Γέροντα, μερικὲς φορές, ὅταν βλέπω πόσο ὑποφέρει ὁ κόσμος, δὲν μπορῶ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
– Τὴν προσευχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν τὴν κάνουμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητη σὰν μιὰ προετοιμασία, γιὰ νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ μὲ εὐπρεπὲς ἔνδυμα. Γιὰ νὰ μπορῆς νὰ δῆς τὸν πόνο τῶν ἄλλων, χρειάζεται νὰ ἔχης κατὰ κάποιον τρόπο τακτοποιημένο τὸν ἑαυτό σου. Καὶ ὅταν προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου μὲ πολλὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου, τότε καὶ ἕνα «Κύριε ἐλέησον» νὰ πῆς γιὰ τοὺς ἄλλους, αὐτὸ τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἔχει μεγάλη δύναμη, γιατὶ ἔχει πολλὴ ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τὸ μεγάλο ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
– Γέροντα, ἐγὼ αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ κάνω πολλὴ προσευχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ ξεχνῶ τοὺς ἄλλους.
– Κοίταξε, γιὰ νὰ γίνη ἡ ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, χρειάζεται νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν ὅμως φουντώση ὁ θεῖος ἔρωτας, τότε ξεχνᾶ κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ εὔχεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἐσύ, ἀφοῦ πρῶτα κάνεις λίγη εὐχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, νὰ θυμᾶσαι μετὰ τὸν ταλαιπωρημένο κόσμο γενικὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς κεκοιμημένους ποὺ δὲν ἀξιοποίησαν τὰ χρόνια ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός, γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσουν, καὶ μεταμελοῦνται τώρα – ἀνώφελα πιά –, καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἔτσι συμπεριλαμβάνεις στὴν προσευχή σου καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅσους σοῦ ζήτησαν νὰ εὐχηθῆς, ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν κόσμο.
– Μὲ ἀπασχολεῖ, Γέροντα, ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ δὲν ἔχω παρρησία, γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βοηθήση. Μοῦ λέει ὁ λογισμός: «Μὲ τὴν κακομοιριὰ ποὺ ἔχεις, πῶς θὰ σὲ ἀκούση ὁ Θεός;».
– Μὴν ἀκοῦς τὸ ταγκαλάκι ποὺ σὲ πιάνει ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ σὲ ἀπελπίζει. Νὰ λές: «Θεέ μου, εἶμαι κακομοίρα, ἀλλὰ ἄκουσέ με, γιατὶ ἐξ αἰτίας μου ἀδικοῦνται οἱ ἄλλοι». Κάποτε, σὲ περίοδο μεγάλης ἀνομβρίας, ἕνας μοναχὸς[1] στὸ Ἅγιον Ὄρος προσευχήθηκε ὡς ἑξῆς: «Θεέ μου, εἶπε, Σὲ παρακαλῶ, ρίξε λίγη βροχή. Ὄχι γιὰ μᾶς· ἐμεῖς καλόγεροι εἴμαστε καὶ ὑποσχεθήκαμε νὰ κάνουμε ἄσκηση. Λυπήσου τὸν καημένο τὸν κόσμο ποὺ ὑποφέρει, ἀλλὰ καὶ πάλι ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του θὰ δώση καὶ σ’ ἐμᾶς. Ἂν ἤμουν σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, θὰ μὲ ἄκουγες καὶ δὲν θὰ ὑπέφερε ὁ κόσμος. Τὸ ξέρω, εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός· ὅμως δὲν εἶναι ἀδικία νὰ ὑποφέρη ὁ κόσμος ἐξ αἰτίας μου; Βοήθησέ τους. Ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν χρόνο νὰ κάνουν προσευχή· κάνω ἐγὼ λίγη προσευχὴ γιὰ ἐκείνους». Σὲ μία-μιάμιση ὥρα ἔπιασε βροχὴ σὲ ὅλη τὴν Μακεδονία, στὴν Θεσσαλία καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος!
– Γέροντα, ὅταν κάνω προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο, μοῦ λέει ὁ λογισμὸς πὼς μὲ σιχαίνεται ὁ Θεός, γιατὶ ἄφησα τὸν δικό μου νεκρὸ καὶ πάω νὰ θάψω τοὺς νεκροὺς τῶν ἄλλων[2].
– Τὸν δικό σου νεκρὸ δὲν τὸν ἔθαψες, ὅταν ἔγινες μοναχή; Νὰ λές: «Θεέ μου, πῶς νὰ ἀκούσης ἐμένα τὴν ἀνάξια δούλη Σου; Ἀλλὰ δὲν εἶναι κρίμα ποὺ ὁ κόσμος ἔχει τόσα προβλήματα καὶ βασανίζεται; Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ τον». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται γιὰ τὸν πλησίον του μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση καὶ ἀγωνίζεται ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του, ὁ Θεὸς δὲν τὸν σιχαίνεται, ἀλλὰ βοηθάει καὶ τὸν ἴδιο, βοηθάει καὶ τοὺς ἄλλους. Ὁ Θεὸς σιχαίνεται ἐκεῖνον ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἅγιο καὶ προσεύχεται γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ τοὺς θεωρεῖ ἁμαρτωλούς.
__________________________________
[1] Πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Γέροντα Παΐσιο.
[2] Πρβλ. Ματθ. 8, 22· καὶ Λουκ. 9, 60. «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»), Εθνέγερσις