σκυλλεύουν» τον λαό της Συρίας.
Πηγή: Hellas Journal
Η σύγχρονη οικογένεια είναι μια βασανισμένη οικογένεια. Γεύεται πολλές πίκρες και λίγες χαρές. Όταν γνωρίζονται δυο νέοι και νιώθουν να συγκινεί ο ένας τον άλλο με τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο, που τον λέμε έρωτα, τότε αισθάνονται μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Αυτή την ευτυχία την απολαμβάνουν και θυσιάζουν πολλά άλλα και τα στερούνται ευχαρίστως, για να συντηρήσουν αυτό το θησαυρό.
Βέβαια η ευτυχία αυτή περιορίζεται στο ζευγάρι και οι άλλοι γύρω τους από αγάπη και κατανόηση συμμερίζονται την ευτυχία τους με συμπάθεια. Οι άλλες έγνοιες του ζευγαριού περιορίζονται και καθώς τους κυριαρχεί ο έρωτας, δεν έχουν τη δύναμη να νιώσουν τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων, να νιώσουν δηλαδή συμπόνια, φιλανθρωπία· δεν έχουν ούτε τη διάθεση ούτε τη δύναμη να συμμεριστούν τα προβλήματα των άλλων. Θα ‘λεγε κανείς ότι βρίσκονται σε κατάσταση μέθης και νιώθουν σαν ένας άνθρωπος, που κοιτάζει μόνο τον εαυτό του εγωιστικά. Αλλά και ο καθένας χωριστά νιώθει μεγάλο εγωισμό και δείχνουν ένα καλό πρόσωπο ο ένας στον άλλο μόνο από υπολογισμό. Με τον καλό τους τρόπο δηλαδή κερδίζουν την προσέγγιση του άλλου και εξασφαλίζουν την ευτυχία τους.
Γι’ αυτό στην περίοδο αυτή της ερωτικής σχέσης έχουν τα ζευγάρια και πολλά προβλήματα, ζήλιες και παρεξηγήσεις και πείσματα κι όχι σπάνια και μίση. Είναι δύο εγωιστές, που αποτελούν και οι δυο τους ένα ζευγάρι εγωιστικό μέσα στο περιβάλλον τους.
Βλέπουμε ότι ο έρωτας δεν παίρνει πίστη από τον εαυτό του. Η πίστη του νέου ότι υπάρχει και γι’ αυτόν ένα πρόσωπο, που θα ταιριάζει μαζί του και θα γίνουν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, είναι μία πίστη που γεννιέται από την πίστη στο Θεό. Ο ίδιος ο έρωτας δεν εμπνέει καμιά πίστη. Μάλιστα η σφοδρότητα του συναισθήματος μαζί με τον εγωισμό, που το χαρακτηρίζει, κλονίζει την ασφάλεια στη σχέση του ζευγαριού· αφού μόνο του κυριεύει τον άνθρωπο σαν αυτόνομη ενστικτώδης κατάσταση, έτσι μόνο του κάποια στιγμή μπορεί να σβήσει για χίλιες δυο αιτίες. Τότε είναι που γεννιέται το ερωτικό άγχος, που βασανίζει και εξουθενώνει τις ψυχές. Γι’ αυτό μόνο όσοι πιστεύουν στο Θεό και ζητούν την κυβέρνηση της ζωής τους απ’ αυτόν, αυτοί μόνο μπορούν να γλυτώσουν το ερωτικό άγχος και να είναι και αυτοί οι ίδιοι αναπαυμένοι και ν’ αναπαύουν και τον σύντροφό τους.
Η σύγχρονη ερωτική αγωγή, όπως εφαρμόζεται από όλα τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, συνδυάζει τον έρωτα με την ανηθικότητα. Δεν εκτιμούν τη λαμπρή ιερουργία του γάμου, που κάνει η Εκκλησία. Παγιδεύονται από την επιθυμία της επανάστασης κατά του Θεού, που χρησιμοποιεί το σφοδρό ερωτικό συναίσθημα, για να εκφράσει μ’ αυτό την απελευθερωτική επαναστατικότητα κατά του Θεού, και τόσο πολύ έχουν συνδυαστεί αυτά τα δύο, ώστε δεν ικανοποιείται πια ο άνθρωπος από τον αθώο και νόμιμο έρωτα.
Όταν η ερωτική αγωγή δείχνει το δρόμο προς τον αγνό έρωτα, δίνει το πρώτο δώρο στα πρόσωπα που συναποτελούν το ζευγάρι, να ανοίξουν τα στεγανά του έρωτα και το αγαπημένο πρόσωπο να δώσει μορφή συγκεκριμένη και χειροπιαστή στ’ αφηρημένα και ιδεαλιστικά όνειρα, που μαγεύουν τη ψυχή του εφήβου. Το καλό και το πράο φεύγει από το χώρο των απρόσωπων ιδεών και παίρνει πρόσωπο, το πρόσωπο του αγαπημένου. Αυτό βέβαια αποτελεί μια βαθμίδα, όπου ο νέος (η νέα) αργότερα θα την ξεπεράσει, αλλά για τη φάση αυτή βοηθάει το νέο να ξεπεράσει την εικονοκλαστική, ιδεαλιστική ψυχολογία και τη συνακόλουθη ηθικολογία και να ξέρει πως αυτό που έμαθε από μικρός (μικρή) να αγαπά, το καλό δηλαδή, έχει πρόσωπο και πρέπει να το αγαπά με τον τρόπο που αγαπά το ταίρι του. Αργότερα θα καταλάβει ότι ο Θεός έχει πρόσωπο και έχει και σάρκα· και δίνει τη χάρη του και την υπόστασή του στα πρόσωπα των ανθρώπων κι έτσι αγαπά κανείς και τη (ή κάποια τον) σύζυγό του (της) με μια ποιότητα.
Τότε είναι που εξευγενίζεται και ο έρωτας και παίρνει έναν μεταφυσικό χαρακτήρα, ξαναφέρνει στην ψυχή του ερωτευμένου την απωθημένη ιεροπρέπεια και ξαναρχίζει να λειτουργεί η σχέση με το Θεό και με τη δημιουργία. Γίνεται ένωση προσώπων με την ευλογία της Εκκλησίας και ασφαλίζεται από πειρασμούς. Τώρα όσο ωριμάζει ο άνθρωπος πνευματικά, τόσο ωριμάζει και ερωτικά. Απαλλάσσεται ο έρωτας από την αποκλειστική ενστικτώδη και σαρκική φύση και συμπλέει άνετα η πνευματική μεταφυσική του ουσία με τη σαρκική. Ανακαλύπτει ο άνθρωπος την αθωότητα την Παραδεισιακή με τον έρωτα να είναι δόση του Θεού ιερή, που καταλήγει κι αυτή στην ευχαριστία όπως όλες οι δωρεές του Θεού.
Έτσι περίπου χτίζεται η οικογένεια στη δική μας παράδοση κι έχει δώσει τους καρπούς της στην κοινωνία επί πολλούς αιώνες. Έχει δώσει μάρτυρες, μεγάλους δασκάλους και μεγάλους ευεργέτες. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι οι γυναίκες των μεγάλων ευεργετών όχι μόνο δεν αντέδρασαν στην εξαντλητική για την οικογενειακή οικονομία φιλανθρωπία των συζύγων τους, αλλά ως επί το πλείστον τη συνέχισαν. Η αρετή και ο έρωτας εδώ συνεργάστηκαν και αλληλοδυναμώθηκαν.
Έτσι ωριμάζοντας ο έρωτας καρποφορεί αρετές και παιδιά. Η επιδίωξη της τεκνογονίας είναι δείγμα ωριμότητας του ζευγαριού. Οι αγαπημένοι επεκτείνουν την αγάπη τους και στα τέκνα τους, που δεν γνώρισαν ακόμα αλλά τα περιμένουν και …τα διεκδικούν!
Σ’ αυτή τη φάση της ζωής της η οικογένεια είναι έτοιμη ν’ αναμετρηθεί με τους μεγάλους πειρασμούς της. Ο μισόκαλος στήνει τις μεγάλες παγίδες του στις ώριμες οικογένειες. Μπορεί να εμπνεύσει στον άντρα ή στη γυναίκα ότι οδεύει γρήγορα προς το τέλος, χωρίς να έχει γευτεί κάποια άνεση για διασκέδαση, για χαλαρότητα, για κάποια «ατομική ζωή». Ακούς να σου λένε: «Δεν έζησα καθόλου για τον εαυτό μου». Άλλοτε πάλι, βλέποντας την επιδεικτική ξεγνοιασιά των άλλων, πέφτουν στον πειρασμό να παραπονεθούν γιατί δεν μπόρεσαν ή δεν τόλμησαν κι αυτοί να αμαρτήσουν. Άλλοτε ντρέπονται πως δεν είναι σε θέση να δείξουν ένα «αξιοπρεπές» κοινωνικό πρόσωπο, γιατί τα πολλά τους παιδιά καταλαμβάνουν τους χώρους του σπιτιού και με την αναγκαστική ακαταστασία στραπατσάρουν την άψογη εικόνα του. Ακόμη συμβαίνει να κυριευτεί ο ένας από τους δύο από έναν όψιμο πουριτανισμό και να αρνείται τη σαρκική προσφορά του στον άλλον, υιοθετώντας μια όψιμη ασκητική. Συχνά οι γυναίκες βασανίζουν τον άντρα τους παρεμβάλλοντας αυτή την όψιμη θρησκευτικότητα.
Συνήθως όμως η ευλογία της μακράς και επίπονης αγωγής της οικογένειας ξεπερνά τους πειρασμούς της με τη βοήθεια κι ενός καλού πνευματικού. Άλλωστε το ίδιο συμβαίνει με κάθε ανθρώπινη πρωτοβουλία.
Συχνά όμως οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι, δεν πειθαρχούν τον έρωτά τους κι όπως συμβαίνει με όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες τους, παραδίδονται στη σαρκική σχέση χωρίς την ευλογία του Θεού κι αυτό είναι η αμαρτία. Και η ψυχολογική σχέση που συχνά συμπληρώνει τη σαρκική, δηλαδή αυτό που λέμε έρωτα γενικότερα, κι αυτή όταν γίνεται χωρίς την ευλογία του Θεού, αποτελεί κι αυτή αμαρτία. Οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος ικανοποιώντας οποιεσδήποτε ηδονές χωρίς ευλογία του Θεού και ευχαριστία, αποτελεί αμαρτία. «Παν ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστί», είναι ο λόγος του αποστόλου Παύλου. Κι αυτό το νιώθουν οι άνθρωποι γιατί κάθε απόλαυση αμαρτωλή φέρνει στην καρδιά του κάθε ανθρώπου κατάθλιψη.
Μόνο η ευλογία του Θεού που ενεργεί αγιαστικά ξαναφέρνει στον κόσμο τον ειρηνικό έρωτα. Δηλαδή μόνο τον ευλογημένο έρωτα χαίρεται αληθινά ο άνθρωπος. Και όταν η τίμια οικογένεια χάσει το δυναμισμό τής ευλογίας και τα μέλη της κυριευθούν από τη ραθυμία, χάνει και τη χαρά της ευλογίας, παραμένει μόνο το ένστικτο της σαρκικής σχέσης, που μόνη της είναι κτηνώδης κι ακολουθεί κι αυτή τη φθίνουσα πορεία όπως κάθε ζωώδες πάνω στη γη, οπότε με τον καιρό πεθαίνει κι αυτή πριν απ’ το φυσικό θάνατο του ανθρώπου.
Δεν μπορεί να βγει άλλο συμπέρασμα από το ότι πρέπει να βάλουμε και τον έρωτα (όπως και τις άλλες επιδόσεις μας στην ζωή), να τον βάλουμε κι αυτόν κάτω από την ευλογία του Θεού και μέσα στο σχέδιο της θείας Πρόνοιας που είναι η σωτηρία μας.
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας
ΤΑ ΚΟΣΜΗΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
Ἀπὸ τὰ γυμνασιακά μας χρόνια θυμόμαστε πάντα πόση ἐντύπωση μᾶς ἔκανε στὴ μελέτη τοῦ ὁμηρικοῦ κειμένου ἡ παρατήρηση πὼς σχεδὸν κάθε φορὰ ποὺ ἀναφερόταν ἕνας θεός, ἕνας ἥρωας, ἕνα ζῶο ἢ κι ἕνα πρᾶγμα ἀκόμα, τὸ ὄνομά του συνοδευόταν σταθερὰ ἀπὸ κάποιο ἐπίθετο, ποὺ φαινομενικὰ δὲν πρόσθετε τίποτα οὐσιαστικὸ στὴ διήγηση.
Οἱ δάσκαλοί μας ὀνόμαζαν τὰ ἐπίθετα αὐτὰ «κοσμητικά», καὶ ἡ συνηθισμένη ἐξήγηση ποὺ μᾶς ἔδιναν γιὰ τὴν παρουσία τους στὸν Ὅμηρο ἦταν ὅτι πραγματικὰ χρησίμευαν γιὰ νὰ στολίσουν τὸν λόγο. Ἂν ἔλειπαν, τὸ νόημα δὲν θ’ ἄλλαζε βέβαια, μόνο ποὺ ἡ ὁμηρικὴ φράση θὰ ἦταν λιγότερο διακοσμημένη.
Ὁ ὅρος «κοσμητικὸ» ἐπίθετο καὶ ἡ σχετικὴ ἐξήγηση ποὺ δίνεται στέκουν στὴν ἐπιφάνεια μόνο τῆς ποιητικῆς ἔκφρασης, δὲν προχωροῦν στὸ βάθος της.
Ἕνας ποιητὴς ποὺ γυρεύει νὰ στολίση ἐξωτερικὰ τὴ φράση του, προσθέτοντας «ὡραῖα» ἐπίθετα, θὰ ἦταν ἀνάξιος νὰ λέγεται ποιητής. Στὴν ποίηση μορφὴ καὶ νόημα δὲν εἶναι πραγματικὰ τόσο ξεχωρισμένα, ὥστε νὰ συλλάβης πρῶτα τὸ νόημα κι ὕστερα νὰ γυρέψης νὰ τὸ ντύσης μὲ φανταχτερὰ στολίδια.
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ποιητῆ νὰ συνοδέψη τὸ πρόσωπο καὶ τὸ πρᾶγμα μ’ ἕνα ἐπίθετο – Ζεὺς ἀργικέραυνος ἀστραποκέραυνος, Ἀχαιοὶ χαλκοκνήμιδες, βόες εὐρυμέτωποι, νῆες κυανόπρωροι, καράβια γαλανόπρωρα πρέπει, τὸ δίχως ἄλλο, νὰ πηγάζη ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του.
Ὁ Δίας ἦταν:
τερπικέραυνος= κεραυνόχαρος, ὑψιβρεμέτης= ἀψηλοβρόντης, κελαινεφὴς= μαυροσύννεφος, κι ὅταν δὲν ἔρριχνε ἀστροπελέκια, κι ὅταν δὲν σκέπαζε τὸν οὐρανὸ μὲ σύννεφα.
Ἡ Ἀφροδίτη λεγόταν:
φιλομμειδὴς= ἀχνογελόχαρη, ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ πληγωνόταν καὶ φυσικὰ δὲν εἶχε καμμιὰ ὄρεξη γιὰ γέλια.
Ὁ Ἀχιλλέας ἦταν ὅλη τὴν ὥρα:
ποδαρκής, ποδώκης= φτεροπόδαρος, καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ἔτρεχε ἢ ἀμύμων= ἄψεγος, θεῖος, πελώριος, θεοείκελος= θεόμορφος.
Ὁ Ὀδυσσέας:
ἀμύμων= ἄψεγος, πολύτλας= πολυβασανισμένος , πτολίπορθος= καστρομαχητής, κι ἂς μὴν εἶχε ἀκόμα ρημάξει τὸ κάστρο τῆς Τροίας, οὔτε ἀκόμα τυραννιστεῖ στὰ πέλαγα.
Οἱ Τρῶες χαρακτηρίζονται:
μεγάθυμοι= ἀντρειωμένοι, κι ὅταν τὸ βάζουν στὰ πόδια, ἱππόδαμοι= αὐτοὶ ποὺ δαμάζουν ἵππους, ἀγέρωχοι, χαλκοχίτωνες= αὐτοὶ ποὺ φορᾶνε χάλκινους θώρακες.
Οἱ Ἀχαιοὶ χαρακτηρίζονται:
χαλκοχίτωνες = αὐτοὶ ποὺ φορᾶνε χάλκινους θώρακες, φιλοπτόλεμοι= πολεμόχαροι, κάρη κομόωντες= μακρυμάλληδες.
Ἡ Ἥρα:
λευκώλενος = λευκοχέρα , χρυσοπέδιλος= ποὺ φοράει χρυσὰ πέδιλα.
Ἡ Ἀθηνᾶ:
γλαυκώπις= γαλανομάτα η ὔκομος= ὀμορφομαλλοῦσα.
Ἡ Ἀφροδίτη:
ἐστέφανος= αὐτὴ ποὺ φοράει ὡραῖο στολίδι, φιλομμειδὴς= ἁγνογελόχαρη.
Ἡ Βρησηὶς:
καλλιπάρηος= ροδομάγουλη.
Ἡ Δανάη:
καλλίσφυρος= ποὺ ἔχει ὡραίους ἀστραγάλους
Οἱ Τρωάδες:
ἑλκεσίπεπλοι = ποὺ ἔχουν μακρόσυρτα πέπλα.
Ὁ Μενέλαος εἶναι στὴν βοὴν ἀγαθός.
Ὁ Ὅμηρος μᾶς ἔδειξε μία ἱκανότητα τῆς γλώσσας μας, ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ ὅλους τοὺς λαούς. Οἱ Ἕλληνες μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπερήφανοι γιὰ τὴ γλῶσσα τους, εἴτε στὰ χρόνια του Ὁμήρου ἔζησαν εἴτε στὰ σημερινά.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Το δημοτικό σχολείο Spreewald του Βερολίνου αποφάσισε να προσλάβει φρουρούς για τα παιδιά και το προσωπικό του, μετά από τα περισσότερα από 30 βίαια επεισόδια που έλαβαν χώρα τον περασμένο χρόνο.
Στο σχολείο, που έχει ένα 99% μεταναστευτικό πληθυσμό, οι δάσκαλοι και τα παιδιά δέχονται συχνά επιθέσεις. Το σχολικό περιβάλλον είναι τώρα τόσο επιθετικό ώστε οι φύλακες πρέπει να είναι παρόντες από τις 7:30 π.μ. έως τις 4 μ.μ. για να διατηρήσουν την τάξη.
"Μέσα στο προηγούμενο έτος, η βία αυξήθηκε τόσο πολύ ώστε τώρα πρέπει να λάβουμε αυτό το μέτρο", δήλωσε η διευθύντρια του σχολείου, Doris Unzeit, στην εφημερίδα Bild της Γερμανίας.
Σύμφωνα με την επιθεώρηση του σχολείου, υπήρχαν περισσότερα από 30 βίαια επεισόδια μεταξύ παιδιών, καθηγητών και ακόμη και γονέων πέρυσι. Το αυξανόμενο κόστος ασφάλειας για το σχολείο καθίσταται προβληματικό: 1.719 ευρώ δαπανώνται για το μέτρο κάθε εβδομάδα.
Η διευθύντρια Unzeit ελπίζει ότι το δημοτικό συμβούλιο θα πληρώσει για την ασφάλεια του σχολείου μετά από μια επιτυχημένη "δοκιμαστική φάση".
Πηγή: Voice Of Europe, Κόκκινος Ουρανός
Σε διάφορες συζητήσεις τους τελευταίους μήνες, έχω παρατηρήσει ότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ της γενικής (ή οριζόντιας) αναζήτησης και της εξειδικευμένης (ή κάθετης, όπως λέγεται) αναζήτησης.
Σε μια από αυτές τις συζητήσεις, με έναν ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος στα 80 του έχει καταφέρει να ενσωματώσει τη Google και το Facebook στην καθημερινότητά του μέσω κινητού και tablet, η απάντηση που έπρεπε να δώσω στην ερώτηση «μα καλά, βρε παιδάκι, από που βγάζουν τόσα πολλά λεφτά αυτές οι εταιρείες αφού οι υπηρεσίες τους είναι δωρεάν;», μου φαινόταν λίγο δύσκολη.
Ωστόσο, προσπάθησα να του απαντήσω όσο πιο απλά μπορούσα. «Από τη διαφήμιση, φυσικά», του είπα.
Ήθελα να του πω επίσης ότι το μεγαλύτερο προϊόν αυτών των επιχειρήσεων είναι ο ίδιος, ο οποίος εν μέσω εκδρομών του ΚΑΠΗ και όλων των αναμνηστικών φωτογραφιών, που δεν ξεχνάει να ανεβάζει στο κοινωνικό δίκτυο, αποτελεί ως χρήστης το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των νέων τεχνολογικών μέσων. Δεν το έκανα για να μην του χαλάσω τη χαρά να περνάει το χρόνο με τα νέα του παιχνίδια.
Κάθε μέρα η μηχανή αναζήτησης της Google επιστρέφει πάνω από 5 δισεκατομμύρια αποτελέσματα σε αναζητήσεις παγκοσμίως. Το μυστικό της επιτυχίας της βρίσκεται εκεί, στην κλίμακα της λειτουργίας αυτής της μηχανής. Και για να καταλάβουμε αυτήν την επιτυχία, πρέπει να καταλάβουμε και τη διαφορά ανάμεσα στην οριζόντια και την κάθετη, την πιο σύνθετη, και άρα πιο αποτελεσματική αναζήτηση.
Η κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στους δύο τρόπους αναζήτησης είναι ζωτικής σημασίας για να κατανοήσει ένας απλός χρήστης τους τρόπους με τον οποίους η Google καταχράται τη δεσπόζουσα θέση της.
Για τον απλούστατο λόγο ότι η μηχανή της Google συχνά εμφανίζεται ως ένα εύχρηστο εργαλείο στο αχανές του κυβερνοχώρου, τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται να εξηγήσει στο χρήστη πώς πραγματικά λειτουργεί.
Συστηματικά, λοιπόν, η Google αρνείται τυχόν διαφορές στον τρόπο που φέρνει τα πιο δημοφιλή αποτελέσματα στην επιφάνεια των αποτελεσμάτων της - πάντα βγαίνουν στην κορυφή εκείνα που διαφημίζονται στο διαδίκτυο.
Oι γίγαντες της τεχνολογίας πάντοτε επωφελούνταν από τα αποτελέσματα του Internet: όσο περισσότεροι χρήστες συνδέονται στο Facebook, τόσο πιο ελκυστική είναι η εγγραφή για όλους τους υπόλοιπους.
Όσο τρομακτικό κι εάν ακούγεται, το κύριο προϊόν της Google, είναι η τεράστια ομάδα χρηστών και τα δεδομένα τους, σχετικά με τον τρόπο που συμπεριφέρονται στο διαδίκτυο.
Αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για να ταιριάζουν εταιρείες με πιθανούς πελάτες, σερβίροντας τους διαφημίσεις που πιθανότατα θα κλικάρουν πάνω σε αυτές.
Στην καθημερινή χρήση, αυτή η πρακτική, είναι κάτι που ξεχνάμε όλοι μας. Όμως, οι συνήθειες μας, οι προτιμήσεις μας στο YouTube, οι αναζητήσεις μας ή τα κλικς μέσα στο Gmail, όλα χρησιμοποιούνται με σκοπό να σκιαγραφήσουν τη συμπεριφορά μας.
Επιπλέον, η Google ακολουθεί όλες τις συνήθειες περιήγησής μας μέσω των κωδικών του Analytics και του Adsense, (ενσωματωμένων σε ιστοσελίδες), για να παρακολουθεί τα ενδιαφέροντά μας εκτός της μηχανής αναζήτησης.
Όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Κάποιοι τα γνωρίζουν, άλλους δεν τους νοιάζει, οι πιο υποψιασμένοι χρησιμοποιούν άλλες, πιο αθώες μηχανές αναζήτησης.
Παράλληλα, όμως, με την κυριαρχία της Google στον ιστό, η επανάσταση των έξυπνων κινητών πολλαπλασίασε τα υπερπολύτιμα δεδομένα.
Είτε βρισκόμαστε στο λεωφορείο και χαζεύουμε το κινητό είτε βλέπουμε τηλεόραση και ταυτόχρονα θέλουμε να βρούμε μια πληροφορία στο Google, σχεδόν κάθε δραστηριότητα μας δημιουργεί ένα εικονικό ίχνος.
Αυτή είναι η πρώτη ύλη για τα αποστακτήρια δεδομένων της Google. Και καθώς όλες οι συσκευές γίνονται πιο έξυπνες, δηλαδή όλες συνδέονται στο διαδίκτυο, ο όγκος αυτός γιγαντώνεται.
Αυτή η αφθονία των δεδομένων έχει αλλάξει τη φύση του ανταγωνισμού. Οι γίγαντες της τεχνολογίας πάντοτε επωφελούνταν από τα αποτελέσματα του Internet: όσο περισσότεροι χρήστες συνδέονται στο Facebook, τόσο πιο ελκυστική είναι η εγγραφή για όλους τους υπόλοιπους.
Ακόμη και για τους συνταξιούχους και τους ηλικιωμένους. Με όλο και περισσότερα δεδομένα δημιουργούνται επιπλέον πεδία δράσης.
Έτσι, με τη συλλογή περισσότερων δεδομένων, μια επιχείρηση έχει περισσότερα περιθώρια βελτίωσης των προϊόντων της, τα οποία προσελκύουν περισσότερους αγοραστές, οι οποίοι με τη σειρά τους δημιουργούν ακόμα περισσότερα δεδομένα και ο κύκλος δεν τελειώνει ποτέ.
Τα συστήματα επίβλεψης και επιτήρησης των μεγάλων κολοσσών καλύπτουν πλέον ολόκληρη την οικονομία: η Google μπορεί να δει τι ψάχνουν οι χρήστες, το Facebook γνωρίζει τι κοινοποιούν 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι αυτού του πλανήτη, η Amazon ξέρει τι αγοράζουν.
Αυτή η «πανοραμική» θέα του κόσμου και των δραστηριοτήτων, αυτές οι τεράστιες βάσεις δεδομένων είναι το πιο πολύτιμο αγαθό των ημερών μας.
Και αυτό το νέο προϊόν που ηγείται μια συνεχώς αναπτυσσόμενης βιομηχανίας, προκαλεί όλο και περισσότερο τις αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές να βγουν μπροστά για να θέσουν όρια σε όσους γιγαντώνουν την επιρροή του.
Πριν από έναν αιώνα, αυτή τη θέση κατείχε το πετρέλαιο.
Σε ένα πρόσφατο, και πολύ σημαντικό για την εποχή μας, άρθρο των New York Times, o δημοσιογράφος Charles Duhigg, κάνει μια συνταρακτική έρευνα για το φαινόμενο της μονοπωλιακής κυριαρχίας της Google.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας του η Shivaun Moeran και ο Adam Raff, ηλικίας 51 και 49 ετών, το ζευγάρι από τη Μεγάλη Βρετανία, που εγκατέλειψε τις δουλειές του για να ξεκινήσουν μια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών το 2005. Το Foundem βγήκε online το 2006.
Μετά από ένα 48ωρο λειτουργίας του ένιωσαν να τους χτυπάει αλύπητα η οργή της Google. Ενώ τις δύο πρώτες ημέρες τα αποτελέσματα το έφερναν στην κορυφή των αναζητήσεων, ξαφνικά το είδαν να πέφτει στο βυθό των αποτελεσμάτων.
Παρά τις προσπάθειές τους να έρθουν σε επαφή με την εταιρεία και τους ρυθμιστές της, το Foundem δεν κατάφερε ποτέ να σηκωθεί από τα έγκατα των αναζητήσεων της Google.
To Foundem ξεκίνησε σαν ένα εξελιγμένο site, ειδικά σχεδιασμένο για να μπορεί να κάνει εξειδικευμένη, δηλαδή κάθετη αναζήτηση στις τιμές προϊόντων που μπορεί να έψαχνε κάποιος στο Internet.
Από αεροπορικά εισιτήρια μέχρι φωτογραφικές μηχανές και από ξενοδοχεία μέχρι κράνη για μηχανές.
Στην πραγματικότητα ήταν μια μηχανή αναζήτησης για εκείνα τα κομμάτια του Internet στα οποία η Google δεν έφτανε, μέχρι τότε. Όμως, λίγες μέρες από την έναρξη του Foundem, άρχιαν τα προβλήματα τους με την Google, στις 26 Ιουνίου του 2006.
Ο υπαίτιος του μεγάλου προβλήματος ήταν μια ενημέρωση σε έναν αλγόριθμο της μηχανής αναζήτησης, φαινομενικά σχεδιασμένο να διαγράφει spam, ο οποίος όμως ουσιαστικά στόχευε σε χαρακτηριστικά όπως η έλλειψη αυθεντικού περιεχομένου.
Άρα, εφόσον το Foundem μπορούσε να σε οδηγήσει σε ξένα sites ή υπηρεσίες τρίτων, η μηχανή αναζήτησης της Google υποβάθμιζε όλο και περισσότερο τη λειτουργία του.
Το τελικό χτύπημα ήρθε ως ποινή για το Foundem σε όλο το εύρος της μηχανής της Google, η οποία απέκλειε κάθε αναζήτηση του Foundem, πέρα από το ίδιο του το όνομα.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη δεύτερη ή τρίτη θέση των αποτελεσμάτων (την οποία διατήρησε στο Yahoo! και στο Bing της Microsoft) το Foundem βρέθηκε στη θέση 80 ή 90 της Google, δηλαδή ουσιαστικά «εξαφανίστηκε» από το internet.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι Raffs προσπάθησαν με κάθε τρόπο να έρθουν σε επικοινωνία με τον «γίγαντα».
Δεν έχει σημασία τι προσπάθησαν, σημασία έχει ότι δεν κατάφεραν να βγάλουν άκρη ή να πάρουν έστω μια σαφή απάντηση.
Η μοναδική επιλογή τους ήταν να βρουν εναλλακτικές πηγές εσόδων, εξουσιοδοτώντας το λογισμικό του Foundem σε τρίτους εκδότες όπως η Bauer και η IPC Media.
Κι ενώ όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί, μια μέρα άκουσαν τα κινητά τους να χτυπούν ταυτόχρονα. Τα είχαν προγραμματίσει να ειδοποιούν σε στιγμές που η κίνηση του site ήταν αργή λόγω αυξημένης κυκλοφορίας.
To The Gadget Show του Channel 5 τους είχε ανακηρύξει ως κορυφαίο βρετανικό site σύγκρισης τιμών του 2008.
Σε όλη τη διάρκεια της επικοινωνίας τους με τον μεγάλο τεχνολογικό γίγαντα, οι Raffs προσπαθούσαν να συλλέξουν στοιχεία για να αποδείξουν την νομιμότητά τους.
Τώρα είχαν στα χέρια τους μια αναμφισβήτητη επικύρωση. Στράφηκαν πάλι προς την Google, αλλά και πάλι, το μόνο που έλαβαν ως απάντηση ήταν μια απρόσωπη απάντηση «δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ιδιωτική υποστήριξη».
Κάτι που δεν έδειχνε καμία πρόθεση της Google να άρει την ποινή της. Αλλά, και πάλι, το ζευγάρι δεν σταμάτησε τους αγώνες του.
Μετά από αγώνες και πίεση, στο τέλος του 2009 η Google αποφάσισε να βάλει στην «λευκή λίστα» το Foundem, το οποίο ξαφνικά άρχισε να ξαναζεί, σημειώνοντας μια τρομακτική άνοδο 10.000 τοις εκατό.
Γεγονός που έφερε τους Raffs αντιμέτωπους με ένα δίλημμα: αφού είναι πλέον φανερό ότι ο γίγαντας στραγγαλίζει κάθε ανταγωνισμό, πώς θα συνέχιζαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα;
Το ερώτημα έπρεπε να απαντηθεί άμεσα, επειδή το παιχνίδι της Google με την κατάταξη των αποτελεσμάτων άρχισε να εξαπλώνεται όλο και πιο επικίνδυνα και σε άλλες περιπτώσεις.
Το επίκεντρο του προβλήματος ήταν η υπηρεσία σύγκρισης προϊόντων της ίδιας της Google, η οποία αρχικά πήρε το όνομα «Froogle».
Η υπηρεσία αυτή κάθε άλλο παρά δημοφιλής αποδείχθηκε. Μάλιστα, ένα εσωτερικό έγγραφο του 2006, το οποίο αποκαλύφθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, παραδεχόταν ότι «το Froogle απλά δεν δουλεύει».
Έτσι, το 2008, η Google άλλαξε το όνομά της υπηρεσίας σε «Google Product Search» και άρχισε να το σπρώχνει στην κορυφή των αποτελεσμάτων αναζήτησης, ενισχύοντας έτσι μια εσωτερική (εξελιγμένη) έκδοση του δικού της SEO.
Ταυτόχρονα, αντίπαλες τοποθεσίες υποβιβάστηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως και η Foundem: κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι τουλάχιστον τέσσερις ιστοσελίδες (μεταξύ αυτών και η Foundem) είδαν πτώση της κυκλοφορίας τους κατά 90%.
Όταν οι Raffs υπέβαλλαν την τελική τους καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Φεβρουάριο του 2010, επικεφαλής ήταν ο Ισπανός πολιτικός Joaquín Almunia.
Την εποχή εκείνη, πριν ακόμη σκάσουν οι αποκαλύψεις του Snowden, η εικόνα της Google στην Ευρώπη έλαμπε!
Ο Almunia αποφάσισε, λοιπόν, ότι αντί να ασκήσει δίωξη στην επιχείρηση, θα ήταν καλύτερο να της προσφέρει μια ευκαιρία να έρθει σε συμβιβασμό, αφού βέβαια τροποποιούσε τον τρόπο που έδειχνε τα προϊόντα.
Έτσι, όμως, αντί να φέρει μια γρήγορη λύση, έστησε το σκηνικό για μια συγκλονιστική μάχη.
To 2013 η Google συμφώνησε να δώσει περισσότερο χώρο στους ανταγωνιστές στο ιστότοπό της, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας συμφωνίας με τις ευρωπαϊκές αρχές και απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας μεγάλης ποινής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δέχεται τις αναθεωρημένες προτάσεις της Google για τον τρόπο εμφάνισης των αποτελεσμάτων αναζήτησης μετά από μια μακρά έρευνα, η οποία είχε αποκαλύψει ότι η εταιρεία λειτουργούσε παραβιάζοντας τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες για τον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με εκείνη τη νέα πρόταση, τα αποτελέσματα αναζήτησης θα έπρεπε να παραθέτουν συνδέσμους σε ανταγωνιστικούς ιστότοπους, υπηρεσίες και μηχανές αναζήτησης με πολύ πιο εμφανή τρόπο.
Οι ανταγωνιστές θα μπορούσαν να εμφανίζουν τα λογότυπά τους δίπλα στους δεσμούς και να υπάρχει δυναμικό κείμενο που θα περιγράφει το περιεχόμενό τους.
«Μεγαλύτερος χώρος στα αποτελέσματα αναζήτησης της Google διατίθεται στους ανταγωνιστές», είχε πει τότε ο Almunia, χαρακτηρίζοντας τις εξελίξεις ως ένα «κομβικό σημείο» σε μια τριετή διαμάχη, που ξεκίνησε ύστερα από καταγγελίες ανταγωνιστών όπως η Microsoft, η TripAdvisor και η Expedia.
Η συμφωνία που είχε κλείσει ο Almunia με τον τότε CEO της Google, Eric Schmidt, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, κάθε άλλο παρά ανακούφιση μπορούσε να φέρει σε όσους πάλευαν εναντίον του γίγαντα.
Γιατί; Γιατί η μηχανή αναζήτησης πάλι τα δικά της αποτελέσματα θα έσπρωχνε, απλά τώρα θα έφερνε και τρία ανταγωνιστικά sites στην κορυφή των αποτελεσμάτων.
Και το μόνο που είχαν στα χέρια τους οι δεκάδες καταγγέλοντες τώρα ήταν η επίσημη «προ-απόρριψη» της υπόθεσής τους, υπογεγραμμένη από τον Ισπανό Επίτροπο.
Το κλίμα, όμως, άλλαζε και ειδικά στις Βρυξέλλες η πολιτική διάθεση δεν συμφωνούσε με το «κλείσιμο» του Almunia.
Οι συνεχείς καταγγελίες εναντίον των Google Shopping, Google Flights και του Google Local στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Καταναλωτών (BEUC) από ονόματα όπως η Deutsche Telekom και οι εκδοτικοί Axel Springer and Lagardère, ανάγκασαν τους υπουργούς οικονομικών Sigmar Gabriel και Arnaud Montebourg να στείλουν επιστολή στον Επίτροπο, απαιτώντας από αυτόν να αλλάξει χειρισμό της υπόθεσης.
Γιατί, όπως, πολύ σωστά έθεσαν «Δεν πρέπει τα αποτελέσματα αναζήτησης να βασίζονται στην αξία και τη χρησιμότητα, παρά σε ποιον μπορεί να πληρώσει περισσότερο;».
Λίγες μέρες αργότερα, σε μια σαστισμένη συνάντηση με δημοσιογράφους, ο Επίτροπος Almunia υπαινίχθηκε ότι προετοιμάζεται να επιστρέψει στη συμφωνία της Google.
Ο λόγος: ανησυχίες που εγείρονται από τους καταγγέλλοντες, ιδίως όσον αφορά τον σχεδιασμό των δημοπρασιών που είχε προτείνει ο τεχνολογικός.
Με το ρόλο του Almunia να παίζει σε ένα ατυχές τέλος της ιστορίας, η υπόθεση της Google θα έπεφτε σε λίγο στα χέρια μιας νέας επιτρόπου.
Από την πρώτη στιγμή που η Margrethe Vestager ανέλαβε την θέση της Επιτρόπου Ανταγωνισμού στην ΕΕ ήξερε ότι την περίμενε μια μεγάλη πρόκληση που ακούει στο όνομα Google.
Με καταγωγή από τη Δανία και πτυχιούχος οικονομικών, ασχολήθηκε ενεργά από τα 33 της χρόνια με το κόμμα των Σοσιαλφιλελευθέρων.
Οι Raffs συναντήθηκαν με την Vestager τον Ιανουάριο του 2015. Από την πρώτη στιγμή που την είδαν μπορούσαν να δουν ότι το καθεστώς της θα ήταν διαφορετικό.
Αλλά παρόλο που τους παρέλαβε η ίδια από την αίθουσα αναμονής για να τους πάει στο γραφείο της και όλη την ώρα άκουγε προσεκτικά τις θέσεις τους, δεν τους έδωσε κανένα σημάδι ελπίδας.
Αυτός ήταν ο τρόπος της, μέχρι το κατηγορητήριο τρεις μήνες αργότερα που προετοίμασε το δρόμο για την εκπληκτική ετυμηγορία της τον Ιούνιο του 2017.
Το προηγούμενο καλοκαίρι η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε πρόστιμο ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Alphabet, μητρική εταιρεία της Google, εκτιμώντας πως η εταιρεία κάνει κατάχρηση της κυριαρχίας της στην online αναζήτηση, στρέφοντας τους χρήστες στη δική της υπηρεσία αγορών, το Google Shopping.
Κρίνοντας ότι με αυτήν την τακτική δημιουργείται ένα αθέμιτο περιβάλλον σε βάρος ανταγωνιστικών υπηρεσιών της Google, οι αρμόδιες ευρωπαϊκές Αρχές κάλεσαν την υπηρεσία να συμμορφωθεί σε διάστημα 90 ημερών.
Φυσικά, με απόλυτο σεβασμό, η Google εξέφρασε την διαφωνία της προς την απόφαση της επιτρόπου.
Και φυσικά, άσκησε έφεση. Οπότε και η αστική αγωγή των Raffs, η οποία κρέμεται από την τελική ετυμηγορία, μπορεί να πάρει πολλά χρόνια μέχρι να επιλυθεί.
Αλλά, ακόμη κι αν κερδίσουν – στο άρθρο των New York Times φαίνονται αποφασισμένοι να φτάσουν στα άκρα, αλλά δεν ακούγονται ιδιαίτερα φιλόδοξοι – η υπόθεσή τους, όπως και η υπόθεση της Microsoft για το Bing (την οποία κάποτε η Αμερικανική Κυβερνήση την κυνηγούσε ανελέητα για τις μονοπωλιακές της στρατηγικές, δίνοντας έτσι έδαφος σε πιτσιρικάδες όπως o Larry Page και ο Serget Brin να χτίσουν αυτοκρατορίες όπως η Google), γεννούν το ερώτημα: είναι η πληρωμή ένας καλός τρόπος για να αποφασίζει η Google τι φτάνει στην κορυφή της αναζήτησης;
Η Google και το Facebook ευθύνονται σχεδόν για ολόκληρη την τρομακτική αύξηση των εσόδων στην ψηφιακή διαφήμιση της τελευταίας δεκαετίας.
Η παντοδυναμία των εν λόγω τεχνολογικών κολοσσών έχει προκαλέσει έντονες ανησυχίες, όπως κάποτε είχε προκαλέσει και η Standard Oil του Rockefeller στις αρχές του 20ου αιώνα.
Αλλά, όχι δεν είναι το μέγεθος αυτών των εταιρειών που είναι τρομακτικό. Εξάλλου, η φύση των δεδομένων είναι τέτοια που καθιστά τις αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις του παρελθόντος λιγότερο χρήσιμες.
Η διάσπαση μιας επιχείρησης όπως η Google σε πέντε, δέκα Googlets, δεν θα άλλαζε τίποτα στο σημερινό περιβάλλον.
Αντίθετα, πιο πολλά λεφτά θα έφερναν στην μητρική Alphabet, όπως έκαναν και οι διάσημοι «απόγονοι» της Standard Oil, Mobil, BP και Arco.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αναδόμηση των αντιμονοπωλιακών αρχών στην εποχή της τεχνολογίας που διανύουμε δεν θα είναι εύκολη.
Όλοι, φοβόμαστε, πιθανούς νέους κινδύνους. Μια ξαφνική έλλειψη της καθημερινής ψηφιακής δόσης.
Μια μέρα, μια εβδομάδα, ένα μήνα χωρίς κοινωνική δικτύωση, χωρίς αυτόματη ενημέρωση, χωρίς άμεση πρόσβαση στην πληροφορία του διπλανού μας.
Δυστυχώς, όμως, αυτό σημαίνει ότι πάντα θα ανοίγουμε το στόμα για να μεταλάβουμε την θεία Πληροφορία χωρίς να έχουμε νηστέψει ούτε μια μέρα από τα κοινά.
Όχι, κανένας δεν θέλει να κλείσει ούτε η Google, oύτε το Facebook, ούτε το Twitter όπως κανένας δεν ήθελε να κλείσει το MySpace, η ΑΟL και το ΝetScape κάποτε.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλα νούμερα, θα μου πείτε. Όχι, δεν θα συμφωνήσω. Γιατί και τα ατρόμητα τείχη της Ιεριχούς ισοπεδώθηκαν κάποτε όταν σήμαναν ομόφωνα οι σάλπιγγες και οι φωνές των περιπλανώμενων κατακτητών της.
Μακροχρόνια η αντιπαράθεση μας με τη γειτονική Τουρκία με αρκετές πτυχές και μεμονωμένα επεισόδια να παραμένουν σχετικά άγνωστα. Όλα όμως τα επεισόδια πρέπει να τυγχάνουν αντίστοιχης αξιολόγησης από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και να εξάγονται τα ανάλογα συμπεράσματα και κυρίως να λαμβάνονται διορθωτικές ενέργειες.
Ορισμένα δε εξ αυτών προσφέρονται και για την ευρύτερη άντληση συμπερασμάτων και ανύψωση του ηθικού του ελληνικού λαού καθώς αποδεικνύουν ότι το έμψυχο υλικό των ενόπλων δυνάμεων, μόνιμοι και κληρωτοί, εξακολουθούν να διατηρούν τις πολεμικές αρετές των προγόνων μας.
Θα αναφερθώ στο μεθοριακό επεισόδιο της 19ης Δεκεμβρίου 1986, στην συνοριακή περιοχή του χωριού Πέπλος στο νομό Έβρου. Στο σημείο της εμπλοκής, τα σύνορα των δύο χωρών προσδιορίζονται από την παλαιά κοίτη του ποταμού Έβρου, ο οποίος λόγω γεωλογικών μεταβολών, έχει κινηθεί ανατολικότερα, δημιουργώντας ένα μικρό τουρκικό προγεφύρωμα στη δυτική όχθη του ποταμού.
Στη αποξηραμένη αυτή κοίτη βρέθηκαν το ηλιόλουστο πρωινό της 19ης Δεκεμβρίου, περίπου στις 11.00, μια τριμελής ελληνική περίπολος, απέναντι με μια διμελή τουρκική. Εξοικειωμένοι οι άνδρες των δύο περιπόλων στην οπτική επαφή και σε ορισμένες περιπτώσεις και στην ανταλλαγή χαιρετισμών και τσιγάρων, σταμάτησαν να ξεκουραστούν εκατέρωθεν της κοίτης.
Ο Έλληνας στρατιώτης Καραγώγος Ζήσης, άοπλος κινήθηκε προς την πλευρά των δύο Τούρκων συναδέλφων του για να δειχθεί αναίτια και ανεξήγητα μέχρι σήμερα ριπή τυφεκίου από τον ένα εξ αυτών. Αιφνιδιασμένοι οι άλλοι δύο Έλληνες συνάδελφοι άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά με αποτέλεσμα μια χαμηλής έντασης ανταλλαγή πυροβολισμών να διεξάγεται για μισή περίπου ώρα πάνω από το κορμί του βαρύτατα τραυματισμένου και αιμορραγούντος Καραγώγου.
Η τυχαία διέλευση του Έλληνα αγροφύλακα Ζαπάτα υπήρξε σημαντική για τους δύο Έλληνες στρατιώτες και σε λίγο ο αγροφύλακας ενημέρωσε το παρακείμενο ελληνικό φυλάκιο. Σύντομα ενισχύσεις από το Φυλάκιο και το Τάγμα Προκαλύψεως έφθασαν στο τόπο του επεισοδίου, παράλληλα με την άφιξη και μιας τουρκικής ομάδος.
Η τελευταία αναγκάστηκε εσπευσμένα να υποχωρήσει μαζί και με τα δύο μέλη της τουρκικής περιπόλου δεχόμενη τα πυρά των υπέρτερων ελληνικών δυνάμεων. Ο βαρύτατα τραυματισμένος Καραγώγος διακομίστηκε στο ΚΙΧΝΕ Αλεξανδρούπολης όπου και εξέπνευσε έχοντας δεχθεί 5 σφαίρες στο κορμί του, μια ελληνική δύναμη παρέμεινε στο σημείο της σύγκρουσης και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν σχεδόν 2 ώρες μετά την έναρξη του.
Στις 15.00 Τουρκική ενισχυμένη διμοιρία, περίπου 50 ανδρών, διέβη με σχεδίες τον Έβρο και σε σχηματισμό μάχης κινήθηκε, εντός του τουρκικού εδάφους, προς το σημείο της σύγκρουσης. Για επιτήρηση του σημείου είχαν παραμείνει από ελληνικής πλευράς ένα Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός και τρεις κληρωτοί οπλίτες που έλαβαν θέσεις μάχης όταν αντελήφθησαν την προσέγγιση των Τούρκων.
Η υπόλοιπη ελληνική δύναμη, 20 περίπου ανδρών, ήταν αναπτυγμένη σε απόσταση 200 μέτρων επί του αναχώματος που περνούσε και ο παραποτάμιος δρόμος. Πλησιάζοντας την ελληνοτουρκική μεθόριο, αποξηραμένη κοίτη, οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βάλλουν καταιγιστικά πυρά εναντίον των 4 Ελλήνων που από καλυμμένες θέσεις ανταπέδωσαν.
Η σφοδρή ανταλλαγή διήρκεσε περίπου 10 λεπτά και οι 4 Έλληνες στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο ανάχωμα για να ενωθούν με την υπόλοιπη δύναμη η οποία αδυνατούσε να επέμβει από τον φόβο της προσβολής των προωθημένων δικών μας ανδρών. Ταυτόχρονα όμως υποχώρησαν και οι τουρκικές δυνάμεις έχοντας υποστεί βαρύτατες απώλειες.
Σύμφωνα με εξακριβωμένα στοιχεία στην ανταλλαγή πυροβολισμών φονεύθηκαν ένας ανθυπολοχαγός και τέσσερις στρατιώτες ενώ τραυματίστηκαν πάνω από δέκα συνάδελφοι τους. Από αμφότερες τις πλευρές υπήρξε κινητοποίηση των δυνάμεων που τέθηκαν σε κατάσταση επιφυλακής και τμήματα τους προωθήθηκαν προς το ποτάμι.
Η επικοινωνία όμως που ακολούθησε μέσω των προβλεπομένων διασυνοριακών στρατιωτικών δικτύων πέτυχε να εξομαλύνει την κατάσταση και να υπάρξει αποκλιμάκωση. Η σφοδρή δε χιονόπτωση των επομένων ημερών κατέστησε προβληματική κάθε κίνηση διαλύοντας κάθε σκέψη αντίδρασης.
Στη δεκάλεπτη σφοδρή σύγκρουση που έλαβε χώρα, οι τέσσερις Έλληνες στρατιωτικοί ψύχραιμα και επιδέξια αντιμετώπισαν την πολυάριθμη και καλά εξοπλισμένη τουρκική διμοιρία και υποχώρησαν συντεταγμένα μόνο όταν η έλλειψη πυρομαχικών άρχισε να γίνεται εμφανής έχοντας επιφέρει σημαντικότατες απώλειες στους αντιπάλους της.
Εξίσου αποτελεσματική και τουλάχιστον ταχύτερη από την τουρκική, αποδείχτηκε η ελληνική αντίδραση στην κινητοποίηση των δυνάμεων στην έκτακτη εκείνη περίπτωση. Φυσικά, κάθε επεισόδιο αποδεικνύει και δυσλειτουργίες και αδύνατα σημεία για τα οποία και πρέπει να ληφθούν μέριμνα αποκατάστασης.
Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες στρατιώτες της περιόδου εκείνης υπηρετούσαν πάνω από τη διπλάσια σημερινή ανεπαρκή θητεία των 9 μηνών, ως εκ τούτου είχαν τον χρόνο να εκπαιδευθούν καλύτερα σε θέματα τακτικής και χειρισμού του οπλισμού.
Προφανής όμως και ο ελληνικός εφησυχασμός των μελών της περιπόλου μας στα πλαίσια μιας γενικότερης καλόπιστης έως και χαλαρής ατομικής αντιμετώπισης των Τούρκων με τραγικό επακόλουθο το θάνατο του Καραγώγου. Η κατάληξη του επεισοδίου επέφερε κλονισμό στο ηθικό των παραμεθόριων τουρκικών μονάδων που αναγκάστηκαν να προωθήσουν επί δίμηνο τμήματα ειδικών δυνάμεων στη συνοριακή γραμμή.
Για ανεξήγητους λόγους, το επεισόδιο αυτό δεν έγινε ευρέως γνωστό στην έκταση της σύγκρουσης που έλαβε χώρα και περιορίστηκε στις συνθήκες του θανάσιμου τραυματισμού του άτυχου Ζήση Καραγώγου. Σήμερα, το γειτονικό φυλάκιο του Πέπλου, φέρει σε ένδειξη τιμής για τον εκλιπόντα το όνομα του: Ελληνικό Φυλάκιο Στρατιώτη Ζήση Καραγώγου.
Ο Ζήσης αποτελεί έναν από τα δεκάδες θύματα του ακήρυκτου, χαμηλής έντασης, πολέμου που διεξάγεται εδώ και δεκαετίες μεταξύ των δύο χωρών. Στους νεκρούς αυτούς, πλέον των γνωστών από τραγικά γεγονότα, πρέπει να συμπεριλάβουμε όλους τους άγνωστους πεσόντες σε πλήθος ατυχημάτων και ασκήσεων.
Όλα αυτά τα χαμένα παιδιά μας είναι ο φόρος αίματος που ο ελληνικός λαός πληρώνει καθημερινά για την κατοχύρωση της ελευθερίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδος. Είναι όμως ένας φόρος, που όπως και αρκετοί άλλοι, δυστυχώς εντελώς άνισα κατανέμεται μονομερώς μόνο στα μη προνομιούχα μέρη της ελληνικής κοινωνίας…
Πηγή: http://www.huffingtonpost.gr, Μηχανή του Χρόνου, Defence-point.gr
Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει ἕναν πολύ μεγάλο ἅγιο καί Πατέρα της, ἀλλά καί Ὁμολογητή τῆς πίστεως, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Τό κανόνισε μάλιστα νά ἑορτάζεται τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί εἶναι ἡ συνέχειά της καί ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος Ὁμολογητής καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Μετά ἀπό τούς Καππαδόκες Πατέρες καί τούς μεγάλους Πατέρας τῆς πρώτης χιλιετίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἐκεῖνος πού συνόψισε ὅλη τήν πατερική θεολογία, καί κυρίως τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ πού εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, γι' αὐτό καί εἶναι ὁ ἄριστος μεταξύ τῶν ἀρίστων.
Ὅταν διαβάση κανείς τόν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θά δῆ ὅτι ἦταν ἄριστο παιδί ἀπό τήν μικρή του ἡλικία, ἦταν ἄριστος μαθητής, ἄριστος φοιτητής, ἄριστος μοναχός, ἄριστος ἡσυχαστής, ἄριστος ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἄριστος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καί φυσικά ἄριστος Θεολόγος, δηλαδή ἦταν ἕνας ἐκ τῶν ἀρίστων Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας.
Θά μποροῦσε πολλά νά πῆ κανείς γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 14ο αἰώνα, γιά ὅσους δέν ἔχουν ἀκούσει πότε ἀκριβῶς ἔζησε ὁ ἅγιος αὐτός. Σήμερα ὅμως ἐπέλεξα νά μή σᾶς παρουσιάσω τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τό τί ἀκριβῶς ἔλεγε γιά τήν Θεογνωσία καί τήν μεθοδολογία τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά πῶ λίγα λόγια γιά ἕνα γεγονός ἀπό τήν ζωή του, πού ἴσως εἶναι ἄγνωστο σέ πολλούς καί ἔχει σχέση μέ τά γεγονότα τά ὁποῖα βιώνουμε σήμερα.
Παρακολουθοῦμε ἐδῶ καί μερικές ἡμέρες ὅτι δύο Ἕλληνες στρατιωτικοί αἰχμαλωτίστηκαν ἀπό τούς Τούρκους καί ὅλοι φοβοῦνται μήπως ὑπάρξουν διάφορες ἐξελίξεις στίς σχέσεις μεταξύ τῶν δύο γειτονικῶν χωρῶν. Καί, βέβαια, ἐνεργοποιεῖται τό Κράτος μας καί ἄλλα Κράτη, οἱ Πρεσβεῖες, τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Ἀμύνης, ἐνεργοποιοῦνται ἄλλες δυνάμεις προκειμένου νά μαθαίνουμε νέα γύρω ἀπό τήν ὑπόθεση αὐτή καί γιά τήν καλή ἔκβασή της.
Πρέπει, ὅμως, νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς Τούρκους. Καί βεβαίως δέν ὑπῆρχαν τότε αὐτές οἱ δυνατότητες πού ὑπάρχουν σήμερα γιά νά μαθαίνουμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει καί νά γίνωνται τόσες παρεμβάσεις. Ὁ ἴδιος ἔστειλε δύο ἐπιστολές ἀπό τόν τόπο τῆς αἰχμαλωσίας του, καί παρέμεινε σχεδόν ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς Τούρκους.
Ἡ μία ἐπιστολή εἶναι πρός τήν Ἐκκλησία του, δηλαδή τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καί ἡ ἄλλη ἐπιστολή ἐστάλη πρός ἕναν ἀνώνυμο πού εἶναι μικρότερη καί ἔχει τό ἴδιο περιεχόμενο μέ τήν πρώτη. Μέ τίς ἐπιστολές αὐτές πληροφορεῖ τούς παραλῆπτες του γιά τό τί συνάντησε κατά τήν αἰχμαλωσία του. Ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο κείμενο «διάλεξις Παλαμᾶ πρός Χιόνας», στό ὁποῖο καταγράφεται ὁ διάλογος πού εἶχε μαζί τους. Καί ἔτσι ἔχουμε αὐθεντική μαρτυρία γιά τό πῶς αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς Τούρκους καί πῶς περνοῦσε κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του.
Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γράφει ὅτι πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, δηλαδή πέντε (5) χρόνια πρίν κοιμηθῆ –ἐκοιμήθη τό 1359, ἄρα λοιπόν 5 χρόνια πρίν, τό 1354– εἶχε ταλαιπωρηθῆ σωματικά ἀπό τούς ἀγῶνες του, τά συχνά ταξίδια γιά τήν ὑπέρασπιση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, τούς πειρασμούς πού εἶχε, τούς ἀκατάπαυστους κόπους καί κυρίως ἀπό τό ὅτι περιέπεσε σέ μιά δεινή καί πολυήμερη ἀσθένεια.
Ὅμως τότε στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ὑπῆρχε μεγάλη διαμάχη μεταξύ τῶν συναυτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου καί τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ κύρους πού εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, παρεκλήθη νά μεταβῆ στήν Κωνταντινούπολη γιά νά τούς συμφιλιώση.
Παρά τό ὅτι ἦταν ἀσθενής, γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος, ἀνέλαβε αὐτήν τήν ἀποστολή περιφέροντας «τά λείψανα τῆς ἀσθενείας του», πού εἶναι πάρα πολύ ὡραία ἔκφραση, καί δηλώνει ὅτι ἀκόμη ὑπῆρχαν τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειάς του σέ ὅλο τό σῶμα του. Μεταφέροντας, λοιπόν, «τά λείψανα τῆς ἀσθενείας του», ἔκανε τό ταξίδι νά πάη ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ὅπου ἦταν Μητροπολίτης, στήν Κωνσταντινούπολη γιά τό ἔργο αὐτό.
Μέ ἕνα μικρό πλοιάριο πῆγε στήν Τένεδο, καί ἀπό ἐκεῖ ἔπρεπε νά πάη πρός τήν Καλλίπολη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί στήν συνέχεια στήν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, τήν 2 Μαρτίου τοῦ 1354, σάν αὐτές τίς ἡμέρες δηλαδή, ἔγινε ἕνας μεγάλος σεισμός στήν Καλλίπολη, γκρεμίστηκαν τά σπίτια, οἱ κάτοικοι φοβήθηκαν καί ἔφυγαν ἀπο τήν πόλη. Ὁπότε οἱ Τοῦρκοι βρῆκαν τήν εὐκαιρία καί κατέλαβαν τήν Καλλίπολη. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού οἱ Τοῦρκοι πάτησαν τό πόδι τους στήν Εὐρώπη. Μέχρι τότε εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν Μικρά Ἀσία καί ἐπεκτείνονταν καί σέ ἄλλα μέρη, καί γιά πρώτη φορά τήν ἡμέρα ἐκείνη κυρίευσαν τήν Καλλίπολη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.
Τότε, λοιπόν, τό πλοῖο μέσα στό ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λόγω μεγάλης θαλασσοταραχῆς δέν ἔπιασε στό λιμάνι τῆς Καλλίπολης, ἀλλά ἀγκυροβόλησε πλησίον τῆς ἀκτῆς. Οἱ Τοῦρκοι τό εἶδαν, ὅρμησαν μέ δικά τους πλοιάρια, ἀνέβηκαν στό κατάστρωμα, ἔγινε μάχη μέσα στό πλοῖο, τό κατέλαβαν, αἰχμαλώτισαν ὅλους τούς ἐπιβαίνοντας μαζί καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἔτσι, λοιπόν, γιά τόν ἅγιο ἄρχισε ἡ περίοδος τῆς αἰχμαλωσίας του πού κράτησε ἕναν σχεδόν χρόνο ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 1354 μέχρι τήν ἄνοιξη τοῦ 1355. Ὁ ἅγιος μεταφερόταν ἀπό τόπο σέ τόπο. Ἀπό τήν Λάμψακο τόν πῆγαν στίς Πηγές, μετά στήν Προύσα καί στήν συνέχεια στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Πέρασε πάρα πολύ δύσκολες ἡμέρες.
Ὁ ἴδιος περιγράφει τίς δοκιμασίες του στά κείμενα πού ἀνέφερα προηγουμένως. Κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του εἶχε τρεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Μουσουλμάνους γιά θέματα πίστεως, δηλαδή γιά τήν διαφορά μεταξύ τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Μωάμεθ καί, ἄν καί ἦταν αἰχμάλωτος, ἔδωσε ὁμολογία πίστεως.
Αὐτό εἶχε συνέπειες γιά τήν ζωή του. Δέν δίνει κανείς εὔκολα ὁμολογία γιά τήν ἀληθινή πίστη καί μάλιστα ὅταν βρίσκεται κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες. Δέν ὁμοίαζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς πού ὁμιλοῦμε ὀρθόδοξα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, μέσα ἀπό τήν ἡσυχία μας καί τήν ἐλευθερία μας, ἀλλά σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας, ὅταν μᾶς πιέζουν, ἤ ὅταν ἀπειλεῖται ἡ θέση μας ἀρνούμαστε τόν Χριστό καί τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
Ἔτσι, μιά φορά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔμεινε ἕνα χρονικό διάστημα στήν ὕπαιθρο κάτω ἀπό καταιγίδα· ἄλλη φορά μαζί μέ τούς αἰχμαλώτους ἔμειναν γυμνοί, διημερεύοντας στήν ὕπαιθρο· ὑπέστη πολλές κακώσεις, μαστιγώσεις καί ἀρκετές ταλαιπωρίες. Ἔχουμε αὐθεντικές μαρτυρίες καί περιγραφές ἀπό τόν ἴδιο στίς δύο ἐπιστολές πού ἀνέφερα.
Οἱ Τοῦρκοι κατάλαβαν ὅτι ὁ αἰχμάλωτός τους εἶχε κάποια σημαντική θέση στήν Αὐτοκρατορία καί τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, ὥστε νά ἐξαναγκάσουν τούς Ρωμαίους νά δώσουν ἱκανά λύτρα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν, πράγμα πού συνηθίζουν νά τό κάνουν, καί τήν πρόσφατη περίπτωση τῶν αἰχμαλωτισθέντων στρατιωτῶν θά τήν ἐκμεταλλευθοῦν. Βλέπουμε, λοιπόν, ἕναν μεγάλο Πατέρα καί Ὁμολογητή τῆς πίστεως νά ὑφίσταται τέτοια μαρτύρια καί ποικίλα προβλήματα καί δοκιμασίες.
Ὁ ἴδιος περιγράφει ἕναν διάλογο πού εἶχε μέ ἕναν Τοῦρκο θρησκευτικό λειτουργό στά μέρη τῆς Νικαίας, ἕναν Τασιμάνη. Τό κεντρικό θέμα τοῦ διαλόγου ἦταν ἡ ἀντίθεση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἀληθείας τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχηγῶν τους, δηλαδή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Μωάμεθ. Σέ κάποιο σημεῖο ὁ Τασιμάνης εἶπε ὅτι ὁ Μωάμεθ ἦταν μεγάλος προφήτης, διότι μέ τήν δύναμή του οἱ Μουσουλμάνοι κυριάρχησαν στόν κόσμο ἀπό τήν ἀνατολή ἕως τήν δύση.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ὁ Μωάμεθ ξεκίνησε ἀπό τήν ἀνατολή καί διῆλθε μέχρι τήν δύση τοῦ ἡλίου «ἀλλά πολέμῳ καί μαχαίρᾳ καί λεηλασίαις καί ἀνδραποδισμοῖς καί ἀνδροκτασίαις, ὡν οὐδέν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δέ μᾶλλον προηγούμενον θέλημα». Δηλαδή, ὅλα αὐτά δέν ἔγιναν ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀπό τόν διάβολο. Καί συνέχισε νά λέγη ὅτι αὐτό τό κατόρθωσε «βίαν ἐπάγων καί τά καθ’ ἡδονήν προτεινόμενος», χρησιμοποιώντας βία καί προτεινόμενος τόν βίο τῆς ἡδονῆς.
Αὐτή ἡ ἀπάντηση ἐκίνησε τήν ὀργή τῶν παρισταμένων Τούρκων πού κινήθηκαν ἀπειλητικά ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἀλλά ἐκεῖνος μέ ἱλαρότηαα καί μέ μικρό μειδίαμα εἶπε ὅτι ἐάν συμφωνούσαμε κατά τούς λόγους, θά ἀνήκαμε σέ ἕνα δόγμα, δηλαδή δικαιολογοῦνται οἱ διαφορές. Ὁ ἴδιος ὅμως σημειώνει ὅτι «ὁ νοῶν νοείτω τῶν εἰρημένων τήν δύναμιν». Καί μέ ὅσα εἶπε στήν συνέχεια προσπάθησε νά φέρη μιά εἰρήνη, χωρίς ὅμως νά προδώση τήν πίστη του.
Ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει ἕνα ἄλλο δύσκολο περιστατικό.
Ὅταν βρισκόταν αἰχμάλωτος στά μέρη τῆς Προύσας, ὁ Ἐμίρης Ὀρχάν διοργάνωσε μιά συζήτηση γιά νά πληροφορηθῆ ἀπό τόν Γρηγόριο τί ὑποστηρίζει. Ἔτσι προσκλήθηκαν μερικοί σοφοί ἐλλόγιμοι, οἱ λεγόμενοι Χιόνες. Αὐτοί ἦταν Ἕλληνες πού ἀνῆκαν σέ μιά συγκρητιστική ὁμάδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ ὁποῖοι γιά νά τά ἔχουν καλά μέ τούς Τούρκους ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν χριστιανική πίστη καί ἐμφανίζονταν καί ὡς Μουσουλμάνοι καί ὡς Ἑβραῖοι. Ἕνα φαινόμενο πού δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα ἀπό αὐτούς πού εἶναι ὑπέρμαχοι τῆς ἰδεολογίας τοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἡ συζήτηση ἔγινε κατά βάση σέ θεολογικά θέματα κυρίως στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Σέ κάποια στιγμή τοῦ διαλόγου ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ὀρχάν ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο, γιατί οἱ Χριστιανοί δέν σέβονται τόν δικό τους Προφήτη, τόν Μωάμεθ, ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν Μητέρα Του πλησίον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλό ἄν δέν εἶναι πιστευτά τά λόγια του. Ἔπειτα τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Χριστός δέν μᾶς ὑπέδειξε νά δεχθοῦμε κανέναν Μωάμεθ, γι’ αὐτό καί δέν τόν ἀγαπᾶμε. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε, ὅπως λέγουν οἱ Ἀπόστολοι, νά μήν δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός ὁ Χριστός θά κρίνη τόν κόσμο.
Τά εἶπε αὐτά ἐνῶ ἦταν αἰχμάλωτος καί τό μέλλον του ἦταν ἄγνωστο, δέν τά εἶπε ἐνῶ ἦταν ἐλεύθερος καί συζητοῦσε ἐλεύθερα καί ἀκαδημαϊκά σέ κάποιο συνέδριο καί μάλιστα ἦταν μόνος του, χωρίς καμμία βοήθεια.
Ἡ συζήτηση πῆγε καί σέ ἄλλα θέματα, δηλαδή στήν περιτομή καί τίς εἰκόνες. Καί μετά οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες πού ἦταν παρόντες σηκώθηκαν ἀποχαιρέτισαν τόν ἅγιο μέ εὐλάβεια καί ἔφυγαν. Ὅμως, ἕνας ἀπό τούς Χιόνες, ἀφοῦ ὕβρισε τόν ἅγιο, ὅρμησε ἐναντίον του καί «ἔδωκεν αὐτῷ πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τοῦ ἔδωσε γροθιές στό πρόσωπό του. Ὅμως οἱ παρόντες Τοῦρκοι τόν κατηγόρησαν γιά τήν συμπεριφορά του. Δηλαδή, οἱ ἐξωμότες γίνονται χειρότεροι καί ὠμότεροι ἀπό τούς ἀλλοπίστους.
Καί βέβαια ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέρασε πολλές δοκιμασίες, ἀντιμετώπισε πολλά προβλήματα, τόν περιέφεραν ἀπό τόπο σέ τόπο, τόν ὕβριζαν ποικιλοτρόπως καί ἐκεῖνος παρέμενε πιστός σέ αὐτά τά ὁποῖα δίδασκε, χωρίς νά ἔχη καμμία βοήθεια, καμμία προστασία.
Καί ὅταν πῆραν λύτρα ἱκανά οἱ Τοῦρκοι, ἀπό χρήματα πού συγκέντρωσαν οἱ Χριστιανοί, διότι ὁ ἅγιος εἶχε μεγάλη θέση μέσα στήν Ἐκκλησία καί στό Χριστιανικό Ρωμαϊκό Κράτος, τότε τόν ἀπελευθέρωσαν. Ἐκεῖνος πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί εἶχε στό Παλάτι, μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορος, τῶν Συγκλητικῶν ἕναν ὑπέροχο θεολογικό διάλογο μέ τόν μεγαλύτερο φιλόσοφο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τόν Νικηφόρο Γρηγορᾶ, τόν ὁποῖο καί κατετρώπωσε.
Ἔπειτα, ἐπέστρεψε στήν Μητρόπολή του, στήν Θεσσαλονίκη, βρῆκε τήν πόλη νά ὑποφέρη ἀπό μία ξηρασία, ἐπειδή εἶχε πολύ καιρό νά βρέξη, ἔκανε μία προσευχή καί ἔρριξε πολύ νερό καί ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔγινε εὐεργέτης καί μέ τόν τρόπο αὐτόν στήν πόλη. Καί ὕστερα ἀπο λίγα χρόνια ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ὅπως εἶπα προηγουμένως ὅλη αὐτή ἡ περιπέτεια τήν ὁποία πέρασε μέ τούς Τούρκους ἦταν πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Εἶναι, ὅμως ἐνδιαφέρον, νά δοῦμε τούς χαρακτηρισμούς πού δίνει γιά τούς Τούρκους τῆς ἐποχῆς του καί περιλαμβάνονται στήν ἐπιστολή πού ἔστειλε στό Ποιμνίο του, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν αἰχμάλωτος. Πολλές φορές στήν ἐπιστολή του τούς ὀνομάζει βαρβάρους. «Τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις». Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι σέ ἀντιπαράθεση μέ τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων, τῶν Χριστιανῶν δηλαδή, αὐτοί ἀποτελοῦν «τό δυσεβές καί θεομισές καί παμμίαρον τοῦτο γένος». Ἀλλοῦ γράφει ὅτι ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀδόκιμο νοῦ καί πάθη ἀτιμίας «ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομίσως». Καί παρά τούς φόνους πού κάνουν καί τίς ἀκολασίες μέ τίς ὁποῖες ζοῦν νομίζουν ὅτι ἔχουν τόν Θεό συνευδοκοῦντα.
Βρισκόμαστε τόν 14ο αἰώνα καί ἤδη σιγά-σιγά συρρικνώνεται ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί ἐπεκτείνεται ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί μετά ἀπό ἑκατό περίπου χρόνια κατέλαβαν καί τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔτσι παρά τά ὅσα ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι πού καταλάμβαναν ὁλόκληρες περιοχές, καί αἰχμαλώτιζαν καί σκότωναν τούς ἀνθρώπους, νόμιζαν ὅτι εἶχαν τήν συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν μέ τήν θέληση τοῦ θεοῦ τους.
Αὐτήν τήν περίπτωση ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ θέλησα νά παρουσιάσω σήμερα γιά τήν ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος. Βέβαια, δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη ἔστω μία ἐλάχιστη σύγκριση μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Μουσουλμανισμοῦ. Καμμία σύγκριση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό ἔδειξε αὐτό μέ τούς τρεῖς θεολογικούς διαλόγους πού ἔκανε κατά τήν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του στούς Τούρκους.
Ὅμως σήμερα ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού λένε ὅτι δέν ὑπάρχει πρόβλημα νά μαθαίνουν τά παιδιά στό Σχολεῖο ὅλες τίς θρησκεῖες. Καί ἔβαλαν μέσα στά Σχολεῖα τά θρησκευτικά μαθήματα τό νά μαθαίνουν τά ὀρθόδοξα παιδιά καί γιά τόν ἅγιο Παΐσιο καί τούς ὀπαδούς ἄλλων θρησκειῶν, σάν νά μή συμβαίνη τίποτα, χωρίς νά βλέπουν τίς διαφορές.
Καί σκέφτομαι καί λέω. Ἐάν ζοῦσε σήμερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί ἦταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἢ καί Μητροπολίτης Ναυπάκτου θά συνευδοκοῦσε νά διδάσκωνται στά Σχολεῖα τέτοια θρησκευτικά; Θά συνευδοκοῦσε καί μέ τήν δική του θέληση νά γίνεται αὐτό, αὐτός πού ὑπέστη τόσα πολλά στήν ἐξορία καί ἔκανε ὁμολογιακό διάλογο μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του;
Μάλιστα στήν ἐπιστολή πού ἔστειλε στήν Ἐκκλησία του γράφει ὅτι δέν πρέπει νά ξεχνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὅτι ἔχουν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό καί ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό τούς Χριστιανούς νά ἔχουν ζωντανή καί ἀληθινή πίστη. Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά δείξουν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τά ἔργα τους, διότι ἔτσι θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐκεῖνο πού πρέπει νά ποῦμε εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλος Ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού ἡ Ἐκκλησία τόν τιμᾶ πάρα πολύ. Συγχρόνως, εἶναι καί ἕνας ἀναίμακτος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Ὑπέστη ἀναίμακτο μαρτύριο. Ὑπάρχουν μεγάλοι μάρτυρες πού θυσιάστηκαν καί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός δέν ἔχυσε τό αἷμα του, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, ἀλλά ὑπέστη μαρτύριο ἀναίμακτο καί θεωρεῖται μάρτυρας Χριστοῦ ἀναιμάκτως.
Ὅπως ὑπάρχουν καί ἀναίμακτοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι καί αὐτοί πού σήμερα δίνουν τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους καί ὑφίστανται πάρα πολλά, περιφρονήσεις, χλευασμούς, περιθωριοποιήσεις. Ὅπως ἀκόμη ὑπάρχουν καί Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι ὑπομένουν στήν ζωή τους τά προβλήματα καί τίς δοκιμασίες, ζοῦν μαρτυρική ζωή ἀναίμακτη, ὅπως ἔχουμε καί τό μνημόσυνο τῆς ἀδελφῆς μας Μαρίας, μητρός τοῦ ἀγαπητοῦ μας Ἱερομονάχου π. Προδρόμου, ἡ ὁποία πέρασε ὅλη τήν ζωή της μέ πόνο, μέ δυσκολία, ἀλλά καί μέ μεγάλη ὑπομονή. Εἶναι ἀναίμακτο μαρτύριο τό νά μπορῆ κανείς νά ὑπομένη τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας, τῆς ἀπογνώσεως, τῆς πονηρίας καί τούς διώχνει. Εἶναι ἕνα ἀναίμακτο μαρτύριο νά πολεμᾶ τά πάθη του καί νά ἀντιμετωπίζη τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Καί αὐτοί εἶναι συνεχιστές τοῦ ἀναιμάκτου μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Νά δώση ὁ Θεός, ὁ ἅγιος Γρηγόριος νά μᾶς φωτίζη ὅλους, Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς νά παραμένουμε πιστοί στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τήν ὅλη παράδοσή μας, νά ἀποδιώκουμε καί νά ἐκδιώκουμε ὅλους τούς κακούς λογισμούς καί τά πάθη, καί νά ὑφιστάμεθα στήν ζωή μας μέ ὑπομονή καί ἔμπνευση αὐτό τό ἀναίμακτο μαρτύριο γιά τόν Χριστό. Ἀμήν.
Πηγή: (Κήρυγμα τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀντιρρίου, 4 Μαρτίου 2018), Θρησκευτικά
Το προχθεσινό πετυχημένο συλλαλητήριο στην Αθήνα, για την κατάργηση του παγκοσμιοποιημένου μαθήματος των θρησκευτικών, ήταν ένα ακόμη μήνυμα προς τους εξουσιαστές μας. Οι Έλληνες πολίτες διαμαρτυρήθηκαν και υπενθύμισαν στην Κυβέρνηση, ότι θα αποδειχθεί οδυνηρό γι’ αυτήν να κλοτσάει τα καρφιά της ταυτότητάς μας.
Η ελλαδική νεοαριστερή κυβέρνηση, με την αντίστοιχη νεοφιλελεύθερη κυπριακή να την ακολουθεί πιστά σε όλες της τις «καινοτομίες», έχει αποφασίσει να διακόψει τη συνέχεια του Γένους μας. Στον σχεδιασμό τους πρώτος στόχος είναι να σβήσουν από τη νεολαία μας τα κύρια συστατικά της Ελληνικής της ταυτότητας. Όπως είπε στη συνέντευξή του στην κυπριακή εφημερίδα «Σημερινή», στις 18 Φεβρουαρίου 2018, ο Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος τρία κυρίως μαθήματα διώκονται σήμερα στα σχολεία: Τα θρησκευτικά, τα οποία παιδαγωγούν εις Χριστόν, η Ιστορία, η οποία συντηρεί την εθνική μνήμη και η Γλώσσα, η οποία ενισχύει την εθνική αυτοσυνειδησία, γιατί όπως λέει και ο Ελύτης, «όπου γλώσσα πατρίς».
Για το ίδιο ζήτημα του διωγμού, που υφίσταται η ελληνικότητά μας, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μας καλεί να στοχαστούμε: «Θα κάναμε ένα σοβαρό βήμα αυτογνωσίας, αν καταλαβαίναμε ότι ανατρέποντας το ταυτοτικό στοιχείο των Ελλήνων (κοινή πίστη, κοινή γλώσσα, κοινή παιδεία) θα γίνουμε αμέσως έθνος με ημερομηνία λήξεως. Έχοντας απορρίψει με τόση ανεμελιά την ταυτότητά μας, αυτή που μας διακρίνει και μας συνέχει, πόσα χρόνια λέτε ότι θα επιζήσουμε; Πόσες γενιές θα επιβιώσουμε αν αποκτήσουμε μιαν Πολιτεία που παύει να στηρίζει πίστη, γλώσσα και παιδεία του έθνους;
Αυτά είναι ερωτήματα, που θα έπρεπε να θέτει κάθε πολιτικός. Θα έπρεπε πριν αποφασίσει τι μέτρα θα πάρει για την Εκκλησία και την Παιδεία, να αναρωτιέται με ποιο τρόπο θα κρατήσει ακέραιη τη συνοχή του Γένους. Θα έπρεπε να αναρωτιέται ποιες θα είναι οι συνέπειες αν βάλουμε στη θέση της Εκκλησίας μιαν Επιτροπή, στη θέση της Γλώσσας ένα μέσο συνεννόησης και στη θέση της Παιδείας την επαγγελματική κατάρτιση...
Ως Επίσκοπος θλίβομαι και προσεύχομαι, ως Έλληνας σας παρακαλώ να καταλάβετε ποιος είναι σήμερα ο αγώνας μας, για ποιο λόγο θα πρέπει η Εκκλησία να παρεμβαίνει και να ζητά από τους πολιτικούς να κατανοήσουν με ποιον οίακα φθάσαμε έως εδώ, κρατώντας μέσα στη μικρή μας χούφτα, ως μοναδική περιουσία μας, το να νιώθουμε τον Ελληνισμό δικό μας, αίμα των γονιών μας και κτύπο στο στήθος μας».
Σημειώνουμε απλώς ότι η επίσημη, η ποιμαίνουσα, Εκκλησία έλειψε από το συλλαλητήριο και οι, έως σήμερα αντιδράσεις Της παραμένουν σωστές σε περιεχόμενο, αλλά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Ο κ. Ιερώνυμος, στην πρόσφατη έκτακτη συνεδρίαση της ΔΙΣ, άφησε στους Συνοδικούς Μητροπολίτες να αιωρείται ένας απροσδιόριστος φόβος του, ότι αναμένονται δεινά για την Εκκλησία... Είναι συνήθεια του κ. Ιερωνύμου, να ομιλεί με αοριστολογίες, που δεν διευκολύνουν να αντιμετωπισθούν τα τυχόν προβλήματα.
Πηγή: Θρησκευτικά
Συμμετείχα κι εγώ στο συλλαλητήριο που πραγματοποιήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών για να εκφράσω την αντίθεσή μου στην εξελισσόμενη προσπάθεια αποχριστιανισμού των νέων παιδιών ετούτης της πατρίδας, μέσω του μαθήματος των Θρησκευτικών και ομολογώ ότι παρακολούθησα την εκδήλωση προβληματισμένος.
Και πώς να μην είναι κανείς τουλάχιστον προβληματισμένος, όταν από τέτοια εκδήλωση απουσιάζει εκκωφαντικά η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας, παρά το γεγονός ότι το θέμα την αφορά άμεσα. Μόνον ένας εκ των Μητροπολιτών υπήρξε παρών, παρότι και με την αστική συγκοινωνία θα μπορούσαν να προσέλθουν άλλοι πέντε τουλάχιστον, εκ των επιχωρίων συναδέλφων του. Έχει λυθεί άραγε το πρόβλημα για την Εκκλησία; Ικανοποιεί τους Ιεράρχες το νέο υλικό που διδάσκεται στους μαθητές των σχολείων των περιφερειών τους; Μήπως άραγε συμφωνούν ότι όλα γίνονται καλώς και πώς η παλιά μέθοδος είναι παρωχημένη και δεν αρμόζει στη νέα γενιά μαθητών;
Μπορεί επίσης να μην προκαλεί προβληματισμό το γεγονός πως, τόσο από όσους χαιρέτησαν την εκδήλωση όσο και από τον κεντρικό ομιλητή, δεν ακούστηκε (αν δεν κατάλαβα καλά παρακαλώ να με συγχωρέσουν) ότι, παρά την σαφώς διαπιστούμενη έλλειψη συνταγματικότητας της επιχειρούμενης αλλαγής του χαρακτήρα και του περιεχομένου της νέας διδασκαλίας, η αντίδραση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και δη του προκαθημένου της υπήρξε χλιαρή (έως ενδοτική) και αποπροσανατολιστική;
Καλά όλα αυτά, μάλλον τα περιμέναμε. Είχαμε άλλωστε και τα πρόσφατα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Περισσότερο όμως από όλα, πικρία προκάλεσε, όχι μόνο σ΄εμένα, αλλά και σε όλους όσους προτίμησαν να υποστούν την τρίωρη και πλέον ορθοστασία που συνεπαγόταν η συμμετοχή στο συλλαλητήριο, ο ιδιαίτερα μικρός αριθμός των συμμετεχόντων σε σχέση με τη σοβαρότητα του θέματος.
Δεν το έμαθαν άραγε οι Αθηναίοι; Δεν τους αφορά το ζήτημα; Δεν ανησυχούν αυτοί για τα παιδιά τους; Έχουν εμπιστοσύνη στα αρμόδια πολιτειακά όργανα; Φοβάμαι πως η εξήγηση είναι περισότερο απογοητευτική. Μάλλον οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι δεν έχουν καμμία διάθεση να αγωνισθούν για τίποτα. Στωϊκά θα περιμένουν το τέλος της ιστορίας.
Δεν μπορώ να φανταστώ για ποιό ζήτημα θα είχαν τη διάθεση να αγωνισθούν σήμερα οι Έλληνες. Μάλλον έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι είμαστε σε αφασία. Κλινικά νεκροί. Και το πιο ανησυχητικό ξέρετε ποιό είναι; Ότι αυτό που συμβαίνει με τους Έλληνες το έχουν καταλάβει πολλοί από αυτούς που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «οι κακοί του έργου». Οι Έλληνες δεν πρόκειται να παλαίψουν για τίποτα. Όπως λέει και ο λαός «όσο φτωχαίνει ο άνθρωπος, τόσο πλακώνει!». Μας έχουν βρει «μπόσικους» γι΄ αυτό να περιμένουμε και άλλα.
Θα πείτε ότι ίσως είμαι απαισιόδοξος, αλλά βλέπετε είναι και η πραγματικότητα που τα ίδια λέει. Έκλεψαν από τους Έλληνες τα λεφτά τους, το 2000 με το ράλυ του Χρηματιστηρίου, και δεν άνοιξε μύτη. Χάσαμε λένε, από το 2007 έως σήμερα, το 37% του πλούτου μας και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Εκποιείται η δημόσια περιουσία, αλλά δεν μας πειράζει. Εκχωρείται το όνομα της Μακεδονίας μας και ψαχνόμαστε να μάθουμε αν πράγματι σ΄εμάς ανήκει η τιμή ή αν είμαστε κλεπταποδόχοι. Προσβάλλεται η τιμή των Ενόπλων Δυνάμεων στη θάλασσα και στην ξηρά και δεν μας πιάνει το φιλότιμο.
Αφήστε που στην προκειμένη περίπτωση, οιι υποθέσεις αυτού του τύπου δεν δρομολογούνται κατά τύχη, αλλά μάλλον τις σπουδάζουν, τις σχεδιάζουν και τις οργανώνουν έξυπνοι, πολύ καταρτισμένοι, πολύ καλά υποστηριζόμενοι και πολύ καλά αμοιβόμενοι άνθρωποι, οι οποίοι υποτίθεται ότι φροντίζουν για το καλό μας.
Αλλά είναι και αυτή η Ιστορία που θα έπρεπε να μας ανησυχεί. Τυχαία λέτε να έμειναν οι πρόγονοί μας τετρακόσια χρόνια σκλάβοι; Οι Οθωμανοί, λένε οι ιστορικοί ότι, όταν ξεκίνησαν να κινούνται προς τα Δυτικά, ήταν μόλις εβδομήντα χιλιάδες. Οι Καταλανοί που κατά τον 14ο αιώνα ρήμαξαν όλη την τότε ελληνική χώρα ήταν ακόμα λιγότεροι, μόλις δέκα χιλιάδες. Κι όμως μια χαρά τα κατάφεραν και στις δύο περιπτώσεις. Τί έκαναν οι Έλληνες; Αντέδρασαν πριν να είναι αργά; Όχι. Φαντάζομαι πως και τότε παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με νηφαλιότητα, πίστευαν ότι δείχνοντας κατανόηση και πνεύμα καταλλαγής θα ησύχαζε η κατάσταση, έκαναν υπομονή και συνιστούσαν ψυχραιμία. Η πραγματικότητα όμως τους διέψευσε.
Με παρηγόρησε βέβαια ένας φίλος που μου είπε: «Τί ανησυχείς, γιατί δεν κοιτάζεις ψηλά;» Συμφωνώ, γεννηθήτω το Θέλημά του! Μα πάλι να κοιτάξω ψηλά; Μα πάλι σφάξε Αγά μου να αγιάσω; Πάλι να περιμένω τον Αρχάγγελο με τη ρομφαία του, να πειμένω να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς ή μήπως να περιμένω το ξανθό γένος;
Πότε θα καταλάβει αυτός ο λαός που έχει πέσει να πεθάνει, ότι είναι μαραζιάρης; Πότε θα αντιληφθεί ότι δεν θα τον λυπηθεί κανένας, ότι έχει δίκιο ο ποιητής, «η μεγαλωσύνη στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα», ότι θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία;
Πηγή: Ακτίνες
7.3 Οι Καθαροί Γ’ Μέρος - Οι Καθαροί της Languedoc
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Καθαρισμός γνώρισε μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη στην περιοχή της Νότιας Γαλλίας. Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε τους λόγους, την πορεία των ιστορικών γεγονότων. Εξαιτίας της εξέλιξης του φαινομένου η παπική εκκλησία έδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα στην αντιμετώπισή του. Θα περιγράψουμε τα μέτρα που πήρε καθώς και τα γεγονότα που αποτελούν μέρος της αντίδρασης αυτής. Τέλος, θα παρακολουθήσουμε την κατάπνιξη των Καθαρών που ήρθε ως αποτέλεσμα της αντίδρασης του παπισμού.
Τα τρία πρώτα κεφάλαια παρέχουν γενικές γνώσεις γι’ αυτό και αποφεύχθηκαν οι παραπομπές. Παρέχεται βιβλιογραφία. Στο πρώτο δίνονται γενικές γνώσεις για την Languedoc με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής που βοήθησαν στην ανάπτυξη της αίρεσης. Στο ίδιο κεφάλαιο θα βρει ο αναγνώστης την ρίζα του σύγχρονου φεμινισμού. Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει την ιστορία της τοπικής αριστοκρατίας με σκοπό την εξοικείωση με μερικούς από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας των Καθαρών. Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η πολιτική θεωρία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, ώστε να μπορέσει ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης το πώς την εκμεταλλεύτηκαν οι Καθαροί για να προβάλλουν τους γνωστικούς μύθους τους για την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή, μύθοι που επαναλαμβάνονται από την Νέα Εποχή μέσω των έργων του Νίκου Καζαντζάκη και των θεωριών συνομωσίας του Dan Brown και σχετίζονται με το νεοεποχίτικο κίνημα Sang Real.
Τα επόμενα κεφάλαια είναι καθαρά ιστορικά. Αρχικά εξετάζεται η εμφάνιση των Καθαρών στην περιοχή. Σημαντικά στοιχεία καθορίζουν την αντίδραση της παπικής "εκκλησίας" και διαμορφώνουν ακόμη περισσότερο τις εξελίξεις στους κόλπους της με την διαμόρφωση των μοναχικών ταγμάτων των Δομινικανών και των Φραγκισκανών. Κεντρική θέση στην ιστορία των Καθαρών κατέχει η Αλβηγινική εκστρατεία, η οποία, όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, ήταν ουσιαστικά η κατάκτηση της Languedoc από τους Φράγκους και η υπαγωγή της στο κράτος τους. Με την φραγκοκρατία έρχεται και ο επίλογος μιας περιοχής, η οποία ήταν η μοναδική συνέχεια της Ρωμηοσύνης στη Δύση. Μάλιστα η Γαλλική Επανάσταση χαρακτηρίστηκε από τους πρώτους Γάλλους δημοκρατικούς ιστορικούς, ως η ρεβάνς των Γαλατο-Ρωμαίων, άποψη που έφθασε και στην ελληνική διανόηση από το περισπούδαστο έργο του καθηγητή Ι. Ρωμανίδη. Η εκ νέου επιβολή της φραγκοκρατίας στην Γαλλία από τον Βοναπάρτη, έθεσε την άποψη αυτή στο περιθώριο, χωρίς ωστόσο να την αναιρέσει ποτέ.
Σημαντικό και αναπόσπαστο κεφάλαιο στην ιστορία των Καθαρών είναι η δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης. Παρακολουθούμε τα πρώτα βήματά της, τις μεθόδους της, τις αντιδράσεις εναντίον της, τις ζυμώσεις που οδήγησαν στην επικράτησή της, τα αποτελέσματα που έφερε. Συνάρτηση της δράσης της είναι το πέρασμα των Καθαρών στην σκιά της κοινωνίας. Θα δούμε τον τρόπο της μετάβαση και της δράσης μιας σκοτεινής κοινωνίας, που προϊδεάζει την ίδρυση των μυστικών εταιρειών. Δεν πρόκειται για μια ακόμη θεωρία συνομωσίας. Δεν προχωράμε σε υποθέσεις. Εξετάζουμε αναμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία και μέσω αυτών καταρρίπτονται οι θεωρίες συνομωσίας και οι σχετικοί μύθοι. Ταυτόχρονα εξετάζονται προεκτάσεις της σκοτεινής δράσης στη σύγχρονη εποχή, καταρρίπτονται σύγχρονοι μύθοι, όπως τα έργα του Καζαντζάκη και του Dan Brown. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι δυο αυτοί παραμυθολόγοι δεν δημιούργησαν νέες ιδέες, αλλά μετέφεραν μεσαιωνικές αιρετικές απόψεις στην σύγχρονη εποχή κατά το πνεύμα και τις επιταγές της Νέας Εποχής.
Οι σχετικές μαρτυρίες στο τέλος του ιστορικού τμήματος δεν μαρτυρούν το τέλος του Καθαρισμού, αλλά την μετάβασή του σε μια νέα underground κατάσταση, με σκοπό την επιβίωσή του. Τι ακριβώς είναι αυτή η κατάσταση και πως μπορεί να εξιχνιαστεί θα είναι το αντικείμενο επόμενων ενοτήτων αυτής της έρευνας.
7.3.1 Ιστορικο-γεωγραφικά της Languedoc[1]
Η Languedoc ήταν γνωστή ως Νότια Γαλατία ήδη από την εποχή των Ρωμαίων το 200 π.Χ. Τον ΙΒ’ αι. κάλυπτε την περιοχή από τις Άλπεις στα ανατολικά, μέχρι τα Πυρηναία στα δυτικά και την Γασκώνη μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού. Περιελάμβανε έτσι και την Προβηγκία, περιοχή που σήμερα θεωρείτε εκτός συνόρων.Η Languedoc γνωστή και ως Οξιτανία (Occitania) δεν ήταν διοικητική περιφέρεια. Τα όριά της καθορίζονται μόνο από γλωσσολογικά κριτήρια, είναι η χώρα του Oc σε αντιδιαστολή με τον Βορρά, την χώρα του Oil.
Στις δυτικές ακτές της Μεσογείου υπήρχε εγκατεστημένη πολυπληθής ιουδαϊκή κοινότητα, στην περιοχή που ονομάστηκε Σεπτιμανία, ήδη από την εποχή της ρωμαϊκής διοίκησης. Η περιοχή αυτή εκτείνονταν στα βόρεια μέχρι την Béziers και νότια μέχρι την Βαρκελώνη. Η Ναρβόννη λιμάνι με πυκνή εμπορική κίνηση εντός των ορίων της Σεπτιμανίας εξελίχθηκε από νωρίς σε εμπορικό κέντρο. Οι Ιουδαίοι έφθασαν ως πρόσφυγες στην περιοχή μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού το 70 μ.Χ. Στον τόπο αυτό βρήκαν μοναδικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη του εμπορίου. Η Σεπτιμανία παρέμενε ανεξάρτητη μέχρι τον Ι’ αι. οπότε και εντάχθηκε στα φέουδα της τοπικής αριστοκρατίας, αποτελώντας έτσι μέρος της Languedoc.
Με την διάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Σεπτιμανία περιήλθε στην κυριαρχία των Βησιγότθων, την στιγμή που στην υπόλοιπη Languedoc, αναδείχθηκαν τοπικοί ρωμαίοι ηγεμόνες, οι οποίοι κατάφεραν να διατηρήσουν κάποιες περιφέρειες ανεξάρτητες από τα βαρβαρικά βασίλεια που προέκυψαν. Ισορροπώντας μεταξύ Βησιγότθων και Φράγκων κατάφεραν να κρατήσουν την ανεξαρτησία τους μέχρι την εποχή της μουσουλμανικής κατάκτησης της Ισπανίας. Στην συνέχεια, εκμεταλλευόμενοι την νέα κατάσταση που προέκυψε πέρασαν σε μια κατάσταση ημιαυτονομίας, διατηρώντας σχέσεις εξάρτησης με τους Καρολίδες. Όταν και αυτή η δυναστεία κατέρρευσε δεν αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να δηλώσουν υποταγή στους νέους βασιλείς της Φραγκίας (Καπετίδες), πολύ δε περισσότερο στην Ρώμη, μετά την κατάληψη του πατριαρχείου από τους Φράγκους. Ούτε ο βασιλιάς των Φράγκων, ούτε ο πάπας είχαν δικαίωμα λόγου στα τεκταινόμενα της περιοχής.
Οι Ιουδαίοι της Σεπτιμανίας είχαν ιδιαίτερα προνόμια, από την εποχή των Βησιγότθων. Ενδεχομένως, ο πλούτος των εμπορικών δραστηριοτήτων τους ήταν αρκετός για να πείσει τους Βησιγότθους βασιλείς, ότι δεν έπρεπε να διώκουν μια ακμάζουσα οικονομική κοινότητα. Το ίδιο συνεχίσθηκε και από την διάδοχη κατάσταση. Την στιγμή που οι Ιουδαίοι διώκονταν σε οποιαδήποτε περιοχή της Ευρώπης, στην Σεπτιμανία παρέμεναν στο απυρόβλητο. Εκτός αυτού, είχαν εξασφαλίσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το θέμα αυτό ήταν αγκάθι στις σχέσεις των τοπικών ηγεμόνων με την Ρώμη. Ο Καρολίδης Πεπίνος ο Βραχύς (752-768) έδωσε μεγάλες δωρεές σε γη, στους Ιουδαίους της Σεπτιμανίας, επειδή αυτοί τον βοήθησαν στην κατάκτηση της Ναρβόννης και την απόσπαση της από τους Μουσουλμάνους το 759.
Δεν υπάρχει κάποια ημερομηνία για το πότε δημιουργήθηκε η περιφέρεια της Languedoc. Διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από τις σχέσεις και την δραστηριότητα, όλων των τοπικών φορέων, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών. Ενώ στον Βορρά η Φραγκία, δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα του αυστηρού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου, που ονομάζεται φεουδαρχία, με την τήρηση κάποιων μιλιταριστικών κωδίκων υποχρέωσης και δεσποτικών δικαιωμάτων, σε ένα πυραμιδικό ιεραρχικό σύστημα με ακρογωνιαίο λίθο τον βασιλιά, στον Νότο οι επαρχίες εξελίχθηκαν μέσα από τις σχέσεις καλής γειτονίας και αμοιβαίου συμφέροντος μεταξύ των μελών της τοπικής ηγεμονίας για την διατήρηση του υπάρχοντος status quo, και τις παραγωγικές-εμπορικές και συναφείς οικονομικές δραστηριότητες που καθόρισαν τις σχέσεις με τους γείτονες. Αναγκαστικά η ευμάρεια γέννησε μια ευκατάστατη αστική τάξη που συμμετείχε στην πολιτική του ΙΑ’& ΙΒ’ αι. παράλληλα με την αριστοκρατία που συνέχιζε να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο όρος Languedoc ως σημαντικός της περιφέρειας αυτής χρονολογείται μετά την Αλβιγηνική εκστρατεία, δηλ. από το 1229 και μετά. Τον χρησιμοποίησαν οι αξιωματούχοι του Φράγκου βασιλιά για να καθορίσουν την περιοχή που κατέκτησαν, η οποία ήταν, βέβαια, μικρότερη από την χώρα που κάλυπτε η γλωσσολογική διαφοροποίηση. Από τους λογοτέχνες της περιόδου πρώτος χρησιμοποιεί αυτό το όνομα ο Δάντης (1265-1321). Ο όρος «Προβηγκία» ήταν σε χρήση ήδη από την ρωμαϊκή περίοδο. Ωστόσο αναφέρονταν σε μικρότερο τμήμα, το ανατολικό της χώρας. Οι Ρωμαίοι καλούσαν την επαρχία αυτή Provincia Narbonnenese. Ο όρος Provençal ως σημαντικός της γλώσσας ανάγεται στον ΙΣΤ’ αι. Οι ίδιοι οι κάτοικοι πίστευαν ότι μιλούσαν ρωμαίικα όχι Provençal. Διαχώριζαν τον εαυτό τους από την υπόλοιπη επικράτεια όπου κυριαρχούσαν τα λατινικά. Άλλα ονόματα της περιοχής ήταν «Οξιτανία» (Occitania) ή Midi.
Η καθομιλουμένη ήταν τα ρωμαίικα, κατά την ομολογία των ίδιων των κατοίκων. Ήταν συγγενέστερη στη γλώσσα των Καταλανών και την καθομιλουμένη της Καστίλλης. Δεν είχε σχέση με τα φράγκικα που χρησιμοποιούνταν στον Βορρά. Ένας έμπορος από την Ναρβόννη μπορούσε άνετα να δραστηριοποιείται και να επικοινωνεί στην Βαρκελώνη. Στο Παρίσι θα χρειαζόταν διερμηνέα. Η γλωσσική διαφοροποίηση, αν και δεν ήταν απαγορευτική, δημιούργησε σύνορα Βορρά και Νότου.
Η Languedoc δεν είχε βασιλιά και η αριστοκρατία της δεν ήταν υποταγμένη στον βασιλιά της Φραγκίας. Διοικητικά χωριζόταν σε τρία μεγάλα φέουδα. Η κομητεία της Τουλούζης ήταν το μεγαλύτερο φέουδο. Ο κόμης είχε την αυλή του στον Saint Gilles (Άγιος Αιγίδιος), ανατολικά της Τουλούζης. Η δεύτερη μεγαλύτερη χωροδεσποτεία ανήκε στην οικογένεια των Trencavel. Το όνομα στην Οξιτανική σημαίνει καρυοθραύστης και ενδεχομένως να ήταν αρχικά υποκοριστικό. Η οικογένεια αυτή κατείχε τις πόλεις Carcassonne και Ναρβόννη με την περικείμενη χώρα. Σε κάποιες περιόδους είχαν την κυριότητα (lordship) των Albi, Béziers, Nîmes και Agde, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να λάβουν τον τίτλο του κόμη. Οι ιδιοκτησία τους αν και μικρότερη σε έκταση από αυτήν του κόμη της Τουλούζης, είχε στρατηγικότερη σημασία, καθώς ήταν τοποθετημένη στο κέντρο της χώρας. Αφενός, είχαν περισσότερους γείτονες να προσέχουν, αφετέρου, είχαν περισσότερες ευκαιρίες για συμμαχία. Στα δυτικά της Carcassonne υπήρχε η κομητεία της Foix, η οποία εκτείνονταν μέχρι τις νότιες επαρχίες των Πυρηναίων. Εκεί συναντούσε το βασίλειο της Αραγονίας, το οποίο είχε συσταθεί από την ένωση της κομητείας της Βαρκελώνης και το πριγκιπάτο της Αραγονίας, ως αποτέλεσμα δυναστικού γάμου του Ramon Berenguer III και της ανήλικης Πετρονίλας της Αραγονίας, το 1137. Έκτοτε υπήρχε μια συνεχής διαμάχη με την κομητεία της Τουλούζης για τον έλεγχο ολόκληρης της Προβηγκίας. Όλες αυτές οι οικογένειες ενεπλάκησαν στην Αλβιγηνική εκστρατεία, έναν αιματηρό πόλεμο για την κατάκτηση γης και τίτλων, για την επέκταση της επιρροής κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχών σε μια περιοχή, που μέχρι τότε ήταν αυτόνομη. Τα περί εξάλειψης της αίρεσης δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τους συνηθισμένους φανφαρονισμούς, τα προσχήματα για την κάλυψη της βαρβαρικής δίψας για την επέκταση της εξουσίας, για την κατάκτηση νέας γης, για τον ίδιο τον πόλεμο.
Δύο ακόμη χαρακτηριστικά του φεουδαρχικού συστήματος συντελούσαν στην διαμόρφωση της ιδιομορφίας της Languedoc. Το πρώτο είναι ότι οι επίσκοποι των πόλεων ήταν μέλη της άρχουσας οικογένειας, συνήθως κάποιος μικρότερος αδερφός. Για παράδειγμα στην επικράτεια του οίκου των Trencavel, από την εποχή του Ato II υποκόμη της Albi (Ι’ αι.), ο μικρότερος γιος της οικογένειας ονομαζόταν πάντα Φροτάριος (Frotaire) και διορίζονταν επίσκοπος της ίδιας πόλης. Έτσι οι επίσκοποι των τοπικών εκκλησιών της Languedoc, μεγαλοϊδιοκτήτες και οι ίδιοι, ένιωθαν περισσότερο δεμένοι με τους δικούς τους οίκους παρά με την Ρώμη. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε με ασφάλεια, ότι ο πάπας δεν είχε καμιά επιρροή στα εκεί εκκλησιαστικά θέματα. Υπήρχε, φυσικά συνεργασία εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχών, αλλά όχι με την Ρώμη. Όσο οι πάπες ήταν απασχολημένοι με την επιβολή της εξουσίας τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Languedoc διήγε εκκλησιαστικό βίο ήσυχο. Κάποια στιγμή, όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι πάπες αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα, ν’ ασχοληθούν με τις ανυπότακτες επισκοπές της νότιας Γαλλίας, δεδομένου ότι στον Βορρά ο βασιλιάς της Φραγκίας ήταν ο απόλυτα πιστός συνεργάτης, το υπάκουο τέκνο της Ρώμης.
Το δεύτερο τοπικό χαρακτηριστικό είχε σχέση με το εθιμικό δίκαιο της περιοχής. Ενώ στην υπόλοιπη φεουδαρχική Ευρώπη, μόνος κληρονόμος της ιδιοκτησίας της οικογένειας ήταν ο πρωτότοκος (primogeniture), γεγονός που οδηγούσε τους υπόλοιπους απογόνους στο κυνήγι και την κατάκτηση νέων εδαφών για την απόκτηση τίτλων, με αποτέλεσμα την ιμπεριαλιστική μιλιταριστική πολιτική της Δύσης, στην Languedoc η κληρονομιά μοιραζόταν σε όλα τα παιδιά της οικογένειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στα εδάφη ενός οίκου να δημιουργούνται συνεχώς νέες κυριότητες και συνεπώς τα φέουδα να διασπώνται. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στις γαίες της εκκλησίας. Ο επίσκοπος ως ουσιαστικός ιδιοκτήτης της εκκλησιαστικής περιουσίας είχε απογόνους σε πολλές περιπτώσεις. Η ιδιοκτησία του, δηλ. η εκκλησιαστική περιουσία μοιραζόταν σε αυτούς και αυτό εξόργιζε ακόμη περισσότερο την Ρώμη. Βέβαια, οι απώλειες αυτές αντισταθμίζονταν από νέες δωρεές, αλλά το αντίκτυπο στον ψυχισμό των πιστών ήταν αρνητικό. Έτσι οι αντικληρικαλιστικές αιρέσεις έβρισκαν γόνιμο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν, σε επίπεδο ρητορείας τουλάχιστον. Ωστόσο, σε επίπεδο ακτιβισμού ενάντια στην τοπική εκκλησία, δεν υπήρξαν αντιδραστικές ενέργειες για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω.
Το τοπικό εθιμικό κληρονομικό δίκαιο είχε μία ακόμη παράμετρο. Δικαιώματα επί της κληρονομιάς είχαν και οι θηλυκοί απόγονοι, σε αντίθεση και πάλι με την υπόλοιπη φεουδαρχική Ευρώπη, όπου οι σύζυγοι και οι κόρες δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να κληρονομήσουν τον θανόντα, ακόμη και αν δεν υπήρχαν άρρενες απόγονοι. Ο αποκλεισμός των θηλυκών απογόνων από την κληρονομιά (agnatic primogeniture) είχε την νομική βάση του στον Σαλικό Νόμο των Φράγκων και εφαρμόζονταν στις περιοχές που ίσχυε ο νόμος αυτός, ακόμη και μετά την Νορμανδική κατάκτηση. Μάλιστα και οι Νορμανδοί είχαν το ίδιο κληρονομικό δίκαιο.
Η διαφορά αυτή στο κληρονομικό δίκαιο καθόρισε σε κάποιες περιπτώσεις τα πολιτικά ζητήματα, αλλά κυρίως διαμόρφωσε νέες κοινωνικές συμπεριφορές, σχηματοποίησε κοινωνικές νόρμες, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν έξυπνα οι αιρετικοί, τις ενσωμάτωσαν στις πρακτικές τους, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι μονοπώλησαν την μετέπειτα διάδοσή τους. Σε επίπεδο πολιτικής, η δυνατότητα των θηλυκών τέκνων των ευγενών οίκων να κληρονομούν μέρος της περιουσίας εντατικοποίησε την πολυδιάσπαση των φέουδων, αλλά στην εξέλιξη της τοπικής πολιτικής δεν ήταν τίποτα αξεπέραστα, παρά μόνο ένας κανόνας παραπάνω, τον οποίο έπρεπε να έχει υπόψη του ο επικυρίαρχος. Τα κληρονομικά ήταν εμπράγματα δικαιώματα και μπορούσαν να τεθούν σε αγοραπωλησία.
Σημαντικότερη συνέπεια είχε ο νόμος στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Οι αστικές κοινωνίες της Languedoc ήταν κοινωνίες εμπόρων. Με τον θάνατο του άνδρα, τόσο την περιουσία του όσο και την επιχείρηση μπορούσε να τα κληρονομήσει η χήρα ή η κόρη και να ασκήσουν αυτές τις εμπορικές δραστηριότητες, όταν δεν υπήρχε άρρεν απόγονος. Το φαινόμενο αυτό βρέθηκε σε έξαρση την περίοδο της αλβιγηνικής εκστρατείας, με την χώρα να έχει γεμίσει χήρες εξαιτίας του πολέμου, οι οποίες είχαν την κηδεμονία των ορφανών και την επιστασία της επιχείρησης. Η ιδεολογία των Καθαρών με την ελευθεριότητά της, έδωσε επιλογές στις γυναίκες αυτές, που η "εκκλησία" δεν παρείχε. Έτσι, πολλές χήρες που δεν ήθελαν να ξαναπαντρευτούν, διότι προτιμούσαν την ελευθερία στην άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, δραστηριότητες που δεν περιορίζονταν μόνο στο εμπόριο, αλλά επεκτείνονταν και στον καλλιτεχνικό τομέα, αν πιστέψουμε τα τραγούδια των τροβαδούρων, αυτές λοιπόν, οι χήρες, οι ιδιοκτήτριες επιχειρήσεων και περιουσιών προτιμούσαν να στραφούν στην αίρεση, συνήθως όταν μεγάλωναν τα παιδιά. Μπορούσαν ακόμη και να γίνουν Καθαρές perfectae, με όλες τις αρμοδιότητες του τίτλου, μοναδικό χαρακτηριστικό των Καθαρών της Languedoc.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των Blanche de Laurac και Guillelme de Tonneins. Η πρώτη ήταν αδερφή του Sicard de Laurac, ενός απ’ τους ισχυρότερους άνδρες της περιοχής. Η οικία της είχε γίνει εστία Καθαρισμού, καθώς φιλοξενούσε πολλούς Τελείους της αίρεσης. Στο Laurac συγκεντρώνονταν η αριστοκρατία της περιοχής, διότι εκεί είχε την κατοικία του και ο κόμης Bernard Raymond. Όλοι έκαναν συχνές επισκέψεις στο σπίτι της Μπλανς για ν’ ακούσουν τους κήρυκες της αίρεσης. Η δεύτερη, η Guillelme de Tonneins ζούσε σε κοινότητα γυναικών Τελείων. Από την ομολογία του Bernard Gasc φαίνεται ότι η Guillelme συγκαταλέγονταν ήδη στην τάξη των Τελείων του Fanjeaux το 1175, ενώ από την ομολογία της εγγονής της, εξακολουθούσε να δραστηριοποιείται το 1193. Σκοπός της να δημιουργηθεί ένας σύνδεσμος με την τοπική αριστοκρατία ώστε η σέκτα να αποκτήσει ισχυρούς πατρόνους. Πράγματι κάποιος γαμπρός της ήταν ισχυρός αξιωματούχος της αυλής της Carcassonne, ενώ κάποιος άλλος, ο Pierre-Roger de Mirepoix le Vieux ήταν τιτλούχος στο Mirepoix και πατέρας του υπερασπιστή του Montségur στην πολιορκία του 1243-4[2].
Έτσι, είναι φανερό ότι ο φεμινισμός γεννήθηκε στους Καθαρούς της Languedoc. Η κακώς λεγόμενη και νοούμενη σεξουαλική επανάσταση, καλύτερα αποστασία, που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά η εκπλήρωση των σχεδίων των νεο-μανιχαίων απογόνων των Καθαρών και σχετίζεται με την στάση των Καθαρών απέναντι στην γυναίκα, την οποία ήθελαν «κοινή».
Κανένα φεμινιστικό κίνημα του ίδιου αιώνα δεν ήταν αυθόρμητο. Αυθόρμητη ήταν η αφέλεια όσων πίστεψαν ότι ο φεμινισμός είναι φυσική εξέλιξη της κοινωνίας. Μα δεν είναι καθόλου φυσική και αυτό μπορεί κάποιος να το καταλάβει από τις σχέσεις των αρχηγών του κινήματος με τις μυστικές εταιρείες. Αρκετά ως προς αυτό. Υπάρχει άλλο ένα θέμα που σχετίζεται με τους Καθαρούς της Languedoc, το θέμα της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνή και θα συζητηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
7.3.2. Η αριστοκρατία της Languedoc[3]
Μέχρι τον ΙΒ’ αι. οι κύριοι θεσμοί της φεουδαρχίας είχαν πια σχηματοποιηθεί, καθορίζοντας το πλαίσιο των κανόνων, βάσει του οποίου ο φεουδάρχης θα μπορούσε να οριοθετήσει την περιοχή του, ν’ ασφαλίσει την κυριότητά του και να προσπαθήσει να την επεκτείνει κατά τις ικανότητές του, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που θα παρουσιάζονταν. Στην δυτική Ευρώπη η επικράτεια έτεινε να συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια και οι πρωταγωνιστές μέχρι το τέλος του αιώνα ήταν οι δυναστικοί οίκοι της Φραγκίας, της Αγγλίας και της Αραγονίας. Αυτοί κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή, με τους μικρότερους ευγενείς να προσπαθούν να επιβιώσουν αλλά και να κερδοσκοπήσουν στο πολιτικό παιχνίδι των μεγάλων οίκων.
Στις αρχές του ΙΒ’ αι. η Τουλούζη και η γύρω περιοχή η Toulousain, έμοιαζε να είναι το έπαθλο του ανταγωνισμού των μεγάλων. Οι κόμηδες είχαν λάβει μέρος στην Α’ Σταυροφορία και είχαν αποκτήσει φέουδα στην Μέση Ανατολή. Το 1098 ο Ραϋμόνδος Δ’ της Τουλούζης (1094-1098) είχε αναχωρήσει για τους Αγίους Τόπους, αφήνοντας τον γιο του Βερτράνδο επικεφαλή του οίκου. Ο Γουλιέλμος Θ’, Δούκας της Ακουϊτανίας (Guillaume de Poitiers, 1071-1126) άδραξε την ευκαιρία να καταλάβει την πόλη, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις αξιώσεις της γυναίκας του Φιλίππας. Ο Ραϋμόνδος είχε σφετεριστεί την κομητεία της Τουλούζης από την Φιλίππα, όντας νόμιμος κηδεμόνας της, μετά τον θάνατο του πατέρα της Γουλιέλμου Δ’ (1061-1094), του οίκου των Rouergue. Το 1100 ο Γουλιέλμος της Ακουϊτανίας παρέδωσε την πόλη ύστερα από την απειλή του αφορισμού, που εκτόξευσε εναντίον του ο πάπας Πασχάλης Β’ (1099-1118). Η κομητεία πέρασε το 1105 στον Βερτράνδο και το 1112 στο Αλφόνσο-Ιορδάνη. Το 1114 την ανακατέλαβε ο δούκας της Ακουϊτανίας από τον ενδεκάχρονο Αλφόνσο.
Ο Αλφόνσος αποτραβήχτηκε στο μαρκήσιό του στην Προβηγκία, στο δέλτα του Ροδανού. Εκεί αντιμετώπισε νέα απειλή από τους κόμηδες της Βαρκελώνης. Το 1112 ο Ramon Berenguer ο Γ’, του οίκου των Sunifred, παντρεύτηκε την Douce A’ (1112-1127, τρίτη σύζυγος), νόμιμη διάδοχο της κομητείας της Προβηγκίας. Από τον πόλεμο αυτό βγήκε κερδισμένος, έχοντας αποκομίσει την κυριότητα των παραλιακών περιοχών από τον Ροδανό μέχρι τις Άλπεις, συμπεριλαμβανομένης και της Μασσαλίας.
Το 1119 έμπλεξε σε πόλεμο με τους Καταλανούς κι εγκλωβίστηκε στην Οράγγη. Τελικά σώθηκε από τους κατοίκους της Τουλούζης, οι οποίοι έδιωξαν τον Γουλιέλμο Θ’ και ήραν την πολιορκία της πόλης που είχε κλειστεί ο Αλφόνσο. Το 1125 τελείωσε ο πόλεμος με τον Ramon Berenguer και του εξασφάλισε τον έλεγχο της βόρειας Προβηγκίας. Το 1130 πέθανε ο Bernard Aton IV του οίκου των Trencavel και η γη του μοιράστηκε ανάμεσα στα παιδιά του. Το 1131 πέθανε ο Ramon Berenguer και η κυριότητα της Προβηγκίας πέρασε στον δεύτερο γιο του Ramon Berenguer Ι της Προβηγκίας (1115-1144). Το 1134 ο υποκόμης της Ναρβόννης Aymeric II (1105- 1134) σκοτώθηκε στη πολιορκία της Fraga, πόλης που βρίσκονταν υπό μουσουλμανικό έλεγχο. Κληρονόμος του ήταν η νεαρή κόρη του Ermengarde (1127-1197).
Ο Αλφόνσος της Τουλούζης όντας ιεραρχικά ανώτερος διεκδίκησε την πατρωνία, προτείνοντας αρχικά γάμο με την Ermengarde. Ούτε ο θείος της Berenguer, ηγούμενος στο αβαείο του Lagrasse, ούτε ο κόμης της Βαρκελώνης και ξάδερφός της ήθελαν να δουν την επέκταση της επιρροής του κόμη της Τουλούζης στα εδάφη της Ναρβόννης. Έτσι η πρόταση γάμου απορρίφθηκε και το 1139 ο Αλφόνσος εκστράτευσε με την βοήθεια του Αρχιεπισκόπου της Ναρβόννης, Arnaud de Lévezou (1121-1149), γόνου του οίκου των Rouergue.
Ως στρατηγική κίνηση ο Αλφόνσος έπεισε τους κατοίκους (Bourgeoisie) του Montpellier να επαναστατήσουν εναντίον του κυρίου τους. Οι κυρίαρχοι του Montpellier έφεραν τον τίτλο του λόρδου και ήταν σύμμαχοι της Βαρκελώνης. Την εποχή αυτή αρχηγός του οίκου ήταν ο Γουίλλιαμ ο VI (1121-1149). Αρχηγός των επαναστατών κάποιος Aimon, βασιλικός δικαστής (viguier), θέση με επιρροή την οποία κατείχε ως οικογενειακό προνόμιο. Αρχικά ο Γουίλλιαμ εξορίστηκε από την πόλη και κατέφυγε στην Lattes. Στην συνέχεια όμως αναδιοργανώθηκε και την ανακατέλαβε με πολιορκία, συνεπικουρούμενος από τον Ramon Berenguer IV της Βαρκελώνης. Η διαμάχη κράτησε δύο χρόνια (1141-1143).
Στην διαμάχη αυτή βρήκε την ευκαιρία να ανακατευτεί και ο Λουδοβίκος VII (1137-1180) του οίκου των Καπετίδων. Την ίδια χρονιά που στέφθηκε βασιλιάς, παντρεύτηκε την Ελεονόρα, δούκισσα της Ακουϊτανίας, κληρονόμο του δούκα Γουίλλιαμ X. Μέσω της γιαγιάς της Φιλίππας, Ελεονόρας είχε κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουλούζη. Ο Λουδοβίκος έστειλε στρατό να πολιορκήσει την πόλη, αλλά δεν κατόρθωσε να την καταλάβει. Έφερε, όμως, σε δυσχερή θέση τον Αλφόνσο, ο οποίος τελικά έχασε τον πόλεμο και αναγκάστηκε να παραδώσει την Ναρβόννη το 1143. Το 1147 έχασε την τελική μάχη με τον Ramon Berenguer στην πεδιάδα του Ροδανού και αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί στην Τρίπολη, φέουδο που κληρονόμησε από τον σταυροφόρο πατέρα του.
Ο κερδισμένος της όλης υπόθεσης ήταν ο κόμης της Βαρκελώνης, ο οποίος αναδείχθηκε σε μείζονα πολιτική δύναμη της περιοχής. Το 1137 λογοδόθηκε με την Πετρονίλλα της Αραγονίας. Επειδή ήταν ανήλικη έπρεπε να περιμένει να έρθει σε ηλικία γάμου. Μέσω αυτού έγινε βασιλιάς της Αραγονίας και η κομητεία ενώθηκε με το βασίλειο και παρέμειναν ενωμένα, με ξεχωριστή, όμως διοίκηση.
Ο Raymond V (1134-1194), γιός του Αλφόνσου, ήταν μόλις 14 ετών όταν κληρονόμησε την κομητεία της Τουλούζης (1148).Το 1149 ο Raymond II των Trencavel ενοποίησε την Béziers και την Carcassonne, και δήλωσε υποτέλεια στον βασιλιά της Αραγονίας Ramon Berenguer IV. Την ίδια χρονιά ο λόρδος Γουίλλιαμ VI του Montpellier αποσύρθηκε στην μονή του Grandselve και ο διάδοχός του Γουίλλιαμ VII (1149-1172) δέχθηκε την υποτέλεια των λόρδων του Castries, του Clermont l’ Hérault και του Santeyrargues. Στα έσοδά του πρόσθεσε τους φόρους από το ορυχείο του Melgueil. Δήλωσε επίσης υποτέλεια στον βασιλιά της Αραγονίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων ήταν οι κόμηδες της Τουλούζης να χάσουν τα παράλια εδάφη τους και ν’ αποκλειστούν από την Μεσόγειο. Αυτή ήταν η χειρότερη εξέλιξη για το εμπόριο των πόλεών τους με άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα από τους φόρους.
Ως λύση, ο Ραϋμούνδος ζήτησε την συμμαχία του βασιλιά της Φραγκίας Λουδοβίκου. Είχε γνωρίσει τον Λουδοβίκο κατά την διάρκεια της Β’ Σταυροφορίας (1145-1149)και φρόντισε να συνδεθεί μαζί του μέσω επιγαμίας. Νυμφεύθηκε την αδελφή του βασιλιά Constance (1126-1176), χήρα του Eustace IV, κόμη της Βουλώνης και γιού του βασιλιά της Αγγλίας, Στέφανου (1135-1154), εγγονού του Γουλιέλμου του Κατακτητή. Ο γάμος έγινε το 1154. Μέσω αυτού του γάμου συνδέθηκε με τους οίκους των Καπετίδων της Φραγκίας και των Πλανταγενέτων της Αγγλίας. Έτσι μπόρεσε να επανέλθει στο παιχνίδι εξουσίας μέσω των ισχυρών συμμάχων του.
Η Ελεονόρα και ο Λουδοβίκος προχώρησαν σε συναινετικό διαζύγιο το 1152. Η Ελεονόρα είχε χαρίσει μόνο δυο κόρες στον άντρα της και δεν ήταν δύσκολο να τον πείσει να χωρίσουν, στηριζόμενη στην επιθυμία του για διάδοχο. Όντας η πλέον ισχυρή γυναίκα της δυτικής Ευρώπης και περιζήτητη νύμφη, παντρεύτηκε το 1152 τον Ερρίκο Β’, δούκα της Νορμανδίας (ένας από τους πολλούς τίτλους του). Ο Ερρίκος ανήλθε στον θρόνο της Αγγλίας το 1154 κι έτσι η Ελεονόρα έγινε βασίλισσα της Αγγλίας, όντας και βασίλισσα της Φραγκίας, ένας μοναδικός συνδυασμός. Χάρισε στον Ερρίκο οκτώ παιδιά, μεταξύ αυτών και τον Ριχάρδο Α’ τον Λεοντόκαρδο (1189-1199).
Ο Ερρίκος εκμεταλλεύτηκε την συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ του κόμη της Τουλούζης και του βασιλιά της Αραγονίας. Εισέβαλε στην περιοχή το 1159, δήωσε την Toulousain, την περικείμενη της πόλης χώρα, αλλά δεν τόλμησε να πολιορκήσει την ίδια την πόλη, διότι μέσα βρισκόταν ο επικυρίαρχός του Λουδοβίκος VII.
Η κατάσταση αυτή των συμμαχιών παρέμεινε πάγια για αρκετά χρόνια. Το 1164 η Constance παραπονέθηκε στον αδελφό της βασιλιά της Φραγκίας, για την συμπεριφορά του συζύγου της, κόμη της Τουλούζης. Το 1165 τον εγκατέλειψε κι επέστρεψε στην φράγκικη αυλή. Προφανώς, ο Ραϋμόνδος δεν έμεινε ικανοποιημένος από τα οφέλη που είχε αποκομίσει από την συμμαχία του με τον Λουδοβίκο, οφέλη που του επέτρεψαν μεν να σταθεροποιήσει την θέση του στην περιοχή, αλλά όχι να την επεκτείνει. Το 1166 πέτυχε την λύση του γάμου του από τον αντι-πάπα Πασχάλη Γ’ (1164-1168), ανταγωνιστή του πάπα Αλεξάνδρου Γ’ (1159-1181), όργανο του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Βαρβαρόσσα (1159-1190). Πήρε ως δεύτερη σύζυγο την Richilde της Σιλεσίας (Πολωνία), χήρα του Ramon Berenguer II, κόμη της Προβηγκίας. Αυτή ήταν κόρη του βασιλιά Βλαδισλάβου Β’ του Εξόριστου (1138-1146, ημερομηνία που εξορίστηκε), Μεγάλου Δούκα της Πολωνίας και της Σιλεσίας. Από την μητέρα της Αγνή των Babenberg ήταν ανιψιά του Κορράδου Γ’ της Γερμανίας (1138-1152), ιδρυτή της δυναστείας των Hohenstaufen. Συνεπώς ήταν εξαδέλφη του Φρειδερίκου. Από τον άνδρα της ήταν κόμισσα της Προβηγκίας. Η Προβηγκία ήταν νομικά φέουδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Γερμανών. Με τον γάμο λοιπόν, αυτό ο Ραϋμόνδος, αποκήρυσσε την προηγούμενη υποτέλειά του στον Λουδοβίκο και συνδέονταν με τον πανίσχυρο οίκο των Hohenstaufen αποκτώντας ταυτόχρονα δικαιώματα στο φέουδο που είχε χάσει ο πατέρας του με το δίκαιο του πολέμου. Όπως ήταν φυσικό το θέμα ήρθε γι’ ακόμη μια φορά στην διαιτησία των όπλων, εκεί που ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, εκεί που ελέγχεται η ικανοποιητική ή μη, απόδοση των προηγούμενων προετοιμασιών και η αντοχή των συμμαχιών.
Ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε αρχικά στους ασθενέστερους των ηγεμόνων της Langedoc, τους Trencavel. Υποκίνησε εξέγερση των κατοίκων της Nîmes και της Béziers. Ο Raimond I Trencavel δεν πρόλαβε να διαφύγει και κρεμάστηκε από τους υπηκόους του στην Béziers το 1167. Ο γιος του Ρογήρος ΙΙ (1167-1194) δήλωσε υποτέλεια στον Αλφόνσο ΙΙ της Αραγονίας. Με την βοήθειά του ανακατέλαβε την Béziers το 1169, χωρίς, όμως, την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τους στρατιώτες επέτρεψε να λεηλατήσουν την πόλη και σκοτώσουν τους κατοίκους. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο Raymond V της Τουλούζης, υποστήριξε τον ανταγωνιστή των Trencavel, Ρογήρο-Βερνάρδο Ι υποκόμη του Foix (1148-1188). Η συμμαχία του Ραϋμόνδου με τον Φρειδερίκο αποδείχθηκε αποτελεσματική. Ο Ρογήρος αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη με τον Ραϋμόνδο το 1171 και να αποκηρύξει την εξάρτησή του από τον Αλφόνσο. Ως αντάλλαγμα έλαβε από τον πρώτο τιμαριοδοσίες. Ο Ραϋμόνδος με την σειρά του αποστέρησε τον κόμη του Foix Ρογήρο-Βερνάρδο Ι (1148-1188) από τους τίτλους που του είχε παραχωρήσει. Ο κόμης του Foix προσπαθούσε απελπισμένα να κρατήσει την ουδετερότητα.
Ο Ρογήρος αντιλαμβάνονταν ότι η ειρήνη δεν επρόκειτο να κρατήσει, όσο η δίψα για επεκτασιμότητα των γειτόνων του παρέμενε ασίγαστη. Το 1171 σύναψε συμμαχία με την υποκόμισσα Ermengarde της Ναρβόννης (1134-1192), την κόρη του Aimery, την οποία γνωρίσαμε παραπάνω. Αυτή είχε νυμφευθεί το 1143 έναν υποτελή του Ρογήρου, τον Bernard της Anduze. To 1177 σχηματίστηκε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Ρογήρος ΙΙ, η Ermengarde, o Bernard-Aton V των Trencavel, υποκόμης της Nîmes και της Agde, o William VIII[4] λόρδος του Montpellier (1172-1202), ο Gui Guerrejat, πέμπτος γιος του William VI λόρδου του Montpellier, με την ιδιότητα του προστάτη του ανιψιού του William VIII και του αδελφού του Gui Burgundion. Η συμμαχία είχε ως στόχο ν’ αντιμετωπίσει την επέκταση της κυριαρχίας του Raymond VI της Τουλούζης (1194-1222), γιου του Ραϋμόνδου, ο οποίος είχε παντρευτεί το 1172 την κόμισσα του Melgueil, Ermessende και με τον ξαφνικό θάνατό της το 1176 είχε αναδειχθεί σε κόμη της περιοχής, ως Raymond IV. Η συμμαχία αυτή απέδωσε καρπούς, αποτρέποντας την άλωση της Ναρβόννης από του κόμηδες της Τουλούζης.
Ο Ρογήρος ΙΙ ήρθε σε σύγκρουση το 1175 με τον επίσκοπο Albi, Γεράρδο, τον οποίο και απομάκρυνε από την θέση του.Αιτία της διαμάχης ήταν η αντίθετη θέση του επισκόπου στην διατήρηση της κυριότητας (lordship) της πόλης. Στην θέση του ο Ρογήρος τοποθέτησε έναν δικό του άνθρωπο, τον Pierre Raimond d’ Hauptul (1175- 1177). Έτσι, όμως, ήρθε σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Ρώμης στην περιοχή. Το 1178 ο Henry d’ Marcy ηγήθηκε παπικής αποστολής εναντίον του και ο Ρογήρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Albi. O Henry d’ Marcy ορίστηκε τον επόμενο χρόνο ηγούμενος στο Clairvaux και το 1179 έγινε καρδινάλιος του Albano και με αυτήν την ιδιότητα συμμετείχε στην Γ’ Σύνοδο του Λατερανού το 1179. Αλλά τα γεγονότα αυτά συνδέονται με την αντιμετώπιση των Καθαρών της Languedoc και θα αναλυθούν παρακάτω.
Το 1179 ο Ρογήρος αποκήρυξε την υποτέλειά του στον Ραϋμόνδο και επανήλθε στην σφαίρα επιρροής του Αλφόνσο της Αραγονίας. Αναγνώρισε ότι κρατούσε τα φέουδά του από τον βασιλιά της Αραγονίας και όχι από τον βασιλιά τα Φραγκίας. Η αλλαγή αυτή στην στάση του ίσως να ήταν αποτέλεσμα της Γ’ Συνόδου του Λατερανού, όπου και αναθεματίστηκε ως αιρετικός. Ήδη έβλεπε την πολιτική των Φράγκων να στρέφεται εναντίον του και αναζήτησε έναν ισχυρό προστάτη, για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα. Το αν η πολιτική του ήταν συνάρτηση της στάσης του απέναντι στους αιρετικούς, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί διότι οι ανταγωνιστές του χρησιμοποιούσαν τους αιρετικούς ως αφορμή για να τον εξουθενώσουν. Ακόμη και αν δεν ήταν στην μέση οι Καθαροί, ο Ρογήρος όφειλε να υπερασπιστεί την επικράτειά του. Αν τώρα οι κατηγορίες ξεκινούν από το γεγονός αυτό – στην διπλωματία αυτή των Φράγκων είμαστε εξοικειωμένοι, εφόσον δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε στην αιτιολόγηση των εγκληματικών πρακτικών τους – ότι δηλαδή υπερασπίστηκε την τιμή και την περιουσία του ή αν ξεκινούν από μια πραγματικά φιλική προς τους Καθαρούς πολιτική, θα φανεί στα επόμενα κεφάλαια.
Για να συμπληρωθεί η εισαγωγή του αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της εποχής και η γνωριμία του με τους πρωταγωνιστές του δράματος, πρέπει να δοθούν κάποιες εξηγήσεις για τα έθιμα και την πολιτική θεωρία της αριστοκρατίας της εποχής.
Στην εποχή που ακολούθησε την πτώση του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προέκυψε ένα περίεργο νομικό κλίμα. Η ομοιομορφία του ρωμαϊκού νόμου σε όλη την οικουμενική διάσταση της αυτοκρατορίας έπαψε να υφίσταται και ανεφύησαν τα βαρβαρικά δίκαια των νέων κυρίαρχων. Ως αποτέλεσμα, ο κάθε κάτοικος της δυτικής Ευρώπης να κρίνεται με βάσει το πατρογονικό του δίκαιο. Με την σχηματοποίηση του φεουδαρχικού καθεστώτος, ο γραπτός νόμος εξέλειπε στη Δύση. Αυτό οφείλονταν σε δύο παράγοντες. Αφ’ ενός στην κατάργηση της παρουσίας συνηγόρων στις δίκες και αφετέρου στην αγραμματοσύνη των νέων ηγεμόνων-κριτών. Ακόμη και αν ο ηγεμόνας-κριτής έβαζε κάποιον μορφωμένο να του διαβάσει τον νόμο πάλι θα του ήταν ακατανόητος, διότι ήταν γραμμένος σε νομική λατινική γλώσσα. Μόνο στην Ιταλία, υπό την βυζαντινή επίδραση διατηρήθηκε γραπτός νόμος και στην Αγγλία, πριν την νορμανδική κατάκτηση, διότι εκεί οι νόμοι δεν γράφονταν στα λατινικά αλλά στην τοπική διάλεκτο. Συνεπώς, οι Νορμανδοί κατακτητές μπορούσαν να διαβάσουν τον νόμο, να τον κατανοήσουν και να τον εφαρμόσουν. Σε όλες τις άλλες περιοχές της Ευρώπης κυριάρχησε το εθιμικό δίκαιο.
7.3.3 Ποια η σχέση της πολιτικής ιδεολογίας της αριστοκρατίας, της κακοδοξίας των Καθαρών και του Νίκου Καζαντζάκη[5];
Θεμελιώδης κανόνας του εθιμικού δικαίου είναι ο εξής: ορθόν είναι το αεί γινόμενον. Με βάση αυτή την αρχή ό,τι έχει υπάρξει λαμβάνει εξ αυτού του γεγονότος και μόνο το δικαίωμα ύπαρξης. Πάνω σε αυτή την ιδέα στηρίχθηκε ο μεσαιωνικός πολιτισμός της Δύσης. Δεν επρόκειτο για καινοτομία. Την άποψη αυτή σέβονταν ακόμη και οι Ρωμαίοι, λαός με ιδιαίτερη επίδοση στον γραπτό νόμο. Για παράδειγμα, οι Ρωμαίοι μπορούσαν να ανεχθούν τον Ιουδαϊσμό, μόνο και μόνο επειδή ήταν η θρησκεία των πατέρων των Εβραίων, για κανένα άλλο λόγο. Ομοίως και τον Χριστιανισμό, μέχρι την στιγμή που οι Εβραίοι ενημέρωσαν τον Νέρωνα, ότι δεν επρόκειτο για την πατρογονική τους θρησκεία, αλλά για κάτι νέο. Όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο στον σύγχρονο άνθρωπο, που διψά για καινοτομίες ικανές να ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα της ρηχότητάς του, στην ύστερη αρχαιότητα, όπως και στον Μεσαίωνα κάθε τι καινοτόμο ήταν αξιοκατάκριτο.
Σε έναν κόσμο όπου τον σύνολο δικαϊικό καθεστώς στηρίζεται στον άγραφο νόμο, κυριαρχεί το κύρος του παρελθόντος. Αυτό το κύρος μπορούσε ν’ αμφισβητηθεί μόνο αν του αντιπαρέθεταν ένα παρελθόν ακόμη αρχαιότερο. Εξαίρεση αποτελούσε η Εκκλησία. Το κανονικό δίκαιο ήταν το μόνο καταγεγραμμένο στην Δύση. Και βέβαια, το ορθό για την Εκκλησία δεν ήταν το παλαιό, αλλά το σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, ακόμη κι αν εκφράζονταν από μόνο τον πάπα. Ο Hincmar της Ρεμ διακήρυσσε ότι ο βασιλιάς δεν μπορεί να κρίνει με βάση το έθιμο, αν αυτό ήταν αντίθετο με την χριστιανική δικαιοσύνη[6]. Στο τέλος του ΙΑ’ αι. ο πάπας Ουρβάνος ο Β’ (1088-1099), επαναλαμβάνοντας την άποψη του Τερτυλλιανού είπε στον κόμη της Φλάνδρας:
«Ισχυρίζεσαι ότι μέχρι τώρα δεν έκανες τίποτα από το να συμμορφώνεσαι με την πανάρχαια συνήθεια του τόπου; Πρέπει να ξέρεις όμως ότι ο Πλάστης σου είπε: το όνομά μου είναι Αλήθεια. Δεν είπε: το όνομά μου είναι Συνήθεια[7].»
Η μεγάλη αντίφαση της άποψης του πάπα Ουρβάνου είναι ότι γράφοντας τα παραπάνω μέσα στην παραζάλη της γρηγοριανής μεταρρύθμισης, επιτίθεται στην αρχαία παράδοση της Εκκλησίας στην προσπάθεια των Φράγκων παπών να επιβάλλουν το παπικό δίκαιο, καταργώντας ουσιαστικά μαζί με την εκκλησιαστική παράδοση και το γραπτό κανονικό δίκαιο. Και αυτά σε μια εποχή κατά την οποία αναβιώνει το γραπτό δίκαιο, τουλάχιστον στην Ιταλία. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το εθιμικό δίκαιο του Μεσαίωνα, μιας εποχής όπου η έννοια της ιδιοκτησίας είναι ανύπαρκτη, προσπαθεί να καθορίσει και να κανονίσει το δικαίωμα της κατοχής και της χρήσης. Μέσα από αυτό αναφύεται το φεουδαρχικό καθεστώς. Γαίες και αξιώματα παραχωρούνται μέσα από μια τελετή που σκοπό έχει να εντυπώσει στην συλλογική μνήμη την, ας πούμε, νομική πράξη δια της οποίας το αγαθό περνά στα χέρια του κατόχου. Γιατί; Διότι τίτλοι ιδιοκτησίας ούτε νοούνται ούτε υφίστανται. Αν και όταν εγερθεί απαίτηση, το δικαστήριο κρίνει με βάση την μαρτυρία περί της κατοχής. Αν ο αντίδικος αποδείξει με την χρήση της συλλογικής μνήμης ότι κατέχει το αγαθό από παλιά, πολύ δε περισσότερο αν αποδείξει ότι το κατείχαν και οι πρόγονοί του, τότε, ακόμη και αν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας είναι άκυροι. Εξ αυτής της συλλογικής μνήμης προέκυψε η λεγόμενη «κοινή γνώμη», την οποία οι αντίδικοι ή οι εμπόλεμοι έπρεπε να έχουν με το μέρος τους, για να είναι η διαμάχη του δίκαιη, νομικά καλυμμένη. Γίνεται κατανοητό γιατί ακόμη και σήμερα οι απόγονοι των Φράγκων προσπαθούν να έχουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους, διαμορφώνοντάς την ανάλογα, ακόμη και όταν οι πράξεις τους δεν δικαιολογούνται από το διεθνές δίκαιο. Σε περίπτωση, βέβαια που η μνήμη αδυνατούσε να στηρίξει μια αξίωση και η ανάμνηση είχε ξεθωριάσει, δύο λύσης υπήρχαν: η θεοδικία και η δικανική μονομαχία.
Ο σεβασμός του γεγενημένου επέδρασε στο σύστημα των πραγματικών δικαιωμάτων. Σε όλη την Δύση, εκτός από την Ιταλία, δίκες δεν γίνονταν για την ιδιοκτησία, αλλά για την Gewere, όπως αναφέρεται στο γερμανικό δίκαιο της εποχής, την κατοχή, δηλαδή, που έγινε σεβαστή δια της διάρκειας. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι τίτλοι ευγενείας (λόρδοι, μαρκήσιοι, κόμηδες) δεν ήταν άμεσα εξαρτημένοι από την γαιοκατοχή. Έχουν, βέβαια, τοπικό χαρακτήρα. Δεν εννοείται τίτλος ευγενείας «άνευ χαρτοφυλακίου», εκτός από τον κατώτερο βαθμό του ιππότη. Ο τίτλος αντλεί το δικαίωμα ύπαρξης από την περιφέρεια στην οποία αναφέρεται. Δεν συνεπάγεται, όμως, αυτόματα την κατοχή της περιφέρειας, την ιδιοκτησία της θα λέγαμε σήμερα. Συνεπάγεται το δικαίωμα επί της οικονομικής εκμετάλλευσης της περιοχής. Σημαντική προϋπόθεση για την άντληση του δικαιώματος ήταν το αδιαίρετο της επικράτειας, εκ της οποίας ο τίτλος λάμβανε την ύπαρξη. Έτσι, τα φέουδα δεν έπρεπε να διαιρούνται. Πρακτικά, η μόνη διαίρεση της γης ήταν αυτή που προέκυπτε από την παραχώρηση τμημάτων αυτής στης ιεραρχικά κατώτερες βαθμίδες. Αυτό επηρέασε άμεσα το δίκαιο της κληρονομιάς.
Αρχικά, η παραχώρηση της γης δεν γεννούσε κληρονομικό δικαίωμα. Ένας φεουδάρχης μπορούσε ν’ ανακαλέσει οποιαδήποτε στιγμή ήθελε το δικαίωμα της παραχώρησης και να το δώσει σε όποιον άλλο ήθελε. Από την στιγμή που ο δικαιούχος πέθαινε, οι κληρονόμοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Στην πράξη αυτό αποδείχθηκε ανώφελο. Η κάθετη ιεράρχηση στηρίζονταν στην οριζόντια. Ο φεουδάρχης καλό ήταν να έχει τους δικούς του ανθρώπους, τους πιστούς υποτελείς, με τους οποίους τον συνέδεε η υποτέλεια, το ομάζ (hommage). Ωστόσο, αν ένας από τους «ανθρώπους» του πέθαινε, ήταν δύσκολο, όχι ακατόρθωτο, να αντικατασταθεί. Έτσι, προέκυψε η προτίμηση. Ο κληρονόμοι του θανόντος εξασφάλιζαν την πιστή συνέχεια της υποτέλειας. Αυτό, σε συνδυασμό με την ανάγκη για την διατήρηση του αδιαίρετου, οδήγησε στην ανάγκη για περιορισμό των κληρονόμων σε κληρονόμο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων εφαρμόζονταν η πρωτοτοκία. Έτσι, γεννήθηκε η κληρονομικότητα. Έτσι, γεννήθηκαν οι μακροσκελείς γενεαλογικοί κατάλογοι της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Το εθιμικό αυτό δίκαιο, όπως είναι φυσικό εφαρμόζονταν με την ελαστικότητα που αναλογούσε στις τοπικές και χρονικές διαφοροποιήσεις και διαμορφώσεις.
Η συγγένεια του αίματος είχε την τιμητική της στον μεσαιωνικό βίο. Είτε το θέμα αφορούσε βεντέτες, είτε αξιώσεις και δικαιώματα, ο μεσαιωνικός άνθρωπος έβρισκε τον φυσικό σύμμαχό του στον συγγενή του, όμαιμο ή εξ αγχιστείας. Μεταφρασμένο αυτό στο αριστοκρατικό λεξιλόγιο του ΙΒ’ αι. γέννησε τους γαλαζοαίματους (ο όρος είναι πολύ μεταγενέστερος). Οι γαλαζοαίματοι αριστοκράτες, γόνοι ευγενικής καταγωγής που βαστούσε από οίκους που άπλωναν τις ρίζες τους όσο μακριά έφτανε η καταγεγραμμένη ιστορία, γόνοι γενεών και γενεών ηγεμόνων, θεωρούσαν εαυτούς ανώτερους από τους απλούς ανθρώπους, τους λαϊκούς. Ακόμη και αν οι δεύτεροι μπορούσαν να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στην αριστοκρατία με την απόκτηση κάποιου τίτλου, εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές συγκυρίες, εξακολουθούσαν να θεωρούνται κατώτεροι. Η αριστοκρατία περιχαράκωσε την κοινωνική τάξη της, την έκανε απροσπέλαστη.
Σε κάποιες εξεζητημένες περιπτώσεις, το αριστοκρατικό αίμα θεωρούνταν ότι έχει θαυματουργικές ιδιότητες. Ξεκινώντας από τον Εδουάρδο τον Ομολογητή (1042-1066), επικράτησε ένα βασιλικό έθιμο στην Αγγλία οι γαλαζοαίματοι να αγγίζουν τους αρρώστους για να τους θεραπεύσουν. Παρόμοιες ιδιότητες αξίωναν οι Ροβερτος ΙΙ της Φραγκίας (996-1131), Ερρίκος Ι της Αγγλίας (1100-1131), Φίλιππος Ι (1060-1108) και Λουδοβίκος VI (1108-1137) της Γαλλίας[8]. Αν και στην περίπτωση του Εδουάρδου του Ομολογητή η εκκλησία διατείνονταν ότι οι θαυματουργικές θεραπείες οφείλονταν στην αγιότητά του, o William του Malmesbury ομολογεί ότι στην εποχή του πίστευαν ότι οφείλονταν στο βασιλικό του αίμα, εκφράζοντας έτσι το λαϊκό αίσθημα[9].
Οι Καθαροί της Languedoc εκμεταλλεύτηκαν την γενεσιουργό αιτία τέτοιων πεποιθήσεων, την αλαζονεία, για να πετύχουν την εύνοια των ευγενών της περιοχής τους. Εφόσον οι κοσμικές αρχές ήταν αυτές που επέβαλαν την θανατική ποινή, ο προσεταιρισμός τους θα τους γλίτωνε από πολλά προβλήματα. Στην Languedoc το κατάφεραν δίνοντας μια θρησκευτική χροιά στην έπαρση της αριστοκρατίας λόγω καταγωγής.
Στην Νότια Γαλλία σέβονταν ιδιαίτερα την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή. Υπήρχαν αρκετοί τοπικοί θρύλοι, προφορικές παραδόσεις που ήθελαν την Αγία να έχει ταξιδέψει στην περιοχή μετά την Σταύρωση. Συμμετέχοντας με τον δικό τους τρόπο οι Καθαροί της Languedoc στην εξέλιξη αυτών των θρύλων ισχυρίζονταν τα εξής:
«Επίσης, διδάσκουν στις μυστικές τους συναντήσεις ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η σύζυγος του Χριστού. Ήταν η Σαμαρίτιδα στην οποία είπε “Κάλεσε τον άντρα σου[10]”. Ήταν η γυναίκα που καταδικάστηκε για μοιχεία, την οποία θα είχαν λιθοβολήσει οι Εβραίοι, αν δεν την είχε ελευθερώσει ο Χριστός, και ήταν μαζί του σε τρία μέρη, στον ναό, στο πηγάδι, και στον κήπο. Μετά την Ανάσταση, εμφανίστηκε πρώτα σ’ αυτήν[11].»
Το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβάνεται σε ένα ανώνυμο μανιφέστο των πεποιθήσεων των Καθαρών και των Βάλδιων. Βρίσκεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το οποίο περιλαμβάνει επίσης ένα αντίγραφο του Contra haereticos του Ermengarde της Béziers, φίλου του Durand de Huesca. Αυτό σε συνδυασμό με την ομολογία του ανώνυμου συγγραφέα ότι ήταν εξοικειωμένος με τους Βάλδιους, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Emrengarde είναι ο συγγραφέας. Το κείμενο έχει εκδοθεί από τον Antoine Dondaine, Durand de Huesca et la polémique anti-cathare, Archivum Fratrum praedicatorum 29 (1959), 268-271.
Όπως προκύπτει από την ανάγνωση του αποσπάσματος η διδασκαλία περί της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ήταν μια εσωτερική διδασκαλία, ένα μυστικό δόγμα (secret doctrine). Διδάσκονταν στις μυστικές τους συναντήσεις. Το δόγμα αυτό έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ταυτίζονταν με την μοιχαλίδα του Ευαγγελίου. Την άποψη αυτή ασπάστηκαν και οι παπικοί, ίσως επηρεασμένοι από την παράδοση του Καθαρισμού. Στην Ορθόδοξη παράδοση πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα. Στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να συνδέει την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την μοιχαλίδα.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την γνωστή βλασφημία που επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας, ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η σύζυγος του Χριστού. Αυτή η πεποίθηση ήταν μοναδική στους Καθαρούς της Languedoc. Δεν υπήρχε ούτε σε κάποια άλλη δυαρχική αίρεση, στους Παυλικιανούς ή τους Βογομίλους, όπως βεβαιώνει ο Yuri Stoyanof, αλλά ούτε και στους Καθαρούς κάποιας άλλης περιοχής. Ωστόσο υπήρχε στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Φιλίππου. Ο συγγραφέας του παραπάνω μανιφέστου ξεκαθαρίζει από την αρχή του κειμένου ότι αναφέρεται:
«Η ομάδα των αιρετικών που κατοικούν στην περιοχή μας, δηλαδή, στις επαρχίες της Ναρβόννης, της Béziers, Carcassonne, Τουλούζης, Albi, Rodez, Cahors, Agen και Périgueux…[12].»
Η ύπαρξη αυτού του δόγματος στους Καθαρούς της Languedoc επιβεβαιώνεται και από μια άλλη πηγή, τον Pierre de Vaux-de-Cernay:
«Οι αιρετικοί ακόμη βεβαιώνουν στις μυστικές τους συγκεντρώσεις ότι ο Χριστός που γεννήθηκε στην επίγεια και ορατή Βηθλεέμ και σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ ήταν κακός, και ότι η Μαρία Μαγδαληνή ήταν ερωμένη του και η γυναίκα που κυνηγήθηκε ως μοιχαλίδα και για την οποία διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο΄ διότι ο καλός Χριστός, λένε, ποτέ δεν έφαγε ούτε ήπιε ούτε έλαβε πραγματική σάρκα, και δεν ήρθε ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο, εκτός με πνευματική έννοια στο σώμα του Παύλου. Γι’ αυτό λένε “που γεννήθηκε στην επίγεια και ορατή Βηθλεέμ”, επειδή υποστηρίζουν οι αιρετικοί ότι υπάρχει άλλη, νέα και αόρατη χώρα, στην οποία, σύμφωνα με μερικούς από αυτούς, ο καλός Χριστός γεννήθηκε και σταυρώθηκε. Οι αιρετικοί επίσης υποστηρίζουν ότι ο καλός Θεός είχε δύο γυναίκες, την Oolla και την Ooliba[13], από τις οποίες απόκτησε γιους και κόρες[14].»
Ο συγγραφέας της Hystoria Albigensis[15], ο Πέτρος ήταν μοναχός στο αβαείο του Vaux-de-Cerney εικοσιπέντε μίλια περίπου νοτιοδυτικά του Παρισιού. Ο θείος του Guy ήταν ηγούμενος στο ίδιο αβαείο και συμμετείχε στην αλβιγηνική εκστρατεία. Ο Πέτρος ακολούθησε τον θείο του και παρακολούθησε τις επιχειρήσεις εναντίον των Καθαρών της Languedoc. Το παραπάνω απόσπασμα ανήκε στο πρώτο μέρος της ιστορίας, γραμμένο το 1213.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του δόγματος περί της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής από την εποχή του προηγούμενου μανιφέστου μέχρι την ιστορία του Πέτρου. Το δόγμα επηρεάζεται από τον δοκητισμό, τον συνηθισμένο στις δυαρχικές ομάδες. Αναφέρονται ένας επίγειος Χριστός, κακός, και ένας πνευματικός και καλός. Επαναλαμβάνεται η άποψη ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η μοιχαλίδα και σύζυγος του επίγειου Χριστού. Επίσης εμφανίζεται η άποψη ότι ο καλός θεός είχε απογόνους, άποψη που στο τέλος αποδίδεται στην σχέση του επίγειου Χριστού με την Μαγδαληνή, ώστε να συνδεθεί η επίγεια πραγματικότητα με την επουράνια. Από τον γάμο του Χριστού με την Μαγδαληνή ξεκίνησε μια γενεαλογία (Bloodline) απογόνων, η οποία κατέληξε στην Languedoc.
Αυτή η γραμμή του αίματος, του “Sang Réal” (= βασιλικό αίμα, το ποτό σαγκριά οφείλει εδώ την ονομασία του), ήταν στους τοπικούς θρύλους το san graal (παλαιογαλλικό), το γνωστό από τον μύθο του Αρθούρου, Holy Grail (grail από το λατινικό gradale=δισκάριο), το Άγιο Δισκοπότηρο. Να σημειωθεί ότι ο μύθος του Αρθούρου, ο οποίος έφθασε στις μέρες μας είναι μεσαιωνικής έκδοσης και έχει αλλοιωθεί σημαντικά σε σχέση με τον αρχαίο μύθο.
Οι Καθαροί επενέβησαν στην τοπική παράδοση. Όταν η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε στην Νότια Γαλατία είχε μαζί και τα παιδιά της. Απόγονοι των παιδιών της ήταν οι ντόπιοι αριστοκράτες. Μάλιστα, στην δική τους έκδοση η Αγία Μαρία ήταν το μυθικό Άγιο Δισκοπότηρο, διότι έφερε στην κοιλιά της το αίμα του Χριστού. Αυτή η άποψη, η διδασκαλία των Καθαρών έγινε αμέσως ανάρπαστη από την ντόπια αριστοκρατία. Το να κατάγονται από τον Χριστό εξηγούσε την ευγένεια του αίματός τους και ανέβαζε το κύρος τους στα ύψη, επιβεβαίωνε την ανωτερότητά τους. Δέχθηκαν ευμενώς τους Καθαρούς στις επαρχίες τους κι έγιναν προστάτες τους. Οι τελευταίοι έγιναν όργανα προπαγάνδας της πολιτικής ιδεολογίας των πρώτων. Για τους Καθαρούς, βέβαια, δεν προέκυψε συνειδησιακό πρόβλημα. Ο υλικός κόσμος εξακολουθούσε να παραμένει κακός, και οι άρχοντές του κακοί, απόγονοι ενός κακού Χριστού. Δεν άλλαξε κάτι στην κοσμοθεωρία τους.
Κατόπιν όλων αυτών γίνεται ξεκάθαρο γιατί η πτώση της Béziers στις 22 Ιουλίου του 1209, την ημέρα της εορτής της Αγίας, και η σφαγή των Καθαρών που ζήτησαν άσυλο στον ομώνυμο ναό, θεωρήθηκε από τους παπικούς ως ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Οι απόψεις αυτές δεν εξαφανίστηκαν, αλλά πέρασαν μαζί με τον Καθαρισμό στην σκιά μετά την πάταξη του Καθαρισμού. Επανεμφανίστηκαν στην νεώτερη εποχή κι έγιναν γνωστές μέσω των έργων του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη (Τελευταίος πειρασμός) και του Dan Brown (The Da Vinci Code).
Ο πρώτος εμφανίστηκε ως ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος με ελεύθερο πνεύμα. Βέβαια, αν κάποιος ισχυρίζονταν τον ΙΓ’ αι ότι είναι «ελεύθερο πνεύμα» όλοι θα καταλάβαιναν ότι είναι αιρετικός, μέλος της ομώνυμης αίρεσης, για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλη ενότητα. Αλλά την εποχή που έζησε κι έγραψε ο Καζαντζάκης, αυτή η γνώση είχε ξεχαστεί. Κανένας τότε δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Καζαντζάκης αναβίωνε στα έργα του τις αιρετικές απόψεις των Καθαρών, εκτός, φυσικά, και αν ήταν μυημένος σε αυτές της απόψεις και τις γνώριζε. Ο Καζαντζάκης δηλαδή, δεν ήταν καθόλου ελεύθερο πνεύμα. Δεν ήταν ελεύθερα σκεπτόμενος. Ήταν αιρετικός και βλάσφημος. Θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι ήταν ο μόνος, αλλά από πού έλαβε αυτή την απόκρυφη γνώση δεν είναι του παρόντος. Ως προς αυτές τις απόψεις του ο Καζαντζάκης ήταν μεσαιωνιστής, εκφράζοντας ταυτόχρονα το ίδιο αντι-εκκλησιαστικό πνεύμα και επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες των μεσαιωνικών αιρετικών, εναντίον της Εκκλησίας. Οι βλασφημίες του επαναλήφθηκαν από τον Μίμη Ανδρουλάκη στο βιβλίο του Μν, από έναν πολιτικό της αριστεράς. Τι σχέση μπορεί να έχει η αριστερή ιδεολογία με την ιδεολογία των Καθαρών; Ίσως το ανακαλύψουμε στην συνέχεια της έρευνας.
Υποθέτουμε, βέβαια, ότι ο Καζαντζάκης δεν είχε υπόψη του το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Φιλίππου, διότι ήταν απολεσθέν και ανακαλύφθηκε με τα υπόλοιπα κείμενα της βιβλιοθήκης του Nag-Hammadi. Εκτός και αν το είχε βρει καταχωνιασμένο σε καμιά βιβλιοθήκη του Παρισιού, πριν το φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά αυτή είναι μια υπόθεση που δεν στηρίζεται πουθενά. Να θυμίσουμε ότι ο Καζαντζάκης ήταν δηλωμένος φίλος της Οκτωβριανής Επανάστασης Είχε διατελέσει ιδιαίτερος του Ελ. Βενιζέλου το 1912, και από το 1919 Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Εκμεταλλεύτηκε την θέση αυτή για να διαδώσει τις ιδέες του κομμουνισμού στους δυστυχείς και άπορους επαναπατρισθέντες. Το 1924 φυλακίστηκε γιατί ανέλαβε τον ρόλο του καθοδηγητή σε μια κομμουνιστική οργάνωση δυσαρεστημένων προσφύγων στο Ηράκλειο[16]. Αυτά για να θυμηθούμε έναν από τους πρωτεργάτες της διάδοσης του κουμμουνισμού στην Ελλάδα και για να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε για την σχέση αριστερής ιδεολογίας και Καθαρισμού.
O Dan Brown πλασάρισε τις ίδιες απόψεις με έναν διαφορετικό τρόπο, ως θεωρία συνομωσίας. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να περάσει ιδέες που ως παλαιό ψέμα είναι αναπόδεικτες, δίνοντάς τους την γοητεία του μυστηρίου, την σαγήνη της καλά φυλαγμένης γνώσης. Έτσι έγιναν ελκυστικές στην αφέλεια, η οποία αφέλεια δεν γνωρίζει ότι οι υποτιθέμενες μυστικές αδελφότητες στις ημέρες μας δεν είναι καθόλου μυστικές, αλλά δημόσια δραστηριοποιούνται ασκούν προσηλυτισμό, ως καταστροφικές λατρείες[17].
7.3.4. Οι Καθαροί της Languedoc μέχρι την αλβιγηνική εκστρατεία
Η περίπτωση της εμφάνισης του Καθαρισμού στην Languedoc είναι ένα έξοχο παράδειγμα του τρόπου σύζευξης του αυτόχθονος δυαρχικού στοιχείου με την οργανωτική δομή των Βογομίλων. Για την διάδοση της αίρεσης έχουμε ήδη μελετήσει την δράση του Ερρίκου της Le Mans και του Πέτρου de Bruys. Η αύξηση του αριθμού των αιρετικών, η οποία ευνοήθηκε από την ανοχή των αρχών και την αδύναμη παρουσία του παπισμού, επιχειρήθηκε ν’ αντιμετωπισθεί ήδη από την αποστολή του Βερνάρδου του Κλαιρβώ το 1145. Τα σχετικά κείμενα μελετήθηκαν στο 6.2.16.
Δυο δεκαετίες μετά ο τέταρτος κανόνας της συνόδου στην Τουρώνη το 1163 φανερώνει ότι η αίρεση δεν καταπνίγηκε στην Τουλούζη. Αποκαλεί τους αιρετικούς Αλβιγήνους[18]. Δυο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1165, ο επίσκοπος της πόλης από την οποία πήραν το όνομά τους οι αιρετικοί, δηλαδή της Albi, μαζί με άλλους εκπροσώπους της παπικής εκκλησίας, έκανε δημόσιο διάλογο με εκπροσώπους των Αλβιγήνων στην Lombers, μια οχυρωμένη πόλη η οποία διέθετε και κάστρο, δέκα μίλια νότια της Albi. Η αριστοκρατία της πόλης προστάτευε τους αιρετικούς, οπότε δεν μπορούσε να γίνει δημόσια δίκη. Τα πρακτικά της συζήτησης δεν ήταν δικαστικά αρχεία, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το ύφος του κειμένου. Η προσδοκία του επισκόπου ήταν να κηρυχθεί η αίρεση και μέσα από την διάσταση με τον Χριστιανισμό να μεταστραφεί το ευνοϊκό για τους αιρετικούς κλίμα. Οι ανοικτές συζητήσεις έγιναν τα μετέπειτα χρόνια συχνό φαινόμενο στην Languedoc.
Παρότι στο κείμενο οι αιρετικοί δεν αποκαλούνται Καθαροί (πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού την ίδια χρονιά έγραφε ο Eckbert του Schönau τις ομιλίες του), ονομάζονται «καλοί άνθρωποι». Οι πεποιθήσεις τους μοιάζουν με αυτές του Ερρίκου της Le Mans και του Πέτρου de Bruys. Θέμα δυαρχίας δεν τέθηκε στην συζήτηση. Το λατινικό κείμενο υπάρχει στο Acta concilii Lumbardiensis, ed. Martin Bouquet, Recueil des historiens des Gaules et de la France, XIV 431-434. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 190-194[19]. Παραθέτουμε την εισαγωγή που δίνει κάποια ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία:
«Την χρονιά του Κυρίου 1165, αυτή η ετυμηγορία βγήκε για μια υπόθεση που αφορούσε αντιπαράθεση, κατηγορία και επίθεση εναντίον της Καθολικής πίστης, την οποία κάποια άτομα που επιλέγουν να ονομάζονται “Καλοί Άνθρωποι” και που έχουν την υποστήριξη των ιπποτών της Lombers, επιθυμούν να ανατρέψουν. Αυτή η ετυμηγορία βγήκε από τον επίσκοπο Γουλιέλμο της Albi, από κριτές που επιλέχθηκαν και επικυρώθηκαν και από τις δύο πλευρές, που εξέτασαν το θέμα και συνεπικούρησαν τον προαναφερθέντα επίσκοπο – δηλαδή, ο επίσκοπος Gaucelin της Lodève, ο ηγούμενος [Rigaud] της Castres, ο ηγούμενος [Πέτρος] της Ardorel, ο ηγούμενος Gausbert της Candeil, και ο Arnold Beben - παρουσία έντιμων ανθρώπων, κλήρου και λαού, δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος Pons της Ναρβόννης˙ ο επίσκοπος Adelbert της Nîmes΄ ο επίσκοπος Γεράδος της Τουλούζης΄ ο επίσκοπος Γουλιέλμος της Agde΄ ο ηγουμενος Ραϋμόνδος του Saint-Pons΄ ο ηγούμενος Πέτρος του Cendras΄[Vidal], ηγούμενος Fontfroide΄ [Ερρίκος], ηγούμενος Gaillac΄ [Maurin], ιερατικός προϊστάμενος του καθεδρικού της Τουλούζης΄ Γουλιέλμος, ιερατικός προϊστάμενος του καθεδρικού της Albi΄ οι αρχιδιάκονοι Ναρβόννης και Albi: Guy προϊστάμενος του Sant-Mary του Montpellier΄ ο Βερνάρδος, προϊστάμενος του Goudarges΄ οι άρχοντες Blanc και Hugh de Vereiras΄ και από τους λαϊκούς, ο υποκόμης [Ραϋμόνδος] Trencavel της Béziers΄ η Κωνσταντία, σύζυγος του κόμη Ραϋμόνδου της Τουλούζης΄ ο υποκόμης Sicard de Lautrec΄ Isarn de Dourgne΄ και πολλοί άλλοι, σχεδόν όλος ο πληθυσμός της Albi και της Lombers, όπως και άτομα από άλλες πόλεις[20].»
Στο παραπάνω κείμενο υπάρχει η πρώτη χρήση του όρου “Boni Homines”. Ως Καλούς Ανθρώπους ανέφεραν οι Καθαροί όσους είχαν λάβει το consolamentum. “Perfecti” ονομάζονταν από τους αντιπάλους τους, ενώ οι ίδιοι δεν χρησιμοποιούσαν αυτή την λέξη. Καλούς ανθρώπους επίσης αποκαλούσαν όσους αξιωματούχους συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία κάποιας δίκης στον Μεσαίωνα, για να τονίσουν την εντιμότητά τους. Στο κείμενο γίνεται χρήση και των δύο εννοιών. Τα ονόματα των εκκλησιαστικών αξιωματούχων που συμμετείχαν, δεν υπάρχουν στα αρχικά χειρόγραφα. Έχουν προστεθεί από τους εκδότες κι έχουν μπει σε αγκύλες στη μετάφραση.
Οι αιρετικοί στην Lombers πίστευαν τα εξής:
1. Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη.
2. Πίστευαν ότι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μπορεί να τελεστεί από κληρικούς και λαϊκούς, αρκεί να είναι καλοί άνθρωποι. Οι ανάξιοι δεν μπορούν να το τελέσουν και όσοι συμμετείχαν αναξίως επέσυραν καταδίκη στον εαυτό τους.
3. Αρνούνταν να ορκιστούν.
Αρνήθηκαν επίσης ν’ απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούσαν την πίστη τους, τις πεποιθήσεις του για τα Μυστήρια και ειδικά τον νηπιοβαπτισμό, τον γάμο και την εξομολόγηση. Κατηγόρησαν τους παρόντες επισκόπους ότι ήταν λύκοι και υποκριτές. Όταν πλέον ο αρχιεπίσκοπος Pons τους κατηγόρησε ως αιρετικούς, αυτοί έκαναν μία δήλωση πίστης, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά. Ωστόσο, αρνήθηκαν να την επικυρώσουν με όρκο. Προς υπεράσπισή τους επικαλέστηκαν την συμφωνία που είχαν κάνει από πριν με τον επίσκοπο της Albi. Συμφώνησαν δηλαδή, πριν συναινέσουν να συμμετάσχουν στην συζήτηση ότι δεν θα χρειαστεί να ορκισθούν. Ο επίσκοπος Albi αρνήθηκε ότι είχε κάνει τέτοια συμφωνία. Ο αρχιεπίσκοπος δήλωσε τους διαφωνούντες ως αιρετικούς και κάλεσε τους ευγενείς να απόσχουν από την προστασία τους. Επίσης προκάλεσε τους αιρετικούς ν’ αντιπαρατεθούν μαζί του σε κάποιο αυλικό δικαστήριο, αλλά δεν έπεσαν στην παγίδα.
Αυτό που μένει από την παραπάνω διήγηση είναι το θάρρος τον αιρετικών στην Languedoc να κηρύττουν δημόσια την διαφωνία τους και μάλιστα να καταφέρονται εναντίον της παπικής "εκκλησίας". Η άνεση σ’ αυτό πήγαζε από την ανέχεια των τοπικών αρχών. Η ανοχή επέτρεψε την σύγκληση της συνόδου των Καθαρών στο χωριό Saint-Félix de Caraman στην Lauragais νότια της Τουλούζης. Τα σχετικά με την προβληματική του πρακτικού[21] της συνόδου έχουν συζητηθεί στο 5.3.3δ. Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο έχουν συζητηθεί τα απορρέοντα συμπεράσματα για την σχέση Βογομίλων-Καθαρών. Εδώ θα εξεταστεί το θέμα από την οπτική των Καθαρών μόνο.
Την εποχή σύγκλησης της συνόδου ο μόνος επισκοπικός βαθμός στην Languedoc ήταν αυτός του Καθαρού επισκόπου στην Albi, Sicard de Cellarer. Ο δεύτερος επίσκοπος που συμμετείχε στην σύνοδο ήταν ο Robert d’ Epernon με έδρα στην Βόρεια Γαλλία. Συμμετείχαν εκπρόσωποι των συναθροίσεων της Carcassonne της Τουλούζης και της Agen[22]. Αποτέλεσμα της συνόδου ήταν η δημιουργία νέων επισκοπών στην αναπτυσσόμενη εκκλησία των Καθαρών της Languedoc, εκτός από την υπαγωγή της στην ordo Drugunthia. Οι νέες επισκοπές με τους επισκόπους τους ήταν α) στην Τουλούζη με προκαθήμενο τον Bernard Raymond, b) στην Carcassonne με προκαθήμενο τον Guiraud Mercier, γ) στην Agen με προκαθήμενο τον Raymond de Casals.
Θέμα τέθηκε για την οριοθέτηση των περιφερειών των δύο νέων επισκοπών, της Τουλούζης και της Carcassonne. Εκλέχτηκαν εκπρόσωποι και από τις δύο πλευρές και αποφάσισαν η οριοθέτηση να γίνει σύμφωνα με το πρότυπο των επισκοπών της παπικής εκκλησίας. Στην ίδια σύνοδο ο Μάρκος ορίστηκε επίσκοπος της Λομβαρδίας. Όλοι μαζί, ακόμη και οι προϋπάρχοντες επίσκοποι της Βόρειας Γαλλίας και της Albi, έλαβαν το consolamentum από τον Νικήτα. Αποδέχθηκαν δηλαδή την εγκυρότητα της ordo Drugunthia, χωρίς να καταγραφεί κάποια συζήτηση επί του θέματος.
Η επιβίωση του εγγράφου οφείλεται σε μια αναγκαία αναδρομή σε αυτό. Το 1223 ο Καθαρός επίσκοπος Pierre Isarn αναγκάστηκε να το συμβουλευτεί για τον επανακαθορισμό της επαρχίας του μετά την καταστροφή της αλβιγηνικής εκστρατείας. Έστειλε, λοιπόν, τον Pierre Polhan στην Τουλούζη για ν’ αντιγράψει το αρχειακό υλικό τριών εγγράφων΄ το πρακτικό της συνόδου του Saint-Félix, την ομιλία του Νικήτα και το συμφωνητικό καθορισμού των ορίων των επισκοπών μαζί με τα ονόματα των υπογραφόντων. Η σύνθεση των τριών κειμένων που προέκυψε, είναι το κείμενο που σώθηκε κι έφτασε ως εμάς[23]. O Pierre Isarn δεν ολοκλήρωσε το έργο του, διότι εκτελέστηκε το 1226. Τα προβλήματα δικαιοδοσίας οδήγησαν σε σύγκληση νέας συνόδου στο Pieusse το 1226 και λύθηκαν με απόφαση του Καθαρού επισκόπου της Τουλούζης, Guilhabert de Castres. Με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής λύθηκαν τα ερωτήματα που ήγειρε η σέκτα της Razès, η οποία δεν ήξερε αν υπάγονταν στην επισκοπή της Τουλούζης ή της Carcassonne. Η λύση ήταν η δημιουργία νέας επισκοπής στην Razès την ίδια χρονιά. Το χειρόγραφο του Pierre Pohlan έφθασε στην κατοχή εντός παλαιοπώλη, του Guillaume Besse, ο οποίος εξέδωσε αποσπάσματα το 1660. Η σύνθεση της ιστορίας και της έκδοσης των αποσπασμάτων οφείλεται στον B. Hamilton[24].
Η πτώση του Νικήτα ή του Συμεών δεν είχε στην Languedoc τον αντίκτυπο που είχε στην Ιταλία. Οι διοικητικές διασπάσεις που συνέβησαν στην Λομβαρδία οφείλονταν εν μέρει στο εριστικό χαρακτήρα των Ιταλών. Αντίθετα στην Νότια Γαλλία οι επιπτώσεις του ταξιδιού του Νικήτα, η ενότητα και η νέα οργανωτική δομή, διατηρήθηκαν αναλλοίωτα, ακόμη και μετά την μεταφορά της είδησης από τον Πετράκιο. Βέβαια, ο Πετράκιος δεν πέρασε τις Άλπεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η είδηση για την πτώση του Συμεών ή του Νικήτα δεν έφτασε στις άλλες συναθροίσεις. Μάλλον οι αντιδράσεις ήταν ηπιότερες. Ακόμη και το σοβαρότατο δογματικό θέμα της μορφής της δυαρχίας, δεν στάθηκε ικανό να λειτουργήσει διασπαστικά και να δημιουργήσει ανταγωνιστική κατάσταση, μια δεύτερη εκκλησία Καθαρών.
Το 1222-3 ο Durand de Huesca, πρώην Βάλδιος, έγραψε στο πολεμικό έργο του Liber Contra Manicheos, ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές απόψεις μεταξύ των Καθαρών της Languedoc. Η πρώτη ήταν αυτών, τους οποίους ονομάζει Γραικούς Μανιχαίους, η δεύτερη των Βουλγάρων και η τρίτη των “Drogoveti”. Οι ομάδες που αντιστοιχούσαν στις τρεις απόψεις, κατά τον Durand de Huesca, διαφωνούσαν μεταξύ τους και καταδίκαζαν η μια την άλλη. Ο Durand είχε εργαστεί στην Ιταλία, και δίκαια κάποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι επηρεάστηκε από όσα γνώρισε εκεί. Πάντως από το κείμενο γίνεται φανερό ότι αναφέρεται στους Καθαρούς που βρίσκονται στην Carcassonne, στην Τουλούζη, στην Albi[25]. Κάποια εσωτερικά προβλήματα προέκυψαν το 1206 αλλά θα συζητηθούν στην χρονική σειρά τους.
Όπως ειπώθηκε στην ιστορική αναδρομή των πεπραγμένων της αριστοκρατίας της Languedoc, το 1176-7 ήταν μια δύσκολη διετία για τον κόμη Ραϋμόνδο V της Τουλούζης. Εκτός του ότι είχε χάσει από καιρό την επιρροή του στις επαρχίες του, μια νέα συμμαχία σχηματίζονταν εναντίον του, με σκοπό να τον εμποδίσουν να την ξανακερδίσει. Ο προστάτης του Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα έδειχνε να χάνει τον ανταγωνισμό του με τον πάπα Αλέξανδρο τον Γ’. Ο Ραϋμόνδος, βέβαια, δεν ήταν ηττημένος, αλλά μπορούσε να καταλάβει ότι η τροπή των πραγμάτων τον οδηγούσαν σε συνεργασία με την παπική εκκλησία. Και για να το κάνει αυτό έπρεπε ν’ αποκαταστήσει το όνομά του ως υπέρμαχου την πίστης. Μπορεί όταν έγινε η σύνοδος των Καθαρών μια δεκαετία πριν, να μην είχε την δύναμη να την εμποδίσει, αλλά το πήγαινε-έλα τόσων αιρετικών μέσα στην επαρχία του ούτε απαρατήρητο περνούσε, ούτε καλή εντύπωση έκανε στους εκπροσώπους τους παπισμού. Έτσι, η έκκληση για βοήθεια, την οποία έκανε το 1177 στον εκπρόσωπο του τάγματος των Κιστερκιανών, έγινε κατά το παράδειγμα του πατέρα του Αλφόνσου. Ο τελευταίος είχε απευθυνθεί στον ηγούμενο του Κλαιρβώ Βερνάρδο για το ίδιο θέμα και είχε προκαλέσει την αποστολή του 1145. Ο νέος ηγούμενος του Κλαιρώ, Ερρίκος de Marcy, ζήτησε από τον πάπα Αλέξανδρο να εξουσιοδοτήσει άμεσα τον παπικό λεγάτο στην Φραγκία, ώστε να έχει την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων και να δράσει. Την ίδια χρονιά οι ηγεμόνες της Φραγκίας, Λουδοβίκος VII και της Αγγλίας, Ερρίκος II συζήτησαν την λήψη μέτρων. Κατέληξαν στο να υποστηρίξουν από κοινού μια αποστολή, χωρίς όμως να συμμετάσχουν οι ίδιοι, για να μην προκαλέσουν ίσως την αντίδραση της Αραγονίας.
Την αποστολή διηύθυναν οι Ερρίκος de Marcy[26], ηγούμενος του Κλαιρβώ, σε αντιγραφή της ανάλογης του 1145, και ο Πέτρος της Παβία[27], καρδινάλιος στο San Chrisogono, ως παπικός λεγάτος. Αφίχθησαν στην Τουλούζη το 1148 κι έδρασαν για τρεις μήνες, συνεπικουρούμενοι από διαφόρους ιεράρχες[28] και στρατιωτικούς αξιωματούχους[29]. Ο Ερρίκος κατέγραψε αμέσως σε εγκύκλιες επιστολές την κατάσταση στην περιοχή και την πορεία των εργασιών. Σε μια επιστολή του δίνει μια ζοφερή εικόνα΄ η περιοχή είχε κατακλυσθεί από αιρετικούς:
«Πραγματικά, δεν μας είχαν πει το τρίτο μέρος από όλα τα διαβολικά βδελύγματα, τα οποία αυτή η ευγενής πόλη έτρεφε στο στήθος της απιστίας της. Τόπος του βδελύγματος της ερημώσεως είχε γίνει, και το ομοίωμα των ερπετών των προφητών[30] είχε στήσει την φωλιά του στα απόμερα της πόλης. Εκεί οι αιρετικοί κυβερνούσαν τον λαό και βασίλευαν ανάμεσα στον κλήρο, ώστε όπως ο λαός έτσι και ο κλήρος[31] και ο βίος του ποιμένα είχε διαμορφωθεί από τα υπολείμματα του ποιμνίου. Μιλούσαν οι αιρετικοί και όλοι χειροκροτούσαν. Μιλούσε κάποιος καθολικός κι έλεγαν “Τι λέει;”, κάνοντάς το να φανεί παράξενο και τερατώδες, αν κάποιος βρίσκονταν ανάμεσά τους, που θα τολμούσε έστω να ψιθυρίσει μια λέξη πίστης. Τόσο πολύ είχε απλωθεί η επιδημία στην χώρα, ώστε όχι μόνο είχαν φτιάξει ιερείς και ποντίφικες από τον κύκλο τους, αλλά είχαν κι ευαγγελιστές, οι οποίοι, αναιρώντας και ακυρώνοντας το Ευαγγέλιο, χάλκευσαν ένα καινούργιο γι’ τους εαυτούς τους και από τις καρδιές τους κήρυτταν με κακία μια καινοτόμα διδασκαλία στους απατημένους ανθρώπους… Με την άφιξή μας εκεί τόση ήταν η ελευθερία των αιρετικών παντού, ώστε καθώς ακολουθούσαμε την πορεία μας στους δρόμους και τις πλατείες μας κατσάδιαζαν, δείχνοντάς μας με το δάκτυλό τους, και φώναζαν ότι είμαστε υποκριτές, αγύρτες και αιρετικοί[32].»
Από τις πρώτες υποθέσεις που εξετάστηκαν ήταν αυτή του Pierre Maurand[33], ενός ευκατάστατου έμπορου που κατείχε δύο καστέλα, ένα στην πόλη και ένα στην εξοχή. Θεωρούνταν ένας από τους δέκα πλουσιότερους κατοίκους της πόλης, και ο οίκος του ήταν αναμεμειγμένος στις ταραχές που είχαν ξεσπάσει[34]. O Pierre συνηθισμένος από την μέχρι τότε ανοχή των αρχών και με την έπαρση του φουσκωμένου πουγκιού του αρνήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον της επιτροπής. Στο τέλος πείσθηκε από τον κόμη της Τουλούζης να το κάνει. Αρχικά αρνήθηκε την κατηγορία της αίρεσης, αλλά οι πληροφορίες που είχαν στα χέρια του οι ανακριτές, τον ήθελαν να αυτοαποκαλείτε Ιωάννης Ευαγγελιστής. Μάλιστα τον ανέφεραν ως πρίγκιπα. Του πρότειναν, λοιπόν, να ορκιστεί για να δοκιμαστεί η αθωότητά του. Την στιγμή του όρκου έσπασε και ομολόγησε ότι είχε αρνηθεί την πραγματικότητα της θυσίας στην Θεία Ευχαριστία. Φαίνεται ότι καταδικάστηκε μόνο γι’ αυτό[35]. Η ποινή ήταν αφορισμός και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων. Τα καστέλα του θα κατεδαφίζονταν. Όταν άκουσε την ποινή κατέρρευσε. Έπεσε στα πόδια του καρδινάλιου και παρακαλούσε για συγχώρεση. Τότε κανονίστηκε να φύγει προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, όπου θα έμενε εν μετανοία για διάστημα τριών χρόνων. Αν ολοκλήρωνε τον κανόνα του. μπορούσε να επιστρέψει και η περιουσία θα του επιστρέφονταν, εκτός από τους πύργους, οι οποίοι θα κατεδαφίζονταν έτσι κι αλλιώς. Τότε θα πλήρωνε κι ένα πρόστιμο 500 αργυρών νομισμάτων στον άρχοντά του Ραϋμόνδο. Τα Χρονικά του Ρογήρου του Hovenden δεν αναφέρουν τι απέγινε. Από άλλη πηγή είναι γνωστό ότι κάποιος Pierre Maurand, είτε ο ίδιος, είτε ο γιος του, έγινε δημοτικός σύμβουος της Τουλούζης την περίοδο 1183-4[36].
Η ποινή είχε το αναμενόμενο αντίκτυπο. Ο τρόμος που προκλήθηκε ανάγκασε πολλούς αιρετικούς να σπεύσουν και να δηλώσουν μετάνοια, πετυχαίνοντας ηπιότερες ποινές.
Ο Ραϋμόνδος είχε φροντίσει να κάνει συγκεκριμένες καταγγελίες εναντίον των αριστοκρατών (nobiliores) της περιοχής, όχι άδικα. Έτσι από τις πρώτες ενέργειες του Ερρίκου de Marcy ήταν να διατάξει την απελευθέρωση του παπικού επισκόπου της Albi, Γεράρδου, τον οποίο είχε φυλακίσει ο Ρογήρος ΙΙ των Trencavel, ίσως κατόπιν επιθυμίας των Καθαρών, ίσως για την ανάμειξή του στις διαμάχες για την κυριότητα της Albi. Στην επισκοπική έδρα είχε στείλει δικό του λεγάτο τον Pierre Raimond d’ Hautpoul. Ο Ερρίκος de Marcy κάλεσε τον Ρογήρο σε απολογία. Ο τελευταίος αρνήθηκε να παρουσιαστεί και αφορίστηκε. Η γυναίκα του Ρογήρου και δυο ακόμη άτομα, γνωστά από τα πρακτικά της συνόδου του Saint-Félix, οδηγήθηκαν στην Τουλούζη για ανάκριση. Πρόκειται για τους Bernard Raymond, ο οποίος στην σύνοδο είχε αναδειχθεί επίσκοπος των αιρετικών στην πόλη, και ο Raymond de Baimiac, ο οποίος είχε οριστεί από την σύνοδο ως εκπρόσωπος της συνάθροισης της Τουλούζης για τον καθορισμό των ορίων αρμοδιότητας της καθαρής εκκλησίας της πόλης. Με την πάροδο των χρόνων είχε φθάσει στον βαθμό του filius major, του πρεσβύτερου υιού, του βοηθού επισκόπου που προορίζονταν να τον αντικαταστήσει. Η ανάκριση έγινε στον καθεδρικό του Αγ. Στεφάνου από τον παπικό λεγάτο Πέτρο της Παβία.
Στην αρχή οι αιρετικοί διάβασαν ένα κείμενο, μια ομολογία πίστης, στην καθομιλουμένη. Κάποια σημεία του κειμένου φάνηκαν διφορούμενα στους ανακριτές και ζήτησαν εξηγήσεις στα Λατινικά. Κανένας από τους αιρετικούς δεν μπορούσε να το κάνει διότι κανείς δεν ήταν μορφωμένος και δεν γνώριζε αυτή την γλώσσα. Η ομολογία που διαβάστηκε φαινόταν να είναι σε όλα σύμφωνη με την πίστη των παπικών. Ακόμη και στο σημείο της Θείας Ευχαριστίας, ομολογούσαν ότι πίστευαν στην μετουσίωση των Τιμίων Δώρων[37]. Τότε σηκώθηκαν ο Ραϋμόνδος και κάποιοι άλλοι γεμάτοι αγανάκτηση και τους κατηγόρησαν ότι ψεύδονταν. Ο ίδιος προσωπικά τους είχε ακούσει να διδάσκουν τις αιρετικές πεποιθήσεις τους΄ ότι πίστευαν σε δύο θεούς, έναν καλό που δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο, έναν κακό, ο οποίος δημιούργησε τον υλικό΄ ότι η Θεία Ευχαριστία δεν μπορούσε να λειτουργηθεί από ανάξιους και αμαρτωλούς ιερείς΄ ότι ο άνδρας και η γυναίκα δεν μπορούν να σωθούν όσο είναι σε γάμο΄ ότι ο νηπιοβαπτισμός δεν ωφελεί τα παιδιά κ.α. Οι αιρετικοί ακολουθούσαν την απόλυτη δυαρχία, όπως την δίδασκε η ordo Drugunthia, σε ακολουθία της συνόδου του Saint-Félix.
Ο καρδινάλιος και οι λοιποί εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ζήτησαν τότε από τους κατηγορούμενους να ορκιστούν. Αρνήθηκαν με τα γνωστά επιχειρήματα. Ο κόσμος, όμως συνέρρεε συνέχεια και πολλοί μάρτυρες δήλωναν ότι τους είχαν ακούσει να λένε διεστραμμένες διδασκαλίες. Έτσι φάνηκε ότι ο όρκος δεν ήταν αναγκαίος. Υπό το βάρος του πλήθους των μαρτύρων δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιόν των κατηγορουμένων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο από το να τους αφορίσουν με την ελπίδα ότι στο εξής ο κόσμος θα γνώριζε την αλήθεια γι’ αυτούς. Οι δύο Καθαροί αρχηγοί κατέφυγαν στην Lavaur, 35 χιλιόμετρα από την Τουλούζη. Εκεί βρήκαν ασφαλές καταφύγιο.
Η πρώτη αυτή αποστολή έληξε αναίμακτα. Ωστόσο, όλη αυτή η διαφωνία με τον παπισμό δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Το 1179 έγινε η Γ’ Σύνοδος του Λατερανού με την έκκληση του πάπα Αλεξάνδρου του Γ’. Σ’ αυτήν καταδικάστηκε η διαστροφή των «Παταιδασκαλία τους στην Γασκώνη, στην περιοχή της Albi (Albigeoisρηνών», δηλαδή των Καθαρών, οι οποίοι διέδιδαν την αξιοκατάκριτη δ) και της Τουλούζης (Toulousain). Αναθεματίστηκαν οι αιρετικοί και αυτοί που τους πρόσφεραν καταφύγιο ή τους προστάτευαν. Δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτά αλλά διέταξε την κοσμική εξουσία ν’ αναλάβει δράση, για να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να επιστρέψουν στην σωτηρία τους, και μ’ αυτό βέβαια, εννοούσε την παπική εκκλησία. Έτσι ανακήρυξε νέα «σταυροφορία» κατά την συνήθεια της εποχής εναντίον των εχθρών της Εκκλησίας. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτήν θα λάμβαναν συγχωροχάρτι για δύο χρόνια. Αν τυχόν σκοτώνονταν θα τους δίνονταν συνολική άφεση και βεβαίωση για την αιώνια σωτηρία[38]. Όσο και αν φαίνεται σήμερα περίεργο με τέτοιες υποσχέσεις οι παπικοί συγκέντρωναν εύκολα στρατό χωρίς να πληρώσουν τίποτα.
Έτσι δύο χρόνια μετά, το 1181, ο Ερρίκος de Marcy, καρδινάλιος πια και παπικός λεγάτος στην Φραγκία, ηγήθηκε μιας «σταυροφορίας», που θεωρείται και η πρώτη εντός χριστιανικού εδάφους, εναντίον των αιρετικών και του κοσμικού προστάτη τους, υποκόμη της Béziers, Ρογήρου. Το οχυρό της Lavaur, στο οποίο είχαν καταφύγει οι αρχηγοί των καθαρών έπεσε ύστερα από πολιορκία. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν οι Bernard Raymond και Raymond de Baimiac[39]. Μπροστά στον επικείμενο αφανισμό τους ομολόγησαν την αίρεση, δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν άφεση. Όχι μόνο συγχωρέθηκαν αλλά έγιναν κληρικοί στην Τουλούζη. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν η κόμισσα Αδελαΐδα, κόρη του Ραϋμόνδου της Τουλούζης και ο Ρογήρος. Ο τελευταίος δήλωσε υποτέλεια και ορκίστηκε να μην παράσχει ξανά βοήθεια και καταφύγιο στους αιρετικούς. Από τον απλό λαό δήλωσαν πολλοί μετάνοια. Μόλις, όμως, ο κίνδυνος πέρασε και ο στρατός του Ερρίκου διαλύθηκε, ξαναγύρισαν στις παλιές τους συνήθειες. Ο Ραϋμόνδος ήταν απασχολημένος με την αντιπαράθεση του με τον βασιλιά της Αραγονίας. Δεν είχε την δυνατότητα ν’ ασχοληθεί περισσότερο με τους Καθαρούς. Ζήτησε την βοήθεια του Λουδοβίκου, αλλά ο βασιλιάς της Φραγκίας δεν ήταν σε θέση να του την παράσχει.
Εξαιτίας των μακροχρόνιων διενέξεων των αριστοκρατών τις περιοχής, μεγάλα τμήματα της χώρας είτε είχαν ερημωθεί, είτε ήταν ανασφαλή. Ο κόσμος είχε περιπέσει σε ανέχεια και ληστοσυμμορίτες λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Ήδη οι συμμορίες αυτές είχαν καταδικαστεί από τον ίδιο κανόνα της Γ’ Συνόδου του Λατερανού, μαζί με τους Καθαρούς. Παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι σε όποιον εργοδότη είχε την άνεση να τους μισθώσει. Σε περιπτώσεις ανεργίας παρασιτούσαν στις επαρχίες. Οι συμμορίες αυτές αποτέλεσαν την μαγιά των μετέπειτα μισθοφορικών εταιρειών, όπως για παράδειγμα η Καταλανική Εταιρεία, της οποίας την λύμη γνώρισε η φραγκοκρατούμενη Ελλάδα.
Ο Καθαρισμός συνέχισε να διαδίδεται, εξαιτίας αφενός της αδυναμίας του Ραϋμόνδου να επιβάλλει την εκκλησιαστική τάξη και αφετέρου της υποστήριξης που παρείχε ο οίκος των Trencavel. Ναι με ο Ρογήρος είχε δηλώσει υποταγή στον Παπισμό, αλλά το περιβάλλον του δείχνει ότι δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα στην πολιτική του. Ο οικονόμος του, ο Guilhem Peyre de Brens, ήταν ο άνθρωπος που κατά το ανέκδοτο του Guillaume de Puylaurens είχε αψηφήσει τον οικείο επίσκοπο και κατά την επιθανάτια επιθυμία του ζήτησε να ταφεί με τους “Bonomios”, εννοώντας τους Καθαρούς. Όταν ο Ρογήρος πέθανε το 1194, άφησε επίτροπο του γιού του τον Bertrand de Saissac, γνωστό οπαδό του Καθαρισμού. Ο επίσκοπος Béziers του απέσπασε όρκο, ότι δεν θα εκμεταλλεύονταν την θέση του για να επιτρέψει την είσοδο τον Καθαρών και των Βάλδιων στην πόλη. Δεν άργησε, όμως να δείξει τα πραγματικά του αισθήματα απέναντι στην παπική εκκλησία. Όταν οι μοναχοί του αβαείου St. Mary εξέλεξαν ηγούμενο χωρίς να τον ενημερώσουν, ακύρωσε τις εκλογές, ξέθαψε το νεκρό του προηγούμενου επισκόπου και το τοποθέτησε προκαθήμενο σε μια παράσταση νέων εκλογών για την ανάδειξη ηγουμένου. Φυσικά ο νέος ηγούμενος ήταν άνθρωπος της αρεσκείας του[40].
Ο οίκος των κόμηδων του Foix ήταν περισσότερο μπλεγμένος με την αίρεση. Ο Berengar de Lavelanet θυμάται σαράντα χρόνια μετά, ότι το 1204 συμμετείχε σε μια λαμπρή δεξίωση στο Fanjaux, όπου η Esclarmonde (éclair du monde σημαίνει φως του κόσμου), χήρα αδερφή του κόμη του Foix Ρογήρου-Ραϋμόνδου Ι (1188-1223), έλαβε το consolamentum από τα χέρια του Καθαρού filius major του επισκόπου της Τουλούζης, Guilhabert de Castres. Μαζί της έλαβαν τον consolamentum τρεις ακόμα γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής, η Aude de Fanjeux, η Fays de Dunfort και η Raymonde de Saint-Germain. Η πρώτη ανήκε στις κυρίαρχες δυναστείες της αριστοκρατίας του Fanjeux τους de Tonneins. Ήταν χήρα υψηλόβαθμου αξιωματούχου του οίκου των Trencavel, του Isarn-Bernard. O Berengar θυμόταν τα ονόματα 56 αριστοκρατών οι οποίοι παραβρέθηκαν στην τελετή μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο κόμης του Foix. O Guilhabert είχε στενές γνωριμίες και διασυνδέσεις με την ντόπια αριστοκρατία και ήταν φημισμένος κήρυκας[41].
Η Esclarmonde δρούσε στον Νότο. Στα Πυρηναία είχε ιδρύσει έναν οίκο ευγηρίας για τους ηλικιωμένους Καθαρούς Τελείους, κι ένα Παρθεναγωγείο. Ωστόσο επέλεξε να έρθει στο Fanjeux για να λάβει το consolamentum από τα χέρια του Guilhabet. Στα 1206 η γυναίκα του κόμη του Foix, Φιλίππα αποσύρθηκε επίσης στα Πυρηναία, στο Dun, για να διευθύνει έναν οίκο για γυναίκες Τέλειες. Για τον ίδιο τον κόμη του Foix δεν αναφέρθηκε ότι έλαβε το consolamentum. Επέδειξε μια ανεκτική αντικληρικαλιστική στάση, τίποτα περισσότερο.
Πιο έντονη αντικληρικαλιστική και αντιεκκλησιαστική δράση επέδειξε ο γιος του Ραϋμόνδου V, Ραϋμόνδος VI. Φυλάκισε τους ηγουμένους των μονών του Moissac και του Montauban, έδιωξε τους επισκόπους της Vaidon και της Agen, λεηλάτησε ναούς. Πάντως, δεν επέδειξε φιλική στάση προς τους Καθαρούς, εκτός ίσως από το γεγονός του 1215, όταν κατά την αλβιγινική εκστρατεία αναγκάστηκε να παραδώσει την Τουλούζη, κατέφυγε στην φιλο-καθαρή οικογένεια των Roaix. Αλλά αυτό μπορεί να ήταν η μόνη βολική λύση την δεδομένη στιγμή, αναγκαστική επιλογή, χωρίς ένδειξη φιλικής προς τον Καθαρισμό διάθεσης.
7.3.5 Η Αλβιγινική εκστρατεία[42]
α. Η νομική αντιμετώπιση των αιρέσεων - η δημιουργία των ταγμάτων των Δομινικανών και των Φραγκισκανών.
Η προσωρινότητα των πενιχρών αποτελεσμάτων της αποστολής του 1177 έδειξε ότι χρειαζόταν δραστικότερες και μονιμότερες λύσεις. Η αρχή έγινε με την Γ’ Σύνοδο του Λατερανού, αλλά ο 27ος Κανόνας της Συνόδου, ο σχετικός με τους Καθαρούς, είχε τοπικό χαρακτήρα. Αφορούσε την Languedoc και επαφίονταν στην διακριτική ευχέρεια των τοπικών αρχών να τον εφαρμόσουν. Από την στιγμή που οι κοσμικές αρχές δεν είχαν την βούληση ή την δυνατότητα να επιβάλλουν τα προβλεπόμενα μέτρα, οι παπικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα παραπάνω από το ν’ αφορίζουν. Χρειαζόταν λύσεις δραστικότερες και τέτοιες που να μπορούσαν να εφαρμοστούν από τις εκκλησιαστικές αρχές. Η ευκαιρία που παρείχαν οι αιρετικοί στους παπικούς να πείσουν τους κοσμικούς άρχοντες να τους μεταβιβάσουν μέρος της εκτελεστικής εξουσίας ήταν μοναδική και δεν πέρασε ανεκμετάλλευτη. Έτσι, το 1184, μέσα στον κολοφώνα της διαμάχης του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα με τον πάπα, ο Λούκιος Γ’ (1181-1185), ο δεύτερος εξέδωσε ένα διάταγμα, το Ad Abolendam, με το οποίο απειλούσε όλους τους κοσμικούς ηγεμόνες και άρχοντες με αφορισμό, ενώ η επικράτειά τους θ’ αποκόπτονταν από την κοινωνία με την Ρώμη, αν δεν συμμετείχαν ενεργά στην καταπολέμηση των αιρέσεων.
Οι δραστήριες λύσεις απαιτούν δραστήριους ανθρώπους. Το 1198 έγινε πάπας Ρώμης ο Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216). Ο Ιννοκέντιος ήταν άνθρωπος με πολεμικό ζήλο. Αρέσκονταν να δοκιμάζει την ξηρότητα της ακμής του ξίφους της εκκλησιαστικής εξουσίας στο σβέρκο των αιρετικών. Ακόμη περισσότερο αρέσκονταν να εξουδετερώνει τους αντιπάλους του με πολεμικές επιχειρήσεις, τις οποίες ονόμαζε «σταυροφορίες». Ήδη η πρώτη τέτοιου είδους σταυροφορία του Ιννοκέντιου είχε λάβει χώρα στην Σικελία το 1199, όπου, ως επίτροπος του ανήλικου Φρειδερίκου Β’ της Σικελίας είχε αντιπαράθεση με τον Markward von Anweiler, άνθρωπο των Hohenstaufen. Στην περίπτωση εκείνη αποκαλούσε τον Markward, Σαλαντίν, συνεργάτη των Σαρακηνών. Η επόμενη ήταν η Δ’ Σταυροφορία που κατέληξε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Με τα χέρια του βουτηγμένα στο χριστιανικό αίμα ο Ιννοκέντιος ένιωθε παντοδύναμος. Φαντασιώνονταν ότι ο Θεός του είχε παραδώσει τους εχθρούς του. Οι δύο αγαπημένες του φράσεις “exterminare” και “animadversio debita” όταν αφορούσαν αιρετικούς ένα μόνο πράγμα σήμαιναν΄ την θανατική καταδίκη.
Ωστόσο οι κινήσεις του δεν ήταν ευκαιριακές. Αντίθετα, ήταν καλά μελετημένες. Αρχικά φρόντισε να δημιουργήσει το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για να στηρίξει τον αναβαθμισμένο ρόλο των λεγάτων του. Το 1199 εξέδωσε το Vergentis, ένα διάταγμα σχεδιασμένο ν’ ασκεί πίεση σε όσους εμπλέκονταν με οποιοδήποτε τρόπο σε κάποια αίρεση. Όσοι, παρά τις συστάσεις επέμεναν να εμπλέκονται με την αίρεση, ήταν ένοχοι της κατηγορίας της infamia[43]. Οι προβλεπόμενες ποινές ήταν στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και καθαίρεση, αν κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Σε περίπτωση ιερέως, στέρηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Σε περίπτωση δικηγόρου, αφαίρεση της δυνατότητας να παρίσταται ως κριτής, συνήγορος ή γραμματέας. Ταυτόχρονα επιβάλλονταν στέρηση κληρονομικών δικαιωμάτων, κατάσχεση περιουσίας. Οι ποινές ήταν παρόμοιες με αυτές που επιβάλλονταν στο έγκλημα της lèse-majestè, της συνομωσίας κατά του αυτοκράτορα[44]. Το Vergentis αποτέλεσε αργότερα την νομική βάση για την δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης.
Ο Ιννοκέντιος αντιλαμβάνονταν πολύ καλά ότι η στροφή του κόσμου στην αίρεση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αντίδραση στον μονολιθικό χαρακτήρα του παπισμού. Καταλάβαινε ότι για να ξανακερδίσει το εκκλησίασμα έπρεπε ν’ αντιπαρατεθεί με τους αιρετικούς κυρίως με τους δικούς τους όρους. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποίησε δύο κατάλληλους ανθρώπους, τον Δομίνικο της Οσμα, ιδρυτή του τάγματος των Ιεροκηρύκων (Ordo Praedicatorum, Δομινικανοί μετά τον ΙΕ’ αι.) και τον Φραγκίσκο της Ασίζης, ιδρυτή του τάγματος των Φραγκισκανών.
Στην Languedoc το 1206, μια αποστολή Κιστερκιανών μοναχών έληξε άδοξα, χωρίς το κήρυγμά τους να φέρει τα ποθούμενα αποτελέσματα. Τότε ο Καστιλλιάνος επίσκοπος Diego της Όσμα μαζί με τον ακόλουθό του Δομίνικο, είχαν την ιδέα του κηρύγματος σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας, κατά τα πρότυπα των αιρετικών. Η ιδέα εφαρμόστηκε το 1206-7. Ο Ντιέγκο πέθανε τον Δεκέμβριο του 1207 και την θέση του ανέλαβε ο Δομίνικος συνεχίζοντας το έργο του ειρηνικού κηρύγματος, το οποίο κατέληξε σε λουτρό αίματος, την αλβιγινική εκστρατεία. Το 1215 μετακόμισε στην Τουλούζη και την επόμενη χρονιά ίδρυσε το τάγμα των Δομινικανών με σκοπό το κήρυγμα και βασισμένο στους κανόνες του Αγίου Αυγουστίνου. Επειδή ο Καθαρισμός δεν ήταν η μόνη αίρεση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, ούτε το πρόβλημα περιορίζονταν μόνο στην Midi, το τάγμα γρήγορα επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε όλη την Δύση[45].
Το 1210 τέθηκε στον Ιννοκέντιο ένα σοβαρό δίλημμα. Μπορούσε να δεχτεί η παπική εκκλησία στους κόλπους της, ομάδες διαφωνούντων με την επίσημη και προβαλλόμενη εκκλησιαστική ζωή, όταν αυτές ζητούσαν την επιβεβαίωσή της; Ο Φραγκίσκος της Ασίζης, άνθρωπος με βίο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τον αντίστοιχο των αιρετικών της εποχής του, μαζί με 11 ακόμη συνοδούς ζήτησε την αποδοχή του τρόπου ζωής του από την Ρώμη. Ο πάπας συμφώνησε, δεν είχε σημασία πόσο ακραίος ήταν αυτός ο τρόπος ζωής ή πόσο ασύμφωνος με τον χριστιανικό βίο. Αρκούσε το γεγονός της αναγνώρισης της εκκλησιαστικής του αυθεντίας. Έτσι ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο οποίος θα κατηγορούνταν ως αιρετικός, αν ο ίδιος δεν είχε απευθυνθεί στην Ρώμη ή αν η στιγμή του δισταγμού του Ιννοκέντιου κρατούσε λίγο παραπάνω, έγινε άγιος (για τους παπικούς). Μαζί με την αναγνώριση του δόθηκε και η άδεια να κηρύττει. Το κήρυγμά του δεν ήταν επικίνδυνο. Περιορίζονταν στην μετάνοια, την έκκληση για ηθικισμό, καμιά αναφορά σε δόγμα κανένας ψόγος των κακώς εκκλησιαστικών κείμενων, ούτε καν καταδίκη της αίρεσης. Η εντυπωσιακή, για την φτώχια της, εμφάνιση των Φραγκισκανών είχε επιτυχία στον ανταγωνισμό της αντίστοιχης των αιρετικών, αλλά δεν κράτησε για πολύ το αρχικό πνεύμα. Όταν ο Ιννοκέντιος συγκατατέθηκε στην ιδιοτροπία τους είχε ήδη κατά νου πως θα τους απορροφήσει μέσα στο παπικό σύστημα και πως θα τους εντάξει ως τάγμα σε ένα πιο εύχρηστο σχήμα δίπλα στους Δομινικανούς, μέσα από μια διαδρομή που έφερε την διάσπαση στους κόλπους των Φραγκισκανών, με αποτέλεσμα να στιγματιστούν οι διαφωνούντες ως αιρετικοί.
β. Τα γεγονότα πριν την εκστρατεία - η δολοφονία του Pierre de Castelnau.
Η αποστολή παπικών λεγάτων στην Languedoc εφαρμόστηκε από τον Ιννοκέντιο ήδη από το 1198. Το 1200 έστειλε τον Ιωάννη του Αγίου Παύλου για να επιβάλλει την Vergentis. Το 1203 έστειλε τους Ralph de Fontfroide και Pierre de Castelnau. Το 1204 έστειλε τον Arnaud Amaury, ηγούμενο του Citeaux, για να βοηθήσει τους δύο προηγούμενους. Παρότι η παρουσία των λεγάτων δεν ήταν επιθυμητή ούτε από τους ιεράρχες, ούτε από τους αριστοκράτες της περιοχής, αυτοί κατάφεραν να επιβάλλουν κλίμα εχθρικό προς τους αιρετικούς, στις περιοχές του Montpellier, της Αρελάτης και της Carcassonne. Στην Τουλούζη συμφωνήθηκε η απόδοση διευρυμένων δικαιωμάτων στην κομμούνα της πόλης, ως αντάλλαγμα για την βοήθεια αντιμετώπισης της αίρεσης. Αυτή, όμως η κίνηση περιόριζε τα δικαιώματα του κόμη Ραϋμόνδου VI. Το 1204 έγινε μια δημόσια αντιπαράθεση στην Carcassonne, παρουσία του Πέτρου ΙΙ της Αραγονίας (1196-1213). Η μεγαλύτερη επιτυχία των λεγάτων σημειώθηκε στην Προβηγκία. Εκεί όλες οι άρχουσες δυνάμεις του τόπου ορκίστηκαν πίστη και αφοσίωση στον σκοπό της παπικής πίστης το 1207. Ωστόσο, ο Ραϋμόνδος VI, ως μαρκήσιος της Προβηγκίας βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την δυσαρέσκειά του απέναντι στον Pierre de Castelnau και αρνήθηκε να ορκιστεί. Ο Pierre αφόρισε τον Ραϋμόνδο και ο πάπας επικύρωσε τον αφορισμό με μια παπική βούλα τον Μάιο του 1207, επί τη βάσει των κατηγοριών της υποστήριξης του Ραϋμόνδου προς τους Αραγωνέζους ληστοσυμμορίτες, που λυμαίνονταν την περιοχή, της κατάσχεσης των πατριμονίων του επισκόπου της Carpentras και της προστασίας του προς τους αιρετικούς.
Οι κατηγορίες ήταν άδικες. Ο Ραϋμόνδος δεν είχε τα μέσα να καταπολεμήσει ούτε τους ληστοσυμμορίτες, ούτε τους αιρετικούς, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είχε την θέληση. Οι διενέξεις του με κάποιους από τους ιεράρχες αφορούσαν θέματα γαιοκτησίας και δικαιωμάτων, δεν ήταν δογματικές. Εκείνο για το οποίο θα μπορούσε κάποιος να τον κατηγορήσει ήταν η απροθυμία του να συνεργαστεί με τους παπικούς, αλλά αυτό ήταν θέμα που προέκυπτε από την συμπεριφορά των δεύτερων. Παρότι και οι δυο ήταν άνθρωποι του Νότου, έδειχναν πρωτοφανή δυστοκία στο να κατανοήσουν τα προβλήματα της περιοχής και την θέση του Ραϋμόνδου. Ο πάπας στηρίζονταν αποκλειστικά σ’ αυτούς για την ενημέρωσή του και από την ενημέρωση αυτή έλειπε η πληροφόρηση για τα έργα και τις ημέρες των τοπικών επισκόπων, των οποίων οι κοσμικές βλέψεις δημιουργούσαν τα προβλήματα με την αριστοκρατία και ο κοσμικός βίος έδινε τροφή στους αιρετικούς να κατηγορούν την εκκλησία. Όταν αυτό έγινε κατανοητό, ότι δηλαδή οι εκπρόσωποι της εκκλησίας, στους οποίους θα έπρεπε να πέσει κανονικά το βάρος του αντιαιρετικού αγώνα, υστερούσαν σε όλα τα πεδία, αυτοί αντικαταστάθηκαν μέχρι το 1212, αλλά το 1207 το φταίξιμο έπεσε όλο στον Ραϋμόνδο. Ο Ιννοκέντιος είχε την «λύση» έτοιμη΄ μια νέα «σταυροφορία» υπό την ηγεσία του Φίλιππου ΙΙ της Φραγκίας (1180-1223). Όταν η απειλή έφτασε στα αυτιά του Ραϋμόνδου προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Pierre, αλλά η συνάντηση δεν πήγε όπως περίμενε. Λίγο καιρό αργότερα ο Pierre δολοφονήθηκε από έναν ιππότη του Ραϋμόνδου.
γ. Η κήρυξη της εκστρατείας.
Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να βεβαιώνει ότι ο κόμης έδωσε την διαταγή.Το γεγονός ότι δεν κυνήγησε τον δολοφόνο έπεισε τον πάπα για την ανάμειξή του. Μετά από αυτό το γεγονός οι λεγάτοι κήρυτταν μια νέα «σταυροφορία» στην Δύση. Ο πάπας και πάλι απευθύνθηκε στον βασιλιά της Φραγκίας Φίλιππο Αύγουστο[46]. Ο Φίλιππος δικαιολογήθηκε επικαλούμενος τα προβλήματα στις σχέσεις του με τον Ιωάννη της Αγγλίας και τον Όθωνα της Γερμανίας. Τόνισε ωστόσο ότι δεν επιθυμούσε να εμπλακεί στις υποθέσεις υποτελών του, όπως, ο Ραϋμόνδος.
Η εκστρατεία αυτή είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν κατευθύνονταν απλώς κατά των αιρετικών, αλλά κατά των fautores, αυτών δηλ. που παρείχαν προστασία στην αίρεση με οποιονδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Ο Ραϋμόνδος ήταν ύποπτος. Όχι μόνο είχε ως σημαντικό σύμβουλο στην αυλή του έναν Τέλειο Καθαρό, αλλά είχε επιτρέψει στην πρώην σύζυγό του (την δεύτερη) Βεατρίκη της Béziers, αδελφή του Ρογήρου ΙΙ των Trencavel, να γίνει και αυτή μια Τέλεια. Το ζητούμενο για τον πάπα ήταν η ταχύτητα της επιστράτευσης. Για τον λόγο αυτό πρόσφερε τις ίδιες υποσχέσεις και τα ίδια συγχωροχάρτια, τα οποία θα ελάμβανε κάποιος σε μια σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Για ν’ αποφευχθούν οι χρονοβόρες προετοιμασίες όρισε ως χρόνο στράτευσης τις 40 ημέρες. Έτσι κατάφερε να συγκεντρώσει γρήγορα ένα εντυπωσιακό εκστρατευτικό σώμα. Η κήρυξη της εκστρατείας έγινε στις 10 Μαρτίου του 1208 και ξεκίνησε νωρίς το καλοκαίρι του 1209. Αρχηγός ορίστηκε ο Simon IV de Montford, άρχοντας του Montford-l’ Amaury (1181-1218) και πέμπτος Eρλ[47] του Leicester. Πνευματικός καθοδηγητής της εκστρατείας ορίστηκε ο Arnaud Amaury.
δ. Η σφαγή της Béziers.
Ο Ραϋμόνδος επέδειξε άφθαστο καιροσκοπισμό. Βιάστηκε να κλείσει ειρήνη με τους εισβολείς και να δηλώσει υποταγή με μια ταπεινωτική τελετή στις 18 Ιουνίου του 1208. Εμφανίστηκε γυμνός στον καθεδρικό του Saint-Gilles στην Τουλούζη, ορκίστηκε πίστη[48] κι έλαβε την άφεση από τον παπικό λεγάτο. Ενώθηκε με το εκστρατευτικό σώμα, στο οποίο υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Pierre, κόμης της Auxerre και ο Robert de Courtenay, γιοι του Pierre II de Courtenay, αδελφού της μητέρας του Ραϋμόνδου, Constance. Αποτέλεσμα της στάσης του Ραϋμόνδου ήταν να στραφεί το εκστρατευτικό σώμα ενάντια στους Trencavel και να εμφανιστεί αναπάντεχα κάτω από τα τείχη της Béziers. Ο υποκόμης Ραϋμόνδος-Ρογήρος θέλησε να συνδιαλλαγεί με τους εισβολείς, αλλά η προσπάθειά του δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Arnaud Amaury αρνήθηκε επειδή σκέφτηκε ότι με την αποδοχή της υποταγής του υποκόμη, η σταυροφορία έχανε τον στόχο της. Είχε ξοδέψει αρκετό χρόνο από την ζωή του για να προετοιμάσει την εκστρατεία, ώστε δεν επιθυμούσε να την δει να διαλύεται από την μετάνοια του εργάτη της ενδεκάτης ώρας. Έτσι ο υποκόμης επέστρεψε στην Béziers για να φέρει τα δυσάρεστα νέα. Το συμβούλιο της πόλης συσκέφτηκε κι αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί ξανά τους αριστοκράτες και τους παπικούς, ύστερα από τόσους αγώνες που είχαν κάνει για τα δικαιώματά τους. Αποφάσισαν ν’ αντισταθούν. Ο υποκόμης εγκατέλειψε την πόλη, διότι ήξερε ότι η υπεράσπισή της ήταν άδικος κόπος. Μαζί του πήρε και τους Εβραίους της Beziers, δεδομένου ότι ο Βαΐλος του στην πόλη ήταν Εβραίος. Κατευθύνθηκε στην Carcassonne για να οργανώσει στρατό.
Η πολιορκία, άλωση και σφαγή των κατοίκων της Béziers, είναι γραμμένη στις μαύρες σελίδες του παπισμού. Ανατρέχουμε σε δυο πηγές για την περιγραφή των γεγονότων, το Χρονικό του Guillaume de Puylarens[49] και τον Dialogus Miraculorum του Καισάριου του Heisterbach:
«Μετά την εισβολή τους στην περιοχή, ο πρώτος αντικειμενικός στόχος των σταυροφόρων ήταν να πολιορκήσουν την Béziers. Οι κάτοικοι της πόλης στερήθηκαν την θεία καθοδήγηση εξαιτίας των αμαρτιών τους΄ αντί να καλωσορίσουν τους σταυροφόρους, όπως θα έπρεπε να είχαν κάνει, μέσα στην αλαζονεία τους αποφάσισαν να τους αντισταθούν, αλλά ήταν ανήμποροι να αντέξουν στην πρώτη επίθεση του πλήθους που επέλαυνε εναντίον τους. Καθώς οι επιτιθέμενοι σκαρφάλωσαν και κατέλαβαν τα τείχη, οι κάτοικοι υποχώρησαν και ζήτησαν άσυλο στις εκκλησίες τους. Οι επιτιθέμενοι τους καταδίωξαν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, της οποίας ήταν ημέρα εορτής, κι έσφαξαν χιλιάδες από αυτούς. Αυτό έγινε το 1209.
Ήταν κοινά αποδεκτό τον καιρό εκείνο, ότι ο Κύριος είχε στείλει την εκδίκησή του σ’ αυτούς, διότι είχαν δολοφονήσει με δόλο τον λόρδο τους Trencavel[50] την ίδια εορτάσιμη ημέρα, αν και είχαν επίσης κατηγορηθεί με ανείπωτες προσβολές κατά τις αιρετικές τους πεποιθήσεις και βλασφημίες[51].»
Έγινε μια προσπάθεια ν’ αμβλυνθούν οι εντυπώσεις από την σφαγή των κατοίκων της Béziers. Ο Guillaume ισχυρίζεται ότι ήταν το πλήθος (vulgus) που επιτέθηκε στην πόλη, όχι οι ιππότες. Ποιους εννοεί ως πλήθος; Η λέξη αναφέρεται στους ακολούθους των ιπποτών, το βοηθητικό προσωπικό του στρατοπέδου. Στην αναφορά των λεγάτων Arnaud και Milo προς τον πάπα γράφει:
«οι ribaldi και άλλα πρόσωπα χαμηλής τάξης και άοπλοι, επιτέθηκαν στην πόλη χωρίς να περιμένουν οδηγίες από τους αρχηγούς[52].»
Άοπλοι σημαίνει χωρίς τον κατάλληλο οπλισμό. Σε chanson του τροβαδούρου Guillaume de Tudela αναφέρεται ότι κρατούσαν “masseta”, ρόπαλα. Οι λεγάτοι ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε 22.000, ενώ ο τροβαδούρος τραγουδά για 7.000 σκοτωμένους.
Η αποποίηση της ευθύνης της σφαγής των κατοίκων της Béziers από τους παπικούς ίσως να είχε πετύχει αν δεν υπήρχε μια ακόμη αναφορά στο γεγονός, του Καισάριου του Heisterbach:
«Όταν ήρθαν στην μεγάλη πόλη της Béziers, στην οποία λέγεται ότι υπήρχαν 100.000 άνθρωποι, την πολιόρκησαν˙ στο αντίκρισμα τους οι αιρετικοί κακοποίησαν με ανείπωτο τρόπο το βιβλίο του ιερού Ευαγγελίου, και το πέταξαν από το τείχος προς τους Χριστιανούς, και πετώντας βέλη από πίσω του, φώναξαν: “Ιδού ο νόμος σας, άθλιοι!” Αλλά ο Χριστός, ο συγγραφέας του Ευαγγελίου, δεν ανέχτηκε τέτοια προσβολή να μείνει ατιμώρητη. Διότι μερικοί από τους ακολούθους Του, φλεγόμενοι από ζήλο για την πίστη, τοποθέτησαν σκάλες στο τείχος, και σαν λιοντάρια, κατά το παράδειγμα αυτών που διαβάζουμε στο βιβλίο των Μακκαβαίων, άφοβα σκαρφάλωσαν στα τείχη και καθώς οι αιρετικοί καταλήφθηκαν από πανικό που έρχονταν άνωθεν και έφυγαν, άνοιξαν τις πύλες για τους άλλους, και κατέλαβαν την πόλη.
Όταν ανακάλυψαν, από την παραδοχή μερικών, ότι οι Καθολικοί ήταν αναμεμιγμένοι με τους αιρετικούς, είπαν στον ηγούμενο, “Κύριε, τι να πράξουμε, διότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μεταξύ των καλών και των κακών”. Ο ηγούμενος, όπως και άλλοι, φοβήθηκε ότι από τον φόβο του θανάτου, πολλοί θα υποκρίνονταν ότι είναι Καθολικοί, και μετά την αναχώρησή [του στρατού], θα επέστρεφαν στην αίρεση.
Λέγεται ότι αποκρίθηκε:
› Κάψτε τους όλους. Ο Κύριος γνωρίζει τους δικούς του[53].»
Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται ότι ήταν ο ίδιος ο Arnaud Amaury, αυτός που έδωσε την διαταγή της γενικής σφαγής, ο ίδιος ο οποίος στην δική του αναφορά προσπάθησε να πείσει τον πάπα ότι έφταιγαν οι ribaldi. Η ευθύνη της σφαγής ανήκει αποκλειστικά στους παπικούς. Ακόμη και αν οι αριθμοί φαίνονται υπερβολικοί, δεν είναι μακράν της αλήθειας. Ο τροβαδούρος Guillaume de Tudela αναφέρει πόσοι εσφάγησαν μέσα στην εκκλησία, όταν λέει 7.000. Ο Arnaud όταν αναφέρει 20.000 εννοεί πόσοι εσφάγησαν μέσα στην πόλη, όχι μόνο στην εκκλησία. Δεν υπάρχει διαφωνία. Ο γενικός πληθυσμός της πόλης ίσως να ήταν μικρότερος, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις συρρέουν και οι κάτοικοι της υπαίθρου για να προστατευθούν εντός των τειχών.Επίσης είναι ψέμα, το ότι οι αρχηγοί της εκστρατείας δεν διέταξαν την εξόντωση όλων των κατοίκων. Τα άρρωστα στρατηγικά τους μυαλά σκέφτηκαν ότι έπρεπε να κάνουν την Béziers παράδειγμα προς αποφυγή, να καταδείξουν μάταιη την αντίσταση, τρομοκρατώντας με το γενικό ξεκλήρισμα, όσους θα είχαν την πρόθεση ν’ αντισταθούν.
Η σφαγή στην Béziers είχε άμεσο αντίκτυπο στην επιθυμία των άλλων πόλεων ν’ αντισταθούν. Η Carcassonne παραδόθηκε αμαχητί στις 15 Αυγούστου και όλοι οι κάτοικοι έλαβαν την άδεια να την εγκαταλείψουν, ανεξαρτήτου θρησκευτικής τοποθέτησης. Ο μόνος που συνελήφθη ήταν ο υποκόμης Raymond- Roger Trencavel. Πέθανε στην φυλακή δυο μήνες αργότερα, αφήνοντας την υποψία ότι ο θάνατός του μπορεί να οφείλονταν σε δολοφονία. Ως δολοφονημένος, έγινε εθνικός ήρωας στα χείλη των τροβαδούρων της Occitania. O Simon de Montford έγινε κύριος της κατακτημένης χώρας. Δεν προχώρησε σε ανακρίσεις για να διαπιστώσει την εκκλησιαστική νομιμοφροσύνη των υποτελών των Trencavel. Όσοι δήλωσαν homage σ’ αυτόν παρέμειναν στις γαίες τους. Όσοι δραπέτευσαν έχασαν τα δικαιώματά τους και οι γαίες τους δόθηκαν σε δικούς του ανθρώπους. Η επιχειρήσεις του 1209 έληξαν μετά την πάροδο των σαράντα ημερών και οι «σταυροφόροι» επέστρεψαν στα κάστρα τους.
ε. Η συνέχεια των επιχειρήσεων
Μετά την κατάληψη της περιοχής των Trencavel, ο Ραϋμόνδος φοβήθηκε ότι η εκστρατεία την επόμενη χρονιά θα στρέφονταν εναντίον του, γι’ αυτό έκανε έκκληση στον πάπα. Ο Ιννοκέντιος διέταξε να διερευνηθούν δύο κατηγορίες. Η κατηγορία για αίρεση και η κατηγορία για τον φόνο του Pierre de Castelnau. Αν βρίσκονταν ένοχος γα κάποια από αυτές τις κατηγορίες θα έπρεπε να παρουσιαστεί στην Ρώμη.
Οι γρήγορες επιτυχίες του 1209 έλκυσαν περισσότερους τυχοδιώκτες το 1210. Στις επιχειρήσεις της δεύτερης χρονιάς καταλήφθηκαν οι εναπομείνασες περιοχές των Trencavel. Ο Πέτρος ΙΙ της Αραγονίας δεν ήθελε να εμπλακεί στην πολιτική της Languedoc διότι επείγονταν να επιτεθεί κατά των μουσουλμάνων. Έτσι δεν έφερε αντίρρηση στην αναγνώριση των νέων κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τον Ιανουάριο του 1211 περιέβαλε τον νέο κύριο Simon de Montfort.
Οι Καθαροί και οι επιζήσαντες ιππότες των Trencavel ζήτησαν καταφύγιο στους ομόγνωμους της Τουλούζης. Έτσι έφεραν σε δύσκολη θέση τον Ραϋμόνδο. Οι λεγάτοι του πάπα αρνήθηκαν να διεξάγουν την έρευνα μέχρι να εκπληρώσει ο κόμης μια σειρά ταπεινωτικών ενδείξεων καλής πίστης. Όταν ο κόμης αρνήθηκε οι λεγάτοι το εξέλαβαν ως σημάδι ενοχής και τον αφόρισαν. Οι τυχοδιώκτες του Simon εισέβαλαν στην Toulousain χωρίς να περιμένουν την έγκριση του πάπα ή την επικύρωση του αφορισμού του Ραϋμόνδου, την τρίτη χρονιά, το 1211. Επιτέθηκαν πρώτα στην Laivur, μια πόλη της οποίας η υπαγωγή μεταξύ των Trencavel και του Ραϋμόνδου ήταν αμφισβητήσιμη. Με την πτώση της έκαψαν περί τους 400 Καθαρούς. Όταν ο πάπας επικύρωσε τον αφορισμό, το εκστρατευτικό σώμα έπεσε πάνω στην περιοχή του οίκου των Melgueil. Στην συνέχεια έφθασαν στην Τουλούζη στα μέσα Ιουνίου. Την πόλη υπερασπίζονταν ο κόμης και οι σύμμαχοί του από τα Πυρηναία. Η κομμούνα της Τουλούζης παρείχε πλήρη υποστήριξη στον Ραϋμόνδο. Επειδή η πόλη έφθανε μέχρι τον ποταμό Garonne και μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ελεύθερη δίοδο που παρείχε, ο αποκλεισμός δεν ήταν πλήρης και το εκστρατευτικό σώμα προτίμησε ν’ απεμπλακεί από την μακρόχρονη πολιορκία, προτιμώντας γρήγορες επιτυχίες. Σε δυο βδομάδες η πολιορκία λύθηκε.
Η μοναδική μάχη ανοιχτού πεδίου δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1211 στο Saint-Martin-Lalande, με αποτέλεσμα την ήττα των τοπικών δυνάμεων από τους ιππότες του Simon, αν και οι πρώτοι υπερτερούσαν αριθμητικά. Έκτοτε οι Languedociens δεν ξαναπροσπάθησαν να εμπλακούν σε παρόμοιες επιχειρήσεις. Η υποταγή των εδαφών της Τουλούζης ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου, το 1212. Μόνο η πόλη της Τουλούζης και τo Montauban παρέμεναν στην κυριαρχία του Ραϋμόνδου. Ο Simon de Montfort είχε καταλάβει επίσης την Comminges και το μεγαλύτερο μέρος της Foix. Το Νοέμβριο του 1212 επικύρωσε έναν νομικό κώδικα στην Pamiers, ο οποίος θα ίσχυε για τις κατακτημένες περιοχές.
Στις 16 Ιουλίου του 1212 ο Πέτρος της Αραγονίας κατήγαγε σημαντική νίκη κατά των μουσουλμάνων στην Las Navas de Tolosa, σημείο καμπής της αραβικής κυριαρχίας στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνεπώς, από την στιγμή εκείνη είχε τον χρόνο και την άνεση ν’ ασχοληθεί με την κατάσταση των υποτελών του στα Πυρηναία. Εξαιτίας της νίκης του είχε ανέβει στην εκτίμηση του πάπα. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στον Ιννοκέντιο παραπονούμενος ότι οι πράξεις του Simon συγκρούονταν με τα συμφέροντα του στέμματος της Αραγονίας. Ο πάπας ανέστειλε την στράτευση των «σταυροφόρων» για την περίοδο του χειμώνα του 1212-1213 και υποσχέθηκε ότι θα εξετάσει το ζήτημα. Ο Πέτρος της Αραγονίας πρότεινε την αντικατάσταση του κόμη της Τουλούζης από τον γαμπρό του Ραϋμόνδο VII, του οποίου το όνομα δεν είχε εμπλακεί σε θέματα αιρέσεως. Μπήκε μάλιστα εγγυητής της εκκλησιαστικής νομιμοφροσύνης στην κομητεία.
Ο Arnaud Amaury έφερε για άλλη μια φορά πρόσκομμα στην επίτευξη μιας συμβιβαστικής λύσης. Έπεισε τον πάπα ότι η εξάλειψη της αίρεσης απείχε πολύ από την ολοκλήρωσή της και κατάφερε ν’ αλλάξει την απόφασή του για την αναστολή της εκστρατείας. Ο Ιννοκέντιος απέρριψε την μεσολαβητική πρόταση του Πέτρου. Η σύγκρουση της Αραγονίας με τους Φράγκους ήταν αναπόφευκτη. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1213 οι συνδυασμένες δυνάμεις του Πέτρου και του Ραϋμόνδου συνεπλάκησαν με τους άνδρες του Simon στο Muret. Ο Πέτρος σκοτώθηκε στην αρχή της μάχης σε μια προσπάθεια επίδειξης παράτολμης γενναιότητας. Αποτέλεσμα ήταν οι άνδρες του να σκορπίσουν. Άλλη μια νίκη κατά υπέρτερων δυνάμεων προστέθηκε στο ενεργητικό του de Montfort.
στ. Η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού και οι επιπτώσεις της στην Languedoc.
Την άνοιξη του 1214 ο Ιννοκέντιος έστειλε στην Languedoc τον καρδινάλιο Πέτρο του Benevento[54], για να παγώσει τις επιχειρήσεις μέχρι την σύγκληση της Δ’ Συνόδου του Λατερανού. Αναγνώρισε τον Simon de Montfort ως κύριο των κατακτημένων περιοχών, ενώ έθεσε τις υπόλοιπες υπό την προστασία της εκκλησίας. Ο Simon δεν συμβιβάστηκε με αυτή την εξέλιξη και στρατολόγησε ο ίδιος δικούς του «σταυροφόρους». Κατέπνιξε μια επανάσταση στην περιοχή της Agen και κατέλαβε τις γαίες του Ραϋμόνδου στην κοιλάδα του Ροδανού. Ο πάπας, βρισκόμενος προ της άρνησης του αρχηγού της εκστρατείας να συμμορφωθεί, τον όρισε ως διοικητή και των υπόλοιπων περιοχών, στο όνομα της εκκλησίας.
Οι εργασίες της Δ’ Συνόδου του Λατερανού ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1215. Ο Ραϋμόνδος VI ήταν παρών μαζί με τον γιο του Ραϋμόνδο VII. H Σύνοδος αποφάσισε ότι όλες οι περιοχές των Trencavel καθώς και η κομητεία της Τουλούζης θα περνούσαν στον Φράγκο πολέμαρχο. Το μαρκήσιο της Προβηγκίας θα περνούσε στον Ραϋμόνδο VII, αλλά θα παρέμενε υπό επιτροπή μέχρι ο μαρκήσιος να έρθει σε κατάλληλη ηλικία. Στον Ραϋμόνδο VI αναγνωρίσθηκε ετήσιο επίδομα 400 μάρκων.
Οι Ραϋμόνδοι, πατέρας και γιος, επέστρεψαν στην Προβηγκία το 1216 για να καταστρώσουν τα σχέδια της ανατροπής του διακανονισμού. Στρατολόγησαν άνδρες στην Αραγονία και απελευθέρωσαν την Beaucaire από την φρουρά του Simon. Αυτή ήταν και η πρώτη ήττα που δέχθηκαν οι δυνάμεις του. Ο ίδιος βρισκόταν στο Παρίσι για να λάβει την περιβολή από τον βασιλιά της Φραγκίας. Επέστρεψε βιαστικά στην Τουλούζη και έδιωξε την κομμούνα της πόλης. Λόγω έλλειψης χρημάτων για την πληρωμή των μισθών, επέτρεψε στους άνδρες του να λεηλατήσουν την πόλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στραφεί όλη η Τουλούζη εναντίον του.
Το Ιούλιο του 1216 ο Ονόριος ΙΙΙ αντικατέστησε τον θανόντα Ιννοκέντιο. Κάλεσε ξανά σταυροφορία στην Midi. Τον ερχόμενο χειμώνα ο Simon κατέλαβε την Bigorre κι έστρεψε την προσοχή του στην εξέγερση που ξέσπασε στην κοιλάδα του Ροδανού και την Προβηγκία. Τράβηξε τον στρατό του από την Τουλούζη, αφήνοντας μικρή φρουρά. Επειδή η πόλη δεν είχε τείχη ο Ραϋμόνδος VI εισήλθε εύκολα επικεφαλής του στρατού της Αραγονίας. Αποκατέστησε το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο συμφώνησε να πληρώσει τους μισθούς των ιπποτών του. Οχύρωσε την πόλη, όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή την φορά η εξέλιξη φάνηκε ότι ευνοούσε τον έκπτωτο κόμη. Ο Simon δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να πολιορκήσει την Τουλούζη, αλλά ακόμη και μετά την ενίσχυσή του από την νέα φουρνιά «σταυροφόρων», ήταν αδύνατο να πετύχει στενή πολιορκία, εξαιτίας του ποταμού Garonne. Έτσι, προσπάθησε να την καταλάβει με επίθεση, αλλά σκοτώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1218.
ζ. Ο εκφυλισμός της εκστρατείας μετά τον θάνατο του Simon de Montford.
Τον Simon διαδέχθηκε στην αρχηγία ο γιος τους Amaury. Δεν κατάφερε να κρατήσει τις κατακτήσεις του πατέρα του, παρότι ο Λουδοβίκος, γιος του βασιλιά της Φραγκίας Φίλιππου ΙΙ Αυγούστου και μετέπειτα βασιλιάς ως Λουδοβίκος VIII (1223-1226), κατέβηκε προσωπικά ως αρχηγός εκστρατευτικού σώματος το 1219 και πολιόρκησε την Τουλούζη από τις 16 Ιουνίου έως την 1η Αυγούστου, οπότε κι έληξε η περίοδος στράτευσης. Μέχρι το 1223 η Languedoc είχε επανέλθει στην προ της εκστρατείας πολιτική κατάσταση και το μόνο που απέμενε στον Amaury ήταν τίτλοι χωρίς εδαφικό αντίκρισμα. Παραχώρησε τους τίτλους αυτούς στον βασιλιά της Φραγκίας, Λουδοβίκο VIII, τον επονομαζόμενο λέοντα.
Τον Ιανουάριο του 1226 ο παπικός λεγάτος, καρδινάλιος Ρωμανός, αφόρισε τον Ραϋμόνδο VII και κήρυξε νέα «σταυροφορία» κατά της Languedoc. Για την πληρωμή της χρησιμοποίησε τα έσοδα της δεκάτης. Αρχηγός στην νέα εκστρατεία μπήκε ο “λέοντας” Λουδοβίκος, αλλά οι δυνάμεις του κώλυσαν στην Αβινιόν, διότι η κομμούνα της πόλης δεν επέτρεπε στους Φράγκους να διασχίσουν την γέφυρά της από τις 7 Ιουνίου μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου. Στο διάστημα αυτό ο καρδινάλιος Ρωμανός κατέλαβε το μαρκήσιο της Προβηγκίας. Οι πόλεις Αρελάτη, Μασσαλία, Οράγγη, Άγιος Αιγίδιος (Saint-Gilles), Ναρβόννη, Θερμές, Tarascon, Beaucaire, Albi και Carcassonne παραδόθηκαν και υποτάχθηκαν εθελοντικά στον νόμιμο επικυρίαρχό τους. Όταν ο Λουδοβίκος εισήλθε στην Languedoc τον Σεπτέμβριο είχε μαζί του λίγες δυνάμεις. Οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει λόγω λήξης της θητείας τους ή είχαν πεθάνει από επιδημία. Για τον λόγο αυτό δεν επιτέθηκε στον Ραϋμόνδο (από δω και πέρα μιλάμε για τον έβδομο κόμη της Τουλούζης με αυτό το όνομα). Όρισε ως εκπρόσωπό του τον Humbert de Beaujeu, με έδρα στην Carcassonne.
Ο Λουδοβίκος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε στις 3 Νοεμβρίου, κατά το ταξίδι της επιστροφής, στο chateau του Montpensier, στην Ωβέρνη. Η χήρα του Μπλανς της Καστίλης ορίστηκε αντιβασιλέας στη θέση του ανήλικου Λουδοβίκου ΙΧ. Το βάρος των επιχειρήσεων στην Languedoc έπεσε στον Ουμβέρτο. Το 1228 επιτέθηκε στην Τουλούζη και εξανάγκασε τον Ραϋμόνδο να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε ειρήνη, συνδιαλλαγή με τον πάπα και υπεγράφη συνθήκη στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1229. Ο Ραϋμόνδος, ίσως εξουθενωμένος ο ίδιος οικονομικά, κατάλαβε ότι ο μακροχρόνιος πόλεμος με Ρώμη και Παρίσι ταυτόχρονα, δεν μπορούσε να λήξει με τον ίδιο νικητή.
η. Η συνθήκη του Παρισιού το 1229.
Με την συνθήκη του Παρισιού, ο Ραϋμόνδος αναλάμβανε τις εξής υποχρεώσεις: να ενισχύσει τους αντιαιρετικούς νόμους στην επικράτειά του, ν’ απολύσει τους μισθοφόρους του, ν’ αποκαταστήσει την εκκλησιαστική περιουσία στην προ του 1209 κατάσταση, να πληρώσει αποζημιώσεις στην εκκλησία, να προωθήσει την πληρωμή της δεκάτης, να θέσει το μαρκήσιο της Προβηγκίας υπό την κηδεμονία της εκκλησίας και τέλος να ιδρύσει πανεπιστήμιο στην Τουλούζη, που θα λειτουργούσε ως κέντρο παπικών σπουδών. Κανονίστηκε επίσης να υπηρετήσει ως σταυροφόρος στους Αγίους Τόπους για διάστημα πέντε ετών. Ο Ραϋμόνδος δήλωσε υποταγή στο στέμμα της Φραγκίας και υποχρεώθηκε να παραδώσει όλα τα φέουδά του εκτός από τις επαρχίες της Τουλούζης, της Agen, της Rodez, της Cahors, και μερικές ακόμη στον Βορρά. Όλες οι παραχωρήσεις που είχαν γίνει από τον Λουδοβίκο VIII ή τον Simon de Montfort τίθονταν σε ισχύ. Όσοι είχαν απομακρυνθεί από την γη τους μπορούσαν να επιστρέψουν εκτός και αν είχαν κριθεί ένοχοι για αίρεση. Ο Ραϋμόνδος υποχρεώθηκε να κατεδαφίσει κάποια στρατηγικά κάστρα του, ενώ κάποια άλλα διατηρήθηκαν υπό βασιλικό έλεγχο για μια δεκαετία. Ως κληρονόμος του ορίστηκε η κόρη του Jeanne και η κληρονομιά «κλείδωσε» σ’ αυτήν, ακόμη και αν αργότερα έρχονταν στον κόσμο αρσενικός διάδοχος. Η Jeanne λογοδόθηκε να παντρευτεί κάποιον από τους αδελφούς του βασιλιά και να πέθαινε άτεκνη η Τουλούζη θα περνούσε στην περιουσία του στέμματος. Η συνθήκη αυτή ήταν ευνοϊκότερη από τον διακανονισμό που αποφάσισε η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού, εφόσον σε κείνη όλη η περιουσία των κόμηδων της Τουλούζης δυτικά του Ροδανού τους αφαιρούνταν.
7.3.6 Η κατάπνιξη του Καθαρισμού μετά την Αλβιγηνική εκστρατεία - Η Ιερά Εξέταση
α. Η κατάσταση των Καθαρών κατά την διάρκεια της εκστρατείας.
Οι Καθαροί βγήκαν αλώβητοι από την Αλβιγηνική εκστρατεία. Όπως φάνηκε καθαρά, εξάλλου, ο σκοπός των Φράγκων ήταν η υποταγή του ανεξάρτητου Νότου, πρωτίστως. Η κατάπνιξη της αίρεσης ήταν μια εύσχημη δικαιολογία για την εισβολή, αλλά ποτέ προτεραιότητα. Σε όλη την Hystoria Albigensis δεν αναφέρεται παρά μόνο μία εκτέλεση Τελείου Καθαρού, στην Castres το 1209[55]. Οι μαζικές εκτελέσεις αφορούσαν το σύνολο του πληθυσμού και δεν έκαναν διάκριση μεταξύ Καθολικών ή Καθαρών. Ωστόσο η εκστρατεία είχε το αντίκτυπό της. Οι Καθαροί κρύφτηκαν στα παρασκήνια. Οι Τέλειοι εγκατέλειψαν κάποιες από τις προηγούμενες συνήθειες. Οι κοινότητές τους σκορπίστηκαν, αναμίχθηκαν με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ντύθηκαν με τα συνηθισμένα ενδύματα, ώστε να μην γίνεται πλέον φανερή η εκκλησιαστική τους τοποθέτηση και φιλοξενούνταν στα σπίτια των πιστών. Προσάρμοσαν την λειτουργία των μυστηρίων τους στο νέο περιβάλλον. Αυτό κράτησε καθ’ όλη την διάρκεια της φραγκικής κατοχής. Όταν το 1218 η τοπική διοίκηση αποκαταστάθηκε και οι Φράγκοι αποχώρησαν, οι Καθαροί επανέφεραν τον δημόσιο χαρακτήρα της αίρεσης. Μαλιστα, το 1225 εμφανίζεται ανάπτυξη με την ίδρυση νέας επισκοπικής περιφέρειας στην Razès.
Μέχρι την ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης το 1229, το νομικό πλαίσιο για την δίωξη των αιρετικών ήταν έτοιμο. Ο γ’ κανόνας της Δ’ Συνόδου του Λατερανού προέβλεπε τα εξής:
1. Όσοι βρίσκονταν ένοχοι για αίρεση θα αφορίζονταν και θα παραδίδονταν στις κοσμικές αρχές για την τιμωρία τους.
2. Η περιουσία τους θα κατάσχονταν.
3. Όσοι κοσμικοί άρχοντες αρνούνταν να τιμωρήσουν τους αιρετικούς θα αφορίζονταν επίσης και οι γαίες τους θα μοιράζονταν στους Καθολικούς πρίγκιπες.
4. Όσοι συμμετείχαν στον αγώνα κατά της αίρεσης θα ανταμείβονταν από την εκκλησία σε συγχωροχάρτια παρόμοια με αυτά των σταυροφόρων στους Άγιους Τόπους.
5. Όσοι περιέθαλπαν αιρετικούς, ασχέτως αν συμμερίζονταν τις απόψεις τους ή όχι, θα αφορίζονταν ομοίως, εκτός και αν ζητούσαν άφεση από την εκκλησία, μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, έχαναν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε δημόσιο αξίωμα, όπως και το δικαίωμα της κληρονομιάς και της διαθήκης.
6. Όλοι οι επίσκοποι ήταν υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε ανακρίσεις για τον εντοπισμό της αίρεσης, είτε οι ίδιοι είτε δι’ αντιπροσώπου[56].
Σε συμφωνία και επίρρωση των ανωτέρω οι Καθολικοί πρίγκιπες εξέδωσαν ανάλογους νόμους. Ο Φρειδερίκος Β’ διέταξε την θανατική καταδίκη των αιρετικών το 1224 για την Γερμανία και το 1231 για την Σικελία. Ο Πέτρος Β’ της Αραγονίας είχε κάψει αιρετικούς το 1197. Οι Φράγκοι είχαν ξεκινήσει τις εκτελέσεις των αιρετικών από το 1022. Το 1226, λίγο πριν πεθάνει ο Λουδοβίκος VIII διέταξε την κατάσχεση της γης των αιρετικών και τη απεμπόλησή τους από τα δημόσια αξιώματα
β. Η ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης.
Οι επίσκοποι δεν είχαν την άνεση χρόνου ή την εκπαίδευση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τον γ’ κανόνα της Δ’ Συνόδου του Λατερανού. Η ανάκριση αιρετικών ήταν έξω από τις δυνατότητες των περισσοτέρων. Αλλά και στην περίπτωση που ανακάλυπταν κάποιους, δεν υπήρχε η εγγύηση ότι θα τους προσήγαγαν σε δική, καθώς ήταν ευάλωτοι στην δωροδοκία. Έγινε, λοιπόν, κατανοητό ότι για την συνέχεια του αντιαιρετικού αγώνα χρειαζόταν ένα ανεξάρτητο σώμα ανακριτών. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν οι Δομινικανοί και οι Φραγκισκανοί[57], οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν πλήρως στον νέο τους ρόλο, λόγω ελλιπούς νομικής κατάρτισης.
Το 1233 η Ιερά Εξέταση έγινε κανονικό εκκλησιαστικό δικαστικό σώμα. Έκτοτε υπήρχε ανά πάσα στιγμή συγκεκριμένος αριθμός διορισμένων ιεροεξεταστών, χωρίς κεντρική οργάνωση ή διοίκηση, αλλά με απευθείας αναφορά στον πάπα. Οι ιεροεξεταστές μπορεί ν’ ανήκαν σε κάποια αδελφότητα, μπορεί και όχι.
Η εξουσιοδότησή τους στην αντιμετώπιση της αίρεσης, ξεπερνούσε σε κάποιες περιπτώσεις τις αρμοδιότητες των οικείων επισκόπων. Ο καρδινάλιος Ρωμανός, ο υπεύθυνος των εξελίξεων που οδήγησαν στην Συνθήκη του Παρισιού το 1229 εισήγαγε μια καινοτομία στην ανακριτική μέθοδο των αιρετικών της Languedoc. Ενώ μέχρι τότε και για να ξεκινήσει η ανακριτική διαδικασία, απαιτούνταν ένας κατήγορος, του οποίου το όνομα αναφέρονταν στον κατηγορούμενο, με την νέα ρύθμιση το όνομα του κατηγόρου δεν κοινοποιούνταν. Οι Καθαροί είχαν καταφέρει να επιβάλλουν μυστικότητα, με τον φόβο των αντιποίνων. Έτσι οι πληροφορίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους ανακριτές στην ανακάλυψη κρυμμένων αιρετικών ήταν λιγοστές.
Στην Τουλούζη ο καρδινάλιος Ρωμανός και ο επίσκοπος Foulques, ανακάλυψαν έναν Τέλειο Καθαρό, τον Guillem de Solier. Για να τον πείσουν να μαρτυρήσει όσα γνώριζε για άλλους Καθαρούς, του επέστρεψαν όσα προέβλεπε ο νόμος ότι έπρεπε να του αφαιρεθούν, ακόμη και τα πολιτικά του δικαιώματα εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία. Με την μαρτυρία φτιάχτηκε μια λίστα υπόπτων και άπαντες οι εκκλησιαστικοί επιδόθηκαν σε ανακρίσεις, των οποίων τ’ αποτελέσματα στάλθηκαν στον Foulques. Ο επίσκοπος έστειλε τα στοιχεία στον λεγάτο και αυτός έφυγε για το Montpellier. Οι κατηγορούμενοι απαίτησαν να δοθούν τα ονόματα των μαρτύρων, αλλά ο Ρωμανός αρνήθηκε διότι γνώριζε ότι απαίτηση είχε ως στόχο την φυσική εξόντωση των μαρτύρων. Ήδη μερικοί από τους μάρτυρες είχαν δολοφονηθεί μόνο με την υποψία ότι μίλησαν. Στην συνέχεια ο Ρωμανός συγκάλεσε Σύνοδο στην Οράγγη και αφόρισε τους αιρετικούς. Από κει έστειλε τις ποινές στον Foulques και αυτός τις ανακοίνωσε στον ναό του Αγίου Ιακώβου στην Τουλούζη. Τα αρχεία στάλθηκαν στην Ρώμη για να μην πέσουν σε λάθος χέρια[58]. Από τους πειραματισμούς του πάπα Γρηγορίου ΙΧ (1227-1241) ο καρδινάλιος Ρωμανός αποδείχθηκε ο σωφρονέστερος. Την ίδια εποχή, η δράση των πρώτων ιεροεξεταστών Κορράδου του Marburg στη Γερμανία και Robert le Bougre στην Φραγκία κατέληξε στο ποταμούς αίματος.
Το 1233 ο Γρηγόριος έδωσε πλήρη εξουσιοδότηση στους Δομινικανούς, για να διώξουν την αίρεση στην Languedoc. Εξέδωσε δύο βούλες στις 20 & 22 Απριλίου. Η πρώτη απευθύνονταν στους αρχιεπισκόπους Bourges, Bordeaux, Auch και Ναρβόννης. Μ’ αυτήν τους ενημέρωνε ότι έστελνε τους Δομινικανούς να βοηθήσουν τους επισκόπους στην πάταξη της αίρεσης. Οι επίσκοποι δεν παραγκωνίζονταν. Οι μοναχοί έπρεπε να συνεργαστούν μαζί τους, αλλά θα έφεραν το βάρος του αγώνα. Με την δεύτερη επιστολή έδινε οδηγίες στους τοπικούς ηγουμένους της αδελφότητας να επιλέξουν πρόσωπα κατάλληλα για το έργο. Οι Δομινικανοί δραστηριοποιήθηκαν στην Τουλούζη, Cahors και Albi. Την ίδια εποχή στάλθηκε νέος παπικός λεγάτος, ο Ιωάννης de Bernin, αρχιεπίσκοπος Αρελάτης, με καλή φήμη στην εκκλησιαστική διοίκηση, την διπλωματία και το κήρυγμα. Ο Ραϋμόνδος υποχρεώθηκε από τον πάπα και τον βασιλιά να στηρίξει με διάταγμα την δράση των ιεροεξεταστών στα εδάφη του. Έτσι, αν πρέπει να εντοπιστεί κάποιο σημείο έναρξης της Ιεράς Εξέτασης, αυτό τοποθετείται στην άνοιξη του 1233. Για την πρώτη περίοδο της δράσης των Ιεροεξεταστών στην Τουλούζη, αναντικατάστατη πηγή είναι ένα μικρό χρονικό[59] του William Pelhisson, βοηθού του Arnold Catalan, ενός από τους πρώτους που έδρασαν στην Albi.
γ. Οι ανακρίσεις της Ιεράς Εξέτασης, οι ποινές και τα αντίποινα των Καθαρών.
Όταν ο νέος λεγάτος έφθασε στην Τουλούζη ενέκρινε τους Δομινικανούς που διορίστηκαν Ιεροεξεταστές. Για την Τουλούζη και την Cahors ήταν οι Pons de Saint-Gilles, ηγούμενος του μοναστηριού στην Τουλούζη, ο Πέτρος Seila ένας παλιός σύντροφος του ιδρυτή του τάγματος Δομίνικου και ο William Arnold, έμπειρος νομικός από το Montpellier. Για την Albi ορίστηκε ο Arnold Catalan με βοηθό τον William Pelhisson. Αρχικά δόθηκε μια περίοδος χάριτος, κατά την οποία μπορούσαν να προσέλθουν όσοι επιθυμούσαν και να δηλώσουν μετάνοια. Στην συνέχεια άρχισαν οι ανακρίσεις. Το έργο των ιεροεξεταστών συνάντησε πολλές δυσκολίες, ωστόσο στην Languedoc δεν προχώρησαν στην τρομοκρατία, όπως είχε συμβεί σε Γερμανία και Φραγκία. Μάλλον το αντίθετο. Αναφέρεται η περίπτωση ενός ιερέα, του Ούγου στην Cahors, ο οποίος προσήγαγε τρεις γυναίκες με την κατηγορία της αίρεσης. Για αντίποινα οι ενορίτες του τον έδιωξαν από την ενορία. Κατά τον ιεροεξεταστή χρονογράφο πολλά άτομα ανακρίθηκαν, αλλά μόνο δύο από αυτά εκτελέστηκαν στην πυρά. Αυτό δεν είναι παράξενο. Πέρα από την δράση του Κορράδου του Marburg και του Robert le Bougre, οι οποίοι στο κάτω-κάτω δεν ήταν Δομινικανοί, η κακή φήμη της Ιεράς Εξέτασης σ’ αυτή την πρώιμη περίοδο της κυριαρχίας των Δομινικανών στο σώμα, δεν επαληθεύεται. Οι συνηθέστερες ποινές δεν ήταν θανατικές. Συνήθως οι αιρετικοί καταδικάζονταν να φορούν έναν κίτρινο σταυρό ραμμένο στα ρούχα τους ή αναγκάζονταν σε μακρόχρονα προσκυνήματα. Η δημόσια διαπόμπευση ήταν τόσο συνηθισμένη εκείνη την εποχή που δεν θα μπορούσε καν να θεωρηθεί ποινή. Η περίπτωση της ετοιμοθάνατης γριάς αιρετικής που καταδικάστηκε στην πυρά ενώ βρισκόταν στο νεκροκρέβατο της είναι τόσο αστεία που δεν αξίζει καν μνεία[60].
Οι Δομινικανοί αποδείχθηκαν ερασιτέχνες. Δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν την παρουσία τους στα πολιτικο-κοινωνικά δρώμενα της περιοχής και οι λανθασμένοι χειρισμοί τους οδήγησαν σε δολοφονίες μαρτύρων. Ταυτόχρονα, μια συνομωσία σιωπής δυσχέρανε το έργο τους. Οι Καθαροί μοίραζαν μεταξύ τους άλλοθι και μαρτυρίες νομιμοφροσύνης και στους πιθανούς μάρτυρες απειλές αντιποίνων, ενώ οι ανακριτές αγνοούσαν την τέχνη της διασταυρωμένης εξέτασης και της αντιπαράθεσης των μαρτύρων. Μέσα στην τακτική των Καθαρών ήταν και η κατάθεση ψευδών στοιχείων, ψευδών μαρτυριών, για ν’ απομακρύνουν τους ιεροεξεταστές από τους πραγματικά αιρετικούς και να τους κατευθύνουν σε λάθος μονοπάτια.
δ. Η αντίδραση κατά της Ιεράς Εξέτασης.
Ο Ραϋμόνδος αρχικά υποστήριξε την δίωξη της αίρεσης, αλλά το 1235 άλλαξε την στάση του απέναντι στους ιεροεξεταστές. Κατηγόρησε τους αδελφούς στον πάπα ότι δεν ακολουθούν σωστές διαδικασίες, κατηγορία που μπορούσε ν’ αποδειχθεί εύκολα καθώς οι ανακριτές μην μποροώντας να ελέγξουν τα ψευδή στοιχεία που τους δίνονταν πολλές φορές, έπεφταν σε παγίδες καλά στημένες από τον κόμη ή από τους Καθαρούς. Ο πάπας διέταξε τους λεγάτους να εξετάσουν τις κατηγορίες. Ήρθαν σε συμβιβασμό με τον κόμη προβαίνοντας σε περιορισμό της εξουσιοδότησης του ιεροεξεταστή Pierre Seila, ο οποίος κατηγορούνταν για εχθρότητα έναντι του κόμη. Ο ιεροεξεταστής William Arnold απελάθηκε από την Τουλούζη το 1235 και μαζί του οι Δομινικανοί παρέμειναν εκτός για μήνες. Τελικά το 1238 ο πάπας ανέστειλε τη λειτουργία του δικαστηρίου στην Τουλούζη. Οι σχέσεις του με τον Γερμανό αυτοκράτορα είχαν πάρει την κατιούσα και προτιμούσε να κρατήσει τον κόμη υπό την επιρροή του παρά να τον στρέψει προς τον Φρειδερίκο. Οπότε κάποιες παραχωρήσεις ήταν επιβεβλημένες και συνάδουσες με τον υποβιβασμό του αντιαιρετικού αγώνα στην λίστα προτεραιοτήτων του πάπα.
Η εγκατάσταση ιεροεξεταστή στην Ναρβόννη δημιούργησε αναταραχές και οδήγησε σε εξέγερση. Ο αρχιεπίσκοπος Pierre Amiel όρισε ο ίδιος τον Δομινικανό Friar Ferrier ως ανακριτή, ήδη από το 1229 και τον βοήθησε να εγκαταστήσει μοναστήρι του τάγματός του έξω από τα τείχη. Η πρώτη καταδίκη με την αναλογούσα κατάσχεση ως ποινή, το 1234, δημιούργησε αντιδράσεις, οι οποίες κατέληξαν σε ανοικτή εξέγερση. Οι συλλήψεις και οι κατασχέσεις εμποδίστηκαν από το πλήθος με προεξάρχοντες τους Αμιστάνζι. Η Amistance ήταν μια ομάδα επιφανών πολιτών με στόχο την υπεράσπιση της κομμούνας της πόλης έναντι των εκκλησιαστικών και φεουδαρχικών αρχών. Το 1234 η Amistance πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση των αιρετικών, οπότε τα μέλη της αφορίστηκαν από τον αρχιεπίσκοπο. Η Σύνοδος της Τουλούζης τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς προσπάθησε να φέρει το θέμα σε ειρηνική λύση. Αποφασίστηκε η απελευθέρωση κρατουμένων και αποζημιώσεις, αλλά η συμφωνία έσπασε διότι ο αρχιεπίσκοπος ερμήνευσε διαφορετικά τις αποφάσεις της Συνόδου. Σύμφωνα με την δική του ερμηνεία, η Amistance έπρεπε να διαλυθεί και τα μέλη της να δηλώσουν υποταγή στον ίδιο κάτι που φυσικά δεν έγινε. Η ένταση ανέβηκε το 1235 και το δομινικανό μοναστήρι κατεδαφίστηκε από το πλήθος. Οι δημοτικοί σύμβουλοι διαμαρτυρήθηκαν ότι ο αρχιεπίσκοπος επιδίωκε να καταργήσει την κομμούνα της πόλης, χρησιμοποιώντας τους ιεροεξεταστές εναντίον της και όχι εναντίον των αιρετικών. Δήλωσαν ότι ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τον αντιαιρετικό αγώνα, αρκεί αυτός να διεξάγονταν σύμφωνα με τις οδηγίες της Συνόδου της Τουλούζης, όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες του αρχιεπισκόπου. Στράφηκαν για βοήθεια στην αριστοκρατία της επαρχίας και κάλεσαν σε βοήθεια επιφανείς άνδρες, όπως ο Oliver από τις Termes και ο Gerald της Niort. Ο αρχιεπίσκοπος από την πλευρά του έστειλε επιστολή στον Λουδοβίκο ΙΧ, τον Αύγουστο του 1236, ισχυριζόμενος ότι όλοι στην πόλη ήταν αιρετικοί εκτός από λίγους. Αποκαλούσε τους Oliver και Gerald ληστοσυμμορίτες (brigands) και τους συκοφαντούσε ότι ήθελαν να λύσουν την κυριαρχία του βασιλιά. Ο βασιλιάς έστειλε αντιπρόσωπό του (seneschal), όπως και ο Ραϋμόνδος VII. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αποζημιώσεις και ελαφρές ποινές. Στην συμφωνία δεν έγινε λόγος για αίρεση ή Ιερά Εξέταση, αλλά ήδη ο Friar Ferrier είχε εγκαταλείψει την πόλη. Στην Ναρβόννη η κατηγορία της αίρεσης άργησε να επαναληφθεί, δεν υπάρχει κάποια τέτοια καταδίκη πριν το 1250.
ε. Οι επαναστάσεις του 1240 και 1242 ενάντια στην φραγκοκρατία.
Από το 1240 ως το 1242 δύο σημαντικά πολιτικά γεγονότα καθόρισαν τις μετέπειτα εξελίξεις στο μέτωπο του αντιαιρετικού αγώνα. Ο Ραϋμόνδος Trencavel ήταν βρέφος όταν ο πατέρας του πέθανε στο μπουντρούμι της Carcassonne, κρατούμενος των σταυροφόρων. Μαζί με την μητέρα του πέρασε στην Αραγονία. Εκεί όταν ενηλικιώθηκε μπήκε στην υπηρεσία του Ιάκωβου Ι της Αραγονίας, του Κατακτητή (1213-1276). Πολέμησε εναντίον των μουσουλμάνων στην Βαλένθια και την Μαγιόρκα. Προσπάθησε να επανέλθει στα πατρογονικά εδάφη του το 1224, για να εκδιωχθεί από τον Λουδοβίκο VIII το 1226.
Τον Αύγουστο του 1240 εκτίμησε ότι η κατάσταση στην Languedoc, με τον Φράγκο βασιλιά απασχολημένο με τους Ραϋμόνδο VII και Φρειδερίκο ΙΙ στην Προβηγκία, ήταν ευνοϊκή για να κάνει την κίνησή του. Έχοντας υπό τις διαταγές του λίγους πιστούς ιππότες μαζί με Καταλανούς και Αραγονέζους μισθοφόρους εισέβαλε στην Languedoc από την Roussilon. Η Alet, η Limoux και το Μόντρεαλ τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Στο Montoulieu έδειξε τις πραγματικές του διαθέσεις με την ερήμωση του εκεί αβαείου. Το έναυσμα για έναν ξεσηκωμό της τοπικής αριστοκρατίας εναντίον της Φραγκοκρατίας δόθηκε, με αποτέλεσμα να μαζευτεί ένα επαναστατικό σώμα 200 ιπποτών κάτω από τα τείχη της Carcassonne, όλοι βετεράνοι και εμπειροπόλεμοι. Στην Carcassonne ασφαλίστηκαν πίσω από τα τείχη η φράγκικη αριστοκρατία, ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης, ο επίσκοπος Τουλούζης και άλλοι παπικοί.
Όταν ο Ραϋμόνδος επέστρεψε από την Προβηγκία, ο αντιπρόσωπος του Φράγκου βασιλιά τον κάλεσε να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Carcassonne, εκπληρώνοντας έτσι τις υποχρεώσεις του ως υποτελής. Ο Ραϋμόνδος κωλυσιέργησε προφασιζόμενος ότι έπρεπε πρώτα να ρωτήσει τους συμβούλους του , κι επέστρεψε στη Τουλούζη αποφεύγοντας να εμπλακεί σε μάχη. Η πολιορκία της Carcassonne κράτησε από τις 7 Σεπτεμβρίου ως τις 11 Οκτωβρίου χωρίς αποτέλεσμα. Οι πολιορκητές αθέτησαν τον λόγο τους, κι έσφαξαν τους 33 ιερείς της πόλης, στους οποίους είχαν υποσχεθεί ελεύθερη έξοδο. Κατέστρεψαν δυο μοναστήρια, ένα εκ των οποίων ήταν των Φραγκισκανών. Την 11η Οκτωβρίου έφθασε βασιλική δύναμη υπό την αρχηγία του Ιωάννη de Beaumont κι έλυσε την πολιορκία. Οι επαναστάτες κατέφυγαν στο Μόντρεαλ και από πολιορκητές έγιναν πολιορκημένοι. Ο κόμης της Τουλούζης και οι Foix προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στις διαπραγματεύσεις. Ο Ραϋμόνδος ΙΙ Trencavel έλαβε την άδεια να φύγει. Κατέφυγε στην Καταλονία. Όσοι δεν έφυγαν δέχθηκαν αυστηρές ποινές. Μερικοί ιππότες κρεμάστηκαν, ενώ ξεκίνησε η συστηματική εκκαθάριση της τοπικής αριστοκρατίας μέχρι τα Πυρηναία. Οι πόλεις που δέχθηκαν τους επαναστάτες καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Ακόμη και στην Carcassonne δεν επετράπη ανοικοδόμηση των προαστίων πριν το 1247, σε διαφορετικό σημείο. Ο Ραϋμόνδος Trencavel αναγκάστηκε να έρθει σε συνεννόηση με τον Φράγκο βασιλιά το 1247 και ν’ ανταλλάξει τα δικαιώματά του στην Languedoc με μια μικρή γαιοκτησία στην Beaucaire. Ο οίκος των Trencavel εξαφανίστηκε από το προσκήνιο της ιστορίας[61].
To 1242 ακολούθησε η επανάσταση του Ραϋμόνδου VII. Δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, όπως αυτή του Trencavel. Αντίθετα εντάσσεται σε μια μεγαλύτερη σύρραξη, στην οποία συμμετείχαν ο Ερρίκος ΙΙΙ της Αγγλίας (1216-1272) και ο Hough de Lousignan, κόμης La Marche. Ο Ραϋμόνδος ήταν απλός ένας μικρός φεουδάρχης που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την συγκυρία, έμπλεξε στα γρανάζια των συμμαχιών μεγαλύτερων δυνάμεων, προσπάθησε να πετύχει ευνοϊκότερους όρους από αυτούς του 1229 και απέτυχε. Δεν θα επεκταθούμε στην παρουσίαση της διαπλοκής που οδήγησαν στον πόλεμο ούτε και στις ίδιες τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά θα περιοριστούμε σε ένα επεισόδιο, στο οποίο ενεπλάκησαν Καθαροί.
Στις 5 Απριλίου του 1242 ο Ραϋμόνδος VII κάλεσε κοντά του όλη την πολεμική αριστοκρατία του Νότου. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν ακόμη και οι Καθαροί, λόγω της επιστροφής της Ιεράς Εξέτασης στα μέσα του 1241, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα του Ραϋμόνδου ΙΙ Trencavel. Στις 28 Μαΐου μια ομάδα οπλισμένων Καθαρών δολοφόνησε τους ιεροεξεταστές William Arnold, Stephen de St-Thibéry και τους συντρόφους τους, οι οποίοι καταυλίζονταν στην Avignonet. Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν ν’ απομονωθούν οι Καθαροί από τους παρτιζάνους, επειδή οι δεύτεροι μισούσαν μεν τους Φράγκους, δεν ήθελαν, όμως, να δουν την αίρεση να καπελώνει την εθνική υπόθεση.
Στις 20 Ιουλίου ο Ερρίκος ΙΙΙ της Αγγλίας ηττήθηκε στο Tailleburg. Ο Ούγος παραδόθηκε στις 20 Αυγούστου και στις 5 Οκτωβρίου ο Ρογήρος των Foix προσχώρησε στη συμμαχία του βασιλιά της Φραγκίας. Ο Ραϋμόνδος υποτάχθηκε στέλνοντας την άνευ όρων παράδοσή του στις 20 Οκτωβρίου. Το μόνο που έσωσε την ακεραιότητα της κομητείας ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε προίκα του πρίγκιπα Αλφόνσου. Η αριστοκρατία της Τουλούζης δήλωσε υποτέλεια στον Λουδοβίκο, κάστρα του παραδόθηκαν και η προηγούμενη συνθήκη του 1229 επανήλθε σε ισχύ με ανανεωμένους όρους.
Τα αποτελέσματα των δύο παραπάνω προσπαθειών ήταν επιβαρυντικά για τους Καθαρούς. Οι πολιτικές εξελίξεις ευνόησαν την επαναφορά της Ιεράς Εξέτασης, η οποία ενηλικιωμένη πια είχε στην διάθεσή της νέες μεθόδους για το κυνήγι και την πάταξη των αιρετικών. Μεθόδους οι οποίες στην συνέχεια έγιναν δεκτές και εφαρμόστηκαν ακόμη και από τα κοσμικά δικαστήρια. Τόσο πολύ αφοσιώθηκαν οι Ιεροεξεταστές στην επίτευξη του στόχου τους, ώστε έγινε αδύνατο ακόμη και για τον πάπα να τους συγκρατήσει. Από την άλλη, η αποδυνάμωση της ντόπιας αριστοκρατίας, στέρησε τους Καθαρούς από τους ισχυρούς προστάτες τους. Μετά τα γεγονότα στην Avignonet που θα δούμε αμέσως παρακάτω, αφέθηκαν μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν.
η. Η πτώση της «πρωτεύουσας» των Καθαρών, του οχυρού Montségur - Μύθοι και πραγματικότητα.
Το οχυρό του Montségur στα βουνά νοτιοανατολικά του Foix, είχε περιέλθει στην κυριότητα του Raymond de Pereille, ο οποίος ήταν υποτελής των Trencavel. Μετά την αλβιγηνική εκστρατεία ο Raymond de Pereille τοποθέτησε φρούραρχο του οχυρού τον Pierre-Roger de Mirepoix. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε σ’ αυτό το 1237, μετά την καταδίκη του για αίρεση. Με τον καιρό το οχυρό είχε γίνει καταφύγιο Καθαρών. Ανάμεσα στους υψηλά ιστάμενους Καθαρούς φιλοξενούμενους ήταν ο Guilabert de Castres, Καθαρός επίσκοπος Τουλούζης, ο Tento Καθαρός επίσκοπος Agen, o Bertrand Marty, αντικαταστάτης του Guilabert μετά το 1240. Στο Montségur έρχονταν πολλοί Καθαροί είτε ως φυγάδες είτε για να πεθάνουν ανάμεσα σε «Καλούς Ανθρώπους»[62].
Μια από τις επαφές της φρουράς του οχυρού με το εξωτερικό περιβάλλον, που μισούσε εξίσου Φράγκους και ιεροεξεταστές, ήταν ο Raymond de Alfaro, γιος ενός από τους αρχηγούς της μισθοφορικής εταιρείας της Ναβάρα και της ετεροθαλούς αδελφής τοὒ κόμη Ραϋμόνδου VII της Williametta. Ο de Alfaro ήταν βαΐλος της Avignonet το 1242. Όταν έμαθε την άφιξη στην πόλη του William Arnold, του Stephen de St-Thibéry και των Φραγκισκανών, διέδωσε τα νέα στο κάστρο. Ο Pierre-Roger de Mirepoix συγκέντρωσε γρήγορα μια ένοπλη ομάδα, και ξεκίνησε για την Avignonet, ένα ταξίδι 50 μιλίων. Στην Gaja συνάντησαν ακόμη μια ομάδα οπλισμένη με τσεκούρια. Ο Pierre-Roger έμεινε εκεί κι έστειλε μόνο μια ομάδα δολοφόνων.
1. Δολοφονία ιεροεξεταστών στην Avignonet: Έφθασαν στην Avignonet στις 28 Μαΐου ξημερώματα της Αναλήψεως. Επικοινώνησαν με τον Raymond de Alfaro, ο οποίος τους ενημέρωσε για τι κινήσεις της ομάδας των ιεροεξεταστών. Τα υποψήφια θύματα ήταν έντεκα στο σύνολο: οι ιεροεξεταστές William Arnold και Stephen de St-Thibéry, δύο Δομινικανοί και ένας Φραγκισκανός ακόλουθοι, ο Raymond Scriptor, πρώην συνεργάτης των «σταυροφόρων» και τώρα αρχιδιάκονος στην Villelongue, ένας κληρικός δικός του, ένας γραμματέας μαζί με τους ιεροεξεταστές, δύο υπηρέτες και ο ηγούμενος της αδελφότητας στην Avignonet, ο οποίος ήρθε να συναντήσει τους επισκέπτες. Οι πόρτες του κάστρου άνοιξαν για τους επιδρομείς και οδηγήθηκαν στο σημείο συνάντησης με τον Raymond de Alfaro. Αυτός είχε μαζί του ανθρώπους που κρατούσαν πυρσούς και φώτιζαν τους σκοτεινούς διαδρόμους. Σύντομα έφθασαν στο διαμέρισμα που αναπαύονταν οι επισκέπτες. Παρότι η πόρτα ήταν αμπαρωμένη οι άνδρες με τα τσεκούρια στα χέρια δεν άργησαν να την σπάσουν. Οι δύο υπηρέτες έτρεξαν στον πάνω όροφο, αλλά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν το μοιραίο. Οι αδελφοί ίσα-ίσα πρόλαβαν να ψάλλουν το Te Deum πριν σωριαστούν στο πάτωμα. Οι δολοφόνοι έψαξαν τα υπάρχοντα και πήραν μαζί τους ότι τους φάνηκε χρήσιμο. Επέστρεψαν κατευθείαν στην Gaja, όπου τους περίμενε ο Pierre-Roger και από κει κατευθύνθηκαν πίσω στο Montségur.
Η σφαγή στην Avignonet είχε δυσάρεστα αποτελέσματα για όλους, κυρίως επειδή συνδυάστηκε με την επανάσταση του κόμη της Τουλούζης. Ο Ραϋμόνδος VII αφορίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ναρβόννης και τον Friar Ferrier. Στον αφορισμό του, βέβαια, δεν αναφέρθηκε το περιστατικό, ούτε το Montségur βρίσκονταν στην επικράτειά του. Ωστόσο, μαρτυρίες όπως αυτή του de Alfaro τον ενοχοποιούσαν ως ηθικό αυτουργό. Για ν’ απαλύνει τις εντυπώσεις και ν’ αποσύρει τις κατηγορίες από πάνω του, καταδίκασε στην κρεμάλα όσους δολοφόνους μπόρεσε να συλλάβει[63].
2. Η πολιορκία του οχυρού: Όταν η επανάσταση του 1242 έληξε το Montségur έγινε στόχος των Φράγκων. Ο βασιλικός επίτροπος της Carcassonne, Hugh de Arcis, σχεδίασε την επίθεση με στρατό που του παρείχαν ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης και ο επίσκοπος Albi. Η προσπάθεια κατάληψης του κάστρου ξεκίνησε στα μέσα καλοκαιριού του 1243. Η φυσική οχύρωση του χώρου καθιστούσε αδύνατη την επιτυχή διεξαγωγή κατάληψης με επίθεση. Έτσι οι Φράγκοι προχώρησαν σε ασφυκτική πολιορκία. Τον Οκτώβριο οι πολιορκητές κατασκεύασαν μια μηχανή για την ρίψη βράχων, ενώ λίγο αργότερα και οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να φτιάξουν τον δικό τους καταπέλτη. Για να εμψυχωθούν οι έγκλειστοι διέδιδαν φήμες, ότι αν άντεχαν μέχρι το Πάσχα, θα έρχονταν ο κόμης Ραϋμόνδος με στρατό του Γερμανού αυτοκράτορα. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο ευοίωνα. Ο κόμης βρισκόταν στην Ρώμη και προσπαθούσε να διαπραγματευθεί την θέση του.
Στο στρατόπεδο των πολιορκητών τα πράγματα ήταν ελαφρώς καλύτερα, αλλά ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Οι άνδρες του Hugh de Arcis ήταν επαγγελματίες, αλλά υπήρχε και πολιτοφυλακή από την Albi, και οι άντρες της πίεζαν για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Όσο ο χειμώνας περνούσε και οι πολιορκημένοι έβλεπαν τους Φράγκους να κρατούν τις θέσεις τους, τόσο το ηθικό τους έπεφτε. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι την άνοιξη θα ξεκινούσαν πάλι οι επιθέσεις, χωρίς οι εντός των τειχών να έχουν κάτι απτό και ελπιδοφόρο να περιμένουν.
3. Ο μύθος για τον θησαυρό των Καθαρών: Οι Καθαροί αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τον θησαυρό τους. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο θησαυρός δεν είναι γνωστό. Το πιθανότερο να επρόκειτο για κάποια κειμήλια, βιβλία, ίσως ακόμη και χρήματα από δωρεές ή εράνους. Οι σύγχρονες θεωρίες συνομωσίας διαδίδουν ότι επρόκειτο για το Άγιο Δισκοπότηρο του θρύλου, που στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται στην σαρκοφάγο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη, πολύ περισσότερο απόδειξη, ιστορική ή αρχαιολογική, που να στηρίζει μια τέτοια εικασία. Πρόκειται για λογοτεχνικές φαντασιοπληξίες, που αν παρέμεναν στην σφαίρα της μυθοπλασίας, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αλλά επειδή διεκδικούν επικάλυμμα ιστορικότητας, οφείλει να γίνει ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο είναι ασύστατο. Μπορεί οι αναγνώστες του Dan Brown να συνεπαίρνονται από τα συνομωσιολογικά μυθιστορήματα, αλλά όταν η φαντασία μπλέκει με την πραγματικότητα στο μυαλό του ανθρώπου τότε έχουμε άρρωστες ψυχιατρικά καταστάσεις. Επαναλαμβάνεται ότι δεν αναφέρεται πουθενά τι ήταν ο θησαυρός των Καθαρών. Ακόμη και η υπόθεση ότι επρόκειτο για βιβλία, είναι μεν βάσιμη, παραμένει δε υπόθεση. Κανείς δεν γνωρίζει πλέον.
Όταν λέμε βάσιμη την υπόθεση που θέλει τον «θησαυρό» να είναι βιβλία, το κάνουμε γιατί μπορούμε να την στηρίξουμε σε προηγούμενα γεγονότα. Για παράδειγμα, το 1240 όταν συλλήφθηκε ο Raymond Fort από τον υπο-βαΐλο του Caraman, δύο άτομα που ήταν μαζί του ξέφυγαν με το “βιβλίο” του, πιθανότατα το ευαγγέλιο που χρησιμοποιούσαν οι Καθαροί στις χειροθεσίες τους. Το έκρυψαν οι πιστοί και του το επέστρεψαν, όταν πια κατάφερε να δραπετεύσει από την Τουλούζη και να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Οι υποστηρικτές του κατάφεραν να δωροδοκήσουν τον βαΐλο και τον υπο-βαΐλο και να μην προχωρήσει η υπόθεση. Από το περιστατικό αυτό φαίνεται πόσο πολύτιμο ήταν το βιβλίο για τον Καθαρό που είχε κάποια ιερατική θέση, καθώς περιείχε την τάξη, το τυπικό, τις προσευχές κατά περίπτωση[64]. Πέραν τούτου οι Καθαροί έδειχναν ιδιαίτερη αγάπη στα βιβλία. Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι παρότρυναν τους πιστούς να μελετάνε την Γραφή, δίνοντας έτσι ευαγγελικό χαρακτήρα στην αίρεσή τους, αρκεί για να καταλάβει ότι τελικά ο θησαυρός του κάθε πιστού ήταν η Βίβλος του. Έτσι, λοιπόν, περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν, ο θησαυρός που φυγαδεύτηκε να ήταν βιβλία, παρά κάποια μυθικά και ανύπαρκτα κειμήλια, όπως το Άγιο Δισκοπότηρο ή η σαρκοφάγος της Αγίας Μαγδαληνής. Οφείλει ο αναγνώστης να μπορεί να διακρίνει μεταξύ του μύθου και τις ιστορίας, της λογοτεχνίας και της ιστορικής αφήγησης.
4. Η πτώση: Η πτώση του κάστρου επήλθε τον Μάρτιο. Αρχικά οι Φράγκοι κατέλαβαν μία από τις εξωτερικές αμυντικές εγκαταστάσεις σε μια νυκτερινή και λυσσαλέα επίθεση. Οι αντεπιθέσεις απέτυχαν να τους απωθήσουν. Τότε ήταν που οι Pierre-Roger de Mirepoix και Raymond de Pereille επιδίωξαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις. Οι όροι που προτάθηκαν από τους πολιορκητές ήταν σύμφωνοι με την πρόσφατη επιτυχία τους. Υποσχέθηκαν αμνηστία και άφεση για πράξεις του παρελθόντος, αλλά έπρεπε όλοι να περάσουν από τον ιεροεξεταστή για ανάκριση. Οι αιρετικοί έπρεπε ν’ απαρνηθούν την αίρεση ή να υποστούν την καταδίκη. Οι διαπραγματεύσεις μάκραιναν. Είκοσι άτομα μέσα στο κάστρο αποφάσισαν να κάνουν την ύστατη χειρονομία για την ομολογία της πίστης τους. Προχώρησαν στο consolamentum.
Το κάστρο τελικά παραδόθηκε. Η εκκένωση έγινε κατά κύματα. Πρώτα οι γυναίκες εκτός από αυτές που δήλωναν αιρετικές, μετά οι αιρετικοί και των δύο φύλων και τέλος οι μάχιμοι. Η διαδικασία κράτησε από τις 13 μέχρι τις 20 Μαρτίου. Οι δύο μοναδικοί Τέλειοι που γνώριζαν την τοποθεσία που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός, δραπέτευσαν κατά την διάρκεια της νύκτας, ώστε να μην αναγκαστούν ν’ αποκαλύψουν την πληροφορία. Διακόσια άτομα παρέμειναν αμετανόητα στην αίρεση και οδηγήθηκαν στους πρόποδες του υψώματος. Ανάμεσά τους ήταν ο Bertrand Marty, Καθαρός επίσκοπος Τουλούζης, o Raymond Aguilher, Καθαρός επίσκοπος Razès και δυο-τρεις διάκονοι. Σύμφωνα με την παράδοση εκτελέστηκαν στις 16 Μαρτίου του 1244 σε μια ομαδική πυρά. Τρομακτικοί τοπικοί μύθοι, χωρίς καμιά ιστορική ακρίβεια, έλεγαν ότι για χρόνια ακούγονταν οι κραυγές τους το βράδυ, ιστορίες για άτακτα παιδιά. Οι νικητές στο Montsègur δεν ήταν σταυροφόροι, όπως οι κατακτητές της Béziers. Δεν ήταν διψασμένοι για αίμα πλιατσικολόγοι. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν πολιτοφύλακες, διορισμένοι από τους επισκόπους, που βιάζονταν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Η Ιερά Εξέταση το 1244 δεν είχε την αρμοδιότητα να εκδίδει ποινές, μόνο ετυμηγορία. Αποκλείεται να υπήρχε κάποιος εξουσιοδοτημένος για να διατάξει την εκτέλεση διακοσίων ανθρώπων. Μερικοί από τους «πυρπολημένους» οδηγήθηκαν στην Bram και δικάστηκαν εκεί από την Ιερά Εξέταση. Ωστόσο, ο μύθος του ολοκαυτώματος παραμένει, και στο prat dels crematz (πεδίο αυτών που κάηκαν) ορθώνεται σήμερα ένα μνημείο για να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν, πόσο έχει συνηθίσει η εποχή μας να πιστεύει σε ολοκαυτώματα.
Η πτώση του Montségur ήταν το πρώτο δυνατό και αποτελεσματικό κτύπημα κατά του Καθαρισμού. Κατ’ αρχάς έπεσε ένα σημαντικό αιρετικό κέντρο και συνάμα καταφύγιο. Όσοι επικεφαλείς των αιρετικών βρισκόταν μέσα καταδικάστηκαν και είτε μετανόησαν είτε εκτελέστηκαν μαζί με σημαντικό αριθμό οπαδών τους. Οι μετανοημένοι αιρετικοί ήταν πολύ χρήσιμοι, είτε υπηρετούσαν ως ιεροεξεταστές με αναντικατάστατη εμπειρία στα εσωτερικά των σεκτών, είτε παρείχαν πληροφορίες. Από τα αρχεία που σχηματίστηκαν μέσα από τις ανακρίσεις των αιρετικών του Montségur οι ανακριτές αντλούσαν πληροφορίες για πολλά χρόνια. Ένα μικρότερο κέντρο παρέμενε ακόμη στο Quéribus. Αυτό έπεσε το 1255.
Τελειώνοντας με το θέμα του Montségur, μπορεί ν’ αναφερθεί ακόμη μία σχετική θεωρία, η οποία διατυπώθηκε από τον Fernard Niel[65], ότι δηλαδή το οχυρό ήταν ναός που σχετίζονταν με κάποια ηλιακή θρησκεία. Η θεωρία του Niel αναιρέθηκε εύκολα από τον J. Ferlus στο Autour de Montségur : de l’ histoire ou des histories, Perpignan 1960[66] και σε διάφορα άρθρα στην Archeologia XIX (1967). Επίσης A. Moulis, Montségur et la drame cathare, ιδιωτική έκδοση 1968.
7.3.7 Η φθίνουσα πορεία του Καθαρισμού
Μετά την πτώση του Montségur ξεκίνησε μια φθίνουσα πορεία, όπως δείχνει και η εκτίμηση του Rainier Sacconi, το 1250. Περίπου διακόσιοι Καθαροί αποτελούσαν τις εκκλησίες της Carcassonne, της Τουλούζης και της Albi, ενώ η εκκλησία της Agen είχε ξεκληριστεί[67]. Χωρίς την προστασία των ντόπιων αριστοκρατών και με τον Ραϋμόνδο της Τουλούζης εναντίον τους η πτώση ήταν αναμενόμενη. Δύο νέοι ιεροεξεταστές έφθασαν στην Languedoc, οι Bernard de Caux και Jean de Saint Pierre, θέτοντας σε εφαρμογή νέα στάνταρ στην ανάκριση. Τα ατελείωτα αρχεία δείχνουν ότι ανακρίθηκαν χιλιάδες κόσμου, περισσότερες από μια φορές, και σε κάποιες περιπτώσεις υποθέσεις που εξετάστηκαν χρόνια πριν ξανάνοιξαν με την ελπίδα να φέρουν στο φως νέα στοιχεία. Οι αντικαταστάτες των δολοφονημένων ιεροεξεταστών ήταν περισσότερο από ποτέ αποφασισμένοι να ξεμπερδεύουν με τους αιρετικούς. Στο St. Sernin αγόρασαν μια οικεία και την μετέτρεψαν σε φυλακή[68].
Οι Καθαροί είχαν τις δικές τους τεχνικές για να προστατεύονται. Η συνομωσία σιωπής ήταν η πρώτη μέθοδος. Μια συνομωσία σιωπής ήταν δύσκολο να σπάσει, όχι όμως ακατόρθωτο. Δύο λόγοι που δυσχέραιναν την συγκάλυψη ήταν ότι τα μυστικά τα γνώριζαν πολλοί και δεύτερον τα γνώριζαν γυναίκες. Για να προκαταλάβουν ενδεχόμενες απόπειρες αποκάλυψης χρησιμοποιούσαν εκφοβισμό, επέβαλαν κράτος τρόμου. Αναφέρεται η περίπτωση της Ermessende Viguier, μια νεαρής κοπέλας, η οποία δεν ήταν Καθαρή, ίσως ήταν ο άντρας της, ήταν όμως έγκυος. Κάποια στιγμή στο σπίτι της έγινε μία συγκέντρωση Καθαρών. Όταν οι αιρετικοί είδαν ότι ήταν σε ενδιαφέρουσα, κάγχασαν και της είπαν ότι είχε έναν δαίμονα στην κοιλιά της. Η νεαρή νοικοκυρά δεν ξέχασε την προσβολή και όταν της δόθηκε η ευκαιρία μετά από χρόνια, με τον ερχομό των ιεροεξεταστών στο χωριό της, έδωσε στοιχεία στον ιερέα. Όταν ήρθαν οι ιεροεξεταστές, οι Καθαροί την κλείδωσαν σ’ ένα κελάρι για να μην μαρτυρήσει. Στον «δαίμονα» που είχε γεννηθεί και γίνει ένα όμορφο αγόρι και της κρατούσε το χέρι είπαν: «Αγόρι θες πραγματικά να βοηθήσεις αυτή την στρίγγλα που ζητά να μας καταστρέψει[69];». Το παράδειγμα τα λέει όλα.
1. Οι Καθαροί και οι εκτρώσεις.
Να θυμίσουμε εδώ ότι οι Καθαροί, όπως και οι Μανιχαίοι ήταν κατά των γεννήσεων, διότι πίστευαν σε δογματικό επίπεδο ότι κάθε νέο σώμα ήταν φυλακή της ψυχής ή του θεϊκού σπινθήρα. Για τον μεσαιωνικό άνθρωπο της Δύσης, τον αγροίκο, ίσως έννοιες όπως «φυλακή της ψυχής» ή «θεϊκός σπινθήρας» να μην σήμαιναν τίποτα, να του ήταν αδιάφορες. Ήταν ευκολότερο για τους ιδεολογικούς καθοδηγητές να του πουν ότι το έμβρυο ήταν δαίμονας και ακόμη και αν δεν καταλάβαινε γιατί θα επιτύγχαναν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ποιο ήταν αυτό; Η έκτρωση. Για τους Καθαρούς, το να μείνει μια κοπέλα σε ενδιαφέρουσα δεν ήταν ντροπή εξαιτίας της πράξης που προηγήθηκε, εφόσον οι ίδιοι παρότρυναν στην πράξη. Ήταν ντροπή λόγω προκατάληψης για τους λόγους που εξηγήσαμε. Δεν απέφευγαν την πράξη, αλλά την γέννηση. Με μεθόδους ψυχολογικής πίεσης προσπαθούσαν να πείθουν τις έγκυες γυναίκες να κάνουν έκτρωση. Ο ένας ήταν ν’ αποκαλούν το έμβρυο, δαίμονα. Ο άλλος να μαζεύονται όλοι μαζί και να γελάνε, να καγχάζουν στο πρόσωπο της κοπέλας που ήδη βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Σεκταριστική νοοτροπία.
Αναφέρονται κάποια περιστατικά πάνω σ’ αυτό. Όταν μία perfecta επισκέφτηκε την σύζυγο ενός εμπόρου στην Τουλούζη, που δεν ήταν Καθαρός, αλλά απλώς φίλος, την βρήκε σε ενδιαφέρουσα. Αφού κάτσανε και συζητήσανε το θέμα την έπεισε να ζητήσει την βοήθεια του «θεού» για να «χάσει» το παιδί.Επίσης αναφέρεται ότι για να πείσουν τις έγκυες γυναίκες να κάνουν έκτρωση, τους έλεγαν ότι αν πεθάνουν σε αυτή την κατάσταση, ήταν αδύνατο να σωθούν[70]. Σήμερα, η κοινωνική, πολιτική και νομική αντιμετώπιση των εκτρώσεων δείχνει ότι ζούμε σε μια εποχή νέο-μανιχαϊσμού, σε μια εποχή νέο-καθαρισμού. Γνωρίζουμε με ποιες μεθόδους πρόκλησης ομαδικής υστερίας η Νέα Εποχή έπεισε τις κοινωνίες ότι η σεξουαλική απελευθέρωση δεν είναι πορνεία, ότι η έκτρωση δεν είναι φόνος. Πρόκειται για αρχαία ψεύδη.
2. Η ενηλικίωση της Ιεράς Εξέτασης.
Οι ανακρίσεις εντατικοποιήθηκαν. Ομάδες των είκοσι-τριάντα προσάγονταν για εξέταση΄ φυλακισμένοι προσάγονταν στον ανακριτή για να επιβεβαιώσουν παλαιότερες καταθέσεις ή να κάνουν καινούργιες΄ ύποπτοι που δεν είχαν ομολογήσει, ξανάρχονταν για νέες ερωτήσεις, προδομένοι από κάποιον γείτονα. Οι νέες καταθέσεις, οι συμπληρωματικές ξεχωρίζουν μέσα στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, διότι ξεκινούν με την φράση: «Μετά κατέθεσε…». Μετά από πολύμηνες ανακρίσεις κατάφεραν να σχηματίσουν την μεγάλη εικόνα.
Οι εντατικές ανακρίσεις είχαν και το ψυχολογικό τους αντίκτυπο΄ οι φίλοι των Καθαρών, οι συμπαθούντες, άρχισαν να βλέπουν την Ιερά Εξέταση ως έναν εδραιωμένο οργανισμό, όχι ως περαστικούς Δομινικανούς ανακριτές. Με την αύξηση του κύρους, αυτός που είχε δεχθεί την πρόσκληση για εξέταση ένιωθε καθήκον να πει όσα γνώριζε. Η Ιερά Εξέταση άρχισε να προκαλεί δέος. Η διασταύρωση των στοιχείων σε συνδυασμό με την εμπειρία που άρχισαν ν’ αποκτούν οι ανακριτές έκανε εμφανείς τις ψευδείς καταθέσεις. Τώρα ο Ιεροεξεταστής μπορούσε να καταλάβει αν ο ανακρινόμενος ομολογούσε ή κορόιδευε, οπότε η συνομωσία της σιωπής έχασε την αποτελεσματικότητά της. Η φιγούρα του ιεροεξεταστή που μπορούσε να εμβαθύνει με την διεισδυτική ματιά στα τρίσβαθα της ψυχής του ανακρινόμενου και να διαλύσει με λίγες καίριες ερωτήσεις την πλεκτάνη του ψεύδους, απόκτησε μυθικές διαστάσεις και ικανότητες στο απλοϊκό μυαλό του μεσαιωνικού χωριάτη, που πλησίαζε πλέον με δέος το ανακριτικό έδρανο.
Η στατιστική των ποινών δίνει ότι στους εκατό ενόχους, ένας ίσως να καίγονταν και δέκα με δεκαπέντε φυλακίζονταν. Οι υπόλοιποι είτε αναγκάζονταν να φορούν τον κίτρινο σταυρό στο στήθος είτε να πάνε σε προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους. Υπήρχε πάντα ένα ποσοστό, ένας στους τέσσερις που μόλις καταλάβαινε ότι είχε τραβήξει την προσοχή των ανακριτών, το έσκαγε[71]. Για την ερμηνεία αυτού του ποσοστού, ας αναλογιστεί ο αναγνώστης το δίλημμα του Καθαρού ανακρινόμενου. Κατ’ αρχάς όφειλε να ορκιστεί, κάτι που απεχθάνονταν, αλλά αν δεν το έκανε ήταν σαν να ομολογούσε. Στην συνέχεια έπρεπε να ζυγίσει μεταξύ δύο προοπτικών΄ να ομολογήσει πλήρως με ονόματα και στοιχεία, και στην συνέχεια να υποστεί τα φονικά αντίποινα των «Καλών Ανθρώπων», η ν’ αποκρύψει στοιχεία και αν κατάφερνε να ξεφύγει με μερική ομολογία; Μπροστά σε αυτό το δίλλημα η φυγή στην Ιταλία (θα εξηγήσουμε στο επόμενο γιατί η Ιταλία έγινε καταφύγιο των Καθαρών) ήταν προτιμότερη λύση.Σε κάποιες περιπτώσεις προτιμήθηκε η λύση του διπλού πράκτορα. Ο ανακρινόμενος έκανε πλήρη ομολογία, αλλά δεν υπόκειτο σε τιμωρία, διότι αναλάμβανε να λειτουργήσει ως πληροφοριοδότης με δράση εντός της σέκτας. Σιγά-σιγά δημιουργήθηκε ένα πλήρες δίκτυο πληροφοριοδοτών σε όλη την Languedoc.
Με την δράση αυτών τα αρχεία των ιεροεξεταστών συμπληρώθηκαν με πολλά στοιχεία. Τα βιβλία τους ήταν ήδη πολύτιμα και στόχος δολιοφθοράς, οπότε όταν ήταν αναγκαίο να μετακινηθούν, δημιουργούνταν αντίγραφα, ενώ τα πρωτότυπα έμεναν καλά φυλαγμένα. Όταν ο ανακρινόμενος έβλεπε τον ανακριτή ν’ ανοίγει το κιτάπι του έπρεπε να πιστεύει ότι εκεί μέσα ήταν γραμμένα τα πάντα. Έτσι, η διαδικασία προς την ομολογία θα συντόμευε. Αν ο ανακρινόμενος αποδεικνύονταν πιο πεισματάρης από όσο έπρεπε, τότε μια μακροχρόνια κράτηση τον έπειθε ότι ήταν προς το συμφέρον του να ομολογήσει και να ζητήσει άφεση. Τα βασανιστήρια δεν ήταν εγκεκριμένη μέθοδος, τουλάχιστον όχι μέχρι το τέλος του αιώνα. Οι ιεροεξεταστές δεν νομιμοποιούνταν να βασανίσουν τον ανακρινόμενο. Μόνο οι κοσμικοί άρχοντες είχαν την δικαιοδοσία, όχι οι εκκλησιαστικοί. Ο πάπας Ιννοκέντιος IV επέτρεψε στις κοσμικές αρχές στην Ιταλία το 1252, για την απόσπαση ομολογίας, απαγόρεψε, όμως, τους ιεροεξεταστές να χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους. Αργότερα, ο Αλέξανδρος IV επέτρεψε να στέλνουν κρατουμένους στις κοσμικές αρχές για εξέταση, παρουσία ιεροεξεταστή[72]. O H. C. Lea, στην Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης μιλά για την σκληρότητα των ιεροεξεταστών και την προθυμία τους να χρησιμοποιήσουν κάθε μέθοδο για ν’ αποσπάσουν ομολογία. Πρόκειται για αναχρονισμό. Το έργο του στηρίζεται σε πηγές μεταγενέστερες. Σε αυτή την πρώτη περίοδο, τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης[73], τα οποία δεν είχε στην διάθεσή του ο Lea, δεν στηρίζουν τέτοια συμπεράσματα. Η εικόνα του αδίστακτου ιεροεξεταστή είναι μεταγενέστερη και οφείλεται στην δράση, κυρίως, της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Έπειτα, ας μην ξεχνάμε ότι ο πρωταρχικός στόχος των Δομινικανών δεν ήταν τόσο η τιμωρία, αλλά η σωτηρία της ψυχής του ενόχου, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Βέβαια, οι ιεροεξεταστές δεν ήταν πάντα Δομινικανοί. Ένας μετανοημένος αιρετικός γινόταν πιο άτεγκτος διώκτης της αίρεσης.
Οι ιεροεξεταστές ήταν ένα ανεξάρτητο σώμα. Ούτε ο τοπικός ηγούμενος του τάγματος δεν είχε δυνατότητα να επέμβει στις αποφάσεις του, ακόμη και αν ήταν ο άνθρωπος που είχε προτείνει υποψηφίους. Η αναφορά γινόταν απευθείας στον πάπα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι κατάδικοι να μπορούν να κάνουν χρήση του έκκλητου, όταν θεωρούσαν ότι αυτό θα ελάφρωνε την ποινή ή ότι θα τους απονέμονταν χάρη. Έτσι, αναφέρεται η περίπτωση 150 κατοίκων της Limoux, οι οποίοι έκαναν έκκληση στον πάπα το 1246 και τους επιτράπηκε από αυτόν να μην φορούν τον κίτρινο σταυρό στο στήθος, ποινή στην οποία είχαν καταδικαστεί. Οι ιεροεξεταστές δυσανασχέτησαν, ο Ιννοκέντιος υπαναχώρησε και μόλις το 1249 ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης ενημέρωσε τους κατάδικους, ότι τελικά έπρεπε να φορέσουν τον σταυρό[74].
Οι ιεροεξεταστές δεν βρίσκονταν στο απυρόβλητο. Το 1247 ο φόνος των βοηθών τους και η κλοπή των αρχείων τους στην Caunes, αποθάρρυνε τους William Raymond και Peter Durand από την συνέχιση του έργου τους στην Carcassonne. To 1248 παραιτήθηκαν και τα καθήκοντά τους πέρασαν στους Bernard de Caux και Jean de St-Pierre της Τουλούζης. Ο πρώτος αποτραβήχτηκε από την ενεργό δράση σταδιακά, εξαιτίας της παρεμβατικότητας του Ναρβοννέζου αρχιεπισκόπου και μέχρι τον θάνατό του το 1252 παρέμεινε στα καθήκοντά του έναντι του τάγματος.
Για το αμέσως επόμενο διάστημα η δίωξη της αίρεσης πέρασε στην αρμοδιότητα των επισκόπων, οι οποίοι δεν επέδειξαν τον ίδιο ζήλο. Οι αιρετικοί ξεθάρρεψαν και ο Ιννοκέντιος IV αποτάθηκε και πάλι στους Δομινικανούς για να καλύψουν τις κενές θέσεις στην Languedoc. Τα τοπικά παραρτήματα του τάγματος δεν απάντησαν και ο Ιννοκέντιος στράφηκε στην αδελφότητα του Παρισιού. Ούτε από κει έλαβε απάντηση, γι’ αυτό και πρότεινε τις θέσεις στους Φραγκισκανούς. Πριν λάβει απάντηση πέθανε την ίδια χρονιά. Ο νέος πάπας κλήθηκε να καλύψει τις θέσεις χωρίς υποψηφιότητες. Απαγόρεψε, λοιπόν, την εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων στο έργο της Ιεράς Εξέτασης και έστειλε Δομινικανούς από το Παρίσι. Οι νέοι ιεροεξεταστές είχαν στην αρμοδιότητά τους και νέες περιοχές΄ την Albi, το Quercy και την Rouergue. Το 1256 τους έδωσε την δυνατότητα να απαλλάσσουν ο ένας τον άλλο από τις κανονικές υπερβάσεις. Έτσι εξελίχθηκαν σε κάστα εντός του τάγματος.
3. Η προσαρμογή των Καθαρών στις νέες συνθήκες.
Οι συναθροίσεις των Καθαρών αποψιλώθηκαν από την δράση των εσωτερικών πληροφοριοδοτών. Η εκκλησία της Albi ακολούθησε αυτήν της Agen στην καταστροφή, από την πληροφόρηση που παρείχε στους ιεροεξεταστές ένα πολύ σημαντικό στέλεχός της, ο filius Sicard de Lunel. Αυτός είχε ομολογήσει ήδη από τον 1242 και μέχρι το 1244 είχε αναφέρει όλους τους ευγενείς που ήταν συμπαθούντες προς τους Καθαρούς. Για τις επόμενες δεκαετίες ενημέρωνε για κάθε κίνηση των Καθαρών, όντας εν ενεργεία κατά τα φαινόμενα. Η τελευταία πληροφορία γι’ αυτόν χρονολογείται το 1274, όταν βρισκόταν στον πύργο της Ναρβόννης και περιποιόνταν έναν κρατούμενο που αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει, χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο[75]. Για την δική τους ασφάλεια οι Καθαροί ήταν υποχρεωμένοι να περιφέρονται, και αυτό με τον χρόνο γίνονταν δυσχερέστερο, καθώς οι συμπαθούντες εξαφανίζονταν και το κλίμα στρέφονταν εναντίον τους. Φυσικά οι οίκοι και οι τόποι συνάθροισής τους είχαν καταστραφεί ενώ η ασφάλεια προείχε του προσηλυτισμού. Οι αριθμοί τους μειώθηκαν δραματικά, αλλά ακόμη ήταν μακριά από την εξαφάνιση. Η στατιστική των αρχείων της Συλλογής Doat δείχνει ότι για τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η επιβίωση ενός Καθαρού στην Languedoc δεν ήταν ακατόρθωτη.
Όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, Τέλειοι που είχαν καταφύγει στην Λομβαρδία, επέστρεφαν για ν’ αναζωπυρώσουν την αίρεση. Για παράδειγμα ο Guillaume Pagès επέστρεψε από την Λομβαρδία στην ενεργό δράση στις πόλεις Cabardès, Minervois και Carcassonne το διάστημα 1266 έως 1283. Πρόσφερε το consolamentum σε αρκετούς πιστούς, οι οποίοι ήταν σε αναμονή, μεταξύ των οποίων ιππότες, ακόμη και βασιλικοί αξιωματούχοι. Συνελήφθη από τον Jean Penavayre το 1277, αλλά αφέθηκε ελεύθερος διότι ο καστελάνος (αρχηγός της φρουράς του κάστρου) δωροδοκήθηκε με ποσό που ο ίδιος ζήτησε. Ο Robert της Sens, βασιλικός αξιωματούχος στην Carcassonne, εξασφάλιζε ελεύθερη διέλευση και άσυλο στους Καθαρούς για πολλά χρόνια, μέχρι ν’ ανακαλυφθεί η δράση του το 1285 από την Ιερά Εξέταση. Οι Καθαροί προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, η δράση του έγινε παρασκηνιακή και βρήκαν τρόπους να ενεργούν εντός των κυβερνητικών κύκλων, προς όφελός τους[76].
Φαίνεται ότι οι Καθαροί μπορούσαν να επηρεάσουν ακόμη και δικαστές. Αναφέρεται η περίπτωση του Gèraud Galhard, βασιλικού δικαστή για τις πόλεις Albi, Minervois και Limoux, Νότιου στην καταγωγή, ο οποίος καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση, όπως και η γυναίκα του, μετά θάνατον, διότι είχε συμμετάσχει σε μια δολοπλοκία για την κλοπή των αρχείων της Carcassonne. Αποτελέσματα ανακρίσεων έδειχναν ότι είχε παραστεί στο consolamentum του Castel Fabre, πολίτη της Carcassonne, πατέρα δημοτικού συμβούλου της πόλης, ο οποίος ήταν καθολικός ιερέας και Καθαρός Τέλειος ταυτόχρονα, με διασυνδέσεις στους Φραγκισκανούς. Η διαπλοκή είχε προχωρήσει βαθιά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ακόμη έδειχνε να απλώνεται και στους κόλπους της παπικής εκκλησίας. Ο μόνος παράγοντας που επέτρεπε στην Ιερά Εξέταση να φέρνει αποτελέσματα ήταν η ανεξαρτησία της[77].
4 Οι Καθαροί επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις μέσω των ανθρώπων τους στην κυβέρνηση.
Ωστόσο η δράση της Ιεράς Εξέτασης περιορίστηκε τη δεκαετία του ’90 , λόγω του επιδιωκόμενου συγκεντρωτισμού της μοναρχίας, με αποκορύφωμα την ένταση στις σχέσεις του Φράγκου βασιλιά Φιλίππου ΙV του Δίκαιου (1285-1314) και του πάπα Βονιφάτιου VIII (1294- 1303). Ο Φράγκος μονάρχης επιδίωξε έναν περιορισμό στις σχέσεις του κράτους του με την εκκλησία και μεταξύ άλλων αποφάσισε την εκδίωξη του κλήρου από την απονομή δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια πρώτη απόπειρα διακοπής των σχέσεων του κράτους και της Εκκλησίας.Αυτό δυσχέρανε την λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης και το βάρος του αντιαιρετικού αγώνα πέρασε για το εν λόγω διάστημα στα γραφεία των επισκόπων. Όπως θα φανεί από ένα περιστατικό που θα εκτεθεί αμέσως παρακάτω η συμβολή των διεφθαρμένων από την αίρεση βασιλικών αξιωματούχων δεν ήταν αμελητέα. Με την αποκατάσταση των σχέσεων βασιλιά και πάπα, η Ιερά Εξέταση επαναδραστηριοποιήθηκε το 1299.
Ήδη από τον Απρίλιο του 1297, η σύλληψη τριάντα πολιτών στην Albi από τον εκπρόσωπο του επισκόπου Bernard de Castanet, οδήγησε σε ένταση των σχέσεων μεταξύ πολιτικών και επισκόπου. Οι πρώτοι, επιφανείς πολίτες, έμποροι, νομικοί, βασιλικοί αξιωματούχοι, ήταν όλοι μπλεγμένοι με αποδείξεις, με την αίρεση και ένα δίκτυο συσχετισμών μέσω γάμων και άλλων κοινωνικών και οικονομικών συμβάσεων, τους συνέδεαν ακόμη περισσότερο μεταξύ τους. Οι συλλήψεις δεν ήταν άδικες. Οι συλληφθέντες εκμεταλλευόμενοι τις διασυνδέσεις τους με την βασιλική αυλή έθεσαν αμέσως θέμα αρμοδιότητας του επισκόπου. Οπότε ξεκίνησε ένας πολιτικός αγώνας για την απελευθέρωσή τους με βάση τις πρόσφατες αποφάσεις του βασιλιά να απαλλάξει τον κλήρο από την δικαστική του εξουσία. Οι κατηγορούμενοι κάλεσαν τον Bernard Délicieux, λέκτορα στα ιδρύματα των Φραγκισκανών στην Carcassone και την Albi και εμφανίστηκαν ενώπιον του Φιλίππου. Εν τέλει επεκράτησε η επιθυμία του βασιλιά να εξαλείψει την αίρεση. Εξάλλου ο συμβιβασμός του με τον πάπα έθεσε στο περιθώριο το τοπικό κίνημα κατά της εξουσίας του επισκόπου. Μέτρα πάρθηκαν για την αποκατάσταση της ειρήνης στις πόλεις αυτές, αλλά οι κρατούμενοι δεν ελευθερώθηκαν[78]. Το παραπάνω περιστατικό, ενδεικτικό της παρασκηνιακής δράσης των Καθαρών, δείχνει ότι η επιρροή τους είχε φτάσει σε ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια, αλλά δεν μπορούσε ακόμη να καθορίσει την βασιλική πολιτική. Προοιμιάζει την δράση τους σε μεταγενέστερες εποχές κι εξηγεί γιατί στις περιπτώσεις που η μοναρχία δεν ήταν δυνατόν να χαλιναγωγηθεί και να κατευθυνθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της διαπλοκής, έπρεπε να καταργηθεί ακόμη και με αιματηρές επαναστάσεις.
5. Η διαπλοκή του αιρετικού τμήματος των Φραγκισκανών.
Για την ερμηνεία της συμμετοχής του Φραγκισκανού στην υπεράσπιση των Καθαρών της Languedoc, οφείλουμε να τονίσουμε ότι την εποχή αυτή εσωτερικές ζυμώσεις στο τάγμα οδήγησαν στην δημιουργία φραξιών, μερικές από τις οποίες κρίθηκαν αιρετικές, όπως οι Spirituals και οι Fraticelli (=Μικροί Αδελφοί). Στον διωγμό των τελευταίων αναφέρεται το βιβλίο του Umberto Eco, Το όνομα του ρόδου. Οι Languedociens ξεπλήρωσαν την υποχρέωσή τους απέναντι στους σχισματικούς Φραγκισκανούς λίγα χρόνια μετά, όταν το 1309 οι πολίτες της Ναρβόννης εμφανίστηκαν ενώπιον του Ροβέρτου Ανδεγαυού, βασιλιά της Νάπολης και κόμη της Προβηγκίας, για χάρη των Spirituals της Προβηγκίας και εις μνήμη του αρχηγού τους Pierre-Jean Olivi.
6 Τελευταίες προσυλητιστικές προσπάθειες των Καθαρών.
Στις αρχές του ΙΔ’ αι. την ιστορία των Καθαρών της Languedoc μονοπωλεί η δράση του Pierre Autier στην περιοχή του Foix. Πρόκειται για μια τελευταία προσπάθεια της αίρεσης, να επανακτήσει το παλαιό της εύρος. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, εξαιτίας της αντίδρασης των ιεροεξεταστών Geoffrey d’ Albis[79], Bernard Gui[80] και τέλος του Jacques Fournier[81]. Οι τρεις αυτοί ανακριτές παρήγαγαν τον μεγαλύτερο όγκο αρχείων που έχει φτάσει μέχρι σήμερα.
Ο Pierre Autier ήταν ένας νοτάριος στην Ax-les-Termes. Για την προηγούμενη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες πέραν του ότι ήταν παντρεμένος με κάποια Aladaycis, από την οποία απόκτησε τρεις γιους, ενώ από την εξωσυζυγική σχέση του με την Moneta, αδελφή ενός συναδέλφου του, απέκτησε δύο νόθα παιδιά. Στην ηλικία των πενήντα ετών περίπου, όντας αρκετά ευκατάστατος, ταξίδεψε στην Λομβαρδία, κάπου μεταξύ του 1295-6. Εκεί, μαζί με τον αδελφό του Guillaume έλαβε το consolamentum, στην Cuneo της Piedemont, σπουδαίο εμπορικό κέντρο της εποχής και σταθμό της διαδρομής μεταξύ Languedoc και Λομβαρδίας. Στην πόλη αυτή γνωρίστηκε με τον Bernard Audouy de Montégut-Laragais, έναν από τους γηραιούς Καθαρούς. Μυήθηκε στην νέα του ζωή εντός τριών χρόνων και ταυτόχρονα συναντήθηκε με πολλούς εξόριστους συμπατριώτες του Καθαρούς, όπως ο Pierre Raymond de Saint-Papoul, o Prades Travernier και ο Amiel de Perles. Σύνδεσμος με την πατρίδα του ήταν ο μεγαλύτερος γιος του ο Bon Guillaume. Η ομάδα αυτή επέστρεψε στην Ax το 1299 και ανέλαβε ενεργό προσηλυτιστικό ρόλο, δρώντας κυρίως underground.
Κάποια νύχτα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 1300, έφτασαν στο σπίτι του αδερφού τους Raymond στην Ax. Τα αρχεία της ανάκρισης του Raymond περιγράφουν την συνάντηση με έμφαση στην χαρά του τελευταίου που έβλεπε την ομάδα. Σύντομα, σχηματίστηκε μια σέκτα, με μέλη γνωστούς και έμπιστους ανθρώπους, όπως ο γαμπρός του Pierre, Arnaud Teisseyre, σύζυγος της κόρης του, Guillelme. Σημαντικό στοιχείο της επιβίωσης της σέκτας ήταν η μυστικότητα. Προσπάθεια διείσδυσης πληροφοριοδότη αντιμετωπίστηκε με την δολοφονία του τελευταίου από δύο πιστούς. Κάποιος Guillaume Jean προσφέρθηκε να καταδώσει τα μέλη και τις δραστηριότητες της σέκτας στους Δομινικανούς. Η προδοσία έγινε γνωστή. Τα μέλη Pierre d’ Aère και Philippe de Larnat συνάντησαν τον Guillaume ένα βράδυ στην γέφυρα του Alliat και αφού του απέσπασαν ομολογία, τον έριξαν από ένα γκρεμό.Η ηθική αιτιολόγηση της πράξης, από μέλη των Καθαρών γινόταν επί τη βάσει της εντολής του Κυρίου για την κοπή των δένδρων που δεν φέρουν καλό καρπό, αν και υπήρχαν ενστάσεις διαφωνούντων, όπως της Sibylle Peyre.
Στην προσπάθεια διατήρησης της μυστικότητας, όλες οι δραστηριότητες της σέκτας γίνονταν την νύκτα. Για παράδειγμα η συνάντηση του νεόφυτου Pons Arnaud με τον Autier, έγινε κατά την διάρκεια της νύκτας, μέσω του δολοφόνου Philippe de Larnat στο Quié. Εκεί ο Autier κρύβονταν σε μια υπόγεια αποθήκη σιτηρών των αδελφών de Area. Επίσης κάποια Sibille den Baille διατηρούσε έναν μυστικό εντευκτήριο θάλαμο για τις θρησκευτικές ανάγκες της ομάδας. Το σκοτάδι παρείχε την απαραίτητη κάλυψη για τις μετακινήσεις των μελών. Σε όλη την γνωστή ιστορία των Καθαρών δεν υπάρχει πιο μυστική, πιο σκοτεινή δράση από αυτήν της ομάδας του Autier, υπόδειγμα της μετέπειτα πορείας της αίρεσης. Οι ημερήσιες κινήσεις του Autier και των ανθρώπων του εμφάνιζαν το πρόσχημα των εμπορικών δραστηριοτήτων. Ο Autier παρουσιάζονταν στην κοινωνική ζωή, ως έμπορος των φημισμένων μαχαιριών της Parma. Τα ταξίδια του υποτίθεται ότι γίνονταν για εμπορικούς σκοπούς. Ομοίως, ο Raimond de Saint-Papoul συστήνονταν ως πλανόδιος έμπορος, συνεργάτης του Autier.
Ο έλεγχος υψηλόβαθμων αξιωματούχων μέσω δωροδοκίας ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της ομάδας. Όταν οι σερίφηδες του κόμη του Foix ήρθαν να ψάξουν το σπίτι της χήρας του Arnaud de Vicdessos Tarascon, Alamande, το μέρος όπου κρύβονταν ο Guillaume Autier, η παρέμβαση του Guillaume Bayard, αξιωματούχου του κόμη, έσωσε τον νεαρό από την σύλληψη.
Η μυστικότητα χαρακτήριζε της ενέργειες της ομάδος, ειδικά στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε οικογενειακή συναίνεση για την διενέργεια του consolamentum. Η σύζυγος του Guillaume Autier έπεισε την ετοιμοθάνατη Sibille, σύζυγο του Pierre Pauc στην Ax ότι ο σύζυγός της μπορούσε να της παρέχει την χειροθεσία στο σπίτι της, χωρίς να καταλάβει τίποτα ο διαφωνών Pierre. Έτσι κι έγινε. Ένα βράδυ, την ώρα που ο Pierre κοιμόταν, ο Guillaume τρύπωσε αθόρυβα στην κουζίνα, όπου βρισκόταν η Sibille. Η κατάσταση της αρρώστιας της ήταν τόσο προχωρημένη που δεν μπορούσε να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις και πέθανε χωρίς να λάβει το consolamentum. Το ίδιο συνέβη και στην Savart, ένα χωριό κοντά στην Tarascon. Η κόρη της Menegarde Alibert έφερε τον Guillaume για να δώσει το consolamentum στην ετοιμοθάνατη μητέρας. Η τέλεση έγινε στην κουζίνα, υπό το ταπεινό φως της εστίας, αφού η λάμπα έπρεπε να σβήσει για να κρύψει τα τεκταινόμενα. Σε μια άλλη περίπτωση ο Guillaume μεταμφιέστηκε φορώντας τα ρούχα της θείας του Esclarmonde, για να τρυπώσει σε ένα σπίτι.
Συνήθεια της εποχής ήταν, αν κάποιος ετοιμοθάνατος (ad terminum) το επιθυμούσε, να μεταφέρεται στο νοσοκομείο κάποιου μοναστηριού και να δέχεται τις τελευταίες φροντίδες και προσευχές των μοναχών. Σε αυτή την συνήθεια οι Καθαροί βρήκαν την λύση για ν’ αποφεύγουν τον εντοπισμό, λόγω της τελετουργικής αυτοκτονίας διά της ασιτίας. Έτσι, παρατηρήθηκε το παράδοξο και αντιφατικό φαινόμενο, Καθαροί να πεθαίνουν στα νοσοκομεία των μοναστηριών, εφαρμόζοντας την endure, μια τελετή που ακολουθούσε το consolamentum που λάμβαναν οι ετοιμοθάνατοι. Μια τέτοια καταγεγραμμένη περίπτωση ήταν του Guilhem de Malhorgas, ο οποίος πέθανε στο κιστερκιανό μοναστήρι της Boulbonne.
Για να ξεγελούν την κοινωνία εμφάνιζαν συνήθειες παρόμοιες με των καθολικών, όπως για παράδειγμα συνήθιζαν να σταυρώνουν τον εαυτό τους. Ο Pierre Autier προσπαθούσε να εμφυσήσει στους ακολούθους του διάθεση εμπαιγμού αυτών των συνηθειών. Έλεγε για παράδειγμα ότι το σταύρωμα είναι καλό για να διώχνει τις μύγες το καλοκαίρι. Συνιστούσε, μάλιστα, όταν σταύρωναν το πρόσωπό τους, να λένε: «εδώ είναι το πρόσωπο και εδώ το γένι΄ εδώ το ένα αυτί κι εδώ το άλλο». Όταν κάποιο μέλος παρασύρονταν από την συνήθεια του σταυρώματος χωρίς να παρίσταται ανάγκη θεατρινισμού, επέσυρε τον σαρκασμό των υπολοίπων.
Το κουβάρι του δικτύου των αιρετικών άρχισε να ξεμπλέκει το 1305 και οι δραστηριότητές του να αποκαλύπτονται μέσω προδοσίας. Κάποιος Guillaume-Pierre Cavaillé, μέλος της ομάδας φυλακίστηκε στην Carcassonne. Όσο διάστημα ήταν έγκλειστος κράτησε το στόμα του κλειστό. Όταν αποφυλακίστηκε ζήτησε οικονομική ενίσχυση από τους ομόφρονές του για να ξεπληρώσει μια οφειλή του προς κάποιον φύλακα. Οι φίλοι του αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν και ο Cavaillé τους κατέδωσε. Τον Σεπτέμβριο του 1305 συνελήφθηκαν δύο Τέλειοι και ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό για την σύλληψη των αρχηγών της ομάδας. Μέσα σε μια πενταετία συνελήφθηκαν και καταδικάστηκαν στον διά πυρός θάνατο όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη΄ οι Peter Raymond, Amiel de Perles, Guillaume Autier, Jacques Autier, Prades Tavernier, Philippe d’ Alayrac, Pons Bayle, Pierre Sans, Raymond Fabre. Ένας από αυτούς ο Sans Mercadier αυτοκτόνησε. Τελικά, ο Pierre Autier συνελήφθη το καλοκαίρι του 1309. Κρατήθηκε και ανακρίθηκε για δέκα ολόκληρους μήνες πριν οδηγηθεί στην πυρά τον Απρίλιο του 1310. Η εκτέλεσή του έγινα στην πλατεία μπροστά από τον καθεδρικό του Αγ. Στεφάνου στην Τουλούζη. Με τις τελευταίες του πνοές επαίρονταν προς το πλήθος, ότι θα μπορούσε να τους προσηλυτίσει όλους αν του δίνονταν η ευκαιρία να κηρύξει δημόσια. Για να ξηλωθεί η σέκτα χρειάστηκαν οι συντονισμένες ενέργειες δύο ικανότατων ιεροεξεταστών, του Geoffrey d’ Ablis στην Carcassonne και του Bernard Gui στην Τουλούζη.
Συνεχιστές του έργου του Autier αναφέρονται δύο Καθαροί, ανάξιοι πολλού σχολιασμού. Ο ένας ήταν ο Pierre Clergue, ένας κληρικός στο Montaillou, το οποίο αποδείχθηκε σφηκοφωλιά. Παρότι, οι πρώτες έρευνες εκεί ξεκίνησαν από τον d’ Ablis, θα χρειαζόταν το ανάστημα του επισκόπου Jacques Fournier της Pamiers, του μετέπειτα πάπα Βενέδικτου XII, για την εξάλειψη της αίρεσης εκεί. Ο Pierre Clerque δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν προβατόσχημο κληρικό, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των γυναικών για να τις αποπλανήσει. Τα θύματά του δεν ήταν μόνο Καθαρές αλλά και καθολικές γυναίκες του χωριού. Ο δεύτερος ήταν ο Guillaume Bélibaste που έχει καταγραφεί στην ιστορία των Καθαρών ως δολοφόνος και πόρνος. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω γι’ αυτόν πέραν του ότι τον κατέδωσε ένας από τους ακολούθους του ο Arnold Sicre, ο οποίος έλαβε σημαντική αμοιβή από τον επίσκοπο Jacques Fournier. Εκτελέστηκε το 1321.
7.3.8 Επίλογος Γ’ Μέρους
Σήμερα στην Languedoc παρατηρείται μία προβαλλόμενη αύξηση ενός λαθραίου εθνικού συναισθήματος με βάσει την ιστορία των Καθαρών στην περιοχή. Είναι ένα φαινόμενο ανάλογο του νεοπαγανιστικού εθνικισμού που παρατηρείται και στην Ελλάδα. Το παράδοξο του φαινομένου έγκειται στην χρήση μειονοτικού θρησκευτικού συναισθήματος για τον καθορισμό και τον έλεγχο της εθνικής συνείδησης. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι επιθυμούν να περάσουν στην Langedoc την άποψη ότι είναι η χώρα των Καθαρών.
Αλλά δεν είναι έτσι. Η Languedoc είναι η χώρα που πάλεψε και αντιστάθηκε με όλες της τις δυνάμεις στην βαρβαροκρατία που απλώθηκε στην Ευρώπη μετά την διάλυση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κράτησε όσο ήταν δυνατό τον αυτόνομο χαρακτήρα της και την πολιτισμική ιδιοσυγκρασία της μέχρι των ΙΓ’ αι. Αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει είναι ότι διατήρησε τον ρωμαϊκό χαρακτήρα του πολιτισμού της, χαρακτήρα που στηρίζονταν στον Χριστιανισμό και όχι στον Καθαρισμό. Όταν η Ρώμη υπέκυψε στον Παπισμό, η Languedoc, ως χώρα με γαλατο-ρωμαϊκό πληθυσμό, έχασε την στήριξη που της παρείχε η εθναρχία του ορθόδοξου μέχρι τότε πατριαρχείου. Ο Καθαρισμός εμφανίστηκε μόλις τον ΙΒ’ αι. στον απόηχο της γρηγοριανής μεταρρύθμισης και επωφελήθηκε από την αντίδραση του πληθυσμού στον επιχειρούμενο εκπαπισμό του, στον εκφραγκισμό του. Είχαν προηγηθεί δεκατρείς αιώνες Χριστιανισμού πριν εμφανισθεί ο Καθαρισμός, άρα αν θέλουμε να θέσουμε ορθά την ιστορική αντίληψη, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο εθνικός χαρακτήρας του πολιτισμού της Languedoc είναι Χριστιανικός. Δεν είναι ούτε Καθαρός, ούτε Παπικός. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με εθνικούς όρους ο πολιτισμός της Languedoc ήταν γαλατο-ρωμαϊκός, με το πρώτο συνθετικό να δίνει έμφαση στον φυλετικό προσδιορισμό και το δεύτερο στον πολιτικό-πολιτισμικό.
Ο νεο-καθαρισμός σήμερα εντάσσεται στο ευρύτερο κίνημα της Νέας Εποχής κι έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, άσχετα αν προσπαθεί να εμφανίζεται ως κομμάτι «πατρώας» εθνικής συνείδησης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νεο-παγανισμό. Στην περίπτωση όμως, των νεο-Καθαρών τα πράγματα είναι απλά, διότι ο Καθαρισμός είναι κατά πολύ μεταγενέστερος και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να διεκδικήσει πατρότητα. Είναι εμφανές ότι η πατρώα θρησκεία στην Languedoc είναι ο Χριστιανισμός και αν η εθνική συνείδηση της περιοχής θέλει να βρει τις ρίζες της επειδή αντιλήφθηκε ότι αυτές δεν βρίσκονται στον Παπισμό, τότε δεν έχει παρά να στραφεί στην Ορθοδοξία.
* * *
[1] Για το κεφάλαιο αυτό χρησιμοποιήθηκε το κεφ. Languedoc, a brief overview, από το βιβλίο της Ann Brandford Townsed, The Cathars of Languedoc as heretics: From the Perspectives of Five Contemporary Scholars, διατριβή επί διδακτορία 2008.
[2] Τα παραδείγματα αυτά προέρχονται από ομολογίες αιρετικών, καταγραμμένες σε έγγραφα της Ιεράς Εξέτασης. Επειδή η παραπομπή σε πηγές μπορεί ν’ αποδειχθεί ανώφελη, θα γίνεται παραπομπή σε βοηθήματα. Τα συγκεκριμένα στο Malcolm Lambert, The Cathars, Blackwell Publishing 1998, p. 79.
[3] Για το κεφάλαιο αυτό χρησιμοποιήθηκε το κεφ. The Languedoc in 12th century, από το βιβλίο του Michael Consten, The Cathars and the Albigensian Crusade, University of Manchester 1997.
[4] Πρόκειται για τον σύζυγο της Ευδοκίας Κομνηνής, ανιψιάς του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, του αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως.
[5] Για την πολιτική θεωρία της φεουδαρχίας χρησιμοποιήθηκε το κλασσικό πλέον έργο του Marc Bloch, Η Φεουδαλική Κοινωνία, εκδ. Κάλβος 1987.
[6] Hincmari Remensis Archiepiscopi, De ordine palatii XXI: “Si quid vero tale esset quod leges mundane hoc in suis diffinitionibus statuum non haberent, aut secundum gentilium consuetudinem crudelius sancitum esset, quam Christianitatis reclitudo vel sancta auctoritas merito non consentiret, hoc ad regis mederationem perduceretur, ut ipse cum his qui utramque legem nossent, et Dei magis quam humanarum legume statute metuerent, ita decerneret, ita statueret ut, ubi utrumque servari posset, utrumque servavetur; sin autem, lex saeculi merito compimeretur, justitia Dei conservaretur”, ed. Maurice Prou, Bibliothèque de l’ École des Hautes Études (Paris 1883), 54-56 με γαλλική μετάφραση.
[7] Urbani II Epistola ad Robertum Flandriae comita: “Quod si praetendis hoc ex antique usu in terra tua processisse, seire debes Creatorem tuum dixisse: Ego sum veritas, non autem usus vel consuetude”. PL 151.456C.
Tertulliani Liber De Virginibus Velandis I.2: “Sed dominus noster Christus veritatem se, non consuetudinem cognominavit” CSEL 76(1957), 76. Ο Τερτυλλιανός έγραψε το Περί του καλύμματος των Παρθένων για να στιγματίσει την κακή συνήθεια της εποχής του, οι ανύπαντρες να εισέρχονται στην εκκλησία ακάλυπτες. Ακάλυπτες την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν μόνο οι πόρνες.
[8] David Charles Dougles, William the Conqueror: the norman impact upon England, University of California Press 1964, p. 254.
[9] Gesta Regum Anglorum II.222, ed. Thomas Duffus Hardy, London 1840, vol. 1 p. 375, λατινικό κείμενο. Chronicle of the Kings of England, translated by Rev. John Sharpe, edited by J.A. Giles, London: George Bell and Sons, 1904p.209, αγγλική μετάφραση.
[10] Ματθ. 11.29.
[11] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 234.
[12] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 231.
[13] Έτσι είναι γραμμένα τα ονόματα στην μετάφραση των W. Wakefield-A. Evans. Στην μετάφραση του Maitland, Facts and Documents Illustrative of the History, Doctrine and Rites of the Ancient Albigenses & Waldenses, London 1832, p. 393 αναφέρονται ως Collant & Colibant. Δεν γνωρίζω την ερμηνεία τους.
[14] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 238.
[15] Petri Vallium Sarnaii monachi, Hystoria Albigensis, ed. P. Guébin- E. Lyon, Paris 1926-1939, 3 vols.
[16] http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%
CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82
[17] Μια απλή πλοήγηση στο διαδίκτυο με λέξη-κλειδί «sangreal» αρκεί για να καταλάβει ο αναγνώστης τι εννοούμε. Δεν επιθυμούμε να παραθέσουμε διευθύνσεις.
[18] Concilium Touronense can. IV: “ Ut cuncti Albigensium haereticorum consorsium fugiant. In partibus Tolosae damnada haeresis dudum emersit, quae paulatim more cancri ad vicina loca se didiffundens, per Guasconiam et alias provincias quamplurimos jam infecit”. Mansi 21.1177.
[19] Μετάφραση υπάρχει επίσης στο S. R. Maitland, Facts and Documents Illustrative of the History, Doctrine and Rites of the Ancient Albigenses & Waldenses, London 1832, pp. 140-145. Αποσπάσματα στο Χρονικό του Roger of Hoveden.
[20] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 238.
[21] Μια πηγή στο Les Actes du Concile Albigeoise de Saint Félix de Caraman, ed. A. Dondaine, Miscellanea Giovanni Mercati V (Studi e Testi CXXV, Rome 1946), pp. 324-355. Αγγλική μετάφραση, Edward Peters, Heresy and Authority, pp. 121-123.
[22] Υπάρχουν δύο απόψεις για το ποια είναι η τέταρτη εκκλησία που συμμετείχε στην σύνοδο από τη Languedoc. Όσοι διαβάζουν στο κείμενο “agenensis” θεωρούν ότι είναι της Agen. Ωστόσο, κάποιοι θεωρούν ότι γράφει “arenensis” (P. Jimenez, Relire la Charte de Niquita, 1. Origine et problématique de la charte, Heresis XXII (1994), pp. 1-26), οπότε καταλήγουν ότι πρόκειται για την Val d’ Aran.
[23] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 48.
[24] B. Hamilton, The Cathar Council of S. Félix reconsidered, Archivum Fratrum Praedicatorum 48 (1978), 48-50.
[25] Ed. C. Thouzellier, Une somme anti-Cathare: Le Liber contra Manicheos de Durand de Huesca, Louvain 1964, p. 138 & 210.
[26] Ο Ερρίκος de Marcy εισήλθε στο αβαείο το 1156. Έγινε ηγούμενος του Hautecombe το 1160 και του Κλαιρβώ το 1176, ένα χρόνο πριν την αποστολή. Το 1179 μετά την επιτυχία της αποστολής του έλαβε τον τίτλο του Καρδινάλιου του Albano. Πέθανε το 1188. Βλ. Congar, Henri de Marcy, Studia Anselmiana XLIII, Analecta Monastica 5 (1958), 1-38.
[27] Ο Πέτρος της Πάβια, διετέλεσε δύο φορές παπικός λεγάτος στην Φραγκία, το 1174-1178 και το 1180-1182. Το 1180 έγινε Αρχιεπίσκοπος Bourges. Βλ. Hippolyte Delehaye, Pierre de Pavie, RQH 59 (1891), 5-61.
[28] Στους εκκλησιαστικούς αξιωμτούχους που υπηρέτησαν στην αποστολή ήταν ο Guarin, αρχιεπίσκοπος Bourges (1174-1180), o Pons de Arsac, αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης (1162-1181), ο Reginald Fitz-Jocelin επίσκοπος Bath (1174-1191), ο Ιωάννης Δικαιοχέρης επίσκοπος Poitiers (1162-1179). Ο τελευταίος απεκόμισε πλούσια εμπειρία από την επιχείρηση ώστε όταν έγινε αρχιεπίσκοπος Λυών, αντιμετώπισε τον Βάλδο και τους φτωχούληδές του.
[29] Τα δυνατά ονόματα της αποστολής ήταν ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Ραϋμόνδος του Castelnau, γνωστός ως Raymond II υποκόμης Turenne (1143-1190).
[30] Ιερ. 8.17, Εκκλ. 10.11.
[31] Ωσηέ 4.9.
[32] Οι επιστολές του Ερρίκου βρίσκονται στην PL 204.235-242. Επίσης στα Chronica του Ρογήρου του Hovenden, ed. & trnas. Henry T. Riley, London 1853, vol. II pp. 160-161 (το συγκεκριμένο απόσπασμα). Οι επιστολές είναι η πηγή της αντίστοιχης εγγραφής στα Gesta regis enrici secundi Benedicti abbatis, ed. William Stubbs, vol. I pp. 198-200.Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα το χρονικό παρά τον τίτλο του (Benedicti abbatis) δεν αποδίδεται σε Βενεδικτίνο.
[33] Το όνομά του παραδίνεται στα Gesta regis henrici, ο.π. p. 215.
[34] Για τον Pierre Maurand βλ. J. H. Mundy, Liberty and Political Power in Toulouse, Columbia University Press 1954, p. 60-62.
[35] Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται από τον John Mundy, ο οποίος ανακάλυψε την ομολογία του στα αρχεία του St. Sernin. Βλ. W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 705-6.
[36] J. H. Mundy, Liberty and Political Power…, p. 270 n. 8.
[37] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 198.
[38] Concilium Lateranense III c.XXVII, Mansi 22.231-233.
[39] H. C. Lea, History of the Inquisition, vol. I p. 124˙ Congar, Henri de Marcy, Studia Anselmiana XLIII, Analecta Monastica 5 (1958), 36-38.
[40] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 62.
[41] Για τα γεγονότα και τις πηγές M. Roquebert, Un exemple de Catharisme ordianire: Fanjeux, Europe et Occitanie: le pays Cathares, Collection Heresis V (Arques 1995), 169-211.
Για την Esclarmonde βλ. A. Brenon, Les Femmes Cathares, Paris 1992, 139. Για την Φιλίππα, ο.π. σσ. 156, 237. Στην σελίδα 237 γαλλική μετάφραση της πηγής.
[42] Για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκε το αντίστοιχο του Bernard Hamilton, στην New Cambridge Medieval History, vol. 5 pp. 164-181.
[43] L. Kolmer, …ad terrorem multorum: Die Anfänge der Inquisition in Frankreich, Bayreuth University 1992, 83-85. O. Capitani, La repression antiereticale, in Storia dell’ Italia medievale, Rome-Bari 1987, pp. 677-8.
[44] L. Kolmer, Christus als beleidigte Majestät: von dier Lex Quisquis (397) bis zur Dekretale Vergentis (1199), in Papstum, Kirche und Recht, Tübingen 1991, 1-13.
[45] Γενικές γνώσεις στο C. H. Lawrence, The Friars, London-New York 1994.Για τον Δομίνικο S. Tugwell, Notes on the life of Saint Dominic, Archivum Fratrum Praedicatorum 66 (1996), 5-200 & 68 (1998), 5-116.
[46] Του έστειλε τρεις επιστολές στις 17 Νοεμβρίου 1207 (PL 215.1264-7, πριν την δολοφονία του Πέτρου), στις 10 Μαρτίου 1208 (PL 215.1358-9) και στις 3 Φεβρουαρίου 1209 (PL 215.1545).
[47] Ιεραρχικός τίτλος μεταξύ του Μαρκήσιου και του Υποκόμη.
[48] Ο όρκος υπάρχει σε δύο κείμενα, στο Processus negotii Raymundi Comitis Tolosani, PL 216.89-98 και Forma juramenti baronum, PL 216.127-138.
[49] Το χρονικό είναι ανώνυμο. Το όνομα εμφανίζεται στο παλαιότερο γνωστό χειρόγραφο και έγινε δεκτό από την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών. Το πρόβλημα είναι η ταυτοποίηση του προσώπου. Ένας γνωστός Gillaume ήταν πρωτοπρεσβύτερος στην εκκλησία της Puylaurens το 1230-1240, και νοτάριος επισκόπων της Τουλούζης. Επίσης συνεργάστηκε με την Ιερά Εξέταση της πόλης. Άλλος ένας γνωστός Guillaume την ίδια εποχή ήταν ο θαλαμηπόλος του κόμη της Τουλουζης, Ραϋμόνδου VI. Και οι τρεις εκδότες του κειμένου, ο Jenn Duvernoy και οι W. A. Sibly – M.D. Sibly, δέχονται ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Εκδόσεις του χρονικού Jean Duvernoy, Guillaume de Puylaurens, Chronique 1145-1275: Chronica magistri Guillelmi de Podio Laurentii, Paris 1976 (γαλλική μετάφραση) & W. A. Sibly – M.D. Sibly, The Chronicle of William of Puylaurens: the Albigensian crusade and its aftermath, Boydell Press 2003 (αγγλική μετάφραση).
[50] Εννοείται ο υποκόμης Ραϋμόνδος Ι των Trencavel. Ο συντάκτης του Χρονικού σφάλει διότι ο Ραϋμόνδος δολοφονήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1167 όχι στις 22 Ιουλίου ημέρα εορτής της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής.
[51] W. A. Sibly – M.D. Sibly, The Chronicle…, p.33.
[52] PL 216.137-141: “ribaldi et alii viles et inermes personae, non expectato mandato principum, et civitatem fecerunt insultum…”, αγγλική μετάφραση W. A. Sibly – M.D. Sibly, The Chronicle…, Appendix A, p. 127.
[53] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum V.21: “Venientes ad civitatem magnam, quae Biders vocatur, in qua plus quam centum millia hominu fuisse dicebantur, obsederunt illam. In quorum aspect haeretici super volume sacri Evangelii mingentes, de muro illud contra Cristianos projecerunt, et sagittis post illud missis clamaverunt: Ecce lex vestra, miseri. Christus vero Evangelii sator iniuriam sibi illatam non reliquit inultam. Nam quidam satellites zelo fidei accensi, leonibus similes, exemplo illorum, de quibus legitur in libro Machabaeorum, scalis appositis, muros intrepid ascenderunt; haeretisque divinitus territis et declinantibus, sequentibus portas aperientes, civitatem obtinuerunt. Cognoscentes ex confessionibus illorum catholicos cum haereticis esse permixtos, dixerunt Abbati: Quid faciemus, domine? Non possumus discerne inter bonos et malos. Timens tam Abbas quam reliqui, ne tantum timore mortis se catholicos simularent, et post ipsorum abcessum iterum ad perfidiam redirent, fertur dixisse: Caedite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius”, ed. J. Strange (1851), p. 302. Αγγλική μετάφραση, ed. H. von E. Scott – C.C. Swinton Bland (1929), pp. 345-6.
[54] Διακεκριμένος νομικός της εποχής του και καλός γνώστης του κανονικού δικαίου. Υπό την καθοδήγησή του ολοκληρώθηκε η σύνθεση του Compilatio tertia, μιας συλλογής κανόνων τους οποίους έθεσε σε εφαρμογή ο Ιννοκέντιος ΙΙΙ.
[55] Ed. & trans. P. Guébin-H. Maisonneuve, Histoire albigeoise, 3 vols Paris 1951, vol. 1 p.117.
[56] Concilium Lateranense IV, c. III De haereticis, Mansi 22.986-990.
[57] Colin Morris, Papal Monarchy: Western Church from 1050 to 1250, Oxford History of the Christian Church 1991, p. 562-564.
[58] H. C. Lea, History of the Inquisition, vol. I p. 316-7.
[59] Αγγλική μετάφραση του χρονικού στο Walter Wakefield, Heresy, Crusade and Inquisition in Southern France 1100-1250, University of California Press 1974, Appendix C, 207-236. Γαλλική μετάφραση Jean Duvernoy, Chronique de Guillaume Pelhisson, Toulouse 1958. Λατινικό κείμενο ed. Célestin Douais, Les Sources de l’ histoire de l’ Inquisition dans le Midi de la France au XIIIe et XIVe siècles, Paris 1881, 81-118.
[60] Ωστόσο ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να την διαβάσει μπορεί να την βρει στο έργο του William Pelhisson, στα προηγούμενα βιβλία, είτε στο Stephen O’ Shea, The perfect heresy, London 2000, pp. 191-193 ή στην διεύθυνση http://stephenosheaonline.com/book-tph-ex2.html
[61] Για τα γεγονότα C. Devic-J. Vaissete, Histoire générale de Languedoc, 16 vols Toulouse 1872-1904.
[62] Το Montségur έχει γίνει σύμβολο για τους νέο-Καθαρούς της εποχής μας και γίνεται προσπάθεια ν’ αναδειχθεί σε μνημείο εθνικής ανεξαρτησίας του Νότου της Γαλλίας, άσχετα αν δεν έχει την απαραίτητη ιστορική κάλυψη για κάτι τέτοιο. Ετήσιες συναντήσεις νέο-εποχίτικων ομάδων με πνευματιστικά και άλλα happenings δίνουν ένα στίγμα που αν και διαφέρει από το πνεύμα του τότε Καθαρισμού, ωστόσο μαρτυρά ευθαρσώς για τις γνωστικές και μανιχαϊστικές ρίζες του, θυμίζοντας ότι η διαμόρφωση μια εθνικής συνείδησης δεν είναι άμοιρη θρησκευτικής χροιάς, απλώς στην περίπτωση πρόκειται για λάθος θρησκευτικότητα. Πάντως, δεν είναι δικιά μας δουλειά να υποδείξουμε στους παπικούς την υποχρέωσή τους για την υπεράσπιση της ιστορικής ακρίβειας. Αυτό που θα υποστούν στην περιοχή θα είναι η ρεβάνς για τα δικά τους εγκλήματα έναντι της αλήθειας.
[63] Για την σφαγή της Avignonet παραπέμπουμε στο Yves Dossat, Le Massacre d’ Avignonet, Cahiers de Fanjeaux: La Credo, la Morale et l’ Inquisition 6 (1971), 343-359.
[64] Το περιστατικό από W. Wakefield, Heretics and Inquisitors: The Case of Auriac and Cambiac, Journal of Medieval History 12 (1986), 233.
[65] Στο βιβλίο Montségur, temple et fortresse des Cathares d’ Occitanie, Grenoble 1967.
[66] Η θέση του Niel διατυπώθηκε αρχικά στο Montségur, la montagne inspirée (Paris, 1954), γι’ αυτό και η αναίρεση χρονολογείται το 1960, πριν από το Montségur, temple et fortresse des Cathares d’ Occitanie. Στο τελευταίο επανέλαβε εν εκτάσει την θεωρία του παρά την αναίρεση και η νέα δημοσίευση προκάλεσε τις απαντήσεις στα άρθρα της Αρχαιολογίας του 1967.
[67] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 337.
[68] Y. Dossat, Un figure d’ inquisiteur, Bernard de Caux, Cahiers de Fanjeaux 6 (1971), pp. 253-72.
[69] Το περιστατικό στο Malcolm Lambert, The Cathars,… p.151.
[70] Ο. π.
[71] Y. Dossat, Les Crises de l’ Inquisition toulousaine au XIII siècle (1233-1273), Bordeaux 1959, 243.
[72] Walter Wakefield, Heresy, Crusade and Inquisition in Southern France…, p. 192 n.7.
[73] Αρχεία της Ιεράς Εξέτασης της υπό εξέταση περιόδου υπάρχου στην Συλλογή Doat, τόμοι XXI-XXVI & XXXI-XXXII στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Επίσης στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της Τουλούζης, το χειρόγραφο 609, αντίγραφο του 1260.
[74] Walter Wakefield, Heresy, Crusade and Inquisition in Southern France…, pp. 186-7.
[75] Malcolm Lambert, The Cathars,… p.221.
[76] Ο. π. σελ. 224-5.
[77] Ο.π. σελ. 225.
[78] Ο. π. σελ. 226-7 & B. Hauréau, Bernard Délicieux et l’ Inquisition albigeoise, 1300-1320, Paris 1877.
[79] A. Pales-Gobilliard, L’ Inquisiteur Geoffrey d’ Albis et les Cathares du comté de Foix (1308-1309), Paris 1984 (κείμενο των αρχείων και γαλλική μετάφραση σσ. 1-77).
[80] P. van Limborch, Historia inquisitionis cui subiungitur Liber Sententarium inquisitionis Tholosanae ab anno Christi MCCCVII ad annum MCCCXII, Amsterdam 1692. C. Douais, Practica inquisitionis haereticae pravitatis, Paris 1886.
[81] Ed. J. Duvernoy, Le Registre d’ Inquisition de Jacques Fournier (1318-1325), λατινικό κείμενο Ι-ΙΙΙ Toulouse 1965, γαλλική μετάφραση του ιδίου Paris, La Haye 1978. Για τον Jacques βλ. σχ. J. Paul, Jacques Fournier inquisiteur, Cahiers Fanjeaux 26, 39-67.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Η θέσι του Αμορίου ήταν στρατηγικώτατη στην Ανατολική Φρυγία κτισμένη επάνω στο δρόμο προς τη Λαοδίκεια και δίπλα στα Αραβικά σύνορα. Γι' αυτό και το κάστρο της ήταν το ισχυρότερο του Βυζαντίου ανώτερο και από το της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους άραβες χρονογράφους, οι όποιοι παραδίδουν ότι πριν από την εκστρατεία του 838 των αράβων κατά του στρατού του Θεοφίλου στο Αμόριο ερώτησεν ο Μωάμεθ Ιμπν Μουσάμπ ποιο ήταν το ισχυρότερο ελληνικό φρούριο και έλαβε την απάντησι: «το Αμόριον... είναι ο οφθαλμός και τα θεμέλια της Χρισιανοσύνης δια τους έλληνας είναι πλέον περίφημον ή η Κωνσταντινούπολις».
“Πουλήθηκε” και η Ήπειρος. Αυτό συμπεραίνεται από το γεγονός ότι ιδρύθηκε η «Δημοκρατία της Τσαμουριάς». Ναι! Ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Τσαμουριάς. Ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά πρόκειται για δράμα εν εξελίξει εις βάρος της πολυπαθούσης Ελλάδος μας. Η ίδρυση της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς πραγματοποιήθηκε μετά από την συνάντηση των υπευθύνων ευρωπαίων διαμεσολαβητών με πολιτικούς στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πολλά, αλλά ας πάρουμε τα φοβερά και τρομερά γεγονότα με την σειρά.
Το θέμα της Τσαμουριάς έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει το διεθνές ίδρυμα InterNations Exchange (INEX), σε συνεργασία με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ίδρυμα ΙΝΕΧ εδρεύει και αυτό στην Χάγη της Ολλανδίας και βασικός σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, να υποστηρίζει τα έθνη και τους λαούς. Πρόεδρος του ιδρύματος είναι ο Yohan A. C. Byrde. Την υπόθεση της Τσαμουριάς χειρίζονται ο πρόεδρος του ΙΝΕΧ Yohan Byrde, ο αντιπρόεδρος Jeroen Zandberg και ο Ολλανδός σύμβουλος Ruud Lammers.
Παρενθετικά ν’ αναφέρω ότι, είναι σημαντικό σε τέτοια θέματα, όπως αυτό, να δείχνονται και οι συμβολισμοί διότι φανερώνουν πολλά. Ο πρόεδρος του ΙΝΕΧ, κος Byrde, συνηθίζει να φωτογραφίζεται σχηματίζοντας με τα χέρια του το ανεστραμμένο τρίγωνο. Κάνει δηλαδή την γνωστή ως «χειρονομία Μέρκελ». Η χειρονομία αυτή είναι το σύμβολο της Νέας Τάξης (το σχήμα των χεριών είναι για την θεά Auramoth > θεά του νερού > εποχή του Υδροχόου > ΝΤΠ. Είναι γνωστά αυτά). Οπότε, δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβουμε τι σκοποί εξυπηρετούνται από όλους αυτούς τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους, καθώς και από ποιους υποκινούνται όλ’ αυτά.
Συνέχεια επί του θέματος. Η τρόικα του ΙΝΕΧ (Y. Byrde, J. Zandberg και R. Lammers) ανέλαβε και έφερε εις πέρας την δημιουργία της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς, της οποίας πρόεδρος είναι ο Festin Lato, ενεργώντας κατά χρονολογική σειρά ως εξής. Την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου 2017 ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του ΙΝΕΧ επισκέφθηκαν την Αλβανία και την Ελλάδα για να συναντηθούν αυτοπροσώπως με αντιπροσώπους των Τσάμηδων καθώς και με επιζήσαντες εκτοπισθέντες από την Ελλάδα. Στην Ελλάδα είχαν έρθει για να δουν ιστορικά κτίρια και σπίτια των Τσάμηδων ώστε να έχουν ιδία άποψη.
Κατόπιν, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του ΙΝΕΧ, ο πρόεδρος της Τσαμουριάς και άλλοι δύο Τσάμηδες, επισκέφθηκαν το πρώτο άλλο κράτος. Το Ισραήλ. Στο Ισραήλ είχαν επαφές με πολλούς εβραίους υπουργούς, βουλευτές, και αντιπροσώπους των Δήμων της Ιερουσαλήμ και του Τελ-Αβίβ, για να τους ενημερώσουν για το θέμα των Τσάμηδων. Επισκέφθηκαν επίσης και το Υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ. Επισκέφθηκαν το Ισραήλ διότι η χώρα αυτή είναι αφοσιωμένη στην υπεράσπιση των αξιών της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το ΙΝΕΧ. Ένας επιπλέον λόγος που επισκέφθηκαν το Ισραήλ είναι επειδή υπάρχει σοβαρή πολιτισμική εβραϊκή επιρροή στον λαό της Τσαμουριάς, και ως παράδειγμα ανεφέρθη το γεγονός ότι η μητέρα του Πρωθυπουργού της Τσαμουριάς είναι εβραϊκής καταγωγής.
Μετά την επίσκεψη στο Ισραήλ, οι πρόεδροι του ΙΝΕΧ και της Τσαμουριάς, Yohan Byrde και Festin Lato αντίστοιχα, επισκέφθηκαν την Ευρωβουλή και την Κομισιόν στις 3 Αυγούστου 2017 για να τους ενημερώσουν για τους Αλβανο-Τσάμηδες. Έτσι τους αποκαλούν. Μέχρι το τέλους Αυγούστου είχαν επισκεφθεί την Ιταλία, το Μονακό και το Βατικανό. Στο Βατικανό πήγαν για να ερευνήσουν κάποια αρχεία, σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Ρώϋτερς.
Μετά από αυτές τις επισκέψεις, έφθασε τελικά και η ώρα να επισκεφθούν και την Ελλάδα οι ενασχολούμενοι με το θέμα της Τσαμουριάς. Στην Ελλάδα ήρθε μόνο η τρόικα του ΙΝΕΧ, χωρίς να συνοδεύεται από μέλη της «κυβερνήσεως της Τσαμουριάς». Η τρόικα του ΙΝΕΧ από τις 3 έως 6 Σεπτεμβρίου 2017 συναντήθηκε με αρκετούς υπουργούς και εξέχοντες βουλευτές με σκοπό, σύμφωνα με το ΙΝΕΧ, να τεθούν οι βάσεις για την έναρξη διπλωματικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και Τσαμουριάς! Δεν ανακοινώθηκαν ονόματα πολιτικών που συνάντησαν στην χώρα μας.
Πλην όμως, υπάρχουν φωτογραφίες. Πριν δούμε τις φωτογραφίες, να πω ότι το ΙΝΕΧ ανακοίνωσε ότι το αποτέλεσμα της αποστολής του στην Αθήνα ήταν επιτυχημένο(!!!) και απετέλεσε ένα ακόμη βήμα για μεγαλύτερη ελευθερία και αναγνώριση του λαού της Τσαμουριάς αλλά και μιας νέας διπλωματικής σχέσης(!!!). «Νέα διπλωματική σχέση» εννοεί την έναρξη διαπραγματεύσεων της Ελλάδος με την Τσαμουριά. Με βάση την ανακοίνωση του ΙΝΕΧ ότι η επίσκεψή του στην Ελλάδα ήταν επιτυχής, εξάγεται το συμπέρασμα ότι πολιτικοί στην Ελλάδα έδωσαν κάποιες υποσχέσεις και έκαναν υποχωρήσεις. Όταν σε επαφές μεταξύ δύο αντιμαχομένων ο ένας επιτυγχάνει, μοιραία ο άλλος αποτυγχάνει. Το ΙΝΕΞ ανακοίνωσε επιπροσθέτως ότι θα γίνει πλήρης κοινοβουλευτική έρευνα στην Ελλάδα για το κρίσιμο αυτό θέμα.
Ας δούμε τώρα τις πληροφορίες που μας παρέχουν κάποιες φωτογραφίες. Όπως προανεφέρθη ονόματα πολιτικών δεν ανακοινώθηκαν, πλην όμως υπάρχουν δύο φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες αυτές είναι από το γεύμα εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο καφέ-εστιατόριο «Βιβλιοθήκη», στην πλατεία Κολωνακίου, στις 4 Σεπτεμβρίου 2017. Στο γεύμα περευρίσκετο η τρόικα του ΙΝΕΞ με τον «βουλευτή Σταύρο» (Meeting-with-Stavros-MP > Συνάντηση με τον Σταύρο – Βουλευτή). Επώνυμο δεν αναφέρεται.
Σύμφωνα με την μία φωτογραφία, υπάρχουν και έγγραφα επί του θέματος «Τσαμουριά». Επίσης ενώ από το ΙΝΕΧ δημοσιεύθηκε ότι, οι αρμόδιοί του συναντήθηκαν μόνο με υπουργούς και βουλευτές στην Ελλάδα, υπάρχει και μία άλλη φωτογραφία όπου φαίνεται ότι ο πρόεδρος του ΙΝΕΧ, Y. Byrde, συναντήθηκε και με τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα.
Τρείς μόλις ημέρες μετά την επίσκεψη των ξένων επισήμων στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε επισήμως η ίδρυση της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς. Δηλαδή, στις 9 Σεπτεμβρίου 2017, σε διάσκεψη που διοργάνωσε το ΙΝΕΧ στην Χάγη υπεγράφη το πιστοποιητικό ιδρύσεως της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς, από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς. Το πιστοποιητικό υπέγραψαν ο πρόεδρος του ΙΝΕΧ, δύο εκπρόσωποι του Peace Palace (Παλάτι της ειρήνης) το οποίο συνδέεται με τον ΟΗΕ, και το οποίο αυτοχαρακτηρίζεται ως «Ναός της ειρήνης και της δικαιοσύνης» – τι πρωτότυπο – και στο οποίο επίσης υπάγεται το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το υπέγραψαν επίσης ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς και εκπρόσωπος του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Η 9η Σεπτεμβρίου 2017 λοιπόν είναι η επίσημη ημερομηνία ιδρύσεως της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η διακήρυξη ανεξαρτησίας της Τσαμουριάς είχε γίνει στις 31 Οκτωβρίου 2016.
Επίσης, στην ίδια τελετή παρουσιάστηκε το νέο σύνταγμα της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς – το οποίο φυσικά είναι σύμφωνο με τους διεθνείς κανόνες – και η κυβέρνησή της. Βάσει του νέου συντάγματος, οι Τσάμηδες έχουν «αναφαίρετα δικαιώματα ως παγκόσμιοι και εθνικοί πολίτες», πράγμα που σημαίνει ότι η Τσαμουριά πλέον είναι επισήμως υπαρκτή και γι αυτόν τον λόγο μπορούν να εκδίδουν διαβατήρια στους Τσάμηδες με την ένδειξη «Δημοκρατία της Τσαμουριάς». Τα διαβατήρια αυτά γίνονται πλέον αποδεκτά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον ΟΗΕ κλπ, οι οποίοι αναγνωρίζουν και αποδέχονται έμμεσα τη νέα χώρα, και αυτό που απομένει είναι ν’ αποκτήσει η Τσαμουριά και εδαφικό χώρο. Θα το δούμε παρακάτω αυτό.
Το «Τσάμικο έθνος», έτσι το αποκαλεί το ΙΝΕΧ τους Τσάμηδες πλέον, έχει και κυβέρνηση που αποτελείται από τους: Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς: Festim Lato, πρωθυπουργός: Ali Aliu, υπουργός εσωτερικών: Rrustem Geci, υπουργός δικαιοσύνης: Elena Kocaqi, υπουργός οικονομικών: Idajet Jajaj, υπουργός παιδείας και κοινωνικών υποθέσεων: Ilda Prifti, υπουργός εξωτερικών: Jona Mustafa, και ειδικός σύμβουλος, γραμματέας εξωτερικών και πρέσβης: Yohan Byrde, δηλαδή ο πρόεδρος του ΙΝΕΧ.
Ο εορτασμός σε αλβανικό έδαφος για την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς έγινε στις 30 Σεπτεμβρίου 2017 στον Αυλώνα. Εκεί παρουσίασαν το σύνταγμα και την κυβέρνηση. Κατά την διάρκεια της τελετής οι Τσάμηδες κρατούσαν αλβανικές, ολλανδικές, αυστριακές και αμερικάνικες σημαίες. Στον Αυλώνα, η Ολλανδή επιχειρηματίας Mary van Soomeren έγινε τιμητικά πολίτης της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς. Η ίδια παρίστατο στην εορταστική τελετή για να υποστηρίξει τους Τσάμηδες.
Μετά απ’ αυτά, στις 3 Οκτωβρίου 2017, ο πρόεδρος Τσαμουριάς και πρώην μαχητής του Ουτσεκά F. Lato, έγινε επισήμως αναγνωρισμένος διπλωμάτης με τον τίτλο του Διευθυντού υποθέσεων Δυτικών Βαλκανίων, παραλαμβάνοντας ανάλογη διπλωματική κάρτα. Η κάρτα του είναι αποδεκτή, όπως αναγράφεται σ’ αυτή, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Μας είπαν τελευταία ότι ο Γιούγκερ ήλθε στα Δυτικά Βαλκάνια. Θα πρέπει σιγά-σιγά να εξοικειωνόμαστε με τους νέους όρους. Διπλωμάτης στα Δυτικά Βαλκάνια είναι ο πρόεδρος της Τσαμουριάς. Μετά την διπλωματική κάρτα ο Festin Lato παρέλαβε στις 13 Φεβρουαρίου 2018 και την κάρτα ελευθέρας εισόδου στο Ευρωκοινοβούλιο, ώστε να μπορεί να συναντάται ελεύθερα με ευρωπαίους αξιωματούχους.
Φυσικά, μετά απ’ όλ’ αυτά ο πρόεδρος της Τσαμουριάς συναντήθηκε με υψηλόβαθμους του ΟΟΣΑ, της Κομισιόν κλπ, προωθώντας πλέον τα θέματα της Τσαμουριάς. Πολλά θα γίνουν εν αγνεία μας μέχρι την επίσκεψη του Τσίπρα στην Αλβανία, όπου δεν θα συναποφασίσουν με τον αλβανό πρωθυπουργό μόνο για την ΑΟΖ.
Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι ο πρώην πολεμιστής του Ουτσεκά και νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσαμουριάς F. Lato, ετοιμάζει και τον στρατό του, που δεν είναι άλλος από τον επονομαζόμενο Ουτσετσέ (UÇÇ) που σημαίνει «Απελευθερωτικός Στρατός Τσαμουριάς». Ο ίδιος έχει φωτογραφηθεί φορώντας την στρατιωτική στολή του Ουτσετσέ, αλλά και επιθεωρώντας στρατιωτικά αγήματα του Ουτσετσέ. Η δε εκτίμησή του προς τις ΗΠΑ, λόγω της βοήθειας που προφανώς του παρέχουν, είναι ολοφάνερη επειδή πάντοτε μαζί με την σημαία της Τσαμουριάς έχει και αυτή των ΗΠΑ.
Για το τέλος… Η Δημοκρατία της Τσαμουριάς πέραν των άλλων, πρέπει να έχει και γη. Πρέπει να υφίσταται και σε έδαφος. Γι αυτό το καίριο θέμα δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα από κανέναν. Υπάρχει όμως κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό, για την Ελλάδα μας, στην επίσημη ιστοσελίδα της «Δημοκρατίας της Τσαμουριάς». Στην στήλη που γράφουν τα δικαιώματα που θέλουν ν’ αποκτήσουν οι Τσάμηδες, έχουν δώσει ήδη όνομα στην «επικράτεια» στην οποία υπάρχουν Τσάμηδες. Την «επικράτειά» τους την ονομάζουν από τώρα «Ελληνο-τσάμικη συνομοσπονδία»! Άκου! «Ελληνο-τσάμικη συνομοσπονδία»! Ή αυτοί που το έγραψαν δεν ξέρουν τι τους γίνεται ή εμείς δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Πολύ γρήγορα όμως θα το μάθουμε.
Πέρα από τα ελληνικά εδάφη, οι Τσάμηδες διεκδικούν και εδάφη των Σκοπίων, πράγμα που σημαίνει ότι η επίλυση αυτών των διαφορών, μάλλον θα γίνει με πόλεμο. Και κάτι άλλο. Θα φανεί σε λίγο γιατί οι ευρωπαίοι σύμμαχοί μας επιμένανε τόσο πολύ στην διοικητική διαίρεση της Ελλάδος με το σχέδιο «Καλλικράτης» ώστε να μας «σώσουν» με τα μνημόνια. Όλα, μα όλα, γίνονται βάσει ενός πολύ καλού σχεδιασμού.
Το πρόβλημα της Τσαμουριάς θα προστεθεί μαζί μ’ όλα τ’ άλλα προβλήματα που ήδη, όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και γιγαντώνονται. Η Ελλάς δέχεται γενική επίθεση αυξανόμενης έντασης. Πρέπει να φανούμε δυνατοί και ενωμένοι όσο ποτέ άλλοτε για ν’ αντιμετωπίσουμε αυτό που από χρόνια μας ετοιμάζουν και πλησιάζει στην κορύφωσή του.
Πέρα ἀπὸ τὴν ἐκγύμνασι τοῦ νοῦ σου πρέπει νὰ κυβερνήσῃς καὶ τὴν θέλησί σου μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἀφήσῃς νὰ στρέφεται πρὸς τὶς ἐπιθυμίες της, καὶ ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνῃ ὅλη ἕνα μὲ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ σκέψου καλὰ ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετό σε σένα αὐτὸ μόνο, τὸ νὰ θέλῃς καὶ νὰ ζητᾷς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἀκόμη, καὶ τὸ νὰ θέλῃς, ὡς κινούμενος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ γιὰ μόνο τὸ τέλος, νὰ ἀρέσῃς σ᾿ αὐτὸν καθαρά. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ἔχουμε μεγαλύτερη φιλονεικία μὲ τὴ φύσι, παρὰ γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω ποὺ ἔχουμε πεῖ. Ἐπειδὴ ἡ φύσις μας παρεκλίνει μόνη της τόσο πολύ, ποὺ σὲ ὅλα τὰ πράγματα, μερικὲς φορὲς ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ τὰ πνευματικά, ζητᾷ τὴν ἀνάπαυσί της καὶ τὴν εὐχαρίστησί της καὶ ἀπὸ αὐτό, σὰν τελείως ἀνυποψίαστα, τρέφεται μὲ λαχτάρα σὰν ἀπὸ τροφή.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν μᾶς προσφέρωνται τὰ πνευματικά, ἀμέσως τὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τὰ βλέπομε ὄχι ὅμως παρακινημένοι ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ γιὰ μόνον τὸ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνη τὴν εὐχαρίστησι καὶ τὴν χαρά, ποὺ προέρχεται σὲ μᾶς, θέλοντας ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ὁποία πλάνη εἶναι τόσο περισσότερη κρυμμένη, ὅσο εἶναι ἀπὸ μόνο του καλύτερο καὶ πνευματικώτερο ἐκεῖνο ποὺ θελήσαμε. Γιατὶ δὲν φθάνει μόνον τὸ νὰ θέλουμε ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ τὰ θέλουμε, καθὼς καὶ ὅταν καὶ ὅπως καὶ γιατὶ ἐκεῖνος τὰ θέλει (1), ὥστε καὶ στὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ Θεό, συνήθως βρίσκονται σ᾿ αὐτὸ πολλὲς ἀπάτες τῆς δικῆς μας ἀγάπης, δηλαδὴ τῆς φιλαυτίας. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀποβλέπουμε περισσότερο στὸ δικό μας συμφέρον καὶ καλό, παρὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ μόνο τὴν δόξα του, εὐαρεστεῖται καὶ θέλει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε, νὰ τὸν ἐπιθυμοῦμε καὶ νὰ τοῦ κάνουμε ὑπακοὴ ὅπως εἴπαμε πρίν.
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, γιὰ νὰ φυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὸ τὸν δεσμό, ποὺ ἐμποδίζει τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ γιὰ νὰ προκόψῃς στὸ νὰ θέλῃς καὶ νὰ κάνῃς κάθε σου πρᾶξι γιὰ μόνο τὸ θέλημα καὶ τὴ δόξα καὶ εὐαρέστησι τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ ὑπηρετῇς μόνον αὐτὸν (ὁ ὁποῖος, σὲ κάθε μας πρᾶξι καὶ λογισμό, θέλει νὰ εἶναι μόνος αὐτός, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος) χρησιμοποίησε αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ὅταν πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσῃς καμμιὰ πρᾶξι, τὴν ὁποία θέλει ὁ Θεός, ἡ ὁποία εἶναι ἁπλὰ καλή· μὴ στρέφῃς τὴν ἐπιθυμία σου ἀμέσως στὸ νὰ τὴν θέλῃς, ἂν πρῶτα δὲν ὑψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεό, νὰ δῇς ἂν εἶναι καὶ θέλημα δικό του τὸ νὰ τὴν θελήσῃς καὶ ἂν αὐτὸς ἔτσι θέλῃ καὶ ἂν μέσα ἀπὸ αὐτὴ ἀρέσεις σὲ αὐτὸν μόνο. Καὶ ὅταν σκεφθῇς ὅτι ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεία θέλησι εἶναι παρακινημένη ἡ δική σου κλίσις, τότε νὰ θέλῃς τὴν πρᾶξι ἐκείνη καὶ νὰ τὴν πραγματοποιῇς, γιατὶ τὴν θέλει ὁ Θεὸς καὶ εἶναι γιὰ μόνο τὴν δόξα καὶ τὴν ὑπακοή του.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅταν θέλῃς νὰ ἀποστραφῆς ἐκεῖνο ποὺ δὲν θέλει ὁ Θεός, δηλαδὴ τὸ κακό, μὴν τὸ ἀποστραφῆς ἀμέσως, ἂν πρῶτα δὲν προσηλώσῃς τὸ βλέμα τοῦ νοῦ σου στὴν θεία του θέλησι, ἡ ὁποία θέλει νὰ τὸ ἀποστραφῆς γιὰ νὰ ἀρέσῃς σὲ αὐτόν. Γιατὶ ἡ ἀπάτη τῆς φύσεως εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι σὲ λίγους γνωστή, ἐπειδὴ αὐτὴ ἀναζητάει κρυφὰ τὸν ἑαυτό της πάντα· καὶ πολλὲς φορὲς κάνει νὰ φαίνεται σὲ μᾶς, ὅτι ὁ δικός της σκοπὸς εἶναι νὰ ἀρέσουμε μόνο στὸν Θεό, ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι ἡ ἀλήθεια.
Γι᾿ αὐτὸ συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ νομίζουμε ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε, ἢ δὲν θέλουμε γιὰ δικό μας συμφέρον ὅτι τὸ θέλουμε ἢ δὲν τὸ θέλουμε γιὰ νὰ ἀρέσουμε μόνο καὶ μόνο στὸ Θεό. Λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε αὐτὴν τὴν ἀπάτη, ἡ καθ᾿ ἑαυτοῦ θεραπεία εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ νὰ ἀποβάλλουμε τὸν παλιὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ ντυθοῦμε τὸν νέο (καὶ σὲ αὐτὸ προσανατολίζεται ὅλος αὐτὸς ὁ πόλεμος).
Ὄμως, γιὰ νὰ σὲ μάθω τὴν τέχνη νὰ κάνῃς αὐτό, ἄκουσε. Στὴν ἀρχὴ κάθε σου πράξεως πρέπει νὰ βγῆς ὅσο μπορεῖς, ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ νὰ μὴ θελήσῃς οὔτε νὰ κάνῃς οὔτε νὰ ἀποστραφῆς κανένα πρᾶγμα, ἂν πρῶτα δὲν καταλάβης ὅτι παρακινεῖσαι καὶ παρασύρεσαι σὲ αὐτό, ἀπὸ μόνο τὴν ἁπλὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα τὰ ἐξωτερικά, καὶ μάλιστα στὰ ἐσωτερικά της ψυχῆς, δὲν μπορῇς νὰ αἰσθάνεσαι ἐνεργεία πάντα αὐτὴ τὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ παρακίνησι καὶ εὐαρέστησι (2) τουλάχιστον νὰ ἔχῃς τὴν εὐχαρίστησι νὰ τὴν ἔχῃς δυνάμει· δηλαδή, νὰ ἔχῃς ἐσὺ πάντα ἀπὸ μόνος σου ἄποψι ἀληθινή, νὰ ἀρέσῃς μόνο στὸν Θεό σου σὲ κάθε σου ἔργο.
Στὰ ἔργα ὅμως ποὺ θὰ κρατήσουν κάποιο διάστημα, ὄχι μόνο στὴν ἀρχὴ εἶναι καλὸ νὰ παρακινῇς τὸν ἑαυτό σου σὲ αὐτὴ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ ἕως τέλους ἔχεις χρέος νὰ φροντίζεις νὰ ἀνανεώνεις πολλὲς φορὲς αὐτὴ μὲ τὴν ὑπενθύμηση γιατὶ (3), ἂν δὲν κάνεις ἔτσι, κινδυνεύεις νὰ μπλεχτεῖς πάλι στὸ δεσμὸ τῆς φυσικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ὁποία, μὲ τὸ νὰ παρεκλίνει περισσότερο στὸν ἑαυτό της παρὰ στὸ Θεό, συνηθίζει πολλὲς φορὲς μὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου, νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀλλάζουμε ἀστόχαστα τὰ πράγματα καὶ νὰ μεταβάλουμε τὰ τέλη καὶ τοὺς πρώτους σκοπούς μας.
Ὁπότε, ὅποιος δὲν προσέχει καλὰ σ᾿ αὐτό, ἀρχίζει πολλὲς φορὲς νὰ κάνῃ κανένα ἔργο, μὲ σκοπὸν γιὰ νὰ ἀρέσῃ μόνο στὸν Κύριό του· ἀλλ᾿ ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ ὀλίγο, ὁδηγεῖται χωρὶς νὰ τὸ καταλαλάβη, νὰ τοῦ ἀρέσῃ καὶ αὐτοῦ αὐτὸ μὲ τὴν δική του θέλησι, ἔτσι ποὺ λησμονεῖ τὸ θεῖο θέλημα· καὶ δένεται τόσο πολὺ μὲ τὴν εὐχαρίστησι ἐκείνου τοῦ ἔργου, ποὺ ἂν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν ἐμποδίσῃ μὲ κάποια ἀσθένεια ἢ μὲ πειρασμὸ δαιμόνων καὶ ἀνθρώπων ἢ μὲ ἄλλο μέσο κανενὸς κτίσματος, αὐτὸς συγχίζεται ὁλόκληρος καὶ ταράσσεται καὶ μερικὲς φορὲς κατακρίνει τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον, ὅτι τοῦ στάθηκαν ἐμπόδιο (γιὰ νὰ μὴν πῶ πὼς γογγύζει καὶ κατὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ καμμία φορά), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο ὁλοφάνερο, ὅτι ἡ κρίσις του δὲν ἦταν ὅλη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν σάπια καὶ διεφθαρμένη ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κινεῖται γιὰ μόνο τὸ θέλημα καὶ τὴν εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ, δὲν προτιμᾷ περισσότερο τὸ ἕνα ἔργο ἀπὸ τὸ ἄλλο, οὔτε ἂν εἶναι τὸ ἕνα εἶναι ὑψηλὸ καὶ μεγάλο, καὶ τὸ ἄλλο ταπεινὸ καὶ μικρὸ ἀλλὰ ἐξ ἴσου θέλει καὶ τὰ δυό, γιατὶ εἶναι ἀρεστὰ στὸ Θεὸ γιὰ τὸ καιρὸ ἢ γιὰ τὴ μέθοδο ἢ γιὰ ἄλλη κάποια περίστασι ποὺ ἐκεῖνος μόνος γνωρίζει· ὁπότε αὐτός, εἴτε τὸ σημαντικὸ καὶ μεγάλο ἔργο παίρνει στὰ χέρια του, εἴτε τὸ ταπεινὸ καὶ μικρό, μένει τὸ ἴδιο εἰρηνικὸς καὶ ἀναπαυμένος· γιατὶ μὲ κάθε τρόπο ἀπολαβάνει τὸ σκοπό του, ποὺ ἦταν νὰ φανῆ εὐάρεστος στὸ Θεὸ σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο. «Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγωνιζόμαστε μὲ ζῆλο, γιὰ νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι στὸν Θεό, εἴτε μείνουμε στὸ σῶμα, εἴτε φύγουμε ἀπὸ αὐτό» (Β´ Κορινθ. 5,9). Ὁπότε, ἀγαπητέ, ἂς εἶσαι πάντα προσεκτικὸς καὶ συνεσταλμένος στὸν ἑαυτό σου καὶ προσπάθησε νὰ κατευθύνῃς τὶς πράξεις σου σὲ αὐτὸν τὸν τελικὸ σκοπό.
Ἐὰν πάλι καὶ καμιὰ φορὰ παρακινηθῇς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς σου νὰ κάνῃς τὸ καλὸ γιὰ νὰ ἀποφύγης τοὺς τόπους τιμωρίας καὶ γιὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Παράδεισο, μπορεῖς ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ νὰ σκεφτεῖς γιὰ τελευταῖο σκοπό σου τὴν εὐαρέστησι καὶ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μπῆς στὴ βασιλεία του καὶ νὰ μὴν πᾶς στὸν Ἅδη. Αὐτὴ τὴν αἰτία, δηλαδὴ τὸ τέλος, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίσῃ κανεὶς σωστά, πόση ἐξουσία καὶ δύναμι ἔχει.
Γιατὶ ἕνα ἔργο, ἂς εἶναι πολὺ ταπεινό, ἂς εἶναι πολὺ μικρό, ὅμως ὅταν γίνεται μὲ σκοπὸ γιὰ νὰ ἀρέσῃ μόνο στὸ Θεὸ καὶ στὴ δόξα του, ἀξίζει ἀπείρως περισσότερο (γιὰ νὰ πῶ ἔτσι), ἀπὸ ἄλλα πολλὰ ἔργα σπουδαῖα, ἔνδοξα καὶ πολὺ μεγάλα, ποὺ γίνονται χωρὶς αὐτὸ τὸ σκοπό· ἔτσι κοντὰ στὸ Θεὸ περισσότερο εὐχάριστο εἶναι ἕνα μόνο λεπτό· ὅταν τὸ δώσῃς σὲ ἕνα φτωχό, γι᾿ αὐτὴ μόνη τὴν αἰτία γιὰ νὰ ἀρέσῃς στὴ Θεία του μεγαλωσύνη, παρὰ τὸ νὰ ξεγυμνωθῇς ἀπὸ ὅλα τὰ πολλὰ ὑπάρχοντά σου, ὅταν τὸ κάνῃς μὲ κάποιον ἄλλο σκοπὸ καὶ ἂν τὸ κάνῃς γιὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὰ οὐράνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι σκοπὸς ὄχι ἁπλὰ καλός, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐπιθυμητός. Αὐτὴ ἡ ἐξάσκησις τὴν ὁποία πρέπει νὰ κάνῃς σὲ κάθε σου πρᾶξι, τὸ νὰ ἔχῃς δηλαδὴ ἕνα σκοπό, νὰ ἀρέσεις μόνον στὸ Θεό, ἡ ἄσκησις λέω αὐτή, καὶ στὴν ἀρχὴ θὰ σοῦ φανῆ δύσκολη, ὅμως μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ σοῦ γίνῃ εὔκολη, ἕνα μὲν ἀπὸ τὴν χρησιμοποίησι τῆς ὑποθέσεως καὶ ἄλλο δέ, ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιθυμῇς πάντα τὸ Θεὸ καὶ γι᾿ αὐτὸν νὰ ἀναπνέῃς μὲ ζωντανὴ διάθεσι τῆς καρδιᾶς σου, σὰν σὲ τελειότατο καὶ μοναδικὸ ἀγαθό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιο γιὰ μόνο τὸν ἑαυτό του νὰ ἀναζητῆται ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ ὑπηρετῆται καὶ νὰ ἀγαπᾶται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο.
Αὐτὸς ὁ λογαριασμὸς τῆς ἄπειρης ἀξιομισθίας τοῦ Θεοῦ, ὅσο γίνεται πιὸ πολὺ βαθὺς καὶ πιὸ πολὺ συνεχῶς, τόσο θὰ εἶναι καὶ πιὸ πολὺ θερμὲς καὶ συνεχεῖς οἱ παραπάνω ἀναφερόμενες πράξεις τῆς θελήσεώς μας. Καὶ ἔτσι, πιὸ πολὺ εὐκολώτερα καὶ γρηγορότερα θὰ ἀποκτήσουμε τὴν συνήθεια νὰ κάνουμε κάθε μας πρᾶξι μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ εὐχαρίστησι τοῦ Δεσπότου ἐκείνου, ποὺ μόνος εἶναι ἄξιος νὰ ἀγαπᾶται. Τελευταῖα, ἂν θέλῃς νὰ καταλάβης ἂν ὁ Θεὸς σὲ παρακινῇ σὲ κάθε σου πρᾶξι, πρέπει νὰ ζητήσῃς αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θερμὴ προσευχή, παρακαλώντας τον νὰ σοῦ προσθέσῃ ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴ χάρι κοντὰ στὶς ἄλλες ἀναρίθμητες εὐεργεσίες καὶ χάρες ποὺ σοῦ ἔκανε καὶ σοῦ κάνει συνέχεια, γιὰ μόνον τὴν ἀγάπη καὶ χωρὶς κανένα κέρδος δικό του.
1. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλλει νὰ δοκιμάζουμε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ τὸ εὐάρεστο καὶ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τέλειο. «Νὰ μεταμορφώνεσθε συνέχεια πρὸς τὸ καλό… γιὰ νὰ διακρίνετε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ καλὸ καὶ ἀρεστὸ στὸν Θεὸ καὶ τέλειο» (Ρωμ. 12,2). Ἐπειδὴ ἐὰν μία μόνο περίστασι λείπει ἢ ἂν μὲ ὅλη τὴν προαίρεσι καὶ δύναμί μας δὲν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀτελὲς καὶ ἐλιπὲς αὐτὸ καὶ γίνεται καὶ ὀνομάζεται.
2. Τὸ νὰ αἰσθανώμαστε ἐνεργὴ τὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ παρακίνησι, αὐτὸ γίνεται ἢ μὲ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ νοερὴ φώτισι, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτεται στοὺς καθαροὺς τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα θεωρητικά, ἢ μὲ ἐσωτερικὴ ἔμπνευσι τοῦ Θεοῦ μὲ λόγο· ἢ μὲ ἄλλες ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος ποὺ ἐνεργοῦνται στὴν καθαρὴ καρδιά, τὰ ὁποῖα εἶναι μία ζεστασιὰ ποὺ δίνει ζωή, μία χαρὰ ἄρρητη, σκιρτήματα πνευματικά, κατάνυξι, καρδιακὰ δάκρυα, θεία ἀγάπη καὶ τὰ ἄλλα θεοφιλῆ καὶ μακάρια πάθη, τὰ ὁποῖα πετυχαίνονται ὄχι μὲ τὴν θέλησι τὴ δική μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἑτεροκίνητα καὶ παθητικά· μέσα ἀπὸ τὴν αἴσθησι λοιπὸν αὐτῶν ὅλων πληροφορούμαστε, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶμε νὰ κάνουμε εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προτύτερα ὅμως ἀπὸ αὐτά, ἔχουμε χρέος γιὰ τὸ θέμα μας νὰ κάνουμε πρὸς τὸν Θεὸ θερμότατη καὶ καθαρὴ προσευχὴ καὶ μία φορὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορές.
3. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔγραφε: «Πρόσεχε καὶ στὴν πρόθεσι· (δηλαδὴ την προαίρεσί σου) μὲ ἀκρίβεια ἐρεύνα κάθε ὥρα ποὺ κίνει· ἐάν κάθεσαι ἠσυχάζοντας κατὰ Θεόν, γι᾿ αὐτὸ τὸ καλὸ ἢ γιὰ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια, εἴτε ψάλλεις εἴτε μαλετᾶς, εἴτε προσεύχεσαι, εἴτε ἐργαζόμενος κάποια ἀρετὴ γιὰ νὰ μὴ συλληφθῇς χωρὶς νὰ ξέρῃς τί κάνεις» (Κεφ. ιβ´. Φιλοκαλ.).
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 5η Μαρτίου 2018.
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΒΛΑΣΦΗΜΗ, ΚΑΚΟΓΟΥΣΤΗ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Έγινε πλέον «θεσμός», σε κάθε μεγάλη εορτή, ή ιερή περίοδο, να προσβάλλεται βάναυσα την πίστη μας, με τις λοιδορίες των οσίων και ιερών προσώπων της Εκκλησίας μας. Με το άνοιγμα του ιερού Τριωδίου και την έναρξη της πνευματικής μας πορείας προς το Άγιο Πάσχα, ανασύρθηκε από τα σκονισμένα ντουλάπια το ανιστόρητο, κακόγουστο και βλάσφημο μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar» (Ιησούς Χριστός Σούπερ Σταρ) και ανέβηκε ως θεατρική παράσταση σε θέατρο των Αθηνών. Μάλιστα, όπως ανακοινώθηκε, η παράσταση θα παίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, την Μεγάλη Εβδομάδα και την Πασχάλια περίοδο, μέχρι τα τέλη Απριλίου!
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι «Το "Jesus Christ Superstar", η πασίγνωστη ροκ όπερα σε μουσική του Andrew Lloyd Webber και λιμπρέτο του Tim Rice, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1970 σε LP, με θέμα την τελευταία εβδομάδα της ζωής του Ιησού – από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα μέχρι και την Σταύρωση – σε μια τελείως καινούργια και τολμηρή προσέγγιση του Θείου δράματος, απελευθερωμένη από την εκκλησιαστική "μεταφυσική" και επικεντρωμένη στην ανθρώπινη – και αληθινή – πλευρά των πρωταγωνιστών της». «Η ιστορία του "Jesus Christ Superstar" ξεκίνησε το 1969, όταν οι νεότατοι – εικοσάρηδες – και άγνωστοι τότε Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, συνέθεσαν μια από τις πιο γνωστές όπερες στην ιστορία της ροκ μουσικής. Η πρώτη ιδέα ήταν να δώσουν το ρόλο του Χριστού στον Τζον Λένον, με τον οποίον ήρθαν σε επαφή. Ο Λένον είδε θετικά την πρόταση, αλλά έθεσε ως όρο της συμμετοχής του στην ηχογράφηση, την παρουσία της Γιόκο Όνο ως Μαρίας Μαγδαληνής» (Πηγή: news247.gr /eidiseis/psixagogia/music/ o- ihsous-twn-loyloydiwn. 618962.html).
Στο θεατρικό αυτό δρώμενο κακοποιείται βάναυσα η ιστορική πραγματικότητα και ανατρέπεται ολόκληρη η χριστιανική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Επαναλαμβάνεται η εδώ και αιώνες γνωστή πολεμική κατά της Θεότητος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και του απολυτρωτικού Του έργου. Επιχειρείται να απομειωθεί η πίστη της Εκκλησίας προς το πανάγιο πρόσωπο του Κυρίου μας, να κλονιστεί η αγάπη και η αφοσίωση των πιστών προς Αυτόν και το έργο Του, να απαξιωθούν τα άγια και ιερά πρόσωπα, όπως της Παναγίας και των αγίων Αποστόλων, να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία των βιβλικών κειμένων και να προβληθεί ο κοσμικός «ορθολογισμός», στον οποίο δεν χωρούν «μεταφυσικές προσεγγίσεις».
Πιο συγκεκριμένα ο Χριστός παρουσιάζεται, ως ένας «μοντέρνος»νέος, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των περιθωριακών χίπηδων της δεκαετίας του 1960 – 70. Ως ένας «ανατρεπτικός» νέος, ο οποίος εναντιώθηκε στο «σύστημα» της εποχής του, αλλά συνεχίζει να «εναντιώνεται» και στο «σύστημα» της εποχής μας και ο οποίος δεν δέχεται περιορισμούς. Ο «επαναστάτης Ιησούς» της παράστασης «ανατρέποντας» το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του, ανατρέπει, (σύμφωνα με το σενάριο που έπλασε με τη φαντασία του ο σκηνοθέτης), τους ηθικούς κώδικες, όπως οι «ανατρεπτικοί» χίπηδες της εποχής που γράφηκε το μιούζικαλ. Όπως δηλαδή οι χίπηδες δεν είχαν αναστολές, έτσι και ο «Ιησούς» παρουσιάζεται, ως ένας από αυτούς, ο οποίος κυριαρχείται από ανθρώπινα πάθη και ικανοποιεί τα ταπεινά του ορμέμφυτα. Φέρεται να έχει σχέσεις με την Μαρία τη Μαγδαληνή. «Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να φρικάρει εκκλησίες και παπάδες, αλλά οι Webber και Rice το χόντρυναν και άλλο, βάζοντας δίπλα στον Ιησού την Μαρία Μαγδαληνή. Όχι στα γόνατα ως πόρνη να ζητάει συγχώρεση, ούτε πίσω του ως γυναίκα που πρέπει να αντιληφθεί τη θέση της, αλλά δίπλα του. Ως σύντροφο και έμπιστη που προσπαθεί να τον βοηθήσει, να τον ερμηνεύσει και να τον αγαπήσει, όπως όταν στο "I don’t know how to love him" τραγουδάει τον έρωτά της για τον Ιησού που "είναι άντρας, είναι απλά ένας άντρας και είχα πολλούς άντρες μέχρι τώρα", κλείνοντας με τους στίχους "τον θέλω τόσο, τον αγαπώ πολύ". Ντελίριο "ασέβειας"!»! (όπου ανωτ.).
Το αξιοθρήνητο, για την πίστη της Εκκλησίας μας πρόσωπο του προδότη Ιούδα μεταλλάσσεται στο έργο. Δεν προβάλλεται ως προδότης, αλλά ως ένας αγνός ιδεαλιστής επαναστάτης! «Στο έργο των Webber & Rice κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ιούδας, για πρώτη φορά είναι η δική του σκοπιά που μετράει και όχι αυτή των Γραφών. Ο ανυπόμονος επαναστάτης, ανατρεπτικός ιδεαλιστής, κοινωνικά ευαίσθητος – και καθόλου τυχαία μαύρος στην ταινία του Jewison – Ιούδας δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον εκκλησιαστικό "προδότη" που πλήρωσε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός αποδιοπομπαίου τράγου, όταν στηνόταν στα Ευαγγέλια το "αφήγημα" της καινούργιας θρησκείας, με απώτερο σκοπό να ξεχωρίσει μια κι έξω η ανθρώπινη και άρα αμαρτωλή φύση, από τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού» (όπου ανωτ.). Πλήρης ανατροπή της ιστορικής αλήθειας και διαστροφή της πίστεως της Εκκλησίας μας. Ο Ιούδας, είναι ο διαχρονικά αγαπημένος «ήρωας» των εχθρών του Χριστού, διότι είναι αυτός ο οποίος έπαιξε κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράδοση του Κυρίου μας στο σταυρικό θάνατο. Ιδού γιατί ωραιοποιείται στο βλάσφημο μιούζικαλ. Ιδού γιατί το έργο αυτό είναι πέρα για πέρα αντίχριστο!
Σ’ ολόκληρο το έργο, από την αρχή μέχρι το τέλος, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει την αγωνιώδη και εργώδη προσπάθεια του σκηνοθέτου να απογυμνώσει το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μας από τη θεία Του φύση και να τον παρουσιάσει ως έναν απλό άνθρωπο. Να τον εξισώσει με τους διάφορους διαχρονικούς ιδρυτές θρησκειών, φιλοσόφων και κοινωνικών αναμορφωτών, ώστε να πάψει να θεωρείται ο σωτήρας και λυτρωτής του κόσμου. «Στο "Jesus Christ Superstar" δεν έχει θέση ο Υιός του Θεού, αλλά ο συναισθηματικός και "ανθρώπινα" ανασφαλής Ιησούς που δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τους καρπούς της διδασκαλίας του, πέφτοντας στην παγίδα ενός "ανθρώπινου" ναρκισσισμού, που τον παρασύρει σε λανθασμένες επιλογές και "ανθρώπινες" αδυναμίες». «Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το έργο σταματάει στη Σταύρωση. Δεν υπάρχουν αποκαθήλωση και ταφή, αλλά πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει Ανάσταση. Ο συμβολισμός είναι κάτι περισσότερο από φανερός και ευθύς: ο τελευταίος σταθμός είναι ο θάνατος, αυτή είναι η ανθρώπινη κατάληξη. Τα παρακάτω περισσεύουν ή απλά δεν ενδιαφέρουν. Αυτή η ωμή "παράλειψη" χαρακτηρίστηκε από πολλές Εκκλησίες ως βλασφημία» (όπου ανωτ.).
Η θεατρική παράσταση, όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από πληθώρα πιστών, (κληρικών και λαϊκών), οι οποίοι διαμαρτύρονται σε κάθε παράσταση, έξω από το θέατρο. Αλλά η δικαιολογημένη αυτή αντίδραση ενόχλησε τους χριστιανομάχους, οι οποίοι και πάλι επετέθησαν με πρωτοφανή μανία και μίσος με τις γνωστές κατηγορίες του «σκοταδισμού», του «μεσαιωνισμού», της «μισαλλοδοξίας», του «φανατισμού», κλπ. Μόνο οι διαμαρτυρίες των πιστών ενοχλούν, όχι όμως και των «προοδευτικών», και ας συνοδεύονται συχνά με βανδαλισμούς και καταστροφές! Οι «δημοκρατικές» τους ευαισθησίες δεν αγγίζουν τους ορθοδόξους πιστούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται για την πίστη τους, διότι οι ίδιοι δεν πιστεύουν! Όταν όμως θιγεί στο ελάχιστο η πίστη αιρετικών, ή αλλοθρήσκων, «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους» και κατεβαίνουν στο πεζοδρόμιο να τους υπερασπίσουν!
Λαλίστατοι κληρικοί όλων των βαθμών, για άλλα θέματα, δεν ύψωσαν την παραμικρή φωνή διαμαρτυρίας. Ελάχιστοι μόνον επίσκοποι ήρθαν να σπάσουν τη συνοδική σιγή, μεταξύ των οποίων και ο σεπτός ποιμενάρχης μας, ο οποίος δημοσίευσε θαρραλέα Εγκύκλιο και υπέβαλλε μήνυση κατά των συντελεστών της βλάσφημης θεατρικής παράστασης. Όπως παρατηρεί στην μηνυτήρια αναφορά του «η παραπάνω θεατρική παράσταση περιλαμβάνει πράξεις και εκδηλώσεις χλευασμού, φράσεις απρεπείς και προσβλητικές κατά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και γενικά κατά της επίσημης, συνταγματικά κατοχυρωμένης, θρησκείας της χώρας μας, της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».Το ίδιο έκαμαν και οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Κυθήρων κ. Σεραφείμ και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίας.
Εκφράζουμε την πικρία μας για την νέα αυτή ενορχηστρωμένη και πολύ έξυπνα «στημένη» προσπάθεια κατασπιλώσεως του αρχηγού της πίστεώς μας Ιησού Χριστού, έχουμε συνηθίσει άλλωστε σε τέτοιου είδους ενέργειες από πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν. Δηλώνουμε παράλληλα πως δεν εκφράζουμε κανενός είδους μίσος προς τους παραγωγούς και εν γένει τους συντελεστές του θεατρικού αυτού εκτρώματος, ούτε βέβαια προς τους ηθοποιούς, οι οποίοι χάριν του χρηματικού κέρδους δέχθηκαν να γίνουν μιμητές των στρατιωτών του Πιλάτου, οι οποίοι ενέπαιξαν και χλεύασαν τον Χριστό με τον ακάνθινο στέφανο, την κόκκινη χλαμύδα και τον κάλαμο. Προσευχόμαστε, (πρέπει να προσευχόμαστε), για όλους αυτούς, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι συνειδητά, ή ασυνείδητα, γίνονται όργανα του αντιθέου διαβόλου και των επί γης οργάνων του, για την ματαίωση του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου μας.
Τελειώνουμε με ένα καίριο ερώτημά μας: Οι παράγοντες της βλάσφημης αυτής παράστασης, (επιχειρηματίες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, κλπ.), θα αποτολμούσαν να ανεβάσουν παρόμοια παράσταση για τον Μωάμεθ; Προφανώς δεν χρειάζεται απάντηση στο ερώτημά μας, διότι είναι αυτονόητη!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς
Είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ανήκουν στην Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας και στο Πατριαρχείο Σερβίας. Δεν τους αναγνωρίζει ούτε η "Μακεδονική Εκκλησία" ούτε η Κυβέρνηση. Δεν τους επιτρέπει να κάνουν λειτουργίες, να έχουν Εκκλησίες και νομική μορφή. Τους κυνηγάνε με διώξεις, φυλακίσεις. Αναγκάζονται να κάνουν μυστικές λειτουργίες και κρυφά παρεκκλήσια μέσα σε φτωχά διαμερίσματα. Το οδοιπορικό του δημοσιογράφου Χρήστου Νικολαϊδη, καλεσμένου στην πρωϊνή ενημερωτική εκπομπής της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης.
Πηγή: TV100 Thessaloniki
Μια από τις μεγάλες ηγετικές προσωπικότητες –όχι μόνο ιερατικές– που ανέδειξε ο ελληνισμός ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης.
Στις 3 Μαρτίου του 1918 υπεγράφη το τρίτο μέρος της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ ανάμεσα στην μπολσεβικική Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις, τη Γερμανία και τους συμμάχους της, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νεοσύστατη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία παρέδιδε στα χέρια του αντιπάλου τεράστια εδάφη.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...