Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τιτ. β΄ 11-13).
Όσοι πιστοί πανηγυρίζουμε θεοπρεπώς και εφέτος τα άγια Χριστούγεννα του Κυρίου μας. Χαιρόμαστε, διότι η Χάρις του Θεού φανερώθηκε στον κόσμο μας στο πρόσωπο του «μορφήν δούλου» λαβόντος και νηπιάσαντος Θεού Λόγου και κατέλυσε το σκότος της αμαρτίας και του διαβόλου. Χαιρόμαστε και πανηγυρίζουμε την «εν Χριστώ» σωτηρία μας.
Όμως, κατά τον λόγο του Κυρίου μας, αν και «το φως (ο Χριστός) ήλθε στον κόσμο», «οι άνθρωποι αγάπησαν περισσότερο το σκότος παρά το φως, γιατί τα έργα τους ήσαν πονηρά» (πρβλ. Ιω. γ΄ 19).
Εφέτος την χαρά μας έρχεται να σκιάση το ψηφισθέν επαίσχυντο νομοσχέδιο, το λεγόμενο «Σύμφωνο συμβίωσης των ομοφιλοφύλων», με απλά λόγια η «νομιμοποίησις της ανομίας».
Αυτή η νομιμοποίησις της ανομίας, η νομιμοποίησις της αμαρτίας είναι η αποκορύφωσις της αποστασίας μας από τον Θεό.
Ο νόμος του Θεού περιφρονείται. Ο νόμος του Θεού εκδιώκεται. Και εν τέλει θεωρείται παράνομος.
Ο Θεός, μας λένε οι άγιοι Πατέρες, κρύπτεται μέσα στις εντολές Του, μέσα στον Νόμο Του. Όταν εκδιώκουμε τον Νόμο του Θεού από την ζωή μας, εκδιώκουμε τον ίδιο τον Θεό. Εκδιώκουμε την Αγάπη, εκδιώκουμε την Ειρήνη, εκδιώκουμε την ίδια την Ζωή.
Έτσι μένουμε νεκροί πνευματικά, και εντός ολίγου η δυσωδία της αποσυνθέσεως της νεκρής πνευματικά ζωής μας γίνεται αποπνικτική.
Έλεγε ο μακαριστός και διαπρεπής λόγιος ζωγράφος Φώτης Κόντογλου: «Τον σημερινόν άνθρωπο, που δεν πιστεύει σε τίποτα, θαρρείς πως τον έπιασε μιά εωσφορική μανία να συντρίψει τα πάντα, για να γυρίσει ο κόσμος στο χάος απ’ όπου εβγήκε… τώρα ο άνθρωπος δεν παραδέχεται ούτε Θεό, ούτε τάξη στον κόσμο, ούτε σκοπό κανέναν και θέλει να βυθιστεί στο έρεβος της ανυπαρξίας» (Φ. Κόντογλου, «Το φρέαρ της αβύσσου», εν Ευλογημένο καταφύγιο, σελ. 224-225).
Ποιος λοιπόν μπορεί να μας λυτρώση από αυτό το σκότος, από αυτή την δυσωδία, από αυτή την σήψι, που όλο και πιό πολύ μας πνίγει;
Μόνον ο ίδιος ο Θεός. Αυτός, που εμείς αποστρεφόμαστε και συστηματικά και με πείσμα και μίσος τον διώχνουμε από την ζωή μας.
Από εμάς δεν ζητάει τίποτε άλλο ο Θεός παρά να μετανοούμε. Ζητάει την μετάνοιά μας. «Ήγγικεν η Βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω» (Μαρ. α΄ 15). Να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως, να αλλάξουμε τρόπο ζωής.
Τα νομοσχέδια αλλάζουν, όταν εμείς θα αλλάξουμε. Η μετάνοια είναι το αντίδοτο και το αντίβαρο σε όλη αυτή την αποστασία, σε όλη αυτή την πνευματική σήψι. Η οδός της αγιότητος είναι το αντίβαρο στην αποστασία.
Ο ίδιος ο Θεός μας έδειξε τον δρόμο. Ήλθε στην γη, έγινε άνθρωπος, έζησε μαζί μας, έπαθε, απέθανε, και την τρίτη ημέρα ανέστη εκ νεκρών για την σωτηρία μας, «ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν» (Α΄ Πετ. β΄ 21), δείχνοντάς μας δηλαδή με την παναγία ζωή Του τον δρόμο που οδηγεί στην Αγάπη, που οδηγεί στην Ζωή την αιώνιο.
Αυτόν τον δρόμο καλούμαστε και εμείς να ακολουθήσουμε.
Αυτόν τον δρόμο ακολούθησαν οι Άγιοι της Πίστεώς μας.
Ας «προευτρεπίσωμε», λοιπόν, τον «έσω άνθρωπον», για να υποδεχθή τον Λυτρωτή μας, που μας εξαγόρασε από την αμαρτία και μας έκανε «καινόν άνθρωπον», καινούριο άνθρωπο (Εφ. δ΄ 24). Ας «ευτρεπίσωμε το σπήλαιο» της ψυχής μας αρνούμενοι «την ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες» και κάθε μολυσμό «σαρκός και πνεύματος», για να το προσφέρωμε έτσι στον Κύριό μας.
Ο Κύριος ετέχθη και επλήρωσε τα σύμπαντα με την θεϊκή Του ευωδία. Ας τρέξουμε οπίσω Του με την σύμφωνη με τις εντολές Του ζωή μας.
Μετά πολλής εν Κυρίω αγάπης και ευχών
Άγια Χριστούγεννα 2015
Ο Καθηγούμενος της εν Αγίω Όρει
Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου
Αρχιμ. Χριστοφόρος
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Η παρακάτω επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1925 και απευθυνόταν στους μικρούς αναγνώστες της Διάπλασης των παίδων, περιοδικού που διεύθυνε με επιτυχία για 50 χρόνια (1896-1944, 1946-1948). O Ζακυνθινός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας αναπολεί, με νοσταλγία αλλά και χιούμορ, τα παιδικά του χρόνια και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, σε συνδυασμό με τα έθιμα και τις παραδοσιακές συνήθειες του τόπου του.
.
Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925
Αγαπητοί μου,
Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα… την Πρωτοχρονιά. Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι*, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;… Τίποτ’ απ’ αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς… κουλούρα.
Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή* κάποια κουλούρα.
Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, -αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα,* σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ’ αυτήν; Και πού να ‘βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
– Χριστούγεννα αύριο, μου ‘λεγαν. Και του χρόνου!
– Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!…
Και δεν τα ‘βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα ‘βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα – τα ‘βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή… Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, – ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται…
Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ’ ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα.
(Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;…) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το ‘τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.
Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω… κατόπιν εορτής.
Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον… Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν’ αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ’ ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά… τα Θεοφάνεια.
Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.
– Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
– Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.
Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ’ ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το ‘χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ’ ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά…
Μη δεν ήταν το ίδιο;
Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος… Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ’ αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ’ έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ’ το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί* πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να ‘ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.
Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο* με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ’ ένα μεγάλο μορφασμό.
– Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
– Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!
Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;… Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες* δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το ‘κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι’ αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει… τ’ ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!
Σας ασπάζομαι
Φαίδων
Γ. Ξενόπουλος, Αθηναϊκές επιστολές,
Αδελφοί Βλάσση
****
*καλαντάρι: ημερολόγιο * πομπή: τελετή * ζαφουράνα: ζαφορά, κρόκος, είδος φυτού που καλλιεργείται για τις χρωστικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες * είχα εγκλιματιστεί: είχα συνηθίσει στο νέο τρόπο ζωής * εφάμιλλο: ισοδύναμο, ισάξιο * Λάκαινες: Σπαρτιάτισσες
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β Γυμνασίου)
Πηγή: Ψηφιακό Σχολείο, Αβέρωφ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο.Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ’ ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι.
Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι’ ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ’ οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα.
Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ’ εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ’ Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ’ οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι’ ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ’ ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ’ ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ’ ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος.
Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ’ ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι’ ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ’ ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι’ ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ.
Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ’ ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ’ ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι’ ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ’ ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ’ ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε.
Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ’ ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ’ ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι’ ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι’ ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.
Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι’ ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι’ ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ’ ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του.
Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ’ ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε.
Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ’ ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ’ ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ’ ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ’ ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου;
Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη.
Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ’ ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. «Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι’ ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι’ ἄνοιγε τὰ μάτια του κ’ ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος.
Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ’ ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ’ ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ’ ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί.
Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ’ ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ’ ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».
Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι’ ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι’ οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου».
Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους.
Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ’ ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια».
«Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ’ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες.
Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ’ ἄλογο, κι’ ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ’ ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ’ ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα.
Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ’ ἄγρια τὰ κύματα, κ’ ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25».
Κι’ ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».
Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;»
Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι’ ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;»
Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ’ ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».
Σημειώσεις
1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.
Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949
Πηγή: Myriobiblos, Αβέρωφ
Καλῶς καὶ ὠφελίμως οἱ προλαβόντες ἱερεῖς καὶ τὴν ἡμέραν ἐγκωμιάσαντες, τὸν δεσπότην τῆς ἡμέρας ἐδόξασαν καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀκροατὰς πνευματικῶς ᾠκοδόμησαν.
Ἐχρῆν μὲν ἡμᾶς τοὺς ἀμαθεῖς σιωπᾶν, ἐπειδὴ μάλιστα καὶ ἡ σὰρξ ἀσθενὴς καὶ ἡ γλῶσσα τραυλὴ καὶ ἡ διάνοια ῥᾳθυμοτέρα καθέστηκεν.
Ἀναγκαζόμεθα δι’ ὑμᾶς τοὺς ἀκροατὰς τὸν εὐτελέστατον ἡμῶν λόγον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ προβάλλεσθαι, ἵνα καὶ τὴν ἡμέραν ἐγκωμιάσωμεν καὶ ὑμᾶς εἰς ζῆλον θεοσεβείας προκαλεσώμεθα.
Σήμερον Χριστὸς ἐτέχθηκαὶ κόσμος ἐφωτίσθη·
Σήμερον Χριστὸς ἐν φάτνῃ καὶ διάβολος ἐνεπαίχθη·
Σήμερον Πέρσαι καὶ πάντα τὰ ἔθνη διὰ τοῦ ἀστέρος εὐαγγελίζονται,
Ἡρώδης δὲ καὶ ἡ συναγωγὴ διὰ τῶν μάγων θορυβοῦνται·
Σήμερον Ἰωσὴφ καὶ Μαρία καὶ Χριστὸς ἐν τῷ σπηλαίῳ, ὡς Ἀβραὰμ καὶ Σάρρα καὶ Ἰσαὰκ ἐν τῇ σκηνῇ,
Ἡρώδης δὲ καὶ ἡ συναγωγή, ὡς Ἄγαρ καὶ Ἰσμαὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Σήμερον Ἡρώδης μαίνεται καὶ μάγοι ἀγάλλονται· ἐκεῖνοι τὰ δῶρα καὶ οὗτος τὸ ξίφος· τοῖς μάγοις ὁ ἀστὴρ ὁδὸς εἰς σωτηρίαν, τῷ Ἡρώδῃ οἱ ἀρχιερεῖς ὁδὸς εἰς φόνον· τὰ ἔθνη τὰ βάρβαρα χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν καὶ οἱ νομομαθεῖς Ἰουδαῖοι ξύλον καὶ ἥλους καὶ λόγχην· ἱππεῖς καὶ τοξόται ἄνδρες τούτων καταφρονήσαντες, τὰ δῶρα λαβόντες, τῷ ἀστέρι ἠκολούθησαν· καὶ οἱ τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας ἀναγινώσκοντες, τούτων καταφρονήσαντες, τὸν δεσπότην τούτων ἐσταύρωσαν·
Εκεῖνοι τὸν ἐν σπαργάνοις ἐσφιγμένον τιμῶσιν· οὗτοι δὲ τὸν ἐν σημείοις καὶ τέρασι ἀθετοῦσιν.
Ἐκεῖνοι τὸν ἀστέρα ἰδόντες, ἀπὸ ἀπιστίας εἰς πίστιν μετῆλθον· οὗτοι δὲ τὸν σωτῆρα ἰδόντες, ἀπὸ θεοσεβείας εἰς ἀσέβειαν ἐτράπησαν.
Ἐκεῖνοι τοὺς θεοὺς αὐτῶν καταλείψαντες, αὐτὸν τὸν Χριστὸν περιέρχονται ζητοῦντες· οὗτοι δὲ τὸν Χριστὸν καταλείψαντες, τὸν Βαραββᾶν ἔχειν οἱ ἄθλιοι αἰτοῦνται.
Σήμερον τὰ ἔθνη ὡς ἀρνία σκιρτῶσιν, ἔχοντες τὸν Χριστὸν μεθ’ ἑαυτῶν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ὡς κηρίον τήκονται, τὸν ἀντίχριστον ἐκδεχόμενοι.
Ὅτι δὲ ἀντίχριστον δέχονται οἱ Ἰουδαῖοι, μάρτυς ὁ Χριστός· ἐὰν γάρ, φησίν, ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ἰδίῳ ὀνόματι, ἐκεῖνον λήψονται.
Σήμερον αἱ ἐκκλησίαι τῶν ὀρθοδόξων καθάπερ λειμῶνες ῥόδων καὶ κρίνων καὶ ἴων τὴν πνευματικὴν αὐτῶν εὐωδίαν τῷ θεῷ ἀναπέμπουσιν.
Αἱ δὲ τῶν αἱρετικῶν παρασυνάξεις, καθάπερ σκοτεινόχροα ἄνθη, ἀντὶ εὐωδίας δυσωδίαν οἱ ἄθλιοι πνέουσιν.
Σήμερον ὁ θεὸς λόγος δι’ ἡμᾶς ἄνθρωπος ἐγένετο, καὶ ὁ θνητὸς ἄνθρωπος ἀθάνατος κατὰ χάριν γεγένηται.
Σήμερον Μαρία ἔτεκε καὶ κόσμος ἐφωτίσθη, ἐκείνη ἐν τῷ σπηλαίῳ καὶ ἡ οἰκουμένη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
Τίς δὲ ἦν χρεία τῆς ἐκ Μαρίας γεννήσεως· ἵνα ἡμεῖς τῷ ὁμοιοπαθεῖ προσελθόντες ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν.
Γεννᾶται Χριστὸς ἐκ Μαρίας, ἵνα τοὺς ἀποστόλους ἐκλέξηται ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς θεραπεύσῃ, ἵνα τοὺς νεκροὺς ἐγείρῃ, ἵνα τοὺς λεπροὺς καθαρίσῃ, ἵνα τοὺς ἐνεργουμένους ἐλευθερώσῃ.
Γεννᾶται ἐκ Μαρίας, ἵνα τὰ ἔθνη φωτίσῃ, ἵνα τοὺς Ἰουδαίους διδάξῃ, ἵνα τὸ βάπτισμα ἀνοίξῃ, ἵνα τὸν προδότην ἐλέγξῃ, ἵνα Ζακχαῖον καλέσῃ, ἵνα τὸν Ναθαναὴλ μακαρίσῃ.
Γεννᾶται ἐκ Μαρίας, ἵνα τὸν ἀπατήσαντα τὴν Εὔαν ὄφιν ἀποκτείνῃ, ἵνα τὸν Ἀδὰμ διὰ τοῦ λῃστοῦ εἰς τὸν παράδεισον εἰσαγάγῃ, ἵνα τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ τὸ αἷμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ἡμῖν χαρίσηται.
Τίνος δὲ ἕνεκεν μορφὴν δούλου ἀνέλαβεν; ἵνα καὶ οἱ δοῦλοι προσελθόντες αὐτῷ ἐλευθερωθῶσιν, … ἵνα τὸ θυσιαστήριον πήξῃ.
Διὰ τί δὲ ἐταπείνωσεν ἑαυτόν; ἐπειδὴ ἡμεῖς οὐκ υνάμεθα προσεγγίσαι τῇ ἀκράτῳ αὐτοῦ θεότητι.
Καὶ γὰρ οἱ σοφοὶ τῶν θηρευτῶν τοῦτο ποιοῦσι· ὁ βουλόμενος στρουθίον θηρεῦσαι, στρουθίον προβάλλεται· ὁ βουλόμενος πέρδικα θηρεῦσαι, πέρδικα προβάλλεται· ὁ βουλόμενος περιστερὰν θηρεῦσαι, περιστερὰν προβάλλεται, ἵνα τὸ ὅμοιον διὰ τοῦ ὁμοίου θηρευθῇ.
Οὕτως καὶ ὁ Χριστὸς ἐποίησεν· τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐσαγήνευσεν, τὸν διάβολον διὰ τῆς
ταπεινοφροσύνης κατεπάτησεν, τὸν Σατανᾶν διὰ τῆς ἀνοχῆς αὐτοῦ ἐσκύλευσεν, καὶ τοῖς τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φυλάττουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἡτοίμασεν.
Σήμερον ἄγγελοι δοξολογοῦσι καὶ ἄνθρωποι προσκυνοῦσι καὶ νεκροὶ ἱκετεύουσιν.
Σήμερον τρεῖς τά εις δῶρα αὐτῷ προσφέρουσιν· τὸν χρυσὸν ὡς βασιλεῖ ἄνθρωποι, λίβανον ὡς θεῷ ἄγγελοι, σμύρναν νεκροὶ ὡς «διὰ τῶν νεκρῶν».
Διάφορα εἴδη προσφέρουσιν, ἐπειδὴ γένη διάφορα τὴν προσκύνησιν αὐτῷ σήμερον ἄγουσιν.
Δεῦτε οὖν ὅσοι τῶν ἐμῶν λόγων ἀκροαταὶ τυγχάνετε, χριστιανικῶς ἑορτάσωμεν σήμερον.
Πῶς ἔσται τοῦτο; μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδώσωμεν, ὅτι γέγραπται ἐν παροιμίαις· ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Μὴ αἴτιος σκανδάλου γίνου, ὅτι λέγει ἐν εὐαγγελίοις ὁ κύριος· ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ὅστις σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ῥιφῇ εἰς τὴν θάλασσαν.
Μετάδος τῷ δεομένῳ στέγης, σκέπης, σιτίων, ὁ ὑπὲρ τὴν χρείαν τούτοις χρώμενος· ὅτι πάλιν φησὶν ὁ κύριος· μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
Μὴ μέγα φρόνει· ὁ γὰρ δοκῶν τι εἶναι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ.
Τοὺς ἱερεῖ ςὑμῶν πολλῆς τιμῆς καὶ δορ υφορίας ἀξιώσατε·
Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες.
Ἀπέχεσθε πορνείας καὶ πνικτοῦ καὶ αἵματος.
Ἐπικατάρατος γὰρ ἐναντίον κυρίου ὁ ἐσθίων αἷμα ἢ πνικτὸν ἢ θηριάλωτον ἢ πετεινόθνητον ἢ θηράθνητον ἐν παγίδι τεθνηκός· καὶ ἐξολο θρευθῇ ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ.
Τὴν συνήθειαν τῶν ὅρκων ἐκκόψατε, τὸν γεννηθέντα Χριστὸν δοξάζοντες, ὅτι αὐτῷ πρέπει τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: (ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ, Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας (σ.Π/Β: η αυθεντική πηγή στάθηκε αδύνατο να βρεθεί και χρησιμοποιήθηκε η αναδημοσίευση από το ΕΥΔΡΟΜΟΥΝΤΩΝ ΑΛΕΙΠΤΗΣ.), Αβέρωφ
Πρωτ. Ἀριθμ. Διεκπ. |
Χριστούγεννα 2015 |
Πρὸς
Τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ΧΡΟΝΙΑ σας ΠΟΛΛΑ!
Τί μεγάλη ἡ σημερινή μέρα! Πόσο συγκλονιστικὸ πραγματικὰ τὸ νόημά της! Ἀφοῦ ἑτοιμάσαμε καὶ προευτρεπίσαμε τὶς καρδιές μας, τώρα ζοῦμε τὴ μεγάλη χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ γραφικὴ περιγραφή, μιὰ ὄμορφη ἱστοριούλα. Ὁ Κύριος γεννᾶται γιὰ τὴ σωτηρία μας θαυμαστῶς, «ἐκ Παρθένου». Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, παίρνει μορφὴ ὑλική, ὁ ἀόρατος φαίνεται, ὁ ἄναρχος γεννιέται, ὁ ἄχρονος εἰσέρχεται στὸν χρόνο. Μέσα στὸ φτωχὸ καὶ ταπεινὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ κρύβεται τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος, ὁ παντέλειος Θεός. Ποιά μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση! Ποιό σημαντικότερο γεγονός γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά!
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀρχίζει μὲ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἡ Καινὴ Διαθήκη ξεκινᾶ μὲ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἀναδημιουργία καὶ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του ἐπὶ τῆς γῆς, νὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ προορισμὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Σήμερα πραγματώνεται ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ, σήμερα ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποκτᾶ τὴ δόξα τῆς ἀλήθειας της, σήμερα ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, σήμερα ἑρμηνεύεται ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλάση καὶ δημιουργία μας, σήμερα «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν» τῆς κατασκευῆς μας ἀναβαθμίζεται σὲ προοπτικὴ «κοινωνίας θείας φύσεως» γιὰ ὅλους μας. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πλάσμα Θεοῦ γίνεται μεθεκτὸς Θεοῦ. Σήμερα ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν πρόκληση τῆς σημερινῆς κοσμικῆς ἀνθρωπολογίας. Τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων εἶναι σίγουρα πιὸ ἐπίκαιρο παρὰ ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σύγχρονη ἀντίληψη καὶ πρακτικὴ ἀγωνίζεται λυσσαλέα νὰ τὸ διαγράψει καὶ νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀπὸ ἐτῶν ὑπερτονίζεται ὁ κοσμικὸς ἑορτασμὸς εἰς βάρος τῆς θρησκευτικῆς ἑορτῆς. Τὰ δεντράκια, τὰ ἀστεράκια, τὰ λαμπιόνια, τὰ δῶρα, τὰ γλυκίσματα σταδιακὰ ἀντικατέστησαν τὸ θρησκευτικὸ χρῶμα τῶν Χριστουγέννων. Τὰ παραδοσιακὰ κάλαντα μὲ τὸ ὄμορφο θρησκευτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ περιεχόμενο ἔδωσαν τὴ θέση τους σὲ ἐπίκαιρα τραγουδάκια γυμνὰ ἀπὸ ἔμπνευση, στεγνὰ ἀπὸ ζωή, ἐντελῶς ἀποξενωμένα ἀπὸ κάθε πνευματικὸ νόημα. Ἡ Παρθένος Μαρία ἔμεινε μόνον Μαρία. Ὁ Χριστὸς καὶ ὡς λέξη συστηματικὰ ἄρχισε νὰ συρρικνώνεται, σταδιακὰ νὰ ξεθωριάζει καὶ ἐπιμελῶς νὰ περιθωριοποιεῖται. Ἤδη ὁ κόσμος γιορτάζει Χριστούγεννα χωρὶς πίστη, δίχως πνεῦμα, δίχως νόημα, χωρὶς Χριστό. Ἴσως ἡ πραγματικὴ κρίση νὰ εἶναι ὅτι χάσαμε τὰ Χριστούγεννα.
Ἱερὲς ἔννοιες ὅπως ζωή, ψυχή, ἠθική, φύλο ἔχουν πλέον προσλάβει παραμορφωμένη σημασία. Ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται τύχη, ἡ ψυχὴ ἑρμηνεύεται ὡς βιοχημικὴ διεργασία, ἡ ἠθικὴ ἔχει καταντήσει δεοντολογικὸ κατασκεύασμα, ἡ ἐπιστήμη ἐπιστρατεύεται γιὰ νὰ συμπιέσει τὸν θεόμορφο ἄνθρωπο σὲ βιολογικὴ μηχανή. Ἡ ἱερὴ παρακαταθήκη τοῦ ἀνδρικοῦ ἢ γυναικείου φύλου ἐκφυλίζεται σὲ ἐπιλογὴ ἡδονικοῦ προσανατολισμοῦ. Ὁ γάμος ἐξισώνεται μὲ ἕνα σύμφωνο συμβίωσης. Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ πέρασμα στὴν αἰωνιότητα ἀλλὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἀνυπαρξία. Ἡ τιμὴ τῆς ταφῆς τοῦ νεκροῦ σώματος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν μηδενισμὸ τῆς βίαιας ἀποτέφρωσης καὶ ἡ εὐλογία τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας ἀπὸ κάτι ποὺ βαφτίζεται πολιτικὴ κηδεία. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καταντήσει ἕνα ἐπίπεδο ὑλικὸ ὂν στερημένο πνεύματος, προοπτικῆς καὶ ἀξίας. Πρὶν πεθάνει, ἡ ἀθεΐα τοῦ ἔχει ἤδη ρουφήξει τὴ ζωή.
Ἡ ἀθεϊστικὴ ἀντίληψη ἐπαγγέλλεται τὴν εἰρήνη καὶ σπέρνει παντοῦ πολέμους. Μιλάει γιὰ ἀξίες καὶ καλλιεργεῖ ἐμπάθειες καὶ διαστροφές. Ὑποστηρίζει τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ προκαλεῖ πρωτοφανῆ μεταναστευτικὰ κύματα. Ἔφτιαξε ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο δὲν χωρᾶμε. Λέγει ὅτι κέντρο της εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ θεσμοθετεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀσέβεια ἢ νομιμοποιεῖ τὸν παραλογισμὸ σὲ ὅλες του τὶς μορφές. Διακηρύττει τὴ δημοκρατία καὶ ἀπαξιώνει πλήρως τὸ πολιτικὸ σύστημα. Τὸν Θεὸ τὸν δέχεται μόνον γιὰ νὰ τοῦ ἀποδίδει εὐθύνες γιὰ τὰ δικά της ἐγκλήματα. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε∙ ὁ ὑλισμὸς, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ἀθεΐα ἀπέτυχαν παταγωδῶς. Τὸ μόνο ποὺ πέτυχαν εἶναι νὰ μᾶς ἐπιβάλουν τὴ δικτατορία τους. Καὶ ὅλα αὐτὰ καταστρέφοντας τὰ Χριστούγεννα.
Μέσα ὅμως σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν βοὴ τῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ὕβρεως κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιμένει νὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸ στόμα τοῦ ὑμνογράφου «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε», διότι γεννᾶται «τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά Του. Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας, τὸ κέντρο τῆς σωτηρίας μας. Δίπλα στὸν ἄνθρωπο τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς κοσμικῆς ἀθεϊστικῆς ἀντίληψης μοιάζει μὲ ὅ,τι πιὸ ἀποκρουστικὸ ὑπάρχει.
Δὲν θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ σᾶς εὐχηθῶ συμβατικὰ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, λέγοντας δυὸ λέξεις, χωρὶς νὰ καταλάβετε οὔτε ἐσεῖς οὔτε κι ἐγὼ τὸ νόημά τους. Θέλω ὅμως νὰ σᾶς εὐχηθῶ νὰ ζήσουμε ὅλοι μας ὡς Ἐκκλησία τὴ χαρὰ καὶ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀταλάντευτη ἐλπίδα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «δι’ ἡμᾶς ἐκ Παρθένου», ὅτι εἶναι «μεθ’ ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» καὶ ὅτι προσδοκᾶ νὰ «σκηνώσει ἐν ἡμῖν» γιὰ πάντα.
Ὁ Χριστὸς εἶναι δικός μας, ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας, ὁ Χριστὸς εἶναι μέσα μας.
Εὔχομαι σὲ ὅλους σας
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Επειδή όμως αυτά, και μύρια άλλα και δυσδιήγητα είδη της θείας οικονομίας λίγους ευεργέτησαν, ενώ οι υπόλοιποι άνθρωποι έμειναν αθεράπευτοι, τότε λοιπόν, τότε έγινε το μεγάλο και απερίγραπτο μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Γιατί ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, ο δημιουργός όλης της κτίσεως, ο άπειρος, ο απερίγραπτος, ο αναλλοίωτος, η πηγή της ζωής, το φως που προήλθε από το φως, η ζωντανή εικόνα του Θεού, η ακτινοβολία της δόξας, η σφραγίδα της υποστάσεώς του, προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και ανακαινίζει την εικόνα του που είχε καταστραφεί με την αμαρτία, και ανανεώνει τον ανδριάντα που είχε παλιώσει από τον υιό της πονηρίας, και τον κάνει πιο χαριτωμένο από τον πρώτο, όχι δημιουργώντας τον πάλι από χώμα, όπως παλιά, αλλά δεχόμενός τον ο ίδιος, χωρίς να μεταβάλει τη θεϊκή φύση σε ανθρώπινη, αλλά ενώνοντας την ανθρώπινη με τη θεϊκή. Γιατί, μένοντας αυτό που ήταν, έλαβε αυτό που δεν ήταν. Και αυτό μας το διδάσκει ο μακάριος Παύλος φωνάζοντας• «Ας επικρατεί μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα, που υπήρχε και στον Ιησού Χριστό, ο οποίος, αν και είχε θεϊκή ύπαρξη, δεν θεώρησε κάτι σαν αρπαγή το ότι ήταν ίσος με τον Θεό, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό του, παίρνοντας μορφή δούλου». Από αυτά είναι φανερό ότι η μορφή του Θεού, μένοντας αυτό που ήταν, έλαβε τη μορφή δούλου. Και μορφή δούλου δεν ονομάζει αυτό που φαίνεται μόνο στον άνθρωπο, αλλά όλη τη φύση του ανθρώπου. Γιατί, όπως η μορφή του Θεού σημαίνει την ουσία του Θεού, γιατί το Θείο είναι χωρίς μορφή και σχήμα, και κανείς που έχει τα λογικά του δεν μπορεί να πει ότι ο ασώματος και ασύνθετος έχει μορφή και διαίρεση μελών, έτσι η μορφή του δούλου φανερώνει όχι μόνο αυτό που φαίνεται, αλλά όλη την ουσία του ανθρώπου.
Για χάρη τίνος ο Θεός Λόγος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση.
Επειδή ο Δημιουργός λυπήθηκε τη δική μας φύση, που δεχόταν πόλεμο από τον Πονηρό και βαλλόταν με τα δηλητηριασμένα βέλη της αμαρτίας και στελνόταν στο θάνατο, ήρθε σε βοήθεια της εικόνας και κατανίκησε εκείνους που την πολεμούσαν, όχι χρησιμοποιώντας απλώς τη θεϊκή δύναμη, ούτε χτυπώντας τους αντιπάλους με τη βασιλική εξουσία, ούτε επιστρατεύοντας αγγέλους, ούτε παίρνοντας ως συμμάχους του τους αρχαγγέλους, ούτε οπλίζοντας εναντίον των έχθρων κεραυνούς ή αστραπές, ούτε εμφανιζόμενος στη γη με Χερουβίμ και καταδικάζοντας τους αντιδίκους μας, αλλ’ αφού έγινε ένας από τους ένοχους και πολεμουμένους, και κρύβοντας επιμελώς τη μεγαλοπρέπεια της θεότητας με την ευτέλεια της ανθρώπινης φύσεως, και προαλείφοντας τον άνθρωπο που φαινόταν σε πάλη, και στεφανώνοντάς τον μετά τη νίκη. Και από παιδί διδάσκοντας την αρετή και οδηγώντάς τον στο ψηλότερο σημείο της δικαιοσύνης, και διαφυλάσσοντάς τον αήττητο και απαλλαγμένο από τα βέλη της αμαρτίας, επιτρέποντάς τον όμως να υποστεί θάνατο, για να ελέγξει την αδικία της αμαρτίας και να καταργήσει τη δύναμη του θανάτου.
Γιατί, εάν επιτίμιο εκείνων που ήταν κάτω από την αμαρτία ήταν ο θάνατος, εκείνος που είναι για πάντα απαλλαγμένος από αυτήν, είναι δίκαιο να απολαμβάνει τη ζωή και όχι τον θάνατο. Όμως η αμαρτία, αν και ηττημένη, καταδικάζοντας σε θάνατο τον νικητή και εκδίδοντας εναντίον του την ίδια απόφαση που εξέδιδε πάντοτε εναντίον των ηττημένων, συνελήφθη να αδικεί. Γιατί, στέλνοντάς τον μέχρι τους δέσμιους του θανάτου, επειδή το έκανε σύμφωνα με τον νόμο, της επιτρεπόταν να το κάνει. Όταν όμως επέβαλε τα ίδια επιτίμια και στον αθώο και ανεύθυνο, που ήταν άξιος για τιμές και αναδείξεις σε υψηλά αξιώματα, κατ’ ανάγκη ως άδικη εκδιώκεται από την εξουσία. Και αυτό διδάσκοντάς το ο μακάριος Παύλος, έλεγε·«Εκείνο που δεν μπορούσε να κάνει ο νόμος, επειδή του έλειπε η δύναμη λόγω της σάρκας, το έκανε ο Θεός στέλνοντας τον Υιό του με σώμα που έμοιαζε με το δικό μας αμαρτωλό σώμα, ως θυσία για την αμαρτία, καταδικάζοντας έτσι την αμαρτία στη σάρκα, για να εκπληρωθεί η απαίτηση του νόμου σε μας, οι οποίοι δεν ζούμε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σάρκας, αλλά σύμφωνα με τις οδηγίες του Πνεύματος».
Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· Σκοπός του νόμου, λέγει, ήταν να δικαιώσει τη φύση των ανθρώπων, αλλά αδυνατούσε να το κάνει αυτό, όχι από δική του αδυναμία, αλλ’ εξαιτίας της νωθρότητας των ακροατών του. Γιατί, όντας επιρρεπείς προς την ηδονή της σάρκας, απέφευγαν τις ταλαιπωρίες των απαιτήσεων του νόμου, και επιδίδονταν στις ηδυπάθειες του σώματος. Γι’ αυτό, λέγει, ο Θεός των όλων στέλνοντας τον Υιό του με τη μορφή του σώματος της αμαρτίας, δηλαδή με ανθρώπινη φύση, απαλλαγμένη όμως από την αμαρτία, ως θυσία για την αμαρτία, καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα, ελέγχοντας την αδικία της, επειδή υπέβαλε στα επιτίμια των αμαρτωλών τον ανεύθυνο και απαλλαγμένο από την αμαρτία, και το έκανε αυτό όχι για να δικαιώσει τον άνθρωπο που προσέλαβε, αλλά για να εκπληρωθεί, λέγει, η απαίτηση του νόμου σε μας που δεν ζούμε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σάρκας, αλλά με την καθοδήγηση του Πνεύματος. Καθόσον η ευεργεσία του Σωτήρα μας εκτείνεται σ’ όλη τη φύση των ανθρώπων, γιατί, όπως με τον προπάτορα Αδάμ γίναμε μέτοχοι της κατάρας και βρεθήκαμε όλοι δέσμιοι του θανάτου όπως εκείνος, έτσι γινόμαστε μέτοχοι και της νίκης του Σωτήρα Χριστού, και θα συμμετάσχουμε στη δόξα και θα απολαύσουμε μαζί του και τη βασιλεία. Και αυτών μάρτυρας είναι ο μακάριος Παύλος, υπενθυμίζοντας και τα παλιά και τα νέα, και δείχνοντας ότι τα παλιά καταργήθηκαν με τη δικαίωση του Σωτήρα.
Όπως γίναμε μέτοχοι του θανάτου του Αδάμ, έτσι θα γίνομε μέτοχοι και της ζωής του Κυρίου.
«Εάν με το παράπτωμα του ενός», λέγει, «πέθαναν πολλοί, η χάρη του Θεού και η δωρεά που ήρθε με τη χάρη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού, ήταν υπεραρκετή για τους πολλούς». Και λίγο παρακάτω• «Άρα λοιπόν, όπως με το παράπτωμα του ενός η καταδίκη κυριάρχησε σε όλους τους ανθρώπους, έτσι και η δίκαια πράξη του ενός ήταν δικαίωση και ζωή για όλους τους ανθρώπους. Γιατί, όπως με την παρακοή του ενός ανθρώπου έγιναν αμαρτωλοί οι πολλοί, έτσι και με την υπακοή του ενός θα δικαιωθούν οι πολλοί». Τα ίδια διδάσκει πιο καθαρά και στην προς Κορινθίους επιστολή λέγοντας· «Όπως με τον Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι και με τον Χριστό όλοι θα ζωοποιηθούν». Από αυτά είναι φανερό, ότι η νίκη του Σωτήρα μας είναι δική μας νίκη, αφού η ήττα του προπάτορά μας υπήρξε ήττα όλων και πρέπει, όπως γίναμε μέτοχοι της πράξεως εκείνου, έτσι ν’ απολαύσουμε και τα αγαθά μαζί με εκείνον που έλαβε σάρκα από εμάς και δοξάσθηκε για μας. Γι’ αυτό και ο θείος απόστολος έλεγε· «Εκείνους που τους ήξερε από πριν, αυτούς και προόρισε να γίνουν όμοιοι με την εικόνα του Υιού του, ώστε αυτός να είναι πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς. Εκείνους που αυτός προόρισε, εκείνους και κάλεσε, και εκείνους που κάλεσε, αυτούς και δικαίωσε, και εκείνους που δικαίωσε, αυτούς και δόξασε». Και κάπου αλλού λέγει· «Εάν είμαστε παιδιά του, είμαστε και κληρονόμα του· κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού, εάν βέβαια πάσχουμε μαζί του, για να δοξασθούμε και μαζί του». Και αλλού· «Εάν υπομένουμε, και θα βασιλεύουμε μαζί του». Για χάρη λοιπόν όλης της φύσεώς μας ο Λόγος του Θεού προσέλαβε τη δική μας απαρχή, ώστε, οδηγώντας την μέσα από κάθε αρετή, να προκαλέσει σε πάλη τον ανταγωνιστή, και να αποδείξει ότι ο αθλητής είναι ανίκητος, και αυτόν να τον δοξάσει, ενώ εκείνου την πράξη να την στηλιτεύσει, και να κάνει όλους να κινηθούν με θάρρος εναντίον του. Γι’ αυτό στα ιερά Ευαγγέλια έλεγε, άλλοτε, «Είδα τον Σατανά να πέφτει σαν αστραπή από τον ουρανό», και άλλοτε πάλι, «Εάν κάποιος δεν μπει μέσα στο σπίτι του ισχυρού και δεν δέσει τον ισχυρό, πώς είναι δυνατόν να αρπάξει τα σκεύη του;». Λέγοντας σπίτι του ισχυρού εννοεί την ανθρώπινη φύση, η οποία έχει αυτομολήσει προς εκείνον, ανεχόμενη να εκτελεί ό,τι διατάσσει εκείνος και επισύροντας επάνω της αυθαίρετη δουλεία. Και αλλού πάλι· «Έχετε θάρρος, εγώ νίκησα τον κόσμο». Και κάπου αλλού· «Τώρα γίνεται δίκη του κόσμου αυτού, τώρα ο άρχοντας του κόσμου αυτού θα πεταχθεί έξω. Και εγώ όταν υψωθώ από τη γη, θα σας ελκύσω όλους προς τον εαυτό μου». Και προχωρώντας το αναπτύσσει πιο καθαρά.
Ότι η ενανθρώπηση του Σωτήρα είναι κοινή ευεργεσία των ανθρώπων.
«Όσον άφορα την κρίση, ο άρχοντας του κόσμου αυτού έχει κριθεί». Και πάλι· «Έρχεται ο άρχοντας του κόσμου αυτού, και επάνω μου δεν έχει καμμιά δύναμη». Όντας δηλαδή απαλλαγμένος από κάθε αιτία, δεν είχε κανένα από τα σπέρματα του διαβόλου. Γι’ αυτό και κατάργησε την τυραννία του και τον έβγαλε έξω, και έκανε να τον καταπατούν εκείνοι που προηγουμένως ήταν δούλοι του, ενθαρ¬ρύνοντάς τους και λέγοντας• «Να, σας δίνω την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού». Για να δούμε όμως και την ίδια την πάλη προς τον διάβολο, ας πάμε στην ιστορία των Ευαγγελίων. Οδηγήθηκε ο Ιησούς από το Πνεύμα μετά τη βάπτισή του στην έρημο, για να πειρασθεί από τον διάβολο. Οδηγήθηκε βέβαια όχι ο Λόγος του Θεού, αλλά ο ναός (άνθρωπος) που προσλήφθηκε από τον Θεό Λόγο από τους απογόνους του Δαβίδ. Γιατί το άγιο Πνεύμα δεν οδήγησε τον Θεό Λόγο για να παλέψει με τον διάβολο, αλλά τον ναό που έπλασε μέσα στην Παρθένο σε ναό του Θεού Λόγου. Νήστεψε σαράντα μέρες και άλλες τόσες νύχτες. Δεν θέλησε να ξεπεράσει το μέτρο εκείνων που είχαν νηστέψει παλαιότερα, για να μη αποφύγει την πάλη μαζί του ο αντίπαλος, για να μη καταλάβει ποιός κρύβεται, και αποφύγει να παλέψει μ’ αυτόν που φαινόταν. Γι’ αυτό μετά από τις ημέρες που είπαμε, εμφανίζει το πάθος της ανθρώπινης φύσεως και επιτρέπει στην πείνα να προκληθεί, δίνοντας λαβή σ’ εκείνον μέσω της πείνας. Γιατί δεν τολμούσε να πλησιάσει, επειδή έβλεπε να γίνονται πολλά γύρω από αυτόν που ήταν ταιριαστά σε Θεό. Πράγματι όταν γεννήθηκε άγγελοι έψαλλαν, ανέτειλε άστρο που οδήγησε τους μάγους για να τον προσκυνήσουν, έβλεπε τους κορυφαίους της παρατάξεως αυτής, αλλά και τον ίδιο να εφαρμόζει κάθε διάταξη του νόμου, να αποστρέφεται την κακία, να σιχαίνεται κάθε πονηρία, και αυτό σύμφωνα με την πρόβλεψη που έγινε γι’ αυτόν από τον προφήτη· «Προτού να γνωρίσει το καλό ή το κακό, αποφεύγει να πειθαρχήσει στο κακό, και προτίμα το καλό». Αλλά και ο Ιωάννης φώναζε· «Να ο Αμνός του Θεού, ο οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου». Ο Πατέρας βεβαίωσε από τον ουρανό· «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο έδειξα την ευαρέσκεια μου». Ήρθε από πάνω η χάρη του Πνεύματος. Αυτά και πολλά άλλα τέτοια προξενούσαν κατάπληξη στον διάβολο, και δεν τον άφηναν να έρθει κοντά στον αγωνιστή της φύσεώς μας. Όταν όμως δέχθηκε την προσβολή της πείνας και τον είδε να έχει ανάγκη από τροφή, και να μη μπορεί να αντέξει περισσότερο από τους παλιούς άνδρες, πλησιάζει, νομίζοντας ότι βρήκε πολύ μεγάλη ευκαιρία, και πιστεύοντας ότι θα τον νικήσει εύκολα.
Πηγή: (Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας. «Περί ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου», Ε.Π.Ε. 10, σ. 27, 39-47), Η άλλη όψη
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Σὲ κάθε ἐποχή, μὰ ἰδιαίτερα σὲ στιγμὲς μεγάλης κοινωνικῆς παρακμῆς, συναντοῦμαι πολλὰ πρόσωπα (φιλοσόφους, ποιητές, πολιτικούς, ἐπαναστάτες) νὰ καταγγέλουν τὴν καθεστηκυία τάξη καὶ νὰ ἐπαγγέλονται ἕνα κόσμο νέο, ἕνα κόσμο καλύτερο, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ χωρᾶ τίποτα ἀπὸ τὰ παλαιὰ δεινὰ καὶ πάθη. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε πὼς δὲν πάει καὶ πολὺς καιρὸς ποὺ καὶ στὸ τόπο μας, τὸ κεντρικὸ σύνθημα τοῦ δημοσίου διαλόγου ἦταν ἡ φράση «νὰ τελειώνουμε μὲ τὸ παλιό».
Δὲν ἦταν λίγες οἱ περιπτώσεις ὅπου διάφορα ριζοσπαστικὰ κινήματα κατάφεραν μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἐπικρατήσουν, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ κοινωνίες νὰ ἀλλάξουν τὶς ἰδεολογικές τους κατευθύνσεις καὶ τὸν τρόπο τῆς κοινῆς τους βιοτής, χωρὶς ὅμως οἱ ἐξαγγελίες τῶν ἐμπνευστῶν τούτων τῶν θέσεων νὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο σὲ φωτεινότερες ἐποχές. Ἀντιθέτως· στὴν προϋπάρχουσα ἀδικία προστέθηκαν καινοφανεῖς ἀνομίες.
Παρὰ ταῦτα ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια γιὰ σωτηρία, μοιάζει ἐγκλωβισμένη συνεχῶς σὲ τοῦτο τὸ ἀδιέξοδο σχῆμα: καταγγελία τοῦ παλαιοῦ, ἐξύμνηση τοῦ νέου. Σὲ τούτη τὴν ὀπτικὴ ὅμως, μᾶς διαφεύγει τὸ αὐτονόητο: καὶ τὸ νέο, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ γίνει παλαιό, γιατί ὁ πτωτικὸς αὐτὸς κόσμος φθείρει τὰ πάντα, γιατί ὁ χρόνος ὅ,τι ἀγγίζει τὸ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ μαρασμό του.
Ἴσως οἱ παραπάνω λόγοι, τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ σᾶς προκαλοῦν ἀπορία. Γιατί ἐνῶ «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, σήμερον ἠνώθησαν», ἐμεῖς στρέφουμε τὶς σκέψεις σας πρὸς τὰ παθήματα τοῦ κόσμου; Γιατί ἐνῶ «Χορεύσουιν Ἄγγελοι πάντες ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀγάλλονται σήμερον», ἐμεῖς ἀσχολούμαστε μὲ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων; Γιατί ἐνῶ «Σήμερον ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται ἐκ Παρθένου» ἐμεῖς ἀγγίζουμε αὐτὰ πού μας ἀπογοητεύουν καὶ μᾶς λυποῦν;
Μιλοῦμε γιὰ τοῦτα ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται νὰ κομίσει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ἕνα καὶ μοναδικό: ὁ θάνατος. Μιλώντας γιὰ τὸν θάνατο δὲν πρέπει νὰ μένουμε ἁπλὰ καὶ μόνο στὴ βιολογική του διάσταση, στὴ φυσικὴ τελευτή. Τὸν θάνατο, ἂν ψηλαφίσουμε καλύτερα τὶς πληγές μας, θὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ παρηκμασμένου μας βίου: στὴν ἀδικία καὶ στὴν βία, στὶς ἔριδες καὶ στὶς συγκρούσεις, στὸν πόνο καὶ στὴν ἀδυναμία. Καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνιστῶσες τοῦ ἀνθρώπινου βίου δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει πρὸς τὰ βέλτιστα, ἂν δὲν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως μαρτυρεῖ πὼς τοῦτο τὸ παιδίο ποὺ κείτεται σπαργανωμένο μέσα στὴ φάτνη, μέσα σ’ ἕνα λίκνο ποὺ ὁμοιάζει μὲ μνῆμα ταφικό, καὶ σ’ ἕνα σπήλαιο ποὺ θυμίζει τὸν Ἅδη, ἦρθε γιὰ νὰ καταπατήσει τὸ θάνατο καὶ νὰ θεώσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ κρίσιμη διαφοροποίηση στὸ εἶδος τὴν σωτηρίας ποὺ ὁ Θεός μας προσφέρει. Ἔσχατος ἐχθρὸς γιὰ τὸν Θεάνθρωπο εἶναι ὁ θάνατος, ὄχι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ταλαίπωρου ἀνθρώπου, στὴν ὕπαρξη κάθε ἁμαρτωλοῦ, βλέπει τὸ ἀρχαῖο κάλος τοῦ δημιουργήματός Του. Γιατί κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔπεσε καὶ νὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν ἀπώλεσε ὅμως τὸ «κατ’ εἰκόνα», δὲν ἔχασε τὴν ἀρχετυπικὴ αὐτὴ σχέση καὶ συγγένεια μὲ τὸν δημιουργό του. Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀμαυρωμένη καὶ ξεχασμένη ἴσως, πάντα ὅμως ὑπαρκτὴ καὶ ἀναγνωρίσιμη.
Ἐμεῖς ὅμως, ἀκόμα καὶ σήμερα, τὴν σωτηρία μας τὴν κατανοοῦμε ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοὺς «κακούς» καὶ τοὺς «ἀδίκους», τοὺς «παλαιούς» καὶ τοὺς «διεφθαρμένους», χωρὶς νὰ ἔχουμε τὴν ἐντιμότητα καὶ τὸ θάρρος νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν δική μας κακότητα, τὴν δική μας παλιανθρωπιά. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα, ἐξίσου αὐτοκαταστροφικὸς μὲ τοὺς πρωτοπλάστους, ἐπιδιώκει τὸ χαμό του. Ἂν ὁ Θεὸς ἔκανε δεκτὲς τὶς προσευχές μας γιὰ ἀπαλλαγὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ τοὺς «κακούς», τότε θὰ ξαφνιαζόμασταν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα σ’ αὐτοὺς θὰ βρισκόμασταν καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ θεωροῦντες ἑαυτοὺς ὡς δικαίους.
Μὰ ὁ Θεὸς στέλνει νέο Ἀδάμ, τὸν Υἱὸν Τοῦ τὸν μονογενῆ, γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ κανείς, γιὰ νὰ ἀλλάξουν ὅλα μὲ τὸν δικό του τρόπο, ποὺ δὲν μοιάζει οὔτε μὲ θύελλα, οὔτε μὲ σεισμό, ἀλλὰ μὲ αὔρα λεπτή. Ποιὸς ὁ θεῖος τοῦτος τρόπος; Ἡ ἐνανθρώπηση. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, παρεκτὸς τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι συστατικὸ τούτης τῆς φύσεως, ἀλλὰ στοιχεῖο ξένο καὶ ἐπίκτητο.
Μέγα τοῦτο τὸ σκάνδαλο, γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς. Μὰ καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀθανάσιου ὑπῆρχαν κάποιοι ποὺ ἀγανακτοῦσαν μὲ τὴν ἐνανθρώπιση λέγοντας πὼς θὰ ἦταν ἀρκετὸ «νεύματι μόνον ποιῆσαι» ὁ Θεὸς γιὰ νὰ παιδαγωγήσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἔκανε καὶ παλαιά, ὅταν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιούργησε τὰ πάντα.
Ὅμως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια: «Παλαιότερα, ὅταν δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ τίποτα, χρειάστηκε νεῦμα καὶ μόνον ἀπόφαση γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος· ὅταν ὅμως δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ χρειάστηκε νὰ θεραπεύσει ὁ Θεός, ὄχι τὰ ἀνύπαρκτα, ἀλλὰ τὰ δημιουργηθέντα, ἦταν ἑπόμενο νὰ ἔρθει ὁ γιατρὸς καὶ σωτήρας στὰ ἤδη δημιουργημένα, ὥστε νὰ θεραπεύσει τὰ ὑπάρχοντα».
Ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν παλαιὰ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν καινοποιεῖ. Δέχεται σῶμα ἀνθρώπινο γιὰ νὰ τὸ ἀθανατίσει. Δέχεται ψυχὴ ἀνθρώπινη γιὰ νὰ τὴν ἁγιάσει. Δέχεται τὸν ὅλο ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν θεώσει.
Ὁ τρόπος τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ ἕνα τύπο ζωῆς γιὰ τὸν κάθε χριστιανό. Ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτό, ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖται ἀκόμα καὶ σήμερα ἀπὸ τὰ παρεπόμενα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπός, καὶ ἀποστολή, καὶ λαχτάρα τῶν πιστῶν πρέπει νὰ εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ κόσμου καὶ ἡ προσφορά του στὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο, γιὰ νὰ τὸν ἁγιάζει κάνοντας τὸν μέλος τίμιό του σώματός του· γιὰ νὰ τὸν καθιστὰ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι, στολίδι καὶ κόσμημα τῆς δικῆς του δημιουργικῆς σοφίας. Τοῦτο κάνουμε σὲ κάθε θεία Λειτουργία, προσφέρουμε ἄρτο καὶ οἶνο, γιὰ νὰ λάβουμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, προσφέρουμε τὴν παλαιά μας ζωὴ γιὰ νὰ λάβουμε τὴν καινὴ βιοτὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Τοῦτο ὀφείλουμε νὰ ποιοῦμε στὴ καθημερινότητά μας ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ξεχωριστὰ καὶ ὅλοι μαζὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, νὰ προσλαμβάνουμε ὅ,τι ἀληθινὸ κουβαλᾶ ὁ ταλαιπωρημένος σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ νὰ τὸ καταθέτουμε ὡς δῶρο τίμιο στὸ θεῖο βρέφος, χωρὶς νὰ ὀλισθαίνουμε οὔτε στὸν καταγγελτικὸ τρόπο τῆς ἄρνησης, τῆς ἀπόρριψης καὶ τὸ διχασμοῦ· οὔτε στὸν ἐκκοσμικευμένο τρόπο τῆς ἄκριτης ἀποδοχῆς τῶν κριμάτων τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἑορτὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, ἡ ἑορτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἑνότητος τῶν πάντων. Τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, τῶν παλαιῶν καὶ τῶν καινῶν, ἀφοῦ «δι’ ἠμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!
ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ!
Χρόνια πολλά μέ ὑγεία καί εὐλογίες!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτόν,
καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ,
διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι. (Λουκ. β,7)
Κανένα πανδοχείο και κανένας συγγενής δεν φιλοτιμήθηκε να προσφέρει στον Νεογέννητο Χριστό τόπο για φιλοξενία.
Στην μικρή Βηθλεέμ, για όλους τους ανθρώπους υπήρχε χώρος. Για τον Πλάστη όμως και Σωτήρα, ούτε μια μικρή γωνιά δεν βρέθηκε, παρεκτός από το σπήλαιο και την φάτνη!
Σήμερα, στο δικό μας κατάλυμα, δηλαδή, στην Πατρίδα μας, στο χωριό μας, στις οικογένειές μας, στις καρδιές μας, υπάρχει άραγε διαθέσιμος τόπος για τον Ενανθρωπήσαντα Χριστό;
(1). Και πρώτα-πρώτα ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας.
Εμείς, οι βαφτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, έχουμε άραγε τόπο για τον Κύριό μας στο κατάλυμα της καρδιάς μας;
Καθαριζόμαστε από τα πάθη, ώστε να γίνει η καρδιά μας φάτνη άνετη και ζεστή για τον Χριστό, που γεννιέται;
(2). Ευρίσκει ο Χριστός τόπο στο κατάλυμα του δικού μας σπιτιού;
Έχει θέση ο Χριστός στην οικογενειακή μας ζωή;
(3). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα μέσα στον χώρο της Εκκλησίας;
Ευρίσκει τόπο να σταθεί στους διαθρησκειακούς διαλόγους και στις σχέσεις μας με τους παπικούς και τους προτεστάντες;
(4). Ευρίσκει σήμερα ο Χριστός κατάλυμα στο πνευματικό πανδοχείο του Γένους μας, που είναι το σχολείο το Ελληνικό;
Ποια είναι η θέση του Χριστού στην αγωγή και την εκπαίδευση της νεότητας;
(5). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα στο μεγάλο ’’φροντιστήριο’’ της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, που είναι η τηλεόραση;
Έχει τόπο ο Χριστός να αναπαυθεί στα τηλεοπτικά προγράμματα και ιδιαίτερα στα προγράμματα ψυχαγωγίας των παιδιών;
(6). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα στις ολόφωτες πλατείες των ημερών των Χριστουγέννων με τους κλόουν, με τα ξωτικά και με τους μάγους;
(7). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα στην Βουλή των Ελλήνων;
Υπάρχει τόπος για τον Σαρκωθέντα Λόγο μέσα στις καρδιές των πολιτικών μας ανδρών, στις αποφάσεις τους και στους νόμους, που ψηφίζουν;
Εάν αποπειραθούμε με στοιχειώδη ειλικρίνεια, να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, τότε θα καταλήξουμε στην θλιβερή διαπίστωση, ότι και σήμερα στην πολύπαθη Πατρίδα μας παραμονές Χριστουγέννων, συνεχίζουμε κατά τα φαινόμενα και μιλάμε την γλώσσα της Βηθλεέμ:
– Δεν έχουμε χώρο για Σένα, Χριστέ, στην οικογένεια.
– Δεν μπορούμε να Σε φιλοξενήσουμε στην κοινωνική μας ζωή.
– Δεν έχουμε για Σένα κατάλυμα στους νόμους μας και στα βουλευτήριά μας.
– Δεν έχουμε τόπο για Σένα μέσα στα σχολεία μας.
– Σε θέλουμε έξω από την προσωπική μας ζωή.
– Δεν μπορείς να μείνεις μαζί μας.
Πρ’ όλα αυτά οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι, όπως πάντοτε, υπάρχει και σήμερα η μικρή μαγιά, που λαβώθηκε μεν, αλλά δεν πειράχτηκε θανάσιμα από τα μικρόβια του μισόκαλου, δηλαδή τα πάθη, τον ευδαιμονισμό, την φιλαυτία, την εκκοσμίκευση και τον οικουμενισμό.
Αυτή η μαγιά, με την χάρη του Θεού, δίνει στις ημέρες μας τις πρώτες μαρτυρίες, ότι ο Λαός μας, ’’καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου’’ επί έτη πολλά, αρχίζει τώρα και βλέπει ’’φώς μέγα’’. Αρχίζει και δείχνει την απογοήτευσή του από τις φαύλες επιλογές του παρελθόντος και στρέφει σιγά-σιγά τις ελπίδες του προς τον Ενανθρωπήσαντα Χριστό.
Όσο για τους συνανθρώπους μας εκείνους, που φέρονται τάχα αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στο γεγονός της Βηθλεέμ, φαίνεται πως τώρα αρχίζουν κι αυτοί –κάτω από τις απειλές του πορτοφολιού- να προβληματίζονται και να συσπειρώνονται γύρω από αξίες πατροπαράδοτες, που λησμονήθηκαν: την αλληλεγγύη, το φιλότιμο, την συμπόνια, την ανθρωπιά.
Άλλωστε -όπως έγραψε κάποιος- τώρα που μας τέλειωσαν τα λεφτά, τι μας μένει εκτός από τον Χριστό, για να ακουμπήσουμε επάνω του;
Ο πολυαγαπημένος μας Άγιος Παΐσιος , σε κάποια από τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, είπε:
’’Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον.
Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού. Εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώσει όλες τις ευλογίες Του’’.
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους μας.
23/12/2015
Πηγή: Αβέρωφ
Σε σημείωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, στα Προλεγόμενα του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως, από το Εορτοδρόμιο (τόμος Α’, σελ. 145), αναφέρονται τρία θαύματα που ακολούθησαν την Γέννηση του Χριστού.
Παραθέτουμε εδώ το τρίτο συγκλονιστικό θαύμα: "Τρίτον δε και τελευταίον θαύμα ηκολούθησεν εν τη Χριστού Γεννήσει΄ λέγει γαρ ένας Διδάσκαλος, ότι την νύχτα εκείνην, κατά την οποία εγεννήθη ο Δεσπότης Χριστός, έστειλε πρώτον ένα Άγγελον και εθανάτωσεν όλους τους αρσενοκοίτας, όπου ήσαν εις τον Κόσμον, και έπειτα εγεννήθη, διά να μη ευρεθή τότε εις την γην μία τοιαύτη Θεομίσητος αμαρτία (παρά Ιερονύμω)".
Σχόλιο Άλλης Όψεως: "Ίσως τώρα να γίνεται ακόμα πιο φανερό σε καλοπροαίρετους αναγνώστες ότι το αμάρτημα αυτό αποτελεί βδέλυγμα στα μάτια του Θεού και ότι όσοι επιχειρούν να θεσμοθετήσουν "γάμους" και "σύμφωνα συμβίωσης" μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου, βλασφημούν και αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού. Η δε προπαγάνδα υπέρ της αφύσικης αυτής κατάστασης πρέπει επιτέλους να παύσει. Αφήστε τους ανθρώπους να μετανοήσουν, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που να μην θεραπεύεται από την άπειρη και άφατη αγάπη του Δημιουργού του ανθρώπου".
Πηγή: Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...