Οἱ ἀνησυχίες καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἔκβαση τῶν ἐργασιῶν τῆς λεγόμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπαληθεύθηκαν. Ἡ σύναξη αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε μεγάλη.
Δὲν εἶναι σύνοδος, διότι δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς συνόδους τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων, δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, συνιστᾶ συνοδικὴ παρεκτροπὴ καὶ κανονικὴ καινοτομία. Ἡ ἐκκλησιολογικὰ κυνικὴ καὶ προκλητικὴ ὁμολογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας ὅτι «δὲν εἶναι ἀντίγραφο τῶν παλαιῶν συνόδων ἀλλὰ ἕνα νέο εἶδος συνόδου», ἐπαινεθεῖσα ἀπὸ τὸν πρωτοστάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἰκουμενικὸ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», καθιστᾶ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς, ποὺ τὴν ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα, καινοτόμους καὶ παραβάτες τῆς μακραίωνης συνοδικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποκείμενους στὴν κρίση μιᾶς μελλοντικῆς ἀληθοῦς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ἡ εἰκόνα τῶν συμπροσευχομένων μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους αἱρετικῶν παρατηρητῶν, Μονοφυσιτῶν, Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν καὶ οἱ φιλόφρονες πρὸς αὐτοὺς λόγοι καὶ ἐκδηλώσεις βοοῦν καὶ κραυγάζουν γιὰ τὴν πρωτοφανῆ συνοδικὴ καινοτομία καὶ τὴν εὐθεία προσβολὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Δὲν εἶναι ἁγία, διότι ὁρισμένα σημαντικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐνέκρινε εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες διὰ τῶν αἰώνων ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του· ἄλλοτε νὰ καταδικάζει, στὶς ὄντως ἅγιες συνόδους, τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἄλλοτε, ὅπως στὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, νὰ τὶς θεωρεῖ ἐκκλησίες. Καὶ ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι εὐθές, ἀναλλοίωτο καὶ ἄτρεπτο, διεστραμμένες καὶ ἀλλοιωμένες εἶναι κάποιες ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου ποὺ ἔχουν κατεξοχὴν δογματικὸ περιεχόμενο. Δὲν ἐλήφθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλ᾽ ἐν ἄλλῳ πνεύματι, σκολιῷ καὶ ἀλλοτρίῳ.
Δὲν εἶναι ἐπίσης μεγάλη ἡ «σύνοδος» γιὰ δύο λόγους. Τὸ μεγαλεῖο ἐν πρώτοις συνδέεται μὲ τὴν θεοσέβεια καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε μεγάλους ὅσους Ἁγίους διακρίθηκαν εἴτε στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας εἴτε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα ἢ καὶ στὰ δύο· Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Κωνσταντῖνος, Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Εὐθύμιος καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης στὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ὄχι μόνον δὲν παίρνει μεγάλο βα-θμό, ἀλλὰ ἡ ἐπίδοσή της εἶναι ἀρνητική, κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀφοῦ δὲν καταπολεμεῖ, ἀλλὰ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις.
Εἶναι μικρὴ καὶ γιὰ ἄλλο σημαντικὸ λόγο· ἡ παρουσία ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὶς μεγάλες συνόδους πιστοποιεῖ τὴν διὰ τῶν ποιμένων παρουσία ὅλου τοῦ ποιμνίου, τὴν ἔκφραση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης εἶναι κολοβὴ καὶ ἐλλιπής. Δὲν ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μικρός, περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων. Ἑπομένως δὲν ἐκπροσωπεῖται ὅλο τὸ πλήρωμα. Ἀλλὰ καὶ οἱ κληθέντες, βάσει τοῦ ἀπαράδεκτου Κανονισμοῦ, δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα διὰ τῆς ψήφου τους νὰ ἐκφράσουν τὴν συμφωνία ἢ τὴν διαφωνία τους πρὸς τὰ ἀποφασιζόμενα, νὰ ἐκφράσουν τὸ ἐκπροσωπούμενο ποίμνιο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἱστορικὴ πρωτοτυπία παπικῆς, ὀλιγαρχικῆς, ἀντισυνοδικῆς ἐμπνεύσεως. Ψηφίζουν ὄχι ὅλοι οἱ παρόντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ ὁ μικρὸς ἀριθμὸς τῶν δεκατεσσάρων (14) προκαθημένων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται οἱονεὶ πάπες ὑπεράνω τῶν συνόδων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ μικρὴ σύναξη προκαθημένων, γιὰ ἕνα ἄγνωστο καινοφανῆ θεσμό, ποὺ προσβάλλει τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, διότι μεταβάλλει τοὺς προκαθημένους ἀπὸ «πρώτους μεταξὺ ἴσων» (primos inter pares) σέ «πρώτους ἄνευ ἴσων» (primos sine paribus).
Δύο ἀκόμη παράγοντες ἐσμίκρυναν τὴν δῆθεν μεγάλη σύνοδο· ἡ ἀπουσία τεσσάρων πατριαρχῶν, προκαθημένων ἰσαρίθμων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ὄχι ἐκ λόγων ἀνάγκης, ὅπως ὑγείας, πολεμικῶν συγκρούσεων καὶ ἄλλων, ἀλλὰ λόγῳ διαφωνιῶν πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως, τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας καὶ τῆς Θεματολογίας τῆς συνόδου. Δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας. Πρὶν νὰ συνέλθει ἡ «σύνοδος» ἔχασε τὸν πανορθόδοξο χαρακτήρα της καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἀποφάσεών της, διότι οἱ ἀπόντες κατήγγειλαν ἔλλειψη συνοδικότητας, διαφάνειας καὶ σεβασμοῦ τῶν παραδεδομένων, ἐν ὀλίγοις ἔλλειμμα Ὀρθοδοξίας, καὶ προώθηση προειλημμένων ἀποφάσεων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνον ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν ποὺ μικραίνει τὴν «σύνοδο»· περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ μὴ ἐκπροσώπηση τοῦ συντριπτικὰ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ πιστῶν, τῆς πληθυσμιακῆς ὑπεροχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ δὲν ἐκπροσωπήθηκαν στὴν «σύνοδο».
Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἀγωνίσθηκε μὲ συνέδρια, ὁμιλίες, συνεντεύξεις καὶ ἀρθογραφία τῶν μελῶν της, συνεργαζόμενη μὲ ὁμόφρονες ἐπισκόπους, νὰ ἐνημερώσει τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῆς «συνόδου», ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία φάση τῆς προετοιμασίας της. Θὰ ἤ-μασταν εὐτυχεῖς, ἂν εἶχε ἀποτραπῆ ἡ σύγκληση αὐτῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς συνόδου ἢ ἂν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της κάποιοι προκαθήμενοι ἢ συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς ἀγωνίζονταν ἀποφασιστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ νὰ ἀπορριφθεῖ ὁλόκληρο τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», τὸ ὁποῖο νομιμοποιεῖ καὶ θεσμοθετεῖ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ διορθώσεις καὶ οἱ βελτιώσεις, τὶς ὁποῖες ἐπρότεινε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκόμη καὶ ἂν ἐγίνοντο συνοδικὰ δεκτές, δὲν ἐπρόκειτο βέβαια νὰ καταστήσουν τὸ κείμενο ὀρθόδοξο καὶ ἀποδεκτό, ἀφοῦ οὔτε τὰ ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐκρίνοντο οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ μὲ ἀντορθόδοξους ὅρους συμμετοχή μας στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἀντίθετα, μέσα στὸ κείμενο ἐπαινοῦνται καὶ ἐγκωμιάζονται. Ἡ δὲ ὀρθὴ πρόταση τὸ «χριστιανικὲς ἐκκλησίες» νὰ γίνει «χριστιανικὲς κοινότητες» συνάντησε λυσσώδη ἀντίδραση καὶ ἀπορρίφθηκε μὲ ἀνιστόρητες, ἀθεολόγητες, παράλογες, σοφιστικὲς ἀντιπροτάσεις, τὶς ὁποῖες υἱοθέτησε, ἄγνωστο πῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ποὺ δὲν ὑπεστήριξε, ὡς ὄφειλε, τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καί ὑπερέβη ἀναιτιολόγητα τὴν ἐξουσιοδότηση, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ αὐτήν, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐλήφθησαν. Ἀναμένονται οἱ ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις ποὺ ὀφείλουν νὰ δώσουν στὸ Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τόσο ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅσο καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἑλλαδίτες Ἱεράρχες τῆς «συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἀπὸ τὸ ναυάγιο στὰ θολὰ νερὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν τελευταία στιγμὴ γλύτωσαν, κολυμπώντας ὀρθόδοξα στὸ Κολυμπάρι, οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ περιλάλητο κείμενο ἤ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους. Πρόκειται, ἀπ’ ὅσα γνωρίζουμε ἕως τώρα, γιὰ τοὺς Μητροπολίτες Μπάτσκας κ. Εἰρηναῖο (ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας), ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τοὺς Μητροπολίτες Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιο, Μόρφου κ. Νεόφυτο, Ἀμαθοῦντος κ. Νικόλαο, Λήδρας κ. Ἐπιφάνιο, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπέγραψαν τὸ κείμενο, καὶ Νεαπόλεως κ. Πορφύριο, ὁ ὁποῖος διετήρησε ἐπιφυλάξεις κατὰ τὴν ὑπογραφή, καὶ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο (ὁ μόνος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν ὑπέγραψε). Ἀρκετοὶ ἀκόμη Ἱεράρχες ἄσκησαν ἔντονη κριτικὴ στὸ ἐν λόγῳ κείμενο καὶ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους κατὰ τὴν ὑπογραφή του. Ἀποτελοῦν τὴν συνέχεια τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ἐλπίδα καὶ προοπτικὴ πὼς στὸ μέλλον συνοδικὰ καὶ ὀρθόδοξα θὰ ἀπορριφθεῖ ἡ «σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ὡς οὐνιτική, οἰκουμενιστικὴ καὶ φιλοπαπική, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ μία πρώτη ἀποτίμηση· θὰ ἀκολουθήσουν λεπτομερέστερες καὶ ἐμβριθέστερες.
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου |
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
|
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς |
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης |
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
|
Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Σύμβουλος) |
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους |