
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ
1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ
Θανάσιμα εἶναι τὰ προαιρετικά ἐκείνα ἁμαρτήματα, ὄπου φθεῖρουν, ἢ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην μόνην, ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ὁμοῦ καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀποκατασταίνουν ἐκείνον ὄπου τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως. Ταύτα τὰ καθολικώτερα εἶναι : Ἡ ὑπερηφάνια, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ γαστριμαργία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ακηδία ἤτοι ἀμέλεια. Τῆς μὲν ὑπερηφανίας ἐνέργειαι καὶ ἀποτελέσματα εἶναι ταύτα : Κενοδοξία, καύχησις, οἴησις, φιλοτιμία, ἀνυποταξία, καταγέλασις, ὑπόκρισις, τὸ πεῖσμα καὶ ἄλλα. Τῆς δὲ φιλαργυρίας ταῦτα : Πλεονεξία, ἀνε-λεημοσύνη, σκληρότης τῆς καρδίας, κλεψιά, ἀρπαγή, ψεύδος, ἀδικία, δολιότης, ἐπιορκία, σιμωνία, ἰεροσυλία, ἀπιστία, καὶ τὸ διάφορον τῶν ἄσπρων. Τῆς πορνεῖας ταύτα : Μοιχεία, ἀρσενοκοιτία, κτηνοβατία, αἰμομιξία, παιδοφθορία, παρθενοφθορία, συγκυλισμός, μαλακία, ἀναίδεια, τύφλωσις τοῦ νοός καὶ ἀθεοφοβία. Τοῦ φθόνου ταύτα : Ἐπιβουλή, ἔχθρα, χαιρεκακία, φιλονεικία, καταλαλιά, ἀπάτη, προδοσία, φόνος, ἀχαριστία, λύπη ἐπὶ τοῖς καλοῖς τοῦ φθόνουμένου. Τῆς γαστρίμαργίας ταύτα : Λαιμαργία, μέθη, ἀσωτεία, καρηβαρία, λαγνεία, ἀκηδία καὶ ἄλλα. Τοῦ θυμοῦ ταύτα : Βλασφημία, μίσος, μνησικακία, φιλονεικία, ἐπιορκία, κατάρα, ὔβρις, μάχη, διαπληκτισμός καὶ φόνος. Τῆς ἀκηδίας ταύτα : Μικροψυχία, θηλυπρέπεια, λύπη καὶ ἀγανάκτησις διὰ τὸ καλό ποὺ ἔχει νὰ κάνει, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀπόγνωσις, ἀπιστία καὶ νοθρώτης καὶ ἔλειψις τῶν καλῶν ὄπου ἐδύνατο νὰ πράξει. Σημείωσε δέ καὶ τούτο, ὅτι τὰ θανάσιμα ταύτα νοούνται ὡσάν πάθη τινὰ καὶ ἔξεις ἐριζωμέναι εἰς τὴν ψυχήν, ἀφ’ ὥν βλαστάνουν τὰ ἀνωτέρω ἀποτελέσματα. Καὶ ὅτι, ἄλλα ἐξ, αὐτῶν εἶναι μεγαλύτερα, καὶ ἄλλα μικρότερα ἄλλα εἶναι αἴτια τῶν ἄλλων, καὶ ἄλλα αἰτιατά, ὡς εἶδες, ὅτι ἀπὸ τὴν γαστριμαργία γεννάται ἡ λαγνεία, καὶ ἡ ἀκηδία καὶ ὅτι ἄλλα ἐξ αὐτῶν γεννοῦν διάφορα ἀποτελέσματα, καὶ ἄλλα γεννοῦν τὰ αὐτά, καθῶς ὁ φθόνος καὶ ὁ θυμὸς γεννοῦν τὸν φόνο καὶ τὴν φιλονεικία.
[Πηγή: Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου – σελ.15]
2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ
Συγγνωστὰ δὲ εἶναι ἐκείνα τὰ προαιρετικά ἁμαρτήματα, ὅπου δὲν φθεῖρουν τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην, μηδὲ κατασταίνουν τὸν ἄνθρωπον ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, εἰς τὰ ὁποία εἶναι ὑποκείμενοι καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, κατὰ τὸ ρητὸν τοῦ ἀδελφοθέου ''Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἄπαντες'' ( Ἰάκ-3,2). Καὶ τὸ τοῦ Ἰωάννου «Ἐὰν εἴπωμεν, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἐαυτοὺς πλανώμεν» (Α΄-Ἰωάν. 1,8) καὶ κατὰ τὸν ρκέ, ρκστ', ρκζ', κανόνα τῆς ἐν Καθαργενή. Ταύτα δέ εἶναι κατὰ τὸν Κορέσιον καὶ τὸν Χρύσανθον, ὁ ἀργὸς λόγος, ἡ πρώτη κίνησις καὶ ταραχή τοῦ θυμοῦ, ἡ πρώτη κίνησις τῆς ἐπιθυμίας, ἡ πρώτη κίνησις τοῦ μίσους, τὸ παιγνιώδες ψεύδος, ὁ κατὰ πάροδον φθόνος, ἤτοι ὁ κοινῶς λεγόμενος ζῆλος, ὅστις εἶναι λύπη μικρὰ διὰ τὰ καλὰ τοῦ πλησίον, καὶ τὰ ὅμοια. Συγγνωστὰ δὲ γίνονται τὰ ἀνήκοντα εἰς τὸ σῶμα θανάσιμα ἀμαρτήματα, ὄταν ἔλθουν εἰς μόνην τὴν διάνοιαν καὶ τὸν λόγον δηλ. ἡ θανάσιμος πορνεία, ὅταν συλληφθή ἐν τῆ ἐπιθυμία καὶ διανοία ἢ καὶ λαληθεῖ δι’ αἰσχρολογίας εἶναι συγγνωστή διὸ καὶ ὁ Ἀδελφόθεος εἶπεν ''Η ἐπιθυμία συλλαβούσα, τίκτει ἁμαρτίαν, (συγγνωστὴν δηλαδὴ) ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθείσα (διὰ τοῦ σῶματος καὶ τοῦ ἔργου) ἀποκυεῖ θάνατον''. Ὁμοίως καὶ ἡ τῷ λόγῳ ἀνήκουσα θανάσιμος ἐὰν γίνει μόνον μὲ τὸν νοῦν, εἶναι συγγνωστὴ δηλ. ἡ θανάσιμος βλασφημία, ὅταν γίνεται ἐν μόνω τὸ νοῒ ἁκουσίως, εἶναι συγγνωστή. Καὶ ἀπλῶς εἰπεῖν, τὰ γινόμενα θανάσιμα εἰς τὰ κατώτερα καὶ χονδρότερα μέρη, ὅταν γίνονται εἰς τὰ ἀνώτερα καὶ λεπτότερα μέρη, εἶναι συγγνωστά.
[Πηγή: Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου – σελ.17]
3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ
Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως ὁνομάζονται ἐκεῖνα τὰ καλὰ ἔργα, ἢ λόγια, ἢ νοήματα, ὅπου ἐδύνατο τινὰς νὰ κάνει ἢ νὰ νοήσει, ὅμως ἀμέλησε καὶ δὲν τὰ ἔκανε, οὕτε τὰ εἶπε, οὕτε τὰ ἐννόησε. Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως λέγονται, καὶ ὅσα κακὰ ἐδύναντο καὶ εἴχαν τὸν τρόπον νὰ ἐμποδίσουν τινές, λόγω, ἢ ἔργω, καὶ δὲν τὰ ἐμπόδισαν• διὰ τούτο καὶ ἐπιτιμώνται παρομοίως μὲ ἐκείνους, ὅπου τὰ κάνουν, κατὰ τὸν κέ. Κανόνα τῆς ἐν Ἁγκύρα, τὸν οά. Κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου, καὶ τὸν κέ. Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ. Ἡξεύρω πολὺ καλά, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ταύτα τῆς ἐλλείψεως, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ γνωρίζουν πῶς εἶναι ὅλως ἁμαρτήματα• διότι ὁλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, ὅπου στοχάζονται διὰ ἁμαρτίαν ἄν δὲν ἔκαμαν τὴν τάδε ἐλεημοσύνη, ὅπου ἐδύναντο νὰ δώσουν εἰς τὸν πλησίον, ἢ νὰ κάνουν τὴν τόσην προσευχήν, ἡ ἄλλην ἀρετήν. Ἀλλ' ὅμως καὶ τούτο ἡξεύρω καλώτατα, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ διὰ αὐτὰ ἔχει νὰ ζητήσει λογαρια-σμὸν ἐν ἡμέρα κρίσεως. Ποιὸς μᾶς βεβαιώνει; Τὸ παράδειγμα τοῦ ὁκνηροῦ ἐκεῖνου δούλου, ὅπου εἴχε τὸ ἔνα τάλαντον, καὶ τὸ ἔχωσεν εἰς τὴν γῆ, ὁ ὁποίος κατεδικάσθει, ὅχι διατὶ ἔκαμε καμμίαν ἁμαρτίαν, ἢ ἀδικίαν εἰς τοῦτο ἀλλ' ὅτι δυνάμενος νὰ τὸ αὐξήσει, ἀμέλησε καὶ δὲν τὸ αὔξησεν. Μᾶς βεβαιώνει καὶ τὸ παράδειγμα τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, αἱ ὀποίαι κατεκρίθησαν ὅχι δι' ἄλλο, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἐλαίου. Καὶ ἡ παράστασις τῶν ἐξ ἀριστερῶν ἐστῶτων ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποίοι ἔχουν νὰ κατακριθοῦν, ὅχι διατὶ ἕκαμαν καμμία ἁμαρτία, ἀλλὰ διατὶ ἔλειψαν καὶ δὲν ἡλέησαν τὸν ἀδελφὸν τους «Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν''
[Πηγή: Ματθ-25,42, Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου σελ. 19]
ΟΙ 12 ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
1ος Βαθμὸς εἶναι, ὅταν κάνει κάποιος τὸ καλό, ὄχι δὲ καλῶς, ἀλλὰ σμίγει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό.
2ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ τελεία ἀργία τοῦ καλοῦ.
3ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ προσβολὴ τοῦ κακοῦ στὸ λογισμό.
4ος Βαθμὸς εἶναι, ὁ συνδιασμός, ἤ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό.
5ος Βαθμὸς εἶναι ἡ πάλη ποὺ γίνεται πρὶν τὴν ἁμαρτία.
6ος Βαθμὸς εἶναι ἡ συγκατάθεση νὰ γίνει ἡ ἁμαρτία.
7ος Βαθμὸς εἶναι ἡ κατὰ διάνοια ἁμαρτία ποὺ γίνεται πρὸ τοῦ ἔργου ὅπου ὁ ἄνθρωπος τυπώνει εἰς τὸν νοῦν του τὴν ἁμαρτία τόσο παστρικὰ ὠσὰν νὰ τὴν κάνει μὲ τὸ ἔργον.
8ος Βαθμὸς εἶναι, αὐτὴ ἡ πράξη καὶ κατ’ ἐνέργεια ἁμαρτία.
9ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ συνήθεια ὅταν γίνεται ἡ ἁμαρτία συχνά.
10ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μὲ βία καὶ δυναστεία ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἁμαρτάνει θέλοντα καὶ μὴ θέλοντα.
11ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἀπόγνωσις ποὺ κυριεύει τὸν ἁμαρτωλόν.
12ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ αὐτοκτονία, δηλαδὴ θανατώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑαυτοῦ του μὲ τὸ νὰ κυριεύθει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.
[Πηγή: Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου σελ. 19-20]
Πηγή: http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena
Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ μίλησε δημοσίως μὲ παρρησία γιὰ ὅσα τεκταίνονται εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας. Σὲ συνέντευξή του ποὺ παρεχώρησε στὴν ἐφημερίδα «Δημοκρατία» ἀναφέρθηκε στὶς δύο πρόσφατες ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, οἱ ὁποῖες ἀκύρωσαν τὶς ὑπουργικὲς ἀποφάσεις τοῦ πρώην ὑπουργοῦ Παιδείας κ. Φίλη γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση.
Ὁ Σεβασμιώτατος, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς δημοκρατίας, ἰσονομίας καὶ συνταγματικῆς τάξεως, καταφέρθηκε ἐναντίον τῶν δύο τελευταίων ὑπουργῶν Παιδείας, οἱ ὁποῖοι «μὲ τὸν τρόπο ποὺ νομοθετοῦν γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλληνοπαίδων» διαπράττουν ἀδικία εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀναγνωρίζουν δηλαδὴ «τὸ ἔννομο δικαίωμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τῶν Μουσουλμάνων καὶ τῶν Ἑβραίων Ἑλληνοπαίδων νὰ ἀπολαμβάνουν ἕνα ὁμολογιακὸ μάθημα, τὸ ὁποῖο συντάσσουν οἱ θρησκευτικὲς ἡγεσίες τους (…) μὲ καθοδηγητὲς καὶ διδασκάλους ποὺ ἐπιλέγουν προσεκτικά», τὴ στιγμὴ ποὺ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν ἀναγνωρίζουν τέτοιο δικαίωμα.
«Δὲν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Πολιτεία νὰ μεταχειρίζεται διαφορετικὰ τοὺς πολίτες της ὅταν ἀνήκουν στὶς μειοψηφίες, καὶ μὲ διακρίσεις εἰς βάρος τους τοὺς πολίτες ὅταν ἀνήκουν στὴν πλειοψηφία», τόνισε ὁ Σεβασμιώτατος καὶ παράλληλα φανέρωσε τὸν ἀπώτατο σκοπὸ τῆς νέας μεθοδολογίας διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν στὸ σχολεῖο: «Ἐπέρχεται μοιραῖα καὶ ἀναπόδραστα μιὰ σύγχυση, τὴν ὁποία ἐπιδιώκουν ἀσφαλῶς ὅλοι αὐτοὶ ποὺ συνέταξαν αὐτὰ τὰ ἄθλια προγράμματα, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ τὸ παιδὶ στὴν ἐκκοσμίκευση, στὸν συγκρητισμὸ καὶ στὴν ἀθεΐα». Καὶ κατέληξε: «Καταστρατηγοῦν τὰ δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καὶ φέρονται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἐμπάθεια, μίσος καὶ κακότητα».
Ἡ φωνὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Σεραφεὶμ διερμηνεύει καὶ ἀπηχεῖ ὅλων τῶν ὑγιῶς σκεπτομένων τὶς θέσεις. Ἀποροῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν μιὰ λεγόμενη δημοκρατικὴ παράταξη, ἡ ὁποία τώρα κυβερνᾶ τὸν τόπο, νὰ ἀγνοεῖ βασικὰ δικαιώματα τῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Μὲ τὶς μεθοδεύσεις της αὐτὲς μᾶς ὁδηγεῖ νὰ σκεφθοῦμε: Μήπως μόνο ἐπίχρισμα δημοκρατίας φέρει, καὶ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Μίκης Θεοδωράκης στὸ γιγαντιαῖο συλλαλητήριο γιὰ τὴ Μακεδονία ὀνόμασε «ἀριστερόστροφο φασισμό»;
Πηγή: Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μετὰ τὴν νομικὴν καὶ ἠθικὴν ἐκθεμελίωσιν τοῦ νέου συγκρητιστικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀπὸ τὴν ἀπόφασιν τῆς Ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ὁ ΚΑΙΡΟΣ ἀπεφάσισε νὰ ἐκδώση ἀνακοινωθέν, διότι ἡ σιωπὴ θὰ ἐσήμαινε καὶ παραδοχὴν τῆς ἀποτυχίας τοῦ νέου προγράμματος.
Ἐξέδωσε λοιπὸν δελτίον τύπου, εἰς τὸ ὁποῖον μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει: «Τὸ ζήτημα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν δὲν εἶναι τόσο νομικό, ὅσο πολιτικὸ (μὲ τὴν ἔννοια του τί ἄποψη ἔχουμε γιὰ τὸ σύνολο τῆς κοινωνίας) καὶ καίρια θεολογικὸ καὶ παιδαγωγικό. Τὸ ἀντικείμενο τῆς δουλειᾶς μας δὲν ἐπιτρέπει διαχωρισμούς, στεῖρες ἀντιπαραθέσεις καὶ ἠχηρὲς μὰ τόσο κενὲς περιεχομένου, γιὰ τὴ σύγχρονη ζῶσα χριστιανικὴ συνείδηση, διακηρύξεις προσήλωσης σὲ προγονικὲς ἀξίες καὶ ἀρχές, ποὺ πρέπει νὰ ἐπιβληθοῦν ἀπὸ μία δικαστικὴ ἐξουσία. Γιὰ τὸ σύλλογό μας ὁ στόχος παραμένει καὶ θὰ παραμένει, ἕνα ἀναβαθμισμένο μάθημα, ποὺ δὲν θὰ χωρίζει τοὺς μαθητὲς μέσα στὴν τάξη ἀνάλογα μὲ τὴν θρησκεία τους, ἀλλὰ θὰ τοὺς διδάσκει μαζὶ μὲ τὴ δική μας καὶ τὴ θρησκεία τοῦ διπλανοῦ τους μὲ τρόπο εὔληπτο ὅσο καὶ διακριτὸ χωρὶς νὰ συγχέει τὶς θρησκεῖες μεταξύ τους… Τὸ μάθημα ποὺ ὁραματιζόμαστε ὑπηρετεῖται καλύτερα μὲ τὸ σχεδιασμό του στὰ νέα Προγράμματα καὶ τοὺς Φακέλλους Ὑλικοῦ, ποὺ ἔτυχαν καταρχὴν ἔγκρισης ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο…».
Ἀπὸ τὸ δελτίον τύπου δύναται κανεὶς νὰ συμπεράνη τὰ ἑξῆς.
Πρῶτον, ὁ ΚΑΙΡΟΣ ἔχει ἀντιληφθῆ ὅτι τὸ ζήτημα εἶναι πολιτικόν. Ἑπομένως, ἂν εἴχαμε ἀληθῶς εὐσεβεῖς πολιτικοὺς τότε θὰ εἴχαμε καὶ ἕνα Ὀρθόδοξον μάθημα.
Δεύτερον, ἀποκηρύσσουν ὡς ἀσύμβατον μὲ τὰ θρησκευτικὰ τὴν «προσήλωση σὲ προγονικὲς ἀξίες καὶ ἀρχές». Ἐξηγεῖται ἑπομένως καὶ ἡ στάσις τοῦ ΚΑΙΡΟΥ διὰ τὰ ἐθνικά μας ζητήματα.
Τρίτον, εἶναι ἐπικριτικοὶ πρὸς τὸν θεσμὸν τῆς δικαιοσύνης. Ὅσον εἶχον οἱ ἴδιοι τὴν ἐξουσίαν, τοὺς Ὑπουργούς, ἦτο καλὴ ἡ ἐξουσία. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ Τρίτη ἐξουσία, ἡ δικαιοσύνη, δὲν τοὺς στηρίζει τώρα εἶναι δεικτικοὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνη σεβαστὴ εἰς αὐτὸν τὸν τόπον τὸ δίκαιον βάσει νόμου!
Τέταρτον, ὁμολογοῦν εὐθαρσὼς ὅτι τὸ νέον μάθημα εἶναι πολυθρησκευτικὸν καθὼς οὔτε διαχωρίζει τοὺς μαθητᾶς κατὰ τὴν πίστιν οὔτε διδάσκει τὴν θρησκείαν τοῦ καθενός, ἀλλὰ ὅλους μαζὶ ὄλας τὰς θρησκείας!
Πέμπτον, συντάσσονται μὲ τὴν ἄποψιν τοῦ κ. Κ. Γαβρόγλου ὅτι τάχα ἡ Ἱεραρχία ἐνέκρινε τοὺς φακέλλους, ἐνῶ τὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱεραρχίας τοὺς διαψεύδει.
Δὲν θὰ μᾶς ἀνησυχοῦσε τὸ δελτίον τύπου τοῦ ΚΑΙΡΟΥ καθὼς ἦτο ἀναμενόμενα ὅσα θὰ ἔγραφεν, ἐὰν ἡ γνωστὴ διὰ τὰς ἀπόψεις τῆς κ. Μαρία Ρεπούση τρεῖς ἡμέρας μετὰ δὲν ἀρθρογραφοῦσε ἐπιβεβαιώνουσα ἀπὸ τὴν πλευρὰν της τὰ ὅσα ὁ ΚΑΙΡΟΣ ὑποστηρίζει. Παραθέτομεν ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρον τῆς εἰς τὴν «Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν»:
«…στὰ θρησκευτικὰ κρίνονται πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ τὸ ἂν θὰ ἔχει ἡ δὲν θὰ ἔχει τὸ βιβλίο πληροφορίες γιὰ τὸ Ἰσλὰμ ἡ τὸν βουδισμό. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πολυπληθοῦς κοινοῦ της καὶ τὴν πολιτικὴ δύναμη ποὺ μέσα στὰ χρόνια ἔχει ἀντλήσει ἀπ’ αὐτὸ τὸ κοινό, μὲ τὴ στήριξη τῶν πολιτικῶν, τοὺς ὁποίους δὲν ξεχνᾶ, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς μάχης τοῦ σταυροῦ, ὑπαγορεύει τοὺς κανόνες της στὴν πολιτεία, δοκιμάζει τὶς ἀντοχές της καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις ἐπιλέγει νὰ ἀναμετρηθεῖ μαζί της…
Κοσμικὸ κράτος ἡ Ἑλλάδα, καὶ ἡ μέρα στὸ σχολεῖο ἐξακολουθεῖ νὰ ξεκινᾶ μὲ προσευχὴ στὸ προαύλιο τοῦ σχολείου, καὶ οἱ τοῖχοι εἶναι στολισμένοι μὲ εἰκόνες, καὶ τὰ παιδιὰ ὁδηγοῦνται σὲ ὑποχρεωτικὸ ἐκκλησιασμό. Σύγχρονο κράτος ἡ Ἑλλάδα, καὶ ἡ δημόσια τηλεόραση ἀναμεταδίδει τὴν ὀρθόδοξη Λειτουργία καὶ διάφορες ἄλλες ὀρθόδοξες –πάντα– ἐκκλησιαστικὲς τελετουργίες, καὶ ἡ ἑκάστοτε κυβέρνηση δὲν τολμᾶ νὰ ἐπιβάλλει ΕΝΦΙΑ στὰ ἀκίνητά τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους –ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ προορίζονται γιὰ ἐπαγγελματικὴ ἐκμετάλλευση, καὶ οἱ συνταξιοῦχοι μοναχοί, ποὺ ἡ σύνταξή τους δὲν ὑπερβαίνει τὸ ποσὸ τῶν 9.500 εὐρώ, καθαρά, ἑξαιροῦνται ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ πολίτες νὰ ὑποβάλλουν φορολογικὴ δήλωση, καὶ τὰ ρουσφέτια συνεχίζονται ἀκόμα καὶ σήμερα…
Τὸ 2008, ὁ κ. Στυλιανίδης, ὑπουργὸς Παιδείας τῆς κυβέρνησης Καραμανλῆ, ἐξέδωσε δύο ἐγκυκλίους ποὺ ἔδιναν τὸ δικαίωμα ἀναιτιολόγητου αἰτήματος ἀπαλλαγῆς. Μποροῦσε κανεὶς νὰ ζητήσει ἀπαλλαγὴ χωρὶς νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐξηγήσει τὸν λόγο. Ὕστερα ἀπὸ ἀντιδράσεις Ἱεραρχῶν, τὴν ἴδια χρονιά, μία τρίτη ἐγκύκλιος τοῦ Στυλιανίδη διευκρίνιζε ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀνήκει μόνο στοὺς ἀλλόθρησκους. Τὸν Στυλιανίδη διαδέχθηκε ἡ κ. Διαμαντοπούλου, υἱοθετώντας τὴν πολιτικὴ τῆς διγλωσσίας…
Τὸ 2013, μὲ τρικομματικὴ κυβέρνηση, Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ὁ τότε ὑπουργὸς Παιδείας Κ. Ἀρβανιτόπουλος πρόσθετε στοὺς λόγους τῆς ἀπαλλαγῆς καὶ τὴ θρησκευτικὴ συνείδηση, διευρύνοντας ἔτσι τὶς δυνατότητες ἀπαλλαγῆς…
Ἐκεῖ εἴμαστε ὅταν τὸ ὑπουργεῖο σκέφθηκε ὅτι ἕνα μάθημα προσανατολισμένο περισσότερο στὴν πληροφόρηση τῶν παιδιῶν γιὰ τὶς θρησκεῖες, παρὰ στὴν κατήχηση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἕνα μάθημα θρησκειολογικὴς κατεύθυνσης θὰ ἔλυνε τὸ πρόβλημα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτὸ καὶ θὰ ἀποσοβοῦσε τὴν κρίση στὶς σχέσεις τοῦ ὑπουργείου μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.
Ἔκανε λάθος. Ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα ὑποδήλωνε τὴ βούληση τῆς Πολιτείας γιὰ τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκπαίδευσης δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο μάτι τῶν Ἱεραρχῶν. Ὅσο κι ἂν πηγαινοέρχεται ὁ ἑκάστοτε ὑπουργὸς Παιδείας στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ἕνα μόνο θὰ τὸν σώσει: νὰ ἀφήσει τὰ πράγματα ὅπως τὰ παρέλαβε. Ἂν νομίζει ὅτι μὲ τεχνάσματα μπορεῖ νὰ παρακάμψει τοὺς Ἱεράρχες, κάνει λάθος. Γιὰ νὰ παρακαμφθοῦν, πρέπει νὰ περιοριστοῦν στὰ δικά τους».
Ἡ κ. Ρεπούση λέει τὴν ἀλήθειαν καὶ διὰ τὸ πὼς τὰ ἄλλα κόμματα ἐχειρίσθησαν τὸ μάθημα καὶ ὅτι τὸ παρὸν εἶναι θρησκειολογικὸ καὶ ὁδηγεῖ εἰς ἐκκοσμίκευσιν. Μήπως πρέπει νὰ λάβη θέσιν ὁ ΚΑΙΡΟΣ διὰ τὴν προσευχὴν καὶ τὰς εἰκόνας εἰς τὰ σχολεῖα;
ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΓΡΑΜΜΑ
ΤΟΥ ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Θ.Π ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ κ.κ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ1
Ἀριθμ. Πρωτ. 2748
Ἀριθμ. Διεκπ. 1265
Παναγιώτατε καί Θειότατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ἐν Χρήστῳ τῷ Θεῶ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος, κύριε Βαρθολομαῖε, τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι ὐπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Μετ’ αἰσθημάτων βαθυτάτης πικρίας ἐπικοινωνοῦμε μετά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος, ἶνα διά τοῦ μετά χεῖρας Γράμματος ἡμῶν καταστήσωμεν Αὐτήν τε καί τήν περί Αὐτήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον κοινωνούς, ὅσων συνέβησαν προσφάτως ἐν Ἑλλάδι ἐξ’ ἀφορμῆς τῶν δηλώσεων τοῦ Πρωθυπουργοῦ κ. Κωνσταντίνου Σημίτη ἐνώπιον τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τήν 24ην παρελθόντος μηνός Μαΐου 2000, περί τῆς μή ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά Δελτία Ταυτότητος τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν.
Ἐκ προοίμιου ὀφείλομεν, ἶνα τονίσωμεν πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν , ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία ἡμῶν ἀείποτε ὑπῆρξεν ξένη πρός πᾶσαν κοσμικήν ἐξουσίαν, ὡς τοῦτο ἐπιβάλλει ἡ μακραίων παράδοσις Αὐτῆς. Οὔτε θέλγεται ἀπό αὐτήν, οὔτε κἄν διανοεῖται, ἶνα ὑποκαταστήσῃ τάς κρατικάς ἐξουσίας. Κατά τοῦτο, οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Κράτος εἰσίν ἀπολύτως διακριτικοί ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἀμοιβαίως σεβαστοί. Τοῦτο ὅμως δέν δύναται νά ὁδηγῇ εἰς προκλητικήν παραθεώρησιν καί ἀγνόησιν τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν διαδικασίαν λήψεως κυβερνητικῶν ἀποφάσεων ἐχουσῶν ἄμεσον ἐνδιαφέρον δι’ Αὐτήν.
Τῷ ὄντι ἐξ’ ἀρχῆς ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία ἡμῶν ἐπέδειξεν εἰλικρινῆ διάθεσιν γονίμου συνεργασίας μετά τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἐπί τοῦ θέματος τῶν ταυτοτήτων καί ἐνῷ ἔλαβεν ὑπευθύνως διαβεβαιώσεις ἐκ μέρους τοῦ ἁρμοδίου ἐπί τῶν θρησκευτικῶν θεμάτων Ὑπουργοῦ, ὅτι δέν ἐπρόκειτο, ἵνα ληφθῶσιν ἀποφάσεις ἐπί τοῦ θέματος πρίν ἤ διεξαχθῇ μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας διάλογος, αἰφνιδίως καί κατά τρόπον ἄκομψον, μάλιστα δέ καθ’ ἥν στιγμήν ἡ ἡμετέρα Μετριότης εὑρίσκετο ἐξ αἰτίας ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς εἰς Ρουμανίαν, εὑρέθημεν πρό τετελεσμένων γεγονότων, διότι ἐπεχειρήθη ὑπό τῆς Πολιτείας, ἶνα δοθῆ μονομερῶς λύσις εἰς ζήτημα, ὅπερ ἀπασχολεῖ ἑκατομμύρια Ἑλλήνων Πολιτῶν καί ἐν ταυτῷ μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπόμενον ἦτο τό ὡς εἴρηται γεγονός νά προκαλέσῃ εἰς τήν Ἐκκλησίαν αἴσθημα βαθυτάτης πικρίας, ἅμα δέ καί εὔλογον ἀπορίαν, καί διά τόν αἰφνιδιασμόν καί διά τόν ἐμπαιγμόν, οὕς ἀναιτίως ὑπέστη. Διερωτώμεθα τί ἐμεσολάβησεν ἤ τί κρύπτεται ὄπισθεν τῶν μεθοδεύσεων αὐτῶν, τό τόσον σημαντικόν, ὥστε νά ὁδηγήση τούς ἁρμοδίους εἰς αὐτοαναίρεσιν, καί δή εἰς ὥρας κρισίμους, ὡς αἱ παροῦσαι, καθ’ ἄς ἀπαιτεῖται ἐθνική ὁμοψυχία καί κοινωνική συνοχή.
Ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἡ στάσις αὐτή τῆς Πολιτείας ἀπησχόλησεν τήν περί ἡμᾶς Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον, ἥτις συνῆλθεν ἐκτάκτως τήν 26ην Μαΐου πρός ἐξέτασιν τῆς δημιουργηθείσης καταστάσεως. Εἰς σχετικόν Ἀνακοινωθέν Αὐτῆς ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἐτόνισεν, μεταξύ ἄλλων, ὅτι: « Ἡ Ἐκκλησία σεβομένη ἀπολύτως τήν οἱανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ἑνός ἑκάστου τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὅπως αὐτή διασώζεται καί ἐκφράζεται μέσα ἀπό τό ἀναφαίρετον δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου διά τόν ἐλεύθερον αὐτοπροσδιορισμόν του, ἀπό τήν ἀρχήν ἐτάχθη ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ Θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας. Τοῦτο δέν προσκρούει οὔτε εἰς ἀνύπαρκτους ὁδηγίας οὔτε εἰς τήν νομοθεσίαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, οὔτε πάλι περισσότερον εἰς τόν κείμενον ἑλληνικόν Νόμον 1988/1991, ὁ ὁποῖος μάλιστα προβλέπει τήν ὑποχρεωτική ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος. Καί εἶναι βέβαιον ὅτι τήν ἁπλήν καί λογικήν αὐτήν πρότασιν τῆς Ἐκκλησίας συμμερίζεται ἡ συντριπτικήν πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, γεγονός, τό ὁποῖον δύναται εὐκόλως νά διαπιστωθῇ διά δημοψηφίσματος».
Ὡσαύτως τονίζεται, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ, ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας συναρτᾶται ἀμέσως μέ τήν ἑλληνορθόδοξον ἰδιοπροσωπίαν τοῦ Ἔθνους μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ βασικόν ἱστορικόν στοιχεῖον τῆς οὐσιαστικῆς μας ἐπιβιώσεως καί ἀπαραίτητον ἔρεισμα τοῦ Λαοῦ, χωρίς δέ τοῦτο νά ἀποτελῆ μείωσιν ἔναντι οἱουδήτινος ἑτεροδόξου ἤ ἀλλοθρήσκου πολίτου, τοῦ ὁποίου τήν θρησκευτικήν ἑτερότητα ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἀπολύτως. Καί μάλιστα, τήν ὥραν, κατά τήν ὁποίαν ἡ Χώρα ταλανίζεται ἀπό μεγάλα καί οὐσιαστικά, ἐθνικά καί κοινωνικά προβλήματα καί ὁ Λαός βιώνει καθημερινῶς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἀπαιτοῦν ἐπωδύνους λύσεις. Αὐτήν ἀτυχῶς τήν ὥραν ἐφευρέθη καί μέ τήν συνδρομήν ἐσωγενῶν καί ἐξωγενῶν κύκλων, ἕνα θεματολόγιον ρήξεων, μέ αἰχμήν τοῦ δόρατος τό θέμα τῶν ταυτοτήτων, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν καί εἰς τόν θρησκευτικόν ἀποχρωματισμόν τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς μας ζωῆς, ἀλλά καί ἐνδεχομένως εἰς τήν παραπλάνησιν καί τόν ἀποπροσανατολισμόν τοῦ Λαοῦ μας καί εἰς τήν ταυτόχρονον ἀποδυνάμωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ ἀποφασισθεῖσαι ἐπιλογαί εἰς τό θέμα αὐτό, μέ σύνθημα τόν δῆθεν ἐκσυγχρονισμόν καί κυρίως ἡ προβολή ἑώλων νομικῶν κατασκευῶν, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τοῦ Συνταγματικοῦ Ὅρου « Ἐπικρατοῦσα Θρησκεία» (ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος) δημιουργοῦν βάσεις διά συγκρούσεις καί διχασμούς. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, θεματοφύλαξ τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς εἰρήνης καί ἑνότητος, τῆς λαϊκῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἀντιθέσεώς της εἰς τήν βίαν καί τόν ρατσισμόν, δέν πρόκειται βεβαίως νά παρασυρθῆ ἤ νά εὐνοήσῃ τόν διχασμόν τοῦ Λαοῦ. Ἐλπίζει δέ, ὅτι καί οἱ κρατοῦντες θά πράξουν τό αὐτό.
Ὅμως, ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ἀπαραίτητον, νά καταστήσῃ σαφές πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι δέν διανοεῖται νά συμβιβασθῇ, ἔναντι οἱουδήποτε ἀνταλλάγματος καί οἱασδήποτε απειλής καί νά προδώσῃ τήν ἐμπιστοσύνην, μέ τήν ὁποίαν τήν τιμᾶ καί τήν περιβάλλει ὁ πιστός Ἑλληνικός Λαός. Μέ σύνεσιν ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα θά ἀγωνισθῇ μέ κάθε νόμιμον μέσον, διά νά πείση τήν Κυβέρνησιν ὅτι ἐπλανήθη. Θά ἀγωνισθῇ διά νά μεταφέρῃ, ὅπου πρέπει , τήν ἀγωνίαν, τήν ἀνησυχίαν καί τόν προβληματισμόν τοῦ Λαοῦ. Ὁ Λαός ἀνησυχεῖ σοβαρά, ὄχι μόνον διά τήν μή ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματός του εἰς τάς ταυτότητας, ἀλλά καί διά πολλά ἄλλα συναφῆ, ὡς λ.χ. τήν ἠλεκτρονικήν λωρίδα μέ ἄγνωστα εἰς τόν κάτοχον στοιχεῖα καί τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι διά νά ἀντιγράψῃ τά κοσμικά καμώματα, τά ἰδιοτελῆ συμφέροντα καί νά ἱκανοποιήσῃ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιβουλεύονται τήν ἐθνικήν μας ταυτότητα. Ὁ ἀγών θά εἶναι ἀνένδοτος, μέ δύναμιν λόγου, ἀλλά καί ξένος πρός κάθε μορφήν περιθωριακῆς συμπεριφοράς, φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας, ἡ ὁποία πιθανόν νά προκληθῇ ἀπό προβοκάτορας, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά δυσφημήσουν τήν Ὀρθοδοξίαν ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Τοιαῦται συμπεριφοραί, ὁποθενδήποτε καί ἄν προέρχωνται, εἶναι καταδικαστέαι».
Τό ὡς εἴρηται Ἀνακοινωθέν καταλήγει ποιοῦν ἔκκλησιν «διά μίαν παραδεκτήν λύσιν ἑνός, κατά τρόπον περίεργον καί αἰφνιδιαστικόν, δημιουργηθέντος θέματος.... Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐλπίζει διά τήν ἄμεσον ἀλλαγήν πορείας εἰς τάς ληφθείσας ἀποφάσεις.
Ἡ Ἐκκλησία θά σταθῆ ἐνώπιον τῆς κρίσεως, ὑπεύθυνος, συνετή, διαλλακτική, ἀλλά καί ἀμετακίνητος εἰς τά ‘Πιστεύω’ Της καί τάς Ἀρχάς Της.
Ἡ Ὀρθοδοξία θά εὑρίσκεται εἰς μόνιμον συναγερμόν. Ἡ Ἐκκλησία ἐπαγρυπνεῖ»
Δι’ ὅλα αὐτά ἡ Διαρκῆς Ἱερά Σύνοδος ὁμοφώνως ἀπεφάσισεν τήν ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας κατά τήν 6ην προσεχοῦς μηνός Ἰουνίου ἐ.ἔ., πρός λῆψιν τῶν τελικῶν καί ὁριστικῶν ἀποφάσεων.
Ἀτυχῶς τό ὡς Ἀνακοινωθέν οὐδόλως μετέπεισε τόν κ. Πρωθυπουργόν καί τήν Πολιτείαν.
Ὅθεν, τῇ 6η Ἰουνίου 2000 συνῆλθεν εἰς ἔκτακτον Συνεδρίαν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ λίαν σοβαροῦ ζητήματος τούτου, τῆς ἀπαλείψεως δηλονότι τοῦ θρησκεύματος ἐκ τῶν νέων ταυτοτήτων.
Ἡ Ἱεράρχια ἀκούσασα τρεῖς Εἰσηγήσεις ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἀπεφάσισεν ἐν συνεχείᾳ ἶνα ζητήση ἀπό τόν κ. Πρωθυπουργόν, ὅπως δεχθῆ εἰς ἀκρόασιν κατά τήν μεσημβρίαν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τήν ἡμετέραν Μετριότητα συνοδευομένην ὑπό ἀντιπροσωπείας ἀποτελουμένης ἐκ τῶν τριῶν Ἀρχιερέων, ἤτοι τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ. Προκοπίου, Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἀνθίμου καί Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, οἵτινές ἦσαν ἐπιφορτισμένοι, ἶνα μεταφέρωσιν τήν ἐπιθυμίαν τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως ἀρχίσῃ διάλογος μετά τῆς Κυβερνήσεως ἐπί τοῦ θέματος τῶν ταυτοτήτων.
Ἀτύχως ἡ φιλειρνική αὐτή πρότασις τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξετιμήθη ὡς ἔπρεπεν καί ἀπερρίφθη κατά πρωτοφανῆ τρόπον. Εἰς Ἀνακοινωθέν, ὅπερ ἐξεδόθη μετά τήν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας Αὐτῆς διαμαρτύρεται ἐντόνως πρός τόν Ἑλληνικόν Λαόν διά τήν περιφρονητικήν ταύτην ἀντιμετώπισιν Αὐτῆς ἐκ μέρους τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ.
Ὡσαύτως εἰς τό ὡς εἴρηται Ἀνακοινωθέν τονίζονται καί τά ὡς κάτωθι: «Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἐπίστευε καί ἐξακολουθεῖ νά πιστεύει εἰς τούς διακριτούς ρόλους Πολιτείας καί Ἐκκλησίας μέσα στό Κράτος. Τοῦτο βέβαια δέν τῆς στερεῖ τό δικαίωμα νά ἔχει γνώμη γιά θέματα πού τήν ἐνδιαφέρουν καί νά τήν προβάλλει πρός κάθε κατεύθυνση μέσα ἀπό τήν διαδικασία τοῦ ἐλευθέρου διαλόγου μέ τούς ἁρμοδίους. Τοῦτο δέν σημαίνει οὔτε συνδιοίκηση τοῦ Κράτους, οὔτε ἀνάμειξη τῆς Ἐκκλησίας σέ κοσμικά ἔργα. Τό τί ἀνήκει ἤ ὄχι στά ἐνδιαφέροντα τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ἀπό τήν Παράδοση τοῦ Γένους πού ἐσμίλευσε διά τῶν αἰώνων ἀκατάλυτους πνευματικούς δεσμούς Ἐκκλησίας καί Λαοῦ.
Ἡ ἀδιάλλακτη τακτική τῆς Κυβερνήσεως στό θέμα τῶν ταυτοτήτων ἐπιστηρίζει τίς βάσιμες ὑποψίες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες ἀποτελεῖ τό πρῶτο σειρᾶς ἄλλων μέτρων, πού ἀποβλέπουν πρακτικά στήν ἀπώθηση τῆς θρησκείας στό περιθώριο τῆς δημόσιας, τῆς κοινωνικῆς καί τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τό Λαό μας.
Ἡ τάση αὐτή εὑρίσκει ἀντίθετο τόν πιστό Λαό μας, πού δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀποκοπεῖ βίαια ἀπό τό ζωηφόρο μαστό τῆς Μητέρας Ὀρθοδοξίας, πού ἐξακολουθεῖ νά τόν τρέφει πνευματικά. Ἐάν παρ’ ἐλπίδα τοῦτο συμβεῖ, εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Λαός θά στερηθεῖ ἑνός οὐσιώδους στοιχείου τῆς πνευματικῆς του ταυτότητος. Ὅσον δέ ἀφορᾶ στούς Ἕλληνες Πολῖτες ἄλλου θρησκεύματος, πού ἀποτελοῦν μειονότητα, σέ τίποτε δέν βλάπτονται ἀπό τήν δημοκρατική ἀρχή τῆς ἀναγραφῆς προαιρετικά τοῦ θρησκεύματος. Ἀλλοίμονο, ἄν ὅποιος ἤθελε νά κάνει διακρίσεις σέ βάρους τους, ἔπαιρνε τήν πρός τοῦτο ἀφορμή ἀπό τήν ταυτότητα. Στήν Ἑλλάδα δέν πέρασε ποτέ ὁ ρατσισμός, ἡ μισαλλοδοξία καί ἡ ξενοφοβία. Ἐμεῖς δέ οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπήρξαμε πάντοτε προστάτες τῶν μικρῶν καί ἀδυνάτων.
Ἡ Ἱεραρχία πιστεύει ὅτι καί αὐτές τίς κρίσιμες ὧρες πού ὀρθώνονται ἀπειλητικά μεγάλα προβλήματα γιά τόν Λαό μας, ἀκαίρως καί τελείως ἀψυχολόγητα ἐδημιουργήθη ἕνα τέτοιο σοβαρό ζήτημα πού ἀπειλεῖ νά διχάσει τόν λαό καί νά θίξει τόν ἱστό τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς. Ἡ Ἐκκλησία δέν διανοεῖται νά μιμηθεῖ ἐκείνους πού ὁδηγοῦν τόν Λαό μας σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση γι’ αὐτό καί ἐμμείνει στήν υἱοθέτηση εἰρηνικῶν μέτρων νηφάλιας ἀντίστασης πρός τίς αὐθαίρετες λύσεις πού ἐπιβάλλονται στήν ράχη τοῦ Λαοῦ μας. Ὅμως ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ νά διακηρύξει ὅτι καταφεύγει πρός τίς αὐθαίρετες λύσεις πού ἐπιβάλλονται στήν ράχη τοῦ Λαοῦ μας. Ὅμως ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ νά διακηρύξει ὅτι καταφεύγει πρός τόν Λαό πού πιστεύει καί τόν καλεῖ σέ διαμαρτυρία κατά τῆς διαγραφῆς τῆς Ἑλλάδος σέ ἄθρησκη χώρα. Τή μορφή αὐτῆς τῆς διαμαρτυρίας ἔχουν κατά καιρούς υἱοθετήσει καί ἄλλοι Εὐρωπαϊκοί Λαοί, πού ἤθελαν νά μεταπείσουν τίς Κυβερνήσεις τους ἀπό τῆς λήψεως συγκεκριμένων μέτρων πού ἐστρέφοντο κατά τοῦ Λαοῦ καί τῆς Πίστεώς του. Σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας διοργανώνονται δύο ἐπί τοῦ παρόντος παλλαϊκές συγκεντρώσεις στή Θεσσαλονίκη (14.6.2000) καί στήν Ἀθήνα (21.6.2000) καί καλεῖται σύσσωμος ὁ Λαός τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρών εἰρηνικά, ἥσυχα καί ἀποφασιστικά στίς διαμαρτυρίες αὐτές.
Τέλος, ἡ Ἱεραρχία ἐξακολουθεῖ καί μετά τήν ἀχαρακτήριστη ἔναντι της συμπεριφοράς τῆς ἐξουσίας νά ἐλπίζει, ὅτι ὁ εὐγενής καί εὐλογημένος Ὀρθόδοξος Λαός θά ἐπιτύχει τελικά ἐκεῖνο πού ἡ ἴδια ἐπεχείρησε, δηλαδή νά πείσει τόν κ. Πρωθυπουργό νά στέρξει στόν διάλογο, γεγονός πού χαρακτηρίζει κάθε δημοκρατική καί εὐνοούμενη Πολιτεία. Δέν πρέπει ἄλλωστε ἡ ἀδιάλλακτη αὐτή στάση νά μεταβάλει τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες σέ ἀντιρρησίες συνειδήσεως.
Ὑπάρχουν πάντοτε περιθώρια συνεννοήσεως μέ γνώμονα τό καλῶς ἐννοούμενο συμφέρον τοῦ πιστοῦ Λαοῦ καί τήν εὐτυχία τῶν Ἑλλήνων».
Ταῦτα ἐν ὀδύνῃ ψυχῆς ἐξιστορήσαντες τῇ Ὑμετέρᾳ πεφιλημένῃ Παναγιότητι θερμῶς παρακαλοῦμεν Αὐτήν, ὅπως διά τῶν θεοπειθῶν Αὐτῆς εὐχῶν, ἀλλά καί δι’ οἱουδήποτε ἄλλου τρόπου, ὅν ἤθελεν Αὕτη κρίνῃ τελεσφόρον, συμπαρασταθῇ τῇ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν εἰς τήν προσπάθειαν Αὐτῆς, ὅπως μεταπείσῃ τούς κρατοῦντας, ἶνα μή διασαλεύσωσι τάς παραδοσιακάς καί καλῶς ἐχούσας ὑφισταμένας σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐν τῷ Κράτει ἡμῶν.
Ἐπί δέ τούτοις περιπτυσσόμενοι τήν Ὑμετέραν πεφιλημένην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ καί κατασπαζόμενοι Αὐτήν φιλήματι ἁγίῳ διατελοῦμεν.
Ἀθήνῃσι τῇ 8η Ἰουνίου 2000
† Ὁ Ἀθηνῶν Χριστόδουλος Πρόεδρος
1 Ὅμοια Γράμματα ἀπεστάλησαν πρός ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 23η Μαΐου 2018
ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Εδώ και αρκετά χρόνια η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. εμφανίζεται πρωτοπόρος στο συγκρητισμό. Χωρίς αμφιβολία έχει ξεπεράσει την αντίστοιχη Σχολή των Αθηνών και έχει αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια Σχολή σε συγκρητιστικές επιδόσεις. Σε επιδόσεις και εκδηλώσεις, που πραγματικά θα τις ζήλευαν ακόμη και παπικές και προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Ευρώπης. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης βάλθηκε με ένα πρωτοφανή οίστρο, να εφαρμόσει στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της.
Τι να μνημονεύσει κανείς πρώτο και τι δεύτερο σ’ αυτές τις επιδόσεις; Την πρωτιά της στη δημιουργία κατευθύνσεως μουσουλμανικών σπουδών; Ή την διοργάνωση ενός πλήθους συνεδρίων, όπως αυτό που πραγματοποιείται στις ημέρες μας από 21 έως 24 Μαΐου; Ή την προβολή και διαφήμιση πατριαρχών και επισκόπων διεθνούς φήμης, όπως πρόσφατα του πρώην οικουμενικού πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου, (σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες, μασόνου 33ου βαθμού), του μοιραίου και τραγικού αυτού ανθρώπου, που προώθησε όσο κανένας άλλος την παναίρεση του Οικουμενισμού στην εκκλησία μας;
Ένα ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των ολεθρίων αυτών επιδόσεων ήρθε να προσθέσει πρόσφατα με την διοργάνωση Ημερίδας, προκειμένου να τιμήσει έναν παπικό «αρχιεπίσκοπο». Σύμφωνα με ανακοίνωση στο διαδίκτυο:
«... την Τρίτη 15 Μαΐου 2018 και ώρα 11:30, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. διοργανώνει στην αίθουσα Συνεδριάσεων της Θεολογικής Σχολής Διεθνή Επιστημονική Ημερίδα, αφιερωμένη στον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη (Σπιτέρη), με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας!»
Η Ημερίδα εντάσσεται στα πλαίσια εκδηλώσεων «Διαδρομές Θεολογικού Διαλόγου και διαχριστιανικής καταλλαγής». Σύμφωνα με το πρόγραμμα εισηγητές ήταν οι:
α) Ευαγγελία Αμοιρίδου, «Πνευματικοί, ακαδημαϊκοί και ποιμαντικοί βηματισμοί από τα καντούνια της Κέρκυρας στα ίχνη του Φραγκίσκου της Ασίζης και του Αντωνίου της Πάδοβας», και
β) Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, «Οικουμενικές εμπνεύσεις και δράσεις».
Ακολούθησε επίδοση πλακέτας και μουσική εκδήλωση (http://aktines.blogspot.gr/2018/05/blog-post_41.html#more).
Με έκπληξη διαβάσαμε ότι ο τιμώμενος αιρετικός «αρχιεπίσκοπος» τιμήθηκε από την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή «με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας» του. Πράγμα που σημαίνει με απλά ελληνικά ότι η εν λόγω Σχολή, ακολουθώντας και εφαρμόζοντας πάνω στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, (η οποία ως γνωστόν αναγνώρισε πλήρη εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς παπικούς), έρχεται τώρα να τιμήσει τον εν λόγω παπικό «αρχιεπίσκοπο»! Για τους καθηγητές της Σχολής ο παπικός«αρχιεπίσκοπος»έχει πλήρη και κανονική αρχιεροσύνη, η δε 50ετής ιερατική και ποιμαντική του διακονία υπήρξε θεοφιλής και θεάρεστη, ώστε αξίζει και πρέπει να τιμηθεί όχι απλώς από τους παπικούς, αλλά και από μας τους Ορθόδοξους! Μ’ άλλα λόγια η 50ετής προσηλυτιστική του δράση εις βάρος του ορθοδόξου ποιμνίου, εξ’ αιτίας της οποίας ως άλλος προβατόσχημος λύκος κατασπάραζε και έστελνε στην απώλεια της αιρέσεως του Παπισμού πλήθος ψυχών, υπήρξε κατά πάντα θεάρεστη και γι’ αυτό έπρεπε να τιμηθεί!!!
Αδυνατούν δυστυχώς οι καθηγητές της Σχολής να συνειδητοποιήσουν, ότι μέσα στην αίρεση δεν υπάρχει ποιμαντική, διότι απλούστατα δεν υπάρχει σωτηρία. Στην αίρεση μία μόνο ποιμαντική υπάρχει, η ποιμαντική, που οδηγεί στην απώλεια. Λυπούμεθα, διότι αναγνωρίζοντας τον Παπισμό ως Εκκλησία, ακυρώνουν συνοδικές αποφάσεις δέκα αιώνων, που τον καταδίκασαν ως αίρεση και τον απέκοψαν από το σώμα της Εκκλησίας. Λυπούμεθα διότι με τη διαγωγή τους εφαρμόζουν πάνω στην πράξη την κακόδοξη οικουμενιστική θεωρία περί Μιας, αλλά ταυτόχρονα και «διηρημένης Εκκλησίας»! Λυπούμεθα, διότι απεμπολούν τον όρο «Καθολική» από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και τον χαρίζουν στους αιρετικούς παπικούς. Λυπούμεθα και οδυρόμεθα, διότι είδαμε σε φωτογραφίες της Ημερίδας, να παρίστανται σε αυτή και ορθόδοξοι Επίσκοποι, οι οποίοι «τίμησαν» με την παρουσία τους τον αιρετικό «αρχιεπίσκοπο»!
Κλείνοντας εκφράζουμε την λύπη μας καθώς διαπιστώνουμε όλο και εναργέστερα την απομείωση των Ορθοδόξων κριτηρίων των ακαδημαϊκών θεολόγων της πατρίδος μας, οι οποίοι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αντί να είναι οι άγρυπνοι οφθαλμοί της θεολογικής επιστήμης και οι φύλακες των Ορθοδόξων δογμάτων και των ευσεβών παραδόσεων, έγιναν φερέφωνα του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Ειλικρινά λυπούμεθα για τις Σχολές μας, οι οποίες, ενώ πριν μερικές δεκαετίες ήταν προπύργια της Ορθοδοξίας, τώρα απέβησαν εκκολαπτήρια θεολόγων με αλλοιωμένο, φρόνημα. Θεολόγων οι οποίοι θα μεταδίδουν στη συνέχεια στα σχολεία και στο λαό το δηλητήριο της αιρέσεως και θα οδηγούν στην απώλεια πλήθος ψυχών. Λυπούμεθα, αλλά δεν απογοητευόμεθα. Διότι το τιμόνι της Εκκλησίας το κρατάει στα χέρια του ο Θεός! Ο Θεός είναι εκείνος που θα δώσει τελικά τη νίκη στην Ορθοδοξία. Δεν θα θριαμβεύσει τελικά η αίρεση, όσο και αν φαίνεται, ότι τώρα συνεχώς κερδίζει έδαφος. Η «ένωση των εκκλησιών» δεν θα είναι τελικά μονόδρομος. Μια μέρα ο συγκρητισμός των ημερών μας θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, όπως ακριβώς κατέρρευσε ο Μαρξισμός-Λενινισμός στις χώρες του πρώην υπαρκτού Σοσιαλισμού.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Στίς 23 Μαΐου ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν καί Ὁμολογητοῦ Μιχαήλ, ἐπισκόπου Συνάδων.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό συναξάρι: Οὗτος ὁ ἀγγελώνυμος Μιχαήλ ... ἠφάνισεν τήν βλάσφημον αἵρεσιν τῶν εἰκονομάχων καί ἔφραξε τά ἄθεα αὐτῶν στόματα...Ὅθεν Λέων (αὐτοκράτορας) ὁ θηριώνυμος δέν ὑπέφερε τό ρεῦμα τῆς ἱερᾶς γλώσσης τοῦ ἁγίου, διότι παρασταθείς ἔμπροσθεν τοῦ βήματος αὐτοῦ ὁ μακάριος οὗτος, οὔτε ἀπό τούς φοβερισμούς του ἐδηλίασεν, οὔτε ἀπό τάς κολακείας του ἐμαλακώθη, ἀλλά μέ ἐλευθέραν καί ἀνδρείαν φωνήν ἐξεβόησε λέγων: ’’Τήν ἄχραντον εἰκόνα εὐσεβῶς σέβομαι καί προσκυνῶ τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας αὐτοῦ μητρός, τό δέ δόγμα σου καί τόν ὁρισμόν πτύω καί ὡς οὐδέν λογίζομαι’’.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς ... ἀνάψας ὑπό θυμοῦ κατεδίκασε τόν ἅγιον εἰς μακράν ἐξορίαν.
Ἔφραξεν ὁ Ὅσιος Μιχαήλ τά ἄθεα στόματα τῶν εἰκονομάχων. Ἀθέους ὀνομάζει τούς εἰκονομάχους ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Σήμερα τούς εἰκονομάχους (παπικούς καί προτεστάντες) τούς ὀνομάζουμε ’’ἀδελφές ἐκκλησίες’’! Γίναμε ἕνα μαζί τους. Ἕνα μέ τήν ἀθεΐα! Νά, τί εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ Ὅσιος πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Μιχαήλ οὔτε ἀπό τίς ἀπειλές τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα πτοήθηκε οὔτε καί ἀπό τίς κολακεῖες του κάμφθηκε.
Σήμερα, ὅμως, τί γίνεται;
Σήμερα, μπροστά στίς άπειλές καί τούς φοβερισμούς αἱρετιζόντων ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων, οἱ μέν μοναχοί κλείνουν τά στόματά τους, κάνοντας τάχα ὑπακοή, οἱ δέ λαϊκοί, κατατρομαγμένοι καί ἀποροῦντες, ὑποκλίνονται.
Σήμερα, μπροστά στίς κολακεῖες τῶν οἰκουμενιστῶν προκαθημένων οἱ μέν μοναχοί, γιά νά σώσουν τά μοναστήρια τους (!),συμβιβάζονται καί ἀναβάλλουν τήν ὁμολογία τους, οἱ δέ λαϊκοί, ὡς τεχνιέντως ἀκατήχητοι, πείθονται καί σιωποῦν.
Ὁ Ἅγιος καί ὁμολογητής Μιχαήλ ἀπάντησε στόν θηριώδη αἱρετικό αὐτοκράτορα μέ φωνή ἐλεύθερη καί ἀνδρεία. Σήμερα, στούς ἀξιωματούχους φορεῖς τῆς παναιρέσως τοῦ οἰκουμενισμοῦ πῶς ἀπαντᾶμε; Μέ δουλικότητα καί ἀναξιοπρἐπεια.
Ἀποκρίνεται ὁ Ἅγιος πρός τόν αἱρετικό αὐτοκράτορα: ’’Τό δόγμα σου καί τόν ὁρισμόν πτύω καί ὡς οὐδέν λογίζομαι’’. Τίς διαταγές καί τίς ἀποφάσεις σου, πού ἀφοροῦν στήν Πίστη μου, τίς φτύνω καί θεωρῶ, ὅτι δέν ἔχουν καμμία ἁπολύτως ἀξία’’.
Σήμερα, τούς δαιμονόπληκτους αἱρεσιάρχες καί τούς αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές ἐπισκόπους πῶς τούς ἀντιμετωπίζουμε; Τούς φιλᾶμε τό χέρι, τούς προσκυνᾶμε, τούς ὑποδεχόμαστε μετά φανῶν καί λαμπάδων, τούς πολυχρονίζουμε, τούς τραπεζώνουμε, τά δόγματά τους τά τυραννικά τούς λέμε ὅτι εἶναι ἀλάνθαστα, τίς ἀποφάσεις τους τίς αἱρετικές διαγκωνιζόμαστε, ποιός θά τίς ἐφαρμόσει πρῶτος, μέ μιά λέξη, τούς μιμούμαστε!
Εἴπαμε: Ἑορτή Ἁγίου, μίμησις Ἁγίου. Ἐμεῖς, ὅμως, κάπου ἔχουμε μπερδευτεῖ.
Ἀντί νά μιμηθοῦμε τούς Ἁγίους, μιμούμαστε τούς θηριώνυμους διῶκτες τους!
ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Πρός
Τόν Ἱερό Κλῆρο,
τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες
καί τόν εὐσεβῆ Λαό τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης
Αἰδεσιμώτατοι Ἱερεῖς καί εὐλαβέστατοι Διάκονοι,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές,
Φιλόχριστε τοῦ Κυρίου Λαέ,
Μέ συναίσθηση εὐθύνης, ὡς Ποιμένες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἀπευθυνόμαστε σ’ ἐσᾶς, τό Πλήρωμα αὐτῆς, καί σᾶς δίδομε τόν λόγο καί τίς ἀπόψεις μας.
Δέν μένομεν ἀποκλειστικά καί μόνο στό ζήτημα τῆς ἀναγραφῇς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος, τό ὁποῖον προκαλεῖ τόσες ἀντιδράσεις καί διχάζει. Θεωροῦμεν ὅμως, ὅτι τοῦτο εἶναι σοβαρό καί πολύπλευρο καί ἀποτελεῖ τό πρῶτο στή σειρά ἀνάμεσα σέ πολλά ἄλλα, πού ἔχουν ἤδη δρομολογηθεῖ καί θά ἀκολουθήσουν. Γι’ αὐτό τό λόγο μᾶς ἀπασχολεῖ καί τοῦ ἀποδίδουμε τόση σημασία. Συγκεκριμένα:
Δέν ἐξετάζομε τό πῶς δημιουργήθηκε πρόσφατα τό πρόβλημα τῶν ταυτοτήτων. Πῶς ἐφθάσαμε στό σημεῖο, στό ὁποῖο βρισκόμαστε σήμερα, καί ποιοί χειρισμοί ὡδήγησαν στίς τωρινές ἀδιέξοδες προεκτάσεις του. Τά γεγονότα εἶναι γνωστά σέ ὅλους καί δέν κατακρίνομεν ἐκείνους πού τό προκάλεσαν.
Σημειώνομεν, μόνον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή σκοπιά της, δέν μποροῦμε παρά νά ἀμυνθεῖ καί νά καταθέσει τόν λόγο καί τή μαρτυρία της.
Στό ἐπίμαχο λοιπόν αὐτό θέμα ἡ Ἐκκλησία μας ἐπανειλημμένος ἔχει διακηρύξει ὅτι δέν ἔπρεπε νά τεθεῖ, καί ἔχει καλέσει ὅλους σέ ἐγρήγορση καί ἀνυποχώρητους ἀγῶνες γιά τήν ἀντιμετώπισή του.
Βεβαίως εἶναι ξεκάθαρον ὅτι δέν πρόκειται μόνο γιά τήν ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Δέν εἶναι μόνον αὐτό τό πρόβλημα. Μαζί μ’ αὐτό καί μετά ἀπ’ αὐτό ὅπως ἔχει τεθεῖ ἀπό τήν Πολιτεία καί τήν Κυβέρνηση τῆς Χώρας μας, εἶναι καί ἡ Ἑλληνική ἰθαγένεια καί ὑπηκοότητα, ὅπως καί τό ἐπώνυμο τοῦ συζύγου, τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά διαγράφωνται τόσον εὔκολα, καθώς δέν μποροῦμε καί δέν πρόκειται νά παύσωμε νά εἴμαστε Ἕλληνες καί νά ἔχωμεν οἰκογένεια.
Ταυτόχρονα δημιουργοῦνται καί ἄλλα πελώρια θέματα μέ τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα, σ’ αὐτές τοῦ ἀριθμοῦ 666 καί τήν ὑποτίμηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου.
Πέραν ὅμως ἀπ’ αὐτά ἀκολουθοῦν καί ἄλλα νέα ζητήματα, τά ὁποῖα προκύπτουν ὄχι μόνον ἀπό τό αἰσθητήριό μας, ἀλλά καί ἀπό συγκεκριμένες δημοσιοποιημένες θέσεις τῶν ἁρμοδίων Κυβερνητικῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι κάνουν λόγο γιά χωρισμόν Ἐκκλησίας καί Κράτους, καθιέρωση τοῦ Λατινικοῦ Ἀλφαβήτου, ἀλλαγή τῶν Ἐθνικῶν μας συμβόλων, κατάργηση τῆς Ὀρθοδόξου διαπαιδαγωγήσεως τῶν παιδιῶν μας στά Σχολεῖα, ἀπομάκρυνση τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀπό τά δημόσια Καταστήματα, ἐπιβολή τοῦ Πολιτικοῦ γάμου ὡς ὑποχρεωτικοῦ, καύση τῶν νεκρῶν καί καθιέρωση νέων θεσμῶν καί τρόπων ζωῆς, ὅπως ἡ Πολιτική κηδεία καί ἡ βάπτιση. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά προσπάθειες ἀποϊεροποιήσεως καί ἀποορθοδοξοποιήσεως τῆς ζωῆς, ἀποκλεισμοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπό τήν Πολιτεία καί τήν Κοινωνία μας, γιά τά ὁποῖα ἔγιναν μεγάλοι ἀγῶνες καί ἐχύθηκαν ποταμοί αἱμάτων ἀπό τούς ἁγιασμένους προγόνους μας.
Γνωρίζομε, βεβαίως γιά ὅλα αὐτά γίνονται διαψεύσεις καί παρέχονται διαβεβαιώσεις ὄχι ἀπό ὅλους, ἀλλά μόνον ἀπό ὡρισμένους Κρατικούς παράγοντες, ἀλλά δυστυχῶς δέν πείθουν κανένα καί μάλιστα τήν Ἐκκλησία. Δέν παρέχονται σαφεῖς ἐγγυήσεις οὔτε ὑπάρχει ἡ ἀξιοπιστία πού ἀπαιτεῖται.
Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τών καταστάσεων, τίς ὁποῖες μέ δικαιολογημένην ἀνησυχίαν καί κατάπληξη παρακολουθοῦμε, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διαβεβαιώνει γιά τά ἀκόλουθα:
Χωρίς νά ἀμφισβητοῦμε τήν σημερινή Κυβέρνηση καί τήν Ἑλληνική Πολιτεία, πού σεβόμαστε χωρίς νά ὑποτιμοῦμε τούς δημοκρατικούς θεσμούς καί τούς Νόμους τοῦ Κράτους χωρίς νά κλείνωμε τόν δρόμο πρός τήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξη, τήν ὁποίαν ἐπιζητοῦμε χωρίς νά ἀρνούμαστε κατ΄ ἀρχήν τόν Εὐρωπαϊκό προσανατολισμό τῆς Χώρας μας, τήν ἔνταξη τῆς ὁποίας στήν ΟΝΕ χαιρετίζομε.
Ἐπιλέγομεν ἀμετακίνητα τόν δικό μας τρόπο ζωῆς, τήν προσωπική καί Ἐθνική μας ἐλευθερία, τή δική μας Ἱστορία καί Παράδοση.
Δέν ἀρνούμαστε τόν Ἱστορικό μας ἑαυτό. Δέν παραδινόμαστε σέ φιλοσοφίες καί γραφειοκρατικές διαδικασίες, συστήματα καί θεσμούς πού εἶναι ἀδοκίμαστοι καί ἀνευλόγητοι, ἀβέβαιοι καί ἀποτυχημένοι.
Δέν ἀνταλλάσσομε τόν αὐθεντικό καί εὐλογημένο Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς μέ τήν ἐκσυγχρονισμένη μιζέρια καί τήν κατάθλιψη τῶν καιρῶν μας.
Δέν ἐγκαταλείπομε τήν Ὀρθόδοξη γενικώτερη ταυτότητά μας, γιά νά γίνωμεν ἀπρόσωποι καί ἀνώνυμοι ἀριθμοί.
Δέν ἀλλάζομεν πορείαν ὡς ἄνθρωποι καί ὡς λαός καί δέν ὑποκύπτομε σέ πιέσεις ἀπό ὁπουδήποτε καί ἄν προέρχωνται.
Δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν τά Κόμματα οὔτε τά χρήματα ἤ τά συμφέροντα καί τά προνόμια. Πάνω ἀπ’ ὅλα μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ Ἑλλάδα, γιά τήν ὁποίαν ἐμαρτύρησαν οἱ ἥρωες καί οἱ μάρτυρές μας, καί ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία. Τίποτε ἄλλο.
Σᾶς καλοῦμε λοιπόν, ὡς Πατέρες τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, νά γνωρίσωμεν ὅλοι μαζί ἀκόμη καλύτερα, νά ἐπανεκτιμήσωμε καί νά ἐπανασυνδεθοῦμε μέ τίς Ἑλληνικές ρίζες μας, ἀπό τίς ὁποῖες μᾶς ἀποκόπτει σιγά-σιγά ὁ σημερινός τρόπος ζωῆς, χωρίς νά τό συνειδητοποιοῦμε.
Νά μήν ἐγκαταλείψωμεν τόν Θεό τῶν Πατέρων μας καί Δημιουργό μας καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του. Ἀντίθετα, μάλιστα, νά ἐνεργοποιήσωμε στή ζωή μας τήν Εὐλογία, τή Χάρη καί τή δύναμή Του, γιά νά σταθοῦμε ὄρθιοι σ’ αὐτές τίς κρίσιμες ἡμέρες.
Χωρίς φανατισμούς, πάθη, μίση, φόβους καί φοβίες νά συνεχίσωμε τούς ἀγῶνες καί τίς προσπάθειες τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς καί νά συμβάλωμε καθοριστικά, ὥστε νά σταματήσει ἡ παρακμή καί ἡ φθορά τοῦ τόπου μας καί νά ἐκλείψουν οἱ αἰτίες, ἀπό τίς ὁποῖες προέρχεται ἡ κρίση.
Νά συνεισφέρωμεν οὐσιαστικά ὅλοι μας, γιά νά βγεῖ ἡ Χώρα μας ἀπό τό σημερινό ἀδιέξοδα, πού μᾶς ἀπειλοῦν καί μᾶς ταλανίζουν, τήν ἀνεργία, τά ναρκωτικά, τή βία, τήν ἐγκληματικότητα, τήν ἐκμετάλλευση, τόν ἀποπροσανατολισμό τῶν παιδιῶν μας, τήν καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ὅλα τά σύγχρονα δεινά.
Νά προάγωμεν τήν πρόοδο καί τήν ἐξέλιξη, χωρίς νά χάσωμε καί νά πουλήσωμε τήν ψυχή μας, τήν ἀλήθεια καί τό φῶς τῆς ζωῆς.
Νά ζήσωμεν ἀπό τώρα τή ζωή τοῦ παρόντος, ἀλλά καί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, μέ τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τό ὅραμα τῆς εὐλογημένης Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοί μας.
Μ’ αὐτές τίς σκέψεις καί προτροπές χαιρετίζομεν ἐσᾶς τόν Κρητικό Λαό, πού διακρίνεσθε γιά τό ὑψηλό Ἐθνικό φρόνημα καί τήν ἀφορίωσή σας στήν Ἐκκλησία, καί σᾶς εὐλογοῦμε.
Με ἀγάπη καί πατρικές εὐχές.
† Ὁ Κρήτης ΤΙΜΟΘΕΟΣ
† Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας ΚΥΡΙΛΛΟΣ
† Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου ΑΝΘΙΜΟΣ
† Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
† Ὁ Λάμπης καί Σφακίων ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
† Ὁ Ιεραπύτνης καί Σητείας ΕΥΓΕΝΙΟΣ
† Ὁ Πέτρας ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
† Ὁ Κισάμου καί Σελίνου ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 14η Μαΐου 2018
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έβαλε άλλη μια «τορπίλη» στην ελληνική κοινωνία. Προώθησε και ψήφισε νόμο, με την αρωγή βουλευτών της αντιπολίτευσης, με τον οποίο δίνει το δικαίωμα της αναδοχής παιδιών και στα ομόφυλα «ζευγάρια»! Τη στιγμή που ο λαός μας υποφέρει από ανυπέρβλητα προβλήματα, που του προξένησαν οι άφρονες πολιτικές όλων των κυβερνήσεων μετά την μεταπολίτευση, η σημερινή κυβέρνηση, αντί να ασχοληθεί με τα πολλά καίρια και φλέγοντα θέματα που απασχολούν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, φέρνει νομοσχέδια προς ψήφιση, σύμφωνα με τις υποδείξεις και εντολές αυτών που προωθούν τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και υλοποιούν τους σχεδιασμούς της «Νέας Εποχής».
Έφερε προς ψήφιση το εν λόγω νομοσχέδιο, (που σήμερα δυστυχώς ψηφίστηκε και έγινε νόμος του κράτους), για την αποσυμφόρηση, όπως ισχυρίζεται, των ιδρυμάτων, προκειμένου να βρουν τα εγκαταλειμμένα παιδιά μια οικογένεια, να μεγαλώσουν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον. Να δοθούν τα άτυχα αυτά παιδιά σε σωστές οικογένειες, όπου θα νοιώσουν την αγάπη, τη θαλπωρή και την ασφάλεια, την οποία στερούνται στα ψυχρά ιδρύματα. Μέχρις εδώ όλα καλά. Αυτό έπρεπε να γίνει εδώ και πολλά χρόνια, όπου η γραφειοκρατία και κρατική ακαμψία δεν είχε την τόλμη να το κάνει. Να δώσει τη χαρά στα παιδιά αυτά και στους ανάδοχους γονείς.
Είναι όμως αυτός ο μοναδικός λόγος, που ανάγκασε την κυβέρνηση, να φέρει νόμο για την αναδοχή των παιδιών; Σίγουρα όχι, διότι πίσω από τους παρά πάνω ισχυρισμούς κρύβεται και ένας άλλος λόγος. Υπό το κάλυμμα της δήθεν ευαισθησίας για τα εγκαταλειμμένα παιδιά, θέλει να θεσμοθετήσει μια ακόμα «κατάκτηση» των ομοφυλοφίλων. Να μπορούν και αυτοί να γίνονται «γονείς», εφόσον αυτό τους το στερεί η φύση! Αποκαλυπτική είναι η δήλωση κάποιων ακτιβιστών, οι οποίοι εκφράζουν την ατζέντα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά και τα ελληνικά σοσιαλιστικά κόμματα, απομεινάρια του παλαιού ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των ακτιβιστών: «Αποτελεί σίγουρα, μαζί με κάποιες απαραίτητες τροποποιήσεις που μπορούν να γίνουν σταδιακά, το πρώτο – πολύ μικρό – βήμα για την κατάστρωση ενός ενιαίου πλαισίου για την τεκνοθεσία και την αναδοχή, με σεβασμό στα δικαιώματα του παιδιού και τη διασφάλιση του δικαιώματος όλων των πολιτών να γίνουν γονείς με κριτήρια που έχουν να κάνουν με την ανατροφή του παιδιού και καμία σχέση δεν έχουν με το σεξουαλικό προσανατολισμό του γονέα» (Ιστ. https://thecaller.gr)!
Η κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει την «αναγκαιότητα» της επέκτασης αναδοχής παιδιών στα ομοφυλόφιλα «ζευγάρια», επικαλείται το «συνταγματικό δικαίωμα της ισότητας των πολιτών» και το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο δήθεν τίθεται αναφανδόν υπέρ των «δικαιωμάτων» των ομοφυλοφίλων. Κατά την άποψή τους το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καραδοκεί για να μας καταδικάσει, ως χώρα και να μας επιβάλλει βαριά πρόστιμα, αν δεν συμμορφωθούμε με τις αποφάσεις του και «καταπατούμε τα δικαιώματα» των σεξουαλικών μειονοτήτων.
Όμως όλα αυτά είναι φθηνά προσχήματα διότι δεν προκύπτουν από Ευρωπαϊκή Σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η εισηγήτρια του νομοσχεδίου και αρμόδια υπουργός δήλωσε απροκάλυπτα: «Είναι μία εναλλακτική μορφή η αναδοχή για να μη μένουν τα παιδιά στα ιδρύματα. Δεν εξετάζεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός, αλλά η καταλληλότητα του ζευγαριού, ή του ατόμου να γίνει ανάδοχος. Σηκώθηκε ένας αχός χωρίς λόγο και αφορμή. Δεν μπορούμε εμείς ως βουλευτές, επειδή φοβάται η κοινωνία, να μην δώσουμε ένα δρόμο μπροστά. Και με τον πολιτικό γάμο φοβόταν» (Ιστ. https://avmag.gr).
Επιστρατεύτηκαν και κάποιοι ψυχολόγοι, οι οποίοι με ανακοίνωσή τους δήλωσαν ότι «ο ισχυρισμός ότι τα παιδιά ομοφυλόφιλων δεν αναπτύσσονται το ίδιο καλά σε σχέση με τα παιδιά ετεροφυλόφιλων, δεν ευσταθεί. Η αυτοεκτίμηση, το άγχος, η κατάθλιψη, τα προβλήματα συμπεριφοράς, δεν εξαρτώνται από τις σεξουαλικές επιλογές των γονέων και η ανατροφή από ομοφυλόφιλους γονείς δεν επηρεάζει μονοδιάστατα την ταυτότητα φύλου του παιδιού» (Ιστ.http://www.skai.gr). Ο αρχηγός του κομματικής παράταξης το «Ποτάμι» δήλωσε πως «ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να είναι κατάλληλος και ικανός γονέας όσο και ένας ετεροφυλόφιλος, δηλαδή αυτό που εμπειρικά γνωρίζουμε όλοι. Υπάρχουν καλοί και κακοί γονείς. Αλλά δεν είναι οι καλοί ετερόφυλοι και οι κακοί ομοφυλόφιλοι» (Ιστ.http://www.skai.gr)!
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ασφαλώς όχι! Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ .κ. Σεραφείμ, σε πρόσφατη σχετική ανακοίνωσή του αναφέρει: «Σε πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Τέξας αναφέρεται ότι το 23% όσων, (ενηλίκων πια), προέρχονται από «οικογένειες» ομοφυλοφίλων είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον έναν, ή τους δύο συντρόφους, ποσοστό που αντιστοιχεί μόλις στο 2% των παιδιών, που προέρχονται από ετεροφυλόφιλες οικογένειες. Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, παιδιά που μεγαλώνουν με ομοφυλόφιλα ζευγάρια αντιμετωπίζουν έντονο στρες, συναισθηματικά κενά και ψυχολογικές παθήσεις, όταν ενηλικιώνονται. Διεθνείς έρευνες αποδεικνύουν τεράστιο θέμα κοινωνικής ένταξης αυτών των παιδιών με επακόλουθο ψυχικά τραύματα καθώς η ανθρώπινη φύση και ο ανθρώπινος ερωτισμός αισθάνονται φυσιολογική αποστροφή στην στρέβλωσή τους, που αναπόδραστα επηρεάζει την ψυχολογική εξέλιξη παιδιών, που μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον. Ειδικότερα αυτά τα παιδιά αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες για την κοινωνικοποίησή τους στο σχολείο, όπου συγκρούονται με την διαφορετικότητα της δικής τους «οικογένειας» σε σχέση με την πλειοψηφία των οικογενειών των συνομιλήκων τους. Στις ΗΠΑ, που κανείς δεν μπορεί να «κατηγορήσει» για «συντηρητισμό», αρκετές αμερικανικές πολιτείες (Τέξας, Λουϊζιάνα, Οχάιο κ.α.) εξετάζουν το ενδεχόμενο να απαγορεύσουν την αναδοχή και υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, καθώς τόσο από την επιστημονική κοινότητα, όσο και από προσωπικές μαρτυρίες προκύπτουν τεράστιοι κίνδυνοι ψυχολογικής αλλοτρίωσης για τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον ομογενοποίησης, πέραν του κατά φύσιν και της ανθρώπινης φυσιολογίας και σεξουαλικότητας άξονα, που συντίθεται από το ζεύγος αρσενικού και θηλυκού πόλου». Η εκπρόσωπος της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας, Μαρία Περαχωρίτη παρατηρεί τα εξής. «Το παιδί δικαιούται να αναπτυχθεί σε μια οικογένεια με τα πολιτιστικά και βιολογικά χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε μέχρι τώρα. Η ελληνική κοινωνία δεν θα είναι ποτέ έτοιμη να αποδεχτεί κάτι τέτοιο» (Ιστ. https://www.efsyn.gr). Το ΚΚΕ σε δήλωση του αναφέρει: «για το ΚΚΕ, το βασικό κριτήριο για την αναδοχή για την υιοθεσία και συνολικά για την παιδική προστασία – ιδιαίτερα για κακοποιημένα, ή εγκαταλειμμένα παιδιά – είναι η ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να μεγαλώσουν μέσα σε ένα πλαίσιο όπου είναι διακριτή η σχέση άνδρα – γυναίκας, πατέρα – μητέρας» (Ιστ.https://www>. thepressproject.gr).
Πέραν αυτών υπάρχουν άπειρες μαρτυρίες παιδιών από το εξωτερικό, όπου επιτρέπεται η αναδοχή παιδιών σε ομόφυλα «ζευγάρια», σύμφωνα με τις οποίες είναι άκρως προβληματική η ζωή των παιδιών αυτών σ’ αυτές τις «οικογένειες». Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν να μας πείσουν οι «ειδικοί». Μας το διδάσκει ξεκάθαρα η πείρα της ζωής, ότι τα παιδιά μεγαλώνουν ομαλά μόνον μέσα σε μια παραδοσιακή οικογένεια, όπου οι ρόλοι των γονέων είναι διακριτοί. Και όταν βέβαια η συμπεριφορά των γονέων είναι φυσιολογική. Όταν ο ρόλος της μητέρας είναι να παρέχει στοργή, τρυφερότητα και φροντίδα και ο ρόλος του πατέρα να παρέχει ασφάλεια. Εξυπακούεται βέβαια ότι πρέπει να αποφεύγονται εντάσεις και σκηνές βιαιότητας, διότι αυτές πληγώνουν τα παιδιά. Είναι παρατηρημένο, ότι το παιδί από τη φύση του είναι προικισμένο, να εκφράζει διαφορετικά συναισθήματα στη μητέρα και διαφορετικά στον πατέρα. Πως όμως θα μπορέσει να βιώσει αυτά τα συναισθήματα σε μια ανάδοχη «οικογένεια» ομοφυλοφίλων ανδρών, ή γυναικών, αφού εδώ οι ρόλοι των «συζύγων» συγχέονται και δεν γίνονται διακριτοί από το παιδί; Αλλά και πώς θα μπορέσει αυτό το παιδί να προσαρμοστεί και να αναπτυχτεί φυσιολογικά στο κοινωνικό και το σχολικό περιβάλλον, καθ’ όν χρόνον θα βιώνει καθημερινά την απόρριψη των άλλων παιδιών; Σήμερα μάλιστα που είναι σε έξαρση το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας και της απόρριψης, λόγω ομοφυλοφιλικού γονεϊκού περιβάλλοντος, είναι σε θέση άραγε να αναλογιστεί η κυβέρνηση, η οποία τόσο απερίσκεπτα και επιπόλαια ψήφισε τον νόμο, τις ειρωνείες, τους προπηλακισμούς, ή ακόμη και την βίαια συμπεριφορά από τα άλλα παιδιά; Διεθνείς στατιστικές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιούν, ότι παιδιά που δόθηκαν σε ομοφυλόφιλα «ζευγάρια» για αναδοχή, ή υιοθεσία, έχουν αυξημένες πιθανότητες να πέσουν θύματα σεξουαλικής βίας και κακοποίησης. Παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων φέρουν ασυγκρίτως περισσότερα ψυχολογικά τραύματα από παιδιά που μεγάλωσαν σε φυσιολογικές οικογένειες.
Κλείνοντας, εκφράζουμε τις σοβαρότατες ανησυχίες μας για την πορεία της κοινωνίας μας, και για το μέλλον της νεολαίας μας, το οποίο διαγράφεται ζοφερό. Θέλουμε επίσης να διατρανώσουμε την πεποίθησή μας ότι η οικογένεια είναι το πρωτογενές κύτταρο της κοινωνίας μας. Είναι η ίδια η κοινωνία σε σμικρογραφία. Όταν αυτό το κύτταρο είναι υγιές, τότε είναι υγιής και η κοινωνία, ενώ όταν αυτό ασθενεί, πάσχει και η κοινωνία. Ο Θεός Δημιουργός δημιούργησε τον άνθρωπο «άρσεν και θήλυ» (Γεν.1,26), για να μπορούν τα δύο φύλα με την ένωσή τους, να «αυξάνονται και να πληθύνονται» (Γεν.1,27), αλλά και να μπορούν να δημιουργούν ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο θα μπορούν τα παιδιά να αναπτυχθούν φυσιολογικά, ψυχικά και σωματικά. «Το πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα, καθώς πολύ σωστά επισημαίνει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, που αφορά στην ψυχική υγεία νέων ανθρώπων δεν μπορεί να εντάσσεται ερήμην της ψυχιατρικής επιστήμης και των νέων διεθνών ερευνών, στην επίπλαστη ατζέντα ενός κίβδηλου δικαιωματισμού και μιας κωμικοτραγικής ‘προοδευτικότητας’». Άραγε, μέχρι πότε οι κυβερνώντες, θα κωφεύουν και θα αδιαφορούν απέναντι σ’ αυτή την αδήριτη πραγματικότητα;
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Πηγή: Αβέρωφ
Σύνοδος Κρήτης: ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, ούτε Σύνοδος...
Η Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών με την ευκαιρία της συμπληρώσεως δύο ετών από τη Σύνοδο της Κρήτης και της διεξαγωγής αυτές τις μέρες Διεθνούς Συνεδρίου για τη Σύνοδο εξέδωσε το παρακάτω φυλλάδιο.
Το φυλλάδιο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή.
Μέχρι τέλη Σεπτέμβρη 2018 θα είναι έτοιμη η διαδικασία για την έκδοση των νέων ταυτοτήτων!
Με βάση το αρχικό γράμμα του επιθέτου μας θα παραλαμβάνουμε κατά σειρά τις νέες ταυτότητες
Μέσα σε 5 χρόνια θα πρέπει να έχει γίνει η άμεση αντικατάσταση!
Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2695
ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ
Εὐλογημένε τοῦ Κυρίου Λαέ
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπικοινωνεῖ μαζί σας, τούς Κληρικούς καί λαϊκούς, δηλαδή τόν Λαό τοῦ Θεοῦ, πού εἶσθε βαπτισμένοι στό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἔχετε τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί βεβαίως ἐκδηλώνετε αὐτήν τήν πίστη σας μέ διαφόρους τρόπους, γιά νά σᾶς ἐνημερώση ἐπισήμως γιά ἕνα σπουδαῖο θέμα πού ἀπασχολεῖ αὐτές τίς ἡμέρες τόν ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό τύπο. Πρόκειται γιά τό θέμα τοῦ τύπου τῶν νέων ταυτοτήτων καί ἰδιαιτέρως γιά τό πρόβλημα τῆς ἀναγραφῆς ἤ ἀπαλείψεως τοῦ θρησκεύματος ἀπό αὐτές. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ αἴσθημα εὐθύνης ἀπέναντι στόν Λαό τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό στίς διαχρονικές παραδόσεις αὐτοῦ τοῦ τόπου καί μέ πίστη ἀκλόνητη στόν Θεό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά σᾶς ἐνημερώση ὑπεύθυνα καί εἰλικρινά γιά τό θέμα πού ἀνέκυψε.
1. Τίς τελευταῖες δεκαετίες ἔγινε πολύς λόγος γιά τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Ψηφίσθηκαν σχετικοί νόμοι, ἐκδόθηκαν ὑπουργικές ἀποφάσεις, ἀλλά δέν γινόταν αὐτή ἡ ἀλλαγή στό θρήσκευμα, γιατί ἀντιδροῦσε ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης καί πολλοί Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Βουλευτές στό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο ἀντελήφθησαν τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος καί δέν υἱοθετοῦσαν ἀλλαγές στήν ὑπάρχουσα κατάσταση. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀντιμετώπισε τά θέματα μέ ὑπευθυνότητα, νηφαλιότητα, ψυχραιμία, ἀλλά καί γνώση τοῦ ἀντικειμένου καί τῶν προεκτάσεών του. Συνέστησε Εἰδική Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία μελέτησε ὅλες τίς παραμέτρους του, ἀπέστειλε σχετικά ἔγγραφα στούς ἁρμόδιους Ὑπουργούς, ἀπέφυγε νά ἀνακινήση τό θέμα αὐτό κατά τήν προεκλογική περίοδο, πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ἐπιπτώσεις στά πολιτικά πράγματα, εἶχε συναντήσεις μέ διαφόρους φορεῖς τῆς Πολιτείας καί ἀνέμενε νά ἀντιμετωπισθῇ εἰρηνικῶς τό ζήτημα αὐτό.
Ἀλλά καί ἡ Πολιτεία ἔδειχνε προσοχή καί ὑπευθυνότητα, παρά τίς διάφορες φωνές πού ἀκούγονταν καί τίς διαδόσεις πού ἔβλεπαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας. Ἡ Πολιτεία ἔδωσε ἐπίσημες γραπτές καί προφορικές διαβεβαιώσεις ὅτι θά ἀντιμετωπισθῇ τό θέμα συναινετικῶς. Γιά παράδειγμα ἀναφέρουμε τήν ἀπάντηση τῆς Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν κ. Βασιλικῆς Παπανδρέου, πού δόθηκε μέ ἀφορμή τό σχετικό ἔγγραφο τῆς Ἱεράς Συνόδου, ἡ ὁποία διαβεβαίωνε τήν Ἱερά Σύνοδο ὅτι οἱ νέες ταυτότητες δέν θά «ἔλθουν σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν». καί ὄψη του τίς ἀπόψεις σας, ὅταν θά ἀρχίσει ἡ διαδικασία ἔκδοσης τῶν νέων ταυτοτήτων, ἡ ὁποία ἔχει σταματήσει λόγῳ ματαίωσης τοῦ διαγωνισμοῦ». (11-5-1999).
Παρά ταῦτα, ἐντελῶς ξαφνικά, λίγες ἡμέρες μετά τίς βουλευτικές ἐκλογές καί τόν σχηματισμό τῆς νέας Κυβερνήσεως ἐτέθη ὑπό τάπητος ἡ διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, μαζί μέ ἄλλα κρίσιμα θέματα πού προσβάλλουν τήν συνείδηση καί τό φιλότιμο τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ καί τήν μακραίωνη ζωντανή παράδοσή μας. Στήν συνέχεια διακόπηκε ὁ δίαυλος ἐπικοινωνίας τῆς Πολιτείας μέ τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη καί ὅταν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, μέ νηφαλιότητα καί ψυχραιμία θέλησε νά ἐπισκεφθῇ τόν κ. Πρωθυπουργό γιά νά συζητήση μαζί του τά θέματα αὐτά. Ὅμως ἡ προσβλητική, ὄχι ἁπλῶς γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο ἀλλά γιά ὁλόκληρη την Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπάντηση τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας καί ἡ οὐσιαστική ἄρνησή του νά δεχθῆ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας ὄξυνε ἀκόμη περισσότερο τήν ἠλεκτρισμένη κατάσταση, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δέν προῆλθε ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ἡ Ἱερά Σύνοδος παρακολουθεῖ πάντοτε μέ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τά δογματικά ζητήματα καί τίς ἀλλοιώσεις τῆς παραδόσεώς μας, μάλιστα τήν σημερινή ἐποχή πού τείνει νά ἐπικρατήση ἡ λεγομένη παγκοσμιοποίηση, μέ τήν ὁποία, ἐκτός τῶν θετικῶν στοιχείων, ἐπιχειρεῖται ἡ παραθεώρηση καί ἀφομοίωση διαφόρων πολιτιστικῶν παραδόσεων, καθώς ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται, ὡς πνευματική μητέρα, μέ τά διάφορα προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τόν λαό. Ἄλλωστε, τό δόγμα ἔχει σχέση μέ τό ἦθος, καί ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση συνδέεται μέ τίς παραδόσεις τοῦ Γένους μᾶς.
Ἀσφαλῶς, μεταξύ τῶν θεμάτων, μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται ἡ Ἱερά Σύνοδος, εἶναι καί ἡ σχεδιαζομένη ἔκδοση τῶν ταυτοτήτων. Βεβαίως, ἡ ἔκδοση τῶν νέων ταυτοτήτων εἶναι θέμα τῆς Πολιτείας. Ἀλλά ὅμως καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει βασικό λόγο γιά τό θέμα ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἐκφράζει τίς ἀνησυχίες πολλῶν μελῶν της, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί σέ τέτοια βασικά ζητήματα πρέπει ἡ Πολιτεία νά διαλέγεται μέ ὅλους τούς φορεῖς, περισσότερο δέ μέ τήν Ἱερά Σύνοδο, πού ἐκφράζει τήν πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
Τό θέμα τῶν ταυτοτήτων εἶναι ἕνα βασικό καί σπουδαῖο θέμα, δέν εἶναι μιά παρονυχίδα, διότι συνδέεται μέ τήν προσωπικότητα τῶν κατόχων τους καί γενικά μέ τίς παραδόσεις τοῦ τόπου μας. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι ἡ πραγματική ταυτότητα τοῦ Γένους μας δόθηκε ἀπό τά πρῶτα μετά τήν ἀπελευθέρωση Συντάγματα στήν Τροιζήνα καί στό Ναύπλιο: «Ἕλληνες εἶναι ὅσοι αὐτόχθονες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας πιστεύουσιν εἰς Χριστόν». Ἡ πίστη στόν Χριστό εἶναι σημαντικό στοιχεῖο τῆς παραδόσεώς μας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπανειλημμένως στό παρελθόν ἀσχολήθηκε μέ διάφορες πτυχές τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καί μέ ἀποφάσεις καί ἐγκυκλίους της πρός τό ποίμνιό της ἔχει καθορίσει σαφῶς τήν στάση της σχετικά μέ τά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀναγράφονται σέ αὐτές, μέ τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος καί τόν τρόπο ἐκτυπώσεώς τους.
Μάλιστα τελευταία ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπέλεξε νά προτείνη τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος ἐκφράζοντας ἔτσι τήν πίστη τοῦ Λαοῦ πού διατυπώθηκε μέ ψηφίσματα, διαμαρτυρίες, ὑπογραφές καί διασώζοντας τήν ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας, γιατί εἶναι γνωστόν ὅτι τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας δέν ἔχει μόνο τήν ἀρνητική πλευρά, ἀλλά καί τήν θετική του πλευρά.
Καί εἶναι γνωστόν ὅτι καμία κοινοτική ὁδηγία δέν συνιστᾶ τήν ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, ἀντίθετα μάλιστα οἱ διάφορες Συνθῆκες καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου σέ σχετικό ὑποβληθέν ἐρώτημα, ἀφ’ ἑνός μέν ὑποστηρίζουν τήν ἰδιαίτερη πολιτιστική παράδοση κάθε Κράτους, ἀφ’ ἑτέρου δέ διαβεβαιώνουν ὅτι ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καί ἡ ἀναγραφή τῶν στοιχείων στίς ταυτότητες εἶναι ἔργο τῆς κάθε Πολιτείας καί ὅτι αὐτή ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες δέν παραβιάζει καμιά Εὐρωπαϊκή ἤ διεθνῆ σύμβαση. Ἀλλά καί στόν χῶρο μας ἀκόμη ἰσχύει ὁ νόμος 1988/1991 πού προϋποθέτει τήν ὑποχρέωση ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος καί κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς πρέπει νά γίνη μέ ἀπόφαση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου πού εἶναι τό μόνο ἁρμόδιο.
3. Τό πρόβλημα, ὅμως τοῦ θρησκεύματος συνδέεται στενά καί μέ τήν ὕπαρξη τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου, τόν «ἀποκαλυπτικό» ἀριθμό 666, τήν μαγνητική ταινία, καθώς στίς λεγόμενες ἠλεκτρονικές ταυτότητες, ὑπάρχουν διάφορες μνῆμες καί διάφορες ζῶνες, ὅπως εἶναι ἡ λεγόμενη «κρυμμένη ζώνη», μέσα στήν ὁποία διατηροῦνται στοιχεῖα, τά ὁποῖα δέν εἶναι προσβάσιμα στόν κάτοχό τους. Καί συνδέεται τό θρήσκευμα μέ τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες, γιατί ἐνῶ διαγράφεται γιά λόγους δῆθεν θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀπό αὐτές, ἐν τούτοις εἶναι δυνατόν μαζί μέ ἄλλα εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα νά περιέχωνται μέσα στίς μνῆμες των ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων. Πρόκειται γιά ἕνα ἠλεκτρονικό φακέλλωμα τῶν ἀνθρώπων, γιά μιά ἀρίθμηση τοῦ προσώπου, γιά μιά πνευματική ὑποτέλεια, πού διευκολύνει σαφῶς τά σχέδια τῶν ἡγετῶν πού θέλουν νά κυβερνήσουν δικτατορικά τόν.
Αἰσθανόμαστε βαθειά λύπη, γιατί τίς τελευταῖες ἡμέρες ἔγινε μιά παραπλάνηση καί παραπληροφόρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, ἀφοῦ τό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος ἑστιάσθηκε μόνο στήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος καί παραθεωρήθηκε τό θέμα τῆς καταστρατηγήσεως τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, μέ τήν σταδιακή πορεία πρός τήν ἠλεκτρονική ταυτότητα. Ἀλλά ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεόσδοτο χάρισμα, ἴδιον γνώρισμα τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου πού τήν σέβεται καί Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μόνον ἀλαζονικοί ἄνθρωποι καταργοῦν τά ἀναφαίρετα δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐλευθερία.
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
† ἀγῶνας πού κάνει ἡ Ἱερά Σύνοδος δέν εἶναι γιά τυπικά πράγματα, ἀλλά γιά τά μεγάλα καί ἀναφαίρετα ἀγαθά, εἶναι γιά τήν διατήρηση τῆς μακραίωνης διαχρονικῆς παράδοσης τοῦ Γένους μας, πού εἶναι ζωντανή καί ζωοποιός. Σεῖς γνωρίζετε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ὅτι ἡ παράδοση δέν εἶναι μουσεῖο, ἀλλά ἡ ζωή πού σᾶς ἐνδυναμώνει, σᾶς ἐμπνέει καί σᾶς καθοδηγεῖ στήν καθημερινή σας ζωή. Αὐτὸ δέν τό γνωρίζουν ὅσοι παραμένουν στά σαλόνια καί ἀσχολοῦνται μέ ἰδεολογίες καί δοξασίες πού εἶναι ξεπερασμένες, ἀκόμη καί σέ αὐτήν τήν Εὐρώπη. Μερικοί πού δέν ἔχουν ζυμωθῆ μέ τήν παράδοση τοῦ Λαοῦ, εἰρωνεύονται αὐτούς πού θέλουν νά ζήσουν τίς παραδόσεις τῶν προγόνων τους, λέγοντας ὅτι δέν συνδέεται ἡ ἐμμονή στήν παράδοση μέ τόν ἐκσυγχρονισμό, ἀλλά ἀγνοοῦν ὅτι ὁ ἐκσυγχρονισμός εἶναι τό νά ξεφύγη κανείς ἀπό τά στενά, ἀδυσώπητα, ξεπερασμένα καί στεγανά πλαίσια τοῦ Διαφωτισμοῦ, παρά τά μερικά θετικά στοιχεῖα πού εἶχε. Σήμερα ὁ δυτικός κόσμος ἐλευθερώθηκε ἀπό τίς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ, καί μάλιστα ὑπάρχει μεγάλη στροφή πρός τόν πλοῦτο καί τήν ὀμορφιά τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως. Σᾶς παρακαλοῦμε νά μείνετε πιστοί στήν μεταμορφωτική δύναμη τῆς ζωῆς, πού κυριαρχεῖ ζωηφόρα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, καί σᾶς καλοῦμε νά συμμετάσχετε στίς εἰρηνικές διαμαρτυρίες πού ἑτοιμάζει ἡ Ἐκκλησία, στίς 14 Ἰουνίου στήν Θεσσαλονίκη καί στίς 21 Ἰουνίου στήν Ἀθήνα, ὥστε νά διαδηλώσουμε τήν πίστη μας στήν παράδοση τῶν Πατέρων μας, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀναγεννητική δύναμη τοῦ συγχρόνου κόσμου. Συγχρόνως σᾶς παρακαλοῦμε σέ προσευχή καί πνευματική ἐγρήγορση. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμῶν.
† Ὁ Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Πρόεδρος
† Ὁ Μεσσηνίας Χρυσόστομος
† Κορίνθου Παντελεήμων
† Τριφυλία καί Ὀλυμπίας Στέφανος
† Κασσανδρείας Συνέσιος
† Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας καί Μήλου Δωρόθεος
† Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Θεόκλητος
† Θεσσαλονίκης Παντελεήμων
† Δράμας Διονύσιος
† Πατρῶν Νικόδημος
† Σιδηροκάστρου Ἰωάννης
† Ὕδρας, Σπετσών καί Αἰγίνης Ἱερόθεος
† Λαγκαδᾶ Σπυρίδων
† Πολυανῆς καί Κιλκισίου Ἀπόστολος
† Λευκάδος καί Ἰθάκης Νικηφόρος
† Καρυστίας καί Σκύρου Σεραφείμ
† Γόρτυνος καί Μεγαλουπόλεως Θεόφιλος
† Σταγῶν καί Μετεώρων Σεραφείμ
† Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντώνιος
† Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου Προκόπιος
† Νέας Κρήνης καί Καλαμαριάς Προκόπιος
† Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως Διονύσιος
† Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Ἀγαθόνικος
† Μεγάρων καί Σαλαμῖνος Βαρθολομαῖος
† Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Σπυρίδων
† Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς Δαμασκηνός
† Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος
† Χαλκίδος Χρυσόστομος
† Παροναξίας Ἀμβρόσιος
† Νέας Σμύρνης Ἀγαθάγγελος
† Παραμυθίας, Φιλιατῶν καί Γηρομερίου Τῖτος
† Πειραιῶς Καλλίνικος
† Ἰωαννίνων Θεόκλητος
† Περιστερίου Χρυσόστομος
† Γρεβενῶν Σέργιος
† Κεφαλληνίας Σπυρίδων
† Ζακύνθου Χρυσόστομος
† Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος
† Τρίκκης καί Σταγῶν Ἀλέξιος
† Ἀττικῆς Παντελεήμων
† Καρπενησίου Νικόλαος
† Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Διονύσιος
† Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος
† Μονεμβασίας καί Σπάρτης Εὐστάθιος
† Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου Νικόδημος
† Ἠλείας Γερμανός
† Θηβῶν καί Λεβαδείας Ἱερώνυμος\
† Σερρῶν καί Νιγρίτης Μάξιμος
† Μαντινείας καί Κυνουρίας Ἀλέξανδρος
† Μηθύμνης Χρυσόστομος
† Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων Παντελεήμων
† Ἐλευερουπόλεως Εὐδόκιμος
† Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Χρυσόστομος
† Ἀργολίδος Ἰάκωβος
† Κίτρους καί Κατερίνης Ἀγαθόνικος
† Φωκίδος Ἀθηναγόρας
† Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιάδος Νικηφόρος
† Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου Ἰάκωβος
† Ἄρτης Ἰγνάτιος
† Λήμνου καί Ἁγίου Εὐστρατίου Ἰερόθεος
† Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος
† Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἰγνάτιος
† Νέας Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας Κωνσταντῖνος
† Βεροίας καί Ναούσης Παντελεήμων
† Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας
† Ξάνθης καί Περιθωρίου Παντελεήμων
† Νικαίας Ἀλέξιος
† Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
† Ἐλασσῶνος Βασίλειος
† Σάμου καί Ἰκαρίας Ευσέβιος
† Καστορίας Σεραφείμ
† Φθιώτιδος Νικόλαος
† Γυθείου καί Οἰτύλου Χρυσόστομος
† Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ Ἰγνάτιος
† Σερβίων καί Κοζάνης Ἀμβρόσιος
† Κυθήρων Κύριλλος
† Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων Θεόκλητος
† Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
† Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας Θεόκλητος
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
Ἀρχιμ. Θεολόγος Ἀποστολίδης
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000
Γιὰ νὰ μὴ πέσῃς στὴν ἄθλια κακία τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία σοῦ ἐμποδίζῃ τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ σὲ προδίδει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, πρέπει νὰ ἀποφεύγῃς κάθε περιέργεια καὶ κάθε γήϊνο προσκόλλημα καὶ κάθε εἴδους ἀσχολία, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν κατάστασί σου. Ἔπειτα πρέπει νὰ βιάσης τὸν ἑαυτό σου, νὰ ὑπακούης γρήγορα σὲ κάθε καλὴ συμβουλὴ καὶ σὲ κάθε προσταγὴ τῶν προεστώτων καὶ πνευματικῶν σου, κάνοντας κάθε πρᾶγμα σὲ ἐκεῖνο τὸν χρόνο καὶ μὲ ἐκεῖνο τὸν τρόπο ποὺ τοὺς ἀρέσει. Σὲ κάθε ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, μὴν ἀργοπορήσῃς ἐντελῶς· γιατὶ ἐκείνη ἡ μικρὴ πρώτη ἀργοπορία φέρνει μαζί της καὶ τὴν δεύτερη καὶ ἡ δεύτερη τὴν τρίτη καὶ ἡ τρίτη τὶς ὑπόλοιπες, στὶς ὁποῖες παρεκλίνει ἡ αἴσθησις εὐκολώτερα παρὰ στὴν πρώτη. Ἐπειδὴ καὶ περισσότερο τραβήχθηκε καὶ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἡδονή, ποὺ δοκίμασε στὴ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ ὑπόλοιπες ἀργοπορίες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πρᾶξις ἢ ἀρχίζει πολὺ ἀργά, ἢ ἐγκαταλείπεται ἐντελῶς πολλὲς φορὲς ὡς ἐνοχλητική· καὶ ἔτσι λίγο λίγο γίνεται ἡ συνήθεια τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία φτάνει μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ μὲ ἄλλο τρόπο δὲν ἀναγνωρίζεται, παρὰ ἂν ἐμεῖς ἀφοῦ βαρεθοῦμε πλέον τὴν ἀμέλεια, δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ σὲ ἔργα σημαντικὰ καὶ προσεκτικά. Γιατὶ ἀπὸ τὴν τελευταία μας αὐτὴ φροντίδα μάθαμε ὅτι σταθήκαμε ἕως τότε πολὺ ἀμελεῖς, μὲ ντροπὴ καὶ βλάβη τόσων καλῶν ἔργων, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε.
Αὐτὴ ἡ ἀμέλεια τρέχει παντοῦ καὶ μὲ τὸ φαρμάκι της, ὄχι μόνο τὴν θέλησι φαρμακώνει καὶ τὴν κάνει νὰ ἀποστρέφεται κάθε ἐργόχειρο καὶ κάθε πνευματικὸ κόπο καὶ ὑπηρεσία, ἀλλὰ ἀκόμη τυφλώνει καὶ τὸ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ θεωρήσῃ σὲ ποιό παράλογο καὶ κακὸ λογισμὸ στηρίζεται αὐτὴ ἡ θέλησις καὶ γιὰ νὰ μὴν παρακινήσῃ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρατήρησι, αὐτὴ τὴν θέλησι νὰ φροντίσῃ νὰ τελέσῃ γρήγορα κάθε ὀφειλόμενη ὑπηρεσία καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήνῃ παντελῶς ἢ νὰ τὴν ἀναβάλλῃ γιὰ ἄλλο χρόνο. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι μόνο ἀρκετὸ τὸ νὰ κάνῃς γρήγορα τὸ ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς καὶ σὲ καιρὸ κατάλληλο, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ποιότητα καὶ τὸ εἶναι ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ μὲ ὅλη ἐκείνη τὴν φροντίδα ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ κάθε δυνατὴ τελειότητα. Ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο· «Καταραμένος ὅποιος κάνει τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μὲ ἀμέλεια» (Ἱερ. 48,10). Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ συμβαίνει, γιατὶ δὲν σκέφτεσαι τὴν δύναμι ἐκείνου τοῦ καλοῦ ἔργου νὰ τὸ κάνῃς στὸν καιρό του καὶ μὲ γνώμη ἀποφασιστική, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ φέρει ἡ ἀμέλεια στοὺς ἀρχαρίους στρατιῶτας.
Λοιπόν, ἐσὺ πρέπει νὰ σκέφτεσαι πολλὲς φορὲς ὅτι μία μόνη ἀνύψωσι τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ μία ταπεινὴ γονυκλιτικὴ μετάνοια στὴ γῆ, ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀξίζει περισσότερο, ἀπὸ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Καὶ ὅτι, κάθε φορὰ ποὺ ἀφήνουμε τὴν ἀμέλεια καὶ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἐπιμελῆ ἔργα, οἱ Ἄγγελοι φέρνουν στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕνα στεφάνι ἔνδοξης νίκης· καὶ ὅτι ἀντίθετα πάλι στοὺς ἀμελεῖς, ὄχι μόνο δὲν δίνει στεφάνια ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ παίρνει ἀπὸ αὐτοὺς λίγο λίγο τὶς χάρες ποὺ ἔχει δοσμένες, ἀφήνοντάς τους νὰ στερηθοῦν καὶ τῆς βασιλείας του γιὰ τὴν ἀμέλειά τους· γιατὶ ἔχει γραφτεῖ ὅτι· «Οἱ καλεσμένοι στοὺς οὐρανίους γάμους ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν ἄλλος στὸ χωράφι του καὶ ἄλλος στὸ ἐμπόριό του» (Ματθ. 22,5).
Αὐξάνει δὲ τὶς χάρες αὐτὲς στοὺς ἐπιμελεῖς καὶ βιαστὲς τοῦ ἑαυτοῦ τους, κάνοντάς τους νὰ μποῦν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὴν οὐράνια βασιλεία του· «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μὲ προσπάθεια καὶ τὴν κερδίζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται» (Ματθ. 11,12).
Ἐὰν ὅμως καὶ ὁ κακὸς λογισμός, πολεμώντας νὰ σὲ ρίξῃ στὴν ἀμέλεια, σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς μία ἀρετὴ ποὺ ἐπιθυμεῖς, θὰ κοπιάσης πολὺ καὶ γιὰ πολλὲς ἡμέρες, καὶ ὅτι οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοὶ καὶ πολλοὶ καὶ ἐσὺ εἶσαι ἕνας καὶ ἀδύνατος, καὶ ὅτι χρειάζεσαι νὰ κάνῃς πολλὲς καὶ μεγάλες πράξεις γιὰ νὰ τὴν κατορθώσῃς· ἂν λέω, αὐτὰ σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὁ λογισμὸς τῆς ἀμελείας, μὴ τὸν ἀκούσῃς· ἀλλὰ ἄρχισε νὰ φέρνῃς στὸ νοῦ σου πράξεις σὰν νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς λίγες καὶ σὰν νὰ πρέπῃ νὰ κοπιάσης λίγο καὶ γιὰ λίγες ἡμέρες· καὶ σὰν νὰ ἔχῃς νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον ἑνὸς ἐχθροῦ μόνο καὶ σὰν νὰ μὴν ἦταν ἄλλοι νὰ σὲ πολεμήσουν καὶ μὲ μία τόσο μεγάλη ἐλπίδα, σὰν νὰ εἶσαι (ὅπως καὶ εἶσαι), μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἐκείνους. Γιατὶ ἂν κάνῃς ἔτσι, θὰ ἀρχίσῃ νὰ ἐξασθενῇ ἀπὸ σένα ἡ ἀμέλεια καὶ θὰ ἔχῃς διάθεσι κατόπιν νὰ μπῇ στὴν ψυχή σου λίγο λίγο ἡ ἀντίθετη ἀρετὴ τῆς ἐπιμέλειας.
Τὸ ἴδιο αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τὴν προσευχή· γιὰ παράδειγμα, ἂν ὁ καιρὸς τὸ ἀπαιτῇ νὰ κάνῃς μία ὥρα προσευχὴ καὶ αὐτὸ φαίνεται σκληρὸ στὴν ἀμέλειά σου, ἄρχισε τὴν προσευχή, σὰν νὰ ἔχῃς νὰ προσευχηθῇς μισὸ τέταρτο τῆς ὥρας καὶ μετὰ εὔκολα θὰ περάση στὸ ἄλλο μισὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο στὸ ἄλλο, κ.τ.λ. Καὶ ἂν καμιὰ φορὰ καταλάβεις στὸ διάστημα αὐτὸ δυσκολία καὶ ἀντίστασι πολὺ πιεστική, ἄφησε γιὰ τὴν ὥρα τὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀντιπαθήσῃς καὶ μετ᾿ ἀπὸ λίγο ξανακάνε πάλι τὴν προσευχὴ ποὺ ἄφησες· τὸν ἴδιο αὐτὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς καὶ στὸ ἐργόχειρο καὶ στὴν ὑπηρεσία σου, ὅταν συμβαίνῃ νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς πράγματα, τὰ ὁποῖα, μὲ τὸ νὰ φαίνωνται στὴν ἀμέλειά σου πολλὰ καὶ δύσκολα, ἐσὺ ταράζεσαι ὁλόκληρος. Γι᾿ αὐτὸ ἄρχιζε μὲ τὴν καρδιά σου ἥσυχα ἀπὸ τὸ ἕνα, σὰν νὰ μὴν εἶχες νὰ κάνῃς ἄλλο. Καὶ ἔτσι ἐνεργώντας μὲ ἐπιμέλεια, θὰ τὰ κάνῃς ὅλα μὲ πολὺ λιγότερο κόπο, ἀπὸ κεῖνον, ποὺ φαίνονται στὴν ἀμέλειά σου. Γι᾿ αὐτό, ἂν δὲν κάνῃς ἔτσι καὶ ἂν δὲν σκεφθῇς νὰ πολεμήσῃς τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ σοῦ δείχνεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ γιὰ κάθε ἀρετή, θὰ ὑπερισχύσῃ ἡ ἀμέλεια μέσα σου, ὁπότε ὄχι μόνον ὅταν εἶναι παρὼν ὁ κόπος καὶ ἡ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μακριὰ ἀκόμη, θὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀνυπομονῇς καὶ νὰ φοβᾶσαι, ὅτι θὰ ἔχῃς πάντα κόπους καὶ δυσκολίες καὶ ὅτι θὰ σὲ πειράζουν πάντα οἱ ἐχθροί σου. Ὁπότε καὶ στὴν ἴδια σου τὴν ἀνάπαυσι, θὰ ἔχῃς ἀπὸ τοὺς λογισμούς σου ἐνόχλησι.
Γνώριζε, δηλαδή, παιδί μου, ὅτι τὸ πάθος τῆς ἀμέλειας μὲ τὸ κρυφό του φαρμάκι, λίγο λίγο σαπίζει, ὄχι μόνο τὶς πρῶτες καὶ μικρὲς ρίζες, οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσουν τὶς συνήθειες τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ σαπίζει καὶ ἐκεῖνες ἀκόμη τὶς ρίζες τῶν καλῶν συνηθειῶν, ποὺ προηγουμένως ἀποκτήθηκαν. Καὶ ὅπως ὁ σκώληκας τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ αὐτὸ τὸ πάθος προχωράει, κατατρώγοντας ἀνεπαίσθητα καὶ καταναλίσκει τὸ νοῦ τῆς πνευματικῆς ζωῆς· καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτό, γνωρίζει νὰ στήνῃ τὶς παγίδας καὶ τὶς θηλιὲς ὁ διάβολος σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα, ὅμως, στὶς πνευματικὲς ψυχές, γνωρίζοντας ὅτι εὔκολα πέφτει στὶς ἐπιθυμίες κάθε ἀργὸς καὶ ἀμελῆς, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Σὲ ἐπιθυμίες βρίκεται κάθε ἄνεργος» (Παροιμ. 13,4).
Λοιπόν, ἐσὺ νὰ ἀγρυπνᾷς πάντα προσευχόμενος καὶ ἐπιμελούμενος καλὰ ὡς ἀνδρεῖος ἀγωνιστῆς· «χεῖρες ἀνδρείων, ἐν ἐπιμελείᾳ» (Παροιμ. 13,4). Καὶ μὴ περιμένῃς νὰ ὑφαίνῃς τὸν νυμφικό σου χιτῶνα, ὅταν πρόκειται νὰ πᾶς ἐκεῖ στολισμένος, γιὰ νὰ συναντήσῃς τὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ θυμήσου κάθε μέρα, ὅτι τὸ σήμερα εἶναι δικό σου, τὸ αὔριο εἶναι στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἔδωσε τὸ πρωί, δὲν σοῦ ὑπόσχεται νὰ σοῦ δώσῃ καὶ τὸ βράδυ. Γι᾿ αὐτὸ μὴν ἀκούσῃς τὸν διάβολο, ποὺ σοῦ λέει νὰ τοῦ δώσῃς τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο νὰ δώσῃς στὸ Θεό, ὄχι· ἀλλὰ ξόδεψε ὅλες τὶς στιγὲς τῶν ὡρῶν τῆς ζωῆς σου, καθὼς ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ σοῦ δοθῆ πλέον ἄλλος καιρός. Καὶ λογάριαζε, ὅτι, γιὰ κάθε στιγμή, θὰ δώσῃς ἀκριβέστατο λογαριασμὸ ἐπειδὴ πολύτιμος εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ καιρός, ποὺ ἔχεις στὰ χέρια καὶ θὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ τὸν ζητήσῃς καὶ νὰ μὴ τὸν βρῇς.
Νόμιζε ἀκόμη σὰν χαμένη ἐκείνη τὴν ἡμέρα (ἂν καὶ νὰ ἔκανες πολλὰ ἄλλα ἔργα), στὴν ὁποία δὲν ἀπόκτησες πολλὲς νίκες κατὰ τῶν κακῶν σου κλίσεων καὶ θελημάτων καὶ κατὰ τὴν ὁποία δὲν εὐχαρίστησες τὸν Θεό, ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε, καὶ μάλιστα γιὰ τὸ βασανιστικό του πάθους, ὁ ὁποῖος γιὰ σένα ὑπέφερε· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πατρικὴ γλυκειὰ ἐκπαίδευσι τῶν θλίψεων ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ στείλη καμμία φορά. Τελειώνοντας καὶ σοῦ παραγγέλλω· «ἀγωνίσου πάντα τὸν καλὸ ἀγῶνα» (Α´ Τιμ. 6,12), γιατὶ πολλὲς φορὲς μία μόνον ὥρα ἐπιμελείας, κέρδισε τὸν παράδεισο καὶ γιὰ μία ὥρα ἀμελείας, τὸν ἔχασε. Καὶ γίνε ἐπιμελής, ἂν θέλῃς νὰ εἶναι ἀσφαλὴς ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου πρὸς Θεό· «ὅποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὅλα θὰ τὰ ἔχῃ ἄφθονα» (Παροιμ. 28,25)(1).
1. Γιατὶ δυὸ εἶναι οἱ ἐλπίδες, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰσαάκ, μία ἀληθινὴ καὶ πολὺ σοφὴ καὶ μία ψεύτικη καὶ ἀνόητη. Καὶ ὅσοι ἀφιέρωσαν ὅλο τὸν ἑαυτόν τους στὸ Θεό, γιὰ κανένα πρᾶγμα δὲν φροντίζουν κοσμικό, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δοσμένοι στὴν ἐπιμέλεια καὶ ἐργασία τῶν ἀρετῶν· αὐτοὶ ἀληθινὰ ἐλπίζουν στὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ στὴν τωρινὴ καὶ στὴ μέλλουσα ζωή· ὅσοι ὅμως περνοῦν μὲ ἀμέλεια τὴν ζωήν τους καὶ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιμελοῦνται, αὐτοὶ ἂν καὶ λένε ὅτι ἐλπίζουν στὸ Θεό, ψεύτικα ὅμως ἐλπίζουν καὶ ἀνόητη εἶναι ἡ ἐλπίδα τους. «Προηγούμενος, λέγει, ἐστὶν ὁ διὰ τὸν Θεὸν κόπος καὶ ὁ ἱδρὼς ὁ ἐν τῇ γεωργίᾳ αὐτοῦ, τῆς εἰς αὐτὸν ἐλπίδος»· σὰν νὰ λέγῃ, ὅτι, πρῶτα πρέπει νὰ κουρασθῆ κάποιος γιὰ σπείρῃ ἔργα καλὰ καὶ ἀρετὲς καὶ ἔπειτα νὰ ἐλπίζῃ ὅτι καὶ ἔχει νὰ θερίσῃ καὶ νὰ πάρη τὸ μισθὸ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ηχηρό μήνυμα από τους Εθνοφύλακες της ακριτικής Ικαρίας. ''Ποιοι είμαστε εμείς; Ποίοι είστε εσείς; Τι θέλετε να κλέψετε από εμάς; Και τι είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε σε εσάς;. ''ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ - ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ".
Με αυτό το κείμενο συνοδεύουν το εντυπωσιακό βίντειο με τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες και τις ασκήσεις στις οποίες συμμετέχουν αδιάλειπτα. Πρόσφατα ο Διοικητής της 79 ΑΔΤΕ «Μυκάλη», Ταξίαρχος κ.Γιώργος Κουρής, είχε τονίσει: «Για το ΓΕΣ αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα, η ενημέρωση όλων των πολιτών για το έργο που επιτελεί η Εθνοφυλακή, τόσο στον επιχειρησιακό τομέα όσο και στο τομέα της ασφάλειας, της ανύψωσης του ηθικού και της προσφοράς κοινωνικού έργου με συνεχείς δράσεις εξωστρέφειας, σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας."
Και είχε προσθέσει: Μέσα σ' αυτό το πνεύμα κινούμενη η 79 ΑΔΤΕ καλείται να δράσει σε ένα περιβάλλον υψηλών απαιτήσεων και υποχρεώσεων.
Η απειλή κατά των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην ευαίσθητη αυτή περιοχή της Ελλάδος είναι ορατή και η πατρίδα περιμένει πολλά από εμάς.
Πρέπει στον αριθμό να αντιπαρατάξουμε το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, συμβάλλοντας κατ' αυτό τον τρόπο στην εξασφάλιση ενός περιβάλλοντος εθνικής ασφάλειας που επιτρέπει στον λαό να επικεντρωθεί απρόσκοπτα στο παραγωγικό και ειρηνικό του έργο, με σκοπό την συνεχή ευημερία και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς."
Και είχε τονίσει εμφατικά: "Πραγματικά, χωρίς ίχνος υπερβολής θα μου επιτρέψετε να πω, ότι σας θεωρούμε σαν ένα κομμάτι του εαυτού μας έτοιμο να θυσιαστεί μαζί μας εάν οι ανάγκες το απαιτήσουν».
Πηγή: OnAlert.gr
Ο θάνατος του 20χρονου Αφγανού από πυροβολισμό, μετά από τις συμπλοκές μεταξύ μεταναστών στο λιμάνι της Πάτρας, έφερε στην επιφάνεια ένα πρόβλημα που απασχολεί εδώ και μήνες τις αρχές ασφαλείας. Δεν αφορά, μάλιστα, μόνο τη συγκεκριμένη πόλη -που πράγματι αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις- αλλά ολόκληρη τη χώρα. Πλέον, έχει επιβεβαιωθεί ότι στους κόλπους των παράνομων μεταναστών κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα όπλα.
Μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίοι ζουν σε χοτ σποτς, ή σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, ή κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα στην πρωτεύουσα, έχουν προμηθευτεί όπλα, στο πλαίσιο της σταδιακής διολίσθησής τους στο έγκλημα. Από πέτρες, ρόπαλα και μαχαίρια έχουν πλέον στη διάθεσή τους όπλα που αγοράζουν στη μαύρη αγορά. Πόσα είναι αυτά τα όπλα, τι είδους είναι, ποια είναι η προέλευσή τους, σε ποιων τα χέρια έχουν καταλήξει και τι σκοπούς έχουν, κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, αστυνομικοί και λιμενικοί καταγγέλλουν ότι έρχονται συχνά αντιμέτωποι με ορδές εξαγριωμένων μεταναστών, οι οποίοι έχοντας εγκλωβιστεί από μήνες έως και χρόνια στη χώρα, οργανώνονται σε συμμορίες. Εκφοβίζουν τους νεοφερμένους μετανάστες και πρόσφυγες και το σημαντικότερο εκδηλώνουν μία αυξάνουσα επιθετικότητα απέναντι στους αστυνομικούς.
Οι αρχές ασφαλείας έχουν στη διάθεσή τους μόνο ψηφίδες, αδυνατώντας προς το παρόν να σχηματίσουν το παζλ. Σύμφωνα με αρμόδια πηγή, οι αστυνομικοί τρέμουν στην ιδέα ότι αυτές οι συμμορίες μπορεί σύντομα να είναι εξοπλισμένες με πυροβόλα όπλα. Και τούτο, επειδή πολλοί εξ αυτών έχουν μία άλλη αντίληψη για την ανθρώπινη ζωή, ακόμα και για τη δική τους. Η ίδια πηγή προσθέτει ότι ειδικά σε περιοχές που υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση παράνομων μεταναστών οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι.
Με χατζάρες στους δρόμους
Μέχρι τώρα τον πρώτο λόγο σε Αθήνα, Πάτρα και Θεσσαλονίκη έχουν οι Αφγανοί. Αυτοί είναι που έχουν τα περισσότερα όπλα, καθοδηγώντας τους νεοφερμένους μετανάστες και δημιουργώντας συμμορίες. Χρεώνουν, μάλιστα, 50 ευρώ το κεφάλι για να αφήσουν τους υπόλοιπους στην ησυχία τους. Η ταρίφα ανεβαίνει, αν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι ομοεθνής τους.
Οι περισσότερες συμπλοκές προκαλούνται για οικονομικές διαφορές. Αλγερινοί, Παλαιστίνιοι και Πακιστανοί έχουν κατά καιρούς οργανωθεί, επιχειρώντας να πάρουν τα ηνία. Οι τριβές μεταξύ εθνικοτήτων συχνά εξελίσσονται σε επεισόδια και ενίοτε γενικεύονται σε μαζικές συγκρούσεις, οι οποίες αφήνουν πίσω θύματα. Οι περισσότερες συμμορίες φέρουν μαχαίρια και αυτοσχέδια όπλα, αλλά κάποιοι έχουν πιστόλια. Σε ορισμένες περιπτώσεις μετανάστες εμφανίστηκαν με χατζάρες! Κατά καιρούς σε ερασιτεχνικα βίντεο έχουν καταγραφεί πρωτοφανείς εικόνες.
Στην οδό Αχαρνών στην Πλατεία Βάθης, παράνομοι μετανάστες, που έχουν καταλάβει το πρώην Β’ Γυμνάσιο Αθηνών, συγκρούονται μεταξύ τους. Οι τρομοκρατημένοι πολίτες παρακολουθούν με τρόμο χατζάρες να βγαίνουν στην μέση του δρόμου! Όλα αυτά έξω από μαγαζιά την ώρα που περνούν λεωφορεία και άλλα οχήματα. Πολλές είναι και οι καταγγελίες ότι όπλα έχουν κάνει την εμφάνισή τους και στους καταυλισμούς. Όχι μαχαίρια, όπλα. «Ο κόσμος εδώ έχει κουραστεί, υπάρχουν συνεχώς συμπλοκές. Από τύχη τα θύματα δεν είναι περισσότερα», μας είπε εργαζόμενος σε χοτ σποτ.
Η κατάσταση που επικρατεί, όμως, δεν είναι «ελληνικό προνόμιο». Η τάση των νεοφερμένων ή και παλαιότερων μεταναστών να εξοπλίζονται παρατηρείται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στο κέντρο φιλοξενίας, στην γερμανική πόλη Ellwangen, λίγες ημέρες νωρίτερα, οι αρχές αναγκάστηκαν να παρέμβουν μετά από τη χρήση βίας, εξαιτίας της απέλασης ενός παράτυπου μετανάστη από το Τόνγκο.
Συγκεκριμένα, περίπου 200 μουσουλμάνοι απέτρεψαν την απέλαση. Χρειάστηκε, μάλιστα, η αστυνομία να πραγματοποιήσει έφοδο στο κέντρο φιλοξενίας. Υπαρχηγός της αστυνομικής αρχής της πόλης Άαλεν δήλωσε «Σύμφωνα με πληροφορίες οι μετανάστες είχαν την πρόθεση ακόμα και να οπλιστούν. Υπήρξαν μάλιστα και φωνές ανάμεσά τους που έλεγαν ότι αν ξανάρθουν οι αστυνομικοί εδώ δεν θα την γλιτώσουν».
Αντιεξουσιαστές μετανάστες
Σε κέντρα φιλοξενίας στην Ελλάδα παρατηρείται η ίδια τάση. Όσο βλέπουν τις ελπίδες τους για μία καλύτερη ζωή να εξανεμίζονται, η συμπεριφορά παράνομων μεταναστών, αλλά και προσφύγων, γίνεται όλο και πιο επιθετική. Οι «εξεγέρσεις» είναι πλέον συχνό φαινόμενο, ενώ τα κινητά που έχουν στη διάθεσή τους φαίνεται να παίζουν κομβικό ρόλο. Μέσω αυτών επικοινωνούν και ειδοποιούν για τις κινήσεις της αστυνομίας.
Προβληματισμός επικρατεί και για την μεγάλη εισδοχή νεαρών μεταναστών στα Εξάρχεια. Συμμορίες νεαρών μεταναστών με αντιεξουσιαστικό πρόσημο έχουν επιτεθεί και σε ακτιβιστές αναρχικούς. Οι αρχές ασφαλείας θεωρούν πως ο χώρος των «μπαχαλάκηδων» αντιεξουσιαστών έχει ενισχυθεί από τη στρατολόγηση νεαρών μεταναστών, οι οποίοι, μάλιστα, έχουν την τάση να πρωταγωνιστούν στην άσκηση βίας. Είναι, μάλιστα, αυτοί που συγχρωτίζονται ευκολότερα με ποινικούς. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, μάλιστα, που μεταπήδησαν στο οργανωμένο έγκλημα. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, η προμήθεια όπλων γίνεται μέσα από τα συγκοινωνούντα αυτά δοχεία.
Το πρόβλημα μεγεθύνεται με την πάροδο του χρόνου, αλλά και με την παρατηρούμενη αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Τα νούμερα ζαλίζουν. Μέσα σ’ έναν μήνα 4.000 παράνομοι μετανάστες πέρασαν τα σύνορα στον Έβρο, ενεργοποιώντας το παλιό ξεχασμένο πέρασμα. Εκατοντάδες άτομα διασχίζουν ανενόχλητοι πλημμυρισμένα χωράφια μέχρι να φθάσουν στην Ορεστιάδα, το Διδυμότειχο ή σε κάποιο άλλο κεντρικό σημείο.
Όλοι αυτοί είναι ελεύθεροι να κινηθούν στο εσωτερικό της Ελλάδας μέχρι να λήξει το τρίμηνο, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι για να επιβιώσουν αρκετοί εντάσσονται σε συμμορίες που έχουν ήδη συγκροτηθεί. Όπως παραδέχονται και αρμόδιοι αξιωματικοί, ο έλεγχος στη συνοριακή γραμμή του Έβρου είναι πλημμελής. Πρακτικά, όποιος θέλει μπαίνει.
Όποιος θέλει μπαίνει
Το ίδιο συμβαίνει και στα νησιά. Μόλις φανεί στον ορίζοντα πλεούμενο σπεύδει να το διασώσει και να το φέρει στο λιμάνι είτε το Λιμενικό είτε σκάφος των πολυποίκιλων ΜΚΟ. Το εντυπωσιακό είναι ότι, έχοντας ενημερωθεί εκ των προτέρων από τους διακινητές, οι εισερχόμενοι επικαλούνται την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους πρόσφυγες και ζητούν άσυλο, αν και στην πλειονότητά τους είναι Πακιστανοί, Μπαγκλαντεσιανοί και Αφρικανοί. Προσφάτως αυξήθηκαν οι ροές από τον Έβρο, με μαζικές αφίξεις μεταναστών από την Αλγερία και το Κονγκό. Στην ερώτηση γιατί οι μετανάστες δεν πάνε απέναντι στη Γαλλία και οι Μαροκινοί απέναντι στην Ισπανία, η απάντηση αρμόδιου υπηρεσιακού παράγοντα είναι «ότι εκεί υπάρχει αυστηρός έλεγχος και δεν μπορούν εύκολα να περάσουν».
Δεδομένου ότι η περιοχή του Έβρου δεν περιλαμβάνεται στην συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, οι περιπολίες της Frontex είναι πολύ πιο αραιές, όπως εξηγούν αστυνομικές πηγές με γνώση της περιοχής. Η εικόνα προσφύγων και μεταναστών που εντοπίστηκαν ή και διασώθηκαν από αστυνομικούς και συνοριοφύλακες είναι πλέον καθημερινότητα. Ανεβαίνουν σε λεωφορεία του ΚΤΕΛ προς τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό το εκεί Μέγαρο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης.
Πολλοί οδηγούνται σε κάποιο κέντρο φιλοξενίας στην ενδοχώρα, αφού έχουν καταγραφεί στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στο χωριό Φυλάκιο Έβρου. Πολλοί, όμως, ξεφεύγουν, εκμεταλλευόμενοι το χάος. Ομοεθνείς τους έχουν οργανώσει μία άτυπη «επιτροπή υποδοχής». Τους οδηγούν στην πρωτεύουσα, τους εξηγούν τα κατατόπια και τους μυούν στη νέα τους πραγματικότητα, η οποία συχνά περιλαμβάνει μικροκλοπές, διακίνηση ναρκωτικών, πορνεία και άλλα.
Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρης Βίτσας, βλέπει πέρα από κάθε λογική «αποκλιμάκωση των μεταναστευτικών ροών». Κι αυτό, παρότι όλη την προηγούμενη εβδομάδα, κατά τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής του νομοσχεδίου για την απονομή ασύλου, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την αύξηση των προσφυγικών ροών από τον Έβρο.
Απαντώντας, όμως, σε επίκαιρη ερώτηση στην Βουλή ανέφερε ότι υπάρχει αποκλιμάκωση. Γι’ αυτό και «χθες στα κρατητήρια του Έβρου βρίσκονταν 119 πρόσφυγες και μετανάστες από 1.270 που ήταν στις 24 Απριλίου». Ο Δημήτρης Βίτσας απέδωσε την μείωση αυτή στο γεγονός, όπως είπε, ότι έχουν αρχίσει να αποφέρουν καρπούς οι συνομιλίες που γίνονται με την ΕΕ, αλλά και με την Τουρκία…
Πηγή: Σταύρος Λυγερός
Τά 22 Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Θεσσαλονίκης διαμαρτύρονται ἔντονα γιά τό ἀνοσιούργημα πού ψηφίστηκε πρόσφατα ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, σχετικά μέ τή δυνατότητα ἀναδοχῆς (κατ’ ἀρχήν) παιδιῶν καί ἀπό ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων.
Μᾶς θλίβει τό γεγονός ὅτι περιφρονεῖται ὠμά ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς Βουλῆς τόσο τό Εὐαγγέλιο ὅσο καί ἡ φυσική τάξη τῶν πραγμάτων, πού ὁρίζει ὡς πυρήνα τῆς οἰκογένειας τήν ἕνωση ἑνός ἄνδρα καί μίας γυναίκας.
Μᾶς προσβάλλει βαθύτατα ἡ ὑποκρισία τῶν δῆθεν «προοδευτικῶν» ἀντιπροσώπων τοῦ λαοῦ πού, στό ὄνομα τῆς ἐξασφάλισης ἴσων δικαιωμάτων γιά κάθε πιθανή μειοψηφία, ἐπιβάλλουν διά τῆς βίας σέ ἀθῶα καί ἀνυπεράσπιστα πλάσματα ἕναν τρόπο ζωῆς πού δέν τόν ἐπέλεξαν καί εἶναι πολύ πιθανόν νά τά στιγματίσει γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους.
Μᾶς ἀπογοητεύει ἡ ἀφωνία τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ τόπου, πού ἀνέχθηκε ἀδιαμαρτύρητα, ἤ μέ ἀνώδυνες καί ἄνευρες ἐκ τῶν ὑστέρων διαμαρτυρίες, τό νέο αὐτό χτύπημα ἐνάντια στόν θεσμό τῆς οἰκογένειας ἀλλά καί στά ἤθη καί τίς παραδόσεις τοῦ τόπου μας.
Πολύ φοβούμαστε ὅτι ἡ συνεχιζόμενη ψήφιση νομοσχεδίων πού ἀντιστρατεύονται καί ἀποδομοῦν τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας, συνιστᾶ ἀπειλή γιά τόν ἴδιο τόν πυρήνα τῆς κοινωνίας μας καί ἀπομακρύνει μέ δική μας εὐθύνη τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πατρίδα μας. Ἀποτελεῖ ὄνειδος γιά τήν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα νά ἀποδέχεται διά τοῦ κοινοβουλίου «νέες» μορφές οἰκογένειας, καί ἀσυγχώρητη ἐπιπολαιότητα νά πειραματίζεται μέ τό μέλλον ἀθώων ὑπάρξεων στό βωμό ἑνός ψεύτικου προοδευτισμοῦ, πού στήν οὐσία μεταφέρει τήν κοινωνία μας σέ καταστάσεις πού δέν χαρακτήριζαν οὔτε τά παλαιά βαρβαρικά φῦλα.
Τά 22 Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Θεσσαλονίκης
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
ΓΟΝΕΩΝ ΕΝΩΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ (Γ.Ε.Χ.Α.)
ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ “ΟΙ ΠΑΝΑΓΙΟΦΙΛΟΙ”
“ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΟΣΥΝΗ”
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ “ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ”
ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Π.Α.Τ.Ρ.Ι.Σ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΠΙΣ”
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ “ΑΓΑΠΗ ΧΡΙΣΤΟΥ”
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ “ΑΓΙΑ ΦΟΙΒΗ”
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ “ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ”
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ “ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ”
“ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ”
ΠΑ.ΣΥ.ΒΑ. (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ)
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΟΝΕΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ “Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ”
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ
“Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ”
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ “ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ”
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ
“ΑΓ.ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ”
Σ.Φ.Ε.Β.Α. (ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ)
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ “ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΤΩΧΩΝ”
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΟΝΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Έτοιμο το σύστημα από το 2020 - Βαριές κυρώσεις για όσους δεν δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Πλήρες «φακέλωμα» της περιουσίας των φορολογουμένων θέλει να κάνει η εφορία.
Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο που ανακοίνωσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), το e-περιουσιολόγιο θα είναι έτοιμο ως το 2020. Σε αυτό ο στόχος της είναι να καταγραφεί όλη η ακίνητη, κινητή και άυλη περιουσία όλων των φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και των νομικών οντοτήτων.
Στην πράξη, η εφορία θα καταγράψει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που δηλώνονται στις φορολογικές δηλώσεις (αυτοκίνητα, σπίτια, σκάφη, μετοχές, κλπ.). Αυτό, βάσει του σχεδίου, θα πρέπει να έχει γίνει μέχρι τα τέλη του 2018,
Στη συνέχεια, οι φορολογούμενοι - βάσει πάντα του σχεδίου της ΑΑΔΕ - θα έχουν ένα σεβαστό χρονικό διάστημα (δύο μήνες), κατά το οποίο θα μπορούν να ελέγξουν εάν τα στοιχεία είναι ακριβή.
Παράλληλα, να προσθέσουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως περιεχόμενα σε θυρίδες τραπεζών, μετρητά στο σπίτι, πλάκες χρυσού, κλπ. αλλά και να δηλώσουν και την αύλη περιουσία τους, που αφορά πνευματικά δικαίωματα αλλά και… ψηφιακά νομίσματα, όπως πχ. τα bitcoin.
Η ΑΑΔΕ επιθυμεί το e-περιουσιολόγιο να είναι πλήρως λειτουργικό από τον Ιανουάριο του 2019, με τον στόχο – σε κάθε περίπτωση – να είναι η εφαρμογή του από το 2020.
Οι κυρώσεις για όσους δεν δηλώσουν κάποια από τα περιουσιακά τους στοιχεία θα είναι αυστηρές και θα μπορούν να φτάσουν ακόμη και στη δήμευση ενός περιουσιακού στοιχείου.
Στόχος της εφορίας είναι αφενός να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα της περιουσίας των φορολογουμένων και αφετέρου να εντοπίσει τη φοροδιαφυγή μέσω της μεταβολής της.
Έντονος προβληματισμός για την ασφάλεια των στοιχείων
Ωστόσο, νομικοί εκφράζουν τον έντονο προβληματισμό τους για το «φακέλωμα» των φορολογουμένων.
Όπως λένε στο star.gr, υφίσταται ένα μείζον θέμα με την ασφάλεια των ευαίσθητων αυτών δεδομένων.
Με απλά λόγια, ενδεχόμενη διαρροή τους, ειδικά όταν πρόκειται για μετρητά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κρατούνται στο σπίτι, θα μπορούσε να εγκυμονήσει κινδύνους για την ασφάλεια των φορολογουμένων.
Το «εμπόδιο» που λέγεται… ΣτΕ
Στα σχέδια της ΑΑΔΕ υπάρχει, όμως, ένα «εμπόδιο» που λέγεται… Συμβούλιο της Επικρατείας.
Μετά από προσφυγές δικαστικών ενώσεων σχετικά με το ηλεκτρονικό πόθεν έσχες, το ΣτΕ με την απόφαση 2649/2017 είχε κρίνει πως τα κινητά περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να φυλάσσονται σε οικίες, θυρίδες, κλπ. δεν μπορεί να ελέγχονται.
Κοινώς, οι δικαστές είχαν αποφανθεί ότι κανένας υπόχρεος (όχι μόνο οι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί) δεν υποχρεούται να δηλώνει μετρητά και κινητά πράγματα μεγάλης αξίας.
Υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη Κοινή Υπουργική Απόφαση που είχε τότε ακυρώσει η απόφαση του ΣτΕ, προέβλεπε την υποχρέωση να δηλώνονται από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες (μεταξύ των οποίων και οι δικαστές) τα ποσά άνω από 15.000 ευρώ που βρίσκονται εκτός τράπεζας (σπίτι ή θυρίδα), καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία (κοσμήματα, πίνακες κ.λπ.) η αξία των οποίων υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ.
Το σχέδιο για τον περιορισμό της χρήσης μετρητών ή για την σταδιακή κατάργηση τους, δεν έχει καμία σχέση με την καταπολέμηση του εγκλήματος. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι τα κράτη (και οι κεντρικές τους τράπεζες) θέλουν να εισαγάγουν αρνητικά επιτόκια.
Αβάσιμα αφελή και επικίνδυνα τα επιχειρήματα για την κατάργηση των μετρητών
Οι πολιτικοί θέλουν να απαγορεύσουν τα μετρητά, υποστηρίζοντας ότι αυτά βοηθούν τους εγκληματίες να μην εντοπίζονται. Έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή με την διακοπή έκδοσης των χαρτονομισμάτων των 500 ευρώ, με τα ανώτατα όρια που έχουν επιβληθεί στις πληρωμές σε μετρητά, καθώς και με άλλα μέτρα.
Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης, ισχυρίζονται ότι αυτό θα βοηθήσει στην καταπολέμηση των εγκληματικών συναλλαγών – που εμπλέκονται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την τρομοκρατία και τη φοροδιαφυγή. Αυτές οι υποσχέσεις περί σωτηρίας από το έγκλημα, χρησιμοποιούνται για να αγγίξουν το ευρύ κοινό ώστε να συμφωνήσει αυτό σε μια κοινωνία χωρίς μετρητά. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία πειστική απόδειξη για τον ισχυρισμό ότι ένας κόσμος χωρίς μετρητά θα είναι καλύτερος. Ακόμη και αν η ανεπιθύμητη συμπεριφορά χρηματοδοτείται πράγματι από μετρητά, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: θα εξαλειφθούν οι εγκληματικές συμπεριφορές χωρίς μετρητά; Ή θα βρουν οι εγκληματίες νέους τρόπους ώστε να διαπράττουν τις πράξεις τους και νέα μέσα για να επιτύχουν το στόχο τους;
Πάρτε για παράδειγμα το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ. Αλλάζει κάτι που καταργήθηκε; Δεν μπορούν να πληρώσουν με πέντε χαρτονομίσματα των 100 ευρώ όσοι επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν μετρητά; Ή με δέκα των 50 ευρώ; Και τι συμβαίνει με το κόστος που επιβάλλεται στη μεγάλη πλειοψηφία των έντιμων πολιτών; Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική, πρέπει να απαγορευτεί το αλκοόλ, επειδή κάποιοι δεν μπορούν να το χειριστούν σωστά; Η πρέπει να απαγορευτούν όλα τα αυτοκίνητα, επειδή κάποιοι οδηγούν επικίνδυνα;
Οι πραγματικοί λόγοι πίσω από τις μεθοδεύσεις
Το σχέδιο για τον περιορισμό της χρήσης μετρητών ή για την σταδιακή κατάργηση τους, δεν έχει καμία σχέση με την καταπολέμηση του εγκλήματος. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι τα κράτη (και οι κεντρικές τους τράπεζες) θέλουν να εισαγάγουν αρνητικά επιτόκια.
Παρόλο που οι κεντρικές τράπεζες έχουν ακολουθήσει επί μακρόν πληθωριστικές πολιτικές που υποτιμούν το χρέος που οφείλουν οι κυβερνήσεις, τα αρνητικά επιτόκια προσφέρουν ένα νέο και ισχυρό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά, για να λειτουργήσουν καλά τα αρνητικά επιτόκια, πρέπει οι κυβερνήσεις να απαλλαγούν από τα μετρητά στη φυσική τους μορφή.
Διαφορετικά, αν εφαρμοστούν αρνητικά επιτόκια στις τραπεζικές καταθέσεις, οι πελάτες βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θα προσπαθήσουν να αποφύγουν το κόστος που επιβάλλουν στις τραπεζικές τους καταθέσεις τα αρνητικά επιτόκια. Έτσι, οι καταθέτες, σε πολλές περιπτώσεις θα αποσύρουν τα μετρητά από το τραπεζικό σύστημα. Για να μπλοκάρουν αυτή την τελευταία οδό διαφυγής, οι υποστηρικτές της απαγόρευσης των μετρητών θέλουν να τα καταργήσουν.
Το φυσικό επιτόκιο
Ορισμένοι mainstream οικονομολόγοι, υποστηρίζουν το σχέδιο, ισχυριζόμενοι ότι το φυσικό επιτόκιο(1) έχει καταστεί αρνητικό. Εξαιτίας αυτού, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να ωθήσουν τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και είναι ο μόνος τρόπος για να προωθηθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, ότι το επιτόκιο έχει καταστεί αρνητικό, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική εξέταση.
Είναι εγγενώς αδύνατο να έχει καταστεί αρνητικό το φυσικό επιτόκιο. Το επιβαλλόμενο επιτόκιο της αγοράς, μπορεί να οριστεί κάτω από το μηδέν από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά όχι και το ίδιο το φυσικό επιτόκιο. Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων δεν αποτελεί θεραπεία για την οικονομία, τουναντίον, προκαλεί τεράστια οικονομικά προβλήματα.(2)
Ανταγωνισμός και δικαιώματα ιδιοκτησίας
Η απαγόρευση των μετρητών παραβιάζει την ελευθερία των πολιτών σε μαζική κλίμακα. Απαγορεύοντας τα μετρητά, ο πολίτης δεν έχει δικαίωμα επιλογής στις πληρωμές του. Εξάλλου, το κράτος έχει το μονοπώλιο στην παραγωγή χρημάτων. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός στα μετρητά και, συνεπώς, κανένας άλλος πέρα από το κράτος δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη ζήτηση για χρήματα εκ μέρους των πολιτών.
Εάν το κράτος απαγορεύσει τα μετρητά, όλες οι συναλλαγές θα πρέπει να εκτελούνται ηλεκτρονικά. Είμαστε μόνο ένα μικρό βήμα μακριά από το να παρακολουθεί το κράτος ποιος αγοράζει τι και πότε και ποιος ταξιδεύει πού και γιατί. Έτσι, ο πολίτης καθίσταται εντελώς ευάλωτος και χάνεται η οικονομική του – και όχι μόνο – ιδιωτικότητα. Η προοπτική ότι ένας πολίτης μπορεί να κατασκοπεύεται ανά πάσα στιγμή, αποτελεί σοβαρή παραβίαση του δικαιώματός του για ελευθερία και αυτοκτησία.
Κατάργηση ελέγχου αφρόνων οικονομικών πολιτικών
Τα μετρητά βοηθούν στην προστασία του πολίτη από την κρατική εισβολή και αυθαιρεσία. Αν το κράτος αυξάνει υπερβολικά τους φόρους, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα για παράδειγμα, οι πολίτες έχουν τουλάχιστον την επιλογή να αποφύγουν την λεηλασία καταβάλλοντας τις πληρωμές τους στην αγορά σε μετρητά. Οι κυβερνήσεις το γνωρίζουν αυτό και έτσι, ως τώρα, έχουν κάποιους περιορισμούς στην τάση τους για υπερφορολόγηση. Με την κατάργηση των μετρητών, ωστόσο, ο έλεγχος αυτός εξαλείφεται. Οι κυβερνήσεις μπορούν ανεξέλεγκτες να ασκήσουν όποιου είδους ακραία αρπακτική πολιτική επιθυμούν.
Αυτός είναι και ο λόγος που στη χώρα μας τα μετρητά έχουν, ουσιαστικά ποινικοποιηθεί δεδομένου πως η χρήση μετρητών στην Ελλάδα επισύρει ήδη πρόστιμα. Τα μετρητά δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνες για να υπολογιστούν στο αφορολόγητο ενώ επιβάλλονται πρόστιμα σε συναλλαγές άνω των 500 ευρώ με αυτά. Μη αποδοχή πιστωτικών καρτών για πληρωμή, επισύρει επίσης πρόστιμα και ποινική δίωξη. Πρακτικά, η ποινικοποίηση σε κάθε χρήση μετρητών είναι γεγονός καθώς αυτή τιμωρείται με ποινές, χρηματικές και άλλες, σε κάθε περίπτωση συναλλαγής.
Τα κράτη θα απαλλαχθούν από κάθε περιορισμό μετά την απαγόρευση των μετρητών. Η δικαιολογημένη ανησυχία δεν καθίσταται καθόλου παρωχημένη λόγω των περιπτώσεων της Σουηδίας και της Δανίας όπου, όπως υποστηρίζεται, οι κοινωνίες χωρίς μετρητά, λειτουργούν τέλεια. Οι πολίτες των χωρών αυτών μπορούν ακόμα να χρησιμοποιήσουν ξένα μετρητά αν το θέλουν.
Ιδιωτικοποίηση του χρήματος για μια δίκαιη κοινωνία
Το σχέδιο για την κατάργηση των μετρητών – βήμα προς βήμα – είναι ένα σημάδι της κύριας ασθένειας της εποχής μας: το κράτος εξαλείφει ολοένα και περισσότερο την ελευθερία των πολιτών και των επιχειρήσεων, μόλις μετατραπεί σε εδαφικό μονοπώλιο και ανώτατο δικαστή όλων των συγκρούσεων.
Ο αγώνας για τη διατήρηση των μετρητών μπορεί να αναδείξει ωστόσο κάτι θετικό: Να ρίξει φως στην ανάγκη να απομακρυνθεί η εξουσία από το κράτος όπως τη γνωρίζουμε. Να εφαρμοστούν οι ίδιες αρχές του νόμου για τις ενέργειές του όπως ισχύει για κάθε πολίτη. Με αυτόν τον τρόπο, θα τερματιστεί το κρατικό μονοπώλιο παραγωγής χρήματος και ο πολίτης δεν θα χρειάζεται να ανησυχεί για το ότι μπορεί να στερηθεί τα χρήματά του ενάντια στη θέλησή του.
Ἐπισκεπτόμενος κάποιος σήμερα τὴν περιοχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Λὼτ ἀντικρύζει ἕνα ἄγονο καὶ ἐρημικὸ τόπο. Αὐτὸς ὁ τόπος οἱ Ἁγίες Γραφὲς μαρτυροῦν ὅτι δὲν ἦταν πάντα ἔτσι («καὶ ἐπάρας Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐπεῖδε πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν ποτιζομένη…, ὡς ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ», Γεν. 13,10), ἀλλὰ κάτι συνέβη καὶ εἶναι σήμερα ἔτσι ὅπως βλέπουμε. Ὅλα συνέβησαν μιὰ μέρα ποὺ ὁ Λὼτ συνάντησε δύο ξένους στὴν πλατεία τῆς πόλης ποὺ ζοῦσε («ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς», Γεν. 19,1) καὶ ἀφοῦ ἐπέμεινε νὰ τοὺς φιλοξενήσει στὸ σπίτι του, κατάφερε τελικὰ νὰ τοὺς πείσει («καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», Γεν. 19,3). Ὅμως σύντομα μετὰ τὸ δείπνο τους, τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν ἀναπάντεχα, γιατὶ ὅλη ἡ πόλη, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, ἔδειξε διαφορετικὲς προθέσεις ἀπέναντι στοὺς δύο ξένους ἀπὸ αὐτὲς τοῦ Λὼτ («καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον. πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.», Γεν. 19,3-4).
Ἦταν πράγματι φοβερὴ ἡ ἀπαίτησή τους, ἔξω ἀπὸ κάθε λογικὴ, ἐνάντια στὸ φυσιολογικό, τυφλωμένη ἀπὸ ἐμπάθεια, βυθισμένη στὴν ἀνομία. Φώναζαν στὸ Λὼτ λέγωντας: «Δὼς τους μας νὰ ἀσελγήσουμε πάνω τους!» («καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.» Γεν. 19,5). Ἡ ἐξέλιξη στὴν συνέχεια εἶναι γνωστὴ. Ὁ Λὼτ μπροστὰ στὴν φρίκη ποὺ ζοῦσε, μέσα στὴν ἀπόγνωσή του, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὸ χειρότερο, ὄχι μόνο τὴν παραβίαση τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ τὴν τρομερὴ ἱεροσυλία, καθῶς ὥς δίκαιος ποὺ ἦταν διαισθανόταν ὁπωσδήποτε ὅτι οἱ δύο ξένοι του ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ δύο ἁπλοὶ περαστικοί, ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Κυρίου, πρόσωπα ἱερά, πρόσφερε σὲ ἀντάλλαγμα γιὰ νὰ σώσει τοὺς δύο ξένους, τὶς δύο παρθένες κόρες του («εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς,», Γεν. 19,8), χωρὶς ὅμως νὰ καταφέρει νὰ ἀποτρέψει τὴν ἀνεξέλεγκτη μανιώδη ὀρμὴ τοῦ τυφλοῦ ἄλογου πάθους τῶν συμπολιτῶν του κατὰ τῶν φιλοξενούμενών του. Τελικὰ ἡ τύφλωσή τους θαυματουργικὰ ποὺ ἀκολούθησε, τοὺς ἐμπόδισε νὰ κάνουν πράξη τὸν πονηρό καὶ ἐγκληματικό σκοπό τους, καὶ ἀφοῦ τὰ ξημερώματα ἀπομακρύνθει ὁ Λὼτ μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν πόλη, ἐπῆλθε ἡ τιμωρία γιὰ σύσσωμη τὴν πόλη ποὺ μετέτρεψε ὅλο τὸ χῶρο της καὶ τὸν γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἀπὸ παράδεισο σὲ κόλαση («καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς.», Γεν. 19,25).
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ἔχουν περάσει σχεδὸν τέσσερις χιλιετίες καὶ ὁ ἐφιάλτης ἐπέστρεψε δριμύτερος. Στὴ θέση τοῦ Λὼτ, σήμερα οἱ πιστοὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν πατρίδα τους, τὴν ἁγιασμένη ἀπὸ τὰ κόκκαλα καὶ αἵματα τῶν ἁγίων ποὺ ἔζησαν καὶ πέθαναν σὲ αὐτὴ γιὰ τὸν Χριστὸ, ἀντικρύζουν ὄχι μόνο τοὺς συμπολίτες τους νὰ ἀσχημονοῦν παρουσιάζοντας τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ ἄντρες γυναίκες, καὶ ἀπὸ γυναίκες ἄντρες, καὶ συνάπτοντας ὁμοφυλοφιλικὲς σχέσεις, καὶ μάλιστα καμαρώνοντας τὸ ‘κατόρθωμά’ τους στὶς ‘ὑπερήφανες’ παρελάσεις τους, ἀλλὰ καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνονται νόμοι κράτους, νὰ λαμβάνουν τὴν σφραγίδα του, ὅπως μὲ τὴν θέσπιση νομοθεσίας γιὰ σύναψη συμφώνου συμβίωσης ὁμοφυλόφιλων καὶ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ ταυτότητας φύλου, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία τῶν 15. Καὶ τελικὰ μὲ βιασύνη φτάσαμε καὶ στὸ ἀποκορύφωμα, νὰ τοὺς δίνεται ἡ δυνατότητα νόμιμα ἀπὸ τὴν Πολιτεία υἱοθεσίας τέκνων. Οἱ ΛΟΑΤ τῆς ἐποχῆς τοῦ Λὼτ μπροστὰ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ‘πολιτισμένα’ καὶ ‘προοδευτικά’ τῶν ΛΟΑΤ τῆς ἐποχῆς μας θὰ εἶχαν μείνει ἄφωνοι. Ἄραγε θὰ μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν τότε ὅτι θὰ ἔρθει ἐποχὴ ποὺ ἀπὸ ‘ὁ Κώστας’ θὰ μπορεῖ νὰ λέγεται κάποιος ‘τὸ ἄτομο Κώστας – Κωσταντίνα’ ἤ ἀπὸ ‘ἡ Γιάννα’ θὰ μπορεῖ νὰ λέγεται κάποιος ‘τὸ ἄτομο Γιάννα – Γιάννης΄. Καὶ βέβαια δὲν εἶχαν τότε τὰ ‘ἐπιστημονικὰ’ μέσα νὰ κάνουν τὸν Κώστα Κωσταντίνα καὶ τὴν Γιάννα Γιάννη, ὅπως σήμερα μποροῦν νὰ κάνουν οἱ ἐπιτήδειοι ὅποιον τὸ ἐπιθυμήσει καὶ τὸ τολμήσει, μὲ τὰ ‘θαύματα’ τῆς ἱατρικῆς. Καὶ ὅλα εἶναι ἐντάξη καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα, ὅπως τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ πλήθος ‘ἐπιστήμονες’ ψυχιάτροι, ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές, ‘Μὴ διστάζετε, μὴ καταπιέζεστε ψυχικά, ἀλλάξτε τὸ φύλο σας, εἶναι δικαίωμά σας’. Καὶ βέβαια μέχρι ἐδῶ, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ κάνει ὅτι θέλει, ἐφόσον πρόκειται γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ὅμως ἡ ‘πρόοδος’ πήγε καὶ παραπέρα, καὶ αὐτὸ οὔτε ποὺ θὰ τὸ φανταζόντουσαν οἱ κάτοικοι τῆς περιχώρου τοῦ Ἰορδάνη στὰ χρόνια τους, καθῶς κάποιοι σημερινοὶ ‘ἐπιστήμονες’ ψυχιάτροι, ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές συμβούλεψαν καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἐπίπτωση στὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς παιδιοὺ, ἅν τὸ υἱοθετήσουν, ἀντὶ γιὰ ἕνας μπαμπάς καὶ μιὰ μαμά, δύο μπαμπάδες ποὺ κάνουν καὶ τὴν μαμά, ἥ δύο μαμάδες ποὺ κάνουν καὶ τὸ μπαμπά. Κανένα πρόβλημα εἶπαν. Καὶ ἔτσι, ἰδοῦ τὸ κατόρθωμά τους, ἔγινε καὶ αὐτὸ νόμος τοῦ Κράτους. Αὐτὸ εἶναι …ἐπιστημονικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἐπίτευγμα! Τώρα ἄν τὸ διαδίκτυο εἶναι γεμάτο ἀπὸ μαρτυρίες ἀνθρώπων ποὺ ἀναθράφηκαν ἀπὸ ὁμοφυλόφιλους καὶ κατακακοποιήθηκαν ἐπί χρόνια ὁλόκληρα καὶ γέμισαν ψυχικὰ τραύματα (μερικὰ παραδείγματα εἶναι οἱ μαρτυρίες τῶν Moira Greyland, Katy Faust, Dawn Stefanowicz, Β.Ν. Klein, Robert Oscar Lopez καὶ ἀμέτρητων ἄλλων), αὐτὰ εἶναι λεπτομέρειες γιὰ τοὺς μεγάλους αὐτοὺς ‘ἐπιστήμονες’ καὶ ‘προοδευτικούς’. Ποιὸς ὅμως λέει ἀλήθεια καὶ εἶναι ἀξιόπιστος; Ἕνα μάτσο φιλοχρήματοι καὶ φιλόδοξοι ‘ἐπιστήμονες’, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο ἐπιστημονικὰ νὰ ἐλεχθοῦν ἄμεσα τὰ λεγόμενά τους καὶ μποροῦν νὰ λένε ὅτι θέλουν καὶ ὅτι τοὺς συμφέρει κάθε φορὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδεοληψία τους ἤ τὶς πιέσεις ποὺ δέχονται κάθε φορὰ, χωρὶς νὰ τοὺς στοιχίζει τίποτα, τουλάχιστον ὄχι πρὸς τὸ παρὸν (ποὺ ὡστόσο βέβαια ἔχουν ἀπέναντί τους μέγα πλήθος ἄλλων ἐπιστημόνων ποὺ διαφωνεῖ κατ’ οὐσίαν ἀπόλυτα μαζί τους, καὶ ἄς μὴν τοὺς προτιμοῦν νὰ τοὺς προβάλλουν τὰ ΜΜΕ, ἐπειδὴ αὐτοὶ σέβονται τὴν ἐπιστήμη τους καὶ θέλουν νὰ λένε μόνο τὴν ἀλήθεια, καὶ ὄχι ὅτι θέλουν αὐτὰ καὶ ὅσοι τὰ ἐλέγχουν); Ἥ μάλλον κάποιοι ἄνθρωποι, ποὺ δηλώνουν ὅτι κακοποιήθηκαν καὶ ἔχουν ψυχολογικὰ τραύματα ἀπὸ ὅσα ἔπαθαν, ἀποκαλύπτοντας δημοσίως τὸ προσωπικό τους δράμα καὶ ἐκθέτοντας ὡς ἔνοχους τοὺς ἴδιους τους φυσικοὺς γονεῖς τους ἤ σὲ ἄλλες περιπτώσεις νοσηρούς ἄνθρωπους ποὺ τοὺς υἱοθέτησαν;
Ἐν ἔτη 2018 μετὰ Χριστὸν ξεπεράσαμε λοιπὸν κατὰ πολὺ τοὺς συμπολίτες τοῦ Λὼτ ποὺ ἔζησαν σχεδὸν δύο χιλιετίες πρὶν ἔρθει ὁ Χριστὸς καὶ ἐπομένως δὲν τὸν εἶχαν γνωρίσει. Καὶ ἐδῶ ταιριάζουν τὰ λόγια ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ποὺ ἐνῶ τὸν γνώριζαν ἔμεναν ἀμετανόητοι, συγκρίνοντάς τους μὲ τοὺς κατοίκους τῶν Σοδόμων ποὺ δὲν τὸν εἶχαν γνωρίσει καὶ ποὺ ἄν τὸν εἶχαν γνωρίσει θὰ εἶχαν μετανοήσει: «καὶ σὺ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήση· ὅτι εἰ ἐν Σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί, ἔμειναν ἂν μέχρι τῆς σήμερον. πλὴν λέγω ὑμῖν ὅτι γῇ Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ σοί.», Μτ. 11,23-24. Εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτὴν τὴν Χώρα ποὺ γνώρισε καὶ ἐδόξασε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, νὰ δίνεται δυνατότητα υἱοθέτησης παιδιοὺ σὲ ἄτομα ποὺ ἐνῶ βλέπουν ὅτι ἔχουν ἀνδρικὰ ἤ γυναικεία σωματικὰ χαρακτηριστικὰ, δὲν ξέρουν λένε καὶ ψάχνουν νὰ βροῦν τὶ φύλο εἶναι; Εἶναι δυνατὸν τέτοια μὴ ισορροπημένα ψυχικὰ καὶ στὰ τυφλὰ βαδίζοντα ἄτομα, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναθρέψουν ἕνα παιδί (καὶ ἐξηγοῦμε ὄτι ἐδῶ ἀναφερόμαστε σὲ ὅσους ἀποδέχονται ὡς φυσιολογικὴ καὶ καλλιεργοῦν τὴν ὅποια παραφύση ἔξη αἰσθάνονται, οἱ ὁποῖοι εἶναι καὶ αὐτοὶ ποὺ διεκδικοῦν τὰ σχετικὰ νομικὰ δικαιώματα, ἐνῶ ὀπωσδήποτε ὄχι σὲ ὅσους ἀναγνωρίζουν ὅτι μιὰ τέτοια ἔξη πρόκειται γιὰ ἀδυναμία, προσπαθῶντας νὰ τὴν γιατρέψουν); Τὶ ἀξίες θὰ τὸ διδάξουν καὶ τὶ συμβουλὲς θὰ τοῦ δώσουν, τὶ στιγμὴ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν ἀποπροσανατολισμένο ἑαυτό τους καὶ δὲν γνωρίζουν ποὺ ὁδεύουν; Καὶ φυσικὰ δὲν ὑπάρχει κανένα δικαίωμα γιὰ κανέναν, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο προκειμένου νὰ μὴν στερηθεῖ κάτι ὁ ἴδιος, μπορεῖ νὰ κάνει ὅτι θέλει στους ἄλλους.
Θέλετε παιδὶ ὅλοι ἐσεῖς τῶν ΛΟΑΤ; Ζήστε σὰν ἄνθρωποι φυσιολογικοὶ καὶ ὑγιεῖς, ἐννοῶντας δηλαδὴ νὰ δεχτεῖτε τὸ φύλο ποὺ πλαστήκατε, ὥστε νὰ μπορέσετε μέσω τῆς ἔγγαμης ἔνωσης μὲ τὸ ἄλλο φύλο νὰ φέρετε στὸ κόσμο τὸ παιδὶ ποὺ θέλετε, τὸ ὁποῖο δὲν φέρει χρωμοσώματα μόνο μὲ πατρικὸ γενετικὸ ὑλικὸ, οὔτε μόνο μὲ μητρικό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δύο, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν σωματική του δημιουργία θέλει ἀνάλογα καὶ ἡ ἀνατροφὴ του, νὰ γίνει ὄχι μόνο ἀπὸ πατέρα, ἤ μόνο ἀπὸ μητέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς δύο, καὶ ἀπὸ πατέρα καὶ ἀπὸ μητέρα, μὲ πραγματικὸ φύλο ἄντρα ὁ πρώτος καὶ μὲ πραγματικὸ φύλο γυναίκας ἡ δεύτερη (καὶ ὄχι ἀλλάζοντας ἐμφανίσεις, ταυτότητες καὶ ρόλους ἀπὸ τὸ πραγματικὸ φύλο, ποὺ εἶναι ἀμετάβλητο στὴν οὐσία καὶ ὀντολογία του, στὸ ἀντίθετο). Αὐτὸ θέλει καὶ χρειάζεται τὸ παιδὶ, τὸ γνήσιο, φυσικό, καὶ ἀληθινὸ καὶ ὄχι τὸ ψεύτικο, ἀφύσικο καὶ ὑποκριτικό, ἀκόμα καὶ ἄν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τοὺς πραγματικοὺς φυσικούς του γονεῖς, ἀλλὰ μόνο μπορεῖ νὰ υἱοθετηθεῖ ἀπὸ ἄλλους. Ὁ ἀπαράβατος κανόνας γιὰ τὴν ὑιοθεσία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο ἀπὸ δύο ἄτομα διαφορετικοῦ φύλου, χωρὶς κρίσεις καὶ ἀμφιβολίες ταυτότητας φύλου. Δικαίωμά του εἶναι τοῦ κάθε παιδιοῦ νὰ ζήσει ἕνα ὅντως πατέρα, νὰ ζήσει καὶ μιὰ ὅντως μητέρα, νὰ ἀνατραφεῖ ὅπως μόνο ἔτσι εἶναι δυνατὸν σὲ ἕνα ὑγιὲς καὶ φυσιολογικὸ περιβάλλον, ποὺ αὐτὸ ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ εὐλογηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ στερήσει αὐτὸ στὸ κάθε παιδὶ κανένας. Οὔτε καὶ θὰ ἐπιτρέψουμε νὰ παραβιάσει κανεῖς μὲ τὸν ὅποιο ἀφύσικο τρόπο αὐτὸ τὸ δικαίωμα ὁποιουδήποτε παιδιοῦ γύρω μας, εἴτε ὑποστηρίζουν μιὰ τέτοια παραβίαση οἱ θλιβεροὶ 161 τῆς βουλῆς ποὺ ψήφισαν τέτοιο βδελυρό νόμο - ἔκτρωμα μέσα στὸν παραλογισμό τοῦ ἄπιστου μυαλού τους καὶ τὴν κενότητα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τους, εἴτε ὁ ὁποιοσδήποτε. Εἶναι χρέος τοῦ καθενὸς ποὺ ἔχει ἀκόμα ζωντανή την συνείδηση του μὲ τὴν ὁποῖα γεννήθηκε νὰ ἀντιδράσει ὅπως μπορεῖ ὅπου χρειαστεῖ γιὰ νὰ μὴν ἐφαρμοστεῖ μιὰ τέτοια παράνομη ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν φύση νομοθεσία στὸν περίγυρό του, ἡ ὁποία θὰ ἔχει σοβαρὲς ἐπιπτώσεις στὴν ψυχὴ καὶ στὴ ζωὴ ὅποιου ἄτυχου παιδιοῦ ἐφαρμοσθεῖ πάνω του. Ὅποιος μένει ἄπρακτος καὶ ἀδιάφορος σὲ μιὰ πιθανὴ ἐφαρμογὴ μιὰς τέτοιας νομοθεσίας πλησίον σὲ αὐτόν, γίνεται συνεργὸς καὶ συνένοχος στὴν καταλυτικὴ ἐπίδραση ποὺ θὰ ἔχει αὐτὴ στὴν ψυχολογία καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ ποὺ μπορεῖ ποτὲ νὰ μὴν μπορέσει νὰ ζήσει μιὰ φυσιολογικὴ ζωή.
Τὰ παιδιὰ αὐτοῦ τοῦ τόπου δὲν θέλουμε νὰ τὰ κάνουν κάποιοι σὰν τὰ μούτρα τους καὶ δὲν τοὺς θέλουμε νὰ κυβερνοῦν. Ἀρκετά. Γιατὶ ἄν καὶ κατ’ ὅνομα Ἕλληνες ἔχουν ξεχάσει τελείως τὶ σημαίνει φιλότιμο.
Πηγή: Ακτίνες
Διάγραμμα
1.Το πρόβλημα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος καί ἡ διαπλοκή του.
2. Τό χρονικόν δημιουργίας τοῦ ζητήματος.
3. Νομική φύσις τῆς Ἀρχῆς Προστασίας τοῦ ν. 2472/1997 καί τῶν Πράξεων της.
4. Τό περί τάς ταυτότητας ὑφιστάμενον νομικόν καθεστώς.
5. Ὁ ν. 2472/1997 καταργεῖ τήν περί τῶν ταυτοτήτων ἰσχύουσαν νομοθεσίαν;
6. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καί τό ἄρθρον 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος.
7. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καί ὁ ν. 2472/1997 «Προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα».
8. Συμπεράσματα καί προτάσεις.
1. Το ὅλον ζήτημα τῆς ἀναγραφῇς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητος κάθε Ἕλληνος πολίτου, αὐτονοήτως προϋποθέτει τήν προσεκτικήν καί ἀπό πάσης πλευράς ὀρθήν προσέγγισίν του. Πολύ περισσότερον, ἡ νομική θεώρησις τοῦ θέματος τούτου – συμφώνως πρός τήν δοθεῖσαν συνοδικήν ἐντολήν καί ὑπόδειξιν [2] ὑποχρεώνει εἰς ἐνδελεχῆ, ἐξονυχιστικήν καί συστηματικήν μελέτην, μέ δεδομένα τόσον τήν στενή συνάφειάν του πρός τό θεμελιῶδες προσωπικόν δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅσον καί τήν καταφανῆ εὐαισθησίαν τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν νά ἀπαιτοῦν τήν ἀναγραφήν τῆς θρησκευτικῆς των πεποιθήσεως ὡς βασικοῦ στοιχείου τῆς ταυτότητος, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν Ἕλληνα ἤ καί δι’ ἄλλους ὁμοδόξους λαούς. Διά τόν λόγον αὐτόν καί ἡ μέχρι σήμερον ἐκδηλωθεῖσα ὁμόθυμος, σχεδόν, ἀντίθεσις ἀπό μέρους τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας πρός τήν ὑπό τῶν κρατικῶν ἁρμοδίων ἀνακίνησιν καί ἀνακοίνωσιν τῆς ἀποφάσεως περί τῆς μή ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διερμηνεύουσα ὀρθῶς καί ἀκριβῶς τόν ἔντονον προβληματισμόν του, ἐνῶ ἀποδοκιμάζεται ἡ αἰφνιδιαστική βεβιασμένη καί μονομερής ἀπόφασις αὐτή.
Αἱ προηγηθεῖσαι τάς τελευταίας βδομάδας δημόσιαι καί εἰς πολλά ἐπίπεδα συζητήσεις τοῦ ὅλου θέματος διά τῆς συμβολῆς ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Πολιτείας, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί τῆς Θεολογίας, καταλήξασαι ἐνίοτε, διά τῆς συμβολῆς ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Πολιτείας, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί τῆς Θεολογίας, καταλήξασαι ἐνίοτε, διά τῆς συστηματικῆς καί ὑπόπτου ἐπιδιώξεως ὅλων σχεδόν τῶν μέσων ἐνημερώσεως, εἰς ὀξείας ἀντιπαραθέσεις, τελικῶς ἐβοήθησαν εἰς τήν ἀνάδειξιν χρησίμων συμπερασμάτων διά τήν ἀντικειμενικήν ἀξιολόγησιν αὐτοῦ τοῦ ζητήματος, ἀλλά καί τῆς διακριβώσεως τῆς βουλήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Εἶναι πλέον προφανές ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας προεβλήθη, ὡς ἡ αἰχμή μιᾶς πολυμεροῦς καί πολυμετώπου ἐπιδιώξεως ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μέ κριτήρια ἰδεολογικό-πολιτικά, διαποτισμένοι ἀπό στεῖρον κρατισμόν καί νομικισμόν, ἀπορρίπτουν τό ὑφιστάμενον συνταγματικόν πλαίσιον τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Πρόδηλον εἶναι, ἐπίσης, ὅτι τό θέμα τοῦτο ἀποτελεῖ μέρος εὐρυτέρου σχεδίου περιορισμοῦ ἤ καί ἐξουδετερώσεως τῆς ἐνεργούς παρουσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν δημόσιον βίον, σχεδίου ἐξυφαινομένου καί ὑποστηριζομένου ἐξ ὅσων ἐμφοροῦνται ἀπό ἀντιλήψεις δυτικοτρόπους καί ἀντορθοδόξους.
2. Αἱ διαπιστώσεις αὐταί ἐπιβεβαιώνονται καί ἀπό τήν ἁπλήν χρονογραφικήν παράθεσιν τῶν περί τό θέμα τοῦτο αἰφνιδιαστικῶν καί ὁπωσδήποτε ἀκαίρων πρωτοβουλιῶν κυβερνητικῶν καί ἄλλων ὀργάνων. Ὁ ἐξωκοινοβουλευτικός ὑπουργός Δικαιοσύνης κ. Μ. Σταθόπουλος εἰς τήν πρώτην συνέντευξίν[3] του αἰσθανόμενος «πιό ἀδέσμευτος» - ὅπως ἰσχυρίσθη – ἐδήλωνε ἐπί λέξει: «ὑπάρχει μιά ὑπερπροστασία τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, κάτι πού νομίζω, ὅτι δέν τό ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία κάλλιστα μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν πνευματική της δραστηριότητα αὐτοδυνάμως. Δέν νομίζω, ὅτι πρέπει νά λείπει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ αὐτοπεποίθηση».
Περαιτέρω, θεωρῶν ὅτι ἡ ὡριμότης τῶν συνθηκῶν διά τόν χωρισμόν Ἐκκλησίας καί Πολιτείας προϋποθέτει τήν λύσιν ἐπί μέρους ζητημάτων καθορισμοῦ ἁρμοδιοτήτων τῶν δύο μερῶν, ἐντέχνως καί σκοπίμως ἑστιάζει τήν προσοχή ὅλων σωρευτικῶς ἐπί πλήθους προβλημάτων μέ διαφαινομένας τάς ἀπόψεις καί ἐπιδιωκτέας λύσεις, ὅπως:
Α) Τήν καθιέρωσιν ὡς ὑποχρεωτικοῦ τοῦ πολιτικοῦ γάμου.
Β) Τήν καθιέρωσιν τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου, ὡς τοῦ μόνου κοινοῦ δι’ ὅλους τούς Ἕλληνας πολίτας, χωρίς ν’ ἀποκλείη καί ἄλλους τύπους ὅρκων.
Γ) Τήν μή θρησκευτικήν κηδείαν ἤ ἄλλως τήν «κοσμικήν» κηδείαν, τήν ὁποίαν ἐπιβάλλει ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως.
Δ) Τήν καῦσιν τῶν νεκρῶν.
Ε) Τήν ρύθμισιν θεμάτων ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας
Στ) Τήν κατάργησίν τῶν διατάξεων περί προσηλυτισμοῦ καί περί τῆς ὑπό τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου ζητουμένης γνώμης διά τήν ἵδρυσιν καί λειτουργίαν ευκτηρίων οἴκων.
Ζ) Τήν κατάργησιν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν διά τῆς ἀπαλείψεως τῆς διατάξεως τῆς παραγρ. 2, τοῦ άθρου 16 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, εἰς ἤν περιλαμβάνεται καί «ἡ ἀνάπτυξις τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως» τῶν ἑλληνοπαίδων, καί
Η) Τήν ἀπάλειψιν τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ἀστυνομικάς ταυτότητας, διά τήν ὁποίαν ἔσπευσεν νά δηλώση ὁ ἴδιος ἐπί τῆς Δικαιοσύνης Ὑπουργός: «εἶναι, ἤδη, χωρίς συγκατάθεση τοῦ προσώπου, ἀντίθετη πρό τό νόμο 2472/1997 γιά τήν προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία προσωπικῶν δεδομένων, ἐπειδή πρόκειται γιά εὐαίσθητο δεδομένο».[4]
Τήν ἐκ τῆς συνεντεύξεως προκληθεῖσαν ἀνησυχίαν καί τόν ἔντονον προβληματισμόν, πρός στιγμήν ἦλθε νά διασκεδάση δήλωσις τοῦ Κυβερνητικοῦ Ἐκπροσώπου[5]. Ἀλλ΄ εὐθύς ἀμέσως ἐνεφανίσθη εἰς τό προσκήνιον ὁ πρόεδρος τῆς «Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα» (Ἀρχή τοῦ ν. 2472/97) Κωνσταντῖνος Δαφέρμος καί διά δηλώσεών του προανήγγειλε, κατά τινα τρόπον, τήν μέλλουσαν νά ἐκδοθῆ ἀπόφασιν, δημιουργῶν σοβαρούς λόγους ἀκυρότητος τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς ἤ, κατ’ ἄλλην ἐκτίμησιν, ὁ πρόεδρος τῆς Ἀρχῆς «ὤφειλε διά λόγους δεοντολογίας ἀλλά καί νομιμότητος, ἀφ’ ὅσον μάλιστα εἶναι πρώην Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, νά μή κάνει αὐτές τίς δηλώσεις, πρίν ἤ ἀποφανθῆ ἡ Ἀνεξάρτητη Ἀρχή, τῆς ὁποίας προεδρεύει καί τήν ὁποίαν εἶχεν καλέσει νά γνωμοδοτήση τοῦτο, διότι εἶναι δυνατόν νά θεωρηθῆ, ὅτι διά τῶν δηλώσεων αὐτῶν γενομένων δημοσία σκοπεῖται....... ὁ ἐπηρεασμός τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία παύει οὕτω νά εἶναι ἀνεξάρτητη....»[6]. Τοῦτο ὄντως ἐγένετο διά τῆς ὑπ΄ ἀριθμ. Πρωτ. 510/17/15-5-2000 ἀποφάσεως ἤ συστάσεως ἤ ὑποδείξεως ἤ ὁδηγίας ἤ γνωμοδοτήσεως τῆς Ἀρχῆς.
Ὁ Πρωθυπουργός τῆς Χώρας, ἀπαντῶν εἰς ἐπίκαιρόν ἐρώτησιν[7] καί δή: «1. Πότε προτίθεται νά προχωρήση στήν ὑλοποίηση τῆς ἀπόφασης τῆς ἀνεξάρτητης Ἀρχῆς γιά τά προσωπικά δεδομένα; 2. Ἄν ἀντιμετωπίζει τήν περίπτωση υἱοθέτησης τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς πού ἀποτελεῖ διαχωρισμό καί τελικά ὁδηγεῖ σέ στιγματισμό τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν», ἀφοῦ ἐπεσήμανεν, «ὅτι τό ζήτημα δέν ἀφορᾶ τήν πίστη, δέν ἀφορᾶ τήν θρησκεία, δέν ἀφορᾶ τήν Ὀρθοδοξία», ὑπεστήριξεν ὅτι «ἀπό τή στιγμή πού ἐκδόθηκε «ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς) ἄσχετα ὅμως ἀπό τή δυνατότητα ἀμφισβήτησης, δεσμεύει τήν Πολιτεία, δεσμεύει τό κράτος, δεσμεύει τήν Κυβέρνηση», ἐπικαλούμενος δέ τόν ν. 2472/1997 καί τάς περί εὐαισθήτων δεδομένων διατάξεων του, τήν ἀρχήν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τά περί ταξιδιωτικῶν ἐγγράφων τῶν πολιτῶν τῶν κρατῶν-μελῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ἀπεδέχθη σύνολον τήν πρότασιν τῆς Ἀρχῆς Προστασίας τῶν Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος καί ὑπεστήριξεν, ὅτι «δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος νά ἐξαρτᾶται ἀπό τή δικιά του ( τοῦ πολίτου) συγκατάθεση. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν ἐπιτρέπεται, μέ ἄλλα λόγια, νά εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική......»[8]. Ἐπηκολούθησεν ἡ κατά τήν 26ην παρελθόντος μηνός Μαΐου ἐ.ἔ. ἔκτακτος Συνεδρία τῆς Διαρκοῦς Ἱεράς Συνόδου, τῆς ὁποίας τό ἀνακοινωθέν ἐπετύγχανε μίαν πρώτην καί ὀρθήν νομικήν προσέγγισιν τοῦ θέματος καί προσδιώριζεν τήν μετά ταῦτα ἀμετακίνητον στάσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ζητήματος, καί ἐγνώριζεν τήν σύγκλησιν τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.[9]
3. Ἰδιαιτέρως κρίσιμον προβάλλει τό θέμα περί τῆς νομικῆς φύσεως τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί τῶν πράξεων αὐτῆς, δεδομένου ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία ὅλων τῶν ὑποστηριζόντων τήν μή ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος στηρίζεται ἐπί τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς καί ἀσφαλῶς περί τόν χαρακτῆρα τῶν Πράξεών της θά κριθή ὁ ἀγών ἐνώπιον τῶν ἁρμοδίων Δικαστηρίων.
Κατ’ ἀρχήν ἐπισημαίνομεν τήν συνήθη πρακτικήν εἰς ἐθνικόν καί διεθνές ἐπίπεδον, νά συνιστῶνται καί νά δροῦν ποικιλώνυμοι φορεῖς ( Ἀρχαί – Ὀργανώσεις – Ἐπιτροπαί) νομικῶς κατοχυρωμένοι ὡς ἀνεξάρτητοι καί μή κυβερνητικοί, ἐκτός δηλαδή πολίτικού πλαισίου, αἱ δέ ἀποφάσεις των ἔχουν δεσμευτικόν χαρακτῆρα εἰς νομικόν κυρίως πεδίον διά τάς κυβερνήσεις καί τάς κοινωνίας.[10]
Ἡ Ἀρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος ὡς κεντρικόν ὄργανον (Ἀρχή), ἐθεσπίσθη μέ τόν ν. 2472/1997[11] διά τήν ἐφαρμογήν τοῦ νόμου αὐτοῦ. Ἱδρύθη ὡς ἀνεξάρτητος διοικητική ἀρχή, ἔχουσα ὡς ἀποστολήν ἐκτός τῆς ἐποπτείας τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου τούτου, καί ἄλλας ρυθμίσεις τοῦ αὐτοῦ ἀντικειμένου, δηλ. τήν προστασίαν τοῦ πολίτου ἀπό τήν ἐπεξεργασίαν δεδομένων, αἱ ὁποῖαι ἑκάστοτε ἀνατίθενται εἰς αὐτήν, Αἱ δέ Πράξεις αὐτῆς – ὁδηγίαι, συστάσεις καί ὑποδείξεις, ἐπιβολή διοικητικῶν κυρώσεων, διοικητικαί ἐξετάσεις καί ἔλεγχοι κλπ. – δέν ὑπόκεινται εἰς οἱονδήποτε διοικητικόν ἔλεγχον νομιμότητος ἤ σκοπιμότητος.
Ἡ ἐνδιαφέρουσα ἡμᾶς ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς ὑπ’ ἀριθμ. 510/17/15-5-2000 ἐξεδόθη ὡς σύστασις καί προειδοποίησης, ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ἁρμοδιοτήτων αὐτῆς.[12]
Κατά μίαν ἄποψιν ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς δέν εἶναι ὑποχρεωτική δι’ οὐδέν φυσικόν ἤ νομικόν πρόσωπον, ἐκ δέ τῆς μή ἐφαρμογῆς αὐτῆς τῆς συστάσεως οὐδεμία εἰς βάρος ἀρνουμένου τήν ἐφαρμογήν συνέπεια ἐπέρχεται. Ἡ Ἀρχή δέν δικαιοῦται νά ἐπιβάλη τάς διοικητικάς κυρώσεις τοῦ ἄρθρου 21, τοῦ ν. 2472/1997, «καθ' ὅσον εἰς τό ἄρθρον τοῦτο οὐδεμία διάταξις ὑπάρχει προβλέπουσα τήν ἐπιβολήν διοικητικῶν κυρώσεων ἐν περιπτώσει μή ἐφαρμογῆς ὡρισμένης συστάσεως τῆς Ἀρχῆς ἤ μή συμμορφώσεως πρός αὐτήν. Ἀπαιτεῖται βάσει τῆς ἐν λόγῳ διατάξεως διά τήν ἐπιβολήν διοικητικῶν κυρώσεων ὑπαίτιος παράβασις τῶν ὑπό τοῦ ἐν λόγῳ νόμου προβλεπομένων ὑποχρεώσεων».[13]
Κατ’ ἄλλην ἐκδοχήν ἡ ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς εἶναι ἐσφαλμένη, μή νόμιμη καί ἄρα ἄκυρος. Διά τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς ἀναγραφῇς, τήν ὁποίαν ἐπιβάλλει, ἀχρηστεύει ἐντελῶς τήν συγκατάθεσιν τοῦ ὑποκειμένου, δηλαδή φαλκιδεύει τό δικαίωμα τῆς «αὐτοδιάθεσης τῶν προσωπικῶν δεδομένων», εἰς τήν ὁποίαν καί μόνον ἀρκεῖται ὁ νομοθέτης τοῦ ν. 2472/1998, διά νά ἐπιτρέψη τήν ἐπεξεργασίαν, χωρίς νά ἀξιώνη τήν ὕπαρξιν εἰδικοῦ τινός σκοποῦ πρός τοῦτο. Ἀλλά καί ἐάν ἀκόμη γίνη δεκτόν, ὅτι εἶναι νόμιμος ἡ ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς, καθ’ ὅ μέρος δέχεται, ὅτι τό δεδομένον τοῦ θρησκεύματος εἶναι «ἀπρόσφορο» καί «μή ἀναγκαῖο» διά τήν ἐξατομίκευσιν τῆς ταυτότητος. Κατά ταῦτα μόνον διάταξιν νόμου ὁρίζουσαν, ὅτι ἐφ’ ἐξῆς τό θρήσκευμα δέν θά ἀναγράφεται εἰς τήν ταυτότητα. Μόνον ἡ Βουλή ἠμπορεῖ νά προβῇ εἰς τήν ρύθμισιν αὐτήν, ὄχι ὅμως καί ἡ Ἀρχή Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων[14].
Ἐν ὄψει τῆς οὕτως ἐκφερομένης ἐπιστημονικῆς κρίσεως καί ἀξιολογήσεως τῆς ἐπιμάχου ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς, ὡς μή ὑποχρεωτικῆς διά τήν κρατικήν ὑπηρεσίαν καί ὑπό μίαν ἄποψιν μή νομίμου καί ἀκύρου, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τί δύναται νά πράξη πρός ἀκύρωσιν τῆς Ἀποφάσεως ταύτης; Ὁ νόμος 2472/1997 ὁρίζει εἰς τήν παράγραφον 2 τοῦ ἄρθρου 15, ὅτι «ἡ Ἀρχή ἀποτελεῖ ἀνεξάρτητη δημόσια ἀρχή» καί, ὅτι «δέν ὑπόκειται σέ ὁποιονδήποτε διοικητικό ἔλεγχο». Ὑπόκειται ὅμως αὐτή εἰς τόν ἀκυρωτικόν ἔλεγχον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας;
Ὁ κ. Πρωθυπουργός εἰς τήν ἀπαντητικήν εἰς τήν σχετικήν ἐρώτησιν[15] ἀγόρευσίν του ἐν τῇ Βουλῇ ὑπῆρξεν κατη-γορηματικός: « Ἠ ἀπόφαση αὐτή τῆς Ἀρχῆς μπορεῖ νά προσβληθῆ ἀπό τό (μᾶλλον στό) Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας καί μπορεῖ νά προσβληθῆ ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει ἔννομο συμφέρον, ὅποιος ἀμφισβητεῖ, ὅτι αὐτή εἶναι ἰσχυρή ἤ ὅτι ἀνταποκρίνεται πρός τό δίκαιό μας»[16].
Ὅμως, πρό ὀλίγου καιροῦ (1η Ἰουνίου) ἐπεδιώχθη διά τοῦ Τύπου ἡ δημιουργία ἐντυπώσεων διά πρωτοσελίδου δημοσιεύματος, καθ’ ὅ τά μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Νομικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, συνεδριάσαντα (τήν 31ην Μαΐου) εἰσηγήθησαν ὁμοφώνως εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά μή προσφύγη εἰς τό Ἀνώτατον Ἀκυρωτικόν Δικαστήριον. Τό ἀναληθές καί σκόπιμον τοῦτο δημοσίευμα ἠνάγκασεν τήν Ἀρχιγραμματείαν τῆς Δ.Ι.Σ., ὅπως ἐκδώσῃ Δελτίον Τύπου, διά τοῦ ὁποίου ἀνεκοινώνοντο μεταξύ ἄλλων, ὅτι « δέν ὑπῆρξεν ὁμοφωνία, οὔτε ἔγινε ψηφοφορία, οὔτε συνετάγη κείμενον ὑπό τύπον ὑπομνήματος ἤ εἰσηγήσεως πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον. Ἁπλῶς ἐπανεβεβαιώθη, ὅτι εἰς τά νομικά ζητήματα χωροῦν διαφορετικαί τοποθετήσεις καί ἑρμηνεῖαι, ἑκάστη τῶν ὁποίων διεκδικεῖ δι’ αὐτήν τό ἀλάθητον. Ὁμοφώνως ἔγινε δεκτόν, κατά τήν ὡς ἄνω συνεδρίαν, ὅτι: Α) ἰσχύει σήμερον ὁ Νόμος 1988/1991, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει ὡς ὑποχρεωτικήν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας καί β) ἡ ‘ἀπόφαση’ τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων», ἔχει τόν χαρακτῆρα συστάσεως».
Περαιτέρω, τό ἐνδιαφέρον ἐπί τοῦ προκειμένου ἑστιάζεται ἐπί τοῦ ἐάν ἡ ἀπόφασις τῆς «ἀνεξαρτήτου Ἀρχῆς» ἔχη ἐκτελεστόν χαρακτῆρα, ἐάν δηλαδή ἀποτελῇ διοικητικήν πρᾶξιν, ἡ ὁποία, ὡς παραδεκτή εἰς τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας, εἶναι δυνατόν νά ζητηθῆ ἡ ἀκύρωσις αὐτῆς ὑπό παντός ἔχοντος ἔννομον συμφέρον. Ὅμως, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν θεωρηθῆ, ὅτι ἡ «σύστασις τῆς Ἀρχῆς» ἔχει γνωμοδοτικόν χαρακτῆρα πρός τήν ἐκτελεστικήν ἐξουσίαν καί τήν διοίκησιν, ἀποτελοῦσα παρέμβασιν ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος θέματος περί τά εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα καί τάς ταυτότητας, τότε δι’ ἄλλης ὁδοῦ δυνάμεθα νά προσφύγωμεν, ζητοῦντες τήν ἀκύρωσιν τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς. «Οἱονδήποτε νομικόν ἥ φυσικόν πρόσωπον δικαιοῦται ὁποτεδήποτε νά ζητήση ἀπό τό Κράτος ( ἀποβάλλον ἀνάλογον αἴτημα), ὅπως μή ἐφαρμογή τήν ἀπόφασιν αὐτήν. Βεβαίως τοιοῦτον δικαίωμα ἔχει καί ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ καί αὐτή ἀποτελεῖ νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου. Εἰς περίπτωσιν δέ ἀποδοχῆς τοῦ τοιούτου αἰτήματος τοῦ αἰτοῦντος πολίτου ἥ νομικοῦ προσώπου τό τελευταῖον ἱκανοποιεῖται, ἐπί δέ περιπτώσεως ἀπορρίψεώς του, ἡ ἀπορριπτική πρᾶξις πρέπει νά εἶναι ἐπαρκῶς ᾐτιολογημένη καί νόμιμος, ἄλλως ὁ ὡς ἄνω αἰτῶν δικαιοῦται ὁποτεδήποτε νά ζητήση ἀπό τό Κράτος (ἀποβάλλον ἀνάλογον αἴτημα, ὅπως μή ἐφαρμογή τήν ἀπόφασιν αὐτήν. Βεβαίως τοιοῦτον δικαίωμα ἔχει καί ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ καί αὐτή ἀποτελεῖ νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου. Εἰς περίπτωσιν δέ ἀποδοχῆς τοῦ τοιούτου αἰτήματος τοῦ αἰτοῦντος πολίτου ἥ νομικοῦ προσώπου τό τελευταῖον ἱκανοποιεῖται, ἐπί δέ περιπτώσεως ἀπορρίψεώς του, ἡ ἀπορριπτική πρᾶξις πρέπει νά εἶναι ἐπαρκῶς ᾐτιολογημένη καί νόμιμος, ἄλλως ὁ ὡς ἄνω ἄνω αἰτῶν δικαιοῦται νά προσβάλη ἐπί ἀκυρώσει τήν ἐπίμαχον τήν ἀπορριπτικήν τοῦ τοιούτου αἰτήματος του πρᾶξιν ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας»[17]. Πέραν τούτων καλούμεθα ν' ἀποφασίσωμεν σταθμίζοντες τά στοιχεῖα μετά πολλῆς προσοχῆς καί μελέτης.
4. Πρίν ἥ προσεγγίσωμεν τά σήμερον προβαλλόμενα συνταγματικά καί νομικά ἐπιχειρήματα τῆς ἐπιδιωκομένης ἀλλαγῆς εἰς τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος, ἄς ἴδωμεν τό περί τάς ταυτότητας ὑφιστάμενον σήμερον νομικόν καθεστώς.
Α) Τό Ν.Δ. 127/1969 «περί τῆς ἀποδεικτικής ἰσχύος τῶν ἀστυνομικῶν ταυτοτήτων», ὡς καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 8200/0-6 τῆς 6.6.1981 ἀπόφασις τοῦ Ὑπουργοῦ Δημοσίας Τάξεως[18] ἀποτελοῦν τήν βάσιν, διά τήν ὑπό τῆς οἰκείας ἀστυνομικῆς ἀρχῆς ἔκδοσιν τοῦ δελτίου ταυτότητος, τό ὁποῖον φέρουν οἱ Ἕλληνες πολῖται. Εἰδικῶς εἰς τό ἄρθρον 2 τοῦ ὡς ἄνω Ν.Δ. ὁρίζονται τά εἰς τάς ταυτότητας περιλαμβανόμενα στοιχεῖα, ἐν οἷς καί τό θρήσκευμα ὑποχρεωτικῶς.
Β) Ὁ νόμος 1599/1986[19] καθορίζει νέον τύπον δελτίου ταυτότητος, ἐκδιδομένου ἀπό τάς οἰκείας Νομαρχίας (ἄρθρον 1) καί οὐχί ἀπό τήν ἀστυνομικήν ἀρχήν. Μεταξύ τῶν εἰς τό νέον δελτίον ταυτότητος ἀναγραφομένων στοιχείων περιλαμβάνεται καί τό θρήσκευμα, καταχωρούμενον ὄχι ὑποχρεωτικῶς ἀλλά προαιρετικῶς, ἐφ’ ὅσον δηλ. ζητηθῆ ὑπό τοῦ πολίτου (ἄρθρον 3). Ἀξιοσημείωτον εἶναι, ἐπίσης, ὅτι εἰς τόν ἴδιον νόμον (ἄρθρον 2) καθιερώνεται ἡ ἀναγραφή τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου) (ΕΚΑΜ).
Γ) Ὁ νόμος 1988/1991[20] , τροποποιῶν διατάξεις τοῦ προηγουμένου 1599/1986 καταργεῖ ἀπό τά νέα δελτία ταυτότητος τήν ἀναγραφήν τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου (ἄρθρον 6) καί προσθέτει ὡρισμένα ἄλλα στοιχεῖα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό θρήσκευμα, τό ὁποῖον ὁρίζει νά ἀναγράφεται ὑποχρεωτικῶς καί ὄχι προαιρετικῶς[21].
Ὅμως, οἱ δύο τοῦτοι νόμοι οὐδέποτε ἐφηρμόσθησαν, ὅπως οὐδέποτε ἐξεδόθησαν νέου τύπου δελτία ταυτότητος. Αἱ οἰκεῖαι ἀστυνομικαί ἀρχαί συνεχίζουν νά ἐκδίδουν τά δελτία ταυτότητος ἐπί τῆ βάσει τοῦ Ν.Δ. 127/1969[22], εἰς τά ὁποῖα ὑποχρεωτικῶς ἀναγράφεται τό δηλούμενον ὑφ’ ἑκάστου πολίτου θρήσκευμα, χωρίς οὐδείς οὐδέποτε νά προβάλη λόγον διαμαρτυρίας διά τήν ἐφαρμοσμένην, συμφώνως τῷ νόμῳ, πρακτικήν αὐτήν.
5. Τήν ἐπί πολλά ἔτη ἤρεμον περί τά δελτία ταυτότητος καί εἰς αὐτά ἀναγραφόμενα στοιχεῖα κατάστασιν βαθύτατα ἐτάραξαν τά τελευταία γεγονότα, ὡς αὐτά ἐνδεικτικῶς προαναφέρθησαν[23]. Ὅμως, διά τῆς ἐπικλήσεως ποίων νομικῶν διατάξεων καί ἰσχυρισμῶν ἐδημιουργήθη τό πρόβλημα, τό ὁποῖον διαρκῶς περιπλέκεται; Ἐκ ποίων διατάξεων καί δεδομένων θεμελιοῦται ἡ ἄποψις, ὅτι ὁ νόμος 2472/97 καταργεῖ τήν περί τῶν ταυτοτήτων ἰσχύουσαν νομοθεσίαν;
Αἱ ἀπόψεις τοῦ ἐπί τῆς Δικαιοσύνης ὑπουργοῦ, τοῦ Προέδρου καί αὐτῆς ταύτης τῆς «Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος» τοῦ ν. 2472/1997, τοῦ Πρωθυπουργοῦ καί τῶν στρατευμένων συνταγματολόγων καί νομικῶν, μεθ' ὧν συγκαταλέγονται καί οἱ δημοσιογράφοι, οἵ τε τῶν ἠλεκτρονικῶν καί τῶν ἐντύπων μέσων εὐρείας ἐνημερώσεως, ἐξαίφνης συμπλέκουν καί κραυγαλαίως συμφωνοῦν, ὅτι τό θρήσκευμα, ὡς «εὐαίσθητον» δεδομένον, ἀναγραφόμενον εἰς τό δελτίον ταυτότητος, καταχωρίζεται εἰς ἀρχεῖον καί ἀποτελεῖ ἀντικείμενον ἐπεξεργασίας. Μετά τριετίαν ὅλην, ἀπό τῆς ὑπό τῆς Βουλῆς ψηφίσεως καί δημοσιεύσεως τοῦ νόμου τούτου εἰς τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως δηλαδή, ἀνεκαλύφθη, ὅτι ἡ παγία καί ἀδιατάρακτος μέχρι σήμερον πρακτική τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητος εἶναι ἀντίθετος εἰς τάς διατάξεις τοῦ νόμου.
Δέν θά ἐμμείνωμεν εἰς τήν μετ’ ἐπιτάσεως προβληθεῖσαν ἄποψιν τοῦ εἰσηγητοῦ μάλιστα τοῦ νόμου τούτου, πρώην ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης, ὅτι «τό θρήσκευμα δέν θεωρεῖται ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων ‘εὐαίσθητο προσωπικό δεδομένο’, ἀλλά προσωπική δημόσια θέληση... καί δικαίωμα, ὅπως καί περηφάνεια πού διακηρύσσεται... πού νά μή θέλει τή δημοσιοποίησή του ὁ καθένας μας»[24]. Οὔτε εἰς τό σημεῖον τοῦτο θά παραθέσωμεν τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποία κλονίζουν τούς ἰσχυρισμούς, ὅτι αἱ ταυτότητες, ὡς δημόσια ἔγγραφα, δέν ἐπιτρέπεται νά περιέχουν εὐαίσθητα δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρος, δυνάμενα ν’ ἀποτελέσουν ἀντικείμενον ἐπεξεργασίας[25]. Ὅμως θά προβάλωμεν καί θά ἐξάρωμεν τήν ἄποψιν, τήν ἀνατρέπουσαν τόν ἰσχυρισμόν, ὅτι οἱ νόμοι 1599)1986 καί 1988)1991 κατηργήθησαν μέ τόν ν. 2472)1997[26].
Συμφώνως πρός τήν Ἀπόφασιν τῆς Ἀρχῆς, ὁ δεύτερος «ὡς νεώτερος καί μέ διατάξεις, οἱ ὁποῖες εἰσάγουν στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη ρυθμίσεις τοῦ διεθνοῦς καί κοινοτικοῦ δικαίου ὑπερνομοθετικῆς ἰσχύος ἐπιβάλλει τήν σύμφωνον πρός αὐτόν καί τίς ἀρχές πού αὐτός ὁ ἴδιος καθιερώνει ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν παλαιοτέρων ρυθμίσεων γιά τά δελτία ταυτότητος»[27]. Καί ἐν συνεχείᾳ, «ἐφ’ ὅσον διά τοῦ ἰδίου νόμου ἀπαγορεύεται ἐφ’ ἐξῆς ἡ καταχώρισις εἰς ἀρχεῖον καί ἡ ἐπεξεργασία τοῦ προσωπικοῦ δεδομένου τοῦ θρησκεύματος, οὗτος τροποποιεῖ τήν προηγουμένην νομοθεσίαν ‘ὡς νεώτερος καί εἰδικότερος, ἐν σχέσει μέ τά δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα»[28].
Εἰς τήν ἄποψιν αὐτήν ἀντιπαρατίθεται:
Α) ἡ καταχώρισις τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητος δέν ἀποτελεῖ καταχώρισιν εἰς «ἀρχεῖον δεδομένων» καί ἄρα δέν ἀποτελεῖ «ἐπεξεργασίαν».
Β) Τό δελτίον ταυτότητος περιέχει καί ἄλλα προσωπικά δεδομένα, τά ὁποία εἶναι ἀπαραίτητα νά τά ἔχη ὑπ’ ὄψιν της ἡ Πολιτεία, διότι ὅταν αὐτά ἐλλείπουν δυσχεραίνεται ἡ ἄσκησις τῶν νομίμων ἐξουσιῶν, ὡς ὁ ἐντοπισμός κακοποιῶν στοιχείων.
Γ) Πλέον τούτων, ἀκόμη καί ὡρισμένα
θρησκεύματα περιέχουν δοξασίες ἐπικίνδυνες διά τήν δημόσιαν τάξιν, ὡς συνέβη μέ τούς ὀπαδούς θρησκεύματος, οἱ ὁποῖοι ηὐτοκτόνησαν ὁμαδικῶς, διότι τοῦτο ἐπέβαλεν ἡ θρησκεία των.[29]
Δ) Ἡ διάταξις τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Ν. 1599)1986, ὡς ἐτροποποιήθη διά τοῦ ἄρθρου 2, τοῦ ν. 1988/1991, ὁρίζει ὅτι ἡ ἀναγραφή τῶν στοιχείων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό θρήσκευμα, εἰς τό δελτίον ταυτότητος εἶναι ὑποχρεωτική. Ἄν, κατά τήν ἀπόφασιν τῆς Ἀρχῆς, «κάθε ἐπεξεργασία προσωπικῶν δεδομένων, πού γίνεται πέραν τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ ἤ ἡ ὁποία δέν εἶναι πρόσφορη καί ἀναγκαία γιά τήν ἐπίτευξή του δέν εἶναι νόμιμη»[30], εἶναι δυνατόν νά δεχθῶμεν, ὅτι παρανόμως ἐπί τριετίαν ἐνήργει ἡ ἀστυνομική ἀρχή καί τά ὄργανα τῆς Πολιτείας; «Εἶναι ποτέ δυνατόν νά εἴπωμεν, ὅτι ὑποχρέωσις ἐπιβαλλομένη διά νόμου εἶναι παράνομος;»[31]. κατά ταῦτα «ὁ ν. 1988/91 κατά τό μέρος πού καθιστά ὑποχρεωτικήν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα δέν ἔχει καταργηθῆ ἀπό τόν 2472/97»[32] καί ἑπομένως δικαιούμεθα ν’ ἀξιώνωμεν τήν ἐφαρμογήν καί τοῦ Ν.Δ. 127/1969 καί τῶν ἰσχυόντων, ἔστω καί ἀνενεργῶν, Νόμων 1599/1986 καί 1988/1991 καί τήν συμφώνως ταῖς διατάξεσιν αὐτῶν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος μέ μόνην ὑποχώρησιν εἰς τήν προαιρετικήν ἀναγραφήν τούτου.
6. Θά δανεισθῶμεν, προσεγγίζοντες τό θέμα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας μέ κριτήριον τήν συνταγματικότητα ἤ τήν ἀντισυνταγματικότητα, ὅπως αἱ ἑκατέρωθεν ἀπόψεις ἐκφέρωνται, τήν ἀκόλουθον γενικωτέραν παρατήρησιν ἀνωτάτου δικαστικοῦ λειτουργοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρος: «Ὅταν καμιά διαμαρτυρία δέν εἶχε γίνει τόσα χρόνια πού ἀναγράφεται τό θρήσκευμα στήν ταυτότητα, εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς γιατί δημιουργήθηκε σήμερα – νά ἔχωμεν ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι αὐτά ἐγράφοντο ἐν ἔτει 1993, ὅταν καί τότε ἐτέθη αἰφνιδίως καί μετά ὀξύτητος τό ζήτημα ἐάν πρέπει νά ἀναγράφεται ἤ ὄχι εἰς τό δελτίον ταυτότητος τό θρήσκευμα – τόσο ἀναπάντεχα, τόσο ἀδικαιολόγητα καί, ἄρα, τόσο ὕποπτα ὁ θόρυβος». Καί συνεχίζει: «Παρά τό γεγονός ὅτι δέν θεωρῶ ὀρθές τίς ἀπόψεις περί ἀντισυνταγματικότητος τῆς ὑποχρέωσης ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα, τελικά συντάσσομαι μέ τήν ἄποψη τῆς προαιρετικῆς, ἀνάλογα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ πολίτη, ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος στόν εἰδικό χῶρο πού πάντως πρέπει νά διαθέτει τό δελτίο ταυτότητας»[33] .
Εἶναι ἀληθές, ὅτι εἰς ὅλον τό σκεπτικόν τῆς ἐπιμάχου «συστάσεως» τῆς Ἀρχῆς οὐδεμία ἐπίκλησις συνταγματικῆς διατάξεως γίνεται, ἶνα θεμελιωθῆ ἡ ἀπαγόρευσις τῆς καταχωρίσεως τοῦ Θρησκεύματος. Μερίς ὅμως τῆς νομικῆς θεωρίας, ἰδίως συνταγματολόγοι, καί ἄλλοι νομικοί καί μή ἄρθρογραφοῦντες, ὑποστηρίζουν:
Α) Ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος παραβιάζει τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅπως κατοχυρώνεται εἰς τό ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τήν ἐλευθερίαν νά δηλώνη τις τά θρησκευτικά ἤ μή φρονήματά του, ὅσον καί τήν ἐλευθερίαν νά τά ἀποσιωπᾶ. Καί προστίθεται: «Ἡ ἀποσιώπησή τους δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποτυπώνεται σέ δημόσιο ἔγγραφο». Καί,
Β) «Ἡ τυχόν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στό δελτίο ἀστυνομικῆς ταυτότητας εἰσάγει σέ ἔγγραφο ἀναγνωριστικό τῆς ἰδιότητας τοῦ Ἕλληνα Πολίτη μιά ἀνεπίτρεπτη, κατά τό Σύνταγμα (ἄρθρο 5, παρ. 2 καί 13 Συντάγματος) καί τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ἄρθρο 14) διάκριση τῶν πολιτῶν σέ δύο κατηγορίες: σέ ἐκείνους πού δηλώνουν τή θρησκευτική τους συνείδηση καί σέ ἐκείνους πού ἀρνοῦνται νά τό πράξουν. Ἡ διάκριση αὐτή, ἐφόσον βασίζεται στή συνείδηση, ἀντίκειται, προφανῶς, στίς ἀρχές τῆς μή διάκρισης τῶν πολιτῶν λόγῳ τῶν θρησκευτικῶν τους πεποιθήσεων καί τῆς ἴσης προστασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν αὐτοῦ τοῦ Κράτους, τό ὁποῖο ὀφείλει νά μήν ἐπιτρέπει, οὔτε νά νομιμοποιεῖ διαφορετικές μεταχειρίσεις, πού ἀπορρέουν ἀπό δηλώσεις ἥ ἀποσιωπήσεις θρησκευτικῶν πεποιθήσεων»[34].
Πρός ἀντίκρουσιν τῶν μετ' ἐπιμονῆς καί ὀξύτητος ὑποστηριζομένων ἀπόψεων τούτων, ἐρανιζόμεθα ἄλλων ἄλλας θέσεις, τάς ὁποίας καί παραθέτομεν κατά λέξιν καί εἰς ἐκτενῆ ἀποσπάσματα. Εἶναι δύσκολον, ἄλλωστε, νά κόψωμεν τόν εἱρμόν τῆς νομικῆς σκέψεως καί τῆς ἐπιχειρηματολογίας.
Ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν Γ. Ἀποστολάκης εἰς τό «Κριτική στήν, ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000 ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τά δελτία ταυτότητος», (ἀδημοσίευτος), εὐστόχως παρατηρεῖ, ὡς πρός τό νομικό θεμέλιο τῆς συστάσεως:
Α) «Σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 2 ἰσχύοντος Συντάγματος, ‘κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά μέ τή λατρεία της τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόμων. Ἡ ἄσκηση τῆς λατρείας δέν ἐπιτρέπεται νά προσβάλλει τή δημόσια τάξη ἥ τά χρηστά ἤθη. Ὀ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται’. Ἐξάλλου, σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 9, παρ. 1 ΕΣΔΑ, ‘Πᾶν πρόσωπον δικαιοῦται εἰς τήν ἐλευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως καί θρησκείας. Τό δικαίωμα τοῦτο ἐπάγεται τήν.... ἐλευθερίαν ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας ἤ συλλογικῶς, δημόσια ἤ κατ’ ἰδίαν, διά τῆς λατρείας, τῆς παιδείας καί τῆς ἀσκήσεως τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί τελετουργιῶν. Στά πλαίσια τῶν παραπάνω διατάξεων γίνεται δεκτό, ὅτι τό δικαίωμα ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας προστατεύεται, ὄχι μόνο στήν θετική τοῦ μορφή, ἀλλά καί στήν ἀρνητική του. Δηλαδή δέν προστατεύεται μόνον – θετικά – τό δικαίωμα νά ἐκδηλώνει κανείς τά θρησκευτικά τοῦ πιστεύω καί τή θρησκευτική του δραστηριότητα, ἀλλά καί – ἀρνητικά – τό δικαίωμα τοῦ νά μή ἐκδηλώνει, νά μήν ἀποκαλύπτει καί νά κρατᾶ κρυφές καί σέ κατάσταση ἀπορρήτου τίς θρησκευτικές τοῦ πεποιθήσεις καί τή συνολική θρησκευτική τοῦ δραστηριότητα. Στήν τελευταία περιλαμβάνεται κάθε ἐκδήλωση ἐξωτερίκευσης τῶν θρησκευτικῶν ἀναζητήσεων καί πιστεύω τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, τό δικαίωμα τοῦ νά μήν ἐκδηλώνει κάποιος τίς θρησκευτικές τοῦ πεποιθήσεις περιλαμβάνει τό δικαίωμα νά ἀποσιωπᾶ καί νά ἔχει ἀπόρρητη τήν προσωπική τοῦ θρησκευτική ἀσκήση, τόν τρόπο λατρείας, τίς προσευχές του, τήν ὀργάνωσή τοῦ σέ θρησκευτική κοινότητα γιά τήν ἄσκησή του συλλογικά καί ἀτομικά. Μέ βάση λοιπόν τίς διατάξεις αὐτές ἔχουν ὑποστηριχθεῖ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀπόψεις: ὅτι ἡ καταχώριση τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες ἀντίκειται στό παραπάνω ἀπόρρητο καί ὅτι μιά τέτοια καταχώριση γίνεται γιά νόμιμους σκοπούς καί ἄρα δέν προσκρούει στίς διατάξεις αὐτές. Ἐνδιάμεσα στέκεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή δέν ἀντίκειται οὔτε στό Σύνταγμα, οὔτε στή Σύμβαση τῆς Ρώμης».
Ἐξ ἄλλου ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδικός Ἐπιστημονικός Σύμβουλος κ. Ἀναστάσιος Μαρῖνος εὑρίσκει τήν εὐκαιρίαν εἰς τό ἄρθρον του «Τό θρήσκευμα καί οἱ ταυτότητες» (ἐφημ. «Τό Βῆμα» τῆς 15.5.2000) νά ὑποστηρίξη, ὅτι:
Β) «Τό ἄτομον δικαιοῦται νά ἀρνηθῆ ν’ ἀποκαλύψει τίς θρησκευτικές τοῦ πεποιθήσεις, ὅταν ἐρωτᾶται μέ σκοπόν νά διωχθῆ ἐκ λόγων θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας καί ὄχι ὅταν ἡ δήλωσίς τοῦ θρησκεύματος ἐξυπηρετεῖ ἄλλους νομίμους σκοπούς, ὅπως ἄσκησιν δικαιωμάτων τοῦ πολίτου, τά ὁποῖα προϋποθέτουν δήλωση τοῦ θρησκεύματος, π.χ. διά νά δώσουν ξεχωριστές ἐξετάσεις πρός εἰσαγωγήν εἰς τά Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα οἱ μουσουλμᾶνοι τῆς Θράκης πρέπει νά δηλώσουν τό θρήσκευμά τους (βλ. τήν ὑπ’ ἀριθμ. 3118/96 ἀπόφασιν τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ὡς καί τίς ὑπ’ ἀριθμ. 3356/95, 2101/98 καί 2601/98 ἀποφάσεις τοῦ αὐτοῦ Δικαστηρίου, μέ τίς ὁποῖες γίνεται ὁμοφώνως δεκτόν ὅτι ἡ δήλωση τοῦ θρησκεύματος διά νόμιμον σκοπόν δέν παραβιάζει τό ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος....). Ἀλλά καί ἄλλων δικαιωμάτων ἡ ἄρνηση προϋποθέτει ἀπόδειξη τοῦ θρησκεύματος, ὅπως π.χ. πώς θά ἱερολογήσει τόν γάμο δύο προσώπων ὁ ἱερέας, ἄν δέν ἀποδείξουν τό θρήσκευμά τους ἥ πώς θά ἐπιτραπεῖ στόν ἄθεο νά μή δώσει θρησκευτικό ὅρκο στό δικαστήριο, ἄν δέν μπορεῖ νά ἀποδέξει μέ τήν ταυτότητά του ὅτι εἶναι ἄθεος;». Καί θά συνεχίση εἰς τό ἴδιον ἄρθρον, ἐπεκτεινόμενος, γράφων:
Γ) «Ἀλλά καί ὑπό τήν ἐκδοχήν, ὅτι ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα συνιστᾶ παραβίαση τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, ἐν πάσῃ περιπτώσει, νομίζω ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά μή συμφωνήσει στήν προαιρετική ἀναγραφή αὐτοῦ, διότι ἄν ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή προσβάλλει τή θρησκευτική συνείδηση αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά δηλώσουν τή θρησκεία τους, ἄλλο τόσον, ἄν μή καί περισσότερον, προσβάλλεται ἡ θρησκευτική συνείδησις αὐτῶν πού θέλουν νά διακηρύξουν τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅταν μέ τήν ἀπαγόρευσιν τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα δέν τούς ἐπιτρέπεται νά τό πράξουν, δηλαδή δέν τούς ἐπιτρέπεται νά ἀποδεικνύουν εὐχερῶς ἀνά πᾶσαν στιγμήν σέ ποιά ἐκκλησία ἤ θρησκευτική κοινότητα ἀνήκουν ἐπιδεικνύοντας, καθ’ ὅ ἔχουν δικαίωμα ἀπό τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, τό δελτίον ταυτότητος, δοθέντος μάλιστα ὅτι θρησκευτική ἐλευθερία σημαίνει ὄχι μόνο τό δικαίωμα νά μήν ἀποκαλύπτης τή θρησκεία σου ἤ τήν ἀθεΐα σου ἀλλά καί τό δικαίωμα νά τή δηλώνης ὅπου, ὅπως καί ὅταν θέλης».
Δ) Ὁ αὐτός ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός εἰς τήν ἀπό 2.6.2000 Γνωμοδότησίν του πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον καί τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον θά ἐπαναλάβη μετ’ ἐμφάσεως, ὅσα ὁ μεγάλος συνταγματολόγος τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος Ἀλέξανδρος Σβῶλος: «δέν ἀντίκειται εἰς τό Σύνταγμα τό νά ἐρωτᾶται κανείς περί τοῦ θρησκεύματός του, ὅταν τοῦτο γίνεται ‘πρός ἐξακρίβωσιν τῆς ταυτότητός του’». Θεωρεῖ δηλαδή καί ὁ Ἀλέξανδρος Σβῶλος τό θρήσκευμα ὡς στοιχεῖον τῆς ταυτότητος τοῦ ἀτόμου (βλ. Ἀ. Σβῶλου – Γ. Βλάχου, Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος 1954, τόμ. Α’ σελ. 68 ὑποσημ. 92 καί αὐτούς εἰς τούς ὁποίους παραπέμπει). «Καί ἀξίζει νά ὑπενθυμίσω, ὅτι στήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδος τό θρήσκευμα καί μάλιστα ὁρισμένον θρήσκευμα εἶχε τόσον πολύ συνδεθεῖ μέ τήν ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, ὥστε τό ἀγωνιζόμενον γιά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τόν τούρκικο ζυγό ἑλληνικόν ἔθνος ἔκρινε ἀπαραίτητο νά διακηρύξῃ μέ τό πρῶτον Σύνταγμα, τό ἀποκληθέν Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἰσίν Ἕλληνες’. Δηλαδή ἡ ἰθαγένεια τοῦ Ἕλληνος ἐταυτίσθη τότε μέ τήν θρησκευτικήν του πίστην».
Ε) Ἐξ ἄλλου, ὁ Δρ. Γεώργιος Κρίππας (βλ. Γνωμοδότησις τῆς 29.5.2000) θά χωρήση ἔτι περαιτέρω, τονίζων: «Θέμα συνταγματικόν εἰς τά δελτία ταυτότητος (προαιρετικῶς ἥ ὑποχρεωτικῶς). Κατ’ ἀρχήν ἐκ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας οὐδαμόθεν προκύπτει, ὅτι ἀνακύπτει θέμα συνταγματικόν. Τοῦτο προκύπτει ἐκ τῆς πράξεως. Ἤτοι ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος ἰσχύει καί ἐφαρμόζεται εἰς τήν Ἑλλάδα ἀπό πολύ μακροῦ χρόνου. Ἄρα, ἐάν ὑπῆρχε θέμα συνταγματικόν (καί μάλιστα τῆς ἐκτάσεως εἰς τήν ὁποίαν κάποιοι τό ἐμφανίζουν), θά εἶχον ἐπιληφθῆ τούτου τά δικαστήρια καί θά εἶχον δώσει τάς λύσεις των διά τῶν ἀποφάσεών των. Καθ’ ὅλον ὅμως τό μακρότατον τοῦτο χρονικόν διάστημα οὐδείς ἐνεφανίσθη ὑποστηρίζων ὅτι διά τοῦ δελτίου ταυτότητος πού φέρει, παρεβιάσθη ὁρισμένον ἀτομικόν του δικαίωμα καί εἰδικῶς ἡ θρησκευτική του ἐλευθερία. Ποτέ καί πουθενά δέν ὑπῆρξε ὄχι κἄν προσφυγή εἰς τά δικαστήρια ἀλλ’ οὐδέ ἡ παραμικρά ἐξώδικος διαμαρτυρία».
Στ) Ὁ αὐτός νομικός εἰς τήν ἴδιαν γνωμάτευσίν του, ἐπιμένων εἰς τήν οὐσίαν τοῦ θέματος, εἰς τό ἐάν δηλαδή ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας δημιουργεῖ θέμα συνταγματικόν, ὑπογραμμίζει: «Ἐπί τοῦ θέματος τούτου ὑπεύθυνος ἐπιστημονική ἔρευνα ἀποδεικνύει, ὅτι ἐν προκειμένῳ, θέμα συνταγματικόν δέν ἀνακύπτει καί ὅσα ἐλέχθησαν ἐπ’ αὐτοῦ μέχρι σήμερον τυγχάνουν ἐντελῶς ἀβάσιμα. Ἄλλωστε καί οὐδέ ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις 510/17/15-5-2000 τῆς Ἀρχῆς προστασίας προσωπικῶν δεδομένων ἀναφέρει τοιοῦτον θέμα. Τοιοῦτον θέμα ἑπομένως δέν ἀνακύπτει διά τούς ἐξῆς εἰδικωτέρους λόγους: α) Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων διά δύο ἀποφάσεών της: αα) τῆς 8-9-1993 (ὑπόθεσις BERNARD ET AUTRES κατά Λουξεμβούργου) καί ββ) τῆς 4-12-1984 (ὑπόθεσις GOTTES-MANN κατά Ἑλβετίας) ἀπορρίπτει ἀντιστοίχους προσφυγάς, διά τῶν ὁποίων οἱ προσφεύγοντες ἰσχυρίσθησαν ὅτι παρεβιάσθη τό ἀτομικόν τους δικαίωμα ἐπί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐκ τοῦ ὅτι ὑποχρεώθησαν νά δηλώσουν τό θρήσκευμά των εἰς δημόσια ἔγγραφα... β) Τό ἀτομικόν δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἰσχύει ὑπό δύο ἐκφάνσεις ἰσοτίμους, ἤτοι τό δικαίωμα ἀποσιωπήσεως τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων κάποιου ἄλλου, ἀλλά καί παραλλήλως το δικαίωμα οἱουδήποτε νά διακηρύσσει ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως τάς θρησκευτικάς του πεποιθήσεις καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἐπιλέγει καί βεβαίως ἐπί τοῦ σημείου τούτου τό κράτος οὐδένα περιορισμόν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλλη.... Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω πρέπει ἀναποδράστως νά καταλήξωμεν εἰς τό συμπέρασμα, ὅτι καμία μορφή διαδηλώσεως τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων κάποιου δέν μπορεῖ νά ἀπαγορευθῇ, νά παρεμποδισθῇ ἥ νά ἀποτραπῆ ὁποθενδήποτε προερχομένη καί φυσικά οὐδέ ἀπό τόν κοινόν νομοθέτην θεσπιζομένη....
Γ) Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω προκύπτει καί συνάγεται ἀναποδράστως ὅτι ἡ συγκεκριμένη μορφή τῆς θετικῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (αἴτημα ὁρισμένου πολίτου νά ἐκδηλώσει τάς θρησκευτικάς του πεποιθήσεις διά συγκεκριμένου τρόπου, ἤτοι δι’ ἀναγραφῇς αὐτῶν εἰς οἱονδήποτε δημόσιον ἔγγραφον, τοῦ δελτίου ταυτότητος μή ἐξαιρουμένου) κατοχυροῦται συνταγματικῶς καί δέν δύναται νά ἀποκλεισθῆ ἐπί οἱαδήποτε αἰτιολογία..... δ) Τέλος, ἐπισημαίνουμε ὅτι καί ἡ εὐρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ρητῶς τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δημόσια ἔγγραφα καί ἀρχεῖα πρός ἐξακρίβωσιν τῆς ταυτότητος καί μάλιστα ὑποχρεωτικῶς καί ὄχι προαιρετικῶς»[35]. Καί
Ζ) Τέλος, ὁ ἐ.τ. Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου Κωνσταντῖνος Τράκας ἐπί τοῦ θέματος τούτου προσθέτει εἰς ἀδημοσίευτον εἰσέτι ἄρθρον του ὑπό τόν τίτλο «Αὐθαίρετος ἡ ἀπόφασις γιά μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές ταυτότητες». «Οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ Συντάγματος, ὅπως οἱ περί θρησκείας τῶν ἄρθρων 3, παρ. 1 καί 13, παρ. 1, τελοῦν σέ συστηματική καί τελολογική ἑνότητα καί ὅτι ὅλες εἶναι ἰσοδύναμες, ἀνεξαρτήτως πρός τή βασική διάκρισή τους σέ θεμελιώδεις καί μή. Ἡ ἑρμηνεία τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος, ἀκόμη καί τοῦ νόμου, πρέπει νά γίνεται ὑπέρ καί ὄχι κατά τούτων ἥ κατά τῆς μιᾶς ( τοῦ ἄρθρου 3, παρ. 1). Ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία των Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος των στίς ἀστυνομικές των ταυτότητες μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, ὅτι ἀποτελεῖ ἐλευθέρα ἐκδήλωση τῆς θρησκείας των, ὑπό τήν αὐτονόητη ἐπιφύλαξη τῶν τυχόν ἀντιθέτων ἐκδηλώσεων, μεμονωμένως ἥ συλλογικῶς, κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 18 τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (1948) καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως (1950). Ἡ ἐλευθέρα ἐκδήλωση τῆς θρησκείας ἤ τῆς θρησκευτικῆς πεποιθήσεως μπορεῖ νά συντελεσθῆ θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς, σέ κάθε δέ περίπτωση εἴτε ρητῶς εἴτε σιωπηρῶς, πάντοτε ὡς ἄσκηση τοῦ ἀπαραβιάστου ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως (ἄρθρο 13, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος), ἡ ὁποία ἀποκλείει τή συναγωγή συμπεράσματος,ἀκόμη καί ἀμφιβολίας , γιά ἔμμεση ἐξαναγκαστική ἐμφάνιση τοῦ μή ἐκδηλώσαντος τή θρησκεία ἥ τή θρησκευτική πεποίθηση του, ὡς ἑτεροδόξου ἥ ἑτεροθρήσκου ἥ ἀθρήσκου»[36].
7. Ἡ Ἀρχή προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα τοῦ ν. 2472/1997 ἐπέλεξεν τόν, μετά τάς δηλώσεις ἐφ΄ ὅλων σχεδόν τῶν ἀμφιλεγομένων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ἐνδιαφερόντων καί τήν Πολιτείαν, τοῦ νέου ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης, χρόνον, διά νά προαναγγείλη, διά τοῦ προέδρου αὐτῆς, τήν ἀπόφασίν της, ὅπως συστήση εἰς τόν ὑπεύθυνον τοῦ Ὑπουργείου Δημοσίας τάξεως νά ἀπευθύνη εἰς τά ἁρμόδια διά τήν ἔκδοσιν τῶν δελτίων ταυτότητος ὄργανα τάς ἀναγκαίας ὁδηγίας ὥστε «νά μή συλλέγουν καί νά μήν ἐπεξεργάζονται τό θρήσκευμα»[37]. Ἡ ἐν λόγῳ σύστασις ἐβασίσθη ἐπί τῶν ἀκολούθων αἰτιολογιῶν:
Α) Τά δελτία ταυτότητος περιέχουν δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί συνιστοῦν ἀρχεῖα ὑποκείμενα εἰς ἐπεξεργασίαν[38].
Β) Τά ἀναγραφόμενα στοιχεῖα εἰς τά δελτία ταυτότητος ἐμπίπτουν εἰς τό πεδίον ἐφαρμογῆς τοῦ ν. 2472/1997[39].
Γ) Ἐφ’ ὅσον σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας εἶναι ἡ βεβαίωσις τῆς ταυτότητος τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου ταυτότητος, τό θρήσκευμα δέν εἶναι στοιχεῖον ἀναγκαῖον, οὔτε πρόσφορον διά τόν σκοπόν αὐτόν[40] .
Δ) Ἡ διά τῆς καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἐπεξεργασία ὑπερβαίνει τόν σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας καί εἶναι ἀθέμιτος, ὅπερ δέν θεραπεύεται, ἔστω καί ἄν ὑπάρχη συγκατάθεσις τοῦ ὑποκειμένου[41].
Ταῦτα ἐπικαλεῖται καί προβάλλει ὡς ἀμετακινήτους θέσεις ἡ Ἀρχή διά νά ἀρχίση ἀμέσως ἡ μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας. Ἀλλ’ ὑπάρχει καί ἐξεδηλώθη ἤδη σοβαρός καί θεμελιωμένος ἀντίλογος ἐπί μιᾶς ἑκάστης αἰτιολογίας. Θά ἐπιδιώξωμεν τήν συναγωγήν καί τήν κατά τινα τρόπον συστηματικήν καταγραφήν τῶν ἀναιρούντων τάς αἰτιολογίας ἐπιχειρημάτων ἀντιστοίχως ἀκολούθως:
Α) Εἰς τάς προηγούμενας παραγράφους, καί δή τήν παράγρ. ὑπ’ ἀριθμ. 5, ἐδόθη ἡ εὐκαιρία, ἐξ ἄλλης βεβαίως ἀφορμῆς καί προοπτικῆς, νά καταγράψωμεν τάς διατυπωθείσας ἀπόψεις περί τοῦ ἄν τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητος περιέχουν δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρος συνιστῶντα ἀρχεῖον καί ὑποκείμενα εἰς ἐπεξεργασίαν καί ἄν τό θρήσκευμα συνιστᾶ δεδομένον προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί μάλιστα εὐαίσθητον. Ἡ κρατοῦσα ἄποψις τῆς νομικῆς θεωρίας δέχεται ὅτι τό θρήσκευμα συνιστᾶ εὐαίσθητον προσωπικόν δεδομένον καί ἡ ἀναγραφή του εἰς τό δελτίον ταυτότητος συνιστᾶ ἀρχεῖον ὑποκείμενον εἰς ἐπεξεργασίαν. Εἰς τό σημεῖον τοῦτο δυνάμεθα νά παραπέμψωμεν εἰς τά ἐκεῖ ἀναιρετικά ἐπιχειρήματα καί νά ἐπαναλάβωμεν καί ἐδῶ, ὅτι ὁ ν. 1988/1991 δέν ἔχει καταργηθῆ καί ἑπομένως δικαιούμεθα νά ἀξιώνωμεν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία τῆς ταυτότητος καί διά τόν πρόσθετον λόγον, ὅτι ὁ σκοπός τῶν ταυτοτήτων δέν εἶναι μόνον «ἡ βεβαίωση τῆς ταυτότητος τοῦ ὑποκειμένου», ἀλλά εὐρύτερος καί, ὅτι ἡ καταγραφή τοῦ θρησκεύματος συνιστᾶ, ἐφ΄ ὅσον ὑπάρχει ἡ συγκατάθεσις τοῦ ὑποκειμένου, νόμιμον ἐπεξεργασίαν ἐκ μέρους τοῦ Κράτους.
Β) Ὡσαύτως, καί διά τήν αἰτιολογίαν τῆς «Ἀρχῆς», ὅτι τά ἀναγραφόμενα στοιχεῖα εἰς τό δελτίον ταυτότητος ἐμπίπτουν εἰς τό πεδίον ἐφαρμογῆς τοῦ ν. 2472/1999, παρεμπιπτόντως ἀνεφέρθημεν εἰς τάς προηγουμένας παραγράφους 3,4 καί 5, εἰς τάς ὁποίας καταδεικνύεται, ὅτι ναί μέν ἡ «Ἀρχή προστασία δεδομένων» ἔχει ἁρμοδιότητα, κατά τούς ὁρισμούς τοῦ Ν. 2472/1999 (ἄρθρ. 2, παρ. α’, β’, δ’ καί ε’) διά τό ἐκ τῆς καταχωρίσεως τῶν προσωπικῶν δεδομένων εἰς τάς ταυτότητας συνιστώμενον ἀρχεῖον, πλήν ἡ «σύστασις τῆς Ἀρχῆς» δέν καταργεῖ ἰσχύοντα νόμον. Ἐν συνεχείᾳ δέ τούτων τά ἐφ΄ ἐξῆς παρατιθέμενα νομικά ἐπιχειρήματα, ἑρμηνευτικά δεδομένα καί ἰσχυραί ἐπιστημονικαί ἀπόψεις σχετικοποιοῦν, ἄν μή ἐξαφανίζουν τήν παρεμβατικήν σύστασιν τῆς Ἀρχῆς προστασία προσωπικῶν δεδομένων καί τήν ὑποχρεωτικήν αὐτήν ἐφαρμογήν εἰς τό ἄμεσον μέλλον.
Γ) Ἡ αἰτιολογία, ὅτι ἐφ’ ὅσον σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας εἶναι ἡ βεβαίωσις τῆς ταυτότητος τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου ταυτότητος, τό θρήσκευμα δέν εἶναι στοιχεῖον ἀναγκαῖον, οὔτε πρόσφορον διά τόν σκοπόν αὐτόν, ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζεται ἡ ἀπόφασις – σύστασις τῆς «Ἀρχῆς» (παράγρ.11 καί 12 τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 910017/15-5-2000 Ἀποφάσεως), εὑρίσκει ἐρείσματα νομικά;
Σαφῆ ἀπάντησιν θά ἐπιχειρήσωμεν νά δώσωμεν, ἀνατρέχοντες καί δανειζόμενοι σκέψεις καί ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν ἀσχοληθέντων μέ τό θέμα τοῦτο νομικῶν καί δικαστικῶν.
Ὁ πρόεδρος Πρωτοδικῶν Γ. Ἀποστολάκης (ἔνθ. ἀν. σελ. 2 ἐκ τῆς περιλήψεως τῆς μελέτης δι’ εὔχρηστον ἀνάγνωσιν), θεωρῶν, ὅτι ὁ κατά τόν νόμον προορισμός (σκοπός) τῶν δελτίων ταυτοτήτων εἶναι εὐρύτερος, καί μέ βάσιν τά νόμιμα ὅριά του ἡ καταγραφή τοῦ θρησκεύματος, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχη ἡ συγκατάθεσις τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου, συνιστᾶ νόμιμον ἐπεξεργασίαν ἐκ μέρους τοῦ Κράτους, γράφει: «Σύμφωνα μέ τό ἄρθρ. 4 παρ. 1, β, ν.2472/1997 ‘τά δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα γιά νά τύχουν νόμιμης ἐπεξεργασίας πρέπει......β) νά εἶναι συναφῆ πρόσφορα καί ὄχι περισσότερα ἀπό ὅσα κάθε φορά ἀπαιτεῖται ἐν ὄψει τῶν σκοπῶν τῆς ἐπεξεργασίας.....’ Ἡ διάταξη αὐτή μέ τήν ὁποία καθιερώνεται ὡς μία ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς νομιμότητας τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα ἡ ἀρχή τῆς προσφορότητας καί ἀναγκαιότητας τῶν συλλεγομένων στοιχείων σέ σχέση μέ τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό, εἶναι ἀνάλογη μέ ἐκείνη τοῦ ἄρθρ. 6, παρ. 1, περ. γ’ τῆς Ὁδηγίας 95/46/ΕΚ τῆς 24-10-1995. Ὁ σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας ἑνός ἀρχείου κατά κανόνα καθορίζεται ἀπό τό νόμο πού προβλέπει καί τή σύστασή του. Δηλαδή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναγκαιότητας δέν ἐνδιαφέρει ἡ ἀναφορά σ’ ὁποιονδήποτε σκοπό τοῦ ἀρχείου, ἀλλά σέ ἐκεῖνον μόνον πού ὁ νόμος προσέδωσε στό ἀρχεῖο αὐτό. Ἐπίσης, ἄν ὁ σκοπός τοῦ ἀρχείου δέν ἐξαντλεῖται σέ μία μόνο κατεύθυνση, τέλος ἡ χρησιμότητα, ἀλλά σέ περισσότερες ἀπό μία, γιά τήν ἐφαρμογή τῆς ἐν λόγῳ ἀρχῆς ὁ ἑρμηνευτής ἤ ὁ ἐφαρμοστῇς τοῦ νόμου δέν θά προσφύγη ἐπιλεκτικά σέ μία μόνον ἀπό τίς – κατά νόμο - χρησιμότητες τοῦ ἀρχείου, ἀλλά στό σύνολο αὐτῶν, ἔτσι ὥστε ἄν τά δεδομένα εἶναι συναφῆ, χρήσιμα κι ὄχι ὑπερβολικά γιά μία ἔστω ἀπό τίς χρησιμότητες τοῦ ἀρχείου, τό ὁποῖον ὑπηρετοῦν, ἡ νομιμότητα ἐπεξεργασίας τοῦ ἀρχείου διασώζεται στό σύνολό της».
Ἐντρυφῶν περαιτέρω (σελ. 3) εἰς τήν ὁριοθέτησιν τῶν σκοπῶν ἐκδόσεως τῶν δελτίων ταυτοτήτων καί ἐπιμένων, ὅτι εἶναι αὐτά πού εἰς τόν νόμον προσδιορίζουν τήν ἀποδεικτικήν χρησιμότητά των (ἄρθρα 6 καί 7 ν. 1599/1986, τά ὁποῖα εἰσέτι δέν ἔχουν καταργηθῆ ἤ τροποποιηθῆ), παρατηρεῖ: «Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 6, μέ τίτλο ‘Ἀπόδειξη τῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου’, ‘ Ἡ ταυτότητα τῶν ἑλλήνων πολιτῶν ἔναντι πάντων ἀποδεικνύεται: α. ἀπό τά δελτία ταυτότητας πού ἐκδίδονται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ νόμου αὐτοῦ.....β. ἀπό τά δελτία ταυτότητας πού ἐκδόθηκαν κατά διατάξεις τοῦ ν.δ. 127/1969 ἕως ὅτου ἀντικατασταθοῦν σύμφωνα με τίς διατάξεις τοῦ νόμου αὐτοῦ....’ Στό ἄρθρο αὐτό θεμελιώνεται ὁ πρῶτος ἀπό τούς σκοπούς ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων πού εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ταυτοπροσωπίας. Ἡ ἀπόδειξη δηλαδή ὅτι ἕνα πρόσωπο εἶναι αὐτό πού ἡ φωτογραφία του καί τά στοιχεῖα του ὑπάρχουν στό δελτίο τῆς ταυτότητάς του.... Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 7 α’ τοῦ ν. 1599/1986, μέ τίτλο ‘Ἀποδεικτική δύναμη στοιχείων ταυτότητας’, 1. Ἡ ταυτότητα καί τά ἀντίστοιχα ἔγγραφα τοῦ ἄρθρου 6 ἀποτελοῦν πλήρη ἀπόδειξη ὡς πρός τά στοιχεῖα πού ἀναφέρουν. Κάθε γενική ἤ εἰδική διάταξη πού ἀπαιτεῖ ὑποβολή δικαιολογητικῶν γιά τά στοιχεῖα πού προκύπτουν ἀπό τό δελτίο ταυτότητος ἤ τά ἀντίστοιχα ἔγγραφα τοῦ ἄρθρου 6 καταργεῖται. 2. Ὑπάλληλος πού ἀπαιτεῖ πρόσθετα δικαιολογητικά γιά τήν ἀπόδειξη τῶν στοιχείων πού ἀναφέρονται στήν ταυτότητα ἤ τά ἀντίστοιχα ἔγγραφα τοῦ ἄρθρου 6 τιμωρεῖται....’ Ἀπό τήν παράθεση λοιπόν καί μόνου τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εὐθέως καί πέραν πάσης ἀμφιβολίας προκύπτει ὅτι ὁ νόμος προσδίδει ἕνα δεύτερον ἐξίσου σημαντικό μέ τό πρῶτο, σκοπό καί προορισμό τῆς ταυτότητας καί τών στοιχείων, πού ὁ νομοθέτης ἐπέλεξε νά καταχωροῦνται σ’ αὐτό. Τῆς πλήρους ἀποδείξεως ἔναντι τῶν ἐν γένει κρατικῶν ὑπηρεσιῶν ὅλων τῶν ἰδιοτήτων, σχέσεων κλπ., πού προσδίδουν στόν κάτοχο τοῦ δελτίου τά ἀναφερόμενα σ’ αὐτό στοιχεῖα. Εἰδικά γιά τό θρήσκευμα ἡ ἐπιλογή τοῦ νομοθέτη δέν ὑπῆρξε τυχαία. Μπορεῖ τό θρήσκευμα νά ‘ἀνάγεται στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου’, ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού ἐκδηλωθεῖ δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τήν ἔννομη τάξη. Μέ βάση τό θρήσκευμα τό Σύνταγμα καί οἱ νόμοι ἔχουν καθορίσει ἔννομες συμπεριφορές μέ ἀστικό, διοικητικό ἤ ποινικό ἐνδιαφέρον καί πλῆθος δικαιωμάτων ἤ ὑποχρεώσεων. Πολλά δικαιώματα συναρτῶνται μέ τό θρήσκευμα τοῦ δικαιούχου. Πολλές ἐπίσης ὑποχρεώσεις συναρτῶνται μέ τό θρήσκευμα τοῦ ὑποχρέου. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ θρησκεύματος, λοιπόν θά γίνει διά τοῦ δελτίου ταυτότητος, διότι αὐτό συνιστᾶ νομοθετική ἐπιλογή καί μόνον μέ ἕναν ἄλλον νόμο μπορεῖ νά ἀνατραπεῖ..... Ἐφόσον, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς κατά νόμο προορισμούς τῶν δελτίων ταυτότητος (ἤ κατά τήν ὁρολογία τοῦ ν. 2472/1997 ἕνας ἀπό τούς σκοπούς ἐπεξεργασίας τῶν καταγραφομένων δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα) εἶναι καί ἡ ταχύτατη καί ἀνέξοδη ἀπόδειξη ἔναντι πάντων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τῶν ὀργάνων τῆς Πολιτείας πρός καταπολέμηση τῆς γραφειοκρατίας ὅλων ἐκείνων τῶν ἐννόμων ἰδιοτήτων τῶν πολιτῶν, τίς ὁποῖες προέκρινε ὁ νομοθέτης ὡς ἀναγκαῖες γιά τήν προαγωγή τοῦ σκοποῦ τοῦ, τότε ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος συνιστᾶ ἐπεξεργασία δεδομένου συναφοῦς, πρόσφορου καί σέ καμία περίπτωση ὑπερβολικοῦ γιά τόν παραπάνω νομοθετικό σκοπό» (σελ. 3-6).
Καί ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Ἀναστάσιος Μαρῖνος (ἄρθρον, «Τό Θρήσκευμα καί οἱ Ταυτότητες. Τί λένε οἱ νόμοι τοῦ κράτους», Ἐφημ. «Τό Βῆμα» τῆς 17 Μαΐου 2000) ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ καταχώρησις τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας δέν συνιστᾶ «ἀρχεῖον» καί δέν ἀποτελεῖ «ἐπεξεργασίαν», σημειώνων ἐπί λέξει: «Ἡ καταχώρισις τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητας δέν ἀποτελεῖ καταχώρισιν εἰς Ἀρχεῖον Δεδομένων καί τηρήση ἀρχεῖον διά τῆς καταχωρίσεως ἀντιγράφου τοῦ δελτίου ταυτότητας τότε παραβιάζει αὐτόν τόν νόμο περί προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων μέ τό νά χορηγῆ εἰς τόν πολίτην δελτίον ταυτότητος εἰς τό ὁποῖον θά ἀναγράφεται τό θρήσκευμα. Δηλαδή θά συμφωνοῦσα νά χορηγεῖται εἰς τόν πολίτην δελτίον ταυτότητος μέ καταχωρισμένον τό θρήσκευμα, ἀλλά τό ἀντίγραφον τό ὁποῖον κρατᾶ ἡ Ἀστυνομία νά μήν περιέχει τό θρήσκευμα. Βέβαια τό ἀντίγραφον τό ὁποῖον κρατᾶ ἡ Ἀστυνομία περιέχει καί ἄλλα προσωπικά δεδομένα, ὅπως τό ἐπάγγελμα, ἡ προσωπική κατάσταση π.χ. τό ἄν ὁ συγκεκριμένος πολίτης εἶναι διαζευγμένος, τό ἔτος γεννήσεως τό ὁποῖον γιά τίς γυναῖκες εἶναι ἰδιαίτερα ‘εὐαίσθητο’ κ.ἄ. Γιά ὅλα ὅμως αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα νά τά ἔχει ὑπ’ ὄψιν της ἡ Πολιτεία, διότι ἄν ἐλλείπουν τά στοιχεῖα αὐτά δυσχεραίνεται ἡ ἄσκηση τῶν νομίμων ἐξουσιῶν.....» (σελ. Α2, 2).
Δ) Ἡ αἰτιολογία, ἐν τέλει, ὅτι διά τῆς καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἐπεξεργασία ὑπερβαίνει τόν σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας καί εἶναι ἀθέμιτος, ὅπερ δέν θεραπεύεται, ἔστω κι ἄν ὑπάρχῃ συγκατάθεσις τοῦ ὑποκειμένου (παράγρ.12 καί 13 τῆς ἐπιμάχου ἀποφάσεως τῆς «Ἀρχῆς») εἶναι δυνατόν, κατά τά κρατοῦντα, νά εὐσταθήσῃ;
Τήν ἀπάντησιν θά ἐπιδιώξωμεν, νά δώσωμεν ἐπικαλούμενοι γνώμας καί θέσεις τῶν περισσότερον ἁρμοδίων, διατυπωμένας εἰς ἐπίσημα κείμενα.
Παραθέτομεν πρώτην τήν ἄποψιν τοῦ κ. Ἀναστασίου Μαρίνου (Γνωμάτευσις μέ ἡμερομηνίαν 2 Ἰουνίου 2000, σελ. 2 ἑξ.), ἔχουσαν οὕτως:
«Ὁ Ν. 2472/1997 θεσπίζει γενικήν ἀπαγόρευση ἐπεξεργασίας τῶν εὐαισθήτων δεδομένων (βλ. ἄρθρ.7, παρ.1) καί τήν ἐπιτρέπει εἰς ἑπτά (7) μόνον ἐξαιρετικάς περιπτώσεις πάντοτε ὅμως, κατόπιν ἀδείας τῆς ‘Ἀρχῆς ἡ ὁποία χορηγεῖ καί τήν σχετικήν ἄδειαν πού ἀπαιτεῖται καί γιά τή λειτουργία τοῦ ἀντίστοιχου ‘Ἀρχείου’ (βλ. ἄρθρ. 7, παρ. 2 περιπτ. α’-ζ’). Οἱ ἕξ (6) ἀπό τίς περιπτώσεις αὐτές (β’-ζ’) συνδέονται πρός ὡρισμένον σκοπόν,διά τόν ὁποῖον καί μόνον ἐπιτρέπεται ἡ ἐπεξεργασία τους καί δέν προϋποθέτουν τήν συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου, πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐπεξεργασία τους μπορεῖ νά γίνει καί χωρίς τή συγκατάθεση αὐτοῦ. Ἡ ἕβδομη περίπτωση (ἀναγραφομένη πρώτη κατά σειράν εἰς τό νόμον ὑπό τό στοιχεῖον) α) εἶναι ἡ περίπτωση ἐκείνη, κατά τήν ὁποίαν τό ὑποκείμενον ἔδωκε τή συγκατάθεσή του καί ἐδῶ ἡ συγκατάθεση δέν συνδέεται πρός ὁρισμένον σκοπόν. Δοθείσης συνεπῶς τῆς συγκαταθέσεως ἡ ἐπεξεργασία μπορεῖ νά ἐνεργηθῆ γιά ὁποιονδήποτε σκοπό. Παρατηρεῖται δηλαδή καί ἐδῶ πλήρης ἀποσύνδεση τῆς ἐπεξεργασίας ἀπό τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἀδιαφορεῖ ὁ νόμος 2472/1997, ὅπως ἀκριβῶς καί στήν περίπτωση τῆς ἐπεξεργασίας, κατόπιν συγκαταθέσεως τοῦ ἀποκειμένου, μή εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων. Ὁ νόμος δέν ἐνδιαφέρεται διά ποῖον σκοπόν θά γίνει ἡ ἐπεξεργασία, διότι τήν σχετικήν εὐθύνη ἐν προκειμένῳ ἔχει τό ὑποκείμενον τό ὁποῖον ἔδωσε τήν συγκατάθεσή του..... Ἐκ τούτων πάντων συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι σεβασμός πρός τόν σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας ἀπαιτεῖται μόνον, ὅταν ὁ σκοπός αὐτός προβλέπεται ἀπό τόν Ν. 2472/97 καί συνεπῶς κάθε διάταξη τοῦ νόμου αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τόν σκοπόν ἐννοεῖ τόν σκοπόν τόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ νόμου αὐτοῦ. Ἄρα καί ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 4, παραγρ. 1β, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στή συνάφεια, τό πρόσφορον ἤ τήν ἀνάγκη τῶν δεδομένων ἐν ὄψει τοῦ σκοποῦ τῆς ἐπεξεργασίας ἔχει ἐφαρμογήν μόνον, ὅταν γίνεται ἐπεξεργασία (εὐαίσθητων ἤ μή) δεδομένων διά σκοπόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ Ν. 2472/97, πρᾶγμα πού συμβαίνει μόνον ὅταν ἡ ἐπεξεργασία γίνεται χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου, διότι μόνον τότε ἡ ἐπεξεργασία ἐκτελεῖται ἐν ὄψει συγκεκριμένου σκοποῦ ὄχι δέ καί ὅταν ἡ ἐπεξεργασία ἐκτελεῖται μέ μόνη τή συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου σκοποῦ...... Βεβαίως δέν ἀποκλείεται νά ὁρίσει ὁ νόμος ὅτι ἡ ἐπεξεργασία γιά ὁρισμένον σκοπόν δέν χρειάζεται πλέον ἕνα δεδομένον, τό ὁποῖον, βάσει ρητῆς διατάξεως Νόμου, ἐχρησιμοποιεῖτο μέχρι τώρα καί ὅτι δέν πρέπει τοῦτο νά χρησιμοποιῆται ἐφεξῆς. Εἶναι ἀσφαλῶς ἐλεύθερος ὁ νομοθέτης νά τό πράξη. Ὅσον καιρόν ὅμως δέν τό πράττει ἡ Ἀρχή, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἡ συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου νά γίνη ἡ ἐπεξεργασία μέ βάση καί τό δεδομένον αὐτό, δέν δύναται νά διατάξη αὐτή τήν μή χρησιμοποίησή του ἐφ’ ἐξῆς, ὑπό τοῦ ἀρχείου ὡς μή προσφόρου κλπ., διότι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ θά ὑπεισήρχετο εἰς τήν ἁρμοδιότητα τοῦ νομοθέτου. Θά καταργοῦσε δηλαδή τόν συγκεκριμένον νόμον, ὁ ὁποῖος ὁρίζει, ὅτι ἡ ἐπεξεργασία πρέπει νά γίνει μέ βάση αὐτό τό δεδομένον. Τοιαύτην βεβαίως ἐξουσίαν ἡ Ἀρχή δέν ἔχει». (σελ. 2 κ.ἑ.).
Εἰς τό αὐτό πλαίσιον κινούμενος, ἀναπτύσσει τάς θέσεις του καί ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου κ. Κων. Τράκας (ἔνθ. ἀν.), ἐπισημειῶν: «Τόσον ἡ Κοινοτική Ὁδηγία 96/46 τοῦ 1995, ὅσον καί ὁ Ν.2472/97, προστατεύουν τό ἄτομο ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα, πού παρέχουν πληροφορίες γιά τήν φυλετική ἤ ἐθνική καταγωγή, τά πολιτικά φρονήματα, τίς θρησκευτικές ἤ φιλοσοφικές πεποιθήσεις κ.ἄ., χωρίς τή ρητή καί μάλιστα ἔγγραφη συγκατάθεσή του γιά τήν ἐπεξεργασία τους. δηλαδή τόσο τό Κοινοτικό ὅσο καί τό Ἐθνικό Δίκαιο ἔχουν θεσπισθεῖ ὑπέρ τῆς προστασίας καί ὄχι κατά τῆς θελήσεως τῶν ἀτόμων, ὡς προσώπων. Ἡ ἐπίσημη ἐκδήλωση τῆς θρησκείας τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἀνήκει ἀποκλειστικῶς σ’ αὐτόν, εἴτε μεμονωμένως κατ’ ἄτομο, εἴτε συλλογικῶς μέ Δημοψήφισμα. Κατ’ ἀκολουθίαν πρός τά ἐκτεθέντα, ἡ ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος σέ κάθε δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητος ἀπόκειται στή θέληση τοῦ ἐνδιαφερομένου Ἕλληνος πολίτη, ἐκδηλουμένη θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς». (σελ. 3-4).
Ὁ ἴδιος ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός εἰς τό ἄρθρον του «Τό θρήσκευμα καί οἱ ταυτότητες» (Ἐφημ. «Τό Βῆμα» τῆς 15.5.2000) προσάγει, εἰς τό ἴδιον κριτικόν πλαίσιον κινούμενος, καί ἕτερα ἐπιχειρήματα, ἀναφέρων: «Ἀφοῦ ἡ ἐπεξεργασία (ἄρα καί ἡ καταχώριση σέ ἀρχεῖον) εὐαίσθητων δεδομένων, συνεπῶς καί τοῦ δεδομένου τῆς θρησκείας ἐπιτρέπεται, ὅταν ἔχει δώσει τή συγκατάθεσή του τό ὑποκείμενον (ἄρθρ. 5, παρ. 1 τοῦ Ν. 2472/97 καί ἄρθρ. 8, παρ. 2α τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 95/46/24-10-95 ὁδηγίας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου) διά τίνα λόγον ὁ κ. Δαφέρμος ἀποκλείει τήν προαιρετικήν ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στήν ταυτότητα, ὅταν τό ἴδιο τό ἄτομο συμφωνεῖ νά γραφή στήν ταυτότητα ἡ θρησκεία του; Ἐν ὄψει τῶν ὡς ἄνω ὁ Ν. 1988/91 κατά τό μέρος πού καθιστά ὑποχρεωτικήν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα δέν ἔχει καταργηθεῖ ἀπό τόν Ν. 2472/97 καί πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ. Ἐν πάση περιπτώσει δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκλεισθῆ ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα ἐκείνων πού τό ἐπιθυμοῦν καί γι’ αὐτό ἡ ταυτότητα πρέπει νά ἔχη τήν ἀντίστοιχη θέση γι’ αὐτό πρός συμπλήρωση» (σελ. Α2, 2)
Ὁ δρ. Γεώργιος Κρίππας εἰς τήν «Γνωμάτευσιν» αὐτοῦ (ἔνθ. ἀν.) προσκομίζει μίαν ἐπί πλέον ἑρμηνευτικήν τοῦ νόμου 2472/97 ἄποψιν, σημειῶν: «Ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις εἰς τήν παραγρ. 13 ἀναφέρει ὅτι ναί μέν ὁ Ν. 2472/97 ὁρίζει ὅτι ἡ ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν δεδομένων ἐπιτρέπεται, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει συγκατάθεσις τοῦ ἐνδιαφερομένου, προσθέτουσα, ὅτι «ἡ συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου δέν ἐπιτρέπεται καθ’ ἑαυτήν τήν διεξαγωγή κάθε εἴδους ἐπεξεργασίας, ὅταν αὐτή εἶναι ἀθέμιτη ἤ ὅταν ἀντίκειται στήν ἀρχή τοῦ σκοποῦ καί τῆς ἀναγκαιότητας». Καί ὑποτιθεμένου, ὅτι τό πρᾶγμα οὕτως ἔχει, ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις θά ὤφειλε νά αἰτιολογήσει, πόθεν προκύπτει ὅτι ἡ ἔννοια τῆς περί συγκαταθέσεως τοῦ ὑποκειμένου διατάξεως (ἄρθρ.5, παρ. 1 καί ἄρθρ. 7, παρ. 2 τοῦ Ν. 2472/97 εἶναι οἷα ἀναφέρει ἡ ὡς ἄνω ἀπόφασις. Διότι ὡς γνωστόν τοιαύτη ρύθμισις (ἐξαίρεσις τῆς ἐξαιρέσεως κατ’ οὐσίαν) εἰς τόν νόμον 2472/97 δέν ὑπάρχει. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐν λόγῳ ἀπόφασις ὤφειλε τοῦτο νά τό διευκρινήση ὑπερεπαρκῶς» (σελ. 3-4).
Θά ἐπαναλάβομεν, τέλος, καί ὅσα ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν Γεώργιος Ἀποστολάκης γράφει εἰς τήν ἐμπεριστατωμένην καί συστηματικήν «Κριτικήν» του (ἔνθ. ἀν.) σχετικῶς μέ τό θρήσκευμα, ὡς στοιχεῖον ἀναγκαῖον καί πρόσφορον διά τήν ἐκπλήρωσιν ἑνός ἀπό τούς σκοπούς ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων: «Ὁ ἁρμόδιος λοιπόν ὑπάλληλος πού ἐκδίδει τό δελτίο ταυτότητας καί καταχωρεῖ σ’ αὐτό τά στοιχεῖα πού προβλέπει τό ἄρθρο ν.1599/1986, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 2, ν.1988/1991, ὄντας ὑποχρεωμένος ἀπό τό νόμο, θεμιτά ἐπεξεργάζεται τό σχετικό ἀρχεῖο, διότι σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 5, παρ. 2 περ. α’ ν. 2372/97 « ‘κατ’ ἐξαίρεση ἐπιτρέπεται ἡ ἐπεξεργασία καί χωρίς τή συγκατάθεση ( τοῦ ὑποκειμένου), ὅταν .... β) ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκπλήρωση ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου ἐπεξεργασίας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ἀπό τό νόμο καί... δ) ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκτέλεση δημοσίου συμφέροντος ἤ ἔργου πού ἐμπίπτει στήν ἄσκηση δημόσιας ἐξουσίας καί ἐκτελεῖται ἀπό δημόσια ἀρχή....’. Ἐπειδή ὅμως τό θρήσκευμα εἰδικότερα συνιστᾶ εὐαίσθητο δεδομένο, μπορεῖ κατ’ ἐξαίρεση ν’ ἀποτελέση ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας, δηλαδή καταχωρίσεως στά δελτία ταυτότητας, ὅταν ὁ πολίτης (ὑποκείμενο) ἔδωσε γραπτά τή συγκατάθεσή του. Γι’ αὐτό ἡ προαιρετικότητα στήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, εἴτε ἐπιβληθῆ μέ νέο νόμο εἴτε μέ (συσταλτική) ἑρμηνεία τοῦ ἰσχύοντος, καθιστά ὄχι ἁπλῶς θεμιτή, ἀλλά καί νομικῶς χρήσιμη τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά δελτία ταυτότητας». (σελ. 12).
8. Περαίνοντες τήν ὄντως πολύπτυχον καί ἐργώδη προσπάθειαν τῆς νομικῆς προσεγγίσεως ἤ θεωρήσεως τοῦ θέματος τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητας ἑκάστου Ἕλληνος πολίτου, καταλήγομεν εἰς ὡρισμένα συμπεράσματα, δυνάμενα ν' ἀποτελέσουν τήν βάσιν ἤ τήν ἀφορμήν διά τάς περαιτέρω διαβουλεύσεις καί ἀποφάσεις:
Α) Ἔχομεν τήν πεποίθησιν, ὅτι τό θέμα, τό ὁποῖον μᾶς ἀπασχολεῖ, δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μέρος, ἀλλά συνυφαίνεται καί διαπλέκεται μετά τοῦ μείζονος προβλήματος τῆς ἐπιδιωκομένης συρρικνώσεως τοῦ ρόλου καί τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐντός τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀφ’ ἑνός, καί ἀφ΄ ἑτέρου εἰς τόν παραγκωνισμόν καί τήν τοποθέτησίν Της εἰς τό περιθώριον τῆς δημόσιας ζωῆς, διά τῆς ἐξουδετερώσεως τῆς συνταγματικῶς κατωχυρωμένης διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας, ἐσωτερικῆς αὐτοτελείας καί ἐλευθερίας, ἐπιτεύγματα καί προϋποθέσεις διά τήν ἀπρόσκοπτον καί ἐπιτυχῆ ἄσκησιν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ σωτηριώδους ἔργου Αὐτῆς. Διά μίαν εἰσέτι φοράν θεωρητικά καί νομικιστικά κατασκευάσματα, χωρίς νά ἐκφράζουν τόν λαόν, προβάλλουν ὡς ἐπιγεννήματα τοῦ ὁράματος ἑνός λαϊκοῦ ἤ λαϊκιστικοῦ κράτους, εἰς τό ὁποῖον οἱ ἐθνικοί θεσμοί πρέπει νά συμπιεσθοῦν, ἡ ἐθνική ταυτότητα νά ἀποχρωματισθῆ, ἡ θρησκευτική πίστις, διαζευγμένη ἀπό τήν ἑλληνικήν παιδεία, νά παύση νά ἐκφράζῃ τήν αὐτοσυνειδησίαν καί ἰδιοπροσωπίαν ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι βαθύτατα τήν ἀποδέχονται καί τήν βιώνουν.
Β) Τό ἐγερθέν, ὥς μή ὤφελεν, ζήτημα δέν εἶναι καί δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι ἕν ἁπλοῦν ἤ θεωρητικόν νομικόν ζήτημα, ὅπως μετ’ ἐπιμονῆς καί ἐπιτάσεως ὑποστηρίζουν οἱ θιασῶται τοῦ νομικοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ ἤ οἱ ἐκπρόσωποι ἀναξιοπίστων καί παρωχημένων πλέον ἰδεολογικῶν ἀγκυλώσεων. Διότι ἀφορᾶ εἰς οὐσιαστικά στοιχεῖα τῆς προσωπικῆς καί τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν συντριπτικήν των πλειοψηφίαν ἀξιώνουν, μέ οἱασδήποτε προϋποθέσεις καί ὑποχωρήσεις, τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος καί εἰς τάς παλαιάς, αἱ ὁποῖαι ἐξακολουθητικῶς ἐκδίδονται ὑπό τῶν Ἀστυνομικῶν Ἀρχῶν, καί εἰς τάς νέας ταυτότητας. Διά τήν ἐπιτυχίαν αὐτῆς τῆς ἐντόνου καί ποικίλως φορτισμένης ἐπιθυμίας οἱ πιστοί ἐμπιστεύονται τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένας, τούς Ἐπισκόπους των, καί ζητοῦν τήν ἄμεσον παρέμβασίν των διά τήν ὑπεράσπισιν τοῦ νομίμου προσωπικοῦ δικαιώματος αὐτῶν, τόσον εἰς τό ἐθνικόν, ὅσον καί εἰς τό εὐρωπαϊκόν δίκαιον.
Γ) Ὁ εὐσεβής Ἑλληνικός λαός περιτράνως ἀπέδειξε ἤδη τήν ἰδιαιτέραν εὐαισθησίαν καί τήν ἀγωνιώδη ἀνησυχίαν του διά τήν ἐξέλιξιν τοῦ θέματος τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον τῆς ταυτότητός του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, εὐαίσθητος δέκτης αὐτῶν τῶν συναισθημάτων ὁλοκλήρου τοῦ πληρώματος, παρά τόν ἀρχικόν αἰφνιδιασμόν της, ἐπεδίωξεν καί προθύμως συνεφώνησεν, ἶνα συμβάλη εἰς τήν λύσιν τοῦ προβλήματος δι’ ἑνός ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου μετά τῶν ἁρμοδίων τῆς Πολιτείας. Σφάλματα περί τήν τακτικήν καί ἀδέξιοι χειρισμοί δέν ἀπέτρεψαν ἀνεπιθυμήτους ἀντιπαραθέσεις. Προσωπικῶς, ἔστω καί τήν ὑστάτην αὐτήν στιγμήν, ἔχομεν δι’ ἐλπίδος, ὅτι ὁ εἰλικρινής διάλογος ἠμπορεῖ ν’ ἀποδώσῃ θετικά ἀποτελέσματα, διότι χωρεῖ ἐντός τοῦ πλαισίου, τό ὁποῖον διέγραψεν ἡ πρωθυπουργική δευτερολογία εἰς τήν Βουλήν, καθ’ ἥν «εἶναι σαφές, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα χρονικό διάστημα γιά νά ἐκδοθοῦν οἱ Ἐγκύκλιοι, νά προετοιμασθῆ αὐτή ἡ διαδικασία», διά τήν ἐφαρμογήν τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς καί πρός τοῦτο τό πλαίσιον ἐναρμονίζονται καί οἱ πρόσφατοι λόγοι κορυφαίου στελέχους τῆς Κυβερνήσεως, τό ὁποῖον ἐδήλωσεν: «..... Σέ κάθε περίπτωση τό περιεχόμενο τῆς ἀποφάσεως τῆς Κυβέρνησης ἀφήνει περιθώρια χρόνου, μιά καί θά ἐφαρμοστεῖ μέ τήν προσαρμογή τῆς διαδικασίας ἔκδοσης ταυτοτήτων στίς ὁδηγίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Στό πλαίσιο αὐτό μένει ἐπαρκής χρόνος γιά συζήτηση, διάλογο καί κατανόηση τῆς ἐν λόγῳ ἀπόφασης». Καί συνεπλήρωσεν ὁμολογιακῶς: «Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, στήν ἱστορική τους ἐξέλιξη, μέ τήν ταύτιση τήν ὁποίαν εἶχαν, διαμόρφωσαν στή χώρα μας μιά ἰδιαιτερότητα, τῆς ὁποίας εἴμαστε ὅλοι κοινωνοί καί μέτοχοι καί αὐτό τό διαπιστώνουμε καθημερινά»[42]. Ἄν τοῦτο τό πνεῦμα εἶχεν ἐπικρατήσῃ ἤ ἄν θά πρυτανεύσῃ, κάλλιστα ἠμποροῦν νά ἀποφευχθοῦν βίαιαι ἀντιδράσεις ἤ διχαστικαί τάσεις εἰς τό μέλλον. Διά τόν λόγον τοῦτον καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος καί πολλοί ἐξ ἡμῶν προετείναμεν τήν μετάθεσιν τοῦ ὅλου ζητήματος, εἰς τήν κυρίαρχον βούλησιν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καταλήξαντες εἰς τήν μετριοπαθῆ πρότασιν τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας, καίτοι ἡ θέσις αὐτή δέν εἶναι ἀπολύτως σύμφωνος μέ τήν αὐστηράν ἐκδοχήν τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν μελῶν της.
Δ) Εἶναι τεκμηριωμένον καί ἀποδεδειγμένον, ὅτι ἡ προσχεδιασμένη, ἀντιδεολογικῶς προεξαγγελθεῖσα, βεβιασμένως ληφθεῖσα καί δημοσιοποιηθεῖσα ὑπό τῆς Ἀρχῆς τοῦ ν. 2472/1997 «σύστασις», κέκτηται παράνομον καί ἄκυρον χαρακτῆρα, ὡς στερουμένη νομικοῦ ἐρείσματος, διότι τόσον ἡ Ὁδηγία 46/1995 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου καί τοῦ Συμβουλίου διά τήν προστασία τῶν φυσικῶν προσώπων ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος, ὅσον καί ὁ, κατ’ οὐσίαν τήν ὁδηγίαν αὐτήν κυρῶν, νόμος 2472/1997 διά τήν προστασία τῶν φυσικῶν προσώπων ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος, δέν ἀπαγορεύουν ἤ ἀποκλείουν τήν συλλογήν καί τήν ἐπεξεργασίαν τοῦ εὐαισθήτου δεδομένου τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ὑπό τήν αὐτονόητον, βεβαίως, προϋπόθεσιν τῆς ὑπό τοῦ ὑποκειμένου ἐλευθέρας ρητῆς καί γραπτῆς δηλώσεως καί συγκαταθέσεως. Τό δικαίωμα προσωπικῆς ἐπιλογῆς τοῦ πολίτου δέν σχετικοποιεῖται ἤ δέν καταργεῖται δι’ ἰδεολογικῶν προκαταλήψεων ἤ πλασματικῶν συλλογισμῶν καί ἑρμηνειῶν τοῦ ὑφισταμένου δεσμευτικοῦ νομικοῦ πλαισίου, ὡς τοῦτο καθορίζεται ἀπό τόν ἰσχύοντα καί μή καταργηθέντα νόμον 1988/1991, τό ἄρθρον 3 τοῦ ὁποίου διαλαμβάνει καί τό θρήσκευμα ὡς ὑποχρεωτικῶς ἀναγραφόμενον εἰς τόν καθιερωμένον νέον τύπον δελτίου ταυτότητος.
Ε) Ὁ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας σεβασμός τοῦ Συντάγματος καί τῶν νόμων τοῦ Κράτους καί κατά τήν ὑπεράσπισιν ἐννόμου καί συνταγματικῶς κατοχυρωμένου δικαιώματος τῶν μελῶν της εἶναι δεδομένο καί αὐταπόδεικτος. Δι’ ἡμᾶς, καί ἄν ἀκόμη γίνη δεκτή ἡ ἄποψις περί τῆς ἀντισυνταγματικότητος τῆς ἀναγραφῆς, τό δικαίωμα τοῦ θρησκευτικοῦ ἀπορρήτου εἶναι προσωπικόν καί εἰς τόν πολίτην παρέχει δικαίωμα ἀρνήσεως. Δέν παραχωρεῖται ἐκ τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος δικαιοδοσία εἰς τήν Ἀρχήν νά ἀποφασίζη διά λογαριασμόν τοῦ πολίτου ἀπαγόρευσιν καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητος. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πολῖται προβάλλουν διά τῶν ἁρμοδίων ἐκκλησιαστικῶν Ὀργάνων τήν ἐφαρμογήν ἰσχύοντος καί οὐδέποτε καταργηθέντος νόμου, ὡς εἶναι ὁ ν. 1988/1911, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τήν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος. Ἡ μακροχρόνιος καί ἀδιατάρακτος αὐτή πρακτική καί εἰς το μέχρι τοῦδε ἰσχῦον καί ἐφαρμοζόμενον ν.δ. 127/1969 καί εἰς τούς ν. 1599/1986 καί 1988/1991, δέν εὑρίσκεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν Ὁδηγίαν 46/1995 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου οὔτε πρός τόν κυρωτικόν τῆς Ὁδηγίας αὐτῆς 2472/1997 τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου περί τῆς προστασίας τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασίαν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί δή εὐαισθήτων. Μή πειθόμενοι, ὅτι ὁ νόμος οὗτος καί ἡ ἐπ’ αὐτοῦ ἐρειδομένη ἐπίμαχος σύστασις τῆς Ἀρχῆς καταργοῦν τόν ν. 1988/1991, καλούμεθα νά ἀποτρέψωμεν τό δυσμενές διά τό Ὀρθόδοξον Πλήρωμα ἀποτέλεσμα, ἐξ ὅσων ἐγένοντο καί ὅσων διαφαίνεται ὅτι ἐπέρχονται, κινούμενοι ἐντός τῶν θεσμοθετημένων πλαισίων τῶν ἄρθρων 4 καί 9 τοῦ ν. 591/1977, «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Στ) Διά τήν ἔξοδον ἐκ τῆς κρίσεως καί τήν ἐπαναφοράν τῆς ἠρεμίας εἰς τήν συνείδησιν τῶν πιστῶν, ἐκτός τῶν καταλλήλων χειρισμῶν καί τῶν συναινετικῶν διαδικασιῶν ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά μετέλθῃ πᾶν νόμιμον καί πρόσφορον μέσον διά τήν ἀποφυγήν τῆς ἠθικῆς καί κοινωνικῆς βλάβης. Ἡ θεωρία σχεδόν ὁμοφώνως δέχεται, ὅτι ἡ κρατική ὑπηρεσία, πρός ἥν ἀπευθύνεται, ἠμπορεῖ ν’ ἀρνηθῆ ἄνευ συνεπειῶν τήν ἐφαρμογήν τῆς. Περαιτέρω κρίνεται ὡς μή νόμιμος καί κατ’ ἀκολουθίαν ἄκυρος. Ἡ ἐπίσημος καί πανηγυρική ἀκύρωσις αὐτῆς ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου ἀκυρωτικοῦ Δικαστηρίου (ΣτΕ) ἀποτελεῖ ἐπιδιωκτέαν λύσιν, κατόπιν ὡρίμου σκέψεως ὡς πρός τήν ἐπιλογήν ἐκείνου, τό ὁποῖον θά προσβληθῆ, τοῦ χρόνου τῆς ὑποβολῆς τῆς αἰτήσεως καί τοῦ προσώπου – φυσικοῦ ἤ νομικοῦ - τό ὁποῖον θά ὑποβάλη τήν αἴτησιν. Πάντα τά μέσα ταῦτα εἰς τήν διακριτικήν διαχείρισιν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας ὑποχρεώνουν εἰς τήν ἀποφυγήν λήψεως βεβιασμένων καί ἐν θερμῷ ἀποφάσεων, ἀνεξαρτήτως τοῦ γεγονότος, ὅτι ἤδη ἔσπευσαν ἀνεξέλεγκτα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν πρόσωπα νά καταθέσουν προσφυγάς εἰς τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας.
Ζ) Εἰδικώτερον ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος συνιστᾶ μέν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος εὐαισθήτου περιεχομένου, πλήν ὅμως ἡ ἐπεξεργασία του ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τοῦ Κράτους, γινομένη εἰς ἐκπλήρωσιν νομίμου ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου ἐπεξεργασίας ὑπαλλήλου, εἶναι θεμιτή. Τό στοιχεῖον τοῦ θρησκεύματος εἶναι δεδομένον, συναφές, πρόσφορον καί εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ὑπερβολικόν (κατά τήν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 4, παρ. 1 περ. β’ ν. 2472/1997) διά τόν ἐκ τοῦ νόμου ταχθέντα σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας. Ὡς τοιοῦτος σκοπός διά τά δελτία ταυτοτήτων ὁρίζεται ἀπό τόν νόμον, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον τῆς ἀποδείξεως τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου (ἄρθρο 6, παρ. 1, ν. 1599/1986), καί ἡ καταπολέμησις τῆς γραφειοκρατίας διά τῆς παροχῆς δυνατότητος εἰς τούς πολίτας νά ἀποδεικνύουν ἀπ’ εὐθείας διά τῆς ἐπιδείξεως τῆς ταυτότητος διαφόρους προκριθείσας ἀπό τόν νομοθέτην ἐννόμου ἰδιότητάς των. Μεταξύ τούτων περιλαμβάνεται καί τό θρήσκευμα, θεωρουμένου μετά τῶν ἄλλων ἰδιοτήτων ὡς ἀναγκαίων διά τήν ἐνάσκησιν δικαιωμάτων ἤ ἐκπλήρωσιν ὑποχρεώσεων (ἄρθρο 7 ν. 1599/1986). Ἐξ ἄλλου ἡ γραπτή συγκατάθεσις τοῦ κατόχου τῆς ταυτότητος (ὑποκειμένου) διά τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἶναι ἀναγκαία. Τοιουτοτρόπως ἡ πρόβλεψις ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό ἄρθρον 3 τοῦ ν. 1599/1986 πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὡς προαιρετική. Αἱ νομικαί αἰτιολογίαι τῆς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910 Συστάσεως τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος, ὅτι σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων ταυτοτήτων εἶναι μόνον ἡ ἀπόδειξις τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου καί συνεπῶς ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν εἶναι ἀναγκαία διά τήν ὑλοποίησιν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, εἶναι ἐπιλεκτικαί καί ἐλλιπεῖς, διότι παραβλέπεται ἐντελῶς ὁ διαγραφόμενος εἰς τό ἄρθρο 7 τοῦ ν. 1599/1986 παράλληλος σκοπός τῶν δελτίων ταυτότητος ὡς ἀποδεικτικοῦ μέσου διαφόρων ἐννόμων ἰδιοτήτων τοῦ κατόχου διά τήν καταπολέμησιν τῆς γραφειοκρατίας. Συνεπῶς τό διατακτικό τῆς Συστάσεως δέν εἶναι νόμιμο καί οἱ παραλῆπται αὐτῆς δέν ἔχουν ὑποχρέωσιν συμμορφώσεως[43] .
Η) Οἱ προκατειλημμένοι ἰδεολῆπται σκοπίμως παρερμηνεύουν τό ἄρθρον 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, εἰδικώτερον δέ τοῦ κατά παράδοσιν διατηρουμένου ὅρου «ἐπικρατοῦσα θρησκεία», διά νά συναχθῆ δι’ αὐθαιρέτων νομικῶν συλλογισμῶν τό ἐπιθυμητόν δι’ αὐτούς συμπέρασμα, ὅτι δηλαδή τό ἄρθρον τοῦτο εἰσάγει ἀντίφασιν πρός τό ἄρθρον 13, δι’ οὗ κατοχυροῦται ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί τῆς λατρείας, καί κατά συνέπειαν, ἐγείρεται γενικώτερον ζήτημα ἀναθεωρήσεως τοῦ ὑφισταμένου συνταγματικοῦ πλαισίου, τοῦ status εἰς τάς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ τήν παράλληλον ἐξαφάνισιν ἐκ τοῦ μελλοντικοῦ καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Πολιτείας πάσης, ἔστω καί ἁπλῆς, ἀναφοράς, εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, εἰς τάς θρησκευτικάς καί ἐθνικάς ἀξίας. Τό ἄρθρον 3, ἔστω καί διά τοῦ διαπιστωτικοῦ χαρακτῆρος, τόν ὁποῖον λέγουν ὅτι κέκτηται, δέν ἀντιφάσκει, ἀλλά συνηγορεῖ πρός τήν ἐν γένει θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, τήν ὁποίαν ἡ ἐπικρατοῦσα» θρησκεία ἐπιδιώκει καί ὑπέρ αὐτῆς. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον καί συνετάχθημεν ὑπέρ τῆς προστασίας τοῦ δικαιώματος ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας καί τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας ὄχι μόνον θετικῶς, ἀλλά καί ἀρνητικῶς δέ νά μήν ἀποκαλύπτωνται καί νά μένουν κρυφαί κατά τήν ἐλευθέραν βούλησιν τοῦ προσώπου.
Θ) Ἡ θεμελιώδης ἀρχή τοῦ Δημοσίου Διεθνοῦς καί Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου διά τήν κατοχύρωσιν τοῦ δικαιώματος αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν πολιτῶν εἰς θέματα θρησκείας καί ἐθνότητος, ἡ θεμελιοῦσα καί καταξιώνουσα ἐξ ἴσου τήν ἐλευθερίαν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, λειτουργεῖ ὡσαύτως διττῶς. Καί ὑπέρ τῶν ἐπιθυμούντων τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας καί ὑπέρ τῶν ἀρνουμένων τήν ἀναγραφήν. Εἶναι ἐπί τοῦ προκειμένου καθοριστική καί ἀποκαλυπτική τῶν ἀναληθῶν ἰσχυρισμῶν ὡρισμένων κύκλων ἡ εἰς Ἕλληνα εὐρωβουλευτήν δοθεῖσα ἀπάντησις εἰς ἐρώτησίν του, διά τῆς ὁποίας, ἐντός τῶν πλαισίων τῆς δημιουργίας κοινῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος, ἐκάλει τήν Ἐπιτροπήν τῆς ΕΟΚ νά ἀσκήση πιέσεις «στίς ἁρμόδιες ἑλληνικές ἀρχές οὕτως ὥστε, στά πλαίσια τῶν ἀρχῶν τῆς μή διάκρισης τῶν πολιτῶν καί τῆς ἐλεύθερης διακίνησής τους καί δεδομένου ὅτι τό βασικό στοιχεῖο τῆς Εὐρώπης τῶν πολιτῶν συνιστᾶται στήν πολυφωνία τῶν ἰδεῶν καί παραδόσεών της, στή χριστιανική κληρονομιά καί τήν ἀνεξιθρησκεία της καί στή θεμελιώδη προσήλωσή της στήν ἐλευθερία, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν ἀνοχή καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀναγραφή θρησκεύματος στίς ἑλληνικές ταυτότητες, ὅπως αὐτό συμβαίνει στά ὑπόλοιπα κράτη μέλη». Ἡ ἀπάντησις ἦτο ἐπί λέξει: «Τό περιεχόμενο καί ἡ μορφή τῶν δελτίων ταυτότητος εἶναι ἕνα θέμα πού ἐναπόκειται στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῶν κρατῶν – μελῶν. Ἡ Ἐπιτροπή δέν ἔχει κανένα σχέδιο γιά τήν καθιέρωση ἑνός κοινοῦ εὐρωπαϊκοῦ δελτίου ταυτότητας. Αὐτὴ καθεαυτή ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά ἑλληνικά δελτία ταυτότητας δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτη ἀπό ἄποψη κοινοτικοῦ δικαίου[44].
Μετ’ αὐτῆς δέον ὅπως συνεκτιμηθῆ ἡ πρόσφατος καί ηὐξημένου κύρους ὑπ’ ἀριθμ. 11 Δήλωσις διά τό καθεστώς των Ἐκκλησιῶν, υἱοθετηθεῖσα καί προσαρτηθεῖσα εἰς τήν τελικήν Πρᾶξιν τῆς Συνθήκης τοῦ Ἄμστερνταμ, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἐξῆς: «Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση σέβεται καί δέν προδικάζει τό, σύμφωνα μέ τό ἐθνικό δίκαιο, καθεστώς τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά κράτη – μέλη».
Ι) Παρεπόμενον σοβαρώτατον καί πολυπλοκώτατον τοῦ ἀπασχολοῦντος ἡμᾶς σήμερον προβλήματος ἀποτελεῖ, ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἐπικειμένη θεσμοθέτησις τῶν νέων ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων, μεθ’ ὤν καθ’ ὑπερβολήν συνδέεται καί ὁ ἀριθμός 666, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ περιβόητος Συνθήκη Schengen, τῆς ὁποίας ἡ ἐφαρμογή ἀποκληροῦται. ἀμφότερα ταῦτα δέν ἔχουν ἄμεσον σχέσιν μετά τῆς νομοθεσίας περί τῆς προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων, οὔτε ἀσφαλῶς ταυτίζονται μεταξύ των. Ἡ ἀκροτελεύτιος νύξις εἰς τάς παραμέτρους αὐτάς ἐπιχειρεῖται ὑφ’ ἡμῶν εἰς τό σημεῖον τοῦτο τῆς Εἰσηγήσεως καθώς καί περί αὐτῶν γίνεται πολύς λόγος καί τό ἐρώτημα ἀνακύπτει ἔντονον. «Τί θά πράξῃ ἡ ἀνεξάρτητος Ἀρχή προστασίας προσωπικῶν δεδομένων, ὅταν εἰς τάς ἠλεκτρονικάς ταυτότητας θά περιληφθῆ λευκή λωρίς (ἠλεκτρομαγνητική) περιλαμβάνουσα καί εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα, μή ἀναγνώσιμα μάλιστα διά τῶν φυσικῶν ὀφθαλμῶν, γεγονός καταφώρως προσβάλλον τήν θρησκευτικήν συνείδησιν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»; Ἤ πῶς θά ἀντιδράσῃ ἡ Ἀρχή, ὅταν κατά τήν ἐφαρμογήν τῆς Συνθήκης Schengen, θά συγκεντρώνωνται καί θά ἀρχειοθετῶνται ἠλεκτρονικῶς προσωπικά δεδομένα, προασπίζοντα τήν δημόσιαν τάξιν καί ἀσφάλειαν τῶν Κρατῶν – Μελῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (τρομοκρατία, ναρκωτικά κ.ἄ.), μετ’ αὐτῶν δέ, ἀνεξελέγκτως καί ἀσφαλῶς, καί πλῆθος ἄλλων εὐαισθήτων προσωπικῶν δεδομένων; Πρόκειται περί δυσεπιλύτων προβλημάτων, πρό τῶν ὁποίων ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας συνήθεις ταυτότητας ἀποτελεῖ μέρος μόνον καί πτυχήν μίαν. Ἐκτός ἐάν δεχθῶμεν – ὑπεστηρίχθη καί τοῦτο τό ἐνδεχόμενον, - ὅτι ἐν ὄψει τῆς ἐπελεύσεως αὐτῶν, στρέφεται καί ἐξαντλεῖται τό ἐνδιαφέρον εἰς τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας παραδοσιακοῦ χαρακτῆρος, ταυτότητας, προλειαίνοντες οὕτως ἀσυνειδήτως τήν ὁδόν τῆς εφαρμογής αὐτῆς τῆς Συνθήκης, τήν ὁποίαν ἀνώτατος παράγων ἐχαρακτήρισεν, ὑπερτάτην μορφήν εὐρωπαϊκῆς ἑνοποιήσεως καί τῆς νέας ἠλεκτρονικῆς ταυτότητος.
Ἠ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν παροῦσαν Συνέλευσιν, συνεχίζουσα τήν μακραίωνα ἐκκλησιαστικήν καί συνοδικήν παράδοσίν Της, καλεῖται, διά τῶν ἀποφάσεων Αὐτῆς, νά ἀμβλύνῃ καί νά περιορίση τήν αὐστηράν καί αὐχμηράν πολιτειακήν νομιμότητα διά τοῦ δροσοβόλου πνεύματος τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου τῆς ἀληθείας, μή ἀφισταμένη τῆς κανονικότητος. Ἐπιτυγχάνουσα νά γίνῃ ἀποδεκτή ἡ βούλησις τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν νά ἀναγράφεται εἰς τά δελτία ταυτότητος τό θρήσκευμα, θά πλήξη τήν ἐπιπολάζουσαν ἐνδοκοσμικότητα, τήν ὁποίαν καλλιεργοῦν οἱ κρατικισταί, θά ἀνατρέψη τήν ἐπιδιωκομένην μεταβολήν τῆς θρησκευούσης Ἑλληνικῆς Πολιτείας εἰς Κράτος λαϊκόν ἤ κοσμικόν θά ἐπιτύχῃ, ὥστε νά διατηρηθοῦν, δι’ ὅσους θέλουν καί ἐπιθυμοῦν, ἄθικτα τά ἑλληνορθόδοξα στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος, διότι δι’ αὐτῶν ὁ Ἕλλην ἀείποτε αὐτοπροσδιορίζεται καί προβάλλει αὐθεντικῶς τήν ἰδιοπροσωπείαν αὐτοῦ ἐντός τῆς συνεχῶς διευρυνομένης κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν καί τῆς Εὐρώπης ἄνευ συνόρων.
Εὐλαβῶς προτείνομεν - μένοντες ἐντός τῶν πλαισίων τῆς παρούσης εἰσηγήσεως-, ὅπως ἐξουσιοδοτηθῇ ὅ τε Μακαριώτατος Πρόεδρος καί ἡ ἐντολοδόχος τῆς Ἱεραρχίας Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ἶνα καί διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν της Ἐκκλησίας νομίμων μέσων ἐπιτευχθῇ τελικῶς ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία τῆς ταυτότητος.
[1] Εἰσήγηση κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 6ης Ἰουνίου 2000.
[2] Ἔγγραφον Δ.Ι.Σ. ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 2638/1208/31.2.2000
[3] Εἰς τήν ἐφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», τῆς Δευτέρας 8ης Μαΐου 2000.
[4] Εἰς τήν ἴδιαν συνέντευξιν, εἰς τήν ἐφημερίδα «ΕΘΝΟΣ».
[5] Τοῦ κ. Δημ. Ρέππα, καθ’ ἤν «ὁ Ὑπουργός Δικαιοσύνης ἐκφράζει προσωπικήν γνώμην», Πρβλ. Εὐαγγ. Γιαννοπούλου, Τό θέμα εἶναι πολιτικό, εἰς ἐφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», τῆς 31-5-2000. Ἀνεξαρτήτως τούτων ὁ κ. Μ Σταθόπουλος, εἰς ἐκτενές ἄρθρον του, ὑπό τόν τίτλο «Γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», δημοσιευόμενον εἰς τό νομικόν Περιοδικόν «Ποινική Δικαιοσύνη» (Μάϊος 5/2000, ἔτος 3ο, τ. 27, σελ. 565 κ.έ), προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις εἰς τέσσαρας ἑνότητας. 1) Σύνταγμα καί σχετικοί Νόμοι, 2) Ἐκκλησιαστική Νομοθεσία 3) Ἀστικός καί Ποινικός Κώδικας, καί 4) Νέοι Νόμοι, τοιαύτης ἐκτάσεως καί περιεχομένου, ὥστε ν’ ἀνατραπῆ ἐκ θεμελίων, ἄν ποτέ ἐφαρμοσθοῦν αἱ προτάσεις αὐταί τό ὑφιστάμενον καθεστώς σχέσεων συναλληλίας καί ὁμοταξίας, νά μεταβληθῆ εἰς ἐπαχθέστατον διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν χωρισμόν αὐτῆς ἀπό τῆς Πολιτείας καί νά καταστῆ τό Ἑλληνικόν Κράτος θρησκευτικά οὐδέτερον, ἄθρησκον, λαϊκόν, διά νά μή θίγωνται τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἀλλά ταῦτα ὑφίστανται μόνον διά τάς μειονότητας; Τά ὅσα διά θυσιῶν κατεκτήθησαν λησμονῶνται; Ὅσον δέ, ἐν τέλει, προβάλλονται ἰσχυρισμοί περί τῆς διαφοροποιήσεως τῶν ἐπιστημονικῶν ἀπόψεων ἀπό τήν πολιτικήν πρᾶξιν, τόσον ἀντιλαμβανόμεθα καί συνειδητοποιοῦμεν τό ἐνδεχόμενον, ὁ ἐπιστήμων, καθιστάμενος ὁ ἴδιος μέλος τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, νά ἐπιδιώκη τήν ὑλοποίησιν καί ἐφαρμογήν, εἰς πᾶσαν εὐκαιρίαν, τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ὑποστηριζομένων θέσεων.
[6] Ἀναστασίου Μαρίνου, παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμβούλου. Ἔκθεσις ἀπό 12ης Μαΐου 2000 πρός τήν Συνοδικήν Ἐπιτροπήν Ταυτοτήτων, σελ 4. Πρβλ. καί Γ. Κρίππα, Γνωμοδότησις τῆς 29ης Μαΐου 2000, 2δ’ σελ. 4. Κατά τόν Εὐάγγελον Γιαννόπουλον (ἔθν. ἀν.) ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀρχῆς διέπραξεν «λάθος νομικό καί προσωπικό», διότι α) ἐνεφανίσθη ἀπρόσκλητος καί ἀδιάβαστος, β) προκατέλαβε τήν γνώμην τῶν μελῶν, γ) ἡ Ἀρχή συνεδρίασε μέ ἑτερόκλητον σύνθεσιν καί οὐχί ἐν ὁλομελείᾳ, δ) δέν ἐδόθη χρόνος πρός μελέτην. Εἰς ταῦτα προσθέτομεν, ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς ἐλήφθη μέ μόνην τήν προφορικήν εἰσήγησιν τοῦ Προέδρου Βλ. Πρακτικόν αὐτῆς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000 σελ. 2. Τοῦτο ὄντως ἐγένετο διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 210/17/15.5.2000 ἀποφάσεως ἤ συστάσεως ἤ ὑποδείξεως ἤ ὁδηγίας ἤ γνωμοδοτήσεως τῆς Ἀρχῆς.
[7] Ἐπίκαιρος ἐρώτησις ὑπ’ ἀριθμ, 56/17/15.5.2000 πρός τόν Πρωθυπουργόν τῆς βουλευτοῦ τοῦ Συνασπισμοῦ τῆς Ἀριστεράς καί τῆς Προέδρου Μαρίας Δαμανάκη.
[8] Βλ. Πρακτικά Βουλῆς, Ι’ Περίοδος, Ζ’ Ἀναθεωρητική Βουλή, Σύνοδος Α’, Συνεδρίασιας ΙΖ’, Τετάρτη 24 Μαΐου 2000.
[9] Ἐκ τοῦ «Ἀνακοινωθέντος» τούτου, ὄντως περιεκτικοῦ καί βαρυσημάντου μεταφέρομεν τάς περισσότερον ἐνδιαφερούσας ἡμᾶς ὑπ’ ἀριθμ. 2, 3 καί 4 παραγράφους αὐτοῦ: «2. Ἡ Ἐκκλησία σεβομένη ἀπολύτως τήν οἱανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ἑνός ἑκάστου τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως αὐτή διασώζεται καί ἐκφράζεται μέσα ἀπό τό ἀναφαίρετον δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου διά τόν ἐλεύθερον αὐτοπροσδιορισμόν του, ἀπό τήν ἀρχήν ἐτάχθη ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας. Τοῦτο δέν προσκρούει, οὔτε εἰς ἀνυπάρκτους ὁδηγίας, οὔτε εἰς τήν νομοθεσίαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, οὔτε πολύ περισσότερον εἰς τόν κείμενον ἑλληνικόν Νόμον 1988/1991, ὁ ὁποῖος μάλιστα προβλέπει τήν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος. Καί εἶναι βέβαιον ὅτι τήν ἁπλήν καί λογικήν αὐτήν πρότασιν τῆς Ἐκκλησίας, συμμερίζεται, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ γεγονός, τό ὁποῖον δύναται εὐκόλως νά διαπιστωθῆ διά δημοψηφίσματος. 3) Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ, ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, εἰς τάς ταυτότητας συναρτᾶται ἀμέσως μέ τήν ἑλληνορθόδοξον ἰδιοπροσωπίαν τοῦ Ἔθνους μας, ἡ ὁποῖα ἀποτελεῖ βασικόν ἱστορικόν στοιχεῖον τῆς οὐσιαστικῆς μας ἐπιβιώσεως καί ἀπαραίτητον ἔρεισμα τοῦ Λαοῦ,χωρίς δέ τοῦτο νά ἀποτελῆ μείωσιν ἔναντι οἱουδήτινος ἑτεροδόξου ἤ ἀλλοθρήσκου πολίτου, τοῦ ὁποίου τήν θρησκευτικήν ἑτερότητα ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἀπολύτως. Καί μάλιστα, τήν ὥραν, κατά τήν ὁποίαν ἡ Χώρα ταλανίζεται ἀπό μεγάλα καί οὐσιαστικά, ἐθνικά καί κοινωνικά προβλήματα καί ὁ Λαός βιώνει καθημερινῶς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἀπαιτοῦν ἐπώδυνες λύσεις. Αὐτήν ἀτυχῶς τήν ὥραν ἐφευρέθη καί μέ τήν συνδρομήν ἐσωγενῶν καί ἐξωγενῶν κύκλων, ἕνα θεματολόγιον ρήξεων, μέ αἰχμήν τοῦ δόρατος τό θέμα τῶν ταυτοτήτων , αἱ ὁποῖαι στοχεύουν καί εἰς τόν θρησκευτικόν ἀποχρωματισμόν τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς μας ζωῆς, ἀλλά καί ἐνδεχομένως εἰς τήν παραπλάνησιν καί τόν ἀποπροσανατολισμόν τοῦ Λαοῦ μας καί εἰς τήν ταυτόχρονον ἀποδυνάμωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ ἀποφασισθεῖσαι ἐπιλογαί εἰς τό θέμα αὐτό, μέ σύνθημα τόν δῆθεν ἐκσυγχρονισμόν καί κυρίως ἡ προβολή ἑώλων νομικῶν κατασκευῶν, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τοῦ Συνταγματικοῦ Ὅρου ‘Ἐπικρατοῦσα Θρησκεία’ (ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος), δημιουργοῦν βάσεις διά συγκρούσεις καί διχασμούς. Ἀλλά, ἡ Ἐκκλησία, θεματοφύλαξ τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς εἰρήνης καί ἑνότητος, τῆς λαϊκῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἀντιθέσεως της εἰς τήν βίαν καί τόν ρατσισμόν, δέν πρόκειται βεβαίως νά παρασυρθῆ ἤ νά εὐνοήση τόν διχασμόν τοῦ Λαοῦ. Ἐλπίζει δέ, ὅτι καί οἱ κρατοῦντες θά πράξουν τό ἴδιο. 4) Ὅμως ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ἀπαραίτητον, νά καταστήση σαφές πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι δέν διανοεῖται νά συμβιβασθῆ, ἔναντι οἱουδήποτε ἀνταλλάγματος καί οἱουσδήποτε ἀπειλῆς καί νά προδώση τήν ἐμπιστοσύνην, μέ τήν ὁποίαν τήν τιμᾶ καί τήν περιβάλλει ὁ πιστός μέ κάθε νόμιμον μέσον, διά νά πείση τήν Κυβέρνησιν ὅτι ἐπλανήθη. Θά ἀγωνισθῆ διά νά μεταφέρη, ὅπου πρέπει τήν ἀγωνίαν, τήν ἀνησυχίαν καί τόν προβληματισμόν τοῦ Λαοῦ. Ὀ Λαός ἀνησυχεῖ σοβαρά, ὄχι μόνον διά τήν μή ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματός του εἰς τάς ταυτότητας, ἀλλά καί διά πολλά ἄλλα συναφῆ ὡς λ.χ. , τήν ἠλεκτρονικήν λωρίδα μέ ἄγνωστα εἰς τόν κάτοχον στοιχεῖα καί τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα. Δι’ ὅλα αὐτά ἡ Ἀρχή δέν ἔχει ἐπιδείξει κανένα ζῆλον πρός οὐσιαστικήν προστασία τοῦ πολίτου. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι διά νά ἀντιγράψη τά κοσμικά καμώματα, τά ἰδιοτελῆ συμφέροντα καί νά ἱκανοποιήση ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιβουλεύονται τήν ἐθνικήν μας ταυτότητα. Ὁ ἀγών θά εἶναι ἀνένδοτος, μέ δύναμιν λόγου, ἀλλά καί ξένος πρός κάθε μορφήν περιθωριακῆς συμπεριφοράς, φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας, ἡ ὁποία πιθανόν νά προκληθῆ ἀπό προβοκάτορας, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά δυσφημίσουν τήν Ὀρθοδοξίαν ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Τοιαῦται συμπεριφοραί, ὁποθενδήποτε καί ἄν προέρχωνται, εἶναι καταδικαστέαι.
[10] Παρ’ ἡμῖν, ἐκτός τῆς Ἀρχῆς τοῦ ν. 2472/1997 ἔχομεν ἐν Ἑλλάδι τήν ἐπιτροπήν μελέτης προβλημάτων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ Ὑπ. Ἐξωτερικῶν, ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτη, τό Ἑλληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιῶν τοῦ Ἐλσίνκι κ.ᾶ.
[11] Παράγρ. Ιβ’ ἄρθρου 2 καί κυρίως κεφ. Δ’, ἄρθρ. 15-20 αὐτοῦ τοῦ νόμου.
[12] ΒΛ. ἄρθρ. 19 τοῦ ν. 2472/1997, ὡς καί τό διατακτικόν τῆς Ἀποφάσεως.
[13] Γ. Κρίππα, Γνωμοδότησις τῆς 29.5.2000 σελ. 1-2.
[14] Βλ. Ἀναστ. Μαρίνου, παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμβούλου Γνωμοδότησις ἀπό 2 Ἰουνίου 2000. Πρβλ. καί Γ. Ἀποστολάκη, Προέδρου Πρωτοδικῶν, κριτική στήν ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000 Ἀπόφασιν τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα, ἀποφαινομένου συμπερασματικῶς, ὅτι τό διατακτικό τῆς Συστάσεως δέν εἶναι νόμιμον καί οἱ παραλῆπται της δέν ἔχουν ὑποχρέωση συμμορφώσεως, σελ. 13.
[15] Βλ. ἀνωτέρω, παράγρ. 2.
[16] Βλ. εἰς τά Πρακτικά τῆς Βουλῆς, ὡς ἀνωτέρω.
[17] Βλ. Γ. Κρίππα, ἕνθ. ἀν., σελ. 1-2.
[18] Φ.Ε.Κ. τ. Β’, ἀρ. 392/6.7.1981.
[19] «Σχέσει Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητος καί ἄλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ., τ. Α’, ἀριθμ. 75/11.6.1986.
[20] Τροποποίηση διατάξεων ν. 1599/1983 (Φ.Ε.Κ. 75 Α’) «Σχέσεις Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητος καί ἄλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ., τ. Α’, ἀριθμ. 75).
[21] Εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα νά σημειωθοῦν καί νά μή λησμονῶνται, ὅσα διαλαμβάνονται εἰς τήν –εἰς ἐκτέλεσιν τῆς διατάξεως τῆς παραγράφου 3 τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ νόμου τούτου, προδιαγραφές τοῦ δελτίου ταυτότητος, τά δικαιολογητικά, τά ὁποία ὑποβάλλονται κ.ἄ. – Ὑπουργικήν Ἀπόφασιν Φ. 21385/11246 (Ἐσωτερικῶν) τῆς 1.2)7)92, Καθορισμός τύπου καί προδιαγραφῶν δελτίου ταυτότητος, Φ.Ε.Κ., τ. Β’, ἀριθμ. 421, καί δή συγκεκριμένως εἰς τήν παράγρ. 1, 4: «Τό ἔντυπο τοῦ δελτίου ταυτότητος θά φέρει ἐκτυπώσεις καί στίς δύο ὄψεις του καί εἰδική λευκή λωρίδα πλάτους 16 χιλιοστῶν τοῦ μέτρου στό κάτω μέρος τῆς πρόσθιας ὄψης, προοριζομένη νά χρησιμοποιηθῆ γιά μηχανική ὀπτική ἀνάγνωση», ὅπως καί πολλά ἄλλα.
[22] Κατά τήν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 25, παραγρ. 4 διαδοχικῶν παρατάσεων ἰσχύος τοῦ Ν.Δ. 127/1969.
[23] Παράγρ. 2 τοῦ παρόντος.
[24] Εὐαγγ. Γιαννοπούλου, ἕνθ. ἀν.
[25] Αἱ ἀπόψεις αὐταί εἰς τάς παραγράφους 9-12 τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 510)17)15.5.2000 ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος.
[26] Τοῦτο ἐλέγχεται ὡς ἀνακριβές, διά τόν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι ἔχουν μείνει ἀνενεργοί, δέν ἐφηρμόσθησαν.
[27] Παράγρ. 10.
[28] Αὐτόθι.
[29] Ταῦτα ἐκ τοῦ Ἀναστασίου Μαρίνου, ἕνθ. ἀν.
[30] Αὐτόθι.
[31] Γ. Κρίππα, ἕνθ. ἀν, 2β’, σελ. 2. Καί συνεχίζει: ὡς γνωστόν ‘νόμος παράνομος’ εἶναι ἔννοια ἄγνωστος εἰς τήν νομικήν ἐπιστήμην καί ἀκούγεται –ἐξ ὅσων γνωρίζω- ἀπολύτως τό νά χαρακτηρίζεται ἕνας νόμος ὡς παράνομος ἀπό διοικητικήν πρᾶξιν» (δηλ. κανόνα δικαίου ὑποδεέστερον τοῦ νόμου).
[32] Ἀναστασίου Μαρίνου, ἔνθ. ἀν.
[33] Ἀναστασίου Μαρίνου, Ἀντιπροέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, παρά τῆ Ἱερά Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμβουλίου, Ἐκκλησία καί Δίκαιον, σελ. 601-602.
[34] Ἀπόφασις τοῦ Τμήματος τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τῆς 23ης Μαΐου 2000, δημοσιευθεῖσασα εἰς τον Τύπον. Βλ. «Ἐλευθεροτυπία» τῆς 24.5.2000.
[35] Σελ. 5-9, ἔνθα καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[36] Σελ. 3.
[37] Ἀπόφασις Ἀρχῆς ὑπ’ ἀριθμ. 910/17/16.5.2000
[38] Παράγρ. 7 καί 8 τῆς Ἀποφάσεως.
[39] Παράγρ. 9.
[40] Παράγρ. 11 καί 12
[41] Παράγρ. 13, Πρβλ. καί Γ. Ἀποστολάκη, ἔκθ. ὀν, σελ. 1-2
[42] Ἄκης Τσοχατζόπουλος, Ὑπουργός Ἀμύνης. Αἱ δηλώσεις ἐγένοντο εἰς Θεσσαλονίκην καί ἐδημοσιεύθησαν εἰς τόν ἡμερήσιον Τύπον τῆς 23.5.2000. Βλ. ἐφημ. «Βραδυνή» τῆς ἰδίας ἡμέρας.
[43] Πρβλ. Γ. Ἀποστολάκη, ἔνθ. ἀν., σελ. 13.
[44] Ἐρώτηση ἀριθ. 94 τοῦ Παπαγιαννάκη, 4-0012/93. Συζητήσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, ἀριθμ. 3-426/307 τῆς 20.1.93
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...