– Γέροντα, πῶς θὰ βοηθηθῆ κάποιος ποὺ ζηλεύει νὰ ξεπεράση τὴν ζήλεια;
– Ἂν γνωρίση τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἔχει προικίσει ὁ Θεὸς καὶ τὰ ἀξιοποιήση, τότε δὲν θὰ ζηλεύη καὶ ἡ ζωή του θὰ εἶναι Παράδεισος. Πολλοὶ δὲν βλέπουν τὰ δικά τους χαρίσματα· βλέπουν μόνον τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων καὶ τοὺς πιάνει ἡ ζήλεια. Θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀδικημένο, μειωμένο, κι ἔτσι βασανίζονται καὶ κάνουν τὴν ζωή τους μαύρη. «Γιατί αὐτὸς νὰ ἔχη αὐτὰ τὰ χαρίσματα κι ἐγὼ νὰ μὴν τὰ ἔχω;», λένε. Μὰ ἐσὺ ἔχεις ἄλλα χαρίσματα, ἐκεῖνος ἄλλα. Θυμᾶστε τὸν Κάιν καὶ τὸν Ἄβελ; Δὲν ἔψαξε ὁ Κάιν νὰ βρῆ τὰ δικά του χαρίσματα, ἀλλὰ κοιτοῦσε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἄβελ· ὁπότε καλλιέργησε τὸν φθόνο πρὸς τὸν ἀδελφό του, μετὰ τὰ ἔβαλε καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τελικὰ ἀπὸ τὸν φθόνο ἔφθασε στὸν φόνο[1]. Καὶ μπορεῖ αὐτὸς νὰ εἶχε περισσότερα καὶ μεγαλύτερα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Ἄβελ.
– Γέροντα, πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν βλέπη τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων, νὰ μὴ ζηλεύη, ἀλλὰ νὰ χαίρεται;
– Ἂν ἀξιοποιῆ τὰ δικά του χαρίσματα καὶ δὲν τὰ θάβη, τότε θὰ χαίρεται μὲ τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων. Χρόνια τώρα βλέπω ἐδῶ μιὰ ἀδελφὴ τί φωνὴ ἔχει, τί εὐλάβεια, καὶ ὅμως δὲν πάει νὰ ψάλη. Καὶ ἐπειδὴ τὸ δικό της χάρισμα τὸ θάβει καὶ δὲν ψάλλει, μαραζώνει, ὅταν ἀκούη τὴν ἄλλη ποὺ δὲν ἔχει καὶ τόσο καλὴ φωνὴ νὰ ψάλλη. Δὲν σκέφτεται ὅτι σ᾿ αὐτὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς καλύτερη φωνή, ἀλλὰ δὲν τὴν καλλιεργεῖ.
Γι᾿ αὐτό, λέω, ὁ καθένας νὰ ψάξη νὰ δῆ μήπως τὸ χάρισμα ποὺ βλέπει στὸν ἄλλον καὶ τὸ ζηλεύει τὸ ἔχει καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν τὸ καλλιεργεῖ, ἢ μήπως ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε ἄλλο χάρισμα. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀδικεῖ κανέναν· στὸν καθέναν ἔχει δώσει ἕνα διαφορετικὸ χάρισμα ποὺ θὰ τὸν βοηθήση στὴν πνευματική του πρόοδο.
Ὅπως ὁ ἕνας ἄνθρωπος δὲν μοιάζει μὲ τὸν ἄλλο, ἔτσι καὶ τὸ χάρισμα τοῦ ἑνὸς δὲν μοιάζει μὲ τοῦ ἄλλου. Προσέξατε καμμιὰ φορὰ τὰ ἀγριομπίζελα ποὺ ἔχετε ἐκεῖ κάτω στὸν φράχτη; Ὅλα εἶναι ἀπὸ μία ρίζα, ἀλλὰ ἔχουν διαφορετικὰ χρώματα καὶ τὸ ἕνα εἶναι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ ὅμως τὸ ἕνα δὲν ζηλεύει τὸ ἄλλο... Τὸ καθένα χαίρεται μὲ τὸ χρῶμα ποὺ ἔχει. Βλέπετε καὶ τὰ πουλιά; Τὸ καθένα ἔχει τὴν χάρη του, τὸ δικό του κελάηδημα.
Ἂς βρῆ λοιπὸν ὁ καθένας τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς δοξάζη τὸν Καλὸ Θεό, ὄχι ἐγωιστικά, φαρισαϊκά, ἀλλὰ ταπεινά, ἀναγνωρίζοντας ὅτι δὲν ἔχει ἀνταποκριθῆ στὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂς τὰ ἀξιοποιήση στὸ ἑξῆς.
– Γέροντα, ζηλεύω μερικὲς ἀδελφές, γιατὶ ἔχουν ὁρισμένα χαρίσματα ποὺ ἐγὼ δὲν τὰ ἔχω.
– Σ᾿ ἐσένα ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσα χαρίσματα κι ἐσὺ ζηλεύεις τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων; Μοῦ θυμίζεις τὴν κόρη ἑνὸς ζαχαροπλάστη ποὺ εἴχαμε στὴν Κόνιτσα. Ὁ πατέρας της τῆς ἔδινε κάθε μέρα ἕνα μικρὸ κομμάτι ραβανί, γιὰ νὰ μὴν τὴν πειράξη τὸ μεγάλο, καὶ αὐτὴ ἔβλεπε τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο ποὺ ἔτρωγαν μεγάλο κομμάτι μπομπότα[2] καὶ τὰ ζήλευε. «Τί μεγάλο κομμάτι τρῶνε αὐτά! ἔλεγε. Ἐμένα ὁ πατέρας μου μικρὸ μοῦ δίνει». Ζήλευε τὴν μπομπότα ποὺ ἔτρωγαν τὰ ἄλλα παιδιά, ἐνῶ αὐτὴ εἶχε ὁλόκληρο ζαχαροπλαστεῖο καὶ ἔτρωγε ραβανί! Θέλω νὰ πῶ, κι ἐσὺ δὲν ἐκτιμᾶς τὰ μεγάλα χαρίσματα ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ βλέπεις τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων καὶ ζηλεύεις.
Ἂς μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι πρὸς τὸν Καλὸ Πατέρα μας Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔχει προικίσει ὅλα τὰ πλάσματά Του μὲ χαρίσματα διάφορα, γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τί χρειάζεται ὁ καθένας μας, ὥστε νὰ μὴ βλαφθοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως πολλὲς φορὲς κάνουμε σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ παραπονιόμαστε, γιατί δὲν ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Πατέρας ἕνα φράγκο[3] ἢ ἕνα δίφραγκο, ὅπως ἔδωσε στὰ ἀδέλφια μας, ἐνῶ σ᾿ ἐμᾶς ἔχει δώσει ὁλόκληρο ἑκατοστάρικο[4]. Νομίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς δὲν εἶναι τίποτε, γιατὶ περνᾶμε τὸ ἑκατοστάρικο γιὰ χαρτί, καὶ μᾶς συγκινεῖ τὸ φράγκο ἢ τὸ δίφραγκο ποὺ ἔδωσε στὰ ἀδέλφια μας καὶ κλαῖμε καὶ ἀγανακτοῦμε μὲ τὸν Καλὸ Πατέρα μας[5].
________________________________
[1] Βλ. Γέν. 4, 3-8.
[2] Μπομπότα: Ψωμὶ ἀπὸ καλαμποκήσιο ἀλεύρι.
[3] Φράγκο: Ἔτσι ὀνομαζόταν παλιότερα ἡ δραχμή.
[4] Ἑκατοστάρικο: Χάρτινο νόμισμα ἰσοδύναμο μὲ ἑκατὸ δραχμές.
[5] Ἀπὸ γράμμα τοῦ Γέροντα πρὸς ἀδελφὴ τὸ 1968.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε' «Πάθη καὶ άρετές»), Εθνέγερσις