Τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα είναι η κύρια πηγή πληροφόρησης, όπως και οι εκκλησιαστικές ιστορίες. Το πλήθος των γνωστικών σεκτών θα μπορούσε να μπερδέψει τον κάθε μελετητή, κυρίως εξαιτίας των ομοιοτήτων μεταξύ τους, στην διδασκαλία και στη μορφή. Με την βοήθεια των αντιαιρετικών έργων, είναι δυνατή η καταμέτρηση των σεκτών αυτών, ο εντοπισμός τους, η μελέτη της διδασκαλίας τους, η κατανόηση των επιδράσεων, τις οποίες δέχτηκαν. Ανάλογα με τις επιδράσεις αυτές, έχει επικρατήσει μια κατηγοριοποίηση των σεκτών. Θα την ακολουθήσουμε κι εμείς χάριν ευκολίας στην κατανομή της ύλης.
Συνεπώς, εξετάζοντας τα στοιχεία που δέχτηκαν από τις θρησκείες της ανατολικής Μεσογείου και τον ελληνισμό, οι γνωστικές σέκτες χωρίζονται σε:
1) Αρχαϊκά συστήματα
2) Ιουδαΐζοντα συστήματα
3) Αντινομιστές
4) Τριαρχικά ανθρωποθεογονικά
5) Βαλεντινιστές
6) Δυαρχικά συστήματα:
α) Μαρκιωνισμός
β) Μανιχαϊσμός
Οι πρώτοι γνωστικοί εμφανίστηκαν ήδη από την αποστολική εποχή. Αυτοί πρώτοι προσπάθησαν να προσκολληθούν στις νεότευκτες χριστιανικές εκκλησίες. Παρέλαβαν την διδασκαλία των αποστόλων και προσπάθησαν να την αλλοιώσουν, εισάγοντας στοιχεία ξένα. Ο σκοπός τους ήταν εμφανής, καθώς δεν εργάζονταν προς δόξαν Θεού, αλλά για το ίδιον όφελος. Πρώτοι, οι απόστολοι επεσήμαναν τον κίνδυνο που προέρχονταν από αυτούς τους ανθρώπους, και ενημέρωσαν την εκκλησία και τους πιστούς.
4.1.1 Σίμων ο Μάγος
Από αυτόν ξεκινούν οι εκκλησιαστικοί αιρεσιολόγοι, διότι τον θεωρούν ρίζα των γνωστικών αιρέσεων. Καταγόταν από την Γίτθα[1] της Σαμάρειας. Αναφέρεται ήδη στις Πράξεις των Αποστόλων. Αμέσως έγινε εμφανής η υστεροβουλία[2] και η αλαζονεία[3] του. Ήδη είχε αρκετό χρόνο δράσης στην Σαμάρεια, όταν έφτασε εκεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Κίβδηλος ο ίδιος, αμέσως αναγνώρισε την γνησιότητα της δύναμης των αποστόλων, και εντυπωσιάστηκε από την αποδοχή του μηνύματος της Αναστάσεως. Οι οπαδοί του τον αποκαλούσαν «δύναμη του Θεού μεγάλη[4]». Ο Ιερώνυμος[5] αναφέρει, ότι αυτοαποκαλούνταν «Λόγος του Θεού», Sermo Dei, Παράκλητος.
Από τον Άγιο Ιουστίνο αναφέρεται τρεις φορές[6]. Από την μαρτυρία του φαίνεται ότι ο Σίμων έδρασε και στην Ρώμη, αν και η πληροφορία για τον ανδριάντα φαίνεται παραπλανητική. Δεν αποκλείεται, όμως, ο Σίμων να χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για την διάδοση του δικού του κηρύγματος την ομοιότητα του ονόματος του με αυτού στην επιγραφή. Ο αμοραλισμός του δείχνει ότι δεν θα είχε ενδοιασμούς να το κάνει, αρκεί να υπήρχαν εύπιστοι.
Περιέφερε μαζί του και μια πόρνη, την οποία περιμάζεψε από πορνείο της Τύρου[7]. Γι’ αυτήν έλεγε ότι είναι η «Επίνοια», ότι πρώτα κατοίκησε στο σώμα της Ελένης της Ιλιάδας, και στην συνέχεια μετενσαρκώθηκε διαδοχικά από τους αγγέλους και τις εξουσίες του κάτω κόσμου, ώσπου έφτασε να κατοικεί στο σώμα της ακολούθου του[8].
4.1.1α Διδασκαλία
Στον Σίμωνα αποδίδεται ένα έργο το Απόφασις Μεγάλη[9]. Δεν είναι σίγουρο αν είχε γραφεί από τον ίδιο ή τους μαθητές του, αλλά είναι αποδεκτό ότι είχε υποστεί μεταγενέστερη επεξεργασία. Ο Σίμων ξεκίνησε την διδασκαλία του από το «ὅτι ὁ Θεός πῦρ φλέγον ἐστί καί καταναλίσκον[10]», δεν δέχονταν με ορθό τρόπο αυτό που ειπώθηκε από τον Μωυσή, αλλά το μπέρδευε με την διδασκαλία του Ηράκλειτου[11], και δέχονταν ότι το πυρ είναι η αρχή των όλων. Αυτή την αρχή την ονομάζει Απέραντος Δύναμις, και την θεωρεί ρίζα τον όλον. Δεν δέχεται το πυρ απλό, αλλά ότι έχει διπλή φύση, την μία κρυφή και την άλλη φανερή[12]. Η πρώτη ήταν πηγή της δεύτερης[13]. Θεωρούσε επίσης ότι το πυρ είχε νόηση όπως ο Εμπεδοκλής[14].
Από το πυρ ξεπήδησαν έξι ρίζες σε τρεις συζυγίες: α) νους και επίνοια β) φωνή και όνομα γ) λογισμός και ενθύμηση. Σε αυτές ενυπάρχει όλη η Απέραντος Δύναμις, δυνάμει και όχι ενεργεία. Συνήθιζε ν’ αποκαλεί την Απέραντο Δυναμη «ὁ ἐστώς, ὁ στάς και ὁ στησόμενος», προφανώς κατ’ αντιγραφή του «ὁ ὧν, ὁ ἧν καί ὁ έρχόμενος».
Η πρώτη συζυγία χωρίζεται σε δύο παραφυάδες, τον ουρανό και την γη. Ο μεν ουρανός, είναι άρρεν, μένει άνω και προνοεί της συζύγου κάτω. Η δε σύζυγος λαμβάνει εκ του ουρανού καρπούς. Ο λόγος αποβλέπει σ’ αυτά που διαδραματίζονται μεταξύ ουρανού και γης και αναφωνεί «ἄκουε, ουρανέ, καί ἐνωτίζου, γη, ὅτι κύριος ἐλάλησεν˙ υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν[15]», ισχυρίζεται εν συνεχεία, ότι αυτός που αναφωνεί έτσι είναι η έβδομη δύναμη, ο εστώς, ο στας και ο στησόμενος. Οι άλλες δύο συζυγίες είναι, η μεν φωνή και όνομα – ήλιος και σελήνη, ο δε λογισμός και ενθύμηση, αέρας και ύδωρ. Η έβδομη δύναμη προύπήρχε μέσα στην Απέραντο Δύναμη. Σε αυτήν αναφέρονταν ο Μωυσής όταν έγραψε «καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1.2)
Γι’ αυτήν ο Σίμων Μάγος έλεγε «εἰκών ἐξ ἀφθάρτου μορφῆς, κοσμοῦσα μόνη πάντα[16]». Κατά την σιμωνανή ανθρωπολογία ο θεός έπλασε τον άνθρωπο διπλό «κατ’ εικόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν». Εικόνα είναι το πνεύμα το επιφερόμενο του ὐδατος, η έβδομη δύναμη. Αυτό το πνεύμα, αν εξεικονισθεί, μένει εις το διηνεκές, ειδάλλως καταστρέφεται με τον κόσμο.
Η δύναμη του πυρός, κατά την ανθρωπολογία του Σίμωνα, είναι η γενετήσια επιθυμία. Η δύναμη αυτή στον άνδρα μετατρέπεται σε σπέρμα, στην γυναίκα σε γάλα. Η μετατροπή γίνεται στον άνδρα, γέννηση, στην γυναίκα αύξηση. Συνεπώς η δύναμη αυτή είναι και γεννητική και αυξητική, πατήρ και μητηρ. Έτσι ερμηνεύει το «φλογίνη ῤομφαία ἡ στρεφομένη φυλάσσειν τήν ὁδόν τοῦ ξύλου τῆς ζωής» (Γεν. 3.24).
Για ν’ αποδώσει αλληγορική ερμηνεία στα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης περί του παραδείσου, ακολουθούσε ανατομικό μοντέλο. Έτσι, ως παράδεισο εκλάμβανε την μήτρα. Για να το στηρίξει χρησιμοποιούσε το «ἐγώ εἰμι ὁ πλάσσων σε ἐν μήτρᾳ μητρός σου[17]».
Επίσης στο «ποταμός ἐκπορευόμενος ἐξ Ἐδέμ ποτίζειν τόν παράδεισον» (Γεν. 2.10), αντιστοιχούσε τον ομφάλιο λώρο. Ο ποταμός διαχωρίζεται σε τέσσερεις, και σ’αυτούς αντιστοιχίζει τέσσερεις αισθήσεις και τέσσερα βιβλία του Μωυσή.
«αὕτη γάρ, φησιν, ἐστίν ἡ Γένεσις ὅρασις, είς ἥν άφορίζεται ποταμοῦ σχίσις μία˙ ἐθεάθη γάρ ὁ κόσμος ἐν ὁράσει. ἐπιγραφή βιβλίου δευτέρου Ἔξοδος˙ ἔδει γάρ τό γεννηθέν, τήν Ἐρυθράν διοδεύσαν θάλασσαν, ἐλεθεῖν ἐπί τήν ἔρημον - Ἐρυθράν δέ λέγει, φασί, τό αἷμα -, καί γεύσασθαι πικρόν ὕδωρ. … Λευιτικόν ὁμοίως τό τρίτον βιβλίο, ὅπερ ἐστίν ἡ ὄσφρησις ἤ ἀναπνοή. … Ἀριθμοί τό τέταρτον τῶν βιβλίων˙ γεῦσιν λέγει, ὅπου λόγος ἐνεργεῖ… Δευτερονόμιον δἐ, φησίν, ἐστί προς τήν ἁφήν τοῦ πεπλασμένου παιδίου ἐπιγεγραμένον[18]».
Η σωτηριολογία του Σίμωνα ήταν αρκετά απλή. Κατ’ αρχήν θεοποίησε τον εαυτό του βάσει της παραπάνω διαδικασίας, δηλαδή, ενώ ήταν γεννητός και παθητός, είχε το εν δυνάμει και «εξεικονίσθη», οπότε εξομοιώθηκε με την έβδομη δύναμη. Στην συνέχεια ταύτισε την επίνοια με την Ελένη των αρχαίων ποιητών και την προσωποποίησε στην πόρνη που ερωτεύθηκε. Έτσι οι δυο τους έγιναν το πρώτο ζεύγος, ο νους και η επίνοια. Όπως έσωσε την Ελένη, υπόσχονταν να σώσει και τους οπαδούς του. Τί σήμαινε σωτηρία για τον Σίμωνα; Ο υλικός κόσμος, στην κοσμογονία του δημιουργήθηκε από τους αγγέλους και τις κάτω εξουσίες. Όπως αυτοί κακομεταχειρίστηκαν την Ελένη (εδώ ταυτίζει τους αγγέλους και τις κάτω εξουσίες με τους πορνοβοσκούς των χαμαιτυπείων της Τύρου), παρόμοια ασκούσαν κακή διαχείριση του κόσμου. Συνεπώς ως σωτηρία εννοούσε την λύτρωση από την τυραννία των αγγέλων[19]. Μετά την θεοποίησή του λατρεύονταν από τους οπαδούς του ως ο Δίας και η Ελένη ως η Αθηνά[20].
Το σύστημα του Σίμωνα στερούνταν ηθικής διδασκαλίας. Εφόσον η σωτηρία προέρχονταν από τον ίδιο και την Ελένη, οι ίδιοι μπορούσαν να θέσουν τους κανόνες για την απόκτησή της. Και δεν έθεσαν κανέναν. Έτσι, δύο τινα επιτεύχθηκαν. Πρώτον, οι οπαδοί τους μπορούσαν να ζήσουν έκλυτο βίο, όσο το επιθυμούσαν χωρίς αναστολές. Δεύτερον, με την υπόσχεση της σωτηρίας, η οποία εξαρτιόνταν, μόνο από τον ίδιο και την ερωμένη του, κρατούσαν υπό ομηρία όσους τους ακολουθούσαν.
4.1.1β Πρακτικές
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει μόνο την προσφορά θυσιών, σπονδών και θυμιάματος στους θεοποιηθέντες αρχηγούς της σέκτας ή στις εικόνες αυτών. Αρνείται για λόγους κοσμιότητας να περιγράψει τις τελετές των σιμωνιανών:
«Αι δε περισσότερον απόρρητοι πράξεις των, από τας οποίας λέγουν ότι ο δια πρώτην φοράν ακούων αυτάς θα εκπλαγή και συμφώνως προς εν γραπτόν λόγιόν των “θα θαμβωθή”, πράγματι είναι γεμάται θάμβος, παραφροσύνην και μανίαν˙ είναι τοιαύται, ώστε να μη είναι δυνατόν όχι μόνον να παραδοθούν δια της γραφής αλλά ούτε απλώς να προφερθούν δια των χειλέων από σώφρωνας άνδρας ακριβώς λόγω της υπερβολικής αισχρότητος και βρωμερότητος. Πράγματι ό,τι μιαρώτερον πάσης αισχράς πράξεως είναι δυνατόν να επινοηθή, αυτό έχει υπερακοντισθη από την μυσαρωτάτην αίρεσιν των ανθρώπων τούτων, οι οποίοι εμπαίζουν τας αθλίας και βεβαρυμένας με παντοειδή πράγματι κακά γυναίκας[21]».
Ο άγιος Ιππόλυτος είναι λίγο πιο αποκαλυπτικός. Αναφέρει ότι ασκούσαν μαγείες και μαγγανείες. Κατασκεύαζαν φίλτρα και έστελναν τους ονειροπομπούς δαίμονες σε όποιον ήθελαν. Κατά την προσκύνηση των εικόνων απαγορευόταν να ονομάζουν Σίμωνα και Ελένη, με τιμωρία τον εξοβελισμό από την σέκτα, σε περίπτωση παραπτώματος. Όφειλαν να τους αποκαλούν κύριο και κυρία[22].
Στα Κλημέντεια αναφέρεται, ότι η Ελένη καλούνταν Luna-Σελήνη[23]. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι πολύ πιθανό, εφόσον ο Σίμων-ήλιος και Ελένη-σελήνη, θα έπρεπε ν’ αντιστοιχηθεί στη δεύτερη συζυγία. Πάντως σε αυτές τις σέκτες δεν μπορεί να περιμένει κάποιος ακρίβεια στην λογική σειρά. Αν Ελένη ήθελε να είναι Luna, κανείς δεν θα μπορούσε να εγείρει ενστάσεις.
4.1.1γ Το τέλος του Σίμωνα – κρίσεις
Όταν πια η απάτη του ξεσκεπάστηκε στη Σαμάρεια, ο Σίμων κατέφυγε στη Ρώμη. Εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, κατάφερε να συνεχίσει τις γητείες του με επιτυχία. Εξακολουθούσε να ζητά από τους οπαδούς του να λατρεύεται ως θεός, όπως κατέγραψε ο άγιος Ιουστίνος. Στην Ρώμη κατέφθασε ο Απόστολος Πέτρος, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Αναγκαστικά, κάποια στιγμή έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τον Σίμωνα.
Η δράση του Σίμωνα στη Ρώμη και η συνάντηση με τον απόστολο Πέτρο, αναφέρονται στις πράξεις Πέτρου, σε λατινική μετάφραση. Χαρακτηριστική φράση από την διδασκαλία του Σίμωνα, σώζεται στην παράγραφο 23:
«Άνδρες Ρωμαίοι, γεννάται ο Θεός; Σταυρώνεται; Ο έχων Κύριον δεν είναι Θεός. Αφού δε είπε αυτά πολλοί δε φώναξαν˙ Καλώς λέγεις, Σίμων[24].»
Αυτό που διακρίνουμε στο παραπάνω απόσπασμα, είναι ο διαβρωτικός χαρακτήρας της δράσης του Σίμωνος. Στόχος του δεν ήταν οι ειδωλολάτρες της Ρώμης, αλλά οι Χριστιανοί. Αυτούς προσπαθούσε να αποσπάσει από την Εκκλησία, με τα τεχνάσματά του, γι’ αυτό και οι αντιαιρετικοί συγγραφείς ομιλούν περί αιρέσεως.
Έμπλεος αυθάδειας και αυτοπεποίθησης, τόλμησε να προκαλέσει τον απόστολο Πέτρο:
«Ἄνδρες Ῥωμαίοι, νῦν δοκεῖτε μου κατισχῦσαι τόν Πέτρον ὡς δυνατώτερον καί μᾶλλον αὐτῷ προσέχετε˙ ἠπάτησθε. Αὔριον γάρ ἐγώ καταλιπών ὑμᾶς ἀθεοτάτους καί ἀσεβεστάτους, ἀναπτήσομαι πρός τόν θεόν, οὗ ἡ δύναμις ἐγώ ἐιμι ἀσθενήσασα.»(§ 31)
Από το παραπάνω φαίνεται, ότι ο ερχομός του αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη είχε ευεργετική επίδραση στην διάθεση των πιστών. Η Εκκλησία ανασυγκροτήθηκε και οι οπαδοί του Σίμωνα καταισχύνονταν μαζί με τον ίδιο. Αυτός ετοίμασε μία θεαματική έξοδο, την οποία προανήγγειλε σε αυτούς που τον κορόιδευαν. Ότι δηλαδή την επομένη θα ανέρχονταν προς τον πατέρα και θεό του, την Απέραντο Δύναμη.
Πραγματικά, την επομένη συγκεντρώθηκε το πλήθος, στον τόπο που είχε υποδειχθή από τον Σίμωνα. Εκεί κατέφθασε και ο απόστολος Πέτρος κατόπιν πληροφορίας. Αφού απηύθυνε τις τελευταίες του προκλήσεις και ύβρεις, ο Σίμων άρχισε να ανεβαίνει στον αέρα προς τα πάνω:
«Καί ἰδού ἀρθέντος αὐτοῦ εἰς τό ὕψος καί πάντων ὁρώντων αὐτόν εἰς ὅλην τήν Ῥώμην, καί ὑπέρ τους ναούς αὐτῆς καί τά ὄρη ἠρμένον, ἀφεώρων οἱ πιστοί εἰς τόν Πέτρον. Καί ὁ Πέτρος ἰδών τό παράδοξον τοῦ θεάματος ἐβόησεν προς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν˙
Ἐάν ἀφῆς τοῦτον ποιῆσαι ὅ ἐπεχείρησεν, νῦν πάντες οἱ εἰς σε πιστεύσαντες σκανδαλιθήσονται καί ἔσται ἅ δι’ ἐμοῦ ἔδωκας αὐτοῖς σημεῖα καί τέρατα ἄπιστα˙ τάχυνον κύριε την χάριν σου, καί καταπεσόντος αύτοῦ ἄνωθεν, ἐκλυθείς συστῇ καί μή ἀποθάνῃ, ἀλλά κενωθῇ καί τό σκέλος κατεάξη ἐκ τριῶν τόπων.
Καί καταπεσόντος αὐτοῦ ἄνωθεν τό σκέλος κατέαξεν ἐκ τριῶν τόπων. Τότε αὐτόν λιθοβολήσαντες ἕκαστος εἰς τά ἴδια ἀνεχώρησαν, Πέτρῳ τό λοιπόν πάντες πειθόμενοι». (§32)
Υπάρχει μία τάση απαξίωσης της παραπάνω διήγησης, διότι προέρχεται από την απόκρυφη γραμματεία. Οι συναξαριστές, όμως του αποστόλου Πέτρου, την χρησιμοποιούν και την έχουν συμπεριλάβει στο συναξάρι του, διασταυρώνοντας με την προφορική παράδοση. Εξάλλου δεν διαθέτουμε διαφορετική ενημέρωση για τον θάνατο του Σίμωνα. Αυτός λιθοβολήθηκε από το εξαπατημένο πλήθος, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη του.
Ο Σίμων θεωρείται ο πρώτος αιρετικός:
«Έχουμε λοιπόν παραλάβει την πληροφορία, ότι πρώτος αρχηγός πάσης αιρέσεως ανεδείχθη ο Σίμων. Οι έκτοτε έως σήμερον ακολουθούντες την αίρεσή του, ενώ υποκρίνονται ότι πρεσβεύουν την σώφρονα και φημισμένη σ’ όλο τον κόσμο για την καθαρότητα του βίου χριστιανική φιλοσοφία, επιστρέφουν, όμως, πάλι στην ειδωλολατρική δεισιδαιμονία, από την οποία νόμιαζαν ότι είχαν απαλλαγεί[25].»
Και πάλι συναντούμε την θέση των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι επρόκειτο για χριστιανική αίρεση. Και ο λόγος είναι, πρώτον όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, διότι απευθύνονταν προς τα μέλη της Εκκλησίας, προς όσους είχαν ήδη πιστέψει στην θεότητα του Ιησού Χριστού, προς τους Χριστιανούς[26]. Δεύτερον, για εξαπάτηση οι αιρετικοί διακήρυσσαν ότι ήταν και οι ίδιοι Χριστιανοί. Τρίτον, υποστήριζαν, είτε αληθώς είτε ψευδώς, ότι ήταν μαθητές των Αποστόλων. Έτσι ο Σίμων υποστήριζε ότι ήταν μαθητής του αποστόλου Πέτρου, ο Βασιλείδης ότι είχε για δάσκαλό του τον Γλαύκο, ερμηνευτή του Πέτρου, ο Βαλεντίνος επικαλούνταν τον Θευδά, γνώριμο του Παύλου[27]. Συνεπώς, και οι ίδιοι αναγνώριζαν και σφετερίζονταν την αυθεντία των Αποστόλων. Αλλά, όπως βεβαιώνει και ο Ευσέβιος, στην πραγματικότητα αποσπούσαν πιστούς από την Εκκλησία και τους παρέδιδαν στην ειδωλολατρία.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορές με τις αιρέσεις, όπως έχουμε συνηθίσει να τις βλέπουμε από την εποχή του Αρείου και μετά. Την περίοδο αυτή που εξετάζουμε, οι αιρέσεις έχουν εξόφθαλμες κακοδοξίες. Αργότερα οι κακοδοξίες θα γίνουν πιο εκλεπτυσμένες, θα καμουφλάρονται πίσω από καλοδιατυπωμένες εκφράσεις, ώστε να μην γίνονται αμέσως αντιληπτές. Αλλά θα πρέπει να προηγηθεί η αποτυχία των πρώτων αιρετικών και των τεχνασμάτων τους. Την αποστολική και άμεση μεταποστολική εποχή, οι αιρετικοί προσπαθούν ν’ ανταγωνισθούν τους αποστόλους, σε ένα κήρυγμα πρωτότυπο, καινοτόμο, πολλές φορές σκανδαλώδες, «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν[28]», αλλά επιβεβαιώνεται με σημεία. Έτσι, στην προσπάθειά τους αυτή ν’ αντιγράψουν τους αποστόλους, μεταπίπτουν οι αιρετικοί στο άλλο άκρο και καταντούν να κηρύσσουν γελοιότητες. Με την βοήθεια των δαιμόνων, μετέρχονται μαγικών και ταχυδακτυλουργικών τεχνασμάτων, υιοθετούν στις σέκτες τους πρακτικές ελκυστικές, αλλά ευδιάκριτα αντιχριστιανικές.
Μόνο όταν απέτυχαν όλα τα παραπάνω κόλπα, και πτώχευσαν οι σέκτες που δημιουργήθηκαν αυτή την εποχή, με την σύντονη προσπάθεια των εκκλησιαστικών δυνάμεων, περνάνε οι αιρέσεις σε νέα φάση. Οι επόμενες αιρέσεις ή για να είμαστε πιο ακριβείς, οι ίδιοι υποκινητές και των επόμενων αιρέσεων, έχουν πάρει το μάθημά τους, και προσπαθούν με την επόμενη γενιά να μολύνουν την χριστιανική πίστη, με την εισαγωγή στοιχείων κυρίως από την ελληνική φιλοσοφία. Ενώ δηλαδή από την εποχή των αποστόλων, μέχρι τους τελευταίους γνωστικούς, έχουμε την γέννηση χριστιανικής απόχρωσης διδασκαλιών, με δράση εις βάρος της Εκκλησίας, από τον τέταρτο αιώνα και μετά έχουμε προσπάθεια μόλυνσης της ίδιας της ορθόδοξης διδασκαλίας, και μέσω αυτής, της Εκκλησίας.
Και στην μια και στην άλλη περίπτωση, μπορούμε να μιλάμε για αιρέσεις. Οι ίδιοι υποκινητές κρύβονταν από πίσω, τα πνεύματα της πονηρίας. Τον ίδιο στόχο είχαν και έχουν, να πλήξουν το ευαγγελικό κήρυγμα και την Εκκλησία. Ας μην μας παραπλανούν οι προσπάθειες που γίνονται, την σύγχρονη εποχή, να μας πείσουν ότι επρόκειτο για κάτι άλλο, για κίνημα με υψηλή πνευματικότητα. Αυτά είναι ψέματα και ξέρουμε ποιοι τα διαδίδουν.
Οὐ γάρ τά νοήματα αὐτῶν ἀγνοοῦμεν.
Ο Ευσέβιος ανέφερε παραπάνω, ότι στην εποχή του υπήρχαν ακόμη υπολείμματα της αίρεσης των σιμωνιανών. Το ίδιο λέει και ο Ωριγένης επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για ασήμαντο αριθμό προσώπων:
«Ἠθέλησε δέ καί Σίμων ὁ Σαμαρεύς Μάγος τῇ μαγείᾳ ὑφελέσθαι τινάς. Καί τότε μέν ἠπάτησε˙ νυνί δέ τους πάντας ἐν τῇ οἰκουμένῃ οὐκ ἔστι Σιμωνιανούς εύρεῖν τόν ἀριθμόν, οἷ μια ριάκοντα. Καί τάχα πλείονας εἶπον τῶν ὅντων. Εἰσί δέ περί τήν Παλαιστίνην σφόδρα ἐλάχιστοι˙ τῆς δέ λοιπῆς οἰκουμένης οὐδαμοῦ τό ὅνομα αὐτοῦ, καθ’ ἥν ἠθέλησεν δόξαν περί ἑαυτοῦ διασκεδάσαι[29]».
4.1.2 Δοσίθεος
Για τον Δοσίθεο δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά. Τα περισσότερα είναι γνωστά από τα έργα του Ωριγένη. Έτσι στο Περί Αρχών διαβάζουμε για τις ευρησιολογίες των Ιουδαίων περί του Σαββάτου:
«ἄλλοι δέ, ὧν ἐστι Δοσίθεος ὁ Σαμαρεύς, καταγινώσκοντες τῆς τοιαύτης διηγήσεως οἴονται ἐπί τοῦ σχήματος, οὗ ἄν καταληφθῇ τις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, μένειν μέχρι ἑσπέρας[30]».
Από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι ο Δοσίθεος ήταν αυστηρός τηρητής του Νόμου, οπότε θεωρείται ότι πρόκειται περί Φαρισαίου, διακεκριμένου από τον Δοσίθεο που αναφέρεται στο Κατά Κέλσου:
«Καί μετά τοῦ Ίησοῦ δέ χρόνους ήθέλησε καί ὁ Σαμαρεύς Δοσίθεος πεῖσαι Σαμαρεῖς ὅτι αὐτός εἴη ὁ προφητευόμενος ὑπό Μωυσέως Χριστός, καί ἔδοξέ τινων τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ κεκρατηκέναι[31]».
Ο δεύτερος παρουσιάζεται δηλαδή ως συγκρητιστής, ενώ ο πρώτος ως Φαρισαίος. Δεδομένης όμως της αντιπαράθεσης των Σαμαρειτών με τους Φαρισαίους, είναι λίγο δύσκολο ο πρώτος, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα από τον Ωριγένη ως Σαμαρείτης, να είναι και Φαρισαίος. Πρόκειται μάλλον για το ίδιο πρόσωπο. Την προκύπτουσα αντίφαση εξηγεί ο άγιος Επιφάνιος:
«οὗτος συνεμίγη άπό Ἰουδαίων ὁρμώμενος είς τά τῶν Σαμαρειτῶν ἔθνη, έν παιδεύσει δέ <τῇ> κατά τόν νόμον προήκων δευτερώσεσί τε ταῖς παρ’ αὐτοῖς, θηρώμενος δέ τά πρωτεῖα καί ἀποτυχών καί μή ἀξιωθείς τι παρά Ἰουδαίοις νομισθῆναι, ἐξέκλινεν εἰς τό Σαμαρειτικόν γένος καί ταύτην τήν αἵρεσιν προεστήσατο[32].»
Στα Κλημέντεια αναφέρεται ότι ο Δοσίθεος, όπως και ο Σίμων ήταν μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή[33]. Η μαρτυρία αυτή, βέβαια, δεν είναι γνήσια, ούτε γίνεται αποδεκτή. Ενδέχεται, όμως, να κρύβει κάποια σχέση μεταξύ Δοσιθέου και Σίμωνος. Αναφέρεται για παράδειγμα ότι κατά την απουσία του Σίμωνος στην Αίγυπτο, ο Δοσίθεος σφετερίστηκε την αρχηγία της αίρεσης[34].
Αυτός παρουσιάζονταν ως ο Μεσσίας, για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Μωυσής[35]. Κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν ότι οι οπαδοί του δεν πεθαίνουν. Για τον ίδιο μάλιστα έλεγαν οι οπαδοί του την εποχή του Ωριγένη, ότι δεν πέθανε αλλά ζει κάπου:
«… ἀφ’ οὗ δεῦρο μέχρι εἰσίν οἱ Δοσιθεηνοί, φέροντες καί βίβλους τοῦ Δοσιθέου καί μύθους τινάς περί αὐτοῦ διηγούμενοι ὠς μή γευσαμένου θανάτου ἀλλ’ ἐν τῷ βίῳ που τυγχάνοντος[36]».
Από το παραπάνω εδάφιο προκύπτει ότι είχε συγγράψει και βιβλία. Γι’ αυτά έγραψε ο Ευλόγιος Αλεξανδρείας στον ενδέκατο λόγο του «Ὀρος εκφωνηθείς τοις Σαμαρείταις», ο οποίος διασώζεται περιληπτικά στην Μυριόβιβλο του Μ. Φωτίου:
«Μυρίαις δέ καί ποικίλαις ἄλλαις νοθείαις τήν Μωσαϊκήν Ὀκτάτευχον κατακιβδηλεύσας, καί ἕτερα τινα συγγράμματα μωρά τε καί ἀλλόκοτα καί ἀπεναντία πνευματικῆς νομοθεσίας συντεταχώς τοῖς πειθομένοις κατέλιπεν[37]».
Σύμφωνα με τον Ευλόγιο, ο Δοσίθεος, όχι μόνο πρόβαλε τον εαυτό του ως υπό του Μωυσέως προφητευμένο, αλλά αρνούνταν και την ύπαρξη του Υιού του Θεού:
«Πῶς δέ καί κατέβαινε καί προς τόν υἱόν μηδαμῶς κατά τόν Δοσίθεον δύσφημον λῆρον δυνάμενον εἷναι;»
Υποστήριζε επίσης, ότι η ψυχή είναι φθαρτή, ενώ ο κόσμος άφθαρτος. Για τους αγγέλους έλεγε ότι έλαβαν από την θεία ουσία και όχι ότι δημιουργήθηκαν εκ του μη όντος. Ταυτόχρονα υποστήριζε ότι μαζί με τους αγγέλους δημιουργήθηκαν και οι δαίμονες, σε αντίθεση με την θέση της Εκκλησίας, που θεωρεί τους δαίμονες, πεπτωκότες αγγέλους. Έτσι ο Δοσίθεος κατηγορούσε έμμεσα τον Θεό ως δημιουργό και του κακού[38].
Για τις πρακτικές τους είναι γνωστό ότι είχαν ημερολόγιο 30 ημερών, έκαναν καθαρμούς, ήταν ασκητικοί και φυτοφάγοι[39]. Τελικά ο Δοσίθεος έπεσε θύμα της υποκρισίας του. Θέλοντας να παρουσιάσει τον εαυτό του υπερβολικά ασκητικό, κατέφυγε σε σπήλαιο και πέθανε από ασιτία. Όταν αργότερα βρήκαν το σκωληκόβρωτο πτώμα του είχε γίνει ήδη αποχωρητήριο για τις μύγες, και περίγελος των δαιμόνων[40].
4.1.3 Μένανδρος
Ο Μένανδρος ήταν μαθητής του Σίμωνα του Μάγου και πιθανόν διάδοχός του στην αρχηγεία της αίρεσης[41]. Καταγόταν από την Καππαρεταία της Σαμάρειας, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Ιουστίνος:
«Μένανδρον τε τινα, καί αὐτόν Σαμαρέα, τόν ἀπό κόμης Καππαρεταίας, γενόμενον μαθητήν τοῦ Σίμωνος, ἐνεργηθέντα καί αὐτόν ὑπό τῶν δαιμόνων καί ἐν Ἀντιοχείᾳ γενόμενον πολλούς ἐξαπατῆσαι διά μαγικῆς τέχνης οἴδαμεν, ὅς καί τοῦς αὐτᾦ ἐπομένους ὡς μηδέν ἀποθνήσκοιεν ἔπεισε[42].»
Πεδίο δράσης του ήταν η Αντιόχεια. Αυτός προσέλκυε τους οπαδούς του με την υπόσχεση της αθανασίας. Σ’ αυτό το σημείο ακολουθούσε το παράδειγμα του Δοσίθεου. Μιλούσε περί του υψίστου και αγνώστου Πατρός[43], του οποίου Υιός και απεσταλμένος ήταν ο ίδιος. Παραδέχονταν αιώνες και κοσμοποιούς αγγέλους[44], ακλουθώντας την θεογονία του Σίμωνα. Όπως και ο δάσκαλός του, έτσι και αυτός εμφανιζόταν ως σωτήρας.
Εφάρμοζε μαγικές πρακτικές, τις οποίες θεωρούσε απαραίτητες για την σωτηρία των οπαδών του. Αν κάποιος δεν περνούσε από τις μαγικές τελετές του δεν ήταν δυνατόν να σωθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση για την σωτηρία ήταν και το εξ αυτού παραδεδομένο βάπτισμα. Η εξ αυτού πηγάζουσα σωτηρία ήταν η αθανασία σε αυτόν τον κόσμο. Όσοι την δέχονταν δεν θα πέθαιναν, αλλά θα παρέμεναν σε αυτή τη ζωή αγέραστοι και αθάνατοι[45]. Φαίνεται λοιπόν, ότι για τον Μένανδρο, ο υλικός κόσμος δεν ήταν κακός, όπως για τους περισσότερους γνωστικούς, αλλά διοικούνταν τυρρανικώς, υπό τον αγγέλων. Η ύλη προφανώς δεν ήταν φυλακή της ψυχής, από την οποία θα έπρεπε ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος, ώστε ν’ ανέλθει στον ουράνιο κόσμο. Αντίθετα επιδίωξή του ήταν η αθνασία σε αυτό τον κόσμο.
4.1.4 Σατορνείλος
Μαθητής του Μενάνδρου υπήρξε στην Αντιόχεια ο Σατορνείλος (ή Σατορνίνος). Ο Ευσέβιος Καισαρείας εξηγεί πως από την αρχική αίρεση του Σίμωνα ξεπήδησαν δύο παρακλάδια. Του ενός αρχηγός ήταν ο Σατορνείλος:
«Ἀπό γούν τοὺ Μενάνδρου, ὅν διάδοχον τοῦ Σίμωνος ἤδη πρότερον παραδεδώκαμεν, ἀμφίστομος ὥσπερ καί δικέφαλος ὀφιώδης τις προελθοῦσα δύναμις δυεῖν αἱρέσεων διαφόρων ἀρχηγούς κατεστήσατο, Σατορνῖνόν τε Ἀντιοχέα τό γένος καί Βασιλείδην Αλεξανδρέα˙ ὧν ὁ μέν κατά Συρίαν, ὁ δέ κατ’ Αἴγυπτον συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα[46].»
Ο Σατορνείλος εξέλιξε ακόμη περισσότερο την διδασκαλία που παρέλαβε. Δέχονταν, όπως, και οι προηγούμενοι, έναν ύψιστο και άγνωστο θεό, την άνω δύναμη. Παραδεχόταν ότι από αυτήν την δύναμη προέρχονταν άγγελοι, αρχάγγελοι, αρχές και εξουσίες[47]. Δέχονταν δημιουργία και όχι απορροή. Για την δημιουργία του υλικού κόσμου και του ανθρώπου ήταν υπεύθυνοι επτά άγγελοι, οι επτά πλανήτικές θεότητες. Για την κατασκευή του ακολούθησαν κάποια φωτεινή εικόνα που παρουσιάστηκε άνωθεν. Επειδή δεν κατάφεραν να την συγκρατήσουν, το δημιούργημα ήταν ατελές, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να σέρνεται στη γη σαν υπερμεγέθης σκώληκας[48].
Η άνω δύναμη επίβλεψε οικτίροντας το πλάσμα κι επειδή ήταν «καθ’ ομοίωσιν» αυτής πλασμένο, απέστειλε σπινθήρα ζωής και ανόρθωσε τον άνθρωπο. Εδώ έχουμε εισαγωγή για πρώτη φορά του ουράνιου σπινθήρα. Αυτός μετά θάνατον επιστρέφει εις τον ουρανό, από όπου προήλθε ενώ το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Στην διδασκαλία του Σατορνείλου ο κόσμος δεν είναι κακός, ο ουράνιος σπινθήρας στέλνεται προς ζωογόνηση του σώματος, δεν υπάρχει πτώση, δεν θεωρείται η ενσωμάτωση αυτού αναγκαστική τιμωρία για κάποια αμαρτία. Επιστρέφει στον ουρανό έτσι κι αλλιώς. Που λοιπόν, έγκειται η σωτηρία;
Προς λύσιν του προβλήματος εισάγεται από τον Σατορνείλο μια ελαφριά υστερογενής διαρχία. Ο Σατορνείλος θεωρούσε τον θεό των Ιουδαίων, ως ένα των αρχόντων, ο οποίος θέλησε να καταλύσει την εξουσία του αγνώστου πατρός, και προς τούτο έπεισε και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν και να συνεργαστούν μαζί του. Ως εκ τούτου πλάσθηκαν δύο γένη ανθρώπων, ένα αγαθό κι ένα πονηρό. Ο σωτήρας, λοιπόν, ήρθε να διαλύσει την συμμαχία των αρχόντων με τον θεό των Ιουδαίων και ν’ απαλλάξει τους αγαθούς από την τυραννία των κακών. Εξηγεί ο άγος Ιππόλυτος:
«καί τόν τῶν Ἰουδαίων θεόν ἕνα τῶν ἀγγέλων εἶναί φησι, καί διά [τοῦ] τό βούλεσθαι τόν πατέρα καταλῦσαι πάντας τους ἄρχοντας, παραγενέσθαι τόν Χριστόν ἐπί καταλύσει τοῦ τῶν Ἰουδαίων θεου καί έπί σωτηρία τῶν πειθομένων αὐτῷ˙ εἶναι δέ τούτους <τους> ἔχοντας τόν σπινθήρα τῆς ζωῆς ἐν αὐτοῖς. δύο γαρ γένη τῶν ἀνθρπων ὑπό τῶν ἀγγέλων πεπλάσθαι ἔφη, τό μέν πονηρόν, τό δέ ἀγαθόν, καί ἐπειδη οἱ δαίμονες τοῖς πονηροῖς ἐβοήθουν, ἐληλυθέναι τόν σωτῆρα ἐπί καταλύσει τῶν φαύλων ἀνθρώπων καί δαιμόνων, επί σωτηρία δέ τῶν ἀγαθῶν[49]».
Εδώ έχουμε δύο αντικείμενα της σωτηρίας, τους αγαθούς ανθρώπους και τους άρχοντες, οι οποίοι πλανήθηκαν από τον θεό των Ιουδαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη δεν ταυτίζεται ο ιουδαϊκός θεός με τον δημιουργό. Αυτό οφείλεται στο ότι για τον Σατορνείλο ο κόσμος δεν είναι κακός, οπότε για να κηρύξει ως κακό τον ιουδαϊκό θεό, έπρεπε να εφεύρει κάτι άλλο. Αργότερα, στις διδασκαλίες που θα λάβουν πλατωνικά στοιχεία και θα ταυτίσουν την ύλη με το κακό, θ’ αποδοθεί η δημιουργία στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι από την στιγμή που οι γνωστική διδασκαλία αποχωρεί από την Παλαιστίνη, ξεκινά η τάση απόρριψης και κατασυκοφάντησης του Ενός Τριαδικού Θεού, η υποβάθμισή Του σε κατώτερο θεό με ένταξη σε δυαρχικό σύστημα, και η ταύτισή του με την αρχή του κακού.
Οι πονηροί άγγελοι και ο ιουδαϊκός θεός επιδιώκουν την κυριαρχία επί του ανθρώπου, την οποία διαιωνίζουν με πονηρά τεχνάσματα. Τέτοιου είδους τεχνάσματα είναι ο γάμος και η γέννηση, που για τους οπαδούς του Σατορνίλου κρατούσαν εγκλωβισμένο τον ουράνιο σπινθήρα σε γήινα σχήματα. Γι’ αυτούς, διακοπή των γεννήσεων θα σήμαινε την οριστική επάνοδο στην ουράνια πατρίδα[50]. Επίσης για τις προφητείες έλεγε ότι προέρχονται από τον Σατανά, και όχι από τον Θεό[51]. Για τον Σατανά δίδασκε ότι ήταν ένας από τους κοσμοποιούς άγγελους, από αυτούς που δεν συμφώνησαν και δεν συνέπραξαν με τον θεό των Ιουδαίων.
Είναι εμφανείς οι πρώτες προσπάθειες τις δαιμονικής διδασκαλίας να παρουσιασθεί ο Διάβολος ως καλός και να εξισωθεί με τον θεό. Πρόκειται για το αρχαίο ψέμα, την αιτία της πτώσεώς του, την ρίζα της ειδωλολατρίας. Από την στιγμή, κατά την οποία το ευαγγελικό κήρυγμα εξήλθε των ορίων του ιουδαϊκού κόσμου και εξαπλώθηκε στον ειδωλολατρικό, τα έθνη ενημερώθηκαν για την ύπαρξη του διαβόλου, την πονηριά του, τις ενέργειές του στον κόσμο, τις μηχανουργίες του, τις επιδιώξεις του. Τα έθνη γνώρισαν τί ήταν οι θεοί που λατρεύονταν μέχρι τότε, και ποιος ήταν ο αληθινός Θεός. Αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι αιρετικοί και προσπάθησαν με τις κακοδοξίες τους ν’ ανατρέψουν την αλήθεια και να διαμορφώσουν μια ψεύτικη εικόνα, παρουσιάζοντας τον αληθινό Θεό, τον αγαθό Θεό, τον Θεό της αγάπης, ως υποδεέστερο και κακό. Απέδιδαν στον Σατανά ισοθεΐα και αυτή ήταν η ρίζα των δυαρχικών συστημάτων, οποιασδήποτε μορφής. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χαρακτήρισαν αυτού του είδους τις διδασκαλίες ως δαιμονικές.
Ο άγιος Επιφάνιος, κατά την παρουσίαση της παραπάνω αιρέσεως, προχώρησε και σε ανατροπή της με δύο τρόπους. Πρώτον έλεγξε τα παράδοξά της. Αν οι άγγελοι έπλασαν τον άνθρωπο και οι ίδιοι έλαβαν την ύπαρξη από μια ανώτερη δύναμη, τότε η ανώτερη δύναμη έπλασε και τον άνθρωπο. οι άγγελοι είναι όργανα, εργαλεία αυτής, κατά το «μή δοξασθήσεται πρίων ἄνευ τοῦ ἕλκοντος αὐτόν» (Ησαΐας 10.15).
Διότι δεν αποδίδεται άγνοια περί των μελλόντων στην ανώτερη δύναμη, ότι δεν γνώριζε την εκ των υστέρων κατασκευή του ανθρώπου. Και αν γνώριζε και δεν ήθελε, γεννάται το ερώτημα, γιατί δεν την εμπόδισε; Αν δεν μπορούσε, αμέσως παρουσιάζεται αντίφαση, διότι φαίνεται ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό της από την κατασκευή των αγγέλων. Αν μπορούσε και δεν το έκανε, τότε παρουσιάζεται ως συνεργούσα στην κατασκευή. Αν ήθελε και δεν μπορούσε, τότε φαίνεται ότι ήταν πιο αδύναμη από τους αγγέλους, και άρα δεν ήταν ανώτερη δύναμη. Άρα αντιφάσκει η αιρετική διδασκαλία, κηρύσσοντας ασύστατα και όχι αληθινά. Αν πάλι υπήκουσε σε κάποια άλλη ανάγκη, τότε η ανάγκη εμφανίζεται ανώτερη και η δύναμη υποδεέστερη. Οπότε καταργείται η μοναδικότητα της δύναμης, μαζί με την ανωτερότητά της.
Και αν πάλι οι άγγελοι γνώριζαν τι πρόκειται να πράξουν, ενώ η δύναμη αγνοούσε, τότε το κατασκεύασμα, δηλαδή οι άγγελοι, παρουσιάζονται τελειότεροι του κατασκευαστοί, δηλαδή της δυνάμεως. Αυτό είναι άτοπο. Άρα όλα οδηγούν στον ένα δημιουργό και κυβερνήτη του παντός[52].
Δεύτερον εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία.
«Καί γάρ ὁ Θεός ὁ πατήρ ἐποίησε τόν ἄνθρωπον καί πάντα κατά τήν ἰδίαν εὐδοκίαν καί οὐχ οἱ ἄγγελοι, οὐδέ κατά τήν τῶν αγγέλων συμβουλίαν τι γέγονεν. ἐν τῷ γάρ εἰπεῖν τόν Θεόν “ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν” εἶπεν, καί οὐ “κατ’ εἰκόνα” μόνον. Συνεκάλει γάρ εἰς τήν ἑαυτοῦ δημιουργίαν συνδημιουργόν τόν αὐτοῦ Λόγον καί μονογενῆ,…, ὡς ὁ πατήρσυγκαλεῖται τόν υἱόν συνδημιουγεῖν τόν ἄνθρωπον, δι’ οὗ καί τα ἄλλα πάντα ἐποίησε. οὐ μόνον δέ συγκαλεῖν εἴποιμι τόν υἱόν, ἀλλά καί τό ἅγιον πνεῦμα.
τῷ γάρ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν[53]»
Και για τις απόψεις του Σατορνείλου περί του γάμου φέρνει την εξής επιχειρηματολογία:
«καί ὅτι ὁ γάμος οὐκ ἐκ τοῦ Σατανᾶ, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ τυγχάνει, πρῶτον μέν ὁ κύριος λέγει˙ “ὅ ὁ θεός” φησίν “συνέξευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω”˙ είτα ὁ ἅγιος ἀπόστολος “ τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος”. ταῖς δέ φύσει χηρευσάσαις ὡσαύτως παραγγέλει, λέγων διά Τιμοθεόυ “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙ μετά γάρ το καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι”, καί μεθ’ ἕτερα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, ἀνυπέρβατον νόμον τιθέμενος, ἐκ θεοῦ ὄντα καί κατά σεμνότητα ἀνθρώποις κεχαρισμένον[54]».
Αλλά και σε αυτά που ισχυρίζονταν ο Σατορνείλος για τις προφητείες απάντησε:
«Περί δέ τῶν κατά τῶν θεοῦ προφητειῶν ὑπ’ αὐτοῦ σεσυκοφαντημένων ὑπονοιῶν, ὡς μή εἶναι αὐτάς ἐκ Θεοῦ, μύρια ἔστιν εἰπεῖν, ὡς αὐτός λέγει ὁ μονογενής, ἐξ ὧν τόν κόσμον ἑαυτοῦ εὐαγγελιζόμενος λέγει, πρῶτον μέν ὅτι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἠμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἥμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη”, καί πάλιν φησίν “ εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν”. … ἄλλα δέ ὅσα τοιαῦτα ἐστιν ἅ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ κυρίου καί ἐν πάσῃ τῇ καινῇ διαθήκῇ λεγόμενα τήν σύστασιν ποιεῖται νόμου τε καί προφητῶν καί πάσης παλαιᾶς διαθήκης προς τήν καινήν διαθήκην, ὅτι ἑνός θεοῦ εἰσιν ἀμφότεραι[55]».
4.1.5. Βασιλείδης
Ο Βασιλείδης καταγόταν από την Συρία και υπήρξε μαθητής του Μένανδρου και συμμαθητής του Σατορνείλου. Στην συνέχεια έφυγε για την Αλεξάνδρεια[56], όπου και δραστηριοποιήθηκε. Ο χρόνος δράσης του τοποθετείται στην βασιλεία των αυτοκρατόρων Ανδριανού και Αντωνίνου Πίου, κατά τα έτη 120-145.
Παρέλαβε την διδασκαλία του Σίμωνα, στην οποία προσέθεσε πλήθος στοιχείων και την εξέλιξε σε μονιστικό σύστημα σε πρώτη φάση, ενώ σε δεύτερη την επαύξησε προσθέτοντας ολόκληρη ουράνια ιεραρχία, ώστε να θυμίζει την πλατωνική θεώρηση περί Θεού και ιδεών[57]. Διέδιδε ότι υπήρξε μαθητής του απ. Πέτρου και του Γλαυκία[58].
Συνέγραψε δικό του ευαγγέλιο, όπως πληροφορεί ο Ωριγένης:«Ἤδη δέ ἐτόλμησε καί Βασιλείδης γράψαι κατά Βασιλείδην εὐαγγέλιον[59]» . Ίσως να επρόκειτο για το Ευαγγέλιο του Ματθίου, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του, απωλεσθέν. Από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε και για ένα άλλο έργο του, τα Εξηγητικά[60]. Πρόκειται για έργο επεξηγηματικό του ευαγγελίου του. Αποτελούνταν από 24 βιβλία. Στον Κλήμη Αλεξανδρέα σώζονται αποσπάσματα περί του προβλήματος των θλίψεων[61], ενώ στον Ηγεμόνιο, αποσπάσματα περί πολέμου του φωτός προς το σκότος (σε λατινική μετάφραση). Συνέθεσε αριθμό ωδών και ψαλμών. Ο Ευσέβιος διέσωσε την πληροφορία, ότι συνέταξε και προφητικά βιβλία:
«ὧν εἰς ἡμᾶς κατῆλθεν ἐν τοῖς τότε γνωριμοτάτου συγγραφέως Ἀγρίππα Κάστορος ἰκανώτατος κατά Βασιλείδου ἔλεγχος, τήν δεινότητα τῆς τἀνδρός ἀποκαλύπτων γοητείας. Ἐκφαίνων δ’οὖν αὐτοῦ τά ἀπόρρητα, φησίν αὐτόν εἰς μέν τό εὐγγέλιον τέσσαρα προς τοῖς εἴκοσι συντάξαι βιβλία, προφήτας δέ ἐαυτῷ ὀνομάσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ καί ἄλλους ανυπάρκτους τινάς ἑαυτῷ συστησάμενον, βαρβάρους τε αὐτοῖς εἰς κατάπληξιν τῶν τά τοιαῦτα τεθηπότων ἐπιφημίσαι προσηγορίας,…[62].»
4.1.5α Διδασκαλία
Η διδασκαλία του Βασιλείδη, όπως παραδίδεται μέσα από τα έργα των αγίων Ιππολύτου και Ειρηναίου, παρουσιάζει διαφορές. Δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά συστήματα. Μέσα από το έργο του αγίου Ιππολύτου παρουσιάζεται ένα μονιστικό πανθεϊστικό σύστημα. Θεωρεί ότι ο Βασιλείδης έχει πάρει τα δόγματά του από τον Αριστοτέλη[63].
Κατά τον Βασιλείδη, αρχή του σύμπαντος είναι το μη ον. Αυτό δεν ήταν κάτι, είτε ύλη, είτε ουσία, ούτε ανούσιο, ούτε απλό, ούτε σύνθετο, ούτε ανόητο, ούτε αναίσθητο, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε θεός. Ονομάζεται από τον Βασιλείδη, ο μη ών θεός[64]. Αθέλητα, ανόητα και αναίσθητα θέλησε να φτιάξει το σύμπαν. Η λέξη θέλησε είναι καταχρηστική. Έφτιαξε ένα σπέρμα, ένα ωόν, στο οποίο περιέχονταν η πανσπερμία όλων των μερών του σύμπαντος, το θείο, το αιθέριο, το ουράνιο, το γήινο. Όσα έγιναν στην συνέχεια, προέκυψαν από τα σπέρματα, που υπήρχαν μέσα στο ωόν[65].
Στο ωόν υπήρχε τριμερής υιότητα. Το ένα μέρος αυτής ήταν λεπτομερές, το δεύτερο παχυμερές και το τρίτο είχε ανάγκη καθάρσεως. Το λεπτομερές, μόλις ανεφύη, ανέδραμε προς τα πάνω, προς τον ουκ όντα θεό. Το παχυμερές δεν κατάφερε ν’ ανέλθει και παρέμεινε στο σπέρμα. Η προς τα επάνω φορά της υιότητος πυροδοτείται από το άγιο πνεύμα. Η σχέση αγίου πνεύματος και υιότητος, παρομοιάζονταν από το Βασιλείδη, όπως η σχέση πτηνού προς το πτέρωμα. Όπως το πτέρωμα άνευ του πτηνού δεν μπορεί να ανέβει ψηλά, το ίδιο και το πτηνό άνευ πτερώματος, έτσι και ο υιός άνευ του πνεύματος δεν μπορεί να ανέλθει και να μεταρσιωθεί, ούτε και το πνεύμα άνευ της υιότητος. Η σχέση δηλαδή υιότητος και αγίου πνεύματος είναι σχέση αμοιβαίας ευεργεσίας[66]. Επίσης το πνεύμα δεν ήταν ομοούσιο της υιότητος[67].
Μετά την άνοδο της υιότητος μαζί με το άγιο πνεύμα, προς τον μη όντα θεό, παρέμεινε κάποιο στοιχείο του αγίου πνεύματος κάτω, που ο Βασιλείδης το παρομοιάζει με την οσμή του μύρου. Κάτω έμεινε και το μέρος εκείνο της υιότητος που χρειαζόταν κάθαρση[68]. Στην συνέχεια προκύπτουν από το σπέρμα ο κόσμος και το υπερκόσμιο. Η μεταξύ τους απόσταση πληρώθηκε από την οσμή του πνεύματος που είχε αναχωρήσει, και της παχυμερούς υιότητος, που προσπάθησε ν’ ανέβει αλλά δεν τα κατάφερε[69].
Στην συνέχεια προήλθε από το σπέρμα ο μέγας άρχων, ο οποίος ανήλθε μέχρι του στερεώματος και παρέμεινε εκεί, διότι αγνοούσε ότι υπάρχει κάτι πάνω από αυτόν[70]. Αυτός γέννησε υιό πολύ καλύτερο του εαυτού του και σοφότερο. Θεωρώντας τον υιό του κατεπλάγη, τον θαύμασε και τον αγάπησε. Τον κάθησε στα δεξιά του[71]. Στην συνέχεια δημιούργησε τα αιθέρια μέχρι της σελήνης, την καλουμένη Ογδοάδα[72].
Από την πανσπερμία ξεπήδησε και άλλος άρχων, υποδεέστερος του πρώτου. Αυτός δημιούργησε επίσης υιό, καθώς και τον υποσελήνιο κόσμο, την καλουμένη εβδομάδα. Ο υιός και αυτού του άρχοντος αναδεικνύεται καλύτερος και σοφότερος του πατρός του, κάθεται στα δεξιά του και γίνεται συγκυβερνήτης του κόσμου[73]. Αυτός ο υποδεέστερος άρχοντας ήταν κατά τον Βασιλείδη ο θεός του Μωυσή[74].
Επειδή τελείωσε η κατασκευή του κόσμου και παρέμενε η Τρίτη υιότης, στην πανσπερμία, επιθυμούσε μεν ν’ ανέλθει στον μη όντα θεό, αλλά δεν μπορούσε διότι έχριζε καθάρσεως. Έπρεπε ν’ ανέλθει δια φωτισμού. Φωτισμός σήμαινε γνώσις των υπερκοσμίων, προερχομένη εκ του ευαγγελίου[75].
Για τον Βασιλείδη, το ευαγγέλιο είναι η γνώση των πραγμάτων που βρίσκονται πάνω και διέφευγαν της προσοχής των αρχόντων. Έτσι ο μέγας άρχων νόμιζε ότι είναι ο υπέρτατος θεός διότι δεν γνώριζε ότι υπάρχει ο μη ων θεός, το άγιο πνεύμα και τρεις υιότητες[76]. Το διάστημα από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή είναι ο χρόνος άγνοιας του μεγάλου άρχοντα, και κατά συνέπεια ο χρόνος της μοναρχίας του.
Το ευαγγέλιο αποκαλύφθηκε από το άγιο πνεύμα πρώτα στον υιό του μεγάλου άρχοντα, τον Χριστό[77]. Αυτός με την σειρά του το αποκάλυψε στον πατέρα του. Ο τελευταίος αναγνώρισε την άγνοιά του και φοβήθηκε. Διδάχθηκε από τον Χριστό για τον ουκ όντα θεό, για την υιότητα, για το άγιο πνεύμα, για την κατασκευή του κόσμου και την αποκατάστασή του. Εξομολογήθηκε την αμαρτία του, δηλαδή ότι μεγάλυνε τον εαυτό του[78].
Στην συνέχεια το ευαγγέλιο έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί στην εβδομάδα. Για να γίνει αυτό επέλαμψε ο υιός του μεγάλου άρχοντος το φως στον υιό του άρχοντος της εβδομάδος. Αυτός με την σειρά του αποκάλυψε το ευαγγέλιο στον πατέρα του. Ο άρχων της εβδομάδος φοβήθηκε κι εξομολογήθηκε παρόμοια[79].
Ταυτόχρονα έμαθαν το ευαγγέλιο και όλα όσα βρίσκονταν μέσα στην εβδομάδα δηλαδή η κτίση. Η κτίση για τον Βασιλείδη αποτελούνταν από 365 ουρανούς. Εδώ ο άγιος Ιππόλυτος αποκαλύπτει το όνομα του μεγάλου άρχοντος. Το όνομά του είναι Αβρασάξ, διότι το αριθμητικό άθροισμα των γραμμάτων δίνει 365 (τξε)[80].
Για να φωτισθούν και οι άνθρωποι από το φως του ευαγγελίου, κατήλθε από της εβδομάδος στον υιό της Μαρίας, Ιησού, και φωτίσθηκε. Έτσι η εναπομείνασα υιότης, διαμορφώνεται με την ευεργεσία των φωτισμένων ψυχών, γίνεται λεπτομερέστερη και μπορεί ν’ ανέβει και αυτή, όπως και η πρώτη, προς τα πάνω[81]. Αυτή είναι η σωτηρία.
Η παρουσίαση της διδασκαλίας του Βασιλείδη από τον άγιο Ειρηναίο είναι διαφορετική. Ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες – δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι -, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Από τους πρώτους αιώνες προέκυψαν οι δεύτεροι και ο δεύτερος ουρανός. Με αυτό το εξακολουθητικό τρόπο συμπληρρώνεται ένα σύνολο 365 ουρανών[82]. Το σύνολο των 365 ουρανών αποτελεί το Πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με την μαγική λέξη Αβραξάς.
Τον κόσμο έφτιαξαν οι άγγελοι του κατώτερου προς εμάς ουρανού. Ο άρχοντας αυτού του ουρανού, στην εκδοχή του αγίου Ειρηναίου, ταυτίστηκε με τον θεό των Ιουδαίων. Αυτός θέλησε να υποτάξει όλα τα άλλα έθνη στην εξουσία των Ιουδαίων, αλλά αντέδρασαν οι άλλοι αιώνες. Γι’ αυτό και τα υπόλοιπα έθνη ήταν εχθρικά σ’ αυτούς[83]. Εδώ μπορούμε να βρούμε την πηγή του αντισημιτισμού των σύγχρονων νεοειδωλατρών και νεοεποχιτών εν γένει.
Για να μην επιτύχουν τα σχέδια του κατώτατου αιώνα, ο αγέννητος και άγνωστος θεός έστειλε τον μονογενή του υιό, τον Χριστό, στον κόσμο. Όσοι πίστευαν σ’ αυτόν θ’ απελευθερώνονταν από την τυραννία του δημιουργού του κόσμου. Δεν υπέστη ο ίδιος τον σταυρικό θάνατο, αλλά ο Σίμων ο Κυρηναίος που μετέφερε τον σταυρό και έλαβε την μορφή του Ιησού. Ο ίδιος ο Χριστός πήρε την μορφή του Σίμωνα και παρακολουθούσε από απόσταση γελώντας[84].
Για τους Βασιλιδειανούς, λοιπόν, η σταυρική θυσία του Κυρίου στερείται οποιασδήποτε αξίας, διότι δεν ήταν ο Χριστός αυτός που σταυρώθηκε. Λυτρωτική αξία έχει η γνώση, ότι ο Ιησούς δεν σταυρώθηκε, αλλά ο Σίμωνας στην θέση του. Όποιος λοιπόν δεν ομολογούσε Χριστό εσταυρωμένο, απελευθερώνονταν από την των αρχόντων του κόσμου, ενώ όποιος ομολογούσε παρέμενε σκλάβος τους. Πρόκειται δηλαδή για πλήρη διαστρέβλωση του ευαγγελικού κηρύγματος. Λέει ο απ. Παύλος:
«οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνων ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διἀ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας. ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαῖοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ κλητοῖς, Ἰουδαῖοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν». (Α’Κορ. 1.20-25)
Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές διδασκαλίες. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ιππόλυτος είναι αριστοτελικό. Από την άλλη, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ειρηναίος είναι πλατωνικό. Με τον Ιππόλυτο συμφωνούν οι Κλήμης Αλεξανδρεύς[85] και Ωριγένης. Με τον Ειρηναίο συμφωνεί ο Επιφάνιος[86]. Η πληροφορίες των Αλεξανδρινών, Κλήμεντα και Ωριγένη, έχουν ειδική βαρύτητα, καθώς κινούνταν στους ίδιους χώρους που δραστηριοποιήθηκε και ο Βασιλείδης. Αλλά και ο Επιφάνιος ερεύνησε επί τόπου τις σέκτες της Αιγύπτου, συνεπώς οι πληροφορίες του δεν μπορούν ν’ απορριφθούν. Αν οι Αλεξανδρινοί έχουν τελικά δίκιο, τότε την αυθεντική διδασκαλία του Βασιλείδη διέσωσε ο Ιππόλυτος, ενώ ο Ειρηναίος κάποια επόμενη επεξεργασία της. Αυτή η μεταγενέστερη μορφή της διδασκαλίας του Βασιλείδη, φαίνεται επικράτησε της αυθεντικής, η οποία ήταν περισσότερο φιλοσοφική, αφηρημένη και δύσπεπτη για τα στομάχια των απλών οπαδών του. Μπορεί να προήλθε και από τον γιο και διάδοχό του Ισίδωρο, και είναι η μορφή την οποία γνώρισε ο Επιφάνιος προσωπικά.
4.1.5β Μαρτύριο
Για τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του το μαρτύριο ήταν ένα είδος τιμωρίας. Γράφει περί τούτου ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Βασιλείδης δέ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Ἐξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων, αὐταῖς λέξεσι τάδε φησί˙
“Φημί γάρ τό, ὁπόσοι ὑποπύπτουσι ταῖς λεγομέναις θλίψεσιν, ἤτοι ἡμαρτηκότες ἐν ἄλλοις λανθάνοντες πταίσμασιν, εἰς τοῦτο ἄγονται τό ἀγαθόν χρηστότητι τοῦ περιάγοντος, ἄλλα ἐξ ἄλλων ὄντως ἐκγαλούμενοι, ἵνα μή ὡς κατάδικοι ἐπἰ κακοῖς ὁμολογουμένοις πάθωσι, μηδέ λοιδορούμενοι ὡς ὁ μοιχός, ἤ ὁ φονεύς, ἀλλ’ ὅτι Χριστιανοί πεφυκότες˙ ὅπερ αὐτούς παρηγορήσει μηδέ πάσχειν δοκεῖν. Κἄν μή ἡμαρτηκώς δ’ ὅλως τις ἐπί τό παθεῖν γένηται, σπάνιον μεν, ἀλλ’ ούδέ οὗτος κατ’ ἐπιβουλήν δυνάμεώς τι πείσεται, ἀλλά πείσεται ὡς ἔπασχε καί τό νήπιον τό δοκοῦν οὐ ἡμαρτηκέναι”. Εἶθ’ ὑποβάς, πάλιν ἐπιφέρει˙
“Ὡς οὖν τό νήπιον οὐ προημαρτηκός, ἠ ἐνεργῶς μέν οὐχ ἡμαρτηκός οὐδέν ἐν ἑαυτῷ, τῷ δέ τό ἡμαρτῆσαι ἔχον, ἐπᾶν ὑποβληθῇ τῷ παθεῖν, εὐεργετεῖταί τε, πολλά κερδαῖνον δύσκολα˙ οὐτωσί δή, κἄν τέλειος τέλειος μηδέν ἡμαρτηλώς ἔργῷ τύχῃ, πάσχῃ δέ καί πάθῃ, ταὐτό ἔπαθεν ἐμφερῶς τῷ νηπίῳ˙ ἔχων μέν ἐν ἑαυτῷ τό ἁμαρτητικόν, ἀφορμήν δέ προς τό ἡμαρτηκέναι μή λαβών, οὐχ ἡμάρτανεν. Ὥστ’ οὐκ αὐτῷ τό μή ἁμαρτῆσαι λογιστέον. Ὡς γάρ ὁ μοιχεῦσαι θέλων μοιχός ἐστι, κἄν τοῦ μοιχεῦσαι μή ἐπιτύχῃ, καί ὁ ποιῆσαι φόνον θέλων ανδροφόνος ἐστί, κἄν μή δύναται φονεῦσαι, οὑτωσί δέ καί τόν ἀναμάρτητον, ὅν λέγω, ἐάν ἴδω πάσχοντα, κἄν μηδέν ᾖ κακῷ πεπραχώς, κακόν ἐρῶ τό θέλειν ἁμαρτάνειν. Πάντ’ έρῶ γάρ μᾶλλον, ἤ κακόν τό προνοοῦν ἐρῶ”. Εἶθ’ ὑποβάς, καί περί τοῦ Κυρίου ἄντικρυς, ὡς περί ἀνθρώπου, λέγει˙
“Ἐάν μέντοι παραλιπών τοῦτους ἅπαντας τοῦς λόγους, ἔλθεῃς ἐπί τό δυσωπεῖν με, διά προσώπων τινῶν, εἰ τύχοι, λέγων, Ὁ δεῖνα οὖν ἥμαρτεν˙ ἔπαθεν γάρ ὁ δεῖνα˙ ἐάν μέν ἐπιτρέπῃς, έρῶ, Ἄνθρωπον ὅντιν’ ἀν ὀνομάςῃς, ἄνθρωπον εἶναι, δίκαιον δέ τόν Θεόν˙ Καθαρός γάρ οὐδείς, ὥσπερ εἶπέ τις, από ρύπου[87]”».
Ο Βασιλείδης διατυπώνει την πεποίθηση ότι το μαρτύριο είναι μια μορφή θεοδικίας. Αυτό προέρχεται από τις απόψεις του για την σταυρική θυσία του Χριστού. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, για τους ο Βασιλειδιανούς ο Χριστός δεν σταυρώθηκε, δεν αναστήθηκε, συνεπώς αρνούνται την Θεία Οικονομία, ως πηγή σωτηρίας. Ο Χριστός γι’ αυτούς δεν σώζει. Η γνώση, την οποία έφερε στον κόσμο σώζει. Βλέπουν λοιπόν το θέμα της αμαρτίας με σχολαστικό τρόπο.
Για να εξηγήσει την φαινομενική αντίφαση, του μαρτυρίου των δικαίων, κάνει ακροβατισμούς. Θεωρεί ότι δεν τιμωρούνται μόνο αυτοί που αμαρτάνουν κατ’ ενέργειαν, αλλά και όσοι επιθυμούν την αμαρτία. Και φέρνει το παράδειγμα του νηπίου. Εκείνο που μένει ανεξήγητο, είναι το που βρήκε το νήπιο την επιθυμία. Για ποια επιθυμία τιμωρείται το νήπιο, της μοιχείας ή του φόνου; Ή τελικά πως γίνεται να τιμωρούνται δίκαιοι, και αμαρτωλοί να μένουν ατιμώρητοι. Επειδή αδυνατούσε ν’ απαντήσει σε αυτά, κατέφυγε σε γενικεύσεις του τύπου, όλοι είναι αμαρτωλοί.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο σημείο αυτό, διασώζει και μια ακόμη κακοδοξία του Βασιλείδη, με την οποία προσπαθούσε να στηρίξει τις αδυναμίες της θεωρίας του:
«Άλλά τῷ Βασιλείδη ἡ ὑπόθεσις προαμαρτήσασάν φησι τήν ψυχήν ἐν ἐτέρῳ βίῳ, τήν κόλασιν ὑπομένει ἐνταῦθα, τήν μέν ἐκλεκτήν ἐπιτίμως διά μαρτυρίου, τήν ἄλλην δέ οἰκείᾳ κολάσει[88]».
Πίστευαν, λοιπόν, στην μετεμψύχωση. Η ψυχή τιμωρείται για τις αμαρτίες κάποιας προηγούμενης ζωής. Τι γίνεται, όμως στην περίπτωση που αυτός που οδηγούνταν στο μαρτύριο, αρνούνταν και δεν τιμωρούνταν;
«Λύεται γάρ ἐπί τοῦ αρνησομένου ἡ κατά τόν Βασιλείδη πρόνοια[89]».
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς προχωρά στην αναίρεση των παραπάνω θεωριών του Βασιλείδη. Με τα όσα λέει ο τελευταίος, αφ ενός μεν η θεία πρόνοια παρουσιάζεται ως άδικη. Άλλους αφήνει ν’ αμαρτήσουν και άλλους όχι. Άλλους τους τιμωρεί για να καθαρισθούν και άλλους όχι. Αφ’ ετέρου καταργείται το αυτεξούσιο του ανθρώπου, διότι με τον βασιλειδιανό τρόπο η αμαρτία δεν είναι θέμα μόνο επιλογής, αλλά επιθυμίας και παραχώρησης. Παρουσιάζεται ο άνθρωπος να επιθυμεί την αμαρτία, αλλά να εμποδίζεται από την διάπραξή της.
Ταυτόχρονα υποτιμούνται η πίστη και η αγάπη προς τον Θεό. Η ενάρετη ζωή δεν έχει καμιά αξία, εφόσον δεν είναι θέμα προαίρεσης. Ο διάβολος με την σειρά του γίνεται όργανο της άδικης πρόνοιας, υπηρετώντας το σχέδιό της, κι έτσι απαλλάσσεται από την ευθύνη του. Το ίδιο και οι διώκτες, ενώ των κακών πρόξενος γίνεται ο Θεός.
Παρακάτω στο έργο του τονίζει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Πλήν οὐδέ πάσας (σ.σ τας αμαρτίας) ὁ Βασιλείδης φησί, μόνας δέ τας ἀκουσίους καί κατ’ ἄγνοιαν ἀφίεσθαι, καθάπερ ἀνθρώπου τινος, ἀλλ’ οὐ Θεοῦ, τήν τασαύτην παρεχομένου δωρεάν. Τούτῳ φησίν ἡ Γραφή˙ “Ὑπέλαβες, ἄνομε, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος[90]”. Ἀλλ’ εἰ καί ἐπί ταῖς έκουσίοις κολαζόμεθα, οὐχ ἵνα μή γένωνται γενόμεναι, ἀλλ’ ὅτι ἐγένοντο, τιμωρούμεθα. Κόλασις δέ τόν ἁμαρτήσαντα ούκ ὠφελεῖ εἰς τό μή πεποιηκέναι, ἀλλ’ εἰς τό μηκέτι ἁμαρτάνειν, μηδέ μή ἄλλον τινά τοῖς ὁμοίοις περιπεσεῖν. Ἐνταῦθα οὖν ὁ ἀγαθός Θεός διά τρεῖς ταύτας παιδεύει αἰτίας˙ πρῶτον μέν, ἵν’ αύτός ἀμείνων αὐτοῦ γένηται ὁ παιδευόμενος˙ εἰσέπειτα, ὅπως οἱ δι’ ὑποδειγμάτων σωθῆναι δυνάμενοι προανακρούωνται νουθετούμενοι˙ καί τρίτον, ὡς μή ὁ ἀδικούμενος εὐκαταφρόνητος ᾖ, καί ἐπιτήδειος ἀδικεῖσθαι[91]».
4.1.5γ Τελετές
Πάλι από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε ότι ο οπαδοί του γιόρταζαν την ημέρα της Βαπτίσεως του Κυρίου.
«Οἱ δέ ἀπό Βασιλείδου καί τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ τήν ἡμέραν ἑορτάζουσι, προσδιανυκτερεύοντες ἀναγνώσεσι. Φασί δέ εἶναι τό πέντεκαι δέκατον ἔτος Τιβερίου Καίσαρος, τήν πέντεκαιδεκάτην του Τυβί μηνός, τινές δέ αὐτήν ἑνδεκάτην τοῦ αὐτοῦ μηνός[92]».
Οι μαγικές τελετές και επικλήσεις είχαν την τιμητική τους, ανάμεσα στους Βασιλειδιανούς. Τα ονόματα των αρχόντων των ουρανών ήταν μυστική γνώση που παραδίνονταν στα μέλη τους ύστερα από πενταετή μύηση (Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.5: «Πυθαγωρικῶς τε τοῖς προσιοῦσιν αὐτῷ πενταετή σιωπήν παρακελεύεσθαι»). Τα ονόματα αυτά έπρεπε να κρατούνται μυστικά από τους αμύητους. Όποιος τα γνώριζε, μπορούσε μετά θάνατον να περάσει από τους ουρανούς και να ανέλθει στον τόπο που βρισκόταν ο ύψιστος θεός. Είχαν δώσει στον Χριστό το μυστικό όνομα Καουλακάου. Υποτίθεται, ότι με την δύναμη αυτού του ονόματος είχε κατέλθει στην γη και είχε ανέλθει πάλι.
Έχει αναφερθεί παραπάνω η χρήση του ονόματος Αβραξάς από τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του. Κατά τον άγιο Ιερώνυμο, ήταν το όνομα του ύψιστου άρχοντα και συνδέονταν με τον Μίθρα[93]. Αυτά έρχονταν σε απευθείας σύγκρουση με την απάντηση που έδωσε ο απόστολος Πέτρος στο αρχιερατικό συμβούλιο:
«καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία˙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἁνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4.12).
Κατά τον ίδιο άγιο[94], ο Βασιλείδης πέθανε στην Αλεξάνδρεια κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ανδριανού. Φαίνεται να συνδέεται ο θάνατός του με την εξέγερση των Ιουδαίων, με αρχηγό τον Bar Kokhba. Κατά την διάρκειά της, εκτελέστηκαν πολλοί Χριστιανοί με φρικτά βασανιστήρια. Συνεπώς ο θάνατός του τοποθετείται το 132-135.
Ερωτήματα εγείρονται από την ενέργεια του Βασιλείδη, να ονοματίσει ένα των προφητών του με το όνομα του ηγέτη της ιουδαϊκής εξέγερσης: «προφήτας δέ ἑαυτῷ ονομᾶσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.7). Υπονοείται κάποια σχέση, η οποία δεν μας είναι γνωστή. Στα προηγούμενα συστήματα η σχέση του γνωστικισμού με τις ακρώρειες του Ιουδαϊσμού είναι εμφανής. Ο Βασιλείδης έδινε την εντύπωση ότι αποστασιοποιήθηκε από τις δοσοληψίες των προκατόχων του. Αλλά απ’ ότι φαίνεται στήριξε με τα γραπτά του την προσωπικότητα του Βαρκαββά. Μήπως το λυντσάρισμα του ήταν πράξη σκοπιμότητας; Μήπως οι σχέσεις του με τον Βαρκαββά αποδείχθηκαν επικίνδυνες; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν μπορούν ν’ απαντηθούν, δυστυχώς.
4.1.6 Ισίδωρος
Ο Ισίδωρος ήταν γιος του Βασιλείδη. Υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του στην αρχηγεία της σέκτας. Πολλές από τις κακοδοξίες των Βασιλειδιανών ίσως να οφείλονται σε αυτόν και όχι στον Βασιλείδη. Μαρτυρούνται τρία συγγράμματά του.
Το πρώτο είναι το Περί προσφυούς ψυχής. Σ’ αυτό αποδίδει στον άνθρωπο δύο ψυχές, την αγαθή και την πονηρή. Αποτελεί συνέχεια της θεωρίας του πατέρα του περί των προσαρτημάτων της ψυχής, δηλαδή πολυειδών πονηρών πνευμάτων, τα οποία συνιστούσαν δεύτερο είδος ψυχής. Τονίζει, όμως ότι αυτό δεν έπρεπε ν’ αποτελεί δικαιολογία για την διάπραξη της αμαρτίας. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Αὐτός γοῦν ὁ τοῦ Βασιλείδου υἱός Ἰσίδωρος ἐν τῷ Περί προσφοῦς ψυχῆς, συναισθόμενος τοῦ δόγματος, οῖον ἑαυτοῦ κατηγορῶν, γράφει κατά λέξιν˙ “Ἐάν γάρ τινι πεῖσμα δῷς, ὅτι μή ἔστιν ἡ ψυχή μονομερής, τῇ δέ τῶν προσαρτημάτων βία τά τῶν χειρόνων γίνεται πάθη, πρόφασιν οὐ τήν τυχοῦσαν ἕξουσιν οἱ μοχθηροί τῶν ἀνθρώπων λέγειν˙ Ἐβιάσθην, απηνέχθην, ἄκων ἔδρασα, μή βουλόμενος ἐνήργησα˙ τῆς τῶν κακῶν ἐπιθυμίας αὐτός ἡγησάμενος, καί ού μαχεσάμενος ταῖς τῶν προσαρτημάτων βίαις. Δεῖ δέ, τῷ λογιστικῷ κρείττονας γενομένους, τῆς ἐλάττονος ἐν ἡμῖν κτίσεως φανῆναι κρατοῦντας”. Δύο γάρ δή ψυχάς ὑποτίθεται καί οὗτος ἐν ἡμῖν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι, περί ὧν ὕστερον ἐπισκεψόμεθα[95]».
Το δεύτερο έργο του ονομαζόταν Ηθικά. Σ’ αυτό διατυπώνονταν οι απόψεις του για τον γάμο. Κατά την γνώμη του ο άνθρωπος πρέπει να πράτει σε όλα το καλό και να προχωρεί σε γάμο μετά από προσεκτικό αυτοέλεγχο. Τα αφροδίσια θεωρούνταν ως φυσική, αλλά όχι αναγκαία ορμή. Πάλι από τον Κλήμεντα:
«Ἀντέχου τοίνυν, φησί κατά λέξιν ὁ Ἰσίδωρος ἐν τοῖς Ηθικοῖς , μαχίμης γυναικός, ἵνα μή ἀποσπασθῇς τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ, τό τε πῦρ ἀποσπερματίσας, εὐσυνειδήτως προσεύχῃ. Ὅταν δέ ἡ εὐχαριστία σου, φησίν, εἰς αἴτησιν ὑποπέςῃ, καί στῇς τό λοιπόν οὐ κατορθῶσαι, ἀλλά μή σφαλῆναι, γάμησον. Ἀλλά νέος τις ἐστιν ἤ πένης ἤ κατωφερής, καί οὐ θέλει γῆμαι κατά τόν λόγον˙ οὗτος τοῦ ἀδελφοῦ μή χωριζέσθω˙ λεγέτω ὅτι Εἰσελύληθα ἐγώ εἰς τά ἅγια˙ ουδέν δύναμαι παθεῖν. Ἐάν δέ ὑπόνοιαν ἔχῃ, εἰπατω˙ Ἀδελφέ, ἐπίθες μοι τήν χεῖρα, ἵνα μή ἁμαρτήσω˙ καί λήψεται βοήθειαν, καί νοητήν καί αἰσθητήν˙ θελησάτω μόνον ἀπαρτῆσαι τό καλόν, καί ἐπιτεύξεται. Ἐνίοτε δέ τῷ μέν στόματι λέγομεν, Οὐ θέλομεν ἁμαρτῆσαι, ἡ δέ διάνοια ἔγκειται ἐπί τό ἁμαρτάνειν. Ὁ τοιοῦτος διά φόβου οὐ ποιεῖ ὅ θέλει, ἵνα μή ἡ κόλασις αὐτῶ ἐλλογισθῇ. Ἡ δέ ἀνθρωπότης ἔχει τινά ἀναγκαῖα καί φυσικά μόνα˙ ἔχει τό περιβάλλεσθαι ἀναγκαῖον καί φυσικόν˙φυσικόν δέ τό τῶν ἀφροδισίων, οὐκ ἀναγκαῖον δέ. Ταύτας παρεθέμην τάς φωνάς εἰς ἔλεγχον τῶν μή βιούντων ὀρθῶς Βασιλειδιανῶν, ὡς ἤτοι ἐχόντων ἐξουσίαν καί τοῦ ἁμαρτεῖν διά τήν τελειότητα, ἤ πάντως γε σωθησομένων φύσει, κἄν νῦν ἁμάρτωσι, διά τήν ἔμφυτον ἐκλογήν˙ ἐπεί μηδέ ταῦτα αὐτοῖς πρἀττειν συγχωροῦσιν οἱ προπάτορες τῶν δογμάτων[96]».
Φαίνεται λοιπόν, ότι στους χρόνους του Κλήμεντα Αλεξανδρέως οι Βασιλειδιανοί είχαν περάσει σε κατάσταση αφροδίσιας ελευθεριότητας, αντίθετα με τις διδασκαλίες του Βασιλείδη και του Ισίδωρου.
Τρίτο έργο του Ισίδωρου μαρτυρείται το Εξηγητικά των του προφήτου Παρχώρ. Τρία αποσπάσματα από αυτό το έργο διατηρούνται στους Στρωματείς[97]. Αυτά αναφέρονται στην λογοκλοπή των προφητειών από τους έλληνες φιλοσόφους. Πρέπει να ξεκαθαριστεί, όμως, ότι εννοούσε τους προφήτες του Βασιλειδιανού συστήματος, εφόσον κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Οι προφήτες των Βασιλειδιανών μέμφονταν την ιουδαϊκή λατρεία και κατά συνέπεια τις εντολές του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας τέτοιος φανταστικός προφήτης ήταν ο Παρχώρ.
4.1.7 Παρατηρήσεις
Μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε την δενδρική δομή της εξέλιξης του γνωστικισμού με βάσει τις σχέσεις των αρχηγών των διαφόρων σεκτών. Σχηματικά είναι η παρακάτω:
Η ανίχνευση της διαδοχής αυτής ήταν αρκετά εύκολη και δεν μαρτυρεί ούτε προΰπαρξη πριν την διάδοση του ευαγγελίου, ούτε την χρειάζεται. Συνηγορεί μάλλον στην άποψη που θέλει την προέλευση του γνωστικισμού από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, και ταυτόχρονη, ανταγωνιστική διάδοση με τον Χριστιανισμό. Όπως και να ‘χει φαίνεται ότι οι πρώτοι γνωστικοί προήλθαν από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, κυρίως τους Σαμαρείτες. Αν διατήρησαν τις προηγούμενες σχέσεις τους με τους Εβραίους, όχι μόνο σε επίπεδο προσηλυτισμού, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα. Έχουμε την περίπτωση του Βασιλείδη με τον Βαρκαββά, αλλά αν υπήρξαν σχέσεις, κρατήθηκαν μυστικές με επιτυχία.
Επίσης μπορούμε να παρακολουθήσουμε και τα διάφορα στάδια στην εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας, εντοπίζοντας την χρονική στιγμή εισαγωγής των επιμέρους στοιχείων. Στα επόμενα συστήματα υπάρχουν σημεία επαφής με τον εβραϊκό μυστικισμό.
Αυτό που μπόρεσε να γίνει κατανοητό είναι, ότι η γνωστική διδασκαλία προσπάθησε εξαρχής να παρουσιαστεί ως χριστιανική. Η αντίδραση των αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν άμεση. Ο όρος αίρεση που χρησιμοποιείται από τους αγίους Πατέρες για πρώτη φορά, βρίσκει τον ορισμό της και την εφαρμογή της στον γνωστικισμό.
Όλα τα στοιχεία που πάρθηκαν από τις διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες της εποχής, ήταν δανεικά και είχαν διπλό ρόλο. Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκαν για την αλλοίωση του ευαγγελικού κηρύγματος από τους θεωρητικούς του γνωστικισμού, αφ’ ετέρου παρουσίαζαν την ερμαφρόδιτη διδασκαλία με επίχρισμα οικείων στους διαφόρους λαούς ιδεών. Έτσι περιστασιακά φαίνεται ο γνωστικισμός να υπερτερεί κατά τόπους.
Η διαφορά, όμως, του γνήσιου Ευαγγελίου από το νόθο φάνηκε κατά τους διωγμούς. Οι μεν Χριστιανοί μάρτυρες υπέμειναν ευχαριστώντας, οι δε γνωστικοί θεωρώντας ανύπαρκτα τα είδωλα, θυσίαζαν. Ήταν λοιπόν η συμφωνία θεωρίας και πράξης στη ζωή των Χριστιανών, που ανέδειξε την αλήθεια του Χριστιανισμού έναντι του γνωστικισμού.
[1] Ιουστίνου, Α’ Απολογία 26.1.1-3: «Τρίτον δέ ὅτι μετά την ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινάς λέγοντας ἑαυτούς εἶναι θεούς, οἵ οὐ μόνον οὐκ ἐκδιώχθησαν ὑφ’ ὑμῶν, ἀλλά καί τιμῶν κατηξιώθησαν˙ Σίμωνα μέν τινά Σαμαρέα, τόν ᾶπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ θεός ἐνομίσθη καί ἀνδριάντι ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην˙ Σίμωνι Δέῳ Σάγκτῳ[1]. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δε καί ἐν ἀλλαις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον θεόν εκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καί πρόσκυνοῦσι˙ καί Ἑλένην τινά,… Μένανδρον δέ τινά,…Μαρκίωνα δέ τινά Ποντικόν,… ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν καί αρνεῖσθαι τόν ποιητήν τοῦδε τοῦ παντός Θεόν,…[1]».
[2] Πραξ. η.18: «ἰδών δέ ὁ Σίμων ὅτι διά τῆς έπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστολων δίδοται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, προσήνεγκεν αύτοῖς χρήματα λέγων˙ δότε κἀμοί τήν ἐξουσίαν ταῦτην, ἵνα ᾦ ἐάν ἐπιθῶ τάς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον».
[3] Πραξ. η.9: «Ανήρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τᾖ πόλει μαγεύων καί ἐξιστῶν τό ἔθνος τῆς Σαμάρειας, λέγων εἶναι τνα μέγαν˙ ᾦ προσεῖχον πάντες άπό μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες˙ οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη».
[4] Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.1.10: «Ἐπί τοσοῦτον δ’ ὁ Σίμων βεβοημένος κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τῶν ἠπατημένων έκράτει γοητείᾳ, ὡς τήν μεγάλην ἡγεῖσθαι εἶναι δύναμιν τοῦ Θεοῦ».
[5] In Matthaeum XXIV.5 (PL 26.183).
[6] Α’Απολογία 26.1.1-3, 56.1-2, Διάλογος προς Τρύφωνα 120.6.
[7] Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.13.4: «Καί Ἑλένην τινά, τήν συμπερινοστήσασαν αὐτῷ κατ’ ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ, πρότερον ἐπί τέγους σταθεῖσαν ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης, τήν ἀπ’ αὐτοῦ πρώτην ἔννοιαν λέγουσι».
[8] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων 4.19.2: «ἐν γάρ τῇ κατ’ ἐκεῖνον καιρόν γενομένῃ Ἐλένῃ ἐνώκησεν [ἐν αῦτῃ]ἡ ἐπίνοια, καί οὕτως παςῶν ἐπιδικαζομένων αὐτῆς τῶν ἐξουσιῶν, στάσις καί πόλεμος ἐπανέστη ἐν οἷς ἐφάνη ἔθνεσιν. οὕτως γοῦν τόν Στησίχορον διά τῶν ἐπῶν λοιδορήσαντα αὐτήν τάς ὄψεις τυφλωθῆναι˙ αὖθις έ μεταμεληθέντος αὐτοῦ καί γράψαντος τάς παλινῳδίας ἐν αἷς ὕμνησεν αὐτήν, ἀναβλέψαι˙ μετενσωματουμένην <δέ> ὐπό τῶν αγγέλων καί τῶν κάτω ἐξουσιῶν, οἵ καί τόν κόσμον, φησίν, ἐποίησαν, ὕστερον ἐπί τέγους ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης πόλει στῆναι, ᾗ κατελθών εὗρεν… ὁ δέ ψυχρός ἐρασθείς τοῦ γυναίου τούτου, Ἑλένης καλουμένης, ὠνησάμενος εἶχε, καί τους μαθητάς αἰδούμενος τοῦτον τόν μύθον ἔπλασεν».
[9] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IV.11: «Τούτου δε ὄντος, ὡς δι’ ὀλίγων εῖπεῖν, κατά τόν Σίμωνα τοῦ πυρός καί πάντων τῶν ὄντων ὁρατῶν καί άοράτων, ὧν αὐτός ἐνήχων καί <ἀν>ήχων, αριθμητῶν και <ἀν>αρίθμων ἐν τῇ Ἀποφάσει τῇ μεγάλῃ καλεῖ, τελείων νοερῶν, οὕτως ὡς ἕκαστον τῶν ἀπειράκις ἀπείρως ἐπινοηθῆναι δυναμένων καί λαλεῖν καί διανοεῖσθαι καί ἐνεργεῖν, ὥς φησιν Ἐμπεδοκλής˙».
[10] Δευτερ. 4.24: «Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστίν» πρβλ Εξοδ. 24.17: «τό δέ εἶδος τῆς δόξης κυρίου ὡσεί πῦρ φλέγον».
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.3. Για τον Ηράκλειτο, Διογένη Λαέρτιου, Βίοι ΙΧ.7: «ἐδόκει δέ αὐτῷ καθολικῶς μέν τάδε˙ έκ πυρός τά πάντα συνεστάναι καί εἰς τοῦτο ἀναλύεσθαι».
[12] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.5: «τό πῦρ κατά τον Σίμωνα οὐδέν ἀπλοῦν, καθάπερ οἱ πολλοί ἁπλᾶ λέγοντες εἶναι τά τέσσαρα στοιχεῖα καί τό πῦρ ἁπλοῦν εἶναι νενομίκασιν, ἀλλά γάρ εἶναι [τήν] τοῦ πυρός διπλῆν τινά τήν φύσιν, καί τῆς διπλῆς ταύτης καλεῖ τό μέν τι κρυπτόν, τό δέ τι φανερόν˙».
[13] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.6: «κέκρυφαθι δέ τά κρυπτά έν τοῖς φανεροῖς τοῦ πυρός, καί τά φανερά τοῦ πυρός ὑπό τῶν κρυπτῶν γεγονέναι.
[14] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.11 παραθέτει από Εμπεδοκλή, Fragmenta IV.109.7. Το απόσπασμα αυτό του Εμπεδοκλή κάνει χρήση και ο Αριστοτέλης, Περί ψυχής Α 2.404b.8 και Μετά τα φυσικά Β’ 4. 1000β.5.
[15]Ησαΐας 1.2. Η ερμηνεία των Σιμωνιανών στο Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 13.4.
[16] Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 14.6.
[17] Ίσως Ης. 44.2: «οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός ὁ ποιήσας σε καί ὁ πλάσας σε ἐκ κοιλίας».
[18] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 15-16.
[19] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 19.5-6: «τήν δέ Ἑλένην λυτρωσάμενος οὕτως τοῖς ανθρώποις σωτηρίαν παρέσχε διά τῆς ἰδίας ἐπιγνώσεως. κακῶς γάρ διοικούντων τῶν ἀγγέλων τόν κόσμον διά τό φυλαρχεῖν αὐτούς, εἰς ἐπανόρθωσιν ἐληλυθέναι αὐτόν ἔφη μεταμορφούμενον καί ἐξομοιούμενον ταῖς αρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις καί τοῖς ἀγγέλοις, ὥς καί ἄνθρωπον φαίνεσθαι αὐτόν μή ὄντα ἄνθρωπον,…».
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος I 23.4: «Imaginem quoque Simonis habent factam ad figuram Jovis, et Helene in figuram Minervae, et has adorant»και Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 20.1.
[21] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 13.7-8: «Τά δέ τούτων αὐτοῖς ἀπορρητότερα, ὧν φασι τόν πρῶτον ἐπακούσαντα ἐκπλαγήσεσθαι καί κατά τι παρ’ αὐτοῖς λόγιον ἔγγραφον «θαμβωθήσεσθαι», θάμβους ὡς ἀληθῶς καί φρενῶν ἐκστάσεως καί μανίας ἔμπλεα τυγχάνει, τοιαῦτα ὄντα, ὡς μή μόνον μή δυνατά εἶναι παραδοθῆναι γραφῇ, ἀλλ’ οὐδέ χείλεσιν αὐτό μόνον δι’ ὑπερβολήν αἰσχρουργίας τε και αρρητοποίας ἀνδράσι σώφρονα λαληθῆναι. ὅτι ποτε γάρ ἄν ἐπινοηθείη παντός αἰσχροῦ μιαρῶτερον, τοῦτο πᾶν ὐπερηκόντισεν ἠ τῶνδε μυσαρωτάτη αἵρεσις, ταῖς ἀθλίαις καί παντοίων ὡς ἀληθῶς κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν ἐγκαταπαιζόντων». (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1977, τ.1 σελ. 199).
[22] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 20.2. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.4: «Exorcismis et incantationibus utuntur. Amatoria quoque et agogima, et qui dicuntur paredri et oniropompi, et quaecunque sunt alia perierga apud eos studiose exercentur. Imaginem quoque Simonis habent factam ad figuram Jovis, et Helene in figuram Minervae, et has adorant». (PG 7.673A).
[23] Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου ΙΙ 8.9.
[24] «Viri Romani, dues nascitur? crucificitur? qui dominum habet, non est dues. Haec autem eo dicente multi dicebant˙ Bene dicis, Simon».
[25] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 13.6: «Πάσης μέν οὖν ἀρχηγόν αἰρέσεως πρῶτον γενέσθαι τόν Σίμωνα παρειλήφαμεν˙ ἐξ οὗ καί εἰς δεῦρο οἱ τήν κατ’ αὐτόν μετιόντες αἵρεσιν τήν σώφρονα καί διά καθαρότητα βίου παρά τοις πάσιν βεβοημένην Χριστιανῶν φιλοσοφίαν ὑποκρινόμενοι, ἧς μέν ἔδοξαν ἀπαλλάτεσθαι περί τά εἴδωλα δεισιδαιμονίας οὐδέν ἧττον αὖθις ἐπιλαμβάνονται» (μετ. Παν Χρήστου, ο. π. σελ. 197-9).
[26] Ωριγένη, Κατά Κέλσου Ι.57: «Χριστιανοί δ’εἰσίν οἰ ταῦτα περί αὐτοῦ λέγοντες…».
[27] Κλήμη Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.106.4 – 107.1: «καθάπερ ὁ Βασιλείδης, κἄν Γλαυκίαν ἐπιγράφηται διδάσκαλον, ως αὐχοῦσιν αὐτοί, τόν Πέτρου ερμηνέα. Ὡσαύτως δέ καί Οὐαλεντίνον Θεοδᾶ διακηκοέναι φέρουσιν˙ γνώριμος δ’ οὗτος ἐγεγόνει Παύλου. Μαρκίων γάρ, κατά τήν αὐτήν αὐτοῖς ἡλικίαν γενόμενος, ὡς πρεσβύτης νεωτέροις συνεγέτετο. Μεθ’ ὅν Σίμων ἐπ’ ὀλίγων κηρύσσοντος τοῦ Πέτρου ὑπήκουσεν» {ed. Otto Stählin, GCS 17 (1909) 75}.
[28] Α’ Κορ. 1.23.
[29] Ωριγένη, Κατά Κέλσου Ι.57 & VI.11: «οὐδαμοῦ γάρ τῆς οἰκουμένης Σιμωνιανοί».
[30] Περί Αρχών IV 3.2, {ed Paul Koetschau, GCS 22 (1913) 326}.
[31] Κατά Κέλσου Ι.57 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 108}.
[32] Επιφανίου, Πανάριον XIII 1.1 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 206}.
[33] Ομιλίες 2.23.4.
[34] Ομιλίες 2.24.1.
[35] Κατά Κέλσου Ι.57 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 108}.
[36] Ωριγένη, Εις Ιωάννην XIII.27 {ed. Erwin Preuschen, GCS 10 (1903) 251}.
[37] Μ. Φωτίου, Μυριόβιβλος 230.
[38] ο. π. «Οὕτω το δυσσεβές περί ἀναστάσεως διά τῶν ἱερολογιῶν Δοσιθέου κήρυγμα καταβαλών, καί ὅτι φθαρτός ο κόσμος (ἐκεῖνος γάρ φθαρτήν την ψυχήν, ἄφθαρτον δέ τοῦτον ἐτερατολόγει), καί ὅτι τῶν ἀγγέλων ἡ φύσις παρά Θεοῦ ὑπέστη (τῶν γάρ μή ὀντων καί τούτων τήν φύσιν ἐκεῖνος ὁ ληρώδης ἐνόμιζε), ναι δή καί ὅτι τό δαιμόνων γέγονέ τε καί διαμένει φῦλον (οἱ γάρ Δοσθηνοί τά μέν εἴδωλα δαίμονες ἔλεγον, ἄλλο δέ τι δαιμόνιον φῦλον ούκ εγίνωσκον), είς πολλήν αὐτόν έλάσαι φρενοβλάβειαν διήλεγξεν».
[39] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 138.
[40] Επιφάνιος, Πανάριον XIII 1.4: «ἐν σπηλαίῳ δέ που ἀναχωρῶν δι’ ὑπερβολήν εθελοσοφίας, ματαίως καί υποκριτικῶς ἐν νηστείᾳ καρτερῶν ὡς λόγος ἔχει οὕτως ἀπέθανεν ἐν ἐνδείᾳ ἄρτου καί ὕδατος, ἐκουσίᾳ δήθεν τῇ γνώμῃ. μετά ημέρας δέ τινας ἐλθόντας ἐπί τήν τούτου ἐπίσκεψιν εὑρηκέναι τό σῶμα ὀδωδός ἐξέρψαν τε σκώληκας καί νέφος μυιῶν ἐπ’ αὐτῷ ἐσμηκέναι». {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 206}.
[41] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 26.1: «Σίμωνα τόν μάγον Μένανδρος διαδεξάμενος, ὅπλον δεύτερον οὐ χεῖρον τοῦ προτέρου τῆς διαβολικῆς ἐνεργείας ἀποδείκνυται τόν τρόπον».
[42] Ιουστίνου, Απολογία Α’ 26.4.
[43] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 28.1 {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[44] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.5: «Mundum autem factum ab Angelis».
[45] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 26.1-2: «Ἦν καί οὗτος Σαμαρεύς, εἰς ἄκρον δέ γοητείας οῦκ ἔλαττον τοῦ διδασκάλου προελθών, μείζοσιν ἐπιδαψιλεύεται τερατολογίαις, ἐαυτόν μεν ὡς ἄρα εἴη, λέγων, ὁ Σωτήρ ἐπί τῃ τῶν άνθρώπων ἄνωθέν ποθεν ἐξ ἀοράτων αἰώνων ἀπεσταλμένος σωτηρίᾳ, διδάσκων δέ μή ἄλλως δύνασθαί τινα καί αὐτῶν τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων περιγενήσεσθαι, μή πρότερον διά τῆς προς αύτοῦ παραδιδομένης μαγικῆς ἐμπειρίας ἀχθέντα καί διά τοῦ μεταδιδομένου προς αὐτοῦ βαπτίσματος, οὗ τους καταξιουμένους ἀθανασίαν ἀίδιον ἐν αὐτῳ τούτου μεθέξειν τῷ βίῳ, μηκέτι θνήσκοντας, αύτοῦ δέ παραμένοντας εἰς τό ἀεί ἀγήρως τινάς καί ἀθανάτους εσομένους».
Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.5: «Ressurectionem enim per id, quod est in eum baptisma, accipere ejus discipulos, et ultra non posse mori, sed persevere non senescentes et immortales» (PG 7.673B).
[46] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.1: «Ούτω από τον Μένανδρον, τον οποίον ήδη προηγουμένως αναφέραμεν ως διάδοχον του Σίμωνος, προήλθεν εν είδος αμφιστόμου και δικεφάλου οφιώδους δυνάμεως, η οποία παρήγαγεν αρχηγούς δύο διαφορετικών αιρέσεων, τον Σατορνίνον Αντιοχέα την καταγωγήν και τον Βασιλείδην Αλεξανδρέα, οι οποίοι ίδρυσαν διδασκαλεία των θεομισών αιρέσεων, ο μεν εις την Συρίαν, ο δε άλλος εις την Αίγυπτον» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 2 σελ. 19).
[47] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.1: «Λέγει δέ ἕνα πατέρα ἄγνωστον τοῖς πᾶσιν ὑπάρχειν, [τοῦ]τον ποιήσαντα ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, δυνάμεις, ἐξουσίας» {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[48] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.2-4: «ἀπό δέ ἑπτά τινων ἀγγέλων τόν κόσμον γεγενῆσθαι καί πάντα τά ἐν αὐτῷ, καί τόν ἄνθρωπον δέ ἀγγέλων εἶναι ποίημα, ἄνωθεν ἀπό τῆς αὐθεντίας φωτεινῆς εῖκόνος ἐπιφανείσης, ἤν κατασχεῖν μή δυνηθέντες διά τό παραχρῆμα, φησίν, ἀναδραμεῖν ἄνω[θεν], ἐκέλευσαν ἑαυτοῖς λέγοντες˙ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν˙ οὗ γενομένου, φησίν, καί <μἠ> δυναμένου ἀνορθούσθαι τοῦ πλάσματος διά τό ἀδρνές τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ὡς σώληκος σκαρίζοντος, οἰκτείρασα αὐτόν ἡ ἄνω δύναμις διά τό ἐν ὁμοιώματι αὐτῆς γεγονέναι, ἔπεμψε σπινθήρα ζωής, ὅς διήγειρε τόν άνθρωπον καί ζῆν ἐποίησε». {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208-9}.
[49] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.5-7, {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[50] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 28.7: «τό δέ γαμεῖν καί γεννᾶν ἀπό τοῦ σατανᾶ φησιν εἶναι˙ οἰ πλείους τε τῶν απ’ εκείνου καί ἐμψύχων ἀπέχονται, διά τῆς προσποιήτου ταύτης ἐγκρατείας <πλανῶντες πολλούς>. τάς δέ προφητείας ἅς μέν ἀπό τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων λελαλῆσθαι, ἅς δέ ἀπό τοῦ σατανᾶ, ὅν καί αὐτόν ἄγγελον ἀντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ὑπέθετο, μάλιστα δέ τῷ τῶν Ἰοδαίων θεῷ».
[51] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 2.5: «Τάς δέ προφητείας φάσκει ὁ αὐτός πάλιν γόης τάς μέν ὐπό τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων πεπροφητεῦσθαι, τάς δέ ὑπό τοῦ Σατανᾶ. καί αὐτόν γάρ τόν Σατανᾶν ἄγγελον φάσκει, αντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ἀγγέλοις, μάλιστα τῷ Θεῷ τῶν Ιουδαίων» {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 251}.
[52] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 3-4 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 252-3}.
[53] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 5 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 253}: «Διότι ο Θεός Πατήρ έπλασε τον άνθρωπο και όλα σύμφωνα με την δική του ευδοκία, και σε τίποτα δεν έγιναν σύμβουλοι οι άγγελοι. Διότι είπε “ ας πλάσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική μας εικόνα” και όχι μόνο κατ’ εικόνα. Συγκάλεσε ως συνδημιουργό στο δικό Του δημιούργημα και τον Λόγο Του τον μονογενή, …, όπως ο Πατέρας προσκαλεί τον Υιό για να δημιουργήσει τον άνθρωπο, δια του οποίου δημιούργησε και τα υπόλοιπα όλα. Και δεν λέμε ότι προσκάλεσε μόνο τον Υιό, αλλά και το Άγιο Πνεύμα. “ Με τον λόγο του Κυρίου οι ουρανοί στέριωσαν και με την πνοή του στόματος αυτού όλη η δύναμή τους” (Ψαλμ. 32.6)».
[54] Ο.π. «Και ότι ο γάμος δεν είναι από τον Σατανά, αλλά από τον Θεό, πρώτον το λέει ο Κύριος “ ὅ ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω” (Ματθ. 19.6) και ύστερα ο άγιος απόστολος “τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος” (Εβρ. 13.4). Σε όσες έμειναν χήρες εξ αιτίας θανάτου παραγγέλνει τα ίδια, λέγοντας μέσω του Τιμοθέου “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙μετά γάρ τό καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι” (Α’ Τιμ. 5.11) καί μετά από λίγα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, θέτοντας ανυπέρβατο νόμο, ο οποίος είναι εκ Θεού και δόθηκε στους ανθρώπους χάριν σεμνότητος».
[55] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 6 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 254-5}: «για τις όσες συκοφαντημένες υπόνοιες λέγει για τις εκ Θεού προφητείες, ότι δηλαδή δεν είναι αυτές εκ Θεού, πολλά υπάρχουν να πει κανείς, όπως λέει και ο ίδιος ο Μονογενής, με τα οποία ευαγγέλισε τον κόσμο κηρύσσοντας τον εαυτό Του, πρώτον ότι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἡμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἡμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη” (Ιωάν. 8.56), και πάλι λέει “εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν” (Ιωάν. 5.46).
[56] Επιφανίου, Πανάριον XXIV 1.
[57] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 148.
[58] Κλήμη Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.106.4.
[59] Ωριγένους, Εις κατά Λουκάν, Ομιλία Α’ {ed. Max Rauer, GCS 35 (1931), 5}.
[60] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 12.81: «Βασιλείδης δἐ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Εξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων αῦταῖς λέξεσι τάδε φησί» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 284}.
[61] Ηγεμόνιου, Πράξεις Αρχελάου 67.4 κ.ε. {ed. Charles Henry Beeson, GCS 16 (1906) 98}.
[62] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορίαι IV 7.6-7.
[63] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 14: «Ἐπειδή οὖν ἐν ταῖς πρό ταύτης τῆς βίβλοις ἕξ ἐκτεθείμεθα τά πρότερα, δοκεῖ νῦν τά Βασιλείδου μή σιωπᾶν <ὄν>τα Ἀριστοτέλους τοῦ Σταγειρίτου δόγματα, οὐ Χριστοῦ». {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 191}.
[64] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 21.1: «Επεί <οὖν> οὐδέν <ἦν>, οὐχ ὕλη, οὐκ οὐσία, οὐκ ἀνούσιον, οὐχ ἁπλοῦν, οὐ σύνθετον, οὐκ ἀνόητον, οὐκ ἀναίσθητον, οὐκ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, οὐ θεός, οὐδέ ὅλως τι τῶν ὀνομαζομένων ἤ δι’ αίσθήσεως λαμβανομένων ἤ νοητῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὕτω καί ἔτι λεπτομερεστέρως πάντων ἁπλῶς περιγεγραμένων, <ὁ> οὐκ ὤν θεός,…».
[65] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 21.4: «οὕτως <ὁ> οὐκ ὤν θεός ἐποίησε κόσμον οὐκ ὄντα ἐξ οὐκ ὄντων, καταβαλόμενος καί ὑποστήσας σπέρμα τι ἕν ἔχον πᾶσαν ἐν ἑαυτῷ τήν τοῦ κόσμου πανσπερμίαν.
[66] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.7-12.
[67] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.12: «ἦν γάρ οὐχ ὁμοούσιον οὐδέν φύσιν εἶχε μετά τῆς υἱότητος˙ ἀλλἀ ὥσπερ ἐστί παρά φύσιν καί ὀλέθριος τοῖς ἰχθύσιν ἀήρ καθαρός καί ξηρός, οὕτω τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῷ ἦν παρά φύσιν ἐκεῖνο τό ἀρρητων ἀρρητότερον καί πάντων ἀνώτερον ὀνομάτων τοῦ οὐκ ὄντος ὁμοῦ θεοῦ χωρίον καί τῆς υιότητος».
[68] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.15-16.
[69] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.1-2.
[70] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.3-4.
[71] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.6-7.
[72] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 24.2-3.
[73] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 24.4-5.
[74] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.4: «οὗτος ἐστι, φησίν, ὁ τῆς ἑβδομάδος ἄρχων ὁ λαλήλας τῷ Μωυςῆ και εἰπών˙ ἐγώ ὁ θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, καί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ οὐκ ἐδήλωσα αὐτοῖς».
[75] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.1-2.
[76] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.6-7.
[77] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.7: «ἡ γάρ ἐν μέσω τοῦ αγίου πνεύματος ἐν τῷ μεθορίῳ τῆς υἱότητος δύναμις ῥέοντα καί φερόμενα τά νοήματα τῆς υἱότητος μεταδίδωσι τῷ υἱῷ τοῦ μεγάλου ἄρχοντος».
[78] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.1-3.
[79] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.4-5.
[80] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.6: «καί τόν μέγα ἄρχοντα αὐτῶν εἶναι τόν Ἁβρασαξ διά τό περιέχειν τό ὄνομα αὐτοῦ ψῆφον τξε, ὡς δή τοῦ ὀνόματος τήν ψήφον περιέχειν πάντα, καί διά τοῦτο τόν ἐνιαυτόν τοσαύταις ἡμέραις συνεστάναι».
[81] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.10.
[82] Ειρηναίου, Έλεγχος XXIV.3: «Basilides autem, ut altius aliquid et verisimilius invenisse videatur, in immensum extendit sentetiam doctrina suae, ostendens Nun primo ab innato natum Patre, ab hoc autem natum Logon, deinde a Logo Phronesn, a Phronesi autem Sophiam et Dynamin, a Dynami autem et Sophia Virtutes, et Principes, et Angelos, quos et primos vocat, et ab iis primum coelum factum. Dehinc ab horum derivatione alios autem factos, aliud coelum simile priori fecisse, et simili modo ex eorum derivatione cum alii facti essent, antitypi eis qui super eos essent aliud tertium deformasse coelum» (PG 7.675B-676A).
[83] Ειρηναίου, Έλεγχος XXIV.4: «Eos autem, qui posterius continent coelum, Angelos, quod etiam a nobis videtur, constituisse ea quae sunt in mundo omnia, et partes sibi fecisse terrae, et earum, quae super eam sunt, gentium. Esse autem principem ipsorum eum, qui Judaeorum putatur esse Deus. Et quoniam hic suis hominibus, id est Judaeis, voluit subjicere reliquas gentes, reliquos ones principles contra stetisse ei et contra egisse» (PG 7.676A-B).
[84] Ο. π.: «Quapropter neque passum eum, sed Simonem quemdam Cyrenaeum angariatum portasse crucem ejus pro eo: et hunc secundum ignorantiam et errorem crucifixum, transfiguratum ab eo, uti putaretur ipse esse Jesus: et ipsum autem Jesum Simonis accepisse formam, et stantem irrisisse eos» (PG 7.677A).
[85] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς II 8: «Ἐνταῦθα οἱ αμφί τόν Βασιλείδην, τοῦτο εξηγούμενοι τὀ ρητόν, “αὐτόν φασιν Ἄρχοντα, επακούσαντα τήν φάσιν τοῦ διακονουμένου Πνεύματος, ἐκπλαγῆναι τῷ τε άκούσματι καί τῷ θεάματι, παρ’ ἐλπίδας εὐηγγελισμένον˙ καί τήν ἔκπληξην αὐτοῦ φόβον κληθῆναι, ἀρχήν γενόμενον σοφίας φυλοκρινητικῆς τε καί διακριτικῆς καί τελεωτικῆς καί ἀποκαταστατικῆς. Οὐ γάρ μόνον τόν κόσμον, ἀλλά καί τήν ἐκλογήν διακρίνας, ὁ ἐπί πᾶσι παραπέμπει”». Εδώ ο Κλήμης αναφέρεται στην ερμηνεία που έδινα οι Βασιλιδειανοί στο χωρίο «Ἀρχή σοφίας, φόβος Θεοῦ» (Παροιμ. 1.7). Η ερμηνεία παραπέμπει στην διδασκαλία που καταγράφεται στον άγιο Ιππόλυτο, ειδικά στο Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.1-3.
Στρωματείς IV 25: «Βασιλείδης δέ ὁ ἀποστατήσας, δικαιοσύνην δέ καί τήν θυγατέρα αὐτῆς τήν εἰρήνην ὐπολαμβάνει ἐν ὀγδοάδι μένειν ἐνδιατεταγμένας», εδώ γίνεται λόγος για την ογδοάδα.
[86] Πανάριον 24.1-4.
[87] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματεῖς IV 81.1-83.1:
«Ο Βασιλείδης στο εικοστό τρίτο βιβλίο των Εξηγητικών του, γι’ αυτούς που βασανίζονται από μαρτύριο λέγει αυτολεξεί τα εξής˙
“Η γνώμη μου δηλαδή είναι η εξής˙ Όσοι υποπίπτουν στις λεγόμενες θλίψεις, ή διαφεύγουν τη σύλληψη έχοντας αμαρτήσει σε άλλες παραβάσεις, οδηγούνται σε αυτό το αγαθό από καλοσύνη εκείνου που τους οδηγεί, αλλά στην πραγματικότητα κατηγορούνται για άλλους λόγους, ώστε να μην τιμωρηθούν ως κατάδικοι για αποδεδειγμένα κακά, ούτε να ακούν τις κατηγορίες, όπως ο μοιχός, ο φονιάς, αλλά επειδή είναι Χριστιανοί, πράγμα που θα τους παρηγορήσει, νομίζοντας ότι ούτε καν υποφέρουν. Κι αν φτάσει κανείς στο πάθος χωρίς να έχει αμαρτήσει καθόλου, σπάνιο βέβαια, όμως ούτε αυτός θα πάθει τίποτα από τις επιβουλές της εξουσίας, αλλά θα πάθει ό,τι θα έπασχε και το νήπιο που είναι φανερό ότι δεν έχει αμαρτήσει”. Έπειτα προχωρώντας λίγο λέγει˙
“Όπως λοιπόν το νήπιο που δεν έχει αμαρτήσει στην πράξη καθόλου, έχει όμως την τάση για αμαρτία, αν υποβληθεί σε τιμωρία ευεργετείται κερδίζοντας πολλά δύσκολα, έτσι κι αν κάποιος τέλειος τύχει να μην έχει διαπράξει καμιά αμαρτία, τιμωρείται όμως και θα τιμωρηθεί, έπαθε όμοια με αυτό που έπαθε το νήπιο. Είχε την τάση για αμαρτία, επειδή όμως δεν βρήκε αφορμή να αμαρτήσει, δεν αμάρτησε. Γιατί, όπως εκείνος που θέλει να μοιχεύσει είναι μοιχός, έστω κι αν δεν προχώρησε στην πράξη της μοιχείας, κι όποιος θέλει να διαπράξει φόνο είναι φονιάς, έστω κι αν δεν μπορεί να σκοτώσει, έτσι κι ο αναμάρτητος που λέγω˙ αν τον δω να τιμωρείται, ενώ δεν έχει πράξει κανένα κακό , εγώ θα τον χαρακτηρίσω κακό, επειδή θέλει ν’ αμαρτήσει. Γιατί προτιμώ να πω τα πάντα, παρά να πω ότι είναι κακή η πρόνοια”. Έπειτα λίγο παρακάτω μιλά και για τον Κύριο απερίφραστα, σαν για κάποιον άνθρωπο, λέγοντας˙
“Αν όμως παραλείψεις όλους αυτούς τους λόγους και φτάσεις στο να με ελέγχεις με όποιο τύχει παράδειγμα ανθρώπων, λέγοντας˙ Ο τάδε λοιπόν αμάρτησε, γιατί όμως έπαθε ο τάδε; αν μου επιτρέπεις θα σου πω˙ δεν αμάρτησε βέβαια, αλλά ήταν όμοιος με το νήπιο που πάσχει. Κι αν ο έλεγχός του γίνει εντονότερος, θα του πω˙ Είναι άνθρωπος αυτός που θα ονομάσεις άνθρωπο, ενώ δίκαιος είναι ο Θεός. Γιατί όπως είπε κάποιος, κανένας δεν είναι καθαρός από ρύπο”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 513-5).
[88] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματεῖς IV 83.2.
[89] Ο. π.
[90] Ψαλμ. 49.21.
[91] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 153.3-154.1: «Όμως ο Βασιλείδης λ΄γει, ότι ούτε όλες συγχωρούνται, αλλά μόνο οι ακούσιες και όσες προέρχοντι από άγνοια˙ σα να παρέχει αυτή τη δωρεά κάποιος άνθρωπος και όχι ο Θεός. Σ’ αυτόν απαντά η Γραφή˙ “Υπέθεσες άνομε άνθρωπε, ότι θα γίνω όμοιός σου”. Αλλά, αν και τιμωρούμαστε για τα εκούσια σφάλματά μας, όχι για να μη γίνουν, αφού έγιναν, αλλά τιμωρούμαστε επειδή έγιναν. Η τιμωρία δεν ωφελεί αυτόν που αμάρτησε στο να μην έχει αμαρτήσει, αλλά για να μην αμαρτήσει στο μέλλον ούτε να πέσει στα ίδια παραπτώματα και κάποιος άλλος. Εδώ λοιπόν, ο αγαθός Θεός παιδεύει για τις εξής τρεις αιτίες˙ πρώτον για να γίνει ο παιδευόμενος καλύτερος από τον εαυτό του. Δεύτερο, με σκοπό όσοι μπορούν να σωθούν με το παράδειγμα να προετοιμάζονται με τη νουθεσία. Και τρίτο για να μην περιφρονείται ο αδικούμενος και γίνεται κατάλληλος για αδικία».
[92] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματείς I 146.1.
[93] Jerome, on Amos I.3: «Basileides, qui omnipotentem Deum portentoso nomine appellat Abraxas, et eudem secundum graecas litteras, et annui cursus numerum dicit in solis circulo contineri, quem ethnici sub eodem numero aliarum litterarum vocant Μείθραν» (PL 25.1018D).
[94] Jerome, De viris illustribus XXI: «Τελευτῶντος Βασιλείδου γνωστικοί ἐν Άλεξάνδρείᾳ έκλήθησαν ἐν τοῖς χρόνοις Ἀνδριανοῦ, ὅτε καί Κοχίβος ὁ τῶν Ιουδαίων ἡγούμενος πολλούς τῶν Χριστιανῶν ποικίλαις τιμωρίαις ἀνήλωσεν».
[95] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματείς ΙΙ 20.113: «Ο ίδιος βέβαια ο γιιος του Βασιλείδη ο Ισίδωρος στο έργο του Περί προσφυούς ψυχής, ενώ συμφωνεί με τη διδασκαλία, σαν να κατηγορεί τον εαυτό του, γράφει κατά λέξη˙ “Αν πείσεις κάποιον, ότι η ψυχή δεν είναι μονομερής, αλλά με την πίεση των προσαρτημάτων γίνονται τα πάθη των χειρότερων, δεν θα έχουν μια πρόχειρη πρόφαση όσοι είναι μοχθηροί να λένε˙ Εξαναγκάστηκα, παρασύρθηκα, έπραξα ακούσια, ενήργησα χωρίς να θέλω. Ενώ αυτός ο ίδιος ήταν που ηγήθηκε στην επιθυμία των κακών και δεν πολέμησε την βία των προσαρτημάτων. Πρέπει όμως να γίνουμε ισχυρότεροι στο λογιστικό και να εμφανιστούμε κύριοι της κατώτερης μέσα μας δημιουργίας”. Γιατί κι αυτός υποθέτει δυο ψυχές μέσα μας, όπως οι Πυθαγόρειοι, για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα».
[96] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 1.1: «Λέγει λοιπόν κατά λέξη ο Ισίδωρος στα Ηθικά του˙ Ν’ αντιστέκεσαι στη μαχητική γυναίκα, για να μην αποσπασθείς από τη χάρη του θεού και σαν σπέρμα, αποβάλλοντας τη φωτιά, να προσεύχεσαι με αγαθή συνείδηση. Κι όταν η ευχαριστία σου, λέγει, ολισθήσει σε αίτηση και σταματήσεις, επειδή δεν κατόρθωσες το υπόλοιπο, σύναψε γάμο για να μν αμαρτήσεις. Αλλά είναι κάποιος νέος ή φτωχός ή κατώτερος και δεν θέλει κατά τον λόγο να νυμφευθεί˙ αυτός ας μη χωρίζει από έναν αδελφό. Ας λέγει˙ Εισήλθα εγώ στα άγια˙ δεν μπορώ να πάθω τίποτα. Εάν πάλι έχει υπόνοια, ας πει˙ Αδελφέ μου, βάλε το χέρι σου επάνω μου να μην αμαρτήσω, και θα λάβει βοήθεια και ψυχική και σωματική. Να επιθυμήσει μόνο να ολοκληρώσει το καλό και θα το πετίχει. Μερικές φορές με το στόμα βέβαια λέμε, Δε θέλομε ν’ αμαρτήσομαι, ο νους μας όμως κλίνει στην αμαρτία. Ο άνθρωπος αυτός από φόβο δεν κάμει αυτό που θέλει, για να μην του καταλογισθεί τιμωρία. Γενικά ο άνθρωπος έχει κάποια αναγκαία και κάποια μόνο φυσικά˙ έχει την ένδυση αναγκαία και φυσική˙ φυσική είναι η αφροδίσια ανάγκη όχι όμως απαραίτητη. Παρέθεσα τους λόγους αυτούς για έλεγχο των Βασιλειδιανών που δεν ζούνε ορθά, νομίζοντας ότι ή έχουν εξουσία να αμαρτάνουν χάρη στην τελειότητά τους, ή θα σωθούν οπωσδήποτε σύμφωνα με την φύση ακόμα κι αν τώρα αμαρτήσουν εξαιτίας της έμφυτης εκλογής, επειδή οι προπάτορες των δογμάτων ούτε αυτό δεν τους συγχωρούν να πράττουν» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 345-7).
[97] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς VI 6.53: «Και ο Ισίδωρος, ο γιος και μαθητής μαζί του Βασιλείδη, στο πρώτο βιβλίο των Εξηγητικών προφήτου Παρχώρ γράφει κι αυτός κατά λέξη˙ “Λένε οι Αθηναίοι ότι είχαν φανερωθεί μερικά στον Σωκράτη από τον δαίμονα που τον ακολουθούσε. Και ο Αριστοτέλης λέει, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τους δαίμονές τους, που τους συνοδεύουν από την ώρα που μπαίνουν στο σώμα τους. Αυτό είναι ένα μάθημα που το πήρε από τους προφήτες και το κατέθεσε στα βιβλία του˙ δεν ομολόγησε βέβαια από πού αφαίρεσε αυτόν τον λόγο”. Και πάλι στο δεύτερο βιβλίο της ίδιας συγγραφής γράφει τα εξής˙ “Κι ας μη νομίζει κανείς, ότι αυτό έχει προειπωθεί από μερικούς φιλοσόφους˙ δν είναι δικό τους εύρημα. Το σφετερίσθηκαν από τους προφήτες και το πρόσθεσαν σε ό,τι σοφό ειπαν”. Και πάλι στο ίδιο βιβλίο˙ “Γιατί μου φαίνεται, όσοι υποκρίνονται πως φιλοσοφούν, για να μάθουν τι είναι η φτερωτή δρυς και το πολυποίκιλο φόρεμά της, όλα αυτά είναι αλληγορίες της θεολογίας Φεερεκύδη, που τις έλαβε από την προφητεία του Χαμ”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 4 σελ. 217-9).