Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
01 Νοεμβρίου 2024

mhtropolh peiraiws logo 01

Στις πολλές πυρετώδεις προετοιμασίες για την σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», η οποία ορίστηκε για τον ερχόμενο Ιούνιο, (Πεντηκοστή του 2016), προστέθηκε και πρόσφατο Συμπόσιο, όπως δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «Θεολογικά Δρώμενα».

mhtropolh peiraiws header 01

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 21η Δεκεμβρίου 2015 

ΟΙ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ «ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΕΣ» ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.

(Σχόλιο σε εισήγηση Καθηγητού)

Στις πολλές πυρετώδεις προετοιμασίες για την σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», η οποία ορίστηκε για τον ερχόμενο Ιούνιο, (Πεντηκοστή του 2016), προστέθηκε και πρόσφατο Συμπόσιο, όπως δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «Θεολογικά Δρώμενα». Σύμφωνα με το ιστολόγιο: «Επιστημονικό Συμπόσιο με τίτλο “Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο”, με αφορμή την προγραμματισθείσα για το έτος 2016 Αγία και Μεγάλη Σύνοδο διοργανώνεται από το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στην Ιερά Μονή Βλατάδων κατά το χρονικό διάστημα 3-5 Δεκεμβρίου 2015. Σύμφωνα με την οργανωτική επιτροπή του συμποσίου στις εργασίες του θα παρουσιαστούν και θα αναλυθούν τα θέματα που έχει αποφασισθεί να συζητηθούν στις εργασίες της Συνόδου» (http://blogs.auth.gr/moschosg ). Από τις πολλές εισηγήσεις του Συμποσίου περιοριζόμαστε να σχολιάσουμε μία, αυτή του ομοτίμου Καθηγητού του Α.Π.Θ. κ.  Γεωργίου Μαρτζέλου,  με τίτλο «Η αναγκαιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων», αφήνοντας τον σχολιασμό των άλλων σε άλλα αρμόδια πρόσωπα.

Ο ως άνω καθηγητής θεωρεί ότι «η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι απολύτως αναγκαία, για να μπορέσει η Ορθοδοξία να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών, δίνοντας μια δυναμική μαρτυρία της θεανθρώπινης παρουσίας της μέσα στον παραπαίοντα πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά σύγχρονο κόσμο», αφού κατά τους ισχυρισμούς του “για πρώτη φορά ύστερα από μία χιλιετία και πλέον εκπρόσωποι όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών θα συνέλθουν να συζητήσουν και να λάβουν από κοινού αποφάσεις για σημαντικότατα θέματα που απασχολούν εδώ και δεκαετίες το Ορθόδοξο πλήρωμα, αλλά και τη σημερινή ανθρωπότητα….”». Στη συνέχεια απαριθμεί τα άκρως αναγκαία και επείγοντα αυτά θέματα που χρήζουν συνοδικής επιλύσεως και αντιμετωπίσεως. Είναι « “η βία που ασκείται πολλές φορές εν ονόματι της θρησκείας”, η  “ραγδαία εκκοσμίκευση των χριστιανικών κοινωνιών”, η  “ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας”, η “ραγδαία ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας”, η “καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος”, η  “οικονομική κρίση και η κοινωνική αδικία”». Πέραν αυτών επιτακτική είναι η ανάγκη «η Ορθόδοξη Εκκλησία να διατρανώσει την ενότητά της και να εκφραστεί με ενιαίο λόγο στο σύγχρονο κόσμο». Αναφερόμενος παρά κάτω στη θεματολογία της Συνόδου, θεωρεί ότι αυτή «ανταποκρίνεται πλήρως στα ανωτέρω προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας», επειδή «όλα τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αναφέρονται σε σύγχρονα ζητήματα σχετιζόμενα είτε με την οργάνωση και τη θεσμική έκφραση της ενότητας της Ορθοδοξίας (Διασπορά, Αυτοκέφαλο, Αυτόνομο, Δίπτυχα), είτε με τη διασφάλιση της ορθόδοξης πνευματικότητας σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ανάγκες του ορθοδόξου πληρώματος (Ημερολόγιο, Κωλύματα γάμου, Νηστεία), είτε με τις διαχριστιανικές σχέσεις, (διμερείς και πολυμερείς), είτε με την αξιόπιστη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο (με βάση βέβαια τα χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών)». 

Κατ’ αρχήν η εισήγηση του κ. καθηγητού παρουσιάζει βασικά κενά και ελλείψεις. Αποσιωπά άλλες «αναγκαιότητες», πολύ πιο ουσιαστικές και επείγουσες, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν την πρώτη προτεραιότητα σε σχέση με αυτές που αναφέρει.  Αναφέρουμε μερικές:  Πρώτη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη να αποτελεί η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συνέχεια των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι όπως θέτει και διαπραγματεύεται το θέμα ο κ. καθηγητής, η μέλλουσα Σύνοδος παρουσιάζεται ξεκάρφωτη και μετέωρη και όχι ως μία οργανική συνέχεια των προγενεστέρων, ως ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας επτά, η ορθότερα εννέα Οικουμενικών Συνόδων. Η παράλειψη αυτή αποτελεί σοβαρότατο λάθος που δεν δικαιολογείται για έναν καθηγητή της Δογματικής της περιωπής του κ. Μαρτζέλου. Όπως γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία και την Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας, κάθε επόμενη Οικουμενική Σύνοδος επικύρωνε τους δογματικούς όρους και τις κανονιστικές αποφάσεις των προγενεστέρων. Ουδέποτε δε διενοούντο οι άγιοι Πατέρες των εν λόγω Συνόδων να παραχαράξουν, η να αλλοιώσουν κάτι, έστω και στο ελάχιστο, από όσα εδογμάτισαν οι προγενέστεροι Πατέρες. Επομένως και  η μέλλουσα Σύνοδος μόνον τότε θα αποτελέσει πραγματική συνέχεια των προγενεστέρων, όταν επικυρώσει τους δογματικούς όρους των προγενεστέρων (συμπεριλαμβανομένων της Η  και Θ  Οικουμενικής) και δεν προχωρήσει σε θέσπιση νέων Κανόνων, οι οποίοι θα έρχονται σε αντίθεση και θα ακυρώνουν παλαιοτέρους Ιερούς Κανόνες.

Μια άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη οι ιεράρχες που θα συγκροτήσουν την Σύνοδο να είναι θεοφόροι, η τουλάχιστον να έχουν ορθόδοξο φρόνημα και να βαδίσουν πάνω στα χνάρια των αγίων Πατέρων. Τότε μόνον η Σύνοδος αυτή θα είναι όντως Σύνοδος γνησία και αυθεντική και όχι ψευδοσύνοδος. Σύνοδος κατά την οποία τα συνοδικά μέλη θα μελωδήσουν «μέλος εναρμόνιον θεολογίας». Και επομένως θα γίνει αποδεκτή από το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Περιττό βέβαια να λεχθεί ότι εφ’ όσον οι ιεράρχες-μέλη της Συνόδου θα έχουν ορθόδοξο φρόνημα, κατ’ ανάγκη δεν θα έχουν οικουμενιστικό φρόνημα. Γιατί αν η Πανορθόδοξος Σύνοδος συγκληθεί για να αναγνωριστεί «κατ’ οκικονομίαν» το βάπτισμα των αιρετικών χωρίς προηγουμένη απόπτυση των αιρέσεων τους και η αναγνώριση εκκλησιαστικότητος σε κατεγνωσμένους αιρετικούς που εξισούται προς intercommunion, καλλίτερα να μη γίνει ποτέ.  

Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη τα μέλη της Συνόδου να οριοθετήσουν την ορθόδοξη πίστη και να καταδικάσουν όλες τις σύγχρονες αιρέσεις της εποχής μας με επικεφαλής τον επάρατο Οικουμενισμό. Μια πολύ βασική διαπίστωση, σχετικά με το περιεχόμενο της θεματολογίας του τελικού καταλόγου των θεμάτων  είναι η παντελής απουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικής φύσεως και η  παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος και μερίμνης για την καταπολέμηση των ποικίλων συγχρόνων αιρέσεων, που μαστίζουν την Εκκλησία. Στις αρχαίες Οικουμενικές Συνόδους, βασική μέριμνα των αγίων Πατέρων, που συγκροτούσαν τις Συνόδους, ήταν κατά πρώτο λόγο η καταπολέμηση και εξουδετέρωση των αιρέσεων, που εμφανιζόταν στην εποχή τους, και κατά δεύτερο λόγο η ρύθμιση των άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Συνεπώς και στην εποχή μας, η πρώτη και βασική μέριμνα των πρωτεργατών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα έπρεπε να είναι η καταπολέμηση των ποικίλων συγχρόνων αιρέσεων, όπως είναι ο Παπισμός, ο οποίος παρά τους Διαλόγους εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εμμένει στην πλάνη  και να ασκεί δόλιο προσηλυτισμό εις βάρος της Ορθοδοξίας, αλλά και ο Προτεσταντισμός, ο Χιλιασμός, ο Μαρξισμός και η λοιπή Αθεΐα,  όπως είναι ο Νεοπαγανισμός, η Μασονία, ο Διεθνής Σιωνισμός, η Θεοσοφία και η Νέα Εποχή, το Ισλάμ, οι Σέκτες, οι Καταστροφικές Λατρείες, ο Νεοσατανισμός, αλλά και η παναίρεση του Οικουμενισμού και οι άλλες πλάνες της «κενής απάτης» αυτού του κόσμου. Η προρρηθείσα Σύνοδος, καθ’ όσον δεν προτάσσει και δεν προτίθεται να ασχοληθεί με τα μνημονευθέντα θέματα πίστεως και αιρέσεων, επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί αληθής Ορθόδοξος Σύνοδος και συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, με συνέπεια να απορριφθεί ως Ψευδοσύνοδος από το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη τα μέλη της Συνόδου να επισημάνουν την χρεοκοπία των μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων και να τους τερματίσουν όχι μόνο ως αλυσιτελείς, αλλά και ως πηγή και αιτία φθοράς και διαβρώσεως του ορθοδόξου φρονήματος του πιστού λαού του Θεού. Την χρεοκοπία αυτή την ομολογούν και οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των Διαλόγων, φάνηκε δε ξεκάθαρα και από τις εισηγήσεις των ομιλητών κατά την Σύναξη των ιεραρχών του οικουμενικού θρόνου (τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου 2015), με τις οποίες εδόθη στους ιεράρχες ενημέρωση περί της πορείας των Διαλόγων.  Η πείρα απέδειξε ότι η μακροχρόνια παραμονή μας στους κόλπους του Π.Σ.Ε., αλλά και ο μακροχρόνιος διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς οδήγησε αναπόφευκτα σε συμβιβασμούς και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στο δόγμα και στην εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. Φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από Ορθοδόξους εκπροσώπους και πατριάρχες, αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Κραυγαλέα παραδείγματα οι αποφάσεις του Balamand του Λιβάνου, (1993), του Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας (2006), και του Πουσάν της Νοτίου Κορέας, (2014). Το δήθεν επιχείρημα ότι προβάλλεται δια των διαλόγων η Ορθοδοξία συντρίβεται από τη χειροτονία των γυναικών και την αναγνώριση του γάμου των ομοφυλοφίλων που υιοθέτησαν οι συνδιαλεγόμενοι με την Ορθοδοξία (!!!) και το αμετακίνητο του παπισμού.

Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη να συμμετάσχουν ως μέλη της Συνόδου όλοι οι εν ενεργεία επίσκοποι των κατά τόπους εκκλησιών. Είναι θλιβερό το  γεγονός, ότι ακόμη και στη μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν θα συμμετάσχουν όλοι οι εν ενεργεία επίσκοποι των κατά τόπους Εκκλησιών, αλλά μόνο ένας μικρός αριθμός αντιπροσώπων από  κάθε τοπική Εκκλησία. Η τελική απόφαση της Συνάξεως των Προκαθημένων (6-9 Μαρτίου 2014), να εκπροσωπηθεί η κάθε τοπική Εκκλησία με ένα πολύ περιορισμένο αριθμό μελών, (24 μέλη), και η κάθε τοπική Εκκλησία να έχει δικαίωμα μόνο μιας ψήφου, αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία, ξένη προς την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας. Πότε στην ιστορία της Εκκλησίας αποκλείσθηκαν κανονικοί επίσκοποι από Τοπική, ή Οικουμενική Σύνοδο; Αν στην αρχαία Εκκλησία εφαρμοζόταν το σύστημα των αντιπροσωπειών των τοπικών Εκκλησιών, τότε οι αιρετικοί αρχιεπίσκοποι θα έστελναν ως αντιπροσώπους τους ομόφρονές τους επισκόπους και θα επικρατούσε η πλάνη. Αλλά και με ποιά κριτήρια θα επιλεγούν οι αντιπρόσωποι; Θα ψηφισθούν από τις κατά τόπους Συνόδους, η θα ορισθούν με κριτήριο την ενδοτικότητα σε θέματα πίστεως; Η προβαλλόμενη δικαιολογία, ότι δήθεν είναι πρακτικώς αδύνατη η επί το αυτό σύναξη πολλών εκατοντάδων, η και χιλιάδων αρχιερέων δεν ευσταθεί, διότι σήμερα οι μετακινήσεις με τα σημερινά συγκοινωνιακά μέσα είναι πολύ πιο εύκολη, γρήγορη και άνετη σε σύγκριση με τα μέσα της βυζαντινής περιόδου. Επίσης σήμερα σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις διατίθενται τεράστια σύγχρονα συνεδριακά κέντρα, άριστα εξοπλισμένα με συστήματα ταυτόχρονης μεταφράσεως σε πολλές γλώσσες, όπου μπορούν να λάβουν μέρος χιλιάδες σύνεδροι.

Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα», είναι η μέλλουσα να συνέλθει σύνοδος να λάβει θέση και να αναγνωρίσει την οικουμενικότητα των θεωρουμένων ως Η΄ και Θ΄  Οικουμενικών Συνόδων των συνελθουσών επί μεγάλου Φωτίου το 879/80 και 1351 αντίστοιχα. Αμφότερες οι Σύνοδοι αυτές έχουν όλα εκείνα τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται, για να θεωρηθούν ως Οικουμενικές, όπως κατέδειξαν σχετικές μελέτες των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και Γόρτυνος κ. Ιερεμίου. Σχετικό αίτημα των παρά πάνω ιεραρχών για Συνοδική εξέταση του θέματος από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, με βάση τις εισηγήσεις των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και Γόρτυνος κ. Ιερεμίου, τελικά απερρίφθη και δεν συζητήθηκε, με την πρόφαση, ότι η τοπική Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αναρμοδία να εισηγηθεί τη συμπερίληψη στην ημερησία διάταξη της Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Η πραγματική όμως αιτία είναι άλλη· όπως σημειώνει σε σχετικό άρθρο του ο Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Είναι προφανές και πρόδηλο ότι η μη τυπική αναγνώριση γίνεται για να μη “λυπηθούν” οι αντιθέως και δαιμονιωδώς καθυβρίζοντες τους Αγίους προεξάρχοντας των δύο Οικουμενικών Συνόδων Ιερό και Μέγα Φώτιο και Άγιο Γρηγόριο Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τον Παλαμά ως δήθεν αιρεσιάρχας, όπως αυταποδείκτως προκύπτει από την “Δογματική διδασκαλία” της Ρωμαιοκαθολικής παρασυναγωγής».

Επισημαίνει επίσης ο κ. Καθηγητής την απόλυτη αναγκαιότητα η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος «να διατρανώσει την ενότητά της και να εκφραστεί με ενιαίο λόγο στο σύγχρονο κόσμο». Αδυνατεί ωστόσο να υποπτευθεί, πόσα και ποίων διαστάσεων νέα σχίσματα θα προέλθουν στο σώμα της εκκλησίας από την μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδο, η οποία, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα ψευδοσύνοδος τύπου Φεράρρας-Φλωρεντίας.  Όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος δεν έχει δυστυχώς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να είναι όντως ορθόδοξη. Όπως αποδείξαμε σε σχετική πρόσφατη μελέτη μας με τίτλο  «Η προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πιστή διάκονος του παναιρετικού Οικουμενισμού», η από πολλών δεκαετιών  προετοιμαζόμενη αυτή Σύνοδος διαποτίστηκε έντονα από την αιρετική ιδεολογία και πρακτική του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Στηρίχθηκε σε σχέδια και καινοτομίες ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους ιερούς Κανόνες. Προωθήθηκε από πρόσωπα, που υπήρξαν θερμοί θιασώτες της παναίρεσης του Οικουμενισμού, ορισμένα δε εξ αυτών, όπως οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) και Αθηναγόρας (Σπύρου), υπήρξαν φημολογούμενα μέλη της σατανοκίνητης Μασονίας, γεγονός που προκαλεί φρίκη και μόνο στο άκουσμα!

Πέραν αυτών, ποίου είδους «ενότητα» θα «διατρανώσει» η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, όταν τα κατά τόπους Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι σήμερα ερίζουν και φιλονικούν μεταξύ τους για πρωτεία και προβαδίσματα, ώστε να αδυνατούν να επιλύσουν το περιβόητο ζήτημα των Διπτύχων, την ιεραρχική δηλαδή σειρά μνημονεύσεώς των κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, αλλά και όταν μάχονται μεταξύ τους για εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες; Με ποιά παρρησία η πρωτόθρονη Εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα αρθρώσει λόγο περί «ενότητος», καθ’ ον χρόνον διεκδικεί πλήρη εκκλησιαστική κυριαρχία στις Ιερές Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων χωρών», έτσι ώστε να παρουσιάζεται το τραγελαφικό φαινόμενο οι ιεράρχες των «Νέων χωρών» να ανήκουν ταυτόχρονα σε δύο τοπικές ιεραρχίες και σε δύο εκκλησιαστικά σώματα; Με ποια παρρησία η πρωτόθρονη Εκκλησία θα αρθρώσει λόγο περί «ενότητος» καθ’ ον χρόνον βαρύνεται με το βαρύτατο αμάρτημα του παλαιοημερολογητικού σχίσματος; Το ζήτημα του ημερολογίου εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα μια ανοικτή πληγή στο σώμα της Εκκλησίας, που προκλήθηκε  από την όλως άκριτη, επιπόλαιη και βεβιασμένη ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να υιοθετήσει το νέο ημερολόγιο, συμπαρασύροντας και ορισμένες τοπικές Εκκλησίες, χωρίς την ομόφωνη γνώμη όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει το εν λόγω σχίσμα.

Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι ένας καθηγητής και μάλιστα ομότιμος, που διακόνησε επί δεκαετίες την ακαδημαϊκή Θεολογία, αγνοεί, η προσπερνά όλες τις παραπάνω επείγουσες αναγκαιότητες και προτάσσει άλλες, κατά πολύ δευτερεύουσες. Οι ορθόδοξοι καθηγητές θα πρέπει να είναι ως εκ της θέσεως και της επιστημονικής γνώσεώς των οι οφθαλμοί του εκκλησιαστικού σώματος, οι ακριβείς φύλακες των δογμάτων της πίστεως και των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας.

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

 


Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

mhtropolh peiraiws logo 01

Ἔργο τῶν προσφάτων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού πραγματοποιήθηκαν στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ἦταν ἡ ἀναθεώρηση, ἡ ἐπαναδιατύπωση καί ἡ ἐπικαιροποίηση τῶν κειμένων τῶν προγενεστέρων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού ἀποτελοῦν την θεματολογία τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016. Γιατί, ὅμως, τά ἤδη ἀπό ἐτῶν ἕτοιμα καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὀρθόδοξα κείμενα χρειάστηκαν ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίηση, καί μάλιστα ἀπό τούς σημερινούς οἰκουμενιστές;

mhtropolh peiraiws header 01


ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΕΝΗ Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΛΟΓΩ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Ἐν Πειραιεῖ  15-12-2015 

πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος  ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

 

Ἡ ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίηση τῶν κειμένων

Ἔργο τῶν προσφάτων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού πραγματοποιήθηκαν στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ἦταν ἡ ἀναθεώρηση, ἡ ἐπαναδιατύπωση καί ἡ ἐπικαιροποίηση τῶν κειμένων τῶν προγενεστέρων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού ἀποτελοῦν την θεματολογία τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016. Γιατί, ὅμως, τά ἤδη ἀπό ἐτῶν ἕτοιμα καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὀρθόδοξα κείμενα χρειάστηκαν ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίηση, καί μάλιστα ἀπό τούς σημερινούς οἰκουμενιστές; Τί σημαίνει στήν πραγματικότητα ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίηση τῶν κειμένων; Καθίσταται πλέον ἐμφανές ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, μέ θέμα «Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τάς λοιπάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν Πανορθοδόξων Ἀποφάσεων»[1] , πού ἐξεφώνησε στό συνέδριο, πού ἔγινε στήν Ἱερά Μονή Βλατάδων, ἀπό 3 ἕως 5 Δεκεμβρίου 2015, μέ θέμα «Πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»[2], ὅτι οἱ οἰκουμενιστές ἀνέλαβαν τήν ἐργολαβία τῆς ἀναθεωρήσεως, ἐπαναδιατυπώσεως καί ἐπικαιροποιήσεως τῶν κειμένων ἐπί τό οἰκουμενιστικώτερον, δηλ. μετέβαλαν τό ἐν πολλοῖς ὀρθόδοξο περιεχόμενο τῶν κειμένων σέ οἰκουμενιστικό, ἀφαιρώντας καί σβήνοντας ὀρθόδοξες παραγράφους καί προσθέττοντας ἄλλες οἰκουμενιστικές. Αὐτό ἀκριβῶς ἔγινε καί γιά τά δύο κείμενα μέ θέμα α) ʺΣχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμονʺ, καί β) ʺὈρθοδοξία καί Οἰκουμενική Κίνησιςʺ, τά ὁποῖα ἔγιναν ἕνα ἑνιαῖο πλέον κείμενο μέ τόν γενικό τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», καί τό ὁποῖο θά δοθεῖ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο γιά ὁμόφωνη ἐπικύρωση.

Λέγει ὁ Μεσσηνίας : «Γ. Εἰς τό Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν Chambésy τῆς Γενεύης, ἐπραγματοποιήθη ἀπό 29ης Σεπτεμβρίου ἕως 4ης Ὀκτωβρίου 2014, ἡ Α΄ Συνάντησις τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς διά τήν Ἀναθεώρησιν τῶν Κειμένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἡ ὁποία ἠσχολήθη μέ τήν ἐπικαιροποίησιν (revision) τῶν ἀνωτέρω δύο  Κειμένων. Εἰς τά πλαίσια τῆς ἐπικαιροποιήσεως τῶν ἀπόψεων καί θέσεων ἐθεωρήθη ὀρθότερον ἡ ἑνοποίηση τῶν δύο Κειμένων, ἐνῶ δέν ἐτέθησαν παράγραφοι τῶν δύο προηγουμένων Κειμένων, αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονταν εἰς τάς δράσεις καί εἰς τάς ἐνεργείας ἑνίων ὀργάνων, κυρίως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὡς καί εἰς τήν περιγραφικήν πορείαν τῶν διαφόρων Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Ἡ ἀπάλειψις αὕτη ἐγένετο διότι ἐθεωρήθησαν πλέον αἱ συγκεκριμέναι παράγραφοι ὡς ἁπλαί καί μόνον ἱστορικαί ἀναφοραί, αἱ ὁποῖαι δέν προσέφερον τι τό σημαντικόν ὡς πρός τήν μελλοντικήν θεώρησιν καί ἀξιοποίησιν πανορθοδόξως τοῦ νέου Κειμένου».

Γιατί νά ἀπαλειφθοῦν οἱ παράγραφοι, πού περιγράφουν τήν πορεία τῶν διαφόρων Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων; Μήπως γιά νά μήν καταδειχθεῖ τό ἀδιέξοδο, τό ναυάγιο, τό βατερλώ, τό ἄκαρπον καί τό ἀλυσιτελές αὐτῶν;

Ἡ οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας»

Στό νέο ἑνοποιημένο Κείμενο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μεσσηνίας, «β) Ἐτέθησαν τά κανονικά κριτήρια (καν. 7ος τῆς Β΄ καί  95ος τῆς Πενθέκτης) ὡς πρός τήν προοπτικήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν (§ 20). Διά τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί «κατ’ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας».

Ἐδῶ εἶναι ἐμφανές ὅτι γίνεται λόγος γιά τήν οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο[3] , «ἐρευνᾶ τό Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων, γιά νά βρεθοῦν τά κοινά σημεῖα μεταξύ τους. Οἱ οἰκουμενιστές προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», πού σημαίνει ὅτι θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τό Βάπτισμα. Οὐσιαστικά, αὐτό εἶναι «ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας», γιατί προσπαθοῦν νά δοῦν τά κοινά σημεῖα τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μ' αὐτόν τόν τρόπο δέν θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τήν πίστη, συνδυασμένη μέ τά Μυστήρια, ἀλλά θέτουν ὡς βάση τό Βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποδεσμεύουν ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη καί ἀπό τά ἄλλα Μυστήρια, ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Τό γεγονός ὅτι τό Βάπτισμα θεωρεῖται ὡς στοιχεῖο ἑνότητος μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, παρ'ὅλο πού διαφέρουν ὡς πρός τήν πίστη, σημαίνει ὅτι ἀλλάζουν τά πατερικά κριτήρια γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, κατά τήν «βαπτισματική θεολογία», τό αἱρετικό βάπτισμα εἶναι τό ἕνα Βάπτισμα, δηλ. ἡ μυστηριακή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐντοπίζεται πλέον σέ μιά ταυτότητα, βασισμένη στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης καί μυστηρίων. Ὁπότε, μπορεῖ κάποιος, λόγῳ τοῦ βαπτίσματος, πού γίνεται ἀπό αἱρετικούς, σχισματικούς, ἀκόμη καί μή βαπτισμένους, νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πίστη, τήν ἀποστολική διαδοχή καί τά Μυστήρια, πράγμα πού ἀντιβαίνει στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ ὁποία συνδέει στενά τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία. Ἑπομένως, διακρίνεται «ὁ Χριστός τῶν Μυστηρίων» (τοῦ Βαπτίσματος) ἀπό «τόν Χριστό τῆς δογματικῆς ἀληθείας».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑφίσταται σοβαρό θεολογικό ζήτημα, ἀφοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει πίστη-δόγμα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά Μυστήρια. Τό δόγμα δέν χωρίζεται ἀπό τήν «πνευματικότητα». Ἡ ἐκκλησιαστική αὐθεντικότητα ἔχει σχέση μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τά Μυστήρια, πού βρίσκονται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει σαφέστατη ἑνότητα μεταξύ τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει διάσπαση μεταξύ «τοῦ Χριστοῦ τῶν Μυστηρίων καί τοῦ Χριστοῦ τῆς δογματικῆς Ἀλήθειας». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τους Πατέρες, συνίσταται ἀπό τά κοινά Μυστήρια, τήν κοινή πίστη καί τόν Ἐπίσκοπο.

Τό ψεῦδος τῆς «βαπτισματικῆς ἑνότητας» συνιστᾶ μιά ἐκδοχή τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», γι'αὐτό καί εἶναι ἀσύμβατη μέ τήν ἐκκλησιολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων».

Ἡ οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας»

Πιό κάτω ἀναφέρει ὁ Μεσσηνίας : «Εἰς τό σημεῖον τοῦτον ἐπιγραμματικῶς καί μόνον θά ἤθελον νά ἀναφέρω ὁρισμένας ἐκ τῶν γενομένων ἀναθεωρήσεων. …Ἡ υἱοθέτησις τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, ὡς βάσεως διά τήν θεολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν κατανόησιν τῶν θεμάτων εἰς τόν Διάλογον μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (Κείμενο Μονάχου, Νέου Βαλάμου καί Ραβέννας)…».

Ἡ καινοφανής αἱρετική διδασκαλία περί «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» ἔχει ὡς πηγή τήν σκέψη τοῦ Νικολάου Ἀφανάσιεφ[4] . Ὁ Ρῶσος πρεσβύτερος Νικόλαος Afanassieff στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα καθιέρωσε πρῶτος τόν αἱρετικό ὄρο «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» καί τήν καινοφανή περί αὐτῆς διδασκαλία. Ὑποστήριζε ὅτι ὅλες οἱ ἐκκλησίες, πού ἔχουν ἀποστολική διαδοχή (ἄρα καί οἱ αἱρετικοί παπικοί!) καί τελοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἔχουν τήν πληρότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν κάθε τοπική καί τῆς κάθε τοπικῆς γιά ὅλες τίς ἄλλες. Τή θεωρία αὐτή τήν ἐπεξέτεινε ὁ γνωστός Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά ἀναδείξει τή λειτουργική κρίση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή μπορεῖ νά ἀντιμετωπιστεῖ.

Ἡ «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία», ἑπομένως, ἐρχόταν νά δώσει λύση στό ἀκανθῶδες πρόβλημα τῶν θεολογικῶν δογμάτων, πού ὁδήγησαν στό Σχίσμα τοῦ 1054, καί πού δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά γίνουν δεκτά ἀπό καμμία πλευρά. Ἡ θεωρία αὐτή συμβίβασε τά ἀσυμβίβαστα, καί ἔδωσε ἔτσι τήν εὐκαιρία στόν μεγάλο οἰκουμενιστή Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά δηλώνει προκλητικά τή δεκαετία τοῦ ’60, ὅτι πρέπει παραμεριστοῦν τά δόγματα πρός χάριν τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης»[5] . Τό ἐντυπωσιακό στήν ὅλη ὑπόθεση εἶναι πώς, δεκαετίες πρίν τόν κυρό Ἀθηναγόρα, τήν ἴδια ἐκτίμηση ἔκανε καί ὁ Νικόλαος Afanassieff, ὁ ὁποῖος ἐφηῦρε τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία, μέ τήν κάθε Ἐκκλησία νά κρατάει τά δόγματα γιά τόν ἑαυτό της. Ἄρα, ἀπώτερος σκοπός τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ Afanassieff ἦταν νά διευκολυνθεῖ –κατ' αὐτόν τόν ἀντιπαραδοσιακό τρόπο- ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν»!

Ἡ συμβολή τοῦ οἰκουμενιστοῦ Μητροπολίτου Ζηζιούλα ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἔρχεται σέ μιά κρίσιμη καμπή, ἀμέσως μετά τήν ἀποδοχή τῆς θεωρίας ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο, νά ὁλοκληρώσει αὐτό, πού ξεκίνησε ὁ Afanassieff, πρός τήν κατεύθυνση, πού ἐπιθυμεῖ τό Βατικανό. Δηλαδή στό κενό, πού ἄφησε ἡ θεωρία τοῦ Afanassieff καί ἀφοροῦσε τό (παγκόσμιο) πρωτεῖο τοῦ Πάπα, τήν ἐργολαβική διεκπεραίωση τοῦ ὁποίου ἀνέλαβε προθύμως ὁ Ζηζιούλας! Κι αὐτό φαίνεται ἰδιαιτέρως στό ἐπαίσχυντο καί ἀνορθὀδοξο «Κείμενο τῆς Ραβέννας» (2007), τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχει ὡς βάση του τή θεωρία τοῦ Afanassieff, ἡ τελική διαμόρφωσή του, ὅμως, ὀφείλεται στόν Περγάμου, πού μέ τή σειρά του, μέ μιά μεταπατερική ἤ μᾶλλον μετά-ἀποστολική μαεστρία καί μέ ἕνα ἐντελῶς αὐθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τή διάταξη τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα, πού κάνει λόγο γιά «πρῶτο τῆ τάξει σέ ἐπαρχιακό (τοπικό) ἐπίπεδο», καί τήν ἐπεκτείνει σέ διοίκηση «παγκοσμίου ἐπιπέδου»[6] !

Οἱ αἱρετικές, ὅμως, ἐκτροπές στό συγκεκριμένο θέμα τοῦ Ζηζιούλα δέν περιορίζονται μόνο στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ἀλλά προεκτείνονται καί στούς πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς Προτεστάντες τοῦ Π.Σ.Ε. γιά παράδειγμα. Ἡ θέση του πώς, ὅπου τελεῖται τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καί γίνεται ἐπίκληση τῆς ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχει Ἐκκλησία, δέν ἐξαιρεῖ γιά τόν ἴδιο οὔτε τούς κατακερματισμένους Προτεστάντες!

Ἀπό τα ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό καί τό γεγονός ὅτι γιά τόν Περγάμου δέν ἔχει καμμία σημασία τό τυπικό, μέ τό ὁποῖο τελεῖται τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἄν γιά παράδειγμα οἱ Λατίνοι χρησιμοποιοῦν ἄζυμα ἤ οἱ Προτεστάντες χυμό ἀντί γιά κρασί! Ὅλα αὐτά τά «τεχνικά στοιχεῖα» ἐντάσσονται στίς «ποικίλες κοινωνικές καί πολιτισμικές διαφορές», πού ὑπερβαίνονται πανεύκολα, ἀρκεῖ νά δηλώνεται πώς τελεῖται ἡ «θεία εὐχαριστία» καί ὅτι γίνεται ἐπίκληση στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό ὅτι τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἔδωσε μεγάλες μάχες μέ τούς Λατίνους γιά τό θέμα τῶν «ἀζύμων», ἀλλά καί γιά ὅλες τίς ὑπόλοιπες δογματικές διαφορές, οἱ ὁποῖες κρίνουν, κατά τούς ἁγίους Πατέρες τήν σωτηριολογική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν Ζηζιούλα, ὅπως καί γιά τούς περισσότερους Οἰκουμενιστές, εἶναι ἐμφανές πώς ἀποτελεῖ ἕνα πεδίο παρωχημένο καί ἀδιάφορο. Τό ὅτι οἱ Ὁσιόαθλοι Πατέρες τῆς ἐν Καντάρα τῆς Κύπρου Μονῆς ἐκάησαν ζῶντες, δέν ἔχει καμμιά σημασία.

Πρέπει νά σημειωθεῖ πώς ὅλοι οἱ σύγχρονοι «θεολόγοι τοῦ γραφείου» στίς ἀναφορές, πού κάνουν γιά την «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία», δέν παραπέμπουν φυσικά στούς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλά παραπέμπουν κυρίως στόν μέντορά τους, Ζηζιούλα. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, πώς ὅσο καί νά ψάξει ἕνας ἐρευνητής στούς Ἁγίους Πατέρες, σέ κανέναν ἀπό αὐτούς δέν θά συναντήσει αὐτό τόν (μεταπατερικό) ὄρο! Οἱ μόνες παραπομπές, πού κάνουν στούς Ἁγίους Πατέρες εἶναι κάποιες ἀποσπασματικές ἐκφράσεις, πού χρησιμοποιοῦν οἱ Ἅγιοι, γιά νά τονίσουν τή σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τίς ὑπέροχες ἐκφράσεις τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα κ.ἄ. σπουδαίων Πατέρων, οἱ μεταπατερικοί θεολόγοι τοῦ καιροῦ μας τίς ἀκρωτηριάζουν ἀπό τή συνολική συνάφεια ἑνός κειμένου, καί ἐν συνεχεία τίς προσαρμόζουν καί τίς χρησιμοποιοῦν ὡς «πατερική κάλυψη» στίς εἰσηγήσεις τους, εἰς τρόπον ὥστε νά μπερδεύουν ἄλλους Ἐπισκόπους καί θεολόγους, πού διατηροῦν κάποιες ἐπιφυλάξεις, ἤ τούς ἁπλούς πιστούς, πού συνήθως δέν ἀντιλαμβάνονται τήν πονηρία τοῦ πράγματος.

Τό μεῖζον ζήτημα τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» εἶναι ἕνα ζήτημα, πού ὡς «δούρειος ἵππος» καταλαμβάνει τήν νεώτερη ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη, ἀκριβῶς λόγω τῆς εὔηχης ὀρολογίας του. Ἀποτελεῖ μία ἄγνωστη στούς περισσοτέρους πτυχή τοῦ διαλόγου. Τό ζήτημα αὐτό εἶναι καί τό σημαντικότερο, γιατί ἐκφράζει ἀκριβῶς τή φιλοσοφία τοῦ Ζηζιούλα, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα, ὅπως καί ἕνα τμῆμα «φιλοπατριαρχικό» τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σέ μιά κατεξοχήν ἀ-δογματική ἐποχή, ἡ θεωρία τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας», πού ἐκφράζει ὁ Ζηζιούλας, ἔρχεται μέ ἕνα …δογματικό τρόπο νά διαλύσει εἰς πλάτος καί εἰς βάθος ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ὄρθιο μέχρι σήμερα!

Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά τονίσουμε τήν μέγιστη διαφορά, πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς εὐχαριστίας καί τῆς αἱρετικῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας». Ἡ ἐκκλησιαστική εὐχαριστία ἐρείδεται στό χωρίο ἀπό τό κατά Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον «οὖ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσω αὐτῶν»[7] , δηλ. «ὅπου δύο ἤ τρεῖς ἄνθρωποι (ὀρθόδοξοι, ὄχι αἱρετικοί ἤ ἀλλόθρησκοι) εἶναι συγκεντρωμένοι στό ὄνομά Μου καί γιά σκοπό σύμφωνο μέ τό θέλημά Μου, ἐκεῖ εἶμαι κι Ἐγώ στό μέσο τους, γιά νά τούς φωτίζω, νά τούς εὐλογῶ καί νά τούς ἐνισχύω». Ἐνῶ ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία πρεσβεύει ἐντελῶς τό ἀντίθετο, ὅτι δηλ. οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί καί ἀλλόδοξοι μποροῦν νά εἶναι συνηγμένοι μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους στή Θεία Εὐχαριστία. Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ζηζιούλα, ἡ ὁποία εἶναι προβληματική, γιατί εἶναι δομημένη μέ τρόπο ἀντιπατερικό, σέ ἕνα εἶδος «πρωτείου», γιά τό ὁποῖο οὐδέποτε μίλησε ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές του. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά μιά ἐκκλησιολογία, πού σταδιακά ἐκβάλλει τόν Χριστό, καί σταδιακά εἰσάγει τόν ἄρχοντα-ἐξουσιαστή τοῦ κόσμου τούτου, τόν Ἀντίχριστο (πού θά ἔχει ὄντως «παγκόσμιο πρωτεῖο!)!

Ἀρκεῖ μονάχα ἕνα σημεῖο, γιά νά καταδειχθεῖ ὁ οἰκουμενιστικός καί ἀντορθόδοξος χαρακτήρας τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας». Λέγει τό κείμενο ὅτι «ὁ καθορισμός καί ἡ διευκρίνιση ὅτι μέ τούς ὄρους «Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύεται ἀπό τή Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. (ὑποσ. 1)». Ὁ ἰσχυρισμός βεβαίως αὐτός τοῦ κειμένου εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος. Δηλ. γιά τούς συντάξαντας τό κείμενο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή καί μόνη ἀποκλειστικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δηλ. ἄλλη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ μέρος αὐτῆς, μαζί μέ ἄλλες «ἐκκλησίες» (παπισμό, προτεσταντισμό, μονοφυσιτισμό). Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιολογικό πιστεύω τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο ταυτίζεται μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ, καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖ, βεβαίως, φοβερή ἀλλοίωση, διαστρέβλωση καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Πολύ καλύτερο καί ὀρθοδοξότατο εἶναι τό κείμενο τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1986) γιὰ τὸ θέμα «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», ὅπου ἐκφράζεται, στὴν ἀρχὴ μάλιστα, ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθήσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ, ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου». Γιατί νά ἀντικατασταθεῖ τό κείμενο αὐτό ἀπό τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας»;

Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθεο, «ἡ λεγομένη «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» εἶναι μεταπατερικὴ διδασκαλία . Βεβαίως, κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν μεγάλη ἀξία τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατὰ τὴν ὁποία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν ὁποία κατευθύνονται ὅλα τὰ Μυστήρια καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ θεία Εὐχαριστία νὰ ἀνεξαρτητοποιηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Κατ' ἀρχς, πάρχει στενή  σχέση μεταξ κκλησίας, ρθοδοξίας κα Εχαριστίας, πως τ βλέπουμε στν γιο Ερηναο, πίσκοπο Λυνος. Δὲν φίσταται κκλησία χωρὶς Ὀρθοδοξία κα Εχαριστία, οὔτε Ὀρθοδοξία χωρὶς Ἐκκλησία κα θεία Εχαριστία, ἀλλ καὶ δὲν φίσταται θεία Εχαριστία ἔξω π τν κκλησία κα τν ρθοδοξία. Ἡ θεία Εχαριστία δν μπορε ν θεωρηθ ρθόδοξη ξω π τν κανονικ δομ τς κκλησίας κα τς παραίτητες προϋποθέσεις μετοχς σ ατήν. Οἱ Πατέρες τῆς κκλησίας κα οἱ Κανόνες τῶν Τοπικν κα Οκουμενικν Συνόδων καταγράφουν τὶς προϋποθέσεις μετοχῆς τοῦ νθρώπου στν θεία Εχαριστία κα τν θεία Κοινωνία, πο εναι ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἡσυχαστικς τρόπος ζως. Ἡ θεία Εχαριστία δν μπορε ν ποκαταστήση τν κάθαρση τν φωτισμ κα τήν θέωση, οὔτε, βεβαίως, κα τ ντίστροφο. σχύει κα δ τὸ συναμφότερο.

κόμη, κτς τς θείας Εχαριστίας, βασικ κέντρα τς κκλησιαστικς ζως εναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ δόγμα καὶ ἡ προσευχή, τὰ ποα προϋποθέτει θεία Εχαριστία. πάρχει βαθύτατος συνδυασμὸς μεταξ lex credendi (νόμος πίστεως) κα lex orandi (νόμος προσευχς). πίσκοπος εναι Προεστς τς Εχαριστιακς Συνάξεως, λλ ταυτοχρόνως (πρέπει νὰ) εναι κα Προφήτης, πο κηρύττει προφητικ λόγο στος κκλησιαζόμενους, ο ποοι πιθυμον ν πορευθοῦν π τ κατ' εκόνα στ καθ' μοίωση. Βεβαίως, μέσα στν κκλησία κα στν θεία Εχαριστία πάρχουν διάφορες πνευματικς λικίες, κα τ γιον Πνεμα νεργε καταλλήλως σ λους. πειτα, Χάρη το Θεο στ Μυστήρια νεργε νεξάρτητα π τν κατάσταση τῶν κανονικν Κληρικν κα τν λαϊκν, μως σοι κοινωνον τν χραντων Μυστηρίων δν φελονται, ἐὰν δν συμμετέχουν στν καθαρτική, φωτιστικ κα θεοποι νέργεια το Θεο. 

λα ατ καναν τν π. ωάννη Ρωμανίδη ν λέγη τι δὲν εναι Εχαριστία, πο κάνει τν κκλησία ν εναι ντως κκλησία, ἀλλὰ  κκλησία εναι ατὴ, πο κάνει τν Εχαριστία ν εναι ντως Εὐχαριστία. Μὲ λλα λόγια, τ «λογο» (δόγμα-Κανόνες) προηγεται το «κάρου» κα χι τ ντιστροφο. λλωστε, πως εναι γνωστόν, ξω π τν ρθόδοξη κκλησία, μ τ δόγματα κα τος ερος Κανόνες, δν φίσταται Εὐχαριστία, μ τν ρθόδοξη σημασία τς λέξεως. πότε μπορομε ν κάνουμε λόγο γιὰ κκλησιαστική Εχαριστία καὶ χι γιὰ «εὐχαριστιακ κκλησιολογία» »[8] .

Ἡ οἰκουμενιστική μεθοδολογία τῶν διαλόγων

Γιατί, ὅμως, στό νέο ἑνοποιημένο κείμενο υἱοθετοῦνται οἱ καινοφανεῖς καί κακόδοξες θεωρίες τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας»; Μά, γιατί ἄλλο; Γιά νά συντηρηθεῖ ὁ παραπαίων σύγχρονος οἰκουμενιστικός διάλογος μέ τούς αἱρετικούς. Ἀντί, λοιπόν, νά ἐφαρμοστεῖ ἡ βασική παύλεια ἀρχή τοῦ διαλόγου «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[9] , ἐφαρμόζεται ἡ παραπάνω οἰκουμενιστική μεθοδολογία. Αὐτό γίνεται φανερό   ἀπό τό δεύτερο Κείμενο μέ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον», στό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τόν Μεσσηνίας, τονίζεται, ὅτι «ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν Διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ Θεολογικός Διάλογος συνεχίζεται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι», ἐνῷ ἐπισημαίνεται ὅτι, ὅταν τυγχάνει ἀναγκαῖον, ἐξ  αἰτίας τῆς ἑτερότητος τῶν θεολογικῶν προβλημάτων ἐφ’ ἑνός ἑκάστου διμεροῦς Διαλόγου, εἶναι δυνατή καί ἡ ἀλλαγή τῆς ἀντιστοίχου μεθοδολογίας. Εἶναι εὐνόητον λοιπόν ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς Διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς Διαλόγους».

Στό ἑνιαῖο Κείμενο, σύμφωνα μέ τόν Μεσσηνίας, «α) Καθωρίσθη οὐχί μόνον ὁ τρόπος ἀποχωρήσεως μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένης ἔκ τινος συγκεκριμένου Διαλόγου, ἀλλά καί ἡ δυνατότης διακοπῆς αὐτοῦ, ὡς καί ἡ ἀλλαγή τῆς μεθοδολογίας αὐτοῦ ἤ ἡ ἐπαναξιολόγησις αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον τυγχάνει ἀναγκαῖον διά λόγους σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως. Αὕτη περιγράφεται ὡς μία διαδικασία πανορθοδόξου ἀποφάσεως, ἐκκινοῦσα μέ τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί κατόπιν «ὁμοφώνου συναινέσεως» τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (§ 10)». Εἶναι ἐμφανές ὅτι ἐπιχειρεῖται νά παρεμποδιστεῖ ἡ μεμονομένη ἀποχώρηση μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό κάποιο Διάλογο. Αὐτό πρέπει νά γίνεται μέ Πανορθόδοξη ἀπόφαση, μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί μέ συναίνεση τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Θά δεχθοῦν οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες αὐτά τά δεσμά στήν αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;

Οἱ συμπροσευχές

Σύμφωνα μέ τόν Μεσσηνίας, τά desiderata τῆς Σόφιας (1981) καί τά κείμενα τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς (Special Commission) (2002), στά ὁποῖα διαλαμβάνονται οἱ «ἀξιώσεις» τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔναντι τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί τῆς συμμετοχῆς τους σ’αὐτό, καί τά ὁποία τυγχάνουν πανορθοδόξου ἀναγνωρίσεως καί ὁμοθύμου ἀποδοχῆς, τονίζουν μεταξύ ἄλλων καί τήν ἀνάγκη ἀποφυγῆς κάθε μορφῆς συμπροσευχῆς. Ἡ πρακτική, ὅμως, πού ἐφαρμόζεται σήμερα στό «Π.Σ.Ε.», καταπατᾶ τήν παραπάνω θέση, διότι οἱ συμπροσευχές ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν στό «Π.Σ.Ε.» ἔχουν γίνει πλέον κανόνας καί καθημερινή ρουτῖνα, ἀπό τίς προκλητικές συμπροσευχές Πατριάρχου καί Πάπα στό Φανάρι καί στή Ρώμη καί πολλῶν ἄλλων Προκαθημένων καί Ἐπισκόπων ἀπανταχοῦ τῆς γῆς. 

Προσπάθεια ἐπιβολῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου

Στό νέο ἑνοποιημένο κείμενο, κατά τά λεγόμενα τοῦ Μεσσηνίας, «γ) Ἐτονίσθη, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας», διότι θεωρεῖ ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελεῖ τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως» (§ 22). Θέσις ἡ ὁποία ἀπορρέει ἐκ τῆς κανονικῆς παραδόσεως (καν. 6ος Β΄ Οἰκ. Συνόδου) καί τῆς πατερικῆς διδασκαλίας (πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολαί LXXII, PG 77, 344D-345B)». Λίγο πιό κάτω ὁ Μεσσηνίας ἀναφέρει : «Εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι ἀναγκαῖον νά τονίσωμεν ὅτι ἡ «Ὀρθοδοξία» ὡς ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ὑπόθεσις μεμονωμένων ἀτόμων οὔτε τοποθετεῖται ἐκτός καί ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ρυθμιστικός κανών τῆς ζωῆς καί τῆς σκέψεώς Της, ἀλλά ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησίαν, ἀποτελοῦσα συστατικόν τῆς ταυτότητός Της, διό καί βιοῦται μόνον ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν Ἐκκλησίαν, γεγονός τό ὁποῖον σημαίνει ἐν προκειμένῳ πλήρη ἀποδοχήν τῶν πανορθοδόξως εἰλημένων ἀποφάσεων ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἄλλως ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος ἀταξίας καί σχισμάτων ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γεγονότα τά ὁποῖα τραυματίζουν θανασίμως τήν ἑνότητά Της».

Λησμονεῖται, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὅτι « λήθεια δέν εναι δεοληψία ποκειμενική προσέγγιση ζήτημα ριθμητικς περοχς, λλά νσαρκος πραγματικότητα, πού ντοποιεται στό πρόσωπο το τελείου Θεο καί τελείου νθρώπου ησο Χριστο καί πομένως καθίσταται αταπόδεικτο τό γεγονός τι λήθεια-πρόσωπο ησος Χριστός καί ες ποτελον τήν πλειοψηφία, στω καί ν πέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια λλων. πίσης, ν Συνόδ βρισκόμαστε μόνο ντός τς ρθοδόξου κκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο το Χριστο, διότι « ζωή καί δός Χριστός», πως ψάλλει ρθόδοξος κκλησία, καί πως διος διεσάλπισε «γώ εμί δός καί λήθεια καί ζωή»[10] . πομένως, ν τ δ βρισκόμαστε μόνο κοινωνώντας μέ τήν λήθεια, πού εναι Χριστός, καί χι μέ τήν αρεση καί τόν Οἰκουμενισμό, πού εναι διάβολος»[11]. Σύμφωνα δέ μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848, «παρ΄μν οτε Πατριάρχαι οτε Σύνοδοι δυνήθησάν ποτέ εσαγαγεν νέα, διότι περασπιστής τς θρησκείας στίν ατό τό σμα τς κκλησίας, τοι ατός λαός, στις θέλει τό θρήσκευμα ατο αωνίως μετάβλητον καί μοειδές τ τν Πατέρων ατο»[12].

Ἐπιζήμια γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Σύνοδος

Μετά ἀπό τά παρατεθέντα, εὔκολα μπορεῖ νά συμπαιράνει κανείς τήν προδιαγραφομένη ἀποτυχία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016. Μέ τίς ἀνωτέρω οἰκουμενιστικές προδιαγραφές, ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά θά ἀποβεῖ εἰς μεγάλην ζημίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρά τά λεγόμενα τοῦ οἰκουμενιστοῦ καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μαρτζέλου για την δῆθεν ἀναγκαιότητα αὐτῆς[13] . Ὅπως πολύ ὀρθά ἀναφέρει τό ἐξαίρετο ἀνακοινωθέν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας[14] , «ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς ἔγραφε τό 1971, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεταξύ ἄλλων, καί τά ἑξῆς : «...Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται “κατά ἀνθρωπον”, “κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν”... Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως... Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας... Πάσα νέα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θά εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐάν πρωτίστως δέν δεχθῆ τάς προγενεστέρας οἰκουμενικάς καί ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των»[15]. Ἐπίσης, ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἐτόνιζε : «Ὥστε ὅλως περιττή νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας»[16]. Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν συναντοῦμε κάποια θέματα τά ὁποῖα εἶναι «ἥσσονος σημασίας ἤ ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας»[17].

Δεν ὑπάρχει, λοιπόν, καμμία βιασύνη, ὥστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά «συνέλθῃ τό ταχύτερον δυνατόν» καί «αὕτη νά εἶναι βραχείας διαρκείας καί ἀσχοληθῇ μέ περιορισμένον ἀριθμόν θεμάτων», διότι σύμφωνα μέ τόν μακαριστό ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο[18] , «μία τέτοια Σύνοδο, δὲν τὴν κινεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὴν κινοῦν οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν Μασονία», διότι οἱ Ἐπίσκοποι, πού σχεδιάζουν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου «ἔχουν ἁλωθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν Μασονία καὶ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἔχουν ἤδη χαλκεύσει καὶ ἔχουν ἤδη πείσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουνε οἰκουμενικὲς θέσεις… Λοιπόν, στὸ σχέδιο τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ποὺ ἔχουν ἐγκλωβίσει ἤδη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς σχέδιο : Νὰ ἐπέλθει μετὰ ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ὀρθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φάση. Ἀλλὰ δὲν σταματάει τὸ κακὸ ἐκεῖ. Ἔχουμε ἀκόμα μία φάση. Εἶναι ἡ φάση ἑνώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὰ τρία αὐτὰ (Ὀρθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς) μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅλα αὐτὰ ἤδη ἔχουνε μπεῖ σὲ δοκιμασία… Εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν».



[3] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Σχόλια ἐπί μιᾶς διατριβῆς πού ἀξίζει να διαβαστεῖ, Η Β' Βατικανή Σύνοδος και η νέα θεολογία και η νέα εκκλησιολογία της, 3-12-2014,http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=7201&catid=20

[4] Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου καί ἡ αἱρετική διδασκαλία περί ‘εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας’,http://katanixis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_676.html

[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 5

[6] ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ -  ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἱερόν Πηδάλιον, ΛΔ΄ Ἀποστολικός Κανών, σ. 42

[7] Ματθ. 18, 20.

[8] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Μεταπατερικὴ Θεολογία καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Πατερικὴ Ἐμπειρία», ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 2012.

[9] Τίτ. 3, 10.

[10] Ἰω. 14, 6.

[11] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, νακοινωθέν γιά τήν μερίδα γιά τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο (5-11-2013),http://www.impantokratoros.gr/BC5632ED.el.aspx .

[12] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά δογματικά καί Συμβολικά Μνημεα τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, τ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σ. 920 [1000].

[13] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σύγχρονων προκλήσεων, http://www.amen.gr/article/omilies-kai-fotografies-apo-to-epistimoniko-sybosio-to- patriarxiko-idryma-tis-monis-vlatadon-gia-tin-agia-kai-megali-synodo

[14] ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ, Ἐνδεικτικές ἐρωτήσεις καί ἐπισημάνσεις περί τῆς προετοιμαζομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου,http://www.imglyfadas.gr/portal/gr/details.asp?cdPro={BE02A976-67DD-4443-9A50-9704BCA20CFF}

[15] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Περί τήν μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[16] Βλ. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ὁ οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος), τόμ. Β´, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 43-49 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ ἀναφορές στήν ἐπικαιρότητα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2014, σ. 101 κ.ἐξ.

[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἁπλές σκέψεις πόνου καί ἀγωνίας, Ὀκτώβριος 2015.

[18] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, Ὁμιλία μέ θέμα : Ἡ ἐτοιμαζομένη Πανορθόδοξη Σύνοδος, ὁ Πατριάρχης, ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ Ἀντίχριστος (1991), Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος κατά τούς Οικουμενιστές καθηγητές καί κατά τόν π. Ἀθανάσιο Μυτιληναίο! http://katanixis.blogspot.gr/2015/12/blog-post_76.html

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

panorthoksh synodos 02


Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀναμένεται νά συγκληθεῖ τό 2016, ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς Πανορθόδοξη, ἀλλά κάποιοι μελετητές ὑποστηρίζουν ὅτι θά ἔπρεπε νά χαρακτηρισθεῖ Οἰκουμενική. Παρακάμπτοντας αὐτή τήν ὑφιστάμενη διαφορά στή θεολογική θεώρηση, θά θέλαμε νά θέσουμε κάποια ἐρωτήματα.
 
1. Ἡ πρώτη καίρια ἐρώτηση εἶναι: πόσο σκόπιμη καί ἀναγκαία εἶναι σήμερα ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας συνόδου; Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς ἔγραφε τό 1971, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεταξύ ἄλλων, καί τά ἑξῆς: «...Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται “κατά ἀνθρωπον”, “κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν”... Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως... Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας... Πάσα νέα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θά εἶναι...
οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐάν πρωτίστως δέν δεχθῆ τάς προγενεστέρας οἰκουμενικάς καί ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των»[1]. Ἐπίσης, ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἐτόνιζε: «Ὥστε ὅλως περιττή νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας»[2]. Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν συναντοῦμε κάποια θέματα τά ὁποῖα εἶναι «ἥσσονος σημασίας ἤ ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας»[3].
 
2. Ἡ δεύτερη καίρια ἐρώτηση εἶναι: θά ὑπάρξει στή μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν; Μέχρι στιγμῆς δέν διαφαίνεται κάτι τέτοιο, ἐκτός καί ἄν υἱοθετηθεῖ ἡ ὁμόφωνη συνοδική πρόταση τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας, τό ὁποῖο ζητᾶ τήν τυπική ἀναγνώριση τῶν δύο σημαντικῶν, ἀντιπαπικῶν Συνόδων, δηλαδή τῶν Η´ καί Θ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες δικαίωσαν τόν Μέγα Φώτιο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά ἀντίστοιχα. «Τυχόν ρητή καί ἄμεση ἀπόρριψη τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ ἤ ἔμμεση ἀπόρριψή του μέ τήν παραπομπή σέ "συνοδικές" καλένδες τοῦ μέλλοντος (ἀπωτέρου ἤ μᾶλλον ἀπωτάτου) θά κλονίσει τή θεολογική ἀξιοπιστία καί Ὀρθοδοξία τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου!»[4].
 
3. Ἡ τρίτη καίρια ἐρώτηση εἶναι: πῶς θά προσεγγιστεῖ τό θέμα -ἕνα ἐκ τῶν τριῶν- στό ὁποῖο κατέληξαν οἱ Προσυνοδικές Διασκέψεις, «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο»; Θά γίνει ὀρθή ὁριοθέτηση ἤ θά ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ φόβοι ἔγκριτων θεολόγων, ὅπως ὁ π. Μεταλληνός; «Ἑτοιμάζεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καί ὅπως βλέπουμε, στήν ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Εὔχομαι νά μήν γίνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τά πράγματα. Ἐάν λοιπόν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, πού θά ἔχει τόν χαρακτήρα γιά μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν συνέλθει καί δέν δεχθεῖ μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τήν Η΄ καί τήν Θ΄, θά εἶναι ψευδοσύνοδος... Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει λοιπόν Πανορθόδοξος Σύνοδος θά κριθεῖ σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Ἐάν παρακάμψει αὐτές τίς δύο Συνόδους, πού τοποθετοῦν τήν Ὀρθοδοξία ἀπέναντι στόν Δυτικό Χριστιανισμό»[5].
 
4. Ἡ τέταρτη καίρια ἐρώτηση εἶναι: θά καταδικάσει ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος «τίς ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές πράξεις καί ἐνέργειες, ὅπως ἡ urbi et orbi υἱοθέτηση καί ἐφαρμογή τῶν κακοδόξων θεωριῶν περί “τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, τῆς Μιᾶς καί συγχρόνως Διηρημένης Ἐκκλησίας, τῆς Διευρημένης Ἐκκλησίας, τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, τῆς Παγκοσμίου ἀοράτου Ἐκκλησίας, τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καί μαξιμαλισμοῦ, τῆς μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς καί συναφειακῆς αἱρέσεως, τῆς εὐχαριστηριακῆς θεολογίας, τῆς μετασυνοδικῆς θεολογίας, τῶν ἐλλειμματικῶν καί μή πλήρων «Ἐκκλησιῶν», τῆς περιεκτικότητος, τῆς ἐλλειμματικῆς καί μή πλήρους μυστηριολογίας, τῆς μετατροπῆς τῆς οἰκονομίας σέ ἀκρίβεια καί δόγμα”»[6]; Οἱ ἀνωτέρω κακόδοξες θεωρίες «βεβαίως, τυγχάνουν ξένες καί ἀλλότριες τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας καί θεολογίας»[7].
 
5. Ἡ πέμπτη καίρια ἐρώτηση εἶναι: ἀληθεύει ὅτι ἐπροτάθη νά εἶναι παρόντες στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο -ὡς παρατηρητές- παπικοί, προτεστάντες, ἀντιχαλκηδόνιοι μονοφυσίτες; - «δηλαδή καταδικασμένοι αἱρετικοί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό Πατέρες καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Οὐδέποτε [ὅμως] στή δισχιλιόχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στίς τοπικές ἤ σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ὑπῆρχαν “παρατηρητές”. Μόνο στίς δύο παπικές συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τό καθεστώς τῶν “παρατηρητῶν”! Ἡ Πανορθόδοξη ὅμως Σύνοδος δέν μπορεῖ νά ἔχει ὡς πρότυπο τίς παπικές πρακτικές, μεθόδους καί μεθοδεύσεις. Ἐπίσης, ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποτελεῖ, πρέπει νά ἀποτελεῖ, τήν ὕψιστη φανέρωση καί ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δέν μπορεῖ νά ἐκπέσει σέ συνέδριο ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων, οὔτε σέ μιά ἁπλή πανηγυρική ἐκδήλωση-συνάντηση μέ κριτήρια καί στοχεύσεις "ἐκ τοῦ κόσμου τούτου"...»[8].
 
6. Ἡ ἕκτη ἀπορία εἶναι: γιά ποιό λόγο ἀποφασίστηκε ὅτι κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία θά ἐκπροσωπεῖται μέ 24 ἐπισκόπους τό πολύ, σύν τόν Προκαθήμενό Της καί ὅτι κάθε Ἐκκλησία θά διαθέτει μόνο μία ψῆφο; «Σύμφωνα μέ τήν Ἱερά Παράδοση καί τά διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων θεωρεῖται ἀπολύτως ἀδήριτη ἀνάγκη γιά τήν σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου, Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ σύν τόν Προκαθήμενο. Παρέλκει βεβαίως νά τονισθεῖ τό γεγονός ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καί κληρικοί κατωτέρων βαθμίδων, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρίτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός. Μέ ποιά κριτήρια, ἄραγε, θά γίνει ἡ ἐπιλογή τῶν 24 αὐτῶν ἐπισκόπων κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας; ... [Ἐπίσης] εἶναι παντελῶς ἀμάρτυρη στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί γι᾿ αὐτό ἀπαράδεκτη ἡ ἄποψη ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τό ὀρθόν εἶναι ὅτι κάθε ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καί ὄχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία»[9].
 
7. Τελευταία ἀπορία: γιά ποιό λόγο δέν ὑπῆρξε ἐνημέρωση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πολύ δέ μᾶλλον τῶν περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί Συνόδων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τίς σημαντικές διεργασίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου; Ἀκόμα καί διακεκριμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν τή στοιχειώδη ἐνημέρωση γιά τά τεκταινόμενα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα;
 
Μέ βάση τά προαναφερθέντα, θά θέλαμε νά καλέσουμε τόν πιστό λαό σέ διαρκῆ ἐγρήγορση καί προσευχή, ὥστε νά ἀποφευχθοῦν τυχόν ἀστοχίες, σύγχυση καί σχίσματα. Ἐπισημαίνουμε ὅτι ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδειχθεῖ ὄντως Σύνοδος Ἁγίων Πατέρων, θά τήν ἀποδεχθοῦμε, ἄν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἀναίρεση ἤ «διόρθωση» ἀποφάσεων προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικό κύρος, τότε ἡ μόνη ἐπιλογή μας θά εἶναι νά τήν ἀπορρίψουμε.
 
 
[1]. Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Περί τήν μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
[2]. Βλ. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ὁ οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος), τόμ. Β´, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1988, σέλ. 43-49 καί Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ ἀναφορές στήν ἐπικαιρότητα, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σέλ. 101 κ.ἐξ.
[3]. Πρωτοπρεσβ. Ἀναστάσιου Γκοτσόπουλου, Ἁπλές σκέψεις πόνου καί ἀγωνίας, Ὀκτώβριος 2015.
[4]. ἔνθ. ἀνωτ.
[5]. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμ. Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἱερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου, 2009, σέλ. 28-29.
[6]. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς, Ἀνακοινωθέν 27-3-2014.
[7]. ἔνθ. ἀνωτ.
[8]. Πρωτοπρεσβ. Ἀναστάσιου Γκοτσόπουλου, Ἁπλές σκέψεις πόνου καί ἀγωνίας, Ὀκτώβριος 2015.
[9]. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς, Ἀνακοινωθέν 27-3-2014.
 

p theodoros zhshs


Δυσμενεῖς ἐξελίξεις κατὰ τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου

1. οἰκουμενικότης τῆς Συνόδου
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1960 ἀναζωπυρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν σύγκληση καὶ προετοιμασία τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατενοεῖτο πάντοτε ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μέλλουσα νὰ πληρώσει τὸ μεγάλο συνοδικὸ κενὸ δεκατριῶν (13) αἰώνων, ἐὰν ὡς τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεωρήσουμε τὴν Ζ´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787, ἢ νὰ ἀναγνωρίσει ὡς Η´ καὶ Θ´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὴν συγκληθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου σύνοδο (879-880), μὲ τὴν συμμετοχὴ μάλιστα καὶ ἐκπροσώπων τοῦ πάπα, ὡς καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ σύνοδο τοῦ 1351 στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἐπεκύρωσε τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.
 
Ὡς συνέχεια αὐτῶν τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐθεωρεῖτο ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, θὰ ἐθεράπευε καὶ δύο σημειούμενες καὶ ἐπισημαινόμενες ἐλλείψεις σὲ ἐκκλησιολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ ἐπίπεδο κατὰ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τὴν ἀπόσχιση τοῦ Παπισμοῦ. Πολλοὶ διηρωτῶντο πῶς ἡ αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ Ρώμη νομιμοποιεῖται νὰ συγκαλεῖ καὶ νὰ ἀριθμεῖ μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δικές της συνόδους ὡς οἰκουμενικές, μὲ τελευταία τὴν γνωστὴ σύνοδο τῶν καιρῶν μας Β´ Βατικάνειο (1962- 1965), ἐνῶ διστάζει ἢ δὲν φροντίζει νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ σύνοδο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθὴς διάδοχος καὶ συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Γιατί αὐτὸ τὸ ἀποκλειστικά δικό της προνόμιο ἀφήνει νὰ τὸ σφετερίζεται ἐπὶ αἰῶνες ἡ Ρώμη, ἐνῶ αὐτὴ ἐμφανί- ζεται ὡς μὴ διεκδικοῦσα καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα;
Ἐπὶ πλέον πέρα τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς παραμέτρου ἡ οἰκουμενικὴ συνοδικὴ ἀπραξία τὴν ἐνεφάνιζε ὡς στατικὴ καὶ ἀνενέργητη ἐκκλησία, ὡς μουσειακό ἀπολίθωμα, ποὺ ἐπαναπαύεται στὶς δάφνες τοῦ παρελθόντος καὶ δὲν ἔχει ποιμαντικὴ ἀγωνία γιὰ τὴν ἐπίλυση προβλημάτων δογματικῶν, ἠθικῶν, λειτουργικῶν, νομοκανονικῶν καὶ ἄλλων. Ἀπὸ τὶς παλαιὲς οἰκουμενικὲς συνόδους μέχρι σήμερα, εἴτε θεωρήσει κανεὶς τὴν Ζ´ (787) ὡς τελευταία εἴτε ἀναγνωρίσει καὶ τὶς δύο θεωρούμενες ὡς οἰκουμενικές, τὴν Η´ (879-880) καὶ τὴν Θ´ (1351), ἐπὶ τόσους αἰῶνες δὲν προέκυψαν θεολογικὰ ἢ ποιμαντικὰ προβλήματα ποὺ ἐχρειάζοντο ἀντιμετώπιση ὄχι ἐπὶ τοπικοῦ ἀλλὰ ἐπὶ πανορθοδόξου, οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου;
Γιὰ νὰ θεραπευθοῦν αὐτὲς οἱ ἐλλείψεις καὶ νὰ ἐπιλυθοῦν προβλήματα πανορθοδόξου χαρακτῆρος, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἄρχισαν διεργασίες ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, οἱ ὁποῖες μετὰ τὶς πρῶτες δυσκολίες κατέληξαν σὲ προσυνοδικὲς συναντήσεις, μὲ στόχο τὴν σύγκληση Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία κατενοεῖτο πάντως ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Δὲν ὀνομαζόταν Οἰκουμενικὴ ἡ Σύνοδος, διότι ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα μιᾶς συνόδου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς τὴν ὀνομάζουν καὶ τὴν θεωροῦν αὐτοὶ ποὺ τὴν συγκαλοῦν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐὰν ἀναγνωρισθεῖ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν της ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς οἰκουμενική. Ὑπάρχουν σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν ὡς οἰκουμενικὲς καὶ ἀπορρίφθηκαν ὡς αἱρετικές, ὅπως ἡ εἰκονομαχικὴ σύνοδος τῆς Ἱερείας (754) καὶ ἡ τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Πῶς λοιπὸν μιὰ ἑτοιμαζόμενη σύνοδο νὰ τὴν ὀνομάσουν οἰκουμενικὴ ἐκ τῶν προτέρων, νὰ τῆς ἀποδώσουν δηλαδὴ ἕνα χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος μόνον μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της ἀναγνωρίζεται; Γι᾽ αὐτὸ καὶ προσφυῶς τὴν ὠνόμασαν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», πιστεύοντας ὅμως ὅτι εἶναι οἰκουμενικὴ καὶ ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀναγνωρισθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς οἰκουμενική, ἂν συγκεντρώσει τὰ ἀπαιτούμενα κριτήρια ποὺ εἶναι ἁπλᾶ καὶ ξεκάθαρα· νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν διδασκαλία τῶν προηγουμένων συν όδων, τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν καὶ τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Εἶναι ἀξιωματικὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἡ ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κατὰ τὴν ὁποία «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»1 .
Μεταξὺ τῶν πρώτων προσυνοδικῶν διεργασιῶν περιλαμβάνεται τὸ Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1923, ποὺ συνεκλήθη μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἀτυχῶς τότε ἐπὶ διετίαν παραμείναντος στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο μασώνου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος ἔθεσε στὴν ἡμερησία διάταξη ἀντιπαραδοσιακὰ καὶ νεωτεριστικὰ θέματα, πολλὰ τῶν ὁποίων ἐτραυμάτισαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς κακὴ κληρονομιὰ συνοδεύουν ἔκτοτε τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα, ὅπως τὸ Ἡμερολογιακό, ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα, τὰ κωλύματα τοῦ γάμου, ὁ δεύτερος γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, ὁ ἐκσυγχρονισμὸς τῆς ἐξωτερικῆς ἀμφιέσεώς τους, ἡ ἀναθεώρηση ἐπὶ τὸ ἐλαφρότερον τῶν περὶ νηστείας διατάξεων καὶ ἄλλα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου προτάθηκε ἡ σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ ἡμερομηνία μάλιστα σύγκλησης τὴν συμπλήρωση 1600 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὥστε ἡ νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ συνδέεται μὲ τὴν πρώτη. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ προετοιμασία τῆς Συνόδου ἐντὸς δύο ἐτῶν, τὸ 1925, ἀποφασίσθηκε νὰ γίνει ἕνα ἔτος ἀργότερα, τὸ 1926, χωρὶς καὶ αὐτὸ νὰ κατορθωθεῖ, μὲ συνέπεια νὰ ἀποφασισθεῖ ἀντὶ τῆς Συνόδου νὰ ὀργανωθεῖ μία Προσύνοδος, τὴν προετοιμασία τῆς ὁποίας ἀνέλαβε ἡ συγκληθεῖσα στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1930 Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ σκοπὸ τὴν διαμόρφωση ἑνὸς κοινῆς ἀποδοχῆς θεματολογίου γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Μεγάλη Σύνοδο.
 
2. Ἐνδεικτικαί μαρτυρίαι περὶ τοὅτι ἡ μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐθεωρεῖτο ὡς οἰκουμενική.
Ἀπὸ τὶς συνεχεῖς καὶ πάμπολλες μαρτυρίες τῶν κειμένων ποὺ ἀφοροῦν στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου ὡς οἰκουμενικῆς ἐνδεικτικῶς θὰ ἐπιλέξουμε μερικές, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ περίεργη μεταλλαγὴ καὶ ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος της ἀπὸ οἰκουμενικῆς σὲ ἁπλὴ πανορθόδοξη σύνοδο. Ἡ μεταλλαγὴ αὐτὴ δὲν προβληματίζει ὅσους δὲν γνωρίζουν τὴν ἱστορία τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου, εἴτε γιατὶ θεωροῦν ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἔτσι ὁρίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή, εἴτε γιατὶ γνωρίζουν τὶς σκοπιμότητες ποὺ ὑποκρύπτει αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση καὶ ἐνόχως σιωποῦν. Ὅταν ὁ πατριάρχης Φώτιος ἐξήγγειλε τὴν ἐναρκτήρια συνεδρία τῆς Προσυνόδου γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 1932, ἐχάραξε συγχρόνως καὶ τὰ ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων της, λέγοντας ὅτι ἁπλῶς θὰ μελετήσει τὰ ὁρισθέντα ἀπὸ τὴν Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1930) θέματα, χωρὶς δεσμευτικὲς ἀποφάσεις, «καθὼς τῇ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ μόνῃ ἀπόκειται ὅπως ἀποφασίσῃ ἐγκύρως καὶ ὑποχρεωτικῶς περὶ πάντων»2 , ἐννοώντας τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Ὁ μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ἐκ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου καὶ πρωτεργάτης τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου σὲ πολλὲς φάσεις της, προλογίζων τὴν ἔκδοση τῆς περιοδικῆς ἐκδόσεως «Συνοδικά», τὴν ὁποία ἐξέδιδε ἡ «Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μὲ ἕδρα τό «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» εἰς Chambésy Γενεύης, ἔγραφε τὰ ἑξῆς: «Ὁδεύοντες τὴν ὁδὸν τῆς προπαρασκευῆς, εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σημεῖον τῆς ὑγιοῦς ἐπισημάνσεως καὶ διατυπώσεως τοῦ κέντρου τῆς Συνόδου, τοῦθ᾽ ὅπερ δὲν εἶναι εὐχερές, δοθέντων δύο τινῶν, πρῶτον τῆς ἀποστάσεως τῶν δώδεκα αἰώνων ἀπὸ τῆς τελευταίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ δεύτερον τῶν ἐν τῷ μεταξὺ ἐπελθουσῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἀνακατατάξεων καὶ πνευματικῶν διαμορφώσεων, μάλιστα δὲ τῆς σημειωθείσης ἐπαναστατικῆς ἀλλαγῆς εἰς τὴν θέσιν καὶ τὰς πνευματικὰς ἀνάγκας τοῦ συγχρόνου πιστοῦ, ἐν μέσῳ ἑνὸς νέου, βαθύτατα ἐκκοσμικευμένου καὶ τεχνοκρατουμένου κόσμου. Διότι, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἓν γεγονός, μία ἐνέργεια ποὺ ἐμπίπτει εἰς τὸ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας συνεχιζόμενον σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Ἱδρυτοῦ καὶ Κυρίου Αὐτῆς, τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως εἶναι θεανθρώπινον»3 .
Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Ὑποθέσεων τοῦ Ἐξωτερικοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σὲ εἰσήγηση ποὺ ἔκανε ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης στὶς 6 Φεβρουαρίου 1973 ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Φωτίου εἶπε τὰ ἑξῆς γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου: «Μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐγένετο δὶς ἀπόπειρα συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μία συνεκλήθη τῷ 879 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ σήμερον τιμωμένου μεγάλου Ἱεράρχου καὶ ἡ ἄλλη βραδύτερον τῷ 1341 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλ᾽ οὐδεμία ἐξ αὐτῶν ἀνεγνωρίσθη τελικῶς ὡς Οἰκουμενική. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 787. Ἔκτοτε παρῆλθον 1196 ἔτη χωρὶς νὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ συγκληθῇ ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, παρὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀναγκῶν καὶ τὸ μέγεθος τῶν προβλημάτων, ἅτινα ἐγεννήθησαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων, συνεπείᾳ κυρίως τῶν ἐπελθουσῶν μεταβολῶν εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικώτερον εἰς τὸν κόσμον... Κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τοῦ αἰῶνος μας ἤρχισε νὰ γίνεται πολλὴ συζήτησις γύρω ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατ᾽ ἀρχὴν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐσκέφθησαν νὰ συγκαλέσουν μίαν Προσύνοδον, ἀντὶ τῆς Οἰκουμενικῆς, τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ θέματα διετυπώθησαν εἰς τὸν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καταρτισθέντα κατὰ τὸ 1932 κατάλογον. Ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, μέσα εἰς τὰς μεγάλας του προοπτικάς, συνέλαβε τὸ νόημα τῆς συγκλήσεως ἀπ᾽ εὐθείας μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου χωρὶς νὰ μεσολαβήση Προσύνοδος, τὴν ὁποίαν μάλιστα ὠνόμασε “Μεγάλην Σύνοδον” καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ἐν προπαρασκευαστικῷ σταδίῳ, συνεκάλεσε τὰς ἑκασταχοῦ Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τρὶς εἰς τὴν Ρόδον κατὰ τὰ ἔτη 1961, 62, 63». Συμπληρώ- νοντας δὲ στὴ συνέχεια τὶς σκέψεις καὶ ἐκτιμήσεις του περὶ τῆς Συνόδου γράφει: «Καὶ ἤδη, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ θέμα τῆς Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι ἀληθές, ὅτι τὴν Ἱερὰν Σύνοδον κατέχει ἱερὸν δέος μὲ αὐτὴν τὴν ὄντως μεγάλην καὶ ὑψηλὴν καὶ ἱερωτάτην ὑπόθεσιν. Καὶ δικαίως, διότι πρόκειται νὰ συνέλθῃ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν Η´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Εἶναι ὄντως τοῦτο γεγονὸς μέγιστον διὰ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἱστορικῆς»4 .
 Ὁ γνωστὸς ἐπίσης Γέροντας καὶ Ἅγιος τώρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Σύνοδος συνεκαλεῖτο ὡς Οἰκουμενικὴ μὲ ἄρθρο του ποὺ ἐκυκλοφορήθη σὲ ἰδιαίτερο φυλλάδιο στὴν ἑλληνικὴ μὲ τίτλο «Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου». Μεταξὺ ἄλλων γράφει, ἐκφράζοντας ἰσχυρὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα ἀλλὰ καὶ τὴν καταλληλότητα τῶν καιρῶν πρὸς σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Προσωπικῶς, δὲν βλέπω ὅτι κατὰς τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ, τότε ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας»5 .
Ὁ ὅσιος Γέροντας, τέλος, Φιλόθεος Ζερβάκος, τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ ὁποίου ἐναγωνίως περιμένει τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα, σὲ σημαντικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Περὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» ἐκφράζει παρόμοιες ἐπιφυλάξεις μὲ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο. Γράφει: «Ὥστε ὅλως περιττὴ νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθῆ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας»6.
 
3. Ποῖοι ἤλλαξαν καἠλλοίωσαν τὸν χαρακτῆρα τῆς Συνόδου; Ἐζητήθη ἡ γνώμη τῶν ἐκκλησιῶν συνοδικῶς;
Ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες αὐτὲς ἐνδεικτικὲς μαρτυρίες προκύπτει ὅτι κατὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσε τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια θὰ ἀνταποκρινόταν στὰ ὀρθόδοξα κριτήρια περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τί ἔγινε λοιπὸν καὶ αὐτὸ ἄλλαξε; Σὲ ποιά φάση προετοιμασίας τῆς Συνόδου συνέβη αὐτό; Ποιά Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἢ Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ ἢ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ συζήτησε, τὸ ἐπρότεινε καὶ τὸ ἀποφάσισε; Τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀποδέχθηκαν οἱ σύνοδοι τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν; Εὐλόγως δημιουργοῦνται αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐνημέρωση ποὺ ἔκανε πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 8 Ὀκτωβρίου τοῦ 2014 ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰγνάτιο, ἐκπροσωπεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὶς προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις. Εἶπε ἐπὶ λέξει μὲ αὐθεντικὴ ἀπόφανση, ποὺ δὲν ἐλήφθη ποτὲ συνοδικῶς, ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἔχει τὸν χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καὶ ὁμοφώνως, καὶ ὁ σκοπὸς τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχὶ ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ᾽ ὡς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Δὲν θὰ σχολιάσουμε τὸ περίεργο συμπέρασμα ποὺ δὲν προκύπτει ἀπὸ πουθενά, ὅτι ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου καὶ ὁ σκοπός της τῆς ἀφαιροῦν τὸν χαρακτήρα τῆς Οἰκουμενικότητας. Θὰ συμφωνούσαμε, ἂν μὲ αὐτὸ ἀφηνόταν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι πράγματι σὲ καμμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν προϋπῆρξε τέτοια δαιδαλώδης καὶ πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, οὔτε τόσες περιπέτειες στὸν κατάλογο τῶν θεμάτων μὲ προσθῆκες καὶ ἀφαιρέσεις, καὶ ἂν σκοπὸς τῆς Συνόδου, ὅπως φαίνεται, εἶναι νὰ συνεχισθοῦν οἱ νεωτερισμοὶ τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ διαθρησκειακοὶ καὶ διαχριστιανικοὶ διάλογοι και οἱ ἄλλες δογματικὲς καὶ ἱεροκανονικὲς ἐκτροπὲς τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ μέχρι τώρα προετοιμασία τῆς Συνόδου καὶ κάποιες ἀποφάσεις Προσυνοδικῶν Διασκέψεων δὲν εὐνοοῦν τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα καὶ κυρίως ἐπειδὴ μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τοιαύτη, πρέπει νὰ ἐπικυρώσει τὶς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὶς δύο ἀντιπαπικὲς συνόδους τοῦ Ἁγίου Φωτίου (879-880) καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), οἱ ἰδικοί μας φιλοπαπικοὶ ἡγέτες ἐπ᾽ οὐδενὶ θὰ ἤθελαν νὰ εὑρεθοῦν μπροστὰ σὲ τέτοιο ἐνδεχόμενο. Περὶ αὐτῶν, ὅμως, ὅπως καὶ περὶ ἄλλων μεταλλάξεων καὶ ἀλλοιώσεων τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καὶ τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, θὰ ἀφιερώσουμε καὶ ἄλλα ἄρθρα παρακολουθοῦντες καὶ ὅσα μυστικὰ καὶ κρύφια συζητεῖ καὶ ἀποφασίζει ἡ «Διορθόδοξη Εἰδικὴ Ἐπιτροπή» ποὺ ἀναθεωρεῖ ἐπὶ τὸ νεωτερικώτερον καὶ οἰκουμενιστικώτερον τὰ μέχρι τώρα παραδοσιακῶς ἀποφασισθέντα.
 
Σημειώσεις:
1. ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12, PG 90, 148.
2. Βλ. σχετικῶς ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΒΑΡΕΛΛΑ, Διορθόδοξοι καὶ Οἰκουμενικαὶ Σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τόν Κ´ αἰῶνα, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 58, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 110.
3. Συνοδικὰ Ι, Γενεύη 1976, σελ. 9.
4. Αὐτόθι, σελ. 17-21.
5. Ἀρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἀθῆναι 1971, σελ. 9.
6. Βλ. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ὁ οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος), τόμ. Β´, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 43-49 καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 101 κ.ἑξ.
 
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 6/3/2015, Θρησκευτικά

mhtropolh peiraiws logo 01

mhtropolh peiraiws header 01

 

Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)

Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς.

Εν Πειραιεί τη 15η Σεπτεμβρίου 2015.

(1ο Μέρος)

Ε ἰ σ α γ ω γ ή

Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων στὸ Φανάρι (6 ἕως 9 Μαρτίου 2014)  νὰ  συγκαλέσουν  ἐντὸς  τοῦ 2016  τὴν ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη, ἢ Πανορθόδοξο Σύνοδο, ἀναζωπύρωσε  καὶ πάλι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας  γύρω  ἀπὸ  τὸ  θέμα αὐτό. Σύμφωνα μὲ τὸ  «ἀνακοινωθέν»:«Ἡ Σύναξις  συνεφώνησεν ὅτι  ἡ  προπαρασκευαστικὴ τῆς Συνόδου ἐργασία  πρέπει νὰ  ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ θὰ ἀρχίσει τὸ ἔργον αὐτῆς ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καὶ θὰ ὁλοκληρώσῃ αὐτὸ μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θὰ ἀκολουθήσῃ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις  κατὰ τὸ  πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, τόσον κατὰ τὰς ἐργασίας  τῆς Συνόδου, ὅσον καὶ κατὰ τὰ προπαρασκευαστικὰ στάδια αὐτῆς, θὰ λαμβάνωνται  καθ’ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία  καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς  Ὀρθοδόξου  Εκκλησίας  θα συγκληθῇ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου  ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν ἔτει 2016, ἐκτὸς ἀπροόπτου». Πολλὰ  ἄρθρα καὶ   δημοσιεύματα ἔχουν γραφεῖ καὶ  δημοσιευθεῖ μέχρι τώρα στὸ διαδίκτυο, σὲ θρησκευτικὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά γιὰ τὴν ἀποφασισθεῖσα σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι θεωρήθηκε, καὶ δικαίως, ὡς μεῖζον ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὑψίστης ἱστορικῆς σημασίας.

Ἐπειδὴ ὡστόσο πολλὴ ἄγνοια, σύγχυση  καὶ ἐλλιπὴς ἐνημέρωση ὑπάρχει μεταξὺ πολλῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ἀρχιερέων, γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, καὶ ἐπειδὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλοὶ ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν αἱρετικὲς συνόδους, τὶς λεγόμενες «Ψευδοσυνόδους», μὲ σκοπὸ νὰ προσδώσουν ἐκκλησιαστικὸ κῦρος στὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες καὶ  πλάνες, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἐξαπλωθεῖ παντοῦ σὲ ὅλα σχεδόν τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὁ κίνδυνος νὰ ἀποτελέσει ἡ προετοιμαζόμενη Σύνοδος τοῦ 2016 μιὰ νέα «Ψευδοσύνοδο», χειρότερη ἐκείνης τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438/9), εἶναι μέγιστος, θεωρήσαμε σκόπιμο, στὴν παροῦσα χρονικὴ συγκυρία, συνεργούσης τῆς Χάριτος, νὰ παραθέσουμε μὲ τὴ σύντομη αὐτὴ μελέτη μας, κάποιες βασικὲς ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν προετοιμαζόμενη Σύνοδο, πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἐπαγρύπνησή του.

Θὰ ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχὴν σὲ μερικὲς βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἔννοιες, σχετικὲς μὲ τὸ θεσμὸ τῶν Συνόδων, στή συνέχεια στὶς προϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ πληροῦνται, γιὰ νὰ εἶναι μιὰ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος καὶ Οἰκουμενική, κατόπιν σὲ μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς προετοιμασίας μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, σὲ μιά γενική αξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας της, σὲ κριτικὲς θεωρήσεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καὶ ἐν κατακλεῖδι σὲ κάποιες γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.

Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ἐκκλησιαστικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θεῖο θεσμό. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς ἀνάγει τὴν ἀρχή του στὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, «θείῳ Πνεύματι κινούμενοι», συγκρότησαν τὴν ἀποστολικὴ Σύνοδο, (49 μ.Χ.), πραγματώνοντας ἔτσι ταυτόχρονα καὶ τὴν συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς 'Εκκλησίας, γιὰ νὰ ἀποτελεῖ ἔκτοτε θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πρὸς ἐπίλυση καὶ ρύθμιση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἰδίως δὲ πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἐκκλησία συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα»[1].  Ἀπὸ τὶς Συνόδους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκεῖνες ποὺ ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως καὶ ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς τοπικές, ποὺ προσέλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος, εἶναι θεόπνευστες καὶ ἀλάθητες, «διὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον», ποὺ ἐνεργεῖ σ’ αὐτές, σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου: «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὃ  πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου,  ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω.14,25).Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους γράφει: «Τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Κυρίου τὸ διὰ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν τῇ Νικαίᾳ γενόμενον, μένει εἰς τὸν αἰῶνα».[2]   Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς νεωτέρους κανονολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ σχετικῶς στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ «Πηδαλίου» του: «Αὕτη ἡ βίβλος (δηλαδὴ ἡ συλλογὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων, στὴν ὁποία ἐμπεριέχονται συνοπτικῶς καὶ οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων), εἶναι ἡ μετὰ τὰς ἁγίας Γραφάς, ἁγία Γραφή, ἡ μετὰ τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, Διαθήκη. Τὰ μετὰ τὰ πρῶτα καὶ θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καὶ θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστὶ τὰ αἰώνια ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τὸν αἰῶνα,…. τοὺς ὁποίους σύνοδοι οἰκουμενικαί τε καὶ τοπικαὶ διὰ Πνεύματος ἁγίου ἐθέσπισαν…..Αὕτη ὡς ἀληθῶς ἐστι, καθὼς αὐτὴν ἐπωνομάσαμεν, τὸ Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου αὕτη κυβερνωμένη, ἀσφαλῶς τοὺς ἐν αὐτῇ ναύτας καὶ ἐπιβάτας, ἱερωμένους τε λέγω καὶ λαϊκούς,  πρὸς τὸν ἀκύμαντον παραπέμπει τῆς ἄνω βασιλείας λιμένα»[3]

 Ἐντεῦθεν οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, συνιστοῦν τὴν ἀνωτάτη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ ἀνώτατο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κριτήριο, γι’ αὐτὸ καὶ εὑρίσκονται ὑπεράνω τῶν ἐπισκόπων καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πατριαρχῶν. Οἱ ἀποφάσεις τους, δογματικές, κανονικὲς καὶ διοικητικές, εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρο καὶ λαό, ἀπὸ τοῦ πατριάρχου μέχρι τοῦ τελευταίου λαϊκοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ τήρησή τους ἀναγκαία διὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἡ δὲ παράβασή τους συνιστᾶ βαρύτατο ἁμάρτημα ἀθετήσεως αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τὸν λόγο του: «ἐάν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ.18,17).

Ὅροι καὶ προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθῶς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζουσα θεοπνεύστως καὶ ἀλαθήτως τὴ γνήσια Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ὅταν πληροῖ κάποιες βασικὲς προϋποθέσεις.[4]Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιόν» του, στὰ προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,[5]  ἀναφέρει τέσσερα ἰδιώματα, ποὺ ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ὅρους καὶ προϋποθέσεις γνησιότητος καὶ αὐθεντικότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: α) «Τὸ νὰ συναθροίζονται διὰ προσταγῶν οὐχὶ τοῦ Πάπα, ἢ τοῦ δεῖνος Πατριάρχου, ἀλλὰ διὰ προσταγῶν βασιλικῶν». Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους συγκαλοῦσε ὁ αὐτοκράτορας. Ὡστόσο ἡ σύγκληση αὐτὴ εἶχε περισσότερο τυπικὸ χαρακτήρα, διότι πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου. Σήμερα ποὺ δὲν ὑφίσταται τὸ πολιτικὸ καθεστὸς τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τὴν εὐθύνη τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει τὸ σύνολο τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συναινούσης προφανῶς καὶ τῆς Ἱεραρχίας τῶν κατὰ τόπους Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. β) «Τὸ νὰ γίνεται ζήτησις (=συζήτηση) περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος δογματικὸς εἰς κάθε μίαν ἀπὸ τὰς Οἰκουμενικάς, γ) Τὸ νὰ εἶναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ’ αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα «ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις», δ) Τὸ νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καὶ κανονισθέντα, ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν».[6]

Πέρα ἀπὸ τοὺς παραπάνω ὅρους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει ἀκόμη δύο ὅρους: α) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετάσχουν, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας»,[7]  β) Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποσιωπῶνται καὶ νὰ παραμερίζονται στὴ Σύνοδο δογματικὲς διαφορὲς καὶ διαφωνίες, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον νὰ ἐξετάζῃ, (ἡ Σύνοδος), τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ προκύψαντα ζητήματα πίστεως καὶ στὴ συνέχεια κάθε ἄλλο ζήτημα: «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[8].

 Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «λαλεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεῦμα» καὶ οἱ λαμβανόμενες ἀποφάσεις εἶναι «καρπὸς θείου φωτισμοῦ», (ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου, κατὰ τήν μαρτυρία της Γραφῆς, «ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» [Πραξ.15,28]), ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς νὰ εἶναι προαποφασισμένες ἐκτὸς τῆς Συνόδου. Τὸ προαποφασίζειν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος καὶ ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσες ἀποφάσεις δὲν ἐπιτρέπουν καὶ δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ ὁμιλήσει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι περιττὸ μάλιστα νὰ λεχθεῖ ὅτι τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις εἶναι τελείως ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Εἶναι ἐπίσης αὐτονόητο ὅτι οἱ συζητήσεις πρέπει νὰ διεξάγονται μὲ μοναδικὸ γνώμονα καὶ κριτήριο τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νὰ ἕπονται καὶ νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς  προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μὲ τὴν πίστη δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θα πρέπει νὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες, οὔτε νὰ δεσμεύονται ἀπὸ πολιτικὲς, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες, οὔτε καὶ νὰ περιορίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ χρόνου. Ὅπως διακηρύττουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ τῷ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[9].  Ὁ δὲ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς παρατηρεῖ: «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».[10] Τέλος γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος, θὰ πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως ἔχει εὐστόχως παρατηρηθεῖ: «Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὢν καὶ διδακτὸς Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται, ἢ κατακρίνει καὶ ἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848, “ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τουτέστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι”»[11].



[1] Ἑρμηνεία στὸν 149ον  Ψαλμό, PG 55,493.

[2] PG 26,1032B.  Ἐδῶ ὁ ἅγιος Πατὴρ ἀναφέρει μόνο τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ  Σύνοδο, ἐπειδή οἱ ἄλλες δέν εἶχαν συγκληθεῖ  ἀκόμη.

[3] Νικοδήμου Ἁγιορείτου,  Πηδάλιον, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη   1991, σελ. ιστ΄.

[4] Κατὰ τὸν κ. Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ  Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν: «Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανεὶς ἐξ’ ἀρχῆς, ὅτι κανόνες- νόμοι συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχουν. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐκπροσωπεῑ τὸν θεανθρώπινο ὀργανισμό, τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ νομοθετοῦσα,   αὐτὴ νομοθετεῖ  καὶ ὁρίζει τὴν πορεία τῶν ἐπὶ μέρους μελῶν αὐτῆς .…. Ἡ  ἴδια ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπόκειται σὲ νόμο, εἶναι ἁγία καὶ δικαία [‘δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται’ Α΄ Τιμ.1,9 εξ.]». (Βλ. Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικὸν Δίκαιον,  Ἐκδ. Γρηγόρη, Γ΄   Ἔκδοση, Ἀθήνα 2000, σελ. 179). Ὡστόσο ὁ καθηγητὴς θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ παραθέσει καὶ αὐτὸς κάποιους κανόνες- νόμους, ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικούς, ἀρυόμενος αὐτοὺς προφανῶς ἀπὸ τὴν Κανονικὴ καὶ Πατερική μας Παράδοση, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητους γιὰ τὴ γνησιότητα μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

[5] Νικοδήμου Ἁγιορείτου,  Πηδάλιον, ……ο.π. σελ. 118.

[6] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ. 118.

[7] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.

[8] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.

[9] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ.. 322.

[10] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ  αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12,  PG 90, 148.

[11] Ἀρχ. Γεωργίου Καψάνη, πρώην καθηγ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου  Ἁγίου Ὄρους, Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, Ἐκδ.  Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 110.

 

(2ο Μέρος)

Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.

Μετὰ τὸ μεγάλο Σχίσμα, (1054 μ.Χ.), ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, συνεπὴς στὴν Ὀρθόδοξη συνοδική της αὐτοσυνειδησία, δὲν ἔπαυσε νὰ συγκαλεῖ, σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, Ὀρθοδόξους Συνόδους μὲ πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Πρόκειται γιὰ τὶς λεγόμενες Ἐνδημοῦσες Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς  ὁποῖες ὅμως συμμετεῖχαν συνήθως καὶ Πατριάρχες, ἢ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ εὐρεῖα αὐτὴ πανορθόδοξη σύνθεση τῶν Ἐνδημουσῶν Συνόδων συνεχίσθηκε καὶ ἀργότερα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι βαλκανικοὶ λαοὶ εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στὶς Συνόδους αὐτὲς ἀπεφασίζετο ἡ  ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου κοινὴ στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καὶ ἀργότερα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ ἡ ρύθμιση καὶ ἐπίλυση ἄλλων, γενικοτέρου ἐνδιαφέροντος, ζητημάτων. Οἱ πολιτικοκοινωνικὲς ὅμως μεταβολὲς καὶ ἀνακατατάξεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, κατὰ τὸν 19ο καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος, στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων, καὶ ἡ δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν συνέδεσαν τὶς ἐθνοφυλετικὲς ἀναζητήσεις τῶν λαῶν μὲ ἀντίστοιχες ἐκκλησιαστικὲς διεκδικήσεις, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θεσμοθέτηση τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, (Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχοσλοβακίας, Φιλανδίας, Λεττονίας, Ἐσθονίας), καὶ τὴν ἀπόδοση τῆς «πατριαρχικῆς ἀξίας» σὲ ὁρισμένες ἐξ αὐτῶν, (Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας).

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904 καὶ 1920 ἐπεδίωξε, μεταξὺ καὶ ἄλλων στόχων, νὰ ἀναθερμάνει τὶς διορθόδοξες σχέσεις μὲ τὶς ἄλλες κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ νὰ προωθήσει μιὰ ἀμεσώτερη καὶ στενώτερη συνεργασία γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση γενικοτέρων προβλημάτων. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ τῶν διορθοδόξων σχέσεων γέννησε σὺν τῷ χρόνῳ τὴν ἰδέα τῆς ἀναζητήσεως πανορθοδόξου ἐκφράσεως τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ὸρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς συγκροτήσεως δηλαδὴ Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀργότερα τὴν προσωνυμία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος». Μέσα στὸ κλίμα τῶν διορθοδόξων αὐτῶν ἐπαφῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος συνεκλήθη τὸ 1923 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ πατριαρχίας τοῦ γνωστοῦ Μασόνου[1]  Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Δ΄ (Μεταξάκη), Συνέδριο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίσθηκε μὲν ὡς «Πανορθόδοξο», χωρὶς πάντως νὰ ὑπάρξει πανορθόδοξος ἀντιπροσώπευση ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀντίθετα μάλιστα ἡ ἀντιπροσώπευση σ’ αὐτὸ ἦταν πολὺ περιορισμένη, διότι συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι μόνο ἕξι Ἐκκλησιῶν, (τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ρωσίας, τῆς Σερβίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ρουμανίας).

Στὸ Συνέδριο συζητήθηκαν θέματα ὅπως τὸ ἡμερολογιακό, τὸ περὶ γάμου κληρικῶν μετὰ τὴ χειροτονία των, τὸ περὶ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, τὸ περὶ νηστείας κἄ. Δυστυχῶς στὸ ἐν λόγῳ Συνέδριο ἐπιχειρήθηκαν καινοτομίες καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις ξένες  πρὸς τὴν παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες, ὅπως πολὺ ὀρθὰ ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἐτραυμάτισαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς κακὴ κληρονομιὰ συνοδεύουν ἔκτοτε τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα».[2]  Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου «ὁρίσθηκε γιὰ τὸ 1925 σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ καὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς 1600ετηρίδος τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (325μ.Χ.)»[3].

Ἔκτοτε ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἐπέχει θέση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θὰ γίνει ὅραμα καὶ ἐλπίδα, πόθος καὶ προσδοκία ἐπί 92 συναπτὰ χρόνια, μια προσδοκία ἀνεκπλήρωτη μέχρι σήμερα, (2015), παρὰ τὶς ἐργώδεις προετοιμασίες καὶ διαβουλεύσεις σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο, παρὰ τὴ συγκρότηση πολλῶν προπαρασκευαστικῶν ἐπιτροπῶν, παρὰ τὴ συγκρότηση Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν ἱστορία τὴς Ἐκκλησίας μας, διότι σὲ καμιὰ ἄλλη Σύνοδο, Οἰκουμενική, ἢ Τοπική, τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, (879 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς  Η΄ Οἰκουμενικῆς, καὶ τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, (1351 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, δὲν ὑπῆρξε τόση ἐργώδης καὶ μακροχρόνια προετοιμασία, τόση πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, μὲ τόσες πολλὲς ἀναθεωρήσεις καὶ τροποποιήσεις στὴ θεματολογία της. 

Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, θὰ σκιαγραφήσουμε μὲ πολλὴ συντομία τὶς κυριότερες φάσεις αὐτῆς τῆς προετοιμασίας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια «μεθοδευμένα» γίνεται, ὥστε νὰ γίνει καλύτερα κατανοητὴ και ἡ παροῦσα φάση στὴν ὁποία αὐτὴ βρίσκεται καὶ νὰ ἐξαχθοῦν στὴ συνέχεια κάποια συμπεράσματα.

Πανορθόδοξα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις.

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ τὴν ματαίωση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ποὺ εἶχε προγραμματιστεῖ γιὰ τὸ 1925, λόγω μὴ ἐπαρκοῦς χρόνου προετοιμασίας, ἀπεφάσισε τήν σύγκληση Ὀρθοδόξου «Προσυνόδου» στὸ ἅγιον  Ὅρος τὸ 1932, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ προετοιμάσει τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐκρίθη ἀναγκαῖο νὰ συγκληθεῖ προηγουμένως Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, προκειμένου νὰ προετοιμάσει τὴν θεματολογία, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθεῖ ἡ «Προσύνοδος». Πράγματι ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ συνεκλήθη τὸ 1930 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου Ἁγίου Ὅρους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ μακαριστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Β΄ καὶ κατήρτισε ἕνα κατάλογο 17 θεμάτων, γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη «Προσύνοδο». Ὡστόσο τελικὰ οὔτε Προσύνοδος, οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πραγματοποιήθηκαν, διότι ὁρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὡς ἐμπερίστατες καὶ ὡς εὑρισκόμενες κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ Κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἐζήτησαν τὴν ἀναβολήν των.

Μὲ τὴν ἴδια προοπτικὴ συνεκλήθη ἀργότερα, τὸ 1936, στὴν Ἀθήνα, τὸ Α΄ Πανορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο, οἱ ἐργασίες τοῦ ὁποίου εἶχαν ὡς ἐπίκεντρο τὸ ζήτημα τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου. Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεκλήθη ἐπὶ τοῦ Μασόνου[4]  Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου τοῦ Α΄, τὸ 1961, στὴ Ρόδο, ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν προπαρασκευὴ τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καί κατήρτισε νέο εὐρύτερο κατάλογο θεμάτων, διηρημένο στὰ ἀκόλουθα ὀκτὼ γενικὰ κεφάλαια: 1) Πίστις καὶ Δόγμα, 2) Θεία Λατρεία, 3) Διοίκησις καὶ ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, 4) Σχέσις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς ἀλλήλας, 5) Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 6) Ἡ Ὀρθοδοξία ἐν τῷ κόσμῳ, 7) Θεολογικὰ θέματα, 8) Κοινωνικὰ προβλήματα. Στὴ Διάσκεψη αὐτὴ ἐπιδιώχθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ παραμερισθοῦν οἱ μέχρι τότε δικαιολογημένες ἐπιφυλάξεις καὶ ἡ δυσπιστία τῶν  ἄλλων Ἐκκλησιῶν, (λόγῳ τῆς δράσεως τῆς Οὐνίας), ἀπέναντι στὴ Ρώμη, καὶ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ σύμφωνη γνώμη των γιὰ τὴν προώθηση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τὸν Παπισμό καὶ ἐτέθησαν οἱ βασικοὶ ὅροι καὶ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἔναρξη θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.

Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καὶ οἱ δύο ἑπόμενες Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐπίσης στὴ Ρόδο, τὸ 1963 καὶ τὸ 1964, καθ’ ὃν χρόνον ὁ Παπισμός, κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (1963-1965), ἐγκαινίαζε μὲ τὸ περίφημο  «Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ», τὸ γνωστὸ  “Unitatis Redintegratio”, νέα ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες.

Στὶς παρὰ πάνω Διασκέψεις, οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν μέσα στὸ κλίμα καὶ στὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἐπισημάνθηκε ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προωθήσεως καὶ ἐν τέλει πραγματοποιήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνὸς μὲν θὰ ἐκφράσει σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία στὰ σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα καὶ στὶς σχέσεις της μὲ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ἐπὶ πλέον ἐπανεξετάσθηκε τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε ἡ σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη πρόθεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ προωθήσουν «διάλογο ἐπὶ ἴσοις ὅροις». Εἰδικότερα ἡ Β΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, (1963), ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀποστολῆς, ἢ μή, Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἐνῶ ἡ Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη (1964) ἀπεφάσισε ὅτι «... πρὸς καρποφόρον ἔναρξιν ἑνὸς πραγματικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου παρίσταται ἡ ἀνάγκη τῆς  δεούσης προπαρασκευῆς καὶ τῆς δημιουργίας τῶν καταλλήλων συνθηκῶν».[5]

Τὸ 1968 συνεκλήθη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἐργάσθηκε συστηματικότερα καὶ μεθοδικότερα τόσο πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅσο καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προωθήσεως τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων καὶ διαλόγων. Προχώρησε μάλιστα στὴ συγκρότηση Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὴ συγκρότηση Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Επιτροπῆς γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν θεμάτων, ποὺ θὰ συζητηθοῦν στὴ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴ συγκρότηση Διορθοδόξων Ἐπιτροπῶν, γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες. (Συνεχίζεται)



[1] Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄, σύμφωνα μὲ 25σελιδη νεκρολογία του Μασόνου φίλου του Ἀλέξανδρου Ζερβουδάκη: «παρακολουθοῦσε τὶς   ἐργασίες καὶ τὴ δράση τοῦ Τεκτονισμοῦ παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὸ περιβάλλον του το ἐπέτρεπαν [……..].  Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σὰν τὸν αδελφὸ Μελέτιο  δέχθηκαν τὸν Τεκτονισμὸ καὶ τὸν ἔκαναν βίωμά των. Καὶ ὑπῆρξε πραγματικὴ ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὸν  Μ.Α.Τ.Σ. στὴν Αἰωνία Ἀνατολή, πρὶν ὁλοκληρώσῃ τὰ ἔργα μὲ τὰ ὁποῖα ἐστεφάνωσε τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν  κόσμο μας». [ΑΛΕΞ. ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ, «Μελέτιος Μεταξάκης», (στήλη «Διάσημοι Τέκτονες»), ἐν  «Τεκτονικὸν Δελτίον», Ὄργανον τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, ἔτος 17ον, ἀριθμ. 7, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1967, σελ.  49-50].

[2] Βλ. ἄρθρο τοῦ πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, ομοτ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. μὲ θέμα: «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δημοσιευθὲν στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (10.3.2015).

[3] Πρακτικὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου 1923), Εἰσαγωγή -  Ἐπιμέλεια  Ἀρχ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης,  Ἐκδ. Ἑπτάλοφος,  Ἀθήνα 2015, σελ. XVI I.

[4] Ἀναφορὰ στὴ μασονική του ἰδιότητα ἔχουμε στὸ «Τεκτονικό Δελτίο», 1972 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), τ. 104, σ. 232 κἑ., ὅπου οἱ Μασόνοι ἀναφέρονται  στὸ  τεκτονικὸ «μνημόσυνο», ποὺ τέλεσαν μόλις τέσσερις μῆνες μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 12.10.1972, στὴν Ἀθηναϊκὴ Μασονικὴ Στοὰ «Αρμονία»! Ἐπίσης τὸ μασονικὸ περιοδικὸ «Ἰλισσός», ἕνα ἔτος ἀργότερα, τὸν χαρακτήρισε «μεγάλο ὁραματιστὴ τῆς ἑνώσεως τῶν Χριστιανῶν», (Ἰλισσός, 1973, τ. 97, σ. 41), τὸ δὲ μασονικὸ περιοδικὸ  «Πυθαγόρας», τέσσερα ἔτη ἀργότερα, τον χαρακτήρισε ὡς «μέγα», (Πυθαγόρας 1977, τ. 5, σ. 5).

[5] Βλ. Θ. Σταυρίδου, Θ.Η.Ε., τομ. 9, σελ. 814.

 

(3ο Μέρος)

Προσυνοδικές Διασκέψεις.

Τὸ 1976 συνεκλήθη ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ ὁποία ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πλήν τῆς Γεωργιανῆς. Ἡ Διάσκεψη, κατόπιν μακρῶν συζητήσεων, προχώρησε σὲ ἀναθεώρηση τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου, (1961), καὶ ἀπὸ τὰ θέματα αὐτὰ ἐπέλεξε μόνο δέκα, γιὰ τὴ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, τὰ ἑξῆς: 1) Ὀρθόδοξος Διασπορά, 2) Τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 3) Τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 4) Δίπτυχα, 5) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου, 6) Κωλύματα γάμου, 7) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, 8) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 9) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, 10) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.

Ἐπίσης ἡ Διάσκεψη προχώρησε σὲ γενικὴ ἐπισκόπηση καὶ ἀξιολόγηση τῆς πορείας τῶν σχέσεων καὶ τῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν), καὶ ἀπεφάσισε τὴν περαιτέρω προώθηση τους. Τὸ ἐκπληκτικὸ ὅμως εἶναι ὅτι δὲν περιορίσθηκε μόνο σὲ διαχριστιανικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ προχώρησε ἀκόμη περισσότερο, στὴν υἱοθέτηση καὶ προώθηση καὶ διαθρησκειακῶν διαλόγων: «Ἡ Διάσκεψις ἐκφράζουσα τὴν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν καὶ  συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δὲ εἰς τὴν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς καὶ τοιουτοτρόπως εἰς τὴν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τῶν ἰδεωδῶν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος, ἀπεφάσισεν, ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεργασθῇ πρὸς τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων ἐκτὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων».[1]

Τὸ 1982 συνεκλήθη ἡ Β΄ Πανορθόδοξος Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ ὁποία ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἡ Διάσκεψη αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ ὁρισμένα μόνο ἀπὸ τὰ δέκα θέματα,  στὰ ὁποῖα κατέληξε ἡ προηγούμενη Α΄ Προσυνοδική, τὰ ἑξῆς: 1) Κωλύματα Γάμου, 2) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, 3) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου. Ἀσχολήθηκε ἐπίσης καὶ μὲ ἕνα ἔκτακτο θέμα, τὸ ὁποῖο δὲν περιλαμβάνεται στὸν κατάλογο τῶν δέκα θεμάτων καὶ τὸ ὁποῖο ἔθεσε πρὸς συζήτηση ἡ Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία, τὸ θέμα τοῦ καθορισμοῦ κατὰ πόσον εἶναι δυνατὸ στὸ μέλλον νὰ χειροτονοῦνται ἐπίσκοποι ἐκ μοναχῶν.

Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο θέμα, τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Διάσκεψη προχώρησε σὲ καινοτομίες, διότι υἱοθέτησε κατ’ οἰκονομίαν τὴν τέλεση μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀπαγορεύονται ρητὰ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες:  Ὁ 14ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: «Ἐπειδὴ ἔν τισιν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καὶ ψάλταις γαμεῖν, ὥρισεν ἡ Ἁγία Σύνοδος, μὴ ἐξεῖναί τινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναῖκα λαμβάνειν ... μήτε μὴν συνάπτειν (τέκνον) πρὸς γάμον αἱρετικῷ, ἢ Ἰουδαίῳ, ἢ Ἕλληνι (εἰδωλολάτρῃ), εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ Ὀρθοδόξῳ». Ὁ 72ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: «Μὴ ἐξέστω Ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι. Ἀλλ’ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. καὶ 10ον καὶ 31ον τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, καὶ 29ον τῆς ἐν Καρθαγένῃ).

Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο θέμα τῆς νηστείας ἡ Διάσκεψη δὲν κατέληξε σὲ κάποιες ἀποφάσεις, ἀλλὰ παρέπεμψε τὸ θέμα πρὸς ἐπανεξέταση στὴν ἑπομένη Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη , ἀφοῦ  προηγουμένως μελετηθεῖ ἀπὸ Διορθόδοξο ΠροπαρασκευαστικὴἘπιτροπή. Τὸ τρίτο θέμα, τοῦ ἡμερολογιακοῦ  ζητήματος, συζητήθηκε ἐν ἀναφορᾷ καὶ πρὸς τὸ ἄλλο συναφὲς θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα σὲ ὁρισμένη Κυριακὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους. Ἡ Διάσκεψη κατέληξε, μεταξὺ ἄλλων, στὸ συμπέρασμα ὅτι «τὸ θέμα, πολὺ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ’ οὐδένα λόγον ἢ τρόπον πρέπει νὰ διασαλευθῇ», καὶ ὅτι «ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι  ἀνέτοιμος, ἢ τουλάχιστον ἀπροπαράσκευος καὶ ἀπληροφόρητος, διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καὶ δεχθῇ μίαν ἀλλαγὴν εἰς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα».[2]

Τὸ 1986 συνεκλήθη ἡ Γ΄ Πανορθόδοξος Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἡ Διάσκεψη μεταξὺ ἄλλων ἀσχολήθηκε μὲ τέσσερα ἀκόμη θέματα ἀπὸ τὴ θεματολογία τοῦ καταλόγου τῶν δέκα θεμάτων τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς, τὰ ἑξῆς: 1) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, 2) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον,  3) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, 4) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ εἰς τὴν ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων. Στὴ συζήτηση τῶν τριῶν  τελευταίων θεμάτων ἐκφράσθηκαν δυστυχῶς θέσεις καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ποὺ ἀπηχοῦν τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τὴν ἰδεολογία τῆς συγχρόνου παναιρέσεως τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐκτενέστερο σχολιασμὸ ἐπὶ τῶν θέσεων καὶ ἀποφάσεων τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς θὰ ἐπιχειρήσουμε στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο, τὸ ἀναφερόμενο στὴ γενικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρισήμερα πορείας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Στὴν Γ΄ Πανορθόδοξο Προσυνοδικὴ ἐνεκρίθη ἐπίσης ἡ ἡμερήσια Διάταξη τῆς Δ΄  Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ ὑπόλοιπα τέσσερα θέματα τοῦ καταλόγου, τὰ ἑξῆς: 1) Ὀρθόδοξος Διασπορά, 2) Τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 3) Τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 4) Δίπτυχα.Ἡ σύγκληση τῆς Δ΄  Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς ὡστόσο δὲν ἔγινε στὸ ἄμεσο προσεχὲς μέλλον, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἀλλὰ μὲ μεγάλη καθυστέρηση 23 ἐτῶν. Πραγματοποιήθηκε δηλαδὴ μόλις τὸ 2009, στὸ Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, καὶ ἀσχολήθηκε μὲ ἕνα καὶ μόνο θέμα, τῆς  Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Ἡ ἀνακοπὴ τῆς προπαρασκευαστικῆς διαδικασίας στὴ δεκαετία τοῦ 90 ὀφείλεται στὴ σοβαρὴ ἐπιδείνωση τῶν διμερῶν σχέσεων μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἔφθασε μάλιστα γιὰ ἕνα διάστημα μέχρι διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, καὶ ὀφείλεται στὴ διαφωνία, ἡ ὁποία προέκυψε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος τῆς αὐτονομίας τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας. Τὸ ζήτημα αὐτὸ τακτοποιήθηκε τελικὰ στὴ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τὸ 2008, μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας ἀπὸ τὶς Προσυνοδικὲς καὶ Πανορθόδοξες Διασκέψεις.

Ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη τοῦ 2009 κατέληξε σὲ κάποια συμφωνία, στὸ ἀκανθῶδες ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἐπὶ τῇ βάσει μελετῶν τοῦ θέματος ἀπὸ Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπές, τὸ 1990, τὸ 1993, καὶ ἀπὸ  Συνέδριο Κανονολόγων, τὸ 1995. Ὅπως ἀναφέρεται στὸ κοινὸ ἀνακοινωθέν, ἡ Διάσκεψη ἀναγνωρίζει κατ’ ἀρχήν, ὅτι ἡ παροῦσα κατάσταση στὴν Ὀρθόδοξη Διασπορά,  κατὰ τὴν ὁποίαν ὑφίστανται πλέον τοῦ ἑνὸς ἐπίσκοποι στὸν αὐτὸν τόπον ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, (βλ. Καν. 8 Α΄ Οἰκουμενικῆς), ὡστόσο γιὰ λόγους ποιμαντικοὺς ἡ ἄμεση μετάβαση στὴν κανονικὴ κατάσταση δὲν εἶναι δυνατή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφάσισε ὡς μεταβατικὸ στάδιο τὴν ἵδρυση Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων κατὰ γεωγραφικὲς περιοχές, οἱ ὁποῖες μάλιστα καθορίστηκαν ἀπὸ τὴν Διάσκεψη. Πρόεδροι τῶν Συνελεύσεων, θὰ εἶναι «οἱ πρῶτοι ἐκ τῶν ἐπισκόπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν ἀπουσίᾳ δὲ αὐτῶν οἱ ἑπόμενοι κατὰ τὴν τάξη τῶν Διπτύχων τῶν Ἐκκλησιῶν». Μέλη τῶν Συνελεύσεων θὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἀναγνωρισμένοι ὡς κανονικοὶ ἐπίσκοποι, καὶ ἀποστολὴ τῶν Συνελεύσεων θὰ εἶναι «ἡ ἀνάδειξη καὶ προαγωγὴ τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ κοινὴ ποιμαντικὴ διακονία τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς περιοχῆς καὶ ἡ ἀπὸ κοινοῦ μαρτυρία αὐτῶν πρὸς τὸν κόσμο». Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνελεύσεων θὰ λαμβάνονται ὁμόφωνα. Ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ ἐνέκρινε ἐπίσης σχέδιο Κανονισμοῦ λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων καὶ ἀπεφάσισε νὰ τεθοῦν ἀμέσως σὲ λειτουργία, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε.

Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 συζητήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τὸ θέμα τοῦ Αὐτονόμου. Ἡ Ἐπιτροπὴ κατέληξε σὲ κάποιο κείμενο, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ μελετηθεῖ στὴν προσεχῆ Πανορθόδοξο Ε΄ Προσυνοδική, ἡ ὁποία ἀναμένεται νὰ συγκληθεῖ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011 συζητήθηκε ἀπὸ τὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ καί τὸ θέμα τῶν Ἱερῶν Διπτύχων, χωρὶς νὰ ὑπάρξει συμφωνία. Καμία συμφωνία ἐπίσης δὲν ὑπῆρξε μέχρι σήμερα καὶ στὸ θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου.

Ἡ Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή, ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζύ τον Φεβρουάριο τοῦ 2015 ἀσχολήθηκε μὲ ζητήματα ἐπικαιροποίησης τῶν θεμάτων: 1. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν», 2. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», 3. Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων». Τὰ θέματα αὐτὰ εἶχαν ἐγκριθεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν Γ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, (1986). Καὶ τὰ τρία θέματα παρεπέμφθησαν πρὸς τελικὴ ἔγκριση στὴν προσεχῆ Ε΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, (Ὀκτώβριος 2015). Ἡ Ἐπιτροπὴ δὲν ἀσχολήθηκε ὅμως μὲ τὰ καυτὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων,  τὰ ὁποῖα σύμφωνα με νεώτερες πληροφορίες θά ἀποκλειστοῦν ἀπὸ τὴν θεματολογία  τῆς Ἁγίας καὶ μεγάλης Συνόδου. (Συνεχίζεται)



[1] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην  Σύνοδον, Προβλήματα καὶ προοπτικαί, Ἀθῆναι 1990, σελ. 29. 

[2] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν. . ., ὅ.π.  σελ.39-40.

 

(4ο Μέρος)

Στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 συζητήθηκε τὸ θέμα τῆς προσεχοῦς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 2016, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὁμιλία ἐνημερωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις. Ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας μεταξὺ ἄλλων ἐδήλωσε ὅτι  «διὰ τὴν πραγματοποίησίν της, ἀπαιτεῖται ἀκόμη πολὺς κόπος καὶ μόχθος,  ἐνῶ πολλὰ ἐκ τῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνακύψουν, ἐκ τῆς μεθόδου ἐργασίας καὶ εἰς αὐτὸ τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς προετοιμασίας, θὰ δημιουργήσουν ἀρκετὰ ἐμπόδια, ἢ καὶ θὰ παρατείνουν τὴν χρονικὴν περίοδον τῆς προετοιμασίας πέραν τῆς προγραμματισθείσης, ἐνῶ δύνανται νὰ δυσχεράνουν καὶ τὴν ὅλην πορείαν πρὸς τὴν τελικὴν ἔκβασιν τῆς ὅλης προσπαθείας. Ἐπὶ πλέον τὰ δικαιοδοσιακὰ ἤδη ὑφιστάμενα ἐνδοορθόδοξα διμερῆ ζητήματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ δυσκολία ἐπιτεύξεως ὁμοφωνίας εἰς πολλὰ σημεῖα ἐκ τῶν προειρημένων κειμένων, καὶ αἱ μεμονωμέναι ἀγκυλώσεις, ἢ ἀπαιτήσεις τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,   εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελέσουν προσκόμματα εἰς τὴν ὅλην διαδικασίαν, ἐὰν δὲν  λειτουργήσουν τελικῶς καὶ ἀναβλητικῶς εἰς τὸ ὅλον ἐγχείρημα»[1].

 Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας μὲ τίτλο «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 δὲν δημοσιεύθηκε (ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος τὸ ἔκρινε ὡς «μὴ δημοσιεύσιμο»!), πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ προσυνοδικὲς διεργασίες δὲν ἀντέχουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος καὶ ὅτι τὰ πάντα σήμερα γίνονται «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ». Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἐνημέρωση, γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν στοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ βέβαια στοὺς λαϊκούς, ἐνῶ θά ἔπρεπε γιὰ τὸ ζωτικῆς σημασίας αὐτὸ ζήτημα, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑπάρχει πλήρης διαφάνεια καὶ ἀκριβὴς ἐνημέρωση. Ὅπως ὁμολογεῖ σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του στὸ διαδίκτυο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, «τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάσθηκαν ἀπὸ δεκαετίες, πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, στὶς Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, εἶναι ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους Ἀρχιερεῖς καὶ σὲ μένα, καὶ παραμένουν σὲ κάποιες Ἐπιτροπὲς καὶ Γραφεῖα, καὶ δὲν  γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενό τους»[2].

Σύμφωνα μὲ δημοσίευμα τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου (27/02/2015), «τὸ ἔλλειμμα ἐνημέρωσης τοῦ συνόλου τῶν μελῶν τῶν Συνόδων τῶν Ἐκκλησιῶν, πολύ δὲ περισσότερο ἑνὸς εὐρύτερου κύκλου κληρικῶν καὶ θεολόγων, γύρω ἀπὸ τὰ ἑτοιμαζόμενα κείμενα, εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργήσει ἐκ τῶν ὑστέρων ἰσχυρὲς ἀμφισβητήσεις τῶν ἀποφάσεων ποὺ θὰ ληφθοῦν στὴ Μεγάλη Σύνοδο. . . Ὅσοι προετοιμάζουν πυρετωδῶς τὴ Μεγάλη Σύνοδο σπεύδουν νὰ χαρακτηρίσουν κάθε κριτική, γιὰ τὸ προπαρασκευαστικό τους ἔργο, ὡς κακόβουλη, ἀκραία, ἢ καὶ ζηλωτική. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅμως, ὅτι ἡ καχυποψία μας γιὰ τὸ τί ἑτοιμάζεται, αὐξάνει λόγῳ τῆς μυστικότητας μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ ὅλη προετοιμασία. Ἐὰν ἡ Μεγάλη Σύνοδος εἶναι τόσο σημαντικὸ γεγονός, ὅσο θέλουν νὰ τὸ  παρουσιάσουν οἱ Φαναριῶτες, τότε ὀφείλουν νὰ  παρέχουν σὲ ὅλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα σαφῆ ἐνημέρωση γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὶς κατευθύνσεις πρὸς τὶς ὁποῖες κινοῦνται στὰ θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις στὴ  Σύνοδο αὐτή».

Πάντως ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες φαίνεται πάρα πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, νὰ συγκληθεῖ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος ἐντὸς τοῦ 2016, διότι πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι θὰ ὑπάρξουν δυσκολίες στὴν ἐπίτευξη ὁμοφωνίας κατὰ τὴν προσεχῆ Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, προσετέθησαν δύο ἀκόμη σοβαρὰ προβλήματα, ποὺ δημιουργοῦν ἀνυπέρβλητες δυσκολίες. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας νὰ διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἐξαἰτίας ριζικῆς διαφωνίας στὸ θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς χώρας τοῦ Κατάρ, καὶ τὸ δεύτερο ἡ μὴ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ Προκαθημένου τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας καὶ Σλοβακίας, τὸν ὁποῖο ὅμως ἀναγνωρίζει τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

 

Γενικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας

τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου».

Ἀξιολογώντας τὴ μέχρι σήμερα πορεία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ πορεία δὲν ἀκολούθησε τὴν Ὀρθόδοξη ὁδὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς πρὸς τὰ ἑξῆς σημεῖα, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται ἐνδεχομένως καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀναφέρονται στὴν παροῦσα μελέτη: α) Ὡς πρὸς τὸν οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων», β) Ὡς πρὸς τὴν καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γ) Ὡς πρὸς τοὺς συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις, δ) Ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ε) Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῆς.

α) Ὁ οἰκουμενιστικὸς  χαρακτήρας τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων».

Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς Πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902,1904 καὶ 1920 σηματοδοτεῖ ἐπίσημα πλέον μία νέα πορεία, μία ἄλλη γραμμὴ καὶ τακτική, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Παράδοση, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας: γραμμὴ οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ἡ ὁποία ἀνοίγει οὐσιαστικὰ τὸ δρόμο πρὸς τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὴ τὴ γραμμὴ πλεύσεως ἀκολούθησε δυστυχῶς τὸ Φανάρι ἀπαρεγκλίτως μέχρι σήμερα, καὶ αὐτὴ κατώρθωσε νὰ ἐπιβάλει στὴν ὅλη πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὶς μέχρι τώρα γενόμενες «Πανορθόδοξες καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις καὶ Συνέδρια», ἔτσι ὥστε στὶς ἐν λόγῳ «Διασκέψεις» νὰ κυριαρχεῖ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία καὶ ἡ ἐπὶ οἰκουμενιστικῶν βάσεων προσπάθεια ἀνοικοδομήσεως τῆς μέλλουσας νὰ συγκληθεῖ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. [3]

Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, σταχυολογοῦμε ἐνδεικτικῶς καὶ δειγματοληπτικῶς ὁρισμένα μόνο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄  Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, μὲ σκοπὸ νὰ καταδειχθεῖ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ κυριάρχησε ὄχι μόνο στὴν ἐν λόγῳ «Διασκέψη», ἀλλὰ γενικῶς καὶ στὶς ἄλλες, ὀκτὼ τὸν ἀριθμό, τέσσερις «Πανορθόδοξες» καὶ τέσσερις «Προσυνοδικές Διασκέψεις». Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Γ΄  Προσυνοδικῆς ἦταν: «Γενικὴ ἐπισκόπισις καὶ ἀξιολόγησις τῆς πορείας τῶν σχέσεων καὶ τῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ὡς καὶ μετὰ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς ἡμερησίας διατάξεως βλέπουμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὄχι γιὰ χριστιανικὲς αἱρέσεις. Νὰ ἀποδίδεται δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση σὲ αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ πολλὲς Πανορθόδοξες Συνόδους μετὰ τὸ Σχίσμα.

Στὰ πλαίσια τῆς συζητήσεως τοῦ ἐν λόγῳ θέματος, καὶ γενομένης τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ μέχρι τότε, (1986), γενομένου διαλόγου μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν διαλόγων αὐτῶν ὑπῆρξεν ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1922, Ἱεροσολύμων τὸ 1923, Κύπρου τὸ 1923, Ἀλεξανδρείας τὸ 1930 καὶ Ρουμανίας τὸ 1936».[4] Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ θεωρήθηκε ὡς κεκτημένο, ὡς μέγα κατόρθωμα καὶ βῆμα προόδου! Οὔτε κἂν διανοοῦνται οἱ Σύνεδροι τὸ στοιχειῶδες καὶ αὐτονόητο, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση ἱερωσύνης στοὺς αἱρετικούς, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀποβάλει προηγουμένως τὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες, καὶ οὔτε κἂν διανοοῦνται νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο, νὰ ἀκυρώσουν δηλαδὴ τὶς μέχρι τότε κακῶς γενόμενες ἀναγνωρίσεις, ὡς ἀντικανονικὲς καὶ παράνομες.

Παρά κάτω στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Μονοφυσίτες ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ὁ διάλογος οὗτος ἤρχισεν εὐθὺς μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ ἔτους 451 μ.Χ., διαρκέσας καθ’ ὅλην σχεδὸν τὴν βυζαντινὴν περίοδον καὶ διακοπεὶς μετὰ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν λαῶν τῶν Χωρῶν τούτων».[5] Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, διότι παρουσιάζονται οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ἅγιοι Πατέρες τῶν ἑπομένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ διαλέγονται ἐπὶ αἰῶνες, καθ’ ὅλην τὴ βυζαντινὴ περίοδο μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ καταλήξουν πουθενά, ἀντιμετωπίζοντας δηλαδὴ ἕνα ἄλυτο πρόβλημα. Ὡστόσο ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ θεοπνεύστως κατεδίκασαν τὴν αἵρεση, ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν ἀνανέωσαν ἄλλωστε καὶ οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. (Συνεχίζεται).

Σημειώσεις:

1. Βλ. ἄρθρο τοῦ κ. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου μὲ τίτλο «Τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα τοῦ 2014 σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο», μέρος Γ΄, δημοσιευθὲν σὲ θρησκευτικὰ ἱστολόγια.

2. Βλ. ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μὲ τίτλο «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», 4.8.2015,  δημοσιευθὲν σὲ θρησκευτικὰ ἱστολόγια.

3. Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι στὴν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, τὸ 1961, ἀποφασίσθηκε, μεταξὺ ἄλλων, «ἡ μελέτη τῶν τρόπων προσεγγίσεως καὶ ἑνότητος τῶν ἐκκλησιῶν ἐν προοπτικῇ πανορθοδόξῳ κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ  διαγγέλματος τοῦ 1920…». (Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1978, σελ. 107.

4. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, …….ὅ.π. σελ. 108.

5. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ,  ……..ὅ.π. σελ. 111.

 

(5ο Μέρος)

Στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Παπικοὺς ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ὁ διάλογος οὗτος καίπερ ὁ σπουδαιότερος πάντων τῶν ἄλλων καὶ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους διεξαχθεὶς ὑπὸ διαφόρους συνθήκας ἄνευ ἀποτελέσματος, ὡς στηριχθεὶς ἐπὶ μὴ ὀρθῆς βάσεως καὶ ὑπαγορευθεὶς οὐχὶ ὑπὸ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος, ἀλλ’ ἐπιβληθεὶς ἔξωθεν διὰ τῆς βίας, κατὰ τοὺς ἡμετέρους χρόνους εἰσέτι δὲν ἔχει ἀρχίσει ἐπισήμως».[1] Εδώ παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὸ σχίσμα διάλογοι μὲ τοὺς Παπικοὺς ὡς μὴ ἀποτελεσματικοὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως ὀρθῆς βάσεως καὶ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος. Στοὺς διαλόγους αὐτούς, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔμεναν πάντα ἀνυποχώρητοι στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ ἔθεταν πάντα ὡς ἀπαράβατο ὅρο ἑνώσεως τὴν ἀποβολὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή ὅμως οἱ Παπικοὶ ἐπέμεναν πεισματωδῶς στὶς πλάνες τους, οἱ διάλογοι αὐτοὶ δὲν καρποφόρησαν. Οἱ μετέχοντες στή «Διασκέψη» ἀπορρίπτουν τὴν πατερικὴ βάση τοῦ παρελθόντος, ποὺ στηρίζεται στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, διότι δῆθεν ἀπ' αὐτὴ ἀπουσιάζει τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, καὶ φιλοδοξοῦν νὰ τοποθετήσουν μιὰ νέα βάση στὸ διάλογο, οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση «συγκρητιστικοῦ - οὐνιτικοῦ» τύπου ἑνώσεως μὲ τὸν Παπισμό.

 

Στὴ συνέχεια ἐκφράζεται ἡ πεποίθηση ὅτι «διὰ τοῦ διαλόγου οἱ Ὀρθόδοξοι προσφέρομεν ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν ἑτερόδοξον κόσμον…..», καὶ ὅτι «ὁ διάλογος θὰ ἐπιτρέψει εἰς ἡμᾶς νὰ ἐκτιμήσωμεν…..τὸ πνευματικὸν μεγαλεῖον, τὴν εὐαγγελικὴν προσπάθειαν, τὴν θεολογικὴν σοβαρότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως, ἴσως δὲ καὶ ὡρισμένας συμπληρωματικὰς τῶν ἰδικῶν μας  ὄψεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῆς. Ὅ,τι προέχει εἶναι ὄχι τόσον νὰ ἀντιδικῶμεν μὲ τὰς  ἄλλας Ἐκκλησίας, ὅσον τὸ νὰ δείξωμεν διὰ μιᾶς ἀνανενεωμένης πνευματικῆς ζωῆς παρ’ ἡμῖν καὶ διὰ τῆς ἐμβαθύνσεως τῆς παραδόσεως, ὅτι μία τοιαύτη νοσηρὰ ἐκβλάστησις, ἢ παραμόρφωσις τῆς Δύσεως, δύναται νὰ θεραπευθῇ διὰ μιᾶς αὐξούσης ἐκτιμήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας».[2]  Ὡστόσο ἡ μέχρι τώρα πεῖρα τῶν διαλόγων ἀπέδειξε, μὲ πάμπολλα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα,[3]  ὅτι ὄχι μόνο «ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν» Ὀρθοδόξου πίστεως δὲν μπορέσαμε νὰ προσφέρουμε στοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, ἀλλὰ φθάσαμε δυστυχῶς στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, νὰ συμμαρτυροῦμε δηλαδὴ στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὶς αἱρέσεις αὐτὲς ὡς ἀληθεῖς ἐκκλησίες! Πέραν τούτου πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ «Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως», ποὺ βρίσκονται σὲ πλάνη καὶ πνευματικὸ σκοτάδι, νὰ διαθέτουν «πνευματικὸν μεγαλεῖον» καὶ «θεολογικήν σοβαρότητα»; Πῶς μποροῦν ἐπίσης οἱ ἀντιπρόσωποί μας στοὺς διαλόγους νὰ ἔχουν «ἀνανενεωμένη πνευματικὴ ζωή», ὅταν νοθεύουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ δὲν βαδίζουν ἐπάνω στὰ ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων μας;  Ὅπου νοθεύεται ἡ πίστη, ἐκεῖ νοθεύεται καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνανέωσή της.

 

Ἡ Γ΄ Προσυνοδικὴ ἐπεξεργάσθηκε ἐπίσης  καὶ τὸ θέμα: «Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων». Στὰ πλαίσια τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων ὅτι «αἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐν στενῇ συνεργασίᾳ μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν, θεωροῦν χρέος των νὰ ἐργάζωνται διὰ τὴν εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὴν ἐπικράτησιν ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν λαῶν».[4]

 

Οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες ξεκαθάρισαν ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ σαφέστατα τὸ θέμα τῆς εἰρήνης καὶ τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοδόξους, μὲ βάση βεβαίως τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ τρομοκρατικὲς ἐνέργειες, δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τότε μόνο θὰ ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ ἐν μετανοίᾳ, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ θὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει βέβαια τὸν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεί ὅμως νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικὸ ὀργανισμό, οὔτε νὰ ἐγκλωβισθεῖ σὲ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καὶ ἐκφυλίζεται καὶ χάνει τὴ σωτηριολογική της ἀποστολή. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εἰρηνεύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ προσφέρει τὸν Χριστό, τὸν μόνο εἰρηνοποιό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἀπόστολο εἶναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2,14)  Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ εἰρήνη δὲν ἔχει κοσμικὸ χαρακτήρα καὶ δὲν σημαίνει ἁπλῶς τὴν ἀπουσία πολέμου, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τὸν Ἀπόστολο καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη…» (Γαλ.  5,22).  Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ Χριστὸς ἀντιδιαστέλλει «τὴν εἰρήνη» τὴν ἰδική του, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ἀπὸ τὴν «κοσμικὴ εἰρήνη»: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ιω. 14,27). Σᾶς δίνω δηλαδὴ τὴ ἰδική μου εἰρήνη, ὄχι σὰν αὐτή, ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Αὐτὴ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μόνο αὐτὴν, καλεῖται νὰ δώσει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο, πού, ὅταν ὑπάρχει, φέρνει ἀπὸ μόνη της καὶ τὴν ἄλλη εἰρήνη στὸν κόσμο. 

 

Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος εἶναι πάντοτε ἐπίμεμπτος. Ὑπάρχει ἐπίμεμπτη εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μὲ τὴν πλάνη καὶ προδίδουμε τὴν ἀλήθεια, καὶ ὑπάρχει ἐπαινετὸς πόλεμος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ  νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10,34-36). ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, λέει: «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τὴν κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησεν εἰρήνην».[5]  Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπιβεβαιώνει: «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».[6]

 

Στὸ κείμενο τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς γίνεται ἀκόμη λόγος γιὰ «στενὴ συνεργασία μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν». Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ συμφιλιωθοῦμε καὶ νὰ συνεργασθοῦμε  μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ποὺ βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσουμε στὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14).

 

Β) Ἡ καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων» καὶ τῶν «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

 

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄ (Μεταξάκης) συνεκάλεσε τὸ 1923, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, «Πανορθόδοξο Συνέδριο». Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ καθιερώνει στὸ ἑξῆς, καινοτομώντας, τὴν τακτικὴ τῶν «Συνεδρίων», ἡ ὁποία καθίσταται πλέον θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγκαταλείπεται δηλαδή, τουλάχιστον σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, ὁ ἀπὸ αἰώνων καθιερωμένος, καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους ἀναγόμενος, θεσμός τῶν Συνόδων, γιὰ τὴν ἐπίλυση καὶ ἀντιμετώπιση ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ποὺ ἔχουν γενικότερο πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, καὶ υἱοθετεῖται μια καινοτομία οἰκουμενιστικοῦ χαρακτήρα, ποὺ εἶναι ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ποὺ ἀνάγει τὴν προέλευσή της στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις τῶν Προτεσταντῶν τοῦ Π.Σ.Ε.Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Προτεσταντικῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ἀφ’ ἑνός, καὶ Ὀρθοδόξων Συνόδων  ἀφ’ ἑτέρου εἶναι οὐσιώδης, διότι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους δικαίωμα συμμετοχῆς ἔχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ στὰ Προτεσταντικὰ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις λαμβάνουν μέρος ὁρισμένοι μόνο ἀντιπρόσωποι ἀπὸ κάθε Προτεσταντικὴ ὁμάδα. Ὁ ἀποκλεισμὸς τῆς συμμετοχῆς στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις ὅλων τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἡ συμμετοχὴ σ’ αὐτὰ μόνο ὁρισμένων ἀντιπροσώπων, δημιουργεῖ σοβαρότατο πρόβλημα. Παρέχει δηλαδὴ τὴ δυνατότητα σὲ οἰκουμενιστὲς πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἐπιλέγουν ὡς ἀντιπροσώπους πρόσωπα τῆς ἀρεσκείας τους, ποὺ δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ διακατέχονται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ πεποιθήσεις. 

 

Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ὁ ὅρος «Συνέδριο» ἀλλάζει ὀνόματα καὶ θὰ μετονομασθεῖ διαδοχικὰ «Προσύνοδος», «Πανορθόδοξος Διάσκεψις» καὶ «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ποὺ θὰ ἔχουν οὐσιαστικὰ τὸν ἴδιο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα. Ἡ Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης, τὸ 1968, κατήργησε τὸν ὅρο «Προσύνοδος» καὶ καθιέρωσε στὸ ἑξῆς τὶς «Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις» ὡς ὅρο καὶ ὡς μέθοδο προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, μὲ τὸ ἑξῆς σκεπτικό: «Ἡ Διάσκεψις ἀπεφάσισε, “ὅπως ἡ Προσύνοδος ἐγκαταλειφθῇ ὥς τε ὅρος καὶ ὡς στάδιον προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, διότι οὔτε πρὸς τὰ πράγματα ἀνταποκρίνεται, οὔτε ἀπαντᾷ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Θεολογία τῶν Συνόδων τοιοῦτος θεσμὸς καὶ ὅρος Προσυνόδου. Ἀποτελεῖ οὗτος νεολογισμόν, διότι ἡ Ἐκκλησία ἐγνώρισε μόνον Συνόδους Οἰκουμενικάς, ἢ Τοπικάς, μείζονας ἢ ἐλάσσονας, διαφόρων κατηγοριῶν, ἀλλὰ πάντοτε Συνόδους, οὐδέποτε δέ τι ἔλαττον τῆς Συνόδου, οἷον Προσύνοδον”».[7] Ἐὰν ὅμως ὁ ὅρος «Προσύνοδος» εἶναι ἀδόκιμος καὶ ὀρθῶς ἀπορρίφθηκε, ἐξ ἴσου ἀδόκιμος εἶναι καὶ ὁ ὅρος «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ὄχι μόνο διότι καὶ αὐτὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ καὶ διότι οἱ «Προσυνοδικὲς Διασκέψεις» ἐπέχουν περίπου θέση «Προσυνόδου», ἀφοῦ καὶ ἐδῶ λαμβάνονται συνοδικῆς ἰσχύος ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀναμένεται νὰ υἱοθετηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο. 

 

Πάντως τὸ οὐσιῶδες στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι στὶς Διασκέψεις αὐτὲς ἐλήφθησαν ἐκ τῶν προτέρων συνοδικοῦ χαρακτῆρος ἀποφάσεις χωρὶς νὰ δοθεῖ «χῶρος» γιά νὰ λαλήσει τὸ  Πνεῦμα τὸ ἅγιο στην μέλλουσα να συνέλθη Ἁγία καὶ μεγάλη Σύνοδο. Κλασικὴ περίπτωση ποὺ ἀποδεικνύει τὰ πάρα πάνω συμπεράσματά μας, ἀποτελεῖ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς, (2009), ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, προτοῦ καν ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Ὡστόσο οἱ προειλημμένες ἀποφάσεις, ὅπου ὁ ἀνθρώπινος παράγων παίζει τὸν κυρίαρχο, ἢ καὶ τὸν ἀποκλειστικὸ ρόλο στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεων, ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πῶς εἶναι δυνατὸ μὲ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις, ξένες πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ θεωρηθεῖ μιὰ τέτοια Σύνοδος ὡς γεγονὸς Πεντηκοστῆς, ὅπου θὰ πνεύσει καὶ θὰ ὁμιλήσει διὰ τῶν Συνοδικῶν μελῶν τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεύμα; Λοιπόν, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἂν κάποτε συνέλθει, δὲν θὰ εἶναι, ὑπ' αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα «θέατρο ἐντυπώσεων».(Συνεχίζεται).

 



[1] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, …….ο.π.  σελ. 113.

[2] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας  καὶ  Μεγάλης Συνόδου τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ,  …….ο.π. σελ. 115.

[3] Παραπέμπουμε τὸν ἀναγνώστη σὲ ἐργασία μας μὲ τίτλο «Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστὰ στὴ θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καὶ Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Πειραιὰς 2012,   Ἔκδοση Β΄, σελ.41-52 & 86-91.

[4] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν….ο.π. σελ. 87-88.

[5] Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Πάν. Τρεμπέλα, Ἀθῆναι 1951, σ. 212.

[6] Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός της εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1,176.

[7] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13-14,  [1 καὶ 15.7.1968], σελ.309.    

 

(6ο Μέρος)

Γ) Οἱ συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις.

 

Μιὰ ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γενόμενα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι τὰ ἐπιλεχθέντα πρόσωπα εἶχαν οἰκουμενιστικὸ φρόνημα καὶ προέρχονταν κατὰ προτίμηση ἀπὸ τὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐπιλεγέντας ἀντιπροσώπους διέκριναν τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους τῶν Διασκέψεων καὶ τόλμησαν νὰ διαφοροποιηθοῦν, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Τὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων δείχνουν ἀκόμη κάτι πολύ σημαντικό: ὅτι ἡ λογικοκρατούμενη σκέψη καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἔρχονται οὐσιαστικά νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Παύει δηλαδὴ νὰ προέχει ἡ ἀναζήτηση ἁγίων καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν, μὲ θεῖο φωτισμό, μὲ ἀληθινὰ Ὀρθόδοξο, ὁμολογιακὸ-μαρτυρικὸ φρόνημα, καὶ ἀποκλείεται ἡ συμμετοχή τους ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἐνῶ ἐπιλέγονται  πρόσωπα μὲ πανεπιστημιακὲς ἐπιδόσεις καὶ περγαμηνές, ποὺ ἐμπνέονται καὶ ἐκφράζουν τὸ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ τῆς Νέας Εποχής.

 

Ἀλλὰ τὸ ἐξ ἴσου θλιβερὸ εἶναι καί τὸ γεγονός, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο δὲν θὰ συμμετάσχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀντιπροσώπων ἀπὸ  κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, (6-9 Μαρτίου 2014), νὰ ἐκπροσωπηθεῖ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ ἕνα πολὺ περιορισμένο ἀριθμὸ μελῶν, (24 μέλη), καὶ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει δικαίωμα μόνο μιᾶς ψήφου, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

 

Καὶ γεννῶνται εὔλογα τὰ ἐρωτήματα: Πότε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείσθηκαν κανονικοὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ Τοπική, ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἂν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφαρμοζόταν τὸ σύστημα τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιεπίσκοποι θὰ ἔστελναν ὡς ἀντιπροσώπους τοὺς ὁμόφρονές τους ἐπισκόπους καὶ θὰ ἐπικρατοῦσε ἡ πλάνη. Ἀλλὰ καὶ μὲ ποιά κριτήρια θὰ ἐπιλεγοῦν οἱ ἀντιπρόσωποι; Θὰ ψηφισθοῦν ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους Συνόδους, ἢ θὰ ὁρισθοῦν μὲ κριτήριο τὴν ἐνδοτικότητα σε θέματα πίστεως; 

 

Δ) Θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.

 

 Ὅπως ἀναφέραμε, ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων, ποὺ κατήρτισε ἡ Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ τοῦ 1930, ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1961, ἡ ὁποία κατήρτισε νέο κατάλογο, ποὺ καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του ἀναθεωρήθηκε μὲ νέο κατάλογο, πιὸ συνεπτυγμένο, ἀπὸ τὴν Α΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1976. Ἀπὸ τὰ δέκα θέματα τοῦ καταλόγου αὐτοῦ, τὰ τέσσερα πρῶτα, δηλαδή: Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καὶ τὰ Δίπτυχα, ἀναφέρονται στὶς διορθόδοξες σχέσεις και στὴν διορθόδοξη ἑνότητα, καὶ ἀποσκοποῦν στὴν ἐπίλυση ζητημάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες· Τὰ τρία ἑπόμενα: Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου, κωλύματα γάμου, ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἀφοροῦν σὲ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ πρακτικὰ προβλήματα ποιμαντικῆς φύσεως· τὰ δύο ἑπόμενα: Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον καὶ Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς χριστιανικὲς αἱρέσεις καὶ στὴν προώθηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, μὲ βάση τὶς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ θέματα: Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, ἀφορᾶ στὴν προώθηση τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων στὰ πλαίσια τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου «πανθρησκειακὴ ἑνότητα».

 

Ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω θέματα, τὰ τέσσερα πρῶτα ὑπῆρξαν τὰ πιὸ ἀκανθώδη καὶ δυσεπίλυτα, καὶ προκάλεσαν τὶς περισσότερεςδιαφωνίες, (ἰδίως μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας), ἐξακολουθοῦν δέ ἐν πολλοῖς, μὲ ἐξαίρεση ἴσως αὐτὸ τῆς Διασπορᾶς, νά παραμένουν ἄλυτα μέχρι σήμερα, παρὰ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες συζητήσεις καὶ προταθεῖσες λύσεις. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν πρόκειται νὰ βρεθεῖ λύση, ἂν δὲν γίνουν ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.

 

Τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκλήθηκε  ἀπὸ τὴν ὅλως ἄκριτη, ἐπιπόλαιη καὶ βεβιασμένη ἐνέργεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ υἱοθετήσει τὸ νέο ἡμερολόγιο, συμπαρασύροντας καὶ ὁρισμένες τοπικὲς Ἐκκλησίες, χωρὶς τὴν ὁμόφωνη γνώμη ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὰ ζητήματα τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καὶ τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ μὲ ἱεροὺς κανόνες Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν διαχρονικὸ χαρακτήρα, δὲν ἐπιδέχονται τροποποιήσεις καὶ ἀλλαγές.

 

Τὰ τρία τελευταῖα θέματα, ποὺ ἔχουν ἐμφανῆ καὶ ἔντονο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα, ἀποσκοποῦν στὴν ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιὰ τὴν ἐπίτευξή τους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κινήθηκε πάνω σὲ δύο βασικοὺς ἄξονες: α) Στὴν προώθηση τῶν Διαλόγων μἐ τὶς διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις, μὲ σκοπὸ τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωση μὲ βάση τὶς ἀναπτυχθεῖσες αἱρετικὲς θεωρίες καὶ ἰδίως τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, καὶ β) στὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ προσέδιδε τὸ ἀπαιτούμενο ἐκκλησιαστικὸ κῦρος καὶ νομιμότητα στὴν ἐπιχειρούμενη διά μέσου τῶν διαλόγων ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις χωρὶς δογματικὴ συμφωνία καὶ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ προδοτικὲς ἄλλωστε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὴν 7η Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Balamand, τὸ 1993, καὶ οἱ ἐξ ἴσου προδοτικὲς συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν στὰ πλαίσια τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὸ Porto Alegre τῆς Βραζιλίας, τὸ 2006, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

 

Μιὰ πολὺ βασικὴ διαπίστωση, σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς θεματολογίας τοῦ παρὰ πάνω καταλόγου, εἶναι ἡ παντελὴς ἀπουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικῆς φύσεως καὶ ἡ  παντελὴς ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος καὶ μερίμνης γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ποὺ μαστίζουν τὴν Ἐκκλησία. Στὶς ἀρχαῖες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, βασικὴ μέριμνα τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, ἦταν κατὰ πρῶτο λόγο ἡ καταπολέμηση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων, ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν ἐποχή τους, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἡ ρύθμιση τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Συνεπῶς καὶ στὴν ἐποχή μας, ἡ πρώτη καὶ βασικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ὅπως εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος παρὰ τοὺς Διαλόγους ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἐμμένει στὴν πλάνη  καὶ νὰ ἀσκεῖ δόλιο προσηλυτισμὸ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Προτεσταντισμός, ὁ Χιλιασμός, ὁ Μαρξισμὸς καὶ ἡ λοιπὴ Ἀθεΐα,  ὅπως εἶναι ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Μασονία, ὁ Διεθνὴς Σιωνισμός, ἡ Θεοσοφία καὶ ἡ Νέα Ἐποχή, τὸ Ἰσλάμ, οἱ Σέκτες, οἱ Καταστροφικὲς Λατρεῖες, ὁ Νεοσατανισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες πλάνες τῆς «κενῆς ἀπάτης» αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ προρρηθεῖσα Σύνοδος, καθ’ ὅσον δὲν προτάσσει καὶ δὲν προτίθεται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ μνημονευθέντα θέματα πίστεως καὶ αἱρέσεων, ἐπ’ οὐδενὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀληθὴς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ συνέπεια νὰ ἀπορριφθεῖ ὡς Ψευδοσύνοδος ἀπό τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.[1]

 

Ε) Τὸ  ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ  Θ΄ Οικουμενικῆς.

 

Ἕνα ἄλλο πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε καὶ σὲ παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ἐν τῇ μελλούσῃ Συνόδῳ ἐπισήμου ἀνακηρύξεως καὶ ἀναγνωρίσεως: α) τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 879-880, ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς καὶ β) τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 1351, ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς.

 

Ἀμφότερες οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ ἀπαιτοῦνται, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως κατέδειξαν σχετικὲς μελέτες τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου. Σχετικὸ αἴτημα τῶν παρὰ πάνω ἱεραρχῶν γιὰ Συνοδικὴ ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, μὲ βάση τὶς εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, τελικὰ ἀπερρίφθη καὶ δὲν συζητήθηκε, μὲ τὴν πρόφαση, ὅτι ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀναρμοδία νὰ εἰσηγηθεῖ τὴ συμπερίληψη στὴν ἡμερησία διάταξη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Ἡ πραγματικὴ ὅμως αἰτία εἶναι ἄλλη· ὅπως σημειώνει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Εἶναι προφανὲς καὶ πρόδηλο ὅτι ἡ μὴ τυπικὴ ἀναγνώριση γίνεται γιὰ νὰ μὴ “λυπηθοῦν” οἱ ἀντιθέως καὶ δαιμονιωδῶς καθυβρίζοντες τοὺς Ἁγίους προεξάρχοντας τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ἱερὸ καὶ Μέγα Φώτιο καὶ Ἅγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν αἱρεσιάρχας, ὅπως αὐταποδείκτως προκύπτει ἀπὸ τὴν “Δογματικὴ διδασκαλία” τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς».[2] Ἐπὶ πλέον μάλιστα καὶ γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦν οἱ Οἱκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, οἱ προωθοῦντες τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο οἱ ἀνήκοντες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσο καὶ οἱ ἀνήκοντες στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ ἐν λόγῳ Οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, ὅτι μιὰ τέτοια ἀναγνώριση θὰ σημάνει τὸ ὁριστικὸ τέλος τῶν Διαλόγων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ παρασυναγωγή. Περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ σημειώνει σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του καὶ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καὶ ὅπως βλέπουμε, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴν γίνει ποτέ. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τὰ πράγματα. Ἐὰν λοιπὸν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰ ἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν Η΄ καὶ τὴν Θ΄, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος . . . Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει λοιπὸν  Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους, ποὺ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό».[3] (Συνεχίζεται).

 



[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι μία ἀπὸ τὶς κατευθυντήριες γραμμές ποὺ  ἐδόθησαν στὶς ἐργασίες τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς  Διασκέψεως (1976), ἦταν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ ἀσχοληθεῖ

«μὲ περιωρισμένον ἀριθμόν θεμάτων καὶ δὴ οὐχὶ ἀμιγῶς δογματικῆς καὶ θεωρητικῆς φύσεως», καθόσον «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει  ἀνάγκην νέας Ὁμολογίας πίστεως» (Γραμματεία ἐπὶ τῆς

προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, ……….ο.π. , σελ. 42).

[2] Βλ. Ανακοινωθέν του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ, με τίτλο «Ἀπάντησις στόν Αἰδεσιμ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην» (30.1.2014), δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.

[3] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμοτ. Καθηγητοὺ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου 2009, σελ. 28-29.

 

(7ο Μέρος- Τελευταίον)

Κρίσεις καὶ ἀπόψεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν  Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.

 

Ὁ μέγας καὶ ὁμολογητὴς Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, παρακολουθώντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν ὅλη πορεία τῶν ἀλλεπαλλήλων Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ διαβουλεύσεων γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, διέκρινε μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ εἶχε πλούσια μέσα του, τὴν ὀλέθρια οἰκουμενιστικὴ γραμμή, πάνω στὴν ὁποία βάδιζε ἡ ἐν λόγῳ προετοιμασία, καὶ τὰ σαθρὰ οἰκουμενιστικὰ θεμέλια, πάνω στὰ ὁποῖα στηρίχθηκε ἡ ὅλη προσπάθεια, καὶ προεῖδε, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ, ἄν ποτε συγκληθεῖ, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, δὲν θὰ εἶναι ἄλλο τίποτε παρὰ μιὰ οἰκουμενιστική-αἱρετικὴ Ψευδοσύνοδος. Γι’ αὐτὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν εὐθύνη του, ὑπέβαλε, τὸ 1971, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «Ὑπόμνημα» μὲ τίτλο: «Περὶ τὴν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

 

Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικῆς σημασίας κείμενο λαμπρᾶς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, στὸ ὁποῖο ὁ θεοφόρος Πατὴρ ἐπισημαίνει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «…Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα, οὐδὲν ἐπιτρέπεται νὰ ρυθμίζεται “κατὰ ἄνθρωπον”, “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”... Ἐὰν καὶ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν λύωνται μὲ τὸν Θεάνθρωπον καὶ κατὰ τὸν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικὸν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νὰ λυθοῦν ὀρθοδόξως καὶ  θεαρέστως…Προσωπικῶς δὲν βλέπω, ὅτι κατὰ τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ, ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας… Πᾶσα  νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐὰν πρωτίστως δὲν δεχθῇ τὰς προγενεστέρας οἰκουμενικὰς καὶ ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των».  Διέβλεπε δηλαδὴ ὁ Ὅσιος μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ διέθετε, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ τὴ σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπειδὴ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του κυριαρχοῦσε ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, καὶ συνεπῶς, ἐὰν ἐπραγματοποιεῖτο ἡ σύγκλησή της,  δὲν θὰ ἦταν Σύνοδος ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ μιὰ Ψευδοσύνοδος οἰκουμενιστῶν ἀρχιερέων. Ἐὰν ὅμως οἱ τότε περιστάσεις ἦταν κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀκατάλληλες, τί θὰ ἔλεγε ἄραγε, ἐὰν ζοῦσε σήμερα, ὅπου ἡ θύελλα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει σαρώσει τὰ πάντα καὶ ἔχει λάβει πολὺ μεγαλύτερες διαστάσεις;

 

Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὸν τότε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρὸ Ἀθηναγόρα γράφει τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ καὶ ἀποκαλυπτικά: «Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς Ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς Ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον Ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην “Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον”, ὄχι ὅμως μὲ τὸ βασικὸν εὐαγγελικὸν καὶ ἁγιοπαραδοσιακὸν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τὴν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τὸν πύργον τῆς Βαβὲλ τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καὶ μηδενιστικοῦ κόσμου ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καὶ Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς τὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτὸν ἀνοικτῶς διὰ τοῦ τύπου…».  Καὶ κατακλείει τὸ ἱστορικὸ Ὑπόμνημά του, μὲ τοὺς ἑξῆς προφητικοὺς λόγους: «Ἀλλὰ τέλος εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴν ἐποχὴν εἶναι δύσκολον, ἢ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλοὺς ἱεράρχας τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νὰ ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καὶ ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτὴν τὴν ἐνδεχομένως μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, τὰ ὀρθόδοξα Δόγματα καὶ τὰς κανονικὰς Ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου, τὸ ὀρθοδοξότερον θὰ ἦτο νὰ μὴ συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν».

 

Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς παρακολουθοῦσε ἐναγωνίως τὶς ἐξελίξεις σχετικὰ μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, γράφει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Περὶ  Οἰκουμενικῆς Συνόδου» τὰ ἑξῆς:  «Ὥστε ὅλως περιττὴ νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».

 

Τὶς ἴδιες διαπιστώσεις κάνει σχετικὰ μὲ τὴν ἐν λόγῳ μελετωμένη Σύνοδο καὶ τοὺς ἴδιους κινδύνους ἀπὸ ἐνδεχόμενη πραγματοποίησή της διαβλέπει καὶ ὁ ἀείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: «Δυστυχῶς καὶ ἡ ἑτοιμαζομένη 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ εἶναι ληστρική, ἐὰν κρίνωμεν ἐξ ὅσων βλέπομεν μέχρι στιγμῆς… Μὲ τὴν μελετωμένη νὰ συνέλθει 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μηχανεύονται οἱ Οἰκουμενισταί, νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς νεωτερισμούς, τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι προωθοῦν σήμερα στὴν Ἐκκλησία… Τὴν θέλουν σὰν Σύνοδο ποὺ θὰ ἐκθεμελιώσει τὰς προηγουμένας ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων…».  

 

Στὸ σοβαρὸ αὐτὸ ζήτημα καὶ στὸ ἐρώτημα, ἂν εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ἀγωνιστὴς καὶ μαχητὴς ἱεράρχης, πρώην Φλωρίνης κυρὸς Αὐγουστῖνος, σὲ βαρυσήμαντο ἄρθρο του, στὸ περιοδικὸ Σπίθα, δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «Ἐὰν κυρία αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν συγκαλοῦνται αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, εἶναι ἡ αἵρεσις, ὑπάρχει πράγματι σοβαρὸς λόγος διὰ νὰ συγκληθῇ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι: Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πλανῶν καὶ αἱρέσεων, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ καταδικασθοῦν, εἶναι καὶ ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία ὑπὸ διαπρεποῦς ἀειμνήστου ἱεράρχου τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ὠνομάσθη αἵρεσις τῶν αἱρέσεων. Εἶναι σύγχρονος αἵρεσις, γέννημα τῆς πνευματικῆς συγχύσεως τῶν ἡμερῶν μας. Τὸ ὄνομα τῆς Αἱρέσεως; Οἰκουμενισμός».   

 

Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸ νὰ καταδικασθεῖ ἡ παναίρεση αὐτὴ ὑπὸ ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία, εἴτε τὴν ἀποδέχονται σιωπηρά, εἴτε τὴν προωθοῦν φανερά; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο! Ἡ παρὰ πάνω θλιβερὴ ὄντως διαπίστωση ἔγινε ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρη μετὰ τὴ βαρυσήμαντη ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Σεραφείμ (Μάϊος 2013), πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ θέμα τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπου καὶ εὐθέως λέγεται: «Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν συντομότερα σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἐξετάσει καὶ ἐρευνήσει τὰ ἀνωτέρω καυτὰ καὶ φλέγοντα θέματα, πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας καὶ παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, νὰ λάβει καταδικαστικὴ ἀπόφαση ἐναντίον τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσο καὶ τῶν ἀκολουθούντων, διδασκόντων καὶ μεταλαμπαδευόντων τὴν παναίρεση αὐτή, γιὰ νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα καὶ ἡ σύγχυση κλήρου καὶ λαοῦ».  Ἀλλά,  δυστυχῶς, ἡ ἱστορικῆς σημασίας αὐτὴ ἐπιστολὴ ἤχησε εἰς ὦτα ἀρχιερέων, (ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων), μὴ ἀκουόντων, ἀδρανούντων καὶ μακαρίως καθευδόντων, ἤ εἰς ὦτα ἀρχιερέων προωθούντων τὴν αἵρεση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπερρίφθη, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὥστε νὰ ἐπαληθευθοῦν οἱ παρὰ πάνω ἀναφερθέντες προφητικοὶ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.

 

Γενικὲς  παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.

 

Περιγράψαμε ἤδη συνοπτικῶς τὴν μέχρι σήμερα πορεία τῆς πολυπόθητης καὶ διακαῶς ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν προσδοκώμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τὶς ἐργώδεις καὶ συντονισμένες προσπάθειες γιὰ τὴν πραγματοποίησή της, ποὺ συμπλήρωσαν  περίπου ἕναν αἰώνα, καὶ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ἀντιπαραβάλλουμε μὲ τὶς προσπάθειες ἀνοικοδομήσεως τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, τῆς γνωστῆς Βιβλικῆς διηγήσεως. Περιγράψαμε ἀκόμη τὸν οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων» καὶ τῶν «Πανορθοδόξων» καὶ «Προσυνοδικῶν Διασκέψεων» καὶ ἀναφερθήκαμε στὴν καθιέρωσή τους ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ταυτόχρονη παραθεώρηση καὶ ὑποβάθμιση τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει εὐθεῖα ἀναγωγὴ στὴν ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναφερθήκαμε στὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων, ποὺ συμμετέχουν στὶς «Συνεδριακὲς Διασκέψεις», στὴ θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ στὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, ὡς «προαπαιτούμενο». Τέλος παραθέσαμε κρίσεις  καὶ ἀπόψεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχής μας, σχετικὰ μὲ τὴ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σύνοδου. 

 

Τὸ τελικὸ συμπέρασμα  ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν γιὰ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο εἶναι,  ὅτι τὸ ὅραμα καὶ ὁ διακαὴς πόθος τῶν οἰκουμενιστῶν γιὰ τὴν πραγματοποίησή της κατέληξε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, σὲ δραματική ἀποτυχία. Και ἡ δραματική αὐτή ἀποτυχία δείχνει πλέον ξεκάθαρα, μὲ τρόπο  ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εὐλόγησε τὶς προσπάθειές τους, παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι  ἦταν καὶ μακροχρόνιες, καὶ ἐργώδεις, καὶ συντονισμένες!  Καὶ δὲν εὐλόγησε ὁ Θεός, ὄχι διότι θέλησε να καταργήσει τον  Συνοδικὸ Θεσμό στὴν Ἐκκλησία Του, ποὺ λειτούργησε ἐπὶ αἰῶνες στὴν ἐποχὴ τῆς βυζαντινῆς περιόδου, οὔτε πάλι διότι δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ θὰ ἀνακεφαλαίωνε τὴν Πίστη τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἀνανέωνε τὴν καταδίκη του ἀμετανόητου Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ θὰ καταδίκαζε ἐπὶ πλέον ὅλες τὶς νεοφανεῖς αἱρέσεις στὶς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε προηγουμένως. Ἀλλὰ διότι, οἱ προσπάθειες τῶν οἰκουμενιστῶν οἰκοδομήθηκαν πάνω σε σαθρὰ οἰκουμενιστικὰ θεμέλια. Διαποτίσθηκαν ἔντονα ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ ἰδεολογία καὶ πρακτικὴ τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Στηρίχθηκαν σὲ σχέδια καὶ καινοτομίες ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Προωθήθηκαν ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ ὑπῆρξαν θερμοὶ θιασῶτες τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁρισμένα δε ἐξ αὐτῶν, ὅπως οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) καὶ Ἀθηναγόρας (Σπύρου), ὑπῆρξαν μέλη τῆς σατανοκίνητης Μασονίας, γεγονός ποὺ προκαλεῖ φρίκη καὶ μόνο στὸ ἄκουσμα! Πῶς λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει μιὰ τέτοια προσπάθεια;

 

Κατακλείοντας τὴν παροῦσα μελέτη μας, ἐπαναλαμβάνουμε τὴν προφητικὴ ρήση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς,  τὴν ἀναφερόμενη στὴ σύγκληση Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου: «Ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας». Διότι ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχουν οἱ ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, ἀλλὰ καὶ διότι ἐάν τυχόν ἐπραγματοποιείτο μιά τέτοια Σύνοδος,  δὲν θὰ ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ αἱρετικὴ οἰκουμενιστική  ψευδοσύνοδος, χειρότερη καὶ ἀπὸ ἐκείνη τῆς Φεράρας - Φλωρεντίας, μὲ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ νέο σχίσμα, χειρότερο καὶ ἀπὸ ἐκείνο τοῦ παλαιοημερολογητικοῦ. Μελετώντας λοιπὸν τὶς παρακαταθῆκες τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἃς φυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τοὺς ὅρους τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικὴς παραδόσεώς μας, καὶ ἃς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ διασκορπίσει τὶς «βουλὲς» τῆς οἰκουμενιστικῆς κακοδοξίας. Καλοῦμε δὲ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ σὲ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση καὶ ἀγωνιστικότητα, ὥστε ἐὰν τελικὰ πραγματοποιηθεῖ καί  ἀποδειχθεῖ ὄντως ψευδοσύνοδος, νὰ μὴν τὴν ἀποδεχθεῖ.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου (1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος, 4ο μέρος, 5ο μέρος, 6ο μέρος και 7ο μέρος)

mhtropolh peiraiws header 01

 

Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)

Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς.

Εν Πειραιεί τη 15η Σεπτεμβρίου 2015.

(1ον)

Ε ἰ σ α γ ω γ ή

Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων στὸ Φανάρι (6 ἕως 9 Μαρτίου 2014)  νὰ  συγκαλέσουν  ἐντὸς  τοῦ 2016  τὴν ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη, ἢ Πανορθόδοξο Σύνοδο, ἀναζωπύρωσε  καὶ πάλι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας  γύρω  ἀπὸ  τὸ  θέμα αὐτό. Σύμφωνα μὲ τὸ  «ἀνακοινωθέν»:«Ἡ Σύναξις  συνεφώνησεν ὅτι  ἡ  προπαρασκευαστικὴ τῆς Συνόδου ἐργασία  πρέπει νὰ  ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ θὰ ἀρχίσει τὸ ἔργον αὐτῆς ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καὶ θὰ ὁλοκληρώσῃ αὐτὸ μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θὰ ἀκολουθήσῃ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις  κατὰ τὸ  πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, τόσον κατὰ τὰς ἐργασίας  τῆς Συνόδου, ὅσον καὶ κατὰ τὰ προπαρασκευαστικὰ στάδια αὐτῆς, θὰ λαμβάνωνται  καθ’ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία  καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς  Ὀρθοδόξου  Εκκλησίας  θα συγκληθῇ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου  ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν ἔτει 2016, ἐκτὸς ἀπροόπτου». Πολλὰ  ἄρθρα καὶ   δημοσιεύματα ἔχουν γραφεῖ καὶ  δημοσιευθεῖ μέχρι τώρα στὸ διαδίκτυο, σὲ θρησκευτικὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά γιὰ τὴν ἀποφασισθεῖσα σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι θεωρήθηκε, καὶ δικαίως, ὡς μεῖζον ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὑψίστης ἱστορικῆς σημασίας.

Ἐπειδὴ ὡστόσο πολλὴ ἄγνοια, σύγχυση  καὶ ἐλλιπὴς ἐνημέρωση ὑπάρχει μεταξὺ πολλῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ἀρχιερέων, γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, καὶ ἐπειδὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλοὶ ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν αἱρετικὲς συνόδους, τὶς λεγόμενες «Ψευδοσυνόδους», μὲ σκοπὸ νὰ προσδώσουν ἐκκλησιαστικὸ κῦρος στὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες καὶ  πλάνες, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἐξαπλωθεῖ παντοῦ σὲ ὅλα σχεδόν τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὁ κίνδυνος νὰ ἀποτελέσει ἡ προετοιμαζόμενη Σύνοδος τοῦ 2016 μιὰ νέα «Ψευδοσύνοδο», χειρότερη ἐκείνης τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438/9), εἶναι μέγιστος, θεωρήσαμε σκόπιμο, στὴν παροῦσα χρονικὴ συγκυρία, συνεργούσης τῆς Χάριτος, νὰ παραθέσουμε μὲ τὴ σύντομη αὐτὴ μελέτη μας, κάποιες βασικὲς ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν προετοιμαζόμενη Σύνοδο, πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἐπαγρύπνησή του.

Θὰ ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχὴν σὲ μερικὲς βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἔννοιες, σχετικὲς μὲ τὸ θεσμὸ τῶν Συνόδων, στή συνέχεια στὶς προϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ πληροῦνται, γιὰ νὰ εἶναι μιὰ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος καὶ Οἰκουμενική, κατόπιν σὲ μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς προετοιμασίας μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, σὲ μιά γενική αξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας της, σὲ κριτικὲς θεωρήσεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καὶ ἐν κατακλεῖδι σὲ κάποιες γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.

Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ἐκκλησιαστικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θεῖο θεσμό. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς ἀνάγει τὴν ἀρχή του στὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, «θείῳ Πνεύματι κινούμενοι», συγκρότησαν τὴν ἀποστολικὴ Σύνοδο, (49 μ.Χ.), πραγματώνοντας ἔτσι ταυτόχρονα καὶ τὴν συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς 'Εκκλησίας, γιὰ νὰ ἀποτελεῖ ἔκτοτε θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πρὸς ἐπίλυση καὶ ρύθμιση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἰδίως δὲ πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἐκκλησία συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα»[1].  Ἀπὸ τὶς Συνόδους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκεῖνες ποὺ ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως καὶ ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς τοπικές, ποὺ προσέλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος, εἶναι θεόπνευστες καὶ ἀλάθητες, «διὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον», ποὺ ἐνεργεῖ σ’ αὐτές, σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου: «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὃ  πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου,  ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω.14,25).Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους γράφει: «Τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Κυρίου τὸ διὰ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν τῇ Νικαίᾳ γενόμενον, μένει εἰς τὸν αἰῶνα».[2]   Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς νεωτέρους κανονολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ σχετικῶς στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ «Πηδαλίου» του: «Αὕτη ἡ βίβλος (δηλαδὴ ἡ συλλογὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων, στὴν ὁποία ἐμπεριέχονται συνοπτικῶς καὶ οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων), εἶναι ἡ μετὰ τὰς ἁγίας Γραφάς, ἁγία Γραφή, ἡ μετὰ τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, Διαθήκη. Τὰ μετὰ τὰ πρῶτα καὶ θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καὶ θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστὶ τὰ αἰώνια ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τὸν αἰῶνα,…. τοὺς ὁποίους σύνοδοι οἰκουμενικαί τε καὶ τοπικαὶ διὰ Πνεύματος ἁγίου ἐθέσπισαν…..Αὕτη ὡς ἀληθῶς ἐστι, καθὼς αὐτὴν ἐπωνομάσαμεν, τὸ Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου αὕτη κυβερνωμένη, ἀσφαλῶς τοὺς ἐν αὐτῇ ναύτας καὶ ἐπιβάτας, ἱερωμένους τε λέγω καὶ λαϊκούς,  πρὸς τὸν ἀκύμαντον παραπέμπει τῆς ἄνω βασιλείας λιμένα»[3]

 Ἐντεῦθεν οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, συνιστοῦν τὴν ἀνωτάτη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ ἀνώτατο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κριτήριο, γι’ αὐτὸ καὶ εὑρίσκονται ὑπεράνω τῶν ἐπισκόπων καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πατριαρχῶν. Οἱ ἀποφάσεις τους, δογματικές, κανονικὲς καὶ διοικητικές, εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρο καὶ λαό, ἀπὸ τοῦ πατριάρχου μέχρι τοῦ τελευταίου λαϊκοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ τήρησή τους ἀναγκαία διὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἡ δὲ παράβασή τους συνιστᾶ βαρύτατο ἁμάρτημα ἀθετήσεως αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τὸν λόγο του: «ἐάν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ.18,17).

Ὅροι καὶ προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθῶς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζουσα θεοπνεύστως καὶ ἀλαθήτως τὴ γνήσια Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ὅταν πληροῖ κάποιες βασικὲς προϋποθέσεις.[4]Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιόν» του, στὰ προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,[5]  ἀναφέρει τέσσερα ἰδιώματα, ποὺ ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ὅρους καὶ προϋποθέσεις γνησιότητος καὶ αὐθεντικότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: α) «Τὸ νὰ συναθροίζονται διὰ προσταγῶν οὐχὶ τοῦ Πάπα, ἢ τοῦ δεῖνος Πατριάρχου, ἀλλὰ διὰ προσταγῶν βασιλικῶν». Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους συγκαλοῦσε ὁ αὐτοκράτορας. Ὡστόσο ἡ σύγκληση αὐτὴ εἶχε περισσότερο τυπικὸ χαρακτήρα, διότι πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου. Σήμερα ποὺ δὲν ὑφίσταται τὸ πολιτικὸ καθεστὸς τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τὴν εὐθύνη τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει τὸ σύνολο τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συναινούσης προφανῶς καὶ τῆς Ἱεραρχίας τῶν κατὰ τόπους Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. β) «Τὸ νὰ γίνεται ζήτησις (=συζήτηση) περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος δογματικὸς εἰς κάθε μίαν ἀπὸ τὰς Οἰκουμενικάς, γ) Τὸ νὰ εἶναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ’ αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα «ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις», δ) Τὸ νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καὶ κανονισθέντα, ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν».[6]

Πέρα ἀπὸ τοὺς παραπάνω ὅρους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει ἀκόμη δύο ὅρους: α) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετάσχουν, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας»,[7]  β) Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποσιωπῶνται καὶ νὰ παραμερίζονται στὴ Σύνοδο δογματικὲς διαφορὲς καὶ διαφωνίες, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον νὰ ἐξετάζῃ, (ἡ Σύνοδος), τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ προκύψαντα ζητήματα πίστεως καὶ στὴ συνέχεια κάθε ἄλλο ζήτημα: «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[8].

 Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «λαλεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεῦμα» καὶ οἱ λαμβανόμενες ἀποφάσεις εἶναι «καρπὸς θείου φωτισμοῦ», (ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου, κατὰ τήν μαρτυρία της Γραφῆς, «ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» [Πραξ.15,28]), ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς νὰ εἶναι προαποφασισμένες ἐκτὸς τῆς Συνόδου. Τὸ προαποφασίζειν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος καὶ ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσες ἀποφάσεις δὲν ἐπιτρέπουν καὶ δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ ὁμιλήσει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι περιττὸ μάλιστα νὰ λεχθεῖ ὅτι τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις εἶναι τελείως ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Εἶναι ἐπίσης αὐτονόητο ὅτι οἱ συζητήσεις πρέπει νὰ διεξάγονται μὲ μοναδικὸ γνώμονα καὶ κριτήριο τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νὰ ἕπονται καὶ νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς  προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μὲ τὴν πίστη δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θα πρέπει νὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες, οὔτε νὰ δεσμεύονται ἀπὸ πολιτικὲς, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες, οὔτε καὶ νὰ περιορίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ χρόνου. Ὅπως διακηρύττουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ τῷ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[9].  Ὁ δὲ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς παρατηρεῖ: «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».[10] Τέλος γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος, θὰ πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως ἔχει εὐστόχως παρατηρηθεῖ: «Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὢν καὶ διδακτὸς Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται, ἢ κατακρίνει καὶ ἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848, “ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τουτέστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι”»[11].



[1] Ἑρμηνεία στὸν 149ον  Ψαλμό, PG 55,493.

[2] PG 26,1032B.  Ἐδῶ ὁ ἅγιος Πατὴρ ἀναφέρει μόνο τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ  Σύνοδο, ἐπειδή οἱ ἄλλες δέν εἶχαν συγκληθεῖ  ἀκόμη.

[3] Νικοδήμου Ἁγιορείτου,  Πηδάλιον, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη   1991, σελ. ιστ΄.

[4] Κατὰ τὸν κ. Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ  Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν: «Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανεὶς ἐξ’ ἀρχῆς, ὅτι κανόνες- νόμοι συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχουν. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐκπροσωπεῑ τὸν θεανθρώπινο ὀργανισμό, τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ νομοθετοῦσα,   αὐτὴ νομοθετεῖ  καὶ ὁρίζει τὴν πορεία τῶν ἐπὶ μέρους μελῶν αὐτῆς .…. Ἡ  ἴδια ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπόκειται σὲ νόμο, εἶναι ἁγία καὶ δικαία [‘δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται’ Α΄ Τιμ.1,9 εξ.]». (Βλ. Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικὸν Δίκαιον,  Ἐκδ. Γρηγόρη, Γ΄   Ἔκδοση, Ἀθήνα 2000, σελ. 179). Ὡστόσο ὁ καθηγητὴς θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ παραθέσει καὶ αὐτὸς κάποιους κανόνες- νόμους, ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικούς, ἀρυόμενος αὐτοὺς προφανῶς ἀπὸ τὴν Κανονικὴ καὶ Πατερική μας Παράδοση, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητους γιὰ τὴ γνησιότητα μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

[5] Νικοδήμου Ἁγιορείτου,  Πηδάλιον, ……ο.π. σελ. 118.

[6] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ. 118.

[7] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.

[8] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.

[9] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ.. 322.

[10] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ  αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12,  PG 90, 148.

[11] Ἀρχ. Γεωργίου Καψάνη, πρώην καθηγ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου  Ἁγίου Ὄρους, Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, Ἐκδ.  Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 110.

 

(2ον)

 

Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.

Μετὰ τὸ μεγάλο Σχίσμα, (1054 μ.Χ.), ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, συνεπὴς στὴν Ὀρθόδοξη συνοδική της αὐτοσυνειδησία, δὲν ἔπαυσε νὰ συγκαλεῖ, σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, Ὀρθοδόξους Συνόδους μὲ πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Πρόκειται γιὰ τὶς λεγόμενες Ἐνδημοῦσες Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς  ὁποῖες ὅμως συμμετεῖχαν συνήθως καὶ Πατριάρχες, ἢ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ εὐρεῖα αὐτὴ πανορθόδοξη σύνθεση τῶν Ἐνδημουσῶν Συνόδων συνεχίσθηκε καὶ ἀργότερα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι βαλκανικοὶ λαοὶ εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στὶς Συνόδους αὐτὲς ἀπεφασίζετο ἡ  ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου κοινὴ στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καὶ ἀργότερα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ ἡ ρύθμιση καὶ ἐπίλυση ἄλλων, γενικοτέρου ἐνδιαφέροντος, ζητημάτων. Οἱ πολιτικοκοινωνικὲς ὅμως μεταβολὲς καὶ ἀνακατατάξεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, κατὰ τὸν 19ο καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος, στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων, καὶ ἡ δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν συνέδεσαν τὶς ἐθνοφυλετικὲς ἀναζητήσεις τῶν λαῶν μὲ ἀντίστοιχες ἐκκλησιαστικὲς διεκδικήσεις, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θεσμοθέτηση τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, (Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχοσλοβακίας, Φιλανδίας, Λεττονίας, Ἐσθονίας), καὶ τὴν ἀπόδοση τῆς «πατριαρχικῆς ἀξίας» σὲ ὁρισμένες ἐξ αὐτῶν, (Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας).

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904 καὶ 1920 ἐπεδίωξε, μεταξὺ καὶ ἄλλων στόχων, νὰ ἀναθερμάνει τὶς διορθόδοξες σχέσεις μὲ τὶς ἄλλες κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ νὰ προωθήσει μιὰ ἀμεσώτερη καὶ στενώτερη συνεργασία γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση γενικοτέρων προβλημάτων. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ τῶν διορθοδόξων σχέσεων γέννησε σὺν τῷ χρόνῳ τὴν ἰδέα τῆς ἀναζητήσεως πανορθοδόξου ἐκφράσεως τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ὸρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς συγκροτήσεως δηλαδὴ Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀργότερα τὴν προσωνυμία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος». Μέσα στὸ κλίμα τῶν διορθοδόξων αὐτῶν ἐπαφῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος συνεκλήθη τὸ 1923 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ πατριαρχίας τοῦ γνωστοῦ Μασόνου[1]  Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Δ΄ (Μεταξάκη), Συνέδριο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίσθηκε μὲν ὡς «Πανορθόδοξο», χωρὶς πάντως νὰ ὑπάρξει πανορθόδοξος ἀντιπροσώπευση ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀντίθετα μάλιστα ἡ ἀντιπροσώπευση σ’ αὐτὸ ἦταν πολὺ περιορισμένη, διότι συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι μόνο ἕξι Ἐκκλησιῶν, (τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ρωσίας, τῆς Σερβίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ρουμανίας).

Στὸ Συνέδριο συζητήθηκαν θέματα ὅπως τὸ ἡμερολογιακό, τὸ περὶ γάμου κληρικῶν μετὰ τὴ χειροτονία των, τὸ περὶ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, τὸ περὶ νηστείας κἄ. Δυστυχῶς στὸ ἐν λόγῳ Συνέδριο ἐπιχειρήθηκαν καινοτομίες καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις ξένες  πρὸς τὴν παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες, ὅπως πολὺ ὀρθὰ ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἐτραυμάτισαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς κακὴ κληρονομιὰ συνοδεύουν ἔκτοτε τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα».[2]  Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου «ὁρίσθηκε γιὰ τὸ 1925 σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ καὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς 1600ετηρίδος τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (325μ.Χ.)»[3].

Ἔκτοτε ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἐπέχει θέση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θὰ γίνει ὅραμα καὶ ἐλπίδα, πόθος καὶ προσδοκία ἐπί 92 συναπτὰ χρόνια, μια προσδοκία ἀνεκπλήρωτη μέχρι σήμερα, (2015), παρὰ τὶς ἐργώδεις προετοιμασίες καὶ διαβουλεύσεις σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο, παρὰ τὴ συγκρότηση πολλῶν προπαρασκευαστικῶν ἐπιτροπῶν, παρὰ τὴ συγκρότηση Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν ἱστορία τὴς Ἐκκλησίας μας, διότι σὲ καμιὰ ἄλλη Σύνοδο, Οἰκουμενική, ἢ Τοπική, τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, (879 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς  Η΄ Οἰκουμενικῆς, καὶ τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, (1351 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, δὲν ὑπῆρξε τόση ἐργώδης καὶ μακροχρόνια προετοιμασία, τόση πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, μὲ τόσες πολλὲς ἀναθεωρήσεις καὶ τροποποιήσεις στὴ θεματολογία της. 

Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, θὰ σκιαγραφήσουμε μὲ πολλὴ συντομία τὶς κυριότερες φάσεις αὐτῆς τῆς προετοιμασίας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια «μεθοδευμένα» γίνεται, ὥστε νὰ γίνει καλύτερα κατανοητὴ και ἡ παροῦσα φάση στὴν ὁποία αὐτὴ βρίσκεται καὶ νὰ ἐξαχθοῦν στὴ συνέχεια κάποια συμπεράσματα.

Πανορθόδοξα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις.

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ τὴν ματαίωση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ποὺ εἶχε προγραμματιστεῖ γιὰ τὸ 1925, λόγω μὴ ἐπαρκοῦς χρόνου προετοιμασίας, ἀπεφάσισε τήν σύγκληση Ὀρθοδόξου «Προσυνόδου» στὸ ἅγιον  Ὅρος τὸ 1932, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ προετοιμάσει τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐκρίθη ἀναγκαῖο νὰ συγκληθεῖ προηγουμένως Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, προκειμένου νὰ προετοιμάσει τὴν θεματολογία, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθεῖ ἡ «Προσύνοδος». Πράγματι ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ συνεκλήθη τὸ 1930 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου Ἁγίου Ὅρους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ μακαριστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Β΄ καὶ κατήρτισε ἕνα κατάλογο 17 θεμάτων, γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη «Προσύνοδο». Ὡστόσο τελικὰ οὔτε Προσύνοδος, οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πραγματοποιήθηκαν, διότι ὁρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὡς ἐμπερίστατες καὶ ὡς εὑρισκόμενες κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ Κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἐζήτησαν τὴν ἀναβολήν των.

Μὲ τὴν ἴδια προοπτικὴ συνεκλήθη ἀργότερα, τὸ 1936, στὴν Ἀθήνα, τὸ Α΄ Πανορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο, οἱ ἐργασίες τοῦ ὁποίου εἶχαν ὡς ἐπίκεντρο τὸ ζήτημα τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου. Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεκλήθη ἐπὶ τοῦ Μασόνου[4]  Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου τοῦ Α΄, τὸ 1961, στὴ Ρόδο, ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν προπαρασκευὴ τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καί κατήρτισε νέο εὐρύτερο κατάλογο θεμάτων, διηρημένο στὰ ἀκόλουθα ὀκτὼ γενικὰ κεφάλαια: 1) Πίστις καὶ Δόγμα, 2) Θεία Λατρεία, 3) Διοίκησις καὶ ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, 4) Σχέσις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς ἀλλήλας, 5) Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 6) Ἡ Ὀρθοδοξία ἐν τῷ κόσμῳ, 7) Θεολογικὰ θέματα, 8) Κοινωνικὰ προβλήματα. Στὴ Διάσκεψη αὐτὴ ἐπιδιώχθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ παραμερισθοῦν οἱ μέχρι τότε δικαιολογημένες ἐπιφυλάξεις καὶ ἡ δυσπιστία τῶν  ἄλλων Ἐκκλησιῶν, (λόγῳ τῆς δράσεως τῆς Οὐνίας), ἀπέναντι στὴ Ρώμη, καὶ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ σύμφωνη γνώμη των γιὰ τὴν προώθηση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τὸν Παπισμό καὶ ἐτέθησαν οἱ βασικοὶ ὅροι καὶ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἔναρξη θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.

Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καὶ οἱ δύο ἑπόμενες Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐπίσης στὴ Ρόδο, τὸ 1963 καὶ τὸ 1964, καθ’ ὃν χρόνον ὁ Παπισμός, κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (1963-1965), ἐγκαινίαζε μὲ τὸ περίφημο  «Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ», τὸ γνωστὸ  “Unitatis Redintegratio”, νέα ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες.

Στὶς παρὰ πάνω Διασκέψεις, οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν μέσα στὸ κλίμα καὶ στὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἐπισημάνθηκε ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προωθήσεως καὶ ἐν τέλει πραγματοποιήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνὸς μὲν θὰ ἐκφράσει σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία στὰ σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα καὶ στὶς σχέσεις της μὲ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ἐπὶ πλέον ἐπανεξετάσθηκε τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε ἡ σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη πρόθεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ προωθήσουν «διάλογο ἐπὶ ἴσοις ὅροις». Εἰδικότερα ἡ Β΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, (1963), ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀποστολῆς, ἢ μή, Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἐνῶ ἡ Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη (1964) ἀπεφάσισε ὅτι «... πρὸς καρποφόρον ἔναρξιν ἑνὸς πραγματικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου παρίσταται ἡ ἀνάγκη τῆς  δεούσης προπαρασκευῆς καὶ τῆς δημιουργίας τῶν καταλλήλων συνθηκῶν».[5]

Τὸ 1968 συνεκλήθη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἐργάσθηκε συστηματικότερα καὶ μεθοδικότερα τόσο πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅσο καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προωθήσεως τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων καὶ διαλόγων. Προχώρησε μάλιστα στὴ συγκρότηση Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὴ συγκρότηση Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Επιτροπῆς γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν θεμάτων, ποὺ θὰ συζητηθοῦν στὴ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴ συγκρότηση Διορθοδόξων Ἐπιτροπῶν, γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες. (Συνεχίζεται)



[1] Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄, σύμφωνα μὲ 25σελιδη νεκρολογία του Μασόνου φίλου του Ἀλέξανδρου Ζερβουδάκη: «παρακολουθοῦσε τὶς   ἐργασίες καὶ τὴ δράση τοῦ Τεκτονισμοῦ παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὸ περιβάλλον του το ἐπέτρεπαν [……..].  Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σὰν τὸν αδελφὸ Μελέτιο  δέχθηκαν τὸν Τεκτονισμὸ καὶ τὸν ἔκαναν βίωμά των. Καὶ ὑπῆρξε πραγματικὴ ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὸν  Μ.Α.Τ.Σ. στὴν Αἰωνία Ἀνατολή, πρὶν ὁλοκληρώσῃ τὰ ἔργα μὲ τὰ ὁποῖα ἐστεφάνωσε τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν  κόσμο μας». [ΑΛΕΞ. ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ, «Μελέτιος Μεταξάκης», (στήλη «Διάσημοι Τέκτονες»), ἐν  «Τεκτονικὸν Δελτίον», Ὄργανον τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, ἔτος 17ον, ἀριθμ. 7, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1967, σελ.  49-50].

[2] Βλ. ἄρθρο τοῦ πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, ομοτ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. μὲ θέμα: «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δημοσιευθὲν στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (10.3.2015).

[3] Πρακτικὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου 1923), Εἰσαγωγή -  Ἐπιμέλεια  Ἀρχ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης,  Ἐκδ. Ἑπτάλοφος,  Ἀθήνα 2015, σελ. XVI I.

[4] Ἀναφορὰ στὴ μασονική του ἰδιότητα ἔχουμε στὸ «Τεκτονικό Δελτίο», 1972 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), τ. 104, σ. 232 κἑ., ὅπου οἱ Μασόνοι ἀναφέρονται  στὸ  τεκτονικὸ «μνημόσυνο», ποὺ τέλεσαν μόλις τέσσερις μῆνες μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 12.10.1972, στὴν Ἀθηναϊκὴ Μασονικὴ Στοὰ «Αρμονία»! Ἐπίσης τὸ μασονικὸ περιοδικὸ «Ἰλισσός», ἕνα ἔτος ἀργότερα, τὸν χαρακτήρισε «μεγάλο ὁραματιστὴ τῆς ἑνώσεως τῶν Χριστιανῶν», (Ἰλισσός, 1973, τ. 97, σ. 41), τὸ δὲ μασονικὸ περιοδικὸ  «Πυθαγόρας», τέσσερα ἔτη ἀργότερα, τον χαρακτήρισε ὡς «μέγα», (Πυθαγόρας 1977, τ. 5, σ. 5).

[5] Βλ. Θ. Σταυρίδου, Θ.Η.Ε., τομ. 9, σελ. 814.

 

(4ον)

 

Στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 συζητήθηκε τὸ θέμα τῆς προσεχοῦς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 2016, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὁμιλία ἐνημερωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις. Ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας μεταξὺ ἄλλων ἐδήλωσε ὅτι  «διὰ τὴν πραγματοποίησίν της, ἀπαιτεῖται ἀκόμη πολὺς κόπος καὶ μόχθος,  ἐνῶ πολλὰ ἐκ τῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνακύψουν, ἐκ τῆς μεθόδου ἐργασίας καὶ εἰς αὐτὸ τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς προετοιμασίας, θὰ δημιουργήσουν ἀρκετὰ ἐμπόδια, ἢ καὶ θὰ παρατείνουν τὴν χρονικὴν περίοδον τῆς προετοιμασίας πέραν τῆς προγραμματισθείσης, ἐνῶ δύνανται νὰ δυσχεράνουν καὶ τὴν ὅλην πορείαν πρὸς τὴν τελικὴν ἔκβασιν τῆς ὅλης προσπαθείας. Ἐπὶ πλέον τὰ δικαιοδοσιακὰ ἤδη ὑφιστάμενα ἐνδοορθόδοξα διμερῆ ζητήματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ δυσκολία ἐπιτεύξεως ὁμοφωνίας εἰς πολλὰ σημεῖα ἐκ τῶν προειρημένων κειμένων, καὶ αἱ μεμονωμέναι ἀγκυλώσεις, ἢ ἀπαιτήσεις τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,   εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελέσουν προσκόμματα εἰς τὴν ὅλην διαδικασίαν, ἐὰν δὲν  λειτουργήσουν τελικῶς καὶ ἀναβλητικῶς εἰς τὸ ὅλον ἐγχείρημα»1.

 Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας μὲ τίτλο «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 δὲν δημοσιεύθηκε (ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος τὸ ἔκρινε ὡς «μὴ δημοσιεύσιμο»!), πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ προσυνοδικὲς διεργασίες δὲν ἀντέχουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος καὶ ὅτι τὰ πάντα σήμερα γίνονται «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ». Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἐνημέρωση, γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν στοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ βέβαια στοὺς λαϊκούς, ἐνῶ θά ἔπρεπε γιὰ τὸ ζωτικῆς σημασίας αὐτὸ ζήτημα, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑπάρχει πλήρης διαφάνεια καὶ ἀκριβὴς ἐνημέρωση. Ὅπως ὁμολογεῖ σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του στὸ διαδίκτυο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, «τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάσθηκαν ἀπὸ δεκαετίες, πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, στὶς Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, εἶναι ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους Ἀρχιερεῖς καὶ σὲ μένα, καὶ παραμένουν σὲ κάποιες Ἐπιτροπὲς καὶ Γραφεῖα, καὶ δὲν  γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενό τους»2. 

Σύμφωνα μὲ δημοσίευμα τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου (27/02/2015), «τὸ ἔλλειμμα ἐνημέρωσης τοῦ συνόλου τῶν μελῶν τῶν Συνόδων τῶν Ἐκκλησιῶν, πολύ δὲ περισσότερο ἑνὸς εὐρύτερου κύκλου κληρικῶν καὶ θεολόγων, γύρω ἀπὸ τὰ ἑτοιμαζόμενα κείμενα, εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργήσει ἐκ τῶν ὑστέρων ἰσχυρὲς ἀμφισβητήσεις τῶν ἀποφάσεων ποὺ θὰ ληφθοῦν στὴ Μεγάλη Σύνοδο. . . Ὅσοι προετοιμάζουν πυρετωδῶς τὴ Μεγάλη Σύνοδο σπεύδουν νὰ χαρακτηρίσουν κάθε κριτική, γιὰ τὸ προπαρασκευαστικό τους ἔργο, ὡς κακόβουλη, ἀκραία, ἢ καὶ ζηλωτική. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅμως, ὅτι ἡ καχυποψία μας γιὰ τὸ τί ἑτοιμάζεται, αὐξάνει λόγῳ τῆς μυστικότητας μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ ὅλη προετοιμασία. Ἐὰν ἡ Μεγάλη Σύνοδος εἶναι τόσο σημαντικὸ γεγονός, ὅσο θέλουν νὰ τὸ  παρουσιάσουν οἱ Φαναριῶτες, τότε ὀφείλουν νὰ  παρέχουν σὲ ὅλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα σαφῆ ἐνημέρωση γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὶς κατευθύνσεις πρὸς τὶς ὁποῖες κινοῦνται στὰ θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις στὴ  Σύνοδο αὐτή».

Πάντως ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες φαίνεται πάρα πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, νὰ συγκληθεῖ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος ἐντὸς τοῦ 2016, διότι πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι θὰ ὑπάρξουν δυσκολίες στὴν ἐπίτευξη ὁμοφωνίας κατὰ τὴν προσεχῆ Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, προσετέθησαν δύο ἀκόμη σοβαρὰ προβλήματα, ποὺ δημιουργοῦν ἀνυπέρβλητες δυσκολίες. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας νὰ διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἐξαἰτίας ριζικῆς διαφωνίας στὸ θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς χώρας τοῦ Κατάρ, καὶ τὸ δεύτερο ἡ μὴ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ Προκαθημένου τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας καὶ Σλοβακίας, τὸν ὁποῖο ὅμως ἀναγνωρίζει τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

 

Γενικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας

τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου».

Ἀξιολογώντας τὴ μέχρι σήμερα πορεία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ πορεία δὲν ἀκολούθησε τὴν Ὀρθόδοξη ὁδὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς πρὸς τὰ ἑξῆς σημεῖα, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται ἐνδεχομένως καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀναφέρονται στὴν παροῦσα μελέτη: α) Ὡς πρὸς τὸν οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων», β) Ὡς πρὸς τὴν καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γ) Ὡς πρὸς τοὺς συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις, δ) Ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ε) Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῆς.

α) Ὁ οἰκουμενιστικὸς  χαρακτήρας τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων».

Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς Πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902,1904 καὶ 1920 σηματοδοτεῖ ἐπίσημα πλέον μία νέα πορεία, μία ἄλλη γραμμὴ καὶ τακτική, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Παράδοση, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας: γραμμὴ οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ἡ ὁποία ἀνοίγει οὐσιαστικὰ τὸ δρόμο πρὸς τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὴ τὴ γραμμὴ πλεύσεως ἀκολούθησε δυστυχῶς τὸ Φανάρι ἀπαρεγκλίτως μέχρι σήμερα, καὶ αὐτὴ κατώρθωσε νὰ ἐπιβάλει στὴν ὅλη πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὶς μέχρι τώρα γενόμενες «Πανορθόδοξες καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις καὶ Συνέδρια», ἔτσι ὥστε στὶς ἐν λόγῳ «Διασκέψεις» νὰ κυριαρχεῖ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία καὶ ἡ ἐπὶ οἰκουμενιστικῶν βάσεων προσπάθεια ἀνοικοδομήσεως τῆς μέλλουσας νὰ συγκληθεῖ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. 3

Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, σταχυολογοῦμε ἐνδεικτικῶς καὶ δειγματοληπτικῶς ὁρισμένα μόνο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄  Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, μὲ σκοπὸ νὰ καταδειχθεῖ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ κυριάρχησε ὄχι μόνο στὴν ἐν λόγῳ «Διασκέψη», ἀλλὰ γενικῶς καὶ στὶς ἄλλες, ὀκτὼ τὸν ἀριθμό, τέσσερις «Πανορθόδοξες» καὶ τέσσερις «Προσυνοδικές Διασκέψεις». Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Γ΄  Προσυνοδικῆς ἦταν: «Γενικὴ ἐπισκόπισις καὶ ἀξιολόγησις τῆς πορείας τῶν σχέσεων καὶ τῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ὡς καὶ μετὰ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς ἡμερησίας διατάξεως βλέπουμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὄχι γιὰ χριστιανικὲς αἱρέσεις. Νὰ ἀποδίδεται δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση σὲ αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ πολλὲς Πανορθόδοξες Συνόδους μετὰ τὸ Σχίσμα.

Στὰ πλαίσια τῆς συζητήσεως τοῦ ἐν λόγῳ θέματος, καὶ γενομένης τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ μέχρι τότε, (1986), γενομένου διαλόγου μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν διαλόγων αὐτῶν ὑπῆρξεν ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1922, Ἱεροσολύμων τὸ 1923, Κύπρου τὸ 1923, Ἀλεξανδρείας τὸ 1930 καὶ Ρουμανίας τὸ 1936».4  Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ θεωρήθηκε ὡς κεκτημένο, ὡς μέγα κατόρθωμα καὶ βῆμα προόδου! Οὔτε κἂν διανοοῦνται οἱ Σύνεδροι τὸ στοιχειῶδες καὶ αὐτονόητο, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση ἱερωσύνης στοὺς αἱρετικούς, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀποβάλει προηγουμένως τὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες, καὶ οὔτε κἂν διανοοῦνται νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο, νὰ ἀκυρώσουν δηλαδὴ τὶς μέχρι τότε κακῶς γενόμενες ἀναγνωρίσεις, ὡς ἀντικανονικὲς καὶ παράνομες.

Παρά κάτω στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Μονοφυσίτες ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ὁ διάλογος οὗτος ἤρχισεν εὐθὺς μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ ἔτους 451 μ.Χ., διαρκέσας καθ’ ὅλην σχεδὸν τὴν βυζαντινὴν περίοδον καὶ διακοπεὶς μετὰ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν λαῶν τῶν Χωρῶν τούτων».5  Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, διότι παρουσιάζονται οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ἅγιοι Πατέρες τῶν ἑπομένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ διαλέγονται ἐπὶ αἰῶνες, καθ’ ὅλην τὴ βυζαντινὴ περίοδο μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ καταλήξουν πουθενά, ἀντιμετωπίζοντας δηλαδὴ ἕνα ἄλυτο πρόβλημα. Ὡστόσο ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ θεοπνεύστως κατεδίκασαν τὴν αἵρεση, ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν ἀνανέωσαν ἄλλωστε καὶ οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. (Συνεχίζεται).

Σημειώσεις:

1. Βλ. ἄρθρο τοῦ κ. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου μὲ τίτλο «Τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα τοῦ 2014 σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο», μέρος Γ΄, δημοσιευθὲν σὲ θρησκευτικὰ ἱστολόγια.

2. Βλ. ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μὲ τίτλο «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», 4.8.2015,  δημοσιευθὲν σὲ θρησκευτικὰ ἱστολόγια.

3. Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι στὴν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, τὸ 1961, ἀποφασίσθηκε, μεταξὺ ἄλλων, «ἡ μελέτη τῶν τρόπων προσεγγίσεως καὶ ἑνότητος τῶν ἐκκλησιῶν ἐν προοπτικῇ πανορθοδόξῳ κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ  διαγγέλματος τοῦ 1920…». (Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1978, σελ. 107.

4. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, …….ὅ.π. σελ. 108.

5. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ,  ……..ὅ.π. σελ. 111.

 

 

(5ον)

 

 

Στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Παπικοὺς ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ὁ διάλογος οὗτος καίπερ ὁ σπουδαιότερος πάντων τῶν ἄλλων καὶ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους διεξαχθεὶς ὑπὸ διαφόρους συνθήκας ἄνευ ἀποτελέσματος, ὡς στηριχθεὶς ἐπὶ μὴ ὀρθῆς βάσεως καὶ ὑπαγορευθεὶς οὐχὶ ὑπὸ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος, ἀλλ’ ἐπιβληθεὶς ἔξωθεν διὰ τῆς βίας, κατὰ τοὺς ἡμετέρους χρόνους εἰσέτι δὲν ἔχει ἀρχίσει ἐπισήμως».[1]Εδώ παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὸ σχίσμα διάλογοι μὲ τοὺς Παπικοὺς ὡς μὴ ἀποτελεσματικοὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως ὀρθῆς βάσεως καὶ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος. Στοὺς διαλόγους αὐτούς, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔμεναν πάντα ἀνυποχώρητοι στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ ἔθεταν πάντα ὡς ἀπαράβατο ὅρο ἑνώσεως τὴν ἀποβολὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή ὅμως οἱ Παπικοὶ ἐπέμεναν πεισματωδῶς στὶς πλάνες τους, οἱ διάλογοι αὐτοὶ δὲν καρποφόρησαν. Οἱ μετέχοντες στή «Διασκέψη» ἀπορρίπτουν τὴν πατερικὴ βάση τοῦ παρελθόντος, ποὺ στηρίζεται στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, διότι δῆθεν ἀπ' αὐτὴ ἀπουσιάζει τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, καὶ φιλοδοξοῦν νὰ τοποθετήσουν μιὰ νέα βάση στὸ διάλογο, οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση «συγκρητιστικοῦ - οὐνιτικοῦ» τύπου ἑνώσεως μὲ τὸν Παπισμό.

 

Στὴ συνέχεια ἐκφράζεται ἡ πεποίθηση ὅτι «διὰ τοῦ διαλόγου οἱ Ὀρθόδοξοι προσφέρομεν ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν ἑτερόδοξον κόσμον…..», καὶ ὅτι «ὁ διάλογος θὰ ἐπιτρέψει εἰς ἡμᾶς νὰ ἐκτιμήσωμεν…..τὸ πνευματικὸν μεγαλεῖον, τὴν εὐαγγελικὴν προσπάθειαν, τὴν θεολογικὴν σοβαρότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως, ἴσως δὲ καὶ ὡρισμένας συμπληρωματικὰς τῶν ἰδικῶν μας  ὄψεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῆς. Ὅ,τι προέχει εἶναι ὄχι τόσον νὰ ἀντιδικῶμεν μὲ τὰς  ἄλλας Ἐκκλησίας, ὅσον τὸ νὰ δείξωμεν διὰ μιᾶς ἀνανενεωμένης πνευματικῆς ζωῆς παρ’ ἡμῖν καὶ διὰ τῆς ἐμβαθύνσεως τῆς παραδόσεως, ὅτι μία τοιαύτη νοσηρὰ ἐκβλάστησις, ἢ παραμόρφωσις τῆς Δύσεως, δύναται νὰ θεραπευθῇ διὰ μιᾶς αὐξούσης ἐκτιμήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας».[2]  Ὡστόσο ἡ μέχρι τώρα πεῖρα τῶν διαλόγων ἀπέδειξε, μὲ πάμπολλα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα,[3]  ὅτι ὄχι μόνο «ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν» Ὀρθοδόξου πίστεως δὲν μπορέσαμε νὰ προσφέρουμε στοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, ἀλλὰ φθάσαμε δυστυχῶς στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, νὰ συμμαρτυροῦμε δηλαδὴ στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὶς αἱρέσεις αὐτὲς ὡς ἀληθεῖς ἐκκλησίες! Πέραν τούτου πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ «Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως», ποὺ βρίσκονται σὲ πλάνη καὶ πνευματικὸ σκοτάδι, νὰ διαθέτουν «πνευματικὸν μεγαλεῖον» καὶ «θεολογικήν σοβαρότητα»; Πῶς μποροῦν ἐπίσης οἱ ἀντιπρόσωποί μας στοὺς διαλόγους νὰ ἔχουν «ἀνανενεωμένη πνευματικὴ ζωή», ὅταν νοθεύουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ δὲν βαδίζουν ἐπάνω στὰ ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων μας;  Ὅπου νοθεύεται ἡ πίστη, ἐκεῖ νοθεύεται καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνανέωσή της.

 

Ἡ Γ΄ Προσυνοδικὴ ἐπεξεργάσθηκε ἐπίσης  καὶ τὸ θέμα: «Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων». Στὰ πλαίσια τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων ὅτι «αἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐν στενῇ συνεργασίᾳ μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν, θεωροῦν χρέος των νὰ ἐργάζωνται διὰ τὴν εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὴν ἐπικράτησιν ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν λαῶν».[4]

 

Οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες ξεκαθάρισαν ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ σαφέστατα τὸ θέμα τῆς εἰρήνης καὶ τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοδόξους, μὲ βάση βεβαίως τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ τρομοκρατικὲς ἐνέργειες, δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τότε μόνο θὰ ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ ἐν μετανοίᾳ, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ θὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει βέβαια τὸν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεί ὅμως νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικὸ ὀργανισμό, οὔτε νὰ ἐγκλωβισθεῖ σὲ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καὶ ἐκφυλίζεται καὶ χάνει τὴ σωτηριολογική της ἀποστολή. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εἰρηνεύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ προσφέρει τὸν Χριστό, τὸν μόνο εἰρηνοποιό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἀπόστολο εἶναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2,14)  Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ εἰρήνη δὲν ἔχει κοσμικὸ χαρακτήρα καὶ δὲν σημαίνει ἁπλῶς τὴν ἀπουσία πολέμου, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τὸν Ἀπόστολο καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη…» (Γαλ.  5,22).  Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ Χριστὸς ἀντιδιαστέλλει «τὴν εἰρήνη» τὴν ἰδική του, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ἀπὸ τὴν «κοσμικὴ εἰρήνη»: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ιω. 14,27). Σᾶς δίνω δηλαδὴ τὴ ἰδική μου εἰρήνη, ὄχι σὰν αὐτή, ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Αὐτὴ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μόνο αὐτὴν, καλεῖται νὰ δώσει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο, πού, ὅταν ὑπάρχει, φέρνει ἀπὸ μόνη της καὶ τὴν ἄλλη εἰρήνη στὸν κόσμο. 

 

Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος εἶναι πάντοτε ἐπίμεμπτος. Ὑπάρχει ἐπίμεμπτη εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μὲ τὴν πλάνη καὶ προδίδουμε τὴν ἀλήθεια, καὶ ὑπάρχει ἐπαινετὸς πόλεμος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ  νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10,34-36). ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, λέει: «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τὴν κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησεν εἰρήνην».[5]  Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπιβεβαιώνει: «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».[6]

 

Στὸ κείμενο τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς γίνεται ἀκόμη λόγος γιὰ «στενὴ συνεργασία μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν». Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ συμφιλιωθοῦμε καὶ νὰ συνεργασθοῦμε  μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ποὺ βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσουμε στὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14).

 

Β) Ἡ καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων» καὶ τῶν «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

 

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄ (Μεταξάκης) συνεκάλεσε τὸ 1923, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, «Πανορθόδοξο Συνέδριο». Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ καθιερώνει στὸ ἑξῆς, καινοτομώντας, τὴν τακτικὴ τῶν «Συνεδρίων», ἡ ὁποία καθίσταται πλέον θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγκαταλείπεται δηλαδή, τουλάχιστον σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, ὁ ἀπὸ αἰώνων καθιερωμένος, καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους ἀναγόμενος, θεσμός τῶν Συνόδων, γιὰ τὴν ἐπίλυση καὶ ἀντιμετώπιση ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ποὺ ἔχουν γενικότερο πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, καὶ υἱοθετεῖται μια καινοτομία οἰκουμενιστικοῦ χαρακτήρα, ποὺ εἶναι ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ποὺ ἀνάγει τὴν προέλευσή της στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις τῶν Προτεσταντῶν τοῦ Π.Σ.Ε.Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Προτεσταντικῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ἀφ’ ἑνός, καὶ Ὀρθοδόξων Συνόδων  ἀφ’ ἑτέρου εἶναι οὐσιώδης, διότι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους δικαίωμα συμμετοχῆς ἔχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ στὰ Προτεσταντικὰ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις λαμβάνουν μέρος ὁρισμένοι μόνο ἀντιπρόσωποι ἀπὸ κάθε Προτεσταντικὴ ὁμάδα. Ὁ ἀποκλεισμὸς τῆς συμμετοχῆς στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις ὅλων τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἡ συμμετοχὴ σ’ αὐτὰ μόνο ὁρισμένων ἀντιπροσώπων, δημιουργεῖ σοβαρότατο πρόβλημα. Παρέχει δηλαδὴ τὴ δυνατότητα σὲ οἰκουμενιστὲς πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἐπιλέγουν ὡς ἀντιπροσώπους πρόσωπα τῆς ἀρεσκείας τους, ποὺ δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ διακατέχονται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ πεποιθήσεις. 

 

Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ὁ ὅρος «Συνέδριο» ἀλλάζει ὀνόματα καὶ θὰ μετονομασθεῖ διαδοχικὰ «Προσύνοδος», «Πανορθόδοξος Διάσκεψις» καὶ «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ποὺ θὰ ἔχουν οὐσιαστικὰ τὸν ἴδιο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα. Ἡ Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης, τὸ 1968, κατήργησε τὸν ὅρο «Προσύνοδος» καὶ καθιέρωσε στὸ ἑξῆς τὶς «Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις» ὡς ὅρο καὶ ὡς μέθοδο προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, μὲ τὸ ἑξῆς σκεπτικό: «Ἡ Διάσκεψις ἀπεφάσισε, “ὅπως ἡ Προσύνοδος ἐγκαταλειφθῇ ὥς τε ὅρος καὶ ὡς στάδιον προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, διότι οὔτε πρὸς τὰ πράγματα ἀνταποκρίνεται, οὔτε ἀπαντᾷ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Θεολογία τῶν Συνόδων τοιοῦτος θεσμὸς καὶ ὅρος Προσυνόδου. Ἀποτελεῖ οὗτος νεολογισμόν, διότι ἡ Ἐκκλησία ἐγνώρισε μόνον Συνόδους Οἰκουμενικάς, ἢ Τοπικάς, μείζονας ἢ ἐλάσσονας, διαφόρων κατηγοριῶν, ἀλλὰ πάντοτε Συνόδους, οὐδέποτε δέ τι ἔλαττον τῆς Συνόδου, οἷον Προσύνοδον”».[7] Ἐὰν ὅμως ὁ ὅρος «Προσύνοδος» εἶναι ἀδόκιμος καὶ ὀρθῶς ἀπορρίφθηκε, ἐξ ἴσου ἀδόκιμος εἶναι καὶ ὁ ὅρος «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ὄχι μόνο διότι καὶ αὐτὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ καὶ διότι οἱ «Προσυνοδικὲς Διασκέψεις» ἐπέχουν περίπου θέση «Προσυνόδου», ἀφοῦ καὶ ἐδῶ λαμβάνονται συνοδικῆς ἰσχύος ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀναμένεται νὰ υἱοθετηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο. 

 

Πάντως τὸ οὐσιῶδες στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι στὶς Διασκέψεις αὐτὲς ἐλήφθησαν ἐκ τῶν προτέρων συνοδικοῦ χαρακτῆρος ἀποφάσεις χωρὶς νὰ δοθεῖ «χῶρος» γιά νὰ λαλήσει τὸ  Πνεῦμα τὸ ἅγιο στην μέλλουσα να συνέλθη Ἁγία καὶ μεγάλη Σύνοδο. Κλασικὴ περίπτωση ποὺ ἀποδεικνύει τὰ πάρα πάνω συμπεράσματά μας, ἀποτελεῖ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς, (2009), ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, προτοῦ καν ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Ὡστόσο οἱ προειλημμένες ἀποφάσεις, ὅπου ὁ ἀνθρώπινος παράγων παίζει τὸν κυρίαρχο, ἢ καὶ τὸν ἀποκλειστικὸ ρόλο στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεων, ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πῶς εἶναι δυνατὸ μὲ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις, ξένες πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ θεωρηθεῖ μιὰ τέτοια Σύνοδος ὡς γεγονὸς Πεντηκοστῆς, ὅπου θὰ πνεύσει καὶ θὰ ὁμιλήσει διὰ τῶν Συνοδικῶν μελῶν τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεύμα; Λοιπόν, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἂν κάποτε συνέλθει, δὲν θὰ εἶναι, ὑπ' αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα «θέατρο ἐντυπώσεων».(Συνεχίζεται).

 



[1] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, …….ο.π.  σελ. 113.

[2] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας  καὶ  Μεγάλης Συνόδου τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ,  …….ο.π. σελ. 115.

[3] Παραπέμπουμε τὸν ἀναγνώστη σὲ ἐργασία μας μὲ τίτλο «Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστὰ στὴ θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καὶ Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Πειραιὰς 2012,   Ἔκδοση Β΄, σελ.41-52 & 86-91.

[4] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν….ο.π. σελ. 87-88.

[5] Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Πάν. Τρεμπέλα, Ἀθῆναι 1951, σ. 212.

[6] Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός της εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1,176.

[7] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13-14,  [1 καὶ 15.7.1968], σελ.309.    

 

 

 

(6ον)

 

 

Γ) Οἱ συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις.

 

Μιὰ ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γενόμενα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι τὰ ἐπιλεχθέντα πρόσωπα εἶχαν οἰκουμενιστικὸ φρόνημα καὶ προέρχονταν κατὰ προτίμηση ἀπὸ τὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐπιλεγέντας ἀντιπροσώπους διέκριναν τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους τῶν Διασκέψεων καὶ τόλμησαν νὰ διαφοροποιηθοῦν, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Τὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων δείχνουν ἀκόμη κάτι πολύ σημαντικό: ὅτι ἡ λογικοκρατούμενη σκέψη καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἔρχονται οὐσιαστικά νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Παύει δηλαδὴ νὰ προέχει ἡ ἀναζήτηση ἁγίων καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν, μὲ θεῖο φωτισμό, μὲ ἀληθινὰ Ὀρθόδοξο, ὁμολογιακὸ-μαρτυρικὸ φρόνημα, καὶ ἀποκλείεται ἡ συμμετοχή τους ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἐνῶ ἐπιλέγονται  πρόσωπα μὲ πανεπιστημιακὲς ἐπιδόσεις καὶ περγαμηνές, ποὺ ἐμπνέονται καὶ ἐκφράζουν τὸ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ τῆς Νέας Εποχής.

 

Ἀλλὰ τὸ ἐξ ἴσου θλιβερὸ εἶναι καί τὸ γεγονός, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο δὲν θὰ συμμετάσχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀντιπροσώπων ἀπὸ  κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, (6-9 Μαρτίου 2014), νὰ ἐκπροσωπηθεῖ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ ἕνα πολὺ περιορισμένο ἀριθμὸ μελῶν, (24 μέλη), καὶ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει δικαίωμα μόνο μιᾶς ψήφου, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

 

Καὶ γεννῶνται εὔλογα τὰ ἐρωτήματα: Πότε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείσθηκαν κανονικοὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ Τοπική, ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἂν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφαρμοζόταν τὸ σύστημα τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιεπίσκοποι θὰ ἔστελναν ὡς ἀντιπροσώπους τοὺς ὁμόφρονές τους ἐπισκόπους καὶ θὰ ἐπικρατοῦσε ἡ πλάνη. Ἀλλὰ καὶ μὲ ποιά κριτήρια θὰ ἐπιλεγοῦν οἱ ἀντιπρόσωποι; Θὰ ψηφισθοῦν ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους Συνόδους, ἢ θὰ ὁρισθοῦν μὲ κριτήριο τὴν ἐνδοτικότητα σε θέματα πίστεως; 

 

Δ) Θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.

 

 Ὅπως ἀναφέραμε, ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων, ποὺ κατήρτισε ἡ Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ τοῦ 1930, ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1961, ἡ ὁποία κατήρτισε νέο κατάλογο, ποὺ καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του ἀναθεωρήθηκε μὲ νέο κατάλογο, πιὸ συνεπτυγμένο, ἀπὸ τὴν Α΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1976. Ἀπὸ τὰ δέκα θέματα τοῦ καταλόγου αὐτοῦ, τὰ τέσσερα πρῶτα, δηλαδή: Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καὶ τὰ Δίπτυχα, ἀναφέρονται στὶς διορθόδοξες σχέσεις και στὴν διορθόδοξη ἑνότητα, καὶ ἀποσκοποῦν στὴν ἐπίλυση ζητημάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες· Τὰ τρία ἑπόμενα: Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου, κωλύματα γάμου, ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἀφοροῦν σὲ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ πρακτικὰ προβλήματα ποιμαντικῆς φύσεως· τὰ δύο ἑπόμενα: Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον καὶ Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς χριστιανικὲς αἱρέσεις καὶ στὴν προώθηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, μὲ βάση τὶς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ θέματα: Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, ἀφορᾶ στὴν προώθηση τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων στὰ πλαίσια τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου «πανθρησκειακὴ ἑνότητα».

 

Ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω θέματα, τὰ τέσσερα πρῶτα ὑπῆρξαν τὰ πιὸ ἀκανθώδη καὶ δυσεπίλυτα, καὶ προκάλεσαν τὶς περισσότερεςδιαφωνίες, (ἰδίως μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας), ἐξακολουθοῦν δέ ἐν πολλοῖς, μὲ ἐξαίρεση ἴσως αὐτὸ τῆς Διασπορᾶς, νά παραμένουν ἄλυτα μέχρι σήμερα, παρὰ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες συζητήσεις καὶ προταθεῖσες λύσεις. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν πρόκειται νὰ βρεθεῖ λύση, ἂν δὲν γίνουν ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.

 

Τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκλήθηκε  ἀπὸ τὴν ὅλως ἄκριτη, ἐπιπόλαιη καὶ βεβιασμένη ἐνέργεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ υἱοθετήσει τὸ νέο ἡμερολόγιο, συμπαρασύροντας καὶ ὁρισμένες τοπικὲς Ἐκκλησίες, χωρὶς τὴν ὁμόφωνη γνώμη ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὰ ζητήματα τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καὶ τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ μὲ ἱεροὺς κανόνες Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν διαχρονικὸ χαρακτήρα, δὲν ἐπιδέχονται τροποποιήσεις καὶ ἀλλαγές.

 

Τὰ τρία τελευταῖα θέματα, ποὺ ἔχουν ἐμφανῆ καὶ ἔντονο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα, ἀποσκοποῦν στὴν ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιὰ τὴν ἐπίτευξή τους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κινήθηκε πάνω σὲ δύο βασικοὺς ἄξονες: α) Στὴν προώθηση τῶν Διαλόγων μἐ τὶς διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις, μὲ σκοπὸ τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωση μὲ βάση τὶς ἀναπτυχθεῖσες αἱρετικὲς θεωρίες καὶ ἰδίως τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, καὶ β) στὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ προσέδιδε τὸ ἀπαιτούμενο ἐκκλησιαστικὸ κῦρος καὶ νομιμότητα στὴν ἐπιχειρούμενη διά μέσου τῶν διαλόγων ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις χωρὶς δογματικὴ συμφωνία καὶ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ προδοτικὲς ἄλλωστε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὴν 7η Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Balamand, τὸ 1993, καὶ οἱ ἐξ ἴσου προδοτικὲς συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν στὰ πλαίσια τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὸ Porto Alegre τῆς Βραζιλίας, τὸ 2006, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

 

Μιὰ πολὺ βασικὴ διαπίστωση, σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς θεματολογίας τοῦ παρὰ πάνω καταλόγου, εἶναι ἡ παντελὴς ἀπουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικῆς φύσεως καὶ ἡ  παντελὴς ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος καὶ μερίμνης γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ποὺ μαστίζουν τὴν Ἐκκλησία. Στὶς ἀρχαῖες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, βασικὴ μέριμνα τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, ἦταν κατὰ πρῶτο λόγο ἡ καταπολέμηση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων, ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν ἐποχή τους, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἡ ρύθμιση τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Συνεπῶς καὶ στὴν ἐποχή μας, ἡ πρώτη καὶ βασικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ὅπως εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος παρὰ τοὺς Διαλόγους ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἐμμένει στὴν πλάνη  καὶ νὰ ἀσκεῖ δόλιο προσηλυτισμὸ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Προτεσταντισμός, ὁ Χιλιασμός, ὁ Μαρξισμὸς καὶ ἡ λοιπὴ Ἀθεΐα,  ὅπως εἶναι ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Μασονία, ὁ Διεθνὴς Σιωνισμός, ἡ Θεοσοφία καὶ ἡ Νέα Ἐποχή, τὸ Ἰσλάμ, οἱ Σέκτες, οἱ Καταστροφικὲς Λατρεῖες, ὁ Νεοσατανισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες πλάνες τῆς «κενῆς ἀπάτης» αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ προρρηθεῖσα Σύνοδος, καθ’ ὅσον δὲν προτάσσει καὶ δὲν προτίθεται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ μνημονευθέντα θέματα πίστεως καὶ αἱρέσεων, ἐπ’ οὐδενὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀληθὴς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ συνέπεια νὰ ἀπορριφθεῖ ὡς Ψευδοσύνοδος ἀπό τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.[1]

 

Ε) Τὸ  ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ  Θ΄ Οικουμενικῆς.

 

Ἕνα ἄλλο πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε καὶ σὲ παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ἐν τῇ μελλούσῃ Συνόδῳ ἐπισήμου ἀνακηρύξεως καὶ ἀναγνωρίσεως: α) τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 879-880, ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς καὶ β) τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 1351, ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς.

 

Ἀμφότερες οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ ἀπαιτοῦνται, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως κατέδειξαν σχετικὲς μελέτες τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου. Σχετικὸ αἴτημα τῶν παρὰ πάνω ἱεραρχῶν γιὰ Συνοδικὴ ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, μὲ βάση τὶς εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, τελικὰ ἀπερρίφθη καὶ δὲν συζητήθηκε, μὲ τὴν πρόφαση, ὅτι ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀναρμοδία νὰ εἰσηγηθεῖ τὴ συμπερίληψη στὴν ἡμερησία διάταξη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Ἡ πραγματικὴ ὅμως αἰτία εἶναι ἄλλη· ὅπως σημειώνει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Εἶναι προφανὲς καὶ πρόδηλο ὅτι ἡ μὴ τυπικὴ ἀναγνώριση γίνεται γιὰ νὰ μὴ “λυπηθοῦν” οἱ ἀντιθέως καὶ δαιμονιωδῶς καθυβρίζοντες τοὺς Ἁγίους προεξάρχοντας τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ἱερὸ καὶ Μέγα Φώτιο καὶ Ἅγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν αἱρεσιάρχας, ὅπως αὐταποδείκτως προκύπτει ἀπὸ τὴν “Δογματικὴ διδασκαλία” τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς».[2] Ἐπὶ πλέον μάλιστα καὶ γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦν οἱ Οἱκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, οἱ προωθοῦντες τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο οἱ ἀνήκοντες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσο καὶ οἱ ἀνήκοντες στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ ἐν λόγῳ Οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, ὅτι μιὰ τέτοια ἀναγνώριση θὰ σημάνει τὸ ὁριστικὸ τέλος τῶν Διαλόγων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ παρασυναγωγή. Περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ σημειώνει σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του καὶ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καὶ ὅπως βλέπουμε, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴν γίνει ποτέ. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τὰ πράγματα. Ἐὰν λοιπὸν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰ ἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν Η΄ καὶ τὴν Θ΄, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος . . . Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει λοιπὸν  Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους, ποὺ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό».[3] (Συνεχίζεται).

 



[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι μία ἀπὸ τὶς κατευθυντήριες γραμμές ποὺ  ἐδόθησαν στὶς ἐργασίες τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς  Διασκέψεως (1976), ἦταν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ ἀσχοληθεῖ

«μὲ περιωρισμένον ἀριθμόν θεμάτων καὶ δὴ οὐχὶ ἀμιγῶς δογματικῆς καὶ θεωρητικῆς φύσεως», καθόσον «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει  ἀνάγκην νέας Ὁμολογίας πίστεως» (Γραμματεία ἐπὶ τῆς

προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, ……….ο.π. , σελ. 42).

[2] Βλ. Ανακοινωθέν του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ, με τίτλο «Ἀπάντησις στόν Αἰδεσιμ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην» (30.1.2014), δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.

[3] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμοτ. Καθηγητοὺ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου 2009, σελ. 28-29.

 

 

 

(7ον- Τελευταίον)

 

 

Κρίσεις καὶ ἀπόψεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν  Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.

 

Ὁ μέγας καὶ ὁμολογητὴς Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, παρακολουθώντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν ὅλη πορεία τῶν ἀλλεπαλλήλων Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ διαβουλεύσεων γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, διέκρινε μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ εἶχε πλούσια μέσα του, τὴν ὀλέθρια οἰκουμενιστικὴ γραμμή, πάνω στὴν ὁποία βάδιζε ἡ ἐν λόγῳ προετοιμασία, καὶ τὰ σαθρὰ οἰκουμενιστικὰ θεμέλια, πάνω στὰ ὁποῖα στηρίχθηκε ἡ ὅλη προσπάθεια, καὶ προεῖδε, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ, ἄν ποτε συγκληθεῖ, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, δὲν θὰ εἶναι ἄλλο τίποτε παρὰ μιὰ οἰκουμενιστική-αἱρετικὴ Ψευδοσύνοδος. Γι’ αὐτὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν εὐθύνη του, ὑπέβαλε, τὸ 1971, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «Ὑπόμνημα» μὲ τίτλο: «Περὶ τὴν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

 

Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικῆς σημασίας κείμενο λαμπρᾶς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, στὸ ὁποῖο ὁ θεοφόρος Πατὴρ ἐπισημαίνει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «…Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα, οὐδὲν ἐπιτρέπεται νὰ ρυθμίζεται “κατὰ ἄνθρωπον”, “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”... Ἐὰν καὶ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν λύωνται μὲ τὸν Θεάνθρωπον καὶ κατὰ τὸν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικὸν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νὰ λυθοῦν ὀρθοδόξως καὶ  θεαρέστως…Προσωπικῶς δὲν βλέπω, ὅτι κατὰ τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ, ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας… Πᾶσα  νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐὰν πρωτίστως δὲν δεχθῇ τὰς προγενεστέρας οἰκουμενικὰς καὶ ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των».  Διέβλεπε δηλαδὴ ὁ Ὅσιος μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ διέθετε, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ τὴ σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπειδὴ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του κυριαρχοῦσε ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, καὶ συνεπῶς, ἐὰν ἐπραγματοποιεῖτο ἡ σύγκλησή της,  δὲν θὰ ἦταν Σύνοδος ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ μιὰ Ψευδοσύνοδος οἰκουμενιστῶν ἀρχιερέων. Ἐὰν ὅμως οἱ τότε περιστάσεις ἦταν κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀκατάλληλες, τί θὰ ἔλεγε ἄραγε, ἐὰν ζοῦσε σήμερα, ὅπου ἡ θύελλα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει σαρώσει τὰ πάντα καὶ ἔχει λάβει πολὺ μεγαλύτερες διαστάσεις;

 

Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὸν τότε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρὸ Ἀθηναγόρα γράφει τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ καὶ ἀποκαλυπτικά: «Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς Ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς Ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον Ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην “Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον”, ὄχι ὅμως μὲ τὸ βασικὸν εὐαγγελικὸν καὶ ἁγιοπαραδοσιακὸν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τὴν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τὸν πύργον τῆς Βαβὲλ τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καὶ μηδενιστικοῦ κόσμου ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καὶ Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς τὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτὸν ἀνοικτῶς διὰ τοῦ τύπου…».  Καὶ κατακλείει τὸ ἱστορικὸ Ὑπόμνημά του, μὲ τοὺς ἑξῆς προφητικοὺς λόγους: «Ἀλλὰ τέλος εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴν ἐποχὴν εἶναι δύσκολον, ἢ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλοὺς ἱεράρχας τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νὰ ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καὶ ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτὴν τὴν ἐνδεχομένως μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, τὰ ὀρθόδοξα Δόγματα καὶ τὰς κανονικὰς Ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου, τὸ ὀρθοδοξότερον θὰ ἦτο νὰ μὴ συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν».

 

Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς παρακολουθοῦσε ἐναγωνίως τὶς ἐξελίξεις σχετικὰ μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, γράφει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Περὶ  Οἰκουμενικῆς Συνόδου» τὰ ἑξῆς:  «Ὥστε ὅλως περιττὴ νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».

 

Τὶς ἴδιες διαπιστώσεις κάνει σχετικὰ μὲ τὴν ἐν λόγῳ μελετωμένη Σύνοδο καὶ τοὺς ἴδιους κινδύνους ἀπὸ ἐνδεχόμενη πραγματοποίησή της διαβλέπει καὶ ὁ ἀείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: «Δυστυχῶς καὶ ἡ ἑτοιμαζομένη 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ εἶναι ληστρική, ἐὰν κρίνωμεν ἐξ ὅσων βλέπομεν μέχρι στιγμῆς… Μὲ τὴν μελετωμένη νὰ συνέλθει 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μηχανεύονται οἱ Οἰκουμενισταί, νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς νεωτερισμούς, τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι προωθοῦν σήμερα στὴν Ἐκκλησία… Τὴν θέλουν σὰν Σύνοδο ποὺ θὰ ἐκθεμελιώσει τὰς προηγουμένας ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων…».  

 

Στὸ σοβαρὸ αὐτὸ ζήτημα καὶ στὸ ἐρώτημα, ἂν εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ἀγωνιστὴς καὶ μαχητὴς ἱεράρχης, πρώην Φλωρίνης κυρὸς Αὐγουστῖνος, σὲ βαρυσήμαντο ἄρθρο του, στὸ περιοδικὸ Σπίθα, δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «Ἐὰν κυρία αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν συγκαλοῦνται αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, εἶναι ἡ αἵρεσις, ὑπάρχει πράγματι σοβαρὸς λόγος διὰ νὰ συγκληθῇ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι: Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πλανῶν καὶ αἱρέσεων, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ καταδικασθοῦν, εἶναι καὶ ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία ὑπὸ διαπρεποῦς ἀειμνήστου ἱεράρχου τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ὠνομάσθη αἵρεσις τῶν αἱρέσεων. Εἶναι σύγχρονος αἵρεσις, γέννημα τῆς πνευματικῆς συγχύσεως τῶν ἡμερῶν μας. Τὸ ὄνομα τῆς Αἱρέσεως; Οἰκουμενισμός».   

 

Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸ νὰ καταδικασθεῖ ἡ παναίρεση αὐτὴ ὑπὸ ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία, εἴτε τὴν ἀποδέχονται σιωπηρά, εἴτε τὴν προωθοῦν φανερά; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο! Ἡ παρὰ πάνω θλιβερὴ ὄντως διαπίστωση ἔγινε ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρη μετὰ τὴ βαρυσήμαντη ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Σεραφείμ (Μάϊος 2013), πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ θέμα τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπου καὶ εὐθέως λέγεται: «Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν συντομότερα σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἐξετάσει καὶ ἐρευνήσει τὰ ἀνωτέρω καυτὰ καὶ φλέγοντα θέματα, πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας καὶ παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, νὰ λάβει καταδικαστικὴ ἀπόφαση ἐναντίον τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσο καὶ τῶν ἀκολουθούντων, διδασκόντων καὶ μεταλαμπαδευόντων τὴν παναίρεση αὐτή, γιὰ νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα καὶ ἡ σύγχυση κλήρου καὶ λαοῦ».  Ἀλλά,  δυστυχῶς, ἡ ἱστορικῆς σημασίας αὐτὴ ἐπιστολὴ ἤχησε εἰς ὦτα ἀρχιερέων, (ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων), μὴ ἀκουόντων, ἀδρανούντων καὶ μακαρίως καθευδόντων, ἤ εἰς ὦτα ἀρχιερέων προωθούντων τὴν αἵρεση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπερρίφθη, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὥστε νὰ ἐπαληθευθοῦν οἱ παρὰ πάνω ἀναφερθέντες προφητικοὶ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.

 

Γενικὲς  παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.

 

Περιγράψαμε ἤδη συνοπτικῶς τὴν μέχρι σήμερα πορεία τῆς πολυπόθητης καὶ διακαῶς ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν προσδοκώμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τὶς ἐργώδεις καὶ συντονισμένες προσπάθειες γιὰ τὴν πραγματοποίησή της, ποὺ συμπλήρωσαν  περίπου ἕναν αἰώνα, καὶ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ἀντιπαραβάλλουμε μὲ τὶς προσπάθειες ἀνοικοδομήσεως τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, τῆς γνωστῆς Βιβλικῆς διηγήσεως. Περιγράψαμε ἀκόμη τὸν οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων» καὶ τῶν «Πανορθοδόξων» καὶ «Προσυνοδικῶν Διασκέψεων» καὶ ἀναφερθήκαμε στὴν καθιέρωσή τους ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ταυτόχρονη παραθεώρηση καὶ ὑποβάθμιση τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει εὐθεῖα ἀναγωγὴ στὴν ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναφερθήκαμε στὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων, ποὺ συμμετέχουν στὶς «Συνεδριακὲς Διασκέψεις», στὴ θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ στὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, ὡς «προαπαιτούμενο». Τέλος παραθέσαμε κρίσεις  καὶ ἀπόψεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχής μας, σχετικὰ μὲ τὴ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σύνοδου. 

 

Τὸ τελικὸ συμπέρασμα  ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν γιὰ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο εἶναι,  ὅτι τὸ ὅραμα καὶ ὁ διακαὴς πόθος τῶν οἰκουμενιστῶν γιὰ τὴν πραγματοποίησή της κατέληξε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, σὲ δραματική ἀποτυχία. Και ἡ δραματική αὐτή ἀποτυχία δείχνει πλέον ξεκάθαρα, μὲ τρόπο  ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εὐλόγησε τὶς προσπάθειές τους, παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι  ἦταν καὶ μακροχρόνιες, καὶ ἐργώδεις, καὶ συντονισμένες!  Καὶ δὲν εὐλόγησε ὁ Θεός, ὄχι διότι θέλησε να καταργήσει τον  Συνοδικὸ Θεσμό στὴν Ἐκκλησία Του, ποὺ λειτούργησε ἐπὶ αἰῶνες στὴν ἐποχὴ τῆς βυζαντινῆς περιόδου, οὔτε πάλι διότι δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ θὰ ἀνακεφαλαίωνε τὴν Πίστη τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἀνανέωνε τὴν καταδίκη του ἀμετανόητου Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ θὰ καταδίκαζε ἐπὶ πλέον ὅλες τὶς νεοφανεῖς αἱρέσεις στὶς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε προηγουμένως. Ἀλλὰ διότι, οἱ προσπάθειες τῶν οἰκουμενιστῶν οἰκοδομήθηκαν πάνω σε σαθρὰ οἰκουμενιστικὰ θεμέλια. Διαποτίσθηκαν ἔντονα ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ ἰδεολογία καὶ πρακτικὴ τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Στηρίχθηκαν σὲ σχέδια καὶ καινοτομίες ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Προωθήθηκαν ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ ὑπῆρξαν θερμοὶ θιασῶτες τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁρισμένα δε ἐξ αὐτῶν, ὅπως οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) καὶ Ἀθηναγόρας (Σπύρου), ὑπῆρξαν μέλη τῆς σατανοκίνητης Μασονίας, γεγονός ποὺ προκαλεῖ φρίκη καὶ μόνο στὸ ἄκουσμα! Πῶς λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει μιὰ τέτοια προσπάθεια;

 

Κατακλείοντας τὴν παροῦσα μελέτη μας, ἐπαναλαμβάνουμε τὴν προφητικὴ ρήση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς,  τὴν ἀναφερόμενη στὴ σύγκληση Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου: «Ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας». Διότι ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχουν οἱ ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, ἀλλὰ καὶ διότι ἐάν τυχόν ἐπραγματοποιείτο μιά τέτοια Σύνοδος,  δὲν θὰ ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ αἱρετικὴ οἰκουμενιστική  ψευδοσύνοδος, χειρότερη καὶ ἀπὸ ἐκείνη τῆς Φεράρας - Φλωρεντίας, μὲ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ νέο σχίσμα, χειρότερο καὶ ἀπὸ ἐκείνο τοῦ παλαιοημερολογητικοῦ. Μελετώντας λοιπὸν τὶς παρακαταθῆκες τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἃς φυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τοὺς ὅρους τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικὴς παραδόσεώς μας, καὶ ἃς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ διασκορπίσει τὶς «βουλὲς» τῆς οἰκουμενιστικῆς κακοδοξίας. Καλοῦμε δὲ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ σὲ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση καὶ ἀγωνιστικότητα, ὥστε ἐὰν τελικὰ πραγματοποιηθεῖ καί  ἀποδειχθεῖ ὄντως ψευδοσύνοδος, νὰ μὴν τὴν ἀποδεχθεῖ.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου (1ο μέρος , 2ο μέρος , 3ο μέρος , 4ο μέρος , 5ο μέρος , 6ο μέρος και 7ο μέρος)

panorthodoxh synodos 01

 

Ἐπειδή ἤδη στίς 16 Ὀκτωβρίου .. ὀλοκληρώθηκαν οἱ ἐργασίες τῆς ΕΠανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης[1], καί ἕπονται α) σύγκληση τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς, ὁποία θά προετοιμάσει τό Μήνυμα, τό ὁποῖο θά ἐκπέμψει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στόν κόσμο, καί θά καταρτίσει σχέδιο Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς Συνόδου, καί β) σύγκληση νέας Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[2], εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμισθεῖ τό ὕψος τῆς ἀποστολῆς, στό ὁποῖο καλεῖται νά ἀρθεῖ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος.
Μία Σύνοδος, γιά νά διεκδικήσει ἐγκυρότητα καί αὐθεντία, πρός διακρίβωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τῶν μελῶν της, εἶναι ἀνάγκη νά ἐφαρμόσει τήν πρόταση, τήν ὁποί­α ὑπέβαλε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός στήν ἀρχή τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντί­ας, ὁποία συνεκλήθη μέ ἀξιώσεις οἰκουμενικότητος. ἐπίσκοπος Ἐ­φέσου ζήτησε νά ἀναγνωσθοῦν oἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ὄντως ἡ σύνοδος συμφωνεῖ ἐν παντί μέ τά ὑπό τῶν Ἱερῶν Συνόδων θεσπισθέντα : «Πρῶτον ἀναγνωσθήτωσαν oἱ ὅροι τῶν ἁγίων ἐκείνων Πατέρων, εἰ μή νῦν ὁ καιρός κωλύει, ἵνα δείξωμεν ἑαυτούς συμφωνοῦντας καί ἑπομένους ἐκείνοις, οὐ τῇ τάξει μόνον, ἀλλά καί τοῖς φρονήμασιν˙ οὕτω γάρ  ἔσται καί ἡ σύνοδος αὐτή ταῖς προηγουμέναις ἐκείναις ἀκόλουθος, τῇ τε πρώτῃ καί δευτέρᾳ καί ταῖς ἕξης»[3]. Ὁ ἅγιος Μᾶρ­κος ὁ Εὐγενικός, μέ βάση τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ζητοῦσε νά ἐλεχθεῖ ἡ πίστη ὄχι μόνο τῶν Λατίνων, ἀλλά καί τῶν Λατινοφρόνων ἐπισκόπων, τῶν προγόνων τῶν σημερινῶν οἰκουμενιστῶν. Ὁ ἔλεγχος τῆς πίστεως τῶν παποφίλων οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων καί Ἐπισκόπων στή μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρέπει νά γίνει μόνο μέ τήν ἀνάγνωση καί τήν ἀνεπιφύλακτη ὀμολογία καί ἀποδοχή τῶν Ὅρων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν ἐννέα Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν ἐκείνων Συνόδων καί τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι προσέλαβαν οἰκουμενικό κῦρος. Κατά τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, τά μέλη μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου πρέπει νά ἕπονται ἐν πᾶσι τοῖς Πατράσι καί νά οἰκοδομοῦν τούς λόγους τους «ὥσπερ ἐπί θεμελίῳ τοῖς ἐκείνων λόγοις»[4].
Εἶναι τόση ἡ σύγχυση, πού ἔχει δημιουργηθεῖ στόν ὀρθόδοξο λαό ἀπό τίς ἑνωτικές θεωρίες τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων, ὥστε βρί­σκονται ἀκόμη καί κληρικοί καί θεολόγοι, oἱ ὁποῖοι ἔπαυσαν νά θεωροῦν ὡς πλανεμένη καί αἱρετική τήν παπική παρασυναγωγή, μιλοῦν δέ μᾶλ­λον περί κάποιων ἀσήμαντων διαφορῶν, οἱ ὁποίες δέν δικαιολογοῦν τήν παράταση τοῦ Σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν. Τέτοια παραδείγματα εἶναι ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος σέ ὅλες τίς ὁμιλίες του καί ἰδίως στήν πρόσφατη ὁμιλία του πρός τήν Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου[5] ἀποκαλεῖ καί ἀναγνωρίζει ἀπροκάλυπτα τήν αἱρετική παπική παρασυναγωγή ὡς ἰσότιμη, ἰσάξια καί σώζουσα ἀδελφή Ἐκκλησία, καί ὁ οἰκουμενιστής Σεβ. Μητρ. Γέρων Περγάμου   κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας (πρόεδρος ἐκ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, καθώς καί τῶν προσφάτων Πανορθοδόξων Προσυνοδικῶν Διακέψεων στο Σαμπεζύ τῆς Γενεύης), ὁ ὁποῖος στήν εἰσήγησή του πρός τήν Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου περί τῆς πορείας τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν Παπικῶν, δήλωσε ὅτι «εἰς τά πλαίσια τῆς ἐκστρατείας ταύτης κατά τοῦ συγκεκριμένου Διαλόγου ἀναπτύσσονται καί περίεργοι καί καινοφανεῖς θεολογικαί ἀπόψεις, ὡς ... ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν πρέπει νά καλῆται «Ἐκκλησία»[6].
Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀνάγκη νά ἀνακαλέσει στήν τάξη τούς ἐπισκόπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ἐν ὀνόματι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, υἱοθετοῦν ἑνωτική μέθοδο, πού ἀντιτίθεται στήν διδασκαλία τῶν κορυφαίων Διδασκάλων καί προ­μάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία καταγγέλλει ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου καί ἐντεῦθεν τίς αἱρέσεις τῆς παπικῆς παρασυναγωγῆς. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀκολουθώντας τήν γραμμή τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ ἁγίου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδων τοῦ 18ου καί 19ου αἰῶνος καί ὅλων ὅσων ἀσχολήθηκαν μέ τήν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς λατινικῆς «θεολογίας», θά πρέπει νά ἀνακρίνει κάθε μία ἀπό τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ καί νά διακήρυξει μέ παρρησία καί κάθε σαφήνεια τήν ὀρθόδο­ξη διδασκαλία, ἀπό τήν ὁποία παρεξέκλινε ὁ Παπισμός.
Β' Βατικανή ψευδοσύνοδος δέν δίστασε νά διακηρύξει ὅτι παραμένει πιστή σέ ὅλες τίς λατινικές περί τήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση και­νοτομίες τῆς σχολαστικῆς «θεολογίας» καί τῶν παπικῶν ἐν γένει συνόδων. Ὁ πάπας Παῦλος ΣΤ', πιστός στήν παράδοση τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας» του, εἶχε ταχθεῖ ἐναντίον κάθε μεταρρυθμίσεως καί ἀλλαγῆς καί ἐναντίον κάθε ἑνώσεως, ἡ ὁποία θά προϋπέθετε τήν «σμίκρυνσιν ἤ ἐλάττωσιν τῆς ἀληθείας», ἔστω καί ἄν, ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας, διδάσκονται ἀπό τήν λατινική «θεολογία» οἱ γνωστές πλάνες τοῦ Παπισμοῦ[7]. Ἡ  Ἁγία καί Μεγά­λη Σύνοδος, δίνοντας ἀπάντηση στήν Β' Βατικανή ψευδοσύνοδο, θά πρέπει νά ἀντιτάξει στίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, πού διαφυλάχθηκε ἀπό τίς Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς θεοφόρους Πατέρες, καί νά διακηρύξει  ὅτι δέν εἶναι διατεθειμένη, χάριν μιᾶς ψευδοῦς καί ἐφημέρου συγ­κολλήσεως τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἀφαίρεσει ἤ νά πρόσθεσει ἰώτα ἕν στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν»[8].
Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, πιστή στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» τῆς Ζ' Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρέπει νά ἐμφανίσει τήν ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πατέρες παραδοθεῖσα πίστη σέ ὅλη τήν πληρότητά της καί καθαρότητα, διακηρύττοντας μέ τό στόμα τῶν συνοδικῶν ἐπισκόπων : «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξε». Τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι κάθε Σύνοδος πρέπει νά βρίσκεται σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ ὅλες τίς προγενέστερες Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Οἱ νεωτερίζοντες οἰκουμενιστές ἐπικαλοῦνται ὑπέρ τῶν ἀπαραδέκτων νεωτερισμῶν τους τά φλέγον­τα προβλήματα τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀτόμου.Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πρέπει νά ἀναδειχθεῖ ἀμετακίνητος καί φωτεινός δείκτης τῶν ὁρίων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ὁ μακαριστός λόγιος μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁμιλῶντας περί τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας» τῆς Ζ' Ἁγίας καί  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει : «Ἐάν σήμερον συνήρχετο μία Οἰκουμενική Σύνοδος, δύναταί τις νά φαντασθῆ ὅτι θά ἀπεφαίνετο διαφόρως ἀπ’ὅτι ἡ Ἑβδόμη; Ἐάν ναί, διατί ἀπό τήν πρώτην Οἰκουμενικήν μέχρι τήν Ἑβδόμην καί μέχρι τάς Τοπικάς, αἱ ὁποῖαι φθάνουν ἕως τόν 19ον αἰῶνα, δέν ἐσημειώθησαν παρεκκλίσεις; Καί ἑτέρα ἀπορία εἰς ἀπάντησιν τῶν νεωτερικῶν. Ἐάν οἱ καιροί πρέ­πει νά προσδιορίζουν τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, διατί oἱ τελευταῖοι πρός ἡμᾶς Πατέρες ἐνέμειναν εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν πρώτων αἰώνων; Καί ὄχι μόνον ἐνέμειναν, ἀλλά καί ἤντλησαν. Ὄχι κατά τρόπον δουλικόν, μιμητικόν, ἀλλά κατά ἐσωτερικήν κοινωνίαν, ἐκ ταὐτότητος βίου, ἀπό «νοῦν Χριστοῦ». Καί αὐτοί δέν εἶναι ὀλίγοι καί ἄσημοι. Πλήθη Ὁσίων καί Ὁμολογητῶν, πού ἀνέπνεαν Χριστόν, πλήθη ἁγίων διδασκάλων, ἀπό τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν μέχρι Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁ­γίου Μάρκου Ἐφέσου, τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου, Εὐγενίου Βουλγάρεως, ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου, Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἁγίου Νικόδημου τοῦ Άγιορείτου καί μέχρις ἐσχάτων, ἕως τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως. Τί σημαίνει, λοιπόν, ἡ ἐμμονή εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ένότης μεταξύ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ἀκαταμάχητος αὐτή Consensus Patrum (συμφωνία τῶν Πατέρων); Τί ἄλλο ἀπό τό ὅτι αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα κατευθύνει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μέχρι τῶν ἡμερῶν μας; Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία δύ­ναται νά ἀλλάσσει τρόπους δράσεως, μεθόδους, νά χρησιμοποιῇ κάποιαν συγκατάβασιν. Νά προσαρμόζεται, χωρίς νά ἀνατρέπῃ. Νά οἰκονομῇ, χωρίς νά καταργῇ… Ἡ οἰκονομία εἶναι γνωστή ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους, ὅτε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἐγένετο τά πάντα τοῖς πᾶσιν», εἰς θέ­ματα ἐντελῶς τυπικά. Ἀπόδειξις τούτου, ὅτι ὁ ἴδιος ἐκστομίζει βαρύτατον ἀνάθεμα εἰς πάντα, ὅστις θά «εὐηγγελίζετο παρ’ ὅ εὐηγγελίσθη» αὐτός ἔστω καί ἄν συνέβαινε τό ἀδύνατον, ὥστε ὁ εὐαγγελιζόμενος νά εἶναι «ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ»[9].
Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά πρέπει γιά κανένα λόγο νά ἐμπέσει στόν μεγάλο πειρασμό τοῦ πνεύματος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά νά παραμείνει πιστή στήν οἰκουμενική ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιά τήν ὁποία γράφει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καλογήρου : «Ἡ οἰκουμενικότης προσδιορίζεται κατά τήν Ὀρθόδοξον ἐπαλήθευσιν αὐτῆς ἐκ τοῦ ὅλου πνευματικοῦ δυναμισμοῦ, τόν ὁποῖον ἐν ἑαυτῇ ἡ Ὀρθοδοξία ἐμπερικλείει ὡς ἡ ἀδιάπτωτος καί ἐσωτερικῶς ἀδιάσπαστος ἐν τῇ χρονικότητι, οὕτω δέ ἐν τῇ Ἱστορίᾳ, ἐπιβεβαίωσις τοῦ ἀκαταλύτου τοῦ ἐξ Ἀποκαλύψεως περιεχομένου τῆς πίστεως καί τῆς ἐκφάνσεως τῆς ζωῆς αὐτῆς ταύτης τῆς ἀρχεγόνου Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[10]. Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά ἐμμείνει στήν ὀρθόδοξη οἰκουμενική ἀποστολή, ὄχι ἐάν μεταδώσει τόν φθοροποιό ἰό καί τήν ἐπιδημία τῆς μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς καί συναφειακῆς αἱρέσεως τοῦ Φαναρίου καί τῆς «Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Σπουδῶν» τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος[11], ἀλλά ἐάν ἀναμεταδώσει στόν σύγχρονο κόσμο ἀνόθευτη τήν διδασκαλία τῶν οἰκουμενικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ἀναδείχθηκαν «οἱ τῆς εὐσεβείας διδάσκαλοι, οἱ στῦλοι καί ὄροφοι τῆς πίστεως, οἱ πύργοι οἱ ἀσάλευτοι, οἱ λιμένες οἱ γαληνοφόροι, οἱ πιστοί καί φρόνιμοι οἰκονόμοι, οἱ σοφοί ἀρχιτέκτονες, οἱ τόν αἰθέριον πλοῦν καί ἰσάγγελον βίον ἐπί γῆς διάγοντες, οἱ τῶν Προφητῶν σύσκηνοι καί τῶν Ἀποστόλων σύνθρονοι καί τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν προστάται… οἱ τά μελίρρυτα πηγάζοντες νάματα, οἱ τῆς τοῦ Θεοῦ φρονήσεως πνευματικοί ρήτορες, οἱ τήν τετραπέρατον οἰκουμένην τῇ ἀκαμάτῳ ὁδοιπορίᾳ βαδίσαντες»[12].
Ἡ Δύση, λόγῳ τῶν καινοτομιῶν της, ἔχασε τήν πατροπαράδοτη κληρονομιά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καλεῖται νά διασαλπίσει στόν παραπαίοντα δυτικό κόσμο τό αἰώνιο μήνυμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν μοναδικό καί ἀναφαίρετο πλοῦτο τῶν Ὀρθοδόξων : «Ἡμῖν τοῦτ’ἐστί τό εἶναι ἡμῶν ἡ πίστις ἡμῶν, ἡ πατροπαράδοτος κληρονομία˙ αὕτη πλοῦτος ἡμῶν, αὕτη δόξα, αὕτη γένος, αὕτη στέφανος, αὕτη καύχημα»[13]. Ὁ μακαριστός προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης   π. Γεώργιος Γρηγοριάτης-Καψάνης, ἀναφερόμενος στό καθῆκον τῆς προβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων πρός τούς πλανεμένους Χριστιανούς τῆς Δύσεως, γράφει : «Ἡ ἐμμονή ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστιν εἶναι καθῆκον ἀγάπης καί πρός τήν Θείαν Ἀλήθειαν, ἥν κατέχει ἀπαραχάρακτον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀλλά καί πρός τούς ἐν τῇ παραχαραγμένῃ πίστει παραμένοντας ἀδελφούς. Ἐάν πράγματι τούς ἀγαπῶμεν, πρέπει νά τούς εἴπωμεν τήν Ἀλήθειαν, ὅσον καί ἄν τοῦτο εἶναι δύσκολον δι’ἀμφοτέρας τάς πλευράς. Εἰς τόν συγκρητισμόν καί τήν σχετικοποίησιν τῆς Ἀληθείας εἶναι ἀνάγκη νά κηρύξωμεν καί ἀντιτάξωμεν τό Ἀπόλυτον τῆς Ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας καί τήν ἀκρίβειαν τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Βεβαίως, ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος δέν ἐνδιαφέρεται διά τό δόγμα ἤ τήν πίστιν. Ἀλλ’ἐν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἀδιαφόρου κόσμου, ἡ προφητική φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ὡς φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, πρέπει νά μαρτυρήσῃ τῇ Ἀληθείᾳ. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι τό ὕψιστον ἀγαθόν δέν εἶναι μία δῆθεν ἕνωσις τύπου «συνυπάρξεως», ἀλλ’ ἕνωσις ἐν τῇ Ἀληθείᾳ»[14]. Σύμφωνα μέ τόν π. Γεώργιο Καψάνη, «εἰς τόν ἀντιδρῶντα «κατά τῶν θεσμῶν» νέον τῆς Δύσεως προσφέρομεν οὐσιαστικήν ὑπηρεσίαν, ὅταν τοῦ κηρύξωμεν τήν Ὀρθοδοξίαν, τήν ὁποίαν ἡ κουρασμένη ἀπό τά στεῖρα σχήματα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ψυχή του ἀγνοεῖ. Ἡ Ὀρθοδοξία καί ὄχι ἡ «πανθρησκεία τοῦ μέλλοντος» εἶναι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. Ἡ Ὀρθοδοξία διά τήν Δύσιν εἶναι ἕνας νέος κόσμος, ἄτρωτος ἀπό τάς ἐπί τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ - ρωμαϊκοῦ ὁμοίως καί προτεσταντικοῦ - ἐπιδράσεις τοῦ παπικοῦ Συγκεντρωτισμοῦ, τοῦ Σχολαστικισμοῦ τοῦ Μεσαίωνος, τῆς Ἀναγεννήσεως, τῆς Μεταρρυθμίσεως καί Ἀντιμεταρρυθμίσεως»[15].
Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν πρέπει νά θέσει ἐνώπιόν της ὡς σκοπό τήν ἕνωση τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπό τήν μορφή συνυπάρξεως ἤ πανθρησκείας, ἡ ὁποία σχεδιάζεται ἀπό τούς παπόφιλους οἰκουμενιστές, ἀλλά τήν ἀληθῆ ἕνωση, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἀπόλυτη ἐμμονή τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν ἔντονη προβολή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων καί τήν ἐπιστροφή τῆς αἱρετικῆς παπικῆς παρασυναγωγῆς στήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία «δέν ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», ὅπως ἐκκλησιολογικά ἑσφαλμένως ἔχει ἰσχυρισθεῖ ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος[16] (ὁ ὁποῖος, μαζί μέ τόν Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο, ἐκπροσωπεῖ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στίς πρόσφατες Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης), ἀλλά ταυτίζεται μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά ἀγνοήσει τήν πρόσφατη δήλωση τοῦ Ἰησουΐτη καί αἱρεσιάρχη πάπα Φραγκίσκου, πού ἔκανε στίς 17 Ὀκτωβρίου 2015 μέ ἀφορμή τόν ἑορτασμό τῆς 50ης ἐπετείου τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ὅπου παρουσίασε τό ὅραμά του γιά τήν Ἐκκλησία. «Ἡ συνοδικότητα, ὡς συστατική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς δίνει τό πιό κατάλληλο ἑρμηνευτικό πλαίσιο γιά τήν κατανόηση τῆς ἴδιας τῆς ἱεραρχικῆς λειτουργίας», σημείωσε ὁ ποντίφικας καί συμπλήρωσε : «Μιά Ἐκκλησία συνοδική εἶναι μιά Ἐκκλησία τῆς ἀκρόασης», ἐνῶ δέν ἔμεινε ἐκεῖ, παρατηρώντας : «Πρόκειται γιά μιά ἀμοιβαία ἀκρόαση, στήν ὁποία ὁ καθένας ἔχει κάτι νά μάθει : ὁ πιστός, τό Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, [καί] ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, κάθε ἕνας ἀκούγοντας τούς ἄλλους καί ὅλοι ἀκούγοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό «Πνεῦμα της ἀληθείας» ». Βέβαια ό ἐνδιαφέρον ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἐναγκαλισμοῦ τῆς συνοδικότητας προκύπτει, ὅταν ἡ ὁμιλία ἔφτασε στόν «διάδοχο τοῦ Πέτρου». «Σέ ὅλα αὐτά, ὁ ρόλος τοῦ διαδόχου τοῦ Πέτρου εἶναι θεμελιώδης», ἀναφέρει. Ὁ ποντίφικας ἐπιχείρησε νά ἐξηγήσει ὅτι ἡ Σύνοδος πάντα ἐνεργεῖ πάντα cum Petro et sub Petro - μέ τόν Πέτρο καί κάτω ἀπό τόν Πέτρο - γεγονός πού δέν συνιστᾶ περιορισμό τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά μιά ἐγγύηση τῆς ἑνότητας[17]! Ἡ δήλωση αὐτή τοῦ ποντίφηκα, πού ἐκμηδενίζει γιά μιά ἀκόμη φορά τό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά ἀφυπνίσει ἐπιτέλους τούς φιλοπαπικούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, οἱ ὁποῖοι ἐν χορῷ ὑμνοῦν τόν πάπα Φραγκίσκο καί τόν θεωροῦν ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ στό θέμα τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ. Ποιά ἄλλη παπική δήλωση ἀναμένουν οἱ ἀθεραπεύτως ἀφελεῖς ψευδενωτικοί οἰκουμενιστές, γιά νά πεισθοῦν ὅτι τό Βατικανό ὡς ἕνωση ἐννοεῖ μόνο τήν δουλική ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ δῆθεν «ἀλαθήτου ἐπισκόπου τῆς Ρώμης»;
Ἡ παραπάνω δήλωση τοῦ πάπα Φραγκίσκου ἀποτελεῖ καί μιά ἀπάντηση στόν ἕωλο καί μετέωρο ἰσχυρισμό τοῦ οἰκουμενιστοῦ Σεβ. Μητρ. Γέροντος Περγάμου κ. Ἰωάννου ὅτι  «εἰς τήν προσπάθειαν κατασυκοφαντήσεως τοῦ Διαλόγου καλλιεργεῖται σκοπίμως, ἰδιαιτέρως εἰς ἁπλοῦς πιστούς, μοναχούς κ.λ.π. ὁ φόβος ὅτι διά τοῦ διαλόγου ἐπιχειρεῖται ἡ καθυπόταξις τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν Πάπαν, ὡς ἐάν ἡ ἀλήθεια νά ἐκινδύνευεν ἀπό τόν διάλογον. Καί ταῦτα ἄνευ προσκομίσεως οἱασδήποτε ἀποδείξεως ὅτι οἱ διεξάγοντες τόν διάλογον Ὀρθόδοξοι ἀπεμακρύνθησαν κατά τι ἐκ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας των»[18].
Πάντως ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ὁφείλει νά δώσει ἀποστομωτική ἀπάντηση στήν παραπάνω δήλωση τοῦ πάπα Φραγκίσκου.
Κύριος σκοπός τῆς μελλούσης Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου δέν πρέπει νά είναι ἡ ψευδής ἕνωση τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ διακήρυξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, περί τῆς ὁποίας διατυπώθηκαν ἀπό συγχρόνους ὀρθοδόξους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες ἀπαράδεκτες θεωρίες, πού σκανδαλίζουν τίς συνειδήσεις τῶν πι­στών καί κλονίζουν τούς ἀστήρικτους. Κατά τόν μεγάλο οἰκουμενιστή Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, «ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν, ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια»[19]. Ἀλλά καί κατά τόν οἰκουμενιστή ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο, «ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀνάγκην νά καταφύγῃ εἰς τήν δογματικήν, διά νά εὑρίσκῃ ἀ­παντήσεις εἰς τά ἐρωτήματα, οὔτε εἰς τούς ἱερούς κανόνας, διά νά λύῃ τά προβλήματα»[20].
Ἡ μέλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, αἰρομένη στό ὕψος τῆς ἀποστολῆς της, δέν πρέπει νά διστάσει νά ἐλέγξει ἀκόμη καί Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους καί Ἐπισκόπους καί νά καλέσει ὅλους τούς ποι­μένες τῆς Ἐκκλησίας νά ἐγκαταλείψουν τά κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενι­σμοῦ, τά ὁποῖα προκαλοῦν πλεῖστα ὅσα ἐρωτηματικά σέ μυριάδες πιστῶν καί τείνουν στήν κατάργηση τῶν ὁρίων, τά ὁποῖα χωρίζουν τήν Ὀρ­θόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τήν παπική αἵρεση.
Οἱ οἰκουμενιστές ἐνοχλοῦνται ἀπό τά Δόγματα καί τούς Ἱερούς Κανόνες. Γι’αὐτό καί ἐφεῦραν τήν μετακανονική αἵρεση. μέλλουσα Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος πρέ­πει νά ἀποδειχθεῖ ἄγρυπνος φρουρός καί τῶν Δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἡ παπική αἵρεση, ἀφοῦ ἐκκοσμικεύθηκε πλήρως, ἀπηρνήθηκε τούς περισσοτέρους Ἱερούς Κανόνες καί ἀποδέχθηκε τά ἐντάλματα καί τίς δι­δασκαλίας τῶν παπῶν. Ἐσχάτως, νεωτερίζοντες ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καί θεολόγοι, ἀπό τούς ὀρθοδόξους, βάλλουν κατά τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ζητοῦν ἄλλοτε τήν κατάργηση καί ἄλλοτε τήν προσαρμογή Ἱερῶν Κα­νόνων.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ μεταπατερική καί οἰκουμενιστική «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος, πού ἀποτελεῖ ἐργαστήρι καί προωθημένο ὄργανο τοῦ παμπροτεσταντικοῦ λεγομένου Π.Σ.Ε., πειθομένη στήν ὁδηγία τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπήθηκε ἀπό τόν οἰκουμενιστή Σεβ. Μητρ. Γέροντα Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, περί ἀναθεωρήσεως καί ἐκσυγχρονισμοῦ διαφόρων θεμάτων σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική νοοτροπία[21], διοργάνωσε διεθνές συνεδρίου ἀπό τίς 8 ἕως τίς 11 Μαΐου 2014 μέ θέμα : «Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί σύγχρονες προκλήσεις»[22], μέ σκοπό τήν διαστρέβλωση καί τόν κανονιοβολισμό τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ἰδίως τῶν σχετιζομένων μέ τίς σχέσεις ἀνάμεσα στούς Ὀρθοδόξους, τούς αἱρετικούς καί τούς ἐτεροθρήσκους.
Ἀλλοίμονο, ἐάν ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἔχει ὡς ὁδηγό στό ἔργο της τίς φωνές τῶν κληρικῶν καί θεολόγων, πού ἔχουν ἐκκοσμικευθεῖ ἀπό τό οἰκουμενιστικό πνεῦμα, καί οἱ ὁποῖοι, αὐταπατώμενοι, νομίζουν, ὅτι ἔχουν τό δικαίωμα νά προσαρμόσουν τήν Ὀρθοδοξία πρός τίς ἀπαιτήσεις τοῦ συγχρόνου κοσμικοῦ πνεύματος. Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά διακήρυξει πρός τούς οἰκουμενιστές ὅτι τό αἰώνιο δέν προ­σαρμόζεται στό πρόσκαιρο, ἀλλά τό πρόσκαιρο προσαρμόζεται στίς ἐπιταγές τοῦ αἰωνίου, οἱ ὁποῖες μεταβιβάζονται σέ κάθε ἐποχή μέσῳ τῶν ὀρθοδόξων Δογμάτων καί τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων.
Εἰδικώτερα, ὡς πρός τήν περιφρούρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά στοιχηθεῖ ἀπολύτως στόν Α΄ Ἱερό Κανόνα τῆς Ζ' Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού διακελεύει : «Μαρτύριά τε καί κατορθώματα αἱ τῶν κανονικῶν διατάξεων εἰσιν ὑποτυπώσεις, ἅς ἀσμένως δεχόμενοι, μετά τοῦ θεοφάντορος Δαβίδ ἄδομεν πρός τόν Δεσπότην Θεόν λέγοντες : «ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς ἐπί παντί πλούτῳ», καί «ἐνετείλω δικαιοσύνην τά μαρτύριά σου εἰς τόν αἰῶνα˙ συνέτισόν μέ καί ζήσομαι»… Καί εἰ εἰς τόν αἰώνα ἡ προφητική φωνή ἐντέλλεται ἡμῖν φυλάττειν τά μαρτύρια τοῦ Θεοΰ καί ζῇν ἐν αὐτοῖς, δῆλον ὅτι ἀκράδαντα καί ἀσάλευτα διαμένουσιν. Ὅτι καί ὁ θεόπτης Μωϋσῆς οὕτω φησίν˙ «Ἐν αὐτοῖς οὐκ ἔστι προσθεῖναι καί ἀπ’ αὐ­τῶν οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν»… Τούτων οὗν οὕτως ὄντων καί διαμαρτυρομέ­νων ἡμῖν, ἀγαλλόμενοι ἐπ' αὐτοῖς, ὡς «εἴ τις εὕροι σκῦλα πολλά»… ἀσπασίως τούς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καί ὁλόκληρον τήν αὐ­τῶν διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων Οἰκου­μενικῶν Συνόδων καί τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπί ἐκδόσει τοιού­των διαταγμάτων καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν˙ ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα…»[23]. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὀ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν Α' Ἱερό Κανόνα τῆς Ζ' Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει : «Ὅρα ἐνταῦθα πόσον σεβάσμιοι καί αἰδέσιμοι εἶναι οἱ θεῖοι Κανόνες- διότι μέ ἐκείνους τούς τίτλους καί τά ὀνόματα, ὅπου σεμνύνεται ἡ θεόπνευστος καί Ἁγία Γραφή, μέ αὐτούς τούς ἰδίους σεμνύνει τούς θείους Κανόνας καί ἡ ἁγία αὕτη Σύνοδος, μαρτύρια αὐτούς ἀποκαλοῦσα καί δικαιώματα καί τά ὅμοια τούτοις»[24]. Στήν περιφρούρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀναφέρεται καί ὁ Α' Ἱερός Κα­νών τῆς Δ' Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Τούς παρά τῶν ἁγίων Πατέρων καθ’ ἑκάστην Σύνοδον ἄχρι τοῦ νῦν ἐκτεθέντας Κανόνας κρατεῖν ἐδικαιώσαμεν»[25]. Ὁ Β' Ἱερός Κανών τῆς ΣΤ' Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου διακελεύεται ὅτι κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά παραχαράττει, νά ἀθετεῖ, νά καινοτομεῖ ἤ νά ἀνατρέπει κάποιο Κανόνα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Κανόνα τῶν Τοπικῶν ἐκείνων Συνόδων καί τῶν θεοφόρων Πατέρων, ὁ ὁποῖος προσέλαβε οἰκουμενικό κῦρος[26].
Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα κινδυνεύει καί ἔσωθεν καί ἔξωθεν. Ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεταπολεμικῶς, εἰσῆλθε ὁ δούρειος ἵππος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί προκαλεῖ τόν πνευματικό ὕπνο τῶν ὀρ­θοδόξων ποιμένων καί θεολόγων «ἵνα θύσῃ καί ἀπολέσῃ»[27], προετοίμαζοντας τό ἔδαφος τῆς εἰσβολῆς τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τῶν ἄλλων πολεμίων τῆς Όρθοδοξίας. Ἔξωθεν ἡ παπική Οὐνία καί οἱ προτεστάντες μισσιονάριοι ἀγωνίζονται ἤδη ἐπί αἰῶνες νά ἐκπορθήσουν τό ὀχυρό τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου : «Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι»[28]. Ὀ ἱερός κλῆρος, ὁ φυσικός φρουρός τῆς Ὀρθοδοξίας, καλεῖται νά δώσει τήν μάχη ἐναντίον τῶν ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί νά μήν ὑποκύψει στή φωνή τῶν σειρήνων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, «συσχηματιζόμενος τῷ αἰῶνι τούτῳ»[29]. Ὁ ὀρθόδοξος λαός, ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας τῶν Πατέρων του, πρέπει νά ἀγρυπνεῖ, «ἐπιμένων τῇ πίστει, τεθεμελιωμένος καί ἑδραῖος καί μή μετακινούμενος ἀπό τῆς ἐλπίδος τοῦ Εὐαγγελίου…»[30]. O ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὁρίσθηκαν ἀπό τόν Κύριο ὡς «σκοποί τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ»[31] καί θά κληθοῦν νά παρακαθήσουν στήν μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἄς ἀναλογισθοῦν τήν φοβερή εὐθύνη τους ἔναντι τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐάν ὑπνώσουν ἤ καταθέσουν τά ὅπλα ἐν ὥρᾳ κρισίμου μάχης κατά τῶν ποικίλων πολεμίων τῆς Ὀρθο­δοξίας. Οἱ καθεύδοντες ἐπίσκοποι ἄς ἀκούσουν τόν λόγον τοῦ Ψαλμωδοῦ : «Οὐ νυστάξει οὐδέ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τόν Ἰσραήλ»[32]. Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι θά παρακαθήσουν ὑπνώττοντες στήν μέλ­λουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀγνοοώντας τούς κινδύνους τῆς Ὀρθο­δοξίας, θά ρίξουν σέ δεινή περιπέτεια τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θά τήν ὁδηγήσουν πιθανῶς σέ νέο Φλωρεντιανό δρᾶμα.
Ἀλλά, καί οἱ ἀντιοικουμενιστές καθηγητές τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν ἔχουν ἱερώτατο χρέος νά ἀγωνισθοῦν κατά τῶν ποικίλων ρευμάτων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, τά ὁποῖα θά ἀπειλήσουν τήν μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Ὀρθῶς παρατηρεῖ ἐν προκειμένῳ ὁ Ἰωάννης Καρμίρης : «Ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία ὀφείλει νά παραμείνη καί ἐν τῷ μέλλοντι ἄτρωτος καί ἄθικτος ἀπό τῶν νέων ἀντορθοδόξων θεωριῶν τοῦ ἀφελληνισμοῦ, τοῦ φιλελευθερισμοῦ, τοῦ συγκρητισμοῦ γενικῶς καί μάλιστα τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὡς καί τοῦ λεγομένου λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ (διά παραμερισμοῦ τῆς θεολογίας καί μάλιστα τῆς Δογματικῆς), τῆς κοινωνίας ἐν τοῖς μυστηρίοις, ἄνευ προηγουμένης τελείας δογματικῆς συμ­φωνίας καί γενικῶς τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, τῆς σχετικοποιήσεως τῆς ἀληθείας, τῆς περί Ἐκκλησίας Branch theory (θεωρίας τῶν κλάδων), τῆς ἐκκοσμικεύσεως (καί δή ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ λατρείᾳ), ὡς καί τῆς «θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» καί γενικῶς τῆς λεγομένης νέας ἤ μοδέρνας θεολογίας»[33]. Κάθε παρέκκλιση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας στή μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο θά ὁδηγήσει σέ φοβερώτερο φλωρεντιανόν δρᾶμα. Ὁμως, μία τέτοια Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος μέ παρόμοια τραγική κατάληξη θά ἀγνοηθεῖ ἀπό τόν φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας λαό καί θά τεθεῖ στό ἀρχεῖο μαζί μέ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας.
Τέλος, ἀποστολή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου εἶναι νά ἐμμείνει προσηλω­μένη στήν ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους παραδοθεῖσα Παράδοση, πού διαφυλάχθηκε ἀπό τίς ἱερές Συνόδους καί τούς θεοφόρους Πατέρες, ἀπό τήν ὁποία παρεξέκλινε ἡ αἱρετική παπική παρασυναγωγή καί ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.Κωνσταν­τῖνος Καλλίνικος, τονίζοντας τήν ἀπόλυτη προσήλωση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, γράφει : «Ὅ,τι εἶναι ὁ ὀφθαλμός διά τό σῶμα, ὅ,τι ὁ λύ­χνος διά τόν ἐν τῷ σκότει, τοῦτο εἶναι καί ἡ ἀποστολοπαράδοτος Παράδοσις διά τήν ὀρθόδοξον ποίμνην. Μέ αὐτήν ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία ζῇ. Ἄνευ αὐτῆς εἰς θάνατον προδίδεται. Γνωρίζομεν τήν ἱστορίαν τοῦ Σαμψών. Ἡ δύναμίς του ὅλη συνεκεντροῦτο εἰς τάς τρίχας του. Ἐφ’ ὅσον ἡ κό­μη του διετηρεῖτο πυκνή ἐν τῷ ἀνεπιτηδεύτῳ της κυματισμῷ, ἡ χείρ του ἦτο μοχλός, ἀνασπῶν πύλας χαλκᾶς καί τείχη. Ὅταν ὅμως ἐξυρίσθη, ὁ ἀνδρεῖος Σαμψών ἔγινεν ἀνίσχυρος ὡς νήπιον καί οἱ Φιλισταῖοι ὅλοι τόν περιέπαιζον. Ἡ κόμη τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀδιαφιλονείκητος συγγένειά της πρός τάς ἀρχικάς πηγάς τοῦ Χρι­στιανισμοῦ, εἶναι τό χάραγμα τῆς ἀποστολικότητος, τό καταγλαΐζον τό σεπτόν της πρόσωπον. Δι’ αὐτό τήν θαυμάζουν οἱ φίλοι της, ἕνεκεν αὐτοῦ τήν μισοῦν οἱ ἐχθροί της. Προσοχή, λοιπόν, εἰς τήν κόμην, προσοχή εἰς τό ἀνεκτίμητον περιβόλαιον, ἐξ οὗ πᾶσαν τήν ἰσχύν της ἡ Ἐκκλησία μας ἀντλεῖ. Διότι, τήν ἡμέραν, καθ’ ἥν, εἰς καινά δαιμόνια θύουσα, ἤθελεν ἀνταλλάξει τόν χρυσοῦν ἀποστολικόν της δακτύλιον μέ στίλβοντά τινα πετράδια ὀρθολογιστικῶν καινοτομιῶν, τήν ἡμέραν, καθ’ ἥν, παρασυρόομένη ἀπό προτεσταντικά ρεύματα, θά ἐγκαθίδρυεν ἐντός τοῦ ναοῦ της, ὕπερθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, ἤ, ἐλκυομένη ἀπό τήν αἴγλην τοῦ κοσμικωτάτου Βατικανοῦ, θά ἐσυνθηκολόγει πρός τόν αὐταρχισμόν καί δεσποτισμόν, ἐπιζητοῦσα διά ψευδοδεκρεταλίων νά μεταβληθῇ εἰς κοσμικήν μονοκρατορίαν, ἀποκύουσαν πρίγκηπας ἐν κόσμῳ καί ὄχι πρίγκηπας ἐν Χριστῷ, αἴ, τήν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Φιλισταῖος θά ἐπέβαλε τήν κακοῦργον χεῖρα ἐπί τῆς κόμης της καί αὐτή θά ἔπαυε πλέον οὗσα ἡ ΜΙΑ, ΑΠΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ­ΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»[34].



[2] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΕΡΩΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Εἰσήγησις πρός τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (29.08.2015) περί τῆς πορείας τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 2-10-2015, http://aktines.blogspot.gr/2015/10/29082015.html
[3] Mansi, 31Α, 511E, 513Α.
[4] Mansi, 31Α, 513Α.
[5] ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Ὁμιλία πρός τήν Σύναξιν τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου 29-8-2015, http://fanarion.blogspot.gr/2015/08/blog-post_53.html, http://www.amen.gr/article/i-omilia-tou-oikoumenikou-patriarxi-sti-synaksi-ton-ierarxon-tou-thronou
[6] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΕΡΩΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Εἰσήγησις πρός τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου περί τῆς πορείας τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (30 Αὐγούστου 2015),  http://aktines.blogspot.gr/2015/10/30082015.html
[7] ΠΑΠΑΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤ, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή «Ecclesiam Suam», ἑλλην. μετ., Ἀθήναι, 1964, σσ. 30, 54,
[8] Ἰούδα 3.
[9] «Τύπος Ἑλληνικός-Ὀρθόδοξος», ἀριθμ. 60, Φεβρουάριος 1996, σ. 1.
[10] ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ὁ κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας, Θεσ/κη 1968, σ. 140.
[11] Στίς 3-6 Ἰουνίου 2010 ἡ Ἀκαδημία διοργάνωσε τετραήμερο «Θεολογικό συνέδριο» μέ θέμα : «Νεοπατερική σύνθεση ἤ μεταπατερική θεολογία; Τό αἴτημα τῆς θεολογίας τῆς συνάφειας στήν Ὀρθοδοξία», http://acadimia.org/index.php/el/nea-anakoinoseis?start=144, καί στίς 23-26 Μαΐου 2013 διοργάνωσε διεθνές συνέδριο στό Cluj-Napoca τῆς Ρουμανίας μέ θέμα : «Όρθοδοξία καί συναφειακή θεολογία. Ἐναύσματα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση», http://acadimia.org/index.php/el/nea-anakoinoseis/deltia-typou/486-fixdeltiotypou 
[12] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐγκώμιον εἰς τήν Θεοτόκον, Ὁμιλία ΙΑ΄, PG 77, 1029CD.
[13] ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Τά εὑρεθέντα, τ. Α΄, Λειψία 1768, σσ. 481-482.
[14] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ κρίσις Θεολογίας καί Οἰκουμενισμοῦ ἐν Ἀμερικῇ, Ἀθήνα 1968, σ. 22.
[15] Ὅ. π., σσ. 10-11.
[16] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας, 28-12-2013, http://romfea.gr/epikairotita/21337-2013-12-30-03-52-35
[17] 17-10-2015, Ὁ Πάπας... ὑμνεῖ τήν συνοδικότητα, ἀλλά "ξεκαθαρίζει" τό ρόλο τοῦ "διαδόχου τοῦ Πέτρου", http://www.agioritikovima.gr/batikano/item/69097-o-πάπας-υμνεί-την-συνοδικότητα,-αλλά-ξεκαθαρίζει-το-ρόλο-του-διαδόχου-του-πέτρου
[18] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΕΡΩΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Εἰσήγησις πρός τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου περί τῆς πορείας τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (30 Αὐγούστου 2015),  http://aktines.blogspot.gr/2015/10/30082015.html
[19] «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 94, (Δεκέμβριος 1968), σ. 3.
[20] «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθμ. 90-91, (Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 1968), σ. 4.
[21] «…Ἀλλά καί τά ἤδη προετοιμασθέντα πανορθοδόξως θέματα περιλαμβάνουν μεταξύ αὐτῶν καί τινα, τά ὁποῖα χρήζουν ποιᾶς τινος ἀναθεωρήσεως καί ἐκσυγχρονισμοῦ ὡς διατυπωθέντα καί συμφωνηθέντα εἰς ἐποχήν παλαιοτέραν, ὅτε ἴσχυον διάφοροι συνθῆκαι καί προϋποθέσεις. Τοιαῦτα εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τά ἀφορῶντα εἰς τάς κοινωνικάς συνθήκας τοῦ κόσμου, ὡς καί εἰς τά τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τούς μή Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν κ.τ.τ.. Τά κείμενα ταῦτα δέον νά ἀναθεωρηθοῦν ὑπό εἰδικῆς πρός τοῦτο συγκροτουμένης Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὥστε νά ἔλθουν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον προσηρμοσμένα εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα». http://www.amen.gr/article17136
[23] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 322.
[24] Ὅ.π., ὑποσημ. 1.
[25] Ὅ.π., σ. 185.
[26] Ὅ.π., σ. 220.
[27] Ἰω. 10, 10.
[28] Β' Κορ. 7, 5.
[29] Ρωμ. 12, 2.
[30] Κολ. 1, 23.
[31] Ἰεζ. 3, 16.
[32] Ψαλμ. 120, 4.
[33] «Ἐκκλησία», ἀριθμ. 11 (1.6.1969), σ. 231.
[34] Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, Τά Θεμέλια τῆς Πίστεως, Ἀλεξάνδρεια 1924, σσ. 335-336.
 
Πηγή: Ακτίνες

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...