Η κατανόηση και καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος ή φαινομένου εξαρτάται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από την μελέτη και την ερμηνεία των πηγών. Αυτό ισχύει και για την μελέτη του γνωστικισμού. Μέχρι τα μέσα του ΙΘ’ αιώνα περίπου, οι μόνες διαθέσιμες πηγές ήταν τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, όσων έζησαν την ίδια εποχή, κατά την οποία το φαινόμενο του γνωστικισμού γεννήθηκε και εξελίχθηκε. Με τις ανακαλύψεις των κειμένων των ίδιων των γνωστικών, δόθηκε η ευκαιρία για μια πιο άμεση ματιά και απ’ ευθείας μελέτη της διδασκαλίας τους.
Μέσα από την μελέτη αυτών των κειμένων αποδείχθηκε η ακρίβεια των όσων κατέγραψαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η πολεμική, την οποία άσκησαν στα έργα τους, δεν στάθηκε ικανή να διαστρεβλώσει την οπτική τους. Η απαραίτητα σκληρή στάση τους δεν οδήγησε σε συκοφαντίες και ψεύδη, αλλά σε ορθή ενημέρωση, ακριβή καταγραφή και πλήρη αντιμετώπιση των γνωστικών ομάδων, τις οποίες θεωρούσαν αιρέσεις στους κόλπους της εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό σεβάστηκαν τον αναγνώστη τους, τον πιστό της εκκλησίας, και ήταν αναγκαίο να γίνει με αυτό τον τρόπο, εφόσον η πρόθεσή τους ήταν να τον προστατέψουν, ώστε να μην πέσει θύμα αυτών που επιχειρούσαν με συγκεκαλυμμένο τρόπο να τον παραπλανήσουν. Σκοπός τους δηλαδή ήταν ν’ αποκαλύψουν στους Χριστιανούς την πραγματική φύση της γνωστικής διδασκαλίας και το πραγματικό ποιόν των γνωστικών.
Οι πληροφορίες αυτές που διασώθηκαν στα έργα τους είναι ανεκτίμητης αξίας για τους σύγχρονους ερευνητές, περισσότερο και από τα ίδια τα κείμενα. Χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η ορθή κατανόηση των κειμένων. Οι γνωστικοί θέλοντας να καλύψουν την διαφοροποίησή τους από την διδασκαλία της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν την μορφή που είχαν οι εκκλησιαστικές γραφές. Απέδιδαν, μάλιστα, ψευδώς τα έργα τους σε αναγνωρισμένα πρόσωπα της Εκκλησίας. Δεν εμφάνιζαν τους πραγματικούς συγγραφείς των έργων τους, ούτε οριοθετούσαν την διδασκαλία τους. Δεν αυτοπροσδιορίζονταν. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν υπάρχουν έργα που να απαντάνε στις κατηγορίες εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας. Όλη η γνωστική γραμματεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλαστογραφία.
Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα αντιαιρετικά έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δεν θα μπορούσε να γίνει αναγνώριση ταυτότητας των γνωστικών κειμένων, δεν θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν αυτά στις σέκτες που τα δημιούργησαν, δεν θα μπορούσε να γίνει σωστή κατανόηση του φαινομένου. Από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθούν ως έργα της πρώιμης εκκλησιαστικής γραμματείας, να εκληφθούν ως προϊόντα μιας πνευματικής ζύμωσης, που δεν έγινε, εντός της Εκκλησίας, αλλά στο περιθώριό της. Η ίδια η ευαγγελική αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η επικρατέστερη μεταξύ πολλών, και όχι ως η μία αποστολική παράδοση. Συνεπώς, τα αντιαιρετικά έργα της Εκκλησίας είναι πολλαπλώς χρήσιμα.
Για την μελέτη των πηγών της γνωστικής διδασκαλίας, λοιπόν, θα ακολουθήσουμε την παραδοσιακή κατηγοριοποίηση.
2.1 Εκκλησιαστική γραμματεία
Παραπάνω μιλήσαμε σε γενικές γραμμές για την ακρίβεια και την χρησιμότητα της μελέτης των έργων αυτών στην έρευνα του γνωστικισμού. Οι λόγοι που ανάγκασαν τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ν’ αντιμετωπίσουν με ένταση την εξάπλωση της γνωστικής διδασκαλίας αναφέρθηκαν επίσης. Ήδη από την αποστολική εποχή οι κήρυκες του Ευαγγελίου χρειάστηκε να στιγματίσουν τις προσπάθειες παραπλάνησης των γνωστικών. Οι πρώτες πληροφορίες λοιπόν, γι’ αυτούς βρίσκονται στα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Στην συνέχεια ασχολήθηκαν με το θέμα Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν το επισκοπικό αξίωμα (π.χ. άγιος Ειρηναίος της Λυών, άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος). Πολλοί εξ αυτών κατείχαν και την θύραθεν παιδεία (όπως ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης), ως τμήμα της ευρείας μόρφωσής τους. Στους περισσότερους, τα αντιαιρετικά κείμενα είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου συγγραφικού έργου.
Στην προσπάθεια αποκάλυψης και ενημέρωσης μέσω των κειμένων τους, ακολουθούν μια απλή μέθοδο. Αρχικά παραθέτουν γενικές γνώσεις για την εξέλιξη της ειδωλολατρικής σκέψης. Στην συνέχεια εκθέτουν όσες πληροφορίες μπόρεσαν να συλλέξουν για τους ίδιους τους αιρεσιάρχες, την διδασκαλία και τις πρακτικές τους. Τέλος παραθέτουν την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας. Μέσα από τις απαραίτητες συγκρίσεις έβγαινε το συμπέρασμα για τον πραγματικό χαρακτήρα των γνωστικών.
Η κατάταξη της ύλης τους γίνεται σε κάποια έργα με συστηματικά τρόπο, ενώ σε άλλα περιστασιακά. Μερικά από τα συστηματικά έργα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγκυκλοπαίδειες του γνωστικισμού. Περιστασιακά γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπιστούν κάποιες συγκεκριμένες αιρέσεις. Και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες και μάλιστα εξειδικευμένες.
Στα έργα αυτά, όμως δεν καταγράφεται μόνο η αιρετική διδασκαλία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, γίνεται έκθεση και της ορθής εκκλησιαστικής διδαχής, οπότε έχουμε καταγραφή και της αποστολικής παράδοσης, όχι στην πλήρη της μορφή, αλλά του απαραίτητου τμήματος προς αντιμετώπιση της αντίστοιχης αιρετικής. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό καθώς έχουμε έκθεση του ορθόδοξου δόγματος σε εποχή προ των Οικουμενικών Συνόδων, από ανθρώπους που έζησαν πολύ κοντά στην αποστολική εποχή. Δεν έχουμε ανάπτυξη του δόγματος μέσω της αντιπαράθεσης αυτής, όπως θέλουν να νομίζουν οι υπέρμαχοι της εξέλιξης αυτού. Έχουμε καταγραφή της αποστολικής διδασκαλίας προς εξακρίβωση της διαφοράς της αιρετικής διδασκαλίας. Φυσικό είναι η καταγραφή αυτή να μην χρησιμοποιεί την ορολογία που υιοθετήθηκε αργότερα από τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά η διαφορά στην φράση δεν δείχνει σε καμιά περίπτωση εξέλιξη στην διδασκαλία της Εκκλησίας.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους γνωστικούς και τα έργα τους περιληπτικά.
2.1.1. Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς
Ο άγιος Ιουστίνος ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου. Εξαιτίας του ονόματος αυτού και του πατέρα του, θεωρήθηκε αρχικά Ρωμαίος. Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας, όπως φαίνεται από το όνομα του παππού του. Την εποχή εκείνη όσοι λάμβαναν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη έπαιρναν αναγκαστικά κι ένα ρωμαϊκό όνομα.
Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα που δεν απείχε πολύ από την αποστολική εποχή. Η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περίπου το 110 μ. Χ. Αυτό προκύπτει από τον Διάλογο προς Τρύφωνα, γραμμένο το 135 μ. Χ. όπου αναφέρει ότι έχει τελειώσει τις φιλοσοφικές του σπουδές.
Τόπος γέννησής του είναι η Φλαβία Νεάπολη. Αυτή κτίσθηκε το 70 μ. Χ. στα ερείπια της αρχαίας Συχέμ. Αρχικά ήταν εθνικός[1]. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες τον οδήγησαν στην μελέτη της φιλοσοφίας. Καταστάλαξε στον πλατωνισμό. Τις σπουδές του ολοκλήρωσε ή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ή στην Αθήνα. Η δεύτερη είναι και η πιθανότερη περίπτωση, όπως προκύπτει από την περιγραφή του σκηνικού στον Διάλογο προς Τρύφωνα. Εκεί έγινε και η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, λίγο πριν το 135 μ. Χ.
Το 136 μ. Χ. μετακόμισε στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή, όπου αντί άλλου φιλοσοφικού συστήματος δίδασκε τον Χριστιανισμό. Η σχολή του ήταν συνάμα και ναός. Αυτή ήταν και η πρώτη ορθόδοξη σχολή ανωτέρας στάθμης. Μαθητές του υπήρξαν ο Τατιανός και ο άγιος Ειρηναίος. Περί το 160 μ. Χ. αναζωπυρώθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών. Την εποχή εκείνη ανέλαβε την διοίκηση της αυτοκρατορίας ο Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος θέλοντας να εμφανίσει εαυτόν ως φιλόσοφο, τήρησε σκληρή στάση έναντι του Χριστιανισμού[2].
Ο άγιος Ιουστίνος αναγκάστηκε να φύγει από την Ρώμη, μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου, μάλλον την ίδια χρονιά. Αιτία ήταν η επιβουλή του κυνικού φιλοσόφου Κρήσκεντος κατά του αγίου, ο οποίος έβλεπε ανταγωνιστικά την αύξηση των μαθητών του Ιουστίνου και την πτώχευση των άλλων φιλοσοφικών σχολών. Ο άγιος επέστρεψε βραδύτερον[3] και συνελήφθη επί επάρχου Ρώμης Ρουστικού (162-167), στωικού και παιδαγωγού του Μ. Αυρήλιου. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ. Χ.
Το έργο που περιέχει πληροφορίες για τους γνωστικούς είναι η Α’ Απολογία[4]. Δεν πρόκειται για αντιαιρετικό σύγγραμμα αλλά για απολογητικό. Ο άγ. Ιουστίνος το απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (Πίο, 138-161), τους γιους του, την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον δήμο. Μέσα από αυτό απολογείται για την υπόθεση των Χριστιανών, επί τη ευκαιρία της αναζωπύρωσης των διωγμών. Εκθέτει την χριστιανική άποψη με νηφαλιότητα και ευγένεια χωρίς ιδιαίτερα ρητορικά σχήματα. Είναι ένα έργο γραμμένο για να το διαβάσουν λόγιοι. Δικαίως έχει ειπωθεί ότι ο Ιουστίνος με το έργο του έδωσε τα όπλα στον Χριστιανισμό, για να επεκταθεί στους κύκλους των μορφωμένων[5].
Σχετικά με τους γνωστικούς, παρέχει πληροφορίες για τους πρώτους εξ αυτών. Αναφέρεται στον Σίμωνα Μάγο, τον Μένανδρο και τον Μαρκίωνα. Σύντομη αναφορά στους γνωστικούς βρίσκουμε και στον Διάλογο προς Τρύφωνα[6]. Εκεί αναφέρεται στις ομάδες αυτών.
2.1.2. Άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών)
Η γέννηση του αγίου Ειρηναίου τοποθετείται υποθετικά το 140 μ. Χ. Ο ίδιος αναφέρει, ότι κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφονταν τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, οπότε συμπεραίνεται ότι η καταγωγή του ήταν από αυτή την πόλη[7]. Υπήρξε, λοιπόν, μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και διατήρησε το κείμενο του μαρτυρίου του. Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει[8] ότι ήταν και μαθητής του Παπία. Από τα συγγράμματά του φαίνεται κάτοχος της εγκύκλιας και ανωτέρας κοσμικής μόρφωσης. Ο Τερτυλλιανός τον χαρακτηρίζει «ακριβέστατο μελετητή πάσης παιδείας»[9]. Κάνει χρήση των έργων του Ιουστίνου, οπότε δεν αποκλείεται να τον άκουσε να διδάσκει στην Ρώμη.
Ο άγιος Ειρηναίος εμφανίζεται στην Λυών το 177 μ. Χ. Ο Γρηγόριος Τουρώνης αναφέρει ότι εστάλη εκεί από τον άγιο Πολύκαρπο[10]. Την εποχή εκείνη στην Λυών υπήρχε ακμάζων ελληνόφωνο στοιχείο και ισχυροί δεσμοί της πόλης με την Μικρά Ασία.. Γι’ αυτό εκτός του ορθόδοξου χριστιανισμού, ίσως να είχε διαδοθεί στην πόλη και ο μοντανισμός[11]. Παράλληλα βρίσκονταν σε πλήρη έξαρση ο διωγμός του Μ. Αυρηλίου. Για τα όσα συνέβησαν στους Χριστιανούς της Λυών επί του διωγμού αυτού, πληροφορούμαστε από την επιστολή-μαρτυρολόγιο των Εκκλησιών Λυώνος και Βιέννης[12]. Ο άγνωστος συντάκτης της επιστολής ενδέχεται να ήταν ο άγιος Ειρηναίος[13].
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Ποθεινού, ανέβηκε στον θρόνο της Λυών ο άγιος Ειρηναίος. Έντονη υπήρξε η ιεραποστολική δράση του και παράλληλα το αντιαιρετικό του έργο. Αυτός αντιλήφθηκε ότι για την καταπολέμηση τους δεν αρκούσε μόνο η αναίρεση των κακοδοξιών τους, αλλά απαιτούνταν και αναδιοργάνωση της εκκλησίας, όπως και καθορισμός της διδασκαλίας της. Ο Γρηγόριος Τουρώνης[14] μας πληροφορεί ότι ο άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε στον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202 μ. Χ.
Το κύριο αντιαιρετικό του σύγγραμμα είναι το «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως»[15]. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, εκτός εκτεταμένων αποσπασμάτων κυρίως από το πρώτο βιβλίο. Σώζεται σχεδόν πλήρης λατινική μετάφραση. Εγράφη κατά την περίοδο της επισκοπείας του Ελευθέρου Ρώμης, δηλαδή μεταξύ των ετών 185-190 (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία).
Το σύγγραμμα αυτό διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του γνωστικισμού. Κατοχύρωσε την πολεμική στην συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα από την εποχή αυτή ν’ αρχίσει η φθίνουσα πορεία της αιρετικής διδασκαλίας και να σταματήσει η εξάπλωση των αιρετικών σεκτών. Το μνημονεύει ο Ιππόλυτος[16], ο Τερτυλλιανός[17], ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί μεταγενέστεροι αιρεσιολόγοι.
Εκτός του Ελέγχου έγραψε κι άλλα έργα με αντιαιρετικό χαρακτήρα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Δεν χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ, διότι, ως απολεσθέντα, δεν αποτελούν πηγές.
2.1.3 Άγιος Ιππόλυτος επίσκοπος Ρώμης
Δύο πολύ σημαντικές ανακαλύψεις βοήθησαν στο να διαμορφωθεί η εικόνα για την ζωή και το έργο του αγίου Ιππολύτου, πέραν των λίγων στοιχείων που διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η πρώτη είναι η ανακάλυψη ενός ανδριάντα στην Via Triburtina το 1551. Ο ανδριάντας παριστάνει αυτόν με φιλοσοφικό τρίβωνα καθισμένο σε θρόνο. Στην μια πλευρά του θρόνου αναγράφεται κατάλογος έργων του αγίου. Αντίθετη άποψη από την επικρατέστερη εξέφρασε ο P. Nautin[18], ο οποίος υποστήριξε ότι ο ανδριάντας δεν παριστάνει τον Ιππόλυτο.
Στον κατάλογο περιλαμβάνεται και το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, έργο απωλεσθέν μέχρι το 1842. Την χρονιά εκείνη ο Μηνάς Μηνωίδης ανεύρε σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αι. στο Άγιο Όρος τα βιβλία δ’- ι’. Μετέφερε το χειρόγραφο στο Παρίσι και εκδόθηκαν με τον τίτλο Φιλοσοφούμενα, ως έργο του Ωριγένη[19]. Μόλις το 1859 αποδόθηκε η πατρότητα του έργου στον άγιο Ιππόλυτο από τους εκδότες του κειμένου L. Dunker & F. G. Schneidewin (Göttingen).
Κατά τον Μέγα Φώτιο οι αιρέσεις που εξετάζονται στο πόνημα του Ιππολύτου «ελέγχθηκαν κατά τις ομιλίες του Ειρηναίου, και κάνοντας σύνοψη αυτών, συνέγραψε, λέγει ο Ιππόλυτος, αυτό το βιβλίο[20]». Από αυτήν την πληροφορία, αν είναι ακριβής, φαίνεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε ακροατής του αγ. Ειρηναίου. Ίσως, λοιπόν, η Λυών να ήταν ο τόπος γέννησής του. Αυτή τοποθετείται το 170 μ.Χ. Από τους αρχαίους ιστορικούς, άλλοι λένε ότι ήταν επίσκοπος Ρώμης (Λεόντιος Βυζάντιος[21], Αναστάσιος Σιναΐτης[22]), ενώ άλλοι επίσκοπος Πόρτου Ρώμης (Αναστάσιος Αποκρισάριος[23], Ιωάννης Ζωναράς[24], Νικηφόρος Κάλλιστος[25]). Έχει αποδειχθεί ότι τελικά έζησε και έδρασε στη Ρώμη, ως πρεσβύτερος επί Ζεφυρίνου (198-217), και μετέπειτα ως επίσκοπος.
Με την άνοδο του Μαξιμίνου Θρακός εξορίστηκε στην Σαρδηνία, το 235 μ.Χ. Το επόμενο χρόνο πέθανε και το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ρώμη, όπου και ετάφη στο σημείο που βρέθηκε ο ανδριάντας.
Έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα, σύμφωνα με τον κατάλογο που αναγράφεται στον ανδριάντα, και που συμπληρώνεται από τα έργα που αναφέρουν οι Ευσέβιος Καισαρείας, Ιερώνυμος, Αναστάσιος Σιναΐτης, Γεώργιος Σύγκελος, Μέγας Φώτιος κ.α. Μέχρι τον ΙΘ’ αι. όλα τα έργα του θεωρούνταν χαμένα, αλλά συνεχείς ανακαλύψεις έφεραν στο φως τα σπουδαιότερα εξ αυτών, άλλα στο πρωτότυπο και άλλα σε μεταφράσεις.
Το σπουδαιότερο σύγγραμμά του είναι το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος[26]. Αναφέραμε παραπάνω το ιστορικό της εύρεσης και έκδοσης του κειμένου, εδώ να σημειώσουμε ότι εξακολουθούν να λείπουν τα βιβλία 2-3. Σκοπός του έργου ήταν ν’ αποδείξει ότι οι αιρετικοί ήταν στην ουσία άθεοι, εφόσον αντλούσαν τις δοξασίες τους από τα φιλοσοφικά δόγματα και μυστηριακά θρησκεύματα[27].
Η διαίρεση της ύλης κατά βιβλίο είναι η εξής: (α) Βιβλία 1-4, Φιλοσοφικά και παραφιλοσοφικά δόγματα (Φιλοσοφούμενα): (1) Συστήματα φιλοσόφων φυσικών, ηθικών, διαλεκτικών, Επικούρειων, Αγνωστικών, Βραχμάνων, Δρυϊδών, Ησιόδου. Πρόκειται περί είδους ιστορίας της σκέψεως των Ελλήνων και των Ινδών, (2) Απολεσθέν (πιθανώς περί μυστηριακών θρησκευμάτων), (3) Απολεσθέν (πιθανώς περί μαγείας), (4) Περί αστρολογίας, (β) Βιβλία 5-9, Τα αιρετικά συστήματα και η από της φιλοσοφίας προέλευσής τους: (5) Οφιανοί, Περάτες, Σηθιανοί, Ιουστίνος Γνωστικός, (6) Σίμων, Βαλεντίνος, Ηρακλέων, Πτολεμαίος, Σεκούνδος, μάρκος, (7) Βασιλείδης, Ισίδωρος, Σατορνίλος, Μαρκίων, Πρέπων, Καρποκράτης, Κήρινθος, Εβιωναίοι, Θεόδοτος Σκυτεύς, Θεόδοτος τραπεζίτης, Νικόλαος, Κέρδων, Απελλής, (8) Δοκήτες, Μονόϊμος, Τατιανός, Ερμογένης, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Μοντανιστές, Εγκρατίτες, (9) Νόητος, Κάλλιστος, Ελκεσαίτες. Ιουδαϊκές αιρέσεις: Εσσηνοί, Ζηλωτές, Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι, (γ) Βιβλίο 10, Επίλογος: 1-8 Επιτομή της εκθέσεως περί φιλοσοφημάτων, 9-29 Επιτομή της εκθέσεως περί χριστιανικών αιρέσεων, 30-31 Ιουδαϊκή χρονολογία, 32-34 Απόδειξη της αλήθεια, σύντομη έκθεση της χριστιανικής αλήθειας (πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία). Κανένα άλλο από τα αντιαιρετικά συγγράμματά του δεν είναι πλέον διαθέσιμο.
2.1.4 Άγιος Επιφάνειος επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου
Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη, κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, το 315 μ.Χ., από γονείς Χριστιανούς. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στις σπουδές του και έλαβε πλούσια ιστορική και χριστιανική παιδεία. Γνώριζε πέντε γλώσσες, την ελληνική, την εβραϊκή, τη συριακή, την κοπτική και την λατινική[28]. Γνώρισε τον μοναχικό βίο από τον ασκητή Ιλαρίωνα στη Γάζα.
Νέος ταξίδευσε στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε διάφορες ομάδες, χριστιανικές και μη. Έτσι απεκόμισε γνώση κι εμπειρία από τον τρόπο σκέψης των γνωστικών. Μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ίδρυσε μοναστήρι στην πατρίδα του, το οποίο διηύθυνε επί τριακονταετία[29].
Στην Αίγυπτο, εκτός του γνωστικισμού γνώρισε και τον Ωριγενισμό. Θεωρείται ότι αυτός ανακίνησε το ζήτημα της καταδίκης του, την τελευταία δεκαετία του Δ’ αι[30]. Η επίδραση του στην στάση του αγίου Ιερωνύμου επί του θέματος, είναι γνωστή. Αντίθετα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων, φιλοωριγενιστή. Στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης εξηγείται η αντικανονική στάση του να σχίσει το παραπέτασμα του ναού στη Βαιθήλ. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, έστειλε την γνωστή επιστολή στον Ιωάννη, η οποία χειροτέρευσε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Πέθανε το 403 μ.Χ. κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη στην Κωνστανία. Ο λαός της πόλεώς επεφύλαξε τιμητική υποδοχή στο λείψανό του. Η μνήμη του τιμάται την 12η Μαΐου.
Τα συγγράμματά του, κυρίως τα αντιαιρετικά είναι ιδιαίτερης σημασίας για την μελέτη του γνωστικισμού, επειδή ταξιδεύοντας γνώρισε προσωπικά πολλές από τις ομάδες, για τις οποίες γράφει. Επίσης πολλές από τις πηγές που χρησιμοποίησε έχουν απολεσθεί[31]. Ο Αγκυρωτός[32] είναι έργο δογματικό με παρεμβολές αιρετικών διδασκαλιών, χάριν αναιρέσεως. Γράφτηκε το 374 μετά από αίτηση της κοινότητας Σουέδρων της Παμφιλίας προς αντιμετώπιση των Πνευματομάχων.
Το σημαντικότερο αντιαιρετικό του έργο είναι το Πανάριον, στο οποίο γίνεται συστηματική έκθεση και αντιμετώπιση των αιρέσεων. Εδώ θα χρειαστεί να εξηγήσουμε κάποια πράγματα για τις εκδόσεις του έργου. Τέσσερις είναι οι πρώτες εκδόσεις του έργου, εκτός της editio princeps (J. Oporinus, Βασιλεία 1544):
α) D.Petavius, Paris 1622, η οποία περιλαμβάνεται στην PG 41-43.
β) F. Oehler, Corpus Haereseologicum 2-3, Berlin 1859-61.
γ) W. Dindorf, Opera 1-5, Leipzig 1859-62.
δ) Karl Holl, GCS 25 (1915), 31 (1922), 37 (1933).
Η διαφορά των δύο πρώτων εκδόσεων από τις δύο επόμενες είναι ότι στις εκδόσεις του W. Dindorf και του Karl Holl[33] ελήφθη υπόψη ο κώδ. Marcianus Graecus 125 (Μ). Έτσι το κείμενο συμπληρώθηκε με αποσπάσματα που δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο κώδικα. Ο Μαρκιανός αυτός κώδικας προέρχεται από την συλλογή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, πρώην Νικαίας. Στην αυλή του συναγελάζονταν όλοι εκείνοι οι αρχαιολάτρες μαθητές του Γεωργίου Πλήθωνος, μαθητή του νέο-γνωστικού (τότε) Ελισαίου, του Εβραίου[34]. Όλοι αυτοί που προσπάθησαν ν’ αναβιώσουν τον παγανισμό τον ΙΕ’ αι. , όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Μιχαήλος Αποστόλης, ο Ερμώνυμος ο Σπαρτιάτης[35] κ.α., αρνούμενοι να μοιραστούν την θλίψη της άτυχης πατρίδας τους, προτίμησαν τις τιμές και τις δόξες της Δύσης και κατέφυγαν στην αυλή του Βησσαρίωνα. Είναι δύσκολο να καθοριστεί, λοιπόν, τι είδους επεμβάσεις μπορεί να έγιναν στο κείμενο του κώδικα. Γι’ αυτό κάποιες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αυτή περί του «Κορείου» της Αλεξάνδρειας[36], πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή κι επιφύλαξη. Υπάρχουν μόνο σε αυτόν τον κώδικα[37].
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 376 και αποπερατώθηκε το 377 μ.Χ. Είναι το εκτενέστερο από όλα τα υπόλοιπα αντιαιρετικά, καθώς αντιμετωπίζει 80 αιρέσεις. Χωρίζεται σε τρία βιβλία και επτά τμήματα. Ακολούθησε η συγγραφή του Ανακεφαλαίωσις των αιρέσεων[38], το οποίο αποτελεί επιτομή του Παναρίου. Πρόκειται για είδος αναλυτικού πίνακα περιεχομένων. Στο τέλος του Παναρίου και πριν από την Ανακεφαλαίωση επισυνάπτεται Αληθής Λόγος περί πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας[39]. Πιθανόν να είναι νόθος. Τα έργα του υπήρξαν πηγές για τον άγιο Αυγουστίνο και τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό.
Αυτά είναι περιληπτικά τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά συγγράμματα, απ’ όσα ασχολήθηκαν με το θέμα. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος των έργων των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στα οποία υπάρχουν πληροφορίες για τον γνωστικισμό:
(1) Ιουστίνος: Α' «Απολογία»,
(2) Ειρηναίος: «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως»,
(3) Ιππόλυτος: «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος»,
(4) Κλήμης Αλεξανδρεύς: «Στρωματείς», «Επιτομαί εκ των Θεοδότου»,
(5) Τερτυλλιανός: «De praescriptione haereticorum», «De anima», «Adversus Valentinianos», «Adversus Marcionem», «Ad Hermogenen»,
(6) Ωριγένης: «Κατά Κέλσου», «Εις Ιωάννην»,
(7) Αδαμάντιος: «Διάλογος περί ορθής πίστεως»,
(8) Μεθόδιος Ολύμπου: «Περί αυτεξουσίου»,
(9) Αλέξανδρος: «Κατά Μανιχαίων», «Λυκοπολίτης»,
(10) Ηγεμόνιος: «Πράξεις Αρχελάου»,
(11) Σεραπίων: «Θμουέως Κατά Μανιχαίων»,
(12) Τίτος Βόστρων: «Κατά Μανιχαίων»,
(13) Επιφάνιος: «Πανάριον»,
(14) Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Κατηχήσεις»,
(15) Εφραίμ Σύρος: «Κατά Βαρδεσάνους», «Κατά Μαρκίωνος», «Κατά Μάνητος»,
(16) Αφραάτ: «Αποδείξεις»,
(17) Αυγουστίνος: «De utilitate credenda», «De duabus animabus», «Contra Fortunatum», «Contra Felicem», «De natura boni», «Contra Secundinum», «Evodii de fide contra Manichaeos», «De moribus Manichaeorum», «De haeresibus ad Quodvultdeum»,
(18) Θεοδώρητος Κύρου: «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή»,
(19) Σεβήρος Αντιοχείας: «Ομιλία 123», «Αναθεματισμοί ελληνικοί», «Αναθεματισμοί λατινικοί»,
(20) Σιμπλίκιος: «Υπόμνημα εις εγχειρίδιον Επικτήτου»,
(21) Ιωάννης Δαμασκηνός: «Κατά αιρέσεων», «Κατά Μανιχαίων»,
(22) Πέτρος Σικελιώτης: «Ιστορία Μανιχαίων», «Λόγος κατά Μανιχαίων»,
(23) Φώτιος: «Κατά Μανιχαίων»
2.2 Γνωστικές πηγές
Μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΘ’ αι. η παλαιότερη έρευνα δεν διέθετε σχεδόν κανένα γνωστικό κείμενο, για να μπορεί να ερευνήσει τη διδασκαλία τους από πρώτο χέρι. Γι’ αναπληρώσουν το κενό, παλαιότεροι ερευνητές παρουσίασαν τα ερμητικά κείμενα ( ή αλλιώς Corpus Hermeticorum) ως γνωστικά[40]. Τα οκτώ κείμενα του Corpus είναι μεν προϊόντα του ελληνο-αιγυπτιακού συγκρητισμού, αλλά έχουν βασικές διαφορές με τα γνωστικά κείμενα, οι οποίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν επειδή φέρουν και ομοιότητες, όχι το σύνολο αλλά κυρίως το πρώτο βιβλίο εξ αυτών ο Ποιμανδρής. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι παρουσιάζονται ως διδασκαλία του Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλ. του αιγυπτιακού Θωθ, προς τον μαθητή του Ασκληπιό. Και οι δύο αυτές φιγούρες απουσιάζουν από την γνωστική μυθολογία. Επίσης είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι είναι γραμμένες πρωτότυπα στα ελληνικά, την στιγμή που το συντριπτικό ποσοστό της γνωστικής γραμματείας έχει γραφεί ή διασωθεί στην κοπτική, και σε μικρότερο ποσοστό στην συριακή ή αρμενική. Είναι πιθανότερο τα ερμητικά κείμενα ν’ ακολούθησαν την σύζευξη μεταξύ ελληνικού και αιγυπτιακού μυστικισμού, που πρώτος εισήγαγε ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος, ενώ σε κάποια σημεία είναι έντονος ο νεοπλατωνικός τους χαρακτήρας. Επίσης, μπορεί ν’ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα ύστερα γνωστικά συστήματα, και γι’ αυτό αντιπροσωπεύονται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Αποκάλυψη Ασκληπιού στον κώδικα VI), αλλά στον ίδιο κώδικα υπάρχει και η Πολιτεία του Πλάτωνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γνωστικό κείμενο.
2.2.1 Παλαιότερες Πηγές
Εκτός των ερμητικών κειμένων, οι παλαιότερες πηγές ήταν δύο κώδικες που ανακαλύφθηκαν το ΙΗ’ αι. ο ένας από τον Άγγλο γιατρό δρ Askew, οπότε ονομάστηκε Codex Askewianus, και έτερος από τον Scot James Bruce, οπότε ονομάστηκε Codex Brucianus. Ο πρώτος βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο και ο δεύτερος στην Βοντλειανή Βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη.
Ο Codex Ascewianus εκδόθηκε για πρώτη φορά μαζί με λατινική μετάφραση από τον M. G. Schwartze (Berlin 1851). Ακολούθησε γαλλική μετάφραση από τον E. Amélinau (Paris 1895) και γερμανική μετάφραση υπό την αιγίδα της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο από τον Karl Schmidt (1905).
Ο Κώδικας διαιρείται σε τρία μέρη, στα οποία περιέχονται τα εξής έργα: 1) Πίστις Σοφία α’ 2) Πίστις Σοφία β’ 3) Τεύχος Σωτήρος α’ & β’. Υπάρχει και τέταρτο ξεχωριστό τεύχος, το οποίο περιλαμβάνει το Διάλογος Ιησού και μαθητών (συμβατικός τίτλος). Τα έργα αυτά γράφτηκαν τον Γ’ αι.. Δεν έχουν ιδιαίτερες φιλολογικές αξιώσεις, ούτε βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο έμπνευσης. Είναι χρήσιμα διότι παρουσιάζουν ένα επίπεδο εξέλιξης της γνωστικής σκέψης.
Ο Κώδικας Brucianus, περιλαμβάνει τρία ημιτελή έργα, γραμμένα την ίδια εποχή. Πρόκειται για τα Μέγα κατά μυστήριον λόγος α’, β’ και Βιβλίον Σηθέως. Πρώτη έκδοση έχουμε από τον E. Amélinau (1891), με γαλλική μετάφραση, ενώ περιλήφθηκαν στην ίδια έκδοση με τον κώδικα Askewianus του Schmidt. Αυτός πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα δύο πρώτα έργα αναφέρονται στο Πίστις Σοφία με το όνομα Βίβλοι Δύο Ιεού. Επικράτησε όμως το όνομα που αναγράφεται στον κώδικα. Σ’ αυτά έχουμε επίσης "αποκαλύψεις" του Ιησού στους μαθητές του, μετά την Ανάσταση.
2.2.2 Ο Κώδικας του Βερολίνου 8502
Με τους δύο πρώτους κώδικες φάνηκε η σπουδαιότητα της Αιγύπτου στην ιστορία του γνωστικισμού. Το 1896 ο Karl Schmidt ανακοίνωσε σε συνεδρίαση της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, την απόκτηση ενός παπύρινου κώδικα, εκ μέρους του Μουσείου του Βερολίνου. Ο κώδικας είχε αγορασθεί στο Κάιρο. Περιείχε τα εξής κείμενα: 1) Ευαγγέλιον Μαρίας 2) Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον, γ) Σοφία Ιησού Χριστού και δ) Πράξεις Πέτρου. Το Πράξεις Πέτρου δεν είναι γνωστικό κείμενο, αλλά απόκρυφο. Φαίνεται όμως, ότι στα αγαπημένα αναγνώσματα των γνωστικών συγκαταλέγονταν οποιοδήποτε ανορθόδοξο κείμενο.
Η έκδοση του κώδικα αυτού είχε μυθιστορηματική πορεία. Η πρώτη έκδοση ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον K. Schmidt, αλλά το χειρόγραφο καταστράφηκε από πλημμύρα στο κελάρι του τυπογραφείου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέβαλε την προσπάθεια μέχρι το 1938, οπότε επιχειρήθηκε εκ νέου η ετοιμασία της έκδοσης. Αυτήν την φορά η αναβολή οφείλονταν στον θάνατο του K. Schmidt. Την συνέχιση της προσπάθειας ανέλαβε το 1941 ο Walter Till, και την έφερε εις πέρας το 1943. Δεν μπόρεσε, όμως, να εκδώσει για αρκετό χρόνο λόγο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά ακολούθησε η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν και τα έργα Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον & Σοφία Ιησού Χριστού, οπότε έπρεπε ν’ αναθεωρηθούν τα πρώτα κείμενα. Τελικά εκδόθηκαν το 1955, από την Akademie-Verlag, με τον τίτλο Die gnostischen Schriften des Koptischen Papyrus Berolinensis 8502. Το εγχείρημα δηλαδή ολοκληρώθηκε 59 χρόνια μετά την ανακάλυψη του παπύρου.
2.2.3 Ωδαί Σολομώντος
Το 1812 εκδόθηκαν για πρώτη φορά πέντε ωδές, σε πρωτότυπο κοπτικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτές προέρχονταν από το έργο Πίστις Σοφία, το οποίο δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Η έκδοση ήταν του Δανού επισκόπου F. Münter. Το 1909 ο Άγγλος ακαδημαϊκός J. Rendel Harris ανακάλυψε ένα παλιό Συριακό χειρόγραφο, που περιείχε 40 ωδές από ένα σύνολο 42 (έλειπαν οι δύο πρώτες). Επρόκειτο για τους 18 λεγόμενους Ψαλμούς Σολομώντος, έργο του ζηλωτή Ιουδαίου μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (που σώζονται και σε ξεχωριστά χειρόγραφα), μαζί με τις Ωδές Σολομώντος[41]. Ένα δεύτερο συριακό χειρόγραφο περιείχε τις ωδές από το μέσο της 17ης έως τέλους της 42ας. Αυτές ήταν γνωστές μέχρι τότε μέσα από κείμενο του Λακταντίου[42]. Οι πέντε ωδές που είχαν εκδοθεί ήδη ήταν η 1η , 5η , 6η , 22η , 25η.
Το γνωστικό χρώμα τους είναι αδιόρατο. Δι’ αυτών απευθύνεται αίνος ή ευχαριστία ή παράκληση προς τον Θεό. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η περιγραφή μιας καταστάσεως πνευματικής ευφροσύνης, η οποία δημιουργείται από την κονωνία των ανθρώπων με το Θεό και οφείλεται στην έλευση του Χριστού[43].
2.2.4 Μανδαίοι
Οι Μανδαίοι αποτελούν παρακλάδι γνωστικό, το οποίο αναπτύχθηκε αυτόνομα κι επέζησε μέχρι τα νεότερα χρόνια. Δείγματα της γραμματείας τους έφθασαν στην Ευρώπη ήδη από τον ΙΣΤ’ αι. από τους Πορτογάλους μοναχούς. Η μελέτη της κουλτούρας τους ανανεώθηκε τον ΙΘ’ αι., αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από γενικά συμπεράσματα. Η έκδοση τον βιβλίων τους δεν έχει ολοκληρωθεί, παρότι κυκλοφορούν ανεξάρτητες εργασίες, συνεπώς μέχρι στιγμής δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω ως πηγές.
2.2.5 Η βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi)
Όλες οι προηγούμενες ανακαλύψεις ήταν μια πρόβα για την μεγάλη ανακάλυψη του 1946, μιας συλλογής παπύρινων κωδίκων στην τοποθεσία του αρχαίου Χηνοβοκσίου, κοντό στο χωριό Nag Hammadi, στην Αίγυπτο. Μέσω αυτής ήρθαν στο φως πλήθος χειρογράφων γνωστικού περιεχομένου, γραμμένων στην κοπτική γλώσσα. Η πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην εμφάνιση των χειρογράφων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, κι έχει ως εξής.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1946, ο Togo Mina, έφορος του Κοπτικού Μουσείου του Καΐρου, αγόρασε έναν ημιτελή κοπτικό πάπυρο έναντι του ποσού των 250 αιγυπτιακών λιρών. Πωλητής ήταν ένας Κόπτης δάσκαλος από το χωριό Nag Hammadi, με το όνομα Raghib Andrawus al Quss Abd as-Sajjid. Επρόκειτο για τον Κώδικα III της συλλογής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Togo Mina έδειξε τον πάπυρο στον Γάλλο Ανατολιστή Francois Daumas και τον Henri Corbin. Αυτοί παρατήρησαν τον τίτλο του περιεχομένου έργου, Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον. Όπως είδαμε παραπάνω το συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνονταν και στον Κώδικα του Βερολίνου. Κατάλαβαν, λοιπόν, ότι πρόκειται για γνωστικό κείμενο. Ο Daumas επέστρεψε στο Παρίσι, ενημέρωσε τον Antoine Guillaumont, και σχεδίασε την έκδοση του χειρογράφου.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, ένας άλλος Γάλλος, ο Jean Doresse, ήρθε στην Αίγυπτο για σπουδές και ενημερώθηκε από τον Togo Mina για την ανακάλυψη. Αναγνώρισε αμέσως την σπουδαιότητα του χειρογράφου και ανέλαβε να το εξετάσει. Με την σειρά του ενημέρωσε τον διευθυντή του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, Etienne Drioton και τον θρησκειολόγο Henri-Charles Puech. Το κοινό ενημερώθηκε από τις αιγυπτιακές εφημερίδες στις 11-12 Ιανουαρίου 1948. Η ακαδημαϊκή κοινότητα ενημερώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1948 με αναφορά των Puech και Doresse στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres και του Togo Mina στο Bulletin de l’ Institut d’ Egypt.
Στο μεταξύ, τμήματα ενός άλλου χειρογράφου (Κώδικα Ι) ήλθαν στην κατοχή του Βέλγου αντικέρ Albert Eid. Αυτός τα έθεσε στην διάθεση των Doresse & Mina στο τέλος του 1947. Αλλά ο σκοπός του Eid ήταν να πουλήσει το χειρόγραφο. Έτσι, απευθύνθηκε πρώτα στο ίδρυμα Bollingen της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, χωρίς να καταφέρει να έλθει σε συμφωνία. Ο θάνατος του Albert Eid ανησύχησε την επιστημονική κοινότητα, διότι υπήρχε κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη του χειρογράφου. Την υπόθεση ανέλαβε ο θεοσοφίτης ψυχίατρος Carl Gustav Jung, και κατάφερε να μεταφέρει τον κώδικα σε ασφαλή θυρίδα τράπεζας στις Βρυξέλλες, το 1950. Ο πράκτοράς του C. A. Meier, κατάφερε να βρει σπόνσορα στην Ελβετία το 1952, στο πρόσωπο του George Page, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 35.000 ελβετικών Φράγκων. Στις 10 Μαΐου του 1952, το χειρόγραφο μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο C. G. Jung, και ονομάστηκε κώδικας Γιούνγκ.
Η πρώτη περιγραφή του κώδικα Γιουνγκ μαζί με το περιεχόμενό του, κυκλοφόρησε το 1955, από τους H. C. Puech & G. Quispel, με τίτλο The Jung Codex, A Newly recovered Gnostic Papyrus. Την ίδια χρονιά ο Quispel βρήκε στην Αίγυπτο και άλλες χαμένες σελίδες του κώδικα. Μετά τον θάνατο του C. Jung τέθηκε θέμα αντεκδίκησης για την κυριότητα του κώδικα μεταξύ των κληρονόμων του και του Ινστιτούτο. Εν τέλει κανονίστηκε η μεταφορά του στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου, μετά την έκδοσή του. Το δερμάτινο δέσιμο του κώδικα είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Institute for Antiquity and Christianity στο Claremont. Μόλις το 1975 έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθούν όλα τα τμήματα του κώδικα στο Κάιρο.
Το 1948 εμφανίστηκαν άλλοι εννιά σχεδόν ολοκληρωμένοι κώδικες στο Κάιρο, από άγνωστους μεσάζοντες. Στις διαπραγματεύσεις εμφανιζόταν η κόρη γνωστού Ιταλού νομισματολόγου της εποχής, η Maria Dattari. Αυτή εκπροσωπούσε τον ονομαστό Κύπριο αντικέρ Φωκίωνα Θάνου. Η πρώτη επαφή έγινε με τον Jean Doresse, ο οποίος αναγνώρισε μερικούς από τους τίτλους των έργων (Αποκάλυψις Αδάμ, Ευαγγέλιον Θωμά, Παράφρασις Σημ), και χαρακτήρισε τους κώδικες ως γνωστικούς. Ενημέρωσε τον E. Drioton και έδρασε ως σύμβουλος, για λογαριασμό του Κοπτικού Μουσείου. Την άνοιξη του 1949 οι κώδικες παραδόθηκαν στον Togo Mina, ο οποίος ανέθεσε στον Doresse να τους καταλογραφήσει. Ο κατάλογος αυτός υπήρξε για χρόνια η μόνη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο των κωδίκων.
Στις 17 Ιουνίου 1949, στάλθηκε η πρώτη αναφορά στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, και το 1950 η πρώτη επιθεώρησή τους από τον H.C. Puech. Όσο το Κοπτικό Μουσείο προσπαθούσε να εξασφαλίσει τους πόρους για την αγορά τους, οι κώδικες παρέμεναν σφραγισμένοι σε κιβώτιο στο γραφείο του Drioton. Η ανώμαλη εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων και η εμπλοκή της αιγυπτιακής κυβέρνησης σε κρίσεις, όπως αυτή του Σουέζ, καθιστούσαν αδύνατη της εξεύρεση του απαιτούμενου ποσού (50.000 αιγυπτιακών λιρών) για την αγορά των κωδίκων. Ο θάνατος του Togo Mina το 1949 και η αιγυπτιακή επανάσταση το 1952, περιέπλεξαν την κατάσταση. Ο νέος υπουργός πληροφοριών Taha Hussain επέτρεψε τελικά την μελέτη των κωδίκων πριν την αγοραπωλησία τους, οπότε μεταφέρθηκαν στο Κοπτικό Μουσείο, στις 9 Ιουνίου το 1952. Παρέμειναν στο γραφείο του Drioton ανέγγιχτοι μέχρι το 1956.
Ο P. Labib ξεκίνησε το 1956 την διαδικασία συντήρησης των κωδίκων, μαζί τον Αιγύπτιο Κοπτολόγο Victor Girgis και τον Δυτικο-Γερμανό συνάδελφό του Martin Krause. Αυτό κράτησε μέχρι το 1961. Από τους 13 κώδικες μόνο οι 11 ήταν ολοκληρωμένοι. Από τον 12 έλειπε το δέσιμο και μετά από εξέταση φάνηκε ότι είχε ακρωτηριαστεί κατά την ανακάλυψη, και δεν ήταν φθορές λόγω χρόνου. Αντίθετα ο 13ος κώδικας ήταν ημιτελής ήδη από την αρχαιότητα. Υπολογίστηκε ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι.
Για 30 χρόνια τίποτα παραπάνω δεν ήταν γνωστό για τον τρόπο που ανακαλύφθηκαν. Το που και το πώς παρέμεναν μυστήρια. Οι κώδικες είχαν εμφανιστεί από το πουθενά. Σε αποστολές του ο Jean Doresse κατάφερε να μάθει ότι είχαν βρεθεί κάπου στην περιοχή του μικρού χωριού Nag Hammadi, χωρίς να μπορέσει να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες. Στην αναφορά του ο Puech είχε γράψει ότι η ανακάλυψη είχε γίνει από τυμβωρύχους, αλλά αυτή ήταν μια βολική δικαιολογία για να μην ανακινηθεί το θέμα.
Περισσότερα στοιχεία έγιναν γνωστά ύστερα από ιδιαίτερα επίπονη προσπάθεια του James M. Robinson. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά για τον κώδικα ΙΙΙ, ήρθε σ’ επαφή με τον Raghib Andrawus, και κατόπιν προσωπικής αναζήτησης κατέληξε στα εξής. Την ανακάλυψη είχε κάνει ένας καμηλιέρης ο Mohammed Ali es-Samman από το χωριό El Qasr, το αρχαίο Χηνοβοσκίο. Αυτός βρήκε τα χειρόγραφα το 1945 σε μεγάλο πήλινο δοχείο σε μια σπηλιά στην τοποθεσία Hamra Dom, στην ευρύτερη περιφέρεια του Nag Hammadi. Βρήκε το δοχείο σκάβοντας για λίπασμα. Ισχυρίστηκε, ότι 4 εβδομάδες μετά την ανακάλυψη εκδικήθηκε τον φονιά του πατέρα του από το Hamra Dom, οπότε λόγω της βεντέτας έπρεπε να φύγει από την περιοχή. Περιέγραψε ως τόπο ανεύρεσης, πρώτα ένα αρχαίο αιγυπτιακό τάφο στο Thauti, μετά μια σπηλιά στους πρόποδες του Djebel el-Tarif. Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στις τοποθεσίες που υπέδειξε, δεν έφεραν στο φως πειστήρια (πήλινα όστρακα ή τεμάχια των παπύρων), ώστε να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενά του. Ούτε στάθηκε δυνατόν ν’ αναγνωριστεί το υποτιθέμενο νεκροταφείο. Σημειωτέον ότι στην περιοχή υπήρχαν την εποχή εκείνη τρεις αποστολές (1975, 1976, 1978) από το Institute for Antiquity and Cristianity του Claremont, που μελετούσαν αιγυπτιακούς τάφους της 6ης Δυναστείας, καθώς και το καθολικό της Μονής του Αγίου Παχωμίου (σημ. στο Faw Qibli).
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξακριβωθεί ο τόπος της ανακάλυψης οι προσπάθειες στράφηκαν στην χρονολόγηση των κωδίκων. Κάποιες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δέσιμο ενός από τους κώδικες, φέρουν ημερομηνίες 333, 341, 346, 348 μ.Χ. Έτσι επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι. Στις αποδείξεις κατονομάζεται κάποιος «π. Παχώμιος», οπότε υποτέθηκε ότι οι κώδικες προέρχονται από την βιβλιοθήκη κάποιας μονής. Μπορεί να θάφτηκαν μέσα στο πήλινο δοχείο, είτε λόγω του αιρετικού τους χαρακτήρα, είτε για λόγους ασφαλείας.
Αν όντως έτσι έχει γίνει, τότε μπορεί η ενέργεια αυτή να συνδέεται με τον αντιαιρετικό αγώνα του Μ. Αθανασίου. Στην ΛΘ’ Εορταστική Επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος γράφει τα εξής:
«Ἀλλ’ ἐπειδή περί μέν τῶν αἱρετικῶν ἐμνήσθημεν ὡς νεκρῶν περί δέ ἡμῶν ὡς ἐχόντων προς σωτηρίαν τάς θείας Γραφάς, καί “φοβοῦμαι μήπως”, ὡς ἔγραψε Κορινθίοις[44] Παῦλος, ὀλίγοι τῶν ἀκεραίων ἀπό τῆς “ἀπλότητος” καί τῆς ἀγνότητος πλανηθῶσιν ἀπό τῆς “πανουργίας” τινῶν ἀνθρώπων καί λοιπόν ἐντυγχάνειν ἑτέροις ἄρξονται τοῖς λεγομένοις άποκρύφοις, ἀπατῶμενοι τῇ ὁμωνυμίᾳ τῶν ἀληθινῶν βιβλίων, “παρακαλῶ ἀνέχεσθαι”, εἰ περί ὧν ἐπίστασθε περί τούτων κἀγώ μνημονεύων γράφω διά τε τήν ἀνάγκην καί τό χρήσιμον τῆς Ἐκκλησίας[45]»
Και παρακάτω:
«Καί ὅμως, ἀγαπητοί, κἀκείνων κανονιζομένων καί τούτων ἀναγιγνωσκομένων, οὐδαμού τῶν αποκρύφων μνήμη˙ ἀλλά αἱρετικῶν ἐστιν ἐπίνοια, γραφόντων μέν ὅτε θέλουσιν αὐτά, χαριζομένων δέ καί προστιθέντων αὐτοῖς χρόνους, ἵν’ ὡς παλαιά προσφέροντες πρόφασινἕχωσιν ἀπατᾶν ἐκ τούτου τους ἀκεραίους. Ἔστι δέ πολλή τις ἡ σκληροκαρδία τῶν τοῦτο ποιούντων καί μή φοβουμένων τό ῥῆμα τό γεγραμένον˙ “ Οὐ προσθήσετε προς τό ῥῆμα ὅ ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καί οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ’ αὐτοῦ[46]”. Τίς ἔπεισε τους ἀκεραίους πιστεύειν τοῖς τοῦ Ἐνώχ βίβλοις, Γραφῶν μή οὐσῶν πρό Μωυσέως; Πόθεν ἔχουσι λέγειν, ὅτι Ἠσαΐας ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς “ ἐπ’ ὄρος ὑψηλόν” παρρησία “εὐαγγελίζεται[47]” λέγων˙ “ Οὐκ ἐν κρυφῇ λελάληκα οὐδέ ἐν τόπῳ γῆς σκοτεινῷ[48]”; Πῶς Μωυςῆς ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς το Δευτερονόμιον συγγραψάμενος “διαμαρτύρεται τον τε οὐρανόν καί τήν γῆν”; Ἀλλά τοῦτο οὐδενός ἑτέρου ἐστίν, εἰ μή τι τῶν “κνηθομένων τήν ἀκοήν” καί “νομιζόντων πορισμόν εἶναι τήν εὐσέβειαν” και ἀρεσκόντων “γυναικαρίοις”… Μύθοι γάρ ὄντως εἰσί τά ἀπόκρυφα καί μάταιον τό τούτοις προσέχειν, ὅτι “βέβηλοι κενοφωνίαι[49]” εἰσί. Ταῦτα γάρ ἐστιν αρχαί στάσεων, καί τούτων σκοπός ἠ έρίθεια τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες οὐ τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας ζητοῦσιν, ἀλλ’ ἐπιθυμοῦσι τιμᾶσθαι παρά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἠπατημένων, ἵν’ ὡς μεγάλους αὐτούς ἔχωσι διά τό κηρύττειν ῥήματα “νεωτερικά”. Οὐκοῦν τῶν τοιούτων βιβλίων χρή παραιτεῖσθαι˙ κἄν γάρ τις ἐν αὐτοῖς χρήσιμόν τι εὐρίσκῃ, ἀλλά κρεῖττον ἐστι τό μή τούτοις πιστεύειν[50]».
Η επιστολή αυτή γράφτηκε το 367 μ.Χ. Μεταφράστηκε στα κοπτικά από τον διάδοχο του οσίου Παχωμίου στο μοναστήρι των Ταβενησιωτών, Θεόδωρο. Υπάρχει λοιπόν, περίπτωση, η σύσταση του Μ. Αθανασίου να εισακούσθηκε και αποτέλεσμα αυτής να ήταν το παράχωμα του πήλινου δοχείου με τα γνωστικά κείμενα. Αυτή βέβαια, είναι υπόθεση. Δεν υπάρχουν στέρεες ενδείξεις ότι έτσι συνέβη. Είναι γνωστή δηλαδή η ημερομηνία στάχωσης των κωδίκων, αλλά μπορεί να θάφτηκαν οποιαδήποτε στιγμή μετά. Απλώς οι συνθήκες να έγινε αυτό επί Μ. Αθανασίου ήταν πρόσφορες.
Η έκδοση των κειμένων ολοκληρώθηκε μόλις το 1971, υπό την καθοδήγηση του J. M. Robinson[51], και την χρηματοδότηση της Ουνέσκο. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος κειμένων ανά κώδικα, από την έκδοση Robinson.
Κώδικας Ι (Jung codex, Στα Κοπτικά)
α) Προσευχή Αποστόλου Παύλου (δύο σελίδες αποσπασμένες)
β) Επιστολή Ιακώβου Απόκρυφος (σελ. 1-16)
γ) Ευαγγέλιον Αληθείας (σελ. 16-43, το έργο δεν φέρει τίτλο, αλλά έχει ονομαστεί από την πρώτη φράση)
δ) Περί της Αναστάσεως δοκίμιον (σελ. 43-50, γνωστό επίσης και ως Επιστολή εις Ρηγίνον, επειδή έτσι απευθύνεται μέσα στο κείμενο)
ε) Περί τριών φύσεων δοκίμιον (51-140, και αυτό χωρίς τίτλο)
Κώδικας ΙΙ (στα Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( 1-32, σε αυτόν τον κώδικα υπάρχει στην εκτενέστερη μορφή από τις τρεις, σε όλη τη βιβλιοθήκη)
β) Ευαγγέλιον Θωμά (32-51, συλλογή ρητών του Ιησού)
γ) Ευαγγέλιον Φιλίππου (51-86, ο τίτλος ευαγγέλιο καταχρηστικός)
δ) Υπόστασις αρχόντων (86-97, αποκαλυπτικό κείμενο για την καταγωγή του κόσμου και του ανθρώπου, συνεχίζεται στο επόμενο)
ε) Ανώνυμο χειρόγραφο (97-127, που του δόθηκε ο τίτλος Περί γενέσεως του Κόσμου)
στ) Εξήγησις περί ψυχής (127-137, μιλά για την πτώση της ψυχής και την επιστροφή της στον ανώτερο κόσμο)
ζ) Βιβλίον Θωμά αθλητού (138-145, αποκαλυπτικός διάλογος μεταξύ Ιησού και Θωμά για διάφορα κυρίως εσχατολογικά θέματα)
Κώδικας ΙΙΙ (Κοπτικά, ο παλιότερος κώδικας, που πριν αριθμούνταν πρώτος)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( σελ. 1-40, συντομότερη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (40-69, αλλιώς γνωστό ως Βίβλος απόκρυφη του Μεγάλου Αοράτου Πνεύματος, αφορά το πεπρωμένο των γνωστικών στην ιστορία)
γ) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (70-90, σε μορφή επιστολής, έχει άμεση σχέση με το επόμενο)
δ) Σοφία Ιησού Χριστού (90-119, αποκαλυπτικό κείμενο)
ε) Διάλογος Σωτήρος (120-149, αποκαλυπτικός διάλογος του Ιησού με τους μαθητές του για διάφορα θέματα)
Κώδικας ΙV (Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον (1-49, σύντομη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (50-81)
Κώδικας V (Κοπτικά)
α) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (1-17)
β) Αποκάλυψις Παύλου (17-24, περιγράφει ταξίδι του Παύλου στον ουρανό)
γ) Αποκάλυψις Ιακώβου α’ (24-44, αποκαλυπτικοί διάλογοι Ιησού και Ιακώβου)
δ) Αποκάλυψις Ιακώβου β’ (44-63, αφορά το μαρτύριο Ιακώβου, ύμνοι και ομιλίες σχετικές)
ε) Αποκάλυψις Αδάμ (63-85, παραδίδεται στον Σηθ και αφορά την γνωστική ιστορία του κόσμου)
Κώδικας VI (Κοπτικά)
α) Πράξεις Πέτρου και Δώδεκα Αποστόλων (1-12, απόκρυφο χωρίς γνωστικό χρωματισμό)
β) Βροντή, Τέλειος Νους (13-21, αποκάλυψη της ερμαφρόδιτης Σοφίας)
γ) Αυθεντικός Λόγος (22-35, ομιλία για τον προορισμό της ψυχής)
δ) Η Έννοια της μεγάλης Δυνάμεως ημών (γνωστική Αποκάλυψη)
ε) Πλάτωνος Πολιτεία (48-51, χωρίς τίτλο, μετάφραση του τμήματος 588Β-589Β)
στ) Λόγος περί Οκτώ και Εννέα (52-63, άγνωστο ερμητικό κείμενο, διάλογος Ερμού-Πατέρα και Τατ-Υιού για τον ουράνιο κόσμο)
ζ) Προσευχή Ευχαριστίας (63-65, ερμητικό κείμενο γνωστό στα ελληνικά [Πάπυρος Mimaut] και στα λατινικά, Ασκληπιός κεφ. 41)
η) Αποκάλυψις Ασκληπιού (65-78, ερμητικό από το Ασκληπιός κεφ.21-29)
Κώδικας VII (Κοπτικά)
α) Παράφρασις Σημ (1-49, γνωστική κοσμογονία, προσπαθεί να κάνει σύνδεση με την Γένεση)
β) Δεύτερος Λόγος του Μεγάλου Σηθ (49-70, περιέχει πληροφορίες για την λύτρωση της ψυχής, μέσω του εξόριστου Χριστού, που θεωρείται μετενσάρκωση του Σηθ, ακολουθεί την γραμμή του Ευαγγελίου Αιγυπτίων)
γ) Αποκάλυψις Πέτρου (70-84, παρουσιάζει τον Πέτρο ως αποδέκτη ξεχωριστής αποκάλυψης κατά την διάρκεια της φυλάκισής του)
δ) Διδαχαί Σιλουανού (84-118, κείμενο θεοσοφικό με έντονο πεσιμιστικό χαρακτήρα)
ε) Αι τρεις Στήλαι το Σημ (118-127, γνωστικός τριμερής ύμνος, που υποτίθεται ότι παραδόθηκε από τον Δοσίθεο)
Κώδικας VIII (Κοπτικά)
α) Ζωστριανός (1-132, εκτεταμένος τίτλος Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας, Θεού Αληθείας, Διδαχαί Ζωροάστρου, αποκαλυπτικό κείμενο που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από το ταξίδι στον ουρανό του Ζωροάστρου)
β) Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (132-140, απόκρυφες συζητήσεις μεταξύ Ιησού και Αποστόλων, γεγονότα κατά την διάρκεια και μετά την Σταύρωση)
Κώδικας IX (Κοπτικά, σε σπαράγματα, τα κείμενα ανασυντέθηκαν με συμβατικούς τίτλους)
α) Μελχισεδέκ (1-27, γνωστική αποκάλυψη για το πεπρωμένο του Ιησού και του Αρχιερέα Μελχισεδέκ)
β) Έννοια Νωραίας (27-29)
γ) Μαρτυρία Αληθείας (29-74, πολεμική ομιλία κατά της ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων γνωστικών ομάδων
Κώδικας X (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Μαρσάνης (1-68, μαρκιωνίτικες απόψεις για την ψυχή και τους αγγέλους)
Κώδικας XI (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Ερμηνεία της Γνώσεως (1-21, εισαγωγή στη Γνώση)
β) ανώνυμο (22-44, κείμενο βαλεντιανής σχολής, παρέχει πληροφορίες για το Πλήρωμα, 40-44, λειτουργικά κείμενα για το βάπτισμα, το χρίσμα, την ευχαριστία)
γ) Αλλογενής (45-69, αποκάλυψη του Αλλογενή στον γιο του Μέσσο)
δ) Υψίφρων (69-72, αποκαλυπτικού χαρακτήρα)
Κώδικας XII (Κοπτικά, περιέχει 10 σελίδες και 15 σπαράγματα, εκ των οποίων προκύπτουν δύο πραγματείες)
α) Αι Γνώμαι του Σέξτου (15-16, 27-34, ρήσεις παγανιστικού χαρακτήρα)
β) Αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο Αληθείας
Κώδικας XIII (Κοπτικά, διατηρούνται μόνο 16 σελίδες και σπαράγματα)
α) Τρίμορφος Πρωτέννοια (35-50, αποκαλυπτικός διάλογος σε τρία μέρη της πρώτης έκλαμψης του αρχικού θεού, με το όνομα Πρωτέννοια ή Βαρβυλώ, σχετικά με τις τρεις εκδηλώσεις της ως Πατέρα, Μητέρα, Υιός)
β) Περί Γενέσεως Κόσμου ( δέκα πρώτες γραμμές του κειμένου που βρίσκεται και στον Κώδικα ΙΙ)
Η σημασία της ανακάλυψης των χειρογράφων αυτών έγκειται κυρίως στο ότι επιτρέπει την έρευνα του φαινομένου, ανεξάρτητα από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το καινούργιο και ογκώδες υλικό θα παρέχει πεδίο έρευνας για αρκετά χρόνια.
[1] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 41.2
[2] Αγ. Ιουστίνου, Β’ Απολογία, 3 & Τατιανού, Προς Έλληνας, 19.
[3] Μαρτυρολόγιον Ιουστίνου, 3.
[4] Εκδόσεις: Pr. Maran (περιλαμβάνεται στο PG 6), G. Krüger, Freiburg 41915.
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 542.
[6] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 35.4-6.
[7] Αναφέρεται στην Επιστολή προς Φλωρίνον που διασώζεται τμηματικά στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, Ε’ 20.5-7.
[8] Epistola 75 ad Theodoram,3. Επίσης αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος.., V.33.4.
[9] Ad Valentinianos, 5.
[10] Historia Francorum, I.29.
[11] Ο W. C. Frend θεωρεί μοντανιστική την νοοτροπία της Εκκλησίας της Λυώνος (Martyrdom and persecution in the early church, p. 4 κ.ε.), αλλά εκτός από μια εισπήδηση δεν υπάρχουν άλλα σημεία που να στηρίζουν την άποψη.
[12] Rudolf Kopf, Ausgewählte Märtyrerakten, Tübingen 1913, 19-31.
[13] Βλ. σχ. Την εισαγωγή του Π. Χρήστου στο Τα Μαρτύρια των Αρχαίων Χριστιανών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ.σ. 52-57.
[14] Historia Francorum, I.29.
[15] Κυριότερες εκδόσεις: R. Massuet, Paris 1710 (περιλαμβάνεται στο PG 7), W.W. Harvey, Cambridge 1857.
[16] Κατά αιρέσεων, VI.42.
[17] Ad Valentinianos, 5.
[18] P. Nautin, Hippolyte et Josipe, Paris 1947:
- La controverse sur l’ auteur de l’ Elenchos, Revue d’ Histoire Eccl. 47 (1952), 5-43
- Le dossier d’ Hippolyte et de Méliton, Paradosis 15, Paris 1953.
[19] Έκδοση Emmanuel Miller, Oxonii 1851.
[20] Μυριόβιβλος, 121: « Ταῦτας δέ φησιν ἐλέγχοις ὑποβληθῆναι ὁμιλοῦντος Εἰρηναίου, ὧν καί σύνοψιν ὁ Ἱππόλυτος ποιούμενος τόδε τό βιβλίον φησί συντεταχέναι».
[21] Σχόλια, Πράξις γ’.1: «Ἐγένοντο δέ ἐν τοῖς χρόνοις ἀπό τ[ς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως μέχρι τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου, διδάσκαλοι καί πατέρες οἵδε˙ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Εἰρηναῖος, Ιουστίνος φιλόσοφος καί μάρτυς, Κλήμης καί Ἱππόλυτος ἐπίσκοποι Ῥώμης, Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Μεθόδιος Πατάρων, Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός, Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος καί μάρτυς». (PG 86A,12313A)
[22] Οδηγός, κεφ. κγ’: «Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης ἐκ τοῦ περί ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας λόγου». (PG 89,301C)
[23] PG 10.467 : “Anastasius Romanae Ecclesiae apocrisarius , qui VII saecuIo floruit, in epistola ad Theodosium presbyterum Ganrensem, quam primum vulgavit Jacobus Sirmondus, perspicue scribit S. Hippolytum episcopum Portuensem fuisse;”
[24] Χρονικόν, XII.15: «Τοῦ Οὐρβανού τῆς ἐπισκοπῆς τῶν ‘Ρωμαίων πόλεως προεστῶτος καί Ἱππόλυτος ἦνθει, ἀνήρ ἱερώτατος καί σοφώτατος, ἐπίσκοπος τοῦ κατά Ῥώμην Πόρθου γενόμενος, ὅς καί πολλά συγράμματα συνεγράψατο, διάφορα τῆς θείας Γραφῆς ἐξηγησάμενος». (ed. M. Pinder ,CFHB, v.II 575.1-5)
[25] Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’.31.
[26] Ed. P Wendland, Griechischen Christlichen Schriftsteller der drei esten Jahrhunderte 26, Leipzig 1916 (ανατυπ. ΒΕΠ τ. 5-6).
[27] Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, Βίβλος Α’ Προοίμιον 1.
[28] Ιερώνυμος, Contra Rufinum, II.22 & III.6.
[29] Επιφάνιος, Αγκυρωτός, Προοίμιον (GCS 25 (1915) 1, PG 43.12A).
[30] Ιερώνυμος, Epistola 51.3.
[31] Π .Χ το Σύνταγμα Αιρέσεων του Ιππολύτου και το ελληνικό κείμενο του Ελέγχου του Ειρηναίου.
[32] Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 1-149 & PG 43.17-236.
[33] Karl Holl, Handschriftliche Überlieferung des Epiphanius, Texte und Untersuchungen 36.2 (1910).
[34] Γεννάδιου του ταπεινού επιστολή τη βασιλίσση περί του βιβλίου του Γεμιστού : « Καί οὗτος (ο Πλήθων) γάρ, πρίν τελειωθῆναι τᾦ λόγῳ καί τῇ παιδεύσει καί τᾖ τοῦ κρίνειν τα τοιαῦτα δυνάμει, μᾶλλον δέ καί πρίν σχεδόν αὐτῶν ἄψασθαι, τοσοῦτον ἥττητο τῶν ἑλληνικῶν δοξῶν, ὥστε ὀλίγα φροντίσαι μαθεῖν τόν πάτριον αὐτῷ χριστιανισμόν, εἰ μή ὅσον αὐτοῦ καί ιδιώταις δῆλόν ἐστιν. Οὐ γάρ ἕνεκα τοῦ κατά τήν φωνήν ἑλληνισμοῦ, ὡς Χριστιανοί πάντες τάς τῶν ἑλλήνων ἀνεγίνωσκεν καί εδιδάσκετο βίβλους ποιητῶν μέν πρῶτον, ἔπειτα δέ καί φιλοσόφων, άλλα τοῦ προστεθῆναι αύταῖς χάριν˙ διό καί προσέθετο, καί τοῦτ’ ἀκριβῶς ᾒδειμεν ἐκ πολλῶν τῶν γνωρισάντων καλῶς έν τῇ αὐτοῦ νεότητι. Οὕτω δέ προκαταληφθέντι πάνυ εἰκός ἐστι διά τήν ἔλλειψιν τῆς ἐκ Θεοῦ χάριτος καί ῥοπήν τινα αὐτῷ προσγενέσθαι ἀπό δαιμόνων, οἷς προσεστάθη, προς τό ἀμεταποιήτως προσκολληθῆναι τᾖ πλάνῃ, ὅ καί Ιουλιανῷ καί πολλοῖς ἄλλοις ἀποστάταις συνέβη. Τό δέ κεφάλαιον αὐτῷ τῆς ἀποστασίας Ἰουδαῖός τις ὕστερον ἐνειργάσατο, ὅ ἐφοίτησεν ὡς εἰδότι τά Αριστοτέλους έξηγεῖσθαι καλῶς. Ὅ δέ ἦν Ἀβερόῃ προσεσχηκώς καί τοῖς ἄλλοις ἐκ Περσῶν καί Ἀράβων ἐξηγηταῖς τῶν Ἀριστοτελικῶν βίβλων, ἅς Ιουδαῖοι προς τήν οἰκείαν γλῶτταν μετήγαγον, Μωσέως δε καί ὧν Ιουδαῖοι πιστεύουσιν ἤ θρησκεύουσι δι’αυτόν ἥκιστα ἧν φροντίζων. Ἐκείνος αὐτῷ καί τά τοῦ Ζωροάστρου καί τῶν ἄλλων ἐξέθετο. Ἐκείνῳ δή τῷ φαινομένῳ Ιουδαῖο, ἑλληνιστῇ δέ ἀκριβῶς, οὐ μόνον ὡς διδασκάλῳ πολύ συνών χρόνον, ἀλλά καί ὑπηρετῶν ἐν οἷς έδει καί ζωαρκούμενος υπ’ εκείνῳ˙ τῶν γάρ τά μάλιστα δυναμένων ἧν ἐν τῇ τῶν βαρβάρων αὐλᾖ˙ Ἐλισαῖος ὄνομα ἧν αὐτῷ˙ τοιοῦτος ἀπετελέσθη».
«Γιατί κι αυτός (ο Πλήθων), πριν τελειώσει τις σπουδές του στα γράμματα και στην ικανότητα να κρίνει αυτά, μάλλον πριν σχεδόν τις αρχίσει, τόσο πολύ νικήθηκε από τις εθνικές ειδωλολατρικές δοξασίες, ώστε σχεδόν καθόλου δεν φρόντισε να μάθει τον πάτριο Χριστιανισμό, παρά μόνο όσο είναι γνωστό και στους βλάκες. Διότι εξ αιτίας αυτού δεν φρόντισε να μάθει τα ελληνικά γράμματα, όπως και όλοι οι Χριστιανοί, αρχίζοντας από τους ποιητές και τους φιλοσόφους, αλλά για να τιμηθεί μέσω αυτών. Και αυτό το μάθαμε με ακρίβεια από αυτούς που τον γνώριζαν από την νεότητά του. Έτσι γέμισε προκαταλήψεις από την έλλειψη της Θείας χάριτος, και του ‘ρθε μια τάση δαιμονισμού, επειδή προσκολλήθηκε στην πλάνη αμετανόητα, όπως συνέβη και στον Ιουλιανό και σε πολλούς άλλους αποστάτες. Αλλά ο άνθρωπος που τον έσπρωξε αργότερα στην αποστασία ήταν κάποιος Ιουδαίος, στον οποίο εφοίτησε επειδή τάχα ήξερε να εξηγεί τον Αριστοτέλη καλά. Αυτός πίστευε τον Αβερόη και άλλους Πέρσες και Άραβες εξηγητές των βιβλίων του Αριστοτέλη, τα οποία οι Ιουδαίοι είχαν μεταφράσει στην γλώσσα τους, αλλά δεν ενδιαφέρονταν για τα βιβλία του Μωυσή και τα άλλα όσα πιστεύουν και θρησκεύουν οι Ιουδαίοι. Εκείνος σ’ αυτόν και τα δόγματα του Ζωροάστρη και των άλλων εξέθεσε. Εκείνο λοιπόν, που φαινόταν Ιουδαίος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ελληνιστής, δεν τον είχε μόνο για διδάσκαλο για πολύ καιρό, αλλά τον εξυπηρετούσε κιόλας σε όσα έπρεπε και τρέφονταν απ’ αυτόν, διότι μπορούσαν πολύ καλά να τα κάνουν αυτά στην αυλή των βαρβάρων. Το όνομά του ήταν Ελισαίος. Κατήντησε λοιπόν τοιούτος». (ed. L. Petit, X. Sideridès, M. Jugie, t.IV 151-2). Αν από αυτά συμπεράνουμε ότι ο νεοπαγανισμός έχει τις ρίζες του στον νεογνωστικισμό και δεν έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα, δεν θα σφάλλουμε.
[35] Βλ. Σχετ. Κ. Σαθά, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήναι 1868, σ.σ. 45-48, 70—73, 67-70, αντίστοιχα.
[36] Πανάριον 51.22.9 (ed K. Holl, 285, ed. W. Dindorf, 483).
[37] Οι υπόλοιποι, όσοι περιλαμβάνονται στις εκδόσεις των Petavius & Oehler, και δεν περιέχουν τα αμφίβολα αποσπάσματα είναι οι:
V = Vaticanus 503 L = Laurentianus VI 12 b = Barberinus 441 s. XIV f. 43r-v.
G = Genuensis 4 J = Jenensis mscr. Bose 1.
U = Urbinas 17/18 v = Vaticanus 1196 s. XV f. 23r – 24v.
[38] PG 42.833-886.
[39] PG 42.773-778.
[40] Πρώτος σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο R. Reitzenstein.
[41] Ed. J. R. Harris, The Odes and Psalms of Solomon, Cambridge 1909, 21911.
[42] Institutiones divinae IV 12,3.
[43] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. β’ σελ. 87.
[44] Β’ Κορ. 11.3.
[45] «Αλλ’επειδή εκάμαμεν λόγον περί μεν των αιρετικών και τους εχαρακτηρίσαμεν ωσάν νεκρούς, δι’ ημάς δε είπαμεν ότι έχομεν τας θείας Γραφάς προς σωτηρίαν, και επειδή φοβούμαι μήπως, όπως έγραψεν ο Παύλος προς Κορινθίους, μερικοί απ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν, ένεκα της ειλικρίνειας και της αγνότητός των, παρασυρθούν από την πονηρίαν μερικών ανθρώπων, και έτσι αρχίσουν εις το μέλλον να αναγιγνώσκουν άλλα βιβλία, τα λεγόμενα απόκρυφα, επειδή θα εξαπατώνται από την ομωνυμίαν με τα αληθινά βιβλία, δια τούτο παρακαλώ να με ανεχθήτε, εάν σας γράφω και σας κάνω εγώ λόγον δια πράγματα που γνωρίζετε, διότι το κάνω και εξ ανάγκης, αλλά και διότι είναι χρήσιμον εις την Εκκλησίαν» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 339). Οι εορταστικές ήταν επιστολές, οι οποίες στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια στις άλλες επισκοπές, ενημερώνοντας αυτές για τον εορτασμό του Πάσχα. Επί τη ευκαιρεία, ο Μ. Αθανάσιος ανέπτυσσε και θέματα σχετικά. Συνεπώς η 39 επιστολή αντιστοιχεί στο 39 έτος της πατριαρχείας του (επί συνόλου 47 ετών) δηλ. στο έτος 367 μ. Χ.
[46] Δευτ. 4.2.
[47] Ησα. 40.9.
[48] Ησα. 45.19.
[49] Α’ Τιμ. 6.20.
[50] «Και όμως αγαπητοί, ενώ εκείνα έχουν θεσπισθεί ως κανονικά, και αυτά ως αναγιγνωσκόμενα, πουθενά δεν γίνεται λόγος δια τα απόκρυφα. Αλλ’ αυτά είναι επινόησις των αιρετικών, οι οποίοι γράφουν μεν αυτά οπόταν θέλουν, τους χαρίζουν δε και τους προσθέτουν χρόνια, ώστε με το να τα εμφανίζουν ως παλαιά, έχουν δικαιολογία να εξαπατούν με αυτό τους απλοϊκούς. Είναι δε μεγάλη η σκληροκαρδία αυτών που κάνουν αυτό το πράγμα χωρίς να φοβούνται τον λόγο που έχει γραφεί˙ “Μην προσθέτετε τίποτε εις τον λόγον που σας προστάζω και ούτε να αφαιρέσετε κάτι απ’ αυτόν”. Ποιος έπεισε τους απλοϊκούς να πιστεύουν εις τα βιβλία του Ενώχ, αφού δεν υπήρχαν Γραφαί προ Μωυσέως; Πού στηρίζονται όταν λέγουν, ότι ο Ησαΐας έχει απόκρυφα βιβλία, αφού αυτός με παρρησία “κηρύσσει επάνω εις υψηλόν όρος” λέγοντας˙ “Δεν ωμίλησα εις τα κρυφά, ούτε εις σκοτεινόν μέρος της γης”; Πως ο Μωυσής έχει απόκρυφα βιβλία, ο οποίος όταν συνέγραψε το Δευτερονόμιον, “ορκίζεται εις τον ουρανόν και την γην”; Αλλ’ αυτό δεν ανήκει εις κανέναν άλλον παρά εις εκείνους που αισθάνονται γαργαλισμόν εις τ’ αυτιά των, και θεωρούν την ευσέβειαν μέσον υλικού κέρδους και είναι αρεστοί εις τα γυναικάρια. … Διότι μύθοι είναι πραγματικά τα απόκρυφα βιβλία και είναι μάταιον να δίδη κανείς προσοχήν εις αυτά, διότι είναι “βέβηλα και κούφια λόγια”. Διότι αυτά είναι αρχαί αναστατώσεων και σκοπός των είναι η ημισθαρνία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν επιδιώκουν την οικοδομήν της Εκκλησίας, αλλά θέλουν αν τιμώνται απ’ αυτούς που εξηπάτησαν, ώστε να τους έχουν αυτούς ωσάν μεγάλους κήρυκας νεωτεριστικών λόγων. Λοιπόν, από τα τοιαύτα βιβλία πρέπει να παρετούμεθα, και αν ακόμη κανείς ευρίσκει εις αυτά κάτι χρήσιμον, όμως είναι καλύτερον να μην πιστεύη κανείς εις αυτά» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 343-5). Ο David Brake πιστεύει ότι η οδηγία του Μ. Αθανασίου αφορά τους Μελιτιανούς και την γραμματεία τους, Canon Formation and Social Conflict in Forth-century Egypt: Athanasius of Alexandria ‘s Thirty-Ninth Festal Letter, The Harvard Theoloical Review 87.4 (Oct. 1994) pp. 395-419. Την επιστολή συνδέει με τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου ο Tito Orlandi, A Catechesis Against Apocryphal Texts by Shenute and the Gnostic Texts of Nag Hammadi, HTR 75 (1982) pp. 88-89.
[51] Nag Hammadi Codices, Fascimile edition, 11 volumes, Leiden.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μέσα από την μελέτη αυτών των κειμένων αποδείχθηκε η ακρίβεια των όσων κατέγραψαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η πολεμική, την οποία άσκησαν στα έργα τους, δεν στάθηκε ικανή να διαστρεβλώσει την οπτική τους. Η απαραίτητα σκληρή στάση τους δεν οδήγησε σε συκοφαντίες και ψεύδη, αλλά σε ορθή ενημέρωση, ακριβή καταγραφή και πλήρη αντιμετώπιση των γνωστικών ομάδων, τις οποίες θεωρούσαν αιρέσεις στους κόλπους της εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό σεβάστηκαν τον αναγνώστη τους, τον πιστό της εκκλησίας, και ήταν αναγκαίο να γίνει με αυτό τον τρόπο, εφόσον η πρόθεσή τους ήταν να τον προστατέψουν, ώστε να μην πέσει θύμα αυτών που επιχειρούσαν με συγκεκαλυμμένο τρόπο να τον παραπλανήσουν. Σκοπός τους δηλαδή ήταν ν’ αποκαλύψουν στους Χριστιανούς την πραγματική φύση της γνωστικής διδασκαλίας και το πραγματικό ποιόν των γνωστικών.
Οι πληροφορίες αυτές που διασώθηκαν στα έργα τους είναι ανεκτίμητης αξίας για τους σύγχρονους ερευνητές, περισσότερο και από τα ίδια τα κείμενα. Χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η ορθή κατανόηση των κειμένων. Οι γνωστικοί θέλοντας να καλύψουν την διαφοροποίησή τους από την διδασκαλία της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν την μορφή που είχαν οι εκκλησιαστικές γραφές. Απέδιδαν, μάλιστα, ψευδώς τα έργα τους σε αναγνωρισμένα πρόσωπα της Εκκλησίας. Δεν εμφάνιζαν τους πραγματικούς συγγραφείς των έργων τους, ούτε οριοθετούσαν την διδασκαλία τους. Δεν αυτοπροσδιορίζονταν. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν υπάρχουν έργα που να απαντάνε στις κατηγορίες εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας. Όλη η γνωστική γραμματεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλαστογραφία.
Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα αντιαιρετικά έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δεν θα μπορούσε να γίνει αναγνώριση ταυτότητας των γνωστικών κειμένων, δεν θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν αυτά στις σέκτες που τα δημιούργησαν, δεν θα μπορούσε να γίνει σωστή κατανόηση του φαινομένου. Από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθούν ως έργα της πρώιμης εκκλησιαστικής γραμματείας, να εκληφθούν ως προϊόντα μιας πνευματικής ζύμωσης, που δεν έγινε, εντός της Εκκλησίας, αλλά στο περιθώριό της. Η ίδια η ευαγγελική αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η επικρατέστερη μεταξύ πολλών, και όχι ως η μία αποστολική παράδοση. Συνεπώς, τα αντιαιρετικά έργα της Εκκλησίας είναι πολλαπλώς χρήσιμα.
Για την μελέτη των πηγών της γνωστικής διδασκαλίας, λοιπόν, θα ακολουθήσουμε την παραδοσιακή κατηγοριοποίηση.
2.1 Εκκλησιαστική γραμματεία.
Παραπάνω μιλήσαμε σε γενικές γραμμές για την ακρίβεια και την χρησιμότητα της μελέτης των έργων αυτών στην έρευνα του γνωστικισμού. Οι λόγοι που ανάγκασαν τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ν’ αντιμετωπίσουν με ένταση την εξάπλωση της γνωστικής διδασκαλίας αναφέρθηκαν επίσης. Ήδη από την αποστολική εποχή οι κήρυκες του Ευαγγελίου χρειάστηκε να στιγματίσουν τις προσπάθειες παραπλάνησης των γνωστικών. Οι πρώτες πληροφορίες λοιπόν, γι’ αυτούς βρίσκονται στα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Στην συνέχεια ασχολήθηκαν με το θέμα Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν το επισκοπικό αξίωμα (π.χ. άγιος Ειρηναίος της Λυών, άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος). Πολλοί εξ αυτών κατείχαν και την θύραθεν παιδεία (όπως ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης), ως τμήμα της ευρείας μόρφωσής τους. Στους περισσότερους, τα αντιαιρετικά κείμενα είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου συγγραφικού έργου.
Στην προσπάθεια αποκάλυψης και ενημέρωσης μέσω των κειμένων τους, ακολουθούν μια απλή μέθοδο. Αρχικά παραθέτουν γενικές γνώσεις για την εξέλιξη της ειδωλολατρικής σκέψης. Στην συνέχεια εκθέτουν όσες πληροφορίες μπόρεσαν να συλλέξουν για τους ίδιους τους αιρεσιάρχες, την διδασκαλία και τις πρακτικές τους. Τέλος παραθέτουν την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας. Μέσα από τις απαραίτητες συγκρίσεις έβγαινε το συμπέρασμα για τον πραγματικό χαρακτήρα των γνωστικών.
Η κατάταξη της ύλης τους γίνεται σε κάποια έργα με συστηματικά τρόπο, ενώ σε άλλα περιστασιακά. Μερικά από τα συστηματικά έργα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγκυκλοπαίδειες του γνωστικισμού. Περιστασιακά γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπιστούν κάποιες συγκεκριμένες αιρέσεις. Και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες και μάλιστα εξειδικευμένες.
Στα έργα αυτά, όμως δεν καταγράφεται μόνο η αιρετική διδασκαλία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, γίνεται έκθεση και της ορθής εκκλησιαστικής διδαχής, οπότε έχουμε καταγραφή και της αποστολικής παράδοσης, όχι στην πλήρη της μορφή, αλλά του απαραίτητου τμήματος προς αντιμετώπιση της αντίστοιχης αιρετικής. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό καθώς έχουμε έκθεση του ορθόδοξου δόγματος σε εποχή προ των Οικουμενικών Συνόδων, από ανθρώπους που έζησαν πολύ κοντά στην αποστολική εποχή. Δεν έχουμε ανάπτυξη του δόγματος μέσω της αντιπαράθεσης αυτής, όπως θέλουν να νομίζουν οι υπέρμαχοι της εξέλιξης αυτού. Έχουμε καταγραφή της αποστολικής διδασκαλίας προς εξακρίβωση της διαφοράς της αιρετικής διδασκαλίας. Φυσικό είναι η καταγραφή αυτή να μην χρησιμοποιεί την ορολογία που υιοθετήθηκε αργότερα από τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά η διαφορά στην φράση δεν δείχνει σε καμιά περίπτωση εξέλιξη στην διδασκαλία της Εκκλησίας.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους γνωστικούς και τα έργα τους περιληπτικά.
2.1.1. Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς.
Ο άγιος Ιουστίνος ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου. Εξαιτίας του ονόματος αυτού και του πατέρα του, θεωρήθηκε αρχικά Ρωμαίος. Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας, όπως φαίνεται από το όνομα του παππού του. Την εποχή εκείνη όσοι λάμβαναν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη έπαιρναν αναγκαστικά κι ένα ρωμαϊκό όνομα.
Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα που δεν απείχε πολύ από την αποστολική εποχή. Η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περίπου το 110 μ. Χ. Αυτό προκύπτει από τον Διάλογο προς Τρύφωνα, γραμμένο το 135 μ. Χ. όπου αναφέρει ότι έχει τελειώσει τις φιλοσοφικές του σπουδές.
Τόπος γέννησής του είναι η Φλαβία Νεάπολη. Αυτή κτίσθηκε το 70 μ. Χ. στα ερείπια της αρχαίας Συχέμ. Αρχικά ήταν εθνικός[1]. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες τον οδήγησαν στην μελέτη της φιλοσοφίας. Καταστάλαξε στον πλατωνισμό. Τις σπουδές του ολοκλήρωσε ή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ή στην Αθήνα. Η δεύτερη είναι και η πιθανότερη περίπτωση, όπως προκύπτει από την περιγραφή του σκηνικού στον Διάλογο προς Τρύφωνα. Εκεί έγινε και η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, λίγο πριν το 135 μ. Χ.
Το 136 μ. Χ. μετακόμισε στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή, όπου αντί άλλου φιλοσοφικού συστήματος δίδασκε τον Χριστιανισμό. Η σχολή του ήταν συνάμα και ναός. Αυτή ήταν και η πρώτη ορθόδοξη σχολή ανωτέρας στάθμης. Μαθητές του υπήρξαν ο Τατιανός και ο άγιος Ειρηναίος. Περί το 160 μ. Χ. αναζωπυρώθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών. Την εποχή εκείνη ανέλαβε την διοίκηση της αυτοκρατορίας ο Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος θέλοντας να εμφανίσει εαυτόν ως φιλόσοφο, τήρησε σκληρή στάση έναντι του Χριστιανισμού[2].
Ο άγιος Ιουστίνος αναγκάστηκε να φύγει από την Ρώμη, μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου, μάλλον την ίδια χρονιά. Αιτία ήταν η επιβουλή του κυνικού φιλοσόφου Κρήσκεντος κατά του αγίου, ο οποίος έβλεπε ανταγωνιστικά την αύξηση των μαθητών του Ιουστίνου και την πτώχευση των άλλων φιλοσοφικών σχολών. Ο άγιος επέστρεψε βραδύτερον[3] και συνελήφθη επί επάρχου Ρώμης Ρουστικού (162-167), στωικού και παιδαγωγού του Μ. Αυρήλιου. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ. Χ.
Το έργο που περιέχει πληροφορίες για τους γνωστικούς είναι η Α’ Απολογία[4]. Δεν πρόκειται για αντιαιρετικό σύγγραμμα αλλά για απολογητικό. Ο άγ. Ιουστίνος το απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (Πίο, 138-161), τους γιους του, την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον δήμο. Μέσα από αυτό απολογείται για την υπόθεση των Χριστιανών, επί τη ευκαιρία της αναζωπύρωσης των διωγμών. Εκθέτει την χριστιανική άποψη με νηφαλιότητα και ευγένεια χωρίς ιδιαίτερα ρητορικά σχήματα. Είναι ένα έργο γραμμένο για να το διαβάσουν λόγιοι. Δικαίως έχει ειπωθεί ότι ο Ιουστίνος με το έργο του έδωσε τα όπλα στον Χριστιανισμό, για να επεκταθεί στους κύκλους των μορφωμένων[5].
Σχετικά με τους γνωστικούς, παρέχει πληροφορίες για τους πρώτους εξ αυτών. Αναφέρεται στον Σίμωνα Μάγο, τον Μένανδρο και τον Μαρκίωνα. Σύντομη αναφορά στους γνωστικούς βρίσκουμε και στον Διάλογο προς Τρύφωνα[6]. Εκεί αναφέρεται στις ομάδες αυτών.
2.1.2. Άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών)
Η γέννηση του αγίου Ειρηναίου τοποθετείται υποθετικά το 140 μ. Χ. Ο ίδιος αναφέρει, ότι κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφονταν τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, οπότε συμπεραίνεται ότι η καταγωγή του ήταν από αυτή την πόλη[7]. Υπήρξε, λοιπόν, μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και διατήρησε το κείμενο του μαρτυρίου του. Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει[8] ότι ήταν και μαθητής του Παπία. Από τα συγγράμματά του φαίνεται κάτοχος της εγκύκλιας και ανωτέρας κοσμικής μόρφωσης. Ο Τερτυλλιανός τον χαρακτηρίζει «ακριβέστατο μελετητή πάσης παιδείας»[9]. Κάνει χρήση των έργων του Ιουστίνου, οπότε δεν αποκλείεται να τον άκουσε να διδάσκει στην Ρώμη.
Ο άγιος Ειρηναίος εμφανίζεται στην Λυών το 177 μ. Χ. Ο Γρηγόριος Τουρώνης αναφέρει ότι εστάλη εκεί από τον άγιο Πολύκαρπο[10]. Την εποχή εκείνη στην Λυών υπήρχε ακμάζων ελληνόφωνο στοιχείο και ισχυροί δεσμοί της πόλης με την Μικρά Ασία.. Γι’ αυτό εκτός του ορθόδοξου χριστιανισμού, ίσως να είχε διαδοθεί στην πόλη και ο μοντανισμός[11]. Παράλληλα βρίσκονταν σε πλήρη έξαρση ο διωγμός του Μ. Αυρηλίου. Για τα όσα συνέβησαν στους Χριστιανούς της Λυών επί του διωγμού αυτού, πληροφορούμαστε από την επιστολή-μαρτυρολόγιο των Εκκλησιών Λυώνος και Βιέννης[12]. Ο άγνωστος συντάκτης της επιστολής ενδέχεται να ήταν ο άγιος Ειρηναίος[13].
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Ποθεινού, ανέβηκε στον θρόνο της Λυών ο άγιος Ειρηναίος. Έντονη υπήρξε η ιεραποστολική δράση του και παράλληλα το αντιαιρετικό του έργο. Αυτός αντιλήφθηκε ότι για την καταπολέμηση τους δεν αρκούσε μόνο η αναίρεση των κακοδοξιών τους, αλλά απαιτούνταν και αναδιοργάνωση της εκκλησίας, όπως και καθορισμός της διδασκαλίας της. Ο Γρηγόριος Τουρώνης[14] μας πληροφορεί ότι ο άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε στον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202 μ. Χ.
Το κύριο αντιαιρετικό του σύγγραμμα είναι το Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως[15]. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, εκτός εκτεταμένων αποσπασμάτων κυρίως από το πρώτο βιβλίο. Σώζεται σχεδόν πλήρης λατινική μετάφραση. Εγράφη κατά την περίοδο της επισκοπείας του Ελευθέρου Ρώμης, δηλαδή μεταξύ των ετών 185-190 (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία).
Το σύγγραμμα αυτό διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του γνωστικισμού. Κατοχύρωσε την πολεμική στην συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα από την εποχή αυτή ν’ αρχίσει η φθίνουσα πορεία της αιρετικής διδασκαλίας και να σταματήσει η εξάπλωση των αιρετικών σεκτών. Το μνημονεύει ο Ιππόλυτος[16], ο Τερτυλλιανός[17], ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί μεταγενέστεροι αιρεσιολόγοι.
Εκτός του Ελέγχου έγραψε κι άλλα έργα με αντιαιρετικό χαρακτήρα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Δεν χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ, διότι, ως απολεσθέντα, δεν αποτελούν πηγές.
2.1.3 Άγιος Ιππόλυτος επίσκοπος Ρώμης
Δύο πολύ σημαντικές ανακαλύψεις βοήθησαν στο να διαμορφωθεί η εικόνα για την ζωή και το έργο του αγίου Ιππολύτου, πέραν των λίγων στοιχείων που διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η πρώτη είναι η ανακάλυψη ενός ανδριάντα στην Via Triburtina το 1551. Ο ανδριάντας παριστάνει αυτόν με φιλοσοφικό τρίβωνα καθισμένο σε θρόνο. Στην μια πλευρά του θρόνου αναγράφεται κατάλογος έργων του αγίου. Αντίθετη άποψη από την επικρατέστερη εξέφρασε ο P. Nautin[18], ο οποίος υποστήριξε ότι ο ανδριάντας δεν παριστάνει τον Ιππόλυτο.
Στον κατάλογο περιλαμβάνεται και το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, έργο απωλεσθέν μέχρι το 1842. Την χρονιά εκείνη ο Μηνάς Μηνωίδης ανεύρε σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αι. στο Άγιο Όρος τα βιβλία δ’- ι’. Μετέφερε το χειρόγραφο στο Παρίσι και εκδόθηκαν με τον τίτλο Φιλοσοφούμενα, ως έργο του Ωριγένη[19]. Μόλις το 1859 αποδόθηκε η πατρότητα του έργου στον άγιο Ιππόλυτο από τους εκδότες του κειμένου L. Dunker & F. G. Schneidewin (Göttingen).
Κατά τον Μέγα Φώτιο οι αιρέσεις που εξετάζονται στο πόνημα του Ιππολύτου «ελέγχθηκαν κατά τις ομιλίες του Ειρηναίου, και κάνοντας σύνοψη αυτών, συνέγραψε, λέγει ο Ιππόλυτος, αυτό το βιβλίο[20]». Από αυτήν την πληροφορία, αν είναι ακριβής, φαίνεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε ακροατής του αγ. Ειρηναίου. Ίσως, λοιπόν, η Λυών να ήταν ο τόπος γέννησής του. Αυτή τοποθετείται το 170 μ.Χ. Από τους αρχαίους ιστορικούς, άλλοι λένε ότι ήταν επίσκοπος Ρώμης (Λεόντιος Βυζάντιος[21], Αναστάσιος Σιναΐτης[22]), ενώ άλλοι επίσκοπος Πόρτου Ρώμης (Αναστάσιος Αποκρισάριος[23], Ιωάννης Ζωναράς[24], Νικηφόρος Κάλλιστος[25]). Έχει αποδειχθεί ότι τελικά έζησε και έδρασε στη Ρώμη, ως πρεσβύτερος επί Ζεφυρίνου (198-217), και μετέπειτα ως επίσκοπος.
Με την άνοδο του Μαξιμίνου Θρακός εξορίστηκε στην Σαρδηνία, το 235 μ.Χ. Το επόμενο χρόνο πέθανε και το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ρώμη, όπου και ετάφη στο σημείο που βρέθηκε ο ανδριάντας.
Έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα, σύμφωνα με τον κατάλογο που αναγράφεται στον ανδριάντα, και που συμπληρώνεται από τα έργα που αναφέρουν οι Ευσέβιος Καισαρείας, Ιερώνυμος, Αναστάσιος Σιναΐτης, Γεώργιος Σύγκελος, Μέγας Φώτιος κ.α. Μέχρι τον ΙΘ’ αι. όλα τα έργα του θεωρούνταν χαμένα, αλλά συνεχείς ανακαλύψεις έφεραν στο φως τα σπουδαιότερα εξ αυτών, άλλα στο πρωτότυπο και άλλα σε μεταφράσεις.
Το σπουδαιότερο σύγγραμμά του είναι το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος[26]. Αναφέραμε παραπάνω το ιστορικό της εύρεσης και έκδοσης του κειμένου, εδώ να σημειώσουμε ότι εξακολουθούν να λείπουν τα βιβλία 2-3. Σκοπός του έργου ήταν ν’ αποδείξει ότι οι αιρετικοί ήταν στην ουσία άθεοι, εφόσον αντλούσαν τις δοξασίες τους από τα φιλοσοφικά δόγματα και μυστηριακά θρησκεύματα[27] (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία). Κανένα άλλο από τα αντιαιρετικά συγγράμματά του δεν είναι πλέον διαθέσιμο.
2.1.4 Άγιος Επιφάνειος επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου.
Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη, κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, το 315 μ.Χ., από γονείς Χριστιανούς. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στις σπουδές του και έλαβε πλούσια ιστορική και χριστιανική παιδεία. Γνώριζε πέντε γλώσσες, την ελληνική, την εβραϊκή, τη συριακή, την κοπτική και την λατινική[28]. Γνώρισε τον μοναχικό βίο από τον ασκητή Ιλαρίωνα στη Γάζα.
Νέος ταξίδευσε στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε διάφορες ομάδες, χριστιανικές και μη. Έτσι απεκόμισε γνώση κι εμπειρία από τον τρόπο σκέψης των γνωστικών. Μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ίδρυσε μοναστήρι στην πατρίδα του, το οποίο διηύθυνε επί τριακονταετία[29].
Στην Αίγυπτο, εκτός του γνωστικισμού γνώρισε και τον Ωριγενισμό. Θεωρείται ότι αυτός ανακίνησε το ζήτημα της καταδίκης του, την τελευταία δεκαετία του Δ’ αι[30]. Η επίδραση του στην στάση του αγίου Ιερωνύμου επί του θέματος, είναι γνωστή. Αντίθετα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων, φιλοωριγενιστή. Στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης εξηγείται η αντικανονική στάση του να σχίσει το παραπέτασμα του ναού στη Βαιθήλ. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, έστειλε την γνωστή επιστολή στον Ιωάννη, η οποία χειροτέρευσε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Πέθανε το 403 μ.Χ. κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη στην Κωνστανία. Ο λαός της πόλεώς επεφύλαξε τιμητική υποδοχή στο λείψανό του. Η μνήμη του τιμάται την 12η Μαΐου.
Τα συγγράμματά του, κυρίως τα αντιαιρετικά είναι ιδιαίτερης σημασίας για την μελέτη του γνωστικισμού, επειδή ταξιδεύοντας γνώρισε προσωπικά πολλές από τις ομάδες, για τις οποίες γράφει. Επίσης πολλές από τις πηγές που χρησιμοποίησε έχουν απολεσθεί[31]. Ο Αγκυρωτός[32] είναι έργο δογματικό με παρεμβολές αιρετικών διδασκαλιών, χάριν αναιρέσεως. Γράφτηκε το 374 μετά από αίτηση της κοινότητας Σουέδρων της Παμφιλίας προς αντιμετώπιση των Πνευματομάχων.
Το σημαντικότερο αντιαιρετικό του έργο είναι το Πανάριον, στο οποίο γίνεται συστηματική έκθεση και αντιμετώπιση των αιρέσεων. Εδώ θα χρειαστεί να εξηγήσουμε κάποια πράγματα για τις εκδόσεις του έργου. Τέσσερις είναι οι πρώτες εκδόσεις του έργου, εκτός της editio princeps (J. Oporinus, Βασιλεία 1544):
α) D.Petavius, Paris 1622, η οποία περιλαμβάνεται στην PG 41-43.
β) F. Oehler, Corpus Haereseologicum 2-3, Berlin 1859-61.
γ) W. Dindorf, Opera 1-5, Leipzig 1859-62.
δ) Karl Holl, GCS 25 (1915), 31 (1922), 37 (1933).
Η διαφορά των δύο πρώτων εκδόσεων από τις δύο επόμενες είναι ότι στις εκδόσεις του W. Dindorf και του Karl Holl[33] ελήφθη υπόψη ο κώδ. Marcianus Graecus 125 (Μ). Έτσι το κείμενο συμπληρώθηκε με αποσπάσματα που δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο κώδικα. Ο Μαρκιανός αυτός κώδικας προέρχεται από την συλλογή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, πρώην Νικαίας. Στην αυλή του συναγελάζονταν όλοι εκείνοι οι αρχαιολάτρες μαθητές του Γεωργίου Πλήθωνος, μαθητή του νέο-γνωστικού (τότε) Ελισαίου, του Εβραίου[34]. Όλοι αυτοί που προσπάθησαν ν’ αναβιώσουν τον παγανισμό τον ΙΕ’ αι. , όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Μιχαήλος Αποστόλης, ο Ερμώνυμος ο Σπαρτιάτης[35] κ.α., αρνούμενοι να μοιραστούν την θλίψη της άτυχης πατρίδας τους, προτίμησαν τις τιμές και τις δόξες της Δύσης και κατέφυγαν στην αυλή του Βησσαρίωνα. Είναι δύσκολο να καθοριστεί, λοιπόν, τι είδους επεμβάσεις μπορεί να έγιναν στο κείμενο του κώδικα. Γι’ αυτό κάποιες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αυτή περί του «Κορείου» της Αλεξάνδρειας[36], πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή κι επιφύλαξη. Υπάρχουν μόνο σε αυτόν τον κώδικα[37].
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 376 και αποπερατώθηκε το 377 μ.Χ. Είναι το εκτενέστερο από όλα τα υπόλοιπα αντιαιρετικά, καθώς αντιμετωπίζει 80 αιρέσεις. Χωρίζεται σε τρία βιβλία και επτά τμήματα. Ακολούθησε η συγγραφή του Ανακεφαλαίωσις των αιρέσεων[38], το οποίο αποτελεί επιτομή του Παναρίου. Πρόκειται για είδος αναλυτικού πίνακα περιεχομένων. Στο τέλος του Παναρίου και πριν από την Ανακεφαλαίωση επισυνάπτεται Αληθής Λόγος περί πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας[39]. Πιθανόν να είναι νόθος. Τα έργα του υπήρξαν πηγές για τον άγιο Αυγουστίνο και τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό.
Αυτά είναι περιληπτικά τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά συγγράμματα, απ’ όσα ασχολήθηκαν με το θέμα. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος των έργων των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στα οποία υπάρχουν πληροφορίες για τον γνωστικισμό. (1) Ιουστίνος: Α' «Απολογία», (2) Ειρηναίος: «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως», (3) Ιππόλυτος: «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος», (4) Κλήμης Αλεξανδρεύς: «Στρωματείς», «Επιτομαί εκ των Θεοδότου», (5) Τερτυλλιανός: «De praescriptione haereticorum», «De anima», «Adversus Valentinianos», «Adversus Marcionem», «Ad Hermogenen», (6) Ωριγένης: «Κατά Κέλσου», «Εις Ιωάννην», (7) Αδαμάντιος: «Διάλογος περί ορθής πίστεως», (8) Μεθόδιος Ολύμπου: «Περί αυτεξουσίου», (9) Αλέξανδρος: «Κατά Μανιχαίων», «Λυκοπολίτης», (10) Ηγεμόνιος: «Πράξεις Αρχελάου», (11) Σεραπίων: «Θμουέως Κατά Μανιχαίων», (12) Τίτος Βόστρων: «Κατά Μανιχαίων», (13) Επιφάνιος: «Πανάριον», (14) Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Κατηχήσεις», (15) Εφραίμ Σύρος: «Κατά Βαρδεσάνους», «Κατά Μαρκίωνος», «Κατά Μάνητος», (16) Αφραάτ: «Αποδείξεις», (17) Αυγουστίνος: «De utilitate credenda», «De duabus animabus», «Contra Fortunatum», «Contra Felicem», «De natura boni», «Contra Secundinum», «Evodii de fide contra Manichaeos», «De moribus Manichaeorum», «De haeresibus ad Quodvultdeum», (18) Θεοδώρητος Κύρου: «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή», (19) Σεβήρος Αντιοχείας: «Ομιλία 123», «Αναθεματισμοί ελληνικοί», «Αναθεματισμοί λατινικοί», (20) Σιμπλίκιος: «Υπόμνημα εις εγχειρίδιον Επικτήτου», (21) Ιωάννης Δαμασκηνός: «Κατά αιρέσεων», «Κατά Μανιχαίων», (22) Πέτρος Σικελιώτης: «Ιστορία Μανιχαίων», «Λόγος κατά Μανιχαίων», (23) Φώτιος: «Κατά Μανιχαίων»
2.2 Γνωστικές πηγές
Μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΘ’ αι. η παλαιότερη έρευνα δεν διέθετε σχεδόν κανένα γνωστικό κείμενο, για να μπορεί να ερευνήσει τη διδασκαλία τους από πρώτο χέρι. Γι’ αναπληρώσουν το κενό, παλαιότεροι ερευνητές παρουσίασαν τα ερμητικά κείμενα ( ή αλλιώς Corpus Hermeticorum) ως γνωστικά[40]. Τα οκτώ κείμενα του Corpus είναι μεν προϊόντα του ελληνο-αιγυπτιακού συγκρητισμού, αλλά έχουν βασικές διαφορές με τα γνωστικά κείμενα, οι οποίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν επειδή φέρουν και ομοιότητες, όχι το σύνολο αλλά κυρίως το πρώτο βιβλίο εξ αυτών ο Ποιμανδρής. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι παρουσιάζονται ως διδασκαλία του Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλ. του αιγυπτιακού Θωθ, προς τον μαθητή του Ασκληπιό. Και οι δύο αυτές φιγούρες απουσιάζουν από την γνωστική μυθολογία. Επίσης είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι είναι γραμμένες πρωτότυπα στα ελληνικά, την στιγμή που το συντριπτικό ποσοστό της γνωστικής γραμματείας έχει γραφεί ή διασωθεί στην κοπτική, και σε μικρότερο ποσοστό στην συριακή ή αρμενική. Είναι πιθανότερο τα ερμητικά κείμενα ν’ ακολούθησαν την σύζευξη μεταξύ ελληνικού και αιγυπτιακού μυστικισμού, που πρώτος εισήγαγε ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος, ενώ σε κάποια σημεία είναι έντονος ο νεοπλατωνικός τους χαρακτήρας. Επίσης, μπορεί ν’ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα ύστερα γνωστικά συστήματα, και γι’ αυτό αντιπροσωπεύονται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Αποκάλυψη Ασκληπιού στον κώδικα VI), αλλά στον ίδιο κώδικα υπάρχει και η Πολιτεία του Πλάτωνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γνωστικό κείμενο.
2.2.1 Παλαιότερες Πηγές
Εκτός των ερμητικών κειμένων, οι παλαιότερες πηγές ήταν δύο κώδικες που ανακαλύφθηκαν το ΙΗ’ αι. ο ένας από τον Άγγλο γιατρό δρ Askew, οπότε ονομάστηκε Codex Askewianus, και έτερος από τον Scot James Bruce, οπότε ονομάστηκε Codex Brucianus. Ο πρώτος βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο και ο δεύτερος στην Βοντλειανή Βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη.
Ο Codex Ascewianus εκδόθηκε για πρώτη φορά μαζί με λατινική μετάφραση από τον M. G. Schwartze (Berlin 1851). Ακολούθησε γαλλική μετάφραση από τον E. Amélinau (Paris 1895) και γερμανική μετάφραση υπό την αιγίδα της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο από τον Karl Schmidt (1905).
Ο Κώδικας διαιρείται σε τρία μέρη, στα οποία περιέχονται τα εξής έργα: 1) Πίστις Σοφία α’ 2) Πίστις Σοφία β’ 3) Τεύχος Σωτήρος α’ & β’. Υπάρχει και τέταρτο ξεχωριστό τεύχος, το οποίο περιλαμβάνει το Διάλογος Ιησού και μαθητών (συμβατικός τίτλος). Τα έργα αυτά γράφτηκαν τον Γ’ αι.. Δεν έχουν ιδιαίτερες φιλολογικές αξιώσεις, ούτε βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο έμπνευσης. Είναι χρήσιμα διότι παρουσιάζουν ένα επίπεδο εξέλιξης της γνωστικής σκέψης.
Ο Κώδικας Brucianus, περιλαμβάνει τρία ημιτελή έργα, γραμμένα την ίδια εποχή. Πρόκειται για τα Μέγα κατά μυστήριον λόγος α’, β’ και Βιβλίον Σηθέως. Πρώτη έκδοση έχουμε από τον E. Amélinau (1891), με γαλλική μετάφραση, ενώ περιλήφθηκαν στην ίδια έκδοση με τον κώδικα Askewianus του Schmidt. Αυτός πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα δύο πρώτα έργα αναφέρονται στο Πίστις Σοφία με το όνομα Βίβλοι Δύο Ιεού. Επικράτησε όμως το όνομα που αναγράφεται στον κώδικα. Σ’ αυτά έχουμε επίσης "αποκαλύψεις" του Ιησού στους μαθητές του, μετά την Ανάσταση.
2.2.2 Ο Κώδικας του Βερολίνου 8502.
Με τους δύο πρώτους κώδικες φάνηκε η σπουδαιότητα της Αιγύπτου στην ιστορία του γνωστικισμού. Το 1896 ο Karl Schmidt ανακοίνωσε σε συνεδρίαση της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, την απόκτηση ενός παπύρινου κώδικα, εκ μέρους του Μουσείου του Βερολίνου. Ο κώδικας είχε αγορασθεί στο Κάιρο. Περιείχε τα εξής κείμενα: 1) Ευαγγέλιον Μαρίας 2) Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον, γ) Σοφία Ιησού Χριστού και δ) Πράξεις Πέτρου. Το Πράξεις Πέτρου δεν είναι γνωστικό κείμενο, αλλά απόκρυφο. Φαίνεται όμως, ότι στα αγαπημένα αναγνώσματα των γνωστικών συγκαταλέγονταν οποιοδήποτε ανορθόδοξο κείμενο.
Η έκδοση του κώδικα αυτού είχε μυθιστορηματική πορεία. Η πρώτη έκδοση ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον K. Schmidt, αλλά το χειρόγραφο καταστράφηκε από πλημμύρα στο κελάρι του τυπογραφείου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέβαλε την προσπάθεια μέχρι το 1938, οπότε επιχειρήθηκε εκ νέου η ετοιμασία της έκδοσης. Αυτήν την φορά η αναβολή οφείλονταν στον θάνατο του K. Schmidt. Την συνέχιση της προσπάθειας ανέλαβε το 1941 ο Walter Till, και την έφερε εις πέρας το 1943. Δεν μπόρεσε, όμως, να εκδώσει για αρκετό χρόνο λόγο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά ακολούθησε η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν και τα έργα Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον & Σοφία Ιησού Χριστού, οπότε έπρεπε ν’ αναθεωρηθούν τα πρώτα κείμενα. Τελικά εκδόθηκαν το 1955, από την Akademie-Verlag, με τον τίτλο Die gnostischen Schriften des Koptischen Papyrus Berolinensis 8502. Το εγχείρημα δηλαδή ολοκληρώθηκε 59 χρόνια μετά την ανακάλυψη του παπύρου.
2.2.3 Ωδαί Σολομώντος
Το 1812 εκδόθηκαν για πρώτη φορά πέντε ωδές, σε πρωτότυπο κοπτικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτές προέρχονταν από το έργο Πίστις Σοφία, το οποίο δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Η έκδοση ήταν του Δανού επισκόπου F. Münter. Το 1909 ο Άγγλος ακαδημαϊκός J. Rendel Harris ανακάλυψε ένα παλιό Συριακό χειρόγραφο, που περιείχε 40 ωδές από ένα σύνολο 42 (έλειπαν οι δύο πρώτες). Επρόκειτο για τους 18 λεγόμενους Ψαλμούς Σολομώντος, έργο του ζηλωτή Ιουδαίου μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (που σώζονται και σε ξεχωριστά χειρόγραφα), μαζί με τις Ωδές Σολομώντος[41]. Ένα δεύτερο συριακό χειρόγραφο περιείχε τις ωδές από το μέσο της 17ης έως τέλους της 42ας. Αυτές ήταν γνωστές μέχρι τότε μέσα από κείμενο του Λακταντίου[42]. Οι πέντε ωδές που είχαν εκδοθεί ήδη ήταν η 1η , 5η , 6η , 22η , 25η .
Το γνωστικό χρώμα τους είναι αδιόρατο. Δι’ αυτών απευθύνεται αίνος ή ευχαριστία ή παράκληση προς τον Θεό. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η περιγραφή μιας καταστάσεως πνευματικής ευφροσύνης, η οποία δημιουργείται από την κονωνία των ανθρώπων με το Θεό και οφείλεται στην έλευση του Χριστού[43].
2.2.4 Μανδαίοι
Οι Μανδαίοι αποτελούν παρακλάδι γνωστικό, το οποίο αναπτύχθηκε αυτόνομα κι επέζησε μέχρι τα νεότερα χρόνια. Δείγματα της γραμματείας τους έφθασαν στην Ευρώπη ήδη από τον ΙΣΤ’ αι. από τους Πορτογάλους μοναχούς. Η μελέτη της κουλτούρας τους ανανεώθηκε τον ΙΘ’ αι., αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από γενικά συμπεράσματα. Η έκδοση τον βιβλίων τους δεν έχει ολοκληρωθεί, παρότι κυκλοφορούν ανεξάρτητες εργασίες, συνεπώς μέχρι στιγμής δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω ως πηγές.
2.2.5 Η βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi)
Όλες οι προηγούμενες ανακαλύψεις ήταν μια πρόβα για την μεγάλη ανακάλυψη του 1946, μιας συλλογής παπύρινων κωδίκων στην τοποθεσία του αρχαίου Χηνοβοκσίου, κοντό στο χωριό Nag Hammadi, στην Αίγυπτο. Μέσω αυτής ήρθαν στο φως πλήθος χειρογράφων γνωστικού περιεχομένου, γραμμένων στην κοπτική γλώσσα. Η πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην εμφάνιση των χειρογράφων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, κι έχει ως εξής.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1946, ο Togo Mina, έφορος του Κοπτικού Μουσείου του Καΐρου, αγόρασε έναν ημιτελή κοπτικό πάπυρο έναντι του ποσού των 250 αιγυπτιακών λιρών. Πωλητής ήταν ένας Κόπτης δάσκαλος από το χωριό Nag Hammadi, με το όνομα Raghib Andrawus al Quss Abd as-Sajjid. Επρόκειτο για τον Κώδικα III της συλλογής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Togo Mina έδειξε τον πάπυρο στον Γάλλο Ανατολιστή Francois Daumas και τον Henri Corbin. Αυτοί παρατήρησαν τον τίτλο του περιεχομένου έργου, Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον. Όπως είδαμε παραπάνω το συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνονταν και στον Κώδικα του Βερολίνου. Κατάλαβαν, λοιπόν, ότι πρόκειται για γνωστικό κείμενο. Ο Daumas επέστρεψε στο Παρίσι, ενημέρωσε τον Antoine Guillaumont, και σχεδίασε την έκδοση του χειρογράφου.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, ένας άλλος Γάλλος, ο Jean Doresse, ήρθε στην Αίγυπτο για σπουδές και ενημερώθηκε από τον Togo Mina για την ανακάλυψη. Αναγνώρισε αμέσως την σπουδαιότητα του χειρογράφου και ανέλαβε να το εξετάσει. Με την σειρά του ενημέρωσε τον διευθυντή του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, Etienne Drioton και τον θρησκειολόγο Henri-Charles Puech. Το κοινό ενημερώθηκε από τις αιγυπτιακές εφημερίδες στις 11-12 Ιανουαρίου 1948. Η ακαδημαϊκή κοινότητα ενημερώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1948 με αναφορά των Puech και Doresse στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres και του Togo Mina στο Bulletin de l’ Institut d’ Egypt.
Στο μεταξύ, τμήματα ενός άλλου χειρογράφου (Κώδικα Ι) ήλθαν στην κατοχή του Βέλγου αντικέρ Albert Eid. Αυτός τα έθεσε στην διάθεση των Doresse & Mina στο τέλος του 1947. Αλλά ο σκοπός του Eid ήταν να πουλήσει το χειρόγραφο. Έτσι, απευθύνθηκε πρώτα στο ίδρυμα Bollingen της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, χωρίς να καταφέρει να έλθει σε συμφωνία. Ο θάνατος του Albert Eid ανησύχησε την επιστημονική κοινότητα, διότι υπήρχε κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη του χειρογράφου. Την υπόθεση ανέλαβε ο θεοσοφίτης ψυχίατρος Carl Gustav Jung, και κατάφερε να μεταφέρει τον κώδικα σε ασφαλή θυρίδα τράπεζας στις Βρυξέλλες, το 1950. Ο πράκτοράς του C. A. Meier, κατάφερε να βρει σπόνσορα στην Ελβετία το 1952, στο πρόσωπο του George Page, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 35.000 ελβετικών Φράγκων. Στις 10 Μαΐου του 1952, το χειρόγραφο μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο C. G. Jung, και ονομάστηκε κώδικας Γιούνγκ.
Η πρώτη περιγραφή του κώδικα Γιουνγκ μαζί με το περιεχόμενό του, κυκλοφόρησε το 1955, από τους H. C. Puech & G. Quispel, με τίτλο The Jung Codex, A Newly recovered Gnostic Papyrus. Την ίδια χρονιά ο Quispel βρήκε στην Αίγυπτο και άλλες χαμένες σελίδες του κώδικα. Μετά τον θάνατο του C. Jung τέθηκε θέμα αντεκδίκησης για την κυριότητα του κώδικα μεταξύ των κληρονόμων του και του Ινστιτούτο. Εν τέλει κανονίστηκε η μεταφορά του στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου, μετά την έκδοσή του. Το δερμάτινο δέσιμο του κώδικα είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Institute for Antiquity and Christianity στο Claremont. Μόλις το 1975 έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθούν όλα τα τμήματα του κώδικα στο Κάιρο.
Το 1948 εμφανίστηκαν άλλοι εννιά σχεδόν ολοκληρωμένοι κώδικες στο Κάιρο, από άγνωστους μεσάζοντες. Στις διαπραγματεύσεις εμφανιζόταν η κόρη γνωστού Ιταλού νομισματολόγου της εποχής, η Maria Dattari. Αυτή εκπροσωπούσε τον ονομαστό Κύπριο αντικέρ Φωκίωνα Θάνου. Η πρώτη επαφή έγινε με τον Jean Doresse, ο οποίος αναγνώρισε μερικούς από τους τίτλους των έργων (Αποκάλυψις Αδάμ, Ευαγγέλιον Θωμά, Παράφρασις Σημ), και χαρακτήρισε τους κώδικες ως γνωστικούς. Ενημέρωσε τον E. Drioton και έδρασε ως σύμβουλος, για λογαριασμό του Κοπτικού Μουσείου. Την άνοιξη του 1949 οι κώδικες παραδόθηκαν στον Togo Mina, ο οποίος ανέθεσε στον Doresse να τους καταλογραφήσει. Ο κατάλογος αυτός υπήρξε για χρόνια η μόνη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο των κωδίκων.
Στις 17 Ιουνίου 1949, στάλθηκε η πρώτη αναφορά στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, και το 1950 η πρώτη επιθεώρησή τους από τον H.C. Puech. Όσο το Κοπτικό Μουσείο προσπαθούσε να εξασφαλίσει τους πόρους για την αγορά τους, οι κώδικες παρέμεναν σφραγισμένοι σε κιβώτιο στο γραφείο του Drioton. Η ανώμαλη εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων και η εμπλοκή της αιγυπτιακής κυβέρνησης σε κρίσεις, όπως αυτή του Σουέζ, καθιστούσαν αδύνατη της εξεύρεση του απαιτούμενου ποσού (50.000 αιγυπτιακών λιρών) για την αγορά των κωδίκων. Ο θάνατος του Togo Mina το 1949 και η αιγυπτιακή επανάσταση το 1952, περιέπλεξαν την κατάσταση. Ο νέος υπουργός πληροφοριών Taha Hussain επέτρεψε τελικά την μελέτη των κωδίκων πριν την αγοραπωλησία τους, οπότε μεταφέρθηκαν στο Κοπτικό Μουσείο, στις 9 Ιουνίου το 1952. Παρέμειναν στο γραφείο του Drioton ανέγγιχτοι μέχρι το 1956.
Ο P. Labib ξεκίνησε το 1956 την διαδικασία συντήρησης των κωδίκων, μαζί τον Αιγύπτιο Κοπτολόγο Victor Girgis και τον Δυτικο-Γερμανό συνάδελφό του Martin Krause. Αυτό κράτησε μέχρι το 1961. Από τους 13 κώδικες μόνο οι 11 ήταν ολοκληρωμένοι. Από τον 12 έλειπε το δέσιμο και μετά από εξέταση φάνηκε ότι είχε ακρωτηριαστεί κατά την ανακάλυψη, και δεν ήταν φθορές λόγω χρόνου. Αντίθετα ο 13ος κώδικας ήταν ημιτελής ήδη από την αρχαιότητα. Υπολογίστηκε ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι.
Για 30 χρόνια τίποτα παραπάνω δεν ήταν γνωστό για τον τρόπο που ανακαλύφθηκαν. Το που και το πώς παρέμεναν μυστήρια. Οι κώδικες είχαν εμφανιστεί από το πουθενά. Σε αποστολές του ο Jean Doresse κατάφερε να μάθει ότι είχαν βρεθεί κάπου στην περιοχή του μικρού χωριού Nag Hammadi, χωρίς να μπορέσει να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες. Στην αναφορά του ο Puech είχε γράψει ότι η ανακάλυψη είχε γίνει από τυμβωρύχους, αλλά αυτή ήταν μια βολική δικαιολογία για να μην ανακινηθεί το θέμα.
Περισσότερα στοιχεία έγιναν γνωστά ύστερα από ιδιαίτερα επίπονη προσπάθεια του James M. Robinson. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά για τον κώδικα ΙΙΙ, ήρθε σ’ επαφή με τον Raghib Andrawus, και κατόπιν προσωπικής αναζήτησης κατέληξε στα εξής. Την ανακάλυψη είχε κάνει ένας καμηλιέρης ο Mohammed Ali es-Samman από το χωριό El Qasr, το αρχαίο Χηνοβοσκίο. Αυτός βρήκε τα χειρόγραφα το 1945 σε μεγάλο πήλινο δοχείο σε μια σπηλιά στην τοποθεσία Hamra Dom, στην ευρύτερη περιφέρεια του Nag Hammadi. Βρήκε το δοχείο σκάβοντας για λίπασμα. Ισχυρίστηκε, ότι 4 εβδομάδες μετά την ανακάλυψη εκδικήθηκε τον φονιά του πατέρα του από το Hamra Dom, οπότε λόγω της βεντέτας έπρεπε να φύγει από την περιοχή. Περιέγραψε ως τόπο ανεύρεσης, πρώτα ένα αρχαίο αιγυπτιακό τάφο στο Thauti, μετά μια σπηλιά στους πρόποδες του Djebel el-Tarif. Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στις τοποθεσίες που υπέδειξε, δεν έφεραν στο φως πειστήρια (πήλινα όστρακα ή τεμάχια των παπύρων), ώστε να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενά του. Ούτε στάθηκε δυνατόν ν’ αναγνωριστεί το υποτιθέμενο νεκροταφείο. Σημειωτέον ότι στην περιοχή υπήρχαν την εποχή εκείνη τρεις αποστολές (1975, 1976, 1978) από το Institute for Antiquity and Cristianity του Claremont, που μελετούσαν αιγυπτιακούς τάφους της 6ης Δυναστείας, καθώς και το καθολικό της Μονής του Αγίου Παχωμίου (σημ. στο Faw Qibli).
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξακριβωθεί ο τόπος της ανακάλυψης οι προσπάθειες στράφηκαν στην χρονολόγηση των κωδίκων. Κάποιες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δέσιμο ενός από τους κώδικες, φέρουν ημερομηνίες 333, 341, 346, 348 μ.Χ. Έτσι επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι. Στις αποδείξεις κατονομάζεται κάποιος «π. Παχώμιος», οπότε υποτέθηκε ότι οι κώδικες προέρχονται από την βιβλιοθήκη κάποιας μονής. Μπορεί να θάφτηκαν μέσα στο πήλινο δοχείο, είτε λόγω του αιρετικού τους χαρακτήρα, είτε για λόγους ασφαλείας.
Αν όντως έτσι έχει γίνει, τότε μπορεί η ενέργεια αυτή να συνδέεται με τον αντιαιρετικό αγώνα του Μ. Αθανασίου. Στην ΛΘ’ Εορταστική Επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος γράφει τα εξής:
«Ἀλλ’ ἐπειδή περί μέν τῶν αἱρετικῶν ἐμνήσθημεν ὡς νεκρῶν περί δέ ἡμῶν ὡς ἐχόντων προς σωτηρίαν τάς θείας Γραφάς, καί “φοβοῦμαι μήπως”, ὡς ἔγραψε Κορινθίοις[44] Παῦλος, ὀλίγοι τῶν ἀκεραίων ἀπό τῆς “ἀπλότητος” καί τῆς ἀγνότητος πλανηθῶσιν ἀπό τῆς “πανουργίας” τινῶν ἀνθρώπων καί λοιπόν ἐντυγχάνειν ἑτέροις ἄρξονται τοῖς λεγομένοις άποκρύφοις, ἀπατῶμενοι τῇ ὁμωνυμίᾳ τῶν ἀληθινῶν βιβλίων, “παρακαλῶ ἀνέχεσθαι”, εἰ περί ὧν ἐπίστασθε περί τούτων κἀγώ μνημονεύων γράφω διά τε τήν ἀνάγκην καί τό χρήσιμον τῆς Ἐκκλησίας[45]»
Και παρακάτω:
«Καί ὅμως, ἀγαπητοί, κἀκείνων κανονιζομένων καί τούτων ἀναγιγνωσκομένων, οὐδαμού τῶν αποκρύφων μνήμη˙ ἀλλά αἱρετικῶν ἐστιν ἐπίνοια, γραφόντων μέν ὅτε θέλουσιν αὐτά, χαριζομένων δέ καί προστιθέντων αὐτοῖς χρόνους, ἵν’ ὡς παλαιά προσφέροντες πρόφασινἕχωσιν ἀπατᾶν ἐκ τούτου τους ἀκεραίους. Ἔστι δέ πολλή τις ἡ σκληροκαρδία τῶν τοῦτο ποιούντων καί μή φοβουμένων τό ῥῆμα τό γεγραμένον˙ “ Οὐ προσθήσετε προς τό ῥῆμα ὅ ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καί οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ’ αὐτοῦ[46]”. Τίς ἔπεισε τους ἀκεραίους πιστεύειν τοῖς τοῦ Ἐνώχ βίβλοις, Γραφῶν μή οὐσῶν πρό Μωυσέως; Πόθεν ἔχουσι λέγειν, ὅτι Ἠσαΐας ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς “ ἐπ’ ὄρος ὑψηλόν” παρρησία “εὐαγγελίζεται[47]” λέγων˙ “ Οὐκ ἐν κρυφῇ λελάληκα οὐδέ ἐν τόπῳ γῆς σκοτεινῷ[48]”; Πῶς Μωυςῆς ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς το Δευτερονόμιον συγγραψάμενος “διαμαρτύρεται τον τε οὐρανόν καί τήν γῆν”; Ἀλλά τοῦτο οὐδενός ἑτέρου ἐστίν, εἰ μή τι τῶν “κνηθομένων τήν ἀκοήν” καί “νομιζόντων πορισμόν εἶναι τήν εὐσέβειαν” και ἀρεσκόντων “γυναικαρίοις”… Μύθοι γάρ ὄντως εἰσί τά ἀπόκρυφα καί μάταιον τό τούτοις προσέχειν, ὅτι “βέβηλοι κενοφωνίαι[49]” εἰσί. Ταῦτα γάρ ἐστιν αρχαί στάσεων, καί τούτων σκοπός ἠ έρίθεια τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες οὐ τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας ζητοῦσιν, ἀλλ’ ἐπιθυμοῦσι τιμᾶσθαι παρά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἠπατημένων, ἵν’ ὡς μεγάλους αὐτούς ἔχωσι διά τό κηρύττειν ῥήματα “νεωτερικά”. Οὐκοῦν τῶν τοιούτων βιβλίων χρή παραιτεῖσθαι˙ κἄν γάρ τις ἐν αὐτοῖς χρήσιμόν τι εὐρίσκῃ, ἀλλά κρεῖττον ἐστι τό μή τούτοις πιστεύειν[50]».
Η επιστολή αυτή γράφτηκε το 367 μ.Χ. Μεταφράστηκε στα κοπτικά από τον διάδοχο του οσίου Παχωμίου στο μοναστήρι των Ταβενησιωτών, Θεόδωρο. Υπάρχει λοιπόν, περίπτωση, η σύσταση του Μ. Αθανασίου να εισακούσθηκε και αποτέλεσμα αυτής να ήταν το παράχωμα του πήλινου δοχείου με τα γνωστικά κείμενα. Αυτή βέβαια, είναι υπόθεση. Δεν υπάρχουν στέρεες ενδείξεις ότι έτσι συνέβη. Είναι γνωστή δηλαδή η ημερομηνία στάχωσης των κωδίκων, αλλά μπορεί να θάφτηκαν οποιαδήποτε στιγμή μετά. Απλώς οι συνθήκες να έγινε αυτό επί Μ. Αθανασίου ήταν πρόσφορες.
Η έκδοση των κειμένων ολοκληρώθηκε μόλις το 1971, υπό την καθοδήγηση του J. M. Robinson[51], και την χρηματοδότηση της Ουνέσκο. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος κειμένων ανά κώδικα, από την έκδοση Robinson.
Κώδικας Ι (Jung codex, Στα Κοπτικά)
α) Προσευχή Αποστόλου Παύλου (δύο σελίδες αποσπασμένες)
β) Επιστολή Ιακώβου Απόκρυφος (σελ. 1-16)
γ) Ευαγγέλιον Αληθείας (σελ. 16-43, το έργο δεν φέρει τίτλο, αλλά έχει ονομαστεί από την πρώτη φράση)
δ) Περί της Αναστάσεως δοκίμιον (σελ. 43-50, γνωστό επίσης και ως Επιστολή εις Ρηγίνον, επειδή έτσι απευθύνεται μέσα στο κείμενο)
ε) Περί τριών φύσεων δοκίμιον (51-140, και αυτό χωρίς τίτλο)
Κώδικας ΙΙ (στα Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( 1-32, σε αυτόν τον κώδικα υπάρχει στην εκτενέστερη μορφή από τις τρεις, σε όλη τη βιβλιοθήκη)
β) Ευαγγέλιον Θωμά (32-51, συλλογή ρητών του Ιησού)
γ) Ευαγγέλιον Φιλίππου (51-86, ο τίτλος ευαγγέλιο καταχρηστικός)
δ) Υπόστασις αρχόντων (86-97, αποκαλυπτικό κείμενο για την καταγωγή του κόσμου και του ανθρώπου, συνεχίζεται στο επόμενο)
ε) Ανώνυμο χειρόγραφο (97-127, που του δόθηκε ο τίτλος Περί γενέσεως του Κόσμου)
στ) Εξήγησις περί ψυχής (127-137, μιλά για την πτώση της ψυχής και την επιστροφή της στον ανώτερο κόσμο)
ζ) Βιβλίον Θωμά αθλητού (138-145, αποκαλυπτικός διάλογος μεταξύ Ιησού και Θωμά για διάφορα κυρίως εσχατολογικά θέματα)
Κώδικας ΙΙΙ (Κοπτικά, ο παλιότερος κώδικας, που πριν αριθμούνταν πρώτος)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( σελ. 1-40, συντομότερη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (40-69, αλλιώς γνωστό ως Βίβλος απόκρυφη του Μεγάλου Αοράτου Πνεύματος, αφορά το πεπρωμένο των γνωστικών στην ιστορία)
γ) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (70-90, σε μορφή επιστολής, έχει άμεση σχέση με το επόμενο)
δ) Σοφία Ιησού Χριστού (90-119, αποκαλυπτικό κείμενο)
ε) Διάλογος Σωτήρος (120-149, αποκαλυπτικός διάλογος του Ιησού με τους μαθητές του για διάφορα θέματα)
Κώδικας ΙV (Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον (1-49, σύντομη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (50-81)
Κώδικας V (Κοπτικά)
α) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (1-17)
β) Αποκάλυψις Παύλου (17-24, περιγράφει ταξίδι του Παύλου στον ουρανό)
γ) Αποκάλυψις Ιακώβου α’ (24-44, αποκαλυπτικοί διάλογοι Ιησού και Ιακώβου)
δ) Αποκάλυψις Ιακώβου β’ (44-63, αφορά το μαρτύριο Ιακώβου, ύμνοι και ομιλίες σχετικές)
ε) Αποκάλυψις Αδάμ (63-85, παραδίδεται στον Σηθ και αφορά την γνωστική ιστορία του κόσμου)
Κώδικας VI (Κοπτικά)
α) Πράξεις Πέτρου και Δώδεκα Αποστόλων (1-12, απόκρυφο χωρίς γνωστικό χρωματισμό)
β) Βροντή, Τέλειος Νους (13-21, αποκάλυψη της ερμαφρόδιτης Σοφίας)
γ) Αυθεντικός Λόγος (22-35, ομιλία για τον προορισμό της ψυχής)
δ) Η Έννοια της μεγάλης Δυνάμεως ημών (γνωστική Αποκάλυψη)
ε) Πλάτωνος Πολιτεία (48-51, χωρίς τίτλο, μετάφραση του τμήματος 588Β-589Β)
στ) Λόγος περί Οκτώ και Εννέα (52-63, άγνωστο ερμητικό κείμενο, διάλογος Ερμού-Πατέρα και Τατ-Υιού για τον ουράνιο κόσμο)
ζ) Προσευχή Ευχαριστίας (63-65, ερμητικό κείμενο γνωστό στα ελληνικά [Πάπυρος Mimaut] και στα λατινικά, Ασκληπιός κεφ. 41)
η) Αποκάλυψις Ασκληπιού (65-78, ερμητικό από το Ασκληπιός κεφ.21-29)
Κώδικας VII (Κοπτικά)
α) Παράφρασις Σημ (1-49, γνωστική κοσμογονία, προσπαθεί να κάνει σύνδεση με την Γένεση)
β) Δεύτερος Λόγος του Μεγάλου Σηθ (49-70, περιέχει πληροφορίες για την λύτρωση της ψυχής, μέσω του εξόριστου Χριστού, που θεωρείται μετενσάρκωση του Σηθ, ακολουθεί την γραμμή του Ευαγγελίου Αιγυπτίων)
γ) Αποκάλυψις Πέτρου (70-84, παρουσιάζει τον Πέτρο ως αποδέκτη ξεχωριστής αποκάλυψης κατά την διάρκεια της φυλάκισής του)
δ) Διδαχαί Σιλουανού (84-118, κείμενο θεοσοφικό με έντονο πεσιμιστικό χαρακτήρα)
ε) Αι τρεις Στήλαι το Σημ (118-127, γνωστικός τριμερής ύμνος, που υποτίθεται ότι παραδόθηκε από τον Δοσίθεο)
Κώδικας VIII (Κοπτικά)
α) Ζωστριανός (1-132, εκτεταμένος τίτλος Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας, Θεού Αληθείας, Διδαχαί Ζωροάστρου, αποκαλυπτικό κείμενο που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από το ταξίδι στον ουρανό του Ζωροάστρου)
β) Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (132-140, απόκρυφες συζητήσεις μεταξύ Ιησού και Αποστόλων, γεγονότα κατά την διάρκεια και μετά την Σταύρωση)
Κώδικας IX (Κοπτικά, σε σπαράγματα, τα κείμενα ανασυντέθηκαν με συμβατικούς τίτλους)
α) Μελχισεδέκ (1-27, γνωστική αποκάλυψη για το πεπρωμένο του Ιησού και του Αρχιερέα Μελχισεδέκ)
β) Έννοια Νωραίας (27-29)
γ) Μαρτυρία Αληθείας (29-74, πολεμική ομιλία κατά της ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων γνωστικών ομάδων
Κώδικας X (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Μαρσάνης (1-68, μαρκιωνίτικες απόψεις για την ψυχή και τους αγγέλους)
Κώδικας XI (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Ερμηνεία της Γνώσεως (1-21, εισαγωγή στη Γνώση)
β) ανώνυμο (22-44, κείμενο βαλεντιανής σχολής, παρέχει πληροφορίες για το Πλήρωμα, 40-44, λειτουργικά κείμενα για το βάπτισμα, το χρίσμα, την ευχαριστία)
γ) Αλλογενής (45-69, αποκάλυψη του Αλλογενή στον γιο του Μέσσο)
δ) Υψίφρων (69-72, αποκαλυπτικού χαρακτήρα)
Κώδικας XII (Κοπτικά, περιέχει 10 σελίδες και 15 σπαράγματα, εκ των οποίων προκύπτουν δύο πραγματείες)
α) Αι Γνώμαι του Σέξτου (15-16, 27-34, ρήσεις παγανιστικού χαρακτήρα)
β) Αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο Αληθείας
Κώδικας XIII (Κοπτικά, διατηρούνται μόνο 16 σελίδες και σπαράγματα)
α) Τρίμορφος Πρωτέννοια (35-50, αποκαλυπτικός διάλογος σε τρία μέρη της πρώτης έκλαμψης του αρχικού θεού, με το όνομα Πρωτέννοια ή Βαρβυλώ, σχετικά με τις τρεις εκδηλώσεις της ως Πατέρα, Μητέρα, Υιός)
β) Περί Γενέσεως Κόσμου ( δέκα πρώτες γραμμές του κειμένου που βρίσκεται και στον Κώδικα ΙΙ)
Η σημασία της ανακάλυψης των χειρογράφων αυτών έγκειται κυρίως στο ότι επιτρέπει την έρευνα του φαινομένου, ανεξάρτητα από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το καινούργιο και ογκώδες υλικό θα παρέχει πεδίο έρευνας για αρκετά χρόνια.
[1] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 41.2
[2] Αγ. Ιουστίνου, Β’ Απολογία, 3 & Τατιανού, Προς Έλληνας, 19.
[3] Μαρτυρολόγιον Ιουστίνου, 3.
[4] Εκδόσεις: Pr. Maran (περιλαμβάνεται στο PG 6), G. Krüger, Freiburg 41915.
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 542.
[6] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 35.4-6.
[7] Αναφέρεται στην Επιστολή προς Φλωρίνον που διασώζεται τμηματικά στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, Ε’ 20.5-7
[8] Epistola 75 ad Theodoram,3. Επίσης αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος.., V.33.4
[9] Ad Valentinianos, 5
[10] Historia Francorum, I.29
[11] Ο W. C. Frend θεωρεί μοντανιστική την νοοτροπία της Εκκλησίας της Λυώνος (Martyrdom and persecution in the early church, p. 4 κ.ε.), αλλά εκτός από μια εισπήδηση δεν υπάρχουν άλλα σημεία που να στηρίζουν την άποψη.
[12] Rudolf Kopf, Ausgewählte Märtyrerakten, Tübingen 1913, 19-31.
[13] Βλ. σχ. Την εισαγωγή του Π. Χρήστου στο Τα Μαρτύρια των Αρχαίων Χριστιανών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ.σ. 52-57.
[14] Historia Francorum, I.29
[15] Κυριότερες εκδόσεις: R. Massuet, Paris 1710 (περιλαμβάνεται στο PG 7), W.W. Harvey, Cambridge 1857.
[16] Κατά αιρέσεων, VI.42
[17] Ad Valentinianos, 5
[18] P. Nautin, Hippolyte et Josipe, Paris 1947
- La controverse sur l’ auteur de l’ Elenchos, Revue d’ Histoire Eccl. 47 (1952), 5-43
- Le dossier d’ Hippolyte et de Méliton, Paradosis 15, Paris 1953.
[19] Έκδοση Emmanuel Miller, Oxonii 1851.
[20] Μυριόβιβλος, 121: « Ταῦτας δέ φησιν ἐλέγχοις ὑποβληθῆναι ὁμιλοῦντος Εἰρηναίου, ὧν καί σύνοψιν ὁ Ἱππόλυτος ποιούμενος τόδε τό βιβλίον φησί συντεταχέναι».
[21] Σχόλια, Πράξις γ’.1: «Ἐγένοντο δέ ἐν τοῖς χρόνοις ἀπό τ[ς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως μέχρι τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου, διδάσκαλοι καί πατέρες οἵδε˙ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Εἰρηναῖος, Ιουστίνος φιλόσοφος καί μάρτυς, Κλήμης καί Ἱππόλυτος ἐπίσκοποι Ῥώμης, Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Μεθόδιος Πατάρων, Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός, Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος καί μάρτυς». (PG 86A,12313A)
[22] Οδηγός, κεφ. κγ’: «Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης ἐκ τοῦ περί ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας λόγου». (PG 89,301C)
[23] PG 10.467 : “Anastasius Romanae Ecclesiae apocrisarius , qui VII saecuIo floruit, in epistola ad Theodosium presbyterum Ganrensem, quam primum vulgavit Jacobus Sirmondus, perspicue scribit S. Hippolytum episcopum Portuensem fuisse;”
[24] Χρονικόν, XII.15: «Τοῦ Οὐρβανού τῆς ἐπισκοπῆς τῶν ‘Ρωμαίων πόλεως προεστῶτος καί Ἱππόλυτος ἦνθει, ἀνήρ ἱερώτατος καί σοφώτατος, ἐπίσκοπος τοῦ κατά Ῥώμην Πόρθου γενόμενος, ὅς καί πολλά συγράμματα συνεγράψατο, διάφορα τῆς θείας Γραφῆς ἐξηγησάμενος». (ed. M. Pinder ,CFHB, v.II 575.1-5)
[25] Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’.31
[26] Ed. P Wendland, Griechischen Christlichen Schriftsteller der drei esten Jahrhunderte 26, Leipzig 1916 (ανατυπ. ΒΕΠ τ. 5-6)
[27] Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, Βίβλος Α’ Προοίμιον 1.
[28] Ιερώνυμος, Contra Rufinum, II.22 & III.6
[29] Επιφάνιος, Αγκυρωτός, Προοίμιον (GCS 25 (1915) 1, PG 43.12A)
[30] Ιερώνυμος, Epistola 51.3
[31] Π .Χ το Σύνταγμα Αιρέσεων του Ιππολύτου και το ελληνικό κείμενο του Ελέγχου του Ειρηναίου.
[32] Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 1-149 & PG 43.17-236.
[33] Karl Holl, Handschriftliche Überlieferung des Epiphanius, Texte und Untersuchungen 36.2 (1910).
[34] Γεννάδιου του ταπεινού επιστολή τη βασιλίσση περί του βιβλίου του Γεμιστού : « Καί οὗτος (ο Πλήθων) γάρ, πρίν τελειωθῆναι τᾦ λόγῳ καί τῇ παιδεύσει καί τᾖ τοῦ κρίνειν τα τοιαῦτα δυνάμει, μᾶλλον δέ καί πρίν σχεδόν αὐτῶν ἄψασθαι, τοσοῦτον ἥττητο τῶν ἑλληνικῶν δοξῶν, ὥστε ὀλίγα φροντίσαι μαθεῖν τόν πάτριον αὐτῷ χριστιανισμόν, εἰ μή ὅσον αὐτοῦ καί ιδιώταις δῆλόν ἐστιν. Οὐ γάρ ἕνεκα τοῦ κατά τήν φωνήν ἑλληνισμοῦ, ὡς Χριστιανοί πάντες τάς τῶν ἑλλήνων ἀνεγίνωσκεν καί εδιδάσκετο βίβλους ποιητῶν μέν πρῶτον, ἔπειτα δέ καί φιλοσόφων, άλλα τοῦ προστεθῆναι αύταῖς χάριν˙ διό καί προσέθετο, καί τοῦτ’ ἀκριβῶς ᾒδειμεν ἐκ πολλῶν τῶν γνωρισάντων καλῶς έν τῇ αὐτοῦ νεότητι. Οὕτω δέ προκαταληφθέντι πάνυ εἰκός ἐστι διά τήν ἔλλειψιν τῆς ἐκ Θεοῦ χάριτος καί ῥοπήν τινα αὐτῷ προσγενέσθαι ἀπό δαιμόνων, οἷς προσεστάθη, προς τό ἀμεταποιήτως προσκολληθῆναι τᾖ πλάνῃ, ὅ καί Ιουλιανῷ καί πολλοῖς ἄλλοις ἀποστάταις συνέβη. Τό δέ κεφάλαιον αὐτῷ τῆς ἀποστασίας Ἰουδαῖός τις ὕστερον ἐνειργάσατο, ὅ ἐφοίτησεν ὡς εἰδότι τά Αριστοτέλους έξηγεῖσθαι καλῶς. Ὅ δέ ἦν Ἀβερόῃ προσεσχηκώς καί τοῖς ἄλλοις ἐκ Περσῶν καί Ἀράβων ἐξηγηταῖς τῶν Ἀριστοτελικῶν βίβλων, ἅς Ιουδαῖοι προς τήν οἰκείαν γλῶτταν μετήγαγον, Μωσέως δε καί ὧν Ιουδαῖοι πιστεύουσιν ἤ θρησκεύουσι δι’αυτόν ἥκιστα ἧν φροντίζων. Ἐκείνος αὐτῷ καί τά τοῦ Ζωροάστρου καί τῶν ἄλλων ἐξέθετο. Ἐκείνῳ δή τῷ φαινομένῳ Ιουδαῖο, ἑλληνιστῇ δέ ἀκριβῶς, οὐ μόνον ὡς διδασκάλῳ πολύ συνών χρόνον, ἀλλά καί ὑπηρετῶν ἐν οἷς έδει καί ζωαρκούμενος υπ’ εκείνῳ˙ τῶν γάρ τά μάλιστα δυναμένων ἧν ἐν τῇ τῶν βαρβάρων αὐλᾖ˙ Ἐλισαῖος ὄνομα ἧν αὐτῷ˙ τοιοῦτος ἀπετελέσθη».
«Γιατί κι αυτός (ο Πλήθων), πριν τελειώσει τις σπουδές του στα γράμματα και στην ικανότητα να κρίνει αυτά, μάλλον πριν σχεδόν τις αρχίσει, τόσο πολύ νικήθηκε από τις εθνικές ειδωλολατρικές δοξασίες, ώστε σχεδόν καθόλου δεν φρόντισε να μάθει τον πάτριο Χριστιανισμό, παρά μόνο όσο είναι γνωστό και στους βλάκες. Διότι εξ αιτίας αυτού δεν φρόντισε να μάθει τα ελληνικά γράμματα, όπως και όλοι οι Χριστιανοί, αρχίζοντας από τους ποιητές και τους φιλοσόφους, αλλά για να τιμηθεί μέσω αυτών. Και αυτό το μάθαμε με ακρίβεια από αυτούς που τον γνώριζαν από την νεότητά του. Έτσι γέμισε προκαταλήψεις από την έλλειψη της Θείας χάριτος, και του ‘ρθε μια τάση δαιμονισμού, επειδή προσκολλήθηκε στην πλάνη αμετανόητα, όπως συνέβη και στον Ιουλιανό και σε πολλούς άλλους αποστάτες. Αλλά ο άνθρωπος που τον έσπρωξε αργότερα στην αποστασία ήταν κάποιος Ιουδαίος, στον οποίο εφοίτησε επειδή τάχα ήξερε να εξηγεί τον Αριστοτέλη καλά. Αυτός πίστευε τον Αβερόη και άλλους Πέρσες και Άραβες εξηγητές των βιβλίων του Αριστοτέλη, τα οποία οι Ιουδαίοι είχαν μεταφράσει στην γλώσσα τους, αλλά δεν ενδιαφέρονταν για τα βιβλία του Μωυσή και τα άλλα όσα πιστεύουν και θρησκεύουν οι Ιουδαίοι. Εκείνος σ’ αυτόν και τα δόγματα του Ζωροάστρη και των άλλων εξέθεσε. Εκείνο λοιπόν, που φαινόταν Ιουδαίος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ελληνιστής, δεν τον είχε μόνο για διδάσκαλο για πολύ καιρό, αλλά τον εξυπηρετούσε κιόλας σε όσα έπρεπε και τρέφονταν απ’ αυτόν, διότι μπορούσαν πολύ καλά να τα κάνουν αυτά στην αυλή των βαρβάρων. Το όνομά του ήταν Ελισαίος. Κατήντησε λοιπόν τοιούτος». (ed. L. Petit, X. Sideridès, M. Jugie, t.IV 151-2). Αν από αυτά συμπεράνουμε ότι ο νεοπαγανισμός έχει τις ρίζες του στον νεογνωστικισμό και δεν έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα, δεν θα σφάλλουμε.
[35] Βλ. Σχετ. Κ. Σαθά, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήναι 1868, σ.σ. 45-48, 70—73, 67-70, αντίστοιχα.
[36] Πανάριον 51.22.9 (ed K. Holl, 285, ed. W. Dindorf, 483).
[37] Οι υπόλοιποι, όσοι περιλαμβάνονται στις εκδόσεις των Petavius & Oehler, και δεν περιέχουν τα αμφίβολα αποσπάσματα είναι οι:
V = Vaticanus 503 L = Laurentianus VI 12 b = Barberinus 441 s. XIV f. 43r-v
G = Genuensis 4 J = Jenensis mscr. Bose 1
U = Urbinas 17/18 v = Vaticanus 1196 s. XV f. 23r – 24v
[38] PG 42.833-886
[39] PG 42.773-778.
[40] Πρώτος σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο R. Reitzenstein.
[41] Ed. J. R. Harris, The Odes and Psalms of Solomon, Cambridge 1909, 21911.
[42] Institutiones divinae IV 12,3.
[43] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. β’ σελ. 87
[44] Β’ Κορ. 11.3
[45] «Αλλ’επειδή εκάμαμεν λόγον περί μεν των αιρετικών και τους εχαρακτηρίσαμεν ωσάν νεκρούς, δι’ ημάς δε είπαμεν ότι έχομεν τας θείας Γραφάς προς σωτηρίαν, και επειδή φοβούμαι μήπως, όπως έγραψεν ο Παύλος προς Κορινθίους, μερικοί απ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν, ένεκα της ειλικρίνειας και της αγνότητός των, παρασυρθούν από την πονηρίαν μερικών ανθρώπων, και έτσι αρχίσουν εις το μέλλον να αναγιγνώσκουν άλλα βιβλία, τα λεγόμενα απόκρυφα, επειδή θα εξαπατώνται από την ομωνυμίαν με τα αληθινά βιβλία, δια τούτο παρακαλώ να με ανεχθήτε, εάν σας γράφω και σας κάνω εγώ λόγον δια πράγματα που γνωρίζετε, διότι το κάνω και εξ ανάγκης, αλλά και διότι είναι χρήσιμον εις την Εκκλησίαν» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 339). Οι εορταστικές ήταν επιστολές, οι οποίες στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια στις άλλες επισκοπές, ενημερώνοντας αυτές για τον εορτασμό του Πάσχα. Επί τη ευκαιρεία, ο Μ. Αθανάσιος ανέπτυσσε και θέματα σχετικά. Συνεπώς η 39 επιστολή αντιστοιχεί στο 39 έτος της πατριαρχείας του (επί συνόλου 47 ετών) δηλ. στο έτος 367 μ. Χ.
[46] Δευτ. 4.2
[47] Ησα. 40.9
[48] Ησα. 45.19
[49] Α’ Τιμ. 6.20
[50] «Και όμως αγαπητοί, ενώ εκείνα έχουν θεσπισθεί ως κανονικά, και αυτά ως αναγιγνωσκόμενα, πουθενά δεν γίνεται λόγος δια τα απόκρυφα. Αλλ’ αυτά είναι επινόησις των αιρετικών, οι οποίοι γράφουν μεν αυτά οπόταν θέλουν, τους χαρίζουν δε και τους προσθέτουν χρόνια, ώστε με το να τα εμφανίζουν ως παλαιά, έχουν δικαιολογία να εξαπατούν με αυτό τους απλοϊκούς. Είναι δε μεγάλη η σκληροκαρδία αυτών που κάνουν αυτό το πράγμα χωρίς να φοβούνται τον λόγο που έχει γραφεί˙ “Μην προσθέτετε τίποτε εις τον λόγον που σας προστάζω και ούτε να αφαιρέσετε κάτι απ’ αυτόν”. Ποιος έπεισε τους απλοϊκούς να πιστεύουν εις τα βιβλία του Ενώχ, αφού δεν υπήρχαν Γραφαί προ Μωυσέως; Πού στηρίζονται όταν λέγουν, ότι ο Ησαΐας έχει απόκρυφα βιβλία, αφού αυτός με παρρησία “κηρύσσει επάνω εις υψηλόν όρος” λέγοντας˙ “Δεν ωμίλησα εις τα κρυφά, ούτε εις σκοτεινόν μέρος της γης”; Πως ο Μωυσής έχει απόκρυφα βιβλία, ο οποίος όταν συνέγραψε το Δευτερονόμιον, “ορκίζεται εις τον ουρανόν και την γην”; Αλλ’ αυτό δεν ανήκει εις κανέναν άλλον παρά εις εκείνους που αισθάνονται γαργαλισμόν εις τ’ αυτιά των, και θεωρούν την ευσέβειαν μέσον υλικού κέρδους και είναι αρεστοί εις τα γυναικάρια. … Διότι μύθοι είναι πραγματικά τα απόκρυφα βιβλία και είναι μάταιον να δίδη κανείς προσοχήν εις αυτά, διότι είναι “βέβηλα και κούφια λόγια”. Διότι αυτά είναι αρχαί αναστατώσεων και σκοπός των είναι η ημισθαρνία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν επιδιώκουν την οικοδομήν της Εκκλησίας, αλλά θέλουν αν τιμώνται απ’ αυτούς που εξηπάτησαν, ώστε να τους έχουν αυτούς ωσάν μεγάλους κήρυκας νεωτεριστικών λόγων. Λοιπόν, από τα τοιαύτα βιβλία πρέπει να παρετούμεθα, και αν ακόμη κανείς ευρίσκει εις αυτά κάτι χρήσιμον, όμως είναι καλύτερον να μην πιστεύη κανείς εις αυτά» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 343-5). Ο David Brake πιστεύει ότι η οδηγία του Μ. Αθανασίου αφορά τους Μελιτιανούς και την γραμματεία τους, Canon Formation and Social Conflict in Forth-century Egypt: Athanasius of Alexandria ‘s Thirty-Ninth Festal Letter, The Harvard Theoloical Review 87.4 (Oct. 1994) pp. 395-419. Την επιστολή συνδέει με τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου ο Tito Orlandi, A Catechesis Against Apocryphal Texts by Shenute and the Gnostic Texts of Nag Hammadi, HTR 75 (1982) pp. 88-89.
[51] Nag Hammadi Codices, Fascimile edition, 11 volumes, Leiden.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/gnostikismos-b.el.aspx