Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Τὰ Χριστούγεννα γεννήθηκε ὁ Χριστός!». Αὐτονόητο; Ἴσως γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὅμως καὶ αὐτὸ πλέον συζητεῖται…
Πολλὲς φορὲς κατὰ τὸ παρελθὸν ἐπιχειρήθηκε νὰ καταργηθεῖ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων διὰ τῆς βίας ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας. Τὸ 1644 στὴ Βρεττανία, ὁ Ὄλιβερ Κρόμγουελ καὶ τὸ κόμμα τῶν πουριτανῶν, θέλησαν νὰ καταργήσουν μὲ νόμο τὰ Χριστούγεννα [1]. Ἔτσι ἡ ἡμέρα ἀπαγορεύθηκε νὰ εἶναι ἀργία, ἡ δὲ βουλὴ συνεδρίαζε κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων γιὰ περισσότερο ἀπὸ μία δεκαετία.
Τὸν περασμένο αἰώνα στὴν κομμουνιστικὴ Ρωσσία εἶχαν ἀπαγορευθεῖ τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸ 1917 ὡς τὸ 1990 ὁπότε καὶ κατέρρευσε τὸ καθεστώς. Ἐπὶ κυβερνήσεως δὲ Στάλιν εἶχαν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὰ σταλινούγεννα [1].
Ἡ χειρότερη ὅμως πολεμικὴ εἶναι αὐτὴ τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῶν Χριστουγέννων, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὸ ὑπερκόσμιο γεγονὸς σὲ ἐγκόσμιο καὶ ὑλιστικό. Φθάσαμε, σήμερα, νὰ προβάλουμε μία ἐντελῶς εἰδωλολατρικὴ ἀτμόσφαιρα στὰ σπίτια μας καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ στὴν κοινωνία μας, ἀφοῦ ἔτσι μᾶς προτιμᾶ ἡ παγκοσμιοποίηση.
Στὶς ΗΠΑ οἱ λεγόμενοι «πολιτικὰ ὀρθοὶ Ἀμερικανοί», ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς μὴ προσβολῆς τάχα τῶν ἀλλοθρήσκων (βλέπε καὶ τοὺς ἐν Ἑλλάδι διαννοουμένους) ἔχουν ἐπιδοθεῖ σὲ ἕναν ἀγώνα ἀπαλείψεως κάθε ἀναφορᾶς στὰ Χριστούγεννα. Ὅμως καὶ στὴν ὀρθοδόξη πατρίδα μας εἶναι δυσεύρετες πλέον οἱ εὐχετήριες κάρτες πού ἀναγράφουν «καλὰ Χριστούγεννα», ἀφοῦ βεβαίως ὁ νεοέλληνας μόνον ὡς ἁπλὲς γιορτὲς ἢ διακοπὲς ἐκλαμβάνει τὰ Χριστούγεννα. Ἀκόμη καὶ ἡ «ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» συγχρονισμένη σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ ὄχι στὸ ἑλληνορθόδοξο (ρωμέικο) γράφει ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 2004 σὲ ὅλες τὶς φωτεινὲς ἐπιγραφὲς της «καλὲς γιορτές».
Ἐπιπροσθέτως, κατάφερε δυστυχῶς ἡ παγκοσμιοποίηση νὰ πιστέψουμε πώς Χριστούγεννα χωρὶς δένδρο δὲν ὑφίστανται!!! Τὸ δένδρο κατέληξε νὰ εἶναι τὸ παγκόσμιο σύμβολο τῶν Χριστουγέννων καὶ ταυτοχρόνως κατέληξε νὰ βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἑορτῆς, μετατοπίζοντας τὴν προσοχή μας καὶ ἀπὸ Αὐτὸ τὸ Θεῖο Βρέφος. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς ἑλληνορθόδοξες παραδόσεις μας, πρὶν δέ ἀπὸ δύο αἰῶνες ἦταν τελείως ἄγνωστο σὲ ὅλο τὸν κόσμο πλὴν τῆς Γερμανίας, καὶ ἔχει παντελῶς παγανιστικὲς ρίζες. Γράφει ὁ π. Θ. Ζήσης, καθηγητὴς πανεπιστημίου στὴ θεολογικὴ σχολή: «Ἀπὸ τὶς πληροφορίες τῶν πηγῶν, τῆς βιβλιογραφίας καὶ τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας καὶ παραδόσεως δὲν ἀπομένει ἴχνος ἀμφιβολίας περὶ τοῦ ὅτι τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο εἶναι ξενόφερτο ἔθιμο. Ἀποτελεῖ αὐτὸ κατασταλλαγμένη καὶ ἀμάχητη γνώση [2].» Ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ καθηγητὴς λαογραφίας Δ. Λουκάτος, ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φόρα τὸ 1833 στὸ Ναύπλιο ἐπὶ Ὂθωνος καὶ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1843 στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τοῦ Ἱ. Παπαρηγοπούλου, τοῦ προξένου τῆς Ρωσσίας [3]. Τὸ περιστατικὸ διασώζει καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Εἶχε προσκληθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὸν γνωστὸ Ἀθήναιο πρόξενο τῆς Ρωσσίας. Φθάνοντας στὸ σπίτι τοῦ Παπαρηγοπούλου μαζὶ μὲ τὸν φίλο του καὶ συναγωνιστή του Κῶτσο Λιδωρικιώτη, ὁ στρατηγὸς μὲ ἒκπληξη εἶδε ἕνα δίμετρο ἔλατο στὸ σαλόνι τοῦ προξένου, κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ εἶπε: «Ὡραῖο εἶναι κὺρ Γιάννη. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Ἀλλὰ τὰ δένδρα μου ἔγω δὲν τ’ ἀφήνω νὰ φυτρώνουν μέσα στὴν καμάρα!… Μόνο τ’ ἂρματά μου φυτρώνουν ἐκεῖ!… [4]» Ἀπὸ τότε τὸ Δένδρο ἐπεκτάθηκε στὶς λίγες ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν. Ἕναν αἰώνα μετά, κατὰ τὴ γερμανικὴ κατοχή, ἐπεκτάθηκε καὶ στὰ εὐρύτερα λαϊκὰ στρώματα. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ μάλιστα μετὰ τὸ 1950 διαδόθηκε περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἂγγλους καὶ τοὺς Ἀμερικανοὺς πού παρέμειναν στὴν Ἑλλάδα.
Κι ἂν δὲν νοοῦνται Χριστούγεννα χωρὶς δένδρο, ὁμοίως δὲν νοοῦνται Χριστούγεννα χωρὶς «Ἃϊ Βασίλη»! Ἀκόμη καὶ ὡς πρὸς τὸ ὄνομά του ἡ παγκοσμιοποιημένη ἐκδοχὴ τοῦ ἃϊ Βασίλη προκαλεῖ σύγχυση. «Σάντα Κλάους» τὸν λένε οἱ Δυτικοί, ὄνομα πού παραπέμπει στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ὑπάρχει ὅμως σύγκριση; Ἀπὸ τὴν Ἑσπερία (Σκανδιναυΐα) ὁ ἕνας, ἀπὸ τὴ Ρωμανία (Βυζάντιο) ὁ ἄλλος. Λίαν στρουμπουλὸς ὁ ἕνας, μᾶλλον ἀσκητικὸς καὶ ὀλιγαρκὴς ὁ δεύτερος. Γέρος μὲ λευκὴ γενειάδα ὁ φράγκος, νέος μὲ μαῦρα μακριὰ γένεια ὁ δικός μας.
Ὅταν κάποιοι μιμοῦνται τὴ ζωὴ ἑνὸς Ἁγίου κατὰ τὴν προτροπὴ τῆς ἐκκλησίας μας «ἑορτὴ Ἁγίου, μίμησις Ἁγίου», κάποιοι ἄλλοι ντύνονται μὲ τὴ στολὴ τοῦ «χονδρο-βασίλη» καὶ κυκλοφοροῦν στοὺς δρόμους σὰν καρνάβαλοι, διότι δὲν ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο νὰ τοὺς ἐμπνεύσει!
Ὁ «Ἃϊ Βασίλης» ὅμως συνεπάγεται καὶ πολλὰ δῶρα! Στὶς ΗΠΑ ὑπολογίζεται ὅτι τὰ δῶρα ὑπερβαίνουν τὸ 0,5% τοῦ ΑΕΠ. Στὴν Ν. Ὑόρκη, μάλιστα, ἡ τελετὴ τῆς ἁφῆς τοῦ χριστουγεννιάτικου δένδρου ἐγκαινιάζει ἐπισήμως μία περίοδο ξέφρενων ἀγορῶν πού τελειώνουν μὲ τὶς ἐκπτώσεις στὶς ἀρχὲς τοῦ χρόνου! Ἡ ὑπερκατανάλωση, δηλαδή, σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο!
Τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ παραδοσιακὴ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὰ ξενύχτια, τὰ «ρεβεγιὸν» καὶ τὴ χαρτοπαιξία.
Συνεπῶς, στὴν «ὅλη μαγεία τῶν Χριστουγέννων» εἶναι ἐντεταγμένα καὶ τὰ παιχνίδια τῆς τύχης, τὰ ὁποῖα μαζὶ μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, θὰ μᾶς κάνουν νὰ νοιώσουμε ὡραῖα καὶ κάπως διαφορετικὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες μέρες! Πραγματικά, μὲ πόσο κατώτερα ἀλλὰ καὶ πόσο ἐπιβλαβῆ πράγματα ἐπιχειρεῖται νὰ ὑποκατασταθεῖ ἡ Πίστη τοῦ Χριστοῦ [10]!
Ἡ παγκοσμιοποίηση, ὅμως, καὶ ἡ Νέα Ἐποχὴ δὲν θὰ παύσουν νὰ παράγουν ἑορτὲς δῆθεν Χριστιανικὲς (ὅπως τοῦ ὑπαρκτοῦ βεβαίως Ἁγίου Βαλεντίνου, μὲ διαφορετικὴ ὅμως χροιὰ) ἢ καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ καταργοῦν μὲ τὸν τρόπο τους τὶς Χριστιανικὲς (ὅπως αὐτὴ τῶν γενεθλίων μὲ τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖται ἡ κατάργηση τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς). Ἡ μίμηση ἐξάλλου πού ἀκρίτως, ἀκατακρίτως καὶ ἀδιακρίτως «τιμοῦμε» ὡς νεοέλληνες, μᾶς κάνει νὰ πιθηκίζουμε! Ἔχουν καλλιεργηθεῖ στὸν λαό μας σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ συναισθήματα μειονεξίας ἔναντι τῶν εὐρωπαίων [5].
Ἐν κατακλεῖδι, ὅταν ἀποδίδουμε στὰ Χριστούγεννα τὸ πραγματικό τους νόημα καὶ ὅταν τὰ ἑορτάζουμε πνευματικά, τότε ἐπιτυγχάνεται καὶ ὁ μέγας σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ λεγόμενο χριστουγεννιάτικο κλίμα, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη τὰ ξενόφερτα-φράγκικα ἔθιμα. Πῶς μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ Χριστούγεννα τιμῶνται καὶ στὴν Κίνα, στὴν Ἰνδία, στὴν Κορέα μέχρι καὶ σὲ αὐτὴν τὴν Ἀφρική; Τιμῶνται βεβαίως σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀλλόθρησκες περιοχές, διότι δὲν τιμοῦν τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μία γιορτὴ καθαρὰ ὑλιστικὴ καὶ παγκοσμιοποιημένη.
Ἀντὶ τοῦ στολισμοῦ ἑνὸς δένδρου, ἂς καταφύγουμε στὸν στολισμὸ ἑνὸς καραβιοῦ, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ πρόγονοί μας, τὸ ὁποῖο συμβόλιζε τὴν ἐκκλησία. Ἂς ψάλλουμε τὰ κάλαντα, μιμούμενοι τὰ κάλαντα τῶν ἀγγέλων, πού ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὴ Βηθλεὲμ ἀνήγγειλαν τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἂς κόψουμε τὴ βασιλόπιττα τιμώντας ἔτσι τὸν Μέγα Βασίλειο. Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα ἂς προσευχηθοῦμε νὰ γεννηθεῖ καὶ φέτος ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας…
Ἀπὸ τοῦδε καὶ στὸ ἑξῆς ἂς ζήσουμε τὰ Χριστούγεννα πιό… ρωμέικα, σκεπτόμενοι πώς τὰ Χριστούγεννα γεννήθηκε ὁ Χριστός!!!
1. Κ. Γ. Παπαδημητρακοπούλου «τὰ Χριστούγεννα τῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ τῆς Νέας Ἐποχῆς»
2. π. Θ. Ζήση: «Τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ξενόφερτο καὶ ἀντιχριστιανικὸ»
3. Δ. Λουκάτου, «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν ἑορτῶν»
4. Καθημερινὴ 22/12/1996
5. ΕΣΤΙΑ 24/12/1896: «Πολλοὶ ἐκ τῶν εὐπορωτέρων, τοὺς Φράγκους μιμούμενοι, εἰσήγαγαν εἰς τὰς οἰκογένειας των, χωρὶς κανένα λόγον, ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ φαίνονται ὅτι διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ρωμιούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἀρχὴν καὶ διακηρύττουν πρὸ παντὸς νεωτερισμοῦ, ὅ,τι αὐτοὶ ἐννοοῦν «ὅπως τάβραν ἔτσι νὰ τὰ ἀφήσουν καὶ στὰ παιδιὰ των»
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
«Τις γιορτές για να τις ζήσουμε πρέπει να έχουμε στο νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε τις Άγιες Ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό. Έτσι να γιορτάζουμε με ευλάβεια κάθε γιορτή», έλεγε ο Όσιος Παΐσιος (Οσιου Γέροντος Παϊσίου ‘’Περί προσευχής, Λόγος στ΄).
Διαβάζοντας αυτά που είπε ο Όσιος Παΐσιος, θυμήθηκα ότι στο σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου δεν είχαμε ιδιαίτερα παραδοσιακά έθιμα, ανήμερα των Χριστουγέννων. Ούτε και ιδιαίτερο στολισμό είχαμε, εκτός από την απαιτούμενη καθαριότητα η οποία προηγείτο. Εκείνη τη μέρα τα παλιά χρόνια το μόνο που έκαναν αρκετοί συγχωριανοί μου ήταν να πηγαίνουν αχάραδα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού (τώρα δυστυχώς οι Τούρκοι την έκαναν τζαμί), για τη Θεία Λειτουργία της Γέννησης του Χριστού. Οπωσδήποτε θα συμμετείχαν οι περισσότεροι στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, στο χωριό μου ήταν σαν μια μικρή αγρυπνία. Όσο αφορά το υπόλοιπο της μέρας, μετά τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, δεν είχε κάτι διαφορετικό. Ούτε και πολύ διαφορετικό φαγητό υπήρχε, αλλά ούτε και εδέσματα, για αρκετούς συγχωριανούς μου. Το μόνο ιδιαίτερο ήταν η βασιλόπιττα, όχι σε μορφή γλυκίσματος, αλλά ένα πιο μεγάλο ψωμί με σταυρό, το οποίο άφηναν για την πρωτοχρονιά, που είναι η εορτή του Αγίου Βασιλείου.
Είχαν όμως μια χαρά διαφορετική αρκετοί από αυτούς. Θα φανώ υπερβολικός αν πω ότι δεν υπήρχε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα που να τους έδιδε ξεχωριστή χαρά τη μέρα αυτή. Γι’ αυτούς η μέρα εκείνη ήταν Χριστούγεννα. Αυτή ήταν η μεγάλη χαρά για αρκετούς από αυτούς. Ήταν Χριστούγεννα. Αυτή ήταν η πηγή της χαράς για αρκετούς από τους συγχωριανούς μου, η Γέννηση του Χριστού. Είναι υπερβολή; Αυτό κράτησα από το σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου τη μέρα εκείνη.
«Ο Χριστός με τη μεγάλη του αγάπη και με τη μεγάλη του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις Άγιες Γιορτές του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά», έλεγε ο Όσιος Παΐσιος (Οσιου Γέροντος Παϊσίου ‘’Περί προσευχής, Λόγος στ΄).
Πηγή: Ακτίνες
«Ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2,14)
Σὲ ἐξαιρετικὴ κίνησι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ ἐξαιρετικὴ κίνησι βρίσκεται ἀπόψε – νύκτα τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ὁ ἀγγελικὸς κόσμος.
Μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἕνα ἄσημο σημεῖο τῆς γῆς, τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, συγκεντρώνει τὴν προσοχὴ τῶν ἀγγέλων. Ἐκεῖ συνέβη τὸ μοναδικὸ γεγονός, ποὺ οὔτε ἔγινε ποτὲ ἄλλοτε οὔτε θὰ ξαναγίνῃ.
Γι᾽ αὐτὸ κατεβαίνει οὐράνια στρατιά· γιὰ νὰ χαιρετίσῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία γιὰ μᾶς ἔγινε καὶ Υἱὸς ἀνθρώπου. Οἱ αἰθέρες τῶν οὐρανῶν ἀντιλαλοῦν καὶ δονοῦνται ἀπὸ τοὺς χαρμόσυνους ἤχους τοῦ ὕμνου τους· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14), ποὺ ἀναλυτικώτερα σημαίνει· Δοξασμένος στὰ οὐράνια ἀπ᾽ τοὺς ἀγγέλους του ὁ Θεός, καὶ κάτω ἐδῶ στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλέψῃ πιὰ ἡ ποθητὴ εἰρήνη τῶν ψυχῶν· εὐδόκησε τώρα ὁ Πανάγαθος νὰ φέρῃ στοὺς ἀνθρώπους τὴ σωτηρία.
Οἱ καθαρὲς καρδιὲς τῶν ποιμένων, ποὺ «ἀγραυλοῦν», μένουν στοὺς ἀγροὺς - στὸ ὕπαιθρο, καὶ «φυλάσσουν φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (ἔ.ἀ. 2,8), φρουροῦν τὴ νύχτα τὸ κοπάδι τους μὲ βάρδιες, αὐτὲς οἱ καρδιὲς σὰν ἄριστος ψυχικὸς δέκτης συλλαμβάνουν κι ἀκοῦνε πρῶτες τοῦτο τὸν ὕμνο. Κι ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ποιμένων ὁ θεσπέσιος αὐτὸς ὕμνος μεταδίδεται ἀπὸ τότε στὸν χριστιανικὸ λαό. Καὶ εἶνε αὐτὸς ὁ τελειότερος ὕμνος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων μποροῦν νὰ ὑμνήσουν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Σὲ δοξάζουμε, Κύριε, λέμε στὸ Χριστὸ μὲ τὸν ὕμνο τοῦτο· διὰ σοῦ δοξάζεται ὁ Θεός, διὰ σοῦ εἰρηνεύει ἡ γῆ, διὰ σοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται παιδὶ ἀγαπημένο τοῦ οὐράνιου Πατέρα.
Τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, λοιπόν, ἦρθε γιὰ νὰ φέρῃ στὸν κόσμο τὴν εἰρήνη. Αὐτὸ τὸ Νήπιο εἶνε ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων. Στὸ νόημα αὐτὸ παρακαλῶ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας.
***
Δὲν πρόκειται πάντως γιὰ εἰρήνη ἁπλῶς ἐξωτερική, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἐννοεῖ συνήθως ὁ κόσμος καὶ οἱ πολιτικοί· πρόκειται γιὰ εἰρήνη ἐσωτερική, βαθειά, μυστική, θεία. Εἶνε μία κατάστασι τῆς ψυχῆς, ποὺ μόνο ὅσοι ἔχουν πλησιάσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου μὲ πίστι καὶ μετάνοια εἶνε σὲ θέσι νὰ ζήσουν. Εἶνε δώρημα θεῖο. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, αὐτὴ εἶνε ἡ εἰρήνη ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως καλύτερα τί σημαίνει «εἰρήνη Χριστοῦ», πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι μέχρι τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σὲ ἐχθρότητα μαζί του, τὸν χώριζε τεῖχος· τὸ τεῖχος ἦταν ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε φραγμός, τεῖχος σινικό, ποὺ διακόπτει τὶς σχέσεις ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Καὶ ὁ φραγμὸς αὐτὸς ἦταν φραγμὸς αἰώνων. Ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνοντας ἀπομακρυνόταν συνεχῶς ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν πηγὴ τοῦ καλοῦ, καὶ ὁ φραγμὸς ὁλοένα ὑψωνόταν. Οἱ πρωτόπλαστοι ἔβαλαν τὸν πρῶτο λίθο· πάνω στὸν λίθο αὐτόν, στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, προστέθηκε δεύτερος λίθος, τὸ ἁμάρτημα τοῦ Κάιν·
στὸν δεύτερο λίθο τρίτος καὶ οὕτω καθεξῆς· καὶ ἔτσι διὰ μέσου τῶν αἰώνων οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους σχημάτισαν τείχη σινικά, μέσα στὰ ὁποῖα κλείστηκε αἰχμάλωτη ἡ
ἀνθρώπινη ψυχή, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ Θεό.
Οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος μποροῦσε νὰ γκρεμίσῃ τὸ φοβερὸ αὐτὸ τεῖχος. Τί λέω νὰ γκρεμίσῃ; Οὔτε μιὰ πέτρα ν᾽ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὰ τείχη αὐτά, ποὺ μαῦρα, ἀπαίσια, βουβά, ἀκίνητα ὑψώνονταν μπροστὰ στὴν ἀνθρωπότητα. Ποιός θὰ κατεδάφιζε τὰ τείχη αὐτὰ τῆς ἁμαρτίας, τὰ ἀπείρως πιὸ φοβερὰ ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἰεριχοῦς; Ποιός θὰ ἐπανασυνέδεε τὸ πλάσμα μὲ τὸν Πλάστη του;
ποιός θὰ συμφιλίωνε πάλι τὸν ἐπαναστάτη μὲ τὸν Βασιλέα του, ποιός θὰ εἰρήνευε τὸν ἄσωτο υἱὸ μὲ τὸν Πατέρα του;
Τὸ πρόσωπο, ποὺ θ᾿ ἀνελάμβανε τὸ ἔργο αὐτό, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀνώτερο κι ἀπὸ ἀγγέλους. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ δύναμι αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ ἐνανθρώπησε. Μὲ τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσε πάνω στὸ σταυρό του ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου ποὺ ἦταν καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε πιὰ νὰ εἶνε τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀποστροφῆς καὶ ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε φίλος τοῦ Θεοῦ, οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ, τέκνον τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι τὸ τεῖχος τῆς ἁμαρτίας γκρεμίστηκε.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ κορυφὴ τῆς εἰρήνης αὐτῆς χάνεται στὰ μυστηριώδη ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ βάσι, τὸ θεμέλιό της, βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ καὶ ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτὸν μιὰ ψηλαφητὴ πραγματικότητα. Καὶ πῶς ὄχι; Ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ γύρω του καὶ ὅλα τὰ ἐντός του μαρτυροῦσαν, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ σχέσι ὁ ἀκάθαρτος μὲ τὸν Ἀμόλυντο, ὁ ἐπαναστάτης μὲ τὸν Βασιλέα, ὁ ἀποστάτης μὲ τὸν Κύριό του.
Ἡ συναίσθησι αὐτὴ τὸν τυραννοῦσε. Σὰν δαμόκλειος σπάθη κρεμόταν πάνω ἀπ᾽ τὴ συνείδησί του καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Ἤθελε νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸ Θεό, ζητοῦσε τρόπο. Ἀλλὰ πῶς; μὲ ὁδοιπoρίες σὲ ἁγίους τόπους; μὲ νηστεῖες; μὲ θυσίες; μὲ τί τέλος πάντων θὰ ἐξευμένιζε τὴν θεία ὀργή, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι; Τὰ δοκίμασε ὅλα· μὰ ὕστερα ἀπὸ τόσες δοκιμὲς ὁ ἄνθρωπος αἰσθανόταν πάλι, ὅτι δὲν ἐπῆλθε τὸ προσδοκώμενο καὶ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, ἡ εἰρήνη. Ἡ ταραχὴ τῆς συνειδήσεώς του ἐξακολουθοῦσε νά ᾽νε ἡ ἴδια ἢ καὶ γινόταν ἀκόμα πιὸ σφοδρή.
Ἀνήσυχη ἡ ψυχὴ ἀτένιζε πρὸς τὰ ὕψη καὶ μὲ βαθὺ πόνο ζητοῦσε τὸν Συμφιλιωτή, ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὴν συνέδεε μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ τὴν ἔφερνε σὲ ἐπικοινωνία, σὲ σχέσεις φιλικές, στενές, τρυφερές, ἅγιες, μὲ τὸν Αἰώνιο Κυρίαρχό του.
Καὶ ὁ Συμφιλιωτὴς βρέθηκε! βρέθηκε μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του ἕνωσε τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ἔστειλε τὸ περιστέρι τῆς εἰρήνης, νὰ πετάξῃ πάνω ἀπ᾽ ὅλη τὴν ὑδρόγειο καὶ νὰ φέρῃ τὸν κλάδο τῆς ἐλαίας, τὸ μήνυμα τῆς συμφιλιώσεως, ὅπως εἶχε γίνει ἄλλοτε μὲ τὴν περιστερὰ τοῦ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμό (βλ. Γέν. 8,11).
Αὐτὸς ἐξαφάνισε τὸ χάσμα, τὸ βαθὺ καὶ ἀγεφύρωτο, καὶ ἔζευξε τὸ κενό. Αὐτὸς μὲ τὸ αἷμά του ὑπέγραψε στὸν Γολγοθᾶ τὴν συμφιλίωσι τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεό. Αὐτός, καὶ μόνο αὐτός, ἔχει τὴ μυστικὴ δύναμι νὰ ἐπαναφέρῃ στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀσώτους καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἄρρηκτους δεσμοὺς εἰρήνης ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ τὸν Δημιουργό της·
δεσμούς, ποὺ οἱ γνωστοί μας ἀνθρώπινοι δεσμοὶ τῆς φιλίας, τῆς συγγενείας, τῆς συζυγικῆς ἀγάπης εἶνε ἀσθενεῖς σκιές.
Ἔτσι ἐπιτεύχθηκε ἡ συμφιλίωσις.
***
«Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ἀδελφοί μου!
Ἂς πλησιάσουμε τὸν σαρκωθέντα Θεό. Ἂς πιστέψουμε σ᾽ αὐτόν. Τότε ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ σὰν λεπτὴ πνοή, σὰν δροσερὴ αὔρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ δροσίζῃ, θὰ διαποτίζῃ καὶ θὰ ζωογονῇ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξί μας.
Ἂν ἐμεῖς ἔχουμε βαθειὰ μέσα μας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μένουμε ἀσάλευτοι ὅπως μένουν ἀσάλευτα τὰ νησάκια μέσα στὴ θύελλα τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ὅπως μένουν ἀκίνητοι οἱ βράχοι μέσα στὴ θαλασσοταραχὴ τοῦ πελάγους. Ἂς μαίνωνται οἱ ἄνεμοι, ἂς λυσσοῦν ὅσο θέλουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς βροντᾷ ὁ οὐρανός, ἂς σαλεύωνται τὰ ὄρη, ἂς σκοτίζεται ὁ ἥλιος, ἂς πέφτουν τ᾽ ἀστέρια, ἂς πολεμοῦν τὰ ἔθνη, ἂς γίνεται ὁ κόσμος ἄνω κάτω· ἐμεῖς θὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν εἰρήνη, καὶ θὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι.
Τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐσωτερική, τὴ μυστική, τὴ βαθειά, τὴν θεία, κανένας ἄνθρωπος καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ.
Αὐτός, μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο ταραγμένο καὶ ἀνήσυχο, θὰ μπορῇ τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νὰ ψάλλῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 230-231/1939, σ. 138) καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο Χριστούγεννα (Ἀθῆναι 1995 2 , σσ. 319-325). Μεταγλώττισις στὴν ὁμιλουμένη σήμερα καὶ ἐλάχιστη ἐπέκτασις 21-11-2016.)
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Γεννηθέντι ἀδελφοί,
Ἡ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ ἡμῶν κατά τήν ἀνθρώπινή Του φύση, πρό περίπου δύο χιλιάδων ἐτῶν, συνέβη κατά τό πάνσοφο θεῖο σχέδιο σέ περίοδο γεωπολιτικῆς εἰρήνης καί ἁρμονίας ὑπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο τῆς Ρώμης, ὥστε ἀργότερα ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου νά ἐπιτευχθεῖ εὐχερέστερα· κατά τήν ἱερά Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο ... καί ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται». Πόσο διαφορετική ἀπό ἐκείνην εἶναι ἡ σημερινή κατάσταση, ὅταν παγκοσμίως, παρά τήν τεχνική πρόοδο τοῦ ἀποστατοῦντος κόσμου, ἐπικρέμανται τώρα «φόβοι καί προσδοκίαι τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ» ποικίλων δεινῶν (Λουκ. 21, 26)!
Ἐάν ὅμως ἀπουσιάζει ἐν πολλοῖς στίς μέρες μας ἡ γεωπολιτική εἰρήνη, καί μάλιστα ἡ εὐσεβής καί ἔνθεη ἐκείνη τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμηοσύνης μας διατήρησε ἐπί αἰῶνες, ὡστόσο τό κοσμοσωτήριον ἔργο τοῦ τικτομένου ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Βηθλεέμ Σωτῆρος Χριστοῦ, «τοῦ ἀναβάντος ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα» (Ἐφ. 4,10), εἶναι διά παντός τέλειο – χωρίς νά χρῄζει συμπληρώσεως ἤ ἀνανεώσεως - ἀνεξάλειπτο, παγκόσμιο καί νικητήριον ἐπί τοῦ κόσμου, διότι «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. 4, 4)· τῆς δικῆς Του πολιτείας καί Βασιλείας ἔχουμε πολιτογραφηθεῖ πολῖτες μέσῳ τοῦ Παναγίου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας· «ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι Θεότητος, Σοῦ τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς». Ἡ ἰδιότητα αὐτή τῆς κατά Χριστόν πολιτείας δέν εἶναι καταχωρισμένη μόνον σέ χαρτιά καί ἐκφαινόμενη σέ ἔργα πολιτισμοῦ, ἀλλά στόν ἔσω ἄνθρωπο τῆς καρδίας, μέ ἐσωτερική ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ βεβαιότητα · εἶναι «ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ. 3,3).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μόνοι αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν καί Προφητῶν καί Ἀποστόλων, διεισδύουν εἰς βάθος στό ἀπερινόητο μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ καί ἐξάγουν ἀπό τά βάθη τοῦ Πνεύματος διδάγματα ἅγια, ἱερά, πού ἀνυψώνουν τόν νοῦν καί τήν καρδιά μας πολύ μακρύτερα ἀπό μιά ἁπλῆ, ἑορταστική καί ἠθικολογική ἀντιμετώπιση τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ὡς ἑνός «παραδείγματος»· μᾶς εἰσάγουν στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαρχή τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ἡ ἱστορική κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ δικός μας Συμπολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναπτύσσει μέ θεϊκή σοφία τό πῶς ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναδεικνύει μεταξύ ἄλλων ὄχι μόνον τήν θεία φιλανθρωπία, ἀλλά καί τήν θεία δικαιοσύνη · ἔτσι ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει ἐμπράκτως τό νά εἴμαστε δίκαιοι, ἀκόμη καί ὅταν μποροῦμε νά δροῦμε μέ ἀκατάβλητη ἰσχύ, ὥστε νά γίνει ἡ δικαιοσύνη αἰώνιο κτῆμα μας· «διδαχθῆναι δέ καί τούς ἀνθρώπους ἔδει τήν δικαιοσύνην ἐνταῦθα δι΄ ἔργων ἐν τῷ καιρῷ τῆς θνητότητος ἐπιδείκνυσθαι, ἵν’ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἀθανασίας τήν δύναμιν λαβόντες, ἀκατάβλητον ἔχωσι».
Σέ τί συνίσταται, ὅμως, ἡ θεία αὐτή δικαιοσύνη ἐν προκειμένῳ, χάριν τῆς ὁποίας ὁ Θεός Λόγος ἐνηνθρώπησε, ἄν καί ἦταν δυνατόν νά καταργήσει κατ’ εὐθεῖαν, χωρίς νά γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος, τήν δύναμη τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου; Ἐν πρώτοις, ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότητα νικήθηκε ἀπό τόν διάβολο διά τῆς προπατορικῆς παρακοῆς, ἦταν ἀπαραίτητο τώρα νά νικήσει τόν ἀρχέκακον ὄφι ἡ ἀνθρώπινη φύση, καί ὄχι ἀπ’εὐθείας ὁ Παντοδύναμος Θεός· «ἔδει ὑπό τῆς νικηθείσης φύσεως νικηθῆναι τόν νικήσαντα ... ἔδει τε καί ἀναγκαῖον ἦν ἄνθρωπον γενέσθαι ἁμαρτίας ἄγευστον ἐσόμενον»· ὅμως μόνον ὁ Θεάνθρωπος μποροῦσε νά εἶναι ὡς ἄνθρωπος ἐντελῶς ἀναμάρτητος, ὥστε νά νικήσει, καθότι εἶναι «τῆς τοῦ διαβόλου δουλείας δικαίως ἐλεύθερος». Ἐπίσης, ἐπειδή ὅλοι οἱ μέχρι τότε ἄνθρωποι φαίνονταν κληρονόμοι τῆς προπατορικῆς φθορᾶς, τῶν συνεπειῶν τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων, κατηγορεῖτο ἀδίκως ἡ ἀνθρωπίνη φύση ὡς ἐκ τῆς δημιουργίας της κακή· μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποκαθίσταται καί ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ἐκ φύσεως καλλίστη, ἀλλά κατάλληλη νά τήν ἐνδυθεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπί πάντων Θεός· «διά τοῦτο ἀναλαμβάνει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν Θεός, ἵνα δείξῃ τοσοῦτον ἁμαρτίας οὖσαν ἐκτός, καί τοσοῦτο κεκαθαρμένην, ὡς καί ἑνωθῆναι Τούτῳ δύνασθαι καθ΄ ὑπόστασιν καί συνδιαιωνίζειν Αὐτῷ ἀδιαίρετον». Ἔτσι δικαιώνεται καί ἡ ἀρχαία θεία παιδαγωγία ἐπί τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν θνητοί «φθόνῳ τοῦ πονηροῦ καί συγχωρήσει δικαίᾳ τοῦ Ἀγαθοῦ», διότι θά ἦταν ἄδικο νά ἔχει τιμωρήσει ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη φύση, ἄν θά ἦταν αὐτή ἐξ ὁρισμοῦ κακή, «ὡς μή δικαίως καταδικάσας τόν ὑπ’ Αὐτοῦ γεγονότα καταδίκης ἄξιον ἄνθρωπον»
Περαιτέρω, ἡ θεία δικαιοσύνη ἐξισορροπεῖ τήν κακία τοῦ διαβόλου κατά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: ὁ διάβολος, «τῆς τυραννίδος ἐραστής, τῇ δικαιοσύνῃ μαχόμενος», ἀδίκως μᾶς φθόνησε, ὁ Θεός καί Πλάστης μας δικαίως ἀγάπησε τήν σωτηρία μας· ὁ πονηρός μέ ἀδικία καί δόλο διενήργησε ὅσα ὁδήγησαν στήν πτώση μας, ἐνῷ ὁ Σωτήρ μέ δικαιοσύνη καί σοφία ἐπέφερε τήν τελεία ἧττα τοῦ διαβόλου· «ὡς ἐκεῖνος ἀδίκως ἠράσθη τῆς ἀπωλείας τοῦ Θεοῦ πλάσματος, οὕτως ἐνδίκως ὁ πλάσας ἠράσθη τῆς σωτηρίας τοῦ πλαστουργήματος· καί ὡς ἐκεῖνος ἀδικίᾳ καί δόλῳ τήν νίκην ἑαυτοῦ καί τήν τοῦ ἀνθρώπου πτῶσιν κατέπραξεν, οὕτως ὁ ἐλευθερωτής ἐν δικαιοσύνῃ καί σοφίᾳ τήν ἧτταν εἰς τέλος τοῦ ἀρχεκάκου καί τήν ἀνακαίνισιν τοῦ οἰκείου ἐξείργασται πλάσματος». Σέ ὅλα αὐτά διαλάμπει ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ δικαίως καί ὄχι τυραννικῶς: «αὕτη γάρ ἀρίστη τάξις, προηγεῖσθαι τήν δικαιοσύνην τῆς δυνάμεως, καί τοῦτο θείας ὡς ἀληθῶς καί ἀγαθῆς δεσποτείας, ἀλλ’ οὐ τυραννίδος ἔργον τῇ δικαιοσύνῃ τήν δύναμιν ἕπεσθαι».
Ἡ ἄκτιστη θεία Σοφία καί Πρόνοια, Ταμίας καί Παροχεύς τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, βλέπουμε ὅτι ἐπιβλέπει ὅλη τήν πορεία τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου μας· οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε καί ἐν προκειμένῳ μᾶς τονίζουν ὅτι οἱ δυσχέρειες τοῦ παρόντος βίου, κατά μίμηση τοῦ Γεννωμένου καί διωκομένου Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητη προετοιμασία γιά τήν σωτηρία μας, «πρός διόρθωσιν τῶν ἁμαρτημάτων, πρός γυμνασίαν, πρός κατάληψιν [=συνειδητοποίησιν] τῆς τοῦ βίου τούτου ταλαιπωρίας, πρός προτροπήν τοῦ ἐπιθυμεῖν διαπύρως τήν καινήν ὄντως ζωήν καί μακαριότητα» μολονότι παραμένουμε «ἀοράτως ἐνδεδυμένοι Χριστόν». Ἡ ἱερά ὑμνογραφία μᾶς προτρέπει, λοιπόν, αὐτές τίς ἡμέρες νά προετοιμασθοῦμε καταλλήλως, ἱερουργώντας ἐσωτερικῶς τήν ἀπολύτρωσή μας μέ τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καί τά δάκρυα μετανοίας, «ἱερουργεῖσθαι τό λύτρον γινώσκοντες ἐκ τῶν ἰδίων σπλάγχνων τε καί δακρύων πηγῆς, Χριστῷ διά τῆς ἐξαγορεύσεως πιστοί προσέλθωμεν», ὥστε νά συμμετάσχουμε στήν παγκόσμια χαρά · «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καί ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται» !
Μέ θερμότατες εὐχές γιά εὐλογημένα Χριστούγεννα,
Ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παντοκράτορος
† Ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν᾿ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομάτι
τὴν ὥρα π᾿ ἄνοιγ᾿ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι.
Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του,
τὸ στέμμα τῶν ἀκτίνων του γύρω στὸ μέτωπό του.
Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψι του κι᾿ ἐγὼ σὰν διαμαντάκι
κι᾿ ἀπὸ τὴ θεία του πνοὴ νὰ γίνω λουλουδάκι.
Νὰ μοσκοβοληθῶ κι᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία,
ποὺ ἄναψε στὰ πόδια του τῶν Μάγων ἡ λατρεία.
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕνα ἄχυρο ἕνα φτωχὸ κομμάτι
Τὴν ὥρα π᾿ ἄνοιγ᾿ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι.
Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.
Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.
Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.
Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.
Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!
Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.
Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.
Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.
Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
1. Χριστούγεννα σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί. Ἑορτάζουμε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος. Ἑνώθηκε μέ τήν φύση μας τήν ἀνθρώπινη, γιά νά τήν ἁγιάσει καί νά τήν θεώσει. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν οὐρανό ψηλά κατέβηκε στήν γῆ χαμηλά, γιά νά πάρει τόν ἄνθρωπο ἀπό χαμηλά καί νά τόν ἀνεβάσει ψηλά. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό. «Ἐνηνθρώπησεν, ἵνα θεώσῃ τόν ἄνθρωπον», ὅπως τό λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
2. Αὐτός, χριστιανοί μου, ἦταν ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε. Νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἀλλά εἶναι δυνατόν ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία φύση καί νά θεωθεῖ; Πῶς καί μέ ποιό τρόπο μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς, χριστιανοί μου, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τόν τρόπο πρός τήν θέωση. Δηλαδή, δέν ἔφτανε πού ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε καί νά σαρκωθεῖ ὁ Θεός. «Ἔδει σαρκωθῆναι». Ἔτσι, ἐπειδή στήν συνέχεια συνέβηκε καί ἡ πτώση, ἡ ἁμαρτία δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, «ἔδει παθεῖν» (Πράξ. 17,3), ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ, γιά νά μᾶς δώσει μέ τήν σταυρική Του Θυσία τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
3. Στόν κόσμο πού ἦρθε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, ἀδελφοί, ἔφερε τήν θεογνωσία καί κήρυξε ὄμορφη θεϊκή διδασκαλία, πού εἶναι γραμμένη στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Αὐτή τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ γεννηθέντος Μεσσία, πρέπει νά μελετᾶμε συνεχῶς καί μέ βάση αὐτή τήν διδασκαλία νά ρυθμίζουμε τήν ζωή μας. «Νά ζοῦμε βίο τέλειο κατά τό Εὐαγγέλιο», ὅπως μᾶς τό λένε τά κάλαντα τῶν παιδιῶν μας.
4. Ἀλλά νά σᾶς πῶ καί τό ἄλλο. Ξέρετε, χριστιανοί μου, γιατί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦρθε ἀνάμεσά μας; Γιά νά κάνει τήν οἰκογένειά Του! Καί σ᾽ αὐτήν τήν οἰκογένεια ἀνήκουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί. Γιατί τό βάπτισμα εἶναι ἡ θύρα ἀπό τήν ὁποία μπαίνουμε στήν ἱερή αὐτή οἰκογένειά Του. «Ἐκκλησία» λέγεται ἡ οἰκογένεια αὐτή τοῦ Θεοῦ. Σ᾽ αὐτήν τήν οἰκογένειά μας νοιώθουμε ὡραῖα μέ τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη μεταξύ μας. Στήν Ἐκκλησία μας λεγόμαστε καί εἴμαστε ὅλοι «ἀδέλφια», γιορτάζουμε ὅλοι μαζί καί τρῶμε ὅλοι μαζί! Ἡ τροφή μας εἶναι θεϊκή. Τρῶμε τόν Ἴδιο τόν Θεό! Ὁ Ἰώβ κάποτε εἶχε πεῖ ἀπό παλαιά, προτοῦ ἀκόμη νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Εἶχε πεῖ: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα (τοῦ Θεοῦ) νά τοῦ τήν φάω;» (Ἰώβ 31,31). Μέ τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἑορτάζουμε σήμερα, καί μέ τήν ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε «νά τρῶτε τό Σῶμα Μου» καί «νά πίνετε τό Αἷμά Μου», ἔχουμε πραγματικά ἕνα Θεῖο Δεῖπνο, στό Ὁποῖο γευόμαστε οὐσιαστικά τόν Θεό μας. Ὅλα αὐτά τά ἀγαθά πού ζοῦμε στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά καί τά ἄλλα ἀγαθά πού περιμένουμε καί στήν μελλοντική μας ζωή, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅλα αὐτά τά ἀποκτήσαμε μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού ἑορτάζουμε σήμερα. Γι᾽ αὐτό καί δοξάζουμε μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί λέγουμε: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»!
Χρόνια Σας πολλά!
Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Σήμερα να πούμε μερικά που αναφέρονται ακριβώς στις γιορτές, στις μεγάλες αυτές γιορτές που θα γιορτάσουμε και που πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.
Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ’ όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό –σ’ όποιο ναό κι αν πάει– απ’ όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του. Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα. Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει. Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς…» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός…» του φθάνει, ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ’ αυτά την καρδιά του. Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν’ αρχίσει γι’ αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.
Ένα παιδί σε κάποιο χωριό στη Ρωσία τα παλιά χρόνια πήγαινε τακτικά μέσα στο ιερό μαζί με άλλα παιδιά, όπου υπηρετούσε, και άκουε τον ιερέα που έλεγε σε κάθε θεία Λειτουργία, στον εσπερινό, στον όρθρο: «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». Και διερωτάτο το παιδί· «Τι θα πει άνωθεν ειρήνη; Τι είναι άνωθεν ειρήνη;»
Το παιδί, με όσα είχε ακούσει από δω κι από κει, ήξερε ότι ειρήνη είναι να έχουν ειρήνη στο σπίτι, να έχουν ειρήνη στο χωριό οι άνθρωποι, να μη μαλώνουν, να έχει ειρήνη ο κόσμος, ας πούμε, η οικουμένη, να μη γίνεται πόλεμος κλπ. Τι είναι αυτή η άνωθεν ειρήνη; Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ήρθε εδώ στην Ελλάδα, πήγε να μονάσει στο Άγιον Όρος, όπου έμαθε αυτά που μαθαίνει καθένας που πηγαίνει εκεί, όποιος βέβαια θέλει να μάθει. Δεν έμαθε με το μυαλό του, δεν διάβασε και έμαθε, αλλά μαθαίνει πλέον η καρδιά. Ο άνθρωπος αρχίζει και ζει ορισμένα πράγματα. Έμαθε λοιπόν, προχώρησε και τότε κατάλαβε τι είναι άνωθεν ειρήνη. Τότε θυμήθηκε και πήρε απάντηση στο ερώτημα που είχε πάντοτε τι σημαίνει άνωθεν ειρήνη.
Ένιωθε μια ειρήνη την οποία ποτέ δεν είχε νιώσει ή ποτέ δεν είχε ακούσει γι’ αυτή την ειρήνη. Ήταν κάτι άλλο αυτή η ειρήνη κι όχι η ειρήνη για την οποία ομιλούν οι άνθρωποι. Κατάλαβε ότι είναι αυτή η ειρήνη για την οποία ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος που δίνει την ειρήνη. «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν», λέει, «ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν» (Ιω. 14:27). Ναι· ο Χριστός δίνει μια δική του ειρήνη. Είναι η ουράνια ειρήνη, που είναι κάτι θεϊκό, είναι μια θεϊκή δύναμη, είναι μια θεϊκή παρουσία μέσα στον άνθρωπο, είναι μια θεϊκή ενέργεια. Για να πάρετε απλώς μια ιδέα –μερικοί δεν καταλαβαίνουν, όταν λέμε αυτά– θα φέρω ένα παράδειγμα.
Είναι ένας μελαγχολικός, ας πούμε, άνθρωπος. Πάντοτε μελαγχολικός, πάντοτε έχει ένα κενό μέσα του, πάντοτε μέσα του έχει μια λύπη, μια κατάθλιψη… Κάποτε κάτι γίνεται, και αλλάζουν τα πράγματα μέσα του, και αισθάνεται μια χαρά. Δεν ακούει για χαρά, δεν πιστεύει απλώς σε χαρά, αλλά την αισθάνεται, τη ζει, την έχει μέσα του τη χαρά. Η χαρά αυτή έχει διώξει την κάθε λύπη, την κάθε μελαγχολία, την κάθε κατάθλιψη, όλη αυτή τη σκοτεινή κατάσταση που είχε μέσα του. Δεν ακούει, επαναλαμβάνω, για τη χαρά ή πιστεύει ή έχει διαβάσει σε βιβλία ή άκουσε συζητήσεις να γίνονται για τη χαρά, αλλά είναι κάτι που το νιώθει ο ίδιος. Είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που το ζει. Και ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, ο τρόπος με τον οποίο είναι εν μέσω των άλλων, δείχνει ότι, ναι, δεν είναι αυτός που ήταν, ο άνθρωπος με την κατάθλιψη και με τη μελαγχολία, αλλά είναι ο άνθρωπος που είναι πλημμυρισμένος από χαρά.
Αυτό είναι ένα απλό παραδειγματάκι, για να καταλάβουμε ότι, όταν έρθει η ειρήνη –αλλά όχι η ειρήνη σαν μια ανακούφιση, μια πληρότητα εσωτερική, ένα γέμισμα εσωτερικό, για την οποία λένε καμιά φορά οι άνθρωποι και που είναι ανθρώπινα αυτά, είναι ψυχολογικά– όταν λοιπόν έρθει η ειρήνη που δίνει ο Χριστός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πει τίποτε. Τι να πει; Είναι κάτι θεϊκό αυτό. Δεν είναι απλώς ότι σκέπτεται κανείς πως έχει μέσα του τον Θεό, ότι θυμάται ή πιστεύει πως έχει μέσα του τον Θεό, αλλά είναι όντως μέσα του ο Θεός δια της Χάριτός του, και τότε ο άνθρωπος έχει αυτή την ειρήνη. Δεν μπορεί, επαναλαμβάνω, να την εκφράσει, αλλά όμως την έχει και καταλαβαίνει μετά γιατί ο ιερέας λέει «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης».
Έτσι λοιπόν, επανέρχομαι, να πάμε στην εκκλησία και να προσέξουμε όλα αυτά τα οποία γίνονται εκεί, όλα αυτά τα οποία λέγονται εκεί, όλα αυτά τα οποία ψάλλονται. Βέβαια, εφόσον πάμε στην εκκλησία, όλοι κάτι έχουμε και πάμε. Έχουμε μια κάποια πίστη, έχουμε μια κάποια σχέση με όλα αυτά και ίσως όλοι σιγομουρμουρίζουμε μαζί με τους ψάλτες τα καθίσματα, τα απολυτίκια, τα κοντάκια, τα εξαποστειλάρια, τις καταβασίες και άλλα. Και οπωσδήποτε είναι μια κάποια χαρά, και όλοι παίρνουν μια κάποια χαρά εκείνη την ημέρα, είτε είναι Χριστούγεννα είτε είναι Ανάσταση είτε είναι Θεοφάνεια. Ο Θεός είναι αγαθός και δίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως άλλο είναι αυτό, και άλλο είναι να βρει ο Θεός μια ψυχή και να αναπαυθεί εκεί μέσα, όπως τρόπον τινά βρήκε κατάλληλη τη μήτρα της Παναγίας και πήγε και ανεπαύθη εκεί και εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος για όλους μας. Αλλά έγινε άνθρωπος, πήρε την ανθρωπίνη φύση από την Παναγία, ακριβώς για να επικοινωνήσει με όλους μας, για να έρθει στις καρδιές όλων μας, και για να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να αισθάνεται μέσα του τον Χριστό. Να το προσέξουμε, σας παρακαλώ, αυτό.
Όλα γίνονται γι’ αυτό το πράγμα· εάν δεν συντελεσθεί κάποτε αυτό μέσα μας, δεν αξίζει που ζούμε εδώ, δεν αξίζει ούτε καν να υπάρχει ο άνθρωπος. Δηλαδή να νιώσει ο άνθρωπος ότι ήρθε μέσα του ο Χριστός και ήρθε κατά τρόπο που πέθανε ο δικός του εαυτός. Αυτός ο εαυτός του με τα ελαττώματά του, με τις αδυναμίες του, με τις αμαρτίες του, με τις πτώσεις του, με τις δειλίες του, με τους φόβους του, με τις ανασφάλειές του, με την κατάθλιψή του, με όλα αυτά τα ανθρώπινα.
«Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2:20). Όταν λέει ο απόστολος Παύλος ότι ζει μέσα του ο Χριστός και δεν ζει πλέον αυτός, δεν το εννοεί μόνο από την πλευρά ότι «να, δεν αμαρτάνω πια. Πέθανε ο Παύλος που έκαμνε αμαρτίες, και τώρα ζει μέσα μου ο Χριστός. Δεν ζω εγώ». Δεν το λέει μόνο μ’ αυτή την έννοια, να, έχασε τον εαυτό του, αλλά το λέει με την έννοια ότι ο άνθρωπος και άγιος να είναι, δηλαδή και αναμάρτητος να είναι –αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι ο άνθρωπος αναμάρτητος– άμα μείνει σκέτος άνθρωπος και δεν έχει μέσα του τον Θεό, δεν έχει μέσα του την Χάρι του Θεού, είναι φτωχός, πολύ φτωχός.
Ο πατήρ Αθανάσιος Γιέφτιτς σε ένα μικρό κήρυγμα του αναφέρθηκε σ’ εκείνο που είπε ο Κύριος: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιω. 10:10). Εγώ ήρθα, για να ‘χουν οι άνθρωποι ζωή «και περισσόν έχωσι». «Και περισσόν», είπε ο πατήρ Αθανάσιος, δεν είναι απλώς περισσότερη ζωή, απλώς κάτι παραπάνω. Το θέμα δεν είναι μόνο να ζει ο άνθρωπος, να υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ο άνθρωπος αιώνια. Όποιος έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο, θα υπάρχει αιώνια. Ό,τι και να γίνει, κανείς δεν πρόκειται να χαθεί. Ας λένε οι Χιλιαστές ό,τι λένε. Ο κάθε άνθρωπος θα υπάρχει αιώνια. Αυτό είναι εξασφαλισμένο· έτσι το κανόνισε ο Θεός. Όμως δεν φθάνει αυτό· απλώς να υπάρχει ο άνθρωπος, απλώς να ζει είτε σ’ αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλο κόσμο. Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι αυτό το «περισσόν». Και το «περισσόν» είναι ότι ο Χριστός δίνει τον εαυτό του. Ο Χριστός ενώνει τον εαυτό του με τον άνθρωπο. Ο Κύριος δίνει την Χάρι, αυτό το θεϊκό, κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει σώμα, ψυχή, αλλά έχει και την Χάρι του Θεού, έχει μέσα του και τον Θεό. Δεν είναι σκέτος άνθρωπος, έστω καθαρός, ας πούμε, από αμαρτία ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή. Αυτό δεν φθάνει μόνο του, αλλά χρειάζεται να είναι μέσα του ο Θεός.
Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Για όσους το πιστεύουν αυτό –είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν· ας τους αφήσουμε εκείνους– δεν φθάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον άνθρωπο και δίνει στον άνθρωπο αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση. Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται απ’ αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, ωσότου ετοιμασθεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.
Πηγή: (Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Συνάξεις Δωδεκαημέρου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 13.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 22α Δεκεμβρίου 2016
ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙ ΤΩ ΑΓΙΩ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΩ
Με τη χάρη και την ευλογία του Τριαδικού Θεού, οδεύουμε και εφέτος προς το νοητό σπήλαιο της Βηθλεέμ, να συναντήσουμε για μια ακόμα φορά τον δι’ ημάς νηπιάσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, ο Οποίος «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4,4), «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενομένος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,6-8).
Να συναντήσουμε τον «Μεγάλης Βουλής Άγγελο» (Ησ.9,6), ο Οποίος ήρθε στον κόσμο για να αναγγείλει το πλέον χαρμόσυνο άγγελμα όλων των εποχών, να «σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτού» (Ματθ.1,22). Ήρθε «μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ.1,24) για να μείνει εις τον αιώνα ως «φως εις αποκάλυψιν εθνών» (Λουκ.2,32). Για να λάβουμε και πάλι τη χαμένη υιοθεσία μας και να μπορέσουμε να γίνουμε παιδιά του ουράνιου Πατέρα μας, υιοί και κληρονόμοι της ατέρμονης βασιλείας Του. Να πάψουμε να είμαστε δούλοι της αμαρτίας και υποκείμενοι στη φθορά και στο θανάτου, σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου Παύλου, «ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4,7).
Η υπέρτατη όμως αυτή θεία δωρεά απαιτεί από εμάς τα πεσόντα στην αμαρτία ανθρώπινα πρόσωπα την υποχρέωση να την αποδεχτούμε. Να αφήσουμε κατά μέρος την εγωκεντρική μας αυτάρκεια. Να εξέλθουμε από την ατομική μας περιχαράκωση. Να ανοίξουμε διάπλατα την ψυχή μας και να πούμε το μεγάλο ΝΑΙ, στη προσφερόμενη από τον Ενανθρωπήσαντα Θεό μας σωτηρία. Να αλλάξουμε τον σκοτισμένο από την αμαρτία νου μας, με το «νουν Χριστού» (Α΄Κορ.2,15). Να αποβάλλουμε τον «παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού, και ενδυσάμενοι τον νέον, τον ανακαινόύμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος» (Κολ.3,9), δηλαδή να νεκρώσουμε τα μέλη μας «τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστί ειδωλολατρία, δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» (Κολ.3,5-6).
Ταυτόχρονα με την αποδοχή της χάριτος της σωτηρίας και τον προσωπικό μας καθαρισμό, έχουμε την υποχρέωση να δώσουμε τον «καλόν αγώνα» (Β΄Τιμ.4,7) και για την κοινωνική κάθαρση για την απελευθέρωση του κόσμου από την αιχμαλωσία του διαβόλου και την δουλεία της αμαρτίας. Να δώσουμε τη μαρτυρία μας για την μοναδική και αποκλειστική εν Χριστώ σωτηρία και απολύτρωση, η οποία στις δύστηνες ημέρες μας αμφισβητείται βάναυσα, ακόμη και από εκκλησιαστικούς άνδρες, οι οποίοι υπηρετούν με πάθος την παναίρεση του Οικουμενισμού και πασχίζουν να σχετικοποιήσουν το απολυτρωτικό έργο του δι’ ημάς νηπιάσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Να βάλουμε φραγμούς στην ξέφρενη εισβολή του σύγχρονου θρησκευτικού συγκρητισμού, ο οποίος δηλητηριάζει αθόρυβα και σταθερά την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και τον απομακρύνει από την σωτήρια πορεία του Ιησού Χριστού, οδηγώντας τον σε ατραπούς αδιέξοδους, σε θρησκευτικές πίστεις «ετέρων ευαγγελίων» (Γαλ.1,6), οι οποίες οδηγούν με ακρίβεια στην απώλεια και τον όλεθρο. Να αντισταθούμε στο σύγχρονο νοσηρό πνευματικό «κλίμα» του αποκρυφισμού της «Νέας Εποχής», και να το απορρίψουμε ως σαφέστατη δαιμονική «πνευματικότητα», η οποία τείνει να εκτοπίσει την αληθινή και γνήσια πνευματικότητα του Αγίου Πνεύματος.
Μέσα στο εορταστικό κλίμα του Αγίου Δωδεκαημέρου είναι και η εναλλαγή του χρόνου, η οποία για μας τους πιστούς δεν είναι (δεν πρέπει να είναι) μια ευκαιρία κάποιας ευωχίας, αλλά πνευματικής περισυλλογής και προβληματισμού. Ευκαιρία για μια νοητή αναδρομή στη χρονιά που πέρασε, αναλογιζόμενοι τις παραλείψεις μας και τα σφάλματά μας. Ένας επίσης προγραμματισμός για την καινούργια χρονιά, να διορθώσουμε τα λάθη μας και τις παραλείψεις μας. Να εντείνουμε τον αγώνα μας για προσωπική και κοινωνική κάθαρση. Να αυξήσουμε τον αγώνα μας για την απεμπολή του παρείσακτου κακού στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή. Να διατρανώσουμε, πάνω απ’ όλα την πίστη μας στο Χριστό, στο μοναδικό Λυτρωτή και Σωτήρα μας και να εδραιώσουμε έτι περισσότερο την οργανική μας ενότητα στην μητέρα μας Εκκλησία, η Οποία αποτελεί την μοναδική πύλη της σωτηρίας μας.
Να κλείνουμε γόνυ στο Θεό και να τον παρακαλέσουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, να δώσει φώτιση στους πνευματικούς και πολιτικούς ηγέτες της χώρας μας και ολοκλήρου της ανθρωπότητας, να αποβάλλουν το πνεύμα της εξουσιομανίας και να εμπληστούν με αίσθημα θυσιαστικής διακονίας για το καλό του κάθε ανθρωπίνου προσώπου, το οποίο αποτελεί εικόνα του Θεού. Να πάψουν να συντάσσονται με τους ισχυρούς του κόσμου και να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και να ενσκήψουν στα προβλήματα των αδυνάτων.
Να καλέσουμε τέλος τους εκκλησιαστικούς μας ταγούς να αλλάξουν τακτική. Να πάψουν να σκανδαλίζουν τους πιστούς με τα «τολμηρά ανοίγματά» τους προς τους αιρετικούς. Η μόνη κοινωνία τους με τις αιρετικές, εκτός Εκκλησίες, κοινότητες, να είναι η κλήση τους για μετάνοια και επιστροφή στην σώζουσα αγκαλιά της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας, η Οποία είναι η μόνη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού.
Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας με τις πλέον εγκάρδιες ευχές μας προς τους αναγνώστες μας, για ευλογημένο Άγιο Δωδεκαήμερο και επίσης ευλογημένο, ειρηνικό και καρποφόρο το νέο έτος 2017.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Πηγή: Ακτίνες
Στά πλαίσια τῶν Φιλολογικῶν καί Θεολογικῶν μαθημάτων τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν, τήν Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου καί ὥρα 19:00 στήν αἴθουσα ἐκδηλώσεων τοῦ Δημαρχείου Ἀμαρουσίου πραγματοποιήθηκε ὁμιλία ἀπό τόν φιλόλογο κ. Κων/νο Γανωτῆ μέ θέμα: «Ὁ ἰαμβικός κανόνας τῶν Χριστουγέννων».
Πηγή: Εστία Πατερικών Μελετών
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...